Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download ""

Transcript

1 ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΓΑΤΟΛΟΓΩΝ Ε ΡΑ: ΑΚΑ ΗΜΙΑΣ 61 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ FAX : ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΑΝΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΛΑΒΙΚΩΝ ΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 92 ΠΑΡ. 3 ΚΩ ΙΚΑ ΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ, ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΝΠ ΠΡΟΣ 1. Υπουργό Εθνικής Οικονοµίας και Οικονοµικών κ. Ν. Χριστοδουλάκη 2. Υφυπουργό Οικονοµικών κ. Α. Φωτιάδη 3. Υφυπουργό Οικονοµικών κ. Γ. Φλωρίδη ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ 1. ιεύθυνση 12 η Φορολογίας 2. ιεύθυνση 16 η Είσπραξης ηµοσίων Εσόδων 3. ιεύθυνση 20η Προϋπολογισµού 4. ιεύθυνση 22 η Μισθολογίου 5. ιεύθυνση 26 η Συντονισµού και Ελέγχου εφαρµογής δηµοσιολογιστικών διατάξεων Μετά την υποβολή του αρχικού από υποµνήµατός µας, σχετικά µε την εκχώρηση ποσοστού του αντικειµένου της δίκης επί εργολαβικών υποθέσεων του άρθρου 92 Κωδ ικηγόρων και όσον αφορά την αιτουµένη απλούστευση της σχετικής διαδικασίας όταν πρόκειται περί υπαλλήλων του ηµοσίου ή συνταξιούχων, προέκυψαν µερικά ερωτήµατα κατά τις επακολουθήσασες επαφές µας µε αρµόδιους Υπηρεσιακούς παράγοντες στα οποία είναι σκόπιµο να παράσχουµε τις αναγκαίες διευκρινίσεις, προς αποφυγή παρανοήσεων.

2 2 I. ΕΠΙΤΡΕΠΤΟ ΕΚΧΩΡΗΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡ. 92 ΠΑΡ 3 ΚΩ ΙΚΗ- ΓΟΡΩΝ Οι διατάξεις του άρθρ. 92 παρ. 3 Κώδικα ικηγόρων (Ν /54) που προβλέπουν τη δυνατότητα εκχωρήσεως στο ικηγόρο ποσοστού µέχρι 20% του αντικειµένου της δίκης, περιλαµβανοµένων και των αξιώσεων για µισθούς και εν γένει αποδοχές υπαλλήλων, είναι κατ αρχήν, απολύτως ειδικές και σύµφωνα µε το γνωστό κανόνα ότι η ειδική διάταξη είναι επικρατέστερη της γενικής, κατισχύουν κάθε αντίθετης γενικής διάταξης που ορίζει το ακατάσχετο και ανεκχώρητο των δη- µοσιοϋπαλληλικών µισθών, όπως π.χ. του άρθρου 1 Ν. 1453/38, άρθρου 17 Κώδικα ικών ηµοσίου, άρθρου 982 Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας κλπ. Τα πιο πάνω προκύπτουν σαφώς από τον σκοπό των σχετικών Νόµων. Πράγµατι, η απαγόρευση κατασχέσεως και εκχωρήσεως του µισθού και των συντάξεων των υπαλλήλων και συνταξιούχων θεσπίστηκε προς το σκοπό προστασίας τούτων από το ενδεχόµενο εκµεταλλεύσεως τους και για την απρόσκοπτη εξασφάλιση σε αυτούς των µέσων συντήρησής τους. Είναι όµως πρόδηλο ότι ο νοµοθέτης όσον αφορά το ακατάσχετο και ανεκχώρητο, είχε κατά νου τις τακτικές αποδοχές των υπαλλήλων, αυτές που εκκαθαρίζονται και καταβάλλονται σε αυτούς κατά µήνα και όχι αυτές που δεν αναγνωρίζει το ηµόσιο και αρνείται να τις καταβάλλει και οι οποίες -αυτές και µόνο- καθίστανται αντικείµενο της δίκης µε την εργολαβική συµφωνία του άρθρου 92 παρ. 3 Κωδ. ικηγόρων. Τις αµφισβητούµενες αυτές αποδοχές δεν εισπράττει ο υπάλληλος και µόνο µε την επέµβαση του ικηγόρου ελπίζει να δικαιωθεί. Είναι εποµένως λογικό, σύννοµο και επιτρεπτό να παραχωρήσει στο ικηγόρο, ως αµοιβή του, µικρό µέρος της αµφισβητουµένης και µη εκκαθαρισµένης απαιτήσεώς του, µε εκχώρηση που ισχύει µόνο σε περίπτωση επιτυχίας, όπως προβλέπει η ειδική διάταξη του άρθρου 92 παρ. 3 του Κώδικα ικηγόρων, ύστερα από µακρούς και επίπονους πολλές φορές, δικαστικούς αγώνες. Με την πιο πάνω ρύθµιση ο υπάλληλος δεν διακινδυνεύει απολύτως τίποτα, ούτε θίγονται οι λαµβανόµενες τακτικές αποδοχές του αλλά εκχωρεί µικρό τµή- µα από κάτι που δεν έχει και προσδοκά απλώς να του εξασφαλίσει µε την νοµική συνδροµή του ο ικηγόρος χωρίς, άλλωστε, να του οφείλει καµιά απολύτως αµοιβή σε περίπτωση αποτυχίας. Για τους λόγους αυτούς, η ειδική διάταξη του άρθρου 92 παρ. 3 του Κώδικα ικηγόρων έχει τεθεί αποκλειστικά προς το συµφέρον του υπαλλήλου, είναι απο-

