ΠΡΑΚΤΙΚΑ συνeδριου. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓIΑ ΤΟΥ 20ο υ ΑΙΩΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΥΡΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΤEΧΝΕΣ 27, 28, 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 2009

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΠΡΑΚΤΙΚΑ συνeδριου. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓIΑ ΤΟΥ 20ο υ ΑΙΩΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΥΡΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΤEΧΝΕΣ 27, 28, 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 2009"

Transcript

1 ΜΕΓΑΛΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ «ΛΙΛΙΑΝ ΒΟΥΔΟΥΡΗ» ENANTIODROMIA By Jani Christou Copyright 1971 by Edition Wilhelm Hansen Frankfurt ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓIΑ ΤΟΥ 20ο υ ΑΙΩΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΥΡΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΤEΧΝΕΣ 27, 28, 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 2009 ΠΡΑΚΤΙΚΑ συνeδριου

2 «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ 20 ού ΑΙΩΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΥΡΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ» Μέγαρο Μουσικής Αθηνών Μαρτίου 2009 Πρακτικά Συνεδρίου Επιμέλεια: Γιώργος Βλαστός ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΑ 2009

3 Συνέδριο «Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες», στο πλαίσιο των Ελληνικών Μουσικών Γιορτών ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Θόδωρος Αντωνίου (Ένωση Ελλήνων Μουσουργών) Πάνος Βλαγκόπουλος (Ιόνιο Πανεπιστήμιο) Ηλίας Γιαννόπουλος (Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη») Δημήτρης Γιάννου (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) Στεφανία Μεράκου (Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη») Μάρκος Τσέτσος (Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών) Νίκος Τσούχλος (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών) Βύρων Φιδετζής (Κρατική Ορχήστρα Αθηνών) ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Μαριάννα Αναστασίου, Ηλίας Γιαννόπουλος, Στεφανία Μεράκου, Ελένη Μητσιάκη, Αλέξανδρος Χαρκιολάκης ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ Αλέξης Βαλονάσης, Βάλια Βράκα, Δημήτρης Θανόπουλος, Γρηγόρης Κοκολοδημητράκης, Βέρα Κριεζή, Ειρήνη Κρίκη, Γιώργος Μπουμπούς, Αλεξάνδρα Τσάκωνα, Ειρήνη Χρυσαδάκου, Gabriella Spano ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ Στεφανία Μεράκου Για την ευγενική παραχώρηση εικονογραφικού υλικού ευχαριστούμε θερμά τους: Περικλή Λιακάκη, Julia Logothetis, Ευφροσύνη Μπεκατώρου, Γιάννη Σαμπροβαλάκη, Νίκο Σκαλκώτα υιό, Σάντρα Χρήστου, Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, Εκδόσεις Universal ISBN: ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

4 Σημείωμα του επιμελητή Η επιμέλεια των πρακτικών του συνεδρίου επικεντρώθηκε στη διόρθωση των προφανών ορθογραφικών και τυπογραφικών αβλεπτημάτων, καθώς και στην προσαρμογή των βιβλιογραφικών αναφορών και παραπομπών στα πρότυπα που προτείνει η 15 η έκδοση του Chicago Manual of Style (Chicago: The University of Chicago Press, 2003). Ομοίως, η γραφή των μουσικών και λοιπών καλλιτεχνικών έργων ακολουθεί τις οδηγίες του Chicago Manual of Style. Κατά τη σύνταξη των βιβλιογραφικών αναφορών και παραπομπών χρησιμοποιήθηκαν οι πληροφορίες που δόθηκαν από τους συγγραφείς, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις κρίθηκε σκόπιμη η συμπληρωματική παράθεση στοιχείων που βοηθούν στην ταυτοποίηση και στον εντοπισμό της εκάστοτε πηγής. Επίσης, με τις εξαιρέσεις των ξενόγλωσσων κειμένων, υιοθετήθηκε η ελληνική γραφή ορισμένων σημείων στίξης και βιβλιογραφικών δεδομένων. Τέλος, πραγματοποιήθηκαν ορισμένες αλλαγές στη μορφοποίηση των κειμένων προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομοιογένεια της εμφάνισης. Γιώργος Βλαστός

5 ΠΕΡΘΕΥΟΜΕΝΑ ΥΑΘΡΕΣΘΜΟ ΣΔΦΑΝΗΑ ΜΔΡΑΚΟΤ: Διιεληθή κνπζηθή γηα ηε ζθελή: γλσξίδνληαο ην παξειζόλ, θνηηώληαο πξνο ην κέιινλ... 7 ΟΠΕΡΑ 1 ΜΑΡΚΟ ΣΔΣΟ: Ζ λενειιεληθή όπεξα. Εεηήκαηα θξηηηθνύ πξνβιεκαηηζκνύ ΓΗΧΡΓΟ ΑΚΑΛΛΗΔΡΟ: Ζ όπεξα Αδελθή Βεαηπίκη (Sœur Béatrice) ηνπ Γεκήηξε Μεηξόπνπινπ (1918): κνπζηθή πθή, αηζζεηηθέο θαηεπζύλζεηο θαη ηζηνξηθό πιαίζην δεκηνπξγίαο ΑΝΝΑ-ΜΑΡΗΑ ΡΔΝΣΕΔΠΔΡΖ-ΣΧΝΟΤ: Οη όπεξεο ηνπ Γ. Λαπξάγθα Γιδώ θαη Φακανάπαρ πλνπηηθή πξαγκαηνινγηθή θαη αλαιπηηθή πξνζέγγηζε ΜΟΤΘΚΗ ΚΘΝΗΜΑΣΟΓΡΑΦΟΤ 1 MICHAEL CHRISTOFORIDIS: Mikis Theodorakis and Michael Powell s Spanish Honeymoon ΔΤΣΤΥΗΑ ΠΑΠΑΝΗΚΟΛΑΟΤ:Interrogating the Sensuous in Hadjidakis s Soundtrack for Dušan Makavejev s Sweet Movie ΜΟΤΘΚΗ ΥΟΡΟΤ 1 IRMGARD LERCH-ΚΑΛΑΒΡΤΣΗΝΟΤ: Έιιελεο ζπλζέηεο θαη ην κπαιέην κηα κηθξή ηζηνξηθή αλαδξνκή ΓΗΑΝΝΖ ΑΜΠΡΟΒΑΛΑΚΖ: Οη απόςεηο ηνπ Νίθνπ θαιθώηα γηα ηε κνπζηθή δεκηνπξγία ζηηο παξαζηαηηθέο ηέρλεο ΝΗΚΟ ΥΡΗΣΟΓΟΤΛΟΤ: Σν κπαιέην Η Λςγεπή και ο Χάπορ ηνπ Νίθνπ θαιθώηα ΟΠΕΡΑ 2 ΒΑΗΛΖ ΒΑΒΟΤΛΖ: Άγλεο Οξθηθόο θαη ην ιηκπξέην ηνπ Γασηςλιδιού ΓΔΧΡΓΗΑ-ΜΑΡΗΑ ΣΔΡΠΔ: Τα Ξωηικά νεπά ηνπ Μαλώιε Καινκνίξε. Γηεξεύλεζε ηεο κνπζηθνδξακαηνπξγηθήο κνξθήο ζε ζπζρέηηζε κε ηηο ηδέεο ηνπ Ρίραξλη Βάγθλεξ ΝΗΚΟ ΜΑΛΗΑΡΑ: Ζ ζρέζε Λόγνπ θαη Μέινπο ζηηο «θαδαληδαθηθέο» όπεξεο ηνπ Μαλώιε Καινκνίξε (Ππωηομάζηοπαρ θαη Κωνζηανηίνορ Παλαιολόγορ) ΚΗΝΘΚΗ ΜΟΤΘΚΗ / ΑΡΥΑΘΟ ΔΡΑΜΑ 1 ΑΝΑΣΑΗΑ ΗΧΦΖ: Πηπρέο ηεο λενειιεληθήο πνιηηηζκηθήο θπζηνγλσκίαο κέζα από ην ξόιν ηεο κνπζηθήο ζε αλαβηώζεηο ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο ηηο πξώηεο δεθαεηίεο ηνπ εηθνζηνύ αηώλα ( )..112 ΗΧΝ ΕΧΣΟ: Ο Αγαμέμνων ηνπ Μάξηνπ Βάξβνγιε ΑΝΓΡΗΑΝΑ ΟΤΛΔΛΔ: Ζ επηξξνή ηεο ειιεληθήο κνπζηθήο παξάδνζεο ζηε ζθεληθή κνπζηθή γηα αξραία ηξαγσδία κεηά ηνλ Β Παγθόζκην Πόιεκν ΚΧΣΑ ΥΑΡΓΑ: Αξραηνπξεπείο θαη ζύγρξνλεο αθεγήζεηο πξνο κία «παγθόζκηα» αληίιεςε ηνπ ηξαγηθνύ: Ζ κνπζηθή γηα παξαζηάζεηο αξραίνπ δξάκαηνο ηεο δεθαεηίαο ηνπ 1950 ησλ Γ. Α. Παπατσάλλνπ θαη Γ. ηζηιηάλνπ ΚΗΝΘΚΗ ΜΟΤΘΚΗ / ΑΡΥΑΘΟ ΔΡΑΜΑ 2 ΔΤΓΟΞΗΑ ΑΓΓΔΛΗΓΟΤ: Ο Ππομηθέαρ Γεζμώηηρ ηνπ Γηάλλε Υξήζηνπ ΠΤΡΟ ΜΠΟΝΔΛΖ: Γαπείορ ο Αλεξανδπινόρ ή κηα πξνζέγγηζε ζηνπο Πέπζερ ηνπ Γηάλλε Υξήζηνπ

6 ΝΗΚΟ ΞΑΝΘΟΤΛΖ: Αλαθαηαζθεπαζκέλα όξγαλα ηεο αξραίαο ειιεληθήο κνπζηθήο ζηελ ζύγρξνλε κεινπνίεζε ηεο αξραίαο ηξαγσδίαο ΔΤΑΓΓΔΛΗΑ ΒΑΓΚΟΠΟΤΛΟΤ: Σν κνπζηθό ζέαηξν ηνπ Ηάλλε Ξελάθε: παξάδνζε θαη νηθνπκεληθόηεηα CHARLES TURNER: Ypsilanti, Michigan, 1966: What Iannis Xenakis might have learned from Alexis Solomos ΚΗΝΘΚΗ ΜΟΤΘΚΗ 1 ΜΑΓΓΑΛΖΝΖ ΚΑΛΟΠΑΝΑ: Ζ ζθεληθή κνπζηθή ηνπ Γεκήηξε Γξαγαηάθε θαη ε ζεκαζία ηεο κέζα ζην έξγν ηνπ ΟΤΡΟΤΛΑ ΒΡΤΕΑΚΖ: Έιιελεο ζπλζέηεο θαη παηδηθό κνπζηθό ζέαηξν ΣΔΦΑΝΟ ΕΑΓΟΡΖ: Ζ ειιεληθή ζθεληθή κνπζηθή γηα ηηο εγρώξηεο παξαγσγέο ηνπ Καςκαζιανού Κύκλος με ηην Κιμωλία ηνπ Bertolt Brecht ΜΑΡΗΑ ΥΝΑΡΑΚΖ: Κξεηηθέο, «θιαζζηθέο» δεκηνπξγίεο: H Μέλιζζα ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε θαη ν Πεπίανδπορ ηνπ Θόδσξνπ Αλησλίνπ ΚΗΝΘΚΗ ΜΟΤΘΚΗ 2 ΚΑΛΛΗΟΠΖ ΣΗΓΚΑ: Ζ ζύγρξνλε ιατθή κνπζηθή ηξαγσδία Το Τπαγούδι ηος Νεκπού Αδελθού: κνπζηθέο, θνηλσληθέο θαη πνιηηηθέο δηαζηάζεηο ΣΑΟ ΚΟΛΤΓΑ: Ζ αλάζεζε πξσηαγσληζηηθνύ ξόινπ ζηελ θηζάξα γηα ηελ εθηέιεζε ζθεληθήο κνπζηθήο θαηά ηελ πξώηε κεηαπνιεκηθή πεξίνδν κηα ηζηνξηθή - κνπζηθνινγηθή πξνζέγγηζε ΗΜΖΝΖ ΑΚΔΛΛΑΡΟΠΟΤΛΟΤ: Ζ αίζζεζε ηνπ ζεάηξνπ πξέπεη λα ππνγξακκίδεη κνπζηθά ηνλ δξακαηηθό ιόγν. Θέαηξν Σέρλεο Κάξνινο Κνπλ - Ο Κύκλορ με ηην Κιμωλία ( ) ΖΛΗΑ ΥΡΤΟΥΟΨΓΖ: Σν δξάκα ζην έξγν ηνπ Νίθνπ Αζηξηλίδε. Δηζαγσγηθέο παξαηεξήζεηο ΜΟΤΘΚΗ ΚΘΝΗΜΑΣΟΓΡΑΦΟΤ 2 ΒΑΛΗΑ ΒΡΑΚΑ: Ζ κνπζηθή ηνπ Μίθε Θενδσξάθε γηα ηνλ θηλεκαηνγξάθν ΑΝΘΖ ΓΟΤΡΟΤΝΣΖ: Ο Κώζηαο Καπλίζεο σο δεκηνπξγόο θηλεκαηνγξαθηθήο κνπζηθήο ΡΔΝΑΣΑ ΓΑΛΗΑΝΟΤΓΖ: Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 21 νπ αηώλα γηα ηνλ κε δπηηθό θηλεκαηνγξάθν. Εεηήκαηα ηαπηόηεηαο. Σν παξάδεηγκα ηνπ Νίθνπ Κππνπξγνύ ΜΟΤΘΚΗ ΥΟΡΟΤ 2 ΑΛΔΞΑΝΓΡΟ ΥΑΡΚΗΟΛΑΚΖ: Πνιηηηθέο θαη θνηλσληθέο αλαθνξέο ζην ζπκθσληθό πνίεκα κπαιέην Σπάπηακορ ηνπ Αιέθνπ Ξέλνπ. 277 ΝΗΚΟΛΑΟ ΑΘ. ΜΑΜΑΛΖ: Ζ πξόζιεςε ηεο κνπζηθήο ηεο θσκσδίαο κπαιέηνπ ζηελ Διιάδα ΓΗΧΡΓΟ ΕΔΡΒΟ: Έπωρ και Ψςσή. Από ηε ζπγθεθξηκέλε πινθή ζηελ αθεξεκέλε δηάζηαζε ηνπ κύζνπ ΚΕΝΣΡΘΚΗ ΟΜΘΛΘΑ MARTIN ZENCK: Heiner Müller and the European musical theatre. Georges Aperghis Wolfgang Rihm ΜΟΤΘΚΟ ΘΕΑΣΡΟ / ΝΕΟΣΕΡΑ ΕΘΔΗ 1 ΠΑΝΟ ΒΛΑΓΚΟΠΟΤΛΟ: Σξόπνη ζπκβνιηθήο αλαθνξάο ζηα ηειεπηαία έξγα ηνπ Γηάλλε Υξήζηνπ ΒΑΡΒΑΡΑ ΓΤΡΑ: Ζ ζεαηξηθή δηάζηαζε ηνπ εξκελεπηή ζηα ηειεπηαία έξγα ηνπ Γηάλλε Υξήζηνπ ΜΑΡΗΑ-ΓΖΜΖΣΡΑ ΜΠΑΒΔΛΖ ΑΝΑΣΑΗΑ ΓΔΧΡΓΑΚΖ: Ζ ρσξνζέηεζε ηνπ «γξαθηθνύ» ήρνπ ζην κπαιέην Οδύζζεια (1963) ηνπ Αλέζηε Λνγνζέηε ( )

7 ΜΟΤΘΚΟ ΘΕΑΣΡΟ / ΝΕΟΣΕΡΑ ΕΘΔΗ 2 ΑΛΔΞΖ ΠΟΡΦΤΡΗΑΓΖ: Μηα πξνζέγγηζε ηνπ κνπζηθνύ ζεάηξνπ ηνπ Γηώξγνπ Απέξγε ΘΔΟΦΗΛΟ ΧΣΖΡΗΑΓΖ: Διιεληθό ζαμόθσλν θαη ειεθηξνληθά-παξαζηαηηθά κέζα: από ηε ζύλζεζε ζηελ εθηέιεζε ΘΔΟΓΧΡΟ ΛΧΣΖ: ύλζεζε θαη εξκελεία ηνπ κνπζηθνύ ρώξνπ ζηε ρνξεπηηθή παξάζηαζε Ecolapsis ΟΠΕΡΑ 3 ΘΟΓΧΡΟ ΑΝΣΧΝΗΟΤ: Οιδίποςρ επί Κολωνώ: Γιώζζα Γηαρξνληθόηεηα, Τπέξβαζε Γξακαηνπξγηθή πξνζέγγηζε ΓΗΑΝΝΖ ΓΡΟΗΣΖ: Μαέζηπορ Κονμππαβούπα. Μνλόπξαθηε θσκηθή όπεξα από ηε ζθνπηά ηνπ δεκηνπξγνύ ηεο MΖΝΑ ΗΧΝΟ ΑΛΔΞΗΑΓΖ: Οη ακαξησιέο επηδξάζεηο ζηελ όπεξα ηνπ 20 νύ αηώλα θαη ην Μςζηικό ηων ποηαμών ΖΛΗΑ ΓΗΑΝΝΟΠΟΤΛΟ: ρέζε θεηκέλνπ θαη κνπζηθήο ζηελ όπεξα ηνπ Γηώξγνπ Κνπκεληάθε Έζζεηαι ήμαπ (1995) ΟΠΕΡΑ 4 ΑΘΑΝΑΗΟ ΣΡΗΚΟΤΠΖ: Γξακαηνπξγηθέο θαη αηζζεηηθέο πξνζεγγίζεηο ησλ έξγσλ ζθεληθήο κνπζηθήο ηνπ Αλδξέα Νεδεξίηε ΓΖΜΖΣΡΑ ΓΡΖΓΟΡΔΑ: Πξνώζεζε θαη ελίζρπζε ησλ Διιήλσλ ζπλζεηώλ όπεξαο από ηελ Δζληθή Λπξηθή θελή θαη άιινπο ειιεληθνύο θνξείο ΣΕΔΝΖ ΑΡΔΝΖ: Πεηξακαηηθή Λπξηθή θελή: γηα απηνύο πνπ δελ ηελ γλώξηζαλ, γηα εθείλνπο πνπ δελ θαηάιαβαλ, γηα όζνπο ηελ αγάπεζαλ ΜΑΡΗΑ ΟΤΡΣΕΖ-ΥΑΣΕΖΓΖΜΖΣΡΗΟΤ ΓΗΑΝΝΖ ΣΑΓΚΑΡΑΚΖ: Παξνπζίαζε ηεο όπεξαο δσκαηίνπ Ο παποςηζωμένορ γάηορ (Der gestiefelte Kater) ηνπ Πεξηθιή Ληαθάθε ΟΠΕΡΕΣΑ / ΜΘΟΤΖΘΚΑΛ ΛΑΜΠΡΟ ΛΗΑΒΑ: Ο Θεόθξαζηνο αθειιαξίδεο θαη ην κνπζηθό ζέαηξν ζην πξώην κηζό ηνπ 20 νύ αηώλα ΑΗΚΑΣΔΡΗΝΖ ΓΗΑΚΟΤΜΟΠΟΤΛΟΤ: Ζ ηύρε ηεο ειιεληθήο νπεξέηαο ζηελ Ακεξηθή ηνπ κεζνπνιέκνπ ΜΑΝΧΛΖ ΔΗΡΑΓΑΚΖ: Από ην Υόιπγνπλη ζηελ Αζήλα:ην κηνύδηθαι αιιάδεη ηελ ειιεληθή κνπζηθή θαη ζεαηξηθή δσή ΓΔΧΡΓΗΑ ΚΟΝΓΤΛΖ: O Καδαληδάθεο ζην κνπζηθό ζέαηξν ηνπ 20 νύ αηώλα: Ο Τελεςηαίορ Πειπαζμόρ ηνπ Ζξαθιή Θενθαλίδε (1984) ΜΟΤΘΚΟ ΘΕΑΣΡΟ / ΝΕΟΣΕΡΑ ΕΘΔΗ 2 ΑΝΑΣΑΗΟ ΣΡΗΚΟ: Σα «κνπζηθά ζεαηξηθά έξγα πξνο αθξόαζηλ» θαη ηα «ζθεληθά έξγα πνιπκέζσλ» ηνπ Αλέζηε Λνγνζέηε ( ) ΑΓΓΔΛΗΚΖ ΚΟΡΓΔΛΛΟΤ: Γνκηθέο αλαινγίεο θαη αληηζηηθηηθέο ζρέζεηο ήρνπ θαη θηλνύκελεο εηθόλαο ζηε Μεζόγειο Έπημο ησλ Γ. Κνπκεληάθε θαη Αι. Φπρνύιε ΑΛΔΞΑΝΓΡΟ ΜΟΤΕΑ: Δπέθηαζε ησλ δπλαηνηήησλ ηνπ κνπζηθνύ ζεάηξνπ κέζσ πβξηδηθώλ ζπζηεκάησλ κνπζηθήο ζύλζεζεο κε πνιπκέζα ΓΑΝΑΖ ΣΔΦΑΝΟΤ ΓΗΑΝΝΖ ΚΟΣΧΝΖ ΘΔΜΔΛΖ ΓΛΤΝΑΣΖ: Από ην ζέαηξν ηνπ αζέαηνπ ζηε ζθελνζεζία ησλ ήρσλ: Igitur (2009)

8 ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΜΕΡΑΚΟΥ Ελληνική μοσσική για τη σκηνή: γνωρίζοντας το παρελθόν, κοιτώντας προς το μέλλον Αγαπεηνί ζπλάδειθνη, θπξίεο θαη θύξηνη, θαιώο ήξζαηε ζην ζπλέδξην «Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο». Ζ νξγάλσζε ζπλεδξίσλ ζπγθαηαιέγεηαη ζηα ελδηαθέξνληα ηεο Μεγάιεο Μνπζηθήο Βηβιηνζήθεο ηεο Διιάδνο «Λίιηαλ Βνπδνύξε». Έηζη, κεηά θαη ηελ κεηαθόκηζή καο ζην λέν θηίξην πνπ έγηλε πξηλ δύν ρξόληα θαη ηελ νινθιήξσζε ηεο πξώηεο θάζεο ηνπ πξνγξάκκαηνο ςεθηνπνίεζεο, καο έδσζε κεγάιε ραξά ε έλζεξκε απνδνρή ηεο πξόηαζήο καο ζηνλ θύξην Βύξσλα Φηδεηδή λα νξγαλώζεη ε Μεγάιε Μνπζηθή Βηβιηνζήθε ηεο Διιάδνο ην επόκελν ζπλέδξην ζην πιαίζην ησλ εηήζησλ Διιεληθώλ Μνπζηθώλ Γηνξηώλ. Από ηόηε πνπ ε Βηβιηνζήθε άλνημε γηα ην θνηλό, δεηάκε, κέζσ εξσηεκαηνινγίσλ, ηε γλώκε ησλ αλαγλσζηώλ γηα ηε ζπιινγή καο θαη ηηο ππεξεζίεο καο. Σν θνηλό, πάληα ζηα ζρόιηά ηνπ, αλαθέξεη όηη ζέιεη πεξηζζόηεξε βηβιηνγξαθία γηα ηελ ειιεληθή κνπζηθή. Απηό ήηαλ θαη ην βαζηθό εξέζηζκα γηα ηελ αλάιεςε ηεο δηεμαγσγήο ηνπ ζπλεδξίνπ, αιιά θαη γηα ηελ επηινγή ηνπ ζέκαηνο. Δπηιέμακε έλα ζέκα γηα ην νπνίν νη αλαθνηλώζεηο ηνπ ζπλεδξίνπ ζα θώηηδαλ αλεμεξεύλεηεο πηπρέο ηνπ θαη ζα ελίζρπε ηε ζρεηηθή βηβιηνγξαθία. Δίκαη ζίγνπξε όηη ε γλώζε γηα ηε κνπζηθή γηα ηελ όπεξα θαη ηηο άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο ηνπ 20 νύ θαη 21 νπ αηώλα ζα είλαη πινπζηόηεξε απ ό,ηη είλαη ηώξα, ζα κάζνπκε πεξηζζόηεξα γηα ην παξειζόλ θαη ζα πξνβιεκαηηζζνύκε γηα ην κέιινλ. Αξθεηέο αλαθνηλώζεηο έρνπλ σο ζέκα ηηο πξννπηηθέο ησλ εηδώλ απηώλ θαη ην πώο νη θνηλσληθέο θαη νηθνλνκηθέο ζπλζήθεο επεξεάδνπλ ηελ εμέιημή ηνπο. Αο αθνινπζήζνπκε γηα ιίγν ην κνλνπάηη ηνπ παξειζόληνο πνπ καο θέξλεη ζην ζήκεξα. ηε Γεξκαλία, ηελ Ηηαιία ή ηε Γαιιία από ηνλ 18 ν αηώλα, ε θάζε κηθξή πόιε έρεη ηελ όπεξά ηεο, πνπ ζεκαίλεη θαη ηνπο κνπζηθνύο ηεο νξρήζηξαο, ηνπο ηξαγνπδηζηέο, ηε ρνξσδία θαη όιε ηελ νηθνλνκία πνπ αλαπηύζζεηαη γύξσ από απηή ηελ πνιηηηζηηθή δξαζηεξηόηεηα, ελώ ην ζέακα θαη ε κνπζηθή είλαη αγαζά πνπ είλαη πξνζηηά ζε κεγάιν κέξνο ηεο θνηλσλίαο. ηελ Διιάδα, ην ηνπίν είλαη πνιύ δηαθνξεηηθό αθόκε θαη ηώξα. Ζ όπεξα ζηελ Διιάδα έξρεηαη ηνλ 19 ν αηώλα από ηελ Ηηαιία, κέζσ

9 ΣΔΦΑΝΗΑ ΜΔΡΑΚΟΤ Κέξθπξαο θαη ηνπ Θεάηξνπ αλ Σδάθνκν (όπνπ παξνπζηάδνληαη θαη κπαιέηα). Ο Νηθόιανο Υαιηθηόπνπινο-Μάληδαξνο παξνπζηάδεη ηνλ Don Crepuscolo ην 1815, ν Φξαγθίζθνο Γνκελεγίλεο ηνλ Μάρκο Μπόηζαρη ην 1849, ν Παύινο Καξξέξ ηνλ δηθό ηνπ Μάρκο Μπόηζαρη ζηελ Πάηξα ην ηελ Αζήλα παξαζηάζεηο ηηαιηθήο όπεξαο δίλνληαη ζηηο ζεαηξηθέο ζθελέο από ην 1840, ελώ παξαζηάζεηο όπεξαο κε ειιεληθό εζληθό πεξηερόκελν όπσο ην Αρκάδι ηνπ Ραθαήι Παξηδίλε πξσηνπαξνπζηάδνληαη ην Με ηε ιεηηνπξγία ηνπ Χδείνπ Αζελώλ θαη ηελ επαθή κε κνπζηθνύο πνπ πξνέξρνληαλ από ηε Γεξκαλία θαη ηελ Απζηξία ην θιίκα αιιάδεη. Σν ειιεληθό κειόδξακα ηνπ Ησάλλε Καξαγηάλλε θαη ηνπ Γηνλύζηνπ Λαπξάγθα, πξηλ αθόκε κπεη ν εηθνζηόο αηώλαο, έρεη θαη απηό πξνζθέξεη ζηελ νπεξέηα θαη ηελ όπεξα ηελ επθαηξία λα κπεη ζηελ ειιεληθή πξαγκαηηθόηεηα. Παξάιιεια, ε κνπζηθή γηα ην αξραίν δξάκα αλαβηώλεη κε ηνλ Γεώξγην Παρηίθν πνπ γξάθεη κνπζηθή γηα κεηαμύ άιισλ ηνλ Οιδίποδα Τύραννο, ηελ Ηλέκηρα, ηελ Ανηιγόνη θαη ηελ Ιθιγένεια εν Ταύροις, ηνλ Ησάλλε αθειιαξίδε, ηνλ Θεκηζηνθιή Πνιπθξάηε πνπ γξάθεη κνπζηθή γηα ηελ Ηλέκηρα θαη ηε Μήδεια, ηνλ Κσλζηαληίλν Φάρν πνπ ζπλζέηεη γηα παξάδεηγκα γηα ηνλ Προμηθέα, ηηο Ικέηιδες θαη ηηο Φοίνιζζες γηα ηηο ηξαγσδίεο πνπ αλαβηώλεη ην δεύγνο ηθειηαλνύ ζηηο Γειθηθέο Γηνξηέο θαη άιινπο. Σα πνιηηηζηηθά θαη δεκηνπξγηθά πξντόληα ηνπ 19 νπ αηώλα ε ειιεληθή θνηλσλία ηα απνδέρεηαη ιίγν αξγόηεξα από ηελ ππόινηπε Δπξώπε. Από ηελ αξρή κέρξη θαη ην πξώην κηζό ηνπ 20 νύ αηώλα ε ειιεληθή κνπζηθή αξρίδεη λα εμεπξσπαΐδεηαη απνθηά ηε δηθή ηεο εζληθή ζρνιή κε ηνλ Μαλόιε Καινκνίξε πεξίπνπ κηζό αηώλα αθνύ ζηελ θεληξηθή Δπξώπε είραλ αλαπηπρζεί νη ζρεηηθέο ηάζεηο. Αξγόηεξα, ιίγν πξηλ θιείζεη ην πξώην κηζό ηνπ αηώλα, ην 1940, ε δεκηνπξγία ηεο Δζληθήο Λπξηθήο θελήο δίλεη ηελ επθαηξία ζην θνηλό λα γλσξίζεη ην ιπξηθό ζέαηξν θαη ζηνπο ληόπηνπο ζπλζέηεο, πνπ έρνπλ ζπνπδάζεη ηελ ηέρλε ηεο ζύλζεζεο ζην εμσηεξηθό, ηελ επθαηξία λα παξνπζηάζνπλ έξγα ηνπο. Θα δνύκε ζηηο ζρεηηθέο εηζεγήζεηο πώο δηακνξθώζεθε ην ηνπίν ηόζν ζηε κνπζηθή γηα ηελ όπεξα αιιά θαη γηα ην ζέαηξν θαη πώο νη ειιεληθέο θνηλσληθέο θαη πνιηηηζηηθέο ζπγθπξίεο αληηθαηνπηξίδνληαη ζηελ ειιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία. Γπζηπρώο αθόκε θαη ζήκεξα όκσο ε ειιεληθή πξνζθνξά ζηελ ηέρλε ηεο όπεξαο είλαη ζρεδόλ άγλσζηε ζηε δηεζλή κνπζηθνινγηθή θνηλόηεηα, αθνύ ζε βηβιία αλαθνξάο γηα ην είδνο, όπσο ην Cambridge companion to twentieth century opera, κε εθδόηε ηνλ Mervyn Cooke ην 2005, ζηελ θαηαγξαθή νπεξαηηθώλ έξγσλ ηνλ 20 ό αηώλα, πεξηιακβάλνληαη κόλν ηξία ειιεληθά έξγα ηνλ Πρωηομάζηορα (1916), Το δατησλίδι ηης μάνας (1917) θαη ηελ Αναηολή (1945) ηνπ Μαλόιε Καινκνίξε. Σν πξόγξακκα ηνπ ζπλεδξίνπ πεξηιακβάλεη νκηιίεο από κνπζηθνιόγνπο, ζπλζέηεο θαη ζεαηξνιόγνπο. πγθεθξηκέλα, ζα παξνπζηαζζνύλ 16 νκηιίεο ζε 4 ζπλεδξίεο πνπ πεξηγξάθνπλ ηελ όπεξα από ηνλ Γηνλύζην Λαπξάγθα κέρξη ηηο ηειεπηαίεο παξαζηάζεηο ηεο Πεηξακαηηθήο Λπξηθήο θελήο θαη ηα έξγα ηνπ Θόδσξνπ Αλησλίνπ ή ηνπ Γηώξγνπ Κνπκεληάθε. Γηα ηε ζθεληθή κνπζηθή γηα ην αξραίν δξάκα θαη ην ξόιν ηεο ζε ζρέζε κε ηελ λενειιεληθή θνηλσλία ησλ αξρώλ ηνπ 20 νύ αηώλα θαη αλαθνξέο ζε ηζηνξηθέο παξαζηάζεηο ηνπ Δζληθνύ ζεάηξνπ ην 1932 κέρξη ηηο κέξεο καο ζρεηίδνληαη δέθα νκηιίεο. Θα γίλνπλ νθηώ παξνπζηάζεηο γηα ζθεληθή κνπζηθή γηα ην ζέαηξν κε Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 8

