ΤΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΝΑΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ (18ος-20ός ΑΙΩΝΑΣ)

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΤΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΝΑΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ (18ος-20ός ΑΙΩΝΑΣ)"

Transcript

1 1 ΤΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΝΑΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ (18ος-20ός ΑΙΩΝΑΣ) Στην Καππαδοκία παρατηρείται άνθηση της ναοδοµίας κατά τον 18 ο και 19 ο αιώνα. Παρόλα αυτά, οι νεώτεροι ναοί που κτίστηκαν στην περιοχή παραµένουν λίγο γνωστοί, γιατί επισκιάζονται από τους παλαιοχριστιανικούς και τους βυζαντινούς. Η σηµερινή ανακοίνωση στοχεύει στην ανάδειξη των ναών αυτών ως µια ιδιαίτερη οµάδα µνηµείων µε µεγάλη ιστορική, αρχιτεκτονική και αισθητική σηµασία και ταυτόχρονα ως µνηµείων τα οποία έχουν τη δυνατότητα αλλά και την επείγουσα ανάγκη να προστατευθούν και να διατηρηθούν. Η προσέγγιση των ναών έγινε µε επιτόπιες επισκέψεις και µέσα από τη βιβλιογραφία και το διαδίκτυο. Καταβλήθηκε προσπάθεια να συνταχθεί ένας όσο το δυνατόν πληρέστερος κατάλογος µε τους ναούς που οικοδοµήθηκαν ή ανακαινίστηκαν την περίοδο αυτή ώς την ανταλλαγή των πληθυσµών στα Ο κατάλογος αυτός παραµένει ανοικτός και δεν συµπεριλαµβάνει τους υπόσκαφους ναούς. Oι νεότεροι ναοί που της Καππαδοκίας αποτελούν µια αυτόνοµη ενότητα µε ιδιαίτερα και πολύ ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά. Η αρχιτεκτονική τους αποτελεί ένα ιδιαίτερο, γοητευτικό και ενδιαφέρον κράµα στοιχείων που εκφράζει τη θέση της Καππαδοκίας ως σταυροδρόµι ανάµεσα στην Ανατολή και στη Δύση, στο Βορά και στο Νότο, στην ιστορική περίοδο της αναζήτησης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Η ανέγερση ναών ξεκινά κατά τη µεταβυζαντινή περίοδο στην Καππαδοκία στο πρώτο ήµισυ του 18 ου αιώνα, όπως συµβαίνει και σε άλλα µεγάλα αστικά κέντρα του ελληνισµού, όπως η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη. Την περίοδο αυτή ανεγείρονται δώδεκα ναοί, από τους οποίους σώζεται ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Σινασό, µια χαµηλή τρίκλιτη βασιλική, που ανεγέρθηκε στα Στο δεύτερο ήµισυ του 18 ου αιώνα και στις αρχές του 19 ου αιώνα µέχρι την ελληνική επανάσταση ελάχιστοι ναοί ανεγείρονται. Ένας εντυπωσιακά µεγάλος αριθµός ναών ανεγείρεται στην Καππαδοκία µετά την ελληνική επανάσταση, την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την έναρξη του Τανζιµάτ στην οθωµανική αυτοκρατορία µε την υπογραφή των διαταγµάτων Χάτι Σερίφ και Χάτι Χουµαγιούν στα 1839 και 1856, για λόγους που επανειληµένα έχουν ειπωθεί. Οικοδοµούνται σαράντα δύο ναοί και ανακαινίζονται δύο την περίοδο αυτή. Ο µεγάλος αυτός αριθµός µαρτυρεί την ορµή της αναγέννησης του ελληνισµού και

