ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Η σημασία της αριθμογραμμής για την αντίληψη των κλασματικών μεγεθών. μέσω ενεργής ή παθητικής συμμετοχής των μαθητών

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Η σημασία της αριθμογραμμής για την αντίληψη των κλασματικών μεγεθών. μέσω ενεργής ή παθητικής συμμετοχής των μαθητών"

Transcript

1 ΤΜΗΜΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΒΑΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΝΩΣΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ» ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η σημασία της αριθμογραμμής για την αντίληψη των κλασματικών μεγεθών μέσω ενεργής ή παθητικής συμμετοχής των μαθητών ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΥ, Α.Μ.:10Μ14 ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ: ΒΟΣΝΙΑΔΟΥ ΣΤΕΛΛΑ Καθηγήτρια ΕΚΠΑ ΡΟΥΣΣΟΣ ΠΕΤΡΟΣ Επίκουρος Καθηγητής ΕΚΠΑ 1

2 Περιεχόμενα 1. Πρόλογος.5 2. Εισαγωγή.6 3. Η ανάπτυξη της έννοιας των φυσικών αριθμών Η αναπαράσταση του αριθμητικού μεγέθους Η νοητή αριθμογραμμή για τους φυσικούς Η ανάπτυξη της έννοιας του κλάσματος Οι δυσκολίες κατανόησης των κλασμάτων σύμφωνα με την θεωρία της Εννοιολογικής αλλαγής Υπάρχει αριθμογραμμή για τα κλάσματα όπως γίνεται και με τους φυσικούς αριθμούς; Η διδακτική προσέγγιση της αριθμογραμμής Μειονεκτήματα αριθμογραμμής για τα κλάσματα Ενεργητική και παθητική μάθηση Η χρήση πολυμέσων και παιχνιδιών για την προαγωγή της μάθησης του αριθμού Η έρευνα Αποτελέσματα Παραδείγματα από λάθη μαθητών στα τεστ Συζήτηση Συμπεράσματα Επίλογος Βιβλιογραφία Παράρτημα 118 2

3 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ευχαριστώ πολύ την καθηγήτρια και επιβλέπουσα της διπλωματικής μου εργασίας κυρία Στέλλα Βοσνιάδου για την καθοδήγηση της στην επιλογή του ερευνητικού θέματος της εργασίας, όπως και για την άριστη προετοιμασία που προηγήθηκε καθώς και σε συνδυασμό με τις χρήσιμες υποδείξεις της έγινε δυνατό να εκπονηθεί η παρούσα εργασία. Τον δεύτερο επιβλέποντα της διπλωματικής μου, τον επίκουρο καθηγητή μου κύριο Πέτρο Ρούσσο για την πολύτιμη συμβολή του στην συγγραφή της εργασίας. Τους φίλους μου Δημήτριο Τσουκαλαδάκη και Κώστα Τσεκούρα για την βοήθεια τους στον σχεδιασμό του εκπαιδευτικού λογισμικού. Όλους τους καθηγητές μου στο μεταπτυχιακό για τις γνώσεις που μου έδωσαν και ειδικότερα πάνω στο ερευνητικό κομμάτι. 3

4 4

5 1. Πρόλογος Τα κλάσματα είναι μια διδακτική πρόκληση για τους περισσότερους εκπαιδευτικούς και μαθηματικούς καθώς οι μαθητές δυσκολεύονται σε μεγάλο βαθμό στην κατανόηση τους, η οποία μπορεί να μην βελτιωθεί ιδιαίτερα κατά την διάρκεια της σχολικής τους φοίτησης και να συνεχίσει και μέχρι την ενήλικη ζωή όπως έχουν δείξει πάρα πολλές έρευνες. Δυσκολίες παρατηρούνται και στον τρόπο διδασκαλίας των κλασμάτων και από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι περιορίζονται από τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών, όπως και με το ποια μέθοδο διδασκαλίας να ακολουθήσουν για τη διδασκαλία των κλασμάτων. Στην παρούσα εργασία εξετάζεται κατά πόσον η χρήση της αριθμογραμμής, σαν αναπαραστασιακό εργαλείο για την απεικόνιση του κλασματικού μεγέθους, είναι κατάλληλη στο να βοηθήσει τους μαθητές στην καλύτερη κατανόηση των κλασματικών μεγεθών. Η εμπειρική αυτή έρευνα έγινε με τη χρήση εκπαιδευτικού λογισμικού, σε υπολογιστικό περιβάλλον, μέσω παθητικής ή ενεργής συμμετοχής των μαθητών, οι οποίοι και εξασκήθηκαν πάνω στην χρήση της αριθμογραμμής και στην σύγκριση κλασμάτων. Σκοπός της έρευνας είναι να διερευνηθούν τα αποτελέσματα του εκπαιδευτικού αυτού λογισμικού στην κατανόηση των κλασμάτων σε μαθητές της έκτης τάξης του δημοτικού σχολείου καθώς και την επίδραση της αναπαράστασης της αριθμογραμμής στην κατανόηση της έννοιας του κλάσματος έναντι της απουσίας της, όπως και τη σημασία της ενεργητικής και της παθητικής συμμετοχής των μαθητών στην διαδικασία της μάθησης. Επιπλέον παρουσιάζεται η ανάπτυξη της έννοιας του αριθμού και πως γίνεται το πέρασμα από τη μάθηση των φυσικών αριθμών στη μάθηση των ρητών και ιδιαίτερα των κλασμάτων και γιατί αυτό το πέρασμα ενέχει δυσκολίες εκ μέρους των μαθητών. 5

6 2. Εισαγωγή Τα κλάσματα είναι δύσκολα στην κατανόησή τους με αποτέλεσμα να παρατηρείται ότι οι μαθητές αποτυγχάνουν σε αυτά (Fazio & Siegler, 2010, Ni & Zhou, 2005). Ωστόσο όμως τα κλάσματα είναι θεμέλιος βάση για την εν γένει επίδοση των μαθητών στα μαθηματικά και ειδικότερα στην εκμάθηση της άλγεβρας και των ρητών αριθμών (Sprute & Temple, 2011, Siegler et al. 2011, Bonato et al. 2007). Υπάρχουν πολλές απόψεις σχετικά με την δυσκολία των κλασμάτων, όπως για παράδειγμα ότι είναι πολύπλοκα, η διδασκαλία των κλασμάτων μπορεί να είναι ανεπαρκής και ότι δεν δίνεται αρκετός χρόνος για εξάσκηση στους μαθητές. Μια από αυτές τις απόψεις είναι η θεωρία της εννοιολογικής αλλαγής, όπου η Βοσνιάδου και οι συνεργάτες της υποστηρίζουν ότι τα κλάσματα είναι δύσκολα για τους μαθητές διότι απαιτείται εννοιολογική αλλαγή (Vosniadou & Vesrchafel, 2004). Τα παιδιά αρχίζουν κατασκευάζοντας μια έννοια του αριθμού που είναι πολύ κοντά στην μαθηματική έννοια του «φυσικού αριθμού». Η αρχική διδασκαλία ενισχύει την εννοιολογική έννοια του φυσικού αριθμού μέχρι την τρίτη με τετάρτη τάξη του δημοτικού που τα παιδιά αρχίζουν να μαθαίνουν για τα κλάσματα. Οι αρχές όμως που διέπουν τα κλάσματα είναι διαφορετικές από τις αρχές που διέπουν τους φυσικούς αριθμούς. Οι φυσικοί αριθμοί είναι το είδος εκείνων των αριθμών που μπαίνουν από νωρίς στην εμπειρία των παιδιών και οι μαθητές θα πρέπει να μην αντιμετωπίζουν τα κλάσματα σαν τους φυσικούς αριθμούς (Iuculano & Butterworth, 2011). 6

7 Η μετάβαση από την γνώση των φυσικών αριθμών στην γνώση των κλασμάτων απαιτεί αναδιοργάνωση της προηγούμενης γνώσης των φυσικών για την κατανόηση της έννοιας του κλάσματος (Vamvakoussi & Vosniadou, 2004). Πάνω όμως σε αυτήν την προσπάθεια αναθεώρησης της προηγούμενης γνώσης των φυσικών αριθμών οι μαθητές μπορεί να δημιουργήσουν παρανοήσεις και συνθετικά μοντέλα για τα κλάσματα (Vamvakoussi & Vosniadou, 2004) πράγμα που δείχνει πόσο πολύ επηρεάζονται από τις αρχές που διέπουν τους φυσικούς αριθμούς. Άλλη άποψη σχετικά με την δυσκολία των κλασμάτων είναι αυτή των Siegler και συνεργατών του, οι οποίοι αναφέρουν ότι η κατανόηση της έννοιας του κλάσματος είναι γραμμική και συνάδει με την πάροδο της ηλικίας των παιδιών, με την εξάσκηση των μαθητών στα κλάσματα και την εξοικείωση τους με αυτά, όπως συνάμα και με την ανάπτυξη των κατάλληλων στρατηγικών για τα κλάσματα (Siegler & Βooth, 2004, Siegler et al., 2011). Μεγάλο μέρος αυτής της δυσκολίας των μαθητών με τα κλάσματα είναι το ότι δεν σκέφτονται το μέγεθος που αναπαριστά κάθε κλάσμα. Σε ένα εθνικό τεστ επίδοσης o Silver (1983), όπως αναφέρεται στον Siegler (2006), στις ΗΠΑ μόνο το 1/3 των μαθητών ηλικίας 13 έως 17 ετών απάντησαν σωστά στο πόσο κάνει το πρόβλημα 12/13+7/8. Στην παρούσα εργασία θα μελετήσουμε την ανάπτυξη της αντίληψης του αριθμού και των κλασμάτων, πως αναπαρίστανται αυτές οι έννοιες και αν υπάρχει τελικά η δυνατότητα να αναπαρίστανται τα αριθμητικά μεγέθη επάνω σε μια νοητή αριθμογραμμή και αν όντως μπορεί να υφίστανται κάτι τέτοιο, πως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την νοητή αριθμογραμμή σε μια εξωτερική αριθμογραμμή η οποία μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα διδακτικό εργαλείο για την 7

8 καλύτερη κατανόηση των αριθμητικών μεγεθών. Επίσης θα μελετήσουμε τα αποτελέσματα του εκπαιδευτικού λογισμικού στην πράξη, το πόσο βοήθησε τους μαθητές στην κατανόηση των κλασμάτων. Το καινούριο στοιχείο που έχει να προστεθεί σε αυτή την έρευνα είναι η εξάσκηση που έγινε τόσο με τα κλάσματα όσο και με την αριθμογραμμή. Η επιλογή της έκτης τάξη του δημοτικού σχολείου ήταν για τον λόγο του ότι οι μαθητές έχουν διαμορφώσει μια αντίληψη του κλασματικού μεγέθους και σκοπός ήταν να μελετηθεί αν η αναπαράσταση της αριθμογραμμής μπορεί να προσδώσει κάτι επιπλέον στην απόδοση τους στα κλάσματα, ενώ σαν δεύτερη φάση να διερευνηθούν αν προκύπτουν διαφορές μεταξύ ενεργούς ή παθητικής συμμετοχής των μαθητών σε μια διδακτική διαδικασία. 3. Η ανάπτυξη της έννοιας των φυσικών αριθμών. Οι άνθρωποι όπως και τα ζώα έχουν την δυνατότητα να ξεχωρίζουν τα αριθμητικά μεγέθη (Ansari, 2008, Izard & Dehaene, 2008), ενώ η αριθμητική εκτίμηση (number sense) σύμφωνα με την οποία είναι η μη λεκτική αναπαράσταση των αριθμών (Dehaene, 1997), εξελικτικά ήταν πολύ χρήσιμη διότι εξασφάλισε την επιβίωση των ειδών (Nieder & Dehaene, 2009). Ο άνθρωπος με την σειρά του διαμόρφωσε συμβολικές αναπαραστάσεις για να εκφράσει τα διάφορα αριθμητικά μεγέθη και παράλληλα ανέπτυξε διάφορα γνωστικά εργαλεία (Ansari, 2008) για την διαχείριση τους. 8

9 Η ανάπτυξη της έννοιας του αριθμού εντοπίζεται από την βρεφική κιόλας ηλικία όπου παρατηρείται και από πολλές έρευνες ότι υπάρχει μια στοιχειώδης αντίληψη του αριθμού καθώς τα βρέφη είναι σε θέση να διακρίνουν ποσότητες αλλά και να αναγνωρίζουν διαφορές στα διάφορα ποσοτικά μεγέθη. Με την πάροδο της ηλικίας και την σταδιακή ανάπτυξη της γλώσσας εκφράζονται για τα ποσοτικά μεγέθη με όρους λεκτικούς όπως π.χ. «μεγάλο», «μικρό», «πολύ», «λίγο» προσδίδοντας τους με αυτόν τον τρόπο μια αθροιστικότητα, η οποία και βελτιώνεται με την εμπειρία τους από την καθημερινότητα και την πάροδο της ηλικίας τους. Σταδιακά τα παιδιά αναπτύσσουν την διαδικασία της μέτρησης όπου διαμορφώνουν μια νοητική ακολουθία των αριθμών κατά την οποία γνωρίζουν την σειρά των αριθμών, όπως για παράδειγμα ποιος αριθμός προηγείται ή έπεται από κάποιον άλλον αριθμό (Βοσνιάδου, 2005). Έτσι με αυτόν τον τρόπο ακολουθούν μια διαδικασία διάταξης των φυσικών αριθμών όπου μπορούν να προσθέτουν ή να αφαιρούν με την διαδικασία αυτή της μέτρησης. Βάσει των παραπάνω παρατηρούμε ότι τα παιδιά από νωρίς στην ηλικία κατασκευάζουν ή εσωτερικεύουν ένα σύστημα φυσικών αριθμών που περιέχει διακριτές ποσότητες δηλαδή 1, 2, 3 κτλ και εξοικειώνονται με αυτούς καθώς τους χρησιμοποιούν πολύ στην καθημερινότητα τους και ενισχύεται ακόμα περισσότερο στα πρώτα χρόνια της εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα το θέμα της διακριτότητας του αριθμού να είναι θεμελιώδης για τις μετέπειτα πεποιθήσεις των παιδιών σε πιο προχωρημένα μαθηματικά όπως στους ρητούς αριθμούς. Με λίγα λόγια, τα παιδιά όταν ξεκινούν το σχολείο, έχουν ήδη μια διαμορφωμένη αντίληψη των αριθμών η οποία επηρεάζεται τόσο από το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν όσο και από την αναπτυξιακή τους εξέλιξη (Siegler, 2003). 9

10 Η πορεία της ανάπτυξης της έννοιας του αριθμού, προέρχεται από μια διαδικασία αντίληψης φυσικών ποσοτήτων που είναι διακριτά στοιχεία και δεν περιέχουν αναλογίες, δημιουργώντας ένα σύστημα καταμέτρησης των ποσοτήτων βάσει των φυσικών αριθμών (Gelman, 2000). 4. Αναπαράσταση του αριθμητικού μεγέθους Παρατηρείται πως οι άνθρωποι δείχνουν να μετράνε με μεγαλύτερη ευκολία και ταχύτητα μικρότερους αριθμούς όπως από το 1 έως το τρία αλλά από εκεί και πέρα ανεβαίνει ο χρόνος αναγνώρισης. Αυτή η διαδικασία που ξεκινά από μικρή ηλικία διαμορφώνει τη δυνατότητα να αναγνωρίζουμε απευθείας ένα σύνολο διακριτών ποσοτήτων με μικρό αριθμό, χωρίς να χρειάζεται να κάνουμε καταμέτρηση για να δούμε πόσα είναι, αλλά για σύνολα με μεγαλύτερη αριθμητική ποσότητα συνήθως γνωρίζουμε στο περίπου και για να είμαστε ακριβής χρειάζεται να καταμετρήσουμε (Siegler, 2003). Οι απόψεις πάνω σε αυτό είναι αρκετές, όπως το ότι δεν μετράμε καθόλου τους μικρούς αριθμούς επειδή αναγνωρίζονται από τις γεωμετρικές τους σχέσεις, ή ότι εξαρτάται από το πώς αυτοί εκτίθενται, ή ότι το νευρικό μας σύστημα είναι έτσι δομημένο. Ο Dehaene (1997) αναφέρει πως οι νευρώνες ενεργοποιούνται με τέτοιο τρόπο που αναγνωρίζουν τον αριθμό των αντικειμένων σειριακά, όσα και αν είναι σε αριθμό, χωρίς ουσιαστικά να μετράμε. Εμπειρικά επιπλέον, έχουμε την δυνατότητα να προσεγγίζουμε τον αριθμό των αντικειμένων που βρίσκονται σε έναν χώρο ή και ακόμα το πόσοι άνθρωποι μπορεί να βρίσκονται σε έναν χώρο χωρίς να τους μετρήσουμε έναν-έναν. Ο νους μας 10

11 αναπαριστά τους αριθμούς όπως σχεδόν και ο υπολογιστής όσον αφορά στην ταχύτητα της αναπαράστασης. Ωστόσο η διαδικασία αυτή αυξάνει σε δυσκολία όταν οι αριθμοί μεγαλώνουν, όπως επίσης και από την απόστασή τους και το πόσο κοντινοί είναι μεταξύ τους σχετικά με το αριθμητικό τους μέγεθος. Μαθαίνουμε τους αριθμούς σειριακά και έτσι όταν έρχεται η στιγμή να γίνει σύγκριση μεταξύ τους τότε ο νους αναπαριστά τους αριθμούς με το εάν έχουν κοντινή σχέση αριθμητικά μεταξύ τους, ή αν έχουν κάποια απόσταση. Όταν συγκρίνουμε τους αριθμούς, ο χρόνος αναγνώρισης τους αυξάνεται όταν οι αριθμοί είναι αριθμητικά κοντά. Οι μεγαλύτεροι αριθμοί ακόμη συγκρίνονται δυσκολότερα σε σχέση με τους μικρότερους διότι θεωρούνται οι μεγαλύτεροι αριθμοί πιο πολύπλοκοι από τους μικρότερους, όπου εδώ παίζει και ιδιαίτερο ρόλο το ρεφλέξ στην αναγνώριση τους δηλαδή στο πόσο έχουν οι αριθμοί αυτοματοποιηθεί (Dehaene 1997). Όσον αφορά τα παιδιά, πολλοί ερευνητές υποθέτουν ότι οι αριθμητικές εκτιμήσεις τους σχετίζονται με τις εσωτερικές αναπαραστάσεις που έχουν για τους αριθμούς. Τα παιδιά μόλις μάθουν τις βασικές αριθμητικές αρχές στα μαθηματικά, ακολουθούν τους αλγορίθμους που έχουν μάθει για να επιλύσουν ένα μαθηματικό πρόβλημα. Πολλές φορές όμως αδυνατούν να κατανοήσουν την σύνδεση μεταξύ αυτών των αλγόριθμων για την επίλυση προβλημάτων και των εννοιών που υποστηρίζουν τις διαδικασίες αυτές με αποτέλεσμα να απομνημονεύουν αυτές τις διαδικασίες χωρίς όμως να τις συνδέουν εννοιολογικά, πράγμα που μπορεί μετέπειτα να οδηγήσει σε εννοιολογικά σφάλματα (Siegler, 2006). 11

12 Δύο μοντέλα περιγράφουν το πώς αναπαριστάνονται τα αριθμητικά μεγέθη. Το πρώτο μοντέλο είναι το λογαριθμικό σύστημα αναπαράστασης και το δεύτερο μοντέλο είναι το γραμμικό σύστημα αναπαράστασης (Ebersbach et al., 2008). Στο λογαριθμικό μοντέλο αναπαράστασης η διάκριση μεταξύ δύο μεγάλων αριθμητικών μεγεθών είναι πιο αδύναμη σε αντίθεση με την διάκριση δύο μικρότερων αριθμητικών μεγεθών, επιπλέον οι τιμές των μικρότερων μεγεθών μπορεί να υπερεκτιμηθούν. Μια λογαριθμική κλίμακα μέτρησης που απεικονίζει την τιμή μίας φυσικής ποσότητας χρησιμοποιώντας διαστήματα που αντιστοιχούν σε τάξεις μεγέθους, και όχι σε μια τυπική γραμμική κλίμακα. Ένα απλό παράδειγμα είναι ένα διάγραμμα του οποίου ο κατακόρυφος ή ο οριζόντιος άξονας έχει ισαπέχοντα βήματα που είναι χαρακτηρισμένα 1, 10, 100, 1000, αντί για 0, 1, 2, 3. Κάθε μοναδιαία αύξηση στη λογαριθμική κλίμακα αντιπροσωπεύει επομένως μια εκθετική αύξηση στην υποκείμενη ποσότητα για τη δεδομένη βάση (10, σε αυτή την περίπτωση). Η παρουσίαση των δεδομένων σε λογαριθμική κλίμακα μπορεί να είναι χρήσιμη όταν τα δεδομένα καλύπτουν ένα μεγάλο εύρος τιμών. Ο Dehaene (1997, 2003) αναφέρει ότι αναπαριστάνουμε τα αριθμητικά μεγέθη στην αριθμογραμμή, οι μικροί αριθμοί είναι ευκολότεροι και πιο ευδιάκριτοι πάνω σε αυτήν την γραμμή, ενώ όσο ανεβαίνουμε στους δυσκολότερους αριθμούς αυτοί παρίστανται σε μια πιο πυκνή διάταξη, δηλαδή νοητικά είναι πιο κοντά τοποθετημένοι. Για παράδειγμα η «ψυχολογική» απόσταση μεταξύ του αριθμού 1 και του 75 είναι μεγαλύτερη από την απόσταση του 75 με το 1000 (Siegler & Booth, 2004). 12

13 Από τη βρεφική ηλικία, αλλά και στους ενήλικες, γίνεται χρήση του λογαριθμικού συστήματος αναπαράστασης (Dehaene, 1997). Παιδιά προσχολικής ηλικίας και πιο μικρότερα παιδιά, παρουσιάζουν μια λογαριθμική αναπαράσταση όταν καλούνται να τοποθετήσουν αριθμητικά μεγέθη σε αριθμογραμμή 0 έως 10 αλλά και στην αριθμογραμμή μεταξύ 0 έως 20. (Berteletti et al., 2010). Οι Siegler & Booth (2004), οι Berteletti και συνεργάτες (2010) και White & Szucs (2012) υποστηρίζουν, ότι ναι μεν ξεκινάμε με ένα λογαριθμικό σύστημα εκτίμησης των αριθμητικών μεγεθών, αλλά μετέπειτα με την εμπειρία προστίθεται και το γραμμικό σύστημα αναπαράστασης. Ωστόσο όμως τα παιδιά χρησιμοποιούν διάφορες στρατηγικές στην αναπαράσταση αριθμητικών μεγεθών σε έργα εκτίμησης σε αριθμογραμμή, ανάλογα με το πλήθος των οικείων αριθμών που διαθέτουν (White & Szucs, 2012). Στο γραμμικό σύστημα αναπαράστασης οι αριθμοί τοποθετούνται ο ένας δίπλα στον άλλον συνεχόμενα σχηματίζοντας έτσι την γραμμή (Saxe et al., 2010), ενώ μπορούν παράλληλα να προεκτείνουν την αριθμογραμμή και από τις δύο κατευθύνσεις. Παρατηρήθηκε στα πειράματα των Siegler & Booth (2004, 2008) μια αλλαγή στην αναπαράσταση των αριθμών με βάση την ηλικία, αρχικά από τη λογαριθμική αναπαράσταση για τα παιδιά μικρότερων ηλικιών και σταδιακά σε μια παράλληλη χρήση της λογαριθμικής και γραμμικής αναπαράστασης για τις μεγαλύτερες ηλικίες. Οι ενήλικες και οι μαθητές μεγαλύτερης ηλικίας κάνουν τις αριθμητικές εκτιμήσεις τους βασιζόμενοι σε μια γραμμική συνάρτηση, ενώ οι μικροί μαθητές ακολουθούν μια λογαριθμική συνάρτηση εκτίμησης (Siegler & Booth, 2004) ακόμη και για μικρούς αριθμούς (Berteletti et al., 2007). Οι εκτιμήσεις των παιδιών γίνονται πιο ακριβείς και γραμμικές ανάλογα με την ηλικία και την εμπειρία τους με τα αριθμητικά μεγέθη (Siegler & Booth, 2004, 13

14 Opfer & Siegler, 2007). Για παράδειγμα μεγαλύτερα παιδιά χρησιμοποιούν γραμμική αναπαράσταση για την εκτίμηση αριθμητικών μεγεθών σε αριθμογραμμή μεταξύ 0 έως 10, καθώς σε αυτό το εύρος είναι οι πιο οικείοι αριθμοί γι αυτούς, ενώ όταν ανεβαίνει το εύρος της αριθμογραμμής, δηλαδή ξεπερνάει τους οικείους αυτούς αριθμούς, τα παιδιά επιδεικνύουν λογαριθμική αναπαράσταση (Berteletti et al., 2007). Ωστόσο οι Berteletti και συνεργάτες (2007) εντόπισαν ότι η ηλικία σχετίζεται και με την μεγαλύτερη ακρίβεια της λογαριθμικής αναπαράστασης. Οι γραμμικές αναπαραστάσεις επίσης αντιπροσωπεύουν την καλύτερη εξοικείωση με τους αριθμούς ενώ αντιλαμβάνονται καλύτερα τα αριθμητικά μεγέθη από αυτούς που χρησιμοποιούν το λογαριθμικό σύστημα αναπαράστασης (Thompson & Siegler, 2010). Οι γραμμικές αναπαραστάσεις των αριθμητικών μεγεθών σχετίζονται με σωστότερες εκτιμήσεις εν αντιθέσει με τις λογαριθμικές αναπαραστάσεις (Siegler et al., 2009). Η αναπαραστασιακή αυτή αλλαγή στην εκτίμηση του αριθμητικού μεγέθους είναι μια προσαρμοστική διαδικασία. Έτσι η αλλαγή από μια λογαριθμική συνάρτηση σε μια γραμμική απαιτεί αναπαραστασιακή αλλαγή για τον αριθμό η οποία βελτιώνεται κατά το πέρας της ανάπτυξης των παιδιών (Opfer & Siegler, 2007, Iuculano & Butterworth, 2011). Δεν απορρίπτεται όμως η χρήση μιας λογαριθμικής αναπαράστασης για τον αριθμό διότι αρκετές φορές είναι μια χρήσιμη διαδικασία πρακτικά, όπως για παράδειγμα η επάρκεια του φαγητού ή η διαφορά του να λαμβάνεις ένα δώρο το οποίο να αξίζει 1 ευρώ και ένα που να αξίζει 100 ευρώ. Στο επίσημο όμως αριθμητικό σύστημα τα μεγέθη αυξάνουν γραμμικά παρά λογαριθμικά, ενώ είναι 14

15 προτιμότερη η γραμμική αναπαράσταση για την επίλυση αριθμητικών προβλημάτων (Opfer & Siegler, 2007, Siegler & Opfer, 2003). Υπάρχουν βέβαια πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα στην χρήση γραμμικών αναπαραστάσεων των μεγεθών. Η γραμμική αναπαράσταση συμβάλλει στην αριθμητική μάθηση και η οποία και μπορεί να βελτιωθεί μέσω εξάσκησης σε αριθμητικά προβλήματα (Siegler & Booth, 2008). Οι μαθητές μαθαίνουν ότι οι αρχικές λογαριθμικές αναπαραστάσεις τους δεν είναι σωστές για πολλά από τα μαθηματικά προβλήματα με αποτέλεσμα να οδηγούνται στην υιοθέτηση της γραμμικής αναπαράστασης. Το πλεονέκτημα της γραμμικής αναπαράστασης είναι ότι συνδέεται με την κατανόηση των αριθμητικών μεγεθών, την ταχύτητα στην σύγκριση αριθμητικών μεγεθών, καθώς και την εκμάθηση λύσεων σε μη οικεία προβλήματα. Ωστόσο όμως η γραμμική αναπαράσταση είναι δύσκολη για τα κλάσματα (Thompson & Opfer, 2008). 5. Η νοητή αριθμογραμμή για τους φυσικούς Η αριθμογραμμή είναι η αναπαράσταση των αριθμητικών μεγεθών τα οποία συνδέονται με το φυσικό του μέγεθος και διατάσσονται σειριακά κατά αύξοντα αριθμό καθώς μεγαλώνουν και με τον τρόπο αυτόν μπορούν οι άνθρωποι να επιλύουν προβλήματα σύγκρισης αριθμητικού μεγέθους, την εννοιολογική γνώση σχετικά με την ισοτιμία των αριθμών και την μετάφραση των αριθμητικών συμβόλων σε χωρική αναπαράσταση (Opfer & Thompson, 2006). Επιπλέον η ακρίβεια στην εκτίμηση των αριθμητικών μεγεθών στην αριθμογραμμή συνδέεται και με την μαθηματική επάρκεια των μαθητών, διότι φαίνεται από αυτήν την 15

16 διαδικασία η ικανότητα του μαθητή να συνδέει την αναπαράσταση του αριθμητικού μεγέθους με την συμβολική του μορφή (Thompson & Opfer, 2008). Άλλες έρευνες από τους Ebersbach et al. (2008) δείχνουν ότι όταν τα παιδιά έχουν εξοικειωθεί με κάποιους αριθμούς τότε έχουν την τάση να τοποθετούν αυτούς τους αριθμούς σε μια εσωτερική αριθμογραμμή η οποία και αντικατοπτρίζει αυτήν τους την οικειότητα. Τα παιδιά είναι σε θέση να εκτιμήσουν τα μεγέθη γραμμικά, ανάλογα βέβαια και με την ατομική ικανότητα που έχουν στην καταμέτρηση των αριθμών. Ακόμη είναι πιο εύκολο να ξεχωρίσουν και να κατατάξουν τους μικρότερους αριθμούς παρά τους μεγαλύτερους. Παρατηρούμε ότι καθώς αναπτύσσεται σταδιακά με την ηλικία και την εκπαίδευση η έννοια των φυσικών αριθμών, διαπιστώνουμε ότι τα παιδιά μαθαίνουν ότι οι φυσικοί αριθμοί αντιπροσωπεύουν αριθμητικά μεγέθη τα οποία διατάσσονται σε μια σειρά. Η αριθμητική ανάπτυξη λοιπόν αφορά το είδος της κατανόησης ότι όλοι οι πραγματικοί αριθμοί έχουν μεγέθη και είναι τοποθετημένοι σε συγκεκριμένες θέσεις σχηματίζοντας την αριθμογραμμή (Siegler et al., 2011). Έρευνες αποδεικνύουν ότι όντως σχηματίζεται μια νοητή αριθμογραμμή για τα αριθμητικά μεγέθη τα οποία αναπαρίστανται χωρικά πάνω σε αυτήν προάγοντας μια διαισθητικότητα για τα αριθμητικά μεγέθη την λεγόμενη «αριθμητική αίσθηση» (number sense) (Dehaene et al., 1990, Dehaene, 1997, Schneider & Siegler, 2010, Izard & Dehaene, 2008). Αυτή η αριθμητική αίσθηση εντοπίζεται από νωρίς στην ηλικία και πριν την έναρξη του σχολείου, ακόμη και πριν την εκμάθηση του συμβολικού συστήματος αναπαράστασης των αριθμών (Berteletti et al., 2010). Για παράδειγμα οι Berteletti και συνεργάτες (2010) αναφέρουν ότι βρέφη έξι μηνών μπορούν να διακρίνουν μεταξύ 16 και 8 σημείων, αλλά όχι μεταξύ 16 και 19 σημείων. Όμως βρέφη ηλικίας 9 μηνών μπορούν να διακρίνουν και τις δύο 16

