ΒΑΣΔΕΚΗΣ Ν. ΣΤΑΥΡΟΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΤΑΤΑΓΜΈΝΟ ΣΕ 20 ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΒΑΣΔΕΚΗΣ Ν. ΣΤΑΥΡΟΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΤΑΤΑΓΜΈΝΟ ΣΕ 20 ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ"

Transcript

1 ΒΑΣΔΕΚΗΣ Ν. ΣΤΑΥΡΟΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΤΑΤΑΓΜΈΝΟ ΣΕ 20 ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΕΡΓΟ ΑΠΑΛΛΑΓΜΈΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΟ-ΣΑΝΣΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΦΟΙΝΙΚΙΚΗ ΑΝΩΜΑΛΙΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «βλ. σελ. 2»

2 2 ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΧΡΗΣΗ Σειρά ενεργειών: 1. επεξεργασία 2. εύρεση (γράφουμε την λέξη που μας ενδιαφέρει) 3. λεπτομέρειες 4. τσεκάρουμε το τετραγωνάκι «μόνον ολόκληρες λέξεις» 5. εύρεση επομένου, μέχρι να βρούμε την λέξη γραμμένη με παχιά γράμματα 6. βλ. οδηγίες χρήσεις (σελ. 5) ΕΝΤΥΠΗ ΧΡΗΣΗ Η έντυπη χρήση απαιτεί ευρετήριο.* Το λεξικό διαθέτει ευρετήριο διότι όλες οι λέξεις του φέρουν σήμανση. Αφού θέσουμε μιά κενή σελίδα στο τέλος του λεξικού (ctrl + Enter), ακολουθούμε την εξής σειρά ενεργειών: 1. εισαγωγή 2. ευρετήρια και πίνακες 3. στήλες (βάζουμε 4, για να μη τυπωθεί σε πολλές σελίδες) 4. ΟΚ 5. βλ. οδηγίες χρήσεις (σελ. 5) Βασδέκης Ν. Σταύρος Μαυροκορδάτου Σέρρες τηλ vasdekis@anemologio.gr * Τον τρόπο παραγωγής του ευρετηρίου δίδαξε στον συγγραφέα ο Δημήτριος Μπιτζιώνης (Μηχανολόγος Μηχανικός).

3 3 6. ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ Η συγγραφή του ετυμολογικού αυτού λεξικού βασίστηκε σ ένα κυρίως δόγμα. Το δόγμα αυτό υποστηρίζει ότι η ελληνική γλώσσα δεν δόθηκε στους ανθρώπους της από κάποιον θεό ή άνθρωπο ή μέγα νομοθέτη ή εξωγήινο, αλλά είναι γέννημα θρέμμα των ανθρώπων που έζησαν στον συγκεκριμένο τόπο, οι οποίοι επί εκατομμύρια χρόνια την διαμόρφωσαν, ζυμώνοντας και πλάθοντας τους φθόγγους, τους οποίους εκφωνούσαν οι ίδιοι λόγω αισθημάτων ή συναισθημάτων τους, με τους ήχους που άκουγαν από τα στοιχεία της φύσης, τα ζώα και τα εργαλεία τους. Είναι δε ολοφάνερο ότι κάποτε, πριν τον Όμηρο, κάποιες γενιές Ελλήνων, με τάξη, λογική και καλλιτεχνική έφεση, διαμόρφωσαν το λογοτεχνικό αυτό εργαλείο που λέγεται ελληνική γλώσσα. Και ενώ οι γραμματικοί, φιλόλογοι και ερευνητές τακτοποίησαν αρκούντως τα δομικά της θέματα, στα ζητήματα της ετυμολογίας δεν πέτυχαν ανάλογες επιδόσεις. Αντιθέτως κατάφεραν να τα περιπλέξουν και να τα συσκοτίσουν σε αξιοπερίεργο βαθμό. Το θέμα ξεκίνησε να το ανασκάπτει πρώτος ο Πλάτων στον διάλογό του «Κρατύλος» ή «Περί ονομάτων ορθότητος λογικός». Οι ανερμάτιστες και αβάσιμες απόψεις οι οποίες διατυπώνονται εκεί, όπως του Ερμογένη ότι «όποιο όνομα δώσει κανείς σε κάποιο πρόσωπο ή πράγμα είναι το ορθό», ή του Κρατύλου ότι «κάποια ανώτερη δύναμη έδωσε στα πράγματα τα ονόματα», στιγμάτισαν ανεξίτηλα την επιστήμη της ετυμολογίας. Ο Ελβετός γλωσσολόγος Saussure, ο οποίος θεωρείται θεμελιωτής(;) της σύγχρονης γλωσσολογίας, αναμασώντας την άποψη του Ερμογένη, υποστηρίζει ότι «η σχέση μεταξύ του ονόματος και του πράγματος (σημαίνοντος και σημαινομένου) είναι αυθαίρετη». Τέλος η ιστορία αυτή έγινε «μαλλιά κουβάρια» με την είσοδο στο προσκήνιο της εντελώς αβάσιμης, αστήρικτης και μετέωρης θεωρίας περί Ινδοευρωπαϊκής γλώσσας, όταν ουδείς γνωρίζει το παραμικρό περί ινδοευρωπαϊκής φυλής ή ανάλογου λαού. Το πυροτέχνημα αυτό, εκτόξευσε ο Άγγλος δικαστής και ανατολιστής Ουίλλιαμ Τζωνς το Ο Η. Λ. Τσατσόμοιρος στην εισαγωγή του βιβλίου του «Ιστορία γενέσεως της ελληνικής γλώσσας», εκδ. «Δαυλός», νομίζουμε ότι ξεκαθάρισε αρκετά το θολό αυτό τοπίο. Το ανά χείρας λεξικό ομαδοποιεί ολόκληρη την ελληνική γλώσσα σε 15 περίπου αρχικές ρίζες, οι οποίες προέρχονται είτε από ανθρώπινα φωνήματα ή κραυγές, είτε από ήχους των εργαλείων του ή ήχους των στοιχείων της φύσης. Κυρίως η γλώσσα ξεκινά την πορεία της από το νεογέννητο βρέφος. Γεγονός το οποίο ευτυχώς μπορεί να παρατηρήσει κανείς οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Είναι δε άξιον απορίας πώς η επιστήμη της γλωσσολογίας παρέλειψε να μελετήσει, με την δέουσα προσοχή, το σημαντικότατο αυτό δρώμενο, που συμβαίνει συνεχώς γύρω μας. Μόλις το βρέφος εξέλθει από τον κόλπο της μητέρας του ξεφωνίζει ένα ατελείωτο αααα..., το οποίο εκφέρει χωρίς καμμιά προσπάθεια. Εάν εξαναγκαζόμασταν να αναγνωρίσουμε μόνο μία ρίζα της οποιασδήποτε γλώσσας, αυτή θα ήταν η ρίζα α-. Στην ελληνική γλώσσα το α εκφράζει ποικίλα αισθήματα και συναισθήματα όπως, θαυμασμό, έκπληξη, χαρά, θλίψη, απελπισία, απογοήτευση, υποψία, επιβράβευση, τέλος αναμονής κ.ά., με διαφορετική προσωδία σε κάθε περίπτωση. Για τον λόγο αυτόν γράφεται ψιλούμενο ή δασυνόμενο ή περισπώμενο. Αφομοιώνει όλα τα άλλα φωνήεντα, μετατρέπει σε α τα φωνήεντα των προηγούμενων και επόμενων συλλαβών, είναι προθεματικό, ευφωνικό, επιτατικό, αθροιστικό, μεγεθυντικό και στερητικό. Μετέχει στις περισσότερες πρωταρχικές ρίζες: βα-, δα-, μα-, πα-, τα-, φα-, χα-. Η ελληνική γλώσσα το ονόμασε άλφα εκ των άρ-ω, αρ-αρ-ίσκω, αρ-χίζω (τον λόγο), συν την ρίζα φα- (βλ. φημί, φαίνω) η οποία δηλώνει τα του λόγου. Ήταν δηλαδή άρ-φα και για το ευφωνικώτερόν του, έγινε άλφα (ρ>λ). Το αμέσως επόμενο φώνημα του μικρού παιδιού είναι η συλλαβή μα. Δεν έχει κανείς παρά προφέροντας ένα μακρό ααα να ανοιγοκλείσει τα χείλη του, για να ακούσει το μα ή κρατώντας τα κλειστά, να ακούσει το μ. Το πρώτο φωνητικό παιχνίδι του παιδιού με τα χείλη του. Από το μαμαμα., λοιπόν του βρέφους, ονομάσθηκε έτσι η μητέρα του. Ο άνθρωπος που το γέννησε και το θρέφει, γι αυτό γράφεται η λέξη μαμμά με δύο μ. Αυτή βρίσκεται μαζί του τον περισσότερο χρόνο. Και επειδή η ίδια το ταΐζει, εξ αυτού προέκυψαν χίλιες δυο λέξεις που σχετίζονται με την τροφή (μαμ), όπως, μα-ζός, μα-στός, μα-σάομαι, μά-γειρος, α-μά-ω, μά-ω, μαι-μά-ομαι. Κατόπιν αφού κορεσθεί, μα-ίεται (=εξετάζει) τα πάντα γύρω του, διότι έχει έμφυτη την τάση να μα-νθάνει. Μετά τα αα και μα, το βρέφος προφέρει το παπαπα. Είναι η προφορά του α αρχομένη με κλειστά τα χείλη και πιεσμένο τον αέρα εντός των πνευμόνων και της στοματικής κοιλότητας. Από το παπαπα, λοιπόν προέκυψε το πάππας, γι αυτό γράφεται με δύο π. Για τους λόγους αυτούς στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου παρομοίως, ονομάζονται οι γονείς του παιδιού. Πα όμως ακούγεται και όταν κτυπάμε κάτι, βλ. πα-ίω, πή-ω (α>η), πά-ταγος, πέ-τομαι (α>ε). Η επόμενη συλλαβή που εκφωνεί το παιδί, μετά τις μα και πα, είναι συνήθως η νταντα, στην οποία συμμετέχει για πρώτη φορά η γλώσσα και καθόλου τα χείλη. Το νήπιο συνεχώς φωνασκεί, ατακτεί και κάνει ζημιές. Τότε η μάμμα το κτυπά ελαφρώς, συνήθως στην παλάμη, λέγοντάς του ντά-ντά. «Τι σου έκανε η μαμά;», «νταντά» απαντά το μωρό. Με τον τρόπο αυτόν λαμβάνει το παιδί (παιδεύω) τα πρώτα διδάγματα (νταντάγματα). Μάλλον για τον λόγο αυτόν έχουμε αναδιπλασιασμό, στον ενικό, του ρήματος διδάσκω (βλ. δά-ω). Η ρίζα τα- (ν-τα) και εκ του ήχου του τύ-πτειν (α>υ) προκύπτει (βλ. πα-τά-σσω, τύπτω, ου-τά-ω) και παράγει εκατοντάδες λέξεις. Οι αμέσως επόμενες συλλαβές, όπως η κα (ως και εκ του βηχός αναγκαστικώς εκφερόμενη δια του ουρανίσκου) και η λα (αποτέλεσμα κυρίως της χρήσης της γλώσσας) παράγουν χιλιάδες λέξεις, βλ. κακκάζω, κα-λέω, α-κο-ή (α>ο), α-χά (κ>χ), κα-ρτύνω, κα-ί, κά-ω, λά-λη, λά-σκω, λέ-γω (α>ε).

4 4 Ήδη, χωρίς μεγάλη δόση υπερβολής, έχουμε καταπιαστεί σχεδόν με το ήμισυ των λέξεων της ελληνικής γλώσσας, τις προερχόμενες από τις ρίζες α-, μα-, πα-, τα-, κα- και λα-. Όλες οι βασικές αυτές ρίζες, προφέρονται φυσικώς από τα νήπια, σχεδόν δίχως καμμιά σοβαρή ακουστική διδασκαλεία. Δεν είναι δυνατόν επομένως να αντέξουν στην κριτική απόψεις περί αυθαίρετης σχέσης μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου ή περί ανώτερης δύναμης, η οποία έδωσε την γλώσσα στους ανθρώπους, όταν οι απόψεις αυτές εξανεμίζονται και μόνον από την συμπεριφορά του οποιουδήποτε νηπίου. Κι ας μη ξεχνάμε ποτέ ότι το ανθρώπινο γένος έζησε για εκατομμύρια χρόνια σε νοητικώς νηπιακή κατάσταση. Ο αποπροσανατολισμός της επιστήμης της γλωσσολογίας φέρει όνομα: λέγεται φοινικο-ινδο-ευρωπαϊκο-σανσκριτικός. Τουλάχιστον όσο αφορά στα ζητήματα της ελληνικής γλώσσας. Ας εξετάσουμε μια περίπτωση: Στο λεξικό Liddell & Scott στη λέξη αλώπηξ διαβάζουμε: «Ο Pott παραβάλλει το σανσκριτικό lopacas, ο εσθίων θνησιμαία. Ο Κούρτιος νομίζει ότι η ομοιότης είναι τυχαία και ταυτίζει το αλώπηξ (του α λαμβανομένου ως προθεματικού ευφωνικού) με τα λιθουανικά lape, lapucus (vulpes). Η λατινική λέξις vulpus δυνατόν να είναι επίσης η αυτή με τας ανωτέρω λέξεις, αν είναι δυνατόν να έχη απολεσθή το u εν τε τη ελληνική και λιθουανική». Κατ αρχάς, η αλεπού δεν είναι πτωματοφάγος αλλά αρπακτικό που τρέφεται κυρίως με αρουραίους, λαγούς, κ.ά.. Και αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν αυτά τα «ιερά τέρατα» της ετυμολογίας, να μη πρόσεξαν και να μη διερεύνησαν την περίπτωση το α να είναι προθεματικό και το υπόλοιπο η λέξη λώπη (= ιμάτιο), αφού και αλωπός λέγεται η αλεπού. Όποιος έχει παρατηρήσει αλεπού χειμώνα καιρό με την εντυπωσιακή γούνα της (οπότε το α είναι επιτατικό) και κατόπιν το καλοκαίρι όταν αποβάλλει το τρίχωμά της και φαίνεται σαν γυμνή, δηλαδή δίχως την λώπη της (οπότε το α είναι στερητικό), αμέσως θα αντιληφθεί τον λόγο για τον οποίο ονομάστηκε αλώπηξ ή αλωπός το ζώο αυτό. Ο φοινικιστής ετυμολόγος, σπεύδει να αποδώσει αμέσως την λέξη αραβόσιτος, στα Άραβ-ας, αραβ-ικός και σίτος. Όμως η αλήθεια βρίσκεται αλλού. Η λέξη προέρχεται από τα αράδα και σίτος, δηλαδή αραδόσιτος > αραβόσιτος (δ>β), διότι ο σίτος σπέρνεται χύδην, ενώ ο αραβόσιτος, κατά αράδες. Εισήχθη δε από την Αμερική το Η επιστήμη της γλωσσολογίας και της ετυμολογίας, δεν είναι αρμοδιότητα των ανθρώπων της απομόνωσης του γραφείου. Απαιτεί βασικές γνώσεις όλων των επιστημών, καλή γνώση της φύσης και μακρόχρονη διαβίωση μέσα σ αυτή. Ό,τι έχει γίνει, όσον αφορά στην επιστήμη της ετυμολογίας, βασίστηκε και εξακολουθεί να βασίζεται στα πορίσματα των ανθρώπων αυτού του είδους. Για τους ανθρώπους αυτούς, εάν μία λέξη δεν θυμίζει κάτι από την σανσκριτική ή την φοινικική, αποτελεί μυστήριο. Το αντίθετο ούτε καν ως ενδεχόμενο δεν το συζητούν. Για την πλήρη άρση κάθε αμφιβολίας σε ό,τι αφορά στην ύποπτη δεοντολογία των φοινικιστών, θα καταδείξουμε ένα ακόμη κραυγαλέο παράδειγμα από το προαναφερθέν λεξικό, για την λέξη χιών. Γράφονται λοιπόν τα εξής: «Εκ της ρίζας χι-, ήτις ουδεμία σχέσιν έχει προς την χυ-, χεf-, χέω». Προσέξτε πόσο κατηγορηματικοί είναι σε κάτι, για το οποίο ισχύει το ακριβώς αντίθετο, όπως θα φανεί αμέσως. Χέω σημαίνει ρίπτομαι, επισωρεύομαι, υγροποιούμαι, τήκομαι, διαλύομαι. Ακριβώς όλη η ιστορία του χιονιού, μέσα σε μια μόνο λέξη. Σε μια δηλαδή ξεκάθαρη, ολοφάνερη και κραυγάζουσα καταγωγή, εγείρεται η πιο κατηγορηματική άρνηση. Το ε σε χιλιάδες περιπτώσεις μετατρέπεται σε ι (βέομαι βίος, έωντι ίωντι, φωνέοι φωνίοι, θεός θιός, Κλέων Κλίων, ρέων ρίων). Και συνεχίζουν την ύποπτη πιά και αμαρτωλή ιστορία τους: «Σανσκρ. Him, hi- mas (nix, frigirous), hemantas (χειμών), Him-alaya (τα Ιμαλάϊα = οίκος χιονιού), Himavat (το πεπροικισμένο διά χιόνος), το όρος Imaus, Emodus. Λατιν. Hiems, hi- ber- nus. Ζενδ. Zim-a (hiems). Σλαυ. Zi-ma. Λιθ. ze-ma (hiems) κ.λπ.». Προσέξτε και το κ.λπ.. Δηλαδή εάν δεν αρκούν όλα αυτά, για να καταπεισθείτε ότι η λέξη δεν προέρχεται εκ του χέω, έχουμε κι άλλα στοιχεία προς τούτο. Θα παρατηρήσατε δε ότι ήδη έχουν εισέλθει στο παιχνίδι και τα λατινικά, τα Ζενδικά, τα Σλαυϊκά και τα Λιθουανικά. Επίσης ύποπτο φαίνεται το γεγονός, να δηλώνεται ως άγνωστη η ρίζα σε περιπτώσεις που αυτή η ίδια, δεν δείχνει καμμιά πρόθεση να αποκρυφτεί. Παράδειγμα: η λέξη άνθραξ, η οποία παράγεται ξεκάθαρα από τα ανά + θέρ-ω + άγω (μέλλ. άξ-ω), δηλαδή «αναθεραξ» > άνθραξ (με αποβολή των α και ε), διότι άγει ξανά την θερμότητα, αφού και πριν θερμάνθηκε για να προκύψει από το ξύλο. Το καθεστώς το οποίο περιγράψαμε μέχρι στιγμής δυστυχώς παγιώθηκε στη χώρα της Ελλάδος. Θα αναφέρουμε προς τούτο, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα νεοελληνικής αλλοφροσύνης και καταλυτικής αλλοτριώσεως. Ετυμολόγος με το ψευδώνυμο Απελάτης, σε τηλεοπτικό δίαυλο της Θεσσαλονίκης, υπενθύμιζε, για μία ακόμη φορά, ότι το γράμμα άλφα προέρχεται από το φοινικικό άλεφ, που σημαίνει βόδι, διότι δεν υπάρχει ρίζα αλφ- στην ελληνική. Του τηλεφώνησα, επισημαίνοντάς του, ότι εκτός των αλφηστής, άλφιτον, αλφός, κ.λπ., υπάρχει και το αλφάνω, που σημαίνει ευρίσκω, κομίζω, κτώμαι, φέρω, όπως και το αλφάζω που σημαίνει νοώ, επινοώ. Πριν δε τελειώσω καν την τελευταία λέξη, μου απάντησε ότι «αυτά είναι μεταγενέστερα». Η αλήθεια είναι ότι, όταν του τόνισα ότι στον Όμηρο υπάρχει το αλφάνω, ο άνθρωπος μου υποσχέθηκε πως θα ασχοληθεί με το ζήτημα και θα μου απαντήσει σ επομένη εκπομπή. Επί τούτου παρακολούθησα τις επόμενες εκπομπές του, αλλά ουδείς λόγος έγινε περί του ζητήματος αυτού. Σύμπασα η πανεπιστημιακή κοινότητα στην χώρα της Ελλάδος, είναι μολυσμένη από την φοινικοσανσκριτική ανωμαλία. Η κατάσταση δε αυτή λυπεί βαθιά κι αφόρητα τους Ελληνιστές ανά τον κόσμο. Ας υπενθυμίσουμε εδώ την τετράκις υποβληθείσα πρόταση των Βάσκων Ευρωβουλευτών προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για την καθιέρωση της ελληνικής γλώσσας ως βασικής στην Ε.Ε., με την καλλιτεχνική διατύπωση ότι «όταν μιλάμε για Ε.Ε. άνευ της ελληνικής γλώσσας, είναι σαν να μιλάμε για χρώματα σε τυφλούς». Εξήγησαν βεβαίως πριν, ότι η πρότασή τους πήγασε από την γνώση, πως όλες οι ευρωπαϊκές γλώσσες έχουν μητέρα, την ελληνική. Σήμερα που τα ελληνόπουλα μαθαίνουν περισσότερο την αγγλική απ ότι την ελληνική, ο αναλφαβητισμός πλανάται απ άκρου εις άκρον της χώρας.

5 5 Παρ όλα αυτά νομίζουμε ότι η ελληνική γλώσσα δεν διατρέχει σοβαρό κίνδυνο, διότι κατέστη υπόθεση της παγκόσμιας κοινότητας των ανθρώπων. Ο Όμηρος είναι αθάνατος, επομένως και η γλώσσα του. Οι βάσεις δεδομένων του παρόντος έργου είναι: α) ΛΕΞΙΚΟΝΟΜΗΡΙΚΟΝ, Ε.Κ. Κοφινιώτη. β) ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ Liddell & Scott. γ) ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ «ΠΥΡΣΟΣ». Η μέθοδος εργασίας βασίστηκε περισσότερο στην έννοια και την σημασία της κάθε λέξης και λιγότερο στα γράμματά της, επειδή είναι κατάδηλη εκ των πραγμάτων η μεταβολή τού κάθε γράμματος σε άλλα (βλ. άλφα, βήτα, κ.λπ), όπως κατά συνέπεια και η προέλευσή του από άλλα. Η χρήση ή μη μιας λέξης από τον Όμηρο, ελήφθη σοβαρά υπ όψιν όσο τίποτε άλλο. Η προσπάθεια κατανόησης των συνθηκών και των τρόπων διαβίωσης των πρωτόγονων ανθρώπων, όπως και των αντιδράσεών τους απέναντι στις αντιξοότητες του καθημερινού βίου, η μελέτη της σχέσης μεταξύ ανθρώπων και θηρίων, το κυνήγι, η κτηνοτροφία και ο πόλεμος, αποτελούν βασικούς άξονες στον αγώνα ανακάλυψης των ριζών της κάθε γλώσσας. Ο ετυμολόγος πρέπει να καταβάλλει μεγάλο κόπο, για να μεταφέρει το λειασμένο βότσαλο (λέξη) της παραλίας μέσω του χειμάρρου, ο οποίος το μετέφερε επί πάμπολλα χρόνια από τον βράχο της κορυφής του βουνού ως θραύσμα, για να το παρατηρήσει όχι μόνον όπως κατ αρχάς προέκυψε, πολυοξυγώνιο και ακανθωτό, αλλά και πώς μεταμορφώνονταν σε κάθε φάση της μεταφοράς του. Μέχρι τώρα από το δένδρο της γλώσσας διαθέταμε τα κλαδιά, τον κορμό και τα μικρά ριζίδιά του. Μας έλειπαν οι βασικές ρίζες, οι οποίες ξεκινούν από την βάση του κορμού και καταλήγουν στα ριζίδια. Το ανά χείρας λεξικό υπόσχεται ότι ανακάλυψε τις ρίζες αυτές (αγ-, αχ, βα-, δα-, ε-, ι-, κα-, λα-, μα-, πα-, τα-, φα-, χα-), παρ όλες τις ατέλειες, τα λάθη και τις παραλήψεις τις οποίες περιέχει. Ελπίζουμε να βρεθούν ερευνητές οι οποίοι θα δώσουν επιστημονικώτερες εξηγήσεις για τις βασικές ρίζες και θα υποδείξουν τα υφιστάμενα λάθη του λεξικού αυτού, αφού θα έχουν αρκετά πλέον στοιχεία και ερεθίσματα. Το λεξικό αυτό μπορεί να διαβαστεί και σαν μυθιστόρημα δίχως να κουράζει τον αναγνώστη, επειδή η κάθε ρίζα αποτελεί ένα σχεδόν αυτόνομο κεφάλαιο με έκταση περίπου το 5 με 6 % του συνολικού έργου. ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ Βρίσκουμε την λέξη που μας ενδιαφέρει στο ευρετήριο το οποίο υπάρχει στο τέλος του λεξικού (βλ. σελ. 2). Δίπλα αναγράφεται η σελίδα στην οποία υπάρχει η λέξη. Η συγκεκριμένη λέξη ανήκει σε μια ομάδα, με επικεφαλής την λέξη από την οποία κατάγονται όλες οι λέξεις της ομάδος αυτής. Δίπλα στην επί κεφαλής λέξη, υπάρχει αγκύλη μέσα στην οποία αναφέρεται η λέξη από την οποία κατάγεται η επικεφαλής λέξη όπως και ο τρόπος με τον οποίο παράγεται. Το επόμενο βήμα είναι να επισκεφθούμε την λέξη από την οποία κατάγεται η επί κεφαλής, και ούτω καθ εξής, μέχρι να καταλήξουμε στην αρχική ρίζα. Τα βήματα αυτά μπορεί να είναι από ένα μέχρι οκτώ περίπου. Π.χ. εάν ξεκινήσουμε από την λέξη πύλη, θα ακολουθήσουμε την εξής διαδρομή: πύλη > πόρος > περάω > ελάω > ιάλλω > ιά > είμι > ίημι > ρίζα ι-. Όταν μια λέξη είναι σύνθετη, το δεύτερο συνθετικό αναγράφεται εντός παρένθεσης, π.χ. εισακτέος (ακτός), εκτός και αν είναι εντελώς ευδιάκριτο, π.χ. αγωνάρχης, διότι φαίνεται σαφώς το άρχω. Δεν αναγράφονται στο λεξικό αυτό λέξεις σύνθετες, που έχουν πρώτο συνθετικό μια από τις προθέσεις [εις, εν (εμ-, προ των β, μ, π, φ και ψ, εγ-, προ των γ, κ, ξ και χ, ελ-, προ του λ και ενίοτε ερ-, προ του ρ), εκ (εξ, προ φωνήεντος), προ, προς, συν, ανά, διά, κατά, μετά, παρά, αντί, αμφί, επί (εφ, προ δασυνόμενης λέξης), περί, από (αφ-, προ δασυνόμενης λέξης), υπό (υφ-, προ δασυνόμενης λέξης), υπέρ], π.χ., εξάγω = εξ +άγω, διαφέρω = διά + φέρω. Δεν αναγράφονται λέξεις που έχουν πρώτο συνθετικό το αρνητικό ή στερητικό α, είτε τα αρνητικά αν- και ανα- (αν-, προ λέξης που αρχίζει από φωνήεν και ανα- από σύμφωνο) όταν είναι ολοφάνερα π.χ., άτολμος (ά-τολμος), ανάγωγος (αν- + αγωγή), ανατρέπω (ανα- + τρέπω). Δεν αναγράφονται λέξεις που έχουν πρώτο συνθετικό το επίρρημα ευ = καλώς, π.χ. ευάγγελος (ευ- + άγγελος). Δεν αναγράφεται, εντός παρενθέσεως, το δεύτερο συνθετικό όταν είναι η λέξη είδος, π.χ. κοτυλοειδής, κοτυλώδης. Αιολ. Αιολικός αόρ. αόριστος αναδιπ.αναδιπλασιασμός αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία αρν. αρνητικό απαρ. απαρέμφατο βλ. βλέπε ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΕΤΜΗΜΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ Βοιωτ. Βοιωτικός γεν. γενική δασ. δασεία Δωρ. Δωρικός ενικ. ενικός επίθ. επίθετο επικ. επικός τύπος επιρρ. επίρρημα ευκ. ευκτική Ησύχ. Ησύχιος Ιων. Ιωνικός κτητ. κτητικός Λακ. Λακωνικός Μακ. Μακεδονικός μελλ. μέλλοντας