2 2 την άνθηση της ορθοδοξίας στην Καππαδοκία. Μετά τη λήξη του Τανζιµάτ το 1876 κτίζονται άλλοι δεκατρεις µεγαλοπρεπείς ναοί, που χαρακτηρίζονται από έντονες δυτικές επιδράσεις. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι ναοί του 19 ου αιώνα στην Καππαδοκία ακολουθούν επίσης τον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής µε ή χωρίς τρούλο, για λόγους τοπικής παράδοσης αλλά και επιδράσεων από τον ελλαδικό χώρο. Η τρίκλιτη βασιλική είναι ένας παλαιοχριστιανικός αρχιτεκτονικός τύπος, που επιχωριάζει από την εποχή αυτή. Στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ο τύπος της βασιλικής προσαρµόστηκε στις ανάγκες λατρείας των υπόδουλων χριστιανών και διαδόθηκε ευρύτατα, φτάνοντας και στην Καππαδοκία. Οι ναοί της Καππαδοκίας που κτίζονται κατά τη διάρκεια του Τανζιµάτ ακολουθούν ένα εξελιγµένο τύπο βασιλικής, που διαθέτει ένα καινούργιο στοιχείο ενταγµένο οργανικά στο κύριο οικοδόµηµα: ανοικτή τοξωτή στοά πάνω από την οποία τοποθετείται ο γυναικωνίτης. Η στοά παίζει σηµαντικό ρόλο στην πλαστικότητα των όγκων και στη διαµόρφωση της δυτικής όψης. Είναι ευθύγραµµη µόνο στη δυτική πλευρά, ή έχει σχήµα Π επεκτεινόµενη και στη νότια και βόρεια πλευρά, τις οποίες καταλαµβάνει ολόκληρες ή εν µέρει. Η στοά αποτελεί ένα εξαιρετικά λειτουργικό στοιχείο καθώς προστατεύει από όλες τις καιρικές συνθήκες και αποτελεί χώρο κοινωνικών συναναστροφών. Πάνω από τη στοά τοποθετείται ο γυναικωνίτης. Έτσι ο ναός αποκτά µεγαλύτερη χωρητικότητα. Ο εσωτερικός χώρος απελευθερώνεται από τον εξώστη του γυναικωνίτη και αναπτύσσεται επιβλητικά ώς την οροφή. Ταυτόχρονα η δυτική όψη αποκτά µεγαλύτερη σηµασία και τη δυνατότητα να διαµορφωθεί µοροφολογικά. Ο καινούργιος αυτός τύπος βασιλικής έρχεται και πάλι από τον ελλαδικό χώρο, στον οποίο παρουσιάζεται από τις αρχές του 19 ου αιώνα ως αποτέλεσµα νέων στιλιστικών ρευµάτων αλλά και καινούργιων πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών. Ο τύπος αυτός καλλιεργήθηκε πρώτα στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και διαδόθηκε ευρύτατα τόσο στο ελληνικό κράτος, όσο και στις ελληνικές κοινότητες που παρέµειναν στη οθωµανική αυτοκρατορία στα Νότια Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία, γιατί συνδέθηκε µε το µεγαλύτερο προσκύνηµα του Νέου Ελληνισµού, την Παναγία της Τήνου ( ), και µε τον Πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου (1720/1836). Έτσι ο τύπος αυτός του ναού καθαγιάστηκε και εµβαπτίστηκε στα εθνικά ιδανικά. Δηµιουργήθηκε µια τυπολογική γλώσσα και ένα µορφολογικό λεξιλόγιο µε πολλά κοινά στοιχεία στην αρχιτεκτονική των ναών σε όλες τις περιοχές. Tο ευρύ αυτό δίκτυο των ναών συνέβαλε στην ενδυνάµωση της αίσθησης του κοινού

