ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ"

Transcript

1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΥΡΙΕΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ. ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΣΥΜΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΑΡΙΑ ( Α.Μ. : 181/ ) ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ : ΠΑΝΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Μυτιλήνη 12/09/2005

2 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Είµαι ιδιαίτερα ευγνώµων στον καθηγητή µου Πάνο Γρηγορίου, ο οποίος µου πρότεινε να συνεργαστούµε για τη συγγραφή της διπλωµατικής µου εργασίας και µε βοήθησε, µε τα όπως πάντα γενναιόδωρα και εποικοδοµητικά του σχόλια. Με την αµέριστη συµπαράσταση και συµβολή του, κατάφερα να ξεπεράσω τα όποια εµπόδια είχα στην ολοκλήρωση της δουλειάς µου. Επίσης, ένα µεγάλο ευχαριστώ οφείλω στην οικογένεια και στους φίλους µου, για την πολύτιµη συνεισφορά τους στην ολοκλήρωση της εργασίας µου. 1

3 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η µελέτη αυτή, έχει ως στόχο να εξετάσει τις µεταβολές που σηµάδεψαν την Κύπρο και πρωτίστως τις σχέσεις των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων από την περίοδο της Τουρκοκρατίας το 1571, µέχρι σήµερα και που πραγµατικά, µεταµόρφωσαν το πρόσωπό της τα τελευταία χρόνια. Αποτελεί µια προσέγγιση από ίση απόσταση απέναντι στις δύο κοινότητες. Κατά τη διάρκεια συγγραφής της εργασίας, έγινε µια προσπάθεια, για να υπενθυµίσει στον καθένα που αντικρίζει τη δική του πραγµατικότητα σαν τη µοναδική απόλυτη αλήθεια, και την ύπαρξη του «άλλου». εν έχει στόχο να δηµιουργήσει µια τεχνητή ισορροπία στην αντιµετώπιση των σχέσεων των δύο κοινοτήτων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αλλά προσπαθεί να αντικρίσει και να κατανοήσει την κάθε κοινότητα όπως αυτή διαµορφώθηκε µέσα από την ιστορική της πραγµατικότητα. Τα τελευταία χρόνια, χρησιµοποιείται ευρέως η λέξη «επαναπροσέγγιση». Μέχρι σήµερα, έχει γίνει µια πρόοδος στην ανάπτυξη των διακοινοτικών σχέσεων, αλλά τίποτα το ουσιαστικό. Και αυτές ακόµα οι συναντήσεις των ανώτατων κοινωνικών οµάδων των δύο κοινοτήτων σκιάζονται από τα σύννεφα της καχυποψίας. Ο καθένας σκέφτεται τη δική του πλευρά. Και είναι ακριβώς αυτή η αντίληψη που δηµιούργησε το «Κυπριακό». Μετά από ραγδαίες εξελίξεις στο Κυπριακό, το ζητούµενο είναι η επανένωση της Κύπρου σε ένα ενιαίο κράτος, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Μπορούν άραγε οι δύο κοινότητες του νησιού να συµβιώσουν και πάλι όπως πριν; Ή µήπως οι ενδοκοινοτικές συγκρούσεις επηρέασαν αρνητικά τις σχέσεις τους και η ιδέα της ειρηνικής συνύπαρξης δεν µπορεί πλέον να επιτευχθεί. Έτσι λοιπόν, στόχος µου είναι µέσα από την ιστορική αναδροµή να µελετήσω τα στοιχεία εκείνα που διαφοροποιούν τις δύο κοινότητες (θρησκεία-πολιτισµός) και πως µετά από πολλαπλές συγκρούσεις µεταξύ τους, επιδιώκουν συµβίωση. Η εργασία αυτή χωρίζεται σε έξι κεφάλαια και στα συµπεράσµατα. Στο πρώτο κεφάλαιο παρατίθεται µια σύντοµη ιστορική αναδροµή του Κυπριακού προβλήµατος από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, το 1571 µέχρι σήµερα. Η ιστορική αυτή εισαγωγή είναι χρήσιµη γιατί οριοθετεί το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο θα στηριχθώ για να αναλύσω τις σχέσεις των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων και πως αυτά, επηρέασαν τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων στο νησί. Τα επόµενα κεφάλαια αφορούν τις κοινωνικές επιπτώσεις του Κυπριακού ζητήµατος στη συµβίωση της Ελληνοκυπριακής και Τουρκοκυπριακής κοινότητας, και τις προοπτικές και δυνατότητες που υπάρχουν για µια ειρηνική συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων, σε ένα ενιαίο κράτος. Συγκεκριµένα, το δεύτερο κεφάλαιο αφορά τις σχέσεις µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στην περίοδο της Τουρκοκρατίας από το 1571 µέχρι το Το επόµενο κεφάλαιο ασχολείται µε τις σχέσεις των δύο µεγάλων εθνοτικών οµάδων του νησιού, στην περίοδο της Αγγλοκρατίας, από το 1878 έως και την Ανεξαρτησία της Κύπρου το Στο τέταρτο κεφάλαιο, εξετάζεται η προοπτική των σχέσεων µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων από το 1960 έως και την Τουρκική Εισβολή του Ακολουθεί η περίοδος από την Τουρκική Εισβολή του 1974, µέχρι την έναρξη των Προενταξιακών ιαπραγµατεύσεων για ένταξη της Κύπρου στη µεγάλη Ευρωπαϊκή Οικογένεια. Το τελευταίο κεφάλαιο, πραγµατεύεται την πορεία εξέλιξης των ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών σχέσεων, από την ηµεροµηνία έναρξης των Προενταξιακών ιαπραγµατεύσεων µέχρι σήµερα. 2

4 Τέλος, στα συµπεράσµατα, κωδικοποιούνται τα κύρια πορίσµατα αυτής της µελέτης, όσον αφορά τις κοινωνικές επιπτώσεις του κυπριακού ζητήµατος στη συµβίωση της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η Κύπρος, σήµερα αγκαλιάζει ολοένα και περισσότερο τους Κύπριους και αγκαλιάζεται ολοένα και περισσότερο από αυτούς. Η διαλεκτική των Κυπρίων και της Κύπρου, είναι κλειστή στην Ένωση και στη ιχοτόµηση. Τώρα, πλέον, όλοι οι Κύπριοι, αναζητούν µια κοινή πατρίδα. Αυτές οι προσπάθειες και η επιθυµία για κοινή πατρίδα αποτελούν τις πιο συγκλονιστικές και τις πιο ουσιαστικές στιγµές συνύπαρξης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Και όµως είναι ξεκάθαρο πως µια τέτοια εξέλιξη δεν έρχεται από µόνη της. Αυτή η ιστορική προσήλωση φέρνει την Ελληνοκυπριακή και την Τουρκοκυπριακή κοινότητα αντιµέτωπες µε σοβαρά ερωτήµατα, ανατρέπει τις παραδοσιακές πολιτικές αξίες και ωθεί τις δύο κοινότητες στην αναζήτηση νέων αξιών, καλώντας τις, να ξεπεράσουν τον εαυτό τους. Γιατί, δεν πρέπει να αρνηθούν τελεολογικά τον εαυτό τους, αλλά να τον ξεπεράσουν και να δηµιουργήσουν έναν καινούργιο, ο οποίος να στηρίζεται πάνω στον παλιό. Η δηµιουργία και η υιοθέτηση µιας εθνοτικής ταυτότητας για όλο τον Κυπριακό λαό, ανεξαρτήτως θρησκεύµατος, θα λειτουργήσει ευεργετικά ως προς την επούλωση των ιστορικών τραυµάτων και των δύο κοινοτήτων, ενώ παράλληλα θα υποβοηθήσει στην απρόσκοπτη και οµαλή πορεία του νησιού µέσα στις Ευρωπαϊκές καλένδες. 3

5 ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ, ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ Η Κύπρος βρίσκεται στη βορειοανατολική άκρη της Ανατολικής Μεσογείου. Στο πέρασµα των αιώνων η γεωγραφική της θέση άλλοτε τη βοήθησε κι άλλοτε την έβλαψε. Τη βοήθησε γιατί την έφερε σε επαφή µε τα πρώτα µεγάλα κέντρα του πολιτισµού, την Αίγυπτο, τη Μέση Ανατολή, τη Μεσοποταµία. Την έβλαψε γιατί έγινε αιτία να κατακτηθεί από τους Ασσύριους, τους Σταυροφόρους, τους Τούρκους και πολλούς άλλους. Η Κύπρος πήρε τον εθνικό και πολιτιστικό της χαρακτήρα από τους Έλληνες της Μυκηναϊκής Εποχής που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο, γύρω στα 1200 π.χ. Οι Κύπριοι, από τότε, µίλησαν ελληνικά και έδωσαν στον τρόπο ζωής τους και στον πολιτισµό τους ελληνικά χαρακτηριστικά. Οι επιδράσεις των κατακτητών δεν µπόρεσαν να τους αποξενώσουν από την παράδοσή τους, ούτε να αλλοιώσουν τα βασικά στοιχεία του πολιτισµού τους. Η Ελληνοκυπριακή κοινότητα ανήκει στην Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου. Οι Τουρκοκύπριοι η καταγωγή των οποίων σχετίζεται µε την κατάκτηση του νησιού από τους Οθωµανούς το 1571 µ.χ. είναι Μωαµεθανοί. Εµφανίζεται, λοιπόν ένα Μουσουλµανικό στοιχείο στην Κύπρο, ως σταθερή πληθυσµιακή ποσόστωση, το οποίο συµβιώνει µε τους Χριστιανούς. Οι σχέσεις µεταξύ της Μουσουλµανικής και της Χριστιανικής κοινότητας, µέχρι την οργανωµένη έκφραση του ελληνικού εθνικισµού µε την εκδήλωση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, µπορούν να χαρακτηρισθούν ως πολύ καλές. Η πρώτη ξεκάθαρη σύγκρουση µεταξύ των Χριστιανών της Κύπρου και της Οθωµανικής αρχής λαµβάνει χώρα στις 9 Ιουλίου 1821, όταν ο τότε Οθωµανός ιοικητής του νησιού Κουτσούκ Μεχµέτ 1, αντιλαµβάνεται ότι τα σπέρµατα της Ελληνικής Επανάστασης έχουν φθάσει και στο νησί και αποφασίζει να καταπνίξει την όποια αντίδραση ενάντια στην Υψηλή Πύλη, πριν ακόµα γιγαντωθεί και πάρει µεγαλύτερες διαστάσεις. Οι ταραγµένοι καιροί, έδωσαν την ευκαιρία στον Κουτσούκ να βάλει σε εφαρµογή τα σχέδια του, προσπαθώντας να παρουσιάσει το νησί στην Πύλη ως ευρισκόµενο στα πρόθυρα της Επανάστασης. Στα πλαίσια λοιπόν της Οθωµανικής αντίδρασης, αναφορικά µε τις επαναστατικές διαθέσεις µιας µερίδας των Χριστιανών της Κύπρου συλλαµβάνονται ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός µαζί µε άλλους 3 ορθόδοξους επισκόπους και θανατώνονται µέσα στο παλάτι. Το θάνατο και τη σύληση των 4 πτωµάτων ακολουθεί µια µεγάλη σε κλίµακα περίοδος σφαγών και λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών από τους Γενίτσαρους που διαρκεί µέχρι τις 21 του ίδιου µήνα 2. Η φρίκη αυτών των γεγονότων, διαταράσσει τις σχέσεις µεταξύ των δύο κοινοτήτων και αποτελεί την αφετηρία για την κάθετη αντιπαλότητα των δύο κοινοτήτων που γιγαντώθηκε κατά τη διάρκεια της αγγλικής κυριαρχίας. 1 Γαληροπούλου Τασία στο «εν Ξεχνώ. Κύπρος» ιευθυντής έκδοσης: Μιχάλης Μπουσνάκης, Εκδότης: Αβρααµίδης Αβραάµ Copyright ιαγόρας ΛΤ. Τόµος 3, σελ Sir H. Luke, Cyprus under the Turks: p London

6 Το 1878 η Κύπρος παραχωρήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία από την Τουρκία, µε αντάλλαγµα την προστασία της Τουρκίας από τους επεκτατικούς στόχους της Ρωσίας. Παρά την παραχώρηση της Κύπρου στη Βρετανία, το νησί παρέµεινε τυπικά στην Οθωµανική Αυτοκρατορία µέχρι το Κατά τη διάρκεια της Βρετανικής κυριαρχίας στο νησί, το αίσθηµα ασφάλειας για τη ζωή και την περιουσία που υπήρχε, είχε ως αποτέλεσµα την εντυπωσιακή αύξηση του πληθυσµού και την οικονοµική αναζωογόνηση. Κορυφαία στιγµή της νεότερης Κυπριακής Ιστορίας αποτελεί το δηµοψήφισµα του 1950, στο οποίο το 95,7% του πληθυσµού της Κύπρου αξίωσαν την Ένωση του νησιού µε την Ελλάδα. Η διαµάχη στην Κύπρο, είχε ως αφετηρία τον απελευθερωτικό αγώνα που διεξήγαγαν οι Ελληνοκύπριοι εναντίον των Βρετανικών αποικιακών δυνάµεων από το 1955 µέχρι το 1959, ύστερα από µια µακρά, αλλά ανεπιτυχή ειρηνική πολιτική και διπλωµατική προσπάθεια να πετύχουν την απελευθέρωσή τους από τον αποικιακό ζυγό. Η εθνική διαφοροποίηση µεταξύ της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας, είχε αρχίσει ουσιαστικά από τον 19 ο αιώνα, όµως οι σχέσεις µεταξύ των δύο κοινοτήτων εξακολούθησαν να είναι καλές µέχρι την έναρξη του αντιαποικιακού αγώνα. Οι δύο κοινότητες δεν προσέφυγαν ποτέ στη βία για να λύσουν τις διαφορές τους. Κατά τη διάρκεια του αντιαποικιακού αγώνα η Τουρκία ενθάρρυνε τους Τουρκοκύπριους ηγέτες να συνασπιστούν µε την αποικιακή κυβέρνηση σε µια προσπάθεια να εµποδίσουν τον αγώνα για αυτοδιάθεση του λαού της Κύπρου. Επίσης η Τουρκία επιδιώκοντας τη διασφάλιση των στρατηγικών της συµφερόντων και την προάσπιση των δικαιωµάτων της τουρκοκυπριακής µειονότητας, εισηγήθηκε την ιδέα της διχοτόµησης του νησιού µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Εµφανιζόταν έτσι διατεθειµένη να επιτρέψει στους Ελληνοκύπριους να ενωθούν µε την Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι και οι Τουρκοκύπριοι θα µπορούσαν να κάνουν και αυτοί χρήση του ίδιου προνοµίου και να ενωθούν µε την Τουρκία, ιδέα που θεωρήθηκε απαράδεκτη από την ελληνοκυπριακή πλειοψηφία. Τότε δηµιουργήθηκε η Τουρκοκυπριακή Τροµοκρατική Οργάνωση ΤΜΤ, που είχε ως στόχο τη διχοτόµηση και την ένοπλη αντίδραση στην ελληνική εθνικιστική δραστηριότητα. ιαπραγµατεύσεις το 1958 και το 1959 στη Ζυρίχη και στο Λονδίνο, κατέληξαν σε συµφωνία µε την οποία η Κύπρος θα ανακηρυσσόταν ανεξάρτητο κράτος και θα έµπαιναν εγγυήτριες δυνάµεις η Ελλάδα, η Τουρκία και η Αγγλία όσον αφορά την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την συνταγµατική της τάξη. Η συµφωνία προέβλεπε, ότι αυτές οι τρεις χώρες, θα τηρούσαν από κοινού τις εγγυήσεις και πως αν δεν ήταν σε θέση να δράσουν από κοινού, καθεµία θα µπορούσε να δράσει µονοµερώς 3. Το άρθρο 3, στο οποίο περιλαµβάνονταν αυτές οι προβλέψεις, παρείχε τη νοµική βάση για την Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο λίγα χρόνια αργότερα 4. Η Κύπρος, ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος το 1960, µε βάση τις συµφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου. Η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βρετανία ήταν οι εγγυήτριες δυνάµεις της ανεξαρτησίας της χώρας. Η εξουσία θα µοιραζόταν µεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων µε αναλογία 7:3. Αυτό έδωσε στην Τουρκική 3 Erik Jan Zurcher «Σύγχρονη Ιστορία της Τουρκίας», σελ Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Πρώτη Έκδοση, Αθήνα 2004 Μετάφραση: Βαγγέλης Κεχριώτης. 4 Συνθήκη Εγγύησης: (Άρθρο 3) : «Σε περίπτωση που θα παραβιαστούν οι όροι της Συνθήκης αυτής, η Ελλάδα, το Ηνωµένο Βασίλειο και η Τουρκία, αναλαµβάνουν την υποχρέωση να διαβουλεύονται αναµεταξύ τους, για τις παραστάσεις ή για τα αναγκαία µέτρα µε σκοπό τη διασφάλιση της τήρησης των διατάξεων. Αν όµως η κοινή ή συντονισµένη ενέργεια αποδειχνόταν αδύνατη, τότε καθεµία από τις εγγυήτριες δυνάµεις επιφυλάσσει στον εαυτό της το δικαίωµα να ενεργεί µε µόνο σκοπό την επιστροφή στην κατάσταση που δηµιουργήθηκε από την παρούσα Συνθήκη». 5

7 µειονότητα του 18%, ποσοστό 30% της εκπροσώπησης στην Κυβέρνηση και στις κρατικές υπηρεσίες και το δικαίωµα βέτο στην Τουρκοκυπριακή µειονότητα. υστυχώς, όµως, το νεοσύστατο κράτος δεν αφέθηκε να απολαύσει τα αγαθά των αγώνων και θυσιών του. Το Σύνταγµα του 1960, παρουσιάστηκε όχι ως επιλογή αλλά ως κάτι που επιβλήθηκε, ενώ ο διακαής πόθος αυτής της περιόδου για τους Ελληνοκύπριους ήταν η Ένωση µε την Ελλάδα. Αντίστοιχα οι Τουρκοκύπριοι που επιδίωκαν τη διχοτόµηση της Κύπρου έβλεπαν µε τη σειρά τους τις Συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου ως το ενδιάµεσο στάδιο που θα τους οδηγούσε στον τελικό τους στόχο. Το αποτέλεσµα ήταν ότι οι δύο κοινότητες αντί να συνεργαστούν, στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος, ανέπτυξαν καχυποψία και έλλειψη εµπιστοσύνης µεταξύ τους, κάτι που επέτειναν και οι διαχωριστικές διατάξεις του Συντάγµατος. Μέσα σε αυτό το κλίµα, το Σύνταγµα αποδείχτηκε µη λειτουργικό και η Κύπρος µπήκε σε µια διαρκή συνταγµατική κρίση. Το Σύνταγµα, παρουσίαζε λειτουργικές αδυναµίες και οδηγούσε σε αδιέξοδα, ενώ παράλληλα ξένα πολιτικά συµφέροντα, εσωτερικές υπονοµεύσεις και κοντόφθαλµες σκοπιµότητες προκαλούσαν συνεχώς προβλήµατα. Το ιστορικό υπόβαθρο, οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και το θεσµικό συνταγµατικό πλαίσιο γένεσης της Κυπριακής ηµοκρατίας επηρέασαν καθοριστικά τη µη βιωσιµότητα του Κράτους του Ο τρόπος µε τον οποίο οργανώθηκε η διοίκηση του νέου κράτους, υπήρξε η αφορµή για επανειληµµένες τριβές µεταξύ των κοινοτήτων 6. Οι εχθροπραξίες του εκεµβρίου του 1963, που ξέσπασαν µεταξύ των δύο κοινοτήτων στη νεότευκτη ηµοκρατία της Κύπρου, µετέβαλαν ριζικά το χαρακτήρα του κυπριακού κράτους, που καθώς αποδείχτηκε στην πράξη, όχι απλώς δεν λειτουργούσε, αλλά απέβαινε σαφώς εις βάρος της ενότητας του νέου κράτους 7. Σε µια προσπάθεια να γίνει το Σύνταγµα πιο λειτουργικό ο Πρόεδρος της Κύπρου Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, το 1963 εισηγήθηκε τροποποιήσεις σε 13 σηµεία του, περιορίζοντας την αυτονοµία της τουρκικής µειονότητας. Οι τροποποιήσεις αυτές είχαν ως στόχο να παραµεριστούν µερικές από τις πιο εµφανείς αιτίες προστριβών. Οι Τουρκοκύπριοι, απέρριψαν αυτές τις προτάσεις µε αποτέλεσµα, το 1963 να ξεσπάσουν βίαιες ταραχές ανάµεσα στις δύο κοινότητες που είχαν ως αποτέλεσµα την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την κυβέρνηση, σε µια προσπάθεια να συστήσουν δική τους ανεξάρτητη διοίκηση. Τότε δηµιουργήθηκαν και οι λεγόµενοι θύλακες, όπου συγκεντρώθηκε η πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων ώστε να επιτευχθεί γεωγραφικός διαχωρισµός από τον υπόλοιπο κυπριακό λαό. Ακολουθεί, λοιπόν, µια περίοδος αιµατηρής αντιπαράθεσης ανάµεσα στην ελληνική πλειοψηφία του νησιού και την τουρκοκυπριακή µειονότητα µε τις διακοινοτικές συγκρούσεις του , η χάραξη της «Πράσινης Γραµµής» στη Λευκωσία µιας ουδέτερης ζώνης που χωρίζει τις ελληνικές από τις τουρκικές περιοχές και οι συνεχείς προσπάθειες των Τουρκοκυπρίων εξτρεµιστών για προώθηση των διχοτοµικών και επεκτατικών σχεδίων της Τουρκίας. Αποτέλεσµα τέτοιων φαινοµένων, είναι το κύρος του κράτους να είναι αρκετά µειωµένο και η υπόσταση της ηµοκρατίας να κλονίζεται επικίνδυνα, αφού και στο εσωτερικό της Κύπρου, δεν υπήρχε µόνο η τουρκοκυπριακή ανταρσία, αλλά η δυναµική ένοπλη στάση της παράνοµης οργάνωσης των Ελληνοκυπρίων εθνικιστών της Ε.Ο.Κ.Α. Β, η δράση της οποίας στρεφόταν 5 Μάριος Ευρυβιάδης «Η πολιτική της Ελλάδας στο Κυπριακό», Ερµηνευτική παρουσίαση στο. Κώνστας Χ. Τσαρδανίδης, Σύγχρονη Ελληνική Εξωτερική Πολιτική Οι Ελληνοτουρκικές Σχέσεις και το Κυπριακό Πρόβληµα, Τόµος Β Αθήνα 1989, σελ Kees Klok Εκατό Χρόνια αβίδ και Γολιάθ Ελλάδα και Τουρκία, σελ. 7. Ανιστόρητον: Ιστοριογραφικά Τόµος 1, Μάρτιος 1999, Ιστ Nikos Kranidiotis: The Cyprus Problem. The Proposed Solutions and the Concept of Independent and Sovereign State. Athens 1975, page 53. 6

8 εναντίον του Προέδρου της Κυπριακής ηµοκρατίας, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Για την επιβίωση του Κράτους επιβάλλεται η εξοµάλυνση ή αναµόρφωση των θεσµικών και δοµικών αδυναµιών του πολιτεύµατος. Η µη ικανοποίηση των αιτηµάτων των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, δηµιούργησε και στις δύο πλευρές ανεκπλήρωτα ελλείµµατα και προσδοκίες που δεν ήταν σε καµία περίπτωση σε θέση να ικανοποιήσει ο πολιτικός συµβιβασµός του Οι Ελληνοκύπριοι, δεν είδαν ποτέ τους Τουρκοκύπριους σαν ισότιµους εταίρους. εν αποδέχθηκαν ποτέ το καθεστώς ίσων δικαιωµάτων που τους δόθηκε από το Σύνταγµα της ενιαίας Κυπριακής ηµοκρατίας. Στα πλαίσια της υπονόµευσης της πολιτικής του Προέδρου Μακαρίου, στις 15 Ιουλίου 1974, την ώρα που έπνεε τα λοίσθια η Στρατιωτική Χούντα των Αθηνών, οργάνωσε Πραξικόπηµα εναντίον της νόµιµης κυβέρνησης της Κύπρου. Η Τουρκία απαίτησε τότε την παρέµβαση των δυνάµεων που είχαν εγγυηθεί την Ανεξαρτησία και τη συνταγµατική τάξη στην Κύπρο το 1960 (Τουρκία Μ. Βρετανία Ελλάδα). Όταν η Μ. Βρετανία αρνήθηκε να παρέµβει, τότε η Τουρκία αποφασισµένη να ενεργήσει αυτόνοµα, διέταξε µονοµερή στρατιωτική επέµβαση των Τουρκικών ενόπλων δυνάµεων. Το Πραξικόπηµα, λοιπόν, ήταν αυτό που έδωσε το πολυπόθητο πρόσχηµα στην Τουρκία να εισβάλει στις 20 Ιουλίου στο νησί κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη του Ο.Η.Ε. και όλων των αρχών που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις. ύο µέρες αργότερα, αποφασίστηκε παύση των εχθροπραξιών, αλλά επειδή η κοινοτική βία συνεχιζόταν, τα στρατεύµατα εξαπέλυσαν δεύτερη επίθεση στις 14 Αυγούστου, στη διάρκεια της οποίας το 37,8% του νησιού πέρασε υπό τουρκικό έλεγχο. Από το 1964 βρίσκεται στην Κύπρο η Ειρηνευτική ύναµη των Ηνωµένων Εθνών (UNFICYP) αποτελούµενη από 1200 άτοµα. Ήρθε µετά το ξέσπασµα των ενδοκοινοτικών συγκρούσεων του 1963 και τις απειλές για Τουρκική Εισβολή. Το κύριο της καθήκον, είναι να επιτηρεί τη νεκρή ζώνη και να διατηρεί την κατάπαυση του πυρός, δεδοµένου ότι χιλιάδες τουρκικά στρατεύµατα κατέχουν το Βόρειο τµήµα του νησιού. Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι µε τον καιρό, η Κυπριακή Κυβέρνηση άρχισε να συνειδητοποιεί ότι η παρουσία της Ειρηνευτικής ύναµης του Ο.Η.Ε., παρέτεινε µάλλον αντί να εξοµαλύνει τη διένεξη και µονιµοποιούσε τη διχοτοµική κατάσταση. Η «Πράσινη Γραµµή», που χώριζε τους Έλληνες και τους Τούρκους, µονιµοποιήθηκε µε την παρεµβολή της Ειρηνευτικής ύναµης και η επικοινωνία πέρα από την «Πράσινη Γραµµή» ήταν πολύ περιορισµένη. Οι συνέπειες εφιαλτικές: 37,8% του εδάφους της Κυπριακής ηµοκρατίας (του βόρειου τµήµατος της) κατελήφθη και βρίσκεται µέχρι σήµερα υπό Τουρκική Κατοχή Ελληνοκύπριοι έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, ενώ οι Τουρκοκύπριοι που ζούσαν στις ελεύθερες περιοχές µεταφέρθηκαν µε τη βία από την ηγεσία στο κατεχόµενο τµήµα του νησιού. Η ερµητικά κλειστή «Πράσινη Γραµµή» διαχωρίζει τη χώρα και το λαό της Κύπρου και εµποδίζει την ελεύθερη διακίνηση των Κυπρίων. Μετά από τέσσερις αιώνες ειρηνικής συµβίωσης σε µικτά χωριά, πόλεις και χώρους εργασίας σε ολόκληρο το νησί, οι δύο κυριότερες κοινότητες Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι διαχωρίστηκαν χωρίς κανένα µέσο επικοινωνίας και συνεργασίας. Στην προσπάθεια για εδραίωση των τετελεσµένων γεγονότων της Τουρκικής Εισβολής του 1974, ανακηρύχθηκε το 1983 στο κατεχόµενο τµήµα του νησιού το ψευδοκράτος, η λεγόµενη «Τουρκική ηµοκρατία της Βόρειας Κύπρου», η οποία αναγνωρίζεται µόνο από την Τουρκία και εξαρτάται πλήρως από αυτή. Στα 45 χρόνια ύπαρξης της Κυπριακής ηµοκρατίας, καταβλήθηκαν επίµονες και συνεχείς προσπάθειες υπό την αιγίδα του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών για µια µόνιµη αµοιβαία αποδεκτή και οριστική λύση του Κυπριακού. υστυχώς όλες οι προσπάθειες των διακοινοτικών συνοµιλιών απέβησαν άκαρπες. Πολλές φορές οι διαπραγµατεύσεις 7

9 που ξεκίνησαν για τη λύση του Κυπριακού, προσέκρουσαν στο πρόβληµα της έκτασης της αυτονοµίας των Τουρκοκυπρίων σε ένα µελλοντικό οµόσπονδο κράτος. Σταθερός στόχος της Κυπριακής Κυβέρνησης είναι η εξεύρεση µιας δίκαιης, βιώσιµης και λειτουργικής λύσης µε βάση τα ψηφίσµατα του Ο.Η.Ε. για την Κύπρο. Η Ελληνοκυπριακή πλευρά επιµένει στη δηµιουργία µιας διζωνικής δικοινοτικής οµοσπονδίας που να βασίζεται σε ένα κράτος, µε µια µόνο κυριαρχία και διεθνή προσωπικότητα και µια υπηκοότητα. Η Τουρκοκυπριακή πλευρά, από την άλλη, επιδιώκει συνοµοσπονδία που να αποτελείται από δύο περιοχές, οι οποίες να έχουν πολύ χαλαρούς δεσµούς µεταξύ τους και ουσιαστικά να λειτουργούν ως δύο ανεξάρτητα κράτη. Επιµένουν στην πλήρη ανεξαρτητοποίηση των κοινοτικών τους θεµάτων και στην παράλληλη συνύπαρξη δύο ουσιαστικά αυτόνοµων ισότιµων εθνικών κοινοτήτων 8. ύο ζωτικοί στόχοι της Κυπριακής ηµοκρατίας, είναι η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η επίλυση του Κυπριακού προβλήµατος. Παρά το γεγονός ότι οι δύο στόχοι είναι ανεξάρτητοι, εντούτοις αντιµετωπίζονται από όλες σχεδόν τις πλευρές ως αλληλένδετα θέµατα, ισχυριζόµενοι ότι η επίλυση του Κυπριακού πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η θέση αυτή είναι υπερβολική. Χωρίς να υποτιµόνται και να παραγνωρίζονται οι δυσκολίες για ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση πριν από τη λύση του προβλήµατος, διευκρινίζεται η θέση ότι η ένταξη της Κύπρου πριν από την επίλυση του κυπριακού προβλήµατος είναι εφικτή 9. Αντίθετα, όµως, θα ήταν ευχής έργον εάν ήταν δυνατό να εξευρεθεί µια βιώσιµη και λειτουργική λύση πριν από την ένταξη. Το 1990, η Κυπριακή Κυβέρνηση υπέβαλε αίτηση για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο κύριος λόγος υποβολής της αίτησης ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν πολιτικός και απέρρεε από την πεποίθηση ότι εάν η Κύπρος γίνει µέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό θα βοηθήσει όχι µόνο στην εξεύρεση λύσης του προβλήµατος, αλλά θα συµβάλει και στη λειτουργικότητα και βιωσιµότητά της. Η τελεσίδικη πορεία της Κύπρου προς την Ευρώπη επαναβεβαιώθηκε µε την έναρξη των Προενταξιακών ιαπραγµατεύσεων το Μάρτιο του Επιπλέον, µε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου του Ελσίνκι το εκέµβριο του 1999 αποσυνδέεται η πορεία ένταξης από την επίλυση του Κυπριακού. Ωστόσο το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο επιβεβαιώνει τη σαφή του προτίµηση για ένταξη µιας ενωµένης Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπρόσθετα, µε βάση τα Συµπεράσµατα του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου της Κοπεγχάγης του 2002, αποφασίστηκε ότι η Κύπρος θα προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1 η Μαΐου 2004 µε τη Μάλτα, την Τσεχία, την Εσθονία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, την Σλοβενία και την Σλοβακία. Το επίτευγµα αυτό, µαρτυρεί την κοινή αποφασιστικότητα των λαών της Ευρώπης να συσπειρωθούν σε µια Ένωση, η οποία έχει αναδειχθεί σε κινητήρια δύναµη για την ειρήνη, τη δηµοκρατία, την σταθερότητα και την ευηµερία στην ευρωπαϊκή ήπειρο 10. Η Κύπρος µε την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεπερνά τις ιδιαίτερες συνθήκες µέσα στις οποίες βίωσε τα τελευταία χρόνια και ήταν αποτέλεσµα κυρίως των τεκταινοµένων της Τουρκικής Εισβολής του Το άνοιγµα των οδοφραγµάτων τον Απρίλιο του 2003, δηµιούργησε µια νέα κατάσταση στην Κύπρο και ένα διαφορετικό κλίµα κυριάρχησε στη δηµόσια ζωή του τόπου, επιτρέποντας επαφές και καθηµερινές σχέσεις µεταξύ Ελληνοκυπρίων και 8 Νίκος Κρανιδιώτης «ύσκολα Χρόνια (Κύπρος )», σελ Εκδόσεις Εστία, Αθήνα Ανδρέας Θεοφάνους «Ευρωπαϊκή Ένωση και Κυπριακό», σελ. 397, στο Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης Παναγιώτης Τσάκωνας (Επιµέλεια) «Ελλάδα και Τουρκία µετά το τέλος του Ψυχρού Πολέµου» Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο «Ευρωπαϊκό Συµβούλιο 12 & 13 εκεµβρίου 2002 Κοπεγχάγη» 04/S 2002 Ηλεκτρονική ιεύθυνση: 8

10 Τουρκοκυπρίων. Για µερικούς άρχιζε µια νέα εποχή µε καταλυτικές συνέπειες στη ζωή των Κυπρίων και έναρξη εντατικών σχέσεων συναλλαγής µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Χιλιάδες Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι που διακινούνται καθηµερινά, έχουν κονιορτοποιήσει το επιχείρηµα του κατοχικού ηγέτη Rauf Denktash, περί του αδυνάτου της συµβίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Το κυριότερο συµπέρασµα που προκύπτει, είναι ότι ενώ κάποιοι απορρίπτουν οποιαδήποτε επαφή ή την προοπτική για οποιαδήποτε σχέση µε την άλλη πλευρά, ή προτιµούν τη διαίρεση του νησιού, η πλειοψηφία δείχνει πρόθυµη για εξοµάλυνση της κατάστασης και λύση µε την οποία θα µπορούν να ζουν και να συναλλάσσονται µε µέλη από την άλλη κοινότητα. Απώτερος στόχος όλων, πρέπει να είναι η προώθηση της κατανόησης, της ανεκτικότητας και του αµοιβαίου σεβασµού αµφοτέρων των κοινοτήτων. 9

11 ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟ Ο ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΩΝ Η Κύπρος που έγινε στόχος πολλών κατακτητών από τα αρχαία χρόνια µέχρι τα νεότερα χρόνια, εξαιτίας της στρατηγικής της σηµασίας και της εµπορικής της θέσης, προς το τέλος του 16 ου αιώνα αποτελούσε πηγή εσόδων για τη σουλτανική εξουσία. Η Κύπρος είναι ένα κυρίως ελληνόφωνο νησί µε µια σηµαντική τουρκική µειονότητα, που ήταν υπό τη διοίκηση των Οθωµανών µεταξύ Με την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους το 1571, έχουµε την πρώτη σηµαντική επέµβαση στην πληθυσµιακή σύνθεση του νησιού, µε την εµφάνιση του µουσουλµανικού στοιχείου, το οποίο σήµερα αποτελεί την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, σε αναλογία 18% του Κυπριακού λαού. Οι Τουρκοκύπριοι, είναι στη µεγάλη τους πλειονότητα, οµόφυλοι µε τους Ελληνοκύπριους, που ασπάσθηκαν την θρησκεία του Ισλάµ, κατά την άθλια περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Κύπρο. Η ζωή τους, η τιµή και η περιουσία τους βρισκόταν στο έλεος των Τούρκων. Οι Έλληνες υφίσταντο κάθε είδους καταπίεση. Ήταν ευτελείς ραγιάδες της πανίσχυρης Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Για να δικαιούνται να εκτελούν κι αυτοί τα θρησκευτικά τους καθήκοντα έπρεπε να πληρώνουν φόρο κατά κεφαλή το λεγόµενο χαράτσι. «Οι Τούρκοι είχαν όλα τα προνόµια κι οι άπιστοι όλες τις υποχρεώσεις» 11. Υπό αυτές τις συνθήκες εµφανίστηκε ο «λινοβαµβακισµός». Οι «λινοβάµβακοι», δεν είναι αίρεση αποκλειστική της Κύπρου. Στα άλλα µέρη της Τουρκικής Αυτοκρατορίας, φέρουν την ονοµασία «κρυπτοχριστιανοί» - µόνο στην Κύπρο επικράτησε η σκωπτική ονοµασία «λινοβάµβακοι»-. Η λέξη αυτή, σύµφωνα µε µια άποψη που διατυπώθηκε αρχικά το 1863 και υιοθετήθηκε και από άλλους στη συνέχεια, λαµβανόταν µεταφορικά από το πανί που έχει ίσια και ανάποδη πλευρά, υποδηλώνοντας έτσι τις δύο όψεις της πίστης τους: τη λινή και τη βαµβακερή. Λινή, δηλαδή τη βασανισµένη, την χριστιανική, και βαµβακερή την Τουρκική 12. Οι «λινοβάµβακοι», εξαιρούνταν από τον φόρο του χαρατσιού γιατί δήλωναν πως ήταν Τούρκοι. Πολύ λίγοι είναι αυτοί που έχουν επίγνωση αυτής της καταγωγής των Τουρκοκυπρίων. Για αυτό η διαφώτιση δεν είναι προς τους Τουρκοκύπριους, που έπρεπε και πρέπει να απευθύνεται, αλλά προς τους Ελληνοκύπριους. Αυτοί πρέπει να ενστερνισθούν πρώτοι την ιδέα της συναδέλφωσης, βάσει των βαθύτερων αιτιών της ιστορικής δεοντολογίας και να τη µεταδώσουν και στους Τουρκοκύπριους για ένα κοινό µέτωπο εναντίον των εισβολέων. Το γεγονός ότι κανείς δεν γνωρίζει αυτή την ιστορική αλήθεια της καταγωγής σχεδόν όλων των Τουρκοκυπρίων από τους Έλληνες, φαίνεται από το ακόλουθο περιστατικό το οποίο περιγράφεται παραστατικά από τον Κυριάκο Χατζηϊωάννου 13 : Σε ένα λόγο του που εκφώνησε στο Λιοπέτρι το 1963 µε την ευκαιρία του εθνικού µνηµόσυνου των ηρώων του Αχυρώνα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., είπε ανάµεσα στα άλλα πως οι σχέσεις των Ελληνοκυπρίων προς τους Τουρκοκύπριους 11 Πλουτής Σέρβας «Οι λινοπάµπακοι» σελ , στο «Κυπριακό, ευθύνες». Τόµος Β, ηµιτόµος. Εκδόσεις Γραµµή, Αθήνα Παρασκευάς Μ. Σαµαρά «Η ελληνική καταγωγή των Τουρκοκυπρίων Εξισλαµισµοί Τουρκικός Επεκτατισµός. Ιστορική µελέτη», σελ. 12. Αθήνα Κυριάκος Χατζηϊωάννου «Η καταγωγή των Τουρκοκυπρίων και το Κυπριακό», σελ. 11. Β έκδοση. Εκδόσεις Κ. Επιφανίου. Λευκωσία

12 πρέπει να είναι αδελφικές, γιατί είναι κι αυτοί Έλληνες, που επί Τουρκοκρατίας αλλαξοπίστησαν. Έγιναν στην αρχή «λινοβάµβακοι» και αργότερα τράβηξαν σιγά-σιγά προς τον ισλαµισµό, που τους έδωσε την Τουρκική πολιτογράφηση. Όταν τελείωσε το λόγο του, τον πλησίασαν κάποιοι Ελληνοκύπριοι και του είπαν µε έκπληξη: «Τι είναι αυτά τα καινά δαιµόνια που εισήγαγες µε το λόγο σου κύριε Χατζηϊωάννου;» Και απάνω στη συζήτηση επενέβη κάποιος άλλος και είπε: «Καλά τα λέει ο κ. Χατζηϊωάννου. Εµένα ο παππούς µου ήταν «λινοβάµβακος», Μαχµούτ µε τους Τούρκους και Μιχάλης µε τους Χριστιανούς µε την Αγγλοκρατία ξαναγύρισε στον Χριστιανισµό». Σύµφωνα µε κάποιους µελετητές αυτής της περιόδου, τον πυρήνα της Μουσουλµανικής κοινότητας αποτελούσαν στρατιώτες που εγκαταστάθηκαν στο νησί µε την τουρκική κατάκτηση και ένα πλήθος Ελλήνων που εξισλαµίστηκαν είτε µε τη βία, είτε θεληµατικά για µια καλύτερη ζωή: «Εξισλαµισµοί Χριστιανών συνέβησαν σε διάφορες περιόδους της Τουρκοκρατίας εξαιτίας της κακοδιοίκησης, της βαριάς φορολογίας, των φυσικών θεοµηνιών, των αποτυχηµένων εξεγέρσεων κλπ [ ] Στους αναλυτικούς πίνακες των κατάστιχων της Αρχιεπισκοπής του 1825 αναγράφονται 28 περιπτώσεις φορολογικής απαλλαγής χριστιανών ραγιάδων από το χαράτσι γιατί ετούρκεψαν» 14. Οι κύριοι λόγοι που ωθούσαν µάζες από τον χριστιανικό πληθυσµό του νησιού στον εξισλαµισµό, ήταν η διάσωση της οικογένειας τους από τη δίψα του κατακτητή για αίµα, η εξασφάλιση της περιουσίας από την απληστία και την καταπίεση Τούρκων κερδοσκόπων, καθώς επίσης και η ελάφρυνση τους από τους υπέρογκους και δυσβάστακτους φόρους. Οι βαριοί φόροι και η µεγάλη εκµετάλλευση από τους Τούρκους διοικητές προκάλεσαν επανειληµµένες εξεγέρσεις του κυπριακού λαού εναντίον της Οθωµανικής εξουσίας. Μαζί µε τους Χριστιανούς, πολλές φορές ξεσηκώνονταν και οι Μουσουλµάνοι κάτοικοι του νησιού, θύµατα και αυτοί της ίδιας καταπίεσης. Έχει υποστηριχθεί η άποψη, ότι στην Κυπριακή κοινωνία πριν το εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο, τα µόνα στοιχεία που διαφοροποιούσαν τους Τουρκοκύπριους από τους Ελληνοκύπριους ήταν η γλώσσα, η θρησκεία και η δοµή της οικογενειακής τους ζωής. Το γεγονός ότι η τύχη των Ελλήνων και των Τούρκων αγροτών ήταν κοινή κατά την Οθωµανική περίοδο, φαίνεται καθαρά από αγροτικές εξεγέρσεις µε ηγέτη Χριστιανό ή Μουσουλµάνο και µε οπαδούς και των δύο πίστεων. Αυτές οι εξεγέρσεις συχνά ήταν εναντίον των φορολογιών. Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η Κύπρος δεν χτυπήθηκε ποτέ από τις φοβερές τουρκικές µάστιγες, το παιδοµάζωµα, τις συστηµατικές σφαγές και λεηλασίες, µε εξαίρεση µόνο την καταθλιπτική φορολογική αποµύζηση που βάραινε όλες τις κοινοτικές οµάδες, ακόµη και την Τουρκική. Το πιο σηµαντικό στοιχείο της παραδοσιακής συνύπαρξης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αγροτών, ήταν οι άρρηκτα αλληλοσυνδεδεµένες οικονοµικές και ιεροτελεστικές σχέσεις που για αιώνες επιβίωσαν, µέχρι τον αναγκαστικό διαχωρισµό των πληθυσµών το Ίσως ο πιο σηµαντικός θεσµός της παραδοσιακής κυπριακής κοινωνίας να ήταν η σχέση του παραγωγού αγρότη µε το µεσίτη έµπορο, µέσω του οποίου διετίθετο στην αγορά η παραγωγή. Στο βαθµό που δεν τις είχε αντικαταστήσει τελείως το συνεργατικό κίνηµα, αυτές οι σχέσεις διατηρήθηκαν ως το Το 1974 υπήρχαν ακόµη Ελληνοκύπριοι έµποροι που αγόραζαν από Τουρκοκύπριους παραγωγούς, αλλά και Τουρκοκύπριοι έµποροι που 14 «Ιστορία της Κύπρου Μεσαιωνική Νεώτερη», σελ Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισµού, Λευκωσία

