ΟΛΟΧΡΥΣΟ ΦΑΡΑΓΓΙ. Διηγήματα ΤΖΑΚ ΛΟΝΤΟΝ. Μετάφραση: Κώστας Αλάτσης ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΟΛΟΧΡΥΣΟ ΦΑΡΑΓΓΙ. Διηγήματα ΤΖΑΚ ΛΟΝΤΟΝ. Μετάφραση: Κώστας Αλάτσης ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ"

Transcript

1

2 ΟΛΟΧΡΥΣΟ ΦΑΡΑΓΓΙ

3 ΤΖΑΚ ΛΟΝΤΟΝ ΟΛΟΧΡΥΣΟ ΦΑΡΑΓΓΙ Διηγήματα Μετάφραση: Κώστας Αλάτσης Ο συγγραφέας και ο τίτλος στο πρωτότυπο: Jack London, Selected Short Stories ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΑΘΗΝΑ 1995 ΙSΒΝ Για την ελληνική έκδοση: Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» ΕΠΕ Σόλωνος 130, Αθήνα, Τηλ.: , , Fax:

4 Ολόχρυσο Φαράγγι Ήταν η πράσινη καρδιά του φαραγγιού, εκεί όπου τα τοιχώματα ξέφευγαν από το αυστηρό σχέδιο και λόξευαν προς τα πίσω για να μαλακώσουν την τραχύτητα των γραμμών τους, φτιάχνοντας μια μικρή προφυλαγμένη κόχη, που τη γέμιζαν ξέχειλα με γλύκα και στρογγυλάδα κι α- παλότητα. Εδώ τα πάντα ηρεμούσαν. Ως και το στενό ποταμάκι σταματούσε την πολυθόρυβη κατεβασιά του όσο χρειαζόταν για να σχηματίσει μιαν ήσυχη λιμνούλα. Με τα πόδια μέχρι τα γόνατα μέσα στο νερό, με γερμένο το κεφάλι και μισόκλειστα μάτια, ένα πυρρόξανθο ελάφι με πολύκλαδα κέρατα λαγοκοιμόταν. Στη μια πλευρά, αρχίζοντας από το χείλι κιόλας της λιμνούλας, ήταν ένα μικρούτσικο λιβαδάκι, μια δροσερή, λαστιχωτή επιφάνεια πράσινου, που εκτεινόταν μέχρι τα ριζά του σκυθρωπού τοιχώματος. Πέρα από τη λιμνούλα, μια απαλή πλαγιά ανέβαινε, κι ανέβαινε μέχρι που συναντούσε το αντικρινό τοίχωμα. Χλωρό χορτάρι σκέπαζε την πλαγιά, χορτάρι πλουμισμένο με λουλούδια, με πιτσιλιές από χρώματα εδώ κι εκεί, πορτοκαλιές και πορφυρές και χρυσαφιές. Κάτω, το φαράγγι ήταν περίκλειστο. Δεν είχε καθόλου θέα. Τα τοιχώματα κατηφόριζαν σε απότομη σύγκλιση και το φαράγγι τέλειωνε σ' ένα χάος από βράχια γεμάτα μούσκλια, που τα έκρυβε ένας πράσινος φράχτης από αγριάμπελα και περικοκλάδες και κλαριά δέντρων. Πέρα από το φαράγγι υψώνονταν λόφοι και βουνοκορφές, τα μεγάλα αντερείσματα, πευκόφυτα κι απόμακρα. Και πιο πέρα, στο βάθος, σύννεφα στις παρυφές του ουρανού, τα αιώνια χιόνια της Σιέρας πύργωναν μιναρέδες λευκού κι αντιφέγγιζαν αδρά τις φλόγες του ήλιου. Δεν υπήρχε σκόνη στο φαράγγι. Τα φύλλα και τα λουλούδια ήταν καθαρά, παρθενικά, το χορτάρι νεαρό βελούδο. Πάνω από τη λιμνούλα, τρεις λεύκες ρίχναν τα χιο- 7

5 νάτα τους χνούδια να αιωρούνται στον ήρεμο αέρα. Στην πλαγιά, τα άνθια της μανσανίτας 1 με το βαθυκόκκινο κορμό γέμιζαν με ανοιξιάτικες μυρωδιές τον αέρα, ενώ τα φύλλα της, με τη σοφία της πείρας, άρχιζαν κιόλας να στρίβουν κάθετα για να φυλαχτούν από τη στέγνα του καλοκαιριού που ερχόταν. Στους ανοιχτούς χώρους στην πλαγιά, πέρα από τη μακρύτερη σκιά που έριχνε η μανσανίτα, ζυγιάζονταν τα κρίνα της μαριπόσας 2 σαν ισάριθμα σμάρια πλουμιστές πεταλουδίτσες, που σταμάτησαν ξαφνικά και τρεμούλιαζαν τώρα ξαναρχίζοντας το πέταγμα. Εδώ κι εκεί η μαντρόνια 3, αυτός ο αρλεκίνος του δάσους, αφηνόταν να πιαστεί την ώρα που άλλαζε το χλωροπράσινο του κορμού της σε ριζάρικο κόκκινο και ξέχυνε την ευωδιά της στον αέρα μέσ'από μεγάλα μπουκέτα κέρινες καμπανούλες. Αφράτες, κάτασπρες ήταν οι καμπανούλες, έ μοιαζαν με κρινάκια κι είχαν τη γλύκα του αρώματος που δίνει η άνοιξη. Δεν υπήρχε πνοή ανέμου. Ο αέρας σε νάρκωνε με το βαρύ του άρωμα, είχε μια γλύκα που θα σε λίγωνε αν ήταν πηχτός και υγρός. Αλλά ήταν αψύς κι ανάριος. Ήταν σαν αστροφεγγιά μεταστοιχειωμένη σε ατμόσφαιρα, που την πότιζε και τη ζέσταινε η λιακάδα και τη μούσκευε η γλύκα των λουλουδιών. Εδώ κι εκεί, μια πεταλούδα μπαινόβγαινε από το φως στη σκιά. Κι από παντού τριγύρω υψωνόταν το σιγανό, νυσταλέο βουητό των μελισσών του βουνού που, γλεντοκόποι Συβαρίτες, το ρίχναν στο ξεφάντωμα σπρώχνοντας η μια την άλλη, αλλά χωρίς διάθεση για χοντράδες. Ήσυχα 1. Αειθαλής θάμνος των δυτικών ΗΠΑ. 2. Φυτό της τάξης των λιλιωδών, στις δυτικές ΗΠΑ, το Μεξικό και την Κεντρική Αμερική, με άνθη σε σχήμα τουλίπας, διαφόρων χρωμάτων. 3. Αειθαλές δέντρο ή θάμνος της Καλιφόρνιας, με εδώδιμους καρπούς. 8 κυλούσε κυματιστό το ποταμάκι μέσα στο φαράγγι, μόλις που μιλούσε κάπου-κάπου μ' ένα σβησμένο γουργουρητό. Η φωνή του ήταν ένα νυσταλέο ψιθύρισμα, που το διέκοπταν συχνά λαγοκοιμίσματα και σιωπές, για ν' ακουστεί και πάλι με το ξύπνημα. Η κίνηση των πάντων ήταν μια ροή μέσα στην καρδιά του φαραγγιού. Το λιόφωτο κι οι πεταλούδες έρεαν ανάμεσα στα δέντρα. Το βουητό των μελισσών κι ο ψίθυρος του νερού ήταν μια ροή ήχου. Κι η ροή του ήχου με τη ροή του χρώματος έμοιαζαν να συνυφαίνονται σ' ένα λεπτό, σαν άυλο μαγνάδι, που ήταν το πνεύμα του χώρου, ένα πνεύμα γαλήνης που δεν ήταν του θανάτου, αλλά μιας ζωής που έ σφυζε απαλά, ησυχίας που δεν ήταν σιωπή, κίνησης που δεν ήταν δράση, ηρεμίας ζωντανεμένης με ύπαρξη, χωρίς βιαιότητα και πάλεμα και μόχθο. Το πνεύμα του χώρου ή ταν το πνεύμα της ειρήνης των ζώντων, γλαρωμένο από την άνεση και την απόλαυση της καλοζωίας, αδιατάραχτο απ' τον απόηχο μακρινών πολέμων. Το πυρρόξανθο ελάφι με τα πολύκλαδα κέρατα παραδεχόταν την κυριαρχία του πνεύματος του χώρου και λαγοκοιμόταν με τα πόδια μέχρι τα γόνατα μέσα στη δροσερή, σκιερή λιμνούλα. Δεν υπήρχαν μύγες να το εκνευρίζουν κι είχε αποχαυνωθεί. Κούναγε καμιά φορά τ' αφτιά του όταν το ποταμάκι ξυπνούσε και ψιθύριζε, αλλά τα κούναγε ράθυμα, καθώς ήξερε καλά πως δεν ήταν παρά το ποταμάκι, που νευρίαζε κι άρχιζε την πολυλογία όποτε το έβλεπε ν' αποκοιμιέται. Ήρθε ωστόσο μια στιγμή που τ' αφτιά του ελαφιού α νασηκώθηκαν και τεντώθηκαν, έτοιμα να συλλάβουν αμέσως ήχους. Το κεφάλι του ήταν γερμένο κατά το φαράγγι. Τα ευαίσθητα, τρεμουλιαστά ρουθούνια του οσμίστηκαν τον αέρα. Τα μάτια του δεν μπορούσαν να διαπεράσουν τον πράσινο φράχτη όπου το νερό έφευγε κελαρύζοντας, αλλά στ' αφτιά του ήρθε η φωνή ενός ανθρώπου. Ήταν μια φωνή σταθερή, μονότονη σαν ψαλμουδιά. Το ελάφι ά- 9

6 κουσε κάποια στιγμή και το τραχύ κροτάλισμα μετάλλου πάνω σε πέτρα. Στο άκουσμα του φρούμαξε και μ' ένα α πότομο τίναγμα πετάχτηκε στον αέρα και βρέθηκε από το νερό στο λιβάδι, όπου τα πόδια του βούλιαξαν στο νεαρό βελούδο, ενώ τέντωνε τ' αφτιά και μύριζε ξανά τον αέρα. Διέσχισε το μικροσκοπικό λιβάδι, σταματώντας κάπουκάπου για ν' αφουγκραστεί, και χάθηκε πέρα, έξω απ' το φαράγγι, σαν αερικό, αλαφροπάτητο κι αθόρυβο. Το κροτάλισμα από πεταλωμένες σόλες πάνω στις πέτρες ακουγόταν τώρα καθαρά, ενώ η φωνή του ανθρώπου δυνάμωνε. Ήταν κάτι σαν ψαλμός, ξεκαθάριζε καθώς ζύγωνε και τελικά ξεχώρισαν τα λόγια: «Γύρνα γύρω, γύρνα τη ματιά σον κατά της Χάρης τις γλυκές ραχούλες. (Τις δυνάμεις του κακού περιφρονώ!) Κοίτα πλάι σου και κοίτα γύρω, το σακί τα κρίματά σου πέτα. (Με τον Κύριο θα βρεθείς το πρωινό!)» Ένα άγριο ποδοβολητό συνόδευε το τραγούδι και το πνεύμα του χώρου έφυγε τρεχάτο, ακολουθώντας το πυρρόξανθο ελάφι. Ο πράσινος φράχτης σκίστηκε στα δυο κι ένας άντρας πρόβαλε το κεφάλι του και κοίταξε ερευνητικά το λιβάδι και τη λιμνούλα και τη λοφοπλαγιά. Έδειχνε μελετημένος άνθρωπος. Αγκάλιασε με τη ματιά του ό λο το σκηνικό κι ύστερα περιεργάστηκε τις λεπτομέρειες για να επαληθεύσει τη γενική εντύπωση. Και τότε, μόνο τότε, άνοιξε το στόμα για μια ζωηρή, πανηγυρική έγκριση: «Σκουληκομερμηγκότρυπα! Για κοίτα 'δώ, μωρέ! Δάσος και νερό και χορτάρι και λοφοπλαγιά! Χαρά σου να σκαλίζεις τέτοιο χώμα. Και παράδεισο για τ' αλογάκια! Χλωρή πρασινάδα για κουρασμένα μάτια! Κι όχι ξεπλύματα, όχι νερόβραστα πράματα. Μυστικό βοσκοτόπι για 10 χρυσοθήρες και ξεκούραση γι' αποσταμένα ζωντανά. Ναι, μα την πίστη μου!» Ήταν ηλιοκαμένος άντρας. Στο πρόσωπό του, η ανοιχτοκαρδιά και το χιούμορ έδειχναν να είναι τα κύρια γνωρίσματα. Είχε πρόσωπο κινητικό, που άλλαζε γρήγορα, καθρεφτίζοντας την ψυχική διάθεση και τις σκέψεις της στιγμής. Η σκέψη σ' αυτόν ήταν ορατή διεργασία. Οι ιδέες περνούσαν τρεχάτες στο πρόσωπό του, σαν τους κυματισμούς που προκαλούν στην επιφάνεια μιας λίμνης οι ριπές του ανέμου. Τα μαλλιά του, αραιά, ακούρευτα κι αχτένιστα, ήταν το ίδιο ακαθόριστα σε χρώμα όσο και το πετσί του. Θα έλεγε κανείς πως απ' όλο το σκαρί του είχε μαζευτεί στα μάτια του το χρώμα, ένα συναρπαστικό γαλάζιο. Ήταν και γελαστά, χαρούμενα μάτια, με πολλή, παιδιάστικη αφέλεια κι έκσταση μέσα τους. Φανέρωναν ωστόσο, χωρίς επίδειξη, και πολλή και ήρεμη αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα, θεμελιωμένη σε προσωπικές εμπειρίες και γνώση του κόσμου. Μέσ' από τ' αγριάμπελα και τις περικοκλάδες, πέταξε ένα ξινάρι, ένα φτυάρι κι ένα ταψί. Ύστερα, βγήκε σέρνοντας κι ο ίδιος στ' ανοιχτά. Φορούσε μια ξεβαμμένη φόρμα και μαύρο μπαμπακερό πουκάμισο, πεταλωμένα άρβυλα στα πόδια και, στο κεφάλι, ένα καπέλο που, άμορφο και λεκιασμένο, μαρτυρούσε τη φθορά από τον άνεμο και τη βροχή, τον ήλιο και τον καπνό των κονακιών. Στάθηκε στητός, ανιχνεύοντας με ορθάνοιχτα μάτια τη μυστικότητα του σκηνικού και εισπνέοντας αισθησιακά τη ζεστή, γλυκιά ανάσα του φαραγγόκηπου, με ρουθούνια που διαστέλλονταν και τρεμούλιαζαν από ηδονή. Τα μάτια του μι-, σόκλεισαν σε γελαστές, γαλάζιες σχισμές, το πρόσωπό του στολίστηκε με χαρά και το στόμα του πλάτυνε σ' ένα χαμόγελο καθώς φώναζε: «Πηδηχτές πικραλίδες κι ευτυχισμένες δεντρομολόχες! Όμως, όμορφα που μου μυρίζουν! Λέτε ό,τι θέτε για τα ροδόσταμά σας και τις κολόνιες σας! Δεν πιάνουνε μπάζα!» 11