3 3 θρησκευτικού αισθήµατος και άνοιξε το δρόµο για την καλλιέργεια αισθηµάτων εθνικής ταυτότητας και το σταδιακό µετασχηµατισµό των πιστών του θρησκεύµατος σε πολίτες του κράτους. Tο δίκτυο των ναών συµπληρώθηκε από δίκτυο εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, η αρχιτεκτονική των οποίων επίσης υπάκουε σε εθνικά πρότυπα µε την υιοθέτηση του Νεοκλασικισµού. Ήταν τόσο ισχυρό το χαρακτηριστικό αυτό, ώστε όσοι ναοί δεν το διέθεταν, τώρα τοαποκτούν. Στοά µε υπερκείµενο γυναικωνίτη προστίθεται στον Άγιο Γρηγόριο Θεολόγο στην Καρβάλη και στον Άγιο Κωνσταντίνο και Ελένη στη Σινασό. Η επέµβαση αυτή εφαρµόστηκε πρωταρχικά σε προβεβληµένους ναούς όπως ο µητροπολιτικός ναός του Αγίου Γεωργίου στο Ναύπλιο (16 ος αι./1834) και ο πατριαρχικός ναός του Αγίου Γεωργίου στην Κωνσταντινούπολη (1720/1836). Σταυροειδείς εγγεγραµµένοι ναοί εφαρµόζονται προς το τέλος του 19 ου αιώνα, τυπολογία που και πάλι έχει την καταγωγή της στην Ελλάδα και στην εκεί αναβίωση της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Ο Αγ. Γρηγόριος στη Καρβάλη, η οικοδόµηση του οποίου ανάγεται στον 10 ο ή 11 ο αιώνα, επισκευάζεται στα 1835 και αποτελεί επίσης ισχυρό πρότυπο. Η κατασκευή των ναών αποτελεί κύριο και εντυπωσιακό χαρακτηριστικό. Αν η αρχιτεκτονική τυπολογία έρχεται από την Ελλάδα, η οικοδοµική τεχνική είναι τοπική. Επιβιώνουν οικοδοµικοί τρόποι από την παλαιοχριστιανική και τη βυζαντινή αρχιτεκτονική, γεγονός που προφανώς οφείλεται στη µεγάλη διαθεσιµότητα της πέτρας στην περιοχή, που είναι και το µοναδικό υλικό δόµησης. Η επιµεληµένη οικοδόµηση µε καλοπελεκηµένους λίθους και θολίτες είναι χαρακτηριστικό της Μικράς Ασίας, της Αρµενίας και της Συρίας ήδη από την παλαιοχριστιανική εποχή. Η δυνατή οικοδοµική παράδοση της Καππαδοκίας επιβίωσε τη βυζαντινή εποχή και στη συνέχεια παραλήφθηκε από τους Σελτζούκους. Η πληθώρα των καραβανσεράι, που οικοδοµήθηκαν κατά τον 13 ο αιώνα και σώζονται µέχρι σήµερα, αναµφίβολα υπήρξαν πρότυπα µε µεγάλη επιρροή. Βέβαια µε τη σειρά τους τα ίδια τα καραβανσεράι αναβιώνουν τη χωρική οργάνωση και τους τρόπους δόµησης των παλαιοχριστιανικών βασιλικών, µαρτυρώντας τη συνέχεια στην περιοχή. Οι εξωτερικές επιφάνειες διαµορφώνονται µε εξαιρετικά επιµεληµένη λαξευτή, σχεδόν ισόδοµη, τοιχοποιία από ηφαιστειογενή πετρώµατα µε αφανείς αρµούς. Απουσιάζουν το ξύλο, το µάρµαρο, οι πλίνθοι και τα κεραµίδια. Δείγµα εξαιρετικής λιθοξοϊκής τεχνικής αποτελούν τα τόξα, τα σταυροθόλια, οι οξυκόρυφες καµάρες και οι ηµισφαιρικοί θόλοι. Οι όψεις διαθέτουν µια γεωµετρική καθαρότητα και επιµεληµένη ψυχρότητα, µια

