κ.ά.) μτφ.: υποχώρηση, συμμάζετα, μακρύ μάλλινο ή βαμβακερό ένδυμα, κάτι σαν μακριά αμάνικη ζακέμα: «ήμπη μες του καβούτσ υτ» αποσύρθηκε, ηττήθηκε)

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "κ.ά.) μτφ.: υποχώρηση, συμμάζετα, μακρύ μάλλινο ή βαμβακερό ένδυμα, κάτι σαν μακριά αμάνικη ζακέμα: «ήμπη μες του καβούτσ υτ» αποσύρθηκε, ηττήθηκε)"

Transcript

1 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:44 πμ Page 100 K καβάδ (το) < μσν. καβάδι(ο)ν το όστρακο (χελώνας, σαλιγκαριού μακρύ μάλλινο ή βαμβακερό ένδυμα, κάτι σαν μακριά αμάνικη ζακέμα: «ήμπη μες του καβούτσ υτ» κ.ά.) μτφ.: υποχώρηση, συμμάζετα, που φορούσαν οι προύχοντες (κατάλαβε τον κίνδυνο και υποχώρησε, αποσύρθηκε, ηττήθηκε) και οι παπάδες καβαλίνα (η) < μσν. καβαλλίνα < καγηρίζου ρ. < καγηρ -ός (βλ. λ.) + ιταλ. cavallina < λατ. caballinus -ίζω (αλογίσιος) < caballus (άλογο) είμαι καγηρός, πάσχω από στραβισμό κλείνω το μάτι, γνέφω η κοπριά των αλόγων, των μουλαριών και των γαϊδουριών καγηρός -η -ο < πιθ. από το βλάχ. καβάτσ (το) < καβάκι < τουρκ. kavak -ηρός και αντικατάσταη του β από γ gav(ŭ) (αλλήθωρος, στραβός) + είδος λεύκας ο αλλήθωρος, αυτός που βλέπει λοξά, που πάσχει από στραβισμό κάβγου ρ. < κάβω < αρχ. καίω, ρίζα και -, καυ - (με ανάπτυξη ευφων. γ) καγηρουμάτ ς (ο) < καγηρός (βλ. καίω: καταστρέφω με τη φωτιά: λ.) + μάτι «θα κάβγου πρίν (πρίνους) ούλ τ αυτός που έχει καγηρά μάτια, που μέρα» μτφ.: προκαλώ φλογερό βλέπει λοξά, ο αλλήθωρος: «ω γαμπρέ μ καγηρουμάτ...» (ειρων.) πάθος: «μ έκαψης, γειτόνισσα...» καβουρμάς (ο) < τουρκ. kavurma καγιάδα (η) < τουρκ. kay-a (βράχος) + -άδα (καβουρδιστός) κρέας καβουρδισμένο: «καβουρμά μεγάλη πέτρα, κοτρόνα, βράχος: το κανης του φαγί» (το έψησες πολύ, το καβούρντισες ) τσηφάλ σ!» (απειλή) «α πάρου μια καγιάδα, α σπάσου του καβούτσ (το) < καβούκι < τουρκ. καγίλα (η) < καΐλα (με ανάπτυξη ευφωνικού γ) < καίω (αόρ. kabuk (καβούκι, όστρακο) κάη-κα)

2 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:44 πμ Page καθ σιά καούρα (στομαχιού) ψυχική οδύνη, πόνος, ταλαιπωρία: «τη θ στσή μ τ καγίλα κανείς να μη τ ν απουτάξ» μεγάλη επιθυμία, καημός: «του έχ μηγάλ καγίλα να γίν η γιος υτ γιατρός» καγιλεύγουμι ρ. < πιθ. από το καγίλ -α (βλ. λ.) + εύομαι ικανοποιούμαι, αρκούμαι, ευχαριστιέμαι: «ε καγιλεύγητι μη τίπουτα!» κάγιουμι ρ. (αόρ. κάηκα - κάγ κα) < μσν. καίγομαι < αρχ. καίομαι 1. φλέγομαι, καταστρέφομαι από φωτιά: «πέταξη ασπέθα απ του καντήλ τσι κάγ τση ούλου του σπίτ» 2. έχω υψηλό πυρετό «ούλ τ νύχτα του μουρό καγιόταν στουν πυρητό» 3. τσιγκουνεύομαι, λυπούμαι να δώσω κάτι, μετανιώνω που το έδωσα: «δώκα του χουράφ για ένα κουμμάτ ψουμί τσι του κάγ κα» καζάντια (τα) < τουρκ. kazanci (κέρδη) τα κέρδη, τα πλούτη, η απόκτηση αγαθών: «να μη (μου) λείπιν τσι τα καζάντια τσι γη φουρτούνης τουν» καζαντίζου ρ. < τουρκ. kazanmak (κερδίζω, οικονομώ) πλουτίζω: «πήγη στ ν Αμηρική τσι καζάντ ση!» καζίκ (το) < τουρκ. kazik παλούκι, πάσσαλος μτφ: δύσκολη κατάσταση, πρόβλημα: «έχ στουν κώλου τ έγτουσα καζίκια» καζμάς (ο) τουρκ. kazma (αξίνα) εργαλείο για σκάψιμο, πλατύ από τη μια μεριά και κοφτερό σαν τσεκούρι από την άλλη συνεκδ. το σκάψιμο με καζμά: «ούλ τ μέρα ήμταν στουν καζμά» καθιόλ επίρ. < αρχ. καθόλου καθόλου, διόλου: «φέτους εν ηπήγα καθιόλ στου χουριό» καθουδ γεύγου ρ. < καθοδηγεύω < καθοδηγώ (με επίδραση του συμβουλεύω) συμβουλεύω, νουθετώ: «κάτση, κόρ υμ, τσι καθούδ γηψή του του μουρό» καθουδ γιά (η) < καθοδηγ-ώ + -ιά η οδηγία, νουθεσία, η συμβουλή καθ σιά (η) < καθισιά < καθίζω (αμετ., κάθομαι, διαμένω) 1. κατοικία, τόπος παραθερισμού Παλιότερα, κάτοικοι κωμοπόλεων και χωριών, που είχαν στην εξοχή ένα αμπελάκι, ένα περιβολάκι, λίγες συκιές κτλ., περνούσαν το καλοκαίρι τους σε μικρά σπιτάκια (καθ σιές) που είχαν κοντά σ αυτά. Κ

3 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:44 πμ Page 102 Κ καϊμακάμ ς α) Ο χρόνος που χρειάζεται κανείς για να γευματίσει β) Η ποσότητα του φαγητού που καταναλώνει κανείς σε ένα γεύμα: «τρώγ ένα ψουμί στ καθ σιά τ» καϊμακάμ ς (ο) < τουρκ. kaymakam (έπαρχος ) διοικητικός και στρατιωτικός προϊστάμενος στα χρόνια της Τουρκοκρατίας: φρ.: «τα παράπουνα σ στουν καϊμακάμ» κακάβ (το) (πληθ. τα κακάβια) < μσν. κακκάβιν < αρχ. κακκάβιον < υποκορ. του κακκάβη (χάλκινη χύτρα για μαγείρεμα ) κοιλότητα του εδάφους, κοντά σε θερμοπηγές, από την οποία αναβλύζει καυτό νερό. (Στις θερμοπηγές Λισβορίου Λέσβου στα κακάβια οι γυναίκες έβραζαν αβγά) κακανίζου ρ. < κάκαν-ο (βλ. λ.) + -ίζω γελώ δυνατά σαν ανόητος και βλάκας (κα! κα! κα!): «αβγά σι καθαρίζιν τσι κακανίγ ς ;» (πρβλ. χαχανίζω) κάκανου (το) < ηχοπ. λέξη από τον ήχο του γέλιου κα - κα - κα δυνατό και ακράτητο γέλιο (πρβλ. χάχανο) κάκαρου (το) < μσν. κάκαρον < κάκαρος κάτι το εντελώς αποξηραμένο: «αφήτσης του ψουμί μες του φούρνου τσι γίν τση κάκαρου» κάτι το ασάλευτο, ακίνητο, νεκρό: «μόλις τ άκ ση, απόμ νη κάκαρου» κακαρώνου < καρώνω < αρχ. καρῶ + -ώνω (με αναδίπλωση του κα) πεθαίνω, τεζάρω, «τα τινάζω» (κυρίως από κρύο) κακνί (το) < πιθ. ηχοπ. λέξη από τον ήχο κακν - κακν που κάνουν τα γαλόπουλα το γαλόπουλο: «η μπάρμπας υμ η Ν κόλας έχαση δυο κακνιά...» (δημοτ. Λέσβου) κακουσύν (η) < επιθ. κακ-ός + -οσύνη ιδιότητα του κακού, κακία, μοχθηρία άσχημος καιρός, κακοκαιρία: «πού να πας στη δ λειά μη τέτοια κακουσύν ;» καλάμια (τα) < μτγν. καλάμιον < κάλαμος μτφ.: τα κόκαλα της κνήμης: «Γιώρ ς μη δώτση κλουτσιά πα στου καλάμ» καλαμουβρακάς (ο) < καλάμια + βράκα

4 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:44 πμ Page καλουγνουμιάζου απαξιωτική έκφραση για βρακοφόρο, που η σέλα της βράκας του κρέμεται ως τα καλάμια (βλ. λ.) των ποδιών του, κακοντυμένος καλαμουβράτσια (τα) < καλαμοβράκι < καλάμι + βρακί < υποκορ. του βράκα τα ανοίγματα στις βράκες, για να περνούν τα πόδια: «οι παράδης απ τα καλαμουβράτσια τ τρέχιν!» (ειρων.) καλαμπαλίτσια (τα) < τουρκ. kalabalık (πλήθος) πλήθος αντικείμενα, έπιπλα, εργαλεία και άλλα μικροπράγματα καλ βώνου ρ. < μσν. καλλιγώνω και καλλιβώνω < μτγν. καλίγ-ιον (υπόδημα) -ώνω πεταλώνω μτφ.: ξεγελώ, εξαπατώ: «πούλ ση του χουράφ υτ τσι τουν καλ βώσαν» καλέμ (το) < μτγν. καλάμιον, υποκορ. του αρχ. κάλαμος 1. εργαλείο των πελεκάνων για το πελέκημα της πέτρας 2. χοντρό και πλατύ μολύβι κάλλιου επίρ. < μσν. κάλλιο < αρχ. κάλλιον συγκρ. του επιρ. καλῶς καλύτερα: «κάλλιου να βγει του μάτ σ, παρά τ όνουμά σ» (γνωμ.) καλ μουρίζου ρ. < κλιαμουρίζου (βλ. λ.) (με αντιμετάθεση των α και λ) καλ μούρ-ης + -ίζω < κλιαμούρης η λέξη λέγεται ειδικά για καντήλι ή λυχνάρι, που τρεμοσβήνει σπιθίζοντας με χαρακτηριστικό ήχο (σαν να κλιαμουρίζει): «του καντήλ καλ μουρίζ! βάλη κουμμάτ λάδ!» μτφ.: νυστάζω, είμαι σε κατάσταση, που κοντεύει να με πάρει ο ύπνος: «κάτι (κάθεται) πα στ καρέκλα τσι καλ μουρίζ» καλ μούρ ς (ο) < κλιαμούρης < κλαμούρης < κλάμα μτφ.: ο νυσταλέος, που είναι έτοιμος να κοιμηθεί καλ μούρ σμα (το) < καλ μουρίζου (βλ. λ.) χαρακτηριστικός ήχος καντηλιού που τρεμοσβήνει καλντίζου ρ. (αόρ. κάλντ σα) < τουρκ. αόρ. του kalmak (μένω, σταματώ) κουράζομαι, λυγίζω από υπερβολική προσπάθεια, δεν μπορώ να προχωρήσω: «του μ λάρ κάλντ ση στουν ανήφουρου» καλουγνουμιάζου ρ. < καλό + γνώμη + -ιάζω αλλάζω άποψη (γνώμη) και από αρ- Κ

5 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:44 πμ Page 104 Κ καματηρός -ή -ό < αρχ. καματηρός εργατικός, προκομμένος: «- πότη, νύφ καματηρή; - του Σαββάτου του βραδί!» (παροιμ. ειρων. για κείνον, που αναβάλλει και κάνει με καθυστέρηση τις δουλειές του) καματίζουμι ρ. < κάμα (βλ. λ.) ζεσταίνομαι υπερβολικά, νιώθω δυσφορία εξαιτίας της ζέστης καμός (ο) < μσν. καημός < κά-ηκα, αόρ. του αρχ. καίομαι < μεγάλη στενοχώρια, ντέρτι: «καμός τσι λαύρα τσι σκώτια μαύρα» (παροιμ.) λαχτάρα, μεγάλη επιθυμία, καημός, πόθος: «το χ καμό να σπουδάσ του πιδί τ!» καμπανάρια (τα) < μσν. καμπανάρι-ον μτφ.: τα τελευταία μικρά τσαμπιά σταφύλι με λεπτό και μακρύ μίσχο, που απομένουν μετά τον τρύγο και κρέμονται στο κλήμα όπως οι μικρές καμπάνες στο καμπαναριό καμουσίδια (τα) < μσν. καμών -ω + σίδι μεσ. καμώνομαι (κάνω πως τάχα, υποκρίνομαι, προσποιούμαι) καμώματα, προσποιήσεις: «- τι κάν, μουρ κόρ υμ, τόσην ώρα; - καμουσίδια!» καμπούλ (το) < τουρκ. kabul (παρακαλπαζάν ς 104 νητική εκφέρω θετική, «βλέπω με καλό μάτι» κάτι που πριν το «έβλεπα με κακό μάτι»: «άμα ν άκ ση πους θα δώσιν προύκα τσι του σπίτ, καλουγνουμιάση» συμφωνώ, συγκατατίθεμαι καλπαζάν ς (ο) < τούρκ. kalpazan (πλαστογράφος, παραχαράκτης) ψεύτης, υποκριτής, απατεώνας κάλπ ς, κάλπ σα -κου < κάλπης < τουρκ. kalp 1. τεμπέλης, οκνός 2. απατεώνας, ψεύτης, υποκριτής καλπουριά: μεγάλος κάλπης καλ τσεύγου ρ. < μσν. καβαλλικεύω ανεβαίνω σε άλογο ή άλλο υποζύγιο: «ξένου γάιδαρου καλτσεύγ ς, μάνι-μάνι κατηβαίν ς» (παροιμ.) καλύβγου ρ. < αρχ. καλύπτω μτφ: κλείνω ή σκεπάζω τα μάτια πεθαίνω: «να τα καλύψ ς τσι να μη τ ανοίξ ς» (κατάρα: να κλείσεις τα μάτια σου και να μην τα ξανανοίξεις, να πεθάνεις) κάλφας (ο)< τουρκ. kalfa-ς (εργοδηγός) αρχιτεχνίτης, μάστορας κάμα (το) < μσν. κάμα (ν) < αρχ. καῦμα η αφόρητη ζέστη, ο καύσωνας