7 Το είχε συνήθειο να μονολογεί. Οι εκφράσεις του προσώπου του, με τις γρήγορες αλλαγές, μπορεί να λέγαν κάθε σκέψη και διάθεσή του, όμως η γλώσσα έτρεχε ξοπίσω τους κατ' ανάγκη επαναλαμβάνοντας, σαν άλλος Μπόζουελ 1. Ξάπλωσε στην άκρη της λιμνούλας και ήπιε μπόλικο νερό. «Πολύ καλό», μουρμούρισε ανασηκώνοντας το κεφάλι και κοιτάζοντας την πλαγιά του λόφου πέρα από το νερό, καθώς σκούπιζε το στόμα του με τη ράχη της παλάμης. Η λοφοπλαγιά τράβηξε την προσοχή του. Ξαπλωμένος πάντα μπρούμυτα, μελέτησε για πολλή ώρα με προσοχή τη διαμόρφωση του λόφου. Ήταν εξασκημένο το μάτι που ανέβηκε την πλαγιά μέχρι το αποσαθρωμένο τοίχωμα του φαραγγιού και γύρισε πίσω στην άκρη της λιμνούλας. Σηκώθηκε και τίμησε τη λοφοπλαγιά με μιαν ακόμα επιθεώρηση. «Καλή μου φαίνεται», είπε συμπερασματικά, και πήρε το ξινάρι, το φτυάρι και το ταψί. Πέρασε το ποταμάκι στα ριζά του λόφου, πατώντας μ' ευκινησία από πέτρα σε πέτρα. Εκεί που η λοφοπλαγιά άγγιζε το νερό, πήρε μια φτυαριά χώμα και το έβαλε στο ταψί. Έκατσε στις φτέρνες του κρατώντας το ταψί με τα δυο του χέρια και βύθισε ένα μέρος του στο νερό. Ύστερα έδωσε στο ταψί μια επιδέξια κυκλική κίνηση που έκανε το νερό να μπαινοβγαίνει στο χώμα και το χαλίκι. Τα μεγαλύτερα κι ελαφρότερα μόρια βγήκαν στην επιφάνεια κι αυτά τα πέταξε βουτώντας έντεχνα το ταψί μέσα στο νερό. Κάθε τόσο, για να συντομεύει τη διαδικασία, ακουμπούσε το ταψί και με τα δάχτυλά του τσουγκράνιζε τα μεγάλα βότσαλα και τα πετραδάκια. Το περιεχόμενο του ταψιού λιγόστευε γρήγορα, ώσπου δεν απόμεινε παρά το λεπτό χώμα 1. James Boswell ( ), φίλος και βιογράφος του λογοτέχνη και λεξικογράφου Samuel Johnson. Το έργο του Life of Johnson (Η ζωή του Τζόνσον) θεωρείται αριστούργημα στον τομέα της βιογραφίας. 12 και το πολύ ψιλό χαλίκι. Σ' αυτό το στάδιο, άρχισε να δουλεύει με πολλή συγκέντρωση και προσοχή. Έπρεπε ν' αφήσει μόνο το πολύ λεπτό χώμα, κι αυτό έκανε μ' εξονυχιστικό έλεγχο κι ανάλαφρο αλλά σχολαστικό ψαχούλεμα. Στο τέλος, το ταψί έμοιαζε να μην έχει παρά μόνο νερό. Αλλά ένα απότομο ημικυκλικό τίναγμα, που πέταξε το νερό έξω από το ρηχό χείλος στο ποταμάκι, φανέρωσε ένα στρώμα μαύρη άμμο στον πάτο του ταψιού. Τόσο ισχνό ή ταν αυτό το στρώμα, που έμοιαζε με πινελιά μπογιάς. Το εξέτασε προσεχτικά. Στη μέση του βρισκόταν ένας μικροσκοπικός χρυσός κόκκος. Άφησε να μπει λίγο νερό από την κατεβασμένη άκρια του ταψιού. Μ' ένα γρήγορο τίναγμα, το νερό σάρωσε τον πάτο, ανακατεύοντας τη μαύρη άμμο ξανά και ξανά. Ένας δεύτερος μικρούτσικος χρυσός κόκκος αντάμειψε την προσπάθειά του. Το ξέπλυμα είχε γίνει τώρα πολύ λεπτολόγο, πέρα απ' όσο απαιτούσε το συνηθισμένο ψάξιμο σε προσχώσεις. Δούλευε τη μαύρη άμμο, μια μικρή δόση κάθε φορά, στο ρηχό χείλι του ταψιού. Την κάθε δόση την εξέταζε σχολαστικά, έτσι που τα μάτια του να βλέπουν τον κάθε κόκκο της προτού τον αφήσει να γλιστρήσει έξω από το ταψί. Αφηνε τη μαύρη άμμο να φεύγει φειδωλά, λίγη-λίγη. Ένας χρυσός κόκκος, όσος η μύτη της καρφίτσας, εμφανιζόταν στο χείλι του ταψιού και το νερό, έτσι όπως το χειριζόταν, τον επέστρεφε στον πάτο. Μ' αυτό τον τρόπο, άλλος ένας κόκκος φανερωνόταν κι ύστερα άλλος κι άλλος. Τους πρόσεχε πολύ. Σαν τσοπάνος μάζευε το κοπάδι του των χρυσών κόκκων, να μη χαθεί κανένας τους. Στο τέλος, δεν απόμενε από το χώμα στο ταψί τίποτε άλλο από το χρυσό του κοπάδι. Το μέτρησε και, ύστερα από τον τόσο κόπο, το πέταξε από το ταψί του μ' ένα τελικό στροβίλισμα του νερού. Όμως, τα γαλανά του μάτια έλαμπαν από επιθυμία καθώς ανασηκωνόταν. «Εφτά», μουρμούρισε φωναχτά, επιβεβαιώνοντας το άθροισμα των κόκκων που του κόστισαν 13

8 τόση δουλειά, για να τους πετάξει στο τέλος με τόση ανεξήγητη ακηδία. «Εφτά», ξαναείπε, με την έμφαση που δίνει κανείς προσπαθώντας να αποτυπώσει έναν αριθμό στη μνήμη του. Στάθηκε ακίνητος για ώρα επιθεωρώντας τη λοφοπλαγιά. Στα μάτια του υπήρχε περιέργεια, νεογέννητη και ζωηρή. Η όψη του έδειχνε αναγάλλιασμα και ζήλο, σαν του κυνηγιάρικου ζώου που μόλις οσμίστηκε θήραμα. Έκανε μερικά βήματα πλάι στο ποταμάκι και πήρε άλλη μια ταψιά χώμα. Έγινε πάλι το προσεχτικό ξέπλυμα, το επιμελημένο κοπάδιασμα των χρυσών κόκκων και το ακατανόητο πέταγμά τους στο ποταμάκι μετά το μέτρημα. «Πέντε», μουρμούρισε. Και ξαναείπε: «Πέντε.» Δεν μπόρεσε ν' αποφύγει άλλη μια επιθεώρηση του λόφου προτού γεμίσει πάλι το ταψί του πιο πέρα στην ακροποταμιά. Τα χρυσά του κοπάδια μίκραιναν. «Τέσσερις, τρεις, δύο, δύο, ένας», απομνημόνευε καθώς προχωρούσε στην όχθη. Όταν ένας μόνο κόκκος τον αντάμειψε για το πλύσιμο, σταμάτησε, άναψε μια φωτιά με ξερόκλαδα, έριξε μέσα της το ταψί και τ' άφησε να καεί μέχρι που γίνηκε μαυρογάλαζο. Το πήρε και το εξέτασε με κριτικό μάτι. Κούνησε το κεφάλι του επιδοκιμαστικά. Μ' ένα τέτοιο χρώμα για φόντο, δε θα του ξέφευγε ούτε ο πιο μικροσκοπικός κίτρινος κόκκος. Προχωρώντας παραπέρα στην όχθη, ξέπλυνε άλλη μια ταψιά χώμα. Ένας μόνος κόκκος ήταν η αμοιβή του. Η τρίτη ταψιά δεν είχε καθόλου χρυσάφι. Δε θεώρησε αρκετές τις ενδείξεις και δοκίμασε άλλες τρεις φορές, φτυαρίζοντας το χώμα μισό μέτρο παραπέρα την κάθε φορά. Κι οι τρεις φτυαριές ήταν άδειες από χρυσάφι. Όμως, αντί το γεγονός να τον αποθαρρύνει, έδειχνε να τον ικανοποιεί. Η έξαψή του μεγάλωνε με το κάθε στείρο ξέπλυμα. Στο τέλος, σηκώθηκε και ξεφώνισε όλος χαρά: «Αν ετούτο 'δώ δεν είναι τ' αληθινό το πράμα, να μου σπάσει ο Θεός το κεφάλι με ξινόμηλα!» 14 Γύρισε στο σημείο απ' όπου είχε ξεκινήσει κι άρχισε την ίδια δουλειά στην αντίθετη κατεύθυνση κατά μήκος της όχθης. Στην αρχή, τα χρυσά του κοπάδια πλήθαιναν - πλήθαιναν καταπληκτικά. «Δεκατέσσερις, δεκαοχτώ, είκοσι ένας, είκοσι έξι», κατέγραφε η μνήμη του. Πάνω από τη λιμνούλα ακριβώς είχε την πλουσιότερη ταψιά του: τριάντα πέντε! «Σχεδόν αρκετά για φύλαγμα», είπε μελαγχολικά καθώς άφηνε το νερό να παρασύρει τους κόκκους. Ο ήλιος ανηφόριζε κατά την κορφή του ουρανού. Ο ά ντρας συνέχισε να δουλεύει. Ταψιά την ταψιά ανέβαινε την όχθη. Η απόδοση μίκραινε σταθερά. «Θαύμα, έτσι που λιγοστεύει και χάνεται», φώναξε ό λος αγαλλίαση, όταν μια φτυαριά χώμα δεν του έδωσε παρά έναν και μόνο κόκκο χρυσάφι. Κι όταν, στις κάμποσες επόμενες φτυαριές, δε βρέθηκαν καθόλου κόκκοι, σηκώθηκε κι έριξε στη λοφοπλαγιά μια ματιά γεμάτη πεποίθηση. «Α, μάλιστα, κυρα-φλέβα!» φώναξε σαν να μιλούσε σε ακροατή που κρυβόταν κάπου πιο πέρα, χωμένος στην πλαγιά. «Πού θα μου πας, κυρα-φλέβα! Έρχομαι. Έρχομαι και θα σε τσακώσω. Στα σίγουρα! Μ' ακούς, κυρα- Φλέβα; Θα σε τσακώσω, είπα, στα σίγουρα. Όσο σίγουρα η κολοκύθα δεν είναι κουνουπίδι!» Γύρισε κι έριξε μιαν υπολογιστική ματιά στον ήλιο, που ζυγιαζόταν από πάνω του στο γαλάζιο του ανέφελου ουρανού. Κατέβηκε ύστερα στο φαράγγι ακολουθώντας τα λακκάκια που είχε ανοίξει καθώς γέμιζε το ταψί του. Πέρασε το ποταμάκι και χάθηκε μέσα στον πράσινο φράχτη. Δε γινόταν να γυρίσει πια το πνεύμα του χώρου με τη γαλήνη και τη χαλάρωσή του, γιατί η φωνή του άντρα, που τραγουδούσε νέγρικα τώρα, δέσποζε πάντα στο φαράγγι, που το είχε κάνει ιδιοκτησία του. Ύστερα από λίγο, με μεγαλύτερο πάταγο από πεταλωμένα πόδια πάνω στις πέτρες, ξανάρθε. Ο πράσινος φρά- 15

9 χτης αναταράχτηκε δαιμονισμένα. Πήγαινε κι ερχόταν με την αγωνία πάλης. Ακούγονταν δυνατά ξυσίματα και κλαγγή μετάλλων. Η φωνή του άντρα είχε ανέβει στη διαπασών, διαπεραστική, όλο προσταγή. Ένα μεγάλο σώμα βουτούσε στη βλάστηση του φράχτη λαχανιάζοντας. Ακούστηκαν σπασίματα και σκισίματα και, μέσα από μια βροχή φύλλων που έπεφταν, ένα άλογο πρόβαλε από το φράχτη. Είχε στη ράχη του φορτίο απ' όπου σέρνονταν σπασμένα κλαριά και περικοκλάδες. Το ζώο κοίταξε σαστισμένο τη σκηνή ό που το είχαν σπρώξει, ύστερα έσκυψε το κεφάλι στο χόρτο κι άρχισε να βόσκει ευχαριστημένο. Ένα δεύτερο άλογο πρόβαλε σέρνοντας, γλίστρησε πάνω στις χορταριασμένες πέτρες και ξαναβρήκε την ισορροπία του όταν οι οπλές του βούλιαξαν στο μαλακό χορτάρι του λιβαδιού. Ήταν χωρίς αναβάτη, μ' όλο που είχε στη ράχη του μια μεξικάνικη σέλα, γδαρμένη και ξεθωριασμένη από την πολλή χρήση. Την παρέλαση έκλεισε ο άντρας. Έβγαλε από τα ζώα το φορτίο και τη σέλα και τ' άφησε ελεύθερα να βοσκήσουν, ε νώ το μάτι του έψαχνε για κονάκι. Ανοιξε το σάκο με τα τρόφιμα κι έβγαλε ένα τηγάνι κι ένα μπρίκι. Μάζεψε μιαν αγκαλιά ξερόκλαδα και με λίγες πέτρες έστησε μια πυροστιά. «Θεούλη μου», είπε, «έχω μια πείνα! Θα μπόραγα να χλαπακιάσω σίδερα, κι ευχαριστώ, καλή μου κυρία, βάλε μου κι άλλα.» Στάθηκε ορθός και, καθώς έβαζε το χέρι στην τσέπη της φόρμας του για να πάρει σπίρτα, η ματιά του πέρασε τη λιμνούλα μέχρι τη λοφοπλαγιά. Τα δάχτυλά του είχαν αδράξει το κουτί τα σπίρτα, αλλά χαλάρωσαν και το χέρι του βγήκε άδειο. Ήταν φανερό πως αμφιταλαντευόταν. Κοίταξε τις ετοιμασίες που είχε κάνει για το μαγείρεμα κι ύ στερα ξανακοίταξε το λόφο. «Θα κάνω, μου φαίνεται, άλλη μια δοκιμή», είπε στο τέλος καθώς περνούσε το ποταμάκι. «Δεν είναι λογικό, το ξέρω», μουρμούρισε απολογητικά. «Αλλά δε νομίζω πως 16 θα πάθω τίποτα που θ' αφήσω τη μάσα για μιαν ώρα αργότερα.» Λίγο πίσω από την πρώτη γραμμή όπου είχε κάνει τις δοκιμές του, άρχισε μια δεύτερη γραμμή. Ο ήλιος έγερνε στο δυτικό ουρανό, οι σκιές μάκραιναν κι εκείνος συνέχιζε τη δουλειά του. Αρχισε μια τρίτη γραμμή. Χάραζε οριζόντια τη λοφοπλαγιά, γραμμή με γραμμή, καθώς ανέβαινε. Το κέντρο της κάθε γραμμής έδινε τις πλουσιότερες ταψιές, ενώ οι άκριες βρίσκονταν εκεί όπου δε φαινόταν καθόλου χρώμα στο ταψί. Και, καθώς ανέβαινε τη λοφοπλαγιά, οι γραμμές κόνταιναν αισθητά. Η κανονικότητα με την οποία το μήκος τους μίκραινε έδειχνε πως, κάπου ψηλά στην πλαγιά, η τελευταία γραμμή θα ήταν τόσο κοντή που δε θα είχε σχεδόν καθόλου μάκρος και πιο πέρα μπορεί να γινόταν ένα σημείο μονάχα. Το σχέδιο διαμορφωνόταν σ' ένα Λ. Οι συγκλίνουσες πλευρές αυτού του Λ σημάδευαν τα όρια του χρυσοφόρου χώματος. Ήταν φανερό πως ο άντρας είχε στόχο του την κορυφή του Λ. Το μάτι του ακολουθούσε ξανά και ξανά τις συγκλίνουσες πλευρές κι ανέβαινε το λόφο, προσπαθώντας να μαντέψει την κορυφή, το σημείο όπου το χρυσοφόρο χώμα έπρεπε να σταματάει. Εκεί κατοικούσε η «κυρα-φλέβα», ό πως ονόμαζε με οικειότητα το φανταστικό σημείο ψηλά στην πλαγιά, φωνάζοντας: «Έβγα από 'κεί μέσα κι έλα 'δώ, κυρα-φλέβα! Έτσι, για να 'σαι εντάξει και κυρία. Κατέβα, σου λέω!» «Ωραία», πρόσθεσε σε λίγο, με φωνή γεμάτη αποφασιστικότητα. «Εντάξει, κυρα-φλέβα. Το βλέπω καθαρά πια πως πρέπει να 'ρθω εγώ εκεί πάνω και να σ' αδράξω απ' το μαλλί. Ε, λοιπόν, θα το κάνω! Μωρέ, θα το κάνω!» πρόσθεσε απειλητικά. Έφερνε την κάθε ταψιά κάτω στο νερό για ξέπλυμα και, καθώς ανέβαινε όλο και πιο ψηλά στο λόφο, οι ταψιές γίνονταν πιο πλούσιες, μέχρι που άρχισε να μαζεύει το χρυσάφι σ' ένα άδειο τενεκεδάκι που κουβαλούσε ξεχα- 17

