«Κατάκτηση της προσωδιακής δομής στη νέα ελληνική»

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "«Κατάκτηση της προσωδιακής δομής στη νέα ελληνική»"

Transcript

1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Α ΚΥΚΛΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Διπλωματική εργασία μεταπτυχιακού προγράμματος α κύκλου Συντάκτρια: Μαρίνα Τζακώστα Επόπτρια καθηγήτρια: Ιωάννα Κάππα ΘΕΜΑ «Κατάκτηση της προσωδιακής δομής στη νέα ελληνική» ΡΕΘΥΜΝΟ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1999

2 Η παρούσα διπλωματική εργασία αποτελεί το προϊόν συστηματικής έρευνας και μελέτης που διήρκεσε δύο χρόνια. Δεν θα είχε όμως ποτέ ολοκληρωθεί χωρίς τη συνεχή επιστημονική καθοδήγηση, την ηθική και ψυχική συμπαράσταση της επόπτριας καθηγήτριάς μου κ. Ιωάννας Κάππα τις δύσκολες ώρες της μελέτης όλο αυτό το χρονικό διάστημα. Η συνεργασία μου μαζί της υπήρξε πολύτιμη, γιατί, τουλάχιστον, συνέβαλε στο να με διδάξει τον τρόπο να θέτω ερωτήματα και να προσπαθώ να βρίσκω απαντήσεις σε λογικά και επιστημονικώς τεκμηριωμένα επιχειρήματα. Έστω και μόνο γι αυτό πολύ την ευχαριστώ.

3

4 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Γενικά περί γλωσσικής κατάκτησης Συνοπτική θεώρηση της προσωδιακής δομής στον παιδικό λόγο Συλλαβική δομή Τονισμός Μοντέλα μελέτης του φωνολογικού συστήματος του παιδιού Δομικά μοντέλα-δομική Φωνολογία Γνωστικά μοντέλα-γνωστική Φωνολογία Γενετικά μοντέλα-γενετική Φωνολογία Φυσική Φωνολογία (Natural Phonology) Γενετική Φωνολογία (Generative Phonology) Προσωδιακή Φωνολογία (Prosodic Phonology) Μοντέλο αρχών και παραμέτρων (The Principles and parameters model) Μη Γραμμική Φωνολογία (Non linear Phonolohy) Θεωρία του Βέλτιστου (Optimality Theory) Καταγωγή της Θεωρίας Γενικές αρχές της Θεωρίας Ιδιότητες της Θεωρίας του Βέλτιστου Όψεις της Θεωρίας του Βέλτιστου: Ευθυγράμμιση (Alignment), Πιστότητα (Faithfulness), Αντιστοιχία (Correspondence) Γενικευμένη Ευθυγράμμιση (Generalized Alignment) Πιστότητα και Αντιστοιχία (Faithfulness and Correspondence) Θεωρία του Βέλτιστου και Λεξικό Προεκτάσεις της Θεωρίας του Βέλτιστου Σχέση της Θεωρίας του Βέλτιστου με άλλα θεωρητικά μοντέλα Υπεροχή της Θεωρίας του Βέλτιστου έναντι των άλλων θεωρητικών μοντέλων σχετικά με τη μελέτη του παιδικού λόγου Θέσεις κατά της Θεωρίας...67

5 Μαθησιακότητα (Learnability) και Θεωρία του Βέλτιστου ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Θεωρία του Βέλτιστου (ΟΤ): μια νέα προσέγγιση ερμηνείας και ανάλυσης του παιδικού λόγου Συλλογή δεδομένων Συλλαβική δομή και Θεωρία του Βέλτιστου-Ιεραρχήσεις περιορισμών- Βασικοί περιορισμοί-επεξεργασία γλωσσικών δεδομένων Έμβαση συλλαβών Η έμβαση σε διάφορες γλώσσες Η έμβαση στα νέα ελληνικά Συμπεράσματα Θεωρία του Βέλτιστου και συλλαβική δομή Θεωρία του Βέλτιστου και έμβαση στα νέα ελληνικά Έξοδος συλλαβών Ρίμα-έξοδος σε διάφορες γλώσσες Ρίμα-έξοδος στα νέα ελληνικά Συμπεράσματα Θεωρία του Βέλτιστου και έξοδος στα νέα ελληνικά Τονισμός Προσωδιακή Ιεραρχία (Prosodic Hierarchy) και στάδια ανάπτυξης στον παιδικό λόγο Τροχαίοι (trochees), ίαμβοι (iambs) και περικοπές (truncations) πολυσύλλαβων λέξεων: θέση και δυναμική τους στον παιδικό λόγο Τονισμός στον παιδικό λόγο: ο τονισμός είναι λεξικός (lexical) ή βασίζεται σε κανόνες (based on rules); Γενική θεώρηση του τονισμού στα νέα ελληνικά Συμπεράσματα Θεωρία του Βέλτιστου και τονισμός στα νέα ελληνικά ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

6 3 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματεύεται την κατάκτηση της προσωδιακής δομής, της συλλαβής και του τονισμού, στα ελληνικά. Η μελέτη της συλλαβής θα μας απασχολήσει στο επίπεδο κυρίως της έμβασης (onset) και της εξόδου (coda), καθώς τα νέα ελληνικά δεν κάνουν πλέον διάκριση ανάμεσα σε βραχέα και μακρά φωνηεντικά τεμάχια του συλλαβικού πυρήνα, όπως τα αρχαία ελληνικά. Κατά συνέπεια η μελέτη της ρίμας (rhyme) στο σύνολό της δεν θα είχε να προσθέσει κάτι ουσιώδες. To θέμα μας θα επεκταθεί στη μελέτη του τονισμού (stress) και θα παρουσιάσουμε τα πορίσματά μας σχετικά με τη θέση του τονισμού στον παιδικό λόγο και τον τρόπο κατάκτησής του από το παιδί. Για κάθε ένα από τα παραπάνω θέματα θα παραθέσουμε τις θέσεις διάφορων μελετητών αναφορικά με άλλες γλώσσες. Κι αυτό, γιατί θεωρούμε σκόπιμη τη συγκριτική θεώρηση της ελληνικής με άλλα γλωσσικά συστήματα. Μ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να καταλήξουμε σε συμπεράσματα σχετικά με τις καθολικές σ όλες τις γλώσσες δομές (universals) και τις καθορισμένες και ανά γλώσσα παραμετροποιημένες (language specific structures). Το σύνολο των γλωσσικών δεδομένων της ελληνικής θα γίνει αντικείμενο ερμηνείας βάσει της Θεωρίας του Βέλτιστου (Optimality Theory-ΟΤ, Prince and Smolensky 1993), ενός οικονομικού, ερμηνευτικά, μοντέλου, σύμφωνα με το οποίο η δομή και η ποιότητα των εξαγόμενων φωνητικών αντιπροσωπεύσεων δεν ερμηνεύονται μέσα από μία σειρά κανόνων και παραμέτρων που ενεργοποιούνται κατά τη διαδικασία της παραγωγής, αλλά από ένα σύνολο περιορισμών, οι οποίοι δομημένοι ιεραρχικά, δικαιολογούν, τυποποιούν και ερμηνεύουν την παραγωγή των εξαγόμενων τύπων του παιδιού που προκύπτουν από συγκεκριμένους εισαγόμενους τύπους, χωρίς την παρουσία ενδιάμεσων σταδίων. Η δομή της εργασίας μας έχει ως εξής: Στο 2 ο κεφάλαιο, το θεωρητικό μέρος, θα κάνουμε λόγο γενικά περί γλωσσικής κατάκτησης (2.1) και θα προβούμε σε μια συνοπτική θεώρηση της προσωδιακής δομής, συλλαβής και τονισμού, στον παιδικό λόγο (2.2). Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε στα μοντέλα μελέτης του φωνολογικού συστήματος του παιδιού (2.3), δίνοντας, όμως, μεγαλύτερη έμφαση στα μοντέλα που κινούνται στα πλαίσια της Γενετικής Φωνολογίας. Στο τελευταίο μέρος του 2 ου κεφαλαίου, θα παραθέσουμε τις

7 4 βασικές αρχές της Θεωρίας του Βέλτιστου, που θα αποτελέσει και το μοντέλο προσέγγισης της μελέτης του παιδικού λόγου στα ελληνικά, θα παραθέσουμε απόψεις σχετικά με τις πιθανές προεκτάσεις της θεωρίας, τη σχέση της με άλλα μοντέλα μελέτης του παιδικού λόγου και θα καταδείξουμε την υπεροχή της έναντι των άλλων μοντέλων ((2.4.1)-(2.4.9)). Θα υπογραμμίσουμε επίσης τη σχέση της θεωρίας με τη μαθησιακότητα (learnability) (2.4.10). Με το 3 ο κεφάλαιο θα περάσουμε στην επεξεργασία των γλωσσικών δεδομένων μας, προκειμένου να προχωρήσουμε στην ανάλυση της προσωδιακής δομής στο λόγο των παιδιών που κατακτούν την ελληνική. Θα μιλήσουμε διεξοδικά καταρχήν για τη συλλαβική έμβαση, τη μορφή που παίρνει σε διάφορες γλώσσες καθώς και τα ελληνικά, τους περιορισμούς που, στα πλαίσια της θεωρίας του Βέλτιστου, την διέπουν και θα προχωρήσουμε στο σχηματισμό των πινάκων οι οποίοι, βάσει της θεωρίας του Βέλτιστου, ερμηνεύουν την επιλογή συγκεκριμένων εξαγόμενων από τα παιδιά (3.3.1.). Τα ίδια βήματα θα ακολουθήσουμε στη μελέτη της συλλαβικής εξόδου (3.3.2) και του τονισμού (3.3.3). Τέλος, θα καταλήξουμε σε μερικά πολύ γενικά συμπεράσματα, που συνιστούν, μάλλον, κάποιες τελευταίες σκέψεις πάνω στο θέμα (κεφ. 4).