4 4 κρυσταλλικότητα. Το γκρίζοκόκκινο χρώµα των λίθων προσθέτει στην επιβλητικότητα των ναών. Ισχυρό τοπικό χαρακτηριστικό είναι τα οξυκόρυφα τόξα και οι αντίστοιχες καµάρες που καλύπτουν τα κλίτη, το οποίο µπορεί να προέρχεται από διάφορες πηγές. Τα οξυκόρυφα τόξα ήταν γνωστά στην αρµενική αρχιτεκτονική, ενώ χρησιµοποιήθηκαν ευρύτατα από τη σελτζουκική. Τέλος η γοτθική αρχιτεκτονική στην Κύπρο, µε την οποία η Καππαδοκία διατηρούσε στενούς εµπορικούς δεσµούς, άσκησε επίσης επιδράσεις. Σίγουρα η χρήση τους σχετίζεται µε τη σταθερότητα έδρασης που προσφέρουν, την κατανοµή των δυνάµεων και την µεταφορά των φορτίων των βαριών λίθινων θόλων. Η ιδιαιτερότητα της τυπολογίας του ναού στο Μισθί µε τους δέκα τρούλους έχει την καταγωγή της σε αντίστοιχους ελληνικούς ναούς, οφείλεται στον Έλληνα αρχιτέκτονά του, προσαρµόζεται όµως στην οικοδοµική πρακτική της περιοχής. Τα µορφολογικά χαρακτηριστικά και τα ανάγλυφα κοσµήµατα των εξωτερικών τοίχων έχουν επίσης έντονο τοπικό χαρακτήρα και προέρχονται τόσο από την καππαδοκική παράδοση όσο και από την αρµενική και τη σελτζουκική αρχιτεκτονική Τα µορφολογικά χαρακτηριστικά είναι φειδωλά τονίζοντας έτσι τις εξωτερικές κρυσταλικές γκρίζες επιφάνειες. Προέρχονται από την κατεργασία της λαξευτής λιθοδοµής που διαµορφώνει την επιφάνεια των τοίχων και παρουσιάζουν µια έντονη τάση για γεωµετρικοποίηση. Οι όψεις διαρθρώνονται µε τυφλά αψιδώµατα, Σποραδικά ανάγλυφοι κοσµήτες σε γεωµετρικά σχέδια πλαισιώνουν τα παράθυρα ή διακοσµούν τις επιφάνειες των τοίχων. Τα ανάγλυφα κοσµήµατα είναι λιγοστά. Έµφαση δίνεται στα κιονόκρανα. Σε ευρεία χρήση είναι ένα τεκτονικό κιονόκρανο µε τέσσερα στοιχεία που κρέµονται στις γωνίες και έχουν προφανή συµβολικό χαρακτήρα. Τα κιονόκρανα αυτά εναλλάσσονται µε άλλα που διαθέτουν στιλιζαρισµένες ιωνικές έλικες, οι οποίες φανερώνουν τον εθνικό προσανατολισµό των κατοίκων. Βασικό στοιχείο αποτελούν οι επιβλητικές είσοδοι των ναών. Πλαισιώνονται µε εντυπωσιακά ανάγλυφα γεωµετρικά πλαίσια, που έχουν το σχήµα του σταυρού, που προσαρµόζεται την οροφή της στοάς. Μέσα στο πλαίσιο ελίσσεται η άµπελος στοιχείο καθαρά συµβολικό. Στην επάνω κεραία τοποθετείται κτητορική επιγραφή στα ελληνικά ή στα καραµανλίδικα. Στις δύο πλάγιες τοποθετούνται τα Σεραφείµ, ως φύλακες του Οίκου του Θεού. Tα πλαίσια αυτά είτε είναι χρωµατισµένα, είτε κατασκευασµένα από ερυθρωπούς λίθους, που τονίζουν την αντίθεση µε τη

5 5 γκριζόχρωµη επιφάνεια. Το υπέρθυρο είναι µονολιθικό και φέρει δύο λοβούς τοποθετηµένους σε οριζόντια σειρά. Τα παράθυρα είναι µικρά και λιγοστά, γεγονός που κάνει πιο εντυπωσιακές τις γκριζες λείες επιφάνειες των όψεων. Πολλά παράθυρα έχουν επίσης το σχήµα του σταυρού, σχήµα πολύ αγαπητό στην Καππαδοκία και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Στην ανατολική πλευρά των ναών το ιερό διαθέτει τρεις αψίδες, συνήθως πολυγωνικές. Οι αψίδες προσαρτώνται µε µια αυτονοµία στον κύριο όγκο του οικοδοµήµατος. Είναι χαµηλότερες από αυτόν και κατά κανόνα προεξέχουν έντονα, καθώς κάθε κόγχη βρίσκεται στο βάθος ενός ορθογωνικού καµαροσκεπούς χώρου. Στον άξονα της κεντρικής αψίδας τοποθετούνταν υψηλόκορµος δεσποτικός θρόνος, πλαισιωµένος από δύο παράθυρα. Στο ιερό υπάρχουν κόγχες και προσκυνητάρια µε περίτεχνη επίστεψη και επιγραφές. Μερικά νεοκλασικά χαρακτηριστικά έχουν εισχωρήσει σε ναούς. Η εισχώρηση προτύπων από την νεοκλασική αρχιτεκτονική είναι φανερή σε µορφολογικά στοιχεία των όψεων, όπως τα τριγωνικά αετώµατα στα παράθυρα, το σύνολο των τριών παραθύρων (ένα ελλειπτικό στη µέση και δύο καρδιόσχηµα εκατέρωθεν) στο αετώµα, καθώς και τα νεοκλασικά περίθυρα και οι τρούλοι. Σε συγκεκριµένα σηµεία πολλών ναών έχουν ενσωµατωθεί κίονες οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από τον άξονά τους. Πρόκειται για ένα ξεχωριστό και ιδιότυπο χαρακτηριστικό που εξασφαλίζει έναν έξυπνο και άµεσο τρόπο ελέγχου της στατικής επάρκειας και της οριζοντιότητας του κτιρίου, καθώς οποιαδήποτε µετακίνηση ή καθίζηση εµποδίζει την περιστροφή. Ίσως όµως πρόκειται και για ένα συµβολικό στοιχείο, που συµβολίζει τις περιστρεφόµενες ανθρώπινες τύχες και τον ίδιο τον κόσµο. Ο εσωτερικός χώρος είναι εντυπωσιακός και ιδιαίτερα ευρύχωρος, προορισµένος για µεγάλο αριθµό πιστών. Ο γυναικωνίτης, τοποθετηµένος πάνω από τη στοά καµπυλώνεται προς το µεσαίο κλίτος, χαρακτηριστικό προερχόµενο από τον ελλαδικό χώρο. Στους ναούς που έγιναν τζαµιά σώζονται τα ξύλινα στοιχεία και τα καφασωτά. Τα τέµπλα και η εκκλησιαστική επίπλωση ήταν ξύλινα και ακολουθούσαν τα ελληνικά πρότυπα, όπως και το σύστηµα της εικονογράφησηςτου εσωτερικού χώρου. Οι εικόνες περιορίζονται σε συγκεκριµένα πλαίσια και το πεδίο συµπληρώνεται µε διακοσµητικά θέµατα. Σε µερικές περιπτώσεις διασώζονται χρώµατα, που είναι πραγµατικά εντυπωσιακά. Κυρίαρχοι είναι οι τόνοι του µπλε στα χρώµατα, πράγµα