13 αγόραζαν από Ελληνοκύπριους αγρότες 15. Στην παραδοσιακή κοινωνία, η τελετή του γάµου και η χρήση των καφενείων στα χωριά, υπήρξαν σηµαντικοί κοινωνικοί δείκτες. Υπήρχαν παραδείγµατα, όπου σε περίπτωση χριστιανικού γάµου, υπήρχε ιεροτελεστική διαδικασία για την πρόσκληση των Μουσουλµάνων του ίδιου ή γειτονικού χωριού: η οικογένεια που γιόρταζε το γάµο τοποθετούσε µια λαµπάδα στο γειτονικό τέµενος. Αυτό εθεωρείτο σαν µια γενική πρόσκληση. Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή των καφενείων. Είναι τόσο σηµαντικοί σαν δείκτες, του σε ποια κοινωνική οµάδα ανήκει κάποιος, ώστε σε πολλά χωριά Ελληνοκύπριοι αντίθετων παρατάξεων, χρησιµοποιούσαν διαφορετικά καφενεία και µόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις χρησιµοποιούσαν το καφενείο της πολιτικά αντίθετης πλευράς. Και όµως, σε πολυάριθµα µικτά χωριά της Κύπρου, Έλληνες και Τούρκοι χρησιµοποιούσαν το ίδιο καφενείο 16. εν είναι λίγες οι φορές που οι «κρυπτοχριστιανοί», προσπάθησαν να δηλωθούν στις αρχές σαν Χριστιανοί. Πάντοτε όµως προσέκρουαν στο φανατισµό των Τούρκων υπαλλήλων. Τελικά, επηρεαζόµενοι από τις πιέσεις των φανατικών, ο «κρυπτοχριστιανισµός» τους, διαιωνιζόταν και αρκούνταν να εκφράζουν απλά, την συµπάθεια τους στους Χριστιανούς οµοεθνείς τους, µε όποιο τρόπο µπορούσαν. Συµµετείχαν εξάλλου και κρυφά στα µυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας 17. Βαφτίζονταν, παντρεύονταν και εκκλησιάζονταν κρυφά. Οι Τουρκοκύπριοι είχαν δύο ονόµατα, ένα ελληνικό κρυφό και ένα τουρκικό στα φανερά 18. Συγκεκριµένα ένας Άγγλος ανθρωπολόγος ο Turner, που επισκέφθηκε την Κύπρο στα 1815 γράφει 19 : «Οι Τούρκοι της Κύπρου είναι πραγµατικά οι πιο ήµεροι στην Ανατολική Μεσόγειο. Πολλοί αυτοαποκαλούµενοι Μουσουλµάνοι είναι στα κρυφά Έλληνες και τηρούν όλες τις πολυάριθµες νηστείες της εκκλησίας εκείνης. Όλοι πίνουν ελεύθερα κρασί και πολλοί από αυτούς τρώνε χοιρινό κρέας στα κρυφά, χωρίς τύψεις, πράγµα ανήκουστο στην Τουρκία». Οι ίδιοι, οι Τουρκοκύπριοι, εχθρεύονταν τους πραγµατικούς Τούρκους και µάλιστα πολλές φορές εναντιώνονταν δυναµικά στην ασυδοσία και τη δεσποτική συµπεριφορά των Τούρκων. Ένας µικρός αριθµός Τουρκοκυπρίων είναι Τούρκοι στρατιώτες και έποικοι που αφέθηκαν στην Κύπρο το 1571 µε σκοπό τη φύλαξη του νησιού 20. Είναι ξένοι προς την Κύπρο, που εγκαταστάθηκαν στο νησί την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η εξέταση των ιστορικών µαρτυριών της περιόδου της Οθωµανικής κυριαρχίας στην Κύπρο, δεν αφήνει κανένα περιθώριο αµφισβήτησης, πως η κύρια πηγή ενίσχυσης του µουσουλµανικού στοιχείου, αυτή την περίοδο, θα πρέπει αναµφίβολα να αναζητηθεί στον εξισλαµισµό µεγάλου µέρους του πληθυσµού της νήσου. Η γνώµη αυτή ενισχύεται από το γεγονός της ύπαρξης χριστιανικών µνηµείων, αλλά και µνηµείων του ελληνικού πολιτισµού σε όλες ανεξαίρετα τις ισλαµικές κοινότητες του νησιού Μιχάλης Ατταλίδης «Οι σχέσεις των Ελληνοκυπρίων µε τους Τουρκοκύπριους», σελ , στο «Κύπρος: Ιστορία, Προβλήµατα και αγώνες του λαού της». Επιµέλεια: Γιώργος Τενεκίδης, Γιάννος Κρανιδιώτης. Βιβλιοπωλείο της Εστίας. Αθήνα Μιχάλης Ατταλίδης, ό.π., σελ Παρασκευάς Μ. Σαµαρά, ό.π., σελ Σίµος Μενάρδος, Τοπωνυµικόν της Κύπρου. Αθήνα Επανέκδοση : «Κέντρο Επιστηµονικών Ερευνών» Σίµου Μενάρδου «Τοπονυµικαί και Λαογραφικαί Μελέται». Σελ Αθήνα Cobham, Claude Delaval, Excerpta Cypria (page 449). Cambridge Σπύρος Λίτσας. «Εθνικισµός, Εθνοτισµός και Υπερεθνικότητα: Η ανάπτυξη µιας κοινής εθνοτικής συνείδησης στην Κύπρο του 21 ου αιώνα». 21 Φαίδωνας Παπαδόπουλος. «Τούρκοι, Μουσουλµάνοι ή Κρυπτοχριστιανοί (Λινοβάµβακοι ); Εφηµερίδα «Πολίτης», 31/03/

14 Το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της Οθωµανικής περιόδου σηµειώθηκαν πολλές περιπτώσεις αλλαγής θρησκείας από τον Χριστιανισµό στον Ισλαµισµό έχει τεκµηριωθεί από ιστορική έρευνα 22. Αυτό µπορεί να εξηγεί σε κάποιο βαθµό τις οµοιότητες στον τρόπο ζωής, εκτός από εκείνες τις πτυχές της ζωής που διέπονται από θρησκευτικούς κανόνες, µεταξύ των δύο κύριων εθνικών οµάδων της Κύπρου. Σε µερικές περιπτώσεις η διαχωριστική γραµµή µεταξύ των δύο κοινοτήτων, πρέπει να ήταν αρκετά αδύνατη, ακόµα και πολιτιστικά. Μέχρι πρόσφατα, υπήρχαν ολόκληρα χωριά Ελληνόφωνων Μουσουλµάνων. Υπήρχαν επίσης φαινόµενα διπλής θρησκευτικής αφοσίωσης που εξαλείφθηκαν µόνο µε την ανάπτυξη του εθνικισµού. Επίσης, τις µαρτυρίες αυτές, ενισχύουν τα γλωσσολογικά δεδοµένα. Γενικός κανόνας στη γλωσσολογία, είναι ότι ο κατακτητής είναι εκείνος που µαθαίνει τη γλώσσα του στον κατακτηµένο και όχι το αντίθετο. Εποµένως οι Τούρκοι, που µιλούσαν ή και που µιλούν ακόµα µονάχα ελληνικά, πρέπει να είναι ελληνικής καταγωγής. Αλλιώς δεν εξηγείται το φαινόµενο, η µητρική τους γλώσσα να είναι η ελληνική, δηλαδή η γλώσσα του κατακτηµένου ραγιά και όχι η γλώσσα των κατακτητών, στους οποίους υποτίθεται ότι ανήκουν 23. Η κατάκτηση του νησιού από τους Οθωµανούς το 1571 και η εγκατάσταση ενός µουσουλµανικού στοιχείου εµπλούτισε τη «µωσαϊκή» εικόνα της Κύπρου. Χριστιανοί και Μουσουλµάνοι άρχισαν να ζουν πλάι-πλάι. Η πρώτη καταγραφή πληθυσµού, που έγινε το 1832, κατέγραψε 92 µουσουλµανικά χωριά και 172 µικτά χωριά 24. Αυτός ήταν ένας τυπικός κοινοτικός σχηµατισµός µέσα στην Οθωµανική Αυτοκρατορία. Κοινότητες απλώνονταν σε όλο το πλάτος της. Οργανώνονταν στη βάση της «θρησκευτικής αυτονοµίας» και αντιµετωπίζονταν ανάλογα µε την θρησκευτική τους ταυτότητα. Σε αυτό το προ-εθνικό στάδιο, η θρησκεία ήταν ο βασικός διαχωριστικός παράγοντας ανάµεσα στις δύο κοινότητες του νησιού που είχαν αναπτύξει αισθήµατα κοινής ταυτότητας. Η από κοινού συµµετοχή Ελλήνων Ορθοδόξων και Μουσουλµάνων σε ποικίλες συναλλαγές και δραστηριότητες της καθηµερινής ζωής, είναι συχνή και µπορεί να θεωρηθεί τεκµήριο της διαµόρφωσης, µιας ενιαίας ελληνόφωνης κυπριακής κοινωνίας 25, δύο αιώνες µετά την Οθωµανική κατάκτηση (18 ος αιώνας). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ακόλουθο παράδειγµα ιδιωτικής συναλλαγής το 1752 (οµολογία χρέους), µεταξύ δύο Ελλήνων Ορθοδόξων, στην οποία παρίστανται ως µόνοι µάρτυρες δύο Μουσουλµάνοι της Κύπρου 26 : «ΈΓΓΡΑΦΟ : (17 Φεβρουαρίου 1752) 1752, Φεβρουαρίου 17 + ιά τις παρούσις µου οµολογό εγώ ο Γιότις του ιµίτρη από χορίον Αραδίππου ότει πος ευρήσκοµε καθαρός χρεοφηλέτης της κιρά Τουµαζούς έναν καντάρην µαλλία εός την προ τες δέκα πέντε Απριλλήου µινός και ούτος ηνε η αλήθια εµπρόστεν τον κάτοθεν µαρτήρον. 22 Papadopoulos, Th. Social and Historical Data on Population, , p. 23. (Nicosia, 1965). 23 Κυριάκος Χατζηϊωάννου, ό.π., σελ Niyazi Kizilyurek «Ολική Κύπρος», σελ. 12. Λευκωσία Paschalis M. Kitromilides, From coexistence to confrontation : The Dynamics of Ethnic Conflict in Cyprus, στη συλλογή Cyprus Reviewed, επιµέλεια M. Attalides, Nicosia 1977, p Πασχάλης Μ. Κιτροµηλίδης «Κοινωνικές σχέσεις και νοοτροπίες στην Κύπρο του δεκάτου ογδόου αιώνα. Συγκρότηµα Λαϊκής Τράπεζας. Εκπαιδευτικό και Πολιτιστικό Κέντρο. Λευκωσία

15 Χασάνις λεβέντις Παρόν µάρτις Εγό ο Γιότις του ιµίτρη στερεόννο τα άνοθεν.» Ματζούλις Μεχεµέτις Παρόν µάρτις ( Πηγή: Αρχείο του Βενετικού Προξενείου της Λάρνακας ). Αυτή η απλή µαρτυρία αποδεικνύει τη συνύπαρξη των θρησκευτικών στοιχείων στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου και αποκαλύπτει τη λειτουργία της κοινής εµπειρίας της καθηµερινής ζωής ως συνεκτικού µηχανισµού στην παραγωγή µιας ενιαίας κοινωνίας, παρά την ετερόκλητη προέλευση των στοιχείων που τη συνέθεταν. Η συµβίωση µεταξύ Χριστιανών και Μουσουλµάνων κατά τους πρώτους αιώνες της Οθωµανικής κυριαρχίας, χαρακτηρίζεται από την ειρηνική συµβίωση και την θρησκευτική ανεκτικότητα. Τόσο οι Μουσουλµάνοι, όσο και οι Χριστιανοί της Κύπρου, ζούσαν κάτω από τις ίδιες σκληρές κοινωνικοοικονοµικές συνθήκες, ανέπτυξαν παρόµοιους τρόπους ζωής, συµµετέχοντας σε κοινές εξεγέρσεις. Οι σχέσεις µεταξύ των δύο κοινοτήτων, µέχρι την οργανωµένη έκφραση του ελληνικού εθνικισµού, µε την εκδήλωση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 µπορούν να χαρακτηρισθούν ως πολύ καλές. Οι όποιες συγκρούσεις λαµβάνουν χώρα στο εσωτερικό της νήσου, στρέφονται κατά της διοικητικής αρχής και έχουν να κάνουν µε τις λαϊκές διεκδικήσεις για αναβάθµιση του βιοτικού επιπέδου ή µείωση της φορολογίας. Συχνά πυκνά, οι συγκρούσεις αυτές οργανώνονται ή υποστηρίζονται αντιστοίχως και από τους Μουσουλµάνους, αλλά και από τους Χριστιανούς, ανάλογα µε την κοινωνική και οικονοµική τους θέση στην Κυπριακή κοινωνική κλίµακα. Από το στοιχείο αυτό διαφαίνεται η κοινωνική ενοποίηση των εθνολογικών στοιχείων της κυπριακής κοινωνίας. Από όλα αυτά, γίνεται κατανοητό, πως οι λεγόµενοι «Τουρκοκύπριοι» είναι, κατά τη µέγιστη πλειονότητά τους «σαρξ εκ της σαρκός» του Ελληνικού Κυπριακού λαού και ότι ήταν διατεθειµένοι να περνούν αδελφικά µε τους Ελληνοκύπριους. Στο βάθος και οι Τουρκοκύπριοι είναι Έλληνες που µέσα από µια σειρά καταστάσεων, συµπτώσεων και ιστορικών συγκυριών έχασαν την ελληνικότητά τους. Πρόκειται για ουσιαστική άρνηση της ταυτότητας του «άλλου». Αυτός ο άλλος δεν υπάρχει, η ταυτότητά του όχι µόνο δεν γίνεται αποδεκτή αλλά ούτε καν αναγνωρίζεται. 14

16 Selimiye Mosque, Λευκωσία. Το Selimiye Mosque, βρίσκεται σήµερα στη Βόρεια Κύπρο και κατασκευάστηκε αρχικά ως Χριστιανική Εκκλησία. ηµιουργήθηκε το 1325, και µετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωµανούς, χρησιµοποιείται ως Μουσουλµανικό Τέµενος. 15

17 ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟ Ο ΤΗΣ ΑΓΓΛΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΙ Ι ΕΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΖΩΗΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Οι «λινοβάµβακοι» γενικά, δέσµιοι του φόβου επανόδου της Τουρκίας και της ερµαφρόδιτης κατάστασής τους, εγγράφονται επί Αγγλοκρατίας, στις εκάστοτε απογραφές πληθυσµού ως Μουσουλµάνοι 27. Από τις αρχές δε του εικοστού αιώνα, άρχισαν να θεωρούνται ως Τούρκοι Μουσουλµάνοι, πράγµα που µαζί µε άλλες καταστάσεις τους οδήγησαν σε πλήρη εκτουρκισµό. Παρά την ένταξη των «λινοβαµβάκων» στον Μουσουλµανικό πληθυσµό, οι σχέσεις τους µε Έλληνες Χριστιανούς ήταν άριστες και έµµεσα δήλωναν το φιλοχριστιανισµό τους. «Οι φτωχοί µουσουλµάνοι, δούλευαν µεροκάµατο σ αυτούς. Κατά τις Κυριακές και τις γιορτές µάλιστα, έδιναν λεφτά για να τους ανάψουν κερί στην Εκκλησία. Το ίδιο κι όταν κάποια Τουρκάλα θα γεννούσε. Το Πάσχα οι Χριστιανοί τους φίλευαν µε φλαούνες κι αυτοί στο Ραµαζάνι µε τα δικά τους» 28. Όπως άλλωστε αναφέρει ο Τουρκοκύπριος ιπλωµάτης Οζντεµίρ Οζκιούρ, όταν το 1950 συνάντησε µια Ελληνοκύπρια γυναίκα τυφλή στον δρόµο και τη βοήθησε να πάει εκεί που ήθελε, στην πορεία η γυναίκα το ρώτησε αν ήταν Οθωµανός. Αυτός, αφού απάντησε καταφατικά, εκείνη του είπε: «Γι αυτό είσαι τόσο καλός» 29. Οι δύο κοινότητες είχαν τότε καλές σχέσεις. Αξιοσηµείωτη είναι η παρουσία σηµαντικού αριθµού ελληνόφωνων Μουσουλµάνων αυτή την εποχή, τους οποίους υποχρέωναν οι Τούρκοι να µάθουν Τουρκικά και να σταµατήσουν κάθε επικοινωνία µε τους Έλληνες. Είναι όµως αναγκαίο, να εξηγηθεί το γιατί οι Τούρκοι επέµεναν να εµποδίζουν την χρήση της ελληνικής γλώσσας από τους Τουρκοκύπριους και να εξαναγκάζουν κάθε «λινοβάµβακο» να µάθει Τουρκικά. Γράφει ο Κ. Χατζηϊωάννου: «Πολλοί Τούρκοι είχαν την ελληνική µονογλωσσία, µα κι όσοι µιλούσαν Τουρκικά, στον καθηµερινό τους βίο ίσως να χρησιµοποιούσαν την ελληνική, περισσότερο από την δική τους γλώσσα για να συναλλάσσονται µε τους Έλληνες. Στην Γλωσσολογία όµως είναι γνωστό, πως η γλώσσα δεν είναι µόνο όργανο επικοινωνίας των ανθρώπων. Είναι µαζί και φορέας ιδεών και µόνο η µονογλωσσία απεργάζεται την εθνική οµοιογένεια και εµπεδώνει την εθνική συνείδηση µεταξύ των ανθρώπων» 30. Μέσα από αυτά τα στοιχεία, ο πληθυσµός των «λινοβαµβάκων», βρέθηκε να αµφιταλαντεύεται µεταξύ Μουσουλµανισµού και Χριστιανισµού, µη τολµώντας στην κύρια µάζα του να πάρει αποφάσεις. Μια µεγάλη µάζα των απλών Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων, για ένα µεγάλο χρονικό διάστηµα, µπόρεσαν να ζήσουν κοντά µε τα µέλη της άλλης κοινότητας χωρίς πρόβληµα. Πολύ λίγοι από αυτούς έχουν τελέσει γάµο µε άτοµα από την άλλη κοινότητα και αυτή είναι µία κατάσταση που συνήθως αποδοκιµάζεται και από τις δύο πλευρές. 27 Παρασκευάς Μ. Σαµαρά ό.π., σελ Κ. Κύρρης «Κύπρος, Τουρκία και Ελληνισµός. Θεσµοί, δοµές, σχέσεις και προβλήµατα». Σελ Μεσανατολική Βιβλιοθήκη, αρ. 1, Λευκωσία Οζντεµίρ Α. Οζκιούρ «Η Κύπρος στη ζωή µου». Μαρτυρία ενός Τουρκοκύπριου διπλωµάτη. Σελ Μετάφραση από τα Αγγλικά: Γιάννης Λάµψας. Εκδόσεις Καστανιώτη, Κ. Χατζηϊωάννου ό.π., σελ

18 Όµως, έχουν συνάψει ορισµένες κοινωνικές σχέσεις και έχουν οικονοµική συνεργασία και, παρά το γεγονός ότι γνώριζαν τις διαφορές τους και µερικές φορές υπήρχε ανταγωνισµός και δυσπιστία. Οι απλοί άνθρωποι ουδέποτε δυσκολεύτηκαν να «συγκατοικήσουν», δηλαδή να συνεταιριστούν το νησί, τα χωριά, τα προάστια, τα καφενεία και τις γιορτές στους γάµους. Και οι δύο κοινότητες είχαν, βέβαια, στους κόλπους τους µικρούς αριθµούς ατόµων που εξέφραζαν δηµόσια µίσος για την άλλη πλευρά και που, σε µια πραγµατική κρίση, θα ήταν έτοιµοι να επιτεθούν σε άτοµα από την άλλη κοινότητα. Τέτοιες επιθέσεις ήταν πολύ σπάνιες µεταξύ του 1830 και του 1958, παρά το γεγονός ότι µικρές περίοδοι έντασης παρουσιάζονταν κάθε δέκα ή είκοσι χρόνια 31. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η ακόλουθη αναφορά ενός Τουρκοκύπριου: «Ως Τουρκοκύπριοι σίγουρα είχαµε κάποιες προκαταλήψεις εναντίον των Ελληνοκυπρίων, κυρίως λόγω διαφορετικής παιδείας και εξαιτίας των βιβλίων µας της Ιστορίας. Είχαµε την περιέργεια να µάθουµε περισσότερα για αυτούς και πιστεύω ότι και οι Ελληνοκύπριοι ένιωθαν το ίδιο. Βλέπαµε ότι ήµαστε όλοι όµοιοι, εκτός από το όνοµα και την θρησκεία, που δεν είχε και τόσο µεγάλη σηµασία. Αντίθετα, το γεγονός ότι συναναστρεφόµασταν πλούτιζε σε µεγάλο βαθµό την κοινωνική µας ζωή» 32. Τα λαϊκά στρώµατα ζυµωµένα µέσα στην αµορφωσιά και την κακοµοιριά, ανέµεναν σωτηρία από ψηλά. Προφανώς ήταν ανώριµα για οποιαδήποτε πολιτική σκέψη. Πίστευαν ότι η νέα κατοχή θα ήταν καλύτερη από την προηγούµενη, εφόσον τους είχε παραχωρηθεί το δικαίωµα να προσέρχονται στην κάλπη και να εκλέγουν αντιπροσώπους στο νοµοθετικό συµβούλιο. Για αυτό το λόγο, δεν προκάλεσε καµία αίσθηση στο λαό η ακόλουθη δήλωση στο Νοµοθετικό Συµβούλιο για σύγκλιση κοινής πατρίδας: «Τα εκλεγµένα µέλη, εκτιµώντας πλήρως την υψηλή εντολή, την οποία τους εµπιστευθήκατε και µη έχοντες άλλο σκοπό παρά την ευτυχία της κοινής πατρίδας» 33. Το ξεκίνηµα αυτό µε βάση την κοινή πατρίδα, ήταν πλήρως εναρµονισµένο µε την πραγµατικότητα που είχε δηµιουργηθεί στην πορεία της µακρόχρονης τουρκικής κατοχής και θα εξουδετέρωνε τα σχέδια της βρετανικής στρατηγικής. Και, οπωσδήποτε θα σφυρηλατούσε τους δεσµούς φιλίας και αδερφοσύνης µεταξύ των δύο συνοικών στοιχείων. Αυτή, όµως, η δήλωση δεν προκάλεσε καµία αίσθηση στον ελληνικό λαό. Οι Τουρκοκύπριοι µε τη σειρά τους έµειναν απαθείς. Άλλωστε ανέκαθεν το τουρκοκυπριακό στοιχείο ένιωθε ότι στην Κύπρο εθεωρείτο ως κατώτερο κοινωνικό στρώµα που δεν είχε γαλουχηθεί ποτέ µε όνειρα. Οι Τούρκοι της Κύπρου, ήταν µέρος της άρχουσας τάξης όσο οι Οθωµανοί κυβερνούσαν. Αργότερα οι Βρετανοί µε κηδεµονευτικό πνεύµα πήραν στα χέρια τους τη διοίκηση των Τουρκοκυπρίων που βρίσκονταν στο νησί. Οι Τουρκοκύπριοι πολιτικοί φαίνονταν άβουλοι, ικανοποιώντας απόλυτα τις επιδιώξεις των Βρετανών αποικιοκρατών. Οι Τουρκοκύπριοι ενθαρρυµένοι από την Τουρκία και την αποικιακή κυβέρνηση της Κύπρου και σε αντίδραση προς την ενωτική εκστρατεία των Ελληνοκυπρίων, σχηµάτισαν δικούς τους πολιτικούς συνασπισµούς, µε βασική επιδίωξη να διατηρηθεί το βρετανικό αποικιακό σύστηµα ως είχε, αλλιώτικα να «επιστραφεί» η Κύπρος στην Τουρκία. Όταν, λοιπόν, το 1955 οι Ελληνοκύπριοι αποφάσισαν να προωθήσουν πιο δυναµικά το αίτηµα τους για Ένωση µε την Ελλάδα, οι Βρετανοί υπέθαλψαν και καλλιέργησαν την καχυποψία της τουρκοκυπριακής πλευράς. 31 Peter Loizos «Κατανοώντας το 1974, κατανοώντας το 1994». Σελ , στο «Ανατοµία µιας µεταµόρφωσης. Η Κύπρος µετά το 1974: Κοινωνία Οικονοµία Πολιτική Πολιτισµός». Νίκος Περιστιάνης, Γιώργος Τσαγγαράς (επιµέλεια). Εκδόσεις INTERCOLLEGE, Οζντεµίρ Οζκιούρ ό.π., σελ Πλουτή Σέρβα «Κοινή Πατρίδα», σελ. 35. Εκδόσεις Πρόοδος, Λευκωσία

19 Αναφέρθηκε προηγουµένως, η παραδοσιακή συµβίωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Αυτή αφορούσε κυρίως τους αγρότες. Αλλά στην εργατική τάξη, που µεγάλωσε αριθµητικά κατά τη διάρκεια του ευτέρου Παγκοσµίου Πολέµου, δεν υπήρχε µόνο συµβίωση µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Υπήρχε συνειδητή συνεργασία. Η Παγκύπρια Εργατική Οµοσπονδία (ΠΕΟ), ήταν η βάση για την συσχέτιση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, όταν άφηναν τα χωριά τους και έµπαιναν στις οικοδοµικές εργασίες, τα µεταλλεία και τα εργοστάσια. Ξεχωριστές Τουρκοκυπριακές συντεχνίες οργανώθηκαν το 1943, αλλά προσέλκυσαν πολύ λίγα µέλη. Οι Τουρκοκύπριοι εργάτες έµπαιναν στην ΠΕΟ, που είχε οργανωθεί από την Κυπριακή Αριστερά. Το 1958 η ΠΕΟ είχε τριάµισι χιλιάδες µέλη Τουρκοκύπριους. Η Τουρκική, ήταν η δεύτερη επίσηµη γλώσσα στις συνεδριάσεις της ΠΕΟ. Μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου του 1958, περίοδο που συµπίπτει µε την ένταση των επιθέσεων της Τροµοκρατικής Οργάνωσης των Τουρκοκυπρίων (ΤΜΤ) εναντίον των Ελληνοκυπρίων και µε την προσπάθεια της Βρετανικής Κυβέρνησης να θέσει τις βάσεις για τη διχοτόµηση της Κύπρου µε τη µονοµερή εισαγωγή του «Σχεδίου Macmillan», η ΤΜΤ έδωσε το παρόν της µε τη διάλυση των οργανώσεων των αριστερών Τουρκοκυπρίων. Αυτές ήταν οι οργανώσεις που συνένωναν τους Τουρκοκύπριους µε τους Ελληνοκύπριους. Κατά τη διάρκεια του 1958 αυξήθηκαν τα µέλη των διαχωριστικών τούρκικων συντεχνιών από 1137 σε Ένας Τούρκος εργάτης ή αγρότης, δεν ήταν πια περισσότερο φτωχός από τον αντίστοιχο Ελληνοκύπριο. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι εργάτες ήταν µέλη των ίδιων συντεχνιών µε τους Ελληνοκύπριους ως το 1958, είναι µια σαφής ένδειξη ότι δεν µπορούσε να συµβεί αυτό. Το σχέδιο «Macmillan», για λύση του Κυπριακού προβλήµατος, είναι εκείνο το σχέδιο που χαρακτηρίστηκε σαν «Συνεταιριστικό Σχέδιο» 35, το οποίο περιείχε αρκετά διαιρετικά στοιχεία. Ακριβώς εξαιτίας των διαιρετικών στοιχείων και ένεκα του ότι αναγνωρίζονταν διοικητικά δικαιώµατα και στην Τουρκία, η Ελληνική πλευρά το απέρριψε. Η Βρετανική Κυβέρνηση όµως, ανακοίνωνε πως ήταν αποφασισµένη να προχωρήσει στην εφαρµογή του σχεδίου. Παράλληλα µε την προώθηση του σχεδίου ξέσπασαν σφοδρές διακοινοτικές ταραχές στην Κύπρο µεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων. Οι επιθέσεις άρχισαν από την Τουρκοκυπριακή πλευρά εναντίον των Ελλήνων. Οι Ελληνοκύπριοι φαίνεται να συνειδητοποιούσαν τότε, πόσο θα εξυπηρετούσαν τον σκοπό της διχοτόµησης αν ανταπόδιδαν τα κτυπήµατα, για αυτό και στην αρχή κράτησαν επιφυλακτική στάση. Αυτή ήταν η κατάσταση όταν η Κύπρος έφθασε στην Ανεξαρτησία. Άρχισαν να πυκνώνουν τα µαύρα σύννεφα στις σχέσεις µεταξύ των δύο κοινοτήτων, χωρίς να γίνει οποιαδήποτε προσπάθεια να δοθεί σηµασία στην προάσπιση της φιλίας και της συνεργασίας µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Με την εγκαθίδρυση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και τη διάλυση της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας στην Κύπρο, διαλύονται οι µουσουλµανικοί κοινωνικοί σχηµατισµοί της κοινότητας, που µέχρι τότε ταύτιζαν τον εαυτό τους µε το αυτοκρατορικό κράτος. Κατά τη διάρκεια της Οθωµανικής κυριαρχίας στην Κύπρο η πλειοψηφία των Μουσουλµάνων ασχολήθηκε είτε µε το δηµόσιο τοµέα, είτε µε τον στρατό, αφήνοντας το εµπόριο και την ανάπτυξη των όποιων βιοτεχνικών υποδοµών στο χριστιανικό στοιχείο. Η ενθάρρυνση του χριστιανικού πληθυσµού σε οικονοµικές δραστηριότητες αποτελούσε στρατηγική της οθωµανικής διοίκησης, γιατί θεωρούσε πως 34 Ierodiakonou, L. The Cyprus Question, p ( Stockholm, 1971 ). 35 Λεόντιος Ιεροδιακόνου «Το Κυπριακό από τον Β Παγκόσµιο Πόλεµο ως την Ανεξαρτησία», σελ. 187, στο «Κύπρος: Ιστορία, Προβλήµατα και αγώνες του λαού της». Επιµέλεια: Γιώργος Τενεκίδης, Γιάννος Κρανιδιώτης. Βιβλιοπωλείο της Εστίας. Αθήνα

20 οι µη µωαµεθανοί δεν συνιστούσαν κίνδυνο για την ίδια. Το γεγονός αυτό βοήθησε ένα µέρος της χριστιανικής κοινότητας να προοδεύσει οικονοµικά και να συµπαρασύρει στην ανάπτυξη και το υπόλοιπο κοµµάτι. Οι Μουσουλµάνοι όµως, δεν ακολούθησαν την ίδια ανοδική πορεία µε αποτέλεσµα ο ερχοµός των Βρετανών να παγιώσει και να εκδηλώσει πιο έντονα τις διαφορές αυτές 36. Η µεταβίβαση εξουσίας, έθεσε τους Τουρκοκύπριους και τους Ελληνοκύπριους, σαν κοινότητες, σε ίση βάση (και τις δύο κοινότητες) κάτω από τους Βρετανούς. Για τους Μουσουλµάνους αυτό ήταν µια υποβάθµιση και για τους Χριστιανούς µια ανύψωση 37. Ενώ η τουρκοκυπριακή ελίτ συµµετείχε δραστήρια στην αποικιακή διοίκηση, η ελληνοκυπριακή ελίτ µονοπωλούσε το εµπόριο και αργότερα τη βιοµηχανική ανάπτυξη. Χαρακτηριστικά, µπορούµε να παραθέσουµε ένα άρθρο της ελληνοκυπριακής κοινότητας προς τον τότε Υφυπουργό των Αποικιών W. Churchill (1907), που αποκαλύπτει σε µεγάλη κλίµακα τα συναισθήµατα των Ελληνοκυπρίων προς τους Τουρκοκύπριους: «Το εµπόριο, οι τέχνες, τα γράµµατα, η βιοµηχανία και κάθε άλλος τοµέας που µπορεί να συνδεθεί µε την πολιτιστική και οικονοµική πρόοδο του νησιού είναι ελληνοκυπριακές πρωτοβουλίες» 38. Οι Τουρκοκύπριοι δεν διαδραµάτιζαν σηµαντικό ρόλο στην οικονοµία της Κύπρου. Ως αποτέλεσµα µιας άνισης ανάπτυξης, οι ελίτ των λιγότερο αναπτυγµένων κοινοτήτων µε εθνικιστικές προσεγγίσεις, ενθαρρύνουν το διαχωρισµό και δυσκολεύουν περισσότερο τη συνοχή της κοινωνίας. Ο διαχωρισµός, που αποτελούσε την ιδεολογία της τουρκοκυπριακής ελίτ, ενδυναµώθηκε από τον ελληνικό εθνικισµό, τη στάση της αποικιακής διοίκησης και την υπανάπτυξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας που ήταν αποτέλεσµα της άνισης οικονοµικής ανάπτυξης στον τόπο. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η στάση της τουρκοκυπριακής κοινότητας, µε ιδανικό τη διχοτόµηση, παύει να αποτελεί «απλή αντίδραση» και µετατρέπεται σε «ιστορική συµµετοχή» 39. Ενώ η δυσπιστία µεταξύ των κοινοτήτων ευνοούσε τη διχοτόµηση, η τουρκοκυπριακή ελίτ ενθάρρυνε περαιτέρω αυτή τη δυσπιστία, και το εθνικιστικό πάθος της ελληνοκυπριακής κοινότητας ενθάρρυνε τη διχοτόµηση. Έτσι, δηµιουργήθηκε µια διαλεκτική σχέση, µέσα από την οποία το ιδανικό των Τουρκοκυπρίων για διαχωρισµό τρεφόταν από τον ελληνοκυπριακό εθνικισµό. Η Άγκυρα έτρεφε φόβους πως εάν η Κύπρος γινόταν ελληνική, η Τουρκία θα έχανε µεγάλη δύναµη της. Έτσι, λοιπόν, η Άγκυρα, στην προσπάθεια της να αναζωογονήσει την Τουρκική κοινότητα του νησιού ανέκοψε τη µετανάστευση των Τουρκοκυπρίων 40. Η δηµοσιοποίηση απόψεων µε τέτοιο περιεχόµενο αλλά και το ζήτηµα της Ένωσης της Κύπρου µε την Ελλάδα, συσπείρωσαν τους Μουσουλµάνους και τους 36 «Στο νοµοθετικό συµβούλιο τότε, τα εκλεγµένα µέλη είχαν την απόλυτη πλειοψηφία και η λειτουργία του συντάγµατος βασιζόταν πάνω στην εκµετάλλευση των φυλετικών ρηγµάτων ανάµεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους». Έγγραφο του Αγγλικού Αποικιακού Γραφείου : CO 67 /314 / 13 f , Memorandum on Political Situation in Cyprus. 37 Peter Loizos «Αλλαγές στη δοµή της κοινωνίας», σελ. 103 στο «Κυπριακά ιαλέξεις Λαϊκού Πανεπιστηµίου». Έκδοση ήµου Λευκωσίας. Χορηγία Λαϊκής Τράπεζας, Λευκωσία The Times, (Λονδίνο, 15 Μαρτίου 1907), σελ Νιαζί Κιζιλγιουρέκ «Κύπρος: Το αδιέξοδο των εθνικισµών», σελ. 86. Μαύρη Λίστα, Αθήνα Με βάση τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, η Τουρκία αναγνώριζε την προσάρτηση της Κύπρου στους Άγγλους. Στο άρθρο 21, δινόταν περιθώριο 2 χρόνια, στους Τούρκους της Κύπρου να διαλέξουν είτε να παραµείνουν στην Κύπρο και να γίνουν Βρετανοί υπήκοοι είτε να διατηρήσουν την τουρκική υπηκοότητα αλλά µε την υποχρέωση να µεταναστεύσουν. Μάλιστα αναφέρεται ότι στα , υπήρξε ένα τεράστιο µεταναστευτικό κύµα από την Κύπρο προς την Τουρκία ( Κιτσίκης ηµήτρης «Ιστορία του Ελληνοτουρκικού Χώρου, σελ ). Οι Τούρκοι της Κύπρου έστρεψαν τα µάτια τους προς την Τουρκία. 19

21 έκαναν να αντιληφθούν ότι η διαφορετικότητά τους ως προς την θρησκεία, µπορεί να εµπεριέχει και άλλες διαστάσεις διαφοροποίησης και αντιπαλότητας, πολύ πιο πολύπλοκες και απόλυτες µαζί. Η ανάπτυξη της διαφορετικής εθνικής συνείδησης της µουσουλµανικής κοινότητας µπορεί να δικαιολογηθεί τόσο από την αντιπαλότητα των Ελληνοκυπρίων απέναντι τους, αλλά και από τη δεδηλωµένη διάθεση των Βρετανών να ακολουθήσουν στην Κύπρο την πολιτική του Divide and Rule (πολιτική του «διαίρει και βασίλευε»). Οι Ελληνοκύπριοι, σταδιακά αλλά σταθερά, άρχισαν να θεωρούν τους εαυτούς τους µέρος της ευρύτερης κοινότητας του ελληνικού έθνους. Η εθνότητα, εποµένως, άρχισε να πολιτικοποιείται και να αντικαθιστά την θρησκεία ως το κύριο στοιχείο της ταυτότητας. Η πίεση της ελληνοκυπριακής κοινότητας προς τη νέα διοίκηση του νησιού αναφορικά µε το Ενωτικό ζήτηµα, οδήγησε τους Βρετανούς να χρησιµοποιήσουν ως πρόσχηµα τη µουσουλµανική κοινότητα της Κύπρου για την καλύτερη αντιµετώπιση των προαναφερόµενων απαιτήσεων. Για το λόγο αυτό, η Βρετανική αρχή προσπάθησε να δηµιουργήσει όλες τις κατάλληλες συνθήκες που θα υποβοηθούσαν στην ανάπτυξη µιας διαφορετικής εθνικής συνείδησης των Μουσουλµάνων προς τους Ελληνοκύπριους. Η εισαγωγή διοικητικών µέτρων όπως η αναλογική εκπροσώπηση Χριστιανών και Μουσουλµάνων στα θεσµικά κυβερνητικά όργανα, αλλά και η υιοθέτηση του συστήµατος των χωριστών εκπαιδευτικών ιδρυµάτων 41, ανάλογα µε το θρήσκευµα των µαθητών, υποβοήθησαν την παράλληλη ανάπτυξη δύο διαφορετικών εθνικών συνειδήσεων στο εσωτερικό του κυπριακού γίγνεσθαι. Η αγγλική κυβέρνηση έψαχνε να βρει τρόπους συνεργασίας µε την Τουρκοκυπριακή ελίτ. Χαρακτηριστικές είναι οι οδηγίες που δίδονται από το Λονδίνο προς την τοπική διοίκηση: «Είναι σηµαντικό για τους Μουσουλµάνους της Κύπρου να νιώσουν πως η Κυβέρνηση φροντίζει επαρκώς τα συµφέροντά τους και πως έχουν να διαδραµατίσουν ένα καθοριστικό ρόλο στην αποικία υπό Βρετανική διοίκηση. Η κατάρρευση της παλιάς τάξης στην Τουρκία και η ίδρυση της Κεµαλικής ηµοκρατίας, έχει δηµιουργήσει µια νέα κατάσταση στην οποία η Βρετανική ιοίκηση στην Κύπρο πρέπει να βρει τρόπους να προσαρµοστεί. Είναι θεµιτό η Κυβέρνηση να προσπαθήσει να προσεγγίσει τους νεαρότερους και πιο προοδευτικούς Τουρκοκύπριους» 42. Το βασικό στοιχείο που καθόρισε την πολιτική συµπεριφορά των ελίτ του νησιού, ήταν η προσπάθεια να απαλλαγούν από την αλληλεξάρτηση και να αποκτήσουν µια τέτοια πολιτική υπεροχή που θα επέτρεπε την άρνηση της άλλης πλευράς. Αυτή η ιδεολογική στάση πρέπει να θεωρηθεί αποτέλεσµα της διαµόρφωσης των εθνικών συνειδήσεων και της ανόδου του εθνικισµού στην Κύπρο. Αναµφίβολα, ο εθνικισµός αποτελεί τον κυρίαρχο παράγοντα στη σύγχρονη ελληνοκυπριακή πολιτική κουλτούρα. Ένας βασικός λόγος, γιατί ο ελληνικός εθνικισµός που µπορεί να διακρίνει κανείς στην Κύπρο, από την αρχή του 19 ου αιώνα, δεν διατάραξε για πολλά χρόνια την παραδοσιακή συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου, ήταν επειδή έλειπε η βάση για την ανάπτυξη ενός Τουρκικού εθνικισµού στην Κύπρο. Αλλά αυτές οι συνθήκες αναπτύχθηκαν κατά τη δεκαετία του Ο ελληνικός εθνικισµός στην Κύπρο, αναπτύχθηκε κάτω από την ηγεσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας 43 και το αίτηµα του ελληνοκυπριακού πληθυσµού µε την Ελλάδα επεκτάθηκε στις µάζες του λαού µέσω του εκπαιδευτικού συστήµατος. Το αίτηµα της ένωσης, κινητοποίησε σχεδόν όλους τους Ελληνοκύπριους αγρότες το Ιδιαίτερα 41 Σπύρος Παπαγεωργίου, «Η πρώτη περίοδος της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο ( ). Πολιτικός Εκσυγχρονισµός και κοινωνικές αδράνειες». Σελ Εκδόσεις Παπαζήση, CO 67 / 281 / 14 f , Downing Street, 19 November CO 67/254/ , British Governor R. Stubbs in memorandum of

22 διαφωτιστικό είναι το ακόλουθο ντοκουµέντο της αποικιακής διοίκησης του 1931: «Η κίνηση για την επιστροφή της Κύπρου στην Ελλάδα υπάρχει από µακρού και απολαµβάνει της υποστήριξης του συνόλου του πληθυσµού, µε εξαίρεση τους αξιωµατούχους και τους Τούρκους Μουσουλµάνους. Με εξαίρεση τον κλήρο, οι πρωταγωνιστές στην πλειοψηφία τους είναι δικηγόροι. Το µοναδικό ζητούµενο της κίνησης είναι η επιστροφή στην Ελλάδα. Τα οποιαδήποτε παράπονα για τις οικονοµικές και πολιτικές συνθήκες εξυπηρετούν ολοκληρωτικά αυτό το σκοπό» 44. Σε αντίθεση Τούρκικος Εθνικισµός δεν είχε κάνει την εµφάνιση του. Για αυτό το λόγο ο Aντιαποικιακός Aγώνας στην Κύπρο, ήταν καθαρά ελληνική υπόθεση και πήρε τη µορφή όχι µόνο αγώνα για την αποτίναξη της αποικιακής διακυβέρνησης, αλλά και της επιδίωξης για Ένωση µε την Ελλάδα. Υπήρχαν διάφοροι λόγοι για την καθυστερηµένη ανάπτυξη του Τουρκικού εθνικισµού στην Κύπρο. Είναι γεγονός ότι οι Τουρκοκύπριοι ηγέτες αντέδρασαν µε δηλώσεις στο ελληνικό αίτηµα για Ένωση, από νωρίς. Αλλά υπήρχαν ενδείξεις πως το φαινόµενο αυτό δεν αποτελούσε εθνικιστικό κίνηµα. Παρέµεινε στο επίπεδο της θρησκευτικής και πολιτικής ηγεσίας και δεν εξαπλώθηκε µεταξύ της µάζας των Τουρκοκυπρίων. Επίσης µπορεί να οφείλεται στην καθυστερηµένη εξέλιξη της Τουρκίας ως εθνικό κράτος. Ένας επιπρόσθετος λόγος ήταν ότι αφού, αντίθετα µε τους ραγιάδες, οι Μουσουλµάνοι στην Κύπρο θεωρούνταν µέρος της άρχουσας οµάδας, δεν είχαν αυτόνοµη πολιτική αντιπροσώπευση. Σε αντίθεση, οι Έλληνες ως η οικονοµικά επικρατούσα οµάδα, είχαν µια αστική τάξη που από νωρίς ήρθε σε αντίθεση µε την αποικιακή διακυβέρνηση πάνω σε οικονοµικά και συνταγµατικά θέµατα. Η Τουρκοκυπριακή άρχουσα οµάδα, αποτελείτο σε µεγάλο βαθµό από µέλη της ιοίκησης που εξαρτόνταν άµεσα από την Αποικιακή Κυβέρνηση και από γαιοκτήµονες. Η εγκαθίδρυση της Αγγλικής κατοχής στην Κύπρο, τερµάτισε την ενσωµάτωση της κυπριακής κοινωνίας στον ιστορικό χώρο του «Ασιατικού εσποτισµού» και εισήγαγε τη διαδικασία του εκσυγχρονισµού στη ζωή της Κύπρου µε τη θεσµοθέτηση νέων µεθόδων διοίκησης και δικαιοσύνης, οι οποίες ευνόησαν την καπιταλιστική ανάπτυξη της οικονοµίας και έθεσαν τα θεµέλια µελλοντικών κοινωνικών µετασχηµατισµών 45. Παράλληλα το Βρετανικό καθεστώς στην πρώτη του πεντηκονταετία, εισήγαγε σε µια υποτυπώδη και παραµορφωµένη εκδοχή, τους θεσµούς της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης µε τη δηµιουργία του Νοµοθετικού Συµβουλίου. Παρά τις θεσµικές αλλαγές της Αγγλοκρατίας, η αντιµετώπιση των τοπικών αιτηµάτων και πραγµατικοτήτων από τους ξένους κυρίαρχους υπονόµευσαν από την αρχή κάθε προοπτική δηµιουργίας ενός φιλελεύθερου πολιτικού κλίµατος. Η αγγλική στάση αντίθετα συντέλεσε ώστε να υπονοµευθούν οι δυνατότητες της ένταξης του ιδεολογικού φιλελευθερισµού της µητρόπολης στη ζωή της Κύπρου ιδίως ως συνέπεια της αποικιοκρατικής πολιτικής στους τοµείς του δηµόσιου βίου. Καταρχήν η ιδιότυπη δοµή του Νοµοθετικού Συµβουλίου και η παραµόρφωση της λειτουργίας των αντιπροσωπευτικών θεσµών αποστερούσε από τα αιρετά µέλη κάθε ουσιαστική συµβολή στη διακυβέρνηση του τόπου 46. Επίσης η βρετανική κυβέρνηση επέδειξε από την αρχή άκαµπτη στάση απέναντι στα πολιτικά αιτήµατα και τους εθνικούς πόθους των Κυπρίων και δεν θέλησε ποτέ να κατανοήσει τους ψυχολογικούς συντελεστές, τις γνήσιες ιστορικές και πολιτιστικές τους 44 CO67/242/4, Colombos Report, No A68/1/103 dated 6 Nov Πασχάλης Κιτροµηλίδης «Κύπρος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους». Τόµος Ι, σελ Αθήνα Εκδοτική, G. S. Georgallides, A Political and Administrative History of Cyprus With a Survey of the Foundations of British Rule, p Nicosia, Cyprus Research Center,