8 5 2. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 2.1. Γενικά περί γλωσσικής κατάκτησης Η γλωσσική κατάκτηση είναι θέμα που απασχολεί έντονα τα τελευταία χρόνια και αποτελεί πεδίο ερευνών και εκτεταμένων μελετών. Η σειρά και ο τρόπος κατάκτησης και σύνθεσης του Λεξικού (Lexicon) κάθε γλώσσας είναι προβληματισμοί που αποτελούν το έναυσμα για τη σύσταση θεωριών και μοντέλων προσέγγισης και ερμηνείας της γλωσσικής κατάκτησης. Όσον αφορά την κατάκτηση της γλώσσας από το παιδί, θεμελιώδες είναι το ερώτημα που θέτει ο Chomsky σχετικά με το πώς το παιδί καταφέρνει να χειρίζεται ένα σύνθετο και αφηρημένο σύστημα, όπως είναι η γλώσσα, δεδομένου ότι έχει σποραδικές ενδείξεις γι αυτό το σύστημα, και ότι η γλώσσα του παιδιού είναι σύνθετη και μεταβάλλεται με απίστευτα γρήγορους ρυθμούς (Macken 1995:671). Το ότι τα παιδιά κατακτούν τη γλώσσα σχετικά εύκολα και γρήγορα έχει οδηγήσει πολλούς γλωσσολόγους και ψυχογλωσσολόγους στο να υποθέσουν ότι τα παιδιά διαθέτουν μια εγγενή, μια έμφυτη γνώση για τη γλώσσα. Αυτή η εγγενής γνώση είναι γνωστή ως Καθολική Γραμματική (Universal Grammar, UG). Η Καθολική Γραμματική συνίσταται (α) από ένα σύνολο πυρηνικών αρχών, που διέπουν όλες τις γλώσσες ανεξαιρέτως, και (β) από ένα σύνολο παραμέτρων, αρχών δηλ. των οποίων οι αξίες αφορούν συγκεκριμένες γλώσσες. Οι παράμετροι ποικίλλουν από γλώσσα σε γλώσσα και οι ιεραρχήσεις τους για κάθε γλώσσα είναι διαφορετικές (Fikkert 1994:3, Fee 1995α:43-44). H έννοια της Καθολικής Γραμματικής ως παραμετροποιημένου συστήματος τείνει να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο το παιδί κατακτά τη γραμματική μιας δεδομένης γλώσσας, βάσει μιας ανεπαρκούς βάσης δεδομένων, να ερμηνεύσει την ποικιλομορφία των πιθανών γλωσσών και να καταδείξει πώς τα παιδιά, ενώ προέρχονται από διαφορετικά γλωσσικά υπόβαθρα, επιδεικνύουν όμοια μοντέλα γλωσσικής κατάκτησης (Lakshmanan 1994:6, Fee 1995α:43-52). Η Καθολική Γραμματική συνδέεται άμεσα με το φερόμενο ως λογικό πρόβλημα της γλωσσικής κατάκτησης (logical problem of language acquisition). Ο προβληματισμός αφορά το πώς η γραμματική μιας γλώσσας μπορεί να κατακτηθεί, δεδομένης της Καθολικής Γραμματικής, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, μέσω των γλωσσικών δεδομένων που είναι διαθέσιμα στο παιδί. Και, αντίστροφα,

9 6 πώς τα δεδομένα που αποτελούν ανεπαρκή πηγή πληροφοριών, όσον αφορά τις σύνθετες δομές της γλώσσας, αποτελούν τη βάση εκμάθησης της μητρικής του. Πρέπει να καθοριστεί η σχέση της Καθολικής Γραμματικής με τα δεδομένα της κάθε γλώσσας και να δοθεί απάντηση στο πώς τα παιδιά μπορούν να κάνουν υποθέσεις σχετικά με τις ιεραρχήσεις των παραμέτρων μιας γλώσσας βάσει των δεδομένων της. Κρίνεται απαραίτητη η ύπαρξη μιας θεωρίας εκμάθησης (Learning Theory) που θα συνδέει τη βάση των δεδομένων μιας γλώσσας με την Καθολική Γραμματική. Κι αυτό γιατί, ακόμη κι αν οι παράμετροι μιας γλώσσας είναι δεδομένες από την Καθολική Γραμματική, οι αξίες τους καθορίζονται βάσει των δεδομένων. Για να συγκροτήσουμε μια θεωρία η οποία μπορεί να ερμηνεύσει το τρόπο της γλωσσικής κατάκτησης, πρέπει να προσδιορίσουμε την οδό εκμάθησης (learning path) που ακολουθεί το παιδί. Πρέπει δηλ. να προσδιορίσουμε την εμπειρία που προκαλεί, που είναι η αιτία της γνώσης (trigger experience) για το παιδί. (Goodluck 1991:3, Archibald 1993:2, Fikkert 1994:4, Lakshmanan 1994:3, Dresher and van der Hulst 1995:2). Γενικά παραδεκτή είναι η άποψη ότι η κατανόηση (comprehension) και η παραγωγή (production) δεν είναι συμμετρικές λειτουργίες. Η κατανόηση είναι η αφηρημένη και υπονοούμενη γνώση εκ μέρους του ιθαγενούς ομιλητή των κανόνων της γραμματικότητας (grammaticality) και της σημασίας (meaning) μιας γλώσσας και αποτελεί μια πολύ σύνθετη διαδικασία για το παιδί, ενώ η παραγωγή αφορά την πραγμάτωση της αντίληψης (perception) που έχει το παιδί όσον αφορά τη μητρική γλώσσα του. Οι διαφορές των δύο λειτουργιών διαφαίνονται ήδη από τα πρωιμότερα στάδια της γλωσσικής κατάκτησης, αλλά και οι δύο παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της κατάκτησης αυτής καθαυτής, καθώς και στο λόγο των ενηλίκων. Τα μικρά παιδιά καταλαβαίνουν, αντιλαμβάνονται τους τύπους-στόχους, πριν τους παράγουν. Το λεξιλόγιο παραγωγής του παιδιού είναι πολύ μικρότερο από το αντίστοιχο της κατανόησης 1. Αν βγάλουμε τα συμπεράσματά μας για την κατάκτηση μόνο από την παραγωγή, υποεκτιμούμε αυτά που τα παιδιά γνωρίζουν τόσο για τη γλώσσα όσο και για το Λεξικό. Κατά συνέπεια, η κατανόηση λογικά προηγείται της παραγωγής. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το αντιληπτικό σύστημα του παιδιού 1 Πολλές μελέτες καταλήγουν σε πρακτικά συμπεράσματα σχετικά με την άποψη ότι η γλώσσα των παιδιών είναι απλούστερη από τη γλώσσα των ενηλίκων (βλ. Vihman, Velleman και McCune 1994).

10 7 συνεχώς αναπροσαρμόζεται και εμπλουτίζεται με τις φωνολογικές αντιθέσεις (phonological contrasts) της γλώσσας-στόχου, καθώς το παιδί μεγαλώνει (βλ. Goodluck 1991:1-2, Clark 1993: , Fikkert 1994:12, Menn and Stoel-Gammon 1995, Vihman 1996:24 και 125, Wode 1997:18-19, 31-34). Μάλιστα η Huttenlocher (1974, στην Vihman 1996:126) δικαιολογεί τη διάσταση μεταξύ κατανόησης και παραγωγής ισχυριζόμενη ότι (α) τα παιδιά είναι σε θέση να κατανοήσουν ήχους τους οποίους, ωστόσο, δεν μπορούν να πραγματώσουν και (β) ότι κάποιες φορές τα παιδιά δεν αποθηκεύουν πλήρως στο Νοητικό Λεξικό (Mental Lexicon) τους ήχους μιας λέξης 2. Καθώς τα παιδιά κατακτούν τη γλώσσα, αλλάζουν τα εξαγόμενά τους, εφόσον περνούν μέσα από συγκεκριμένα στάδια της γλωσσικής τους κατάκτησης. Η αλλαγή αυτή είναι ποιοτική (qualitative) και ποσοτική (quantitative). Ποιοτική από την άποψη ότι οι βασικές δομές αλλάζουν και ποσοτική από την άποψη οι πληροφορίες ή η γνώση ενός συγκεκριμένου πεδίου αλλάζουν (Macken 1995:674) 3. Στο ερώτημα που αφορά τη σχέση της γραμματικής του παιδιού μ αυτήν των ενηλίκων ο R. Jakobson δίνει απαντήσεις με μια μονογραφία του (1941/ 1968, στην Macken 1995: ) όπου φαίνεται ότι υπάρχει παράλληλη σχέση ανάμεσα στα καθολικά (universals) και την κατάκτηση. H βασική του θέση είναι ότι «ο λόγος των παιδιών από τις πρώτες λέξεις και εξής είναι απλούστερος, επειδή διέπεται από αυστηρές αρχές, και ομοιογενής, όπως η καθολική δομή που αποτελεί το υπόβαθρο της γλώσσας των γονιών τους». O Jakobson επιπλέον υποστηρίζει ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο στάδιο του βαβίσματος του παιδιού και στη γλώσσα που χρησιμοποιεί στο πρώτο έτος της ζωής του, θεωρώντας μ αυτόν τον τρόπο ότι το στάδιο της πραγματικής γλώσσας (true language) ξεκινά στο δεύτερο έτος του 2 Ωστόσο ορισμένοι ψυχολόγοι ( Leonard, Newhoff and Fey 1980, στους Reznick και Goldfield 1992) υποστηρίζουν ότι υπάρχουν περιστάσεις κατά τις οποίες τα παιδιά είναι δυνατό να παράγουν λέξεις που δεν έχουν προηγουμένως κατανοήσει. Υπάρχει εξάλλου και η γλωσσολογική άποψη (των Gopnik και Meltzoff 1978, στους Reznick και Goldfield 1992) ότι η ξαφνική και ραγδαία ανάπτυξη του λεξιλογίου του παιδιού αποδίδεται στο γεγονός ότι τα παιδιά ξαφνικά συνειδητοποιούν την ανάγκη να ονοματίζουν όλα τα αντικείμενα. 3 O Ingram (1989:32-58), η Fikkert (1994:2-3) και η Vihman (1996: ) παραθέτουν μελέτες ερευνητών όπου οριοθετούνται και καθορίζονται τα στάδια ανάπτυξης της γλωσσικής κατάκτησης. Βέβαια οι απόψεις των ερευνητών σχετικά με τα χρονικά πλαίσια αυτής της οριοθέτησης δεν συμπίπτουν πάντα.