6 6 μεταγ. μεταγενέστερα μεταφ. μεταφορικώς περισπ. περισπώμενο πληθ. πληθυντικός πρκμ. παρακείμενος προσωπ. προσωπικός προστ. προστακτική στερ. στερητικός συγκρ. συγκριτικός συνηρ. συνηρημένος υποκορ. υποκοριστι ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ρίζα αγάγω [Η απαρχή της ρίζας είναι η δυνατή εκφορά του αα, με την οποία ο βοσκός οδηγεί το κοπάδι ή του αλλάζει την κατεύθυνση της πορείας του. Φυσιολογικά δε εκφέρει το α αντί άλλου φωνήεντος, διότι αυτό απαιτεί ολιγότερο κόπο, όταν μάλιστα η διαδικασία αυτή συνεχίζεται ακατάπαυστα ολημερίς (βλ. αύω = βοώ). Ώστε μάλλον ήταν άω και παρεμβλήθηκε το γ προς άρση της χασμωδίας. Η εντυπωσιακή ποικιλία των σημασιών του άγω, μόνο από την πολυπλοκότητα της αγωγής και της διατήρησης κοπαδιού μπορεί να εξηγηθεί. Επίσης επί πολεμικής ή κυνηγετικής επιχειρήσεως, ο αρχηγός με την δυνατή εκφορά του αα.., έδινε τα συνθήματα προς επίθεση, διότι μακρύτερα αλλά και εντονότερα μεταφέρεται ο ήχος του α (βλ. α-λα-λά-ζω)] οδηγώ (επί εμψύχων, επί αψύχων το φέρω), μεταφέρω, προσάγω, αποκομίζω, ανατρέφω, παιδεύω, ενθυμούμαι, τηρώ, φυλάγω, ηγούμαι, νομίζω, λογίζομαι, ζυγίζω, διέρχομαι (τον χρόνο). άγομαι [άγω], αγέομαι, άγημα, αγή, άγη, αγός, Αγησίλαος (λαός), αγέχορος (χορός), άγδην, βαγός (αντί αγός Λακ.). αγών [άγω], αγωνάριον, αγωνία, αγωνιάζω, αγωνιάω, αγωνιεύω, αγωνίζομαι, αγωνιάτης, αγώνιος, αγώνισμα, αγωνισμός, αγωνιστής, Αγωναλείς (άλλομαι μέλλ. αλ-ούμαι), αγωνάρχης (άρχω), αγωνιστήριος, αγωνιστικός, αγωνο-, άγωνος (Αιολ. αντί του αγών). αγωγή [ήγαγον και άγαγον, αόρ. β του άγω, α>ω], αγωγικά, αγωγαίος, αγωγείον, αγωγεύς, αγώγιμος, αγώγιον, αγωγός, αγώγι, αγώι, αγωγιάτης, αγωγιμότης. άγγος [αγωγός, με αποβολή του ω], αγγείον, αγγείο, αγγειό, αγγειο-, αγγειοπάθεια, αγγειοπλάστης, αγγειοπλαστική, αγγειώνω, αγγείωσις. άγγελος [βλ. αγωγή, άγγος + ερώ = θα πω, θα αναγγείλω, ρ>λ], αγγελιοφόρος (φέρω), αγγελία, άγγελμα, αγγελικός, αγγελική, Αγγελική, Άγγελος, αγγελιότης, αγγελιώτης, αγγέλω, αγγελούδι, αγγέριος, άγγαρος (ε>α), αγγαρεία, αγγαρεύω, αγγάρευμα, αγγάρεμα, αγγαρευτής, αγγαρικά, αγγαρικό. αγέλη [άγω + ελ-αύνω], αγελίζω, αγέλημα, αγεληδά, αγεληδόν, αγελαδόν, αγελαίος, αγελάζομαι, αγελάριος, αγελλάριος (λ>λλ), αγέλασμα, αγελάς, αγελάδα, αγελαδο-, αγέλι, γελάδα, γελαδάρης, γελάδι, γελαδινός, γελαδίσιος. αξία [άξ-ω, μέλλ. του άγω], άξιος, αξιάζω, αξιόω, αξίωμα, αξιωματικός, αξίως, αξίωσις, αξιωτέον, άξων, άξονας, αξίζω, αξιάδα, αξι-, ξάζω, ισάξιος (ίσος). άμαξα (δασ.) [άμα + άξ-ω, μέλλ. του άγω], αμαξαία, αμάξι, αμαξεία, αμαξεύω, αμαξόθεν, αμαξιαίος, αμαξιτός. άκτωρ [άξ-ω, μέλλ. του άγω, ξ>κσ>κτ, σ>τ]- οδηγός. ακτός, ακτέον. αγυιά [άγο-μαι ( ο>υ) + ίημι (ίω)]- οδός. αγυιάτης, αγυιαίος, Αγυιεύς. αγγών [άγ-ω + ακ-ή, κ>γ]- ακόντιο. ηγεμών (δασ.) [η (δασυνόμενο και περισπώμενο, σημαίνει όπου, σε ποιό μέρος) + αγέ-ομαι]- αυτός πού δείχνει το δρόμο, οδηγός. ηγεμόνευμα, ηγεμονεύω, ηγεμονέω, ηγεμονία, ηγεμονικός, ηγεμόσυνα, ηγέομαι, ηγεσία, ήγησις, ηγέτης, ηγηλάζω, ηγήτωρ, ηγητής, ηγητήρ, αγέομαι (η>α). αγνός (δασ.) [ηγεμών, αγέ-ομαι δηλαδή αγε-νός > αγνός (ηγήτωρ = σεβάσμιος, οι γέροντες, οι εξέχοντες, επί θεών)]- πλήρης θρησκευτικής ευλάβειας, ιερός, άγιος, αγνός, δίκαιος, καθαρός. άγος (αποβολή του ν), άγιος, αγιάζω, αγίζω, αγιότης, αγιωσύνη, αγιόω, αγισμός, αγιστεία, αγιστεύω, αγίως, αγνεία, άγνευμα, αγνευτήριον, αγνεύω, αγνεών, αγνίζω, άγνισμα, αγνιστήριον, αγνίτης, αγνιστής, Αγνίτας, αγής, αγιώδης (είδος), αγιωδώς, αγιώνυμος (όνομα), αγιωτικός, άζομαι (γι >ζ). εισακτέος [εις + ακτός, βλ. άκτωρ], εισακτέον, εξαγινέω (αντί εξάγω Ιων.), εξάγιον (άγω = ζυγίζω), ξάγι (= εξάγιον), εξακτέον (βλ. εισακτέος), εξακτική, προακτέον, προακτικός, προσακτέον, πρωκτός (προ + ακτός, οα>ω), συνακτέον, συνακτήρ, συνακτός, συνακτήριον, συνακτικός, σύναξις (άξ-ω, μέλλ. του άγω), συναξάριον, συναξαριστής, συνάξιμος, συνείσακτος (συν + εις + ακτός ), μετακτέον, δίακτος, παρακτέον, παράκτης, παρακτικός, περίακτος, περιακτέον, επακτέον, επακτός, επακτρεύς, επακτήρ, επακτικός, επακτρίς, έπακτρον, απακτέον, απακτός, υπακτέον, υπακτικός, κατάκτης, κατάκτρια, περιαγινέω (αντί του περιάγω), απαγινέω (αντί του απάγω). άναξ [ανά + άξ-ω, μέλλ. του άγω]- κύριος, δεσπότης. ανακώς, άνακος, ανακός, ανάσσω (ξ>σσ), άνασσα, Άνακες (παλαιός πληθυντ. του άναξ) οι Διόσκουροι, Ανάκειον, Ανάκιον, Ανάκεια, Ανάκια, Άνακος, ανάκτωρ, ανακτορία, ανάκτορον, ανακτόριος, Ανακοτελέσται (τελέω). επείγω [επεί + άγω], επειγόντως, επειγμένως, επειγωλή, επείσακτος (εις + ακτός), πίσυγγος (ε-πί + συν +άγω, νγ>γγ), βακτηρία (επακτήρ > πακτήρ > βακτηρία, π>β), βάκτρον, βάκλον (ρ>λ), βακτηρεύω, βακτρεύω, βάκτρευμα, βακτρο-, ακτηρίς (αποβολή του β), πάγω (υπάγω με αποβολή του υ), πάω, πηγαίνω (α>η), πηγεμός, παγεμός, πηγαιμός, πάγεμα. άνωγα [άνω + άγω] κελεύω, διατάσσω, παραγγέλλω, ιδίως επί βασιλέων και δεσποτών. Εγνατία [άγω (α>ε) + νάτωρ]. όγχνη [άγω (α>ο) + χάμω (διότι οι καρποί της όταν ωριμάσουν πέφτουν σωρηδόν χάμω) δηλαδή όγχαμη > όγχμη > όγχνη (μ>ν), βλ. άπιον]- η απιδιά, μεταγεν. όχνη. αδήν (ψιλούμενο ή δασυνόμενο) [από τον β αόρ. του άγω, άγαγον > γαγήν > αγήν (το πρώτο γ σε δασεία) > αδήν (γ>δ)]-

7 7 αγωγός του αίματος. αδένας, αδενο-, αδενίσκος, αδενισμός, αδενίτις, αδένωμα, αδένωσις, αδενάση, αδενίτιδα. αγρός [άγ-ω + άρ-ουρα, αρ-όω, έ-ρα, δηλαδή αγαρός > αγρός], αγρότης, αγρίτης, αγρείος, αγροιώτης, Αγρίσκα, αγραυλίζομαι (αυλή), άγραυλος, Άργος (αγρός, γρ>ργ και την Θεσσαλία έτσι αποκαλεί ο Όμηρος), Αργείος, Αργολίς, Αργολίζω. άγριος [αγρός]- ο ζών στους αγρούς, τραχύς, επί θηρίων κακός, χαλεπός, αγροίκος, σκληρός. αγριεύω, αγρίμι, αγριωπός (ωψ), αγρολήπτης (λαμβάνω), αγροδοσία (δίδω), αγρότερος, αγριμαίος, αγριο-, αγριηνός, αγρικός, αγρελιά (ελιά), αγρίλι, ξαγγρίζω (ε-ξαγριώνω, γ>γγ). άγρα [άγριος]- θήρα, κυνήγι. άγρη, αγραίος, Αγροτέρα, αγρεμών, αγρέω, αγρώσσω, αγρηνόν, άγρευμα, συναγρεύω, συναγρίς. άγροικος [αγρός + οίκος]- ο κατοικών, διατρίβων στους αγρούς, άξεστος, τραχύς. αγροικία, αγροίκος, αγροικεύομαι, αγροικότονον (τόνος), αγροικηρός, αγροικίζομαι, αγροικοσύνη. αγροικώ, αγρικώ, γροικώ [άγρα, αγρέ-ω + ακούω, δηλαδή αγρεακώ > αγροικώ (εα>οι), μάλλον αρχικώς λέγονταν για το κυνήγι]- αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις, κατανοώ, ακούω. αγρικησία, αγροικησία, αγρίκητα, αγροίκητα, αγρίκητος, αγροίκητος, αγρικιέμαι, αγρίκιστος, αγροικερός, αγροίκηση, αγροίκημα, αγροικιά, αγροικιάζομαι, αγροικιέμαι, γροικιέμαι. αγείρω [άγω + είρω (αόρ. έρ-σα)]- συναθροίζω, συλλέγω, επισωρεύω. αγέρρω, αγέρομαι, αγερμός, άγερσις, αγέρτης, άγαρρις (ε>α). αγορά [αγείρω, αγέρ-ομαι, ε>ο]- συνάθροιση, τόπος συνελεύσεως, ευγλωττία, τα ώνια. αγοράω, αγοραίος, αγορεύω, αγορητής, αγορητύς, αγορασία, αγοραφοβία, αγορανόμος, αλληγορία (άλλος), αλληγορικός, κατηγορία (κατά), απαγόρευσις (από), παρηγορία (παρά), συνηγορέω, συνήγορος, άγυρις (ο>υ), αγυρμός, αγυρισμός, αγυρτάζω, αγυρτεύω, αγυρτήρ, αγύρτης, αγυρτός, άγυρμα, αγυρτεία, πανήγυρις (πας), πανηγύρι, πανηγυριώτης, πανηγυρίζω, ανάγυρις (αν, αρνητ.) φυτό δυσώδες, Αναγυρούς, Αναγυράσιος, αναγύρι, αζόγυρος [όζω, δηλαδή οζάγυρος > αζόγυρος (αντιμετάθεση)]. άντυξ [αντί + άξ-ω, μέλλ. του άγω (α>υ), διότι κάθε σημείο περιφέρειας κύκλου έχει το αντίθετό του στην ίδια διάμετρο, βλ. άνταξ (α>υ)]- η περιφέρεια ή το χείλος κάθε κυκλοτερούς πράγματος. άντυγα, ευάντυξ (ευ). κανθός [άντυξ, το κ προτίθεται (βλ. καπάνη), δηλαδή κάντυξ > κανθός (τ>θ, υ>ο, ξ>σ), εκτός και αν από το ά- κανθος, λόγω ομοιότητας]- η γωνία του οφθαλμού, τα εκατέρωθεν άκρα των βλεφάρων, ο οφθαλμός, επίσωτρο (η μεταλλική στεφάνη του τροχού), κατά τον Ησύχ. ο κύκλος του οφθαλμού. κανθώδης (είδος), κανθίαι, κανθήλια, κάνθων, κανθήλιος, κανθίς, κανθάρεως, κανθαρίτης. άγχω [άγ-ω (= έχω από κοντά) + άχος (= θλίψη, πίεση)]- πιέζω από κοντά, στραγγαλίζω, πιέζω δυνατά, πνίγω με αγχόνη. αγχείος, άγχασδε, άγχαζε, άγχος, άγχαυρος (αύριο), αγχέμαχος (μάχομαι), αγχέπαλος (παλαίω), αγχήρης (αρ-αρίσκω, α>η), άγχι, άγχιον, αγχίαλος (αλς), αγχι-, αγχίμολος (βλώσκω), αγχιβλώς, άγχιμος, αγχίνοια (νοέω), αγχιστεύω (ίστημι), αγχιστεία, αγχιστεύς, αγχιστήρ, αγχιστίνδην, αγχιστινός, άγχιστος, αγχίων, αγχόθεν, αγχόθι, αγχόνη, αγχονίζω, αγχονιμαίος, αγχόνιος, αγχονιστής, αγχού, αγχοτάζω, αγχότερος, άγχουρος (όρος), αγχίξαι (ίκω), έναγχος (εν), απαγχονίζω (από), απαγχόνισις, αγχίνωψ (ωψ), απάγχω, απαγχονισμός, αγχώμαλος (ομαλός), άγχων. αίσσον [συγκρ. επίρρ. του άγχι (α>αι, γχ>σσ)]- εγγύτερα, πλησιέστερα. άσσιον, ασσοτέρω, ασσοτάτω, ασσότατος, άσσιστα. εγγύς [αγχού, α>ε, γχ>γγ]- πλησίον, κοντά. εγγυτέρω, εγγυτάτω, εγγύτατα, εγγίων, έγγιστος, εγγίζω, εγγύθεν, εγγύθι, εγγύτατος, εγγύτης, ανέγγιχτα (αν, αρνητ.), ανέγγιχτος. αγγίζω [εγγύς, ε>α + άγω], άγγιγμα, άγγιασμα, άγγιαγμα, αγγιάξιμο, άγγισμα, άγγιχτα, άγγιχτος, άγγικτος, αγγιχτός. πάγκος [ε-πάν-ω + άγω, δηλαδή πάναγος > πάνγος > πάγκος (ν>γ, γ>κ)]- κάθισμα, τραπέζι τεχνίτη, έπιπλο καφενείου. παγκάρι, παγκέρης, μπάγκος (π>μπ), μπαγκέρης. ανάγκη [ανά + άγχω, αγχού, χ>κ]- με τη βία, φυσική ανάγκη, βία, τιμωρία, επί σωματικού πόνου, αγωνία, συγγένεια (αγχού), επί κακοπάθειας, αθλιότητας. αναγκαίη, αναγκαίος, αναγκάζω, αναγκαστικός, αναγκαστικώς, αναγκαστικά, καταναγκασμός (κατά), εξαναγκάζω (εκ), εξαναγκασμός. πηγή [ε-πάγ-ω (επί + άγω), α>η, διότι άγει το νερό στην επιφάνεια της γης], πηγάδιον (υποκορ.), πηγάδι, πηγάζω, πηγιμαίος, πηγαίος, Πήγασος (γεννήθηκε κοντά στις πηγές του Ωκεανού), παγά (η>α, Δωρ.), άπα (α, ευφων.), άα (αποβολή του π) και αά ( = συστήματα νερού). πίνω [φαίνονται δύο ρίζες: πι- και πο- (πί-ομαι, πό-της), τα ι και ο από το ε προκύπτουν, βλ. πέ-ος. Δηλαδή πηγή (ρίζα παγ-) > πη-η > πε-η (α,η>ε) > πι-η (ε>ι) > πο-η (ε>ο), όπως το πάω από το πάγω και φαΐ από το φαγί (φαγείν). Το ν παρεμβάλλεται, αφού απουσιάζει από πολλούς χρονικούς τύπους (πίομαι, έπιον κ.ά.)], πιπίσκω (αναδιπλασιασμός), πιπίζω, πιόμα, πιόσιμο, πιωμένος (ο>ω), πίσα, πίστρα, πιστός, Πίσα, Πίση, πισμός, πίσος, πόσις, πόμα, πώμα (ο>ω), πόσιμο, ποτής, πότης, ποτήρ, ποτήριον, πότημα, ποτός, ποτό, πότος, ποτίζω, πότισις, ποτηρία, ποτιστής, ποταμός, ποτάμι, ποταμηδών, ποταμηγός (άγω), ποτάμιος, ποταμηίς, ποταμίτης, ποταμίσκος, ποταμήρυτος (αρύτω), ποταμοδιάρτης (διαίρω), συμπόσιον (συν), τσιμπούσι (συμπόσιο). Ποσιδών, Ποτιδάς, Ποτιδάν [πόσ-ις, ποτ-αμός + είδω (ιδείν) = γνωρίζω, είμαι αρμόδιος]- θεός των υδάτων. Ποσείδαια, Ποσειδεών, Ποσειδώνιος, Ποσιδήιον, Ποσιδάν, Ποσείδειος, Ποσιδήιος, Ποσίδειος, Ποτείδαια, Ποτιδαία. πέος [βλ. πίνω, εκρέει σαν κρουνός]- το ανδρικό μόριο. πόσθη (ε>ο), πόσθων, ποσθαλίσκος, ποσθία, πεοίδης. νήπτης, νηπτικός [νη + ποτής]- νηφάλιος (δεν έχει πιεί). άμπωτις (ανά + πότισις > αναπότισις > άνποτις > άμπωτις, ν>μ, ο>ω), αμπωτίζω, αναπωτικός, ανάπωτις. φιάλη [πί-νω (π>φ) + αλής = αθροισμένος σ ένα μέρος], φιαλόω, φιαλωτός, φιαλίδιο, φιαλίτης, φιαλωτός, φιαλώδης (είδος), νηφάλιος (νη + φιάλη, αυτός που απέχει από το ποτό),

8 8 νήφαλος, νηφαλεός, νηφάλιμος, νηφαλιότης νηφαλεότης, νηφαλέωσις, νηφαλισμός, νηφαντικός (λ>ν), νηφαντός, νήφω, νήφων, νάφω (η>α). κοτύλη [πίνω, ποτό-ς, π>κ, ο>υ]- ποτήρι, μικρό αγγείο, κάθε τι κοίλο. κοτυλίσκος, κοτυλίζω, κοτυληδών, κοτυληδονώδεις (είδος), κοτυλήρυτος (αρύω), κοτυλιαίος, κότυλος, κοτύλων, κοτυλώδης, κοτυλοειδής, κουτάλι (ο>ου), κουτάλα, τσουκάλι [κοτύλη > κουτάλι > τουκάλι (αντιμετάθεση) > τσουκάλι (τ>τσ)], δικότυλος (δις) αυτός που έχει δύο σειρές μυζητικών κοτυλών, όπως ο πολύποδας, δικοτυλήδονος, δικοτυλήδονα. οκτώ [κοτύλη, κοτυληδών (βλ. δικότυλος), στον πληθυντικό έτσι λέγονται οι θηλές στις πλεκτάνες του πολύποδα (οκτάπους, χταπόδι). Το μόνο γνωστό πράγμα στη φύση (γνωστότατο) που χαρακτηρίζεται με τον αριθμό οκτώ, από τα αντίστοιχα άκρα του (πόδια). Το κάθε ένα δε από αυτά, φέρει πολλές κοτύλες, είναι δηλαδή κοτυλωτός > κοτυωτός > κοτωτός (βλ. κοτύλη) > κοτω-τός > οκτω-τός (μετάθεση, κο>οκ) και προς γενίκευση οκτώ], οκτό (Βοιωτ.), οκτάς, οκτα-, οκτω-, Οκτώβριος, όγδοος [κτ>γδ, όπως πτ>βδ (επτά - έβδομος)], ογδοαίος, ογδοήκοντα, ογδώντα, ογδώκοντα, ογδόατος, ογδοώτερος. σάγη [εισ-άγω > ει-σάγω] φορτίο αποσκευών που ανήκει σε οδοιπόρο. σάττω (σάγ-τω, γτ>ττ), σάγμα, σαγμάριον, σαγίζω, σαγματίζω, σαγματόω, σάγος, σάγισμα, σάγιστρον, σαγιάς, σαγιάκι, σεγκούνα (α>ε), σάραγος [σάγη + αίρω, δηλαδή σάγαρος > σάραγος (αντιμετάθεση)], σαμάρι (αποβολή του γ), σαμαρώνω, σάκτωρ (γ>κ), σακτήρ, σακί, σακτός, σάκτρα, σάκος, σάκκος (κτ>κκ), σακελίζω, σακεύω, σάξις, σακούλα, σακουλάκι, σακουλές, σακουλεύομαι, σακούλι, σακουλιάζω, ασκέρα [σάκος > σακέρα > ασκέρα (σα>ασ)]. σύκον [σάκος, ομοιάζει με σάκο (α>υ)], συκάριον, συκάς, συκάσιος, συκαστής, συκέα, συκία, συκιά, συκηγορία (αγορεύω), συκο-, συκορέω (ούρος), σύκωμα, συκών, συκοτραγίδης (τρώγω), συκοφάντης (φαίνω, φάντης), συκοφαντέω, συκοφάντημα, συκοφαντία. συκώτι [σύκον, συκωτός = αυτός που τρέφεται και παχαίνει με σύκα. Το ήπαρ ζώου που παχαίνει μ αυτόν τον τρόπο («ήπαρ χοίρων συκωτών»)], συκωτάκι, συκωταριά, σκώτι, σκωταριά. σεκούα, σικύα [σάγη, σάξις = παραγέμισμα, βλ. συκώτι (α>ε>ι, ω>ου>υ)]- είδος κολοκυθιού και αγγουριού. σικυώνη, σικυάζω, σικύδιον, σικυηδόν, σικυήλατος (ελαύνω), σίκυον, σικυοπέπων (πέπων), σίκυος, σικυός, σικυώδης, σικυών, Σικυώνια. σηκόω [σάττω, σάξις (α>η), από το άγω = ζυγίζω]- ζυγίζω. σήκωμα, σάκωμα, σακωτήρ, σηκώνω, σηκωμός, σηκωτός, σήκωση, ξεσηκώνω (ξε-), ξεσηκωμός. αγαπάω [άγω + άπτω, διότι σημαίνει, σπεύδω να ασπαστώ (άπτω) κάποιον φίλο που έρχεται προς εμένα]- υποδέχομαι κάποιον με εναγκαλισμούς και ασπασμούς, επιθυμώ, επί σαρκικού έρωτα. αγαπάζω, αγάπη, αγαπητός, αγαπατός, αγαπητώς, αγαπησμός, αγάπησις, αγαπητικός, αγάπημα, αγαπήνωρ (ανήρ), αγαπητρίς, αγαπητικιά. ογμός [άγω, α>ο]- αυλάκι, η ευθεία τομή του αρότρου. ογμεύω. λήγω [λα, επιτατ.+ ήγον, παρατατ. του άγω, δηλαδή μετά από μεγάλη πορεία φθάνω στο τέρμα] τελειώνω, καταλήγω, παύομαι, πεθαίνω. λήξις, ληξιαρχία, ληξιαρχείον, ληξίαρχος, λήγουσα, παραλήγουσα, ληκτικός, ληξι-. νυξ [γεν. νυκτός, νη (αρν.) + άγω (ακτ-ός, α>υ), διότι την νύκτα δεν πορεύονταν], νύκτα, νυκτέρευμα, νυκτερευτής, νυκτέλιος (ελαύνω), νυκτέρεια, νυκτερία, νυκτερεύω, νύκτιος, νυκτερήσιος, νυκτερινός, νυκτέριος, νύκτερος, νυκτερίς, νυκτερίδα, νύκτωρ, νώκαρ (υ>ω), νύχτα (κ>χ), νυχτερινός, νυχτερίδα, νύχιος, νύχα, νυχεία, νύχευμα, νύχος, νυχίς, παννυχίς (πας, παν), νηχθήμερος (ημέρα), νυχθημερόν. συλάω, σκυλεύω [συν + άγω (ν>λ, αποβολή του γ, βλ. άγω). Ο Όμηρος δεν αναφέρει το σκυλεύω (= συλάω), το οποίο πρωτοεμφανίζεται στον Ησίοδο. Μάλλον πρόκειται για το ξυν αντί του συν, δηλαδή ξυλάω > σκυλάω > σκυλέω (α>ε) > σκυλεύω (ξ>σκ, όπως ξένος σκένος)]- απογυμνώνω κάποιον, αφαιρώ τα όπλα του, αφαιρώ, αποκομίζω. συλεύω, συλέω, σύλα, σύλη, σύλον, σύλημα, σύλησις, συλήτωρ, συλητής, συλήτειρα, άσυλος, ασυλία, ασυλεί, ασυλί, σκυλαίος, σκυλεία, σκύλευσις, σκύλευμα, σκύλον, σκυλευτής, σκυλλανίς, σκυλοφορία (φέρω), σκυλοφόρος, σκυλοχαρής. υγιής [στον Όμηρο σημαίνει σωτήριος. Δηλαδή άγ-ω + ιάομαι, ίασις, ίη-σις, α>υ)], υγιώς, υγίεια, υγεία, υγείδιον, υγιάζω, υγιαίνω, υγίαινε (= χαίρε), υγίανσις, υγίασμα, υγιαστήριον, Υγιάτης, υγιεινός, υγιείς, υγιής, υγιηρός, υγιοζυγία, υγιότης, υγιόω, υγίωσις, γερός (υ-γιηρός, ιη>ε), γεροσύνη, γεροφτιαγμένος, γεροφτιασμένος, γεροφκιαγμένος. νάσσω [εν + άσσον, συγκρ. του άγχι = πλησίον, εγγύς, δηλαδή συσσωρεύω πράγματα εγγύτατα μεταξύ τους.]- πιέζω, θλίβω, συσσωρεύω, γεμίζω εντελώς, στοιβάζω, πληρώ. ναστώδης, ναστός, ναστότης, ναστοκόπος, ναστοφαγέω, ναστόχαρτο, ναστία, ναστόδερμα, ναστόλιθος, νάνος [νά(σ)νος, σαν να πιέσθηκε], νανίον, νανούδι, νανοφυής, νανώδης, νινίον, νινί. νακτός [νάσσω, αόρ. έ-ναξ-α, πρκμ. νέ-ναγ-μαι, γ>κ]- πυκνός, στερεός. νάκη, νάκος, νακοτάπης, νακύριον, νακοδέψης (δέψω), νακοκλέψ (κλέπτω), νακόκλεψ, νάκολον, νάγμα. πίναξ [γεν. πί-νακ-ος, δηλαδή (ε)πί + νάσσω (αόρ. έ-ναξ-α), νακ-τός = στερεός]- σανίδα, πινακίδα προς ζωγραφική, είδος ακόνης, δίσκος ή πινάκιο. πινακάς, πινακηδόν, πινακιαίος, πινακίδιον, πινακικός, πινάκιον, πινακίρ, πινακίς, πινακίσκιον, πινακίσκος, πινακο-, πινάκωσις, πινακοειδής, πινακωτή, πίνακας, πινάκα, πινάκι. ναίω [αόρ. ένασσα ή νάσσα (κσ>σσ), πρκμ. νέ-νασ-ται, βλ. νάσσω]- οικοδομώ προς κατοίκηση, κάνω κάτι κατοικήσιμο, δίνω τόπο προς κατοίκηση, κατοικώ, διαμένω, ενοικώ, κείμαι. ναιετάω, νάτειρα, ναέτειρα, ναίτερα, ναετήρ, ναέτης, ευναιετάω, ενναέτης (εν), ενναετήρ, ενναίω, ναστήρ, νάστης, ελινύω [ερι-, (ρ>λ, α>υ)], ελινύες. ναός [να-ίω, νάfος, ναύος σε επιγραφή], ναύω, ναεύω, ναΐσκος, ναΐδιον, ναύος, νάκορος (κορέω), νεωκόρος (α>ε), ναοκόρος, νεοκόρος, νειοκόρος, νηοκόρος (α>η), νεώς, ναυρός (ούρος), ναοδομία (δέμω), νεωποιός, ναποός, ναοποιός, ναποίαι, ναουργέω (έργο), ναοφύλαξ, ναοπόλος (πολέω).