6 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:44 πμ Page καντζίκ ς δοχή, συγκατάθεση) ανοχή, υποχώρηση: «πήρη έναν ουκνό τσι απρόκουφτου, μα τα κάν ούλα καμπούλ για τα μουρέλια τ ς!» καμώνουμι ρ. < μσν. καμώνω -ομαι (αόρ. καμώθηκα) 1. κάνω πως..., προσποιούμαι, υποκρίνομαι: «καμώνητι πους τα ξέρ ούλα τσι δε γρικά πού πάν τα τέσσηρα» 2. αλαζονεύομαι, επιδεικνύομαι: «καμώνητι πους είνι φτος τσι όχ άλλους!» κανάτα (η) < μσν. κανάτα επιτραπέζιο δοχείο για νερό ή κρασί: «ήπιαμη μια κανάτα κρασί» κανάτ (το) < μσν. κανάτιν, υποκορ. του κανάτα 1. μικρή στάμνα 2. (τουρκ. kanat) παραθυρόφυλλο: «εν είνι στου σπίτ! έχ τα κανάτια σφαλ στα!» κανιά (τα) < μσν. καννί (ον) υποκορ. του μτγν. κάννη (καλάμι) (ειρων.) μακριά και αδύνατα πόδια: «άπλουση τα κανιά τ τσι ε μπουρεί άθρηπους να πηράσ» κάννα (η) (συνήθως στον πληθυντικό κάννης) < αρχ. κάννη, κάννα (καλάμι, πλέγμα από καλάμια) μτφ. (το πλέγμα) ο ιστός της αράχνης: «κάννης κάναν τα μάτια μ να ση δουν» (είχα τόσο μεγάλο διάστημα τα μάτια μου ανοιχτά, περιμένοντας να σε δω, που κάνανε κάννες, αραχνιάσανε) καννιάζου ρ. < κάνν-α (βλ. λ.) + -ιάζω γεμίζω κάννες, αραχνιάζω (αραχνιάζει ένας τόπος που μένει για μεγάλο διάστημα κλειστός και αχρησιμοποίητος) μτφ.: «κανιάζιν τα μάτια μ» (θολώνουν τα μάτια μου, βλέπω θαμπά σαν μέσα από κάννες) καντάρ (το)< μσν. καντάρι είδος ζυγού για μεγάλα βάρη, ο στατήρας μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες: «μουρή μαννούδα μ! παλαβάδα μη τα καντάρια!» (ειρων. για κάποιον με πολύ τρελά φερσίματα) καντζικιά (η) < καντζίκ-ης (βλ. λ.) + -ιά η ενέργεια του καντζίκη, απατεωνιά, ζαβολιά: «λουγιάζ να νικήσ μόνι μη καντζικιές» καντζίκ ς (ο) < τουρκ. kancik κακόβουλος, ύπουλος, δόλιος, μπαμπέσης, κατεργάρης: «ε παίζου μη του Χαρέλ, γιατί είνι καντζίκ ς!» Κ

7 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:44 πμ Page 106 Κ καπαρώνου ρ. < καπάρ-ο + -ώνω προκαταβάλλω, δεσμεύω με προκαταβολή: «ε νοικιάζητι του χουράφ! είνι καπαρουμένου!» καπίστρ (το) < μσν. καπίστρι(ν) < μτγν. καπίστριον δερμάτινο εξάρτημα, στολισμένο με χάντρες και ψήφες (βλ. λ.), που φοριόταν στο κεφάλι του υποζυγίου και στο οποίο προσδενόταν αλυσίδα ή σκοινί για να κατευθύνεται το ζώο στην επιθυμητή κατεύθυνση: «του Λέν τουν σέρν τουν Κουστή μη του καπίστρ» (τον κάνει ό,τι θέλει) καπλαντίζου ρ. < τουρκ. kaplamak (σκεπάζω, ντύνω) ράβω σεντόνι στην εσωτερική πλευρά του παπλώματος ντύνω εξώφυλλα (βιβλίων, τετραδίων) με (μπλε) κόλλα χαρτιού καπλαντουβέλουνα (η) < καπλαντίζω + βελόνα βελόνα μεγάλου μεγέθους για το καπλάντισμα των παπλωμάτων καπουσούγ ς (ο) < καπουσούζης < τουρκ. kapis (αρπαγή) + soy (γενιά) ή από τουρκ. capulsu (άρπαγας, πλιατσικολόγος) κλέφτης, άρπαγας μτφ.: στριμμένος, ανάποδος, γρουσούζης: «κακαπακιαστά 106 καπακιαστά (τα) < καπάκι < τουρκ. kapak εξαιρετικά φαγητά που τα τοποθετούσαν σε χάλικνο σκεύος σκεπασμένο με καπάκι και που τα πήγαιναν οι νύφες στις πεθερές τους περισσότερο ως εκδήλωση εκτίμησης και σεβασμού συνεκδ. (το περιέχον αντί του περιεχομένου) το χάλκινο κοίλο σκεύος με το καπάκι του: «ναι, τα καπατσιαστά θα ση φέρου!» (ειρων. σε κάποιον που δεν του αρέσει το φαγητό που του δίνουν) καπαντίζου ρ. < τουρκ. kapamak (σκεπάζω, φράζω, μαντρίζω) κάνω κάτι δικό μου αυθαίρετα, χωρίς να έχω νόμιμα δικαιώματα, καταπατώ: «είχη μια λουρίδα γη τσι καπάντ ση ούλου του β νό» καπαντίζουμι ρ. (αόρ. καπαντίστ κα) < τουρκ. kapamak (σκεπάζω) ζεσταίνομαι υπερβολικά, ασφυκτιώ από ζέστη ή συνωστισμό, δυσφορώ: «μαζηυτήκαν ένa γύρου μ δέκα νουμάτ τσι καπαντίστ κα» καπάρου (το) < καπάρο < τουρκ. kaparo προκαταβολή, αρραβώνας: «νοίκιασα του σπίτ τσι δώκα καπάρου δυο μ νιάτ κα»

8 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:44 πμ Page καρηζ λής πουσούζ κου σόι» καπυράδα (η) < αρχ. καπυρ-ός (ψημένος, καμένος) < αρχ. καίω + πυρ ψημένη φέτα ψωμιού, βουτηγμένη σε λάδι και πασπαλισμένη με ζάχαρη καπυρός (ο) < αρχ. καππυρός ο καλά ψημένος, ο καψαλισμένος: «τσι την άλλη Τσυργιατσή (το Πάσχα) τρών του καπυρό τ αρνί...» (δημοτ.) καραγάτσ (το) < καραγάτσι < τουρκ. karaağaç (kara + agac: μαύρο δέντρο) 1. καραγάτσι, το δέντρο φτελιά 2. τοπωνύμιο του χωριού (Βασιλικά) στην περιοχή του Τήγανου, όπου υπήρχε πανύψηλο καραγάτσι καραζινά επίρ. < τουρκ. garaz (έχθρα, μίσος) + -ινά από έχθρα, από μίσος, για αντεκδίκηση: «του κάν καραζινά, για να τουν σκάσ» καραλαντίζου ρ. < τουρκ. kararlaştırmak (αποφασίζω, κανονίζω, προσδιορίζω) υπολογίζω με ακρίβεια: «καραλάντ ση τ ν ώρα που γυρίζ απ τουν καφηνή τσι τουν απάντηχη χουσμένους να τουν δείρ» καρατάρου ρ. (και καρατέρνου) < ιταλ. caratare υπολογίζω πόσο πάνω - κάτω, μετρώ, λογαριάζω: «καρατάρ ση πόσου λάδ θέλ να γημίσ του βαρέλ» καρατζιγέρ (το) < τουρκ. kara + ciger το μαύρο συκώτι: «του πέμπτου του φαρματσηρό μες τα καρατζιγέρια» (δημοτ.) (το πέμπτο καρφί της σταύρωσης του Χριστού) καργάρου ρ. (και καργέρνου) < βενετ. cargar (γεμίζω, φορτώνω) γεμίζω υπερβολικά, μέχρι εκεί που χωράει επίρ. κάργα: πολύ γεμάτα, φίσκα κάργια (η) < μσν. κάργα < τουρκ. karga πουλί με μαύρο φτέρωμα σαν το κοράκι, η καλιακούδα καρέζ (το) < τουρκ. garez (πείσμα, μίσος) μίσος, έχθρα, εκδίκηση (βεντέτα): «τουν βαστά καρέζ, γιατί τουν είπη κλέφτ» καρηζ λής (ο) < καρέζ (βλ. λ.) + επθμ. -λής εκείνος που κρατάει καρέζ, ο εκδικητικός, ο μνησίκακος Κ

9 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:44 πμ Page 108 Κ καριόλα 108 καριόλα (η) < ιταλ. carriola (κρεβάτι ) βρισιά για γυναίκα, πουτάνα καριστίζου ρ. < τουρκ. karıştırmak (μπλέκω) μπλέκω, ανακατεύομαι, επεμβαίνω: «Βρε τα, κόρ υμ, μη τουν άντρα σ! γω ε καριστίζου!» καρσί επίρ. < τουρκ. karsi αντίκρυ, απέναντι «καρσί μου ήρτης τσι έκατσης, απάνου στην πηζούλα...» καρσιλαμάς (ο) < τουρκ. karsilama χορός, στον οποίο οι δυο χορευτές χορεύουν αντικριστά καρσιλαντίζου ρ. < τουρκ. karsilasmak (αντικρίζω) βάζω, θέτω, τοποθετώ κάτι απέναντι σε άλλο μεσ. καρσιλαντίζουμι: τοποθετώ τον εαυτό μου απέναντι σε κάποιον: «πήγη στου χουρό τσι καρσιλαντίστ τση στ γιαβουκλού τ» καρσινός - ή - ό < kars-i + -ινός ο απέναντι, ο αντικρινός κασιάν (το) < τουρκ. kasagi ξύστρο για τον καθαρισμό και την περιποίηση ζώων, κυρίως αλόγων, η αρχ. στλεγγίδα κασιανίζου ρ. < τουρκ. kasagilamak περιποιούμαι με κασιάν (βλ. λ.) το ζώο, ξυστρίζω, χτενίζω κασιάν σμα (το) < τουρκ. kasagilama το καθάρισμα του τριχώματος των υποζυγίων με κασιάν, το ξύστρισμα καστρινός (ο) (ως ουσ., θηλ. η καστρινιά) < Κάστρ-ο + -ινός ο κάτοικος του Κάστρου, ο προερχόμενος από το Κάστρο. Κάστρο αποκαλούσαν στο χωριό την πρωτεύουσα του νησιού, τη Μυτιλήνη μτφ.: ο πρωτευουσιάνος κατ (το) < τουρκ. kat (σειρά) πτυχή, δίπλωση υφάσματος, χαρτιού κτλ.: «κάτια-κάτια γίν τση του σηντόν» καθεμιά από τις δύο ή περισσότερες κλωστές που ενώνονται σε μια: «δυο κάτια έχ η κλουστή» μτφ. φρ.: «γίν τσι δυο κάτια» (δίπλωσε, κύρτωσε, καμπούριασε πολύ) κάτα (η) < μσν. κάτα, θηλ. του κάτος < λατιν. catus η γάτα: «η κάτα έπιαση ένα πουντ κό» κατάβαρ (η) < κατά + βάρος (μόνο για έγγυο): ετοιμόγεννη: «μη τ βγάλ ς όξου τ προυβατίνα! είνι κατάβαρ!» κατακαμ λιού επίρ. < κατακαμηλιού < κατά + καμήλα (όπως η καμήλα)

10 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:44 πμ Page καταπόδ υπερβολικά φορτωμένος: «ήρτη φουρτουμένους κατακαμ λιού!» κατακώλ (το) < κατά + κώλος (πάτος) 1. ό,τι απομένει στον πυθμένα δοχείου, που περιέχει υγρά (κρασί, λάδι), η μούργα, η ουλιά (βλ. λ.) 2. το κατακάθι κατά την παρασκευή μυζήθρας 3. μτφ.: λέγεται περιφρονητικά για μικροκαμωμένο και ασήμαντο άτομο (υπόλοιπο ανθρώπου) καταμ τσνιά (η) < κατά + μούτσ νου (βλ. λ.) χτύπημα στο πρόσωπο, χαστούκι: «θα φας μια καταμτσ νιά, να μη γυρέψ ς άλλ!» καταξ νή (η) < Καντακ ζινή < Καντακουζινή Στο χωριό (Βασιλικά) ήταν συνηθισμένο να δίνουν στα παιδιά αρχαία και βυζαντινά ονόματα. Ζούσε τον περασμένο αιώνα γυναίκα με το όνομα Καντακουζινή, που έλεγαν ότι ήταν επικίνδυνα τρελή. Το όνομά της έμεινε να σημαίνει τρελή. καταπιάνου ρ. < κατά + πιάνω μτβ.: αρχίζω ν ανάβω τη φωτιά: «φέρη του δαδί να καταπιάσου τ φουτιά» αμετ.: παίρνω φωτιά, ανάβω: «καταπιάση η π καρής» (πήρε φωτιά η καμινάδα) μτφ.: «ε καταπιάν η ψάθα τ» (δεν αντιλαμβάνεται αμέσως, δεν παίρνει είδησση, δεν είναι έξυπνος) καταπιάνουμι ρ. (αόρ. καταπιαστ κα) < μσν. κατά + πιάνομαι 1. επιχειρώ να φτιάξω κάτι, αρχίζω μια δουλειά: «καταπιάστ κα ν αλλάξου του λάστιχου στ αυτουκίνητου» 2. αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι: «η μαϊμού (χαϊδευτικά ο μικρός στην ηλικία)! καταπιάνητι μη τ ς μηγάλ!» κατάπιασμα (το) < κατά + πιάνω υλικό για άναμμα της φωτιάς, προσάναμμα (δαδί, φρύγανα, πευκοβελόνες) καταπνιά (η) < καταπίνω η ελάχιστη ποσότητα υγρού για κατάποση, αντίστοιχη με την μπουκιά φαγητού: «εν ηπρόλαβα να πιω ούτη μια καταπνιά νηρό» καταπνιώνας (ο) < καταπνι-ά + -ώνας ο οισοφάγος: «εν ηπρόλαβη του νηρό να πάει στουν καταπνιώνα μ» καταπόδ επίρ. < μσν. καταπόδι (ν) < αρχ. κατά πόδας αμέσως μετά, ξοπίσω: «μόλις τσίν ση να φύγ, τουν πήρη κατα- Κ

11 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:44 πμ Page 110 Κ καταπού 110 πόδ» (τον ακολούθησε αμέσως) καταπού επίρ. τροπ. < συνεκφορά κατά + πού όπως, με τον τρόπο που: «καταπού θα τουν δεις τουν καθρέφτ, θα ση δει» (παροιμ.) (όπως φέρεσαι, θα σου φερθούν) καταπουνιώ ρ. < αρχ. καταπονώ καταβάλλω, κουράζω ρίχνω κάτω έπειτα από πάλη, νικώ: «όσου να γηράσ η Θιος, πέντ αγιοί καταπουνεί» (παροιμ.) καταράχια (τα) < κατά + ράχη μτφ.: η πλάτη, η ράχη: «όποιους καταριέτι, τα καταράχια τ τρω!» (γνωμ.) κατατόπια (τα) < μσν. κατατόπιον < κατά τόπον οι λεπτομέρειες ενός τόπου (μονοπάτια, δύσβατα σημεία κτλ.): «θα πάμη κυνήγ μη του Γιώρ, που ξέρ τα κατατόπια» κατατσηφαλιάζου ρ. < κατατσηφαλιά (βλ. λ.) δίνω κατακεφαλιές καταφρόνιου (το) < καταφρονώ ο καταφρονεμένος, το αντικείμενο χλεύης και καταφρόνιας: «πήγη να κουνουστίσ έφτου του καταφρόνιου» καταχειρίζου ρ. < κατά + αρχ. χειρ (χέρι) + -ίζω χτυπώ (κυρίως στο κεφάλι), δέρνω: «άμα του ξανακάν ς, θα ση καταχειρίσου!» καταχουνιάζου -ουμι ρ. < καταχών-ω + -ιάζω κρύβω βαθιά στο χώμα, εξαφανίζω: «πού πήγης τσι του καταχώνιασης του ψαλίδ ;» καταχρειγιάζουμι ρ. < κατά + χρειάζομαι < χρεία (ανάγκη) έχω ανάγκη από κάτι, μου είναι χρήσιμο ή απαραίτητο, καταδέχομαι: «δε ση καταχρειγιάζουμι για γούρνα στου πηγάδι, για ν ανασιέρνου του νηρό, να πίνουν οι γαϊδάροι» (δίστιχο του Κλήδονα) κατέφλιου (το) < μσν. κατώφλιον κατώφλι: «άμα πηράγ ς του κατέφλιου μ, θα ση κόψου τα πουδάρια σ» κατζούπ (το) < κατζούπι άγν. ετυμ. κατζούπια: οι σκληρές μυτούλες που απομένουν σε ένα κλαδί όταν το καθαρίζουμε αφαιρώντας τα μικρότερα κλαδάκια: «η βέργα είνι γημάτ κατζούπια» κατηβατό (το) < μσν. καταβατόν ουδ. του επιθ. καταβα-τός < κατάβαίνω 1. ισόγειο δωμάτιο, χώρος φαγητού και διαμονής, όπου και η γωνιά (τζάκι)