11 8 παιδιού. Η ασυνέχεια και η ασυνέπεια στο λόγο του παιδιού σ αυτό το στάδιο συνοδεύεται από μια περίοδο σιγής. Ωστόσο, η σύγχρονη έρευνα δε συμμερίζεται απόλυτα αυτές τις απόψεις. Οι σύγχρονοι μελετητές θεωρούν ότι υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στο στάδιο του βαβίσματος και στην εκφορά των πρώτων λέξεων. Δεν υπάρχει δηλ. ασυνέχεια ανάμεσα στο προγλωσσικό στάδιο του βαβίσματος (prelinguistic stage) και τα καθαρώς φωνολογικά στάδια που αρχίζουν στο δεύτερο έτος της ζωής του παιδιού. Οι ίδιοι ερευνητές θεωρούν ότι ο όρος «προγλωσσικό» στάδιο είναι ανεπιτυχής. Εξάλλου, έχει αποδειχτεί ότι στο δεύτερο εξάμηνο του πρώτου χρόνου της ζωής του παιδιού το βάβισμα απαιτεί την παρουσία τεμαχιακών και προσωδιακών χαρακτηριστικών (βλ. Macken 1995: και Menn and Stoel-Gammon 1995). Απ τη στιγμή που τα παιδιά αρχίζουν να κατακτούν το Λεξικό (Lexicon), κατακτούν τη γλώσσα μέσα από το πλαίσιο των περιορισμών, οι οποίοι ταυτόχρονα διέπουν το φωνολογικό σύστημά της. Όμως τα παιδιά διαφοροποιούνται ως προς τον τρόπο με τον οποίο κατακτούν τη γλώσσα (variability). Δηλαδή κάθε παιδί που μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα, έχει ένα συγκεκριμένο βαθμό ελευθερίας «δράσης» και επιλογής μεταξύ των περιορισμών κάθε γλώσσας. Όμως η δομή και η ποικιλία στο λόγο του παιδιού εμπίπτουν στο ίδιο πλαίσιο περιορισμών το οποίο συναντάται στη γλώσσα των ενηλίκων και αυτό το επιβεβαιώνει η θέση της ισχυρής ταυτότητας (strong identity thesis), το γεγονός δηλ. ότι «το ίδιο φωνολογικό σύστημα ή γραμματική ισχύει και για τα συστήματα των συγχρονικών γλωσσών και για τις αλλαγές που αφορούν διαχρονικά την κατάκτηση». Η θέση της ισχυρής ταυτότητας «δεν υπονοεί ότι δεν μπορούν να υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα παιδιά και στους ενήλικες. Η άποψη είναι ότι δεν υπάρχουν ποιοτικές διαφορές: η φωνολογική δομή, τα χαρακτηριστικά, τα επίπεδα, η ιεραρχία και οι περιορισμοί είναι διαθέσιμοι από την αρχή...» (Macken 1995: ). Στον αντίποδα ο Piaget βασιζόμενος στα πειράματά του θεωρεί ότι η σκέψη των παιδιών αλλάζει ποιοτικά σε σχέση με τη σκέψη των ενηλίκων. Ο διαφορετικός τρόπος σκέψης αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα παιδιά δίνουν σε συγκεκριμένες ερωτήσεις διαφορετικές απαντήσεις απ αυτές των ενηλίκων (Macken 1995:681). Η μελέτη της παιδικής γλώσσας γίνεται από δύο οπτικές γωνίες. Από τη μία μεριά οι μελετητές επιδιώκουν να μελετήσουν τη γλωσσική κατάκτηση (language acquisition) από γλωσσολογική άποψη. Ενδιαφέρονται κυρίως για την ανάπτυξη μιας

12 9 θεωρίας γραμματικής και τείνουν να ελαχιστοποιήσουν το ρόλο των εμπειρικών δεδομένων σ αυτό τους το εγχείρημα. Στόχος είναι επίσης να δουν τον παιδικό λόγο πρωταρχικά από περιγραφική σκοπιά. Οι μελετητές που ακολουθούν τη δεύτερη προσέγγιση ασχολούνται με την παιδική γλώσσα (child language) κυρίως σε ψυχολογικό επίπεδο. Επικεντρώνονται στα γλωσσικά δεδομένα των παιδιών, προτείνουν βάσει αυτών συγκεκριμένα στάδια γλωσσικής κατάκτησης και προβαίνουν σε υποθέσεις και προτάσεις αναφορικά με τη φύση της γλώσσας και τους παράγοντες που έχουν να κάνουν με την παραγωγή του παιδικού λόγου. Αναπόφευκτα, δεν βασίζονται τόσο στη θεωρία. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η προσέγγιση αυτή δεν έχει καμία σχέση με τη θεωρία, απλώς οι θεωρητικές προτάσεις είναι δυνατό να ποικίλλουν μεταξύ των πεδίων έρευνας και να μην συμπίπτουν με τα πορίσματα των πρακτικών μελετών (Ingram 1989:60-62) Συνοπτική θεώρηση της προσωδιακής δομής στον παιδικό λόγο Σ αυτό το μέρος της εργασίας μας θα μελετήσουμε ακροθιγώς, από την άποψη ότι δεν ακολουθείται κάποιο συγκεκριμένο θεωρητικό μοντέλο, θέματα γλωσσικής κατάκτησης και θα κάνουμε μερικές γενικές παρατηρήσεις αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται το φωνολογικό σύστημα του παιδιού. Θα κάνουμε κάποιες αναφορές όσον αφορά την κατάκτηση του τόπου και του τρόπου άρθρωσης των φωνητικών τεμαχίων στο πεδίο της συλλαβής, με την κατάκτηση του τονισμού και θα προβούμε, κατά το δυνατόν, σε συγκεκριμένα συμπεράσματα σχετικά με τη σειρά της κατάκτησής τους από το παιδί. Αυτό που πρέπει να γίνει συνείδησή μας είναι ότι τα παιδιά δε γεννιούνται με δεδομένη τη γνώση του γλωσσικού τους συστήματος. Δεν γνωρίζουν π.χ. τη μορφολογία των ονοματικών και των ρηματικών τύπων, ή τη σύνταξη των λέξεων μέσα σε συνεχή λόγο, ωστόσο μπορούν να κατακτήσουν οποιαδήποτε φυσική γλώσσα στην οποία είναι εκτεθειμένα. Οι μέχρι τώρα έρευνες (Waterson 1971, Ferguson and Farwell 1975, Menn 1978, Chiat 1979, Macken 1979, Kent and Baurer 1985, Fikkert 1991, Berg 1992, Lleo 1992, Menn and Matthei 1992, Velleman 1992, Vihman 1992, στους Vihman, Velleman και McCune 1994), από όποια αφετηρία κι αν ξεκινούν, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο λόγος του παιδιού είναι ένα γνήσιο υποσύνολο όσων τα παιδιά προσλαμβάνουν, τουλάχιστον, αν εξετάσουμε τους

