Νίκος Σαραντάκος. Λέξεις που χάνονται. 366 λέξεις, η ερμηνεία και η ιστορία τους ΤΟ ΒΗΜΑ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Νίκος Σαραντάκος. Λέξεις που χάνονται. 366 λέξεις, η ερμηνεία και η ιστορία τους ΤΟ ΒΗΜΑ"

Transcript

1

2 Νίκος Σαραντάκος Λέξεις που χάνονται 366 λέξεις, η ερμηνεία και η ιστορία τους ΤΟ ΒΗΜΑ

3 Περιεχόμενα Πρόλογος... 9 Λ Ε Ξ Ε ΙΣ ΠΟΥ Χ Α Ν Ο Ν Τ Α Ι Βιβλιογραφία Ευρετήριο

4 Πρόλογος Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας περιέχει 366 σύντομα άρθρα, αφιερωμένα σε ισάριθμες λέξεις που χάνονται, που θα σας ταξιδέψουν σε 366 σπάνιες λέξεις, καταταγμένες σε αλφαβητική σειρά, από τον αβαγιανό ώς το ψίκι - λέξη που να αρχίζει από (ομέγα δεν αξιώθηκα να βρω. Λέγοντας «σπάνιες λέξεις», στην προκείμενη περίπτωση, εννοο) λέξεις που να μη συμπεριλαμβάνονται στα δύο μεγάλα ελληνικά λεξικά που κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή, δηλαδή το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη) ή ΛΚΝ και το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Λεξικό Μπαμπινιώτη) ή ΛΝΕΓ. Αυτό ήταν το μοναδικό απαράβατο κριτήριο που υπαγόρευσε την επιλογή των 366 λέξεων του βιβλίου, όσο κι αν θα πείτε, με το δίκιο σας, ότι είναι αυθαίρετο. Διάλεξα τα λεξικά αυτά για τον προφανή λόγο ότι είναι τα πιο διαδεδομένα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα- το μεν ΛΝΕΓ έχει κάνει τις περισσότερες πωλήσεις, το δε ΛΚΝ, που κι αυτό έχει αρκετή διάδοση, είναι ελεύθερα προσιτό σε όλους στο Διαδίκτυο, στον εξαιρετικό ιστότοπο της Πύλης για την Ελληνική Γλώσσα ( Σκέφτηκα πως ένας φιλέρευνος αναγνώστης που θέλει να μάθει κάτι περισσότερο για μια λέξη, το πιθανότερο είναι να ανατρέξει ή στο ΛΚΝ ή στο ΛΝΕΓ Αν δεν βρει τη λέξη ούτε στο ένα ούτε στο άλλο, μπορούμε να πούμε ότι έχουμε μια σπάνια λέξη κατά την έννοια του βιβλίου. Για τα δυο αυτά λεξικά χρησιμοποιώ την ανακριβή αλλά οικονομική περιγραφή τα νεότερα λεξικά. Ό που διαβάζετε στο βιβλίο <)

5 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ για νεότερα λεξικά, χοορίς άλλον προσδιορισμό, να ξέρετε ότι εννοώ το ΛΚΝ και το ΛΝΕΓ. Βέβαια, υπάρχουν και άλλα λεξικά που βγήκαν περίπου την ίδια εποχή με το ΑΚΝ και το ΛΝΕΓ, όποος το Νεοελληνικό Λεξικό του Κριαρά ή το Μείζον Τεγόπουλου Φυτράκη, υπάρχει το λίγο παλιότερο λεξικό του Πάπυρου, υπάρχουν και τα παλιότερα μεγάλα λεξικά μας, του Σταματάκου, του Δημητράκου και της Πρωίας, για να μην πάμε πιο πίσω. Έχουν όμως πολύ μικρότερη διάδοση. Φυσικά, μια λέξη μπορεί να λείπει από τα δυο λεξικά μας επειδή είναι πολύ καινούργια, επειδή είναι νεολογισμός, όπως π.χ. η κινητροόότηση ή ο καλλικρατικός. Η καταγραφή τέτοιων λέξεων έχει το δικό της ενδιαφέρον (στο φόρουμ iexilogia.gr έχουμε ειδικό νήμα συζήτησης, όπου τις καταγράφουμε), αλλά δεν είναι αντικείμενο του βιβλίου αυτού* δεν αναζητώ νιόκοπες λέξεις που να μην έχουν μπει ακόμα στα λεξικά αλλά παλιές, που να μη βρίσκονται πλέον στα λεξικά ή να μην μπήκαν ποτέ τους όχι νεολογισμούς αλλά.., παλαιολογισμούς. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως οποιαδήποτε παλιά λέξη είναι κατάλληλη. Επιδίωξα να διαλέξω σπάνιες λέξεις που, κατά το δυνατόν, να μη βαρύνονται με περιορισμούς χρονικούς, γείογραφικούς και τομεακούς. Εννοο): λέξεις που να ακούγονται ακόμα ή να ακούγονταν κατά τον προηγούμενο αιώνα όχι αρχαίες και μεσαιωνικές λέξεις, εκτός αν συνέχισαν να χρησιμοποιούνται και στα επόμενα χρόνια. Λέξεις που (εκτός εξαιρέσεων) να μην είναι περιορισμένες σε μία μόνο περιοχή της χώρας. Λέξεις που να μην είναι και τομεακά περιορισμένες, δηλαδή, εκτός εξαιρέσεων πάλι, όχι λέξεις της «βαθιάς» τεχνικής ορολογίας: η ναυτική ορολογία έχει χιλιάδες σπάνιες λέξεις, τα λαϊκά ονόματα φυτών είναι επίσης χιλιάδες, οι λέξεις m>v μαστόρων ή των βοσκών το ίδιο, δεν θα είχε νόημα ούτε γούστο να χαθούμε στους λαβυρίνθους της κάθε ειδικής ορολογίας. Ωστόσο, διάλεξα αρκετές λέξεις της «ρηχής» ορολογίας, της ευρύτερα γνωστής. Προσπάθησα να διαλέξω λέξεις που να λέγονται σε περισσότερα από ένα μέρη της Ελλάδας: θέλω να αναδείξω το φαινόμενο ότι μια λέξη που θεωρείται π.χ. αποκλειστικά κρητική ή κερκυράίκή είναι πολλές φορές πανελλήνια ή τουλάχιστον πολυπεριφερειακή, μια και 10

6 ΠΡΟΛΟΓΟΣ ακοιίγεται ενδεχομένως και στην άλλη άκρη της Ελλάδας. Επίσης, λέξεις που να έχουν κάποιο ενδιαφέρον ετυμολογικό (π.χ., δάνεια ή αντιδάνεια) ή ιστορικό, ή να έχουν χρησιμοποιηθεί από κάποιον μεγάλο λογοτέχνη ή να ακούγονται σε κάποιο γνοοστό τραγούδι. Προσπάθησα δηλαδή να βρω λέξεις που να έχω να πω γι αυτές κάτι ενδιαφέρον και τερπνό, λέξεις που να είναι σπάνιες μεν αλλά γνωστές σε ικανό ποσοστό tc o v αναγνωστών. Πάντως, δεν έθεσα αποκλειστικό κριτήριο επιλογής το να είναι μια λέξη ακόμα ζωντανή. Συνειδητά προτείνω αρκετές λέξεις που δεν λέγονται πλέον, όταν υπάρχουν ενδιαφέροντα πράγματα που αξίζει να λεχθούν γι αυτές. Έπειτα, μπορεί μια λέξη να μην τη χρησιμοποιούμε ενεργητικά, αλλά να τη συναντάμε, π.χ., σε ποιήματα, τραγούδια, λογοτεχνικά έργα: το καραντί λίγοι το λένε, αλλά το έχει τραγουδήσει όλη η Ελλάδα. Άλλοτε μια ιδιωματική λέξη έρχεται ξαφνικά στην επικαιρότητα επειδή χρησιμοποιείται από έναν πολιτικό, όπως η γράνα, ή επειδή μπαίνει θέμα σε πανελλήνιες εξετάσεις, όπως η ντοντιά. Από την άλλη, αναγνώριζαν επίσης ότι η διατύπωση «λέξεις που χάνονται» του τίτλου δεν ισχύει για όλες τις λέξεις του λημματολογίου. Ορισμένες είναι ολοζοόντανες και κακώς δεν συμπεριλαμβάνονται στα νεότερα λεξικά. Βέβαια, το βιβλίο αυτό δεν έχει σκοπό να αποτελέσει τη «μαύρη βίβλο» που συγκεντρο5νειτις λέξεις που κακοός παρέλειψαν τα δύο μεγάλα νεότερα λεξικά μας ή και τα παλιότερα. Σε πολλές περιπτώσεις θα δείτε πως επισημαίνω ότι καλώς δεν συμπεριλαμβάνεται η τάδε λέξη στα νεότερα λεξικά- πιστεύο) πάντίος ότι η λεξικογραφία μας πράγματι περιφρονεί ελαφρίός τις λαϊκές και καθημερινές λέξεις. Είναι κι αυτό, θαρρο), απόρροια της αντίληψης ότι η νέα γλώσσα είναι τάχα παρακατιανή και ωχριά μπροστά στα αρχαία ελληνικά. Είναι επίσης συνέπεια του ότι οι λαϊκές λέξεις λεξικογραφούνταν δυσκολότερα. Παρεμπιπτόντως, τα λεξικά δεν είναι ο ασφαλέστερος οδηγός για να διαπιστώσουμε αν μια λέξη είναι ακμαία και ζωντανή, ή αν αντίθετα είναι ετοιμοθάνατη ή νεκρή. Χρειάζεται και έρευνα σε σώματα κειμένιον. Αν βρούμε εμφανίσεις της λέξης σε σημερινά κείμενα, και ιδίως σε σημερινά συμφραζόμενα, συμπεραίνουμε μη 11

7 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ εξαφανισμένη τη λέξη, όπως ο ζωολόγος ανακοινώνει ότι υπάρχουν ακόμα πληθυσμοί του χρυσαετοΰ και του αργυροπελεκάνου στον τάδε βιότοπο. (Βέβαια, τις λέξεις κάποιοι τις ξεθάβουν, αλλά ας μη γίνουμε μακάβριοι.) Φυσικά, η επιλογή του λημματολογίου του βιβλίου είναι υποκειμενική. Εδώ που τα λέμε, πώς θα μπορούσε να μην είναι, αφού το ζητούμενο ήταν να επιλεγούν 366 σπάνιες και ενδιαφέρουσες λέξεις από τις πολύ περισσότερες υποψήφιες. Αλλά και γενικότερα στη γλώσσα είμαστε περισσότερο υποκειμενικοί απ όσο συνειδητοποιούμε. Ένα παράδειγμα είναι οι ντοπιολαλιές. Νομίζουμε ότι μια λέξη είναι πανελλήνια, επειδή έχουμε γαλουχηθεί μαζί της, ενο5 στην πραγματικότητα είναι γνωστή σε στενότερο κύκλο. Θυμάμαι το παράδειγμα του σαλονικιού δασκάλου, που έτυχε να διδάξει σε τάξη με παιδιά από την Αθήνα - σε μια άσκηση τους έβαλε τις λέξεις όζα (το βερνίκι των νυχιών) και παϊτόνι (το αμαξάκι) και δοκίμασε μεγάλη έκπληξη όταν συνειδητοποίησε ότι κανένα παιδί δεν τις γνώριζε. (Το ίδιο έπαθα κι εγώ όταν διαπίστωσα πως κανείς από τους γνωστούς μου δεν γνώριζε τη λέξη πρωτοφονήοιμος για τα φρούτα, που την είχα μάθει πολύ μικρός από τη μυτιληνιά γιαγιά μου.) Βέβαια, το παϊτόνι και η όζα δεν υπάρχουν στο βιβλίο αυτό, επειδή βρίσκονται στο Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, άρα εξ ορισμού αποκλείονται. Υπάρχει και ο αντίστροφος υποκειμενισμός: να νομίζεις πως μια λέξη ανήκει αποκλειστικά στη μητρική ντοπιολαλιά σου και στην πραγματικότητα να ανήκει σε πολλές άλλες- θυμάμαι την έκπληξη που δοκίμασε ένας κερκυραίος φίλος όταν βρήκε το σκουτί, που το θεωρούσε ατόφιο κερκυραϊκό, σε μια συλλογή «ευρυτανικών» λέξεων (εδίο χρειάζονται τα εισαγωγικά γιατί το σκοντί είναι πανελλήνια λέξη). Στα πιο πάνω κριτήρια έκανα μερικές εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, έκανα συνειδητά εξαίρεση στον κανόνα να μη διαλέγω λέξεις που να λέγονται αποκλειστικά σε μία περιοχή- διάλεξα λοιπόν από τις μεγάλες διαλέκτους (επτανησιακή, κρητική, ποντιακή, κυπριακή) μερικές λέξεις που ίσως δεν είναι γνωστές αλλού, έτσι για γεύση, π.χ. το επτανησιακό μπιστιού, τα ποντιακά καρτόφια, την κυπριακή τσαέρα, τον κρητικό μπέτη. Όμως αυτές οι εξαιρέσεις είναι μετρημένες στα δάχτυλα. 12

8 ΙΙΡΟΛΟΓΟΣ Εξαιρέσεις έκανα και στον κανόνα που απορρίπτει τους νεολογισμούς ας πούμε, έχω βάλει μια λέξη που δεν είναι βέβαια νεολογισμός αλλά πάντως είναι σχετικά φρέσκια, μεταπολεμική: τη λέξη φούφοντος. Έχω ακόμα τρεις λέξεις που τις συμπεριλαμβάνει το λεξικό Μπαμπινιώτη (άρα παραβιάζουν τον «απαράβατο» κανόνα), όμως με άλλη σημασία ή τύπο, ενώ τη λέξη γαζέτα την είχε το ίδιο λεξικό σε προηγούμενες εκδόσεις, αλλά στην τελευταία έκδοση την αφαίρεσε: αυτό τον εξοβελισμό τον θεώρησα τεκμήριο σπανιότητας και έτσι συμπεριέλαβα τη λέξη στη συλλογή. Είναι αλήθεια ότι σχεδόν τα τρία τέταρτα των λέξεων του λημματολογίου είναι γλωσσικά δάνεια, αλλά αυτό είναι επόμενο σε ένα δείγμα με σπάνιες και ενδιαφέρουσες λέξεις. Ο γλωσσικός δανεισμός είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά φαινόμενα και, σε αντίθεση με τον οικονομικό υπερδανεισμό, δεν καθηλώνει αλλά αναζθ)ογονεί - δείτε την αγγλική, η οποία χάρη στον εύκολο δανεισμό από παντού απέκτησε το πλουσιότερο λεξιλόγιο από όλες τις σύγχρονες γλώσσες. Κι έπειτα, πώς θα λογαριάσεις τις λέξεις που έχουν περάσει από σαράντα κύματα; Το κάσαρο, λόγου χάρη, που ξεκίνησε από το λατινικό castrum, πέρασε στο βυζαντινό κάστρον, από εκεί στο αραβικό qasr, ύστερα στο βενετικό cassaro και στερνά στο νεοελληνικό κάσαρο, τι θα το λογαριάσουμε; Λατινική, αραβική, βενετική ή ντόπια λέξη; Ή μήπως με ποσοστά; Αχαρο δεν είναι αυτό το μπακαλίκι; Ωστόσο, ομολογώ πως στην επιλογή ήμουν μεροληπτικός αφενός, έχω πολλά αντιδάνεια (κάπου τριάντα), επειδή τυχαίνει να ασχολούμαι εδώ και καιρό με αυτό το φαινόμενο κι έτσι είχα πολύ έτοιμο υλικό. Κι έπειτα, έδειξα μεροληψία στην επιλογή αποσπασμάτων από τη λογοτεχνία: υπεραντιπροσωπεύονται λογοτέχνες, σαν τον Παπαδιαμάντη - εδώ είναι θέμα ευτυχούς συνάντησης: η αγάπη μου και η γνώση μου για το έργο του συναντάει την ύπαρξη γερών βοηθημάτων (την κριτική έκδοση των Απάντων και το Ετυμολογικό γλωσσάρι του Κ. Καραποτόσογλου). Και ο Κοτζιούλας έχει έντονη παρουσία, επειδή έδινε μεγάλη προσοχή στην ντοπιολαλιά και επειδή έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα με το έργο του και ετοιμάζω μια μελέτη για το λεξιλόγιό του. 13

9 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Για πολλές από αυτές τις λέξεις θα μπορούσα να πω πολΰ περισσότερα, αλλά προτίμησα τα πολλά και σύντομα άρθρα παρά τα λιγότερα και μεγαλύτερα. Έτσι, έβαλα όριο τις 200 λέξεις (αν και έγινε υπέρβαση σε λίγες περιπτώσεις). Μέσα σε τρεις παραγράφους και 200 λέξεις δεν μπορώ πάντοτε να πω όσα θα ήθελα, ελπίζω όμως να έχω κάνει μια ικανοποιητική παρουσίαση που θα σας ανοίγει την όρεξη να ερευνήσετε περισσότερο. Γιατί άραγε 366 λέξεις; Η απλή απάντηση είναι: επειδή τόσες μέρες έχει ένας χρόνος (με πρόβλεψη για τα δίσεκτα). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει να διαβάζει κανείς ένα άρθρο την ημέρα, ούτε ότι το βιβλίο θα αυτοκαταστραφεί μόλις περάσει ένας χρόνος, αντίθετα θα διατηρήσει όλη την... ανεπικαιρότητά του και τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, το βιβλίο δεν είναι ανάγκη να το διαβάσετε μονοκοπανιά ή από την αρχή ώς το τέλος - αφού τα άρθρα είναι αυτοτελή, μπορείτε να το πιάνετε και να το αφήνετε- νομίζω ότι είναι καλό για βιβλίο κομοδίνου. Μπορεί επίσης να το βρείτε χρήσιμο σαν βάση για παιχνίδια συναναστροφών με την παρέα σας. Σε κάθε περίπτωση θα είναι χαρά και τιμή μου αν διασκεδάσετε διαβάζοντας το βιβλίο, αν η περιπλάνησή σας στις λιγότερο χαρτογραφημένες περιοχές του λεξιλογίου μας, στις λέξεις που χάνονται, αποδειχτεί τερπνή και ωφέλιμη, γιατί όχι και συναρπαστική. (Ακόμα μεγαλύτερο καμάρι θα νιώσίο αν αρχίσετε να χρησιμοποιείτε κάποιαν από τις λέξεις του βιβλίου- μερικές από αυτές είναι λέξεις πραγματικά χρήσιμες, με την έννοια ότι δεν υπάρχει ακριβές συνώνυμό τους.) Μια διευκρίνιση: για το καθένα από τα αρθράκια των 200 (το πολύ) λέξεων, χρειάστηκε να ερευνήσω και να συμπυκνώσω πολλαπλάσιο υλικό' απέφυγα τον υπομνηματισμό, γιατί, αν ήθελα να τεκμηριώσω σχολαστικά κάθε παράθεμα, θα έπρεπε να βάλω πάνω από χίλιες υποσημειώσεις, κάτι που δεν θα ταίριαζε σε ένα βιβλίο κομοδίνου, αλλά μάλλον σε διατριβή. Αυτό δεν είναι υπεκφυγή για να σας πλασάρω αστήρικτες εικασίες. Όπου έχω κάποιον ισχυρισμό που ξεφεύγει από τα όσα λένε τα βασικά έργα αναφοράς, αναφέρω την πηγή. Κι αν κάπου έχετε απορία, μπορείτε να μου στείλετε ηλεμήνυμα στο sarant@pt.lu και θα πάρετε απάντηση! 14

10 11Ρ0Λ 0Γ0Σ Και αυτό το βιβλίο μου, όπως και τα δύο προηγούμενα, το Γλώσσα μ ετ εμποδίοιν και το Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, οφείλει πολλά στο Διαδίκτυο. Καταρχάς, αρκετά άρθρα (όχι πολλά όμως) πρωτοδημοσιεύτηκαν στο ιστολόγιο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία (sarantakos.wordpress.com) και ο σχολιασμός από τους φίλους επισκέπτες υπήρξε πολύτιμος. Ακόμα, στο γράψιμο του βιβλίου έχω χρησιμοποιήσει πόρους που προσφέρονται στο Διαδίκτυο και ιδίως τη μηχανή αναζήτησης Γκουγκλ. Αν ξέρει κανείς να διαβάσει τα αποτελέσματα των αναζητήσεων μπορείνα βγάλει πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα, μια και η αναζήτηση γίνεται σε ένα τεράστιο σώμα κειμένων. Ειδικότερα, η δυνατότητα αναζήτησης μέσο;) Γκουγκλ στο κείμενο παλιών βιβλίων (books.google.com) μπορεί να βοηθήσει καθοριστικά όποιον καταπιάνεται με την ιστορία των λέξεων, αν και -τουλάχιστον για την ελληνική γλώσσα- οι περισσότερες πηγές εξακολουθούν να βρίσκονται εκτός Διαδικτύου και εκτός επίγραμμικής πρόσβασης (όεν είναι ονλάιν, ελληνιστί). Ευχάριστο') θερμά τους συναδέλφους και φίλους Τάκη Δρεπανιώτη και Νίκο Λίγγρη, στυλοβάτεςτου διαδικτυακού μεταφραστικού φόρουμ Λεξιλόγια ( που διάβασαν το τελικό δακτυλόγραφο και έκαναν πολλές χρήσιμες υποδείξεις, τον συνάδελφο και φίλο Σάκη Σεραφείμ, επίσης εκλεκτό στέλεχος της Λεξιλογίας, για τη βοήθειά του στην τεκμηρίωση, καθο5ς και τον συνάδελφο και φίλο Νίκο Λυκιαρδόπουλο που διάβασε μια πρώτη μορφή του κειμένου και που μαζί του είχα χρήσιμες συζητήσεις για τη μεθοδολογία του βιβλίου. Η φίλη Ηρο) Δια μαντού ρου και ο Θωμάς Σύψας, που είναι και συντελεστές του λεξικογραφικού ιστότοπου slang.gr, διάβασαν ένα μέρος του κειμένου και έκαναν χρήσιμες προτάσεις- από το slang.gr, που το θεο)ρώ έξοχο συλλογικό εγχείρημα και όχι μόνο για την αργκό, έχω αντλήσει αρκετό υλικό του βιβλίου. Πολύ χρήσιμη στάθηκε επίσης η επικοινωνία, μέσω ηλεταχυδρομείου, με φίλους, όπως ο Yusuf Gnrsey, ο Νίκος Κούρκουλος, ο Βάιος Λιαπης, ο Παναγιώτης Μοσχοβίτης, ο Μαρίνος και ο Γιώργος Σαρηγιάννης. Πρέπει να εξάρω την πολύτιμη βοήθεια του γλωσσολόγου ετυμολόγου Κώστα Καραποτόσογλου, ο οποίος έλυσε αρκετές 15

11 a i:hi;il h o y χ λ ν ο ν τ λ ι απορίες μου με σχόλιά του στο ιστολόγιο sarantakos.wordpress.com και με προσωπική επικοινωνία. Ευχαριστίες οφείλω φυσικά στον Γιάννη Νικολόπουλο, των Εκδόσειον του Εικοστού Πρώτου, που όχι μόνο αγκάλιασε την ιδέα του βιβλίου αλλά και με εύστοχες προτάσεις συνδιαμόρφωσε τη δομή του. Επίσης, στους πολλούς φίλους, επισκέπτες και τακτικούς σχολιαστές του ιστολογίου μου, που με βοήθησαν καθοριστικά στη διερεύνηση της σημερινής χρήσης και της εξάπλωσης σπάνιων λέξεων - πολλές συζητήσεις μας μετατράπηκαν σε αληθινά εργαστήρια διαλεκτολογικής έρευνας και μου επέτρεψαν να συνειδητοποιήσω καθαρότερα ότι λέξεις που θεωρούνται περιορισμένες τοπικά στην πραγματικότητα απούγονται σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χοόρου. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν. Επαναλαμβάνοντας την τελευταία παράγραφο από την αντίστοιχη ενότητα του προηγούμενου βιβλίου μου, θέλω να εκφράσο), τέλος, ευχαριστίες στους γονείς μου που δεν στραβομουτσούνιασαν όταν εγκατέλειψα την ευθεία οδό της καριέρας του μηχανικού για τον αβέβαιο ωκεανό της γλώσσας, και ειδικότερα στον πατέρα μου Δημήτρη Σαραντάκο που με ενθάρρυνε και με κέντριζε να γράφω όλα αυτά τα χρόνια σημειοόματα για το περιοδικό Φιοτίκι που έβγαζε. Τέλος, στη γυναίκα μου Αγγελική και στις κόρες μου, την Εύη και την Αννα, που ομορφαίνουν τη ζωή μου και δεν δυσανασχετούν όταν ασχολούμαι με αλλότρια. Νίκος Σαραντάκος Η>

12 Λέξεις που χάνονται

13 ΥΠΟΜΝΗΜΑ λ. = λέξη ρ. = ρήμα φρ. = φράση *(λέξη): πριν από μία λέξη, ο αστερίσκος σημαίνει ότι η λέξη αυτή είναι αμάρτυρη, δηλαδή δεν εμφανίζεται σε κείμενα, αλλά η ύπαρξή της τεκμαίρεται έμμεσα. (λέξη)*: έπειτα από μια λέξη, ο αστερίσκος σημαίνει ότι η λέξη αυτή είναι λήμμα του βιβλίου. Δεν διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου, παρά μόνο σε λίγες περιπτώσεις όπου κρίθηκε ότι εκφράζει την ατμόσφαιρα της εποχής. Μία από αυτές είναι ο τίτλος της Οδνοκιας του Καζαντζάκη. IS

14 αβαγιανός Ταιριάζει να αρχίσουμε την περιήγησή μας στο περβόλι των σπάνιων λέξεων μ ένα λουλούδι! Ο αβαγιανός είναι η αγριολεβάντα, αρωματικό φυτό με μπλε λουλούδια. Από τχ\ βαγιά, που ανάγεται στο αρχαίο βαΐς, λέξη κοπτικής καταγωγής* από την ίδια λέξη και τα βάγια. Ο αβαγιανός ακούγεται κυρίως στη Λέσβο, αλλά και στη λογοτεχνία χρησιμοποιείται. Μόνο το μνημειώδες Ελληνοαγγλικό λεξικό του Γεωργακά, από το οποίο έχει εκδοθεί μόνο το γράμμα Α, έχει τη λέξη. Είναι και επιόνυμο. Επειδή ο αβαγιανός ανθίζει κοντά στο Πάσχα, είναι από τα κατεξοχήν λουλούδια του πασχαλιάτικου διάκοσμου, ιδίως στον Επιτάφιο: «Ύστερα ερχόταν το κουβούκλιο από τον Επιτάφιο, χαμένο κάτω από τις βιόλες και τους αβαγιανούς» (Μυριβήλης, Ο Βαοίλης ο Αρβανίτης), ή: «Η δάφνη, η μυρσίνη, ο βασιλικός, το δεντρολίβανο, ο αβαγιανός, ήτανε αγιασμένα» (Κόντογλου). Τη λέξη τη χρησιμοποιεί κατ επανάληψη, σαν μοτίβο, ο Δ. Λιαντίνης: «Στους δρόμους που γκιζέριζα καθώς γιουδαίοι και ατσίγγανοι / ό,τι έσπερνες εθέριζα, αβαγιανούς και ρίγανη». Και ο Π. Κριναίος: «ν αποθέσει στα πόδια της Θεοτόκου ένα μάτσο από αβαγιανό και θυμάρι» - αντέχεται τόση ευωδιά; αβοκάτος Ο δικηγόρος. Και αβονκάτος. Και ως εποονυμο. Η λέξη δεν υπάρχει στα σημερινά λεξικά, ούτε στον Δημητράκο, παρά μόνο στον Πάπυρο. Δάνειο από το ιταλικό awocato που σημαίνει το ίδιο, και που ανάγεται στο λατινικό advocare. Η λ. μπήκε στη γλώσσα μας με τη Φραγκοκρατία (πρώτη εμφάνισή της στο Χρονικόν τον Μορέως) και δεν περιορίστηκε στα Επτάνησα και την Κρήτη, αλλά έγινε πανελλήνια - και στα ποντιακά είναι αβονκάτος, αλλά μέσω τουρκικών (avukat). Καθώς πρόκειται για «θεσμική» λέξη, εύκολα αντικαταστάθηκε από τον δικηγόρο μόλις φτιάχτηκε το νεοελληνικό κράτος και τα δικαστήρια άρχισαν τη λειτουργία τους. Σήμερα χρησιμοποιείται 19

15 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ σπάνια και συνήθο>ς περιπαικτικά. Όταν ο Μακρυγιάννης παραπονιέται ότι επί Όθωνα, με τις διώξεις των αγωνιστών, «θησαύρισαν οι κριταί μας και οι αβοκάτοι μας», χρησιμοποιεί τη λέξη που ήταν ακόμα σε χρήση. Ό ταν όμως ο Παλαμάς, το 1909, στα Σατιρικά γυμνάσματα γράφει «οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι, κομματάρχηδες και κοτσαμπασήδες», χρησιμοποιεί επίτηδες τον παλιωμένο και ξενόφερτο όρο μειωτικά, για δείνωση. Αν ο αβοκάτος έχει σχεδόν ξεχαστεί, τα τελευταία χρόνια μπήκε στη ζωή μας το αβοκάντο, ο μεξικάνικος καρπός. Πρόκειται για παρετυμολογία: στη γλώσσα των Αζτέκων ήταν ahuakatl, στα μεξικάνικα ισπανικά aguacate, και παρετυμολογήθηκε στα καστιλιάνικα ως avogado (δικηγόρος) και στα αγγλικά avocado. αγγρίζω Αγγρίζο) θα πει ερεθίζω, ενοχλώ' προκειμένου για ζώα, βρίσκομαι σε περίοδο οργασμού. Άγγρισμα είναι, σύμφιονα με τον ορισμό του Σεφέρη στο Βνσσινί τετράδιο, «η καύλα των ζώων», αλλά για ανθρο> πους είναι η δυσαρέσκεια. Αγγρισμένο άλογο είναι το ερεθισμένο, είτε σεξουαλικά είτε αλλιώς. Όλες o l λέξεις αυτής της οικογένειας βρίσκονται γραμμένες και με «γκ», αγκρίζω κτλ. Ετυμολογούνται από το αρχαίο αγρίζω, από το άγριος. Στο Άξιον Ε στίτου Ελύτη υπάρχει ο στίχος: «ιδού εγώ καταντικρύ [...] της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε, γαστέρας το άγγρισμα», ενώ ο Καπετάν Μιχάλης του Καζαντζάκη «χτυπούσε μανιασμένος το μαστίγι, και τ άλογα χλιμιντρούσαν αγγρισμένα κι έτρεχαν». Και: «Η μάζα παφλάζει, ένα πελώριο, άγριο, αγκρισμένο ζθ)θ που ξεχειλίζει από χυμούς», σε πρόσφατη μετάφραση του Ελίας Κανέτι από την Τζένη Μαστοράκη. Οι λέξεις αυτές είναι ζιοντανές τουλάχιστον στην Κρήτη, στη Λέσβο και ιδίως στην Κύπρο, όπου συχνά βρίσκουμε τη λ. αγγρισμένος με τη σημασία «θυμωμένος» σε εφημερίδες και ιστολόγια, π.χ. «είναι αγγρισμένος γιατί έχασεν» (στις εκλογές). Μερικοί μάλιστα έχουν την εντύπωση ότι πρόκειται για πρόσφατο δάνειο από το αγγλικό angry! 20

16 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ αγκλιά Αγκλιά είναι σκεύος με το οποίο αντλούμε νερό ή μεταγγίζουμε νερό ή άλλο υγρό από το ένα δοχείο στο άλλο- ειδικότερα, αντλιά είναι η κομμένη στα δυο ξερή νεροκολοκύθα που χρησίμευε παλιότερα σαν πρόχειρο αντλητήρι, π.χ, για κρασί ή άλλο ποτό- συνεκδοχικά, αγκλιά είναι η ποσότητα που αντλείται. Η λ. ετυμολογείται από το αρχαίο αντλία > αντλιά > αγκλιά. Υπάρχει και ρ. αγκλώ. Σχεδόν πανελλήνια κάποτε. Σε ένα δημοτικό τραγούδι, η κόρη βγάζει νερό από το πηγάδι και, σε μια από τις παραλλαγές, «σαράντ αγκλιές ανέσυρε και δεν ανατρανίζει [δεν σηκώνει τα μάτια]». Σε πρόσφατο μυθιστόρημα (Ελένη Τσαμαδού, Ο χορός των μυστικών), διαβάζω: «Ξεκούμποοσε το πουκαμισάκι της, πήρε λιγουλάκι νερό με την αγκλιά και έβρεξε το πρόσωπο και το λαιμό της». Σε υποσημείωση εξηγείται ότι την ξερή κολοκύθα «την ανοίγουν και μοιάζει με μεγάλη κουτάλα, για να παίρνουν το νερό από τον κουβά». Πολύ φυσικό ήταν και η ίδια η νεροκολοκύθα να ονομαστεί αγκλιά, ακόμα κι όταν δεν χρησιμοποιείται κομμένη στα δυο. Σε αναμνήσεις διάβασα ότι τα παιδιά μάθαιναν κολύμπι με «ένα ζευγάρι αγκλιές» - λύση πιο οικολογική από τα πλαστικά μπρατσάκια που έχουμε σήμερα. αζάπης Ο αζάπης, λένε τα παλιότερα λεξικά, είναι ο ανύπαντρος, ο ελεύθερος, ο ατίθασος είναι όμως και ο καημένος, ο δυστυχισμένος. Το μπέρδεμα οφείλεται στο ότι στην πραγματικότητα έχουμε δύο λέξεις, και τις δυο δάνεια, την πρώτη από το αραβοτουρκικό azab- azap (στρατιώτης ή ναύτης Τούρκος, υποχρεωμένος να μένει άγαμος) και τη δεύτερη, παλαιότερη, από το αραβικό azap = τιμωρία, βασανιστήριο. Γι αυτό, σε παλιότερα λεξικά υπάρχουν δύο χωριστά λήμματα για τον αζάπη. Είτε με τη μια σημασία είτε με την άλλη, ο αζάπης είχε ευδόκιμη σταδιοδρομία στην ελληνική ποίηση, διότι ικανοποιεί μια βασική 21

17 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ ανάγκη: είναι μια από τις λιγοστές βολικές λέξεις που κάνει ρίμα με την αγάπη (μαζί με τον αράπη, τον σατράπη και μερικές ακόμα). Πολύ συχνός είναι στον Ερωτόκριτο και τα άλλα κρητικά της εποχής, με τη σημασία του καημένου, π.χ. Σ τούτην την παίόαν ήτονε κι ο Ερωτόκρι- τος ο αζάπης! θνμώντας τα σνχνιά σνχνιά τα λόγια της Αγάπης. Με την πραίτη σημασία, ακόμα ακούγεται το ποίημα Γόης του μεγάλου γόη της ελληνικής ποίησης, του Ρώμου Φιλύρα, που τον τρέλανε ο μαστροπός λαός:' Εγώ είμαι ο πλανερός αζάπης / που στήνω βρόχια της αγάπης και την τσακώνίο στη βραγιά, / και την πλανεύω με λογάκια που ξέρουν μόνο τα πουλάκια / για να τα λεν μες τη φωλιά. αθάσι Αθάσι είναι το αμύγδαλο, ιδίως το νωπό ή το αφράτο αμύγδαλο. Η λ. δεν υπάρχει στα νεότερα λεξικά, και εδώ που τα λέμε δεν πρέπει να λέγεται και πάρα πολύ στην εποχή μας στα ελλαδικά ελληνικά, αλλά στην Κύπρο ακούγεται συχνότατα. Αν όμως η λέξη επιζεί στην Κύπρο, η καταγωγή της, όπως ίσως υποψιαστήκατε, είναι από τη Θάσο! Οι αρχαίοι τα αμύγδαλα τα ονόμαζαν και «θάσια κάρυα», επειδή πολύ καλά αμύγδαλα έβγαζε η Θάσος (και το κάρνα που σημαίνει «καρύδια» ήταν επίσης γενικός όρος για όλους τους καρπούς με κέλυφος). Ό πω ς έχει συμβεί πάμπολλες φορές, το ουσιαστικό εξέπεσε και το επίθετο ουσιαστικοποιήθηκε, έτσι στα νεότερα χρόνια τα αμύγδαλα ειπώθηκαν και θάσια ή θιάσια. Οι Βυζαντινοί είχαν ένα αναψυκτικό από αμύγδαλα, ίσως ανάλογο της σουμάδας, που το έλεγαν θασόρροφον. Αθασιά, φυσικά, λέγεται η μυγδαλιά. Δοκιμάστε λοιπόν να πείτε τον εξής κυπριακό γλωσσοδέτη: «Η αθασιά της Αϊσιές αν έσιει αθάσια ας έσιει!» J. Με την υποχώρηση της παραδοσιακής ποίησης, ο αζάπης ξεχάστηκε. "Ισως ξανανιώσει τώρα που η ομοιοκαταληξία έχει κάνει ορμητικήν επάνοδο. Τον βρίσκω παντιος αε πεζογράφημα του νεότερου συγγραφέα Σάκη Σερέφα. 22

18 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ αθιβολή Λέξη με πολλές σημασίες, αθιβολή είναι η αμφιβολία* ο λόγος, η συζήτηση' αλλά και η μνεία για κάποιον, π.χ. «χτες βράδυ είχαμε τη αθιβολή σου», δηλαδή, συζητούσαμε για σένα1είναι όμως και η σκέαμη ή η θύμηση. Από το μεσαιωνικό αμφίβολη < αμφιβολία. Η λέξη είναι εμβληματική του κρητικού ιδιώματος, αν και ακουγόταν παλιότερα και σε άλλες περιοχές. Συχνό μοτίβο σε δημοτικά τραγούδια είναι το «αθιβολή δεν είχανε κι αθιβολή ευρήκαν» (δηλαδή θέμα για συζήτηση), ενο5 για κάποιον που φέρεται εκκεντρικά λένε πως «έγινε αθιβολή της γειτονιάς». Φυσικά, η λ. είναι συχνή στις μαντινάδες, π.χ. «Αν τύχει και μου φέρουνε αθιβολή για σένα, ξανοίγω αλλού να μη φανούν τα μάθια μου κλαμένα». Και «αθιβολές μέσα στη νύχτα μού ταράζουνε το νου», τραγούδησαν οι Χάίνηδες. Αθιβολές λέγονται και οι ευτράπελες διηγήσεις, και είναι συχνός τίτλος σε συλλογές ανεκδότων, συχνά γραμμένων σε τοπικό ιδίωμα. Ξαδερφάκι της αθιβολής είναι η λεσβιακή αφλονγή (αμφίβολη > αφιβολή > αφλουγή) και σημαίνει κουτσομπολιό, κουβεντολόι, δηκτικό σχόλιο. Συχνός τίτλος σε στήλες παραπολιτικών σχολίων στις τοπικές εφημερίδες. αΐλανθος Και άιλαντος και αειλανθος, μια σπάνια λέξη για ένα μάλλον κοινό δέντρο, ιθαγενές της ανατολικής Ασίας, που όμως ευδοκιμεί στην Ελλάδα, όπου εισήχθη στα χρόνια του Όθωνα. Το βοτανικό του όνομα είναι Ailanthus altissima, από το ailanto ή aylanto, λ. ινδονησιακής γλώσσας που σημαίνει «δέντρο του ουρανού». Η γραφή ailanthus/άίλανθος είναι παρετυμολογική προσαρμογή στο «άνθος», ενώ η γραφή «αειλανθος» στο «αεί». Περιέργως, τα νεότερα λεξικά δεν έχουν τη λέξη. Το λαϊκό του όνομα είναι βρομοκαρνόιύ, επειδή πράγματι είναι δύσοσμο. Σε άρθρο του, το 1946, ο Κ. Καρθαίος ομολογούσε ότι 23

19 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝ ΤΑΚΟΣ «όποιος θελήσει να το μνημονέψει με το κοινό του όνομα σε λογοτεχνικό κείμενο, θα βρεθεί σε δύσκολη θέση. Μα στη βοτανική το βρίσκουμε μ ένα πολύ ωραίο όνομα. Λέγεται άίλαντος». Ο Οδυσσέας Ελύτης το απαθανάτισε στα Ρω τον έρωτα: «Φθινόπωρο και πάλι μού γυρίζει ο νους / στην ξύλινη παράγκα με τους α'ιλανθους». Ο α'ίλανθος αναπτύσσεται γρήγορα και φτάνει σε ύψος τα 20 μέτρα και τον προτιμούν για αναδασώσεις. Είναι όμως χωροκατακτητικό είδος, δηλαδή εκτοπίζει τα ντόπια. Κάποιοι, υπερβάλλοντας μάλλον, έγραψαν ότι σε πενήντα χρόνια η Ελλάδα θα έχει γίνει ένα απέραντο δάσος από αίλανθους! ακράνης Ακράνης είναι ο φίλος, ο συμπολεμιστής, ο σύντροφος. Η λ. είναι δάνειο από το τουρκικό akran, που σημαίνει «συνομήλικος», «όμοιος»* αραβικής αρχής. Δεν ακούγεται πια στις μέρες μας, αλλά τα παλιότερα λεξικά την έχουν. Τη βρίσκουμε σε ακριτικό τραγούδι από την Κάρπαθο, όπου «κι ο Κωσταντίνος ο μικρός ας ελιανοτραούει τ ακράνη του τ Ανδρόνικου του νιου του παινεμένου». Ο ακράνης αποδίδει ακριβώς το αρχαίο εταίρος, και γι αυτό το χρησιμοποίησαν πολύ οι Καζαντζάκης-Κακριδής στις ομηρικές μεταφράσεις τους, π.χ. «σέρνει φωνή κι ανακαλέστηκε τον γκαρδιακό του ακράνη» (Ψ 179), ή «Ευτύς φωνάζει του Αλκιμέδοντα, του γκαρδιακού του ακράνη» (Ρ 500), ή «που τον τρανό, καλόκαρδο, σου χει σκοτώσει ακράνη» (Φ 96). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το ομηρικό κείμενο έχει εταίρος. Ο Σταύρος Βαβούρης σχολίασε ειρωνικά σε δικό του ποίημα τη χρήση αυτής της λέξης (μιλώντας για τον Πυλάδη):2 «Ο Ορέστης θα ταν σε όλα / ακράνης του που λένε κολλητός / ο Κακριδής κι ο Καζαντζάκης στην Ιλιάδα τους». 2. Κι ύστερα, έπειτα, μετά ή Σχόλιο στους μετα-τραγικονς Ατρείδες, περιοδικό Λέξη τχ

20 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ αλικοντίζοο Αλικο ντίζω ή αλικουντίζω ή αλικουντάω σημαίνει εμποδίζω κάποιον, τον καθυστερώ, του παρεμβάλλω προσκόμματα, τον κάνω να σταματήσει τον δρόμο του ή να αναβάλει μια δουλειά. Είναι δάνειο από το τουρκικό ρ. alikomak, που σημαίνει «κατακρατο5», «εμποδίζω», ή μάλλον από τον αόριστό του, alikodim. Σπάνιο σήμερα. «Με τα τέσσερα καριοφίλια τους γυρεύουν ν αλικοντίσουν τις χιλιάδες τους Τούρκους που ροβόλαγαν πήχτρα να περάσουν το γεφύρι», περιγράφει ο Δ. Φωτιά δη ς (Καραϊσκάκης) τη μάχη στην Αλαμάνα. Και στην ερωτική αντιζηλία, αχον Πύργο τον Α κροπόταμον του Χατζόπουλου, η Μαριώ «βάζει όλα της τα δυνατά να μπει παντού εμπρός από την Κούλα, να την παραμερίσει ή τουλάχιστο να την αλι.κοτήσει». Σε μια κρητική εφημερίδα διάβασα ότι «η φτιυχεια δεν αλικοντίζει την ευτυχία». Αλικοντίζομαι, στη μέση φωνή, σημαίνει «δεν καταφέρνω να κάνω τη δουλειά που έχω ξεκινήσει», όπως στο δίστιχο «Ήμουν για να πηγαίνω και μπαρκαρίστηκα / κι είδα τα δυο σου μάτια κι αλικοντίστηκα» ή «Κανονικά θα είχα τελειώσει, αλλά μου ήρθαν μουσαφίρηδες κι αλικοντίστηκα». αλιτζές Ο αλιτζές είναι το ξανθότριχο, το πυρρόξανθο άλογο. Λέξη καθιερωμένη στην πολύ πλούσια και τυποποιημένη ιππική ορολογία, υπάρχει σε μερικά παλαιότερα λεξικά και χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία, τόσο σαν ουσιαστικό (ένας αλιτζές) όσο και σαν επίθετο για το χρώμα του αλόγου (το αλιτζέ άλογο). Παρόλο που ακούγεται τουρκογενής, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη πρόκειται για δάνειο από το γαλλικό alezan, που δηλώνει αυτό ακριβώς το χρώμα των αλόγων - αξίζει να σημειωθεί ότι η γαλλική λέξη χρησιμοποιείται μόνο για τα άλογα, όχι για άλλα αντικείμενα με ξανθό χρώμα. Η γαλλική λέξη, μέσω ισπανικών (alazan), ανάγεται στο αραβικό az ar (κοκκινωπός). 25

21 ΝΙΚΟΣ ΣΛΡΑΝΤΑΚΟΣ Αν είναι σο)στή η άποψη για τη γαλλική ετυμολογία, η λ. θα πέρασε στα ελληνικά όταν το ιππικό οργανώθηκε από γάλλους ειδικούς στις αρχές του 20ού αιοίνα. Μιαν «αλιτζέ φοράδα» βρίσκω σε διήγημα του Γιάννη Μαγκλή. Στην κλασική μετάφραση της Αννας Καρένινα, που επανεκδόθηκε πρόσφατα, στη σκηνή της ιπποδρομίας, ο Αρης Αλεξάνδρου βάζει έναν «αλιτζέ κέλητα», χωρίς υποσημείωση - προκαλώντας ίσιος απορία στον σημερινό αναγνίόστη, τουλάχιστον στον όχι φίλιππο. άμια Άμια είναι η θεία, και γενικότερα κάθε γυναίκα περασμένης ηλικίας, συχνά ως προσφώνηση από νεότερους. Η λ. ακούγεται ακόμα στη Σύρο, στην Τήνο, στη Χίο και σε πρόσφυγες από τη Μικρασία, αλλά δεν υπάρχει στα περισσότερα λεξικά. Πρόκειται για δάνειο από τα ενετικά (amia), που ανάγεται στο λατινικό amita, που σήμαινε την εκ πατρός θεία, μια διάκριση που δεν πέρασε στα νέα ελληνικά (αλλά διατηρήθηκε στο βυζαντινό άμιτα). Ό πως και το πολύ πιο διαδεδομένο συνώνυμό του, το θεία, το άμια χρησιμοποιείται σαν προτακτικό, και σ' αυτή την περίπτωση είναι άκλιτο. Για παράδειγμα, στην αυτοβιογραφία της, η Άννα Σικελιανού θυμάται ότι το εξοχικό τους σπίτι στη Σύρα ήταν δίπατο, «ενο) της αμια-σπεράντζας ή της αμια-καλής, όπως κι όλατ άλλα, ήτανε μονόπατα, στραμμένα με χώμα, και μυρίζανε από τα ζωντανά τους». Άλλωστε, «Τα μόνα αληθινά στοιχεία στη θυσία / είναι το πρόσφορο της αμια-πρασίνας / και το κεράκι του καπετ Αυγουστή» (Ματθαίος Μουντές, Νηπιοβαπτισμός). αμόντε Αμόντε θα πει μάταια, στα χαμένα, συχνά σε φράσεις με το ρήμα πηγαίνω, π.χ. «οι κόποι μας πήγαν αμόντε», δη λ. πήγαν στράφι ή «πήγε 26

22 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ αμόντε», δηλαδή καταστράφηκε. Δάνειο από το ιταλικό a monte, κατά λέξη «στο βουνό»' η ιταλική ιδιοοματική φράση andare a monte σημαίνει «καταστρέφομαι, αποτυγχάνίο». Με αυτή τη σημασία, η λ. ακούγεται. στα Επτάνησα, στην Κρήτη, στη Λέσβο. Για παράδειγμα, σε ζακυνθινή εφημερίδα διάβασα για «τη μελέτη λιμνοδεξαμενών που η υπόθεση πήγε αμόντε, γιατί οι κάτοικοι ξεσηκοίθηκαν για να μη γίνει το έργο». Στη Βαβυλωνία του Βυζάντιου, όταν τελικά το επεισόδιο λήξει χωρίς να μπει κανείς στη φυλακή, ο επτανήσιος αστυνόμος παραπονιέται: «Κρίμα σ τσι κόπους μου, και σ τσι φιονές μου... ούλα πάν αμόντε». Ο Κεφαλονίτης Μικέλης Άβλιχος έγραψε ειρωνικά: «και πέσει λύκος [παράσιτο] στο φτοοχό κουκί μας / και πάει τότε αμόντε η φύτεψή μας». Όμως, το αμόντε είναι και χαρτοπαικτικός όρος, που ακούγεται πολύ ευρύτερα. Λέγοντας τη φρ. «πάμε αμόντε» ή, συχνότερα, σκέτο «αμόντε», ένας παίκτης, π.χ. στην πόκα, μπορεί να προτείνει να ακυρωθεί το συγκεκριμένο κόλπο και να ξαναμοιραστούν τα χαρτιά. Φυσικά αυτό θα γίνει μόνο αν δεχτούν όλοι οι συμπαίκτες. Στερεότυπη αρνητική απάντηση στην έκκληση για αμόντε. είναι: «Κουνιώνται!» αμπανόζι Αμπανόζι είναι ο έβενος, το πολύτιμο ξύλο. Η λέξη είναι τουρκικό δάνειο (abanoz), που όμως προέρχεται από τον αρχαίο έβενο, αιγυπτιακό δάνειο που εμφανίζεται πρ<ύτη φορά στον Ηρόδοτο και πέρασε αφενός στη Δύση (λατιν. ebenus) και αφετέρου στους Άραβες ως ebnus και μέσω αυτών στο τουρκικό abanoz. Αντιδάνειο, λοιπόν, το αμπανόζι. Υπάρχει και ο τύπος ο αμπανός («κορνιζαρισμένα με χρυσό ξύλο κι αμπανό», Βάρναλης, Ιστορία τον Άγιον Παχώμιον). Σε ρουμελιώτικο γλωσσάρι (του Δ. Καραπιπέρη) βρίσκω επίσης τον τύπο μπανός - κάτι πολύ σκληρό, π.χ. ψωμί μπανός, που δεν τρώγεται, ή για έδαφος που δεν σκάβεται. 11

23 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ Στον Ήλιο τον θανάτου, ο Πρεβελάκης γράφει: «Ακόμα και το μπαστουνάκι του το χε αλλάξει. Δεν ήταν το καλαμένιο που ήξερα, παρά ένα άλλο, μαύρο και γυαλιστερό σαν αμπανόζι». Σε ένα απόσπασμα επιφυλλίδας που σήμερα μπορεί να κρινόταν ασύμβατο με τις επιταγές της πολιτικής ορθότητας, ο Φώτης Κόντογλου γράφει: «Οι σκλάβο εφοπλιστές είχανε χτίσει μέγαρα για τα γραφεία τους κι αρχοντικά για να κάθουνται, κι όλα τα ταβάνια και τα έπιπλα ήτανε από αμπανόζι, μαύρο σαν τους δυστυχισμένους τους αραπάδες που τα πληρώνανε με τη ζωή τους». αμπασάδα Αμπασάδα όεν είναι η πρεσβεία, παρόλο που από εκεί ετυμολογείται η σπάνια αυτή λέξη, που ελάχιστα ακούγεται πια και μόνο στις Κυκλάδες (ιδίως στη Νάξο), στα Κύθηρα και την Κρήτη. Είναι η ελαφριά εργασία, το θέλημα, η εξυπηρέτηση που μας κάνει κάποιος. «Κάμε μου, να σε χαροί, μιαν αμπασάδα». Πρόκειται για δάνειο από το ενετικό ambassada, που θα πει βέβαια πρεσβεία1ομόρριζο είναι το σημερινό ιταλικό ambasciata και όλα τα ισοδύναμα στις ρωμανικές γλώσσες (και το αγγλικό embassy, άλλωστε). Σε τσιριγώτικη τοπική εφημερίδα, βρίσκω αναμνήσεις για τον τελάλη του Ποταμού στη δεκαετία του 1950, που «ήταν ανειδίκευτος, επαγγελματίας αργόσχολος και με αμπασάδες τα βόλευε» - ο αρθρογράφος αισθάνεται την ανάγκη να το επεξηγήσει: θελήματα. Αυτός που κάνει την αμπασάδα, δηλαδή που εκτελεί την παραγγελία, την εντολή ή το θέλημα, λέγεται αμπασαδόρος και όπως λέει η σαντορινιά παροιμία, ο αμπασαδόρος ξυλιές δεν τρώει, δηλαδή όποιος εκτελεί εντολή δεν έχει ευθύνη. αμποδεμα Αμπόδεμα ή μπόδεμα είναι το μαγικό δέσιμο που (υποτίθεται ότι) κάνει τον νιόπαντρο άντρα ανίκανο για συνουσία, πράγμα που, 28

24 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ σύμφωνα με παλιότερη αντίληψη, το έκαναν οι αντίζηλοι ή γενικώς οι μοχθηροί άνθρωποι, κυρίως γυναίκες, οι αμποδέστρες. Η λέξη ετυμολογείται από το ρ. αμποδένο), που προέρχεται από το αρχαίο αποδένω (δένω εντελώς), με επιρροή και του εμποδίζω. Η πρόληψη αυτή ήταν πανελλήνια, αλλά πιο ζο.)ντανή στην Πελοπόννησο. Υποτίθεται ότι ο ζηλόφθονος αμποδέτης (αμποδέστρα συνήθως) πήγαινε να σταθεί πίσω από το αντρόγυνο και, την ο>ρα που ο παπάς έλεγε το «Ευλογητός», έδενε κόμπους μια κόκκινη κλωστή λέγοντας «Όπως δένω τον κόμπο, έτσι να δεθεί ο γαμπρός». Στον Ζητιάνο του Καρκαβίτσα, οι χωριάτισσες ζητούν από τον Τζιριτόκωστα μαγικά βότανα για «το αμπόδεμα και το λύμα του* το αβάσκαμα και το γήτεμά του». Στη Λυγερή, του ίδιου, μια αμποδέστρα, όπως λέγονταν οι γυναίκες που ήξεραν να αμποδένουν, συμβουλεύει τη μάνα του γαμπρού «να δοχτει. εις τον υιόν της να κρατεί επάνω του το Τετραβάγγελον, διά ν αποφύγει την κακοβουλίαν άλλης καμιάς αμποδέστρας». αναροΰσα Αναρούσα και ανερούσα είναι μια λέξη με δυο σημασίες αφενός, η επιστροφή του κύματος από την παραλία στη θάλασσα, αλλά και η δίνη μέσα στη θάλασσα, και αφετέρου η νεράιδα του γιαλού, το ξωτικό. Από τη μετοχή του αναρρέω, αναρρέουσα, με αποβολή του «ε» υπό την επίδραση άλλων μετοχο>ν όπ (ος γλνκοφιλούσα. Θα το βρείτε, γραμμένο και με δύο «ρ». Ο Ψυχάρης στα Ρόδα και μήλα μιλάει για την Άνδρο: «Οι αμμουδιές της είναι χαριτωμένες, τα κύματά της φοβερά, οι ανερούσες εκείνες που σε παίρνουν και σε παρασέρνουν και δε σ αφήνουνε πια. Κι η αγάπη τέτοια είναι- έχει αμμουδιές κι ανερούσες. Θέλοο κι η ποίηση να είναι τέτοια, θέλω να μοιάζει της Άντρος, να είναι χαρά και, τρομάρα». Με τη σημασία της νεράιδας, έχει γράψει εγκώμια ο Παλαμάς: «πράσινομαλλούσα και φεγγοβολούσα / μέσ στις ανεράιδες ρήγισσα ανερούσα», ενώ στην Έρμη στα 'ξένα οι Σκιαθίτισσες του Παπαδιαμάντη βάζουν λόγια στη νοικοκυρά, πως δεν έπρεπε να φέρει μαζί 20

25 ΝΊΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ της την όμορφη και ψηλή υπηρέτρια της, «κοτζάμ αναρρούσα παιδί μ». Ακόμα κι όταν προκαλεί δέος η αναρρούσα, είναι συνήθως πανύψηλη και όμορφη. ανασόνι Ανασόνι είναι το γλυκάνισο. Πρόκειται για δάνειο από τα τουρκικά (anason), αλλά η τουρκική λ. ανάγεται (προφανώς μέσο;) αραβικών) στο αρχαίο ελληνικό άννησον, που απαντά πριότη φορά στον Ηρόδοτο, επομένως, το ανασόνι είναι αντιδάνειο. Πάντως, είναι σπάνια λέξη, που ακούγεται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα και απουσιάζει από τα περισσότερα λεξικά. Όπως λέει ένα δημοτικό δίστιχο, «Μες στο Ζαγόρι είναι δεντρί, το λέγουν ανασόνι / όποιες κόρη μ κι αν φίλησα, καμιά δεν είπε σώνει». Βρήκα στο Διαδίκτυο μια γουστόζικη παράφραση: «Πάμε για κείνο το ποτό που φτιάχνουν μ ανασόνι; / Όσα και να κατέβασα, ποτέ δεν είπα σώνει». Το άννησον (που πρέπει κι αυτό να είναι δάνειο, όπως είχε επισημάνει ο Γ. Χατζιδάκις) πέρασε και στα λατινικά, anisum, από όπου το γαλλικό anis και το λικέρ anisette, της οικογενείας του ούζου, που θα το δείτε και στα ελληνικά ως ανιζέτα. «Μέθυσα απαίσια με ανιζέτα - μοιάζει κάπως με το δικό μας το ούζο αυτό το σπίρτο», γράφει στο Για ένα φιλότιμο ο Γιώργος Ιιοάννου, για τον καιρό που ήταν καθηγητής στη Βεγγάζη. αναφάνταλος Αναφάνταλος είναι ο ελαφρόμυαλος, ο επιπόλαιος, που λέει ανοησίες και χαζομάρες, που κοινολογεί τα μυστικά του. Και παραλλαγή, αλαφάνταλος. Τσως ετυμολογείται από το μεταγενέστερο αναφάλαντος, αλλά αυτό σήμαινε «φαλακρός στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού», δεν είναι και πολύ κοντινές οι σημασίες. Η λ. δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό (μόνο στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Μ)

26 ΛΕΞΕΙΣ 1ΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Δρανδάκη), αλλά έχει κερδίσει την αθανασία γιατί τη χρησιμοποιεί κατ επανάληψη ο Παπαδιαμάντης στα έργα του, πάντοτε για γυναίκες και από γυναίκες. Η Ντελησνφέρω πίστευε ότι «οι περισσότερες, οι τωρινές, είναι βιλάνες, σούσες-μαρούσες, αναφάνταλες, αστάνευτες». Η πεθερά στα Δυο κούτσουρα έλεγε πως ο γιος της πήρε γυναίκα «μίαν αστάνευτη, μιαν αναφάνταλη, μίαν απασσάλωτη!» Για την καπετάνισσα στο Του μ π ούφ του π λι οι άλλες γυναίκες έλεγαν πως ήταν «απασσάλωτη, αναφάνταλη, αστάνευτη». Στερεότυπος κατάλογος, πράγματι. Στο Μεγαλείων οψο/νια μια γυναίκα «ήταν πολύ αναφάνταλη. Όλα τα μυστικά της τα εκήρυττεν επί του εξοδστου». Χρησιμοποιείται η λέξη σήμερα; Η παραλλαγή αλαφάνταλος φαίνεται πως ακούγεται, αν πιστέψω τον ιστότοπο slang.gr. Βρίσκω άλλοοστε και στο Διαδίκτυο να γίνεται λόγος για ένα αεροπλάνο που έκανε απογείωση «πολύ αλαφάνταλη». Και χωρίς να ξέρεις τη σημασία, καταλαβαίνεις πως δεν ήταν και πολύ καθωσπρέπει. ανταίνω Ή αντένο), ή ντέ\'(ο, σημαίνει συναντώ, πετυχαίνω, αλλά κυρίως με την κακή έννοια: προσκρούω σε εμπόδιο, μπλέκομαι, μπλέκω. Ο αόριστος είναι άντεσα και έντεσα. Προέρχεται από το αρχαίο ρ. αντάω -ώ, που το βρίσκουμε σε σύνθετα ρήματα όπως απαντώ και συναντώ. Ακούγεται κυρίως στην Ή πειρο, στην Κέρκυρα και τη Δυτική Στερεά, στη Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία. Ο Κοτζιούλας σε ένα ποίημά του συμπονάει μια νύφη που «με πεθερά έντεσε, με σύντροφο κακό», ενώ ο Θεοτόκης στη μετάφραση της σανσκριτικής Σακουντάλα γράφει για «το πανωφόρι της βασίλισσας που είχε ντέσει σ ένα κλαρί». Υπάρχει και παροιμία, «Κοντό σου ντέσει φόρα το, μακρύ κωλόσουρέ το», δηλ. φρόντισε να προσαρμοστείς στην κατάσταση. Μια άλλη παροιμία είναι μοιρολατρική: «Άντεσες με παλαβό; Καλά σου ξεμπερδέματα!» Ακούγεται και η ευχή «Κακό να μη σου ντέσει!» Ντέσιμο (και έντισμα ή άντεσμα) λέγεται το μπλέξιμο ή ο άνθρωπος που προκαλεί μπελάδες. 31

27 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ Πριν από μερικά χρόνια, μια αθηναϊκή εφημερίδα έγραψε αε ρεπορτάζ ότι «έντισμα κακό αποτελεί για τους μαθητές ενός λυκείου των Τρικάλων ο διευθυντής κ. X.». Φυσικά, εξήγησε τη σημασία της λέξης! αντράλα Αντράλα (και ντράλα) είναι η ζάλη, η σκοτοδίνη, ο ίλιγγος. Ακοΰγεται περισσότερο στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά είναι λέξη σχεδόν πανελλήνια. Το ρήμα είναι αντραλίζομαι και προέρχεται από το μεσαιωνικό τραλίζομαι (π.χ. στον Πτωχοπρόόρομο), που σημαίνει επίσης «ζαλίζομαι, σκοτίζομαι» και που ο Κοραής το είχε ετυμολο* γήσει από το τραυλός. Ο Καζαντζάκης χρησιμοποίησε συχνά στην Οόνσειά του την αντράλα, και μάλιστα σε επιστολή του στον Κακριδή υπερασπίστηκε τη χρήση αυτής της «καθαρότατα δημοτικής» λέξης. Στο δημοτικό του «Κάστρου της Ωριάς», ο μεταμφιεσμένος Τούρκος παρακαλεί την κυρά να μην τον ανεβάσει με τον σάκο: «Μη κυρά τον σάκκο κι αντραλίζομαι» έτσι αυτί] ανοίγει την πόρτα του κάστρου. Υπάρχει και η αστεία παροιμία «Κρεμάστε τον αδερφό μου γιατί εγώ αντραλίζομαι», που τη χρησιμοποίησε στη Βουλή πριν από μερικά χρόνια ο Φ. Χατζημιχάλης,. βουλευτής Λάρισας. Η αντράλα μπορεί να οφείλεται σε πείνα: «Αντραλίζομαι, πεινώ», παρακαλεί ο κυρ Μέντιος του Βάρναλη για να πάρει την απάντηση ότι θα φάει στον ουρανό μπορεί και σε έρωτα: στο τραγούδι Μη γαρίφαλό μου (Μ. Λοιζος - Λ. Παπαδόπουλος), ο τραγουδιστής παραπονιέται ότι «κλαίω κι αντραλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι κι αυτή δεν με προσέχει». Αντράλα είναι και η ζάλη μετά το μεθύσι. Σίγουρα δεν έπρεπε να λείπει από τα νεότερα λεξικά μας. αντρομίδα Η αντρομίδα δεν έχει καμιά σχέση με τους άντρες* είναι το χοντρό μάλλινο κλινοσκέπασμα, η βελέντζα, το κιλίμι, η κουβέρτα του Μ

28 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ αργαλειού' ετυμολογείται από το ελληνιστικό ενόρομίς, που σήμαινε ένα είδος μπουρνουζιού, ένα χοντρό ύφασμα με το οποίο τυλίγονταν οι δρομείς μετά τον αγώνα για να μην κρυολογήσουν (σήμαινε και ένα είδος παπουτσιού). Χωριάτικη λέξη, κυρίως μοραΐτικη, θα τη βρούμε συχνά στις ομηρικές μεταφράσεις του Πάλλη, του Καζαντζάκη και του Σίδερη, καθώς και σε πολλά λογοτεχνικά έργα, όπως στον Ζητιάνο του Καρκαβίτσα, όπου οι ζητιάνοι είχαν μαζί τους ένα σακάτικο παιδί «τυλιγμένο σε μιαν αντρομίδα». Σε ένα πεζό του Μανιάτη Γ. Φτέρη (Τσιμπιδάρου) γίνεται λόγος για τη «μεγάλη κασέλα με την αντρομίδα και τα φαντά». Στους Αόερφοφάδες του Καζαντζάκη, οι Ηπειρώτες «σμίγαν κάτω από τις αδρές μάλλινες αντρομίδες κι ένα μονάχα είχαν στο νου τους: να κάμουν παιδιά». Σύμφωνα άλλωστε με την παράδοση, η μητέρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη τον γέννησε κάτω από ένα δέντρο, πάνω σε μιαν αντρομίδα. απάκι Απάκι λέγεται το ψαχνό γύρω από τα νεφρά* η λ. συνήθοις στον πληθυντικό, τα απάκια ή τα πάκια. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Θεόφιλο, βυζαντινό γιατρό του 7ου αιώνα, που γράφει ότι «τούτους τους ραχίτας μύας ονομάζει η κοινή συνήθεια απάκια», αλλά για την ετυμολογία η μόνη διατακτική πρόταση που έχει διατυπωθεί είναι του Κοραή, από το αλωπέκιον (μικρή αλεπού), με παραφθορά αλωπεκία > αλεπέκια > αλπέκια? Ο Πτωχοπρόδρομος ήδη αναθυμιόταν τα ευτυχισμένα χρόνια που μαγείρευε «ακρόπαστον απάκιν σύμπλευρον». Τα σημερινά απάκια είναι κομμάτια χοιρινό κρέας μαριναρισμένο και καπνισμένο με αρωματικά βότανα, εκλεκτός μεζές, ιδίως κρητικός. Όσο για το ανθρώπινο σώμα, υπάρχει η τυποποιημένη έκφραση 3. Δεν είναι τόσο απίθανο όσο φαίνεται, μια και οι αρχαίοι τα κρέατα αυτά τα ονόμαζαν ψοας και αλώπεκας. 33

29 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ «μου έπεσαν τα πάκια» ή «μου πιάστηκαν τα πάκια», που λέγεται όταν πονέσει η μέση μας (π.χ. όταν προσπαθήσουμε να σηκώσουμε μεγάλο βάρος) ή και γενικότερα από την πολλή δουλειά. Λέγεται και ειρωνικά, «ναι, σου έπεσαν τα πάκια απ τη δουλειά», όταν υπονοούμε ότι κάποιος τεμπελιάζει. απονύχτερος Απονΰχτερος είναι αυτός που περνάει τη νύχτα έξω, που ξενυχτάει, αλλά και κάτι που γίνεται αργά τη νύχτα. Ηχηρή λέξη, την αγάπησαν αρκετοί ποιητές μας, ιδίως προπολεμικοί, μα ελάχιστα ακούγεται έξω από τα έργα τους. Ο Ρώμος Φιλύρας έγραψε ποίημα με τίτλο Απονύχτερα τραγούδια («Το φως σου πο5ς γητεύει με, co Σελήνη,..»), αλλά ο Μιλτιάδης Μαλακάσης παρουσίασε ολόκληρη σειρά από ποιήματα με τη γενική ονομασία Απονύχτερα. Ο αδικοχαμένος Μΐνως Ζαϊτος είδε «απονύχτερα πουλιά να φεύγουν κρώζοντας βραχνά», ενώ ο Άγγελος Τερζάκης, σε άρθρο με αναμνήσεις του για τον πόλεμο του 1940 έγραι^ε π(ος «ο αέρας του Νοέμβρη ο απονύχτερος βίτσιζε το πρόσωπο». Όμως, ο ποιητής που πιο πολύ χρησιμοποίησε τη λέξη ήταν ο Άγγελος Σικελιανός, που μίλησε για την «απονύχτερη ησυχία των γρύλων», ενώ στο Atάβα τον ελαιώνα (από τις Ραψωδίες τον Ιόνtον) τη χρησιμοποιεί δυο φορές προπα «σα λουστο5 απονύχτερα, μιαν αστραψιά αναβράειτριγύρα από φωσφόρισμα» και, πέντε στίχους πιο κάτω, «Κι ανοίγουν απονύχτερα των άστροιν τα μπουμπούκια / κι όλη ευωδά η μαγιάτικη νυχτιά απ τα τόσα ρόδα». αποτάζω Αποτάζω ή ποτάζω σημαίνει αποκτώ, και ειδικότερα βάζ<υ κατά μέρος κάτι, αποκτώ περίσσευμα πρόκειται για το μεσαιωνικό ρ. αποτάζωίαποτάσσω, που αποτελεί μετεξέλιξη του αρχαίου υποτάσσω, δηλ. δεν έχει σχέση με το λόγιο ρ. αποτάσσω που χρησιμοποιούμε 34

30 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ σήμερα. Συνήθως το ρήμα χρησιμοποιείται με άρνηση ή με ερώτηση, όπως στην παροιμία «Αποτάζει ο γύφτος προζύμι;» - όπου η υπονοούμενη απάντηση είναι αρνητική. Στην έμμετρη διασκευή του αισώπειου μύθου από τον Βηλαρά, ο τζίτζικας παραπονιέται: «Ανεπάντεχα κρύα μ επήραν / δεν ποτάζω σπειρί να πορέψω», ενώ στον Φωτεινό ο Βαλαωρίτης δηλοδνει ότι «Ο δούλος, είν αλήθεια, λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κι αίμα δεν έχει», λίπος μόνο μαζεύει.. Και βέβαια, υπάρχει το πολύ γνωστό ρεμπέτικο «Όσοι έχουνε πολλά λεφτά» του Μάρκου Βαμβακάρη με το δίστιχο: «Εγώ ψιλή στην τσέπη μου ποτές δεν αποτάζω / κι όλα τα ντέρτια μου περνούν μόνο σαν μαστούριάζοο». Κάποιοι που δεν καταλαβαίνουν τη σημασία, νομίζουν ότι το σωστό είναι «ποτέ δεν αποστάζω», πιστεύοντας ίσως όχι ο Μάρκος φαντάζεται να πέφτουν στάλα στάλα τα λεφτά στην τσέπη του. αποταυρίζομαι Το αρκετά συνηθισμένο αυτό ρήμα λείπει από τα περισσότερα γενικά λεξικά (υπάρχει μόνο στην Πρωία και στο Μείζον), κάτι που το βρίσκω ένδειξη αριστοκρατικής προσέγγισης στη λεξικογραφία. Αποταυρίζομαι σημαίνει «τεντιόνομαι, τανυέμαι, τεντιόνω χέρια ή/ και πόδια προς τα πίσω για να ξεμουδιάσω», συνήθοος σε συνδυασμό με χασμουρητό. Επειδή τη λέξη τη βρίσκουμε συχνά στον Καζαντζάκη, κάποιοι πιστεύουν (κακώς) ότι πρόκειται για δικό του νεολογισμό ή για λέξη αποκλειστικά της κρητικής διαλέκτου, αλλά αυτό δεν ισχύει. Υπάρχει ήδη σε βυζαντινά σχόλια στον Αριστοφάνη («περί τους [...] διαστρεφομένουςτα μέλη») και στη συνέχεια σε μεσαιωνικά λεξικά όπως του Δουκάγγιου και του Σομαβέρα. Ο Καζαντζάκης όντως χρησιμοποιεί πολύ τη λέξη, π.χ. «Αποταυρίστηκε, έσφιξε το ζωνάρι του, σήκωσε από χάμω το βοσκοράβδι του» (Ο Χριστός ξαναστανρώνεται) ή «χασμολογάται, αποταυρίζεται και κουφ αναστενάζει.» (Οδνσεια), αλλά φυσικά δεν είναι ο μοναδικός: 35

31 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ «χασμουρήθηκε, αποταυρίστηκε και κατέβασε το πηλήκιό του ώς το δεξί του φρΰδι» (Αλ. Κοτζιάς). απτάλης Απτάλης είναι ο ηλίθιος, ο «υπερβαλλόντίος βλαξ» κατά τον ορισμό του Δημητράκου είναι και ο ασουλούποπος, και ο άξεστος. Ετυμολογείται από το τουρκικό aptal, που προέρχεται από το abdal, λέξη πολύ σημαντική στη θεοσοφία των σούφι. Οι αμπντάλ είναι σαράντα άγιοι, ο πέμπτος βαθμός της ιεραρχικής τάξης των αγίων του σουφισμού, οι οποίοι, χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι κοινοί θνητοί, συμβάλλουν στη διατήρηση της τάξης του σύμπαντος. Πρόκειται για πληθυντικό της λ. badal, που έχει πολλές σημασίες, μεταξύ των οποίων και «άγιος». Αμπντάλ όμως είναι και ο δερβίσης. Ενδιαφέρον είναι ότι όταν η λ. abdal έπαψε να εκλαμβάνεται ίος πληθυντικός, σχημάτισε νέον πληθυντικό: budala, απ όπου ο δικός μας μπουνταλάς. Ήδη στα τουρκικά, η έννοια του «ένθεου τρελού» (σαν τους «διά Χριστόν σαλούς» του Βυζαντίου) είχε ως αποτέλεσμα η λ. aptai να πάρει τη σημασία του ηλίθιου, με την οποία πέρασε και σε άλλες βαλκανικές γλο5σσες (π.χ. σέρβικά). Μάλλον από τους δερβίσηδες, απτάλικος είναι η ονομασία ενός γρήγορου χορού απτάλικο ζεϊμπέκικο, για παράδειγμα, είναι το ρεμπέτικο Κάτω στα λεμονάόικο του Βαγγέλη Παπάζογλου. Επειδή δεν είναι φανερή η σχέση με τον απτάλη, κάποιοι είχαν υποθέσει ότι η ονομασία του χορού προέρχεται από την Αττάλεια. άρατος Σημαίνει αόρατος, άφαντος. Η λέξη συνήθως είναι εύχρηστη στη φρ. «έγινε άρατος», δηλαδή εξαφανίστηκε, τράπηκε σε φυγή, που ακόμα ακούγεται, ιδίως στην Πελοπόννησο και την Ήπειρο. Η φράση γεννήθηκε από ένα εκκλησιαστικό δρώμενο: στα εγκαίνια εκκλησίας, ο επίσκοπος μπροστά στην πύλη της εκκλησίας φωνάζει «Άρατε πύλας,

32 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ οι άρχοντες υμών» και ένας ιερέας που βρίσκεται μέσα στον ναό και υποκρίνεται τον διάβολο τρέπεται σε φυγή. Κάτι παρόμοιο γίνεται και κατά την επάνοδο στον ναό μετά την Ανάσταση, στο προαύλιο. Αυτό το «άρατε πύλας» παρερμηνεύθηκε και γεννήθηκε η φρ. «έγινε άρατος πύλατος», για όποιον το βάζει στα πόδια, και συχνότερα το σκέτο «έγινε άρατος». Φτιάχτηκε και ρήμα οροτίζω = τρέπω σε φυγή, π.χ. «αράτισες τους άντρες μας, φοβερέ μ Αλή Πασιά». Στο Ανθρωπομάζωμα, ο Γ. Κοτζιοΰλας θυμάται «εκείνους τους σκασμένους που γενήκαν άρατοι», εννοαίντας τους Γερμανούς που τράπηκαν σε φυγή. Και χωιρίς το «γίνομαι», ο Βάρναλης στο Φως που καίει γράφει «Εχάθη ο ήλιος άρατος». Σήμερα που η εξοικείοίση με τα εκκλησιαστικά έχει μειωθεί, πολλοί στην Πελοπόννησο πιστεύουν ότι η φρ. «έγινε άρατος» προέρχεται από τον... Αρατο, τον στρατηγό της αχαϊκής συμπολιτείας! Προφανώς δεν είναι έτσι - και άλλουστε η φράση είχε παλαιότερα πανελλήνια διάδοση. άρκλα Η άρκλα είναι ξύλινο ντουλάπι ή ερμάρι, ι.δίίος για τη φύλαξη ψωμιού, αρτοθήκη είναι επίσης η κασέλα- είναι και το γραφείο με θήκες, το σκρίνιο* σε πιο μακάβρια χρήση, στην Κρήτη και στα Κύθηρα, άρκλα είναι η νεκροφόρα λάρνακα, το μνήμα και η πλάκα που το σκεπάζει. Κοινός τόπος σε όλες αυτές τις σημασίες, η θήκη. Από το λατινικό arcula (μυροφυλάκιο), υποκοριστικό του area (κιβωτός). Ήδη βυζαντινό- ο Πτωχοπρόδρομος λέει «ανοίγω και την άρκλαν μου, να βρω ψωμί κομμάτιν», ενο) σε ένα γνωστό παραμύθι ο νέος, που έχει τη μαγική βούλα, γεμίζει με ψωμί την άρκλα προκαλώντας έκπληξη στη μητέρα του. Με τη σημασία του τάφου, η Ερωφίλη παρακαλεί τη Νένα, «αν είναι μπορετό σου, ς μιαν άρκλα με το ταίρι μου τα χέρια σου ας με χώσου», ενώ με τη σημασία της ταφόπλακας στο Salvatores Dei ο Καζαντζάκης παρομοιάζει την κατάστασή του με έναν «που αγωνίζεται ν ανεσηκωθεί, γιατί τον κατασκευάζει η άρκλα της ύλης κι \\ άρκλα της ψυχής». 37

33 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΛΚΟΣ αρνησιά Σύμφωνα με τις παραδόσεις, η αρνησιά και η άρνα είναι η λησμονιά, ο τόπος όπου οι νεκροί απαρνιούνται, λησμονούν τους ζωντανούς, και συνεκδοχικά ο κάτο) κόσμος. Από το ρήμα αρνιέμαι. Μπορεί να δείτε την άρνα γραμμένη και με κεφαλαίο, Άρνα ή Άρνη, σαν τοπωνύμιο όμο)ς είναι φανταστικό και δεν πρέπει να ταυτίζεται με κάποιο από τα πολλά υπαρκτά τοπωνύμια Άρνα, με τα οποία είναι απλιός ομόηχο. Ο Παλαμάς είχε πει «Νερόν ήθελα να πινα στης Άρνας τα λαγκάδια / της αρνησιάς να μ έζωναν τα τρίσβαθα σκοτάδια». Αργότερα, βρέθηκε στη σπαραχτική θέση να γράψει, απευθυνόμενος στο νεκρό παιδί του, «Κι. αν διψάσεις μην το πιεις από τον κάτω κόσμο / το νερό της αρνησιάς, φτωχό κομμένο δυόσμο».4 Με τέτοια μοτίβα, ο τραγουδοποιός Σ. Σιόλας βραβεύτηκε το 2006 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το ΤηςΆρνης το νερό. Είναι κοινός τόπος στα μοιρολόγια ότι «πάει στης Άρνης τα βουνά, στης αρνησιάς τα μέρη, π αρνιέτ' η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα». Σε άλλο κλίμα ο Καζαντζάκης: «όποιος σκιάζεται τον ήλιο και το αλάτι, ας γυρέψει αραξίά στις ξεφυγές και στα συχωρολόγια και στα ναρκωτικά [...] και ας γεμίσει οδς τ αυτιά με της Άρνας το νερό». αρουλίζω Το μόνο λεξικό που έχει τη σπάνια αυτή λέξη είναι το Ελληνοαγγλικό του Γεωργακά. Αρουλιξίο θα πει ουρλιάζω, ειδικά το ουρλιαχτό του λύκου, του σκύλου ή του τσακαλιού. «Ξοπίσω του κοπάδια αρούλιζαν οι πεινασμένοι λύκοι», γράφει ο Καζαντζάκης στην Οόύσεια, ενώ ο ΓΤρεβελάκης στον Ήλιο του θανάτου χρησιμοποιεί τη λέξη πλάι σε άλλες που επίσης κοντεύουν να ξεχαστούν: «Τα παιδιά βαρούσαν απάνω μου τις λιόφουντες: στρήνιαζαν, αρούλιζαν, γκούιζαν, χλιμίντριζαν». 4. Κατά το δημοτικό τραγούδι, οι νεκροί «πίνουν της άρνας το νερό, τον κόσμο λησμονάνε». Mi

34 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Ακούγεται στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αν και στην τελευταία χρησιμοποιείται κυρίως ο εναλλακτικός τύπος αρονλιέμαι, όπως σε αυτήν εδ(ό την περιγραφή (από το Διαδίκτυο) για ένα στοιχειό: «Τη νύχτα βγήκε αυτό και έσκουζε σε διάφορες μορφές- έκανε σαν άνθρωπος που βόγκαγε, μετά από δέκα λεπτά σαν παιδί που κλαίει, μετά σαν σκυλί που αρουλιέται, παρακάτω σαν βόιδι που μουγκανίζει, μετά σαν γουρούνι που το σφάζουνε...» Αλλά και στον Φτωχούλη τον Θεού του Καζαντζάκη, κάποιος «έγρουζε, μούγκριζε, μπεμπέριζε σαν το αρνί, αρούλιζε σαν το λύκο». Με την απομάκρυνση από την ύπαιθρο, εξασθένισαν οι λέξεις που ξεχωρίζουν τις φωνές της φύσης. Τοόρα όλα ουρλιάζουν, και πρώτοι εμείς - αλλά ποιος μας ακούει; αρσίξης Αρσίζης είναι ο αναίσχυντος, ο ξετσίπωτος, ο αισχρός, ο ερο)τικά λαίμαργος. Από το τουρκικό arsiz, όπου το «siz» είναι στερητικό επίθημα και το «ar» σημαίνει αιδώς, ντροπή. Λέξη που ακούγεται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα. Δευτερογενούς, επειδή ο ερωτικά λαίμαργος είναι και ζωηρός, η λ. έχει πάρει και σημασίες όπως δύστροπος, ατίθασος, ιδιότροπος. Ακούγεται και η παραλλαγή αρσούζης. Η λέξη ήταν σε ευρεία χρήση παλιότερα και αξιώθηκε και εμφάνιση στην προπη ελληνική διασκευή βολτερικού έργου, τον Μέμνο- να (1766, όπου μάλιστα και το ημιλόγιο παραθετικό αροιζώτερος). Σύμφοτνα με την παροιμία, «από τον αρσίζη ντροπή γυρεύεις;» Στην Πνρπολημένη γη, η Ιφιγένεια Χρυσοχόου περιγράφει ένα φαγοπότι όπου «παίρναν και δίναν [...] οι αρσίζικες κουβέντες». Σε έναν Ύμνο στη μπότα ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αποφαίνεται πως «μονάχα οι ποιητές δεν πρέπει να φορούνε μπότες / γιατί οι μπότες θέλουν ομορφιά θέλουν δύναμη θέλουν σκληράδα / θέλουν να είναι αρσίζης αυτός που τις φοράει», ενώ ο νεότερος Σάκης Σερέφας έχει γράψει για «κάτι αρσίζικα κύτταρα τα οποία παράγουν άφιθονη ντοπαμίνη». 39

35 ΝΙΚΟΣ ΣΛΡΑΝΤΑΚΟΣ ασένιο Ασένιο είναι επίρρημα που σημαίνει «εντάξει» ή «στο σημείο που πρέπει», «στη σωστή θέση», π.χ. «ασένιο το καινούργιο καράβι», ή «το ρολόι πάει ασένιο» ή «θα το φέρω ασένιο» ή και «έτοιμος», όπως στο παπαδιαμαντικό Έρως-ήρως, όπου ο ναυτικός φωνάζει «Ασένιο, Γιωργή!» δηλώνοντας έτοιμος για το ταξίδι. Δάνειο από το ιταλικό a segno, η λέξη ακουγόταν στα νησιά Αιγαίου και Ιον ίου και ήταν όρος του ναυτικού λεξιλογίου, αλλά όχι μόνο. Στο Νανούρισμα του Καββαδία, «Στέρνουν ένα μπριγκαντίνι, όλο ασένιο, στο καντίνι», δηλαδή αρματωμένο στην εντέλεια, ενώ σε ένα λαϊκό παραμύθι ο γιος ξαπλίυνει στο κρεβάτι την άρρωστη μητέρα του «και την πλακώνει με τα κρεμμύδια σε πέντε έξι μέρες ασένιο η γριά στο ποδάρι». Θα τολμήσω να προτείνω ότι το κοινό επίθετο σένιος, το σενιάρω και ο σενιαρισμένος δεν ετυμολογούνται από τα σινιέ ρούχα και από το ιταλ. signare όπως θέλουν τα νεότερα λεξικά, αλλά από το ασένιο > σένιο σε φράσεις για ρούχα, διότι σένιος δεν είναι ο πολυτελώς ντυμένος αλλά αυτός που τα ρούχα τού πάνε στην εντέλεια. Βρίσκω μάλιστα στο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας τη φράση «σένιο τού ήρθε το ρούχο», που πιστεύω ότι αποτελεί πειστική ένδειξη υπέρ αυτής της πρότασης. ασλάνι Ασλάνι, και σπάνια ασιλάνι, είναι το λιοντάρι είναι μεταφορικά και το παλικάρι, αυτός που είναι γερός και ρωμαλέος σαν λιοντάρι. Ασλάνια λέγονταν επίσης κάποια παλιά νομίσματα με παράσταση λιονταριού. Δάνειο από το τουρκικό as!an, ακούγεται ακόμα αρκετά, κυρίως σε προσφωνήσεις («ασλάνι μου!») και βέβαια έχει δώσει πολλά επώνυμα (Ασλάνης, Ασλανίδης, Ασλάνογλου κτλ.). Ο Αλήπασας είχε το παρωνύμιο «ασλάνι τίον Γιαννίνων», ενώ ο Παπαδιαμάντης στη Μετανάστιδα αποκαλεί κάποιον γενναίο ναυτικό «ασλάνι της θαλάσσης». Ο Ρήγας Φεραιος, στον Θούριο του, 40

36 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ κάλεσε τους Αιγύπτιους να ξεσηκωθούν και να αυτονομηθούν: «Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά / δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά». Στα παραμύθια, το ασλάνι βρίσκεται συχνά μαζί με το καπλάνι, το ίδιο και στο διήγημα Χριστούγεννα στη σπηλιά του Φώτη Κόντογλου: «Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι!» Για το «ασλάνι του Θεού» τραγούδησε πρόσφατα ο Αργύρης Μπακιρτζής, ενώ ο νέος ποιητής Θεοδόσης Βολκώφ έγραψε «Είμαι το ασλάνι σου το μαύρο μες στ αγρίμια» - η ποίηση καλοδέχεται και μαύρα λιοντάρια. αστρέχα Αστρέχα ή αστράχα ή, σπανιότερα, οστρέχα είναι το γείσο της στέγης στα σπίτια με κεραμοσκεπή, η άκρη της στέγης που προεξέχει, και κατ επέκταση η υδρορροή της στέγης. Ο λόγος ύπαρξης της αστρέχας είναι να μην τρέχουν τα νερά της βροχής πάνω στους τοίχους. Κατά μία άποψη, προέρχεται από το αρχαίο όστρακον (επειδή σι στέγες στρώνονταν με θραύσματα αγγείων). Κατά μία άλλη, που τη θεωρώ πιθανότερη, ετυμολογείται από το σλαβ. streha, που σημαίνει τη στέγη. Λέξη πανελλήνια, η αστρέχα μάλλον κακώς δεν συμπεριλαμβάνεται στα νεότερα λεξικά, αφού εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και να ακούγεται, ακόμα και στα δικαστήρια, για παράδειγμα αν η αστρέχα (που μπορεί να φτάνει το ένα μέτρο) περνάει τη νοητή γραμμή δυο οικοπέδων. Στον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη «ακούστηκε απάνω στην αστρέχα του σπιτιού η κουκουβάγια να χουχουλίζει», ενώ σε διήγημα του Απ. Σπήλιου ένα ζευγάρι αποκοιμιέται «ακούγοντας τη θυμωμένη βροχή να κρουνελιάζει απ την αστρέχα της αυλής». Η λέξη λειτουργεί και ως επίρρημα, με τη σημασία «τοίχο τοίχο»: «Δεν είχα ομπρέλα και πήγαινα αστρέχα». 41

37 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ αχτάρης Ο αχτάρης ήταν το παλιό ισοδύναμο του ψιλικατζή: αρχικά ήταν ο μυροπώλης, αλλά τα μαγαζιά αυτά πέρα από μυρωδικά πουλούσαν επίσης βότανα και ματζούνια, μπαχαρικά, όπως και κάθε λογής ψιλικά. Δάνειο από το τουρκικό aktar, αραβικής αρχής, που σημαίνει τον (μικρο)μαγαζάτορα. Η λ. έχει σχεδόν ξεχαστεί- χαρακτηριστικό είναι, πως όταν τη χρησιμοποιεί, το 1947 κιόλας, σε διήγημά του ο [ Ιετσάλης-Διομήδης, αισθάνεται την ανάγκη να επεξηγήσει, σε παρένϋεση, «μυροποίλης». Στψ Ά νλή μας, της Μ. Ιορδανίδου, «φώναξε αμέσως τη Σουλτάνα και την έστειλε στον αχτάρη ν αγοράσει ένα τετράδιο, ένα μολύβι, κι ένα κουτί χρωματιστά κραγιόνια» - ό,τι και από το σημερινό ψιλικατζίδικο. Σε ένα από τα λιγοστά πεζά του Καβάφη, το Μία ννξ εις το Καλιντέρι, γίνεται λόγος για τη «μεγάλη που επήρε τον Κωστάκη τον αχτάρη». Το αχτάρικο ήταν το κατάστημα του αχτάρη. Μέχρι το 1915 υπήρχε στο κέντρο του Ηρακλείου, εκεί που είναι τα Λιοντάρια, μια μικρή αγορά, τα «Αχτάρικα», που κατεδαφίστηκε αλλά η ανάμνησή της μένει στο μέγαρο «Αχτάρικα», που στεγάζει εν μέρει τη Βικελαία Βιβλιοθήκη. Οι νεότεροι το ξέρουν και «Ακτάρικα», από το όνομα καφετέριας που υπήρχε εκεί, που είναι βέβαια υπερδιόρθωση. βαλμάς Βαλμάς ήταν ο βοσκός μεγάλων ζώων, ιδίως αλόγων, καθώς και εκείνος που έτρεφε άλογα και τα νοίκιαζε για αγροτικές εργασίες, και ειδικότερα αυτός που κατεύθυνε τα άλογα στο αλώνισμα. Έ β α λα αόριστο επειδή οι καιροί εκείνοι έχουν περάσει πάντως η λ. είχε σχεδόν πανελλήνια εξάπλωση, εν(ύ σήμερα μόνο ως επώνυμο επιβιώνει. Δυστυχώς, τα (παλιότερα) λεξικά που έχουν τη λέξη δεν μας διαφωτίζουν ως προς την ετυμολογία της: αγνοκττου ετύμου, γράφουν. 42

38 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Ο Κρυστάλλης έχει γράψει πως το σούρουπο «ο αντίλαλος βραχνό τραγούδι φέρνει του αλογολάτη, του βαλμά». Το μέρος όπου βοοκούσαν τα άλογα λεγόταν βαλμαδιό. «Αλλού τα βοσκοτόπια με τα μαντριά αλλού τα βουκολιά με τα βόδια- αλλού τα βαλμαδιά με τ άλογα», περιγράφει ένα πλούσιο χτήμα ο Καρκαβίτσας στον Αρχαιολόγο. Τα πράγματα μπερδεύονται λίγο γιατί η λ. βαλμάς έχει κι άλλη μια σημασία: είναι το πουλί, ο γκιόνης. Σύμφωνα με τον θρύλο (έχει γράψει σχετικά ο Βαλαωρίτης), ήταν δυο αδέρφια βαλμάδες (αλογοβοσκοί) και ο μεγάλος σκότωσε τον μικρό, και μάλιστα άδικα- όταν το κατάλαβε, παρακάλεσε τον Θεό να τον μεταμορφώσει σε πουλί. Βρήκα κάπου ένα παλιό άρθρο εφημερίδας, που ειρωνεύεται τους πολιτικούς αντιπάλους ότι διαμαρτύρονται «με φωνήν βαλμά». βαρδαλαμπούμπας Μια ομολογουμένως αστεία λέξη, ο βαρδαλαμπούμπας ήταν η δερμάτινη καλύπτρα (δαχτυλήθρα) που χρησιμοποιούσαν οι πυροβολητές στα παλιά εμπροσθογεμή κανόνια για να προστατεύουν τον αντίχειρά τους, που έκλεινε την οπή του οπαίου. Ετυμολογείται από το ενετικό vardalabomba, όπως λεγόταν το σύνεργο αυτό. Συνεκδοχικά, βαρδαλαμπούμπας είναι ο αντίχειρας και μεταφορικά έτσι λέγεται ο κοντόχοντρος άνθρωπος, που μοιάζει με αντίχειρα. Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, όταν διασκεύασε (σε Εξηνταβελόνη) τον Φιλάργυρο του Μολιέρου, ονόμασε Βαρδαλαμπούμπα ένα από τα πρόσωπα, τον πλούσιο χήρο (στο πρωτότυπο Anselme, Ανσέλμης στις παραστάσεις του Εθνικού). Η λ. έχει επίσης χρησιμοποιηθεί σε ευθυμογραφήματα και χρονογραφήματα, σαν ευτράπελο αυτοσχέδιο επώνυμο, όπως το Τρεχαγυρευόπουλος. Ο Σκαρίμπας, σε χρονογράφημα του 1976, είχε αποκαλέσει «βαρδαλαμπούμπα του φαρισαϊσμού» τον Σολζενίτσιν! Σήμερα η λέξη πιο πολύ ακούγεται σαν αστείος και σαφώς αλλά ακαθόριστα μειωτικός χαρακτηρισμός, μια και κανείς δεν ξέρει τις αρχικές σημασίες. 43

39 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ βαρικό, βαρκό Βαρικός λέγεται ο βαλτοίδης τόπος, ο μόνιμα υγρός βαρικό χωράφι. Το ουδέτερο στέκεται και μόνο του σαν ουσιαστικό: βαρικό ή βαρκό, το έλος, ο βάλτος. Από το επίθετο βαρύς και την κατάληξη -ικός. Όπως είναι αναμενόμενο, υπάρχουν πολλά τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια με αυτή την ονομασία, π.χ. στη Φλώρινα και στο Λιτόχωρο. I I λέξη είναι σχεδόν πανελλήνια, ενώ το βαρκό έχει περάσει και στα βλάχικα με τη σημασία «έλος». Ο Τάσος ΑΟανασιάδης στα Παιδιά της Νιόβης περιγράφει μερικούς πρόσφυγες που αναζητούν νέα γη: «Θύσανοι από βούρλα πρόδιναν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της τοποθεσίας. Τη λέγανε, είπε, Βαρικό". Έσκυψε, γέμισε τη φούχτα του μ ένα σβώλο χώμα. Το μάλαξε. Τους το δείξε. Ήταν σα ζυμάρι. Είχε πολύ πηλό». Πράγματι, έτσι είναι τα βαρικά χωράφια. Ο Κρυστάλλης έχει τον στίχο «Μέσα σε αυλάκι, σε βαρκό, λαλείη νεροχελώνα». Ο Καραγάτσης, περιγράφοντας θεσσαλικά τοπία, λέει: «στον κάμπο της Νυχτερέμ το βαρκό, τον παχύ, τον πλουσιοποτισμένο με τους γόνιμους βούρκους του Σαλαμπριά [του Πηνειού]». Για τον αγρότη, ο βαρικός τόπος είναι ευλογία, όχι για τον κτηνοτρόφο: «Ξέρουν οι τσοπάνηδες, πως άμα βοσκήσει πρόβατο σε βαρκούσιο μέρος, χλαπατσιάζει». βαρταλαμίδι Λέξη που ακούγεται παράξενη επειδή έχει χάσει την ετυμολογική της διαφάνεια, το βαρταλαμίδι ή βαρθαλαμίδι είναι ένα κρυφό διαμέρισμα, θήκη ή συρτάρι που υπήρχε συχνά στις παλιές κασέλες και τα σεντούκια, όπου έκρυβε ο νοικοκύρης τα τιμαλφή του σπιτιού, λίρες, βέρες και άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Ετυμολογείται από το *παραθαλαμίδι. Λέγεται και παρακάσελο ή παράκλί'. Κάποτε σχεδόν πανελλήνια, σήμερα ακούγεται ακόμα σε Θράκη και Λέσβο. Κατ επέκταση, βαρταλαμίδι λέγεται το συρτάρι ή το ράφι για πολύτιμα αντικείμενα έστο) κι αν δεν είναι κρυφό. Μεταφορικά, 44