10 Διιεληθή κνπζηθή γηα ηε ζθελή: γλσξίδνληαο ην παξειζόλ, θνηηώληαο πξνο ην κέιινλ αλαθνξέο ζε έξγα ζπλζεηώλ από ηνλ Μάλν Υαηδηδάθη θαη ηνλ Μίθε Θενδσξάθε, ζηνλ Νηθόιαν Αζηξηλίδε θαη ηνλ Γεκήηξε Γξαγαηάθε θαη έμη νκηιίεο γηα ηε κνπζηθή γηα ηνλ θηλεκαηνγξάθν ησλ Μάλνπ Υαηδηδάθη, Μίθε Θενδσξάθε, Διέλεο Καξαΐλδξνπ, Νίθνπ Κππνπξγνύ θαη Κώζηα Καπλίζε (ελώ ιείπνπλ ηόζνη άιινη). Με ηε κνπζηθή γηα κπαιέην από ηνλ Νίθν θαιθώηα, ζηνλ Γηώξγν Εεξβό έρνπλ ζρέζε έμη νκηιίεο, ηελ ειιεληθή νπεξέηα δύν θαη κε ην κηνύδηθαι, έλα είδνο πνπ είδε πνιιά ειιεληθά έξγα επί ζθελήο αιιά θαη επί ηεο νζόλεο, επίζεο δύν. Σέινο, έληεθα νκηιίεο γηα ηα λεώηεξα είδε ηνπ κνπζηθνύ ζεάηξνπ κε αλαθνξέο ζε έξγα ησλ ζπλζεηώλ πνπ έθαλαλ πξσηνπνξία: ηνλ Αλέζηε Λνγνζέηε θαη ηνλ Γηώξγν Απέξγε. Ζ ηέρλε αληηπξνζσπεύεη ηελ θνηλσλία θαη ηελ επνρή κέζα ζηελ νπνία δεκηνπξγείηαη. Ζ ηέρλε ηεο κνπζηθήο γηα ηηο παξαζηαηηθέο ηέρλεο, ζην ηέινο ηνπ 20 νύ αηώλα θαη ηελ αξρή ηνπ 21 νπ αηώλα πνπ δηαλύνπκε, αληαλαθιά ηηο αλεζπρίεο θαη ηηο δπλαηόηεηεο ηεο επνρήο κέζα ζηελ νπνία δεκηνπξγείηαη θαη επεξεάδεηαη ζε ζεκαληηθό βαζκό από ηνπο θαλόλεο ηεο νηθνλνκίαο θαη ηεο αγνξάο. Οη δπλαηόηεηεο πνπ πξνζθέξεη ε ζύγρξνλε επηθνηλσλία έρνπλ πηα εμαιείςεη ηα θαηλόκελα ηεο «αδξάλεηαο» πνπ παξαηεξήζακε όζνλ αθνξά ηελ ειιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ πξώηνπ κηζνύ ηνπ 20 νύ αηώλα θαη ζα ιέγακε όηη νη έιιελεο κνπζηθνί βξίζθνληαη ηώξα αλάκεζα ζηνπο πξσηνπόξνπο ηεο έληερλεο δεκηνπξγίαο. Οη επνρέο αιιάδνπλ, ην ίδην θαη νη ζπλζήθεο θαη ε παγθόζκηα νηθνλνκία. Γηα λα έρνπκε κηα ηδέα γηα ηελ ηάμε κεγεζώλ, ε θαηαγξαθή ηεο επξσπατθήο νπεξαηηθήο παξαγσγήο θαηά ηνλ 20 ό αηώλα, πνπ βαζίδεηαη ζε πιεξνθνξίεο ζρεηηθά κε ηελ πξώηε εθηέιεζε έξγσλ ζην Cambridge companion to 20 th opera music, αλαθέξεη 80 έξγα ζηε δεθαεηία , 83 ζηε δεθαεηία ελώ ην νη παξαγσγέο έρνπλ θαηέβεη ζηα 41 λέα έξγα. Όηαλ θαηά ηε δεθαεηία ηνπ 1960 νη ζπλζέηεο ηεο πξσηνπνξίαο εηζήγαγαλ έλα λέν ζπλδπαζκό δξακαηηθώλ θαη κνπζηθώλ κέζσλ, ε κνπζηθή, ην ηξαγνύδη, ε θίλεζε θαη ν ιόγνο παξήγαγαλ έλα κεγάιν εύξνο παξαζηαηηθώλ εηδώλ ηέρλεο, καδί εμειίρζεθε θαη ε όπεξα σο είδνο ζύλζεζεο. Όπσο έιεγε θαη ν Edgard Varèse, «θάζε επνρή απαηηεί θαη κηα αιιαγή ζθελήο». Σν κνπζηθό ζέαηξν επλνήζεθε από αηζζεηηθνύο, νηθνλνκηθνύο θαη πνιηηηθνύο ιόγνπο θαη έδσζε ηε ζεηξά ηνπ ζε λεώηεξα είδε (αο ρξεζηκνπνηήζσ θαη εγώ απηόλ ηνλ όξν νκπξέια πνπ θαιύπηεη πνιιέο ζύγρξνλεο ηάζεηο). ηελ θεληξηθή ηνπ νκηιία κάιηζηα, ν θαζεγεηήο Zenck πξνζπαζεί λα αληρλεύζεη ζηνηρεία ηεο ζεαηξηθήο αληίιεςεο ηνπ Heiner Müller ζην δηαρσξηζκό ησλ ελλνηώλ ηνπ κνπζηθνύ ζεάηξνπ ζε έξγα ηνπ Γηώξγνπ Απέξγε θαη ηνπ Wolfgang Rihm. ηελ επνρή ηνπ πινπξαιηζκνύ, ε κνπζηθή έρεη αθνκνηώζεη πνιιά ξεύκαηα, ν κνπζηθόο κνληεξληζκόο πξνβάιεη πξσηόηππεο ηδέεο, έρεη όξακα θαη πεηξακαηίδεηαη κε δηάθνξα κέζα θαη ε ειιεληθή δεκηνπξγία έρεη πεξάζεη πξν πνιινύ από ηνλ κνπζηθό εζληθηζκό ζηνλ ππεξεζληθηζκό. Ζ ραξά ηνπ θαιιηηέρλε, άιισζηε, βξίζθεηαη ζηελ επηδίσμε θαη ηελ αλαδήηεζε. Με απηνύο ηνπο πξνβιεκαηηζκνύο ζα θιείζεη θαη ην ζπλέδξην ηελ Κπξηαθή ην κεζεκέξη, όπνπ ζα αθνπζζνύλ απόςεηο από ηελ πιεπξά ηνπ ζπλζέηε, ηνπ εθηειεζηή, ηνπ κνπζηθνιόγνπ ηνπ ζεαηξνιόγνπ. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 9

11 ΣΔΦΑΝΗΑ ΜΔΡΑΚΟΤ Θα ήζεια λα επραξηζηήζσ ηνλ θύξην Βύξσλα Φηδεηδή γηα ηελ έλζεξκε απνδνρή ηεο πξόηαζεο πνπ ηνπ έθαλα πέξπζη, λα δηνξγαλώζεη ε Βηβιηνζήθε ην ζπλέδξην ζην πιαίζην ησλ 5 σλ Διιεληθώλ Μνπζηθώλ Γηνξηώλ. Μέζα από απηή ηε δηνξγάλσζε πηζηεύσ όηη ζα δνζεί ε επθαηξία ζε όζνπο δελ γλσξίδνπλ ηε ιεηηνπξγία ή ηηο δπλαηόηεηεο πνπ δίλεη κηα κεγάιε εηδηθή βηβιηνζήθε ζηε κειέηε ηεο κνπζηθήο. Θέισ βέβαηα λα επραξηζηήζσ ηα κέιε ηεο επηζηεκνληθήο επηηξνπήο ηνπο θύξηνπο Θόδσξν Αλησλίνπ, Γεκήηξε Γηάλλνπ, Πάλν Βιαγθόπνπιν, Μάξθν Σζέηζν, Νίθν Σζνύριν θαη Βύξσλα Φηδεηδή πνπ ηίκεζαλ ην εγρείξεκά καο, αιιά θαη ηνλ ζπλάδειθν κνπ Ζιία Γηαλλόπνπιν, ηνπο θεληξηθνύο νκηιεηέο θπξίνπο πύξν Δπαγγειάην θαη Martin Zenck πνπ επίζεο καο ηηκνύλ κε ηε ζπκκεηνρή ηνπο, ηνπο πξνέδξνπο ησλ ζπλεδξηώλ πνπ επραξίζησο δέρζεθαλ λα ζπκκεηέρνπλ, ηελ θπξία Διέλε Βαξνπνύινπ πνπ πξόζπκα δέρζεθε ηελ πξόζθιεζή καο γηα λα ζπληνλίζεη ην ζηξνγγπιό ηξαπέδη θαζώο θαη ηνπο ζπκκεηέρνληεο ζε απηό θπξίνπο Γηώξγν Κνπκεληάθε, Γεκήηξε Μαξαγθόπνπιν, Υάξε Ξαλζνπδάθε, πύξν αθά θαη Νίθν Σζνύριν. Δπραξηζηώ ζεξκά ηνλ γεληθό δηεπζπληή ηνπ ΟΜΜΑ θύξην Νίθν Μαλσιόπνπιν, ηνλ δηεπζπληή θαιιηηερληθνύ πξνγξακκαηηζκνύ Νίθν Σζνύριν θαη όια ηα ηκήκαηα ηνπ ΟΜΜΑ γηα ηελ ππνζηήξημε θαηά ηε δηεμαγσγή ηνπ ζπλεδξίνπ, θαη βέβαηα ηνπο ζπλαδέιθνπο κνπ ζηε Βηβιηνζήθε παιαηόηεξνπο θαη λεώηεξνπο γηα ηελ πξόζπκε ζπλδξνκή ηνπο ζηελ νξγάλσζε θαη δηεμαγσγή ηνπ ζπλεδξίνπ. Ζ Βηβιηνζήθε κεηαθόκηζε ζηνλ λέν θαη κόληκα πηα ρώξν ηεο πξηλ από αθξηβώο δύν ρξόληα, ελώ ιεηηνπξγεί θαη πξνζθέξεη ηηο ππεξεζίεο ηεο εδώ θαη 12 ρξόληα, από ην θνπόο ηεο είλαη λα πξνάγεη ηε γλσξηκία, ηε δηάδνζε, ηε κειέηε θαη ηελ έξεπλα ηεο κνπζηθήο ηόζν ζηελ εθπαηδεπηηθή θνηλόηεηα όισλ ησλ βαζκίδσλ, όζν θαη ζε θάζε κνπζηθόθηιν πξνζθέξνληαο ειεύζεξε πξόζβαζε ζηε ζπιινγή ηεο. Έλαο από ηνπο βαζηθνύο ζηόρνπο είλαη θαη ε αλάπηπμε ηεο ζπιινγήο ζρεηηθά κε ηελ ειιεληθή έληερλε κνπζηθή ώζηε λα δηεπθνιπλζεί ε έξεπλα γηα απηή. Πνιινί λένη ππνςήθηνη δηδάθηνξεο θάλνπλ ρξήζε αξρεηαθνύ πιηθνύ ηεο Βηβιηνζήθεο γηα ηελ έξεπλά ηνπο. Απηή ηε ζηηγκή, ζπνπδαζηέο ειιεληθώλ θαη μέλσλ παλεπηζηεκίσλ κειεηνύλ αξρεία ειιήλσλ ζπλζεηώλ πνπ αλήθνπλ ζηε ζπιινγή ηεο Βηβιηνζήθεο. Ζ κεγάιε αληαπόθξηζε από έιιελεο θαη μέλνπο εξεπλεηέο κνπζηθνιόγνπο, ζεαηξνιόγνπο θαη ζπλζέηεο καο αλάγθαζαλ, δπζηπρώο, λα πεξηνξίζνπκε ηε ρξνληθή δηάξθεηα ησλ αλαθνηλώζεσλ θαη λα θαηαιήμνπκε ζε έλα αξθεηά πηεζηηθό ρξνληθά πξόγξακκα, όκσο ε πνηόηεηα ησλ αλαθνηλώζεσλ ζίγνπξα ζα καο αληακείςεη. Πνιιέο είλαη νη πηπρέο ηνπ ζέκαηόο καο πνπ ζα αλνηρζνύλ ηηο επόκελεο ηξεηο εκέξεο. Θα δηαπηζηώζεηε όινη βέβαηα, όηη πνιιέο είλαη θαη νη πηπρέο πνπ παξακέλνπλ θιεηζηέο. Δύρνκαη απηό λα απνηειέζεη ην έλαπζκα γηα πεξαηηέξσ έξεπλα θαη γηα άιιεο ηέηνηεο ζπλαληήζεηο. Δπραξηζηώ ηνπο νκηιεηέο πνπ ηίκεζαλ ηελ πξόζθιεζε ηεο Βηβιηνζήθεο θαη όινπο εζάο γηα ηελ παξνπζία ζαο. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 10

12 ΜΑΡΚΟΣ ΤΣΕΤΣΟΣ Η νεοελληνική όπερα. Ζητήματα κριτικού προβληματισμού Στις συζητήσεις των τελευταίων χρόνων περί νεοελληνικής μουσικής, της όπερας συμπεριλαμβανομένης, επιχειρείται συστηματικά, ρητά ή υπόρρητα, η προαγωγή μιας αντίληψης που θέλει το μουσικό εθνικισμό συνώνυμο του αντι-νεωτερισμού, της αντίδρασης και της συντήρησης συλλήβδην. Ο εθνικισμός παρουσιάζεται ως πολιτική και αισθητική ιδεολογία εξ ορισμού ασύμβατη με την έννοια της προόδου και της καλλιτεχνικής αυτονομίας. Ως πολιτικό μέλημα των θιασωτών μιας τέτοιας αντίληψης εμφανίζεται η προστασία της νεοελληνικής έντεχνης μουσικής και της νεοελληνικής μουσικολογικής έρευνας απέναντι σε έναν ιδιότυπο τουρκο-αραβο-βυζαντινό ανατολισμό που υπονομεύει τον δέοντα ευρωπαϊκό ή εν γένει δυτικό προσανατολισμό τους. 1 Ιδεολογικό δε έρεισμα σε αυτό το μέλημα αναζητούν στην ιστορία και τις αρχές του νεοελληνικού και ευρωπαϊκού διαφωτισμού, με φυσική συνέπεια τη θεματοποίηση του εχθρού στο αντίπαλο ιδεολογικό ρεύμα του ρομαντισμού. Σε πρακτικό επίπεδο, η στάση αυτή συμπορεύεται είτε με την πρόκριση ενός καθαρόαιμου μοντερνισμού, είτε με την αναζήτηση εναλλακτικών παραδειγμάτων για το εθνικό στη νεοελληνική μουσική, όπως λ.χ. η Επτανησιακή Σχολή. 2 Με σκοπό τουλάχιστον την εννοιολογική αποσαφήνιση, προβαίνουμε σε μια αναδρομή στις σύγχρονες θεωρίες περί πολιτικού και μουσικού εθνικισμού, η οποία θα μας βοηθήσει να διαγνώσουμε ορθά την ιδιαιτερότητα τόσο του νεοελληνικού μουσικού εθνικισμού όσο και των αντιπάλων του παραδειγμάτων, ιδιαίτερα στην προνομιακή γι αυτά περιοχή της όπερας που μας ενδιαφέρει. Η πλειονότητα των θεωρητικών και ιστορικών του πολιτικού εθνικισμού συμφωνούν πως αποτελεί τέκνο της νεωτερικότητας. 3 Συνδέεται δε με τη δημιουργία του έθνους-κράτους και της ιδεολογικής του νομιμοποίησης. Διαφοροποιούνται ωστόσο οι προσεγγίσεις. Για κάποιους, όπως ο Ernest Gellner, ο εθνικισμός, που ορίζεται ως «πολιτική αρχή, η οποία υποστηρίζει την εναρμόνιση 1 Για το ευρύτερο πλαίσιο μιας τέτοιας ιδεολογικής στάσης, βλ. Ε. Σκοπετέα, «Οι Έλληνες και οι εχθροί τους. Η κατάσταση του έθνους στις αρχές του εικοστού αιώνα,» στο Ιστορία της Ελλάδας του 20 ού αιώνα, επιμ. Χ. Χατζηιωσήφ (Αθήνα: Βιβλιόραμα, χ.χ.), Α/2: Βλ. ενδεικτικά, Γ. Λεωτσάκος, Παύλος Καρρέρ. Απομνημονεύματα και εργογραφία (Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη / Ιόνιο Πανεπιστήμιο / Τμήμα Μουσικών Σπουδών, 2003), όπου μεταξύ άλλων προτείνεται η κατάργηση του όρου «επτανησιακή σχολή» με το επιχείρημα «της περιθωριοποιήσεώς της δια του υπερτονισμού ενός τοπικού και επιμέρους πια (μετά την Ένωση, το 1864) γνωρίσματος» (σ. 20 υποσημ. 3). 3 Βλ. ενδεικτικά, E. J. Hobsbawm, Έθνη και εθνικισμός από το 1790 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, μτφρ. Χ. Νάντρις (Αθήνα: Καρδαμίτσας, 1994), 28 κ.ε.

13 ΜΑΡΚΟΣ ΤΣΕΤΣΟΣ της πολιτικής και της εθνικής οντότητας», 4 έχει τις ρίζες του στη βιομηχανική επανάσταση, τη ριζική ανατροπή των δομών της αγροτικής κοινωνίας και την εδραίωση ενός νέου μοντέλου βιομηχανικής κοινωνίας. Σύμφωνα με τις αναλύσεις του Gellner, η άκαμπτη ιεραρχική δομή της αγροτικής κοινωνίας, η στεγανότητα των κοινωνικών στρωμάτων και η έλλειψη κοινωνικής κινητικότητας που αυτή επιφέρει, προάγουν την πολιτισμική διαφοροποίηση τόσο σε κάθετο όσο και σε οριζόντιο επίπεδο. Τα πολιτικά μορφώματα που συνδέονται με την αγροτική κοινωνία είναι είτε υπερεθνικά (λ.χ. αυτοκρατορίες), είτε υποεθνικά (μικρές αγροτικές κοινότητες). Οριζόντια κινητικότητα παρατηρείται μόνο στα άρχοντα κοινωνικά στρώματα (ευγενείς, κλήρος). Υπό τέτοιες συνθήκες είναι αδύνατη η πολιτισμική ομογενοποίηση στα όρια ενός κράτους 5 και η εθνοτική ταυτότητα αρχόντων και αρχόμενων την οποία προτάσσει η εθνικιστική ιδέα. Αντιθέτως, η βιομηχανική κοινωνία δομείται υπό όρους μιας κοινωνικής κινητικότητας η οποία προϋποθέτει τη ρευστοποίηση των πολιτισμικών διαφορών μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων προς την κατεύθυνση της δυνάμει καθολικής και υποχρεωτικής εγγραματοσύνης, στη βάση μιας κοινής γλώσσας, μιας κοινής ιστορίας και μιας κοινής υψηλής κουλτούρας. 6 Κινητήρια δύναμη και εγγυητής μιας τέτοιας δομικής κοινωνικής ανατροπής αποδεικνύεται, φυσικά, η αστική τάξη και η φιλελεύθερη ιδεολογία της. Ο εθνικισμός, κατά τον Gellner, συγκροτείται ως αίτημα σύμπτωσης του πολιτικού με το εθνοτικό, σύμπτωση η οποία δεν ήταν για δομικούς λόγους αυτονόητη στα προνεωτερικά κράτη. Αναπόφευκτα η απαραίτητη για τη σύσταση εθνικού κράτους πολιτισμική ομογενοποίηση συντελείται με όρους αστικής κουλτούρας, δι αφαίρεσης από τις τοπικές πολιτισμικές ιδιαιτερότητες προκειμένου για την αφομοίωσή τους σε μία καθολικά ισχύουσα εθνική πολιτισμική κατασκευή. 7 Το στοιχείο της κατασκευής είναι δε αναπόφευκτο και κατά τη συγκρότηση των εθνικών ιστορικών αφηγήσεων, απαραίτητων για την ιστορική νομιμοποίηση του νεότευκτων εθνών. Οι εθνικές αυτές αφηγήσεις αποκτούν σε πολλές περιπτώσεις χαρακτήρα εθνικής μυθολογίας. 8 4 E. Gellner, Έθνη και εθνικισμός, μτφρ. Δ. Λαφαζάνη (Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 1992), Βλ. ό.π., 30: «Ίσως όμως το κεντρικό και πιο σημαντικό δεδομένο της αγρο-εγγράμματης κοινωνίας να είναι αυτό: σχεδόν κάθε στοιχείο της αντιμάχεται τον προσδιορισμό πολιτικών οντοτήτων στη βάση πολιτισμικών συνόρων. Με άλλα λόγια, αν ο εθνικισμός είχε εφευρεθεί σε μια τέτοια περίοδο, οι προοπτικές για μια γενικευμένη αποδοχή του θα ήταν στην πράξη πενιχρές. Το ζήτημα μπορεί να τεθεί ως εξής: από τους δύο εν δυνάμει εταίρους, τον πολιτισμό και την εξουσία, που σύμφωνα με την εθνικιστική θεωρία προορίζονται ο ένας για τον άλλο, κανένας δεν συνδράμει ιδιαίτερα τον άλλο υπό τις συνθήκες που επικρατούν στην αγροτική εποχή». 6 Ό.π., 43 κ.ε. 7 Ό.π., 219: «Σε γενικές γραμμές, η εθνικιστική ιδεολογία υποφέρει από μια διάχυτη ψευδή συνείδηση. Οι μύθοι της αντιστρέφουν την πραγματικότητα: ισχυρίζεται πως υπερασπίζεται τον παραδοσιακό πολιτισμό, ενώ στην πραγματικότητα βοηθά να κατασκευαστεί μια ανώνυμη μαζική κοινωνία. [ ] Κηρύσσει και υπερασπίζεται τη συνέχεια, οφείλει όμως τα πάντα σε μια αποφασιστική και ανείπωτα βαθιά ρωγμή στην ανθρώπινη ιστορία. Κηρύσσει και υπερασπίζεται την πολιτισμική ποικιλία, όταν στην πραγματικότητα επιβάλλει την ομοιογένεια [ ]». 8 Βλ. μεταξύ άλλων για την ελληνική περίπτωση, Ε. Σκοπετέα, Το «πρότυπο βασίλειο» και η μεγάλη ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα ( ) (Αθήνα: Πολύτυπο, 1988) Κ. Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα ( ), 6 η έκδ. (Αθήνα: Θεμέλιο, 2006) R. Sh. Peckham, Εθνικές ιστορίες, φυσικά κράτη. Εθνικισμός και πολιτική του τόπου στην Ελλάδα, μτφρ. Ν. Παπαδάκης και Μ. Κόφφρα (Αθήνα: Ενάλιος, 2008) Σ. Γουργούρης, Έθνος-όνειρο. Διαφωτισμός και θέσμιση της σύγχρονης Ελλάδας, μτφρ. Α. Κατσικέρος (Αθήνα: Κριτική, 2007). Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 12

14 Η νεοελληνική όπερα. Ζητήματα κριτικού προβληματισμού Σύμφωνα με την προσέγγιση του Benedict Anderson, 9 τα έθνη δεν αποτελούν παρά «φαντασιακές κοινότητες», δηλ. ιδεολογικές κατασκευές συγκροτημένες υπό όρους μιας συνδεδεμένης με την ανάπτυξη του καπιταλισμού καθολικής διάδοσης των τυπογραφικών μεθόδων αναπαραγωγής γραπτών κειμένων. Η ικανοποίηση των αναγκών των εντόπιων αγορών, οδήγησε καταρχάς στην κατάλυση της αποκλειστικότητας της λατινικής γλώσσας 10 όσον αφορά τα ιερά κείμενα και περαιτέρω στην τυποποίηση των επιμέρους γλωσσών. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο όμως η τυπογραφία προκάλεσε μιαν ουσιώδη μεταβολή ως προς την αντίληψη του χρόνου στη νεότερη εποχή: το μυθιστόρημα και η εφημερίδα προήγαγαν τη συνείδηση της συγχρονικότητας και της γραμμικότητας. «Οι δύο αυτές μορφές [του μυθιστορήματος και της εφημερίδας] παρείχαν τα τεχνικά μέσα για την ανα-παράσταση του τύπου της φαντασιακής κοινότητας που είναι το έθνος. [ ] Η ιδέα ενός κοινωνικού οργανισμού που κινείται με βάση το ημερολόγιο μέσα σ έναν ομοιογενή, κενό χρόνο, βρίσκει το ακριβές ανάλογό της στην ιδέα του έθνους, το οποίο συλλαμβάνεται σαν μια συμπαγής κοινότητα που κινείται σταθερά μέσα στην ιστορία, προς τα πίσω (ή προς τα μπρος)». 11 Από κοινωνιολογική σκοπιά, την κατάσταση συμπυκνώνουν οι ακόλουθες διατυπώσεις του Adorno: «Η κοινωνιολογία έχει να κάνει πρωτίστως με το έθνος ως πρόβλημα με την εμφατικότερη σημασία. Αφενός η έννοιά του αντιφάσκει στο οικουμενικό του ανθρώπου, από το οποίο απορρέει η αστική αρχή της ισότητας των υποκειμένων. Αφετέρου η εθνικότητα υπήρξε όρος για την εδραίωση εκείνης της αρχής, όρος αναπόσπαστος από την αστική κοινωνία εν γένει, στην ιδέα της οποίας ενυπήρχε οικουμενικότητα. Η αστικοποίηση, με την ευρύτερη έννοια που περιλαμβάνει και το πολιτισμικό, συντελέσθηκε μέσω της αρχής της εθνικότητας, ή τουλάχιστον στηρίχθηκε σε αυτήν». 12 Ο Adorno υποστηρίζει ότι η μουσική εκφράζει όσο κανένα άλλο καλλιτεχνικό μέσο την παραπάνω «αντινομία της εθνικής αρχής». Παρότι θεωρητικά οικουμενική γλώσσα, η μουσική «έχει εθνικά στοιχεία όπως η αστική κοινωνία εν συνόλω». 13 Το εθνικό στοιχείο είναι τόσο αναπόσπαστο από την ιστορική εξέλιξη της μουσικής, ώστε η σύλληψή του καθίσταται απαράβατος όρος της αισθητικής κατανόησής της εν γένει. Ως παράδειγμα ο Adorno φέρνει τον Debussy, έναν συνθέτη ιστορικά άσχετο προς τον κοινώς εννοούμενο μουσικό εθνικισμό, αυτόν δηλ. που στρέφεται προς τη μουσική των αγροτικών κοινωνιών. Η γαλλική φυσιογνωμία της μουσικής του Debussy συγκροτείται, κατά 9 Φαντασιακές κοινότητες. Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, μτφρ. Π. Χατζαρούλα (Αθήνα: Νεφέλη, 1997). 10 Ό.π., 42: «[ ] η έκπτωση των λατινικών αποτελεί δείγμα μιας ευρύτερης διαδικασίας κατά την οποία οι ιερές κοινότητες που είχαν ομογενοποιηθεί από τις παλαιές ιερές γλώσσες σταδιακά κερματίστηκαν και διασπάστηκαν σε επιμέρους δόγματα που είχαν εδαφική αναφορά». 11 Ό.π., Περί εθνικισμού βλ. περαιτέρω στα ελληνικά, J.-L. Chabot, Ο εθνικισμός, μτφρ. Τ. Μποζανίνου (Αθήνα: Το Βήμα / Γνώση, 2007) (οι πολιτικές προϋποθέσεις του ιδεολογικού εθνικισμού) S. Grossby, Εθνικισμός, μτφρ. Μ. Χατζόπουλος και Μ. Λαΐου (Αθήνα: Το Βήμα / Ελληνικά Γράμματα, 2006) (μια αντι-ιστορική προσέγγιση του έθνους ως «ανθρώπινη[ς] κοινότητα[ς] συγγένειας»). Για ένα συνολικό σχολιασμό των θεωριών περί εθνικισμού, βλ. A. D. Smith, Nationalism. Theory, Ideology, History (Cambridge: Polity Press, 2001). Για την προβληματική του εθνικισμού στη λογοτεχνία του μεσοπολέμου, βλ. Δ. Τζιόβας, Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο, 2 η έκδ. (Αθήνα: Οδυσσέας, 2006). Για μια πρώτη αξιοποίηση της πιο πρόσφατης βιβλιογραφίας περί εθνικισμού στην περιοχή της έρευνας της νεοελληνικής εθνικής σχολής μουσικής, βλ. Α. Σιώψη, Τρία δοκίμια για τον Μανώλη Καλομοίρη (Αθήνα: Παπαγρηγορίου-Νάκας, 2003). 12 Th. W. Adorno, «Nation,» στο Gesammelte Schriften, τ. 14, Dissonanzen: Einleitung in die Musiksoziologie. Zwölf theoretische Vorlesungen (Frankfurt am Main: Suhrkamp, 1984), Ό.π., 350. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 13

15 ΜΑΡΚΟΣ ΤΣΕΤΣΟΣ τον Adorno, ως άρνηση των μουσικο-αισθητικών αξιών του γερμανικού μουσικού ρομαντισμού. Και τούτο η πρόσληψη οφείλει πάντοτε να το λαμβάνει υπόψη. Οι κριτικές ενστάσεις του Adorno δεν στρέφονται εναντίον της υιοθέτησης της εθνικής αρχής από τη μουσική εν γένει, καθώς το αντίθετο θα αποτελούσε μάλλον φενάκη, αλλά εναντίον του τρόπου με τον οποίο ιδιοποιούνται την παραδοσιακή μουσική οι ιστορικές εθνικές σχολές, οι οποίες με τις εναρμονίσεις και τις πολυφωνικές επεξεργασίες λαϊκών μελωδιών υπονομεύουν όχι μόνο την ιδιαιτερότητα του παραδοσιακού, αλλά και αυτήν των σύνθετων μορφών της έντεχνης ευρωπαϊκής μουσικής για τις οποίες το υλικό δεν είναι αδιάφορο. Αισθητική δικαίωση μπορεί να βρει ο μουσικός εκείνος εθνικισμός που, ακολουθώντας τα προτάγματα της μουσικής νεωτερικότητας, επιχειρεί κριτική διαμεσολάβηση μουσικής μορφής και παραδοσιακού μουσικού υλικού. Ως ενδεικτικό παράδειγμα μιας τέτοιας στάσης ο Adorno αναφέρει τον Bartók. Κάτι ανάλογο θα μπορούσαμε εμείς να δούμε στο πρόσωπο του Ν. Σκαλκώτα. Ο Dahlhaus, από τη δική του πλευρά, επισημαίνει ότι, τουλάχιστον όσον αφορά τη μουσική του 19 ου αιώνα, «η οικουμενικότητα όφειλε να επιτυγχάνεται δια της εθνικότητας και όχι ενάντια σε αυτήν. Και το δραστικό εθνικό χρώμα από τον Weber και τον Chopin μέχρι τον Μούσσοργκσκι σπάνια αποτέλεσε εμπόδιο και πάντοτε όχημα διεθνούς αναγνώρισης», 14 πολλώ δε μάλλον κέρδιζε το ενδιαφέρον αλλοεθνών ακροατηρίων. Επιπλέον, η αξία της εθνικότητας συμβάδιζε με αυτές της ατομικότητας και της αυθεντικότητας, ακριβώς δηλ. με τις βασικές αξίες της μουσικής νεωτερικότητας. Η πρόοδος του μουσικού υλικού και των μορφών θα ήταν έως ένα βαθμό αδιανόητη χωρίς τη συμβολή του εθνικού στην τροπική διεύρυνση της τονικότητας, για παράδειγμα. Όλα τα παραπάνω συνηγορούν υπέρ της αρχικής μας τοποθέτησης ότι οι έννοιες εθνικισμός και συντηρητισμός δεν αλληλοεπικαλύπτονται απαραίτητα ή ότι η έννοια του συντηρητισμού δεν προκύπτει αναλυτικά από αυτήν του εθνικισμού. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι οι παραπάνω έννοιες δεν μπορούν ενδεχομένως να τέμνονται ή, με απλά λόγια, ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για συντηρητικό μουσικό εθνικισμό. Η διάκριση που πρότεινε ο Andrew Heywood μεταξύ φιλελεύθερου και συντηρητικού εθνικισμού στην πολιτική, 15 πιστεύουμε ότι μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά γόνιμη για την κατανόηση τάσεων του δικού μας μουσικού εθνικισμού. Στο είδος της όπερας, που στο παρόν συνέδριο μας ενδιαφέρει, το εθνικιστικό πρόγραμμα, όπως έχουμε γράψει κι αλλού, 16 ολοκλήρωσε αντικειμενικά ο Μ. Καλομοίρης: εθνικός καθορισμός του συνόλου των παραμέτρων της όπερας, δηλ. της θεματικής, της γλώσσας και της μουσικής. Σε αντίθεση ωστόσο με σημαίνουσες μορφές του ευρωπαϊκού μουσικού εθνικισμού, όπως 14 C. Dahlhaus, Die Musik des 19. Jahrhunderts, Neues Handbuch der Musikwissenschaft 6 (Wiesbaden: χ.ε., 1980), A. Heywood, Πολιτικές ιδεολογίες, μτφρ. Χ. Κουτρής (Αθήνα: Επίκεντρο, 2007), 297: «Οι Φιλελεύθεροι προσυπογράφουν μια πολιτική αντίληψη του έθνους, η οποία δίνει έμφαση τόσο στην πολιτική συστράτευση, όσο και στην πολιτισμική ενότητα. Τα έθνη είναι ηθικές οντότητες, υπό την έννοια πως είναι προικισμένα με δικαιώματα, ιδιαίτερα με το ισότιμο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Οι Συντηρητικοί αντιλαμβάνονται το έθνος ως κατά πρώτο λόγο οργανική οντότητα, που συνδέεται από την κοινή εθνοτική ταυτότητα και την κοινή ιστορία. Ως πηγή κοινωνικής συνοχής και συλλογικής ταυτότητας, το έθνος είναι ίσως η κοινωνική ομάδα με τη μεγαλύτερη πολιτική σημασία». 16 Μ. Τσέτσος, «Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος του Μανώλη Καλομοίρη,» στο «Αντίς για όνειρο». Έργα Ελλήνων συνθετών, 19 ος -20 ός αιώνας (Αθήνα: Πολιτιστική Ολυμπιάδα / Ένωση Ελλήνων Μουσουργών, 2004), 140. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 14