13 10 τύπους που τα παιδιά πραγματώνουν. Ο λόγος των παιδιών είναι λοιπόν απλούστερος απ αυτόν των ενηλίκων είτε αυτός ιδώνεται από τη σκοπιά της ιεραρχικής του δομής, είτε μελετάται σε ένα δεδομένο επίπεδο π.χ. το επίπεδο της συλλαβής ή το μοραϊκό επίπεδο, είτε στο επίπεδο του συστήματος των συμφώνων και των φωνηέντων της γλώσσας τους Συλλαβική δομή Οι έρευνες των μελετητών (βλ. μεταξύ άλλων Goodluck 1991, Fikkert 1994, Gillis and De Schutter 1996, Vihman 1996, Broselow, Chen and Huffman 1997, Wode 1997 κ.ά.) πάνω σε διάφορες γλώσσες υποδεικνύουν ότι η φωνολογική δομή, το πεδίο όπου ευκολότερα λαμβάνουν χώρα οι διαδικασίες κατάκτησης είναι η συλλαβή. O Goldsmith (1990:103) σχολιάζει ότι «η συλλαβή είναι μια μονάδα φωνολογικής περιγραφής η οποία δεν έπαψε ποτέ να είναι αντικείμενο συζήτησης στη βιβλιογραφία που αναπτύσσεται γύρω από τη Φωνολογία κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα». Αντίθετα οι Chomsky και Halle (1968, στην Bernhardt 1994:152) στο μνημειώδες SPE προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια θεωρία η οποία να μην ενέχει την έννοια της συλλαβής. Οι Φωνολόγοι γενικά συμφωνούν ότι η συλλαβή παίζει καθοριστικό ρόλο ως προσωδιακό συστατικό για τους εξής λόγους: 1. Ο ρόλος της είναι σημαντικός όσον αφορά τον καθορισμό φωνοτακτικών μοντέλων, π.χ. των ορθά σχηματισμένων ακολουθιών των συμφωνικών και φωνηεντικών τεμαχίων. Η συλλαβή επίσης καθορίζει τη μορφή συγκεκριμένων μοντέλων π.χ. της επένθεσης (epenthesis) και της απαλοιφής (deletion). 2. Υπάρχουν φωνολογικές διαδικασίες, π.χ. οι αφομοιώσεις και ο τονισμός, και φωνοτακτικοί περιορισμοί, που βρίσκουν εφαρμογή μόνο στα πλαίσια του πεδίου της συλλαβής. Δηλ. οι κανόνες, οι περιορισμοί και οι φωνολογικές διαδικασίες χρειάζονται ένα πεδίο εφαρμογής μεγαλύτερο από το φωνητικό τεμάχιο και μικρότερο από τη λέξη, το οποίο όμως θα περιέχει μια κορυφή ηχηρότητας (sonority peak). Εξάλλου, η συνάρθρωση των φωνητικών τεμαχίων (coarticulation) πρωταρχικά απαντάται στο πεδίο της συλλαβής.

14 11 3. Κάποιοι κανόνες εφαρμόζονται στα άκρα των λέξεων (word edges). Είναι ακριβέστερο να μιλούμε για κανόνες που ενεργοποιούνται στο αρχικό ή στο τελικό άκρο μιας συλλαβής παρά στα άκρα π.χ. λέξεων ή εκφωνημάτων. 4. Οι συλλαβές μπορούν επίσης να λειτουργήσουν ως τρόποι περιγραφής των λεγόμενων γλωσσικών παιχνιδιών (language games) και των μορφολογικών διαδικασιών, όπως είναι ο αναδιπλασιασμός (reduplication). 5. Η συλλαβή λειτουργεί ως πεδίο προσωδιακής οργάνωσης μεταξύ τεμαχίων και προσωδιακών ενοτήτων που βρίσκονται σε υψηλότερο πεδίο (higher-level prosodic units) π.χ. του πόδα και της προσωδιακής λέξης (Kenstowicz 1994: , Blevins 1995: , Spencer 1996: , Vihman 1996:68, Kager 1998:69). Ωστόσο, υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν ότι η συλλαβή δεν μπορεί να αποδειχτεί ότι λειτουργεί ως βασική μονάδα αντίληψης (perception) από το παιδί. Δηλ., παρά το ότι τα τονικά μοντέλα των πρώιμων αντιπροσωπεύσεων των παιδιών συνίστανται από πυρηνικές συλλαβές, αυτό δεν αποτελεί επαρκή απόδειξη για το ότι οι συλλαβές και όχι μικρότερες ή μεγαλύτερες μονάδες αποτελούν τη βάση της αντιληπτικής διαδικασίας (Vihman 1996:68-69). Τα πορίσματα των ερευνών αναφορικά με τον παιδικό λόγο είναι, βέβαια, ποικίλα. Έτσι, κάποιοι αναγνωρίζουν τη συλλαβή ως την πρώτη καθολικής ισχύος φωνολογική μονάδα και τον αναδιπλασιασμό (reduplication) ως ένα πρώιμο καθολικό στάδιο, ενώ άλλοι θεωρούν ότι τα παιδιά είναι δυνατό να διαφέρουν μεταξύ τους όσον αφορά τη φωνολογική οργάνωση του λόγου τους. Κι αυτό, γιατί άλλα παιδιά έχουν ως βάση τους μια ολόκληρη λεξική ενότητα, τη λέξη, ενώ άλλα έχουν ως βάση τους τη συλλαβή (Vihman 1996:215). Οι συλλαβές χαρακτηρίζονται από μια εσωτερική ιεραρχική δομή της οποίας η οργάνωση είναι ευαίσθητη ως προς τη σύνθεση των χαρακτηριστικών των συνιστάμενων μερών της. Καθολικά, η δομή της συλλαβής αποτελείται από δύο μέρη, την έμβαση (onset) και τη ρίμα (rhyme). Η έμβαση συνίσταται από το σύμφωνο ή το σύμπλεγμα συμφώνων (cluster) με το οποίο αρχίζει η συλλαβή και είναι προαιρετικό στοιχείο της. Αυτό γίνεται αντιληπτό και από το ότι υπάρχει τύπος συλλαβής με τη μορφή V. Η ρίμα συνίσταται από το φωνήεν ή γενικότερα το συλλαβικό στοιχείο που αποτελεί τον πυρήνα της συλλαβής (nucleus), δηλ. το μόνο

15 12 υποχρεωτικό στοιχείο της το οποίο είναι και φορέας του τόνου, καθώς και από το σύμφωνο ή τα σύμφωνα με τα οποία κλείνει η συλλαβή, αν υπάρχουν τέτοια, και τα οποία συνιστούν την έξοδο (coda). Η έξοδος δεν είναι υποχρεωτική κάτι που συμπεραίνουμε και από το ότι ο αμαρκάριστος τύπος συλλαβής τόσο στο λόγο των παιδιών όσο και στο λόγο των παιδιών είναι η ανοιχτή CV συλλαβή (Goodluck 1991:36, Kenstowicz 1994: , Spencer 1996:74). Η δομή της συλλαβής δίνεται με το παρακάτω παραδοσιακό σχήμα (1): (1) σ έμβαση (onset) ρίμα (rhyme) πυρήνας (nucleus) έξοδος (coda) (Selkirk 1982, Goodluck 1991:36, Kenstowicz 1994:253, Spencer 1996:74) Ένας βασικός καθολικός περιορισμός (universal constraint), καθοριστικός για την οργάνωση των συλλαβών είναι αυτός που αφορά την ηχητικότητα των φθόγγων. Η Selkirk (1984, στον Spencer 1996:89) διατυπώνει τη Γενικευμένη Αρχή της Ακολουθίας της ηχητικότητας (Sonority Sequencing Generalization) σύμφωνα με την οποία «σε κάθε συλλαβή υπάρχει ένα τεμάχιο που συνιστά μια κορυφή/ κεφαλή ηχηρότητας της οποίας προηγείται ή την οποία ακολουθεί μια ακολουθία τεμαχίων με προοδευτικά φθίνουσες αξίες ηχηρότητας». Η SSG είναι αρχή της Καθολικής Γραμματικής, ισχύει δηλ. για όλες τις γλώσσες. Η Selkirk (1984, στους Kenstowicz 1994:254 και Spencer 1996:88-91) προτείνει μια κλίμακα ηχητικότητας (sonority scale), δηλ. μια κλίμακα διάταξης των φθόγγων ανάλογα με το βαθμό της ηχητικότητά τους, ξεκινώντας από τα περισσότερο ηχητικά, για να καταλήξουμε στα λιγότερο ηχητικά τεμάχια. Η κλίμακα ηχητικότητας διαμορφώνεται ως εξής:

16 13 (2) κλειστά τριβόμενα/ προστριβόμενα έρρινα υγρά ημίφωνα φωνήεντα (plosives) (fricatives/ affricates) (nasals) (liquids) (glides) (vowels) /p,b,t,d,k,g,/ /v,d,z,s,ts/ /m,n,,n/ /r,l/ /j,w/ /a,e,i,o,u/ 4 Η συνηθισμένη, η αμαρκάριστη περίπτωση όσον αφορά την οργάνωση της συλλαβής είναι τα τεμάχια που βρίσκονται στην περιφέρεια της συλλαβής να είναι τα λιγότερο ηχητικά, ενώ τα πιο ηχητικά τεμάχια συναντώνται προοδευτικά, καθώς πλησιάζουμε προς τον πυρήνα της συλλαβής. Δηλ. η προτιμητέα συλλαβή είναι αυτή που χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη ηχητικότητα, όταν φτάνουμε προς την κορυφή της συλλαβής, η οποία, όμως, μειώνεται βαθμιαία, καθώς κατευθυνόμαστε προς την έξοδο της συλλαβής (Clements 1990). Όταν τα παιδιά αρχίζουν, ή τουλάχιστον προσπαθούν, να παράγουν συμφωνικά συμπλέγματα, οι πραγματώσεις τους είναι ευαίσθητες στην κλίμακα ηχητικότητας. Οι απλοποιημένες εκφορές τους υπακούουν στον περιορισμό της κλίμακας της ηχητικότητας και τελικά διατηρούν στο λόγο τους τα περισσότερο ηχητικά τεμάχια (Goodluck 1991:37-38, Ohala 1995, Lleo and Prinz 1996, Kennedy 1998). Η κλίμακα ηχητικότητας είναι ευέλικτη και διαμορφώνεται ανάλογα με τη φωνοτακτική κάθε γλώσσας 5. Η Steriade (1982) έχει προτείνει κλίμακες για τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά. Όσον αφορά το θέμα της ανάπτυξης του φωνολογικού συστήματος του παιδιού, οι Ferguson και Farwell (1975, στη Vihman 1996) παρατηρούν ότι οι πρώιμες λέξεις των παιδιών χαρακτηρίζονται από τα εξής στοιχεία: (α) τη σχετική ακρίβεια των αρχικά παραγόμενων τύπων, αν και στη συνέχεια παρουσιάζονται φαινόμενα απλοποίησης και περικοπής των τύπων, (β) την επιλογή φωνολογικών τεμαχίων εκ μέρους του παιδιού και (γ) την πολυμορφία των τύπων (Vihman 1996:142). Μπορούμε να ορίσουμε, χονδρικά, συγκεκριμένα στάδια, προκειμένου να γίνει πιο εύκολα προσπελάσιμη η μελέτη του γλωσσικού συστήματος του παιδιού. Αυτά είναι τα εξής: 4 Τα τόξα δείχνουν την αυξανόμενη ηχητικότητα από τα κλειστά σύμφωνα προς τα φωνήεντα. Η ακολουθία των τεμαχίων με την αντίθετη φορά συνιστά την κλίμακα συμφωνικής ισχύος (scale of consonantal strength) (Lass 1984). Στην κλίμακα συμφωνικής ισχύος τα φωνήματα είναι πιο ισχυρά όσο πλησιάζουμε προς τα κλειστά σύμφωνα. 5 Ο Zec (1995) μάλιστα σε μελέτη του συσχετίζει του περιορισμούς της ηχητικότητας με το βάρος της συλλαβής. Υποστηρίζει δηλ. ότι τόσο η συλλαβοποίηση όσο και το βάρος μιας συλλαβής οριοθετούνται από περιορισμούς της κλίμακας ηχητικότητας.