17 παραπάνω περιπτώσεις. Με τον ερχομό και της γλωσσικής ανάπτυξης τα παιδιά καταλαβαίνουν πως οι αριθμοί οργανώνονται σε έναν χάρτη από διακριτούς αριθμούς ο οποίος αρχικά περιλαμβάνει το εύρος των αριθμών που αρχικά βρίσκονται στο γνωστικό τους πεδίο και μετέπειτα έξω από αυτό. Η υπόθεση ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν μια νοητή αριθμογραμμή για τα αριθμητικά μεγέθη έχει υποστηριχτεί από πολλές έρευνες οι οποίες έχουν χρησιμοποιήσει χρόνους απόκρισης των υποκειμένων σε έργα σύγκρισης αριθμητικών μεγεθών, όπου σύμφωνα με αυτές, η υπόθεση της νοητής αυτής αριθμογραμμής υποστηρίζεται από στοιχεία όπως η επίδραση της απόστασης μεταξύ δύο αριθμητικών μεγεθών (distance effect) και οι διαφορές απόκρισης μεταξύ αριστερού και δεξιού χεριού κατά την τοποθέτηση ερεθισμάτων με αριθμητικά μεγέθη (snarc effect) τα οποία επηρεάζουν την απόφασή μας σχετικά με το ποιο αριθμητικό μέγεθος είναι μεγαλύτερο. Η επίδραση της απόστασης (distance effect) μεταξύ δύο αριθμών είναι όταν για παράδειγμα συγκρίνουμε δύο αριθμούς, επηρεαζόμαστε από την απόσταση μεταξύ των δύο συγκρινόμενων αριθμών και αργούμε περισσότερο να αποφασίσουμε ποιός αριθμός είναι μεγαλύτερος όταν είναι κοντά αριθμητικά οι δύο αριθμοί, ενώ πιο γρήγορα αποφασίζουμε όταν η αριθμητική απόσταση είναι μεγαλύτερη ανάμεσα τους (Ansari., 2008, Dehaene, 1997, Ni & Zhou, 2005, Dehaene et al.,1990, Ebersbach et al, 2008, Ischebeck et al.,2009, Maloney et al, 2010). Η επίδραση του (snarc effect) συμβαίνει όταν καλούμαστε να συγκρίνουμε αριθμούς μέσω απόκρισης των χεριών, όπου αποκρινόμαστε με το αριστερό χέρι για τους μεγαλύτερους αριθμούς και με το δεξί χέρι για τους μικρότερους αριθμούς (Bonato et al., 2007, Ni & Zhou, 2005, Siegler et al., 2011, McCrink et al., 2007). Έτσι για παράδειγμα αν κληθούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα ποιος 17

18 αριθμός είναι μεγαλύτερος το 3 ή το 8 τότε αποκρινόμαστε επιλέγοντας το 8 χρησιμοποιώντας το αριστερό χέρι στην απόφαση μας, ενώ αν μας ζητούνταν να αποφασίσουμε για τον μικρότερο αριθμό θα επιλέγαμε με το δεξί μας χέρι για το 3. Επιπλέον σύμφωνα με τους Opfer & Thompson (2006) έχει παρατηρηθεί ότι υπάρχει μια προκατάληψη της μέτρησης από τα αριστερά προς τα δεξιά και σε έρευνά τους βρήκαν ότι το 100% των ενηλίκων και το 98% των παιδιών μετρούν από τα αριστερά προς τα δεξιά, βάζοντας όπως προείπαμε τους αριθμούς σε μια σειρά, κατά αύξοντα αριθμό. Υποστηρίζουν ότι αυτή η νοητή αριθμογραμμή αναπτύσσεται πριν τα παιδιά καν αρχίσουν να διαβάζουν αλλά και πριν ενημερωθούν ότι τα σύμβολα των αριθμών τοποθετούνται «μεγεθυντικά» από τα αριστερά προς τα δεξιά. Αυτή η χωροταξική τοποθέτηση των αριθμών βελτιώνεται κατά την εμπειρία διάκρισης των αριθμών αλλά και από παράγοντες όπως την ηλικία. Τα παραπάνω ευρήματα υποστηρίζουν την άποψη ότι αριθμητικά μεγέθη είναι αναπαραστασιακά τοποθετημένα σε μια νοητή αριθμογραμμή (Ansari, 2008, Izard & Dehaene, 2008, Thompson & Siegler, 2010). Οι Izard και Dehaene (2008) υποστηρίζουν ότι η αριθμογραμμή αντικατοπτρίζει νοητικές διαδικασίες σύγκρισης, πρόσθεσης και αφαίρεσης μεγεθών, ενώ παράλληλα η διαδικασία που ακολουθείται στην νοητική αριθμογραμμή είναι λογαριθμική (McCrink et al., 2007). Η σειρά αυτή των φυσικών αριθμών γίνεται σταδιακά πεποίθηση και η γνώση αυτή με την σειρά της περνάει και σε επόμενα στάδια της μαθηματικής γνώσης όπως γίνεται με τους ρητούς αριθμούς. 18

19 Το κόστος αυτό της αναπαραστασιακής αλλαγής έχει σαν αποτέλεσμα παιδιά και οι ενήλικες ακόμα, να κάνουν λάθη σε συγκρίσεις των ρητών λόγω της μη συμβατής αναπαράστασης που έχουν υιοθετήσει (Thompson & Opfer, 2008). Οι αυτόματες διαδικασίες της γραμμικής αναπαράστασης των μεγεθών είναι κατάλληλη για εκτίμηση των φυσικών αριθμών, ενώ τέτοιες γραμμικές αναπαραστάσεις είναι δύσκολες για την εκτίμηση των κλασματικών μεγεθών. Η επίδραση αυτής της γραμμικότητας φαίνεται κατά την σύγκριση των κλασμάτων όπου σαν να παρεμβαίνει αυτή η αυτόματη διαδικασία στην εκτίμηση των κλασματικών μεγεθών με το να γίνεται εστίαση στους αριθμητές και τους παρανομαστές των κλασμάτων, αλλά όχι στο κλάσμα απευθείας. Τα μεγαλύτερα παιδιά και οι ενήλικες έχουν μάθει να χρησιμοποιούν τις γραμμικές αναπαραστάσεις από τις εμπειρίες τους στο σχολείο και την καθημερινή ζωή τους και τις οποίες γενικεύουν και σε άλλα αριθμητικά προβλήματα. Παρατήρησαν επίσης ότι τα μικρότερα παιδιά είχαν καλύτερες εκτιμήσεις στα κλασματικά μεγέθη απ ότι τα μεγαλύτερα παιδιά διότι τα μικρότερα παιδιά ακολουθούν τη λογαριθμική αναπαράσταση των αριθμών. Έτσι οι αριθμητικές εκτιμήσεις είναι αυτόματες αλλά μπορούν να προκαλέσουν κόστος αλλά και όφελος παράλληλα στην ακρίβεια των αριθμητικών εκτιμήσεων (Thompson & Opfer, 2008). Το πώς όμως τα παιδιά κατανοούν την αριθμογραμμή έχει πρακτική σημασία σχετικά με το πώς αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι αλλά και τα πρωτεύοντα νοητικά τα αριθμητικά μεγέθη και πως αυτά αναπαριστάνονται στον εγκέφαλο (Dehaene, 1997, 2003, Gallistel & Gelman,1992). 19

20 6. Η ανάπτυξη της έννοιας του κλάσματος Η δυσκολία της κατανόησης των κλασματικών μεγεθών έγκειται στο γεγονός ότι τα κλάσματα ναι μεν είναι και αυτά αριθμοί, όμως διέπονται από διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά που είναι γνωστά για τους φυσικούς αριθμούς. Η κατανόηση των κλασμάτων μπορεί να μην βελτιωθεί ιδιαίτερα ακόμα και μετά το σχολείο όπου ακόμα και φοιτητές δυσκολεύονται να επιλέξουν σωστά πιο κλάσμα για παράδειγμα είναι μεγαλύτερο. Πολλοί λόγοι υπάρχουν για τις δυσκολίες των ανθρώπων στην αντίληψη του κλασματικού μεγέθους. Ένας από αυτούς προτάθηκε από τους Gigerenzer & Hoffrage (1999) και αναφέρει πως οι άνθρωποι αναπτυξιακά και εξελικτικά είναι έτσι κατασκευασμένοι στο να διαχειρίζονται διακριτές φυσικές ποσότητες. Είναι πιο εύκολο ο άνθρωπος να σκέφτεται με διακριτούς αριθμούς παρά με αναλογίες και ρητούς αριθμούς (Bonato et al., 2007). Ένα κλάσμα υποδηλώνει την αναλογία μεταξύ δύο ακέραιων αριθμών που υποδεικνύουν αριθμητικά μεγέθη, τα οποία ανταποκρίνονται σε πραγματικούς αριθμούς. Τα κλάσματα διαιρούνται επ άπειρον, ενώ δεν συνδέονται με διαδοχικές σχέσεις όπως γίνεται με τους ακεραίους, δηλαδή κανένα κλάσμα δεν έχει διάδοχο πριν και μετά, αλλά μεταξύ δύο κλασμάτων υπάρχουν άπειρα κλάσματα (Vamvakoussi & Vosniadou, 2007). Έτσι η καταμέτρηση των κλασμάτων είναι δύσκολη, καθώς δεν γίνεται με άμεσο τρόπο, μια διαδικασία που ακολουθείται για την καταμέτρηση των φυσικών αριθμών. Αυτή η πυκνότητα των κλασμάτων είναι ένας σημαντικός παράγοντας δυσκολίας κατανόησης των κλασμάτων από τους μαθητές, ενώ αποτελεί θεμελιώδης βάση για την εννοιολογική κατανόηση τους (Fazio & Siegler, 2010, Vamvakoussi & Vosniadou, 2007). Επιπλέον η αντίληψη του 20

21 κλασματικού μεγέθους διαφέρει κατά πολύ από την αντίληψη των μεγεθών των φυσικών αριθμών (Stafylidou & Vosniadou, 2004). Αυτό φαίνεται για παράδειγμα, όταν για τους φυσικούς αριθμούς λέμε ότι το 7 είναι μεγαλύτερο από το 4, σε ένα κλάσμα όμως με αριθμητή 7 μπορεί να είναι μεγαλύτερο αλλά μπορεί και όχι από ένα κλάσμα με αριθμητή 4 (Schneider & Siegler, 2010). Πιο αναλυτικά οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των φυσικών αριθμών και των κλασμάτων (Stafylidou & Vosniadou, 2004) είναι ότι πρώτον έχουν διαφορετική συμβολική αναπαράσταση, όπου στην πρώτη περίπτωση ο αριθμός είναι διακριτός, ενώ στην δεύτερη περίπτωση έχουμε δύο αριθμούς με μια γραμμή ανάμεσα τους και χαρακτηρίζονται από την πυκνότητα τους. Δεύτερον οι φυσικοί αριθμοί μπορούν να καταμετρηθούν σειριακά καθώς υπάρχει ο επόμενος μεγαλύτερος αριθμός ή ο προηγούμενος μικρότερος αριθμός, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει για τα κλάσματα διότι δεν υπάρχει το προηγούμενο ή το επόμενο κλάσμα, αλλά ανάμεσα σε δυο κλάσματα υπάρχουν άπειρα κλάσματα. Τρίτον η μονάδα είναι για τους φυσικούς το μικρότερο αριθμητικό μέγεθος, ενώ στα κλάσματα δεν υπάρχει μικρότερο κλάσμα. Επιπλέον οι φυσικοί με τα κλάσματα διαφέρουν και στις εκτελεστικές λειτουργίες των πράξεων. Η πρόσθεση και η αφαίρεση μεταξύ των φυσικών ακολουθεί την διαδικασία των φυσικών αριθμών ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τα κλάσματα. Επιπρόσθετα είναι σίγουρο ότι ο πολλαπλασιασμός μεγαλώνει έναν φυσικό αριθμό και με την διαίρεση μικραίνει, το οποίο δεν συμβαίνει πάντα με τα κλάσματα. Για παράδειγμα ο πολλαπλασιασμός μεταξύ των κλασμάτων μπορεί το αποτέλεσμα να είναι ένας αριθμός μικρότερος ή και μεγαλύτερος, ομοίως και με την πράξη της διαίρεσης. Κατά την διδασκαλία των κλασμάτων αυτά παρουσιάζονται ως μέρος της μονάδας, όπου για παράδειγμα ο παρανομαστής χωρίζει την μονάδα σε ίσα μέρη 21

22 και ο αριθμητής δηλώνει το μέρος της μονάδας που έχουμε πάρει, αυτή είναι η έννοια της ισοδιαμέρισης (Behr & Post., 1992) όπου διαιρούμε ένα όλο σε τμήματα ίσων μερών. Είναι πιο εύκολο να τμηματίσουμε σε μέρη μια μονάδα παρά ένα σύνολο που αποτελείται από αρκετές μονάδες, όπου για παράδειγμα το ένα τέταρτο του συνόλου δώδεκα αντικειμένων αντιστοιχεί σε τρία αντικείμενα και εδώ η δυσκολία είναι να εκλάβουμε τα τρία αντικείμενα σαν ένα μέρος (Σταματόπουλος, 2011). Αυτό είναι ένα αρχικό βήμα για μια πρώτη επαφή με τα κλάσματα αλλά δεν γίνεται κατανοητό με αυτόν τον τρόπο ότι το κλάσμα είναι ένα αριθμητικό μέγεθος. Επιπλέον όταν ένα κλάσμα συνδέεται μόνο σε σχέση με την μονάδα τότε οι μαθητές δημιουργούν την παρανόηση ότι για παράδειγμα ένα καταχρηστικό κλάσμα όπως τα 4/3 του οποίου η τιμή ξεπερνάει την μονάδα, δεν είναι αριθμός διότι πιστεύουν ότι είναι αδύνατον να πάρεις τέσσερα μέρη από ένα αντικείμενο το οποίο έχεις χωρίσει σε τρία μέρη, δηλαδή με λίγα λόγια μπορεί οι μαθητές να μπερδευτούν και να θεωρούν ότι ένα κλάσμα είναι πάντοτε μικρότερα της μονάδας (Παντσίδης, 2011). Επιπλέον άλλες δραστηριότητες κατά τις οποίες φαίνεται ότι οι μαθητές δεν κατανοούν ότι ένα κλάσμα είναι αριθμός με μέγεθος είναι στην πρόσθεση ή την αφαίρεση των κλασμάτων όπου συχνά εκεί οι μαθητές κάνουν τις πράξεις μεταξύ αριθμητή και αριθμητή και παρανομαστή με παρανομαστή π.χ. 1/2 + 1/4= 2/6 (Fazio & Siegler, 2010, Siegler, 2006, Charalambous & Pantazi, 2006). Στην σύγκριση κλασμάτων ειδικότερα οι μαθητές μπορεί να έχουν υιοθετήσει διάφορες τεχνικές ή στρατηγικές ώστε να συγκρίνουν κλασματικά μεγέθη αλλά ωστόσο αυτά να τα χρησιμοποιούν μηχανικά εφόσον δεν έχουν κατανοήσει την έννοια του κλάσματος (Παντσίδης, 2011). Ένας άλλος επίσης σημαντικός λόγος στην δυσκολία αντίληψης του κλασματικού μεγέθους είναι η επίδραση της προκατάληψης του φυσικού αριθμού 22

23 (whole number bias), σύμφωνα με την οποία αναπαριστούμε τους τελεστές του κλάσματος ως διακριτά σημεία, εστιάζοντας στους φυσικούς αριθμούς του αριθμητή και του παρανομαστή, παρεισφρέοντας στην απόφαση μας για το μέγεθος του κλάσματος με αποτέλεσμα πολλές φορές να γίνονται λάθη (Ni & Zhou, 2005). Αυτή η σύγχυση που δημιουργείται από τους φυσικούς στα κλάσματα προέρχεται από τις διαδικασίες καταμέτρησης και διάταξης των φυσικών αριθμών οι οποίες κατακτώνται από μικρή ηλικία και ενσωματώνονται στην μαθηματική σκέψη των παιδιών (Gelman, 2000, Ni & Zhou, 2005). Σύμφωνα με τους Siegler & Βooth (2004) και Siegler et al. (2011) υποστηρίζεται ότι η κατανόηση του κλάσματος σχετίζεται και με την ηλικία των μαθητών. Οι Siegler και συνεργάτες (2011), διαπίστωσαν στην έρευνα τους ότι όσο μεγαλώνουν τα παιδιά αρχίζουν να σχηματίζουν μια επιστημονικότερη αντίληψη των κλασμάτων και να χρησιμοποιούν και καλύτερες στρατηγικές στην σύγκριση τους. Για την άρση των δυσκολιών με τα κλάσματα προτείνουν ότι τα παιδιά θα πρέπει να διδαχθούν τις κατάλληλες στρατηγικές οι οποίες να έχουν ως στόχο την γνωστική κατανόηση των κλασμάτων και να ενισχύσουν την διαδικαστική γνώση τους πάνω σε αυτά μέσω διαφόρων μορφών εξάσκησης (Fazio & Siegler, 2010). Σίγουρα η αντίληψη των κλασμάτων σαν μεγέθη δεν συνάδει με αυτή των φυσικών αριθμών. Τα κλάσματα είναι μια περίπτωση της μαθηματικής γνώσης που χρειάζεται μια γνωστική αλλαγή από τις γνώσεις που κουβαλάμε για τους φυσικούς αριθμούς. Όπως αναφέρει και ο Fischbein (1987) οι εσωτερικές πεποιθήσεις των μαθητών προκαλούν συστηματικά λάθη στα μαθηματικά, ενώ επιπλέον και η προηγούμενη γνώση των μαθητών σε κάποιες μαθηματικές έννοιες μπορεί να έρθουν σε σύγκρουση με τη νέα γνώση που διδάσκονται με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν προβλήματα κατανόησης όπως για παράδειγμα στην 23

24 άλγεβρα, στα κλάσματα και στους ρητούς αριθμούς (Hartnett & Gelman, 1998). Οι μαθητές αποκτούν αρκετές μαθηματικές δεξιότητες κατά την διάρκεια της φοίτησής τους αλλά τις χρησιμοποιούν μηχανικά χωρίς να καταλαβαίνουν το νόημά τους πολλές φορές. Μπορεί να είναι σε θέση να επιτυγχάνουν διαδικαστικά με τα κλάσματα αλλά δεν είναι ουσιαστική αυτή η επιτυχία τους καθότι αδυνατούν να αντιμετωπίσουν ένα κλάσμα σαν αριθμό (Sfard, 1991) διότι το αντιμετωπίζουν σαν κάτι το οποίο δεν έχει νόημα (Fazio & Siegler, 2010). 7. Οι δυσκολίες κατανόησης των κλασμάτων σύμφωνα με την εννοιολογική αλλαγή Μια προσέγγιση για το πώς τα παιδιά αναπτύσσουν την έννοια του κλασματικού μεγέθους είναι αυτής της εννοιολογικής αλλαγής, η οποία μπορεί να δώσει ένα πλαίσιο ερμηνείας πάνω στο γιατί τα παιδιά αντιμετωπίζουν δυσκολίες με τα κλάσματα και να προβλέψει τις συστηματικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά στα μαθηματικά (Vosniadou & Verschaffel, 2004) καθώς και ποιους μηχανισμούς χρησιμοποιούν στην προσπάθεια τους να κατανοήσουν τις μαθηματικές έννοιες. Υποστηρίζεται σύμφωνα με την εννοιολογική αλλαγή ότι τα λάθη των μαθητών στα κλάσματα προέρχονται από τη σύγκρουση μεταξύ της νέας πληροφορίας που μαθαίνουν και αυτής που κουβαλούν από άλλες προγενέστερες γνώσεις τους για τον αριθμό και δει για τους φυσικούς (Stafylidou & Vosniadou, 2004). Σύμφωνα με τη θεωρία της εννοιολογικής αλλαγής, για την κατανόηση της έννοιας του κλάσματος (Stafylidou & Vosniadou, 2004) χρειάζεται αναδιοργάνωση 24

25 της πρότερης γνώσης των φυσικών αριθμών. Επιπλέον σημαντική προϋπόθεση για την εννοιολογική κατανόηση των κλασμάτων είναι ότι πρέπει να γίνει κατανοητή η έννοια της πυκνότητας των κλασμάτων (Vamvakoussi & Vosniadou, 2004, Stafylidou & Vosniadou, 2007) και ότι η διακριτότητα είναι κάτι που αφορά τους φυσικούς αριθμούς, πράγμα που απαιτεί αναδιοργάνωση της πρότερης γνώσης που προέρχεται από τους φυσικούς (Vamvakoussi & Vosniadou, 2004). Σημαντικός παράγοντας κατανόησης είναι επίσης ότι ένας αριθμός μπορεί να έχει διαφορετικές συμβολικές αναπαραστάσεις (Stafylidou & Vosniadou, 2007). Οι μαθητές προσπαθούν να εσωτερικεύσουν την έννοια του κλάσματος με τρόπους που να συμβιβάζουν τις ιδέες που έχουν για τους φυσικούς αριθμούς με την νέα πληροφορία που έρχεται. Πάνω σε αυτή τους την προσπάθεια δημιουργούν συνθετικά μοντέλα (Stafylidou & Vosniadou, 2004, Vamvakoussi & Vosniadou, 2007, Vamvakoussi & Vosniadou, 2004) τα οποία και δημιουργούν παρανοήσεις για τα κλάσματα. Αυτές οι πεποιθήσεις και παρανοήσεις στους μαθητές αλλοιώνουν την αντίληψη του κλάσματος και οδηγούν σε λανθασμένες εκτιμήσεις του κλασματικού μεγέθους. Οι παρανοήσεις και τα συνθετικά μοντέλα που μπορούν να δημιουργήσουν οι μαθητές εξαιτίας της επίδρασης των φυσικών αριθμών είναι τα εξής: α) Ένα πλαίσιο ερμηνείας παρανοήσεων για την διαμόρφωση της αντίληψης των κλασματικών μεγεθών από τα παιδιά είναι αυτής που βλέπει τα κλάσματα ως «δύο ανεξάρτητους φυσικούς αριθμούς» (Bonato et al., 2007, Stafylidou & Vosniadou, 2004). Έτσι οι μικρότεροι μαθητές καθοδηγούνται από την πεποίθηση ότι η αριθμητική τιμή του κλάσματος αναπαριστάνεται σαν δύο ανεξάρτητοι φυσικοί αριθμοί, δηλαδή οι αριθμητές και οι παρανομαστές ξεχωριστά. Η Gelman (2000) αναφέρει ότι μαθητές της τρίτης δημοτικού αντιλαμβάνονται τα κλάσματα σαν μια 25

26 λανθάνουσα εικόνα των φυσικών αριθμών. Πάνω σε αυτήν την ερμηνεία έρχονται να προστεθεί η εξής παρανόηση του τύπου ότι όσο η τιμή του κλάσματος αυξάνεται, τότε είτε ο αριθμητής είτε ο παρανομαστής αυξάνεται ή ένα αντίστροφο συνθετικό μοντέλο είναι ότι πολλές φορές οι μαθητές επηρεάζονται από την στρατηγική η οποία λέει ότι όσο μικρότερο είναι το κλάσμα, σαν φυσικοί αριθμοί, τόσο μεγαλύτερη είναι και η τιμή του κλάσματος (Stafylidou & Vosniadou, 2004). β) Άλλη παρανόηση που μπορεί να έχουν δημιουργήσει οι μαθητές είναι ότι η μονάδα είναι ο μικρότερος φυσικός αριθμός και ότι κατά συνέπεια θα είναι και η αντίστοιχη μικρότερη τιμή και από κάθε κλάσμα (Stafylidou & Vosniadou, 2004). γ) Επίσης, μπορεί οι μαθητές να επηρεάζονται και από το μέγεθος των τελεστών του κλάσματος όπου για παράδειγμα να λένε, ότι το κλάσμα 100/100 είναι μεγαλύτερο από το 2/2. Η Gelman (2000) συμπληρώνει ότι τα παιδιά της τετάρτης και πέμπτης δημοτικού που ρωτήθηκαν αν συμφωνούν ότι τα 5/5 ή τα 6/6 είναι ίσα με την μονάδα δεν έδιναν σωστές απαντήσεις, πράγμα που φανερώνει ότι δεν κατανοούν την έννοια του μέρους-όλου. δ) Άλλη πεποίθηση που μπορεί να έχουν οι μαθητές είναι ότι το κλάσμα αποτελεί «μέρος ενός συνόλου». Εδώ τα παιδιά αντιμετωπίζουν τον αριθμητή και τον παρανομαστή ως ένα κλάσμα με δύο αριθμούς που συνδέονται με τη σχέση ενός μέρους ή όλου ενός φυσικού αντικειμένου. Στην περίπτωση αυτή διακατέχονται από διάφορες πεποιθήσεις όπως το να κατέχονται από ιδέες ότι η έννοια του κλάσματος είναι μέρος της μονάδας αλλά εξακολουθούν να επηρεάζονται από την αρχική θεωρία όταν κατατάσσουν τα κλάσματα. Άλλο ενδεχόμενο είναι να έχουν μια αναβαθμισμένη εκδοχή της μονάδας όπου τα παιδιά πιστεύουν πως τα κλάσματα είναι πάντα μικρότερα της μονάδας. 26

27 ε) Άλλη περίπτωση είναι οι μαθητές να αντιμετωπίζουν τα κλάσματα σε «σχέση μεταξύ του αριθμητή και του παρανομαστή». Πιστεύουν σε αυτή την περίπτωση ότι η διάταξη και η σχέση των κλασμάτων και της μονάδας συνδέονται με τη κατάταξη και σχέση μεταξύ αριθμητή και παρανομαστή. Σκέφτονται ότι ένα κλάσμα είναι μικρότερο από την μονάδα όταν ο αριθμητής είναι μικρότερος από τον παρανομαστή, ενώ το κλάσμα είναι μεγαλύτερο από την μονάδα όταν ο αριθμητής είναι μεγαλύτερος από τον παρανομαστή. Εδώ υπάρχουν κάποιοι μαθητές οι οποίοι πιστεύουν ότι υπάρχει ένα μικρότερο και ένα μεγαλύτερο κλάσμα, χωρίς να πιστεύουν στην απειρότητα των κλασμάτων. Επίσης υπάρχουν και εκείνοι οι μαθητές οι οποίοι έχουν μια πιο ολοκληρωμένη άποψη στην αντίληψη του κλάσματος, πάνω στην οποία μπορούν να καταλάβουν την απειρότητα των κλασμάτων που προκύπτει από το πηλίκο του αριθμητή και του παρανομαστή (Stafylidou & Vosniadou, 2004). Εδώ βλέπουμε μια προσπάθεια να συμβιβάσουν τις προηγούμενες γνώσεις τους με τη νέα γνώση των κλασματικών μεγεθών. Σίγουρα η κατανόηση της έννοιας της μονάδας σε σχέση με το κλάσμα είναι μια σημαντική διαδικασία για την αντίληψη των κλασμάτων, ενώ οι όποιες παρανοήσεις που τους επηρεάζουν μπορούν να αλλάξουν κατά την διάρκεια της μάθησης, μέσω μιας ριζικής αναδιοργάνωσης της παλιάς γνώσης. Τα παιδιά έχουν μια εσωτερική αντίληψη του αριθμού η οποία και βασίζεται στις διαδικασίες καταμέτρησης των φυσικών αριθμών, η οποία και πρέπει να αναδιοργανωθεί και να γίνει κατανοητό το ότι είναι διαφορετικό να μετράμε φυσικούς και διαφορετικό το να μετράμε κλάσματα (Gelman, 2000). Αυτή η διαδικασία όμως είδαμε δημιουργεί παρανοήσεις όταν αυτή η προηγούμενη γνώση μεταφέρεται στους ρητούς αριθμούς (Stafylidou & Vosniadou, 2004). Για να 27

28 συμβιβάσουν αυτήν την προηγούμενη γνώση οι μαθητές με την καινούρια γνώση για τους ρητούς, την οποία και δεν κατανοούν σε μεγάλο βαθμό, δημιουργούν τα λεγόμενα συνθετικά μοντέλα, μια άρρητη προσπάθεια των παιδιών να συνδυάσουν αυτά που γνωρίζουν με τους επιστημονικούς όρους. Κατηγοριοποιούν τα κλάσματα και τους δεκαδικούς αριθμούς ως διακριτούς όπως κάνουν και για τους φυσικούς. Όμως τέτοια λάθη δεν κάνουν μόνο τα παιδιά αλλά και οι ενήλικες πανεπιστημιακής μόρφωσης (Bonato et al., 2007, Schneider & Siegler, 2010) ακόμα και σε τμήματα Μαθηματικών ((Silver, 1983)Siegler, 2006) δείχνοντας πως με αυτό τον τρόπο χτίζεται και κουβαλιέται η προκατάληψη του φυσικού αριθμού από την μικρή ηλικία και ενώ έχουν αναπτύξει μια πιο επιστημονική προσέγγιση στην αντίληψη του κλασματικού μεγέθους, εντούτοις η επίδραση του φυσικού αριθμού είναι ακόμα ισχυρή (De Wolf & Vosniadou, 2011). 8. Υπάρχει αριθμογραμμή για τα κλάσματα όπως γίνεται και με τους φυσικούς αριθμούς; Τα αποτελέσματα προηγούμενων ερευνών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι αριθμοί αναπαριστάνονται χωρικά σε μια νοητή αριθμογραμμή η οποία προάγει μια διαισθητικότητα, μη λεκτική, για τα μεγέθη των φυσικών αριθμών το λεγόμενο (number sense) (Dehaene et al., 1990, Dehaene, 1997, Schneider & Siegler, 2010, Izard & Dehaene, 2008, Ansari, 2008, Ischebeck et. al., 2009). Οι Siegler και συνεργάτες (2011), υπέθεσαν στην έρευνα τους ότι αν υπάρχει αυτή η νοητή αριθμογραμμή για τα αριθμητικά μεγέθη, όπως υποθέτουμε ότι υπάρχει για τους φυσικούς, ότι θα υπάρχει σε ανάλογη μορφή και στα 28

29 κλάσματα. Αυτό θα φαινότανε αν τα υποκείμενα σε ένα έργο σύγκρισης κλασμάτων επηρεάζονταν από το distance effect του κλασματικού μεγέθους και όχι από αυτό των τελεστών του κλάσματος. Αυτό υποστηρίχτηκε από τα ευρήματα της έρευνας τους (Schneider & Siegler, 2010) σύμφωνα με την οποία τα υποκείμενα έδειξαν distance effect μόνο στο κλασματικό μέγεθος. Έτσι διαπιστώνεται ότι όντως μπορούμε να έχουμε απευθείας πρόσβαση στο κλασματικό μέγεθος και κατ επέκταση να τοποθετήσουμε τα κλάσματα σε μια σειρά αναπαριστάνοντας τα πάνω σε μια αριθμογραμμή. Έτσι, αν χρησιμοποιείται μια νοητή αριθμογραμμή για τους φυσικούς τότε μπορεί να δημιουργήσουμε μια ανάλογη και για τα κλασματικά μεγέθη. Στην περίπτωση όμως των κλασμάτων δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η νοητή αριθμογραμμή των φυσικών αριθμών. Πρέπει να δημιουργηθεί μια άλλη αναπαράσταση της αριθμογραμμής που να περιέχει τα κλάσματα. Παρόμοια αποτελέσματα έδειξαν και οι Sprute & Temple (2011) καθώς και με νευροαπεικονιστικές μελέτες (Ischebeck et al., 2009) μελέτησαν τις ενεργοποιήσεις νευρώνων στον IPS (intra parietal sulcus) που σχετίζονται με την αντίληψη των αριθμητικών μεγεθών, όπου στους ενήλικες ενεργοποιήθηκαν οι ίδιες περιοχές όταν είχαν να συγκρίνουν κλασματικά μεγέθη. Παράλληλα έδειξαν distance effect στο κλασματικό μέγεθος και όχι στους τελεστές του. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι μπορούμε να έχουμε απευθείας πρόσβαση στο κλασματικό μέγεθος, όταν δεν μπορούμε να συγκρίνουμε με άλλον τρόπο τα κλάσματα και να τοποθετήσουμε τα κλάσματα σε μια νοητή αριθμογραμμή ακολουθώντας περισσότερο μια λογαριθμική συνάρτηση. Κάτι τέτοιο δεν είχε υποστηριχτεί από τον Bonato (2007) όπου αυτός και οι συνεργάτες του υποστήριξαν το αντίθετο από αυτό των Siegler & Schneider (2010), λέγοντας πως δεν μπορούμε να έχουμε απευθείας πρόσβαση στο κλασματικό 29