12 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:44 πμ Page κατσιρμάς 2. μεγάλο απόσπασμα εγγράφου ή αναγνώσματος: «έχ μπρουστά τ να διαβάσ ουλόκληρου κατηβατό» κατηλώ ρ. < καταλώ < αρχ. καταλύω εξαφανίζω, καταστρέφω: «η πείνα κάστρα κατηλεί τσι χώρης παραδίνει» (γνωμ.) τρώω αρτύσιμα φαγητά σε ημέρα νηστείας «ούλα τα Σάββατα κατηλεί, του Μέγα Σάββατου ε κατηλεί» κατίνα (η) < άγν. ετυμ. η πλάτη, η ράχη: «...σίδηρου η κατίνα μ, πέτρα του τσηφάλ...» (επωδή στο έθιμο του Άκστου-Παράκστου βλ. λ.) κατ μάς (ο) < τουρκ. katma (πρόσθεση, πρόσμειξη) κατώτερης ποιότητας κρέας, που προσθέτει ο κρεοπώλης στο αγοραζόμενο μτφ.: κακός μαθητής: «πάλι στ ν ίδια τάξ απόμ νει η κατ μας» κατμέρια (τα) < ενικ. κατμέρ < τουρκ. katmer 1. είδος παραδοσιακής τυρόπιτας, αλλιώς και πηζντηρμέδης (βλ. λ.) 2. λευκά κρινάκια (ζουμπούλια) των αγρών κατουρ μένα (τα) < ουσιαστ. μετοχή του αρχ. ρ. κατουρώ με παράλειψη του εννοούμενου ουσ. ρούχα ρούχα που τα έχουν κατουρήσει: «πήρη τα κατουρμένα τ τσι πάγ τση» (έφυγε με σκυμμένο κεφάλι, ταπεινωμένος) «γω κατουρμένης πουδιές ε φ λω!» (δεν τιμώ ανυπόληπτα άτομα) κατσιάκ ς -σα -κου < τουρκ. kacak (δραπέτης, φυγάς) αυτός που το έχει σκάσει, που έχει φύγει αδικαιολόγητα από τη θέση του: «αυτή η προυβατίνα είνικατσιάκ σα» (το έχει σκάσει από το κοπάδι της) κατσιέρνου ρ. (και κατσάρου) < τουρκ. kacirmak (φευγατίζω) διώχνω, φευγατίζω, κυνηγώ: «πάνη να κατσιάρ ς τ ς κατσίτσις στου β νό» κατσίζου ρ. < αρχ. κακίζω κακιώνω, κρατώ κακία, διακόπτω σχέσεις: «είνι κατσ μένους μη τουν αδηρφό τ τσι δε μ λιούντι» βλ. και μανίζου κατσιρμάς (ο) < τουρκ. kacinmak (ξεφεύγω) κάτι που μας ξέφυγε, που έγινε χωρίς να το θέλουμε (π.χ. ένας λόγος, μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη): «εν ήξηρη πους αγκαστρώθ τση! κατσιρμάς είνι του μουρό!» Κ

13 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:44 πμ Page 112 Κ κατσιρντώ 112 κατσιρντώ ρ. (και κατσιρντίζου, αόρ. κατσίρντ σα) < από το τουρκ. kacirdim, αόρ. του kacirmak μου ξεφεύγει κάτι άθελα (ένα αντικείμενο, ένας λόγος, μια ενέργεια): «πήγη να πιάσ του κ μάρ μη του νηρό τσι του κατσίρντ ση» κατσκίν ς - σα - κου < τουρκ. kacti (σκαστός) ο μαθητής που απουσιάζει αδικαιολόγητα από το μάθημα, που έκανε κοπάνα κατσκινιά (η) < τουρκ. kacamak (κοπάνα, φευγιό) η αδικαιολόγητη απουσία από το μάθημα, το σκασιαρχείο: «έχ πέντη απουσίης απού κατσκινιές» κατσ πουδιά (η) < κατσικο + πόδ-ι + -ιά μεγάλη ατυχία, γρουσουζιά, γκαντεμιά κατσ πουδιάρ ς - σα - κου (θηλ. και κατσ πούδα) < κατσίκα + ποδάρι 1. κατσικοπόδαρος (ονομασία των καλικάντζαρων και του διαβόλου): γρουσούζης, με κακό ποδαρικό, γκαντέμης 2. κακομοίρης, ταλαίπωρος, δυστυχής: «πέθανη γη άντρας υτ ς τσι απόμνη η κατσ πουδιάρα σα καλαμιά στουν κάμπου» καύκα (η) (υποκορ. καυκί και καυκέλ ) < μσν. καύκος, καύκη πήλινη κούπα, φλιτζάνα: «καύκα θα του κάνου του τσηφάλ σ», «πάλιν τον καύκον έπιες, πάλιν τον νουν απώλεσες» (μσν.: άδειασες την κούπα, πάλι μέθυσες, πάλι έχασες τον νου σου) καυκαλιά (η) < καύκαλ-ο (βλ. λ.) + -ιά χτύπημα στο κεφάλι, κατακεφαλιά καυκαλιάζου ρ. < καύκαλ-ο (βλ. λ.) + -ιάζω χτυπώ στο καύκαλο, δίνω καυκαλιές, σφαλιάρες: «θα ση καυκαλιάσου!» (φοβέρισμα) καύκαλου (το) < μσν. καύκαλον < αρχ. καύκος (κύπελλο) 1. το όστρακο της χελώνας 2. κρανίο, κεφάλι: «γύρ ζα μες τουν ήλιου τσι ζημάτ ση του καύκαλου μ» καυκάρα (η) < πιθ. μεγεθ. του καύκ-α (βλ. λ.) είδος χώματος, κατάλληλο για λάσπη, που χρησιμοποιούσαν στο χτίσιμο το γρασίδι που φυτρώνει σ αυτό το χώμα τοπωνύμιο σε πολλά χωριά της Λέσβου και άλλων νησιών

14 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:45 πμ Page κ βανιώ καυλί (το) < μτγν. καυλίον < υποκορ. του αρχ. καυλός η βάλανος του πέους, το πέος καυλίσκους (ο) < αρχ. καυλ-ός + κατάλ. -ισκος υπέργειος βλαστός αρσενικού κρεμμυδιού καυλουμαχώ ρ. < καυλί + μάχομαι (πολεμώ, ασχολούμαι, ηδονίζομαι) ασχολούμαι με την καύλα μου (το καυλί μου): «έδγιου η κόσμους χάνητι τσι αυτός καυλουμαχεί» καυτσιέμι ρ. < αρχ. καυχώμαι καυχιέμαι, παινεύω τον εαυτό μου: «άση πρώτα να ση καυτσιστούν τσι ύστηρα καυτσιέσι για τουν ηαυτό σ» καφαλτί (το) < τουρκ. kahvalti πρόχειρο πρόγευμα των εργατών στον χώρο δουλειάς, αποτελούμενο συνήθως, σε παλιότερες εποχές, από ψωμί κι ελιές: «τηλειώνητι του καφαλτί! κουντεύγ να μησ μηριάσ!» καφτούρα (η) < κάπτω (καίω) + -ούρα αυτοφυές φυτό, τα άνθη του οποίου χρησίμευαν ως φιτιλάκια στο άναμμα των καντηλιών καφτσιάρ ς -σα -κου < καυτσιέμι (βλ. λ.) αυτός που καυχιέται, που παινεύει τον εαυτό του καχπέ (η) < τουρκ. kahpe παλιογυναίκα, πουτάνα η γυναίκα που ξέρει και κάνει πολλά καχπιλίκια (κόλπα καχπές, πουτανιές) καψάλα (η) < καψαλίζω μισοκαμμένος από πυρκαγιά κορμός δέντρου (καψ-άλα, όπως κουφ-άλα) κάψαλους (ο) < καψαλίζω καψαλισμένος, καμένος τόπος τοπωνύμιο, που αναφέρεται σε δασώδη περιοχή βόρεια του χωριού (Βασιλικά), η οποία πολύ παλιότερα είχε καεί από πυρκαγιά κ βανιέμι ρ. < μσν. κουβαλώ, μεσ. κουβαλιέμαι 1. μεταφέρω την οικοσκευή μου, μετακομίζω 2. πηγαίνω κάπου απρόσκλητος, χωρίς να είμαι επιθυμητός: «κ βανήθ τση μ ούλ τ φαμ λιά τ!» (ήλθε απρόσκλητος με όλη του τη φαμίλια) 3. για κάτι που κάνω με δυσφορία, αναγκαστικά: «ε μπουρώ πλια να κβανιέμι σ γιατροί» κ βανιώ < μσν. κουβαλώ κουβαλώ, φέρνω, μεταφέρω, εφο- Κ

15 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:45 πμ Page 114 Κ κ βαν τής 114 διάζω: «κ βανιώ ξύλα για τουν χ μώνα» κ βαν τής (ο) < μσν. κουβαλ-ώ + -ητής ο κουβαλητής, αυτός που φέρνει πολλά αγαθά στο σπίτι του, ο νοικοκύρης: «γη γαμπρός υμ είνι μηγάλους κ βαν τής» κ βάρα (η) < μεγεθ. του μσν. κουβάρ-ιον κουβάρα, υπερβολικά μεγάλη ποσότητα, σωρός: «γοι ηλιές τσ ντώντιν κ βάρα», «μαζεύτση κ βάρα κόσμους» κ βαριάζου ρ. < κουβάρ-ι + -ιάζω τυλίγω νήμα σε κουβάρι σχηματίζω κ βάρα, συσσωρεύω μεσ. κ βαριάζουμι (κουλουριάζομαι, τυλίγομαι, συμμαζεύομαι): «κ βάριάστ τση ση μιαν άκριγια τσι δεν έβγαλη άχνα» κηρηστές (ο) < τουρκ. kereste (ξυλεία) ξυλεία οικοδομών μτφ.: το ξύλο, ο ξυλοδαρμός: «θέλ ς (σου χρειάζεται) ένα κηρηστέ, που να τουν θ μάσι!» κηχαγιάς (ο) < τουρκ. kehaya αυτός που επιβλέπει και ελέγχει την εργασία άλλων, ελεγκτής, επιστάτης: «κηχαγιά θα ση βάλου πάνου απ του τσηφάλ υμ;» κιγ μάς (ο) < τουρκ. kiyma -ς ψιλοκομμένο κρέας σε μηχανή, κιμάς κιγντίζου ρ. < άγν. ετυμ. λυπάμαι να δώσω κάτι, δεν το χαλαλίζω, δε θέλω να το αποχωριστώ: «έν αρνέλ του έχουμη! έ του κιγντίζου να του δώσου για σφάξ μου!» κιντί (το) < τουρκ. ikindi απομεσήμερο, απόγευμα: «του κιντί λαλιούν οι πητ νοί! η τσιρός θ αλλάξ» κιόρ ς (ο) < τουρκ. kor τυφλός, αόματος, στραβός: «κιορ να ση δω!» κιόρλαμας: στραβούλιακας κιούγκ (το) < κιούγκι < τουρκ. kunk πήλινος σωλήνας αποχέτευσης κιούπ (το) < τουρκ. kup κιούπι: μεγάλο πήλινο δοχείο για αποθήκευση λαδιού, πιθάρι κιράγ (το) < τουρκ. kira (ενοίκιο) < η ορισμένη αμοιβή του κιρατζή (βλ. λ.) για τη μεταφορά ενός φορτίου ή για μια διαδρομή, το αγώγι κιραγί (το) < τουρκ. kıragı (πάχνη, παγετός) η πάχνη: «απόψη ήταν ξαστηριά τσι έρ ξη πουλύ κιραγί» κιρατζής (ο) <τουρκ. kiraci (ενοικιαστής)

16 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:45 πμ Page κλάνου αυτός που μεταφέρει με το υποζύγιό του φορτία, έναντι ορισμένης αμοιβής, ο αγωγιάτης κιρκινέτα (η) < κιρκινέζι < τουρκ. kerkenes είδος αρπακτικού πουλιού, το κιρκινέζι. Μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα αφθονούσε στους τοίχους και στις στέγες των σπιτιών του χωριού. Σήμερα έχει εξαφανιστεί. κιρντίζου ρ. < τουρκ. kerte (εγκοπή) κόβω φύλλα από τα φυτά του καπνού κιρχανατζής (ο) < κιρχανές < τουρκ. kerhane (πορνείο) μαστροπός, πρόστυχος, αισχρός κισέ (η) < τουρκ. kese (τσαντάκι) σακουλάκι από ύφασμα ή δέρμα για φύλαξη χρημάτων, που το κρεμούσαν με κορδόνι στο λαιμό, το πορτοφόλι: «σα που νι βαρύ του σίδηρου, να βαριά τσι τ πατέρα μ η κισέ...» (ευχή από το «πουδαρ κό» - βλ. λ.) κισκέτς (το) < άγν. ετυμ. παραδοσιακό φαγητό από βρασμένα κρέατα, αλεσμένο σιτάρι και άλλα υλικά, πολτοποιημένα, που μοιράζεται σε γιορτές, γάμους και πανηγύρια κισίμ (το) < τουρκ. kesim (μέρος, τμήμα) (ελαιο)κτήμα, τον καρπό του οποίου αναλαμβάνει να συλλέξει ο ενοικιαστής με τη συμφωνία να αποδώσει ένα μέρος αυτού στον ιδιοκτήτη: «φέτους πήρα πουλλά κισίμια τσι να δω πώς θα μαζώξου τ ς ηλιές» κισιμτζής (ο) < τουρκ. kesim + κατάλ. -τζής αυτός που παίρνει (νοικιάζει) κισίμια (βλ. λ.) κισμέτ (το) < τουρκ. kismet (ριζικό, γραφτό, τύχη, τυχερό) πεπρωμένο, γραφτό, μοίρα: «έπηση απ τ ν ηλιά τσι σκουτώθ τση! έφτου ήταν του κισμέτ υτ» κιτσές (ο) < τουρκ. kece χοντρό ύφασμα από μαλλί ή συμπιεσμένες τρίχες: «τα μαλλιά τ ς γίναν κιτσές απ τ ν αλουσιά» κλάδους (το) < αρχ. ο κλάδος (κλαδί, κλαδεύω = κόβω περιττά κλαδιά) το κλάδεμα και η εποχή του κλαδέματος: «η Κουστής είνι πνιμένους. ούλ τουν γυρέβγιν στου κλάδους!» (πρβλ. του θέρους) κλάνου ρ. < μσν. κλάνω αφήνω αέρια από τον πρωκτό: «τσι Κ