17 14 1. προγλωσσική φωνητική άρθρωση και αντίληψη (μέχρι τον πρώτο χρόνο της ζωής του παιδιού). 2. Φωνολογία των πρώτων 50 λέξεων (1;0-1;6 ετών). 3. Φωνολογία των απλών μορφημάτων (1;6-4;0 ετών) (Ingram 1989:340) 6. Μερικά γενικά χαρακτηριστικά του φωνολογικού συστήματος του παιδιού που εμφανίζονται σ αυτά τα στάδια ανάπτυξης είναι συγκεντρωτικά τα εξής: Από τον 6 ο μήνα της ζωής του παιδιού αρχίζει η περίοδος του βαβίσματος, δηλ. η περίοδος η οποία χαρακτηρίζεται από την παραγωγή ήχων που μοιάζουν με φωνήεντα ή σύμφωνα (Goodluck 1991:18-19). Τα παιδιά παράγουν ακολουθίες συμφώνων κλειστών ή τριβόμενων οι οποίες καταλήγουν σε ένα άνοιγμα της στοματικής κοιλότητας που μοιάζει με την πραγμάτωση ενός φωνήεντος, ή πραγματώνουν ένα είδος φωνηεντικών εκφωνημάτων, τέτοιων δηλ. τα οποία συνίστανται από πραγματώσεις φωνηέντων. Γενικά το βάβισμα συνιστά την αποτυχημένη προσπάθεια του παιδιού να πραγματώσει ορθό φωνούμενο λόγο (Vihman 1996: , 216). Ο Jakobson (1941/ 1968, στην Wode 1997:34-35) υποστηρίζει ότι, από λειτουργική άποψη, το βάβισμα δεν συνδέεται με τη φωνολογική ανάπτυξη γενικότερα. Αντίθετα, οι σύγχρονες έρευνες επισημαίνουν την τάση του παιδιού να προχωρήσει από το βάβισμα στην πραγμάτωση των φωνολογικών μοντέλων που χαρακτηρίζουν τη γλώσσα-στόχο. Δηλ. οι αλλαγές που διακρίνονται κατά τη διάρκεια του βαβίσματος μπορούν να γίνουν αντικείμενο παρατήρησης ήδη από τον 8 ο μήνα της ζωής, όταν έχει παγιωθεί το προ-φωνηματικό κατηγοριακό σύστημα του παιδιού που βασίζεται στην αντίληψη. Τα παιδιά δηλ. είναι ικανά να αναπαράγουν νοητικές αντιπροσωπεύσεις (mental representations) των φωνηματικών κατηγοριών, χωρίς να βασίζονται σε 6 Τα στάδια γλωσσικής κατάκτησης και άλλα πορίσματα, που θα παρατεθούν στη συνέχεια της εργασίας μας, αντλήθηκαν από έρευνες άλλων γλωσσών, κυρίως βέβαια της αγγλικής. Τα περιλαμβάνουμε όμως στην εργασία μας, καθώς πιστεύουμε ότι έχουν καθολική ισχύ, εφαρμόζονται δηλ. και στα ελληνικά. Τα πορίσματα πολλών τέτοιων μελετών σχετικά με τα στάδια της γλωσσικής κατάκτησης παρατίθενται στον Ingram (1989), στη Fikkert (1994), στη Vihman (1996) κ.ά. Στη συνέχεια της εργασίας μας τα στάδια της γλωσσικής κατάκτησης θα οριοθετηθούν βάσει κριτηρίων προσδιορισμένων με ακρίβεια.

18 15 λεξικά τεμάχια ή στη γνώση αφηρημένων φωνηματικών αρχών, κι αυτό πριν από την αρχή της ανάπτυξης του λόγου του παιδιού. Μελέτες έχουν αποδείξει την καθοριστική σημασία του βαβίσματος για τη φωνολογική ανάπτυξη του λόγου του παιδιού. Έτσι, ενώ το βάβισμα κανονικά αρχίζει από τον 6 ο μήνα της ζωής του παιδιού και ολοκληρώνεται μέχρι το 10ο μήνα, παρατηρείται ότι, ακόμη και τα παιδιά που έχουν υποβληθεί σε τραχιοτομή αμέσως μετά τη γέννησή τους, αρχίζουν να βαβίζουν, έστω κι αν είναι αρκετά μεγάλα σε ηλικία. Κάποια απ αυτά βρίσκονται ήδη στο δεύτερο έτος της ζωής τους, όταν αρχίζουν να βαβίζουν. Το βάβισμα είναι ένα στάδιο της φωνολογικής ανάπτυξης από το οποίο είναι απαραίτητο να περάσουν ακόμη και τα παιδιά με αρθρωτικά προβλήματα (Oller, Eilers, Steffens, Lynch and Urbano 1994:34-36). Αργότερα, περίπου στους 10 μήνες της ζωής του παιδιού, το βάβισμα δίνει τη θέση του στην παραγωγή CV συλλαβών με ποικίλα μέλη, με διαφορετικά δηλ. σύμφωνα και φωνήεντα. Το παιδί πραγματώνει ακολουθίες συμφώνων και φωνηέντων που σχηματίζουν πυρηνικές συλλαβές, δηλ. του τύπου CV, συλλαβές όμως που μοιάζουν πολύ μεταξύ τους (Goodluck 1991:19). Οι CV συλλαβές φαίνεται ότι λειτουργούν ως καθολικά στο λόγο του παιδιού, αν και διαγλωσσικές έρευνες αποδεικνύουν πως ο όρος «καθολικά» είναι εξαιρετικά φορτισμένος, για να τον χρησιμοποιήσουμε στη μελέτη του παιδικού λόγου (βλ. Oller και Steffens 1994, Vihman, Velleman και McCune 1994, Vihman 1996:222) 7. Ο λόγος των παιδιών αποδεικνύεται ευαίσθητος σε διάφορους τύπους συλλαβών έστω και μόνο από το γεγονός ότι μετά από τις CV συλλαβές προσπαθούν και αρχίζουν να πραγματώνουν CVC συλλαβές οι οποίες συχνά είναι απλοποιημένοι τύποι συνθετότερων συλλαβικών τύπων με συμφωνικά συμπλέγματα σε θέση έμβασης (Goodluck 1991:37). Το επόμενο στάδιο χαρακτηρίζεται από την παραγωγή ξεκάθαρων λέξεων. Η φωνολογική συστηματικότητα των παιδιών και οι πρώτες τους λέξεις είναι στοιχεία που εμπίπτουν στην προσπάθειά τους να πραγματώνουν λόγο όμοιο 7 Η άποψη περί αμαρκάριστης, καθολικής CV συλλαβής αποδεικνύεται επίσης από το ότι εμφανίζεται ως αμαρκάριστη ακόμη και στο λόγο αφασικών ή παιδιών με λεκτικά προβλήματα (βλ. Bernhardt 1994).