30 μέγεθος, αλλά ούτε και να τα αναπαραστήσουμε βάζοντας τα σε μια αριθμογραμμή, δείχνοντας μια επίδραση της προκατάληψης του φυσικού αριθμού όπως διαπίστωσε και στην μελέτη του. Διάφορες έρευνες επίσης έχουν γίνει για να εξεταστούν ζητήματα όπως στο εάν οι άνθρωποι μπορούν να έχουν απευθείας πρόσβαση στο κλασματικό μέγεθος, ή αν αναπαριστούν τους τελεστές του κλάσματος μόνο, όπως επίσης και για το εάν αναπαριστάνονται τα κλάσματα σε μια νοητή αριθμογραμμή όπως γίνεται με τους φυσικούς αριθμούς, καθώς και ποιες είναι οι στρατηγικές που ακολουθούν όταν αντιμετωπίζουν το έργο της σύγκρισης των κλασμάτων. Επιγραμματικά οι γνώμες διίστανται πάνω σε αυτά τα ζητήματα με κύριες μελέτες αυτές των Bonato et al.,(2007) και των Schneider & Siegler (2010) όπου ο πρώτος ισχυρίζεται ότι δεν μπορούμε να έχουμε άμεση πρόσβαση στο κλασματικό μέγεθος ούτε και να τοποθετήσουμε τα κλάσματα σε μια νοητή αριθμογραμμή, ενώ οι δεύτεροι να έχουν ευρήματα με αντίθετα αποτελέσματα τα οποία να δείχνουν πως μπορούμε να έχουμε αντίληψη του κλασματικού μεγέθους, αλλά και να τοποθετήσουμε τα κλάσματα σε μια νοητή αριθμογραμμή σαν αυτή που χρησιμοποιούμε για τους ακέραιους αριθμούς. Ο Bonato (2007) στα πειράματά του ισχυρίστηκε ότι οι πειραματιζόμενοι στο έργο σύγκρισης κλασμάτων παρουσίασαν distance effect στους παρανομαστές των κλασμάτων και όχι απευθείας στο κλασματικό μέγεθος καθώς υπήρχε και η επίδραση του φυσικού αριθμού (whole number bias), παράλληλα οι πιο έμπειροι ακολούθησαν διάφορες στρατηγικές για την σύγκριση των κλασμάτων όπως παραδείγματος χάριν να μετατρέπουν τα κλάσματα σε δεκαδικούς. Στα πειράματα του Bonato όμως ασκήθηκε κριτική (Schneider & Siegler, 2010) ως προς τα κλάσματα που χρησιμοποίησε διότι αυτά ήταν με ίδιους αριθμητές και επομένως μπορεί οι πειραματιζόμενοι να εστίαζαν στους παρανομαστές των κλασμάτων. Οι 30

31 Schneider & Siegler (2010) με τη σειρά τους παραθέτουν ευρήματα σύμφωνα με τα οποία οι ενήλικες έδειξαν distance effect στο κλασματικό μέγεθος ενώ χρησιμοποίησαν την νοητή αριθμογραμμή στην περίπτωση που τα κλάσματα ήταν δυσκολότερα συγκρίσιμα. Οι Iuculano & Butterworth (2011) βρήκαν ότι τόσο τα παιδιά ηλικίας 10 ετών όσο και οι ενήλικες, όταν ζητήθηκε να τοποθετήσουν αριθμητικά μεγέθη σε αριθμογραμμή, όπως κλάσματα, ακεραίους, δεκαδικούς και αξίες χρημάτων, τότε επέδειξαν σε όλα τα αριθμητικά αυτά μεγέθη γραμμικές αναπαραστάσεις. Όταν το έργο ήταν το αντίστροφο, δηλαδή όταν ήταν ήδη μαρκαρισμένη η αριθμογραμμή και έπρεπε να γράψουν μέσα σε κουτάκι πιο αριθμητικό μέγεθος αντιστοιχεί το σημείο εκείνο της αριθμογραμμής, επέδειξαν γραμμικότητα τόσο οι ενήλικες όσο και τα παιδιά στα αριθμητικά μεγέθη, εκτός από τα κλάσματα. 9. Η διδακτική προσέγγιση της αριθμογραμμής Η αριθμογραμμή είναι μια γεωμετρική ερμηνεία του αριθμού, η αναπαράσταση μιας ευθείας γραμμής μετρήσιμη σε χωρικά διαστήματα της μονάδας και αποτελείται από ένα σύνολο μαθηματικών συμβάσεων (Saxe et al., 2010) όπου απεικονίζονται τα σημεία των αριθμών καθώς και οι αποστάσεις τους (Department of education & Early Childhood development, 2009). Σαν αναπαραστασιακό εργαλείο στα μαθηματικά είναι πολύ χρήσιμη ειδικότερα στις μικρότερες ηλικίες (Bright et al., 1988) καθώς πάνω σε αυτήν δίνεται η δυνατότητα να αναπαρασταθούν γραμμικά τα αριθμητικά μεγέθη κατά σειρά μεγέθους και να 31

32 τοποθετήσουμε πάνω της αριθμούς όπως ακέραιους, δεκαδικούς, αρνητικούς, κλάσματα, ενώ παράλληλα μπορεί να βοηθήσει στην εκμάθηση της διαδικασίας της αρίθμησης και της μέτρησης και ειδικότερα για τις πράξεις της πρόσθεσης ή της αφαίρεσης (Department of education & Early Childhood development, 2009) όπου δίνεται μια δυνατότητα οπτικοποίησης των αποτελεσμάτων των πράξεων και με τον τρόπο αυτό μπορεί να προσδώσει και μεγαλύτερο νόημα στην διαδικασία αυτή και να κατανοήσουν τα παιδιά τη σημασία των πράξεων. Η χορήγηση κενών αριθμογραμμών και η συμπλήρωσή τους από τους μαθητές μπορούν να είναι ένα κατάλληλο διδακτικό μοντέλο που θα βοηθήσει τους μαθητές να μάθουν να αναπαριστούν την πρόσθεση και την αφαίρεση αριθμητικών μεγεθών (Ni & Zhou, 2005) και επιπλέον είναι ένα ακόμη βοήθημα για την κατανόηση των πράξεων του πολλαπλασιασμού και της διαίρεσης (Coupland et al., 2005, Department of education & Early Childhood development, 2009). Η άδεια αριθμογραμμή δίνει την δυνατότητα της οπτικής αναπαράστασης για την καταγραφή του τρόπου σκέψης των παιδιών καθώς και ποιες στρατηγικές ακολουθούν κατά τη διάρκεια των νοητών υπολογισμών τους (Coupland et al., 2005, Department of education & Early Childhood development, 2009). Ο Gravemeijer (1994) αναφέρει τρία πλεονεκτήματα της χρήσης κενών αριθμογραμμών: α) υπάρχει γραμμική παρουσίαση των αριθμητικών μεγεθών καθότι μπορούν να παρουσιαστούν οι σχέσεις μεταξύ αριθμητικών μεγεθών με τις αποστάσεις τους, β) μπορούμε να δούμε τις διαισθητικές στρατηγικές που χρησιμοποιούν τα μικρά παιδιά και γ) μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη καλύτερων στρατηγικών όπου μέσω αυτών τα παιδιά μπορούν να ανακαλύψουν τα λάθη τους παράλληλα με τη βοήθεια του δασκάλου (Coupland et al., 2005). Έτσι η κενή αριθμογραμμή έχει το πλεονέκτημα της έκθεσης των σκέψεων των παιδιών και αυτό μπορεί να 32

33 αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης μέσα στην τάξη. Ωστόσο όμως τα παιδιά θα πρέπει να έχουν προηγουμένως εξοικειωθεί με την αριθμογραμμή είτε κενή είτε με αριθμούς πάνω της (Coupland et al., 2005). Τα παιδιά εδώ μπορούν να αποτυπώσουν μόνο τους αριθμούς που τους είναι χρήσιμοι για αυτό που θέλουν να μετρήσουν (Department of education & Early Childhood development, 2009). Όπως έχει προαναφερθεί οι μαθητές αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εννοιολογική κατανόηση του κλάσματος και ένας τρόπος για να διευκολυνθεί αυτή η κατανόηση είναι η χρήση εξωτερικών αναπαραστάσεων, αλλά τόσο η κατανόηση της έννοιας του κλάσματος όσο και η εξοικείωση των μαθητών με την αριθμογραμμή, είναι σημαντικοί παράγοντες προαγωγής της μάθησης για πιο δύσκολα μαθηματικά όπως η άλγεβρα (Saxe et al.2007). Όταν τα παιδιά αποτυγχάνουν στην αριθμογραμμή αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν την ικανότητα να κατανοήσουν τη σημασία της για τα κλάσματα, διότι προέρχεται από ελλιπή εξάσκηση πάνω σε αυτήν καθώς έχουν συνηθίσει αναπαραστάσεις του τύπου «μέρος-όλου» και δεν καταλαβαίνουν την έννοια της μέτρησης για ένα κλάσμα. Αυτό που χρειάζεται είναι μια σωστή καθοδήγηση για το πώς να χρησιμοποιούν την αριθμογραμμή για τους ρητούς αριθμούς (Ni, 2000). Τα κλάσματα θα πρέπει οι μαθητές να τα κατανοήσουν σαν αριθμούς διότι είναι αριθμοί με διαφορετική συμβολική αναπαράσταση. Έτσι θα πρέπει να διδάσκονται ότι ένα κλάσμα είναι μια μονάδα μέτρησης και μια καλή αναπαράσταση για αυτό φαίνεται στην εικόνα 1: 33

34 Εικόνα 1. Η αναπαράσταση των κλασμάτων ως αριθμοί πάνω στην αριθμητική ευθεία (Κολέζα, 2000) Κατόπιν σύμφωνα με το παραπάνω σχήμα θα μπορούσαμε να σχηματίσουμε μία αριθμογραμμή με τα παραπάνω κλάσματα και να έχουμε ένα μοντέλο σύμφωνα με το οποίο μπορούμε να συγκρίνουμε τα κλάσματα όπως για παράδειγμα στην εικόνα 2: Εικόνα 2. Παράδειγμα τοποθέτησης κλασμάτων σε αριθμογραμμή 34

35 Υποθέτουμε ότι βάζοντας τα κλάσματα στην εξωτερική αναπαράσταση της αριθμογραμμής ότι θα βοηθήσουμε τους μαθητές στο να κατασκευάσουν μια νοητή αριθμογραμμή για τα κλάσματα που ίσως τους βοηθήσει στην εννοιολογική κατανόηση της έννοιας του κλάσματος και παράλληλα ίσως μπορέσει να βοηθήσει και στις πράξεις με τα κλάσματα. Για να τοποθετήσουν οι μαθητές ένα κλάσμα πάνω στην αριθμογραμμή θα πρέπει να έχουν πρωτύτερα κατανοήσει ότι το κλάσμα είναι μια μονάδα μέτρησης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί επαναληπτικά, μια διαδικασία η οποία δυσκολεύει τα παιδιά διότι δεν συνάδει με την καθημερινή τους εμπειρία (Κολέζα, 2000). Η εξωτερική αναπαράσταση της αριθμογραμμής μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να αναπτύξουν μεγαλύτερη ευελιξία στην εσωτερική νοητή αριθμογραμμή τους καθώς μπορούν να δημιουργούν ενεργά μαθηματικές έννοιες, να αναπτύξουν καλύτερα την αίσθηση του αριθμού αλλά και να διαπιστώσουν τις σχέσεις που ισχύουν μεταξύ των αριθμών (Frykholm, 2010). Με αυτόν τον τρόπο οι μαθητές μπορούν να κατανοήσουν τα αριθμητικά μεγέθη καθώς αυτά παρατίθενται σαν σημεία πάνω στην γραμμή (Behr et al., 1984). Παράλληλα το πώς χειρίζονται οι μαθητές την αριθμογραμμή, αντικατοπτρίζει και τον βαθμό κατανόησης που έχουν για τα αριθμητικά μεγέθη και δει για τα κλάσματα (Bright et al., 1988, Kilpatrick et al., 2001, Ni 2000). Η αναπαράσταση των αριθμητικών μεγεθών σε αριθμογραμμή μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη κατανόηση του αριθμητικού μεγέθους και σε σωστότερες απαντήσεις (Booth & Siegler, 2008, Ni & Zhou, 2005). Η αριθμογραμμή μπορεί να λειτουργήσει σαν χάρακας καθώς μπορεί να παρουσιάσει την μονάδα αλλά και τις υποδιαιρέσεις της, ενώ είναι ένα συνεχές μοντέλο αναπαράστασης (Cramer & Wyberg, 2009, Wu, 2011) και προσφέρει μια οπτική διακριτότητα των 35

36 αριθμητικών μεγεθών δίνοντας παράλληλα εικονικές αλλά και συμβολικές πληροφορίες (Bright et al., 1988). Βέβαια είναι εύκολο να τοποθετήσουμε τους φυσικούς αριθμούς σε μια αριθμογραμμή, είτε αυτή είναι η νοητή αριθμογραμμή είτε είναι η εξωτερική αριθμογραμμή, αλλά με τα κλάσματα και το σύνολο των ρητών αριθμών είναι δυσκολότερη αυτή η διαδικασία διότι όπως έχουμε προαναφέρει μεταξύ δύο κλασμάτων υπάρχουν άπειρα κλάσματα και δεν υπάρχει το επόμενο ή το προηγούμενο κλάσμα. Παρόλο που η αριθμογραμμή είναι δυσκολότερη για τα κλάσματα εντούτοις προτείνεται ως ένα χρήσιμο αναπαραστασιακό εργαλείο και για τους ρητούς αριθμούς καθότι μπορεί να είναι οδηγός για την κατανόηση της σχέσης των κλασμάτων με τους φυσικούς αριθμούς, της πυκνότητα των ρητών και της σχέσης των κλασμάτων με την μονάδα (Saxe et al., 2007, Kilpatrick et al., 2001). Για τον λόγο αυτόν θα πρέπει να βοηθήσουμε τους μαθητές να φτιάξουν μια διαφορετική αριθμογραμμή για τα κλάσματα σε σχέση με αυτήν που έχουν για τους φυσικούς αριθμούς. Τοποθετώντας κλάσματα σε μια αριθμογραμμή και υποδιαιρώντας την σε μικρότερα μέρη οι μαθητές είναι σε θέση να συγκρίνουν τα αριθμητικά τους μεγέθη και παράλληλα να δουν ότι υπάρχουν κλάσματα που είναι ισοδύναμα (Bright et al., 1988, Wu, 2011) ή ότι ένα κλάσμα μπορεί να είναι ίσο ή μεγαλύτερο από την μονάδα και να κάνουν πράξεις ομώνυμων κλασμάτων (Behr et al., 1984). Ειδικότερα για την κατανόηση των καταχρηστικών κλασμάτων τα οποία ξεπερνούν την μονάδα η αριθμογραμμή υπερέχει έναντι των κυκλικών διαγραμμάτων (Παντσίδης, 2011). Μέσω της αριθμογραμμής παράλληλα προάγεται η ιδέα της πυκνότητας των κλασμάτων, μια έννοια που προκαλεί δυσκολίες κατανόησης στους μαθητές και μπορεί να αντιμετωπιστεί με την αριθμογραμμή, όπου οι μαθητές 36

37 μπορούν να χρησιμοποιήσουν ένα φυσικό αριθμό σε μια αριθμογραμμή π.χ. από το 0 έως το 1 και αυτό να το χωρίζουν σε ίσα μέρη δημιουργώντας ένα κλάσμα και κατόπιν αυτά τα ίσα μέρη να χωριστούν σε ακόμα μικρότερα μέρη, όσο περισσότερο μπορούν και με αυτόν τον τρόπο να μάθουν ότι ένα κλάσμα μπορεί να διαιρεθεί σε ένα ακόμη μικρότερο κλάσμα (Fazio & Siegler, 2010). Ο εντοπισμός των κλασμάτων στην αριθμογραμμή έχει επισημανθεί από πολλούς μαθηματικούς και ερευνητές ως ουσιώδης για την κατανόηση τους ως αριθμούς και όχι μόνο ως μέρη μιας πίτσας. Οι μαθητές πρέπει να μάθουν να εντοπίζουν ένα κλάσμα στην αριθμογραμμή και να το συγκρίνουν σε σχέση με άλλους αριθμούς και η αριθμογραμμή είναι σε θέση να βοηθά να απεικονίζει τέτοιες θέσεις. Επιπλέον και οι πράξεις με τα κλάσματα όπως η πρόσθεση και η αφαίρεση μπορούν να οπτικοποιηθούν πάνω στην αριθμογραμμή, η οποία με την σειρά της δίνει την δυνατότητα να λειτουργήσει και σαν ένα εννοιολογικό εργαλείο για την καλύτερη κατανόηση των πραγματικών αριθμών (Ernest, 1985). Έτσι με την χρήση αριθμογραμμών για την αναπαράσταση των αριθμητικών μεγεθών οι μαθητές μπορούν να καταλάβουν καλύτερα ότι τα κλάσματα είναι αριθμητικά μεγέθη (Fazio & Siegler, 2010). Η αναπαράσταση της αριθμογραμμής είναι πολύ σημαντική για τα κλάσματα παρόλο που είναι ένα αφηρημένο μοντέλο σε σύγκριση με άλλα συνεχή μοντέλα καθώς όπως προτείνει το U.S. National Mathematics Advisory Panel (2008), καθώς η αριθμογραμμή είναι ένα μοντέλο που μπορεί να συνδέσει τη διαδικαστική με την εννοιολογική γνώση (Cramer & Wyberg, 2009). 37

38 10. Μειονεκτήματα της αριθμογραμμής για τα κλάσματα Η αριθμογραμμή είναι ένα εικονικό μοντέλο πάνω στο οποίο παρουσιάζονται αριθμητικά σύμβολα, όπως είναι στην περίπτωση μας τα κλάσματα και όλα μαζί μας παρουσιάζουν πληροφορίες. Η διαχείριση της εικόνας της αριθμογραμμής αλλά και του κλασματικού συμβόλου συγχρόνως μπορεί να δυσκολεύει την ταυτόχρονη αντίληψή τους (Bright et al., 1988). Ακόμη η αριθμογραμμή φαντάζει να είναι ανοίκεια και ένα αφηρημένο σύμβολο που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στα παιδιά του δημοτικού (Παντσίδης, 2011). Είναι εύκολο από τους μαθητές να τοποθετήσουν ένα κλάσμα στην αριθμογραμμή όταν αυτή έχει διαχωριστεί στα ανάλογα μέρη του παρανομαστή. Όμως όταν η αριθμογραμμή έχει διαμεριστεί σε διαφορετικό πλήθος ίσων τµηµάτων από το μέτρο του παρονομαστή του κλάσματος δηλαδή σε τέταρτα, δεύτερα ή δέκατα έκτα, τότε οι μαθητές δυσκολεύονται να αντιστοιχίσουν ένα κλάσµα στην αριθμογραμμή όταν ο αριθµός των ίσων μερών που έχει διαµεριστεί η αριθμογραμμή είναι πολλαπλάσιος ή υποπολλαπλάσιος του παρονοµαστή του κλάσματος (Behr et al.,1983, Charalambous & Pandazi, 2007). Σημαντική επίσης δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι μαθητές είναι ότι πολλές φορές δυσκολεύονται όταν για παράδειγμα αφαιρεθούν τα σημεία αναφοράς από την αριθμογραμμή π.χ. όταν μια αριθμογραμμή έχει σαν σημείο αναφοράς μόνο το 0. Επιπλέον η αριθμογραμμή γίνεται πιο δύσκολη για τους μαθητές, όταν το μήκος της αριθμογραμμής ξεπερνάει το 1 σαν σημείο αναφοράς και ανεβαίνει για παράδειγμα στο 2 (Bright et al., 1988). Έτσι αρκετές φορές οι μαθητές δυσκολεύονται να αντιληφθούν την έννοια της μονάδας πάνω στην αριθμογραμμή 38

39 όπου για παράδειγμα εάν η αριθμογραμμή δείχνει περισσότερα από μια απλή μονάδα, οι μαθητές συχνά χρησιμοποιούν ολόκληρη την αριθμογραμμή σαν μια μονάδα προκειμένου να εντοπίσουν ένα κλάσμα πάνω στην αριθμογραμμή. Επίσης δυσκολεύονται σύμφωνα με τους Behr et al. (1983) να κατανοήσουν την ισοδυναμία των κλασμάτων πάνω σε μια αριθμογραμμή και ειδικότερα όταν χρειάζεται να αλλάξουν τις υποδιαιρέσεις της αριθμογραμμής ώστε να εντοπίσουν και άλλα κλάσματα, το οποίο είναι μια αρκετά δύσκολη διαδικασία που δεν διδάσκεται εύκολα στους μαθητές (Cramer & Wyberg, 2009). Επιπλέον έρευνες όπως των Vamvakoussi & Vosniadou (2007) και Χατζημανώλης (2008) έδειξαν ότι η χρήση της αριθμογραμμής δεν οδηγεί αναγκαστικά στην αποδοχή από τους μαθητές της πυκνότητας των ρητών αριθμών ότι δηλαδή μεταξύ δύο ρητών υπάρχουν άπειροι ρητοί αριθμοί. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί ότι οι έλληνες μαθητές επηρεάζονται από την Ευκλείδεια γεωμετρία σχετικά με την αριθμογραμμή την οποία και αντιμετωπίζουν σαν διακριτό σημείο και όχι σαν ολιστικό (Vamvakoussi & Vosniadou, 2007), δηλαδή ότι η αριθμογραμμή η ίδια ερμηνεύεται βάσει των θεμελιωδών προϋποθέσεων της διακριτικότητας, καθώς αποτελείται από διακριτά σημεία. Επιπλέον δεν είναι υποχρεωτικά εύκολη η διαδικασία κατανόησης ότι ένας αριθμός αντιστοιχεί σε ένα σημείο στην αριθμογραμμή (Vosniadou & Vamvakoussi, 2007). Για παράδειγμα, είναι δυνατόν μερικοί μαθητές να θεωρούν ότι η αριθμογραμμή υπόκεινται σε περιορισμούς που σχετίζονται με ένα πραγματικό αντικείμενο (Vosniadou & Vamvakoussi, 2007). Για τον λόγο αυτόν θα πρέπει η διδασκαλία της αριθμογραμμής να ρυθμιστεί στο ότι ναι μεν η αριθμογραμμή είναι ένα γεωμετρικό μοντέλο αλλά από την άλλη ότι οι αριθμοί αποτελούν σημεία πάνω σε αυτήν την γραμμή. 39

40 11. Ενεργητική και παθητική μάθηση Υπάρχουν πολλές έρευνες οι οποίες έχουν μελετήσει το θέμα της ενεργητικής και της παθητικής μάθησης των μαθητών στο σχολείο, σχετικά με το ποια είναι η αποτελεσματικότερη μέθοδος που μπορεί να προάγει τη μάθηση των παιδιών. Ο όρος της ενεργητικής μάθησης συνήθως περιγράφει διάφορα μοντέλα διδασκαλίας κατά τα οποία οι μαθητές είναι υπεύθυνοι για την δική τους μάθηση (Bonwell & Eison, 1991, Norbert et al., 2009) καθώς ενεργοποιούνται στο να σκεφτούν και να δράσουν ώστε να επιλύσουν προβληματικές που τους απασχολούν. Οι μαθητές εδώ μπαίνουν σε μια διαδικασία να κάνουν πράγματα ενώ ταυτόχρονα να σκέφτονται και αυτά που κάνουν (Bonwell & Eison, 1991). Οι Meyers & Jones (1993) ορίζουν ότι «Η ενεργητική μάθηση περιλαμβάνει την παροχή ουσιαστικών ευκαιριών στους μαθητές για να μιλήσουν, να ακούσουν, να γράψουν, να διαβάσουν σχετικά με το περιεχόμενο ιδέες, θέματα και ανησυχίες ενός ακαδημαϊκού θέματος». Η ενεργητική δραστηριότητα στο σχολείο μπορεί να περιλαμβάνει πολλές δραστηριότητες όπως για παράδειγμα η συγγραφή εργασιών, ατομικές ή ομαδικές, η συνεργασία των μαθητών σε κάποιο θέμα συζήτησης καθώς επίσης και η επιλογή ενός θέματος από τους μαθητές που τους κεντρίζει την προσοχή, το παίξιμο ρόλων ή παιχνιδιών μέσα στην τάξη, διάφορα πειράματα τα οποία μπορούν να λαμβάνουν χώρα στο εργαστήριο του σχολείου, η χρήση τεχνολογικών εργαλείων, προσομοιώσεων και πολλές άλλες παρόμοιες δραστηριότητες. Η ενεργητική μάθηση ενθαρρύνει τους μαθητές να είναι ενεργητικά μέλη της τάξης παίρνοντας μέρος στις συζητήσεις της τάξης και τις ασκήσεις και τους υποχρεώνει να 40

41 διαβάζουν, να μιλούν, να ακούν και να σκέφτονται. Η ενεργητική μάθηση μπορεί επίσης να διεξαχθεί ως ατομική δραστηριότητα καθώς είναι μια διανοητική αλλά και σωματική δραστηριότητα (Angelo, 1993). Η ενεργητική μάθηση περιλαμβάνει εγκεφαλική (brain-based) μάθηση, δημιουργώντας νόημα μέσα από τις εμπειρίες διεκπεραίωσης του έργου και της επίλυσης προβλημάτων, διότι ο μαθητής με τον τρόπο αυτόν κινητοποιείται και παράλληλα ενισχύει την μνήμη του μέσω αυτής της διαδικασίας (Wolfe, 2006). Όταν οι μαθητές μαθαίνουν ενεργά, διατηρούν ποιοτικό περιεχόμενο γνώσης για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και είναι σε θέση να εφαρμόσουν το υλικό αυτό της γνώσης τους και σε ένα ευρύτερο φάσμα. Με αυτόν τον τρόπο η ενεργή μάθηση μπορεί να προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα στους μαθητές καθώς εμπλέκονται σε ενεργητικές δραστηριότητες διαβάσματος, συγγραφής και συζήτησης, βελτιώνοντας με τον τρόπο αυτό και τις δεξιότητες τους ανεβάζοντας με τον τρόπο αυτόν και τα κίνητρα των μαθητών για μάθηση (Bonwell, 2000, Norbert et al., 2009, Eison, 2010). Έτσι με την συνεργασία μεταξύ των μαθητών σε τομείς μάθησης τους δίνεται η δυνατότητα να ερευνήσουν τα δικά τους ερωτήματα. Επιπλέον μπορούν να λαμβάνουν άμεση ανατροφοδότηση της προσπάθειας τους και να προάγουν ανώτερης μορφής σκέψης, αναλυτικότερης σύνθεσης και ανάλυσης (Norbert et al., 2009). Η Smith (1998) δίνει ένα προσωπικό της παράδειγμα καθώς αναφέρει ότι στην τάξη της η ίδια παίζει τον ρόλο του προπονητή και οι μαθητές της είναι η ομάδα η οποία τους κατευθύνει αλλά οι μαθητές πρέπει να παίξουν το παιχνίδι και να πάρουν τις αποφάσεις. Σύμφωνα με τον McKinney (2010) δραστηριότητες που περιλαμβάνουν την ενεργό συμμετοχή των μαθητών κατά την διαδικασία της μάθησης είναι: 41

42 1. Συζητήσεις μέσα στην τάξη τις οποίες μπορεί να καθοδηγήσει ο εκπαιδευτής όπου οι μαθητές σε αυτήν την διαδικασία αναπτύσσουν κριτικό πνεύμα διότι τους δίνεται η δυνατότητα να αναπτύξουν τις απόψεις τους και παράλληλα να ακούσουν και άλλες απόψεις από τους συμμαθητές τους. 2. Μίνι προετοιμασία και παρουσίαση του επόμενου μαθήματος από τους μαθητές. 3. Συνεργατική μελέτη από τους μαθητές σε ένα συγκεκριμένο θέμα, όπου οι μαθητές χωρίζονται σε δυάδες και μελετούν μαζί το αντικείμενο απασχόλησης τους, καταγράφοντας τις ερωτήσεις τους και απαντώντας ο ένας στον άλλον. Κατά την διάρκεια των ερωτο-απαντήσεων ο δάσκαλος δίνει την κατάλληλη ανατροφοδότηση όπου χρειάζεται. 4. Μια μικρή δεκάλεπτη έκθεση από τους μαθητές μέσα στην τάξη. 5. Ο χωρισμός των μαθητών σε ευρύτερες ομάδες οι οποίες επιλέγουν ένα θέμα εργασίας το οποίο το προετοιμάζουν και μετέπειτα το παρουσιάζουν μέσα στην τάξη. 6. Debate ανάμεσα στους μαθητές όπου τους δίνεται η δυνατότητα να μελετήσουν ένα θέμα και να επιχειρηματολογήσουν πάνω σε αυτό. 7. Η προβολή βίντεο στους μαθητές και η ακολουθία ερωτήσεων πάνω σε αυτό που είδαν οι μαθητές και η κατάθεση των απόψεών τους. 8. Επιμορφωτικά παιχνίδια μέσα στην τάξη όπως π.χ. σταυρόλεξα δίνοντας έναν ευχάριστο τόνο στην μάθηση. Μέσω της ενεργητικής δραστηριότητας, ο εκπαιδευτικός δίνει περισσότερο χρόνο στους μαθητές στο να απαντάει στα ερωτήματα τους, να τους καθοδηγεί και να παρατηρεί τις αδυναμίες τους και να δίνει έμφαση σε αυτές ώστε να τις 42