40 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ «δεν έχει μέσα του βαρθαλαμίδια» λένε για τον άδολο χαρακτήρα που δεν κρύβει μυστικά. Υπάρχει και το δημοτικό δίστιχο: «Αργυροκούμπι καιτσακκί, κουμπί και δαχτυλίδι, οδς πότε θε να κρύβγεσαι μέσ στο βαρθαλαμίδι;» Βαρταλαμίόι είναι ο τίτλος που δόθηκε σ' ένα πρόγραμμα για την «ψηφιοποίηση των πολιτιστικών κοιτασμάτων της Θράκης». Τον Ιούλιο του 2011 στη Μυτιλήνη, όπως έγραψαν οι τοπικές εφημερίδες, βρέθηκε ολόκληρος θησαυρός από χιλιάδες χρυσές λίρες μέσα σε βαρταλαμίδι που υπήρχε στο κάτω μέρος μιας ντουλάπας, που κληρονόμησε ο μακρινός συγγενής ενός πλούσιου έμπορου. Ο θησαυρός ήρθε στο φως όταν επιχείρησαν να διαλύσουν την ντουλάπα για να τη μεταφέρουν, επειδή ήταν ασήκοκη. Καλού-κακού, ρίξτε μια ματιά στα παλιά σας έπιπλα πριν τα δώσετε στον παλιατζή! βεδοΰρα Βεδούρα και βεδούρι είναι ξύλινο κυλινδρικό δοχείο που χρησιμοποιούν οι βοσκοί για να αρμέγουν το γάλα ή για να πήζουν το γιαούρτι, αλλά και για να τα μεταφέρουν περίπου συνώνυμο με την καρδάρα. Η βεδούρα μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το βεδούρι, Το βεδούρι είναι δάνειο από το σλαβικό vedro, αρκετά παλιό, αφού «βεδούρία χαλκά γανωτά» περιγράφει ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (ασφαλώς όχι για ποιμενική χρήση). Λέξη σχεδόν πανελλήνια, ακόμα ακούγεται. Στον Βαρδιάνο στα σπόρκα του Παπαδιαμάντη, ο Αγκόρτζας, ο παραγιός του Νικόδημου φέρνει κάθε πρωί «μίαν βεδούραν γάλα» στη θεια-σκευω, εν<;ό ο Κοτζιούλας θυμάται από το παιδικά του χρόνια ότι αγαπούσε τις γίδες τους, «γιατί στέκονταν κι αρμέγαμε το αφριστό γάλα τους στην τέντζερη ή στη βεδούρα. Έπεφτε και καμιά κοπριά μέσα, μα ήταν κι εκείνες, ποδς να το πω, καθαρές». Ο Κολοκοτρώνης, διαβάζω στον Τερτσέτη, αποκαλούσε «άπλυτη βεδούρα» τη νοικοκυρά, που στο σπίτι της τύχαινε να διανυκτερεύσει, αν διαπίστωνε ποος υστερούσε στην καθαριότητα. Η βεδούρα συνήθους είναι ξύλινη, και μάλιστα από ξύλο κέδρου, αλλά ο Τσιφόρος, 45

41 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ στα Βιβλικά χαμόγελα μιλάει για πήλινα δοχεία: «μέσα στις πήλινες βεδούρες ρίχνανε την πυτιά και μοσκοβόλαγε το ανθοτΰρι». βεζινές Ο βεζινές ή βεζενές ή βεζνές είναι η ζυγαριά, και ειδικότερα η πλάστιγγα ακρίβειας που χρησιμοποιούσαν παλιότερα οι αργυραμοιβοί για νομίσματα και πολυτίμους λίθους. Επίσης, η μικρή πλάστιγγα του μπακάλικου: «Αν η ποσότητα του είδους που αγοράζαμε ήταν μικρή, ο μπακάλης το έβαζε με μια μικρή σέσουλα σε χαρτοσακούλα και το ζύγιζε στο βεζενέ με τα δράμια που υπήρχαν πάνω στον πάγκο» (Διαδίκτυο). Υπάρχει και ως εποόνυμο. Από το τουρκικό vezne. Η λέξη κοντεύει να ξεχαστεί, φυσικά, αλλά κάποτε θα ήταν πανελλήνια. Την είχε χρησιμοποιήσει ο Αδαμάντιος Κοραής σε μια πολύ γνωστή επιστολή του. που έστειλε νεαρός από το Άμστερνταμ στους συνεταίρους του: «ο φρόνιμος άνθρωπος δεν πρέπει να είναι κανταρτζής [...] το καντάρι ποτέ σωστά δεν ζυγίζει, αλλά πρέπει να είναι σαράφης με τον πολίτικον βεζινέν εις τον κόλπον, να ερευνά τα πράγματα κατά βάθος». Την ίδια αντιδιαστολή ανάμεσα στις ζυγαριές που ζυγιάζουν μεγάλες ποσότητες και στον βεζινέ τη βρίσκω και σε κρητικό στιχούργημα του Φραγκούλη (στην Κρήτη η λέξη ακόμα ακούγεται): «στσι παντρεμένες καμπανό κι απόκου ν αξαγιάζω / στσι λεύτερες το βεζινέ, στο ζύγι να μη σφαίρνω». Ο καμπανός, όπως και το καντάρι, είναι ζυγαριά για οκάδες, όχι για γραμμάρια. βελέσι Το βελέσι είναι εσοτυερικό γυναικείο φόρεμα, μεσοφούστανο. Η λέξη ακούγεται ή ακουγόταν πολύ στα Επτάνησα, όμως εντοπίζεται επίσης στη Δυτική Ελλάδα, στην Πελοπόννησο, αλλά και στην Κρήτη. Βέβαια, κατά περιοχές η σημασία της αλλάζει' αλλού είναι εξωτερικό 46

42 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ επίσημο γυναικείο φουστάνι ή φούστα, που το φοράγαν στις γιορτές, αλλού είναι πλεχτό. Είναι δάνειο από το βενετικό valessio, και πρώτη φορά καταγράφεται σε κείμενο του Βελεσερό ύφασμα είναι το βαμβακερό, λ. που ακούγεται ακόμα στην Κρήτη. Στο σατιρικό Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα, ο Λασκαράτος βάζει τον Θεό να μαλιόνει τον Αδάμ, μετά το προπατορικό αμάρτημα: «Σε σέρνει το βελέσι». Η φράση αυτή ήταν παροιμιακή παλιότερα. Υπάρχει και δημοτικό δίστιχο, «Όποιος πιστεύει γυναικός, βελέσι να φορέσει / με τις πολλές τις μαργιολιές εύκολα θα τον δέσει». Αλλά το διασημότερο ποίημα με βελέσι είναι η Άρχοντοπούλα στο χορό, του Γ. ΑΗάνα: Στο χοροστάσι κι η Μαριώ σήμερα θα κατέβει. Α π τον καιρό που αρφάνεψε πριυτη φορά χορεύει. Άσπρη φούστα και βελέσι νυφικά να τα φορέσει! βεντέμα Βεντέμα είναι η συγκομιδή των καρπών, και ειδικότερα το μάζεμα της ελιάς στην Κρήτη ή ο τρύγος στη Σαντορίνη, που είναι δυο από τα μέρη όπου ακούγεται πολύ η λέξη. Δάνειο από το βενετικό vendema (vendemmia στα σημερινά ιταλικά) που σημαίνει τον τρύγο. Κατ επέκταση, βεντέμα δεν είναι απλώς η σοδειά, αλλά είναι η καλή σοδειά' έτσι, οι ελιές έχουν τη μια χρονιά βεντέμα και την άλλη όχι. Επίσης, κατ επέκταση, βεντέμα είναι η αφθονία, η έντονη και πυρετική δραστηριότητα, το πανηγύρι ακόμα. Και σαν επίρρημα, βεντέμα = αδιάκοπα- «η μηχανή δουλεύει βεντέμα» (από τοπικό γλοοσσάρι). Στον Ποπολάρο του Ξενόπουλου, ο κόντε Ντιμάρας δεν μπορεί να λείπει από το χτήμα γιατί «η βεντέμα αρχινάει». Πέρα από Κρήτη και Σαντορίνη, η λ. ακούγεται και στις υπόλοιπες Κυκλάδες, στα Επτάνησα και τη Δυτική Πελοπόννησο, δηλαδή στα μέρη της ενετοκρατίας. «Με μια καλή βεντέμα ξεχρεώνει ο νοικοκύρης», λέει η κρητική παροιμία. 47

43 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ βεντερούγα Βεντερούγα είναι η ραχίτιδα, το καμπούριασμα. Λέξη αγνώστου ετΰμου σύμφωνα με όλες τις πηγές, ακούγεται στην Πελοπόννησο, στη Δυτική Στερεά, στην Ή πειρο, στα Επτάνησα. Λόγω της ετυμολογικής της αδιαφάνειας, τη βρίσκουμε και με παραλλαγές όπως πεντερούγα, πενταρούγα ή βροντορούγα, ενώ κατά περιοχές μπορεί να σημαίνει και άλλες παθήσεις. Στον Θάνατο τον παλικαριού, το γνωστότερο πεζό έργο του Κωστή Παλαμά, γίνεται λόγος για τη Μαριγή την Πολίτισσα, που «ξόρκιζε το μάτιασμα, πρόφταινε τη βεντερούγα, ίσαζε τα βγαλμένα κόκαλα». Στο ίδιο έργο υπάρχει και βοτάνι, το βεντερουγόχορτο. Ο Λασκαράτος έχει γράψει ότι μετά θάνατο όλοι ίδιοι είμαστε: «κι αν είχες μάτια τ ουρανού και χερουβείμ φτερούγα / ή πλάτη κακοτράχαλη από τη βεντερούγα», δεν έχει διαφορά. Σε μια παράσταση Καραγκιόζη που καταγράφει ο Γ. Ιωάννου, βρίσκουμε μια παραλλαγή: «Μπα, που να βγάλεις τον αγκλέουρα, την αστρακιά, την πενταρούγα στο σβέρκο!» (φυσικά το λέει ο Καραγκιόζης στον Χατζηαβάτη). Ενώ σε πρόσφατο άρθρο στο Διαδίκτυο, μ.ιαν άλλη: «πείτε μας αν κάνουμε καλά που παθαίνουμε μια βροντορούγα που ζούμε εδα) που ζούμε και όχι αλλού». βερβελιά Βερβελιά και βιρβιλιά, είναι, και με το συμπάθιο, η κοπριά των γιδοπροβάτων, αλλά και του λαγού. Πρόκειται για δάνειο από το λατινικό vervella (αρνάκι). Η λέξη πρέπει να είναι σχεδόν πανελλήνια και ασφαλώς είναι ζωντανή, οπότε η απουσία της από τα νεότερα λεξικά ίσως οφείλεται και σε μια δόση σεμνοτυφίας. Αντικρούοντας στα Είδωλά του τις κατηγορίες για «δήθεν πτωχεία» της δημοτικής, ο Ροΐδης έφερε σαν παράδειγμα ότι η δημοτική έχει την ικανότητα να διακρίνει τη βερβελιά των προβάτων από την καβαλίνα των αλόγων, «κάπως εμφαντικότερατης μηλείης, ονείης και ημιονείης κόπρου». Στην Οδύσειά του ο Καζαντζάκης έγραψε 48

44 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ για τον λύκο που μυρίζει το χώμα «κάπου να βρει του αρνιού τη βερβελιά γιάτου λαγού το αχνάρι», ενώ στην παπαδιαμαντική Γλνκοφιλονσα ο παπάς παραπονιέται που τα γίδια «γεμίζουν βιρβιλιές» τα ξωκλήσια. Στη σημερινή χρήση, βρίσκω τη βερβελιά ή βιρβιλιά σε άρθρα και διαδικτυακές συζητήσεις κυνηγούν, δεδομένου ότι, όπως φαίνεται, η υφή, το μέγεθος και τα άλλα χαρακτηριστικά της βερβελιάς προσφέρουν πολύτιμες ενδείξεις για τον εντοπισμό το.)ν θηραμάτων. Όμως βερβελιές λέγονται και τα ανθριοπινα κόπρανα όταν είναι πολύ μικρά σε μέγεθος, αλλά καλύτερα να μην επεκταθώ. βεργέτα βεργέτα είναι η βέρα ή γενικά το δαχτυλίδι χωρίς πέτρα, είναι όμως και το σκουλαρίκι-κρίκος. Δάνειο από τα ιταλικά, ασφαλώς, ίσιος από το ιταλικό verghetta (που όμως σημαίνει «ραβδάκι»), ίσως απο το ενετικό veretta (μικρή βέρα) κατ επίδραση της βέργας λέξη ήδη μεσαιωνική. Με τη σημασία του σκουλαρικιού λέγεται ή λεγόταν κυρίως στα Επτάνησα και τη Δυτική Ελλάδα1με τη σημασία της βέρας πολύ ευρύτερα, ακόμα και στον Πόντο. Στα Ματωμένο, χώματα της Διδώς Σωτηρίου, οι Τούρκοι λιποτάχτες «για ν αρπάξουνε προσφάι, ρούχο, βεργέτα ή χρυσό δόντι, ξαπλοδνανε τον πασαένα νεκρό». Στην Ξεριζο)μένη γενιά της Ιφιγένειας Χρυσοχόου, η μητέρα μιας άρρωστης προσφυγοπούλας «πούλησε τη βεργέτα της, το μόνο που της απόμεινε, κι έφερε το γιατρό», Στα Επτάνησα, παλιότερα οι άνθρο^ποι του λαού φορούσαν βεργέτα (σκουλαρίκι) στο αριστερό αυτί, συχνά δώρο του νονού. Ο Διονύσιος Σολωμός ως βρέφος, στην προσωπογραφία που φιλοτέχνησε ο Ν. Κουτούζης, φορά βεργέτα στο αυτί. Στον Πύργο τον Λκροπόταμου, του Κ. Χατζόπουλου, η Κούλα ποθεί χρυσά σκουλαρίκια. Τελικά, τα καταφέρνει: «στ αυτιά της γυαλίζανε οι χρυσές βεργέτες, που λαχταρούσε τόσον καιρό». 49

45 ΝΙΚΟΣ LAPANTAKOL βήσαλο Βήσαλο είναι το κομμάτι από σπασμένο τούβλο ή κεραμίδι ή το χαλίκι. ΓΤριοτομπήκε στη γλώσσα την ύστερη αρχαιότητα ωςβήσσαλον και βήσαλον, με τη σημασία «τούβλο», δάνειο από το λατινικό laterculi besales (τούβλα των οκτώ δακτύλων). Το βήσαλο επέδρασε και στον σχηματισμό της λ. βότσαλο (δάνειο από το ιταλ. bozzolo). Θα το βρείτε και ως βήσααλο, βέσ(σ)αλο, βίσαλο. Σύμφωνα με το δημοτικό τραγούδι, τα ορφανά «στο κεραμίδι γεύονται, στο βήσαλο δειπνάνε», δηλαδή φτωχικά και πρόχειρα. Στη Μάνα του Καρκαβίτσα, «ο δρόλαπας αγριεμένος, χιλιόχρονα ρουπάκια ξεριζώνει, χτίρια γκρεμίζει, ξυλοκεράμιδα συνεπαίρνει, βήσαλα καί λιθάρια σαρώνει». Στο ν Χριστό 'ξανασχαυρώνεται του Καζαντζάκη, «κάποτε θα χαν κατοικήσει κι εδ(6 άνθρωποι - διακρίνεις ακόμα έναν γκρεμισμένο τοίχο, βήσαλα από σπασμένα λαγήνια». Μια κατάρα που τη λέμε σε εχθρό είναι «να μη σου μείνει βήσαλο». Επίσης, επειδή παλιά υπήρχε συνήθεια στις κηδείες να γράφει ο παπάς το όνομα του πεθαμένου σε ένα κομμάτι κεραμίδι και να το ρίχνει μέσα στον τάφο, μια άλλη κατάρα είναι «να σου βάλουν το βήσαλο σου». Υπάρχει και η παροιμία «χώνει βήσαλα και βγάζει καρβέλια», για όποιον τυχερό ή επιδέξιο καταφέρνει πολλά με ελάχιστα μέσα. βιρανες Βιρανές, βιράνι ή βεράνι είναι το ερείπιο, το ερειπωμένο σπίτι, αλλά και το οικόπεδο που απομένει όταν ένα σπίτι έχει πέσει ή καεί, και κατ επέκταση το άχτιστο οικόπεδο. Δάνειο από το τουρκικό viran, virane, περσικής αρχής, η λέξη ακουγόταν παλιότερα σε αρκετές περιοχές του ελλαδικού χοίρου. Η φρ. «έγινε βιράνι» ή «βεράνι» σήμαινε την ολοσχερή καταστροφή, από σεισμό, πυρκαγιά ή πόλεμο, π.χ. «Καήκανε τα Γιάννινα, γινήκανε βιράνι» ή «όλα βιράνι γένη καν, τσαρσιά* και μαχαλάδες» (για τον μεγάλο σεισμό της Χίου το 1881). Και σμυρνέικο τραγούδι 50

46 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ για την καταστροφή: «Η Σμύρνη κι αν εκάηκε και γίνηκε βεράνι / μια Σμυρνιοπούλα να ν καλά5 πάλι την ξαναφκιάνει». Αλλά και μεταφορικά: «έχεις το τζιεράκι μου βεράνι καμωμένο» (σε μαντινάδα), μου ρήμαξες τα σωθικά, θα λέγαμε. Σε αντίθεση με αυτή την εικόνα ερήμωσης, στην Ύ δρα βιράνι είναι ο ελεύθερος όροφος σε ενιαίο χώρο χουρίς μεσοχωρίσματα, ενώ σε άλλες περιοχές ο ακάλυπτος χώρος («στο βιράνι που ήταν απλωμένα τα κουκούλια», Ισμήνη Καπάνταη, Απειρο)τάν και Τούρκων). βλησίδι Βλησίδι σημαίνει τον κρυμμένο θησαυρό, και κατ επέκταση τον πλούτο γενικά, την αφθονία, τον πλούσιο και εύφορο τόπο. Από το μεσαιωνικό βληοίδιον, υποκοριστικό του αρχαίου βλήσις (αφιέρωμα), από το βάλλω. Θα το δείτε γραμμένο και βλνσίδι, επειδή το ετυμολογούσαν (πρόταση Γ. Χατζιδάκι) από το βλύσις, δηλαδή ότι. ο θησαυρός ανέβλυσε. Και βλισιδι, για πιο απλά. Πάμπολλες είναι οι παραδόσεις για αρχαίους θησαυρούς θαμμένους στη γη* κάθε τέτοιο εύρημα λέγεται βλησίδι, και μερικά έγιναν τοπωνύμια. Από εκεί και οι δευτερογενείς έννοιες του μεγάλου πλήθους, π.χ. καρπών: «Οι ελιές είναι βλησίδι». Από εκεί και ο πλούσιος τόπος. Στους τραγικούς Σφουγγαράδες τον Καρκαβίτσα, ο καπετάνιος λέει στον σφουγγαρά που δεν τα κατάφερνε: «Σε φέρνω σε βλισίδι. Αν δεν βγάλεις και τώρα το δίχτυ γεμάτο, καλά θα κάμεις να ταχτείς καλόγηρος». Με την έννοια του κρυμμένου θησαυρού, βρίσκου τη λέξη στα Οράματα του Μακρυγιάννη («ήτον κι ένα βλησίδι χρημάτων εις την σπηλιά του περιβολιού»). Ο Βλαχογιάννης, ο άνθρωπος που έφερε στο φως τα χειρόγραφα του Μακρυγιάννη, μεταχειρίστηκε κι αυτός τη λέξη, με σημασία τα πλούτη: «άλογα και μουλάρια φορτωμένα με του αγά τ ασημικό, το χάλκωμα κ α ιτ άλλο του ακριβό βλησίδι». 5. "Η: «ο Βενώ-λος να ν καλά». Μ

47 ΝΙΚΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ βοδώνω Το ρήμα αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τα... βόδια, αντίθετα κινείται σε ανώτερες σφαίρες. Προέρχεται από το αρχαίο ευοδώ, και έχει παρόμοιες με αυτό σημασίες: εκτελώ με επιτυχία μια εργασία, τη φέρω σε πέρας- ευδοκιμώ, προκόβω- προφταίνω κάποιον- τα καταφέρνω. Στην Κρήτη και στα νησιά, ακούγεται ο τύπος βγοδώνω, ήδη μεσαιωνικός. Στα σημερινά χιοηικα, το βγοδώνω επιβιώνει με τη σημασία «κάνω γρήγορα». Στη μετάφραση της Οδύσσειας από τους Καζαντζάκη-Κακριδή, διαβάζουμε «σα στάχια να βγοδώνουν τα φαρδιοκούτελα γελάδια του κανείς δεν είδα τόσο» (υ 211), ενώ σε σχετικά πρόσφατο πεζογράφημα του Μυκονιάτη Π. Κουσαθανά ότι «Χίορίς την ευλογία της σεπτής εικόνας τού περιφανούς ναού [...] τίποτα δεν ήταν δυνατόν να βγοδώσει», και τα δυο με την έννοια του «προκόβω». Σττ\ Σίβυλλα του Σικελιανού, κάποιος εύχεται «και τ άλλα ας τα βοδώσει καθώς ξεκρίνει τα ο Θεός», εδώ με την έννοια «φέρω σε πέρας», ενώ ο Κοτζιούλας θυμάται έναν γέρο μάστορα που φο5ναζε στα άταχτα παιδιά που ανέβαιναν στη συκιά του: «Δε θα σας βοδώσω πουθενά;» δηλαδή, δεν θα σας πετύχω; βοΰργια Η βούργια ή βούργα ή και βούλγα είναι σακίδιο δερμάτινο ή μάλλινο, ταγάρι. Σήμερα τη λένε κυρίως στην Κρήτη και στην Κύπρο, αν και παλιότερα ακουγόταν σε αρκετά ευρύτερο χώρο. Υποκοριστικό, το βονργιαλάκι. Ετυμολογείται από το μεσαιωνικό βονλγια και αυτό από το λατινικό bulgea (δερμάτινο πουγκί, λ. κελτικής προέλευσης). Αξιοπερίεργο είναι ότι από την ίδια λατινική ρίζα είναι και το αγγλικό budget, άρα θα μπορούσε κανείς να πει πως το μπάτζετ είναι μακρινό ξαδέρφιτης βούργιας. Η βούργια θεωριόταν σήμα κατατεθέν των βοσκών: «Έζωσε σφιχτά το φαρδύ ζωνάρι του, ανακρέμασε στην πλάτη του την πιο καλή, την ξομπλιαστή του βούργια, φούχτωσε το βοσκοράβδι του», 52

48 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ λέει κάπου ο Καζαντζάκης. Βέβαια, αυτό έχει και μειονεκτήματα, όπως λέει η μαντινάδα: «Τη βέργα μου επαντόνιαρα [έβαλα στην άκρη] και πια δε βάνω βούργια, γιατί πες πως δε θες βοσκό αγάπη μου καινούργια». Σήμερα τις βούργιες τις χρησιμοποιούν για να βάζουν μέσα το (χρηματικό) δώρο στους κρητικούς γάμους. Στην Κύπρο, βέβαια, λένε «βούρκα»1η έκφραση «την κκελέ του μες την βούρκαν» είναι το κυπριακό ισοδύναμο της «το κεφάλι του στον ντορβά» και δεν έχει σχέση με τον βούρκο όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς καλαμαράς. βουρδουνάρης Η λέξη βονρόοννάρης ή βορόονάρης σημαίνει τον ημιονηγό, τον μουλαρά. Από το μεσαιωνικό βονρόωνάριος, που είναι δάνειο από το λατινικό burdonarius (burdo το μουλάρι), κυρίως στο Αγιο Όρος χρησιμοποιείται, καθώς και στην Κρήτη. Στα παλιά λεξικά θα τη βρείτε βορόωνάρης, αλλά ελάχιστοι ακολουθούν σήμερα αυτή τη γραφή. Ένα από τα εξήντα διακονήματα των μοναχών στο Άγιο Όρος είναι και ο βονρόοννάρης, ο μοναχός που συνοδεύει πεζός τα φορτωμένα μουλάρια. Κανονικά, δεν είναι υπεύθυνος για τον στάβλο και τις ζωοτροφές, αυτή είναι αρμοδιότητα άλλου μοναχού, του χατλάρη. Βέβαια, με την τεχνική πρόοδο ο βουρδουνάρης έχει σε πολλές μονές μετατραπεί σε οδηγό αυτοκινήτου. Στην Κρήτη ο βορδονάρης είναι ο αγοογιάτης («όπου γάιδαρος κι εγώ βορδονάρης») και ο πραματευτής, όπως στο Μοιρολόι τον Γιάννη (το έχει δισκογραφήσει ο Λουδοβίκος των Ανωγείων) όπου η χήρα λέει «δεν ήρθε ο βορδονάρης μου Χριστέ μου». γάγλα Γάγλα, γάγγλα, βάγκλα ή ζάγκλα είναι οι στροφές του δρόμου, η πτυχή του υφάσματος και η καμπύλη γραμμή. Ο δρόμος κάνει γάγλες, 53

49 ΝΙΚΟΣ LAPANTAKOL το ποτάμι κάνει γάγλες, τα μαλλιά επίσης - σκάλες, λέμε στην κοινή. Η λ. ακούγεται πολύ στην Κρήτη, αλλά δεν ανήκει αποκλειστικά στην κρητική διάλεκτο1παλιότερα ακουγόταν σε μεγάλα τμήματα του ελλαδικού χώρου και έχει δώσει και μερικά τοπωνύμια. Γαγλίοτός είναι το επίθετο, ο ελικοειδής, που κάνει στροφές. Συχνό το γαγλωτό μονοπάτι, τόσο στον Καζαντζάκη («Να σκοτεινιάσει ακόμα πιο πολύ, να μην με δούνε στο χωριό συλλογίζουνταν ο Μανολιός και κατέβαινε αργά το γαγλωτό μονοπάτι», Ο Χριστός ξαναστανρώνεται) όσο και στον (μη Κρητικό) Ν. Κυτόπουλο («Το γαγλωτό μονοπάτι δίπλα από τον άπατο γκρεμό αρχίζει να παγώνει»). ΓLa όποιον πηγαίνει, κάνοντας πολλούς ελιγμούς, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, υπάρχει η φρ. «κάνει γάγλες μάγλες». Υπάρχει και κρητικό τραγούδι: «Γάγλες και μάγλες κοπελιά, στο δρόμο μη μου κάνεις / γιατί είμ ελεύθερο πουλί κι ογλήγορα με χάνεις». γαζέτα Το γαζέπι είναι ο μεγάλος θυμός' είναι και η απροσδόκητη συμφορά, η οργή του Θεού είναι, τέλος, η θύελλα, η θεομηνία. Δάνειο από το τουρκικό gazap που σημαίνει οργή, έννοια που είναι καί ο κοινός τόπος ανάμεσα στις σημασίες της λέξης. Έχει δώσει επ(ύνυμα και τοπωνύμια, αλλά ελάχιστα ακούγεται πια - κυρίως σε Ή πειρο και Κρήτη. «Τον παίρνω (σε) γαζέπι» σημαίνει «τον έχω σε δυσμένεια, έχω σκοπό να τον εξοντώσω». Στο κλέφτικο τραγούδι Οι Λαζαίοι: «Μας χάλασε ο Βελή-πασάς, μας πήρε σε γαζέπι» - αλλά επειδή έχει ο καιρός γυρίσματα, άλλο δημοτικό τραγούδι βάζει τον ίδιο τον Αλήπασα να λέει στα παιδιά του «Ο βασιλιάς μ' οργίσθηκε, με πήρε σε γαζέπι». Και κατάρα: «γαζέπι να σου "ρθεί» (δηλαδή, συμφορά) ή «γαζέπι να χεις». Με τη σημασία της νεροποντής, ιδίως της ξαφνικής, σε ένα πεζό του κείμενο έγραψε ο Κρυστάλληςγια «απάντεχο γαζέπι», αλλά και ο Κοτζιούλας έχει γράψει για τις γυναίκες που βρέθηκαν ανυπεράσπιστες στους δύσκολους καιρούς: «να σας χτυπάει, να σας μαδάει δρολάπι και γαζέπι, κακό για σας, χειρότερο για κείνον που το βλέπει». 54

50 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ γαζέτα Η γαζέτα είναι μια λέξη με δυο σημασίες: αφενός είναι ένα χάλκινο νόμισμα μικρής αξίας, αφετέρου η εφημερίδα. Δάνειο από το ενετικό gazeta (ιταλ. gazzetta). ΓΙροηγήθηκε το νόμισμα, που κόπηκε στη Βενετία πριότη φορά το 1539 σύμφωνα με την παραδοσιακή εξήγηση, το 1600 που κυκλοφόρησαν οι πρώτες εφημερίδες στη Βενετία, πουλιούνταν για μια γαζέτα, και γι αυτό ονομάστηκαν και οι εφημερίδες έτσι. Νόστιμο, αλλά τα σύγχρονα λεξικά έχουν επιφυλάξεις. Στον ελληνόφωνο χιορο η λέξη μπήκε και με τις δυο σημασίες. Η Ιόνιος Πολιτεία έκοψε γαζέτες το 1801, όταν ανήκε στους Ρώσους και τους Οθωμανούς. Οι δυο σημασίες, νόμισμα και εφημερίδα, συνυπήρξαν για πολλές δεκαετίες πρώτη ξεθώριασε η σημασία του νομίσματος. Η αντικατάσταση της γαζέτας από την εφημερίδα θεωρείται από τα επιτυχημένα παραδείγματα της καθαριστικής δράσης των λογιών κατά τον Τριανταφυλλίδη, η ευκολία της αντικατάστασης οφείλεται στο ότι έγινε σε μια εποχή που οι «γαζέτες» δεν είχαν πάρει ευρεία διάδοση. Με την έννοια της εφημερίδας χρησιμοποιείται σπάνια και σήμερα άλλωστε, υπάρχουν πολλές γνωστές ξενόγλωσσες εφημερίδες που έχουν τη λ. Γκαζέτα στον τίτλο τους. Οι εκδότες εφημερίδων της Πόλης λέγονταν γαζετατζήδες, λέξη που την απαθανάτισε ο Βάρναλης στον Εξαγνισμό, στην περιγραφή της καλής κοινωνίας: «γαζετατζήδες, γαλονάδες, μπαγκέρηδες με τον παρά...» γαΐτα Γάίτα είναι μακρόστενη αλιευτική βάρκα που χρησιμοποιείται στην παράκτια αλιεία, ειδικότερα όμως γαΐτες λέγονται οι βάρκες της λιμνοθάλασσας, μονόξυλες ψαρόβαρκες χωρίς καρίνα, ειδικές για τα αβαθή νερά της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, τον Αμβρακικό και τη Λευκάδα. Για την ετυμολογία της λέξης, η μόνη (όχι πειστική) εξήγηση που υπάρχει είναι πως προέρχεται από το ιταλικό gavetta, 55

51 MKOL ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ είδος στρατιωτικής καραβάνας που χρησιμοποιούν οι ναύτες για φαγητό. Τα νερά στη λιμνοθάλασσα συχνά δεν είναι βαθύτερα από μισό μέτρο- η γαΐτα έχει επίπεδο πυθμένα και δεν κινείται με κουπιά' ο βαρκάρης κρατάει ένα κοντάρι, το σταλίκι, που το ακουμπάει στον βυθό και σπροίχνει τη γάίτα. Σήμερα βέβαια έχουν μηχανή. Οι μεγάλες γάΐτες λέγονται προιάρια (< πλοιάρια). Η λέξη χρησιμοποιείται, εύλογα, στις περιοχές εκείνες: Επτάνησα, Αιτωλοακαρνανία, Ί Ιπειρο. Τα παλιότερα λεξικά την έχουν. Το 1941, ο μεσολογγίτης ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης έγραψε ένα ποίημα που το αφιέρωσε στον συντοπίτη του Αντοόνη Τραυλαντώνη: «Τι λες; σε μια γαΐτα πια μπασμένοι / δεν είν καιρός προς τον Άη Σώστη να τραβούμε;» Κόντευε πράγματι ο καιρός. Μπήκαν στη γαΐτα με δέκα μέρες διαφορά, τον Γενάρη του γάρμπος Γάρμπος ή γάρμπο είναι αυτό που δεν έχει ο άγαρμπος: η χάρη, η κομψότητα, οι αρμονικές αναλογίες, η καλή εφαρμογή. Και γαρ- μπάτος ή γαρμπόζος είναι ο κομψός, ο γεμάτος χάρη. Από το ιταλικό garbo, που είναι αμφίβολης ετυμολογίας - σύμφωνα πάντως με μια εκδοχή, προέρχεται από το αραβικό qalib (απ όπου και το καλονπι), το οποίο ίσως είναι ελληνικής απώτερης αρχής, από το καλάπονς, καλαπόδι δηλαδή. Σε πρόσφατο σχόλιό του, ο δημοσιογράφος Β. Αγγελικόπουλος επισήμανε ότι το γάρμπος δεν το λέμε πια, αλλά εξακολουθούμε να το τραγουδάμε - εννοώντας το αρχοντορεμπέτικο Παναγιά μου ένα παώ ί, που έχει και τους στίχους «τέτοιο γάρμπος, τέτοια γλύκα, βρε δεν έχω ξαναδεί». Το γάρμπος δεν έχει σχέση με τον άνεμο γαρμπή (αραβικής αρχής), ενο5 όπως είπαμε ο άγαρμπος από εκεί παράγεται. Πάντως, στην Κέρκυρα το γάρμπο έχει πάρει τη σημασία του φλερτ (υπάρχει και παραδοσιακό τραγούδι Το γάρμπο), ενώ γαρμπόζος είναι ο ερωτύλος. Ο άγαρμπος διατηρεί τη σημασία του. 56

52 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ γεβεντίζω Γεβεντίζω και- γιβεντίζω θα πει διαπομπεύω. Η πράξη της διαπόμπευσης λέγεται γεβέντισμα ή γιβέντισμα ή και γίβεντο. Πρόκειται για τη γνωστή απεχθή συνήθεια των παλιότερων χρόνων, να ανεβάζουν τους μοιχούς (και κυρίως τις μοιχαλίδες) πάνω στο γαϊδούρι και να τους γυρίζουν σε όλο το χωριό. Σύμφοονα με τον Ανδριώτη, δάνειο από το μεσαιωνικό γαλλικό gibet (σταυρός, κρεμάλα), όπου κρεμούσαν για παραδειγματισμό τους διαπομπευόμενους. Πανελλήνια η λέξη κάποτε, αν και στα κρητικά είναι ξεγιβεντίζω. Κατ αναλογία, η διαπομπευμένη γυναίκα λέγεται γεβεντισμένη. Στην Παναγιά Γοργόνα του Μυριβήλη, οι άλλες γυναίκες «ήτανε χολοσκασμένες, πως δεν πρόλαβαν να κρατήσουν την πριμαντόνα, να τη βάλουν ανάποδα σ ένα κουτσό γάιδαρο, να της δώσουν την ουρά στο χέρι, και να τη γυρίσουν έτσι σ όλο το συνοικισμό και σ όλη τη Σκάλα, τη γεβεντισμένη». Η παροιμία λέει βέβαια ότι «Η κούρβα [πόρνη] το γεβέντισμα για πανηγύρι τόχει», αλλά τις παροιμίες τις βγάζουν εκ του ασφαλούς οι πολλοί. Ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος είχε τιτλοφορήσει «Το γεβέντισμα του Παπαδιαμάντη» ένα άρθρο του στο οποίο επέκρινε την τσαπατσούλικη επιμέλεια κάποιων διηγημάτων του Παπαδιαμάντη ωστόσο, το γεβέντισμα δεν είναι από τις παπαδιαμαντικές λέξεις. γεμενί Η λέξη γεμενί έχει δύο σημασίες. Καταρχάς, γεμενί είναι ένα χρωματιστό κεφαλομάντιλο, από μεταξωτό ύφασμα- όμως, στον πληθυντικό συνήθως, τα γεμενιά είναι ελαφρά δερμάτινα παπούτσια ή παντόφλες. Ονομάστηκαν έτσι, και το μεν και τα δε, επειδή αρχικά κατασκευάζονταν στην Υεμένη, αν και βέβαια στη συνέχεια έρχονταν από την Πόλη και άλλους πιο κοντινούς τόπους. Το γεμενί ως φακιόλι ακούγεται και σήμερα χάρη στο πολύ γνωστό δημοτικό τραγούδι με το ρεφρέν «Μαύρο γεμενί με λένε / σα με χάσεις γύρευέ με». Σττ\ν Αποκριάτικη νυχτιά του Παπαδιαμάντη «Εχόρευον 57

53 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ τον συρτόν ή τον καλαματιανό ν, κι ετραγουδούσαν το Μαύρο γεμενγ», ενο3 και στον Θάνατο τον παλικαριού του Παλαμά κάποια ποτίζει «τα μυριστικά της, ψιθυρίζοντας το μαύρο γεμενί». Οι ζεϊμπέκηδες του Λευτέρη Παπαδόπουλου, στο τραγούδι Γιορτή ζεϊμπέκηδων, «πίνουνε ρακί, τρώνε παστουρμά και χτυπάνε τα ποδάρια με τα γεμενιά» - εδώ βέβαια πρόκειται για τα παπούτσια, που τα έφτιαχναν οι γεμενιτζήδες ή γεμενετζήόες. Ωστόσο, φορούσαν και. οι άντρες γεμενιά μαντίλια, όπως σημείωσε κι ο Ν, Κασομούλης, παραξενεμένος, όταν είδε τους Μοράίτες «με μέστια καιτζαρούχια ποδημένοί είδος αλλόκοτον εις τα μάτια μας και με μανδήλια μαύρα και κασπαστιά εις την κες)αλήν και γεμενιά». γεντέκι Το γεντέκι είναι λέξη με πάρα πολλές σημασίες - το Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας καταγράφει, ούτε λίγο ούτε πολύ, είκοσι! Καταρχάς, σημαίνει το σκοινί με το οποίο ρυμουλκούν βάρκα, και κατ' επέκταση την ίδια την πράξη της ρυμούλκησης. Έπειτα, σημαίνει το άλογο που το οδηγεί κανείς πεζός, από το χαλινάρι. Είναι επίσης το μικρό καζάνι με το ζεστό νερό και το βρυσάκι στα καφενεία. Δάνειο από τα τουρκικά, yedek, που σημαίνει το σκοινί της ρυμούλκησης και, γενικότερα, «εφεδρικός». Με το γεντέκι έσερναν τα σκάφη ιδίως σε ποταμούς. Βρήκα ένα διήγημα του Αντ. Γιαλούρη, με τίτλο Γεντέκι, όπου προοταγωνιστεί ένας που «στον ώμο είχε ριχτό ένα τυλιγμένο σκοινί, που του χρησίμευε για να τραβά γεντέκι τις βάρκες και τα καΐκια». Γεντέκι πήγαιναν τα εφεδρικά άλογα ή όσα τύχαινε να περισσεύουν, όπως στον Μακρυγιάννη: «είχε άλογα άδεια και τα τράβαγε γεντέκια». Για το γεντέκι του καφενείου, που ακόμα χρησιμοποιείται και το βρίσκουμε και σε καταλόγους προμηθευτών, έχει γράψει πολλά ο Ηλ. Πετρόπουλος στο Ο τούρκικος καφές εν Ελλάόι. Μια σημασία που δεν τη βρίσκω στις είκοσι του λεξικού: «φαρδύ χασαπομάχαιρο, απ αυτά που τα λένε γεντέκια» (Μυριβήλης, Ο Βασίλης ο Αρβανίτης). Μπελάς το γεντέκι! 5S

54 Μ ;ΞίΊΐ; HOY ΧΛΝΟΝΤΛΙ γερδέλι Μια λέξη με πολλές παραλλαγές, γερδέλι ή γκερδέλι ή γιορδέλι ή γιονρδέλι είναι ο κουβάς, είτε των πηγαδκόν είτε τοον καραβιών. Είναικαι ο ξύλινος κάδος για το άρμεγμα των ζο5ο:>ν. Είναι λέξη πολυταξιδεμένη: η ετυμολογική της αλυσίδα ξεκινάει από το λατινικό caldarium, που σημαίνει «καζάνι, χύτρα». Αυτό πέρασε στα ελληνικά ως καρδάρι, λέξη που υπάρχει και σήμερα αλλά είναι μεσαιωνική. Το καρδάρι το δανείζονται στα τουρκικά ως gerdel, και η τουρκική λ. περνάει ξανά στα ελληνικά οϊςγερδέλι, που επομένως είναι αντιδάνειο. Η λέξη ακούγεται ακόμα, αλλά πολύ σπάνια, οπότε τα νεότερα λεξικά δεν την έχουν. Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί το γερδέλι με τη σκιαθίτικη παραλλαγή του (γιονρδέλι) και, κατά σύμπτοχτη, και τις δυο φορές σε σχέση με πνιγμένα κοριτσάκια. Στη Φόνισοα, η Φραγκογιαννού καταθέτει στον ειρηνοδίκη ότι «όταν όμως μετ ολίγον εχρειάσθη ν αντλήσουν νερόν από το φρέαρ, τότε το "γιουρδέλι [...] προσέκρουσεν εις στερεόν σώμα εντός του ύδατος», ενώ στην Τελευταία βαπτιστική, όταν πέφτει η μικρή στο πηγάδι, «έναν κουβά! ένα γιουρδέλι! εκραύγαζεν έκφρων η γραία Σοφούλα». Στον Κανάρη του Φωτιάόη βρίσκουμε το ναυτικό γερδέλι: «Μόλις θαμπόφεγγε κατά το λεβάντε, προποι οι μούτσοι βρίσκονταν κάθε πρωί στην κουβέρτα με τα μαστέλα και τα γερδέλια να την πλύνουν». γιαβουκλούς Γιαβουκλούς είναι ο αγαπητικός ή ο μνηστήρας στο θηλυκό, η γιαβουκλού είναι η αγαπητικιά ή η αρραβωνιαστικιά. Είναι από τις ελάχιστες λέξεις που διατηρούν τον τύπο σε -λούς του αρσενικού (αντί του πιο οικείου στους Έλληνες -λής), γι αυτό και σήμερα πολλοί προβληματίζονται, όταν την ακούν σε ρεμπέτικα, πα>ς έχει το αρσενικό γένος. Δάνειο από τα τουρκικά (yavuklu, με τις ίδιες σημασίες). 59

55 ΝΙΚΟΣ ΣΛΡΑΝΤΑΚΟΣ Λέξη συχνότατη στα ρεμπέτικα, τόσο για άντρες («Μη θαρρείς πως θα σ αφήσω, να χεις άλλον γιαβουκλού», Σμνρνιά καμωματού του Σκαρβέλη) όσο και για γυναίκες (π.χ. «Βρε μάγκα αυτή σου πρέπει να χεις γιαβουκλού, που είναι αλανιάρα, τσαχπίνα χασικλού», Νέος μάγκας του Κασιμάτη). Εμπνευσμένος από τέτοια δίστιχα, έγραψε κι ο Ν. Εγγονόπουλος π ο ίη μ α //γιαβουκλού (χωρίς όμως να χρησιμοποιεί τη λέξη έξω από τον τίτλο). Κανονικά η γιαβουκλού ήταν η επίσημη (και κοινωνικά αποδεκτή) σχέση, αλλά πού και πού σημαίνει απλώς την ερωμένη, όπως στα Ματωμένα χώματα, όπου ένας φαντάρος της πρώτης γραμμής κατηγορεί τους επιτήδειους των γραφείων: «Στο να πόδι τη μια γιαβουκλού, στ άλλο την άλληνα και στα ενδιάμεσα θα σκαρώνεις λόγια παχιά, να μας τα φέρνουνε διο πάνω στα μέτωπα, για πατρίδα, για θυσία, για Μεγάλη Ελλάδα». Πράγματι, έτσι είναι πιο εύκολες οι θυσίες. γιαγέρνω Γιαγέρνω καιγιαέρνο) θα πει επιστρέφω κάτι, γυρίζω πίσω, στρέορομαι. Λέξη χαρακτηριστική της κρητικής διαλέκτου, έχει όλες τις σημασίες του κοινού νεοελληνικού γυρίζω. Και γιαγερμός ή γιάγερμα, η επιστροφή. Ετυμολογείται από το αρχαίο διεγείρω, ενο3 σε μεσαιωνικά κείμενα σώζεται και ο μεταβατικός τύπος όιαγέρνω. Φυσικά, η λ. χρησιμοποιείται πολύ συχνά στον Ερωτόκριτο και τα άλλα έργα της εποχής π.χ. «κι ό,τι μου πήρε ο θάνατος πλιο δεν μου το γιαγέρνει» ή «αν πάει μακρά ο Ρωτόκριτος, πάλι γιαγείρει θέλει» ή «Καλά το λεν οι φρόνιμοι, η αγάπη φόβο φέρνει / κι εις ένα πράμα οπού αγαπά χίλιες φορές γιαγέρνει» και βέβαια σε μαντινάδες, π.χ. «στάλα τη στάλα το νερό το μάρμαρο τρυπά το, το πράμα που μισεί κιανείς γιαέρνει κι αγαπά το» (όπου βλέπουμε και τη σημασία «μεταστρέφομαι, αλλάζω γνώμη»). Στην κρητική (σατιρική) παραλλαγή του τραγουδιού Μια βραδιά στο λούκι, οι Etsi de έβαλαν τον στίχο «γιαγέρνω στον δικό μου», αντί του «γυρίζω στον δικό μου» που είχε το πρωτότυπο. Λλλά και (>()

56 ΛΕΞΕΙΣ 1ΙΟΥ ΧΛΝΟΝΊ ΛΙ ο Σεφέρης, σε μια Μπαλάδα φτιαγμένη επίτηδες με κρητικές λέξεις, είχε το δίστιχο: «η θύμηση γιαγέρνει μ απονιά, να λέει την κρίση όπου τα πάθη φέρα». γιαγκίνι Γιαγκίνι είναι η φωτιά, η πυρκαγιά και μεταφορικά το ερωτικό πάθος. Δάνειο από τα τουρκικά, yangin, η λέξη λείπει από τα νεότερα λεξικά αν και ίσως θα έπρεπε να υπάρχει για ιστορικούς λόγους. Οι πυρκαγιές ήταν συχνότατο φαινόμενο στις παλιές πολιτείες με τα ξύλινα σπίτια, αλλά το αρχετυπικό γιαγκίνι είναι βέβαια η πυρκαγιά της Σμύρνης το το λέει άλλωστε και το τραγούδι: «Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι, στο ντουνιά δεν έχει γίνει». Το τραγούδι αυτό, που έχει ενσωματώσει και δίστιχα που είχαν γραφτεί για παλιότερες πυρκαγιές, έχει γνωρίσει πολλές επανεκτελέσεις, αν και δεν έγινε αμέσως σουξέ επειδή θύμιζε οικεία κακά. Άλλα ρεμπέτικα χρησιμοποιούν τη λέξη μεταφορικά, ενώ σε υπερθετικό βαθμό έχουμε το καραγιαγκίνι στο Ερηνάκι του Τούντα. Όμως κι ο Παλαμάς έχει γράψει ότι «μου τρο5ει γιαγκίνι την καρδιά και το κορμί μαράζι». Πιο παλιά, κάποιος ερωτευμένος φλεγόταν από το πάθος: «Ινσάφι κάμε άπονη, μετέβαλε πια ήθος / διες τι γιαγκίνι άναψες στο άθλιόν μου στήθος». Αργότερα, άναψε ο ίδιος απελευθερωτική φωτιά: ήταν ο Ρήγας Βελεστινλής.' γιαγλίδικος Αν υπάρχουν λέξεις που ακουστικά ταιριάζουν απόλυτα με τη σημασία τους, μια απ αυτές είναι και το γιαγλίδικο, που τη λες και γεμίζει το στόμα σου! Γιαγλίδικο είναι το φαγητό που έχει παρασκευαστεί με μπόλικο βούτυρο ή λάδι, το λιπαρό. Δάνειο από το τουρκικό yagli, 6. Γιώργης Έξαρχος, Ρήγας Βελεστινλής: ανέκδοτα έγγραφα, νέα στοιχεία, σελ

57 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ που σημαίνει «λιπαρός» (yag το λίπος), λέξη που ακούγεται ακόμα σε μαγειρικά συμφραζόμενα. Φυσικά, η λέξη μπορεί να χρησιμοποιείται θετικά, όπως από τον Π. Κουσαθανά για κάτι κεφτέδες που φτιάχνουν στη Μύκονο («Μεγάλους μεγάλους, και μακρουλούς, με μυρωδικά βότανα του νησιού, δεν έχει πιο γιαγλίδικο και νόστιμο πράμα»), μπορεί όμως και αρνητικά: «κι άλλα διάφορα ουγγαρέζικα πιάτα πατημένα στην πάπρικα, βαριά καιγιαγλίδικα» (Μ. Καραγάτσης, Γιονγκερμαν). Η Λωξάντρα, δεν υπάρχει αμφιβολία, επαινετικά τη χρησιμοποιούσε: «Πού τα γιαγλίδικα σιμίτια του Καράκιοϊ! Μχ! Πόλη και πάλε Πόλη!» Ο Σπύρος Μελάς, σε χρονογράφημα του 1927 στο Έθνος, κρατάει αποστάσεις: «Η κουζίνα μας, μολονότι συμφορά του στομάχου, πικάντικη, γιαγλίδικη, ανατολίτικη, πολυμπαχαρισμένη [...]», ενώ ο Μάριος Πλωρίτης είχε παρομοιάσει την ταινίαλ όλα Μοντέζ του Οφύλς με «ένα πλούσιο πιάτο, φτιαγμένο από τα πιο γιαγλίδικα υλικά, μα χωρίς αλάτι, χωρίς πιπέρι και χωρίς μαγειρική ςπνέτσα». Χρειάζεται κι η φινέτσα, βέβαια. γιαράς Ο γιαράς, ή η γιαρά, είναι η πληγή, η λαβωματιά, ιδίως η πληγή που πυορροεί. Δάνειο από το τουρκικό yara. Ο θηλυκός τύπος φαίνεται να είναι παλιότερος, αν κρίνουμε από το ότι εμφανίζεται σε ιατρόσοφικό σύγγραμμα του 16ου ήδη αιώνα: «Εις μεγάλην γιαράν όταν τρέχει αίμα πολύν». Κάποτε πανελλήνια λέξη, ο γιαράς έχει έντονη παρουσία σε δημοτικά τραγούδια. Τραγούδι που ανιστορει τον θάνατο του Καραϊσκάκη τον παρουσιάζει, τραυματισμένο, να εμψυχοίνει τα παλικάρια του, λέγοντας o t l «εγώ θα πάο.) στην Κούλουρη να γι,άνω τον γιαρά μου». Πολύ γνο>στό είναι και το δημοτικό της απαρνημένης, η οποία καταριέται τον νέο που την εγκατέλειψε να γκρεμιστεί από ψηλά και «δέκα γιατροί να τον κρατούν και δεκαφτά καλφάδες / και δεκοχτώ γραμματικοί να γράφουν τους γιαράδες», να καταγράφουν δηλαδή 62

58 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ τα τραύματα! Πιο κοντά μας, ο αντάρτης του εμφυλίου πολέμου Μήτσος Καρατζάς, θαυμάζει στο ημερολόγιό του μίαν αντάρτισσα γιατί «κοιτάζει τους γιαράδες και πάντοτε γελά». Πάντως, βρήκα τον γιαρά να χρησιμοποιείται σε περυσινό «αγιασώτικο ξόμπλιασμα», σατιρικό δηλαδή στιχούργημα, όπου, σχολιάζοντας τα οικονομικά μέτρα λιτότητας ο ποιητάρης αναρωτιέται «ο γιαράς είναι μεγάλος, τίλουγια θα γιατρευτεί;» - κι εμείς αυτή την απορία έχουμε! γιαρές Ο γιαρές είναι αργό και περιπαθές ερωτικό ανατολίτικο τραγούδι* ίσως είναι δίδυμη λέξη, κατά κάποιον τρόπο, με τον γιαρά που μόλις γνωρίσαμε, εφόσον, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ο ψυχικός πόνος (γιαράς) λέγεται και γιαρές και η σημασία του παθιάρικου τραγουδιού αποτελεί επέκταση κατ άλλους, προέρχεται από το τουρκικό yar (φίλος, εραστής, αγαπημένος) με κατάληξη -ές κατά το αμανές. Πάντως είναι λέξη που, αν καί δεν θα τη βρείτε στα νεότερα λεξικά, ακούγεται ακόμα, σε μουσικολογικά ανατολίτικα συμφραζόμενα. Σε έναν διάσημο στίχο από τα Σατιρικά γυμνάσματα του Παλαμά, «οι γάτοι λυγεροί στα κεραμίδια ταιριάζουν ερωτόπαθους γιαρέδες». Στο πρόσφατο μυθιστόρημα Ιμαρέτ του Γ. Καλπούζου, περιγράφεται ένα καφέ αμάν: «Με αμανέδες, ταξίμια, σαρκιά, γιαρέδες, σαμπάι, γκαζέλια, ελφαζιέ σε ελληνική και τούρκικη γλώσσα [...] συνεχίστηκε η βραδιά». Φυσικά, οι γιαρέδες δεν θα μπορούσαν να λείπουν από ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια, αφού μάλιστα δίνουν προφανείς ρίμες. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έχει γράψει για τη «Βαγδάτη με τους γιαρέδες σου και τους μιναρέδες σου», ενώ ο Τόλης Χάρμας ελπίζει ότι «με τους αμανέδες μου και τους γιαρέδες μου» θα κερδίσει την καρδιά της Γκιουλ Τζαμάλ. Σε προπολεμικό χρονογράφημα, ο ΠετιμεζάςΑαύρας θεωρεί την καντάδα αντίδοτο στον «αμανέ και γιαρέ», με τον οποίο προφανούς ταυτίζει το ρεμπέτικο. (>λ

59 μ κ ο ε ε α ρ α ν τ α κ ο ς ; γιορτόπιασμα Πρόκειται για λέξη που δεν υπάρχει ούτε στα παλιότερα λεξικά (εκτός από το Ιστορικό Λ εξικό της Ακαδημίας), μάλλον από λεξικογραφική σεμνοτυφία. Γιορτόπιασμα, κατά λέξη, είναι το παιδί που η σύλληψή του έγινε Κυριακή ή μεγάλη γιορτή, διότι κατά την παράδοση θε<υρείται αμάρτημα η ερωτική συνεύρεση, έστω και συζύγο>ν, τέτοιες μέρες. Αποτέλεσμα είναι, πάντα κατά την παλιά λαϊκή αντίληψη, να γεννιούνται παιδιά ανάπηρα και προβληματικά. Όπως το καταγράφει ο Ν. Πολίτης, «Σημαδιακά παιδιά γεννιούνται, κι είναι γιορτοπιάσματα ή από παθιαραίους γονήδες». Ειδικά τα παιδιά που γεννιούνται ανήμερα Χριστούγεννα θεωρούνται γιορτοπιάσματα γιατί υπολογίζεται πως η σύλληψή τους έγινε του Ευαγγελισμού. Κατ επέκταση, γιορτόπιασμα λέγεται κάποιος που έχει σωματική αναπηρία ή είναι καχεκτίκός, διότι θεωρείται δεδομένο ότι πιάστηκε μέρα γιορτής. Επίσης κατ επέκταση, γιορτόπιασμα αποκαλείταιτο πολύ άταχτο παιδί. Είναι και βρισιά. Η λ. ακούγεται σε Επτάνησα, Ήπειρο και Κρήτη. Τη χρησιμοποιεί ο Καζαντζάκης στην Οδύσεια, καθ(ός και ο Κοτζιούλας σε αναμνήσεις από τη «βάβω του τη Θό6ω», η οποία αποκαλεί «γιορτόπιασμα» έναν συμμαθητή του που του έκλεψε το χαρτζιλίκι. Δεν είναι μόνο οι δικές μας προλήψεις που αποστρέφονται τα γιορτοπιάσματα- διαβάζω στο Διαδίκτυο ότι η σύλληψη σε μέρα γιορτής θεωρείται σε πολλές χώρες παράγων προδιάθεσης για να γίνει κανείς βρικόλακας! γιουφκάς Γιουφκάς είναι ένα είδος ζύμης και το λεπτό φύλλο κρούστας που φτιάχνεται από αυτή τη ζύμη, ενώ γιουφκάδες στον πληθυντικό είναι οι χυλοπίτες που φτιάχνονται από αυτή την αποξηραμένη ζύμη. Δάνειο από τα τουρκικά (yufka, που θα πει «λεπτός» και «φύλλο κρούστας»). Όπα>ς εξηγεί η Μ. Καβρουλάκη στο Η γλώσσα της γεύσης, οι παλιές νοικοκυρές έφτιαχναν τους γιουφκάδες δυο-τρεις 64

60 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ φορές τον χρόνο και τους φύλαγαν για να τους χρησιμοποιήσουν σε διάφορα φαγητά. Ο Γιώργος Ιωάννου θυμάται τη γιαγιά του τη Μικρασιάτισσα, που «Συμμάζεψε το σπιτικό, έκανε σοδειά, έβγαλε πουλιά και παπιά, ετοίμασε τραχανάδες, γιουφκάδες, ρετσέλια». Πιο αναλυτικός ο Γ. Ξανθούλης (στην Ελευθεροτυπία)'. «Αντε, κοντά στον τραχανά να κάνουμε και γιουφκάδες (yofka στα τούρκικα λένε το φύλλο που χρησιμοποιείται στις πίτες). Τιουφκάδες' με γάλα και αυγά λέγαμε τις χυλοπίτες. Αυτό φυσικά το έμαθα πολύ αργότερα, όταν ήδη είχα φάει στρέμματα γιουφκάδων». Αν έψαξα καλά, δεν θα βρείτε τους γιουφκάδες σε κανένα λεξικό, νεότερο ή παλιότερο, ίσως επειδή μέχρι πρόσφατα τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν κυρίως πρόσφυγες. Βέβαια, εδώ και λίγον καιρό οι γιουφκάδες έχουν μπει για τα καλά στο γαστρονομικό λεξιλόγιο, οπότε σε επόμενες εκδόσεις ίσως να λεξικογραφηθούν. γιώνω Γιώνω θα πει σκουριάζω, οξειδιονομαι - λέγεται καταρχήν για τα χάλκινα σκευή, που έχουν παλιώσει- και η επικασσιτέρωση έχει, φύγει κι έχουν πιάσει αυτό το πράσινο στρώμα σκουριάς. Μεταφορικά, λέγεται για το πρόσωπο που πρασινίζει από μίσος, φθόνο κτλ., για τον άνθρωπο που δηλητηριάζεται από τέτοια συναισθήματα. «Αντί να χαίρεται, γιώνει για του αδερφού του την προκοπή». Υπάρχει και η μετοχή, γιωμένος: ο σκουριασμένος, οξειδωμένος, και ο μνησίκακος, κι αυτός που έχει πρασινίσει απ το κακό του. Η λ. ετυμολογείται από το αρχαίο ρ. ιώ, ιονμαι στη μέση φωνή, που θα πει, ακριβώς, σκουριάζω, πιάνω σκουριά, και που προέρχεται από τον /ο, μια και στα αρχαία ιός, εκτός από το δηλητήριο, ήταν και η σκουριά, η πράσινη του χαλκού και η κόκκινη του σίδερου. Τη λέξη δεν την έχουν τα νεότερα λεξικά, α>στόσο βλέπω να χρησιμοποιείται ακόμα, τουλάχιστον στη Αέσβο, όπου σε άρθρο τοπικής εφημερίδας βρίσκω παράπονα για τα «γιωμένα» καρφιά σε κάποια οργανιομένη πλαζ. Και βέβαια υπάρχει το εξαιρετικό 65

61 ΝΊΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ ποίημα t o o αναρχικού Μικέλη Άβλιχου ( ) για τον «μοχθηρό ψευτοφιλόπατρι», που λες πως γράφτηκε για μερικούς σημερινούς: «Το πρόσιοπό του εκείνο το γιωμένο / που της καρδιάς του δείχνει τη σκουριά...» γκαϊλές Γκαΐλές είναι η θλίψη, η φροντίδα, η στενοχώρια, η αγωνία που έχουμε για κάτι και μας αγχώνει. Πρόκειται για λέξη που είναι ολοζώντανη, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά ωστόσο δεν έχει αξιωθεί να λημματογραφηθεί σε λεξικό, πέρα από το Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας. Δάνειο από το τουρκικό gaile, ίδιας σημασίας, αν και πολλοί το προφέρουν καϊλέ επειδή το συσχετίζουν με το παρόμοιο ελληνικό καΐλα ή πιστεύουν ότι πρόκειται για αντιδάνειο (δεν είναι' η τουρκική λ. έχει αραβική αρχή). Ενώ στα παλιότερα κείμενα ο γκαϊ,λές χρησιμοποιείται κατά κυριολεξία (π.χ. «την έφαγε ο γκαϊλές του ξενιτεμένου του γιου της»), στη σημερινή χρήση λειτουργεί υπονομευτικά, θα λέγαμε, αφού χρησιμοποιείται συνήθως ειρωνικά, για να δηλωθεί ότι κακοκ ή υποκριτικά τον απασχολεί κάποιον ένα θέμα. Π.χ. «Οι πολιτικοί με έναν γκαϊλέ κοιμούνται και σηκ(όνονται, πχύς θα στηριχτούν οι μικρομεσαίοι» (Γιώργος Σκαμπαρδίόνης, Μακεδονία, 2007) ή «άλλον γκαϊλέ δεν είχε στην γκλάβα του, π(ός θα πάρει το αίμα του πίσω» (Μάρκος Μέσκος, Μ ουχαρέμ) ή «λες και είχα κανέναν γκαϊλέ να μάθω τα προσωπικά του» (Διαδίκτυο). Άλλωστε, όπως λέει και η παροιμία για όσους κακοίς κατατρίβονται με ξένες υποθέσεις, «Θ κό του ψοψιί τρώει, ξένους γκάίλέδες τραβάει». γκαμούζα Η γκαμούζα είναι λέξη που δεν θα τη βρείτε σε κανένα λεξικό, κι όμως την έχουν χρησιμοποιήσει αρκετοί μεγάλοι λογοτέχνες μας. Το 66

62 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ παράδοξο εξηγείται εν μέρει αν σκεφτούμε ότι η γκαμούζα είναι το αιγυπτιακό βουβάλι. Δάνειο από τα αραβικά: το βουβάλι στα αιγυπτιακά αραβικά προφέρεται γκαμονς, ενώ τζαμούς αλλού, απ όπου το κρητικό και κυπριακό τζαμούζα (βουβάλα, αλλά και αγελάδα). Στον Τελευταίο σταθμό ο Σεφέρης μιλάει για «πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια / κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες». Ο Τσίρκας στη Νυχτερίδα περιγράφει: «Η γη στο Δέλτα στραφτάλιζε κάτω από το φεγγάρι. Μαύρη σιλουέτα σε φόντο ασημί. Μια γκαμούζα σκυμμένη πίνει από το κανάλι», ενώ στο Έρως θέρος πόλεμος της Ευγενίας Φακίνου, ένα κορίτσι από τη Σύμη που φιλοξενείται στην Αίγυπτο βλέπει μια βουβάλα (που έχει καμπούρες) και νομίζει ποος είναι καμήλα. Η λέξη χρησιμοποιείται (σπάνια) και σήμερα, σαν κάπως απροσδιόριστος υποτιμητικός χαρακτηρισμός για γυναίκες. Στην Κρήτη, τζαμούζες αποκαλούν ειδικά τις χοντρές γυναίκες. Στο Εργοστάσιο των μολυβιών της Σώτης Τριανταφύλλου, ο ήρωας, όταν νεύριαζε, αποκαλούσε τη χοντρή υπηρέτριάτου «γκαμούζα, γελάδα». Όταν όμως οι πολιτείες μας γκρεμιστούν και χορταριάσουν, Oct γίνουν βοσκοτόπι για τις γκαμούζες... γκατζόλι Όποιος έκανε φαντάρος ξέρει ότι ο νομός Έβρου, ιδίως στα σύνορα, λέγεται στη φανταρίστικη γλίόσσα Γκατζολία, και σχεδόν όλοι έχουν ακούσει ότι το όνομα βγήκε επειδή οι ντόπιοι ονομάζουν γκατζόλι το γαϊδούρι. Σωστά είναι αυτά, αλλά υπάρχουν και άλλα. Καταρχάς, η λ. γκατζόλι δεν είναι λέξη αποκλειστικά εβρίτικη το Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας καταγράφει τους τύπους γκαζέλι, γαζέλι, γκατζόλι σχεδόν σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα (πλην Πελοποννήσου), αλλά και στην Κρήτη - βέβαια, αυτά ίσχυαν το 1900, που συγκεντρώθηκε το υλικό του λεξικού. Σήμερα δεν ξέρω αν λέγεται σε άλλες περιοχές η λέξη και τότε όμως. στη Θράκη ακουγόταν περισσότερο άλλωστε, το ίδιο λεξικό καταγράφει το παρατσούκλι Γκατζουλοσονφλιώτης, παρατσούκλι 67

63 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ των κατοικούν της περιοχής Σουφλίου επειδή χρησιμοποιούν πολύ τους γάιδαρους στις εργασίες τους. Το λεξικό δίνει και παροιμίες, όπως «Το χαμαδό το γκατζόλι όλοι το ανεβαίνουν», δηλαδή τους αδύνατους όλοι τούς εκμεταλλεύονται. Μια άλλη: «Μπράβο λεν και στα γκατζόλια όταν βγουν από τη λάσπη», για έπαινο που θεωρούμε περιττό. Η ετυμολογία της είναι ενδιαφέρουσα. Κατά το ίδιο λεξικό, είναι δάνειο από το υστερολατινικό gazella = φοράδα, που προέρχεται από το αραβικό ghasel, τη δορκάδα. Που σημαίνει ότι η γπατζόλα και η γαζέλα είναι ετυμολογικούς ξαδερφούλες - σίγουρα άλλη χάρη θα είχε η θητεία στη ΓαζελίαΙ γκεξερώ Και γκιζερώ, και γκεζεράω -ρνάο:» και γκεζερίζω/γκιζερίζω. Περιπλανιέμαι, τριγυρίζω, γυρίζω εδώ κι εκεί, άσκοπα ή για αναψυχή- και γκεζέρι ή γκεζέρισμα, ο περίπατος. Δάνειο από το τουρκικό gezmek. Λέξη που κάποτε ακουγόταν σε μεγάλο τμήμα του ελλαδικού χοίρου, σήμερα έχει περιοριστεί. Ο Μακρυγιάννης χρησιμοποιεί συχνά το ρήμα, και με τους δυο τύπους, π.χ. στο διάσημο απόσπασμα «και οι αγωνισταί και χήρες το>ν σκοτο^μένων κι αρφανά παιδιά τους, κι εκείνοι οπού θυσιάσαν το δικόν τους στα δεινά της πατρίδος ας γκεζερούν εις τους δρόμους ξυπόλυτοι και ταλαιπωρεμένοι κι ας λένε ψωμάκι», ή «και εκείνοι οπού χουν τα καράβια τους γκιζερούν εις τους δρόμους και κλαίνε με μαύρα δάκρυα» - και όχι μόνο για όσους περιπλανιούνται από απόγνωση: «τους βαθμολόγησαν συνταματάρχηδες και τους κρέμασαν κι από να σταυρό και γκεζερούν εις τα σοκάκια του Αναπλιού και καμαρώνουν». Και σε νεότερα κείμενα βρίσκουμε τη λέξη. Για παράδειγμα, στη Λεηλασία μιας ζωής του Τραυλαντώνη: «"Η γκεζεράς εδο5, όσο να βγουν τα κοριτσόπουλα από τα καταστήματα;» Και σήμερα χρησιμοποιείται η λέξη, συχνά σαν παιγνιώδες συνώνυμο του τριγυρίζω ή του περιφέρομαι. 68

64 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ γκερίζι Γκερίξι ή γκιρίζι είναι ο υπόνομος, ο οχετός, το ανοιχτό αυλάκι για τις ακαθαρσίες. Δάνειο από το τουρκικό geriz, keriz, η λέξη υπάρχει στα παλιότερα λεξικά. Αν και αρχική έννοια είναι ο οχετός, έφτασε επίσης να σημαίνει σε διάφορες περιοχές και το χτιστό κανάλι ύδρευσης ή ακόμα (στη Φλώρινα) το αποχωρητήριο. Τη λέξη τη βρίσκουμε σε μικρασιάτικα κείμενα. Ο Κ. Πολίτης στο Στον Χατζηφράγκον γράφει για «το ανοιχτό γκερίζι που τρέχει ανάμεσα στην ξεραΐλα», ενώ η Ιφιγένεια Χρυσοχόου στη Μ αρτυρική πορεία ότι το χνότο κάποιου «γκερίζι μυρίζει». Υπάρχει και ως βρισιά, αρχικά για κάποιον βρομόστομο, αν και σήμερα χρησιμοποιείται, υποψιάζομαι, χωρίς να είναι σαφής η ακριβής σημασία. Με το γκερίζι υπάρχει μια γουστόζικη ιστορία. Στα Κορακίστικά του Φαναριώτη Ιάκωβου Ρίζου Νερουλού, όπου σατιρίζονται κάποιοι κοραϊστές για την προσπάθεια να βγάλουν ελληνικές τις ξένες δάνειες λέξεις, ένας λογιότατος υποστηρίζει ότι το γκερίζι «είναι ελληνικότατον. Διεφθάρη από την λέξιν εκρυσείον, σημαίνουσαν τον διά του οποίου εκρέουσιν αι κοπρίαι τόπον». Και ο συνομιλητής του παρατηρεί ότι «οι φιλογενείς» θα προτιμήσουν να κυλιούνται «εις το ελληνικόν και ευγενικόν εκρυσείον» παρά να κολυμπούν «εις το χυδάίκόν ανθόνερον»! γκογκοβια, τα Τα γκογκόβια ή κοκόβια είναι οι όρχεις, τα αρχίδια, ένα από τα πάμπολλα συνώνυμα του όρου το περίεργο όμως είναι ότι, ενώ η λ. χρησιμοποιείται αρκετά, δεν έχει καταγραφεί σε κανένα από τα έντυπα λεξικά της αργκό και της πιάτσας, όπίος π.χ. τα καρύδια. Ωστόσο, δεν είναι πρόσφατη λέξη, αφού τη βρίσκουμε στο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας, εκείνο που σταμάτησε στο λήμμα «δαχτυλωτός», με καταγραφές σε Πόντο και Βιθυνία. Σύμφωνα με το λεξικό, είναι δάνειο από τα αρμενικά (gogov, λέξη που συνδέεται με το αρχαίο ελλ. κόκκος). 69

65 ΝΙΚΟΣ EAPANTAKOL Το λεξικό δίνει και τη φράση «Είναι μάστορας με γκογκόβια». Στο Διαδίκτυο η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά, μια και αποτελεί κάπως πιο εύσχημο και ταυτόχρονα ευτράπελο συνώνυμο της λ. αρχίόια. Έ τσι, βρίσκουμε να την αντικαθιστά σε όλες τις στερεότυπες εκφράσεις. ΣτηΛωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίόου υπάρχει ένας ήρωας με το παρατσούκλι Τεκ-Γκογκόβης, ο οποίος είναι μονάρχιδος. Τεκ θα πει μονός στα τούρκικα (tek). Έ να παρατσούκλι μισό τούρκικο και μισό αρμένικο που το χρησιμοποιούσαν Ρωμιοί, ωραίο παράδειγμα για τον πολυεθνικό χαρακτήρα της παλιάς Πόλης! γκρίφι Στον πληθυντικό συνήθιος, τα γκρίψια είναι οι αιχμηρές προεξοχές των βράχων, ή γενικά οι μυτεροί και απόκρημνοι βράχοι, ιδίως της θάλασσας. Σε όλα τα παλιότερα λεξικά, όχι όμο)ς και στα νεότερα, μπορεί να το βρείτε και στο λήμμα «αγγρίφι» ή «αγκρίφι»,7πιο κοντά στο αρχικό έτυμο, αλλά και με επιπλέον σημασίες, αφού αγγρίφι είναι επίσης ο γάντζος, το τσιγκέλι, αλλά και το αγκάθι, η αγκίδα. Λέξη τυπικά παπαδιαμαντική: ο Πανταριύτας, για να δείξει πόσο έμπειρος ναυτικός ήταν, καυχιόταν ότι «οι ξέρες και τα γκρίφια τον εγνώριζαν». Γκρίψια και λαλαρίδια* είναι μια στήλη με σχόλια, ενίοτε αιχμηρά, στα Παπαδιαμαντικά τετράδια του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου. «Να τονε φαν τα γκρίφια» είναι κατάρα, που σημαίνει «να πνιγεί και να τον ξεβράσει η θάλασσα πάνω στα βράχια». Η λέξη πανελλήνια, κυρίως όμως στα παραθαλάσσια μέρη, ανήκει και στο «προσωπικό γλωσσάρι» του Οδυσσέα Ελύτη (στον Μικρό Ναυτίλο). Βρίσκω επίσης να την έχουν χρησιμοποιήσει ο Γρυπάρης, ο Πεντζίκης, αλλά και ο Καζαντζάκης, που προτιμούσε τον τύπο αγκρίφια. Ετυμολογείται μάλλον από το μεταγενέστερο αγρίφη ή 7. Στην έκδοση του το Λεξικό Μπαμπινιώτη έχει λήμμα «αγκρΐφι», με σημασία τον γάντζο και την αγκίδα, και το ετυμολογεί, μάλλον απίθανα, από την αγκράφα. 70

66 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ αγρείφνα, γεωργικό εργαλείο σαν την τσουγκράνα. Η ομοιότητα με το γαλλικό griffe (νΰχι) εντυπωσιακή, αλλά μάλλον συμπτωματική. γκώνω Γκο5νω και αγκώνο) σημαίνει εξογκώνομαι, πρήζομαι από το πολύ φαγητό, αισθάνομαι κορεσμό. Το ρήμα είναι και αμετάβατο («έφαγα πολύ και έγκιοσα») και μεταβατικό («οι λουκουμάδες με γκώνουν»). Πρόκειται για μια δυσάρεστη αίσθηση κορεσμού, πολύ κοντύτερα στο μπουχτίζω παρά στο χορταίνω. Προέρχεται από το αρχαίο ογκώ, μέσω του μεσαιωνικού ογκώνω, ογκώνω. Πανελλήνια και ολοζώντανη λέξη. Προκειμένου για γλυκά, το γκώνο) είναι λίγο πιο βαρύ από το λιγώνω. Σε έναν διάσημο στίχο από την Οδύσεια του Καζαντζάκη, η Ράλα διώχνει τον νιο ψαρά: «Σύρε στον ουρανό σου να χαθείς και παρθενιές δε θέλω / το άσπρο κρινάνθι σου μ αναγουλιάει κι η γλύκα σου με γκώνει». Μεταιρορικά, βρίσκουμε το γκώνω πολύ συχνά σε άρθρα εφημερίδων και σε διαδικτυακές συζητήσεις. Όταν στη Σκάλα του Μιλάνου οι θεατές αποδοκίμασαν τον σκηνοθέτη μιας παράστασης, ο Κ. Γεωργουσόπουλος έγραψε στα Νέα: «οι άνθρωποι έγκωσαν πια». Μάλιστα, εξελίσσεται σε παροιμιακή φράση το «γκώσαμε», σαν παραλλαγή και συνώνυμο των παλιότερων «δώσαμε, δώσαμε» και «όχι άλλο κάρβουνο», ένδειξη κορεσμού, π.χ.: «Όχι άλλες γκέι παραστάσεις. Γκώσαμε!» ή «Όχι άλλον [όνομα τηλεσχολιαστή]. Γκώσαμε!» γοδέρω Γοδέρω ή γοντέρω θα πει απολαμβάνω κάτι, το χαίρομαι1επίσης, όιασκεδάζολ Είναι από τα λιγοστά δάνεια ρήματα σε -έρω, μια και συνήθως στα ελληνικά τα δανεικά ρήματα σχηματίζονται σε -άρα> ή σε -ίζω. Και γουόέρω. Από το βενετικό goder, η λέξη κάποτε ακουγόταν σε όλα τα νησιά, στην Πελοπόννησο, στη Στερεά και τη Σμύρνη, ενώ σήμερα μόνο στα Επτάνησα θα ακούγεται, κι εκεί παλκυμένη. 71

67 ΝΙΚΟΣ ΣΛΡΛΝΤΛΚΟΣ Τα παλιότερα λεξικά πάντως την έχουν, ενώ οτη Συναγωγή του ο Κουμανούδης τη χαρακτηρίζει «ιταλοβαρβαρική». Στα Απομνημονεύματά του, ο Μακρυγιάννης υποστηρίζει, μιλώντας με παραβολές, ότι ο Καποδίστριας «έλαβεν εις την εξουσίαν του εκείνον τον λαμπρόν τόπον και γοδέρει τ αγαθά του, την ώρα που ο λαός υποφέρει», ενώ κερκυραϊκό δίστιχο της αγάπης λέει: «Η μάνα σοΐί σε τάιζε ρύζι με το κουτάλι / για να σου κάνει το κορμί να το γοδέρουν άλλοι». Συχνά το βρίσκουμε σε παλιά συμβόλαια και διαθήκες (π.χ, «να έχει το αμπέλι και να γοδέρει τον καρπόν του για δύο χρόνους» - από τη διαθήκη της μητέρας του Κάλβου). Και ουσιαστικό, το γοόιμέντο: η απόλαυση, η ηδονή. γόμπα Γόμπα και σγόμπα, γούμπα και σγούμπα είναι η καμπούρα. KaL γόμπος, σγόμπος, σβόμπος, ζόμπος, σγουμπός καιγουμπός, αλλά και γομπιάρης ο καμπούρης! Ακούγεται κυρίως στα Επτάνησα, αλλά και στην Πελοπόννησο και στην Ήπειρο. Δάνειο από τα ενετικά (goba - στα ιταλικά, gobba). Η απειλητική φράση «θα σου σι άξιο τη σγόμπα» (θα σου ισιώσω την καμπούρα) σήμαινε «θα σε ξυλοφορτώσω». Κατ επέκταση, σβόμπος λέγεται όχι μόνο ο καμπούρης, αλλά γενικά ο κακοφτιαγμένος και μικρόσωμος άνθρο^πος. Το ρήμα είναι γομπιάζω: «υπό το βάρος της θρησκευτικής του φιλοδοξίας, το μπαίγνιο τούτο του πειρασμού γομπιάζει, καχεχτεί, σοβαρούται, και δίνει στον εαυτόν του αέρα ταπεινής μεγάλης ιδέας!» (Λασκαράτος, Ιδού) ο άνθρωπος, «Ο καλόγερος»). Ο ίδιος Λασκαράτος, ειρωνευόμενος τον θεσμό του γάμου με προξενιό, λέει πως οι προξενήτρες: «συστένουν εξακολουθηνά στους ανύπανδρους τες ανύπανδρες, ορκίζοντας πως δεν είναι ούτε στραβή, ούτε κουτσή, ούτε γόμπα!...» Στον Υπεράνθρωπο του Χατζόπουλου εμφανίζεται «ένας κοντακιανός, σγουμπός νέος με ματογυάλια», ενώ στη Μάνη λεγόταν η παροιμία «Είπε η γκαμήλα στο γκαμηλάκιτης πως είναι σγουμπό» - χωρίς να προσέξει τη δική της μεγαλύτερη σγόμπα, εννοείται! 72

68 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ \ Λ Ν η νί ΑΙ γουλόζος Γουλόζος είναι ο λαίμαργος, είναι όμως και ο καλοφαγάς, ο εκλεκτικός στο φαγητό. Δάνειο από το ιταλικό goloso, όπως δείχνει και η κατάληξη. Ακούγεται κυρίως στα Επτάνησα και στην Πελοπόννησο. Έ να ντόπιο σχεδόν συνιονυμο είναι ο γονλιάρης (από τη γούλα, με τη σημασία της λαιμαργίας) που όμως έχει μόνο την αρνητική σημασία, του λαίμαργου. Βέβαια, και η γούλα τελικά είναι δάνειο από τα λατινικά (gula). Ο γουλόζος, είπαμε, είναι δίσημη λέξη. Στον Γιονγκερμαν του Καραγάτση, ο Βάσιας βρίσκεται στην Πάτρα για επαγγελματικό ταξίδι και διαβάζει ατον Νεολάγο: «Εις την αγοράν μας έφθασαν οι προίτοι. σπάροι, γενόμενοι ανάρπαστοι από τους γουλόζους» επειδή αγνοεί τι είναι γουλόζοι, πληροφορείται από τον ντόπιο συνάδελφό του πως είναι οι καλοφαγάδες. Ίσως βέβαια η σημασία να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στα δυο άκρα- σε μια από τις πολλές γευσιγνοοστικές σελίδες εφημερίδων διάβασα την εξής κλίμακα, από το χειρότερο προς το καλύτερο: κοιλιόδουλος - σαβουροφάγης - γουλόζος - λιχούδης - γκουρμέ - γαστρονόμος. Δεν ξέρω όμως αν συμφωνούν όλοι με αυτή την ιεράρχηση. γουρμάζω Το γουρμάζω είναι διαλεκτικός τύπος του ωριμάζω, έχει όμως αρκετή απόσταση, οπότε μπορούμε να τον θεωρήσουμε χωριστό λήμμα. Αλλωστε, είναι αρκετά διαδεδομένος, οπότε ίσως θα πρέπει να μιλήσουμε για λαϊκό τύπο και όχι για διαλεκτικό. Γουρμάζω λοιπόν θα πει ωριμάζω, γουρμασμένος και γούρμος είναι ο ώριμος και γούρμασμα η ωρίμανση. Και χίορίς το αρχικό «γ» κάποτε: ουρμά- ζω, ονρμασμένυς. Στα Ματωμένα χώματα της Δ. Σωτηρίου διαβάζουμε για «τις λαχτάρες ώς να ρθει να γουρμάσει η αγουρίδα, να μαζωχτεί το σταφύλι», ενώ ο Παλαμάς στο ποίημα Τα σκολειά χτίστε παρομοίασε τους καρπούς της εκπαίδευσης με «γούρμα σταφύλια, λογής, 73

69 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ κεχριμπαρένια, άλικα, μαύρα». Ο Σκίπης έγραψε στον Απέθαντο ότι «όλα τα φρούτα τα γευτήκαμε [...] τα τραγανά και τα ουρμαομένα», αλλά η παροιμία «γούρμα κι άγουρα τα τρώει» λέγεται για όποιον ενεργεί απερίσκεπτα, χωρίς διάκριση του σωστού και του λάθους. Ο άγουρος λέγεται κι αγούρμαστος, σαν την «τσούπα την αγούρμαστη, της μάνα της χρυσάφι», που έχασε ο Καλός πολίτης του Βάρναλη. «Άμα η αλήθεια δεν κάνει φαλάκρα, πώς να γουρμάσει...» αναρωτήοηκε ο Νίκος Καρούζος στη Νεολιθική ννχτωόία στην Κροστάνόη, ενο), κατά τον Παναγιώτη Κουσαθανά, «Ο γέρος πρέπει να γουρμάζει μαλακά. Σαν καμωμένο σύκο να πέφτει από τη συκιά στη γλυκιά ώρα του». γράνα Βαθύ και στενό αυλάκι, χαντάκι, τάφρος στα χωράφια, με δυο βασικές χρήσεις: ή για να χωρίζει τα χοοράφια ή για την αποστράγγιση των νερών της βροχής. Λέξη κατεξοχήν πελοποννησιακή. Υπάρχουν και πολλά τοπωνύμια Γράνα. Ετυμολογείται από το σλαβικό grana. Το 1821, η «μάχη της γράνας» έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πτιόση της Τριπολιτσάς, όταν ο Κολοκοτρώνης διέταξε να φτιαχτεί μια γράνα βάθους ενός μέτρου και πλάτους δύο μέτρων, με μήκος 700 μέτρα στις 10 Αυγούστου, πολιορκημένοι που βγήκαν προς άγρα τροφής βρέθηκαν ανάμεσα σε δυο πυρά και έπαθαν βαριές απώλειες. Από τότε, δεν επιχείρησαν άλλη έξοδο και στις 23 Σεπτεμβρίου η Τριπολιτσά έπεσε. Μιλώντας στη Βουλή, το 2007, ο τότε υπουργός Δημοσίας Τάξεως Βύρων Πολύδωρας, επιχειρηματολογώντας για την ανάγκη αγροφυλάκων, είπε τη φράση: «Ποιος θα δει την κομμένη γράνα;» και εξήγησε ότι γράνα είναι ο υδραγωγός.,s Μια και κανένα νεότερο 8. Δεν εξήγησε ότι λέγοντας «κομμένη» εννοοιίσε «φραγμένη από χοηιατα» (με αποτέλεσμα τα όμβρια νερά να πλημμυρίζουν τον δρόμο και να καταστρέφουν την άσφαλτο). 74

70 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ λεξικό δεν έχει τη γράνα, καλώς ή κακώς η φράση έγινε στόχος για πάμπολλα ειρωνικά σχόλια και το βιντεάκι της αγόρευσης αναμεταδόθηκε ευρύτατα στο Διαδίκτυο, όπου έγινε «καλτ». γρέκι Γρέκι είναι περιφραγμένος και πρόχειρα στεγασμένος τόπος, όπου σταβλίζονται τα αιγοπρόβατα. Χαρακτηριστική λέξη του ποιμενικού λεξιλογίου, με πανελλήνια εξάπλωση, υπάρχει στα παλιότερα λεξικά, όχι όμως στα νεότερα. Και τοπωνύμιο. Από το τούρκικο egrek, που σημαίνει «λίμνη» αλλά έχει πάρει και τη σημασία του σκιερού καταφυγίου για τα κοπάδια. Πολύ συχνό σε δημοτικά τραγούδια, π.χ. «βρίσκω το γρέκι μ αδειανό, κουδούνια δεν βροντούνε», μοτίβο που το έχει χρησιμοποιήσει και ο Κρυστάλλης («Όμως το γρέκι του αδειανό κι έρμη τη στάνη βρίσκει»). Λέξη πανταχού παρούσα κάποτε, πήρε και τη σημασία του συνοικισμού, αλλά και τη μεταφορική σημασία της κατοικίας («πάμε στο γρέκι μας τώρα»), ενώ η φρ. «το έκαμε γρέκι» σήμαινε ότι κάποιος συχνάζει πολύ σε ένα μέρος. Στη Γυνή πλέονσα, ο ΓΙαπαδιαμάντης περιγράφει έναν καραβοκύρη ο οποίος κάθε Οκπ.αβρη γύριζε στο νησί και «το έριχνε γρέκι, κατά το κοινόν ναυηκόν λόγιον», δηλαδή περνούσε χρυσόν χειμώνα στη θαλπωρή της οικογένειας. Σήμερα βρίσκεται σε υποχώρηση, φυσικά, όπως και οι ποιμενικές δραστηριότητες όποκ λέει και ένα σαρακατσάνικο δημοτικό τραγούδι, «χορταριάσανε τα γρέκια». γρεντιά Γρεντιά είναι το ξύλινο δοκάρι, ιδίως το δοκάρι της στέγης στα παλιά σπίτια, ή τα πολλά δοκάρια τα παράλληλα προς τις στενές πλευρές του σπιτιού που στηρίζουν τη στέγη ή το επάνω πάτωμα. Από το (τλαβ. greda = δοκάρι. Η λέξη παλιότερα ακουγόταν σε Ή πειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία. 75

71 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ Γρεντιά είναι και ο επεξεργασμένος κορμός δέντρου. «Με σφένδαμνου γρεντιές τ άλογο εφτίάσθη», γράφει για τον Δοΰρειο Ίππο ο Μαβίλης στη μετάφραση χχ\ςαινεΐάδας. Από τις γρεντιές της στέγης κρεμούσαν στα παλιά σπίτια πλεξίδες καλαμπόκι (τις κρεμάόες), κρέας ή άλλα τρόφιμα. «Βρίσκομαι ανάσκελα κοιτώντας τις γρεντιές», λέει ο Κοτζιούλας σ ένα ποίημά του, γραμμένο όταν τον είχε ρίξει στο κρεβάτι η αρρώστια. Η γρεντιά είναι σήμερα ζωντανή τουλάχιστον στα Γιάννενα. «Στην πέτρα σύρθηκε το φίδι / κι άστραψ η λάμα στο σκοτάδι / και γκρεμίστηκαν οι γρεντιές», γράφει σε σχετικά πρόσφατο ποίημά του» ο γιαννιώτης ποιητής Τάσος Κανάτσης. Και σε πολύ πρόσφατη διαδικτί ακή συζήτηση για τα οικονομικά μέτρα, γράφτηκε ότι είναι απαράδεκτο «να κρεμιέται από τη γρεντιά ο μικρομεσαίος». γροΰπος Ο γρούπος είναι λέξη ξεχασμένη, αλλά έχει γούστο να την αναφέρουμε επειδή είναι ξαδερφάκι μιας ξένης λέξης που ακούγεται πάρα πολύ, του γκρουπ, είτε εκδρομικό είναι είτε μουσικό. Γρούπος λοιπόν, δάνειο από το ιταλικό gruppo, είναι αφενός ομάδα ανθροοπων και αφετέρου το χρηματόδεμα. Τον έχουν τα παλιότερα λεξικά αλλά δεν χρησιμοποιείται πια. Με τη σημασία της ομάδας ανθροόπων, βρίσκουμε τον γρούπο στην Κνρα-Κώσταινα του Μιχ. Μητσάκη: «ήρχισε κόσμος να συνάζεται, ν ακούει, vet περιβάλλε ι τον μικρόν γρούπον των απαγωγέων και της νέας», ή στο Νούμερο του Βενέζη: «πώς του ήρθε του Γιωργή να ξεκόιρει απ το γρούπο μας για να μαζέψει αποτσίγαρα». Με τη σημασία του χρηματοδέματος, ήδη στον Μακρυγιάννη: «Ένας έκλεψε ένανγρούπον με χρήματα κι εκείνος οπού τα είχε χάσει ήρθε και μου είπε τον κλέφτη», και συχνά στον Σουρή: «κι εντός του γρούπου Περικλή ευρίσκω άλλον γρούπον, κι ακούω φράγκων αργυρών και πεντόλιρων γδούπον». Ο γρούπος δεν ήταν λέξη λαϊκή στην εφημερίδα της κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος διαβάζουμε διάταγμα του 1836 «Περί παραδόσεως γρούπο)ν εις τα ταχυδρομεία Αθηνών και Πειραιώς: 76

72 ΛΕΞΕΙΣ IlOY ΧΑΝΟΝΤΑΙ Το παραλαμβάνον ταχυδρομείον τον τοιούτον γρούπον χρεωστεί vex επιθέτει, επί παρουσία του παραδίδσντος, την σφραγίδα της υπηρεσίας εις έν μέρος του γρούπου...» δερμονι Δερμόνι είναι το κόσκινο για τα σιτηρά που χρησιμοποιείται μετά το λίχνισμα* είναι πολύ μεγάλο σε μέγεθος, και έχει μεγάλες τρύπες, περίπου σαν μισό ρεβίθι, με αποτέλεσμα να περνάει ο καρπός αλλά να συγκρατιούνται πέτρες, φρύγανα και άλλα σκουπίδια. Λέγεται έτσι επειδή φτιαχνόταν, συχνότατα, από δέρμα. Η λέξη είναι σχεδόν πανελλήνια, αλλά έχει εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό από παραλλαγές: διρμόνι, όρεμόνι, όραμόνι, όριμόνι και δρνμόνι, δρομόνι (π.χ. Χίος, Θράκη), τερμόνιΐ Η διαδικασία λέγεται δερμόνιασμα (και αντίστοιχες παραλλαγές) και το ρήμα δερμονι ά- ζω. Και στα βουλγάρικα (νταρμόν) και στα ρουμάνικα (dirmon). Ο Κοτζιούλας, όταν πήγε σχολαρχείο κοντά στα Γιάννινα, σημείωσε απορημένος ότι εκεί το κόσκινο το έλεγαν δραμόνι. Χρησιμοποιείται και σε μεταφορικές φράσεις, π.χ. «βρέχει με το δερμονι» (καταρρακτωδώς, με το τουλούμι), «κουβαλά νερό με το δρεμόνι» (ματαιοπονεί). «Κι ό,τι κάμνει για ψωμιά, ό,τι θρέφει και μεστώνει / πέρασέ r ακόμη μια, απ την κρίσα, απ το δρεμόνι», συμβουλεύει τον «νέον Έλληνα σπουδαστήν» ο Γ. Βιζυηνός, ενώ σε ανδριώτικα κάλαντα διαβάζουμε την ωραία ευχή: «Εσέ σου πρέπει αφέντη μας / και μπέη και λεβέντη μας / φλουριά να δρυ μανίζεις / και τ απο δρυμόν ίδια σου / εμάς να μας τα δίνεις». διακαμος Μια υπέροχη λέξη που δεν αξιώθηκε κανένα λεξικό να την καταγράψει. Διακαμός είναι ο φωσφορισμός της θάλασσας που οφείλεται στις αναλαμπές των ψαριών ή στη βιοφωταύγεια του πλαγκτού. Και μεταφορικά η σκιά, κάτι που διακρίνεται θαμπά, μια σιλουέτα, το 77

73 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ περίγραμμα μιας φευγαλέας μορφής. Από το ρ. όιακαίω. Η λέξη έχει περάσει παι στα τουρκικά (yakamoz). Λέξη παπαδιαμαντική. Στα Ρόδινα ακρογιάλια την εξηγεί: «εφάνη μακρόθεν ένας διακαμός, μια σκιά ανθρώπου». Στο ερωτικότατο Όνειρο στο κύρια η «λουσμένη κόρη» βλέπει στο φεγγαρόφιοτο «τον μαύρον ίσκιον μου, τον διακαμόν μου, επάνω εις τον βράχον» και βγάζει φωνή φόβου. Ο κυρ Αλέξαντρος χρησιμοποιεί άλλες δυο ή τρεις φορές τον διακαμό, και στη Φόνισσα δίνει και συνώνυμο, το διάνεμα. Πάντως, και ο Ελύτης έχει γράψει για «έναν τέτοιον διακαμό βαρύ από πέτρες που δε βουλίαξαν». Έστω και μόνο για χάρη του Παπαδιαμάντη, κάποιο λεξικό έπρεπε να αποθησαυρίσει τη λέξη, που μόνο σε τοπικά γλωσσάρια βρίσκεται. Εννοείται ότι χρησιμοποιείται και με την αρχική σημασία, του θαλάσσιου φωσφορισμού. Για παράδειγμα, διαβάζιο κάπου ότι στο νυχτερινό ψάρεμα, ο ψαράς πρέπει να μαντέψει από τον διακαμό του κοπαδιού το είδος των ψαριών. διασάκι Το διασάκι είναι λέξη που μπερδεύει - παρά τη μορφή της, δεν είναι σύνθετη, δεν έχει σχέση με το δισάκι ούτε με την πρόθεση διά. Όσο κι αν δεν της φαίνεται, είναι τουρκικό δάνειο, από το yasak, και σημαίνει «απαγόρευση», «περιορισμός». Εμφανίζεται και ο τύπος γιασάκι κατά τον Φιλήντα, λειτούργησε παρετυμολογία με τη διαταγή. Σαν λέξη της τουρκοκρατίας, διασάκι ήταν ο περιορισμός που έβαζε ο καϊμακάμης ή ο ντόπιος διοικητής στους χριστιανούς, π.χ. απαγόρευση να οπλοφορούν ή να φορούν επιδεικτικά ρούχα ή καπέλα. Η λ. εφαρμόστηκε και γενικότερα, π.χ. στον ορισμό ζωνών δενδροφύτευσης. Η λέξη καταγράφεται συχνά στην Κρήτη, στα νησιά του Βορείου Αιγαίου αλλά και στην Ήπειρο. Συχνός είναι σε δημοτικά τραγούδια ο στίχος «Ακόμα δεν εδόθηκε των ομματιών διασάκι», δηλ. στα μάτια περιορισμός δεν μπαίνει. Και ως παροιμία: «Τα μάτια διασάκι δεν έχουνε», αλλά υπάρχει και η αντίθετη: «Έχουνε και τα μάτια διασάκι». Ο Μυτιληνιός Θειελπης Λευκιας, με το ψευδίόνυμο Βρανάς 7Κ