23 ρίζες. Η σύγκρουση της ιµπεριαλιστικής ιδεολογίας µε το στοιχειώδες αίτηµα της πολιτικής ελευθερίας, υπήρξε κατηγορηµατική και απόλυτη στην περίπτωση της Κύπρου. Αποτέλεσµα των χειρισµών αυτών της Αγγλικής ιοίκησης, ήταν η αναπόφευκτη σκλήρυνση της πολιτικής στάσης της τοπικής πολιτικής ηγεσίας µε την υπονόµευση των µετριοπαθών στοιχείων και την επικράτηση πιο αδιάλλακτων τάσεων. Απόρροια των εξελίξεων αυτών στην κυπριακή πολιτική ζωή όπως αποκρυσταλλώθηκαν στην αρχή του 20 ου αιώνα, ήταν ο αποκλεισµός κάθε συνεργασίας µεταξύ της τοπικής ηγεσίας και της αποικιακής διοίκησης για την σταδιακή συνταγµατική εξέλιξη του καθεστώτος του νησιού 47. Επιπρόσθετα η πάγια βρετανική αποικιακή τακτική, να χρησιµοποιεί τις καθιερωµένες ηγετικές οµάδες των εθνικών κοινοτήτων της αυτοκρατορίας ως φορείς της αντιπροσώπευσης των κοινοτήτων αυτών, µε αποτέλεσµα να πολιτικοποιούνται οι παραδοσιακές συσσωµατώσεις και να µεταβάλλονται σε µορφές πολιτικών αντιπαραθέσεων, λειτούργησε ολοκληρωτικά στη διακυβέρνηση της Κύπρου και συνέβαλε αποφασιστικά στην πολιτικοποίηση των παραδοσιακών εθνικών διαφορών µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων 48. Στο σηµείο αυτό, αξίζει να σηµειωθεί ότι αυτή η συνεργασία των Άγγλων µε τους Τουρκοκύπριους, άρχισε σιγά - σιγά να καταρρέει. Πανικοβληµένος τότε ο Άγγλος κυβερνήτης Storrs θεωρώντας υπαίτιους τους Έλληνες γράφει: «Η στάση των Ελλήνων µελών ήταν µη αποτελεσµατική για όσο καιρό η κυβέρνηση µπορούσε να βασιστεί σε µια νοµιµόφρονα τουρκική συνεργασία. Αυτό δεν είναι πλέον δυνατό, διότι οι Έλληνες εκµεταλλευόµενοι προσωπικές και κοµµατικές αντιζηλίες µέσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, κατάφεραν να εξαγοράσουν έναν πρόσφατα εκλεγµένο Τούρκο να ψηφίσει µαζί τους» 49. Ο συνδυασµός αυτών των συντελεστών της πολιτικής ζωής της Κύπρου είχε ως συνέπεια την εδραίωση ενός έντονου κλίµατος µισαλλοδοξίας και οξύτητας. Το κλίµα αυτό ενισχυόταν και από τις ιδεολογικές επιδράσεις του συντηρητικού εθνικισµού που διοχετευόταν στην Κύπρο µέσω των στενών µορφωτικών σχέσεων του νησιού µε την Ελλάδα, µε στόχο την προώθηση του ενωτικού αιτήµατος. Η «διαλεκτική της µισαλλοδοξίας» 50, όπως θα µπορούσε να χαρακτηριστεί αυτό το προϊόν της κυριαρχίας της Βρετανίας στην Κύπρο, διαθλάστηκε ιστορικά σε όλες τις κρίσιµες καµπές του πολιτικού βίου του νησιού. Καταρχήν υπονόµευσε όλες τις βρετανικές πρωτοβουλίες για µεταρρυθµίσεις. Ακόµη, απέκλεισε κάθε µορφής αµφισβήτηση από την πολιτική και κοινωνική ζωή, µε αποτέλεσµα να ατονήσει η κοινωνική κριτική και η προβολή εναλλακτικών επιλογών που θα συντηρούσαν µπροστά στη δηµόσια συνείδηση τη δυνατότητα διεξόδων από τη διαλεκτική της µισαλλοδοξίας και του προδικασµένου δρόµου της καταστροφής. Επιπρόσθετα, αποµόνωσε αµοιβαία τις δύο εθνικές κοινότητες της Κύπρου και τις οδήγησε µοιραία στην ενόραση αποκλειστικών, για την κάθε µια, πολιτικών πεπρωµένων µε συνέπεια να οικοδοµηθεί σταδιακά η ιδεολογική και ψυχολογική βάση της διακοινοτικής διαµάχης. Χαρακτηριστικό του γενικότερου κλίµατος της εποχής, είναι ένα έγγραφο της αποικιακής κυβέρνησης, που αξιολογεί την επικρατούσα πολιτική κατάσταση ως εξής: 47 Πασχάλης Μ. Κιτροµηλίδης «Το ιδεολογικό Πλαίσιο της Πολιτικής ζωής της Κύπρου: Κριτική Θεώρηση», σελ , στο «Κύπρος. Ιστορία, Προβλήµατα και Αγώνες του Λαού της. Επιµέλεια: Γιώργος Τενεκίδης, Γιάννος Κρανιδιώτης. Βιβλιοπωλείο της Εστίας. Αθήνα Adamantia Pollis Colonialism and Neocolonialism: Determinants of Ethnic Conflict in Cyprus στο Small States in the Modern World: The conditions of Survival. Ed. By Peter Worsley and Paschalis Kitromilides, p Nicosia CO 67/239/14-f , Government House, Nicosia, June 4, Paschalis M. Kitromilides, The Dialectic of Intolerance. Ideological Dimensions of Ethnic Conflict, p Journal of the Hellenic Diaspora, No 4, winter

24 «Το πιο σηµαντικό χαρακτηριστικό της πολιτικής κατάστασης στην Κύπρο είναι το αίτηµα για Ένωση. Το αίτηµα είναι πλατιά διαδεδοµένο ανάµεσα στα τέσσερα πέµπτα του ελληνόφωνου πληθυσµού, τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς» 51. Επίσης υπήρχε διάχυτη η άποψη στην Τουρκοκυπριακή πλευρά, ότι οι Ελληνοκύπριοι θα συνέχιζαν τον αγώνα τους για Ένωση και θα τον δυνάµωναν ακόµη περισσότερο µε το τέλος του πολέµου. Θα χρησιµοποιούσαν όλα τα µέσα που είχαν στη διάθεση τους µε σκοπό να πετύχουν αυτό που ήθελαν. Ήταν πρόθυµοι να διαπράξουν σηµεία και τέρατα στην περίπτωση που θα γίνει η Ένωση. «Θα σφάξουν ή θα διώξουν όλους τους Τουρκοκύπριους που δεν ήταν διατεθειµένοι να εξελληνιστούν. Θα αλλάξουν την ιστορία, έτσι που να µην αποµείνει σηµάδι, να µαρτυρεί ότι η Κύπρος υπήρξε ποτέ τµήµα της Σουλτανικής Αυτοκρατορίας» 52. Με την παραχώρηση της Κύπρου στους Άγγλους, ο ελληνοκυπριακός εθνικισµός άρχισε να παίρνει µαζικές διαστάσεις. Ως αντίδραση προς το ενωτικό κίνηµα των Ελληνοκυπρίων, ξεκίνησε σταδιακά η εµφάνιση ένας τουρκοκυπριακού εθνικισµού µε αίτηµα τη διχοτόµηση του νησιού σε εθνοτική βάση. Το κυπριακό πρόβληµα γεννήθηκε από τη σύγκρουση των δύο εθνικισµών και την εκµετάλλευση της εθνοτικής διαµάχης από την Βρετανική ιοίκηση 53. Από την αρχή της Αγγλικής ιακυβέρνησης στην Κύπρο, εφαρµόστηκε ένα εκπαιδευτικό σύστηµα, που υπόθαλπε τον ελληνικό και τον τουρκικό εθνικισµό. Η ανάπτυξη ενός κυπριακού πατριωτισµού, θεωρείτο σοβαρή απειλή για την αποικιακή κυβέρνηση. Για αυτό άλλωστε, το πατριωτικό ξύπνηµα Μουσουλµάνων και Χριστιανών παρεµποδίστηκε από την Αποικιακή ιακυβέρνηση, η οποία χρησιµοποίησε την παιδεία για να αναπτύξει τα διαχωριστικά αισθήµατα. Τα µαθητικά βιβλία στα σχολεία των Κυπρίων διέδιδαν το αντιτουρκικό ή ανθελληνικό τους περιεχόµενο 54. Η εθνικιστική παιδεία ενθαρρύνθηκε µε το σκεπτικό ότι ο παραµερισµός του αιτήµατος της Ένωσης θα επέτρεπε την ανάπτυξη του κυπριακού πατριωτισµού. Χαρακτηριστικά, αναφέρεται ότι κάθε Κύπριος που έβγαινε στο δρόµο για να διαµαρτυρηθεί για τους τόκους και την άσχηµη οικονοµική κατάσταση, στην οποία ζούσε, γυρνούσε στο σπίτι αφού είχε µάθει για τα «πλεονεκτήµατα» της Ένωσης. Ταυτόχρονα στα σχολεία, η συνεχής προπαγάνδα για την Ελληνική Ιστορία ελληνοποιούσε τον φτωχό κόσµο της Κύπρου 55. Οι άρχουσες τάξεις των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, ακολούθησαν µια ανταγωνιστική πορεία για την απόκτηση της ηγεµονίας, και αντί να ενωθούν σε έναν κοινό αντιαποικιακό αγώνα, αγωνίστηκαν η µια εναντίον της άλλης. Μέσα από αυτή την πορεία αρπάχτηκαν σοβινιστικά στις εθνικές τους ρίζες και στη θέση του αµετάθετου πατριωτικού αγώνα ρίχτηκαν σε µια σοβινιστική εκστρατεία η µια κατά της άλλης. Η Αγγλική ιακυβέρνηση που έκανε χρήση όλων των καταπιεστικών µέτρων, όπως τη βαριά φορολογία, συνάντησε την αντίδραση των Κυπρίων. Όµως, αυτή η φυσιολογική αντίδραση δεν µπόρεσε να συνενωθεί σε ένα πατριωτικό µέτωπο, λόγω του σοβινισµού των ντόπιων ελίτ. Οι ελίτ αυτές, µπόρεσαν να διοχετεύσουν το αντιαποικιακό 51 CO 926/91 XC , Cyprus: Political and Constitutional Considerations, Mediterranean Dt, Oct (Top secret). 52 Κώστας Σοφοκλέους «Πάλη για την Ελευθερία. Ενδογενείς αντιπαραθέσεις. Αρχές του εικοστού αιώνα µέχρι το 1949», σελ Λεµεσός Καίσαρ Β. Μαυράτσας «Όψεις του Ελληνικού Εθνικισµού στην Κύπρο. Ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και η κοινωνική κατασκευή της Ελληνοκυπριακής ταυτότητας », σελ. 15. Εκδόσεις Κατάρτι, Λευκωσία Γ. Προδρόµου «Η εκπαίδευση στην Κύπρο τον 18 ο και 19 ο αιώνα» στο «Η ζωή στην Κύπρο τον ΙΗ και ΙΘ αιώνα». Λευκωσία Niyazi Kizilyürek «Ολική Κύπρος», ό.π., σελ

25 αίσθηµα προς την κατεύθυνση των δικών τους συµφερόντων και να το µετατρέψουν σε δικό τους σοβινιστικό όπλο. ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΑΠΟΙΚΙΑΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ( ) Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι η κυπριακή αστική τάξη, µη µπορώντας να δηµιουργήσει ένα κοινό πατριωτικό µέτωπο, ενάντια στην Αγγλική Αποικιοκρατία, προώθησε το σοβινισµό στο εσωτερικό των δύο κοινοτήτων. Για τους Ελληνοκύπριους η περίοδος αυτή αποτελούσε την πιο λαµπρή σελίδα της κυπριακής ιστορίας, µία σελίδα στην οποία γράφτηκε µε χρυσά γράµµατα ο αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. του , ένας αγώνας που παρέµεινε αδικαίωτος µε την υπογραφή των συµφωνιών της Ζυρίχης. Ο αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α., ξεκίνησε σαν να µην υπήρχαν Τουρκοκύπριοι στο νησί. Όταν άρχισε ο αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. το 1955, οι σχέσεις µεταξύ των δύο κοινοτήτων ήταν ακόµη καλές. Ο αγώνας γινόταν εναντίον των Άγγλων, προκειµένου να επιτευχθεί αυτοδιάθεση και ένωση µε την Ελλάδα. Οι Άγγλοι κατά τη διάρκεια του αγώνα, στρατολόγησαν πολλούς Τουρκοκύπριους στο επικουρικό σώµα της Αστυνοµίας, το οποίο χρησιµοποιούσαν για να καταστείλουν τον αγώνα για ένωση. Παράλληλα, σηµειώνονται σοβαρές συγκρούσεις µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων σε πολλές πόλεις. Όλες υποκινήθηκαν άµεσα ή έµµεσα από τους Άγγλους, που εκµεταλλεύθηκαν τον εθνικιστικό προσανατολισµό της Ε.Ο.Κ.Α., στην προσπάθεια τους να οξύνουν τις σχέσεις µεταξύ του Κυπριακού λαού, ώστε να αποδυναµωθεί ο αγώνας του. Η αδυναµία ειρηνικής συµβίωσης των δύο κοινοτήτων φαίνεται ήδη από τα µέσα της δεκαετίας του 1950 όπου στόχος της Άγκυρας ήταν το taksim (διχοτόµηση). Όπως κατά κανόνα συνέβαινε, κάθε φορά που οι Ελληνοκύπριοι πρόβαλαν την Ένωση, άρπαζαν την ευκαιρία οι Τουρκοκύπριοι, για να προβάλουν και αυτοί, τις αντίθετες ή τις δικές τους απαιτήσεις. Έτσι διαταράχθηκαν οι σχέσεις µεταξύ των δύο κοινοτήτων. Τα επεισόδια ανάµεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, ήταν εµπόδια για τη διαµόρφωση κλίµατος εµπιστοσύνης, αναγκαίου για την ύπαρξη καλών σχέσεων. Την εποχή αυτή προάγεται η ιδέα για τη διχοτόµηση της Κύπρου και το διαµοιρασµό της µεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων κατοίκων της. Για τους Ελληνοκύπριους, οι απελευθερωτικοί αγώνες άλλων λαών ήταν ιεροί, ενώ το δικαίωµα στην αυτοδιάθεση, το οποίο στερήθηκαν οι Έλληνες της Κύπρου ήταν απαραβίαστο. Αντίθετα για τους Τουρκοκύπριους, η περίοδος αποτελούσε στην καλύτερη περίπτωση µία περίοδο έκτακτης ανάγκης και η Ε.Ο.Κ.Α., µια τροµοκρατική οργάνωση. Οι έννοιες της απελευθέρωσης και της αυτοδιάθεσης είχαν διαφορετική έννοια για τους Τουρκοκύπριους από ότι για τους Ελληνοκυπρίους. Οι Ελληνοκύπριοι αναφέρονταν σε αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού ως συνόλου και απέβλεπαν στην Ένωση της Κύπρου µε την Ελλάδα. Μέσα στη φορτισµένη συναισθηµατική ατµόσφαιρα που επικρατούσε στο νησί, κυριαρχούσε το σύνθηµα «Ένωση και µόνον Ένωση» και οποιαδήποτε άλλη λύση χαρακτηριζόταν «προδοτική» 56. Οι Τουρκοκύπριοι, από την άλλη, αναφέρονταν σε αυτοδιάθεση των κοινοτήτων, µία αυτοδιάθεση που θα οδηγούσε στη διχοτόµηση της Κύπρου σε δύο πολιτειακές οντότητες, µία Ελληνική και µία Τουρκική. Ο Ελληνικός και Τουρκικός εθνικισµός, που έβαζαν τη σφραγίδα τους στο πολιτικό γίγνεσθαι του εικοστού αιώνα στην Κύπρο, δεν επιθυµούσαν τη συγκρότηση 56 Νίκος Κρανιδιώτης «Οι ιαπραγµατεύσεις Μακαρίου Χάρντιγκ ( ). Εκδόσεις ΟΛΚΟΣ, Αθήνα 1987, σελ

26 κράτους στην Κύπρο. Για αυτό το λόγο, η Κύπρος δεν έγινε αντιληπτή σαν πατρίδα ή χώρα. Τόσο ο ελληνοκυπριακός, όσο και ο τουρκοκυπριακός εθνικισµός υπήρξαν παιδιά του αλύτρωτου Ελληνικού και Τουρκικού έθνους. Αρκετοί άνθρωποι στην Κύπρο, θεωρούσαν τους εαυτούς τους πριν από όλα Έλληνες ή Τούρκους, όχι Κύπριους. Η νοµιµοφροσύνη τους στρεφόταν προς την Ελλάδα ή την Τουρκία και ξεχνούσαν την ιδιότητα τους ως Κύπριοι. Οι δύο κοινότητες είναι πλέον οργανωµένες σε mini- κράτη και υποταγµένες όλο και περισσότερο στις µητέρες πατρίδες τους. Οι αρµονικές και φιλικές σχέσεις των δύο κοινοτήτων, διαταράχθηκαν από τα σύννεφα που σκίαζαν τον ορίζοντα εξαιτίας του αιτήµατος των Ελληνοκυπρίων για Ένωση µε την Ελλάδα. Οι Ελληνοκύπριοι δεν ζήτησαν τη γνώµη των Τουρκοκυπρίων για αυτό, γιατί θεωρούσαν δεδοµένο ότι οι Τούρκοι δεν θα δέχονταν την Ένωση. Όπως είναι γνωστό, η ελληνοκυπριακή ελίτ είχε επιλέξει ως εθνικό στόχο την Ένωση, επιβάλλοντας την άποψη πως το νησί είναι ελληνικό. Αυτό αποτελεί την ελληνική ιστορική θεώρηση. Από αυτή την οπτική γωνιά, η Ένωση δεν καθοριζόταν µόνο ως η προοπτική του τόπου, αλλά αποτελούσε και το φακό δια µέσου του οποίου αντικριζόταν το παρελθόν του. Αυτό δηµιούργησε µια δυναµική που στέρησε στην Κύπρο τη µοναδικότητά της. Στα σχολεία για παράδειγµα, η Ελλάδα αποτελεί το κύριο θέµα που φωτίζεται µε άπειρες λεπτοµέρειες και συχνά υπερβολές. Ενδεικτικό είναι πως στα σχολεία και αλλού κυριαρχεί ο γεωγραφικός χάρτης της Ελλάδας, και αν βρίσκεται, που και που, κανένας χάρτης της Κύπρου, είναι κρυµµένος πίσω από τους πίνακες. «Όλα τα ελληνικά δηµοτικά σχολεία χρησιµοποιούν το Αναλυτικό Πρόγραµµα που εκδίδεται στην Ελλάδα, το οποίο σίγουρα υιοθετείται από το Εκπαιδευτικό Συµβούλιο. εν επιτρέπονται άλλα βιβλία εκτός από εκείνα τα οποία έχουν εγκριθεί από την Κριτική Επιτροπή στην Αθήνα. Τα Γυµνάσια κάθε πόλης, η Σχολή εκπαίδευσης των ασκάλων, αναγνωρίζονται από το Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας και εργάζονται µε βάση τους κανονισµούς του. Στους τοίχους των τάξεων υπάρχουν πορτραίτα του βασιλιά Κωνσταντίνου, της βασίλισσας Σοφίας, του Βενιζέλου και άλλων, καθώς και λεπτοµερείς χάρτες της σύγχρονης Ελλάδας. Ο χάρτης της Κύπρου, αν υπάρχει βέβαια, είναι κατά κανόνα µικρός, απηρχαιωµένος και συχνά πίσω από τον πίνακα» 57. Ο ελληνικός εθνικισµός στο νησί, δεν εµπόδισε µονάχα τη δηµιουργία µιας κυπριακής ταυτότητας, εµπόδισε ακόµη και τη δηµιουργία µιας ελληνοκυπριακής ταυτότητας. Το «πάθος» για την Ένωση υπήρξε τυφλό απέναντι στη διεθνή ισορροπία της περιοχής και αγνόησε παντελώς την ύπαρξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας, µε αποτέλεσµα τον παραγκωνισµό έως και την καταδίκη της σε πολιτική ανυπαρξία: «Η έντονη εθνικιστική παρουσία του ελληνικού στοιχείου στην Κύπρο και η συνακόλουθη διευκόλυνση της επέκτασης του ελληνικού εθνικισµού είχαν ως αποτέλεσµα να παραβλέπεται ακόµη και να λησµονείται η ύπαρξη Μουσουλµανικής κοινότητας στο νησί και ταυτόχρονα να µην γίνεται αντιληπτή η σηµασία της γειτονίας µε την Τουρκία» 58. Η τουρκοκυπριακή ελίτ, αντιδρώντας στον ελληνικό εθνικισµό και την Ένωση, ενίσχυσε περαιτέρω από την πλευρά της την τουρκική εθνική συνείδηση. Ιδιαίτερα µετά το εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο µε τη βοήθεια της Αγγλικής Αποικιακής Κυβέρνησης, αναπτύχθηκε εντονότερα ο Τουρκικός εθνικισµός 59. Στρέφοντας τα βλέµµατά τους προς την Τουρκία, οι Τουρκοκύπριοι άρχισαν να διαµορφώνουν ένα κίνηµα για Ένωση µε τη 57 CO 67/223/17, Ronald Storrs, Governor of Cyprus, Paschalis M. Kitromilides, Greek Irredentism in Asia Minor and Cyprus, p.13. Middle Eastern Studies (1990). 59 «Με ανησυχεί πολύ η άνοδος µιας µειοψηφικής συνείδησης ανάµεσα στους Τούρκους της Κύπρου- κάτι που διαφάνηκε τον περασµένο χρόνο- και φοβάµαι ότι η Κυπριακή Κυβέρνηση µπορεί να έχει, χωρίς να το θέλει, ενθαρρύνει αυτήν την εξέλιξη µε την επιτροπή για τις Τουρκικές υποθέσεις που δηµιούργησε ο Λόρδος Winter» CO 67 / 342 / 1, , S.S.B., 13 / 12 /

27 «µητέρα πατρίδα», παρόµοιο και ενάντια στο κίνηµα των Ελληνοκυπρίων. Ο µεγαλύτερος τους πόθος ήταν η ενοποίηση µε την Τουρκία. Κατά τη διάρκεια του ευτέρου Παγκοσµίου Πολέµου, παρατηρείται µια κινητικότητα στις παντουρκιστικές δραστηριότητες. Υποστήριζαν ότι είναι Τούρκοι, τουρκιστές και θα παραµείνουν τουρκιστές. Για αυτούς, ο τουρκισµός όσο είναι θέµα αίµατος, είναι και θέµα κουλτούρας και συνείδησης. «εν είµαστε τουρκιστές που συρρικνώνονται και συρρικνώνουν τα σύνορα της χώρας, είµαστε τουρκιστές που αυξάνουν [τα εδάφη της χώρας], και προς αυτή την κατεύθυνση θα εργαζόµαστε πάντοτε» 60. Όπως ορθά παρατηρεί ο καθηγητής Landan, «κατά τη διάρκεια αυτών των ετών οι παντουρκιστές στην Τουρκία αύξησαν φανερά τις δραστηριότητές τους και εντατικοποίησαν την προπαγάνδα τους. Ένας οφθαλµοφανής στόχος ήταν οι Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι προς τα τέλη της δεκαετίας του 1940 είχαν δείξει αυξηµένη πολιτικοποίηση ως αντίδραση στην αυξανόµενη απαίτηση των Ελληνοκυπρίων για Ένωση. Αυτό έγινε δηµοφιλές θέµα στην Τουρκία να διαδηλώσουν και να γράψουν για την υπόθεση» 61. Ο εθνικισµός Ελληνικός και Τουρκικός από τη δηµιουργία του, κουβαλούσε ανταγωνιστικά στοιχεία. Ο Ελληνικός εθνικισµός διαµορφώθηκε µέσα από τον αγώνα ενάντια στην Οθωµανική Αυτοκρατορία, ενώ ο Τουρκικός, ως αντίδραση στη Μεγάλη Ιδέα. Για αυτούς τους λόγους, ο εθνικισµός φθάνοντας στην Κύπρο, µετέφερε µαζί του συγκρουόµενα στοιχεία, τα οποία εµπόδιζαν τον κάθε Κύπριο κοντά στα 1960, να ταυτιστεί µε τον τόπο του. Οι κάτοικοι της Κύπρου δεν αποτελούσαν ένα κοµµάτι του τόπου, αποτελούσαν απλώς προέκταση του Ελληνικού και Τουρκικού έθνους. Άλλωστε, αυτή η αποµάκρυνση και η διαρκώς συνεχιζόµενη αντιπαλότητα των δύο κοινοτήτων φαίνεται και από µία δήλωση του Τουρκοκύπριου διπλωµάτη Οζντεµίρ Οζκιούρ, η οποία τελείωνε ως εξής: «Το πρόβληµα της Κύπρου δεν είναι αποτέλεσµα θρησκευτικών διαφορών, αλλά κυρίως πολιτικής και κουλτούρας. Επηρεάστηκε και χειροτέρεψε µε την έξαρση του εθνικισµού και από τις δύο πλευρές, πρώτα από τους Ελληνοκύπριους και έπειτα σαν αντίδραση, από τους Τουρκοκύπριους. Αν και όταν συµφωνήσουν στα βασικά πολιτικά ζητήµατα, θα µπορέσουν να ζήσουν πάλι φιλικά» 62. Ο ανταγωνιστικός εθνικισµός, κληροδότησε αρκετά κακά και στις δύο κοινότητες. Τους έσπασε το ηθικό, έπαψαν να χρησιµοποιούν το µυαλό, τους κατάντησε µονόφθαλµους, περιόρισε τη συνείδηση εντός των συνόρων της εθνικής τους οµάδας. Παρά την εθνικιστική λογική, τα κράτη λειτουργούν και συντηρούνται µέσα σε συγκεκριµένα γεωγραφικά σύνορα. Η ύπαρξη εθνικών, θρησκευτικών, γλωσσικών, ιστορικών συγγενειών µιας εθνικής οµάδας µε ένα κράτος δεν σηµαίνει κατ ανάγκην και ενσωµάτωση αυτής της οµάδας στο κράτος. Η εθνικιστική προσπάθεια δεν κατάφερε να αλλάξει την ιστορικογεωγραφική πραγµατικότητα της Κύπρου. Η Ελληνική και Τουρκική ιστορική θεώρηση καθόριζαν την πολιτική θέληση για Ένωση και ιχοτόµηση αντίστοιχα, όπως εξάλλου και οι δύο πολιτιστικές θεωρήσεις επανακαθόρισαν τις εθνικές ταυτότητες. Συµπερασµατικά, αν οι δύο κοινότητες της Κύπρου είχαν διεξαγάγει έναν κοινό και σκληρό αντιαποικιακό αγώνα, θα µπορούσαν να αµβλυνθούν οι εθνικές διαφορές των δύο κοινοτήτων. Ποτέ δεν προσπάθησαν να δηµιουργήσουν ένα κυπριακό κράτος µε το οποίο οι Κύπριοι να ταυτίζονται. Οι προσπάθειες τους η προσπάθεια παρατηρείται εντονότερη στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, να ενωθούν µε το έθνος τους, απέβησαν 60 Niyazi Kizilyürek, ό.π., σελ Jacob M. Landan, Pan-Turkism, p Indiana University Press, Οζντεµίρ Οζκιούρ «Έλληνες, Τούρκοι και Θρησκεία στην Κύπρο». Κυπριακή Νοµική Επιθεώρηση Ιουλίου εκεµβρίου 1993 (3,4). 26

28 άκαρπες. Μπορεί µεν, τα εθνικά κράτη να παρενέβησαν στην Κύπρο, αλλά δεν κατέστη δυνατή η ένωση είτε µε το ελληνικό είτε µε το τουρκικό έθνος. Ταυτόχρονα ωστόσο, οι Κύπριοι δεν αφοµοιώθηκαν πλήρως από την Ελλάδα και την Τουρκία. Προσπαθούσαν να ενωθούν µε ένα άλλο κράτος, του οποίου την ιστορία θεωρούσαν δική τους. Αποτέλεσµα οι άνθρωποι του νησιού να µείνουν µετέωροι και να αντιµετωπίζουν µια κρίση ταυτότητας όσον αφορά τις εθνικές τους διαφορές. ιευκόλυναν τον ανταγωνισµό µεταξύ των δύο κοινοτήτων που οδηγούσε σε σύγκρουση ταυτότητας µεταξύ τους. εν έγιναν απόλυτα ανεξάρτητοι αλλά ούτε και αποτέλεσαν ποτέ προέκταση των εθνών τους. ΤΟ ΕΝΩΤΙΚΟ ΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ 27

29 ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ Ε.Ο.Κ.Α.ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ 28

30 ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ( ) «Όταν πλησίαζε ένα πλοίο στα ακρογιάλια µας, εκείνες τις µέρες, όλοι µαζί, φεύγαµε στα βουνά µετά όλοι µαζί επιστρέφαµε στο ακρογιάλι διστακτικοί. Τι πλοίο είναι αυτό, λέγαµε. Μα ούτε εµείς, ούτε εκείνοι ξέραµε. Βγαίνοντας από τα χωριά οι άνθρωποι θα αντιµετώπιζαν τις συγκρούσεις ανάµεσα στους Τούρκους και τους Ρωµιούς που ξεκίνησαν στη Λευκωσία έτσι θα συγκρούονταν αλλιώτικα πια οι άνθρωποι στις δουλειές τους, σπάνια θα βρίσκονταν πια στα τραπέζια του πιοτού και θα λιγόστευαν οι ανταλλαγές επισκέψεων και όταν συγκρούονταν στα χωριά θα έτρεχαν και από τα γύρω χωριά για να υποστηρίξουν τους δικούς τους. Έτσι τους έπαιρναν µε ταχύτητα εκεί που έφτασαν σήµερα» 63. Όταν δόθηκε µια σχετική ανεξαρτησία στους Κύπριους το 1960, τα δύο κύρια στοιχεία του πληθυσµού είχαν εντελώς διαφορετικές πολιτικές κατασκευές. Οι Ελληνοκύπριοι, ποτέ δεν ανήκαν στην άρχουσα τάξη και γνώρισαν µόνο πολιτική καταδίωξη και προσβολή των πόθων τους. Παράλληλα, παρά τη δηµιουργία της Κυπριακής ηµοκρατίας, η Τουρκία δεν παραιτείται από τα διαµελιστικά της σχέδια στο νησί. Κατά την περίοδο , οι σχέσεις µεταξύ των δύο κοινοτήτων επιδεινώθηκαν µε την έκρηξη βίας. Το 1963 εκδηλώνεται ανταρσία Τουρκοκυπρίων εξτρεµιστών εναντίον του κράτους και προωθείται η αυτοαποµόνωση του Τουρκοκυπριακού πληθυσµού σε θύλακες. Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΠΩΣ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΟ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ Η εµφάνιση του κράτους αποτελεί φυσικό φαινόµενο της έµφυτης κοινωνικότητας του ανθρώπου η οποία επιβάλλει αυτόµατα την κοινωνική συµβίωση. Η χρονική περίοδος είναι ιδιαίτερα σηµαντική από την άποψη της κοινοβουλευτικής ιστορίας, επειδή αποτελεί τη µοναδική ιστορικά περίοδο κατά την οποία εφαρµόστηκε αυτούσιο το Κυπριακό Σύνταγµα του 1960 και κατά την οποία οι Ελληνοκύπριοι συνυπήρξαν κοινοβουλευτικά µε τους Τουρκοκύπριους. Οι συµφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου του 1959 υπερψηφίστηκαν και από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση, παρά τις έντονες επικρίσεις Ινονού και Ετζεβίτ ότι µε αυτές η Τουρκία παραιτήθηκε από το αίτηµα για διχοτόµηση. Κριτική, στην οποία ο Υπουργός Εξωτερικών Ζορλού απάντησε: «εν κάναµε καµιά θυσία παραιτούµενοι από τη διχοτόµηση, µε τη µορφή που παραιτηθήκαµε. Γιατί, αντί να αποδυθούµε σε ένα µακροχρόνιο αγώνα µε την Ελλάδα, εξασφαλίσαµε την κυριαρχία και διαφέντεψη όλης 63 Arif Hasan Tahsin Ayni Yolu Yürüyenler farkli yerlere varamazlar Cilt II. Söz Yayincilik, Lefkosa [Όσοι βαδίζουν στον ίδιο δρόµο δεν µπορούν να φτάσουν σε διαφορετικά σηµεία], τ. ΙΙ, Λευκωσία

31 της µεγαλονήσου από την τουρκική κοινότητα. Εκτός αυτού, εξασφαλίσαµε την ασφάλεια της τουρκικής πατρίδας» 64. Καταληκτικό αποτέλεσµα των συµφωνιών Ζυρίχης Λονδίνου, από τις τρεις συµβαλλόµενες δυνάµεις Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία, υπήρξε η υπογραφή του Συντάγµατος της Κυπριακής ηµοκρατίας το Το Κυπριακό Σύνταγµα, το οποίο αποτελεί τη βασική διάρθρωση της ηµοκρατίας της Κύπρου, είναι ένα από τα εκτενέστερα Συντάγµατα του κόσµου µε 199 άρθρα και 3 παραρτήµατα και περιέχει λεπτοµερειακές διατάξεις που συνήθως δεν συναντώνται σε συνταγµατικά κείµενα 65. Όπως έχει αναφερθεί από τον καθηγητή De Smith, «το Κυπριακό Σύνταγµα είναι πιθανώς το πιο άκαµπτο Σύνταγµα του κόσµου. Είναι ασφαλώς το πιο λεπτοµερειακό και το πιο περίπλοκο. Σταθµίζεται από ανακοπές και εξισορροπήσεις, διαδικαστικές και ουσιαστικές εγγυήσεις, διασφαλίσεις και απαγορεύσεις. Η συνταγµατική αντίληψη βαδίζει παράλληλα µε το κοινοτικό πνεύµα. Η διακυβέρνηση της ηµοκρατίας οφείλει να εξακολουθήσει, αλλά ουδέποτε εκλεγµένοι αντιπρόσωποι της πολιτικής πλειοψηφίας αντιµετώπισαν τόσα τροµακτικά εµπόδια που τους δηµιούργησε ο συντακτικός νοµοθέτης» 66. Χαρακτηριστικότερη ιδιοµορφία του Κυπριακού Συντάγµατος αποτελεί η ολοκληρωτική απουσία της λέξης λαός, µια έλλειψη η οποία δεν είναι τυχαία. Η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας αντικαθίσταται από τη δυαδική αρχή, η οποία είναι η σηµαντικότερη αρχή του Κυπριακού Συντάγµατος και βρίσκεται εµποτισµένη σχεδόν σε κάθε ουσιαστική διάταξή του 67. Έτσι, το Κυπριακό Σύνταγµα, στηρίζεται στην κοινή πολιτική λειτουργία δύο αριθµητικά άνισων κοινοτήτων, της Ελληνικής και της Τουρκικής, χωρίς όµως να µπορεί να διασφαλίσει µε οποιοδήποτε τρόπο τη ρύθµιση και επίλυση των διαφορών τους στην περίπτωση κατά την οποία η µία από τις δύο κοινότητες αρνούνται να συνεργαστούν. Ενώ φαινοµενικά το Σύνταγµα είχε σχεδιαστεί για να ικανοποιηθούν τα αιτήµατα και οι ανάγκες των δύο κοινοτήτων και να επιτευχθεί µια ισορροπία δυνάµεων ανάµεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους στην Κύπρο, εκείνο που επιτεύχθηκε τελικά ήταν η θεσµοποίηση του διαχωρισµού των δύο κοινοτήτων και η ανάπτυξη εντονότερου εθνικού ανταγωνισµού µεταξύ τους. Οι περισσότερες διατάξεις του, περιείχαν διαχωριστικά στοιχεία που αντί να αµβλύνουν τις εθνικές διαφορές, συντέλεσαν στην παγίωση και τη διαιώνιση της κοινοτικής διάστασης. Οι ίδιες πρόνοιες που συνιστούσαν περιορισµούς στην Ανεξαρτησία της Κύπρου, έγιναν συγχρόνως κεκτηµένα δικαιώµατα για τους Τουρκοκύπριους. Τα στοιχεία που εµφανίζονται ως περιορισµοί στην Ανεξαρτησία της Κύπρου, µπορούσαν να εµφανισθούν ως εγγυήσεις για τους Τουρκοκύπριους. Προβληµατικότερη όµως έκφανση στο Κυπριακό Σύνταγµα, αποτέλεσε η απαγόρευση αναθεώρησης του Συντάγµατος, γιατί καµιά κοινωνία δεν µπορεί να φτιάξει ένα Σύνταγµα ή ένα νόµο που να ισχύουν για πάντα 68. Η Βουλή του 1960 λειτούργησε µέχρι το 1963, µέσα σε ένα ιδιαίτερα ιδιόµορφο συνταγµατικό πλαίσιο, το οποίο αναφερόταν στην κοινοβουλευτική συνύπαρξη δύο συνταγµατικά προβλεπόµενων ως αντιµαχόµενων κοινοτήτων, της Ελληνικής και της Τουρκικής. Οι βουλευτές δεν καλούνταν, σύµφωνα µε το Σύνταγµα, να εκπροσωπήσουν 64 Νεοκλής Σαρρής, «Η άλλη πλευρά», Τόµος εύτερος, Βιβλίο Α, σελ Εκδόσεις Γραµµή, Αθήνα Τορναρίτης Γ. Κρίτων, «Ιδιορρυθµίες του Κυπριακού Συντάγµατος και Επιπτώσεις στην οµαλή λειτουργία του Κράτους». Λευκωσία De Smith The new commonwealth and its constitutions, p. 285, London Γιώργος Παπαδηµητρίου «Το Συνταγµατικό Πρόβληµα της Κυπριακής ηµοκρατίας», Νοµικό Βήµα, τόµος 23 (1975). Σελ Τσάτσος. Θεµιστοκλής, «Παρατηρήσεις επί του Κυπριακού Συντάγµατος», σελ. 57. Εκδόσεις: Το Νοµικόν, Αθήναι

32 το σύνολο του κυπριακού λαού, αλλά τις κοινότητές τους και τα αντιπαρατιθέµενα συµφέροντα και επιδιώξεις τους. Το συνταγµατικό αυτό πλαίσιο περιόριζε, εποµένως, ασφυκτικά τις φιλότιµες προσπάθειες των βουλευτών, αµφοτέρων των κοινοτήτων να αναζητήσουν την κοινοβουλευτική τους ταυτότητα. Οι κρίσιµες διατάξεις των συµφωνιών Ζυρίχης Λονδίνου, οι οποίες αφορούσαν το δικοινοτικό χαρακτήρα της Κυπριακής ηµοκρατίας, αποτελούσαν ως συνέπεια το πεδίο µάχης των δύο αντιπαρατιθέµενων κοινοτήτων, έκαστη από τις οποίες είχε διαφορετική προσέγγιση σε σχέση µε τις διατάξεις αυτές. Το Σύνταγµα του 1960, δηµιουργούσε ανάµεσα στις δύο κοινότητες ένα συγκρουσιακό θεσµικό πλαίσιο, το οποίο όµως για να λειτουργήσει προαπαιτούσε την απόλυτη συναίνεση των πολιτικών δρώντων. εν θα ήταν εποµένως υπερβολή να λεχθεί, ότι αυτή «η εσωτερική αντίφαση καθιστούσε εκ προοιµίου ατελέσφορες τις προσπάθειες των βουλευτών για κοινοβουλευτική ενότητα» 69. Οι διαπιστώσεις αυτές, δεν καθιστούν αδιάφορα τα υπόλοιπα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κοινοβουλευτικής ταυτότητας της Βουλής του Αντιθέτως, θα µπορούσε να λεχθεί ότι τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά, συνέτειναν στην ανάπτυξη της συγκρουσιακής σχέσης µεταξύ των δύο κοινοτήτων και καταδεικνύουν µια σοβαρότατη «αβλεψία» 70, στο µέτρο που δεν αποτελούσε σκοπιµότητα των εµπνευστών του ζυριχικού Συντάγµατος. Το γεγονός, δηλαδή, ότι οι υφιστάµενες κοινωνικές δοµές αδυνατούσαν εκ των πραγµάτων να ανατρέψουν το συνταγµατικά προβλεπόµενο συγκρουσιακό καθεστώς προς όφελος των ιδεατών αξιών της συνεργασίας και της εµπιστοσύνης. Η εφαρµογή του Συντάγµατος, δηµιούργησε δυσκολίες και προβλήµατα, που σε µικρό χρονικό διάστηµα οδήγησαν σε «συνταγµατική κρίση» 71. Οι κύριες αφορµές προστριβών ήταν η εφαρµογή της αναλογίας 70 προς 30 στη ηµόσια Υπηρεσία, οι χωριστές πλειοψηφίες στη Βουλή, το βέτο του Τούρκου Αντιπροέδρου και τα χωριστά δηµαρχεία. Πρόδροµος της κρίσης του 1963, υπήρξε το θέµα της λειτουργίας της ηµόσιας Υπηρεσίας. Σύµφωνα µε το άρθρο 123 του Συντάγµατος, η ηµόσια Υπηρεσία αποτελείται από Ελληνοκύπριους σε ποσοστό 70% και Τουρκοκύπριους στο 30%. Η διάταξη αυτή, αποτέλεσε µια διαρκή πηγή συγκρούσεων µεταξύ των δύο κοινοτήτων. Οι Τουρκοκύπριοι θεωρούσαν απαραίτητη την άµεση εφαρµογή για «τη διασφάλιση της επαρκούς αντιπροσώπευσης της Τουρκικής Κοινότητας σε όλα τα επίπεδα της κυβερνητικής δραστηριότητας» 72. Οι Τουρκοκύπριοι υποστήριξαν την άποψη, ότι η σχετική συνταγµατική διάταξη έπρεπε να εφαρµοστεί µε γραµµατική ερµηνεία, έτσι ώστε η κοινότητά τους να εξασφαλίσει την αντιπροσώπευσή της, σε όλα τα επίπεδα της κυβέρνησης. Αντίθετα, οι Ελληνοκύπριοι θεωρούσαν ότι η εφαρµογή αυτής της διάταξης ήταν ανεπιεικής, εφόσον η πρόσληψη ενός προσώπου εξαρτιόταν από την εθνική του καταγωγή, τα θρησκευτικά του πιστεύω και όχι από την ικανότητά του ή τα προσόντα του. Θεωρούσαν ακόµα πως η διάταξη δεν µπορούσε να εφαρµοστεί άµεσα, γιατί θα οδηγούσε σε διάκριση εναντίον τους και πιθανόν, θα προξενούσε την απώλεια εργασίας για αριθµό προσοντούχων Ελληνοκυπρίων, αφού περισσότερο από το 70% της ηµόσιας Υπηρεσίας, µέχρι το 1960, ήταν στελεχωµένο µε Ελληνοκύπριους. Πράγµατι, η διάταξη 69 Αχιλλέας Κ. Αιµιλιανίδης «Κοινοβουλευτική Συνύπαρξη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ( ), σελ Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία Ευάγγελος Αβέρωφ, «Ιστορία Χαµένων Ευκαιριών, Κυπριακό , τόµος Β, σελ Αθήνα Γιάννος Ν. Κρανιδιώτης «Το Κυπριακό Πρόβληµα. Η ανάµειξη του ΟΗΕ και οι ξένες επεµβάσεις στην Κύπρο », σελ. 37. Εκδόσεις Θεµέλιο, Αθήνα The Turkish Communal Chamber, the Turkish Case: 70:30 and the Greek Tactics, p. 5. Nicosia: Halkin Sesi Press