43 διορθώσει σε πραγματικό χρόνο, δηλαδή απευθείας εκείνη τη στιγμή (Eison, 2010). Η παθητική μάθηση σχετίζεται με την παραδοσιακή μορφή διδασκαλίας κατά την οποία ο εκπαιδευτικός δίνει διαλέξεις κατά το μεγαλύτερο μέρος της διδακτικής ώρας, ενώ πολλές φορές δεν δίνει την δυνατότητα παρέμβασης από τους μαθητές. Ο όγκος των πληροφοριών είναι μεγάλος και τα παραδείγματα είναι απλά και σπανίζουν. Ωστόσο αυτή η παραδοσιακή μορφή διάλεξης χρησιμοποιείται σε ανώτερες βαθμίδες εκπαίδευσης διότι δίνει τη δυνατότητα παρουσίασης μεγάλου όγκου πληροφοριών. Όμως όπως έχει παρατηρηθεί πολλές φορές οι μαθητές κουράζονται με αποτέλεσμα να αποσπάται η προσοχή τους (Norbert et al., 2009, Βοσνιάδου, 2006). Για παράδειγμα οι Meyers & Jones (1993) αναφέρουν ότι οι μαθητές σε μια διάλεξη δεν γνώριζαν τι είχε ειπωθεί στο 40% της διάρκειας της και ότι οι μαθητές συγκρατούν το 70% των πληροφοριών από μια διάλεξη κατά τα πρώτα δέκα λεπτά της και το 20% από τα τελευταία δέκα λεπτά της. Για τον λόγο αυτόν οι διαλέξεις έχουν εμπλουτιστεί με τεχνολογικά εργαλεία όπως π.χ. (PowerPoint) για να κεντρίσουν την προσοχή των μαθητών (Eison, 2010). Η απόσπαση της προσοχής είναι ένα στοιχείο μειονεκτικό για την παθητική μάθηση έναντι της ενεργητικής. Ωστόσο όμως κάποιες εμπειρικές έρευνες έχουν δείξει ότι ο συνδυασμός παθητικής και ενεργητικής μάθησης μπορούν εξίσου να προσφέρουν στην μάθηση. Άλλες έρευνες επίσης έχουν δείξει ότι οι μαθητές που έχουν εκτεθεί σε δραστηριότητες που εμπλέκουν ενεργητική συμμετοχή αποδίδουν καλύτερα από μαθητές που έχουν παθητική συμμετοχή. Λόγω της ενεργής δραστηριότητας των μαθητών, υπάρχει καλύτερη κατανόηση στο αντικείμενο της δραστηριότητας τους επειδή έχουν τη δυνατότητα να συγκρατούν περισσότερες πληροφορίες στην μνήμη τους (Norbert et al., 2009). 43

44 Οι διαλέξεις με την παραδοσιακή τους μορφή θα μπορούσαν να εμπλουτιστούν και να γίνουν πιο διαδραστικές με το να υπάρχει ένας χρόνος διακοπής της διάλεξης κατά τον οποίο οι μαθητές να είναι σε θέση να κάνουν μια μικρή δραστηριότητα πάνω στο θέμα συζήτησης ή να συνεργαστούν μεταξύ τους, ή να θέσουν τα ερωτήματα τους και με τον τρόπο αυτόν να αναπτυχθεί ένας εποικοδομητικός διάλογος ώστε να λυθούν οι όποιες απορίες μπορεί να υπάρχουν (Eison, 2010). Υπάρχει και η διαδραστική μάθηση η οποία διαχωρίζεται στην υψηλή διάδραση που είναι π.χ. ένα βιντεοπαιχνίδι και στην χαμηλή διάδραση που είναι ένα σχεδιαστικό πρόγραμμα όπως η logo και διαφέρει από την ενεργή συμμετοχή (Βοσνιάδου, 2006). Τα οφέλη της υψηλής διάδρασης είναι πως οι μαθητές δραστηριοποιούνται στην ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων ενώ τα μειονεκτήματα είναι πως υπάρχει απουσία εύρεσης και δόμησης ενός προβλήματος. Η υψηλή διάδραση προάγει τον αυτοματισμό ενώ η χαμηλή διάδραση προάγει την στοχαστικότητα. Έτσι ο συνδυασμός των δύο αυτών παραγόντων μπορούν να σχεδιάσουν ένα περιβάλλον μάθησης (Βοσνιάδου, 2006). Η Keyser (2000) με την σειρά της αναφέρει ότι η τεχνική με την ομαδική συνεργασία των μαθητών δεν είναι ταυτόσημη με την τεχνική της ενεργούς μάθησης, αλλά είναι μέρος της. Παραθέτει τις διαφορές μεταξύ και τις ομοιότητες των δύο όπως το ότι και οι δύο τεχνικές προτιμώνται περισσότερο από τους μαθητές σε σύγκριση με την παραδοσιακή διάλεξη. Η ενεργός μάθηση είναι πιο εύκολο να χρησιμοποιηθεί από την ομαδική, διότι η δεύτερη απαιτεί καλύτερο και απαιτητικότερο σχεδιασμό, αλλά είναι και περισσότερο χρονοβόρα από την πρώτη. Επίσης, στην ενεργό μάθηση οι μαθητές εργάζονται ατομικά, ενώ στην ομαδική λαμβάνουν τα αποτελέσματα του συνόλου της ομάδας. 44

45 Με τα παραπάνω δεδομένα πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι η ενεργητική μάθηση υπερέχει της παθητικής (Instruction at FSU Handbook, 2011) διότι οι μαθητές είναι σε θέση να κατασκευάσουν τη δική τους γνώση, να ανακαλύψουν τις σχέσεις που τη διέπουν και να οργανώσουν το θέμα από μόνοι τους με τέτοιο τρόπο που να έχει νόημα. Έτσι χρειάζεται να δημιουργηθεί ένα τέτοιο περιβάλλον που να εμπνέει την ενεργητική μάθηση και να δίνει το κίνητρο στους μαθητές που να τους ενθαρρύνει στην ενεργό συμμετοχή τους. Η ενεργητική μάθηση βάζει τους μαθητές στο κέντρο της μάθησης όπου οι ίδιοι οι μαθητές είναι οι παραγωγοί της μάθησή τους κατασκευάζοντας το νόημα της μάθησης και όχι μόνο να δέχονται πληροφορίες. Ο Richard Hake (1998) παραθέτει ευρήματα σχετικά με την επίδραση της ενεργητικής μάθησης στο μάθημα της φυσικής και βρήκε ότι οι μαθητές που έλαβαν ενεργητική μάθηση βελτίωσαν την επίδοσή τους στα έργα εννοιολογικής γνώσης στο τεστ της φυσικής, εν αντιθέσει με τους μαθητές που διδάχτηκαν με τον παραδοσιακό τρόπο. Παρόμοια αποτελέσματα είχε στην έρευνα τους οι Hoellwarth και Moelter (2011) όπου βρήκαν ότι οι τάξεις που δίδασκαν φυσική οι οποίες είχαν αναβαθμίσει την διδασκαλία τους με ενεργητική μάθηση, οι μαθητές βελτίωσαν τις επιδόσεις τους στην φυσική. Το 2012 το Presidents council of Advisors on science and Technology των ΗΠΑ παρουσίασε ευρήματα που έδειχναν ότι η βελτίωση των μεθόδων διδασκαλίας που εμπλουτίστηκαν με ενεργητική μάθηση, οι μαθητές βελτίωσαν τις επιδόσεις τους στα μαθήματα του STEM δηλαδή των επιστημών, της μηχανικής, της τεχνολογίας και των μαθηματικών. 45

46 Τα εμπόδια που μπορεί να υπάρχουν για τη δημιουργία περιβάλλοντος ενεργητικής μάθησης μέσα στην τάξη είναι η έλλειψη χρόνου, θέλει πολλή καλή προετοιμασία του εκπαιδευτικού και της τάξης για μια τέτοια μέθοδο, οι πολυάριθμες τάξεις αποτελούν ένα σημαντικό εμπόδιο και επιπλέον χρειάζεται υλικό για την υποστήριξη μιας ενεργούς διδασκαλίας στην τάξη (Bonwell, 2000, Eison, 2010). Έτσι μια τέτοια πρακτική απαιτεί πολλή προσοχή, προετοιμασία και στρατηγικές για την υλοποίηση της. 12. Η χρήση πολυμέσων και παιχνιδιών για την προαγωγή της μάθησης του αριθμού. Οι μαθητές, όπως έχουν δείξει έρευνες επωφελούνται από τις αναπαραστάσεις των αριθμητικών μεγεθών με τη χρήση διαφόρων προγραμμάτων σε υπολογιστή ή σε παιχνίδια (Griffin et al., 1994 & Griffin, 2004) και ιδιαιτέρως τα γραμμικά παιχνίδια είναι αυτά που μπορούν να αναπτύξουν καλύτερη αίσθηση του αριθμού (Siegler & Ramani, 2009, Ramani & Siegler, 2011, Kilpatrick, 2001, Siegler et al., 2011) και του αριθμητικού μεγέθους (Siegler & Booth, 2004) όπως επίσης και την αναγνώριση των αριθμών και την μέτρηση τους (Siegler et al., 2011). Οι Whyte & Bull s (2008) στην έρευνα τους αναφέρουν ότι τα μικρά παιδιά που έπαιξαν γραμμικά αριθμητικά παιχνίδια σε σύγκριση με τα παιδιά που δεν έπαιξαν γραμμικά παιχνίδια, ήταν πιο ακριβή στις εκτιμήσεις τους στην τοποθέτηση αριθμητικών μεγεθών σε μια αριθμογραμμή 0 έως

47 Οι Siegler και συνεργάτες του (2011) επίσης, υποστηρίζουν ότι τα γραμμικά παιχνίδια προσφέρουν την δυνατότητα στα παιδιά να βελτιώσουν τις αναπαραστάσεις τους για τα αριθμητικά μεγέθη βελτιώνοντας παράλληλα και τις αριθμητικές τους δεξιότητές. Τέτοιου είδους γραμμικά παιχνίδια δίνουν την δυνατότητα στα παιδιά να καταλάβουν καλύτερα την διάταξη των αριθμών, διότι βελτιώνεται κατά πολύ η γραμμική τους αναπαράσταση, αποτελώντας έναν προβλεπτικό παράγοντα για την επίλυση και εκμάθηση νέων, μη οικείων, αριθμητικών προβλημάτων (Siegler & Booth, 2008). Επίσης η επίδραση των γραμμικών παιχνιδιών μπορεί να έχει και μακροχρόνια αποτελέσματα καθώς διατηρείται η γνώση που έχουν κερδίσει τα παιδιά από αυτά, όπως φάνηκε και στα πειράματα των Siegler και συνεργατών του (2011), όπου τα παιδιά που έπαιξαν τέτοιου είδους παιχνίδια είχαν καλύτερες επιδόσεις από τα παιδιά που δεν είχαν παίξει, ακόμα και μετά την παρέλευση αρκετού χρονικού διαστήματος (9 μήνες), εξακολούθησαν τα παιδιά που είχαν παίξει γραμμικά παιχνίδια να είναι καλύτερα στις αριθμητικές τους εκτιμήσεις. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι τα γραμμικά παιχνίδια (εικόνα 3.) αποτυπώνονται πιο ξεκάθαρα στην νοητή αριθμογραμμή των παιδιών με αποτέλεσμα αυτή να βελτιώνεται (Siegler & Ramani, 2009, Siegler et al., 2011). 47

48 Εικόνα 3. Παράδειγμα από γραμμικό παιχνίδι από Siegler et al., 2011 Επιπλέον η επαφή των μαθητών με αριθμητικά επιτραπέζια παιχνίδια εκτός σχολικού περιβάλλοντος όπως π.χ. στο σπίτι, έχει βρεθεί ότι σχετίζεται θετικά με την ανάπτυξη της κατανόησης της έννοιας του αριθμού (Siegler & Ramani, 2009). Τα αριθμητικά αυτά παιχνίδια βοηθούν, διότι δίνεται η δυνατότητα στα παιδιά να αλληλεπιδράσουν με τους αριθμούς, καθότι ενεργοποιούνται γνωστικές λειτουργίες μέσω της κιναίσθησης του παιδιού με το παιχνίδι, όπου του επιτρέπεται να προάγει μια φυσική συνειδητότητα για τον αριθμό. Μέσω των παραπάνω διεργασιών γίνεται μια εννοιολογική κατανόηση του αριθμού και προάγεται η αίσθηση του αριθμού (number sense) (Griffin, 2004). Τα παιχνίδια με αριθμούς συνεισφέρουν στην κατανόηση της αριθμογραμμής, στην καταμέτρηση των αριθμών, στην σύγκριση των αριθμητικών μεγεθών και στην αναγνώριση των αριθμών ακόμα και σε παιδιά τα οποία δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να έχουν επιτραπέζια παιχνίδια, τα οποία με λίγη ώρα εξάσκησης σε αυτά, διαπιστώθηκε πρόοδος στην αριθμητική τους ικανότητα (Siegler & Ramani, 2008). 48

49 Επιπλέον τα παιδιά ενθουσιάζονται στο να χρησιμοποιούν λογισμικά για εκπαιδευτικούς σκοπούς τα οποία κεντρίζουν το ενδιαφέρον και την προσοχή τους. Ο Kong (2007) αναφέρει το υψηλό ενδιαφέρον των μαθητών που υπήρξε στο να χρησιμοποιήσουν ένα λογισμικό με ασκήσεις για κλάσματα. Ειδικότερα στα μαθηματικά η χρήση του λογισμικού μπορεί να είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη καθώς προσφέρεται ένα περιβάλλον για να εξασκηθεί ο μαθητής όσο θέλει χωρίς περιορισμό, είτε ατομικά είτα και ομαδικά, χρησιμοποιώντας τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις στα μαθηματικά τις οποίες μπορεί είτε να εμπλουτίσει είτε να αναθεωρήσει, καθώς είναι ένας βοηθός που μπορεί να δώσει ανατροφοδότηση σε κάθε προσπάθεια (Roscoe & Chi, 2007). Γενικά η χρήση πολυμέσων και εκπαιδευτικών λογισμικών ενδείκνυται σαν συμπληρωματικά της διδασκαλίας καθώς δίνεται η δυνατότητα παρουσίασης πληροφοριών με πολλούς τρόπους, συνδυάζοντας λεκτικές, μη λεκτικές αναπαραστάσεις, αριθμητικές κ.α. με απώτερο σκοπό η μάθηση να προσεγγιστεί από τον μαθητή με μεγαλύτερη ευκολία και με διασκεδαστικότερο τρόπο. Επιπλέον ο μαθητής διαδραματίζει ενεργητικότερο ρόλο στη μαθησιακή διαδικασία (Βοσνιάδου, 2006), καθώς μπορεί να έχει καλύτερη ποιότητα προσοχής και μεγαλύτερης διάρκειας, αποθηκεύοντας καλύτερα τις νέες πληροφορίες που λαμβάνει και να τις διαχειριστεί. Τα πολυμέσα έχουν την δυνατότητα να λειτουργήσουν με ανατροφοδότηση μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, εξατομικεύοντας την διδασκαλία και διαφοροποιώντας την ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε μαθητή και τις ικανότητές του (Βοσνιάδου, 2006). Ενθαρρύνουν την μάθηση καθώς περιλαμβάνουν εικόνες, δίνοντας παράλληλα και την δυνατότητα για μεγαλύτερο έλεγχο στην μάθηση διότι διευκολύνεται ο μαθητής στην εύρεση πληροφοριών, ενώ προάγεται και η 49

50 συνεργατικότητα. Σε αυτήν την περίπτωση τα πολυμέσα αναλαμβάνουν τον ρόλο του «φροντιστή» στηρίζοντας τον μαθητή σε κάθε βήμα του. Έτσι μοιάζουν σαν «υπομονετικοί» δάσκαλοι (Vosniadou, 1997) όπου οι μαθητές έχουν την ευχέρεια να επαναλαμβάνουν όποια δραστηριότητα επιθυμούν, ενώ δεν αγχώνονται να δείξουν την άγνοιά τους μπροστά στον υπολογιστή σε σχέση με το να την εκφράσουν μέσα στην τάξη. Ελέγχουν την μαθησιακή διαδικασία και παρέχουν παροτρυντικό ρόλο στον εκπαιδευτικό που τον διευκολύνει να σχεδιάσει καλύτερα τη διδασκαλία του (Σπαντιδάκης, 2010). Ο Mayer (2001, 2005) ορίζει τα πολυμέσα ως τον ταυτόχρονο συνδυασμό προφορικού και γραπτού λόγου με εικονικές φόρμες, όπως φωτογραφίες, εικόνες και βίντεο. Οι Roblyer & Schwier (2003) ορίζουν τα πολυμέσα ως το σύστημα εκείνο που ενσωματώνει κείμενο, ήχο και εικόνες με στόχο την επικοινωνία με τον μαθητή. Ο Clark (2001) με τη σειρά του υποστηρίζει ότι τα πολυμέσα παρέχουν συνδυαστικές αναπαραστάσεις, εικονικές και λεκτικές, χρησιμοποιώντας αισθητηριακούς τρόπους διδασκαλίας. Παρέχεται η δυνατότητα με το λογισμικό για απεριόριστη εξάσκηση καθώς αυτή δεν θα περικλείεται μόνο στις διδακτικές ώρες του σχολείου, αλλά ότι ο καθένας ατομικά μπορεί να εργάζεται στο σπίτι του ή στον ελεύθερο χρόνο του. Βέβαια χρειάζεται προσοχή στην δημιουργία ενός λογισμικού και στον τρόπο χειρισμού του καθώς θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η ηλικία και οι εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών (Roscoe & Chi, 2007). 50

51 13. Η Έρευνα Γενικές Υποθέσεις Υποθέσαμε γενικά ότι πρώτον μια εξάσκηση με αριθμογραμμή θα είναι περισσότερο αποτελεσματική σε σύγκριση με τη διδασκαλία χωρίς αριθμογραμμή και κατά δεύτερον ότι η εξάσκηση που συμπεριλαμβάνει την ενεργητική συμμέτοχη των μαθητών θα είναι περισσότερο αποτελεσματική σε σύγκριση με την εξάσκηση που αφήνει τους μαθητές ως παθητικούς παρατηρητές. Πειραματικός Σχεδιασμός Στην έρευνα μας είχαμε δύο ευρύτερες ομάδες μαθητών, την πειραματική ομάδα και την ομάδα ελέγχου. Η πειραματική ομάδα με την σειρά της διαχωρίστηκε σε άλλες τέσσερις υποομάδες οι οποίες αποτελούνταν από 30 μαθητές η κάθε μία και από την άλλη πλευρά υπήρξε η ομάδα ελέγχου που απαρτίζονταν από 30 μαθητές. 51

52 Πιο ειδικά οι πειραματικές ομάδες χωρίστηκαν στα τέσσερα διαφορετικά είδη εξάσκησης. Συγκεκριμένα υπήρξαν δύο ευρύτερες ομάδες όπου στην μια ομάδα θα γινόταν εξάσκηση με αριθμογραμμή ενώ στην άλλη δεν θα γινόταν εξάσκηση με αριθμογραμμή. Κατόπιν ο επόμενος διαχωρισμός ήταν το εάν οι μαθητές της πειραματικής ομάδας είχαν ενεργή ή παθητική συμμετοχή στην διαδικασία της εξάσκησης όπου στην πρώτη περίπτωση είχαμε επενέργεια του μαθητή με το λογισμικό ενώ στην δεύτερη περίπτωση ο μαθητής δεν χειρίζονταν το λογισμικό Σύμφωνα με τα παραπάνω, υπήρξαν τέσσερις πειραματικές συνθήκες, σύμφωνα με τις οποίες κατανεμήθηκαν τυχαία οι μαθητές της πειραματικής ομάδας. Βλέπουμε επιγραμματικά στο παρακάτω σχήμα τις πειραματικές ομάδες: Εξάσκηση Αριθμογραμμή Χωρίς αριθμογραμμή Ενεργητική συμμετοχή Παθητική συμμετοχή Ενεργητική συμμετοχή Παθητική συμμετοχή 52

53 Υποθέσεις 1. Θα υπάρχουν διαφορές μεταξύ της πειραματικής ομάδας και της ομάδες ελέγχου στο posttest με την πειραματική ομάδα να παρουσιάζει βελτιωμένη επίδοση μετά το πέρας της εξάσκησης, ενώ η ομάδα ελέγχου θα παραμείνει στάσιμη. 2. Οι πειραματικές ομάδες οι οποίες εξασκήθηκαν με την αναπαράσταση της αριθμογραμμής θα έχουν καλύτερη επίδοση στο posttest σε αντίθεση με τις πειραματικές ομάδες οι οποίες δεν εξασκήθηκαν με την αναπαράσταση της αριθμογραμμής. 3. Οι ομάδες με την αναπαράσταση της αριθμογραμμής θα παρουσιάσουν καλύτερη επίδοση στα έργα εννοιολογικής γνώσης, ενώ παράλληλα θα υπάρχει και μεταφορά γνώσης σε έργα εννοιολογικής αλλαγής που δεν ήταν μέρος της εξάσκησης 4. Οι ομάδες με την ενεργητική συμμετοχή θα έχει καλύτερα αποτελέσματα από την ομάδα με την παθητική συμμετοχή των μαθητών. Συμμετέχοντες Οι μαθητές που πήραν μέρος στην έρευνα ήταν 150 μαθητές της ΣΤ τάξης δημοτικού σχολείου (83 αγόρια και 67 κορίτσια, με μέσο όρο ηλικίας 12,05 έτη, SD=0,241). 53

54 Τα σχολεία της έρευνας και η κατανομή των μαθητών ανά σχολείο παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα: ΣΧΟΛΕΙΑ Frequency Percent 1 ο δημοτικό Αθηνών 11 7,3 4 ο δημοτικό Αθηνών 21 14,0 2 ο δημοτικό Αιγάλεω 29 19,3 4 ο δημοτικό Καισαριανής 19 12,7 5 ο δημοτικό Ιλίσια 33 22,0 6 ο δημοτικό Ιλίσια 37 24,7 Total ,0 Υλικό της έρευνας Α) Δοκιμασία Μαθητικών Επιδόσεων για την διαδικασία προελέγχου και μεταελέγχου. Χρησιμοποιήθηκε ένα τεστ μαθηματικών επιδόσεων σχεδιασμένο από την Ιγγλέση Κυριακή (2013) τόσο για την διαδικασία του προέλεγχου όσο και για την διαδικασία του μεταελέγχου το οποίο αποτελούνταν από ασκήσεις μαθηματικών πάνω στα κλάσματα. Στο τεστ του μεταελέγχου αλλάχτηκαν κάποιοι αριθμοί και όχι η δομή ή η διατύπωση των ασκήσεων, προκειμένου να μην είναι πανομοιότυπο το τεστ με τον προέλεγχο, οι οποίες αλλαγές ήταν ισοδύναμης δυσκολίας με το τεστ του προελέγχου. Πιο συγκεκριμένα το περιεχόμενο του τεστ ήταν: 54

55 1. Οκτώ ασκήσεις με πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμό και διαίρεση ακεραίων 2. Τέσσερα λεκτικά προβλήματα 3. Δέκα ασκήσεις με σύγκριση κλασμάτων 4. Οκτώ ασκήσεις με πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμό και διαίρεση κλασμάτων 5. Δέκα ασκήσεις με ισοδυναμία κλασμάτων 6. Τέσσερις ασκήσεις μέτρησης (αντιστοιχία κλάσματος στην αριθμογραμμή) 7. Τέσσερις ασκήσεις μέρους-όλου (ζωγράφισμα πίτας) 8. Τέσσερις ασκήσεις μέρους-όλου (αντιστοιχία κλάσματος σε πίτα) 9. Τέσσερις ασκήσεις με κατηγοριοποίηση κλασμάτων(αντιστοιχία κλάσματος σε κατηγορία κλασμάτων που του ανήκει). Τα έργα των τεστ κατηγοριοποιήθηκαν σε έργα διαδικαστικής και εννοιολογικής γνώσης όπως φαίνεται και στο παρακάτω σχήμα: Έργα διαδικαστικής γνώσης Έργα εννοιολογικής γνώσης Πράξεις ακεραίων Πράξεις κλασμάτων Λεκτικά προβλήματα Σύγκριση κλασμάτων Ισοδυναμία Αριθμογραμμή (μέτρηση) Πίτες (μέρος-όλον) Κατηγοριοποίηση 55

56 Β) Εκπαιδευτικό λογισμικό «Fractions: Learn and Practice» Το λογισμικό που χρησιμοποιήθηκε για την εξάσκηση των μαθητών κατασκευάστηκε όλο εξ αρχής μέσω της πλατφόρμας Unity/Unity 3D game engine της εταιρίας Unity Technologies. Η πλατφόρμα αυτή χρησιμοποιείται για την δημιουργία παιχνιδιών, video games για κονσόλες, P/C, κινητά και ιντερνετικά παιχνίδια. Η γλώσσα προγραμματισμού που χρησιμοποιείται είναι η C# και C++. Το συγκεκριμένο λογισμικό φτιάχτηκε σαν εφαρμογή σε μορφή (exe) ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μέσω διαδικτύου (online). Το περιβάλλον του λογισμικού απεικονίζεται παρακάτω (εικόνα 4): εικόνα 4. Έναρξη των ασκήσεων. Οι μαθητές συμπλήρωναν το όνομα τους μέσα στο γκρι πλαίσιο και γινόταν η επιλογή της ανάλογης εξάσκησης που ήταν χωρισμένη σε τέσσερις ημέρες. Το λογισμικό περιείχε ένα εισαγωγικό μέρος το οποίο περιείχε ένα επαναληπτικό βίντεο με βασικές πληροφορίες για το τι είναι ένα κλάσμα και ότι είναι ένας αριθμός. Το βίντεο αυτό ήταν ίδιο για όλες τις πειραματικές ομάδες με 56

57 μόνη διαφοροποίηση για την ομάδα που θα έκανε εξάσκηση με χρήση της αναπαράστασης της αριθμογραμμής στην οποία παρουσιάζονταν βασικές πληροφορίες για το πώς βάζουμε ένα κλάσμα στην αριθμογραμμή (εικόνα 5). εικόνα 5. κάποια καρέ από το βίντεο. Το κυρίως μέρος του λογισμικού αποτελούνταν από δύο μέρη, ένα ενεργητικό και ένα παθητικό μέρος. Το ενεργητικό μέρος ήταν διαδραστικό, ενώ το παθητικό μέρος ήταν σε μορφή βίντεο. Στο ενεργητικό μέρος οι μαθητές ενημερώνονταν ότι θα παίξουν ένα παιχνίδι (εικόνα 6.) και στόχος ήταν να μαζέψουν όσα περισσότερα αστεράκια μπορούσαν, δηλαδή σωστές απαντήσεις (εικόνα 7.). Στο τέλος των ασκήσεων (εικόνα 8.) παρουσιάζονταν μια καρτέλα που έδειχνε στον μαθητή πόσες σωστές και πόσες λάθος απαντήσεις είχε δώσει και κατ επέκταση πόσα αστεράκια είχε κερδίσει. Με 57

58 αυτόν τον τρόπο οι μαθητές έδειξαν έναν άτυπο ανταγωνισμό μεταξύ τους για το ποιος θα κερδίσει τα περισσότερα αστεράκια. εικόνα 6. έναρξη της εξάσκησης. σωστές απαντήσεις. εικόνα 7. Οι κερδισμένοι πόντοι-αστεράκια που αντιστοιχούσαν σε εικόνα 8. Τελική καρτέλα της εξάσκησης με αριθμό σωστών και λάθος απαντήσεων. 58

59 Οι συνθήκες του λογισμικού ήταν τεσσάρων ειδών: 1. Σύγκριση κλασμάτων (ενεργητικό μέρος, εικόνα 9.) 2. Σύγκριση κλαμάτων με αριθμογραμμή (ενεργητικό μέρος, εικόνα 10.) 3. Βίντεο με σύγκριση κλασμάτων (παθητικό μέρος, εικόνα 11.) 4. Βίντεο με σύγκριση κλασμάτων και αριθμογραμμή (παθητικό μέρος, εικόνα 12.) εικόνα 9. Σύγκριση κλασμάτων, οι μαθητές έκαναν σύγκριση κλασμάτων πατώντας τα κομβία με τα σύμβολα της ανισότητας ή της ισοδυναμίας. 59

60 εικόνα 10. Αριθμογραμμή και σύγκριση κλασμάτων, οι μαθητές έφτιαχναν την αριθμογραμμή για κάθε κλασματικό μέγεθος και κατόπιν σύγκριναν τα κλάσματα πατώντας τα κομβία της ανισότητας ή της ισότητας. εικόνα 11. Βίντεο με σύγκριση κλασμάτων, παρουσιάζονταν σωστές συγκρίσεις κλασμάτων. 60

61 εικόνα 12. Βίντεο με σύγκριση κλασμάτων και αριθμογραμμή, παρουσιάζονταν σωστές συγκρίσεις κλασμάτων με την αναπαράσταση της αριθμογραμμής. Το έργο των μαθητών στο λογισμικό ήταν η σύγκριση κλασμάτων είτε μέσω της αναπαράστασης της αριθμογραμμής είτε χωρίς την αναπαράσταση της αριθμογραμμής. Στην συνθήκη με την αναπαράσταση, χρησιμοποιήθηκαν δύο διαφορετικές αριθμογραμμές, σε κάθε ζευγάρι κλασμάτων, όπου το κάθε κλασματικό μέγεθος τοποθετούνταν στην δική του αριθμογραμμή, έτσι ώστε να βρίσκονται σε αντιδιαστολή τα δύο κλασματικά μεγέθη και να γίνεται καλύτερα αντιληπτή η διαφορά τους. Γ) Κλάσματα εξάσκησης Τα κλάσματα που χρησιμοποιήθηκαν για την εξάσκηση ήταν μονοψήφια και διψήφια και χωρίστηκαν στην εξής κατηγορίες: 61

62 Ομώνυμα Ετερώνυμα με ίδιο αριθμητή Ετερώνυμα με μεγάλη και μικρή απόσταση με και χωρίς επίδραση των φυσικών αριθμών (whole number bias) Κλάσματα ίσα με την μονάδα Καταχρηστικά Ισοδύναμα Οι πειραματικές συνθήκες 1. Συνθήκη ενεργητικής συμμετοχής με σύγκριση κλασμάτων και αριθμογραμμή Εδώ το έργο των μαθητών ήταν να φτιάχνουν την αριθμογραμμή για κάθε ζεύγος κλασμάτων και κατόπιν να συγκρίνουν τα κλάσματα (βλέπε εικόνα 9.). Σε κάθε άσκηση οι μαθητές λάμβαναν την ανάλογη ανατροφοδότηση της προσπάθειας τους, ενημερώνοντάς τους αν ήταν σωστή ή όχι. Στην περίπτωση του λάθους εμφανιζόταν η σωστή απάντηση σε αντιπαράθεση με την λανθασμένη η οποία και έμενε στον μαθητή για κάποια δευτερόλεπτα προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να επεξεργαστεί καλύτερα το λάθος του (εικόνα 13.) 62

63 εικόνα 13. Περίπτωση λάθους συνθήκης ενεργητικής συμμετοχής με αριθμογραμμή. 2. Συνθήκη παθητικής συμμετοχής με σύγκριση κλασμάτων και αριθμογραμμή Σε αυτήν την συνθήκη οι μαθητές παρακολουθούσαν τον υπολογιστή να τους παρουσιάζει σε μορφή βίντεο σωστές κλασματικές συγκρίσεις, με τα κλασματικά μεγέθη να αναπαρίστανται πάνω στην αριθμογραμμή (βλέπε εικόνα 12). Στην περίπτωση αυτή οι μαθητές δεν είχαν καμία άλλη επενέργεια. 63

64 3. Συνθήκη ενεργητικής συμμετοχής με σύγκριση κλασμάτων και χωρίς αριθμογραμμή Εδώ οι μαθητές έκαναν σύγκριση κλασματικών ζευγών καθώς επέλεγαν οι ίδιοι με τα σύμβολα της ανισότητας ή της ισοδυναμίας (βλέπε εικόνα 9.). Δέχονταν ανατροφοδότηση της απάντησης τους αν ήταν λανθασμένη ή σωστή, ενώ στην περίπτωση του λάθους παρουσιάζονταν η σωστή απάντηση σε αντιπαράθεση με την λανθασμένη η οποία και παρέμενε για κάποια δευτερόλεπτα (βλέπε εικόνα 14). Εικόνα 14. Περίπτωση λάθους στην συνθήκη σύγκρισης κλασμάτων χωρίς αριθμογραμμή 64