9 9 ναι [ναί-ω, όρκος επί οικίας και ναού ως ιερών πραγμάτων]- ισχυρό βεβαιωτικό, βεβαίως, μάλιστα, αληθώς, επί όρκων. ναιδαμώς (βλ. ουδαμώς, ουδαμός, εξ αναλογίας ), νη (αι>η) επί ισχυρής βεβαιώσεως. άντρον [α, ευφων. + ναιετάω, ναετήρ με αποβολή των φωνηέντων]- σπήλαιο, προ παντός οικητήριο των νυμφών και ορεινών θεών, όπως το σπέος. αντριάς, αντραίος, αντροειδής, αντρώδης, αντρο-, αντροχαρής, αντροδίαιτος, αντροφυής. ευνάζω [ευ + ναίω = κείμαι, πρκμ. νέ-νασ-ται, δηλαδή ευνασιω > ευνάζω (σι>ζ), αόρ. ηύ-νασ-α]- τοποθετώ κάποιον κάπου για ενέδρα, βάζω κάποιον να κοιμηθεί, επί θανάτου, καταβάλλω, αποκοιμίζω. κατευνάζω (κατά), ευνάω, ευνή, ευναίος, ευνάσιμος, ευναστήρ, ευνάστειρα, ευνατήρ, ευνάτειρα, ευνάτωρ, ευνητήρ, ευνατήριον, ευνέτης, εύνημα, ευνήτης, ευνήτωρ, εύνια, εύνις, ευνέτις. ευνούχος [ευνή + έχω, όπως κλειδούχος, πρατηριούχος κ.ά.]- άνδρας, εκτομίας, φύλακας των γυναικών (ευνή = συζυγική κλίνη) και θαλαμηπόλος, επί καρπών, άγρυπνος (ως επίθ.). ευνουχίας, ευνουχίζω, ευνουχικός, ευνούχιον, ευνουχισμός, ευνουχοειδής, ευνουχώδης. πίννα, πίννη, πίνα [πίναξ, δηλαδή πινακίς > πίνκα > πίννα (νκ>νν)] δίθυρο οστρακόδερμο με μακρύ όστρακο. πιννικός, πιννώδης, πιννο-. νέω[(α) με την έννοια του κλώθω, νήθω, αόρ. έ-νησ-α, πρκμ. νέ-νησ-μαι, βλ. νάσσω, νασ- > νησ- (α>η) > νέω (α>ε), διότι το νήμα συσσωρεύεται στην άτρακτο του αδραχτιού, βλ. νακτός. Επίσης με την έννοια του καθορισμού της μοίρας (Κλωθώ), του πλεξίματος του νήματος της ζωής. (Β) με την έννοια του συσσωρεύω και πάλι από το νάσσω (= συσσωρεύω). (Γ) με την έννοια του κολυμπώ και πάλι από το νάσσω (= γεμίζω εντελώς) διότι ήταν ανάγκη, λόγω της δυσκολίας των θαλασσίων μεταφορών, αλλά και της μικρής χωρητικότητας των πλοίων, αυτά να γεμίζουν, όσο το δυνατόν περισσότερο με εμπορεύματα. (Δ) με την έννοια του νέομαι δηλαδή πηγαίνω ή έρχομαι, όπως το είμι (= επανέρχομαι, υποστρέφω) και με το νάσσω (βλ. νέω Γ) και με το ναίω σχετίζεται, διότι το πλοίο (ναύς) φεύγει και επανέρχεται αλλά και ο άνθρωπος παρομοίως στον οίκο του. Επίσης τα νόσ-τος, νοστεύω και νίσ-ομαι, φανερώνουν ρίζα νασ- (νάσσω)]. επινώς [επί + νέω = επισωρεύω, εω>ω] λίαν, πολύ. νηέω [επικ. εκτεταμ. τύπος του νέω (Β)]- επισωρευώ, στοιβάζω, φορτώνω, γεμίζω, πληρώ. νήησις (νηήσ-ομαι, μέλλ. του νηέω), νήσις, νητός. νέομαι [βλ. νέω Δ], νεύμαι (ο>υ), νηέομαι (= νέομαι), νόστος (νείσθ-αι, απαρ. του νέομαι, ει>ο, θ>τ)- επάνοδος στην πατρίδα, καθόλου πλεύση, ό,τι παρέχει το σιτάρι όταν αλεστεί. νοστέω, νόστιμος, νοστόω, νοστιμάδα, νοστιμιά, νοστιμεύω, νοστιμίζω, Νόστιμο, νοστιμούλης, νοστιμούλικος, νοσταλγέω (άλγος), νοσταλγία, νοσταλγώ, νοσταλγικός, νοσταλγός, νίσσομαι (= νέομαι, βλ. νέω, διότι εκ του νάσσω προέρχεται, α>ι), νωμήσιμος (εκ του νέομαι, εο>ω). ναύς [νέω (Γ), το οποίο από το νάσ-σω, δηλαδή νασός > ναύς (με αποβολή του σ και ο>υ]- πλοίο. ναυών, νάν, νάς, ναυφύλαξ, ναυφυλακέω, ναυαγέω (άγ-νημι, ναυαγησμός, ναυαγία, ναυάγιον, ναυαγός, ναυηγός (α>η), ναυφάγος, ναυαρχέω, ναυαρχίς, ναυάρχης, ναυαρχία, ναύαρχος, ναυβάτης, ναυβατέω, ναύδετον, ναυφθορία, ναυηγέτης, ναύφρακτος, ναυκέλιον (κέλλω), ναύκλα, νηός (α>η), νηύς, νεός (α>ε), περίνεως, ναύσταθμος, ναύσταθμον, ναύπρηστις (πίμπρημι), ναύποδες, ναύπορος, ναυπόρος. νάσος [βλ. ναύς]- νησί. νήσος (α>η), νησί, νησαίος, νησιάς, νησιάζω, νησίζω, νησεύομαι νησιάρχης, νησίδιον, νησίον, νησίς, νησίτης, νησιώτης, νησιώτικος, νησοειδής, νησόομαι, Παρνησός (παρά + νήσος, παρά την Πελοπόννησο), Παρνασός, Παρνάσιος, Πάρνης, Πάρνων, Πάρνηθα (σ>θ), Παρνήθιος. ναυκρατέω [ναύς + κρατέω], ναυκράτης, ναυκρατικός, ναυκρατία, Ναύκρατις, Ναυκρατίτης, ναυκράτωρ. ναύλος [ναύς + αλ-ής (δασ.)]- το φορτίο των πλοίων. ναύλον, ναυλολογέω, ναυλόω, ναυλώνω, ναυλώσιμον, ναυλοχέω (οχέω), ναυλόχιον, ναυλοχία, ναύλοχος. ναυπηγέω [ναύς + πήγνυμι]- κατασκευάζω πλοία. ναυπηγής, ναυπηγός, ναυπηγήσιμος, ναυπηγία, ναυπηγικός, ναυπήγιον, Ναύπακτος, Ναυπάκτιος. ναυμαχέω [ναύς + μάχομαι], ναυμάχημα, ναυμάχης, ναυμαχησείω, ναυμαχία, ναυμαχικός, ναύμαχος. Ναυπλία [ναύς + πλέω], Ναυπλιεύς, Νάυπλιον, Ναυπλιώτης, Ναύπλιος, ναυσιπλοΐα, ναυσι-, ναυστολέω (στόλος), ναυστόλημα, ναυστολία, ναυστόλησις, ναύστολος, ναυσθλόω (τ>θ), ναύσθλον. ναύτης [ναύς], ναυταρίδιον, ναυτεία, ναυτικό, ναυτικός, ναυτίλος, ναυτιλάρχης, ναυτιλία, ναυτιλικός, ναυτίλλομαι, ναυτιλοφθόρος, ναυτός, ναυτοδίκαι, ναυτοδικείο, ναυτοδίκης, ναυτολογέω, ναυτολόγος, ναυτολογία, ναυτολογικός, ναυτολόγιο, ναυτολογώ, ναύτρια, ναυτόπαιδον, ναύφθορος, ναυτώνας, ναυτία, ναυτιώδης, ναυσιώδης, ναυσηρός, ναυσία, ναυσιάω, ναυσίασις, ναυσιασμός, ναυσίωσις, ναυτιασμός, ναυτιάω, ναυτιόεις, ναυτιωδώς. ναυκληρέω [ναύς + κλήρος]- είμαι κύριος πλοίου, μεταφ., κυβερνώ, διοικώ, υπενοικιάζω οικία (για το πλήρωμα στα λιμάνια). ναύκληρος, ναυκλήρημα, ναυκληρία, ναυκληρικός, ναυκλήριον, ναυκληρώσιμος, ναύκραρος (λ>ρ), ναυκραρία, ναυκράρια, ναυκραρικός, ναυκραρεία. νεύσις [βλ. νέω (Γ)] κολύμπημα. νεύσομαι, νευσούμαι, νευστήρ, νευστός. νεωλκέω [νεός + έλκω (οε>ω)]- σύρω πλοίο στην ξηρά. νεωλκός, νεωλκία, νεώλκιον. νεωρέω [νεός + ούρος, ου>ω]- φυλάγω πλοία. νεώριον, νεωρίς, νεωρός, νεών, νεωριοφύλαξ, νεώσοικος (οίκος). νήϊος, νάϊος [νηός, ναύς ]- αυτός που αρμόζει ή ανήκει σε πλοίο. νηίτης, νηϊτικός, νήοχος (έχω), νηογνώμονας, νηολόγησις, νηολογέω, νηοπομπή, νηοψία (οψ). νήχω [μέλλ. νήξω, νη-ός + άγω (άξω), κ>χ (νηκ-τός)]- κολυμπώ. νάχω, νήχομαι, νηχαλέος, νηχείον, νήξις, νήκτωρ, νηκτήρ, νήκτης, νηκτός, νηκτικός, νηκτό, νήττα, νήσσα (νήκτα, κτ>ττ>σσ), νηττάριον, νήττιον, νητοφύλαξ, νησσοειδής, νηττοκτόνος (κτείνω), νηστικός, νηστική, νηστός, νητικός, νητός, νήτρον.

10 10 νήθω [από το νέω Α, όπως το πλήθω από την πλε-, βλ. πίμπλημι]- γνέθω, κλώθω. νήσις, νήμα, νηματουργία (έργο), νηματουργείον, νηματουργός, νηματουργικός, νηματώδης, νημάτωμα, νηματίασις, νημάτινος, νημάτιο, νηματοειδής, νηματο-, ανέμη (α, επιτατ., η>ε). νάω [από το νά-σσω = γεμίζω εντελώς, πληρώ (και μετά ξεχειλίζω), νέ-ναγ-μαι, πρκμ. του νάσσω (ναγ-, με αποβολή του γ, όπως φαγί φαΐ)]- ξεχειλίζω, ρέω, παθ., ποτίζομαι (βλ. νάϊος και νέω Γ). ναέτωρ, ναθμός, νασμός, νάμα, ναματιαίος, ναματίζω, ναμάτιον, ναματώδης, ναρός, νηρός (α>η), νάτωρ, ναύω, ναυσίωσις, ναυσίασις, νηρίτης, νηρείτης, Νήριτος, Νήριτον, Νέστος (α,η>ε), αέναος (αεί), Ναΐς, Νηΐς, Ναϊάς, Ναϊακός, Νηρεύς, Νηρηίς, Νεράιδα, νεραϊδάρης, νεραϊδένιος, ναραϊδο-, ευνάων, ευνάεις, ευναής, νάπη νάπος, ναπαίος, ναπώδης, Νείλος (είλω), νεφρός [νά-ω (α>ε) + φέρω (ποτίζεται συνεχώς με αίμα)], νεφτίτης, νεφριαίος, νεφρίδιος, νεφρομήτραι, νεφρο-, νεφρί, νεφραμιά, νεφρώνας, νεφρωμένος. νότιος [νάω, α>ο, νάτ-ωρ] υγρός, βροχερός, προς νότον κείμενος. νοτίζω, νοτιάω, νοτέω, νοτερός, νοτίς, νοτιά, νοτιαίος, νότος, Νότια, νοτία, νοτιάς, νοτινός, νότισμα. νίζω [νάω, α>ε>ι, διότι σε τρεχούμενο νερό πλένονταν κυρίως, το πάλαι ποτέ] πλύνω τα πόδια ή τα χέρια, καθαρίζω, εξαγνίζω. νίψιμον (νίψω, μέλλ. του νίπτω), νιπτήρ, νίπτρον, νιπτρίς, νιφτήρας (π>φ), νίπτω, άνιπτος, ανιπτόπους (πούς), νίβω (π>β), νίβομαι. νήπιος [νά-ω (= ξεχειλίζω) + βίος (β>π), δηλαδή νάβιος > νήπιος (α>η)]- ανήλικο παιδί, μεταφ., παιδαριώδης, άφρων, ανόητος. νηπιάα, νηπιέη, νηπιάζω, νηπίασις, νηπίαχος (υπόκορ.), νηπιαχεύω, νηπιαχεύομαι, νηπιάχω, νηπιεύομαι, νηπιο-, νηπιόεις, νηπιόλεκτα (λέγω), νηπιότης, νηπιώδης, νηπύτιος (νηπιότης > νηπότης > νηπύτιος, ο>υ), νηπυτία, νηπυτιεύομαι. νέος [στον Όμηρο πάντοτε με F, δηλαδή νέfος (νεβρός). Από το νήπιος > νέπιος (η>ε, π>f) > νειός > νέος (βλ. νεί-ατος, νειηγενής, νείαιρα κ.ά.)], νέον (επίρρ.), νεωστί, νέο-, νε-, νεότης, νεός, νεοαλδής (αλδαίνω), νεαλδής, νεαλής (αλς), νεάζω, νέα, νειάμα, νεόω, νεάν, νεανίευμα, νεανιεία, νεανιεύομαι, νεανίζω, νεανικός, νεανικέω, νεανικότης, νεανιόομαι, νεανιότης, νεάνις, νεανισκάριον, νεανίσκευμα, νεανίσκος, νεανισκο-, νεανισκύδριον, νέαξ, νεαρός, νεαρο-, νεάσιμος, νέασις, νεασμός, νεατός, νεάω, νερόν, νηρόν, νεάκες, νεακές (ακίς), νεάγγελτος, νέατος, νείατος, νεάτη, νήιστος, νεηγενής, νεη-, νεηλαίη, νεηλάτης (ελαύνω), νεήλατος, νεηλεχής (λέχος), νεηλιφής (αλείφω), νεηλύς (έρχομαι, ήλυθον), νεήμελκτος (αμέλγω), νεηνίης, νεήνις, νεηνίσκος, νέηξ, νείαιρα, νειρή, νείρα, νείατος, νειάτιος, νειηγενής, νειόθεν, νείοθι, νειός, νειο-, νείος, νειρός, νεογνός (γένος), νεόγονος, νεόγυιος (γυίον), νεοίη, νεοεία, νεοειδής, νεοκράς (κεράννυμι), νεολαία (λαός), νεοπαγής (πήγνυμι), νεόπολις, νεόπτολις, νεάπολις, Νεαπτόλεμος, Νεάπολις, νεοσσός (νεογνός, γν>γσ>σσ), νεοττός (σσ>ττ), νεόσσευσις, νεοσσία, νεοσσεύω, νεόσσιον, νεοσσίς, νεοσσο-, νεοχμός (νεογνός, γ>χ, ν>μ), νεοχμέω, νεοχμόω, νεόχμωσις, νέωμα, νεώνητος (ωνούμαι), νέωρος (ώρα), νεωρής, νεωρυχής (ορύσσω), νέωσις, νεώσσω, νέωτα (έτος), νεώτατος, νεωτερίζω, νεωτερικός, νεωτέρισμα, νεωτερισμός, νεωτεριστής, νεωτερο-, νεώτερος, νεομηνία (μήνας), νουμηνία (εο>ου), νουμηνιάζω, νουμηνιαστής, νουμήνιος, νιάμα (ε>ι), νιάτα, νιο-, νιόβγαλτος, νιότη, νιόφερτος. νεβρός [βλ. νέος, νήπιος]- το νεογνό του ελαφιού, επί παραδόξου πράγματος. νέβραξ, νέβρειος, νεβρή, νευρίας, νεβρίδιον, νεβριδο-, νεβρίζω, νεβρίς, νεβρισμός, νεβρίτης, νεβρόομαι, νεβρόω,νεβρώδης. νέπως [βλ. νήπιος, νέος]- απόγονος. νέποδες, νεποτισμός, ανεψιός (α, ευφων., π>ψ), ανεψιάδης, ανεψιαδούς, ανεψιαδής, ανεψιότης, νηγάτεος (γίγνομαι, πρκμ. γέ-γα-α), ανήγατος (Μακ.), νωπός (νέ-ος + οψ > νεοπός > νωπός, εο>ω), νωπογραφία. ερινεός [ερι- + νέος, διότι η αγριοσυκιά πρώτη εμφανίζει καρπούς, απ όλα τα καρποφόρα, οι οποίοι δεν ωριμάζουν αλλά χρησιμοποιούνται για γλυκό του κουταλιού] - η αγριοσυκιά. ερίνεως, ερινεόν, ερινάζω, ερινάς, ερινός, ερινασμός, εριναστός, ερινεώδης, ερινόν, ορνεός (ε>ο), ορνιά, ορνιός. νεύρον [νεαρόν (α>υ), βλ. νεβρός, διότι από έντερα νεαρών ζώων ή από νεβρίδες ( = δέρματα νεβρών), κατασκεύαζαν χορδές.]- χορδή ή σχοινί, από νεύρα ή άκρα του μυός, με τα οποία αυτός προσκολλάται στο οστό, νεύρο του νευρικού συστήματος, ρώμη, ισχύς, δύναμη, η χορδή τόξου ή σφενδόνης. νευρία, νευρά, νευρή, νευράς, νευρικός, νευρικόν, νεύρινος, νευρο-, νευρόω, νεύρωσις, νευροειδής, νευρώδης, νευρωτικός, νευρ-, νευριάζω, νευρίασμα, νευριαστικός, νευριασμένος, νευρικότητα, νευρίνωμα. νεύω [νέομαι, νεύμαι = πηγαίνω ή έρχομαι. Όταν κάνουμε νεύμα ανεβοκατεβάζουμε το κεφάλι ή τα βλέφαρα] - κάνω νεύμα, κλίνω προς κάποια διεύθυνση, νεύω με το κεφάλι ή τα βλέφαρα, κλίνω προς τα εμπρός (νεύσις =κολύμβηση). νεύμα, νευμάτιον, νεύσις, νευστάζω, νευστικός, άγνευτος (ν>γν), άγνεφος, νυστάζω (νευστάζω = κλίνω το κεφάλι), νύσταξις, νυσταγμός, νύσταγμα, νύσταλος, νυσταλέος, νύστα. ενεός [ε, ευφων. ή από α, επιτατ. + νεύω (υ>ο), διότι οι κωφάλαλοι δια νευμάτων εκφράζονται]- κωφάλαλος, όπως το νήπιος. ενεάζω, ενεώς, ενεοστασία (ίστημι), ενεότης, ενεόφρων (φρην). νέμω [Ο Όμηρος εκτός του νέμω αναφέρει τα εξής παράγωγά του: νομεύς = ποιμένας, νομεύων = ποιμαίνων και νομός = ο τόπος της βοσκής. Νέμω δε στον Όμηρο σημαίνει, βόσκω, ποιμαίνω. Επίσης όταν αναφέρει το νέμω με την έννοια του διανέμω, διαμοιράζω, περισσότερο το αναφέρει επί ποτού και φαγητού. Φαίνεται λοιπόν ότι η αρχική σημασία του νέμω αφορά στην κτηνοτροφία. Το νε- (του νέμω) από το νέω (βλ. νέω Δ), με την σημασία του πηγαίνω και επιστρέφω (όπως το κοπάδι προς βοσκή, βλ. νέομαι). Το -μω, σε χρονικούς τύπους γίνεται -μη (νεμήσω), -μα (ενει-μα-μην), από την ρίζα μα- (βλ. μάμμα, μαζός, μασάομαι), η οποία, έχει σχέση με την διατροφή. Το νέμω δηλαδή αρχικώς δήλωνε την αγωγή του κοπαδιού προς βοσκή. Από την σημασία δε αυτή πηγάζει και η έννοια του καρπούμαι (γάλα, κρέας, μαλλί) και του κατοικώ διότι η βοσκή σήμαινε κατοχή και κυριότητα της γης. Επίσης οι έννοιες του διαιρώ και διανέμω έχουν να κάνουν με τους βοσκότοπους. Ζήτημα ως και σήμερα υπαρκτό και δυσεπίλυτο, το οποίο εξαναγκάζει τους κυβερνώντες σε θέσπιση νόμων και νομών]- διανέμω, μοιράζω, απονέμω, κατέχω, διοικώ, κυβερνώ, κατοικώ, νομίζω, θεωρώ, βόσκω, περιποιούμαι, βόσκομαι, καταναλίσκω, καταστρέφω (ιδίως τα κατσίκια). νέμος, Νεμέα (χώρα με βοσκότοπους), Νέμειος, Νέμεος, Νεμεαίος, Νεμειακός, Νεμεήτης, Νεμειήτης, Νεμεάς, Νεμέασι, Νέμεα, Νέμεια, Νεμεονίκαι, Νέμειον, νέμεα, νεμέθω, νέμησις, νεμητός, νέμεσις, Νέμεσις, νεμέτωρ, νεμεσάω, Νεμέσεια, Νεμεσείον, Νεμέσια, νεμητής,

11 11 νεμεσήμων, νεμεσητέος, νεμεσήτης, νεμητός, νεμεσητικός, νεμεσητός, νεμεσίζομαι, νεμεσσάω,νεμεσσητός, νέμεσσις. νομός [βλ. νέμω, ε>ο]- τόπος όπου βόσκουν τα κτήνη, βοσκή, χλόη, τα χόρτα. νομάς (ο περιφερόμενος χάριν βοσκής), νομάδην, νομάδειος, νομαδία, νομαδικός, νομαδίτης, νομάζω, νομαίος, νομεύς, νομέας, νόμευμα, νομευτικός, νομεύω, νομή, νομικός, νόμιος, νομίουρος (ούρος), νομώδης, νομώνης (ωνέομαι). νόμος [βλ. νέμω, ε>ο]- ό,τι έχει απονεμηθεί ή δοθεί κατ αναλογία, ό,τι κατέχει κάποιος ή μεταχειρίζεται, χρήση, συνήθεια και κάθε τι το οποίο λόγω συνήθειας γίνεται νόμος, κάθε νόμος της πολιτείας, απόφαση, διαταγή, μουσικός ρυθμός, ήχος, είδος παλαιού άσματος. νόμαιος, νομάρχης, νομαρχία, νόμαρχος, Νόμας, Νομάς, νομεισφορά, νομειτεύεσθαι, νόμια, νομήματα, νομικός, νόμιμος, νομιστί, νομοαίολος, νομο-, νομοθεσία, νομοθετέω, νομοθετώ, νομοθέτης, νομοθέτημα, νομοποιός, νομωδός (άδω), νωμάω (ο>ω), νώμησις, νωμήτωρ, νωμητής, νωμεύς. νομίζω [βλ. νόμος]- θεωρώ, παραδέχομαι ως έθιμο ή συνήθεια ή νόμο, τηρώ συνήθειες, έχω την συνήθεια να κάνω κάτι, κυβερνώμαι, εκτιμώ, τιμώμαι, συχνάζω, φοιτώ. νόμισις, νόμισμα, νομισματικός, νομισμάτιον, νομισματο-, νομιστέος, νομιστεύομαι, νομιστός, νομιτεύω, νούμμος (νόμισμα της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας). νοός, νούς (συνηρ.) [βλ. νέμω, νομός, νόμος, νομίζω. Ήταν θέμα ζωής και θανάτου για τους κτηνοτρόφους η διανομή των βοσκοτόπων η οποία απαιτούσε νόηση (δίκαιη διανομή) από μέρους όλων των εμπλεκομένων και κυρίως των αρχόντων ή της γερουσίας (βλ. Νέμεσις, νωμάω, νέμω, νομίζω). Προς γενίκευση δε απεβλήθη το μ]- ο νους ως αντιλαμβανόμενος και κρίνων, αντίληψη, προσοχή, κρίση, ο νους ως αποφασίζων και σχεδιάζων, σκέψη, διανόημα, η δύναμη της αντίληψης και της διανόησης. νως (οο,ου>ω), νώμα, νώσις, νωσάμενος, νοέω, νοότης, νόαρ, νοαρέως, νοατός, νοητός, νοϊκός, νοερός, νόημα, νόημι, νοήμων, νοήρης, νόησις, νοητικός, νοούμενον, νουθετώ (τίθημι), νουθέτησις, νουθεσία, νουνεχής (έχω), άνοος, άνους, άνοια, ανοίη, ανοητία, ανοησία, ανοηταίνω, ανόητος, εννοώ, έννοια, νοιάζομαι, έγνοια, γνοιάζομαι. νυ, νω (το γράμμα). Από το νο-ός, ο>υ>ω, διότι δηλώνει παρουσία νοός (ναίω, νέω, νέμω, νεύω, νόμος, νοέω). Μεταβολές, ν>μ, προ των π, β, φ, ψ, ν>γ προ των κ, γ, χ, δ>ν, ν>λ, λ>ν, νσ>ις, νμ>μμ, νλ>λλ, νρ>ρρ, νβ>μβ, νπ>μπ, νφ>μφ, νθ>θθ, λθ>νθ, λτ>ντ. Παρεμβάλλεται, πληρόω πληρώνω. Απεβλήθη, τονς > τος (ταγόνς ταγός), εκτός μπροστά από τα κ, τ, π, διπλών και φωνηέντων. γιγνώσκω [νόησις > νοήσκω > νώσκω (οη>ω) > γνώσκω (ν>γν) > γιγνώσκω (αναδιπλασιασμός)]- αρχίζω να εννοώ, διακρίνω, καταλαβαίνω, σημειώνω, μαθαίνω, παρατηρώ, γνωρίζω σαρκικώς, κάνω γνωστό, εξυμνώ. γνώμα, γνωμάτωμα, γνωμάτευσις, γνωμικό, γνωματεύω, γνώμη, νώμη, γνώμων, γνωρίζω, γνώριμος, γνωμικός, γνωριμότης, γνωριμία, γνώρισμα, γνωρισμός, γνώσις, γνωστήρ, γνωστός, γνωτός, γνωμηδόν, γνωμοσύνη, άγνωστος, νιώθω (γ-νώθι, προστ., του γιγνώσκω), νιώνω, νιώσμα, ξεχνώ (ξε + έγνων, αόρ. β του γιγνώσκω, γ>χ), ξεχνάω, ξεχάνω, ξεχασιά, ξέχασμα, ξεχασιάρης. όνομα [ο, ευφων. + νομός, νόμος, νέμω. Μέχρι και τώρα τα βοσκοτόπια φέρουν ονομασίες. Επίσης το όνομα ως νόμος κατοχυρώσεως ιδιοκτησίας]- λέξη με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα, δόξα, φήμη, πρόφαση, φράση, έκφραση. όνυμα (ο>υ), ούνομα (ο>ου), ονομαίνω, ονομάζω, ονοματίζω, ονομαστί, ονομακλήδην (καλέω), ονομασία, ονομασμός, ονομαστής, ονομαστικός, ονομαστός, ανώνυμος (αν + όνυμα, ο>ω), νώνυμος (νη + όνημα, ηο>ω), νώνυμνος, φερώνυμο (φέρω). Ερινύς [ερι- + νούς (γεν. Ερινύος, ο>υ). Η έχουσα κατά νουν συνεχώς (ερι-) τις κακές πράξεις των ανθρώπων και τον τρόπο τιμωρίας τους, διότι νοέω σημαίνει και σκέπτομαι να πράξω κάτι]- θεότητα τιμωρός κακών πράξεων, η προσωποποίηση της συνείδησης του ανθρώπου. ερινύω, Ερινώδης. όναρ [βλ. νόαρ (νοός) = φάντασμα, δημιούργημα του νου, με μετάθεση]- όνειρο. όνειρον, όνειαρ, όνειρος, Όνειρος, ονειράζομαι, ονειρατεύομαι, ονειρώσσω, ονειρεύομαι, ονηρήεις, ονείρειος, ονειρωγμός (άγω), ονείρωξις, ονείρωμα, ονειρεμένος, ονειροπόλος (πολέω). όνησις [νόησις, με μετάθεση (βλ. όναρ), για τον λόγο αυτόν όνειαρ σημαίνει όνειρο αλλά και όφελος, κέρδος]- ωφέλεια, κέρδος, χρησιμότητα, απόλαυση, ευτυχία. ονίνησις, όνειαρ, όνειος, ονέω, ονώ, ονητικός, ονήσιμος, ονητός, ονήτωρ, ονίσκω, όνωρ, ονίνημι, Ονήσανδρος (ανήρ), Ονησίκρητος (κρατώ), Ονίσημος, ωνέομαι (ωνήμην, αόρ. β του ονίνημι, η>ε), ώναιος, ωνή, ώνημα, ώνησις, ωνήτωρ, ωνητής, ωνητός, ώνιος, ώνια, ώνος, ενωνή (εν), εριούνιος (ερι-, ω>ου), εριούνης. όνος [ονέω = ωφελώ, χρησιμεύω]- γάιδαρος, είδος ιχθύος, σκουλήκι ξύλου, η επάνω πέτρα του μύλου, άτρακτος μηχανής προς έλξη βαρέων σωμάτων. οναγός (άγω), ονηγός (α>η), ονηλάτης (ελαύνω), όναγρος (άγριος), ονάς, ονεία, ονείον, ονικός, όνειος, ονίς, ονιαία, ονίσκος, ονοβατέω, ονοειδής, ονοθήλεια. όνομαι [όνος]- ψέγω, μέμφομαι, χλευάζω. όνοσις, ονοτός, ονοστός, ονοτάζω, όνειδος, ονειδείη, ονείδειος, ονειδείζω, ονειδίζω, ονείδησις, ονειδισμός, ονείδισμα, νείδι. ανά [αν-, προ των οδοντόφωνων, αγ-, προ των ουρανισκόφωνων, αμ-, προ των χειλόφωνων. Από το α, επιτατ. + την ρίζα να-, η οποία σημαίνει τα προς τα άνω ευρισκόμενα ή εγειρόμενα, όπως τα νά-γμα, να-ός, να-ίω, νή-σις, νά-ω, αλλά και επί της διανοίας, νό-μος, νο-έω, γιγ-νώ-σκω (άνω)]- επί, επάνω, κίνηση προς τα άνω (ναίω), επί χρόνου, δηλώνει έκταση ή διάρκεια χρονική (ανά νύκτα = όλη την νύκτα), μαζί με αριθμητικά σημαίνει διανομή ή μερισμό (νό-μος), σε σύνθεση, όπως τα ολοκλήρως, παντελώς. άνω (α>ω), αμόω (ν>μ)- κρεμώ, Ησύχ., ανεκάς (κατάληξη κας), ανέκαθεν. άγαν [Οι ετυμολόγοι διχάστηκαν μεταξύ των άγω και άγαμαι. Η γνώμη μας είναι ότι προέρχεται από τα α, επιτατ. + ανά, δηλαδή άανα > άαν > άγαν με παρεμβολή του γ προς άρση της χασμωδίας]- πάρα πολύ, λίαν. νώτον [ά-νω]- η ράχη των ζώων, του ανθρώπου, η ράχη του όρους, το άνω μέρος, η ράχη ή η πλάτη. νωτοκοπέω (κόπτω), νωταγωγέω (άγω), νωταγωγός, νωτηγός, νωταίος, νωτιαίος, νωτάκμων (ακμή), νωτάρης (αίρω), νώτειος, νώτιος, νωτίζω, νώτισμα, νωτοβατέω, νωτόπληξ (πλήττω), νωτοφορέω (φέρω), νωτοφορία, νωτοφόρος, νωτέυς, νωτοφυλακέω. ύνις [άνω (α>υ), φέρει τα κάτω επάνω. Κατά Πλούταρχο από το υς (= χοίρος)]- το σίδηρο στο άκρο του αρότρου, το τέμνων την γη. υνίον, υνί, υννίμαχος, ύννης.