33 αυτή δεν µπόρεσε να εφαρµοστεί απόλυτα. Ανεξάρτητα από την καλή θέληση που θα επεδείκνυαν οι δύο πλευρές ως προς το ζήτηµα της στελέχωσης της ηµόσιας Υπηρεσίας, το πρόβληµα δεν θα µπορούσε να επιλυθεί ακριβώς, επειδή και οι δύο πλευρές είχαν δίκιο ως προς τη δική τους οπτική. Έτσι, οι Τουρκοκύπριοι προσέφυγαν στο Ανώτατο ικαστήριο. Λόγω όµως της ιδιάζουσας σύνθεσης του ικαστηρίου 73, δεν µπόρεσε τελικά να εκδοθεί οριστική απόφαση, µε αποτέλεσµα να διαιωνίζεται η εκκρεµότητα και η ένταση. Όσον αφορά, την εφαρµογή της πρόνοιας των ξεχωριστών πλειοψηφιών του Συντάγµατος, το πρόβληµα δηµιουργήθηκε όταν χρειάστηκε να ανανεωθεί η υφιστάµενη φορολογική νοµοθεσία. Επειδή οι δύο κοινότητες υποστήριζαν διαφορετικές απόψεις στη Βουλή, ενόψει του αδιεξόδου, το Υπουργικό Συµβούλιο πρότεινε την παράταση της υφιστάµενης νοµοθεσίας. Η τουρκοκυπριακή όµως κοινότητα εναντιώθηκε σε αυτή την εισήγηση, των Ελλήνων Υπουργών, µε αποτέλεσµα η πολιτεία να µείνει χωρίς φορολογική νοµοθεσία. Οι δύο κοινότητες, κατέφυγαν τότε στις αντίστοιχες κοινοτικές συνελεύσεις, οι οποίες ψήφισαν χωριστούς φορολογικούς νόµους για κάθε κοινότητα. Μια έντονη διαµάχη αναφορικά µε ένα τόσο ασήµαντο θέµα, φανερώνει την τραγικότητα που διέπει τις σχέσεις των δύο πλευρών. Η προσφυγή αυτή στις δύο κοινοτικές συνελεύσεις, µεγιστοποίησε ακόµη περισσότερο την ένταση µεταξύ Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου και συνέβαλε στην περαιτέρω υπονόµευση της ενότητας του κράτους. Μια άλλη αφορµή προστριβών, ήταν η συνταγµατική πρόνοια για το δικαίωµα αρνησικυρίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της ηµοκρατίας (άρθρο 50). Το πρόβληµα ανέκυψε οξύτατο όταν επρόκειτο να ληφθεί απόφαση για την αναγκαιότητα συγκρότησης ή µη κυπριακού στρατού. Η ελληνική πλευρά υποστήριξε τότε, ότι ο στρατός έπρεπε να είναι ενιαίος και µεικτός (από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους), ενώ αντίθετα η τουρκική πλευρά υποστήριξε ότι έπρεπε να υπάρχουν δύο χωριστά στρατιωτικά σώµατα των Ελληνοκυπρίων και ένα των Τουρκοκυπρίων. Το Υπουργικό Συµβούλιο υποστήριξε την άποψη του µεικτού στρατού. Όµως ο Τούρκος Αντιπρόεδρος, Fazil Kuchuk, χρησιµοποίησε το δικαίωµα του βέτο για να ακυρώσει την απόφαση αυτή. Αντιδρώντας ο Έλληνας Πρόεδρος της ηµοκρατίας διακήρυξε ότι, εφόσον υπήρχαν αυτές οι διαφωνίες, δεν χρειαζόταν καθόλου η ίδρυση κυπριακού στρατού και το θέµα έµεινε πάλι εκκρεµές. Άλλη αφορµή διενέξεων υπήρξε η διάταξη για χωριστά δηµαρχεία. Το Σύνταγµα προνοούσε τη σύσταση χωριστών δηµοτικών αρχών για κάθε κοινότητα στις πέντε µεγαλύτερες πόλεις της ηµοκρατίας (άρθρο 173) της Λευκωσίας, της Λεµεσού, της Αµµοχώστου, της Λάρνακας και της Πάφου, υπό τον όρο ότι ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της ηµοκρατίας θα εξέταζαν από τη θέση της ισχύος του Συντάγµατος, κατά πόσο ο χωρισµός των δήµων θα συνεχισθεί ή όχι. Για τους Ελληνοκύπριους, η διάταξη αυτή ήταν εντελώς ανεπιθύµητη, γιατί οι χωριστοί δήµοι αποτελούσαν µια άκρως διχοτοµική διάταξη 74, η οποία ευνοούσε την τουρκική επιθυµία για οριστική διχοτόµηση, µια διχοτόµηση που ήταν αδύνατο να επιτευχθεί όσο δεν υπήρχε εδαφικός διαχωρισµός των δύο κοινοτήτων. Από την άλλη οι Τουρκοκύπριοι, έβλεπαν τους χωριστούς δήµους ως µια σηµαντική ευκαιρία να αυτονοµηθούν από την κυρίαρχη ελληνική κοινότητα. Οι χωριστές εξουσίες ως προς τους δήµους, θα ισχυροποιούσαν την Τουρκική Κοινότητα σε 73 Το Ανώτατο ικαστήριο αποτελείται από έναν ουδέτερο (που δεν είναι Έλληνας, Τούρκος ή Άγγλος) ως Πρόεδρο, δύο Έλληνες και ένα Τούρκο δικαστή, οι οποίοι διορίζονται από κοινού από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της ηµοκρατίας. (Άρθρο 153). Η ψήφος του Προέδρου υπερνικά σε περίπτωση ισοψηφίας. 74 Τερλεξής Πανταζής «ιπλωµατία και Πολιτική του Κυπριακού», σελ. 37. Εκδόσεις Ράππα, Αθήναι

34 περίπτωση κρίσεων, ενώ θα επέτρεπαν την άσκηση συνεχών πιέσεων προς την ελληνική πλειοψηφία 75. Προεξάρχουσα, εποµένως, έννοια της κοινοβουλευτικής πολιτικής ταυτότητας αποτέλεσε η συγκρουσιακή σχέση µεταξύ των δύο κοινοτήτων. Η συγκρουσιακή σχέση επικράτησε, αν και οι δύο κοινότητες συνεργάζονταν κατά γενική οµολογία αρµονικά στα υπόλοιπα ζητήµατα, φθάνοντας µέχρι το σηµείο να συνάψουν µικτές κοινοβουλευτικές συµµαχίες σε ορισµένα θέµατα 76. Όπως αναγνώρισε σε ανύποπτο χρόνο, ο Τουρκοκύπριος βουλευτής Χαλήτ Αλή Ριζά, «παρόλα όσα συµβαίνουν στις εργασίες της Βουλής γενικά, πολλά προβλήµατα έχουν επιλυθεί µεταξύ των Ελληνικών και των Τουρκικών µελών. Γνωρίζουµε όλοι µας µε ποιο τρόπο διεξάγονται οι εργασίες, ιδιαιτέρως στις Επιτροπές. Ας λέει ο καθένας ό,τι θέλει. Εγώ είµαι της γνώµης ότι η Βουλή µας προσπάθησε να εκτελέσει καλά το καθήκον της και σε αυτό έχει πετύχει» 77. Οι δύο κοινότητες δεν µπόρεσαν, παρόλα αυτά, να υπερβούν το διαχωρισµό που τους επέβαλε το ίδιο το συνταγµατικό πλαίσιο, ώστε να λειτουργήσουν πρώτα ως βουλευτές ολόκληρου του λαού και δευτερευόντως ως βουλευτές της κοινότητάς τους. Το συνταγµατικό πλαίσιο οδηγούσε ουσιαστικά τους βουλευτές των δύο κοινοτήτων να επιλέγουν την αποχή, ακόµα σε ζητήµατα για τα οποία είχαν δικαίωµα ψήφου, εφόσον θεωρούσαν ότι τα ζητήµατα αυτά αφορούσαν αποκλειστικά την άλλη κοινότητα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας, για την αφαίρεση της βουλευτικής ιδιότητας από το βουλευτή της ελληνικής κοινότητας Λεύκιο Ροδοσθένους, µετά από απόφαση της Βουλής ότι διέπραξε αδικήµατα ατιµωτικής φύσεως ή ηθικής αισχρότητας, τα 2/3 των βουλευτών της τουρκικής κοινότητας ήταν απόντα από την ψηφοφορία, αν και είχαν συνταγµατικό δικαίωµα να ψηφίσουν, ενώ οι Τούρκοι βουλευτές που ψήφισαν, έριξαν, σύµφωνα µε όλες τις ενδείξεις, λευκή ψήφο 78. Η δηµιουργία ενός κράτους το οποίο δεν στηρίζεται στην εθνική οµοιογένεια, αλλά στο δικοινοτισµό, για να λειτουργήσει απαιτεί τη σύµφωνη γνώµη των κοινοτήτων σε όλα τα στάδια. Κάτι τέτοιο όµως δεν συνέβαινε στην περίπτωση της Κύπρου. Το Ζυριχικό Πολιτειακό µοντέλο, το οποίο επιβλήθηκε στον κυπριακό λαό, αποδείχτηκε ανεφάρµοστο. Αντί να γεφυρώνει τις εθνικές διαφορές, δηµιουργώντας τις αναγκαίες προϋποθέσεις για µια ανοιχτή κοινωνική επικοινωνία, οι συµφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου, θεσµοθέτησαν τις εθνικές διαφοροποιήσεις προκαλώντας προστριβές, εχθρότητα και υποψία. Οι διαχωριστικές διατάξεις του Συντάγµατος ήταν πολλές. Οι δυσκολίες στην εφαρµογή τους προκαλούσαν µια συνεχή αντίθεση και δυσαρµονία. Στη δυσαρµονία αυτή, συντέλεσε και η ατµόσφαιρα γενικά και το ψυχολογικό κλίµα, που δηµιουργήθηκε αµέσως µετά την ανεξαρτησία. Για τους Έλληνες, που είχαν ξεκινήσει έναν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, το καθεστώς που δηµιούργησαν οι Συµφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου, σε καµιά περίπτωση δεν θα µπορούσε να θεωρηθεί ότι εκπλήρωνε τους εθνικούς τους πόθους. Είναι γεγονός, ότι οι Ελληνοκύπριοι αισθάνονταν ιδιαίτερα ενοχληµένοι από τις ρυθµίσεις του ζυριχικού Συντάγµατος και την επιµονή των 75 Kyriakides Stanley, Cyprus: Constitutionalism and Crisis Government, p. 98. University of Pensylvania Press, Philadelphia Βλ. ενδεικτικά τις συνεδρίες της 13 ης και 21 ης Απριλίου 1961, κατά τις οποίες Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι συµµάχησαν, διαφωνώντας µε ετέρους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Κυπριακή ηµοκρατία, Πρακτικά της Βουλής των Αντιπροσώπων, τόµος ΙΙ, Α Βουλευτική Περίοδος, Σύνοδος Α (1 Ιανουαρίου 15 Αυγούστου 1961), σελ Λευκωσία Κυπριακή ηµοκρατία, Πρακτικά της Βουλής των Αντιπροσώπων, τόµος ΙΙ, Α Βουλευτική Περίοδος, Σύνοδος Β (1 Ιανουαρίου 15 Αυγούστου 1962), σελ Λευκωσία Κυπριακή ηµοκρατία, Πρακτικά της Βουλής των Αντιπροσώπων, τόµος Ι, Α Βουλευτική Περίοδος, Σύνοδος Α (1 Ιανουαρίου 15 Αυγούστου 1961), σελ Λευκωσία Η απόφαση λήφθηκε µε 22 ψήφους υπέρ, 10 κατά και 5 αποχές. 33

35 Τούρκων βουλευτών να τις εφαρµόσουν άµεσα και κατά γράµµα, εξυπηρετώντας κατά την οπτική των Τουρκοκυπρίων, τα διχοτοµικά τους σχέδια. εν ήταν, εποµένως, διατεθειµένοι να παραχωρήσουν οποιαδήποτε επιπλέον δικαιώµατα, τα οποία υπερέβαιναν την πληθυσµιακή αναλογία και τα οποία δεν προβλέπονταν ρητά από το Σύνταγµα. Οι Ελληνοκύπριοι γνώριζαν ότι η παραχώρηση οικονοµικών οφελών σε αναλογία 70%:30%, θα συνιστούσε µε τη συνταγµατική λογική, κεκτηµένο τουρκοκυπριακό δικαίωµα. Τα συνταγµατικά προνόµια που απολάµβαναν οι Τουρκοκύπριοι, είχαν ως αποτέλεσµα, οι Ελληνοκύπριοι να ακολουθήσουν επιφυλακτική στάση και να αποφεύγουν τις πρόσθετες παραχωρήσεις προς την αντίστοιχη τουρκική κοινότητα. Αντίθετα οι Τουρκοκύπριοι, παρόλο που δεν πήραν µέρος στον αντιαποικιακό αγώνα, κέρδισαν από τις συµφωνίες πολύ περισσότερα από αυτά που περίµεναν. Ήταν λοιπόν αποφασισµένοι, να διαφυλάξουν και να προστατέψουν την προνοµιακή τους κατάσταση, πιέζοντας συνεχώς για πλήρη διασφάλιση αυτών των δικαιωµάτων. Έτσι, η αποδοχή των Συµφωνιών, σήµαινε για τους Ελληνοκύπριους, όχι µόνο απεµπόληση του δικαιώµατος της αυτοδιάθεσης αλλά και παραχώρηση προνοµιακού καθεστώτος στην τουρκοκυπριακή µειονότητα που αποκτούσε συνταγµατικά δικαιώµατα τελείως δυσανάλογα µε τη δηµογραφική της υπόσταση. Το πλέγµα των Συµφωνιών στόχευε στη δηµιουργία µιας λεπτής ισορροπίας µεταξύ των δυνάµεων και των συµφερόντων στην Κύπρο, µε αυστηρές διατάξεις διαχωριστικού χαρακτήρα µεταξύ των δύο κοινοτήτων, έτσι ώστε να µην επιβάλλεται η µια κοινότητα πάνω στην άλλη. Το αποτέλεσµα όµως ήταν, να αναδειχθεί η τουρκοκυπριακή µειονότητα σε κοινότητα, αποκτώντας περισσότερα δικαιώµατα από όσα αντιστοιχούσαν στην πληθυσµιακή της αναλογία, ενώ η ελληνοκυπριακή πλειοψηφία είχε περιορισµένα δικαιώµατα. Το καθεστώς αυτό, επέφερε µια µορφή δεσµευµένης ανεξαρτησίας στην Κύπρο ενώ παρέβλεπε σηµαντικά δηµοκρατικά δικαιώµατα. Το συνταγµατικό πλαίσιο οδηγούσε στην πραγµατικότητα σε µία αντιφατική κατάσταση. Ενώ οι Τουρκοκύπριοι είχαν την άµεση ανάγκη των Ελληνοκυπρίων από οικονοµικής απόψεως, το Σύνταγµα δηµιουργούσε ένα συγκρουσιακό πλαίσιο, που καθιστούσε τις δύο πλευρές φειδωλές ως προς την αναγνώριση δικαιωµάτων προς όφελος της άλλης κοινότητας. Όµως, για να λειτουργήσει αρµονικά µια συνεργασία, απαιτούνται σχέσεις εµπιστοσύνης και όχι σύγκρουσης. Οι δύο κοινότητες, έχοντας εκ των πραγµάτων αντίθετους στόχους και οπτικές, βρέθηκαν εγκλωβισµένες σε µία συγκρουσιακή λειτουργία, ένα γεγονός που καθιστούσε την οριστική διάλυση του κράτους αναπόφευκτη. Οι Συµφωνίες του 1960, ήταν ένας συµβιβασµός στον οποίο συµφώνησαν οι Έλληνες και οι Τούρκοι της Κύπρου χωρίς να πιστέψουν σε αυτόν. Οι Ελληνοκύπριοι που είχαν ξεκινήσει τον αγώνα για την Ένωση, έβλεπαν την ανεξαρτησία του 1960 ως έναν ενδιάµεσο σταθµό που θα τους οδηγούσε αργότερα στην πραγµάτωση των εθνικών τους πόθων. Αντίστοιχα, οι Τουρκοκύπριοι που επιδίωκαν τη διχοτόµηση της Κύπρου έβλεπαν µε τη σειρά τους τις Συνθήκες Ζυρίχης Λονδίνου ως το ενδιάµεσο στάδιο που θα τους οδηγούσε στον τελικό τους στόχο. Το αποτέλεσµα ήταν ότι οι δύο κοινότητες αντί να συνεργαστούν, στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος, ανέπτυξαν καχυποψία και έλλειψη εµπιστοσύνης µεταξύ τους, κάτι που επέτειναν και οι διαχωριστικές διατάξεις του Συντάγµατος. Οι συµφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου και το βασισµένο σε αυτές Κυπριακό Σύνταγµα του 1960, δηµιούργησαν µια παράδοξη συνταγµατική τάξη. Η κοινοβουλευτική και κατ επέκταση κοινωνικοπολιτική συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων, προϋπέθετε τη σύγκρουση δύο άνισων και αντιπαρατιθέµενων πολιτικών οντοτήτων, τις οποίες αποτελούσαν οι δύο κοινότητες. Η σύγκρουση αυτή όµως θα έπρεπε να διεξάγεται µε τη µέγιστη δυνατή συναίνεση µεταξύ των δύο κοινοτήτων, διαφορετικά το όλο συνταγµατικό οικοδόµηµα κινδύνευε άµεσα µε κατάρρευση. 34

36 Πως είναι όµως εφικτή η επίδειξη ύψιστης συναίνεσης µεταξύ των δύο κοινοτήτων οι οποίες εκ προοιµίου έχουν διαφορετικούς στόχους και προοπτικές; Και πως καθίσταται στην πραγµατικότητα εφικτή η επίτευξη της κοινωνικοπολιτικής αυτής συναίνεσης από την στιγµή που οι δύο κοινότητες θεωρούνται από το ίδιο το συνταγµατικό πλαίσιο ως αντιµαχόµενες και καλούνται να αντιµετωπίζουν η µία την άλλη µε τη µέγιστη δυνατή επιφύλαξη; Οι εµπνευστές του Συντάγµατος, δηµιούργησαν ένα Σύνταγµα φτιαγµένο ως θεωρητική κατασκευή ικανοποίησης συµφερόντων. Όταν όµως αληθινοί πολίτες ενός κυρίαρχου κράτους, το οποίο δεν είχε λόγο στη δηµιουργία του συνταγµατικού αυτού κειµένου, κλήθηκαν να το εφαρµόσουν, αυτό κατέρρευσε. Γιατί, παρόλο που η πραγµατικότητα εξανάγκασε τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους να αναθεωρήσουν την πολιτική τους πρακτική και να λάβουν υπόψη τους την άλλη πλευρά, η ιδεολογική τους στάση απέτυχε να ανταποκριθεί στην πραγµατικότητα. Οι δύο κοινότητες, ήδη εξαιρετικά καχύποπτες και µε αντιτιθέµενα συµφέροντα, βρέθηκαν να αγωνίζονται σε µια διελκυστίνδα, σε ένα παίγνιο µηδενικού αθροίσµατος, κατά το οποίο κάθε επιτυχία του ενός αντιπάλου συνιστούσε ταυτόχρονα ήττα του άλλου. εν µπορεί όµως ένα κράτος το οποίο στηρίζεται σε µια τέτοια λογική να επιβιώσει. Οι Έλληνες κάτοικοι του νησιού, αντίκριζαν το σχέδιο «σαν ένα εξευτελιστικό συµβιβασµό από την πιο ευνοϊκή άποψη και σαν το ξεπούληµα της ιδέας της Ένωσης από την πιο δυσµενή άποψη» 79. Το Σύνταγµα δεν αποτελούσε για τους Έλληνες της Κύπρου ένα ιερό και απαραβίαστο κοινωνικό συµβόλαιο. Αποτελούσε, αντίθετα, ένα περιορισµό της ελευθερίας τους, µια µετεξέλιξη της αποικιοκρατίας, κατά την οποία το 18% του πληθυσµού µεταβλήθηκε σε πολιτικό γίγαντα, ικανό να παραλύσει όλες τις λειτουργίες του κράτους 80. Είναι γεγονός ότι για τους πιο ακραίους Τουρκοκύπριους, το σχέδιο αποτελούσε έναν πρόδροµο της διχοτόµησης. Όµως ακόµα και οι πιο συµβιβαστικοί Τουρκοκύπριοι, δεν µπορούσαν να παραγνωρίσουν το γεγονός, ότι τα συνταγµατικά προνόµια αποτελούσαν το πιο ισχυρό τους όπλο. Οι δύο κοινότητες βρέθηκαν ψυχολογικά να αντιµάχονται η µία την άλλη, ακόµα και για ζητήµατα ασήµαντα, υποστηρίζοντας ακόµα και θέσεις που ήταν αντίθετες προς τα συµφέροντα της κοινότητάς τους, απλώς και µόνο διότι δεν είχαν εκ των πραγµάτων άλλη επιλογή. ιότι αν υπάρχει ένα συµπέρασµα το οποίο προκύπτει αβίαστα από την ενδελεχή µελέτη της κοινοβουλευτικής συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων, αυτό είναι πως οι δύο κοινότητες δεν ενεργούσαν παράλογα. Αντιθέτως, οι δύο κοινότητες ενεργούσαν µε πολύ συγκεκριµένους στόχους, εγκλωβισµένες σε έναν αγώνα τον οποίο άλλοι επέλεξαν για αυτές, στην προσπάθεια να ικανοποιηθούν εξωγενή συµφέροντα. Η προσπάθεια να ερµηνευτεί η δυσλειτουργικότητα του Συντάγµατος ως ένα «αδιέξοδο εθνικισµών», δεν βρίσκει κανένα σύµφωνο. Κανείς δεν µπορεί να αρνηθεί, ότι τόσο οι Έλληνες της Κύπρου, όσο και οι Τούρκοι της Κύπρου, επιδίωκαν διαµετρικά αντίθετους στόχους. Αυτό ήταν όµως δεδοµένο εκ των προτέρων. Καθήκον ενός συνταγµατικού πλαισίου είναι να επιχειρήσει την ενοποίηση του λαού και τον κατευνασµό των παθών και όχι το διαχωρισµό. Το Σύνταγµα αποτελούσε την εκ των πραγµάτων προσχεδιασµένη διάλυση της νεοσύστατης ηµοκρατίας. Μπορεί οι Τουρκοκύπριοι να αντιτάσσονται στην Ένωση της Κύπρου µε την Ελλάδα, όπως και στον υποβιβασµό τους σε µειονότητα, η αλήθεια, όµως, είναι ότι το Σχόλιο [u1]: 79 Στέρν Λώρενς «Λάθος Άλογο, Η πολιτική του Επεµβατισµού και η Αποτυχία της Αµερικανικής ιπλωµατίας», σελ Εκδόσεις Ταµασσός Κυπριακή ηµοκρατία, Πρακτικά της Βουλής των Αντιπροσώπων, τόµος Ι, Μέρος ΙΙ (16 Νοεµβρίου 31 εκεµβρίου 1960), σελ Λευκωσία

37 Κυπριακό Σύνταγµα του 1960 τους δίνει την ιδιότητα της κοινότητας, πράγµα που ισχύει και στην περίπτωση των Ελληνοκυπρίων. Αν η ανεξαρτησία της Κύπρου, θεωρηθεί η ιστορική κατάληξη του Ελληνοκυπριακού εθνικισµού, τότε ο τελευταίος σίγουρα απέτυχε. Η ανεξαρτησία που επετεύχθη µε τις Συµφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου, δεν ικανοποίησε τους πόθους και τις προσδοκίες εκείνων που πολέµησαν αποκλειστικά για την Ένωση µε την Ελλάδα. Και αναµφίβολα η Ένωση ήταν η ύψιστη πολιτική αξία της πλειονότητας του ελληνοκυπριακού πληθυσµού για δύο δεκαετίες τουλάχιστον. Στο δηµοψήφισµα του 1950, για παράδειγµα, περισσότερο από το 95% των Ελληνοκυπρίων ψήφισε υπέρ της Ένωσης µε την Ελλάδα. Η ιστορία, φυσικά, σπάνια συµβαδίζει σύµφωνα µε τις επιθυµίες των ανθρώπων και η Κύπρος δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Ακόµα και πριν το τέλος του αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., γινόταν αντιληπτό ότι το αίτηµα για Ένωση µε την Ελλάδα σχεδόν σίγουρα θα οδηγούσε σε τουρκική επέµβαση και στο διαχωρισµό του νησιού. Είναι ξεκάθαρο, ότι στην κυρίαρχη ελληνοκυπριακή πολιτική κουλτούρα, η Ανεξαρτησία του 1960 εθεωρείτο ουσιαστικά µια προσωρινή κατάσταση που θα οδηγούσε (ή θα έπρεπε να οδηγήσει) στην Ένωση. Οι Τουρκοκύπριοι θεώρησαν ότι η ελληνοκυπριακή θέση απειλούσε τα συµφέροντα και την ασφάλειά τους. Θεωρούσαν τη ηµοκρατία της Ζυρίχης δική τους νίκη, που έχοντας αποτρέψει την Ένωση, θα έπρεπε να προστατευθεί µε όλα τα µέσα, ακόµα και αν αυτό σήµαινε την παράλυση του νεοϊδρυθέντος κράτους. Ενώ, το πολιτικό κλίµα της ηµοκρατίας αποδείχθηκε ευνοϊκό για την οικονοµική ανάπτυξη (τουλάχιστον των Ελληνοκυπρίων), µπορούµε πράγµατι να µιλήσουµε για την αποτυχία της πολιτικής στην Κύπρο. Και αυτή ήταν ουσιαστικά µια αποτυχία στην κατασκευή ενός λειτουργικού πλαισίου για την ειρηνική συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων. Για αυτή την πολιτική αδυναµία, φυσικά δεν ευθύνονται αποκλειστικά οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι παρόλο που και οι δύο κοινότητες διέπραξαν λάθη και κακούς υπολογισµούς. Το σοβαρότερο λάθος ήταν ίσως η εθνικιστική πλάνη, ότι η µία κοινότητα µπορεί να αγνοήσει την ύπαρξη της άλλης. Η κυπριακή ανεξαρτησία δε νοµιµοποιήθηκε ποτέ ιδεολογικά. Αυτό µπορεί να γίνει κατανοητό µόνο αν λάβει κανείς υπόψη του την ιστορική πορεία του φαύλου κύκλου που δηµιουργήθηκε µέσα από τη διαλεκτική σύγκρουση των δύο εθνικισµών. εδοµένης της πολιτικής προσκόλλησης των δύο κυπριακών κοινοτήτων στις «µητέρες πατρίδες», δεν πρέπει να µας εκπλήσσει ότι η νέα, αναπάντεχη αλλά και ανορθόδοξη λύση της ανεξάρτητης Κυπριακής ηµοκρατίας όχι µόνο δεν υποστηρίχθηκε σθεναρά από κανέναν, αλλά και υπονοµεύθηκε τόσο από τους Ελληνοκύπριους όσο και από τους Τουρκοκύπριους. Φάνηκε γρήγορα ότι οι συµφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου και η κυπριακή ανεξαρτησία δεν µπορούσαν να αντιστρέψουν τη «διαλεκτική της µισαλλοδοξίας» 81, που είχε, σταδιακά αλλά σταθερά τροχιοδροµηθεί. Το πιο τραγικό αποτέλεσµα της µισαλλοδοξίας του ελληνοκυπριακού εθνικισµού ήταν η σύγκρουσή του µε τον τουρκοκυπριακό εθνικισµό. Η διαλεκτική αντιπαράθεση των δύο εθνικισµών, ακριβώς επειδή έγινε προϊόν εξωτερικής εκµετάλλευσης (Τουρκία Βρετανία Ελλάδα), ενδυνάµωσε τους δύο εθνικισµούς. Φυσιολογικά, δηµιουργήθηκε µια ιδεολογική ατµόσφαιρα, στην οποία η κάθε κοινότητα επέµεινε στη µεγιστοποίηση των δικών της συµφερόντων, εις βάρος βέβαια, των συµφερόντων της άλλης κοινότητας, του «προαιώνιου» δηλαδή εχθρού. Έτσι στην Κύπρο δεν µπορούσε κανείς να µιλήσει για συµβιβασµό και λειτουργική συνύπαρξη. Η δεκαετία του 1960, υπήρξε καθοριστική στην πολιτική ζωή της τουρκοκυπριακής κοινότητας, αφού υπήρξε µια πάλη σε επίπεδο οργανώσεων για την ανάδειξη των προσώπων που θα αναλάµβαναν να κατευθύνουν τις τύχες των 81 Καίσαρ Β. Μαυράτσας «Όψεις του Ελληνικού Εθνικισµού στην Κύπρο [ ]» ό.π., σελ

38 Τουρκοκυπρίων. Οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές στη Βουλή των Αντιπροσώπων και οι αντιπρόσωποι στην Τουρκοκυπριακή Κοινοτική Συνέλευση, υπήρξαν πρόσωπα που εκπροσώπησαν τους Τουρκοκύπριους στη ηµοκρατία. Θεωρητικά, η ανεξαρτησία µε βάση τη συµφωνία της Ζυρίχης ήταν ένας συµβιβασµός. Αλλά στην κατάσταση έντασης και ιδεολογικής υπερδιέγερσης της εποχής εκείνης, τα αποτελέσµατα ήταν στην πράξη διαιρετικά. Η Ε.Ο.Κ.Α., είχε εισαγάγει τον ανταγωνιστικό ελληνικό εθνικισµό. Η Βρετανική κυβέρνηση είχε ενθαρρύνει την ανάµειξη της Τουρκίας και την αντιπαράταξη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η ανεξαρτησία, µε βάση τη συµφωνία της Ζυρίχης, θεσµοποίησε τα δεδοµένα. Κάποια από τα στοιχεία της συµφωνίας της Ζυρίχης αποδείχτηκαν διαιρετικά για το νησί. Το πρώτο ήταν κάτι το αναπόφευκτο, αφού ο αγώνας των Ελληνοκυπρίων ήταν για ένωση και όχι για ανεξαρτησία, και αφού η τουρκοκυπριακή ηγεσία ήταν προέκταση των επιδιώξεων της Τουρκίας. «Η ανεξαρτησία έφερε στην αρχή µαζί, τους εθνικιστές ηγέτες και των δύο κοινοτήτων. Υπήρχε όµως µια σηµαντική διαφορά µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η Ε.Ο.Κ.Α., ουδέποτε έγινε η µονολιθική πολιτική ηγεσία των Ελληνοκυπρίων. Ενώ η ΤΜΤ, πέτυχε ακριβώς αυτό µεταξύ των Τουρκοκυπρίων» 82. Οι πολιτικές εξελίξεις στην Κύπρο δεν βοηθούσαν τη διαδικασία εξοµάλυνσης. ηλώσεις και υπαινιγµοί για Ένωση εξακολουθούν να παρενοχλούν τους Τουρκοκύπριους και να αυξάνουν τη δυσπιστία τους εναντίον των Ελληνοκυπρίων για Ένωση, που αποτελούσε ανάθεµα για τους Τουρκοκύπριους. Ο ελληνοκυπριακός εθνικισµός σαν αίσθηση ιδεολογία του «ανήκω» δηµιούργησε µια έντονη σύγχυση µεταξύ ταυτότητας και πολιτικής. Η Ένωση µε τη µητέρα πατρίδα Ελλάδα, βιώθηκε περισσότερο ως ταυτότητα παρά ως πολιτική. Αυτοί που δεν υποστήριζαν την Ένωση αντιµετωπίζονταν σαν µη Έλληνες. Ενώ οι κοινωνικές συνθήκες άλλαξαν και η ρεαλιστική πολιτική το απαιτούσε, δεν επήλθε ποτέ ρήξη µε την ιδέα της Ένωσης. Η υπέρβαση της Ένωσης θα σήµαινε για τους Ελληνοκύπριους άρνηση ταυτότητας. Και επειδή η αλλαγή της πολιτικής γραµµής γινόταν αντιληπτή σαν άρνηση της ταυτότητας, η ελληνοκυπριακή ελίτ καταλήφθηκε από πλήρη σύγχυση. Παρουσιάζει ενδιαφέρον η αναφορά του Galo Plaza το 1965: «Η πλειοψηφία θέλει Ένωση» 83. Η Ένωση που σαν πανεθνικό ιδανικό, κουβαλάει µια έντονη συναισθηµατική φόρτιση, σαν πολιτική πράξη θα δηµιουργήσει οικονοµικά, πολιτικά και άλλα προβλήµατα. Παρόλη αυτή την πραγµατικότητα, δεν καταβλήθηκε καµιά προσπάθεια για σταθεροποίηση του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους. Ο Μακάριος µετά το πέρας των διακοινοτικών ταραχών του 1967, όταν είχε επέµβει η Τουρκία, είπε ότι η «Ένωση είναι πλέον ανέφικτο όραµα». Μάλιστα, σε ερώτηση που έγινε στο Μακάριο στη σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη το 1970, αν υπάρχει ακόµα ζήτηµα ένωσης απάντησε: «Η Ένωση είναι ο εθνικός πόθος του Κυπριακού λαού, αλλά δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί τώρα» 84. Αυτή η απάντηση, έδινε την εντύπωση πως οι Τουρκοκύπριοι, που δεν ήθελαν Ένωση, δεν αποτελούσαν µέρος του Κυπριακού λαού και πως οι Ελληνοκύπριοι τους αγνοούσαν. Προέκυψε τότε η ορολογία του εφικτού και του ευκταίου. Η Ένωση δεν ήταν εφικτή αλλά παρέµεινε ζωντανή ως πόθος στις καρδιές όλων. Αυτό καταδεικνύει πως η Ένωση, ως ιδέα ήταν «υπεράνω πολιτικής» 85. Παρόλο, λοιπόν, που προς το τέλος της δεκαετίας του 1960 το ανέφικτο της Ένωσης είχε γίνει αντιληπτό, δεν υπήρξε µια ειλικρινής προσπάθεια για συµφιλίωση µε 82 Μιχάλης Ατταλίδης «Οι σχέσεις των Ελληνοκυπρίων µε τους Τουρκοκύπριους», σελ. 425, στο «Κύπρος: Ιστορία, Προβλήµατα και αγώνες του λαού της». Επιµέλεια: Γιώργος Τενεκίδης, Γιάννος Κρανιδιώτης. Βιβλιοπωλείο της Εστίας. Αθήνα Worsley, P. Kitromilides, P. Small States in the Modern World, p. 25. Nicosia Οζντεµίρ Α. Οζκιούρ «Η Κύπρος στη ζωή µου», ό.π., σελ Νιαζί Κιζιλγιουρέκ «Η Κύπρος πέραν του Έθνους», σελ Λευκωσία

39 τους Τουρκοκύπριους. Το εθνικό πάθος να διατηρηθεί η Κύπρος ελληνική εξακολούθησε να υπάρχει ελεγχόµενο πλήρως από το κράτος. Οι συµφωνίες αναιρούσαν την ανεξάρτητη εξουσία της µιας ελίτ από την άλλη. Η πολιτική επέβαλε µια νοµική αλληλοδέσµευση. Με τις συµφωνίες του 1960 διαµορφώθηκε µια καινούργια κυπριακή πολιτική πραγµατικότητα, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας υπήρξε η αλληλεξάρτηση. Αυτή η αλληλεξάρτηση που εµπεδώθηκε µε νοµική αλληλοδέσµευση, ισορρόπησε την πολιτική και τα συµφέροντα των Κυπρίων, ακόµα δε πιο σηµαντικό, ισορρόπησε τα στρατηγικά συµφέροντα της Ελλάδας και της Τουρκίας στην Κύπρο. Η προσπάθεια τόσο της ελληνοκυπριακής ελίτ, όσο και της τουρκοκυπριακής ελίτ για απεγκλωβισµό από την αλληλεξάρτηση, (οι µεν Ελληνοκύπριοι αποκλείοντας τους Τουρκοκύπριους, οι δε δεύτεροι επιδιώκοντας το διαχωρισµό), µπορεί να χαρακτηρισθεί ως αβάσιµη και παράδοξη. Και αυτό γιατί, η προσπάθεια στερείται τόσο πολιτικής όσο και νοµικής και ιστορικής βάσης. Επιπλέον, κατά τρόπο οξύµωρο, η αλληλεξάρτηση είναι ακριβώς γέννηµα της ιδεολογίας που τροφοδοτούσε την πολιτική του απεγκλωβισµού. Παρόλο που η ισότητα των δύο κοινοτήτων δεν αµφισβητήθηκε, το δικαίωµα αυτοδιάθεσης στην Κύπρο δεν εφαρµόστηκε µε το συνήθη τρόπο για δύο ειδικούς λόγους: Οι κοινότητες της Κύπρου, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, θεωρούσαν τους εαυτούς τους προέκταση των εθνών τους, τα έθνη τους δε, Ελλάδα και Τουρκία, βρίσκονταν ιστορικά σε µια ισορροπία, η οποία υπήρχε ανάγκη να διατηρηθεί. Με άλλα λόγια, το πρόβληµα ισορροπίας µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας οδήγησε τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους στη δηµιουργία παρά τη θέλησή τους, ενός ανεξάρτητου κράτους, όπου έπρεπε αυτοί να λειτουργήσουν σε µια σχέση αλληλεξάρτησης. Αυτό αποτέλεσε την ιστορική αποτυχία, τόσο της ιδεολογίας του «αποκλεισµού» της ελληνοκυπριακής ελίτ, όσο και της ιδεολογίας του «διαχωρισµού» της τουρκοκυπριακής ελίτ. Και οι δύο ελίτ της Κύπρου, που θεωρούν τους εαυτούς τους υπέρµαχους των εθνικών συµφερόντων στο νησί, δεν συνειδητοποίησαν ποτέ πως το πραγµατικό εθνικό συµφέρον τόσο της Ελλάδας και της Τουρκίας, υπηρετείται µε την οµαλή λειτουργία ενός ανεξάρτητου κυπριακού κράτους. Η ιδεολογία του ελληνικού εθνικισµού δεν επιθυµούσε ένα ανεξάρτητο κράτος, αλλά µια απόλυτη ελληνική Κύπρο. Για αυτό, ήθελε να απαλλαγεί από το µοίρασµα της εξουσίας στον κρατικό µηχανισµό µε την κοινότητα. Η άρχουσα ελληνοκυπριακή ελίτ, που αποτελείτο βασικά από στελέχη της Ε.Ο.Κ.Α., προσέγγιζε τους Τουρκοκύπριους ως εξής: Και οι Τουρκοκύπριοι είναι Κύπριοι που δικαιούνται να ζήσουν ειρηνικά στο νησί εφόσον η συµπεριφορά τους δεν εµποδίζει την Ένωση. Η Ε.Ο.Κ.Α., διακήρυξε τη θέση της οργάνωσης όσον αφορά τους Τουρκοκύπριους: «οι υποστηριχτές της Ε.Ο.Κ.Α., θα έπρεπε να θεωρούν τους Τουρκοκύπριους σαν Κύπριους όπως τους εαυτούς τους και να τους διαβεβαιώσουν για τις ειρηνικές συνθήκες που θα επικρατούσαν, όταν ερχόταν η ελευθερία. Στο µεταξύ οι Τουρκοκύπριοι, δεν έπρεπε να κάνουν τίποτε το οποίο θα εµπόδιζε το κίνηµα της Ένωσης» 86. Με άλλα λόγια οι Τουρκοκύπριοι αντιµετωπίζονταν όχι σαν υποκείµενα της πολιτικής αλλά σαν «πολιτισµικό στοιχείο». Οι Ελληνοκύπριοι δεν είδαν ποτέ τους Τουρκοκύπριους σαν ισότιµους εταίρους. εν αποδέχθηκαν ποτέ το καθεστώς ίσων δικαιωµάτων που τους δόθηκε από το Σύνταγµα του 1960 της Κυπριακής ηµοκρατίας. Η σοβαρότητα της κατάστασης φάνηκε στις 22 Νοεµβρίου 1962 όταν ο Πρόεδρος της Κύπρου Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, σε 86 CO 926 / , Cyprus Intelligence Committee : The nature of EOKA, its political background and sources of Direction, 18 October 1955 (Top Secret. The circulation of its paper has been strictly limited). 38

40 επίσηµη επίσκεψή του στην Τουρκία διακήρυξε: «Τα δικαιώµατα που παρέχονται στους Τουρκοκύπριους από το Σύνταγµα της Κυπριακής ηµοκρατίας είναι πάρα πολλά» 87. εν υπάρχει έτσι, οµοιογενής λαός ή έθνος στην Κύπρο, αλλά δύο κύριες εθνότητες, η ελληνική και η τουρκική που αναπτύχθηκαν χωριστά και είναι τµήµατα των γειτονικών κρατών, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Οι δύο κοινότητες, δεν µπορούν να αντιµετωπισθούν µε αριθµητικά κριτήρια, ούτε να κριθούν από τη σκοπιά της πλειοψηφίας και της µειοψηφίας. Και αυτό γιατί οι συµφωνίες της Ζυρίχης Λονδίνου, δηµιούργησαν τους δεσµούς που κατέστησαν τις κυπριακές κοινότητες τµήµατα των εθνικών τους κρατών. ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ Η ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΗ ΣΥΜΒΙΩΣΗ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΩΝ Η ιστορία της κοινοβουλευτικής συνύπαρξης των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων στο διάστηµα , φθάνει άδοξα στο τέλος της µετά από τρίχρονη πορεία συνεχιζόµενων αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων. Αποτελεί πρωτίστως ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα της αδυναµίας ενός κράτους να λειτουργήσει οµαλά, όταν το Σύνταγµά του, σκοπεύει στην ικανοποίηση εξωγενών συµφερόντων των εγγυητριών δυνάµεων, και στην στάθµιση ισορροπιών ισχύος, αντί να στοχεύει στην ευηµερία του συνόλου των πολιτών. Η διαρκής καχυποψία των δύο πλευρών, αποτέλεσε εποµένως, το φυσιολογικό επακόλουθο της «αψυχολόγητης και αντιεπιστηµονικής παραγνώρισης της σηµασίας του εδάφους» 88, καθώς και των κοινωνικοοικονοµικών πραγµατικοτήτων από τις συµφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου. Σε µια προσπάθεια να γίνει το Σύνταγµα πιο λειτουργικό, ο Πρόεδρος της Κυπριακής ηµοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, εισηγήθηκε τροποποιήσεις σε 13 σηµεία του το Οι τροποποιήσεις αυτές, είχαν ως στόχο να παραµεριστούν µερικές από τις πιο σοβαρές αιτίες προστριβών, καθώς επίσης σύµφωνα µε άλλους 89, πραγµατοποιήθηκε προσπάθεια αναθεώρησης του Συντάγµατος, για να καταστεί δυνατή η απαλλαγή από το µοίρασµα της εξουσίας µε τους Τουρκοκύπριους και την αλληλεξάρτηση που γεννήθηκε µε την Κυπριακή ηµοκρατία. Στο προοίµιο των προτάσεων του ο Πρόεδρος Μακάριος έγραφε: «Το Σύνταγµα της ηµοκρατίας της Κύπρου στην τωρινή µορφή του δηµιουργεί πολλές δυσκολίες για την οµαλή λειτουργία της Κυβέρνησης του κράτους και εµποδίζει την ανάπτυξη και την πρόοδο της χώρας. Περιέχει πολλές διατάξεις που αντιτίθενται στις διεθνώς αποδεκτές δηµοκρατικές αρχές και δηµιουργεί διενέξεις ανάµεσα στους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Πιστεύω ότι η πρόθεση εκείνων που συνέταξαν τη Συνθήκη της Ζυρίχης ήταν να δηµιουργήσουν ένα ανεξάρτητο κράτος, στα πλαίσια του οποίου θα διασφαλίζονταν τα συµφέροντα της τουρκικής κοινότητας. Πρόθεση τους ασφαλώς δεν ήταν να δηµιουργήσουν συνθήκες παρεµπόδισης της οµαλής λειτουργίας του κρατικού µηχανισµού και της ανάπτυξης της χώρας, όπως πράγµατι συνέβη. Μια από τις συνέπειες των δυσκολιών, που δηµιούργησαν ορισµένες διατάξεις του Συντάγµατος, υπήρξε η παρεµπόδιση της συνεργασίας, σε ένα φιλικό πνεύµα κατανόησης, των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου, και η αποµάκρυνση της µιας κοινότητας από την άλλη, σε βάρος της ευηµερίας του συνόλου του Κυπριακού λαού. Σαν Πρόεδρος του Κράτους θλίβοµαι 87 Κύπρος :Τροµοκρατία και Αποσταθεροποίηση 88 Κυριαζής ηµήτριος Γουβέλης Λ., «Σύστηµα Συνταγµατικού ικαίου», έβδοµη έκδοση, σελ Εκδόσεις: Νοµική Βιβλιοθήκη, Αθήνα Άντρος Παυλίδης. «Φάκελος Κύπρου. Άκρως Απόρρητον». Εκδόσεις Χρ. Ανδρέου. Λευκωσία. εύτερη Έκδοση, εκέµβρης Τόµος Ι. Σελ