17 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:45 πμ Page 116 Κ λα και γέρνουν: «είνι κλινάφτ ς τσι θα ζήσ πουλλά χρόνια!» κλιτσ (το) < κλιτσ < κλίκ-ι < μσν. κουλίκιν κυκλικό αρτοσκεύασμα, κουλούρι: «ζύμουσα, τσι έκανα για τ πηθηρά μ ένα κλιτσ» κ λιφ (το) < τουρκ. kılıf θήκη για μαξιλάρι: «αγόρασα δυο μαξιλάρια μη τα κλίφια τουν» κλώστ ς (ο) < μεσν. κλώστης < αρχ. κλώθω, αόρ. έ-κλωσ-α + κατάλ. -της σιδερένιο αδράχτι κ μανταρίζουμι ρ. < κουμάντο < ιταλ. comandare κάνω κουμάντο στον εαυτό μου, αυτοεξυπηρετούμαι: «γέραση πουλύ, μα μπουρεί τσι κ μανταρίζητι ακόμα» κ μάρ (το) κουμάρι < μσν. κουμάριον πήλινο αγγείο νερού, σταμνί (στη Λέσβο ξακουστά τα κ μάρια του Μανταμάδου και της Αγιάσου) κ μασ (το) < μτγν. κουμάσιον κουμάσι, ορνιθώνας, το κοτέτσι υποκριτής, παλιοχαρακτήρας κ νας (ο) < τουρκ. kina (χένα = φυτική χρωστική ουσία) κόκκινη βαφή γαμήλιο έθιμο: πριν από τη στέψη και αφού πήγαικληφτίνα 116 να κλάσ η γ ναίκα τ, λέγ ουρίστη!» κληφτίνα (η) < κλεφτίνα < κλέφτ-ης + επθμ. -ίνα κλέφτρα: «η κληφτίνα η παλιουκάτα άρπαξη του ψάρ μεσ απ τα μάτια μ!» κληψιέδης (οι) (μόνο στον πληθ.) < τουρκ. kelepce (χειροπέδη) οι χειροπέδες: «τουν πιάσαν να κλέβγ τσι τουν φέραν μη τ ς κληψιέδης δημένουν!» κλιάμα (το) < αρχ. κλαῦμα < κλαίω το κλάμα: «έσκαση του μουρό στου κλιάμα» κλιαμένους (ο) (και κλιάμηνους) < κλαίω κλαμένος, με δάκρυα στα μάτια: «πήρη τα μάτια κλιάμηνα τσι την καρδιά καμένη» (δημοτ.) κλιαμουρίζου ρ. < κλιαμούρ-ης + -ίζω κλαψουρίζω, κλαίω σιγανά, μονότονα, εκνευριστικά παραπονιέμαι συνεχώς, γκρινιάζω κλιαμούρ ς -σα -κου < κλιάμ-α (βλ. λ.) + -ούρης αυτός που κλαψουρίζει (και καταντά αντιπαθητικός) κλινάφτ ς (ο) < κλίνω (γέρνω) + αφτί αυτός που τα αφτιά του είναι μεγά-

18 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:45 πμ Page κουβάν ναν τη νύφη στο λουτρό, έβαφαν τα νύχια της με κ να κνηκατίζου ρ. < κνηκάτ-ος (βλ. λ.) + κατάλ. -ίζω κοκκινίζω (από ντροπή, φόβο, ενοχή, οργή, έντονη προσπάθεια): «κνηκάτ ση μόλις τ άκ ση!» κνηκάτους -η -ου < μσν. κνηκάτος < αρχ. κνήκ-ος (είδος φυτού) + κατάλ. -άτος κατακόκκινος κ νιάδ (το) άγν. ετυμ. τύφλα στο μεθύσι: «η Γιώρ ς έπ νη ούλ τ μέρα τσι γίν τση κ νιάδ στου μηθύσ!» κνιάμηνους (ο) < κ νιέμι < κουν-ιέμαι + -άμενος κουνιστός: «πήγη τσι ήρτη σειάμηνους τσι κνιάμηνους» (λυγιστός και κουνιστός, με την ησυχία του, εντελώς αδιάφορος, σαν να μην τρέχει τίποτα) κ νιω ρ. < μσν. κουνώ < αρχ. κινώ κουνώ την κούνια, λικνίζω, κουνώ στην αγκαλιά μου: «γω του κ νιω τσι τσείνου κλαίγ, του διαβόλ του μπασταρδέλ...» (δημοτ. Λέσβου) κο! επιφ. (απορίας και θαυμασμού) < άγν. ετυμ. «κο, μουρ κόρ υμ! πότη τ ς μάζηψης έγτουσης ηλιές!» κόβγου ρ. < κόβω μτφ.: φεύγω τρέχοντας (από φόβο), το βάζω στα πόδια: «μόλις κατάλαβη πους θα τ ς φα, έκουψη» κόλντιμιρ (το) < τουρκ. kol dimiri (σιδεροβραχίονας) σιδερένια μακριά αμπάρα, με την οποία αμπάρωναν τις δίφυλλες πόρτες της αυλής των σπιτιών κόρδα (η) < αντιδ. μσν. κόρδα < λατ. chorda < ελλ. δωρ. χορδά χορδή από αποξηραμένο έντερο ζώου. Την τοποθετούσαν στο δοξάρι για το στ βάξιμο του βαμβακιού. Για να διατηρείται ελαστική, την άλειφαν με κερί. κότσαλου (το) < πιθ. κόψανο < κόπτω χοντρό κομμάτι που μένει από το στάχυ κατά το αλώνισμα κότσ νας (ο) < αρχ. κότινος η αγριελιά, ο αρχαίος κότινος, που με τα κλαδιά του στεφάνωναν τους νικητές αγώνων κουβάν (το) < τουρκ. kovan (κυψέλη) το επάνω μέρος του σκελετού, που περικλείεται από τις πλευρές: «του κουβάν απ τ αρνέλ θα του κάνουμη γημιστό» κομμάτι κορμού δέντρου, Κ

19 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:45 πμ Page 118 Κ κουγιουνάρου 118 κουφωμένου από μέσα, χρησιμοποιούμενο ως κυψέλη κουγιουνάρου ρ. (και κουγιουνέρνου) < κογιονάρω < βενετ. cogionar εξαπατώ, κοροϊδεύω, «δουλεύω»: «τ ν κουγιουνάρ τσι αυτή νουμίζ πους τ ν αγαπά» κουγιόνου (το) < κογιον-άρω (βλ. λ.) + -ο το κορόϊδεμα, το δούλεμα: «τουν πήρη στου κουγιόνου» (άρχισε να τον δουλεύει ) κουγ νάτσια (τα) άγν. ετυμ., πιθ. από το τουρκ. kozalak (κυπαρισσόμηλο) βόλοι από πηλό (κοκκινόχωμα), με τους οποίους τα παιδιά έπαιζαν ομώνυμο παιχνίδι. Ο νικητής κέρδιζε χάντρες και «ψήφες»(βλ. λ.) κουγντίζου ρ. < αγν. ετύμ. 1. πειράζω, ενοχλώ, στενοχωρώ: «πουλύ τουν κούγντ ση που τουν είπης σηρσέμ» 2. προκαλώ το γέλιο: «τι ση κούγντ ση τσι έσκασης στα γέλια;» κουγ τού (το) < τουρκ. kuytu (κοίλωμα) απάνεμο ζεστό μέρος: «είμαστη δρουμέν τσι κάτσαμη στου κουγτού» κουγτουλούκ (το) < τουρκ. kuytu + -lik μέρος προστατευόμενο από τον αέρα με τοίχο ή άλλο μέσο, ζεστό και προσήλιο κουκούδ (το) < μσν. κουκούδιν < αρχ. κόκκος + υποκορ. κατάλ. -ούδι σπυρί (κόκκος) με πύον ή αποξηραμένο δέρμα κουκουλόγ (το) < κοκολόγι < κόκ-ος + επθμ. λό(γ)ι ό,τι απόμεινε από το μάζεμα του καρπού, ό,τι σκόρπισε εδώ κι εκεί (π.χ. ελιές, αμύγδαλα) το μάζεμα του σκόρπιου αυτού καρπού. Φτωχές οικογένειες αποζούσαν από το κοκολόι, το καλοκαίρι σταχυών, τον χειμώνα ελιών: «ούλ η φαμ λιά ήβγη στου κουκουλόγ» κουκουλουγώ ρ. κόκκους + λέγω (συλλέγω) μαζεύω σκόρπιους καρπούς (στάχυα, ελιές, αμύγδαλα κτλ.) κουκούμ (το) < μσν. κουκούμιν (χάλκινο δοχείο) χύτρα μτφ. στις φράσεις: «γίν κα κουκούμ» (ζεστάθηκα πολύ), «τα χέρια μ είνι κουκούμ» (είναι πολύ ζεστά) κουκουρόβλους (ο) < πιθ. κόκος + ρόβους (βλ. λ.) (αρχ. ὄροβος)

20 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:45 πμ Page κουλουκαθίζου ζιζάνιο που ο καρπός του μοιάζει με τον καρπό του ρόβου κούκουρου (το) < τουρκ. kuru (ξηρός) με αναδίπλωση του ku ό,τι το πολύ ψημένο, το αποξηραμένο: «ξέχασα του ψουμί μες του φούρνου τσι γίν τση κούκουρου» κουλάγ (το) < τουρκ. kolay (η ευκολία) η κατάλληλη μέθοδος, ο σωστός τρόπος ενέργειας, η ευκολία: «ήβρη του κουλάγ!» πληθ. τα κουλάγια: τα απαιτούμενα, τα χρειαζούμενα, τα απαραίτητα: «ήρτη στη δ λειά μη ούλα τα κουλάγια τ» πληθ. τα κουλάγια μτφ.: τα γεννητικά όργανα του ανδρός κουλαντρίζου ρ. <τουρκ. kulandım, αόρ. του kullanmak (μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ) κουμμαντάρω, μπορώ να χειριστώ κάτι σωστά: «μη τα μυαλά που κουλαντρίγ ς, ε θα πας καλά» κουλιαρίδ (το) < πιθ. από το κώλος + ουρά + -ίδι το κάτω άκρο της σπονδυλικής στήλης, ο κόκκυγας: «πουνεί του κουλιαρίδ υμ» κουλλ βόζ μους (ο) < κόλλυβα + αρχ. ζωμός στο ζουμί που απόμενε από το βράσιμο του σιταριού για την παρασκευή κολλύβων έρριχναν αλεύρι, ζάχαρη, κανέλα, κοπανισμένα αμύγδαλα και μυρωδικά και το μοίραζαν την προηγούμενη του μνημόσυνου. Το μοίρασμά του σήμαινε πρόσκληση στο μνημόσυνο. κουλλ τζίδα (η) < κολλητίδα < κολλώ θάμνος που τα φύλλα του έχουν κολλώδη ουσία μτφ.: άνθρωπος που προσκολλιέται απρόσκλητος, που γίνεται φορτικός και ενοχλητικός κουλόπανα (τα) < κώλος + πανί οι φασκιές, τα σπάργανα κουλουβαρώ ρ. κωλοβαρώ < κώλος + βαρώ με διάφορες προφάσεις και δικαιολογίες καθυστερώ ή αναβάλλω μια ενέργεια: «ε θέλ να πα στη δ λειά τσι του κουλουβαρεί απ τ ν ώρα που σκώθ τση» κουλουγάμ ς (ο) < κώλος + γαμώ αυτός που γαμάει κώλους, ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος: «ποια θα τουν πάρ έφτουν τουν κουλουγάμ!» κουλουκαθίζου ρ. < κώλος + καθίζω μη μπορώντας να σηκώσω (ανυψώ- Κ

21 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:45 πμ Page 120 Κ κουλουκόβγουμι 120 σω) ένα μεγάλο βάρος, λυγίζω και κάθομαι (στον κώλο μου): «φουρτώσαμη τ γαϊδάρα δυο τσ βάλια ηλιές τσι κουλουκάθ ση στ ν ανηφόρα» κουλουκόβγουμι ρ. (αόρ. κουλουκόπ κα) < κώλος + κόπτομαι προξενώ πόνο στη σπονδυλική μου στήλη από τη μέση και κάτω: «σήκουσα ένα τσ βάλ ηλιές τσι κουλουκόπ κα» κουλουμπαράς (ο) < τουρκ. kulampara ο ενεργητικά ομοφυλόφιλος άνδρας κουλουπλασιάζου ρ. < κώλος + πλασιάζω (πλησιάζω;) καλοπιάνω, κολακεύω κουλουρζίτ ς (ο) < κώλον (η αρχή του κορμού) + ριζίτης άγρια παραφυάδα της ελιάς κουλουσφούτζ (το) < κώλος + σφουγγίζω ό, τι χρησιμοποιείται για σφούγγισμα του κώλου μτφ.: υποτιμητική και περιφρονητική έκφραση για κάποιον «άντη, ρε κουλουσφούτζ!» κουλουτσ λώ -ιέμι ρ. < κώλος + κυλώ σέρνω κάτι / κάποιον με τον κώλο του στο έδαφος, το κυλάω απ εδώ κι απ εκεί: «έχ τ κούκλα τσι τ κουλουτσ λά ώρης! θα βγάλ τα μάτια τ ς» (θα τη χαλάσει) μσ.: κυλιέμαι με τον κώλο μτφ.: βρίσκομαι συνεχώς στα πόδια κάποιου με σκοπό να αποσπάσω την προσοχή και το ενδιαφέρον του: «κουλουτσ λιέτι ούλ τ μέρα μες τα πουδάρια μ, να τουν πάρου στη δ λειά» κουλουφουτιά (η) < κώλος + φωτιά το έντομο πυγολαμπίδα κουλουφράσα (η) κώλος + φράσα (με αντιμετάθεση του σάφρα [σαύρα]) η πράσινη σαύρα κουλ φάς (ο) < αρχ. η ακαλήφη η κοληφάδα, είδος οστρακοφόρου μαλακίου: «τα μάτια τ πηταχτήκαν όξου σα κουλ φάδης» κουμάρ (το) < μσν. κουμάρι -ον χαρτοπαιξία, τζόγος κουμαρτζής (ο) <τουρκ. kumar χαρτοπαίχτης, τζογαδόρος κουμμάτ επίρ. (και κουμματέλ ως επίρ. ποσοτ. και χρον.) < το ουδ. ουσ. κομμάτι λίγο, λιγάκι-πολύ λίγο: «κάτση, μουρέλ υμ, κουμμάτ να ξηκουραστείς» κουμ διά (η) < πιθ. αρχ. κόμη (μαλλιά) τουρκ. kum (άμμος). Η λέξη

22 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:45 πμ Page κούντουρους απαντάται και ως κουμ δί (το) (πληθ. τα κουμ διά). Στην πόλη της Μυτιλήνης υπάρχει περιοχή με το όνομα η Κουμιδιά ξερά φύκια που τα ξεβράζει η θάλασσα και τα εναποθέτει το κύμα στην αμμουδιά (είναι οι γνωστές ποσειδωνίες που μοιάζουν με κορδέλες): «αλ γαρουκούκ τσα πούλ σης, κουμ διά θα πάρ ς» (παροιμ. από ομώνυμο λαϊκό παραμύθι, όπου δυο ψεύτες προσπαθούν να εξαπατήσουν ο ένας τον άλλον ανταλλάσσοντας σπόρους λυγαριάς με φύκια, ως πιπέρι και μεταξωτές κορδέλες αντίστοιχα). κουμμάτ (το) < κομμάτι < μτγν. κομμάτιον, υποκορ. του κόμμα μικρό μέρος, τμήμα, κλάσμα μιας ακέραιης μονάδας ή μιας ποσότητας: «δλεύγ σα του στσύλου για ένα κουμμάτ ψουμί» επίρ.: λίγο, λιγάκι: «έβγα στου πυργέλ κουμμάτ», «μη παγαίν ς! κάτση κουμματέλ ακόμα» κουνάτσ (το) < κονάκι < τουρκ. konak (αρχοντόσπιτο, μέγαρο) κρατητήριο, φυλακή: «τουν πήγαν μη τ ς κληψιέδης στου κουνάτσ» κουνουσ λούκ (το) < τουρκ. konusma (ομιλία με την αρχ. σημασία της λ. = συναναστροφή) η παρέα, η (κακή) συναναστροφή: «έγτητοια κουνουσ λούκια ε μ αρέσιν καθιόλ» κουνουστίζου ρ. < τουρκ. konuşmak (ομιλώ με την αρχ. σημασία = έρχομαι σε επαφή) συναναστρέφομαι συνδέομαι ερωτικά ή φιλικά, συνάπτω δεσμό: «πήγη τσι κουνούστ ση έναν αξ πόλ του τσι ψουφά στ πείνα» κουντουρ διά (η) < κουντουρίδ (βλ. λ.) το δέντρο που κάνει τα κουντουρίδια, η χαρουπιά κουντουρίδ (το) < υποκορ. του κούντουρος < κόντουρος < κοντή ουρά το χαρούπι κουντουρντίζου ρ.: < τουρκ. kudurdum, αόρ. του kudurmak (λυσσάζω) βρίσκομαι σε (ερωτική) διέγερση ατακτώ, είμαι σε κατάσταση εκτός ελέγχου, θορυβώ, δεν ακούω κανέναν: «κουντουρντίσαν σήμηρα τα μουρά!» (χαλούν τον κόσμο από τη φασαρία τα παιδιά, κάνουν σαν τρελά) κούντουρους (ο) < μσν. κούντουρος < κοντή + ουρά Κ