12 12 άνω (ρήμα) [Κάθε κτίσμα τελειώνει όταν κατασκευαστεί το ανώτερο μέρος του. Αλλά και επί πορείας, η δυσκολότερη τυγχάνει όταν ο προορισμός βρίσκεται ψηλά]- τελειώνω, διανύω, φθάνω στο τέρμα. άνη, ανύω, ανύτω, εξανύω (εξ), ευήνυτος (ευ), ανυσιεργός (έργο), ανυσίεργος, ανύσιμος, ανυστικός, ανυτικός, ανυστός, άνυσις, άνυσμα, διάνυσμα, διανύω, διάνυσις, διανύτω, ανήνυστος (αν, αρνητ., α>η), ανήνυτος, ήνις (ήνον, παρατ. του άνω)- ενός έτους ηλικίας, ήνυστρον, αίνυμαι (α>αι)- λαμβάνω, απολαμβάνω, απαίνυμαι (από), αποαίνυμαι. πρηνής [προ + άνω = τελειώνω, α>η]- μπρούμητα. πρηνεύω, πρηνηδόν, πρηνίζω, πρηνισμός, πρανής, πρανίζω, πρανές, πάρνοψ [πρανής (ρα>αρ) + οψ]- είδος ακρίδας, Παρνόπιος, Πορνοπίων (α>ο), κόρνοψ (π>κ), Κορνοπίων. νωλεμές [νη + άνω = τελειώνω, άνη = τέλος, δηλαδή νηανημος > νωνεμές (ηα>ω, η>ε) > νωλεμές (ν>λ)]- χωρίς διακοπή, ακατάπαυστα. ανήρ [ανά, ο έχων την τάση, ροπή να ανέρχεται, προοδεύει, δυναμώνει, ο αρχηγός, γεν. ανέρος (α,η>ε) και ανδρός το δ παρεμβάλλεται μεταξύ των ν και ρ, όπως το β μεταξύ μ και ρ (μεσημερία μεσημβρία). Στα σύνθετα τρέπεται σε -ηνωρ (αγήνωρ)]- άνδρας, άνθρωπος, γενναίος, παλληκάρι, σύζυγος. ανήρης, αγήνωρ (άγαν), ανδρίζω, άνδρας, ανδραγαθία, ανδρακάς, ανδραποδίζω (ποδίζω), ανδράποδον, ανδραποδωνία (ωνέομαι), ανδρεία, ανδρείος, ανδρείκελον (είκω), ανδρών, ανδρώος, ανδρύνομαι, ανδροσάθων (σάθη), Ανδρομέδα (μέδω), ανδροκτόνος (κτείνω), ανδροκτασία, ανδρο-, ανδρ-, ανορέα (ανέρος, ε>ο), ανόρεος, ηνορέη (α>η), ανδριάς, ανδριάντας, ανδρηλάτης (ελαύνω), ανδρηλατέω, Ανδρέας, Ανδρίτσαινα, Ανδρομάχη, Άνδρος, Ανδριώτης, Ανδροκλής (κλέος), Ανδρόνικος, άντρας (δ>τ), αντράκι, άντρακλας, αντρούκλα, Αντρέας, αντρεία, Αντριώτης, άντανδρος (αντί), αύτανδρος (αυτός), αυτανδρί, ύπανδρος (υπό), υπανδρεύομαι, υπανδρία, παντρειά, παντρεύω, παντρολογώ, παντρολογήματα, ευανορία (ευ), ευηνορία, ευήνωρ, ευάνωρ. άνθρωπος [ανήρ (γεν. ανδρ-ός) + ωψ (γεν. ωπός) με δ>θ, όπως τα ψεύδος - ψύθος, βάδος- βάθρον], Ανθρωπιανοί, ανθρωπίζω, ανθρωπο-, ανθρωπορραίστης (ραίω), ανθρωπότητα, ανθρωπότης, ανθρωπ-, ανθρωπάριον, ανθρωπέη, ανθρώπειος, ανθρωπήϊος, ανθρωπιάω, εξανθρωπίζω, ανθρώπινος, ανθρωπισμός. αντί [ανά (αν-, προ οδοντοφώνων) + τί-ω = τιμώ, εκτιμώ. Η ανά σε σύνθεση δηλώνει και αύξηση, ενίσχυση. Αρχικώς σήμαινε ισοτιμία (αντίθεος =ισόθεος, αντιάνειραι Αμαζόνες = ίσες προς άνδρες). Κατά θέση οι ίσοι κάθονταν ενώπιος ενωπίω και το αντίος σημαίνει και φιλικός. Κατ επέκταση απέκτησε και την έννοια του εχθρικός, του απέναντι ευρισκομένου]- ισότιμο, αντάξιο, ενώπιον, απέναντι, κατέναντι, προς δήλωση ανταλλαγής ή ανταμοιβής, χάριν κάποιου, προς δήλωση συγκρίσεως. κατέναντι (κατά), άντα, ανταίος, αντάω, άντη, εισάντα (εις), εσάντα (ες), αντήδην, αντήεις, άντην, άνταξ, αντήρης, άντησις, αντηρίς, αντία, αντιάζω, άντομαι, αντέω, αντιάνειρα (ανήρ), αντιάς, αυτάντης (αυτός), αντιάω, Αντίγονος (γόνος), αντίον, εναντίον (εν), ενάντιος, εναντίος, άναντι (ε>α), εναντιόομαι, έναντα, εναντιότης, εναντίως, εναντίωμα, απέναντι (από), απάντησις, απαντί, απαντώ, συναπαντώ, ανθ- (αντί προ δασυνομένου), ευαντέω (ευ), ευάντης, ευάντητος, συναντάω, συναντή, συνάντομαι, συναντιάζω, συνάντησις, συναπάντημα. άντικρυς [αντί + προς, π>κ, ο>υ]- κατ ευθείαν εμπρός, απροκάλυπτα, φανερά, ευθύς, αμέσως, εναντίον. αντικρύ, αντικρίζω, αντικρινός, αντίκρισμα, αντικρισμένος, αντικριστά, αντικριστής, αντικριστός, αντίκρυ. αντίον όπως το άντην (βλ. αντί), ο υφαντικός ιστός, διότι είναι χωρισμένος σε δύο μέρη (αντίκρυ), τα οποία ανεβοκατεβαίνουν δια ποδοκίνητου μηχανισμού, καθόλου ο ιστός, ο αργαλειός. Ρίζα αχ άχος [σε καταστάσεις πόνου και θλίψης ανακλαστικά, επομένως φυσικώς, εκφέρεται το επιφώνημα ααχχ, το δε οοχχ, επί ελαφρότερων πιεστικών καταστάσεων]- πόνος, λύπη αθυμία. αχ, οχ, αχεύω, αχέω, άχνυμαι, αχνάσδημι, Αχαία, Αχαίη, αχηρής (αίρω), ακαχίζω (αναδιπλασιασμός του αχέω, χ>κ)- ενοχλώ, ακαδέω (άδω), αχήν, αχηνία, Αχέρων (αίρω), Αχερόντιος, Αχερόντειος, Αχερούσιος, Αχερουσιάς, αχερωίς (πιστέυονταν ότι μεταφέρθηκε από τον κάτω κόσμο) η λεύκη. Αχιλλεύς [αχέ-ω (ε>ι) + λαλέω, επειδή το άχος του ήρωα είναι η υπόθεση της Ιλιάδος], Αχιλεύς, Αχίλλειος, Αχιλλέϊος, Αχιλλήιος, Αχιλλείτης, Αχίλλειον. κακόν [α-καχ-ίζω, καχ- > κακ-, χ>κ]- οτιδήποτε κακό πάσχει ή προξενεί κάποιος, δυστυχία. κακύνω, κακίζω, κακιστεύω, κακισμός, κακός, κακώτερος, κακίων, κακιότερος, κάκιστος, κακώς, κακότης, κάκη, κακία, κάκυνσις, κάκωσις, κακωτής, κακοποιώ, κακοποίησις, κακοποιός, κακωτικός, κακώτρια, καύρος, κακιώνω, κάκιωμα, κακισμός, κακίστρα, κακεύω, κακήν, κάκητα, κάκια, καχελκής (έλκω), καχεξία (έξις), καχεκτέω, καχέκτημα, καχέκτης, καχεκτικός. άχθομαι [άχος + τίθημι (όπως φαίνεται από τους μέλλ. αχθέσ-ομαι και αχ-θεσ-θήσ- ομαι, διότι θέσ-ω και θήσ-ω είναι μέλλ. του τίθημι (θέσ-ις)]- βαρύνομαι με υλικό ή ψυχικό φορτίο, λυπούμαι, ανιώμαι. άχθος, αχθεινός, αχθέω, αχθηδόν, αχθήρης (αίρω), αχθηρός, αχθηφορέω (φέρω), αχθοφόρος, αχθοφορία, αχθίζω, οχθίζω (α>ο), οχθέω, όχθησις, οχθάομαι, επάχθεια (επί), επαχθέω, επαχθής, επαχθίζομαι, επάχθομαι. μόχθος [οχθέω, το μ προτίθεται-]- βαρύ έργο, κόπος, θλίψη. μοχθισμός, μοχθίζω, μοχθέω, μόχθημα, μοχθηρός, μόχθηρος, μοχθηρία, μοχθηρόομαι, μόγος (χ>γ, με αποβολή του θ), μογέω, μογερός, μόγημα, μόγις, μόλις (γ>λ) με κόπο και πόνο, μόλις, με δυσκολία), μογοστοκία (τόκος), μογοστόκος, σμογερόν, σμυγερός (ο>υ). μογγός [μόγ-ις + ήχος, χ>γ]- ο έχων φωνή βραχνή και ασθενή, κωφάλαλος, υπόκωφος (ήχος). μογγία, μουγγός (ο>ου), μουγγαίνω, μουγγαμάρα. μοχλός [μόγ-ος (γ>χ) + λάς = πέτρα]- ξύλο ή σίδερο μακρύ προς ανασήκωση ή μετακίνηση βαρέων σωμάτων. μόχλευσις, μοχλευτής, μοχλεύω, μοχλόω, μοχλίον, μοχλίσκος, οχλεύς, οχλέυω.

13 13 Ρίζα βα βαίνω [οι Ομηρικοί χρονικοί τύποι, βή-σεται, έ-βη-σαν, έ- βη-ν, βή-την, βή-η, βέ-βη-κα, βε-ίω, βε-ίομεν, βέ-ομαι κ.ά., δείχνουν ρίζες βη- και βε-. Βηβή γράφει το βέλασμα των προβά-των ο Αριστοφάνης. Αλλά, η = εε (φιλέετω φιλήτω, αιρέεσθαι αιρήσθαι). Φαίνεται ότι από το βη (βεέ, μπεέ) του βελάσματος των προβάτων και των αιγών προέκυψε το βαίνω, διότι αυτά συνεχώς βαδίζουν κατά την βοσκή και αναγκαστικώς μαζί τους και οι ποιμένες. Οι έννοιες του βαίνω έχουν να κάνουν με την αγωγή κοπαδιού.]- βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, αναχωρώ, έρχομαι, ανεβαίνω, χωρώ, προχωρώ. βήτα (το γράμμα) [από το βαίνω (βλ. βέομαι, βίος), μέλλ. βήσ-ομαι (σ>τ)]. Μεταβολές, βμ>μμ, βτ>πτ, βσ>ψ, βθ>φθ, βν>μν, πτ>βδ. Αναπτύσσεται μεταξύ του μ και επομένου υγρού ή ένρινου (μελιτ- > μβλίττω βλίττω, μολείν > μβλώσκω > βλώσκω, γαμερός > γαμβρός, μεσημερία > μεσημβρία, χαμηλός > χαμβηλός > χαμπηλός, β>π). Εναλλάσσεται, φ>β, γ>β, δ>β, μ>β. βάω [έ-βα-ν, αόρ. του βαίνω]- βαίνω. βήμα (έ-βη-ν), βηματίζω, βηματισμός, βατός (βήσ-ομαι, μέλλ. του βαίνω, σ>τ), βηταρμός, βητάρμων, βάδην (τ>δ), βάδος, βάδησις, βάδισμα, βαβύκα (βέβακα, πρκμ. του βαίνω, ε>α, α>υ), βαβυκάς, Άβυδος (α = ευ + βάδος, α>υ, το στενώτερο του Ελλησπόντου), άβα (α, επιτατ.) ο τροχός, βαπόρι (πορεύω), παπόρι, καταβάς (κατά), καββάς (τβ>ββ), καββασία, επιβάτης, επιβατός, επιβήτωρ, διαβάτης, διαβατήριον, διαβήτης, διαβητικός, έμβασις (εν), εμβαδόν, εμβατήριον, έμπαση (β>π), μπαίνω, μπάσιμο, έμπα, μπατίκι. -δε [βαίνω, βα- > βε- > -δε, β>δ]- δηλώνει κίνηση στον τόπο εκείνο, ενίοτε σημαίνει μόνο σκοπό. σδε, -ζε (σδ>ζ), δεύρο (όρ-νυμι, ο>υ, ορ-ούω = προτρέπω) εδώ, προς τα εδώ, εμπρός, επί χρόνου, μέχρι τούδε, δεύρε, δευρί, δεύτε. βάσις [βλ. βατός]- βήμα, βάδησις, πόδι, βάθρο, θέση σταθερότητα. βάσιμος, βάσισμα, βασιμότης, βασίζω, βασικός, βασικότης, βασιλεύς (λεύς = λεώς = λαός, εκτός και αν από το ιρεύς = ιερεύς, ρ>λ), βασίλεια, βασίλισσα, βασιλεία, βασιλεύω, βασιλίνδα, βασιλικός, βασιλίς, βασίλευμα, βασίλεμα, βασιλεμός, Βασιλείδης, βασιλέας, Βασιλειάδα, Βασίλειος, Βασίλης, Βασιλιανά, βασιλιάς, βασιλές, Βασιλικά, Βασιλική, Βασιλικό, βασιλο-. βιβάω [βεβαώς, μετοχή πρκμ. του βαίνω, ε>ι]- βαίνω. βιβάσθω, βίβημι, βίβασις, βιβαστής, βιβάζω (βάδ-ος, βιβάδιω > βιβάζω, δι>ζ), επιβιβασμός, προβιβασμός, καταβιβασμός, εκβιβασμός. βάζω [βάσ-ις, σ>ζ]- θέτω, τοποθετώ, καταθέτω. βύζω (α>υ), βύω, βυνέω, βύσμα, βύστρα, βύσον, βύσσωμα, βύζην, βάνω (βυνέω), εμβάζω (εν), έμβασμα, μπάζω, μπάση, μπασιά, μπασμός. πώμα [βύω > βύμα > βώμα (υ>ω) > πώμα (β>π)]- κάλυμμα, σκέπασμα, ό,τι φράζει. πωμάζω, πωμαστέον, πωμαστήριον, πωματίας, πωματίζω, πωμάτιον, πύματος (πώμα, ω>υ, τίθεται στο τέλος) έσχατος εξώτερος, πύματον, πύματα, πυματηγόρος (αγορεύω). ίβδης [β-ιβάζω > β-ιβαδ-ιω, με αποβολή του β]- πώμα οπής στον πυθμένα πλοίου. ιβανάω (νάω), ιβάνη, ιβαντρίς. βήλος [βαίνω, αι>η, ν>λ]- το κατώφλι. βέβηλος, βεβηλόω, βεβηλώνω, βεβήλωσις. βαλός, βηλά, βέβαιος [βεβάασι, πρκμ. του βαίνω]- στερεός, σταθερός, ασφαλής. βεβαιόω, βεβαίωσις, βεβαιότητα, βεβαίωμα, βεβαιωτής, βεβαιωτικός, βεβαίως, βέβαια, βεβαιώνω. βατέω [βάτην, εβήτην, δυϊκός αορ. του βαίνω, προστατκτ. βάτε]- βατεύω, οχευώ, γαμάω, συνουσιάζομαι. βατεύω, βάτης, βάτταλος (τάλας), βάταλος, βαταλίζομαι, βατηρίς, βατήρ. βινέω [βαίνω, αι>ι)]- συνέρχομαι, συνουσιάζομαι παρανόμως. βινητιάω. βγαίνω [εκβαίνω > εγβαίνω (κ>γ) > εβγαίνω (γβ>βγ) > βγαίνω], βγάζω (εκβιβάζω > εκβάζω), βγάνω (εκ + βάνω), βγάλλω (εκβάλλω), βγάλσιμο, βγαλτικός, βγαλτό, βγαλτός, βγάλμα, βγαλμένος, βγαλσιά, βγάρμα (λ>ρ), βγαρσιά, βγάρσιμο, βγαρτός, άβγαλτος, ανέβγαλτος, αβγαλήθρα. αβγατένω [εκβαίνω = υπερβαίνω, έκβασις > έγβασις (κ>γ) > έβγασις (γβ>βγ) > άβγασις (ε>α) > αβγαταίνω (σ>τ)]- μεγαλώνω, αυξάνομαι. αβγάτισμα, αβγατίζω, αβγατώ, αβγάτα, αβγατιά, αβγατίδι, αβγατερός, αβγάτιση, αβγατιστός, αβγατιστής, αβγάτιστος. βάσκω [βαίνω, όπως χαίνω χάσκω]- σε χρήση μόνον κατά προστακτική, βάσκ ίθι = έλα πήγαινε, φύγε, αλλά βάσκε = έλα, προτροπή προς πορεία. βόσκω [βάσκω, α>ο], βοσκή βοσκός, βοσκάς, φασκάς (β>φ), βόσκησις, βοτήρ (σ>τ), βοτής, βώτωρ, βοτόν, βοτάμια, βωτιάνειρα (ανήρ), βοτάνη, βοτανία, βοτανη-, βοτανίζω, βότανον, βοτανισμός, ξεβοτανίζω (ξε-), ξεβοτάνισμα, βόσις, πανβώτωρ (πας), Παμβώτις (ν>μ). βότρυς [βοτ-όν + ρύ-σις, ρυ-άς, διότι δίνει χυμό, τον μούστο]- σταφυλή, βότρυς χαίτης. βοτρυόομαι, βοτρύϊος, βοτρυόεις, βοτρυοσταγής (στάζω), βοτρυδόν, βοτρυώδης, βοτρυοφόρος (φέρω), βότρυχος (βοτρυ-ικος, κ>χ), βόστρυχος (τ>στ), βοστρυχυδόν, βοστρυχίζω, βοστρυχόω, βοστρυχίς. βαστάζω [βάσ-ις + τάσσω (ρίζα ταγ-, σσ>ζ)]- φέρω, εγείρω, σηκώνω, υψώνω. βάσταγμα, βασταγή, βαστάκτης, βαστάζος, βαστώ, βαστάω, βασταίνω, βαίτη, βάστηγμα, βασταγάρα, βασταγάρι, βασταγαριά, βασταγαργιά, βασταγάρκα, βάσταγας, μπάστακας, μπαστούνι, βασταγερός, βαστάγι, βασταγιά, βαστακτικός, βαστέρνα. βουνός [βά-ω + άνω > βαανός > βουνός, αα>ου], βουνόν, βουνό, βουνίτης, βανούς, βωνίτης (ου>ω), βουναία, βουνίζω, βούνις, βουνώδης, βουνί, βουναλάκι, βουνίσιος, βουνόχαρος (χαίρω), βουνοσειρά, βουνοκορφή, βουνοκόρφι, βου- (προς έκφραση πολύ μεγάλου, βούπαις). βώλος [βά-ω + αρό-ω (ρ>λ) > βαάλος > βώλος (αα>ω)]- όγκος γης σχηματιζόμενος κατά το όργωμα, όγκος παντός πράγματος. βωλάζω, βώλαξ, βώλορ, σβώλος, σβόλος. αμφισβατέω [αμφίς + βατός]- διαφωνώ, ερίζω, διαφέρομαι. αμφισβητώ, αμφισβήτησις, αμφισβήτημα, αμφισβασίη, αμφισβησίη, αμφίσβαινα.

14 14 απήνη [α, στερ. + βαίνω (β>π) > βήμα > βήνη (μ>ν), δηλαδή βαίνει άνευ βηματισμού]- τετράτροχος άμαξα, επί παντός μέσου μεταφοράς. καπάνη (πρόταξη του κ), καπάναξ. ένεκα (δασ.) [έ-βην (αόρ. του βαίνω) > βην > βεν (η>ε) > εν (β σε δασεία) + εκών]- εξ αιτίας κάποιου, χάριν κάποιου, ως προς. ένεκεν, είνεκα, είνεκεν, ούνεκα (= ου + ένεκα). βουβών [βλ. βου- + βαίνω (υποτ. βω, μετοχή εκ-βών-τας). Ο Όμηρος εννοεί τα ισχία, μάλλον δε την βάση τους, στον κορμό του σώματος. Αργότερα περιορίσθηκε στον τόπο τον μεταξύ των μηρών και των αιδοίων. Ο μηρός κατά πολύ (βου-) ογκωδέστερος είναι στο άνω μέρος του, απ ότι στο γόνατο]- ο τόπος, ο μεταξύ των μηρών και των αιδοίων, πρήξιμο των βουβώνων. βουβωνιάω, βουβώνιον, βουβωνίσκος, βουβωνοφύλαξ, βουβωνοκύλη, βουβωνόομαι. βωμός [βουνός, ου>ω, ν>μ]- μέρος υψωμένο, υποστήριγμα, βάθρο, τύμβος, τάφος, θυσιαστήριο με βάση. βωμαίος, βώμιος, Βώμιος, βωμίς, βωμίσκος, βωμισκάριον, βωμίστρια, βωμόσπειρα, βωμολόχος (λοχάω), βωμολόχευμα, βωμολοχεύομαι, βωμολοχέω, βωμολοχία, βώμαξ, βωμονίκης. βαθμίς [βάσις, σ>θ]- κατώφλι, βάση, βάθρο, κοιλότητα οστού. βάθρα, βαθμός, βαθμο-, βαθμολογία, βαθμολογώ, βασμός, βαθμίδα, βάθρον, βαθρόω, βαθρεία, βασμίς, βαθρηδόν. βάτος [βάσ-ις, σ>τ, σταθερός επί χρόνια στο ίδιο μέρος], βατιά, βάτον, βατσινιά, βατομουριά, βατόμουρο. σεβάζω [σέ-ο, σε-ύ, γεν. της προσωπ. αντων. συ + βάσις (σι>ζ), βλ. σέ-βασις]- επί προσφορών σε θεούς ή βασιλείς προς εκδήλωση τιμής, σεβασμού, δήλωση υποταγής, φόβου και θαυμασμού, φοβούμαι κάτι, αιδούμαι, σέβομαι, ντρέπομαι να πράξω κάτι. σέβας, σέβασις, σέβασμα, σέβισμα, σεβασμιάζω, ευσεβέω, ευσεβής, ευσέβεια, σεβασμός, Σεβαστός, Σεβαστεία, Σεβάσμια, σεβασμοσύνη, σεβασμιότητα, σεβασμός, Σεβαστείον, σεβαστεύω, σεβαστικός, σεβαστοκράτωρ, σεβιστός, σεβαστός, σέβισις, σέβησις, σεβερός, σεβίζω, σέβομαι, σέβω, σεπτός (β>π), σεπτήριον, σεπτεύω, σεπτικός, σεπτάς. Σαβάζω [σεβάζω, ε>α]- εορτάζω την εορτή του Βάκχου. Σεβάζιος, σαβοί, σαβαί, σαβαρίχις, σαβαρίχη, σαμαρίχη (β>μ), σάραβος (αντιμετάθεση), Σαβασμός, Σάβος, Σαβάζιος, ζαβός (σ>ζ, σάβος = βακχεία), σάβυττα (ο>υ), σάβυττος, σαββάτωσις (βαίνω, βατός), σαββώ, Σάββατον. επτά (δασ.) [σεπτός, το σ σε δασεία, ιερός αριθμός (έβδομος, εβ- > σεβ- > σέβας)], επτάς, επταετής (έτος), επτέτης, επτάκιν, επτάκις, επτάϊ, Σεπτέμβριος, έβδομος (πτ>βδ), εβδομαίος, εβδομαδικός, εβδομάκις, εβδομάς, εβδομάδα, βδομάδα, εβδόματος, εβδομεύομαι, εβδομήκοντα, εβδομήντα. σεμνός [σέβω > σεβνός > σεμνός, β>μ]- σεβαστός, έντιμος, σεπτός, άγιος, ευγενής, μέγας, υπερήφανος,αλαζών. σεμνείον, σεμνόω, σεμνύω, σέμνωμα, σεμνο-, σεμνότης, σεμνοτυφία (τύφος). ασπάζομαι [α (ευφων., επιτατ.) + σεβάζομαι > ασεβάζομαι > ασβάζομαι > ασπάζομαι (β>π), βλ. σεπτός]- υποδέχομαι κάποιον φιλοφρόνως, χαιρετίζω, φιλώ, περιπτύσσομαι, θωπεύω, επιδιώκω, επιζητώ, παραδέχομαι. ασπάσιος, ασπαστύς, άσπασμα, ασπασμός, ασπαστικός, ασπαστίς, Ασπασία. πρέσβυς [προς + σέβας > προσεβας > πρεσεβας (ο>ε) > πρέσβας > πρέσβυς (α>υ)]- γέρων, σεβάσμιος, σεβαστός, απεσταλμένος. πρέσβα, πρεσβεία, πρεσβείον, πρεσβειόω, πρέσβειρα, πρέσβευμα, πρεσβεύς, πρέσβευσις, πρεσβευτής, πρεσβευτικός, πρεσβεύω, πρεσβήιος, πρεσβηίς, πρέσβις, πρέσβιστος, πρεσβίττα, πρέσβος, πρεσβύτερος, πρεσβύτατος, πρεσβυτερεύω, πρεσβυτερείον, πρεσβυτέριον, πρεσβυτής, πρεσβύτις, πρεσβυτοδόκος (δέχομαι), πρείγυς (β>γ, ε>ει, με αποβολή του σ), πρεγγευταί (σβ>σγ>γγ), πρειγεία, πρειγευσάντων. φέβομαι [βεβαώς, βεβώς, μετοχ. πρκμ. του βαίνω = απέρχομαι, φεύγω. Δηλαδή βεβώς > φεβώς (β>φ) > φέβομαι]- φεύγω από φόβο, τρέπομαι σε φυγή, φεύγω. φοβέω (ε>ο), φοβέομαι, φοβερίζω, φοβερός, φοβερόμματος (όμμα), φοβεροειδής, φοβερόστροφα, φοβερότης, φοβερωπός (ωψ), φοβεσιστράτη (στρατός), φοβέστρατος, φόβημα, φοβητέον, φοβητικός, φοβητός, φόβητρον, φοβήτωρ, φοβο-, φόβος, φοβάμαι, φοβούμαι, φοβέρα, φοβέρισμα, φοβερισμός, φοβητσιάρης, φοβητσιάρικος, φοβία, φοβίζω, φοβισμός. φαψ [γεν. φαβ-ός, από το φόβος, ο>α]- άγριο περιστέρι. φάβα [ = άγριο περιστέρι, μέγας φόβος, και το σύνηθες όσπριον (φαγ-είν, γ>β)], φαβοκτόνος (κτείνω), φαβότυπος (τύπτω), φάσσα (φάβ-σα, βσ>σσ), φάττα (σσ>ττ), φασσοφόνος, φάττιον. φεύγω [ αόρ. έ-φυγ-ον (φυγή, φυγείν). Από το φόβος > φύβος (ο>υ) > φύγ-ος (β>γ), φεύγω (υ>ευ)]- φεύγω διωκόμενος από φόβο, καταφεύγω, αποφεύγω ή διστάζω να πράξω κάτι, πηγαίνω σε εξορία, ζω σε εξορία, κατηγορούμαι, αποφεύγω, διαφεύγω, εκφεύγω. φύγαδε, φυγαδεία, φυγαδείον, φυγαδευτήριον, φυγαδευτικός, φυγαδεύω, φυγαδίας, φυγαδικός, φυγάδις, φυγαδοθήρας (θήρ), φυγ-, φυγάς, φυγγάνω, φύγδα, φυγή, φύγιμον, φυγο-, φύζα (γι>ζ), φυζακινός, φυζαλέος, φυζάνω, φυζηλός φύζηλος, άφυζα (α, αρνητ.), άφυκτος (γ>κ), φεύγυδρος (ύδωρ), φευκταίος, φευκτέον, φευκτιάω, φευκτικός, φευκτός, φευξείω, φεύξιμος, φεύξις, φευγάλα, φευγαλέος, φεύγας, φευγατίζω, φευγάτισμα, φευγάτος, φευγιό, φεύ, φεύζω, έκφυξις, έκφευξις, εκφεύξιμος, προσφύγιον, πρόσφυξ, προσφυγιά, προσφυγικός, προσφυγόπουλο, φύξις (φυγ-σις, γσ>ξ), φυξ, φυξάνωρ (ανήρ), φυξήλιος (ήλιος), φύξηλις (ελαύνω), φυξίμηλα (μήλον), φύξιμος, φυξίνος, φύξιον, φύξιος, φυξίπολις (πόλις). βόλομαι [βά-ω + λά-ω = επιθυμώ (α>ο)]- επιθυμώ, θέλω, εννοώ, προτιμώ. βούλομαι (ο>ου), βουλή, βόλλα (λν>λλ), βούλησις, βουλεύω, βουλευτής, βουλευτήριον, βουλείον, βούλημα, βούλευμα, βουλευτεία, βούλημα, βουλητός, βουλιέμαι, βουλιούμαι. βέλτερος [βόλομαι = προτιμώ, βέλτερος = προτιμότερος, καλλίτερος (βλ. βόλομαι, α,ο>ε)]- συγκρ. του αγαθός. βελτιόω, βέλτιον, βέλτιστος, βελτίων, βελτίωσις, βελτιωτής, βελτιωτικός, βελτιώνω, βελτιώσιμος. βάθος [βάδην, βάδος, βαδίζω (δ>θ)]- λέγεται και επί βάθους και επί ύψους, ανάλογα πώς το μετρά κανείς, προς τα πάνω ή προς τα κάτω ή προς ευθεία πορεία. Επί στρατιωτικής σημασίας, το βάθος γραμμής του στρατού, αντίθετο προς το μέτωπο. βένθος (όπως πάθος πένθος), βαθύς, βαθυ-, βαθύνω, βάσσα (θσ>σσ), βήσσα (α>η), βασσάρα, βασσαρίς,