41 ιδιαίτερα µε την κατάσταση αυτή. Είναι απαραίτητο να τακτοποιηθούν ορισµένες δυσκολίες µε την άρση µερικών τουλάχιστον εµποδίων για την οµαλή λειτουργία του κράτους και την ανάπτυξη της χώρας» 90. Οι πρόνοιες αναθεώρησης του Συντάγµατος ήταν να καταργηθεί το δικαίωµα αρνησικυρίας του Αντιπροέδρου, ο Αντιπρόεδρος να καταστεί πραγµατικός Αντιπρόεδρος µε τη διεθνή ορολογία της λέξης, να εκτελεί καθήκοντα Αντιπροέδρου, αναθεωρώντας όλες τις σχετικές πρόνοιες του Συντάγµατος σχετικά µε τα καθήκοντά του, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων να εκλέγονται από ολόκληρο το Σώµα, να καταργηθούν οι πρόνοιες του Συντάγµατος για χωριστές πλειοψηφίες, αναφορικά µε την ψήφιση νόµων, οι ήµοι να είναι ενιαίοι, να καθιερωθεί ενιαία δικαιοσύνη και να καταργηθεί η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση, και να διατηρηθεί µόνο η Τουρκική, αφού τροποποιηθεί το καθεστώς της ώστε να διασφαλίζει τα βασικά δικαιώµατα των Τουρκοκυπρίων, ως µειονότητα 91. Η αρνητική στάση της Άγκυρας υπήρξε καθοριστική για τους Τουρκοκύπριους. Ο Αντιπρόεδρος της Κυπριακής ηµοκρατίας Fazil Kuchuk, απαντώντας στις προτάσεις του Προέδρου Μακαρίου, αρνήθηκε να δεχτεί ότι το Σύνταγµα του 1960 είχε αποδειχτεί ανεφάρµοστο και κατηγόρησε τους Ελληνοκύπριους ότι έβλεπαν κακόπιστα τα συνταγµατικά δικαιώµατα των Τουρκοκυπρίων. Για το λόγο αυτό, δεν δέχτηκε οποιαδήποτε συζήτηση µε την ελληνοκυπριακή πλευρά. Ο Τούρκος Αντιπρόεδρος, παραδεχόταν ότι το Σύνταγµα περιείχε πολλές ιδιόµορφες διατάξεις, υποστήριζε όµως, ότι αυτό επιβαλλόταν από τις ειδικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Κύπρο, δηλαδή την ύπαρξη των δύο κοινοτήτων, τη γειτνίαση της Κύπρου µε την Τουρκία κλπ., και ισχυριζόταν ότι ο µόνος τρόπος να επιτευχθεί αµοιβαία εµπιστοσύνη και συνεργασία µεταξύ των δύο κοινοτήτων ήταν η πιστή εφαρµογή του Συντάγµατος 92. Με τις «13 τροπολογίες» 93 που ανακοίνωσε ο Μακάριος, εξαφανιζόταν κάθε δυνατότητα παρέµβασης της τουρκοκυπριακής κοινότητας στο νεοϊδρυθέν κράτος. Για παράδειγµα, το Σύνταγµα του 1960, προέβλεπε ότι οι Τουρκοκύπριοι θα µπορούν αν έχουν τους δικούς τους δήµους, να εκλέγουν δικούς τους δηµάρχους. Ακόµα και αυτό το στοιχειώδες δικαίωµα θεωρήθηκε απαράδεκτο προνόµιο και µπήκε στο στόχαστρο των εθνικιστών. Το σύνολο των «τροπολογιών» σήµαινε ότι οι Τουρκοκύπριοι θα µετατρέπονταν σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Πιστεύεται ότι ο Μακάριος µπορούσε να εξασφαλίσει την εµπιστοσύνη του τουρκικού στοιχείου µε τα πρώτα βήµατα της προεδρικής του εξουσίας. Όφειλε να πείσει ότι πραγµατικά πίστευε σε εκείνα που είχε υπογράψει και ότι θεωρούσε τους Τουρκοκύπριους πραγµατικούς συνεταίρους και όχι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Γιατί, αν οι Τουρκοκύπριοι πείθονταν για την ειλικρίνεια του Μακαρίου, τότε δεν θα ήταν δύσκολο να µετατραπούν σε συµµάχους τους και κατά την επέκταση των κυριαρχικών βάσεων των Άγγλων αλλά και σε τυχόν προσπάθεια των Τούρκων να αντιστρατευτούν στην οικοδόµηση της κυπριακής ελληνοτουρκικής πολιτείας. Η πιο σοβαρή νοµική συνέπεια της απόπειρας τροποποίησης του Κυπριακού Συντάγµατος ήταν η εκ µέρους των Ελληνοκυπρίων, βίαιη ανατροπή της ισορροπίας και της ισότιµης εκπροσώπησης που είχε καθιερώσει το Σύνταγµα του 1960 ανάµεσα στις δύο κοινότητες. Το χειρότερο µοιραίο και αµοιβαίο λάθος ήταν πως επιτράπηκε στα φανατικά στοιχεία και των δύο κοινοτήτων, να εξοπλιστούν για «άµυνα» από τυχόν 90 Γιάννος Κρανιδιώτης, ό.π., σελ Νίκος Κρανιδιώτης «Ανοχύρωτη Πολιτεία» Εκδόσεις Εστία, Αθήνα Keith Kyle The Cyprus conflict Εφηµερίδα Εργατική Αλληλεγγύη, 24/12/2003 «40 χρόνια από τις σφαγές των Τουρκοκυπρίων αµάχων». 40

42 επίθεση της µιας εναντίον της άλλης πλευράς. Η κλιµάκωση των πολιτικών διαφορών από τη µία και η πολεµική προετοιµασία για «άµυνα» από την άλλη, δεν µπορούσε παρά να οδηγήσει στην ανοικτή ένοπλη σύγκρουση. Ο θεσµός της «απρόθυµης δηµοκρατίας», σύντοµα παρέλυσε λόγω διακοινοτικών διαφωνιών στην ερµηνεία και εφαρµογή του Συντάγµατος και µέσα στην ανάφλεξη που ακολούθησε, η διαλεκτική της µισαλλοδοξίας κλιµακώθηκε στη βία της διακοινοτικής σύγκρουσης το Ξέσπασαν ταραχές και η παραστρατιωτική οργάνωση Ε.Ο.Κ.Α. Β 94 εξαπέλυσε κύµα τροµοκρατίας κατά των Τούρκων. Η άρνηση της τουρκικής πλευράς να διαπραγµατευθεί τις προτάσεις για αναθεώρηση του Συντάγµατος, είχε ως αποτέλεσµα την έκρηξη έντονων διακοινοτικών βιαιοπραγιών στην Κύπρο, ιδιαίτερα επειδή και οι δύο κοινότητες είχαν εν τω µεταξύ, οργανώσει παραστρατιωτικές δυνάµεις στο νησί, οι οποίες δεν τελούσαν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο των αντίστοιχων ηγεσιών των δύο κοινοτήτων. Σχετικά µε την πρόθεση των Ελληνοκυπρίων να ζήσουν «ειρηνικά και ισότιµα» µε τους Τουρκοκύπριους, ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασµα λόγου του Μακαρίου στο χωριό Παναγιά της Πάφου, σύµφωνα µε το οποίο στις 4 Σεπτεµβρίου 1962 ο Αρχιεπίσκοπος φέρεται να είπε τα εξής: «µέχρις ότου εκδιωχθεί η µικρή αυτή τουρκική κοινότητα, ούσα τµήµα της τουρκικής φυλής, του φοβερού αυτού εχθρού του Ελληνισµού, το καθήκον των ηρώων της Ε.Ο.Κ.Α. δεν θα µπορεί να θεωρηθεί ως περατωθέν» 95. Πολλές δραστηριότητες αποτέλεσαν τη ναρκοθέτηση του κλίµατος, για µια οµαλή συµφιλίωση των σύνοικων στοιχείων στο νησί. Η φωτιά πια είχε ανάψει και το σύνθηµα taksim ακουγόταν σε όλες τις τουρκοκυπριακές περιοχές. Για αρκετές µέρες, άγριες µάχες διεξάγονταν στις τούρκικες συνοικίες. «Η αφροσύνη δεσπόζει παντού, σε πλήρη συνάρτηση µε τις ωµότητες» 96. Η αφορµή δόθηκε όταν εξερράγη µια βόµβα στο άγαλµα του Μάρκου ράκου, ενός αγωνιστή της Ε.Ο.Κ.Α., σε µια πλατεία της Λευκωσίας και µερικές µέρες αργότερα σηµειώθηκε ένα επεισόδιο στους δρόµους της τουρκικής συνοικίας της πόλης. Μια περίπολος της κυπριακής αστυνοµίας σταµάτησε µια οµάδα Τουρκοκυπρίων, στην οδό Ερµού της Λευκωσίας, που ήταν το σύνορο ανάµεσα στην ελληνική και τουρκική συνοικία, για να ελέγξει τις ταυτότητές τους, διότι υποπτεύθηκε ότι µετέφεραν παράνοµο οπλισµό. Μαζεύτηκε κόσµος και ακολούθησε λογοµαχία µεταξύ των αστυνοµικών και των Τουρκοκυπρίων. Ξαφνικά και οι δύο πλευρές επιδόθηκαν στους πυροβολισµούς. Η είδηση του επεισοδίου διαδόθηκε γρήγορα και οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν. Το 1963, η Τροµοκρατική Κυπριακή Οργάνωση Ε.Ο.Κ.Α. Β, εφαρµόζει το συνωµοτικό σχέδιο «Ακρίτας» µε σκοπό την προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα και την εξολόθρευση των Τουρκοκυπρίων. Εξαπολύθηκε κύµα τροµοκρατικών επιθέσεων που δηµιούργησε λουτρό αίµατος. 94 Τα µέλη της Ε.Ο.Κ.Α. Β έδιναν τον ακόλουθο όρκο κατά το πρότυπο του όρκου της Ε.Ο.Κ.Α. : «Ορκίζοµαι εις τον Θεόν και την Ελλάδα: Πίστιν εις την Εθνικήν Ελευθερίαν και την εξυγίανσιν της πατρίδος και ότι θα αγωνισθώ δι όλων µου των δυνάµεων, δεν θα φεισθώ κόπων και µόχθων και δεν θα διστάσω να θυσιάσω και αυτήν την ζωήν µου διά την επικράτησιν των αρχών και των σκοπών του Εθνικού Μετώπου. Ότι θα υπακούω και θα πειθαρχώ τυφλά εις τους ανωτέρους µου, οι οποίοι είναι εντεταλµένοι υπό του αρχηγού του Εθνικού Μετώπου και θα εκτελώ άνευ οιασδήποτε αντιρρήσεως πάσαν διαταγήν µοι ανατεθή. εν θα προδώσω ποτέ κανένα απολύτως µυστικόν ή µέλος της Οργανώσεως έστω και αν συλληφθώ και βασανισθώ. Εν εναντία περιπτώσει θα είµαι άξιος οιασδήποτε τιµωρίας ήθελε µοι επιβληθεί υπό του Εθνικού Μετώπου και άξιος κοινής περιφρονήσεως». 95 Γιώργος Νακρατζάς «Η αιµατοβαµµένη συµβίωση των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων », Εφηµερίδα: Νέα Ανατολή, Παρασκευή 1/10/1999, αρ. φύλλου Πλουτής Σέρβας, ό.π., σελ

43 Η σηµαντικότερη επίθεση ήταν αυτή εναντίον της Οµορφίτας, ενός προαστίου της Λευκωσίας, όπου κατοικούσαν 5000 Τουρκοκύπριοι, µε επικεφαλή των ελληνοκυπριακών ενόπλων παρακρατικών το Νίκο Σαµψών, τον οποίο ο ελληνοκυπριακός τύπος αποκαλούσε από τότε «κατακτητή της Οµορφίτας». Η πιο ανατριχιαστική δε φωτογραφία, που έκανε το γύρο του κόσµου, ήταν αυτή που παρουσίαζε τρία µικρά παιδιά µαζί µε τη µητέρα τους σκοτωµένα µέσα σε µια λίµνη αίµατος στη µπανιέρα του σπιτιού τους. Τα τέσσερα αυτά άτοµα ήταν η οικογένεια του ταγµατάρχη Ιλχάν, που υπηρετούσε στο τουρκικό εκστρατευτικό σώµα της Λευκωσίας. Σε αυτό το σπίτι, στην τουρκοκυπριακή συνοικία της Λευκωσίας, υπάρχει ένας χώρος που στεγάζει ένα ιδιότυπο µουσείο. Οι επισκέπτες βλέπουν τα αίµατα στους τοίχους, τα µατωµένα ρούχα και τα παπούτσια των παιδιών που δολοφονήθηκαν και βέβαια φωτογραφίες της δολοφονηµένης οικογένειας. Τα επεισόδια αυτά, αποτελούσαν το έναυσµα τριβών και συγκρούσεων ανάµεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, και υπήρξαν η απαρχή της νέας φάσης των διακοινοτικών συγκρούσεων που οδήγησαν τελικά στο διαχωρισµό των δύο κοινοτήτων και τη δηµιουργία µιας νέας πολιτικής κατάστασης στην Κύπρο. Μάλιστα υπάρχει η άποψη, πως εάν οι Τούρκοι είχαν δεχτεί να διαπραγµατευτούν τις προτάσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς για αναθεώρηση του Συντάγµατος τότε οι δύο πλευρές πιθανόν να µην είχαν καταφύγει στη βία 97. «Στην Κύπρο ο τρόµος µεγαλώνει. Στη στιγµή βλέπουµε την απελπισµένη έξοδο των Τουρκοκυπρίων από τα χωριά τους. Χιλιάδες κόσµου εγκαταλείπει τα σπίτια του, τη γη του, τα χωράφια του. Η ελληνική τροµοκρατία είναι ανελέητη. Η εικόνα του Πλάτωνος δεν αρµόζει καθόλου µε τη βαρβαρότητα που ξετυλίγεται µπροστά στα µάτια µας. Μόλις νυχτώνει απαγορεύεται η κυκλοφορία στα τουρκικά χωριά. Μετά τις σφαγές των περασµένων Χριστουγέννων κανένας Τουρκοκύπριος δεν τολµά να αντισταθεί» 98. Το 1963 καταρρέει η ειρηνική συµβίωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Υπαίτια είναι η ελληνοκυπριακή πλευρά. «Οι Ελληνοκύπριοι πυρπολούσαν τουρκικά τζαµιά και έβαζαν φωτιά µε µπαζούκα σε σπίτια Τούρκων στα χωριά γύρω από τη Φαµαγκούστα (Αµµόχωστο). Πανικόβλητοι και ανυπεράσπιστοι Τούρκοι χωρικοί εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και έτρεχαν να κρυφθούν στα γύρω δάση. Οι πράξεις των Ελλήνων αποτελούν ντροπή για την ανθρωπότητα» 99. Όλες αυτές οι εποχές έχουν αποτυπωθεί στην κοινωνική µνήµη των Τουρκοκυπρίων ως εποχές καταπίεσης, φόβου, προσφυγιάς, νεκρών και αγνοουµένων αφού βρέθηκαν αυτοί να είναι τα κύρια θύµατα των συγκρούσεων 100. Για να µπορέσουµε να καταλάβουµε καλύτερα την έκταση αυτών των επεισοδίων µέσα στην κάθε κοινότητα, ας αναλογιστούµε ότι την περίοδο σκοτώθηκαν και αγνοούνται σε συγκρούσεις περίπου 419 Τουρκοκύπριοι και 215 Ελληνοκύπριοι 101. Αν σκοτώθηκαν διπλάσιοι Τουρκοκύπριοι σε µια κοινότητα, που είναι περίπου τέσσερις φορές πιο µικρή από την αντίστοιχη ελληνοκυπριακή, αναλογούν περίπου 8 Τουρκοκύπριοι σε κάθε Ελληνοκύπριο, σε σχέση µε τον πληθυσµό της κάθε κοινότητας. Αυτά λοιπόν, που οι Ελληνοκύπριοι µπορεί να βίωσαν ως απλά «επεισόδια», για τους Τουρκοκύπριους ήταν µια περίοδος πολέµου και προσφυγιάς. Έτσι, για παράδειγµα, η περίοδος παρουσιάζεται σαν «11 χρόνια βασάνων» παρόλο που µετά το 1967 οι συνθήκες στο νησί έτειναν προς οµαλοποίηση όσον αφορά τις σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. 97 Γιάννος Κρανιδιώτης ό.π., σελ Ιταλική εφηµερίδα Il Giorno, 14 Ιανουαρίου Γαλλική εφηµερίδα France Soir, 24 Ιουλίου Volkan V. (1978), Cyprus: War and Adaptation: A Psychoanalytic History of two Ethnic Groups in Conflict, p. 25. Virginia: Univ. Press. 101 Patrick R.(1976) Political Geography Publications, Series no. 4 (Ontario: University of Waterloo). 42

44 Οι Ελληνοκύπριοι, εξακολουθούν ακόµα και σήµερα να αγνοούν τις βίαιες διαµάχες της δεκαετίας του 1960, αρνούµενοι να παραδεχτούν ότι είναι αυτοί που είχαν το πάνω χέρι σε εκείνες τις συγκρούσεις, όσο και ότι ο ελληνοκυπριακός εθνικισµός φέρει τις ευθύνες του για την «τραγωδία» του σύγχρονου κυπριακού ελληνισµού. Ο ελληνοκυπριακός εθνικισµός, όπως και τόσοι άλλοι εθνοτικοί εθνικισµοί, έχει δηµιουργήσει ιστορικά µια πολιτική κατάσταση η οποία βασίζεται στην επιδίωξη απόλυτων και υπέρτατων σκοπών στην προκειµένη περίπτωση το πεπρωµένο του έθνους, συχνά χωρίς να σκέφτεται πιθανές επιπτώσεις συγκεκριµένων πράξεων και επιλογών. Και πράγµατι ο ελληνοκυπριακός εθνικισµός έχει αποδειχθεί καταστροφικός για το σύνολο του κυπριακού λαού. Είναι συχνά µια δύναµη «παράλογη», αφού χρησιµοποιεί αναποτελεσµατικά µέσα για να πετύχει τους σκοπούς του. Η συµπεριφορά της Κυπριακής Κυβέρνησης έναντι των Τουρκοκυπρίων στα χρόνια , ήταν πολύ σκληρή, µε την πρόφαση ότι «εστασίασαν». Οι µεµονωµένες και κάποτε οµαδικές δολοφονίες που έγιναν και από τις δύο πλευρές δηµιούργησαν «Ελληνοφοβία» 102 ανάµεσα στους Τουρκοκύπριους (και ανάλογα αντιτουρκικά αισθήµατα ανάµεσα στους Ελληνοκύπριους). Για αυτό αν θέλουν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι να ζήσουν ειρηνικά στο µέλλον, πρέπει µεταξύ άλλων οι Ελληνοκύπριοι να προσπαθήσουν να κατευνάσουν την «Ελληνοφοβία» των Τουρκοκυπρίων. Καθώς οι Ελληνοκύπριοι ταυτίστηκαν µε την Ελλάδα, άρχισαν συγχρόνως να αποµακρύνονται από οποιαδήποτε συλλογική συµπάθεια προς τους Τουρκοκύπριους. Η βρετανική αποικιακή εξουσία όξυνε τις εντάσεις µεταξύ των δύο κύριων κοινοτήτων του νησιού καθώς και το Σύνταγµα του 1960 δε διευκόλυνε το µοίρασµα της εξουσίας. Πολλοί Έλληνες και ιδιαίτερα οι βετεράνοι της Ε.Ο.Κ.Α., επιθυµούσαν ακόµα την Ένωση, ενώ πολλοί Τούρκοι, κυρίως οι µαχητές των τροµοκρατικών οργανώσεων της ΒΟΛΚΑΝ και της ΤΜΤ, ήθελαν τη διχοτόµηση του νησιού. Ο διαχωρισµός, που αποτελούσε την ιδεολογία της τουρκοκυπριακής ελίτ, ενδυναµώθηκε από τον ελληνικό εθνικισµό, την στάση της αποικιακής διοίκησης και την υπανάπτυξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας που ήταν αποτέλεσµα της άνισης οικονοµικής ανάπτυξης στον τόπο. Η στάση αυτή της τουρκοκυπριακής κοινότητας µε ιδανικό τη ιχοτόµηση, παύει να αποτελεί «απλή αντίδραση» και µετατρέπεται σε «ιστορική συµµετοχή». Ενώ η δυσπιστία µεταξύ των κοινοτήτων ευνοούσε τη διχοτόµηση, η τουρκοκυπριακή ελίτ ενθάρρυνε περαιτέρω αυτή τη δυσπιστία. Το εθνικιστικό πάθος της ελληνοκυπριακής κοινότητας ενθάρρυνε τη διχοτόµηση. Έτσι δηµιουργήθηκε µία διαλεκτική σχέση, µέσα από την οποία το ιδανικό των Τουρκοκυπρίων για διαχωρισµό, τρεφόταν από τον ελληνοκυπριακό εθνικισµό. Η χρησιµοποίηση των «λαθών» των Ελληνοκυπρίων αποτελούσε την τακτική της ΤΜΤ µε στρατηγικό στόχο τη ιχοτόµηση. Η Τουρκική Αντιστασιακή Οργάνωση ΤΜΤ, ήταν όργανο µιας παντουρκιστικής αντίληψης. Ο όρκος της ΤΜΤ ο οποίος δινόταν στο όνοµα της τουρκικής σηµαίας, του Κορανίου και του όπλου είχε ως εξής: «Αφιερώνω τον εαυτό µου και θα αντισταθώ σε κάθε επίθεση από οπουδήποτε και αν προέρχεται, η οποία θα στρέφεται κατά της ζωής, της ελευθερίας, της περιουσίας και των ιερών και οσίων των Τουρκοκυπρίων. Θα πράξω κάθε καθήκον που ήθελε να ανατεθεί σε µένα, παίρνοντας προ οφθαλµού ακόµη και το θάνατο. Θα διαφυλάξω µέχρις εσχάτων όλα όσα δω, ακούσω, γνωρίζω ή µου έχουν εµπιστευθεί. εν θα τα αποκαλύψω σε κανέναν. Γνωρίζω ότι η αποκάλυψη ισοδυναµεί µε προδοσία της οποίας η τιµωρία είναι ο θάνατος. 102 Χριστοφής Οικονοµίδης «Αποµυθοποιηµένη Ιστορία του Κυπριακού στα τελευταία 50 χρόνια. Με σύντοµη ανασκόπηση των εξελίξεων του Κυπριακού στα περασµένα 120 χρόνια», σελ.163, Λευκωσία

45 Ορκίζοµαι στην τιµή, υπόληψη και παν όσιο, το οποίο πιστεύω ότι θα εφαρµόσω κατά γράµµα όλα όσα αναφέρονται παραπάνω» 103. Η ΤΜΤ, που ελεγχόταν από εξτρεµιστικά στοιχεία της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, επέλεξε τη βία ως µέσο για να πετύχει τους στόχους της. Απώτερος σκοπός της, να δυναµιτίσει τις σχέσεις µεταξύ των δύο κοινοτήτων της Κύπρου και να δώσει µια σαφή προειδοποίηση προς τους υπέρµαχους της ειρηνικής συµβίωσης µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων 104. Προσπαθούσε να φιµώσει ή ακόµα και να εξουδετερώσει κάθε τουρκοκυπριακή προοδευτική φωνή, που πίστευε και εργαζόταν για την οικοδόµηση ενός κλίµατος εµπιστοσύνης και συνεργασίας ανάµεσα στους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Στο καταστατικό της οργάνωσης, αναφέρεται ότι µπορούν να επιβληθούν οποιαδήποτε µέτρα για να επανέλθουν στο σωστό δρόµο, το πρόσωπο ή τα πρόσωπα των οποίων οι ενέργειες µπορούν να βλάψουν την κοινότητα και ότι η πίεση προς την ίδια την κοινότητα θα σταµατήσει µόνο όταν «θα επιτευχθεί το ιδανικό». Στο καταστατικό, αναφέρεται πως «η οργάνωση θα διαλυθεί και θα παύσει να καταπιέζει οποιονδήποτε, όταν η ένδοξη τουρκική σηµαία κυµατίσει στο νησί» 105. Η ΤΜΤ είχε επιβάλει το διαχωρισµό των µαζικών οργανώσεων. Οργανώθηκε συστηµατικά µετά την ίδρυση του κυπριακού κράτους και άπλωσε τα πλοκάµια της και στο πιο αποµακρυσµένο τουρκοκυπριακό ή και µεικτό χωριό. Οι παραστρατιωτικές οργανώσεις ΤΜΤ και Ακρίτας αποτέλεσαν την αναγκαία υποδοµή για την ανατίναξη των σαθρών εξάλλου θεµελίων της νεοσύστατης Κυπριακής ηµοκρατίας. Ό,τι απόµεινε ήταν να βρεθεί ή να χαλκευθεί το πρόσχηµα ή η ευκαιρία που θα δικαιολογούσε το πρώτο βήµα από τη µία η την άλλη πλευρά. Προσηλωµένοι και οι δύο ηγέτες στους δικούς τους στόχους δεν έδειξαν καµιά διάθεση για ειλικρινή συνεργασία, για οµαλή λειτουργία του ιδιόρρυθµου Συντάγµατος. Η ύπαρξη αυτών των οργανώσεων, όχι µόνο ήταν σε γνώση της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας αλλά δρούσαν, εξοπλίζονταν, εκπαιδεύονταν και προετοιµάζονταν συστηµατικά, συνωµοτικά και αθόρυβα για σύγκρουση µεταξύ τους και αυτό µε την ενθάρρυνση και την προτροπή των ηγεσιών και των δύο πλευρών. Με αυτό τον τρόπο, οι ηγεσίες καλλιεργούσαν το κλίµα όχι µόνο της καχυποψίας αλλά και του αναπόφευκτου της σύγκρουσης. Οι συγκρούσεις και η βία των ηµερών εκείνων οδήγησαν στον ουσιαστικό διαχωρισµό και στην αποκοπή των γεφυρών συνεργασίας ανάµεσα στις δύο κοινότητες της Κύπρου. Η επικοινωνία µεταξύ Ελλήνων και Τούρκων περιορίστηκε και η ελεύθερη διακίνηση απαγορεύτηκε. Όλοι οι Τουρκοκύπριοι δηµόσιοι υπάλληλοι απείχαν από τις εργασίες τους και παρέµειναν στον Τουρκικό τοµέα της Λευκωσίας. Το ίδιο έπραξαν και ο Αντιπρόεδρος Fazil Kuchuk, οι Τούρκοι υπουργοί και βουλευτές, οι οποίοι εγκαταλείποντας τα καθήκοντά τους, διαχώρισαν τις ευθύνες τους από την κυβέρνηση. Ο διαχωρισµός αυτός είχε σηµαντικό ψυχολογικό αντίκτυπο. Οι Τουρκοκύπριοι διατύπωναν την άποψη ότι ήταν αδύνατη πλέον η συµβίωση µε το ελληνικό στοιχείο και ότι επιβαλλόταν η δηµιουργία ξεχωριστών γεωγραφικών περιοχών για τις δύο κοινότητες. Οι Ελληνοκύπριοι, υποστήριζαν ότι η τουρκοκυπριακή πολιτική του διαχωρισµού αποσκοπούσε στη διχοτόµηση του νησιού. Αποτέλεσµα των διενέξεων αυτών, ήταν να παραµείνουν στον κυβερνητικό µηχανισµό µόνο οι Ελληνοκύπριοι, διατηρώντας τον έλεγχο του 97% του εδάφους της Κύπρου. Η κυβέρνηση χαρακτήρισε τότε τους Τουρκοκύπριους, που αποχώρησαν και κατέφυγαν στους θύλακες, στασιαστές και τις πράξεις τους ανταρσία κατά του κράτους. Οι Τουρκοκύπριοι, από την άλλη µεριά, 103 Αθανασιάδης Σπύρος «Φάκελος ΤΜΤ», σελ Λευκωσία Aziz I. H., Seferoglou N. M., Victims of Fascist Terrorism, p. 23. Nicosia Αθανασιάδης Σπύρος, ό.π., σελ

46 χαρακτήριζαν την κυβέρνηση παράνοµη και αντισυνταγµατική και αναγνώριζαν µόνο την εξουσία του Τούρκου Αντιπροέδρου. Παράλληλα, οι Τούρκοι περιορίστηκαν σε µικρούς εδαφικούς θύλακες, που ήταν διασπαρµένοι σε όλη την έκταση του νησιού, συνολικής έκτασης 3%. Σε έκθεση του Γενικού Γραµµατέα του ΟΗΕ, αναφέρονται τα εξής: «Στην περίοδο οι Τουρκοκύπριοι έχασαν 103 χωριά και ζούσαν πρόσφυγες σε µικρούς θύλακες που αντιστοιχούν στο 3% της έκτασης της Κύπρου. Εξαναγκάστηκαν να συµπτυχθούν λόγω των ένοπλων επιθέσεων των Ελληνοκυπρίων Για έντεκα χρόνια ζούσαν σε συνθήκες ανοικτής φυλακής» 106. Στους θύλακες τους οι Τουρκοκύπριοι εγκατέστησαν δική τους διοίκηση και οργάνωσαν την ζωή τους απαγορεύοντας την επικοινωνία µε τους Έλληνες. Αυτή η νέα κατάσταση αποτέλεσε ένα σηµαντικό βήµα προς τη διχοτόµηση του νησιού. Μέχρι τότε Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ζούσαν δίπλα δίπλα. Οι γειτονιές τους ήταν ανακατεµένες στις πόλεις, το ίδιο και στα χωριά. Όµως τα επεισόδια του εκέµβρη του 1963, ήταν η αρχή για να χωριστεί το νησί στα δύο από το αίµα και το εθνικιστικό µίσος. Και οι δύο κοινότητες του νησιού πλήρωσαν µε ποτάµια αίµατος τη φιλοδοξία των ελίτ στην Κύπρο. Αυτή είναι η ουσία του κυπριακού προβλήµατος και όχι κάποιο προαιώνιο µίσος ανάµεσα σε Τούρκους και Έλληνες, Χριστιανούς και Μουσουλµάνους. Τα 13 σηµεία δεν αποσύρθηκαν και ούτε καταβλήθηκε προσπάθεια να επανέλθουν τα πράγµατα στη θέση τους, όσο δύσκολο και αν ήταν αυτό, γιατί οι Τούρκοι είχαν ήδη διακινηθεί µε πυξίδα τη διχοτόµηση. Τα 13 σηµεία διευκόλυναν τα επεκτατικά σχέδια της Τουρκίας, εκτιµώντας τα ως «χρυσή ευκαιρία». Ακολούθως η Τουρκία, στηριζόµενη στα απάνθρωπα εγκλήµατα των Ελληνοκυπρίων κατά των Τουρκοκυπρίων, κατηγορούσε την Κυπριακή Κυβέρνηση ότι προέβαινε σε πράξεις εξοντώσεως της τουρκικής κοινότητας στην Κύπρο. Στη διακοίνωση της η Τουρκία προς την Κυπριακή ηµοκρατία, στις 5 Μαρτίου 1964 συµπλήρωνε: «Το γεγονός ότι στη διάρκεια των τελευταίων λίγων ηµερών οι σφοδρές επιθέσεις κατά των Τούρκων της νήσου έχουν προσλάβει τέτοιο επονείδιστο χαρακτήρα, που εξεγείρουν τη συνείδηση της ανθρωπότητας και ότι έχουν γενικευτεί και διαρκώς εντείνονται σε βιαιότητα, καθιστά αναγκαία την αναθεώρηση της µετριοπαθούς και ειρηνικής στάσεως της Τουρκίας» 107. Τότε, η δηµιουργία της διαχωριστικής γραµµής (Πράσινη Γραµµή) 108 όπως είπε ο Πρόεδρος Μακάριος, «ήταν ένα πρακτικό σχέδιο για να διευκολυνθεί η διατήρηση της ανακωχής» 109. Αποτελούσε τον τεχνητό διαχωρισµό δύο υπαρξιακών πραγµατικοτήτων. Η γραµµή αυτή παρέµεινε έκτοτε σαν µόνιµη διαχωριστική γραµµή ανάµεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους της Κύπρου. Άλλωστε, όπως είπε και ο Αντιπρόεδρος της ηµοκρατίας Φαζίλ Κουτσούκ, αυτό αποτελεί την «ιδανική γραµµή» για τη διχοτόµηση της Κύπρου. Και συνέχισε: «επιθυµούµε να δηµιουργήσουµε ένα χωριστό κράτος [ ]. Οι Τουρκοκύπριοι δεν αποτελούν µειονότητα αλλά ένα λαό µε τη δική του γλώσσα, θρησκεία και παραδόσεις. Έχουµε τόσα δικαιώµατα στο νησί όσα και οι Έλληνες [ ] Θα 106 Έκθεση Γενικού Γραµµατέα του ΟΗΕ, υπ αριθµό S/8286 της 8/12/ ηµήτρης Μπίτσιος «Κρίσιµες Ώρες», σελ Εκδόσεις Εστία. 108 Η «Πράσινη Γραµµή» αποτελεί έµπνευση των Βρετανών. Τότε που η Κύπρος ήταν ακόµα αγγλοκρατούµενη και ο ένοπλος αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. είχε προσλάβει τις προεκτάσεις του σε αψιµαχίες µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, οι Βρετανοί χάραζαν τέτοιες γραµµές σε διάφορες τοποθεσίες της πρωτεύουσας που απαγόρευαν τη διάβαση. Το ίδιο σκέφτηκαν να κάνουν και τώρα στην καρδιά της Λευκωσίας, εκεί όπου γειτνίαζαν οι σύνοικοι (στην οδό Ερµού στην κεντρική αγορά της Λευκωσίας), όταν οι αντιµαχόµενοι Κύπριοι, παραχώρησαν στους Βρετανούς την εξουσία της αστυνόµευσης. Και η γραµµή είχε πάρει το όνοµα «Πράσινη Γραµµή», γιατί όταν την χάραξε ο Βρετανός στρατηγός πάνω στο χάρτη, χρησιµοποίησε πράσινο στυλό. 109 Νίκος Κρανιδιώτης «Ακανθώδης Πορεία, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ» σελ. 59. Λευκωσία

47 προχωρήσουµε στη δηµιουργία µιας χωριστής ιοίκησης. Έχουµε τη δικιά µας αστυνοµία και τα δικά µας µέσα επικοινωνίας» 110. Οι Τουρκοκύπριοι µετακόµισαν από την Κύπρο σε ένα στρατιωτικό κόσµο. Εκεί, ψάχνοντας για φυσική και συναισθηµατική σιγουριά, αρπάχτηκαν από την Τουρκία σαν Θεό. Οι επιθέσεις του ελληνικού σοβινισµού, από τη µία, κι η καταπίεση της τουρκοκυπριακής γραφειοκρατίας, από την άλλη, τους στρίµωξαν στην τουρκική ταυτότητα. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα δηµιούργησε πλέον, µια πλαστή ταυτότητα και µια πλαστή σιγουριά. Ο ιδεολογικός εθνικισµός των Τουρκοκυπρίων έφτασε στο αποκορύφωµα του. Αρπάχτηκε από την Τουρκία και την πίστεψε σαν Θεό. Αυτή η πίστη ενόχλησε ακόµα και το Rauf Denktash, αφού αναφέρει ότι «η πιο µεγάλη πίστη των Τουρκοκυπρίων είναι η πίστη, χωρίς όρους, στη µητέρα πατρίδα Όµως, η πιο µεγάλη τους αδυναµία τους είναι που πιστεύουν, χωρίς όρους, σε αυτούς που κυβερνούν τη µητέρα πατρίδα» 111. Και πραγµατικά, επειδή οι Κύπριοι, τόσο Ελληνοκύπριοι όσο και Τουρκοκύπριοι, δεν µπορούσαν να στηριχτούν στη δική τους δύναµη, ανύψωσαν τις µητέρες πατρίδες στο επίπεδο της θρησκείας. Είναι χαρακτηριστικό πως οι σχέσεις µεταξύ των δύο πολιτικών ηγετών των δύο κοινοτήτων βρίσκονταν σε πορεία σύγκρουσης, αλλά έδειχναν, επίσης, µεταξύ του 1960 και του 1974 σηµεία αυξανόµενης ωριµότητας, που οδηγούσαν κάποιες φορές προς τις διακοινοτικές συνοµιλίες παρά την ένοπλη σύγκρουση. Μετά την ανεξαρτησία οι δύο κοινότητες είχαν ηγέτες µε επιρροή, που ήταν δυσαρεστηµένοι µε τις νέες διευθετήσεις. Για παράδειγµα το 1962, οι άνθρωποι πίσω από το «Σχέδιο Ακρίτας» επεδίωξαν την ένωση µέσω ενός σύντοµου, σκληρού αγώνα επικράτησης µε τους Τουρκοκύπριους, ο οποίος θα οδηγούσε σε κυριαρχία της ελληνικής πλειοψηφίας. Οι Κύπριοι πολιτικοί ηγέτες βρισκόµενοι µπροστά σε ραγδαία µεταβαλλόµενες καταστάσεις, δεν ήταν πάντοτε ιδιαίτερα ευφάνταστοι σχετικά µε το πώς η πολιτική τους θα µπορούσε να έχει ευεργετικά ή όχι αποτελέσµατα για τους συµπατριώτες τους. Στην προκειµένη περίπτωση αναφέρεται ως παράδειγµα η απόπειρα αναθεώρησης του Συντάγµατος από το Μακάριο. Επικρίθηκε έντονα ο Πρόεδρος Μακάριος µε την υποβολή των προτάσεων του για τροποποίηση του Συντάγµατος που πιστεύεται πως προκάλεσε την τουρκοκυπριακή εξέγερση και τη διακοινοτική διαµάχη. Όπως γράφει ο Γλαύκος Κληρίδης, ο κυριότερος λόγος για τον οποίο επιχειρήθηκε η αναθεώρηση του Συντάγµατος ήταν η ψυχολογική αντίδραση των Ελληνοκυπρίων προς τα συνταγµατικά δικαιώµατα των Τουρκοκυπρίων: «Μια ειλικρινής εκτίµηση της κατάστασης της περιόδου θα οδηγούσε στο συµπέρασµα ότι, µε εξαίρεση την πρόνοια για ξεχωριστές πλειοψηφίες στην ψήφιση της φορολογικής νοµοθεσίας, δεν υπήρχε πραγµατικά ανάγκη για συνταγµατικές αλλαγές [ ], αυτή η κίνηση προήλθε από την ψυχολογική δυσανασχέτηση που ένιωθαν οι Ελληνοκύπριοι για τα υπερβολικά δικαιώµατα που παραχωρήθηκαν στη µειοψηφία» 112. Ωστόσο, ο βασικός λόγος για αυτή την «ψυχολογική αντίδραση» ήταν η ιδεολογία του ελληνικού εθνικισµού. Όπως έχει ήδη λεχθεί προηγουµένως, σύµφωνα µε αυτή την ιδεολογία, οτιδήποτε λιγότερο από την Ένωση αποτελούσε προδοσία. «Στην Κύπρο, ο ελληνικός εθνικισµός απέκλειε σαν αίρεση και προδοσία την αντίληψη οποιασδήποτε συλλογικής ύπαρξης άλλης µορφής εκτός από την Ένωση µε την Ελλάδα, υπονοµεύοντας έτσι την Ανεξάρτητη ηµοκρατία που δηµιουργήθηκε το 1960» 113. Η ελληνοκυπριακή 110 Γαλλική εφηµερίδα: «Le Monde», 10 Ιανουαρίου Niyazi Kizilyürek «Ολική Κύπρος», ό.π., σελ Γλαύκος Κληρίδης «Η Κατάθεση Μου». Τόµος Ι, σελ Λευκωσία Paschalis Kitromilides Greek Irredentism in Asia Minor and Cyprus, p Middle Eastern Studies, 26/1/

48 ελίτ, οπλισµένη µε µια µονολιθική ιδεολογία, παραγνώριζε την εθνολογική, δηµογραφική και πολιτική πραγµατικότητα του νησιού. Για να απαλλαγεί από την αλληλεξάρτηση και να επιβάλει την ηγεµονία της, απέκλεισε τους Τουρκοκύπριους και δεν δίστασε για το σκοπό αυτό να χρησιµοποιήσει στρατιωτικά, οικονοµικά και πολιτικά µέσα. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία γνώριζε πολύ καλά την αυξανόµενη δυσπιστία ανάµεσα στην ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή κοινότητα και συνεπώς δεν µπορεί κανείς να επικαλεστεί το ελαφρυντικό της άγνοιας. Αυτή η δυσπιστία καλλιεργούταν από τις ηγεσίες και των δύο πλευρών και βάθαινε από την άρνηση του Μακαρίου να εφαρµόσει έστω και µια πρόνοια του Συντάγµατος, που κατοχύρωνε προνόµια στους Τουρκοκύπριους. Ως εκπρόσωπος των Τουρκοκυπρίων ο Rauf Denktash υποστηρίζει από τότε πως η συνύπαρξη και η συµβίωση των δύο κοινοτήτων είναι αδύνατες και εποµένως ο χωρισµός είναι απαραίτητος ώστε η ελληνική κοινότητα να µην έχει κανένα δικαίωµα ανάµιξης στις υποθέσεις της τουρκικής κοινότητας. Ο έµπειρος πολιτικός Ισµέτ Ινονού, µετά τα γεγονότα του , περιέγραψε την πολιτική των ελίτ της Κύπρου ως εξής: «Όλες οι δυσκολίες προέκυψαν από το γεγονός πως δεν έγινε αποδεκτός ο δικοινοτικός χαρακτήρας του κράτους. Η πολιτική στην Κύπρο δεν λαµβάνει υπόψη της, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και κυνηγά συναισθηµατικές επιτυχίες. Αυτή η πολιτική δεν συνειδητοποίησε ποτέ την ανάγκη για φιλία, συνεργασία και συµµαχία µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Οι πολιτικοί της Κύπρου, χωρίς σκέψη ή δισταγµό παίζουν µε αυτή την πραγµατικότητα, θέτοντας την σε κίνδυνο για χάρη των συναισθηµάτων τους» 114. Το ουσιαστικότερο και τραγικότερο στοιχείο από τα γεγονότα µεταξύ του 1964 και 1967, ήταν η επέκταση της διαίρεσης µε τρόπο που επηρέαζε τη µάζα των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. ΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ Την περίοδο αυτή, έχουµε την εµφάνιση της έννοιας της διεθνοποίησης του κυπριακού προβλήµατος στον Οργανισµό Ηνωµένων Εθνών, που σήµαινε την επαναβεβαίωση των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και των θεµελιωδών ελευθεριών, άρα την ισότητα των δικαιωµάτων και των θεµελιωδών ελευθεριών, ανεξάρτητα από διαφορές φυλής, θρησκείας ή γλώσσας και, εποµένως, την κατοχύρωση των µειονοτικών δικαιωµάτων των Τουρκοκυπρίων. Με την εκδήλωση των διακοινοτικών συγκρούσεων το 1964, η ελληνοκυπριακή ελίτ άλλαξε τακτική και κρύφτηκε πίσω από την de facto κατάσταση που δηµιουργήθηκε το 1964, αναµένοντας καλύτερους καιρούς για να πραγµατοποιήσει την εθνική της νίκη. Η θεωρία της «µη λύσης ως λύσης» 115, εµφανίστηκε τότε για πρώτη φορά στην πολιτική σκηνή της Κύπρου και παρέµεινε ως τακτική µέχρι την τελική αποτυχία το 1974, έχει δε, περιγραφεί ως ακολούθως από τον Γλαύκο Κληρίδη: «Εµείς οι Έλληνες Κύπριοι ελέγχουµε σήµερα πλήρως την κυβέρνηση. εν έχουµε σε αυτήν ούτε τον Αντιπρόεδρο µε τα βέτο του ούτε τους τρεις Τούρκους υπουργούς. Όλοι οι υπουργοί είναι Έλληνες. Η κυβέρνησή µας είναι η µόνη που αναγνωρίζεται διεθνώς. Γιατί να ξαναφέρουµε µέσα τους Τούρκους; Οι Τούρκοι σήµερα ελέγχουν µόνο το 3% του εδάφους όση έκταση κατέχουν οι θύλακοι τους. εν έχουν πλούσιους πόρους και περνούν δύσκολες στιγµές από οικονοµικής άποψης. Τελικά θα αναγκασθούν να δεχτούν τις απόψεις µας ή να φύγουν» Νιαζί Κιζιλγιουρέκ «Κύπρος: Το αδιέξοδο των εθνικισµών», ό.π., σελ Νιαζί Κιζιλγιουρέκ, ό.π., σελ Σταύρος Αγγελίδης, εφηµερίδα «Φιλελεύθερος», 20/09/