16 Η νεοελληνική όπερα. Ζητήματα κριτικού προβληματισμού ο Smetana, ο Janáček, η ρωσική ομάδα των πέντε και φυσικά ο Bartók και ο Kodály, ο Καλομοίρης δεν κατόρθωσε να συγκεράσει εθνικιστικό όραμα και μουσική πρωτοπορία. Στις όπερές του το ήδη συντηρητικό για τα κεντροευρωπαϊκά δεδομένα όψιμο ρομαντικό μουσικό ιδίωμα έρχεται ενίοτε σε αισθητή σύγκρουση με τον εν γένει συμβολιστικό προσανατολισμό των κειμένων που επιλέγει. 17 Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και γόνιμη καλομοιρική ιμπρεσσιονιστική στροφή της δεκαετίας του 20, δεν άφησε δυστυχώς το αποτύπωμά της στο είδος της όπερας. Από την άλλη, οικονομικές και θεσμικές δυσχέρειες της εποχής 18 κατέστησαν εξαιρετικά απρόσφορη τη σύνθεση όπερας από άλλους συνθέτες της εθνικής σχολής, με αποτέλεσμα την αδυναμία σύστασης ενός ευμεγέθους ρεπερτορίου από το οποίο θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν ορισμένα αξιόλογα και αντιπροσωπευτικά έργα όπερας, πιθανώς βιώσιμα σε συνθήκες διεθνούς ανταγωνισμού. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση θα μπορούσε ενδεχομένως να επιστρατεύσει κανείς περιπτώσεις όπως αυτή της όπερας του Μητρόπουλου Αδελφή Βεατρίκη (1920), προκειμένου για τη συγκρότηση ενός αντιπαραδείγματος στην όπερα της νεοελληνικής εθνικής σχολής, η οποία ομολογουμένως απέτυχε να προσφέρει διεθνώς βιώσιμα δείγματα. Το μουσικό ιδίωμα της Βεατρίκης βρίσκεται πράγματι στην αιχμή της τότε μουσικής πρωτοπορίας, τουλάχιστον ως προς τη γαλλική της εκδοχή. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς εύλογα να θέσει το ερώτημα ποια θα ήταν η τύχη της νεοελληνικής όπερας σε διεθνές επίπεδο αν είχε επικρατήσει το μοντέλο Μητρόπουλου. Προς προβληματισμό παραθέτουμε ένα περιστατικό από την περιοχή των εικαστικών: «Αυτό όμως που ο Παρθένης είχε προφητικά διαισθανθεί και κατανοήσει στην αυτοαπομόνωσή του στην Κέρκυρα τα χρόνια , ότι δηλαδή ο νεωτερισμός στην τέχνη με τη μορφή ενός αδιάκοπου εξευρωπαϊσμού είναι ατελέσφορος και δίχως νόημα, είχε αρχίσει να γίνεται ευρύτερα κατανοητό στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του 20 ού αιώνα. Η ελληνική τέχνη, όποτε παρουσιαζόταν στο εξωτερικό, αποτύγχανε να κινήσει το ενδιαφέρον των ξένων κριτικών και φιλότεχνων και αντιμετωπιζόταν μάλλον συγκαταβατικά. Η έκθεση της [πρωτοποριακής για τα τότε δεδομένα, Μ.Τ.] Ομάδος Τέχνη στη γκαλερί La Boétie στο Παρίσι το 1919 είχε, με εξαίρεση το έργο του Κ. Παρθένη και του Δ. Γαλάνη, επικριθεί από πολύ σημαντικούς τεχνοκριτικούς. Ο Gustave Kahn [ ] είχε απορρίψει την έκθεση γιατί δεν είχε accent local, ενώ ο Louis Vauxcelles [ ] είχε επίσης υποτιμητικά υπογραμμίσει τον αντίστοιχο ευρωπαίο καλλιτέχνη που κάθε έλληνας καλλιτέχνης είχε μιμηθεί». 19 Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η σύγχρονη ελληνική μουσικολογική έρευνα οφείλει να διερευνήσει τους όρους μιας νηφάλιας, μη πολεμικής ανάδειξης της ιδιαιτερότητας του νεοελληνικού εθνικισμού στην περιοχή της όπερας 20 εξάγοντας, πιθανώς, κανονιστικά συμπεράσματα για το παρόν 17 Για τον Γ. Καμπύση (Το δαχτυλίδι της μάνας) λ.χ., βλ. M. Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Αθήνα: Οδυσσέας, 2003), 318 Λ. Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, 6 η έκδ. (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1991), 223, Για τον συντηρητισμό του Καλομοίρη και μια ψυχολογική-κοινωνιολογική δικαιολόγησή του, βλ. Ο. Φράγκου-Ψυχοπαίδη, Η εθνική σχολή μουσικής. Προβλήματα ιδεολογίας (Αθήνα: Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, 1990), Περιγράφονται γλαφυρά στο Α. Χατζηαποστόλου, Ιστορία του Ελληνικού Μελοδράματος (Αθήνα: χ.ε., 1949). 19 Ε. Δ. Ματθιόπουλος, «Εικαστικές τέχνες,» στο Ιστορία της Ελλάδας του 20 ού αιώνα, επιμ. Χ. Χατζηιωσήφ (Αθήνα: Βιβλιόραμα, χ.χ.), Α/2: Κλασική από αυτή την άποψη παραμένει, κατά τη γνώμη μας, η εργασία της Ο. Φράγκου-Ψυχοπαίδη, Η εθνική σχολή μουσικής. Προβλήματα ιδεολογίας (Αθήνα: Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, 1990). Τίθεται ωστόσο ως ζήτημα κατά πόσο η μεθοδολογική επιλογή αποφυγής «ως προς τη μουσική, κατά το δυνατόν, κοινωνιολογικ[ών] εννοι[ών], οι οποίες Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 15

17 ΜΑΡΚΟΣ ΤΣΕΤΣΟΣ και, αφετέρου, να θεματοποιήσει κριτικά τους όρους και τα όρια της σήμερα επιχειρούμενης επέκτασης του εθνικού προς πάσα κατεύθυνση αδιακρίτως υπό τα τυπικά κριτήρια της απλής καταγωγής και πολιτογράφησης των συνθετών. 21 χαρακτηρίζονται από το ιδεολογικά φορτισμένο παρελθόν της ιστορίας της ευρωπαϊκής σκέψης και της μουσικής πολιτικής, όπως π.χ. [των] εννοι[ών] συντηρητικό, προοδευτικό ακόμα και στείρο, φορμαλιστικό ή νεοτεριστικό» (σ. 23) με το σκεπτικό πως οι ίδιες οι παραπάνω έννοιες «βρίσκονται ούτως ή άλλως από καιρό σε μια διαδικασία αλλαγής του ίδιου του χαρακτήρα τους και μετατόπισης του ιδεολογικού τους περιεχομένου» μπορεί να αποφύγει την ιστορικιστική απόκλιση. 21 Μια τέτοια θεώρηση προϋποθέτει αφενός νομιναλιστική κριτική της περιγραφικής εγκυρότητας της έννοιας «εθνικισμός», αφετέρου μια συγκειμενοκρατική (contextualist) αποδόμηση του νοήματός της. Βλ. New Grove Dictionary of Music and Musicians, 2 η έκδ., λήμμα «Nationalism» (του R. Taruskin). Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 16

18 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΚΑΛΛΙΕΡΟΣ Η όπερα Αδελφή Βεατρίκη (Sœur Béatrice) του Δημήτρη Μητρόπουλου (1918): μουσική υφή, αισθητικές κατευθύνσεις και ιστορικό πλαίσιο δημιουργίας Η έλξη που έχει ασκήσει το έργο του Βέλγου δραματουργού και ποιητή Maurice Maeterlinck ( ) 1 σε μεγάλο αριθμό σημαντικών Ευρωπαίων συνθετών, προερχόμενων από πολύ διαφορετικά γεωγραφικά και μουσικά περιβάλλοντα, θεωρείται ένα ιδιαίτερο φαινόμενο στην ιστορία της μουσικής. Με έμφαση στην περίοδο , και με χρονικές προεκτάσεις έως και αρκετά μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, συνθέτες όπως οι Debussy, Chausson, Dukas, Fauré, d Indy, Honegger, Lyadov, Martinů, Sibelius, Rakhmaninov, Schoenberg και Webern, πλησίασαν τα θεατρικά έργα και τα ποιήματα του Maeterlinck παράγοντας ένα μεγάλο αριθμό έργων για τη σκηνή (όπερα, σκηνική μουσική), τραγουδιών, αλλά και ειδών οργανικής μουσικής (κυρίως συμφωνικής). 2 Το πώς, μουσικοί δημιουργοί προερχόμενοι από εντελώς διαφορετικές αισθητικές κατευθύνσεις, έφτασαν να προσεγγίσουν το ίδιο πρόσωπο και το έργο του ως αφορμές συνθετικής δημιουργίας, ανάγεται προφανώς σε στοιχεία που καθορίζουν το ύφος και τις θεωρητικές αντιλήψεις της 1 Maurice Maeterlinck ( ). Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1862 στην Γάνδη, από πλούσια αστική οικογένεια της πόλης. Το 1890 δημοσιεύει το πρώτο θεατρικό του έργο, La princesse Maleine (Πριγκίπισσα Μαλέν). Πρόκειται για ένα από τα οκτώ έργα του, μέχρι το 1894, με τα οποία θα οργανώσει μία νέα θεατρική φόρμα υπό την επίδραση του συμβολισμού. To 1892 γράφει το Pelléas et Mélisande (Πελέας και Μελισάνθη) που θεωρείται το αναμφισβήτητο αριστούργημα του συμβολικού θεάτρου. Μετά το 1902, όποτε και γράφει το ιστορικό δράμα Μonna Vanna, θα ασχοληθεί λιγότερο με το θέατρο, ενώ η γραφή του απομακρύνεται από την επίδραση του συμβολισμού, γίνεται πιο συμβατική, με στοιχεία ιστορικά, ψυχολογικά και με πιο έντονη σκηνική δράση. Το 1910 αρνείται να πολιτογραφηθεί Γάλλος προκειμένου να γίνει δεκτός στη Γαλλική Ακαδημία ενώ το 1911 του απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τα έργα του μεταφράζονται αμέσως. Κανείς Βέλγος δραματουργός δεν γνώρισε μεγαλύτερη από αυτόν διεθνή απήχηση. Πέθανε στην Νίκαια στις 5 Μαΐου Σχετική βιβλιογραφία για το ύφος και τις θεωρίες του Maeterlinck (σε σχέση με τη μουσική): Ernst Newman, «Maeterlinck and Music,» στο Musical Studies, 3 η έκδ., επιμ. E. Newman (London: χ.ε., 1914), Richard Langham Smith, «The Play and its Playwright,» στο Claude Debussy: Pelléas et Mélisande, επιμ. R. Nichols και R. Langham Smith (Cambridge: Press Syndicate of the University of Cambridge, 1989), 1-29 Κωστής Ζαρούκας, Μωρίς Μαίτερλινκ, μελέτη μαζί με το δράμα Πελλέας και Μελισάνθη (Αθήνα: Νικόδημος, 1977), 45-49, Το διασημότερο, φυσικά, παράδειγμα, είναι το έργο του Maeterlinck Pelléas et Mélisande (Πελέας και Μελισάνθη) που υπήρξε πηγή έμπνευσης για τέσσερεις σημαντικούς συνθέτες στην αυγή του 20 ού αιώνα: η ομώνυμη όπερα από τον Claude Debussy (1902), η ορχηστρική σουίτα από τη σκηνική μουσική επένδυση του Jean Sibelius (op. 46, 1905), μια ακόμη ορχηστρική σουίτα από τον Gabriel Fauré (op. 80, 1898) και το ομώνυμο συμφωνικό ποίημα του Arnold Schoenberg (op. 5, 1902/03). Απ την άλλη πλευρά, ένα ιδιαίτερα πρόσφατο παράδειγμα: Les Aveugles (Οι τυφλοί), όπερα δωματίου του Beat Furrer (μόλις το 1989 ως Die Blinden όπου επίσης χρησιμοποιούνται κείμενα των F. Hölderlin, A. Rimbaud και του Πλάτωνα).

19 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΚΑΛΛΙΕΡΟΣ δραματουργίας του ίδιου του Maeterlinck: η υιοθέτηση του συμβολισμού 3 (τουλάχιστον για την πρώτη περίοδο έργων του), η ανάδυση των βαθύτερων ψυχολογικών και συναισθηματικών καταστάσεων των χαρακτήρων του, σε συνδυασμό με περιορισμό των έντονων σκηνικών χειρονομιών, ένας λόγος ελλειπτικός, μυστικιστική, συχνά ονειρική ατμόσφαιρα και διοχέτευση εναυσμάτων στη φαντασία του θεατή με συνεχείς υπαινιγμούς και συμβολιστικές παραθέσεις επί σκηνής, θεωρήθηκαν χαρακτηριστικά σκηνικής δραματοποίησης κατάλληλα προς μουσική επεξεργασία και επένδυση. H Αδελφή Βεατρίκη (Sœur Béatrice, 1902), θρησκευτικό δράμα σε τρεις πράξεις, «θαύμα» κατά τον συγγραφέα του, αποτελούν, μαζί με το Αριάδνη και Κυανοπώγωνας (Ariane et Barbe-blue, 1907), ίσως τα μοναδικά έργα τα οποία ο Maeterlinck προόριζε για μουσική επένδυση. 4 Η υπόθεση επεξεργάζεται έναν μεσαιωνικό θρύλο για την Παναγία, φλαμανδικής προέλευσης (ή ισπανικής κατά άλλους μελετητές), 5 που εκτυλίσσεται σε ένα μοναστήρι κατά τον 14 ο αιώνα με κεντρικό πρόσωπο την αδελφή Βεατρίκη. Ο έρωτάς της για τον πρίγκιπα Μπελλιντόρ αναδεικνύει θεματικά το ισχυρό δίλημμα μεταξύ της ερωτικής ολοκλήρωσης και των ανθρώπινων συναισθημάτων απέναντι στη θρησκευτική δέσμευση του μοναχισμού, με την πρώτη επιλογή να οδηγεί στην απογοήτευση και την εξαθλίωση (Α Πράξη Γ Πράξη), ενώ ενδιάμεσα τίθεται ο ρόλος της Θείας παρέμβασης (της Παναγίας) απέναντι στην ανθρώπινη ιδιοτέλεια και τις λάθος επιλογές, η οποία όμως δεν εκφράζεται ως τιμωρία, αλλά ως μεγαλοθυμία και συγχώρεση (Β Πράξη, όπου συμβαίνει και το «θαύμα», κεντρικό γεγονός του έργου). Το συμβολιστικό στοιχείο αναδεικνύεται από την μυστικιστική ατμόσφαιρα του μοναστηριού, που στη Β Πράξη συνδέεται και με το υψηλό πρόσωπο (την Παναγία), την καθημερινότητα του τραγικού, όπου ο έρωτας οδηγεί στην καταστροφή και, τελικά, στο θάνατο, αλλά τη σκηνική στατικότητα του δράματος (το σκηνικό του μοναστηριού παραμένει το ίδιο και στις τρεις πράξεις και τα πρόσωπα δρουν και εναλλάσσονται μέσα σ αυτό). Το ηρωικό ρομαντικό στοιχείο, αν και αναδύεται, αρχικά, από την ερωτική συναίνεση της Βεατρίκης στον 3 Ο συμβολισμός αποτελεί καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, κυρίως στη Γαλλία, και αναπτύχθηκε περισσότερο στην ποίηση και τις εικαστικές τέχνες. Ο γαλλικός συμβολισμός γεννήθηκε σε μεγάλο βαθμό ως μια αντίδραση απέναντι στον νατουραλισμό και τον ρεαλισμό, ρεύματα που προηγήθηκαν χρονικά και που προσπάθησαν να συλλάβουν την πραγματικότητα με πιστό τρόπο. Ο συμβολισμός από την πλευρά του αντιπαρέβαλε την πνευματικότητα, τη φαντασία και το όνειρο ως αναπόσπαστο μέρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τα αισθητικά του χαρακτηριστικά εξελίχθηκαν και αποσαφηνίστηκαν κυρίως από τους Stéphane Mallarmé και Paul-Marie Verlaine κατά την δεκαετία του Οι συμβολιστές πίστευαν πως σκοπός της τέχνης είναι να συλλάβει και να εκφράσει περισσότερο απόλυτες αλήθειες, τις οποίες μπορεί να προσεγγίσει με έμμεσους τρόπους. Για αυτό το λόγο, έγραφαν με μεταφορικό τρόπο, χρησιμοποιώντας εικόνες και αντικείμενα με συμβολική έννοια, αναδεικνύοντας το μεταφυσικό ή μυστικιστικό στοιχείο και με έντονη την παρουσία του θανάτου, μυθολογικών και άλλων δραματικών στοιχείων στη θεματολογία τους. [βλ. σχετικά: Anna Balakian, The Symbolist Movement: a critical appraisal (New York: Random House, 1967) Philippe Jullian, The Symbolists, μτφρ. Mary Anne Stevens (Oxford and New York: Phaidon Press, 1977)]. Aν και ο συμβολισμός θεωρείται ως καλλιτεχνικό ρεύμα της λογοτεχνίας και των εικαστικών τεχνών περισσότερο, επιδράσεις του φαίνεται να υπάρχουν στη μουσική του Debussy [ένα από τα γνωστότερα έργα του (Prélude a l après-midi d un faune) είναι εμπνευσμένο από το ομώνυμο ποίημα του Mallarmé (L après-midi d un faune)]. Υποστηρικτές συγγραφείς και κριτικοί του κινήματος στη Γαλλία ήταν ιδιαίτερα θετικοί στις θεωρίες και το έργο του Wagner, ενώ και ο Schoenberg βάσισε τον κύκλο του Pierrot lunaire επάνω σε συμβολιστικά ποιήματα του Albert Giraud [βλ. σχετικά: J. Peter Buckholder, D. J. Grout και C. V. Palisca, A History of Western Music, 7 η έκδ. (New York: W. W. Norton & Co., 2006), 698, , 808-9]. 4 Η Αριάδνη μελοποιήθηκε από τον Paul Dukas και η ομώνυμη όπερα παρουσιάστηκε στην παρισινή Opéra Comique την ίδια χρονιά, στα Απόστολος Κώστιος, Δημήτρης Μητρόπουλος Κατάλογος έργων (Αθήνα: Ορχήστρα των Χρωμάτων, 1996), 79. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 18

20 Η όπερα Αδελφή Βεατρίκη (Sœur Béatrice) του Δημήτρη Μητρόπουλου (1918) Μπελλιντόρ και τη φυγή τους, στην Α Πράξη, διαψεύδεται με την επιστροφή της εξαθλιωμένης, πια, Βεατρίκης στο μοναστήρι 25 χρόνια μετά, στην Γ Πράξη. O Maeterlinck προόριζε το έργο, καθώς φαίνεται, για τον Gabriel Fauré, ο οποίος όμως δεν το ολοκλήρωσε ποτέ. 6 Ωστόσο, η Αδελφή Βεατρίκη απασχόλησε αρκετούς άλλους συνθέτες. Όπερες επάνω στο κείμενο έγραψαν οι Β. Κ. Yanovs ky (1907), Α. Grechaninov (1910), Α. Wolff (1914), 7 ο Δημήτρης Μητρόπουλος (1918) και οι F. Rasse (1944) και L. Hoiby (1959). Ως σκηνική μουσική επένδυση το έργο απασχόλησε τους A. Lyadov (1910), K. Atterberg (1917) και O. Luening (1926). 8 Από τη δεύτερη πράξη του θεατρικού κειμένου η Nadia Boulanger 9 δανείστηκε το ποίημα που τραγουδά η Παρθένος (A toute âme qui pleure, Σε κάθε ψυχή που κλαίει ), για να γράψει το τραγούδι «Cantique (de sœur Béatrice)», ως αριθ. 6 στη συλλογή Douze mélodies (1909). Ο ίδιος ο Maeterlinck ξεχώρισε το ποίημα από το θεατρικό έργο και το συμπεριέλαβε στην ποιητική συλλογή του Chansons complètes. Το ύφος της μουσικής μάλλον αποτελεί μία έμμεση αναφορά στον Fauré [ειδικά τα εισαγωγικά μέτρα με την λιτή ακολουθία συγχορδιών που θυμίζουν το τραγούδι του τελευταίου, Lydia (1870)]. 10 Παρ. 1: N. Boulanger «Cantique (de sœur Béatrice)» για φωνή και πιάνο, μ Editions Heugel, Paris (s.d.). 6 Κωστής Ζαρούκας, Μωρίς Μαίτερλινκ, μελέτη μαζί με το δράμα Πελλέας και Μελισάνθη (Αθήνα: Νικόδημος, 1977), 55. Η πληροφορία παρατίθεται και στο: Βύρων Φιδετζής, «Γύρω από τη Βεατρίκη του Δημήτρη Μητρόπουλου Η εποχή και το έργο,» στο Δημήτρης Μητρόπουλος Αφιέρωμα, επιμ. Ν. Χριστοδούλου (Αθήνα: Πολιτισμικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων / Επτάλοφος, 2002), Πρόκειται για τον Albert Wolff ( ), καθηγητή και του Έλληνα συνθέτη Πέτρου Πετρίδη, στο Παρίσι (το 1914). 8 The New Grove Dictionary of Music and Musicians, 2 η έκδ., λήμμα «Maeterlinck, Maurice». 9 Η Γαλλίδα συνθέτρια, μαέστρος, πιανίστα και, κυρίως, καθηγήτρια θεωρητικών και σύνθεσης Nadia Boulanger ( ) με το διδακτικό της έργο στη Σχολή του Fontainebleau και στο Conservatoire του Παρισιού, από την δεκαετία του 1920 έως και το 1950 περίπου, δημιούργησε γενιές μαθητών που διακρίθηκαν ως συνθέτες στην Ευρώπη αλλά και τις Η.Π.Α. Θεωρείται ότι θεμελίωσε τη γενιά των νέων Αμερικάνων συνθετών του 20 ού αι. καθώς οι σημαντικότεροι εξ αυτών υπήρξαν μαθητές της (Aaron Copland, Elliott Carter, Leonard Bernstein, Walter Piston, Roy Harris, Philip Glass, Virgil Thomson, Marc Blitzstein κ.ά.). Η αδερφή της Lili Boulanger ( ) υπήρξε, επίσης, εξαιρετικό ταλέντο στη σύνθεση και ήταν η πρώτη γυναίκα που κέρδισε στα 1913 το περίφημο «Βραβείο της Ρώμης» (Prix de Rome), το σημαντικότερο διαγωνισμό σύνθεσης σε παγκόσμιο επίπεδο για εκείνη την εποχή. Ακόμη και σήμερα η Nadia Boulanger θεωρείται η ενσάρκωση όχι μόνο του ολοκληρωμένου μουσικού καλλιτέχνη (ερμηνεύτρια, δημιουργός, παιδαγωγός) αλλά και του πνευματικού εκφραστή των υψηλών ιδανικών της μουσικής [Βλ. σχετικά: L. Rosenstiel, Nadia Boulanger: a life in music (Nέα Υόρκη: W.W. Norton & Co, 1998)]. 10 Caroline Potter, «Nadia and Lili Boulanger: sister composers,» The Musical Quarterly 83, no. 4 (1999): 543, 545. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 19

21 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΚΑΛΛΙΕΡΟΣ Ο Μητρόπουλος εισάγει το ίδιο κείμενο του ποιήματος της Παρθένου ως έναρξη της Β Πράξης της όπερας με το εφέ της πρωινής κωδωνοκρουσίας του Όρθρου να προηγείται (δημιουργώντας σκηνικά τον χρονικό και τοπικό προσδιορισμό της δράσης). 11 Για να τονίσει το υπερβατικό του θείου προσώπου (καθώς το άγαλμα της Παναγίας ζωντανεύει και παίρνει τα ρούχα και τη μορφή της Βεατρίκης), γράφει το τραγουδιστικό μέρος της Παρθένου a cappella, σε μία λιτή και απέριττη γραμμή, τροπικά σαφή, η οποία αποκτά έναν κυκλικό χαρακτήρα μέσα από την επανάληψη του υλικού στις τρεις στροφές του ποιήματος. Η κορύφωση της κατάληξης (στην 3 η στροφή) αποτελεί συμβολιστική έμφαση στο γεγονός της μεταμφίεσης της Παναγίας σε αδελφή Βεατρίκη, ώστε να μην γίνει αντιληπτή η φυγή της τελευταίας από τις μοναχές και τους χωρικούς. Παρ. 2: Δ. Μητρόπουλος, Sœur Béatrice, Β Πράξη, μ. 1-8 (τραγούδι της Παρθένου). Το θέμα της Βεατρίκης φαίνεται να απασχολεί τον Μητρόπουλο νωρίτερα από την σύνθεση της όπερας, δηλαδή ήδη από το 1915, οπότε και γράφει το κομμάτι Béatrice για πιάνο, αφιερωμένο στον πιανίστα και φίλο του Αντώνη Σκόκο. Στο έργο αυτό φανερώνονται, με σαφήνεια, στοιχεία υφής και περιεχομένου του μουσικού υλικού, αλλά και του συνθετικού ύφους του νεαρότατου Μητρόπουλου, 12 τα οποία μάλιστα μεταφέρονται σχεδόν αυτούσια στην όπερα, τρία χρόνια αργότερα. Το βασικό μουσικό υλικό καλύπτει τα πρώτα 42 μέτρα της σύνθεσης. Δεν εξελίσσεται ως θεματικό υλικό με μελωδική επεξεργασία. Αποτελεί στην ουσία ένα μελο-ρυθμικό σχήμα ostinato (διάρκειας ενός μέτρου) το οποίο ανανεώνεται με τις εναλλαγές τονικού ύψους, την αρμονική εξέλιξη, τη χρωματικότητα, την αυξομείωση της διαφωνίας και τις ενδιάμεσες πτωτικές καταλήξεις. 11 Εξ αφορμής της παρουσίασης του έργου στις 11 Μαΐου 1920, ο Armand Marsick, καθηγητής του Μητρόπουλου στο Ωδείο Αθηνών, έγραψε στην κριτική του στην εφημ. Εστία σχετικά με την αρχή της Β Πράξης: «Η 2 α Πράξις αρχίζει με μίαν κωδωνοκρουσίαν και καταλήγει εις εν πιανίσσιμο του κόρου. Το πρελούδιο των κωδώνων είναι βεβαίως εύρημα, αν και από μουσικωτέρας απόψεως θα έπρεπεν ίσως ο συνθέτης να απομιμηθή τα περίφημα carillons της Φλάνδρας, τα οποία εκτελούν ολόκληρα τεμάχια». Αρμάνδος Μαρσίκ, «Αδελφή Βεατρίκη,» Εστία, 19 Μαΐου 1920 (διατηρείται η ορθογραφία του συντάκτη). Για λοιπές κριτικές περί του έργου, βλ. Απόστολος Κώστιος, Δημήτρης Μητρόπουλος (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1985), Την ίδια χρονιά (1915) γράφεται η Ταφή για ορχήστρα, ενώ ο Μητρόπουλος έχει ήδη διευθύνει για πρώτη φορά την ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών το 1914, στα 17 του μόλις χρόνια [βλ. Απόστολος Κώστιος, Δημήτρης Μητρόπουλος Κατάλογος έργων (Αθήνα: Ορχήστρα των Χρωμάτων, 1996), 21-22]. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 20

22 Η όπερα Αδελφή Βεατρίκη (Sœur Béatrice) του Δημήτρη Μητρόπουλου (1918) Παρ. 3: Δ. Μητρόπουλος, Béatrice για πιάνο, μ Στο παρακάτω παράδειγμα βλέπουμε την αναγωγή του μουσικού υλικού των τεσσάρων πρώτων μέτρων της πιανιστικής Béatrice σε αναλυμένη ρυθμική υφή επιπέδων και αρμονική σύνοψη. Παρ. 3 α : Δ. Μητρόπουλος, Béatrice για πιάνο, μ. 1-4, παραμετροποίηση ρυθμικού αρμονικού υλικού. Η πιανιστική Béatrice έχει έκταση 190 μέτρα. Τα 184 (πλην της coda) αποτελούν πλήρως το μουσικό υλικό της ορχήστρας στην 1 η Πράξη της όπερας, στην βασική σκηνή μεταξύ Βεατρίκης και Μπελλιντόρ, όπου η ερωτική συναίνεση της Βεατρίκης υπερβαίνει την αγάπη της για την Παναγία, με την απόφασή της να εγκαταλείψει το μοναστήρι πατώντας τους όρκους της μοναχικής ζωής. Παράλληλα, αναζητά ένα θεόσταλτο σημάδι για να την κρατήσει πίσω, το οποίο δεν έρχεται. 13 Παρόμοιο παράδειγμα έχουμε και στην Γ πράξη της όπερας, με τη σκηνή της μετανοημένης και εξαθλιωμένης Βεατρίκης με την ηγουμένη και τις υπόλοιπες μοναχές, όπου το μουσικό υλικό της ορχήστρας αντιστοιχεί πλήρως με τα μέτρα της πιανιστικής Béatrice (βλ. σελ της 13 Ο Maeterlinck υποβάλλει συμβολιστικά την απόφαση φυγής της Βεατρίκης, με το άκουσμα της καμπάνας του όρθρου (τρεις ήχοι - 3 το πρωί) που αποτελούσε καθημερινό καθήκον της που ήδη παραμέλησε, ενώ παλεύει με τη συνείδηση και τα συναισθήματά της για να πάρει τη σωστή απόφαση. Το σημείο που ηχεί η καμπάνα στην ορχηστρική παρτιτούρα της όπερας, αντιστοιχεί με το μ. 184 της πιανιστικής Béatrice, όπου και διακόπτεται η χρήση του πιανιστικού υλικού ως (μεταφερμένο) ορχηστρικό μουσικό υλικό, καθώς αλλάζει η σκηνική δράση. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 21

23 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΚΑΛΛΙΕΡΟΣ αυτόγραφης ορχηστρικής παρτιτούρας της Γ Πράξης). 14 Θα μπορούσαμε συνεπώς να πούμε ότι προσθέτοντας και την γραφή των φωνών των δύο πρωταγωνιστών στο πιανιστικό έργο, έχουμε την πλήρη παρτιτούρα των δύο συγκεκριμένων οπερατικών σκηνών σε πιανιστική αναγωγή. Παρ. 4: Δ. Μητρόπουλος, Béatrice για πιάνο, μ Το μουσικό υλικό παραμετροποιείται στα στοιχεία του (μελωδική υφή, ρυθμός, αρμονική εξέλιξη, δυναμική, μικροδομή και μακροδομή) και μεταφέρεται αυτούσιο στην ορχηστρική παρτιτούρα, πράγμα που μας διευκολύνει σε αναλυτικές παρατηρήσεις. Ωστόσο, από την παραπάνω παραμετροποίηση λείπει η ενορχήστρωση, η οποία, από αναλυτικής πλευράς, οφείλει να εξεταστεί τόσο ως προς τις επιλογές οργανολογίου (για τις κατανομές στις μελωδικές γραμμές, την αρμονική υφή κ.λπ.), όσο και στυλιστικά, με τις επιρροές της γαλλικής μουσικής να φαίνονται αρκετά έντονες εδώ. Οι παραπάνω ενδείξεις υφής και περιεχομένου του μουσικού υλικού στην όπερα εγείρουν ζητήματα ύφους της φωνητικής μελωδικής γραφής και το αν πρέπει να αναφερόμαστε σε ορχηστρική «συνοδεία» ή, ενδεχομένως, κάτι ουσιαστικότερο. Η διαμόρφωση θεματικών ενοτήτων (αντί θεματικού υλικού ή απλά «θέματος» προς επεξεργασία) είναι ένα φανερό στοιχείο της γραφής που συγκροτεί ενότητες μακροδομικού χαρακτήρα στην Αδελφή Βεατρίκη. Σε αναλυτικές αναφορές για το έργο υποστηρίζεται ότι οι επαναλήψεις θεματικών ενοτήτων, αυτούσιων, παραλλαγμένων ή εμπλουτισμένων με κάποια νέα στοιχεία, σε συνδυασμό με τον λόγο και την εξέλιξη της υπόθεσης, συνδέονται μάλλον μακρινά με την πρόσληψη του βαγκνερικού εξαγγελτικού μοτίβου από τον, 22 μόλις χρονών τότε, Μητρόπουλο, και πιο άμεσα με τις μουσικοδραματουργικές αντιλήψεις και θεωρίες του Wagner όπως αφομοιώνονται στη γαλλική μουσική και εκδηλώνονται μέσα από το έργο του César Franck, στο πνεύμα και το γράμμα του επιγόνου του, Vincent d Indy και του μαθητή αυτού, Armand Marsick, καθηγητή του Μητρόπουλου. 15 Ο τελευταίος είναι σίγουρο ότι αποτέλεσε 14 Αρχείο Δημήτρη Μητρόπουλου, υποφάκελος 4, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. Το υλικό παραχωρήθηκε στον γράφοντα από την υπεύθυνη του αρχείου κ. Ελευθερία Δαλέζιου, την οποία και ευχαριστώ. 15 Armand Marsick ( ). Βέλγος συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Σπούδασε σύνθεση αρχικά με τον Guy Ropartz και αργότερα στο Παρίσι με τον Vincent d Indy. To 1908 διορίστηκε καθηγητής σύνθεσης και διεύθυνσης ορχήστρας στο Ωδείο Αθηνών, ενώ συνέχισε την καριέρα του στο Ωδείο του Bilbao στην Ισπανία ( ) και αργότερα επέστρεψε στη χώρα του, στο Ωδείο της Λιέγης ( ). Έγραψε όπερες, σκηνική μουσική, συμφωνική μουσική, μουσική Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 22