10 σμένο στην κωλότσεπη. Είχε τόσο απορροφηθεί από τη δουλειά του, που δεν πρόσεξε πως είχε πιάσει να σουρουπώνει για καλά. Μόνο όταν προσπάθησε μάταια να δει το χρώμα του χρυσού στον πάτο του ταψιού κατάλαβε πως είχε περάσει η ώρα. Ορθώθηκε απότομα. Μια έκφραση πεισμωμένου ξαφνιάσματος και δέους απλώθηκε στο πρόσωπό του καθώς μονολογούσε σέρνοντας τη φωνή: «Βρε, που να με πάρει! Ξέχασα ολότελα το φαΐ μου!» Πέρασε σκουντουφλώντας το ποταμάκι μέσα στο σκοτάδι κι άναψε τη φωτιά που τόσο είχε καθυστερήσει. Τηγανόψωμο, λαρδί και ζεσταμένα φασόλια ήταν το δείπνο του. Κάπνισε ύστερα μια πίπα κοντά στα κάρβουνα που κουφόκαιγαν, ακούγοντας τους θορύβους της νύχτας και παρακολουθώντας το φεγγαρόφωτο που κυλούσε στο φαράγγι. Ύστερα ξετύλιξε το στρώμα του, έβγαλε τα βαριά του παπούτσια και τράβηξε τις κουβέρτες ως πάνω στο πιγούνι του. Το πρόσωπό του έδειχνε άσπρο στο φεγγαρόφωτο, σαν πρόσωπο νεκρού. Αλλά ήταν νεκρός που ήξερε πως θ' ανασταινόταν. Ανασηκώθηκε ξαφνικά στον ένα του αγκώνα και κοίταξε τη λοφοπλαγιά του. «Καληνύχτα, κυρα-φλέβα», φώναξε νυσταγμένος. «Καληνύχτα σου.» Κοιμόταν ακόμα μετά το πρώτο χάραμα, μέχρι που οι ηλιαχτίδες χτύπησαν απευθείας τα κλειστά του βλέφαρα. Ξύπνησε μ' ένα τίναγμα και κοίταξε τριγύρω, μέχρι που βεβαιώθηκε για τη συνέχεια της ύπαρξης του και ταύτισε τον τωρινό εαυτό του με τις μέρες που είχε ζήσει. Για να ντυθεί, δεν είχε παρά να κουμπώσει τ' άρβυλά του. Έριξε μια ματιά στην πυροστιά και στη λοφοπλαγιά του, δίστασε μια στιγμή, αλλά τελικά νίκησε τον πειρασμό κι άναψε φωτιά. «Ησύχασε, Μπιλ. Ψυχραιμία», συμβούλεψε τον εαυτό του. «Τι ωφελεί να βιάζεσαι; Δεν υπάρχει λόγος να τσακίζεσαι και να ιδροκοπάς. Η κυρα-φλέβα θα σε περιμένει. Δε θα το σκάσει προτού φας το πρωινό σου. Τώρα, αυτό που 18 σου χρειάζεται, μωρέ Μπίλι, είναι κάνα φρέσκο πράμα στο πιάτο σου. Αντε, στο χέρι σου είναι να πας να το 'βρεις.» Έκοψε ένα κοντό κλαδί στην ακροποταμιά κι έβγαλε α πό την τσέπη του ένα αρμίδι κι ένα δόλωμα που ήταν κάποτε μύγα. «Μπορεί και να τσιμπήσουν έτσι νωρίς το πρωί», μουρμούρισε καθώς έριχνε την πρώτη του ριξιά στο ποταμάκι. Μόλις μια στιγμή μετά, ξεφώνιζε όλος χαρά: «Τι σου 'λεγα, μωρέ; Τι σου 'λεγα;» Δεν είχε ανέμη, αλλά ούτε και διάθεση να χάνει καιρό. Βάζοντας όλη του τη δύναμη, τράβηξε γρήγορα από το νερό μια πέστροφα είκοσι πέντε πόντους. Αυτή κι άλλες τρεις που έπιασε σε γρήγορη διαδοχή αποτέλεσαν το πρωινό του. Ύστερα, τη στιγμή που ετοιμαζόταν να περάσει το ποταμάκι για να πάει στη λοφοπλαγιά του, του ήρθε μια ξαφνική σκέψη και σταμάτησε. «Καλό θα 'τανε να κάνω μια βόλτα εδώ γύρω», είπε. «Πού ξέρεις; Όλο και κάποιος μάγκας μπορεί να τριγυρνάει και να κρυφοκοιτάει.» Πέρασε ωστόσο το ποταμάκι, είπε πως «θα 'πρεπε αλήθεια να ρίξω μια ματιά», αλλά η ανάγκη για προφυλάξεις έφυγε από το μυαλό του κι έπεσε στη δουλειά. Σταμάτησε με το σούρουπο. Η μέση του είχε πιαστεί α πό το σκύψιμο και καθώς έβαζε τα χέρια του πίσω για να μαλάξει τους μύες που διαμαρτύρονταν, είπε: «Για κοίτα, μωρέ. Πάλι ξέχασα να φάω! Έτσι και δεν το προσέξω, θα καταντήσω χάρβαλο με τα δυο φαγιά τη μέρα.» «Ατιμο πράμα που σου 'ναι τούτη η δουλειά! Σε κάνει και ξεχνιέσαι», μονολόγησε εκείνο το βράδυ καθώς χωνόταν στις κουβέρτες του. Δεν ξέχασε ωστόσο να φωνάξει στη λοφοπλαγιά: «Καληνύχτα, κυρα-φλέβα! Καλή σου νύχτα!» Ξύπνησε με τον ήλιο. Έφαγε αρπαχτά το πρωινό του κι έπιασε αμέσως δουλειά. Κάτι σαν πυρετός φούντωνε μέσα του κι η όλο και πλουσιότερη απόδοση δεν τον καταπράυνε. 19

11 Είχε μιαν έξαψη στα μάγουλα άλλη απ' αυτή που προκαλεί η ζέστη του ήλιου και ξεχνούσε την κούραση και το πέρασμα της ώρας. Όταν γέμιζε το ταψί με χώμα, κατέβαινε τρέχοντας το λόφο για να το ξεπλύνει στο ποταμάκι και ξανανέβαινε αμέσως τρεχάτος, βλαστημώντας καθώς λαχάνιαζε και σκουντουφλούσε, για να ξαναγεμίσει το ταψί. Σκάλιζε τώρα σ' ένα σημείο κάπου εκατό μέτρα από το νερό και το Λ αποκτούσε πια συγκεκριμένες διαστάσεις. Το πλάτος του χρυσοφόρου χώματος μίκραινε σταθερά κι εκείνος συνέχιζε νοερά τις πλευρές του Λ μέχρι το σημείο της συνάντησης τους, ψηλά πάνω στο λόφο. Αυτός ήταν ο στόχος του, η κορυφή του Λ, και γέμισε πολλές φορές το ταψί του για να την εντοπίσει. «Κάπου δυο μέτρα πάνω από κείνη τη μανσανίτα και κάνα μέτρο δεξιά», υπολόγισε τελικά. Ύστερα τον κυρίεψε ο πειρασμός. «Μα είναι ολοφάνερο, μωρέ, σαν τη μύτη στη μούρη σου», είπε, κι αφήνοντας τις επίπονες οριζόντιες γραμμές του ανέβηκε στην υποθετική κορυφή του Λ. Γέμισε ένα ταψί και κατέβηκε να το πλύνει. Δεν είχε ίχνος χρυσάφι. Έσκαψε βαθιά κι έσκαψε ρηχά, γέμισε κι έπλυνε μια ντουζίνα ταψιά και δε βρέθηκε ο παραμικρός κόκκος να τον ανταμείψει. Έξω φρενών, σκυλόβρισε τον εαυτό του που υπέκυψε στον πειρασμό. Ύστερα κατέβηκε πιο χαμηλά στο λόφο και ξανάρχισε τις οριζόντιες τομές. «Αργά και στα σίγουρα, ρε Μπίλι, αργά και στα σίγουρα», μουρμούρισε. «Τα συντόμια για τα πλούτη δεν είναι για σένανε. Καιρός είναι να το μάθεις. Έλα, λογικέψου, Μπιλ, λογικέψου. Αργά και στα σίγουρα είναι το μόνο σου χαρτί. Παίξε το όμορφα, το λοιπόν. Έτσι.» Καθώς οι γραμμές μίκραιναν κι έδειχναν πως οι πλευρές του Λ σύγκλιναν, το βάθος μεγάλωνε. Η φλέβα χωνόταν μέσα στο λόφο. Μόνο στους εβδομήντα πέντε πόντους βάθος μπορούσε τώρα να βγάζει χρώμα στο ταψί του. Το χώμα που έβρισκε στους εξήντα όσο και στους ενενήντα πόντους δεν έδινε τίποτε. Στη βάση του Λ, στην ά- 20 χρη του νερού, είχε βρει χρυσάφι στις ρίζες του χόρτου. Όσο ανέβαινε το λόφο τόσο βαθύτερα χωνόταν το χρυσάφι. Το να σκάβει ένα λάκκο κοντά ένα μέτρο για να δοκιμάσει ένα ταψί χώμα δεν ήταν λίγη δουλειά. Κι ανάμεσα σ' αυτόν και την κορφή του Λ, μεσολαβούσαν αναρίθμητοι τέτοιοι λάκκοι που έπρεπε να σκαφτούν. «Και δεν μπορεί να ξέρει κανείς πόσο πιο βαθιά θα πάει», είπε αναστενάζοντας μια στιγμή που σταμάτησε, ενώ τα δάχτυλά του μάλαζαν την πονεμένη του μέση. Όλος λαχτάρα, με μουδιασμένη τη ράχη και πιασμένα τα μούσκουλα, με το ξινάρι και το φτυάρι του να σκάβουν και να ξεκοιλιάζουν τη μαλακιά καστανή γη, ο άντρας μοχθούσε ανεβαίνοντας το λόφο. Μπροστά του ήταν η απαλή πλαγιά, πλουμισμένη με άνθη, γλυκιά με την ανάσα τους. Πίσω του ήταν η ερήμωση. Έμοιαζε σαν να είχε γίνει μια φοβερή έκρηξη στο απαλό δέρμα του λόφου. Το αργό του προχώρεμα ήταν σαν του γυμνοσάλιαγκα, βρόμιζε την ο μορφιά με τα σιχαμερά του χνάρια. Η φλέβα βάθαινε κι η δουλειά ζόριζε, αλλά εκείνος έ βρισκε παρηγοριά στην αυξανόμενη απόδοση. Είκοσι σέντσια, τριάντα σέντσια, πενήντα σέντσια, εξήντα σέντσια ήταν η αξία του χρυσού που έβρισκε στο ταψί του. Με το σούρουπο, ξέπλυνε την καλύτερη ταψιά του, που του έδωσε ένα δολάριο χρυσόσκονη από μια φτυαριά χώμα. «Πάω στοίχημα πως η τύχη μου το 'χει να μπουκάρει κάνας αδιάκριτος λεχρίτης στ' αμπελοχώραφά μου», μουρμούρισε νυσταλέα εκείνη τη νύχτα, καθώς τραβούσε τις κουβέρτες μέχρι πάνω στο πιγούνι του. Ξαφνικά ανακάθισε. «Μπιλ!» είπε κοφτά. «Άκουσέ με καλά, ρε Μπίλι. Μ' ακούς; Αύριο πρωί-πρωί θα πάρεις τα πόδια σου και θα πας να κοιτάξεις ένα γύρο να δεις ό,τι μπορέσεις να δεις. Κατάλαβες; Αύριο το πρωί, είπα. Μην το ξεχάσεις.» Χασμουρήθηκε κι έριξε μια λοξή ματιά στη λοφοπλαγιά του. «Καληνύχτα, κυρα-φλέβα», φώναξε. 21