19 16 μ αυτόν των ενηλίκων (Vihman 1996: ). Ο Lieberman (1980, στην Vihman 1996:113) παρατηρεί, σύμφωνα με ακριβείς μελέτες που διεξήχθησαν σε εργαστήρια φωνητικής, ότι τα φωνήεντα που τα παιδιά πραγματώνουν μοιάζουν εξαιρετικά με τον κατάλογο των φωνηέντων των ενηλίκων. Η συχνότητα της κατανομής των φθόγγων σχετίζεται άμεσα με την έννοια του μαρκαρίσματος (markedness). Το μαρκάρισμα αναφέρεται στο κατά πόσο ένας όρος είναι «ομαλός», δηλ. πόσο συχνά και συστηματικά εμφανίζεται σε μια γλώσσα. Οι πιο συχνά εμφανιζόμενοι φθόγγοι, οι πιο φυσικοί φθόγγοι, χαρακτηρίζονται ως αμαρκάριστοι (unmarked), ενώ οι φθόγγοι οι οποίοι χρησιμοποιούνται, προκειμένου να προβλέψουν την παρουσία άλλων φθόγγων ή εμφανίζονται πολύ σπάνια, είναι οι πιο μαρκαρισμένοι (marked) φθόγγοι. Ωστόσο, η συχνότερη εμφάνιση κάποιων ομάδων φθόγγων, π.χ. των άηχων κλειστών, δεν αποκλείεται να εξαρτάται είτε από την αδυναμία των παιδιών να πραγματώσουν, λόγω φωνοτακτικών παραγόντων, άλλες ομάδες φθόγγων, είτε από το είδος και την ποιότητα του λόγου στον οποίο εκτίθενται τα παιδιά (Goodluck 1991:20-21). H Macken στις μελέτες της μιλά διεξοδικά για τη βαθμιαία εμφάνιση των τεμαχιακών αντιθέσεων (segmental contrasts) στο λόγο του παιδιού: καταρχήν, στην πρώιμη περίοδο, εμφανίζεται η αντίθεση χειλικών και οδοντικών τεμαχίων στα κλειστά και τα έρρινα σύμφωνα που χαρακτηρίζονται από τα Δ.Χ. [+ΚΛΕΙΣΤΟ] και [ΕΡΡΙΝΟ]. Στη συνέχεια, βαθμιαία είναι η εμφάνιση αντιθέσεων όσον αφορά την ηχηρότητα (voicing). Αργότερα εμφανίζονται τα τριβόμενα τα οποία επίσης διακρίνονται σε ηχηρά και μη ηχηρά. Τέλος, εμφανίζονται τα υγρά (βλ. τα πορίσματα της Macken, στη Vihman 1996:221). Ο λόγος των παιδιών, συγκρίνοντάς τον με το λόγο των ενηλίκων, χαρακτηρίζεται από πολλά, συχνά και συστηματικά λάθη. Μερικά χαρακτηριστικά λάθη των παιδιών μπορούν να συνοψιστούν στα εξής: Α. Διαδικασίες υποκατάστασης Μ αυτές τις διαδικασίες έχουμε αντικατάσταση ενός φθόγγου από κάποιον άλλο. 1. Τα παιδιά μετακινούν τον τόπο άρθρωσης και εκφωνούν κυρίως κλειστά σύμφωνα. Τα τριβόμενα είναι αυτά που ως επί το πλείστον πραγματώνονται ως κλειστά.

20 17 2. Ο τόπος άρθρωσης μπορεί επίσης να μετακινηθεί προς το εμπρόσθιο μέρος της στοματικής κοιλότητας, π.χ. τα υπερωικά (velars) και τα ουρανικά (palatals) υποκαθίστανται από τα φατνιακά (alveolars). 3. Τα υγρά υποκαθίστανται από τα ημίφωνα [w] και [j]. Β. Διαδικασίες αφομοίωσης Σύμφωνα μ αυτές τις διαδικασίες ένας φθόγγος τείνει να μοιάσει με γειτνιάζοντα μ αυτόν τεμάχια. 1. Τα σύμφωνα τείνουν να ηχηροποιούνται, όταν προηγούνται ενός φωνήεντος, ενώ αποηχοποιούνται στο τέλος της συλλαβής. 2. Τα σύμφωνα τείνουν να αφομοιώνονται προς άλλα τεμάχια σε λέξεις της μορφής C1VC2(X) (Goodluck 1991:24-25). Έχει υποστηριχθεί ότι η συμφωνική αρμονία (consonant harmony) αποτελεί μια καθολική διαδικασία στο λόγο του παιδιού. Παρόλα αυτά, είναι δυνατό να ποικίλλει η συχνότητα της εμφάνισής της από παιδί σε παιδί. Τα πορίσματα των ερευνών δείχνουν ότι τα τεμάχια που συνήθως επηρεάζουν τα γειτνιάζοντα τεμάχιά τους είναι τα κλειστά, κυρίως τα οδοντικά, τα χειλικά και τα έρρινα ( βλ. στη Vihman 1996: ). 3. Άλλο χαρακτηριστικό του παιδικού λόγου είναι η προχωρητική αφομοίωση των φωνηέντων. Ένα μη τονισμένο φωνήεν αφομοιώνεται προς το προηγούμενο φωνήεν. Γ. Διαδικασίες συλλαβικής δομής 1. Μια συνηθισμένη στο λόγο του παιδιού διαδικασία είναι η απλοποίηση των συμφωνικών συμπλεγμάτων σε ένα σύμφωνο (cluster reduction). 2. Συχνή επίσης ως φαινόμενο είναι η απαλοιφή των τελικών συμφώνων (final consonant deletion). Έτσι π.χ. μια συλλαβή του τύπου CVC είναι δυνατό να απλοποιηθεί σε μια συλλαβή του τύπου CV. 3. Όχι σπάνια απαλείφονται στο λόγο του παιδιού και οι συλλαβές που δεν είναι φορείς τόνου. 4. Εκτεταμένη είναι η χρήση του αναδιπλασιασμού (reduplication). Σε πολυσύλλαβες δηλ. λέξεις είναι δυνατόν να επαναλαμβάνεται η αρχική CV συλλαβή (Goodluck 1991:25-26, βλ. αντίστοιχα πορίσματα των μελετών στον Ingram 1989: ).

21 18 Τα λάθη αυτά των παιδιών είναι δυνατόν να αντικατοπτρίζουν είτε (α) λανθασμένες λεξικές αντιπροσωπεύσεις απ την πλευρά των παιδιών, εφόσον είναι δυνατό να μην υπάρχει λεξική εισαγωγή (lexical entry) για τη λέξη-στόχο, είτε (β) φωνολογικούς κανόνες των παιδιών οι οποίοι να λειτουργούν με τέτοιο τρόπο, ώστε να διαστρεβλώνουν τις αντιπροσωπεύσεις που μοιάζουν μ αυτές των ενηλίκων, είτε (γ) μη συστηματικά λάθη που οφείλονται σε προβλήματα σωστής πραγμάτωσης και άρθρωσης των τύπων. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται πως εκφωνούν λανθασμένους, παρεκκλίνοντες από τους σωστούς, τύπους, απλώς δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι αυτό. Η στοματική κοιλότητα δεν είναι πλήρως αναπτυγμένη, ώστε να είναι δυνατή η ακριβής άρθρωση εκ μέρους του παιδιού (Goodluck 1991:24, 26) 8. Μάλιστα ο Smith (1973, στην Goodluck 1991:27, βλ. και στον Ingram 1989:379) υποστηρίζει ότι ο τύπος του ενήλικα είναι πάντα και ο τύπος στο Nοητικό Λεξιλόγιο (Μental Dictionary) του παιδιού, αλλά οι λανθασμένοι τύποι των παιδιών οφείλονται στους κανόνες πραγμάτωσης (realization rules) που μετατρέπουν τον τύπο των ενηλίκων στους τελικά εκφωνούμενους τύπους των παιδιών 9. 8 H Menn (1983, στον Archibald 1993:60) παρουσίασε ένα μοντέλο περιγραφής της φωνολογικής γνώσης των παιδιών, το τμηματοποιημένο Λεξικό (Modular Lexicon). Αυτό το μοντέλο μας επιτρέπει να εξηγήσουμε γιατί το παιδί, ενώ αντιλαμβάνεται διακρίσεις και αντιθέσεις, δεν μπορεί να τις πραγματώσει. Το Λεξικό των εισαγόμενων τύπων αποθηκεύει έναν τύπο αναγνώρισης (recognition form), ενώ το Λεξικό των εξαγόμενων τύπων αποθηκεύει έναν τύπο παραγωγής (production form). Όταν, λοιπόν, το παιδί αποτυγχάνει να πραγματώσει σωστά κάποιον τύπο, αυτό σημαίνει ότι αποτυγχάνει να ταιριάσει τον τύπο του Λεξικού των εξαγόμενων με τον τύπο του Λεξικού των εισαγόμενων. Η βασική ένσταση ενάντια σ αυτό το μοντέλο είναι αυτή του O Neil (σε προσωπική του επικοινωνία με το Archibald (1993)) την οποία συμμερίζεται και ο Archibald (1993:61), ότι δηλ. το παραπάνω μοντέλο είναι εξαιρετικά σύνθετο και περιπλέκει, παρά διευκολύνει την ερμηνεία του φαινομένου. Επίσης το μοντέλο κάνει την υπόθεση ότι το Λεξικό τόσο των εξαγόμενων όσο και των εισαγόμενων τύπων ωριμάζει και εμπλουτίζεται ταυτόχρονα. Κάτι που δεν μπορεί να θεωρηθεί λογικό, αφού των Λεξικό των εισαγόμενων εκ των πραγμάτων προηγείται αυτού των εξαγόμενων. 9 Η άποψη αυτή βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τη θέση της Θεωρίας του Βέλτιστου που υποστηρίζει ότι η γραμματική παιδιών και ενηλίκων είναι η ίδια, απλώς είναι διαφορετική η ιεράρχηση των περιορισμών που τη διέπουν.