24 Η όπερα Αδελφή Βεατρίκη (Sœur Béatrice) του Δημήτρη Μητρόπουλου (1918) τον συνδετικό κρίκο των συγκεκριμένων αισθητικών αντιλήψεων της γαλλικής σχολής με τον Μητρόπουλο αλλά και της γνωριμίας του νεαρού μουσικού με το έργο του συμπατριώτη του Βέλγου δραματουργού Maeterlinck. 16 Τέλος, πρέπει να σημειωθεί και η ιδιαίτερη θρησκευτικότητα που διαποτίζει την όπερα Αδελφή Βεατρίκη, αποτέλεσμα της ίδιας της ευλαβικής φύσης του Μητρόπουλου, αλλά και σε έμμεση σύνδεση πάλι μέσω του Marsick με το πνεύμα της γαλλικής Schola Cantorum και του d Indy, που εκδηλώνεται ήδη από τα τέλη του 19 ου αιώνα, μέσα από επαναπροσέγγιση της μουσικής της Καθολικής Εκκλησίας, την αναβίωση του γρηγοριανού μέλους αλλά και της μουσικής του Palestrina. Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον γνώρισμα που αναδεικνύει έμμεσα τη θρησκευτικότητα στην Αδελφή Βεατρίκη είναι το μακροδομικό στοιχείο της δραματουργικής σύλληψης μέσω της τριαδικότητας. Οι δύο ακραίες πράξεις (Α και Γ ) εκφράζουν περισσότερο το ανθρώπινο στοιχείο με κεντρικό πρόσωπο τη Βεατρίκη, τις πράξεις, τις επιλογές της και τις συνέπειές τους. Η μεσαία (Β ) πράξη επικεντρώνεται στο Θείο, μέσα από την ανθρώπινη, μεν, μεταμόρφωση του αγάλματος της Παναγίας που όμως πραγματοποιεί το «θαύμα» (στο υπερβατικό επίπεδο). Το στοιχείο της τριαδικότητας, μέσα από την κυκλικού τύπου μακροδομική συγκρότηση των τριών πράξεων της Αδελφής Βεατρίκης, εκφράζει το θεολογικό συμβολισμό για την Αγία Τριάδα και την τελειότητα της τριαδικής μορφής, που ανάγεται και αναγνωρίζεται στις ουμανιστικές και ηθικές αρχές του ίδιου του Vincent d Indy. Ο Γάλλος συνθέτης μετουσίωσε τις παραπάνω αρχές σε μουσικές και αισθητικές θεωρίες με τις οποίες μάλιστα, κατά την περίοδο (οπότε είχε και μαθητή τον Marsick), αντιτάχθηκε στην δομική ρευστότητα και τον αρμονικό αισθησιασμό του Debussy στον Πελέα ή την «εξπρεσιονιστική αναρχία» όπως την αντιλαμβανόταν ο ίδιος του R. Strauss, στις όπερες του τελευταίου Σαλώμη και Ηλέκτρα. 17 Απ την άλλη πλευρά, όσον αφορά στις επιδράσεις του γαλλικού ιμπρεσιονισμού και του Debussy στην Αδελφή Βεατρίκη, για τις οποίες επίσης υπάρχουν αναφορές, 18 αυτές φαίνονται να αποτελούν γνωρίσματα συνθετικών παραμέτρων όπως η αρμονική υφή και η ενορχήστρωση, καθώς όπως φαίνεται ο Μητρόπουλος γνώριζε τον οπερατικό Πελέα του Debussy που είχε γραφεί στα Η έντονη και με πολυφθογγικές εντασιακές διαβαθμίσεις χρωματικότητα της όψιμης ρομαντικής δωματίου, έργα για πιάνο και αρκετά τραγούδια με συνοδεία [The New Grove Dictionary of Music and Musicians, 2 η έκδ., λήμμα «Marsick, Armand (Louis Joseph)»]. Ως καθηγητής υποχρεωτικών και ανωτέρων θεωρητικών (και όχι σύνθεσης) του Δ. Μητρόπουλου, την περίοδο θεωρείται ότι επέδρασε σημαντικά στη διαμόρφωση της μουσικής του προσωπικότητας, αλλά και προώθησε το ταλέντο του τόσο στη σύνθεση όσο και στη διεύθυνση ορχήστρας. 16 Απ την άλλη πλευρά, βέβαια, εξίσου ενδιαφέρον είναι ότι ο Marsick ως συνθέτης, στις πέντε όπερες και σκηνικές επενδύσεις που έγραψε, δεν επεξεργάστηκε ποτέ κείμενο του Maeterlinck. Επίσης, όσον αφορά στη γνωριμία του Μητρόπουλου με το έργο του Maeterlinck, ο Γιάννης Σιδέρης επισημαίνει ότι η Sœur Béatrice μεταφράστηκε στα ελληνικά και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παναθήναια τόμος ΚΓ (που αντιστοιχεί στη χρονική περίοδο Οκτώβριος 1911 Μάρτιος 1912) [Γιάννης Σιδέρης, Ιστορία του Νέου Ελληνικού Θεάτρου , τ. 1, ( ) (Αθήνα: Μουσείο και Κέντρο Μελέτης του Ελληνικού Θεάτρου / Καστανιώτης, 1990), 240 υποσημ. 13]. Φυσικά ο πολύγλωσσος Μητρόπουλος θα μπορούσε να είχε διαβάσει άνετα το έργο στα γαλλικά (αφού σε αυτή τη γλώσσα το μελοποίησε) και προφανώς συνεργάστηκαν με την ταλαντούχα σοπράνο, τότε Κατίνα Παξινού για τη δημιουργία του ρόλου της Βεατρίκης, στην ίδια γλώσσα [βλ. και Απόστολος Κώστιος, Δημήτρης Μητρόπουλος (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1985), 32]. 17 The New Grove Dictionary of Music and Musicians, 2 η έκδ., λήμμα «Indy, (Paul Marie Théodore) Vincent d». Στο λήμμα υπάρχουν ξεκάθαρες αναφορές για τις αντιλήψεις του d Indy ως προς τη μορφή και το περιεχόμενου του έργου, τη θρησκευτική και ουμανιστική στάση απέναντι στη μουσική δημιουργία και την εκπαίδευση, καθώς και τις θέσεις και τις αντιλήψεις του απέναντι στου σημαντικούς συνθέτες της εποχής του (Wagner, Franck, Debussy, R. Strauss, κ.ά.). 18 Nicolas Slonimsky, «New Music in Greece,» The Musical Quarterly 51, no. 1 (1965): 230, όπου αναφέρεται καθαρά το έργο ως «a fine Debussian opera». Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 23

25 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΚΑΛΛΙΕΡΟΣ τονικής αρμονίας δεν εγκαταλείπεται ποτέ από τον Μητρόπουλο μέσα στο έργο, πράγμα που ωθεί τους μελετητές του να αναζητούν επιδράσεις μέσα από την γαλλική πρόσληψη των βαγκνερικών προτύπων και κυρίως μέσω της αρμονικής γλώσσας του Franck. 19 Ωστόσο, ιμπρεσιονιστικά φαινόμενα όπως η «παράλληλη κίνηση» συγχορδιών (parallel harmony) 20 με αρμονική στατικότητα (και τονικοκεντρική αδράνεια), η χρήση ισοκρατών με ostinato μελορυθμικούς εγκιβωτισμούς και οι σποραδικές τροπικές εκφάνσεις, είναι εμφανή στην Αδελφή Βεατρίκη. Παρ. 5: Δ. Μητρόπουλος, Sœur Béatrice, Γ Πράξη, 2 η σκηνή, μ Η φωνητική μελωδική υφή διαμορφώνεται κυρίως αφηγηματικά μέσα στο έργο, πράγμα που δημιουργεί ρευστότητα στη δομή των επιμέρους σκηνών, καθώς ο λυρικός μελωδικός χαρακτήρας δεν είναι εμφανής και επιδιώκεται μόνο σε σημεία κορυφώσεων, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος κάθε σκηνής το τραγούδι προσομοιάζει περισσότερο στο ύφος ενός ρέοντος μελωδικού ρετσιτατίβου. Το στοιχείο αυτό στην Αδελφή Βεατρίκη θυμίζει σημαντικά τη φωνητική γραφή στην όπερα Pelléas et Mélisande του Debussy και ίσως αποτελεί και την ουσιαστικότερη επίδραση που δέχεται ο Μητρόπουλος από το συγκεκριμένο έργο και τον Γάλλο συνθέτη. Επίσης, το στοιχείο της φωνητικής αφηγηματικότητας μετατοπίζει το βάρος της μελωδικής γραμμής στην ορχήστρα, πράγμα που δικαιολογεί και την εμφάνιση οργανικών θεματικών ενοτήτων οι οποίες επανεμφανίζονται αυτούσιες ή παραλλαγμένες σε διαφορετικές σκηνές ή πράξεις του έργου, συντελώντας στην ενότητα και τον κυκλικό χαρακτήρα της (μακρο)δομής. Εάν ο Πελέας του Debussy αποτελεί το γαλλικό αντίβαρο στον βαγκνερικό Τριστάνο, 22 το δίπτυχο Πελέα-Τριστάνου ως μουσικοδραματουργική σύλληψη και μουσική γλώσσα θεωρείται ότι αποτέλεσε ένα καταλυτικής σημασίας αισθητικό και συνθετικό πρότυπο για την Αδελφή Βεατρίκη, σύμφωνα με τους μελετητές του έργου, 23 πράγμα που μας ωθεί να αναζητήσουμε συσχετισμούς, έστω, των επαναλαμβανόμενων θεματικών ενοτήτων της όπερας του Μητρόπουλου (με την ορχήστρα στο παρασκήνιο να συμβάλλει στην εξέλιξη του εσωτερικού 19 Βύρων Φιδετζής, «Γύρω από τη Βεατρίκη του Δημήτρη Μητρόπουλου Η εποχή και το έργο,» στο Δημήτρης Μητρόπουλος Αφιέρωμα, επιμ. Ν. Χριστοδούλου (Αθήνα: Πολιτισμικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων / Επτάλοφος, 2002), Βλ. σχετικά: Joseph Machlis, Introduction to Contemporary Music (New York: W. W. Norton & Co, 1979), 93-94, Αρχείο Δημήτρη Μητρόπουλου, υποφάκελος 4, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, σελ J. Peter Buckholder, D. J. Grout και C. V. Palisca, A History of Western Music, 7 η έκδ. (New York: W. W. Norton & Co., 2006), Βλ. σχετικά: Βύρων Φιδετζής, «Γύρω από τη Βεατρίκη του Δημήτρη Μητρόπουλου Η εποχή και το έργο,» στο Δημήτρης Μητρόπουλος Αφιέρωμα, επιμ. Ν. Χριστοδούλου (Αθήνα: Πολιτισμικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων / Επτάλοφος, 2002), 68. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 24

26 Η όπερα Αδελφή Βεατρίκη (Sœur Béatrice) του Δημήτρη Μητρόπουλου (1918) δράματος που βιώνουν τα πρόσωπα και ιδίως η Βεατρίκη) με τα εξαγγελτικά μοτίβα του Wagner στον Τριστάνο. Αν και δεν υπάρχει ισχυρή αντιστοιχία με τη δομή και τη λειτουργία των εξαγγελτικών μοτίβων (Leitmotive) του Wagner, πάνω στα οποία στηρίζονται ολόκληρες θεωρίες και αισθητικές αντιλήψεις μουσικής δραματουργίας του Γερμανού συνθέτη (που την επίδρασή τους βλέπουμε πιο φανερά στις όπερες του Καλομοίρη, για παράδειγμα), δεν είναι αβάσιμο να εντοπίσουμε συγκεκριμένες θεματικές ενότητες στην Αδελφή Βεατρίκη που να ξεκινούν με κάποιο χαρακτηριστικό μελορυθμικό πρότυπο (το οποίο επανεμφανίζεται, ίδιο ή παραλλαγμένο). Παρ. 6i-iii: Δ. Μητρόπουλος, Sœur Béatrice, μοτιβικό υλικό θεματικών ενοτήτων. (i) Εναρκτήριο μελορυθμικό μοτίβο (σαν εξελισσόμενο ostinato), Α και Γ Πράξη: είσοδος της Βεατρίκης στη σκηνή. (ii) «Ερωτικό» μοτίβο Βεατρίκης-Μπελλιντόρ. Πρωτοακούγεται στο μ. 8, Α Πράξη 1 η σκηνή με την πρώτη αναφορά της Βεατρίκης στο πρόσωπο του Μπελλιντόρ («Il reviendra ce soir et je suis toute seule», «Θέλει να ξανάρθει απόψε και είμαι ολομόναχη»). Το μοτίβο κυριαρχεί στη βασική σκηνή Βεατρίκης-Μπελλιντόρ (Α πράξη) αλλά και σε μετέπειτα αναφορές της Βεατρίκης στην αγάπη. Η αναστροφή του μοτίβου, που κορυφώνεται στην Γ πράξη, συμβολίζει το λάθος της επιλογής και τον θάνατο της Βεατρίκης. (iii) Θρησκευτικό μοτίβο (της Παρθένου). Εμφανίζεται στην αρχή της Β Πράξης (μετά το τραγούδι της Παρθένου) και συμβολίζει την Παναγία. Έχει διατονικό, αργό και μεγαλόπρεπο χαρακτήρα και εκφέρεται συνήθως πολυφωνικά με παράλληλη κίνηση συγχορδιών, θυμίζοντας υφή χορικού. Επίσης, υπενθυμίζεται ο ρόλος των δύο αποσπασμάτων της πιανιστικής Béatrice τα οποία βασίζονται σε εξελισσόμενα μελορυθμικά ostinati χωρίς ξεκάθαρη μοτιβική δομή (βλ. μουσικά παραδείγματα 3 και 4) τα οποία, ίσως ακριβώς λόγω της μοτιβικής τους ανυπαρξίας σε συνδυασμό με την εκτεταμένη τους ανάπτυξη, λειτουργούν πιο έντονα ως μία παρασκηνιακή εσωτερική εξέλιξη του δράματος. Τέλος, ο ρόλος της χορωδίας (Ave Maris Stella) αν και υπέχει ρεαλιστικό ρόλο στη σκηνική δράση, καθώς ακούγεται μέσα στο μοναστήρι να τραγουδά πολυφωνικά σε αντιστικτικό τροπικό ύφος (στο μέσον της Β Πράξης), εντούτοις δρα συμβολιστικά: οι φωνές είναι των Αγγέλων (και όχι ανθρώπων) που δεν βρίσκονται στη σκηνή, οι οποίες εντείνονται και προετοιμάζουν το κοινό για το Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 25

27 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΚΑΛΛΙΕΡΟΣ υπερβατικό γεγονός του «θαύματος» από την μεταμφιεσμένη Παρθένο, που ακολουθεί αμέσως μετά. Παρατηρούμε επίσης ότι η μελωδία της ψηλότερης φωνής θυμίζει έντονα το τραγούδι της Παρθένου στην αρχή της Β Πράξης (βλ. και μουσικό παράδειγμα 2, ως στοιχείο μοτιβικής ενότητας), με το οποίο άλλωστε συνενώνονται (χορωδιακό και σόλο τραγούδι της Παρθένου) στο τέλος της Γ Πράξης (συμβολιστική υπερβατικότητα του Θείου στο δράμα και κυκλική δομή στη μουσική). Παρ. 7: Δ. Μητρόπουλος, Sœur Béatrice, Β πράξη, Αve maris Stella (χορωδία). 24 Ο ρόλος της ενορχήστρωσης συνάδει με τη σκηνική δράση, τη στήριξη του μουσικού υλικού ως προς τις βασικές του παραμέτρους (μελωδία, αρμονία, ρυθμό, δυναμική) και τη στυλιστική συγκρότηση ενός ιδιώματος που αναβαθμίζει το ρόλο του ηχοχρώματος ως εξελικτικό στοιχείο του έργου και της δραματουργίας συνολικά. Ο Μητρόπουλος χρησιμοποιεί μεγάλη ορχήστρα με τριπλά ξύλινα και ενισχυμένη ομάδα χάλκινων πνευστών (4 κόρνα, 4 τρομπέτες, 4 τρομπόνια, όπου το 4 ο εναλλάσσεται με τούμπα). Η ιδιαίτερη έμφαση στις γραμμές των πνευστών (με ευλύγιστη, δεξιοτεχνική γραφή των χάλκινων παρά την ποσοτική υπεροχή τους που ίσως «βάραινε» τον ήχο της ορχήστρας), 25 τα πολλά σολιστικά περάσματα του αγγλικού κόρνου, του φλάουτου και του μπάσου κλαρινέτου, η χρήση της άρπας, τα πολλαπλά divisi, tremoli και αρμονικά ισοκρατήματα στην ομάδα των εγχόρδων, αλλά και γενικά η πρόθεση της ηχοχρωματικής ανάδειξης της αρμονίας που είναι εμφανής στην παρτιτούρα, συνάδουν σε μία αντίληψη «γαλλικού» ήχου για την ορχήστρα από τον Μητρόπουλο, που αν και νέος φαίνεται να την κατέχει αρκετά (τα μόνο στοιχεία που φαίνεται να λείπουν είναι η χρήση της τσελέστας και οι αρμονικοί στα έγχορδα). 26 Η ποσοτική και ηχοχρωματική 24 Αρχείο Δημήτρη Μητρόπουλου, υποφάκελος 3, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, σελ Ο Βύρων Φιδετζής αναγνωρίζει την γαλλική ενορχηστρωτική αντίληψη του Μητρόπουλου στην Αδελφή Βεατρίκη όσον αφορά στα πνευστά, και ιδιαίτερα στις τρομπέτες, ωστόσο εντοπίζει και ακούσματα που παραπέμπουν στον Wagner (Τριστάνος, Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης, Χρυσός του Ρήνου) [Βύρων Φιδετζής, «Γύρω από τη Βεατρίκη του Δημήτρη Μητρόπουλου Η εποχή και το έργο,» στο Δημήτρης Μητρόπουλος Αφιέρωμα, επιμ. Ν. Χριστοδούλου (Αθήνα: Πολιτισμικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων / Επτάλοφος, 2002), 68.] 26 Ο Μητρόπουλος ήδη διευθύνει από το 1914 τη μαθητική ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών και δέχεται τη διδασκαλία του Βέλγου Marsick, που προφανώς του μεταφέρει την γαλλική αντίληψη για την ορχήστρα όπως προέρχεται από τον Franck (ο οποίος αφομοιώνει την ενορχηστρωτική γαλλική παράδοση που καθιερώνει ο Berlioz σε συνδυασμό με τις επιδράσεις του Wagner) και του d Indy και η οποία αναδιαμορφώνεται στις αρχές του 20 ού αιώνα με τον Debussy [βλ. χαρακτηριστικά, Paul Bekker, Η ορχήστρα, μτφρ. Μ. Γρηγορίου (Αθήνα: Νεφέλη, 1989), (Franck, d Indy), (Debussy)]. Ο Bekker υποστηρίζει πως η γαλλική ορχήστρα του Debussy «έμοιαζε με ένα εκσυγχρονισμένο εκκλησιαστικό όργανο, κατασκευασμένο από τις ηχητικές περιοχές των ξύλινων» (ό.π., 229). Αν αναλογιστούμε ότι ο βελγικής καταγωγής Franck ήταν οργανίστας και ότι ο Μητρόπουλος στάλθηκε με υποτροφία του Ωδείου Αθηνών στις Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 26

28 Η όπερα Αδελφή Βεατρίκη (Sœur Béatrice) του Δημήτρη Μητρόπουλου (1918) κορύφωση της ενορχήστρωσης έρχεται στο μέσον της Β Πράξης, όπου, μετά το χορωδιακό τραγούδι των Αγγέλων επέρχεται το «θαύμα» της Παναγίας με τις μοναχές και το πλήθος να εκφράζουν το δέος και την ευλάβειά τους: θυελλώδης χρήση των δυναμικών και των εκτάσεων των οργάνων (τρίλιες στα κόρνα, ψηλές νότες και γρήγορες ρυθμικές αξίες στις τρομπέτες και τα τρομπόνια με χρήση και σουρντίνας, χρωματικά tremoli και πολύ γρήγορα περάσματα σε ακραίες περιοχές έκτασης για τα έγχορδα και τα ξύλινα, συμμετοχή όλων των κρουστών, δυναμική fff). H έκταση αυτής της κορύφωσης φτάνει τα 40 μέτρα. 27 Τα στοιχεία για την πορεία σύνθεσης, ολοκλήρωσης, τμηματικής και ολοκληρωμένης εκτέλεσης του έργου είναι γνωστά και καλύπτουν την περίοδο Το έργο είχε, τουλάχιστον τμηματικά, ολοκληρωθεί μέχρι το 1918, οπότε και ο Μητρόπουλος παρουσίασε την Α Πράξη σε μορφή κοντσερτάντε, διευθύνοντας ο ίδιος, με πρωταγωνιστές τους Μαρία Μεσολωρά και Κίμωνα Τριανταφύλλου στην Πέμπτη Συναυλία Συνδρομητών της ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών (12 Απριλίου 1918). 28 Η απόφασή του να ανεβάσει ολοκληρωμένο το έργο υποστηρίχτηκε οικονομικά και από την Κατίνα Παξινού, η οποία τραγούδησε τον ομώνυμο ρόλο (με Μπελλιντόρ τον Λ. Κορωνάκη), υπό τη διεύθυνση του Marsick (πρεμιέρα στις 11 Μαΐου 1920 στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, παρουσία και του Saint-Saëns). 29 Η Αδελφή Βεατρίκη είναι δύσκολο να τεθεί ως έργο-κριτήριο μίας κριτικής επισκόπησης για τις όψεις και τις τάσεις της νεοελληνικής σκηνικής μουσικής δημιουργίας στα πλαίσια της αθηναϊκής μουσικής ζωής κατά την περίοδο , καθώς βρίσκεται σαφώς εκτός του κλίματος της Εθνικής Σχολής, η οποία αναδύεται έντονα φιλολογικά και θεωρητικά γύρω στο 1910 και με έμφαση μουσικά την περίοδο Ο παρακάτω πίνακας δείχνει μία αντιπροσωπευτική εικόνα της νεοελληνικής σκηνικής μουσικής δημιουργίας κατά την περίοδο : Βρυξέλλες το 1920 για να σπουδάσει εκκλησιαστικό όργανο και σύνθεση (μία απόφαση που πάρθηκε σίγουρα και υπό την επιρροή του Marsick), τότε οι σχέσεις του νεαρού Έλληνα συνθέτη με τη γαλλική μουσική ίσως ήταν πιο πολύπλοκες απ ό,τι μας είναι μέχρι σήμερα γνωστό. 27 Βλ. σελ του αυτόγραφου της ορχηστρικής παρτιτούρας της Β Πράξης της όπερας (Αρχείο Μητρόπουλου, υποφάκελος 3, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη). 28 Απόστολος Κώστιος, Δημήτρης Μητρόπουλος (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1985), Όπως μαρτυρεί η ίδια η Κατίνα Παξινού, στο: Απόστολος Κώστιος, Το στοιχείο της θεατρικότητας στον Δημήτρη Μητρόπουλο (Αθήνα: Παπαγρηγορίου-Νάκας, 1997), 27, 29. Ενδιαφέρον είναι εδώ να επισημανθεί ότι ο W. Trotter συσχετίζει και τη δημιουργία αλλά και το ανέβασμα της Αδελφής Βεατρίκης με την στενή προσωπική σχέση που υποτίθεται ότι είχαν ο Μητρόπουλος και η Παξινού εκείνη την εποχή. Αυτό, ωστόσο, δεν επιβεβαιώνεται από άλλη πηγή [William R. Trotter, Priest of music: the life of Dimitri Mitropoulos (Portland: Amadeus Press, 1995), 37-39]. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 27

29 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΚΑΛΛΙΕΡΟΣ ΕΤΟΣ ΕΡΓΟ ΣΥΝΘΕΤΗΣ 1915 Ο Πρωτομάστορας (όπερα) Η πριγκίπισσα της Σασσώνος (οπερέτα) Μ. Καλομοίρης ( ) Σ. Σαμάρας ( ) 1916 Κρητικοπούλα (οπερέτα) Σ. Σαμάρας ( ) 1917 Το δαχτυλίδι της μάνας (όπερα) Νιόβη (όπερα) Η άσπρη τρίχα (οπερέτα) - Αθλητικός Όμιλος (οπερέτα) Η τίγρη (La tigra, ημιτελές μελόδραμα) Μ. Καλομοίρης ( ) Γ. Σκλάβος ( ) Δ. Λαυράγκας ( ) Σ. Σαμάρας ( ) 1918 Αδελφή Βεατρίκη (όπερα) Διπλή Φωτιά (οπερέτα) Δ. Μητρόπουλος ( ) Δ. Λαυράγκας ( ) Κυρά-Φροσύνη (σκηνική μουσική) Γ. Σκλάβος ( ) Σαλώμη (σκηνική μουσική) Αιμ. Ριάδης ( ) Ενδιαφέρουσα θα ήταν, ίσως, μία συνεξέταση της Αδελφής Βεατρίκης με την προγενέστερη ημιτελή Γαλάτεια του Αιμίλιου Ριάδη (περ ), η οποία σχεδιάστηκε με λιμπρέτο στη γαλλική γλώσσα, επίσης. Πέραν αυτού είναι φανερό ότι ο Μητρόπουλος βρίσκεται πολύ μακριά από οποιαδήποτε νύξη εθνικής ταυτότητας (γλώσσα, ιδεολογία, δραματοποιημένος συμβολισμός, μουσική υφή και περιεχόμενο), παρόλο που μετά το 1910 και με την έλευση του Καλομοίρη στην Ελλάδα, η ιδέα της Εθνικής Σχολής είναι σίγουρα πολύ ζωντανή μέσα στο Ωδείο Αθηνών (και τουλάχιστον μέχρι την αποχώρηση του Καλομοίρη από το ωδείο και την ίδρυση του Ελληνικού Ωδείου στα 1919). Συνοψίζοντας, η όπερα Αδελφή Βεατρίκη αποτελεί μία εξατομικευμένη αλλά και εντυπωσιακή περίπτωση στην νεοελληνική μουσική για την περίοδο Είναι ένα έργο ενός νεαρού μεν δημιουργού (μόλις 22 χρονών), που, ωστόσο, διακρίνεται για τη δημιουργική αφομοίωση των επιρροών που δέχεται μέσα από το μουσικό περιβάλλον που φοιτά (Ωδείο Αθηνών, Armand Marsick, κατά τη δεκαετία ) και την επάρκεια των συνθετικών μέσων που κατέχει, ώστε να παράγει ένα δημιουργικό αποτέλεσμα το οποίο μόνο μαθητικό δεν μπορεί να θεωρηθεί. Η υποβλητική ενορχήστρωση, η εναλλαγή του μουσικού ύφους στα πλαίσια της σκηνικής δράσης, η ολοκληρωμένη συγκρότηση μικροδομικών και μακροδομικών ενοτήτων, ο μελωδικός, ρυθμικός και αρμονικός πλούτος, αλλά και η εξέλιξη των μουσικών ιδεών βάσει της δραματικής πορείας, αποτελούν γνωρίσματα ενός δημιουργού με συγκρότηση και ωριμότητα, που η μελέτη του έργου του μας αποκαλύπτει διαρκώς νέα στοιχεία για την προσωπικότητά του. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι μία κριτική έκδοση της όπερας Αδελφή Βεατρίκη είναι ιδιαίτερα απαραίτητη, σήμερα, στα πλαίσια άλλωστε της προσπάθειας για μία ολοένα και πιο ολοκληρωμένη ειδολογικά, αισθητικά και χρονολογικά επισκόπηση της έντεχνης νεοελληνικής μουσικής δημιουργίας και της αντίστοιχης πρόσληψής της, όχι μόνο στον ελληνικό χώρο, αλλά και διεθνώς. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 28

30 Η όπερα Αδελφή Βεατρίκη (Sœur Béatrice) του Δημήτρη Μητρόπουλου (1918) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ζαρούκας, Κώστας. Μωρίς Μαίτερλινκ, μελέτη μαζί με το δράμα Πελλέας και Μελισάνθη. Αθήνα: Νικόδημος, Κώστιος, Απόστολος. Δημήτρης Μητρόπουλος. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Δημήτρης Μητρόπουλος Κατάλογος έργων. Αθήνα: Ορχήστρα των Χρωμάτων, Το στοιχείο της θεατρικότητας στον Δημήτρη Μητρόπουλο. Αθήνα: Παπαγρηγορίου-Νάκας, Μαρσίκ, Αρμάνδος. «Αδελφή Βεατρίκη.» Εστία, 19 Μαΐου Σιδέρης, Γιάννης. Ιστορία του Νέου Ελληνικού Θεάτρου Τ. 1, ( ). Αθήνα: Μουσείο και Κέντρο Μελέτης του Ελληνικού Θεάτρου / Καστανιώτης, Φιδετζής, Βύρων. «Γύρω από τη Βεατρίκη του Δημήτρη Μητρόπουλου. Η εποχή και το έργο.» Στο Δημήτρης Μητρόπουλος Αφιέρωμα, επιμέλεια Ν. Χριστοδούλου Αθήνα: Πολιτισμικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων / Επτάλοφος, Bekker, Paul. Η ορχήστρα. Μετάφραση Μ. Γρηγορίου. Αθήνα: Νεφέλη, Buckholder, P., D. J. Grout και C. V. Palisca. A History of Western Music. 7 η έκδ. New York: W. W. Norton & Co., Langham Smith, Richard. «The Play and its Playwright.» Στο Claude Debussy: Pelléas et Mélisande, επιμέλεια R. Nichols και R. Langham Smith Cambridge: Press Syndicate of the University of Cambridge, Machlis, Joseph. Introduction to Contemporary Music. New York: W. W. Norton & Co, Newman, Ernst. «Maeterlinck and Music.» Στο Musical Studies, 3 η έκδ, επιμέλεια E. Newman London: χ.ε., Potter, Caroline. «Nadia and Lili Boulanger: sister composers.» The Musical Quarterly 83, no. 4 (1999): Sadie, Stanley, επιμ. The New Grove Dictionary of Music and Musicians, 2 η έκδ. London: Macmillan, Slonimsky, Nicolas. «New Music in Greece.» The Musical Quarterly 51, no. 1 (1965): Trotter, William R. Priest of music: the life of Dimitri Mitropoulos. Portland: Amadeus Press, Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 29

31 ΑΝΝΑ-ΜΑΡΗΑ ΡΔΝΣΕΔΠΔΡΖ-ΣΩΝΟΤ Οι όπερες τοσ Γ. Λασράγκα Διδώ και Φακανάπας σνοπτική πραγματολογική και αναλστική προσέγγιση Ο Κεθαιιήληνο Γηνλύζηνο Λαπξάγθαο ( ), ζπλζέηεο, αξρηκνπζηθόο θαη παηδαγσγόο, αλήθεη ζηελ πξώηε γεληά ζπλζεηώλ ηεο Διιεληθήο Δζληθήο Μνπζηθήο ρνιήο. Πέξα από ην ζπλζεηηθό ηνπ έξγν αζρνιήζεθε ζ όιε ηνπ ηε δσή κε ηε δεκηνπξγία κεινδξακαηηθήο παξάδνζεο ζηελ Διιάδα. Γηα ην ιόγν απηό, ίδξπζε ην 1898 ζε ζπλεξγαζία κε ην Λνπδνβίθν πηλέιιε ην «Διιεληθό Μειόδξακα», ην ζίαζν πνπ εδξαίσζε ηελ όπεξα ζηελ Διιάδα θαη πξόβαιε αλάκεζα ζηα άιια ην ειιεληθό θαιιηηερληθό δπλακηθό. 1 ηε δηακόξθσζε ηεο κνπζηθήο ηνπ πξνζσπηθόηεηαο ζεκαληηθό ξόιν έπαημαλ ηα παηδηθά θαη λεαληθά ηνπ ρξόληα ζηελ Κεθαιινληά, όπνπ ήξζε ζε επαθή κε ηελ ηηαιηθή όπεξα κέζσ ησλ δηαθόξσλ ζηάζσλ πνπ επηζθέπηνληαλ ην λεζί, νη κνπζηθέο ζπνπδέο ηνπ ζηελ Ηηαιία, όπνπ γλώξηζε ηελ Ηηαιηθή κνπζηθή παξάδνζε ησλ Palestrina, Zingarelli, Mercadante, Bellini, Paisiello θαη άιισλ θαζώο θαη νη κνπζηθέο ζπνπδέο ηνπ ζην Παξίζη, όπνπ γλώξηζε ηόζν ηε γεξκαληθή ζπκθσληθή κνπζηθή (Beethoven, Mendelssohn) όζν θαη ηε κνπζηθή ηεο γαιιηθήο ζρνιήο, θπξίσο ησλ Delibes θαη Massenet. 2 Έρεη ζπλζέζεη δηάθνξα είδε κνπζηθήο. εκαληηθό κέξνο ηνπ έξγνπ ηνπ απνηεινύλ νη όπεξεο θαη νη νπεξέηεο ηνπ, αλάκεζα ζηηο νπνίεο ζπγθαηαιέγνληαη θαη νη όπεξεο Δηδώ θαη Φαθαλάπαο. Σε Δηδώ, όπεξα ζε ηέζζεξηο πξάμεηο, ζπλέζεζε ν Λαπξάγθαο θαηά δηαζηήκαηα από ην 1906 σο ην Σν ιηκπξέην ηεο βαζίδεηαη ζηελ νκώλπκε ηξαγσδία ηνπ Πνιύβηνπ Γεκεηξαθόπνπινπ ( ), ζύγρξνλνπ κε ην Λαπξάγθα ζεαηξηθνύ ζπγγξαθέα, πεδνγξάθνπ, πνηεηή θαη δεκνζηνγξάθνπ. Σν θείκελν ηεο ηξαγσδίαο είλαη γξακκέλν ζηελ θαζαξεύνπζα. Ζ ππόζεζή ηεο, ε νπνία βαζίδεηαη ζηνλ αξραίν κύζν ηεο Γηδώο από ηελ Αηλεηάδα ηνπ Βηξγίιηνπ, 4 εθηπιίζζεηαη νθηώ ρξόληα κεηά ηελ άισζε ηεο Σξνίαο ζηελ Καξρεδόλα. Ο Αηλείαο, βαζηιηάο ησλ Γαξδάλσλ έθπγε από ηελ Σξνία κε 1 Γεκήηξεο Γηάλλνπ, «Οξγάλσζε ηεο κεινδξακαηηθήο θίλεζεο ζηελ Διιάδα (ζύληνκε ηζηνξηθή αλαζθόπεζε θαη ραξαθηεξηζηηθά γλσξίζκαηα),» ζην Θέκαηα Μνπζηθνινγίαο, Δ. Γηάλλνπ (Θεζζαινλίθε: University Studio Press, 1994), 97 θαη Φνίβνο Αλσγεηαλάθεο, επηκ., «Ζ κνπζηθή ζηε λεώηεξε Διιάδα,» ζην Ιζηνξία ηεο Μνπζηθήο, ηνπ K. Nef, 2 ε έθδ. (Αζήλα: Ν. Βόηζεο, 1985), Γηνλύζηνο Λαπξάγθαο, Τ Απνκλεκνλεύκαηά κνπ (Αζήλα: Γθνβόζηεο, ρ.ρ.), Γηώξγνο Ραπηόπνπινο, Δηνλύζεο Λαπξάγθαο, Έλαο ηδενιόγνο ηεο κνπζηθήο καο δωήο, Από ηε δωή θαη ην έξγν ηνπ (Αζήλα: Έθδνζε ηεο Μνπζηθήο Δηαηξίαο «Γηνλύζεο Λαπξάγθαο» / Κώδηθαο, ρ.ρ.), Νεώηεξν Εγθπθινπαηδηθό Λεμηθό, (Αζήλα: Έθδνζε ηεο εγθπθινπαηδηθήο επηζεσξήζεσο Ήιηνο, ρ.ρ.), ιήκκα «Γηδώ», 6:29.