74 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Μπεγιάζης, έγραψε ποίημα (1924) με τίτλο Διασάκι σε μια όμορφη που όποτε έβγαινε στο μπαλκόνι αναστάτιονε τη γειτονιά: «Να μη σε δω και ξαναβγείς και κάτσεις στο μπαλκόνι / κι έχεις απά στο κάγκελο το πόδι ανεβασμένο». διατσέντο Διατσέντο ή διατσίντο ή γιατσέντο ή γιατσίντο είναι το ευωδιαστό λουλούδι του φυτού τιολιοανθές το κονδνλόριζον, ή αλλιώς, ο υάκινθος. Λέξη αντιδάνεια, διότι το ιταλικό giacinto (και το διαλεκτικό diacinto), από το οποίο προέρχονται όλες αυχές οι παραλλαγές, ανάγεται, μέσω του λατινικού hyacinthus, στον υάκινθο. Όπως και το συγγενικό ζουμπούλι, έτσι και το διατσέντο έχει δοχτει και επώνυμα αλλά και γυναικεία βαφτιστικά ονόματα (Διατσέντα). Η λ. καταγράφεται στα Επτάνησα και στα νησιά του Αιγαίου εκτός Κρήτης, αλλά ακούγεται και στην ορολογία τα)ν αρωμάτων, διότι το αιθέριο έλαιο του διατσέντου χρησιμοποιείται στην αρα>ματοποιία. «Διατσέντο μου στην ομορφιά, κρίνε μου στην ασπράδα», λέει ένα ροδιακό δημοτικό τραγούδι, ενο) ο Κ. Χρηστομάνος στο βιβλίο της αντοκράτειρας Ελισάβετ έγραψε για «ευτυχισμένα ανθοκρέβατα γεμάτα ρόδα και διατσέντα». Από σώματα κειμένων προκύπτει ότι ο τύπος διατσίντο ήταν συχνότερος παλιότερα, αλλά φαίνεται να έχει περιοριστεί σε ορισμένες περιοχές όπως π.χ. στη Χίο. Η Πηνελόπη Δέλτα θυμάται, από τα παιδικά της χρόνια στην Αλεξάνδρεια, έναν χορό μεταμφιεσμένων όπου ένας διάσημος Γάλλος ανθοπο5λης είχε στολίσει όλο το σπίτι: «ήταν σαν κήπος, τα τζάκια και οι κονσόλες σκεπασμένα, σαν πρασιές, από μυρωδάτα τριαντάφυλλα, ζιμπούλια, διατσίντα». διώμα Το διώμα είναι μια όμορφη λέξη με όμορφη σημασία- σημαίνει τη χάρη, το παράστημα, την όψη, την επιβλητική εξωτερική εμφάνιση. 79

75 ΝΙΚΟΣ ΣΛΡΑΝΤΑΚΟΣ Λέξη που εμφανίζεται ήδη στη βυζαντινή περίοδο, θεωρώ πιθανότερο να προέρχεται από το ιδείν παρά από το ιδίωμα (που ανάγεται στο ίδιος), εκτός κι αν έχει γίνει συμφυρμός των δύο. Η λέξη συχνή στον Ερωτόκριτο, π.χ. «λιοντάρι στην παλικαριά, χρουσός αϊτός στο δΐίόμα». Θεωρείται λέξη της κρητικής διαλέκτου, αλλά εμφανίζεται και αλλού, για παράδειγμα ο Μαβίλης έγραψε «Γλύκας ανεκδιήγητης ανάβρα / χύνει, το νεραϊδένιο σου το διώμα» για το χωριό Σωκράκι της Κέρκυρας, ενοδ ο κύπριος Κυρ. Χαραλαμπίδης έγραψε για «το πιο αγαπητέρό περπάτημα και διο>μα». Στονς Σκλάβους πολιορκημένυυς, ο Βάρναλης βάζει τον καπετάνιο του να απειλεί «σας κά\[>αμε σα θεμωνιές, με το διώμα, με το σείσμα, με τραγούδι και με πείσμα». Όποιος έχει διώμα, είναι διοψατάρης: ο όμορφος, ο επιβλητικός: «μπόι κυπαρίσσι, μέση δαχτυλίδι, στήθος μπεντένι [τείχος]», σύμφωνα με την περιγραφή ενός διωματάρη από τον Καζαντζάκη στον Καπετάν Μιχάλη. Είναι και εποδνυμο, αλλά και βαφτιστικό όνομα, σπάνιο βέβαι α. δοκιέμαι Δοκιέμαι ή δοκιούμαι σημαίνει αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνιυ, σκέφτομαι, θυμάμαι. Είναι λαϊκή εξέλιξη (ήδη μεσαιωνική) του αρχαίου δοκώ, που ήταν πολύ σημαντικό στα αρχαία αλλά δεν έχει επιβιώσει στην κοινή νεοελληνική, ούτε καν στην καθαρεύουσα, πέρα από τη στερεότυπη φρ. «κατά το δοκούν». Ακούγεται σχεδόν πανελλήνια, περισσότερο όμως σε Πελοπόννησο, Δυτική Στερεά και Ήπειρο. Ο Καζαντζάκης στην Οδύσεια το χρησιμοποιεί: «δοκήθηκα άξαφνα ένα σούρουπο, με αλάλητη τρομάρα / πως πλοκαμούσε μέσα μου ο θεός και πλάνταε την καρδιά μου», ενώ ο Γ. Κοτζιούλας, θρηνώντας τον Άρη Βελουχκδτη, κλείνει το ποίημα με τους στίχους «για 9. Ο Γ. Μπααπινιώτης, στο Λεξικογραφικό Επίμετρο του λεξικού τοτ, θεωρεί «άγνωστη σήμερα» τη λέξη! ΚΟ

76 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ να δοκιέμαι, τρέμοντας ώς μες στο φυλλοκάρδι, το χρέος οπόχουν το σκληρό στα χρόνια μας οι βάρδοι». Εύχρηστος είναι ιδίως ο αόριστος: δοκήθηκα, δηλ. το πήρα είδηση, το υποψιάστηκα, το κατάλαβα. Τον βρίσκουμε και σε παλιά δημοτικά, π.χ. «Ο Μάρκος μας εχύθηκε στου Σκόντρα το τσαντίρι / για να τον πιάσει ζωντανό και να τον πάρει σκλάβο / και ο Σκόντρας το δοκήθηκε και ήτανε φευγάτος», αλλά και σε εντελώς σύγχρονα κείμενα, όπως του δημοσιογράφου Γιάννη Τριάντη, που το χρησιμοποιεί αρκετά, π.χ.: «Σοβαρά; Έτσι ξαφνικά, ξύπνησε μια μέρα το spread, και μόλις δοκήθηκε την απουσία του [πρώην υπουργού], εκτινάχθηκε στα ύψη;» δρακούλα Δρακούλα λέγανε οι παλιότεροι σε πολλές περιοχές της χώρας το αβάφτιστο κοριτσάκι, και δράκο, το αβάφτιστο αγοράκι- σε μι,α εποχή με πολύ μεγάλη βρεφική θνησιμότητα, θεωρούσαν γρουσουζιά να μνημονέψουν το όνομα που θα έπαιρνε το παιδί, ακόμη κι αν το είχαν αποφασίσει, ενο) παράλληλα η ονομασία δράκος/δρακούλα έπαιζε «ευκτικό» ρόλο10μια και ο δράκος εθε(υρείτο ότι έχει ακατάβλητη δύναμη. Τα νεότερα λεξικά δεν καταγράφουν καθόλου τη δρακούλα, εν<ύ τον δράκο τον σημειώνει ο Μπαμπινιώτης αλλά (νομίζω) με λάθος ορισμό, αφού λέει ότι έτσι ονόμαζαν τα αρσενικά βρέφη που είχαν ανεπτυγμένη τριχοφυΐα στην πλάτη. Κατά τη γνοόμη μου, η ονομασία δινόταν σε όλα αδιακρίτως τα αβάφτιστα βρέφη, αν και όχι σε όλες τις περιοχές της χώρας. Στο ποίημα του Παπαντωνίου για τη Μαριγώ που «μια σίοστή δουλειά δεν κάνει», η νεαρή κοπέλα μακριά από το σπίτι της σκέφτεται το αβάφτιστο αδερφάκι της: «Ποιος το δράκο μας κουνά;» Επίσης, όταν γεννήθηκε, το 1902, η κόρη του Γρ. Ξενόπουλου, ο ευτυχής πατέρας έστειλε στα Διαπλασόπουλα «έν ευχαριστήριον 10. Όπως λεπ ο Ν. Πολίτης οταααογραφικά Σύμμεικτα, τομ. Β ', σελ ΚΙ

77 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ ουά της δρακούλας». Σήμερα βέβαια χρησιμοποιούμε το όνομα που σκοπεύουμε να δοίσουμε ή λέμε μπέμπα, αν και σε κάποια νησιά ίσως κρατιέται η παλιά συνήθεια - που έχει δώσει άλλωστε και βαφτιστικό όνομα. δραπέτι Δραπέτι ή δραπέτσι ή τραπέτσι λέγεται το πολύ δυνατό ξίδι και γενικότερα καθετί που έχει δυνατή, δριμεία γεύση, π.χ. το πολύ αλμυρό φαγητό, η δυνατή σκορδαλιά, το ξινισμένο κρασί ή το στυφό άγουρο φρούτο. Η λ. ετυμολογείται από τη φρ. «δραπέτης οίνος», όπως λεγόταν το κρασί που έχει ξινίσει, έχει χάσει τον χαρακτήρα του (ετυμολογία που πρότεινε ο Φ. Κουκουλές και οι αρχαίοι έλεγαν εκτροπίαν οίνον το ξινισμένο κρασί). Η λέξη συχνά ως επίθετο, π.χ. «ξίδι δραπέτι», ή και μόνη της. Παρόλο που ο καθένας ομιλητής θεωρεί ότι η λέξη ανήκει στο τοπικό ιδίωμα της ιδιαίτερης πατρίδας του, στην πραγματικότητα είναι σχεδόν πανελλήνια αλλά «υπόγεια». Η μόνη τοπική διαφοροποίηση είναι ότι στα Επτάνησα επικρατεί ο τύπος με τ-, τραπέτσι, όπως στο αποκριάτικο κεφαλονίτικο τετράστιχο: Το έταξε και τ αμπέλι της που 'ναι στα Τσουκαλάτα που με την πιο καλή χρονιά γιομίζει μια κανάτα. Τση τάζει κι άλλο δεύτερο απάνου στ Ακρωτήρι που το κρασί του γένεται τραπέτσι στο ποτήρι. είδισμα Παρόλο που είναι ακραιφνώς ελληνική λέξη και παρόλο που έχει χρησιμοποιηθεί αρκετά, τόσο από τον λαό όσο και από δόκιμους λογοτέχνες, το είόισμα δεν το βρήκα σε κανένα λεξικό μας, ούτε και στα παλιά και μεγάλα σαν τον Δημητράκο' θα έμπαινε, πιθανότατα, στο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών, αλλά αυτό σταμάτησε, οριστικά όπως φαίνεται, στο λήμμα «δαχτυλωτός». 82

78 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Λέξη της Ηπείρου και- της Δυτικής Στερεάς περισσότερο, τα ειδίσματα είναι, σύμφωνα με διάφορα γλίοσοάρια, αντικείμενα του σπιτιού, σκεύη, ρούχα' ωστόσο, σε πολλές χρήσεις είναι ειδικούς κοσμήματα, τιμαλφή' ακόμα ειδικότερα, οι βέρες των αρραβώνων. Για παράδειγμα, στον σπαραχτικό Πολιτισμό εις το χωρίον του Παπαδιαμάντη, ο μπαρμπα-στέργιος, για να βρει τα έξοδα της ταφής του παιδιού του, δίνει στον άτεγκτο ενεχυροδανειστή μερικά ειδίσματα: δυο ασημένια σκουλαρίκια κι ένα δαχτυλίδι. Στα Απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης αφηγείται ότι με δική του παρέμβαση αναγκάστηκε ο Παπαφλέσσας «να δώσει πίσου τα ειδίσματα ολουνο3ν των ανθρώπο^ν» που είχε λεηλατήσει, ενώ σε ένα θεατρικό του Κοτζιούλα υπάρχει η φ>ράση «Κλέφτης θέλεις να γίνω; Ξένο είδισμα δεν έπιασα στα χέρια μου ποτέ». εντεψίζης Βντεψίζης είναι ο ανήθικος, αλλά και ο κακοήθης, ο αχρείος, ο ανάγίογος. Τουρκικό δάνειο (edepsiz, όπου edep είναι οι καλοί τρόποι, η ευπρέπεια, και siz το στερητικό επίθημα). Και ντεψίζης. Τη λέξη την έχει μόνο το Μείζον. Ακούγεται σπάνια, από Μικρασιάτες και Θρακιώτες. Ωστόσο, διατηρείται ζωντανή σε μια κόχη του λεξιλογίου μας, εξαιτίας της συλλογής με άσεμνα ποιήματα του Γ. Σεφέρη που κιικλοφόρησε μετά τον θάνατό του (το 1988) σε επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη, με τίτλο Τα εντεψίζικα, συλλογή που περιλαμβάνει αρκετά αθυρόστομα λιμερίκια, μια πορνογραφική παρωδία του Ερωτόκριτον και άλλα ακατάλληλα για ανηλίκους στιχουργήματα. Το βιβλίο του Σεφέρη προκάλεσε τη διαιώνιση της λέξης αλλά με κάποια μετατόπιση της σημασίας της, αφού αρχικά ο εντεψίζης ήταν περισσότερο ο κακοήθης παρά ο αδιάντροπος (ο οποίος λέγεται, στα τουρκογενή, αρσίζης*). Για παράδειγμα, όταν ο λογικός άνθρωπος στο Στον Χατζηφράγκον του Κ. Πολίτη λέει «Οι Οβραίοι παίρνουνε παιδιά; Ποιος εντεψίζης λέει τέτοιες κουταμάρες;», δεν εννοεί κάποιον αθυρόστομο αλλά, ολοφάνερα, κάποιον κακοήθη. Ηλ

79 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ ε χ ο ς Το έχος είναι το βιος, η κινητή και ακίνητη περιουσία κάποιου. Πρόκειται για ουσιαστικό που σχηματίστηκε από το απαρέμφατο έχειν > τα έχειν > τα έχει, και από εκεί, με συσχέτιση με τα τριτόκλιτα π.χ. έθνη, φτιάχτηκε νέος ενικός, το έχος. Και εχούμενος, ο πλούσιος. Το έχος θεωρείται χαρακτηριστική ηπειρώτικη λέξη (και της Θεσσαλίας), αλλά υπάρχει και στην Κρήτη, όπου μάλιστα χρησιμοποιείται συχνά και ο πληθυντικός, τα έχη, τα πλούτη, π.χ. «Γροικούνε για τα έχη τζη κι ανοίγ η όρεξή ντως» (στιχούργημα στην εφημ. Πατρίς). Άλλωστε, το εχούμενος λέγεται και στην Κύπρο. Η φρ. «για έχος» λέγεται για την περιουσία που σκοπεύουμε να κρατήσουμε, π.χ. «οι τσελιγκάδες κρατούσαν κάποια ζώα για έχος», για να γεννούν και να αυξάνουν το κοπάδι. Ή: «κράτησε λίγο αλεύρι για έχος, έρχονται δύσκολοι καιροί». Ο Νεόφυτος Δούκας συμβούλευε τους συμπατριώτες του Ζαγοριανούς «όταν αποθαίνει κανένας, να αφήνει εις το σχολείον ένα από τα δέκα από το έχος του». Δεν είναι βέβαιο ότι τον άκουσαν. Ο Γιώργος Κοτζιούλας, στο Επιτίμιο προς τους συμπατριώτες του Ηπειρώτες, όπου τους κατηγορεί ότι μόνο στον πλουτισμό έχουν τον νου τους, τελειώνει με τους τσουχτερούς στίχους: «Για λόγου μου ρωτάς; Κι αν απ τη νέκρα πέσω / -μιλώ ηπειρώτικα- μες στο έχος σας να χέσω». ζάβαλης Ζάβαλης είναι ο δυστυχής, ο ταλαίπωρος, ο φουκαράς, ο καημένος. Δάνειο από το τουρκικό zavalli που έχει παρόμοιες σημασίες. Μπορεί να είναι και θωπευτικό (όποος άλλωστε και το καημένος). Σήμερα σπάνια ακούγεται. Έ χει δώσει και επώνυμο. Ο ζάβαλης υποφέρει χωρίς να φταίει. Στην Αληθινή απολογία του Σωκράτη, ο Βάρναλης ειρωνεύεται όσους άλλους έγραψαν απολογίες του Σωκράτη, ότι θέλουν να παρουσιάσουν αθώο τον αθηναϊκό λαό και πως «μονάχοι φταίχτες οι τρεις παλιανθρώποι, που τονε 84

80 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ κατατρέξανε το ζάβαλη» (τον Σωκράτη). Στη Ζωή εν τάφω του Μυριβήλη υπάρχει ο τίτλος κεφαλαίου «Ζάβαλη μάικω» (μανούλα). Διαφορετική είναι η κλητική επιφώνηση ζάβαλεί, που είναι και σήμερα ζωντανή στην Κρήτη, ίσως και αλλού δεν απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα, αλλά σημαίνει περίπου «να πάρει η ευχή!» ή και «διάβολε!» «ΓΥ αυτό έβλεπα κάτι ανάποδα όνειρα, ζάβαλε», αναφωνεί ο Νταντής στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη μόλις μαθαίνει πως πέθανε το παιδί του στην κούνια. Παρόμοιο και το κυπριακό ζάβαλλιΐ (αλίμονο!). ζαΐρές Ζαΐρές και ζαερές είναι o l προμήθειες, τα εφόδια, οι ζωοτροφές. Δάνειο από το τουρκικό zahire, ίδιας σημασίας. Λέξη πολύ σημαντική κάποτε, αφού η αδυναμία εφοδιασμού μπορούσε να σημάνει την καταδίκη των πολιορκημένων, ο ζαΐρές είναι πανταχού παρ(ύν στα απομνημονεύματα των αγοονιστών του 1821, όπως στον Μακρυγιάννη: «Αυτείνοι είχαν σκοπόν την αυγή να μας κλείσουνε μέσα και χωρίς πολεμοφόδια και ζαϊρέ θα κιντυνεύαμε». Ο Κολοποτρίόνης (ή ο Τερτσέτης που τα μεταφέρει) χρησιμοποιεί τον τύπο ζαερές, προτρέποντας τους πολιορκημένους στο Ναύπλιο Τούρκους: «Αν θελήσουν ν αδειάσουντ Ανάπλι, και τους βαρκάρω, να πάγουν όπου θέλουν τώρα οπού έχουν ζαερέ, [...] και μην καρτερείτε πλέον ζαερέδες από την Κόρινθον, διατί πηγαίνω ατός μου εις τα Δερβενάκια και δεν θα αφήσο) να σας περάσουν ζωοτροφίας και αν δεν ακούσετε, ας έχετε το κρίμα εις τον λαιμόν σας». Σε μεταγενέστερα συμφραζόμενα, βρίσκω πως ακούγεται και σήμερα η μακεδονίτικη φρ. «Κοίτα το ζαϊρέ σου», δηλ. κοίτα τη δουλειά σου. Σε περιγραφή του «καλεστικού» γάμου από την Αρκαδία: «κάθε καλεσμένος πήγαινε με το ζαερέ του, έτσι έλεγαν την πλάτη το κρέας, το ψωμί και την τσιότρα με το κρασί». Και στην Κρήτη ακούγεται ακόμα η λέξη ίσως όχι αρκετά για να δικαιολογήσει τη λημματογράφηση στα σημερινά λεξικά, αρκετά όμως για να μη λησμονηθεί εντελούς. Η5

81 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ ζαμπούνης Ζαμπούνης (και ζαμπουνιάρης) είναι ο άρρωστος, ο αδιάθετος, ο αδυνατισμένος, ο καχεκτικός. Η λ. λεγόταν αρκετά παλιότερα, σήμερα μόνο ως επώνυμο πρέπει να έχει απομείνει. Από το τούρκικο zabun, zebun, ίδιας σημασίας, και αυτό από τα περσικά, zabun. Στο Θαύμα της Καισαριανής του Παπαδιαμάντη, η τσοπάνισσα ρωτάει την αφηγήτρια: «Άντρας σου είναι τσούπα; Σα ζαμπούνη τον γλιέπο». Και στα Χριστουγεννιάτικα τσαρούχια του Γ, Αθάνα, ο πατέρας του πρωταγωνιστή τον βλέπει να έχει αδυνατίσει: «Μην ήταν τίποτα ζαμπούνης; Μην τον πείραζε κανένα κρυφομάζωμα; Να κράξει το γιατρό;» Προκειμένου για παιδιά, ζαμπούνικο είναι το καχεκτικό. «Να, τ(όρα... το μικρό μικρό παίζει. Κοίτα... Να το, τώρα παίζει. Είναι λίγο ζαμπούνικο...» (Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ} άστρα). Το ρήμα είναι ζαμποννεύω. Σε ένα γράμμα του προς την οικογένεια του, που βρισκόταν στο νησί Κάλαμος, ο Καραϊσκάκης παραγγέλνει «να το ταγίζετε όμορφα όσον ημπορείτε, να μη ζαμπουνέσει το άτι τίποτα, ωσάν ένα παιδί μου να το κοιτάζετε». ζαναχάτι Με πέντε τουλάχιστον παραλλαγές, ζαναέτι ή ζαναχάτι ή ζαναάτι ή ζενάτι ή ζανάτι είναι το επάγγελμα, η τέχνη. Δάνειο από το τουρκικό zanaat (παραλλαγή του snaat), αραβικής αρχής. Ακούγεται ή ακουγόταν σε Μακεδονία, Θράκη, Βόρειο Αιγαίο, παλιότερα και αλλού1σε επιστολή που έστειλαν τον Μάη του 1821 οι Σπετσιώτες πρόκριτοι στους Αργείους: «Όσοι άνδρες οικοκυραίοι, μαστόροι από το κάθε ζαναχάτι, Αργείται, μας τους στέλνετε εδώ». Ο Βάρναλης βάζει τον Σωκράτη να κάνει λογοπαίγνιο με το επάγγελμα του κατήγορου του, του Άνυτου (βυρσοδέψης): «κρύφτηκε [...] ώς που να πέσει το κάστρο και να γλιτώσει το πετσί του. Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να λογαριάζει πιότερο τα πετσιά κι απ τον υπέρ πατρίδος θάνατο». Σε σκίτσα απλών ανθρώπων, ο Κόντογλου έγραφε 86

82 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ για κάποιον κυρ Κατακουζνό: «Ρωμιοράφτης ήτανε το ζαναάτι του, ειρηνικόν επάγγελμα όπως έλεγε ο ίδιος», ενώ σε ένα κλέφτικο: «Πανάθεμα την τέχνη μας και αυτό το ζαναχάτι / Δεν μας αφήνουν τα βουνά, αυτά τα κορφοβούνια». Μια μέρα στη Μυτιλήνη, ο Μυριβήλης ρώτησε τον Κώστα Μάκιστο (άλλον μυτιληνιό λόγιο) αν η ποίηση είναι ξονρ (κουσούρι, πετριά) ή ζαναχάτ\ «Ξουρ!» απάντησε ο Μάκιστός και ο Πρωτοπάτσης που τους άκουγε τον σκιτσάρισε με λεζάντα «Η ποίηση είναι ξουρ!» Πράγματι, δεν είναι ζαναχάτι η ποίηση. ζάντζα Η ζάντζα και οι ζάντζες είναι η ιδιοτροπία, τα νάζια, τα καμώματα, οι ζαβολιές. Ό ποιος κάνει ζάντζες είναι ζαντζιάρης* κι επειδή συνήθως ζάντζες κάνουν τα παιδιά και τα υποζύγια ζώα, λέμε ότι είναι ζαντζιάρικα. Η λέξη, που δεν την έχει κανένα γενικό λεξικό, ακούγεται κυρίως στην Ήπειρο, αλλά και στη Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία* τη βρίσκω όμως και στη Χίο. Πρέπει να ετυμολογείται από το ιταλικό/ενετικό usanza (συνήθεια), με δείνωση της σημασίας, κάτι συχνό στα δάνεια. Στο διήγημα Το στοιχειό στη Μονόπλοτη, ο Κοτζιούλας περιγράφει ένα παιδί νευριασμένο επειδή το αποκόβουν απ το θηλασμό: «Θα του δινε βραστόγαλο, θα κοίταε να το χύσει. Θα του φκιανε γαλοκούρκουτα, θα κανε πέρα όλο ζάντζες». Από κοντινά μέρη είναι και ο Σίοτήρης Δημητρίου, που γράφει στο Ντιαλιθ ιμ Χρηστάκη για ένα άλλο παιδί, που «έβγαλε κι αυτό σα μεγάλωσε ζάντζες και παράξενα φερσίματα». Στο Διαδίκτυο βρήκα έναν καλόν ορισμό: «Ζάντζες λέγανε από παλιά οι χωρικοί τις ζαβολιές που κάνανε τα πουλάρια, μέχρι να συνηθίσουν να ζούνε αρμονικά με τα αφεντικά, τους ανθρώπους. Δηλαδή, να είναι υπάκουα». Εσείς, τις έχετε κόψει τις ζάντζες; 87

83 ΝΙΚΟΣ ΣΛΡΛΝΤΛΚΟΣ ζαράρι Λέξη που δεν υπάρχει σε κανένα γενικό λεξικό, αλλά έχει κερδίσει την υστεροφημία, αφοΰ έχει χρησιμοποιηθεί και από τον άγιο Παπαδιαμάντη και σε ρεμπέτικα τραγούδια. Ζαράρι, από το τούρκικο και αραβικό zarar, είναι το κακό, η ζημιά, η βλάβη είναι και η φασαρία, ο καβγάς. «Βγάζω το ζαράρι» σημαίνει «καλύπτω τη ζημιά, τη χασούρα». Στη Φόνισσα, ο Καμπαναχμάκης παραπονιέται πως τον βρήκε «μεγάλο ζαράρι» όταν αρρώστησε η γυναίκα του, ενώ στη Βαβυλωνία, ο Ανατολίτης εξετάζει την πληγή του Κρητικού και αποφαίνεται ότι «ζαράρι ντεν έχει», δεν είναι σοβαρή. Η λέξη υπάρχει σε πολλές μαντινάδες (π.χ. «μα πλια είναι το ζαράρι σας παρά το διάφορό σας», το κακό σας παρά το καλό σας), αλλά είναι σχεδόν πανελλήνια, και ακόμα ακούγεται π.χ. σε διαδικτυακές συζητήσεις. Σε παλιά ρεμπέτικα, τα ζαράρια τα βρίσκουμε συχνά να ριμάρουν με τα ζάρια, π.χ. «Γιάννη, άλλαξε τα ζάρια, να μην έχομε ζαράρια» ή «Θα λιμάρουμε τα ζάρια, θα σας κάνουμε ζαράρια». Και το ζάρι αραβικό είναι, αλλά καμιά ετυμολογική σχέση δεν έχει με το ζαράρι. ζάρκος Ζάρκος είναι ο γυμνός, είναι και ο φτωχός. Λέξη που ακούγεται στην Ήπειρο και στη Δυτική Θεσσαλία, ενώ στα Επτάνησα ακούγεται η παραλλαγή ζάρκος. Η ετυμολογία της είναι άγνωστη. Υπάρχει και τοπωνύμιο Ζάρκο, σε γυμνά από βλάστηση μέρη. Είναι και επώνυμο - ο Γκόργης Ζάρκος ήταν συγγραφέας. Με την πρώτη σημασία της λέξης, ο Κρυστάλλης έγραψε πως όποιος περπατάει τη νύχτα σ έρημα μέρη μπορεί να τύχει να δει τις νεράιδες «να λούζουνται στα ρέματα με ζάρκα τα κορμιά τους», γυμνές δηλαδή. Σαν ένδειξη εγκατάλειιμης, πάλι ο Κρυστάλλης: «Οι άλλοι μείναμαν ζάρκοι κι έρμοι». Με τη σημασία του πάμφτωχου: «Ζάρκος λαός ώς πότε, φώναξα, θα σκύφτει;» (Κοτζιούλας). Καμιά φορά, σημαίνει ελαφρά ντυμένος: «Πώς πολεμάει η κλεφτουριά το τούρκικο τουφέκι / πώς πολεμούν οι Έλληνοι ζάρκοι και στο γελέκι». 88

84 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Για την επτανησιακή παραλλαγή ζόρκος, κάποιοι πιστεύουν (κακώς) ότι προέρχεται από το ζόρικος. «Όποιος λέει πάντ αλήθεια, ζόρκος γλήγορα θα μείνει», έγραψε, μεταφράζοντας γαλλική παροιμία, ο Σκιαδαρέσης. Και μια κεφαλονίτικη: «Που γράφει ζόρκονε ο Θεός βρακί δεν αποτάζει» - δείτε και αποτάζω*. ζαρταλοΰδι Ζαρταλούδι ή ζέρδελο ή ζέρζελο ή ζέρταλο λέγεται το βερίκοκο σε μερικά μέρη, όπως στη Θράκη, στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία, στη Χίο και τη Λέσβο, πιθανώς και αλλού. Όλα αυτά ανάγονται στο τουρκ. zerdali «βερίκοκο» (παλαιότ. zerdalu), το οποίο έχει την αφετηρία του στο περσικό zard alu, κατά λέξη «κίτρινο δαμάσκηνο». Το -ούδι είναι το χαρακτηριστικό θρακιώτικο υποκοριστικό επίθημα. Η λ. υπάρχει στα παλιότερα λεξικά, με μία ή περισσότερες από τις παραπάνω μορφές. Ο Ροΐδης την παραθέτει (στα Είδωλα), μαζί με το γνωστότερο καϊσί, ως απόλυτο συνώνυμο του βερίκοκου, αν και σε μερικά μέρη ζαρταλούδι ονομάζεται συγκεκριμένη ποικιλία βερίκοκου, π.χ. τα πικροπύρηνα. Υπάρχει και γλίοσσοδέτης: «Ανέβηκα στην ζερδελιά, την μπερδελιά και την ζερδελομπερδελοκουκκιά, να κόψω ζέρδελα, μπέρδελα και ζερδελομπερδελόκουκκα». Στις αναμνήσεις από τα σχολικά του χρόνια, ο Κοτζιούλας θυμάται ένα δέντρο «που έβγαζε στο τέλος της άνοιξης τα στρογγυλά, χνουδάτα, πορτοκαλόχρυσα ζέρδελα, δηλαδή τα βερίκοκα. Αν μας πετούσαν από κανένα οι νοικοκυράίοι, έτσι για να μην κάνουμε στα μάτια, το θεωρούσαμε σπάνια δωρεά». Σπάνια δωρεά, πράγματι, όταν είναι στην ώρα του. ζάρφι Σύμφωνα με το λεξικό του Δημητράκου, το ζάρφι είναι μεταλλικό, πλατύστομο κύπελλο- παρόμοια και σε άλλα λεξικά* κατά τη γνώμη μου όμως το ζάρφι δεν είναι κύπελλο, αλλά η μεταλλική, συχνά 89

85 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ συρμάτινη, θήκη που περιβάλλει το τούρκικο φλιτζάνι, που δεν έχει χερούλι, ώστε να μην καίγονται τα δάχτυλα. Όσοι έχουν επισκεφτεί καφενέ στην Τουρκία, ξέρουν περί τίνος πρόκειται. Αφήνω να τα πει ο Ηλίας Πετρόπουλος (Ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι): «Η θήκη του φλιτζανιού λεγότανε ζάρφι [...] Βεβαίως, οι πασάδες διέθεταν χρυσά και αδαμαντοκόλλητα ζάρφια. Ακόμα, κι ο κάθε ψωροφαναριώτης που γινότανε οσποδάρος θεωρούσε τον εαυτό του υποχρεωμένο να αγοράσει ένα ζάρφι διακοσμημένο με πολύτιμα πετράδια». Έτσι ήταν στη φαναριώτικη Ιστορία τον άρχοντος και σπαθαρίου Στανράκη (18ος αι.) διαβάζουμε ότι είχε «ένα τακίμι ζάρφια και κάθε ζάρφι μία / πέτραν είχεν απανωτού ώς δώδεκα πουγγία», ενώ στα Κρητικά του Θ. Αφεντούλη πίνουν καφέ «με το φελτζάνι φαρφουρί, με ζάρφι συρματένιο». Σε ένα διήγημα του Μυριβήλη, οι αρχοντοξεπεσμένες αδερφάδες αναγκάζονται να πουλήσουν «τα μαλαματικά, τ ασημένια κουταλάκια, τα ζάρφια», ενώ ο Σπύρος Μελάς περιγράφει τη Θεσσαλονίκη του 1908: «Όλοι έπιναν στα ζάρφια το καφεδάκι τους, με τη γαλήνη της ανατολίτικης καταλήψιας». Κι η γαλήνη πάντως δεν είναι κακό πράγμα. ζεμπερέκι Ζεμπερέκι είναι ο παλαιός τύπος μπετούγιας που μοιάζει με μοχλό και υψώνεται με πίεση του αντίχειρα. Δάνειο από το τουρκικό zemberek, που θα πει ελατήριο. Η λέξη ακούγεται κυρίθ)ς στην Πελοπόννησο. Στην Κρήτη λέγεται ζεμπερές, ενώ στη Σάμο ζονμπερέκι. Για κάποια ολοσχερή λεηλασία πόλης, διάβασα ότι πήρανε «μέχρι και τα ζεμπερέκια απ τις πόρτες». ΓΙαλιότερα, υπήρχε η φράση «δεν δουλεύει καλά το ζεμπερέκι» όταν κάποιος είχε καρδιακά προβλήματα. Ό πως και το συμβατικό πόμολο, το ζεμπερέκι είναι ηχηρό. Ο Τερζάκης στον Απρίλη γράφει: «Ξάφνου η ανάσα μου κόβεται ακούω το ζεμπερέκι της πόρτας που ανασηκίονεται, το πορτόφυλλο ανοίγει, νιώθω μια σκιά να μπαίνει [...]» Ο ηλείος συγγραφέας Λημήτρης >0

86 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Κανελλόπουλος θυμάται τα παιδικά του χρόνια: «Κάποτε έπιανα το ζεμπερέκι της πορτοπούλας και τους τρέλαινα με το τσικ-τσικ πάνω-κάτω». Το ζεμπερέκι περιλαμβάνεται στις «εκφυλλοφορητέες» λέξεις που συμπεριέλαβε σε παράρτημα του λεξικού του ο Σκαρλάτος ο Βυζάντιος στα μέσα του 19ου αιώνα, δηλ. αυτές που πρέπει να αποβληθούν. Πράγματι, τα περισσότερα λεξικά δεν την έχουν, έχει όμως εξασφαλίσει μιαν ελάχιστη διαιώνιση, αφενός διότι Ζεμπερέκι λέγεται ένα γνωστό μεζεδοπωλείο και αφετέρου επειδή απ όσο ξέρω δεν υπάρχει άλλη λέξη για τον συγκεκριμένο μηχανισμό, ο οποίος ακόμα πουλιέται στα ειδικά μαγαζιά. ζερνίκι Σπάνια λέξη, αλλά την έχουν τα παλιότερα λεξικά, ενώ πρέπει να χρησιμοποιείται ακόμη στα ποντιακά. Έ χει ωστόσο ενδιαφέρουσα ετυμολογική διαδρομή καί αξίζει να τη διηγηθούμε. Ζερνίκι είναι το ποντικοφάρμακο, γενικά το φάρμακο που περιέχει αρσενικό, το γνωστό χημικό στοιχείο που ενώσεις του χρησιμοποιούνται σαν δηλητήριο - θα θυμάστε τα αστυνομικά έργα. Στην αρχαιότητα, ήταν γνωστό ένα σουλφίδιο του αρσενικού, το As2S3>το οποίο είχε χρ<όμα χρυσοκίτρινο και το οποίο ονομαζόταν στα περσικά ζαρνίκ (ζαρ είναι ο χρυσός ή το κίτρινο, το χρυσό χρίάμα). Η λέξη πέρασε στα αρχαία ελληνικά, αλλά οι αρχαίοι ημοίν πρόγονοι είχαν τη συνήθεια να συνδέουν τα γλωσσικά τους δάνεια με ντόπιες λέξεις και να τα εξελληνίζουν, κι έτσι το ζαρνίκ, που ήταν πολύ δραστική ουσία, το παρασύνδεσαν με το επίθετο αρσενικός και το είπαν αρσενικόν ή αρρενικόν, απ όπου πέρασε και στα λατινικά ως arsenicum και από εκεί στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Το περσικό ζαρνίκ πέρασε και στα αραβικά και στα τουρκικά, απ όπου το πήραμε και στα ελληνικά ως ζερνίκι, και αξιώθηκε να μπει και σε εφημερίδες κυβερνήσείος του 19ου αιώνα. Βέβαια, τζερνίκια είναι σε μερικά μέρη τα τζάνερα - κάθε άλλο παρά δηλητηριώδη! *)Ι

87 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ ζέφκι Ζέφκι λέγεται η διασκέδαση, το φαγοπότι με φίλους, αλλά και γενικότερα η καλοπέραση, η ευωχία. Τουρκικό δάνειο (zevk) αραβικής αρχής. Η τουρκική λ. έχει πλατύτερη σημασία, αφού σημαίνει και την ηδονή, και το καλό γούστο. Το ζέφκι ακούγεται σε πολλά σημεία του ελλαδικού χιόρου, και ίσως το δείτε να θεωρείται π.χ. ικαριώτικος ή κρητικός διαλεκτικός τύπος, όμως είναι σχεδόν πανελλήνιος. Πολλά κέντρα διασκέδασης έχουν πάρει το όνομα Ζ έφκι, αν και -για λόγους επιγραφικής επισημότητας-προτιμούν συνήθως την αστήρικτη ετυμολογικά γραφή Ζενκι. Λέξη παπαδιαμαντική στον Άψαλτο, ο ανιψιός του Φραγκούλα τον προσκαλεί να κοιμάται «μέσ στο κότερο, κάτω στην πλώρη, που κάνει μεγάλη ζέστη, ζέφκι, και καλοπερασιά». Στα Μαύρα κούτσουρα, ο Αγάλλος «διά να ξεχάσει τον καημόν του, ως νέος που είναι, έκαμε ζέφκι, όξ απ το Κάστρο, με τους φίλους του». Όταν ο Καραϊσκάκης ρωτήθηκε τι απόλαυσε στη ζωή του, απάντησε (όχι έμμετρα πάντως, αυτό είναι επέμβαση του γραμματικού του): «Νέος υπανδρεύθηκα, ωραίαν γυναίκα πήρα, ζέφκια πολλά ετράβησα, δόξαν μεγάλην ηύρα, καιγρόσια εκαζάντησα, όσα μου ήτον χρεία». Γρόσια μετρημένα και ζέφκια αμέτρητα - έτσι ζουν οι ήρωες. ζιαφέτι Ζιαφέτι είναι το συμπόσιο, το φαγοπότι, το ξεφάντωμα, το γλέντι. Δάνειο από τα τουρκικά, ziyafet, λέξη που έχει περάσει σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες. Ακούγεται και σήμερα, ιδίως για τα γλέντια που γίνονται σε πανηγύρια και γενικά σε χωριά. Από την παρουσίαση του δίσκου δημοτικής μουσικής Ζαγορίσιο ζιαφέτι αντιγράφω τον ορισμό: «Ζιαφέτι στο Ζαγόρι είναι όταν μαζεύονται 2530 άτομα, βάζουν ένα αρνί σε καφενείο νύχτα και σου λένε έλα». Σε ένα δημοτικό του Ολύμπου, όταν φέραν το κεφάλι του Τάκου στον Πασά, έγινε «τρεις μέρες ζιαφέτι», ενώ αρκετά συχνά χρησιμοποιεί τη λέξη ο Ρήγας στο Σχολείον των ντελικάτων εραστα>ν. Στις η

88 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Νησιώτικες ιστορίες, ο Εφταλιώτης θυμάται έναν γάμο όπου «ήτανε μια λάκερη βδομάδα, κάθε μέρα κι απ ένα μεγάλο ζιαφέτι». Η λέξη ωστόσο δεν ακούγεται μόνο στην Ήπειρο, τη βρίσκω επίσης στα νησιά, στην Κρήτη, στη Θράκη, πιθανώς και αλλού. Ζιαφέτι γινόταν επίσης τα παλιότερα χρόνια όταν τελείωνε το χτίσιμο ενός σπιτιού και ο νοικοκύρης τραπέζωνε τους μαστόρους. Ωραία λέξη το ζιαφέτι, κι ας μην την έχουν τα νεότερα λεξικά- στους ζοφερούς καιρούς μας, θέλουμε πολλά συνώνυμα της ευοοχίας και της συντροφικότητας. ζνίχι Το ζνίχι είναι το πίσω μέρος του λαιμού, ο σβέρκος, ο αυχένας. Λέξη της παλιάς δημοτικής, δεν είναι τυχαίο ότι θα τη βρείτε σε πολλές ομηρικές μεταφράσεις. Μάλιστα, όταν ο ακαδημαϊκός Κ. Τρυπάνης γνωμοδότησε για ποιον λόγο πρέπει να σταματήσει να διδάσκεται η (εξαιρετική) μετάφραση της Οδύσσειας του Ζ. Σίδερη, μεταξύ άλλων ανέφερε ότι περιέχει λέξεις παντελώς άγνωστες, όπως το ζνίχι. Ίσως ετυμολογείται από το ινίον (άγνωστο όμως με ποια διαδρομή)- πάντως το βυζαντινό λεξικό Σούδα έχει ζινίχιον το λουρί του υποδήματος. Σλαβική αρχή δεν μπορεί να αποκλειστεί, έτσι κι αλλιώς όμως είναι η μοναδική ελληνική λέξη που αρχίζει από ζν-! Εμφανίζεται σε πολλές παροιμίες, π.χ. «το φιλότιμο μαυρίζει το ζνίχι» (επειδή ο φιλότιμος υποχωρεί), ενώ διάσημος είναι ο στίχος της Ζούγκλας του Βάρναλη, όπου ο ποιητής σαν αιλουροειδές ποθεί να χοόσει νύχι και δόντι «στο κρουστό σου ζνίχι το μαυριδερό». Στον Στράτη Καλοπίχειρο, ο λεξικογράφος Στέφανος Κουμανούδης δίνει δείγματα ποιητικής λεξικογραφίας ή λεξικογραφικής ποίησης: «Ω σβέρκον, ζνίχι και αυχήν / τριώνυμε, πλην πράγμα έν!» ζολοτα Παλιά λέξη αλλά όχι χωρίς ενδιαφέρον, η ζολότα είναι ένα παλιό ασημένιο οθωμανικό νόμισμα (zolota), ίσο με τριάντα παράδες 3

89 ΝΊΚΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ δηλαδή τα τρία τέταρτα του γροσιού. Η τουρκική λ. είναι δάνειο από το πολωνικό zloty, που είναι και σήμερα το εθνικό νόμισμα της Πολωνίας, που σημαίνει κατά λέξη «χρυσό» στα ρωσικά άλλωστε zoloto σημαίνει «χρυσάφι». Το ζλότι είχε ξεκινήσει πράγματι ως χρυσό νόμισμα, αργότερα όμως κόπηκαν αργυρά η ζολότα εξαρχής ήταν ασημένια, σε πείσμα της ετυμολογίας της. Η τουρκική ζολότα δεν ήταν νόμισμα μεγάλης αξίας έτσι, υπάρχει παροιμία για τους φιλάργυρους, «πάει στον γάμο με μια ζολότα». Επειδή είχε μικρότερη αξία από το γρόσι, για όσους δεν τα κατάφερναν στις εμπορικές τους επιχειρήσεις λεγόταν η παροιμιώδης φρ. «έκανε το γρόσι ζολότα». Βρίσκιο κάλαντα από την Άνδρο, όπου από τους πλούσιους ζητάνε φλουριά, ενο) από τους «δεύτερους, ξηντάρες και ζολότες». Ομόρριζο με τη ζολότα είναι και το επώνυμο Ζολώτας' εδώ ο ετυμολογικός προκαθορισμός λειτούργησε! ζουριάζω Ζουριάζω σημαίνει φθίνω, μαραίνομαι' ζούρα ή ζούρια είναι ο μαρασμός, η καχεξία, ιδίως σε παιδιά - και ζουριασμένος ο ατροφικός, ο καχεκτικός. Η λέξη είναι δάνειο από τα ιταλικά/βενετικά (usura).11 Αν και έχει υποχωρήσει, ακούγεται ακόμα. Στη Φόνισσα, η Φραγκογιαννού συναντάει δυο κοριτσάκια, από τα οποία «το μικρότερο, χλωμόν, κακονδυμένον, εφαίνετο μάλλον να πάσχει από ζούρα ν ήτοι παιδικόν μαρασμόν». Km στον επίσης παπαδιαμαντικό Πολιτισμό εις τοχω ρίον «Ο μικρός Ελευθέριος, τετραέτης ήδη, ήτο ζαρωμένος, χλωμός, ζουριασμένος και η μήτηρ του ούτε να τον θρέψει ήτο ικανή ούτε να τον αποκόψει ηδύνατο». Βέβαια, ζουριάρηδες είναι και ενήλικοι, όπως ο «αδύνατος και ζουριάρης, με χαραχτηριστικά γάτας» φαντάρος που πρωταγωνιστεί στο διήγημα Πόλεμος του Μυριβήλη. 11. Κατά σύμπτωση, υπάρχει κι άλλο ζούρα, μεσαιωνικό, που είναι επίσης δάνειο από την ίδια λέξη: σημαίνει «τοκογλυφία». 04

90 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Φυσικά, η λ. χρησιμοποιείται και μεταφορικά - κάτι που συνήθιζαν οι παλιοί δημοτικιστές, σαν τον Φ. Φοπιάδη («του δασκάλου την άτεχνη τέχνη που του ζουριάζει, που του νεκρώνει τη ζωή») ή τον Π. Βλαστό («Σε μας είχε τόσο παραπεταχτεί η δημοτική που κατάντησε να ζουριάσει και ν αποξεραθεί»). θουρίδα Θουρίδα είναι μικρή εσοχή στον τοίχο που χρησιμεύει σαν πρόχειρο ντουλάπι. Μπορεί να είναι και χτιστά ντουλαπάκια πλάι στο τζάκι, πάντως είναι μια εσοχή. Η λ. δεν υπάρχει σε κανένα γενικό λεξικό, μόνο οτο Αντίστροφο της Άννας Συμεωνίδη. Ολοφάνερα ετυμολογείται από το θνρίς, τη θυρίδα. Παρόλο που είναι σπάνια λέξη, φαίνεται να καλύπτει μεγάλο τμήμα του ελλαδικού χώρου. Η θουρίδα και άλλες μορφές χωνευτών ντουλαπιών ήταν ανάγκη στο παραδοσιακό ελληνικό σπίτι που είχε ελάχιστα φορητά έπιπλα. Στην Ορθοκωστά, ο Θανάσης Βαλτινός γράφει «πήρα την καραμπίνα, πήρα φυσίγγια από τη θουρίδα», ενώ ο Γ. Κοτζιούλας στις αναμνήσεις από τα μαθητικά του χρόνια θυμάται πως ο πρώτος του δάσκαλος «έβγαλε απ την τσέπη του ένα μολύβι και χαρτί, πήρε απ τη θουρίδα μας ένα παλιό μεταφρασμένο Βαγγέλιο» και άρχισε να τον διδάσκει. Στην Άνδρο, θουρίδες λέγονται εσοχές που φτιάχνονται με τέχνη στις ξερολιθιές και χρησιμεύουν ως κυψέλες για τους μελισσοκόμους του νησιού, όπως εξηγεί ο Γιώργος Σπέης στο βιβλίο του Θουρίδες και μελίσσοκήπια (2003). Τώρα που οι τραπεζικές θυρίδες πικραίνουν τους περισσότερους, στην Άνδρο τουλάχιστον οι θουρίδες συνεχίζουν να γλυκαίνουν τον κόσμο. ικάντο Ικάντο και ινκάντο είναι ο πλειστηριασμός, η δημοπρασία. Δάνειο από το ιταλικό incanto («δημοπρασία») ως ινκάντο, που απλοποιήθηκι για ευφωνία σε ικάντο, όπως είναι ο συχνότερος τύπος. Ακούγεται <>5

91 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ ή ακουγόταν στη νησιωτική Ελλάδα. Και ρήμα ικαντεύω και κοντεύω, βγάζω σε πλειστηριασμό. Η λέξη ανήκε στο εμπορικό λεξιλόγιο τους προηγούμενους αιώνες. Στα γράμματα που έστελνε από το Άμστερνταμ ο Πάτμιος Σταμάτης Πέτρου, παραπονούμενος για την όχι ταιριαστή σε έμπορο συμπεριφορά του νεαρού Κοραή, γράφει: «Όσα ινκάντα έγιναν από τον καιρό που ήρθαμε έως τώρα, εις κανένα δεν επήγε διά να ιδεί και αυτός ο>σάν πραματευτής. Εδο5 τα ινκάντα, καθώς ηξεύρετε, είναι μία ρέγουλα του πραματευτή». Με την αρχική της σημασία, η λ. δεν ακούγεται πια, ωστόσο έχει επιβιοχτει σε ένα έθιμο, το ικάντο, που υπάρχει σε μερικά μέρη (Ζάκυνθος, Κάρπαθος): στο πανηγύρι του τοπικού αγίου, η εκκλησιαστική επιτροπή βγάζει σε πλειστηριασμό προσφορές των πιστών ή τάματα και τα έσοδα διατίθενται για τις ανάγκες του ναού. ίρτζι Τρτζι είναι η τιμή, η αξιοπρέπεια, η υπόληψη. Τουρκικό δάνειο, από το irz, που σημαίνει «τιμή». Δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό, παλιότερο ή νεότερο, εκτός από το Μείζον. Ωστόσο, χρησιμοποιείται πολύ σε κείμενα της εποχής του 1821, π.χ. «ή χάνομεν τα κεq}άλια μας ή κάμνομεν το ίρτζι μας τεκμίλι» (την τιμή μας κλοτσοσκούφι), όπως διαβάζουμε σε επιστολή του Καραϊσκάκη στον Μαυροκορδάτο, ή σε έργα που αναφέρονται στο 1821, π.χ. «να μη δεχτεί, έχανε το ίρτζι του» στον Καραϊσκάκη του Φωτιάδη. Σε ειρηνικά συμφραζόμενα, «ίρτζι μου και λεβεντιά μου» αποκαλεί το (κομμένο πια) μουστάκι του ο κεντρικός ήρωας στο Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται του Σπύρου Μελά. Η λέξη ακούγεται και σήμερα, κυρίως, αλλά όχι μόνο, στην Κρήτη. Είναι ζωντανή και στην υπόλοιπη Ελλάδα, ιδίως στη φράση «είναι το ίρτζι μου», με την οποία δικαιολογούμε κάποια έντονη αντίδρασή μας. Η φρ. έχει γίνει διάσημη από την ταινία Ο ατσίδας, όπου ο Βέγγος ως σερβιτόρος θυμώνει όταν ο Ηλιόπουλος χτυπάει παλαμάκια, και δικαιολογείται λέγοντας: «Είναι το ίρτζι μου». Βέβαια, στη σημερινή 96

92 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ χρήση, εξαιτίας του αποσπάσματος με τον Βέγγο, υπάρχει μετατόπιση της σημασίας: το ίρτζι έφτασε πια να σημαίνει την παραξενιά, την ιδιοτροπία, π.χ. «συγγνοόμη που επιμένω πολύ στην καθαριότητα, αλλά είναι το ίρτζι μου». καβανοζι Λέξη που λείπει από όλα τα λεξικά του 20ού αιώνα, παλιότερα και νεότερα, αλλά ακούγεται ακόμα στους Ρωμιούς της Πόλης, ενώ πρέπει να λεγόταν ή να λέγεται ακόμα στη Θράκη (έχει περάσει και στα πομάκικα). Καβανοζι είναι ένα δοχείο, συχνά μεταλλικό, στρογγυλό και βαθουλό για γλυκά, τουρσιά κτλ. Καβανοζι είχε για τα τουρσιά της και η Λωξάντρα. Φυσικά πρόκειται για δάνειο από τα τούρκικα (kavanoz), που είναι ίδιας σημασίας. Μάλιστα, ένας μεγάλος βεζίρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που φαίνεται πως ήταν στρογγυλός και στρουμπουλός, ονομαζόταν Καβανόζ Πασάς. Όμως, είναι αντιδάνειο δηλαδή έχει απώτερη αρχή σε ελληνική λέξη. Η ελληνική αυτή λέξη είναι το γάβανο, που σημαίνει δοχείο. Προέρχεται από το μεσαιωνικό γάβενον (ο Ησύχιος λέει «γάβενα: οξύβαφα ήτοιτρυβλία»). Το γάβανο μαρτυρείται με διάφορες παραλλαγές κατά τόπους, μερικές φορές αρσενικό, γάβανος, στη Λέσβο, στην Εύβοια, στη Θράκη και αλλού. Από μια τέτοια μορφή πρέπει να είναι το τουρκικό kavanoz, διότι έτσι εξηγείται το -οζ της κατάληξης που πάντα μας κάνει να σκεφτούμε ένα αρσενικό ουσιαστικό. Η σημασία του γάβανον είναι πάντα κάποιο είδος δοχείου. Υπάρχει και επώνυμο Καβανόζης, ενώ στο Ρέθυμνο λένε το γαβανόζι, πάντοτε για μεταλλικό δοχείο. καβάσης () καβάσης ήταν ο κλητήρας της Υι[>ηλής Πύλης και των υπουργείων οτην παλιά Τουρκία, αλλά και ο (ένοπλος) κλητήρας ή θυρωρός στις 97

93 ΝΊΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ πρεσβείες και τα προξενεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι καβάσηδες αυτοί φορούσαν πολύ εντυπωσιακή, χρυσοκέντητη στολή. Καβάσηδες ονομάστηκαν και οι άνδρες της προσωπικής φρουράς του ύπατου αρμοστή Γεωργίου στην Κρήτη κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας ( ). Δάνειο από το τουρκ. kavas. Οι καβάσηδες ήταν συνήθως πρώτο μπόι. Ο Βενέζης στη Γαλήνη περιγράφει: «Ο πατέρας της ήταν Πρόξενος της Αγγλίας' είχε έναν Αράπη καβάση, έναν άντρα ίσαμε κει πάνω, που καθόταν πάντα δίπλα στον αμαξά, στο παϊτόνι, με μια στολή φανταχτερή με χρυσά κουμπιά». Καβάσης στο ελληνικό προξενείο της Σμύρνης θαρρώ πως είχε δουλέψει έναν καιρό και ο ζωγράφος Θεόφιλος. Κατ επέκταση, καβάσηδες στις μεγάλες πόλεις της τότε Τουρκίας ήταν ένα είδος υπηρέτη-σωματοφύλακα που μπορούσε κανείς να προσλάβει ιδιωτικά. Στη Θεσσαλονίκη πριν από το 1912 όλοι οι καβάσηδες ήταν Αρβανίτες. Ή ταν πολύ συνηθισμένο ο εύπορος αστός να συνοδεύεται από τον προσωπικό του καβάση, ιδίως σε ταραγμένες περιόδους. καδενάτσος Ο καδενάτσος ή καδινάτσος ή το καδενάτσο ή το καντινάτσο είναι ο σύρτης σε πόρτα ή παράθυρο, το μάνταλο ή η αμπάρα, που ασφαλίζει από μέσα. Σε διήγημά της, η κεφαλονίτισσα συγγραφέας Μαριάννα Αίνου-Κουτούζη δίνει και μερικά συνοίνυμα: «Η μεγάλη σιδερένια μπάρα ( καδενάτσος, φουνταδόρος ή σαγιαδόρος ) έμπαινε από τη μια ώς την άλλη άκρη της πόρτας μας, περισσότερο για ν ασφαλίσει μέσα τη γλύκα του ύπνου μας, παρά για τους απ έξω ληστές κάποιων άλλων καιρών». Η λέξη, που υπάρχει στα παλιότερα λεξικά, ακούγεται. τουλάχιστον στα Επτάνησα, στη Λέσβο και την Κρήτη. Δάνειο από το ενετικό cadenazzo (ιταλικό catenaccio), που ανάγεται στο λατινικό catcna, την αλυσίδα, απ όπου και η καδένα, αλλά και η ιδιωματική κατίνα, η σπονδυλική στήλη. Και ίσως θα αναγνωρίσατε ότι η ιταλική λ. είναι ακριβώς το κατενάτσιο, το κλειστό αμυντικό σύστημα που >8

94 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟγ \ \Novr\l λανσάρισε στη δεκαετία του 1960 ο προπονητής Ελένιο Ερέρα, ji <η< έκλεινε σαν με αμπάρα την άμυνα της ομάδας του. Ο ποιητής Άχθος Αροΰρης (ψευδώνυμο του Νίκου Σαραντάκου, του παππού μου) είχε φανταστεί, το 1933, τον εργοστασιάρχη στον Παράδεισο να απαιτεί: «Αη Πέτρο, βγάλ το καντινάτσο / στο πλάι του Χριστού να κάτσω». καλικούτσα Κοινότατη λέξη, αν και όχι πανελλήνια, που δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό επειδή είναι από τις (όχι λίγες) λέξεις που κυρίως λέγονται και σπάνια γράφονται. «Παίρνω κάποιον καλικούτσα» θα πει «παίρνω κάποιον καβάλα στους ώμους μου». Η λέξη λέγεται κυρίως στη Νότια Ελλάδα, πάντως, και φαίνεται ότι είναι δάνειο από τα αλβανικά. Δεν είναι η μοναδική λέξη γι αυτή την έννοια: για παράδειγμα, αλλού λέγεται ζαλίγκα ή ογκάνια' είναι όμως η πιο διαδεδομένη και δεν θα έπρεπε να λείπει από τα λεξικά. Πολύ συχνά χρησιμοποιείται για πατεράδες που παίρνουν στους ώμους (περήφανοι) τα παιδιά τους: «εγο) πίσω με τη Θυγατέρα καλικούτσα στους ώμους να κυματίζει ψηλά ως σημαία οικογενειακή!» (Βοκκάκιος, Βήμα, 1997), αλλά λέγεται και για ενήλικο που σηκοτνει ενήλικο- πολύ σπάνια για άψυχο φορτίο. Ο Καρκαβίτσας σε διήγημά του περιγράφει τους γονείς που έμαθαν στο μικρό παιδί τους να ψελλίζει τις λέξεις «Πόλι - Γαστούνη» και ύστερα «φέροντες αυτό επί του ώμου, καλικούτσα, τω εδείκνυον εις την πεδιάδα - Να η Πόλι, η Γαστούνη, έλεγον εις αυτό». καλιοντζής Λέξη που δικαίως δεν την έχουν τα νεότερα λεξικά, αφού είναι ιστορικά προσδιορισμένη και ανήκει στο παρελθόν ο καλιοντζής ήταν ο ναύτης του παλαιού τουρκικού ναυτικού τον καιρό της Επανάστασης. 99

95 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΕ Υπάρχει λοιπόν σε κείμενα της εποχής ή σε κείμενα που αναφέρονται στα χρόνια εκείνα. Δάνειο από το kalyoncu, παραγωγό του kaiyon, που ήταν τουρκικό πολεμικό ιστιοφόρο - ίσως θα αναγνωρίσατε ότι η τουρκική λ. είναι δάνειο από το ιταλικό galeone, το γαλιόνι, που είναι μεγεθυντικό του galea, της γαλέρας- ίσως μάλιστα το γαλιόνι και ο καλιοντζής να είναι και αντιδάνεια, αφού δεν αποκλείεται η galea να έχει ελληνική αρχή, ωστόσο η ιστορία της λέξης δεν έχει ξεκαθαρίσει. Την τουρκική λ. kalyoncu δεν τη δανείστηκαν μόνο τα ελληνικά, αλλά και άλλες γλώσσες στα αγγλικά, ο Βύρωνας την πολιτογράφησε ως galiongee (1813). Κάτι που μπερδεύει είναι πως οι καλικάντζαροι (που έχουν, ως όνομα, αναρίθμητες τοπικές παραλλαγές), λέγονται, στην Ή πειρο καλιοντζήδες. Πάντως, ο καλιοντζής επιβιώνει ως επώνυμο, αν και πολλοί το γράφουν «Καλλιοντζής», ίσως πιστεύοντας πως η λέξη ετυμολογείται από το κάλλος! καμπαρντίζω Το ρήμα καμπαρντίζω δεν έχει βέβαια καμιά σχέση με την καμπαρντίνα σημαίνει «περηφανεύομαι, καμαρώνω, καυχιέμαι» και είναι δάνειο από το τουρκικό kabardim, αόριστο του kabarmak, που θα πει «φουσκομϋ» τόσο με τη μεταφορική όσο και με την κυριολεκτική έννοια. Το καταγράφει ο Ανδριοπης στο ετυμολογικό του λεξικό. Δεν θα το βρείτε σε κανένα γενικό λεξικό, ίσως επειδή θεωρείται ιδιωματική λέξη. Πράγματι, χρησιμοποιείται αρκετά στη Μακεδονία και ειδικά στην Κοζάνη, σε τοπική εφημερίδα της οποίας βρήκα ένα πικρό σχόλιο για τη ζημιογόνα αεροπορική γραμμή που χρησιμεύει «για να καμπαρντίζουμε ότι έχουμε αεροπλάνο», ενο) σε δραμινή εφημερίδα διάβασα για υπεύθυνους που καμπαρντίζουν σα γύφτικα σκεπάρνια όταν παινεύουν οι άλλοι τα πλεονεκτήματα της Δράμας. Κάποτε, με την επιρροή του περηφανεύομαι, και σε μέση φωνή: «καμπαρντίζεται σα ντο γκούρκο [τον διάνο] ότι κειος έναι κι άλλος δεν έναι» (Λήμνος). Ωστόσο το έχω βρει και σε αθηναϊκές στιχομυθίες. Επιπλέον, σε άρθρο τν\ςάθενς Βόις, το 2010, η Μανίνα Ζουμπουλάκη γράφει: 100

96 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ «Το Γκάζι, μέσα στην κατά τα άλλα στραπατσαρ ισμένη πόλη, είναι σα να καμπαρντίζει που είναι 25, που βγαίνει τα βράδια με τρέλα και φοράει αμάνικα κολλητά μπλουζάκια». Θαρρώ πως πήρε και το καμπαρντίζω τα αθηναϊκά του διαπιστευτήρια. καμποΰνι Το κάμπουνι, ή πρόστεγο κατά την επίσημη ορολογία του Πολεμικού Ναυτικού, είναι το στεγασμένο μέρος στην πλοόρη του πλοίου, όπου στα παλιότερα πλοία, μέχρι τον πόλεμο, υπήρχαν οι καμπίνες για τους άνδρες του κατώτερου πληρώματος- συνεκδοχικά, έτσι ονομάστηκαν οι άνδρες του πληρώματος. Στα σημερινά πλοία, το καμπούνι, όταν υπάρχει, έχει συνήθως αποθήκες. Η λ. πρέπει να είναι δάνειο από τα ιταλικά, ωστόσο σε κανένα σύγγραμμα δεν έχω βρει την ετυμολογία της. Τα νεότερα λεξικά, άλλωστε, δεν έχουν τη λέξη. Στον Ωούγκερμαν, ο Καραγάτσης αφηγείται: «Μερικοί ναύτες δρασκέλισαν την κουβέρτα, πηγαίνοντας στα πόστα τους, ενώ άλλοι κατέβηκαν στο καμπούνι της πλώρης, να κοιμηθούν». Καμπούνι υπήρχε και στα ιστιοφόρα, κι εκεί μαζευόταν το πλήρωμα για να προστατευτεί από τον καιρό: «Το τσούρμο πιο πέρα, γονατιστό πίσω από το καμπούνι της πλώρης, παρακάλαγε την Παναγιά να τους γλυτώσει» (Δ. Φωτιάδης, Κανάρης). Στο καμπούνι μαζεύονταν οι ναυτικοί και διηγούνταν ιστορίες, όχι πάντα αληθινές, κι έτσι «λόγια του καμπουνιού» ονομάστηκαν οι φήμες, όπως λέμε «ράδιο αρβύλα» τις αντίστοιχες διαδόσεις των φαντάρων. Αλλά τα έχει πει καλύτερα ο Καββαδίας: «Τη νύχτα σου πα στο καμπούνι μια ιστορία, την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα». καράβολας Καράβολας ή καράβολος ή καραβόλι είναι ο κοχλίας: καταρχάς το σαλιγκάρι, αλλά και το οποιοδήποτε σπειροειδές διακοσμητικό σχέδιο, σε κάγκι-λα, μπαλκόνια, σιδεριές, ακόμα και σε κοσμήματα 101

97 ΝΙΚΟΣ ς α ρ α ν τ α κ ο ς ή δαντέλες. Η λ. είναι πολύ ζωντανή στην ορολογία των μαστόρων, αλλά δεν έχει περάσει σε κανένα λεξικό με αυτή τη σημασία' μόνο στον Πάπυρο και στο λεξικό της Πρωίας βρίσκω να καταγράφεται η λέξη με τη σημασία «σαλιγκάρι». Στην Κύπρο είναι καράολος. Είναι δάνειο από το ενετικό caraguol, που σημαίνει «σαλιγκάρι» (πρβλ. caracol στα ισπανικά). Η ενετική λ. μπορεί να ανάγεται, μέσω λατινικών, στο ελληνικό κάραβος (= σκαραβαίος), οπότε ο καράβολας θα είναι αντιδάνειο. Είναι και επώνυμο: ο Αντρέας Καράβολας είναι ο δήμαρχος Πατρέων με τη μεγαλύτερη θητεία. Οι καραβόλοι αποτελούν έδεσμα περιζήτητο στα Δωδεκάνησα, αλλά τα καράβολα ή τα καραβόλια, με τη σημασία του διακοσμητικού σπειροειδούς στοιχείου, ακούγονται πολύ περισσότερο. Σε κείμενο του αρχιτέκτονα Γιώργου Σαρηγιάννη διαβάζω για τα νεοκλασικά της Αθήνας, με «πόρτες ταμπλαδωτές και σιδεριές με τα καραβολάκια τους, έργα τέχνης του 19ου αιώνα», αλλά η λέξη είναι ολοζώντανη και στη σημερινή πιάτσα. καράγιαλης Ο καράγιαλης είναι ο βορειοδυτικός άνεμος, ο μαΐστρος. Είναι τουρκικό δάνειο, από το karayel, που κατά λέξη σημαίνει «μαύρος άνεμος». Ακούγεται σε πολλές περιοχές της χώρας, αλλά σπάνια. Τα παλιότερα λεξικά την έχουν, αν και μερικά δίνουν συνώνυμό του τη μαϊστροτραμονντάνα, που είναι ο βόρειος βορειοδυτικός άνεμος. Βρίσκουμε τον καράγιαλη σε αρκετές αφηγήσεις χειμωνιάτικες, π.χ. «Από τ άγριο και μανιασμένο χουγιατό του καράγιαλη μια βδομάδα τώρα φουγιάζουνε γοερά τα κλωνάρια των δέντρων» (Κ. Μαρίνης, Χειμωνιάτικες ιστορίες), ή «φυσάει ένας καράγιαλης που μαστιγιύνειτις σκεπές» (Διαδίκτυο). Το σημαντικότερο όμως είναι πως ο καράγιαλης βρίσκεται σε ποιήματα δύο μεγάλων ποιητών μας. Κι αν ο Εγγονόπουλος στη Βνκάνη τον παρουσιάζει απαίσιο («Ως την Κωνσταντινούπολη φυσάει αλύπητα / ο αφορεσμένος ο Καράγιαλης / που ρχεται από τον Βοριά»), στην Α μοργό ο Γκάτσος τον παρασταίνει σχεδόν ειδυλλιακά: 102

98 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ «ένας παλιός ανεμόμυλος [...] Και κατεβαίνει απ τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα / Ό πως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Χελμού να πει μια καλησπέρα της Γκόλφως». καραντί Καραντί είναι η θαλασσοταραχή που συνεχίζεται και μετά την κατάπαυση του ανέμου ή αλλιώς φουσκοθαλασσιά, κουφοθάλασσα ή αποθαλασσία. Λέξη ναυτική, που κατά τον Κ. Καραποτόσογλου ετυμολογείται από το τουρκ. kannti (δίνη, πλευρικό κύμα), με επίδραση της τουρκικής λ. kara που χρησιμοποιείται σε πολλές ελληνικές λέξεις ως πρώτο συνθετικό (καρα-). Ο Παπαδιαμάντης, σε ένα αυτοβιογραφικό χρονογράφημά του, γράφει για εκείνους που «ηγωνίων, επάλαιον και ετήκοντο, εις το καραντί κι εις την χιονιάν, εις την φουσκοθαλασσιάν κι εις την μπόραν».12 Φυσικά, τη λέξη θα τη βρούμε και σε άλλα ναυτικά κείμενα. Όμως, η λέξη έχει γίνει διάσημη, κι ας λείπει από τα νεότερα λεξικά, επειδή τη διάλεξε ο Νίκος Καββαδίας για τίτλο σε ένα ποίημά του που έγινε πασίγνωστο μελοποιημένο από τον Θ. Μικρούτσικο, το Καραντί: «Μπάσες στεριές, ήλιος πυρρός και φοινικιές...» Μάλιστα, ο Μικρούτσικος επέλεξε να επαναλάβει, σαν ρεφρέν, τη στροφή που περιέχει τη λ. καραντί, η οποία έτσι κι αλλιοίις λέγεται δυο φορές, οπότε η λέξη εντυπώνεται στο θυμητικό, παρόλο που λίγοι ξέρουν ακριβώς τη σημασία της: «Το καραντί το καραντί θα μας μπατάρει / Σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά / Από νωρίς, δεξιά στη μάσκα την πλωριά / κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει». καράρι Καράρι σημαίνει δόση, αναλογία, όριο και ειδικότερα σημαίνει τη σωστή δόση, την κανονική ποσότητα, το ταιριαστό, το πρέπον. 12. Ταξίδι - ϋαττ<ψι Ι'ιομπκη (1895). ΗΜ

99 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ Δάνειο από το τουρκικό karar, που έχει περισσότερες σημασίες, όπως απόφαση (και στη δικαστική ορολογία). Η λ. λεγόταν σε Μικρασία, Κρήτη, Λέσβο. Στην Κύπρο τη λένε ακόμα. Προκειμένου για ρούχα, «έρχονται καράρι» σημαίνει «ακριβώς στα σωστά μέτρα», π.χ. «Λούστηκε, ξυρίστηκε, φόρεσε ρούχα που του ρθαν καράρι», λέει για έναν φυγάδα η Ιφιγένεια Χρυσοχόου στην Πνρπολημένη γη. Ένας Μυτιληνιός θυμάται τη δουλειά στο λιοτρίβι όταν έπρεπε να ξυπνήσουν χαράματα: «Στη μία να σηκωθούμε ήταν το καράρι», το κανονικό δηλαδή. «Στις δύο άμα σηκωνόμασταν λέγαμε μας πλάκωσε το πάπλωμα». Στην Άληπασιάόα διαβάζουμε: «Κι αυτός είν ένας άνθρωπος που δεν έχει καράρι, που τρόμαξ όλον τον ντουνιά, και τρέμουν σαν το ψάρι» - δεν είχε όρια, ήταν ανισόρροπος. Όμως, αν ακούγεται ακόμα το καράρι, είναι κυρίως χάρη στο γνωστό σμυρνέικο Το σαλβάρι με τη στροφή: «Και τι σε μέλλει εσένανε για το σαλβάρι μου / γιά [= ή] στενό μου γιά φαρδύ μου γιά καράρι μου» - τι σε νοιάζει αν μου έρχεται κοντό, μακρύ ή ακριβώς;13 καρλαΰτης Καρλαύτης είναι αυτός που έχει μεγάλα και κυρτά ή πεταχτά αυτιά. Τα νεότερα λεξικά δεν την έχουν, ενο3 ο Δημητράκος τη λημματογραφεί ως γαρλαύτης. Συχνή είναι και η παραλλαγή χαρλαύτης. KaL ως επίθετο. Φυσικά, θα τη βρείτε γραμμένη και καρλάφτης, χαρλάφτης κτλ. Η ετυμολογία της είναι μυστήριο αξεδιάλυτο προς το παρόν η σχεδόν πανελλήνια διάδοση της λέξης (και στην Κύπρο) δεν συνηγορεί υπέρ μιας σλαβικής προέλευσης. Έ χει προταθεί η συσχέτιση με το γαϊδονραύτης, ενώ δεν αποκλείεται να ετυμολογείται από τη λ. κλιναντης (με γερτά αυτιά) μέσω ενός τύπου καλναύτης Στην πολύτομη έκδοση Τα ρεμπέτικα του Π. Κουνάδη που κυκλοφόρησε μαζί με τα Ν έα, ο στίχος δίνεται λάθος, ζαράρι* αντί καράρι, οπότε βέβαια δεν βγαίνει νόημα! 14. Όπως πρότει,νε ο Κ. Καραποτόσογλου σε σχόλιό του στο ιιττολόγιο sarantakos. wordpress.com 104

100 ΛΕΞΕΙΣ 1ΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Στον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, ο παραγιός του ήρωα περιγράφεται ο>ς «μαυροτσούκαλο, με φοβισμένα γοργοκίνητα μάτια, καρλαύτης». Όμως η λέξη χρησιμοποιείται τόσο για ανθρώπους όσο και για ζώα, ανήκει δηλαδή και στο ποιμενικό λεξιλόγιο. Έτσι, καρλαύτικο είναι το κατσίκι ή το πρόβατο με τα μεγάλα και κυρτά αυτιά. κάρναξη Πρόκειται για επιφοδνημα που απευθύνουμε σε όσους φωνάζουν ή φλυαρούν: «Κάρναξη!» δηλαδή «σκασμός, σιωπή!», ή «Κάρναξη και περίδρομος!» ή «Κάρναξη να σε πιάσει!», κατάρα που λειτουργεί σαν διαταγή στον άλλο να σωπάσει. Εντελώς ξεχασμένη είναι η αρχική σημασία της λέξης, ένα ενοχλητικό σπυρί που βγάζουν τα πουλερικά στον κόκκυγα, δάνειο από τα τουρκικά, karnaksi, που σήμερα σημαίνει τον ενοχλητικό άνθρο>πο. Ακουγόταν σχεδόν αποκλειστικά στη Μικρασία. Κάποτε και «κάρναξε!» σαν να πρόκειται για προστακτική κάποιου ανύπαρκτου ρήματος. Στν\/{ωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου διαβάζουμε: «Κλαίει, χτυπιέται η Κλειώ, τραβάει τα μαλλιά της. Κάρναξη! φωνάζει η Λωξάντρα. Κάρναξη είπα!» Τη λ. τη χρησιμοποιεί και ο Γιώργος θεοτοκάς (που ήταν Κωνσταντινουπολίτης), π.χ. «Ανάθεμά μας σύντροφοι, κάρναξη να μας πιάσει, περίδρομος κι αφορισμός» (στο θεατρικό Το γιοφύρι της Αρτος). Ό σο κι αν φαίνεται περίεργο, το επιφοδνημα ακούγεται και σήμερα, ίσως από απογόνους Μικρασιατών που έμαθαν τη λέξη από γιαγιάδες και θειάδες. Ακούστηκε επίσης το 2011 σε μοντέρνο καθημερινό σίριαλ σε μεγάλο ελληνικό κανάλι. καροΰτα Καρούτα είναι η ξύλινη σκάφη, ιδίως η ποτίστρα για τα ζώα, ο ξύλινος μεγάλος κάδος ή το ξύλινο τετραγωνικό πατητήρι. Δάνειο από 105

101 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ το αλβανικό karrute που ανάγεται στο παλαιό σλαβικό koryto πατητήρι. Μόνο στον Πάπυρο καταγράφεται. Στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, τα κορίτσια χαλούσαν τον κόσμο «γύρω-τριγύρω στην καρούτα, και στο πηγάδι σιμά», ενιό σε ένα ποίημά του ο Βηλαράς αποκαλεί «καρούτα αναιώνια» τον κρασοπατέρα. Σε ηπειρώτικο δημοτικό τραγούδι, η κόρη πλένει το μαντίλι του Γιάννη: «βάνω το δάκρυ μου νερό, το σάλιο μου σαπούνι, βάνω και τα στηθάκια μου καρούτα και το πλένω». Παρόλο που είναι λέξη τυπική της χαμένης πια αγροτικής Ελλάδας, η καρούτα εξακολουθεί να ακούγεται, αφενός στην κυριολεξία της, για τις ποτίστρες και τις σκάφες, και αφετέρου μεταφορικά. Καταρχάς, οι μαστόροί λένε καρούτα τον χώρο μέσα στο γιαπί όπου θα μπει ασβέστης χύμα για το σοβάτισμα, που οριοθετείται με τσιμεντόλιθους ή μαδέρια. Έπειτα, καρούτα λέγεται το σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο που μόνο για παλιοσίδερα κάνει, αλλά και, στην αργκό των γηπέδων, ο ποδοσφαιριστής εκείνος που παρουσιάζει συχνά προβλήματα τραυματισμών. καρτόφια, τα Τα καρτόφια ή αι καρτόφαι είναι λέξη ποντιακή, και μόνο κάποιος γερμανομαθής μπορεί να υποψιαστεί ότι πρόκειται για τις κοινότατες πατάτες, που πράγματι στα γερμανικά λέγονται Kartoffeln. Και πράγματι από εκεί προέρχεται η λέξη, αν και όχι απευθείας. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όταν έφτασαν οι προοτες πατάτες πεσκέσι στον Πάπα της Ρώμης από τους ισπανούς βασιλιάδες, αυτός ανέθεσε στον βοτανολόγο Clusius να τις μελετήσει, κι εκείνος σκέφτηκε να τις αποκαλέσει, σε όχι και πολύ καλά λατινικά, taratufli, μικρές τρoύq)ες (η τρούφα είναι tartuffo στα σημερινά ιταλικά). Γιατί τρούφες; Επειδή ήταν κόνδυλοι που φύτρωναν κάτω από τη γη, όπως οι βολβοί της τρούφας. Ο Πάπας το taratufli το μετέτρεψε σε tartufoli, και από εκεί πέρασε στα γερμανικά. Η γερμανική ονομασία της πατάτας, Kartoffel, περνάει στα 106

102 ΛΕΞΕΙΣ ΙΊΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ρωσικά (καρτόφελ) και σε άλλες γλώσσες (ρουμάνικα και βουλγάρικα: καρτόφ), και η ρωσική λ. γίνεται το ποντιακό καρτόψι, συνήθως στον πληθυντικό. Η λέξη χρησιμοποιείται πολύ κι έτσι την ξέρουν και αρκετοί μη Πόντιοι. Καρτοφλίν είναι το κρέας με πατάτες. καρύτζαφλος Μια λέξη που δεν υπάρχει σε κανένα απολύτως γενικό λεξικό, παρόλο που βρίσκεται στη γλίόσσα εδώ και ακύνες και παρόλο που χρησιμοποιείται πάντοτε αρκετά, ο καρύτζαφλος είναι το καρύδι του λαιμού μας και κατ επέκταση ο λάρυγγας. Θα τον βρείτε και καρίτσαφλο ή γκαρίτζαφλο (και σε άλλες παραλλαγές). Καταγράφεται πρώτη φορά στον Σπανό, ένα σατιρικό (και κοπρολογικό) ποίημα του 15ου αιώνα, όπου υπάρχει η κατάρα να μαράνει «τας εβδομήντα δύο ήμισυ φλέβας του γουργούρου σου [λάρυγγα] και τον καρύτσαφλόν σου». Ο Χανς Αϊντενάιερ που επιμελείται το κείμενο ετυμολογεί τη λέξη από το καρύτσιν (υποκορ. του κάρνον) και αυλός (σωλήνας). Συχνή είναι η απειλή «θα σου φάω τον καρύτζαφλο», συχνά στα αστεία, ισοδύναμη με τη «θα σου φάω το λαρύγγι/το καρύδι» της κοινής νεοελληνικής. Στη Μαθητευομένη των τακουνιών, ο Σκαρίμπας, καθώς παραθέτει έναν διάλογο, σημειώνει σε παρένθεση τις σκέψεις του: «Και μου 'ρχονταν να του φάω τον καρίτζαφλο». Βέβαια, ο καρύτζαφλος τρώγεται και κυριολεκτικά: στα χοιροσφάγια, ο πρώτος μεζές είναι ο καρύτζαφλος του ζώου στα κάρβουνα, ειδικά για τον σφαγέα. κασαβέτι Κασαβέτι είναι η λύπη, η ανησυχία, η σκοτούρα. Λέξη δανεική από τα τουρκικά (kasavet, αραβικής αρχής), ακούγεται σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Από εκεί προέρχεται και το επώνυμο Καοαβέτης. 107

103 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ Στον Πεντάρφανο του Παπαδιαμάντη, ο νεαρός Στάμος «ικετικώς, είχεν ειπεί εις την θεια Χαρανίναν: - Ντέρτι δικό μου, θεια, κασαβέτι δικό σου!» Ο Παπαδιαμάντης δηλίύνει ρητά ότι η φράση είναι παροιμιακή, και την ξαναβρίσκουμε στο Ένα παιδί μετράει τ άστρα του Λουντέμη: «Κι ύστερις; Τι σε βλάβει εσένα;... Δικό μου ντέρτι, δικό σου κασαβέτι; Μπααα!» Το ερωτηματικό στο τέλος της φράσης κάνει περισσότερο διάφανο και το νόημα: Αφού είναι δικός μου καημός, εσύ τι νοιάζεσαι; Τη λ. τη χρησιμοποιεί και ο Μακρυγιάννης: «Κι από αυτό το κασαβέτι πέθανε κι ο καημένος ο Ζαΐμης». Υπάρχει και η φρ. «δεν θα το πιάσω κασαβέτι», ένδειξη αδιαφορίας - «δεν θα στενοχωρηθώ». Και παροιμία: «όποιος δεν βάζει κασαβέτι στο κεφάλι του, ζει πολλά χρόνια». Κι όπως λέει ένα παραδοσιακό τραγούδι, «ό,τι κι αν μου λένε το γυρίζω στο τρελό / κι έτσι φεύγουνε τα ντέρτια κι όλα τα κασαβέτια...» Μακάρι να ήταν πάντα τόσο εύκολο να φεύγουν τα κασαβέτια. κάσαρο Κάσαρο είναι το επίστεγο πάνω από την πρύμνη του πλοίου, δηλαδή το υπερυψωμένο τμήμα που μοιάζει με καμπίνα- τυπική λέξη της ναυτικής ορολογίας, δεν θα παραξενευτούμε που είναι δάνειο από τα βενετικά, ωστόσο η συνολική ετυμολογική της διαδρομή είναι μάλλον λαβυρινθώδης: η βενετική λ. cassaro (ιταλ. cassero) είναι δάνειο από το αραβικό qasr, που σημαίνει ένα απομονωμένο κτίριο συχνά στην κορυφή άλλου κτιρίου, που είναι δάνειο από το βυζαντινό κάατρον, το οποίο, για να κλείσουμε τον κύκλο, είναι δάνειο από το λατινικό castrum, φρούριο. Στα παλιά λεξικά μπορεί και να τη βρείτε με δύο «σ», κάσσαρο. Στα νεότερα δεν θα τη βρείτε. ΊπαΛόγια της πλώρης του Καρκαβίτσα η λέξη εμφανίζεται συνεχώς, π.χ. «Ο καπετάνιος ορθός στο κάσαρο, ξεσκούφωτος, κατακόκκινος, βλαστημούσε κι έβριζε, κινώντας τα χέρια σα φτερωτές» (Βιοπαλαιστής). Το κάσαρο ήταν η θέση του καπετάνιου στα παλιά καράβια. «Ο 108

104 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Καπετάν Μανώλης κάθισε δύσθυμος στο κιλίμι πού ήταν στρωμένο στο κάσαρο της πρύμνης πλάι στο δοιάκι». (Καραγάτσης,Λ/μα χα μένο και κερδισμένο). Και στα πιο παλιά: «του Οδυσσέα στρώσανε βελέντζα και σεντόνι στου καραβιού το κάσαρο, για να γλυκοκοιμάται» (Οδύσσεια, μετάφραση Εφταλιώτη). καστραβέτσι ΙΙαρά την ηχητική ομοιότητα, δεν έχει καμιά σχέση με το κάστρο. Καστραβέτσι λέγεται το αγγούρι. Η λέξη ακούγεται σε όλη τη Δυτική Ελλάδα, ιδίως στην Ήπειρο, στη Λευκάδα και την Κεφαλονιά, αλλά και στην Πελοπόννησο. Η αρχή της λ. βρίσκεται στις νότιες σλάβικες γλώσσες (krastavac στα σέρβικα, κράσταβιτσα στα βουλγάρικα), αλλά εμείς την πήραμε μάλλον από τα βλάχικα όπου είναι castravete στον ενικό και castravetsi στον πληθυντικό, τον οποίο κατά πάσα πιθανότητα δανειστήκαμε. Και στα ρουμάνικα είναι ίδια η λέξη, αλλά το θεωρώ απίθανο να έγινε από εκεί ο δανεισμός* μπορεί όμως να το πήραμε από τα αλβανικά, όπου επίσης είναι kastravec. Η λέξη υπάρχει στο λεξικό του Δημητράκου (χωρίς αναφορά ετυμολογίας), αλλά όχι στα νεότερα μεγάλα λεξικά. Ίσως κατά τόπους να σήμαινε ή να σημαίνει κάποια ποικιλία, όχι το καθαυτό αγγούρι, αν κρίνω από την παροιμία «Αφότου βγήκε το αγγούρι, τύφλα να χουνε τα καστραβέτσια», την οποία χρησιμοποιούσε κάποια Παπαλέξαινα για να παινεύει τον Κολοκοτρώνη σε σύγκριση με άλλους οπλαρχηγούς (Π ελοποννησιακά, τόμ. 8). καταλαχοΰ Καταλαχού θα πει τυχαία, κατά σύμπτωση, κατά τύχη. Από το μεσαιωνικό ρ. καταλαχαίνω (συναντώ, βρίσκομαι κάπου), με την επίδραση των επιρρημάτων σε -ού, π.χ. απανταχού. Μόνο ο Πάπυρος την καταγράφει., καθώς και το μεσαιωνικό λεξικό του Κριαρά. 109

105 ΝΙΚΟΣ LAPANTAKOL Η λέξη συχνή σε παραμύθια (π.χ. «Καταλαχού, όταν γέννησε η βασίλισσα, έκαμε και παιδί και κορίτσι»), ενώ την έχει χρησιμοποιήσει σε παιδικό ποίημα και ο Ιωάννης Βηλαράς («Η Αλουπού διαβαίνοντας καταλαχού απέκει / τον βλέπει κοντοστέκει η παραπονηρή»), αλλά και στην Οδνσειά του ο Καζαντζάκης: «οι μούλοι, που ο αφέντης έσπειρε καταλαχού στα καρπερά ταξίδια». Κάπου βλέπω να θεωρείται επτανησιακή, ανήκει όμως και στο ποντιακό λεξιλόγιο. Και όχι μόνο ο Ηπειρώτης Γιώργος Κοτζιούλας, αιώνια και δίκαια παραπονεμένος για τη φτώχεια του, έγραψε σε έμμετρο Γράμμα στη Χαλκίδα, με παραλήπτη τον Γιάννη Σκαρίμπα: «Οι διαστρεμμένοι ορίζουν σήμερα την πλάση. / Μονάχα πού και πού θα βρεις, καταλαχού / μια αγνή ψυχή που ακόμα δεν έχει χαλάσει. / Κανένας δεν τιμάει την πόρτα του φτωχού». καταχανάς Καταχανάς είναι ο βρικόλακας η λ. είναι μεσαιωνική και για την ετυμολογία της δεν έχει διατυπωθεί πειστική εξήγηση ίσως από το καταχώνω > *καταχωνάς, ίσως από το κατά + χαν~ του χαίνω. Ακούγεται τουλάχιστον στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα, όπου διηγούνται και διάφορες τρομακτικές ιστορίες για καταχανάδες. Ο αδικοσκοτωμένος, ο νεκρός που θάφτηκε αδιάβαστος ή κακοδιαβασμένος, ο καταραμένος από την εκκλησία ή τους γονιούς του, αυτός μπορεί να γίνει καταχανάς. Για να μη βγαίνει έξω, πρέπει ο τάφος του να σφραγιστεί με ασβέστη. Η λέξη χρησιμοποιείται υβριστικά, ήδη από πολύ παλιά* σε ποίημα για την άλωση της Πόλης, ο ποιητής καταριέται «τον Τούρκον τον καταχανάν της ανομίας τον φίλον». Μεταφορικά, καταχανάς είναι ο άπληστος άνθρωπος, ο αχόρταγος. Στην κλασική του μετάφραση του Δον Κιχώτη, ο Κ. Καρθαίος βάζει κάπου να αποκαλούν «καταχανά λιμασμένο» τον αιώνια πεινασμένο Σάντσο Πάνθα. Καταχανάς είναι κι ο εφιάλτης, ο βραχνάς που ρίχνει τη βαριά σκιά του. Ο δημοτικιστής Πέτρος Βλαστός, που χρησιμοποιούσε τη λέξη, είχε αποκαλέσει «καταχανά» την αντωνυμία ο οποίοςΐ Κάπου 110

106 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ διάβασα όμως ότι σήμερα στη Ρόδο καταχανάς σημαίνει τον εντελώς άχρηστο και ανίκανο, και ότι χρησιμοποιείται και σαν περίπου συνώνυμο της συχνότερης ελληνικής βρισιάς - sic transit... κάτι Όχι, δεν θα μιλήσουμε για την πασίγνωστη αντωνυμία αλλά για κάτι άλλο, για μια ομόγραφή της λέξη. Το κάτι, λοιπόν, είναι η πτυχή, η δίπλα, το πόσες φορές διπλώνουμε π.χ. ένα σεντόνι. «Κάνε τρία κάτια την πετσέτα για να χοορέσεί». Δάνειο από το τουρκικό kat (πτυχή), είναι λέξη ακόμα ζωντανή στα βόρεια. Ιδιαίτερα όμως ζωντανή είναι η έκφραση «έγινε δυο κάτια», που τη χρησιμοποιούν και όσοι δεν ξέρουν τι ακριβώς είναι το κάτι. Σημαίνει διπλοδθηκε στα δυο- μπορεί από έναν ξαφνικό οξύ πόνο, από κούραση, από ταλαιπωρία, από την αρροίστια ή από τα γηρατειά. «Η κυρούλα έγινε δυο κάτια απ τα χρόνια», γράφει σ ένα διήγημά του ο Βενέζης. Μπορεί βέβαια κάποιος να διπλώνεται δυο κάτια και για άλλο λόγο- περιγράφει ο Τόλης Καζαντζής (στη Δροσούλα) τον Τσιτσάνη εν δράσει: «Ξαφνικά, παίρνοντας βαθιά ανάσα, έχωσε θαρρείς το μπουζούκι στην κοιλιά του κι έγινε δυο κάτια πάν(ο του». Κάτια κάνουμε επίσης στην κλωστή που ράβουμε ή την πετονιά στο ψάρεμα. Ένα ακριβό κολιέ μπορεί να είναι δύο κάτια (δυο γύροι στον λαιμό), ενώ στα πανηγύρια λένε ακόμα πως ο χορός, για να θεωρηθεί πετυχημένος πρέπει να είναι «τρία κάτια», δηλαδή τρεις κύκλοι χορευτούν. κατοΰνα Η κατοννα είναι παλιά λέξη με πολλές σημασίες- εμφανίζεται από τα μεσαιωνικά χρόνια και σημαίνει την κατοικία, τη σκηνή, το περιχαρακωμένο στρατόπεδο- αργότερα, τον οικισμό, και αυτή είναι μια από τις βασικές νεότερες σημασίες, αλλά και τις αποσκευές του ταξιδιώτη και την οικοσκευή ενός νοικοκυριού. Τα νεότερα λεξικά 111

107 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ την παραλείπουν. Φυσικά, υπάρχουν πολλά τοπωνύμια Κατούνα ή Κατούνες, με γνωστότερο το κεφαλοχώρι στην Ακαρνανία. Σαν οικισμός, η κατούνα συχνά αφορά προσωρινή εγκατάσταση. Κατούνες ή κατούντ στα αρβανίτικα λέγονταν οι τόποι περιοδικής εγκατάστασης των Αρβανιτοδν, για εργασία σε μεγάλες ιδιοκτησίες, κατούνες λέγονταν τα μικρά χωριά γύρω από το Πλωμάρι Αέσβου, ενώ σε κατούνες (εξοχικές κατοικίες) παραθέριζαν οι κάτοικοι της Γέρας. Η λέξη περιλαμβάνεται και στο «προσωπικό λεξιλόγιο» του Ελύτη. Στη Φλογέρα τον βασιλιά του Παλαμά, «Μια σκύλα από την άβυσσο, μια φούρια από τον Αδη / κατούνες, κάστρα, κάτεργα, τα καταλεί». Εδώ, σημαίνει στρατόπεδο. Η κατούνα ετυμολογείται από το ιταλικό cantone «περιοχή, γωνία», λέξη από την οποία προήλθαν και τα καντόνια της Ελβετίας - αλλά και τα καντούνια των Επτανήσιων. κατσάκης Και κατσιάκης. Ο φυγάς, ο δραπέτης, αλλά και ο λαθρέμπορος. Ειδικά σε μικρασιάτικα συμφραζόμενα κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, κατσάκηδες είναι οι ρωμιοί φυγόστρατοι, που κρύβονταν για να μην τους πάρουν στα φοβερά τάγματα εργασίας. Από το τουρκικό kaqak. Υπάρχει και ως επώνυμο. Στα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σοοτηρίου, ο αφηγητής εφόδιαζε με μπαρούτι και τροφές τους κατσάκηδες που κρύβονταν σε μια σπηλιά. Αργότερα, έγινε κατσάκης και ο ίδιος. Σε ένα διήγημα του Κόντογλου,15διαβάζουμε ότι σ ένα μοναστήρι έβρισκαν φιλοξενία όλοι, ακόμα και «κοντραμπατζήδες, φονιάδες, κατσάκηδες, ληστές». Κατσάκικος ήταν ο λαθραίος καπνός που κυκλοφορούσε εκτός μονοπωλίου. «Να φτιάνουμε τώρα κι ένα κατσάκικο», εννοώντας τσιγάρο, λέει ο γύφτος στον Μέλιο, στο Ένα παιδί μετράει τ άστρα του Λουντέμη. Από την ίδια ρίζα και η έκφραση «την κάνω κατσάκι» 15. Πρωτοχρονιά στηναγια-παρασκενή. 112