15 15 βασσάριον, Βασσαρεύς, Βασσαρέω, Βάσσαρος, βασσαρικός, βυθός (α>υ), βυθάω, βυθίζω, βύθιος, βυθισμός, βόθρος (α,υ>ο), βόθυνος, βοθρεύω, άβυσσος (α, στερ.+ βυθός > βυθσός > βυσσός, θσ>σσ, δίχως βυθό, απύθμενος), αβυσσαλέος, βυσσοδομώ (δέμω) οικοδομώ σε βάθος, σκέπτομαι σε βάθος. πυθμήν [βυθός, β>π]- πάτος, θεμέλιο. πυθμενέω, πυθμενίζομαι, πυθμένιον, πυθμενόθεν, πυθμένας, πυθμενικός. βουτώ [βυθίζω, υ>ου, θ>τ], βουτάω, βούτα, βούτη, βουτακώ, βουτακίζω, βουτακιάζω, βουτάκιας, βούτας, βουτσί, βούτη, βουτίνα, μπουτίνα, βούτηγμα, βουτηγμένος, βουτημένος, βούτημα βούτημο, βουτηχτά, βουτηχτής, βουτηχτός, βουτιά, βουτήχτρα, βότσαλο (αλς, ου>ο), βουτσάς, βουτσάδικο, βουτσινάδικο, βουτσέλα, βουτσέλι, βουτσινάς, βυτίος (ου>ο), βυτιοφόρο (φέρω), βυτίνα, βυτιοποιός. πόντος [Ο Όμηρος εννοεί το βάθος της θαλάσσης ή την ίδια την θάλασσα. Δηλαδή βένθος > βόνθος (ε>ο) > πόνθος (β>π) > πόντος (θ>τ), βλ. πάτος = πυθμένας], ποντάρχης, ποντιάς, ποντίζω, Ποντικός, ποντικός («ποντικός μυς»), ποντίκι, ποντίκαρος, ποντικο-, ποντίλος (όπως ναυτίλος), πόντιος, πόντισμα, ποντο-, ποντόω, ποντοπόρος (πορεύω), Ποντισμένο. φθάνω [βαίνω, βά-ω + τανύω > βατανω > βτάνω > φτάνω (β>φ) > φθάνω (τ>θ), δηλαδή απλώνω, τανύω το βηματισμό μου, τρέχω], φθάσιμο, φτάνω, φτάσιμο, φτασμένος, φτουρώ (α>ου), φτουραίνω. εάω [ε, ευφων. + β-άω, έασον (έβασον, Λάκ.)]- αφήνω, επιτρέπω. εατέος, εισεάω (εις). άβα (δασ.) [βά-ω, βάβα (επί το πολύ), το πρώτο β σε δασεία] - ακμαία ηλικία, νεότητα. ήβα (α>η), ήβη, Ήβη, ηβαίος, ηβάσκω, ηβάω, ηβηδόν, ηβήτης, ηβητήρ, ηβητήριον, ηβητικός, ηβήτωρ, ηβυλλιάω (α>υ), βαιός. πάτος [βατός, βάδος, β>π]- πατημένος δρόμος, αφόδευμα, αποπάτημα. πατέω, πατάω, πατώ, περίπατος, περιπατώ, περιπατητικός, περπατώ, περπάτημα, περπατησιά, αποπατέω, αποπάτημα, αποπάτησις, απόπατος, πατάκι, πάτερο, πατερό, πάτημα, πατημασιά, πατησιά, πατητήρι, πατητής, πατητός, πατιά, πατήθρα, πατητή, πατικώνω, πατηκώνω, πατίκωμα, πατήκωμα, πατινάρω, πατίνι, πατούσα, πατούχας, πατουχιά, πάτωμα, πατώνω, πατωματάς, πατωσιά, πατάρι, πατόκορφα, πατόξυλο, πατόψαρο, πατο-. οπαδεύω [ο, αθροιστικό + πάτος (τ>δ)]- έπομαι, ακολουθώ, συνοδεύω. οπηδεύω (α>η), οπηδός, οπαδός, οπάδησις, οπήδησις, οπαδητήρ, οπάζω (δι>ζ). λαπάσσω [λα, επιτατ. + πατέω, βλ. αποπατέω]- κενώ, αδειάζω, επί διαρροίας. λάπαξις, λαπάρα, λαπαρός, λάπα, λαπαρότης, λαπακτικός, λάβα (π>β, ), λάπαθον (είδος κενωτικού λαχάνου), λάπατον,λαπάθη, λάπαθος, αλάπαθα, λάπη ( = φλέγμα, προς εξαγωγή), λάμπη, λέμφος (α>ε, π>φ), λεμφώδης, λεμφο-, λεμφα-, λέμφωσις, λέμφωμα, λύμφη (α>υ), λύμφωμα, αλαπάζω (α, επιτατ., σσ>ζ), αλαπαδνός (τ>δ), αλαπαδνοσύνη, αλόη (α>ο, με αποβολή του π)- φυτό καθαρτικό, αλοηδάριον, λάσπη (λάπη, το σ προστίθεται, ό,τι πρέπει να αποβληθεί, το κατακάθι του κρασιού), λασπώνω, λάσπωμα, λασπο-. πτέρνα [πατ-ώ (αποβολή του α) + άρος (α>ε)], πτέρνη, φτέρνα (π>φ), πτερνίζω, πτερνιστήρ, πτερνιστής, πτερνίστρια, πτερνοβατέω, πτερνοκοπέω (κόπτω), πτερνισμός. λακτίζω [λα, επιτατ. + πτερνίζω > πτίζω (π>κ)]- κτυπώ με την πτέρνα ή το πόδι, κλωτσώ, επί αποθνήσκοντος ανθρώπου, αγωνιώ. λάκτισμα, λάκτις, λακτικός, λακτισμός, λακτίσσω, λακτιστής, λάξ, λάγδην, λακπατέω, λακπάτητος, λάζω [λάκιω > λάγιω (κ>γ) > λάζω (γι>ζ)]. ίγδις [λάκτις = γουδοχέρι, λάγδην > άγδις (αποβολή του λ) > ίγδις (α>ι)]- γουδί, είδος χορού. ίγδισμα, γουδί, γουδοχέρι. πέδον [πάτος, βάδος (α>ε), δηλαδή πάνω στο οποίο μπορεί κανείς να περπατήσει (βαδίσει), πεδιάδα, επί-πεδο]- το έδαφος, η γη. πεδίον, πεδιάς, πεδιάδα, πεδανός, πεδάνεος, πεδινός, πεδεινός, πεδιακός, πεδιαίος, πεδιανόμος, πεδιάσιος, πεδιεινός, πεδιεύς, πεδιήρης (άρω), πεδιονόμος, πεδιούχος (έχω), πεδιοβάμων (βαίνω), πεδόθεν, πέδοι, πέδονθε, πεδόσε, πεδοσκαφής, πεδωρύχος (ορύσσω), πεδοκοίτης (κοίτη), πεδόεις, έμπεδος (εν), εμπέδως, έμπεδον, εμπεδόω, εμπεδής, εμπεδώς, εμπεδο-, εμπεδώνω, εμπέδωσις, έμπεδο, Εμπεδοκλής (κλέος), επίπεδος, επιπεδόω, επιπέδωσις, επίπεδον, δάπεδον (δα = γη), δάπης, δάπις, τάπης (δ>τ), τάπητας, ταπεινός, ταπεινότης, ταπεινόω, ταπεινώνω, ταπείνωσις, ταπεινοφροσύνη (φρονέω), ταπεινο-. πηδός [πεδό-εις, ε>η]- το πλατύ μέρος της κώπης, κώπη, κουπί. πηδά, πηδάλιον, πηδαλιούχος (έχω), πηδαλιουχέω, πηδαλιουχία, πήδινος, πηδάω (όπως το κουπί αναπηδά συνεχώς στο νερό), πηδώ, πήδησις, πήδημα, πηδηθμός, πηδητής. πεζός [πέδον, πεδιός (δι>ζ)]- δια ξηράς πορευόμενος, ο επί της ξηράς. πεζώς, πέζα, πεζοδρόμιον, πεζόβολον (βάλλω), πέζαρχος, πέζευσις, πεζεύω, πέζεμα, πεζή, πεζά, πεζικός, πεζικόν, πεζολόγος, πεζοπορία, πεζο-, πεζικάριος, πεζούλι, πεζούλα, πεζοναύτης, πεζότητα, πεζοτράγουδο. πους [γεν. ποδός, από το πατέω (α>ο, τ>δ), ή από το βάδην, βάδος (β>π, α>ο)]- το πόδι. πόδι, ποδάρι, ποδάγρα (άγρα), ποδαγρίζομαι, ποδαγράω, ποδαλγής (άλγος), ποδείον, ποδιά, πόδιο, υποπόδιον, ποδικός, πόδισμα, ποδισιά, ποδεών, ποδηγέω (άγω), ποδηγετώ (ηγέτης), ποδηνεκής (ήνεγκα, αόρ., του φέρω), ποδήρης, ποδιαίος, ποδίζω, ποδίς, ποδισμός, ποδίστρα, ποδιστήρ, ποδοκάνη (κανών = ράβδος κλουβιού), ποδοκοπέω (κόπτω), ποδώκυς (ωκύς), πόδωμα, ποδαρικό, ποδαρίλα, πόδας, ποδίσκος, ποδο-, ποδήλατο (ελαύνω), ποδοβολητό (βάλλω), ποδοβολώ, ποδοπατώ, σύμπους (συν), εμποδίζω (εν), εμποδισμός, εμποδιστής, εμπόδιον, εμπόδιος, εμποδών, εμποδοστατέω (ίστημι). πέδη [πέζα (= πέδια), ποδίζω]- δεσμά, ποδόδεσμα, περισφύριο κόσμημα. πεδάω, πέδησις, πεδητής, πεδήτης, πεδόομαι, πέδων, πεδίζω, πέδιλον, πέδειλον, σπεδίζω, πεδικλόω (κλείω), πέδικλον, πεδικλώνω, πεδουκλώνω, πεδίκλωμα, περδικλώνω, περδίκλωμα, περδικλωμός, πραπίδες (παρά, ε>ι). φείδομαι [πεδόομαι (π>φ, ε>ει), δηλαδή θέτω πέδη]- οικονομώ, λυπούμαι, κάνω μέτρια χρήση. φειδώ, φειδωλή, φειδωλία, φειδωλός, φείδων, φεισμονή (δ>σ), φειδός, φειδαλφιτέω (άλφιτον), φειδάλφιτος, Φειδιππίδης (ίππος), Φειδίας.

16 16 οδός (δασ.) [βάδος > αδός (το β σε δασεία) > οδός (α>ο)]- ο δρόμος. οδηγός (άγω), οδηγητήρ, οδαγός, οδηγέτης, οδηγέω, οδήγησις, οδηγία, οδηγησία, οδαίος, οδάω, όδευμα, οδεύσιμος, οδευτής, οδεύω, όδιος, όδισμα, οδίτης, οδόω, οδοιδοκέω, οδοιδόκος, οδοιπόρος, οδοστατέω (ίστημι), οδοστάτης, οδουρέω (ούρος), άνοδος (ανά), έφοδος (επί), εφόδιος, εφοδεία, εφοδιάζω, εφόδιον, κάθοδος (κατά), καθοδηγέω, μέθοδος (μετά), μεθοδεία, μεθοδικός, εξοδάω (εκ), εξοδεύω, εξοδιάζω, έξοδος, εξόδιος, εξοδεία, εξοδία, ξοδιάζω, ξόδεμα, ξοδεμός, ξόδευση, ξοδεύω, ξόδι, ξόδιασμα, ξοδιαστής, είσοδος (εις), εισοδεύω, εισοδιάζω, εισόδιος, σοδειά, σοδεύω, σοδιάζω, σόδιασμα, σοδιάστρα, επεισόδιος (επί), επείσοδος, επεισόδιον, επεισοδιόω, επεισοδιάζω, επεισοδιακός, φρούδος (προ, π>φ)- ο προχωρήσας ώστε να μη φαίνεται πλέον, απελθών, φυγών, απειθών. Ρίζα βα- > βαλβάλλω [βαίνω, βάν-ω > βάλ-νω (ν>λ) > βάλλω (λν>λλ), μέλλ. βαλ-ώ, αόρ. έ-βαλ-ον]- εκτοξεύω, ρίπτω, πέφτω, ωθώ, τοποθετώ, βάζω. βαλλίζω- ρίχνω τα πόδια εδώ κι εκεί, βαλλισμός, μπάλλος (β>μπ), μπαλάντα, μπαλέτο, μπαλαρίνα, βαλλητύς, βαλλίστρα (ίστημι), βαλλιστρίδα, βαλλιστικός. βαλανεύω [βάλ-λω + νάω, ναύω (α>ε) = ρέω, στάζω, ποτίζομαι, νέω = κολυμπώ (μέλλ. νεύ-σομαι)]- καταβρέχω κάποιον όπως ο βαλανεύς, υπηρετώ κάποιον στο λουτρό. βαλανείον, βαλανεύς, βαλανευτής, βαλανευτικός, βαλανείτης, βαλανικός, βαλάνισα. βαλβίς [γεν. βαλ-βίδος, από τα βάλ-λω + βάδος (α>ι)]- το σχοινί το τεινόμενο στον αγώνα του δρόμου. βαλβιδώδης, βαλβίδα, βαλβιδικός. βαλλάντιον [βάλλω + εντός (ε>α)]- σακκίδιο, χρηματοφυλάκιο, πουγγί. βαλάντιον, βαλαντοτομέω, βαλαντιοτόμος, βαλαντιητόμος, βαλαντοειδής. βήλος [βάλ-λω, α>η]- καρφί. ήλος (το β σε δασεία), άλος (η>α), ηλοπαγής (πήγνυμι), ηλότυπος (τύπτω), ηλουργός (έργο), ηλοκόπος (κόβω), ηλόω, ήλωσις, ηλωτός, ηλίτης, ηλίσκος, καθήλωσις (κατά), αποκαθήλωσις (από), αποκαθηλώνω, εξηλώ (εκ), ξηλώνω, ξήλωμα. εμβάλλω [εν + βάλλω], έμβολος, έμβολον, εμβολάς, εμβολάδιον, εμβολεύς, εμβολή, εμβολιμαίος, εμβόλιμος, εμβόλιον, εμβόλισμα, εμβολιζω, σέμπαλα (εις + έμβαλα, β>π)- υποδήματα, Ησύχ., μπόλι, μπολιάζω, μπόλιασμα, αμπόλι, αμπολή, μπαλώνω, μπάλωμα, μπαλωματής, μπαλωματού. βέλος [βάλ-λω, α>ε]- ακόντιο, κεραυνός, βλήμα, βέλος. βέλεμνον, βελίτης, βελόνη, βελόνι, βελονίς, βελουλκός (έλκω), βελοφύλαξ, βελοφόρος (φέρω), βελικός, βελομαντία, βελοποιός, βελεηφόρος, βελεσσιχαρής, εμβέλεια (εν), επιζάφελος (επί + ζα, επιτατ. + βέλος, β>φ). βολή [βάλ-λω, α>ο, βέλ-ος, ε>ο]- το ρίξιμο ή το κτύπημα βλήματος πολεμικού. βόλος, βολίδα, βολίζω, σκοποβολή, ακροβολίζομαι, βολαίος, βολίς, βολοτυπής (τύπτω), βολεύς, βολεών, βολίτινος, βόλιτον, εκηβόλος (εκάς), βούλα (ο>ου), βουλώνω, βούλωμα, βουλωτήρι, βουλωτός, βουλωτής, βουλοκέρι, βουλιάζω, βούλιαγμα, βούληγμα, βούλιγμα, βούλισμα. βαράω [βάλ-λω, λ>ρ]- κτυπώ, δέρνω. βαρώ, βαρίζω, βαρεμένος, βάρεμα, βάρημα, βαρεματιά, βαρεμός, βαρεσιά. ευβολέω [ευ + βολή], εύβολος, αβολέω (α = ευ)- συναντώ, εντυγχάνω, αβολητύς, αβολήτωρ, βολεύω (αβολέω, με αποβολή του α), βολεμένος, επήβολος (επί + αβολέω, α>η), βολετός, βόλεμα, βολικός, βόλεψη (βόλευση, υσ>ψ). βλήμα [βέ-βλημ-μαι, πρκμ. του βάλλω]- το βαλλόμενο. βλητός, βλήτρον, βλήδην, βλής, αβλής, βληστρίζω, βληστρισμός, βλήτειρα, βλητέον, βλητικόν, βλάσφημος (φήμη), αμφίβληστρον, αμφιβληστροειδής, βλάπτω (άπτω), βλάβη (π>β), βλάβος, βλαβερός, επιβλαβής, βλαπτικός, βλάψις, βλάμμα (πμ>μμ), επιβλής, επιβλή, επιβλήδην, επιβλητικός, επίβλησις, επιβλήσκομαι, επιβλητέον, επίβλητος, έμβλημα (εν). βλαστός [βάλ-λω, βαλ > βλα- (αλ>λα) + ίστημι]- βλαστάρι. βλαστάριον, βλαστάρι, βλασταίνω, βλαστέω, βλαστάνω, βλάστη, βλάτταν (στ>ττ), βλαστόω, βλαστείον, βλάστημα, βλαστημός, βλάστησις, βλάσαμον και βάλσαμον, βαλσαμίνη, βάλσαμος, βαλσαμών, βαλσαμώνω, βαρσαμώνω (λ>ρ), βαλσάμι, βαλσαμόχορτο, βαλσαμόδενδρο, μπαλσαμώνω, μπαρσαμώνω. βολβός [βάλ-λω + γη, α>ο, γ>β]- είδος κρομμυοειδούς ρίζας. βορβός (λ>ρ), βρουβός, βολβάριον, βολβίον, βολβίνη, βολβώδης, βολβοειδής, βολβίδιον, βολβίτιον, βολίταινα, βολβοτίνη, βολβιτίς, γελγίς (βαλ-γίς > γελγίς, β>γ, α>ε), γελγιδόομαι, αγλίς (γελγίς > ελγίς > αλγίς > αγλίς, λγ>γλ), αγλίτια, αγλίδα, αγλίθιον, αγλιθάριον. οβελός [ο (εξ α επιτατ.) + βέλος]- σούβλα. οδελός (β>δ), οβελίζω, οβελίας, οβολίας, οβελίσκος, οβελίτης, οβελιστήριον (ίστημι), επωβελία (επί), οβολός (ε>ο, στους αρχαίους χρόνους ήσαν μακροί ήλοι), οβολιαίος, οβολιμαίος, οβολοστατέω (ίστημι), οβολοστάτης, πεμπώβολον (πέμπε = πέντε), σούβλα (συν), σουβλί, σουβλιά, σουβλάω, σουβλίζω, σουβλάκι, σούβλησμα, σουβλιστός, σουβλαμύτης, σουβλατζής, σούγλα (β>γ), σουγλί, σουγλιά, σουγλίζω, σουγιάς. μάνδαλος [βάλ-λω > βαλ- > μαν- (β>μ, λ>ν) + δαλός]- καρφί που ασφαλίζει τον ξύλινο μοχλό, ο οποίος τοποθετούνταν πίσω από την πόρτα. μάνταλο (δ>τ), μανταλάκι, μανταλώνω, μαντάλωμα, μάνδρα (λ>ρ), μανδρί, μαντρί, μανδρεύω, μάνδρευμα, μανδάκης, μανδραγόρας (αγορεύω, φυτό υπνωτικό), μανδραγορίτης (οίνος), αρχιμανδρίτης, αρχιμανδρείο. αμβλίσκω [αν, αρν. (ν>μ) + βλαστός]- προξενώ εξάμβλωση, αποβολή. άμβλωσις, εξάμβλωσις, αμβλώσκω, αμβλωσμός, άμβλωμα, εξάμβλωμα, αμβλωθρίδιον, αμβλισκάνω, αμβλόω, εξαμβλόω. καταβάλλω [κατά + βάλλω], καταβολή, προκαταβολή, καταβεβλημένος, κάββαλε (κατέβαλε > κάτβαλε, τβ>ββ), κάββλημα, καβάλλης (κα- = κατά, όπως καβαίνω = καταβαίνω, Δωρ.)- εργάτης και αχθοφόρος ίππος, καβαλλάριος, καβαλλαρικόν, καβαλλικεύω, καβαλλίνος, καβαλλίνα, καβαλίκεμα, καβαλικευτός, καβαλικεύω, καβαλώ, καβαλίνα, κάβαλο, ποντικοκάβανο (λ>ν), περιβάλλω, περιβάλλον, περιβαλλοντολογία, περιβολή, περιβόλι, υποβάλλω, υποβολή, υβδάλλω (υποβάλλω, π>β, β>δ), υββάλλω (βδ>ββ).