49 Στις περιοχές που έθεσε κάτω από τον έλεγχο της η Τουρκοκυπριακή ηγεσία, απαγορεύτηκε η είσοδος σε Ελληνοκύπριους και η έξοδος σε Τουρκοκύπριους. Στην έκθεσή του, στις 11 Μαρτίου 1965, ο Γενικός Γραµµατέας των Ηνωµένων Εθνών γράφει ότι: «Η τουρκοκυπριακή πολιτική της αυτοαποµόνωσης έχει οδηγήσει την κοινότητα στην αντίθετη κατεύθυνση από την οµαλοποίηση. Η ηγεσία της κοινότητας αποθαρρύνει τον τουρκοκυπριακό πληθυσµό από του να έχει προσωπικές, εµπορικές ή άλλες επαφές µε τους Ελληνοκύπριους συµπατριώτες τους, από του να αποτείνονται σε κυβερνητικά γραφεία για διοικητικά θέµατα ή από του να ξαναεγκατασταθούν στα χωριά τους αν είναι πρόσφυγες» 117. Επιπρόσθετα, όσον αφορά τις οικονοµικές πτυχές των σχέσεων µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, υπολογίζεται ότι το µέσο κατά κεφαλήν εισόδηµα των Τουρκοκυπρίων είναι κατά 50% χαµηλότερο από αυτό των Ελληνοκυπρίων. Αυτό οφείλεται καταρχήν στην προσπάθεια της Τουρκοκυπριακής ηγεσίας, αρχίζοντας από το τέλος της δεκαετίας του 1950 να επιβάλει µια πολιτική όπου οι Τουρκοκύπριοι θα αγόραζαν µόνο από Τουρκοκύπριους και από το 1963, να δηµιουργήσει µια ξεχωριστή τουρκοκυπριακή οικονοµία. Αυτή η προσπάθεια, µε βάση έναν πληθυσµό ήταν βέβαιο ότι θα είχε σαν αποτέλεσµα ένα κατώτερο επίπεδο ζωής. Με αυτούς τους περιορισµούς, και µε τους περιορισµούς στη διακίνηση των Τουρκοκυπρίων όπως και την προσπάθεια να δηµιουργηθούν ξεχωριστές τουρκοκυπριακές βιοµηχανίες, οι Τουρκοκύπριοι στερήθηκαν των ευνοϊκών οικονοµικών συνθηκών µιας ενοποιηµένης κυπριακής αγοράς. Σε άλλες περιπτώσεις το πρόβληµα ήταν η προσπάθεια να επιτευχθεί αποκλειστικός έλεγχος των Τουρκοκυπρίων και των περιοχών των τουρκικών θυλάκων από την τουρκοκυπριακή ηγεσία. Παρά τα γεγονότα του , και παρά τη διαχωριστική πολιτική της τουρκοκυπριακής ηγεσίας είναι αξιοσηµείωτο ότι κατά τα χρόνια , εσωτερικές κοινωνικές, οικονοµικές και πολιτικές τάσεις φανερώθηκαν που έτειναν προς την οµαλοποίηση της κατάστασης στην Κύπρο και προς την επαναπροσέγγιση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Αυτές οι τάσεις προς επαναπροσέγγιση διαφάνηκαν µεταξύ των Τουρκοκυπρίων στο πολιτικό επίπεδο, στο θέµα της επιστροφής των Τουρκοκυπρίων προσφύγων και στο οικονοµικό επίπεδο. Στο πολιτικό επίπεδο η δολοφονία του Καβάζογλου που απέδιδε την αποµόνωση των Τουρκοκυπρίων στην πολιτική της τουρκοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας και στον ιµπεριαλισµό, και του Ελληνοκύπριου Μισιαούλη δεν µπορεί παρά αυτή η διπλή δολοφονία να θεωρηθεί σύµβολο για όσους προωθούν την εδραίωση των σχέσεων των δύο κοινοτήτων. Ως το 1974, η παραδοσιακή συνύπαρξη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων δε διακόπηκε τελείως. Το 1965 ο µεσολαβητής των Ηνωµένων Εθνών Galo Plaza, έγραψε στην έκθεση του: «εν θέλω να πιστέψω αυτό που η Τουρκοκυπριακή ηγεσία ισχυρίζεται, το αδύνατο του να µάθουν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι να συζούν ειρηνικά. Στην περιοχή εκείνη όπου έχουν χαλαρωθεί οι περιορισµοί στη διακίνηση, και έχει µειωθεί η ένταση, ήδη αποδεικνύουν το αντίθετο» 118. Συγκεκριµένα, οι σχέσεις µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στο χωριό Άγιος Θεόδωρος, λίγες µόνο µέρες µετά από µάχη µεταξύ των δύο πλευρών, έχουν περιγραφεί ως ακολούθως από τον Ταξίαρχο Hartbottle, αρχηγό του επιτελείου των Ηνωµένων Εθνών στην Κύπρο: «Υποθέτω ότι το πιο ενθαρρυντικό θέµα ήταν να δει κανείς τον τρόπο µε τον οποίο οι δύο κοινότητες του Αγίου Θεοδώρου, επανήλθαν στις παλιές τους σχέσεις και την ζωή τους µαζί. Οι Έλληνες χωρικοί, που είχαν ανοίξει τα σπίτια τους στις Τούρκισσες και στα παιδιά τους κατά τη µάχη, τώρα βοηθούσαν στις 117 Μιχάλης Ατταλίδης, ό.π., σελ Galo Plaza Report of the United Nations. Mediator on Cyprus to the Secretary General

50 επισκευές και σε λίγο ξανάρχισαν κοινωνικές επαφές. εν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς µε οτιδήποτε στην Εγγύς ή Μέση Ανατολή, αλλά ακόµη και οι πιο έµπειροι από µας εκπλαγήκαµε ελαφρά όταν στο ύψος της διεθνούς κρίσης του εκέµβρη µου ανάφεραν ότι µέλη και των δύο κοινοτήτων στον Άγιο Θεόδωρο κάθονταν µαζί στο ίδιο καφενείο, ανταλλάσσοντας όχι µόνο κουβέντες αλλά και χριστουγεννιάτικα δώρα, ένδειξη πως ότι και να έκανε ο υπόλοιπος κόσµος, εκείνοι τουλάχιστον ήταν αποφασισµένοι να επαναφέρουν τις σχέσεις τους στην οµαλότητα και να ζήσουν σε ησυχία και κατανόηση µε τους γείτονες τους» 119. Εκτός από την τουρκοκυπριακή ηγεσία που εξαρτιόταν σε µεγάλο βαθµό από την Τουρκία, αυτές τις τάσεις καταπολέµησε έµµεσα προς το παρόν και το δικτατορικό καθεστώς της Ελλάδας που έλεγχε τις κυπριακές ένοπλες δυνάµεις. Είναι γεγονός ότι αυτά τα χρόνια εµφανίστηκαν κάποιοι εξωτερικοί προς την Κύπρο παράγοντες, που εργάστηκαν για να εµποδίσουν την επαναπροσέγγιση µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Οι επικριτές της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, πρόβαλλαν το επιχείρηµα ότι η πολιτική της ηγεσίας για τους Τουρκοκύπριους εκτοπισµένους µετά το 1964, καθυστερούσε µια µόνιµη λύση του προβλήµατος και διαιώνιζε τη διένεξη. Η τουρκοκυπριακή ηγεσία δεν επέτρεπε την επιστροφή των εκτοπισµένων πριν εξευρεθεί πολιτική λύση του προβλήµατος. Οι Τουρκοκύπριοι ήταν σε αριθµητικά µειονεκτική θέση. Οι διακοινοτικές συγκρούσεις τους είχαν οδηγήσει στην αποδοχή της συγκέντρωσής τους στους θύλακες, στον περιορισµό της διακίνησης και της µονολιθικής κατεύθυνσης από µια ηγεσία εξαρτηµένη, από τη στρατιωτική και οικονοµική υποστήριξη της Τουρκίας και το διαχωριστικό έλεγχο του τουρκοκυπριακού πληθυσµού για τη διατήρηση της θέσης της. Με τη σειρά του αυτό οδήγησε στον αποκλεισµό από την ευηµερία που η Κύπρος απολάµβανε από το 1964 ως το Αντίθετα οι Ελληνοκύπριοι, φαινοµενικά είχαν πετύχει τον πολιτικό τους στόχο και ήταν πια σε διαφορετική θέση από τους Τουρκοκύπριους. Απηλλάγησαν από πολλούς περιορισµούς του καθεστώτος του 1960 και εξασφάλισαν οικονοµική ευηµερία και διεθνή αναγνώριση. Το πρόβληµα είχε σε µεγάλο βαθµό λυθεί για τους Ελληνοκύπριους. Αλλά οι συνδιαλλαγές τους µε τους Τουρκοκύπριους αλυσοδέθηκαν λόγω της στρατιωτικής απειλής της Τουρκίας και των επεµβάσεων της στρατιωτικής δικτατορίας που κυβερνούσε την Ελλάδα. Η άλλη όψη της πολιτικής κατάστασης και των εξελίξεων γύρω από το Κυπριακό σηµαδεύεται από τη διεξαγωγή των διακοινοτικών συνοµιλιών που άρχισαν από τον Ιούνιο του 1968 και συνεχίσθηκαν, µε σύντοµες ή πολύµηνες διακοπές µέχρι το Ο ίδιος ο Πρόεδρος Μακάριος έκανε λόγο για την ανάγκη διακοινοτικών συνοµιλιών καθιστώντας σαφές ότι καθόριζε ως λύση του Κυπριακού την ανεξαρτησία χωρίς λόγο για Ένωση ή δικαίωµα αυτοδιάθεσης και παράλληλα, εγκαταλείποντας την άποψη για τουρκοκυπριακή µειονότητα, αναγνώριζε τους Τουρκοκύπριους ως κοινότητα µε ειδικά προνόµια τα οποία ήταν έτοιµος να διαπραγµατευτεί. Όσον αφορά τις διµερείς συνοµιλίες ανάµεσα στις δύο κοινότητες, οι Τουρκοκύπριοι πολιτικοί τόνισαν πως είναι πρόθυµοι να συναντηθούν µε τους Ελληνοκύπριους για να συζητήσουν τα τρέχοντα διοικητικά προβλήµατα του νησιού, να αποκατασταθεί η ισορροπία των υνάµεων όπως ήταν πριν από τα γεγονότα του εκεµβρίου του 1963, µε την αποµάκρυνση των στρατιωτικών µονάδων που συγκρότησαν οι Έλληνες και οι Ελληνοκύπριοι, γιατί οι Τουρκοκύπριοι αρνούνταν να διαπραγµατευτούν κάτω από την απειλή βίας Μιχάλης Ατταλίδης, ό.π., σελ Έκθεση Galo Plaza προς τον Γενικό Γραµµατέα των Ηνωµένων Εθνών, 26/3/1965, παρ

51 Οι ενδοκυπριακές συνοµιλίες που είχαν αρχίσει, ενεπλάκησαν σε ατέρµονες συζητήσεις και συνεχή αδιέξοδα. Όπως πιστεύει ο Συνταγµατολόγος Μ. εκλερής το 1968 παρουσιάστηκε η καλύτερη ευκαιρία διαλόγου στο θέµα της επαναπροσέγγισης των δύο κοινοτήτων. Ο Rauf Denktash προέβη σε ουσιαστικές παραχωρήσεις, εγκαταλείποντας τα περισσότερα προνόµια που εξασφάλισαν στους Τουρκοκύπριους οι συµφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου που κατοχυρώθηκαν στο Σύνταγµα. Στη βάση των παραχωρήσεων της Τουρκοκυπριακής πλευράς ήταν δυνατή µια συµφωνηµένη, συµβιβαστική, αµοιβαία αποδεκτή λύση του Κυπριακού. Η ελληνοκυπριακή όµως πλευρά, δεν αξιοποίησε τις ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν, µε αποτέλεσµα να µαταιωθεί η υπογραφή µιας αµοιβαία αποδεκτής συµφωνίας, που θα έδινε λύση στο Κυπριακό προς όφελος της Κύπρου, της κοινής πατρίδας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και του συνόλου του Κυπριακού λαού 121. Οι λόγοι για τους οποίους δεν αξιοποιήθηκε αυτή «η καλύτερη ευκαιρία», οφείλονται: α) στην αξίωση των Ελληνοκυπρίων για ενιαίους εκλογικούς καταλόγους βουλευτών, β) στην απροθυµία των Ελληνοκυπρίων να δεχθούν το θεσµό του Τουρκοκύπριου Αντιπροέδρου της ηµοκρατίας και γ) στην απροθυµία των Ελληνοκυπρίων να δεχθούν περιοχές τοπικής αυτοδιοίκησης, που θα αποτελούνταν από οµάδες Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Και πραγµατικά, αν λάβουµε υπόψη µας ότι σε όλα τα άλλα θέµατα οι συνταγµατικές µεταρρυθµίσεις που πρότεινε ο Denktash, όπως κατάργηση των εξουσιών αρνησικυρίας του Αντιπροέδρου, µείωση της αντιπροσωπείας της τουρκοκυπριακής κοινότητας στη Βουλή των Αντιπροσώπων από 30% σε 20%, µείωση της συµµετοχής των Τουρκοκυπρίων στην Επιτροπή ηµόσιας Υπηρεσίας από 30% σε 20%, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων θα εκλέγονται από τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους βουλευτές, αντί να εκλέγεται ο Πρόεδρος από τους Έλληνες και ο Αντιπρόεδρος από τους Τουρκοκύπριους όπως γινόταν µέχρι τώρα. Αν ο ένας ήταν Έλληνας ο άλλος έπρεπε να είναι Τούρκος. Επίσης η συγχώνευση του Ανωτάτου µε το Συνταγµατικό ικαστήριο και αντιπροσώπευση των Τουρκοκυπρίων σε αυτό, µε ποσοστό ανταποκρινόµενο στην αναλογία του πληθυσµού, αποτελούσαν σοβαρές παραχωρήσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς. Η σύναψη της συµφωνίας αυτής ήταν σχεδόν βέβαιη, γιατί οι Τουρκοκύπριοι, κατά µεταγενέστερη οµολογία του Rauf Denktash, είχαν εξαντλήσει τα όρια της αντοχής τους. Το καθοριστικό στοιχείο που δεν επέτρεψε την επιτυχή κατάληξη των συνοµιλιών ήταν η εµµονή της ελληνοκυπριακής πλευράς να υποβιβάσει το κοινοτικό status της τουρκοκυπριακής κοινότητας, σε καθεστώς µειονότητας και να προσαρµοστούν τα δικαιώµατά της σε αυτό το καθεστώς, δηλαδή µειονοτικά. Όµως αυτός ήταν ένας στόχος ουτοπικός και ανέφικτος, έξω από τις δυνατότητες της ελληνοκυπριακής πλευράς να τον επιβάλει, διότι η Τουρκία και η τουρκοκυπριακή ηγεσία δε θα επέτρεπε την υποβάθµιση της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε µειονότητα. Οι Ελληνοκύπριοι κυνηγώντας και εµµένοντας πεισµατικά σε ένα απραγµατοποίητο στόχο, έχασαν µια ευκαιρία εξοµάλυνσης των σχέσεων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και της δηµιουργίας µιας δηµοκρατικής, ειρηνικής και ευηµερούσας Κύπρου, κοινής πατρίδας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Χάθηκε η ευκαιρία να διασωθεί η συµβίωση και η συνεργασία Ελλήνων και Τούρκων του νησιού, όπως είχαν διαµορφωθεί από το κοινό παρελθόν των δύο κοινοτήτων. Όταν αργότερα η ελληνοκυπριακή πλευρά δήλωσε την ετοιµότητά της να δεχτεί τις προτάσεις Denktash, ήταν πλέον αργά, γιατί οι Τουρκοκύπριοι υπαναχώρησαν, αποσύροντας τις προτάσεις τους. Γιατί στην ιστορία κατά την πορεία των γεγονότων δεν 121 Μιχάλης εκλερής «Κυπριακό Η τελευταία ευκαιρία», σελ

52 παρουσιάζονται συχνά πολλές ευκαιρίες για διευθέτηση µιας διαφοράς. Όταν παρουσιασθεί µια τέτοια ευκαιρία η ικανότητα της όποιας ηγεσίας είναι να την εκτιµήσει ορθά και να την αρπάξει, να µην την αφήσει να χαθεί, γιατί δε µπορεί να είναι βέβαιος ότι θα παρουσιασθεί ξανά 122. Οι Ελληνοκύπριοι πίστευαν πως ο χρόνος ήταν µε το µέρος των Ελλήνων και πως θα µπορούσαν να περιµένουν ως τη στιγµή που η αναγκαιότητα θα µαλάκωνε την τουρκοκυπριακή στάση. Οι Ελληνοκύπριοι, όπως αναφέρει και ο Τουρκοκύπριος διπλωµάτης Οζντεµίρ Οζκιούρ, θα έπρεπε να είχαν σκεφτεί πως «οι Τουρκοκύπριοι ήταν σαν µια µικρή περιοχή της Τουρκίας και πως η Τουρκία δεν θα τους άφηνε να παραδοθούν» 123. Είναι φανερό πως η ελληνοκυπριακή ελίτ διατήρησε µέχρι το 1974 την ιδεολογιστική στάση της και προετοίµασε τυφλά το αναπόφευκτο τέλος. Όπως το έθεσε ο E. H. Carr τα κριτήρια για αξιολόγηση της ιστορίας δεν είναι κάποιες αρχές οικουµενικής εγκυρότητας, αλλά η ικανότητα να πετύχεις αυτό που «δουλεύει καλύτερα» στις δοσµένες συνθήκες. Με άλλα λόγια, η αποτυχία έρχεται όταν αρνείσαι αυτό που «δουλεύει καλύτερα» στο όνοµα κάποιων αρχών οικουµενικής εγκυρότητας 124. Στην Κύπρο, η άκαµπτη ιδεολογία του ελληνικού εθνικισµού εξοπλισµένη µε αξίες οικουµενικής εγκυρότητας αρνήθηκε τις δεδοµένες πραγµατικότητες και προετοίµασε µόνη της το τέλος της. Η τουρκοκυπριακή ελίτ, που θα «χρησιµοποιούσε οποιαδήποτε ευκαιρία», σκόπευε να χρησιµοποιήσει και την προσπάθεια για αναθεώρηση του Συντάγµατος. «Εάν όµως το Σύνταγµα αποδεικνυόταν µη λειτουργικό, κάθε νέα προσπάθεια των Ελληνοκυπρίων για Ένωση θα αντιµετώπιζε µια κραυγαλέα εκστρατεία για ένωση των περιοχών που κατέχουν οι Τουρκοκύπριοι, µε την Τουρκία» 125. Το εθνικό πάθος για την Ένωση και τη ιχοτόµηση σαν δράση αντίδραση, µεγάλωνε ολοένα και περισσότερο τη δυσαρµονία. Παράλληλα η τουρκοκυπριακή ελίτ, η οποία επεδίωκε τη ιχοτόµηση ως τελικό στόχο, στηριζόταν στη δυσπιστία και την εχθρότητα. Από ένα τουρκικό ντοκουµέντο, στο οποίο αναφέρεται ο Γλαύκος Κληρίδης στην «Κατάθεσή» του, µπορεί κανείς να σχηµατίσει σαφή εικόνα για τη στάση της τουρκοκυπριακής ελίτ απέναντι στο κυπριακό κράτος. Στο έγγραφο, αφού δηλώνεται καθαρά ότι οι συµφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου αποτελούν «προσωρινή λύση» και ότι κύριος στόχος είναι το taksim, δηλαδή η ιχοτόµηση, αναφέρεται χαρακτηριστικά στους λόγους γιατί οι συµφωνίες αυτές δεν µπορούσαν να γίνουν αποδεκτές ως τελική λύση: «1. Το τουρκικό στοιχείο, που ήδη είναι ανίσχυρο, είναι καταδικασµένο να εξαφανιστεί κάτω από αυτό το καθεστώς. 2. Η ιδέα της ενοποίησης των δύο κοινοτήτων στο πλαίσιο του κράτους, η «κυπριοποίηση» των Τούρκων, δηλαδή η όσο το δυνατόν µεγαλύτερη ανάπτυξη των σχέσεων µε τους Ελληνοκύπριους, η µη εναντίωση σ αυτούς, η δηµιουργία αρµονικών σχέσεων και η αποφυγή προβληµάτων, θα έχουν ως αποτέλεσµα την εξάλειψη της εθνικής υπόθεσης από τις συνειδήσεις των Τούρκων της Κύπρου, και αυτό θα ισοδυναµεί µε την κατάργηση των Τούρκων ως ξεχωριστής κοινότητας. 4. Οι συµφωνίες στηρίχτηκαν στην αρχή της έλλειψης εµπιστοσύνης και εχθρότητας που υπάρχει ανάµεσα στις κοινότητες και της αρχής της συµβίωσής τους, αλλά µε τη µορφή χωριστών και ίσων κοινοτήτων. Οι αρχές αυτές θα καταρρεύσουν εάν οι συµφωνίες εκληφθούν ως τελική λύση. Αυτό µπορεί να αποφευχθεί µε τη σχολαστική διατήρηση της 122 Ανδρέας Φάντης «Κυπριακό Αναζητώντας την αλήθεια». Μέρος Β ( ), «Ο Καταποντισµός», σελ Λευκωσία Οζντεµίρ Οζκιούρ, ό.π., σελ Carr E. H. What is the History?, p Pelican Books, London Patrick Richard A., Political Geography and the Cyprus Conflict: , p. 36. Department of Geography Publication Series, number 4, University of Waterloo, Canada

53 αρχής των χωριστών και ίσων κοινοτήτων και τη δηµιουργία σε ορισµένες υποθέσεις κλίµατος έλλειψης εµπιστοσύνης, αντιπαράθεσης και εχθρότητας. Εάν η Κυπριακή ηµοκρατία είναι η τελική λύση, τότε θα κλονιστεί η εµπιστοσύνη των Τούρκων της Κύπρου πρώτα προς τον εαυτό τους και µετά προς την Τουρκία. Και λόγω της ανεργίας και των οικονοµικών δυσκολιών θα µείνουν στο έλεος των Ρωµιών» 126. Είναι ξεκάθαρο ότι ο τουρκοκυπριακός και ο ελληνοκυπριακός εθνικισµός, εναντιώθηκαν στη συγκρότηση κράτους στην Κύπρο και αγωνίστηκαν για την ενσωµάτωση τους στα «εθνικά κέντρα». Η κοινή ιστορία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, είναι µια ιστορία δύο κοινοτήτων που προκάλεσαν η µία την άλλη. Οι Ελληνοκύπριοι ήθελαν ένωση και δεν µπορούσαν να δουν γιατί η πλειοψηφία δεν µπορούσε να έχει αυτό που ήθελε. Οι Τουρκοκύπριοι ήθελαν ασφάλεια και αυτοδιάθεση και όχι την ιδιότητα µιας µειονότητας µέσα σε ένα ελληνικό κράτος. Άλλωστε κάτι σχετικό φαίνεται και από τα ψηφίσµατα του Συµβουλίου Ασφαλείας των Ηνωµένων Εθνών όπου επειδή η παρούσα κατάσταση αναφορικά µε την Κύπρο είναι πιθανόν να απειλήσει τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια και µπορεί να επιδεινωθεί περαιτέρω αν δεν ληφθούν αµέσως επιπρόσθετα µέτρα για διατήρηση της ειρήνης και αναζήτησης µιας διαρκούς λύσης, έτσι καλούνται όλες οι χώρες να αποφεύγουν οποιαδήποτε ενέργεια η οποία µπορεί να οξύνει την κατάσταση ή να συµβάλει στη διεύρυνση των συγκρούσεων 127. Συγκεκριµένα «ζητεί από την κυβέρνηση της Κύπρου η οποία έχει την ευθύνη για τη διατήρηση και αποκατάσταση του νόµου και της τάξης να λάβει όλα τα επιπρόσθετα που είναι απαραίτητα για τον τερµατισµό της βίας και της αιµατοχυσίας στην Κύπρο και καλεί τις κοινότητες στην Κύπρο και τους ηγέτες τους να ενεργούν µε τη µέγιστη συγκράτηση» για αποφυγή των συγκρούσεων 128. Συµπερασµατικά, ο στρατηγικός στόχος της ελληνοκυπριακής κοινότητας αυτοδιάθεση-ένωση ήταν λανθασµένος. εδοµένου ότι στην Κύπρο ζει µια σηµαντική µειονότητα Τουρκοκυπρίων, αυτός ο παράγοντας θα έπρεπε να λαµβανόταν υπόψη και να ήταν καθοριστικός ως προς τον κύριο, τον στρατηγικό στόχο του αγώνα του κυπριακού λαού. Οι Ελληνοκύπριοι δεν έλαβαν ποτέ σοβαρά υπόψη τους τις απόψεις και τα δικαιώµατα της µειοψηφούσας κοινοτικής οµάδας των Τουρκοκυπρίων. ε σκέφτηκαν ότι τα δικαιώµατα της οµάδας αυτής µπορεί να επεκτείνονται ως το σηµείο που να αναιρούνται τα δικαιώµατα και η θέληση της πλειοψηφούσας εθνικής κοινότητας των Ελληνοκυπρίων. Ο σεβασµός λοιπόν, των δικαιωµάτων της πλειοψηφίας και αντίστοιχα ο σεβασµός, η δίκαιη και αµερόληπτη εφαρµογή στην πράξη των νόµιµων δικαιωµάτων της µειονότητας από την πλειοψηφούσα οµάδα, αποτελεί το θεµέλιο λίθο και την αναγκαία προϋπόθεση για την αρµονική και ειρηνική συµβίωση και συνεργασία των πολιτών σε κάθε δηµοκρατικό κράτος. 126 Γλαύκος Κληρίδης ό.π. σελ Ψήφισµα του Συµβουλίου Ασφαλείας των Ηνωµένων Εθνών 193, 9 Αυγούστου Κυπριακή ηµοκαρατία «Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών» Ψήφισµα του Συµβουλίου Ασφαλείας των Ηνωµένων Εθνών 186, 4 Μαρτίου Κυπριακή ηµοκαρατία «Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών». 52

54 ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Το Σύνταγµα της Κυπριακής ηµοκρατίας, αποτελούµενο από 199 άρθρα, προβλέπει τηδηµιουργία ενός κράτους το οποίο συνίσταται στην ισότιµη συνεργασία των κοινοτήτων. Οι Ελληνοκύπριοι δεν αντιµετώπισαν ποτέ τους Τουρκοκύπριους ως ισότιµους εταίρους. εν αποδέχονται τα δικαιώµατα των Τουρκοκυπρίων που τους δόθηκαν µε την Συνθήκη του Συντάγµατος. 53

55 ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΩΝ ΠΡΟΕΝΤΑΞΙΑΚΩΝ ΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ ( ) «Σύµφωνα µε τους φυσικούς νόµους, το έδαφος ανήκει σε όποιον το κατακτά». Αδόλφος Χίτλερ. Ήδη από το 1964, ο υπογράφων τις γραµµές αυτές είχε επισηµάνει πως η ρίζα του κακού παραµένει η απειλή εισβολής. Η Τουρκία δεν περίµενε παρά µια ευκαιρία, ένα πρόσχηµα, για την πραγµάτωση προδιαγεγραµµένων στρατηγικών, επεκτατικών σκοπών. Το πραξικόπηµα της Ελληνικής ικτατορίας κατά του Μακαρίου το 1974, έδωσε στην Τουρκία το πρόσχηµα να εισβάλει στην Κύπρο και να θέσει σε εφαρµογή τα διαµελιστικά της σχέδια. ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΟΥ 1974 ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Κάτω από την πρόφαση ενός αθώου δήθεν στόχου, «την αποκατάσταση της συνταγµατικής τάξης µε µιαν ειρηνευτική ενέργεια», οι Τούρκοι, τα ξηµερώµατα στις 20/7/1974, εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση κατά της ανοχύρωτης Κύπρου. Έπειτα από δεκάχρονη προπαρασκευή, οι τουρκικοί στόχοι πραγµατώνονταν µε µαθηµατική ακρίβεια. Οι βασικοί στόχοι που επιδίωξαν οι Τούρκοι µε την Τουρκική Εισβολή, ήταν καταρχήν, η λύση του Κυπριακού χρησιµοποιώντας ένοπλη βία. Επίσης τον πλήρη εκτουρκισµό του Κυπριακού Βορρά, µε τη µέθοδο του βίαιου ξεριζωµού του ελληνικού πληθυσµού. Έτσι οι Ελληνοκύπριοι ξεσπιτώθηκαν, αποσπάσθηκαν από την επαγγελµατική τους δραστηριότητα και ρίχτηκαν απογυµνωµένοι πρόσφυγες στη νότια περιοχή, την πιο άγονη περιοχή του νησιού. Σε αυτό, αν προστεθεί και η προσπάθεια της Τουρκίας για εποικισµό της Βόρειας Κύπρου, τότε θα έχουµε πλήρη εικόνα της δοκιµής της Τουρκίας για εκτουρκισµό του νησιού. Σταδιακά το κατεχόµενο τµήµα εκτουρκίζεται και µετατρέπεται ουσιαστικά σε επαρχία της Τουρκίας 129. «. Και ξέρεις ότι πάντοτε προχωρούσαµε. Πάντοτε προχωρούµε. Περάσαµε µέσα από φωτιές και µέσα από σεισµούς. Ερείπια πίσω µας, καταστροφές µπροστά µας Φίλοι κι αδελφοί χάθηκαν στο δρόµο. Κι εµείς προχωρούµε και πέφτουµε, πέφτουµε και σηκωνόµαστε, σηκωνόµαστε και προχωρούµε. Αιώνες τώρα, προχωρούµε. Κι έχουµε ακόµα τόσο δρόµο να περπατήσουµε» 130. Λίγο µετά την ολοκλήρωση των επιχειρήσεων του Τουρκικού στρατού στην Κύπρο και τη χάραξη της γραµµής του Αττίλα, τέθηκε σε εφαρµογή η προσπάθεια για πλήρη διαχωρισµό Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, µε ανταλλαγή πληθυσµών. Η ανταλλαγή πληθυσµών άρχισε να γίνεται πάνω σε ευρεία βάση, δήθεν ως ανταλλαγή αιχµαλώτων. Οι «αιχµάλωτοι αυτοί που ανταλλάσσονταν» ήταν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι πολίτες κάθε ηλικίας που είχαν «συλληφθεί». 129 «Κυπριακό: Η ώρα της επίλυσης. Τουρκία και Κύπρος». Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων «Κύπρος Μέρες Συµφοράς». Κείµενο Άντρου Παυλίδη, Χρονικό ηµήτρη Ανδρέου, σελ

56 Οι µαζικές αυτές συλλήψεις είχαν γίνει και από τις δύο παρατάξεις, χωρίς να υπάρχει λόγος για να γίνουν. Από τη µία, οι Τούρκοι έµπαιναν στα ελληνοκυπριακά χωριά και συγκέντρωναν όλους τους κατοίκους που δεν είχαν φύγει ακόµα, και που ήταν κυρίως γυναικόπαιδα και γέροι, στα σχολεία και στις εκκλησίες. Τους νεότερους τους έστελναν µε µεταγωγικά πλοία στην Τουρκία. Οι Ελληνοκύπριοι από τη δική τους πλευρά, µε τη δικαιολογία πως ήθελαν να «εκκαθαρίσουν» τους θυλάκους των Τουρκοκυπρίων στο νότο, είχαν συλλάβει µεγάλο αριθµό άµαχων Τουρκοκυπρίων. Όλοι αυτοί, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, θεωρήθηκαν «αιχµάλωτοι πολέµου» και συµφωνήθηκε να ανταλλαγούν. Και µε τη µεσολάβηση των Ηνωµένων Εθνών, άρχισε να γίνεται αυτή η ανταλλαγή. Έτσι, σε σύντοµο χρονικό διάστηµα, χιλιάδες Ελληνοκύπριοι άµαχοι εγκατέλειψαν µε τη βία τα χωριά τους στο Βορρά και βρέθηκαν πρόσφυγες στο Νότο. Ταυτόχρονα, χιλιάδες Τουρκοκύπριοι άµαχοι εγκατέλειψαν µε τη βία τα χωριά τους στο Νότο και βρέθηκαν πρόσφυγες στο Βορρά. «Έτσι, αναγκαστήκαµε να φύγουµε βιαστικά. Μαζέψαµε τους εαυτούς µας, τυλίξαµε τις ψυχές µας σε µπόγους, βγήκαµε στην στράτα. Μόλις που προλάβαµε να καρφώσουµε ένα κοµµάτι πένθος στο αµπαρωµένο ξωπόρτι» 131. Στην πραγµατικότητα, το επιδιωκόµενο αποτέλεσµα από µέρους της Τουρκίας όταν εισέβαλε στην Κύπρο, ήταν η µετατροπή της Βόρειας Κύπρου σε µια τουρκική χώρα. Άλλωστε αυτό καταδεικνύει και ο συνεχής αυξανόµενος ρυθµός άφιξης Τούρκων από την Τουρκία. Για αυτό ακριβώς το λόγο, η τουρκοκυπριακή κοινότητα αποκόπηκε από τις κυπριακές της ρίζες και παρακινήθηκε προς τη δηµιουργία µιας νέας ταυτότητας. Αυτή η νέα ταυτότητα έχει ως στόχο την εξαφάνιση της κυπριακής ταυτότητας επειδή επιθυµεί τη δηµιουργία ενός νέου κράτους µέσα από την καταπολέµηση της τοπικής ταυτότητας των Τουρκοκυπρίων που δηµιουργήθηκε µε τη συµβίωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Ο στόχος αυτός της προσπάθειας αποκοπής των Τουρκοκυπρίων από την υπόλοιπη Κύπρο και από τις καλές εντυπώσεις της συµβίωσης των δύο κοινοτήτων αποτελούσε την επίσηµη ιδεολογία του Τουρκικού κράτους. Η διαχωριστική γραµµή που διαιρεί το νησί, έχει δηµιουργήσει ένα φυσικό, ηθικό και κοινωνικό εµπόδιο µεταξύ της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η δηµιουργία της, αποτέλεσε την απαρχή του σηµερινού εθνικού διαχωρισµού, που επιβλήθηκε το 1974 µε το βίαιο εκτοπισµό Ελληνοκυπρίων από τα κατεχόµενα και ολοκληρώθηκε ακολούθως µε την ανταλλαγή πληθυσµών. Στον κατεχόµενο Βορρά, οι εγκλωβισµένοι και οι Τουρκοκύπριοι ζουν σε ένα έντονα στρατοκρατούµενο καθεστώς, κάτω από συνθήκες σκλαβιάς, µε τον Τουρκικό στρατό κατοχής να εξοπλίζεται συνεχώς. Οι εγκλωβισµένοι και οι Τουρκοκύπριοι αποτελούν αριθµητικά µειονότητα σήµερα σε σχέση µε τους αριθµούς των εποίκων και των στρατιωτών. Επίσης, η διασκόρπιση µεγάλου µέρους αγροτικού και αστικού πληθυσµού Ελληνοκυπρίων, καθώς και η προσωρινή, όπως χαρακτηρίζεται, τοποθέτησή τους στους προσφυγικούς συνοικισµούς των ελεύθερων περιοχών και το κόψιµο των δεσµών των εκτοπισµένων από τα στοιχεία της πολιτιστικής τους κληρονοµιάς, οδήγησαν στην αποµόνωση των ανθρώπων και στη διάβρωση της οικογενειακής και κοινωνικής τους δοµής. Προηγουµένως οι δύο κοινότητες ζούσαν αρµονικά για περισσότερο από 300 χρόνια. Ενώ µετά το 1974, το αίσθηµα συµπάθειας των Ελληνοκυπρίων για τους Τουρκοκύπριους δεν είναι ούτε πολύ διαδεδοµένο, ούτε και ισχυρό. Παράλληλα οι Τουρκοκύπριοι, ενώ µπορούν να νιώθουν φιλικά για συγκεκριµένα άτοµα που γνωρίζουν καλά και τα οποία εµπιστεύονται, δεν αισθάνονται πολλή συµπάθεια για τους Ελληνοκύπριους στο σύνολο τους. Στο πλαίσιο µιας «οφθαλµοφανούς πολιτικής εθνικού 131 «Κύπρος Μέρες Συµφοράς», ό.π., σελ

57 ξεκαθαρίσµατος» 132, τα κατοχικά στρατεύµατα ανάγκασαν τους Έλληνες Κύπριους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, µετατρέποντας το ένα τρίτο του πληθυσµού σε πρόσφυγες. Το παρελθόν των ανθρώπων µηδενίστηκε, αναιρέθηκε µε τη βία. Αυτό οδήγησε, στη διακοπή της προσωπικής ιστορίας, µε αποτέλεσµα την ανασφάλεια και την απώλεια της ταυτότητας. Η διχοτόµηση της Κύπρου, η οποία προβάλλεται ως εθνικός στόχος, από τον Τουρκικό εθνικισµό στην Κύπρο, οδηγεί στη «φόρτιση» της ιστορίας µε έναν επιλεκτικό τρόπο συνδέοντας παρελθόν παρόν µέλλον, ο οποίος εξυπηρετεί µε τη σειρά του τη νοµιµοποίηση του «νέου µέλλοντος», της διχοτόµησης 133. Επιπρόσθετα η Άγκυρα υπολόγιζε και στην ανωµαλία που θα δηµιουργούσε στον πληθυσµό της ελεύθερης ακόµη ζώνης το γεγονός της Τουρκικής Εισβολής, την αναταραχή που θα έφερνε ο δυσβάστακτος κατά την αντίληψή της όγκος των προσφύγων µε την αναπόφευκτη για το κράτος οικονοµική δυσπραγία. Στο φόβο, µήπως, ο ελληνοκυπριακός νότος αντιµετωπίσει και αυτός τα όσα υπέστη ο Βορράς µε τους φόνους, τις λεηλασίες, τους βιασµούς, µε αναπόφευκτη συνέπεια τη διαρροή του ελληνικού στοιχείου, θα κατέληγε σύµφωνα µε τουρκικές πιθανολογήσεις στον ολοκληρωτικό εκτουρκισµό της Κύπρου. Ωστόσο ο ελληνοκυπριακός λαός άντεξε στις φοβερές αυτές αντιξοότητες και έµεινε βαθιά ριζωµένος στην πατρογονική του γη. Τα τραύµατα του 1974 είναι ακόµη εµφανή και οι πληγές ανοιχτές. Οι µνήµες και οι θύµησες δεν αφήνουν να λησµονηθεί η οφειλή προς τον τόπο, δεσµεύονται να κάνουν ότι είναι δυνατό για τη συµφιλίωση, την επανένωση και τη συµβίωση σε ένα κοινό κράτος που θα λειτουργεί στη βάση των αρχών της δικαιοσύνης και της ηµοκρατίας. Από τότε που διαιρέθηκε το νησί και ο πληθυσµός έζησε όπως µόνο αυτός ξέρει την ανταλλαγή του πληθυσµού, πέρα από το πολιτικό πρόβληµα, που αποτελεί αντικείµενο διαπραγµατεύσεων, προέκυψε και η ανθρώπινη πτυχή του προβλήµατος. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω τους το πατρικό τους σπίτι ίσως για πάντα και για να εγκατασταθούν σε ένα ξένο για αυτούς περιβάλλον. Το 1974 η ελληνοκυπριακή οικονοµία και κοινωνία, δέχτηκε ένα καταστροφικό πλήγµα, το οποίο έθεσε άµεσα θέµα φυσικής επιβίωσης. Οι Ελληνοκύπριοι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το βόρειο τµήµα του νησιού, είδαν τους κόπους και τις προσπάθειες γενεών να καταστρέφονται. «Και είδαµε τον ιδρώτα µας να πέφτει, σταγόνα, τη σταγόνα και να σπάζει. Είδαµε το µόχθο να σωριάζεται σε σορούς ερειπίων. Και µείναµε µετέωροι, αβοήθητοι, µε την σκέψη ότι θα κληροδοτήσουµε στα παιδιά µας ιδρώτα και µόχθο» 134. Από οικονοµικής άποψης ο πρόσφυγας έχασε τα πάντα. Αφού απαραίτητη προϋπόθεση για την ηθική καταξίωση του Ελληνοκύπριου αποτελεί η απόκτηση µιας σχετικής οικονοµικής ευµάρειας, έτσι λοιπόν, η επανάκτηση αυτής της ευµάρειας αντιµετωπίστηκε ως θέµα άµεσης ηθικής προτεραιότητας. Ενώ, υπήρχαν βάσιµοι φόβοι ότι η ελληνοκυπριακή κοινωνία και οικονοµία θα κατέρρεαν ολοκληρωτικά, τα πράγµατα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Οι Ελληνοκύπριοι κατάφεραν να επαναδραστηριοποιήσουν την οικονοµία τους σε σύντοµο χρονικό διάστηµα. Και αυτό οφείλεται στη νοοτροπία και στην κουλτούρα των Ελλήνων του νησιού που επιδεικνύουν δυναµισµό και αποφασιστικότητα. Η Κύπρος ξεκινώντας από ένα στάδιο σχεδόν τριτοκοσµικής υπανάπτυξης και 132 «Κυπριακό: Η ώρα της επίλυσης. Το Παράνοµο καθεστώς της Βόρειας Κύπρου». Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων Vehbi Zeki Serter, Kibris Tarihi (Η ιστορία της Κύπρου), Λευκωσία «Κύπρος Μέρες Συµφοράς», ό.π., σελ

58 αποικιοκρατικών καταλοίπων, απέκτησε ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο την περίοδο και ακολούθως, στο διάστηµα µετά την Τουρκική Εισβολή, έφτασε λίγο πολύ, το επίπεδο των αναπτυγµένων βιοµηχανικών χωρών της ύσης. Ένα ερώτηµα που κυριαρχεί ακόµη και σήµερα στη ζωή των Ελληνοκυπρίων είναι: «Μήπως εµείς οι Κύπριοι παύσαµε να σκεφτόµαστε τον αγώνα που θα έπρεπε να κάνουµε και έχουµε επιδοθεί σε µια ακατάσχετη προσπάθεια πλουτισµού και ευηµερίας; Μήπως η υλική ευηµερία λειτουργεί ως ενός είδους αντιπερισπασµός έναντι των πραγµατικών στόχων και, εποµένως, αποπροσανατολίζει τον κυπριακό ελληνισµό» 135 ; Η Τουρκική και Τουρκοκυπριακή πολιτική µετά το 1974 στηρίζεται στον πόλεµο του Η τουρκική µειονότητα της Κύπρου δεν µπορούσε ουσιαστικά πριν το 1974 να διεκδικήσει πειστικά µια διχοτοµική οµοσπονδία διότι στερείτο µιας ενιαίας γεωγραφικής βάσης, αφού αποτελείτο από έναν πληθυσµό διασπαρµένο σε όλο το νησί. Η τουρκική πολιτική τόσο πριν, όσο και µετά το1974, είναι ενιαία στην αναζήτηση αυτής της γεωγραφικής βάσης που δικαιολογεί µια διχοτόµηση. Οι Τουρκοκύπριοι πριν από το 1974, έζησαν σχεδόν δύο δεκαετίες πολιτικής αστάθειας, αβεβαιότητας, διώξεων και οικονοµικής υποβάθµισης. Αλλά υπάρχει µια µεγάλη διαφορά στην κατάστασή τους, που πρέπει να προσπαθήσουµε να κατανοήσουµε: από το 1974 και µετά ζούνε µε πολιτική ασφάλεια. Η παρουσία του τουρκοκυπριακού στοιχείου στο νησί, µετά την Τουρκική Εισβολή εµφανίζεται πολιτικά και θεσµικά «εν δυνάµει» αναβαθµισµένο από ότι στο παρελθόν. Οι Τουρκοκύπριοι εκφράζουν την προτίµηση τους να ζήσουν σε µια ζώνη που να ελέγχουν οι ίδιοι. Συγκεκριµένα η ύπαρξη µιας έντονης αίσθησης παθητικότητας στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, στηρίζεται στα οφέλη που απορρέουν από το status quo, σε συνδυασµό µε το φόβο για αλλαγή. Η συλλογική στάση των Ελλήνων Κυπρίων έναντι της τουρκικής κατοχής χαρακτηρίζεται από συναισθηµατική φόρτιση αλλά είναι πολιτικά ανενεργή. Το 1974 ερµηνεύεται διαφορετικά από τις δύο κοινότητες του νησιού, ως η αρχή του προβλήµατος για τους Ελληνοκύπριους και το τέλος του, για τους Τουρκοκύπριους. Το 1974 σίγουρα αποτελεί σηµαντική τοµή για τους Ελληνοκύπριους, καθώς οι συνέπειες του πραξικοπήµατος και του πολέµου, δηµιουργούν καινούριες συνθήκες, νέους στόχους και οραµατισµούς. Το ζητούµενο είναι η επανένωση της Κύπρου σε ένα ενιαίο κράτος Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Έτσι έχουµε µια αναθεώρηση του παρελθόντος, που παραδόξως, εµφανίζεται µε τον απόλυτο διαχωρισµό της Κύπρου και των δύο κύριων εθνοτικών οµάδων του νησιού. Η ιδέα της «ειρηνικής συνύπαρξης», υποστηρίζει, ότι «αφού ζούσαµε ειρηνικά στο παρελθόν, µπορούµε να ξαναζήσουµε αρµονικά και σε ένα µελλοντικό κράτος». Αυτό άλλωστε υπονοεί και το δόγµα της επαναπροσέγγισης, την ύπαρξη δηλαδή µιας προηγούµενης συµβίωσης που πρέπει να αναβιωθεί 136. Κοινά εκφράζεται µε την πολυξακουσµένη φράση «περνούσαµε καλά». Το «περνούσαµε καλά µε τους Τούρκους σαν αδέλφια» αποτελεί πλέον µια δήλωση, που αναµφίβολα είναι µερικώς αληθινή, αφού, όλο και πιο λίγος αριθµός ανθρώπων πρακτικά τη θυµάται. Και για να επαναληφθεί από µια καινούρια γενιά που δεν έχει εµπειρία αυτού του γεγονότος, µια που θα το αποδέχεται, πλέον ως µύθο, πρέπει να µετατραπεί σε πραγµατικότητα ένα νέο καθεστώς πραγµάτων χωρίς άµεσες εµπειρίες. Για τη νεαρότερη γενιά, που δεν είχαν καµιά προσωπική εµπειρία συνύπαρξης µε άτοµα από την άλλη κοινότητα, όλη η γνώση τους για αυτούς πηγάζει από τα στερεότυπα που προβάλλουν τα σχολικά βιβλία. Οι συµβολισµοί του έθνους έχουν επιβληθεί. Στο 135 Πρόδροµος Προδρόµου «Οικονοµική ανάπτυξη, κοινωνικός µετασχηµατισµός και ιδεολογία µετά το 1974», στο «Ανατοµία µιας Μεταµόρφωσης» ό.π., σελ Cyprus an ancient island: We come in peace and Cyprus an ancient island: The refugee problem στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής ηµοκρατίας: 57