23 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:45 πμ Page 122 Κ κουντσές 122 γάιδαρος με κοντή ουρά. Η φράση «θα σ ανεβάσιν πα στ ς κούντουρ στ ς γαϊδάρ» (επάνω στους κούντουρους γαϊδάρους) θυμίζει τη διαπόμπευση, κατά την οποία περιέφεραν τον διαπομπευόμενο κουρεμένο ή μουντζουρωμένο πάνω σε γαϊδούρι με γιουχαΐσματα, βρισιές κ.ά. κουντσές (ο) < τουρκ. gonca μπουμπούκι Στα Βασιλικά η λ. απαντάται ως επώνυμο κουπηλάρ (το) < μσν. κοπέλ-ιν + υποκορ. κατάλ. -άρι το αγόρι, ο έφηβος μτφ.: ο αγαπημένος, ο αγαπητικός κουπηλδέλ (το) < κουπηλ(ού)δ + υποκορ. κατάλ. -ελι αγαπημένο κοριτσάκι κουπηλούδ (το) < κοπέλ-α + υποκορ. κατάλ. -ούδι μικρή κοπέλα, κοριτσόπουλο κουραδιάς (ο) < κουράδ-α + -ιάς αυτός που κάνει κουράδες, ο χέστης μτφ.: ο χοντρός και δυσκίνητος άνθρωπος κουρδουτσ λιέμι ρ. < αρχ. κόρδαξ (εύθυμος χορός της αρχαίας κωμωδίας) + κυλιέμαι < αρχ. κυλίομαι κυλιέμαι καταγής χωρίς καμιά προσοχή: «κουρδουτσ λιέτι μες στ ς λάσπης σαν του γρούν» κουρκόμυαλους -η -ου < πιθ. από το χουρκός (νέος) + μυαλό ή < κοκορόμυαλος με αντιμετάθεση του δεύτερου «κο» αυτός που έχει μυαλό νέου, που τα μυαλά του ακόμα «δεν έχουν πήξει» ο ελαφρόμυαλος, ο επιπόλαιος, ο ανόητος: φρ. «κουρκόμυαλα λόγια» κουρκός (ο) < αρχ. κρόκος ο κρόκος του αβγού δίκουρκου αβγό: αβγό με δυο κρόκους κουρκούτ (η) < μσν. κουρκούτιν χοντροκομμένο σιτάρι με το οποίο φτιάχνεται ο τραχανός, το κισκέτς (βλ. λ.) και ομώνυμο φαγητό: φρ.: «έκανης του τσηφάλ υμ κουρκούτ!»(με ζάλισες!) κουρκουτιαίνου ρ. (αμετ.) < κουρκούτ-η ανοηταίνω, ξαναμωραίνομαι: «κουρκουτιάναν τα μυαλά τ τσι ε ξέρ τι λέγ» κουρμάδ (το) < κουρμάδι < χουρμ-άς + επθμ. -άδι μελομακάρονο κουρμπάν (το) < κουρμπάνι < τουρκ. kurban

24 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:45 πμ Page κουσιάφ ζώο, συνήθως ταύρος, που θυσιάζεται σε πανήγυρη και μοιράζεται στους πανηγυριστές: «να πάγου κουρμπάν στου πουδάρ σ» (να θυσιαστώ, να πεθάνω εγώ στη θέση σου), που λέγεται ως όρκος, ευχή ή κατάρα κουρμπέτ (το) < κουρμπέτι < τουρκ. gurbet (ξενιτιά, εξορία) σκληρή ζωή, κακοπέραση, βιοπάλη «η Γιάνν ς είνι μαθ μένους στου κουρμπέτ!» κουρμπητλής (ο) κουρμπέτ-ι (βλ. λ.) + επθμ. -λής ο μαθημένος στο κουρμπέτι κουρντίζου ρ. < κόρδα < αρχ. ελλην. χορδή κουρντίζω το μπουζούκι, κουρντίζω το ρολόι μτφ.: βάζω λόγια, ερεθίζω, πρβλ. π θεύγου μέσ. κουρντίζομαι (στολίζομαι, επιδεικνύομαι): «πήγη τσι κουρντίσ τση μπρουστά μπρουστά να τουν βλέπιν» κουρούκ (το) < κουρούκι < τουρκ. kuru (ξηρός), αλλιώς και «ξεράδι» οι αποξηραμένες (μαυρισμένες) ελιές, που αρχίζουν να πέφτουν από τα δέντρα τον μήνα Αύγουστο. Από το «κουρουκόλαδο» έφτιαχναν σαπούνι. κουρουκλός -ή -ό < τουρκ. kuru + κουλός αυτός που έχει αναπηρία στα χέρια: «πήγη στουν πόλημου τσι απόμ νη κουρουκλός» κουρσούν (το) < τουρκ. kursun βολίδα πυροβόλου όπλου, σφαίρα: «κουρσούν να ση βρει!» (κατάρα) μτφ.: ταχύς σαν σφαίρα: «μόλις τ άκ ση, γίν τση κουρσούν» κούρτσαφλου (το) < υβρίδιο: τουρκ. kuru (ξηρός) + τσόφλι κάτι το πολύ ψημένο, το αποξηραμένο από την υπερβολική θερμοκρασία: «ξέχασα του φαγί μες τουν φούρνου τσι γίντση κούρτσαφλου» κουρτσίδ (το) < υποκορ. του αρχ. κρόκη (υφάδι, κλωστή) + επθμ. -ίδι νήμα από μαλλί προβάτου για ύφανση μάλλινων ρούχων. Επειδή ήταν χοντρό, έμπαινε για υφάδι, ενώ για στημόνι έμπαινε βαμβακερό νήμα κουσιάφ (το) < τουρκ. hosaf (κομπόστα) παρασκεύασμα από βρασμένες σταφίδες και διάφορα μυρωδικά (κανέλα, γαρίφαλα, φλούδες πορτοκαλιού), που το έφτιαχναν τη Μ. Παρασκευή για «παρηγοριά» στην Κ

25 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:45 πμ Page 124 Κ κουστρουμπέκους 124 Παναγιά μτφ.: μεγάλη κούραση «είμι κουσιάφ στ κούρασ!» κουστρουμπέκους (ο) άγν. ετυμ. πήλινο σκεύος για συντήρηση ελιών, τυριών κ.ά. κούτλιους -α -ου < μσν. κούτελον ζώο που δεν έχει κέρατα και γι αυτό κουτουλά με το κούτελο: «κούτλιου πρόβατου» κουτλιώ ρ. < κουτουλώ < κούτελο χτυπώ με τα κέρατα, χτυπώ με το κούτελο: «τα ζ γούρια κουτλιούντι!» γέρνω εμπρός το κεφάλι: «κουτλιώ απ τ νύστα» κούτρα (η) < λατιν. scutra το (ξυρισμένο) κεφάλι: «άμα δεν το χει η κούτρα να κατηβάζ ψείρης...» κουτρουβάλα (η) < κουτρουβαλώ κατρακύλισμα στην κατηφόρα με το κεφάλι (κούτρα;) προς τα κάτω, τούμπα μτφ.: «πήρη τ κουτρουβάλα» (καταστράφηκε οικονομικά) κούτρουλας (ο) < μσν. κουτρούλης κουμάρι, που έχουν σπάσει το χέρι και το στόμιό του μτφ.: γυμνό από μαλλιά, φαλακρό (ή ξυρισμένο) κεφάλι: «κουρεύτση τσι τουν κάναν κούτρουλα!», «θα βάλου τουν κούτρουλα να κλαίει!» (ερων.: σιγά μην κάτσω και σκάσω) κουτρουπέλ (το) < πιθ. υποκορ. του κου(τ)ρούπι (< κορύπιον < αρχ. κορύπη) + υποκορ. κατάλ. -έλ πήλινο βάζο: «άμα κάναν ούλα τα μαμούδια μέλ, θα χα τσι γω ένα κουτρουπέλ» (παροιμ.) κουτσίν (η) < κότσνας (βλ. λ.) περιοχή με αγριελιές (αλλού και κοσσίνη) τοπωνύμιο του χωριού (Βασιλικά) κουτσκούδα (η) < αγν. ετυμ. μακρύ ραβδί με εξόγκωμα ως λαβή, μαγκούρα κουτσ νάδα (η) < κάκκιν-ος + κατάλ. -άδα μήκων η ροιάς, η παπαρούνα κρημαστάρ (το) < μτγν. κρεμαστάριον < κρεμώ κρεμάστρα μτφ.: τα σταφύλια που κρέμονται ψηλά στην κληματαριά: «όσα δε φτάνει γη αλεπού, τα κάνει κρημαστάρια» (παροιμ.) κρηβατή (η) < μσν. κρεβάτ-ιον ο αργαλειός κρηγιάς (το) (και κρηάς) < αρχ. κρέας το κρέας κυρίως από σφάγια κρηγιουκόβγουμι ρ. (αόρ. κρηγιουκόπ κα) < κρηγιάς (κρέας) + κόπτομαι

26 K ( ):Layout 1 4/3/2011 9:45 πμ Page κ φός πονώ στην πλάτη (θλάση ιστών): «σήκουσα ένα τσβάλ ηλιές τσι κρηγιουκόπ κα» κρηγιουκόπ μα κρηγιουκόβγουμι (βλ. λ.) η θλάση μυών κρηγιουκουμένους (ο) < μτχ. παθ. πρκμ. του κρηγιουκόβγουμι αυτός που έχει πάθει «κρηγιουκόπ μα» κριτσέλ (το) (πληθ. τα κριτσέλια) < μσν. κρικέλλιν υποκορ. του κρίκος: ζεύγος μεταλλικών κρίκων στην πόρτα της αυλής, στους οποίους στερεωνόταν αλυσίδα με κλειδαριά: «εν ήταν στου σπίτ! είχη δημένα τα κριτσέλια!» Οι ζητιάνοι κρέμονταν στα κριτσέλια ζητώντας ελεημοσύνη, εξ ου και η φράση «δεν κρέμουμι στα κριτσέλια τ» (δεν έχω την ανάγκη του, δεν επαιτώ) κρούζουμι ρ. (παθ. αόρ. κρούστ κα, πρβλ. κρούση, κρούσμα) < αρχ. κρούω, κρούομαι χτυπιέμαι από, με βρίσκει...: «του μουρό μέρης τώρα κρούζητι απού τουν πυρητό» κρουτώ ρ. < αρχ. κροτώ < κρότος κάνω κρότο, θόρυβο μτφ.: μαλώνω, επιπλήττω: «έβγα τσι κρότ ση τα τα μουρά! χαλάσαν τουν κόσμου μη τ ς φουνές τουν!» κτίτς (το) < μσν. κουτί < κυτίον < αρχ. κύτος μτφ.: το κεφάλι: «θα φας μια ν aνάψ του κτιτς σ!» κ τσίζου ρ. < αρχ. κόκκος < κοκκίζω ρίχνω κόκκους: «κ τσίση κουμμάτ άλας στου φαγί!», «κούκου να ση κτ σίσου...» φράση που λέγεται σε αφελείς και συνοδεύεται με χαρακτηριστική κίνηση του χεριού ρίχνω (σπέρνω) έναν - έναν τους κόκκους (σπόρους) (κουκιά, ρεβίθια, φασόλια) απρόσωπο κ τσίζ : ρίχνει αραιά κόκκους χιονιού κ τσουδούλ (το) < κουτσο + δουλ-ειά + -ι ασήμαντη δουλειά, μερεμέτι κ φαγπέτ ς (ο) < κουφός θεόκουφος κ φός (ο) < κουφός < αρχ. κωφός αυτός που έχει πρόβλημα ακοής, που δεν ακούει καλά ή και καθόλου: «η Χάρους είνι κ φός» ο κούφιος, ο άδειος, ο κενός περιεχομένου: «τα καρύδια είνι κ φά», «όνουμα καλό τσι κώλους κ φός» (είναι μόνο κατ όνομα πλούσιος) ο σάπιος, που έχει κούφωμα: «του γλυκό που μη δώτσης, εν ηπήγη ούτη στου κ φό μ του δόντ» (ήταν πολύ λίγο) Κ

27 Λ ( ):Layout 1 4/3/2011 9:57 πμ Page 126 Λ λαγάρα (η) < αρχ. επίθ. λαγαρός (λεπτός, στενός) χτυπούσαν τη χορδή του δοξαριού για το «στ βάξιμο» του βαμβακιού δερμάτινο κορδόνι υποδημάτων, λαγούμ (το) < λαγούμι, τουρκ. lagım κυρίως αρβυλών λαγήν (το) < μτγν. λαγήνιον < λαγύνιον, υποκορ. του μτγν. λάγηνος < αρχ. λάγυνος πήλινο δοχείο για μεταφορά νερού, σταμνί μεταλλικό δοχείο χωρητικότητας 6¼ οκάδων, μονάδα μέτρησης βάρους λαδιού: «έβγαλα κατό λαγήνια λάδ!» λαγήνα (η) < μσν. λαγήνα < αρχ. η λάγυνος μεγάλη στάμνα νερού. Την τοποθετούσαν (υπόνομος) υπόγεια στοά, γαλαρία υπόγεια φωλιά ή καταφύγιο άγριων ζώων (αλεπούς, ασβού κ. ά) λαγουμτζής (ο) < τουρκ. lagimci (ανθρακωρύχος) < αυτός που εργάζεται μέσα σε λαγούμι, εργάτης ορυχείων λαγουτσ μάμι ρ. < λαγό-ς + κοιμάμαι κοιμάμαι ελαφρά, όπως ο λαγός. Πιστεύεται ότι ο λαγός, επειδή έχει πολλούς εχθρούς, κοιμάται με ανοι- σε ειδική θέση, τον χτά τα μάτια, έτοιμος κάθε στιγμή «λαγ νουστάτ». λαγκόνια (τα) < λαγόνι < υποκορ. του λαγόνα < αρχ. η λαγών τα πλάγια τοιχώματα της κοιλιάς, το μέρος κάτω από τα πλευρά, οι λαγόνες: «τουν χτύπ ση μες τα λαγκόνια» λαγούδ (το) < λαγούδι, πιθ. από το λαγ-ός + υποκορ. κατάλ. -ούδι μικρό ξύλινο εξάρτημα, με το οποίο να τρέξει, για να σωθεί. λαδακόν (η) < λάδι + αρχ. ἀκόνη μαύρη σκληρή πέτρα, τοποθετημένη σε ξύλινο πλαίσιο, πάνω στην οποία έριχναν λάδι και τρόχιζαν κοφτερά αντικείμενα (μαχαίρια, ψαλίδια) λαδιά (η) < λάδ-ι + -ιά πλούσια σοδειά λαδιού: «φέτους είχαμη καλή λαδιά» λεκές από λάδι