65 4. Συνθήκη παθητικής συμμετοχής με σύγκριση κλασμάτων χωρίς αριθμογραμμή Στην συνθήκη αυτή οι μαθητές παρακολουθούσαν, χωρίς να επεμβαίνουν, σε μορφή βίντεο σωστές συγκρίσεις κλασμάτων χωρίς να υπάρχει η αναπαράσταση της αριθμογραμμής (εικόνα 11.). Πειραματική Διαδικασία Δεοντολογία Από τους μαθητές ζητήθηκαν να συμπληρώσουν μόνο το ονοματεπώνυμό τους στο τεστ και το τμήμα της τάξης τους και την ηλικία τους, τα οποία στοιχεία δεν λήφθηκαν υπόψη μετά το πέρας της έρευνας στο κάθε σχολείο. Διαδικασία Αρχικά, σε πρώτη φάση, χορηγήθηκε το τεστ προελέγχου (pretest) ως γραπτή δοκιμασία μέσα στην τάξη και συμπληρώθηκε από όλες της ομάδες, την πειραματική και την ομάδα ελέγχου. Οι οδηγίες που δόθηκαν στους μαθητές ήταν να απαντήσουν σε όλα τα ερωτήματα του τεστ όσο πιο γρήγορα μπορούσαν χωρίς να αφήνουν κενές ασκήσεις. Επιπλέον ενημερώθηκαν ότι δεν θα βαθμολογηθεί το γραπτό τους. Η διάρκεια συμπλήρωσης του τεστ ήταν περίπου μία διδακτική ώρα. Σε δεύτερη φάση, επομένη μέρα της συμπλήρωσης του τεστ, ακολουθούσε η διαδικασία της εξάσκησης. Η εξάσκηση πραγματοποιούταν στην αίθουσα 65

66 πληροφορικής του κάθε σχολείου και γινόταν με τη χρήση του λογισμικού. Οι μαθητές που αποτελούσαν την πειραματική ομάδα, αφού χωρίστηκαν τυχαία στις τέσσερις υποομάδες, έρχονταν κατά ομάδες στην αίθουσα της πληροφορικής, όπου ο καθένας ατομικά εργάζονταν στον υπολογιστή και έκανε την ανάλογη εξάσκηση. Η διάρκεια της εξάσκησης ήταν συνολικά δύο διδακτικές ώρες όπου είχαν διαιρεθεί σε τέσσερα μισάωρα την ημέρα, δηλαδή μισή ώρα εξάσκηση την ημέρα για τέσσερις μέρες. Πριν την έναρξη της εξάσκησης, όλες οι πειραματικές ομάδες παρακολούθησαν ένα μικρό ενημερωτικό βιντεάκι διάρκειας πέντε λεπτών, το οποίο ήταν επαναληπτικό σε βασικές έννοιες του κλάσματος και ενημέρωνε τους μαθητές ότι το κλάσμα είναι ένας αριθμός. Το βίντεο αυτό διαφοροποιούνταν για την ομάδα της αριθμογραμμής όπου εκεί παρουσιάζονταν και πληροφορίες σχετικά με το πώς βάζουμε ένα κλάσμα σε μια αριθμογραμμή, πληροφορία την οποία δεν παρουσιάζονταν στους μαθητές που είχαν επιλεγεί να κάνουν εξάσκηση χωρίς αναπαράσταση. Μετά το πέρας της εξάσκησης χορηγήθηκε το δεύτερο τεστ μετά-ελέγχου (posttest) ως γραπτή δοκιμασία μέσα στην τάξη, το οποίο συμπληρώθηκε πάλι από όλες τις ομάδες και την πειραματική και την ομάδα ελέγχου. Οι οδηγίες που δόθηκαν για τη συμπλήρωση του ήταν ίδιες με αυτές του προελέγχου. Η διάρκεια συμπλήρωσης του τεστ ήταν πάλι μια διδακτική ώρα. Η εξάσκηση χωρίστηκε σε τέσσερα μεγάλα μπλοκ τα οποία διήρκεσαν τέσσερις μέρες. Συνολικά σε κάθε ημέρα εξάσκησης οι μαθητές εξασκούνταν συνολικά σε 45 ζεύγη κλασμάτων. Σε κάθε μπλοκ οι μαθητές εξασκούνταν και σε συγκεκριμένες ομάδες κλασμάτων όπως: 66

67 Πρώτο μπλόκ: τα κλάσματα τα οποία εξασκήθηκαν οι μαθητές ήταν 15 ομώνυμα, 15 ετερώνυμα με ίδιο αριθμητή, 15 κλάσματα με μεγάλη και μικρή αριθμητική απόσταση μεταξύ τους με και χωρίς επίδραση του φυσικού αριθμού (whole number bias). Δεύτερο μπλόκ: 45 κλάσματα με μεγάλη και μικρή αριθμητική απόσταση μεταξύ τους με και χωρίς επίδραση του φυσικού αριθμού (whole number bias). Τρίτο μπλόκ: 15 κλάσματα ίσα με την μονάδα, 15 καταχρηστικά και 15 ισοδύναμα. Τέταρτο μπλόκ: εδώ ήταν η φάση της επανάληψης η οποία περιελάμβανε 45 ζευγάρια κλασμάτων από όλες τις προηγούμενες κατηγορίες. Τα κλάσματα της εξάσκησης, καθώς και η σειρά παρουσίασης τους, ήταν ίδια για όλες της πειραματικές συνθήκες και τα κλάσματα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν μονοψήφια και διψήφια. Συνολικά η όλη πειραματική διαδικασία διαρκούσε μια εβδομάδα σε κάθε σχολείο και η έρευνα διεξήχθη την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου Αποτελέσματα Το στατιστικό εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε για την μελέτη των αποτελεσμάτων της έρευνας ήταν το SPSS. 67

68 Έλεγχος pretest και posttest: Στο γράφημα που ακολουθεί παρουσιάζονται τα ποσοστά σωστών απαντήσεων που συγκέντρωσαν όλες οι ομάδες στο pretest και το posttest: pretest posttest 81,2% 77,3% 82,6% 72,6% 74,2% 70,8% 64,6% 66,1% 70,7% 73,7% παθητικό αριθμογραμμή παθητικό χωρίς αριθμογραμμή ομάδα ελέγχου ενεργητικό χωρίς αριθμογραμμή ενεργητικό αριθμογραμμή Με σε μια πρώτη ματιά βλέπουμε πως οι πειραματικές ομάδες ανέβασαν την επίδοσή τους στο posttest μετά την διαδικασία της εξάσκησης σε αντίθεση με την ομάδα ελέγχου η οποία έπεσε λίγο στην απόδοση της στο posttest. Παρακάτω ακολουθούν οι αναλύσεις προκειμένου να διερευνηθούν οι επιδόσεις των ομάδων και αν προκύπτουν οποιεσδήποτε διαφορές. 68

69 Α) Πειραματικές ομάδες και ομάδα ελέγχου Αρχικά η πρώτη υπόθεση που τέθηκε ήταν ότι θα υπάρχει διαφορά στους μέσους όρους των πειραματικών ομάδων και της ομάδας ελέγχου στο σύνολο των έργων του posttest. Οι πειραματικές ομάδες θα είχαν καλύτερη επίδοση συνολικά στο posttest από την ομάδα ελέγχου, όμως οι ομάδες δε θα διέφεραν στο pretest. Όντως οι ομάδες δεν διέφεραν στο pretest (F(4,149)=1,438 όπου p>0,224) παρά μόνο στο posttest (F(4,149)=8,977, p=0,000 όπου p<0,05). Μια 2 (pretest & posttest) * 2 (πειραματικές ομάδες & ομάδα ελέγχου) repeated measures (ANOVA) between subject effects, στον μέσο όρο των σωστών απαντήσεων ώστε να διερευνηθεί εάν υπήρξε επίδραση της εξάσκησης στην απόδοση των μαθητών στο posttest. Βρέθηκε επίδραση της εξάσκησης (F (4, 145)= 7,056, p=0,000 όπου p<0,05) με τους μαθητές της πειραματικής ομάδας να βελτιώνουν τις επιδόσεις τους στο posttest, ενώ οι μαθητές της ομάδας ελέγχου να παραμένουν σχετικά στα ίδια επίπεδα απόδοσης. Οι μέσοι όροι επίδοσης των ομάδων στα τεστ παρουσιάζονται στον πίνακα 1: 69

70 Πίνακας 1 ΕΙΔΟΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΜΑΘΗΤΩΝ Std. Mean Deviation N pretest Παθητικό με αριθμογραμμή 40,7667 8, Παθητικό χωρίς αριθμογραμμή 39,7333 7, Ομάδα ελέγχου 37,0333 6, Ενεργητικό χωρίς αριθμογραμμή 39,6667 7, Ενεργητικό με αριθμογραμμή 41,3667 7, Total 39,7133 7, posttest Παθητικό με αριθμογραμμή 45,5667 7, Παθητικό χωρίς αριθμογραμμή 43,3333 8, Ομάδα ελέγχου 36,2333 6, Ενεργητικό χωρίς αριθμογραμμή 41,6000 7, Ενεργητικό με αριθμογραμμή 46,3667 6, Total 42,6200 8, Παρακάτω ακολουθεί και το γράφημα με τους μέσους όρους επίδοσης των ομάδων στο pretest και το posttest. 70

71 Αμέσως επόμενη υπόθεση ήταν πως οι πειραματικές ομάδες θα διαφέρουν από την ομάδα ελέγχου στα έργα εννοιολογικής γνώσης. Για τον λόγο αυτόν repeated measures (ANOVA) 2 (έργα εννοιολογική γνώσης του pretest και του posttest) * 2 (πειραματική ομάδα και ομάδα ελέγχου) between subject effects, και σύμφωνα με τον έλεγχο αυτόν βρέθηκε (F(4,145)=7,528 p=0,000 όπου p<0,05) με τις πειραματικές ομάδες να είναι καλύτερες από την ομάδα ελέγχου στα έργα εννοιολογικής γνώσης στο posttest. Οι μέσοι όροι των ομάδων στα έργα εννοιολογικής γνώσης περιέχονται στον πίνακα 2 και ακολουθεί και το γράφημα. Πίνακας 2 Εννοιολογική γνώση pretest Εννοιολογική γνώση posttest ΕΙΔΟΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ Mean Std. Deviation N Παθητικό με αριθμογραμμή 28,93 6, Παθητικό χωρίς αριθμογραμμή 28,37 4, Ομάδα ελέγχου 27,57 5, Ενεργητικό χωρίς αριθμογραμμή 27,37 5, Ενεργητικό με αριθμογραμμή 30,67 5, Total 28,58 5, Παθητικό με αριθμογραμμή 32,57 4, Παθητικό χωρίς αριθμογραμμή 30,67 5, Ομάδα ελέγχου 26,37 5, Ενεργητικό χωρίς αριθμογραμμή 29,80 5, Ενεργητικό με αριθμογραμμή 34,17 4, Total 30,71 5,

72 Τρίτη υπόθεση για τις πειραματικές ομάδες και την ομάδα ελέγχου ήταν ότι θα διέφεραν στα έργα εννοιολογικής γνώσης με μεταφορά γνώσης (transfer) του posttest με τις πειραματικές να έχουν καλύτερες επιδόσεις. Έγινε 2-way ANOVA με εξαρτημένη μεταβλητή τα έργα εννοιολογικής γνώσης (transfer) του posttest και εξαρτημένες μεταβλητές την ομάδα ελέγχου και τις πειραματικές όπου F(4,145)=9,148 p=0,000 όπου p<0,05. Οι μέσοι όροι των ομάδων παρουσιάζονται στον πίνακα 3 ενώ στη συνέχεια ακολουθεί το γράφημα: 72

73 Πίνακας 3 Dependent Variable: εννοιολογική γνώση (transfer) posttest ΕΙΔΟΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ Std. Mean Deviation N Παθητικό με αριθμογραμμή 13,07 2, Παθητικό χωρίς αριθμογραμμή 12,03 2, Ομάδα ελέγχου 10,67 2, Ενεργητικό χωρίς αριθμογραμμή 11,87 1, Ενεργητικό με αριθμογραμμή 14,10 1, Total 12,35 2, Η τέταρτη υπόθεση αφορούσε τις επιδόσεις των πειραματικών ομάδων και της ομάδας ελέγχου στα έργα διαδικαστικής γνώσης του. Υποθέσαμε ότι θα υπήρχαν διαφορές μεταξύ της πειραματικής και της ομάδας ελέγχου στα έργα διαδικαστικής γνώσης. Με repeated measures ANOVA 2 (έργα διαδικαστικής γνώσης pretest & posttest) * 2 (πειραματικές και ομάδα ελέγχου) between subject effects. Βρέθηκε ότι όντως διαφέρουν οι ομάδες μεταξύ τους (F(4, 145)=4,932, p=0,001, όπου p<0,05). 73

74 Οι μέσοι όροι των ομάδων στα έργα της διαδικαστικής γνώσης του pretest και του posttest παρουσιάζονται στον πίνακα 4 ενώ ακολουθεί και το γράφημα: Πίνακας 4 ΕΙΔΟΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ Mean Std. Deviation N Διαδικαστική γνώση pretest Παθητικό με αριθμογραμμή 11,80 3, Παθητικό χωρίς αριθμογραμμή 11,37 3, Ομάδα ελέγχου 9,47 3, Ενεργητικό χωρίς αριθμογραμμή 12,27 3, Ενεργητικό με αριθμογραμμή 10,70 3, Total 11,12 3, Διαδικαστική γνώση Παθητικό με αριθμογραμμή 12,27 3, posttest Παθητικό χωρίς αριθμογραμμή 12,67 3, Ομάδα ελέγχου 9,87 3, Ενεργητικό χωρίς αριθμογραμμή 11,80 2, Ενεργητικό με αριθμογραμμή 12,20 3, Total 11,76 3,

75 Β) Έλεγχος πειραματικών ομάδων στο posttest Σύνολο έργων του posttest Αρχική υπόθεση για τις πειραματικές ομάδες ήταν ότι η ομάδα η οποία έκανε εξάσκηση με την αναπαράσταση της αριθμογραμμής θα ήταν καλύτερη από την ομάδα που έκανε εξάσκηση χωρίς την αναπαράσταση στο σύνολο των έργων του posttest. Επιπλέον η ομάδα με την ενεργητική συμμετοχή στην εξάσκηση θα ήταν καλύτερη από την ομάδα με την παθητική συμμετοχή. Για τον έλεγχο της υπόθεσης αυτής έγινε 2 way ANOVA (posttest) * 2 (ομάδα με αριθμογραμμή και ομάδα χωρίς αριθμογραμμή)* 2 (ενεργητική και παθητική συμμετοχή). Βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά υπέρ της ομάδας με την αναπαράσταση της αριθμογραμμής (F(1,116)=6,488, p=0,012, όπου p<0,05) ενώ για την ενεργητικότητα δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ ενεργητικής και παθητικής συμμετοχής (F(1,116)=0,115, p=0,7935, όπου p>0,05). Επομένως η ομάδα της αριθμογραμμής είχε καλύτερη επίδοση στο σύνολο των έργων του posttest, ενώ δεν υπήρξε διαφορά μεταξύ ενεργητικής και παθητικής συμμετοχής των μαθητών. Οι μέσοι όροι των ομάδων στα έργα του posttest παρουσιάζονται στον πίνακα 5. 75

76 Πίνακας 5 Dependent Variable: posttest Αναπαράσταση ενεργητικότητα Std. Mean Deviation N Αριθμογραμμή ενεργητικό 46,3667 6, παθητικό 45,5667 7, Total 45,9667 6, Χωρίς αριθμογραμμή ενεργητικό 41,6000 7, παθητικό 43,3333 8, Total 42,4667 7, Παρακάτω παρουσιάζονται τα γραφήματα με τους μέσους όρους επίδοσης της ομάδας με την αναπαράσταση της αριθμογραμμής και της ομάδας χωρίς την αναπαράσταση καθώς και της ομάδας με την ενεργητική συμμετοχή και την παθητική. 76

77 Έργα εννοιολογικής γνώσης Επόμενη υπόθεση ήταν ότι στα έργα εννοιολογικής γνώσης στο posttest η πειραματική συνθήκη με την αναπαράσταση της αριθμογραμμής θα είχε καλύτερη επίδοση από την ομάδα χωρίς την αναπαράσταση. Ο στατιστικός έλεγχος που έγινε για να ελεγχτεί η παραπάνω υπόθεση ήταν 2 way ANOVA όπου μετρήθηκαν (έργα της εννοιολογικής γνώσης του posttest) * 2 (ομάδα με αριθμογραμμή και ομάδα χωρίς αριθμογραμμή) * 2 (ομάδα με ενεργητική συμμετοχή και ομάδα με παθητική). Βρέθηκε ότι (F(1, 116)=11,068,p= 0,001 όπου p<0,05) και μας δείχνει ότι έχουμε την ομάδα της αριθμογραμμής με καλύτερη επίδοση στα έργα της εννοιολογικής 77

78 γνώσης από την πειραματική συνθήκη χωρίς την αριθμογραμμή. Στο κομμάτι της ενεργητικότητας βρέθηκε (F(1,116)=0,179, p=0,698 όπου p>0,05) όπου δεν βρέθηκε διαφορά μεταξύ της ομάδας με την ενεργητική συμμετοχή από την ομάδα με την παθητική συμμετοχή. Οι μέσοι όροι επίδοσης των πειραματικών ομάδων στο posttest παρουσιάζονται στον πίνακα 6. Πίνακας 6 Dependent Variable: εννοιολογική γνώση posttest Αναπαράσταση ενεργητικότητα Mean Std. Deviation N Αριθμογραμμή ενεργητικό 34,17 4, παθητικό 32,57 4, Total 33,37 4, Χωρίς αριθμογραμμή ενεργητικό 29,80 5, παθητικό 30,67 5, Total 30,23 5,

79 Έργα εννοιολογικής γνώσης (transfer) Σε αυτήν την κατηγορία περιλαμβάνονται έργα τα οποία δεν ήταν μέρος της διαδικασίας της εξάσκησης όπως τα λεκτικά προβλήματα, οι πίτες και η κατηγοριοποίηση. Η υπόθεση ότι θα υπήρχε καλύτερη μεταφορά γνώσης σε έργα εννοιολογικής γνώσης του posttest, που δεν ήταν μέρος της διαδικασίας εξάσκησης, για την ομάδα της αριθμογραμμής έναντι της ομάδας χωρίς την αριθμογραμμή, όπως αντιστοίχως και για την ομάδα με την ενεργό συμμετοχή έναντι της ομάδας με την παθητική συμμετοχή. Ο στατιστικός έλεγχος για την υπόθεση αυτή ήταν 2 way ANOVA (έργα εννοιολογικής γνώσης transfer) * 2 (ομάδα με αριθμογραμμή και ομάδα χωρίς αριθμογραμμή) * 2 (ομάδα με ενεργητική συμμετοχή και ομάδα με παθητική συμμετοχή). Βρέθηκε ότι η ομάδα που είχε στην εξάσκηση της την αναπαράσταση 79

80 της αριθμογραμμής είχε καλύτερη επίδοση από την ομάδα χωρίς την αναπαράσταση (F(1,116)=15,447, p=0,000 όπου p<0,05). Όμως δεν βρέθηκε διαφορά μεταξύ της ομάδας με την ενεργό συμμετοχή στην εξάσκηση και της ομάδας με την παθητική συμμετοχή (F(1,116)=0,087, p=0,299, όπου p>0,05). Οι μέσοι όροι των ομάδων στα έργα της εννοιολογικής γνώσης με transfer παρατίθενται στον πίνακα 7 Πίνακας 7 Dependent Variable: εννοιολογική γνώση (transfer) posttest Αναπαράσταση ενεργητικότητα Mean Std. Deviation N Αριθμογραμμή ενεργητικό 14,10 1, παθητικό 13,07 2, Total 13,58 2, Χωρίς αριθμογραμμή ενεργητικό 11,87 1, παθητικό 12,03 2, Total 11,95 2,

81 81

82 Έργα διαδικαστικής γνώσης Στα έργα της διαδικαστικής γνώσης υποθέσαμε ότι η ομάδα με την αναπαράσταση της αριθμογραμμής θα είχε καλύτερη επίδοση από την ομάδα χωρίς την αναπαράσταση στο posttest. Ομοίως και ότι η ομάδα με την ενεργητική συμμετοχή θα είχε καλύτερη επίδοση από την ομάδα με την παθητική συμμετοχή. Για τον έλεγχο την συγκεκριμένης υπόθεσης έγινε 2 way ANOVA (έργα διαδικαστικής γνώσης) * 2(ομάδα με αριθμογραμμή και ομάδα χωρίς αριθμογραμμή) * 2(ομάδα με ενεργητική συμμετοχή και ομάδα με παθητική συμμετοχή). Δεν βρέθηκε καμία διαφορά μεταξύ των πειραματικών ομάδων στα έργα της διαδικαστικής γνώσης. Συγκεκριμένα στο θέμα της αναπαράστασης βρέθηκε (F(1,116)=0,000 p=1 όπου p>0,05). Επίσης και για το είδος την ενεργητικότητας βρέθηκε (F(1,116)=0,609, p=0,437 όπου p>0,05). Έτσι διαπιστώνουμε ότι οι πειραματικές ομάδες δεν διέφεραν στην επίδοση τους στα έργα της διαδικαστικής γνώσης. Οι μέσοι όροι επίδοσης των ομάδων στα συγκεκριμένα έργα παρουσιάζεται στον πίνακα 8 Πίνακας 8 Dependent Variable:διαδικαστική γνώση posttest αναπαράσταση ενεργητικότητα Std. Mean Deviation N αριθμογραμμή ενεργητικό 12,20 3, παθητικό 12,27 3, Total 12,23 3, Χωρίς ενεργητικό 11,80 2, αριθμογραμμή παθητικό 12,67 3, Total 12,23 3,

83 83

84 Οι δύο ομάδες με την αναπαράσταση της αριθμογραμμής δεν διέφεραν μεταξύ τους στο posttest (t(58)=0,441 p=0,661, p>0,05) αλλά ούτε και οι άλλες δύο ομάδες χωρίς την αναπαράσταση της αριθμογραμμής (t(58)= -0,840 p=0,405, όπου p>0,05) ενεργητικό παθητικό αριθμογραμμή χωρίς αριθμογραμμή Μέσοι όροι απόδοσης πειραματικών ομάδων στο posttest 84

85 Έργα του pretest και του posttest Μελετήθηκαν η επιδόσεις των μαθητών της πειραματικής ομάδας για κάθε έργο ξεχωριστά ώστε να διερευνηθούν ποιες ομάδες πήγαν καλύτερα και συγκεκριμένα σε ποια έργα ωφέλησε η αριθμογραμμή και σε ποια όχι, όπως επίσης και αν υπήρχαν διαφορές ως προς την ενεργητικότητα των μαθητών. Για να διερευνηθούν οι διαφορές των ομάδων ως προς τις επιδόσεις τους σε κάθε έργο ξεχωριστά του posttest έγινε έλεγχος με t-test ανεξάρτητων δειγμάτων. Posttest Αριθμογραμμή Αριθμογραμμή Χωρίς αριθμογραμμή Χωρίς αριθμογραμμή Ενεργητικό Παθητικό Ενεργητικό Παθητικό Πράξεις ακεραίων 7 6,67 6,53 6,80 Προβλήματα 3,53 3,03 2,70 2,93 Σύγκριση κλασμάτων 8 8,17 8,13 7,57 Πράξεις κλασμάτων 5,20 5,60 5,27 5,87 Ισοδυναμία 8,73 8,40 7,37 8,37 Αριθμογραμμή 3,33 2,93 2,43 2,70 Ζωγράφισμα - πίτα 3,63 3,07 2,53 2,77 Κλάσμα-πίτα 3,57 3,80 3,93 3,43 Κατηγορία 3,37 3,17 2,70 2,90 85

86 1. Πράξεις ακεραίων: Στις πράξεις των ακεραίων οι πειραματικές ομάδες παρουσίασαν μια ελαφριά βελτίωση στις πράξεις ακεραίων του posttest σε σύγκριση με το pretest συγκρίνοντας τα σκορ που έκαναν στο συγκεκριμένο έργο. Οι πειραματικές ομάδες δεν διέφεραν μεταξύ τους στις πράξεις των ακεραίων στο posttest (F(3,116)=0,660 p=0,578 όπου p>0,05). Συγκεκριμένα η πειραματική ομάδα της αριθμογραμμής στις πράξεις των ακεραίων στο pretest είχε μέσο όρο σωστών απαντήσεων 6,25 (SD=1,643) και στο posttest 6,83 (SD=1,452). Επίσης η ομάδα της ενεργητικής συμμετοχής στο σύνολό της είχε μέσο όρο επίδοσης στο pretest 6,37 (SD=1,484) και στο posttest 6,77 (SD=0,998) και η ομάδα με την παθητικότητα συγκέντρωσε μέσο όρο σωστών απαντήσεων για το pretest 6,52 (SD=1,524) και για το posttest 6,73 (SD=1,614). Στο t-test που έγινε για ανεξάρτητα δείγματα στο έργο των πράξεων των ακεραίων του posttest, η ομάδα της αριθμογραμμής δεν διέφερε σημαντικά από την ομάδα χωρίς την αριθμογραμμή (t (118)=0,682, p=0,497 όπου p>0,05). Ομοίως και οι ομάδες με την ενεργό ή την παθητική συμμετοχή πάλι δεν διέφεραν μεταξύ τους στο συγκεκριμένο έργο (t (118)=0,136, p=0,892 όπου p>0,05). Παρακάτω ακολουθεί το γράφημα με τις αποδόσεις των ομάδων στις πράξεις των ακεραίων του posttest: 86

87 2. Προβλήματα Στα προβλήματα οι μέσοι όροι των ομάδων διέφεραν μεταξύ τους στο posttest (F(3,116)=4,026, p=0,009 όπου p<0,05). Πιο συγκεκριμένα η ομάδα της αριθμογραμμής είχε μέσο όρο σωστών απαντήσεων στο pretest 2,9 (SD=1,100) ενώ στο posttest είχε 3,28 (SD=0,922). Η ομάδα χωρίς την αναπαράσταση είχε μέσο όρο στο pretest 2,87 (SD=0,853) ενώ στο posttest συγκέντρωσε μέσο όρο 2,82 (SD=1,017). Η ομάδα με την ενεργό συμμετοχή είχε μέσο όρο στο pretest 2,83 (SD=0,960) και στο posttest 3,12 (SD=0,865). Η ομάδα με την παθητική συμμετοχή στο pretest είχε μέσο όρο 2,93 (SD=1,006) και στο posttest 2,98 (SD=1,112). 87

88 Στο t-test για ανεξάρτητα δείγματα που έγινε για τα προβλήματα του posttest βρέθηκε στατιστικά σημαντική η διαφορά ανάμεσα στους μέσους όρους της ομάδας με την αριθμογραμμή και στην ομάδα χωρίς την αριθμογραμμή (t (118)=2,633, p=0,010 όπου p<0,05), ενώ δεν υπήρξε διαφορά μεταξύ του ενεργητικού και του παθητικού (t(118)=0,733, p=0,465 όπου p>0,05). Παρακάτω παρατίθεται το γράφημα με τους μέσους όρους των ομάδων. 3. Σύγκριση κλασμάτων Στο έργο της σύγκρισης κλασμάτων οι ομάδες μεταξύ τους δεν διέφεραν στις επιδόσεις τους (F(3,116)=0,952, p=0,418 p>0,05). Συγκεκριμένα η ομάδα με την αριθμογραμμή στο pretest του έργου της σύγκρισης κλασμάτων συγκέντρωσε μέσο όρο σωστών απαντήσεων 7,42 (SD=1,942) 88

89 ενώ στο posttest 8,08 (SD=1,587) και η ομάδα χωρίς την αριθμογραμμή στο pretest 7,05 (SD=2,020), ενώ στο posttest 7,85 (SD=1,516). Η ομάδα με την ενεργό συμμετοχή στο pretest είχε μέσο όρο στο pretest 7,47 (SD=2,190) και στο posttest 8,07 (SD=1,686). Το παθητικό μέρος της εξάσκησης στο pretest 7 (SD=1,737) μέσο όρο και στο posttest 7,87 (SD=1,408). Οι ομάδες δεν διέφεραν μεταξύ τους όπως προείπαμε στο έργο της σύγκρισης των κλασμάτων και φάνηκε και στο t-test για ανεξάρτητα δείγματα όπου η ομάδα της αριθμογραμμής δεν διέφερε στην επίδοση από την ομάδα χωρίς την αριθμογραμμή (t(118)=0,823 p=0,412 όπου p>0,05), ομοίως δεν διέφεραν και οι ομάδες με την ενεργό και την παθητική συμμετοχή (t(118)=0,705 p=0,482, όπου p>0,05). Ακολουθούν παρακάτω τα διαγράμματα με τους μέσους όρους επίδοσης των ομάδων στην σύγκριση των κλασμάτων του posttest: 89

90 4. Πράξεις κλασμάτων Στις πράξεις των κλασμάτων οι πειραματικές ομάδες δεν διέφεραν μεταξύ τους στις επιδόσεις τους στο posttest (F(3,116)=0,442 p=0,723 p>0,05). Στο pretest η ομάδα με την αναπαράσταση της αριθμογραμμής είχε μέσο όρο σωστών απαντήσεων 5 (SD=2,429), ενώ στο posttest είχε μέσο όρο 5,40 (SD=2,663). Η ομάδα χωρίς την αριθμογραμμή στο pretest είχε μέσο όρο επίδοσης 5,18 (SD=2,288) και στο posttest 5,57 (SD=2,417). Η ομάδα με την ενεργό συμμετοχή συγκέντρωσε μέσο όρο σωστών απαντήσεων στο pretest 5,12 (SD=2,330) και στο posttest 5,23 (SD=2,540) και η παθητικότητα με την σειρά της στο pretest 5,07(SD=2,393) και στο posttest 5,73(SD=2,524). Παράλληλα και με το t-test που έγινε για ανεξάρτητα δείγματα στο έργο των πράξεων των κλασμάτων του posttest επιβεβαιώθηκε ότι δεν υπάρχει διαφορά στην επίδοση των ομάδων με ή χωρίς την αναπαράσταση της αριθμογραμμής, (t (118)= - 0,359 p=0,720 p>0,05), αλλά ούτε και μεταξύ ενεργητικού ή παθητικού (t (118)= - 1,082 p=0,282). Ακολουθεί το διάγραμμα με τους μέσους όρους επίδοσης των ομάδων στο posttest στις πράξεις με τα κλάσματα. 90

91 5. Ισοδυναμία Στην ισοδυναμία οι ομάδες δεν διέφεραν στην επίδοση τους στο posttest (F(3,116)=2,185 p=0,094 όπου p>0,05). Η ομάδα της αριθμογραμμής στο συγκεκριμένο έργο στο pretest είχε μέσο όρο 8,28 (SD=1,698) και posttest στο 8,57 (SD=1,826), ενώ η ομάδα χωρίς την αριθμογραμμή είχε μέσο όρο στο pretest 7,83 (SD=1,776) και posttest 7,87 (SD=2,521). Η ομάδα με την ενεργό συμμετοχή είχε μέσο όρο στο pretest 7,88 (SD=2,018) και στο posttest 8,05 (SD=2,587), ενώ η ομάδα με την παθητική συμμετοχή είχε μέσο όρο στο pretest 7,78 (SD=1,541) και στο posttest 8,38 (SD=1,786). Συνολικά η ομάδα της αριθμογραμμής δεν διέφερε στατιστικά σημαντικά από την ομάδα χωρίς την αριθμογραμμή (t (118)=1,742 p=0,084 όπου p>0,05) ούτε και το ενεργητικό με το παθητικό (t (118)= -0,821 p=0,413 όπου p>0,05). Στο γράφημα που ακολουθεί παρουσιάζονται οι μέσοι όροι επίδοσης των πειραματικών ομάδων στο έργο της ισοδυναμίας του posttest: 91