108 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ που ακούγεται στη Θράκη για το σκασιαρχείο, τη σχολική κοπάνα δηλαδή, και, μάλλον, η πανελλήνια «την κάνω κατσίκα». κατσαμάκι Το κατσαμάκι είναι μια λέξη με δυο πολύ διαφορετικές σημασίες: αφενός σημαίνει τον χυλό από καλαμποκάλευρο, και αφετέρου, κυρίως στον πληθυντικό, τις υπεκφυγές, τα κόλπα με τα οποία κάποιος επιχειρεί να το σκάσει, τα νάζια. Δάνειο από τα τουρκικά (ka^amak, που έχει τις ίδιες σημασίες). Τσως ο χυλός να θεωρείται «πρόσχημα» φαγητού. Από την ίδια ρίζα και ο κατσάκης (φυγάς) που μόλις είδαμε. Κατσαμάκι το λένε και οι Βούλγαροι, ενώ οι Ρουμάνοι μαμαλίγκα. Ο πολτός αυτός, όταν τσιγαριστεί και καρυκευτεί κατάλληλα, μπορεί να γίνει νοστιμότατος, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις στα συσσίτια των στρατιωτών και, πυν ανταρτών μοιραζόταν νερόβραστος ή άβραστος: «Κατσαμάκι κι άγιος ο Θεός. Χοντροαλεσμένο μπαγιάτικο καλαμπόκι, με σκουπίδι, τσουβαλότριχες κι ό,τι βάλεις με νου σου» (Λ. Μοχιάίτης, Στα χαρακώματα). Με τη σημασία της υπεκφυγής, ο Παπαδιαμάντης στο Ενιαύσιον θύμα παρουσιάζει τον γέρο ψαρά να μην μπορεί να πιάσει τον γιο του: «Ο Πάπος ήξευρε πολλά κατσαμάκια, ήτοι ελικοειδείς κινήσεις, και τα ποδάρια του τον άκουαν. Δεν έπασχεν από ρευματισμούς. Ο γερο-μπαμπούκος πού να τον φθάσει!» Και στο ρεμπέτικο Η' Κούλα, υπάρχει η έκκληση: «Αχ μωρέ Κούλα χασικλού, άσε τα κατσαμάκια /τρέξε κοντά μου γρήγορα και δώσ μου δυο φιλάκια». Χωρίς κατσαμάκια, δεν έχουν νοστιμιά τα φιλάκια. κατσάρι Κατσάρια είναι τα παλιά παπούτσια, που χρησιμοποιούνται αντί για παντόφλες άλλοτε, είναι οι πλαστικές σαγιονάρες. Λέξη λαϊκή και ταπεινή, που δεν αξιώθηκε την είσοδο στα νεότερα λεξικά παρότι 113

109 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ είναι ακόμα ολοζώντανη. Συνήθως εμφανίζεται στον πληθυντικό, βέβαια. Πιθανόν να προέρχεται από το επίθετο κατσός που σημαίνει «ζαρωμένος»* πράγματι, κατσάρι είναι το παλιό, το ζαρωμένο παπούτσι. Στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, η Φραγκογιαννού καταδιωκόμενη για να σκαρφαλώσει στον βράχο «επέταξε, με λάκτισμα των ποδοόν προς τα οπίσω, τας φθαρμένας εμβάδας, τα παλιοκατσάρια της». Στην Αντιποίηση αρχής του Αλ. Κοτζιά, «πηλαλάει με τα κατσάρια η συμπεθέρα μέσα στο σκοτάδι». Βέβαια, συνήθως τα κατσάρια τα φοράει κανείς μέσα στο σπίτι* σε μια αφήγηση που βρήκα στο Διαδίκτυο, όταν η Τζένη Καρέζη πήγε πρωινή επίσκεψη στον Μάνο Χατζιδάπι, άκουσε από μέσα κάτι «κατσάρια να σούρνονται». Τα κατσάρια είναι δηλαδή το κατεξοχήν πρόχειρο υπόδημα* τα λεξικά δίνουν και μια δεύτερη σημασία, ότι κατσάρι σημαίνει την ατημέλητη, βρόμικη και αθυρόστομη γυναίκα* ομολογώ πως δεν την έχω συναντήσει. κατσιφάρα Κατσιφάρα είναι η ομίχλη, η καταχνιά. Είναι λέξη κυρίιος της Νότιας Ελλάδας: ακούγεται στην Κρήτη, στα Κύθηρα και την Πελοπόννησο. Μόνο ο Πάπυρος την έχει, και το ετυμολογικό του Ανδριώτη, που τη λημματογραφούν «κατσηφάρα», επειδή υποθέτουν ότι είναι μεγεθυντικό του αμάρτυρου *κατσηφιά, που το παράγουν από το κατηφής, μάλλον εύστοχα. Είναι βέβαια και επώνυμο γνωστού πολιτικού* ίσιος κατσιφάρας να ήταν ο κατσούφης. Σε πολλά μέρη η κατσιφάρα έχει ενδημικό χαρακτήρα* διαβάζουμε, ας πούμε, ότι η περίφημη κυθηράϊκή κατσιφάρα εμπόδισε τα ελικόπτερα του ΕΚ ΑΒ να πετάξουν. Παρόλο που ακούγεται πολύ και στην Πελοπόννησο, οι περισσότερες καταγραφές που έχουμε είναι από κρητικές μαντινάδες και ριζίτικα, όπως «Ήθελα να μουνε πουλί γή πρίνος στη Μαδάρα / να μ αγκαλιάζει δροσερά τσ αυγής η κατσιφάρα». 114

110 ΛΕΞΕΙΣ 1ΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Άλλωστε η παλιότερη μνεία της λέξης είναι από τον Κρητικό Πόλεμο του Μπουνιαλή, στον 17ο αΐίόνα: «Νέφαλα σκοτεινότατα ο ουρανός γεμίζει / κι η κατσιφάρα άρχισε λίγο να ψιχαλίζει» για να φτάσουμε στο ριζίτικο του 1941: «Παιδιά κι είντα ναι η καταχνιά και τούτ η κατσιφάρα; / Και γιάντα φεύγουν τα πουλιά κι ανατριχιούν τα δάσα; / Οι Γερμανοί πλακώσανε κι ουρανοκατε βαίνουν...» καΰκα Καύκα είναι η αγαπητικιά, και καύκος ο αγαπητικός η λ. σήμερα λέγεται μόνο στην Κύπρο (όπου και οι τύποι κανχα, κανχος), αλλά παλαιότερα ακουγόταν και ευρύτερα. Λέξη μεσαιωνική που για την ετυμολογία της πολλά έχουν γραφτεί, χωρίς οριστική απάντησηπάντως φαίνεται να συνδέεται με τον κανκο = ποτήρι, που θα το θυμάστε από την επωδό «πάλιν τον καύκον έπιας, πάλιν τον νουν απώλεσας», με την οποία ο λαός της Κωνσταντινούπολης κοροΐδευε τον μέθυσο αυτοκράτορα Φα>κά τον 7ο αιώνα. Στο διήγημα «Οι κουκλοπαντρειές», ο Παπαδιαμάντης καταγράφει γυναικοκαβγάδες σε μια αυλή αθηναϊκού φτωχόσπιτου γύρω στο 1900: «να γκρεμοτσακιστεί γρήγορα, να φύγει απ εδώ αυτή κι ο καύκος της!» Επιστρέφοντας στην Κύπρο, ο Σεφέρης στο ποίημα Ο δαίμων της πορνείας, μεταφράζοντας ποιητικά τον Λεόντιο Μαχαιρά, γράφει: «ήρθαν οι καβαλάρηδες και τον εσύραν / από της καύχας του την αγκαλιά και τον εσφάξαν». Μπορεί να μην είναι αληθινό, αλλά απλώς ben trovato, λέγεται πάντως ότι στη δεκαετία του 1970, όταν έφτασαν από την Ελλάδα στην Κύπρο αντίτυπα τ^ς Δίκης του Κάφκα που είχε παραγγείλει ένα βιβλιοπωλείο, ο τελωνειακός υπάλληλος απαγόρευσε την εισαγωγή διότι βλέποντας στο εξώφυλλο «Κάφκα» σκέφτηκε την καύκα και νόμισε ότι είναι άσεμνο το περιεχόμενο! I 15

111 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ καφαλτί Καφαλτί είναι το πρόγευμα, το πρωινό φαγητό1είναι και το κολατσιό των εργατών στα χτήματα.16αν υποθέσατε πως η λέξη είναι συγγενική με τον καφέ, σωστά το σκεφτήκατε πρόκειται για δάνειο από το τουρκικό kahvalti, που θα μπορούσε κατά λέξη να αποδοθεί «το πάρσιμο του καφέ». Μόνο το λεξικό του Σταματάκου έχει τη λέξη. Και ρήμα, καφαλτίζω. Ακούγεται στην Κρήτη, σε Χίο-Μυτιλήνη, αλλά και τη Μακεδονία. Και τίτλος σε παραδοσιακά καφενεία και συναφή κέντρα. Στις Παροιμίες του, ο Ν. Πολίτης καταγράφει τη μυτιληνιά παροιμία «Κόψ το καφαλτί σου και πάρε ένα δούλο», απάντηση σε κάποιον που προσπαθεί να μας αγγαρέψει να κάνουμε μια δική του δουλειά, χωρίς να το έχουμε υποχρέωση. Μια άλλη παροιμία, κρητική, που διδάσκει την αξία της οικονομίας: «Οπού φυλάξει καφαλτί, θα φάει το μεσημέρι». Κι ένα δημοτικό κρητικό τραγούδι, ίσως συμβολικό: «Μάνα, δεν κάνω καβαλτί, μάνα, δεν κάνω γιόμα / παρά σκοτώσω το θεριό που ναι στον καλαμιώνα». κελεψές Είναι οι χειροπέδες. Δάνειο από τα τουρκικά (kelepce)* πολλές φορές θα το δείτε γραμμένο και κελεπτσές. Στα νεότερα λεξικά δεν υπάρχει. Ωστόσο, ο κελεψές ή κελεπτσές έχει γίνει γνωστός και στις νεότερες γενιές από το πασίγνωστο ρεμπέτικο για τον Καπετανάκη (διευθυντή των φυλακών της Παλιάς Στρατώνας περί το 1920), όπου υπάρχει ο στίχος: «Τα χέρια μου στον κελεψέ κι ο νους μου στην αγάπη, πονηρέ Καπετανάκη». 16. Σε ειδικό πίνακα του λεξικού Μπαμπινιοπη με «παλαιότερους όρους ξενικής προέλευσης» που έχουν εξελληνιστεί ή πάψει να χρησιμοποιούνται, περιλαμβάνεται και το καφαλτί, δίνεται όμως ως σημασία του «το απογευματινό φαγητό», σημασία που υπάρχει (σπάνια) μόνο στα τούρκικα. Καφαλτί στα ελληνικά είναι το πρωινό. 116

112 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Τη λέξη τη συναντάμε συνήθως στον πληθυντικό. Σε ένα συγκινητικό απόσπασμα από το βιβλίο Της φυλακής, ο Ηλίας Πετρόπουλος γράφει: «δεν ξεχνώ την εποχή όπου μικρές ομάδες καταδίκων, με τα χέρια στους κελεψέδες κατευθύνονταν στα δικαστήρια συνοδευόμενες από κουστωδίες τζανταρμάδων [χωροφυλάκων]». Χρησιμοποιείται και σήμερα, όπου η χρήση της αντί της λ. χειροπέδες μπορεί να λειτουργεί καταγγελτικά, όπως για πα ράδειγμα σε άρθρο χιώτικης εφημερίδας όπου θεωρείται λάθος της αστυνομίας «να σε βλέπουν με τους κελεψέδες» για μια τροχαία παράβαση. κενέφι Σπάνια λέξη που δεν την έχουν τα γενικά λεξικά, παλιά ή καινούργια, ίσως επειδή δεν είναι και τόσο εύοσμη, το κενέφι είναι ο απόπατος, το αποχωρητήριο. Δάνειο από το τουρκικό kenif, λ. αραβικής αρχής. Η λέξη ακούστηκε περισσότερο στη Βόρεια Ελλάδα. Τα παλιά αποχωρητήρια, βέβαια, ήταν έξω από το σπίτι. Αναμνήσεις από την περιοχή της Δράμας: «έβγαινα την νύχτα στην αυλή μας, παιδάκι μικρό να κατουρήσω και φοβόμουνα να φτάσω στον καμπινέ, στο κενέφι που έλεγε και ο μπαμπάς μου». Στο Λεξικό της λαϊκής του Δαγκίτση βρίσκω τη λέξη, καθώς και το λήμμα «κενέφης» με σημασία «ο τιποτένιος». Τη χρησιμοποιεί ο Σουρής στον Ρωμηό: «Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι και πόσο έχο:> κέφι / τρία εκατομμύρια περίσσεψαν κενέφη». Μέσα στον διχασμό, τον Μάιο του 1915, «κενέφη» είχε αποκαλέσειτο αντιβενιζελικό Σκριπ τον Ελ. Βενιζέλο! Στα Κορακίστικά του I. Ρ. Νερουλού, όπου σατιρίζονται όσοι προσπαθούν να βρουν ελληνικές ετυμολογίες παντού, ο συγγραφέας βάζει έναν λογιότατο να θεωρεί το κενέφι παραφθορά του ελληνοπρεπέστατου (και ανύπαρκτου) κενόφως, «επειδή και ο απόπατος ένι τόπος κενός φωτός και σκοτεινός εξεπίτηδες»! Φαίνεται όμως ότι κάποιοι θα το είχαν προτείνει στα σοβαρά αυτό, διότι ανάλογο υπαινιγμό βρίσκω και αλλού. 117

113 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ κεπέγκι Κεπέγκι ή κεπέγκια είναι τα ρολά, τα στόρια που ασφαλίζουν τις βιτρίνες των καταστημάτων όταν το μαγαζί είναι κλειστό. Στον ενικό μόνο η λέξη έχει και μια δεύτερη σημασία: η καταπακτή. Είναι δάνειο από την τουρκική (kepenk), λέξη που επίσης έχει και τις δύο σημασίες.17 Συνήθως τα κεπέγκια είναι από κυματοειδή λαμαρίνα, ενώ υπάρχουν και δικτυωτά. Παλιότερα, ο μαγαζάτορας τα ανεβοκατέβαζε με το χέρι, βοηθούμενος από ένα μεταλλικό κοντάρι με γάντζο στην άκρη. Σήμερα, τα περισσότερα έχουν μηχανισμό. Είναι περίεργο που η λέξη δεν συμπεριλαμβάνεται στο Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής (του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη), το οποίο καταγράφει πολλές άλλες λέξεις της κοινής βορειοελλαδικής, διότι είναι πολύ διαδεδομένη στη Θεσσαλονίκη. Μεταξύ άλλων, Κεπέγκια λέγεται κι ένα πολύ γνωστό κέντρο διασκέδασης. Τώρα που έχει υποχωρήσει η σημασία της καταπακτής, τα κεπέγκια έχουν γίνει σχεδόν συνώνυμα με τα ρολά, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορικών σημασιών. Έτσι, στη Βόρεια Ελλάδα, όταν μια επιχείρηση διακόπτει τη λειτουργία της λένε ότι «κατέβασε κεπέγκια», αλλά και όταν ένας τερματοφύλακας έχει πολύ καλή απόδοση και αποσοβήσει σίγουρα γκολ επίσης λένε ότι «κατέβασε τα κεπέγκια», όπως ακριβώς εμείς οι χαμουτζήδες λέμε ότι «κατέβασε τα ρολά». κερχανάς Κερχανάς, κερχανές και σπανιότερα κιρχανάς είναι το πορνείο, το μπορντέλο. Τα νεότερα λεξικά δεν έχουν τη λέξη, είτε από σεμνοτυφία είτε επειδή κρίνουν ότι δεν χρησιμοποιείται τόσο πολύ στις μέρες μας. Η ετυμολογία της είναι γουστόζικη: πρόκειται για δάνειο από το τουρκικό kerhane, που με τη σειρά του είναι δάνειο από τα περσικά 17. Περίπου συνώνυμη η καπάντζα, που ίσως ανάγεται οτην ίδια τουρκική λέξη. ΠΚ

114 ΑΕΕΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ (karhane). Kar είναι στα περσικά το έργο και το κέρδος, hane είναι το κτίριο όπου γίνεται κάτι, οπότε επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας kerhane ήταν το εργοστάσιο και karhanei hassa η αυτοκρατορική φάμπρικα. Η σημασία αυτή έχει διατηρηθεί στα σημερινά περσικά, αλλά στα τουρκικά από τα μέσα του 19ου αιώνα η λ. πήρε τη σημασία του πορνείου και σήμερα αυτή επικρατεί, ενώ η αρχική, του εργοστασίου, έχει ξεχαστεί. Σε παλιά ελληνικά κείμενα, κερχανές είναι το εργαστήρι, η φάμπρικα1αν βρείτε κείμενο του 1800 να λέει «περί του εδώ κερχανά» κάποια επιχείρηση θα εννοεί, όχι χαμαιτυπείο! Στην Κρήτη ο κερχανές με τη σημασία της βιοτεχνίας κράτησε και τον 20ό αιώνα. Φυσικά σήμερα κερχανάς είναι μόνο το πορνείο (στην Κΰπρο λένε κερχανές) για μερικούς, θεωρείται βαρύτερος χαρακτηρισμός από το μπορντέλο, καθότι ανατολίτικο. Σε κάποιο ιστολόγιο διάβασα ότι το ελληνικό κράτος είναι κάτι παραπάνω από μπορντέλο, είναι κερχανάς! Κιλίφι. είναι η μαξιλαροθήκη και γενικότερα η υφασμάτινη θήκη. Δάνειο από τα τουρκικά (kilif), το οποίο όμοος προέρχεται από το κελύφιν, αρχ. κελύφιον (θήκη) δηλαδή, έχουμε αντιδάνειο. Και κελίψι, και κλίφι. Αέξη με σχεδόν πανελλήνια διάδοση κάποτε, ακούγεται ακόμα και θα τη βρούμε σε καταλόγους των σχετικών καταστημάτων. Τη λέξη τη βρίσκουμε συχνά σε παλιά προικοσύμφωνα, να συνοδεύει τα μαξιλάρια (για παράδειγμα, «προσκεφαλάδια τέσσερα, τα τρία με τα κλίφια τους και με κόμπους χρυσούς», σε βιβλίο του Καμπούρογλου) και στις μέρες μας όμως τα κιλίφια αποτελούν τμήμα του λεξιλογίου του γάμου. Στο μυθιστόρημα Στον αργαλειό του φεγγαριού, η Εύα Βλάμη μιλά για την κασέλα της νύφης που ήταν «ντυμένη κι αυτή με κλίφι από όίμιτο», ενώ στο Χρονικό μιας πολιτείας του Πρεβελάκη, ο ήρο^ας «πλάγιαζε στα γόνατά του μια βροντόλυρα μαζί με το κελίφι της, την έγδυνε ανάλαφρα» και άρχιζε να παίζει. 119

115 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ κιουστέκια, τα Κιουστέκια ή κσυστέκια ή κιοστέκια λέγανε, για να χρησιμοποιήσω τον ορισμό του Ηλία Πετρόπουλου, «εκείνες τις πολλαπλές αλυσίδες που κρεμάγανε, χιαστί, στο στήθος, τα παλικάρια του 1821 (μαζί με άλλα κοσμήματα, φλουριά και τιτριμίδια)». Αυτή είναι η βασική σημασία της λέξης, οι επάλληλες ασημένιες αλυσίδες, με μια κεντρική ασημένια πλάκα, που φοριούνταν χιαστί στο στήθοςυπήρχαν όμως και κιουστέκια που φοριούνταν στη μέση. Δάνειο από τα τουρκικά, kostek, που σημαίνει τα δεσμά, την αλυσίδα του ρολογιού, το φρένο. Τα κιουστέκια είναι εντυπωσιακό και ακριβό κόσμημα που μπορεί να φτάσει να ζυγίζει όχι λίγο - σκεφτείτε το την επόμενη φορά που θα δείτε χορευτές με παραδοσιακή στολή και κιουστέκια. Δεν ταυτίζονται με τα τσαπράζια: τσαπράζια είναι γενική ονομασία για τα στολίδια που φοριούνται σταυρωτά στο στήθος. Η λέξη έχει πάντιος και άλλες σημασίες. Ανάμεσα στ άλλα, είναι και το σκοινί ή το λουρί με το οποίο δένουν οι χωρικοί τα πόδια των ζώων (ένα μπροστινό με ένα πισινό) ώστε να μπορούν μεν να μετακινούνται, αλλά όχι να φεύγουν μακριά. Μια από τις πολλές φορές που είχαν ανακοινωθεί μέτρα περιορισμού των ιστολογιών, ένα γναιστό ιστολόγιο έγραψε ότι αποκλείεται «να δεχτούμε αδιαμαρτύρητα τα κουστέκια που ετοιμάζονται να μας περάσουν». κιρατζής Κιρατζής είναι ο αγωγιάτης, ο επαγγελματίας που έκανε με τα υποζύγιά του μεταφορές εμπορευμάτων και ανθροίπων τον παλιό καιρό, όταν αυτοκίνητα δεν υπήρχαν ή ήταν ελάχιστα. Είναι δάνειο από το τουρκικό kira (αραβικής αρχής) που σημαίνει ενοίκιο, ενοικίαση, ναύλο. Πολλοί παρετυμολογο5ντας το γράφουν «κυρατζής», αλλά δεν έχει σχέση με κυρίους και κυράτσες. Λέξη κάποτε σχεδόν πανελλήνια, λείπει παραδόξως και από τα παλιότερα λεξικά. Ο κιρατζής μετέφερε κυρίως ασυνόδευτα εμπορεύματα, άρα 120

116 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ έπρεπε να είναι άτομο εμπιστοσύνης. Μετέφερε επίσης όσους ξενιτεύονταν μέχρι τον σταθμό του τρένου ή το λιμάνι. Στο ηπειρώτικο τραγούδι Κιρατζής, η μάνα παρακαλεί: «Άργησε φούρνε να καείς κι εσύ ψωμί να γένεις / Για να περάσει ο κιρατζής κι ο γιος μου ν απομείνει». Στην Πρώτη αγάπη του Κονδυλάκη, ο έφηβος αφηγητής στην πόλη μαθαίνει από τον κιρατζή του χωριού τα νέα της αγαπημένης του. Οι κιρατζήδες ήταν κοσμογυρισμένοι. «Χοχλιδολόγος, κιρατζής, φετσάς, κρασοπουλίτης / εγύρισα εφτά βολές τσι γειτονιές τση Κρήτης», λέει η μαντινάδα. Υπάρχουν σήμερα; Φυτοζωούν, μεταφέροντας τους καλοκαιρινούς μήνες ξυλεία καθώς τα φορτηγά δεν μπορούν να μπουν στο δάσος. Σε συνέντευξη που έδωσε το 20Θ8 ο Γιώργος Μπουκουβάλας, ο τελευταίος κιρατζής των Γρεβενών, δήλωσε ότι σκεφτόταν να πάρει τα μουλάρια του και να εγκατασταθεί σε κάποιο από τα νησιά όπου δεν επιτρέπονται αυτοκίνητα. κνικάτος Ή κνηκάτος, Ο βαμμένος με κνήκο (ή κνίκο), ο κόκκινος. Ο κνήκος, αρχαία λέξη, είναι φυτό που χρησιμοποιόταν για την εξαγωγή χρωστικής με χρυσοκόκκινο χρώμα. Στα αρχαία, ο κνικάτος λεγόταν κνηκός, και ήταν ανάμεσα στο κίτρινο και το κόκκινο, αλλά στις νεότερες χρήσεις το χρώμα είναι σαφώς κόκκινο. Τη λέξη τη βρίσκουμε μόνο στον Πάπυρο - ο Δημητράκος καταγράφει ευλαβικά τις αρχαίες χρήσεις, αλλά περιφρονεί τις νέες. Τη βρίσκουμε και στο μεσαιωνικό του Κριαρά, αφού υπάρχει στον Πτωχοπρόόρομο («το μεγαλογράμματον ιμάτιν το κνηκάτον»). Κάποτε πρέπει να ήταν σχεδόν πανελλήνια, σήμερα επιβιώνει τουλάχιστον στη Λέσβο και στη Λήμνο. Κνικάτα είναι τα μάγουλα, όπως της Ζεμίρας στο Σχολείον των ντελικάτων εραστών του Ρήγα. Κνικάτο είναι συχνά το φέσι, όπως στο λιανοτράγουδο του Μυριβήλη: «Χαρά στη ζώνη τη χρυσή και στη λιγνή τη μέση / και στο γλυκό ματόφρυδο και στο κνικάτο φέσι», και επίσης συχνά το γαρίφαλο: «Το δάκρυ μου γαρίφαλο κνικάτο 121

117 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ [...]» (στίχος του Άχθου Αρούρη). Και η παπαρούνα είναι κνικάτη, όπως σε παλιό παιδικό ποίημα του Αλέξανδρου Κατακουζηνού. Ο κατακόκκινος βέβαια λέγεται ολοκνίκατος ή κατακνίκατος. κοκα Κόκα είναι το κεφάλι, το καύκαλο, δάνειο από τα αλβανικά (koke). Σχεδόν πάντα χρησιμοποιείται με αρνητική χροιά, π.χ. «ό,τι θέλει λέει η κόκα του» ή «από την κόκα σου το κατέβασες» - κάτι σαν «το ξερό του, η κούτρα του». Υπήρχε επίσης και η έκφραση «αρβανίτικη κόκα», για κάποιον άκρως ξεροκέφαλο άνθρωπο. Η κόκα ακουγόταν συχνά παλιότερα, σήμερα πολύ αμφιβάλλω, και ο λόγος είναι... οικολογικός. Εννοώ ότι έχει εμφανιστεί η ομόηχή της κόκα (κοκαΐνη) που κατά κάποιο τρόπο δεν ανέχεται άλλα ομόηχα. Στο θαυμάσιο Της τέχνης τα φαρμάκια του Γ. Βλαχογιάννη, διαβάζουμε: «Ένα χαστούκι δυνατό, που του ρθε στο κεφάλι, το περίμενε, και μακάρι να ταν αυτό μοναχά, συλλογίστηκε ο Τσιμπλής μόλις το δέχτηκε στην κόκα του». Στη μετάφραση τονάμλετ, από τον Βασίλη Ρώτα: «Ω, με πειράζει κατάκαρδα ν ακούω έναν κρεμανταλά με την περούκα στην κόκα να ξεσκίζει ένα πάθος, να το κομματιάζει, να το ξεκουρελιάζει ολότελα, για να σπάζει τ αφτιά των θεατώ ν της πλατείας...» Σκεφτείτε ότι ακούτε ή διαβάζετε το απόσπασματου^μ/ιετ «με την περούκα στην κόκα» - μπορεί να σταθεί σήμερα; Πολύ δύσκολο, αυτομάτως το μυαλό πάει στην άλλη κόκα, το ναρκωτικό - ή έστω στην κόκα-κόλα. κολαΐνα Η κολάίνα είναι γυναικείο κόσμημα του λαιμού που αποτελείται από χρυσά νομίσματα, δηλαδή γιορντάνι με φλουριά. Κατ επέκταση, κολαΐνες λέγονται άλλα απλούστερα περιδέραια ή και οι χρυσοκέντητες τραχηλιές του λαιμού. Είναι δάνειο από το γενουάτικο collaen < ιταλ. collana (collo είναι ο λαιμός στα ιταλικά) και σε παλιότερα κείμενα θα 122

118 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ τη δείτε να γράφεται και κολλαΐνα. Παλιότερα ακουγόταν σε πολλές περιοχές, σήμερα σίγουρα στην Κρήτη και στην Κάρπαθο. Η κολάίνα είναι κόσμημα που κατεξοχήν φοριόταν από τη νύφη. Στην Κάρπαθο, όπου υπήρχε για αιώνες το βάρβαρο έθιμο να κληρονομιέται όλη η πατρική και μητρική περιουσία από τον πρωτότοκο γιο (κανακάρη) και την πρωτότοκη κόρη (κανακαρά) αντίστοιχα, οι πλούσιες νύφες φορούσαν κολαΐνες με πολλές εκατοντάδες φλουριά που έφταναν ίσαμε τον αφαλό. Άλλες, απλώς τα ποθούσαν. Στη Βλαχοπούλα του Παπαδιαμάντη, η μητέρα ονειρεύεται τη Φλώρα νύφη ντυμένη «τσεμπέρι και ποδιάν και σιγούνι και υποκάμισον κεντητόν και πεσκούλια [στολίδια των μαλλιών] και κολάί'ναν με φλωριά». Στην Τύχη α π την Αμέρικα, πάλι, η μητέρα παρηγορείτην Αφέντρα: «Εκατό λίρες θα βάλω κολλαΐνα πάνω στα στήθια σου, στο γάμο, που θα φορείς το στεφάνι [...] να καμαροίνεις, να σε ζηλεύουν όλοι!» Σκοπός είναι να ζηλεύουν. κολάστρα Κολάστρα ή κολόστρα ή κουλιάστρα ή γκουλιάστρα ή γουλιάστρα ή κλιάστρα (και άλλες παραλλαγές υπάρχουν) είναι το πρωτόγαλα, το πρώτο μετά τον τοκετό γάλα της γυναίκας και γενικά των θηλαστικών, το αρχαίο πύαρ, κίτρινο, πηχτό και γεμάτο λιπαρές ουσίες. Δάνειο από το λατινικό colostrum, μέσω του αρωμουνικού colastra. Λέξη σχεδόν πανελλήνια, αν και κυρίως ακούγεται στην Ή πειρο και τα άλλα κτηνοτροφικά μέρη. Η κολάστρα, βρασμένη με αλάτι και με λίγο κανονικό γάλα, είναι εκλεκτό εδεσμάτων κτηνοτροφών. Όπως γράφει ο Χρήστος Χρηστοβασίλης, στο διήγημα Η καλύτερη μου αρχιχρονιά, «Γκουλιάστρα λέγεται το πρώτο γάλα, ευτύς ύστερα από το γέννο της προβατίνας ή της γίδας, κι είναι το νοστιμότερο πράγμα, απ όλα τα φαγητά, που φκιάνει το ευλογημένο και το τρισε υλογη μένο το γάλα». Και στον Κρυστάλλη: «Κάτσε στην πύρα πρώτα να ξεπαγώσεις και να φας. Σε νέκρωσεν η πάγρα, έχεις και τα γεράματα. Φέρε κολάστρα, Λάμπη», Στις μέρες μας βρίσκει, κανείς την κολάστρα και σε διαφημίσεις των 123

119 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ καταστημάτων που πουλούν συμπληρώματα διατροφής. Τα χαπάκια με colostrum τα εκτιμούν οι μποντιμπιλντεράδες - κάποιος αναρωτιόταν αν η κολιάστρα είναι παραφθορά του αγγλικού colostrum. κομπάσο Κομπάσο και κουμπάσο είναι ο διαβήτης και το διαστημόμετρο* οι ναυτικοί τον χρησιμοποιούσαν για τον υπολογισμό της απόστασης πάνω στον ναυτικό χάρτη. Όπο>ς λέει το δημοτικό Ο ναύτης, «και φέρτε μου την χάρτα μου και τ αργυρό κουμπάσο, να κουμπασάρω τον καιρό, να μπούμε σε λιμάνι». Δάνειο από τα ιταλικά, compasso. Πέρα από την κυριολεκτική σημασία, η έκφραση «λογαριάζω/ πηγαίνω με το κομπάσο» σημαίνει υπολογίζω κάτι με απόλυτη ακρίβεια, τα προβλέπω όλα στην εντέλεια. «Το κάθε τι κανόνισα, όλα με το κομπάσο», καμαρώνει ο Μουφλουζέλης στο τραγούδι Πετονιές, όσο κι αν ο Μ. Καραγάτσης διαφωνεί: «Αυτοί που βάζουν όλα κάτω και τα υπολογίζουν με τα νούμερα και το κουμπάσο, είναι ηλίθιοι» (στο μυθιστόρημα ΒασίληςΛάσκος). Η λέξη είναι ακόμα ζωντανή, και όχι μόνο με τη σημασία του διαβήτη. Κομπάσο λέγεται και ο μηχανισμός της πόρτας των ντουλαπιών. Με κομπάσο παρομοίαζε άλλωστε ο Καζαντζάκης τον μακρύ διασκελισμό του Ζορμπά, ενώ κι ο Βάρναλης χρησιμοποιεί μια παρόμοια εικόνα στην περιγραφή της μεγαλοαστικής οικογένειας: «Κάθε τους πάσο και κομπάσο που μετράει τη Σφαίρα». Οι κομπάρσοι βέβαια δεν έχουν κομπάσο... κομπώνω Κομπώνω σημαίνει εξαπατώ, ξεγελώ, πλανεύω με ψεύτικα λόγια, και προέρχεται από το μεταγενέστερο κομβώνω (περιγελώ). Το μεσαιωνικό κομπώνω σήμαινε επίσης «δένω με μάγια». Πρόκειται για λ. που δεν χρησιμοποιείται πια, αλλά έχει αφήσει ίχνη. Κομπωτής είναι ο απατεώνας. 124

120 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Το κομπώνω είναι πανταχού παρόν σε όλη την κρητική αναγεννησιακή λογοτεχνία, π.χ. στον Ερωτόκριτο'. «Η ολπίδα μ έτοιαν πεθυμιά βλέπε μη σε κομπώσει» (πρόσεξε μη σε ξεγελάσει). Ή, στη Ριμάόα κόρης και νιον: «Λοιπόν οπό ναι φρόνιμη, ας σφικτομανταλώνει / γιατί ο άντρας τη γυνή πάντα τηνε κομπώνει». Σε δημοτικά τραγούδια υπάρχει το μοτίβο «κλέφτης του φιλιού και κομπωτής τσ αγάπης». Ο Πολίτης καταγράφει την παροιμία «Αστακός και το πεπόνι / κι ο γαμπρός πολλούς κομπώνει», γιατί δεν ξέρεις από τα πριν αν θα βγουν της προκοπής. Οι γυναίκες την Πρωτομαγιά ξυπνούσαν νωρίς και έβαζαν κάτι στο στόμα τους για να μην τις «κομπώσει» ο γάιδαρος - δηλαδή να μην ακούσουν γκάρισμα γάιδαρου νηστικές. Το ίδιο ίσχυε και για το πρώτο λάλημα του κούκου την άνοιξη. Αλλά και ο κομπογιαννίτης, σύμφ(ονα με την πιο αποδεκτή θεωρία, προέρχεται από το κομπώνω και το γιαίνω. Οπότε, έμμεσα, το κομπώνω δεν έχει εντελώς ξεχαστεί. κοντότα Η κοντότα είναι, ή μάλλον ήταν, συμφωνία μεταξύ ενός ειδικού επαγγελματία, συνήθως γιατρού, και των κατοίκων ενός χωριού, κατά την οποία ο επαγγελματίας με εφάπαξ αμοιβή αναλάμβανε να παρέχει υπηρεσίες στους κατοίκους για ορισμένο χρονικό διάστημα, συνήθως για έναν χρόνο. Ο Παπαδιαμάντης γράφει στο Μεγαλείου ο ψώνια για έναν γιατρό που ξόύσε σε ένα χωριό όπου ο γιος του «ήτο θεραπευτής με ετησίαν συμφωνίαν, ή κονδότα». Ετυμολογείται από το ιταλικό condotta (μίσθωση)* στα μεσαιωνικά χρόνια αφορούσε την παροχή κυρίως στρατιωτικών υπηρεσιών - κοντοτιέροι ήταν οι μισθοφόροι και μ αυτή την έννοια, τη μεσαιωνική, θα βρείτε τη λέξη σε μερικά λεξικά. Δεν είχαν μόνο οι γιατροί κοντότα. Παλιότερα και o l εκπαιδευτικοί δούλευαν με το σύστημα αυτό, ενώ σε πολλά χωριά υπήρχε και ο κοινοτικός χαλκιάς, που έπαιρνε από το χωριό ετήσια αμοιβή και αναλάμβανε να επισκευάζει τα γεωργικά εργαλεία. 125

121 ΝΙΚΟΣ ΣΛΡΑΝΤΑΚΟΣ Κάποτε η κοντότα ήταν και ατομική: ο Μακρυγιάννης γράφει στα Οράματα και θάματα ότι είχε γιατρό, τον Αλέξανδρο, στο σπίτι με κοντότα. Η Μαρία Μητσιάλη ( ) υπηρέτησε 0)ζ γιατρός στους Παξούς με το σύστημα της κοντότας από το 1924 έως το Έπαιρνε από κάθε οικογένεια μισή, μια ή δυο ξέστες (δεκαεξάκιλα) λάδι τον χρόνο. Τώρα με την κατάρρευση του κράτους προνοίας, λέτε να αναβιώσει η κοντότα; κουγιουμτζής Κουγιουμτζής ή κουϊμτζής ή κογιουμτζής ή κοεμτζής ήταν ο τεχνίτης που κατεργαζόταν τον χρυσό και το ασήμι και έφτιαχνε κοσμήματα, ο χρυσοχόος δηλαδή. Κάποτε ήταν και πλανόδιος. Η λέξη είναι δάνειο από το τουρκικό kuyumcu (ίδια σημασία, kuyum το ασημένιο ή χρυσό κόσμημα), και περιέργως λείπει και από τον Δημητράκο. Τα νεότερα λεξικά εύλογα δεν την έχουν, αφού δεν ακούγεται πια παρά μόνο ως επώνυμο, που μάλιστα είναι αρκετά συχνό. Οι κουγιουμτζήδες ήταν οργανωμένοι σε σινάφια και είχαν αξιόλογη κοινωνική θέση, αφού η επαγγελματική τους καταξίωση βασιζόταν στην επιδεξιότητα και την καλαισθησία τους. Ονομαστοί ήταν οι Θρακιώτες κουγιουμτζήδες. Σε ένα διήγημα του Πολύδ. Παπαχριστοδούλου, ο γαμπρός έχει παραγγείλει τα σκουλαρίκια της νύφης «στον κουγιουμτζή τον Κωνσταντή [...] που με ξεχωριστή τέχνη στόριζε τα περίφημα χρυσαφικά για τις Θρακιώτισσες του κάμπου και σκάλιζε με ασήμι λογής λογιών στολίδια και σχήματα στ ασημένια κουτάλια του γλυκού και τις ζώνες». Στον Πολιτισμό εις το χωρίον του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο μπαρμπα-στέργιος θέλει να βάλει ενέχυρο κάτι κοσμήματα για να θάψει το παιδί του. Ο τοκογλύφος του χωριού κάνει τον δύσκολο: «Χρειάζεται να είναι κανείς κουϊμτζής για να ξέρει» πόσο αξίζουν, λέει. Αφορμή γύρευε για να αρπάξει περισσότερα, πάντα έτσι γινόταν. 126

122 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ κουλοΰκι Κουλοΰκι είναι το νεογνό του σκυλιού, το κουτάβι, αλλά και της αρκούδας. Η λέξη είναι μεσαιωνική, μαρτυρείται από τον 9ο αι ο5να. Προέρχεται από το σκύλαξ > σκυλάκιον > *κυλάκιον > κουλούκιν με κώφωση - να πούμε εδώ ότι ναι μεν οι αρχαίοι είχαν κατεξοχήν για τον σκύλο τη λ. κύων, αλλά και η λ. σκύλαξ είναι επίσης αρχαία. Ακούγεται ακόμα, τουλάχιστον σε Κρήτη, Επτάνησα και νησιά του Αιγαίου. Πέρα από την προφανή χρήση του σαν βρισιά, το κονλούκι έχει πάρει και άλλες σημασίες: τον τυφλό (επειδή τα κουτάβια γεννιούνται τυφλά) ή το νόθο παιδί. Μια γνωστή παροιμία, που μάλιστα είναι βυζαντινή, λέει «Η σκύλα από τη βιάση της στραβά κουλούκια κάνει». Ο Σουρής, παρωδώντας στον Ρωμηό το χιώτικο ιδίωμα, βάζει τον μεγιστάνα Συγγρό να λέει θυμωμένος: «και άλλα θέτεν του Συγγρού να στήσετεν παλούκια / καλέ να με λωλάνετε γυρεύετεν, κουλούκια;» Στην Κρήτη σήμερα η λέξη ακούγεται, αλλά νομίζω πως χρησιμοποιείται και με τη σημασία «σκύλος» γενικά και όχι μόνο «σκυλάκι». Ό πως λέει η μαντινάδα, «Μα γω χω ένα καλό τσιφτέ κι ένα καλό κουλούκι / κι οντέ θα βγω στσι πέρδικες μου πέφτουνε μπουλούκι».1η κουμέρκι Το κουμέρκι είναι ο τελωνειακός δεσμός για τα εισαγόμενα προϊόντα, αλλά και το τελωνείο. Στη λόγια γλώσσα του βυζαντινού κράτους λεγόταν κομμέρκιον. θα αναγνωρίσατε το δάνειο από το λατινικό commercium, απ όπου και το σημερινό commerce των Αγγλογάλλα)ν. Πέρασε ως δάνειο στα τούρκικα (gumriik), απ όπου και το σπάνιο αντιδάνειο γκιονμρούκι. Λέξη θεσμική, μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους αντικαταστάθηκε από το τελωνείο και τον δασμό. Ωστόσο, οι αιώνες κυριαρχίας άφησαν ίχνη, κι έτσι βρίσκουμε κάμποσες παροιμίες 18. Η Ελενθεροτνπίιι το είχε δημοσιεύσει και σαν φανταρίοτικο δίστιχο με τον ινΰτΐ'ρο στίχο αλλιώς: «κι. όταν ()α βγω περίπολο παραμιλούν οι Τούρκοι». 127

123 ΝΊΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ για to κουμέρκι, όπως «Ο βλάχος αν δεν του πάρουν το οκιάδι δεν πληρώνει το κουμέρκι» (για όσους δυσανασχετούν για κάτι αναπόφευκτο), ή «Ανακατώνεται σαν τον εβραίο στο κουμέρκι», για όσους χώνουν τη μύτη τους σε αλλότριες υποθέσεις, μια παροιμία που τη χρησιμοποιούσε κι ο Κοραής. Ακόμα, «τα λόγια κουμέρκι δεν πληρώνουν», για όποιον λέει ό,τι του κατέβει. Τυποποιημένος όρος προνομίων επί τουρκοκρατίας ήταν: «Διά τούς ζαερέδες τους καί κουμπάνιαις του οσπητίου τους και διά το κρασί τους και άλλα φαγοπότια κουμέρκι να μη δίδωσιν». Αντιθέτους: «Εκείνος οπού θέλει να κρύψη τι από τα φορτία αυτού διά να μη πληρώση κουμέρκι και φανερα)θή, χάνει το φορτίον αυτού». Οι κουμερκιάρηδες, οι ιδιοίτες που αναλάμβαναν την είσπραξη των δασμών, είχαν φήμη για την πονηριά και την απληστία τους. Αλλωστε, «άμα φτωχύνει ο διάολος, γίνεται κουμερκιάρης». κουντουρντίξω Κουντουρντίζω ή κουτουρντίζω σημαίνει τρελαίνομαι, αφηνιάζω, λυσσάω, ξεσαλιόνω. Τη λέξη τη βρήκα μόνο στο Μείζον, αλλά είναι ολοζώντανη στο Διαδίκτυο. Θα τη βρείτε σε γλωσσάρια της λεσβιακής διαλέκτου, ωστόσο λέγεται και στη Θεσσαλονίκη και γενικά σε πολλές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας. Δάνειο από το τουρκ. kudurdim, αόριστο του ρ. kudurmak, που θα πει «λυσσάω», με την κυριολεκτική αλλά και τη μεταφορική έννοια. Κουτουρντισμένος είναι ο τρελαμένος, αλλά και ειδικότερα ο λυσσασμένος με την ερωτική έννοια, αυτός που βρίσκεται σε ερωτική έξαρση. Ο Γ. Σκαμπαρδώνης έγραψε, τον Δεκέμβριο του 2008, χρονογράφημα για «μια νέα γενιά ευνουχισμένη και κουντουρντισμένη». «Κουτούρντισες», λέγανε συχνά οι μητέρες στα παιδιά, όταν γύριζαν σπίτι κάθιδρα και σκονισμένα από το παιχνίδι: «κάτσε λίγο, κουτούρντισες σήμερα». Κουντούρντισμα είναι το ξεφάντωμα, που θα το βρείτε σε πανηγύρια στην επαρχία, αλλά και σε αυτοκριτικά κείμενα όπως: «Γιατί η ξέφρενη διασκέδαση και οι καταχρήσεις είναι το εθνικό μας αναλωστήρί, το κουντούρντισμα μιας κοινωνίας που 128

124 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ έχει αντιληφθεί ότι οι αξίες και τα πρότυπά της την έχουν οδηγήοει σε κατακόρυφη πτώση» (Διαδίκτυο). κουρνάζος Κουρνάζος είναι ο έξυπνος, ο ανοιχτομάτης, ο παμπόνηρος από το τουρκικό kurnaz, που σημαίνει τον πονηρό υπάρχει δηλαδή μια μετατόπιση του νοήματος, αφού στα ελληνικά η λέξη έχει πιο θετική απόχρωση. «Μη μου κάνεις εμένα τον κουρνάζο» σημαίνει «μη μου κάνεις τον έξυπνο». Η λέξη είναι ζωντανή και πασίγνωστη επειδή περιλαμβάνεται σε δυο μεγάλα ρεμπέτικα τραγούδια, καταρχάς (χρονολογικά) στον Αραμπατζή του Μάρκου Βαμβακάρη («είσαι κουρνάζος μάγκα μου, σ έβαλα στην καρδιά μου») και στο πολύ γνωστότερο Βαπόρι α π την Περσία του Τσιτσάνη, με τη ρητορική ερώτηση «Βρε κουρνάζε μου τελώνη, τη ζημιά ποιος την πληρώνει;» Σε ένα τρίτο ρεμπέτικο, πάλι του Μάρκου, το Πρέπει να ξέρεις μηχανή, μαθαίνουμε ότι πρέπει «να σαι κουρνάζος κι έξυπνος κι όλο με ζοριλίκι» για να «κόψεις μαύρα μάτια». Όπως ίσως δεν είναι ευρύτερα γνωστό έξω από τους φίλους του ρεμπέτικου, ο μεγάλος τραγουδιστής Νίκος Γούναρης είχε γράψει και καθαρά ρεμπέτικα τραγούδια, τα οποία όμως τα δισκογραφούσε με το ψευδώνυμο «Νίκος Κουρνάζος». Έ να από αυτά μάλιστα, το Μ προς στον Ά γιο Σπυρίδωνα (1940) αναφέρει συνθέτη τον Ν. Κουρνάζο και στιχουργό τον Β. Ταμβάκη, που είναι ψευδώνυμο του Μπάμπη Βασιλειάδη ή Τσάντα, όπως ήταν το πολύ γνωστότερο μεταγενέστερο ψευδώνυμό του! κουσέλι Κουσέλι είναι το κουτσομπολιό, η κακολογία, και κουσελιάρης ο κουτσομπόλης. Δεν είναι πανελλήνια λέξη, αλλά ακούγεται στα νησιά του Αιγαίου εξόν από την Κρήτη, στην Πελοπόννησο, στην 120

125 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ Εύβοια, καθώς και παλιότερα στη Σμύρνη. Ακουγόταν και στην Αίγυπτο, ίσως από τους Κασιώτες. Τη χρησιμοποιεί συχνά ο Μυριβήλης, ενώ και σε σμυρνέικες αναμνήσεις βρίσκω ότι οι κυράδες αφού «ευχαριστίουντοστε με τον καφέ ηρχίζανε τότες το κουσέλι - το κουτσομπολιό». Αλλά και ο Στρατής Τσίρκας, στο βιβλίο του για τον Καβάφη, λέει ότι η Αλεξάντρεια, από την εποχή του Θεόκριτου κιόλας είναι ξακουστή για τις επιδόσεις της στο κουσέλι. Ο Καραγάτσης κάπου μιλάει για «κουσελιάρικα γράίδια». Σε κανένα λεξικό δεν βρίσκω ετυμολογία, ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, είναι ολοφάνερη. Το κουσέλι είναι το βυζαντινό κονσίλιον (από τα λατινικά: consilium) που έχει μπει στη γλαίσσα από την εποχή του Μαλάλα, και το οποίο στα μεσαιωνικά χρόνια δίνει και τον τύπο κοναέλιο. Από το «κάνω κουσέλιο» (συσκέπτομαι) δεν είναι δύσκολο, μέσω της ειρωνικής χρήσης, να φτάσουμε στο κουσέλι άλλωστε, με αντίστοιχο τρόπο από το μεσαιωνικό κομβέντος (συγκεντρώσεις με δημόσια συζήτηση) φτάσαμε στην κουβέντα. κράκουρα, τα Κράκουρα είναι οι απόκρημνοι βράχοι, τα κορφοβούνια. Λέξη που δεν την έχει κανένα νεότερο ή παλιότερο γενικό νεοελληνικό λεξικό. Το μεσαιωνικό λεξικό του Κριαρά την ετυμολογεί από το αρωμουνικό creacuri, πληθυντικό του creac (βράχος κατωφερής).19 Τα κράκουρα ακούγονται πιο πολύ στην Ήπειρο επειδή εκεί υπάρχουν πολλά απόκρημνα βράχια, αλλά είναι λέξη με πολύ ευρύτερη διάδοση. Έχουν απαθανατιστεί χάρη στον διάσημο στίχο του Κρυστάλλη προς τον σταυράίτό: «φωλιάζεις μες στα κράκουρα, συχνό μιλάς με τ άστρα». Όμως τη λ. χρησιμοποιούν και άλλοι λογοτέχνες, μη Ηπειρώτες. Ο Φώτης Κόντογλου έγραψε πως τα ξωκλήσια του προφήτη Ηλία 19. Έ χουν διατυπωθεί και πολλές άλλες θεωρίες για την ετυμολογία, αλλά αυτή φαίνεται πιο πειστική. 130

126 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ χτίζονται «σε κείνα τα άσπλαχνα κράκουρα», ενώ ο Γιάννης Ρίτσος παινεύει τους Μανώλη Γλέζο και Λάκη Σάντα ότι «ανηφόρισαν τα κράκουρα της λευτεριάς, κουβαλο3ντας στη ράχη τους την τιμή της πατρίδας». Το 1999, ο λογοτέχνης Νίκος Φωκάς δημοσίευσε άρθρο στο περιοδικό Πλανόδιον (τχ. 29), όπου διαμαρτυρόταν για την απουσία της λέξης από τα λεξικά και παρέθετε πολλές ανευρέσεις της σε πρόσφατα λογοτεχνικά έργα. Ο Φιοκάς θεωρούσε ένδειξη παρακμής ότι το λεξικό Μπαμπινιώτη λημματογραφούσε λέξεις όπως «μπλακάουτ, τάκλιν, σοουμπίζνες» και όχι τα «κράκουρα». Δεν θα συμφωνήσω καλώς μπήκαν αυτές οι λέξεις, αλλά θα έπρεπε να μπουν και τα «κράκουρα»! κρασοψιχιά Μια λέξη που δεν την έχει κανένα λεξικό μας, κι όμως μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες αποτελούσε κυριολεκτικά καθημερινό χαρακτηριστικό της ζωής τουλάχιστον των αγροτών, δηλαδή της πλειοψηφίας των Ελλήνων. Κρασοψιχιά είναι ψωμί βουτηγμένο σε κρασί ήταν επί αιώνες το καθιερωμένο πρωινό των αγροτικών πληθυσμών. Στα Ματωμένα χώματα, η Διδώ Σωτηρίου περιγράφει το πρωινό του μπαρμπα-δημητρού Αξιώτη: «Καψάλιζε λίγο σταρένιο ψωμί στη θράκα, το βουτούσε στο μπρούσκο και το κανε κρασοψιχιά, έτρωγε και καμιάν ελιά, φτούσε το κουκούτσι και λίγες βρισιές μαζί για το γούρι και ξεκινούσε στητός κι ανάλαφρος για τα χτήματα». Θα τη βρείτε και κρασοψνχιά, αν και, όπως πρώτος ο Κοραής επισήμανε, το σωστό είναι κρασοψιχιά αφού ετυμολογείται από το κρασί και την ψίχα. Είναι ακριβώς το ακράτισμα των αρχαίων (με άκρατον οίνο, όχι νερωμένο) ή το βονκάκρατον των Βυζαντινών. Στην Αληθινή απολογία του Σωκράτη, ο Βάρναλης φαντάζεται τον ήρωά του να λέει: «Η Ξανθίππη, αφού μου φέρει και φάω την πρωινή μου κρασοψυχιά, μου ρίχνει κατακέφαλα ένα μπουγέλο νερό απ το πηγάδι». 131

127 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΛΚΟΣ Εκτός από πρωινό, η κρασοψιχιά χρησίμευε στη λαϊκή ιατρική σαν μέσο επούλ(οσης πληγών: αφού απολύμαιναν το τραύμα, το σκέπαζαν με κρασοψιχιά, ψωμί μουλιασμένο σε κρασί, και το έδεναν μέχρι να θρέψει η πληγή. λαθρακιάζω Λαθρακιάζιο, προκειμένου για ξύλο, σημαίνει «σαπίζω», ιδίως από μέσα* για ανθρώπους ή ζώα, «εξασθενίζω». Λέξη που ακούγεται στην Κρήτη, στην Κάρπαθο και τα Κύθηρα. Και λάθρακας, το σαράκι, το ζωύφιο που κατατρώει το ξύλο. Λέξη δυσετυμολόγητη, για την οποία καμιά πειστική ετυμολογία δεν έχει δημοσιευτεί. Κατά τον Κ. Καραποτόσογλου,21προέρχεται από τη γλώσσα του Ησυχίου, λάθαργυι, που σημαίνει, μεταξύ άλλων, «σκώληκες». Λέξη τυπικά καζαντζακική, π.χ. «το λαθρακιασμένο αρχοντόσπιτο κουνιόταν συθέμελο» (Καπετάν Μιχάλης) ή «το κεφάλι του ηγούμενου λαθρακιασμένο σα γέρικο σαρακοφαγωμένο ξύλο» (Τελευταίος πειρασμός) ή «σώζουνταν ακόμα λαθρακιασμένο το σκαμνί που κάθουνταν» (Ο Χριστός ξανασταυρώνεταή. Όταν στο μανιφέστο των δημοτικιστών του Ηρακλείου (1909) διαβάζουμε ότι «Οι πιο πολλοί προσπαθούνε με μισές επιδιόρθωσες και με λαθρακιασμένο αρχαία στηρίγματα να στήσουν το γλωσσικό τους οικοδόμημα που ράϊσε και γκρεμίζεται», υποψιαζόμαστε βάσιμα ότι γράφτηκε διά χειρός Καζαντζάκη. Πάντως, χρησιμοποιείται ακόμα. Σε ιστότοπο κινηματικής δράσης βρήκα την εξής ρητορική ερώτηση για κάποιον που απολύθηκε σε μεγάλη ηλικία: «Πρέπει δηλαδή ο άνθρωπος να βρει την ιώβεια υπομονή και να λαθρακιάσει ψάχνοντας για δουλειά σε αυτή την ηλικία;» 20. Προσωπική επικοινωνία. 132

128 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ λαλάρι Λέξη που λείπει από όλα τα λεξικά. Λαλάρια είναι οι πέτρες του γιαλού, λαλαρίδια τα βότσαλα, ή, για να πάρω τον ορισμό του Γ. Ρήγα (στο Σκιάθον λαϊκός πολιτισμός), είναι «μικροί αυγοειδείς και λείοι λίθοι της ακρογιαλιάς». Λέγεται και για τα βότσαλα σε ποτάμια. Τα λαλάριαίλαλαρίδια είναι χαρακτηριστική σκίαθίτικη λέξη, και μάλιστα παπαδιαμαντική, αλλά όχι μόνο. Τη βρίσκουμε επίσης στις υπόλοιπες Βόρειες Σποράδες, αντίκρυ στην Κύμη, αλλά και στις Κυκλάδες. Μια από τις γνωστές παραλίες της Σκιάθου, όχι τυχαία με βότσαλο, είναι τα Λαλάρια. Στην Οόνσεια του Καζαντζάκη, «τα κύματα αλαφριά, φρουφρουριστά, με το λαλάρι επαίζαν». Στον Παπαδιαμάντη, οι καλικατζούνες, ένα είδος θαλασσοπούλια, «εφάνταζαν ως χήραι γυναίκες μοιρολογίστρες επάνω στα γκρίφια και τα λαλαρίδια του γιαλού». Σύμφωνα με τον Κ. Καραποτόσογλου (Ετνμολογικό γλωσσάρι Παπαδιαμάντη), χολαλάριον είναι υποκοριστικό του μεταγενέστερου η λάλλα. Κατά τους αρχαίους, «λάλλαι εισίν αι ψήφοι αι παραθαλάσσιοι, αι υπό των κυμάτων κινούμε ναι και ψόφον τίνά αποτελούσαι», τα βότσαλα που τα πηγαίνει πέρα-δώθε το κύμα και κάνουν κάποιο θόρυβο. λαντουρώ Μπορεί να φαίνεται ότι είναι λέξη αποκλειστικά της κρητικής διαλέκτου, το λένε όμως και στη Νάξο και στη Λέσβο, πιθανώς και αλλού. Λαντουρώ ή λαντουρίζω σημαίνει «ψεκάζω, καταβρέχω, ραντίζω». Τα παλιότερα λεξικά την έχουν τη λέξη. Το λαντονρώ προέρχεται, με ανομοίωση αρκετά συνηθισμένη, από το ραντονρώ, το οποίο, σύμφωνα με την ετυμολογία που πρώτος έδωσε ο Κοραής, φαίνεται να είναι συμφυρμός του ραντίζω και του, με το συμπάθιο, ουρώ' άρα ραντονρώ θα σήμαινε αρχικά «καταβρέχω με βρομόνερα» ή «καταβρέχω κάποιους ενοχλητικούς». Ακόμα κι (tv ευσταθεί αυτή η ετυμολογία, σήμερα πάντως δεν

129 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ νομίζο) να τη σκέφτεται κάποιος που χρησιμοποιεί τη λέξη, ή ακόμα χειρότερα που γεύεται τον λαντονριστό, όπως λέγεται σε μερικά μέρη της Κρήτης, π.χ. στην Ιεράπετρα, ο νοστιμότατος και τουριστικότατος ντάκος (αλλού τον λένε κουκουβάγια). Τη λέξη την έχει χρησιμοποιήσει ο Μυριβήλης σε ένα διάσημο απόσπασμα στον πρόλογο της Ζωής εν τάφω, όπου ένας θανάσιμα τραυματισμένος χειριστής φλογοβόλου «σπαρταρώντας σαν το ψάρι, λαντουρούσε με το σιδερένιο μασούρι της συσκευής του την υγρή φωτιά όπου λάχαινε». Πιο ειρηνικά αλλά όχι λιγότερο εμπρηστικά, η μαντινάδα επιμένει: «Μου ψες διαόλου θηλυκό μες στην καρδιά γιαγκίνι και λαντουριό τη δάκρυα μα κείνη μπλιό δε σβήνει...» λάτα Λάτα είναι ο τενεκές, η λαμαρίνα και κατ επέκταση το μεταλλικό δοχείο, ιδίως δε το δοχείο που χρησιμοποιούσαν μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες για να μεταφέρουν καθημερινά το νερό από τη βρύση του χωριού στο σπίτι. Δάνειο από το ιταλικό latta, είναι λέξη κυρίως των Επτανήσων και της Πελοποννήσου. Και λάτινος, ο τενεκεδένιος. Θέλοντας να δείξει τρόπους αποφυγής της σαρακοστιανής νηστείας σε μια εποχή που η τήρησή της ήταν σχεδόν υποχρεωτική στην επαρχία, ο Λασκαράτος σε ένα σατιρικό του ποίημα γράφει: «Κυνήγι βρίσκεις εις σε κάθε ράχη / και πηχτόγαλο λάτες έχει ο Φώτης» (το μπακάλικο). Ο Βάρναλης σε ένα χρονογράφημα με αναμνήσεις από την εξορία γράφει για έναν μοραΐτη συνεξόριστό του που αποκαλούσε λάτα το τσίγκινο κύπελλό του - λέξη άγνωστη για τον ίδιο. Πιο κοντά στις μέρες μας, ο Στάθης Σταυρόπουλος γράφει ότι στην Κατοχή οι μαυραγορίτες «δίνανε δυο λάτες λάδι για να πάρουν το σπίτι». Η λ. ακούγεται και σήμερα στα μέρη εκείνα μάλιστα, λατάκια λέγονται τα κουτάκια της μπίρας και των αναψυκτικών. 134

130 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ λάφτω Τη λέξη δεν την έχουν τα νεότερα λεξικά, και κακώς, διότι όχι μόνο είναι ζωντανή αλλά είναι και χρήσιμη, αφού δεν έχουμε άλλη λέξη για τη συγκεκριμένη έννοια. Λάφτω σημαίνει «πίνω με τη γλώσσα», όπως τα σκυλιά και οι γάτες- από το αρχαίο λάπτω, λέξη ήδη ομηρική, που σήμαινε «πίνω με απληστία, ρουφάω», πιθανώς ονοματοποιία, με αντίστοιχα σε άλλες γλώσσες (lap, στα αγγλικά). Ακούγεται σίγουρα στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη, αλλά δεν αποκλείεται να είναι σχεδόν πανελλήνια. Σημαίνει επίσης, κατ επέκταση, «τρώω γρήγορα, χλαπακιάζω». Συχνό το ρήμα στον Καζαντζάκη, π.χ. «το κόκκινο αίμα ελάφταν το ζεστό, τις γλώσσες κλουκλουτοίντας» (Οόνσεια) ή «τα καλοθρεμμένα μαντρόσκυλα, που κουβαλούσαν οι γύφτοι να λάφτουν τα αίματα» (Τελευταίος πειρασμός). Σε ένα από τα Διηγήματα τον γυλιοίί, ο Καρκαβίτσας διασώζει ένα δίστιχο, ίσως στερεότυπο ή μπορεί και ξόρκι: «Σκάφτω λάφτω, την καρδιά της θάφτω!» Και σε ένα ποίημα ακριτικού ύφους, ο Θαν. Παπαθανασόπουλος μιλάει για το αίμα που χύνεται και που «η λαίμαργη ακονόπετρα λάφτει σαν θείο ανάμα [νάμα]». λαχίδα Λαχίδα και λαχίδι λέγεται το κομμάτι γης που έχει κληρονομήσει κάποιος ύστερα από κλήρ(οση: όταν μοιραζόταν στα αδέρφια η πατρική περιουσία, έβαζαν κλήρο στα κομμάτια για να μην αδικηθεί κανείς στη διανομή. Με διαδοχικές διανομές, οι λαχίδες μίκραιναν όλο και περισσότερο. Από το ρ. λαχαίνω η ετυμολογία. Η λέξη ζωντανή ακόμα, ενώ έχει δώσει και πάρα πολλά τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια. Συνέφερε στις αγροτικές εργασίες οι λαχίδες να είναι μακρόστενες (για να μην κάνει ελιγμούς ο χειριστής του αρότρου) κι έτσι κατ επέκταση ονομάστηκε λαχίδα κάθε επιμήκης και στενή λωρίδα καλλιεργήσιμου εδάφους. Ο Κοτζιούλας, στις νεανικές του αναμνήσεις, 135

131 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ θυμάται πως «έπαιρνα απόδειπνα τη μασιά, δίπλα στη γωνιά και πατώντας την τετράγωνη άκρη της στη στάχτη έκανα λαχίδια, το ένα κάτω απ τ άλλο, σαν εκείνα τα ξερικά χωραφάκια που είχαμε γύρω απ το σπίτι μας». Σττ\ν Αλογόμυγα του Θανάση Κωστάκη διαβάζουμε: «Το χωράφι ήταν στο ίσωμα, τρεις τέσσερις λαχίδες όλο κι όλο, αλλά μεγάλες και με χώμα δυνατό, μαυρόχωμα, που, αν πήγαινε καλά η χρονιά, μπορούσε, μόνο απ αυτό, να κάνει το ψοψί της χρονιάς του». λιμπά, τα Τα λιμπά είναι, με το συμπάθιο, οι όρχεις, τα αχαμνά. Η λ. είναι μεσαιωνική και κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από το ελληνιστικό επίθετο λιμβός (άπληστος, λαίμαργος), από το οποίο προέρχεται και το λιμπίζομαι. Ακούγεται στην Κύπρο (όπου το γράφουν «τα λυμπά») και σπάνια πια, σε Επτάνησα, Ήπειρο, ίσως κι αλλού. Μια παλιότερη εμφάνιση της λέξης έχουμε σε μια αντικληρική σάτιρα του Ν. Κουτούζη (1787), όπου γίνεται λόγος για ένα γιατροσόφι για όσους «πρηστούνε τα λιμπά τους». Τον επόμενο αιώνα, στα Οράματα και θάματα, ο Μακρυγιάννης διηγείται ότι «έγιναν οι εκλογές και σκοτώθηκαν οι άνθρωποι και θα σκότωναν κι εμένα και δεν μπόρησαν, και μ έπιασαν από τα λιμπά κι έκαμα τόσον καιρό οπού με πονούσαν». Ο Κοτζιούλας σε ένα ποίημα γραμμένο το 1944 έχει τον στίχο: «κι εκεί θα σου αμποδέσει η μάισσα τα λιμπά», ενώ ο Σεφέρης προτιμάει να ακολουθήσει την κυπριακή ορθογραφία της λέξης, αφού άλλωστε το ποίημα Ο δαίμων της πορνείας αφηγείται ένα περιστατικό της Ιστορίας της Κύπρου: «κι έβγαλεν την μαχαίραν του και κόβγεί τα λυμπά του». λιοκρινο Δεν έχει σχέση ούτε με τον ήλιο και τον κρίνο, ούτε με την ελιά, ούτε καν με το λιοντάρι. Το λιοκρινο ή λιόκουρνο (Κρήτη και Μάνη) ή 136

132 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ λιοκόρνο (Επτάνησα και αλλού) είναι, κατά τις παραδόσεις, μεγάλο φίδι με κέρατο στο κεφάλι και κατ επέκταση το ίδιο το κέρατο, το οποίο θεωρείται πως έχει μαγικές ιδιότητες. Ο Παλαμάς έχει γράψει «λιοκόρνο φίδι σέλωσες, του ονείρου καβαλάρη». Σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, αν βρεις το φίδι με το κέρατο και προφτάσεις να του ρίξεις πάνω του μια κουβέρτα ή ένα ρούχο, το κέρατο πέφτει. Κατ άλλους, το κέρατο πέφτει μόνο του όταν έρθει ο καιρός του. Το λιόκρινο ή λιόκουρνο το βουτάνε σε ένα ποτήρι νερό, και το νερό αυτό χρησιμεύει σαν αντίδοτο στο δάγκωμα φιδιών και γενικά σαν γιατρικό για διάφορους πόνους. Κατά τον Ανδριώτη, είναι δάνειο από το ιταλικό liocorno < alicorno < unicorno, που σημαίνει «μονόκερος» η ίδια λέξη, το μυθικό μονοκέρατο άλογο, έχει δο5σει τη λ. λικόρνιο («λιοντάρι και λικόρνιο» στον Έ ναν όμηρο που μετέφρασε ο Ρώτας, στον βρετανικό θυρεό), που οι περισσότεροι τη γράφουν «λυκόρνιο», που κανονικά είναι ένα είδος γύπα - μπλέξαμε στα ομόηχα και τις παρετυμολογίες! λιτρίδι Μια πανέμορφη αλλά σπάνια λέξη, που δεν τη ν έχουν καταδεχτεί τα λεξικά παρόλο που έχει χρησιμοποιηθεί από μεγάλους λογοτέχνες, το λιτρίδι είναι το λεπτό βότσαλο. Συνήθως η λ. εμφανίζεται στον πληθυντικό. Τα λιτρίδια είναι λέξη ιδιωματική της Μυτιλήνης, αν και δεν αποκλείω να λέγεται και αλλού. Τη λέξη την έχει χρησιμοποιήσει ο Ελύτης στο Αξιόν εστί («με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια»), και την έχει επίσης συμπεριλάβει στο προσωπικό του λεξιλόγιο, τις 400 «αιγαιακές» λέξεις που παραθέτει στο ν Μικρό Ναυτίλο. Τη βρίσκουμε όμως και σε άλλους μυτιληνιούς λογοτέχνες, όπως τον Μυριβήλη, που βάζει τον ήρωά του στη Ζωή εν τάφω να θυμάται τη θάλασσα του νησιού του «να χει χλωρά φύκια και γαλάζια, ολοκάθαρα λιτρίδια στον πάτο» ή τον Βενέζη στη Γαλήνη: «Τα λιτρίδια κι ο άμμος λάμπαν, δουλεμένα χιλιάδες χρόνια απ τη θάλασσα». U 7

133 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΕ Πιο πεζά, σε τοπική εφημερίδα διαβάζω ότι οι γονείς των παιδιών «που παίζουν με τα λιτρίδια και τα χώματα» παραπονούνται για την καθαριότητα ενός πάρκου. Αλλά και εκτός Μυτιλήνης, ο Λιαντίνης έγραψε σε μια πανδαισία παρήχησης: «Όλα του λόγου μας, και τα άλλα και τα πολλά, λαλούν ανεκλάλητα την Ελένη. Και λογαριάζουνται λύτρα στη λάμψη της, και λιτρίδια στον ήλιο». λουσέρνα Η λουσέρνα είναι, κατά καιρούς, λυχνάρι ή λάμπα του λαδιού, πολύφωτο, καντηλέρι, και τελικά λάμπα πετρελαίου. Δάνειο από το ιταλικό lucerna, η λέξη ακούγεται κυρίως στα νησιά και στην Πελοπόννησο. Λουσέρνες υπάρχουν επίσης και στο Αγιο Όρος: «Στις 7:30 με τη βυζαντινή ώρα, ο εκκλησιαστικός θα σημάνει το πρώτο τάλαντο, θα ανάψει τις κανδήλες, τις λουσέρνες, τα φανάρια και τους φανούς του Καθολικού». Πριν έρθει το ηλεκτρικό, η λουσέρνα είχε κεντρική θέση στο σπίτι: «Ο κυρ Κώστας, -τώρα είχαμε και μια λουσέρνα στο τραπέζι, και τον έβλεπα καλΐίτερα- ήτανε ζωηρότατος άνθρωπος» (Εφταλιώτης, Νησιώτικες ιστορίες) ή πάλι «Το φως της λουσέρνας του δίνε μιαν όψη γέρου» (Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα). Βέβαια, μετά ήρθε το ρεύμα. Διαβάζω σε χρονογράφημα (Εθνος, 1956) για την "Υδρα, ότι ο τουρίστας θέλει «ν ανάψει το βράδυ το ηλεκτρικό κι όχι να φωτισθεί με γραφικές λουσέρνες». Σήμερα, οι λουσέρνες υπάρχουν ακόμα σαν εφεδρεία («ετοιμάζουμε κεριά και λουσέρνες, γιατί όπου να ναι θα μας κοπεί το ρεύμα», από το Διαδίκτυο), αν και με την κρίση ποτέ δεν ξέρεις. λώθρα Σπανιότατη λέξη, που όμως υπάρχει στα παλιότερα λεξικά και έχει κατακτήσει μια θεσούλα στην ιστορία της νεοελληνικής γραμματείας. Θα τη δείτε και λόθρα, αλλά η ετυμολογία της δικαιολογεί τη γραφή 138

134 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ με ωμέγα, αφού προέρχεται από την *ηλώθρα (από το ήλος, «καρφί», και την κατάληξη -θρα) λώθρα είναι το μυτερό κομματάκι του καρφιού, που κόβεται και πετιέται όταν στερεώνεται το πέταλο στη ν οπλή του αλόγου μεταφορικά, λώθρα είναι καθετί το ασήμαντο, το ευτελές. Και από εκεί, η φράση «δεν έμεινε λώθρα» για ολοσχερή καταστροφή, και η κατάρα «να μη μείνει λώθρα». Στο πασίγνωστο ποίημά του για τον Γρηγόριο τον Ε', ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης έχει και τον στίχο: «φλόγα παντού και σίδερο, δεν θ απομείνει λώθρα / στην Κιάφα νεκρανάσταση [...] στου Πέτα καταβόθρα». Ο Ιάκωβος Πολυλάς, που θεωρούσε μειωμένης εθνικής συνείδησης τον Βαλαωρίτη, ενοχλημένος από την άτυπη ανακήρυξή του σε εθνικό ποιητή, έγραψε λίβελο γεμάτο χολή, με τίτλο «Η λόθρα και η καταβόθρα», όπου τον κατηγορεί ότι χρησιμοποιεί λέξη «την οποίαν κανείς δεν γνωρίζει, παρά εκείνοι που έχουν ανάγκη να τη ζευγαρώσουν με την καταβόθρα». Εδώ που τα λέμε, ο Βαλαωρίτης είχε χρησιμοποιήσει ξανά τη λώθρα, στον «Αθανάση Διάκο», και πάλι σε ρίμα με την καταβόθρα! μαϊτξέβελος Ή μανιτζέβελος ή ματζόβολος συνήθως σε ουδέτερο, σημαίνει το βολικό, εύχρηστο πράγμα, ιδίο^ς το εργαλείο που είναι εύκολο στον χειρισμό του. Προκειμένου για ανθρώπους, σημαίνει τον συνεννοήσιμο άνθρωπο, αλλά η αρχική σημασία πρέπει να είναι από τα εργαλεία. Ετυμολογία από το ιταλικό maneggievole, που θα πει το ίδιο, από το ρ. maneggiare που σημαίνει «κουμαντάρω, χειρίζομαι», ομόρριζο με το αγγλικό manage, με απώτερη αρχή το λατινικό manus (χέρι). Η λ. είναι πανελλήνια και αρκετά διαδεδομένη, πολύ περισσότερο από άλλες, οπότε κακώς δεν περιλαμβάνεται σε κανένα γενικό λεξικό μας, ούτε καν στον Δημητράκο* δυστυχώς, οι λεξικογράφοι μας δεν αγαπούν να μουτζουρώνουν τα χέρια τους κι έτσι οι λέξεις της μαστοράντζας υποαντιπροσωπεύονται. Στο Λεξικό της πιάτσας του Καπετανάκη βρίσκίο: «Μαϊτζέβέλος: ο κόμοδος, ο βολικών διαστάσεων, ο ευκόλοις τακτοποιούμενος, βολευόμενος». \Μ)

135 ΝΙΚΟΣ ΣΛΡΑΝΤΑΚΟΣ Ωστόσο, δεν πρόκειται για μάγκικη λέξη. Χρησιμοποιείται ιδίως για εργαλεία, σκάφη και στην εποχή μας για κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές και διάφορα γκατζετάκια. Στην Κεφαλονιά υπάρχει και κατάστημα ειδών μοντελισμού που λέγεται «Μαϊτξέβελο», ωστόσο η λέξη είναι, το ξαναλέω, πανελλήνια. Αντίθετο του μαϊτζεβέλου είναι ο πιζουλος*. μακάμι Ομολογώ ότι δοκίμασα κάποια έκπληξη όταν συνειδητοποίησα ότι κανένα λεξικό δεν λημματογραφείτο μακάμι, αν και η φύση της λέξης είναι τέτοια που θα περίμενα να τη βρω μάλλον σε νεότερα λεξικά παρά σε παλαιότερα, καθώς άρχισε να πολυακούγεται με την αναβίωση των ρεμπέτικων και με τη ρεμπετολογία, μετά τη Μεταπολίτευση. Δάνειο από το τουρκικό makara, αραβικής αρχής (το αραβικό maqam σημαίνει «θέση»). Μακάμια είναι οι κλίμακες της αραβοπερσικής μουσικής, αντίστοιχα με τους δρόμους του ρεμπέτικου και συγγενικά με τους βυζαντινούς ήχους. Το κάθε μακάμι υπαγορεύει έναν συγκεκριμένο τρόπο ανάπτυξης της μελωδίας. Η λ. υπάρχει στα ελληνικά από τον 19ο αιώνα. Γράφει ο Αλέξανδρος Παπαδ La μάντης σε άρθρο του (1892) για την εκκλησιαστική μουσική: «Μας λέγουσι πολλοί ότι ημείς έχομεν γεμάτα δήθεν τα ώτα από αμανέδες και από μακάμια τουρκικά και απωλέσαμεν το μουσικόν αίσθημα. [...] αφού, ως φαίνεται, είναι ανάγκη να έχει τις από κάτι γεμάτα τα ώτα, τι διαφέρει αν τα έχει γεμάτα από καντάδες ή από μακάμια;» Σήμερα υπάρχουν περισσότερα από ένα μαγαζιά, ρεμπετάδικα ή γενικο3ς κέντρα διασκέδασης, με το όνομα «Μακάμι». Θα τα ενέκρινε άραγε ο Μάρκος Βαμβακάρης, που είχε παραπονεθεί ότι οι νεότεροι μουσικοί «δεν κρατάνε το μακάμι»; 140

136 ΛΕΞΕΙΣ HOY ΧΑΝΟΝΤΑΙ μακάτι Μακάτι είναι χο ντιβανοσκέπασμα, το στρωσίδι, το κάλυμμα του καναπέ, το κεντημένο διακοσμητικό εργόχειρο που σκέπαζε τα μαξιλάρια του τοίχου στα μιντέρια. Τουρκικό δάνειο (makat). Το μακάτι ποικίλλει στη μορφή, αλλά συνήθως είναι κάτι το όμορφο, το πολυτελές, που μπαίνει στο καλό δωμάτιο. Τα βρίσκουμε και σε παλιά προικοσύμφωνα, υπήρχε δε στα Γιάννενα η στερεότυπη φράση «Πόσα μακάτια πήρε προίκα;» Η λέξη έχει υποχωρήσει, αλλά ακόμα ακούγεται σε μερικές περιοχές. Στην Πυρπολημένη γη της Ιφιγένειας Χρυσοχόου περιγράφεται «ένας μεγάλος καναπές [...] σκεπασμένος με ασπροκόκκινα ριγέ υφαντά μακάτια». Ο Τέλλος Άγρας, σε αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια, θυμάται στο σαλόνι της γιαγιάς τα «μακάτια που μύριζαν αλαφρό λιβάνι». Ό ταν τα μακάτια είναι όμορφα, υπάρχει κίνδυνος να την πάθει κανείς, όπως η κόρη της Λωξάντρας στο μυθιστόρημα της Μ. Ιορδανίδου: «Έβγαλε τα χαλιά απ το μιντέρι της τραπεζαρίας και το στρώσε με βελούδο. Και για να μη λερο^σει το βελούδο, έραψε μακάτια με κλάδα. Και για να μη λερώσουν τα μακάτια, άπλωσε από πάνω σεντόνια. Και για να μη λεροόσουν τα σεντόνια, άπλωσε από πάνω κουρελόπανα». Ευτυχώς τα κουρελόπανα ήταν ανεκτό να λερώσουν! μαλάθρακας Μαλάθρακας είναι το μεγάλο και πυώδες σπυρί, γνωστότερο σαν καλόγερος ή βούζουνας. Σε παραλλαγή, το μ αλαθράκι είναι δερματικό εξάνθημα. Το μαλαθράκι προέρχεται από το μεταγενέστερο μελανθράκη (< μέλας + άνθραξ) που το βρίσκουμε στα γραφτά του Λέοντα, ιατρού του 9ου αιώνα. Η αλλαγή γένους ίσως οφείλεται στην επίδραση των ονομασιών άλλων εξανθημάτων ουδέτερου γένους (π.χ. σπυρί, βουζούνι). Ο μαλάθρακας μάλλον είναι το μεγεθυντικό 141

137 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ του.21το μαλαθράκι ακούγεται στα Επτάνησα και στην Ήπειρο, ο μαλάθρακας πιο πολύ στην Κρήτη. Στα υπερκινητικά Λαιδιά έλεγαν ή λένε ακόμα στην Κρήτη: «μαλαθράκους έχεις στον κώλο;» Σε μια εκδικητική μαντινάδα, ο τραγουδιστής καταριέται τη λεγάμενη: «Όσες φορές σε φίλησα να βγάλεις μαλαθράκους / να κρέμουνται στη μούρη σου ωσά ντσ ασκορδουλάκους [τους βολβούς]». Στον Φωτεινό του Βαλαωρίτη ένας εμπειρικός γιατρός, ο Νικήτας, γιάτρευε: «το ρίμα, το κακό σπυρί, τη φάγουσα, το λέφα, το μαλαθράκι, το καρφί, τη λιόκριση, τη λύσσα». Ασφαλώς έχουμε άγνωστες λέξεις, αλλά τουλάχιστον ξέρουμε τι σημαίνει το μαλαθράκι! μαλβαζία Η μαλβαζία ή ο μαλβαζίας (οίνος) είναι το όνομα ενός γλυκού κρασιού από άσπρα σταφύλια, που απέκτησε πανευρωπαϊκή φήμη στον ύστερο Μεσαίωνα. Οφείλει το όνομά του στο τοπωνύμιο της Μονεμβασιάς στη Λακωνία, Μονοβασία την εποχή εκείνη, Malvasia στα βενετικά. Οι Ενετοί διέδίοσαν το γλυκό αυτό κρασί προς τα δυτικά (μόνο τα γλυκά κρασιά άντεχαν τότε τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού) και μαζί και το όνομα. Ωστόσο, η μαλβαζία δεν παραγόταν μόνο στη Μονεμβασιά, αλλά από το τρίγωνο Σαντορίνης - Κρήτης - Μονεμβασιάς. Από το λατινικό vinum de malvasia προέκυψαν το ιταλικό malvagia/malvasia, γαλλικό malvoisie, το αγγλικό malmsey, που χρησιμοποιούνται σήμερα για ολόκληρη οικογένεια κρασιών επιδορπίου. Το περίφημο αυτό κρασί είχε μεγάλη επιτυχία στη Βενετία, όπου π.χ. το 1514 δόθηκε άδεια να ανοίξουν 20 maga zeni da malvasie με την υποχρέωση να μην πουλούν άλλο είδος κρασιού. Επομένως, η μαλβαζία στα ελληνικά είναι είδος αντιδανείου. Πάντως, διαβάζω ότι οι αναλύσεις DNA που έγιναν έδειξαν ότι 21. Βρίσκω πάνπος και τυπο ο μελάνθραξ στις Κυ ρανίδες, ένα μαγικό κείμενο του 2ου αιώνα π.χ. 142

138 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ πρόγονος των δυτικοευρωπαϊκών ποικιλιών malvasia δεν είναι η σημερινή ποικιλία Μονεμβασιά, αλλά το αθήρι. μαμές Μαμές ή ιμαμές είναι το επιστόμιο του ναργιλέ. Η λέξη είναι δάνειο από τα τουρκικά (imame), λ. αραβικής αρχής που συνδέεται ετυμολογικά στα αραβικά με τον ιμάμη, τον θρησκευτικό ηγέτη, μια και το επιστόμιο βρίσκεται «μπροστά από» την πίπα, όπως και ο ιμάμης ηγείται του ποιμνίου του. Η λέξη ακούγεται ακόμη από όσους καπνίζουν ναργιλέ. Μαμές λέγεται και η κεντρική χάντρα, το κεφάλι (ή παπάς) του κομπολογιοΰ ~ και πάλι δάνειο από τα τουρκικά (προσέξτε την αντιστοιχία παπά-ιμάμη). Στην Αγί' Ανασταοά του Παπαδιαμάντη ο Γιώργηςτ Παναγιώτ' θυμάται ότι ένας αγωνιστής του 21 του «εχάρισε ένα μαμέ κεχριμπαρένιο να φουμάρω το τσιμπ κάκι μου», ενώ αλλού ο Βαβαρός γιατρός Βουντ καπνίζει το «μακρόν τσιμπούκι του με τον ηλέκτρινον μαμέν» - ηλέκτρινος θα πει κεχριμπαρένιος και συνήθως οι μαμέδες από κεχριμπάρι φτιάχνονταν. Πολλά χρόνια αργότερα, ταξιδιώτης στη Μικρασία, ο Μ. Καραγάτσης καμαρώνει «το κεχριμπαρένιο μαμέ απ το μαρκούτσι του ναργιλέ». Τα παλιά χρόνια, οι άρχοντες έκαναν επίδειξη τον ακριβό μαμέ του ναργιλέ τους από κεχριμπάρι, κοράλλι, σμάλτο επιχρυσωμένο, πολύτιμη πέτρα κτλ. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος καυχήθηκε πως μπορεί να ξεπεράσει στο τρέξιμο σε ανήφορο το καλύτερο άλογο του Αλήπασα1ο αγώνας έγινε, ο Αντρούτσος νίκησε και ο Αλήπασας του χάρισε τρεις πολύτιμους ιμαμέδες. μαναφοΰκι Τα μαναφούκια είναι ραδιουργίες, συκοφαντίες, διαβολές. Η λέξη αυτή, που κανένα λεξικό δεν την έχει καταγράψει, προέρχεται από το τουρκικό miinui'ik. «υποκριτής, διπρόσωπος, συκοφάντης», που είναι 143

139 ΝΙΚΟΣ LAPANTAKOL αραβικής αρχής (ίσως επηρεάστηκε παρετυμολογικά από τη μάνα). «Βάζω μαναφούκια» σημαίνει «διαβάλλω, συκοφαντώ κάποιον». Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί πολλές φορές τα μαναφούκια στα διηγήματά του: η στρίγκλα γριά Καντάκαινα στο Χριστόψωμο, μόλις επέστρεφε στο νησί ο γιος της, «τον εδιάβαζε, τον εκατήχει, του έβαζε μαναφούκια» εναντίον της γυναίκας του. Η δε Σταματούλα η Γεμενίτσα, ovr\v Αποκριάτικη νυχτιά, «έπαιρνε λόγια από την μίαν κι έβαζε μαναφούκια εις την άλλην, και είτα εν ανέσει ενετρύφα εις τον καβγάν, ισταμένη παράμερα». Στη Φόνισσα, ο γαμπρός «ακούει εντεύθεν κι εκείθεν διαβολάς, ραδιουργίας, μαναφούκια» και δεν θέλει να «ταιριασθεί». Ωστόσο, η λέξη δεν είναι αποκλειστική της σκιαθίτικης διαλέκτου, αλλά ακούγεται και στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία. Ακούγεται και στα πρωινάδικα της τηλεόρασης, που άλλωστε έχουν αναγάγει τα μαναφούκια σε επιστήμη. Το Μ αναφούκι είναι τίτλος μυθιστορήματος (1995) του Ντίνου Οικονόμου. Ο συγγραφέας εξηγεί ότι «σημαίνει την κουτσομπολίστικη, δολοφονική άλλοτε, κουβέντα του καφενέ» - άρα βάζουν και οι άντρες μαναφούκια. μαντινούτα Μαντινούτα ή μαντενούτα είναι η ερωμένη, η μετρέσα όπως έλεγαν παλιά, και ιδίως η σπιτωμένη ερωμένη, που τη συντηρεί κάποιος εύπορος οικογενειάρχης αστός. Δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό: από τα νεότερα λείπει επειδή έχει παλιώσει, από τα παλιότερα υποθέτω από λεξικογραφική σεμνοτυφία. Ωστόσο, ήταν λέξη ζωντανή, αστική, σχεδόν πανελλήνια. Ετυμολογείται από το ιταλικό mantenuta. με την ίδια σημασία, που κατά λέξη σημαίνει «αυτή που συντηρείται». Στο Στον Χατζηψράγκον του Κοσμά Πολίτη, ol γυναίκες της γειτονιάς κουτσομπολεύουν την όμορφη κοπέλα που συνοδεύει τον Τζώνη και αναρωτιούνται αν είναι «γυναίκα του ή μαντινούτα του». Ο Μανώλης Ζορμπάς, γιος του Γιώργη Ζορμπά που τη ζωή του έκανε μυθιστόρημα ο Καζαντζάκης (αλλάζοντάς του το όνομα σε Αλέξης), σε αναμνήσεις του που κατέγραψε ο Βαγγ. Καραγιάννης, ανέφερε Ί 144

140 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ πως ο πατέρας του «Ποτές δεν έμεινε, όπου και να πήγαινε, χωρίς να χει κάποια μαντινουτα». Στα Επτάνησα, συνηθίζεται ο τΰποςμαντενούτα, πιο κοντά στον ιταλικό. Σε ένα σονέτο του, γραμμένο το 1915, ο (αντιρώσος και αναρχικός) Μικέλης Αβλιχος εκφράζει φόβο μήπως η Πόλη πέσει στα χέρια των Ρώσο)ν: «βγαίνοντας αφ του Τούρκου το χαρέμι να γένεις του Χαχόλου μαντενούτα;» μαξούλι Μαξούλι είναι η εσοδεία, η συγκομιδή, το γεωργικό προϊόν, η παραγωγή. Η λέξη είναι πανελλήνια (και στην Κύπρο) και υπάρχει σε όλα τα παλαιότερα λεξικά, καθώς και στο νεότερο Μείζον, ωστόσο έχει κάπως παλιώσει. Από το τουρκικό mahsul, αραβικής αρχής, που έχει τις ίδιες σημασίες. Στα μέρη με σχεδόν μονοκαλλιέργεια ενός είδους, όπως στη Λέσβο με την ελιά, το κακό μαξούλι σήμαινε λιμό. Οι καλές χρονιές λεγόντουσαν μαξούλια, ή μαξονλοχρονιές, ενώ οι κακές κισίρια. Και σε ευχή: «Καλό μαξούλι να μας δώσει ο Θεός!» Η λ. βρίσκεται σε πολλά λογοτεχνικά έργα, π.χ. στα Ματωμένα χώμο.τα της Διδώς Σωτηρίου διαβάζουμε: «Τα πρόσωπα μικρανν και μεγάλων λάμπανε από χαρά, μιας και τα μαξούλια μοσχοπουληθήκανε». Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, το μαξούλι ήταν λέξη θεσμική έτσι τη βρίσκουμε και σε κείμενα με αρχάίζουσα γλώσσα, όπως αυτό που διασώζει ο Καμπούρογλου, σε συμφωνητικό μοναστηριού: «καρπούσθαι δε και απολαμβάνειν και νέμεσθαι τας εξ αυτών προσόδους και γεννήματα και καρπούς και πάντα τα μαξούλια αυτού, μηδενός τολμήσαντος εναντιωθήναι αυτοίς ως κυριάρχαις του ιερού τούτου Μοναστηριού». μασάτι Μασάτι είναι το ακόνι, το εργαλείο που χρησιμοποιείται (π.χ. από τους κρεοπ(όλες) για τ< ><m >νι <ιμ< t των μαχαιριών. Αποτελείται από μια ξύλινη 145

141 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ ή πλαστική λαβή και μια ατσάλινη βέργα, επιστρωμένη με διαμάντι ή άλλο λειαντικό υλικό. Η λέξη είναι δάνειο από τα τουρκικά (masat) και δεν υπάρχει σε κανένα μεταπολεμικό λεξικό εκτός από τον Πάπυρο, παρόλο που είναι ολοζώντανη - το συγκεκριμένο εργαλείο δεν λέγεται αλλιώς και μόνο ως μασάτι διαφημίζεται στον ειδικό Τΰπο. Το μασάτι το ξέρουν οι φίλοι του ρεμπέτικου από το έξοχο τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη Ο χασάπης: «Αστράφτουν τα μαχαίρια σου, λάμπει και το μασάτι / Λάμπουν τα μαύρα μάτια σου, μαγκίτη μου χασάπη». (Ο Μάρκος κάτι ήξερε, είχε δουλέψει χρόνια χασάπης.) Το ξέρουν και οι φίλοι του χιπ-χοπ, αφού o l Άκτιβ Μέμπερ έχουν γράψει για «μασάτι από αφρικάνικο ατσάλι». Κάπου διάβασα πιος το μασάτι πρέπει να είναι μακρύτερο από το μαχαίρι που ακονίζει. Μασάτι έχουν ή είχαν και οι τσαγκάρηδες, για τη φαλτσέτα τους, το οποίο μάλιστα είναι πεπλατυσμένο. μασγάλι Μασγάλι είναι καταρχήν η πολεμίστρα ή γενικά η στενή φωτιστική θυρίδα που βρίσκουμε σε πολλούς παραδοσιακούς τύπους σπιτιών. Λέγεται και σμαγδάλι. Από το τουρκικό mazgal. Κλιματολογικοί παράγοντες αλλά και λόγοι ασφαλείας στα παλιά επικίνδυνα χρόνια έκαναν το σπίτι κλειστό σαν οχυρό. Για παράδειγμα, τα πυργόσπιτα της Άνδρου ήταν οχυρωμένες κατοικίες με βαριές εξώπορτες και μασγάλια απ όπου έριχναν καυτό λάδι στους επιδρομείς. Το μασγάλι φυσικά είναι λέξη του 1821, αλλά χρησιμοποιείται και σήμερα στην ορολογία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Ακούγεται σε πολλές περιοχές. Θυμάται ο Μακρυγιάννης: «Τότε έπιασα τους Μύλους και έφκιασα ταμπούρια κι έκλεισα τους Μύλους μέσα. Τον τοίχον τον έχτισα ώς μέσα εις την θάλασσαν και τον ασφάλισα καλά όλο με μασγάλια». Κι ένας Μανιάτης οπλαρχηγός αναφέρει μετά τη νίκη στο Βαλτέτσι: «έκαμα του καθενός το μασγάλι του και τους εδιόρισα τα μισά τουφέκια ν?αδειάζουν και τα μισά να γεμίζουν». Τα μασγάλια ήταν στενά απέξω και άνοιγαν προς τα μέσα για να μπαίνει φως: «Το φως απόξω, καθώς έμπαινε από το στενό μασγάλι, 146

142 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ έπεφτε απάνω στο ξεθωριασμένο φόρεμά της» (Κ. Χατζόπουλος, Ο Πύργος τον Ακροπόταμον). Στον Καστρολόγο, ο Φώτης Κόντογλου περιγράφει, υποβλητικά τα κάστρα τον χειμώνα: «Παγωμένα δρολάπια βογκάνε μέσα στις ρεπιασμένες κάμαρες, ο βοριάς ουρλιάζει σα λύκος μέσα στα μασγάλια». Σαν να τον ακούμε... μασλάτι Το μασλάτι είναι το κουβεντολόι, η χαλαρή κουβεντούλα, ιδίως μεταξύ γυναικών, ή σε παρέες π.χ. στην καφετέρια, και κατ επέκταση το κουτσομπολιό μπορεί επίσης να σημαίνει το αστείο, το χωρατό. Στον πληθυντικό, μασλάτια, μπορεί να σημαίνει και «κούφια, ανούσια λόγια». Τη λέξη δεν καταδέχεται να τη λημματογραφήσει κανένα λεξικό, ούτε παλιότερο ούτε σύγχρονο, ίσως επειδή θεωρείται και ελαφρώς αργκοτική και τοπικού χαρακτήρα. Ακούγεται πολύ στην περιοχή της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας, από Λάρισα μέχρι Κοζάνη χοντρικά, και μάλιστα χρησιμοποιείται με καμάρι από τους κατοίκους της περιοχής. Υπάρχει τίτλος βιβλίου Κονζανιώτικα μασλάτια, ενώ Μασλάτια λέγεται και ένα μεγάλο ιστολόγιο της Βέροιας. Ετυμολογείται από το τουρκικό maslahat (υπόθεση, δουλειά). Σε αναμνήσεις για τον Χαρίλαο Φλωράκη, θυμάται κάποιος ότι όποτε συναντούσε μια κοντοχωριανή του από την Καρδίτσα, «την έπαιρνε παράμερα για μασλάτι». Το μασλάτι καμιά φορά συγχέεται με το επίσης τουρκογενές μασάλι, που ακούγεται σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα και σημαίνει «παραμύθι, ψέμα» ή «ανέκδοτο, ιστορία». Όμως είναι διαφορετικές λέξεις, όσο κι αν στο μασλάτι μπορεί να ακουστούν πολλά μασάλια. μερτζάνι Μερτζάνι είναι το κοράλλι και κατά συνεκδοχή τα κοραλλένια κοσμήματα. Είναι δάνειο από το τουρκικό mercan, της ίδιας σημασίας. 11τουρκική λέξη, που έχει περάσει και στις άλλες βαλκανικές γλώσσες, προέρχεται από το αραβικό margan, το οποίο πιθανώς ανάγεται 147