3 3 λύτως ειδική, αφορά µόνο τις αµφισβητούµενες περιπτώσεις αποδοχών και δεν εµπίπτει στη γενική απαγόρευση εκχωρήσεως µισθών και συντάξεων. Επί πλέον ο Κώδικας ικηγόρων είναι νεώτερος του Ν. 1453/38 και του Κώδικος ικών ηµοσίου και µε τις διατάξεις του (αρθρ. 250 παρ.1) κατήργησε κάθε αντίθετη διάταξη γενική ή ειδική. Όσον αφορά δε το άρθρο 982 παρ. 2 ΚΠολ ικ, δεν έχει εφαρµογή γιατί µε το άρθρ. 52 αρ. 20 του Εισαγ.Νοµ.ΚΠολ ικ, διατηρήθηκαν σε ισχύ οι ειδικές διατάξεις που επιτρέπουν την κατάσχεση και εκχώρηση µισθών, συντάξεων κλπ, τέτοια δε διάταξη είναι και αυτή του άρθρου 92 παρ. 3 και 4 του Κώδικα ικηγόρων. Ανεξαρτήτως όµως τούτων η νοµιµότητα των εργολαβικών δίκης (και επο- µένως η προβλεπόµενη από αυτά εκχώρηση τµήµατος των αποδοχών του υπαλλήλου) επαναβεβαιώθηκε και κατοχυρώθηκε µε το άρθρο 51 παρ. 5 περ. δ του Ν. 2238/94, το οποίο ορίζει τα εξής: «δ) Στις περιπτώσεις των εργατικών υποθέσεων, όπου ο δικηγόρος αµείβεται µε εργολαβικό συµβόλαιο, υποχρεούται, από τη δηµοσίευση του Παρόντος, να υποβάλλει αντίγραφο του συµβολαίου αυτού στην αρµοδία ΟΥ. Το ηµόσιο, τα ΝΠ, οι δηµόσιες επιχειρήσεις και οργανισµοί κοινής ωφελείας, οι ΟΤΑ και τα ΝΠΙ, υποχρεούνται να παρακρατούν ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί της αµοιβής του δικηγόρου. Τα ίδια πρόσωπα αποδίδουν τα ποσά της παρακράτησης της προηγουµένης παραγράφου αυτής µέχρι την 10η η- µέρα του επόµενου µήνα. Μαζί µε την οικεία δήλωση απόδοσης του παρακρατου- µένου φόρου γνωστοποιείται στην αρµοδία ΟΥ και αντίγραφο της απόφασης του δικαστηρίου...» Αν όµως παρ όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω, παραµένει οποιαδήποτε ερµηνευτική αµφιβολία, είναι σκόπιµο να αρθεί νοµοθετικά κάθε αµφισβήτηση, σύµφωνα µε το υποβαλλόµενο σχέδιο νόµου. Πρέπει να σηµειωθεί ότι το Ελληνικό ηµόσιο, εφ όσον τυχόν δεν τηρεί τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 92 Κωδ. ικηγόρων και δεν προβαίνει σε παρακράτηση του εκχωρηθέντος ποσοστού υπέρ του εκδοχέως ικηγόρου, εκτίθεται σε κινδύνους αγωγών από τους εκδοχείς ικηγόρους µε σοβαρές οικονοµικές συνέπειες σε βάρος του, γιατί θα είναι δυσχερές, αν όχι αδύνατο να αναζητήσει εκ των υστέρων τα ποσά που δεν είχε προνοήσει να παρακρατήσει εγκαίρως από τους υπαλλήλους του βάσει εκχωρητηρίων συµφωνητικών (βλ. ενδεικτικά υπ α- ριθµ /87 απόφαση Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ΕΕργ, έτος 1988, σελ. 554 που κρίνει ότι το αρθρ. 92 παρ. 3 Κωδ. ικηγόρων κατισχύει κάθε αντίθε-