32 ΑΝΝΑ-ΜΑΡΗΑ ΡΔΝΣΕΔΠΔΡΖ-ΣΩΝΟΤ ηνπο ζπληξόθνπο ηνπ, ηνλ παηέξα ηνπ θαη ην γην ηνπ, γηα λα ρηίζεη λέα παηξίδα ζύκθσλα κε ην ρξεζκό ησλ ζεώλ. Μεηά από ζθνδξή ηξηθπκία, βξέζεθε λαπαγόο κε ηνπο ζπληξόθνπο ηνπ ζηελ Καξρεδόλα. Δθεί ηνπο πεξηέζαιςε ε βαζίιηζζα Γηδώ θαη ηνπο πεξηπνηήζεθε κε ηηκέο. Αλάκεζα ζηε Γηδώ θαη ηνλ Αηλεία αλαπηύρζεθε έλαο δπλαηόο έξσηαο. Έηζη, όηαλ ν Αηλείαο, πηεδόκελνο από ηνπο ζπληξόθνπο ηνπ, δήισζε πσο πξέπεη λα ππαθνύζεη ζην ρξεζκό ησλ ζεώλ θαη λα θύγεη, εθείλε ηνπ πξόηεηλε λα ηνλ αθνινπζήζεη αθήλνληαο ην βαζίιεηό ηεο. Ο Αηλείαο όκσο έθπγε θξπθά από ηελ Καξρεδόλα, ρσξίο λα ηελ πάξεη καδί ηνπ. Ζ Γηδώ, όηαλ είδε ηα πινία ηνπ λα απνκαθξύλνληαη, απνθάζηζε λ απηνθηνλήζεη βάδνληαο θσηηά ζηα δηακεξίζκαηά ηεο, ώζηε λα δεη ν Αηλείαο από ηε ζάιαζζα ηηο θιόγεο. Κεληξηθόο ππξήλαο ηνπ έξγνπ από λνεκαηηθή άπνςε είλαη ε εζσηεξηθή ζύγθξνπζε, πνπ βηώλνπλ νη δύν ήξσεο αλάκεζα ζηελ πξνζσπηθή ηνπο επηπρία θαη ζην θαζήθνλ, πνπ πξνζηάδνπλ νη ζενί θαη ε κνίξα. Σν ιηκπξέην ηεο όπεξαο δηακόξθσζε ν ίδηνο ν Λαύξαθαο δηαηεξώληαο ηελ θαζαξεύνπζα ηνπ ινγνηερληθνύ πξνηύπνπ. Αξγόηεξα, πηζαλόηαηα γηα ηελ παξάζηαζε ηεο Δηδώο πνπ δόζεθε από ηελ Δζληθή Λπξηθή θελή ην 1952, έγηλε κεηαθνξά ηνπ ιηκπξέηνπ ζηε δεκνηηθή γιώζζα από ηε Βέηα Πεδνπνύινπ. ην πξόγξακκα ηεο παξάζηαζεο απηήο αλαγξάθνληαη κεηαμύ άιισλ ηα εμήο: «Κείκελνλ Πνιύβηνπ Γεκεηξαθόπνπινπ (Παξάθξαζηο ζηε δεκνηηθή Βέηαο Πεδνπνύινπ)». Καηά ηε δηακόξθσζε ηνπ ιηκπξέηνπ ν Λαπξάγθαο δηαηήξεζε ηηο ηέζζεξηο πξάμεηο, ηα πξόζσπα θαη ηελ εμέιημε ηεο ππόζεζεο ηεο ηξαγσδίαο. Βεβαίσο, πξαγκαηνπνίεζε ηξνπνπνίεζεηο ζε δηάθνξα ζεκεία θπξίσο γηα κνπζηθνδξακαηνπξγηθνύο ιόγνπο, αθαηξώληαο ή πξνζζέηνληαο ζηίρνπο θαη βάδνληαο δηάθνξα πξόζσπα λα ηξαγνπδνύλ παξάιιεια ή λα εκθαλίδνληαη κε κηθξόηεξε ή κεγαιύηεξε ζπρλόηεηα. Όζνλ αθνξά ζηα πξόζσπα, έβαιε ηνλ Κιέαξρν (αθόινπζν ηνπ Αηλεία) θαη ηελ Αζηάξρε (ζεξαπαηλίδα) λα ηξαγνπδνύλ κόλν καδί κε ην ρνξό ησλ Γαξδάλσλ θαη ην ρνξό ησλ Θεξαπαηλίδσλ θαη Παξζέλσλ αληίζηνηρα. Έηζη, ηα πξόζσπα ηεο όπεξαο δηακνξθώζεθαλ σο εμήο: Αηλείαο (βαζηιηάο ησλ Γαξδάλσλ ηελόξνο), Αράηεο (γέξνληαο, αθόινπζνο ηνπ Αηλεία βαξύηνλνο), Αλζεύο (αθόινπζνο ηνπ Αηλεία κπάζνο), Γηδώ (βαζίιηζζα ηεο Καξρεδόλαο ζνπξάλν), Άλλα (αδειθή ηεο Γηδώο κέηδν ζνπξάλν), Άγγεινο (ηελόξνο), ρνξόο Παξζέλσλ θαη Θεξαπαηλίδσλ (κε ηελ Αζηάξρε, ζεξαπαηλίδα), ρνξόο Γαξδάλσλ (κε ηνλ Κιέαξρν, αθόινπζν ηνπ Αηλεία), ζνιίζηεο κπαιέηνπ. Ωο πξνο ηελ αλαιπηηθή πξνζέγγηζε, ζηελ όπεξα Δηδώ ε κνξθνινγηθή δηάξζξσζε ζε κέξε θαη ελόηεηεο αθνινπζεί γεληθά ηε δνκή ηνπ ιηκπξέηνπ. Ο δηαρσξηζκόο ησλ κεξώλ (ξεηζηηαηίβη, άξηεο, ζύλνια, ρνξσδηαθά) δε γίλεηαη κε απόιπηε ζαθήλεηα θαη δελ αλαγξάθεηαη θακία ζρεηηθή έλδεημε από ην ζπλζέηε πάλσ ζηελ παξηηηνύξα. Γηα παξάδεηγκα, ζηελ πξώηε πξάμε ηα κέξε ζπλελώλνληαη ζε ηέζζεξηο ελόηεηεο σο εμήο: Δηζαγσγή: κ Α ελόηεηα: κ Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 31

33 Οη όπεξεο ηνπ Γ. Λαπξάγθα Δηδώ θαη Φαθαλάπαο πλνπηηθή πξαγκαηνινγηθή θαη αλαιπηηθή πξνζέγγηζε Β ελόηεηα: κ Γ ελόηεηα: κ Γ ελόηεηα: κ ην ηέινο θάζε ελόηεηαο ππάξρεη γεληθή παύζε. ηελ πξώηε ελόηεηα ηα κέξε ζπλδένληαη κεηαμύ ηνπο κε γέθπξεο, ελώ ζηηο ππόινηπεο ηξεηο πξαγκαηνπνηείηαη άκεζε κεηάβαζε είηε ζην ίδην είηε ζην επόκελν κέηξν. Έηζη, κέζα ζε θάζε ελόηεηα δίλεηαη ε αίζζεζε ηεο ζπλερνύο ξνήο ηεο κνπζηθήο. Πηώζεηο πξαγκαηνπνηνύληαη είηε θαηά ηελ νινθιήξσζε ησλ κεξώλ είηε ζε ελδηάκεζα ζεκεία ζην ηέινο ησλ θξάζεσλ. Γεληθά ζηε Δηδώ νξηνζεηνύληαη κνπζηθέο θξάζεηο άιινηε ζρεκαηίδνληαο ζπκκεηξηθά ζρήκαηα θαη άιινηε όρη. Οξηζκέλεο θξάζεηο εηζέξρνληαη ε κηα κέζα ζηελ άιιε. Γηα παξάδεηγκα ζηελ άξηα (πξνζεπρή) ηνπ Αηλεία, κ , ην κνξθηθό ζρήκα έρεη σο εμήο: (Α κέξνο) 8(4+4)+4+4+8(4+4)+2 κέηξα θαη (Β κέξνο) κέηξα [παξ. 1, δηαθξίλεηαη ε νθηάκεηξε πεξίνδνο (4+4), κ ]. Παξ. 1. Άξηα (πξνζεπρή ηνπ Αηλεία) κ Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 32

34 ΑΝΝΑ-ΜΑΡΗΑ ΡΔΝΣΕΔΠΔΡΖ-ΣΩΝΟΤ Όζνλ αθνξά ζηελ ηνληθόηεηα ε Δηδώ βαζίδεηαη ζην κείδνλα θαη ειάζζνλα ηξόπν (αξκνληθή θαη θπζηθή ειάζζνλα), ζηνπο εθθιεζηαζηηθνύο ηξόπνπο (θπξίσο ζην δσξηθό θαη θξπγηθό) θαη ζε νξηζκέλα ζεκεία ζε ηνκείο κε ζπγθεθξηκέλν αξηζκό αιινηώζεσλ, ζηνπο νπνίνπο ππάξρεη ηνληθή αζάθεηα θαη κπνξεί λα δνζεί πεληαηνληθή αίζζεζε. νξηζκέλα ζεκεία πξαγκαηνπνηείηαη δηεύξπλζε κηαο ηνληθόηεηαο από ηελ ειάζζνλα γίλεηαη δηεύξπλζε κε ηε ζρεηηθή ή ηελ νκώλπκε κείδνλα ή ηνλ αληίζηνηρν δσξηθό θαη θξπγηθό ηξόπν. Όζνλ αθνξά ζηελ αξκνλία, ν Λαπξάγθαο ρξεζηκνπνηεί ζηε Δηδώ θπξίσο: ραξαθηεξηζηηθά ξνκαληηθήο ηερλνηξνπίαο, όπσο ε ειεύζεξε ή θαη δηαδνρηθή ρξήζε ζπγρνξδηώλ κε έβδνκε ή θαη έλαηε ή ε παξάθακςε ηεο θπζηθήο ζπγρνξδίαο ηεο ιύζεο θαη ε δεκηνπξγία πιάγηαο ιύζεο, ραξαθηεξηζηηθά ηκπξεζζηνληζηηθήο ηερλνηξνπίαο, όπσο ε ρξήζε ηεο παξάιιειεο κεηαηόπηζεο νκνεηδώλ ζπγρνξδηώλ (Mixtur) θπξίσο ζε δηαζηήκαηα δεπηέξαο κεγάιεο, ηξνπηθά ραξαθηεξηζηηθά, όπσο ην πιεζίαζκα ηεο ηνληθήο κε δεύηεξε κεγάιε θαη ραξαθηεξηζηηθά ησλ αξρώλ ηνπ 20 νύ αηώλα, όπσο ε ρξήζε δηπιώλ (δηηνληθώλ ζπγρνξδηώλ). Γηα παξάδεηγκα, ζηελ άξηα ηνπ Αηλεία (πξνζεπρή), ζην Α κέξνο επηθξαηεί ηνκέαο πέληε πθέζεσλ, όπνπ ε ξε κείδνλα επηβεβαηώλεηαη κε πηώζε ζε νξηζκέλα ζεκεία, ελώ γεληθόηεξα ππάξρεη ηνληθή αζάθεηα. Σελ αζάθεηα απηή ζηεξίδεη ε ύπαξμε παξάιιεισλ κεηαηνπίζεσλ νκνεηδώλ ζπγρνξδηώλ (Mixturen), όπνπ κεξηθέο θνξέο επηθξαηεί θαη πεληαηνληθή αίζζεζε, όπσο ζηα κ (παξ. 2). Παξ. 2. κ Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 33

35 Οη όπεξεο ηνπ Γ. Λαπξάγθα Δηδώ θαη Φαθαλάπαο πλνπηηθή πξαγκαηνινγηθή θαη αλαιπηηθή πξνζέγγηζε ην έξγν θπξηαξρνύλ κεγάιεο, ιπξηθέο, κεισδηθέο θξάζεηο. Σελ θσκηθή όπεξα Φαθαλάπαο ζε δύν πξάμεηο ζπλέζεζε ν Λαπξάγθαο ην (ε νξηζκέλα βηβιία γίλεηαη αλαθνξά ζηελ όπεξα κε ηνλ ηίηιν Τα βάζαλα ηνπ Φαθαλάπα 6 ). Σν ιηκπξέην ηεο απνηειεί δηαζθεπή ιηκπξέηνπ ηνπ Δπγέληνπ θξηκπ (Eugène Scribe, ), γάιινπ ιηκπξεηίζηα κε κεγάιε δεκηνπξγηθή παξαγσγή. 7 Ληκπξέηα ηνπ κεινπνίεζαλ δηαθεθξηκέλνη ζπλζέηεο θπξίσο ηνπ 19 νπ αιιά θαη ηνπ 20 νύ αηώλα. 8 Σε δηαζθεπή ηνπ ιηκπξέηνπ ζηα ειιεληθά ζε δεκνηηθή γιώζζα πξαγκαηνπνίεζε ν ίδηνο ν Λαπξάγθαο. 9 Σα πξόζσπα ηεο όπεξαο είλαη ηα αθόινπζα: Φαθαλάπαο (πινύζηνο γέξνο, κπάζνο), Ληδέηα (θόξε ηνπ Φαθαλάπα, ζνπξάλν), Κάξνινο (μάδειθνο θαη αξξαβσληαζηηθόο ηεο Ληδέηαο, βαξύηνλνο), Καξδίλεο (ππνςήθηνο γακπξόο, ηελόξνο), Θσκάο (ππεξέηεο, ηελόξνο). Ζ ππόζεζε ηεο όπεξαο βαζίδεηαη ζε κηα πιαζηνπξνζσπία, ηελ εκθάληζε δειαδή ελόο πξνζώπνπ ζηε ζέζε ελόο άιινπ, θαη έρεη ζε γεληθέο γξακκέο σο εμήο: o Φαθαλάπαο πξνζπαζεί λα πείζεη ηε θόξε ηνπ Ληδέηα λα παληξεπηεί ηνλ Καξδίλε, γην ελόο πινύζηνπ παιηνύ ηνπ θίινπ. Ζ Ληδέηα ηνπ νκνινγεί πσο είλαη αξξαβσληαζκέλε κε ηνλ μάδειθό ηεο ηνλ Κάξνιν, πνπ ιείπεη πνιιά ρξόληα ζηελ μελεηεηά, αιιά εθείλε ηνλ πεξηκέλεη λα γπξίζεη. Έηζη, ν Φαθαλάπαο δίλεη έλα γξάκκα ζηνλ ππεξέηε ηνπ Θσκά, εηδνπνηώληαο ηνλ Καξδίλε λα κελ έξζεη λα δεηήζεη ηελ θόξε ηνπ. Ο Θσκάο όκσο ράλεη ην γξάκκα θαη ν Καξδίλεο θηάλεη ζην ζπίηη, όπνπ πιεξνθνξείηαη από ην Θσκά ηνλ έξσηα ηεο Ληδέηαο γηα ηνλ Κάξνιν. Έηζη, απνθαζίδεη λα παξνπζηαζηεί σο Κάξνινο. ηελ πνξεία θαηαθζάλεη θαη ν πξαγκαηηθόο Κάξνινο, ν νπνίνο έρεη παληξεπηεί κε άιιε. Δπεηδή όκσο έρεη ρξέε, ηα νπνία αλαιακβάλεη λα ηνπ εμνθιήζεη ν Καξδίλεο, δέρεηαη λα ζπλερίζνπλ ηελ θσκσδία θαη παξνπζηάδεηαη σο Καξδίλεο. Μεηά από δηάθνξα κπεξδέκαηα απνθαιύπηεηαη ε αιήζεηα, θαη ε Ληδέηα, εξσηεπκέλε πιένλ κε ηνλ πξαγκαηηθό Καξδίλε, δέρεηαη λα ηνλ παληξεπηεί. Πξόθεηηαη θαζαξά γηα ππόζεζε όπεξαο buffa. Μάιηζηα, όπσο επηζεκαίλεη θαη ν κνπζηθνθξηηηθόο Μίλσο Γνύληαο, παξνπζηάδεη αξθεηέο νκνηόηεηεο κε ηελ όπεξα Κνπξέα ηεο Σεβίιιεο ηνπ Rossini. 10 Ζ Ληδέηα παξνπζηάδεη θνηλά ζηνηρεία κε ηελ Rosina, ν Καξδίλεο κε ηνλ θόκε Αικαβίβα θαη ν Κάξνινο κε ηνλ Γνλ Μπαδίιην. 5 Καίηε Ρσκαλνύ, Έληερλε Ειιεληθή Μνπζηθή ζηνπο λεόηεξνπο ρξόλνπο (Αζήλα: Κνπιηνύξα, 2006), Γηώξγνο Ραπηόπνπινο, Δηνλύζεο Λαπξάγθαο, Έλαο ηδενιόγνο ηεο κνπζηθήο καο δωήο, Από ηε δωή θαη ην έξγν ηνπ (Αζήλα: Έθδνζε ηεο Μνπζηθήο Δηαηξίαο «Γηνλύζεο Λαπξάγθαο» / Κώδηθαο, ρ.ρ.), 54 θαη Γηώξγνο Καξαθαληάο, Άπαληα ηνπ Λπξηθνύ Θεάηξνπ (Αζήλαη: ρ.ε., ρ.ρ.), Σν γαιιηθό αξρηθό θείκελν ηεο όπεξαο Φαθαλάπαο ζπλέγξαςε ν θξηκπ πηζαλόηαηα ην 1839, εκεξνκελία πνπ αλαγξάθεηαη ζην ρεηξόγξαθν ζπαξηίην ηεο όπεξαο, ρσξίο όκσο λα αλαθέξεηαη ην όλνκα ηνπ θξηκπ. 8 The Concise Oxford dictionary of opera, επηκ. H. Rosenthal θαη J. Warrack (Oxford and New York: Oxford University Press, 1980), ιήκκα «Scribe, Eugène» (ησλ Harold Rosenthal θαη John Warrack), Αιέθα πκεσλίδνπ, Λεμηθό Ειιήλωλ Σπλζεηώλ, ιήκκα «Λαπξάγθαο, Γηνλύζηνο» (Αζήλα: Μνπζηθόο Οίθνο Φίιηππνο Νάθαο, 1995), Μίλσο Γνύληαο, «Γ. Λαπξάγθα: Φαθαλάπαο (7 Γεθεκβξίνπ 1962),» ζην Μνπζηθνθξηηηθά Εθινγή από ην θξηηηθό έξγν ηνπ Μίλνπ Δνύληα, επηκ. Γ. Ν. Πνιίηεο (Αζήλα: Βηβιηνπσιείνλ ηεο «Δζηίαο», 1963), Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 34

36 ΑΝΝΑ-ΜΑΡΗΑ ΡΔΝΣΕΔΠΔΡΖ-ΣΩΝΟΤ Ωο πξνο ηελ αλαιπηηθή πξνζέγγηζε, Ο Φαθαλάπαο είλαη από κνξθνινγηθή άπνςε όπεξα αξηζκεκέλσλ κεξώλ. Σα δηάθνξα κέξε (recitativi, άξηεο, ζύλνια) νινθιεξώλνληαη κε πηώζε (ζπλήζσο ηέιεηα), αθνινπζεί παύζε θαη θαηόπηλ μεθηλά ην επόκελν κέξνο. Ζ έλδεημε ηνπ κέξνπο αλαγξάθεηαη από ην ζπλζέηε πάλσ ζην ρεηξόγξαθν ζπαξηίην. Γηα παξάδεηγκα, ε πξώηε πξάμε δηαξζξώλεηαη σο εμήο: Δηζαγσγή θελή θαη ληνπέην, Φαθαλάπαο Ληδέηα Ρεηζηηαηίβν, Θσκάο Ληδέηα Ρεηζηηαηίβν θαη άξηα, Ληδέηα Ρεηζηηαηίβν θαη άξηα, Θσκάο Ρεηζηηαηίβν, Θσκάο Καξδίλεο θαη νύησ θαζ εμήο. Ωο πξνο ην κνξθηθό ζρήκα, πξνζδηνξίδνληαη θαηά θαλόλα ζαθείο θξάζεηο. ε πνιιά ζεκεία δηαθξίλνληαη νθηάκεηξεο πεξίνδνη, 8(4+4) κέηξα, ή ηεηξάκεηξεο θξάζεηο πνπ νινθιεξώλνληαη κε πηώζεηο. Γηα παξάδεηγκα, ζηε ζθελή θαη ληνπέην Φαθαλάπα-Ληδέηαο (πξώηε πξάμε) ππάξρεη αξρηθά ε αθόινπζε δηάξζξσζε: 8(4+4) + 8(4+4) + 8(4+4) κέηξα. ην ηέινο ησλ ηεηξάκεηξσλ θξάζεσλ πξαγκαηνπνηνύληαη ζπλήζσο πηώζεηο [παξ. 3, δηαθξίλεηαη ε νθηάκεηξε πεξίνδνο (8)κ.2 κε άξζε-9 ηνπ ληνπέηνπ. ην ηέινο ηεο πξώηεο ηεηξάκεηξεο θξάζεο, (8)κ.4-5, πξαγκαηνπνηείηαη ηέιεηα πηώζε θαη ζην ηέινο ηεο νθηάκεηξεο πεξηόδνπ, (8)κ. 9, πξαγκαηνπνηείηαη εκίπησζε]. Από άπνςε ηνληθόηεηαο O Φαθαλάπαο βαζίδεηαη ζηαζεξά ζην κείδνλα θαη ειάζζνλα ηξόπν, από ηνπο νπνίνπο απνξξένπλ δηαηνληθά αξκνληθά ραξαθηεξηζηηθά αξρώλ ηνπ ξνκαληηζκνύ. Σν έξγν δηαθξίλεηαη γηα ηηο άιινηε αλάιαθξεο θαη ζθεξηζόδηθεο θαη άιινηε ιπξηθέο κεισδηθέο γξακκέο. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 35

37 Οη όπεξεο ηνπ Γ. Λαπξάγθα Δηδώ θαη Φαθαλάπαο πλνπηηθή πξαγκαηνινγηθή θαη αλαιπηηθή πξνζέγγηζε Παξ. 3. θελή θαη ληνπέην Φαθαλάπα-Ληδέηαο, [8]κ Καηαιήγνληαο, νη δύν όπεξεο ηνπ Λαπξάγθα Δηδώ θαη Φαθαλάπαο είλαη ηειείσο δηαθνξεηηθέο από πιεπξάο ύθνπο θαη ηξόπνπ ζπλζεηηθήο γξαθήο. Ζ Δηδώ είλαη κηα δξακαηηθή όπεξα, κεγάισλ δηαζηάζεσλ θαη επηβνιήο, όπσο ηε ραξαθηεξίδεη θαη ν ίδηνο ν ζπλζέηεο, κε ραξαθηεξηζηηθά ύζηεξνπ ξνκαληηζκνύ, ηκπξεζζηνληζκνύ θαη γεληθόηεξα ησλ αξρώλ ηνπ 20 νύ αηώλα. Ο Φαθαλάπαο είλαη κηα opera buffa, αλάιαθξε θαη ζθσπηηθή, ζηελ νπνία αθνινπζνύληαη ραξαθηεξηζηηθά ησλ αξρώλ ηεο ξνκαληηθήο πεξηόδνπ. Κνηλό ζηνηρείν θαη ζηα δύν έξγα νη πινύζηεο κεισδηθέο γξακκέο. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 36

38 ΑΝΝΑ-ΜΑΡΗΑ ΡΔΝΣΕΔΠΔΡΖ-ΣΩΝΟΤ ΒΗΒΛΗΟΓΡΑΦΗΑ Αλσγεηαλάθεο, Φνίβνο, επηκ. «Ζ κνπζηθή ζηε λεώηεξε Διιάδα.» ην Ιζηνξία ηεο κνπζηθήο, ηνπ K. Nef, ε έθδ. Αζήλα: Ν. Βόηζεο, Γηάλλνπ, Γεκήηξεο. «Οξγάλσζε ηεο κεινδξακαηηθήο θίλεζεο ζηελ Διιάδα (ύληνκε ηζηνξηθή αλαζθόπεζε θαη ραξαθηεξηζηηθά γλσξίζκαηα).» ην Θέκαηα κνπζηθνινγίαο, Δ. Γηάλλνπ, Θεζζαινλίθε: University Studio Press, «Γηδώ.» ην Νεώηεξνλ Εγθπθινπαηδηθόλ Λεμηθόλ. 6:29. Αζήλα: Έθδνζε ηεο εγθπθινπαηδηθήο επηζεσξήζεσο «Ήιηνο», ρ.ρ. Γνύληαο, Μίλσο. «Γ. Λαπξάγθα: Φαθαλάπαο (7 Γεθεκβξίνπ 1962).» ην Μνπζηθνθξηηηθά Εθινγή από ην θξηηηθό έξγν ηνπ Μίλνπ Δνύληα, επηκέιεηα Γ. Ν. Πνιίηεο, Αζήλα: Βηβιηνπσιείνλ ηεο «Δζηίαο», Καξαθαληάο, Γηώξγνο. Άπαληα ηνπ Λπξηθνύ Θεάηξνπ. Αζήλα: ρ.η.ε., ρ.ρ. Λαπξάγθαο, Γηνλύζηνο. Τ Απνκλεκνλεύκαηά κνπ. Αζήλα: εθδόζεηο Γθνβόζηε, ρ.ρ. Ραπηόπνπινο, Γηώξγνο. Δηνλύζεο Λαπξάγθαο, Έλαο ηδενιόγνο ηεο κνπζηθήο καο δωήο, Από ηε δωή θαη ην έξγν ηνπ. Αζήλα: έθδνζε ηεο Μνπζηθήο Δηαηξίαο «Γηνλύζεο Λαπξάγθαο» / Κώδηθαο, ρ.ρ. Rosenthal, Harold, θαη John Warrack. «Scribe, Eugène.» ην The Consice Oxford dictionary of opera, επηκέιεηα H. Rosenthal and John Warrack, 453. Oxford and New York, Oxford University Press, Ρσκαλνύ, Καίηε. Έληερλε Ειιεληθή Μνπζηθή ζηνπο λεόηεξνπο ρξόλνπο. Αζήλα: Κνπιηνύξα, πκεσλίδνπ, Αιέθα. Λεμηθό Ειιήλωλ Σπλζεηώλ, ιήκκα «Λαπξάγθαο, Γηνλύζηνο,» 232. Αζήλα: Μνπζηθόο Οίθνο Φίιηππνο Νάθαο, ΠΖΓΔ Λαπξάγθαο, Γηνλύζηνο. «Γηδώ.» Υεηξόγξαθν ζπαξηίην, Δηδώ. Έθδνζε ηεο πξώηεο πξάμεο από ηελ Δζληθή Λπξηθή θελή, «Φαθαλάπαο.» Υεηξόγξαθν ζπαξηίην, Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 37

39 MICHAEL CHRISTOFORIDIS Mikis Theodorakis and Michael Powell s Spanish Honeymoon Mikis Theodorakis s collaboration with the British film director Michael Powell in the late 1950s had some far-reaching consequences for the young composer s trajectory. Powell recalled the initial encounter with Theodorakis in 1956 while searching for a composer to score his World War II film set in Crete, Ιll met by moonlight (1957): I had convinced Emeric [Pressburger] to find a Greek composer. An agent in London told me that there was a young Communist student in Paris who had won the music prize in Moscow. I sent a telegraph to see him. He arrived with a few tapes already made. He had done that for radio, television, cinema. I was very disappointed. So I asked him whether he had done something else, a symphony for example. He had one. And I told him: Let us hear the symphony. And we hired him. It was very good. 1 As an outcome of this approach, the score for Ill met by moonlight incorporates some Greek melodic, rhythmic and modal materials within instrumental, orchestral and choral textures (which complement some of the diegetic use of folk melodies in the film). As an outcome of this collaboration Powell facilitated contacts for the young composer with the world of ballet and the British music scene, and even received a film scenario proposal from Theodorakis for a film entitled Wolfgang Amadeus Carlstein (which outlines the vicissitudes of a young composer in post-world War II Paris). 2 More importantly, Powell thought of Theodorakis in the planning stages for his next film Honeymoon (filmed in and released between 1959 and 1961), which was set in Spain and filmed bilingually in English and Spanish and also released as Luna de miel. Powell asked Theodorakis if he loved Spain, to which Theodorakis expressed his enthusiasm at the prospect of collaborating with Powell and stated that he thought of his music as mediterranean. 3 In Honeymoon Powell attempted to make a balletic film, much like his classic of the genre the Red Shoes (1948), which would showcase the Spanish dancer Antonio, as well as the female protagonist Ludmilla Tchérina. The two central ballets that are worked into the film are Manuel de 1 David Lazar and Michael Powell, Michael Powell: Interviews (Jackson: University Press of Mississippi, 2003), Draft scenario among Mikis Theodorakis Collection of the Greek Music Archive, The Music Library of Greece Lilian Voudouri. 3 See drafts of correspondence to Powell, 2 July 1957 and 20 August 1957, Mikis Theodorakis Collection of the Greek Music Archive, The Music Library of Greece Lilian Voudouri.