28 Λ ( ):Layout 1 4/3/2011 9:57 πμ Page λαμπίκους σε φόρεμα: «έχ ς να... ααα μια (πολύ μεγάλη) λαδιά πα στ φούστα σ» ύπουλη ενέργεια σε βάρος κάποιου, βρομοδουλειά: «η Νηγιουκλής τ ν έκανη τ λαδιά» λαδ κό (το) (και λαδηρό) < λάδ-ι + -ικό σκεύος πήλινο ή μεταλλικό με ειδικό στόμιο, μέσα στο οποίο έβαζαν λάδι για το φαγητό, αλλιώς και «μπρίκι» μτφ.: η γυναίκα που «χώνει τη μύτη» της παντού, η φλύαρη, η κουτσομπόλα λαδουπουτ κός (ο) < λάδι + ποντικός ποντικός που έχει πέσει μέσα σε λάδι, που γυαλίζει και είναι βρόμικος μτφ.: οι γυναίκες για λόγους υγιεινής και αισθητικής άλειφαν τα μαλλιά τους με δαφνόλαδο. Όταν έβαζαν μεγάλη ποσότητα δαφνόλαδου και τα μαλλιά τους γυάλιζαν υπερβολικά, τις ειρωνεύονταν με τη φράση «γίν τση σαν τουν λαδουπουτ κό» λαδουτύρ (το) < λάδι + τυρί το τυρί, αφού πλυθεί καλά και ξεραθεί στο «τυροσάνιδο», τοποθετείται σε (πήλινα) δοχεία με λάδι. Εκεί παίρνει ξεχωριστή πιπεράτη γεύση και διατηρείται αρκετούς μήνες. Το τυρί που πουλιέται σήμερα στα καταστήματα ως λαδοτύρι (Μυτιλήνης), συντηρημένο με παραφίνη, είναι κατ όνομα μόνο λαδοτύρι, άσχετο με το παραδοσιακό. λακτίζου ρ. (Σε Παράκοιλα, Σκαμνιά και λουκτίζου) < αρχ. λακτίζω (κλοτσώ) μτφ.: καταβροχθίζω, τρώγω με βουλιμία: «του λάκτ ση του φαγί ίσιαμη να παίξ του μάτ σ» λαλές (ο) < τουρκ. lale (τουλίπα) ανεμώνη: «του χουράφ είνι γημάτου λαλέδης» λαλιό (το) < λαλιώ (βλ. λ.) γλωσσοφαγιά, καταλαλιά του κόσμου: «τουν φάγαν μη του λαλιό τουν» (πρόληψη: το λαλιό έχει δύναμη βασκανίας και «τρώει» εκείνον κατά του οποίου στρέφεται) λαλιώ ρ. < αρχ. λαλῶ αναγκάζω με έντονη φωνή το ζώο να υπακούσει: «λάλ ση του γαϊδούρ να πάρ τα πουδάρια τ!» διώχνω, απομακρύνω: «λάλ ση τα πρόβατα μη μπουν μες του στάρ!» κράζω: «λαλήσαν οι πητ νοί» λαμπίκους (ο) < μσν. λαμπίκον οτιδήποτε μπορεί να χαρακτηριστεί Λ

29 Λ ( ):Layout 1 4/3/2011 9:57 πμ Page 128 Λ λανάρια 128 ως πεντακάθαρο και διαυγές, που λάμπει: «του λάδ ήβγη λαμπίκους» ως επίρ. λαμπίκου: «τα κανα τα τζάμια λαμπίκου» λανάρια (τα) < μσν. λανάρι(ον) < επιθ. λανάριος (αυτός που κατεργάζεται το μαλλί) δυο τετράγωνες ξύλινες βάσεις με μεταλλικές βελόνες στη μια επιφάνειά τους, όπως οι συρματόβουρτσες, με τις οποίες κατεργάζονταν το μαλλί του προβάτου και το ετοίμαζαν για γνέσιμο λαναρίζου ρ. < λανάρ-ι + -ίζω ξαίνω μαλλί με τα λανάρια λαπάς (ο) < τουρκ. lapa νερόβραστο πολτοποιημένο ρύζι, φαγητό για αρρώστους: «σήμηρα πουνεί η τσ λιάμ! θα κάνου κουμάτ λαπαδέλ να φάγου» μτφ.: άνθρωπος νωθρός, μαλθακός: «εν είνι φτός για δ λειά! είνι σκέτους λαπάς!» λάπατου (το) < αρχ. λάπαθον το γνωστό χόρτο των αγρών λάπατο, που βάζουμε σε χορτόπιτες και στο μπουρανί (βλ. λ.) λασπουριά (η) < λάσπ-η + επθμ. -ουριά πολλή λάσπη, μέρος δύσβατο εξαιτίας της πολλής λάσπης: «μπάτ κουση η γαϊδάρα μες τ λασπουριά» λάτρα (η) < αρχ. λατρεύω (υπηρετώ) η όλη κοπιαστική προσπάθεια για το συγύρισμα και την καθαριότητα του σπιτιού: «του σπίτ θέλ λάτρα» λαφαζάν κα (τα) < λαφαζάν-ης (βλ. λ.) + -ικα τα λόγια και τα καμώματα του λαφαζάνη λαφαζάν ς (ο) < τουρκ. lafazan (φλύαρος, πολυλογάς) κομπαστής, καυχησιάρης, ψεύτης, απατεώνας: «ποιος τουν π στεύγ έφτουν τουν λαφαζάν» λαφάζου < αρχ. λαφύσσω (καταπίνω άπληστα, ρουφώ) λαχανιάζω: «ανέβ κα μάνι-μάνι τ σκάλα τσι λάφαξα» λαφιάτ ς (ο) < λαφιάτης, πιθ. από το αρχ. λαφύσσω (ρουφώ άπληστα, καταβροχθίζω) + -ιάτης είδος ανιοβόλου φιδιού, που τρυπώνει και σε κεραμοσκεπείς στέγες των σπιτιών και κυνηγά ποντίκια. Πιστεύεται ότι του αρέσει το γάλα, που το ρουφά άπληστα από δοχεία που ξεχνούν ανοιχτά οι βοσκοί. λαψάνα (η) < μτγν. λαψάνη

30 Λ ( ):Layout 1 4/3/2011 9:57 πμ Page ληχάδ κου χόρτο του αγρού με κίτρινα άνθη, συγγενές με τη (μαύρη) βρούβα και το σινάπι. Εξαιρετικά νόστιμοι είναι οι βλαστοί της, τα λαψανογούλια λαψανήθρα (η) < λαψάν-α (βλ. λ.) + επθμ. -ήθρα μικρή λαψάνα: «π δούν οι πίτης τσι τ αρνιά, π δούν τσι οι λαψανήθρης» (παροιμ.): (λέγεται ειρωνικά και υποτιμητικά για κάποιον που θέλει να συγκρίνεται με άτομα ανώτερου πνευματικού, κοινωνικού, οικονομικού κτλ. επιπέδου) λείμμα (το) < λείπω (βλ. λ.) το υπόλοιπο, το κατάλοιπο, το απομεινάρι (βλ. χάμα - λείμμα) λείπου ρ. < αρχ. λείπω 1. απουσιάζω, δεν είμαι παρών: «λείπ η γάτα τσι χιρόντιν (χαίρονται) τα γατιά» (παροιμ.) 2. φεύγω, απομακρύνομαι: «λείψη απ του τσηφάλ υμ!» (φύγε, παράτα με ήσυχο) 3. ελλείπω, δεν υπάρχω: «λείψαν τα μπηρηκέτια (βλ. λ.), που ήξηρης...» λείψανου (το) < λείψανο < αρχ. λείψανον < λείπω (υπόλοιπο, κατάλοιπο) το σώμα του νεκρού άτομο σθενικό, πολύ αδύνατο: «απού τ ν αρρώστια απόμ νη ένα λείψανου» λέληκας (ο) < μεγεθ. του λελέκι < τουρκ. leylek το λελέκι, ο πελαργός μτφ.: πολύ ψηλός άνθρωπος, άνθρωπος με λεπτά ψηλά πόδια λέσ (το) < τουρκ. les (ψοφίμι) ψοφίμι, πτώμα ζώου σε αποσύνθεση με έντονη δυσοσμία γενικά καθετί που αποπνέει δυσοσμία: «οι κάλτσης υτ απ τ ν απλυσιά βρουμούν λεσ» ληγάμηνους (ο) < μτχ. του λέγω ο λεγάμενος, ο περί ου ο λόγος (αυτός για τον οποίο λέγαμε και που δε θέλουμε να τον κατονομάσουμε ή που το όνομά του εννοείται): «πα στ ν ώρα, να τσι η ληγάμηνος» ο αγαπητικός, ο εραστής ληγκέρ (το) < λεγκέρι < τουρκ. lenger χάλκινο ρηχό πιάτο με σκαλίσματα στο εσωτερικό του, που το χρησιμοποιούσαν και για μικρό δίσκο λημόντουζου (το) < τουρκ. limon tuzu (λεμόνι σε σκόνη) κιτρικό οξύ σε κρυσταλλική μορφή, το ξινό. Διαλυμένο σε νερό το έριχναν στα φαγητά για λεμόνι. ληχούδ κου (το) (ως ουσ.) < λεχού- Λ

λαγάρα (η) < αρχ. επίθ. λαγαρός (λεπτός, στενός) χτυπούσαν τη χορδή του δοξαριού για το «στ βάξιμο» του βαμβακιού

λαγάρα (η) < αρχ. επίθ. λαγαρός (λεπτός, στενός) χτυπούσαν τη χορδή του δοξαριού για το «στ βάξιμο» του βαμβακιού (126-132):Layout 1 4/3/2011 9:57 πμ Page 126 λαγάρα (η) < αρχ. επίθ. λαγαρός (λεπτός, στενός) χτυπούσαν τη χορδή του δοξαριού για το «στ βάξιμο» του βαμβακιού δερμάτινο κορδόνι υποδημάτων, λαγούμ (το)

Διαβάστε περισσότερα

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια Λιοντάρια Μέγεθος Βάρος Τροφή Περιοχή ως 1,90 μέτρα μήκος ως 1,10 μέτρα ύψος μέχρι 250 κιλά τρώνε ζώα μεγάλα, όπως καμηλοπαρδάλεις, αντιλόπες, ζέβρες Αφρική και Ινδία ΛΙΟΝΤΑΡΙ Τα λιοντάρια είναι τα μεγαλύτερα

Διαβάστε περισσότερα

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο 4 Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο Σεβάχ. Για να δει τον κόσμο και να ζήσει περιπέτειες.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΤΕΣ Δ1 7 ου Δ.Σ. ΛΑΜΙΑΣ

ΜΑΘΗΤΕΣ Δ1 7 ου Δ.Σ. ΛΑΜΙΑΣ ΜΑΘΗΤΕΣ Δ1 7 ου Δ.Σ. ΛΑΜΙΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΝΑΡΓΥΡΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΝΑΣΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΤΣΙΦΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΣΜΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΚΥΡΙΤΣΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗ ΜΑΡΙΑ ΛΑΝΚΑ ΧΕΚΕΡΙΜ ΜΠΑΡΜΠΑΤΣΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Ε ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ (Ε1) ΣΤΗΝ ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΖΩΝΗ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Ε ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ (Ε1) ΣΤΗΝ ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΖΩΝΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Ε ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ (Ε1) ΣΤΗΝ ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΖΩΝΗ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ Την ημέρα του γάμου μαζεύονται οι κοπέλες στο σπίτι της νύφης και την ντύνουν. Μετά η μάνα της, της πλένει τα πόδια για να

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 «Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» (Πόντος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω 1 ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα ανήκουν στα κλιτά μέρη του λόγου και φανερώνουν ότι κάποιο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα κάνει κάτι (κάποια ενέργεια), ή παθαίνει κάτι από κάποιον άλλον, ή από τον εαυτό του ή βρίσκεται σε

Διαβάστε περισσότερα

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους. Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους. Κάθεται στο παράθυρο του δωματίου της και σκέφτεται, στεναχωρημένη τους παλιούς της φίλους και συμμαθητές.

Διαβάστε περισσότερα

1. για λεχθέντα: υποβαθμίζω την προσπαθώ να βρω κάτι: «έψαξα ούλου του σπίτ τσι δεν ήβρα τα κλεισβητώ. λ.)

1. για λεχθέντα: υποβαθμίζω την προσπαθώ να βρω κάτι: «έψαξα ούλου του σπίτ τσι δεν ήβρα τα κλεισβητώ. λ.) Ψ-Ω (240-244):Layout 1 4/3/2011 1:14 μμ Page 240 Ψ ψάζου - ψάζουμι (ρ.) < μσν. ψάχνω < ψηυτίζου ρ. < ψεύτ-ης + -ίζω αρχ. ψαύω 1. για λεχθέντα: υποβαθμίζω την προσπαθώ να βρω κάτι: «έψαξα ούλου του σπίτ

Διαβάστε περισσότερα

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ. Τάξη: Γ Τμήμα: 2ο Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ. Θέμα :Τι θέλω να αλλάξει στον κόσμο το 2011. Το έτος 2010 έγιναν πολλές καταστροφές στον κόσμο.

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37 Περιεχόμενα Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό............. 11 Αν έχεις τύχη..................................... 21 Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς............... 37 7199_alogaki_pasxalitsa_arkouda:7199_alogaki_pasxalitsa_arkouda

Διαβάστε περισσότερα

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας Ένα μωρό που το πέταξαν, γιατί κάποιος χρησμός έλεγε ότι μεγαλώνοντας θα σκοτώσει τον πατέρα του, έγινε μετά από χρόνια ο βασιλιάς της Θήβας, Οιδίποδας. Χωρίς να φταίει, έφερε καταστροφή, και το χειρότερο,

Διαβάστε περισσότερα

Μύθοι του Αισώπου σε μορφή κόμικς. Εργασία από τα παιδιά της Ε τάξης

Μύθοι του Αισώπου σε μορφή κόμικς. Εργασία από τα παιδιά της Ε τάξης Μύθοι του Αισώπου σε μορφή κόμικς Εργασία από τα παιδιά της Ε τάξης Η ΧΕΛΩΝΑ ΚΑΙ Ο ΒΑΤΡΑΧΟΣ Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια μικρή χελώνα. Μια μέρα είπε στη μητέρα της: - Μητέρα, εμείς οι χελώνες, είμαστε

Διαβάστε περισσότερα

Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου

Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου 2018-2019 Τίτλος: Η κυρά-κακή και τα κακά της λόγια. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η κυρα-κακή. Ήταν γιαγιά και ζούσε σε ένα χωριό. Τη λέγανε κυρα-κακή

Διαβάστε περισσότερα

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Η γυναίκα με τα χέρια από φως ΛIΛH ΛAMΠPEΛΛH Σειρά: Κι αν σου μιλώ με Παραμύθια... Η γυναίκα με τα χέρια από φως Εφτά παραμύθια σχέσης από την προφορική παράδοση Τρεις τρίχες λύκου Ζούσε κάποτε, σ ένα μικρό χωριό, ένας άντρας και μια

Διαβάστε περισσότερα

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301. Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: 1953 Αριθμός δίσκου: Kal-301 http://rebetiko.sealabs.net/display.php?recid=9248 Απόψε μες, απόψε μες στο καπηλειό που τα μπουζού-, που τα μπουζούκια

Διαβάστε περισσότερα

Καλλιεργώντας τη γη. νιν ή ινίν σκάλα του αμπελιου

Καλλιεργώντας τη γη. νιν ή ινίν σκάλα του αμπελιου Καλλιεργώντας τη γη άλετρο βουκάνη ή δουκάνη νιν ή ινίν σκάλα του αμπελιου πενταδόντιν δρεπάνι Οι άνθρωποι όργωναν τη γη με το ξύλινο άλετρο που το έσερναν τα βόδια και έβαζαν τους σπόρους του σιταριού.

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β ΗΜ/ΝΙΑ ΠΟΡΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ Σεπτέμβριος Αφόρμηση: ίνω στα παιδιά σε χαρτόνι φωτοτυπημένη μια σβούρα και τους

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο. ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ (Γ ΤΑΞΗ) ΟΝΟΜΑ; ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ ΜΕ ΜΙΑ ΛΕΞΗ (ρήμα) Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: ΜΕ ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΟΣΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΘΕΛΕΙΣ Βρέχει.

Διαβάστε περισσότερα

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq Η μάνα και τα τέσσερα παιδιά της σwωψerβνtyuςiopasdρfghjklzxcvbn mqwertyuiopasdfghjklzxcvbnφγιmλι qπςπζαwωeτrtνyuτioρνμpκaλsdfghςj klzxcvλοπbnαmqwertyuiopasdfghjklz xcvbnmσγqwφertyuioσδφpγρaηsόρ

Διαβάστε περισσότερα

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα σαν κι αυτή μια νύχτα σαν κι αυτή θέλω να σου πω πόσο σ

Διαβάστε περισσότερα

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 2 5 Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ 1 Y Π Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Ο Π Α Ι Δ Ε Ι Α Σ Κ Α Ι Θ Ρ Η Σ Κ Ε Υ Μ Α

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε. ιστορίες της 17 ιστορίες της Πρωτοχρονιάς Παραμύθια: Βαλερί Κλες, Έμιλι-Ζιλί Σαρμπονιέ, Λόρα Μιγιό, Ροζέ-Πιερ Μπρεμό, Μονίκ Σκουαρσιαφικό, Καλουάν, Ιμπέρ Μασουρέλ, Ζαν Ταμπονί-Μισεράτσι, Πολ Νέισκενς,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη.   γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό http://hallofpeople.com/gr/bio/roumi.php ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ Επιλεγμένα ποιήματα γλυκαίνει καθετί πικρό το χάλκινο γίνεται χρυσό το θολό κρασί γίνεται εκλεκτό ο κάθε πόνος γίνεται γιατρικό οι νεκροί θα αναστηθούν

Διαβάστε περισσότερα

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου. Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου. Ζητήστε του την Κοκκινοσκουφίτσα... δεν την ξέρει, τη Σταχτοπούτα ούτε αυτή την ξέρει, τη Μικρή Γοργόνα ή το λύκο και τα τρία γουρουνάκια

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 «Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» (Φλώρινα - Μακεδονία Καύκασος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011

Διαβάστε περισσότερα

Κατανόηση γραπτού λόγου

Κατανόηση γραπτού λόγου Β1 1 Επίπεδο Β1 (25 μονάδες) Διάρκεια: 40 λεπτά Ερώτημα 1 (6 μονάδες) Διαβάζετε σ ένα περιοδικό οδηγίες για να μάθουν σωστά τα παιδιά σας σκι. Το περιοδικό όμως είναι παλιό κι έτσι βλέπετε καθαρά μόνο

Διαβάστε περισσότερα

ΖΑΧΡΑ ΙΜΠΡΑΧΗΜ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΖΑΣ

ΖΑΧΡΑ ΙΜΠΡΑΧΗΜ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΖΑΣ Θυµάσαι το παραµύθι της γιαγιάς για την 28 η Οκτωβρίου; Μάζεψε τους φίλους σου και διηγήσου το. Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας γίγαντας που ζούσε στο δικό του σπίτι. Ένα

Διαβάστε περισσότερα

Κατανόηση προφορικού λόγου

Κατανόηση προφορικού λόγου Β1 (25 μονάδες) Διάρκεια: 25 λεπτά Ερώτημα 1 Θα ακούσετε δύο (2) φορές έναν συγγραφέα να διαβάζει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του με θέμα τη ζωή του παππού του. Αυτά που ακούτε σας αρέσουν, γι αυτό κρατάτε

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, μια γριά γυναίκα. Τ όνομά της ήταν Μαραλά. Κανένας δεν

Διαβάστε περισσότερα

Στον Γιάννη και στον Θεόφιλο

Στον Γιάννη και στον Θεόφιλο ...... O άλλος μου εαυτός Στον Γιάννη και στον Θεόφιλο Διορθώσεις: Νέστορας Χούνος Σελιδοποίηση: Κωνσταντίνα Ελαιοτριβάρη Μακέτα εξωφύλλου: Ευθύµης Δηµουλάς 2009 ΕΥΑ ΙΕΡΟΠΟΥΛΟΥ & EKΔOΣEIΣ «AΓKYPA» Δ.A.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια

Διαβάστε περισσότερα

Τοποθεσία: Σπίτι του κυρίου Μάριου

Τοποθεσία: Σπίτι του κυρίου Μάριου Διάλογος 1: Πρόγευμα και ψώνια Διάλογος 2: Λιχουδιές και κεράσματα Διάλογος 3: Επίσκεψη στο εστιατόριο Διάλογος 4: Βοήθεια στο φαγητό, σερβίρισμα Διάλογος 5: εύματα 2 Α2 Α2 Β1 Β1 Διάλογος 1: Πρόγευμα και

Διαβάστε περισσότερα

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου Σε μια αυλή, ζούσαν καμιά δεκαριά γαλοπούλες, μαύρες και με μακριούς λαιμούς κι όλη την ώρα φώναζαν γλου-γλου-γλου. Αχώριστες ήταν και τριγυρνούσαν και τσιμπολογούσαν. Κι έτσι

Διαβάστε περισσότερα

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι... - Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι... - Γιατρέ, βλέπω μπλε και πράσινους κόκκους.. - Οφθαλμίατρο έχετε δει; - Οχι! Μόνο μπλε και πράσινους κόκκους...

Διαβάστε περισσότερα

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας χωριάτης κι ήτανε φτωχός. Είχε ένα γάιδαρο και λίγα τάλαρα. Εσκέφτηκε τότε να βάλει τα τάλαρα στην ουρά του γαϊδάρου και να πάει να τον πουλήσει στο παζάρι στην πόλη. Έτσι

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΩΝ. Αλεξανδρος Δημήτρης

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΩΝ. Αλεξανδρος Δημήτρης ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΩΝ Αλεξανδρος Δημήτρης Το Χριστόξυλο Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας, από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο

Διαβάστε περισσότερα

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους; Τι έχει τέσσερις τοίχους; Ένα δωμάτιο. Τι υπάρχει απέναντι από το πάτωμα; Το ταβάνι η οροφή. Πού υπάρχουν λουλούδια και δέντρα; Στον κήπο. Πού μπορώ να μαγειρέψω; Στην κουζίνα. Πού μπορώ να κοιμηθώ; Στο

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Η ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ & ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΕΡΚΥΡΑΣ - ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΣ. Μια ιστορία σαν όνειρο...

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Η ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ & ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΕΡΚΥΡΑΣ - ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΣ. Μια ιστορία σαν όνειρο... ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΜΟΥ Η ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΤΟΡΙΚΩΝ & ΚΛΑΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΕΡΚΥΡΑ - ΘΕΠΡΩΤΙΑ ΜΑΡΚΟ Ο ΜΙΚΡΟ ΡΩΜΑΙΟ Μια ιστορία σαν όνειρο... ΜΑΡΚΟ Ο ΜΙΚΡΟ ΡΩΜΑΙΟ Μια ιστορία σαν όνειρο... Η ΕΦΟ Ρ ΕΙΑ Π ΡΟ Ϊ ΤΟ ΡΙ

Διαβάστε περισσότερα

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn nmσγqwφertyuioσδφpγρa ηsόρ ωυdf ghjργklαzxcvbnβφδγωmζq wert

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn nmσγqwφertyuioσδφpγρa ηsόρ ωυdf ghjργklαzxcvbnβφδγωmζq wert qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω Η μάνα και τα τέσσερα παιδιά της ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn Θεατρική διασκευή mqw e rtyuiopasdfghjklzxcvbnφ γιmλι qπςπ ζ αwωeτrtνyuτioρνμpκaλs dfghςj klzxc vλοπbnαmqwertyuiopasdf

Διαβάστε περισσότερα

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα) Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα) Μπήκα στο χωριό, νύχτωνε πια, οι πόρτες όλες σφαλιχτές, μες στις αυλές τα σκυλιά μυρίστηκαν

Διαβάστε περισσότερα

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται Η μαμά μου πήγαινε στο 26 ο Δημοτικό Σχολείο Νίκαιας. Η καλύτερη ανάμνηση που έχει είναι οι φίλοι της και η τάξη που μύριζε κιμωλία. Ελευθερία Η γιαγιά μου την τάξη της είχε 87 παιδιά. Τα άτακτα παιδιά

Διαβάστε περισσότερα

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν. Σε όποιο στάδιο της σχέσης κι αν βρίσκεστε, είτε είστε στην αρχή της είτε είστε ήδη δυο χρόνια μαζί, υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν αλλάζουν ποτέ, όπως η ανάγκη να νιώθει κάποιος ελκυστικός, απαραίτητος

Διαβάστε περισσότερα

Υλικά για την ζύμη. 230 γρ. αλεύρι για πίτες. ½ κ.γ αλάτι. ½ κ.γ ζάχαρη. 30 γρ. βούτυρο σε κύβους. 30 γρ. ηλιέλαιο. 110 γρ. περίπου χλιαρό νερό

Υλικά για την ζύμη. 230 γρ. αλεύρι για πίτες. ½ κ.γ αλάτι. ½ κ.γ ζάχαρη. 30 γρ. βούτυρο σε κύβους. 30 γρ. ηλιέλαιο. 110 γρ. περίπου χλιαρό νερό Μπουγάτσα σοκολάτας Δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος που να μην λατρεύει την Μπουγάτσα ή να μη έχει φάει έστω μια φορά. Εμένα μου αρέσει πολύ και κάποιες φορές, όταν πάω Θεσσαλονίκη, χαζεύω σε μαγαζιά αυτούς

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΕΓΓΟΝΟΣ: Παππού, γιατί προτιμάς να βάζεις κανέλα και όχι κύμινο στα σουτζουκάκια; ΠΑΠΠΟΥΣ: Το κύμινο είναι κομματάκι δυνατό. Κάνει τους ανθρώπους να κλείνονται

Διαβάστε περισσότερα

H κουζίνα της Αργεντινής

H κουζίνα της Αργεντινής H κουζίνα της Αργεντινής Αργεντινή Η Αργεντινή είναι μια χώρα που βρίσκεται κυρίως. Στο νότιο μισό της νότιας Αμερικής Το κλίμα: Η κεντρική Αργεντινή έχει θερμά καλοκαίρια με καταιγίδες και ψυχρούς χειμώνες.

Διαβάστε περισσότερα

Μια μέρα μαζεύτηκαν όλα τα τρόφιμα που βρίσκει ο άνθρωπος στη φύση. Σκέφτηκαν να παίξουν ένα παιχνίδι και χωρίστηκαν σε ομάδες.

Μια μέρα μαζεύτηκαν όλα τα τρόφιμα που βρίσκει ο άνθρωπος στη φύση. Σκέφτηκαν να παίξουν ένα παιχνίδι και χωρίστηκαν σε ομάδες. Συγγραφέας: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ: Α1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ Κείμενο 1 Διαβάζουμε το παρακάτω κείμενο για τα τρόφιμα και απαντάμε στις ερωτήσεις που ακολουθούν, βάζοντας κάτω

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ g Μια ιστορία για µικρούς και µεγάλους ένα παραµύθι τεχνολογίας και ζαχαροπλαστικής. ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ Μια ιστορία της. Λίνα ΣΤΑΡ!!! Τ.Ε.Ε. ΕΙ ΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΥΡΟΥ Μαθήτρια: Λίνα Βαρβαρήγου (Λίνα

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ» 4 ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ 2015-2016 2 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ» «Πρόσεχε τι πετάς, είναι η

Διαβάστε περισσότερα

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Γ Ρ Α Π Τ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Γ Ρ Α Π Τ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Γ Ρ Α Π Τ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 2 5 Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ 1 Y Π Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Ο Π Α Ι Δ Ε Ι Α Σ Κ Α Ι Θ

Διαβάστε περισσότερα

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών Το μυστήριο του πασχαλινού λαγού Του Κώστα Στοφόρου «Να βγούμε;» «Όχι ακόμα», είπε ο μπαμπάς. «Δεν θα έχει έρθει. Είναι πολύ νωρίς. Κάτσε να ξυπνήσει κι ο Δημήτρης».

Διαβάστε περισσότερα

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες (Ο ον Κιχώτης ήταν ένας άρχοντας πολύ φτωχός σε λεφτά αλλά πλούσιος σε φαντασία. Ζούσε στην Ισπανία, στην ξακουσµένη επαρχία της Μάντσας. Όταν έφτασε

Διαβάστε περισσότερα

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ Ήταν ο Σοτός στην τάξη και η δασκάλα σηκώνει την Αννούλα στον χάρτη και τη ρωτάει: Αννούλα, βρες μου την Αμερική. Σην βρίσκει η Αννούλα και ρωτάει μετά τον Σοτό η δασκάλα: -Σοτέ, ποιος ανακάλυψε την Αμερική;

Διαβάστε περισσότερα

Επίσκεψη στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης

Επίσκεψη στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Επίσκεψη στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Την Πέµπτη 24 του Οκτώβρη επισκεφτήκαµε το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης που βρίσκεται σε ένα χωριό της Πάφου τη Γεροσκήπου. Εκεί έχει πολλά αντικείµενα που χρησιµοποιούσαν οι

Διαβάστε περισσότερα

Εύκολη Ζύμη σαν Σφολιάτα

Εύκολη Ζύμη σαν Σφολιάτα Εύκολη Ζύμη σαν Σφολιάτα Ξέρω πόσο πολύ σας αρέσουν οι πίτες, σας έχω εύκολη ζύμη να την φτιάξετε όλοι. Πολλές φορές μου ζητάτε κάτι απλό, γιατί δεν μπορείτε να ανοίξετε φύλλο για πίτα. Η συνταγή που θα

Διαβάστε περισσότερα

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος» Ο εγωιστής γίγαντας Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης «Αλέξανδρος Δελμούζος» 2010-2011 Κάθε απόγευμα μετά από το σχολείο τα παιδιά πήγαιναν για να παίξουν στον κήπο του γίγαντα.

Διαβάστε περισσότερα

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: 1948 Αριθμός δίσκου: B-74149 http://rebetiko.sealabs.net/display.php?recid=6459 Με μαγεμένη την καρδιά, μπροστά στ' αστέρια, έχει ο νιος παραδοθεί, στα δυο της χέρια.

Διαβάστε περισσότερα

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή Τζήκου Βασιλική Το δίλημμα της Λένιας 1 Παραμύθι πού έχω κάνει στο πρόγραμμα Αγωγής Υγείας που είχε τίτλο: «Γνωρίζω το σώμα μου, το αγαπώ και το φροντίζω» με την βοήθεια

Διαβάστε περισσότερα

Παροιμίες Ζώα Θηλαστικά Πρόβατο Αν είν τ αρνιά σου αμέτρητα, πες πως αρνιά δεν έχεις. [Ελληνική]

Παροιμίες Ζώα Θηλαστικά Πρόβατο Αν είν τ αρνιά σου αμέτρητα, πες πως αρνιά δεν έχεις. [Ελληνική] Παροιμίες Ζώα Θηλαστικά Πρόβατο Αν είν τ αρνιά σου αμέτρητα, πες πως αρνιά δεν έχεις. Αναμασά τα λόγια της σαν παλιοπροβατίνα Απ τον κακό βοσκό, ψώριασαν τα πρόβατα Απ του διαβόλου το μαντρί μήτε κατσίκι

Διαβάστε περισσότερα

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω. 1 Εδώ και λίγες μέρες, ένα από τα πάνω δόντια μου κουνιόταν και εγώ το πείραζα με τη γλώσσα μου και μερικές φορές με πονούσε λίγο, αλλά συνέχιζα να το πειράζω. Κι έπειτα, χτες το μεσημέρι, την ώρα που

Διαβάστε περισσότερα

Γρίφος 1 ος Ένας έχει μια νταμιτζάνα με 20 λίτρα κρασί και θέλει να δώσει σε φίλο του 1 λίτρο. Πώς μπορεί να το μετρήσει, χωρίς καθόλου απ' το κρασί να πάει χαμένο, αν διαθέτει μόνο ένα δοχείο των 5 λίτρων

Διαβάστε περισσότερα

Α τάξη. Βρες και κύκλωσε παρακάτω όλες αυτές τις λέξεις που είναι γραμμένες δίπλα:

Α τάξη. Βρες και κύκλωσε παρακάτω όλες αυτές τις λέξεις που είναι γραμμένες δίπλα: [ Στον τομέα των ερευνών, σ αυτή την ιστοσελίδα, μπορεί να δει κανείς μια μικρή μας έρευνα για τα ορθογραφικά λάθη στο δημοτικό σχολείο. Με βάση τη συχνότητα των λαθών που διαπράχτηκαν κατά τμήμα, καταρτίσαμε

Διαβάστε περισσότερα

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142.

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142. Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: 1939 Αριθμός δίσκου: DT-142 http://rebetiko.sealabs.net/display.php?recid=5465 Θα πάρω, θα πάρω πένα και χαρτί, να γράφω, να γράφω ένα χρόνο,

Διαβάστε περισσότερα

Ανάποδο προφιτερόλ, από τον Ακη και το akispetretzikis.com!