12 Το πρωί πρόλαβε τον ήλιο. Είχε τελειώσει το πρωινό του όταν τον βρήκαν οι πρώτες αχτίδες και σκαρφάλωσε στο τοίχωμα του φαραγγιού, εκεί που ο βράχος θρουβαλιαζόταν κι έβρισκε να πατήσει. Απ' ό,τι έβλεπε από την κορφή, βρισκόταν στην καρδιά μιας ερημιάς. Όσο έφτανε η ματιά του, η μια οροσειρά υψωνόταν μετά την άλλη μπροστά του. Στ' ανατολικά, η ματιά του, πηδώντας τα μίλια από τη μια οροσειρά στην επόμενη για πολλές οροσειρές, σταματούσε τελικά στις λευκές κορφές της Σιέρας, την κύρια κορυφογραμμή, εκεί που διαγραφόταν στον ουρανό η ραχοκοκαλιά του δυτικού κόσμου. Στα βόρεια και τα νότια, έβλεπε πιο καθαρά τα συγκροτήματα που διέσχιζαν ε γκάρσια την κύρια φορά της βουνοθάλασσας. Στα δυτικά, οι οροσειρές κατηφόριζαν η μια πίσω απ' την άλλη, μίκραιναν κι έσβηναν σε απαλά αντερείσματα κι αυτά κατέβαιναν με τη σειρά τους στη μεγάλη κοιλάδα, που δεν μπορούσε να τη δει. Σ' όλη αυτή την απεραντοσύνη της γης δεν είδε κανένα σημάδι ανθρώπου ή έργου ανθρώπινου χεριού - εκτός από τα ξεσκισμένα στήθια της λοφοπλαγιάς στα πόδια του. Κοίταξε για πολλή ώρα και με προσοχή. Για μια στιγμή, μακριά μέσα στο δικό του φαράγγι, νόμισε πως είδε στον αέρα μιαν αμυδρή υποψία καπνού. Ξανακοίταξε και πείσθηκε πως ήταν η πορφυρή αχλή των λόφων, που τη σκούραινε μια πτύχωση του φαραγγιού πίσω της. «Ε, εσύ, κυρα-φλέβα!» φώναξε κοιτάζοντας κάτω στο φαράγγι. «Βγες από 'κεί μέσα. Έρχομαι, κυρα-φλέβα! Σου 'ρχομαι, είπα!» Οι βαριές αρβύλες τον έκαναν να φαίνεται αδέξιος στη χρήση των ποδιών του, όμως άρχισε να κατεβαίνει από το ιλιγγιώδες εκείνο ύψος, ανάλαφρος κι ανάερος σαν αγριοκάτσικο. Μια πέτρα που έστριψε κάτω από το πόδι του στο χείλος του γκρεμού δεν τον έκανε να τα χάσει. Έδειχνε να ξέρει πόσο ακριβώς χρειάζεται ένα γλίστρημα για να καταλήξει σε συμφορά και, στο μεταξύ, εκμεταλλευόταν 22 το ίδιο του το παραπάτημα για να έχει εκείνη τη στιγμιαία επαφή με το χώμα, που του χρειαζόταν για να βρεθεί σε α σφάλεια. Εκεί όπου το έδαφος έγερνε τόσο απότομα που ήταν αδύνατο να σταθεί κανείς για ένα δευτερόλεπτο όρθιος, εκείνος δε δίσταζε. Το πόδι του πατούσε στην απίθανη επιφάνεια μόλις για ένα κλάσμα του μοιραίου δευτερολέπτου και του έδινε ώθηση για να προχωρήσει/υστερα, ε κεί που η ισορροπία αποκλειόταν ακόμα και για κλάσμα του δευτερολέπτου, προχωρούσε αδράχνοντας για μια φευγαλέα στιγμή κάποιο εξόγκωμα βράχου, μια σχισμή ή έναν αβέβαια ριζωμένο θάμνο. Στο τέλος, μ' ένα τρελό πήδημα και μια κραυγή, ρίχτηκε από το τοίχωμα πάνω σε μια σάρα και τέλειωσε το κατέβασμά του μέσα σε τόνους χώμα και χαλίκι. Η πρώτη του ταψιά εκείνο το πρωί του έδωσε πάνω α πό δυο δολάρια χρυσάφι σε χοντρούς κόκκους. Ήταν από το κέντρο του Λ. Δεξιά κι αριστερά, οι αξίες μειώνονταν γρήγορα. Οι εγκάρσιες γραμμές με τους λάκκους κόνταιναν πολύ. Οι συγκλίνουσες πλευρές του Λ δεν απείχαν πια παρά μερικά μέτρα η μια από την άλλη. Το σημείο της συνάντησης τους βρισκόταν μόλις λίγα μέτρα πιο πάνω. Αλλά η φλέβα χωνόταν όλο και πιο βαθιά στο χώμα. Με το απομεσήμερο, έπρεπε να φτάνει στο ενάμισι μέτρο βάθος για να βρει ίχνη από χρυσάφι στο ταψί του. Τα ίχνη βέβαια είχαν γίνει τώρα κάτι παραπάνω από ί χνη. Ήταν χρυσοφόρο πρόσχωμα κι ο άντρας αποφάσισε να γυρίσει και να σκαλίσει αυτό το χώμα μετά που θα έβρισκε τη φλέβα. Αλλά η αυξανόμενη απόδοση άρχισε να τον ανησυχεί. Αργά το απόγεμα, η αξία είχε φτάσει τα τρία με τέσσερα δολάρια στην ταψιά. Έξυσε το κεφάλι του αμήχανος και κοίταξε, λίγα μέτρα πιο πάνω στο λόφο, τη μανσανίτα που σημάδευε περίπου την κορυφή του Λ. Κούνησε το κεφάλι τελικά και χρησμοδότησε: «Ένα απ' τα δυο συμβαίνει, μωρέ Μπίλι. Ένα απ' τα δυο. Ή που η κυρα-φλέβα έχει σκορπίσει σ' όλο το λόφο ή 23

13 που είναι τόσο πλούσια του κερατά που μπορεί και να μην τα καταφέρεις να τήνε πάρεις όλη μαζί σου. Κι αυτό θα 'τανε χαζούκι, ε;» Γέλασε πνιχτά στη σκέψη ενός τόσο ευχάριστου διλήμματος. Το σούρουπο τον βρήκε στην ακροποταμιά, τα μάτια του να παλεύουν με το σκοτάδι που πύκνωνε, καθώς ξέπλενε μια ταψιά πέντε δολαρίων. «Θα 'θελα να 'χα ένα φακό να συνεχίσω τη δουλειά», είπε. Δυσκολεύτηκε να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ. Ξανά και ξανά χαλάρωνε κι έκλεινε τα μάτια του για να τον πάρει ο ύπνος, όμως το αίμα του χτυπούσε από την πολλή αποθυμιά και κάθε φορά ξανάνοιγε τα μάτια και μουρμούριζε βαριεστημένος: «Θα 'θελα να ξημέρωνε.» Τελικά τον πήρε ο ύπνος, αλλά τα μάτια του άνοιξαν με το πρώτο χλόμιασμα των αστεριών και το γκρίζο χάραμα τον βρήκε να έχει τελειώσει το πρωινό του και ν' ανηφορίζει τη λοφοπλαγιά προς τη μυστική κατοικία της κυρα- Φλέβας. Στην πρώτη χαρακιά του δε χώρεσαν παραπάνω από τρεις λάκκοι. Τόσο είχε στενέψει το εκμεταλλεύσιμο χώμα, τόσο κοντά βρισκόταν στο κεφαλάρι του χρυσοφόρου ποταμιού που αναζητούσε τέσσερις μέρες τώρα. «Κάλμα, Μπίλι, κάλμα», ορμήνευε τον εαυτό του καθώς έσκαβε τον τελευταίο λάκκο, εκεί που οι πλευρές του Λ συναντιόνταν επιτέλους. «Τώρα σ' έχω στο χέρι, κυρα-φλέβα, δε μου ξεφεύγεις», έλεγε και ξανάλεγε καθώς συνέχιζε το σκάψιμο. Ένα μέτρο, ενάμισι, κοντά δυο μέτρα προχώρησε μέσα στη γη. Το σκάψιμο γινόταν όλο και πιο ζόρικο. Το ξινάρι του άρχισε να ξύνει σπασμένες πέτρες. Εξέτασε τις πέτρες. «Τσακιστός χαλαζίας», συμπέρανε καθώς καθάριζε με το φτυάρι τον πάτο του λάκκου από το χώμα. Χτύπησε το στρώμα του χαλαζία με το ξινάρι, θρυψαλιάζοντας το α ποσαθρωμένο πέτρωμα με το κάθε χτύπημα. 24 Έχωσε το φτυάρι του στη χαλαρή μάζα. Το μάτι του έ πιασε μια κίτρινη λάμψη. Πέταξε το φτυάρι κι έκατσε απότομα στις φτέρνες του. Όπως ο αγρότης τρίβει το χώμα α πό τις φρεσκοβγαλμένες πατάτες, έτσι κι αυτός, κρατώντας ένα κομμάτι αποσαθρωμένο χαλαζία στα δυο του χέρια, αφαίρεσε με τρίψιμο το χώμα. «Πού 'σαι, φουκαρά Σαρδανόπουλε!» φώναξε. «Ολάκεροι σβόλοι! Ολάκεροι σβόλοι μάλαμα!» Μόνο το μισό κομμάτι στα χέρια του ήταν χώμα. Το υπόλοιπο ήταν καθαρό χρυσάφι. Το έριξε στο ταψί του κι εξέτασε άλλο ένα κομμάτι. Δεν έβλεπε πολύ κίτρινο, αλλά με τα δυνατά του δάχτυλα έτριψε τον αποσαθρωμένο χαλαζία μέχρι που τα δυο του χέρια γέμισαν λαμπερό κίτρινο μέταλλο. Έβγαζε τρίβοντας το χώμα από το ένα κομμάτι μετά το άλλο και τα πετούσε στο ταψί. Είχε πέσει σε θησαυρό. Τόσο είχε αποσαθρωθεί ο χαλαζίας, που ήταν λιγότερος από το χρυσάφι. Κάθε τόσο έβρισκε κι ένα κομμάτι χωρίς πέτρα κολλημένη πάνω του, ένα κομμάτι όλο χρυσάφι. Ένας μεγάλος σβόλος, εκεί που το ξινάρι είχε α νοίξει την καρδιά της φλέβας, σπιθοβολούσε σαν μια χούφτα κίτρινα στολίδια. Το λοξοκοίταξε και το στριφογύρισε αργά μέσα στα χέρια του, για ν' απολαύσει το πλούσιο παιχνίδισμα του φωτός πάνω του. «Κι ύστερα μου λέτε εμένανε για το Πάρα Πολύ Χρυσάφι» 1, είπε ρουθουνίζοντας με περιφρόνηση. «Μπρος σε τούτο 'δώ, είναι πενταροδεκάρες. Μωρέ, τούτο είν' όλο χρυσάφι. Και τούτη λοιπόν τη στιγμή, βαφτίζω τούτο 'δώ το φαράγγι Ολόχρυσο Φαράγγι, ναι, μα το Θεό!» Καθισμένος πάντα στις φτέρνες του, εξακολούθησε να 1. Too Much Gold Creek (Ποταμάκι με το πάρα πολύ χρυσάφι), μια από τις πλούσιες φλέβες χρυσού που βρέθηκαν στην περιοχή του ποταμού Κλοντάικ, στον Καναδά, τον καιρό της έξαρσης της χρυσοθηρίας, το 1896, όταν συνέρευσαν εκεί γύρω στους χρυσοθήρες, ανάμεσά τους κι ο ίδιος ο Λόντον, που πάντως δεν πλούτισε εκεί. 25

14 εξετάζει ένα-ένα τα κομμάτια και να τα πετάει στο ταψί. Ξαφνικά, του ήρθε ένα προαίσθημα κινδύνου. Ήταν σαν να έπεσε πάνω του μια σκιά. Αλλά δεν υπήρχε σκιά. Η καρδιά του αναπήδησε μέχρι μέσα στο λαρύγγι του και τον έπνιγε. Ύστερα το αίμα του έπιασε να παγώνει σιγά-σιγά κι ένιωσε τον ιδρώτα στο πουκάμισό του κρύο πάνω στο πετσί του. Δεν τινάχτηκε όρθιος ούτε κοίταξε γύρω, μόνο έμεινε ακίνητος. Ζύγιαζε τη φύση του προμηνύματος που πήρε, προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή της απόκρυφης δύναμης που τον είχε προειδοποιήσει, πασχίζοντας να συλλάβει την αδιαμφισβήτητη παρουσία του αόρατου πράγματος που τον απειλούσε. Υπάρχει μια αύρα εχθρότητας που φανερώνεται με μηνύματα πάρα πολύ εκλεπτυσμένα για να τα συλλάβουν οι αισθήσεις. Κι αυτή την αύρα την ένιωσε, αλλά δεν ήξερε πώς. Ήταν γι' αυτόν ένα συναίσθημα σαν το πέρασμα σύννεφου που σκεπάζει τον ήλιο. Του φάνηκε σαν να πέρασε ανάμεσα σ' αυτόν και τη ζωή κάτι σκοτεινό, πνιγερό, απειλητικό. Μια σκοτεινιά, θα έλεγε κανείς, που κατάπινε τη ζωή και σήμαινε θάνατο - το δικό του θάνατο. Όλο του το είναι τον έσπρωχνε να τιναχτεί πάνω και ν' αντιμετωπίσει τον αόρατο κίνδυνο, όμως υπόταξε τον πανικό κι έμεινε καθισμένος στις φτέρνες του, μ' ένα σβόλο χρυσάφι στα χέρια. Δεν τολμούσε να κοιτάξει γύρω του, αλλά ήξερε τώρα πια πως κάτι βρισκόταν πίσω κι από πάνω του. Καμώθηκε πως είχε προσηλωθεί στο χρυσάφι που κρατούσε στα χέρια του. Το εξέταζε με κριτική ματιά, το στριφογύριζε απ' όλες τις μεριές κι έτριβε το χώμα από πάνω του. Κι όλη την ώρα ήξερε πως κάτι πίσω του κοίταζε το χρυσάφι πάνω από τον ώμο του. Προσποιούμενος πάντα προσήλωση στο κομμάτι το χρυσάφι που βαστούσε, αφουγκράστηκε επίμονα κι ά κουσε την ανάσα του πράγματος που βρισκόταν πίσω του. Τα μάτια του έψαξαν το χώρο μπροστά του αναζητώντας 26 όπλο, αλλά δεν έβλεπαν άλλο από το ξεριζωμένο χρυσάφι, άχρηστο τώρα γι' αυτόν στην ακραία τούτη κατάσταση. Είχε το ξινάρι του, πρόχειρο όπλο μερικές φορές, αλλά τούτη εδώ δεν ήταν από εκείνες τις φορές. Συνειδητοποίησε το αδιέξοδό του. Βρισκόταν μέσα σ' ένα λάκκο δυο μέτρα βάθος. Το κεφάλι του δεν έφτανε στην επιφάνεια. Ήταν παγιδευμένος. Έμεινε καθισμένος στις φτέρνες του. Ήταν εντελώς ψύχραιμος και συγκεντρωμένος, αλλά το μυαλό του, σταθμίζοντας όλους τους παράγοντες, δεν είχε να του πει παρά ότι η θέση του ήταν απελπιστική. Συνέχισε να τρίβει το χαλαζία από τους σβόλους και να ρίχνει το χρυσάφι στο ταψί. Τίποτε άλλο δεν μπορούσε να κάνει. Ήξερε πάντως πως, αργά ή γρήγορα, θ' αναγκαζόταν να σηκωθεί και ν' α ντιμετωπίσει τον κίνδυνο που ανάσαινε πίσω από την πλάτη του. Τα λεπτά περνούσαν κι ήξερε πως, με το πέρασμα του κάθε λεπτού, ζύγωνε η στιγμή που θα έπρεπε να σηκωθεί, γιατί αλλιώς -το υγρό του πουκάμισο κρύωσε πάλι πάνω στο πετσί του μ' αυτή τη σκέψη- γιατί αλλιώς μπορεί να τον έβρισκε ο θάνατος εκεί π;ου καθόταν, σκυμμένο πάνω στο θησαυρό του. Έμεινε ωστόσο στην ίδια στάση, έτριβε το χώμα από το χρυσάφι και σκεφτόταν με ποιον ακριβώς τρόπο θα έπρεπε να σηκωθεί. Θα μπορούσε να τιναχτεί με ορμή, να σκαρφαλώσει έξω από το λάκκο και ν' αντιμετωπίσει με ί σους όρους αυτό που τον απειλούσε. Ή θα μπορούσε να σηκωθεί αργά κι αδιάφορα και να καμωθεί πως ανακάλυψε τυχαία το πράγμα που ανάσαινε πίσω από την πλάτη του. Το ένστικτό του κι η κάθε μαχητική ίνα του κορμιού του προτιμούσαν το τρελό, ορμητικό σκαρφάλωμα στην ε πιφάνεια. Το μυαλό του, ψύχραιμο και πολυμήχανο, προτιμούσε την αργή, προσεχτική συνάντηση με το πράγμα που τον απειλούσε και που δεν μπορούσε να δει. Ζύγιαζε πάντα την κατάσταση, όταν ακούστηκε ένας βροντερός κρότος και την ίδια στιγμή δέχτηκε ένα φοβερό χτύπημα 27