22 Τονισμός Όλα τα φωνολογικά συστήματα χαρακτηρίζονται από δύο είδη κανόνων, τους τεμαχιακούς (segmentals) και τους υπερτεμαχιακούς (suprasegmentals). Οι τεμαχιακοί έχουν να κάνουν με φαινόμενα που αφορούν τις αξίες των διαφοροποιητικών χαρακτηριστικών των διάφορων φωνητικών τεμαχίων, που έχουμε ήδη σχολιάσει, ενώ οι υπερτεμαχιακοί κανόνες αφορούν ιδιότητες της προφοράς (pronunciation), του τονισμού (stress), του επιτονισμού (intonation) και του τόνου (tone) (Goodluck 1991:22-23). Τα παιδιά από πολύ νωρίς δείχνουν ιδιαίτερη ευαισθησία όσον αφορά την προσωδία της μητρικής τους γλώσσας. Σε γλώσσες με δυναμικό τονισμό, όπως είναι τα αγγλικά και τα ελληνικά, οι συλλαβές που είναι φορείς του τόνου είναι ιδιαιτέρως εξέχουσες στον παιδικό λόγο. Μάλιστα, πειράματα έχουν δείξει ότι πολύ γρήγορα προσαρμόζουν στο λόγο τους το αμαρκάριστο τονικό μοντέλο της μητρικής τους (π.χ. ίαμβους ή τροχαίους) (βλ. και τα πορίσματα των πειραμάτων των Jusczyk, Cutler and Rendanz 1993). Όπως αναφέρεται στους Grieser και Kuhl (1988) και στη Fernald (1989) oρισμένοι μελετητές, ως επί το πλείστον ψυχολόγοι, υποστηρίζουν ότι ο επιτονισμός (intonation), η μελωδικότητα της φωνής, αποτελεί το πρώτο δείγμα γλωσσικής ανάπτυξης. Θεωρούν ότι ο επιτονισμός που διακρίνει το λόγο των ενηλίκων επιδρά έντονα στα μικρά παιδιά και σ αυτόν τα παιδιά με τη σειρά τους ανταποκρίνονται, ίσως περισσότερο, απ ό,τι στις πληροφορίες των οποίων φορείς είναι τα φωνητικά τεμάχια. Η ουσιαστική σημασία του επιτονισμού στο λόγο των παιδιών διαφαίνεται και από το γεγονός ότι τα παιδιά τον χρησιμοποιούν, προκειμένου να εκφράσουν επιθυμίες και συναισθήματα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο επιτονισμός φέρει πληροφορίες σχετικά με τη συντακτική και κειμενική δομή μιας γλώσσας. Χαρακτηριστικό της σημασίας του επιτονισμού και της προσωδίας εν γένει είναι και το γεγονός ότι οι ενήλικες, και ιδιαίτερα οι μητέρες, αλλάζουν πάρα πολύ τον τόνο και το ύφος της λεκτικής τους εκφοράς, όταν απευθύνονται στα μικρά παιδιά τους (Grieser and Kuhl 1988, Fernald 1989). Ωστόσο, οι θέσεις των παραπάνω ερευνητών δεν είναι ακριβείς, εφόσον δεν κάνουν σαφή αναφορά στα στοιχεία που αναπτύσσονται γρηγορότερα, αν π.χ. είναι απλώς η μελωδικότητα της φωνής που χρησιμοποιείται για επικοινωνιακούς σκοπούς ή η παραγωγή κάποιων καθορισμένων ανά γλώσσα προσωδιακών χαρακτηριστικών

23 20 τα οποία καταδεικνύουν αντιθέσεις λεξικής ή γραμματικής υφής (βλ. Vihman 1996:187 και στην Goodluck 1991:33-34). Πάντως, από γλωσσολογική άποψη παρατηρήθηκε ότι το χαρακτηριστικό του επιτονισμού όντως κατακτάται πολύ νωρίς από τα παιδιά, ήδη από τους 18 πρώτους μήνες της ζωής τους, αλλά η τάση τους να προσδώσουν μακρότητα στις τελικές συλλαβές (lengthening) εμφανίζεται μονάχα από τον 24 ο μήνα της ζωής τους και εξής (Snow and Stoel-Gammon 1994). Δύο είναι οι αρχές που χαρακτηρίζουν την οργάνωση του ρυθμού στον παιδικό λόγο: (α) η ισοχρονία (isochrony) δηλ. η σε ίσο χρόνο παραγωγή κάποιων ενοτήτων και (β) η μάκρυνση (lengthening) κάποιων συλλαβών σε σχέση με άλλες. Το φαινόμενο της μάκρυνσης των συλλαβών φαίνεται να είναι συνυφασμένο με τη μελέτη του τονισμού, αλλά είναι δυνατό να είναι και ανεξάρτητο απ αυτό. Άλλοι μελετητές (Snow 1994, στη Vihman 1996, Snow and Stoel-Gammon 1994) προσθέτουν επίσης ότι η μάκρυνση των συλλαβών έχει να κάνει με το ρόλο του τονισμού κατά την περίοδο της σύνδεσης των λέξεων μεταξύ τους, της ανάπτυξης δηλ. της σύνταξης. Δεν απορρίπτεται, ωστόσο, και η θέση ότι ο επιτονισμός έχει να κάνει με τους περιορισμούς που διέπουν τη φυσιολογία και τη δραστηριότητα της στοματικής κοιλότητας κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Η ισοχρονία είναι φαινόμενο που δεν παρουσιάζεται εκτεταμένα στο λόγο των ενηλίκων (βλ. Vihman 1996: ). O τονισμός είναι ένα φαινόμενο άμεσα σχετιζόμενο με το βάρος της συλλαβής. Το βάρος μιας συλλαβής εξαρτάται τόσο από τον αριθμό των συμφώνων που έπονται του φωνηεντικού πυρήνα, όσο και από την ποιότητα του πυρήνα, αν δηλ. είναι μακρός ή βραχύς. Διακρίνουμε δύο ειδών συλλαβές όσον αφορά την ποιότητά τους: (α) τις ελαφριές ή ασθενείς συλλαβές (light syllables) που έχουν τη μορφή CV π.χ. τα χαβανέζικα. Δεν υπάρχει γλώσσα που να μη διαθέτει αυτήν τη μορφή συλλαβής, γι αυτό και ονομάζεται πυρηνική συλλαβή (core syllable). (β) τις βαριές ή ισχυρές συλλαβές (heavy syllables) οι οποίες διαθέτουν τους εξής δυνατούς τύπους: CV:, CVV, CVC, CVVC, CVCC κλπ. (Spencer 1996:75-82, βλ. και Goedemans 1996). Η ιδιότητα μιας συλλαβής να είναι βαριά/ ισχυρή ή ελαφριά/ ασθενής είναι γνωστή ως συλλαβικό βάρος (syllable weight).

24 21 Όσον αφορά την κατάκτηση του τονισμού από τα παιδιά, πρώτοι οι Allen και Hawkins (1978, στους Wijnen, Krikhaar and Den Os 1994:63) έκαναν μιαν υπόθεση σχετικά με το τονικό μοντέλο που χαρακτηρίζει το λόγο των παιδιών. Υποστήριξαν και κατέληξαν, βάσει των γλωσσικών δεδομένων ενός τρίχρονου παιδιού, ότι το πιο φυσικό τονικό μοντέλο στο λόγο του παιδιού είναι ο τροχαϊκός πόδας, δηλ. ο πόδας του οποίου η πρώτη συλλαβή είναι τονισμένη, ενώ η δεύτερη άτονη. Στους Wijnen, Krikhaar και Den Os (1994:59-63, 79-80) υποστηρίζεται ότι ο τροχαϊκός πόδας αποτελεί την άμεση αντανάκλαση της τάσης των παιδιών να παραλείπουν τις άτονες συλλαβές που βρίσκονται είτε στην αρχή της λέξης (W1S(W2) S(W2)) ή που προηγούνται άλλων άτονων συλλαβών (SW1W2 SW2). Υποστηρίζουν ακόμη ότι η αποβολή των κλειστών μορφημάτων και των άτονων συλλαβών υπόκειται στο τροχαϊκό μοντέλο από το οποίο εξαρτάται η δομή των εκφωνημάτων και η σύνδεση των λέξεων μεταξύ τους. Φαίνεται ότι μέρη των συλλαβών που παραλείπονται από πολυσύλλαβες λέξεις, κυρίως σύμφωνα, διατηρούνται και πιθανότατα υποκαθίστανται ή προστίθενται δίπλα στα τεμάχια των συλλαβών που διατηρούνται στο λόγο του παιδιού (Wijnen, Krikhaar and Den Os 1994:62, 79-80). Όμοια είναι και τα πορίσματα των ερευνών της Vihman σχετικά με τη θέση του τόνου κατά την παραγωγή των λέξεων με τρεις ή περισσότερες συλλαβές (1980, στη Vihman 1996). Ο τροχαϊκός πόδας είναι ο αμαρκάριστος πόδας στον παιδικό λόγο, γι αυτό και αρχικές άτονες συλλαβές των τρισύλλαβων λέξεων στο λόγο των ενηλίκων παραλείπονται στο λόγο του παιδιού, ενώ άτονες συλλαβές που βρίσκονται στο τέλος της λέξης στο λόγο των ενηλίκων δεν αποβάλλονται στο λόγο των παιδιών (Vihman 1996:201). Η Gerken (1991, στη Vihman 1996: ), η οποία υποστηρίζει κι αυτή με τη σειρά της την υπόθεση περί τροχαϊκού πόδα, προτείνει συγκεκριμένες αρχές που ενισχύουν την υπεροχή του τροχαϊκού μοντέλου έναντι του ιαμβικού. Αυτές είναι οι εξής: 1. Ένας μετρικός πόδας περιέχει μία και μόνο ισχυρή συλλαβή. 2. Πρέπει να σχηματίζουμε σε μέγιστο βαθμό διμελείς πόδες με φορά από τα αριστερά προς τα δεξιά. 3. Η μετρική-προσωδιακή δομή είναι ανεξάρτητη από τη συντακτική δομή.