143 ΝΙΚΟΣ ΣΛΡΑΝΤΑΚΟΣ στο ελληνικό μαργαρίτης, το μαργαριτάρι δηλαδή.22 Μερτζάνι λέγεται επίσης σε ορισμένες περιοχές το λιθρίνι ή κάποιο συγγενικό του ψάρι. Κι αυτό τούρκικο δάνειο είναι (mercan baligi). Το μερτζάνι έχει έντονη παρουσία στα δημοτικά τραγούδια σαν παρομοίωση για τα κόκκινα χείλια, π.χ. «Έχει τον ήλιο πρόσωπο, τα χείλη της μερτζάνι», ή «Είκοσι μήλα σου στειλα δεμένα στο μαντήλι, σαν το μερτζάνι κόκκινα, σαν το γλυκό σου αχείλι». Σε γνωστή μαντινάδα βρίσκουμε και τη λ. μερτζανόχειλη, που έχει δηλαδή χείλη σαν το κοράλλι: «Μίλιε μου μερτζανόχειλη και μη μου κάνεις νάζι, γιατί ο Θεός την ομορφιά σαν τον ανθό τινάζει». Κατ επέκταση, μερτζάνι είναι το κομπολόι από κοράλλι, όπως στο ποίημα ενός ανώνυμου Φαναριώτη, που αναρωτιέται: «Με το να βαστάς ρολόγι και μερζάνι κομβολόγι, άρα είσαι κι ευγενής;» Ευστοχότατη ερώτηση, πρέπει να παραδεχτούμε! μεσινέζα Μεσινέζα ή μισινέζα είναι το λεπτό και ανθεκτικό νήμα που χρησιμοποιείται για ψάρεμα με την καθετή. Ετυμολογείται από τη Μεσίνα της Ιταλίας, απ όπου ερχόταν αυτό το νήμα. Επειδή η Μεσίνα παλιότερα γραφόταν και Μεσσήνη, στα παλιότερα λεξικά τη μεσινέζα θα τη βρείτε να γράφεται μεσσηνέζα. Μεσινέζες υπάρχουν σε διάφορα πάχη, ανάλογα με το ψάρι που περιμένει να πιάσει ο ψαράς. Η λ. έχει χρησιμοποιηθεί από τον Νίκο Καββαδία, αν και σε ένα από τα λιγότερο γνωστά (επειδή δεν έχει μελοποιηθεί) ποιήματά του, το «Cocos Island»: «Αρμάτωσα μια καθετή με μεσινέζα σάπια». Νομίζω ότι και στον Καββαδία θα άρεσε το τετράστιχο του νεότερου θαλασσινού ποιητή Γ. Μανέτα: «Παύλο, σου γράφω από τα σπίτια στο ποτάμι / καθώς ψαρεύω, συντροφιά με μια Κινέζα. / Κρατά μακρύ μέσα στα χέρια της καλάμι / κι έχει δολώσει σκαρτσιμά τη μεσινέζα» (σκαρτσιμάς είναι το καραβιδάκι). 22. Lokotsch, Etymolog. Worterbuch, No

144 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Η λέξη είναι ολοζώντανη και κακώς δεν την έχουν τα λεξικά. Έ χει μάλιστα αποκτήσει και μια δεύτερη σημασία: μεσινέζα είναι, επίσης το νήμα των χορτοκοπτικών μηχανημάτων - αν και ο τΰπος μισινέζα είναι συχνότερος. μιντινέΐα Η μιντινέτα είναι μεταφορά του γαλλικού midinette, που ήταν η νεαρή εργαζόμενη κοπέλα, ιδίως μοδιστρούλα ή πωλήτρια, στον Μεσοπόλεμο, όταν οι εργαζόμενες γυναίκες ήταν λιγοστές. Η γαλλική λ. προήλθε από συμφυρμό των midi και dinette, επειδή τα εργαζόμενα κορίτσια έκαναν διάλειμμα το μεσημέρι για ένα σύντομο γεύμα. Σύμφωνα με την ορθογραφία της εποχής, συνήθως γραφόταν μιντινέ.ττα. Σύμφωνα με το στερεότυπο, οι μιντινέτες (ούτε υπάλληλοι γραφείου ούτε εργάτριες εργοστασίου) ήταν απλοϊκά, επιπόλαια κορίτσια με ρηχό συναισθηματισμό. «Μόνο τις γαλλίδες μιντινέτες και τις δικές μας Ατθίδες συγκινούνε», έγραφε ένα περιοδικό του 1928 για κάποιους συγγραφείς αισθηματικοί έργων. Στα λαϊκά περιοδικά του Μεσοπόλεμου θα βρούμε πάμπολλες αναφορές σε μιντινέτες, που ήταν το κρυφό αντικείμενο του πόθου πολλών αντρών, κάποτε και ρεπορτάζ για τη «ζωή των Αθηναίων μιντινετών». Το ίδιο και σε κείμενα Ελλήνων που είχαν ζήσει στο Παρίσι, όπως ο Βάρναλης, που έγραψε στα Φιλολογικά τον απομνημονεύματα για «γυναίκες φοιτήτριες, υπάλληλες, μιντινέτες, γκαρσόνες, μανάβισσες, εφημεριδοπώλισσες, καλλιτέχνισσες...» ή ο Σκίπης, που κάλεσε τον Βλαχογιάννη σε ένα εστιατόριο που «είχε για πελάτες του μικροϋπαλλήλους, εργατικούς, αμαξάδες [...] και μιντινέτες». μισίρκα Μισίρκα λέγεται η γαλοπούλα σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας. Πρόκειται για δάνειο από τα βουλγάρικα, κατά λέξη «η Αιγύπτια» 149

145 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ (Μισίρι είναι η Αίγυπτος). Η γαλοπούλα έκανε φοβερή εντύπωση όταν ήρθε από τον Νέο Κόσμο, και τα ονόματα της στις διάφορες γλίόσσες δηλώνουν συνήθως κάποια εξωτική προέλευση.23 Για τη μισίρκα λένε όλες τις φράσεις που λέμε για τον διάνο ή τον κούρκο, π.χ. «σα μισίρκα φουσκώνει» για κάποιον που περηφανεύεται. Η λ. είναι ιδιαίτερα ζωντανή στα Σέρρας, όπου διαβάζω π.χ. σε τοπική εφημερίδα ότι τα τηλεοπτικά ντιμπέιτ «είναι για στρουθοκαμηλίζοντες πολιτικούς και μισίρκες δημοσιογράφους». Κι ένα νόστιμο ανέκδοτο από την ίδια περιοχή, από τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας (αλλά δεν παίρνω όρκο αν όντως συνέβη). Ο πρόξενος Αντ. Σαχτούρης, πηγαίνοντας ένα απομεσήμερο σε μια σουλτανική γιορτή, παράγγειλε «να σφάξουν τον γάλο» που του είχαν φέρει πεσκέσι από κάποιο χωριό, για να τραπεζώσει το βράδυ δυο φίλους του. Όταν γύρισε, του είπαν ότι δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα με τον γάλο γιατί «είχε πολύ κόσμο στο σαράι». Τι είχε γίνει; Οι Σερραίοι δεν ήξεραν τη λ. γάλος (τον έλεγαν μισίρκα) και σκέφτηκαν πως τους είχε παραγγείλει να σκοτώσουν έναν γάλλο αξιωματικό, φανατικό βουλγαρόφιλο! μιακίνης Και μεσκίνης. Λέξη με πολλές σημασίες σε διάφορες ντοπιολαλιές, αν και δεν θα τη βρείτε σε κανένα γενικό λεξικό εξόν από του Πάπυρου και το μεσαιωνικό του Κριαρά. Μισκίνης είναι ο δυστυχισμένος, ο άθλιος, ο κακορίζικος επίσης ο ευτελής, ο ανίσχυρος, αλλά και ο ξεπεσμένος. Με δυο λόγια, ο κακομοίρης που συνήθως, όμως, έχει κι αυτός κάποια ευθύνη για την κατάστασή του. Στην αρχή έχουμε την αραβική λ. miskin,, «φτωχός». Η λέξη αυτή περνάει αφενός στα ισπανικά, ήδη από τον 10ο αιώνα, mezquino, και από εκεί στα γαλλικά (mesquin) και στα ιταλικά (meschino), απ όπου 23. Π.χ. στα αγγλικά την Τουρκία (turkey), στα ελληνικά τις Ινδίες (διάνος < ινδιάνος), το ίδιο και στα γαλλικά (dinde < d'inde) κτλ. Το πιο αστείο είναι πως στα αραβικά της Αίγυπτου τη λένε «ντικ ρουμί», δηλαδή «ρωμέικο πουλί»! 150

146 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ το μεσαιωνικό μισκίνος στα ενετοκρατοΰμενα μέρη, και αφετέρου στα τουρκικά, miskin, όπου, πέρα από τις σημασίες του άθλιου και του δυστυχισμένου, παίρνει επίσης τις σημασίες του τεμπέλη, του νωθρού, αλλά και του λεπρού. Από εκεί προέρχεται η κρητική λ. μεσκίνης, «λεπρός», που έγινε πασίγνωστη χάρη στο σίριαλ Το Νησί. Μεσκίνης, λοιπόν, ο λεπρός, μεσκινιά, ο απομονωμένος συνοικισμός των λεπρών, σαν λεπροκομείο αλλά χωρίς περίθαλψη. Στη Βόρεια Ελλάδα, μισκίνης λέγεται και ο βρομερός, αλλά και ο καχεκτικός, όπως και ο ιδιότροπος στο φαγητό, ο σιχασιάρης. Με δυο λόγια, ολόκληρο φάσμα από αρνητικές σημασίες! μονομερίδα Η μονομερίδα είναι μικρό δηλητηριώδες φίδι που το δάγκωμά του θεωρείται θανατηφόρο. Για την ετυμολογία, ο Πάπυρος λέει ότι προέρχεται από το μονήμερος > μονημερίδα, επειδή το φίδι εχει ζήσει μόνο μία μέρα και η δραστικότητα του δηλητηρίου του δεν έχει αμβλυνθεί από την επίδραση των ηλιακών ακτινών. Πιο πιθανό μού φαίνεται να προέρχεται από το ότι όποιον δαγκώσει η μονομερίδα έχει μια μέρα ζίβής. Η λέξη ακούγεται τουλάχιστον στην Ήπειρο, στα Επτάνησα και τη Δυτική Στερεά. Τη λέξη τη χρησιμοποιεί ο Βαλαωρίτης που βάζει την Κυρα- Φροσύνη να λέει: «Αν μ έκανε ν η μάνα μου οχιά, μονομερίδα, θα σε φιλούσα, πίστεψε, Βεζίρη, μες στο στόμα» και στον «Αθανάση Διάκο»: «και σα μονομερίδα από να αρμό στον άλλονε κρυφάκρυφά χωνεύει και μου ρουφάει τη δύναμη». Ο ίδιος υποσημειώνει ότι, επειδή η μονομερίδα έχει πλατιά την ουρά, πίστεψαν πως είναι δικέφαλη. Σε διήγημα του Χρηστοβασίλη, διαβάζω: «σα να τον είχε τσιμπήσει στην καρδιά οχιά πικρή, η κακή μονομεριδα». Πολύ συχνά ακούγεται μαζί με την οχιά: «οχιά και μονομερίδα να (τε φάει», κατάρα' ή, «οχιά και μονομερίδα» σκέτο σαν στερεότυπη απάντηση (ατάκα) στο επίμονο ή δυσάρεστο «όχι» του συνομιλητή μας (πρβλ. το κοινότερο «οχιά κι αστρίτης»). Στις μέρες μας, έχω 151

147 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ δει τη μονομερίδα να χρησιμοποιείται σε ευφυή λογοπαίγνια με τη μονομέρεια και την ημερίδα. μορικος Μόρικος είναι αυτός που έχει χρώμα μενεξεδί, μοβ, βιολετί. Η λέξη παράγεται από το τουρκικό mor και την κατάληξη -ικός. Όμως, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Κ. Καραποτόσογλου, η τουρκική λ. προέρχεται (υποθέτω μέσω αραβικών) από το ελληνικό μόρον, το μούρο, άρα ο μόρικος είναι αντιδάνειο. Τα μόρικα ρούχα ήταν συνήθως επίσημα και ακριβά βρίσκουμε πολλές αναφορές σε παλιά προικοσύμφωνα. Στον παπαδιαμαντικό Γάμο του Καραχμέτη, η Λελούδα φοράει ένα ωραίο μεταξωτό φουστάνι «μόρικο που έκανε νερά-νερά». Οι Καζαντζάκης και Κακριδής χρησιμοποιούν τη λέξη στη μετάφραση της Ιλιάόας, όχι όμως για ρούχα παρά για σκουλαρίκια: «και σκουλαρίκια πέρασε έπειτα στα τρυπημένα αφτιά της / τρίπετρα, μόρικα, που η χάρη τους στραφτάλιζε περίσσια» (Ξ 1823). Αποδίδει την ομηρική φρ. «έρματα τρίγληνα μορόεντα». Ο Απόστολος Μελαχρινός επίσης έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη: «Και πήε να μάσει σ άλλη στράτα / μόρικα βάτσινα στα βάτα». Βάτσινα είναι τα βατόμουρα, που ευλόγως είναι μόρικα! μουζοΰρι Μουζούρι στην Κρήτη και στο Αιγαίο, μουτζούρι στα Επτάνησα, είναι μονάδα όγκου, που χρησιμοποιόταν για τη μέτρηση κυρίως δημητριακών, αλλά και άλλων καρπών ή αλατιού ή και λαδιού. Δάνειο από τα ιταλοβενετικά, misura, (από τον πληθυντικό misure), ήδη μεσαιωνικό (μιζούριον, μουζούριον). Καθώς πρόκειται για μονάδα όγκου (υπάρχει και το αντίστοιχο κυλινδρικό δοχείο), το βάρος εξαρτάται από το ειδικό βάρος του καρπού, πάντως ένα μουζούρι στάρι ήταν 12 οκάδες. Για έναν φαγά λένε: «Θέλει ένα μουζούρι στην καθισιά του». 152

148 ΛΕΞΕΙΣ 1Ι0Υ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Όμως το μουζούρι χρησιμεύει και για τη μέτρηση εκτάσεων, αφού «τριών μουζουριών χωράφι» είναι το χωράφι που για να σπαρθεί χρειάζονται τρία μουζούρια σπόρος. Τέτοια συμβόλαια της οθωμανικής εποχής ακόμα έρχονται στην επιφάνεια, στην Κρήτη, προς μεγάλη απελπισία των δικηγόρων - κάποιες υποθέσεις έχουν φτάσει στον Άρειο Πάγο. Σε γνωστά κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, ο Αγιος Βασίλης εμφανίζεται ως γεωργός που «κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι / μουζούρι στάριν ήσπειρα με το πλατύ πινάκι». Με την έννοια του «λίγου τόπου», ο Καζαντζάκης στην Οόύσεια: «και κάντε μας μουζούρι απλοχωριά να μας χωρέσει ο τόπος». Ο δε Πρεβελάκης, στην Παντέρμη Κρήτη, παίρνοντας ένα αιματηρό δημοτικό μοτίβο γράφει: «Το αίμα του έκαμε στη γης αλώνι, και τ άντερά του χυθήκανε σ ένα μουζούρι τόπο». μούλκι Μούλκι είναι επί τουρκοκρατίας το ιδιωτικό αγρόκτημα, που ανήκε δηλαδή σε συγκεκριμένο άτομο κατά απόλυτη κυριότητα. Δάνειο από το τουρκικό miilk (ιδιοκτησία, κτήμα). Υπάρχουν και πολλά τοπωνύμια Μούλκι ή Μούλκια (π.χ. στην Κορινθία), ενώ άλλα έχουν μετονομαστεί (π.χ. στη Σαλαμίνα, σε Αιάντειο), αλλά η παλιά ονομασία δεν έχει ξεχαστεί. Ο Ν. Πολίτης καταγράφει την παροιμία «Έχεις γρόσια στο σεντούκι; Δώσε τα και πάρε μούλκι». Στη Νέα πολιτική όιοίκησι του Ρήγα Φεραίου, «Εκείνος οπού αγοράζει ένα μούλκι είναι π ο λίτης», ενώ για τη διάλυση των μοναστήριών επί Ό θωνα ο Μακρυγιάννης παραπονιέται ότι «έκαμαν και τα μούλκια λιβόιδια και τα βόσκαγαν». Με τον μουσουλμανικό νόμο, το μούλκι ήταν η μόνη ιδιωτική ιδιοκτησία και μόνο αυτή μπορούσε να κληρονομηθεί ή να μεταβιβαστεί. Όταν ιδρύθηκε το νεοελληνικό κράτος, όλες οι δημόσιες γαίες περιήλθαν αυτοδίκαια στο κράτος, αλλά διάφοροι επιτήδειοι κατάφεραν, με πλάγιους τρόπους, να παρουσιάσουν τεράστιες 153

149 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ εκτάσεις ως μούλκια και να βρεθούν μεγαλοτσιφλικάδες. Ακόμα και σήμερα εκδικάζσνται υποθέσεις για το αν πριν από 200 χρόνια η τάδε τοποθεσία ήταν ή όχι μούλκι. Οπότε ίσ<χ>ς η λέξη θα έπρεπε να υπάρχει και στα νεότερα λεξικά. μουσαντένιος Λέξη της λαϊκής γλώσσας, ο μονσαντένιος λείπει από τα γενικά λεξικά, έλλειψη που έγινε φανερή όταν πριν από λίγα χρόνια παρουσιάστηκε βίντεο όπου ένας δικηγόρος περηφανευόταν ότι είχε κάνει «μουσαντένια» αγωγή, παναπεί ψεύτικη, ή πιο σωστά γεμάτη λάθη ώστε να καταρρεύσει στο δικαστήριο. Και τότε αναρωτήθηκαν πολλοί τι σημαίνει η λέξη. Μουσαντένιος θα πει ψεύτικος, πλαστός και προέρχεται από το επίρρημα μονσαντά, «στα ψέματα, δήθεν». Συχνά στα γήπεδα ακούμε γ ια μονσαντένιο πέναλτι. Κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, στα Καλιαρντά, η αρχή βρίσκεται στη λ. μούσαντό ( ψέμα) της καλιαρντής, που προήλθε από τη λ. μούσι = ψέμα της κοινής νεοελληνικής, με ψευτογαλλική κατάληξη. Ωστόσο, ο Κ. Δαγκίτσης είχε νωρίτερα υποστηρίξει ότι το μ ονσαντά είναι τουρκικής αρχής. Όπως επισημαίνει ο Κ. Καραποτόσογλου,24αρχή της λέξης είναι το τουρκικό musanna, που σημαίνει «πλαστός, εικονικός, πλαστογραφημένος», με επίδραση του αραβοτουρκικού musa ade = βοήθεια, αντίληψη. Λογικό είναι μια λέξη που σημαίνει «απάτη, ψέμα» να είναι απατηλή και στην ετυμολογία της. μουχΐάρης Στην οθωμανική αυτοδιοίκηση, ο μουχτάρης ήταν αιρετός αξιωματούχος επικεφαλής του χωριού ή της συνοικίας, με δικαιοδοσία παρόμοια με του κοινοτάρχη, του προέδρου της κοινότητας. Στα 24. Σε σχόλιο στο ιστολογιο sarantakos.wordpress.com 154

150 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ μέρη με μεικτό πληθυσμό, η κάθε εθνοθρησκευτική ομάδα (μιλέτι) μπορούσε να εκλέγει δικό της μουχτάρη. Δάνειο από το τουρκικό muhtar. Και επώνυμο. Ο μουχτάρης ήταν η αρχή του χωριού, σύνδεσμος με την κεντρική διοίκηση. Στα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου, υποδέχεται τους ξένους: «Καρακόλι [αστυνομικό τμήμα] δεν έχει το χωριό. Εγώ είμαι ο μουχτάρης. Ελάτε να σας φιλοξενήσου». ΣτοΖτο?; Χατζηφράγκον, του Κοσμά Πολίτη, ο παπάς, θέλοντας να σταματήσει τις διαδόσεις, «μάζεψε τους επίτροπους της εκκλησίας, το μουχτάρη, και πέντ έξι από τους πρώτους του μαχαλά, που πέρναγε ο λόγος τους» και τους έκανε συστάσεις. Στην Κύπρο, ο κοινοτάρχης ονομαζόταν επίσημα μουχτάρης έως το 1930 και αυτή η ονομασία έχει άτυπα παραμείνει. Κάπου διάβαζα για έναν κορυφαίο πολιτικό ότι δεν κάνει «ούτε για μουχτάρης του χωρκού [χωριού] του». Και όταν έγινε ένα σκανδαλάκι με κοινοτάρχες που εξασφάλισαν δωρεάν ταξίδια, μια εφημερίδα έγραψε για τα «μούχτι ταξίδια των μουχτάρηδων», αξιοποιώντας το προφανές λογοπαίγνιο - διότι, όπως θα δείτε σε επόμενο λήμμα, στην Κύπρο μούχτι* σημαίνει «δωρεάν». μουχτερό Μουχτερό λέγεται το γουρούνι σε μερικά νησιά και μουχτερόν, στα ποντιακά. Η λέξη είναι μεσαιωνική και προέρχεται από το μοχθηρόν, ουδέτερο του επιθέτου μοχθηρός. Στα αρχαία ελληνικά, η αρχική σημασία της λ. μοχθηρός ήταν «εκείνος που υποβάλλεται σε μόχθο και ταλαιπωρίες», και με αυτή τη σημασία ονομάστηκε μοχθηρόν το γαϊδούρι, που σηκώνει μεγάλα βάρη, αλλά και ο χοίρος. Στον Π τω χοπρόόρομο: «και μουχτερόν ο κηπουρός έχει και θρέφει τούτο / και θρέφει και τον κηπουρόν και μουχτερόν ο κήπος». Στα ποντιακά η λέξη είναι ακόμα ζωντανή και θα τη βρει κανείς και σε δίαδικτυακούς διαλόγους στην ποντιακή μετάφραση της Διχόνοιας του Αστερίξ (Το ζιζάνιον), ο εκατόνταρχος παραπονιέται 155

151 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ ότι οι Γαλάτες είναι «ενωμέν άμον άγρα μουχτερά!» («ενωμένοι σαν αγριογούρουνα», στην κοινή νεοελληνική). Αλλού διαβάζω ότι οι Πόντιοι «για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι έκαναν σαρμάδες, ψωμί καλαμποκένιο, τυροκλωστή, μουχτερό παστωμένο με γουλία και μπόλικο ρακί». Βέβαια, σήμερα μοχθηρός σημαίνει «κακός, πονηρός» - μια σημασιολογική μεταβολή που είχε αρχίσει ήδη στα αρχαία. Στον γνωστό στίχο του Σκαρίμπα για το Βαπόρι, που «τάχα ποιον ν αρπάξει έχει έρθει και προσμένει / μουχτερό και δόλιο, από δω κάτω;» έχουμε εκδημοτικισμό του μοχθηρός που δεν καθιερώθηκε. Τα καημένα τα γουρουνάκια είναι μουχτερά, όχι μοχθηρά. μοΰχτι Μούχτι αρχικά είναι ο χορτασμός, αλλά η λέξη έχει πάρει πολλές και διαφορετικές σημασίες. Σύμφωνα με τα λεξικά, είναι άλλος τύπος της λ. μπούχτι < μπουχτίζω (τουρκικής αρχής, biktim, αόριστος του ρ. bikmak). Κατ επέκταση, από τον χορτασμό, μούχτι είναι τα πολλά λεφτά, αλλά και ο αθέμιτος πλουτισμός. «Έπεσε στο μούχτι» σημαίνει ότι βρέθηκε με πολλά χρήματα, αλλά και ότι επιδόθηκε σε ρεμούλες. Το κακό είναι ότι η λέξη πολλές φορές μπερδεύεται με το μούτι το αρβανίτικο (τα έκανε μούτι = τα σκάτωσε). Σε ένα διάσημο απόσπασμα από τονςχαλασοχώρηδες του Παπαδιαμάντη, «Ο Λάμπρος ο Βατούλας κι ο Μανώλης ο Πολύχρονος, κι άλλοι μερικοί, πέφτουν με τα μούτρα στη λαδιά, στο μούχτι [...] κι ηξεύρουν πώς να κυνηγούν το πλιάτσικο». Ωστόσο, στην Κύπρο το μούχτι (ή μούχτιν) έχει πάρει διαφορετική σημασία και σημαίνει «δωρεάν». Παροιμία: «Μούχτι ξίδι, γλυκό σα μέλι». Η λέξη είναι πολύ ζωντανή και τη βρίσκω και σε εντελώς σύγχρονους διαλόγους, π.χ. «το νέο μενού 3.0 της Apple το οποίο κατεβάζεις μούχτι έχει και ελληνικά πάνω» ή και «έφαγε γκολ μούχτιν». Από τον αθέμιτο πλουτισμό στη δωρεάν απόκτηση δεν είναι δα και τόσο μεγάλη η απόσταση. 156

152 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ μΐϊαγιάκο Ίσως επειδή θεωρείται περισσότερο λέξη της αργκό, το μπαγιόκο δεν το έχει κανένα γενικό λεξικό, νεότερο ή παλαιότερο, μόνο τα λεξικά της πιάτσας. Μπαγιόκο είναι τα χρήματα, και μάλιστα τα πολλά χρήματα1μπαγιοκλής, ο παραλής. «Κάνω μπαγιόκο» σημαίνει «κάνω κομπόδεμα, συγκεντρώνω ένα αξιόλογο ποσό». Υπάρχει και η απόχρωση των χρημάτων που είναι κρυμμένα για κάθε ενδεχόμενο ο τψ Αντιποίηση αρχής, ο Αλέξ. Κοτζιάς γράφει για μια γριά που είχε κρυμμένο στο στρώμα της «χρυσό μπαγιόκο από την καταστροφή της Σμύρνης». Η λέξη υπάρχει σε κάμποσα ρεμπέτικα τραγούδια, με γνωστότερο το Δνο μάγκες μες στη φυλακή του Κώστα Τζόβενου, οι οποίοι, για να πείσουν τον διευθυντή να κάνει τα στραβά μάτια, υπόσχονται «μη μιλάς και κάνε μόκο, θα σου ξηγηθώ μπαγιόκο». Το μπαγιόκο ετυμολογείται από το ιταλικό baiocco, που ήταν ένα χάλκινο παπικό νόμισμα ευτελούς αξίας. Βέβαια, το σημερινό μπαγιόκο δηλώνει μεγάλο ποσόν, αλλά αυτό είναι συνηθισμένο στο λεξιλόγιο του χρήματος - ούτε ο παράς ήταν κανένα μεγάλο νόμισμα, αλλά ο παραλής είναι πλούσιος. μπαΐρι Μπαΐρι είναι η πλαγιά του βουνού ή του λόφου, είναι όμως και ο άγονος τόπος, το χέρσο χωράφι, ακόμα και η αλάνα. Δάνειο από το τουρκικό bayir. Κοινό σημείο στις δύο σημασίες, ότι το μέρος είναι γυμνό, γεμάτο πέτρες και αγριόχορτα. Η λ. είναι ολοζώντανη σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου, όπως μαρτυρούν και τα πολλά τοπωνύμια που υπάρχουν σε ενικό και πληθυντικό. Στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, οι Οθωμανοί (για λόγους υγείας ή επιβολής) προτιμούσαν το επάνω τμήμα της πόλης, το ονομαζόμενο Μπαΐρι - από εκεί και το επίθετο Βαϊρλής. Ο Νίκος Παπάζογλου το τραγούδησε («φρέσκο ασβεστωμένο το Μπαΐρι») στα Σύνεργα. Ο Μακρυγιάννης, διεκτραγωδώντας την καταστροφή της Ρούμελης, 157

153 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ ρωτάει: «Πέστε μου πολιτείαν να μην κάηκε και οι γες έρημες και μπάίρια ως την σήμερον». Ένα δημοτικό της ξενιτιάς, σπαραχτικό, λέει: «Τον ξένο παν, τον θάφτουμε σε χέρισο μπαΐρι, χωρίς παπά, χωρίς κεριά, χωρίς μανούλας δάκρυα». Η λεσβιακή έκφραση «μπαϊρίσια αλεπού» σημαίνει τον παμπόνηρο άνθροοπο - «επειδή στο γυμνό μπάίρι δεν έχει τόπο να κρυφτεί, αναπτύσσει στο έπακρο την εξυπνάδα της». Αντίθετα, η μακεδονίτικη «τούρνα μπαϊρίσια» (τούρνα είναι το πουλί γερανός) δηλώνει τον βλάκα. Δεν ωφελούν όλους εξίσου τα μπάίρια. μπακράτσι Μπακράτσι ή σπανιότερα μπρακάτσι είναι ένα χάλκινο σκεύος με κρεμαστή λαβή, σαν μικρός κουβάς, για τη μεταφορά ή μετάγγιση ή άντληση νερού ή γάλατος μαστραπάς. Δάνειο από το τουρκικό bakrag, ίδιας σημασίας. Η λέξη δεν υπάρχει στα νεότερα λεξικά, αλλά είναι ακόμα ζωντανή στις περισσότερες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Μια ειδική χρήση που είχε (και ακόμα έχει) το μπακράτσι είναι ότι χρησιμοποιόταν στην εκκλησία για τον αγιασμό των Φώτων. Ο παπάς περνούσε από κάθε σπίτι, ακολουθούμενος από το παπαδοπαίδι, που κουβαλούσε το μπακράτσι με τον αγιασμό και οι νοικοκυρές έριχναν νομίσματα: «"Υστερα, έριχναν στο μπακράτσι ό,τι μπορούσε η καθεμιά* οι πενταροδεκάρες έπεφταν βροχή» (I. Μ. Παναγιωτόπουλος, Χαμοζωή). Στην Αυλή μας, η Μ. Ιορδανίδου έχει μια γύφτισσα που κυκλοφορεί με ένα μπακράτσι, όπου βάζει τα φαγητά που της προσφέρει η αφηγήτρια, όμως το μπακράτσι κυρίως για υγρά χρησιμοποιείται. Από το Διαδίκτυο ξεσηκαϋνω την περιγραφή ενός εθίμου που γίνεται στην Πεντάπολη Σερροόν, όπου καταβρέχουν κάποιον ώστε να έχει πολλές βροχές η χρονιά: «Γκιούμια, τενεκέδες, μαστραπάδες, στάμνες, μπούκλους, μπακράτσια, κουβάδες, κανάτες, κύπελλα, άδειαζαν το νερό επάνω του, για το καλό, για να βρέξει». 158

154 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ μπαμ τρελελέ Μπαμ τρελελέ είναι το μικρό γενάκι που μερικοί συνηθίζουν να αφήνουν μεταξύ κάτω χείλους και σαγονιού (π.χ. ο τραγουδοποιός Πάνος Κατσιμίχας). Τη λέξη θα την ακούσετε και ως μπαμ τερλε- λέ (έτσι λέγεται και μια μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης) ή μπαμ τιρλελέ ή μπαμ τιριλέμ, για να μην επεκταθώ στις πιο αλλόκοτες παραλλαγές. Σε άρθρο του Στέφ. Στεφάνου για την Αθήνα της εποχής του Γεωργίου του Α' αναψέρεται ότι ο Μελέτης, ο καλύτερος μπαρμπέρης της εποχής, στην οδόν Αιόλου, «όταν ήθελε να ξυρίσει το μπαμ τρελελέ, όπως ελέγετο το κάτωθεν του στόματος γενάκι, εφώναζε του πελάτου να κάνει μύγδαλο, να φουσκώσει δηλαδή εσωτερικώς με τη γλώσσα του το μέρος εκείνο». Κατά τον Κ. Δαγκίτση, η αρχή της λ. βρίσκεται στο γαλλικό barbe imperiale ή σκέτο l imperiale, δηλαδή αντοκρατορικό γένι, όπως ονομάστηκε στα γαλλικά το υπογένειο που έτρεφε ο αυτοκράτορας Ναπολέων ο Γ' ( ). Από αυτό το μπαρμπ εμπεριάλ, ίσως ως σατιρική παραφθορά, υποστηρίζεται ότι προέκυψε το μπαμ τρελελέ. Ωστόσο, κατά τον Κ. Καραποτόσογλου,25 η αρχή βρίσκεται στο τουρκικό bamteli που σημαίνει ακριβώς αυτό το υπογένειο - αν ευ σταθεί αυτό, όπως φαίνεται, μεγάλη λύπη θα αισθανθούν όσοι τρέφουν μπαμ τρελελέ, που το γενάκι τους έπαψε να είναι αυτοκρατορικό! μπαρμπέτα Μπαρμπέτες είναι οι φαβορίτες. Η λ. ετυμολογείται από το ιταλικό barbetta, υποκοριστικό του barba (γένι), της λέξης που μας έχει δώσει επίσης τον μπάρμπα, τον μπαρμπέρη, το μπαρμπούνι - αλλά όχι το μπαρμπούτι που είναι τουρκικό. Τα νεότερα λεξικά δεν την έχουν, περιέργως δε ούτε και ο Δημητράκος. Φημισμένες μπαρμπέτες είχε ο Θ. Δηλιγιάννης, ο μεγάλος 2.S. Σχόλιο ιΐτο κπολόγιη siinmi iikos.wordpress.com 159

155 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ αντίπαλος του Τρικοΰπη στα τέλη του 19ου αιώνα. Θυμάται ο Περικλής Βυζάντιος τον Δηλιγιάννη: «Ο γέρος με τις άσπρες μπαρμπέτες έβγαινε στο παράθυρο και έβγαζε ένα λόγο που δεν τον άκουγε κανείς, γιατί όλοι φωνάζανε: Κορδόναρος - Κορδοναρούμπαρος». Στον Καπετάν Μιχάλη ο Καζαντζάκης περιγράφει «ένα γεροντάκι παστρικό, χαριτωμένο, με φτενό ευγενικό μουσούδι, με μυτερό φρεσκοξουρισμένο πηγούνι, και δυο κοντουλές μπαρμπέτες πασαλειμμένες με μαντέκα». Την εποχή του Δηλιγιάννη, οι μπαρμπέτες ήταν η λέξη της καθομιλουμένης- οι φαβορίτες δεν ακούγονταν πολύ. Ο Κουμανούδης στη Συναγωγή νέων λέξεων καταγράφει: «Παραγναθίδες1αι κοινώς μπαρμπέτες». Οι παραγναθίδες δεν μπόρεσαν φυσικά να εδραιωθούν, αλλά οι μπαρμπέτες δεν επωφελήθηκαν σήμερα λέμε συνήθους φαβορίτες' o l μπαρμπέτες ακούγονται ακόμα, αλλά έχουν σαφώς παλιομοδίτικη απόχρωση. μπαρντάκι "Η μπαρδάκι, μια λέξη με δύο βασικές σημασίες, αφενός το σταμνάκι και αφετέρου το κύπελλο του νερού. Είναι δάνειο από τα τουρκικά (bardak) και οι δυο σημασίες υπήρχαν ήδη στα τουρκικά. O l σημασίες πρέπει να διαφοροποιούνται και τοπικά, π.χ. στην Κρήτη μπαρντάκι είναι μόνο το κύπελλο του νερού, ενώ στη Λέσβο μπαρδάκι είναι μόνο η στάμνα. Με την έννοια της μικρής στάμνας, το μπαρδάκι ή μπαρντάκι είναι πήλινο και χρησιμοποιείται κυρίως για νερό το κατέβαζαν στο πηγάδι για να παγώσει. Στις Παραπονεμένες του Παπαδιαμάντη, η μητέρα προκειμένου να παντρέψει την κόρη της δίνει για προίκα όλα της τα φτωχικά υπάρχοντα: «Τσουμπλέκια, μπαρδάκια, ρουχικά, όλα τα έδιδεν». Τις στάμνες αυτές τις έφραζαν πρόχειρα με κουκουνάρι ή κάποιο άλλο πώμα. Από εκεί και το μπαρδακοβούλωμα, που σημαίνει τον κοντό και κακοσχη ματισμένο άνθρωπο, ιδίως γυναίκα. Τα χρόνια που δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό στα σπίτια, είχαν το μπαρντάκι, ένα κύπελλο 160

156 AKSttlL ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ με χερούλι, για να πίνουν από το βαρέλι του νερού. Και η απαραίτητη μαντινάδα της ταξικής διαφοράς: «Εσύ το πίνεις το νερό στο φαρφουρί μπαρντάκι / Μα γω το κακορίζικο στης γης το γουργουθάκι».2ί) μιτατάκι Μπατάκι είναι ο βούρκος, το τέλμα, η παχιά λάσπη που πατάς και βυθίζεται μέσα το πόδι σου. Λέξη πιο πολύ των βόρειων ιδιωμάτων, δάνειο από το τουρκικό batak, υπάρχει στα παλιότερα λεξικά μόνο. Μπατάκι είναι και το βουρκάρι στον βυθό λίμνης ή θάλασσας. Τη λέξη τη βρίσκω ζωντανή στους διαλόγους των κυνηγών («δεν μπορείς να περάσεις, είναι μπατάκι») ή των ψαροντουφεκάδων («άμμος-βούρκος, μπατάκι που δεν μπορείς να πατήσεις και βουλιάζεις, σε ρουφάει προς τα κάτω»). Και ρήμα: μπατακώνω, κολλάω στη λάσπη, ιδίως για αυτοκίνητο. Υπάρχει και μια άλλη λέξη, μπατάκι, ομόηχη, στην τραπεζική αργκό: είναι ο κακοπληρωτής, ο πελάτης που χρωστάει, μ άλλα λόγια, ο μπαταχτσής (ή μπαταξής): «Κανείς δεν θέλει να μας δανείσει και είμαστε τα μπατάκια της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Το εντυπωσιακό είναι ότι, ετυμολογικά, αυτά τα δυο ομόηχα έχουν κοινή πηγή, αφού ο μπαταχτσής στα τούρκικα (batak i) προέρχεται από το batak, τον βούρκο. Όσο για το batak, αυτό προέρχεται από το ρ. batmak (βυθίζομαι) απ όπου προέρχονται επίσης το μπατάρω, αλλά και ο μπατίρης. Ετυμολογικώς, δηλαδή, κι ο μπατίρης κι ο μπαταχτσής βουλιαγμένοι είναι. μπάτσικα Η μπάτσικα είναι μια λέξη που σημαίνει δυο διαφορετικά παιχνίδια, το ένα στο μπιλιάρδο και το άλλο χαρτοπαικτικό. Στο παιχνίδι του 26. Φαρφονρί είναι, το πορσελάνινο. Γονργονθας είναι το κοίλωμα στον βράχο που μαζεύει νι:ίη> 161

157 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ μπιλιάρδου υπάρχουν πέντε αριθμημένα πιόνια (τα τζινέτα) και οι παίχτες πρέπει να ρίξουν με τις μπάλες τα κατάλληλα πιόνια ώστε να πετύχουν άθροισμα 31 ή να το πλησιάσουν, όχι όμως και να το ξεπεράσουν. Το χαρτοπαίγνιο μπορεί να παρομοιαστεί με μια πολύ πολύπλοκη «τριανταμία» για δύο παίχτες. Ο Βάρναλης σε ένα χρονογράφημα θυμάται ότι γύρω στο 1903, ως φοιτητές, περίμεναν μάταια κάποιον φίλο τους που «κάπου έμπλεξε στην μπάτσικα» - το χαρτοπαίγνιο. Δάνειο από το ιταλικό bazzica, που δηλώνει κάποιο παιχνίδι με χαρτιά. Η μπάτσικα γέννησε την έκφραση «παιδιά της μπάτσικας», που σημαίνει τον βαρύ μάγκα. «Να περάσεις λαθραίο μέσα στη φυλακή, το ευκολότερο πράμα, φτάνει να σαι μάγκας, παιδί της μπάτσικας, να το λέει η καρδιά σου και να χεις φίλους της καρδιάς απ έξω» (Π. Ταγκόπουλος, Τερτίπια). Η έκφραση ακουγόταν τουλάχιστον ώς τη δεκαετία του I960- για παράδειγμα, μια κωμωδία Χοντρού-Λιγνού που παίχτηκε το 1960 οτοσινεάκ είχε ελληνικό τίτλο Παιδιά της μπάτσικας. Σήμερα θα τη βρείτε μόνο σε αφηγήσεις για την παλιά Αθήνα. Υπάρχει επίσης και η έκφραση «λόγια της μπάτσικας», δηλ. ψέματα, λόγια του αέρα. μπενεβρεκι Το μπενεβρέκι είναι είδος υφαντού παντελονιού που ανήκει στις στεριανές παραδοσιακές φορεσιές* φαρδύ επάνω, στενεύει όσο κατεβαίνει από την άποψη αυτή, δεν διαφέρει από το ποτούρι*. Η λ. ακούγεται κυρίως σε Ή πειρο και Μακεδονία και, όπως και με το παντελόνι, τη βρίσκουμε και σε ενικό και σε πληθυντικό. Είναι δάνειο από το τουρκικό benevrek, πρόκειται όμως για αντιδάνειο διότι η τουρκική λέξη (που πέρασε επίσης σε βουλγάρικα και σέρβικα) προέρχεται από το ελληνικό (α)πανωβράκι (πρβλ. λαβράκι > levrek). Σε άρθρο του Σταμ. Σταματίου διαβάζω ότι, όταν ο μετέπειτα οπλαρχηγός Κριεζώτης επέστρεψε από τη Μικρασία (όπου δούλευε εργάτης γης) στην πατρική του Εύβοια το 1821 και πήγε να βρει τους πολεμιστές στο Βρυσάκι, λίγο έλειψε να τον σκοτώσουν κατά λάθος γιατί τον είδαν να φοράει «μπενεβρέκια τούρκικα» αντί για φουστανέλες. 162

158 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Τα μπενεβρέκια έχουν ταυτιστεί με τους ηλικιωμένους και τους χωριάτες. Σε άρθρο του (Μακεδονία, 1927) στο οποίο επικρίνει τα ποιήματα του μουσικού Ριάδη για παράταιρες εικόνες, ο ποιητής Γ. Βαφόπουλος γράφει ότι είναι σαν να έβλεπε «τον μονυελοφορούντα κ. Ριάδην με μπενεβρέκια και χονδρές βλάχικες κάλτσες, δώρον της ωραίας του αρχοντοπούλας». Και σε πρόσφατη συζήτηση στο Διαδίκτυο: «είπαμε σορτσάκι, όχι το μπενεβρέκι του παππού». μπενετάδα Η λέξη απαντά συνήθως στον πληθυντικό, οι μπενετάδες. Μπενετάδες είναι το αποχαιρετιστήριο γεύμα ή το κέρασμα που παραθέτει λίγο πριν από την αναχώρησή του αυτός που πρόκειται να ξενιτευτεί. Στο Αγνάντεμα του Παπαδιαμάντη, η αναχώρηση αργεί επειδή «ο καπετάνιος δεν ετελείωνε τους αποχαιρετισμούς εις την οικίαν και ο λοστρόμος εμάκρυνε τις μπενετάδες εις τα καπηλειά». Σε μια χώρα ναυτικών και απόδημων σαν τη δική μας, οι μπενετάδες ήταν συχνό γεγονός. Μπενετάδες ονομάστηκαν όμως και τα γλέντια που γίνονταν κατά την αίσια επιστροφή. Στο νησιώτικο τραγούδι Νησιώτισσα του Φ. Πούλου. η Ιωάννα Γεωργακοπούλου τραγουδάει για τον Νικολό που γύρισε μες στο μικρό νησί και «θα δώσει μπενετάδες». Ο Παπαδίαμάντης ίσως είχε γράψει «παινετάδες» στο διήγημά του, επειδή το παρετυμολογούσε από το παινεύω. Αν και η ετυμολογία δεν είναι βεβαιωμένη, προέρχεται από τα ιταλικά, μάλλον από το benedetto (ευλογημένος) που ακούγεται σε στερεότυπες φράσεις αποχαιρετισμού, όπως γράφει ο Κ. Καραποτόσογλου στο Ετυμολογικό γλωσσάρι στο έργο του Παπαδιαμάντη. μπετης Μπέτης είναι το στήθος στην κρητική διάλεκτο. Πρόκειται για δάνειο από το ιταλικό petto, όπου το αρχικό «μπ» προήλθε από τη συμπροφορά με το άρθρο τον. Όπως καταλάβατε, ο κρητικός μπέτης είναι Μ

159 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ ομόρριζος με το πέτο της κοινής νεοελληνικής, που κι αυτό προέρχεται από την ίδια ιταλική λέξη. Μπέτης είναι, αδιάφορα, και το αντρικό και το γυναικείο στήθος. Είναι λέξη συχνή σε μαντινάδες. Ό πως λέει το τραγούδι του Ψαραντώνη: «έγινε ο μπέτης σου γυαλί και φαίνεται η καρδιά σου, και δείχνει η αγάπη ψεύτικη, κρίμα στην ομορφιά σου». Σε ένα άλλο γνωστό δημοτικό ποίημα, «τρεις μαχαιριές τού δώκανε οι Βέργεροι στον μπέτη, ετσά του το χε η μοίρα του γραφτό και κισιμέτι». Η λέξη ακούγεται και σήμερα, και έξω από τις μαντινάδες. Και βέβαια, στην κρητική μετάφραση των περιπετειών του Αστερίξ, ο Μιχάλης Πατεράκης μετέφρασε τον γνωστό ευφημισμό «έχεις χαμηλό στήθος» του Οβελίξ ως «ο μπέτης σου είναι πιο χαμηλά»! μη ιστίου Μπιστιού σημαίνει με πίστωση, βερεσέ. Είναι λέξη καθαρά της επτανησιακής διαλέκτου - δεν νομίζω ότι ακούγεται αλλού. Δεν έχω βρει πουθενά την ετυμολογία της, αλλά πρέπει να προέρχεται από το εν πίστει, το οποίο πράγματι έχει δώσει μεσαιωνικούς λαϊκούς τύπους, π.χ. έμπιστέις. Η πιο διάσημη ανεύρεση της λέξης είναι στο ποίημα Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα του Λασκαράτου, όπου η Εύα ικετεύει τον Αδάμ να της αγοράσει τα υφάσματα και τα κοσμήματα που πουλούσε ο Εξαποδώ: «Πάρε τα, Αδάμ μου. Πάρε τα μπιστιού!... / Τον Ι Αγουστο πλερώνεις, μιού, μιού, μιού!» Ο Λασκαράτος, πάντα, εξηγεί στα Μυστήρια της Κεψαλονιάς πώς με «το σύστημα του μπιστιού», il πέρασε ο πλούτος από τους αγρότες στους εμπόρους («οι οποίοι εκερδοσκοπήσανε να τους δώσουνε στάρι μπιστιού, διά να λάβουν το καλοκαίρι τη σταφίδα τους»). ί Η λέξη χρησιμοποιείται ακόμα, κάποτε φολκλορικά* σε διαφήμιση καταστήματος κινητής τηλεφωνίας που ακούστηκε πρόσφατα, από κερκυραϊκούς σταθμούς, ο άντρας μαλώνει τη γυναίκα του που αγόρασε κινητό χωρίς να τον συμβουλευτεί: «θα το παι,ρνα φτηνό 164

160 ΛΕΞΕΙΣ ΙΊΟΥ ΧΑΝΟΝΤΛΙ και μπιστίου ορή γυναίκα και θα το πλέρωνα σε τριάντα έξι δόσεις από...» - ε, ας μην κάνουμε ρεκλάμα. μπονόρα Μπονόρα είναι επίρρημα που σημαίνει «νωρίς το πρωί». Μερικές φορές το βρίσκουμε διπλασιασμένο, για έμφαση: «να έρθεις μπονόρα μπονόρα», πολΰ προοί, νωρίς νωρίς. Δάνειο από τα ιταλικά (a buon ora). Σε παλιότερα κείμενα θα το δείτε και μπονώρα. Στον Μακρυγιάννη διαβάζουμε ότι «έπιασαν τον πόλεμον από την αυγή μπονόρα και βάσταξε ως το δειλινό», και αλλού «την αυγή μπονόρα πήγαν οι Τούρκοι και άρχισε ο πόλεμος πολλά πεισματώδης». Ο Πολίτης δίνει την παροιμία: «Από μπονώρα στη δουλειά κι από νωρίς στο σπίτι». Στα Επτάνησα ακούγεται ο ιταλοπρεπέστερος τύπος αμπονόρα. Για παράδειγμα, στην Τιμή χαι το χρήμα του Θεοτόκη, η σιόρα Επιστήμη παραπονιέται: «Εκατάλαβες μπελιάς αμπονόρα αμπονόρα, που να μην είχα σηκωθεί!» Ο τύπος αυτός ακούγεται και σήμερα- σε πρόσφατο ζακυθινό στιχούργημα που βρήκα στο Διαδίκτυο: «Δημοτικό Συμβούλιο εκάμανε στη χώρα κι εμένα με καλέσανε να πάω αμπονόρα». μπότης Ο μπότης είναι το πήλινο δοχείο με το νερό ή το κρασί που βάζουμε στο τραπέζι1επίσης, το κανάτι, το σταμνί. Η λ. έχει γίνει ευρύτερα γνωστή τα τελευταία χρόνια εξαιτίας του πασχαλινού γιορτασμού στην Κέρκυρα, όπου στην πρώτη Ανάσταση, το πρωί του Μ. Σαββάτου, ρίχνουν από τα παράθυρα και σπάνε τους μπότηδες, τα σταμνιά δηλαδή (αν και το έθιμο απαιτεί οτιδήποτε πήλινο- κι ένα ραϊσμένο πιάτο κάνει). Ωστόσο, δεν είναι αποκλειστικά κερκυραϊκή λέξη. Ως μπότης ακούγεται και στα λοιπά Επτάνησα, μπότι στην Ήπειρο, αλλά και 165

161 NIKOL ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ στην Πελοπόννησο. Ούτε είναι ιταλική η αρχή της, όπως μας προδιαθέτει η κορφιάτικη καταγωγή. Στην πραγματικότητα, ο μπότης είναι ο βυζαντινός εμπότης (εν + πίνω), που τον βρίσκουμε στην Αλεξιάόα της Άννας Κομνηνής, καθώς και το μικρό του αδελφάκι στα Πτωχοπροόρομικά: «το άσπρον εμποτόπουλον γεμάτον κρασοβόλιν». Ο εμπότης στη Χίο έχει δώσει τους τύπους νεμπότι, νεμπότης, που ακόμα ακούγονται. Δεν ξέρω αν ήταν ειλικρινής, αλλά ο Ιάκιοβος Πολυλάς περιέγραψε ως εξής τον Μοναχό τον πόθο: «Εγώ ούτε πλούτη εζήλεψα, ούτε ομορφιά και νιότη / κι ούτε τη δόξα θέλω εγώ! / Να χω γιομάτο επιθυμώ / από κρασί το μπότη». μπουράσκα Μπουράσκα είναι η θύελλα, η καταιγίδα. Η λέξη ανήκει στο λεξιλόγιο της ναυτοσύνης κι ίσως γι. αυτό δεν αξκόθηκε να συμπεριληφθεί σε κανένα γενικό λεξικό μας, ούτε παλιό ούτε νεότερο. Σ εμάς η μπονράσκα ήρθε από τα βενετικά (borasca) ή τα ιταλικά (burrasca = θύελλα), όμως είναι αντιδάνειο, αφού η ιταλική λ. έχει απώτερη ελληνική αρχή. Έ χει χυθεί αρκετό μελάνι για την ακριβή ετυμολογική διαδρομή, και το σπάνιο επίθημα -asca προβληματίζει, πάντως φαίνεται ότι η λ. γεννήθηκε στην ιβηρική χερσόνησο (borrasca, στα καταλανικά από το 1420), από το αρχαίο ελλ. βορράς και διαδόθηκε σε όλη τη Μεσόγειο. Από τον βορρά, αλλά μέσω λατινικών, έχουμε κι άλλα δύο πολύ γνωστότερα αντιδάνεια, συγγενικά με τγ\νμπονράσκα: την μπόρα και το μπουρίνι. Λέξη πανελλήνια, παρόλο που θα τη βρείτε να περιλαμβάνεται σε κερκυράΐκό γλωσσάρι. Στην Παναγιά γοργόνα ο Μυριβήλης γράφει: «το μεγάλο κακό γίνεται τις Γεναριάτικες νύχτες, σα λυσσάξουν οι μπουράσκες πούρχονται καταδώ από f ακρογιάλια...» Ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί τη λέξη στα Παιδιά της πιάτσας, σε μια πολύ χαρακτηριστική εναρκτήρια πρόταση («Στέκουνται κάτι σύννεφα μπαφιασμένα από μπουράσκα...»), και στο γλωσσάρι εξηγεί ότι μπουράσκα είναι ο νοτιάς. "Ισως αυτό να μην ισχύει παντού. 166

162 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ μπουχαρί Η λέξη μπουχαρί δεν υπάρχει σχεδόν σε κανένα λεξικό, παλιό ή νέο, μόνο στην παλιά Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, καθώς και σε γλωσσάρια του Διαδικτύου. Κι όμως, είναι ζωντανή τουλάχιστον στη μισή Ελλάδα. Είναι δάνειο από το ιδιωματικό τουρκικό buhari (καμινάδα), το οποίο, όπως έδειξε ο Κ. Καραποτόσογλου, ανάγεται στην πόλη Μπουχάρα. Δεν έχει σχέση με τον μπουχό. Μπουχαρί είναι κυρίως η καμινάδα. Λέω «κυρίως», επειδή σε μερικά μέρη μπουχαρί είναι και το τζάκι ή το γείσο του τζακιού. Είναι λ. κυρίως της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, αλλά ακούγεται και σε πολλές άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου (όχι πάντως στην Κρήτη ή τις Κυκλάδες). Σε πολλά μέρη, ας πούμε στο Πήλιο, το λένε επίσης ο μπουχαρής ή αλλού η μπουχαρή. Σε ένα λαογραφικό αφήγημα από το Αιτωλικό, ο Κ. Κώνστας λέει ότι οι νοικοκυρές μπούκωναν το μπουχαρί με μια τούφα πουρνάρια για να μην μπουν τα παγανά, οι καλικάντζαροι. Στη Ζωή εν τάψω του Μυριβήλη «οι μπουχαρίδες των καλυβιώ του θυμιάζουνε γαλάζιον καπνό μέσα στον παγωμένον αγέρα». Και σε ένα παιδικό ποίημα του (επαχτίτη) Γ. Αθάνα, του Νόβα της Αποστασίας: «Ένας πελαργός / είχε μείνει αργός / και στο μπουχαρί / βγήκε να χαρεί». μιτουχασί Μπουχασί, μπουγασί ή μπουκασί είναι μια λέξη που έχει πολύ ταξιδέψει στον μεσογειακό χώρο. Στην αρχή της αλυσίδας έχουμε το τουρκικό bogasi, buhasi, που σημαίνει ένα βαμβακερό ύφασμα που χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων για φόδρες. Η λέξη αυτή περνάει στα ελληνικά, αρχικά στις βορειοελλαδίτικες περιοχές, ωςμπουχασί και μπουγασί. Αυτά όμως τα υφάσματα γίνονται ανάρπαστα και στη Δύση κι έτσι η τουρκική λ. διαδίδεται και στα γαλλικά ως boucassin, στα βενετικά ως bocassin, απ όπου περνάει στα Επτάνησα ως μ πουκασί και μποκασί. Δηλαδή η λέξη μπήκε δυο φορές στον ελλαδικό χώρο, μία από την ανατολή και μία από τη δύση. 167

163 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ Το ύφασμα αυτό συνήθως το έβαφαν βαθυκόκκινο, κατάλληλο για γιορτινά, ζωηρόχρωμα φορέματα αποτέλεσμα αυτού είναι στην Κέρκυρα και στη Ζάκυνθο η λ. μπουκαοίνα αλλάξει σημασία και να σημαίνει όχι πια το ύφασμα αλλά το βαθύ κόκκινο χρώμα. «Γίνηκε σαν το μπουκασί» λένε για κάποιον που έχει κοκκινίσει π.χ. από το πιοτό. Σε ένα από τα Διηγήματα τον γυλιού ο Καρκαβίτσας περιγράφει «τους πάγκους με ξεσχισμένους μουσαμάδες και την τζαμαρία σκεπασμένη μ ένα ξεβαμμένο μπουγασί». Όσο κι αν ήταν ζωηρόχρωμο, ξέβαφε κάποτε και το μπουγασί. μπουχίξω Μπουχίζω σημαίνει καταβρέχω με νερό, και ειδικότερα, αλλά όχι αναγκαστικά, καταβρέχω με νερό που το έχω μέσα στο στόμα μου. Μπουχίζει κανείς τα ρούχα για το σιδέρωμα ή τους κουραμπιέδες με ανθόνερο. Η λέξη δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό, εκτός από το διαδικτυακό της livepedia.gr, παρόλο που είναι ολοζώντανη- μάλλον είναι πανελλήνια, αν και τη βρίσκο) πιο πολύ στην Πελοπόννησο. Ο Ρίτσος έχει γράψει ότι «γυαλίζουν οι ρόδες των αυτοκίνητων, μπουχίζοντας με λάσπες τις πόρτες», ενο5 η Τατιάνα Σταύρου ότι η θάλασσα «μας μπούχιζε αρμύρα παγωμένη». Στη Μητέρα τον σκύλου, ο Μάτεσις διηγείται για κάποιον που έπαθε σοκ και «τον πήγαν μέσα σηκωτό ν οι κόρες του, η μια τον ε μπούχιζε με νερό μάλιστα». Το μπουχίζω ίσως ετυμολογείται από το τουρκικό buhar (ατμός), απ όπου και το μπουχαρίτον προ-προηγούμενου λήμματος, ίσως όμως από τον μπουχό. Δεν μπουχίζουμε όμως μόνο με νερό. Στους Γαμπρούς της Ευτυχίας, ο Αυλωνίτης ειδοποιεί τον Ρίζο: «Φεύγα, πάει να φέρει βιτριόλι να σε μπουχίσει» - αν και τελικά η ταινία είχε χάπι-εντ. νάκα Νάκα και νιάκα είναι η φορητή κούνια βρέφους, συνήθως από κατσικίσιο δέρμα, που την έδενε με λουριά η μητέρα στην πλάτη της 168

164 ΛβΞΚΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝ Ο Μ ΑΙ για να κουβαλάει μαζί το μωρό της ενώ πήγαινε στα χωράφια για δουλειά. Κατά μήκος είχε δυο μικρές ράβδους για να δένεται. Τα νεότερα λεξικά εύλογα δεν έχουν τη λέξη, τα παλιότερα επισημαίνουν ότι προέρχεται από το αρχαίο νάκη (προβιά). Ακουγόταν στην Πελοπόννησο κυρίως. Τα παλιά τα χρόνια που οι γυναίκες έκαναν τις αγροτικές δουλειές, μόλις το μωρό σαράντιζε το έπαιρναν στη νάκα και έβγαιναν στα χωράφια. Φτάνοντας εκεί, κρεμούσαν τη νάκα στον ίσκιο κάποιου δέντρου και το μωρό κοιμόταν ενώ η μητέρα δούλευε. Τόσο σημαντική ήταν η νάκα, που στη Μάνη η μητέρα αποχαιρετούσε τη νιόπαντρη κόρη της με τη φράση: «Τη νιάκα σου, τη ρόκα σου και όξω από την πόρτα μου». Ο Ν. Πολίτης διηγείται στις Π αραδόσεις μια ιστορία από την Τριφύλλια, όπου μια γυναίκα είχε πάει στο ποτάμι και κρέμασε από έναν πλάτανο τη νάκα με το παιδί της «που ήτανε σαν τα κρύα νερά. Αλλά οι ανεράιδες της το κλέψανε, και της έβαλαν στη νάκα ένα άλλο κατσιμουδιασμένο, γογάρικο, κατσομαλλιασμένο, που όλο ενιαούριζε». ναμάζι Το ναμάζι είναι η προσευχή των μουσουλμάνων, που γίνεται πέντε φορές την ημέρα. Φυσικά η λ. είναι δάνειο από τα τουρκικά (namaz) και χρησιμοποιείται κυρίως σε αφηγήσεις για τη ζωή στην Πόλη και τη Μικρασία ~ αν και πρόσφατα οι εφημερίδες έγραψαν για το αίτημα ελλήνων μουσουλμάνων να τελέσουν ναμάζι στο τζαμί Τζιντζιρλί των Σερρών. Ο πιστός μουσουλμάνος πρέπει να προσεύχεται πέντε φορές τη μέρα. Το κάθε ναμάζι έχει το δικό του όνομα, π.χ. το πρωινό λέγεται σαμπάχ-ναμάζι> όπως στο δίστιχο: «Σηκώνουμαι κάθε προ)ί με το σαμπάχ-ναμάζι, θωρώ του κάμπου τα πουλιά, κανένα δε σου μοιάζει». Ο Όμηρος Μπεκές ξεκινάει το ποίημα Το λουτρό με τον στίχο: «Μες ίίτην αυγή σαν όνειρο ξυπνά τ αργό ναμάζι», ενώ η Θάλεια Κεσίσογλου 169

165 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ έγραψε στο ποίημα Αρχαίο Βυζάντιο για «τα τζαμιά που ναι ανοιχτά για βραδινό ναμάζι». Αλλά το ναμάζι γίνεται και έξω από τζαμιά. Ο Βενέζης σε ένα διήγημά του συναντάει έναν μουσουλμάνο στο Ασκληπιείο της Κω: «- Και πώς κάνεις το ναμάζι σου, την προσευχή σου, Αχμέτ; Κατεβαίνεις στο τζαμί, στην Κω; - Παντού είναι Θεός. Πέντε φορές τη μέρα κάνω το ναμάζι μου, ανάμεσα στις σπασμένες πέτρες». νάμι Υπάρχει ελληνική λέξη νάμι; Εξαρτάται. Αν ανοίξετε τα περισσότερα λεξικά, η απάντηση είναι όχι. Αν ανοίξετε τον Π απαδιαμάντη, θα πείτε ναι, αφού το έχει και τίτλο σε διήγημά του, «Το νάμι της», ενώ το χρησιμοποιεί και αλλού, όπως στο αθηναϊκό διήγημα Οι κουκλοπαντρειές, όπου μια γειτόνισσα κακολογεί την άλλη: «Η βρωμούσα! η μπαλαρίνα! η λεγάμενη! Που είναι βγαλμένο το νάμι της, εδώ και στην Πόλη!» Το νάμι λοιπόν είναι το όνομα, η φήμη, η καλή και η κακή. Από τα τούρκικα το δάνειο, nam, με ίδιες σημασίες. Είναι λέξη περσική, άρα συγγενική με το δικό μας όνομα, το αγγλικό name και όλες τις ινδοευρωπαϊκές. Το νάμι υπάρχει μόνο στο γλωσσάριο τουρκικών δανείων του Κουκκίδη, ο οποίος δίνει και τη λ. ναμλής, «ο περικλεής, ο περίφημος». Το βρίσκουμε στα κυπριακά, με βασική χρήση ο τάδε με το νάμι, για κάποιον διάσημο, ονομαστό: «Έκανε πολυεπιχείρηση και έγινε ο Χατζηκουμής με το νάμι, που εξυπηρετούσε ολόκληρη την περιοχή». Στα κρητικά, νάμι είναι η φήμη και ναμονντάνικος, ο φημισμένος. «Να βγει το νάμι του θεριστή, κι ας θέτει να κοιμάται», λέει μια κρητική παροιμία που τονίζει τη σωτήρια αξία που έχει η καλή φήμη. ναμικιορης Αλλη μια λέξη που δεν υπάρχει σε κανένα γενικό λεξικό, παρά μόνο σε λεξικά της πιάτσας και στην παλιά καλή Μ εγάλη Ελληνική 170

166 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Εγκυκλοπαίδεια του Δρανδάκη. Και αναμικιόρης. Ναμικιόρης είναι ο αχάριστος. Από τα τούρκικα, nankor, ίδιας σημασίας και περσικής αρχής. Η περσική λ. είναι σύνθετη από το nan που θα πει «ψωμί» και το kor, που θα πει «τυφλός»' ίσως λοιπόν ο αχάριστος να νοείται «τυφλός στο ψωμί (που τον ταΐζει ο ευεργέτης του)». Λέξη παλιωμένη που όμως χρησιμοποιείται ακόμα. Τη λέξη τη χρησιμοποιεί πολύ ο Τσιφόρος, αλλά ενώ στο γλωσσάρι των βιβλίων του την εξηγεί «αχάριστος», στα κείμενά του φαίνεται να έχει περισσότερο τη σημασία «δύστροπος», ή αλλού «πλέονέκτης, αχόρταγος» (π.χ. «ήτανε και ναμικιόρα στον έρωτα» στα Παιδιά της πιάτσας). Η λέξη και στα κρητικά, ναμικιόρος. Σε κείμενο της εποχής της Κρητικής Επανάστασης του 1866, διαβάζω για όσους «ναμικιόρηδες [...] φωνάζουνε κοντράδια για την επανάσταση και για το έχνος [έθνος]». Υπάρχει και το σοφό παροιμιακό δίστιχο: «Περβόλι αν κάμεις τον γιαλό και σόπατο [ίσιωμα] τα όρη / πάλι ναι αφχαρίστητοι όσοι ναι ναμικιόροι». Αφχαρίστητοι πράγματι μένουν... ναμοΰσι Το ναμούσι, ή ναμούς, είναι η τιμή, η αξιοπρέπεια, η αιδώς. Σπάνια λέξη, που ακούγεται στην Κρήτη και περισσότερο στον Πόντο. Δάνειο από τα τουρκικά, namus, όπως και δυο συναφείς λέξεις, ο ναμουσλής (δηλαδή, ο ευυπόληπτος) κι ο ναμονσούζης (ο ξεδιάντροπος, ο άτιμος). Η τουρκική όμως λ. ανάγεται, μέσω αραβικών και αραμαϊκών, στο αρχαίο ελληνικό νόμος, άρα το ναμούσι είναι είδος αντιδανείου. Παραθέτω ένα ποντιακό δίστιχο που λέει περίπου «με έκανες σαν παλαβό κι έχασα το ναμούσι μ» ή μάλλον: «Εποίκες με άμον παλαλόν κι έχασα το ναμούσι μ / κι η χώρα ελέπ με κι εθαρρεί πως δίει και παίρ ο νούς ιμ». Κι όπως λέει η φράση, «Για ίναν ναμούς πορεύκουμες ση κόσμινη» - για ένα ναμούσι ζούμε, θα έλεγε ένας Κρητικός. Ναμούς είναι και ο τίτλος ενός κλασικού αρμένικου θεατρικού έργου (παιζόταν προπολεμικά και στα ποντιακά στην ΕΣΣΔ), που 171

167 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ μιλάει για το σύστημα του ναμούς στην πατριαρχική ανατολίτικη κοινωνία, για το αίσθημα τιμής που θέλει τη γυναίκα κλεισμένη στο σπίτι και τους άντρες συγγενείς άγρυπνους φρουρούς στην τιμή της. Τέτοιο ναμούς να μας λείπει, ας μείνουμε στο ναμούσι. νταγερές Ή νταϊρές. Πρόκειται για το ντέφι, το λαϊκό μουσικό όργανο που έχει κύμβαλα στη στεφάνη του. Πρόκειται για λέξη δανεική από το τουρκικό daire, που είναι αραβικής αρχής. Λείπει από τα νεότερα λεξικά, κάτι που το θεωρώ λάθος, αφού είναι λέξη ζωντανή και πανελλήνια. Στον «Τρελό» των Σκλάβων πολιορκημένων του Βάρναλη, υπάρχει ο στίχος: «Α, με τον γύφτικο ζουρνά, με νταγερέ που κουδουνά, σύρε χορόν αντάμικο», ο οποίος μάλιστα είναι πρώτος στη μελοποιημένη εκδοχή του ποιήματος. Αλλά υπάρχει και γνωστό τραγούδι της Αλεξίου σε στίχους του Λ. Παπαδόπουλου, το Βάρα νταγερέ. Και μεταφορικά, λέμε ότι «κάποιοι χορεύουν στον ρυθμό που βαράει ο νταγερές του τάδε», δηλαδή είναι υποχείριό του. Ενδιαφέρον έχει ότι η τουρκική λ. daire έχει πολλές και βαριές σημασίες στα τουρκικά: κύκλος, περιφέρεια (τόσο με τη γεωμετρική όσο και με τη διοικητική έννοια), τομέας, αλλά και διαμέρισμα πολυκατοικίας. Επί τουρκοκρατίας, νταϊρές ονομαζόταν μια διοικητική περιφέρεια του οθωμανικού κράτους που είχε σχετική αυτοτέλεια. ντάμι Ντάμι είναι ένας πρόχειρος αγροτικός οικίσκος στα χωράφια. Είναι και ο στάβλος, πλάι στο σπίτι. Γενικά, ένα πρόχειρο κτίσμα που δεν είναι για κανονική διαμονή. Από το τουρκικό dam, που θα πει καλύβα, στάβλος αλλά και στέγη. Είναι λέξη που χρησιμοποιείται πολύ στη Λέσβο και τη βρίσκουμε και σε πολλούς μυτιληνιούς συγγραφείς, 172

168 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ αλλά και σε τοπωνύμια. Στα ντάμια διανυκτέρευαν οι οικογένειες όταν γινόταν το μάζεμα της ελιάς. Ωστόσο, δεν είναι αποκλειστικούς λέξη του λεσβιακού λεξιλογίου. Τη βρίσκουμε επίσης συχνά στην Καρδίτσα - μεταξύ άλλων, ο Νικόλαος Πλαστήρας λένε ότι είδε το φως μέσα σε ντάμι. Και στη συλλογή του, ο Ν. Πολίτης καταγράφει στην περιοχή της Βάρνας την παροιμία «Εγώ να πω ντάμι και συ βρες την πόρτα», δηλαδή ότι ο φρόνιμος πρέπει να καταλαβαίνει κι έναν σκέτο υπαινιγμό. Η λέξη, μόνο στον Πάπυρο. Ο Γιώργος Ιωάννου, περιγράφοντας την περιπέτεια του με τα νοσοκομεία στα Πολλαπλά κατάγματα, αποκαλεί «πλακόστρωτο ντάμι» το κτίριο που στεγάζει το Ακτινολογικό τμήμα. Στο σχολικό βιβλίο της Β' Γυμνασίου υπάρχει απόσπασμα από τα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου, όπου στη λ. ντάμι δίνεται η επεξήγηση «ζυγαριά» φυσικά, είναι ο στάβλος! ντελίνι Ντελίνι ή δελίνι είναι παλιό πολεμικό ιστιοφόρο, δίκροτο ή τρίκροτο. Προέρχεται από το γαλλικό (vaisseau) de ligne, δηλαδή «της γραμμής» ο τύπος όελίνι αποτελείυπερδιόρθωση. Σήμερα, ακούγοντας «πλοίο της γραμμής», σκεφτόμαστε τα ακτοπλοϊκά που εκτελούν τακτική συγκοινο>νία, αλλά τον 18ο και 19ο αιώνα η λ. γραμμή αναφέρεται στη γραμμή της μάχης, και τα «καράβια της λίνιας», τα ντελίνια, ήταν μεγάλα πλοία, που είχαν ίσαμε 100 κανόνια και πλήρωμα πολλές εκατοντάδες άνδρες, μπορεί και χίλιους. Η λ. είναι πολύ συχνή στα κείμενα της εποχής του 1821 και στις μετέπειτα εξιστορήσεις του ναυτικού αγαίνα κατά την Επανάσταση. «Τα καράβια σας, που τρέχουν σαν τ ακούραστα δελφίνια / πάλευσαν με του Σουλτάνου τα θεόρατα δελίνια», έγραψε ο Α. Σούτσος, απηχώντας ένα λαϊκό ναυτικό δίστιχο για τους πυρπολητές: «του καψαν και τα ντελίνια τα θαλασσινά δελφίνια». Αναφορά του Μιαούλη προς τους προκρίτους των νησιών, τον Ιούνιο του 1822, για την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο: «Τα μπουρλότα μας [...] ώρμησαν κατά του τυραννικού στόλου 173

169 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ και εσύγκαψαν δΰω ντελίνια, ένα το ένα μπουρλότο των Ψαριανών [του Κανάρη], και άλλο, των εδικών μας [του Πιπίνου]. Και ένα απ αυτά ήτο το Πασσαγεμισή [ναυαρχίδα] και δεν έμεινεν ούτε ίχνος...» ντερσέκι Λέξη με πάμπολλους εναλλακτικούς τύπους, το ντερσέκι θα το βρείτε και ως ντιρσέκι, ντουρσέκι, ντρισέκι, τρισέκι, τερσέκι] Είναι η γωνία του δρόμου, το σταυροδρόμι, και συνεκδοχικά έχει πάρει τη σημασία «σοκάκι». Ντερσέκι λεγόταν επίσης ο γωνιωτός σωλήνας στις θερμάστρες. Δάνειο από το τουρκικό dirsek, που θα πει «αγκώνας, καμπή (π.χ. ποταμού)». Τα ντερσέκια τα βρίσκουμε συχνά σε αφηγήσεις για τη ζωή στη Μικρασία, π.χ. «κι ώσπου να προφτάσουνε οι γυναίκες να τους πουν δυο λόγια, είχανε στρίψει κιόλα το ντουρσέκι και χαθήκανε απ τα μάτια τους» (Κ. Πολίτης, Στον Χατζηφράγκον), ή «με το που έσκαγε στο ντουρσέκι η μουσούδα της Λέγκως, πετάγονταν όλοι στους καφενέδες όρθιοι» (Ν. Θέμελν\ς, Αναζήτηση), ή «πάει και περιμένει στο ντουρσέκι» (Ιφιγένεια Χρυσοχόου, Ξεριζοψένη γενιά). Στον θρυλικό Μπαταριά του Μαλακάση, τα ντερσέκια σημαίνουν σαφώς «σοκάκια»: «παίρναν το δρόμο του γιαλού, οι απανωπαζαρίτες, κι οι κάτω τα ντερσέκια τα στενά». Τη λέξη τη βρίσκουμε και στο τραγούδι Η κόρη τον Πασά (Ξαρχάκος - Γκάτσος) με τον Ξυλούρη: «Κάτω στα ντερσέκια τα παλιά / βλέπει να περνάει μια κοπελιά». Ο Παπαδιαμάντης και ο Καζαντζάκης προτιμούσαν τον τύπο τρισέκι, ίσως για να τους θυμίζει το τρίστρατο. ντηροΰμαι Ή ντηριούμαι, ή ντηριέμαν σημαίνει «διστάζω, δειλιάζω, φοβούμαι». Ειδικά, «διστάζω να μιλήσω». Από το μεσαιωνικό εντηρούμαι, μέση φωνή του εντηρώ (εν + τηρώ). Οι Κρητικοί θα το θεωρήσοτνν δική 174

170 Λ Κ Ξ Ε ΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ τους λέξη, όμως ακούγεται και στη Λέσβο, στα Δωδεκάνησα και σε άλλες περιοχές του ελλαδικού χοίρου. Είναι αλήθεια πάντως ότι η λ. βρίσκεται στην Ερωφίλη και σε άλλα έργα της κρητικής αναγέννησης. Ντηριέται αυτός που κομπιάζει, που δεν βρίσκει το θάρρος να μιλήσει ή να ζητήσει κάτι. Όπως λέει και το δημοτικό, «να της μιλήσω ντρέπομαι, να της το πω ντηριέμαι». Στη Ζωή εν τάφω ο Μυριβήλης γράφει: «ο λοχαγός μας σήκωσε τα μάτια του πάνω μας και μ ένα χαμογέλιο καλοσυνάτο παρακάλεσε, αν υπάρχει κανένας ανάμεσό μας που καταλαβαίνει τον εαυτό του για δειλό, να μη ντηριέται, μόνο να το πει καθαρά από τώρα». «Μ ακόμα τρέμει το σκεβρό κορμί, ντηριέται να ζυγώσει», λέει ο Καζαντζάκης στην Οδύσειά του. Ενώ ο Σταμάτης Πέτρου, ο αταίριαστος συνοδός του Κοραή στην αποτυχημένη του εμπορική προσπάθεια στο Άμστερνταμ, σε ένα από τα γράμματα που έστελνε στην έδρα της συντροφιάς, στη Σμύρνη, διαβεβαίωνε: «να μην είχε τον φόβο τον εδικό μου, ο Θεός ηξεύρει τι ήθελε να κάμει, όμως από μένα φαίνεται πως ντηριέται». ντιντής Ντιντής είναι ο αβροδίαιτος νέος της καλής κοινωνίας, ο μαλθακός και καλοαναθρεμμένος, σε αντιδιαστολή με τον μάγκα ή το εργατόπαιδο. Τη λέξη δεν την έχουν τα γενικά λεξικά, ίσως επειδή θεωρείται της αργκό. Προέρχεται από το Ντιντής, υποκοριστικό του Κωνσταντίνος (και όχιτου Αημήτριος, όπως νομίζει ο Ζάχος στο Λεξικό της πιάτσας), που ήταν κάποτε συνηθισμένο στις καλές οικογένειες.27 Για παράδειγμα, όπως είναι γνωστό, Ντιντή φώναζαν στον κύκλο τούτον Κωνσταντίνο Θ. Δημαρά. 27. Παλιότερα. οι άνθρωποι μπορούσαν να παρουσιάζονται δημοσία με το υποκοριστικό τους χωρίς αυτό να θεωρείται αναξιόπρεπο. Για παράδειγμα, ο Λαλάκης [Βασίλης] ΡοΓκρος ( ) βγήκε κατ επανάληψη βουλευτής αλλά και δήμαρχος Πάτρας. χωογ; να (τταθει εμπόδιο το όνομά του. 175

171 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ Ο Ντιντής λοιπόν έγινε ντιντής, συνοόνυμο του κομψενόμενον μεγαλοαστού. Στα χρονογραφήματα του στον Ριζοσπάστη το , ο Απ. Σπήλιος τακτικά αναφερόταν σε κάποιον φίλο του Ντιντίκο, Κολωνακιώτη, ενώ η κατοχύρωση του όρου ήταν το γνοοστό τραγούδι του Μανοιλη Χιώτη (σε στίχους Νίκου Ρούτσου) με το ρεφρέν: «Να μου λείπουν οι ντιντήδες κι οι μοντέρνοι, θέλω άντρα ν αγαπάει και να δέρνει». Η λέξη ήρθε στην επικαιρότητα στα τέλη του 2010, όταν ο Φαήλος Κρανιδιώτης έγραψε ένα άρθρο γεμάτο τεστοστερόνη, υποστηρίζοντας ότι οι καιροί «απαιτούν ιδεολογικούς μαχητές κι όχι ντιντήδες». Ωστόσο, ο ντιντής δεν είναι θηλυπρεπής* κακούς τους ταυτίζει το τραγούδι των Κραουνάκη - Μαρίνου («θα γίνει ντιγκιντάγκας, θα γίνει ένας ντιντής»). ντουλαμάς Ο ντουλαμάς ή ντολαμάς ήταν μάλλινος επενδύτης, ανοιχτός μπροστά, που έδενε με ζώνη και που αποτελούσε το επανωφόρι της στολής του φούστανελοφόρου και το επιχιτώνιο του ευζώνου. Δάνειο από το τουρκικό dolama. Δεν υπάρχει στα νεότερα λεξικά, αν και ίσως θα έπρεπε, και όχι μόνο για ιστορικούς λόγους. Αν μη τι άλλο, οι άνδρες της Προεδρικής Φρουράς φορούν ακόμα και σήμερα ντουλαμά, από χοντρή μπλε τσόχα τον χειμώνα και χρώματος χακί το καλοκαίρι. Όποος λέει ο Τάκης Λάππας, οι αγο>νιστές του Είκοσι ένα «τον ντουλαμά τον ρίχνανε πάνω τους σαν έπιανε κρύο κι ήταν φτιαγμένος από τσόχα που την κεντούσανε με μαύρο μετάξι». Ο Παλαμάς έγραψε για τον Καραϊσκάκη: «Ο ντουλαμάς απάνω του άλικος, πορφύρα / σκήπτρο στο χέρι το βαρύ του απελατίκι». Κρόσσια, χιτώνες, ντονλαμάόες, βελάδες είναι ο τίτλος μιας παιδικής ιστορίας της ελληνικής φορεσιάς, που εκδόθηκε από το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. «Θα λαμποκόπαγαν στους ντουλαμάδες οι πέντε αράδες τα κουμπιά, οι έξη τα σιρίτια», έγραψε ο Σκαρίμπας στονς Καημούς στο Γριπονήσι. Βέβαια, δεν ήταν φανταχτεροί όλοι οι ντουλαμάδες. Όπως λέει στα Γεωργικά της Ρούμελης ο Δ. Λουκόπουλος, ο αγροφύλακας 176

172 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ σε ένα χωριό αναγνωριζόταν επειδή «θα φορεί ντουλαμά τις περισσότερες φορές και θα είναι αξούριστος». ντουτιά Η ντουτιά είναι η μουριά και ο καρπός της, το μούρο, λέγεται ντούτι. Δάνειο από τα τουρκικά, dut (μούρο), λ. αραβικής αρχής. Η ντουτιά ακούγεται σπάνια, κυρίως στη Μακεδονία και στη Θράκη και δεν την έχουν τα νεότερα λεξικά. Η μουριά που κάνει μαύρα μούρα λέγεται καμιά φορά καραντουτιά, αλλά δεν γίνεται πάντα η διάκριση. Στην Πνρπολημένη γη της Ιφιγένειας Χρυσοχόου, υπάρχει μια σκηνή με παιδιά που σκαρφαλώνουν στην καραντουτιά και βάφονται με τα μούρα. Στο διήγημα του Γιώργου Ιωάννου Το σπίτι του Κεμάλ, περιγράφεται μια επιβλητική ντουτιά με κόκκινα μούρα (που όμως τα φύλλα της ήταν σκληρά και δεν τα έτρωγαν οι μεταξοσκώληκες). Όταν το κείμενο έπεσε στις Πανελλήνιες εξετάσεις του 2010 στο μάθημα της γλο>σσας, δόθηκε εξήγηση ότι η ντουτιά είναι η συκομουριά. Αυτό είναι λάθος, που ξεκινάει από το λεξικό του Δημητράκου. Η συκομουριά δεν είναι μουριά- είναι ακόμα μεγαλύτερο δέντρο, το οποίο κάνει καρπούς περίπου σαν τα σύκα, που όμως για να ωριμάσουν και να τρώγονται πρέπει να τα χαράξει κάποιος με το μαχαίρι- στην Κύπρο, όπου υπάρχει μια αιωνόβια γιγαντιαία συκομουριά στην Αγία Νάπα -έχει γράψει ο Σεφέρης για τη «γέρικη συκομουριά»-τους καρπούς αυτούς τους λένε τουμπέζια. ξαντιμεΰω Ξαντιμεύω σημαίνει ανταποδίδω- ξαντίμεμα είναι η ανταπόδοση. Πρόκειται για μετεξέλιξη του ανταμείβω, που έγινε στα μεσαιωνικά χρόνια ανταμεύω > αντιμεύω και το ε - προστέθηκε ως επιτατικό. Σπάνια λέξη, αλλά έχει χρησιμοποιηθεί στο γνωστό δημοτικό τραγούδι. Του Μ αυριανού και της αδελφής του, όπου ο ρήγας στέλνει πλούσια 177

173 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ δώρα στην κόρη και της μηνάει: «Ο ρήγας που σ' αγάπησε ξαντίμεμα δε θέλει, μόν τα στείλε για να σε ιδεί, δυο λόγια να σου κρίνει». Ο Καζαντζάκης χρησιμοποίησε τη λέξη και στις ομηρικές του μεταφράσεις (π.χ. «γιατί το πλούσιο εγώ ξαντίμεμα της κόρης απ τη Χρύσα δεν έστρεξα»), αλλά και στις Τερτσίνες του («Σαράντα χρόνια σκλάβος στη δουλειά σου / μα μένει ακόμα φλόγα στην καρδιά μου / και θες δε θες το λόγο μου αφουκράσου: / Ξαντίμεμα ζητώ τη λευτεριά μου»). Ο Σικελιανός, στο ποίημα προς τον Μακρυγιάννη, τελειώνει ως εξής: «Κι άξιο ξαντίμεμα του μόχτου μας ας είναι που απ τις εφτά πληγές σου Στρατηγέ μας [...] πλατιά τη δίψα μας [...] να ξαλαφρώσουμε μπορούμε!» Στο Αξιόν εστί ο Ελύτης έχει. το ημιστίχιο «Μα χουν όλα τα αίματα ξαντιμεθεί», δηλαδή έχουν ξεπληρωθεί, έχει παρθεί εκδίκηση βέβαια, το ξαντιμεθεί είναι αποκλίνων τύπος (κανονικά: ξαντιμευτεί), αλλά ποιος μπορεί να βάλει τα «επέστρεφε» της ποίησης σε καλούπια; ξυλόγατα Ξυλόγατα ή ξυλόκατα είναι η ξύλινη ποντικοπαγίδα, η φάκα. Όπο^ς δείχνει το όνομά της, είναι λέξη σύνθετη από το ξύλο και τη γάτα: ξύλινη γάτα, αφού κάνει ό,τι και η γάτα - πιάνει ποντίκια. Η λέξη ήδη μεσαιωνική, υπάρχει στα παλιότερα λεξικά. Η ξυλόγατα υπάρχει σε μια σχετικά γνωστή (από το σχολείο) ατάκα του Λασκαράτου στο Ιδού ο άνθρωπος, όταν ο συγγραφέας στήνει μια παγίδα στον δοκησίσοφο κι εκείνος πέφτει μέσα πανηγυρικά: «Και ιδού ο δοκησίσοφος εις την ξυλόγατα!...» επιχαίρει ο συγγραφέας. Στο ίδιο βιβλίο, γράφοντας για τον δικηγόρο: «Όταν τούτα του τα αγαπητά παιδάκια πιάνονται στην ξυλόγατα της αστυνομίας, βάνει τότε το ρωμέικο άνω-κάτω, κι ελευθερώνει τα ψυχάρια εκείνα από την ξυλόγατα». Πιο παλιά, είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη ο Διονύσιος Σολωμός στη σάτιρα Η τρίχα (1833): «Την ώρα οπού ο πόντικας βγαίνει και περπατάει / Και βρίσκει την ξυλόγατα και μέσα ξάφνου πάει». Πολύ πιο πρόσφατα, ο Γ. Βέλτσος σε ποίημα: «Μπονώρας με προσκάλεσε 178

174 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ με τις μικρές Γιαλλούδες. Ηυλόκατα μου έστησε να πάω να τρυπώσω». Και πριν από λίγα χρόνια, η ξυλόκατα αξιώθηκε τίτλο βιβλίου, του μυκονιάτη πεζογράφου Παναγιώτη Κουσαθανά: Η ξυλόκατα και άλλες παγίδες. «Δούρεια, ξύλινη γάτα», την ονομάζει εκεί ο συγγραφέας. οβορός Ο οβορός είναι η περιφραγμένη αυλή του αγροτόσπιτου, είναι και η μεγάλη αυλόπορτα1είναι και ο περίφρακτος τόπος όπου διανυκτερεύουν τα ζώα. Δάνειο από το σλαβικό obor, «στάβλος». Συχνή και η παραλλαγή βοράς (διότι το αρχικό «ο» θεωρήθηκε άρθρο). Και σε πολλά τοπωνύμια, αν και μερικά έχουν μετονομαστεί. Ο οβορός στη δημοτική ποίηση είναι το μέρος όπου συναντάει ο νέος την καλή του: «Αυτό τ αστέρι το λαμπρό, που πάει κοντά στην Πούλια / αυτό μου φέγγει κι έρχομαι, κόρη μ, στον οβορό σου». Ο οβορός δείχνει τον νοικοκύρη, όπως στον Φωτεινό του Βαλαωρίτη: «πλατύς, καθάριος οβορός, ζωσμένος διπλολίθι». Και όπως λέει η παροιμία, «στον οβορό κοντά σκυλί και στο κελάρι σου κλειδί», χρειάζονται δηλαδή και προφυλάξεις. Με την έννοια του περίφρακτου τόπου για τα ζώα, ο Κρυστάλλης ονειρεύτηκε στον Τσέλιγκα τον διάσημο στην εποχή του στίχο: «Να χω από πάλιουραν βορό και στρούγκα από ροδάμι», ενώ ο Καζαντζάκης στην Οδύσεια λέει για μια κόρη που «τα βόδια χαιρετάει στους οβορούς, τ αλόγατα στους στάβλους». οκέλα Η πολυκατοικία, ιδίως του Μεσοπολέμου. Η λ. ακούγεται ακόμα στην Κύπρο, ενώ θα τη βρείτε σε αναμνήσεις από την Αλεξάνδρεια ή από την Αθήνα του Μεσοπολέμου. Δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό της νεοελληνικής, μόνο στο μεσαιωνικό του Κριαρά, που έχει λήμμα «οκέλα» και «νοκέλα», με τη σημασία του πολυόροφου κτιρίου με μια κεντρική αυλή γύρω 179

175 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ από την οποία υπάρχουν δωμάτια για ταξιδιώτες. Επίσης, νοκέλα λεγόταν ο ξενώνας της μονής. Προέρχεται από το αραβικό wakala (αποθήκη) πολλοί τη γράφουν με δύο λ, «οκέλλα», πιστεύοντας ότι είναι ιταλικής ετυμολογίας. Δεν είναι. Στην Αλεξάνδρεια του Μεσοπολέμου, ήταν συνηθισμένο να δίνει κανείς ως διεύθυνση το όνομα της οκέλας του, χωρίς οδό και αριθμό, π.χ. «Οκέλα Μομφεράτου». Αλλά και στην προπολεμική Αθήνα, τότε που οι πολυκατοικίες ήταν λίγες και συνήθως πολυτελείς, συχνά λέγονταν οκέλες. Για παράδειγμα, ο Λουντέμης, στο Τα πλοία δεν άραξαν, γράφει: «Κάθεται κει κατά τα Εξάρχεια σε μια αρλεκίνικη οκέλα, μπογιατισμένη παρδαλά, που μοιάζει σαν υπερωκεάνιο. Είναι τόση πολυτέλεια εκεί που βουίζουν τ αυτιά μου. Ο θυρωρός καμαρώνει σαν ναύαρχος», ενώ ο Απόστολος Σπήλιος σε χρονογράφημα στον Ριζοσπάστη, το 1945, ειρωνεύεται τον μεγαλοαστό Ντιντίκο, «ον δίπουν, άπτερον, μυροβόλον, οκελλόβιον». ορδινιάξω Ορόινιάζω και ορντινιάζω σημαίνει ταχτοποιώ, ετοιμάζω, βάζω σε σειρά. Και ορόινιάζομαι, «μπαίνω σε τάξη, στοιχίζομαι, ετοιμάζομαι». Λέξη που ανήκει σε μια οικογένεια λέξεων που μπήκε παλιά στη γλώσσα, δάνειο όχι από τα ιταλικά αλλά απευθείας από τα λατινικά (όρδινος και ορδινεύω την ύστερη αρχαιότητα, από το ordino διατάζω). Συχνή στον Ερωτάκριτο, π.χ. «δένουν καλά, ορδινιάζουν την, και γιατρικά τού βάνουν», ακούγεται ακόμα στην κρητική διάλεκτο. Ο Καζαντζάκης, βέβαια, τη χρησιμοποίησε τόσο στις ομηρικές μεταφράσεις του (π.χ. «Κι ως ορδινιάστηκαν, καθένας τους στους αρχηγούς τρογύρα») όσο και στα δικά του έργα (π.χ. «όλη η τσούρμα σηκώθηκε κι ορδβιάστηκε πίσω από τον μπροστάρη, δεξά οι άντρες, ζερβά οι γυναίκες», Ο Χριστός ξαναστανρώνεται). Αν και όχι Κρητικός, ο Δημήτρης Λιαντίνης αγαπούσε κι αυτός να χρησιμοποιεί τη λέξη, π.χ. «Η αληθινή τέχνη δεν είναι λέξεις ή χρώματα ή ήχοι που τα ορδινιάζουν ol καλλιτέχνες» ή, σε ένα ωραίο απόσπασμα για το πώς ο Ελύτης χρησιμοποιεί τις λέξεις: ΙΚΟ

176 ΛΕΞΕΙΣ HOY ΧΛΝΟΝ I ΛΙ «Τις αναπαλαιώνει με το μεράκι γέρου πετροκόπου, τις φοβερίζει, τις μαυλίζει, τις γανώνει, τις ικετεύει, τις λαμπαδιάζει. Ώσπου στο τέλος να του σταθούν, και να τις ορδινιάσει σε λεγεώνες αγγέλων». Θαρρώ πως εδώ ένα πιο συνηθισμένο ρήμα θα βάραινε λιγότερο. οσκρός Ο οσκρός είναι το κεντρί της σφήκας, της μέλισσας και του σκορπιού, και η γλώσσα του φιδιού, κατ επέκταση και το δηλητήριο της οχιάς ή του σκορπιού. Λέξη έντονα ποιητική, έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς μεγάλους λογοτέχνες. Δάνειο από το σλάβικο ostra, υπάρχει στα παλιότερα λεξικά. Στον Διθύραμβο του ρόδου, ο Σικελιανός προειδοποιεί για «το φοβερό ερπετό που ξαναζώνει / τη γη κι ο οσκρός του αρχίνισε να τρέχει / στις θείες πηγές Σου, φαρμακώνοντάς τις». Ο Καζαντζάκης στην Οδύαεια έχει το στίχο: «μελίσσια βογκερά τα λόγια του γιομάτα οσκρό και μέλι». Στο ν Αστραπόγιαννο του Βαλαωρίτη, όπου υπάρχει ο στίχος «Διαμάντη τι σ εξάφνισε; Οχιά με τον οσκρό της», ο ποιητής υποσημειώνει ότι ο οσκρός είναι «σύμβολον έριδος και εμφυλίου σπαραγμών». Μεταφορικά εντελώς, ο Κλέων Παράσχος σε δοκίμιό του κάνει λόγο για τον «οσκρό του προτεσταντισμού». οχ Η συντομότερη λέξη της συλλογής μας! Δεν πρόκειται για το επιφώνημα πόνου, που παλιότερα γραφόταν «ωχ», και που τα σημερινά λεξικά το γράφουν «οχ», αλλά για μια ιδιωματική πρόθεση, που ίσως να μη χρησιμοποιείται πια, αλλά έχει χρησιμοποιηθεί από μεγάλες μορφές της λογοτεχνίας μας. Οχ σημαίνει «από» και είναι εξέλιξη της αρχαίας πρόθεσης εκ\ εκ > οκ > οχ. Ακουγόταν κυρίως στα Επτάνησα. Το οχ υπάρχει και στον Ερωτόκριτο, π.χ. «να βγει οχ το παλάτι», ενώ το βρίσκουμε συνεχώς στους Επτανήσιους, π.χ. στον Μαρτελάο (81