15 στην αριστερή μεριά της πλάτης του και, στο σημείο της κρούσης, ένιωσε να διαπερνάει τη σάρκα του μια φλόγα. Τινάχτηκε όρθιος, αλλά στα μισά λύγισαν τα γόνατα του. Το κορμί του διπλώθηκε σαν φύλλο που το μάρανε ξαφνικός καύσωνας κι έπεσε με το στήθος πάνω στο ταψί του με το χρυσάφι, με το πρόσωπο μέσα στο χώμα και τις πέτρες, τα πόδια του μπερδεμένα και στραβωμένα, καθώς ο χώρος ήταν περιορισμένος στον πάτο του λάκκου. Τα πόδια του τινάχτηκαν μερικές φορές σπασμωδικά. Το κορμί του τραντάχτηκε σαν να τον έπιασε δυνατό σύγκρυο. Τα πλεμόνια του φούσκωσαν αργά μ' ένα βαθύ στεναγμό. Κι ύστερα ο αέρας βγήκε αργά, πολύ αργά, και το κορμί του απλώθηκε το ίδιο αργά κι έμεινε ακίνητο. Επάνω, μ' ένα περίστροφο στο χέρι, ένας άντρας κοίταξε ερευνητικά από το χείλι του λάκκου. Κοίταξε για πολλή ώρα το μπρουμυτισμένο, ακίνητο σώμα κάτω του. Ύστερα έκατσε στο χείλι του λάκκου ώστε να μπορεί να βλέπει μέσα κι ακούμπησε το περίστροφο στο γόνατό του. Έβαλε το χέρι σε μια τσέπη, έβγαλε ένα κομμάτι καφετί χαρτί κι έριξε μέσα λίγα τρίμματα καπνό. Ο συνδυασμός έγινε τσιγάρο, καφετί και κοντόχοντρο, με τις άκριες διπλωμένες. Ούτε στιγμή δεν πήρε τα μάτια του από το κορμί που κειτόταν στο βάθος του λάκκου. Άναψε το τσιγάρο και ρούφηξε ηδονικά τον καπνό μέσα στα πλεμόνια του. Κάπνιζε αργά. Κάποια στιγμή, το τσιγάρο έσβησε και το ξανάναψε. Κι όλη την ώρα περιεργαζόταν το κορμί που βρισκόταν κάτω του. Στο τέλος, πέταξε το αποτσίγαρο και σηκώθηκε. Πήγε στην άκρη του λάκκου. Γεφυρώνοντας το άνοιγμα, ακούμπησε ένα χέρι στην κάθε πλευρά και, με το περίστροφο πάντα στο δεξί, κατέβασε το κορμί του μέσα στο λάκκο. Τα πόδια του είχαν φτάσει κάπου ένα μέτρο πάνω από τον πάτο όταν άφησε τα χέρια του κι έπεσε μέσα. Τη στιγμή που τα πόδια του πατούσαν, είδε το χέρι του χρυσοθήρα να τεντώνεται απότομα. Τον άρπαξε γρήγορα 28 από τις γάμπες και μ' ένα τίναγμα τον έριξε ανάσκελα. Με τον τρόπο που έπεσε, το χέρι με το περίστροφο βρέθηκε πάνω από το κεφάλι του. Όσο γρήγορα τον είχε αρπάξει το θύμα του από τα πόδια, το ίδιο γρήγορα κατέβασε εκείνος το περίστροφο. Ήταν μετέωρος ακόμα, το πέσιμο του ολοκληρωνόταν όταν τράβηξε τη σκανδάλη. Η έκρηξη ήταν εκκωφαντική μέσα στον περιορισμένο χώρο. Ο λάκκος γέμισε καπνό και δεν έβλεπε τίποτα. Έπεσε με την πλάτη και το κορμί του χρυσοθήρα τινάχτηκε σαν γάτα και βρέθηκε από πάνω του. Την ίδια στιγμή, ο ξένος έστριψε το δεξί του χέρι για να πυροβολήσει. Και την ίδια εκείνη στιγμή, μ' ένα α πότομο τίναγμα του αγκώνα, ο χρυσοθήρας χτύπησε τον καρπό του. Η κάννη γύρισε προς τα πάνω κι η σφαίρα καρφώθηκε με υπόκωφο κρότο στο τοίχωμα του λάκκου. Ο ξένος ένιωσε το χέρι του χρυσοθήρα ν' αρπάζει τον καρπό του. Η πάλη γινόταν για το περίστροφο, που καθένας τους πάσχιζε να το γυρίσει κατά το κορμί του άλλου. Ο καπνός μέσα στο λάκκο καθάριζε. Ο ξένος, πεσμένος με την πλάτη, άρχιζε να βλέπει αμυδρά. Ξαφνικά όμως, τυφλώθηκε από μια χούφτα χώμα που του έριξε επίτηδες στα μάτια ο αντίπαλός του. Εκείνη τη στιγμή, με το ξάφνιασμα, το χέρι του που κρατούσε το περίστροφο χαλάρωσε. Και την επόμενη στιγμή, ένιωθε να σκεπάζει το μυαλό του μια κατάμαυρη σκοτεινιά και, μέσα στη σκοτεινιά, ακόμα κι η σκοτεινιά χάθηκε. Ο χρυσοθήρας πυροβόλησε ξανά και ξανά μέχρι που το περίστροφο άδειασε. Το πέταξε και, βαριανασαίνοντας, κάθισε πάνω στα πόδια του νεκρού. Έκλαιγε μ' αναφιλητά κι αγωνιζόταν ν' ανασάνει. «Καθίκι του κερατά!» φώναξε λαχανιασμένος. «Με πήρες από πίσω, μ' άφησες να κάνω όλη τη δουλειά κι ύστερα με βάρεσες πισώπλατα!» Μισόκλαιγε για ώρα από θυμό κι εξάντληση. Κοίταξε το πρόσωπο του νεκρού. Ήταν πασπαλισμένο με χώμα και πετραδάκια και δυσκολεύτηκε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του. 29

16 «Δεν τον έχω ξαναδεί», συμπέρανε από την εξέταση του. «Ένας κοινός κλέφτης, που να τον πάρει! Και με βάρεσε πισώπλατα! Με βάρεσε πισώπλατα!» Άνοιξε το πουκάμισό του και ψαχούλεψε την αριστερή του μεριά μπρος και πίσω. «Πέρασε πέρα για πέρα και δεν έκανε ζημιά!» φώναξε όλος χαρά. «Βάζω στοίχημα πως σημάδεψε σωστά, δεν μπορώ να πω. Μόνο που ανασήκωσε την κάννη με το που τράβηξε τη σκανδάλη - ο ηλίθιος! Σ' τον κανόνισα όμως μια χαρά, ε; Μωρέ σ' τον κανόνισα!» Τα δάχτυλά του ερευνούσαν την τρύπα της σφαίρας στο πλευρό του και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. «Θα μουδιάσει που δε λέγεται», είπε. «Και πρέπει να το κοιτάξω. Να βγω από 'δώ μέσα.» Σύρθηκε έξω από το λάκκο και κατέβηκε το λόφο για το κονάκι του. Μισή ώρα μετά, ξαναγύρισε τραβώντας το φορτηγό του άλογο. Τ' ανοιχτό του πουκάμισο έδειχνε τους χοντροκομμένους επιδέσμους που είχε βάλει στην πληγή του. Οι κινήσεις του αριστερού χεριού του ήταν αργές κι άβολες, αλλ' αυτό δεν τον εμπόδιζε να το χρησιμοποιεί. Περνώντας ένα σκοινί θηλιά στις μασχάλες του νεκρού, μπόρεσε να τραβήξει το πτώμα έξω από το λάκκο. Ύστερα έπιασε να μαζεύει το χρυσάφι του. Δούλεψε συνέχεια κάμποσες ώρες, σταματώντας κάθε τόσο για να ξεκουράσει τον ώμο του που μούδιαζε και να ξεφωνίσει: «Με βάρεσε πισώπλατα, το καθίκι του κερατά! Με βάρεσε πισώπλατα!» Αφού καθάρισε το θησαυρό του και τον τύλιξε προσεχτικά σε δέματα που τα σκέπασε με κουβέρτες, έκανε έναν υπολογισμό της αξίας του. «Αν δεν είναι διακόσια κιλά, να μου τρυπήσεις τη μύτη», κατέληξε. «Να 'ναι χαλαζίας και χώμα τα εκατό; Μου μένουν εκατό κιλά χρυσάφι. Τ' άκουσες, ρε Μπίλι; Εεε, ξύπνα, ρε! Εκατό κιλά χρυσάφι, είπα! Σαράντα χιλιάδες δολάρια! Κι είναι δικό σου, ρε, όλο δικό σου!» 30 Έξυσε το κεφάλι του γοητευμένος και τα δάχτυλά του πλανήθηκαν σε μια πρωτόγνωρη χαρακιά. Την εξερεύνησε. Ήταν κάμποσοι πόντοι, μια ζάρα στο δέρμα του κρανίου, εκεί που το είχε οργώσει η δεύτερη σφαίρα. Πήγε θυμωμένος στο νεκρό. «Θα με σκότωνες, μωρέ;» φώναξε όλος αγριάδα. «Αυτό ήθελες, ε; Σε κανόνισα όμως μια χαρά. Άντε, θα σου κάνω και μια ταφή καθωσπρέπει. Αυτό που δε θα μου 'κανες ε σύ.» Έσυρε το πτώμα ως τα χείλη του λάκκου και το έριξε μέσα. Μ' έναν υπόκωφο κρότο, χτύπησε στον πάτο με το πλάι, με το πρόσωπο στραμμένο προς το φως. Ο χρυσοθήρας το κοίταξε. «Και με βάρεσες και πισώπλατα!» είπε επιτιμητικά. Με το ξινάρι και το φτυάρι γέμισε το λάκκο. Ύστερα φόρτωσε το χρυσάφι στο άλογο. Ήταν πάρα πολύ το φορτίο για το ζώο κι όταν γύρισε στο κονάκι του μετέφερε μερικά σακιά στο φαρί. Αλλά και πάλι αναγκάστηκε να πετάξει ένα μέρος από τον εξοπλισμό του: το ξινάρι και το φτυάρι και το ταψί, κάτι εφεδρικά τρόφιμα, μαγειρικά σκεύη και διάφορα μικροπράγματα. Ο ήλιος βρισκόταν στο ζενίθ όταν βίασε τα άλογα να περάσουν μέσ' από τ' αγριάμπελα και τις περικοκλάδες. Για να σκαρφαλώσουν στα τεράστια βράχια, τα ζώα αναγκάζονταν ν' ανασηκώνονται στα πίσω πόδια και να παλεύουν στα τυφλά μέσα στη μάζα της βλάστησης. Κάποια στιγμή, το φαρί έπεσε από το βάρος κι ο άντρας το ξεφόρτωσε για να μπορέσει να σηκωθεί το ζώο. Όταν ξεκίνησε πάλι, ο άντρας πρόβαλε το κεφάλι του μέσ' από τις φυλλωσιές και κοίταξε τη λοφοπλαγιά. «Το καθίκι του κερατά!» είπε κι εξαφανίστηκε. Αγριάμπελα και κλαριά τσακίζονταν κι έπεφταν. Τα δέντρα τινάζονταν μπρος-πίσω σημαδεύοντας το πέρασμα των ζώων ανάμεσά τους. Τ' ατσαλένια πέταλα κροτάλιζαν πάνω στην πέτρα και κάθε τόσο ακουγόταν μια βρισιά ή 31

17 μια κοφτή προσταγή. Ύστερα, η φωνή του άντρα υψώθηκε σε τραγούδι: «Γύρνα γύρω, γύρνα τη ματιά σου κατά της Χάρης τις γλυκές ραχούλες. (Τις δυνάμεις του κακού περιφρονώ!) Κοίτα πλάι σου και κοίτα γύρω, το σακί τα κρίματά σου πέτα. (Με τον Κύριο θα βρεθείς το πρωινό!)» Το τραγούδι σιγόσβηνε και, μέσα στη σιωπή, το πνεύμα του χώρου ξαναγύρισε κλεφτά. Το ποταμάκι μισοκοιμήθηκε πάλι ψιθυρίζοντας. Το βουητό από τα μελίσσια του βουνού ξανακούστηκε νυσταγμένο. Στον αέρα, γεμάτο α ρώματα, αιωρήθηκαν τα χιονάτα χνούδια από τις λεύκες. Οι πεταλούδες πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα δέντρα και λαμποκοπούσε σ' όλο το χώρο η ήρεμη λιακάδα. Δεν απόμεναν παρά τα χνάρια από τις οπλές στο λιβάδι κι η ξεσκισμένη λοφοπλαγιά να μαρτυρούν το θορυβώδικο πέρασμα της ζωής, που τάραξε τη γαλήνη του χώρου και τράβηξε το δρόμο της. 32 Ο αποστάτης Τώρα που ξυπνάω για να πάω στη δουλειά το Θεό παρακαλώ να μην την κοπανήσω. Κι αν τύχει και πεθάνω πριν έρθει η νυχτιά, Θεέ μου, να μη μείνει η δουλειά μου πίσω. Αμήν. «Τζόνι, αν δε σηκωθείς, δε θα σου δώσω ούτε μπουκιά να φας.» Η απειλή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Το αγόρι έμενε γαντζωμένο με πείσμα στον ύπνο του, παλεύοντας για τη λήθη που του χάριζε, όπως παλεύει για τ' όνειρό του αυτός που ονειρεύεται. Τα χέρια του κλείστηκαν χαλαρά σε γροθιές κι άρχισε να δίνει άτονα, σπασμωδικά χτυπήματα στον αέρα. Τα χτυπήματα προορίζονταν για τη μητέρα του, όμως εκείνη ήταν μαθημένη κι ήξερε να τ' αποφεύγει καθώς τράνταζε βίαια το παιδί από τον ώμο. «Ασε με ήσυχο!» Ήταν μια κραυγή που άρχιζε πνιχτή μέσ' από τα βάθη του ύπνου και ξεχυνόταν με ορμή δυναμώνοντας και γινόταν βογκητό γεμάτο παράφορη επιθετικότητα, για να σβήσει τελικά και να κατακαθίσει σε άναρθρο κλαψούρισμα. Ήταν ζωώδικη κραυγή, σαν από ψυχή τυραννισμένη, γεμάτη απέραντη διαμαρτυρία και πόνο. Αλλά η μητέρα δεν έδινε σημασία. Ήταν μια γυναίκα με θλιμμένα μάτια και κουρασμένο πρόσωπο. Είχε συνηθίσει αυτή τη δουλειά, που την επαναλάμβανε κάθε μέρα της ζωής της. Άρπαξε τα στρωσίδια και πήγε να τα τραβήξει, αλλά το αγόρι, σταματώντας το γρονθοκόπημα, γαντζώθηκε απ' αυτά απελπισμένο. Κουβαριάστηκε στην κάτω άκρη του κρεβατιού, αλλά έμεινε σκεπασμένο. Η. γυναίκα προσπάθησε να πετάξει τα στρωσίδια στο πάτωμα. Το παιδί της αντιστάθηκε. Εκείνη έβαλε όλη της τη δύναμη. Καθώς 33