92 6. Αριθμογραμμή Στην αριθμογραμμή οι πειραματικές ομάδες διέφεραν μεταξύ τους στο έργο της αριθμογραμμής στο posttest (F(3,116)=3,328 p=0,022 p<0,05). Η ομάδα με την αριθμογραμμή στο συγκεκριμένο έργο στο pretest συνολικά είχε μέσο όρο επίδοσης 2,35 (SD=1,300) και στο posttest 3,13 (SD=1,112). Η ομάδα χωρίς την αριθμογραμμή στο pretest 2,12 (SD=1,010) ενώ στο posttest 2,57(SD=1,184). Παράλληλα το ενεργητικό μέρος στο pretest απάντησε σωστά κατά μέσο όρο 2,23 (SD=1,184) και στο posttest 2,23 (SD=1,155). Η ομάδα με την παθητικότητα στο pretest είχε μέσο όρο 2,23 (SD=1,155) και στο posttest 2,82 (SD=1,186). Στο t-test πάλι φάνηκε η διαφορά των μέσων όρων των ομάδων στην επίδοση τους στο έργο της αριθμογραμμής του posttest όπου η ομάδα με την αριθμογραμμή διέφερε από την ομάδα χωρίς την αριθμογραμμή (t (118)=2,702 p=0,008 p>0,05) όμως δεν υπήρξε διαφορά στο είδος της ενεργητικότητας δηλαδή του ενεργητικού και 92

93 του παθητικού (t (118)=0,309 p=0,758 p>0,05). Στο γράφημα παρουσιάζονται οι μέσοι όροι των ομάδων στο έργο της αριθμογραμμής του posttest: 7. Χρωμάτισμα πίτας Στο χρωμάτισμα της πίτας οι πειραματικές ομάδες διέφεραν μεταξύ τους στην επίδοση τους στο posttest (F(3,116)=3,328 p=0,000 όπου p<0,05). Η ομάδα της αριθμογραμμής στο pretest είχε μέσο όρο στο έργο αυτό 2,50 (SD=0,893) ενώ στο posttest 3,35 (SD=0,860). Η ομάδα χωρίς την αριθμογραμμή στο pretest είχε 2,25 (SD=0,932) και στο posttest 2,65 (SD=0,917). Η ενεργητική συμμετοχή είχε στο pretest 2,32 (SD=0,983) ενώ στο posttest 3,08 (SD=0,962). Η παθητική συμμετοχή στο pretest είχε μέσο όρο 2,43 (SD=0,851) και στο posttest 2,92 (SD=0,944). Στο t-test για ανεξάρτητα δείγματα έδειξαν την διαφορά μεταξύ της ομάδας με την αναπαράσταση της αριθμογραμμής και χωρίς την αριθμογραμμή (t (118)=4,312 p=0,000 p<0,05) αλλά δεν υπήρξε διαφορά μεταξύ ενεργητικότητας και παθητικότητας (t (118)=0,958 p=0,340 p>0,05). Οι επιδόσεις των ομάδων στο έργο του χρωματίσματος της πίτας παρουσιάζονται στο παρακάτω γράφημα: 93

94 8. Αντιστοιχία κλάσματος σε πίτα Στο έργο της αντιστοιχία κλάσματος σε πίτα οι πειραματικές ομάδες δεν διέφεραν μεταξύ τους στην επίδοση στο posttest (F (3,116)=1,741 p=0,162 όπου p>0,05). Πιο συγκεκριμένα η ομάδα της αριθμογραμμής στο pretest στο έργο αυτό είχε μέσο όρο σωστών απαντήσεων 3,48 (SD=1,017) και στο posttest 3,68 (SD=0,854), ενώ η ομάδα χωρίς την αριθμογραμμή είχε στο pretest 3,55 (SD=0,910) και στο posttest 3,68 (SD=1,033). Η ενεργητική συμμετοχή με τη σειρά της στο pretest είχε μέσο όρο 3,48 (SD=1,033) και στο posttest 3,75 (SD=0,728), ενώ η παθητική συμμετοχή στο pretest είχε μέσο όρο 3,55 (SD=0,891) και στο posttest 3,62 (SD=1,121). Στο t-test που ακολούθησε δεν βρέθηκαν διαφορές μεταξύ τη ομάδας με ή χωρίς την αναπαράσταση (t (118)=0,000 p=1 όπου p>0,05) αλλά ούτε και μεταξύ του ενεργητικού και του παθητικού (t (118)=0,773 p=0,441 όπου p>0,05). Παρατίθεται 94

95 πιο κάτω και το διάγραμμα με τους μέσους όρους επίδοσης των ομάδων στο έργο της αντιστοιχίας κλάσματος με πίτα στο posttest: 9. Κατηγοριοποίηση Στο έργο της κατηγοριοποίησης οι πειραματικές ομάδες διέφεραν μεταξύ τους στο έργα αυτό στο posttest (F (3,116)=2,715 p=0,048 p<0,05). Η ομάδα της αριθμογραμμής στο έργο της κατηγοριοποίησης του pretest είχε μέσο όρο σωστών απαντήσεων 2,87 (SD=1,127) ενώ στο posttest 3,27 (SD=0,954). Η ομάδα χωρίς την αριθμογραμμή είχε μέσο όρο στο pretest 2,65 (SD=0,971) και στο posttest 2,80 (SD=0,988). Η ενεργός συμμετοχή είχε μέσο όρο στο pretest 2,80 (SD=0,971) και στο posttest 3,03 (SD=1,073), ενώ η παθητική συμμετοχή στο pretest είχε 2,72 (SD=1,136) και στο posttest 3,03 (SD=0,920). Στο t-test για ανεξάρτητα δείγματα φάνηκε ότι διαφέρουν στατιστικά σημαντικά στην επίδοση στο έργο της κατηγοριοποίησης του posttest μεταξύ των ομάδων με την αριθμογραμμή και χωρίς την αριθμογραμμή (t (118)=2,631 p=0,010 όπου p<0,05), 95

96 ενώ δεν διέφερε η ενεργητικότητα με την παθητικότητα (t (118)=0,000 p=1 όπου p>0,05). Ακολουθεί το διάγραμμα που παρουσιάζει τους μέσους όρους επίδοσης των πειραματικών ομάδων στο έργο της κατηγοριοποίησης του posttest: Έργα στα οποία επέδρασε η αριθμογραμμή Τα έργα στα οποία βοήθησε σημαντικά η αριθμογραμμή στο posttest ήταν τα λεκτικά προβλήματα, η αριθμογραμμή, το χρωμάτισμα της πίτας αλλά και η κατηγοριοποίηση. Η ομάδα της αριθμογραμμής παρουσίασε σημαντική διαφορά από την ομάδα χωρίς την αριθμογραμμή στα συγκεκριμένα έργα εκ των οποίων τα λεκτικά προβλήματα, το χρωμάτισμα της πίτας και η κατηγοριοποίηση δεν ήταν μέρος της εξάσκησης των μαθητών παρατηρώντας ότι η ομάδα της αριθμογραμμής είχε μεταφορά γνώσης σε αυτά τα έργα. Διαφορά δεν είδαμε μεταξύ των πειραματικών ομάδων στα έργα με τις πράξεις των ακεραίων, τις πράξεις με τα κλάσματα, την σύγκριση των κλασμάτων, την ισοδυναμία και την αντιστοιχία κλάσματος σε πίτα. 96

97 15. Παραδείγματα με λάθη μαθητών στα τεστ Α) πράξεις κλασμάτων Στις πράξεις των κλασμάτων πολλοί μαθητές προχωρούσαν στις πράξεις των κλασμάτων όπως θα έκαναν και με τους φυσικούς αριθμούς, μια διαδικασία που δεν είναι σωστή για τα κλάσματα. Έκαναν τις πράξεις μεταξύ των αριθμητών και των παρονομαστών. Μερικά παραδείγματα παρουσιάζονται παρακάτω: Β) Σύγκριση κλασμάτων Στην σύγκριση κλασμάτων είχαμε δύο ειδών λάθη, τύπου 1 και τύπου 2. Στου τύπου 1 λάθη οι μαθητές επέλεγαν σαν μεγαλύτερο κλάσμα αυτό με τους μεγαλύτερους τελεστές σαν φυσικούς αριθμούς. Στου τύπου 2 λάθη οι μαθητές επέλεγαν σαν μεγαλύτερο κλάσμα αυτό με τους μικρότερους τελεστές. 97

98 Παραδείγματα τύπου 1 λαθών: Παράδειγμα τύπου 2 λαθών: Γ) Πίτες Στις πίτες παρατηρήθηκε ότι οι μαθητές πάλι επηρεάζονται από τους τελεστές του κλάσματος και δεν κατανοούν το νόημα του κλασματικού μεγέθους. Ένα παράδειγμα ελλιπούς εννοιολογικής κατανόησης είναι σε σχέση με την μονάδα όπου όταν ζητήθηκε από τους μαθητές να ζωγραφίζουν τα μέρη της μονάδας σε μια ήδη χωρισμένη σε μέρη πίτα, ζωγράφιζαν ένα κομμάτι της πίτας σαν μονάδα. Το παράδειγμα παρατίθεται παρακάτω: 98

99 Άλλο είδος λάθους με ελλιπή εννοιολογική κατανόηση του κλάσματος στην οποία δίνεται πάλι έμφαση στους τελεστές του κλάσματος και όχι στο κλασματικό μέγεθος φάνηκε και από την παρακάτω άσκηση: Άλλα λάθη που γίνονταν στις πίτες είχε να κάνει σχέση με τα καταχρηστικά κλάσματα, όπου μαθητές οι οποίοι δεν είχαν κατανοήσει ότι τα καταχρηστικά κλάσματα ξεπερνούν την μονάδα όταν τους δίνονταν μια πίτα και τους ζητούνταν να ζωγραφίσουν για παράδειγμα τα 9/8 μιας πίτας δεν σκέφτονταν ότι αυτά τα μέρη είναι από δύο πίτες και όχι από μια και ότι χρειάζεται να σχηματίσουν άλλη μια πίτα, παρά προσπαθούσαν να χωρέσουν διάφορα επιπλέον κομμάτια μέσα στην ίδια την πίτα ή απ έξω της ή που να προεξέχουν αυτής ή άφηναν αναπάντητη την άσκηση. 99

100 Παρακάτω παρουσιάζονται μερικά λάθη των μαθητών με καταχρηστικά κλάσματα και πίτες: 100

101 Δ) Αριθμογραμμή Στο έργο της αριθμογραμμής οι μαθητές δυσκολεύτηκαν σε κάποιες ασκήσεις που αφορούσε την έννοια της μονάδας και της ισοδυναμίας. Κάποια από αυτά τα λάθη παρουσιάζονται παρακάτω: 101

102 ΣΤ) Κατηγοριοποίηση Στην κατηγοριοποίηση οι μαθητές με ελλιπή εννοιολογική κατανόηση στα κλάσματα έκαναν τα παρακάτω λάθη: 102

103 103

104 16. Συζήτηση Παρατηρώντας τα αποτελέσματα των ομάδων της έρευνας, η υπόθεση μας σχετικά με το ότι θα υπάρχουν διαφορές στην απόδοση των πειραματικών ομάδων και της ομάδας ελέγχου στο posttest με τις πειραματικές να είναι καλύτερες από την ομάδα ελέγχου επιβεβαιώθηκε. Βρέθηκε συγκεκριμένα ότι υπήρξε κύρια επίδραση της εξάσκησης με τις πειραματικές ομάδες να είναι καλύτερες στο posttest από την ομάδα ελέγχου. Η εξάσκηση με το λογισμικό υπήρξε σημαντικός παράγοντας για την βελτίωση των ομάδων και βοήθησε τις πειραματικές ομάδες να έχουν καλύτερη απόδοση. Όπως αναφέρεται και στον Kulik (2002) μαθητές που εξασκήθηκαν με το λογισμικό ILS (integrated learning system) στα μαθηματικά καθώς και σε άλλα γνωστικά αντικείμενα, βελτίωσαν κατά πολύ τις επιδόσεις τους. Φυσικό είναι ότι η εξάσκηση σε οποιοδήποτε γνωστικό αντικείμενο επιφέρει σημαντική βοήθεια στον μαθητή. Ειδικότερα η εξάσκηση με χρήση λογισμικού δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές, πρώτον να αυτό-κινητοποιηθούν δηλαδή να εστιάσουν την προσοχή τους στο υλικό της εξάσκησης, δεύτερον να συνδυάσουν προηγούμενη και νέα γνώση και τρίτον να επεξεργαστούν και να δομήσουν τη γνώση που τους δίνεται (Roscoe & Chi, 2007). Για τον λόγο αυτό η εξάσκηση μπορεί να έχει βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα οφέλη (Heise & Meyer, 2004) επειδή απευθύνεται σε εκμάθηση δεξιοτήτων. Η ομάδα ελέγχου με τη σειρά της δεν βελτιώθηκε στο posttest όπως αναμενόταν και στην υπόθεση μας, αφού δεν δέχτηκε κανενός είδους παρέμβασης και συμμετείχε μόνο στην διαδικασία προελέγχου και μετά-ελέγχου (pretest, posttest). Όλες οι πειραματικές ομάδες, εν αντιθέσει με την ομάδα ελέγχου, είτε είχαν στην εξάσκηση τους αριθμογραμμή είτε όχι βελτίωσε η κάθε μια ξεχωριστά τις επιδόσεις της στο posttest σε σύγκριση με το pretest. Για τις ομάδες που δεν είχαν την αναπαράσταση 104

105 στην εξάσκηση τους η βελτιωμένη επίδοση τους στο posttest μπορεί να εξηγηθεί και από την σειρά παρουσίασης των κλασμάτων στην εξάσκηση και ο διαχωρισμός τους σε συγκεκριμένες κατηγορίες που ίσως παίζει ρόλο η κατανόηση πρώτα κάθε κατηγορίας κλασμάτων ξεχωριστά. Περνώντας πλέον στις πειραματικές ομάδες πιο συγκεκριμένα, διαπιστώσαμε ότι η πειραματική ομάδα η οποία εξασκήθηκε με την αναπαράσταση της αριθμογραμμής ήταν αυτή που σημείωσε τις καλύτερες επιδόσεις σε σύγκριση με την πειραματική ομάδα που δεν εξασκήθηκε με αριθμογραμμή στο σύνολο των έργων του posttest, επιβεβαιώνοντας την υπόθεση μας. Στα έργα της διαδικαστικής γνώσης δεν προέκυψαν διαφορές μεταξύ των ομάδων αλλά οι διαφορές φάνηκαν στα έργα εννοιολογικής γνώσης. Η ομάδα της αριθμογραμμής είχε καλύτερη επίδοση από την ομάδα χωρίς την αριθμογραμμή, στα έργα της εννοιολογικής γνώσης του posttest σε σύγκριση με την επίδοση τους στο pretest, που σημαίνει ότι η εξάσκηση με αριθμογραμμή ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για την καλύτερη εννοιολογική κατανόηση ασκήσεων με κλάσματα. Έτσι η χρήση της αριθμογραμμής για την αναπαράσταση των κλασματικών μεγεθών μπορεί να συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση της έννοιας του κλάσματος (Fazio & Siegler, 2010). Πέραν τούτου η ομάδα της αριθμογραμμής έδειξε βελτίωση και σε έργα τα οποία δεν ήταν μέρος της εξάσκησης όπως τα λεκτικά προβλήματα, το μέρος όλον στο οποίο περιελάμβανε ζωγράφισμα μερών του κλάσματος που ζητούταν σε πίτα και η κατηγοριοποίηση κλάσματος που έπρεπε να αντιστοιχηθεί το κλάσμα που ζητούνταν στην ομάδα των κλασμάτων που ταίριαζε. Έτσι παρατηρούμε ότι έγινε μεταφορά γνώσης και σε έργα τα οποία δεν ήταν μέρος της εξάσκησης. Με τον 105

106 τρόπο αυτόν επιβεβαιώνεται ότι η αναπαράσταση των αριθμητικών μεγεθών μπορεί να οδηγήσει με επιτυχία στην απόκτηση νέων αριθμητικών πληροφοριών και την λύση αριθμητικών προβλημάτων (Booth & Siegler, 2008). Η χρήση της αριθμογραμμής μπορεί να οδηγήσει σε σωστότερες απαντήσεις καθώς γίνεται κατανοητότερο το κλασματικό μέγεθος (Booth & Siegler, 2008, Ni & Zhou, 2005) αλλά μπορεί παράλληλα να συμβάλλει και στην επίλυση νέων αριθμητικών προβλημάτων. Στην υπόθεση μας σχετικά με το ενεργητικό και παθητικό μέρος της εξάσκησης παρατηρήθηκε ότι αυτές οι δύο ομάδες μεταξύ τους δεν είχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές δηλαδή το ενεργητικό κομμάτι της εξάσκησης δεν υπερείχε του παθητικού όπως αρχικά περιμέναμε. Αναμέναμε πως η ομάδα της αριθμογραμμής με την ενεργό συμμετοχή θα ήταν καλύτερη από την ομάδα της αριθμογραμμής με την παθητικότητα, παρόλο που η πρώτη είχε συνολικά καλύτερο σκορ από την δεύτερη στο posttest, όμως η διαφορά αυτή δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Παρόμοια ευρήματα παραθέτουν και οι Siegler & Booth (2008) σε ανάλογο πείραμα που έκαναν σε μαθητές πρώτης δημοτικού με αναπαράσταση φυσικών αριθμητικών μεγεθών σε αριθμογραμμή και με συνθήκες την ενεργό συμμετοχή των μαθητών, δηλαδή την αλληλεπίδραση του μαθητή με τον υπολογιστή και με παθητική συμμετοχή των μαθητών, δηλαδή την παρακολούθηση της αναπαράστασης των αριθμητικών μεγεθών πάνω στην αριθμογραμμή στον υπολογιστή. Στο συγκεκριμένο πείραμα βρήκαν ότι καλύτερη επίδοση είχαν τα παιδιά με την παθητική συμμετοχή και όχι τα παιδιά με την ενεργό συμμετοχή όπως περίμεναν ίσως λόγο της ποσότητας των πληροφοριών και των πολλαπλών αναπαραστάσεων που είχαν να διαχειριστούν τα παιδιά. 106

107 Με λίγα λόγια, η αναπαράσταση έκανε την διαφορά και όχι το είδος της δραστηριότητας παρόλο που η ομάδα της αριθμογραμμής με την ενεργό συμμετοχή συγκέντρωσε το μεγαλύτερο σκορ σωστών απαντήσεων στο posttest (82,6%). Πιθανόν η μη διαφοροποίηση του ενεργητικού και του παθητικού μέρους της εξάσκησης να οφείλονταν στο ότι η ενεργητική ομάδα έπρεπε να διαχειριστεί και τον παράγοντα του λάθους, το οποίο λάθος έπρεπε να επεξεργαστούν και να αναθεωρήσουν την προηγούμενη επιλογή τους. Επομένως ίσως έπαιξε ρόλο στο ότι είχαν να διαχειριστούν περισσότερες πληροφορίες από την ομάδα με την παθητική συμμετοχή (Siegler & Booth, 2008) καθότι η συγκεκριμένη ομάδα δεν είχε τον παράγοντα του λάθους επειδή ήταν παρατηρητές σωστών αναπαραστάσεων. Επιπρόσθετα ακόμα και στο παθητικό μέρος η αναπαράσταση της αριθμογραμμής ήταν μια δυνατή αναπαράσταση διότι και εκεί διατυπώνονταν ξεκάθαρα το κλασματικό μέγεθος. Συνοπτικά όντως επιβεβαιώθηκε η υπόθεση μας ότι η εξάσκηση με αριθμογραμμή είναι περισσότερο αποτελεσματική σε σύγκριση με τη διδασκαλία χωρίς αριθμογραμμή όπως φάνηκε και από τις επιδόσεις των ομάδων στο posttest, αλλά δεν επιβεβαιώθηκε ότι η εξάσκηση που συμπεριελάμβανε την ενεργητική συμμέτοχη των μαθητών ότι ήταν περισσότερο αποτελεσματική σε σύγκριση με την εξάσκηση που άφησε τους μαθητές ως παθητικούς παρατηρητές. Αυτό που παρατηρείται και από τα αποτελέσματα της έρευνας είναι ότι η αριθμογραμμή είναι ένα σημαντικό διδακτικό μοντέλο για την εκμάθηση των κλασμάτων (Fazio & Siegler, 2010) και ειδικότερα η χορήγηση κενών αριθμογραμμών και η συμπλήρωση τους από τα παιδιά (Ni & Zhou, 2005). Η αναπαράσταση αριθμητικών μεγεθών γενικά μπορεί να οδηγήσει με επιτυχία στην απόκτηση νέων αριθμητικών πληροφοριών και την λύση αριθμητικών προβλημάτων 107

108 (Siegler & Booth, 2008), πράγμα που φάνηκε και στην έρευνα μας όπου οι μαθητές με την αναπαράσταση της αριθμογραμμής είχαν μεταφορά γνώσης σε έργα εννοιολογικής γνώσης που δεν ήταν μέρος της εξάσκησης των μαθητών καταδεικνύοντας με τον τρόπο αυτόν την χρησιμότητα γραμμικής αναπαράστασης των αριθμητικών μεγεθών (Siegler & Booth, 2008). 17. Συμπεράσματα Η αριθμογραμμή ναι μεν είναι ένα ανοίκειο και αφηρημένο σύμβολο για τους μαθητές ωστόσο όμως με την εξάσκηση και την κατάλληλη καθοδήγηση αυτό μπορεί να ξεπεραστεί. Οι εικονικές αναπαραστάσεις που θα χρησιμοποιηθούν όμως θα πρέπει να είναι ακριβείς και ξεκάθαρες για να μπορούν να προάγουν τη μάθηση (Booth & Siegler, 2008). Άλλο ένα μέρος της εξάσκησης που ίσως συνέβαλλε στην βελτιωμένη επίδοση των πειραματικών ομάδων στο posttest σε σύγκριση με το pretest ήταν η σειρά παρουσίασης των κλασμάτων σε συγκεκριμένες κατηγορίες. Με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά είδαν ότι υπάρχουν κλάσματα ομώνυμα, ετερώνυμα με ίδιο αριθμητή, κλάσματα που έχοντας μεγάλους όρους μπορεί να είναι μεγαλύτερα σε κάποιες περιπτώσεις αλλά μπορεί να είναι και μικρότερα, κλάσματα που ξεπερνούν την μονάδα όπως είναι τα καταχρηστικά και τέλος ότι υπάρχουν κλάσματα που είναι μεταξύ τους ισοδύναμα. Περνώντας σταδιακά και κλιμακωτά δηλαδή από κλάσματα που είναι εύκολα συγκρίσιμα σε πιο δύσκολα κλάσματα οι μαθητές μάθαιναν ότι υπάρχουν πολλών ειδών κλάσματα και ότι μια στρατηγική που μπορεί να έχουν 108

109 υιοθετήσει για να συγκρίνουν κλάσματα π.χ. ότι όταν μικραίνουν οι όροι του κλάσματος τόσο μεγαλώνει το κλάσμα, δεν ισχύει για όλες τις περιπτώσεις. Οι προηγούμενες πεποιθήσεις των μαθητών για τους φυσικούς θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τους δασκάλους όταν προχωρούν στην διδασκαλία της νέας γνώσης που είναι τα κλάσματα (Παντσίδης, 2006). Πρέπει να είναι σε θέση να κατευθύνουν κατάλληλα τους μαθητές δεδομένου ότι πρέπει στη φάση αυτή να αναδιοργανώσουν την πρότερα γνώση των φυσικών αριθμών. Τα παιδιά αποτυγχάνουν στα κλάσματα καθώς αφομοιώνουν την νέα γνώση και απλά την ενσωματώνουν στην καινούρια γνώση. Η εννοιολογική αλλαγή είναι πολύ σημαντική για την κατανόηση της έννοιας του κλάσματος γιατί η προηγούμενη γνώση των φυσικών αριθμών έρχεται σε σύγκρουση με τη νέα γνώση των κλασμάτων και μπορεί να προβλέψει αυτές τις δυσκολίες και τις παρερμηνείες των μαθητών (Stafylidou & Vosniadou, 2004). Οι περιορισμοί της έρευνας ήταν ότι σίγουρα χρειάζεται μεγαλύτερο δείγμα μαθητών για πιο ασφαλή συμπεράσματα αλλά και την ακολουθία δεύτερης επανεξέτασης όπως ενός delay test μετά τη διέλευση ενός χρονικού διαστήματος προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η εξάσκηση είχε επίδραση και στον χρόνο. Άλλο ζήτημα προς διερεύνηση είναι το εάν η ίδια εξάσκηση γινόταν σε μικρότερες τάξεις όπως για παράδειγμα στην Τρίτη δημοτικού, όταν οι μαθητές ξεκινούν να μαθαίνουν κλάσματα και που δεν έχουν αναπτύξει στρατηγικές για τα κλάσματα, πώς θα επενεργούσε σε αυτές τις ηλικίες. 109

110 18. Επίλογος Η εξάσκηση σε γενικό επίπεδο είναι ένας σημαντικός παράγοντας στο να βοηθηθεί ο μαθητής να βελτιώσει τις ικανότητες του και τις γνώσεις τους σε οποιοδήποτε γνωστικό αντικείμενο. Στην περίπτωση ιδιαίτερα των μαθηματικών όπου εκεί τα παιδιά συναντούν και τις περισσότερες δυσκολίες είναι σημαντικό να προβλέπονται ποιες θα είναι οι δυσκολίες των μαθητών, σύμφωνα με τη θεωρία της εννοιολογικής αλλαγής, ώστε να είναι σε θέση ο εκπαιδευτικός να δράσει ανάλογα και την κατάλληλη χρονική στιγμή καθώς και να γνωρίζει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των εργαλείων που χρησιμοποιούν στην διδασκαλία τους (Vosniadou & Vamvakoussi, 2007). Εδώ μελετήσαμε την χρησιμότητα της αναπαράστασης των αριθμητικών μεγεθών και ιδιαιτέρως των κλασμάτων στην αριθμογραμμή. Δεν είναι πανάκεια σίγουρα μόνο η αριθμογραμμή στην αναπαράσταση των αριθμητικών μεγεθών, διότι και άλλες αναπαραστάσεις μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά όπως πίτες, κλίμακες κ.α. (Siegler et al., 2011). Το σίγουρο πάντως είναι ότι οι εξωτερικές αναπαραστάσεις του αριθμητικού μεγέθους μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητές (Martin & Schwart, 2005). Όμως ίσως η αναπαράσταση της αριθμογραμμής ειδικότερα για τους ρητούς είναι μια αναπαράσταση που υπερέχει των άλλων, διότι αντιμετωπίζεται στην περίπτωση αυτή ο ρητός σαν αριθμός και αυτό είναι ζητούμενο για να κατανοηθούν τα κλάσματα από τους μαθητές. Μπορεί η αριθμογραμμή να μην είναι οικεία για τα κλάσματα, λόγω έλλειψης εξάσκησης της παράλληλης χρήσης αριθμογραμμής και κλωσμάτων, αλλά με την κατάλληλη εξάσκηση οι μαθητές θα μπορέσουν να την κατανοήσουν όπως φάνηκε και στο πείραμα μας. 110

111 19. Βιβλιογραφία Angelo, T. (1993). A «Teacher s Dozen»: Fourteen general, research-based principles for improving higher learning in our classrooms. The AAHE Bulletin, 45 (8), 3-7 & 13. Ansari, D. (2008). Effects of development and enculturation on number representation in the brain. Nature Publishing Group 9, 279. Behr, M. & Post, T. (1992). Teaching rational number and decimal concepts. In T. Post (Ed.), Teaching mathematics in grades K-8: Research-based methods (2nd ed.) (pp ). Behr, M. J., Wachmuth, I., & Post, T. R., Lesh, R. (1984). Order and equivalence of rational numbers: a clinical teaching experiment. Journal of Research in Mathematics Education, 5, Behr, M., Lesh, R., Post, T., Silver, E. (1983). Rational Number Concepts. In R. Lesh & M. Landau (Eds.), Acquisition of Mathematics Concepts and Processes, (pp ). Berteletti, I., lucangeli, D., Dehaene, S., Piazza, M., Zorzi, M. (2010). Numerical Estimation in Preschoolers. Developmental Psychology, 2, Bonato, M., Fabbri, S., Umilta, C., Zorzi, M. (2007). The Mental Representation of Numerical Fractions: Real or Integer? Journal of Experimental Psychology, 33:6, Bonwell, C. C. (2000). Active Learning: Creating Excitement in the Classroom. Active Learning Workshops. Bonwell, C. C., Eison, J. A. (1991). Active Learning: Creating Excitement in the Classroom. ERIC Digest. ERIC Clearinghouse on Higher Education Washington DC, 1-6. Bright, G. W., Behr, M. J., Post, T. R., Wachsmuth, I. (1988). Identifying Fractions on Number Line. Mathematics Education, 3: Charalambous, C. Y., Pantazi, P. D. (2006). Drawing on a Theoretical Model to Study Students Understandings of Fractions. Educational Studies in Mathematics, 64: Charalambous, C. Y., Pantazi, P. D. (2007). Revisiting a Theoretical Model on Fractions: Implications for Teaching and Research. 111

112 Clark, R. E. (Ed.). (2001). Learning from Media: Arguments, Analysis and Evidence. Greenwich, CT: Information Age Publishers. Coupland, M., Anderson, J., Spencer, T. (2005). Making Mathematics Vital. The Australian Association of Mathematics Teachers Inc. Cramer, K., Wyberg, T. (2009). Efficacy of Different Concrete Models for Teaching the Part-Whole Construct for Fractions. Mathematical Thinking and Learning, 11:4, De Wolf, M., Vosniadou, S. (2011). The Whole Number Bias in Fraction Magnitude Comparisons with Adults. Dehaene, S. (1997). The Number Sense: How the mind creates Mathematics. Dehaene, S. (2003). The neural basis of Weber-Fechner's law: Neuronal recordings reveal a logarithmic scale for number. Trends in Cognitive Science, 7: Dehaene, S., Dupoux, E., Mehler, J. (1990). Is numerical comparison digital? Analogical and symbolic effects in two-digit number comparison. Journal of Experimental Psychology: Human Perception and Performance, 16: Department of Education and Early Childhood Development ( ). Annual Report. Ebersbach, M., Luwel, K., Frick, A., Onghena, P., Verchafel, L. (2008). The Relationship Between the Shape of Mental Number Line and Familiarity with Numbers in 5- to 9-year Old Children: Evidence for Segmented Linear Model. Journal of Experimental Child Psychology, 99, Eison, J. (2010). Using Active Learning Instructional Strategies to Create Excitement and Enhance Learning. Department of Adult, Career & Higher Education. Ernest P. (1985). The number line as a teaching aid. Educational Studies in Mathematics,16, Fasio, L., Siegler,R. S. (2010). Teaching fractions. International Bureau Education. Educational Practices series 22. of Fischbein, E.(1987). Intuition in Science and Mathematics. Flykholm, J. A. (2010). Learning to Think Mathematically with the Number Line. Gallistel, C. R., Gelman, R. (1992). Non-verbal numerical cognition: from reals to integers. Trends in Cognitive Sciences, 4:2. Gelman, R., (2000). The epigenesis of Mathematical Thinking. Journal of Applied Developmental Psychology 21,