Ανάποδο προφιτερόλ, από τον Ακη και το akispetretzikis.com! Ανάποδο προφιτερόλ, από τον Ακη και το akispetretzikis.com! Aνάποδο προφιτερόλ ή αλλιώς Paris-Brest! Το γλυκό αυτό φτιάχτηκε για πρώτη φορά το 1910 για να τιμήσουν τον αγώνα ποδηλάτου Παρίσι Brest Παρίσι

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ (Αόρατος) ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Κάποτε στη γη γεννήθηκε το Όνειρο. Το όνομά του δεν ήταν έτσι, όμως επειδή συνεχώς ονειρευόταν, όλοι το φώναζαν Όνειρο. Δεν ήταν κάτι το σπουδαίο, ήταν σαν

Διαβάστε περισσότερα

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η μουσική..............................................11 ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΓΧΟΡΔΟ Η αρχοντοπούλα κι ο ταξιδευτής........................15 ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΡΟΥΣΤΟ

Διαβάστε περισσότερα

Διάλογος 1: Πρόγευμα και ψώνια Διάλογος 2: Λιχουδιές και κεράσματα Διάλογος 3: Επίσκεψη στο εστιατόριο Διάλογος 4: Βοήθεια στο φαγητό, σερβίρισμα

Διάλογος 1: Πρόγευμα και ψώνια Διάλογος 2: Λιχουδιές και κεράσματα Διάλογος 3: Επίσκεψη στο εστιατόριο Διάλογος 4: Βοήθεια στο φαγητό, σερβίρισμα Ενότητα 3 - Σελίδα 1 Διάλογος 1: Πρόγευμα και ψώνια Διάλογος 2: Λιχουδιές και κεράσματα Διάλογος 3: Επίσκεψη στο εστιατόριο Διάλογος 4: Βοήθεια στο φαγητό, σερβίρισμα Διάλογος 5: εύματα 2 Α2 Α2 Β1 Β1 Διάλογος

Διαβάστε περισσότερα

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Ο Μικρός Πρίγκιπας έφτασε στη γη. Εκεί είδε μπροστά του την αλεπού. - Καλημέρα, - Καλημέρα, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, ενώ έψαχνε να βρει από πού ακουγόταν η

Διαβάστε περισσότερα

Εργασίες παιδιών 3 ης τάξης µε θέµα «Ένα σπίτι στην πόλη»

Εργασίες παιδιών 3 ης τάξης µε θέµα «Ένα σπίτι στην πόλη» Εργασίες παιδιών 3 ης τάξης µε θέµα «Ένα σπίτι στην πόλη» Εργασίες παιδιών 3 ης τάξης που αφορούν στην επεξεργασία κειµένου Ο ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΣ Ο σκαντζόχοιρος είναι πολύ συνηθισµένο είδος στη χώρα µας.

Διαβάστε περισσότερα

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη Τούτη εδώ είναι μια ιστορία για ένα κοριτσάκι, τη Μαριόν, που ζούσε σ ένα βόρειο νησί, σε μια πόλη που την έλεγαν Νεμπγιαβίκ. Ήταν ένα μέρος με

Διαβάστε περισσότερα

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7] A Πρώτες μου απορίες ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. Ο Λουκάς έγραφε σιωπηλά, τα φρύδια του σουφρωμένα, θυμωμένος ακόμα, ενώ ο Βρασίδας, με τα χέρια στις τσέπες, πήγαινε κι έρχουνταν, κάθουνταν και σηκώνουνταν,

Διαβάστε περισσότερα

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών Το μυστήριο του πασχαλινού λαγού Του Κώστα Στοφόρου «Να βγούμε;» «Όχι ακόμα», είπε ο μπαμπάς. «Δεν θα έχει έρθει. Είναι πολύ νωρίς. Κάτσε να ξυπνήσει κι ο Δημήτρης».

Διαβάστε περισσότερα

βραδινό δείπνο κούπα οι κούπες µαχαιροπίρουνο οι µπύρες Πίνω νερό από την κούπα. Nomen: Wortschatz- / Wendekarten für Lernkarteikästen DIN A8 -leicht

βραδινό δείπνο κούπα οι κούπες µαχαιροπίρουνο οι µπύρες Πίνω νερό από την κούπα. Nomen: Wortschatz- / Wendekarten für Lernkarteikästen DIN A8 -leicht βραδινό Τρώω µε τον πατέρα µου στις 18 ώρα βραδινό.τρώµε ψωµί µε τυρί και αλλαντικά. δείπνο Παίρνω µε τον πατέρα µου δείπνο στις 18 ώρα. Τρώµε σούπα µε µακαρόνια. κούπα οι κούπες Πίνω νερό από την κούπα.

Διαβάστε περισσότερα

Άσκηση κατανόησης γραπτού λόγου 1. Διάβασε πάλι την ιστορία και διάλεξε α, β ή γ. 1. Η ιστορία μιλάει για μια... Α. γάτα. Β. αλεπού. Γ. μαϊμού.

Άσκηση κατανόησης γραπτού λόγου 1. Διάβασε πάλι την ιστορία και διάλεξε α, β ή γ. 1. Η ιστορία μιλάει για μια... Α. γάτα. Β. αλεπού. Γ. μαϊμού. Συγγραφέας: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ Α1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ - ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟ 1 Μια αλεπού πεινούσε πολύ! Είδε σε ένα δέντρο μια κληματαριά γεμάτη σταφύλια. Ήθελε να φάει!

Διαβάστε περισσότερα

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους. ΕΙΝΑΙ ΑΤΥΧΙΑ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙΣ ΜΕ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Νούρου Εγώ Κουάμι ο αδερφός μου Ράζακ ένας φίλος που συναντήσαμε στον δρόμο Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για

Διαβάστε περισσότερα

Ηεπιστήμημέσααπόταμάτιατουπαιδιού... Ιδέες και πειράματα για τον «Ήχο»

Ηεπιστήμημέσααπόταμάτιατουπαιδιού... Ιδέες και πειράματα για τον «Ήχο» Ηεπιστήμημέσααπόταμάτιατουπαιδιού... Ιδέες και πειράματα για τον «Ήχο» Οήχος«ταξιδεύει» με κύματα. Μπορούμε να αναπαραστήσουμε τα πυκνώματα και τα αραιώματα των κυμάτων με ένα πλαστικό παιχνίδιελατήριο

Διαβάστε περισσότερα

Σειρά: ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Τίτλος: ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΒΕ. Copyright Γιάννης Ζουγανέλης, Χρήστος Προμοίρας Copyright 2015:

Σειρά: ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Τίτλος: ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΒΕ. Copyright Γιάννης Ζουγανέλης, Χρήστος Προμοίρας Copyright 2015: AisopouMythoi 23x28cm_sto3.indd 2 5/10/2015 11:53:23 πμ AisopouMythoi 23x28cm_sto3.indd 3 5/10/2015 11:53:27 πμ Σειρά: ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Τίτλος: ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ Copyright Γιάννης Ζουγανέλης, Χρήστος Προμοίρας

Διαβάστε περισσότερα

Μια προσπάθεια καλλιτεχνικής έκφρασης από μαθητές και μαθήτριες του Στ 2 για το σχολικό έτος

Μια προσπάθεια καλλιτεχνικής έκφρασης από μαθητές και μαθήτριες του Στ 2 για το σχολικό έτος Μια προσπάθεια καλλιτεχνικής έκφρασης από μαθητές και μαθήτριες του Στ 2 για το σχολικό έτος 2013-2014 Από τη Ματίνα Κρεμμύδια κουνουπίδια Μέσα στην κουζίνα μαγειρεύω κουνουπίδια Και η μαμά μου κλαίει

Διαβάστε περισσότερα

Αυτήν εκεί την κοπελιά την ξέρεις; Πού είναι τα παιδιά; Γιατί δεν είναι μέσα στις τάξεις τους;

Αυτήν εκεί την κοπελιά την ξέρεις; Πού είναι τα παιδιά; Γιατί δεν είναι μέσα στις τάξεις τους; 1. Αυτήν εκεί την κοπελιά την ξέρεις; Πού είναι τα παιδιά; Γιατί δεν είναι μέσα στις τάξεις τους; Σήμερα αρχίζουν τα μαθήματα των ελληνικών. Η Ελένη έχει αγωνία: φοβάται ότι ξέχασε όλα όσα έμαθε το καλοκαίρι

Διαβάστε περισσότερα

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius Μάρτιος 2011 Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΡΟ-ΜΑΝΩΛΗ Πολύ παλιά, αιώνες πριν, ο Negru Voda, ο κυβερνήτης της Ρουμανίας, ήθελε να χτίσει ένα μοναστήρι

Διαβάστε περισσότερα

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί.

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί. Το σπίτι μου Ένα σπίτι θα χτίσω στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί. Ένα σπίτι θα χτίσω μακριά στην θάλασσα να σου το κύμα που θα

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 2017-18 Επιμέλεια παρουσίασης: ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΛΟΓΡΗ ΕΥΓΕΝΙΑ ΚΑΤΣΙΠΟΥΛΑΚΗ Υπεύθυνη καθηγήτρια: Γαλανοπούλου Μ., Φιλόλογος Έφερνε παλιά στα χωριά, φορτωμένος ή με το ζώο ό,τι μπορούσε

Διαβάστε περισσότερα

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό - Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό μου να παίξουμε; Αν θέλει, ναι. Προσπάθησε να μην

Διαβάστε περισσότερα

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Εικόνες: Eύα Καραντινού Εικόνες: Eύα Καραντινού H Kοκκινοσκουφίτσα Mια φορά κι έναν καιρό, έμεναν σ ένα χωριουδάκι μια γυναίκα με το κοριτσάκι της, που φορούσε μια κόκκινη σκουφίτσα. Γι αυτό ο κόσμος την φώναζε Κοκκινοσκουφίτσα.

Διαβάστε περισσότερα

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ Τί σε απασχολεί; Διάβασε τον κατάλογο που δίνουμε παρακάτω και, όταν συναντήσεις κάποιο θέμα που απασχολεί κι εσένα, πήγαινε στις σελίδες που αναφέρονται εκεί. Διάβασε τα κεφάλαια, που θα βρεις σ εκείνες

Διαβάστε περισσότερα

ταν ήμουνα μικρή, σαν κι εσάς και πιο μικρή, ο παππούς μου μου έλεγε παραμύθια για νεράιδες και μάγισσες, στοιχειωμένους πύργους, δράκους και ξωτικά. Εγώ φοβόμουν πολύ και τότε εκείνος μου έσφιγγε το χέρι

Διαβάστε περισσότερα

Μυστικά για Τσουρέκια χωρίς Ζύμωμα

Μυστικά για Τσουρέκια χωρίς Ζύμωμα Μυστικά για Τσουρέκια χωρίς Ζύμωμα Τι σας έχω; δεν είναι συνταγή αλλά θα σας βοηθήσει να φτιάξετε τέλεια τσουρέκια. Θα σας πω όλα τα μυστικά, για τα τσουρέκια μου χωρίς ζύμωμα. Ότι μπορώ να σκεφτώ, που

Διαβάστε περισσότερα

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945) http://hallofpeople.com/gr/bio/saxtouris.php ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945) Ομορφιά Ράντισε την ασκήμια μ ομορφιά πήρε μια κιθάρα πήρε ένα ποτάμι πλάι πλάι Τραγουδώντας

Διαβάστε περισσότερα

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών Το μυστήριο του πασχαλινού λαγού Του Κώστα Στοφόρου «Να βγούμε;» «Όχι ακόμα», είπε ο μπαμπάς. «Δεν θα έχει έρθει. Είναι πολύ νωρίς. Κάτσε να ξυπνήσει κι ο Δημήτρης». «Ο Δημήτρης

Διαβάστε περισσότερα

Σαρλότ Σοκολάτας, απίθανη, «Γλυκοπλαστείο Νεανικόν»!

Σαρλότ Σοκολάτας, απίθανη, «Γλυκοπλαστείο Νεανικόν»! Σαρλότ Σοκολάτας, απίθανη, υγιεινή, ξεχωριστή, και συνταγή για μπισκότα Σαβαγιάρ, από το «Γλυκοπλαστείο Νεανικόν»! Πάντα μου άρεσαν οι τούρτες Σαρλότ. Όχι τόσο οι «σπιτικές», αυτές δηλαδή με τα ετοιματζίδικα

Διαβάστε περισσότερα

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ 1 ο Νηπιαγωγείο Κυπαρισσίας Διαβάσαμε το παραμύθι: «ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΛΙΒΑΔΙ» Ερώτηση: ΠΟΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΕΧΟΝΤΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ; - Αυτοί

Διαβάστε περισσότερα

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΟΜΟΡΦΟ Ένα παραμύθι για τη διαφορετικότητα, για μικρούς αλλά και για μεγάλους (αυτισμός) Τα παιδιά είναι ελεύθερα να ζωγραφίσουν τις παρακάτω σελίδες όπως αυτά αισθάνονται... Μαρία Κωνσταντινοπούλου

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΔΗΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ Δ.Β.Μ. Σχολική χρονιά 2014-15 ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑΣ 3, 16451 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ,

Διαβάστε περισσότερα

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη υπάρχει ένα σπίτι με άσπρα παράθυρα. Μέσα σε αυτό θα βρούμε ένα χαρούμενο δωμάτιο, γεμάτο γέλια και φωνές, και δυο παιδιά που θέλω να σας γνωρίσω «Τάσι, αυτή η πιτζάμα σού

Διαβάστε περισσότερα

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ Παραδείγματα με συμπληρωμένα Φύλλα εργασίας Φύλλο εργασίας Α α. Συμπληρώστε τον παρακάτω πίνακα, χρησιμοποιώντας τη φαντασία σας. Δώστε ταυτότητα στο παιδί της φωτογραφίας. Όνομα Ίντιρα Ηλικία

Διαβάστε περισσότερα

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ Βάζει η δασκάλα εργασία για το σπίτι, να ρωτήσουν πως γεννιούνται τα παιδιά. - Μαμά, μαμά, λέει ο Σοτός μόλις πήγε σπίτι, η δασκάλα μας είπε να σας ρωτήσουμε πως γεννιούνται τα παιδιά. - Δεν μπορώ τώρα,

Διαβάστε περισσότερα

Ζούσε στην άκρη ενός χωριού που το έλεγαν Κεφαλοχώρι. Το Κεφαλοχώρι βρισκόταν στην κορυφή ενός βουνού και είχε λογής λογής κατοίκους.

Ζούσε στην άκρη ενός χωριού που το έλεγαν Κεφαλοχώρι. Το Κεφαλοχώρι βρισκόταν στην κορυφή ενός βουνού και είχε λογής λογής κατοίκους. Μέρος Α: Μια φορά και ένα καιρό ζούσε στην εξοχή, ένας κύριος κοντός, με μικρά χέρια και πόδια, ο κύριος Λαιμός. Είμαι ο Κύριος Λαιμός Ζούσε στην άκρη ενός χωριού που το έλεγαν Κεφαλοχώρι. Το Κεφαλοχώρι

Διαβάστε περισσότερα

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02 Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 2 5 Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ 1 Y Π Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Ο Π Α Ι Δ Ε Ι Α Σ Κ Α Ι Θ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΧ. ΕΤΟΣ: ΣΧΟΛΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ: 1 ο ΕΠΑΛ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΦΥΤΙΚΕΣ ΒΑΦΕΣ

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΧ. ΕΤΟΣ: ΣΧΟΛΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ: 1 ο ΕΠΑΛ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΦΥΤΙΚΕΣ ΒΑΦΕΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΧ. ΕΤΟΣ: 2012 2013 ΣΧΟΛΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ: 1 ο ΕΠΑΛ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΦΥΤΙΚΕΣ ΒΑΦΕΣ ΦΥΤΙΚΕΣ ΒΑΦΕΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΓΙΑΝΤΣΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΟΥΡΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1 η

Διαβάστε περισσότερα