17 17 διαβάλλω [δια + βάλλω], διαβολή, διάβολος, διαβολάκι, διαβολιά, διαβολικός, διαβολο-, διάολος, διαολο-, διαβόλια, ζαβάλλειν (δι>ζ), ζαβολιάρης, ζαβολιά, ζαβολιάρικος, αδιάβλητος, συμβάλλω (συν), σύμβλημα, συμβλής, σύμβλησις, συμβλητικός, συμβλητός, συμβόλαιον, συμβολαιο-, συμβόλαιος, συμβολεύς, συμβολέω, συμβολή, συμβόλησις, συμβολικός, συμβολιμαίος, συμβολο-, σύμβολον, σύμβολος. Ρίζα βα- > βιβέομαι και βείομαι [μέλλοντες του βαίνω, δηλαδή θα πορευτώ, θα ζήσω]- θα ζήσω. βίος (ε,ει>ι)- κατάσταση ζωής, τρόπος ζωής, εισόδημα, κατοικία, περιουσία, βιός, βιόω, βίωσις, βιώσκομαι, βιώ, βιωτός, βιώσιμος, βιο-, βιώνω, βιοτεία, βιοτεύω, βιοτή, βιότης, βιοτικός, βίοτος, βιώνη (ωνέομαι), αβίωτος. βία [βίος, η διαβίωση απαιτούσε, το πάλαι ποτέ, δύναμη, ισχύ και ρώμη]- δύναμη ακμαία, ζωική, δύναμη σώματος, πράξη βίας. βίη, βιάζω, βιάω, βίαιος, βιαστός, βιαστής, βιατάς, βιασμός, βιαιότης, βιαρκής (αρκέω), βιομήχανος, βίσων, βίηφι (δοτ. του βίη). βίβλος [βί-η + βλαστός, ισχυρός φλοιός]- ο εσώτερος φλοιός του παπύρου. βιβλίον, βιβλάριον, βιβλιάριον, βιβλιακός, βιβλίς, βιβλίδιον, βίβλινος, βιβλιοφόρος, βιβλιοθήκη, βιβλιοθηκάριος, βιβλικός, βιβλιο-. έαρ [έφερε F (Fέαρ). Από τα βέ-ομαι + αίρω (ρίζα αρ-), το F από το β. Διότι εγείρεται η ζωή στην φύση κατά την άνοιξη]- η άνοιξη, χυλός, οπός (αρχίζουν να κυκλοφορούν εντός των δένδρων), μεταφ. το αίμα. εαρίζω, εαρινός, είαρ (ε>ει), ειαρινός, ηρινός (ε,ει>η), εαρίτης, εαρο-, εάρτερος, ήρ (εα>η), Ήριννα, Ήριλλος (νλ>λλ). πιάζω [βιάζω, β>π, α>ε]- καταπιέζω, βαρύνω, πλακώνω, στενοχωρώ, λαμβάνω, πιάνω. πιέζω (α>ε), πίεσις, πίασμα, πίεσμα, πιεστήρ, πιεστήριος, πιέσιμος, πιεστός, πιεστήριον, πιεστής, πίεστρον, πιάνω, πιάση, πιάσιμο, πιάσμα, πιάστρα, πιστράκι, φιμός (π>φ), φιμόω, φιμώδης, φίμωσις, φίμωτρο, φιμώνω, φίμωμα, φιμόληπτος (λαμβάνω). σφίγγω [το σ προτάσσεται + πι-έζω + άγχω, εγγύς > σπιάγχω > σφίγγω (π>φ, γχ>γγ)]- δένω σφιγκτά. σφιγγίον, σφιγγία, σφίγγα, σφιγκτήρ (χ>κ), σφίγκτης, σφιγκτός, σφίγξις, Σφίγξ, Φίξ, σφίξη, σφίξιμο, σφιχτά, σφιχτός. πνίγω [πι-έζω + νέκ-υς > πινέκω > πνέκω > πνίγω (ε>ι, κ>γ)]- στραγγαλίζω, αποπνίγω, βασανίζω, επί μεγάλης θερμότητας. πνιγαλίων, πνιγετός, πνιγεύς, πνιγηρός, πνιγίζω, πνιγίτις, πνίγμα, πνιγμός, πνιγμονή, πνιγόεις, πνίγος, πνιγώδης, πνικτήρ, πνικτικός, πνικτός, πνίξ, πνίξις, πνιγέας, πνίξιμο, πνίχτης, πνιχτός, σφήξ [γεν. σφηκός, από τα βί-η + ακίς, το σ προτάσσεται (βλ. σφίγγω), δηλαδή σβιαξ > σφήξ (β>φ, ια>η)]- η σφήκα. σφήκα, σφήγκα, Σφήκεια, σφηκείον, σφηκιά, σφηκίας, σφηκίον, σφηκίσκος, σφηκισμός, σφηκός, σφηκώδης, σφήκωμα, σφηκών, σφηκίδαι, σφηκοφωλιά, σφηκόω. ις [γεν. ιν-ός, από το βί-η (β-ίν-η) = δύναμη, με αποβολή του β και παρεμβολή του ν προς άρση της χασμωδίας. Συχνά στον Όμηρο το βία εννοείται όπως το ις (βίηφι, δοτική του βία, ίφι, δοτ. του ις). Εκτός και αν εκ του ιν = εν, εντός (του δέρματος, σώματος, ίνες = τα εντός των μυώνων μιτοειδή αγγεία)]- ισχύς, δύναμη, νεύμα, μυς, ίνα. ινίον, ιναία, ινόω, ινάσσω, ινοειδής, ινώδης, ίνη, ίνυξ, σνίχι (σ-ιν-ιχ, έχω)- ο σβέρκος, Ινδός (αναφέρονταν ιδίως στους οδηγούς ελεφάντων), Ινδολέτης (όλλυμι), ίφι (δοτ. του ις), Ιφιγένια (γένος), ιφιγένητος, Ιφιάνασσα (άνασσα), Ιφικράτης (κρατέω), λίνον (λα, επιτατ.)- κάθε πράγμα κατασκευασμένο από λινάρι (εκ των ινών του), σχοινί, ορμιά, κλωστή, λιναγρέτης (άγρα), λινάω, λίνειος, λίνεος, λινεύω, λινεύς, λινο-, λινάριον, λινάρι, λινούς, λινούχος (έχω), λινουλκός (έλκω), λινάτσα, λινέλαιον, λινός, λινόπτης (όψομαι), Λίνος (οι χορδές των εγχόρδων κατασκευάζονταν και από λινάρι)- μυθικός αειδός, αίλινος (αι), λινωδία (άδω). ωόν [αρχαίοι τύποι, ώεον, ώιον. Κατά τον Ησύχ. ώβεον και ωβεοκόπτης = ο συντρίβων ωά. Από το βέ-ομαι = μέλλω να ζήσω. Το ω από ο, ευφων. ήταν δηλαδή ώβεον > ώεον > ωόν]- αυγό, αβγό, επί φυτών, το σπέρμα, ο σπόρος. ώεον, ώιον (ε>ι), ώβεον, ωβεοκόπτης, ωώδης, ωάριον, ωίζω, επωάζω (επί), επώασις, ωαγωγός (άγω), όα, όον, αβγό (ώβεον, ω>α, με παρεμβολή του γ), αυγό (β>υ), οβάλ. Ρίζα δα- δάω [αόρ. παθ. ε-δά-ην (ωσάν από ενεστ. δά-ημι), υποτ. δαώ, απαρ. δα-ήναι, ώστε η ρίζα είναι δα-. Μια από τις πρώτες συλλαβές, που εκφέρουν τα νήπια, μετά τις μα και πα, είναι η ντα. Ντα-ντά λέμε, όταν ελαφρώς κτυπάμε στην παλάμη το νήπιο, σε περιπτώσεις που ατακτεί. «Τι σου έκανε η μαμά;», «νταντά» απαντά το παιδί. Με τον τρόπο αυτόν λαμβάνει τα πρώτα διδάγματα (νταντάγματα). Ίσως γι αυτόν τον λόγο υφίσταται αναδιπλασιασμό το δάω (διδάσκω) στον ενικό και πιθανώς αρχικά να προφέρονταν νταντάω. Φαίνεται δε ότι εκ του ήχου τατατα.., του τύπτειν προέρχεται το ντα (δα), ( βλ. ουτά-ω, τύ-πτω, α>υ)]- κάνω κάποιον να μάθει, πληροφορώ, ερμηνεύω. διδάσκω, διδάσκαλος, διδασκαλείον, διδασκαλία, δάσκαλος, διδασκάλισσα, δασκάλαινα, δασκαλίκι, δίδαγμα (άγω), δίδακτρα, δίδαξις, διδαχή, διδάχνω, διδαχτικός, διδάκτωρ, διδακτορία, διδακτορικός, Δάειρα (είρω), Δαίρα, δαητός, δαήμων, δάϊος, δαημοσύνη, δαΐφρων (φρην), δαήρ, νταής, αδαής, αδηνής, δήνος, δήω, δήνεα. δα [δά-ω]- αληθώς. δη (α>η), ζα (δ>ζ), δήθεν, δήθε, δε (α,η>ε)- προς εισαγωγή αποδείξεως, συνδετικό μόριο. δαίμων [δάω, α>αι]- έμπειρος, γνωρίζων, θεός, θεία δύναμη. δαιμόνιον, δαιμόνιος, δαιμονίζομαι, δαιμονιάω, δαιμονάω, δαιμονιάρχης, δαιμονικός, δαιμονιο-, δαιμονίως, δαιμονισμός, δαιμονίς, δαιμονιούχος (έχω), δαιμονιώδης, δαιμονο-, δαίμονας, δαιμονιάζομαι, Δαιμονία, δαιμονιακός, δαιμονισμένος, δαιμονικός, δαιμονιότητα, δαι και δη (αι>η)- προς έκφραση θαυμασμού ή περιέργειας. αίμων (δασ.) [δαίμων, το δ σε δασεία]- δαίμων, δαήμων, επιτήδειος, έμπειρος. αιμύλος (υλάω), αιμυλία, αιμύλιος, αιμυλο-. δαιδάλεος [δαί-μων + δήν-ος (= σχέδιο, τέχνη), η>α, ν>λ]- τεχνικώς δημιουργημένος, ευφυής, πεποικιλμένος. δαιδάλλω, δαιδαλόω, δαίδαλμα, δαίδαλος, δαιδάλεως, δαιδαλεύομαι, δαιδαλεύτρια, δαιδαλόεις, δαιδαλο-. δαμνάω [δά-ω + μι-μνά-ζειν, απαρ. του μίμνω (= επιμένω). Ο δαμασμός απαιτεί γνώση και επιμονή. Εκτός και αν πρόκειται περί δα επιτατ.]- υποτάσσω, καταβάλλω, κατανικώ, αποκτείνω. δάμνημι, Δαμαίος, δαμάω, δαμάλη,

18 18 δαμαλήβοτος (βόσκω), δαμάλης, δαμαληφάγος, δαμαλίζω, δάμαλις, δάμαλος, δαμαντήρ, δάμαρ, δαμασικόνδυλος, δαμασίμβροτος, δαμάσιππος, δάμασις, δαμασίφρων (φρην), δαμασίφως (φως= άνδρας), δαμασι-, δαμαστήρ, δαμαστήριον, δαμαστής, δαμασμός, δαμάτειρα, δαμείω, δαμνήτης, δάμνιππος, Δαμασία, δαμάλα, δαμάλι, δαμαλίδα, δαμαλίσκος, δαμαλίτιδα, δαμαλισμός, δαμαλιστής, δμωή, δμως, δμήσις, δμητήρ, δμητός, δμωιάς, δμώιος, δμωίς, αδάματος, αδάμαστος, άδμητος, αδαμαστί, αδαμάστωρ, άδαμος, αδαμνής, άδαμνος, αδμής, αδάμας (δύσκολος στην κατεργασία)- χάλυβας, διαμάντι, άκαμπτος, αδαμάντινος, αδαμάντιος, Αδαμάντιος, αδαμαντίς, αδαμαντο-, διαμάντι, διαμαντένιος, διαμαντικό, διαμαντο-. ατμήν [α, ευφων. + δμώς = δούλος, δ>τ]- δούλος, υπηρέτης. άτμενος, αδμενίς, ατμένιος, ατμεύω, ατμενία. δαίω [(Α) με τις έννοιες του διαιρώ, χωρίζω, τρώγω, ευοχούμαι με κάτι, από τα δαί-μων (= ο διαμοιράζων τις τύχες) και δα-ήμων (= έμπειρος, κατάλληλος για δίκαιη μοιρασιά). (Β) με τις έννοιες του ανάπτω, καίω, κάνω να καίει, παθ. φέγγω, λάμπω, από το δα-ήμων (= έμπειρος), διότι, κατά τους αρχαίους χρόνους, το άναμμα της φωτιάς ήταν τέχνη θαυμαστή (βλ. δαι, δη) και απαιτούσε μεγάλη εμπειρία. Επίσης δι-δά-σκω σημαίνει φανερώνω, όπως η φωτιά (δα-ΐς) φωτίζει και φανερώνει τα πράγματα] δαΐζω [δαίω (Α)]- κόβω στα δύο, διαχωρίζω, σφάζω, φονεύω, διχάζω. δαιθμός, δαϊκτήρ, δαϊκτής, δαΐκτωρ, δαϊκτάμενος, δαϊκτός, δηϊόω, δάϊος, δήϊος, δαίς (από το δαίω (Α) σημαίνει φαγητό, συμπόσιο, ευωχία. Από το δαίω (Β) σημαίνει πόλεμο, μάχη), δηώ (α>η), δηώνω, δήωσις, Δηιάνηρα (ανήρ), Δηιδάμεια (δήμος), Δηίφοβος, δηιάλωτος (αλωτός). δηλέομαι [δη-όω + αλίσκομαι (ι>ε)]- βλάπτω, φθείρω, καταστρέφω. δηλαίνω, δήλημα, δηλήμων, δήλησις, δηλητήρ, δηλητήριον, δηλητήριος, δηλητηριώδης, δηλητηριάζω, δηλητηρίασις, δηλητηριαστής. δαινύω [δαίω (Α)]- παρέχω γεύμα ή συμπόσιο, φιλεύω, εστιώ. δαίνυμι, δαίτη, δαιτρός, δαιτυμών, συνδαιτυμών, δαίτηθεν, δαιτρεία, δαιτρεύω, δαιτροσύνη, δαιτυμονεύω, δαιταλάομαι, δαιταλεύς, δαιταλουργία (έργο). δατέομαι [δαίω (Α), δαιτρός]- διανέμομαι μαζί με κάποιον, κόβω στα δύο, διαιρώ. δατήριος, δατητής, δασμός (τ>σ), δάσμα, δασμολογώ, αναδασμός. υδνέω [α, επιτατ., (α>υ) + δαίν-υμι (αποβολή του αι)]- τρέφω, αυξάνω. ύδνον, ύτανον (δ>τ), οίδνον (α>ο>οι). δαΐς [δαίω (Β)]- πυρσός, λαμπάδα, δαυλός. δάς (γεν. δαδός), δάδα, δαδίν, δαδίς, δαδί, δαυλός [δε-δαυ-μένος, μετοχ. του δαίω (Β)], δαδόομαι, δαδουχέω (έχω), δαδούχος, δάνος, δάδωσις, δάϊος, ενδαίω, ένδαις, δαλός, δαλερός. θύω [Ο Όμηρος το αναφέρει με τη σημασία του καίω ή του προσφέρω και ουδέποτε με την σημασία του σφάζω. Από το δαίω = καίω, δάος = πυρσός, δηλαδή δά-ος > δύω (α>υ) > θύω (δ>θ). Εκτός και αν από το δίδω (= προσφέρω), δι-δόω > δόω > δύω > θύω]- προσφέρω ως απαρχή μέρος, τροφής στους θεούς, θυσιάζω, σφάζω θύμα. θυσιάζω, θυσία, θυσείω, θύσθλα, θύα, θυία, θύϊνος, θυσίασμα, θυσιαστήριον, θυσιαστής, θύσις, θύσκη, θυήεις, θυάρπαξ, θυηκόος (κοέω), θυηκός, θυοσκόος, θυοσκέω, θυηλέομαι (λάω), θυλέομαι, θυηλή, θυήλημα, θύλημα, θύημα, θυηπολέω, θυηπόλος, θυηπόλιον, θυηπολία, θυήτης, θυητός, θυΐσκος, θυΐσκη, θύον, θυίον. θύμα [θύω]- το θυσιαζόμενο ή προσφερόμενο, προσφορά, σφάγιο, θυσία. θυμέλη, θυμελικός, θυμελικοί, θυμελικόν, θυμίημα, θυμίαμα, θυμίασις, αναθυμίασις, αναθυμιάω, θυμίασμα, θυμιτεύω, θυμιάω, θυμιατίζω, θυμιατήριον, θυμιατόν, θύμος, θύμον, θυμάρι, θύρσιον, θυμοξάλμη (θύμος + όξος + άλμη), θυμώδης, θυμίτης, θύος, θυοσκόπος, θυόω, θυοδόκος (δέχομαι), θυόεις, θυώεις, θύωμα, θυωρίς (ούρος), θυωρός, θυμάλωψ (αλίσκομαι), θυμαμοργός (μοργή), σύμα (θ>σ, Λακ.). σώμα [θύμα > σύμα (Λακ.) > σώμα (υ>ω). Ο Όμηρος το αναφέρει πάντοτε με την σημασία του νεκρού σώματος ή του πτώματος και επί των θυσιαζομένων ζώων]- πτώμα, το θυσιαζόμενο ζώο, μεταγ., το ζων σώμα, πράγμα, υλική ουσία, το όλον πράγματος, στερεό. σωματίζω, ενσωματώνω, ενσωμάτωσις, σωματικός, σωμάτιον, σωματίδιον, σωματείον, σωματόω, σωμάτειον, σωματοποίησις, σωμάτωσις, σωματώνω, σωματοφυλακή, σωματοφύλακας, άσωμος, ασώματος. τύφω [ε-τύθ-ην, αόρ. του θύω (θ>φ)]- εγείρω καπνό, καπνίζω, καίω με ήσυχη και καπνίζουσα φωτιά, καίω αργά κάτι. τύφος, τυφόω, τυφώδης, τυφομανία, τυφομανής, τυφοπλαστέω, τυφογέρων, τυφεδανός, τυφεδών, τύφη, τυφήρης (αραρίσκω), τυφικός, άτυφος, ατυφία, τυφαιμία (αίμα). τυφλός [τύφ-ω > τυφερός > τυφρός > τυφλός (ρ>λ)]- κυρίως ο σκοτεινός, αόρατος, ασαφής, άδηλος, άγνωστος, κεκλεισμένος, αόμματος. τυφλίνης, τυφλίνος, τυφλίτης, τύφλη, τυφλόω, τυφλώνω, τύφλωσις, τυφλότης, τυφλώττω, τυφλώψ (ωψ), τύφλωμα, τύφλα, τυφλάδα, τυφλαμάρα, Τυφωεύς- γίγαντας τον οποίο έθαψε ο Ζεύς στην Κιλικία, Τυφών, Τυφωνικός, Τυφώνιος, Τυφώς, τύφωσις τυφονοειδής, τύρφη (τυφερή > τυφρή > τύρφη, φρ>ρφ), τυρφώνας, τυρφώδης. δίδωμι [ο δι-δά-σκων δίδει γνώσεις, ο δαίμων δίδει τις τύχες, ο δα-ιτρός τροφή, δα-τέομαι = διανέμω, δα-σμός = διανομή, δά-νος, δα-νίζω. Φαίνεται ρίζα δα- > δο- > δω-, βλ. δα-ίω]- δωρίζομαι, χαρίζω, προσφέρω, επιτρέπω, αφιερώνομαι. δίδω, διδόω, δίνω, δάνος, δανίζω, δανείζω, δάνειο, δάνεισμα, δανεισμός, δανειστής, δωτίνη, δωτήρ, δώτις, δόσις, δώτωρ, δοτήρ, δότειρα, δοτός, δόμα, δωρέω, δωρεά, δωρεάν, δωρύττομαι, δωρέομαι, προδότης, προδοσία, δωσείω, δωσι-, δούναι, δοτική, δοτικός, δωσίδικος (δίκη). δόλος [δίδωμι, δάνος > δόλος (α>ο, ν>λ)]- δόλωμα προς αλιεία, δέλεαρ, απάτη, πανουργία. δολόεις, δόλιος, δολοφόνος, δολοφονία, δολόω, δολώνω, δόλωσις, δολίζω, μονοδόλι, δολιόω, δολιότης, δολερός, δολιεύομαι, δολίευσις, δόλωμα, δολερότητα, δέλεαρ (ο>ε), δελέαμα, δελέασμα, δέλετρον, δέλος, δείλαρ, δελεασμός, δελεαστικός. θωή [δί-δω-μι > δω-ή> θωή (δ>θ)]- ποινή, πρόστιμο (πρέπει να αποδοθεί). θωέω, θωάζω, αθώος (α, στερ.), αθώωσις, αθωότητα, αθωότης, αθώητος, αθωόω, αθωώνω. σέλας [όλες οι έννοιές του σχεδόν ταυτίζονται με αυτές του δαλός. Δηλαδή δαλός> σαλός (δ>σ, όπως οδμή- οσμή, ίδμενίσμεν, βάδος- βασμός, έδω- εσθίω) > σέλας (α>ε)]- λαμπρή φλόγα πυρός, επί πυρός χρησιμεύοντος προς διαβίβαση αγγελίας ή ως σημείο, πυρσός, λαμπάδα, αστραπή, φως, λαμπρότητα, λάμψη οργισμένων οφθαλμών. σελαγίζω, σελαγέω, σελάγισμα, σελαγισμός, σελαΐζω, σέλαινα,

19 19 σελάοντες, σελάσκω, σελασμός, σέλασμα, σελάσσομαι, σελάω. σελήνη [σέλας + άνω, α>η]- το φεγγάρι. σελάνα, σεληναίη, σελαναία, σεληναίος, σεληνήεις, σεληνιάω, σεληνιακός, σεληνιασμός, σεληνίζω, σεληνιάζω, σελήνιον, σεληνίς, σεληνο-, πανσέληνος (πας), σαλάβη [σέλας (ε>α) + βά-ω (α>η)]- φεγγίτης, οπή, καπνοδόχη ή θύρα, σαλάμβη (β>μβ). σιγαλόω [σελαγέω > σεγαλέω (αντιμετάθεση) > σιγαλόω (ε>ι, ε>ο)]- στιλβώνω, γυαλίζω, κάνω κάτι στιλπνό, επίπεδο. σιγάλωμα, σιγαλόεις, σιάλωμα (αποβολή του γ), σιαλόωστιλβώνω, αλείφω με λίπος, τρέφω, παχύνω, σίαλος, σιαλώδης. δηλόω [δαλός, α>η]- φανερώνω, δεικνύω, αποκαλύπτω, αποδεικνύω. δήλος, Δήλος, δηλαδή (δη), δήλωσις, δήλωμα, δηλατωρέω (θεωρέω > θωρέω > τωρέω, θ>τ), δηλώνω, Δήλια, δηλιακός, Δήλιον, δήλιος, Δήλιος, δηλοποίησις, δηλοποιώ, δηλώσιμος, δηλωτικός. κανδήλη [πας, παν (φέγγει προς πάσα κατεύθυνση) + δήλος (π>κ)]- λαμπάδα, κρεμαστός λαμπτήρας. κανδηλάπτης (άπτω), κανδηλανάπτης (ανάπτω), κανδήλαυρος (αύω). Δελφοί [δηλ-όω (η>ε) + φημί (φάς, μετοχή αορ., δηλαδή αποκάλυψη, φανέρωση δια λόγων)]- το περίφημο μαντείο του Απόλλωνος στη Φωκίδα. Δελφός, Δελφίς, Δελφικός. είδω [από τις σημασίες του, φαίνομαι, φέγγω, λάμπω (δαίω), γνωρίζω, μαθαίνω (δι-δά-σκω), είμαι έμπειρος, ει-δή-μων (δαήμων), είναι φανερό ότι η ρίζα είναι η δα-, βλ. δάω, (οί-δα, οίδας, ή-δη, ει-δή-σαι, ί-δε). Στον Όμηρο πάντοτε με δίγαμμα (Fείδω, Fειδόμενος). Το F μάλλον από το επεί > πει > Fει (βλ. πι-δέξιος, πί-βουλος, πιθυμάω, πετυχαίνω). Λατ. vi- deo (π>v), βλ. βίδεοι, βείδεοι (π>β)]- θεωρώ, διακρίνω, βλέπω, παρατηρώ, γνωρίζω, εξετάζω. είδον (αόρ. β του είδω), οίδα (πρκμ. του είδω, ε>ο)- γνωρίζω (έχω παρατηρήσει, έχω δει), με σημασία ενεστώτα, γνωρίζω πώς να πράξω, ιδείν (απαρ. του είδον), ύδνης (οι>υ)- έμπειρος, αυτός που γνωρίζει, ίδον (= είδον), ιδυίοι (ο>υ)- συνίστορες, μάρτυρες. ιδυία, ιδύλευμα, ειδώ (υποτακ. του οίδα), διώ, δω, ιδού (προστακ. του μέσ. αορ. ειδόμην του είδω, αλλά και ως επίρρ., ιδού= να), ίδε (προστακ. του είδον), ιδέ (επίρρ.), δες, διές, δε, καλειδοσκόπιον (καλός + είδω + σκοπέω), νηδύς (νη + ίδον, δηλαδή αυτός που δεν φαίνεται, βλ. νήις)- η κοιλιά, ο στόμαχος, η μήτρα, νηδυπόρος (πορέω), νήδυια, νήις (γεν. νήιδος, νη + ιδείν)- αδαής, άπειρος, μη γνωρίζων. βίδεοι [βλ. είδω]- επόπτες, άρχοντες, στην Σπάρτη οι επόπτες των νέων στα γυμνάσια. Βιδιαίοι, βίδυοι (α>υ), βείδεοι, βίδεος. είδος [είδω]- ό,τι φαίνεται, μορφή, σχήμα, κάλλος, τάξη, διαίρεση. ειδύλλιον (ο>υ), ειδαίνομαι, ειδάλιμος, ειδάλλομαι, ειδύλλομαι, ειδεχθής (έχθω), ειδέχθεια, είδημα, ίδημα, ειδήμων, ειδημόνως, ειδημονικώς, είδησις, ειδητικός, ειδοί, ειδομαλίδης (μήλον), ειδοποιέω, ειδοποιία, ειδοποιός, ειδοφορέω, ειδοφόρος, ειδυών, ειδυιών, ειδύλος, συνείδησις, συνειδητοποιώ, συνειδητός, ασυνείδητος, αειδία, αειδής, ανείδεος, ευειδής, ευειδές, ιδμοσύνη, ίδμων, ιδρεία (ρέω), ίδρις, αϊδρείη (α, στερητ.), άϊδρις, είδωλον [είδος + ορώ > ειδοορον > είδωλον (οο>ω, ρ>λ)]- ομοίωμα, εικόνα, φάντασμα, ιδέα, έννοια, άγαλμα. ειδωλείον, ειδωλικός, ειδωλόθυτον (θύω), ειδωλολαρεία, ειδωλολάτρης, ίνδαλμα (ει>ι, το ν παρεμβάλλεται), ινδάλλομαι, ινδαλματίζομαι, ινδαλματικός, ινδαλμός. ιδέα [ιδείν]- μορφή, το φαινόμενο, η όψη, είδος. ίδημα, ιδήρατος, ιδανός, ιδανικός, ιδανικώς, ιδανικεύω, ιδανισμός, ιδανίκευσις, εξιδανίκευσις, ιδέρως (έρως), ίδη, ίδα, Ίδη- όνομα υψηλών βουνών, φαίνονται από μακρυά, αλλά και από την κορυφή τους βλέπει κανείς πολύ μακρυά. Επίσης φέρουν υψηλά δένδρα και ίδη, ίδα = δένδρο προς ξυλεία. Ιδαίος, ιδεάζω, ιδεαλισμός, ιδεαλιστής, ιδεαλιστικός, ιδεατός, ιδεο-, ιδεώδης, ιδιώδες, ιδεολογία, ιδεολόγος, ιδεολογικός. αΐδηλος [α, στερ. + ιδείν]- ο καθιστών κάτι αόρατο, ο εξαφανίζων, καταστρέφων, αόρατος, άγνωστος, σκοτεινός, αμαυρός. αΐδαλος, αΐδης, Αΐδης, Αΐδας, Άιδης, άδης, Αϊδωνεύς, αΐζηλος (δ>ζ). ίδιος [ιδέα, ε-ίδος]- ιδιαίτερος, ιδιωτικός, χωριστός, παράδοξος, ασυνήθης. ιδίως, ιδιο-, ιδιότητα, ιδιότης, ιδιάζω, ιδιαζόντως, ιδίασις, ιδιασμός, ιδιαστικός, ιδιαίτερος, ιδιαιτέρως, ιδιοτροπία, ιδιότροπος, ιδικός, δικός, εδικός, ιδιόομαι, ιδίωμα, ιδιωματικός, ιδίωσις, ιδιωτεία, ιδιωτεύω, ιδιώτης, ιδιωτίζω, ιδιωτικός, ιδιώτις, ιδιωτισμός. είκω [είδος + ίκω > ειδικω > είκω, με αποβολή του δ, διότι τα ίκω, ικνέομαι σημαίνουν προσήκω και αρμόζω, όπως και το είκω. Δηλαδή επανέρχομαι στο είδος μου και καθίσταμαι όμοιος και πάλι]- ομοιάζω, προσήκει, πρέπει. εικότως, εικοτολογία, εικασμός, εικαστός, εικός, οικός (ε>ο), επέοικε (επί), εικαστός, είκελος, ίκελος (ει>ι), ικελόω, εικασία, εικάζω, εικάσδω, είκασμα, εικαστικός, εικών, εικόνα, εικονίζω, εικόνιον, εικόνισμα, εικονισμός, εικονοστάσιον (ίστημι), εικονοκλάστης (κλάω), επιεικής, επιείκεια, επιείκελος, επιεικεύομαι, έοικα (πρκμ. του είκω με σημασία ενεστ., ε>ο), εοικώς, εοικότως. αεικής [α, στερ. + είκω]- ανάρμοστος, υβριστικός, απρεπής, μικρός, ευτελής, ολίγος. αεικέλιος, αικέλιος, αεικώς, αεικές, αεικία, αεικίζω, αϊκής, αικής, αικία, αικίζω, αικισμός, αίκισμα, αικίσματα, αικίστρια, αικιστικός, αικχούντα, αιξωνεύομαι. ίσος [από τις σημασίες του, όμοιος, του αυτού γένους (είδους), έχων την ίδια μορφή, αλλά και ίσκω = εικάζω, νομίζω, εξομοιώνω (ισάζω), φαίνεται ρίζα από το είδω (δ>σ), διότι φέρει και δίγαμμα (Fίσος), όπως το είδω (Fείδω). Επίσης ε-ισ-άμην είναι αόρ. του είδω στον Όμηρο, όπως και ε-είσ-αο (βλ. έϊσος)]- ίσος κατά τον όγκο, μέγεθος, ισχύ, αριθμό, έχων την ίδια μορφή, όμοιος, ίσα μερισμένος, δίκαιος, απροσωπόληπτος, ομαλός, επίπεδος. έϊσος, ισάζω, ισαίομαι, ισάζομαι, ισαίος, ισαίτερος, ισαίτατος, ισάκις, ισαμέριος, ισημέριος, ισαστικός, ισαχώς, ισεννύω (ένος), ισηγορία (αγορεύω), ισήλιξ (ηλικία), ισημερία, ισήρης, ίσκω, εΐσκω, ισόω, ισάζω, ισά, σάσμα, ισιάζω, ισιώνω, ίσιος, ίσια, σιάζω, σιάξιμο, σιάχνω, άσιαχτος. αίσα [ίσος, έϊσος, ε>α]- το ίσο μέρος, μερίδιο που δίνεται σε κάποιον από κάτι, το πρέπον, το δίκαιο, η μοίρα, η τύχη, ο προορισμός. Αίσα- θεά της τύχης, η Μοίρα. αίσιος, καταίσιος, καταίσιμος, αισιμία, αίσιμος, αισιόομαι, αισιομήτης (μητιάω), αισιοποιώ, εναίσιμος, εναίσιος, αισυητήρ (α>υ), αίσυλος (αλ-ίσκομαι, α>υ)- απρεπής, κακός, ασεβής, αισυλοεργός, αισυμνήτης (μνάομαι), αισυμνητήρ, αισυμνήτις, αισυμνάω, αισυμνητεία, εξαίσιος (εκ)- ο εκτός του δικαίου και του πρέποντος, άδικος, παράνομος,