18 το δικό της βάρος υπερτερούσε, το αγόρι και τα στρωσίδια τραβήχτηκαν και το αγόρι ακολούθησε από ένστικτο τα στρωσίδια, για να φυλαχτεί από την παγωνιά του δωματίου, που πιρούνιαζε το κορμί του. Πήγαινε να γκρεμιστεί από την άκρια του κρεβατιού και θα έπεφτε στο πάτωμα με το κεφάλι. Αλλά η συναίσθηση του κινδύνου φτερούγισε μέσα του. Ίσιωσε το κορμί του, τραμπαλίστηκε επικίνδυνα για μια στιγμή και τελικά στάθηκε όρθιο στο πάτωμα. Την ίδια στιγμή, η μητέρα του το άρπαξε από τους ώμους και το ταρακούνησε. Και πάλι οι γροθιές του τινάχτηκαν, αυτή τη φορά με περισσότερη δύναμη κι ευθυβολία. Ταυτόχρονα τα μάτια του άνοιξαν. Η μητέρα του το άφησε. Είχε ξυπνήσει. «Εντάξει», μουρμούρισε. Εκείνη πήρε τη λάμπα και βγήκε βιαστική, αφήνοντάς τον στο σκοτάδι. «Θα σου κόψουν το μεροκάματο», τον προειδοποίησε. Δεν τον ένοιαζε το σκοτάδι. Ντύθηκε και πήγε στην κουζίνα. Η περπατησιά του ήταν πολύ βαριά για τόσο αδύνατο, ελαφρύ παιδί. Τα πόδια του σέρνονταν με το ίδιο τους το βάρος, πράγμα που φαινόταν παράλογο, τόσο άσαρκα που ήταν. Τράβηξε μια ξεπατωμένη καρέκλα στο τραπέζι. «Τζόνι!» φώναξε η μητέρα του απότομα. Το ίδιο απότομα σηκώθηκε από την καρέκλα και, χωρίς να πει λέξη, πήγε στο νεροχύτη. Ήταν λιγδιασμένος, βρόμικος. Μια μπόχα έβγαινε από το άνοιγμα. Δεν έδωσε καμιά σημασία. Το να μυρίζει ένας νεροχύτης ήταν γι' αυτόν μέρος της φυσικής τάξης των πραγμάτων, όπως μέρος της φυσικής τάξης ήταν και το ότι το σαπούνι είχε γλιτσιάσει από το νερόπλυμα κι άφριζε με δυσκολία. Ούτε και που προσπάθησε πολύ να το κάνει ν' αφρίσει. Μερικές χούφτες κρύο νερό α πό τη βρύση ολοκλήρωσαν την τελετή. Δεν έπλυνε τα δόντια του. Άλλωστε, δεν είχε δει ποτέ του οδοντόβουρτσα κι ούτε ήξερε πως υπήρχαν στον κόσμο όντα ένοχα μιας τόσο μεγάλης βλακείας όπως το πλύσιμο των δοντιών. 34 «Θα μπόραγες να πλένεσαι μια φορά τη μέρα χωρίς να σ' το λένε», παραπονέθηκε η μητέρα του. Κρατούσε ένα σπασμένο καπάκι στην καφετιέρα καθώς γέμιζε δυο φλιτζάνια καφέ. Εκείνος δεν είπε τίποτα. Αυτό ήταν ο μόνιμος καβγάς μεταξύ τους και το μόνο θέμα όπου η μητέρα του ήταν ανυποχώρητη. «Μια φορά» την ημέρα ήταν υποχρεωτικό να πλένει το πρόσωπό του. Σκουπίστηκε με μια λιγδιασμένη πετσέτα, υγρή, λερή και κουρελιασμένη, που άφησε στο πρόσωπό του χνούδια. «Πολύ θα το 'θελα να μη μέναμε τόσο μακριά», είπε ε κείνη καθώς καθόταν. «Αλλά κάνω ό,τι μπορώ. Το ξέρεις. Ένα δολάριο από το νοίκι είναι τόση οικονομία! Κι έ χουμε και πιο πολύ χώρο εδώ. Το ξέρεις.» Μόλις που την παρακολουθούσε. Τα είχε ακούσει όλα αυτά πολλές φορές. Ο ορίζοντας της σκέψης της ήταν περιορισμένος κι όλο ξαναγύριζε στο θέμα της ταλαιπωρίας που σήμαινε γι' αυτούς το ότι έμεναν τόσο μακριά από το εργοστάσιο. «Ένα δολάριο σημαίνει πιο πολλή μάσα», είπε εκείνος αποφθεγματικά. «Προτιμώ να περπατάω και να 'χω να τρώω.» Έφαγε βιαστικά, μισομασώντας το ψωμί και κατεβάζοντας τις αμάσητες μπουκιές με τον καφέ. Το ζεστό, λασπιασμένο υγρό περνούσε για καφές. Ο Τζόνι πίστευε πως ήταν καφές - και μάλιστα εξαιρετικός. Ήταν μια από τις λίγες αυταπάτες που του είχαν απομείνει στη ζωή. Δεν είχε πιει ποτέ στη ζωή του αληθινό καφέ. Εκτός από το ψωμί, υπήρχε κι ένα κομματάκι κρύο χοιρινό. Η μητέρα του ξαναγέμισε το φλιτζάνι με καφέ. Καθώς τέλειωνε το ψωμί, άρχισε να παρακολουθεί μήπως του δώσει κι άλλο. Εκείνη έπιασε την ερευνητική ματιά του. «Έλα τώρα, μη γίνεσαι γουρούνι, Τζόνι», σχολίασε. «Πήρες το μερτικό σου. Τ' αδέρφια σου είναι πιο μικρά α πό σένανε.» Δεν απάντησε στο κατσάδιασμα. Δε μιλούσε πολύ άλ- 35

19 λωστε. Έπαψε ν' αναζητάει κι άλλο ψωμί με πεινασμένη ματιά. Ήταν καρτερικός, είχε τρομερή υπομονή - τόσο τρομερή όσο και το σχολείο όπου την έμαθε. Τέλειωσε τον καφέ του, σκούπισε το στόμα του με τη ράχη της παλάμης κι έκανε να σηκωθεί. «Ένα λεπτό», είπε η μητέρα του βιαστικά. «Μου φαίνεται πως το καρβέλι μπορεί να σου βγάλει άλλη μια φέτα - μια ψιλή.» Ήταν ταχυδακτυλουργικές οι κινήσεις της. Καμώθηκε πως έκοβε μια φέτα για εκείνον, αλλά έβαλε το καρβέλι και τη φέτα πίσω στην ψωμιέρα, δίνοντάς του μια από τις δικές της δυο φέτες. Πίστεψε πως τον είχε ξεγελάσει, αλλά ε κείνος είχε προσέξει τη λαθροχειρία της. Πήρε ωστόσο το ψωμί χωρίς να ντραπεί. Φιλοσοφούσε το πράγμα. Με τις χρόνιες αρρώστιες της, η μητέρα του δεν έτρωγε πολύ έτσι κι αλλιώς. Εκείνη είδε πως μασούσε το ψωμί στεγνό κι έσκυψε κι άδειασε τον καφέ της στο φλιτζάνι του. «Το στομάχι μου δεν είναι και πολύ καλά σήμερα», εξήγησε. Ένα μακρινό σφύριγμα, μακρόσυρτο και στριγκό, έκανε και τους δυο να σηκωθούν. Η μητέρα έριξε μια ματιά στο τενεκεδένιο ξυπνητήρι πάνω στο ράφι. Οι δείχτες έδειχναν πεντέμισι. Ο υπόλοιπος κόσμος των εργοστασίων μόλις ξυπνούσε εκείνη την ώρα. Έριξε ένα σάλι στους ώ μους της και φόρεσε στο κεφάλι ένα άθλιο καπέλο, άμορφο και παμπάλαιο. «Πρέπει να βιαστούμε», είπε καθώς χαμήλωνε το φιτίλι της λάμπας και φυσούσε μέσα στο γυαλί. Ψαχουλεύοντας βγήκαν και κατέβηκαν τη σκάλα. Ήταν ξαστεριά κι έκανε κρύο. Ο Τζόνι άρχισε να τρέμει στην πρώτη επαφή με τον έξω αέρα. Τ' αστέρια δεν είχαν αρχίσει ακόμα να χλομιάζουν στον ουρανό κι η πόλη κειτόταν μέσα στη μαυρίλα. Έσερναν κι οι δυο τα πόδια τους καθώς περπατούσαν. Τα μούσκουλα στις γάμπες τους δεν είχαν καμιά φιλοδοξία να ξεκολλούν τα πόδια από το χώμα. Περπάτησαν κάπου δεκαπέντε λεπτά σιωπηλοί κι η μητέρα έστριψε δεξιά. «Μην αργήσεις», ήταν η τελευταία της προειδοποίηση μέσ' από το σκοτάδι που την κατάπινε. Εκείνος δεν απάντησε, μόνο συνέχισε το δρόμο του σταθερά. Στο χώρο του εργοστασίου, πόρτες άνοιγαν παντού και σε λίγο βρισκόταν μέσα στο πλήθος που συνωστιζόταν στο σκοτάδι. Καθώς διάβαινε την πύλη του εργοστασίου, η σειρήνα σφύριξε πάλι. Κοίταξε κατά την ανατολή. Πάνω από τη γωνιαστή γραμμή που σχημάτιζαν οι στέγες των σπιτιών στον ορίζοντα, ένα χλομό φως άρχιζε να φέγγει. Αυτό ήταν όλο κι όλο το κομμάτι της ημέρας που θα έβλεπε καθώς γύριζε την πλάτη κι ακολουθούσε τους εργάτες του τμήματός του. Πήγε στη θέση του, σε μια από τις πολλές μακριές σειρές των μηχανών. Μπροστά του, πάνω από έναν κάδο γεμάτο μικρά μασούρια, βρίσκονταν μεγάλα μασούρια που περιστρέφονταν με ταχύτητα. Πάνω σ' αυτά τύλιγε το νήμα της γιούτας από τα μικρά μασούρια. Η δουλειά ήταν α πλή. Μόνο ταχύτητα απαιτούσε. Τα μικρά μασούρια άδειαζαν τόσο γρήγορα κι ήταν τόσο πολλά τα μεγάλα μασούρια που τα άδειαζαν, ώστε δεν έμενε ούτε στιγμή αργός. Δούλευε μηχανικά. Όταν ένα μικρό μασούρι άδειαζε, χρησιμοποιούσε το αριστερό του χέρι για φρένο και σταματούσε το μεγάλο μασούρι, πιάνοντας ταυτόχρονα, με τον αντίχειρα και το δείχτη, την άκρη του νήματος που πετούσε στον αέρα. Την ίδια στιγμή, με το δεξί χέρι, άρπαζε την ελεύθερη άκρη του νήματος ενός μικρού μασουριού. Οι διάφορες αυτές κινήσεις με τα δυο χέρια γίνονταν ταυτόχρονα και γρήγορα. Ακολουθούσε μια αστραπιαία κίνηση των χεριών, καθώς έδενε τα νήματα σε σταυρόκομπο κι άφηνε το μασούρι. Οι σταυρόκομποι δεν παρουσίαζαν γι' αυτόν καμιά δυσκολία. Καυχήθηκε μια φορά πως 36 37

20 θα μπορούσε να τους δένει και στον ύπνο του. Το έκανε άλλωστε κάπου-κάπου, μοχθώντας αιώνες ολάκερους να δένει μιαν ατέλειωτη σειρά σταυρόκομπους σε μια μόνο νύχτα. Μερικά από τα παιδιά ξεχνιόνταν κάθε τόσο, σπαταλούσαν το χρόνο και την απόδοση των μηχανών, καθώς δεν αντικαθιστούσαν τα μικρά μασούρια μόλις άδειαζαν. Υπήρχε ένας επιστάτης που φρόντιζε να μη γίνεται αυτό. Τσάκωσε τον πλαϊνό του Τζόνι να το κάνει και τον άρχισε στις σφαλιάρες. «Δε βλέπεις τον Τζόνι, μωρέ; Γιατί να μην είσαι κι εσύ σαν κι αυτόνε;» ρώτησε οργισμένος. Τα μασούρια του Τζόνι τρέχανε στο φουλ, αλλά εκείνος δε συγκινήθηκε με τον έμμεσο έπαινο. Κάποτε... αλλ' αυτό ήταν καιρό πριν, πολύ καιρό πριν. Το πρόσωπό του, όλο απάθεια πάντοτε, έμεινε ανέκφραστο καθώς άκουγε να τον προβάλλουν σαν λαμπρό παράδειγμα. Ήταν ο τέλειος εργάτης. Το ήξερε. Του το είχαν πει πολλές φορές. Ήταν κοινοτοπία και δε σήμαινε τίποτε πια γι' αυτόν. Από τέλειος εργάτης είχε εξελιχθεί σε τέλεια μηχανή. Όταν κάτι πήγαινε στραβά στη δουλειά του, τόσο για τον ίδιο ό σο και για τη μηχανή, έφταιγε το υλικό που ήταν ελαττωματικό. Όσο θα μπορούσε μια τέλεια φιλιέρα να κόβει στραβά καρφιά, άλλο τόσο θα μπορούσε κι εκείνος να κάνει λάθος. Τίποτα το παράξενο. Δεν υπήρξε ποτέ καιρός που να μη βρίσκεται σε στενή επαφή με μηχανές. Η μηχανή είχε σχεδόν φυτευτεί μέσα του κι εν πάση περιπτώσει είχε γαλουχηθεί μ' αυτήν. Δώδεκα χρόνια πριν, είχε σημειωθεί μια μικρή αναταραχή στην αίθουσα των αργαλειών, σ' αυτό το ίδιο εργοστάσιο. Η μητέρα του Τζόνι είχε λιγοθυμήσει. Την ξάπλωσαν στο πάτωμα, ανάμεσα στις μηχανές που στρίγκλιζαν. Φώναξαν δυο ηλικιωμένες γυναίκες από τους αργαλειούς τους. Ο επιστάτης βοήθησε. Και, σε λίγα λεπτά, βρέθηκε στην αίθουσα των αργαλειών μια 38 ψυχή παραπάνω απ' όσες είχαν μπει από τις πόρτες. Ήταν ο Τζόνι, γεννημένος με το γδούπο και το βρόντο των αργαλειών στ' αφτιά του, εισπνέοντας με την πρώτη του ανάσα το ζεστό, υγρό αέρα, πηχτό από τα χνούδια που πέταγαν μέσα του. Είχε βήξει μάλιστα εκείνη την πρώτη μέρα για ν' απαλλάξει τα πλεμόνια του από το χνούδι. Και για τον ί διο λόγο έβηχε συνέχεια από τότε. Το παιδί δίπλα στον Τζόνι κλαψούριζε και ρουφούσε τη μύτη του. Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο από το μίσος του για τον επιστάτη, που τον παρακολουθούσε απειλητικός από μακριά. Αλλά όλα τα μασούρια δούλευαν τώρα στο φουλ. Το παιδί ξεφώνιζε φοβερές βρισιές ανάμεσα στα μασούρια που στροβιλίζονταν μπροστά του, αλλά η φωνή του δεν πήγαινε δυο μέτρα πιο πέρα. Το βουητό στην αίθουσα τη σταματούσε και τη μάντρωνε σαν τοίχος. Σ' όλα αυτά ο Τζόνι δεν έδινε καμιά σημασία. Είχε ένα δικό του τρόπο να δέχεται τα πράγματα. Κι άλλωστε τα πράγματα γίνονται μονότονα με την επανάληψη, κι αυτή τη σκηνή ειδικότερα την είχε παρακολουθήσει πολλές φορές. Του φαινόταν το ίδιο ανώφελο να εναντιώνεται κανείς στον επιστάτη με το ν' αψηφάει τη θέληση μιας μηχανής. Οι μηχανές είχαν φτιαχτεί για να δουλεύουν με ορισμένο τρόπο και να εκτελούν ορισμένο έργο. Το ίδιο ίσχυε και για τον επιστάτη. Ωστόσο, κατά τις έντεκα, σημειώθηκε κάποια έξαψη στην αίθουσα και κατά ένα μυστήριο τρόπο, θα έλεγε κανείς, η έξαψη διαχύθηκε αμέσως παντού. Ένα κουτσό παιδί, που δούλευε πλάι στον Τζόνι, έφυγε με γρήγορα πηδήματα από τη θέση του και πήγε σ' ένα καρότσι με κάδο, που στεκόταν άδειο. Εκεί μέσα χώθηκε και χάθηκε, με το δεκανίκι του και μ' όλα του. Ο προϊστάμενος του εργοστασίου ερχόταν, συνοδεύοντας ένα νεαρό, καλοντυμένο, με κολλαριστό πουκάμισο - έναν κύριο, σύμφωνα με την ταξινόμηση των ανθρώπων που έκανε ο Τζόνι. Ήταν ο «επιθεωρητής» από το υπουργείο. 39

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος» Ο εγωιστής γίγαντας Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης «Αλέξανδρος Δελμούζος» 2010-2011 Κάθε απόγευμα μετά από το σχολείο τα παιδιά πήγαιναν για να παίξουν στον κήπο του γίγαντα.