113 Gigerenzer, G., Hoffrage, U. (1999). Overcoming difficulties in Bayesian reasoning: A Reply to Lewis and Keren (1999) and Meilers and McGraw (1999). Psychological Review, 106, Gravemeijer, K. (1994). Developing Realistic Mathematics Education. Freudenthal Institute. Griffin, S. (2004). Building number sense with Number Worlds:a mathematics program for young children. Early Childhood Research Quarterly 19, Griffin, S. A., Case, R., & Siegler, R. S. (1994). Rightstart: Providing the central conceptual prerequisites for first formal learning of arithmetic to students at risk for school failure. In K. McGilly (Ed.), Classroom lessons: Integrating cognitive theory and classroom practice (pp ). Cambridge, MA: MIT Press. Hake, R. R. (1998). Interactive-engagement vs. traditional methods: A six-thousand student survey of mechanics test data for introductory physics courses. American Journal of Physics. Hartnett, P., Gelman, R. (1998). Early understandings of numbers: paths or barriers to the construction of new understandings? Learning and Instruction, 8:4, Heise, M., Meyer, W. (2004). The benefits of education, training and skills from an individual life-course perspective with a particular focus on life-course and biographical research. Impact of education and training. Hoellwarth, C. C., Moelter, M. J. (2011). The implications of a student and instructor proof curriculum in introductory mechanics. Am J. Phys, 79 (5). Instruction at FSU Handbook. (2011). Using Active Learning in the Classroom. Chapter 8. Ischebeck, A., Schocke, M., Delazer, M. (2009). The processing and representation of fractions within the brain : An fmri investigation. NeuroImage 47, Iuculano, T., Butterworth, B. (2011). Understanding the real value of fractions and decimals. The Quarterly Journal of Experimental Psychology Society 00 (0). Izard, V., Dehaene, S. (2008). Calibrating the mental number line. Cognition 106, Keyser, M. W. (2000). Active learning and cooperative learning: understanding the difference and using both styles effectively. Research Strategies, 17:1, Kilpatrick, J., Swafford, J., Findell, B. (2001). Adding It Up: Helping Children Learn Mathematics. Mathematics Learning Study Committee. 113

114 Kong, S. C. (2008). The development of a cognitive tool for teaching fractions in the mathematics classroom: A desing-based study. Computers end Education 51, Kulik, J. A. (2002). School Mathematics and Science Programs Benefit From Instructional Technology. M.D. Roblyer and R.A. Schwier, (2003). Integrating instructional technology into education. (Canadian edition). Toronto: Prentice-Hall. Maloney. E. A., Risko, E. F., Preston, F., Ansari, D., Fugelsang, J. (2010). Challenging the reliability and validity of cognitive measures: The case of the numerical distance effect. Acta Psychologica 134, Martin, T., & Schwartz, D. L. (2005). Physically distributed learning: Adapting and reinterpreting physical environments in the development of fraction concepts. Cognitive Science, 29(4), Mayer, R. E. (2001). Multimedia learning. New York:Cambridge University Press. Mayer, R. E. (2005). Cognitive theory of multimedia learning. In R. E. Mayer (Ed.),The Cambridge handbook of multimedia learning (pp ). New York: Cambridge University Press. McCrink, K., Dehaene, S., Lambertz, G. D. (2007). Moving along the number line: Operational momentum in nonsymbolic arithmetic. Perception & Psychophysics, 69:8, McKinney, K. (2010). Active Learning. Normal, IL. Center for Teaching, Learning & Technology. Meyer, C., Jones, T. B. (1993). Promoting active learning: Strategies for the college classroom. San Francisco: Jossey-Bass. Ni, Y. J. (2000). How Valid is it to Use Number Lines to Measure Children's Conceptual Knowledge about Rational Number? Experimental Educational Psychology, 20:2, Ni, Y. J., & Zhou, Y. D. (2005). Teaching and Learning Fraction and Rational Numbers: The Origins and Implications of Whole Number Bias. Educational Psychologist, 40:1, Nieder, A., Dehaene, S. (2009). Representation of Number in the Brain. Neuroscience, 32: Norbert, M., Cater J. J., Varela, O. (2009). Active Versus Passive Teaching Styles: An Empirical Study of Student Learning Outcomes. Human Resource Development Quartely,vol. 20, no

115 Opfer, I. E., Siegler,R. S. (2007). Representational change and children s numerical estimation. Cognitive Psychology, 55, Opfer, I. E., Thompson, C. A. (2006). Even Early Representations of Numerical Magnitude are Spatially Organized: Evidence for a Directional Magnitude Bias in Pre-Reading Preschoolers. Presidents council of Advisors on science and Technology. (2012). Report to the President Engage to Excel: Producing One Million Additional College Graduates With Degrees In Science, Technology, Engineering and Mathematics. Ramani, G. B., Siegler, R. S. (2011). Reducing the gap in numerical knowledge between low- and middle-income preschoolers. Journal of Applied Developmental Psychology 32, Roscoe, R., Chi, M. T. H.(2007). Understanding Tutor Learning: Knowledge- Building and Knowledge-Telling in Peer Tutors Explanations and Questions. Review of Educational Research, Vol. 77, No. 4, pp Saxe, G. B., Earnest, D., Sitabkham, Y., Haldar, L. C., Lewis, H. K., Zheng, Y. (2010). Supporting Generative Thinking About the Integer Number Line in Elementary Mathematics. Cognition and Instruction. Saxe, G. B., Shaughnessy, M. M., Shannon, A., Langer-Osuna, J. M., Chinn, R., Gearhart, M. (2007). Learning about Fractions as Points on a Number Line. The Learning of Mathematics, NCTM Sixty-ninth Yearbook. Schneider, M., Siegler,R. S.(2010). Representations of the Magnitudes of Fractions. Journal of Experimental Psychology,36:5, Sfard, A. (1991). On The Dual Nature Of Mathematical Conceptions: Reflections On Processes and Objects as Different Sides Of The Same Coin. Educational Studies in Mathematics 22,1-36. Siegler, R. S. (2003). Implications of Cognitive Science Research for Mathematics Education. National Council of Teachers of Mathmatics, 20. Siegler, R. S., Ramani, G. B. (2008). Playing linear numerical board games promotes low-income children s numerical development. Developmental Science 11:5, pp Siegler, R. S., Ramani, G. B. (2009). Playing linear number board games but not circular ones improves low-income preschoolers numerical understanding. Journal of Educational Psychology, Vol 101,(3). 115

116 Siegler, R. S., Thompson, C. A., Schneider, M. (2011). An integrated theory of whole number and fractions development. Cognitive Psychology 62, Siegler,R. S. (2006). Πως σκέφτονται τα παιδιά. Ψυχολογία 20. Siegler,R. S., Booth, J. L. (2004). Development of Numerical Estimation in Young Children. Child Development 75:2, Siegler,R. S., Booth, J. L. (2008). Numerical Magnitude Representations Influence Arithmetic Learning. Child Development: 79:4, Siegler,R. S., Fazio, L. K., Pyke, A. (2011). There s nothing so practical as a good theory. In J. Mestre & B. Ross (Eds.), Cognition and Education, Vol. 55, Psychology of Learning and Motivation (pp ). Siegler,R. S., Opfer, I. E. (2003). The Development of Numerical Estimation: Evidence for Multiple Representations of Numerical Quantity. Psychological Science, 14:3. Siegler,R. S., Thompson, C. A., Opfer, I. E. (2009). The Logarithmic-To-Linear Shift: One Learning Sequence,Many Tasks, Many Time Scales. InternationalMind, Brain, and Education Society and Blackwell Publishing, Inc, 3:3. Smith, S. A. (1998). Focusing on Active, Meaningful Learning. Idea Paper 34. Sprute, L., Temple, E. (2011). Representations of Fractions: Evidence for Accessing the Whole Magnitude in Adults. InternationalMind, Brain, and Education Society and Blackwell Publishing, Inc. Volume 5 Number 1. Stafylidou, S., Vosniadou, S. (2004). The development of students understanding of the numerical value of fractions. Learning and Instruction,14, Thompson, C. A., Opfer, I. E. (2008). Costs and Benefits of Representational Change: Effects of Context on Age and Sex Differences in Symbolic Magnitude Estimation. Journal of Experimental Child Psychology, 101, Thompson, C. A., Siegler,R. S. (2010). Linear Numerical-Magnitude Representations Aid Children s Memory for Numbers. Psychological Science, 21:9, U.S. Department of Education, (2008). The Final Report of the National Mathematics Advisory Panel. Vamvakoussi, X., Vosniadou, S. (2004). Understanding the structure of the set of rational numbers: a conceptual change approach. Learning and Instruction 14, Vamvakoussi, X., Vosniadou, S. (2007). How Many Numbers are there in a Rational Numbers Interval? Constraints, Synthetic Models and the Effect of the Number Line. 116

117 Vosniadou, S. (1997). The Application of Multimedia Technologies in School: Their Use, Effect and Implications: The Scientific Approaches to New Learning Models for New Learning Environments. STOA, Directorate General for Research, European Parliament. Vosniadou, S., Vamvakoussi, X. (2006). Examining Mathematics Learning from a Conceptual Change Point of View: Implications for the Design of Learning Environments. Instructional Psychology: Past, Present, and Future Trends. Vosniadou, S., Verchafel, L. (2004). Extending the conceptual change approach to mathematics learning and teaching. Learning and Instruction 14, White, S., Szucs, D. (2012). Representational change and strategy use in children s number line estimation during the first years of primary school. Behavioral and Brain Functions, 8:1. Whyte, J. C., Bull, R. (2008). Number games, magnitude representation, and basic number skills in preschoolers. Developmental Psychology, Vol 44(2). Wolfe, K.(2006). Active learning. Journal of Teaching in Travel & Tourism 6 (1): Wu, H. (2011). Teaching Fractions According to the Common Core Standards. Understanding Numbers in Elementary School Mathematics, American Mathematical Society. Βοσνιάδου, Σ. (Επιμ.) (2006). Σχεδιάζοντας περιβάλλοντα μάθησης υποστηριζόμενα από τις σύγχρονες τεχνολογίες. Βοσνιάδου, Σ. (Επιμ.) (2006). Παιδιά, σχολεία και υπολογιστές. Βοσνιάδου, Σ., (2005). Η Ψυχολογία των Μαθηματικών. Ψυχολογία 7. Κολέζα, Ε. (2000). Γνωσιολογική και Διδακτική προσέγγιση των Στοιχειωδών Μαθηματικών Εννοιών. Παντσίδης, Χ. (2006). Ο Ρόλος Κλασμάτων. Διπλωματική εργασία. των Αναπαραστάσεων στην Κατανόηση των Παντσίδης, Χ. (2011). Λανθασμένες αντιλήψεις των μαθητών σχετικά με τη σύγκριση των κλασμάτων και επιδράσεις διάφορων εξωτερικών αναπαραστάσεων. Eπιστημονικό Bήμα, τ. 15. Σπαντιδάκης Ι. (2010). Κοινωνιο-γνωσιακά πολυμεσικά περιβάλλοντα μάθησης παραγωγής γραπτού λόγου. Σταματόπουλος, Κ. (2011). Η μαθηματική και διδακτική διάσταση της γνώσης των μελλοντικών εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας σχετικά με την έννοια του κλάσματος. διπλωματική εργασία. 117

118 Χατζημανώλης, Ν. (2008). Η Ευθεία ως Αναπαραστασιακό Εργαλείο για την Κατανόηση της Πυκνότητας του Συνόλου των Πραγματικών Αριθμών. Διπλωματική εργασία. 20. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ PRETEST 1 Κάνε τις παρακάτω πράξεις! 512:64= 56:7= = = = = = = 118

119 2 Προσπάθησε να λύσεις τα παρακάτω προβλήματα και εξήγησε ποιά πράξη χρειάζεται! α) Σε 4 κιβώτια υπάρχουν 28 μπουκάλια μεταλλικό νερό. Πόσα μπουκάλια έχει το κάθε κιβώτιο ; β) Για 1 κέικ χρειάζεται του κιλού ζάχαρη. Πόση ζάχαρη χρειάζεται για 5 κέικ ; γ) Ένα κιλό πορτοκάλια κοστίζει 2 ευρώ. Πόσο κοστίζουν τα 3 κιλά πορτοκάλια ; δ) Σε 2 καφάσια μήλα υπάρχουν 20 μήλα. Σε καφάσι πόσα μήλα υπάρχουν ; 119

120 3 Ποιό κλάσμα είναι μεγαλύτερο; Βάλε τα δυνατά σου, σύγκρινε και κύκλωσε το κλάσμα που νομίζεις ότι είναι μεγαλύτερο σε κάθε σειρά! 120

121 4 121

122 4 Κάνε τις παρακάτω πράξεις! 5 1 = : = = :

123 5 5 Κάποια από τα ζευγάρια κλασμάτων είναι ισοδύναμα και κάποια άλλα είναι διαφορετικά. Βρες τα! Γράψε ένα "Ι" αν νομίζεις ότι είναι ισοδύναμα ή ένα "Δ" αν είναι διαφορετικά! 123

124 124

125 6 Κάποιοι αριθμοί έχασαν τη θέση τους στην αριθμογραμμή! Βοήθησέ τους να μπουν στη σωστή σειρά! Τοποθέτησε τον αριθμό 1 στην παρακάτω αριθμογραμμή! Τοποθέτησε τον αριθμό στην παρακάτω αριθμογραμμή! 125

126 Τοποθέτησε τον αριθμό στην παρακάτω αριθμογραμμή. Τοποθέτησε τον αριθμό στην παρακάτω αριθμογραμμή! 7 5 Διάλεξε μια ξυλομπογιά και χρωμάτισε κάθε φορά το μέρος ή τα μέρη του κλάσματος που σου δίνονται! Χρωμάτισε τη μονάδα! 126

5.4. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΜΕ ΡΗΤΟΥΣ ΑΡΙΘΜΟΥΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

5.4. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΜΕ ΡΗΤΟΥΣ ΑΡΙΘΜΟΥΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ 5.4. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΜΕ ΡΗΤΟΥΣ ΑΡΙΘΜΟΥΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ 5.4.1. Αποτελέσματα από το πρόγραμμα εξ αποστάσεως επιμόρφωσης δασκάλων και πειραματικής εφαρμογής των νοερών

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΣΤ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ «ΤΑ ΚΛΑΣΜΑΤΑ»

ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΣΤ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ «ΤΑ ΚΛΑΣΜΑΤΑ» ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΣΤ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ «ΤΑ ΚΛΑΣΜΑΤΑ» Νικόλαος Μπαλκίζας 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σκοπός του σχεδίου μαθήματος είναι να μάθουν όλοι οι μαθητές της τάξης τις έννοιες της ισοδυναμίας των κλασμάτων,

Διαβάστε περισσότερα

Ο πρώτος ηλικιακός κύκλος αφορά μαθητές του νηπιαγωγείου (5-6 χρονών), της Α Δημοτικού (6-7 χρονών) και της Β Δημοτικού (7-8 χρονών).

Ο πρώτος ηλικιακός κύκλος αφορά μαθητές του νηπιαγωγείου (5-6 χρονών), της Α Δημοτικού (6-7 χρονών) και της Β Δημοτικού (7-8 χρονών). Μάθημα 5ο Ο πρώτος ηλικιακός κύκλος αφορά μαθητές του νηπιαγωγείου (5-6 χρονών), της Α Δημοτικού (6-7 χρονών) και της Β Δημοτικού (7-8 χρονών). Ο δεύτερος ηλικιακός κύκλος περιλαμβάνει την ηλικιακή περίοδο

Διαβάστε περισσότερα

THE ROLE OF IMPLICIT MODELS IN SOLVING VERBAL PROBLEMS IN MULTIPLICATION AND DIVISION

THE ROLE OF IMPLICIT MODELS IN SOLVING VERBAL PROBLEMS IN MULTIPLICATION AND DIVISION THE ROLE OF IMPLICIT MODELS IN SOLVING VERBAL PROBLEMS IN MULTIPLICATION AND DIVISION E F R A I M F I S C H B E I N, T E L - A V I V U N I V E R S I T Y M A R I A D E R I, U N I V E R S I T Y O F P I S

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΝΟΕΡΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΛΟΓΑΡΕΖΩ ΜΕ ΤO TΖΙΜΙΔΙ Μ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Γενικά θεωρητικά θέματα των νοερών υπολογισμών

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΝΟΕΡΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΛΟΓΑΡΕΖΩ ΜΕ ΤO TΖΙΜΙΔΙ Μ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Γενικά θεωρητικά θέματα των νοερών υπολογισμών ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΝΟΕΡΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΛΟΓΑΡΕΖΩ ΜΕ ΤO TΖΙΜΙΔΙ Μ Εισαγωγή ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Γενικά θεωρητικά θέματα των νοερών υπολογισμών 1.1.: Η θέση των νοερών υπολογισμών στο σύγχρονο διδακτικό

Διαβάστε περισσότερα

Στ Τάξη. Α/Α Μαθηματικό περιεχόμενο Δείκτες Επιτυχίας Ώρες Διδ. 1 ENOTHTA 1

Στ Τάξη. Α/Α Μαθηματικό περιεχόμενο Δείκτες Επιτυχίας Ώρες Διδ. 1 ENOTHTA 1 Ενδεικτική Οργάνωση Ενοτήτων Στ Τάξη Α/Α Μαθηματικό περιεχόμενο Δείκτες Επιτυχίας Ώρες Διδ. 1 ENOTHTA 1 15 Αρ3.1 Απαγγέλουν, διαβάζουν, γράφουν και αναγνωρίζουν ποσότητες αριθμών Επανάληψη μέχρι το 1 000

Διαβάστε περισσότερα

Πρόγραμμα Σπουδών Εκπαίδευσης Παιδιών-Προφύγων Τάξεις Ε+ΣΤ Δημοτικού

Πρόγραμμα Σπουδών Εκπαίδευσης Παιδιών-Προφύγων Τάξεις Ε+ΣΤ Δημοτικού Πρόγραμμα Σπουδών Εκπαίδευσης Παιδιών-Προφύγων 2016-2017 Τάξεις Ε+ΣΤ Δημοτικού Περιεχόμενα Στόχοι Πηγή Υλικού 3.1 Αριθμοί Οι μαθητές πρέπει: Σχολικά βιβλία Ε και ΣΤ Φυσικοί, Δεκαδικοί, μετρήσεις Να μπορούν

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ-Β ΦΑΣΗ ΘΕΜΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ: ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΡΙΘΜΩΝ-19 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ: 2 ο ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΦΛΩΡΙΝΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης

Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης Clements & Sarama, 2009; Sarama & Clements, 2009 Χωρική αντίληψη και σκέψη Προσανατολισμός στο χώρο Οπτικοποίηση (visualization) Νοερή εικονική αναπαράσταση Νοερή

Διαβάστε περισσότερα

Διδάσκων : Αργύρης Καραπέτσας Καθηγητής Νευροψυχολογίας Νευρογλωσσολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Διδάσκων : Αργύρης Καραπέτσας Καθηγητής Νευροψυχολογίας Νευρογλωσσολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Διδάσκων : Αργύρης Καραπέτσας Καθηγητής Νευροψυχολογίας Νευρογλωσσολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Μάθηση και κατάκτηση των Μαθηματικών ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ 1/2 Με τον όρο αριθμητική νοείται η μάθηση πρόσθεσης, αφαίρεσης,

Διαβάστε περισσότερα

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων Βασίλης Κόμης, Επίκουρος Καθηγητής Ερευνητική Ομάδα «ΤΠΕ στην Εκπαίδευση» Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και της

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΩΡΊΕς ΜΆΘΗΣΗς ΚΑΙ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΆ

ΘΕΩΡΊΕς ΜΆΘΗΣΗς ΚΑΙ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΆ ΘΕΩΡΊΕς ΜΆΘΗΣΗς ΚΑΙ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΆ ΔΟΜΕΣ Δομή Ομάδας Σύνολο Α και μια πράξη η πράξη είναι κλειστή ισχύει η προσεταιριστική ιδότητα υπάρχει ουδέτερο στοιχείο υπάρχει αντίστροφο στοιχείο ισχύει η αντιμεταθετική

Διαβάστε περισσότερα

Διατακτικότητα του αριθμού

Διατακτικότητα του αριθμού Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών Διατακτικότητα του αριθμού 1 διατακτικότητα του αριθμού Η διατακτική σημασία του αριθμού εκφράζει τη σχετική θέση ενός αντικειμένου σε μια συλλογή με προκαθορισμένη ιεραρχική

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ - ΟΔΗΓΙΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ - ΟΔΗΓΙΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ - ΟΔΗΓΙΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ Μαθηματικά (Άλγεβρα - Γεωμετρία) Α ΤΑΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ και Α, Β ΤΑΞΕΙΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Α ΤΑΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ και Α ΤΑΞΗ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΕΠΑΛ ΚΕΝΤΡΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 2. Συστήματα Αρίθμησης και Αναπαράσταση Πληροφορίας. Περιεχόμενα. 2.1 Αριθμητικά Συστήματα. Εισαγωγή

Κεφάλαιο 2. Συστήματα Αρίθμησης και Αναπαράσταση Πληροφορίας. Περιεχόμενα. 2.1 Αριθμητικά Συστήματα. Εισαγωγή Κεφάλαιο. Συστήματα Αρίθμησης και Αναπαράσταση Πληροφορίας Περιεχόμενα. Αριθμητικά συστήματα. Μετατροπή αριθμών από ένα σύστημα σε άλλο.3 Πράξεις στο δυαδικό σύστημα.4 Πράξεις στο δεκαεξαδικό σύστημα.5

Διαβάστε περισσότερα

6.5. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

6.5. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ 6.5. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ 6.5.1. Οι γνώσεις υποψηφίων δασκάλων για την υπολογιστική εκτίμηση Σε μια έρευνα των Lemonidis

Διαβάστε περισσότερα

Ανάλυση των δραστηριοτήτων κατά γνωστική απαίτηση

Ανάλυση των δραστηριοτήτων κατά γνωστική απαίτηση Ανάλυση των δραστηριοτήτων κατά γνωστική απαίτηση Πέρα όµως από την Γνωσιακή/Εννοιολογική ανάλυση της δοµής και του περιεχοµένου των σχολικών εγχειριδίων των Μαθηµατικών του Δηµοτικού ως προς τις έννοιες

Διαβάστε περισσότερα

Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας. Ιωαννίνων. Αριθμητικός Γραμματισμός. Εισηγήτρια : Σεντελέ Καίτη

Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας. Ιωαννίνων. Αριθμητικός Γραμματισμός. Εισηγήτρια : Σεντελέ Καίτη Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Ιωαννίνων Αριθμητικός Γραμματισμός Εισηγήτρια : Σεντελέ Καίτη ΘΕΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ «Προγραμματισμός-Οργάνωση και υλοποίηση μιας διδακτικής ενότητας στον Αριθμητικό Γραμματισμό» ΠΡΟΣΘΕΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΞΗ: Γ. Προτείνεται να αξιοποιηθούν διδακτικά τα παρακάτω «ψηφιακά δομήματα» από τα εμπλουτισμένα σχ. εγχειρίδια. Προτείνεται να μην

ΤΑΞΗ: Γ. Προτείνεται να αξιοποιηθούν διδακτικά τα παρακάτω «ψηφιακά δομήματα» από τα εμπλουτισμένα σχ. εγχειρίδια. Προτείνεται να μην ΤΑΞΗ: Γ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ: Βιβλίο μαθητή, Μαθηματικά Γ Δημοτικού, 2015, ένα τεύχος Τετράδιο εργασιών, Μαθηματικά Γ Δημοτικού, 2015, α τεύχος Τετράδιο εργασιών, Μαθηματικά Γ Δημοτικού, 2015, β τεύχος Τετράδιο

Διαβάστε περισσότερα

Μαθηματικά A Δημοτικού. Πέτρος Κλιάπης Σεπτέμβρης 2007

Μαθηματικά A Δημοτικού. Πέτρος Κλιάπης Σεπτέμβρης 2007 Μαθηματικά A Δημοτικού Πέτρος Κλιάπης Σεπτέμβρης 2007 Το σύγχρονο μαθησιακό περιβάλλον των Μαθηματικών Ενεργή συμμετοχή των παιδιών Μάθηση μέσα από δραστηριότητες Κατανόηση ΌΧΙ απομνημόνευση Αξιοποίηση

Διαβάστε περισσότερα

O μετασχηματισμός μιας «διαθεματικής» δραστηριότητας σε μαθηματική. Δέσποινα Πόταρη Πανεπιστήμιο Πατρών

O μετασχηματισμός μιας «διαθεματικής» δραστηριότητας σε μαθηματική. Δέσποινα Πόταρη Πανεπιστήμιο Πατρών O μετασχηματισμός μιας «διαθεματικής» δραστηριότητας σε μαθηματική Δέσποινα Πόταρη Πανεπιστήμιο Πατρών Η έννοια της δραστηριότητας Δραστηριότητα είναι κάθε ανθρώπινη δράση που έχει ένα κίνητρο και ένα

Διαβάστε περισσότερα

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΠΤΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΠΤΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΠΤΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ Οι μαθηματικές έννοιες και γενικότερα οι μαθηματικές διαδικασίες είναι αφηρημένες και, αρκετές φορές, ιδιαίτερα πολύπλοκες. Η κατανόηση

Διαβάστε περισσότερα

Μαθηματικά για Διδασκαλία III

Μαθηματικά για Διδασκαλία III Μαθηματικά για Διδασκαλία III Μαριάννα Τζεκάκη Απαραίτητα στον εκπαιδευτικό Μαθηματικό περιεχόμενο γνώση Ζητήματα των στόχων της διδασκαλίας των μαθηματικών μάθησης και του σχετικού μαθηματικού περιεχομένου

Διαβάστε περισσότερα

Γεωμετρία, Αριθμοί και Μέτρηση

Γεωμετρία, Αριθμοί και Μέτρηση 1. Εισαγωγή Γεωμετρία, Αριθμοί και Μέτρηση Μαθαίνω Γεωμετρία και Μετρώ Παίζω με τους αριθμούς Βρίσκω τα πολλαπλάσια Το εκπαιδευτικό λογισμικό «Γεωμετρία, Αριθμοί και Μέτρηση» δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά

Διαβάστε περισσότερα

Τρίτη 24 και Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

Τρίτη 24 και Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017 Τρίτη 24 και Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017 Παιδαγωγικές προσεγγίσεις και διδακτικές πρακτικές - η σχέση τους με τις θεωρίες μάθησης Παρατηρώντας τη μαθησιακή διαδικασία Τι είδους δραστηριότητες παρατηρήσατε

Διαβάστε περισσότερα

Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών. σύμβολα αριθμών. επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου. Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών. σύμβολα αριθμών. επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου. Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών σύμβολα αριθμών επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου 1 αναπαραστάσεις των αριθμών Εμπράγματες Υλικά αντικείμενα ($$$) Εικονικές (***) Λεκτικές (τρία) Συμβολικές, (3, τρία) Διαφορετικές

Διαβάστε περισσότερα

Διδακτική της Πληροφορικής ΙΙ

Διδακτική της Πληροφορικής ΙΙ Διδακτική της Πληροφορικής ΙΙ Ομάδα Γ Βότσης Ευστάθιος Γιαζιτσής Παντελής Σπαής Αλέξανδρος Τάτσης Γεώργιος Προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αρχάριοι προγραμματιστές Εισαγωγή Προβλήματα Δυσκολίες Διδακτικό

Διαβάστε περισσότερα

Μια από τις σημαντικότερες δυσκολίες που συναντά ο φυσικός στη διάρκεια ενός πειράματος, είναι τα σφάλματα.

Μια από τις σημαντικότερες δυσκολίες που συναντά ο φυσικός στη διάρκεια ενός πειράματος, είναι τα σφάλματα. Εισαγωγή Μετρήσεις-Σφάλματα Πολλές φορές θα έχει τύχει να ακούσουμε τη λέξη πείραμα, είτε στο μάθημα είτε σε κάποια είδηση που αφορά τη Φυσική, τη Χημεία ή τη Βιολογία. Είναι όμως γενικώς παραδεκτό ότι

Διαβάστε περισσότερα

Προτιμήσεις εκπαιδευτικών στην επίλυση προβλημάτων με συμμετρία. Στόχος έρευνας

Προτιμήσεις εκπαιδευτικών στην επίλυση προβλημάτων με συμμετρία. Στόχος έρευνας Προτιμήσεις εκπαιδευτικών στην επίλυση προβλημάτων με συμμετρία Πουλιτσίδου Νιόβη- Χριστίνα Τζιρτζιγάνης Βασίλειος Φωκάς Δημήτριος Στόχος έρευνας Να διερευνηθούν οι παράγοντες, που επηρεάζουν την επιλογή

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Βρέντζου Τίνα Φυσικός Μεταπτυχιακός τίτλος ΜEd: «Σπουδές στην εκπαίδευση» ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο : Εξισώσεις - Ανισώσεις 1 1.1 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΟΡΙΣΜΟΙ Μεταβλητή

Διαβάστε περισσότερα

Η διδακτική αξιοποίηση της αριθμητικής γραμμής στα κλάσματα

Η διδακτική αξιοποίηση της αριθμητικής γραμμής στα κλάσματα Η διδακτική αξιοποίηση της αριθμητικής γραμμής στα κλάσματα Οι Siegler, Thompson, & Schneider, (2011, οπ. αναφ. Riconscente, 2012) αναφέρουν ότι: το να κατανοείς τα κλάσματα ως αφηρημένη έννοια σημαίνει

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΗ ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΠΕ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΡΙΑ: ΔΟΥΒΛΗ ΓΕΩΡΓΙΑ

ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΗ ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΠΕ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΡΙΑ: ΔΟΥΒΛΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΗ ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΠΕ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΡΙΑ: ΔΟΥΒΛΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΙΤΛΟΣ ΣΕΝΑΡΙΟΥ: Οι κλασματικές μονάδες και οι απλοί κλασματικοί αριθμοί ΕΠΙΜΟΡΦOYMENH:

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΑΣΗ. Το άρθρο αυτό έχει ως σκοπό την παράθεση των αποτελεσμάτων πάνω σε μια έρευνα με τίτλο, οι ιδέες των παιδιών σχετικά με το

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ (STATE OF THE ART) ΤΟΥ ENTELIS ΕΚΔΟΣΗ EΥΚΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ (STATE OF THE ART) ΤΟΥ ENTELIS ΕΚΔΟΣΗ EΥΚΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ (STATE OF THE ART) ΤΟΥ ENTELIS ΕΚΔΟΣΗ EΥΚΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ Εισαγωγή Η έρευνα στην Ευρώπη δείχνει ότι οι άνθρωποι με αναπηρίες όλων των ηλικιών έχουν προσωπική εμπειρία με την τεχνολογία.