20 20 υπέρμετρος, μέγας, ισχυρός, αναισιμόω (ανά), αναισίμωμα, καταισιμόω. οιδάνω [οίδα, διότι το πρήξιμο φαίνεται λόγω του όγκου του]- φουσκώνω, εξογκώνω. οιδαίνω, οιδέω, οιδαλέος, οίδημα, οιδηματώδης, οίδησις, οίδημα, οίδος, οιδοποιέω, οιδματώδης, οιδίσκω, συνοιδάω, συνοίδησις, Οιδίπους (πους)- ο έχων πρησμένα πόδια, Οιδιπόδειος, οιδιποδισμός, ωδίς (ώδε-ον, παρατατ. του οιδέω, ε>ι)- πόνοι τοκετού, κοιλοπόνημα, τέκνο, γόνος, επίπονο έργο του πνεύματος, ωδίν, ωδίνημα, ωδινολύτης (λύω), ωδίνω. ίστωρ [ψιλούμενο και δασυνόμενο. Η δασεία από το F, βλ. είδω. Από το ίστω προστ. του οίδα]- σοφός, συνετός, έμπειρος, κριτής, γνωρίζων τους νόμους και το δίκαιο, ειδήμων. ιστορία, ιστορέω, εξιστορώ, εξιστόρησις, ιστόρημα, ιστορικός, ιστόριον, ιστοριώδης, ίσημι (αποβολή του τ), άϊστος (α, στερ.), άστος, αΐστωρ, αΐστωσις, αϊστωτήριος, αϊστοσύνη, αϊστόω. δείκνυμι [δε ( = προς εισαγωγή αποδείξεως) + είκω]- φανερώνω, εξηγούμαι, αποδεικνύω, καταγγέλλω, απεικονίζω (είκω), φωτίζω, φέρνω στο φως, μεσ., υποδέχομαι, ασπάζομαι, χαιρετίζω. δεικνύω, δεικανάω, δείκελον, δείκαλον, δείκτης, επιδεικνύς, επίδειξις, δεικτικός, δείξις, δείγμα, δειγματοληψία (λαμβάνω), δειγματολόγιον, απόδειξις, αποδεικτικός, δειγματίζω, δείχνω (δε-δειχ-α, πρκμ. του δεικνύω), δείχτω, ενδείκνυμι, ενδείκτης, ένδειξις, ίνδιξ (ε>ι, ει>ι)- πίνακας. δάκτλος [δείκτης (ει>α) + αίρω (μέλλ. αρ-ώ, α>υ, ρ>λ). Διότι εγείρεται για να δείξει. Από τον δείκτη ονομάστηκαν έτσι και τα υπόλοιπα], δακτυλίζω, δακτυλωτος, δακτυλιαίος, δακτυλήθρα, δακτύληθρον, δακτυλικός, δακτύλιος, δακτυλίδιον, δακτυλίδι, δαχτυλίδι, δάχτυλο, δακτυλο-, δακτυλιώτης. δέχομαι, δέκομαι [δεί-δεκ-το (κ>χ), παθ. πρκμ. του δείκνυμι]- αποδέχομαι, λαμβάνω, χαιρετίζω, περιμένω, κατέχω κάποιον, διαδέχομαι. δέκτωρ, δέκτης, δεκτήρ, δεκτικός, δεκάζω, δεδίσκομαι, δειδίσκομαι, δέξις, δεξίωμα, δεξίωσις, δεξιόομαι, δεξιούμαι, δεξαμενή δεξαμενόπλοιο, δεξίμι, δέξιμο, δεξιώνομαι, δεξιά (δέξις)- το δεξί χέρι ως σημείο βεβαιώσεως και αποδοχής, δεξιός, δεξιάδης, δεξύς, δεξός, δεξιός, δεξιοτέχνης, δεξιοτεχνία, δεξιοσύνη, δοχείον (ε>ο), δοχαίος, δοχή, δοχεύς, δοχός, δοχμή, δόχμη, δοκάνη, δόκανος, δοκός, δοκάρι, δοκόω, δόκωσις, δοκίδα, δόκανα, δοκάω, δοκεύω, ενδυκέως (ο>υ), ενδυκής, ενδύκιος, σενδούκη (σ + εν, ο>ου), σενδούκιον, σενδούκι, σεντούκι (δ>τ), σεντουκιά. δίκη, δικαία [δείκνυμι (ει>ι), δέκομαι (ε>ι)]- το ορθό, το δίκαιο, καλή συνήθεια, έξη, τάξη, αρμονία, νόμος, κρίση, γνώμη, απόφαση, ποινή, ικανοποίηση. δικαιοδοσία (δίδω), δικάζω, δίκαιος, δικαιόω, δικαιώνω, δικαιοσύνη, δικαίωσις, δικαίωμα, δικανικός, δικασπόλος (πολέω), δικαστής, δικαστήριον, δικαιόσυνος, δικαιωτήριον, δικαιωτής, δικογραφία, δικογραφικώς, δικίδιον, δίκησις, δικαιούμαι, δίκιο, δικηγορέω (αγορεύω), δικηγορία, δικηγόρος, δικηγορικώς, δικηγορώ, δικαιολογία, δικαιολογώ, δικαιοπραγώ (πράττω), δικαιοπραξία, δικαιοστάσιον (ίστημι), δικαιούχος (έχω), δικονομικός (νόμος), δικονομία, εκδίκησις, εκδικάζω, εκδικαστής, εκδίκημα, εκδικητής, εκδικητικός, εκδικία, έκδικος, ανάδικος, καταδικάζω, καταδίκη, κατάδικος. δέκα [δεί-δεκ-το, πρκμ. του δέχομαι. Απλώνω τα χέρια, τα δέκα δάκτυλα ταυτοχρόνως], δεκάτη, δέκατος, δεκατόω, δεκατέω, δεκάς, δεκάμνως (μνα), δεκαναΐα (ναύς), δεκάδα, δεκαρχία, δεκαδούχος (έχω), δεκαταίος, δεκάτευμα, δεκατευτής, δεκατηλόγος, δεκάπαλαι (πάλαι), δεκαγονία, δεκάκις, δεκανός, δεκανεύς, δεκανίκι, δεκατιστής. είκοσι [δέκα > δείκα (ε>ει) + δίς > δείκαδι (βείκατι, Λακ., δ>β) > είκασι (δ>σ), φίκατι σε επιγραφή) > είκοσι (α>ο)], εικόσορος (ερέσσω, ε>ο), εικοστός, εικάς, αμφικάς, εικοσάρι, εικοσάρικο, εικοσάδα, εικοσα-, εικοσάρα, εικοσαριά, βείκατι, φίκατι. δοκέω [δοκάω (α>ε), δοκεύω = επιτηρώ, παραφυλάω, δηλαδή νομίζω ότι βλέπω ή μου φαίνεται ότι είναι αυτό ή εκείνο το πράγμα ή το πρόσωπο]- σκέπτομαι, νομίζω, φαντάζομαι ότι. δοκώ, δόκησις, δοκή, δόκημι, καραδοκέω (κάρα), καραδοκώ, αδόκητος, προσδοκώ, προσδοκία, απροσδόκητος. δόξα [δόξω, μέλλ. του δοκέω]- γνώμη, προσδοκία, τιμή, υπόληψη, ιδέα. δοξάζω, δοξασία, δόξασμα, δοξαστής, δοξαστός, δοξασμένος, δοξόω, αδοξέω, δοξο-, δοξάριον, δοξαστικός, δόξις, δόγμα (κ>γ)- ό,τι φαίνεται σε κάποιον, γνώμη, δογματίζω, δογματικός, δογματίας, δογματιστής, δογματική. δοκιμάζω [δέχομαι (ε>ο, κ>χ), δοκέω]- υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω, επιδοκιμάζω, εγκρίνω. δοκιμή, δόκιμος, δοκιμασία, δοκιμείον, δοκιμαστής, δοκιμαστήρ, δοκιμαστικός, δοκιμόω, δοκιμότης, δοκίμασμα, δοκιμαστήρας, δοκιμαστήριον δοκίμι, δοκίμιον. δέος [ «δέος κακού υπόνοια, φόβος δε η παραυτίκα πτόησις» Αμμώνιος. Από τις σημασίες του βασικού ρήματος δείδω = φοβούμαι μήπως, φοβούμαι να πράξω κάτι, φροντίζω πολύ για κάτι, μεριμνώ για, φαίνεται ότι υπονοείται ο φόβος της τιμωρίας για κάτι που κακώς έγινε ή για κάτι που πρέπει να γίνει αλλά δεν το κάνει κάποιος. Ο φόβος δηλαδή κατα-δί-κης (δίκη = ποινή, εκδίκηση). Από τις σημασίες, σέβομαι και ευλαβούμαι (θεούς), υποδηλώνει τον φόβο της υποκινήσεως της εκ-δι-κήσεως κάποιου θεού. Περισσότερο δε σημαίνει φόβο από άγνοια (αμφιβολία), η οποία στενοχωρεί τον φέροντα αυτήν και η οποία του υποκινεί την αγωνία για γνώση του τι μέλλει να γίνει. Το είδω (υποτ. ειδέ-ω) σημαίνει και στοχάζομαι, η δε ευκ. ει-δεί-η (δείος = δέος) σημαίνει μακάρι να γνωρίσω. Για τον λόγο αυτόν ο Αμμώνιος διευκρινίζει ότι δέος = κακού υπόνοια. Δηλαδή εκ δοκήσεως το δέος, το δε δοκέω από το δοκάω (= ενεδρεύω, φυλάω, ο φρουρός δικαιολογημένως φοβάται) και το δοκάω από το δέ-χομαι]- υπόνοια κακού, σεβασμός, φόβος, τρόμος. δείος, δείμα, δείμος, δειμαίνω, δειδίσσομαι, δεδίσομαι, δεινός, δεινάζω, δεινότης, δεινόω, δείνωσις, επιδείνωσις, επιδεινώνω, δεινοπάθεια, δεννάζω (από το δεινάζω, όπως κτείνω κτέννω), δέννος, δείνα (κάποιος τέτοιος, τον οποίο δεν θέλει κανείς να ονομάσει), αδεής (α, στερ.), άδειος, αδειάζω, αδειής, αδείματος, αδείμαντος, άδειμος, αδεισία, αδμολή (α, επιτατ. + δείμα), αδμολίη, αδμολώ, δειλός, δειλία, δειλιώ, δειλιάω, δείλια, δειλιάζω, δείλιασμα, δειλαίνω, δείλαιος, δειλαιότης, δειλαηρίων, δείλακρος. δίεμαι [δέος, ε>ι]- φοβούμαι, φεύγω. δίω, διερός, δίωξις (άγω), διώκτης, διωγμός, διωκτικός, διώξιμο, διώκω, διώχνω.

Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΘΕΣΗ ΛΕΞΕΩΝ:

Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΘΕΣΗ ΛΕΞΕΩΝ: Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΘΕΣΗ ΛΕΞΕΩΝ: Σύνθεση = όταν ενώνουμε τα θέματα δύο λέξεων και δημιουργείται μια άλλη. Π.χ. καλός + τύχη καλότυχος 2 Τρόποι σύνθεσης: Με αχώριστο μόριο δύο ή

Διαβάστε περισσότερα

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις; Πρόλογος Όταν ήμουν μικρός, ούτε που γνώριζα πως ήμουν παιδί με ειδικές ανάγκες. Πώς το ανακάλυψα; Από τους άλλους ανθρώπους που μου έλεγαν ότι ήμουν διαφορετικός, και ότι αυτό ήταν πρόβλημα. Δεν είναι

Διαβάστε περισσότερα

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ http://hallofpeople.com/gr/bio/ηράκλειτος.php ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ «ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ» Ι. Ενώ ο λόγος αυτός υπάρχει πάντα, ωστόσο οι άνθρωποι δεν τον κατανοούν ούτε προτού τον ακούσουν ούτε όταν τον

Διαβάστε περισσότερα

Γραμματική και Συντακτικό Γ Δημοτικού ανά ενότητα - Παρασκευή Αντωνίου

Γραμματική και Συντακτικό Γ Δημοτικού ανά ενότητα - Παρασκευή Αντωνίου Ενότητα 1η: «Πάλι μαζί!» Σημεία στίξης: τελεία ερωτηματικό...4 Η δομή της πρότασης: ρήμα υποκείμενο αντικείμενο...5 Ουσιαστικά: αριθμοί γένη...6 Ονομαστική πτώση ουσιαστικών...6 Οριστικό άρθρο...7 Ερωτηματικές

Διαβάστε περισσότερα

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η Γραμματική εντάσσεται στα ευρύτερα πλαίσια του γλωσσικού μαθήματος. Δε διδάσκεται χωριστά, αλλά με βάση την ενιαία προσέγγιση της γλώσσας, όπου έμφαση δίνεται στη λειτουργική χρήση της. Διδάσκεται

Διαβάστε περισσότερα

ΑΤΥΠΑ ΤΕΣΤ ΓΛΩΣΣΑΣ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ. 1.1. Ικανότητα διάκρισης της ομοιότητας ή διαφοράς μεταξύ προφορικών λέξεων

ΑΤΥΠΑ ΤΕΣΤ ΓΛΩΣΣΑΣ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ. 1.1. Ικανότητα διάκρισης της ομοιότητας ή διαφοράς μεταξύ προφορικών λέξεων ΑΤΥΠΑ ΤΕΣΤ ΓΛΩΣΣΑΣ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ 1. ΕΠΙΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ 1.1. Ικανότητα διάκρισης της ομοιότητας ή διαφοράς μεταξύ προφορικών λέξεων 1.1.1. Ικανότητα επισήμανσης της ομοιότητας στη συλλαβή. 1. γάλα

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω 1 ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα ανήκουν στα κλιτά μέρη του λόγου και φανερώνουν ότι κάποιο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα κάνει κάτι (κάποια ενέργεια), ή παθαίνει κάτι από κάποιον άλλον, ή από τον εαυτό του ή βρίσκεται σε

Διαβάστε περισσότερα

Τζιορντάνο Μπρούνο

Τζιορντάνο Μπρούνο http://hallofpeople.com/gr/bio/bruno.php Τζιορντάνο Μπρούνο Αποσπάσματα από έργα του (Την εποχή που εκκλησία και επιστήμη θεωρούσε υποδεέστερο το γυναικείο φύλο, ο Μπρούνο έγραψε): Εξετάστε λίγο την αλήθεια,

Διαβάστε περισσότερα

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω Το όνειρο Ένα ζευγάρι περιμένει παιδί. Τότε αρχίζει να ονειρεύεται αυτό το παιδί. Κτίζει την εικόνα ενός παιδιού μέσα στο μυαλό του. Βάσει αυτής της εικόνας, κάνει

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΞΗ Γ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ από τη δασκάλα Στέλλα Σάββα Παττίδου

ΤΑΞΗ Γ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ από τη δασκάλα Στέλλα Σάββα Παττίδου ΤΑΞΗ Γ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ από τη δασκάλα Στέλλα Σάββα Παττίδου ΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΕΙΔΟΣ:ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ Θέμα: Περιγραφή προσώπου Τίτλος: «ο παππούς μου» Α. ΠΡΟΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ 1. Φάση Αυθεντικοποίησης (3Χ40 λεπτά) Προβληματισμός

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ

ΕΠΙΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΕΠΙΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ 1 ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑΣ Ή ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ 1.1 ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗΣ ΤΗΣ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΣΥΛΛΑΒΗ ΟΔΗΓΙΕΣ στο παιδί: Κάθε φορά θα σου λέω δυο μικρές λέξεις. Εσύ θα

Διαβάστε περισσότερα

ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Χρόνος: 1 ώρα. Οδηγίες

ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Χρόνος: 1 ώρα. Οδηγίες ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2014 ΤΑΞΗ Α ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΟ 17/05/2014 Χρόνος: 1 ώρα Οδηγίες 1. Έλεγξε ότι το γραπτό που έχεις μπροστά σου αποτελείται από τις σελίδες 1-8. 2. Όλες τις

Διαβάστε περισσότερα

Σπίτι μας είναι η γη

Σπίτι μας είναι η γη Σπίτι μας είναι η γη 1.α. Ο αρχηγός των Ινδιάνων λέει ότι η φύση είναι το σπίτι τους. Τι εννοεί; β. Πώς βλέπει ο λευκός τη φύση, σύμφωνα με τον Ινδιάνο; α. Η πρόταση αυτής της αγοραπωλησίας ήταν εντελώς

Διαβάστε περισσότερα

[Ένας φίλος που...τρώγεται]

[Ένας φίλος που...τρώγεται] A Κείμενο [Ένας φίλος που...τρώγεται] Αγαπητό μου παιδί, Θέλω να σου μιλήσω για ένα φίλο που... τρώγεται! Ένα φίλο που, όσο παράξενο κι αν σου φανεί, τον λένε βιβλίο. «Αυτός είναι σωστός βιβλιοφάγος» δε

Διαβάστε περισσότερα

Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε

Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ ΣΤΗ: http //blgs.sch.gr/anianiuris ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ: Νιανιούρης Αντώνης (email: anianiuris@sch.gr) Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε Διηγούμαστε ή αφηγούμαστε ένα γεγονότος, πραγματικό

Διαβάστε περισσότερα

Η Ισμήνη Μπάρακλη, απαντά στο «κουτσομπολιό» της αυλής!!!

Η Ισμήνη Μπάρακλη, απαντά στο «κουτσομπολιό» της αυλής!!! Παρασκευή, 10 Ιουνίου 2016 Η Ισμήνη Μπάρακλη, απαντά στο «κουτσομπολιό» της αυλής!!! «Ώρες να χα να σ ακούω», ήταν μια αυθόρμητη πρόταση που... έφυγε από το στόμα μου, αναγκάζοντας την Ισμήνη να χαμογελάσει

Διαβάστε περισσότερα

[Ένας φίλος που...τρώγεται]

[Ένας φίλος που...τρώγεται] A Κείμενο [Ένας φίλος που...τρώγεται] Αγαπητό μου παιδί, Θέλω να σου μιλήσω για ένα φίλο που... τρώγεται! Ένα φίλο που, όσο παράξενο κι αν σου φανεί, τον λένε βιβλίο. «Αυτός είναι σωστός βιβλιοφάγος» δε

Διαβάστε περισσότερα

Ο συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης και «Ο χορός των ψευδαισθήσεων» Πέμπτη, 10 Σεπτεμβρίου :26

Ο συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης και «Ο χορός των ψευδαισθήσεων» Πέμπτη, 10 Σεπτεμβρίου :26 Ο συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης και «Ο χορός των ψευδαισθήσεων» Πέμπτη, 10 Σεπτεμβρίου 2015-10:26 Γράφει η Μαίρη Γκαζιάνη «Οι ψευδαισθήσεις είναι ένας θεμιτός μηχανισμός της ανθρώπινης ψυχής. Χωρίς την

Διαβάστε περισσότερα

Α. ΚΕΙΜΕΝΑ 1 «ΤΟ ΧΕΡΙ»

Α. ΚΕΙΜΕΝΑ 1 «ΤΟ ΧΕΡΙ» Α. ΚΕΙΜΕΝΑ Κείμενο 1 «ΤΟ ΧΕΡΙ» - «Ποια είναι», κύριε, «η μεγαλύτερη σωματική βλάβη», ρώτησαν τα παιδιά το δάσκαλό τους. Ο δάσκαλος άκουγε τις απαντήσεις των παιδιών. Κάποιο παιδί έλεγε πως το χειρότερο

Διαβάστε περισσότερα

Η δημιουργία του ανθρώπου

Η δημιουργία του ανθρώπου Η δημιουργία του ανθρώπου Στο τέλος της έκτης ημέρας, ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο, ο οποίος υπήρξε το τελευταίο και το τελειότερο δημιούργημα του Θεού. Ψηφιδωτό από το Μονρεάλε της Σικελίας, 13ος αι.

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. 5η Ενότητα: Συζητώντας για την εργασία και το επάγγελμα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Εισαγωγικά κείμενα

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. 5η Ενότητα: Συζητώντας για την εργασία και το επάγγελμα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Εισαγωγικά κείμενα ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Εισαγωγικά κείμενα 2. Βαθμοί επιθέτων και επιρρημάτων Η σύγκριση 3. Το β συνθετικό Λεξιλόγιο 4. Οργάνωση και συνοχή της περιγραφής και της αφήγησης 5. Δραστηριότητες παραγωγής

Διαβάστε περισσότερα

Τ ρ ί τ η, 5 Ι ο υ ν ί ο υ Το τελευταίο φως, Ιφιγένεια Τέκου

Τ ρ ί τ η, 5 Ι ο υ ν ί ο υ Το τελευταίο φως, Ιφιγένεια Τέκου Τ ρ ί τ η, 5 Ι ο υ ν ί ο υ 2 0 1 8 Το τελευταίο φως, Ιφιγένεια Τέκου "Υπήρχε μαγεία πίσω από τη συγγραφή, που ξεπερνούσε κατά πολύ τα οφέλη της κάθαρσης. Κυριαρχία πάνω στα αισθήματα και στις κινήσεις

Διαβάστε περισσότερα

Αντιστοιχήστε ένα γράμμα της πρώτης στήλης με έναν αριθμό της δεύτερης στήλης (στη δεύτερη στήλη δύο επιλογές περισσεύουν).

Αντιστοιχήστε ένα γράμμα της πρώτης στήλης με έναν αριθμό της δεύτερης στήλης (στη δεύτερη στήλη δύο επιλογές περισσεύουν). ΜΑΘΗΜΑ 25 Ο ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ Αντιστοιχήστε ένα γράμμα της πρώτης στήλης με έναν αριθμό της δεύτερης στήλης (στη δεύτερη στήλη δύο επιλογές περισσεύουν). ΣΤΗΛΗ Α ΣΤΗΛΗ Β α. «Κατ οίκον εκκλησία» 1.

Διαβάστε περισσότερα

Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές

Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές Ενότητα 1 Σελίδα 1 Διάλογος 1: Αρχική επικοινωνία με την οικογένεια για πρόσληψη Διάλογος 2: Προετοιμασία υποδοχής ασθενούς Διάλογος 3: Η επικοινωνία με τον ασθενή Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές

Διαβάστε περισσότερα

Άλλο ένα κόμμα ή ένα άλλο κόμμα;

Άλλο ένα κόμμα ή ένα άλλο κόμμα; Άλλο ένα κόμμα ή ένα άλλο κόμμα; του Χρήστου 'ChIossif' Ιωσηφίδη Ο Θανάσης και ο Χρήστος πίνουν χαλαρά τον απογευματινό τους καφέ και κουβεντιάζουν για άλλο ένα πολιτικό κόμμα που μπήκε πρόσφατα στην ζωή

Διαβάστε περισσότερα

Λούντβιχ Βιτγκενστάιν

Λούντβιχ Βιτγκενστάιν Λούντβιχ Βιτγκενστάιν Ο τάφος του Βίτγκεντάιν στο Κέιμπριτζ κοσμείται από το ομοίωμα μιας ανεμόσκαλας: «Οι προτάσεις μου αποτελούν διευκρινίσεις, όταν αυτός που με καταλαβαίνει, τελικά τις αναγνωρίσει

Διαβάστε περισσότερα

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES. A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES. 1. Η συγγραφέας του βιβλίου μοιράζεται μαζί μας πτυχές της ζωής κάποιων παιδιών, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες. α) Ποια πιστεύεις ότι είναι τα

Διαβάστε περισσότερα

Ένα γόνιμο μέλλον. στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα

Ένα γόνιμο μέλλον. στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα 1 Ένα γόνιμο μέλλον Ένα γόνιμο μέλλον χρειάζεται μια καλή συνείδηση στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα Χρειαζόμαστε οι Έλληνες να συνδεθούμε πάλι

Διαβάστε περισσότερα

ΑΤΥΠΟ ΤΕΣΤ ΓΛΩΣΣΑΣ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ Ικανότητα διάκρισης της ομοιότητας ή διαφοράς μεταξύ προφορικών λέξεων

ΑΤΥΠΟ ΤΕΣΤ ΓΛΩΣΣΑΣ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ Ικανότητα διάκρισης της ομοιότητας ή διαφοράς μεταξύ προφορικών λέξεων ΑΤΥΠΟ ΤΕΣΤ ΓΛΩΣΣΑΣ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ 1. ΕΠΙΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ 1.1. Ικανότητα διάκρισης της ομοιότητας ή διαφοράς μεταξύ προφορικών λέξεων 1.1.1. Ικανότητα επισήμανσης της ομοιότητας στη συλλαβή. 1. γάλα

Διαβάστε περισσότερα

Παραδοσιακά παιχνίδια

Παραδοσιακά παιχνίδια Ενότητα 11 Περιγράφουμε πώς παίζονται διάφορα παιχνίδια Κατανοούμε και δίνουμε οδηγίες για να παίξουμε παιχνίδια Ξεχωρίζουμε τις εγκλίσεις των ρημάτων Χρησιμοποιούμε απρόσωπα ρήματα Κλίνουμε επίθετα σε

Διαβάστε περισσότερα

Γλωσσικό τεστ για παιδιά ηλικίας μηνών

Γλωσσικό τεστ για παιδιά ηλικίας μηνών Γλωσσικό τεστ για παιδιά ηλικίας 10-28 μηνών 1. Το παιδί σας Α. Βγάζει ήχους για να προκαλέσει την προσοχή όταν θέλει κάτι; Β. Λέει «κι άλλο» ή ζητάει κι άλλο με κάποιον αναγνωρίσιμο και κατανοητό τρόπο;

Διαβάστε περισσότερα

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα 1 Έρωτας στην Κασπία θάλασσα 3 Mona Perises ISBN: Email: monaperises@yahoo.com 4 Mona Perises Έρωτας στην Κασπία θάλασσα Μυθιστόρημα - Μέρος δεύτερο Mona Perises Ελλάδα Ιράν/Περσία Ελλάδα 5 Τι είναι η

Διαβάστε περισσότερα

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα» Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1 «Εμείς, τα παιδιά της Ε1 τάξης, κάναμε μερικά έργα με θέμα τους πρόσφυγες, για να εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας σ αυτούς τους κυνηγημένους ανθρώπους. Τους κυνηγάει ο πόλεμος

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Αγαπητέ μαθητή/ αγαπητή μαθήτρια, Διεξάγουμε μια έρευνα και θα θέλαμε να μάθουμε την άποψή σου για τo περιβάλλον μάθησης που επικρατεί στην τάξη σου. Σε παρακαλούμε

Διαβάστε περισσότερα

Ρήματα λέγονται οι λέξεις που φανερώνουν ότι ένα πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ενεργεί ή παθαίνει κάτι ή βρίσκεται σε μία κατάσταση.

Ρήματα λέγονται οι λέξεις που φανερώνουν ότι ένα πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ενεργεί ή παθαίνει κάτι ή βρίσκεται σε μία κατάσταση. Τι είναι ρήμα; Παραδείγματα: α) Ο εργάτης δουλεύει β) Ο ήλιος σκεπάστηκε από τα σύννεφα γ) Το μωρό κοιμάται Οι λέξεις «δουλεύει», «σκεπάστηκε», «κοιμάται», λέγονται ρήματα γιατί φανερώνουν ότι ο εργάτης

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ Βασίλης Αναστασίου

ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ Βασίλης Αναστασίου ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ Η γλώσσα μας αποτελείται από λέξεις. Λέξεις μικρές ή και μεγάλες, συνηθισμένες ή ασυνήθιστες. Ο αριθμός των λέξεων της γλώσσας μας είναι τεράστιος. Η ελληνική γλώσσα είναι η πλουσιότερη

Διαβάστε περισσότερα

ΣΟΦΟΚΛΈΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ. Μετάφραση ΔΉΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 2017

ΣΟΦΟΚΛΈΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ. Μετάφραση ΔΉΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 2017 ΣΟΦΟΚΛΈΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ Μετάφραση ΔΉΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 2017 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ ΑΘΗΝΑ 2017 ΝΕΦΕΛΗ / ΘΕΑΤΡΟ / ΑΠΑΝΤΑ Δ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ Σοφοκλέους, Οιδίπους επί Κολωνώ, μετάφραση Δημήτρης Δημητριάδης Σχεδιασμός βιβλίου:

Διαβάστε περισσότερα

Στόχος του βιβλίου αυτού είναι να κατακτήσουν οι μικροί μαθητές

Στόχος του βιβλίου αυτού είναι να κατακτήσουν οι μικροί μαθητές Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ Στόχος του βιβλίου αυτού είναι να κατακτήσουν οι μικροί μαθητές τον μαγικό κόσμο της γραμματικής, ώστε να οδηγηθούν στη σωστή χρήση του γραπτού λόγου. Μια σειρά από ασκήσεις με γραμματικά

Διαβάστε περισσότερα

Τα ταξίδια του παππού. Ρήματα σε -άβω. Τα ρήματα που τελειώνουν σε -άβω γράφονται με β. πχ: ράβω, ανάβω, σκάβω, θάβω, κ.ά.

Τα ταξίδια του παππού. Ρήματα σε -άβω. Τα ρήματα που τελειώνουν σε -άβω γράφονται με β. πχ: ράβω, ανάβω, σκάβω, θάβω, κ.ά. Τα ταξίδια του παππού. Ρήματα σε -άβω Τα ρήματα που τελειώνουν σε -άβω γράφονται με β. πχ: ράβω, ανάβω, σκάβω, θάβω, κ.ά. Εξαιρούνται και γράφονται με -αυ τα: παύω, αναπαύω, καταπαύω, απολαύω. Τα ταξίδια

Διαβάστε περισσότερα

Β. ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. 1. Να αποδώσετε το παραπάνω κείμενο στη νέα ελληνική γλώσσα.