40 MICHAEL CHRISTOFORIDIS Falla s El amor brujo (Love the magician) and Theodorakis s Los amantes de Teruel (The lovers of Teruel, based on a famous Spanish medieval tale of doomed lovers). 4 A flimsy plot is created around a pair of newlyweds, former ballet dancer Anna Cato (Ludmilla Tchérina) and Kit Kelly (Anthony Steel), who arrive from England and are travelling through Spain on their honeymoon. They repeatedly encounter the dancer Antonio, who tries to entice Anna to dance in his new ballet Los amantes de Teruel. Honeymoon is a technicolour tourist travelogue of late 1950s Spain, which crams in a plethora of monumental sites from the North to the South of the country. 5 In this context the politics of the film must be questioned, as it was officially sanctioned by the Franco regime at a time when it was slowly developing its tourist infrastructure as part of a concerted effort at opening the economy up to tourism after two decades of stagnation and isolation under the dictatorship (something that would only come to fruition with the beach tourism of the 1960s). The politics of this situation do not seem to have been an issue for Theodorakis in this collaboration, in which he focussed on developing the beneficial relationship with his new-found maître, Powell. 6 The musical score of Honeymoon consists of four principal musical episodes. These include the two ballets, as well as a scene at an inn set to flamenco music and an extended sequence at the Moorish palace of the Alhambra in Granada, which is accompanied by original music by Theodorakis. Pablo de Sarasate s Zapateado is also used on two occasions to allow Antonio to display some virtuosic flamenco heel-stamping. However, the principal source of non-diegetic music is taken from the habanera-like love theme (indicated as song of the novios [the lovers] in the music scheme) from Los amantes de Teruel, which is only heard in its full orchestration as part of the ballet presented as a dream sequence towards the end of the film. An intimation of its function in the ballet is given earlier in the film when it is heard as the diegetic music of a piano accompaniment of a rehearsal of Los amantes de Teruel in Antonio s studio in Madrid. In its repeated use as the predominant source of non-diegetic music, the love theme undergoes a variety of instrumental incarnations. As had been the case in his earlier dance film The Red Shoes, Powell wanted to create an integrated concept in his ballet sequences that recreated aesthetic elements and the collaborative ethos of the Ballets Russes (even to the point of employing leading protagonists of that company such as Leonide Massine, who has a principal role in the El amor brujo ballet). Theodorakis s ballet music for Los amantes de Teruel is also cast within the musical parameters of many of the Ballets Russes signature scores, and consists of an eclectic mix of late Romantic/early modernist elements with exoticist overtones. There are also some expressionist touches that underscore the feverish nightmare that gives rise to the protagonist s balletic hallucination. However, the most Stravinskian moment of the ballet occurs with the female lover s convulsive dance upon the realization of her lover s death, 4 This legend has been set to music by a number of Spanish composers, including Tomás Breton in his famous opera Los amantes de Teruel, which was premiered in Places visited include La Coruña, Santiago de Compostela, Avila, Madrid, Toledo, Córdoba and Granada. 6 Theodorakis repeatedly addresses Powell as maître in his correspondence with the director. See drafts of correspondence held in the Mikis Theodorakis Collection of the Greek Music Archive, The Music Library of Greece Lilian Voudouri. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 39

41 Mikis Theodorakis and Michael Powell s Spanish Honeymoon with its evocations of the Rite of Spring. It is curious that the central image of the ballet that Powell projects is a tableau recreation of El Greco s The burial of the Count of Orgaz (which had been featured earlier in the film in a trip to Toledo), thus bringing another Cretan allusion to this quintessentially Spanish story. 7 The Ballets Russes sonority and ethos of collaboration was commented upon in Theodorakis s next narrative ballet, Antigone (which incorporates Greek melodic and modal materials), premiered at Covent Garden in The other extended piece of music written by Theodorakis for Honeymoon is a dance episode through the Alhambra in Granada with Antonio and Tchérina. The musical scheme points to the fact that the music had already been discussed and decided upon early in the creative process by Powell and Theodorakis. 9 The preserved sketch materials clearly indicate that the musical model for this episode is the second movement of Joaquín Rodrigo s Concerto d Aranjuez for guitar and orchestra, a work that was very much in vogue in Paris in the 1950s. The early sketches reveal Theodorakis tracing the melismatic patterns and phrasal structure of Rodrigo s work, and imitating its sonorities on oboe and guitar. 10 Apart from its growing international popularity, no clear reason has come to light for this close parallel of Rodrigo s concerto, although, in the Spanish context, it was an emblematic work of the Franco regime. It seems as though the decision to commence the film musically with a song based on the love theme from Theodorakis s Los Amantes de Teruel came late in the creative process. In the initial scenario Powell indicates that the movie would begin with castanets and guitar provided by Theodorakis leading into Falla s lyrical song of Fuego fatuo from the ballet El amor brujo, which continues until the end of the Titles. 11 In the end, it was probably Powell who decided to engage Angela Morely (credited as Wally Scott) to arrange the love theme from Los Amantes de Teruel, and William Sansom to provide English lyrics. The Italian singer Marino Marini and his quartet were brought in to record the number for the credits. At the time Marini was enjoying considerable European success with hits like Volare (the Italian entry to the 1958 Eurovision contest). While the film is largely forgotten today (and only occasionally screened at Michael Powell retrospectives), Theodorakis s music has resonated in a variety of contexts. The theme song, often referred to as Luna de miel, An thymitheis t oneiro mou or simply Honeymoon song, was important for Theodorakis in that it constituted his first international pop song hit. It was one of the great Spanish hits of 1959, in the unforgettable version by Gloria Lasso, and has since been covered by numerous Latin American artists including Paloma san Basilio. It caught Paul McCartney s 7 The Cretan allusions include the origins of both El Greco and Theodorakis, and Crete was also the location of Powell s previous film, Ill met by moonlight. 8 This was reflected in A. L. Haskell s review of the premiere in London of Antigone, quoted in Gail Holst, Theodorakis. Myth & Politics in Modern Greek Music (Amsterdam: Adolf M. Hakkert, 1980), Musical scheme for Honeymoon, among Mikis Theodorakis Collection of the Greek Music Archive, The Music Library of Greece Lilian Voudouri. 10 Musical sketches for Honeymoon, Mikis Theodorakis Collection of the Greek Music Archive, The Music Library of Greece Lilian Voudouri. 11 Musical scheme for Honeymoon, among Mikis Theodorakis Collection of the Greek Music Archive, The Music Library of Greece Lilian Voudouri. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 40

42 MICHAEL CHRISTOFORIDIS attention and was sung by the Beatles in 1963, who later produced a version by Mary Hopkin, and Petula Clark sang it in French. It has also been covered almost continuously since the 1960s by a wide variety of Greek artists (most recently by Yiannis Ploutarhos). Curiously, one of the most potent political constructions of the film s music came when Gloria Lasso s cover of the Honeymoon song was employed repeatedly by José Luis Garci in his classic 1977 film of Spain s transition to democracy, Asignatura pendiente. In this context it became a key marker of for the early 1960s and life lived under the Franco regime of that period. Oddly enough, more recently the retro movement has resulted in Gloria Lasso becoming a gay icon in Spain, with the Honeymoon song as one of her principal hits. However, a more immediate outcome of Theodorakis s collaboration on Honeymoon was the lead actress/ballerina Ludmila Tcherina s interest in the ballet sequence of Los amantes de Teruel. For her appearance at the Theatre Sarah-Bernhard in Paris with her company she commissioned Theodorakis to extend the ballet sequence to a dance theatre piece entitled Les Amants de Teruel, which was devised by Raymond Rouleau and choreographed by Milko Sparemblek. This was later successfully adapted for cinema in 1961 by Raymond Rouleau and nominated for several awards at the 1962 Cannes film festival. 12 Another theme from the ballet (which had appeared in the Honeymoon sequence) became the title song for the film and covered by singers including Edith Piaf (known as I omorfi poli in its Greek version). Theodorakis s collaboration with Powell was crucial to the internationalisation of the composer s career, his establishment as a ballet and symphonic composer, and in creating contacts in the film sector (it was only due to the British foreign quota system that he missed out on scoring such largescale projects as the 1961 blockbuster The Guns of Navarone). It also established Theodorakis as a composer capable of writing music that could be adapted to the international popular music market. 12 Les Amants de Teruel was entered in the feature film competition and won a technical grand prize at the 1962 Cannes film festival. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 41

43 ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ Interrogating the Sensuous in Hadjidakis s Soundtrack for Dušan Makavejev s Sweet Movie It is easy to see why critics were outraged at the release of Dušan Makavejev s Sweet Movie: the cinematic narrative is replete with images that range from grotesque and outrageous to downright repulsive. A true provocateur, Makavejev included scenes with urination, emetophiliac vomiting, graphic sex, pedophilia, masturbation, mock self-mutilation, communal defecation, ritualized transgressions and, possibly, the most innocuous of all, murder. Sweet Movie has come down in the history of cinema as one of the most transgressive films of the 1970s. The entire plot, using Makavejev s signature collage technique, may be read as a political allegory: the two main female characters, Miss World 1984 and Anna Planeta (who is the Captain of a boat named Survival) represent the American and Soviet models, respectively. The characters names also allude to a universal existence (World and Planeta); the two never meet, but they both participate in similar ideas that have to do with sexuality and seduction, transgression and degradation. 1 As Daniel J. Goulding has rightly observed, In the context of the film, the United States and the Soviet Union are monuments to sexuality misdirected into power politics and militarism. 2 At the same time that the viewer s visual realm is assaulted with an onslaught of shocking and downright offensive sequences, the film s music operates in the realm of liminality. Instead of composing music that aurally accompanies the film s acerbic style, Manos Hadjidakis created one of the most attractive musical scores, reflective of his signature lyrical-poetic aesthetic. In stark contrast to the film s explicitly vulgar and repellent images, Hadjidakis s non-diegetic music forms a surprisingly appealing auditory staple that aims to manipulate the viewers reaction, as its pacifying potential borders on the manipulative. While he acknowledged the graphic imagery of the film, which 1 For a penetrating discussion of these issues see Stanley Cavell, On Makavejev On Bergman, Critical Inquiry 6/2 (1979): Daniel J. Goulding, Five Filmmakers: Tarkovsky, Forman, Polanski, Szabó, Makavejev (Bloomington: Indiana University Press, 1994), 231.

44 ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ he described as a thousand needles penetrating our torpid nerves, 3 Hadjidakis also sought to provoke with his self-described sugary-sweet taste of the music. 4 The film s signature music, the song Is there life on the Earth, appears for the first time about ten minutes through the film. Captain Anna Planeta, on the ship Survival (that carries a large head of Karl Marx on her bow), sails the canals of a foggy Amsterdam in search of sexual proletarians left in the wake of communism s failed ideals. The sequence features no diegetic sounds at all, but the non-diegetic aural accompaniment is a stunning example of cinematic subversion one of many in the film. With English lyrics written by Makavejev and Anne Lonnberg (who also performs the song in the film and on the soundtrack), 5 Is there life on the Earth? is a song that has all the earmarks of a hippie song from the 1970s. Anti-conformist and naïve at the same time, it emerges as a paean to the frivolity and pleasures of life, while the images of birth and rebirth serve as tropes of extending life s pleasures. The next time we hear this song it refers to Miss World she has been placed in a suitcase and sent off to Paris; she tries to free herself from inside the luggage, while she traveling down the streets of Paris. This is again a silent sequence, with the song acting as non-diegetic accompaniment, an ironic pun on the frivolity of the scene. Things take a turn for the bizarre and the horrific very soon. About forty minutes through the movie, Makavejev interjects the first of two black-and-white documentary sequences showing a 1943 Nazi footage of German troops exhuming bodies from mass graves in the Katyn Forest. Thousands of imprisoned Polish soldiers perished in the Katyn Forest massacre in May and June of 1940 at the hands of the Bolsheviks. Only in 1992, however, did officials of the former Soviet Union confirm that Soviet ruler Joseph Stalin had authorized the killings. 6 Makavejev is painfully aware of the abuse of Marxist ideas. The intertitle, written by Anthony Eden, seems to summarize his goal for including this footage; it reads, Let us think of these things always. Let us speak of them never. He seems to be wondering, is that what the revolution was about? But instead of interjecting a voice-over commentary, Makavejev aurally floods the sequence with the soundtrack s most famous song, Τα παιδιά κάτω στον κάμπο ( The Urchins down in the Meadow ), sung by Maria Katira, to words written by Hadjidakis. 7 The innocence associated with children comes in sharp contrast to the song s text the poem does not describe innocent, childish pranks; on the contrary, the lines recount acts of anger, malice, and disillusionment. Makavejev strategy is clear: documentary evidence provides the 3 Manos Hadjidakis, Liner notes, trans. Amy Mims (amended from the Greek by the author), in Sweet Movie, compact disc, Lyra, MP 3952, 1998 reissue, 5. 4 Ibid., 7. 5 For the complete English lyrics see Ibid., 31 (also Figure 1, appended at the end of this essay). Those familiar with Greek cinema cannot help but recognize in Anne Lonnberg the actress who successfully epitomized the image of the foreign tourist (against that of Yannis Voglis s as the Greek shepherd) in the 1968 movie Girls in the Sun (Κορίτσια στον ήλιο). 6 David Sterritt in his essay Wake Up! included in the special edition of the Sweet Movie reissued on DVD by Criterion Collection in Incidentally, the story of the massacre is told in Katyn (2007), filmed by Polish director Andrzej Wajda. 7 For the complete texts of both Greek and English versions see the booklet included in the soundtrack of the Sweet Movie (also Figure 2, appended at the end of this essay). Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 43

45 Interrogating the Sensuous in Hadjidakis s Soundtrack for Dušan Makavejev s Sweet Movie answer to complacency. Silence and hypocrisy are death, and Makavejev refuses to be silent about it. He does not narrate, but the music does, with immense eloquence. Even more disturbing than the sight of rotten corpses is the aural pairing of this hauntingly beautiful, lyrical melody with images of death. Are the perpetrators of the Katyn massacre the same children (urchins, as the translator prefers) who escalated from pranksters to villains? Is this a warning for the rest of us? Or, is the music simply there as an aesthetic medium to placate our senses and annul some of the horror the viewer is meant to experience? In the very final sequence of the film, the theme is reprised, sung by a chorus of children. This time the lyrics (and especially the children s voices) have an eerie quality of foreboding when paired with the images of the corpses of those Anna Planeta has ostensibly killed, who also happen to be the people she has seduced: that is, the sailor from the historic battleship Potemkin (another Soviet reference) and also the four little boys we have seen her victimize by her seductive strip tease. 8 Wrapped in plastic shrouds, the boys bodies lie parallel on the bank of the river where she used to sail. They start to move and gradually, as if trapped in a cocoon, they struggle to come out. During this nonverbal sequence, the children and the sailor eventually come back to life. (Incidentally, with life, also light and color return on the screen.) And that s the end of the movie. The film s visually explicit imagery is not reserved only for the scenes that advance the loosely put together plot, but also for the more realistic, semi-documentary sequences that have received the most attention (and criticism) toward the movie. Besides the Katyn Forest sequences, another extensive scene that has struck a wrong chord with many viewers and critics includes documentary footage from Otto Muehl s Actionist Therapy Commune where, in the words of film theorist Stanley Cavell, individuals who claim to witness the absolute bondage in which social existence has secured them band together to permit one another something you might see as absolute freedom. This freedom is to be achieved by a transgression of social taboos [ ]. 9 In this admittedly revolting scene, the members of the Commune spit food, vomit at will, urinate, defecate, perform mock-castrations, and celebrate the liberated spirit in all its emanations. As Cavell has remarked, to perform ugly and indecent acts [is] an expression of the rejection of a world that [asks] for consent to its disgusting deeds. 10 One will not be hard-pressed to find similar tropes of revolt throughout history and in today s global reality. Ultimately, the film is an invitation to the senses and, quite oddly, not only to those commonly used in cinema, but rather those that include smell and, especially, taste. Eating and tasting plays an important role in the aesthetic perception of the movie. Miss World s lack of nourishment, for example, after she enters unwillingly the Commune, may be viewed as a cipher for the inability of 8 Hadjidakis actually composed Strip tease for three children, an orchestral piece included in the film s soundtrack, in order to accompany the now infamous sequence where Anna performs a strip tease in front of four boys. Instead, the final cut features the sounds of an Orthodox religious hymn sung a cappella. 9 Stanley Cavell, On Makavejev On Bergman, Critical Inquiry 6/2 (1979): Ibid., 318. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 44

46 ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ the human to participate in active life. She lacks spiritual and physical nourishment and, to the mock penis mutilation performed in front of her, she responds with tenderness and desire to communicate orally. Although wordless, the scene is not silent: Hadjidakis s instrumental Nocturne (bearing the composer s dedication to the nobility of sex ), provides a sweet, lyrical, and tender aural accompaniment. Whereas Sweet Movie attempts to assault us visually with its explicit scenes, the music operates not on the realm of images but on the realm of taste; it chooses to concentrate not on the shocking visually, but on the sweetness that is either immediately portrayed or the tenderness that lies beneath even the most revolting images. In the first case, the film occasionally breaks away form its nonconformist modes of presentation to take us on a delectable journey of visual sweetness (in the form of a bed of white sugar, in which Anna and the sailor experience sensuous moments that lead to his assassination by Anna), or in the form of a chocolate bath, as the one that Miss World takes at the end of the movie. In the second case, the music does not parallel the images. Hadjidakis seems to want to seduce us with the sound, in addition to experiencing the sweet seduction explicitly evoked in those sequences. This may be one of the most delicious (forgive the pun!) scores Manos Hadjidakis ever composed, a subversive but perfect accompaniment to the horrors of war, fascism and, especially, disillusionment of Marxist ideas at the heart of Makavejev s narrative. It is as if, through these synesthetic processes, he wishes to placate and manipulate our senses, to dull them and contend them with sweetness even if it is bitter-sweetness. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 45

47 Interrogating the Sensuous in Hadjidakis s Soundtrack for Dušan Makavejev s Sweet Movie Appendix Lyrics and translations (by Amy Mims) from the soundtrack to Sweet Movie, music composed and conducted by Manos Hadjidakis (Athens, Greece: Lyra MP 3952, 1998 reissue). Figure 1 Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 46

48 ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ Figure 2 Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 47

49 IRMGARD LERCH-ΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΟΥ Έλληνερ ζςνθέηερ και ηο μπαλέηο μια μικπή ιζηοπική αναδπομή Σν κπαιέην, σο γλσζηόλ, ην 19 ν αηώλα, σο «θιαζηθό κπαιέην» γίλεηαη αλεμάξηεην από άιιεο κνξθέο κνπζηθώλ ζθεληθώλ έξγσλ από ηόηε ινηπόλ δηθαηνινγείηαη ε ρξήζε ηνπ ειιεληθνύ όξνπ «ρνξόδξακα» θαη ζηνλ 20 ό αηώλα ππέζηε ζεκαληηθέο αιιαγέο όζνλ αθνξά ηνλ ηξόπν θηλεηηθήο θαη κνπζηθήο έθθξαζεο. Απνθάζηζα λα εμεηάζσ θαηαξρήλ γεληθά θαηά πόζν ην είδνο απηό πξνθαινύζε ελδηαθέξνλ ζε Έιιελεο ζπλζέηεο θαη πνηα πνξεία είρε ζηελ Διιάδα. Δθηόο από ηελ ζρεηηθή βηβιηνγξαθία, πνπ θπξίσο αζρνιείηαη κε ηελ ζεαηξνινγηθή πιεπξά ηνπ κπαιέηνπ ζηελ Διιάδα θαη ειάρηζηα κε ηε κνπζηθή, ζπκβνπιεύηεθα αξρεία κε πξνγξάκκαηα παξαζηάζεσλ (Διιεληθή Λπξηθή θελή, Θεαηξηθό Μνπζείν Αζελώλ, Διιεληθό Λνγνηερληθό θαη Ηζηνξηθό Αξρείν ΔΛΗΑ), ελώ αλάινγεο πξνζπάζεηεο λα εληνπίζσ θαη λα δσ ζρεηηθέο παξηηηνύξεο είραλ πνιύ πεξηνξηζκέλε επηηπρία, ηδίσο γηα έξγα πξν ηνπ πλεπώο ζε θάπνηεο πεξηπηώζεηο δελ κπνξνύζα λα βεβαησζώ αλ πξαγκαηηθά πξόθεηηαη γηα έξγν γηα κπαιέην. ε απηό ην ζεκείν ζα ήζεια λα αλαθεξζώ ζε έλα ζέκα νξνινγίαο θαη όρη κόλν. Μνπζηθά έξγα πνπ πξννξίδνληαη γηα ρνξεπηηθή παξάζηαζε νλνκάδνληαη ζπλήζσο είηε κπαιέην είηε ρνξόδξακα, όξνη πνπ ζεσξνύληαη ζπλώλπκνη. 1 Καηά ηα άιια πνηθίιινπλ ηα ραξαθηεξηζηηθά ηνπο: κπνξνύλ λα απνηεινύληαη από κνπζηθή γηα νξρήζηξα ή θαη κηθξόηεξν ζύλνιν, κε ή ρσξίο ζελάξην, κπνξνύλ όκσο λα πεξηέρνπλ θαη ηξαγνπδηζηό θείκελν. Από ηελ άιιε, αξθεηνί ζπλζέηεο πξνηηκνύλ ζε ζρεηηθά ηνπο έξγα έλαλ δηπιό ππόηηηιν ηνπ ηύπνπ «πκθσληθό πνίεκα Μπαιέην», όπσο ζα θαλεί ζηε ζπλέρεηα, πξνθαλώο γηα πξαθηηθνύο ιόγνπο, δειαδή, γηα λα απμεζνύλ νη δπλαηόηεηεο εθηέιεζεο. Αιιά θαη «ζθέηα» ζπκθσληθά πνηήκαηα όπσο Ο Αεηόο ηνπ Γεσξγίνπ θιάβνπ ρξεζίκεπαλ αξθεηέο θνξέο σο κνπζηθή κπαιέηνπ. Ρεπζηόο είλαη επίζεο ν ραξαθηεξηζκόο «ρνξνγξαθηθή εηθόλα», πνπ ζπλαληηέηαη ζε νξηζκέλεο πεξηπηώζεηο. Σν πξώην κπαιέην από Έιιελα ζπλζέηε πνπ εληόπηζα, εμεηάδνληαο ηηο ιίζηεο έξγσλ ζην ιεμηθό ηεο πκεσλίδνπ, 2 γξάθηεθε εθηόο Διιάδαο. Δίλαη ην Πνηκεληθό, 1919, ηνπ Αξηζηνηέιε Κνπληνπξώθ, 3 1 Βι., π.ρ., Σεγόπνπινο-Φπηξάθεο, Διιεληθό ιεμηθό, 9 ε έθδ., ιήκκα «Μπαιέην» θαη «Υνξόδξακα» (Αζήλα: Αξκνλία, 1994), 479, Αιέθα πκεσλίδνπ, Λεμηθό Διιήλσλ πλζεηώλ (Αζήλα: Φ. Νάθαο, 1995). Γεληθά άληιεζα ηηο πξώηεο πιεξνθνξίεο γηα ηα κπαιεηηθά έξγα από απηήλ θαη ηηο δηαζηαύξσζα κε ηα ζρεηηθά ιήκκαηα γηα ηνπο ζπλζέηεο ζην ιεμηθό ηνπ Καινγεξόπνπινπ [Σάθεο Καινγεξόπνπινο, Σν ιεμηθό ηεο ειιεληθήο κνπζηθήο, 7 η. (Αζήλα: Γηαιιειήο, 1998)]. Καη ηα δπν δελ ζα αλαθεξζνύλ εηδηθά ζηε ζπλέρεηα.

50 IRMGARD LERCH-ΚΑΛΑΒΡΤΣΗΝΟΤ ν νπνίνο ηόηε δνύζε αθόκα ζηε Ρσζία. Ζ θαηά θαηξνύο δηακνλή ηεο Isadora Duncan (1903 θαη 1915) ζηελ Διιάδα 4 πξνθαλώο δελ είρε ηδηαίηεξε επηξξνή ζηελ παξαγσγή ησλ ζπλζεηώλ ζηελ Διιάδα, πξνζέθεξε όκσο ηηο πξώηεο δπλαηόηεηεο ρνξεπηηθήο εθπαίδεπζεο ζηελ ρώξα, έζησ θαη γηα κηθξό δηάζηεκα. 5 Δθηόο Διιάδαο επίζεο γξάθεηαη θαη παξνπζηάδεηαη Ο Βνζθόο θαη ε Νεξάηδα (Le pâtre et la nymphe), 1923, ηνπ Γεκήηξε Λεβίδε, πνπ εθείλε ηελ επνρή δηέκελε ζηε Γαιιία (ην κνλόπξαθην παίρηεθε σο «ζπκθσληθό ρνξόδξακα / balletto sinfonico» to 1943 ζηελ Λπξηθή θελή). 6 Σα ζσδόκελα κέξε ηνπ κπαιέηνπ ηνπ ηδίνπ, Σν θπιαρηό ησλ ζεώλ (Le talisman des Dieux), 1925, εθδόζεθαλ ην 1982 από ηνλ Γ. Λεσηζάθν ζε κνξθή ζνπίηαο. 7 ηελ Διιάδα ηα πξώηα ζρεηηθά έξγα είλαη ην Απόιισλ θαη Γάθλε, ηνπ Γηνλύζηνπ Λαπξάγθα, ζε θείκελν ηνπ Άγγεινπ Γόμα (1920, ρακέλν), θαη αθνινπζεί, ην 1929, κε ζρεδόλ δέθα ρξόληα απόζηαζε, Ο Ρηθέο κε ην ηζνπινύθη, ηνπ Βαζίιεηνπ Θενθάλνπο, κπαιέην γηα ηελ ζθεληθή κνπζηθή ηνπ Αηκίιηνπ Ρηάδε γηα ην νκώλπκν έξγν (Riquet à la houppe) ηνπ Théodore de Banville. Ο Αεηόο, 1922, ηνπ Γεσξγίνπ θιάβνπ, είλαη, ζύκθσλα κε ηελ ηππσκέλε παξηηηνύξα ηνπ 1957, έλα ζπκθσληθό πνίεκα, αλεβάδεηαη όκσο ζε κνξθή κπαιέηνπ ην 1945/46 ζηε Λπξηθή θελή. 8 Ζ δεθαεηία ηνπ 30 δελ βιέπεη αηζζεηά κεγαιύηεξε παξαγσγή από ηελ πξνεγνύκελε. Ο Λώξεο Μαξγαξίηεο γξάθεη Έλα παξακύζη, Ο Λαπξάγθαο αζρνιείηαη άιιεο δύν θνξέο κε ην είδνο: ην Κάπνηα λύρηα ζηε εβίιιε, ηνπ 1933, πάιη ζε θείκελν ηνπ Γόμα, είλαη ρακέλν, ελώ ην Πεξζεθόλε, 1936, κε ιηκπξέην ηνπ Ε. Παπακηραιόπνπινπ, ζώδεηαη ελ κέξεη. ε απηή ηελ δεθαεηία αλήθεη θαη ην πξώην κπαιέην ηνπ θαιθώηα, Ζ Λπγεξή θαη ν Χάξνο, Απηή ηελ επνρή, ζύκθσλα κε ηελ Διέλε Φέζζα, ην κπαιέην ζην ειιεληθό ζεαηξηθό ηνπίν εκθαλίδεηαη αθόκα ζρεδόλ απνθιεηζηηθά ελζσκαησκέλν ζε άιια ζεάκαηα, 9 κνπζηθά (όπεξα, νπεξέηα) θαη κε βιέπε ηελ πεξίπησζε ηνπ Ρηθέο κε ην ηζνπινύθη. Οη ρνξεπηηθνί ζίαζνη επαλδξώλνληαη από ηδηνθηήηεο θαη απόθνηηνπο ζρνιώλ κπαιέηνπ, νη νπνίεο ηδξύνληαη κεηά ην 1920, όπσο απηή ηνπ Αδάκ Μνξηάλνθ. 10 Σν 1937 ε Κνύια Πξάηζηθα ηδξύεη ην επαγγεικαηηθό ηκήκα ηεο δηθήο ηεο ζρνιήο ρνξνύ. 11 Γελ εθπξνζσπεί ην θιαζηθό κπαιέην, αιιά, βαζηδόκελε ζηηο ζπνπδέο ηεο θνληά ζε καζήηξηα ηνπ 3 Έθε Αγξαθηώηε, Αξηζηνηέιεο Κνπληνπξώθ : Έλαο άγλσζηνο ηεο ειιεληθήο ιόγηαο κνπζηθήο (Αζήλα: Παπαγξεγνξίνπ-Νάθαο, 1999), Γηα ηε Νηάλθαλ βι. π.ρ. Δι. Φέζζα-Δκκαλνπήι, επηκ., Χνξόο θαη ζέαηξν. Από ηελ Νηάλθαλ ζηηο λέεο ρνξεπηηθέο νκάδεο (Αζήλα: Έθεζνο, 2004), Ό.π., Αζηεξία ακνπειηάλ, «Διιεληθή όπεξα ζηα αξρεία ηεο Λπξηθήο θελήο,» ζην Εεηήκαηα λενειιεληθήο κνπζηθήο ηζηνξίαο Η. Πξαθηηθά ζπλεδξίνπ, 1999, (πξόζβαζε 5 Ννεκβξίνπ 2008), θαη αξρείν ΔΛ 1943, 9. 7 Βι. Γ. Λεσηζάθνο, εηζαγσγηθό θείκελν ζην Σν θπιαρηό ησλ ζεώλ ηνπ Γ. Λεβίδε, επηκ. Γ. Λεσηζάθνο (Αζήλαη: Τπνπξγείνλ Πνιηηηζκνύ θαη Δπηζηεκώλ, 1982). ύκθσλα κε ην Λεμηθό ηνπ Καινγεξόπνπινπ (βι. ππνζεκ. 2), ιήκκα «Λεβίδεο, Γεκήηξηνο», Ο βνζθόο θαη ε Νεξάηδα γξάθηεθε γηα ηελ ρνξεύηξηα Ida Rubinstein. 8 Αζηεξία ακνπειηάλ, «Διιεληθή όπεξα ζηα αξρεία ηεο Λπξηθήο θελήο,» ζην Εεηήκαηα λενειιεληθήο κνπζηθήο ηζηνξίαο Η. Πξαθηηθά ζπλεδξίνπ, 1999, (πξόζβαζε 5 Ννεκβξίνπ 2008), θαη αξρείν ΔΛ, ηεθκήξην 1945/46, 9. 9 Δι. Φέζζα-Δκκαλνπήι, επηκ., Χνξόο θαη ζέαηξν. Από ηελ Νηάλθαλ ζηηο λέεο ρνξεπηηθέο νκάδεο (Αζήλα: Έθεζνο, 2004), Ό.π., Γηα ηελ Πξάηζηθα βι. π.ρ. ό.π., Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 49

51 Έιιελεο ζπλζέηεο θαη ην κπαιέην κηα κηθξή ηζηνξηθή αλαδξνκή Dalcroze, δηδάζθεη ξπζκηθή θίλεζε κε πην ζύγρξνλα γηα ηελ επνρή κέζα έθθξαζεο. πρλά ρξεζηκνπνηεί γηα ηηο παξαζηάζεηο ηεο ππάξρνληα κνπζηθά έξγα κε κεγάιν ζηηιηζηηθό εύξνο ρνξνύο ηεο Αλαγέλλεζεο (ζε κηα επνρή πνπ ε θίλεζε παιαηάο κνπζηθήο ζηελ βόξεηα Δπξώπε κόιηο έρεη μεπεξάζεη ηα αξρηθά ηεο ζηάδηα), Telemann, Gluck, Bartók. Κάλεη όκσο θαη εηδηθέο παξαγγειίεο, θαη ζε απηέο ηηο πεξηπηώζεηο ζπλεξγάδεηαη ζηελά κε ηνπο ζπλζέηεο. Παξάδεηγκα γη απηήλ ηε ζπλεξγαζία, θπξίσο ζηελ δεθαεηία ηνπ 40 θαη αξρέο ηνπ 50 είλαη νη Σξεηο αξρατθέο ζνπίηεο (1949) ηνπ Μελέιανπ Παιιάληηνπ, ν νπνίνο αζρνιήζεθε θαη αξθεηέο άιιεο θνξέο κε ην κπαιέην. Ο Παιιάληηνο αλαθέξεηαη κε πεξεθάληα ζην έξγν απηό. 12 Ζ κάιινλ πην γλσζηή πεξίπησζε ζπλεξγαζίαο κε ηελ Πξάηζηθα είλαη Σα Παγαλά (The Gnomes) ηνπ θαιθώηα, ην νπνίν αλεβάδεηαη ην απηό ν θαιθώηαο επεμεξγάδεηαη έλα θνκκάηη ηνπ ηξαβίλζθη, αξθεηά θνκκάηηα ηνπ Μπάξηνθ, έλα ηνπ William Byrd, 14 ηα θάιαληα ησλ Υξηζηνπγέλλσλ θαη άιια, πιέθνληάο ηα ζε κηα ζπλερή ππόζεζε. Άιιεο ελνξρεζηξώζεηο θάλεη γηα ηηο παξαζηάζεηο Ζ Πεληάκνξθε θαη ην ξόδν (1946, κε κνπζηθή ησλ ηξαβίλζθη, Bartók θαη W. Niemann) θαη Danses antiques (1946). 15 Σόπνο παξνπζίαζεο κπαιέηνπ είλαη θαη ε Λπξηθή θελή, πνπ έγηλε ην 1940 αλεμάξηεηε από ην Δζληθό Θέαηξν. Σν 1943 αλεβάδεη ην Ο Βνζθόο θαη ε Νεξάηδα ηνπ Λεβίδε θαη ζηε ζπλέρεηα ην Ο Πξαγκαηεπηήο ηνπ Πέηξνπ Πεηξίδε (1944/45, κε επαλάιεςε ην 1947/48 θαη 1957/58), ελώ ην 1945 παξνπζηάδεηαη ην ζπκθσληθό πνίεκα Ο Αεηόο ηνπ Γεώξγηνπ θιάβνπ κε ζελάξην θαη ρνξνγξαθία ηνπ Άγγεινπ Γξηκάλε (βι. πάλσ, επαλάιεςε ηελ επόκελε ζεδόλ, 1946/47). 16 Ζ δεθαεηία ηνπ 40 βιέπεη κηα ζεκαληηθή αύμεζε παξαγσγήο όζνλ αθνξά ην κπαιέην. Δθηόο από ην ήδε αλαθεξζέλ έξγν ηνπ Παιιάληηνπ ηνπ 1949 γξάθηεθαλ από ηνλ ίδην θαη ηέζζεξα άιια, από ην 1942 έσο ην 1944: Πνκπή ζηνλ Αρέξνληα, Πξνζεπρή ζε αξραίν λαό, Ζιέθηξα θαη Πελζεζίιεηα. Σεο ίδηαο επνρήο είλαη θαη Ο ζάλαηνο ηεο Αληξεησκέλεο ηνπ Καινκνίξε, ζπκθσληθό πνίεκα ζε κνξθή ρνξεπηηθήο ζθελήο (1943, αλαζεσξεκέλν ην 1946), ν Πξνκεζεύο, αξρατθό κπαιέην ηνπ Θεόδσξνπ Καξπσηάθε (1943), ηα Χνξηθά, ρνξόδξακα γηα ρνξσδία θαη έγρνξδα, ζε πνίεζε ηνπ Α. ηθειηαλνύ, ηνπ Αιέθνπ Ξέλνπ (1947), ηνπ Μάλνπ Υαηδηδάθη ην αλνινθιήξσην Αλδξέαο Εέππνο (1946 ή 1947), Ο ζάηπξνο (1947), θαη Ο Μαξζύαο (1949), θαζώο θαη ηνπ Μίθε Θενδσξάθε ην Διιεληθή απνθξηά / Carnival (1947, αλαζεσξ. 1953). Γηα κεξηθά έξγα ηνπ καζεηή ηνπ Honegger Γηώξγνπ Καδάζνγινπ, ην Αξρατθό ηξίπηπρν θαη ην Νενειιεληθό ηξίπηπρν, ρνξνγξαθηθέο θαληαζίεο γηα νξρήζηξα (1949), θαη ην Γεηιηλό ζηελ αξραία Σαλάγξα, επίζεο απνθαινύκελε «ρνξνγξαθηθή θαληαζία» (αρξ.) δελ γίλεηαη ζαθέο αλ πξόθεηηαη γηα πξνγξακκαηηθή κνπζηθή ή γηα κνπζηθή κπαιέηνπ, εθηόο αλ ηαπηίδνληαη ηα πξώηα δπν κε ην Αξρατθό δεηιηλό θαη ην Χνξνγξαθθό ηξίπηπρν, πνπ, κε αλαθνξά ζηνλ Καδάζνγινπ σο 12 Μ. Παιιάληηνο, Μελέιανο Παιιάληηνο, κνπζνπξγόο (Αζήλα: ρ.ε., 1968), Δι. Φέζζα-Δκκαλνπήι, επηκ., Χνξόο θαη ζέαηξν. Από ηελ Νηάλθαλ ζηηο λέεο ρνξεπηηθέο νκάδεο (Αζήλα: Έθεζνο, 2004), Δπραξηζηώ ηνλ καέζηξν Νίθν Υξηζηνδνύινπ γηα ηελ ππόδεημε ζηνλ Byrd. 15 Υξ. ηακαηνπνύινπ-βαζηιάθνπ, επηκ., Αξρείν Ραιινύο Μάλνπ: Ζ δσή θα ην έξγν ηεο (Αζήλα: Έθεζνο, [2005]), Βι. ππνζεκ. 5 θαη 7 θαζώο θαη αξρείν πξνγξακκάησλ ηεο ΔΛ, ζηηο ζρεηηθέο ρξνληέο. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 50