4 4 της διάταξης και καταδικάζει το ηµόσιο στην καταβολή του µη παρακρατηθέντος ποσού αµοιβής). ΙΙ. Ο ΙΚΗΓΟΡΟΣ ΑΠ ΕΥΘΕΙΑΣ ΙΚΑΙΟΥΧΟΣ ΤΟΥ ΕΚΧΩΡΗΘΕΝΤΟΣ ΠΟΣΟΣΤΟΥ Ετέθη το ζήτηµα κατά πόσον ο ικηγόρος, µετά την εκχώρηση, είναι ευθέως δικαιούχος του εκχωρηθέντος ποσοστού των αποδοχών και πρέπει ως εκ τούτου να εκδοθεί επ ονόµατί του το σχετικό ένταλµα πληρωµής, ή το ένταλµα θα εκδίδεται πάντοτε για ολόκληρο το ποσό επ ονόµατι του υπαλλήλου. Από τα άρθρα 455, 460 έως 462 ΑΚ, συνάγεται ότι ο δανειστής µπορεί µε σύµβαση να µεταβιβάσει σε άλλον την απαίτησή του χωρίς την συναίνεση του ο- φειλέτη. Ο εκδοχέας αποκτά δικαίωµα απέναντι στο οφειλέτη και τους τρίτους, όταν ο ίδιος ή ο εκχωρητής αναγγείλει την εκχώρηση στον οφειλέτη. Μετά την αναγγελία της εκχώρησης της απαίτησης, αποκόπτεται κάθε δεσµός του οφειλέτη µε τον εκχωρητή, ο οποίος αποξενώνεται από την απαίτηση που εκχωρήθηκε και την αποκτά ο εκδοχέας ο οποίος δικαιούται έκτοτε στη δικαστική επιδίωξη και είσπραξή της. Αν µετά την αναγγελία της εκχώρησης ο εκχωρητής εναγάγει τον οφειλέτη, ο τελευταίος τον αποκρούει νοµίµως µε την προβολή της εκχώρησης και αναγγελίας γιατί µόνος δικαιούχος είναι πλέον ο εκδοχέας (βλ. AD HOC Αρείου Πάγου 681/1995 Α Πολ. Τµήµα, συνηµµένη σε φωτοτυπία). Εποµένως δεν χωρεί καµία αµφιβολία ότι δικαιούχος του εκχωρηθέντος ποσοστού είναι, µετά την αναγγελία απ ευθείας ο ικηγόρος εφ ό και το ένταλµα πληρωµής για το αντίστοιχο εκχωρηθέν ποσοστό πρέπει να εκδοθεί επ ονόµατί του. ΙΙΙ. ΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΑΝΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΧΩΡΗΣΕΩΣ Το κύριο ζήτηµα που ζητείται να επιλυθεί είναι η απλούστευση της διαδικασίας αναγγελίας στο ηµόσιο των εκχωρήσεων που γίνονται µε βάση το άρθρο 92 Κωδ. ικηγόρων, δεδοµένου ότι η διαδικασία που απαιτείται µε βάση το άρθρο 95 Ν. 2362/95, είναι κατά σηµαντικό της µέρος τελείως περιττή και ιδιαίτερα γραφειοκρατική. Π.Χ δεν δικαιολογείται από κανένα λόγο, ούτε ενέχει κάποια σκοπιµότητα η υποχρέωση κοινοποίησης της εκχωρήσεως στη ΟΥ ενός εκάστου των εκχωρητών υπαλλήλων, πράγµα το οποίο άλλωστε είναι δυσχερέστατο και εξαιρετικά πολυέξοδο στις περιπτώσεις οµαδικών αγωγών (κατά τον νόµο επιτρέπεται οµοδικία µέχρι και 100 ατόµων), οπότε καθίσταται στην πράξη αδύνατο στον ικηγόρο να ανακαλύψει τις ΟΥ όλων των εκχωρητών -πολλοί είναι ενδεχόµενο να κατοικούν