177 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ («οχ το μνήμα αναστηθείτε»), στον Λασκαράτο («και κλαίνε οχ τη χαρά τους»), στον Ηπειρώτη Βηλαρά («Φυλάγου οχ τον καλόγερο και κάμνε το σταυρό σου») και βέβαια στον Διονύσιο Σο λωμό, π.χ. «η ρομφαία σου πυρωμένη οχ την Άπλαστη Φωνή» ή το «Ποια είναι τούτη που κατεβαίνει ασπροεντυμένη οχ το βουνό;», που θα το θυμούνται γενεές μαθητών που διασκέδασαν διαβάζοντας το «οχ» σαν να ήταν επιφώνημα πόνου: ωχ, το βουνό! Βέβαια, με την ισχύουσα ορθογραφία το επιφώνημα γράφεται «οχ» - ίσως το μόνο σημείο στο οποίο διαφωνώ μαζί της. Στο κάτω κάτω, όταν έχεις έναν εθνικό ποιητή πρέπει να κάνεις και κάποιες θυσίες. Οπότε, ας μείνει ωχ το επιφώνημα για να μην μπερδεύεται με το (έστω σπανιότατο) σολωμικό οχ. παδέλα Η παδέλα είναι ένα πήλινο σκεύος για μαγείρεμα, κατσαρόλα ή τσουκάλι. Άλλοτε είναι σκεύος πλατύ και σχετικά ρηχό, χωρίς καπάκι, που μπαίνει στον φούρνο, σαν γάστρα. Η λ. ακούγεται κυρίως στα Επτάνησα, αλλά και ευρύτερα είναι δάνειο από το ενετικό padella, που ανάγεται στο λατινικό patella (πιατάκι, λεκανάκι), απ όπου έχουμε επίσης πάρει την πεταλίδα (σε διασταύρωση με το πέταλο) και την πατέλα (γαβάθα). Να σημειωθεί ότι και η παέγια, το εμβληματικό ισπανικό έδεσμα, από εκεί προέρχεται, αφού πήρε το όνομά της από το πλατύ σκεύος όπου φτιάχνεται. Όλα αυτά μπορεί να είναι αντιδάνεια, αν η λατινική λ. όντως ανάγεται στο ελληνικό πατάνη, όπως αναφέρουν μερικά λεξικά. Σύμφωνα με την παροιμία, «Ε[ παδέλα επαινέθη, αργυρό πάτο πως έχει, κι η κουτάλα απεκρίθη, όπως είσαι εγώ σε ξέρω» - δηλαδή οι κοντινοί μας μάς ξέρουν καλά. Στον Καραγκιόζη υπάρχει η βρισιά «παδελομούτρης» - με ολοστρόγγυλο πρόσωπο, υποθέτω. Στα Ν αυάγια του Καρκαβίτσα, η θάλασσα έχει ξεβράσει στην ακρογιαλιά «σχοινιά, κατάρτια, φιγούρες, πανιά, εικονίσματα, παδέλες, πιάτα, λιβανιστήρια, πυξίδες», ενώ ο ριζοσπάστης Π. Πανάς έδωσε την Ποιητική συνταγή για το πώς να γράψει κανείς ποίηση 182

178 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ αλά Βαλαωρίτη: ρίχνεις χαρακτηριστικές βαλαωριτικές λέξεις «σε μια θεόχτιστη παδέλα» και «ας την παδέλα να πάρει βράση, μονάχα πρόσεξε να μη σου σπάσει»! παϊτέρης Παϊτέρης και παϊτάρης και μπαϊτάρης είναι ή ήταν ο κτηνίατρος και ειδικότερα ο αλογογιατρός, τις εποχές που το άλογο είχε πολύ μεγαλύτερη σπουδαιότητα απ ό,τι σήμερα. Η λέξη είναι σπανιότατη, δεν την έχει κανένα γενικό λεξικό και μόνο ως επώνυμο επιβιώνει (γνωστός είναι ο τσιγγάνος τραγουδιστής Βασίλης Παϊτέρης), αλλά έχει πολύ ενδιαφέρουσα ετυμολογία. Στην αρχή της αλυσίδας βρίσκεται το αρχαίο ελληνικό ιππίατρος. Η ελληνική λ. πέρασε στα αραβικά ως baytar (οι Άραβες δεν συμπαθούν το αρχικό «π») και από εκεί στα τουρκικά, με τη σημασία πιάτου κτηνίατρον γενικώς, που διατηρείται ίσαμε σήμερα. Από τα τουρκικά, η λέξη περνάει στα ελληνικά, κυρίως στα βόρεια ιδιώματα και στα ποντιακά. Όμως το ταξίδι της δεν σταματάει εδώ: μέσω αραβικών πέρασε και στα ισπανικά (al beitar, διότι πήραν και το άρθρο μαζί) και σε διάφορες διαλέκτους της ιβηρικής χερσονήσου. Ο Η. Πετρόπουλος κάπου αναφέρει για τον παϊτέρη που έλεγε μια ευχή για να γιατρέψει τα σκασμένα άλογα, ενώ στην Ανατολή, η Τατιάνα Σταύρου λέει για κάποιον που «έμαθε να γιατρεύει τ άλογα και τα χτήνη του στρατού και με τούτο του βγήκε τ όνομα Παϊτάρης που θα πει χτηνογιατρός» - σήμερα θα λέγαμε κτηνίατρος βέβαια. πανέμνοστος Πανέμνοστος είναι ο πολύ ευχάριστος στην όψη, ο εξαιρετικά όμορφος. Το έμνοστος βγαίνει από το αρχαίο εννοστος, με τροπή βν > μν, που είναι χαρακτηριστικό της μεσαιωνικής γλώσσας (ελαύνω > λάμνω). Υπάρχει στα παλιότερα λεξικά. 183

179 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ Τη λέξη τη βρίσκουμε σε πολλά μεσαιωνικά κείμενα, καθώς και σε ένα από τα πρωιμότερα δημοτικά τραγούδια που έχουν καταγραφεί («Κόρη ξανθή πανέμνοστη, κύρκας της ταξιδεύει»), επίσης σε νεότερα δημοτικά, στη μετάφραση της Οδύσσειας από Καζαντζάκη και Κακριδή («Η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, στις βαθουλές σπηλιές της») και σε πολλούς άλλους ποιητές: στον Μαλακάση («η ρήγισσα τρελάθηκε μ ένα πανέμνοστον αγόρι»), στον Μιχ. Πιερή, στον Μαρίνο Σίγουρο, στον Ανδρέα Εμπειρικό («Και ως σκίρταγες πανέμνοστη στη φύση»). Όμως και σήμερα χρησιμοποιείται από νεότερους ποιητές η λέξη, κι ίσως γι αυτό θα έπρεπε να την έχουν τα λεξικά. Παράδειγμα, ανάμεσα σε άλλα, ο Μιχάλης Γκανάς, στον Ύ πνο τον καπνιστή: «αλάτι γίνε στο μάτι του χιονιού / να το τυφλώσεις γυναίκα μου πανέμνοστη κυρά / που με φυσάει το βλέμμα σου γλυκά και πάω. / Πάω χαμένος». παντζέχρι Το παντζέχρι είναι ένας σβόλος που σχηματίζεται στα εντόσθια των φυτοφάγων ζώων και που πιστευόταν ότι έχει ιαματικές ιδιότητες, ιδίως ως αντιφάρμακο στο δηλητήριο των φιδιών. Σχηματίζεται από τις τρίχες που τυχαίνει να καταπιεί το ζώο, συγκολλημένες μεταξύ τους υπό την επίδραση των υγρών του πεπτικού σωλήνα. Είναι πράσινο, και μάλιστα σε παλιά κείμενα βρίσκει κανείς και τη σπάνια λ. παντζεχρένιος = πρασινωπός. Η λ. είναι δάνειο από το τουρκικό panzehir. Παντζέχρι βρίσκει κανείς άφθονο στις κατσίκες, αλλά, σύμφωνα με τον Καισάριο Δαπόντε, που είχε καταρτίσει κατάλογο των εξαιρετικών πραγμάτων, το καλύτερο είναι του φιδιού και του σκαντζόχοιρου. Σε ένα παλιό γαλλοελληνικό λεξικό βρίσκω τη λ. bezoard να εξηγείται ως «λίθος εντοσθίδιος χρησιμεύων ως αντιφάρμακον, παντζέχρι». To bezoard κάτι θα θυμίζει στους φανατικούς αναγνώστες του Χάρι Πότερ. Όπως λέει ο Στέφανος Γρανίτσας οτα Άγρια και τα ήμερα του 1 βουνού και του λόγγον, γραμμένο στις αρχές του 20ού ακόνα: «Εις 184

180 Λ Ε Ξ Ε ΙΣ ΙΙΟΥ Χ ΑΝ Ο Ν ΤΑ Ι τον κατασκευαζόμενον δρόμον Αγραφοιν κάθε εργάτης φέρει- μαζί του παντζέχρι, διότι τα φίδια είναι άφθονα, απαντάψενα υπό κάθε μεγάλην πέτραν. [...] Πίνουν απ αυτό ολίγα θρύμματα οι δηλητηριαζόμενοι από φίδια και θεραπεύονται. Είναι πράγματι αποτελεσματικώτατον το φάρμακον. Ακόμη προχθές το είδαμεν όλοι στο Μοναστηράκι των Αγραφων, όπου εσώθη ένας άνθρωπος». παξιμαδοκλέφτρα Παξιμαδοκλέφτρα ή παξιμάδα λεγόταν, προπολεμικά, η «ελευθεριάζουσα» γυναίκα, ασαφής όρος που μπορούσε να ξεκινάει από την ερωμένη και να φτάνει στην τροτέζα. Η λέξη δεν χρησιμοποιείται πια ενεργητικά, όμως παραμένει ζωντανή χάρη στο πασίγνωστο αδέσποτο ρεμπέτικο Ή σουνα ξυπόλυτη όπου υπάρχει το δίστιχο «Ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα / τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα». Γιαχί παξιμαδοκλέφτρα; Δεν αποκλείεται να ονομάστηκαν έτσι επειδή, καθώς γυρόφερναν τα υπαίθρια καφενεία της Ομόνοιας, μπορεί να σούφρωναν τα παξιμαδάκια που συνόδευαν τον καφέ των πελατών. Ή έτσι να σκέφτηκαν οι εύποροι και αργόσχολοι νεαροί που έβγαλαν το όνομα. Η παξιμαδοκλέφτρα έδωσε για συντομία την παξιμαδό και την παξιμάδα. Η λέξη γνώρισε περίπου δυο δεκαετίες έντονης χρήσης (τίτλοι επιθεωρήσεων, π.χ. Παξιμάδα πολυτελείας, Ίρμα η παξιμαδοκλέφτρα) ώς τον Δεύτερο Πόλεμο.28 Ο Καρυωτάκης, σε μια σατιρική επιθεώρηση που έγραψε, την είχε παιγνιωδώς «μεταφράσει» σε διπυριτοκλέπτρια. Ο Σεφέρης, σε ένα σημείο το)ν ημερολογίων του, λέει πως τον πλησίασε στον δρόμο «μια παξιμάδα», ενώ ο Άγγελος Τανάγρας, σε χρονογράφημά του, αναρωτιέται πώς μπορεί ένας υπάλληλος να βρίσκει χρήματα για να 28. Η μουσικοκριτικός Σοφία Σπανσυδη, στο γνωστό πύρινο άρθρο της (Ελ. Βήμα ) όπου ζήτησε να απαγορευτούν τα «ταπεινά, χυδαία και γαιώδη» ρεμπέτικα, έφερε πρώτο παράδειγμα «νηθικότητας την Παξιμαδοκλέφτρα' περιέργίος, 6εν την είχαν ενοχλήσει τα θεατρικά έργα με την παξιμάδα ή παξιμαδοκλέφτρα στον τίτλο τους. Λργάιτρα, πάντως, αναθεώρησε τις «πάψεις της αυτές. 185

181 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ χαρίζει διαμαντικά στην «τάδε υψηλοτάκουνον και τακερόφθαλμον παξιμάδαν». παπονδιάζω Αυτή η αρκετά γνωστή λέξη δεν υπάρχει σε κανένα έντυπο γενικό ελληνικό λεξικό, παλιό ή νέο, μόνο στο διαδικτυακό τής livepedia.gr. Σημαίνει ότι ζαρώνει και φουσκώνει το δέρμα των χεριών ή των ποδκον, όταν τα κρατήσουμε για πολλή οορα μέσα στο νερό. Η λ. δεν ετυμολογείται από τον παππού, που έχει δέρμα ρυτιδιασμένο, όπως θα νόμιζε κανείς,2y αλλά (σύμφωνα με τον Κ. Καραποτόσογλου) από την παπονδα, που είναι το σαρκώδες μέρος των καρυδιών και των αμυγδάλων και έχει παρόμοιες ζαρωματιές. Ο Παπαδιαμάντης, στο ειδυλλιακό Ολόγυρα στη λίμνη, θυμάται τον Χριστοδουλή που είχε «πόδια παπουδιασμένα, μαύρα, ψημένα από την άλμην του κύματος». Πολύ συχνές είναι και οι αναφορές σε παπουδιασμένα χέρια από την μπουγάδα. Παπουδιάζουν όμως και τα χείλια, όταν το φαγητό έχει πολύ αλάτι. Τη λέξη τη βρίσκω σε λεξικό της κρητικής διαλέκτου, αλλά ακούγεται και σε πολλές άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου, αν και δεν είναι πανελλήνια. Μια πνευματώδη αναφορά βρήκα σε επαρχιακή εφημερίδα, όπου συμβουλεύουν κάποιον που δήλωσε ότι νίπτει τας χείρας του να προσέξει να μην παπουδιάσουν τα χέρια του! παράκλι Λέξη περιφρονημένη από τους λεξικογράφους, μια και δεν τη βρήκα σε κανένα γενικό λεξικό - στον Δημητράκο υπάρχει, αλλά όχι σε δικό της λήμμα, μόνο ως επεξήγηση στο βαρθαλαμίδι*. Είναι 29. Πάντως, ο Καζαντζάκης φαίνεται ότι έτσι ετυμολογούσε τη λέξη, διότι στην Οόνσεια γράψει για τα «παππουδιασμένα» χέρια ενός γέρου. Άλλοι πάλι συνδέουν το 7ταπονόιασμα με την παπάρα. 1Η6

182 ΛΚ ΞΚ ΙΣ [ΙΟΥ Χ Α Ν Ο Ν Τ Α Ι το πλευρικό κρυφό συρτάρι ή χώρισμα στις παλιές καοι λι\, άποη έκρυβαν κοσμήματα, χρήματα ή άλλα πολύτιμα πράγματα (οτι φ< cvoχάρτια, συμβόλαια κτλ.). Προέρχεται από την άρκλα* (την κασέλα): παρά + άρκλα > *παράρκλι και για ευφωνία παράκλι. Λέξη σπάνια αλλά που ακούγεται σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Σε κείμενο από την Εύβοια διαβάζω ότι ο νοικοκύρης το γούρι του το φύλαγε στο παράκλι και το έπαιρνε μαζί του όταν είχε να κλείσει κάποια δύσκολη δουλειά. Κατ επέκταση, σε μερικές περιοχές παράκλι ονομάστηκε το (όχι πια κρυφό) συρτάρι γενικώς. Σε αγγελία από το Μεγανήσι διαβάζω ότι «Πωλείται κομός παλιακός, με τρία παράκλια και συρματένια χερούλια». Παράκλι είναι και το γωνιακό ερμάρι ή το ντουλάπι στον τοίχο. Σε αφήγηση από το Δίστομο, την απαίσια μέρα της σφαγής από τους Γερμανούς: «Η αδερφή μου φώναξε να πάρω και τα λεφτά από το παράκλι. Δεν τα βρήκα». Λίγο αργότερα η αδερφή έπεφτε νεκρή, το σπίτι καιγόταν. πάρολι Όρος των τυχερών παιχνιδιών, παλιότερα σήμαινε τον διπλασιασμό του στοιχήματος ή, για τον κερδισμένο παίχτη, νέο ποντάρισμα χωρίς να αποσυρθούν τα κέρδη από το προηγούμενο. Ετυμολογείται από το ιταλικό paroli, που σημαίνει το ίδιο, και είναι πληθυντικός του parolo (από το paro = ίσος). Από τα ιταλικά, έχει περάσει και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Το πάρολι είναι επικίνδυνο παίξιμο που αποφέρει μεγαλύτερα κέρδη αλλά με μειωμένες πιθανότητες επιτυχίας και μπορεί γρήγορα να εξανεμίσει το κεφάλαιο του παίκτη. Στον παπαδιαμαντικό Πολιτισμό εις το χωρίον, «Ο μπαρμπα-στέργιος ήρχισε να παίζει από μίαν δεκαρούλαν, από δύο, και δώσ του και πάει τέρτσο τίρο και πάει και απαγάι και πάρολι, και εις κάθε απαγάι ο γραμματικός τον εκέρνα από ένα μοσχάτο, και εις κάθε πάρολι τον εκέρνα από ένα δεκάρικο. Και εις μισήν ώραν έχασε το τάλληρον μέχρι λεπτού». Τα νεότερα λεξικά δεν έχουν τη λέξη ίσως άδικα, διότι στη 187

183 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ σημερινή στοιχηματική ορολογία το παρολί (με κατέβασμα του τόνου) ακούγεται πολύ συχνά: σημαίνει συνδυασμό στοιχημάτων, έτσι που, αν επαληθευτούν όλες οι προβλέψεις, το κέρδος να πολλαπλασιάζεται* αν όμως χαθεί έστω και μία πρόβλεψη, όλο το στοίχημα χάνει. πατίχα Πατίχα λέγεται το καρπούζι στην Κύπρο και στη Ρόδο. Θα το δείτε γραμμένο και «παττίχα» στην Κύπρο, διότι οι κουμπάροι όταν προφέρουν διπλά τα σύμφωνα τα γράφουν και διπλά. Η λ. είναι δάνειο από τα αραβικά, από το αραβικό battiha, το οποίο έχει περάσει και στα ισπανικά (albateca, bateca, αλλά και patilla, που χρησιμοποιείται στη Λατινική Αμερική), στα ιταλικά (pasteca), αλλά και στα γαλλικά (pateque 1530 και σήμερα pasteque). Το δικό μας καρπούζι είναι τουρκικό δάνειο, περσικής αρχής. Πατιχιά το φυτό, η καρπούζια. Υπάρχει και η έκφραση «μα, χάννε ι η παττίχα σου;» για κάποιον που δεν μιλάει λογικά, που «του έχει λασκάρει η βίδα», όπως θα λέγαμε εμείς. Ο χαζός λέγεται στα κυπριακά πατιχοκέφαλος {παττιχοτζιέψολος) και παττιχόφνλλα, τα καρπουζόφλουδα. Και βέβαια, όποιος σκάει σαν καρπούζι, «σπουρτά ωσάν τις παττίχες». Στην Κω και στην Κάλυμνο το καρπούζι δεν το λένε πατίχα αλλά πλιζίνα, μια λέξη προφανώς ιταλοφερμένη, που τη βρίσκουμε σχεδόν ίδια και στη Ζάκυνθο (πλεζονιά), αλλά που ακόμα δεν έχω βρει την ετυμολογία της διότι, αν και καρπούζι, απεδείχθη σκληρό καρύδι! πεστεμάλι Πεστεμάλι ή πεστιμάλι ή πεσταμάλι είναι το περίζωμα, η πετσέτα που φοράνε στη μέση τους όσοι πηγαίνουν στο χαμάμ. Δάνειο φυσικά από το τουρκικό pe tem al, το οποίο έχει εξαπλωθεί σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες. Η λέξη υπάρχει σε όλα τα παλιότερα λεξικά, ξεκινώντας από τα Άτακτα του Κοραή, μια και ήταν σημαντικό IKK

184 ai:ei;il h i*\ \ λ νο ν i \i αντικείμενο της καθημερινότητας, όσο ο κόσμος πήγαινα mo χαμαμ. Τα πεστεμάλια παλιά ήταν μετάξινα, τα νεότερα βαμβακερά. Μπορπ να είναι και η πλατιά ζώνη της βράκας. Τη λέξη τη βρίσκουμε σε βιβλία με περιγραφές των χαμάμ (π.χ. Λωξάντρα), ενώ σε κάποιο θαλασσινό του αφήγημα ο Κόντογλου λέει για τους ιθαγενείς των νησιών του Ειρηνικού: «Όλοι ήτανε γυμνοί, μ ένα πεστιμάλι μοναχά στη μέση». Στη Σκιά της πεταλούδας, πρόσφατο μυθιστόρημα του Ισ. Ζουργού, βρίσκω μια ειδικότερη χρήση: «δυο πιστιμάλλια [παρετυμολογική γραφή από το μαλλί'^ για τα μωρά, εκείνες τις αγιασμένες πετσέτες από τα Ιεροσόλυμα που τις είχαν μόνο για να σκουπίζουν τα σώματα των μωρών από το μύρο μετά τη βάφτιση». Σύμφωνα με τον Μ. Τριανταφυλλίδη, από τον πεστελματζή (είτε τον πωλητή είτε τον λουτράρη που φέρνει τα πεστεμάλια στον λουόμενο) προέρχεται με απλολογία και το επώνυμο Πεσματζόγλον (Πεστελματζής > Πεσματζής). κ ε ν κ ι Πεύκι είναι το χαλί, ιδίως το χαλάκι παρά την ομοιότητα, δεν έχει καμιά σχέση με το πεύκο' προέρχεται από τη μεταγενέστερη λ. επεύχιον, που σήμαινε το χαλί πάνω στο οποίο προσεύχεται κανείς (επί + ευχή), κατά τη διαδρομή επεύχιον > επεύχιν > πεύχιν > πεύκι. Σε κάποιες περιοχές σημαίνει επίσης το βαρύ ύφασμα, αν και βέβαια η λέξη λίγο ακούγεται στις μέρες μας. Στο γνωστό δημοτικό της Λιογέννητης, υπάρχει το δίστιχο «Φέρτε τρακόσια στρώματα, φέρτε τρακόσια πεύκια, για να καθίσουν οι άρχοντες κι οι μητροπολιτάδες» (που στέλνει για προξενητές ο Κωνσταντίνος). Συχνό είναι επίσης το πεύκι σε ομηρικές μεταφράσεις, π.χ. «στρωσίδια να τοιμάσουνε, να βάλλουνε τα χράμια / τα κερμεζά και τα όμορφα, κι απάνω τους τα πεύκια» {Οδύσσεια, Εφταλιώτης). Κάποτε φαίνεται να είναι το χαλάκι της εισόδου, όπως στο παλαμικό «Όταν έρχεται να γλυκακουμπήσει στο πεύκι της καλοΐσκιωτης φωλιάς σου». 189

185 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ Μετά την εκδίωξη του Αυγουστίνου Καποδίστρια, ο Παν. Σούτσος πανηγύριζε: «Στα πεύκια σου τα κόκκινα, τα λουλουδοκλαδένια / Χορεύω, Καποδίστρια, χωρίς σκοτούρα κι έννοια». Οι σκοτούρες ήρθαν μετά, με τον Όθωνα. πίζουλος Πρόκειται για λέξη πολυσήμαντη. Πίζουλος είναι ο δύσχρηστος, είναι όμως και ο επικίνδυνος (πίζονλο λάβωμα, στη μετάφραση της Ιλιάόας από Καζαντζάκη-Κακριδή), αλλά και το λεπτεπίλεπτο αντικείμενο, που σπάει ή χαλάει εύκολα, που θέλει προσοχή στη μεταχείρισή τουγια ανθρώπους, ο ζόρικος ή ο ιδιότροπος. Η λέξη έχει ευρεία διάδοση στις μέρες μας, αλλά περιέργως δεν υπάρχει σε κανένα μεγάλο γενικό λεξικό μας. Τη βρίσκω στα Άτακτα του Κοραή, ο οποίος δίνει και την ετυμολογία της, από το επίζηλος, δηλ. περιζήτητος. Εκ πρώτης όψεως, η σημασίολογική απόσταση ανάμεσα στο εκλεκτό και στο δύσχρηστο είναι μεγάλη, όχι όμως αγεφύρωτη: το εκλεκτό και περιζήτητο συχνά είναι και εύθραυστο, οπότε γίνεται δύσχρηστο - και από εκεί η σημασία συχνά φτάνει και στο ζόρικο, στο δυσεπίλυτο. Στον Εξηνταβελόνη, όπως μετέφρασε ο Κωνσταντίνος Οικονόμος τον μολιερικό Φιλάργυρο, διαβάζουμε ότι «ο γάμος είναι πράγμα πολλά πίζηλον και χρειάζεται προσοχή». Η λέξη χρησιμοποιείται στην Αθήνα, στην Πελοπόννησο, στα νησιά, και ιδίως στην Κρήτη, όπου απαντά ο τύπος μπίζηλος. Στο λεξικό του Πιτυχάκη βρίσκω τη φράση: «Μπίζηλα πράματα είναι τα φαρφουριά σερβίτσια, μόνο μην τα μεταπιάνεις και τα σπάσεις». πλίκος Πλίκος είναι ο φάκελος, είναι και το μάτσο τα χαρτονομίσματα. Λέξη ξεχασμένη σήμερα, τουλάχιστον στον ελλαδικό χώρο, είναι δάνειο από το ιταλ. plico, «φάκελος, πτυχή». Στην Κύπρο η λέξη χρησιμοποιείται ακόμα, αν και έχει παλιώσει, 190

186 λ κ ξ κ ιι; ιιογ χ λ ν ο ν τ λ ι Τον πλίκο τον χρησιμοποιούσε στα γραίρτά του ο Φυχάρΐ ί ji,χ «έλαβα δυο πλίκους και μέσα στον κάθε πλίκο λίγες κόλλες χαρπ» (Ρόδα και μήλα). Μάλιστα, είχε επικριθεί ακόμα και txirtj δημοτικιστές ότι «ήθελε να διο)ξει από τη γλώσσα κάθε τύπο γλωσσικόν δανεισμένο από τη δασκάλικη [...] και πολιτογραφημένον από τη δημοτική και να ξαναφέρει τύπους πιο παλιούς που γίναν άχρηστοι πια στη ζωή μας την κοινωνική, π.χ. δεν ήθελε το ταχυδρομείο, φάκελος και προτιμούσε την πόστα και τον πλίκο» (Γ. Βλαχογιάννης). Τελικά ο πλίκος έγινε σύμβολο της ψυχαρικής αδιαλλαξίας, αλλά είναι δίκαιο να σημειώσουμε ότι δεν είναι επινόηση του Ψυχάρη' και άλλοι λογοτέχνες τον έχουν χρησιμοποιήσει, π.χ. «Τα χαρτιά, σου τα φερα, του πε μ ένα άσκημο χαμόγελο βγάζοντας ένα μεγάλο πλίκο από τη μέσα τσέπη του» (Θεοτόκης, Σκλάβοι στα δεσμά τονς), αλλά και σε τοπικά γλωσσάρια, π.χ. της Κοζάνης, βρίσκίο τη λέξη. Και όπως είπαμε, οι κουμπάροι στην Κύπρο ακόμα τη χρησιμοποιούν. πλοσκα Η πλόσκα είναι ξύλινο φλασκί για το κρασί, σφαιροειδές αλλά πεπλατυσμένο από τις δυο μεριές. Άλλωστε και ετυμολογικά συνδέεται με το φλασκί, αφού πρόκειται για σλαβικό δάνειο (ploska) το οποίο με τη σειρά του είναι δάνειο από το ιταλ. flasca, απ όπου και η δική μας ψλάσκα. Η πλόσκα χρησιμοποιόταν από μεγάλες παρέες, για να πίνουν όλοι ο ένας μετά τον άλλον - διόλου περίεργο που στους υγιεινιστικούς καιρούς μας η λέξη κοντεύει να ξεχαστεί. Στον Χρήστο Μηλιόνη του Παπαδιαμάντη, «Η πλόσκα ετελείωσε δώδεκα κύκλους περί τους συνδαιτυμόνας, από χειρός εις χείρα μεταβαίνουσα», ενώ στον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, η «πλόσκα κακάριζε από στόμα σε στόμα». Κι ο Τρελός του Βάρναλη παρακαλούσε: «Κάνε θάμα, πλόσκα μου, ξύλο τσιμισίρι, γίνε βρύση γάργαρη με χιλιάδες πείροι!» Επειδή δεν την ακουμπούσαν στα χείλη, η πλόσκα γλουγλούκιζε. Η παροιμία του κρασοπατέρα λέει πως «απ όλα τα λαλούμενα κάλλια λαλάει η πλόσκα». Πιο ποιητικά τα λέει ο παλιός γλεντζές, 191

187 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ ο Αθανάσιος Χριστόπουλος ( ): «Απ την πλόσκα φέρτε φίλοι / να ρουφήσω με τα χείλη / απ την πλόσκα το κρασί / για ν ακοΰσω ν αρχινήσει / σαν αηδόνι να λαλήσει / το κλουκλούκλου φισισί». ποδόχι Δυο δίδυμες λέξεις θα δούμε τώρα. Η πρώτη είναι το ποδόχι. Το ποδόχι είναι το υπολήνιο, ένα παράρτημα του ληνού, του πατητηριού δηλαδή, ένα κοίλο κτίσμα ή λάκκος όπου συγκεντρώνεται ο μούστος που ρέει από το πατητήρι. Ακούγεται κυρίως στα Επτάνησα. Η λέξη έχει αρχαία καταγωγή, από το νπόδοχον, που είναι υποκοριστικό της υποδοχής: υπόδοχον > υποδόχιον > υποδόχι > ποδόχι. Λέγεται επίσης αποδοχή και αποδοχάρι (στις Κυκλάδες). Έχει και άλλα συνιόνυμα που θα τα δούμε στο επόμενο λήμμα. Το ποδόχι είναι πλατύ, εξ ου και η παλιά παροιμία «έχει στόμα σαν ποδόχι». Ένας Κεφαλονίτης θυμάται τα παιδικά του χρόνια: «Και έπεφτε ο αρωματικός χυμός μέσα στο ποδόχι, ζαλιζόμασταν από το άρωμα αλλά δεν τα βάζαμε κάτω». Πάντως, η λ. ποδόχι δεν χρησιμοποιείται μόνο για το πατητήρι και τον μούστο, αλλά και για το λιοτρίβι και τις ελιές. Έτσι, σε αναμνήσεις του ο δημοσιογράφος Ν. Καραντηνός θυμάται ότι, σαν παιδί, κολάτσιζε με ψ<λ>μί και φρέσκο λάδι, «που το παίρναμε από το ποδόχι του λιοτριβιού». πολήμι Είναι η δεύτερη από τις δίδυμες λέξεις που κατά σύμπτωση ακολουθούν η μια την άλλη στο βιβλίο μας. Υπάρχει και παραλλαγή I πολήνι, που θυμίζει περισσότερο την καταγωγή της λέξης, που είναι, το αρχαίο νπολήνιον, το κοίλο κτίσμα κάτω από τον ληνό, το πατητήρι, όπου συγκεντρώνεται ο μούστος. Ακούγεται και πολέμι, αλλά 1 και πολήβι. 192

188 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Θα βρούμε τη λ. όχι μόνο στις οινοπαραγωγικές περιοχές, αλλά και στις ελαιοπαραγωγικές, διότι, όπως και η συνώνυμη της. το ποδόχι, χρησιμοποιείται και στο πατητήρι αλλά και στο ελαιοτριβείο. Το πολήμι ή πολήνι ακούγεται στη Λέσβο, στη Χίο, στην Πελοπόννησο, στη Βοκοτία. Σε δημοτικό τραγούδι του Αχλαδόκαμπου το αμπέλι παρουσιάζεται να εκλιπαρεί τον αφέντη να μην το πουλήσει και υπόσχεται «να ιδείς το ασήμι στο ληνό, χρυσάφι στο πολήμι!» Σε αναμνήσεις από την εθνική αντίσταση, διάβασα ότι στο χωριό Πλάτανος της Σάμου, οι γυναίκες έκρυβαν στο πολήνι έναν καταδιωκόμενο σύνδεσμο-ασυρματιστή αλλά και στην Ορθοκωστά του Βαλτινού πάλι χρησιμεύει για κρυψώνα το πολήνι. πόλιτσα Πόλιτσα είναι η συναλλαγματική, είναι και το ασφαλιστήριο συμβόλαιο («η σιγουριτά όπου δίδει τις διά τας πραγματείας οπού φέρονται διά θαλάσσης», κατά τον ορισμό του παλιού λεξικού του Βεντότη). Δάνειο από το ιταλικό polizza, το οποίο, όσο κι αν δεν φαίνεται, προέρχεται από το πρωτοβυζαντινό απόδειξις, δάνειο της εποχής της βυζαντινής παρουσίας στην Ιταλία. Να σημειωθεί ότι η ιταλική λ. δεν έχει σχέση με το polizia (αστυνομία), που κι αυτό έχει ελληνική αρχή (πόλις). Λέξη της εμπορικής ορολογίας, ήταν σε έντονη χρήση πριν από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους αλλά, ως θεσμική λέξη, έπαψε στη συνέχεια να χρησιμοποιείται. «Ετράβηξα πόλιτσα» σήμαινε «υπέγραψα συναλλαγματική πληρωτέα από τρίτον». Στον έξοχο Τυχοδιώκτη του Χουρμούζη, ο Παντιάς λέει: «μετρητά δεν έχουμε στην ώρα. και θα σας κάμουμε πόλιτζα [...] ο άνθροοπος που θα σας τραβήξουμε την πόλιτζα είναι τιμημένος και πλούσιος σαν και σας». Θα το βρείτε γραμμένο και «πόλιτζα», αλλά αυτό αποτελεί ορθογραφική σύμβαση, καθώς την εποχή εκείνη όλα τα «τσ» γράφονταν «τζ». Στη διαθήκη του, ο Γ. Μαυρομιχάλης, ο δολοφόνος του Καποδίστρια, ζητάει vet πληρώσουν ol δικοί του ένα χρέος που άφησε «επειδή ετράβηξα πόλιτζα και δεν επληρώθη». >93

189 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ πομοντόρια, τα Πομοντόρια ή κομοντόρια ή κομιντόρια (και σπανιότερα πομιντόρια) είναι τα ντο ματάκια και ειδικά οι μικρούτσικες ωοειδείς ντομάτες, ή αλλιώς ντομάτες Roma. Αυτά ισχύουν στις λαϊκές αγορές και τα μανάβικα της Αθήνας, διότι στα Επτάνησα ο όρος καλύπτει όλες τις ντομάτες. Φυσικά πρόκειται για δάνειο από τα ιταλικά, όπου η ντομάτα λέγεται pomodoro, κατά λέξη «χρυσό μήλο». Ο τύπος πομιντόρια εξηγείται από έναν χωρισμένο ιταλικό πληθυντικό (pomi d oro). Σε ένα ποίημά του ο Κοτζιούλας μιλάει για «κομποδόρια αγένωτα». Πράγματι, στην Αρτα τα ντοματάκια λέγονται «κομποδόρια» - παρετυμολογία από τον κόμπο, ασφαλώς. Σε ένα ημερολόγιό του, ο μεγάλος ονοματολόγος Α. Θωμόπουλος γράφει ότι φύτεψε κάτι «μπουρνελοντοματάκια μακρουλά που εδώ [στο Καπανδρίτι] τα λένε κομιντόρια». Η λέξη ντομάτα/τομάτα προέρχεται από την ονομασία του καρπού στη γλώσσα Ναχουάτλ των Αζτέκων, διότι από εκεί μας ήρθε η ντομάτα, που έφτασε στην Ελλάδα γύρω στο 1818, από καπουτσίνους μοναχούς στην Αθήνα. Στα αγγλικά και στα γαλλικά είχε για ένα διάστημα διαδοθεί η ονομασία love apple / pomme d amour, επειδή πίστευαν ότι ο νεοφερμένος καρπός έχει αφροδισιακές ιδιότητες - το είπαν και στα ελληνικά «ερωτόμηλο», αλλά δεν έπιασε: μπορείτε να φανταστείτε ερωτόμηλα σαλάτα; πορίχια, τα Πορίχια λέγονται τα βλαστάρια από τις βρούβες, που κάποτε αποτελούσαν όχι ευκαταφρόνητη τροφή, σε περιόδους εκούσιας νηστείας ή πείνας. Η λέξη ακούγεται στην Αίγινα, στα Κύθηρα και τις Κυκλάδες. Βέβαια, όπως συχνά συμβαίνει, σε κάποια νησιά τα πορίχια είναι συγκεκριμένο είδος χορταρικού, όχι γενική ονομασία. Λέγονται και τσιμπητά, επειδή τα κόβεις με τσίμπημα. Ένα ναξιώτικο κοτσάκι (δηλ. δίστιχο) λέει: «Έφυγε η αποκριά η όμορφη κοπέλα / και ήρθε η Σαρακοστή η ποριχοσκουτέλα», επειδή 194

190 Λ ΕΞΗ IL HUY \ \Ν Ο Ν Τ Λ Ι τη Σαρακοστή τα πορίχια περνούσαν στο προσκήνιο. Ένας Λιγι νήτης περιγράφει: «Στα χέρσα χωράφια φυτρώνανε οι βολβοί, οι καρδαμίδες, τα βλαστάρια από τις βρούβες, πορίχια τα λέμε». Ένας άλλος θυμάται τις μαύρες μέρες της Κατοχής, με «λιμοκτονούντες που έσερναν τα βήματά τους στους λόφους για να βρουν κανένα πορίχι». Η ετυμολογία της λέξης έχει απασχολήσει όχι λίγο τους ειδικούς. Κατά τον Κουκουλέ, από το οπωρικά, οπωρίκια. Κατά τον Κρεκούκια, από το *απωρνχιον, το βλαστάρι που ξεπροβάλλει. Κατά Καραποτόσογλου, από το αρχαίο όρπηξ, ο βλαστός, ορπήκιον, με αντιμετάθεση των συμφώνων. Αυτό δείχνει και το αδιέξοδο της άτεγκτης ετυμολογικής ορθογραφίας που ασπάζονται ορισμένοι* διότι, αν ακολουθούσαμε τυφλά την ετυμολογία, θα έπρεπε άλλοι να γράφουν «πωρύχια», άλλοι «πωρίχια» και άλλοι «πορήχια». Γράφουμε όμως «πορίχια» και ξεμπερδεύουμε. ποσαπαίρνης Η λέξη αυτή έχει σαφώς παλιώσει, ωστόσο δεν έχει πάψει να ακούγεται, μια και φρόντισε να της χαρίσει την αθανασία ο Κωστής Παλαμάς με τον στίχο «Ο ποσαπαίρνης με το θεσιθήρα για την πατρίς καβγά στους καφενέδες», σε σημείο που πολλοί να νομίζουν ότι ο Παλαμάς έπλασε τη λέξη, ενώ στην πραγματικότητα είναι αρκετά παλιότερη. Ποσαπαίρνης ονομάστηκε τον 19ο αιώνα ο επιτήδειος «ημέτερος» που λυμαίνεται το δημόσιο ταμείο με παχυλούς μισθούς ή ρεμούλες και κομπίνες. Ό πω ς θυμάται ο Δ. Ταγκόπουλος σε μεταγενέστερο χρονογράφημά του (1923), «Στην εποχή του τρικουπισμού είχε καθιερωθεί και ιδιαίτερο επίθετο, ol Ποσαπαίρνηδες, Μιλούσες υπέρ του Τρικούπη και σε ρωτούσαν Πόσα παίρνεις από το Δημόσιο Ταμείο για να γράφεις έτσι;» Στις προεκλογικές συγκεντρώσεις της εποχής, συχνά ακουγόταν το σύνθημα «Όξω οι ποσαπαίρνηδες». Ο Σουρής αναφέρθηκε πολλές φορές στους ποσαπαίρνηδες, π.χ. «Κάθε ντούρος ποσαπαίρνης ας οδύρεται κι ας φρίττει, όσα έφαγε 195

191 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ ώς τώρα θα του βγουν από τη μύτη». Ήταν υπεραισιόδοξος. Οι ποσαπαίρνηδες δεν λέγονται πια έτσι, αλλά ζουν και βασιλεύουν. ποτοΰρι Το ποτούρι είναι είδος παντελονιού ή βράκας, φαρδύ στο επάνω μέρος και στενό στο κάτο). Δάνειο από τα τούρκικα, potur. Η λ. υπάρχει και στα βουλγάρικα, ενώ παρόμοια παντελόνια έβρισκε κανείς σε όλα τα Βαλκάνια. Υπάρχει και ο τύπος πουτούρι, ενώ θα βρούμε τη λέξη και σε ενικό και σε πληθυντικό αριθμό (πρβλ. παντελόνι ή παντελόνια). Το ποτούρι συνήθως ήταν μάλλινο ή τσόχινο. Θεωρείται σήμα κατατεθέν της θρακιώτικης τοπικής ενδυμασίας, αλλά το βρίσκουμε επίσης στην Ήπειρο. Ό χι νοτιότερα, με εξαίρεση την Όλυμπο της Καρπάθου. Η λέξη δεν υπάρχει, εύλογα, στα νεότερα λεξικά, ούτε άλλωστε στον Δημητράκο. Θα τη βρούμε στον Μοσκώβ Σελήμ του (Θρακιώτη) Βιζυηνού, όπου μόλις έρχεται το μπαϊράμι ο ήρωας περήφανος φοράει καινούργια ποτούρια, ενώ ο (επίσης Θρακιώτης) Βάρναλης περιγράφει στα Φιλολογικά απομνημονεύματά του ένα αρβανιτόπουλο με άσπρο μάλλινο ποτούρι. Φαίνεται πως οι άντρες της μειονότητας στη Θράκη φοράνε ακόμα ποτούρια, ίσως στην ύπαιθρο, αν κρίνω από σχετικά πρόσφατο άρθρο θρακιώτικης εφημερίδας, όπου ο τίτλος αναρωτιέται αν «φερετζέδες και ποτούρια» θα καθορίσουν και πάλι τη μοίρα του τόπου. πουργος Λέξη σχεδόν ξεχασμένη ο πουργός, είναι ο βοηθός του χτίστη, ο πηλοφόρος που κουβαλάει λάσπη ή πέτρες. Προέρχεται από τον υπουργό' όχι τον σημερινό, που έχει δέκα παρατρεχάμενους να τον υπηρετούν, παρά τον αρχαίο. Στην αρχαιότητα, υπουργός (από υπό + έργον) ήταν ο υπηρέτης, ο βοηθός. Πουργώ ή πονργεύω σημαίνει 1%

192 M i l 1! Iim \ VNI IN M l βοηθώ τον χτίστη, μεταφέροντας τα υλικά και φτι<ιχν< >νu /, mv uupi στη. Ακουγόταν στην Κρήτη, στα νησιά και στην Κύπρο. Στο ν Πατούχα του Κονδυλάκη, ο Σαϊτονικολής αναθέτει orov ακοινώνητο γιο του «να πουργεύει, να βοηθεί δηλαδή τους κτίστας, παρασκευάζων την λάσπην και τον ασβέστην». Και στο Νούμερο του Βενέζη ο αφηγητής, αιχμάλωτος, επιδιώκει να πάει για πουργός μήπως και βρει καλύτερη τροφή. Όταν με την Επανάσταση του 1821 σχηματίστηκε η Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος, δεν είχε υπουργούς αλλά μινίστρους για παράδειγμα, ο Κωλέττης ήταν Μινίστρος Εσωτερικών. Όταν έπαψε το ντουφεκίδι, βρήκαν οι λόγιοι καιρό να «καθαρίσουν» τη γλώσσα από τα ξένα δάνεια, κι έτσι ανάστησαν την παλιά λ. υπουργός - και επειδή επρόκειτο για θεσμική λέξη, ο καθαρισμός έπιασε. Το ενδιαφέρον είναι ότι και το λατινικό minister αρχικά τον υπηρέτη σήμαινε. Άραγε το θυμούνται αυτό οι υπουργοί και οι μινίστροι σήμερα, πως δουλειά τους είναι να υπηρετούν; πρόγκα Η πράγκα ή μπράγκα είναι αλιευτικό εργαλείο που μοιάζει με σιδερένια φούχτα και το χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες για να βγάζουν αχινούς. Δάνειο από το βενετικό branca (φούχτα). Συχνά το βρίσκουμε μαζί με τον γάντζο (για τα χταπόδια) και το καμάκι, ως στοιχεία του βασικού εξοπλισμού το:>ν παλιών ψαράδων. Γράφεται και πράγγα. Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί την πράγκα σε αρκετά διηγήματα του. Στους Χαλαοοχώρηόες, ο κομματάρχης δίνει στους ανθρώπους του οδηγίες πώς να πιάσουν τον ροφό, τον πλούσιο πολιτευόμενο, χρησιμοποιώντας ψαράδικη ορολογία: «Και τα μάτια σας τέσσερα... Να στέκεσθε αρόδο, να χετε απρόντο και τις πράγκες και τα καμάκια... και το σηπιογιάλι έτοιμο... γιατί αλλιώς δε βγαίνει λαδιά». Στο ίδιο διήγημα, υπάρχει και η φρ. «Πράγκα το χέρι σου!», δηλαδή, «κράτα το κλειστό, μη δώσεις τα χρήματα που σου ζητάνε». 197

193 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ Στη Λ ωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, στο διάστημα που έχουν εγκατασταθεί στον Πειραιά, «Από τους ψαράδες του Τουρκολίμανου η Άννα [δηλ. η ίδια η Ιορδανίδου] έμαθε τι είναι ο γάντζος, το καμάκι, η λαδιά, η πράγγα, οι συρτές». Πάντως, υπάρχει και μια άλλη πράγκα που ίσως δεν έχει λεξικογραφηθεί, είναι οι ποδοπέδες, τα σίδερα για τα πόδια των φυλακισμένων: «Μ έχουν στα χέρια σίδερα και μπράγκες στα ποδάρια», λέει ένα δημοτικό. πρέκνα Πρέκνες είναι οι φακίδες, τα στίγματα στο πρόσωπο, οι κηλίδες της ηλικίας. Πρέκνες έχει και η ρόγα του σταφυλιού- υπάρχει και ποικιλία, πρεκνιάρικο. Προέρχεται από το αρχαίο περκνός, στικτός. Από εκεί είναι και η πέρκα, το ψάρι. Η δυσπρόφερτη λέξη περκνός έγινε τον Μεσαίωνα πρεκνός και από εκεί η πρέκνα. Η λέξη είναι ζωντανή στην Εύβοια, στη Θεσσαλία, στη Δυτική Μακεδονία, στη Θεσσαλονίκη, πιθανόν και αλλού. Σε ένα διήγημά του για τον αφανισμό των Εβραίον, ο Γιώργος ΐωάννου γράφει: «Ένα κοκκινομάλλικο κορίτσι με πρέκνες στο πρόσωπο δεκατέσσερα με δεκαπέντε χρονώ». Στα απομνημονεύματά της, η αγοονίστρια της εθνικής αντίστασης Μαρία Μπέικου θυμάται ως έφηβη στην Ιστιαία ότι ένιωθε μειονεκτικά για τις φακίδες της και οι άλλοι την έλεγαν «πρεκνιάρα», λ. που χρησιμοποιείται και σήμερα. Κανένα λεξικό δεν έχει λήμμα «πρέκνα», αν και πολλά έχουν τη σπανιότατη και σχεδόν απρόφερτη πέρκνα ή περκνάόα. Πρόκειται για λεξικογραφικό πείσμα πρώτου μεγέθους. Ο Δημητράκος και ο Πάπυρος, λεξικά της «όλης ελληνικής», δεν έχουν την «πρέκνα», παρά μόνο ένα «πρεκνόν», γλώσσα του Ησυχίου, με την ερμηνεία «ποικιλόχρουν έλαφον». Δηλαδή δεν έχουν μια λέξη ζωντανή, αλλά μια αμφίβολη άπαξ λεγόμενη λέξη, επειδή έτυχε να την καταγράψει ο Ησύχιος. Δεν είναι να γελάει και το ποικιλόχρουν εριφιον; 198

194 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ πρέντζα Κανένα λεξικό δεν έχει την πρέντζα, ίσως να τη θεωρούν παρακατιανή. Εδώ που τα λέμε η πρέντζα είναι παρακατιανή, τουλάχιστον κάποιες φορές. Πρέντζα είναι είδος τυριού ή παραπροϊόν της τυροκομίας. Η λ. ακούγεται σε Ήπειρο, Επτάνησα, Αιτωλοακαρνανία και Πελοπόννησο. Κατά τον Ν. Πολίτη, είναι δάνειο από το ιταλ. sbrinzo, αλλά πιο πειστική βρίσκω την άποψη ότι πρόκειται για δάνειο από τα ρου μάνικα (brinza). Το κακό είναι ότι κατά περιοχή η σημασία της λέξης διαφέρει στην Κεφαλονιά είναι ένα μίγμα που φτιάχνουν δουλεύοντας με θυμάρι και λάδι τα τρίμματα φέτας που έχουν απομείνει στο βαρέλι στην Ή πειρο είναι μαλακό χλωρό τυρί, αλλά στο Αιτωλικό είναι σκληρό αποβουτυρωμένο. Πάντως, τις περισσότερες φορές είναι δεύτερης ποιότητας, τυρί του φτωχού. Πράγματι, ο πάμφτωχος Κοτζιούλας θυμάται ότι, ως μαθητής, το συνηθισμένο του προσφάι ήταν «αρμυρή πρέντζα σε φύλλα κουτσουπιάς» (που χρησίμευαν και για περιτύλιγμα και για πιάτο). ραβέντι Το ραβέντι είναι ένα φαρμακευτικό φυτό, που η επίσημη ονομασία του είναι ρήον. Η ρίζα του δίνει ήπιο καθαρτικό φάρμακο και τα μακρουλά κοκκινωπά κοτσάνια του καταναλώνονται στη Δυτική Ευρώπη σε σαλάτες, μαρμελάδες και τάρτες. Εμείς εδώ δεν το πολυσυνηθίζουμε, αλλά έχει μεγάλο γλωσσικό ενδιαφέρον. Δάνειο από το τουρκικό rawend, περσικής αρχής. Η αγγλική του ονομασία είναι rhubarb, και είναι ελληνικής αρχής. Πράγματι, οι αρχαίοι, το φαρμακευτικό ρήον, προϊόν της Άπω Ανατολής, το έφερναν από τα μέρη του Βόλγα, ο οποίος στα αρχαία ελληνικά ονομαζόταν Ρα, οπότε το ονόμασαν ρα βάρβαρον, δηλαδή «ξένο ρήον». Αυτό το ρα βάρβαρον έγινε στα λατινικά rha barbarum και στη συνέχεια rheubarbarum, απ όπου στα γαλλικά reubarbe (σήμερα rhubarbe). στα αγγλικά rhubarb, ενο) στα ιταλικά rabarbaro. 199

195 NIKOL LAPANTAKOL Σπανιότερα λέγεται και ραμπάρμπαρο, λέξη αντιδάνεια, που την καταγράφουν ο Κοραής και τα λεξικά του 19ου αιώνα. Το ραβέντι έπιασε, ίσως επειδή είναι πιο σύντομο και εύηχο. Επιπλέον, βόλευε και τους ποιητές, όπο^ς εδώ τον Σουρή που ειρωνεύεται τον Θεοτόκη: «Πουλιά μου, μην τον είδατε τον Κόντε τον λεβέντη; / Τον είδαμε... χωρίς να πιει δραστήριο ραβέντι / από τα πλούτη τα πολλά δεν έκανε νισάφι / κι από τα βρακοπόδια του κυλούσε το χρυσάφι». ράι Ράι σημαίνει υποταγή, και «κάνω ράι» σημαίνει «υποτάσσομαι, δηλώνω υποταγή». Η λέξη είναι τούρκικη, ra y ~ και από την ίδια ρίζα, που σημαίνει «κοπάδι», προέρχεται και ο ραγιάς. Η λέξη βρίσκεται συχνά σε κείμενα της εποχής της τουρκοκρατίας αλλά διατηρήθηκε και στη συνέχεια, εκτός λεξικών. Οι συμφωνίες των καπεταναίων με τους Τούρκους, τα «καπάκια», συνοδεύονταν από ειδικό έγγραφο, «ράι μπουγιουρντί», προσκυνοχάρτι ή συχωροχάρτι, που ο Α. Βακαλόπουλος το ορίζει ως «προτρεπτικές εγκύκλιες προς υποταγή». Ράι φώναζαν και οι ηττημένοι, ζητώντας έλεος: «στεναγμοί και βόγγοι και θρήνοι και ράι! ράι, καπετάνε! από χιλίων στο μάτων αντηχούν» (Καρκαβίτσας, ΟΣπαθόγιαννος). Στον Πειρατή της Γραμβούσας, του Κ. Ράδου, οι πολιορκημένοι πειρατές για να κάνουν ράι ζητούν άφεση αμαρτιών, αλλά οι αρχές προτείνουν «ράι παστρικό», άνευ όρων συνθηκολόγηση. Αντίθετα, στον Κοτζάμπαση τον Καστρόπνργον του Καραγάτση, η άφεση δίνεται: «Τους δώσαμε ράι μπουγιουρντί, τέι περ τε! [πέρα για πέρα] Αφέονται αι αμαρτίαι». Η λέξη πέρασε και σε εξωστρατιωτικά συμφραζόμενα. Στο περίφημο βλάμικο ποίημα Ιφ του Μαλακάση, ο μάγκας απειλεί την λεγάμενη: «α δε κάμεις ράι ναρθείς [...] ταχιά δε θα ξημερωθείς». Αλλά και στον Τσιφόρο, συχνά ο ηττημένος στον καβγά μάγκας κάνει ράι, δηλώνοντας την υποταγή του. 200

196 λ ι :ξ ι :ιι. π ο υ χ λ ν ο ν ί ά ι ρέξιγος Ρέζιγος είναι ο επισφαλής, που δεν εμπνέει ασφάλεια- είναι και ο επικίνδυνος. Ρέζιγο λέγεται το πλοίο που μπορεί να βουλιάξει, το σανίδι που μπορεί να σπάσει, ακόμα και ο άρρωστος που κινδυνεύει να πεθάνει. Η λέξη δεν υπάρχει στον Δημητράκο, τη βρίσκω όμως στον Πάπυρο και στο Μείζον. Είναι λ. συχνή στη Μυτιλήνη, στη Λήμνο και στους πεζογράφους της αιολικής γης, Βενέζη, Κόντογλου, και ιδίως Μυριβήλη, που μας λέει, στηζΐαοκάλα με τα χρυσά μάτια, πως είναι «Ρέζιγο πράγμα να κρεμάζει ο άνθρωπος τη ζωή από τόσο λιανά κλωνιά». Τα παλιά θαλασσοδάνεια, που ήταν ακάλυπτα από υποθήκη, γι αυτό και είχαν θηριώδες επιτόκιο, λέγονταν «ρέζιγα θαλάσσης». Πρόκειται για αντιδάνειο, από τη γενουάτικη λ. rezegu, που προέρχεται από το ριζικό' αγγίζουμε έτσι ξώφαλτσα ένα από τα πιο σκληρά καρύδια της μεσογειακής ετυμολογίας, μια και οι ειδικοί δεν έχουν συμφωνήσει αν το ριζικό (που είναι λ. βυζαντινή, αφού το κακορρίζικος εμφανίζεται στον Γλυκά το ) προέρχεται από τη ρίζα ή από το αραβικό rizq, ούτε αν το ιταλικό rischio (από το οποίο το δικό μας ρίσκο) παράγεται από το ριζικόν ή από κάποια υστερολατινική λέξη. ρέπιο Ρέπιο είναι το ερείπιο και βέβαια από εκεί προέρχεται αυτή η, λογοτεχνική κυρίως, λέξη. Ωστόσο, δεν πρόκειται για κατασκεύασμα κάποιου δημοτικιστή λογοτέχνη, αλλά για γνήσιο λαϊκό τύπο, από το αρχαίο επίθετο ερείπιος > ρείπιος (μεσαιωνικός τύπος) > ρέπιος. Αλλωστε, υπάρχει και τοπωνύμιο Ρέπιο, μια βραχονησίδα στις Σποράδες. «Στα ρέπια, στα χαλάσματα, η κουκουβάγια σκούζει», έγραψε ο Κρυστάλλης, ενώ ο Παλαμάς, στη Φλογέρα του βασιλιά, περιγράqjf.i μια εικόνα Γρήμπισης: «Σκοτεινό ρέπιο κι η εκκλησιά και δίχως 201

197 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ πολεμίστρες / το κάστρο, και χορτάριασε κι έγινε βοσκοτόπι». Ο Πάνος Ταγκόπουλος είχε γράψει διήγημα με τίτλο Οι κουκουβάγιες ξεφαντώνουνε στα ρέπια. Υπάρχει και ο τύπος μετοχής ρεπιασμένος: «Στον κουτσό μαυροπίνακα, τα ρεπιασμένα παραθυρόφυλλα και την ξεχαρβαλωμένη έδρα». (Μυριβήλης, Η Παναγιά η Γοργόνα). Η λέξη εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και στα νεότερα χρόνια, π.χ. στο Θα υπογράφωλουί της Ρέας Γαλανάκη: «Είχαμε γυρίσει από την Ιθάκη και μέναμε σ εκείνα τα ρέπια γύρω από το φρούριο», αλλά και στις εφημερίδες: «Δυστυχούς, οι ιεροί βράχοι της Γιούρας και της Μακρονήσου έχουν εγκαταλειφθεί από την πολιτεία, η ασέβεια είναι έντονη, έχουν γίνει ρέπια!» {Ελευθεροτυπία). ρεσπέρης Ρεσπέρης είναι ο γεωργός, ο μικροκαλλιεργητής. Θα το βρείτε σπανιότερα και ρεντζιπέρης ή ρεντζεπέρης, τύπος πιο κοντά φωνητικά στο τουρκικό rer^per, απ όπου το δανειστήκαμε. Και λεοπέρης. Και ιος επώνυμο. Σπάνια λέξη, μόνο στον Πάπυρο υπάρχει- χρησιμοποιόταν πολύ στη Μικρασία και θα τη βρούμε σε λογοτεχνικά έργα μικρασιατών συγγραφέων, όπως στα Ματωμένα χώματα της Δ. Σωτηρίου, όπου π.χ. ο πατέρας του Μανόλη Αξιώτη δεν τον στέλνει στο γυμνάσιο επειδή «εμείς είμαστε ρεσπέρηδες και χρειαζούμαστε χέρια». Σε άλλα έργα τονίζεται η αντίθεση ανάμεσα στους αστούς Σμυρνιούς και τους «αναλφάβητους ρεσπέρηδες» της υπαίθρου. Ο ρεσπέρης ίσως ακούγεται ακόμα και στην Κρήτη, είναι όμως ολοζώντανος στην Κύπρο, όπου ρεσπερίκκι είναι η γεωργία («το ρεσπερίκκι εν χαμαλίκκιν», λέει η παροιμία). Σε πρόσφατο δημοσίευμα κυπριακής εφημερίδας διαβάζω για την αγωνία των παραγωγών, ότι αν δεν αναπτυχθούν οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων σε λίγα χρόνια «δεν θα πλάσκονται ρεσπέρηδες στον τόπο και αυτό θα είναι μια συμφορά για την κυπριακή κοινωνία». 202

198 ΛΕΞΙ*;ΐΐ; 1ΙΟΥ Χ Λ Ν Ο Ν Τ Λ1 Q IJtlT l Ή ριπιτίδι, σπάνια περίπτωση λέξης με τέσσερα γιώτα. Σύμφοονα με τα παλιάτερα λεξικά (διότι τα νεότερα δεν την έχουν), ριπιτί ή ριπιτίδι είναι ο φόβος, ο τρόμος εύχρηστο μόνο στην έκφραση «τον πήγε ριπιτί», δηλ. «φοβήθηκε τρομερά». Αυτό που δεν λένε τα λεξικά είναι πως η κυριολεκτική σημασία της λ. ριπιτί είναι η διάρροια. Η έκφραση έχει παλιώσει αλλά ακούγεται ακόμα. Επιπλέον έχει χρησιμοποιηθεί πολύ σε λογοτεχνικά κείμενα στο παρελθόν. Καταρχάς από σατιρικούς όπως ο Σουρής, που τη χρησιμοποιεί κατά κόρον, π.χ. «Ο Τσάρος μας ανέβαλε τη στέψη του και πάλι / μ εκείνους τους μηδενιστές τον πάει ριπιτί» ή, απευθυνόμενος στον Μπίσμαρκ, «παίζεις και πάλι πρόστυχο και βρωμερό παιχνίδι / και του κυρίου Γλάδστωνος του πάει ριπιτίδι». Ό ταν ο Γιούγκερμαν του Καραγάτση φτάνει στο λιμάνι του Πειραιά, κάποιοι τον κοροϊδεύουν ότι είναι «από κείνους που τους πήγε ριπιτί μπροστά στους Μπολσεβίκους», ενώ σε μια διάσημη φράση από χα Λόγια της πλώρης ο Καρκαβίτσας δηλώνει πως ο λέοντας είναι πάντα επίφοβος, έστω» και ξεδοντιασμένος: «Φτάνει το βρούχημά του να σε πάει ριπιτί». Ο δε Πολ. Δημητρακόπουλος, μεταφράζοντας τη Λνσιστράτη, έδωσε τον στίχο: «με πήγε ριπιτίδι την ώρα που αντίκρισα της Αθηνάς το φίδι». ρόγκια, τα Ρόγκια είναι τα χωράφια που έχουν προκύψει από καμένο δάσος* το ρήμα είναι ρογκίζω και χρησιμοποιείται επίσης όταν καίμε τα καλάμια και τα χόρτα του θερισμένου χωραφιού ως προετοιμασία για τη νέα σπορά. Η πρακτική αυτή ήταν συνηθέστατη από πολύ παλιά, πράγμα που μαρτυρείται και από τα αμέτρητα τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια σε όλη την Ελλάδα του τύπου: Ρόγκια, Ρογκάδα, ΓΙαλιόρογκα κτλ. Κατά τον Καραποτόσογλου, η λ. ετυμολογείται από το αρχαίο όρογχος μέσω του αμάρτυρου υποκοριστικού *ορόγκιον. Το αλβανικό roj>c <υτό τα ελληνικά. Θα το βρείτε και με «γγ»: ρόγγια. 203

199 ΝΙΚΟΣ l a p a n t a k o l Στην παπαδιαμαντική Φόνισοα, η Φραγκογιαννοΰ στην περιπλάνησή της περνάει κι από μια τοποθεσία που λέγεται του Κονόμον τα Ρόγγια. Πράγματι αρκετά συχνά τα ρόγγια ως τοπωνύμιο συνοδεύονται από το όνομα ενός παλιού ιδιοκτήτη τους, ίσως του ανθρώπου που τα ξεχέρσωσε. Και σε ένα δημοτικό για τους Μπουκουβαλαίους βρίσκουμε ολόκληρη αλυσίδα από συναφείς όρους: «Τ είν το κακό που γίνεται, η ταραχή η μεγάλη, στα ρόγγια, στα παλιόρογγα και στα παλωρογγάκια;» ρομπατσίνα Ρομπατσίνα είναι η κατσάδα, η επίπληξη. Λέξη που έχει παλιώσει, αλλά όχι πολύ, και ομολογώ ότι εκπλήσσομαι που δεν την έχουν τα νεότερα λεξικά, και ακόμα περισσότερο που λείπει από τον Δημητράκο. Λέξη αστική, πανελλήνια, εύχρηστη σε γραφειοκρατικό περιβάλλον, όπως δημόσιες υπηρεσίες, εταιρείες και σχολεία όχι σπάνια, διαβάζουμε και σήμερα στις εφημερίδες για τη ρομπατσίνα που έφαγε ο τάδε υφιστάμενος από τον προϊστάμενό του, π.χ. υφυπουργός από υπουργό. Κάποιες πηγές το ετυμολογούν από το ιταλ. robaccina, που μου φαίνεται ανύπαρκτο. Ο Ανδριώτης το ανάγει σωστά στο romanzina, που σημαίνει τη μακρά επίπληξη, τον εξάψαλμο, θα λέγαμε εμείς. Σωστά καταλάβατε ότι έχει την ίδια ρίζα με το ρομάντζο, το μυθιστόρημα. Είναι θέμα αφήγησης. Στα Επτάνησα χρησιμοποιείται ο τύπος ρομαντσίνα, ατόφια η ιταλική λέξη. Έτσι τη βρίσκουμε και στην Ερόικα του Κοσμά Πολίτη. Ο τύπος ρομπατσίνα υπάρχει στον Γιονγκερμαν και σε άλλα εργάτου Καραγάτση, ενώ, πιο παλιά, ο Σουρής είχε γράψει στον Ρωμηό, ειρωνικά, για «την ρομπατσίνα την γερή του Γάλλου του κυρ Γιάννη», εννοώντας τον Ψυχάρη με τον οποίο είχαν πιάσει μεγάλο καβγά. 204

200 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ σαλκίμι Το σαλκίμι, λέξη που δεν βρίσκεται σε κανένα λεξικό, είναι η γλυσίνα, ένα είδος ακακίας με καρπούς σε τσαμπιά, σαν σταφύλι. Είναι λέξη μικρασιάτικη, δάνειο από τα τουρκικά (salkim, που καταρχήν θα πει «κρεμαστό τσαμπί»). Η λέξη καμιά φορά αναφέρεται και στον καρπό, τα «σταφύλια» της γλυσίνας, που τα χρησιμοποιούσαν σαν αφέψημα για το κρυολόγημα. Τότε το φυτό λέγεται σαλκιμιά. Οι πρόσφυγες φύτευαν σαλκίμια στις αυλές τους. Ο Θωμάς Κοροβίνης αναπολεί τις προσφυγικές γειτονιές της Τούμπας: «Πολλά σπίτια είχανε τσαρδάκια σκεπασμένα με σαλκίμια και κληματαριές και καθόταν από κάτω ο κόσμος κι έπινε το καφεδάκι του κι έκαναν οι γείτονες μουχαμπέτι [κουβεντούλα]». Συντοπίτης του ο Γιώργος Ιωάννου, θυμάται: «Είχαμε μια σαλκιμιά, ριχτή στα κάγκελα σαν κισσός, κι ήταν η πόρτα μας ωραία για ρομάντζα». Ξακουστά είναι τα σαλκίμια που σκεπάζουν τα καλντερίμια της αγοράς στον Μόλυβο της Λέσβου* αλλά και μια γνωστή ταβέρνα στις Μηλιές του Πηλίου λέγεται (και έχει) Σαλκίμι. Στην καμπανιστή γλώσσα μιας άλλης εποχής, ο (Πολίτης) ποιητής Απόστολος Μελαχρινός έγραψε (στο Ομορος των παρθένων): «Κάτω από τ ολάνθιστο, νουνέ, το σαλκίμι / τάξε κάτι αχόπρεπο κι άξιο για τη μνήμη». σαλτανάτι Η λέξη δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό, παλιότερο ή νεότερο, και ίσως άδικα, διότι στη Βόρεια Ελλάδα ακούγεται αρκετά, απείρως περισσότερο από τα «σαρίδια» του Ησυχίου που αποθησαυρίζει ο Δημητράκος. Σαλτανάτι είναι η μανία για επίδειξη, η φιγούρα, οι τσιριμόνιες. Στον πληθυντικό μπορεί να είναι και επαινετικό: «σαλτανάτια τρανά έκαμναν παλιά», δηλαδή «μεγαλεία». Η λ. είναι τουρκική, saitanat, ίδιας ρίζας με τον σουλτάνο: είναι η εξουσία του σουλτάνου και κατ επέκταση, η μεγαλοπρέπεια. Έ χει περάσει και στα βουλγάρικα, όπου υπάρχει και η εύστοχη, νομίζω, παροιμία: «Τους Έλληνες τους τρώια το σαλτανάτι., τους Βουλγάρους το γινάτι». 205

201 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ Στα Φιλολογικά απομνημονεύματα ο Βάρναλης θυμάται έναν χωριανό του, εθελοντή, «με τις φουστανέλες του και το σαλτανάτι του». Οι νεότεροι τη χρησιμοποιούν επίσης αλλά, αναπόφευκτα, καθίός η λέξη έχει χάσει την ετυμολογική της διαφάνεια, πολλοί την παρερμηνεύουν σαν να σημαίνει «παράτολμο άλμα, σάλτο». Ασφαλούς συμβάλλει στην παρεξήγηση και το ότι «από σαλτανάτι» γίνονται π.χ. πολλές παράτολμες φιγούρες με τη μοτοσικλέτα. Η λέξη ακουγόταν και στην Κρήτη. Βρίσκω επιστολή του 1895, όπου ο επιστολογράφος κατηγορεί τους πολιτικούς ότι «κάνουσι σαλτανάτι και φίοναίς ψεύτικαις για να εμπορεύονται τον απλό λαό και την μπατρίδα». Και τώρα έτσι γίνεται, και δίχως σαλτανάτι. σαμντάνι Σαμντάνι ή σαμουντάνι είναι το κηροπήγιο, δάνειο από το τουρκικό amdan, περσικής αρχής. Η λέξη έχει παλιώσει, όπως άλλωστε και το ίδιο το αντικείμενο, κι έτσι τα νεότερα λεξικά δεν την έχουν. Λέξη εύηχη, με την πατίνα του παλιού, χρησιμοποιείται αρκετά σε λογοτεχνικά έργα και συμπεριλαμβάνεται (ως σαμουντάνι) στο «προσωπικό λεξιλόγιο» των 400 λέξεων του Οδ. Ελύτη. Ο Τσίρκας παραθέτει στο Ο Καβάφης και η εποχή τον την εξής αφήγηση για τον Καβάφη: «Αργότερα έφερε διπλό σαμντάνι, άναψε το ένα του, έσβησε το άλλο, το μονό κερί, και κατόπι άναψε το δεύτερο. Λένε πως είναι γουρσουζιά τα τρία μαζί, μου εξήγησε». Στον Συνταγματάρχη Αιάιπκιν, ο Καραγάτσης περιγράφει: «Κρατούσε στο χέρι σαμντάνι με κερί αναμμένο, που η τρεμάμενη φλόγα του, μπλέκοντας με το σταχτωπό λυκαύγισμα, της έδινε παράξενη γοητεία». Ο ζωγράφος Περικλής Βυζάντιος θυμάται για τα παλιατζίδικα της οδού Βουκουρεστίου: «Στην προθήκη τους έχουν συγκεντρωμένα έργα της κακής ώρας (πάντοτε παλιά), παλιές φωτογραφικές μηχανές, κομπολόγια, μινιατούρες, ρολόγια, σαμντάνια, κουτιά». Ωστόσο, το σαμντάνι ως λέξη το χρησιμοποιούν και νεότεροι συγγραφείς: «Ασπρα μεγάλα κεριά άναβαν στα δυο βαριά σαμντάνια πάνω στον μπουφέ» (Παυλίνα Παμπούδη, Χάρτινη ζωή). 206

202 A KaKIL llo\ V\NUN ι \\ σαντάρδο Λέγεται και σταντάρόο. Είναι το κοντάρι στην πρύμη των πλοίων, που χρησιμεύει για την έπαρση της εθνικής σημαίας, και κατ επέκταση η ίδια η εθνική σημαία, και γενικά η οποιαδήποτε σημαία, αφού τα παλιότερα χρόνια κάθε καραβοκύρης είχε το δικό του σαντάρδο. Από τη θάλασσα η λ. πέρασε και στη στεριά, όπου χρησιμοποιείται για το κοντάρι της σημαίας που κυματίζει σε ψηλό μέρος. Για παράδειγμα, ο Κ. Πολίτης στο Στον Χατζηφράγκον γράφει για το σαντάρδο στο μπαλκόνι του προξενείου α π όπου κυμάτιζε η ελληνική σημαία, Σαντάρδο λέγεται επίσης το ψηλότερο σημείο της Ερείκουσας, ενός από τα διαπόντια νησιά στο βορειοδυτικό άκρο της Ελλάδας. Η λέξη υπάρχει στα παλιότερα λεξικά χωρίς ετυμολογία. Προέρχεται από το ιταλικό stendardo, ίσως από κάποια διάλεκτο που δεν διατήρησε το αρχικό st~. Η ιταλική λ. σημαίνει επίσης «σημαία, λάβαρο» και παράγεται από το παλαιογαλλικό estandart (σήμερα etandard), απ όπου και το πολυσήμαντο αγγλικό standard (και το δικό μας στάνταρ). Ως «σταντάρδο» το έχει χρησιμοποιήσει σε πεζό του ο Καββαδίας. Στο ποίημα Φιλέλλην, ο Κ. Βάρναλης είχε χαρακτηρίσει «σάπιο σαντάρδο της εσχάτης πειρατείας» τον Ουίνστον Τσόρτσιλ! σαντεκλέρια, τα Λέξη σχεδόν ξεχασμένη, δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό την παραθέτω στον πληθυντικό, επειδή σχεδόν μόνο αυτός χρησιμοποιείται, στην έκφραση «θα τραβηχτούμε σαν τα σαντεκλέρια», που σημαίνει «θα μαλώσουμε», η οποία, όπως δείχνει η διαδικτυακή αναζήτηση, ακόμα ακούγεται. Βέβαια, καθώς η λέξη δεν είναι ετυμολογικά διαφανής, έχει παραφθαρεί: θα τη βρείτε επίσης ως σιντεκλέρια ή σαντικλέρια. Στην κλασική κοιμιοδία Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός, ο κοντός (Νίκος ΓιΧος) υφίσταται τα πάνδεινα από την πεθερά του 207

203 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝ'ΓΑΚΟΣ (Γεωργία Βασιλειάδου) και αγανακτεί: «Κάποια στιγμή θα τραβηχτούμε σαν τα σιντεκλέρια». Το σενάριο της ταινίας είναι του Τσιφόρου, που χρησιμοποιεί τη λέξη και στα βιβλία του, π.χ. στα Παιδιά της πιάτσας ο ήρωάς του λέει: «Τα θέλετε τα πιάνετε, δεν τα θέλετε, τραβιόμαστε σαν τα σαντεκλέρια», Η αρχή της φράσης βρίσκεται στον Chantecler, ήρωα ενός θεατρικού έργου του Εντμόν Ροστάν, το 1910, όπου πρωταγωνιστούσαν φτερωτά κατοικίδια. Ή ταν υπερπαραγωγή, έκανε πάταγο και παίχτηκε και στην Αθήνα. Αποτέλεσμα ήταν να καθιερωθεί το όνομα Σαντεκλέρ ως συνώνυμο του πετεινού και να εξελληνιστεί ως «σαντεκλέρι». Και ο Χάκκας στο διήγημα Ο φόνος γράφει: «Θα την κόψω στη μέση σα σαντικλέρι». Οπότε, αν σας πούνε ποτέ «θα τραβηχτούμε σαν τα σαντεκλέρια», να ξέρετε ότι εννοούν καβγά! σαράτσης Σαράτσης ήταν ο σελοποιός ή ο σαγματοποιός. Η λέξη είναι τουρκική, sarag. Ως λέξη έχει πάθει διπλή υποχώρηση, αφενός διότι η τουρκογενής λ. υποκαταστάθηκε από μια αυτόχθονη (σαγματοποιός) ή ημιαυτόχθονη λέξη (σελοποιός) και αφετέρου επειδή το αυτοκίνητο σχεδόν εκτόπισε το άλογο ως μέσο μεταφοράς, άρα και τους σαγματοποιούς. Διόλου περίεργο λοιπόν που δεν υπάρχει στα σημερινά λεξικά. Οι σαράτσηδες κατασκεύαζαν ή επισκεύαζαν και κάρα. Το επάγγελμα λοιπόν ήταν καίριο στους προηγούμενους αιώνες, τόσο που, όταν το 1822 η Προσωρινή Διοίκηση της επαναστατημένης Ελλάδας διέταξε το τρίμηνο κλείσιμο των καταστημάτων για να βρεθούν στρατιώτες, εξαίρεσε «ψωμοπωλεία, κρε ατοπωλ ε ία, σαράτσικα και δουφεκτσίδικα [οπλοπωλεία], μπακάλικα και τσαρουχοπωλεία». Σύμφωνα με μια ανεπιβεβαίωτη θεωρία, ο γνωστός μας παπαράτσι προέρχεται από το επίθετο Paparazzo, συχνό στην περιοχή του Καταντζάρο, το οποίο ετυμολογείται, ίσως, από το επίθετο Παπασαράτσης. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος γι αυτό το τελευταίο, πάντως επίθετα Σαράτσης καί Σαρατσίδης είναι αρκετά συχνά. Τσως 208

204 Λ Κ Ξ Κ ΙL IH)V Χ Α Ν Ο Ν ΤΑ Ι γνωστότερος είναι ο γιατρός Δημήτρης Σαράτσης, που ίδρυσε το Παρθεναγωγείο Βόλου και κατηγορήθηκε στα Αθεϊκά. σαρμάκο Η σπάνια αυτή λέξη που δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό έρχεται να ενώσει τα ρεμπέτικα με την ενετοκρατία. Πράγματι, είναι πολύ οικεία στους φίλους του ρεμπέτικου, επειδή υπάρχει στον τίτλο ενός τραγουδιού του Βαμβακάρη, Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο. Υπάρχει και νεορεμπέτικη κομπανία με το όνομα Σαρμάκο. «Κάνω σαρμάκο» σημαίνει «στέκομαι αμίλητος, προσοχή, αποφεύγω να εκδηλωθώ». Στο τραγούδι, ο Μάρκος βλέπει την αγαπημένη του με άλλον, αλλά «κάνει σαρμάκο», «κάνει το κορόιδο», θα λέγαμε. Διαβάζω οχαλαογραφικά Σύμμεικτα του Ν. Πολίτη ότι το σαμάρκο ή σαρμάκο ήταν πολύ διαδεδομένο «υβριστικό σχήμα», ιδίως στα παιδιά, με σχεδόν πανελλήνια εξάπλωση. Το σαρμάκο γίνεται «δείχνοντας τον αντίχειρα και τον δείχτη του δεξιού χεριού, με τα άλλα δάχτυλα κλεισμένα» και ταυτόχρονα λέγοντας «κάνε σαρμάκο». Ο Πολίτης σωστά ετυμολογεί το σαρμάκο ή σαμάρκο από το San Marco, τα λιοντάρια του Αγίου Μάρκου που έχουν ανοιχτό το στόμα, έμβλημα πασίγνωστο από τα πολυάριθμα ενετικά φρούρια που όλα τους είχαν εντοιχισμένες πλάκες με ανάγλυφο το λιοντάρι, ή από τα προξενεία της Γαληνοτάτης. Από το σαμάρκο μια απλή αντιμετάθεση φτιάχνει το σαρμάκο, τύπος που είναι συχνότερος. Ωστόσο, ο Καραγάτσης στο Σέργιος και Βάκχος παρουσιάζει κάποιους νεοσύλλεκτους να χάσκουν «με το στόμα ανοιχτό σαμάρκο». σαρμανίτσα Σαρμανίτσα είναι η κούνια του μωρού. Το μόνο λεξικό που καταγράφει τη λέξη είναι ο Πάπυρος. Δάνειο από τα κουτσοβλάχικα. Είναι λ. κατεξοχήν ηπειρώτικη, αν και ακούγεται επίσης στη Θεσσαλία, στη ΦΟκότιδα, στη Λ, Μακεδονία, ίσως κι αλλού. 20<)

205 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ Η λέξη εμφανίζεται σε πάμπολλα δημοτικά τραγούδια, π.χ. «που άφησα μικρό παιδί, μικρό στη σαρμανίτσα». Έ να παροιμιακό τετράστιχο που συγκρίνει τις οικιακές εργασίες υποστηρίζει ότι «Το κέντημα είναι γλέντησμα, η ρόκα είναι σεργιάνι, η σαρμανίτσα κι ο αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη». Ο Πετρολούκας Χαλκιάς, σε συνέντευξή του, είπε για τα ηπειρώτικα τραγούδια: «Μ* αυτά τα τραγούδια με νανούριζε η μάνα μου στη σαρμανίτσα». Παρεμπιπτόντως, canticu di sarmanitsa είναι στα βλάχικα το νανούρισμα. Ο Ηπειρώτης Γ. Κοτζιούλας αναφέρεται στα στερημένα παιδικά του χρόνια χωρίς παιχνίδια και σημειώνει: «Ένα φτηνό βραγκανίδι [κουδουνίστρα] όλο όλο μας έπαιρναν οι δικοί μας όταν ήμασταν μικρά, στη σαρμανίτσα, να μας το βροντάν αποπάνω και να μερώνουμε, να παύουμε το κλάμα». Σαν να του απαντάει ο Ν. Εγγονόπουλος, στο ποίημα Ο υπερρεαλισμός της ατέρμονος ζωής: «η σαρμανίτσα του ποιητού / είναι το νεκρικό κιβούρι του / κι η κουδουνίστρα που βάζουνε / στα βρεφικά του χέρια / είναι το κυπαρίσσι / που θα φυτρώσει / πάνω στον τάφο του». σασκίνης Είναι ο άμυαλος, ο χαζός, ο μπουνταλάς και ο αδέξιος σε εργασία. Από το τουρκικό a kin που σημαίνει «σαστισμένος, μπερδεμένος», από το ρ. a mak. Και σασκινιά, η χαζομάρα. Λέξη βόρεια, της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης πιο πολύ, καθώς και μικρασιατική - την έχει και ο Βενέζης σε διάλογο στο Νούμερο Δεν είναι βαρύς χαρακτηρισμός, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και πειραχτικά, με φιλική διάθεση. Υπάρχει και βορειοελλαδίτικο συγκρότημα ροκ, Los Saskinistas, που σε τραγούδι του ακούγεται η προτροπή: «Τη σασκινιά παράτησε και πιάσε την κιθάρα». Και βέβαια, όσοι έχουν διαβάσει τη Βαβυλωνία θα θυμούνται πως ο Ανατολίτης αποκαλεί κατ επανάληψη «σασκίνη» τον Λογιότατο, όταν δεν καταλαβαίνει τις ελληνικούρες του' για παράδειγμα, όταν ο Λογιότατος ζητάει «νηφοκοκκόζωμον» ενώ θέλει καφέ, ο Ανατολίτης ξεσπάει: «και ντε λες έτσι, μόνε λες νύφη και κοκόνα; 210

206 λ κ ξ ι ί ι ι: urn v v n o n ί λι πολύ σασκίνη άντρωπο είσαι' ατζάίπικο, μπουταλά είσαι, να μη οι κακοφανεί... Εγώ έτσι. σασκίνη άντρωπο ντεν είδα ακόμα... καρνιικ του τέλει καφέ, και να υρεύει κοκόνα νύφη...» Στα τούρκικα, το ρ. a mak, σημαίνει «εκπλήσσομαι, τα χάνω». Από τον αόριστό του, astim, δανειστήκαμε το δικό μας κοινότατο σαστίζω, που επομένως είναι ομόρριζο με τον καημένο τον πολύ σπανιότερο σασκίνη. σαστικός Ο σαστικός δεν είναι... σαστισμένος, τουλάχιστον όχι εξ ορισμού. Σαστικός σημαίνει αρραβωνιαστικός, το ταίρι, και στο θηλυκό σαστική ή σαστικιά, η αρραβωνιαστικιά. Όπως λέει ο Ανδριώτης στο ετυμολογικό του, η λ. προέρχεται από το σάζω < ισάζω (με την έννοια «συναρμόζω», «ζευγαρώνω»). Μόνο ο Πάπυρος έχει τη λέξη, που είναι αλήθεια ότι έχει πια παλιώσει, ωστόσο έχει χρησιμοποιηθεί πολύ στη λογοτεχνία μας. Καταρχάς, σε δημοτικά τραγούδια, όπως για τον θάνατο του Κωνσταντά, που όταν λαβώνεται κάνει «τρία γράμματα, τρία φαρμακωμένα», για τη μάνα του, τον πατέρα του, και «το τρίτο το φαρμακερό να πάει στη σαστικιά μου». Σε άλλο δημοτικό, του Γιάννη, οι Τούρκοι ρωτάνε την κοπέλα πού είναι ο καλός της, κι εκείνη αποκρίνεται: «Θιαμαινομαι, λογίζομαι για ποιον άντρα που λέτε / Που γω δεν επαντρεύτηκα και σαστικό δέν έχω». Η λέξη υπάρχει επίσης στον Βαλαωρίτη, στον Αυγέρη, στον Π. Χορν, αλλά και στον Χριστό του Καζαντζάκη, όπου η Λενιώ «λαχτάριζε να δείξει στον παλιό της σαστικό πως δεν τον είχε ανάγκη, βρήκε καλύτερο - να σκάσει...» Αλλά είναι και λέξη παπαδιαμαντική, π.χ. στο Άνθος του γιαλού, όπου η Λουλούδω μάταια περιμένει «να έρθει η μέρα που θα γεννηθεί ο Χριστός, να γυρίσει ο σαστικός της να την στεφανωθεί». 211

207 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ σατίρι Σατίρι είναι το μεγάλο, βαρύ μαχαίρι με την πλατιά λεπίδα, σαν μπαλτάς, που χρησιμοποιείται για το κόψιμο του κρέατος. Δάνειο από τα τουρκικά (satir). Η λέξη είναι ζωντανή και σήμερα, αν και μερικές φορές στα χασάπικα χρησιμοποιείται για το μηχάνημα, την κρεατομηχανή που κόβει το κρέας. Στο Λουλούδι της φωτιάς, ένα πολεμικό διήγημα του Μυριβήλη, περιγράφονται σφαγές για αντίποινα «με το σατίρι του κρέατος». Η έκφραση «τους πέρασαν στο σατίρι» σημαίνει την εξόντωση των αντιπάλων με μαζικές εκτελέσεις. Σε λιγότερο αιματηρά συμφραζόμενα, ο Ηλίας Τανταλίδης ξεκινάει το ποίημά του Ποιητής με ένα θαυμάσιο λογοπαίγνιο: Αυτόν εδώ τον βλέπετε με φρύδι ανασυρμένα, Με σουφρωμένο μέτωπον, με μάτια βουληγμένα; Σωπάτε κι είναι Ποιητής!... Με της πικρίας το ραβδί τα σύμπαντα θα δείρει. Γιανίτσαρος των Ποιητών, αρπάζει το σατίρι, Και θα φανεί Σατιριστής.30 σαφρακιασμένος Μετοχή του ρήματος σαφρακιάζω το οποίο, σύμφωνα με τα παλιότερα λεξικά, σημαίνει κυρίως «ζαρώνω λόγω πολύωρης παραμονής στο νερό», και πράγματι αυτή είναι η σημασία του σε πολλές περιοχές (αλλού χρησιμοποιούν το παπονδιάζω*). Το σαφρακιάζω προέρχεται από το σονφρακιάζω (< σούφρα). Ωστόσο, το σαφρακιασμένος έχει αυτονομηθεί, μια και σημαίνει γενικώς τον ζαρωμένο και κυρίως όχι από το νερό, αλλά από τα γεράματα, τον ήλιο ή την κακοπέραση, και ιδίως το καχεκτικό παιδί, το άρρωστο, το μικρόσωμο και άσχημο, τον 30. Στην πραγματικότητα, ο Τανταλίδης έγραψε «σατυρίστης», επειδή έτσι γραφόταν τότε η λέξη σάτιρα, όχι σωστά. Με τη σημερινή ορθογραφία, το λογοπαίγνιο έχει γίνει τέλειο και οπτικά: ο σατιριστης κραδαίνει το σατίρι! 212

208 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ άνθρωπο μισή μερίδα, κοινώς απολειφάδι, καθώς και το πράγμα που έχει παλιώσει, ραγίσει, χαλάσει, μπαγιατέψει. Πάντως, είναι, ολοζώντανη λέξη που θα μπορούσε να υπάρχει στα νεότερα λεξικά. Η λ. οφείλει τη δημοτικότητά της στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και ιδίως στον Καραγκιόζη, όπου ο Μπαρμπαγιώργος αποκαλεί πολύ συχνά «σαφρακιασμένο» τον Καραγκιόζη, αλλά και τα παιδιά του: «Άι το σαφρακιασμένο! Έ χει γούστο να μ φκιάσ κάνα χ νέρ!» Ό ταν αποκαλούμε έτσι νεότερα άτομα, το σαφρακιασμένο χρησιμοποιείται σαν υποτιμητική προσφώνηση χωρίς πολύ συγκεκριμένη έννοια: «Η κυρά Κατερίνα θυμήθηκε το πηγάδι της. Είχε, βέβαια, αφημένο κειδά χάμου τον ψυχογιό, μα ήταν τόσο ανεπρόκοπο το σαφρακιασμένο» (I. Μ. Παναγιωτόπουλος, Χαμοζωή). σγαρλίζω Σγαρλίζω σημαίνει σκάβω επιφανειακά το χώμα όπως οι κότες δεν νομίζω να υπάρχει σε κανένα λεξικό, παρόλο που είναι λέξη με σχεδόν πανελλήνια εξάπλωση- ίσως κρίθηκε ταπεινή, ίσως θεωρήθηκε παραλλαγή του σκαλίζω. Και μάλλον από το σκαλίζω προήλθε, αλλά δεν ταυτίζονται οι σημασίες τους: το σγάρλισμα είναι ρηχό, επιφανειακό. Σγαρλίζουν, είπαμε, τα πουλιά, αλλά και οι άνθρωποι: «Το χέρι του, που σγαρλίζει τον άμμο, κάτι πιάνει αλλιώτικο», βρίσκω σε ένα διήγημα του Θ. Τριφύλιου (.Η γαλατούσσα). Καμιά φορά σγαρλίζουν και οι υπηρεσίες του δήμου, όπως διάβασα σε κάποια τοπική εφημερίδα που διαμαρτυρόταν επειδή «σγαρλίζουν» απλώς τους δρόμους, δηλαδή κάνουν επιφανειακά ξυσίματα και μπαλώματα. Αλλά κυρίως σγαρλίζουν οι κότες - πανελλήνια είναι η παροιμία, «Η κότα σγαρλίζοντας έβγαλε το μάτι της» (ή: «το μάτι της θα βγάλει»). Βρίσκω και μια κεφαλονίτικη γνωμική παροιμία, που σαν να υπερτονίζει την κληρονομικότητα: «Όποιος γεννιέται από κότα, πρέπει να σγαρλίζει». 213

209 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΛΚΟΣ σερβανί Το σερβανί είναι η σοφίτα, το υπερώο, το μέρος του σπιτιού κάτω από τη στέγη. Λέξη παλιά, ασφαλώς, που ακουγόταν κυρίως στην Πόλη (και ακόμα ακούγεται) και τη Μικρασία - αλλά που δεν την έχει κανένα λεξικό. Δάνειο από το τουρκικό irvam, ίδιας σημασίας. Το σερβανί είναι η μεγάλη σοφίτα των παλιών σπιτιών, συνήθως σε ενιαίο χώρο. Για τα παιδιά πρέπει να ήταν χώρος μαγικός. «Ανέβαινα στο σερβανί το γεμάτο μ ένα πλήθος παλιά περίεργα πράγματα», θυμάται ο Κλέων Παράσχος σε ένα διήγημα (.Παραμύθι). Πιο παραστατικά η Κλαίτη Σωτηριάδου: «Εκείνο το πρωί εμείς παίζαμε με κούκλες από νο^ρίς στο σερβανί, στο καθιστικό της σοφίτας δηλαδή, ανάμεσα σε μπαούλα γεμάτα παλιά ωραία ρούχα, ανοιγμένες καπελιέρες με φτερά και μποά, ολόσωμους καθρέφτες, κινέζικα παραβάν, κούκλες, σκαμνάκια, διάφορα αναμνηστικά που έφερνε από τα ταξίδια του ο καπετάνιος παππούς». Άλλοτε πάλι γίνονταν δουλειές: «Καλείται εσωτερική για έναν μήνα η Όλγα η μοδιστρούλα από το Γεντίκουλε και το επάνω πάτωμα του σπιτιού μας, το σερβανί, μεταβάλλεται σε ατελιέ ασπρορούχων» (Ελένη Χαλκούση, Ζάππειον παρθεναγωγείον). Ο Ελύτης συμπεριέλαβε το σερβανί στις 400 λέξεις του «προσωπικού λεξιλογίου» του - λέτε αυτό να πείσει κάποιον λεξικογράφο του με'λλοντος να αποθησαυρίσεί το σερβανί; σεφερτάσι Το σεφερτάσι είναι το... ταπεράκιτης παλιάς εποχής, όταν δεν υπήρχαν πλαστικά- είναι δηλαδή ένα σκεύος που αποτελείται από επάλληλα μεταλλικά δοχεία και χρησιμεύει για τη μεταφορά φαγητού. Λέγεται και καστάνια ή καστανιά. Δάνειο από τα τουρκικά, sefertasi, σύνθετη λέξη, που σημαίνει κατά λέξη: σκεύος εκστρατείας ή για το ταξίδι (το σεφέρι). Οι Έλληνες όμηροι στην πολιορκούμενη Τριπολιτσά είχαν κάποιον που τους έφερνε δυο φορές την εβδομάδα φαγητό σε σεφερτάσι, (χυλοπίτες ή ρύζι, διαβάζουμε στην αναφορά που έγραψαν μετά). 214

210 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Το σεφερτάσι το έπαιρναν μαζί τους οι μαθητές, που τα παλιά τα χρόνια, πηγαίνοντας με τα πόδια, δεν πρόφταιναν να γυρίσουν στο σπίτι για φαγητό ή το έστελναν οι γυναίκες στους άντρες τους στο μαγαζί ή στο εργαστήρι. «Σχεδόν δυο, πολλές φορές και τρεις τη βδομάδα, πίεζε την πεθερά της να φτιάχνει ντολμάδες και κείνη γέμιζε το σεφερτάσι και το πήγαινε, σεινάμενη-κουνάμενη» (Τζένη Μακαριάδη, Η Λεοβία). Η λέξη έχει παλιώσει διπλά, αφού και το ίδιο το πράγμα έχει αντικατασταθεί από τα πλαστικά σκεύη ωστόσο, ακόμα ακούγεται, έστω και ως αναπόληση, όπως στο απόσπασμα από το Μαγεμένο χώμα της Νατάσας Κεσμέτη: «[...] τεψιά, μαστραπαδάκια, καβανόζια, ξέχειλα σεφερτάσια με καλό νερό, γλυκούς καρπούς: λεπτόφλουδες, λευκόσαρκες, βερυκοκένιες λέξεις». σιοΰτος Σιούτο (και σούτο) λέγεται το ζώο που δεν έχει κέρατα: σιούτος τράγος, σιούτο κριάρι, σιούτα γίδα ή αγελάδα. Η ελληνική λ. είναι δάνειο από τα αλβανικά, αν και παρόμοιες λέξεις υπάρχουν παντού στα Βαλκάνια. Η λέξη ακούγεται στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο. Το ποιμενικό λεξιλόγιο είναι πλουσιότατο έχει λέξεις για όλους τους δυνατούς συνδυασμούς χρωμάτων και χαρακτηριστικών. Για να πάρουμε μια γεύση, ένα απόσπασμα από τα Διηγήματα της στάνης του Ηπειρώτη Χρήστου Χρηστοβασίλη: «Ήξερα ποιο πρόβατο λέγεται λάγιο, ποιο μπέλο, ποιο κάλεσιο, ποιο κότσινο, ποιο μπάλιο, και ποιο γίδι λέγεται νιάγκρο, ποιο φλοίρο, ποιο κανούτο, ποιο μπούτσικο, ποιο μπάρτζο, ποιο καπνόμπαρτζο, ποιο μετσένιο, ποιο γκάλμπινο, ποιο λιάρο, ποιο μπάλιο, ποιο σιούτο, ποιο σκουλαρικάτο, ποιο γκιόσο και τα λοιπά». Να σημειωθεί ότι η Κρήτη έχει επίσης πλουσιότατο ποιμενικό λεξιλόγιο, αλλά πολύ διαφορετικό. Επειδή το σιούτο ζώο δεν έχει κέρατα, θεωρείται ότι μειονεκτεί. Έτσι, η λ. σιούτος έχει επεκταθεί και σημαίνει τον άτολμο ή τον νωθρό -υπάρχει, άλλωστε και ως επώνυμο. Κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, 215