52 IRMGARD LERCH-ΚΑΛΑΒΡΤΣΗΝΟΤ ζπλζέηε, παξνπζηάδνληαη ην 1949 από ηελ Ραιινύ Μάλνπ (βι. ζπλέρεηα). ην ηξίην έξγν ν ζπλζέηεο απιώο πεξηγξάθεη ζην εηζαγσγηθό θείκελν κηα εηθόλα. Σα όξηα κεηαμύ ησλ εηδώλ είλαη κάιινλ ξεπζηά. Ο θαιθώηαο ζπλεηζθέξεη ζην είδνο κε ην Ζ ζάιαζζα, ιατθό κπαιέην ζπκθσληθή ζνπίηα (1949) θαη ν Παπατσάλλνπ κε ην θιάβαο ιύηξσζε, ρνξνγξαθηθή εηθόλα γηα πηάλν (1945). Δίλαη αλακελόκελν όηη ζηα δύζθνια ρξόληα ηεο θαηνρήο ε Λπξηθή θελή παίδεη έξγα πνπ δελ πξόθεηηαη λα αληηκεησπίζνπλ πξόβιεκα κε ηελ ινγνθξηζία ηα δπν κπαιέηα πνπ παίδνληαη ηόηε, Ο Βνζθόο θαη ε Νεξάηδα θαη Ο Πξαγκαηεπηήο, έρνπλ κπζηθό-παξακπζέλην πεξηερόκελν, ρσξίο επίθαηξεο αλαθνξέο. Ο Αεηόο όκσο, πνπ, ζηελ εθδνρή κπαιέηνπ ηνπ Γξηκάλε, θηλείηαη γύξσ από ζέκα ηεο απειεπζέξσζεο, παίδεηαη δπν θνξέο ην 1945, κεηά από ηελ απειεπζέξσζε, ηελ δεύηεξε από απηέο ζηελ επέηεην ηνπ «Όρη», ζηηο 28 Οθησβξίνπ. Αξθεηά από ηα κπαιέηα πνπ γξάθνληαη ηόηε, δείρλνπλ όκσο έληνλν παηξησηηθό ε αληηζηαζηαθό ζηνηρείν, είηε ζε κνξθή αλαθνξάο ζην έλδνμν παξειζόλ ηεο αξραηόηεηαο εηδηθά ζηνλ Παιιάληην 17 είηε πην άκεζα, όπσο ζην Θάλαην ηεο Αληξεησκέλεο ηνπ Καινκνίξε, πξνο ηηκήλ ηεο ειιελν-γαιιίδαο αγσλίζηξηαο ζηελ γαιιηθή αληίζηαζε Simone Séailles. Καη ην θιάβαο ιύηξσζε ηνπ Παπαησάλλνπ έρεη, αλ ιάβνπκε ππόςε ηελ ρξνλνινγία ηεο, ην 1945, ζίγνπξα ζρέζε κε ηελ απειεπζέξσζε ηεο ζθιαβσκέλεο Διιάδαο. ηηο επόκελεο δεθαεηίεο ε δξαζηεξηόηεηα θαηαξρήλ ηεο Ραιινύο Μάλνπ θαη αξγόηεξα θαη ηεο Ενπδνύο Γαδή-Νηθνινύδε, θαη νη δπν καζήηξηεο θαη ζπλεξγάηηδεο ηεο Πξάηζηθα, παίδνπλ ζεκαληηθό ξόιν ζην ρώξν ηνπ κπαιέηνπ θαη δίλνπλ αθνξκή γηα αξθεηέο ζπλζέζεηο γηα κπαιέην. Ζ Μάλνπ, μεθηλώληαο παξαζηάζεηο κε ην δηθό ηεο ζίαζν «Διιεληθό Υνξόδξακα» από ην 1949, 18 ζπλεξγάδεηαη κε ζεκαληηθνύο ζπλζέηεο κε πνιύ επξύ θάζκα κνπζηθώλ αληηιήςεσλ. ην αξρείν ηεο θπιάζζεηαη κέξνο ηεο ζρεηηθήο αιιεινγξαθίαο ηεο. 19 Σα κπαιέηα κε κνπζηθή Διιήλσλ ζπλζεηώλ πνπ αλέβαζε, εληόο θαη ζε πνιιέο πεξηπηώζεηο θαη εθηόο Διιάδαο, είλαη ηόζν πνιιά, πνπ ζε απηό ην πεξηνξηζκέλν πιαίζην κπνξνύλ λα αλαθεξζνύλ κόλν εθείλα ηεο δεθαεηίαο ηνπ 50: - ηνπ Μάλνπ Υαηδηδάθη Μαξζύαο (1950), Σν θαηαξακέλν θίδη (1951), Έμη ιατθέο δσγξαθηέο (1951), Δξεκηά (1957), - ηνπ Γεώγηνπ Καδάζνγινπ Αξρατθό δεηιηλό θαη Χνξνγξαθηθό ηξίπηπρν (1949), - ηνπ Αξγύξε Κνπλάδε Μνξθέο κηαο Γπλαίθαο (1951), Παλδώξα (1951), Παξσδία ζηα άζπξα (1956), Νεθξέο θύζεηο (1956), - ηνπ Μίθε Θενδσξάθε Οξθέαο θαη Δπξπδίθε (1952, ζε άιιε εθδνρή θαη σο Αγάπε θαη Θάλαηνο), Διιεληθή απνθξηά (1954), Δξσθίιε (1956), - ηνπ Νίθνπ θαιθώηα Κόξε (1956), 17 Ο ίδηνο αλαθέξεη γηα ην ζπκθσληθό πνίεκά ηνπ Πξνζεπρή ζηελ Αθξόπνιε (1942) ηνλ «κπζηηθό ηίηιν Διιάο 1940» κάιινλ ζηελ αλάκλεζε ηνπ «Όρη». Βι. Μ. Παιιάληηνο, Μελέιανο Παιιάληηνο, κνπζνπξγόο (Αζήλα: ρ.ε., 1968), Δι. Φέζζα-Δκκαλνπήι, επηκ., Χνξόο θαη ζέαηξν. Από ηελ Νηάλθαλ ζηηο λέεο ρνξεπηηθέο νκάδεο (Αζήλα: Έθεζνο, 2004), Υξ. ηακαηνπνύινπ-βαζηιάθνπ, επηκ., Αξρείν Ραιινύο Μάλνπ. Ζ δσή θα ην έξγν ηεο (Αζήλα: Έθεζνο, [2005]), passim. Δθηόο από κνπζηθή γηα κπαιέην ρξεζηκνπνηεί θαη άιια είδε κνπζηθήο θαη δεκηνπξγεί ρνξνγξαθίεο γηα ζεαηξηθά έξγα, ζπρλά κε εηδηθή κνπζηθή Διιήλσλ ζπλζεηώλ. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 51

53 Έιιελεο ζπλζέηεο θαη ην κπαιέην κηα κηθξή ηζηνξηθή αλαδξνκή - ηνπ Γεώξγηνπ ηζηιηάλνπ Βάθρεο (1957). 20 ηηο επόκελεο δεθαεηίεο δεκηνπξγεί ρνξνγξαθίεο θαη γηα έξγα ηνπ Ξελάθε, ηνπ Νίθνπ Μακαγθάθε, ηνπ Θόδσξνπ Αλησλίνπ θαη πνιιώλ άιισλ ζπλζεηώλ ηεο ίδηαο γελεάο. Δίλαη εκθαλέο όηη νη θαηάιιειεο ζπλζήθεο από ηελ δεθαεηία ηνπ 50 θαη έπεηηα νδήγεζαλ ζε κηα δεκηνπξγηθή έθξεμε όζνλ αθνξά ηηο ζπλζέζεηο γηα κπαιέην. Δθηόο Διιάδαο γξάθεη ν θνζκνπνιίηεο Νίθνο Αζηξηλίδεο ην Ζ κάζθα ηνπ θόθθηλνπ ζαλάηνπ (Le masque de la mort rouge, 1951), ρνξνγξαθηθό πνίεκα βαζηζκέλν ζε έξγν ηνπ Edgar Allan Poe, The masque of the red Death. Άιια έξγα γηα κπαιέην ηεο ίδηαο επνρήο είλαη Ναπζηθά (1950, κπαιέην) ηνπ όισλα Μηραειίδε, από ηνλ Γηώξγν ηζηιηάλν Σν καξγαξηηάξη (ρνξνγξαθηθό πνίεκα, 1957, εκηηειέο) θαη ην παηρληδηάξηθν Σαλαγξαία (ζε ηξεηο εθδνρέο, 1957, 1967 θαη 1970), θαζώο θαη Θξήλνο (1958, γηα κηθξό ζύλνιν) ηνπ Νηθεθόξν Ρώηα, ζπλεξγάηε ηεο Ε. Νηθνινύδε, γηα ηελ νπνία ζα γξάςεη πνιπάξηζκεο κνπζηθέο γηα κπαιέην κεηά ην Οη ηίηινη ησλ έξγσλ γηα κπαιέην ζε απηή ηελ δεθαεηία δείρλνπλ όηη ηα ιηκπξέηα θαιύπηνπλ θπξίσο ζέκαηα από ην αξραίν δξάκα, ηελ κπζνινγία, ην θνιθιόξ θαη ηα παξακύζηα. Κάπνηα βαζίδνληαη ζε δηεζλή ινγνηερλία ή ζθηαγξαθνύλ ζπλαηζζήκαηα. πάληα έρνπλ πηα, όπσο θαίλεηαη, άκεζε ζρέζε κε ηα επίθαηξα γεγνλόηα. Τπάξρεη όκσο, ζε πξόγξακκα ηεο ΔΛ γηα βξαδηά κπαιέηνπ ηε ζεδόλ 1977/78 21 έλα ελδηαθέξνλ θείκελν ηνπ Μάλνπ Υαηδηδάθη γηα ην κπαιέην ηνπ Σν Καηαξακέλν Φίδη, πνπ θαλεξώλεη όηη θαη ζε απηό εκπιέθνληαη πξνβιεκαηηζκνί ζρεηηθνί κε ηελ επίθαηξε θαηάζηαζε. Ο Υαηδηδάθηο γξάθεη όηη ην έξγν γξάθηεθε σο ζάηηξα θαη αληίδξαζε ζην «θιίκα εππξέπεηαο θαη ζνβαξνθάλεηαο, πνπ πάληνηε θαηαδπλάζηεπε ηε ρώξα καο» θαη ζηελ «εζληθή καο πεξηπέηεηα κεηά ηνλ 2 ν παγθόζκην πόιεκν, πνπ ζαλ άιινη Καξαγθηόδεδεο, θαληαζηήθακε ηε ζπκκεηνρή καο ζηνλ ζπκκαρηθό αγώλα ζεκαληηθόηεξν απ ηελ αιήζεηα ηνπ θη εηνηκαζηήθακε λα εηζπξάμνπκε ηα αγαζά πνπ καο ππόζρνληαλ νη ζύκκαρνη. Καη ε πξαγκαηηθόηεηα καο μύπλεζε κε θαξπαδηέο, όπσο ηνλ Καξαγθηόδε (ελώ ην ηόηεο ακαξησιό ξαδηόθσλν, καο λαλνύξηδε κε γθνγθ θαη κε κηα βξνληεξή θσλή όηη είκαζηε νη από ηξηώλ ρηιηάδσλ Γέξνληεο ηεο ειιεληθήο Γεο). Φπζηθά ε ειηθία κνπ ηόηε θαη ε δηαθνξεηηθή θαηαγσγή ησλ ζπλεξγαηώλ κνπ, άθελε ηηο πξνζέζεηο απηέο κόλν ζηελ θεθαιή κνπ θαη ζηα ρέξηα κνπ πνπ παίδαλε πνιύ πξσηόηππα θαη αληησδεηαθά πηάλν. ηε ζθελή, γηλόληνπζαλ πνιιά ραξηησκέλα, γηα ηα νπνία δελ ήκνπλ ππεύζπλνο. [ ]». Παξαθνινπζώληαο ηελ πινύζηα παξαγσγή ζηηο επόκελεο δεθαεηίεο έρεη θαλείο ηελ εληύπσζε όηη ζέκαηα ζρεηηθά κε ηελ ειιεληθή παξάδνζε παίδνπλ κηθξόηεξν ξόιν, ελώ ζέκαηα παξκέλα από ηνλ πινύην ηεο αξραίαο ειιεληθήο ινγνηερλίαο θαη κπζνινγίαο δελ ράλνπλ ην ελδηαθέξνλ ηνπο. 20 Γηα ηελ παξαζηαζηνγξαθία ηεο Μάλνπ βι. ό.π., passim. 21 Αξρείν ηεο ΔΛ, 1977/78. Ζ ρνξνγξαθία ηεο βξαδηάο, πνπ πεξηέρεη θαη ην Αληίρζσλ ηνπ Ξελάθε θαη ην Καπεηάλ Αλδξέαο Εέππνο ηνπ Υαηδηδάθη, είλαη ησλ Γηάλλε Μέηζε, Lorca Massine θαη Serge Keyten. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 52

54 IRMGARD LERCH-ΚΑΛΑΒΡΤΣΗΝΟΤ Πεξηπηώζεηο όπσο π.ρ. ην Γέλεζηο ηνπ Μηράιε Αδάκε, αλεβαζκέλν ην 1975 από ηα κπαιέηα ηεο Όπεξαο ηεο Πξάγαο ζην Ζξώδεην 22 ή, ην 1995, ε Οδύζζεηα ηνπ Γηώξγνπ Κνπξνππνύ κε ιηκπξέην θαη ρνξνγξαθία ηνπ John Neumeier 23 δείρλνπλ όηη ε δξάζε ησλ ζπλζεηώλ ζηελ Διιάδα δελ εμαξηάηαη πηα ζρεδόλ απνθιεηζηηθά από ηνλ απμαλόκελν αξηζκό ησλ ζηάζσλ ηεο ρώξαο, 24 αιιά όηη ππάξρεη θαη επαθή κε ζπρλά πξνζθεθιεκέλα ρνξεπηηθά ζρήκαηα από ην εμσηεξηθό, όπσο θαη ππάξρεη κηα πην αηζζεηή δξάζε Διιήλσλ ζπλζεηώλ (π.ρ. ηα κπαιέηα ηνπ Ξελάθε θαη ηνπ Λνγνζέηε) ζην εμσηεξηθό. 22 Αξρείν ζεαηξηθώλ πξνγξακκάησλ ηνπ ΔΛΗΑ (Διιεληθό ινγνηερληθό θαη ηζηνξηθό αξρείν). Σεθκήξην (THP.70.02t), (02t), (ΦΔ4). Ζ πξώηε ρνξνγξαθία γηα ην έξγν, ην 1971, ήηαλ ηεο Ενπδνύο Νηθνινύδε, βι. Φέζζα-Δκκαλνπήι, επηκ., Χνξόο θαη ζέαηξν. Από ηελ Νηάλθαλ ζηηο λέεο ρνξεπηηθέο νκάδεο (Αζήλα: Έθεζνο, 2004), Βι. θαη Γηώξγνο Κνπξνππόο, «The Odyssey,» ρ.ρ., θαζώο θαη Georges Kouroupos, «Petite suite concertante, tirée du ballet L Odysée, sur un argument de John Neumeier,» ρ.ρ. Καη ηα δπν βξίζθνληαη ζε κνξθή εθηύπσζεο από ππνινγηζηή ζηε ζπιινγή ηεο Μνπζηθήο Βηβιηνζήθεο Λίιηαλ Βνπδνύξε. Πξόσξν παξάδεηγκα ηέηνηαο ζπλεξγαζίαο είλαη ε Αληηγόλε ηνπ Θενδσξάθε κε ηνλ John Cranko ζην Λνλδίλν ην 1958/59 [Δθπαηδεπηηθή Διιεληθή εγθπθινπαίδεηα. Παγθόζκην Βηνγξαθηθό Λεμηθό, ιήκκα «Θενδσξάθεο, Μίθεο,» (ηνπ Γ. Λεσηζάθνπ) (Αζήλα: Δθδνηηθή Αζελώλ, 1990), 4:7]. 24 Ηδηαίηεξε ζεκαζία ζε απηέο ηηο νκάδεο έρεη ε Υνξεπηηθή Οκάδα Γηάλλε Μέηζε, πνπ ηδξύζεθε ην 1966 θαη κεηνλνκάζηεθε ην 1973 ζε: Πεηξακαηηθό Μπαιιέην Αζελώλ, βι. Φέζζα-Δκκαλνπήι, επηκ., Χνξόο θαη ζέαηξν. Από ηελ Νηάλθαλ ζηηο λέεο ρνξεπηηθέο νκάδεο (Αζήλα: Έθεζνο, 2004), 56, θαη ηα πξόγξακκα ηεο ζπιινγήο ηνπ Θεαηξηθνύ Μνπζείνπ Αζελώλ, θαθ. 128 Μ. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 53

55 Έιιελεο ζπλζέηεο θαη ην κπαιέην κηα κηθξή ηζηνξηθή αλαδξνκή Παπάπηημα 25 Μπαλέηα Ελλήνων ζςνθεηών, σπονολογικά με ηην έναπξη δπάζηρ ηοςρ ζηο ζσεηικό πεδίο (μέσπι ηα μέζα ηηρ δεκαεηίαρ ηος 90) Κνπληνπξώθ, Αξηζηνηέιεο : Pastorale θιάβνο, Γεώξγηνο : Ο Αεηόο, ζπκθσληθό πνίεκα Λεβίδεο, Γεκήηξηνο : Ο βνζθόο θαη ε Νεξάηδα, κνλόπξαθην 1923, Σν θπιαρηό ησλ Θεώλ, απνζπάζκαηα 1925-κέζα δεθαεηίαο Θενθάλνπο, Βαζίιεηνο : Ο Ρηθέο κε ην ηζνπινύθη, κνπζηθή κπαιέηνπ γηα ηε ζθεληθή κνπζηθή [1929] ηνπ Α. Ρηάδε, πάλσ ζην νκώλπκν έξγν Λαπξάγθαο, Γηνλύζηνο 1860/ : Απόιισλ θαη Γάθλε, ζε θείκελν Α. Γόμα 1920, Κάπνηα λύρηα ζηε εβίιιε / Α. Γόμα 1933, Πεξζεθόλε, ζε θείκελν Ε. Παπακηραινπνύινπ 1936, Satore (1927) Μαξγαξίηεο, Λώξεο : Έλα παξακύζη Νεδεξίηεο, Αλδξέαο : Μνπζηθή Μπαιέηνπ, γηα έγρνξδα θαιθώηαο, Νίθνο : Ζ Λπγεξή θαη ν Χάξνο, κπαιέην γηα κεγάιε νξρήζηξα 1938 (2 ε εθδνρή γηα κηθξή νξρήζηξα), Ζρώ, κηθξό ρνξεπηηθό θνκκάηη γηα νξρήζηξα 1946 (2 ε εθδνρή γηα άξπα θαη πηάλν), Υνξεπηηθή ζνπίηα γηα κηθξή νξρήζηξα, 12 κέξε, 1947, Σα Παγαλά, γηα πηάλν ή νξρήζηξα, ζε ζέκαηα ηνπ Μπέια Μπάξηνθ θ.ά , Υνξεπηηθή ζνπίηα ζε 4 εηθόλεο 1948, Υνξεπηηθή 25 Απνθάζηζα λα πξνζζέησ απηό ην παξάξηεκα, πνπ βαζίδεηαη θαη αξρήλ ζηα ιεμηθά ηεο πκεσλίδνπ θαη ηνπ Καινγεξόπνπινπ, γηα λα δώζσ κηα πξώηε εηθόλα ηεο παξαγσγήο κπαιέησλ από Έιιελεο ζπλζέηεο κέρξη ην 1995 πεξίπνπ, ελ γλώζεη ησλ αθόκα πνιιώλ αηειεηώλ ηνπ όζνλ αθνξά ηελ πιεξόηεηα, θαη ηελ αθξίβεηά ηνπ. Απηέο νθείινληαη ζηηο δπζθνιίεο πξόζβαζεο ζε ζρεηηθέο παξηηηνύξεο γηα ηελ επηβεβαίσζε ησλ δεδνκέλσλ ησλ ιεμηθώλ, θαζώο θαη ζην γεγνλόο όηη ηα όξηα κεηαμύ πξνγξακκαηηθήο κνπζηθήο θαη κπαιέηνπ είλαη ξεπζηά, όπσο θαίλεηαη π.ρ. ζηηο πεξηπηώζεηο ηνπ Αεηνύ ηνπ θιάβνπ, ζπκθσληθνύ πνηήκαηνο πνπ ρξεζηκνπνηήζεθε γηα κπαιέην, ή ηνπ Ο ζάλαηνο ηεο Αληξεησκέλεο, πνπ αλαθέξεηαη ζηνλ θαηάινγν έξγσλ ηνπ Καινκνίξε σο «ζπκθσληθό πνίεκα ζε κνξθή ρνξεπηηθήο ζθελήο» [βι. Φνίβνο Αλσγεηαλάθεο, Καηάινγνο έξγσλ Μαλώιε Καινκνίξε (Αζήλα: ρ.ε., 1964), 36]. 26 ην Παγθόζκην Βηνγξαθηθό Λεμηθό εκθαλίδεηαη ην έξγν σο «ζπκθσληθό πνίεκα [ ] κε πξνγξακκαηηθέο ηάζεηο», ελώ ζην Grove Music Online σο κπαιέην [Δθπαηδεπηηθή Διιεληθή εγθπθινπαίδεηα. Παγθόζκην Βηνγξαθηθό Λεμηθό, ιήκκα «Κνπληνπξώθ, Αξηζηνηέιεο,» (ηνπ Γ. Λεσηζάθνπ) (Αζήλα: Δθδνηηθή Αζελώλ, 1990), 5:69, θαη Grove Music Online, ιήκκα «Koundouroff, Aristotelis,» (ηνπ G. Leotsakos), (πξόζβαζε 10 Απγνύζηνπ 2009)]. 27 Μόλν από ηελ Πεξζεθόλε ζώδνληαη απνζπάζκαηα [Δθπαηδεπηηθή Διιεληθή εγθπθινπαίδεηα. Παγθόζκην Βηνγξαθηθό Λεμηθό, ιήκκα «Λαπξάγθαο, Γηνλύζηνο,» (ηνπ Γ. Λεσηζάθνπ) (Αζήλα: Δθδνηηθή Αζελώλ, 1990), 5:193], ελώ, ζύκθσλα κε ηνλ Σακβάθν: «Satore (1927), εληνπίζηεθε ζε ηδηώηεο». Βι. Θσκάο Σακβάθνο, Έιιελεο δεκηνπξγνί ζνβαξήο κνπζηθήο, 2 ε έθδ. (Ησάλληλα: Πλεπκαηηθό Κέληξν Γήκνπ Ησαλλίλσλ, 1995) [αλαηύπσζε άξζξσλ από ηελ εθεκεξίδα Νένη Αγσληζηέο Ζπείξνπ ησλ εηώλ ], άξζξνλ 15 νλ, 24 Μαΐνπ Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 54

56 IRMGARD LERCH-ΚΑΛΑΒΡΤΣΗΝΟΤ ζνπίηα γηα κηθξή νξρήζηξα, 6 κέξε (ζώδεηαη κόλνλ ε αλαγσγή γηα πηάλν) , Ζ ζάιαζζα, κπαιέην, 11 κέξε, Παιιάληηνο, Μελέιανο 1914: Πνκπή ζηνλ Αρέξνληα 1942, Πξνζεπρή ζε αξραίν λαό 1942, Ζιέθηξα 1944, Πελζεζίιεηα 1944, Σξεηο αξρατθέο ζνπίηεο 1949, Διιεληθό ηξίπηπρν 1960, Όλεηξν, γηα πηάλν (Παηρλίδηα ζην πηάλν 1939) ή νξρήζηξα (Μηθξή ζνπίηα 1940) Πεηξίδεο, Πέηξνο (Ησάλλεο) : Κπξά Φξνζύλε, αρξ., Θεζεύο, αρξ., Ο πξακαηεπηήο, ζε θείκελν ηνπ ζπλζέηε, από ην νκώλπκν πνίεκα ηνπ Η. Γξππάξε Καξπσηάθεο, Θεόδσξνο : Πξνκεζεύο, αξρατθό κπαιέην Καινκνίξεο, Μαλώιεο : Ο ζάλαηνο ηεο αληξεησκέλεο, ζπκθσληθό πνίεκα ζε κνξθή ρνξεπηηθήο ζθελήο 1943/1944/ Καδάζνγινπ, Γεώξγηνο : Νάξθηζζνο, ρνξνγξαθηθή θαληαζία γηα πηάλν 1940, Νενειιεληθό ηξίπηπρν, ρνξνγξαθηθή θαληαζία γηα νξρήζηξα («Δηθόλεο από ηε δσή ζην βνπλό», «ην γηαιό ηξαβώληαο ηα δίρηπα», «Γατηαλάθη ζε ζηαπξνδξόκη») 1949, Αξρατθό ηξίπηπρν («Πεπινθόξεο», «Ηθεζία», «Ππξξίρηνο») 1949, Ρπζκηθή γύκλαζε κε ηε Ραιινύ Μάλνπ-Μπισλά, γηα νξρήζηξα, θξνπζηά θαη ηύκπαλα 1949, Γεηιηλό ζηελ αξραία Σαλάγξα Ρεκβαζκόο, ρνξνγξαθηθή θαληαζία γηα νξρήζηξα 1950, Αξρατθό ζθίηζν, γηα πηάλν θαη νξρήζηξα, αρξ., Γπν ρνξνγξαθηθά πξεινύδηα («Ζρώ», «Ζ γαιήλε ηεο ζάιαζζαο») αρξ., Ξσηηθά ζηελ αθξνπνηακηά, πξεινύδην γηα νξρήζηξα, 1949, Ο ρνξόο ηεο Κίξθεο, ρνξνγξαθηθά ζθίηζα, πηζαλόλ Ξέλνο, Αιέθνο : Χνξηθά, ζε πνίεζε Α. ηθειηαλνύ, γηα ρνξσδία θαη έγρνξδα, ρνξόδξακα 1947, Ο Γηγελήο δελ πέζαλε 1952, Πξνκεζέαο 1959, πάξηαθνο 1963, Κύπξνο Παπατσάλλνπ, Γηάλλεο Α : θιάβαο ιύηξσζε, έξγν 89, ρνξνγξαθηθή εηθόλα γηα πηάλν 1945, Χεηκσληάηηθε θαληαζία, έξγν 113, ζνπίηα κπαιέηνπ γηα πέληε όξγαλα (θιάνπην, θιαξηλέην, βηνιί, βηνινληζέιν, πηάλν) 1951, Κνπξζάξηθνη ρνξνί, έξγν 109β, ζνπίηα γηα νξρήζηξα 1952, Ακαδόλεο, έξγν 115, ρνξνγξαθηθή εηθόλα γηα 7 όξγαλα (θιάνπην, 2 θιαξηλέηα, θόξλν, θξνπζηά, 28 Γηα ηηο δηάθνξεο εθδνρέο νξηζκέλσλ απηώλ ησλ έξγσλ κε ηηο ρξνλνινγίεο ηνπο βι. Γηάλλεο Α. Παπατσάλλνπ, Νίθνο θαιθώηαο Μηα πξνζπάζεηα είζδπζεο ζηνλ καγηθό θόζκν ηεο δεκηνπξγίαο ηνπ (Αζήλα: Παπαγξεγνξίνπ-Νάθαο, 1997), 2: Ζ πκεσλίδνπ δίλεη ην 1942 γηα ηε Μηθξή ζνπίηα θαη ην 1969 γηα ην Όλεηξν, ελώ ν Σακβάθνο, αξζ. 29, 20 Γεθεκβξίνπ 1994, έρεη 1940 θαη 1966 αληίζηνηρα. Σν 1966 επηβεβαηώλεηαη από ηε ακνπειηάλ [Αζηεξία ακνπειηάλ, «Διιεληθή όπεξα ζηα αξρεία ηεο Λπξηθήο θελήο,» ζην Εεηήκαηα λενειιεληθήο κνπζηθήο ηζηνξίαο Η. Πξαθηηθά ζπλεδξίνπ, 1999, (πξόζβαζε 5 Ννεκβξίνπ 2008)], θαη από ην αξρείν πξνγξακκάησλ ηεο ΔΛ. 30 ύκθσλα κε ηνλ Σακβάθν «παξκπζόδξακα», βι. Σακβάθνο, άξζξν 34 ν, 24 Ηαλνπαξίνπ Βι. Φνίβνο Αλσγεηαλάθεο, Καηάινγνο έξγσλ Μαλώιε Καινκνίξε (Αζήλα: ρ.ε., 1964), 36. Ζ πκεσλίδνπ δίλεη: 1943, αλαζεσξ Σα δεδνκέλα γηα ηα ηειεπηαία δπν έξγα ζύκθσλα κε ηνλ Σακβάθν, άξζξν 37 ν, 14 Φεβξνπαξίνπ Ζ πκεσλίδνπ δελ δίλεη ρξνλνινγίεο γη απηά, αλαθέξεη όκσο ζρεηηθά κε ηα Ξσηηθά ζηελ αθξνπνηακηά: «γηα άξπα θαη νξρήζηξα». Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 55

57 Έιιελεο ζπλζέηεο θαη ην κπαιέην κηα κηθξή ηζηνξηθή αλαδξνκή άξπα, θνληξακπάζν) 1952, Αληηγόλε, έξγν 157, ρνξόδξακα ζε ηέζζεξηο εηθόλεο γηα νξρήζηξα, ζε θείκελν ηνπ Herbert Freund, από ηνλ νθνθιή 1965 (ζώδεηαη κόλν ε κεηαγξαθή γηα πηάλν) Υαηδηδάθεο, Μάλνο : Αλδξέαο Εέππνο, γηα νξρήζηξα, 1946, αλνινθιήξσην. Ο ζάηπξνο Ο Μαξζύαο, έξγν 4, γηα νξρήζηξα Σν θαηαξακέλν θίδη, έξγν 6, γηα δπν αλδξηθέο θσλέο θαη δπν πηάλα Ζ εξεκηά, έξγν 10, γηα ρνξσδία θαη κηθξή νξρήζηξα Όξληζεο, έξγν 16, γηα κέηδν-ζνπξάλν, δπν βαξύηνλνπο, παηδηθή ρνξσδία, δπν κεηθηέο ρνξσδίεο θαη νξρήζηξα , αλαζ. ηεο ζθεληθήο κνπζηθήο ηνπ L ange heurte bise 1972, Οη κπαιάληεο ηεο νδνύ Αζελάο 1982/ Θενδσξάθεο, Μίθεο 1925: Διιεληθή απνθξηά / Carnival 1947, αλαζεσξ. 1953, Οξθέαο θαη Δπξπδίθε 1952, Δξσθίιε, βαζηζκέλν ζην έξγν Παζζαθάιηα γηα δπν πηάλα, 1956, Le feu aux poudres / Διιεληθή απνθξηά 1958, 35 Les amants de Téruel 1958 [επίζεο θηλεκαηνγξάθνο], Αληηγόλε 1959, Σν ηξαγνύδη ηνπ λεθξνύ αδειθνύ 1961, αλαζ. 1980, Ενξκπάο ν Έιιελαο 1978 (δηαζθ. από θηλεκαη.), Ζιέθηξα 1979, Μπζνινγία 1979, Θάιαζζα (Mare nostrum ή Δπηά ειιεληθνί ρνξνί) 1983, Ενξκπάο ν Έιιελαο Μηραειίδεο, όισλ : Ναπζηθά Κνπλάδεο, Αξγύξεο 1924: άπθεηξνο 1950, Μνξθέο κηαο γπλαίθαο 1950, Ζιηνγέλλεηε 1952, Παλδώξα 1953, Νεθξέο θύζεηο 1956, Παξσδία ζη άζπξα 1956, Μαληάκ Οξηάλο Αζηξηλίδεο, Νίθνο 1921: Ζ κάζθα ηνπ θόθθηλνπ ζαλάηνπ, έξγν 26, 37 ρνξνγξαθηθό πνίεκα βαζηζκέλν ζην νκώλπκν κπζηζηόξεκα ηνπ Δ. Α. Πόε Καινγξίδνπ, Μαξία 1922: Από ην παηρλίδη ζην παλεγύξη 1955(;). - Σξηαληαθπιιίδεο, Πάλνο 1920: Λαξώ, έξγν 39, εκπλεπζκέλν από θείκελν ηνπ Μ. Μαιαθάζε Ννύζηαο, Γηάλλεο : Σνπ λεθξνύ αδειθνύ, ρνξόδξακα Βώθνο, Γεώξγηνο : Αηγππηηαθή θαληαζία Ρώηαο, Νηθεθόξνο 1929: Θξήλνο, (γηα θιαξίλν, θιαξηλέην κπάζν, θόξλν, θξνπζηά, βηκπξάθσλν, πηάλν, βηνιί θαη θνληξακπάζν) 1958, Παλ, ρνξόδξακα 38 γηα θιαξίλν, θιαξηλέην κπάζν, θξνπζηά, βηκπξάθσλν, πηάλν, βηνιί θαη θνληξακπάζν 1962, Καζζάλδξα, ρνξόδξακα (γηα θιαξίλν, θιαξηλέην κπάζν, θξνπζηά, βηκπξάθσλν, πηάλν, βηνιί θαη θνληξακπάζν) 1966, Δπκελίδεο ηνπ Αηζρύινπ (γηα βαξύηνλν, κεηθηή ρνξσδία θαη κηθξό ζύλνιν νξγάλσλ) 1966, Βάθρεο ηνπ Δπξηπίδε (γηα Μέηδν- 33 Βι. Κώζηαο Μόζρνο θαη Υάξεο Ξαλζνπδάθεο, Γηάλλεο Α. Παπατσάλλνπ. Πιήξεο θαηάινγνο έξγσλ (Αζήλα: Νάθαο, 1990). 34 Σν ηειεπηαίν έξγν ζύκθσλα κε ηνλ Λεσηζάθν ζην Grove Music Online, ιήκκα «Ζadjidakis, Manos,» (ηνπ G. Leotsakos), (πξόζβαζε 10 Απγνύζηνπ 2009). 35 Ο Λεσηζάθνο, ζην Grove Music Online, ην απνδίδεη σο «Φσηηά ζηα κπαξνύηηα» θαη αλαθέξεη επηπιένλ Σν παλεγύξη ηεο Αζή-Γσληάο, Σα πξώηα ηξία θαηαζηξάθεθαλ από ηνλ ζπλζέηε, ηα ηειεπηαία ηξία βξίζθνληαη ζηα ερεηηθά Αξρεία ηεο ΔΡΣ [Δθπαηδεπηηθή Διιεληθή εγθπθινπαίδεηα. Παγθόζκην Βηνγξαθηθό Λεμηθό, ιήκκα «Κνπλάδεο, Αξγύξεο,» (ηνπ Γ. Λεσηζάθνπ) (Αζήλα: Δθδνηηθή Αζελώλ, 1990), 5:63]. 37 Βι. Σακβάθνο, άξζξν 54 ν, 26 Ηνπλίνπ Βι. Σακβάθνο, άξζξν 5 ν, 8 Μαξηίνπ Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 56