Β. ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. 1. Να αποδώσετε το παραπάνω κείμενο στη νέα ελληνική γλώσσα. Β. ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1. Να αποδώσετε το παραπάνω κείμενο στη νέα ελληνική γλώσσα. Για όλα όσα κάνουν οι άνθρωποι, το σώμα είναι χρήσιμο και σ όλες τις ανάγκες του σώματος είναι μεγάλο πλεονέκτημα το να είναι

Διαβάστε περισσότερα

ΟΔΥΣΣΕΙΑ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ

ΟΔΥΣΣΕΙΑ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ Â Αφηγηματική τεχνική είναι η προοικονομία. Με όσα αναφέρει ο ποιητής σε κάποιους στίχ ους, μας προϊδεάζει (μας δίνει μια ιδέα) τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν, ώστε να είμαστε λίγο πολύ προετοιμασμένοι

Διαβάστε περισσότερα

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη Επιμέλεια εργασίας: Παναγιώτης Γιαννόπουλος Περιεχόμενα Ερώτηση 1 η : σελ. 3-6 Ερώτηση 2 η : σελ. 7-9 Παναγιώτης Γιαννόπουλος Σελίδα 2 Ερώτηση 1 η Η συγγραφέας

Διαβάστε περισσότερα

Σόφη Θεοδωρίδου, μια κουβέντα με την Τίνα Πανώριου

Σόφη Θεοδωρίδου, μια κουβέντα με την Τίνα Πανώριου Σόφη Θεοδωρίδου, μια κουβέντα με την Τίνα Πανώριου Ιούλιος 24, 2018 Τίνα Πανώριου panoriout@gmail.com «Υ π ά ρ χ ο υ ν ό μ ω ς π ά ν τ α π ε ρ ι π τ ώ σ ε ι ς μ ε μ ο ν ω μ έ ν ε ς, π ο υ οι γ υ ν α ί

Διαβάστε περισσότερα

Διατροφικές συνήθειες στον αρχαίο πολιτισμό της Ελλάδας

Διατροφικές συνήθειες στον αρχαίο πολιτισμό της Ελλάδας Διατροφικές συνήθειες στον αρχαίο πολιτισμό της Ελλάδας Επιμέλεια, παρουσίαση : Παντελάκη Μαργαρίτα (ΠΕ08, καλλιτεχνικών μαθημάτων, 3ο Δημοτικό Σχολείο Σερρών ) Δευτέρα, 12 Νοεμβρίου 12 Τι σχέση μπορούν

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή. Γιατί είναι χρήσιμο το παρόν βιβλίο. Πώς να ζήσετε 150 χρόνια µε Υγεία

Εισαγωγή. Γιατί είναι χρήσιμο το παρόν βιβλίο. Πώς να ζήσετε 150 χρόνια µε Υγεία Εισαγωγή «Όποιος έχει υγεία, έχει ελπίδα. Και όποιος έχει ελπίδα, έχει τα πάντα.» Τόμας Κάρλαϊλ Γιατί είναι χρήσιμο το παρόν βιβλίο Ο πατέρας μου είναι γιατρός, ένας από τους καλύτερους παθολόγους που

Διαβάστε περισσότερα

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας Πιστοποίηση Επάρκειας της Ελληνομάθειας 18 Ιανουαρίου 2013 A2 Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου Διάρκεια Εξέτασης 30 λεπτά Διάρκεια Εξέτασης 30 λεπτά Ερώτημα 1 (7 μονάδες) Διαβάζετε

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις. Α ομάδα ΕΡΓΑΣΙΕΣ 1. Η συγγραφέας του βιβλίου μοιράζεται μαζί μας πτυχές της ζωής κάποιων παιδιών, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες. α) Ποια πιστεύεις ότι είναι τα μηνύματα που θέλει να περάσει μέσα

Διαβάστε περισσότερα

Είπε ο Θεός: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα τη δική μας κι έτσι που να μπορεί να μας μοιάσει κι ας εξουσιάζει τα ψάρια της

Είπε ο Θεός: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα τη δική μας κι έτσι που να μπορεί να μας μοιάσει κι ας εξουσιάζει τα ψάρια της Η δημιουργία του ανθρώπου Θεϊκή προέλευση του ανθρώπου Είπε ο Θεός: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα τη δική μας κι έτσι που να μπορεί να μας μοιάσει κι ας εξουσιάζει τα ψάρια της θάλασσας,

Διαβάστε περισσότερα

Δευτερόκλιτα επίθετα

Δευτερόκλιτα επίθετα Δευτερόκλιτα επίθετα Τα δευτερόκλιτα επίθετα χωρίζονται στις παρακάτω κατηγορίες: 1. Ασυναίρετα Τριγενή και τρικατάληκτα, π.χ. ὁ σοφὸς, ἡ σοφὴ, τὸ σοφόν, ὁ δίκαιος, ἡ δικαία, τὸ δίκαιον Τριγενή και δικατάληκτα,

Διαβάστε περισσότερα

Τίτσα Πιπίνου: «Οι ζωές μας είναι πολλές φορές σαν τα ξενοδοχεία..»

Τίτσα Πιπίνου: «Οι ζωές μας είναι πολλές φορές σαν τα ξενοδοχεία..» Ημερομηνία 11/8/2016 Μέσο Συντάκτης Link artpress.sundaybloody.com Βασόλης Κάργας http://artpress.sundaybloody.com/?it_books=%cf%84%ce%af%cf%84%cf%83%ce%b1- %CF%80%CE%B9%CF%80%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%85-%CE%BF%CE%B9-

Διαβάστε περισσότερα

Στην Κεντρική Ασία βρίσκεται η έρημος Γκόμπι και της Αραβίας. Στην Αμερική η Μοχάβι(Βόρεια) και η Ατακάμα (Νότια).

Στην Κεντρική Ασία βρίσκεται η έρημος Γκόμπι και της Αραβίας. Στην Αμερική η Μοχάβι(Βόρεια) και η Ατακάμα (Νότια). H ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ Στη Γη υπάρχουν μεγάλες αφιλόξενες άνυδρες εκτάσεις που ονομάζονται έρημοι.καλύπτουν το 1/3 της ξηράς και βρίσκονται κυρίως κοντά στους δύο Τροπικούς ( Αιγόκερω και Καρκίνου) Στην Κεντρική

Διαβάστε περισσότερα

Πώς τον λένε τον θεό σου;

Πώς τον λένε τον θεό σου; Γιαν φον Χόλεμπεν Τζέιν Μπερ Κράουζε Πώς τον λένε τον θεό σου; Απορίες των παιδιών για πέντε θρησκείες Περιεχόμενα Ένας κόσμος, πολλές θρησκείες 10 Ο Θεός και η Ψυχή του Κόσμου 37 Πίστη και καθημερινότητα

Διαβάστε περισσότερα

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: 2012-2013 ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: 2012-2013 ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: 2012-2013 ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα Ενότητα 15 Α. Κείμενο Η Αθήνα προπύργιο της Ευρώπης

Διαβάστε περισσότερα

Kangourou Greek Competition 2015

Kangourou Greek Competition 2015 Thales Foundation Cyprus P.O. Box 28959, CY2084 Acropolis, Nicosia, Cyprus Kangourou Greek Competition 2015 Level 3 4 Γ - Δ Δημοτικού 14 Νοεμβρίου/November 2015 10:00 11:15 Ερώτηση 1 10: 3 βαθμοί Ερώτηση

Διαβάστε περισσότερα

3ο Νηπ/γείο Κορδελιού Τμήμα Ένταξης

3ο Νηπ/γείο Κορδελιού Τμήμα Ένταξης ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ Περιεχόμενα Α ΕΠΙΠΕΔΟ (λεξιλόγιο) 1 ο ΣΤΑΔΙΟ : Ονοματοποίηση αντικειμένων και προσώπων 2 Ο ΣΤΑΔΙΟ: Ονοματοποίηση πράξεων 3 ο ΣΤΑΔΙΟ : Καθημερινές εκφράσεις και χαιρετισμοί

Διαβάστε περισσότερα

Πετσάλης Διομήδης,Θ, Δεκατρία Χρόνια, Αθήνα 1983, σελ

Πετσάλης Διομήδης,Θ, Δεκατρία Χρόνια, Αθήνα 1983, σελ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ΚΑΙΣΑΡΗ Σχολικό Έτος 2015 2016 ΥΠΟΤΡΟΦΙΕΣ 2016 ΘΕΜΑΤΑ Ν.Ε. ΓΛΩΣΣΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ : ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: TAΞΗ: Για Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Α. Κείμενα ( ) «Γέμισαν τα σχολεία προσφυγιά, γέμισαν οι εκκλησίες. Γέμισαν

Διαβάστε περισσότερα

Η πρώτη μου γραμματική

Η πρώτη μου γραμματική Η πρώτη μου γραμματική με εργασίες 1 ο τεύχος Φθόγγοι και γράμματα, το ελληνικό αλφάβητο, δίψηφα γράμματα, διπλά γράμματα, συνδυασμοί, δίφθογγοι, όμοια σύμφωνα Όνομα μαθητή/τριας:.. Δάσκαλος: Χρήστος Σαμαντζόπουλος

Διαβάστε περισσότερα

Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου Το κορίτσι με τα πορτοκάλια Του Γιοστέιν Γκάαρντερ Λογοτεχνικό ανάγνωσμα Χριστουγέννων 2014-2015

Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου Το κορίτσι με τα πορτοκάλια Του Γιοστέιν Γκάαρντερ Λογοτεχνικό ανάγνωσμα Χριστουγέννων 2014-2015 Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου Το κορίτσι με τα πορτοκάλια Του Γιοστέιν Γκάαρντερ Λογοτεχνικό ανάγνωσμα Χριστουγέννων 2014-2015 Δημητριάννα Σκουρτσή Γ2 Σχολικό έτος 2014-15 Τάξη Γ Γυμνασίου Λογοτεχνικό Εξωσχολικό

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου 0-6 μηνών 7-12 μηνών 13-18 μηνών 19-24 μηνών 2-3 ετών 3-4 ετών 4-5 ετών 5-6 ετών 6-7 ετών 0-6 μηνών Επαναλαμβάνει τους ίδιους ήχους Συχνά μουρμουρίζει, γελά και παράγει ευχάριστους

Διαβάστε περισσότερα

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 2 5 Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ 1 Y Π Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Ο Π Α Ι Δ Ε Ι Α Σ Κ Α Ι Θ Ρ Η Σ Κ Ε Υ Μ Α

Διαβάστε περισσότερα

Πρόσεξε τα παρακάτω παραδείγματα:

Πρόσεξε τα παρακάτω παραδείγματα: 1 Το άρθρο, γενικά Πρόσεξε τα παρακάτω παραδείγματα: Αυτός είναι ο Γιάννης, αυτή είναι η Έλσα και αυτό είναι το σκυλάκι τους. Οι μπαμπάδες και οι μαμάδες καμιά φορά είναι αυστηροί με τα παιδιά τους. Γιωργάκη,

Διαβάστε περισσότερα

Γιώτα Γουβέλη: Ως προς την ιστορική έρευνα, Η νύφη της Μασσαλίας ήταν το πιο απαιτητικό από όλα μου τα βιβλία

Γιώτα Γουβέλη: Ως προς την ιστορική έρευνα, Η νύφη της Μασσαλίας ήταν το πιο απαιτητικό από όλα μου τα βιβλία Ημερομηνία 29/08/2016 Μέσο Συντάκτης bookcity.gr Ελίζα Νάστου Link http://bit.ly/2blbtqq Γιώτα Γουβέλη: Ως προς την ιστορική έρευνα, Η νύφη της Μασσαλίας ήταν το πιο απαιτητικό από όλα μου τα βιβλία Το

Διαβάστε περισσότερα

Η συγγραφέας μίλησε για το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο "Πώς υφαίνεται ο χρόνος"

Η συγγραφέας μίλησε για το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο Πώς υφαίνεται ο χρόνος Σοφία Δημοπούλου: «Το παρελθόν μάς καθορίζει» Η συγγραφέας μίλησε για το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο "Πώς υφαίνεται ο χρόνος" Συνέντευξη στη Λεμονιά Βασβάνη Το "Πώς υφαίνεται ο χρόνος" απασχολεί τη Σοφία

Διαβάστε περισσότερα

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ Student name:. Result: THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ Mid-Entry Exams 2015 A τάξη ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Διάρκεια εξέτασης: 1 ώρα και δεκαπέντε λεπτά ΟΔΗΓΙΕΣ Διάρκεια εξέτασης: 1 ώρα και 15 λ 1. Διάβασε

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ. Κλίνε στον Ενεστώτα της Ενεργητικής και της Παθητικής Φωνής τα ρήματα : δένω δένομαι γράφω γράφομαι. φωτίζω φωτίζομαι πληρώνω πληρώνομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ. Κλίνε στον Ενεστώτα της Ενεργητικής και της Παθητικής Φωνής τα ρήματα : δένω δένομαι γράφω γράφομαι. φωτίζω φωτίζομαι πληρώνω πληρώνομαι Ονοματεπώνυμο: 11ο ημοτικό Σχολείο Βύρωνα Τάξη Ε 2 ασκάλα: Σύλα Τσέκου ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ πλένω εγώ πλέν ω εσύ πλέν εις αυτός πλέν ει εμείς πλέν ουμε εσείς πλέν ετε αυτοί πλέν ουν ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

γεφύρια, τα οποία φέρνουν στην μνήμη από την χώρα καταγωγής τους, βρίσκοντας κοινούς τόπους στην διαπραγμάτευση του θέματος.

γεφύρια, τα οποία φέρνουν στην μνήμη από την χώρα καταγωγής τους, βρίσκοντας κοινούς τόπους στην διαπραγμάτευση του θέματος. Τα γεφύρια ενώνουν Σε μία διαπολιτισμική προσέγγιση των θεμάτων που έχουν σχέση με τα πέτρινα γεφύρια, διαπιστώνουμε εύκολα ότι οι κατασκευές αυτές απαντούν όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά σε ολόκληρη

Διαβάστε περισσότερα

Μουσικοκινητική αγωγή

Μουσικοκινητική αγωγή Μουσικοκινητική Αγωγή Α εξάμηνο Θεωρία Μίχα Παρασκευή, PhD Μουσικολόγος, Μουσικοπαιδαγωγός 1 Μουσικοκινητική Αγωγή (Θ) - ΜΙΧΑ Παρασκευή 1 Μουσικοκινητική αγωγή Η μουσικότητα των ήχων και της ανθρώπινης

Διαβάστε περισσότερα

Το κράτος της Σπάρτης

Το κράτος της Σπάρτης Το κράτος της Σπάρτης Περιζζόηερες πληροθορίες μπορείηε να Βρείηε ζηο διαδίκησο ζηις πιο κάηω ζελίδες: http://www.spartans.gr/ Αρταία Σπάρηη http://www.laconia.org/ Λακωνία http://www.culture.gr/maps/pelop/lakonia/lakonia_gr.html

Διαβάστε περισσότερα

Οι 3 διαστάσεις της ύπαρξης: εξωτερική ύπαρξη, εσωτερική ύπαρξη και γλώσσα 1: ΤΕΜΑΧΙΟ 2: ΤΕΜΑΧΙΟ 3: ΤΕΜΑΧΙΟ

Οι 3 διαστάσεις της ύπαρξης: εξωτερική ύπαρξη, εσωτερική ύπαρξη και γλώσσα 1: ΤΕΜΑΧΙΟ 2: ΤΕΜΑΧΙΟ 3: ΤΕΜΑΧΙΟ Οι 3 διαστάσεις της ύπαρξης εξωτερική ύπαρξη, εσωτερική ύπαρξη και γλώσσα 1 ΤΕΜΑΧΙΟ 2 ΤΕΜΑΧΙΟ 3 ΤΕΜΑΧΙΟ SENSES ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΔΙΑΚΟΨΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΠΟΡΙΑΣ Η ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΥ ΕΠΙΘΥΜΕΙΤΕ ΝΑ

Διαβάστε περισσότερα

Οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι είναι μια φιλοσοφική, θρησκευτική και πολιτική σχολή που ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.χ από τον Πυθαγόρα τον Σάμιο στον Κρότωνα

Οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι είναι μια φιλοσοφική, θρησκευτική και πολιτική σχολή που ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.χ από τον Πυθαγόρα τον Σάμιο στον Κρότωνα Κ. Σ. Δ. Μ. Ο. Μ. Οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι είναι μια φιλοσοφική, θρησκευτική και πολιτική σχολή που ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.χ από τον Πυθαγόρα τον Σάμιο στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας. Η κοινότητα στεγαζόταν

Διαβάστε περισσότερα

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. Παναγιώτης Δεμέστιχας Στέλλα Γκανέτσου

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. Παναγιώτης Δεμέστιχας Στέλλα Γκανέτσου ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Παναγιώτης Δεμέστιχας Στέλλα Γκανέτσου ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Συγγραφείς: Παναγιώτης Δεμέστιχας, Στέλλα Γκανέτσου Υπεύθυνη Παραγωγής: Φωτεινή

Διαβάστε περισσότερα

Το κυνηγί της φώκιας νέο index Το κυνήγι της φώκιας...2 Λεξιλόγιο...2 Ερωτήσεις...4 Κείμενο...5 Το κυνήγι της φώκιας...5

Το κυνηγί της φώκιας νέο index Το κυνήγι της φώκιας...2 Λεξιλόγιο...2 Ερωτήσεις...4 Κείμενο...5 Το κυνήγι της φώκιας...5 Το κυνηγί της φώκιας νέο index Το κυνήγι της φώκιας...2 Λεξιλόγιο...2 Ερωτήσεις...4 Κείμενο...5 Το κυνήγι της φώκιας....5 Page 1Τ Το κυνήγι της φώκιας Λεξιλόγιο Καταλαβαίνεις τις λέξεις; 1. Ολοκληρώνομαι

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΙΝΔΟ

ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΙΝΔΟ 1 ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΙΝΔΟ 1. Αξιωματικός 2. Λοχίας 3. 1 ος Φαντάρος 4. 2 ος Φαντάρος 5. 3 ος Φαντάρος 6. 4 ος Φαντάρος 7. 5 ος Φαντάρος 8. 6 ος Φαντάρος 9. 8 ος Φαντάρος 10. Ελληνοπούλα 11. Ελληνοπούλα 12.

Διαβάστε περισσότερα

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018 Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018 by Rena Mavridou Αγαπητή Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη, πώς προέκυψε η συγγραφή στη ζωή

Διαβάστε περισσότερα

Δοκίμιο Τελικής Αξιολόγησης

Δοκίμιο Τελικής Αξιολόγησης Δοκίμιο Τελικής Αξιολόγησης Ε Τάξη Όνομα: Ημερομηνία 1. Ορθογραφία 2. Άκουσε και βάλε στο φαγητό που αρέσει στη Μαρίνα. 1 3. Σημείωσε με το ζώο που έχει το κάθε παιδί. Μαρίνα Γάτα σκύλος κουνέλι χρυσόψαρο

Διαβάστε περισσότερα

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Ο Μικρός Πρίγκιπας έφτασε στη γη. Εκεί είδε μπροστά του την αλεπού. - Καλημέρα, - Καλημέρα, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, ενώ έψαχνε να βρει από πού ακουγόταν η

Διαβάστε περισσότερα

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος Ιστορίες που ζεις δυνατά Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος Στο τώρα Έχω δώσει τόσες υποσχέσεις που νομίζω ότι έχω χάσει το μέτρημα. Δεν είναι που λέω ψέματα όταν δεν τις τηρώ, είναι

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ KANGOUROU ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ 2016

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ KANGOUROU ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ 2016 Thales Foundation Cyprus P.O. Box 28959, CY2084 Acropolis, Nicosia, Cyprus ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ KANGOUROU ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ 2016 Level 3 4 Γ - Δ Δημοτικού 3 Δεκεμβρίου / December 2016 10:00 11:15 Ερώτηση 1 7: 3 βαθμοί

Διαβάστε περισσότερα

ΣΑΑΝΤΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ: «Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΔΑ» ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ

ΣΑΑΝΤΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ: «Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΔΑ» ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ ΣΑΑΝΤΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ: «Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΔΑ» ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ Τα παιδιά του Αδάμ είναι τα άκρα ενός σώματος, Μοιράζονται όλα την ίδια ρίζα. Όταν ένα άκρο περνάει τις μέρες του

Διαβάστε περισσότερα

Κριτική για το βιβλίο της Άννας Γαλανού Όταν φεύγουν τα σύννεφα εκδ. Διόπτρα, από τη Βιργινία Αυγερινού

Κριτική για το βιβλίο της Άννας Γαλανού Όταν φεύγουν τα σύννεφα εκδ. Διόπτρα, από τη Βιργινία Αυγερινού Ημερομηνία 20/5/2016 Μέσο Συντάκτης Link vivlio-life.gr Βιργινία Αυγερινού http://vivlio-life.gr/%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae- %CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%BF-

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ 393ο: Θουκυδίδου Ἱστορίαι, 3, 81,1-3

ΘΕΜΑ 393ο: Θουκυδίδου Ἱστορίαι, 3, 81,1-3 ΘΕΜΑ 393ο: Θουκυδίδου Ἱστορίαι, 3, 81,1-3 2. Ποια είναι, κατά τον Θουκυδίδη, τα βασικά κίνητρα για τον πόλεμο; 3. α) ἐκομίζοντο, περιπλέοντες, ὀφθῶσιν, αἰσθόμενοι, ναῦς: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη,

Διαβάστε περισσότερα

Η ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ

Η ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ Η ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ Η μέλισσα έχει τρίχωμα διαφορετικού χρώματος στο σώμα της που κάνουν τις ρίγες των μελισσών να φαίνονται καφέ και κίτρινες. Στο κεφάλι της έχει δεξιά και αριστερά δύο μεγάλα μάτια,

Διαβάστε περισσότερα

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου Η γυναίκα ως σύζυγος και μητέρα Η γυναίκα ως πολεμικό λάφυρο Γυναίκα και επιτάφιες τιμές ηρώων Η τύχη του γυναικείου πληθυσμού μετά την άλωση μιας πόλης

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα

Διαβάστε περισσότερα

Απλές ασκήσεις για αρχάριους μαθητές 5

Απλές ασκήσεις για αρχάριους μαθητές 5 Περιεχόμενα Το ελληνικό αλφάβητο... 9 Ενεστώτας (το βοηθητικό ρήμα είμαι) Γραμματική...10 Ενεστώτας (ενεργητική φωνή, α συζυγία) Γραμματική...10 Ενεστώτας (ενεργητική φωνή, α συζυγία και βοηθητικό ρήμα

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. A. Κυκλώστε τη σωστή απάντηση στις παρακάτω προτάσεις (μία μόνο απάντηση είναι σωστή σε κάθε περίπτωση)

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. A. Κυκλώστε τη σωστή απάντηση στις παρακάτω προτάσεις (μία μόνο απάντηση είναι σωστή σε κάθε περίπτωση) ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ A. Κυκλώστε τη σωστή απάντηση στις παρακάτω προτάσεις (μία μόνο απάντηση είναι σωστή σε κάθε περίπτωση) 1) Ο Νίκος υπηρετεί στρατιώτης Α. Υποκείμενο Β. Αντικείμενο Γ. Προσδιορισμός Δ.

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (ΦΑΣΗ 1 η )

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (ΦΑΣΗ 1 η ) ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (ΦΑΣΗ 1 η ) 1 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ JACKSON POLLOCK ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟ WILLIAM WRIGHT ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1950. Το καλοκαίρι του 1950 o δημοσιογράφος William Wright πήρε μια πολύ ενδιαφέρουσα ηχογραφημένη

Διαβάστε περισσότερα

ΗΧΟΣ 10-0133.indb 143 25/2/2013 3:35:01 μμ

ΗΧΟΣ 10-0133.indb 143 25/2/2013 3:35:01 μμ ΗΧΟΣ 10-0133.indb 143 25/2/2013 3:35:01 μμ 144 ΦΕ1: ΠΩΣ ΠΑΡΑΓΕΤΑΙ Ο ΗΧΟΣ Παρατήρησε τις εικόνες. Πώς παράγεται ο ήχος; 0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 Πείραμα Στήριξε με το χέρι σου στην άκρη του θρανίου

Διαβάστε περισσότερα

Ενότητα 3 η - ΦΥΣΗ. Σήμερα (αρνητικά):

Ενότητα 3 η - ΦΥΣΗ. Σήμερα (αρνητικά): Ενότητα 3 η - ΦΥΣΗ Θετικά: μας ηρεμεί μας χαλαρώνει μας ψυχαγωγεί (ταξίδια, εκδρομές, συναντήσεις) μας παρέχει τα βασικά είδη διατροφής και επιβίωσης (αέρας, νερό, τροφή) Σήμερα (αρνητικά): Ο άνθρωπος:

Διαβάστε περισσότερα

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα) Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα) Μπήκα στο χωριό, νύχτωνε πια, οι πόρτες όλες σφαλιχτές, μες στις αυλές τα σκυλιά μυρίστηκαν

Διαβάστε περισσότερα

Ταξινομίες και είδη ερωτήσεων. Δρ Δημήτριος Γκότζος

Ταξινομίες και είδη ερωτήσεων. Δρ Δημήτριος Γκότζος Ταξινομίες και είδη ερωτήσεων Δρ Δημήτριος Γκότζος Κριτήρια ταξινόμησης ερωτήσεων - ταξινομίες Κριτήρια ταξινόμησης Νοητικές λειτουργίες Είδος γνώσης Διδακτικές λειτουργίες Πρόσωπο που τις υποβάλει Φύση

Διαβάστε περισσότερα

Αμερικανική Ακαδημία Λευκωσίας

Αμερικανική Ακαδημία Λευκωσίας aan.ac.cy Αμερικανική Ακαδημία Λευκωσίας Εισαγωγικές Εξετάσεις 2014 Ελληνικά Α Γυμνασίου Διάρκεια Εξέτασης 1 ώρα Οδηγίες Να απαντήσετε σε όλες τις ερωτήσεις. Απαντήστε όσες περισσότερες ασκήσεις μπορείτε

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα

Διαβάστε περισσότερα

Η συγγραφέας Γιώτα Γουβέλη και «Η πρώτη κυρία» Σάββατο, 12 Δεκεμβρίου :21

Η συγγραφέας Γιώτα Γουβέλη και «Η πρώτη κυρία» Σάββατο, 12 Δεκεμβρίου :21 Ημερομηνία 12/12/2015 Μέσο Συντάκτης Link http://now24.gr/ Μαίρη Γκαζιάνη http://now24.gr/i-singrafeas-giota-gouveli-ke-i-proti-kiria/ Η συγγραφέας Γιώτα Γουβέλη και «Η πρώτη κυρία» Σάββατο, 12 Δεκεμβρίου

Διαβάστε περισσότερα

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα»

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα» Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα» Α] Ασκήσεις κλειστού τύπου (Σωστό Λάθος) Για τον Πλάτωνα οι καθολικές έννοιες, τα «καθόλου», δεν είναι πράγματα ξεχωριστά

Διαβάστε περισσότερα

Μεταξία Κράλλη! Ένα όνομα που γνωρίζουν όλοι οι αναγνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας, ωστόσο, κανείς δεν ξέρει ποια

Μεταξία Κράλλη! Ένα όνομα που γνωρίζουν όλοι οι αναγνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας, ωστόσο, κανείς δεν ξέρει ποια Δευτέρα, Ιουνίου 16, 2014 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΞΙΑΣ ΚΡΑΛΛΗ Η Μεταξία Κράλλη είναι ένα από τα δημοφιλέστερα πρόσωπα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Μετά την κυκλοφορία του πρώτου της βιβλίου, "Μια φορά

Διαβάστε περισσότερα

Ταξίδι στις ρίζες «Άραγε τι μπορεί να κρύβεται εδώ;»

Ταξίδι στις ρίζες «Άραγε τι μπορεί να κρύβεται εδώ;» Ταξίδι στις ρίζες Είχε φτάσει πια η μεγάλη ώρα για τα 6 αδέρφια Ήταν αποφασισμένα να δώσουν απάντηση στο ερώτημα που τόσα χρόνια τα βασάνιζε! Η επιθυμία τους ήταν να μάθουν την καταγωγή τους και να συλλέξουν

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΑ Μ-Π-Ο-Ρ-Ω Ν-Α Δ-Ι-Α-Β-Α-Ζ-Ω

ΕΛΛΗΝΙΚΑ Μ-Π-Ο-Ρ-Ω Ν-Α Δ-Ι-Α-Β-Α-Ζ-Ω ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΕΡΟΣ Α : ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 40 μονάδες Μ-Π-Ο-Ρ-Ω Ν-Α Δ-Ι-Α-Β-Α-Ζ-Ω Πώς το κάνεις αυτό; «Μα ακόμα κι ένα παιδί της πρώτης δημοτικού ξέρει την απάντηση», θα πεις. «Λοιπόν, βλέπεις

Διαβάστε περισσότερα