211 ΝΙΚΟΣ LAPANTAKOL σιούτα λέγεται και η γυναίκα με μικρό στήθος. Υπάρχει όμως και η παροιμία «η σιοΰτα γίδα βάνει κέρατα τ αφεντικού της», οπότε ας μην υποτιμούμε τους ταπεινούς. σιτζίμι Σιτζίμι είναι το λεπτό, γερό σκοινί ή ο γερός σπάγκος. Η λέξη είναι τουρκικό δάνειο (sicim) και από τα ελληνικά λεξικά μόνο ο Πάπυρος την καταδέχτηκε. Ακούγεται ακόμα στα νησιά του Αιγαίου, στην Κρήτη, στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια. Σιτζίμι ήταν το σκοινί για τα ρούχα, ήταν ο σπάγκος με τον οποίο ευνούχιζαν τα ζώα, ήταν ο σπάγκος του χαρταετού. Πάντοτε γερός και καλά στριμμένος. Στις αναμνήσεις του από την παιδική του ηλικία (Στον Χατζηφράγκον), ο Κοσμάς Πολίτης σχολιάζει τους σπάγκους των χαρταετών: «Γιατί, αν είχες σπάγκο σιτζίμι ή διμισκί, κι ο άλλος είχε σπάγκο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες». Υπάρχει και μαντινάδα: «Αν μ αγαπήσει κι αρνηθεί να τονε δω μεσκίνη / και να του δίδουν το ψωμί μ' εννιά οργιές σιτζίμι», διότι στους λεπρούς το ψωμί το έδιναν από μακριά. Το σιτζίμι έχει και μεταφορική χρήση. Στη Μυτιλήνη και στη Χίο, όταν βρέχει πολύ, λένε «βρέχει σιτζίμι», γιατί πέφτει η βροχή σαν συνεχές σκοινί από τον ουρανό. Η έκφραση απαράλλαχτη στα τουρκικά, sicim gibi yagmur. Κατ επέκταση, σιτζίμι λέγεται η μπόρα, π.χ. «Με το σιτζίμι βγήκες όξω, λωλός είσαι;» Ίσως το λένε και στην Κρήτη, διότι στον Κρητικό του Πρεβελάκη βρίσκω: «Ο ουρανός έριχνε τώρα σιτζίμι το νερό». σιχνάτσα Λέξη που δικαίως δεν βρίσκεται στα νεότερα λεξικά, αφού πιο πολύ έχει ιστορική αξία, η σιχνάτσα ήταν παλιό χαρτονόμισμα που βρισκόταν σε χρήση τον 19ο αιώνα και στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα λεξικά, είναι δάνειο από το γαλλικό assignat, χαρτονόμισμα που 2Ι(»

212 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ εκ δόθηκε από την επαναστατική κυβέρνηση της Γαλλίας περί τυ 1790 με την υποθήκευση των εθνικών κτημάτων. Ωστόσο, κατά την άποψή μου, πιθανώς να πρόκειται για δάνειο από τη ρωσική λ. assignatsia, που σημαίνει γενικώς «χαρτονόμισμα», και που είναι βεβαίως γαλλικής αρχής. Θα τη βρείτε γραμμένη και σνχνάτσα, παρετυμολογία από το συχνός. Αργότερα, πήρε τις σημασίες του χαρτονομίσματος που έχει χάσει την αξία του και μεταφορικά του ασήμαντου ανθρώπου. Στους Χαλασσχώρηδες του Παπαδιαμάντη, οι κομματάρχες δωροδοκούν τους ψηφοφόρους με «βαμβακόσπορο»: «από μίαν σιχνάτσα έως τρεις και τέσσαρας». Στην Τύχη από την Αμέρικα, η μέλλουσα νύφη αναρωτιέται: «Που να τις βρούμε τις λίρες ο Στάθης μόνο o l - χνάτσες έφερε απ το Βόλο...» Και σε ένα ποίημα του Σουρή, εκτίθεται αλάνθαστη μέθοδος για επίτευξη κομματικής πειθαρχίας που χρησιμοποιείται και σήμερα αλλά με άλλα νομίσματα: «Κι όταν θέλουν ν αφήσουν το κόμμα, / γιατί άλλον δεν τρώνε παρά, / δυο συχνάτσες τούς βάζουν στο στόμα, / κι έτσι μένουν στην ίδια πλευρά». σκαλετίξω Σκαπετίζω και σκαπετώ σημαίνει δραπετεύω, ξεφεύγω από κίνδυνο, γλιτοίνω επίσης, φεύγω, εξαφανίζομαι - όχι κατ ανάγκη τρέχοντας. Λέγεται επίσης για κάποιον που περνάει την κορυφή υψώματος. Και στις τρεις περιπτώσεις, το κοινό στοιχείο είναι ότι όποιος σκαπετίζει παύει να είναι ορατός. Είναι δάνειο από το ιταλικό scappare, «ξεφεύγω, δραπετεύω». Τα νεότερα λεξικά δεν την έχουν, αν και ακούγεται στις περισσότερες περιοχές του ελλαδικού χώρου. «Μα δε θα ρθει, φυσικά θα με σκιάζεται θα σκαπέτησε στην ξενιτιά», λέει ένας ήρωας του Θεοτόκη (στο διήγημα Κάιν). Σε αναμνήσεις του Κ. Αποστολόπουλου από τον Εμφύλιο: «ένα μικρό τμήμα ανταρτών, εννέα άτομα, δεν πρόλαβαν να σκαπετήσουν προς το ύψωμα της Αμυγδαλιάς, αποκλείστηκαν μέσα στον ελαιώνα». Με την άλλη σημασία του ρήματος, χωρίς κυνηγητά, ο Χρ. Χρηστοβασίλης γράψει m u Διηγήματα της ξενιτειάς: «Είχα σκαπετήσει 217

213 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑ ΚΟΣ μια μικρή ραχούλα και δεν μου είχε μείνει, παρά να σκαπετήσω ακόμα μια, για να μπορέσω ν αγναντέψω το χωριό μου». Με την ίδια σημασία, σε διήγημα του Σπήλιου Παοαγιάννη: «Ένα βράδυ συντρόφευα το μικρό μου αδελφό, σαν μου λεγε να τον κοιτάζω ώσπου να περάσει απ το σκοτάδι και να σκαπετήσει». σκαρτάδος Και να μην ξέρετε τη λέξη, θα καταλάβατε ότι ο σκαρτάδος είναι συγγενής με τον σκάρτο ωστόσο, ενώ ο σκάρτος άνθρωπος είναι ηθικά μεμπτός, ο σκαρτάδος είναι ανισόρροπος, λιγάκι παλαβός, ιδιότροπος. Δάνειο από το ενετικό scartado, εμφανίζεται κυρίως σε περιοχές της ενετικής λεξιλογικής επιρροής. Και επώνυμο - οι λίγο παλιότεροι θα θυμούνται τον μεγάλο ροδίτη ποδοσφαιριστή Γιώργο Σκαρτάδο. «Τον νόμιζαν λοιπόν σκαρτάδο και λειψό στο μυαλό», γράφει σε ένα διήγημά του ο Λαύρας, ενώ αρκετά γνωστό είναι το ποίημα του Σουρή Ο σκαρτάδος, δημοσιευμένο στην εφημερίδα Μη χάνεσαι (1883): «Ένας σκαρτάδος Βρετανός προχθές ανέβη μόνος / επάνω εις την Ακρόπολη τη δόξα μας να ιδεί, / κι όσο τας στήλας έβλεπε του θείου Παρθενώνος, / εσυγκινείτο κι έκλαιε σαν το μωρό παιδί». Ο δημοτικιστής Πέτρος Βλαστός, σε επιστολή του, χαρακτηρίζει τον Περικλή Γιαννόπουλο ως εξής: «Ήταν αγαπητός άνθρωπος μα κάπως σκαρτάδος». Σχολιάζοντας την επιστολή στη Νέα Εστία, ο Παύλος Φλώρος γράφει: «Θέλει να ειπεί σκάρτος, ωστόσο τι χαριτωμένο αυτό το σκαρτάδος. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός πως ο Βλαστός γεννήθηκε και έζησε πάντα στο εξωτερικό». Όμως, αν και γεννημένος στο εξωτερικό, ο Βλαστός ήξερε πολύ καλά τι ήθελε να πει! σοπάκι Σοπάκι είναι ο ξυλοδαρμός, το ξύλο. Αν και λέγεται αρκετά, η λέξη περιέργως βρίσκεται μόνο στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 21S

214 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ του Δρανδάκη.31 «Ρίχνω σοπάκι», ξυλοφορτώνω. Δάνειο από το τουρκικό sop a, ρόπαλο, κλομπ, κοντόξυλο. Ακούγεται και η σόπα, αλλά πολύ περισσότερο το σοπάκι, υποκοριστικό της. Οι γνώμες διίστανται αν το σοπάκι είναι ελαφρός ή βαρύς ξυλοδαρμός. Ίσως η βαρύτητα να αφήνεται απροσδιόριστη, διότι στον Τσιφόρο, που χρησιμοποιεί τακτικά τη λέξη, ο όρος χρησιμοποιείται και για το ελαφρύ ξυλοφόρτωμα της γυναίκας από τον βαρύμαγκα άντρα της, αλλά και για πολύ χειρότερες περιπτώσεις: «Και του ρίχνει ένα σοπάκι ξεγυρισμένο. Έ να μήνα ο Θεμιστοκλής στο νοσοκομείο». Στο Ένα παιδί μετράει τ* άστρα του Λουντέμη, ο γύφτος συμπαραστέκεται στο παιδί: «Ε, να πεις στο μπουμπά σου να τους ρίξει ένα σοπάκι. Άμα δεν έχεις μπουμπά, εγώ ο Μπίθρος να τους ρίξω». Σήμερα η λέξη ακούγεται πολύ, όπως πείθει μια βόλτα στο Διαδίκτυο, συχνά σε αναφωνήσεις όπως «Ρε σοπάκι που θέλουν μερικοί», ή απειλές («θα πέσει σοπάκι αν...»). Διάβασα και την πρόταση να γίνονται οι πορείες την αρχή του μηνός, «όταν οι αστυνομικοί θα έχουν πληρωθεί και θα ρίχνουν λιγότερο σοπάκι». σουβάλα Η λέξη σουβάλα δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό εκτός από του Πάπυρου, που και αυτό δίνει μάλλον λάθος σημασία, αφού γράφει ότι σημαίνει «έλος», ενώ, κατά τη γνώμη μου, οι σουβάλες, ακριβέστερα, είναι φυσικοί ταμιευτήρες των νερών της βροχής. Πάντως η ετυμολογία από το σλαβικό suvala, «έλος», φαίνεται σωστή. Η λ. ακούγεται σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου, ενώ άλλωστε υπάρχουν πάμπολλα τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια, με γνωστότερη τη Σουβάλα της Αίγινας (επισήμως, Βαθύ) και του Παρνασσού (επι.σήμως, Πολύδροσο). Σε άρθρο τοπικής εφημερίδας από την Εύβοια βρίσκω ότι «η 31. Ό που και λήμμα της παλιάς αθηναϊκής αργκό, «ο σοπάκιας», για τον αστυνομικό που εκμεταλλγυεται «γύναια ελευθέρων ηθών». 219

215 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟε βίδρα εξαπολουθεί να επιβιώνει σχις σουβάλες του Νηλέα, που κρατούν νερό όλο τον χρόνο, ειδικά ανάμεσα στο Οριό και τη Μουρτερή που διατηρείται και συνεχής η ροή του νερού». Οι περίφημες σουβάλες στην Αίγινα (που ανέκαθεν έπασχε από λειψυδρία) είναι πελεκητές, μεγάλες στέρνες που μπορεί και να χωρούν 800 κυβικά μέτρα νερό. Καθώς έχουν λιγοστέψει οι κτηνοτρόφοι, η συντήρησή τους είναι δύσκολη. Πικρόχολη αλλά εύστοχη παρατήρηση που διάβασα σε τοπικό έντυπο: «Ενα) οι παππούδες μας χτίζανε σουβάλες και στέρνες, εμείς ονειρευόμαστε πισίνες που θα τις γεμίζουμε με νερό εισαγόμενο». σουργοΰνι Σουργούνι ή σεργούνι ή σιργούνι είναι αρχικά η εξορία, η εκτόπιση' δάνειο από τα τουρκικά (siirgun). «Κάνω κάποιον σουργούνι» σημαίνει τον εξορίζω, και σονργοννης ή σονρούνης είναι ο εξόριστος. Ωστόσο, πιο συχνά σήμερα βρίσκουμε τη μεταφορική της σημασία: ρεζιλεύω κάποιον, τον εξευτελίζω δημόσια. Την αρχική σημασία τη βρίσκουμε στον Παπαδιαμάντη: «τον έκαμε σουργούνι τον Μαλάκιαν, τον εξώρισε δηλαδή απλώς και καθαρώς από τον τόπον» {Τα βενετικά). Σήμερα έχει υποχωρήσει. Οι δυο σημασίες δεν είναι τόσο άσχετες, αφού όσοι στέλνονταν εξόριστοι διαπομπεύονταν. Σε ένα γνωστό ιστορικό επεισόδιο, ο Κολοκοτρώνης ήθελε «να του φέρουν ένα γάιδαρο, να βάλει πάνω τον Μαυροκορδάτο, να τον πομπέψει κι έπειτα να τον κάνει σεργούνι -ν α τ ο ν εξορίσει» (Δ. Φωτιάδης,Κανάρης). Η σημασία του ρεζιλέματος είναι αρκετά παλιά, π.χ. τη βρίσκω στον Καμπούρογλου («Μα αυτό είναι ντροπή μας!... Θα γίνουμε σεργούνι στα εφτά βασίλεια!»). Ο Κοτζιούλας θυμάται τη βάβω του να λέει: «Θα βγω στο χωριό να σε κάμω σουργούνι κλέφταρε». Ακούγεται ακόμα πολύ και μάλιστα σε πολλές περιοχές, π.χ. «Έχει γούστο να είναι ο X. και να με κάνει σουργούνι αύριο στο ράδιο, σκέφτηκα» (Διαδίκτυο) ή δηλώσεις αρμοδίων της Ε.Ε. που «μας έκαναν διεθνώς σουργούνι» (Λνγή, 2009). 220

216 ΛΕΞβΙΐ; IΙΟ\ \ \NON I \I σπετσέρης Και σπετσιέρης: είναι ο φαρμακοποιός, και οπετσαρία ή σπετσερία, το φαρμακείο. Δάνειο από τα ενετικά (spezier, από την ίδια ρίζα με το αγγλικό special). Η υποκατάσταση του σπετσέρη από τον φαρμακοποιό θεωρείται ένα από τα επιτεύγματα των λογιών της καθαρεύουσας μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, ωστόσο η παλιά λέξη έχει αφήσει ίχνη, καταρχάς ως επώνυμο. Πέρα από τις αναφορές στη λογοτεχνία, έχουμε το γνωστό αδέσποτο ρεμπέτικο Κ αλέ μάνα όεν μπορώ, όπου η άρρωστη κόρη ζητάει «το γιατρό και το σπετσέρη με τα φάρμακα στο χέρι» σε άλλο ρεμπέτικο, στο Βασανάκι του Χατζηχρήστου, το ίδιο μοτίβο τροποποιημένο: «Το γιατρό και τον σπετσέρη δεν ζητώ, μανάκι μου* πάρε με στην αγκαλιά σου, βασανάκι μου». Σήμερα η λέξη ακούγεται, έστω και σπάνια, αφενός πειραχτικά για τους φαρμακοποιούς και αφετέρου για διάκριση των σημερινοόν φαρμακοποιών από τους παλιούς σπετσέρηδες που έφτιαχναν οι ίδιοι τα φάρμακα που πουλούσαν. συηάντζ α Σπιάντζα είναι η παραλία, ειδικά η ομαλή και αμμουδερή παραλία, η πλαζ θα λέγαμε. Δάνειο από το ιταλικό spiaggia, το οποίο, με ανάπτυξη προθετικού s - προέρχεται από το piaggia, που ανάγεται στο υστερολατινικό plagia, «το επικλινές έδαφος που καταλήγει στη θάλασσα», που είναι δάνειο από το ελλ. τα πλάγια. Από την ίδια άλλωστε piaggia προέκυψε και το γαλλ. plage, δηλαδή η πλαζ. Επομένως, πλαζ και σπιάντζα είναι και τα δυο αντιδάνεια, ξαδερφάκια, μόνο που το δεύτερο λέγεται πια μόνο στα Επτάνησα και σε λίγα ακόμα μέρη, κι έτσι δικαίως δεν το έχουν τα νεότερα λεξικά. Σπιάντζες λέγονται ol παραλίες ιδίως στη Λευκάδα και στους Παξούς, αλλά και στη Ζάκυνθο βρίσκω αναφορά σε αμμουδερές σπιάντζες. Κάποτε η λέξη θα ακουγόταν πολύ περισσότερο αν σκεφτούμε 221

217 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΛΚΟΣ τα πολλά τοπωνυμία Σπιάντζα, Σπλάντζα κτλ. που υπάρχουν - το γνωστότερο στην Ηλεία, σε αμμώδη παραλία. Η παξινή ποιήτρια Ευτυχία Μάστορα έχει γράψει για τη βάσκανη τη μοίρα «που αλύπητα τις μόλυνε τις σπιάντζες τις καθάριες», ενώ πριν από μερικά χρόνια ο βουλευτής Χίου Αθ. Βαρίνος παίνευε από το βήμα της Βουλής τους «άξιους Έλληνες πλοιάρχους, αφού μόνο αυτοί μπορούν να προσεγγίζουν στα μικρολίμανα και τις σπιάτζες των νησιών μας». στόκολο Στόκολο είναι το διαμέρισμα του πλοίου όπου βρίσκονται οι ατμολέβητες, το λεβητοστάσιο. Η λέξη είναι της ναυτικής ορολογίας και, όπως και τόσες άλλες, είναι δάνειο από τα αγγλικά (stokehold), αν και έχει υποστεί το απαραίτητο σουλούπωμα για να μπορεί να ειπωθεί στα ελληνικά χωρίς στραμπούληγμα της γλώσσας. "Ισως κακούς δεν την έχουν τα νεότερα λεξικά, διότι πρόκειται για λέξη που, χάρη στην τέχνη, ακούγεται πολύ. Δεν εννοοί τα πολλά διηγήματα και μυθιστορήματα (π.χ. του Καραγάτση) όπου έχει συμπεριληφθεί, αλλά τα ποιήματα του Καββαόία που έχουν μάλιστα μελοποιηθεί. Γνωστότερο είναι η Εσμεράλδα: «Ο παπαγάλος σου στείλε στερνή φορά το γεια σου / κι απάντησε απ το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής», διότι στο στόκολο δούλευαν και υπέφεραν οι θερμαστές. Θερμαστής ήταν και ο William George Allum του άλλου ποιήματος, για τον οποίο «όσοι είχανε στο στόκολο με δαύτον εργαστεί» λέγανε παράξενες ιστορίες. Και βέβαια, θα ακούγεται πάντα ο αθάνατος Θερμαστής, το έξοχο ρεμπέτικο του Μπάτη: «Μηχανικός στη μηχανή και ναύτης στο τιμόνι / κι ο θερμαστής στο στόκολο μ έξι φωτιές μαλώνει» Για το αν είναι «έξι» φωτιές ή «ται» φωτιές έχει χυθεί άφθονο μελάνι σε ρεμπετοσυξητήσεις. Να σημειωθεί όμως ότι τα πλοία της εποχής είχαν έξι λέβητες στο λεβητοστάσιό τους. 222

218 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ στοκοφίσι Στοκοφίσι είναι το παστό ή/και αποξηραμένο ψάρι, συνήθως της οικογένειας του μπακαλιάρου. Δάνειο μάλλον όχι από το αγγλικό stockfish, αλλά από το ιταλικό stoccafissa, που βέβαια και τα δύο ανάγονται στο ολλανδικό stokvis. Κανονικά, το stokvis είναι μόνο ο αποξηραμένος στον αέρα μπακαλιάρος, αλλά το στοκοφίσι έχει επεκταθεί και στον παστό. Η λ. ακουγόταν πολύ στα Επτάνησα, ως ιταλική επιρροή, αλλά και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο αν και πάντοτε εισαγόμενος, ο μπακαλιάρος ήταν φτηνός, γι7αυτό και έχει αποκληθεί «φτωχογιάν- νης». Στη Βαβυλωνία, ο (επτανήσιος) αστυνόμος, μόλις ακούει τον Κύπριο να αναφέρει ότι ονομάζεται Σολωμός, τον ρωτάει: «Μπας κι είσαι στοκοφίσι;» Πιο παλιά, στον Χάση του Γουζέλη, διαβάζουμε: «Να μην ντραπεί το κάψαλο, τ άνοστο στοκοφίσι / να σκύψει με τη μούρη του τα στήθια να φιλήσει!» Σατιρίζοντας τις συνήθειες που επιβάλλει η θρησκεία, κάτι που του στοίχισε τον αφορισμό, ο Λασκαράτος γράφει ότι τη Σαρα- κοστή τα μπακάλικα «έχουνε Γκρεάτ Εξημπισιόν μπακαλάοι και στοκοφίσια μοσκεμένα κι αμόσκευτα», ενώ πολύ γνωστός είναι ο στίχος του Σουρή από τον Φασονλή φιλόσοφο: «Μπορείς και συ ν αλατισθείς καθώς ο μπακαλιάρος / κι από τ αλάτι το πολύ να γίνεις στοκοφίσι;» συρμακέξης Συρμακέζης, ή σερμακέζης ή σιρμακέζης (ή συρμακέσης κτλ.) είναι ο χρυσοκέντητής, δηλαδή ο τεχνίτης ο ειδικευμένος να κεντάει υφάσματα ή ρούχα με χρυσό (ή ασημένιο) νήμα. Έ τσ ι λεγόταν επίσης κι αυτός που έφτιαχνε τέτοιο νήμα. Πρόκειται για δάνειο από το τουρκικό sirmake, όπου sirma είναι η χρυσή ή ασημένια κλωστή - και αν σας φάνηκε πως μοιάζει με το δικό μας «σύρμα» δεν είναι τυχαίο, αφού από εκεί προέρχεται, διότι σύρμα έλεγαν οι βυζαντινοί τις πολύτιμες κλωστές, άρα ο σερμακέζης είναι είδος αντιδανείου. 223

219 ΝΙΚΟΣ LAPANTAKOL Υπάρχει και ανάλογο επώνυμο από τις έξι παραλλαγές συχνότερη είναι τ\ Συρμακέζης. Κάπου διάβασα μάλιστα ότι ο γνωστότερος Γιαννιώτης συρμακέζης ήταν ο Βασίλης Συρμακέσης, γεννημένος το 1861 από μακριά γενιά χρυσοκεντητάδων' προφανούς, κάποιος πρόγονος έκανε επώνυμο το επάγγελμά του. Τα Γιάννενα, άλλωστε, ήταν ξακουστό κέντρο χρυσοκεντητικής. Να σημειωθεί ότι οι συρμακέζηδες ήταν αποκλειστικά άντρες και συνήθως είχαν μόνιμα εργαστήρια. Η λέξη υπάρχει στα παλιότερα λεξικά, όχι όμως στα νεότερα. Άλλωστε τώρα πια βρίσκεται μόνο σε αφηγήσεις για τα παραδοσιακά επαγγέλματα που χάθηκαν ή που χάνονται - στο Διαδίκτυο διαβάζω ότι υπάρχει ένας μόνο συρμακέζης που ακόμα ασκεί την τέχνη. σφάν τζικο Ή σβάντζικο. Παλιό αυστριακό νόμισμα που κυκλοφορούσε στην Ελλάδα από την εποχή του Καποδίστρια μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Επρόκειτο για το νόμισμα των 20 κρόιτσερ, εικοσάρι το είκοσι στα γερμανικά είναι zwanzig, αλλά εμείς δανειστήκαμε τη λέξη από τα ιταλικά (la svanzica), γι' αυτό και μερικές φορές έχει θηλυκό γένος: η σβάντζικα ή σφάντζικα. Την εποχή εκείνη δεν ήταν ασυνήθιστο να έχει κανείς στο πουγκί του ή στην τσέπη του ποικιλία νομισμάτων από διάφορες χώρες, όπως στο ποίημα του Αγγέλου Βλάχου: «Εις το αχαμνό πουγγί μου είχε μείνει τελευταία / μια νεόκοπη δεκάρα και μια σφάντζικα ωραία». Το σφάντζικο δεν ήταν νόμισμα μεγάλης αξίας, αν και ο Ροΐδης λέει σε ένα συριανό διήγημα ότι τον παλιό καιρό έτρωγες καλά στο εστιατόριο με ένα σφάντζικο. Εμφανίζεται πολύ συχνά σε διηγήματα του Παπαδιαμάντη, αλλά και στη ζωή του, αφού στην αλληλογραφία του βλέπουμε ότι ο πατέρας του συμπλήρωνε με σφάντζικα τις δραχμές που του έστελνε Ο πεζογράφος Αλέξ. Κοτζιάς χρησιμοποιεί τη λέξη σφάντζικο σαν βρισιά - δεν ξέρω αν όντως είχε πάρει και τέτοια σημασία. 224

220 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ταγίνι Ταγίνι ή τάΐνι είναι η μερίδα φαγητού, το σιτηρέσιο, κυρίως ζώων και κατ επέκταση ανθρώπων. Δάνειο από τα τουρκικά (tayin), το οποίο, σύμφωνα με τον Ανδριώτη και άλλους, προέρχεται από το ελληνικό την ταγήν, άρα αντιδάνειο (προσωπικά έχω επιφυλάξεις). Στη συνθήκη παράδοσης του φρουρίου της Ακρόπολης το 1827, ο Κιουταχής δέχτηκε να «δοθεί εκ μέρους μας το αναγκαίον ταγίνι των» στα γυναικόπαιδα που υπήρχαν μεταξύ των πολιορκημένων. Η λέξη εμφανίζεται συχνά σε στρατιοπικά συμφραζόμενα της εποχής. Επίσης, στο Φως που καίει του Βάρναλη, η μαϊμού τραγουδάει: «κάνω ό,τι θες, μονάχα φτάνει να χω ταγίνι ταχτικό». Ωστόσο, τα νεότερα λεξικά δεν καταδέχονται να συμπεριλάβουν στο λεξιλόγιό τους τέτοιες παρακατιανές λέξεις, οπότε στο μέλλον τα παιδιά μας θα απορούν τι θέλει να πει ο ποιητής όταν διαβάζουν στις Γάτες τ Αη Νικόλα τον στίχο του Σεφέρη: «Όλη μέρα χτυπιούνταν ώς την ώρα που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι».34 Η λέξη πρέπει να θεωρείται αυτονόητη αφού δεν εξηγείται στο βιβλίο, ενοό εξηγείται π.χ. η λ. μιλιούνια του ίδιου ποιήματος- προφανώς το γλωσσικό αισθητήριο του επιμελητή του βιβλίου βρίσκεται σε διαφορά φάσης από των λεξικογράφων μας. ΐαζέδικος Ταζέδικος ή ταζέτικος είναι επίθετο που σημαίνει φρέσκος, νωπός, πρόσφατος. Λέγεται για κάποιο φαγητό που έχει μόλις βγει από τον φούρνο, αλλά και μεταφορικά, για μια όμορφη νεαρή κοπέλα. Δάνειο από το τουρκικό taze (φρέσκος, νωπός). Λέξη που κοντεύει να ξεχαστεί, αν και στην Κρήτη υπάρχουν πολλά εστιατόρια με το όνομα αυτό. Ο Καρασεβνταλής του Θ. Ορφανίδη παίνευε την καλή του με ζαχαροπλαστικές παρομοιοόσεις: «Είναι το άσπρο στήθος σου ταζέδικο 34. Το ποίημα (Ιρίοκί'ται ή βρισκόταν στο αναγνωστικό Η Γλώσσα μον, της Ε' Δημοτικού. 225

221 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ καϊμάκι / του Αϊντίν Ισάρ χαλβάς το κάθε σου χεράκι». Πιο προσγειωμένος, ο Μακρυγιάννης κυριολεκτεί: «Μείναμεν σΰνφωνοι το βράδυ να ρθοΰνε με τον Παπακώστα και Κατζικογιάννη να φάμεν εις το πόστο μου ψωμί ότ έχω ταζέτικον κρέας κι άλλα». Στη μνημειώδη μελέτη του Τα είδωλα, που εκδόθηκε το 1894, ο Εμμ. Ροΐδης, θέλοντας να ανασκευάσει την άποψη ότι η δημοτική είναι γλώσσα φτωχή, επαινεί τον πλούτο των συνωνύμων της και ανάμεσα στα άλλα παραθέτει: «Ανάπαλλο, ταζέδικο, φρέσκο, σύνορο, χλωρό, νωπό (ψωμί, τυρί κτλ.)». Μου φαίνεται πως ύστερα από έναν αιώνα με συστηματική περιφρόνηση της λαϊκής γλώσσας, σήμερα έχουμε λιγότερα συνιόνυμα. τακάτι Τακάτι σημαίνει δύναμη, κουράγιο, ψυχή. Είναι τουρκικό δάνειο (takat, αραβικής αρχής). Δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό. Το βρίσκουμε συχνά σε κείμενα της Επανάστασης του Για παράδειγμα, στο αρχείο Μαυροκορδάτου: «Μετά ταύτα δε όποιος έχει ζήλον και προθυμίαν και εν ταυτώ και τακάτι, ακολουθεί τα χρέη του». Συχνή ήταν η φρ. «δεν έχω τακάτι», δεν έχω (πια) δυνάμεις. Για παράδειγμα, στις Παραδόσεις του Ν. Πολίτη διαβάζουμε ότι οι βρικόλακες το Σάββατο «είν αποκαρωμένοι και δεν έχουν τακάτι». Ή ο γέρος στο Λουλούδι της φωτιάς του Μυριβήλη: «Είμαι γέρος. Δεν έχω τακάτι να κάνω κανενούς κακό». Ή δεν έχω ακόμα δυνάμεις- ο Γ. Κοτζιούλας στις αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία θυμάται ότι τα μικρότερα παιδιά «δεν είχαμε τακάτι να πηδάμε ποτάμια». Λέξη λαϊκή και παλιακιά, δεν θα περιμέναμε να τη βρούμε σε ένα σουρεαλιστικό ποίημα κι όμως, ο σουρεαλισμός είναι απρόβλεπτος: «Θύματα εξιλαστήρια της αγάπης, της νύχτας ασκητικοί στρατοκόποι, της αυγής υπερήφανοι περπατητές, ανάφτε το θαλασσινό φανάρι. Ποιος έχει τακάτι, τίνος το λέει στ αλήθεια η καρδιά, ας ερθεί. Μην χρονοτριβούμε άδικα σε μάταιες ανασκοπήσεις του παρελθόντος. Οι καιροί είναι αβέβαιοι». Ποίημα του Ν. Εγγονό- πουλου, από το

222 ΛΚΞΚΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ταλάρι Ταλάρι είναι το πλεχτό καλάθι, καθώς και το ξύλινο αγγείο που χρησιμοποιείται στην τυροκομία. Είναι υποκοριστικό της λ. τάλαρος, που είναι λέξη πανάρχαιη, αφού στον Όμηρο διαβάζουμε ότι ο Κύκλωπας «λευκοίο γάλακτος πλεκτόίς εν ταλάροισιν αμησάμενος κατέθηκεν» (ι 246) δηλαδή μάζεψε το άσπρο γάλα και το έπηξε σε πλεχτά ταλάρια. Σύμφωνα με τα ετυμολογικά λεξικά, ο τάλαρος ανήκει στην ίδια ρίζα με τον ταλαίπωρο και το τάλαντο: κοινό στοιχείο είναι ότι σηκώνουν βάρος. Από το ελληνιστικό ταλάριον, προέκυψε το σημερινό ταλάρι, αν και διατηρείται ακόμη και η λ. τάλαρος, πάντα με τη σημασία του καλαθιού. Η λέξη υπάρχει μόνο σε παλιότερα λεξικά. Χρησιμοποιείται πολύ στην Κύπρο αλλά και σε πολλές αγροτικές περιοχές, ιδίως σε σχέση με την παραδοσιακή τυροκομία. Σύμφωνα με ορισμένους ελληνοκεντρικούς ετυμολόγους, ο τάλαρος και το ταλάρι διαδόθηκαν σε άλλες γλώσσες και έδο} σαν το thaler, απ όπου το τάλιρο και το δολάριο. Μην τους πιστέψετε!35 ταλισμάν Ταλισμάν ή τάλισμαν είναι το φυλαχτό. Δάνειο μάλλον από το αγγλικό talisman, αραβοπερσικής προέλευσης. Ωστόσο, λίγοι ξέρουν πως η λ. ταλισμάν είναι αντιδάνειο. Αρχή είναι το τέλεσμα, λέξη η οποία στην ύστερη αρχαιότητα σημαίνει, μεταξύ άλλων, το καθαγιασμένο αντικείμενο, το φυλαχτό. Προέρχεται βέβαια από το ρ. τελώ, «κάνω τελετή, θυσία». Συχνά, τα τελέσματα ήταν αγάλματα ή πολύτιμοι λίθοι, που προστάτευαν ακόμα και πόλεις (η Αντιόχεια, λόγου χάρη, είχε ταλισμάν για να προστατεύεται από τα κουνούπια). 35. To thaler ετυμολογείται από την κοιλάδα Joachmistha!, όπου υπήρχαν ορυχεία αργυρού xm όπου κόπηκαν, τον 16ο αιώνα, τα αργυρά νομίσματα που ήταν ο πρόγονος του Λολαιηου. 227

223 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ Το τέλεσμα πέρασε στα περσικά ως tilism και στα αραβικά ως tilasm, και από εκεί στα γαλλικά του 17ου αιώνα ως talisman, και τελικά, πιθανότατα τον περασμένο αιώνα, στα ελληνικά, όπου σημαίνει πια μόνο το φυλακτήριο αντικείμενο. Η λ. χρησιμοποιείται κυρίως στην ορολογία των μαγικών αντικειμένων, σχεδόν πάντα χωρίς εξελληνισμό, αν και διάβασα στο Διαδίκτυο για έναν διαιτητή ποδοσφαίρου που είχε κρεμάσει στη σφυρίχτρα του ένα «ταλισμάνι» για να τον βοηθάει να παίρνει σωστές αποφάσεις. Οι Άραβες είχαν σε μεγάλη υπόληψη τον Απολλώνιο τον Τυανέα. Στην αραβική παράδοση είναι γνωστός ως Μπαλινούς (παραφθορά του Απολλώνιος) και ως «σαχίμπ αλτιλασμάτ», δηλαδή κύριος των τελεσμάτων. ταμπάρο Ταμπάρο είναι το χοντρό πανωφόρι, το παλτό, και αν ρωτήσετε έναν Κερκυραίο θα σας πει ότι είναι λέξη αποκλειστικά του κορφιάτικου λεξιλογίου και θα εκπλαγεί πολύ που ακούγεται όχι μόνο στα υπόλοιπα Επτάνησα ή έστω στην Πίνδο, αλλά και σχεδόν σε πανελλήνια κλίμακα. Πράγματι, στον παπαδιαμαντικό Βαρδιάνο στα σπόρκα, η Θεια-Σκεύω μασκαρεύεται σε άντρα φορώντας ένα «μέγα ταμπά- ρον» κάτω από το οποίο κρύβει τα υπόλοιπα πράγματά της. Ό μως η λέξη ταξιδεύει και αλλού, κι έτσι στην Κάλυμνο ταμπάρο λέγεται ένα γυναικείο ζακέτο. Τον 19ο αιώνα, το ταμπάρο ακουγόταν πολύ και στην Αθήνα. Στα απομνημονεύματά του, ο Φωτάκος λέει ότι το 1821 οι Τούρκοι της Πελοποννήσου είχαν ιδιαίτερο άχτι τους φραγκοφορε μένους γιατί θεωρούσαν ότι αυτοί ξεσήκωσαν τους άλλους Έλληνες- έτσι «μου επήραν το ταμπάρο μου και το έκαμαν πολλά μικρά κομμάτια από το πείσμα τους, ότι ήταν ρούχο φραγκικό». Η λ. είναι δάνειο από το ιταλικό tabarro, κι αυτό από το γαλλ. tabard, αβέβαιης ετυμολογίας, ίσως γερμανικής. Πάντως σε υστεροβυζαντινά κείμενα, στον Σφραντζή και τον ψευδο-κωδιανό, βρίσκουμε ταμπάριον. Το φορούσαν οι πολεμιστές πάνω κι από την πανοπλία. 22S

224 λ ι;ξι :il ιn \ \nont \ι ταμπής Ταμπής είναι ο παρασκευαστής των καφέδων, ο ειδικός μάστο^ης που ψήνει τους καφέδες πίσω από τον πάγκο του καφενείου (ο ορισμός είναι του Ηλία Πετρόπουλου), από το τουρκικό tabih (ψήστης). Λέγεται, σπανιότερα, και νταμπής. Ο ταμπής είναι διακριτός από τον σερβιτόρο και από τον καφετζή, αν φυσικά το καφενείο είναι αρκετά μεγάλο ώστε να έχει πολυμελές προσωπικό. Ταμπής λεγόταν και στους παλιούς τεκέδες αυτός που έφτιαχνε τους ναργιλέδες. Η λέξη, πανελλήνια, δεν υπάρχει στα νεότερα λεξικά, ίσως κακο3ς μια και στις συλλογικές συμβάσεις του κλάδου των τουριστικοί και επισιτιστικών επαγγελμάτων η ειδικότητα του ταμπή ακόμα αναγνωρίζεται. Επίσης, ο ταμπής έχει κερδίσει την υστεροφημία χάρη στους υπέροχους στίχους του Λ. Παπαδόπουλου στο τραγούδι Στο λαϊκό το καφενείο του Λοΐζου: «Κι εγώ που λες παιδάκι πράμα, πότε ταμπής πότε γκαρσόνι / χρόνια να καρτερώ το θάμα, που δε ζυγώνει». Στα παλιά καφενεία, ο καλός ταμπής είχε φανατικούς οπαδούς και, αν τύχαινε ν αλλάξει μαγαζί, συχνά έπαιρνε μαζί και την πελατεία του. Στον Γιούγκερμαν του Καραγάτση, ο Βάσιας, περήφανος για τον καλό καφέ που φτιάχνει, προκαλεί σε διαγωνισμό όλους τους ταμπήδες της Ανατολής. ταράφι Ταράφι σημαίνει κόμμα, φατρία, παράταξη, σημαίνει και συμμορίασημαίνει επίσης κύκλος (ομοίων) ανθρώπων, κατηγορία. Δάνειο από το τουρκικό taraf, πολυσήμαντη λέξη (τομέας, περιοχή, φατρία, τμήμα). Τη λέξη περιέργως δεν την έχει κανένα λεξικό, ίσως επειδή αργότερα πέρασε στο λεξιλόγιο της πιάτσας. Υπάρχει και τραγούδι (των Πλέσσα - Καλαμαριώτη), Το ταράφι καί η πιάτσα. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας και της Επανάστασης, ταράφια ήταν οι αντίμαχόμενες μερίδες, τα κόμματα, θα λέγαμε σήμερα. Για παράδειγμα, όταν το συνέβη ο διχασμός των πληρεξουσίων σε δύο ανταγοινι.στι.κές εθνοσυνελεύσεις, της Αίγινας και της 22()

225 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ Ερμιόνης, ο Υψηλάντης έγραφε για «το ταράφι του Ζα'ιμη». Α ργότερα, ταράψι ή ταράφα (έτσι στο Τονμπεκί του Π. Πικρού) ήταν η συμμορία ενός κακοποιού. Ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί πολύ τη λέξη, αλλά κυρίως με τη σημασία του κύκλου των ανθρώπων της πιάτσας ή και γενικά της πιάτσας, π.χ. τότε που «ήσουνα νέος και σ έτρεμε το ταράφι», ή ο τάδε έχει «και τους ανθρώπους του στο ταράφι». Ο Τσιφόρος έχει και το ουσιαστικό ταραψίσιος, για κάποιον που ανήκει στο ταράφι. Λέγεται επίσης ότι ο τάδε «είναι ταράφι μας», δικός μας άνθρωπος. Ή, όπως λέει σε ένα ποίημα ο Κοτζιούλας, «είμαστε ισότιμοι όλοι, ένα ταράφι πια». ταρναρίξω Ταρναρίζω σημαίνει «ταλαντεύω, κουνάω», ειδικότερα «κουνάω το μωρό στην κούνια». Τη λέξη την έχουν τα παλιότερα λεξικά. Κατά πάσα πιθανότητα, πρόκειται για ονοματοποιία, ίσως από το ταρνανά με το οποίο χορεύουν τα μωρά στα γόνατα. Ο Τάσος Βουρνάς είχε γράψει ένα διήγημα εις μίμησιν Παπαδιαμάντη, όπου πρ ωταγωνιστεί «η γραία Λαμπρινή, χήρα ωσεί εβδομηκοντούτις, έχουσα κόρην έγγαμον εις το χωρίον Σ. της Πίνδου και εγγόνια τα οποία δεν επρόφθασε να γνωρίσει και να ταρναρισει ως μάμμη εις τα γόνατά της». Ωστόσο, η λέξη δεν φαίνεται να έχει χρησιμοποιηθεί από τον κυρ Αλέξαντρο. Από εκεί και το επίθετο ταρναριστά = λικνιστικά, που το βρίσκουμε σε δημοτικά τραγούδια, όπως αυτό για την κυρα-γιαννούλα που περπατάει «ταρναριστά και τρέμουν τα βυζά» της (το παραθέτει στους Αθλίους των Αθηνών ο Κονδυλάκης), αλλά και στην Οόνσεια του Καζαντζάκη. Υπάρχει και χορός με το όνομα ταρναριστός, λικνιστικός δηλαδή. Και στον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, ο ήρωας πηγαίνει να ξυριστεί «πατώντας πέτρα την πέτρα, ταρναριστά». Η λέξη παραμένει ζωντανή στην Πελοπόννησο τουλάχιστον. Στην Κρήτη δεν πρέπει να ακούγεται, παρ όλη τη χρήση από τον Καζαντζάκη (και από τον Σαχλίκη, πριν από εφτά αιώνες). 23»

226 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ τάταλο Τάταλο είναι ο χουρμάς, ο καρπός της ταταλιάς, της χουρμαδιάς. Η λ. ακούγεται μόνο στα Επτάνησα και εύλογα δεν περιλαμβάνεται στα νεότερα λεξικά, αλλά έχει ενδιαφέρουσα ιστορία. Στα αρχαία ελληνικά, ο χουρμάς λεγόταν (και) δάκτυλος. Η λέξη είναι σημιτικό δάνειο (π.χ. αραβ. diqia, εβρ. deqel) και απλώς εξελληνίστηκε π α ρετυμολογικά σε δάκτυλο εξαιτίας της ομοιότητας του χουρμά με το ανθρώπινο δάχτυλο.36 Ο δάκτυλος πέρασε ως δάνειο στα λατινικά, dactylus, και από εκεί στα ιταλικά dattilo (σημερινός τύπος dattero) και σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, π.χ. γερμανικά Dattel, ισπανικά datil, αγγλικά date, γαλλικά datte. Κι αν στην κοινή νεοελληνική ο δάκτυλος ξεχάστηκε, αφού τον λέμε χουρμά, που είναι τουρκικό δάνειο, στα Επτάνησα επέστρεψε ως αντιδάνειο, τάταλο, από το ενετικό datalo. Παλιότερα τατάταλα λέγονταν και στην Κρήτη. Στον Κατζούρμπο του Χορτάτση, μια μάγισσα φτιάχνει με κουκούτσια από τάταλα ένα φάρμακο για την αποκατάσταση της παρθενιάς: «Στύψη μόνο μ αγόρασε και κούκουδα τατάλω, κι εγο> σε κάνω ανέγλυτη να δείξεις δίχως άλλο!» ταυραμπάς Ο ταυραμπάς είναι υβριστικός χαρακτηρισμός για κληρικό' αρχικά σήμαινε τον παχύσαρκο ιερωμένο, αλλά σήμερα χρησιμοποιείται αδιακρίτως, σαν ευπρεπέστερο συνώνυμο του τρογόπαπα. Η λέξη ακούγεται αρκετά, αλλά τα νεότερα λεξικά δεν την έχουν, ίσως από σεμνοτυφία. Ίσω ς και από ετυμολογική αμηχανία, διότι δεν είναι σαφής η προέλευσή της κατά τον Φαίδωνα Κουκουλέ, προήλθε από 36. Αυτό το φαινόμενο, όπου οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν (παρ)ετυμολογική διαφάνεια σε δάνειες λέξεις, δεν είναι σπάνιο, π.χ. τον Εύξεινο πόντο αρχικά τον είχαν πει άξεινο (αφιλόξενο) προσαρμόζοντας παρετυμολογικά το περσικό όνομα axsaina (οκυτπνός). 231

227 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ τις λέξεις ταύρος και αββάς, δηλ. «καλόγερος εύσαρκος σαν ταύρος». Κατ άλλους, ο αρχικός τύπος είναι ταβλαμπάς, τουρκικής αρχής (tavlabaz), που σημαίνει έναν κάδο φαρδύ σαν τύμπανο και κοντό. Συχνά χρησιμοποιούσε τη λέξη ο Καζαντζάκης, ή μάλλον έβαζε ήρωες των έργων του να τη χρησιμοποιούν, π.χ. «τον τραγογένη, τον ταυραμπά, μουρμούρισε, κι η γλώσσα του μπερδεύουνταν καταμέ- θυστη» (Ο Χριστός ξαναστανρώνεται), ή «να του πω του ταυραμπά να ξεκουμπιστεί, να φύγει;» (Καπετάν Μιχάλης), σε σημείο που ορισμένοι σήμερα νομίζουν ότι τη λέξη την έπλασε ο Καζαντζάκης. Ο τύπος ταβλαμπάς είναι παλαιότερος. Βρίσκεται στο ελληνογαλ- λικό λεξικό του Βλάχου (1909, απ όπου την είχε αποδελτιώσει στο προσωπικό του λεξικάκι ο Καβάφης). Αλλά και στον Ζωγράφο, το μυθιστόρημα του πρωτοπόρου Γρ. Παλαιολόγου (1842), βρίσκουμε να αποκαλείται ταβλαμπάς ένας ιερωμένος. Οπότε, μπορεί αυτός να είναι ο αρχικός τύπος και να παρετυμολογήθηκε στη συνέχεια από τον ταύρο, μια και δεν είχε ετυμολογική διαφάνεια. ταφλάνι Το ταφλάνι είναι «είδος φυτού», κατά το λεξικό του Πάπυρου (το μόνο που την έχει), πράγμα που δεν διαφωτίζει πολύ* στην πραγματικότητα, πρόκειται για θάμνο που η επιστημονική του ονομασία είναι Euonymus latifolius* το λέμε και ενώννμο. Ο Ανδρκύτης στο ετυμολογικό του λεξικό μένει στο τουρκικό taflan, το οποίο όμως μέσω των αραβικών (dafna, dafla) ανάγεται στο ελληνικό δάφνη, από το ροδοδάφνη. Έχουμε δηλαδή αντιδάνειο. Κατά τον Lokotsch, οι Αραβες πήραν τη ροδοδάφνη από τους Έλληνες της Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα του Πόντου. Βέβαια, το ταφλάνι δεν είναι ίδιο φυτό με την ροδοδάφνη, αλλά η σημασιολογική διολίσθηση μέσα σε τόσους αιώνες είναι κάτι συχνότατο. Η ελληνική λέξη δεν είναι τόσο σπάνια - καταρχάς, την ξέρουν όσοι ασχολούνται με φυτά. Επίσης, τη βρίσκω στο ποίημα Πρόφαση μελαγχολίας (1907) του Απόστολου Μελαχρινού, στην εξής κατάφορτη στροφή: 232

228 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Των ταφλανιοίν τα φύλλα εμούσκεψε Μια μνημοσυνική ψιχάλα. Σιμοτινό τα φέρνει αποχαιρέτισμα ο σπαραγμός που εκρέμασεν η στάλα. τερμιαες Άλλη μια λέξη που δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό, ωστόσο χρησιμοποιείται, αφού τη βρίσκω και σε διαδικτυακές συζητήσεις, αλλά και σε εφημερίδες. Τερμπιές είναι η καλή ανατροφή, οι καλοί τρόποι, η αγωγή των παιδιών στην Κρήτη, όμως, ντερμπιέ λέγονται τα όσπρια σούπα όταν έχουν χυλώσει- ενώ στη Βόρεια Ελλάδα κυρίως υπάρχει η απειλή «Θα σε βάλο) σε τερμπιέ», δηλαδή «θα σε τιμωρήσω, θα σε μάθω να φέρεσαι». Η λ. προέρχεται από το τουρκικό terbiye, που θα πει αγωγή, ανατροφή. Η μαγειρική σημασία εξηγείται από το ότι αυτές οι σάλτσες ή το αυγολέμονο θεωρείται ότι δίνουν αγωγή, χαρακτήρα στο φαγητό. KaL από την έννοια της διαπαιδαγίόγησης εύκολα φτάνουμε στην πειθαρχία ή στην τιμοορία. Μάλιστα, καμιά φορά η λέξη χρησιμοποιείται και μονολεκτικά σαν προσταγή: «Τερμπιέ!», δηλαδή «Ησυχία!» Τη λέξη την έχει τολεξιλόγιον τουρκικών λέξεων του Κουκκίδη, και μάλιστα τη γράφει «τερμπιγές», διότι έτσι προφερόταν παλιό- τερα, τρισύλλαβη. Στο διήγημα του Τάσου Αθανασιάδη, Η επίσκεψη τον δεσπότη, όπου η δράση εκτυλίσσεται στην Πόλη, μια Ρωμιά εμφανίζεται να λέει: «Έδωσα τερμπιέ στα παιδιά μου κι ας έμεινα αγράμματη». Ας είναι καλά! τζαβέτα Η τζαβέτα είναι μεγάλο μεταλλικό καρφί ή μεταλλική βίδα, που χρησιμοποιείται, ανάμεσα στ άλλα, στη ναυπηγική. Δάνειο από το βενετικό giaveta, έχει περάσει και σε άλλες γλώσσες της Μεσογείου. Η λέξη ακούγεται και σήμερα, ιδίως στη ναυπηγική και την οπλουργία. 233

229 ΝΙΚΟΣ LAPANTAKOL Στα σημερινά καΐκια, οι τζαβέτες είναι μεγάλες περαστές βίδες που ενώνουν την καρένα με τα στραβόξυλα (νομείς) και το σίοτρόπι, που είναι ένα μεγάλο ξύλο παράλληλο προς την καρένα στο εσωτερικό μέρος του σκάφους, καθ όλο το μήκος του. Επειδή είναι εκτεθειμένες, πρέπει να είναι από γερό υλικό για να αντέξουν - συνήθως από ανοξείδωτο χάλυβα. Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει, στο Ολόγυρα στη λίμνη, πώς οι γύφτοι είχαν στήσει μια καλύβα στον ταρσανά και «με την κάμινον πλήρη ανθράκων, με τους φυσητήρας, με τους άκμονας, με τους ραι- στήρας και τας βαρείας σφυράς των, έκοπταν, έκοπταν μεγάλα καρφία, τζαβέτες». Ολόιδια η περιγραφή που κάνει ο σημερινός ποιητής Γ. Κοφινάς (γενν. 1970) για τα καρνάγια της εποχής του πατέρα του: «καρφιά, τζαβέτες φτιάχνανε οι γύφτοι, όλες στα χέρια». ΐξανταρμάς Τζανταρμάς και ζανταρμάς είναι ο χωροφύλακας, ειδικά ο τούρκος χωροφύλακας, ή στρατοχιοροφύλακας. Το μόνο λεξικό που έχει τη λέξη, ο Πάπυρος, την ετυμολογεί από το γαλλικό gendarme (χιοροφύ- λακας), που δεν είναι απόλυτα ακριβές: πράγματι αυτή είναι η απώτερη αρχή της, εμείς όμως την πήραμε από το τουρκικό candarma, jandarma, που βέβαια είναι δάνειο από τα γαλλικά. Οι τζανταρμάδες έχουν έντονη παρουσία σε λογοτεχνικά έργα και αφηγήσεις για τη ζωή στη Μικρασία έως το 1922, π.χ. «για τους νεαρούς που ντύνονταν με γυναικεία ρούχα και κρύβονταν στο γυ- ναικαριό της εκκλησίας για να μην τους πιάσουν οι τζανταρμάδες» (Διαδίκτυο), ή «έμαθα να περνώ μπροστά α π τους τζανταρμάδες και να κάνω μαζί τους χωρατά» {Ματωμένα χώματα).37 Στο γνω στό τραγούδι της Ε υτυχίας Π απαγιαννοπούλου Ο μπάρμπας μου ο Παναγής, που έχει μελοποιηθεί τουλάχιστον τρεις 37. Κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν για την απόφαση να μοιραστεί το μυθιστόρημα Ματωμένα χώματα, της Διδώς Σωτηρίου στα σχολεία, επισημαίνοντας ανάμεσα στα άλλα ότι περιέχει ακατανόητες λέξεις, όπως τζανταρμάδες (και άλλες). 234

230 ΛΙ S I I L ΠΟΥ X Λ Ν t»ini Μ φορές, οήρω ας είναι λαθρέμπορος και «είχε σκοτο κη-ι τζανιιμμ<< όταν περνούσε κατσιρμά [λαθραία] μπροστά απ' το καρακολι». Ό μ ω ς η λ. χρησιμοποιείται και σήμερα, είτε σε ανταποκρίσεις από την Τουρκία, είτε για υποτιμητική αναφορά σε δικούς μας αστυνομικούς. τζελάτης Τζελάτης είναι ο δήμιος, ο μπόγιας. Δάνειο από το τουρκικό cellat, ίδιας σημασίας, ακουγόταν τους προηγούμενους αιώνες σε όλα τα τουρκοκρατούμενα μέρη, ενώ σήμερα μόνο ως απόηχος χρησιμοποιείται, γγ αυτό και δεν περιλαμβάνεται στα νεότερα λεξικά. Και επώνυμο. Συχνό σε λογοτεχνικά κείμενα, αλλά και στη δημοτική ποίηση: «Ανίσως και δε σ αγαπώ ν αδικοθανατήσω, και στου τζε- λάτη το σπαθί εκεί να ξεψυχήσω». Ο Μ ακρυγιάννης, απευθυνόμενος στον Καποδίστρια, τον νουθετεί: «κι εσέναν σε φέραν όχι δια τζελάτη και τύραγνον, σε φέραν να κυβερνήσεις ανθρώπους οπού αφανίστηκαν δια την πατρίδα». Σε ένα διάσημο απόσπασμα τγ\ς Αληθινής Απολογίας του Σωκράτη, ο Βάρναλης βάζει τον Σωκράτη να αρνείται να ψηφίσει, γιατί αυτό θα σήμαινε «να διαλέγω μοναχός μου ποιος κλέφτης θα με κλέβει και ποιος τζελάτης θα με κόβει». Ο Σεφέρης είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη στο ποίημα Τρεις μούλες: «τους δυο αδελφούς τους αδικοσφαγμένους απ τον τζελάτη εκεί στον Κουτσοβέντη». Ή ταν η μια από τις δύο λέξεις που δυσκόλεψαν τον μεταφραστή Έντμουντ Κίλι (η άλλη ήταν ο όιπλοεντέλινος). Σήμερα ξέρουμε τα τζελάτι (gelati, παγωτά), όχι τον τζελάτη. τζελουτξία Τζελουτζία ήταν το καφασωτό παράθυρο, ιδίως στα ζακυνθινά αρχοντόσπιτα, που δεν άφηνε να φανούν οι γυναίκες που έμεναν κλεισμένες μονίμως μέσα. Άλλωστε στο ζακυνθινό λεξικό του ο 235

231 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ Λ.Χ. Ζο3ης το δηλώνει: «Τζελουτζίες, το εν παραθύροις άλλοτε δρύφρακτον, όπως καθίστανται αθέατοι αι γυναίκες». Μια μόνο μέρα τον χρόνο έβγαιναν οι τζελουτζίες και άνοιγαν τα παράθυρα στην ενετική Ζάκυνθο, όταν γινόταν η γκιόστρα (κονταροχτύπημα με άλογα). Δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό. Είναι δάνειο από τα βενετικά, zelosia, όπου η ίδια λέξη δηλώνει και το καφασωτό παράθυρο και το συναίσθημα της ζήλιας.38 Ονομάστηκε έτσι επειδή επιτρέπει σε όποιον βρίσκεται μέσα να παρατηρεί αθέατος τους απέξω. Απώτερη αρχή από τα ελληνικά (ζήλος), επομένως είναι αντιδάνειο. Οι τζελουζίες μπορεί να είναι ξύλινες, μπορεί όμως και σιδερένιες, όπως στο ποίημα του Διονύση Ρώμα: «Σκιές αλλόκοτες μαυρίζουν / τις σιδερένιες τζελουζίες / πόθοι τη νύχτα πλημμυρίζουν / και μυρωδιές από γαζίες». Πέρα από τη Ζάκυνθο, η λ. ακουγόταν και στην Κέρκυρα, αλλά και στην Κρήτη, ως τζιλοτζά (έτσι στον Φορτοννάτο, όπου ο ήρωας θέλει να πάει στην τζιλοτζά της καλής του και να της μιλήσει). Τζελουτζίες υπήρχαν και στις εκκλησίες, ήταν τα καφασωτά χωρίσματα του γυναικωνίτη. Πάντα γυναίκες έκλειναν. τζιλβές Τζιλβές είναι το νάζι, το σκέρτσο, οι φιλάρεσκες χειρονομίες και κινήσεις, ο ακκισμός που έλεγαν οι αρχαίοι. Είναι και το φλερτ, είναι και η ερωτοτροπία. Η λέξη συνήθως απαντά στον πληθυντικό, τζιλβέδες. Δάνειο από τα τουρκικά (cilve). Η λέξη έχει περάσει και στα καλιαρντά. Στον Τρελό, ο Κ. Βάρναλης, με ειρωνεία που σφάζει, γράφει: «κοτζαμπασήδες όλοι πρώτης / και με τους διάκους ο δεσπότης / τζιλβέδες και καμώματα». Ο στίχος, που είναι πολύ ταιριαστός αν θυμηθούμε τους ακκισμούς μεγαλόσχημων ιερωμένων, επαναλαμβάνει 38. Καί στα γαλλικά, jalousie, είναι η ζήλια, αλλά και τα στάρια- στα αγγλικά, η ίδια λέξη, μόνο τα οτόρια. 236

232 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ένα μοτίβο της δημοτικής ποίησης: «Στις σκάλες π ανεβαινο) και στα σκαλώματα, όλο τζιλβέδες είσαι, μάτια μου, κι όλο καμώματα». Η σκερτσόζα λέγεται και τζιλβελίδισσα. Η Δωξάντρατου μυθιστορήματος της Μαρίας Ιορδανίδου, κάποια στιγμή που ο άντρας της πάει να τη χαϊδέψει, τον κόβει: «Για τζιλβέδες είμαστε τώρα;» Υπάρχουν όμως και άλλου είδους τζιλβέδες: έτσι λέγονται τα τσαλίμια, οι φιγούρες που κάνει ο χορευτής στον χορό του. τζουμπές Ο τζουμπές (και τσουμπές) ήταν μακρύ πανωφόρι, που έφτανε μέχρι τα πόδια και που το φορούσαν οι άρχοντες ήταν επίσης το ράσο των ιερωμένων, ενώ τζουμπές ονομαζόταν και ένα ακριβό μακρύ επίσημο γυναικείο φόρεμα. Δάνειο από το τουρκ. cuppe ή ciibbe, που είναι επίσης ένα μακρύ επίσημο ένδυμα ιμάμηδων, δικαστών και καθηγητών. Τζουμπέ φορούσε ο Ξεπεσμένος δερβίσης του Παπαδιαμάντη, ενώ «του μανδαρίνου τον τζουμπέ και τα χρυσάφια ντύθηκες», λέει σε ένα σατιρικό επίγραμμα ο Λευτέρης Αλεξίου. Ο τζουμπές δεν φοριέται πια, αλλά έχει κατοχυρώσει τη θέση του στην ελληνική ιστορία, διότι Τζουμπές ήταν το παρατσούκλι με το οποίο έμεινε γνωστός ο υδραίος πολιτικός Δη μητριός Βούλγαρης ( ) που διετέλεσε οχτώ φορές πρωθυπουργός και θεωρείται σήμερα η επιτομή της πολιτικής φαυλότητας. Ο Βούλγαρης, πράγματι, συνήθιζε από νέος να φοράει έναν φανταχτερό τζουμπέ, θυμίζοντας ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας. Και σήμερα εκτοξεύονται στη Βουλή αλληλοκατηγορίες πολιτικών για «αναβίωση της εποχής του Τζουμπέ», δηλαδή ο τζουμπές εξακολουθεί να είναι συνώνυμο της παλαιοκομματικής φαυλότητας. Βέβαια, το θέμα δεν είναι ενδυματολογικό. Ό τα ν ο Βαλαωρίτης αποσύρθηκε από την πολιτική είπε: «Και αν επέπρωτο τίς εξ υμών να σωθεί από τον τζουμπέν του Βούλγαρη, δεν θα σωθεί βεβαίως από την βελάδα του Ιακωβάτου» - ή από τα σινιέ κοστούμια πολλών σήμερα. 237

233 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ τούγια Είναι ένα είδος διακοσμητικού κωνοφόρου, σαν κυπαρίσσι, με το βοτανολογ ικό όνομα θυΐα η ανατολική. Η λ. δεν υπάρχει στα σημερινά λεξικά, παρόλο που η τούγια είναι πανταχού παρούσα σε φυτώρια και κήπους. Είναι δέντρο ιθαγενές της Κίνας, αλλά έχει έρθει στην Ελλάδα τουλάχιστον από τον 19ο ακόνα. Δάνειο από το γαλλικό thuya, το οποίο όμως είναι λόγιο δάνειο του 16ου αιώνα από το θύα, θνΐα, αρχαία ελληνική λέξη που σήμαινε ένα είδος κέδρου με αρωματικό ξύλο, και που συνδέεται με το ρ. θύω, διότι αρωματικό ξύλο έκαιγαν στις θυσίες. Η τούγια, δηλαδή, είναι αντιδάνειο. Πρώτη αναφορά της λέξης σε λογοτεχνικό κείμενο βρήκα στους Αθλίους των Αθηνών του Κονδυλάκη, στα τέλη του 19ου αιώνα: «Ενώπιον αυτού υπήρχε δενδρύλλιον από τα λεγόμενα τούγια». Να σημειωθεί ότι σε κείμενα της εποχής της τουρκοκρατίας θα βρείτε το τούγι, στον πληθυντικό τα τούγια, που είναι εντελώς άλλο πράγμα: είναι αλογοουρές κρεμασμένες από σημαία, που επέτρεπε τιμητικά ο σουλτάνος να φέρουν οι πασάδες το ανώτερο ήταν τα τρία τούγια. τουζλούκι Το τουζλούκι ή τοζλούκι ή τουζουλούκι είναι περικνημίδα, που σκεπάζει το επάνω μέρος του παπουτσιού και φτάνει ως το γόνατο, τμήμα της στολής του φούστανελοφόρου. Δάνειο από το τουρκικό tozluk, όπου toz είναι η σκόνη. Λείπει από τα νεότερα λεξικά, παρόλο που εξακολουθεί να αποτελεί τμήμα της επίσημης στολής των αξιωματικών της Προεδρικής Φρουράς. Στην Εξοχική Ααμπρή του Παπαδιαμάντη, ο μπαρμπα-κίτσος, παλιός χωροφύλακας ξεχασμένος στο νησί, «εφόρει χιτώνα με ανοικτάς χειρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι του γόνατος και τουζλούκια». Πιο φανταχτερά, o l ραγιάδες στον Χριστό ξανασταυρώνεται του Καζαντζάκη «σουλατσέρνουν στην πλατεία φρεσκοξουρισμένοι, 238

234 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ γιορτοντυμένοι, με τα κόκκινα φαρδιά ζωνάρια, με τα νιοπλυμένα κοντοβράκια, με τα γαλάζια τουζλούκια». Ο Βιζυηνός προτιμά τον τύπο τοζλούκια. Στον Μοσκώβ Σελήμ, «ευρέθηκα έξαφνα παλληκαράκι με το τιπελίδικό μου το φέσι, με πράσινα τζαμεντάνια και ποτούρια, με χρυσοκέντητα τοζλούκια». Ό σο για τον Σουρή, στα σατιρικά του ποιήματα ριμάριζε τα τουζλούκια με τα χαστούκια. τουφάνι Τουφάνι είναι ο ανεμοστρόβιλος με χιονιά. Η λέξη δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό του 20ού αιώνα, μόνο στο λεξικό του Σκαρλάτου Βυζαντίου (1857). Δάνειο από το τουρκικό tufan, το οποίο όμως, μέσω αραβικών, ανάγεται στο αρχαίο τυψών. Ακούγεται σε διάφορες περιοχές, μεταξύ άλλων, στα ποντιακά. Στη μετάφραση των Επτά επ ί Θήβαις από τον Γρυπάρη, διαβάζουμε: «όταν πάνω στις πύλες μας μανίζοντας τ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσε»' ο Γρυπάρης χρησιμοποιεί τη λέξη και σε δικό του ποίημα, ενώ στις Τερτσίνεςχου Καζαντζάκη βρίσκω τους ωραίους στίχους: «Η φτέρουγα αστραπή το πέλαο σκίζει / κι απ του καπνού το πλαντερό τουφάνι / το σίδερό ρουφώντας ρωγοβύζι / τ ολοστερνό μωρό της γης εφάνη». Αξίζει να αναφέρουμε ότι το αραβικό tufan, λέξη που χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων και για τον βιβλικό Κατακλυσμό, δεν σταμάτησε εκεί το ταξίδι του. Την εποχή των θαλασσοπόρων, οι Πορτογάλοι δανείζονται την αραβική λ. ως tufao. Η πορτογαλική λ. επιστρέφει στις άλλες ευρωπαϊκές γλοισσες, στα δε αγγλικά αναμειγνύεται με τη λόγια συγγενή της, την ελληνολατινική typhon, και δίνει, με την επίδραση του κινεζικού taifung, το σημερινό αγγλικό typhoon. Αυτό θα πει ετυμολογική παγκοσμιοποίηση! 23Μ

235 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ τραβάγια Η τραβάγια είναι ο θόρυβος, είναι όμως και οι μπελάδες, τα ντράβαλα. Λέξη του κρητικού ιδιώματος, δάνειο από το ενετικό travaglia (κοπιαστική εργασία), το οποίο στην κοινή νεοελληνική έδωσε τα ντράβαλα. Η λέξη ακοΰγεται και στην Κέρκυρα (ως τραβάγιο), αν και έχει παλιώσει, αλλά και στα Δωδεκάνησα (η τραβάλια). «Με έβαλε σε τραβάγια» σημαίνει, λοιπόν, «με έβαλε σε μπελά», ενώ με τη σημασία της φασαρίας βρίσκουμε τη λέξη σε μια γνωστή μαντινάδα: «Μια όρνιθα στη γειτονιά, πολλή τραβάγια κάνει / ναλώνει [ενοχλεί] όλο το ντουνιά για έν αυγό που κάνει», αλλά και στον Φορτοννάτο του Μάρκου Αντώνιου Φώσκολου: «Μα ίντα τραβάγια γίνεται επά μέσα; ποιος φωνιάζει;» Για τους συλλέκτες αξιοπερίεργων, στην αρχή της ετυμολογικής αλυσίδας βρίσκεται ένα όργανο βασανιστηρίων, το trepalium (τριπάσσαλον), το οποίο έδωσε το γαλλικό travailler (εργάζομαι) και το αγγλικό travel (ταξιδεύω): τα παλιά τα χρόνια τα ταξίδια ήταν επικίνδυνη υπόθεση, σκέτο βασανιστήριο (η εργασία ακόμα είναι). τράφος Ο τράφος, καμιά φορά και η τράφος, είναι μια λέξη του αγροτικού λεξιλογίου που έχει πάρει πολλές σημασίες. Η αρχική σημασία είναι «το χαντάκι» και από εκεί καταλαβαίνουμε και την ετυμολογία της λέξης, ότι προέρχεται από την τάφρο, με μετάθεση. Στη μονομαχία του Διγενή με τον Χάροντα, «Όπου χτυπάει ο Διγενής το αίμα αυλάκι κάνει / και όπου χτυπάει ο Χάροντας το αίμα τράφο κάνει». Με την ίδια σημασία στον Παλαμά: «Βαλτόνερα, θολά νερά και τράφοι / και πνιγμένη στ' ακάθαρτα η καρδιά μου». Κατ επέκταση, τράφος είναι το ανάχωμα κατά μήκος χαντακιού ( (τάφρου) που δημιουργείται από το χώμα που έχει εκσκαφεί. Και! από εκεί, στις Κυκλάδες και στη Μάνη, τράφος είναι η κατακόρυφη πλευρά στη γη που καλλιεργείται με αναβαθμίδες και, κατά άλλη μια επέκταση της σημασίας, στις Κυκλάδες και στην Κρήτη, τράφος j ι 240

236 ΛΕΞΕΙΣ 1ΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ είναι ο χαμηλός λιθόκτιστος τοίχος, χωρίς κονίαμα, η ξερολιθιά. Τράφοι όμως λέγονται και οι φυσικοί ανεμόγλυφοι σχηματισμοί της Σαντορίνης. Στο Κακό σνναπάντημα του Κονδυλάκη, ο Σηφογιάννης τις γιορτές έκανε μόνο λαφριές δουλειές, π.χ. «διόρθωνε κανένα τράφο που χε χαλάσει». Και στην Οόνσεια του Καζαντζάκη, ο ποταμός «ρίχνει τους λασπερούς που σήκωναν οι νοικοκύροι τράφους για να χωρίσουν τα χωράφια τους». τσαέρα Τσαέρα είναι η καρέκλα στα κυπριακά. Η λέξη έχει μακρά και ενδιαφέρουσα ιστορία. Ξεκινάμε από το αρχαίο καθέδρα, το οποίο στα λατινικά γίνεται cathedra και περί το 1100 δίνει τον αρχαίο γαλλικό τύπο chaere/chaire από τον οποίο αργότερα προέκυψε η σημερινή γαλλική λέξη για την καρέκλα, chaise (εξ ου και η δική μας σεζλόνγκ). Ο τύπος chaere (ή ο προβηγκιανός chaira) περνάει στη γαλλοκρατούμενη Κύπρο της εποχής των Λουζινιάν, και επιβιώνει στο σημερινό τσαέρα. Τσαέρες σήμερα στην Κύπρο είναι περισσότερο οι παραδοσιακές καρέκλες, αυτές που τις έφτιαχνε ο τσαεράς. Η λέξη έχει υποχωρήσει1 και παραπονιέται ένας σύγχρονος λαϊκός ποιητής, ότι «Η τσάμπρα τζιαι ο ηλλιακός, η τάβλα τζι η τσαέρα / η πρότσα τζιαι η μαντιλιά / χάνουνται λεν που την μιλιά / τζιαι σβήνουν κάθε μέρα». Ωστόσο, η τσαέρα ακόμα ακούγεται πολύ, και μάλιστα στους νεότερους έχει σχηματιστεί η εντύπωση ότι είναι πρόσφατο δάνειο από το αγγλικό chair. Στην πραγματικότητα, η αγγλική λ. chair προέρχεται και αυτή από το παλαιογαλλικό chaire, άρα είναι αδερφάκι της τσαέρας, όχι μητέρα της. Ό πω ς λέει σε συνέντευξή του ο Κύπριος λεξικογράφος Κ. Γιαγκουλλής για παρόμοιες παρετυμολογίες, «Επειδή το έδαφος είναι ολισθηρό, δεν σημαίνει ότι έχουμε το δικαίωμα να λέμε πελλάρες [παλαβομάρες]». 241

237 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ τσαΐρι Θα τη βρείτε συνήθως στον πληθυντικό, τα τσαΐρια. Είναι τα λιβάδια, τα βοσκοτόπια. Τουρκικό δάνειο (gayir, ίδια σημασία). Υπάρχει στα παλιότερα λεξικά και στο Μείζον. Η λέξη έχει συχνή παρουσία σε τοπωνυμία και μικροτοπωνύμια, κυρίως σε περιοχές στις παρυφές πόλεων, όπως τα Τσαΐρια στην Επανομή Θεσσαλονίκης, (Πολλά βέβαια έχουν μετονομαστεί σε Λιβάδια ή Βοσκοτόπια.) Στην Παλιά Ελλάδα δεν βρίσκω να χρησιμοποιείται η λέξη, αντίθετα στα βόρεια είναι πολύ συχνή. Την έχει χρησιμοποιήσει ο Καβάφης στο ποίημα Ο βεϊζαδές ηρος την ερωμένην τον (από τα Κρυμμένα του): «Σ αγαπώ... και σαν σε βλέπω στα τσαΐρια τ ανθηρά», και σε πολύ γνωστότερο ποίημά του ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, την Αγκίδα, όπου διηγείται τις τύψεις του γιατί τη νύχτα που σκότωσαν τον Λαμπράκη εκείνος γυρνούσε σε ραντεβού: «άλλοι να πέφτουν χτυπημένοι για ιδανικά / άλλοι να οργιάζουν με τα τρικυκλα, κι εγώ ανέμελος να τρέχω σε τσαΐρια». Το εραπικό ραντεβού στα τσαΐρια λέγεται τσαϊράδα, που είναι και τίτλος άλλου ποιήματος του Χριστιανόπουλου. τσάμι Τσάμι είναι το πεύκο, λέξη δάνεια από τα τούρκικα (Qam). Στον πληθυντικό, τσάμια συχνά είναι ο πευκώνας, το πευκοδάσος υπάρχουν άφθονα τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια με το όνομα αυτό. Η λέξη ακούγεται στη Βόρεια Ελλάδα και στη Λέσβο. Στα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου, ο πάμπλουτος Σεϊ- τάνογλου έχει στην έπαυλή του «ένα δάσος από τσάμια, που στη σκιά τους ξάπλωναν οι γιοι του αφεντικού και οι γυναίκες τους και διαβάζανε». Στην Αναζήτηση, ο Ν. Θέ μελής έχει τη φράση «μπροστά στα τσάμια», αλλά αισθάνεται την ανάγκη να επεξηγήσει τη λ. σε υποσημείωση. Ο Οδυσσέας Ελύτης συμπεριέλαβε τα τσάμια (στον πληθυντικό) στο «προσωπικό του λεξιλόγιο», τις 400 λέξεις που παραθέτει στον 242

238 AI.'SUIL HOY V\IN<»N I VI Μικρό Ναυτίλο, στην ενότητα «Αιγαιοδρόμιον». Στο ίδιο έργο, χρη σιμοποιεί τη λέξη: «Καθώς γλιστράω στα τσάμια της κατηφοριάς / κι ανοίγω τα φτερά στο βλέμμα σου το απέραντο». Καθώς η λ. τσάμια ακούγεται πολύ στη Λέσβο (μεταξύ άλλων, η δημόσια πλαζ της Μυτιλήνης λέγεται Τσαμάκια) αλλά όχι στην Κρήτη, ήταν ένα από τα βασικά επιχειρήματα του μυτιληνιού λογοτέχνη Στρατή Γιαννίκου για να αντικρούσει την άποψη του Χρ. Χαραλαμπάκη ότι το ιδιωματικό στοιχείο στον Ελύτη είναι κυρίως κρητικό. τσαρσί Τσαρσί είναι η αγορά, το παζάρι, το μέρος όπου υπάρχουν πολλά μαγαζιά, συνήθως ομοειδή. Δάνειο από τα τούρκικα fearsi), η λ. υπάρχει στα παλιότερα λεξικά, όχι όμως στα νεότερα- ίσως εύλογα, αφού δεν ακούγεται πια παρά μόνο σε μικροτοπωνύμια πόλεων* βέβαια, οι Έλληνες που επισκέπτονται την Πόλη αποκλείεται να μην περάσουν από το Καπαλί Τσαρσί, την κλειστή αγορά, και το Μισίρ Τσαρσί, την αιγυπτιακή με τα μπαχαρικά. Ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης εξηγεί: «Είναι και τα παζάρια, τα τσαρσιά, εφτά-οχτώ τσαρσιά μέσα στη χώρα και το κάθε τσαρσί πουλάει ενα είδος πράγμα». Η Μ αρία Ιορδανίδου περιγράφει στη Λωξάντρα τα «τσαρσιά με ραχατλήδες ανατολίτες εμπόρους καθισμένους σταυροπόδι μπροστά στην πραμάτεια τους: φίλντισι, κεχλιμπάρι και σιντέφι», ενώ ο Κοσμάς Πολίτης θυμάται ότι στη γειτονιά του Χατζηφράγκου οι άνθρωποι «Δουλεύανε στα σύκα, σε φάμπρικες, άλλοι μικρό μαγαζάτοροι κι άνθρωποι του τσαρσιού, υπάλληλοι σε μπακάλικα». Υπάρχει και δημοτικό τραγούδι, ζωναράδικος χορός, Στη Σ α λονίκη στο τσαρσί, κι άλλο Κάτω στης Λ ά ρ σας τα τσαρσιά. Παλιά λεγόταν η έκφραση «στη μέση στο τσαρσί» για κάποιον που εκδηλώθηκε ανοιχτά. Κι ο Πρόσφορος, που τον είχαν πιάσει οι μπράβοι του βασιλιά στο ροδίτικο δημοτικό τραγούδι, παρακαλούσε «μη με περάστε στα τσαρσιά, μηδέ που τα σοκάκια». 243

239 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ τσελεπής Τσελεπής ή τσελεμπής34 ήταν τίτλος επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αργότερα η τυποποιημένη προσαγόρευση για τους νεαρούς ευ- γενείς Φαναρ ιώτες, τα αρχοντόπουλα (π.χ. ο τσελεπής Κωστάκης) και για τους αστούς. Δάνειο από το τουρκικό gelebi. Σε ελλαδικά συμφραζόμενα χρησιμοποιήθηκε είτε σαν προσφώνηση, ειρωνική κάποτε, είτε με τη σημασία του καλοντυμένου, του περιποιημένου. Ο Σουρής χρησιμοποιούσε πολύ την προσφώνηση «τσελεπή», που ήταν και βολική στο μέτρο. Συμβουλεύει ως εξής τον Σπύρο Λούη μετά τη νίκη του στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1896: «Άκου με φλέγμα στωικόν καθείς το τι σου ψάλλει / και μην αφήνεις το τσαπί / για ν αποδείξεις, τσελεπή / πως έχεις σαν τα πόδια σου γερό και το κεφάλι». Με την έννοια του καλοντυμένου, στον Πύργο τον Ακροπόταμον, ο Κ. Χατζόπουλος γράφει «συνάζουνται κι οι υπαξιωμα τικοί, όλοι αλαφροπερπάτητοι και τσελεπήδες», ενώ ο Στέφανος Γρανίτσας παίνεψε έτσι τον κότσυφα: «αυτός είναι ο ίδιος αξιοπρεπής κύριος, τσελεπής, μαυρογυαλίζων σαν ατσάλι και με την κεχριμπαρένια πίπα του κατακάθαρη». Καμιά φορά η λέξη χρησιμοποιείται ειρωνικά. Ο Σταμάτης Πέτρου, ο βοηθός του Κοραή στο Αμστερνταμ, λαϊκός άνθρωπος, κάρφωνε το κομψευόμενο αφεντικό του: «Του τσελεπή μας δεν του ά ρ εσ εν εγύρευε να βάλει δικές του τάξες κατά την φαντασίαν του». τσεντέζιμο Τσεντέζιμο είναι το ένα εκατοστό μιας νομισματικής μονάδας, το λεπτό θα λέγαμε σήμερα. Δάνειο από το ιταλικό centesimo, που σημαίνει ακριβώς «εκατοστό», και που ήταν υποδιαίρεση της ιταλικής λιρέτας όταν υπήρχε λιρέτα κι όταν ήταν αρκετά μεγάλης αξίας για να έχει υποδιαιρέσεις. Δεν την έχουν τα νεότερα λεξικά, ίσως 39. Διαφορετική λέξη είναι ο χζελέπης (ζίϋέμπορος). 244

240 λ ι :ξ ι;ιl ιιον χ λ ν ο ν ί \ι κακώς, γιατί η λέξη ποτέ δεν έπαψε να χρησιμοποιείται, όχι κηρίο λεκτικά αλλά μεταφορικά, με την έννοια του μικρού χρηματικό η ποσού, σε φράσεις όπως «δεν αξίζει ούτε τσεντέζιμο» ή «δεν έχω ούτε τσεντέζιμο», όπου συνήθως χρησιμοποιούμε νομίσματα σαν τη δεκάρα ή την πεντάρα. Για παράδειγμα, νχα Βιβλικά χαμόγελα του Τσιφόρου, διαβάζουμε: «Και για να πάρεις πίσω το παραδάκι του πατέρα σου, πρέπει να την παντρευτείς τη Σάρρα, αλλιώς δε βλέπουμε τσεντέζιμο», ενώ σε επιφυλλίδα του ο Μ. Πλωρίτης έγραφε ότι «οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες δεν έχασαν τσεντέζιμο». Τη λέξη τη βλέπω να χρησιμοποιείται στο Διαδίκτυο σε σύγχρονες καταστάσεις, π.χ. «τελικά οι χορηγοί δεν έδωσαν ούτε τσεντέζιμο». Μάλιστα, έχω δει σε ιστολογία τη φράση ότι π.χ. ο κιθαρίστας σε μια συναυλία ήταν «όλα τα τσεντέζιμα», σαν πνευματώδη παραλλαγή της έκφρασης «όλα τα λεφτά». ΐσέργα Τσέργα είναι η μάλλινη κουβέρτα, η βελέντζα. Δεν υπάρχει στα νεότερα λεξικά, αλλά κάποτε ήταν λέξη κοινή και πανελλήνια. Παρόμοιες λέξεις υπάρχουν σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες και, σύμφωνα με τον Ανδριώτη, εμείς το πήραμε από το σερβικό cerga, που προέρχεται από το ρουμανικό serga, που είναι δάνειο από το λατινικό sericus, και αυτό από το ελληνικό σηρικός, μεταξωτός. Φυσικά, στην πορεία άλλαξε η σημασία, πράγμα που συχνά συμβαίνει πάντως, αν ισχύουν αυτά, η τσέργα είναι αντιδάνειο. Τη λέξη την έχει χρησιμοποιήσει και ο Παπαδιαμάντης πάνω από μια φορά, μεταξύ άλλων και στη Φόνισσα: «Της έστρωσεν ένα παλαιόν κιλίμι, μίαν τριμμένην τσέργαν, ένα μικρόν σινδόνι». Σε ένα διήγημά του, ο Καρκαβίτσας διασώζει ένα βλάχικο τραγούδι, όπου ο Βλάχος πεθαίνει και κληροδοτεί τα υπάρχοντά του: «αφήνει και την τσέργα του για τον παπά φελόνι». Ο Πολίτης στην εισαγωγή των Παροιμιών του επικρίνει παλαιότερο συλλογέα (τον Νέγρη) ότι αντικαθιστά τις λέξεις που θεο^ρει 245

241 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ χυδαίες με άλλες, που μάλιστα σημαίνουν εντελώς άλλο πράγμα, π.χ. την τσέργα με το στέργηθρον (αρχαία λέξη, που θα πει «αγάπη»!). Αναρωτιέμαι αν ο Νέγρης θα μετρίαζε το καθαριστικό του μένος γνωρίζοντας πως η τσέργα πιθανώς έχει ελληνική αρχή. τσεσίτι Κανένα λεξικό δεν έχει τη λέξη, ίσως επειδή ακούγεται στη Βόρεια Ελλάδα. Τσεσίτι είναι το είδος, η ποικιλία, το δειγματολόγιο. Δάνειο από το τουρκικό ^egit, που έχει τις ίδιες σημασίες. «Απ όλα τα τσεσίτια» σημαίνει «κάθε είδους, κάθε λογής». Στο Μουχαρέμ του Μάρκου Μέσκου, ο αφηγητής ξενιτεύεται στην Αμερική: «άλλος κόσμος, χίλια τσεσίτια», παρατηρεί. Στο Νούμερο του Βενέζη, ο αξιωματικός διαλέγει άτομα: «Μια γρήγορη στιγμή αναρωτιέμαι αν διαλέγει μικρούς γιά [ή] μεγάλους. Μα βλέπω πως παίρνει ανακατωτά, απ όλα τα τσεσίτια». Στη σατιρική Επιστολή μαϊμούς, ο Βάρναλης ειρωνεύεται τον παραλήπτη (τη «Μεταφυσική Μαϊμού», δηλαδή τον κριτικό Γιάννη Αποστολάκη), μήπως τον θρέφουν «για τσεσίτι». Η λ. εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και σήμερα αφενός σε μεζεδοπωλεία, που διαθέτουν ποικιλίες μεζέδων, π.χ. «τσεσίτι θαλασσινών» και «τσεσίτι κρεατικών», αλλά ακόμα και σε διαδικτυακούς διαλόγους, π.χ. όταν κάποιος χρήστης εξανίσταται «αλήθεια γιατί κάθε browser να έχει τα δικά του τσεσίτια;» (εδώ με τη σημασία των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του κάθε προγράμματος). Τσεσίτια υπάρχουν λοιπόν και στον κυβερνοχώρο! τσιέρα Η τσιέρα ή τσέρα ή τζέρα είναι ιδιωματική λέξη που τη βρίσκουμε μόνο στα Επτάνησα. Σημαίνει το πρόσωπο, την όψη, τη χροιά της επιδερμίδας, π.χ. «από τότε που αρρώστησε, εχάλασε η τσέρα του» ή «αρρώστου τσιέρα φαίνεται και νηστικού μαγούλες» (κεφαλονίτικη 246

242 ΛΚΞΙ'ΊΙ. ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ παροιμία, ότι τον άρρωστο και τον πεινασμένο τον ξι-χωρίμμίμι- εύκολα). Μια άλλη παροιμία λέει: «Της μελαχρινής η τσιέρα όμορφή 'ναι κάθε μέρα I και της άσπρης της χιονάτης μια φορά είν η ομορφιά της». Ό μως δεν χρησιμοποιείται μόνο για το πρόσωπο. Σε κερκυραϊκό ιστότοπο βρίσκω συνταγή: «τσιγαρίζεις το κρέας με το λάδι και μόλις αλλάξει τσιέρα ρίχνεις τα κρεμμύδια». Δεν της φαίνεται, αλλά η τσιέρα είναι αντιδάνειο και προέρχεται από το αρχαίο κάρα (κεφαλή, που επιβιώνει στη σημερινή γλώσσα κυρίως για τα λείψανα αγίων). Η κάρα πέρασε στα υστερολατι- νικά ως cara με τη σημασία «πρόσωπο» και από εκεί στα παλαιά γαλλικά ως chiere, chere και μετά chere. Είτε από τα γαλλικά είτε απευθείας από τα λατινικά, παράγεται το ιταλ. cera, («πρόσωπο, όψη»), που επανέκαμψε στα επτανησιακά ιδιώματα. Από τη γαλλική λ. προέρχεται και το σημερινό αγγλικό cheer, ξαδερφάκι κι αυτό της τσιέρας. τσίλιντρο Τσίλιντρο ή τσιλίντρο είναι το ημίψηλο καπέλο, κάποτε αναπόσπαστο στοιχείο της επίσημης αμφίεσης των ανδρών, μαζί με τη βελάδα ή το φράκο. Προέρχεται από το ιταλικό cilindro, το οποίο, μέσω λατινικών, ανάγεται στο ελληνικό κύλινδρος. Επομένως, το τσίλιντρο είναι αντιδάνειο. Μόνο ο Πάπυρος το καταγράφει. Η ιταλική λέξη χρονολογείται από το δεύτερο μισό του 19ου αιώ να και στα ελληνικά πρέπει να μπήκε στο γύρισμα του 20ού αιώνα. Ο Ριζοσπάστης σε χρονογράφημα του 1920 (ακόμα γραφόταν σε απλή καθαρεύουσα) αναφέρεται σε έναν πολιτευόμενο: «βουλευτής του κ. Γούναρη, φορέσας βελάδα και τσίλινδρο - ήτο η μοναδική του αγαθού ανθρωπάκου φιλοδοξία...» Σε ένα κατοχικό του χρονογράφημα, ο Βάρναλης θυμάται τον Αρμάνδο Δελλαπατρίδη να περνάει από την οδό Σταδίου «με τη βελάδα του, το τσιλίντρο, τα μπαρμπετόνια και το μονόκλ βεργολυγερός, λεβέντης». Μετά τον πόλεμο, το τσίλιντρο υποχώρησε και 247

243 NIKOL ΕΑΡΑΝΤΑΚΟΣ σιγά σιγά εξαφανίστηκε, ενώ τα συνώνυμα του ημίψηλο και κλακ άντεξαν κάπως περισσότερο. Δίκαια δεν υπάρχει στα νεότερα λεξικά. τσιμισίρι Το τσιμισίρι ή τσιμσίρι είναι ο πΰξος ή το πυξάρι (Buxus semper virens), αειθαλής θάμνος ή μικρό δέντρο, η πΰξος των αρχαίων, λέξη στην οποία οφείλουμε την πυξίδα (αρχικά: κουτί από ξΰλο πΰξου) και από την οποία, μέσω λατινικών, προέρχεται και το αγγλικό box. Το τσιμσίρι είναι δάνειο από τα τουρκικά (9im ir, παραλλαγή του im ir). Η λέξη ακοΰγεται ακόμα. Το ξΰλο του θάμνου αυτοΰ προσφέρεται ιδιαίτερα για την ξυλογραφία και για κατασκευή κουτιών, επειδή είναι πολΰ σκληρό και δεν σπάει. Στον Τρελό τον Βάρναλη, η πλόσκα* του (το ξύλινο παγούρι του) είναι «ξύλο τσιμισίρι». Όμως το τσιμισίρι κυρίως ως διακοσμητικός θάμνος χρησιμοποιείται, επειδή ανέχεται καλά το κούρεμα, οπότε το βρίσκουμε σε κήπους, στη σειρά, για να οριοθετεί δρομάκια και παρτέρια. Στα Πριμαρόλια της Αθηνάς Κακοΰρη, μια γαμήλια δεξίωση δίνεται σε μεγαλοπρεπή κήπο με παρτέρια «με την μπορντούρα τους από κουρεμένο τσιμισίρι και πυκνό λεβαντίνι». Και ο Ελύτης, στο κείμενό του για τον Θεόφιλο, μιλάει για τη Βαρειά, το προάστιο όπου βρίσκονται «ανάμεσα σε βάγιες, τσιμσίρια και μαγνόλιες οι επαύλεις των πλουσίων του νησιού». τσίμπαλο Το τσίμπαλο δεν είναι το τσέμπαλο* το τσέμπαλο είναι ο πρόγονος του πιάνου, ενώ το τσίμπαλο είναι ένα όργανο παρεμφερές με το σαντούρι, σαν μεγάλο σαντούρι, πάνω σε τέσσερα πόδια. Το τσέμπαλο είναι όργανο της μουσικής μπαρόκ, το τσίμπαλο της λαϊκής (αν και ο Μ άνος Χατξιδάκις είχε παρουσιάσει το 1979 τον λαϊκό 248

244 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ τραγουδιστή Γ. Φλωρινιώτη, με συνοδεία τσέμπαλου). Το τσέμπαλο το έχουν τα λεξικά, το τσίμπαλο, όχι. Ωστόσο, τα δυο όργανα είναι αδελφάκια ετυμολογικώς, μια και ανάγονται και τα δυο στο ελληνικό κύμβαλον απ όπου προήλθε το λατινικό cymbalum, ένα όργανο της οικογένειας του ψαλτηρίου/ σαντουριού. Μετά οι δρόμοι χώρισαν: κάποιος ευφυής οργανοποιός πρόσθεσε ένα μηχανισμό με πλήκτρα, κι έφτιαξε το clavicembalo, απ όπου προέκυψε το τσέμπαλο. Από την άλλη πλευρά, στα ουγγρικά εμφανίζεται ένα όργανο ονόματι cymbalon ή cimbalom, και από εκεί το ρωσικό tsimbali* μέσω Ρουμανίας και Μολδοβλαχίας φτάνει το όργανο και η λέξη στα ελληνικά, οίς τσίμπαλο στις μικρασιατικές ορχήστρες. Στις ηχογραφήσεις σμυρνέικων και δημοτικών της δεκαετίας του 1920 το τσίμπαλο είναι μόνιμο στοιχείο της ορχήστρας. Στην αυτοβιογραφία του, ο Γιώργος Ζαμπέτας θυμάται: «Σε ένα καφενείο τη Μικρά Ασία, στην οδό Αθηνάς [...] Εκεί συχνάζανε όλοι οι πρόσφυγες μουσικοί, οι Μικρασιάτες. Καθόντουσαν εκεί και παίζανε ούτι, λαούτο, τσίμπαλο». τσιπλάκης Τσιπλάκης κατά λέξη είναι ο γυμνός, αλλά πιο συχνά χρησιμοποιείται με τη μεταφορική έννοια: φτωχός, κακομοίρης. Δάνειο από τα τουρκικά (?iplak, επίσης με τις δύο έννοιες), ακούγεται κυρίως στη Μ ακεδονία και Θράκη, Υπάρχει και οος επώνυμο. Σε χρονογράφημά του, ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης έγραψε ότι «κανείς δεν υποχρεοίνει ένα σωρό τσιπλάκηδες, που την είδαν ξαφνικά Νιάρχοι, να δανείζονται ένα κάρο λεφτά». Π ο λύ παλιότερα, ο κωνσταντινουπολίτης ποιητής Ηλίας Τανταλίδης, κοροΐδεψε την κυράτσα Κρουσταλλένια, που «με την τσούρμα τα παιδιά της και τον άνδρα τον τσιπλάκη, και με μύδια στο πινάκι, εις τες εξοχές πηγαίνει...» Ο χαρακτηρισμός «τσιπλάκηδες» είναι βέβαια μειωτικός, ιδίως αν σκεφτούμε ότι προέρχεται από άτομα που είναι ή θεωρούν εαυτούς εύπ ορους, ωστόσο υπήρξε στο παρελθόν μια περίπτο)ση που 24*)

245 NIKOL ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ κάποιοι αποδέχτηκαν αυτή την ονομασία: στα τέλη του 19ου αιώνα, στα Σέρρας επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Έλληνες της πόλης διαιρέθηκαν σε δυο μερίδες, τους «τσιπλάκηδες» και τους «τσορμπατζήδες», δηλαδή τους πλούσιους γαιοκτήμονες που ήταν «αυθαίρετοι και αποκλειστικοί εν τη διοικήσει των κοινών». Τελικά η σύγκρουση έληξε με νίκη των «τσιπλάκηδων», που πέτυχαν την αποπομπή του δεσπότη. Νικούν καμιά φορά κι οι τσιπλάκηδες - αν και οι συγκεκριμένοι ήταν εύποροι και μορφωμένοι αστοί, όχι πραγματικοί φουκαράδες. τσίφτες Λέξη με δύο σημασίες, εντοπισμένες στην Κρήτη και στην Κύπρο, αν και με κοινή αρχή. Δεν υπάρχει σε κανένα γενικό λεξικό της γλώσσας, παρά μόνο στο Αντίστροφο, ωστόσο συνδέεται ετυμολογικά με μια πασίγνωστη λέξη της κοινής νεοελληνικής, το τσιφτετέλι.40 Cift, τσιφτ, στα τούρκικα είναι το ζευγάρι, ο διπλός. Τσιφτετέλι, ο χορός που παίζεται με διπλό τέλι, διπλοπενιά. Τσιφτές λοιπόν, στην Κρήτη, είναι το δίκαννο κυνηγετικό όπλο, επειδή έχει δύο κάννες. Ο Κονδυλάκης στην Πρώτη αγάπη γράφει ότι η μητέρα του τού είχε υποσχεθεί έναν «ελαφρό τσιφτέ» για να ξεκινήσει το κυνήγι. Η λέξη, συχνή σε μαντινάδες. Κοινός τόπος στις αφηγήσεις για τη Μάχη της Κρήτης είναι ότι οι Κρητικοί πολέμησαν με τσιφτέδες, δηλαδή παλιά κυνηγετικά, και τσουγκράνες. Στην Κύπρο όμως, τσίφτες ήταν, όταν υπήρχε η λίρα, το διπλο- σέλινο, το κέρμα των δυο σελινκον δηλαδή, και μετά την κατάργηση της υποδιαίρεσης των σελινιών, το αντίστοιχο νόμισμα των 10 μιλς, το ένα δέκατο της λίρας. Αυτό ήταν το βασικό κέρμα που έβαζαν οι έφηβοι στα μηχανάκια με τα ηλεκτρονικά (σαν τα δεκάρικα της δεκαετίας του 1980 στην Ελλάδα). Σήμερα χρειάζονται 50 σεντ, αλλά η ονομασία παραμένει. 40. Ο τσίφτης μάλλον είναι άσχετος, αλβανικής αρχής, από το qift = γεράκι. 250