59 µυαλό των νέων, το παρελθόν είναι γεµάτο µε τους εχθρούς του έθνους και τους ηρωισµούς των «δικών», ενάντια στους άλλους. Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι αποδέχονται επίσηµους µύθους, για να δηµιουργήσουν ένα κοινό παρόν και ένα κοινό µέλλον, γνωρίζοντας καλά ότι το παρελθόν είναι διχασµένο και αµφιλεγόµενο. Σε αντίθεση, µε ότι συνήθως υποστηρίζεται, ότι δηλαδή ο εθνικισµός απαιτεί την οικοδόµηση ενός κοινού παρελθόντος, το παράδειγµα της Κύπρου µας εισηγείται ότι χρειάζονται τέτοιοι µύθοι µόνο για τη δηµιουργία ενός κοινού µέλλοντος. Αφετηρία της σχέσης των δύο κοινοτήτων, είναι η ειρηνική συµβίωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, της οποίας φυσική κατάληξη θα έπρεπε να ήταν ένα κοινό κράτος. Ας πάρουµε πρώτα την ιδέα της συµβίωσης. Ενώ πριν το 1974, λόγω των ενδοκοινοτικών συγκρούσεων που ξεκινούν από την εποχή της Ε.Ο.Κ.Α., οι Τουρκοκύπριοι αντιµετωπίζονται κυρίως σαν ο «εσωτερικός εχθρός» 137. Ενώ, αρχικά, µέσα στα πλαίσια µιας ιστορίας της Κύπρου που γράφεται ως η ιστορία των Ελλήνων στην Κύπρο, οι Τουρκοκύπριοι εµφανίζονται ως παρείσακτοι, κατόπιν αναβαθµίζονται σε σύνοικο στοιχείο και νόµιµους κατοίκους 138. Οι Τουρκοκύπριοι γνώριζαν ότι δεν ήταν οι ίδιοι µε τους Τούρκους της Ανατολίας και συνειδητοποιούσαν τη διαφορετικότητά τους από αυτούς, δηλαδή την κυπριακή τους ταυτότητα. Όµως από τη µία, η τουρκοκυπριακή κοινωνία εξαρτηµένη απόλυτα από τις προθέσεις και επιδιώξεις της Τουρκίας και από την άλλη η τουρκοκυπριακή ηγεσία που τόνιζε ότι η συµβίωση µε τους Ελληνοκύπριους ήταν αδύνατη, οδήγησε σε αδιέξοδο τους Τουρκοκύπριους. Αυτοί οι άνθρωποι, επιθυµούσαν από τη µία να θεωρούνται διαφορετικοί από τους έποικους της Τουρκίας, δεν µπορούσαν όµως, να εµπιστευθούν τους Ελληνοκύπριους και να ζήσουν µαζί. Το 1974 ερµηνεύεται διαφορετικά από τις δύο κοινότητες του νησιού, ως η αρχή του προβλήµατος για τους Ελληνοκύπριους και το τέλος του, για τους Τουρκοκύπριους. Έτσι, οι Ελληνοκύπριοι προβάλλουν το 1974 ως το έτος «πραξικοπήµατος και εισβολής» σαν το τραγικό τέλος µιας ιστορίας συνύπαρξης και υποστήριξης του κυπριακού κράτους. Μετά το 1974, γεγονότα εχθρότητας και συγκρούσεις µε τους Τουρκοκύπριους υποβαθµίζονται, και αναβαθµίζονται γεγονότα συνεργασίας και συµβίωσης. Είναι γεγονός ότι ο τερµατισµός της κατοχής και η επανένωση της Κύπρου µπορεί να δηµιουργήσουν νέες σχέσεις µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων που βίωσαν τις διακοινοτικές συγκρούσεις ένιωσαν να γίνονται θύµατα από τους Ελληνοκύπριους και αναπτύσσοντας µια εθνική συνείδηση, η διαίρεση του νησιού του 1974, τους υποσχόταν µια ζωή µε ασφάλεια. Η τουρκοκυπριακή ελίτ το 1974, παύει να αποτελεί απλό αντίβαρο και µετατρέπεται σε πρωταγωνιστή της προσπάθειας για εθνική νίκη. Το 1974, αποτελεί σηµείο καµπής στην ιστορία των Τουρκοκυπρίων. Για τους Τουρκοκύπριους το 1974 φηµολογείται ως το έτος «ευτυχής ειρηνευτικής επιχείρησης». Λόγω των προβληµάτων που είχαν από την σχέση τους µε τους Ελληνοκύπριους πριν το 1974, δέχτηκαν µε ενθουσιασµό την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Η παρουσίαση του 1974 ως το έτος που φέρνει ευτυχία και ειρήνη, προϋποθέτει ένα παρελθόν πολέµου και δυστυχίας. ίνουν τόση έµφαση στις ενδοκοινοτικές συγκρούσεις του , ώστε να αποτελούν το σηµαντικότερο µέρος της ιστορίας τους. Καθώς η τουρκοκυπριακή κοινωνική µνήµη εστιάζεται σε αυτά, αδυνατεί να συλλάβει το µέγεθος της καταστροφής 137 Gerst M. and Tenzel J. (1972), The psycho-social Attitudes of Greek and Turkish Cypriots towards one another, p Cyprus an ancient island:the settlers from Turkey στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής ηµοκρατίας: 58

60 για τους Ελληνοκύπριους: πάνω από 5000 νεκροί, 1619 αγνοούµενοι και πρόσφυγες. Αντιθέτως η ελληνοκυπριακή κοινωνική µνήµη, καθώς επικεντρώνεται στο φόβο των πραξικοπηµατιών και την πολύ µεγαλύτερη καταστροφή που έφερε ο τουρκικός στρατός, δεν ενδιαφέρεται για το πώς οι Τουρκοκύπριοι βίωσαν αυτά τα συµβάντα. Μέσα στα πλαίσια, λοιπόν, µιας ιστορίας πολέµου και καταπίεσης, το 1974 φέρνει ειρήνη και ελευθερία στο δικό τους κράτος. Η έννοια του δικού τους κράτους, όµως, προϋποθέτει το πέρασµα στην κοινωνική λήθη της προηγούµενης ύπαρξης και ζωής Ελληνοκυπρίων σε αυτό το χώρο. Σε αυτό άλλωστε, αποσκοπεί η προσπάθεια να εξαλειφθούν όλα τα ίχνη που να θυµίζουν την προηγούµενη διαβίωση µε τους Ελληνοκύπριους. Είναι ακόµα από την τουρκοκυπριακή εκδοχή µια ιστορία που αγνοεί εποχές συνεργασίας και απουσίας συγκρούσεων, παρουσιάζοντας τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους σαν «από φυσικού τους εχθρούς». Το χάσµα ανάµεσα στην ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή ερµηνεία του κυπριακού προβλήµατος είναι τεράστιο. Ενώ για τους Ελληνοκύπριους το κυπριακό πρόβληµα είναι πρωτίστως θέµα εισβολής και κατοχής, για τους Τουρκοκύπριους η επέµβαση της Τουρκίας ήταν µια «επιχείρηση ειρήνης» για να προστατεύσει τα συµφέροντά τους. Παρά τις διαφορετικές ερµηνείες των γεγονότων του 1974 από τις δύο κοινότητες του νησιού δεν υπάρχει αµφιβολία ότι ο de facto εθνοτικός διαχωρισµός του νησιού αποτελεί πηγή πόνου και αγωνίας τόσο για τους Ελληνοκύπριους όσο και για τους Τουρκοκύπριους. Τόσο, λοιπόν, για τους Ελληνοκύπριους όσο και για τους Τουρκοκύπριους, ο όρος «ειρηνική συνύπαρξη» αποτελεί λυπηρές µαρτυρίες και για τις δύο εθνοτικές οµάδες που συνοµιλούν, µε στόχο τη δηµιουργία ενός κοινού κράτους, γιατί δείχνουν πλήρη έλλειψη κατανόησης του πόνου και των φόβων της άλλης πλευράς. Ενώ οι Ελληνοκύπριοι θέλουν να «ζήσουµε πάλι µαζί», κάτι που επιτρέπει την επιστροφή των προσφύγων, οι Τουρκοκύπριοι οραµατίζονται µια λύση «που θα ζούµε δίπλα-δίπλα». Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ οι Ελληνοκύπριοι εκτοπισθέντες χρησιµοποιούν τον ενεστώτα λέγοντας «είµαστε πρόσφυγες», οι Τουρκοκύπριοι χρησιµοποιούν τον αόριστο «ήµασταν πρόσφυγες», πράγµα που δεν υπονοεί επιθυµία επιστροφής. Η πολιτική που ακολούθησε η τουρκοκυπριακή ελίτ για να απελευθερωθεί από την αλληλεξάρτηση, την οποία επέβαλε το κυπριακό κράτος, είχε ως αποτέλεσµα να καταλήξει σε πλήρη αφάνεια µέσα στο τουρκικό έθνος και να µετατραπεί σε όργανο ή διαπραγµατευτικό χαρτί της πολιτικής της Τουρκίας. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα έχει εξαρτηθεί απόλυτα από την Τουρκία, αφού µετατράπηκε σε επαρχία της Τουρκίας. Για το Rauf Denktash, αυτό είναι επιθυµητό. Πάνω από όλα βρίσκεται το «µεγάλο τουρκικό έθνος». Χαρακτηριστική είναι η εξής δήλωσή του σε µια διάλεξη στην Τουρκία: «Εγώ είµαι παιδί της Ανατολίας. Είµαι Τούρκος σε όλα µου. Και οι ρίζες µου βρίσκονται στην Κεντρική Ασία. Με τον πολιτισµό, τη γλώσσα και την ιστορία µου και µε όλο το είναι µου, είµαι Τούρκος. Εγώ έχω το κράτος µου, τη µητέρα πατρίδα µου. Κυπριακή κουλτούρα, Τουρκοκύπριοι, Ελληνοκύπριοι, κοινό κράτος στην Κύπρο, όλα αυτά είναι λόγια του αέρα. Οι Ελληνοκύπριοι είναι Βυζάντιο, είναι Έλληνες κι εµείς είµαστε Τούρκοι. Αυτοί έχουν την Ελλάδα τους κι εµείς έχουµε την Τουρκία µας. Γιατί να ζήσουµε κάτω από το ίδιο κράτος; Εµείς κάποτε δηλώσαµε: ιχοτόµηση ή Θάνατος. Τώρα που πλησιάσαµε τόσο πολύ στη ιχοτόµηση γιατί να επιλέξουµε το θάνατο; Κάποιοι τεχνητά µιλάνε για δήθεν Κύπριους, για Τουρκοκύπριους και για Ελληνοκύπριους. εν υπάρχουν ούτε Τουρκοκύπριοι ούτε Ελληνοκύπριοι ούτε και Κύπριοι. Μην τυχόν και µας ρωτήσετε αν είµαστε Κύπριοι! Γιατί µπορεί να το εκλάβουµε ως προσβολή» Εφηµερίδα Ortam, 13/11/

61 Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δεν είναι αυτόνοµοι δράστες ή αυτόνοµες κοινότητες που έχουν διαφορές να επιλύσουν, αλλά ασήµαντοι παίκτες στην πιο µεγάλη σκακιέρα της σύγκρουσης δύο γιγάντων εθνών, µε πολλές παλιές διαφορές µεταξύ τους. Οι Τουρκοκύπριοι αποτελούν µια αµελητέα δύναµη και ούτως ή άλλως ενεργούν ως «στρατηγική µειοψηφία» στο παιχνίδι της Άγκυρας. Οι Ελληνοκύπριοι είναι ανίσχυροι µπροστά στην τουρκική υπεροπλία και χρειάζονται οπωσδήποτε την αρωγή της Ελλάδας. Οι ελίτ του τόπου παίζουν διπλό ρόλο: αφενός είναι εκπρόσωποι των εθνών τους στο νησί και αφετέρου οι ηγέτες των κοινοτήτων τους. Αυτός ο διπλός ρόλος δε λειτουργεί πάντοτε αρµονικά. Βρίσκεται σε διαρκή κρίση, αφού οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων της Κύπρου ασκούν πολιτική που υπαγορεύεται από εθνικιστικές προσεγγίσεις. Σοβαρή συνέπεια αποτελεί ο εγκλωβισµός των κατοίκων της Κύπρου µέσα σε κοινοτικές ταυτότητες. Οι κοινοτικές ταυτότητες κατέστησαν αδύνατη τη δηµιουργία µιας «υπερ-ταυτότητας» και ενός αισθήµατος κοινωνικής αλληλεγγύης. Την περίοδο αυτή, ενισχύθηκαν οι µονοδιάστατες κοινοτικές ταυτότητες και όσον αφορά την εθνότητα, την θρησκεία και την κουλτούρα, αυτό είχε ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία µιας στενής κοινοτικής ταυτότητας, η οποία προσδιορίζοντας το «εµείς» αποκλείει τους «άλλους». Το «εµείς», µέσα από τη συλλογική ταυτότητα, καταλήγει σε µια καταναγκαστική οµοιογένεια που αφοµοιώνει τα πάντα. Σε µια τέτοια µονολιθική κοινωνία η ηµοκρατία δεν είναι δυνατή. «Ό,τι έχει σχέση µε το έθνος είναι ιερό και η διαφοροποίηση του ατόµου είναι κολάσιµη. Την περίοδο αυτή, η έννοια του πολίτη της Κυπριακής ηµοκρατίας σβήνει και εµφανίζονται καλπάζοντας οι κοινοτικές ταυτότητες» 140. Το χάος στο θέµα της ταυτότητας, µπορεί να ξεπεραστεί µόνο σε µια πλουραλιστική κοινωνία και σε ένα δηµοκρατικό κράτος. Υπάρχει επίσης η άποψη ότι η τραγωδία των κατοίκων του νησιού είναι αποτέλεσµα της αδυναµίας των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων να ζήσουν µαζί, δηλαδή ένα πρόβληµα «Ελλήνων και Τούρκων». Εκφράζεται η γνώµη ότι η ελληνική πλειοψηφία εξουσίαζε την τούρκικη µειοψηφία σε σηµείο που η Τουρκική Εισβολή του 1974 από την Τουρκία ήταν αναπόφευκτη, αν όχι δικαιολογηµένη. Αν η ανεξάρτητη Κυπριακή ηµοκρατία είχε γίνει πρότυπο καλών διακοινοτικών σχέσεων, οι τουρκικές κυβερνήσεις ίσως να αποφάσιζαν ότι η διχοτόµηση να µην ήταν αποδεκτή. Γνωρίζουµε, όµως, ότι το 1974 υπήρχαν προς χρήση σχέδια ετοιµότητας εάν το ισοζύγιο στην Κύπρο κινδύνευε µε απότοµη αλλαγή και εάν οι ζωές των Τουρκοκύπριων βρίσκονταν σε κίνδυνο. Μάλιστα ο Τούρκος απόστρατος στρατηγός Ihsan Gurkan, σε ένα από τα άρθρα του αναφέρει συγκεκριµένα: «Ο τροµοκράτης Μακάριος, που ασκούσε τον έλεγχο στην Ε.Ο.Κ.Α., προσπάθησε να εξολοθρεύσει την τουρκική µειονότητα. Αυτός είναι ο λόγος που η Τουρκία αναγκάστηκε να εισβάλει στην Κύπρο το 1974» 141. Η διαφορετική µεταχείριση Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων από τους εισβολείς στηρίχτηκαν σε φυλετικά, εθνικά ή θρησκευτικά κριτήρια που αποτελούν κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωµάτων. Η ουσία και η συζήτηση περί το «Κυπριακό» δεν αρνείται την ουσία µιας διαπάλης ανάµεσα σε δύο διαφορετικά µορφώµατα µε αλλιώτικες καταβολές στο παρελθόν. Οι ακρότητες που και οι δύο πλευρές υπέστησαν και διέπραξαν κατά της άλλης κατά διαστήµατα από το 1963 µέχρι το 1974, δηµιούργησαν βαθιές κοινοτικές πληγές 140 Νιαζί Κιζιλιγιουρέκ, «Το αδιέξοδο των Εθνικισµών» ό.π., σελ Ihsan Gurkan Realities and Dreams in Greek Turkish Relations: A Turkish Perspective, p , στο «Ελλάδα Τουρκία, Ελληνικό Ινστιτούτο Αµυντικής και Εξωτερικής Πολιτικής ». Επιµέλεια Θ. Βερέµης, Γ. Τσιτσόπουλος. Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα

62 που θα χρειαστούν γενιές για να επουλωθούν. Οι ακρότητες αυτές αποτέλεσαν αναπόσπαστο µέρος των εθνικών υποπολιτισµικών παραδόσεων και έτσι όξυναν τις διαφορές µεταξύ της ελληνικής πλειοψηφίας και της τουρκικής µειοψηφίας. Μέχρι το 1974 οι άνθρωποι ελληνικής και τουρκικής καταγωγής ζούσαν µαζί µε κάποια προβλήµατα συµβίωσης που συχνά πυκνά ξεσπούσαν σε συγκρούσεις. Οι Τουρκοκύπριοι από την στιγµή που µεταφέρθηκαν στο Βορρά, είχαν ακριβώς αντίθετες εµπειρίες σε σχέση µε τους Ελληνοκύπριους, δηλαδή πτώση του οικονοµικού τους επιπέδου κάτω από συνθήκες υποτιθέµενης «στρατιωτικής ασφάλειας». Παρά το γεγονός, ότι οι Τουρκοκύπριοι νιώθουν περισσότερη ασφάλεια στο Βορρά µε την παρουσία των τουρκικών στρατευµάτων, η διαίρεση του νησιού, δηµιούργησε προβλήµατα επιβίωσης της τουρκοκυπριακής κοινότητας, που χωρίς την οικονοµική στήριξη της Τουρκίας δεν θα µπορούσε να ζήσει. Ενώ λοιπόν, οι Τουρκοκύπριοι από τη µια χρειάζονται την Τουρκία σαν µητέρα πατρίδα για να νιώθουν ασφάλεια, από την άλλη νιώθουν έντονη την ανάγκη να διαφοροποιηθούν από αυτούς. τονίζοντας την κυπριακή τους ταυτότητα. Έχοντας οι Τουρκοκύπριοι φοβίες, ανησυχίες και δυσπιστίες απέναντι στην προοπτική της επανένωσης του νησιού, η ζωή τους στο βορρά τους δεν τους ικανοποιεί. Η ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ «ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ» Η πηγή της οικονοµικής διαφοράς µεταξύ των δύο εθνικών οµάδων εύκολα µπορεί να ανιχνευθεί. Η αυτοανακηρυχθείσα «ηµοκρατία της Βόρειας Κύπρου» απορροφάται και εξαρτάται απόλυτα από την Τουρκία. Μέσω της βίαιης εισβολής του 1974, ο Αττίλας έγινε επίσηµος παράνοµος κάτοικος της Κύπρου. ίχως τον Αττίλα το ψευδοκράτος δεν θα µπορούσε να καταπατήσει τα ανθρώπινα δικαιώµατα των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα κατέχει ένα ξεχωριστό κοµµάτι του εδάφους ως αποτέλεσµα ξένης στρατιωτικής εισβολής µε αποτέλεσµα να στερείται νοµιµότητας. Από το 1983, όταν ανακηρύχτηκε η Τουρκοκυπριακή ηµοκρατία της Βόρειας Κύπρου, όλοι µίλαγαν για αυτό. Για τους πολιτικούς, τους αναλυτές και τους δηµοσιογράφους, το Κυπριακό ξεκίνησε το 1974, όταν ο τουρκικός στρατός εισέβαλε στο νησί ενώ οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι είτε σβήνονταν ολοκληρωτικά από την εικόνα είτε θεωρούνταν απλά ως µια αµελητέα ποσότητα, περίπου µαριονέτες του Rauf Denktash και των Τούρκων στρατηγών. Η λεγόµενη «Τούρκικη ηµοκρατία της Βόρειας Κύπρου» εξαρτάται, από πολιτική, στρατιωτική και οικονοµική άποψη ολοκληρωτικά από την Τουρκία που είναι η µόνη χώρα που την έχει αναγνωρίσει επίσηµα. Μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, οι φωνές εναντίον της τουρκοποίησης των Τουρκοκυπρίων, είναι συνηθισµένες και δηµιουργείται ένα αίσθηµα διαφορετικότητας από τους Τούρκους. Με βάση τον Καίσαρ Μαυράτσα 142, οι Ελληνοκύπριοι µπορούν να δουν τους Τουρκοκύπριους είτε ως Κύπριους, είτε ως Τουρκοκύπριους, είτε ως Τούρκους. Στην πρώτη κατηγοριοποίηση, υποστηρίζεται ότι οι δύο κοινότητες έχουν πολλά κοινά στοιχεία µεταξύ τους από ότι έχουν µε τις υποτιθέµενες µητέρες πατρίδες τους, δηλαδή την Τουρκία και την Ελλάδα. Αυτός ο τύπος αντίληψης χαρακτηρίζει Ελληνοκύπριους που έζησαν ή δούλεψαν µε Τουρκοκύπριους και είχαν καλές σχέσεις. Στη δεύτερη κατηγοριοποίηση, η κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι µεν Τούρκοι αλλά µε κυπριακό χαρακτήρα. Σε αυτό το πλαίσιο αναφοράς οι Ελληνοκύπριοι διαχωρίζουν συνειδητά τους Τουρκοκύπριους από τους Τούρκους της Τουρκίας. Στην 142 Καίσαρ Β. Μαυράτσας «Όψεις του Ελληνικού Εθνικισµού στην Κύπρο [ ] ό.π., σελ

63 τρίτη κατηγοριοποίηση, οι Τουρκοκύπριοι δεν διαφέρουν καθόλου από τους Τούρκους. Οι Τουρκοκύπριοι παρουσιάζονται µε αρνητικό τρόπο, σαν να µην διαφέρουν καθόλου από τους Τούρκους. Οι Τουρκοκύπριοι, έτσι, θεωρούνται «τεµπέληδες», «βροµιάρηδες», «όχι ιδιαίτερα έξυπνοι» και κυρίως «βάρβαροι». Σαν τέτοιους, εποµένως, τους Τουρκοκύπριους οι Ελληνοκύπριοι δεν µπορούν να τους έχουν εµπιστοσύνη. Αυτός ο τύπος αντίληψης δηµιουργεί ένα αγεφύρωτο χάσµα ανάµεσα στις δύο κοινότητες του νησιού. Η ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας ακολουθεί και εκτελεί πιστά τις εντολές της Άγκυρας, οποιαδήποτε κυβέρνηση και να βρίσκεται στην εξουσία στην Τουρκία. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα ουσιαστικά δεν έχει κανένα δικαίωµα λόγου. Ουδέποτε επικράτησε η ελεύθερη βούληση των Τουρκοκυπρίων. Σύµφωνα µε τον Τουρκοκύπριο δηµοσιογράφο Α. Χ. Ταχσίν, τόσο κατά την περίοδο της δεκαετίας του 1950, όσο και αργότερα, την ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας αναλαµβάνει αυτός που κρατεί στα χέρια του τη «σφραγίδα» της Τουρκίας. Ο Α. Χ. Ταχσίν περιγράφει: «Η σφραγίδα της ηγεσίας εξυπακούει έγκριση της Άγκυρας. Την περίοδο εκείνη, αν η Άγκυρα δεν έδινε τη συγκατάθεσή της, κανείς δεν θα τολµούσε να ακουµπήσει το χέρι του στη σφραγίδα [ ]» 143. Επιπρόσθετα ο ερευνητής Αλή Νεσίµ επιχειρεί να ερευνήσει τα χαρακτηριστικά των Τουρκοκυπρίων. Συγκεκριµένα λέει: «Είµαστε ένας Μουσουλµανικός λαός, αλλά δε µοιάζουµε µε τους άλλους Μουσουλµάνους. Είµαστε Τούρκοι, διαφέρουµε όµως σε πολλά σηµεία από τους Τούρκους της Ανατολίας. Ζήσαµε πολύ κοντά στους Ελληνοκύπριους, ουδέποτε όµως ενστερνιστήκαµε τον πολιτισµό τους, ούτε και προσπαθήσαµε να τους αφοµοιώσουµε. Μας αρέσει να ζούµε οµαδικά, να δείχνουµε σεβασµό ο ένας στον άλλο. Αγαπούµε και σεβόµαστε τους γονείς, τους συγγενείς µας, όχι διότι είµαστε υποχρεωµένοι, αλλά διότι το θέλουµε. Είµαστε πολύ προσηλωµένοι στην οικογένεια µας. Αγαπούµε πολύ τα παιδιά, τα εγγόνια µας και τα θεωρούµε ως συνεχιστές της οικογένειας. Ενίοτε, είµαστε αδιάφοροι και πολύ οκνηροί, άλλοτε πάλι πετυχαίνουµε πράγµατα που κανείς δεν θα περίµενε από εµάς να πετύχουµε. Μας αρέσει η απλή ζωή και το εύκολο κέρδος. ηλαδή, αν ο καθένας µας είχε µια κότα που γεννά χρυσά αυγά, πιστεύω πως όλοι θα την σφάζαµε, για να πάρουµε το ταχύτερο δυνατό τα αυγά που έχει στην κοιλιά της. Η κλοπή, όµως, και η απάτη δεν είναι του χαρακτήρα µας. Βρισκόµαστε συνεχώς κάτω από την επίδραση ενός συµπλέγµατος µειονεξίας, αλλά κατορθώνουµε και το συγκαλύπτουµε θαυµάσια. εν είµαστε τολµηροί. Ως εκ τούτου, πολλές φορές παραιτούµαστε από τα δικαιώµατά µας. εν µας αρέσουν οι διαπληκτισµοί, προτιµούµε το συµβιβασµό. Είναι δυνατό να αισθανθούµε µεγάλο µίσος, αλλά συγχωρούµε εύκολα. εν µας αρέσει το ψέµα, η επίδειξη, είµαστε όµως µεγάλοι καυχησιάρηδες και ενστερνιζόµαστε τους νεωτερισµούς σε βαθµό επίδειξης. Μας αρέσει να µας προστατεύουν. Είµαστε πολύ αισιόδοξοι, θετικοί άνθρωποι. Έχουµε εµπιστοσύνη στον εαυτό µας, και δεν απελπιζόµαστε και στις πιο δύσκολες ακόµη περιστάσεις. Είµαστε πολύ περίεργοι. Μας αρέσει να τριγυρίζουµε άσκοπα, να ασχολούµαστε µε άσκοπα πράγµατα, µε πράγµατα που δεν µας αφορούν. Μας αρέσουν τα αστεία, και το να κρύβουµε πίσω από τις λέξεις άσεµνα νοήµατα. Έστω και αν δεν έχουµε διαπράξει κανένα αδίκηµα, τρέµουµε την αστυνοµία, τα δικαστήρια, τους βουλευτές και την κυβέρνηση. Συµµεριζόµαστε ο ένας τη λύπη του άλλου. Μας αρέσει η κουβέντα. Μας αρέσει να τρώµε δωρεάν, αλλά και να ταΐζουµε άλλους. Παρόλο ότι είµαστε περίεργοι για το καθετί, δείχνουµε µικρό σεβασµό προς την ιστορία µας, τα νεκροταφεία και τα τζαµιά µας. Αντί να γράφουµε την ιστορία, τα αποµνηµονεύµατά µας, προτιµούµε να τα 143 Ιάκωβος Τενεδιός «Πολιτικές Μετατοπίσεις στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα», στο «Ανατοµία µιας Μεταµόρφωσης» ό.π., σελ

64 διηγούµαστε σαν παραµύθια. Ως εκ τούτου, το ενδιαφέρον µας για το µέλλον είναι περιορισµένο. Κανείς παραδείγµατος χάριν, δεν ανησυχεί για το Κυπριακό. Λέµε πως, ούτως ή άλλως, θα διευθετηθεί, και είµαστε ήσυχοι» 144. Αυτή η περιγραφή ισχύει για το σύνολο των Τουρκοκυπρίων. Η φράση «δεν µας αρέσουν οι διαπληκτισµοί, προτιµούµε το συµβιβασµό», θα ήταν άστοχη αν ληφθεί υπόψη ότι το κυπριακό πρόβληµα εκκρεµεί επί δεκαετίες. Εξηγείται, όµως, µε την παρακάτω φράση: «µας αρέσει να υποκύπτουµε στους ανωτέρους µας». Οι τουρκοκυπριακές µάζες υπέκυπταν συνεχώς. Έτσι κατόρθωσε η Άγκυρα να τους διατηρεί στη δική της γραµµή όλα αυτά τα χρόνια, µέσω µιας κατευθυνόµενης ηγεσίας. Οι Τουρκοκύπριοι νιώθουν ότι απειλούνται, διότι φοβούνται ότι θα χάσουν την κυπριακή τους ταυτότητα λόγω της πολιτιστικής τους απορρόφησης και εξάρτησής τους από την Τουρκία. Αξίζει να σηµειωθεί ότι το σύνθηµα Kibris Turktur (Η Κύπρος είναι Τουρκική) βρίσκει έδαφος στις µάζες. Οι Τουρκοκύπριοι που δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί ακόµη, θεωρείται αδύνατη η συµβίωση τους µε κάποιο άλλο σύνολο. Το χάσµα στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων αυξήθηκε επίσης µε τον οικονοµικό αποκλεισµό που επιβλήθηκε στους Τουρκοκύπριους µε τη σιωπηρή ελπίδα πως οι Ελληνοκύπριοι θα προκαλέσουν κατάρρευση του παράνοµου «κράτους» τους. Το αποτέλεσµα όµως υπήρξε αρνητικό, αφού αυτό έσπρωξε τους Τουρκοκύπριους στις αγκαλιές της Τουρκίας µε την οποία αναγκάσθηκαν να ενοποιηθούν νοµισµατικά και οικονοµικά. Ακραίοι εθνικιστές ιστορικά, έχουν καταφέρει πολλές φορές ενισχύοντας τα κακά που συµβαίνουν στο έθνος τους και αγνοώντας τα κακά που το έθνος τους προκαλεί σε άλλους, οδηγούν στον πλήρη διαχωρισµό των δύο κοινοτήτων. Για παράδειγµα κάθε φορά που υπάρχει τάση εξοµάλυνσης των σχέσεων των δύο κοινοτήτων µε τις συνοµιλίες και τις διαπραγµατεύσεις, εµφανίζονται διάφορα συνθήµατα και από τις δύο πλευρές όπως η «Κύπρος ανήκει στην Ελλάδα» και από την άλλη πλευρά, «η ιχοτόµηση είναι η µόνη λύση» µε αποτέλεσµα να δηµιουργείται εθνική ατµόσφαιρα. Η έξαρση του εθνικισµού στην Κύπρο είχε ως αποτέλεσµα οι άνθρωποι να ζουν σε χωριστές εθνοτικές και πολιτικές κοινότητες αναπτύσσοντας µια ξεχωριστή ταυτότητα. Οποιαδήποτε προσπάθεια, να υπαχθούν αυτές οι ξεχωριστές ταυτότητες σε µια κοινή ταυτότητα, είναι καταδικασµένη να αποτύχει, εφόσον οι εθνοτικές κοινότητες θα την εκλάβουν ως απειλή κατά της ύπαρξής τους. Ιδιαίτερα µετά τη γεωγραφική διαίρεση της Κύπρου και το ριζικό διαχωρισµό των δύο κοινοτήτων, οι εθνοτικές ταυτότητες είναι τόσο ισχυρές ώστε να έχουν δηµιουργηθεί δύο ξεχωριστές εθνικότητες που ζουν δίπλα δίπλα. Οι εθνικιστικές προσπάθειες που θα πρέπει να κατανοηθούν και σαν προσπάθειες να µεταφερθεί η Ελλάδα και η Τουρκία στην Κύπρο, έχουν φέρει την Τουρκία και την Ελλάδα όσο γινόταν πιο κοντά στο νησί. Παρόλα αυτά, η πολιτική δεν µπόρεσε να ενωθεί µε την εθνική ταυτότητα. Η 20η Ιουλίου του 1974, η µεγαλύτερη αναταραχή που έγινε στην Κύπρο, δεν κατάφερε να προτείνει εθνική λύση στο Κυπριακό. Οι καταδικασµένες προσπάθειες των δύο εθνικών εχθρών συνεχίζονται αρπαζόµενες από δύο διαφορετικές αρχές του εθνικισµού. Εκείνοι που ζητάνε εθνική κυριαρχία (ξεχωριστό τουρκικό κράτος) και εκείνοι που θέλουν την κυριαρχία της πλειοψηφίας (ελληνική κυριαρχία) δεν παύουν να χρησιµοποιούν τα αντιφατικά στοιχεία του διεθνούς νόµου, δηλαδή την αρχή του απαραβίαστου των συνόρων και την αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης. Σε αυτές τις προσπάθειες µπορεί να δει κανείς ολοκάθαρα την αντίφαση του εθνικισµού: οι Τουρκοκύπριοι εθνικιστές που κριτίκαραν τους Ελληνοκύπριους εθνικιστές, που ήθελαν εθνική αυτοδιάθεση και είχαν ξεχάσει το απαραβίαστο των συνόρων, σήµερα χωρίς 144 Εφηµερίδα SOZ, 15/4/

65 καµιά αµφιβολία θέλουν να πιστεύουν ότι αυτό το δικαίωµα ανήκει σε αυτούς. Ο καθένας πολεµά να περάσει στο χέρι του η επικυριαρχία που θα είναι ικανός να τη διατηρήσει. Θεωρείται προδοσία να αγαπάει κανείς τη χώρα Κύπρο µπροστά στην αφαιρετική επιθυµία να αναπτυχθεί η δέσµευση µπροστά στον Ελληνισµό και τον Τουρκισµό. Σε αυτά τα πλαίσια οι εθνικιστές ενοχλούνται όταν κάποιος δεσµεύεται µε τον τόπο όπου γεννήθηκε και µεγάλωσε. Για παράδειγµα οι Τουρκοκύπριοι εθνικιστές θα το θεωρήσουν προδοσία αν κάποιος εκφράσει τη νοσταλγία του για την Πάφο τον τόπο που γεννήθηκε και µεγάλωσε. Όταν οι Ελληνοκύπριοι λένε πως δεν θα ξεχάσουν την Αµµόχωστο και τη Μόρφου, αυτό γίνεται αντιληπτό σαν αγάπη για τους τόπους όπου έχουν γεννηθεί. Όταν λοιπόν, κάποιος δηλώσει πως αγαπά την Κύπρο, ανεξάρτητα από την αφαιρετική έννοια του έθνους θα αντιµετωπίσει την οργή της εθνικιστικής µερίδας των ανθρώπων που θα τον αποκαλέσουν προδότη. Και αυτό γιατί οι εθνικιστές δεν ξεκινούν από τις ανάγκες των ανθρώπων αλλά από τη θέση για την ανωτερότητα του έθνους τους. Σε ένα σεµινάριο ο κατοχικός ηγέτης Rauf Denktash το 1993, εξηγεί την επιθυµία του για ξεχωριστή κυριαρχία µε την ακόλουθη λογική: «Στην περίπτωση της οµοσπονδιακής λύσης οι Ελληνοκύπριοι θα περάσουν πάνω από τους Τουρκοκύπριους σαν κύµα. Αν εξασφαλίσουµε µια ξεχωριστή τουρκοκυπριακή κυριαρχία, πέρα από αυτή της οµοσπονδίας, ακόµα και να σφαχτούν όλοι οι Τουρκοκύπριοι, τα εδάφη θα παραµείνουν Τουρκικά» 145. Κάποιος θα µπορούσε να συνοψίσει αυτή την λογική του εθνικισµού ως εξής: «Τέλος στον άνθρωπο άτοµο. Ζήτω το έθνος» 146. Παρόλη την προσπάθεια των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εθνικιστών, να αρθρώσουν ένα ισχυρό εθνικό λόγο και παρόλη την προσπάθειά τους να οξύνουν την εθνική συνείδηση δεν τα έχουν καταφέρει. Η πόρτα, τόσο για την ένωση όσο και για τη διχοτόµηση, παραµένει ερµητικά κλειστή. Η θέληση για περισσότερη ελληνικότητα µπορεί να εξαφανίσει τελείως την Κύπρο από το χάρτη ως χώρα, και το δόγµα ότι ο βορράς της Κύπρου είναι και θα µείνει τουρκικός δεν είναι τίποτα άλλο, παρά µια πρόκληση για νέο πόλεµο. Η κοινωνία των πολιτών πέρα από το έθνος, δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν σύνθεση της Τουρκικής και Ελληνικής ταυτότητας, όπως ούτε και η κυπριακή ταυτότητα µπορεί να θεωρηθεί σαν σύνθεση των δύο 147. Στο σηµείο αυτό αξίζει να παραθέσουµε τη µαρτυρία ενός Τουρκοκύπριου εργάτη στη Βόρεια Κύπρο: «Εδώ υπάρχει µεγάλη έχθρα ανάµεσα στους Τούρκους όταν κάτι κλέβεται (ρούχα ή κοτόπουλα) η αστυνοµία έρχεται σε µας. Έχει δηµιουργηθεί µια αντιπαράθεση µεταξύ Κυπρίων και αυτών που ήλθαν από την Τουρκία. Υπάρχει µια έχθρα. Τα χωριά είναι χωριστά, όπως και τα καθίσµατα στα σχολεία και στα πανεπιστήµια» 148. Τη δεκαετία µετά το 1974 µια ανάλογη τάση αναπτύχθηκε και ανάµεσα στους Ελληνοκυπρίους: «Η Ελλάδα αντιµετωπίζεται σαν Ψωροκώσταινα σαν φτωχή, χαώδης, ανοργάνωτη µπροστά στην αλµατώδη ανάπτυξη της κυπριακής κοινωνίας και οικονοµίας και οι Έλληνες αποκαλούνται ειρωνικά (αν όχι αρνητικά) καλαµαράδες» 149. Με βάση αυτά τα παραδείγµατα δεν υπάρχει καµία αµφιβολία, ότι όταν οι Κύπριοι, έρχονται αντιµέτωποι µε την Ελλάδα ή την Τουρκία υπερνικά η κυπριακή 145 Από τη διάλεξη που οργανώθηκε από το Τουρκοκυπριακό Ισλαµικό Ινστιτούτο στην Κερύνεια, Μάρτιος Νιαζί Κιζιλγιουρέκ, ό.π., σελ Niyazi Kizilyürek, Κυπριακή Συνείδηση και Εξουσία στην τούρκικη εφηµερίδα Yenidüzen, 22 Σεπτεµβρίου Εφηµερίδα Cumhuriyet, 28 Σεπτεµβρίου 1987, Istanbul. 149 Stamatakis, A. Nikos, History and Nationalism: The Cultural Reconstruction of the Modern Greek Cypriot Identity, The Cyprus Review Volume 5, Number 1, spring 1991, Nicosia. 64

66 ταυτότητα. Όταν όµως, αντιµετωπίζουν ο ένας τον άλλο, τότε ταυτίζονται µε την Ελληνική και την Τουρκική εθνική ταυτότητα. Οι Τουρκοκύπριοι, που απαιτούν πεισµατικά το δικαίωµα για εθνική αυτοδιάθεση υποστηρίζουν µια µορφή κατακτητικής πολιτικής ενώ οι Ελληνοκύπριοι που απαιτούν πεισµατικά την εφαρµογή της αρχής της πλειοψηφίας σε ένα µελλοντικό κράτος, παρόλο που κάνουν συχνές αναφορές στους δηµοκρατικούς θεσµούς και την ισότητα, πιστεύεται πως θα καταπιέσουν τη «µειονότητα», χωρίς ενδοιασµό, αν βρεθούν στην εξουσία. Για αυτό σε µια κοινωνία µε πραγµατικά ίσους πολίτες χρειάζεται ένα κράτος στη δηµιουργία του οποίου, δεν θα επικρατεί η αρχή του έθνους. Για αυτό χρειάζεται συµµετοχή από όλες τις κοινότητες που ζουν στην Κύπρο και µοίρασµα ευθυνών. Ένα τέτοιο όµως δηµιούργηµα δεν µπορεί να λύσει όλες τις οικονοµικές, πολιτιστικές και πληθυσµιακές ανισότητες που υπάρχουν ανάµεσα στις κοινότητες. Μόνο ένα λειτουργικό κράτος µπορεί να βοηθήσει να ξεπεραστούν αυτές οι ανισότητες. Το σηµαντικότερο, είναι ο καθορισµός της λειτουργίας του οµοσπονδιακού κράτους στη βάση της συµµετοχής της κοινωνίας των πολιτών. Η οµοσπονδία, ως πολιτικό σύστηµα, µπορεί να προστατεύσει την αυτονοµία των κοινοτήτων και την ισονοµία των πολιτών. Αυτό γίνεται από µια οµοσπονδία που στην ουσία θα εµποδίσει το διαχωρισµό και την ένωση µε άλλα κράτη και θα προστατεύσει τα κοινά συµφέροντα των κοινοτήτων. Ένα τέτοιο κράτος, επιβάλλεται να διατηρεί ίσες αποστάσεις από την Ελλάδα και την Τουρκία και ταυτόχρονα, ίσες αποστάσεις από κάθε εθνική οµάδα στην Κύπρο. Η πολιτική σε µια τέτοια κοινωνία πρέπει να βασιστεί πάνω στο «κοινό καλό» των πολιτών, για αυτό πρέπει να στέκεται µακριά από τον Εθνικισµό. Η οµοσπονδία δεν πρέπει να βασιστεί σε µια εθνική δοµή αλλά στην κοινωνία των πολιτών. Μια οµοσπονδία, βασισµένη στην εθνική δοµή, θα βασιστεί πάνω στη φιλοσοφία του διαχωρισµού και θα έχει σαν αποτέλεσµα τη διαίρεση της κοινωνικής ζωής. Σε µια πλουραλιστική κοινωνία, µε εξασφαλισµένους τους µηχανισµούς της συµµετοχής και της αυτονοµίας, χρειάζεται ανοχή προς τη διαφορετικότητα και αποµάκρυνση από τις µονιστικές ιδεολογίες. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να κατανοηθεί σαν υποκειµενική ενθάρρυνση των διαφορών, γιατί σε µια σύγχρονη πλουραλιστική κοινωνία δηµιουργούνται νέες αξίες και δεν µπορούµε να κρυβόµαστε πάντα πίσω από παραδοσιακές αξίες µόνο και µόνο για να προστατεύσουµε την ταυτότητα µας. Αυτό θα σηµαίνει ότι βάζουµε όρια στο δυναµισµό της κοινωνικής ζωής και της δηµιουργίας. «Για αυτό οι σχέσεις µεταξύ της οµάδας του Εµείς και της οµάδας του Εκείνοι δεν πρέπει να βασιστεί, ούτε στην άρνηση της διαφορετικότητας αλλά ούτε και στον υποκειµενικό υπερτονισµό της διαφορετικότητας» 150. Η άρνηση της διαφορετικότητας θα σήµαινε τάση προς την ηγεµονία, ενώ ο υποκειµενικός υπερτονισµός θα σήµαινε διαχωρισµό. Έτσι, η αλληλεξάρτηση, µε τις δυσκολίες της, είναι ένα οργανικό µέρος µιας πλουραλιστικής σύγχρονης κοινωνίας. Τα παραδοσιακά εχθρικά στερεότυπα στην Κύπρο, όχι µόνο δεν ξεπεράστηκαν, αλλά εντάθηκαν, µε αποτέλεσµα να µεγαλώσει η αποξένωση µεταξύ των δύο πλευρών. ύο εχθρικές υποκουλτούρες εξελίχθηκαν µε τους δικούς τους µάρτυρες, τελετές, εορτασµούς, στρατιωτικές παρελάσεις και ούτω καθεξής. Οι ήρωες της µιας κοινότητας είναι δαίµονες για την άλλη κοινότητα. Για παράδειγµα, οι Έλληνες µέχρι σήµερα γιορτάζουν την 1 η Απριλίου ως µέρα εθνικής εορτής που είναι ανάθεµα για τους Τουρκοκύπριους. Οι Τουρκοκύπριοι µε τη σειρά τους γιορτάζουν την 20 η Ιουλίου, µέρα εθνικού πένθους για τους Ελληνοκύπριους. Οι Ελληνοκύπριοι γέµισαν την Κύπρο µε αγάλµατα ηρώων της Ε.Ο.Κ.Α., σύµβολα του αγώνα για την ένωση. Οι Τουρκοκύπριοι 150 Η Κύπρος πέραν του έθνους σελ