Διαβάστε περισσότερα

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο 4 Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο Σεβάχ. Για να δει τον κόσμο και να ζήσει περιπέτειες.

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ (Αόρατος) ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Κάποτε στη γη γεννήθηκε το Όνειρο. Το όνομά του δεν ήταν έτσι, όμως επειδή συνεχώς ονειρευόταν, όλοι το φώναζαν Όνειρο. Δεν ήταν κάτι το σπουδαίο, ήταν σαν

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 «Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» (Πόντος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 «Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» (Φλώρινα - Μακεδονία Καύκασος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011

Διαβάστε περισσότερα

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα σαν κι αυτή μια νύχτα σαν κι αυτή θέλω να σου πω πόσο σ

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, μια γριά γυναίκα. Τ όνομά της ήταν Μαραλά. Κανένας δεν

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού έπαιζε με την μπάλα του. Μετά από ένα δυνατό χτύπημα η μπάλα

Διαβάστε περισσότερα

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη υπάρχει ένα σπίτι με άσπρα παράθυρα. Μέσα σε αυτό θα βρούμε ένα χαρούμενο δωμάτιο, γεμάτο γέλια και φωνές, και δυο παιδιά που θέλω να σας γνωρίσω «Τάσι, αυτή η πιτζάμα σού

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά Στη γιαγιά Φωτούλα, που δεν πρόλαβε να το διαβάσει, γιατί έφυγε ξαφνικά για τη γειτονιά των αγγέλων. Και στον παππού Γιώργο, που την υποδέχτηκε εκεί ψηλά,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 [3] Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αφιερωμένο στον πατέρα μου Αλκιβιάδη Copyright

Διαβάστε περισσότερα

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ Μη µου µιλάς γι' αυτά που ξεχνάω Μη µε ρωτάς για καλά κρυµµένα µυστικά Και µε κοιτάς... και σε κοιτώ... Κι είναι η στιγµή που δεν µπορεί να βγεί απ' το µυαλό Φυσάει... Κι είναι

Διαβάστε περισσότερα

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους. Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους. Κάθεται στο παράθυρο του δωματίου της και σκέφτεται, στεναχωρημένη τους παλιούς της φίλους και συμμαθητές.

Διαβάστε περισσότερα

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα. 1. Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα. Καιρό είχες να ρθεις, Κλουζ, μου είπε ο κύριος Κολχάαζε, ανοιγοκλείνοντας το ψαλίδι του επικίνδυνα κοντά στο αριστερό μου αυτί. Εγώ τα αγαπώ τ αυτιά μου. Γι αυτό

Διαβάστε περισσότερα

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Η γυναίκα με τα χέρια από φως ΛIΛH ΛAMΠPEΛΛH Σειρά: Κι αν σου μιλώ με Παραμύθια... Η γυναίκα με τα χέρια από φως Εφτά παραμύθια σχέσης από την προφορική παράδοση Τρεις τρίχες λύκου Ζούσε κάποτε, σ ένα μικρό χωριό, ένας άντρας και μια

Διαβάστε περισσότερα

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Ο Μικρός Πρίγκιπας έφτασε στη γη. Εκεί είδε μπροστά του την αλεπού. - Καλημέρα, - Καλημέρα, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, ενώ έψαχνε να βρει από πού ακουγόταν η

Διαβάστε περισσότερα

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο Ο Ηλίας ανεβαίνει Ψηλά Ψηλότερα Κάθε Μάρτιο, σε μια Χώρα Κοντινή, γινόταν μια Γιορτή! Η Γιορτή των Χαρταετών. Για πρώτη φορά,

Διαβάστε περισσότερα

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt - Ι - Αυτός είναι ένας ανάπηρος πριν όμως ήταν άνθρωπος. Κάθε παιδί, σαν ένας άνθρωπος. έρχεται, καθώς κάθε παιδί γεννιέται. Πήρε φροντίδα απ τη μητέρα του, ανάμεσα σε ήχους

Διαβάστε περισσότερα

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Εικόνες: Eύα Καραντινού Εικόνες: Eύα Καραντινού H Kοκκινοσκουφίτσα Mια φορά κι έναν καιρό, έμεναν σ ένα χωριουδάκι μια γυναίκα με το κοριτσάκι της, που φορούσε μια κόκκινη σκουφίτσα. Γι αυτό ο κόσμος την φώναζε Κοκκινοσκουφίτσα.

Διαβάστε περισσότερα

ΙSΒΝ 960-224-742-8 Για την ελληνική έκδοση: Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» ΕΠΕ Σόλωνος 130, 106 81 Αθήνα, Τηλ.: 3820835, 3823649, Fax: 3813354

ΙSΒΝ 960-224-742-8 Για την ελληνική έκδοση: Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» ΕΠΕ Σόλωνος 130, 106 81 Αθήνα, Τηλ.: 3820835, 3823649, Fax: 3813354 Ο συγγραφέας και ο τίτλος στο πρωτότυπο: Jack London, Selected Short Stories ΙSΒΝ 960-224-742-8 Για την ελληνική έκδοση: Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» ΕΠΕ Σόλωνος 130, 106 81 Αθήνα, Τηλ.: 3820835, 3823649,

Διαβάστε περισσότερα

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω. 1 Εδώ και λίγες μέρες, ένα από τα πάνω δόντια μου κουνιόταν και εγώ το πείραζα με τη γλώσσα μου και μερικές φορές με πονούσε λίγο, αλλά συνέχιζα να το πειράζω. Κι έπειτα, χτες το μεσημέρι, την ώρα που

Διαβάστε περισσότερα

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων Το τελευταίο όνειρο της γέρικης βελανιδιάς Κάπου σε κάποιο δάσος, εκεί στον λόφο που βρίσκονταν κοντά σε μια πλατιά

Διαβάστε περισσότερα

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα 1. Παντοτινά δικός σου Ξέρεις ποιος είσαι, ελεύθερο πουλί Μέσα σου βλέπεις κι ακούς µιά φωνή Σου λέει τι να κάνεις, σου δείχνει να ζεις Μαθαίνεις το δρόµο και δεν σε βρίσκει

Διαβάστε περισσότερα

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου Μια φορά κι έναν καιρό στην Ισπανία υπήρχε ένας μικρός ταύρος που το όνομά του ήταν Φερδινάνδος. Όλοι οι άλλοι μικροί

Διαβάστε περισσότερα

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία Πικρίδου-Λούκα. 2014 Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα

Διαβάστε περισσότερα

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ'' 1 2 Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ'' 3 Τα λουλούδια χωρίς όνομα, τα έχει ο καθένας από μας, αλλά δεν το ξέρουμε. Δεν μας μαθαίνουν τίποτα και ψάχνουμε μόνοι μας άσκοπα να βρούμε κάτι, για να

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ» 4 ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ 2015-2016 2 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ» «Πρόσεχε τι πετάς, είναι η

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις µικρές γοργόνες και ήταν πολύ ευτυχισµένος. Όµως, ήταν

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα

Διαβάστε περισσότερα

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός) ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 Φύλλο εργασίας 1 Ερµηνεύουµε σύµβολα! Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; Επικοινωνούµε έτσι κι αλλιώς 26 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; Σύνολο: (Κάθε σωστή.

Διαβάστε περισσότερα

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ * Αυτά τα τελευταία μην τα δένουμε και κόμπο όμως. Δυστυχώς... ΥΠΟΘΕΣΗ: ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΒΡΑΒΕΙΑ (ΚΑΙ ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΦΙΛΙΑ)* Εικόνες: Λέλα Στρούτση ΑΘΗΝΑ Τετάρτη, 7.00 το πρωί Το φως ήταν λιγοστό.

Διαβάστε περισσότερα

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό - Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό μου να παίξουμε; Αν θέλει, ναι. Προσπάθησε να μην

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα κόκκινο μπαλόνι σε έναν παιδότοπο. Ήταν μόνο του και παρόλο που τα παιδάκια έπαιζαν μαζί του, δεν είχε κανέναν φίλο που να είναι σαν κι αυτό. Όλη

Διαβάστε περισσότερα

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους. ΕΙΝΑΙ ΑΤΥΧΙΑ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙΣ ΜΕ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Νούρου Εγώ Κουάμι ο αδερφός μου Ράζακ ένας φίλος που συναντήσαμε στον δρόμο Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για

Διαβάστε περισσότερα

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ Συγγραφέας: Μαρία Παπαδοπούλου Στην πλαγιά ενός βουνού, μπροστά από μια μεγάλη φουντωτή βελανιδιά, ζούσε ένα μικρό λουλούδι. Ηλιάνθη ήταν το όνομά της και της ταίριαζε πολύ γιατί τα πέταλά

Διαβάστε περισσότερα

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή Αγγελική Δαρλάση Το παλιόπαιδο Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή σε όλους αυτούς που οραματίστηκαν έναν καλύτερο κόσμο και προσπαθούν για να γίνει, έστω και λίγο, καλύτερος 6 «Φτώχεια δεν είναι μόνο η έλλειψη

Διαβάστε περισσότερα

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love) http://hallofpeople.com/gr.php?user=κοέν%20λέοναρντ ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ Στίχοι τραγουδιών του Από το http://lyricstranslate.com/el/leonard-cohen-lyrics.html (Ain t no cure for love) Σε αγαπούσα για πολύ, πολύ

Διαβάστε περισσότερα

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου Δύο Σε μια σπουδαία αρχαία πόλη που την έλεγαν Ουρούκ, ζούσε ένας νεαρός βασιλιάς, ο Γκιλγκαμές. Πατέρας του Γκιλγκαμές ήταν ο βασιλιάς Λουγκαλμπάντα και μητέρα του η

Διαβάστε περισσότερα

ΣΕΡΒΙΣ ΒΑΤΣΑΚΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

ΣΕΡΒΙΣ ΒΑΤΣΑΚΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΠΟΝΗΤΩΝ Γ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΣΕΡΒΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ένα καλό σέρβις είναι ένα από τα πιο σημαντικά χτυπήματα επειδή μπορεί να δώσει ένα μεγάλο πλεονέκτημα στην αρχή του πόντου. Το σέρβις είναι το πιο σημαντικό

Διαβάστε περισσότερα

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Τα παραμύθια της τάξης μας! Τα παραμύθια της τάξης μας! ΟΙ λέξεις κλειδιά: Καρδιά, γοργόνα, ομορφιά, πυξίδα, χώρα, πεταλούδα, ανηφόρα, θάλασσα, φάλαινα Μας βοήθησαν να φτιάξουμε αυτά τα παραμύθια! «Χρυσαφένια χώρα» Μια φορά κι έναν

Διαβάστε περισσότερα

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Πριν πολλά χρόνια, ζούσε σε μια πόλη της Ναζαρέτ μια νέα και καλή γυναίκα που την

Διαβάστε περισσότερα

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει ταν παραμονή Χριστουγέννων και ο Θίοντορ πάλευε ν ανοίξει ένα χαρτόκουτο. Και το χαρτόκουτο τον κέρδιζε. Κάποιος είχε επιδείξει μεγάλο ζήλο χρησιμοποιώ ντας την κολλητική ταινία. Κάποιος ήθελε να είναι

Διαβάστε περισσότερα

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου Χρόνια ήρθαν, χρόνια πάνε, και στη ζούγκλα κάποτε, ζούσε ένα μικρό λιοντάρι, ο Λεωνίδας που όμως είχε μια μεγάλη οικογένεια. Ο μπαμπάς, η μαμά, οι θείοι και οι θείες, οι παππούδες

Διαβάστε περισσότερα

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος 14 Φτάνοντας λοιπόν ο Νικήτας σε μια από τις γειτονικές χώρες, εντυπωσιάστηκε από τον πλούτο και την ομορφιά της. Πολλά ποτάμια τη διέσχιζαν και πυκνά δάση κάλυπταν τα βουνά της, ενώ τα χωράφια ήταν εύφορα

Διαβάστε περισσότερα

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ Πήγα στην αγορά με τα πουλιά Κι αγόρασα πουλιά Για σένα αγάπη μου Πήγα στην αγορά με τα λουλούδια Κι αγόρασα λουλούδια Για σένα αγάπη μου Πήγα στην αγορά με τα σιδερικά

Διαβάστε περισσότερα

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη Τούτη εδώ είναι μια ιστορία για ένα κοριτσάκι, τη Μαριόν, που ζούσε σ ένα βόρειο νησί, σε μια πόλη που την έλεγαν Νεμπγιαβίκ. Ήταν ένα μέρος με

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια

Διαβάστε περισσότερα

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας Ένα μωρό που το πέταξαν, γιατί κάποιος χρησμός έλεγε ότι μεγαλώνοντας θα σκοτώσει τον πατέρα του, έγινε μετά από χρόνια ο βασιλιάς της Θήβας, Οιδίποδας. Χωρίς να φταίει, έφερε καταστροφή, και το χειρότερο,

Διαβάστε περισσότερα

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου Τέσσερα ΜΠΡΟΜΠΝΤΙΝΓΚΝΑΓΚ Έπειτα από το ταξίδι του στη μικροσκοπική χώρα των Λιλλιπούτειων, ο Γκιούλλιβερ έμεινε στο σπίτι με τη γυναίκα του και τα παιδιά του αλλά πριν περάσουν

Διαβάστε περισσότερα

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών Το μυστήριο του πασχαλινού λαγού Του Κώστα Στοφόρου «Να βγούμε;» «Όχι ακόμα», είπε ο μπαμπάς. «Δεν θα έχει έρθει. Είναι πολύ νωρίς. Κάτσε να ξυπνήσει κι ο Δημήτρης».

Διαβάστε περισσότερα

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ Π Ε Ν Τ Ε Ν Ε Α Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ / Κανιάρης Μην πας στο Ντητρόιτ Ουρανός-λάσπη Ζώα κυνηγούν ζώα Η μητέρα του καλλιτέχνη πάνω σε

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37 Περιεχόμενα Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό............. 11 Αν έχεις τύχη..................................... 21 Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς............... 37 7199_alogaki_pasxalitsa_arkouda:7199_alogaki_pasxalitsa_arkouda

Διαβάστε περισσότερα

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου η αγάπη ξαπλώνει όταν έχεις ευχές να σπαταλήσεις ο αέρας τελειώνει κι οξυγόνο ζητάς να συνεχίσεις όσα πρόλαβες πήρες της ψυχής σου

Διαβάστε περισσότερα

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου Σε μια αυλή, ζούσαν καμιά δεκαριά γαλοπούλες, μαύρες και με μακριούς λαιμούς κι όλη την ώρα φώναζαν γλου-γλου-γλου. Αχώριστες ήταν και τριγυρνούσαν και τσιμπολογούσαν. Κι έτσι

Διαβάστε περισσότερα

Κάποτε, πριν από καιρό πολύ, στα τρίσβαθα του χρόνου ζούσε το Ασυναίσθημα. Στερεωμένο γερά πάνω στο λευκό κενό και στη μαύρη σιωπή, στεκόταν περήφανο και βαρύ στην γκρίζα επικράτεια του βασιλείου του.