25 22 Υπάρχει, ωστόσο, και η άποψη ότι τα παιδιά αποβάλλουν κυρίως τις αρχικές συλλαβές όχι λόγω της απαίτησης για τον αμαρκάριστο τροχαϊκό πόδα, αλλά λόγω της τάσης τους να διατηρούν τις τελικές και ως επί το πλείστον μακρές συλλαβές (Vihman 1996:207). Η σχετικά πρώιμη κατάκτηση των προσωδιακών μοντέλων μιας γλώσσας επιτυγχάνεται λόγω δύο παραγόντων: (α) Τα χαρακτηριστικά της προσωδίας είναι προεξέχοντα στο λόγο του παιδιού από πολύ νωρίς και είναι διαθέσιμα σ αυτό, ώστε να τα χειριστεί το παιδί κατά την παραγωγή του λόγου. (β) Τα πιθανά προσωδιακά μοντέλα είναι πολύ πιο περιορισμένα από τον αριθμό των τεμαχίων, γι αυτό και η κατάκτησή τους μπορεί να επιτευχθεί αμεσότερα (Vihman 1996:205). Τα κυρίαρχα προσωδιακά χαρακτηριστικά του συστήματος των ενηλίκων αντανακλώνται στις παραγωγές των παιδιών το αργότερο κατά την περίοδο της παραγωγής μιας λέξης, όταν ένα μικρό μόνο μέρος του τεμαχιακού καταλόγου μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Η κατάκτηση του πλήρους συστήματος των ενηλίκων επιτυγχάνεται μόνο, όταν το παιδί αρχίζει να χειρίζεται το σύστημα της σύνταξης (Vihman 1996:213). Πάντως, σημειώνεται από διάφορες μελέτες ότι, ακόμα και σε γλώσσες με σύνθετο τονικό σύστημα, τα παιδιά κάνουν σχετικά λίγα λάθη στον αυθόρμητο λόγο τους. Οι ερευνητές φτάνουν στο συμπέρασμα ότι τα τονικά συστήματα των γλωσσών γίνονται σχετικά εύκολα αντικείμενο χειρισμού από τα παιδιά (Goodluck 1991:31). Ο Smith και συνεργάτες του (1982 στην Goodluck 1991:32) καταλήγουν στη θέση ότι, τουλάχιστον όσον αφορά την αγγλική, τα παιδιά μέχρι τα επτά τους χρόνια έχουν κατανοήσει τα στοιχεία που συνιστούν το τονικό σύστημα της γλώσσας Μοντέλα μελέτης του φωνολογικού συστήματος του παιδιού Όπως κάθε πεδίο έρευνας, έτσι και ο παιδικός λόγος μπορεί να γίνει αντικείμενο μελέτης και ερμηνευτικών πορισμάτων ευκολότερα, αν ακολουθήσουμε κάποιο συγκεκριμένο θεωρητικό μοντέλο εξέτασης. Ανάλογα με την οπτική της κάθε προσέγγισης μπορούμε να μιλούμε για ψυχολογικά, γλωσσολογικά, βιολογικά

26 23 μοντέλα. Λόγω όμως της φύσης και του περιεχομένου της εργασίας μας θα περιοριστούμε στα γλωσσολογικά μοντέλα τα οποία κινούνται ως επί το πλείστον στα πλαίσια της Γενετικής Γλωσσολογίας (Generative Linguistics). Ο Chomsky (1965, στη Vihman 1996:20) συσχέτισε τη γλωσσολογική θεωρία με τη θεωρία της μάθησης της γλώσσας. Κατά τον Chomsky η γλωσσική κατάκτηση βασίζεται στην ανακάλυψη εκ μέρους του παιδιού της γενετικής γραμματικής της γλώσσας του, του αφηρημένου συστήματος και της βαθείας δομής του, στοιχείων αρκετά απομακρυσμένων από τα εμπειρικά δεδομένα. Δηλ. υπάρχει ένα πλούσιο και εγγενές σύστημα ιδιοτήτων που είναι διαθέσιμο στο παιδί. Ωστόσο, η φύση του γλωσσικού συστήματος, όσο κι αν φαίνεται αντιφατικό, επιβεβαιώνεται από τα εμπειρικά δεδομένα 10. Μνημειώδης είναι ο διάλογος του Chomsky με τον Piaget (βλ. στον Archibald 1993:κεφ.1), που θεωρείται ως ο εκπρόσωπος της ψυχολογικήςεμπειρικής προσέγγισης της γλωσσικής κατάκτησης. Το μνημειώδες έργο των Chomsky και Halle (1968) εισήγαγε τα βασικά αξιώματα της Γενετικής θεωρίας της Φωνολογίας. Παρά το γεγονός ότι κάποια απ αυτά έχουν είτε ξεπεραστεί είτε εξελιχθεί, υπάρχουν μερικές αξιωματικές αρχές που έχουν μείνει αλώβητες μέσα στο χρόνο. Τέτοιες είναι οι εξής: (1) Οι φωνολογικές περιγραφές μπορούν να τυποποιηθούν με όρους που αφορούν ακριβείς και ρητές δηλώσεις (statements) και επισημάνσεις (notations). (2) Τα τεμάχια αναλύονται ως ένα σύνολο χαρακτηριστικών. (3) Υπάρχουν δύο επίπεδα αντιπροσωπεύσεων, ένα που ανταποκρίνεται στο υποκείμενο αφηρημένο επίπεδο και ένα άλλο το οποίο ανταποκρίνεται στο επιφανειακό φωνητικό επίπεδο. (4) Οι φωνολογικοί κανόνες παρεμβάλλονται μεταξύ των δύο επιπέδων. (5) Οι φωνολογικοί κανόνες αλληλεπιδρούν (Vihman 1996:21) 11. Καλό είναι εξετάσουμε, όμως, τις βασικές αρχές των κυριότερων γλωσσολογικών μοντέλων. 10 Μιλήσαμε ήδη παραπάνω για το λογικό πρόβλημα της γλωσσικής κατάκτησης. 11 Ενδιαφέρων είναι ο συσχετισμός της γραμμικής φωνολογίας με τη Θεωρία του Βέλτιστου από τον Kager (1998: ).

27 Δομικά μοντέλα-δομική Φωνολογία Το μοντέλο του Jakobson (1941/ 1968), με το οποίο ερμηνεύεται το φωνολογικό σύστημα των ενηλίκων, βασίζεται στην έννοια της αντίθεσης (opposition or contrast). Η μελέτη του Jakobson, που έγινε σε συνεργασία με τον Halle (1956), συνιστά τη συνέχεια της εργασίας του Trubetzkoy στα πλαίσια της σχολής της Πράγας. H πρώτη μελέτη του σχετικά με τη συστηματικότητα της εμφάνισης των φωνολογικών αντιθέσεων στον παιδικό λόγο εκδόθηκε στα γερμανικά (1941) και στη συνέχεια μεταφράστηκε στα αγγλικά (1968). Ο Jakobson (1941/ 1968, στη Vihman 1996:16-17, βλ. και Archibald 1993:59) βλέπει ότι οι απαρχές της Φωνολογίας βρίσκονται στον τρόπο επιλογής των φθόγγων που θα πραγματωθούν εκ μέρους των παιδιών κι αυτή είναι η μεταβατική διαδικασία, προκειμένου τα παιδιά να αρχίσουν να πραγματώνουν λέξεις. Υποστηρίζει ότι ο λόγος του παιδιού απαιτεί «απλές, καθαρές, σταθερές φωνηματικές αντιθέσεις» και αυτές οι αντιθέσεις χαρακτηρίζουν την άρθρωση των πρώτων λέξεων των παιδιών. Επίσης, ο Jakobson σημειώνει ότι είναι χαρακτηριστική η κανονικότητα με την οποία λαμβάνει χώρα η κατάκτηση των φωνολογικών αντιθέσεων. Θεωρεί ότι η ανάπτυξη του φωνολογικού συστήματος σημαίνει την «αναπτυξιακή διαφοροποίηση μιας ακολουθίας αντιθέσεων η οποία επηρεάζει διαδοχικά μικρότερες τάξεις φθόγγων και είναι βασισμένη στην αρχή της μέγιστης αντίθεσης (principle of maximum contrast) και αντιστοιχεί στα έμμεσα καθολικά (implicational universals) του φωνολογικού συστήματος των ενηλίκων», π.χ. η παρουσία των υπερωικών υπονοεί και προϋποθέτει την παρουσία των χειλικών, των οδοντικών και των φατνιακών στο λεξικό των παιδιών. Επίσης, όσον αφορά τον τρόπο άρθρωσης, π.χ. τα τριβόμενα υπονοούν και προϋποθέτουν την ύπαρξη των κλειστών, τα έρρινα φωνήεντα προϋποθέτουν τα έρρινα σύμφωνα. Σύμφωνα με τα πορίσματα του Jakobson, η συλλαβική δομή που πρώτη κατακτάται από τα παιδιά είναι η αμαρκάριστη CV. Επιπλέον, οι φωνολογικές αντιθέσεις κατακτώνται με μια συγκεκριμένη σειρά, η οποία φαίνεται να είναι η εξής: αντιθέσεις συμφώνων κλειστά (oral) vs. έρρινα (nasal) χειλικά (labial) vs. οδοντικά (dental)