246 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ τσορμπατζής Τσορμπατζήδες και τζορμπατζήδες ήταν οι πρόκριτοι και γαιοκτήμονες Χριστιανοί τον καιρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη συνέχεια η λέξη επιβίωσε με τη σημασία «προύχοντας, εύπορος». Δάνειο από το τουρκικό gorbaci, που έχει κι άλλες σημασίες - έτσι ονομαζόταν και ο συνταγματάρχης των γενίτσαρων, αλλά και ο πω- λητής ή μάγειρος σούπας, διότι gorba είναι η σούπα στα τούρκικα (που έχει περάσει και ως τσορβάς στα ελληνικά). Και ως επώνυμο. Οι τσορμπατζήδες ήταν λοιπόν οι άρχοντες, οι δημογέροντες, οι κοτζαμπάσηδες. Η λ. σήμερα ακούγεται είτε σε αφηγήσεις για τα γεγονότα της τουρκοκρατίας (ιδίως για την αυτοδιοίκηση στους τελευταίους αιώνες), είτε με τη σημασία του ανθρώπου που ζει αρχοντικά, π.χ. οι κάτοικοι της τάδε πόλης «φημίζονται για γλεντζέδες και τσορμπατζήδες». Στον Μεσοπόλεμο, το ΚΚΕ χρησιμοποίησε πολύ τη λ. τσορμπα- τζήόες στον πολιτικό του λόγο, εννοώντας τους πλούσιους χω ρ ι κούς. Έ τσι, για παράδειγμα, μετά τις κοινοτικές εκλογές του 1929, ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε ανταπόκριση από τη Λευκάδα με τίτλο: «Παρά τις συκοφαντίες των τσορμπατζήδων Εγκλουβής επέτυχε στις κοινοτικές εκλογές ο Κομμουνιστικός Συνδυασμός». φαμέγιος Φαμέγιος είναι ο οικότροφος υπηρέτης που μένει στο σπίτι του αφεντικού και δουλεύει στο κοπάδι ή στο χίΰράφι* συχνά παιδί, οπότε είναι παραγιός ή -ψυχοπαίδι. Και φαμέλιος, και φάμελος. Από το λατινικό famulus, ιταλ. famiglio, ενετικό famegio. Η λ. ακουγόταν κυρίως στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου, ενώ στη Μάνη είχε μια ιδιαίτερη σημασία: εκεί, οι φαμέγιοι, ή αχαμνόμεροι, ήταν η τάξη τιον ανίσχυρων κοινωνικά και οικονομικά, που ουσιαστικά ήταν δουλοπάροικοι της ισχυρής τάξης, των νικλιάνων. Στην Οδύσεια ο Καζαντζάκης γράφει: «Βάνει η γερόντισσα βραχνή φωνή, μαζώχτηκαν οι φαμέγιοι κι οι γελαδάροι παραγιοί», ενώ ο λυράρης Σηίρυγιωργάκης σε συνέντευξή του θυμήθηκε ότι ως έφηβος 251

247 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ «εμπήκα φαμέγιος ένα χρόνο, το 1946 για να πάρω μια λύρα». Οι Χαΐνηδες τραγούδησαν: «Ποτέ για το Νικήτα δε λέει κιανείς κακό / γιατί από φαμέγιος γίνηκε αφεντικό». Υποτίθεται ότι στην Κρήτη ο φαμέγιος ήταν άνθρωπος του σπιτιού και είχε μιαν οικειότητα με τα αφεντικά του, αλλά η παροιμία προσγειώνει: «Κάλλιο φτωχή νοικοκυρά παρά φαμέγια πλούσου». Η λ. χρησιμοποιείται σήμερα και με μεταφορική σημασία, για παράδειγμα γράφτηκε ότι το κεντρικό κράτος θέλει «φαμέγιο» του, υπηρέτη του δηλαδή, την αυτοδιοίκηση. φιοΰμπα Φιούμπα είναι η αγκράφα του παπουτσιού, πόρπη αν προτιμάτε. Η λ. χρησιμοποιείται και για άλλα αξεσουάρ, π.χ. για ζώνες. Στα παλιότερα λεξικά υπάρχει, ενώ είναι ζωντανή και σήμερα σε ενδυ- ματολογικές περιγραφές. Ετυμολογείται από το ιταλικό fibbia, ίδιας σημασίας. Λέγεται σπανίως και φλιούμπα. Στο Φάντασμα ο Ξενόπουλος περιγράφει την επίσημη μαύρη φορεσιά ενός γραμματικού της ενετοκρατίας: «κοντό πανταλόνι, κεντητή τραχηλιά, άσπρη περούκα και ασημένιες φιούμπες στα σκαρπίνια». Π α την τελειομανία του Κ. Χρηστομάνου ως διευθυντή της Νέας Σκηνής στις αρχές του 20ού αιώνα, θυμούνται ότι δεν ανεχόταν «ούτε μια δαντέλα, ούτε μια φιούμπα, ούτε μια κόπιτσα» να μην είναι στη θέση της. Μεταφορικά, σε περσινό σχόλιό του, ο Βασίλης Αγγελικόπουλος έκρινε ότι ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης ήταν «πολύ φιούμπα, πολύ φιόγκος». Στο θεμελιώδες έργο του Ξενηλασία ή ισοτέλεια, όπου εξετάζει τις δάνειες λέξεις της ελληνικής, ο Μαν. Τριανταφυλλίδης παρατηρεί ότι οι αρχαίες λέξειςπου προτάθηκαν από τους καθαρευουσιάνους για να αντικαταστήσουν τα ξένα δάνεια δεν είναι σαφείς, και ότι η δάνεια λέξη είναι σαφέστερη, και ανάμεσα στα άλλα παραδείγματα φέρνει το ζευγάρι πόρπη-φιούμπα. Μπορεί σήμερα η πόρπη να ακούγεται περισσότερο από τη φιούμπα, όμως μια άλλη ξένη λέξη υπερτερεί σαφώς στη χρήση: η αγκράφα. 252

248 Λ Ε Ξ Ε ΙΣ ΜΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ φλετουρώ Φλετουράω και φλετράω, και φλετουργώ ή φλετουργάω σημαίνει «πετάω» ή μάλλον «αρχίζω να πετάω» ή «δοκιμάζω να πετάξω, φτερουγίζω, κουνάω τα φτερά, φτερακίζω». Λέγεται για τα που λιά, ή μεταφορικά για την καρδιά. Και φλέτονρας η πεταλούδα. Κατά τον G. Meyer, δάνειο από τα αλβανικά (fljuturon «πετάω»), ενώ η αλβανική λ. μπορείνα είναι δάνειο από το ρουμάνικο a flutura, ίδιας σημασίας. Πρόκειται για λέξη χαρακτηριστική του Σκαρίμπα, με εμβλημα- τική της χρήση στο Ονλαλούμ: «Θα ρθει αφού φλετράει μου η ψυχή / αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι» υπάρχει και σε άλλα έργα του, π.χ. «Πάνε τρεις μήνες από τότες κι αυτή αιστάνονταν να φλετουράει μέσα στα σπλάχνα της το ακάθαρτο σπάρμα αυτού του δράκου!...» (.Βοϊδάγγελος) ή «ο έλικας του [...] φλετούρησε σαν κάνα παγιδεμένο γεράκι» (Ημαθητενομένη των τακουνιών). Ωστόσο, δεν πρόκειται για λέξη αποκλειστικά της ιδιαίτερης πατρίδας του Σκαρίμπα, της Παρνασσίδας τη βρίσκουμε και στην Πελοπόννησο, ενώ έχει χρησιμοποιηθεί και από άλλους λογοτέχνες, π.χ. «Η καρδιά του φλετουράει, στέλνει έναν κόμπο νατού ανέβει στο λαιμό» (Τερζάκης, Δίχως Θεό). φορτιάρικο Φορτιάρικο είναι το υποζύγιο ζώο, συλλογική ονομασία για άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια. Η λέξη δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό, ούτε καν όσα αυτοτιτλοφορούνται «της όλης ελληνικής», ίσως διότι παραείναι χωριάτικη.41 Ωστόσο είναι ακόμα ζωντανή και επιπλέον είναι χρήσιμη λέξη, αφού με έναν όρο αντικαθιστά τρεις. Φυσικά ετυμολογείται από το φορτίο. Περισσότερο ακούγεται στην Ή πειρο και τη Ρούμελη. 41. Τη βρήκα μόνο στα Συνώνυμα και ονγγενικά του Βλαστού, που δίνει, και συνοίνυμο: oauaouujtxo. 253

249 ΝΙΚΟΣ LAPANTAKOE Ο Γιώργος Κοτζιοΰλας θυμάται στα παιδικά του χρόνια πως όταν ήταν οικότροφος σε ένα ξένο σπίτι είχε καθήκον το βράδυ να φέρνει πίσω τα φορτιάρικατης οικογένειας, ένα άλογο και ένα μουλάρι. Κάπου αλλού διαβάζω ότι τα παραδοσιακά σπίτια στην Ή πειρο είχαν κατώι με μεγάλη πόρτα με καμάρα, που «να παίρνει φορτιάρικο», ενώ σε κείμενο του Θανάση Παπαθανασόπουλου ένας αντάρτης ντρέπεται επειδή «ο Άρης συμβούλεψε επαγρύπνηση τις προάλλες κι εγώ αποκοιμήθηκα ορθός σαν το φορτιάρικο μουλάρι». Ολοένα και λιγότερο χρησιμοποιούνται υποζύγια στις μέρες μας, ακόμα και στις αγροτικές περιοχές, κι έτσι η λ. φορτιάρικα έχει υποχωρήσει. Ωστόσο, σε περιοχές όπως η Αμοργός, όπου δεν υπάρχουν δρόμοι, η λέξη χρησιμοποιείται διάβαζα μάλιστα σε ιστολόγιο ότι η γέννα του φορτιάρικου ζώου δεν είναι ευλογία, όπως στις αγελάδες, επειδή συνεπάγεται ότι το θηλυκό θα μείνει πολλούς μήνες εκτός υπηρεσίας. φοΰφουτος Ό ρος της αργκό που όμως έχει πια περάσει στην καθομιλουμένη φυσικά περιλαμβάνεται μόνο σε νεότερα «λεξικά της πιάτσας». Φού- φουτος είναι αρχικά «η εμφατικά προσωποποιημένη μορφή ενός ανύπαρκτου ή άγνωστου χαρακτήρα» (slang.gr), ο άγνωστος στον οποίο ειροονικά φορτώνονται επικριτέες πράξεις και λόγια, π.χ. «Αν δεν της το είπες εσύ, ποιος το είπε; ο Φούφουτος;» Λέξη ηχοποίητη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό ως υπονοούμενο για τον φαλλό, πρέπει να γεννήθηκε μεταπολεμικά. Η αρχή της στο παραδοσιακό καλαμπούρι: «Ξέρεις τον Φούφου- το;» «Ποιον Φούφουτο;» «Τον πούτσο μου τον ξεσκούφωτο» (και την πασίγνωστη συνέχεια με την Ελένη). Πρώτη μνεία που βρήκα σε έντυπο, τον Σεπτέμβριο του 1976 στα Νέα, όπου ο Ωτοβλεψίας (ο Κ. Σταματίου) επικρίνει πρόταση για μετονομασία των οδών του Παλαιού Φαλήρου ώστε να τιμηθούν παλαιοί δήμαρχοι. «Το φαντάζεστε να μένετε σήμερα στην οδό Ναϊάδων και αύριο να ξυπνήσετε στην οδό... Φούφουτου;» 254

250 ΛΕΞΕΙΣ 1ΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Ωστόσο, στη νεότερη χρήση, ο φούφουτος έχει πάρει και μια άλλη σημασία: ο ανάξιος λόγου, ο ασήμαντος. «Τα κανάλια προβάλλουν διάφορους φούφουτους και όχι τους πνευματικούς ανθρώπους». Το 2010 ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θ. Πάγκαλος στο Υπουργικό Συμβούλιο εξανέστη: «Δεν μπορεί να μας διατάζει ο κάθε φον Φ ούφουτος», εννοώντας τους εκπροσώπους των δανειστών της χώρας. Μ πορεί και παραμπορεί, όμως. φωτογώνι Και ψωτογωνιά. Λέξη που δεν υπάρχει σε κανένα έντυπο λεξικό, κι όμως έχει χρησιμοποιηθεί από μεγάλους λογοτέχνες σε σημαντικά έργα τους, το φωτογώνι είναι το τζάκι, η εστία, εκεί που μαζεύεται όλη η οικογένεια το βράδυ στο παλιό αγροτικό σπίτι. Θα το δείτε και ((><»- χογόνι, που σημαίνει ότι κάποιοι το ετυμολογούν από το γόνος και όχι. από το γωνιά. Δεν είναι βέβαια αναγκαστικό να βρίσκεται στη γοινκ <: στη σαρακατσάνικη καλύβα το φωτογώνι βρίσκεται στο κέντρο. Τη λέξη τη χρησιμοποιεί ο Καζαντζάκης κατ επανάληψη on v Οδνσεια, π.χ. «κι ελιά χοντρό κουτοούρι ρίχνει κι αναχουλεύει <ιγ< ίκ\ << τη φωτιά σκυφτός στο φωτογόνι», ενώ τη βρίσκουμε συχνά και ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ιδίως για την Ευρυτανία, π.χ. «Στο ujiau χωρο φωτογώνι τριζοβολούν οι χοντρές σχίζες» (Π. Φλώρος). Αλλά ασφαλώς το φωτογώνι έχει κερδίσει την αθαναοία ι ιιι ιδΐ βρίσκεται στον πρώτο κιόλας στίχο του Πνευματικού ι μji<tt ι/ι.ι/«*ι του Αγγέλου Σικελιανού (ο οποίος είχε χρησιμοποιήσει τη λι'ι,η win σε άλλα έργα του): «Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φιοπιγωνι / (δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο) / το ψωι ογωνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου Ελλάδα [...]» χαβώνω Χαβώνω σημαίνει μαγνητίζω κάποιον, τον κάνω να χάσει τη μιλκΐ του ή/και να παραλύσει, τον κάνω ό,τι θέλω. Ετυμολογείται από τη 255

251 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ χαβιά ή το χαβί, που είναι το χαλινάρι (αρχαίο χαβός) και αρχικά σήμαινε απλώς «περνάω το χαλινάρι», σύντομα όμως απέκτησε τη σημασία «τον μετατρέπω σε άβουλο όργανό μου». Ο Κουκουλές στον 6ο τόμο του Βυζαντινών βίος και πολιτισμός παραθέτει βυζαντινούς κατάδεσμους με φράσεις όπως «δένω, χαλινώνω και χαβώνω τον και κωλοσύρνω τον...» που δείχνουν τη σημασιολογική μεταβολή σε εξέλιξη. Ο Γρανίτσας στα Άγρια και τα ήμερα τον βουνού και τον λόγγον αναφέρει την πρόληψη ότι «αν σε ιδεί ο Λύκος χαβώνεσαι τουτέστι μένεις άλαλος». Ο λύκος χαβώνει επίσης τα γιδοπρόβατα, δηλαδή τα μαγνητίζει και τα ξεκόβει από το κοπάδι. Αλλού διαβάζουμε ότι βλέμμα που χαβώνει έχουν οι δράκοι. Δεν βρήκα σε κανένα λεξικό τη λέξη, ωστόσο έχει αρκετές ανευρέσεις σε σώματα κειμένων και το Διαδίκτυο δείχνει ότι είναι ακόμα ζωντανή και μάλιστα όχι σε αγροτικά συμφραζόμενα* σταχυολογώ παραθέματα: «τον ψηφίζουμε ανελλιπώς και μας χαβώνει», «χα- βώνουν την εργατική τάξη», «οι εξαγγελίες περί μέτρων είναι για να μας χαβώσουν», «δεν πρέπει να ανεχόμαστε να μας χαβώνουν». Έ λα όμως που το ανεχόμαστε... χαζινές Χαζινές, χαζενές και χαζνές είναι το θησαυροφυλάκιο, το ταμείο, και ιδίως το κρατικό, το δημόσιο ταμείο. Ωστόσο, χαζινές είναι επίσης η δεξαμενή, η στέρνα. Η λ. είναι δάνειο από τα τουρκικά (hazne) και με τις δύο σημασίες η τουρκική λέξη έχει περάσει σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες. Έ να δημοτικό τραγούδι παρουσιάζει τους Τούρκους να παρα- καλούν τον Κολοκοτρώνη να «μην ξεπατο^νει την Τουρκιά»: «Πες μας αν θέλεις χαζινέ, να στείλουμ όσα θέλεις» (φυσικά ο ήρωας αρνείται). Στη Βαβνλωνία, ο Ανατολίτης εκστασιασμένος λέει ότι ο παστουρμάς του ταβερνιάρη αξίζει «ένα χαζνέ» (έναν θησαυρό), ενώ σε κάποια κάλαντα εύχονται να γεμίσει το σπίτι με «τση Βενε- τιάς το χαζινέ, τση Πόλης τα καλούδια». Ο σμυρνιός ποιητής Μιχ. 256

252 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Αργυρόπουλος έγραψε ότι «Της καρδιάς μου τον παλιό το χαζινέ / μαύρος δράκος τον φυλάει», ενώ ο γάλλος ελληνιστής Λουί Ρουσέλ, σε παλιά, ανόθευτη δημοτική έγραφε το 1936 για «ένα μπιρλάντι από τον παλαμικό χαζνέ». Σήμερα η λέξη ακούγεται σπάνια, αν και στο Διαδίκτυο διάβασα άρθρο που εσκεμμένα χρησιμοποιούσε πολλά τουρκικά δάνεια και επέκρινε τους κυβερνώντες ότι «με το χρόνιο τσιμπούσι τους άδειασαν το χαζινέ και μουφλούζεψαν τη χώρα». Ο Βασίλης Ρώτας το είχε πει: «όσο πιο πολύ νηστεύουν οι λαοί, τόσο περσεύει χρήμα για τον χαζενέ». χαζίρι Χαζίρι είναι η ετοιμασία, αλλά επέχει και θέση επιρρήματος και. σημαίνει, «έτοιμος». «Είμαι χαζίρι», είμαι έτοιμος «γίνομαι χαζίρι», ετοιμάζομαι. «Βρίσκω κάτι χαζίρι», σημαίνει το βρίσκω έτοιμο χωρίς να κοπιάσω, όπως στο απόσπασματου Μακρυγιάννη: «αςιανίστηκαν οι άνθρωποί μου φκιάνοντας ταμπούρια σ όλες τις θέσες, κι εσείς τις ηύρετε χαζίρι». Η λέξη είναι φυσικά τουρκικό δάνειο (hazir, αραβικής αρχής) και μάλλον δεν λέγεται πια, οπότε καλώς δεν την έχουν τα νεότερα λεξικά. Χρησιμοποιείται πολύ σε κείμενα αγωνιστών του 1821, αλλά και δημοτικιστών, και έχει δώσει και παράγωγα, όπως το ρ. χαζιρεύω (ετοιμάζω) ή το επίθετο χαζίρικος, δηλ. αυτός που τον βρίσκουμε έτοιμο χωρίς να κοπιάσουμε, «βρήκε χαζίρικο θρόνο ο Τούρκος και μπήκε και καλοκάθισε», γράφει ο Εφταλιώτης στις Φνλλάόες τον Γεροόήμον. Στα σημερινά κυπριακά, η λ. χρησιμοποιείται ακόμα, αλλά έχει αλλάξει σημασία, σημαίνει «σχεδόν» ή «παραλίγο», π.χ. «Τώρα δυστυχώς με τις κλιματολογικές αλλαγές χαζίρι να ξεχάσουμε τι χρώμα έχει το χιόνι». 257

253 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ χαΐνης Χαΐνης είναι, στην περίοδο της τουρκοκρατίας στην Κρήτη, ο χριστιανός που παίρνει τα βουνά, ο αντάρτης εναντίον των Τούρκων, το ανάλογο του κλέφτη δηλαδή. Δάνειο από το τουρκικό ha in, που σημαίνει «προδότης, αποστάτης, αχάριστος». Το ρήμα, χαϊνεύ(γ)ω, βγαίνω στο κλαρί. Και ως επώνυμο. Σε κείμενα της εποχής του 1821 (συχνά γραμμένα από μη Έ λληνες) βρίσκουμε επίσης τη λέξη με την αρχική τουρκική σημασία της, του προδότη, π.χ. ο τ ψ Αληπασιάδα: «Τον δόλιο τον Μπασβάνογλου τον έβγαλαν χαΐνη» (δηλ. η Πύλη τον κήρυξε προδότη). Επίσης, στη μάχη του Πειραιώς το 1827 οι πολιορκημένοι στο μοναστήρι του Αγ. Σπυρίδωνα Τουρκαλβανοί ζήτησαν να συνθηκολογήσουν «επειδή ο χαΐνης ο Κιουταχής δεν τους σύντρεξεν, καθώς εχρεωστούσεν». Για τα κατορθώματα των χαΐνηδων πολλά έχουν γραφτεί στην Κρήτη. Η λέξη επιβίωσε και μετά την τουρκοκρατία, με τη σημασία του ανυπότακτου, του ρέμπελου. «Φωτιά θα βάλω του ντουνιά, πέτρα να μη πομείνει, και τότε θα πάρω τα βουνά, να πάνω το χαΐνη». Σήμερα το δημοφιλές συγκρότημα Χαΐνηδες της έχει δώσει μια νέα ζωή. χαμοδράκι Στη λαογραφία, το χαμοδράκι είναι ποιμενικός δαίμονας, που παίρνει τη μορφή αλλόκοτου πλάσματος ή σκύλου ή άλλου ζώου και βατεύει προβατίνες και γίδες - οπότε αυτές μαυρίζουν, πρήζονται και πεθαίνουν. Από το χάμω + δράκος. Πιστεύεται ότι τα χαμοδράκια προέρχονται από νόθα και έκθετα βρέφη, που πέθαναν αβάφτιστα. Λέγονται και σμερδάκια, λ. σλαβικής αρχής. Ο Παλαμάς έγραψε: «τη νύχτα, σαν τα παγανά και σαν τα χαμοδράκια, σα μολεμένοι ανασασμοί...» ενώ στην Οδύσεια του Καζαντζάκη ένα ξωτικό κομπάζει: «κι ήρθε πια ο καιρός εμείς τα χαμοδράκια / να σκαρφαλώνουμε στις ροβιθιές να τρώμε τα ροβίθια!» Ο Ν. Πολίτης στις Παραδόσεις του καταγράφει 29 διαφορετικά περιστατικά με χαμοδράκια. Αντιγράφω ένα απόσπασμα για το 258

254 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ πώς ψόφησαν εφτά «πανώρια βόδια» στο Λεβίδι: «Έ να μεγάλο χαμουθράκι, ίσιαμ ένα αγριόγατο -έρμο να ναι!- πήγε τη νύχτα και τα μαρκάλισε ούλα στην αράδα. Εφουσκώναν, εφουσκώναν ούλη τη νύχτα, ίσιαμε που χάραξε κι ελάλησε τ ορνίθι. Υστερνά, έπαρ ταχάμου!» χαμούρι Χαμούρι είναι το ζυμάρι, είναι όμως και καθετί παχύρρευστο που μοιάζει με ζυμάρι, όπως η λάσπη ή κάθε λογής πολτός. Η λ. είναι δάνειο από το τουρκικό hamur, που θα πει ζυμάρι αλλά έχει και άλλες έννοιες* σύμφωνα με το ΛΚΝ, η λ. χαμούρα (γυναίκα κακής ηθικής, κατά τον ορισμό του λεξικού) πιθανώς προέρχεται από το χαμούρι - τάχα επειδή είναι «ζυμωμένη»; Στα παλιά ελαιοτριβεία, χαμούρι λεγόταν ο πολτός που προκύπτει από το άλεσμα της ελιάς, που μαζευόταν στη χαμουριέρα και έμπαινε στη συνέχεια σε τρίχινους σάκους σε σχήμα φακέλου, τα λεγόμεναμουτάφία. Ό σ ο για το ζυμάρι, στην Ιστορία εν<κ αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα, που εκτυλίσσεται στη Μι,κρασία, «ένα βράδυ δυο ζυμωτήδες έκλεψαν λίγο χαμούρι γιατί χαν στο νου τους να το σκάσουν». Στη Βαβυλωνία του Δ. Βυζάντιου, ο Ανατολίτης νομίζει πως ο λογιότατος παραγγέλνει μακαρόνια και προσπαθεί να τον αποτρέψει: «Εσύ καμήλα είσαι να φας χαμούρι, άδαμ;» δηλαδή, ζυμάρι. Διότι στις καμήλες δίνανε πράγματι ζυμάρι, είτε για καλό είτε για κακό. Σε ένα διήγημά του ο Βενέζης έχει μια σκηνή που κάτι διαβολόπαιδα πιλατεύουν μια καμήλα: της «χιύναν στο στόμα μικρούς βόλους χαμούρι με μπόλικο πιπέρι». χαραμής Χαραμής είναι ο ληστής. Στα τούρκικα, haram είναι το απαγορευμένο από τη θρησκεία, το παράνομο, το αθέμιτο, το κακό. Από εκεί είναι 25*)

255 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ και το δικό μας το χαράμι, από εκεί και το harem (χαρέμι, το άβατο ας που με), από εκεί και ο χαραμής, ο άνθρωπος ο παράνομος, από εκεί urn ο χαραμοφάης. Η λέξη είναι επίσης γνωστή ως επώνυμο, Χαραμής, όπως σε μια παλιά και ισχυρή μανιάτικη οικογένεια στο βιβλίο που έγραψε ένας απόγονος, παραθέτει και την τουρκική αρχή, αλλά αναφέρει και το ελληνικό χάρμα, πιο κολακευτικό αν και αβάσιμο. Στο δημοτικό τραγούδι του Ανδρούτσου του πραματευτή, ο πραματευτής χάνει τον δρόμο και αναρωτιέται: «Τάχα μην είναι κλέφτες δω, μην είναι χαραμή δες;» Αλλά κι ο Μακρυγιάννης αναφέρει κάπου: «Αυτά μαθαίνοντας οι χαραμήδες οι πολιτικοί μας και διά να μην γένη καλό και ησυχία εις το κράτος [...]» Στον επίλογο του έργου του, ο Μακρυγιάννης πάλι θυμάται ότι «Ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπερέτη και τιμάρευα άλογα κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα να βγάλω το πατρικό μου χρέος, οπού μας χρέωσαν οι χαραμήδες». Ό χ ι απρόσμενα, το 2011 το απόσπασμα αυτό συζητήθηκε πολύ, αλλά το χρέος οπού μας χρέωσαν οι χαραμήδες μένει ακόμα δυσθεώρητο. χάψη Η χάψη, ή το χάψι, δεν έχει σχέση με τη χαψιά, είναι η φυλακή. Δάνειο από τα τουρκικά (hapsi). Η λέξη είχε θεσμική αξία στην τουρκοκρατία και από κεκτημένη ταχύτητα χρησιμοποιήθηκε και στο νεαρό ελληνικό κράτος. Ο Μ ακρυγιάννης παραπονιέται ότι «λίγον φταίξιμο να κάμει ο αγωνιστής, χάψη άλλος επί ζωγής, άλλος κόψιμον με την τζελατίνα. Όλο τέτοιες καλοσύνες έχομεν. Γιόμωσαν οι χάψες του κράτους». Φυσικά οι χάψες αυτές πολύ γρήγορα έγιναν φυλακές, αλλά η λέξη συνέχισε να ακούγεται, ας πούμε στον Καραγκιόζη, όπου ο Βεληγκέκας έχει μόνιμη επωδό «πω για να το πιάνω, να το κλείνω στη χάψη». Ο σμυρνιός ποιητής Μιχάλης Αργυρόπουλος, νομοταγής πολίτης κατά τα άλλα, απειλεί στην Κερατοχωρίτισσα ότι τον αντεραστή του: «Θα σου τον στειλω σηκωτό, κι ας λιώσω μες στη χάψη / πριν να με θάψουν μέσα κει, θα σου τον έχουν θάψει». 2Μ)

256 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Η χάψη ακούγεται ακόμα, έστω και ως χαριτολόγημα. Όμως έχει κερδίσει έτσι κι αλλιώς μιαγωνίτσα αθανασίας χάρη στο εξαίσιο τραγούδισεβάχ ο Θαλασσινός του Λόίζου και τους στίχους του Λευ- τέρη Παπαδόπουλου: «Κι εκεί στου μακελειού την άψη / δαγκώνω τα σκοινιά τα λύνω / Και μα τον Αγιο Κωνσταντίνο / όλους τους ρίχνω μες στη χάψη». χολέντρα Πρόκειται για μια λέξη με δυο τύπους, χολέντρα και κολέθρα, που η γενική της σημασία είναι «αυλάκι». Χολέντρα ή χολέτρα είναι η υδρορροή που μεταφέρει το βρόχινο νερό από το δώμα και λέγεται στη Ρόδο, στην Κάρπαθο και σε άλλα Δωδεκάνησα* η χτίστη χολέντρα θεωρείται χαρακτηριστικό στοιχείο της ροδιακής λαϊκής αρχιτεκτονικής. Ετυμολογείται από το αρχαίο χολέόρα, που σήμαινε επίσης την υδρορροή και που έχει σκοτεινή ετυμολογία - δεν αποκλείεται πάντως να συνδέεται με τη χολέρα. Στην Κύπρο τη γράφουν «χωλέτρα». Ο άλλος τύπος, η κολέθρα ή κονλέθρα, ακούγεται σίγουρα στη Λέσβο, ίσως και αλλού. Είναι το αυλάκι του αλευρόμυλου, μέσα στο οποίο ρίχνεται το στάρι που θα αλεστεί. Έγραψε ο Μυριβηλης στη Ζωή εν τάψω: «Έ τσι ξαναπέφτουμε πάλι στην κοτλέορα του μοιραίου μύλου. Ή μασταν καμπόσα αθρώπινα σταροκοόκουτσα, που ξέφυγαν λίγες μέρες απ τη φριχτή μυλόπετρα, ξεχασμένα στις χαραμίδες. Και να που μας σύναξε ο μυλωνάς με τη σκούπα ιου και μας ξανάριξε στ5άβαθνο χάος της κόκκινης κουλεόμαχ; ίου πολέμου». Χολέτρα όμως λέγεται και ο πρόσφατος δίσκος των Ί iviuly Hooliguns [sic], διότι, όπως φαίνεται, στο καρπάοικο ιδίωμα χ ο ν τρά λέγεται ο μεθυσμένος- διόλου περίεργο, αν σκεφτούμε φρασι κ όπως «το νερό έτρεχε χολέτρα», όπου η χολέτρα χρήσιμοjiou ιιαι σαν ένδειξη μεγάλης ποσότητας υγρού - ή ποτού. 261

257 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ χόρα Στη λαϊκή μουσική, η χόρα είναι οργανικό μουσικό κομμάτι, σε γρήγορο ρυθμό (συχνά χασαποσέρβικο). Χόρες αποκαλοΰνται επίσης γρήγοροι κυκλικοί χοροί, δημοφιλείς σε όλες τις βαλκανικές χώρες, ιδίως στη Ρουμανία και τη Μολδαβία (και στο Ισραήλ από εβραίους της Ρουμανίας). Δεν βρήκα τη χόρα σε κανένα λεξικό. Κάθε οργανικός δίσκος με μπουζούκι θα περιέχει και μια χόρα, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε δίσκος Χόρες και ταξίμια. Στις χόρες επιδεικνύει την εκτελεστική του δεξιοτεχνία και τις εμπνεύσεις του ο σολίστας μπουζουκτσής και ξεσηκώνει το μαγαζί. Ο Τάκης Μπίνης θυμάται: «Όταν έκανε χόρα ο Μπέμπης [Δημήτρης Στεργίου] σήκωνε το μαγαζί ανάποδα!» ΥΙχόρα είναι αντιδάνειο. Είναι μεν δάνειο από το τουρκικό hora, που σημαίνει τον ομαδικό κυκλικό χορό, αλλά η τουρκική λ. είναι δάνειο από το ελληνικό χορός. Το τουρκικό σεισμογραφικό σκάφος «Χόρα» (σήμερα ονομάζεται «Σισμίκ»), που η έξοδός του στο Αιγαίο το 1976 προκάλεσε μεγάλη ένταση και γέννησε το αξέχαστο σύνθημα «Βυθίσατε το Χόρα!» του Α. Παπανδρέου, πήρε το όνομά του από τον χορό, τη χόρα. Ή ταν μια χόρα από άλλη χώρα. χοσάφι, Το χοσάφι ή χουσάφι είναι μια κρύα κομπόστα που φτιάχνεται από αποξηραμένα συνήθως φρούτα, ιδίως δαμάσκηνα, σταφίδες και βερίκοκα. Είναι δάνειο από τα τουρκικά (ho af), περσικής αρχής (ho ab), κι αν αναλύσουμε τη λέξη στα συστατικά της, θα δούμε ότι σημαίνει «ευχάριστο νερό». Η λέξη είναι ζωντανή μια και το έδεσμα συνεχίζουν να το φτιάχνουν (κυρίως απόγονοι προσφύγων από τον Πόντο και την Καππαδοκία). Στη Μ ικρασία, με το χοσάφι έκλειναν τα γεύματά τους. Ο Τ. Αθανασιάδης στα Παιδιά της Νιόβης έχει μια ανάλογη σκηνή: «Η δούλα σέρβιρε σε μπακιρένια τάσια χοσάφι παγωμένο με χιόνι του Μποζντάγ». Το εκτιμούσαν πάρα πολύ, μάλιστα υπάρχει και μια 262

258 ΛΕΞΕΙΣ ΙΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ τουρκική παροιμία: «τι νιώθει το γαϊδούρι από χοσάψι;» - εμείς λέμε κάτι παρόμοιο, αλλά με βλάχο και σφουγγάτο. Χοσάφι φτιάχνουν οι καλόγεροι και όσοι νηστεύουν - τους βαστάει στις νηστείες, μάλιστα κάποιος το είχε αποκαλέσει power drink των νηστευόντων. Στην Τουρκία το δίνανε και στους ασθενείς στα νοσοκομεία. Επίσης, θεωρείται ένα κι ένα για τη δυσκοιλιότητα. χοτζέτι Το χοτζέτι δεν έχει ετυμολογική σχέση με τον χότζα, τον Ναστραντίν ή άλλον, αν και ίσως παρετυμολογικά ο χότζας (hoca στα τούρκικα) να επηρέασε τον σχηματισμό του χοτζετιού, που είναι δάνειο από το τουρκικό huccet. Χοτζέτια είναι οι αποφάσεις των τουρκικίόν ιεροδικείων και ειδικότερα είναι οι αποφάσεις με τις οποίες ο ιεροδίκης επικύρωνε τη μεταβίβαση ενός ακινήτου. Αυτά τα έγγραφα λειτουργούν ως τίτλοι ιδιοκτησίας, επομένως για τη σημερινή χρήση, που μας ενδιαφέρει, χοτζέτια είναι τίτλοι ιδιοκτησίας της οθω μανικής περιόδου. Τα νεότερα λεξικά δεν έχουν τη λέξη, αλλά θα έπρεπε, διότι τα χοτζέτια βρίσκονται στην επικαιρότητα σε πολλές περιοχές της χ(όρας όπου το ιδιοκτησιακό καθεστώς ακόμα είναι ασαφές και όπου κάποιοι διεκδικούν δεκάδες χιλιάδες στρέμματα, στην Αττική και αλλού, με βάση χοτζέτια - και συνήθως δικαιώνονται από τα δικαστήρια. Βέβαια, ο Τσίρκας στη Νυχτερίδα βάζει έναν ντόπιο να λέει: «Εσείς, σου λένε, Γραικοί, Εγγλέζοι, Οβριοί, φελάχοι, Σαμλήδες, είσαστε όλοι περαστικοί. Δε μας νοιάζει τι γράφουν τα χοτζέτια σας. Εμείς είμαστε ο τόπος και τον έχουμε μοιρασμένο αντάμ παπαντάμ στις φάρες μας». Αλλά αυτός δεν είναι πολιτισμένος Ευρωπαίος. χοΰνη Χούνη είναι το φαράγγι, τόπος βαθύς και στενός, που κλείνεται απ όλες τις μεριές, ρεματιά που όσο πάει και στενεύει. Είναι ένας τόπος 263

259 ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ με σχήμα σαν χωνί, και ακριβώς η χούνη ετυμολογείται από τη χοάνη, το χωνί δηλαδή, μέσω του τύπου χώνη που είναι ήδη αρχαίος. Ό πω ς είναι αναμενόμενο από τη μορφολογία του εδάφους της Ελλάδας, η λέξη είναι πολύ συχνή σε τοπωνύμια και μικροτοπωνύ- μια, ενώ είναι παρούσα και στη λογοτεχνία μας, από τον Βάρναλη (Η «άγνωστη» ατιμία): «Δεν ήτανε κατάμαυρη νυχτιά κακού χειμώνα / που χε καρφώσ η παγωνιά τ αργά νερά στη χούνη», έ(ος τον Γιώργο Κεντρωτή: «αρπάγης δίκην, στρίμωξε σε χούνη / το χοίρο και τον έκαμε σαλάμι». Πολύ συχνά εμφανίζεται η χούνη σε περιγραφές συμβάντων σε ορεινό περιβάλλον, τόσο λογοτεχνικές ή ιστορικές (π.χ. «Ένα μήνα γύριζαν το λαβωμένο καπετάνιο τους, κουβαλοοντας τον πάνω σε ξυλοκρέβατο φτιαγμένο με κλαδιά, από διάσελο σε διάσελο κι από χούνη σε χούνη, στα δάση και τα ρουμάνια, όσο που τόνε γιατροπόρευε κάποιος κομπογιαννίτης γιατρός» (Δ. Φωτιάδης, Καραϊσκάκης), όσο και στα μηνύματα στο Διαδίκτυο κάθε φορά που πιάνει φωτιά σε κάποιο βουνό. Οπότε, είναι απορίας άξιο γιατί η λέξη δεν υπάρχει και στα νεότερα λεξικά. χουσμεκιάρης Χουσμεκιάρης και, σπανιότερα, χουσμετιάρης, είναι ο μεροκαματιάρης εργάτης, ο ακτήμονας, που δουλεύει στον τσέλιγκα ή στα χωράφια, και κατ επε'κταση, ο υπηρέτης. Δάνειο από τα τουρκικά, όπου hizmet είναι η υπηρεσία, η εξυπηρέτηση, το καθήκον, που έχει περάσει στα ελληνικά ως χουσμέτι, και hizmetkar ο υπηρέτης. Η λέξη σήμερα δεν πρέπει να χρησιμοποιείται. Έ χ ει δώσει και επώνυμο. Ο Δημ. Φωτιάδης στον Καραϊσκάκη έχει τον εξής διάλογο με τον Αλήπασα: «Και τιόρα, ωρέ Καραΐσκο, τι να σε κάνω; Αν με γνωρίζεις άξιο γι αφέντη, κάνε με αφέντη* αν με γνωρίζεις άξιο για χουσμεκιάρη, κάνε με χουσμεκιάρη. αν με γνωρίζεις άξιο για τίποτα, ρίξε με στη λίμνη», ενώ στο δημοτικό τραγούδι ο νέος λέει στην καλή του: «Σύρε να πεις στη μάνα σου, γαμπρό για να με κάνει, κι αν δε με θέλει για γαμπρό, πες της για χουσμεκιάρη». 264

260 ΛΕΞΕΙΣ 1ΙΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ Βέβαια, αν ακούγεται σήμερα η λέξη, αυτό οφείλεται κυρίως στους στίχους του Κώστα Βίρβου, από το τραγούδι Ο δάσκαλος τον Θεσσαλικού Κύκλον του Γ. Μαρκόπουλου, όπου ο τσιφλικάς π α ραγγέλνει στους σμπίρους του: «τον δάσκαλο τον δάσκαλο αυτόν τον σαρδανάπαλο να μου τον φέρετε στο στρώμα / που λέει στους χουσμεκιάρηδες που λέει στους μεσιακάρηδες ότι δικό τους είν το χώμα». χωρύγι Χωρύγι είναι ο ασβέστης. Η λέξη ακούγεται κυρίως στην Πελοπόννησο, αλλά όχι μόνο. Θα τη βρείτε γραμμένη και «χορήγι», όπως γραφόταν παλιότερα. ωστόσο, σήμερα γίνεται αποδεκτή η ετυμολογία που πρότεινε ο Β. Φάβης, από το αμάρτυρο *εγχωρύγιον < έγχωρος + ορύσσω. Υπάρχει και χωριό Χωρύγι, στον νομό Κιλκίς, που μετονομάστηκε έτσι το 1926* όχι τυχαία, αφού η παλιά ονομασία του ήταν Κιρίτζ/Κερέτζ (ασβέστης στα τούρκικα). Στο Χρονικό τον Μορέως υπάρχει ο στίχος «με πύργους και καλά τειχέα, όλα με το χορήγι». Τον ίδιο στίχο τον μεταπλάθει ο Παλαμάς στη Φλογέρα τον βασιλιά: «Κι από τη Λακεδαιμόνια, τη φουμισμένη ακόμα / πο χει τους πύργους, τα καλά τειχιά με το χορήγι». Και μια οικογενειακή διήγηση: όταν στις αρχές του 20ού αιώνα ήρθε η οικογένεια του παππού μου από τη Μάνη στον Π ειραιά, ρώτησε η δασκάλα στην τάξη τι σημαίνει η λέξη χωρικοί. Στο χωριό, δεν ήξεραν τη λ. χωρικός, ήξεραν όμως το χωρύκι, όπως λέγεται σε μερικά μέρη της Μάνης το χωρύγι. Οπότε, ο θείος μου ο Μιχάλης, αδελφός του παππού μου, σήκωσε το χέρι και απάντησε ευθαρσώς: «Χωρικοί είναι αυτοί που φτιάχνουν το χωρύκι»! ψακή Και ψιακή, και. ψακι\ και ψιακί, και ψιάκι. Είναι το δηλητήριο, ιδίως το δηλητήριο για ΐ,ωα, το ποντικοφάρμακο1και οτιδήποτε φαγητό 265

261 NIKOL ΓΑΡΑΝΤΑΚΟΣ έχει χαλάσει ή είναι πολύ πικρό. Και ρήμα ψακώνω = φαρμακώνω και ψάκωμα η δηλητηρίαση. Λέξη που ακούγεται πολύ στην Κρήτη, αλλά δεν είναι αποκλειστικά κρητική, αφού χρησιμοποιείται επίσης στην Κύπρο, στα Δωδεκάνησα, στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου. Κατά τον Ανδρκότη, ετυμολογείται από το μεταγενέστερο ψίαξ (μέσω υποκοριστικού *ψιάκιον), που σημαίνει σταγόνα. Θα βρούμε τη λέξη σε μαντινάδες και σε δημοτικά δίστιχα, όπως από τη Σαμοθράκη: «Ο ήλιος βασιλεύει καρσί στο Λάκκωμα / κι εσύ, παλιά μου αγάπη, να χεις το ψάκωμα». Αρκετά συχνά στον Καζαντζάκη, όπως στους εξής δυνατούς στίχους από τις Τερτσίνες: «Άσπλαχνη ερμιά, σαν τη στερνή την Κρίση / χωρίς νερό, χωρίς πουλί κι ελπίδα / κι ένα κουβάρι μαύρα φίδια η χτίση / Θε μου, ψακή τόση ποτέ δεν είδα». Σε διαδικτυακό γλωσσάρι για τα ναρκωτικά βρίσκω ότι: «Ψάκι είναι το φιξάκι, η πρέζα που πασάρουν σε κάποιον έχοντας βάλει μέσα δηλητήριο για να τον βγάλουν απ τη μέση». Αναρωτιέμαι αν είναι η ίδια λέξη ή αν πρόκειται για σύμπτωση. ψίκι Ψίκι είναι η πομπή, η συνοδεία, και ειδικότερα η γαμήλια πομπή, ιδίως η νυφιάτικη, που παλιότερα έπαιρνε τη νύφη από το σπίτι της, με όργανα, κάποτε και με όλα τα προικιά επάνω σε υποζύγια, και οδηγούσε τη νύφη στην εκκλησία. Η λ. χρησιμοποιείται ακόμα σε αναπαραστάσεις παραδοσιακών γάμων. Σε πολλά μέρη υπήρχε και γαμπριάτικο ψίκι. Η λέξη είναι λατινικής αρχής, από το obsequium, που πέρασε στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες στα ελληνικά ως οψίκιον και μετά έγινε στο Μεσαίωνα οψίκιν και ψίκιν, οπότε και σήμαινε την ακολουθία αξιωματούχου, τη γαμήλια πομπή, αλλά και τη νεκρική πομπή - στα σημερινά γαλλικά les obseques είναι η κηδεία. Στα νεότερα ελληνικά έμεινε μόνο η γαμήλια σημασία. Η λέξη είχε πανελλήνια διάδοση. Τη χρησιμοποιούσε συχνά ο Καζαντζάκης (π.χ. στο Χριστός ξαναστανρώνεται: «κι όλο το ψίκι, 266

262 A U S K IL ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ γαμπρός, γονέοι, βλάμηδες»), ενώ στο γνωστό ποίημα Kt ι ίι//ι/ι κη> μαντηλιού, ο Κρυστάλλης βάζει την κόρη vu κΐ'ντάπ, αναμι on οια άλλα και: «Γάμον αρχοντικό σ ένα χωριό πλουμίζπ / i,r νύφην, μι γαμπρό, με φλάμπουρα, με ψίκι». Κι έτσι, η περιήγησή μας στον μισοξεχασμένο κόσμο των σπάνιων λέξεων, που ξεκίνησε μ ένα λουλούδι, τον αβαγιανό, θα κλείσει με μια νυφιάτικη πομπή, το ψίκι. Ταιριάζει θαρρώ. 267

263

264 Βιβλιογραφία* Τα βασικά έργα αναφ οράς που χρησιμοποιήθηκαν στο γράψιμο του βιβλίου ήταν: Ακαδημία Αθηνών, ίστορικόν λεξικόν της νέας ελληνικής της τε κοινα'κομιλονμένης και των ιδιωμάτων, Αθήνα 1933 κ.ε. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη Άννα, Αντίστροφο λεξικό της Νέας Κλλιμ ΐκί^, Θεσσαλονίκη Ανδριώτης Ν. Π., Ετυμολογικό λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Γ' έκδοση, Θεσσαλονίκη Βλαστός Πέτρος,Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και ούνΐ (ΐγ</, ΛΟηνι < Γεωργακάς Δ., A Modem Greek-English Dictionary, τόμ. Λ'. ( )πη>ολ<>νι>μ (σε ηλεκτρονική μορφή). Δαγκίτσης Κ., Ετυμολογικό λεξικό της Νεοελληνικής, τόμ. 12, Αθήνα l( is4. Δαγκίτσης Κ.,Λεξικό της λαϊκής, Αθήνα Δημητράκος Δ., Μέγα λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης, τόμ. 115, Αθήνα 1936 κ.ε. Δρανδάκης Π., Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Αθήνα 1927 κ.ε. Παπαζαχαρίου Ε. (Ζάχος), Λ εξικό της πιάτσας, Αθήνα, Τδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Θεσσαλονίκη Καζάζης Ι.Ν. & Καραναστάσης Τ.Α., Επιτομή του λεξικού της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας, , του Εμμανουήλ Κριαρά, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, τόμ. 12, Θεσσαλονίκη * Στη βιβλιογραφία αυτή δεν αναφέρονται τα λογοτεχνικά και τα άλλα έργα που απο6( λτίιΐκ»γ ο ουγγραφέας. 26*)

265 ΛΕΞΕΙΣ IIOY ΧΑΝΟΝΤΑΙ Καπετανάκης Βρασίδας, Το λεξικό της πιάτσας, Π έκδοση, Αθήνα Καραπιπέρης Δ.Π., Ρουμελιώτικη λαογραφία, Αθήνα Καραποτόσογλου Κώστας, Ετυμολογικό γλωσσάρι στο έργο του Παπαδιαμάντη, Αθήνα Κοραής Αδαμάντιος, Άτακτα, τόμ. 15, Παρίσι Κουκκίδης Κωνσταντίνος, Λεξιλόγιον ελληνικών λέξεων παραγομένων εκ της τουρκικής, Ανάτυπον από το Αρχείο Θρακικού Λαογραφικοΰ και Γλωσσικού Θησαυρού, Κουκουλές Φαίδων, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τόμ. 16, Αθήνα, χ.χ. Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό τωνλογίων πλασθεισών από της αλώσεως μέχρι των καθ ημάς χρόνων, Αθήνα Κριαράς Εμμανουήλ, Νέο ελληνικό λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας, Αθήνα Κριαράς Εμμανουήλ, Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας, , τόμ. 117, Θεσσαλονίκη 1969 κ.ε. Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα Μπαμπινιώτης Γεα)ργιος,/1ε&κο της Νέας Ελλιινικής Γλώσσας (Γ έκδοση), Αθήνα Πάπυρος, Μέγα λεξικό της ελληνικής γλώσσας (σε ηλεκτρονική μορφή), έκδοση 1.0,2005. Πιτυκάκης Μανώλης, Το γλωσσικό ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης, τόμ. 1-2, Αθήνα χ.χ. Πολίτης Ν.Γ., Ε κλογαίαπό τα τραγούδια τον ελληνικού λαού, Αθήνα Πολίτης, Ν.Γ., Μελέται περί του βίου και τηςγλώσσης τον ελληνικού λαού: Παροιμίαι, τόμ. 14, Αθήνα Πολίτης Ν.Γ., Μελέται περί του βίον και της γλώσσης του ελληνικού λαού: Παραδόσεις, Αθήνα Πρωία, Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης, τόμ. 13, Αθήνα Ρηγάτος Γεράσιμος, Νεοελληνικά επώνυμα με ιατρική προέλευση, Γ' έκδοση, Αθήνα Σεγδίτσας Π. Ε., Οι κοινοί ναυτικοί μας όροι και at ρωμανικοί γλώσσο.ι, Αθήνα Τριανταφυλλίδης Μανόλης,άπαντα, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη Τριανταφυλλίδης Μανόλης, Τα οικογενειακά μας ονόματα, Θεσσαλονίκη, Chantraine Pierre, Dictionnaire etymologique de la langue grecque. Histoire des mots, Παρίσι

266 ItlliMOl ΓΛΨ1Λ Corominas Joan & Pascuai, Jose A., Diccionario critico ctinioloyjn> <u\t, l lano e hispdnico, Μαδρίτη Cortelazzo M. & Zolli, P., Dizionario Etimologico della Lingua Iiuhium, Μπολόνια Ernout, A. & Meillet, A., Dictionnaire etymologique de la languc Inline. Παρίσι Kahane Η. και R. & Tietze A., The Lingua Franca in the Levant. Turkish Nautical Terms of Italian and Greek Origin, Ουρμπάνα Kahane Η. και R., Graeca et Romanica Scripta Selecta, το μ. I: Romance and Mediterranean Lexicology, Αμστερνταμ τόμ. II: Byzantium and the West. Hellenistic Heritage in the West, Klein Dr Ernest, A comprehensive etymological dictionary of the English language, Αμστερνταμ Liddell, H.G. & Scott, R.,/4 Greek-English Lexicon, revised and augmented throughout by Sir Henry Stuart Jones, with a revised supplement, Οξφόρδη Lokotsch Karl, Etymologisches Worterbuch der Europaischen Worter Orie ntalischen Ursprungs, Χαϊδελβέργη Maidhof Adam, NeugHechische Rudckwanderer aus den romanischen Spra chen unter Einschluss des Lateinischen, Αθήνα Meyer G., Neugriechisc.he Studien, τόμ. IIV, Βιέννη Nicholas Nick & Baloglou George, An entertaining tale of quadrupeds, Νέα Υόρκη Redhouse, Turkcelngilizce Sozlugii, Kco νστ αντ tv ου π ολη Trapp Erich, Lexikon zur Byzantinischen Grazitat, τόμ. I: Band AK, Βιέννη Διαδικτυακές πηγές: Dictionare ale limbii romane, Le tresor de la langue franqaise informatise, Live Pedia, Nisanyan, Sevan, (Tagdas Turkmen in Etimolojik Sozliigu, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), 271

267

268 Ευρετήριο αβαγιανός αβοκάτος αγγρίζω...20 αγκλιά...21 αζάπης...21 αθάσι αθιβολή...23 αΐλανθος ακράνης...24 αλικοντίζω αλιτζές...25 ά μ ια...26 αμόντε...26 αμπανόζι αμπασάδα αμπόδεμα αναροΰσα ανασόνι...30 αναφάνταλος...30 ανταινω...30 αντράλα αντρομίδα απάκι απον\)χτρρος αποτάζιΐ)...34 αποταυριζομαι...35 απτάλης...36 άρατος...36 άρκλα...37 αρνησιά s αρουλίζω αρσίζης...3(j ασένιο...40 ασλάνι...40 αστρέχα...4! αχτάρης...42 βαλμάς...42 βαρδαλαμπούμπας...43 βαρικό, βαρκό...44 βαρταλαμίδι...44 βεδούρα...45 βεζινές...46 βελέσι...46 βεντέμα βενιερούγα βερβελιά...48 βεργέτα...49 βήσαλο...50 βιρανές...50 βλησίδι

269 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ βοδώνω...52 βοΰργια...52 βουρδουνάρης...53 γάγλα...53 γαζέπι...54 γαζέτα...55 γαΐτα...55 γάρμπος...56 γεβεντίζω γεμενί...57 γεντέκι...58 γερδέλι...58 γιαβουκλοΰς...59 γιαγέρνω...60 γιαγκινι...61 γιαγλίδικος γιαράς...62 γιαρές...63 γιορτόπιασμα...64 γιουφκάς...64 γιώνω...65 γκα'ιλές...66 γκαμούζα γκατζόλι...67 γκεζερώ γκερίζι γκογκόβια, τ α γκρίφι γκώνω...71 γοδέρω γόμπα γουλόζος γουρμάζω γράνα γρέκι γρεντιά γροΰπος δερμόνι διακαμδς διασάκι διατσέντο διώμα δοκιέμαι δρακοΰλα δραπέτι είδισμα εντεψίζης έχος ζάβαλης ζαϊρές ζαμπουνης ζαναχάτι ζάντζα ζαράρι ζάρκος ζαρταλοΰόι ζάρφ ι ζεμπερέκι ζερνίκί ζέφκι ζιαφέτι ζνίχι ζολότα ζουριάζω θουρίδα ικάντο ιρτζι, καβανόζι καβάσης I καδενάτσος

270 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ καλικούτσα καλιοντζής καμπαρντίζω καμπούνι καράβολας καράγιαλης καραντί καράρι καρλαΰτης κάρναξη καροΰτα καρτόφια, τ α καρύτζαφλος κασαβέτι κάσαρο καστραβέτσι καταλαχού καταχανάς κ ά τι κατούνα κατσάκης κατσαμάκι κατσάρι κατσίφάρα καΰκα καφαλτί κελεψές κενέφι κεπέγκι κερχανάς κιλίψι κιουστέκια, τα κιρατζής κνικάτος κόκα κολαΐνα χολάστρα κομπάσο κομπώνω κοντότα κουγιουμτξής κουλοΰκι πουμέρκι κουντουρντίζω κουρνάζος κουσέλι κράκουρα, τ α κρασοψιχιά λαθρακιάζω λαλάρι λαντουρώ......ί 33 λάτα λάφτω λαχίδα λιμπά, τ α ίι λιόκρινο λιτρίδι λουσέρνα λώθρα μαϊτζέβελος μακά μ ι μακάτι μαλάθρακας μαλβαζία μαμές μαναφούκι μαντινοΰτα μαξούλι μασάτι...j45 μασγάλι.....ι4() 275

271 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ μασλάτι ναμικιόρης μερτζάνι ναμούσι μεσινέζα νταγερές μιντινέτα ντάμι μισίρκα ντελίνι μισκίνης ντερσέκι μονομερίδα ντηρουμαι μόρικος ντιντής μουΐοΰοι ντουλαμάς μούλκι ντουτιά μουσαντένιος ξαντι,μεύω μουχτάρηε ξυλόγατα μουχτερό οβορός μούχτι οκέλα μπαγιόκο ορδινιάζω μπα'ιρι οσκρός μπακράτσι ο χ μπαμτρελελέ παδέλα μπαρμπέτα παΐτέρης ΐΛπαρντάκι πανεμνοστος μπατάκι παντζέχρι μπάτσικα παξιμαδοκλέφτρα μπενεβρέκι παπουδιάζω μπενετάδα παράκλι μπέτης πάρολι... ; μπιστιού πατίχα μπονόρα πεστεμάλι μπότης πεύκι μπουράσκα πίζουλος μπουχαρι πλίκος μπουχασί πλόσκα μπουχίζω ποδοχι νάκα πολήμι ναμάζι πόλιτσα νάμι πομοντόρια, τα

272 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ πορίχια, τ α ποσαπαίρνης ποτού ρ ι πουργός πράγκα πρέκνα πρέντζα ραβέντι ρ ά ι ρέζιγος ρέπιο ρεσπέρης ριπιτί ρόγκια, τ α ρομπατσίνα σαλκίμι σαλτανάτι σαμντάνι σαντάρδο σαντεκλέρια, τ α σαράτσης σαρμάκο σαρμανίτσα σασκινης σαστικάς σατίρι σαφρακιασμένος σγαρλίζω σερβανί σεφερτάσι σιούτος σιτζίμι σιχνάτσα σκαπετΐζω σκαρτάδος I σοπάκι j σουβάλα σουργούνι σπετσέρης σπιάντζα στόκολο στοκοψίσι συρμακέζης σφάντζικο ταγίνι ταζέδικος τακάτι ταλάρι ταλισμάν ταμπάρο ταμπής... 22^ ταράφι... 22() ταρναρίζω τάταλο ταυραμπάς ταφλάνι τερμπιές τζαβέτα τζανταρμάς τζελάτης τζελουτζία τζιλβές τζουμπές τούγια τουζλούκι τουφάνι τραβάγια τράφος τσαέρα τσαΐρι

273 ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ τσάμι... τσαρσί... τσελεπής... τσεντέζιμο... τσέργα... τσεσίτι... τσιέρα... τσίλίντρο... τσιμισιρι... τσίμπαλο... τσιπλάκης... τσίφτες... τσορμπατζής φαμέγιος... ψιούμπα... φλετουρώ... φορτιάρικο.. φουφουτος I φωτογώνι χαβώ νω χαζινε'ς χαζιρι χάίνης χαμοδράκι χαμούρι χαραμής χάψη χολέντρα χόρα χοσάφι χοτζέτι χοΰνη χουσμεπιάρης χω ρΰγι ψ ακή ! ψ ίκ ι...266

274

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα

Διαβάστε περισσότερα

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο 4 Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο Σεβάχ. Για να δει τον κόσμο και να ζήσει περιπέτειες.

Διαβάστε περισσότερα

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος 14 Φτάνοντας λοιπόν ο Νικήτας σε μια από τις γειτονικές χώρες, εντυπωσιάστηκε από τον πλούτο και την ομορφιά της. Πολλά ποτάμια τη διέσχιζαν και πυκνά δάση κάλυπταν τα βουνά της, ενώ τα χωράφια ήταν εύφορα

Διαβάστε περισσότερα

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 2 5 Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ 1 Y Π Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Ο Π Α Ι Δ Ε Ι Α Σ Κ Α Ι Θ Ρ Η Σ Κ Ε Υ Μ Α

Διαβάστε περισσότερα

Κατανόηση προφορικού λόγου

Κατανόηση προφορικού λόγου Β1 (25 μονάδες) Διάρκεια: 25 λεπτά Ερώτημα 1 Θα ακούσετε δύο (2) φορές έναν συγγραφέα να διαβάζει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του με θέμα τη ζωή του παππού του. Αυτά που ακούτε σας αρέσουν, γι αυτό κρατάτε

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 «Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» (Φλώρινα - Μακεδονία Καύκασος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις. Α ομάδα ΕΡΓΑΣΙΕΣ 1. Η συγγραφέας του βιβλίου μοιράζεται μαζί μας πτυχές της ζωής κάποιων παιδιών, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες. α) Ποια πιστεύεις ότι είναι τα μηνύματα που θέλει να περάσει μέσα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα

Διαβάστε περισσότερα

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου Συλλογή Περιστέρια 148 Εικονογράφηση εξωφύλλου: Εύη Τσακνιά 1. Το σωστό γράψιμο Έχεις προσέξει πως κάποια βιβλία παρακαλούμε να μην τελειώσουν ποτέ κι άλλα, πάλι, από την πρώτη κιόλας σελίδα τα βαριόμαστε;

Διαβάστε περισσότερα

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη.   γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό http://hallofpeople.com/gr/bio/roumi.php ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ Επιλεγμένα ποιήματα γλυκαίνει καθετί πικρό το χάλκινο γίνεται χρυσό το θολό κρασί γίνεται εκλεκτό ο κάθε πόνος γίνεται γιατρικό οι νεκροί θα αναστηθούν

Διαβάστε περισσότερα

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Ο Μικρός Πρίγκιπας έφτασε στη γη. Εκεί είδε μπροστά του την αλεπού. - Καλημέρα, - Καλημέρα, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, ενώ έψαχνε να βρει από πού ακουγόταν η

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ (Αόρατος) ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Κάποτε στη γη γεννήθηκε το Όνειρο. Το όνομά του δεν ήταν έτσι, όμως επειδή συνεχώς ονειρευόταν, όλοι το φώναζαν Όνειρο. Δεν ήταν κάτι το σπουδαίο, ήταν σαν

Διαβάστε περισσότερα

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΚΔΟΣΗ Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή της Θείας Λένας. Η γιαγιά μου εξέδωσε αυτό το βιβλίο το 1964. Είναι ένα βιβλίο για μικρά παιδιά, με

Διαβάστε περισσότερα

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ Το Σκλαβί ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της Το Σκλαβί ξεκινήσαμε να το γράφουμε μαζί με τον Θωμά Μοσχόπουλο. Γρήγορα

Διαβάστε περισσότερα

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ Τί σε απασχολεί; Διάβασε τον κατάλογο που δίνουμε παρακάτω και, όταν συναντήσεις κάποιο θέμα που απασχολεί κι εσένα, πήγαινε στις σελίδες που αναφέρονται εκεί. Διάβασε τα κεφάλαια, που θα βρεις σ εκείνες

Διαβάστε περισσότερα

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11 Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος 2017-11:11 Από τη Μαίρη Γκαζιάνη Ο ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει γράψει περίπου

Διαβάστε περισσότερα

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα σαν κι αυτή μια νύχτα σαν κι αυτή θέλω να σου πω πόσο σ

Διαβάστε περισσότερα

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018 Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018 by Rena Mavridou Αγαπητή Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη, πώς προέκυψε η συγγραφή στη ζωή

Διαβάστε περισσότερα

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό: Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό: - "Η πρώτη απάντηση είναι 1821, η δεύτερη Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και η τρίτη δεν ξέρουμε ερευνάται

Διαβάστε περισσότερα

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES. A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES. 1. Η συγγραφέας του βιβλίου μοιράζεται μαζί μας πτυχές της ζωής κάποιων παιδιών, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες. α) Ποια πιστεύεις ότι είναι τα

Διαβάστε περισσότερα

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ 12 o Δημ. Σχ. Αθηνών Τάξη Δ 7/4/2014 ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ Α. ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ Β. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ 1. 2. Συμπληρώνω τα κενά με Παρακείμενο ή Υπερσυντέλικο: Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι... (αναπτύσσω)

Διαβάστε περισσότερα

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Σκηνή 1 η Μουσική... ανοίγει η αυλαία σιγά σιγά... projector τοπίο με τις τέσσερις εποχές του χρόνου... στη σκηνή τέσσερις καρεκλίτσες, η καθεμία ζωγραφισμένη με την αντίστοιχη εποχή... Μπαίνει η πολύ

Διαβάστε περισσότερα

Το βιβλίο της Μ. Autism Resource CD v Resource Code RC115

Το βιβλίο της Μ. Autism Resource CD v Resource Code RC115 Το βιβλίο της Μ Γεια σας με λένε Μ. Είμαι 9 χρονών και μένω στο με τους γονείς μου και τα 2 αδέρφια μου, τον Γιάννη που είναι 10 και τον Βασίλη που είναι 3. Έχω κι ένα σκυλάκι που το λένε Κάντι και είναι

Διαβάστε περισσότερα

Α. ΚΕΙΜΕΝΑ 1 «ΤΟ ΧΕΡΙ»

Α. ΚΕΙΜΕΝΑ 1 «ΤΟ ΧΕΡΙ» Α. ΚΕΙΜΕΝΑ Κείμενο 1 «ΤΟ ΧΕΡΙ» - «Ποια είναι», κύριε, «η μεγαλύτερη σωματική βλάβη», ρώτησαν τα παιδιά το δάσκαλό τους. Ο δάσκαλος άκουγε τις απαντήσεις των παιδιών. Κάποιο παιδί έλεγε πως το χειρότερο

Διαβάστε περισσότερα

Γιώργος Δ. Λεμπέσης: «Σαν να μεταφέρω νιτρογλυκερίνη σε βαγονέτο του 19ου αιώνα» Τα βιβλία του δεν διαβάζονται από επιβολή αλλά από αγάπη

Γιώργος Δ. Λεμπέσης: «Σαν να μεταφέρω νιτρογλυκερίνη σε βαγονέτο του 19ου αιώνα» Τα βιβλία του δεν διαβάζονται από επιβολή αλλά από αγάπη Γιώργος Δ. Λεμπέσης: «Σαν να μεταφέρω νιτρογλυκερίνη σε βαγονέτο του 19ου αιώνα» Τα βιβλία του δεν διαβάζονται από επιβολή αλλά από αγάπη ΝΑΤΑΣΑ ΚΑΡΥΣΤΙΝΟΥ 21.06.2017-12:28 Η «Ψαρόσουπα», «Το χρυσό μολύβι»,

Διαβάστε περισσότερα

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Η γυναίκα με τα χέρια από φως ΛIΛH ΛAMΠPEΛΛH Σειρά: Κι αν σου μιλώ με Παραμύθια... Η γυναίκα με τα χέρια από φως Εφτά παραμύθια σχέσης από την προφορική παράδοση Τρεις τρίχες λύκου Ζούσε κάποτε, σ ένα μικρό χωριό, ένας άντρας και μια

Διαβάστε περισσότερα

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ Student name:. Result: THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ Mid-Entry Exams 2015 A τάξη ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Διάρκεια εξέτασης: 1 ώρα και δεκαπέντε λεπτά ΟΔΗΓΙΕΣ Διάρκεια εξέτασης: 1 ώρα και 15 λ 1. Διάβασε

Διαβάστε περισσότερα

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΦΕΥΡΕΤΕΣ - ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Αϊνστάιν Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης Περιεχόµενα Κεφάλαιο 1:...3 Κεφάλαιο

Διαβάστε περισσότερα

Εκπαιδευτήρια «Ο Απόστολος Παύλος» Γ υ μ ν ά σ ι ο Π ρ ό γ ρ α μ μ α Υ π ο τ ρ ο φ ι ώ ν. Π υ λ α ί α 12 Μ α ΐ ο υ

Εκπαιδευτήρια «Ο Απόστολος Παύλος» Γ υ μ ν ά σ ι ο Π ρ ό γ ρ α μ μ α Υ π ο τ ρ ο φ ι ώ ν. Π υ λ α ί α 12 Μ α ΐ ο υ Εκπαιδευτήρια «Ο Απόστολος Παύλος» Γ υ μ ν ά σ ι ο Π ρ ό γ ρ α μ μ α Υ π ο τ ρ ο φ ι ώ ν Π υ λ α ί α 12 Μ α ΐ ο υ 2 0 1 8 Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Ε Ξ Ε Τ Α Ζ Ο Μ Ε Ν Ο Υ Μ Α Θ Η Τ Η Επώνυμο: Όνομα: Πατρώνυμο:

Διαβάστε περισσότερα

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ'' 1 2 Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ'' 3 Τα λουλούδια χωρίς όνομα, τα έχει ο καθένας από μας, αλλά δεν το ξέρουμε. Δεν μας μαθαίνουν τίποτα και ψάχνουμε μόνοι μας άσκοπα να βρούμε κάτι, για να

Διαβάστε περισσότερα

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα 1 Έρωτας στην Κασπία θάλασσα 3 Mona Perises ISBN: Email: monaperises@yahoo.com 4 Mona Perises Έρωτας στην Κασπία θάλασσα Μυθιστόρημα - Μέρος δεύτερο Mona Perises Ελλάδα Ιράν/Περσία Ελλάδα 5 Τι είναι η

Διαβάστε περισσότερα

Μαγειρεύοντας ιστορίες

Μαγειρεύοντας ιστορίες λέξεις Έξυπνες ιδέες κλειδιά ΕλΕνη Σβορώνου Μαγειρεύοντας ιστορίες Πώς να γράψεις τα δικά σου κείμενα δημιουργική γραφή αρχή - μέση - τέλος Ακολούθησε τις οδηγίες, άφησε ελεύθερη τη φαντασία σου, ξεδίπλωσε

Διαβάστε περισσότερα

Κλαίρη Θεοδώρου: Στην Ελλάδα ο διχασμός καλά κρατεί

Κλαίρη Θεοδώρου: Στην Ελλάδα ο διχασμός καλά κρατεί Κλαίρη Θεοδώρου: Στην Ελλάδα ο διχασμός καλά κρατεί 11/12/2018-8:11 Ένα κρύο απόγευμα στις αρχές του Δεκέμβρη, λίγο πριν παρουσιάσει το νέο της βιβλίο στη Λάρισα, η Κλαίρη Θεοδώρου αποδέχεται την πρόσκλησή

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Αγαπητέ μαθητή/ αγαπητή μαθήτρια, Διεξάγουμε μια έρευνα και θα θέλαμε να μάθουμε την άποψή σου για τo περιβάλλον μάθησης που επικρατεί στην τάξη σου. Σε παρακαλούμε

Διαβάστε περισσότερα

ταν ήμουνα μικρή, σαν κι εσάς και πιο μικρή, ο παππούς μου μου έλεγε παραμύθια για νεράιδες και μάγισσες, στοιχειωμένους πύργους, δράκους και ξωτικά. Εγώ φοβόμουν πολύ και τότε εκείνος μου έσφιγγε το χέρι

Διαβάστε περισσότερα

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1 1 Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1 2 1.Στο βιβλίο παρουσιάζονται δύο διαφορετικοί κόσμοι. Ο πραγματικός κόσμος της Ρόζας, στη νέα της γειτονιά, και ο πλασματικός κόσμος, στον

Διαβάστε περισσότερα

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου Μια φορά κι έναν καιρό στην Ισπανία υπήρχε ένας μικρός ταύρος που το όνομά του ήταν Φερδινάνδος. Όλοι οι άλλοι μικροί

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΤΙΚΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

ΜΑΘΗΤΙΚΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ Ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών Νεοελληνικών Βικτώριας ΜΑΘΗΤΙΚΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ G R E A T H O M E S D I G I T A L 13 Οκτωβρίου Εκδήλωση ενδιαφέροντος Περιεχόμενα Τι είναι το Φεστιβάλ; 3 Σημαντικές Ημερομηνίες

Διαβάστε περισσότερα

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου Δύο Σε μια σπουδαία αρχαία πόλη που την έλεγαν Ουρούκ, ζούσε ένας νεαρός βασιλιάς, ο Γκιλγκαμές. Πατέρας του Γκιλγκαμές ήταν ο βασιλιάς Λουγκαλμπάντα και μητέρα του η

Διαβάστε περισσότερα

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς A...Τα αισθήματα και η ενεργεία που δημιουργήθηκαν μέσα μου ήταν μοναδικά. Μέσα στο γαλάζιο αυτό αυγό, ένιωσα άτρωτος, γεμάτος χαρά και αυτοπεποίθηση.

Διαβάστε περισσότερα

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα. Ήρθε ένας νέος μαθητής στην τάξη. Όλοι τον αποκαλούν ο «καινούριος». Συμφωνείς; 1 Δεν είναι σωστό να μη φωνάζουμε κάποιον με το όνομά του. Είναι σαν να μην τον αναγνωρίζουμε. Σωστά. Έχει όνομα και με αυτό

Διαβάστε περισσότερα

Το παραμύθι της αγάπης

Το παραμύθι της αγάπης Το παραμύθι της αγάπης Μια φορά και ένα καιρό, μια βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα παιδί τόσο άσχημο που σχεδόν δεν έμοιαζε για άνθρωποs. Μια μάγισσα που βρέθηκε σιμά στη βασίλισσα την παρηγόρησε με τούτα

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. 5η Ενότητα: Συζητώντας για την εργασία και το επάγγελμα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Εισαγωγικά κείμενα

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. 5η Ενότητα: Συζητώντας για την εργασία και το επάγγελμα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Εισαγωγικά κείμενα ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Εισαγωγικά κείμενα 2. Βαθμοί επιθέτων και επιρρημάτων Η σύγκριση 3. Το β συνθετικό Λεξιλόγιο 4. Οργάνωση και συνοχή της περιγραφής και της αφήγησης 5. Δραστηριότητες παραγωγής

Διαβάστε περισσότερα

Τι ξέρω για την Ελλάδα Μοιάζει η τάξη σου με αυτή που βλέπεις εδώ; Τι θα ήθελες να αλλάξει στην τάξη σου και στο μάθημα των ελληνικών;

Τι ξέρω για την Ελλάδα Μοιάζει η τάξη σου με αυτή που βλέπεις εδώ; Τι θα ήθελες να αλλάξει στην τάξη σου και στο μάθημα των ελληνικών; Τι ξέρω για την Ελλάδα Μοιάζει η τάξη σου με αυτή που βλέπεις εδώ; Τι θα ήθελες να αλλάξει στην τάξη σου και στο μάθημα των ελληνικών; Η Ελένη, η Ναόκο και οι συμμαθητές τους κάνουν σήμερα το τελευταίο

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΔΙΚΕΣ ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ. Εισάγονται με τους συνδέσμους: ότι, πως, που

ΕΙΔΙΚΕΣ ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ. Εισάγονται με τους συνδέσμους: ότι, πως, που ΕΙΔΙΚΕΣ ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Εισάγονται με τους συνδέσμους: ότι, πως, που Χρησιμοποιούνται ως 1. αντικείμενο σε ρήματα: λεκτικά: λέω, υπόσχομαι, ισχυρίζομαι, διδάσκω, ομολογώ,

Διαβάστε περισσότερα

Γρίφος 1 ος Ένας έχει μια νταμιτζάνα με 20 λίτρα κρασί και θέλει να δώσει σε φίλο του 1 λίτρο. Πώς μπορεί να το μετρήσει, χωρίς καθόλου απ' το κρασί να πάει χαμένο, αν διαθέτει μόνο ένα δοχείο των 5 λίτρων

Διαβάστε περισσότερα

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου - από τον Φουάτ σε τρεις εταιρίες χρήματα... μπλου μπρουμέλ, άλλη μια P.A κάπως έτσι και άλλη μία που μου είχες πει

Διαβάστε περισσότερα

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται Η μαμά μου πήγαινε στο 26 ο Δημοτικό Σχολείο Νίκαιας. Η καλύτερη ανάμνηση που έχει είναι οι φίλοι της και η τάξη που μύριζε κιμωλία. Ελευθερία Η γιαγιά μου την τάξη της είχε 87 παιδιά. Τα άτακτα παιδιά

Διαβάστε περισσότερα

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι... - Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι... - Γιατρέ, βλέπω μπλε και πράσινους κόκκους.. - Οφθαλμίατρο έχετε δει; - Οχι! Μόνο μπλε και πράσινους κόκκους...

Διαβάστε περισσότερα

Ν ε ο ε λ λ η ν ι κ ή ς Λ ο γ ο τ ε χ ν ί α ς. Θεματική ενότητα: «Οικουμενικές αξίες και Λογοτεχνία» ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Ν ε ο ε λ λ η ν ι κ ή ς Λ ο γ ο τ ε χ ν ί α ς. Θεματική ενότητα: «Οικουμενικές αξίες και Λογοτεχνία» ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1 Σχολική Χρονιά 2012-2013 Κ ε ί μ ε ν α Ν ε ο ε λ λ η ν ι κ ή ς Λ ο γ ο τ ε χ ν ί α ς Θεματική ενότητα: «Οικουμενικές αξίες και Λογοτεχνία» ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Κείμενα προς συνανάγνωση συνεξέταση Έριχ Μαρία

Διαβάστε περισσότερα

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη Επιμέλεια εργασίας: Παναγιώτης Γιαννόπουλος Περιεχόμενα Ερώτηση 1 η : σελ. 3-6 Ερώτηση 2 η : σελ. 7-9 Παναγιώτης Γιαννόπουλος Σελίδα 2 Ερώτηση 1 η Η συγγραφέας

Διαβάστε περισσότερα

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Η πορεία προς την Ανάσταση... Η νύχτα της Ανάστασης Τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου χτυπούν χαρούμενα οι καμπάνες. Οι χριστιανοί φορούν τα γιορτινά τους και πηγαίνουν στην εκκλησία για να γιορτάσουν την Ανάσταση του Χριστού. Στα

Διαβάστε περισσότερα

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία Πικρίδου-Λούκα. 2014 Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε

Διαβάστε περισσότερα

ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Χρόνος: 1 ώρα. Οδηγίες

ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Χρόνος: 1 ώρα. Οδηγίες ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2014 ΤΑΞΗ Α ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΟ 17/05/2014 Χρόνος: 1 ώρα Οδηγίες 1. Έλεγξε ότι το γραπτό που έχεις μπροστά σου αποτελείται από τις σελίδες 1-8. 2. Όλες τις

Διαβάστε περισσότερα

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε! 20 Χειμώνας σε μια πλατεία. Χιονίζει σιωπηλά. Την ησυχία του τοπίου διαταράσσουν φωνές και γέλια παιδιών. Μπαίνουν στη σκηνή τρία παιδιά: τα δίδυμα, ο Θανούλης και ο Φανούλης, και η αδελφή τους η Μαριάννα.

Διαβάστε περισσότερα

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις; Πρόλογος Όταν ήμουν μικρός, ούτε που γνώριζα πως ήμουν παιδί με ειδικές ανάγκες. Πώς το ανακάλυψα; Από τους άλλους ανθρώπους που μου έλεγαν ότι ήμουν διαφορετικός, και ότι αυτό ήταν πρόβλημα. Δεν είναι

Διαβάστε περισσότερα

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης. Εκμυστηρεύσεις Πετρίδης Σωτήρης Email: sotospetridis@yahoo.gr 1 1.ΕΚΚΛΗΣΙΑ/ΕΣΩΤ-ΝΥΧΤΑ Η εκκλησία είναι κλειστή και ο µόνος φωτισµός που υπάρχει είναι από τα κεριά. Στα στασίδια δεν υπάρχει κόσµος. Ένας

Διαβάστε περισσότερα

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Δεν είσαι εδώ Τα φώτα πέφταν στην πλατεία, η πόλις ένα σκηνικό και δεν είσαι δώ! Κρατάω μια φωτογραφία στην τσέπη μου σαν φυλακτό και δεν είσαι δώ! Στους

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010 Έμπλεη ευγνωμοσύνης, με βαθιά

Διαβάστε περισσότερα

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ» «Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ» ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1 ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ τι πιστεύω για την εξαφάνιση, αλλά δώσε μου λίγο χρόνο. Όχι,

Διαβάστε περισσότερα

Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές

Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές Ενότητα 1 Σελίδα 1 Διάλογος 1: Αρχική επικοινωνία με την οικογένεια για πρόσληψη Διάλογος 2: Προετοιμασία υποδοχής ασθενούς Διάλογος 3: Η επικοινωνία με τον ασθενή Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές

Διαβάστε περισσότερα

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα.

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα. Ο χαρούμενος βυθός Σχόλιο [D2]: Σπανουδάκης Κύματα Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα. Ψαροτουφεκάδες, δύτες και ψαράδες

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 «Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» (Πόντος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια

Διαβάστε περισσότερα

Κάπως έτσι ονειρεύτηκα την Γραμμική Αρμονική Ταλάντωση!!! Μπορεί όμως και να ήταν.

Κάπως έτσι ονειρεύτηκα την Γραμμική Αρμονική Ταλάντωση!!! Μπορεί όμως και να ήταν. Ένα όνειρο που ονειρεύεσαι μόνος είναι απλά ένα όνειρο. Ένα όνειρο που ονειρεύεσαι με άλλους μαζί είναι πραγματικότητα. John Lennon Κάπως έτσι ονειρεύτηκα την Γραμμική Αρμονική Ταλάντωση!!! Μπορεί όμως

Διαβάστε περισσότερα

«Ο ξεχωριστός κόσμος των διδύμων», η Εύη Σταθάτου μιλά στο Mothersblog, για το πρώτο της συγγραφικό εγχείρημα!

«Ο ξεχωριστός κόσμος των διδύμων», η Εύη Σταθάτου μιλά στο Mothersblog, για το πρώτο της συγγραφικό εγχείρημα! Ημερομηνία 14/02/2017 Μέσο Συντάκτης Link www.mothersblog.gr Κατερίνα Ηλιάκη http://www.mothersblog.gr/synenteyxeis/item/43377-o-ksexoristos-kosmos-tondidymon--i-eyi-stathatou-mila-sto-mothersblog--gia-to-proto-tis-syggrafikoegxeirima

Διαβάστε περισσότερα

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου ISBN: 978-618-5144-54-8 Εκδόσεις Vakxikon.gr Βιβλιοπωλείο του Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλ. 210 3637867 info@vakxikon.gr www.vakxikon.gr 2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου Σειρά:

Διαβάστε περισσότερα

Στέφανος Λίβος: «Η συγγραφή δεν είναι καθημερινή ανάγκη για μένα. Η έκφραση όμως είναι!»

Στέφανος Λίβος: «Η συγγραφή δεν είναι καθημερινή ανάγκη για μένα. Η έκφραση όμως είναι!» Ημερομηνία 27/4/2015 Μέσο Συντάκτης Link www.thinkover.gr Ανδριάνα Βούτου http://www.thinkover.gr/2015/04/27/stefanos-livos/ Στέφανος Λίβος: «Η συγγραφή δεν είναι καθημερινή ανάγκη για μένα. Η έκφραση

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ 1η Σελίδα Η Γιώτα θα πάει για πρώτη φορά κατασκήνωση. Φαντάζεται πως θα περάσει πολύ άσχημα μακριά από τους γονείς και τα παιχνίδια της για μια ολόκληρη εβδομάδα. Αγχώνεσαι ή νοιώθεις άβολα όταν είσαι

Διαβάστε περισσότερα

Μουσικά όργανα. Κουδουνίστρα. Υλικά κατασκευής: Περιγραφή κατασκευής: Λίγα λόγια γι αυτό:

Μουσικά όργανα. Κουδουνίστρα. Υλικά κατασκευής: Περιγραφή κατασκευής: Λίγα λόγια γι αυτό: Μουσικά όργανα Κουδουνίστρα Υλικά κατασκευής: 5 άδεια κουτιά από φωτογραφικό φιλμ ένα παλιό ξύλινο σκουπόξυλο 5 καρφάκια με κεφάλι σποράκια πετραδάκια, χάντρες σέγα σφυρί Περιγραφή κατασκευής: Με τη σέγα

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω 1 ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα ανήκουν στα κλιτά μέρη του λόγου και φανερώνουν ότι κάποιο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα κάνει κάτι (κάποια ενέργεια), ή παθαίνει κάτι από κάποιον άλλον, ή από τον εαυτό του ή βρίσκεται σε

Διαβάστε περισσότερα

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love) http://hallofpeople.com/gr.php?user=κοέν%20λέοναρντ ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ Στίχοι τραγουδιών του Από το http://lyricstranslate.com/el/leonard-cohen-lyrics.html (Ain t no cure for love) Σε αγαπούσα για πολύ, πολύ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια

Διαβάστε περισσότερα

1 / 13 «ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΚΑΙ ΕΓΩ» Ερωτηµατολόγιο για τους µαθητές της 5 ης ηµοτικού. Μάρτιος 2007

1 / 13 «ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΚΑΙ ΕΓΩ» Ερωτηµατολόγιο για τους µαθητές της 5 ης ηµοτικού. Μάρτιος 2007 1 / 13 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Έρευνα υποστηριζόµενη από τη Γενική ιεύθυνση Εκπαίδευσης και Πολιτισµού της Ε.Ε., στο πλαίσιο του προγράµµατος Σωκράτης «ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΚΑΙ ΕΓΩ» Ερωτηµατολόγιο

Διαβάστε περισσότερα

Η ιστορία του δάσους

Η ιστορία του δάσους 7 ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου, Τμήμα Γ 1 Η ιστορία του δάσους Ήτανε μια φορά ένας γέρος και μια γριά που ζούσανε ειρηνικά και ευτυχισμένα μέσα σ ένα καταπράσινο δάσος με θεόρατα δέντρα.. Μέσα σ αυτό ζούσανε

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο. ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ (Γ ΤΑΞΗ) ΟΝΟΜΑ; ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ ΜΕ ΜΙΑ ΛΕΞΗ (ρήμα) Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: ΜΕ ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΟΣΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΘΕΛΕΙΣ Βρέχει.

Διαβάστε περισσότερα

Ο Δημήτρης Στεφανάκης στο CretePlus.gr: «Ο χρόνος είναι το επιτραπέζιο παιχνίδι της μνήμης στο οποίο χάνουμε συνεχώς» (pics)

Ο Δημήτρης Στεφανάκης στο CretePlus.gr: «Ο χρόνος είναι το επιτραπέζιο παιχνίδι της μνήμης στο οποίο χάνουμε συνεχώς» (pics) Ο Δημήτρης Στεφανάκης στο CretePlus.gr: «Ο χρόνος είναι το επιτραπέζιο παιχνίδι της μνήμης στο οποίο χάνουμε συνεχώς» (pics) Πολιτισμός 26/07/2016-08:56 Ο Δημήτρης Στεφανάκης στο CretePlus.gr: «Ο χρόνος

Διαβάστε περισσότερα

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ 1 Πάλης ξεκίνηµα Πάλης ξεκίνηµα νέοι αγώνες οδηγοί της ελπίδας Όχι άλλα δάκρυα κλείσαν οι τάφοι λευτεριάς λίπασµα Λουλούδι φωτιάς βγαίνει στους τάφους µήνυµα στέλνουν Απάντηση

Διαβάστε περισσότερα

Λένα Μαντά: «Την πιο σκληρή κριτική στην μητέρα μου, την άσκησα όταν έγινα εγώ μάνα»

Λένα Μαντά: «Την πιο σκληρή κριτική στην μητέρα μου, την άσκησα όταν έγινα εγώ μάνα» Δημοσιεύθηκε στις 14.05.18 Λένα Μαντά: «Την πιο σκληρή κριτική στην μητέρα μου, την άσκησα όταν έγινα εγώ μάνα» Χωρίς να θέτει ως στόχο την επιτυχία, αλλά την προσωπική της λύτρωση, κάθε βιβλίο της αποτελεί

Διαβάστε περισσότερα

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups INTERVIEWS REPORT February / March 2012 - Partner: Vardakeios School of Hermoupolis - Target group: Immigrants, women 1 η συνέντευξη Από την Αλβανία Το 2005 Η γλώσσα. Ήταν δύσκολο να επικοινωνήσω με τους

Διαβάστε περισσότερα

κάνουμε τι; Γιατί άμα είναι να είμαστε απλώς ενωμένοι, αυτό λέγεται παρέα. Εγώ προτιμώ να παράγουμε ένα Έργο και να δούμε.

κάνουμε τι; Γιατί άμα είναι να είμαστε απλώς ενωμένοι, αυτό λέγεται παρέα. Εγώ προτιμώ να παράγουμε ένα Έργο και να δούμε. Εισήγηση του Ν. Λυγερού στη 2η Παγκόσμια Συνδιάσκεψη Ποντιακής Νεολαίας "Οι προκλήσεις του 21ου αιώνα, η ποντιακή νεολαία και ο ρόλος της στο οικουμενικό περιβάλλον". Συνεδριακό Κέντρο Ιωάννης Βελλίδης

Διαβάστε περισσότερα

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 2 5 Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ 1 Y Π Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Ο Π Α Ι Δ Ε Ι Α Σ Κ

Διαβάστε περισσότερα

T: Έλενα Περικλέους

T: Έλενα Περικλέους T: 7000 0090 www.greendot.com.cy Έλενα Περικλέους Ο πρασινομπαλίτσας επιστρέφει... γιατί τα παραμύθια λένε πάντα την ΑΛΗΘΕΙΑ Συγγραφή: Έλενα Περικλέους Εποπτεία: Άρτεμις Παλαιογιάννη / Σάκης Θεοδοσίου

Διαβάστε περισσότερα

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης Το ημερολόγιο της Πηνελόπης Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης Το ημερολόγιο: «ημέρα της αποχώρησης Αγαπημένο μου

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΡΑΤΙΚΑ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΡΑΤΙΚΑ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΡΑΤΙΚΑ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΕΛΙΚΕΣ ΕΝΙΑΙΕΣ ΓΡΑΠΤΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2014-15 Μάθημα: Ελληνικά για ξενόγλωσσους Επίπεδο: Ε1 Διάρκεια:

Διαβάστε περισσότερα

Πώς να διαβάζεις στο σπίτι γρήγορα και αποτελεσματικά για μαθητές τάξης Teens 2 & 3 (B & C Senior)

Πώς να διαβάζεις στο σπίτι γρήγορα και αποτελεσματικά για μαθητές τάξης Teens 2 & 3 (B & C Senior) Πώς να διαβάζεις στο σπίτι γρήγορα και αποτελεσματικά για μαθητές τάξης Teens 2 & 3 (B & C Senior) Να ξεκινάς πάντα απο το κείμενο μέσα στο οποίο βρίσκεται η ιστορία (coursebook), το λεξιλόγιο και η γραμματική

Διαβάστε περισσότερα

Ο δάσκαλος που θα μου κάνει μάθημα είναι σημαντικό να με εμπνέει γιατί θα έχω καλύτερη συνεργασία μαζί του. θα έχω περισσότερο ενδιαφέρον για το

Ο δάσκαλος που θα μου κάνει μάθημα είναι σημαντικό να με εμπνέει γιατί θα έχω καλύτερη συνεργασία μαζί του. θα έχω περισσότερο ενδιαφέρον για το Ελένη Κουννή Ε 2 Ο δάσκαλος που θα μου κάνει μάθημα είναι σημαντικό να με εμπνέει γιατί θα έχω καλύτερη συνεργασία μαζί του. θα έχω περισσότερο ενδιαφέρον για το μάθημα και θα μαθαίνω περισσότερα πράγματα.

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ Ονοματεπώνυμο εκπαιδευτικού: Γκουντέλα Βασιλική Ειδικότητα: Φιλόλογος (ΠΕ2) Σχολείο: 4 ο Γυμνάσιο Κομοτηνής Μάθημα: Αρχαία Ελληνικά Διάρκεια: 1 διδακτική

Διαβάστε περισσότερα

Α τάξη. Βρες και κύκλωσε παρακάτω όλες αυτές τις λέξεις που είναι γραμμένες δίπλα:

Α τάξη. Βρες και κύκλωσε παρακάτω όλες αυτές τις λέξεις που είναι γραμμένες δίπλα: [ Στον τομέα των ερευνών, σ αυτή την ιστοσελίδα, μπορεί να δει κανείς μια μικρή μας έρευνα για τα ορθογραφικά λάθη στο δημοτικό σχολείο. Με βάση τη συχνότητα των λαθών που διαπράχτηκαν κατά τμήμα, καταρτίσαμε

Διαβάστε περισσότερα

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία Ποιά ηρωικά χαρακτηριστικά έχει η ηρωίδα κατά τη γνώμη σας; Κατά τη γνώμη μου και μόνο που χαρακτηρίζουμε την Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου ηρωίδα δείχνει ότι

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΡΑΤΙΚΑ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΡΑΤΙΚΑ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΡΑΤΙΚΑ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΕΛΙΚΕΣ ΕΝΙΑΙΕΣ ΓΡΑΠΤΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: 2013-2014 Μάθημα: Ελληνικά Επίπεδο: Ε1 Διάρκεια: 2 ώρες Υπογραφή

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ. Τραγούδι:

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ. Τραγούδι: Ανακύκλωση Είμαι πολύ περήφανος που θα σας πω για μένα πως μια λέξη έμαθα με ύψιλον κι ωμέγα. Όχι, δε μου την έβαλε κανείς ορθογραφία, εγώ όμως την έμαθα απ έξω με τη μια. Θα πρέπει να την ξέρετε, μικροί

Διαβάστε περισσότερα

Συγγραφέας: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ Α1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΔΙΑΜΟΝΗ. Κατανόηση γραπτού λόγου. Γεια σου, Μαργαρίτα!

Συγγραφέας: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ Α1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΔΙΑΜΟΝΗ. Κατανόηση γραπτού λόγου. Γεια σου, Μαργαρίτα! Συγγραφέας: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ Α1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΔΙΑΜΟΝΗ Κατανόηση γραπτού λόγου Γεια σου, Μαργαρίτα! Έμαθα να γράφω καλά. Ρώτησες πού μένω! Είμαι από την Ελλάδα αλλά μένουμε στην Αυστραλία.

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 14 η ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ 1. Λίγα λόγια για το αρχοντικό 2 2. Το παραμύθι της τοιχογραφίας! (Πρόταση) 3 3. Βρες τη λέξη! (Λύση) 9 4. Ζήσε στον 18 ο αιώνα..

Διαβάστε περισσότερα

Άσκηση κατανόησης γραπτού λόγου 1. Διάβασε πάλι την ιστορία και διάλεξε α, β ή γ. 1. Η ιστορία μιλάει για μια... Α. γάτα. Β. αλεπού. Γ. μαϊμού.

Άσκηση κατανόησης γραπτού λόγου 1. Διάβασε πάλι την ιστορία και διάλεξε α, β ή γ. 1. Η ιστορία μιλάει για μια... Α. γάτα. Β. αλεπού. Γ. μαϊμού. Συγγραφέας: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ Α1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ - ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟ 1 Μια αλεπού πεινούσε πολύ! Είδε σε ένα δέντρο μια κληματαριά γεμάτη σταφύλια. Ήθελε να φάει!

Διαβάστε περισσότερα

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΛΠΙΔΑ. Είμαι 8 χρονών κα μένω στον καταυλισμό μαζί με άλλες 30 οικογένειες.

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΛΠΙΔΑ. Είμαι 8 χρονών κα μένω στον καταυλισμό μαζί με άλλες 30 οικογένειες. ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΛΠΙΔΑ Είμαι 8 χρονών κα μένω στον καταυλισμό μαζί με άλλες 30 οικογένειες. Μέχρι πριν λίγες μέρες βρισκόμουν στο χωριό μου το Ριζοκάρπασο, αλλά μετά την εισβολή ήρθαμε με την μητέρα μου

Διαβάστε περισσότερα

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β Ερώτηση 1 α Το βιβλίο με τίτλο «Χάρτινη Αγκαλιά», της Ιφιγένειας Μαστρογιάννη, περιγράφει την ιστορία ενός κοριτσιού, της Θάλειας, η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Φεύγει

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά κι έναν καιρό

Μια φορά κι έναν καιρό Χριστουγεννιάτικο παραμύθι; Μια φορά κι έναν καιρό Αλλά μήπως δεν ήταν μια φορά κι έναν καιρό, μα μόλις χτες; Ή μήπως όλα αυτά που θα σας αφηγηθώ γίνανε πριν από λίγα μόνο χρόνια; Τι να σας πω κι εγώ;

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε. ιστορίες της 17 ιστορίες της Πρωτοχρονιάς Παραμύθια: Βαλερί Κλες, Έμιλι-Ζιλί Σαρμπονιέ, Λόρα Μιγιό, Ροζέ-Πιερ Μπρεμό, Μονίκ Σκουαρσιαφικό, Καλουάν, Ιμπέρ Μασουρέλ, Ζαν Ταμπονί-Μισεράτσι, Πολ Νέισκενς,

Διαβάστε περισσότερα

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ. Τάξη: Γ Τμήμα: 2ο Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ. Θέμα :Τι θέλω να αλλάξει στον κόσμο το 2011. Το έτος 2010 έγιναν πολλές καταστροφές στον κόσμο.

Διαβάστε περισσότερα