Διαβάστε περισσότερα

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #15 «Η τύχη του άτυχου παλικαριού» (Κοζάνη - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #15 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε

Διαβάστε περισσότερα

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ Α 1 2017-2018 6 ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου Περιλήψεις βιβλίων που έχουν διαβάσει τα παιδιά από τη σειρά «μικρές καληνύχτες». Η Τρίτη μάγισσα Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι Μου έκανε εντύπωση

Διαβάστε περισσότερα

Το παραμύθι της αγάπης

Το παραμύθι της αγάπης Το παραμύθι της αγάπης Μια φορά και ένα καιρό, μια βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα παιδί τόσο άσχημο που σχεδόν δεν έμοιαζε για άνθρωποs. Μια μάγισσα που βρέθηκε σιμά στη βασίλισσα την παρηγόρησε με τούτα

Διαβάστε περισσότερα

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945) http://hallofpeople.com/gr/bio/saxtouris.php ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945) Ομορφιά Ράντισε την ασκήμια μ ομορφιά πήρε μια κιθάρα πήρε ένα ποτάμι πλάι πλάι Τραγουδώντας

Διαβάστε περισσότερα

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη διαβάζω ιστορίες Αποστολή Κρυμμένος Θησαυρός Λίνα Σωτηροπούλου Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη 11 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Το δώρο της γιαγιάς Μόλις χτύπησε το ξυπνητήρι, με έπιασε πανικός. Δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιον

Διαβάστε περισσότερα

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius Μάρτιος 2011 Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΡΟ-ΜΑΝΩΛΗ Πολύ παλιά, αιώνες πριν, ο Negru Voda, ο κυβερνήτης της Ρουμανίας, ήθελε να χτίσει ένα μοναστήρι

Διαβάστε περισσότερα

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών Το μυστήριο του πασχαλινού λαγού Του Κώστα Στοφόρου «Να βγούμε;» «Όχι ακόμα», είπε ο μπαμπάς. «Δεν θα έχει έρθει. Είναι πολύ νωρίς. Κάτσε να ξυπνήσει κι ο Δημήτρης». «Ο Δημήτρης

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ. ΣΤΡΑΓΓιΣΜΑ ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ. ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ, ΠΟΥ ΕΣΥ Κι Η ΑΔΕΛΦΗ ΣΟΥ ΛΕιΠΑΤΕ, ΤΗΣ ΤΑ 'ΠΑ ΟΛΑ. ΜΕ ΑΚΟΥΓΕ ΣΟΒΑΡΗ.

Διαβάστε περισσότερα

Γρίφος 1 ος Ένας έχει μια νταμιτζάνα με 20 λίτρα κρασί και θέλει να δώσει σε φίλο του 1 λίτρο. Πώς μπορεί να το μετρήσει, χωρίς καθόλου απ' το κρασί να πάει χαμένο, αν διαθέτει μόνο ένα δοχείο των 5 λίτρων

Διαβάστε περισσότερα

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. Γεννήθηκα πολύ μακριά. Δεν γνωρίζω ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους θυμάμαι. Το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό σαν ανάμνηση

Διαβάστε περισσότερα

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη.   γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό http://hallofpeople.com/gr/bio/roumi.php ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ Επιλεγμένα ποιήματα γλυκαίνει καθετί πικρό το χάλκινο γίνεται χρυσό το θολό κρασί γίνεται εκλεκτό ο κάθε πόνος γίνεται γιατρικό οι νεκροί θα αναστηθούν

Διαβάστε περισσότερα

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου Στο λαχανόκηπο, ο ήλιος έκαιγε κι όλα τα λαχανικά είχαν κρεμάσει λυπημένα τα φύλλα τους στο χώμα. «Ουφ! Θα σκάσουμε από τη ζέστη!» παραπονιόντουσαν. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή

Διαβάστε περισσότερα

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα Ρόμπερτ Μανσκ Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου Κάποτε υπήρχε μια όμορφη πριγκίπισσα που ονομαζόταν Ελισάβετ Ζούσε σε ένα κάστρο και είχε ακριβά ρούχα πριγκίπισσας Επρόκειτο

Διαβάστε περισσότερα

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: 2007-2008 Τάξη: Γ 3 Όνομα: Η μύτη μου είναι μεγάλη. Όχι μόνο μεγάλη, είναι και στραβή. Τα παιδιά στο νηπιαγωγείο με λένε Μυτόγκα. Μα η δασκάλα τα μαλώνει: Δεν

Διαβάστε περισσότερα

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν http://hallofpeople.com/gr/bio/andersen.php Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ζούσε ένας γκρινιάρης βασιλιάς. Κάθε μέρα ζητούσε από

Διαβάστε περισσότερα

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ» «Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ» ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1 ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ τι πιστεύω για την εξαφάνιση, αλλά δώσε μου λίγο χρόνο. Όχι,

Διαβάστε περισσότερα

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές... 1.... εξ ουρανού... στο δωμάτιό του... ακατάστατο. Ακούει μουσική δυνατά... παίζει ηλεκτρική κιθάρα... χτυπιέται [πλάτη στο κοινό]... πόρτα κλειστή... ανοίγει... μπαίνει η μάνα του... σάντουιτς σε πιάτο...

Διαβάστε περισσότερα

Τίτλος Πρωτοτύπου: Son smeshnovo cheloveka by Fyodor Dostoyevsky. Russia, ISBN:

Τίτλος Πρωτοτύπου: Son smeshnovo cheloveka by Fyodor Dostoyevsky. Russia, ISBN: Τίτλος Πρωτοτύπου: Son smeshnovo cheloveka by Fyodor Dostoyevsky. Russia, 1877. ISBN: 978-618-5144-94-4 Εκδόσεις Vakxikon.gr Βιβλιοπωλείο του Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλ. 210 3637867 info@vakxikon.gr

Διαβάστε περισσότερα

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών Το μυστήριο του πασχαλινού λαγού Του Κώστα Στοφόρου «Να βγούμε;» «Όχι ακόμα», είπε ο μπαμπάς. «Δεν θα έχει έρθει. Είναι πολύ νωρίς. Κάτσε να ξυπνήσει κι ο Δημήτρης».

Διαβάστε περισσότερα

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά 1 Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά με τη μουσούδα μου στο πρόσωπό της, τόσο όσο χρειαζόταν

Διαβάστε περισσότερα

25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά

25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά Η αγαπημένη μου συλλογή με χριστουγεννιaτικες ιστορiες 25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά Μετάφραση: Έρρικα Πάλλη Éditions Auzou, 2015 Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., 2018 All rights reserved. Τυπώθηκε στην

Διαβάστε περισσότερα

Ένα μήλο στην πλάτη ενός σκαντζόχοιρου

Ένα μήλο στην πλάτη ενός σκαντζόχοιρου Ένα μήλο στην πλάτη ενός σκαντζόχοιρου Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα σκαντζοχοιράκι που νύσταζε πολύ και ετοιμαζόταν να κοιμηθεί. Ξαφνικά όμως έπεσε ένα μήλο πάνω στην πλάτη του και καρφώθηκε στα αγκάθια

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ Θεατρικό από τον Πάνο Σακέλη ΠΑΝΟΣ ΣΑΚΕΛΗΣ / ΤΟ ΓΙΟΡΝΤΑΝΙ ΜΕ ΤΣΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ / 1 ΤΟ ΓΙΟΡΝΤΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΑ Πρόσωπα: ΜΕΣΗΛΙΚΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑ ΓΕΡΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι. ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΙΑΣ ΠΑΡΕΑΣ ΠΑΙΔΙΩΝ Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι. Αμέσως χάρηκαν πολύ, αλλά κι απογοητεύτηκαν ταυτόχρονα όταν έμαθαν ότι θα ήταν ένα

Διαβάστε περισσότερα

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014 Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014 Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ολοστρόγγυλο σαν σφαίρα καρπούζι, φορτωμένο μαζί με άλλα καρπούζια πάνωπάνω στην καρότσα ενός αγροτικού αυτοκινήτου. Ο αγρότης πήγαινε

Διαβάστε περισσότερα

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά σε μια μεγάλη πα ραλία με βουνά απαλής, λευκής άμμου, όπου μόνο τα σπίτια έχουν όνομα, ενώ οι δρόμοι όχι; Σε ένα από αυτά τα αξιαγάπητα σπίτια, με το όνομα Βαλκάρλος,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ Ευτυχής που ποθεί και που νοιάζεται Την πατρική γη να φυλάξει, Το γενέθλιο αγέρι, Στο χώμα του να ανασαίνει Που με γάλα ή ξερό ψωμί τρέφεται Και στους φίλους του πάει στολισμένος

Διαβάστε περισσότερα

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Ελάτε να ζήσουμε τα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Χριστούγεννα (μέσα από ιστορίες και χριστουγεννιάτικα παιχνίδια) 1 Στόχοι: Μέσα από διάφορες

Διαβάστε περισσότερα

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό: Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό: - "Η πρώτη απάντηση είναι 1821, η δεύτερη Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και η τρίτη δεν ξέρουμε ερευνάται

Διαβάστε περισσότερα

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Το μυστικό του Φαραώ. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Το μυστικό του Φαραώ. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου Ίνγκο Ζίγκνερ Ο μικρός δράκος Καρύδας Το μυστικό του Φαραώ Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου Περιεχόμενα 1. Ο ναυτικός χάρτης 2. Η Ματίλντα λέει «Ναι» 3. Η σπηλιά του Γιουβαρλά 4. Το ΑΜούφο 5. Ο βαθύς βυθός,

Διαβάστε περισσότερα

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7] A Πρώτες μου απορίες ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. Ο Λουκάς έγραφε σιωπηλά, τα φρύδια του σουφρωμένα, θυμωμένος ακόμα, ενώ ο Βρασίδας, με τα χέρια στις τσέπες, πήγαινε κι έρχουνταν, κάθουνταν και σηκώνουνταν,

Διαβάστε περισσότερα

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Σκηνή 1 η Μουσική... ανοίγει η αυλαία σιγά σιγά... projector τοπίο με τις τέσσερις εποχές του χρόνου... στη σκηνή τέσσερις καρεκλίτσες, η καθεμία ζωγραφισμένη με την αντίστοιχη εποχή... Μπαίνει η πολύ

Διαβάστε περισσότερα

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου - από τον Φουάτ σε τρεις εταιρίες χρήματα... μπλου μπρουμέλ, άλλη μια P.A κάπως έτσι και άλλη μία που μου είχες πει

Διαβάστε περισσότερα

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν άνδρα που τον έλεγαν Ιωσήφ. Οι γονείς της, ο Ιωακείμ και

Διαβάστε περισσότερα

ταν ήμουνα μικρή, σαν κι εσάς και πιο μικρή, ο παππούς μου μου έλεγε παραμύθια για νεράιδες και μάγισσες, στοιχειωμένους πύργους, δράκους και ξωτικά. Εγώ φοβόμουν πολύ και τότε εκείνος μου έσφιγγε το χέρι

Διαβάστε περισσότερα

T: Έλενα Περικλέους

T: Έλενα Περικλέους T: 7000 0090 www.greendot.com.cy Έλενα Περικλέους Ο πρασινομπαλίτσας επιστρέφει... γιατί τα παραμύθια λένε πάντα την ΑΛΗΘΕΙΑ Συγγραφή: Έλενα Περικλέους Εποπτεία: Άρτεμις Παλαιογιάννη / Σάκης Θεοδοσίου

Διαβάστε περισσότερα

μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου

μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου Ένα H κουρούνα διέσχισε τον ουρανό, χτυπώντας αργά τα φτερά της. Ταπ, ταπ, ταπ. Ήταν νύχτα, δεν είχε ακόμα ξημερώσει, και με τα κατάμαυρα φτερά της μπορούσε να πετάει στον αέρα

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ g Μια ιστορία για µικρούς και µεγάλους ένα παραµύθι τεχνολογίας και ζαχαροπλαστικής. ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ Μια ιστορία της. Λίνα ΣΤΑΡ!!! Τ.Ε.Ε. ΕΙ ΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΥΡΟΥ Μαθήτρια: Λίνα Βαρβαρήγου (Λίνα

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 6 : Η μάχη της Ουάσιγκτον (Μέρος ΙΙI) Η μυστηριώδης γυναίκα! Το κόκκινο του θανάτου;

Κεφάλαιο 6 : Η μάχη της Ουάσιγκτον (Μέρος ΙΙI) Η μυστηριώδης γυναίκα! Το κόκκινο του θανάτου; Κεφάλαιο 6 : Η μάχη της Ουάσιγκτον (Μέρος ΙΙI) Η μυστηριώδης γυναίκα! Το κόκκινο του θανάτου; Λίγα λεπτά αργότερα βρεθήκαμε σε μια παλιά αποθήκη. Η νύχτα φαινόταν ατελείωτη. Κανείς δεν κυκλοφορούσε. Τα

Διαβάστε περισσότερα

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό. Αιγαίο πέλαγος Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό. Και διάσπαρτα ήταν τα νησιά μέσα σε βαθύ γαλάζιο και τα σπίτια πλασμένα από το χέρι του

Διαβάστε περισσότερα

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών Το μυστήριο του πασχαλινού λαγού Του Κώστα Στοφόρου «Να βγούμε;» «Όχι ακόμα», είπε ο μπαμπάς. «Δεν θα έχει έρθει. Είναι πολύ νωρίς. Κάτσε να ξυπνήσει κι ο Δημήτρης».

Διαβάστε περισσότερα

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει... Ο γιος του ψαρά κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει... ια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ψαράς που δεν είχε παιδιά. Κάποια μέρα, εκεί που πήγαινε με

Διαβάστε περισσότερα

Κ ΕΦΆ Λ ΑΙΟ 1 Ο ΩΚΕΑΝΟΣ

Κ ΕΦΆ Λ ΑΙΟ 1 Ο ΩΚΕΑΝΟΣ Κ ΕΦΆ Λ ΑΙΟ 1 Ο ΩΚΕΑΝΟΣ Η ΙΣΤΟΡΊΑ ΜΑΣ αρχίζει στον ωκεανό, με άνεμο και βροχή και αστραπές και βροντές και κύματα. Ένας τυφώνας ούρλιαζε και λυσσομανούσε μες στη νύχτα. Και στη μέση του χάους, ένα φορτηγό

Διαβάστε περισσότερα

9 Η 11 Η Η Ο Ο

9 Η 11 Η Η Ο Ο Περιεχόμενα Το βενζινάδικο... 9 Η βαλβίδα... 11 Η απόδραση.... 12 Τα μαγικά κουρελάκια... 13 Τα τραμόπαιδα... 14 Η μέδουσα.... 15 Μπέργκερ............................. 16 Πάρτι γενεθλίων... 18 Όλα τα ατίθασα

Διαβάστε περισσότερα