5 5 στην επαρχία- και να προβεί σε κοινοποίηση σε κάθε µία από αυτές. Εξ άλλου οι υπάλληλοι φορολογούνται στην πηγή µε παρακράτηση κατά την πληρωµή των καθυστερουµένων αποδοχών τους, εφόσον δε το αντίστοιχο ένταλµα εκδοθεί επ ο- νόµατί τους µόνο για το ποσό που πράγµατι τους καταβάλλεται, µετά την αφαίρεση του εκχωρουµένου ποσοστού (βλ. πιο πάνω κεφ. ΙΙ), δεν τίθεται θέµα υπερφορολόγησής τους. Βεβαίως υφίσταται υποχρέωση γνωστοποιήσεως της εκχωρήσεως στην ΟΥ του εκδοχέα δικηγόρου προς εξασφάλιση της φορολόγησής του. Αλλά γι αυτό έχει γίνει ήδη πρόβλεψη µε την διάταξη του άρθρου 51 παρ. 5 εδ δ του Ν. 2238/94 (βλ. πιο πάνω υπό κεφ. Ι), σύµφωνα µε την οποία ο ικηγόρος υποχρεούται να υποβάλλει εξ αρχής, επί ποινή ακυρότητος, αντίγραφο του εργολαβικού συµβολαίου στην αρµοδία ΟΥ, το ε ηµόσιο, ΝΠ κλπ, κατά την απόδοση σ αυτόν της παρακρατηµένης αµοιβής του, υποχρεούνται να παρακρατούν από αυτή ποσοστό 15% (ήδη 20%) έναντι του οφειλοµένου φόρου και να τον αποδίδουν στην αρµόδια ΟΥ µαζί µε αντίγραφο της αποφάσεως του ικαστηρίου. Οπωσδήποτε δεν υπάρχει καµία αντίρρηση να επαναδιατυπωθεί η σχετική Κατόπιν διάταξη. τούτου υποβάλλουµε την εξής πρόταση για νοµοθετική ρύθµιση : «Στη διάταξη του άρθρου 51 του ν. 2238/1994 που έχει εφαρµογή στις περιπτώσεις εργολαβικής αµοιβής δικηγόρου προστίθενται τα εξής : «Η γνωστοποίηση του εργολαβικού αµοιβής του δικηγόρου, προκειµένου να επέλθουν τα έννοµα αποτελέσµατα (παρακράτηση εκχωρηθέντος ποσοστού αµοιβής και φόρου) γίνεται µε υποβολή αντιγράφου του εργολαβικού και σχετικής αναγγελίας : α) προς τον Υπουργό των Οικονοµικών και στον αρµόδιο καθ ύλην Υπουργό εν σχέσει προς την αιτία της οφειλής του ηµοσίου, όταν πρόκειται για ηµόσια Υπηρεσία. β) στην αρµόδια για την πληρωµή της συγκεκριµένης οφειλής του η- µοσίου ηµόσια Οικονοµική Υπηρεσία ή στην οικεία χρηµατική διαχείριση γ) προς την ιοίκηση του Ασφαλιστικού Ιδρύµατος ή Οργανισµού, όταν πρόκειται για αξιώσεις κατά Ασφαλιστικών Ταµείων και Οργανισµών και δ) προς την ιοίκηση του ΝΠ και τον Οικονοµικό ιευθυντή όταν πρόκειται για περιπτώσεις ΝΠ.

6 6 ε) στην αρµόδια ΟΥ του δικηγόρου εκτός αν ήδη έχει υποβληθεί σε αυτήν το εργολαβικό εκχωρήσεως. Στις παραπάνω περιπτώσεις δεν έχουν ισχύ και δεν τηρούνται οι α- ναφερόµενες στις παρ. 1-5 του άρθρου 95 Ν. 2362/1995 λοιπές διατυπώσεις, όπως και οι διατάξεις του άρθρου 1 του Α.Ν. 1453/1938, άρθρου 17 Κώδικα ικών ικηγόρου, άρθρου 982 παρ. 2 Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας, όπως και οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 40 ΑΝ 1846/1951, ν.δ. 91/1969 και α- ντίστοιχες διατάξεις για λοιπά ασφαλιστικά Ταµεία και Οργανισµούς». Αθήνα, 12/2/2002 Για το.σ. της Ένωσης Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΙΚΟΛΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΦΩΤΗΣ ΚΛΑΟΥ ΑΤΟΣ