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα 9

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα 9 Περιεχόμενα Προλογικό Σημείωμα 9 1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.1. Εισαγωγή 14 1.2 Τα βασικά δεδομένα των Μαθηματικών και οι γνωστικές απαιτήσεις της κατανόησης, απομνημόνευσης και λειτουργικής χρήσης τους 17 1.2.1. Η

Διαβάστε περισσότερα

BELIEFS ABOUT THE NATURE OF MATHEMATICS, MATHEMATICS TEACHING AND LEARNING AMONG TRAINEE TEACHERS

BELIEFS ABOUT THE NATURE OF MATHEMATICS, MATHEMATICS TEACHING AND LEARNING AMONG TRAINEE TEACHERS BELIEFS ABOUT THE NATURE OF MATHEMATICS, MATHEMATICS TEACHING AND LEARNING AMONG TRAINEE TEACHERS Effandi Zakaria and Norulpaziana Musiran The Social Sciences, 2010, Vol. 5, Issue 4: 346-351 Στόχος της

Διαβάστε περισσότερα

Μαθηματικά. Ενότητα 1: Οι Αριθμοί. Σαριαννίδης Νικόλαος Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής

Μαθηματικά. Ενότητα 1: Οι Αριθμοί. Σαριαννίδης Νικόλαος Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής Μαθηματικά Ενότητα 1: Οι Αριθμοί Σαριαννίδης Νικόλαος Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό υλικό,

Διαβάστε περισσότερα

Η προβληματική κατάσταση Χρήστος Πανούτσος

Η προβληματική κατάσταση Χρήστος Πανούτσος Η προβληματική κατάσταση Χρήστος Πανούτσος Η Τζούλι και η μαμά της έχουν βγει για να αγοράσουν ένα τζιν για το σχολείο. Παρατηρούν έναν πάγκο με την εξής ταμπέλα πάνω: 40% έκπτωση των τιμών στις ετικέτες

Διαβάστε περισσότερα

Κάθε επιλογή, κάθε ενέργεια ή εκδήλωση του νηπιαγωγού κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι σε άμεση συνάρτηση με τις προσδοκίες, που

Κάθε επιλογή, κάθε ενέργεια ή εκδήλωση του νηπιαγωγού κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι σε άμεση συνάρτηση με τις προσδοκίες, που ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι προσδοκίες, που καλλιεργούμε για τα παιδιά, εμείς οι εκπαιδευτικοί, αναφέρονται σε γενικά κοινωνικά χαρακτηριστικά και παράλληλα σε ατομικά ιδιοσυγκρασιακά. Τέτοια γενικά κοινωνικο-συναισθηματικά

Διαβάστε περισσότερα

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή Τα σχέδια μαθήματος αποτελούν ένα είδος προσωπικών σημειώσεων που κρατά ο εκπαιδευτικός προκειμένου να πραγματοποιήσει αποτελεσματικές διδασκαλίες. Περιέχουν πληροφορίες

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην ανάπτυξη της έννοιας του αριθμού στην προσχολική ηλικία

Εισαγωγή στην ανάπτυξη της έννοιας του αριθμού στην προσχολική ηλικία Παιδαγωγικό Τµήµα Νηπιαγωγών Εισαγωγή στην ανάπτυξη της έννοιας του αριθμού στην προσχολική ηλικία Ενότητα 1: Εισαγωγή Κωνσταντίνος Π. Χρήστου Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών ένα απλό πρόβλημα Η οικογένεια

Διαβάστε περισσότερα

Πάρεδρος ε.θ του Τμήματος Επιμόρφωσης και Αξιολόγησης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Πάρεδρος ε.θ του Τμήματος Επιμόρφωσης και Αξιολόγησης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κασιμάτη Αικατερίνη Πάρεδρος ε.θ του Τμήματος Επιμόρφωσης και Αξιολόγησης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου H έννοια του αριθμού Θεωρητικό Πλαίσιο Στην ικανότητα του παιδιού για αρίθμηση στηρίζεται η ανάπτυξη

Διαβάστε περισσότερα

«ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ» ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ Β ΦΑΣΗΣ

«ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ» ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ Β ΦΑΣΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ «ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ» ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ Β ΦΑΣΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Διδάσκουσες:

Διαβάστε περισσότερα

Εννοιολογική χαρτογράφηση: Διδακτική αξιοποίηση- Αποτελέσματα για το μαθητή

Εννοιολογική χαρτογράφηση: Διδακτική αξιοποίηση- Αποτελέσματα για το μαθητή Το λογισμικό της εννοιολογικής χαρτογράυησης Inspiration Η τεχνική της εννοιολογικής χαρτογράφησης αναπτύχθηκε από τον καθηγητή Joseph D. Novak, στο πανεπιστήμιο του Cornell. Βασίστηκε στις θεωρίες του

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΣΤΟ ΛΥΚΕΙΟ

ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΣΤΟ ΛΥΚΕΙΟ Συνέδριο για τα Μαθηματικά στα Π.Π.Σ. 2014 ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΣΤΟ ΛΥΚΕΙΟ Μπακέττα Βασιλική, Πετροπούλου Γεωργία Πρότυπο Πειραματικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων Θεσμικό πλαίσιο στα ΠΠΣ Πειραματική εφαρμογή προγραμμάτων

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ Σέργιος Σεργίου Λάμπρος Στεφάνου ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ 16 ο Συνέδριο Ε.Ο.Κ. 8-19 Οκτωβρίου 2016 Αξιοποίηση των Δεικτών Επάρκειας Ομαδική Εργασία Διαφοροποιημένη διδασκαλία

Διαβάστε περισσότερα

Εκτίμηση Αξιολόγηση της Μάθησης

Εκτίμηση Αξιολόγηση της Μάθησης Εκτίμηση Αξιολόγηση της Μάθησης Ορισμοί Ο διδάσκων δεν αρκεί να κάνει μάθημα, αλλά και να διασφαλίζει ότι πετυχαίνει το επιθυμητό αποτέλεσμα της μάθησης Η εκτίμηση της μάθησης αναφέρεται στην ανατροφοδότηση

Διαβάστε περισσότερα

1. Εισαγωγή. 2. Τεχνικές και «κρατούμενα»

1. Εισαγωγή. 2. Τεχνικές και «κρατούμενα» 1. Εισαγωγή Η προσέγγιση των Μαθηματικών της Β Δημοτικού από το παιδί προϋποθέτει την κατανόηση των μαθηματικών εννοιών που παρουσιάστηκαν στην Α Δημοτικού και την εξοικείωση του παιδιού με τις πράξεις

Διαβάστε περισσότερα

ΝΟΕΡΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ- ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ Ε.Κολέζα

ΝΟΕΡΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ- ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ Ε.Κολέζα ΝΟΕΡΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ- ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ Ε.Κολέζα Οι νοεροί υπολογισμοί απαιτούν ικανότητα οπτικοποίησης: να μπορείς να φανταστείς κάτι και να δουλέψεις με το νου.. Είναι ένα είδος νοητικού πειράματος, η νοερή

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΟΤΗΤΑ 12 ΚΛΑΣΜΑΤΑ ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ

ΕΝΟΤΗΤΑ 12 ΚΛΑΣΜΑΤΑ ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΛΑΣΜΑΤΑ ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΑΡΙΘΜΟΙ Διερεύνηση αριθμών Αρ2.5 Αναπαριστούν, συγκρίνουν και σειροθετούν ομώνυμα κλάσματα και δεκαδικούς αριθμούς, χρησιμοποιώντας κατάλληλο υλικό όπως επιφάνειες, κύκλους κλασμάτων,

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ. Και οι απαντήσεις τους

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ. Και οι απαντήσεις τους ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ Και οι απαντήσεις τους Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο «παλιό» και στο «σύγχρονο» μάθημα των Μαθηματικών; Στο μάθημα παλαιού τύπου η γνώση παρουσιάζεται στο μαθητή από τον διδάσκοντα

Διαβάστε περισσότερα

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι Ενότητα 4: Θεωρίες διδασκαλίας μάθησης στη διδακτική των Φ.Ε. Σπύρος Κόλλας (Βασισμένο στις σημειώσεις του Βασίλη Τσελφέ)

Διαβάστε περισσότερα

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Διαστάσεις της διαφορετικότητας Τα παιδιά προέρχονται

Διαβάστε περισσότερα

Πρόγραμμα Σπουδών Εκπαίδευσης Παιδιών-Προφύγων Τάξεις Α+Β Δημοτικού

Πρόγραμμα Σπουδών Εκπαίδευσης Παιδιών-Προφύγων Τάξεις Α+Β Δημοτικού Πρόγραμμα Σπουδών Εκπαίδευσης Παιδιών-Προφύγων 2016-2017 Τάξεις Α+Β Δημοτικού Περιεχόμενα Στόχοι Πηγή Υλικού 1.1 Αριθμοί 1-1000 Γραφή, Ανάγνωση, Απαγγελία, Απαρίθμηση, Σύγκριση, Συμπλήρωση (κατά αύξουσα

Διαβάστε περισσότερα

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Εισαγωγή Η χώρα μας απέκτησε Νέα Προγράμματα Σπουδών και Νέα

Διαβάστε περισσότερα

Εποικοδομητική διδασκαλία μέσω γνωστικής σύγκρουσης. Εννοιολογική αλλαγή

Εποικοδομητική διδασκαλία μέσω γνωστικής σύγκρουσης. Εννοιολογική αλλαγή Εποικοδομητική διδασκαλία μέσω γνωστικής σύγκρουσης. Εννοιολογική αλλαγή 1. Εισαγωγή. Βασική υπόθεση του Εποικοδομισμού Άννα Κουκά Βασική υπόθεση του Εποικοδομισμού Η γνώση συγκροτείται μέσα σε καταστάσεις

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ Η ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΧΡΗΣΗ Η/Υ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΛΑΣΜΑΤΩΝ

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ Η ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΧΡΗΣΗ Η/Υ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΛΑΣΜΑΤΩΝ 3 Ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΤΗ ΣΥΡΟ-ΤΠΕ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 415 ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ Η ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΧΡΗΣΗ Η/Υ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΛΑΣΜΑΤΩΝ Μεταφετζής Γιώργος Δάσκαλος, 1ο ΔΣ Βόλου gmetafetz@in.gr

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΘΕΤΙΚΗΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. ΜΕΡΟΣ Α : Άλγεβρα. Κεφάλαιο 2 ο (Προτείνεται να διατεθούν 12 διδακτικές ώρες) Ειδικότερα:

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΘΕΤΙΚΗΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. ΜΕΡΟΣ Α : Άλγεβρα. Κεφάλαιο 2 ο (Προτείνεται να διατεθούν 12 διδακτικές ώρες) Ειδικότερα: ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΘΕΤΙΚΗΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΜΕΡΟΣ Α : Άλγεβρα Κεφάλαιο ο (Προτείνεται να διατεθούν διδακτικές ώρες) Ειδικότερα:. -. (Προτείνεται να διατεθούν 5 διδακτικές ώρες).3 (Προτείνεται να διατεθούν

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΠΟΙΕΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

ΚΑΠΟΙΕΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΠΟΙΕΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Οι εκπαιδευόμενοι χρειάζεται να δουν και να χρησιμοποιήσουν ποικίλα μοντέλα του κλάσματος, εστιάζοντας αρχικά στα οικία κλάσματα όπως είναι το μισό, τα τέταρτα, πέμπτα,

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΣΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ. Παρασχίδης Κυριαζής Σχολικός Σύμβουλος 3 ης Περιφέρειας ν. Ξάνθης

ΝΕΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΣΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ. Παρασχίδης Κυριαζής Σχολικός Σύμβουλος 3 ης Περιφέρειας ν. Ξάνθης ΝΕΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΣΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ Παρασχίδης Κυριαζής Σχολικός Σύμβουλος 3 ης Περιφέρειας ν. Ξάνθης ΠΑΛΙΕΣ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΣΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΠΑΛΙΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ

Διαβάστε περισσότερα

Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθηματικών

Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθηματικών Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθηματικών Σχεδιασμός... αντιμετωπίζει ενιαία το πλαίσιο σπουδών (Προδημοτική, Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο), είναι συνέχεια υπό διαμόρφωση και αλλαγή, για να αντιμετωπίζει την εξέλιξη,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Y404. ΔΙΜΕΠΑ: ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ Β ΦΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΥ ΜΕ ΜΑΘΗΤΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΛΕΜΟΝΙΔΗΣ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ΗΡΑΚΛΗΣ ΑΕΜ: 3734 Περιεχόμενα

Διαβάστε περισσότερα

Τρόποι αναπαράστασης των επιστημονικών ιδεών στο διαδίκτυο και η επίδρασή τους στην τυπική εκπαίδευση

Τρόποι αναπαράστασης των επιστημονικών ιδεών στο διαδίκτυο και η επίδρασή τους στην τυπική εκπαίδευση Τρόποι αναπαράστασης των επιστημονικών ιδεών στο διαδίκτυο και η επίδρασή τους στην τυπική εκπαίδευση Κ. Χαλκιά Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών 2 Το διαδίκτυο: αποτελεί ένα νέο διδακτικό

Διαβάστε περισσότερα

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας: Στόχος της ψυχολογικής έρευνας: Συστηματική περιγραφή και κατανόηση των ψυχολογικών φαινομένων. Η ψυχολογική έρευνα χρησιμοποιεί μεθόδους συστηματικής διερεύνησης για τη συλλογή, την ανάλυση και την ερμηνεία

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ Δρ. Ζαφειριάδης Κυριάκος Οι ικανοί αναγνώστες χρησιμοποιούν πολλές στρατηγικές (συνδυάζουν την

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ Δρ. Ζαφειριάδης Κυριάκος Οι ικανοί αναγνώστες χρησιμοποιούν πολλές στρατηγικές (συνδυάζουν την 1 ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ Δρ. Ζαφειριάδης Κυριάκος Οι ικανοί αναγνώστες χρησιμοποιούν πολλές στρατηγικές (συνδυάζουν την παλαιότερη γνώση τους, σημειώνουν λεπτομέρειες, παρακολουθούν

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑΤΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ. Άννα Κουκά

ΘΕΜΑΤΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ. Άννα Κουκά ΘΕΜΑΤΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ Άννα Κουκά Αξιολόγηση της επίδοσης των μαθητών. Μετρήσεις. Σημαντικές παρατηρήσεις Γενικός ορισμός με πρακτικά κριτήρια Αξιολόγηση είναι η απόδοση μιας ορισμένης

Διαβάστε περισσότερα

ΑΚΤΙΝΕΣ v6.0 Εκπαιδευτικό λογισμικό για παιδιά με ειδικές ικανότητες και κινητικές δυσκολίες

ΑΚΤΙΝΕΣ v6.0 Εκπαιδευτικό λογισμικό για παιδιά με ειδικές ικανότητες και κινητικές δυσκολίες ΑΚΤΙΝΕΣ v6.0 Εκπαιδευτικό λογισμικό για παιδιά με ειδικές ικανότητες και κινητικές δυσκολίες Μαρία Καραβελάκη Αναλύτρια Εκπαιδευτικών Συστημάτων ΙΝΤΕ*LEARN Τεχνολογίες Αιχμής στην Εκπαιδευτική Πράξη, 4

Διαβάστε περισσότερα

Εκπαιδευτικό Σενάριο: Αναλογίες. Βασίλης Παπαγεωργίου

Εκπαιδευτικό Σενάριο: Αναλογίες. Βασίλης Παπαγεωργίου Εκπαιδευτικό Σενάριο: Αναλογίες Ιανουάριος 2011 1. Τίτλος Αναλογίες 2. Ταυτότητα Συγγραφέας: Γνωστική περιοχή των μαθηματικών: Άλγεβρα, Γεωμετρία Θέμα: Αναλογίες Συντεταγμένες στο επίπεδο 3. Σκεπτικό 2

Διαβάστε περισσότερα

Σχεδιασμός Ψηφιακών Εκπαιδευτικών Εφαρμογών ΙI

Σχεδιασμός Ψηφιακών Εκπαιδευτικών Εφαρμογών ΙI Σχεδιασμός Ψηφιακών Εκπαιδευτικών Εφαρμογών ΙI Εργασία 1 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ: Τσελίγκα Αρετή, 1312009161, Στ εξάμηνο, κατεύθυνση: Εκπαιδευτική Τεχνολογία και Διαπολιτισμική Επικοινωνία Το γνωστικό αντικείμενο

Διαβάστε περισσότερα

Σύγχρονες απόψεις για τη μάθηση και θέματα αξιολόγησης. Άννα Κουκά

Σύγχρονες απόψεις για τη μάθηση και θέματα αξιολόγησης. Άννα Κουκά Σύγχρονες απόψεις για τη μάθηση και θέματα αξιολόγησης Άννα Κουκά 1. Εισαγωγή Εξελίξεις στις προσεγγίσεις για τη μάθηση Τα πορίσματα της εκπαιδευτικής έρευνας δημιουργούν αλλαγές στο σημερινό σχολείο Η

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 20

ΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 20 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Χ. ΛΕΜΟΝΙΔΗΣ ΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 20 Στη διδασκαλία συνήθως τα παιδιά αρχικά διδάσκονται τις

Διαβάστε περισσότερα

ΚΥΚΛΟΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΚΥΚΛΟΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Βασίλης Καραγιάννης Η παρέμβαση πραγματοποιήθηκε στα τμήματα Β2 και Γ2 του 41 ου Γυμνασίου Αθήνας και διήρκησε τρεις διδακτικές ώρες για κάθε τμήμα. Αρχικά οι μαθητές συνέλλεξαν

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ Κατερίνα Σάλτα ΔιΧηΝΕΤ 2017-2018 Θέματα Διδακτικής Φυσικών Επιστήμων 1. ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ 2. ΤΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΚΑΙ Η ΜΟΝΤΕΛΟΠΟΙΗΣΗ 3. ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ & ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ 4. ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Διαβάστε περισσότερα

Πότε πρέπει να αρχίζει η λογοθεραπεία στα παιδιά - λόγος και μαθησιακές δυσκολίες

Πότε πρέπει να αρχίζει η λογοθεραπεία στα παιδιά - λόγος και μαθησιακές δυσκολίες Η διάγνωση των διαταραχών λόγου πρέπει να γίνεται έγκαιρα, μόλις οι γονείς αντιληφθούν οτι κάτι ισως δεν πάει καλά και πρέπει να παρουσιάσουν το παιδί τους στον ειδικό. Ο ειδικός θα λάβει μέτρα για την

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ ΜΕ ΜΑΘΗΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΞΑΓΩΓΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ

ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ ΜΕ ΜΑΘΗΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΞΑΓΩΓΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΦΛΩΡΙΝΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΜΑΘΗΜΑ: Υ404 ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ( Β ΦΑΣΗ ΔΙ.ΜΕ.Π.Α.) ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΛΕΜΟΝΙΔΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΜΑΛΕΓΑΝΕΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΟΤΗΤΑ 6 ΜΟΤΙΒΑ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΥ 2, 5 ΚΑΙ 10. Αρ2.7 Ανακαλύπτουν, διατυπώνουν και εφαρμόζουν τα κριτήρια διαιρετότητας του 2, 5 και του 10.

ΕΝΟΤΗΤΑ 6 ΜΟΤΙΒΑ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΥ 2, 5 ΚΑΙ 10. Αρ2.7 Ανακαλύπτουν, διατυπώνουν και εφαρμόζουν τα κριτήρια διαιρετότητας του 2, 5 και του 10. ΜΟΤΙΒΑ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΥ 2, 5 ΚΑΙ 10 ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΑΡΙΘΜΟΙ Διερεύνηση αριθμών Αρ1.7 Αναπαριστούν εναδικά κλάσματα ( 1, 1, 1, 1, 1 ) ενός συνόλου ή μιας επιφάνειας, 2 3 4 6 8 χρησιμοποιώντας αντικείμενα,

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΟΤΗΤΑ 5. Μονοψήφιος πολλαπλασιασμός Προβλήματα αναλογίας

ΕΝΟΤΗΤΑ 5. Μονοψήφιος πολλαπλασιασμός Προβλήματα αναλογίας Μονοψήφιος πολλαπλασιασμός Προβλήματα αναλογίας ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΑΡΙΘΜΟΙ Υπολογισμοί και εκτίμηση Αρ2.13 Αναπτύσσουν και εφαρμόζουν αλγόριθμους της πρόσθεσης, της αφαίρεσης, του πολλαπλασιασμού με τριψήφιους

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΟΡΙΟΥ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΟΡΙΟΥ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΤΠΕ ΣΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΟΡΙΟΥ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ ΟΡΙΟ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ ΕΞ ΑΡΙΣΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΕΚ ΔΕΞΙΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΚΟΥΤΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ενδεικτική Οργάνωση Ενοτήτων. E Τάξη. Α/Α Μαθηματικό περιεχόμενο Δείκτες Επιτυχίας Ώρες Διδ. 1 ENOTHTA 1

Ενδεικτική Οργάνωση Ενοτήτων. E Τάξη. Α/Α Μαθηματικό περιεχόμενο Δείκτες Επιτυχίας Ώρες Διδ. 1 ENOTHTA 1 Ενδεικτική Οργάνωση Ενοτήτων E Τάξη Α/Α Μαθηματικό περιεχόμενο Δείκτες Επιτυχίας Ώρες Διδ. 1 ENOTHTA 1 Αρ3.1 Απαγγέλουν, διαβάζουν, γράφουν και αναγνωρίζουν ποσότητες αριθμών μέχρι το 1 000 000 000 8 Επανάληψη

Διαβάστε περισσότερα

Διδακτικές προσεγγίσεις στην Πληροφορική. Η εποικοδομιστική προσέγγιση για τη γνώση. ως ενεργητική και όχι παθητική διαδικασία

Διδακτικές προσεγγίσεις στην Πληροφορική. Η εποικοδομιστική προσέγγιση για τη γνώση. ως ενεργητική και όχι παθητική διαδικασία Διδακτικές προσεγγίσεις στην Πληροφορική Η εποικοδομιστική προσέγγιση για τη γνώση ως ενεργητική και όχι παθητική διαδικασία ως κατασκευή και όχι ως μετάδοση ως αποτέλεσμα εμπειρίας και όχι ως μεταφορά

Διαβάστε περισσότερα

Η ιστορία της παιδικής συμπεριφοράς γεννιέται από την συνύφανση αυτών των δύο γραμμών (Vygotsky 1930/ 1978, σελ. 46).

Η ιστορία της παιδικής συμπεριφοράς γεννιέται από την συνύφανση αυτών των δύο γραμμών (Vygotsky 1930/ 1978, σελ. 46). 1896 1934 2 ξεχωριστές στην καταγωγή τους γραμμές ανάπτυξης: Α) Μία πρωτόγονη, φυσική γραμμή ανάπτυξης,, αυτόνομης εκδίπλωσης των βιολογικών δομών του οργανισμού, και Β) μία πολιτισμική, ανώτερη ψυχολογική

Διαβάστε περισσότερα

Μαθηματικά Ε Δημοτικού

Μαθηματικά Ε Δημοτικού Μαθηματικά Ε Δημοτικού Πέτρος Κλιάπης 2014 Πέτρος Κλιάπης 12η Περιφέρεια Θεσσαλονίκης Το σύγχρονο μαθησιακό περιβάλλον των Μαθηματικών Ενεργή συμμετοχή των παιδιών Μάθηση μέσα από δραστηριότητες Κατανόηση

Διαβάστε περισσότερα

Μαθηματικά Γ Γυμνασίου

Μαθηματικά Γ Γυμνασίου Α λ γ ε β ρ ι κ έ ς π α ρ α σ τ ά σ ε ι ς 1.1 Πράξεις με πραγματικούς αριθμούς (επαναλήψεις συμπληρώσεις) A. Οι πραγματικοί αριθμοί και οι πράξεις τους Διδακτικοί στόχοι Θυμάμαι ποιοι αριθμοί λέγονται

Διαβάστε περισσότερα

"Βασική και Εφαρμοσμένη Γνωσιακή Επιστήμη" ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΛΑΣΜΑΤΑ

Βασική και Εφαρμοσμένη Γνωσιακή Επιστήμη ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΛΑΣΜΑΤΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας & Θεωρίας της Επιστήμης Τμήμα Πληροφορικής Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών Τμήμα Φιλοσοφίας,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1 ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΑΡΙΘΜΩΝ EΞΙΣΩΣΕΙΣ...47 ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 9

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1 ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΑΡΙΘΜΩΝ EΞΙΣΩΣΕΙΣ...47 ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 9 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 9 1 ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ...11 1.1 Βασικές θεωρητικές γνώσεις... 11 1.. Λυμένα προβλήματα... 19 1. Προβλήματα προς λύση... 4 1.4 Απαντήσεις προβλημάτων Πραγματικοί αριθμοί... 0 ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

Τρόποι εξάσκησης της μνήμης και μέθοδοι καλυτέρευσης

Τρόποι εξάσκησης της μνήμης και μέθοδοι καλυτέρευσης Η μνήμη είναι μια νοητική ικανότητα με την οποία αποθηκεύουμε, αναγνωρίζουμε και ανακαλούμε, αλλά και αναπλάθουμε πληροφορίες ή εμπειρίες. Με άλλα λόγια, με τη μνήμη αποθηκεύουμε και διατηρούμε δεδομένα

Διαβάστε περισσότερα

Στοιχείαδιδακτικής. Στόχοι μαθήματος φύλλα εργασίας ΒΙΟΛΟΓΙΑ. Γεωργάτου Μάνια ΣχολικήΣύμβουλοςΠΕ04

Στοιχείαδιδακτικής. Στόχοι μαθήματος φύλλα εργασίας ΒΙΟΛΟΓΙΑ. Γεωργάτου Μάνια ΣχολικήΣύμβουλοςΠΕ04 Στοιχείαδιδακτικής Στόχοι μαθήματος φύλλα εργασίας ΒΙΟΛΟΓΙΑ Γεωργάτου Μάνια ΣχολικήΣύμβουλοςΠΕ04 Βασικά χαρακτηριστικά ενός μαθήματος: Να έχει συγκεκριμένους και ξεκάθαρους στόχους. Ερώτηση: Τιδιδάσκω;

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΙΑΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΝ ΑΞΟΝΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Εισαγωγή

ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΙΑΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΝ ΑΞΟΝΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Εισαγωγή ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΙΑΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΝ ΑΞΟΝΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ Αθανάσιος Γαγάτσης Τµήµα Επιστηµών της Αγωγής Πανεπιστήµιο Κύπρου Χρήστος Παντσίδης Παναγιώτης Σπύρου Πανεπιστήµιο

Διαβάστε περισσότερα

περιλαμβάνει αντιδιαισθητικές έννοιες

περιλαμβάνει αντιδιαισθητικές έννοιες 2. Πηγή δυσκολιών για την ατομική θεωρία Η ατομική θεωρία περιλαμβάνει αντιδιαισθητικές έννοιες Η καθημερινή αισθητηριακή εμπειρία υπαγορεύει ότι : τα στερεά και τα υγρά είναι συνεχή - π.χ. το έδαφος είναι

Διαβάστε περισσότερα

Διερευνητική μάθηση We are researchers, let us do research! (Elbers and Streefland, 2000)

Διερευνητική μάθηση We are researchers, let us do research! (Elbers and Streefland, 2000) Διερευνητική μάθηση We are researchers, let us do research! (Elbers and Streefland, 2000) Πρόκειται για την έρευνα που διεξάγουν οι επιστήμονες. Είναι μια πολύπλοκη δραστηριότητα που απαιτεί ειδικό ακριβό

Διαβάστε περισσότερα

Διδακτικές Τεχνικές (Στρατηγικές)

Διδακτικές Τεχνικές (Στρατηγικές) Διδακτικές Τεχνικές (Στρατηγικές) Ενδεικτικές τεχνικές διδασκαλίας: 1. Εισήγηση ή διάλεξη ή Μονολογική Παρουσίαση 2. Συζήτηση ή διάλογος 3. Ερωταποκρίσεις 4. Χιονοστιβάδα 5. Καταιγισμός Ιδεών 6. Επίδειξη

Διαβάστε περισσότερα

Μαθηµατική. Μοντελοποίηση

Μαθηµατική. Μοντελοποίηση Μαθηµατική Μοντελοποίηση Μοντελοποίηση Απαιτητική οικονοµία και αγορά εργασίας Σύνθετες και περίπλοκες προβληµατικές καταστάσεις Μαθηµατικές και τεχνολογικές δεξιότητες Επίλυση σύνθετων προβληµάτων Μαθηµατικοποίηση

Διαβάστε περισσότερα

το σύστηµα ελέγχει διαρκώς το µαθητή,

το σύστηµα ελέγχει διαρκώς το µαθητή, Α/Α Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις Ένας νηπιαγωγός, προκειµένου να διδάξει σε παιδιά προσχολικής ηλικίας το λεξιλόγιο των φρούτων Σωστό και λαχανικών που συνδέονται µε τις διατροφικές συνήθειες µας, δε ζητάει

Διαβάστε περισσότερα

Μαθηματικά της Φύσης και της Ζωής

Μαθηματικά της Φύσης και της Ζωής Μαθηματικά της Φύσης και της Ζωής Τάξη: Ε Η ομάδα χορού 1. Σε μια ομάδα παραδοσιακών χορών συμμετέχουν 39 αγόρια και 23 κορίτσια. Κάθε εβδομάδα προστίθενται στην ομάδα 6 νέα αγόρια και 8 νέα κορίτσια.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ «Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ»

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ «Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ» ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ «Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ» ΕΙΣΗΓΗΣΗ: «Πρακτικές αξιολόγησης κατά τη διδασκαλία των Μαθηματικών» Γιάννης Χριστάκης Σχολικός Σύμβουλος 3ης Περιφέρειας

Διαβάστε περισσότερα

ΑΚΕΡΑΙΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ- ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΥΤΩΝ 1.2 ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΩΝ ΑΡΝΗΤΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ

ΑΚΕΡΑΙΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ- ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΥΤΩΝ 1.2 ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΩΝ ΑΡΝΗΤΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΑΚΕΡΑΙΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ- ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΥΤΩΝ 1.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ασχολήθηκα 30 χρόνια με τη διδασκαλία των Μαθηματικών του Γυμνασίου, τόσο στην Μέση Εκπαίδευση όσο και σε Φροντιστήρια. Η μέθοδος που χρησιμοποιούσα για τη

Διαβάστε περισσότερα

Γενικές Παρατηρήσεις Συνθήκες

Γενικές Παρατηρήσεις Συνθήκες Αριθμοί Γενικές Παρατηρήσεις Συνθήκες Τα ερωτηματολόγια δόθηκαν σε ένα δείγμα 54 πρωτοετών φοιτητών του Τμήματος Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι φοιτητές / φοιτήτριες δεν είχαν ενημερωθεί για την

Διαβάστε περισσότερα

2. Να γράψετε έναν αριθμό που είναι μεγαλύτερος από το 3,456 και μικρότερος από το 3,457.

2. Να γράψετε έναν αριθμό που είναι μεγαλύτερος από το 3,456 και μικρότερος από το 3,457. 1. Ένα κεφάλαιο ενός βιβλίου ξεκινάει από τη σελίδα 32 και τελειώνει στη σελίδα 75. Από πόσες σελίδες αποτελείται το κεφάλαιο; Αν το κεφάλαιο ξεκινάει από τη σελίδα κ και τελειώνει στη σελίδα λ, από πόσες

Διαβάστε περισσότερα

5 Ψυχολόγοι Προτείνουν Τις 5 Πιο Αποτελεσματικές Τεχνικές Μάθησης

5 Ψυχολόγοι Προτείνουν Τις 5 Πιο Αποτελεσματικές Τεχνικές Μάθησης 5 Ψυχολόγοι Προτείνουν Τις 5 Πιο Αποτελεσματικές Τεχνικές Μάθησης Μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για τις πιο αποτελεσματικές στρατηγικές και τεχνικές μάθησης για τους μαθητές όλων των ηλικιών ανοίγουν

Διαβάστε περισσότερα

Εξελικτική Ψυχολογία: Κοινωνικο-γνωστική ανάπτυξη

Εξελικτική Ψυχολογία: Κοινωνικο-γνωστική ανάπτυξη ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Εξελικτική Ψυχολογία: Κοινωνικο-γνωστική ανάπτυξη Ενότητα 9 Θεωρίες Αναδιοργάνωσης των Γνώσεων σε Ειδικούς τομείς Ελευθερία Ν. Γωνίδα

Διαβάστε περισσότερα