6 6 που οδηγεί στη σκέψη ότι µπορεί να είναι λαζουρίτης, όπως και στις βυζαντινές τοιχογραφίες. Οι ναοί περιτριγυρίζονται από ψηλό περίβολο, που αποκόπτει το χώρο του ναού από τον γύρω κόσµο και τον προστατεύει. Τα πρόπυλα στον περίβολο είναι µνηµειακά και στολίζονται µε µεγάλους ανάγλυφους σταυρούς Τα κωδωνοστάσια είναι λιθόκτιστα περίτεχνα αυτόνοµα κτίσµατα, διώροφα ή τριώροφα, κιονοστήρικτα. Μετά τη λήξη του Τανζιµάτ και ώς την ανταλλαγή των πληθυσµών στα 1924 χτίστηκαν µερικοί ακόµα µεγαλοπρεπείς ναοί στην Καππαδοκία (ναός Παναγίας Καπουσή, Μουταλάσκη, 1886, Άγιος Ιωάννης Ρώσος, Προκόπι, 1892). Οι ναοί αυτοί αποµακρύνονται από την τοπική παράδοση και φέρουν σαφείς επιρροές του ιστορισµού και του κλασικισµού ή ακόµα και νεοµπαρόκ. Στην πληθώρα ναών που επιβιώνουν στην Καππαδοκία διασώζεται ένας πλούτος στοιχείων για την αρχιτεκτονική και την τέχνη, µοναδικός στη Μ. Ασία. Ο συνδυασµός της µεταβυζαντινής τυπολογίας µε οικοδοµικούς τρόπους της Ανατολής, δυτικόφερτα στοιχεία από την Κύπρο και µοροφλογικά χαρακτηριστικά αρµενικά, σελτζουκικά αλλά και κλασικιστικά, κάνει τους ναούς της Καππαδοκίας ενδιαφέροντες και γοητευτικούς.. Θα µπορούσε να ειπωθεί ότι πρόκειται για µια αρχιτεκτονική που αντανακλά άµεσα το ιδιότυπο γλωσσικό ιδίωµα και γραφή και εντέλει την ψυχοσύνθεση των κατοίκων της Καππαδοκίας, καθώς και τις εθνικές αναζητήσεις τους. Οι ναοί αυτοί συνεχίζουν την υψηλή αρχιτεκτονική παράδοση της Καππαδοκίας, µαρτυρούν τη δύναµη του ελληνικού στοιχείου σ αυτήν κατά τον 18 ο και 19 ο αιώνα ώς την ανταλλαγή των πληθυσµών. Αποτελούν σηµαντικά µνηµεία του χριστιανισµού και του ελληνισµού, και τοποθετηµένα στο ευρύτερο πλαίσιο της νεότερης εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής καταδεικνύουν την ενότητα και τον δυναµισµό του ελληνισµού την εποχή αυτή.

7 7