67 γέµισαν την περιοχή που είναι κάτω από τον έλεγχο τους µε µνηµεία που τιµούν την Τουρκική Εισβολή. Οι δύο πλευρές δηµιούργησαν χωριστές εθνικές ταυτότητες, ως αντίδραση και άρνηση της άλλης πλευράς. Εκείνο που δίνει το αίσθηµα της υπερηφάνειας, της κοινοτικής ταυτότητας για τη µια πλευρά, είναι µισητό και απειλητικό για την άλλη. Είναι από τη µία ο ελληνικός εθνικός ύµνος και η ελληνική σηµαία που δονεί τα συναισθήµατα και φέρνει δάκρυα στα µάτια των Ελληνοκυπρίων. Παράλληλα, είναι από την άλλη, η τουρκική σηµαία που αναρτάται στο Βορρά και δηµιουργεί ανάλογα συναισθήµατα. Η ιστορική εµπειρία στην Κύπρο οδήγησε στη δηµιουργία δύο πολιτικών οντοτήτων µε δύο ιερά κέντρα, το ένα ελληνικό και το άλλο τουρκικό. Και τα δύο εξελίχθηκαν µέσα από τη διαµάχη και την άρνηση του ενός προς το άλλο. Τα προβλήµατα περιπλέκονται από το γεγονός ότι οι Έλληνες είναι Χριστιανοί και οι Τούρκοι Μουσουλµάνοι και καµία πλευρά δεν µιλά τη γλώσσα της άλλης, ιδιαίτερα µετά τον ολοκληρωτικό διαχωρισµό τους. Η ΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΥΟ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ Η αναταραχή του Καλοκαιριού του 1974, η µεγαλύτερη που έγινε στην Κύπρο, δεν κατάφερε να προτείνει εθνική λύση στο Κυπριακό. Η αποτυχία της προσπάθειας για εθνική νίκη, το αδιέξοδο του εθνικισµού, η οικονοµική δοµή και η γεωγραφική θέση του νησιού ενθαρρύνουν την κίνηση προς την επανένωση. Οι διακοινοτικές δικαιολογούν την αξίωση να χρησιµεύσουν ως βάση ενός διαλόγου ανάµεσα στις δύο κοινότητες, αφού η αρµονική τους συµβίωση είναι προϋπόθεση για τις οµαλές εξελίξεις στο νησί. Υπήρξε εποχή που η ιδέα της επαναπροσέγγισης εξελίχθηκε σε µεταφυσική έννοια και χαρακτηριζόταν ως το «κλειδί της λύσης του κυπριακού προβλήµατος» 151. Φυσικά αυτό το «κλειδί» δεν µπορούσε να χρησιµοποιηθεί γιατί οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν την επικοινωνία ανάµεσα στους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Εξάλλου η ιδέα της επαναπροσέγγισης προϋποθέτει πρώτα την εξάλειψη των αντιθέσεων και τη διευθέτηση των διαφορών. Από το 1974 µέχρι σήµερα έχουν καταβληθεί επανειληµµένες προσπάθειες για λύση του κυπριακού προβλήµατος µε άξονα τον Οργανισµό Ηνωµένων Εθνών. Οι ειδικοί αντιπρόσωποι του Ο.Η.Ε., είχαν ως στόχο να φέρουν τις δύο κοινότητες σε επαφή και να µεσολαβήσουν έτσι ώστε οι δύο κοινότητες να συνεργαστούν και να συµφωνήσουν σε µια λύση η οποία θα σέβεται τα διάφορα ψηφίσµατα του Ο.Η.Ε., κατοχυρώνοντας τις βασικές ελευθερίες του ατόµου και καθιστώντας δυνατή τη συµβίωσή τους. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι υποστηρίζουν ότι το σηµερινό status quo είναι απαράδεκτο και πρέπει να ληφθούν προσπάθειες για λύση. Ο θεσµός του Ο.Η.Ε., λειτούργησε όχι µόνο ως αποτρεπτικός παράγοντας της βίας µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αλλά και ως παράγοντας ενίσχυσης των συναινετικών διαδικασιών που προωθούσε ο Οργανισµός για την αντιµετώπιση του Κυπριακού προβλήµατος. Παρ όλες τις προσπάθειες του Ο.Η.Ε., δεν έχει επιτευχθεί ακόµα λύση και αυτό διότι δεν έχει καταφέρει ο Οργανισµός να λυγίσει την τουρκική αδιαλλαξία και να επιβάλει τα ψηφίσµατά του 152. Θεωρείται, ότι η αποκατάσταση της ειρήνης και της εµπιστοσύνης µεταξύ των δύο κοινοτήτων µπορεί να πραγµατοποιηθεί µόνο µε τη δίκαιη και αντικειµενική 151 Τάκης Γεωργίου «Σε αναζήτηση µιας ασφαλούς λύσης ή έδαφος αντικυριαρχίας», σελ. 8, Λευκωσία Ψηφίσµατα Συµβουλίου Ασφαλείας Ο.Η.Ε., 939/99, 1092/96 στο «Κυπριακή ηµοκρατία, Ψηφίσµατα των Ηνωµένων Εθνών για το Κυπριακό Πρόβληµα ». Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, Λευκωσία

68 εκτίµηση των γεγονότων, τη διαπίστωση εποµένως των παράνοµων πράξεων και την απονοµή δικαιοσύνης στο θύµα των παρανοµιών και παραβιάσεων των δικαιωµάτων του ανθρώπου. Για να µπορεί να γίνει λόγος για επαναπροσέγγιση θα πρέπει να υπάρξει µια σωστή ιστορική αντίληψη. Όταν, για παράδειγµα σχολιάζουµε τις συγκρούσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, πρέπει να γίνεται σωστή προσέγγιση του θέµατος. Και αυτό γιατί, η λανθασµένη συνείδηση υποθάλπει και θρέφει τον εθνικισµό και δυσκολεύει την επαναπροσέγγιση. Η επαναπροσέγγιση στην ουσία επιβάλλει και µια αυτοκριτική. Από τη µία η ελληνοκυπριακή πλευρά αρχίζει την ιστορία της Κύπρου από το 1974, ενώ η Τουρκοκυπριακή πλευρά από το Αυτό σηµαίνει αποφυγή από την αυτοκριτική και από τις δύο πλευρές. Μέχρι σήµερα δεν έγιναν ούτε γίνονται ουσιαστικά βήµατα για την επαναπροσέγγιση αφού δεν προωθούνται αυτά που πρέπει να γίνουν. Έτσι, λοιπόν, θεωρείται απαραίτητη η διεξαγωγή διακοινοτικών συνοµιλιών για την πολιτική επίλυση του κυπριακού προβλήµατος. Υπάρχει η πεποίθηση ότι η διαρκής προστασία των ανθρωπίνων δικαιωµάτων στην Κύπρο δεν µπορεί να αποκατασταθεί παρά µόνο µε την εµπέδωση της ειρήνης και της εµπιστοσύνης µεταξύ των δύο κοινοτήτων και ότι οι διακοινοτικές συνοµιλίες συνιστούν το κατάλληλο πλαίσιο για να επιτευχθεί η λύση της διαφοράς. Οι ηγέτες και των δύο κοινοτήτων καλούνται να επιδείξουν την αναγκαία καλή θέληση και ευελιξία και να επιταχύνουν από κοινού προσπάθειες για την επίτευξη µιας ειρηνικής και βιώσιµης λύσης αλλά και να προσπαθήσουν να προωθήσουν ανεκτικότητα, συµφιλίωση και επαφή µεταξύ ανθρώπων και των δύο κοινοτήτων 153. Η καλύτερη ελπίδα επίτευξης δίκαιης και διαρκούς διευθέτησης του κυπριακού προβλήµατος έγκειται στις διαπραγµατεύσεις µεταξύ των αντιπροσώπων των δύο κοινοτήτων και ότι η χρησιµότητα των διαπραγµατεύσεων αυτών εξαρτάται από την προθυµία των ενδιαφεροµένων µερών να επιδείξουν την αναγκαία ελαστικότητα και να λάβουν υπόψη τους, όχι µόνο τα δικά τους συµφέροντα αλλά και τους νόµιµους πόθους και τις ανάγκες της αντίπαλης πλευράς 154. Με τις διακοινοτικές, υπάρχει πάντα η ευχέρεια της διαγραφής των όσων συνέβησαν στο παρελθόν και εποµένως η εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας αναζήτησης ευθυνών. Υπάρχει η δυνατότητα να παραµερισθεί το νοµικό καθεστώς της Τουρκικής Εισβολής µε την αναφορά στο ρεαλισµό και ρίχνεται ο πέπλος της λήθης στο γεγονός της Εισβολής. Με την απόφαση 360/16/8/ , ο Ο.Η.Ε. καλεί επίµονα τα µέρη να ξεκαθαρίσουν δίχως καθυστέρηση οι διαπραγµατεύσεις µε τους όρους να διεξαχθούν αυτές µέσα σε φιλική ατµόσφαιρα που θα επικρατεί πνεύµα φιλαλληλίας και θα αποκλείεται η τάση για αποκλειστική εξυπηρέτηση των συµφερόντων της µίας ή της άλλης πλευράς. Οι διαπραγµατεύσεις, να διεξάγονται µε βάση την ισότητα µεταξύ των δύο κοινοτήτων ώστε να καταλήξουν σε µια αµοιβαία αποδεκτή ρύθµιση. Επιπρόσθετα το γεγονός της στρατιωτικής κατοχής του Κυπριακού Βορρά δεν πρέπει να επηρεάσει την έκβαση των συνοµιλιών. Το γεγονός δηλαδή της «λήψης ενεχύρου» 156 από την Άγκυρα 153 Ψηφίσµατα του Συµβουλίου Ασφαλείας του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών, 370/13/6/1975, 649/12/3/1990, 789/25/11/1992, 889/15/12/1993 και 927/15/6/1994. Κυπριακή ηµοκρατία «Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών» Ψήφισµα του Συµβουλίου Ασφαλείας του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών, 391/15/6/1976. Κυπριακή ηµοκρατία «Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών» Ψήφισµα του Συµβουλίου Ασφαλείας του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών, 360/16/8/1974. Κυπριακή ηµοκρατία «Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών» Γιώργος Κ. Τενεκίδης «ιεθνοποίηση και Αποδιεθνοποίηση του Κυπριακού πριν και µετά την Τούρκικη Εισβολή» στο «Κύπρος, Ιστορία» ό.π., σελ

69 δεν πρέπει να προδικάσει την τελική ρύθµιση του συνταγµατικού ζητήµατος, ουσιαστικά τις σχέσεις µεταξύ των δύο κοινοτήτων. Το κύριο σηµείο οποιασδήποτε λύσης πρέπει να είναι η διασφάλιση ασφάλειας για τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους και η διασφάλιση της κοινωνικής, πολιτιστικής και φυσικής τους ταυτότητας 157. Πρέπει να τονιστεί ότι δεν είναι ουσιαστικά ή πολιτικά αδύνατο να ζήσουν µαζί ειρηνικά οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι, αφού έζησαν µαζί πολλές γενιές, αλλά µόνο όταν ένιωθαν ασφαλείς. Η Κύπρος από το 1974, αποτέλεσε ένα πλωτό συγκρότηµα συγκοινωνούντων δοχείων. Οι δε διακοινοτικές συνοµιλίες δεν ήταν τίποτε άλλο από µοχλούς ανακατανοµής υγρών στα δοχεία αυτά, µε µόνο σκοπό τη διατήρηση µιας ισορροπίας που να εξασφαλίζει τα στρατηγικά συµφέροντα όσων εµπλεκοµένων µερών διατηρούσαν δικαίωµα χρήσεως των δοχείων αυτών. Πρώτο µέληµα των εκάστοτε διαµεσολαβητών για το Κυπριακό ήταν η διάγνωση των αντιλήψεων που είχε η κάθε πλευρά για την άλλη. Έτσι µερικές ελληνοκυπριακές αντιλήψεις ήταν ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν είχαν ελεύθερη βούληση, αλλά ήταν ικανοποιηµένοι από τη de facto κατάσταση του νησιού, ότι ο χρόνος εργαζόταν µε το µέρος τους, ότι οι έποικοι αλλοιώνουν σηµαντικά την πληθυσµιακή κατάσταση του νησιού. Από την άλλη πλευρά, οι Τουρκοκύπριοι πίστευαν ότι µε τη δηµιουργία «κράτους» θα έχουν αποκτήσει για πρώτη φορά ελευθερία βούλησης, ότι πραγµατικός στόχος των Ελληνοκυπρίων ήταν η ένωση ή η επιστροφή στην κατάσταση πριν το 1974, ότι ο χρόνος εργαζόταν υπέρ των Τουρκοκυπρίων εφόσον κατοχύρωνε τα κεκτηµένα, µε µια πιθανότητα µελλοντικής αναγνώρισης του κράτους τους και ότι µόνο µε µια στρατιωτική παρουσία των Τούρκων νιώθουν ασφαλείς. Οι Τουρκοκύπριοι εκφράζουν τις υποθέσεις τους σε σχέση µε το παρελθόν και το παρόν και πολύ λιγότερο για το µέλλον, διότι είναι αντιµέτωποι µε ένα δυσάρεστο παρελθόν και ένα µάλλον ευτυχές παρόν. Η βασική τους ανησυχία αφορά αποτροπή επιστροφής στο παρελθόν. Αντίθετα οι ελληνοκυπριακές αντιλήψεις εκφράζουν ανησυχίες και φόβους αναφορικά µε το παρόν και το µέλλον. Τα γεγονότα του 1974 άλλαξαν δυναµικά τις παραµέτρους που προσδιόριζαν για πολλά χρόνια την αναζήτηση λύσης του κυπριακού προβλήµατος. Μέχρι το 1974, το ελληνοκυπριακό στοιχείο, εξαιτίας της αριθµητικής, της πολιτικής και της στρατιωτικής του υπεροχής µέσα στο γεωγραφικό χώρο της Κύπρου ήταν ο καθοριστικός παράγοντας των εξελίξεων. Η τουρκική όµως εισβολή και κατοχή του βόρειου τµήµατος της Κύπρου και η συνεχιζόµενη στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας, άλλαξαν το συσχετισµό των δυνάµεων στο νησί και δηµιούργησαν νέες συνθήκες στην Κύπρο, που κατέστησαν τη διαπραγµατευτική θέση της τούρκικης πλευράς ισχυρότερη, ενώ αντίθετα αποδυνάµωσαν τη θέση της ελληνικής πλευράς. Στα διακοινοτικά πλαίσια η Κυπριακή ηµοκρατία υποβιβάζεται σε «ελληνοκυπριακή κοινότητα» και τοποθετείται σε ίση µοίρα µε την τουρκοκυπριακή. Οι διακοινοτικές, όπως διεξάγονται πάσχουν από αθεράπευτα ελαττώµατα, γιατί δεν ανταποκρίνονται στις βασικές έννοιες της ισότητας και της ελευθερίας των συµβαλλοµένων 158. Ευνοούν κατά βάση την τούρκικη πλευρά. Η τούρκικη πλευρά στα πλαίσια των διακοινοτικών επιδίωκε τη συζήτηση για το «εδαφικό θέµα», ενώ σύµφωνα µε τους κανόνες του ιεθνούς ικαίου το έδαφος του Κυπριακού Βορρά παραµένει έδαφος της Κυπριακής ηµοκρατίας, παρά το πραγµατικό γεγονός της στρατιωτικής κατάληψης. Εξάλλου ποτέ στον Κυπριακό Βορρά δεν υπήρξε συµπαγής τουρκικός 157 Ψήφισµα του Συµβουλίου Ασφαλείας του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών, 361/30/8/1974. Κυπριακή ηµοκρατία «Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών» Γιώργος Κ. Τενεκίδης «Ανατοµία των ιακοινοτικών». Το Βήµα 16 και 17/2/

70 πληθυσµός που να δικαιολογεί τη διζωνική λύση: η ίδια αναλογία 80% προς 18% ίσχυε τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο. Ο John Stuart έθεσε τρεις όρους για µια βιώσιµη «οµοσπονδία των εθνοτήτων». Ο πρώτος είναι ένας βαθµός αµοιβαίας συµπάθειας µεταξύ των πληθυσµών, ο δεύτερος είναι ένας βαθµός αµοιβαίας ανάγκης και ο τρίτος είναι ότι δε θα υπήρχε δυνατότητα η µια οµάδα να επικρατεί των άλλων 159. Η αποδοχή της δικοινοτικής οµοσπονδίας από τους διαχειριστές της εξουσίας, της οποίας έπεται η αποδοχή της διζωνικής, διαχωρίζει στην ουσία τον πληθυσµό µε βάση την εθνότητα σε δύο ξεχωριστούς εδαφικά χώρους. Παρασυρόµενοι από την ψευδαίσθηση του έθνους Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι υποτίµησαν την Κύπρο σαν πατρίδα, ελπίζοντας σε έναν εναγκαλισµό από την Τουρκία ή την Ελλάδα. Συγκεκριµένα το 1989 µε το έγγραφο που επέδωσε η ελληνοκυπριακή ηγεσία στους Τουρκοκυπρίους στόχευε στην εγκαθίδρυση Οµόσπονδης ηµοκρατίας για τη λύση του Κυπριακού 160. Το πνεύµα που διέπει τις προτάσεις είναι η προώθηση του στόχου της εγκαθίδρυσης µιας ανεξάρτητης, κυρίαρχης, εδαφικά ακέραιης, αδέσµευτης Οµόσπονδης ηµοκρατίας που θα προάγει την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή. Το έγγραφο διασαφηνίζει την κατάσταση πάνω σε σηµαντικά θέµατα. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στο πως θα διατηρηθεί η ενότητα της χώρας, ώστε όλοι οι Κύπριοι να ζουν και να συνεργάζονται µαζί ειρηνικά σε ένα ανεξάρτητο κράτος, ενώ ταυτόχρονα στοχεύει στην εγκαθίδρυση ενός οµόσπονδου συστήµατος που να µπορεί να λειτουργεί αποτελεσµατικά έτσι που να διευκολύνεται η πρόοδος, να δηµιουργείται εµπιστοσύνη µεταξύ των δύο πλευρών. Η εγκαθίδρυση µιας νέας συνταγµατικής διευθέτησης για την Κύπρο, µπορεί να διασφαλίσει την ευηµερία και την ασφάλεια της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε µια δικοινοτική και διζωνική οµοσπονδία 161. Η προσέγγιση είναι η δίκαιη αντιµετώπιση του προβλήµατος ασφάλειας και για τις δύο κοινότητες στα πλαίσια µιας αποστρατικοποιηµένης οµόσπονδης δηµοκρατίας έτσι που όλοι οι πολίτες να µπορούν να έχουν εµπιστοσύνη στο µέλλον. Η προτεινόµενη Οµοσπονδία προνοεί την εφαρµογή για την ισότητα των δύο κοινοτήτων µε την κατοχύρωση της διατήρησης της κουλτούρας και των παραδόσεων της κάθε κοινότητας. Η ανοχή, ο σεβασµός, η διαπραγµάτευση και η αµοιβαία αναγνώριση είναι λέξεις κλειδιά για την ιδέα της οµοσπονδίας. Είναι πάνω από όλα µια µορφή οργάνωσης, η οποία εγγυάται τη σύνθεση της ενότητας και της διαφοράς. Το πνεύµα της Οµοσπονδίας, ακολουθεί και η έσµη Ιδεών Gali το 1992, η οποία στοχεύει σε ένα νέο συνεταιρισµό και ένα νέο σύνταγµα για την Κύπρο που θα διέπει τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων πάνω σε µια οµοσπονδιακή βάση, δηλαδή δικοινοτική, σε ότι αφορά τις συνταγµατικές πτυχές, και διζωνική, σε ότι αφορά τις εδαφικές πτυχές 162. To πλαίσιο συνολικής συµφωνίας αναγνωρίζει ότι η Κύπρος είναι η κοινή πατρίδα της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας και ότι οι µεταξύ τους σχέσεις δεν είναι σχέσεις πλειοψηφίας και µειοψηφίας, αλλά σχέσεις δύο κοινοτήτων στην οµοσπονδιακή δηµοκρατία της Κύπρου. Το πλαίσιο κατοχυρώνει την πολιτιστική, θρησκευτική, πολιτική, κοινωνική και γλωσσική ταυτότητα της κάθε κοινότητας, αναγνωρίζοντας παράλληλα την ισότητά τους. Οι δύο κοινότητες αναγνωρίζουν την 159 Peter Loizos, ό.π., σελ «ιάγραµµα Προτάσεων για την εγκαθίδρυση Οµόσπονδης ηµοκρατίας και για τη λύση του Κυπριακού Προβλήµατος». Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής ηµοκρατίας Ψήφισµα του Συµβουλίου Ασφαλείας του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών, 716/11/10/1991. Κυπριακή ηµοκρατία «Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών» «έσµη Ιδεών για ένα Πλαίσιο Συνολικής Συµφωνίας για το Κυπριακό (Ιδέες Gali 1992). Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής ηµοκρατίας. 69

71 ταυτότητα και την ακεραιότητα η µία της άλλης και δεσµεύονται να εργαστούν δραστήρια για να πετύχουν νέες σχέσεις που να στηρίζονται στον αµοιβαίο σεβασµό, στη φιλία και στη συνεργασία. Η οµοσπονδιακή δηµοκρατία θα έχει µία κυριαρχία που είναι αδιαίρετη και που πηγάζει ισότιµα από την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η µία κοινότητα δε µπορεί να έχει κυριαρχία πάνω στην άλλη. Με βάση τη θέση του Συµβουλίου Ασφαλείας των Ηνωµένων Εθνών, «µια διευθέτηση του Κυπριακού πρέπει να βασίζεται σε ένα κυπριακό κράτος µε µια και µόνη κυριαρχία και διεθνή προσωπικότητα και µια και µόνη ιθαγένεια µε τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας του, και το οποίο θα αποτελείται από δύο πολιτικά ίσες κοινότητες» 163. Η προοπτική µιας οµοσπονδιακής Κύπρου ευνοείται από τη συνειδητοποίηση ότι ούτε η τουρκοκυπριακή άποψη µέσω της διχοτόµησης, ούτε ένα ελληνοκυπριακό εθνικό κράτος µέσω της επιβολής ή της αφοµοίωσης, είναι αποδεκτές ή πρόσφορες λύσεις. Η λύση θα πρέπει να αναζητηθεί σε έναν πολιτικό συµβιβασµό σύµφωνα µε τον οποίο οι εθνοτικές κοινότητες θα ζουν µαζί σε ένα κράτος που θα εδράζεται στην πολιτική της ισότητας. Χωρίς µια ουσιαστική δέσµευση που θα ωθούσε τα µέλη της µιας κοινότητας να κάνουν παραχωρήσεις στην άλλη, ένα οµοσπονδιακό κράτος θα είναι ασταθές. Και χωρίς την αµοιβαία συνεργασία, ένα κοινό όραµα και τη συναίνεση, τίποτα δε µπορεί να καταστήσει µια οµοσπονδία βιώσιµη στην Κύπρο. Μία οµοσπονδία οφείλει κατά κύριο λόγο να προστατεύσει τα δικαιώµατα της µειοψηφίας από την πλειοψηφία. Στόχος της λοιπόν, είναι η αποτροπή τόσο της µονοµερούς επικυριαρχίας, χωρίς την υπονόµευση της αρχής της δηµοκρατίας. Προϋποθέτει τη βούληση για αµοιβαία αναγνώριση, συνεργασία και αλληλεγγύη καθώς και µια αίσθηση συνύπαρξης. Μία οµοσπονδία µπορεί να υπάρξει µόνο όπου επικρατεί αρκετή ανεκτικότητα προς τη διαφορά και επιδιώκεται η συναίνεση. Καλλιεργώντας ένα οµοσπονδιακό πνεύµα στο νησί, θα πρέπει όλοι να µάθουν να σκέφτονται ως λαός µε κοινό συµφέρον. Οικονοµικές και πολιτιστικές διαφορές δεν προάγουν σταθερές διακοινοτικές σχέσεις, µέσα στα πλαίσια ενός µελλοντικού οµοσπονδιακού συστήµατος. Τίποτε δε θα ήταν πιο εκρηκτικό, από µια λύση που για πολιτιστικούς, οικονοµικούς και άλλους λόγους, θα οδηγούσε σε συνθήκες όπου οι Ελληνοκύπριοι θα κυριαρχούσαν στην οικονοµική σκηνή και οι Τουρκοκύπριοι λόγω της γειτνίασης τους µε την Τουρκία θα είχαν τη στρατιωτική υπεροχή. Αυτό θα ήταν µια ανωµαλία µε καταστροφικές συνέπειες και για τις δύο κοινότητες. Ένας άλλος παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη σχετικά µε την οµοσπονδία στην Κύπρο, είναι οι κοινές ιστορικές εµπειρίες µεταξύ των δύο εθνικών οµάδων. Για να λειτουργήσει η οµοσπονδία, απαιτείται, οι διάφορες οµάδες που αποτελούν µια κοινωνία να έχουν κάτι κοινό που να τους φέρνει κοντά. Αν τα σχέδια γίνονταν αποδεκτά από τους Κυπρίους θα νοµιµοποιούσαν τη διχοτόµηση της Κύπρου, που πέτυχε η Τουρκία µε την εισβολή της στην Κύπρο. Γιατί ο δρόµος για την ελευθερία του ατόµου δεν περνάει µέσα από µια συνοµοσπονδία των κοινοτήτων στην οποία οι άνθρωποι περιχαρακώνονται πίσω από µια µονολιθική ταυτότητα και την εσωστρέφεια, αλλά από µια πλουραλιστική δηµοκρατία των πολιτών στην οποία συνυπάρχουν πολλές ταυτότητες µέσα στην κοινωνία. Τον Ιούλιο του 1993, σε συνέντευξη του ο Rauf Denktash στην Τουρκική εφηµερίδα «Σαµπάχ», µίλησε για τις άκαρπες µέχρι τότε προσπάθειες προσέγγισης των 163 Ψήφισµα του Συµβουλίου Ασφαλείας του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών, 774/26/8/1992. Κυπριακή ηµοκρατία «Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών». και Έκθεση Γενικού Γραµµατέα του Ο.Η.Ε. 9/4/1992 (S/23780). 70

72 δύο κοινοτήτων. Συγκεκριµένα είπε τα εξής: «Είναι φανερό πλέον ότι δεν µπορούµε να φτάσουµε πουθενά µε τη θέση της οµοσπονδίας που ακολουθήσαµε µέχρι σήµερα. Εγώ πλέον δεν µπορώ να διαπραγµατευτώ πάνω σε αυτή τη βάση. Εξάλλου, πιστεύω ότι αυτή η πορεία θα αποτελέσει την καταστροφή της Κύπρου. Για αυτό το λόγο οι αρµόδιοι της «Τούρκικης ηµοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» και της Τουρκίας, από κοινού πρέπει να καθορίσουν µια νέα πολιτική. Και αυτή η πολιτική πρέπει να στηριχτεί στη βάση της συνεργασίας δύο κυρίαρχων κρατών, δηλαδή στη συνοµοσπονδία. Αν µου δοθεί εξουσιοδότηση προς αυτή την κατεύθυνση, µπορώ να συνεχίσω, αλλιώς θα αποσυρθώ» 164. Η µη επίτευξη βιώσιµης λύσης στην περίοδο µετά το 1974 οφείλεται στο ότι οι αρχικοί στόχοι των δύο κοινοτήτων ήταν διαµετρικά αντίθετοι. Οι Ελληνοκύπριοι απέβλεπαν στη δηµιουργία ενός οµοσπονδιακού κράτους και στην επίλυση του εδαφικού µε βάση την ποσοστιαία αναλογία των δύο πληθυσµών, που θα παρείχε αυτονοµία και στις δύο κοινότητες αλλά που θα είχε ενιαίο σύνταγµα και ισχυρή διζωνική κυβέρνηση κι όχι συνοµοσπονδία. Οι Τουρκοκύπριοι αποσκοπούσαν στη σύσταση µιας οµοσπονδίας των δύο επιµέρους κρατών, µε διαφορετικό σύνταγµα για καθεµία από τις δύο πλευρές και ισχνή κεντρική κυβέρνηση στην οποία, θα είχαν ισότιµη εκπροσώπηση των δύο κοινοτήτων. Η ΙΑ ΡΟΜΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η Κυπριακή κυβέρνηση υπέβαλε εκ µέρους της Κυπριακής ηµοκρατίας αίτηση για πλήρη ένταξή της, στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα τον Ιούλιο του Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως ευρύτερο οικονοµικό και πολιτικό σύστηµα µπορεί να αποτελέσει πρόσφορο έδαφος, για µια οµοσπονδιακή διευθέτηση. Η Κυπριακή Κυβέρνηση θεώρησε ότι η ένταξη της Κύπρου στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο θα είχε ως συνέπεια την επέκταση και εφαρµογή της ευρωπαϊκής έννοµης τάξης και στην κυπριακή επικράτεια. Οι βασικές και θεµελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως οι ελευθερίες διακίνησης, εγκατάστασης, αλλά και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, θα εφαρµόζονταν στην Κύπρο και θα αφορούσαν όλους τους κατοίκους της. Με τον τρόπο αυτό, δηλαδή µε την εφαρµογή της έννοµης τάξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και στην Κύπρο, µια σειρά από ακανθώδη προβλήµατα του Κυπριακού θα µπορούσαν να βρουν τη λύση τους προσφέροντας την απαραίτητη ασφάλεια και εγγύηση σε Έλληνες και Τούρκους κατοίκους του νησιού. Έτσι θα διευκολυνόταν η δηµιουργία κλίµατος εµπιστοσύνης που θα προήγαγε τη συνεργασία µεταξύ των δύο κοινοτήτων. Η εκτίµηση της Κυπριακής Κυβέρνησης ήταν ότι στον οικονοµικό τοµέα, η τουρκοκυπριακή κοινότητα, που είχε χαµηλότερο βιοτικό επίπεδο από ότι η ελληνοκυπριακή κοινότητα, θα είχε περισσότερες ωφέλειες από την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Αυτό θα αποτελέσει µία πρόκληση για τους Τουρκοκύπριους να ανορθώσουν την οικονοµία τους. Υπήρχε η πεποίθηση και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι το βόρειο τµήµα του νησιού που ήταν οικονοµικά ασθενέστερο, λόγω του µικρού του µεγέθους, δεν θα αντιµετώπιζε µεγάλα προβλήµατα προσαρµογής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ενδεχοµένως µέσω της ένταξης να µειωνόταν το οικονοµικό χάσµα µεταξύ Βορρά και Νότου 165. Εξάλλου η εµπλοκή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 164 Νιαζί Κιζιλγιουρέκ «Υπό την ψευδαίσθηση του Έθνους» στο «Ανατοµία µιας Μεταµόρφωσης», ό.π., σελ «Απόφαση Συµβουλίου Υπουργών, 17/9/1990», Γνώµη της Επιτροπής για την αίτηση προσχώρησης Κύπρου», COM (93)313, Final. 71

73 στον πολιτικό τοµέα της Κύπρου θα ενίσχυε περισσότερο τις δυνατότητες διευθέτησης του προβλήµατος. Όπως ήταν αναµενόµενο, η Τουρκία και η τουρκοκυπριακή ηγεσία αντέδρασαν στην υποβολή αίτησης ένταξης της Κύπρου µε την κατάθεση σχετικού υποµνήµατος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και µε δηµόσιες δηλώσεις 166. Η τουρκική πλευρά υποστήριξε ότι, µε βάση το Σύνταγµα του 1960, η Κυπριακή Κυβέρνηση δεν είχε δικαίωµα να υποβάλει αίτηση, µε το επιχείρηµα ότι δεν είχε νοµική υπόσταση εφόσον δεν συµµετείχαν σε αυτήν οι Τουρκοκύπριοι. Επίσης υποστήριξε ότι µε βάση τις Συµφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου, η Κύπρος δεν είχε δικαίωµα να γίνει µέλος διεθνούς οργανισµού χωρίς τη συγκατάθεση των Τουρκοκυπρίων 167. Η Τουρκία έβλεπε µε επιφύλαξη αυτή την κίνηση της Κυπριακής Κυβέρνησης, διότι φοβόταν την αποδυνάµωση της δικής της επιρροής µε αυτό τον τρόπο. Η θέση της Κυπριακής πλευράς ήταν ότι η Κύπρος είχε απόλυτο δικαίωµα να υποβάλει την αίτηση γιατί διέθετε τη διεθνώς αναγνωρισµένη κυβέρνηση, ενώ οι Τουρκοκύπριοι και το κράτος τους, δεν αναγνωρίζονταν ως νόµιµη οντότητα από κανένα διεθνή οργανισµό ή κράτος πλην της Τουρκίας. Τη θέση αυτή υιοθέτησε και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, προωθώντας την κυπριακή αίτηση για γνωµοδότηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως ορίζουν οι σχετικές διατάξεις της συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 168. Οι µακροχρόνιοι δεσµοί που συνδέουν την Κύπρο µε την Ευρώπη, καθώς και η αναγνώριση του ευρωπαϊκού χαρακτήρα και της ταυτότητας του νησιού αποτυπώνονται ξεκάθαρα στην Γνωµοδότηση που εξέδωσε η Επιτροπή για την αίτηση ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1993, η οποία αναφέρει: «Η γεωγραφική θέση της Κύπρου, οι στενοί δεσµοί που εδώ και περισσότερο από δύο χιλιετίες συνδέουν τη νήσο µε τις ίδιες πηγές της ευρωπαϊκής παιδείας και του πολιτισµού, η ένταση της ευρωπαϊκής επίδρασης τόσον όσον αφορά τις κοινές αξίες του κυπριακού λαού όσο και την οργάνωση της πολιτιστικής, πολιτικής, οικονοµικής και κοινωνικής ζωής των πολιτών της, η σηµασία των πάσης φύσης συναλλαγών που έχει αναπτύξει µε την Κοινότητα, προσδίδουν αναµφισβήτητα ευρωπαϊκό χαρακτήρα και ταυτότητα στην Κύπρο και επιβεβαιώνουν τον προορισµό της να αποτελέσει µέρος της Κοινότητας [ ]. Η Επιτροπή έχει πειστεί ότι η προσχώρηση της Κύπρου στην Κοινότητα θα σήµαινε για την Κύπρο αύξηση της ασφάλειας και της ευηµερίας και θα συνέβαλλε στην προσέγγιση και τη συµφιλίωση των δύο κοινοτήτων. Σε περίπτωση που θα υπάρξει πολιτική διευθέτηση, η προοπτική της προοδευτικής αποκατάστασης των βασικών ελευθεριών θα επιτρέψει την εξουδετέρωση των αναπόφευκτων πρακτικών δυσκολιών που θα προκύψουν κατά τη µεταβατική περίοδο, όσον αφορά την υιοθέτηση της σχετικής κοινοτικής νοµοθεσίας». Όµως το πιο σηµαντικό κοµµάτι των συµπερασµάτων της γνωµοδότησης της Επιτροπής είναι αυτό που αφορά το πολιτικό πρόβληµα της Κύπρου. Η Επιτροπή εξέφραζε την ανησυχία της για την πολιτική κατάσταση στο νησί και δήλωνε ότι η Κοινότητα συναρτούσε την έναρξη των προενταξιακών διαπραγµατεύσεων της Κύπρου µε την Ευρωπαϊκή Ένωση από την επίλυση του Κυπριακού προβλήµατος. Υποστήριζε ότι η επίτευξη λύσης πριν από την ένταξη «θα ανοίξει τον δρόµο για την πλήρη αποκατάσταση των δικαιωµάτων του ανθρώπου και των θεµελιωδών ελευθεριών σε ολόκληρο το έδαφος της Κύπρου και θα επιτρέψει την εµβάθυνση της πολυφωνίας». Η 166 «Μνηµόνιο Τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών», Εφηµερίδα Ποντίκι, 12/12/1991 και «ηλώσεις Rauf Denktash», Εφηµερίδα Φιλελεύθερος, 5/7/ Νικόλας Κρανιδιώτης «Η Κύπρος στην Ευρώπη». Επιστηµονική Επιµέλεια: Πάνος Τσακαλογιάννης Εκδόσεις «Εστία», Αθήνα 2001, σελ «Απόφαση Συµβουλίου Υπουργών, 17/9/1990», ό.π., σελ.1. 72

74 γνωµοδότηση καταλήγει µε τη δήλωση, ότι σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί λύση του Κυπριακού προβλήµατος τότε «θα πρέπει να επανεκτιµηθεί η κατάσταση και να επανεξεταστεί το θέµα της προσχώρησης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον Ιανουάριο του 1995». Η ευρύτερη διεθνής κοινότητα συνήθιζε να λέει: «Αν µόνο µπορούσαν να συµφωνήσουν οι δύο κυπριακές κοινότητες αναµεταξύ τους!» Η ελληνοκυπριακή ηγεσία απαντάει: «εν διαπραγµατευόµαστε µε τους Τουρκοκύπριους αλλά µε την Άγκυρα». Ενώ οι απλοί άνθρωποι αναρωτιούνται: «Ποιος θα µας βοηθήσει, ποιος νοιάζεται για µας, ποιος θα εγγυηθεί ασφάλεια για το µέλλον;» 169 Οι Έλληνες και οι Τούρκοι Κύπριοι, είναι οι άνθρωποι µε τα πιο σηµαντικά συµφέροντα στο Κυπριακό, το οποίο οφείλεται σε έλλειψη πολιτικής βούλησης από τις ηγεσίες των δύο κοινοτήτων, καθώς και στην έλλειψη εµπιστοσύνης µεταξύ των δύο κοινοτήτων. Το συνεχιζόµενο κυπριακό πρόβληµα αναµφίβολα επιδρά αρνητικά στη ζωή των δύο κοινοτήτων. Μετά τη διαίρεση του νησιού οι δύο κοινότητες οργανώθηκαν η µια ενάντια στην άλλη. Έτσι ο διαχωρισµός µεταξύ του «εµείς» και «αυτοί» έφτασαν πλέον σε σηµείο όπως ισχυρίζονται πολλοί ανάµεσα τους και ο Κιζιλγιουρέκ 170 να καθιστά µια θερµή σύγκρουση µεταξύ των δύο κοινοτήτων, ζήτηµα χρόνου. Ίσως η πραγµατική κατάσταση στην Κύπρο να περιγράφεται καλύτερα από το ποίηµα της Τουρκοκύπριας Neshe Yasin, το οποίο είναι ευρύτερα γνωστό και στους Ελληνοκύπριους: Αγάπα την πατρίδα σου Την πατρίδα µου να αγαπώ Έτσι λέει και ο πατέρας µου συχνά Η δική µου η πατρίδα Έχει µοιραστεί στα δύο Ποιο από τα δύο κοµµάτια πρέπει να αγαπώ. υστυχώς, η δυσπιστία και έλλειψη εµπιστοσύνης µεταξύ των δύο κοινοτήτων εντάθηκε µετά την Τουρκική Εισβολή, όχι µόνο γιατί υπήρξαν πολλά θύµατα και από τις δύο πλευρές, αλλά και γιατί µε τη συγκέντρωση όλων των Τουρκοκυπρίων στα κατεχόµενα εδάφη, χάθηκε κάθε επαφή και επικοινωνία µεταξύ των δύο κοινοτήτων. Τα λυπηρά επεισόδια και η διακοπή της άµεσης επικοινωνίας µεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου, δηµιούργησαν πάρα πολλές αµοιβαίες παρανοήσεις, καχυποψίες και φοβίες. Αυτά όλα είναι αλληλένδετα µε την κλιµάκωση της διαµάχης. Για αυτό, το πρώτο πράγµα που πρέπει να γίνει για να φθάσουν όλοι στη λύση του Κυπριακού, είναι να διαλυθούν αυτές οι αµοιβαίες παρανοήσεις, καχυποψίες και φοβίες, κι αυτό, µπορεί να γίνει µόνο µε την επανάληψη της ελεύθερης επικοινωνίας της ελεύθερης επικοινωνίας µεταξύ του ελληνικού και τουρκικού πληθυσµού. Η ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή κοινότητα στην Κύπρο έχουν αποδείξει ότι µπορούν να ζήσουν µαζί ειρηνικά, όπως το έχουν πράξει στο παρελθόν για εκατονταετίες. Η διαχωριστική γραµµή µεταξύ των δύο κοινοτήτων είναι τεχνητή και έχει επιβληθεί διά της βίας µε την παρουσία του τουρκικού κατοχικού στρατού. Οι τούρκικες αλλά και οι ελληνικές λαϊκές µάζες συντηρούν το αίσθηµα της ανάγκης να συνεχίσουν τη ζωή τους στον τόπο που γεννήθηκαν, την Κύπρο, σε ειρηνική συµβίωση και συνεργασία µεταξύ τους Peter Loizos, ό.π., σελ Νιαζί Κιζιλγιουρέκ, ό.π., σελ Μιλτιάδης Χριστοδούλου «Η πορεία των Ελληνοτουρκικών σχέσεων και η Κύπρος». Τυπογραφικός και Εκδοτικός Οίκος Πρόοδος, σελ Λευκωσία

75 Η Τουρκία, λοιπόν, δηµιούργησε µε την αδιαπέραστη «πράσινη» διαχωριστική γραµµή σινικά τείχη µεταξύ των δύο εθνικών οµάδων, ενσταλάζοντας στις ψυχές των Τουρκοκυπρίων αλλά και των Ελληνοκυπρίων, και ιδιαίτερα των νέων που δε γνώρισαν Έλληνες και Τούρκους, το φυλετικό µίσος κατά του σύνοικου στοιχείου, υποθάλποντας στη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσµού αισθήµατα αδικίας και πικρίας. Η Κύπρος έχει όλες τις δυνατότητες να ευηµερήσει και να προοδεύσει, αρκεί να απαλλαγεί από τις εσωτερικές διαφορές της. Θα πρέπει να εκµεταλλευτεί τις ευκαιρίες που θα µπορούσαν άρρηκτα να σφιχτοδέσουν τις δύο κοινότητες µέσα σε ένα ενιαίο κράτος. Η ιστορική ευθύνη των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων είναι σήµερα τεράστια. Θα πρέπει να αναλάβει τη θέση του γεφυροποιού του χάσµατος µεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Στα χέρια τους βρίσκεται η τύχη του νησιού. Από τη µία είναι ο εύκολος δρόµος που µοιραία ακολουθούν όλα αυτά χρόνια, όταν τα πράγµατα αφήνονται µόνα τους. Αυτός είναι ο δρόµος που οδηγεί στην καταστροφή όλων των κατοίκων της Κύπρου. Από την άλλη είναι ο δύσκολος δρόµος το ανήφορο που απαιτεί ειλικρινή προσπάθεια, ανοχή, επιµονή και πίστη στο ελπιδοφόρο µέλλον της Κύπρου και του λαού της. Ας µην καταφεύγουν οι αρχηγοί της Κύπρου στην εύκολη δικαιολογία πως «φταίει η αντίθετη πλευρά για την αποτυχία». Αν όµως πραγµατικά και υστερόβουλα, επιθυµούν όλοι και από τις δύο πλευρές να βρουν µια λύση που δεν θα οδηγήσει ξανά σε συγκρούσεις και τελικά στην καταστροφή, πρέπει όλοι να προσπαθήσουν να κάνουν µια ειλικρινή αυτοκριτική, να οµολογήσουν τα λάθη που έκαναν και είχαν ως αποτέλεσµα τη σηµερινή κατάσταση, γιατί είναι γνωστό πως «όποιος δεν διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος είναι καταδικασµένος να τα επαναλάβει» Χριστοφής Οικονοµίδης «Αποµυθοποιηµένη Ιστορία του Κυπριακού στα τελευταία 50 χρόνια. Με σύντοµη ανασκόπηση των εξελίξεων του Κυπριακού στα περασµένα 120 χρόνια», σελ.156, Λευκωσία

76 Η Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο το Επιχείρηση «Αττίλας». Η χάραξη της «Πράσινης Γραµµής» στην Κύπρο. Ο πλήρης διαχωρισµός Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η σηµαία του Ψευδοκράτους. «Τουρκική ηµοκρατία της Βόρειας Κύπρου». 75