58 IRMGARD LERCH-ΚΑΛΑΒΡΤΣΗΝΟΤ ζνπξάλν, δπν γπλαηθείεο ρνξσδίεο θαη νξρήζηξα) 1966, Αγακέκλσλ ηνπ Αηζρύινπ (γηα παηδηθή ρνξσδία, δπν γπλαηθείεο θαη δπν αλδξηθέο ρνξσδίεο θαη νξρήζηξα) 1967, Χνεθόξεο ηνπ Αηζρύινπ (γηα γπλαηθεία ρνξσδία, θιάνπην, θιαξίλν, ζαμόθσλν, θξνπζηά, δπν θηζάξεο θαη θνληξακπάζν) 1968, Μνξθέο (γηα θιαξίλν, θιαξίλν κπάζν, θξνπζηά, βηκπξάθσλν, θηζάξα, πηάλν, βηνιί, βηνινληζέιν θαη θνληξακπάζν) ηζηιηάλνο, Γηώξγνο : Σν καξγαξηηάξη, έξγν 16, ρνξνγξαθηθό πνίεκα, εκηηειέο, 1957, Σαλαγξαία, έξγν 17 (ππάξρεη ζε ηξεηο κνξθέο: 1. δπν πηάλα θαη θξνπζηά 1957, 2. νξρήζηξα 1967, 3. δπν πηάλα 1970), Βάθρεο, έξγν 19, Δπξηπίδε, 1959, Παξαβνιή, έξγν 34 (γηα κεηθηή ρνξσδία, καγλεηνηαηλία θαη ηέζζεξηο εθηειεζηέο, δίρσο θείκελν) Μαξθόπνπινο, Γηάλλεο 1939: Θεζέαο, ρνξόδξακα Πξνδξνκίδεο, Γηάλλεο 1927: La belle et la bête 1962, Salomé (πξώηε ρνξνγξαθία ηνπ Maurice Béjart) 1968, Une saison en enfer Σεξδάθεο, Γεκήηξεο 1941: Θξύινο, κνπζηθή γηα κπαιέην βαζηζκέλν ζε έλα ειιεληθό παξακύζη, Αλησλίνπ, Θόδσξνο 1935: Epirus (1964), Rhinoceros (5 όξγαλα θαη καγλεηνηαηλία) 1964, Κιπηαηκλήζηξα (κεηθηά κέζα κε ρνξεπηέο, γηα ην Διιεληθό Υνξόδξακα) 1967, Καζζάλδξα 1969, Βάθραη 1980, Ο θαληαζηηθόο θόζκνο (The Imaginary Cosmos, ιηκπξέην Susan Lamberts), Αξύβαο, Γίσλ 1928: Αγακέκλσλ ηνπ Αηζρύινπ, ρνξόδξακα Μακαγθάθεο, Νίθνο 1929: Βάθρεο θαηά Δπξηπίδε, καγλεηνηαηλία, 1969, Άιθεζηεο Ξελάθεο Ηάλλεο : Pithoprakta γηα νξρήζηξα 50 νξγάλσλ , Kraanerg, κνπζηθή κπαιέηνπ γηα καγλεηνηαηλία ηεζζάξσλ θαλαιηώλ θαη νξρήζηξα , Antikhthon, γηα νξρήζηξα Ξαξράθνο, ηαύξνο 1939: Μηα Κπξηαθή ζην Πεδίν ηνπ Άξεσο 1966, Νηνλ Πεξιηκπιίλ θαη Μπειίζα 1969, Σα παηδηά ηνπ παξαδείζνπ 1972, Κνθθηλνζθνπθίηζα 1974, Le jardin des delices 1978, Suite Byzantine 1978, Σξίν 1980, Echoes 1983, Δλζύκνλ 1984, Ines de Castro Σα έξγα από ηηο Δπκελίδεο έσο θαη ηηο Χνεθόξεο αλαθέξνληαη ζηνλ Σακβάθν σο ζεαηξηθή κνπζηθή (Σακβάθνο, άξζξν 45 ν, 18 Απξηιίνπ 1995). 40 Βι. Βάιηα Υξηζηνπνύινπ, «Καηάινγνο έξγσλ,» ζην Γηώξγνο ηζηιηάλνο. Ο ζπλζέηεο ζηελ πξσηνπνξία ηεο ζύγρξνλεο κνπζηθήο (Αζήλα: Μνπζείν Μπελάθε, 2007), Βι. Wilfried Brennecke, «Vollständiges Werkverzeichnis,» ζην Gaben und Grüsse der Freunde. Festschrift Dimitris Terzakis zum 60. Geburtstag, επηκ. Wilfried Brennecke (Köln: Christνph Dohr, 2001), VII, Anhang, ζεκεηώλεη: «Bühnenwerke: Legende (Ballettmusik nach einem griechischen Volksmärchen. Urauff Athen / R. Manou)». Ζ πκεσλίδνπ αλαθέξεη ην έξγν ζηελ θαηεγνξία «νξρήζηξα». 42 Σα πξώηα δπν θαη ην ηειεπηαίν ζύκθσλα κε ηνλ Γ. Λεσηζάθν ζην Grove Music Online, ιήκκα «Antoniou, Theodoros,» (ηνπ G. Leotsakos), ην ηειεπηαίν ζύκθσλα θαη κε ηνλ Σακβάθν, άξζξν 62 ν, 27 Οθησβξίνπ Grove Music Online, ιήκκα «Mamangakis, Nikos,» (ησλ G. Leotsakos θαη Κ. Moschos), 44 Βι. Nouritza Matossian, Xenakis (London: Kahn & Averill; New York, Pro/Am Music Resources, 1986), Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 57

59 Έιιελεο ζπλζέηεο θαη ην κπαιέην κηα κηθξή ηζηνξηθή αλαδξνκή Υξηζηνδνπιίδεο, Μηράιεο 1944: Les loups 1970, Spectacle Baudelaire 1972, Amares 1989, Μπζίακβνη, ζε αξραία θππξηαθά θείκελα, γηα αθεγεηή, ρνξσδία θαη νξρήζηξα 1989, Πνξθπξόκαηα, ζε πνίεζε Έθηνξα Παηξηώηε Ο δεθαηξίο θαη ν δξάθνο Βιαρόπνπινο, Γηάλλεο 1939: Γηάιεμε-ύλζεζε, γηα ηξεηο αθεγεηέο-εζνπνηνύο, δπν ρνξεπηέο, πηάλν, θξνπζηά, ζπλζεζάηδεξ θαη καγλεηνηαηλίεο , Mrs. Stone (Ζ ξσκατθή άλνημε ηεο θπξίαο ηόνπλ) , Vernissage, κπαιέην γηα καγλεηνηαηλίεο , Φηγνύξεο, κνπζηθή κπαιέηνπ γηα θιάνπην, θιαξηλέην, βηνινληζέιν θξνπζηά, ηζέκπαιν, πηάλν θαη ηξνκπέηα Υαιηάζαο, Ηάθσβνο : Όξακα, γηα κεηθηή ρνξσδία θαη ζύλνιν νξγάλσλ Κνπξνππόο, Γηώξγνο 1942: Γέλεζηο, έξγν 11, γηα καγλεηνηαηλία 1971, Οηδίπνπο Άλζξσπνο / Oedipus homo, έξγν 28, ρνξόδξακα ζε δπν κέξε ζε θείκελα από ηνλ Οηδίπνδα Σύξαλλν ηνπ νθνθιή 1978, Σαμίδη, έξγν 49 γηα καγλεηνηαηλία 1986, Βάθρεο ηνπ Δπξηπίδε, έξγν 56, ρνξόδξακα γηα γπλαηθείν ρνξό θαη καγλεηνηαηλία 1988, Ηρλεπηέο ηνπ Δπξππίδε, έξγν 57, ρνξόδξακα γηα αλδξηθό ρνξό θαη καγλεηνηαηλία 1988, Οδύζζεηα Μαξαγθόπνπινο, Γεκήηξεο 1949: Μπνιηβάξ, ζε θείκελν Ν. Δγγνλόπνπινπ, νπηηθναθνπζηηθό ζέακα κε αθήγεζε, ρνξό, πνίεζε θαη κνπζηθή 1989, Αηξείδεο, ζε ιηκπξέην Α. Ρηθάθε, γηα έμη εθηειεζηέο θξνπζηώλ νξγάλσλ 1975, Δθινγή ή Καζζηαλή θαη Θεόθηινο, γηα παξαδνζηαθά θαη κεζαησληθά όξγαλα, θσλέο θαη ειεθηξνληθή κνπζηθή Αλδξηηζάθεο. Πιάησλ 1948: Σξεηο αθνξκέο, , Entropie, , απθώ Μπελάθεο, Ησζήθ 1924: Ο Απόιισλαο θαη νη κνύζεο ζηνλ Όιπκπν, όπεξα-κπαιέην θέηζαο, Κπξηάθνο 1945: Χνξνγξαθία, γηα καγλεηνηαηλία 1973, Smog, γηα καγλεηνηαηλία 1974, Ζρήζηο παξόληνο θαη κέιινληνο («Ο ρνξόο ηεο κάζθαο» - «Ο ρνξόο ηνπ έξσηα» - «Ο ρνξόο ηνπ ζαλάηνπ θαη ηεο γέλλεζεο») γηα όκπνε, βηόια θαη νξρήζηξα, κε ζθεληθή δξάζε πνιιαπιώλ κέζσλ πξναηξεηηθά Μόζρνο, Κώζηαο 1959: Μαξιύ, γηα καγλεηνηαηλία 1981, Ο ζηαζκόο / The train station 1996, Σν δείπλν Κππνπξγόο, Νίθνο 1952: Δλ Αζήλαηο, κνπζηθή κπαιέηνπ γηα ην Διιεληθό Υνξόδξακα 1984, Μήδεηα (καγλεηνηαηλία παξαγγειία ηνπ Μηθξνύ Υνξεπηηθνύ Θεάηξνπ), Σα βξάρηα (κνπζηθή κπαιέηνπ, Φεζηηβάι Παηξώλ 2006) Σακβάθνο, άξζξν 45 ν, 18 Απξηιίνπ ηελ ηζηνζειίδα ηνπ ζπλζέηε απηνύ ( πξόζβαζε 30 Ηνπλίνπ 2009) ηα δπν πξώηα έξγα δελ εκθαλίδνληαη ζηνλ θαηάινγν έξγσλ. Σν Smog αλαθέξεηαη ζην εθεί βηνγξαθηθό ζεκείσκα. 47 ηνλ θαηάινγν έξγσλ ζηελ ηζηνζειίδα ηνπ ζπλζέηε ζην index.php?i=o&lang=el&c=moschos, ην πξώην έξγν ζρνιηάδεηαη κε «tape» θαη δελ δείρλεη λα έρεη ζρέζε κε ρνξό. Σα δπν επόκελα θέξνπλ ηελ έλδεημε «scenical music γηα ηελ ρνξνζεαηξηθή νκάδα 14 ε κέξα». 48 Βι. (πξόζβαζε 30 Ηνπλίνπ 2009). Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 58

60 IRMGARD LERCH-ΚΑΛΑΒΡΤΣΗΝΟΤ - Κνπκεληάθεο, Γηώξγνο 1959: Απνκάθξπλζε 3 «Γηα ηνλ έξσηα» (αλαζ. θσλεηηθνύ νκώλπκνπ έξγνπ ηνπ 1976), Ο ηξαηήο Θαιαζζηλόο ζηνλ Κάησ Κόζκν, γηα βαξύηνλν, δπν θνπηληέηα θαη κπάζν θνληίλνπν , Ο κνιπβέληνο ζηξαηηώηεο, ζνπίηα ζε πέληε ζθελέο γηα θιάνπην, βηνιί θαη θξνπζηά 1982, Ζ ηξηινγία ηνπ ειίνπ (ζπζία) γηα κεζόθσλν, ρνξσδία θαη δέθα όξγαλα 1988, Σα θεγγάξηα απθώ 1993, Ζ Ηθηγέλεηα ζην γεθύξη ηεο Άξηαο, γηα δπν πηάλα, ηξνκπέηα θαη πςίθσλν Γήκαο, πύξνο : Βαθρίδεο, ζε ηέζζεξηο ζθελέο, γηα πηάλν, όκπνε, θόξλν, θιαξηλέην κπάζν θαη θαζηαληέηεο Μελάο, Γηώξγνο 1954: Οδνκαρία, γηα 12 θξνπζηνύο, θηζάξα θαη πηάλν 1982, νπίηα κπαιέηνπ, γηα πηάλν θαη δπν θξνπζηνύο 1986, Μεξόλπρην, ζνπίηα κπαιέηνπ γηα δπν πηάλα 1991, Δξσηηθόο ρξόλνο, ζνπίηα κπαιέηνπ γηα δπν θξνπζηνύο θαη ζπκθσληθή νξρήζηξα Σξαπιόο, Μηράιεο 1950: Οη πεξηπέηεηεο ηνπ Οδπζζέα, κπαιέην 1985/ Παπαδεκεηξίνπ, Γηάλλεο 1948: Οη αεηνί, δπν πξάμεηο, ηξεηο ζθελέο Παπαδεκεηξίνπ, Νηθόιανο 1953: Χνξεπηηθή ζπκθσλία γηα αζύκθσλεο ςπρέο, γηα ειεθηξνληθά όξγαλα Παπαζαλαζίνπ, Βαγγέιεο ( Βαγγέιεο ) 1943: Φξάλθελζηεηλ ν ζύγρξνλνο Πξνκεζέαο 1985, Ζ σξαία θαη ην ηέξαο Λάγηνο, Γεκήηξηο : Ίλα ηη, ρνξόδξακα ζε ηέζζεξα κέξε, ζε πνίεζε ηνπ ζπλζέηε θαη ζε απνζπάζκαηα από ηνπο Φαικνύο ηνπ Γαβίδ 1987, Δξσηηθή πξόβα, ζε πνίεζε ηνπ ζπλζέηε [κόληκε ζπλεξγαζία κε ηελ νκάδα ρνξνύ «Γηάζηαζε»]. - Βξόληνο, Υάξεο 1951: Χνξόο: δελ γλσξίδσ, γηα θιάνπην θαη θξνπζηά 1983, θπγμ, βαζηζκέλν ζηνλ Οηδίπνδα Σύξαλλν ηνπ νθνθιή Καπνύιαο, Μηράιεο 1964: ην πεξηζώξην / Beyond the pale, γηα νξρήζηξα θξνπζηώλ θαη εγρόξδσλ 1987, Σν απγό / The egg, ειεθηξνληθή κνπζηθή Νηνύξνπ, Μαξία [ ]: Θεζέαο θαη Αξηάδλε, κπαιέην γηα θνπαξηέην εγρόξδσλ, θιάνπην, θιαξηλέην, αγγιηθό θόξλν θαη άξπα 1995 [πεγή: Αξρείν ηνπ Δξγαζηεξίνπ Διιεληθήο Μνπζηθήο, Σκήκα κνπζηθώλ πνπδώλ ηνπ Ηνλίνπ Παλεπηζηεκίνπ]. - Εεξβόο, Γεώξγηνο 1947: Έξσο θαη Ψπρή, ρνξόδξακα, γηα νξρήζηξα, ύκθσλα κε ηνλ Καινγεξόπνπιν, (Σν ιεμηθό ηεο ειιεληθήο κνπζηθήο) ην έξγν γξάθηεθε ην 1984/85 γηα 20 εθηειεζηέο θαη ην 1988 γηα κηθηή ρνξσδία ρσξίο ιόγηα. 50 ύκθσλα κε ηνλ Καινγεξόπνπιν, (Σν ιεμηθό ηεο ειιεληθήο κνπζηθήο), ν Β. Παπαζαλαζίνπ ήδε ην 1983 έρεη γξάςεη έλα έξγν γηα κπαιέην, ην νπνίν δελ ην αλαθέξεη. 51 Grove Music Online, ιήκκα «Zervos, Yorgos,» (ηνπ G. Leotsakos), subscriber/article_works/grove/music. Αληίηππν ππάξρεη ζην Αξρείν ηνπ Δξγαζηεξίνπ Διιεληθήο Μνπζηθήο, Σκήκα Μνπζηθώλ πνπδώλ ηνπ Ηνλίνπ Παλεπηζηεκίνπ, Κέξθπξα. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 59

61 Έιιελεο ζπλζέηεο θαη ην κπαιέην κηα κηθξή ηζηνξηθή αλαδξνκή Φωπίρ σπονολογία - Γθξεθ, Αιέμαλδξνο : Ο ρνξόο ηνπ Εαιόγγνπ, κπαιέην [ρ.ρ.], από ηελ όπεξά ηνπ Αλδξνλίθε. - Οηθνλόκνπ, Αλδξέαο 1924: Σνπ Κνπηξνύιε ν γάκνο, ρνξόδξακα κε θείκελν Κ. Γεσξγνπζόπνπινπ [ρ.ρ.]. - Φπρνύιεο, Γεκήηξεο : Μνπζηθή κπαιέηνπ αρξ. - Γεσξγνύζεο, Νίθνο : Σύςεηο [αρξ., ρνξόο, Φ. Νάθαο]. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αγξαθηώηε, Έθε. Αξηζηνηέιεο Κνπληνπξώθ Έλαο άγλσζηνο ηεο ειιεληθήο ιόγηαο κνπζηθήο. Αζήλα: Παπαγξεγνξίνπ-Νάθαο, Αλσγεηαλάθεο, Φνίβνο. Καηάινγνο έξγσλ Μαλώιε Καινκνίξε Αζήλα: ρ.ε., Καινγεξόπνπινο, Σάθεο. Σν ιεμηθό ηεο ειιεληθήο κνπζηθήο. 7 η. Αζήλα: Γηαιιειήο, Δθπαηδεπηηθή ειιεληθή εγθπθινπαίδεηα. Παγθόζκην βηνγξαθηθό ιεμηθό. Αζήλα: Δθδνηηθή Αζελώλ, [Κππνπξγόο, Νίθνο: Home page]. Λεβίδεο, Γεκήηξηνο. Σν θπιαρηό ησλ ζεώλ. Δπηκέιεηα Γ. Λεσηζάθνο. Αζήλαη: Τπνπξγείνλ Πνιηηηζκνύ θαη Δπηζηεκώλ, Μόζρνο, Κώζηαο, θαη Υάξεο Ξαλζνπδάθεο. Γηάλλεο Α. Παπατσάλλνπ. Πιήξεο θαηάινγνο έξγσλ. Αζήλα: Νάθαο, ηακαηνπνύινπ-βαζηιάθνπ, Υξ., επηκ. Αξρείν Ράιινπο Μάλνπ. Ζ δσή θαη ην έξγν ηεο. Αζήλα: Έθεζνο, [2005]. Φέζζα-Δκκαλνπήι, Δι., επηκ. Χνξόο θαη Θέαηξν. Από ηελ Νηάλθαλ ζηηο λέεο ρνξεπηηθέο νκάδεο. Αζήλα: Έθεζνο, Υξηζηνπνύινπ, Βάιηα. «Καηάινγνο έξγσλ.» ην Γηώξγνο ηζηιηάλνο. Ο ζπλζέηεο ζηελ πξσηνπνξία ηεο ζύγρξνλεο κνπζηθήο, Αζήλα: Μνπζείν Μπελάθε, Παιιάληηνο, Μελέιανο. Μελέιανο Παιιάληηνο, κνπζνπξγόο. Αζήλα: ρ.ε., Παπατσάλλνπ, Γηάλλεο, Α. Νίθνο θαιθώηαο Μηα πξνζπάζεηα είζδπζεο ζηνλ καγηθό θόζκν ηεο δεκηνπξγίαο ηνπ. 2 η. Αζήλα: Παπαγεγνξίνπ-Νάθαο, ακνπειηάλ, Αζηεξία. «Διιεληθή όπεξα ζηα αξρεία ηεο Λπξηθήο θελήο.» ην Εεηήκαηα λενειιεληθήο κνπζηθήο ηζηνξίαο Η, Πξαθηηθά ζπλεδξίνπ. Ηόλην Παλεπηζηήκην, (πξόζβαζε 5 Ννεκβξίνπ 2008). πκεσλίδνπ, Αιέθα. Λεμηθό Διιήλσλ ζπλζεηώλ. Αζήλα: Φ. Νάθαο, [θέηζαο, Κπξηάθνο: Home page]. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 60

62 IRMGARD LERCH-ΚΑΛΑΒΡΤΣΗΝΟΤ Σακβάθνο, Θσκάο. Έιιελεο δεκηνπξγνί ζνβαξήο κνπζηθήο. 2 ε έθδ. Ησάλληλα: Πλεπκαηηθό Κέληξν Γήκνπ Ησαλλίλσλ, [Αλαηύπσζε άξζξσλ από ηελ εθεκεξίδα Νένη Αγσληζηέο Ζπείξνπ, έηε ]. Σεγόπνπινο-Φπηξάθεο. Διιεληθό ιεμηθό. 9 ε έθδ. Αζήλα: Αξκνλία, Brennecke, Wilfried. «Vollständiges Werkverzeichnis.» ην Gaben und Grüsse der Freunde. Festschrift Dimitris Terzakis zum 60. Geburtstag, επηκέιεηα Wilfried Brennecke, I-XXXI. Köln: Christoph Dohr, Grove Music Online. Matossian, Nouritza. Xenakis. London: Kahn & Averill; New York: Pro/Am Music Resources, Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 61

63 ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΑΜΠΡΟΒΑΛΑΚΗΣ Οι απόψεις του Νίκου Σκαλκώτα για τη μουσική δημιουργία στις παραστατικές τέχνες Ο Νίκος Σκαλκώτας ( ), εκτός από τις πολυάριθμες συνθέσεις του, μας κληροδότησε και ένα μεγάλο αριθμό γραπτών κειμένων, τα οποία πραγματεύονται σημαντικά ζητήματα που κατά καιρούς τον απασχόλησαν. Συγκεκριμένα, πρόκειται για: Το εγχειρίδιο Η τεχνική της ενορχηστρώσεως, εισαγωγικά σημειώματα για ορισμένα από τα έργα του, καταγραφές δημοτικών τραγουδιών για το αρχείο Μέλπως Μερλιέ, το σωζόμενο τμήμα της αλληλογραφίας του και, τέλος, μια σειρά άρθρων και κριτικών σημειωμάτων, τα οποία περιλαμβάνουν: α) ένα άρθρο με τίτλο «Η μουσικοκριτική» (περ. Μουσική Ζωή, Μάρτιος 1931) β) ανταποκρίσεις από τη μουσική κίνηση στο Βερολίνο (περ. Μουσική Ζωή, 1931) 1 και γ) 22 αδημοσίευτα, ως επί το πλείστον, «μουσικά άρθρα». 2 Ανάμεσα στα 22 αυτά «μουσικά άρθρα» συναντούμε τέσσερις τίτλους, άμεσα σχετιζόμενους με τη μουσική δημιουργία για τις παραστατικές τέχνες: «Μουσικαί υποκρούσεις», «Μουσική χορού», «Η νέα μουσική του κινηματογράφου» και «Πώς θα γράψουμε για το θέατρο», καθώς επίσης και 1 Πρόκειται για τακτική στήλη ανταποκρίσεων του Σκαλκώτα («Η μουσική κίνησις του Βερολίνου») στα μονά τεύχη αρ. 5-8 (Φεβρουάριος-Μάιος 1931) και το διπλό 9-10 (Ιούνιος-Ιούλιος 1931). 2 Αρχείο Γ. Σαμπροβαλάκη, φωτοαντίγραφα αυτόγραφων μουσικών άρθρων του Νίκου Σκαλκώτα, όλα αχρονολόγητα, πλην ενός («Περισυλλογή ιδεών» 24/9/[1]939). Ορισμένα μόνο αποσπάσματα (από τα άρθρα με τίτλο: «Το δημοτικό τραγούδι», «Η Συμφωνία», «Περισυλλογή ιδεών», «Θεωρία και πράξις των μουσικών κανόνων», «Η δύναμη των συμφωνικών συναυλιών» και «Η ενορχήστρωση») έχουν δημοσιευτεί στη διδακτορική διατριβή του Κωστή Δεμερτζή [Κωστής Δεμερτζής, Η Σκαλκωτική ενορχήστρωση (Αθήνα: Παπαζήσης, 1998), ], καθώς και στην «Προσθήκη β» του βιβλίου του Γιώργου Χατζηνίκου για τον Σκαλκώτα. [Γιώργος Χατζηνίκος, Νίκος Σκαλκώτας. Μια ανανέωση στην προσέγγιση της μουσικής σκέψης και ερμηνείας (Αθήνα: Νεφέλη, 2006), ], όπου αναδημοσιεύονται και σχολιάζονται από τον συγγραφέα τα ίδια ακριβώς αποσπάσματα από τη διατριβή του Δεμερτζή. Βλ. και Κωστής Δεμερτζής, «Στοιχεία της Σκαλκωτικής σκέψης που ενδεικνύουν σε μια σημασιολογική αντιμετώπιση της μουσικής,» ~GreekMus/anakoinoseis/demertzis.htm (πρόσβαση 20 Μαρτίου 2009).

64 ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΑΜΠΡΟΒΑΛΑΚΗΣ διάσπαρτες αναφορές για το ζήτημα αυτό σε τρία ακόμη άρθρα του (1. «H ενορχήστρωση», 2. «Πρωτοτυπία και απομίμησις» και 3. «Η νέα μουσική φιλολογία»). Στην παρούσα εισήγηση θα παρουσιαστούν οι απόψεις του Ν. Σκαλκώτα που αφορούν τη μουσική για τις παραστατικές τέχνες, μέσα από τα προαναφερθέντα άρθρα του. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στα σημεία στα οποία εκφέρει απόψεις για άλλους σημαντικούς Έλληνες συνθέτες της εποχής του και την εργασία τους στη μουσική για το λυρικό θέατρο. Για λόγους συντομίας δεν θα γίνει αναφορά στο ζήτημα της μουσικής για τον κινηματογράφο και στο σχετικό του άρθρο, ούτε και στο άρθρο με τίτλο «Μουσικαί υποκρούσεις». Χορός Είναι γνωστή η ενασχόληση του Σκαλκώτα με τη μουσική μπαλέτου, ιδίως κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Ο προβληματισμός του Σκαλκώτα, όμως, σχετικά με τη σύνθεση πρωτότυπης μουσικής για μπαλέτο άρχισε νωρίτερα, σχεδόν μία επταετία πριν από τη δημιουργική ενασχόλησή του με το συγκεκριμένο είδος. Στο τεύχος Ιουνίου-Ιουλίου 1931 του περιοδικού Μουσική Ζωή 3 δημοσιεύεται μια ανταπόκριση για τη μουσική κίνηση στο Βερολίνο με την υπογραφή Ν. Σ. [Νίκος Σκαλκώτας]. Στην ανταπόκρισή του με τίτλο «Δύο μπαλέττα εις την Κρατικήν Όπερα» εμφανίζεται επικριτικός απέναντι σε κάθε προσπάθεια «μπαλεττοποίησης» όπως την ονομάζει οποιουδήποτε συμφωνικού έργου. Γράφει χαρακτηριστικά: Ασφαλώς, η συνήθεια που επικρατεί σε διάφορους χορευτικούς κύκλους να «μπαλεττοποιούν» συμφωνικά έργα, έργα γραμμένα μόνον για την ορχήστρα, δεν είναι κάτι που ημπορεί κανείς να συστήσει ή να συμπαθήσει [ ] τόσο γιατί υπάρχουν άφθονα έργα μπαλέττα και δεύτερο γιατί το συμφωνικό έργο, εις το οποίον προστίθεται μια «σκηνική δράσις», δεν «σηκώνει» ακριβώς αυτήν την «δράσιν», εφ όσον είναι φτιαγμένο κατ άλλους νόμους και με άλλας προϋποθέσεις. Ως παραδείγματα ανεπιτυχούς «μπαλεττοποίησης» φέρνει τις παραστάσεις υπό μορφή μπαλέτου δύο έργων: α) των Πλανητών του Άγγλου συνθέτη Gustav Holst και β) Le train bleu σε μουσική του Maurice Ravel 4 και κείμενο του Jean Cocteau, τα οποία παρουσιάστηκαν εκείνη την περίοδο από το μπαλέτο της Κρατικής Όπερας του Βερολίνου. Ειδικά για τον Ravel [Milhaud] 5 πιστεύει πως «παραδίδει συχνά πολύ φθηνές μελωδίες, παρ όλον που προσπαθεί κάπου-κάπου να κάμη πνεύμα» και περιγράφει το συγκεκριμένο έργο ως «ένα κοινό φλερτ στην παραλία, με κοστούμια μπάνιου και με γυμνάσια Σουηδικής γυμναστικής» Αντίθετα, η χορογραφημένη Pavane του Ravel αποδείχθηκε περισσότερο επιτυχημένη επιλογή μουσικής χορού. 3 Μουσική Ζωή, έτος Α, 9-10 (Ιούνιος-Ιούλιος 1931): Στο σημείο αυτό φαίνεται πως υπήρξε κάποια παρανόηση εκ μέρους του Σκαλκώτα, εφόσον στη φιλολογία του μπαλέτου το Le train bleu χορογραφείται πάντοτε πάνω στη μουσική του Darius Milhaud (1924). Ο Ραβέλ δεν έγραψε έργο με αυτόν τον τίτλο. 5 Τα επικριτικά σχόλια του Σκαλκώτα προφανώς αναφέρονται στη μουσική του Milhaud για το συγκεκριμένο έργο. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 63

65 Οι απόψεις του Νίκου Σκαλκώτα για τη μουσική δημιουργία στις παραστατικές τέχνες Στο αχρονολόγητο και ανέκδοτο άρθρο του με τίτλο «Μουσική χορού», συνεχίζει 6 τον προβληματισμό του, γράφοντας: «...οι λεγόμενοι ειδικοί[,] απέραντο πλούτο και φυσικήν ευκολία βρίσκουν σήμερα στην τροποποίηση και παρουσίαση μουσικής χορού». Ο συνθέτης δηλώνει την πίστη του στην αξία της χορευτικής μουσικής και πρεσβεύει την αναγκαιότητα αυτή η μουσική να γράφεται κατά παραγγελία. Φαίνεται επίσης να τρέφει μεγάλη εκτίμηση για την τεχνική της παντομίμας και τη μουσικότητα που αυτή αποπνέει. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που εντοπίζει στη σύνθεση χορευτικής μουσικής είναι η μονοτονία του μουσικού ρυθμού και ως αντίδοτό της προτείνει την παραλλαγή της μονοσήμαντης ρυθμικής υφής. Αναφέρεται, επίσης, στη δημιουργία ελληνικής μουσικής χορευτικής φιλολογίας, είδος που υπηρέτησε και ο ίδιος συστηματικά, θέτοντας το ερώτημα: «Ποιος γνωρίζει σήμερον πότε θα εννοήσωμεν την βαθύτερη σημασία που έχει η δημιουργία μιας μουσικής χορευτικής φιλολογίας ελληνικής καθαρής διανοήσεως;» Στο άρθρο με τίτλο «Η νέα μουσική φιλολογία» ο Σκαλκώτας αναφέρεται και στο διεθνές ρεπερτόριο του μπαλέτου: Τα μοντέρνα μπαλέττα του Milhaud, Prokofieff, Poulenc, Strawinsky, Hindemith έχουμε ανάγκη ίσως να τ[ ] ανεβάζουμε και στον τόπο μας συχνότερα, να τα γνωρίσουμε αφού άλλωστε δίπλα σ[ ] αυτά θα βάλουμε και τα ελληνικά. Όπερα Μουσικό θέατρο Στο άρθρο με τίτλο «Πώς θα γράψουμε για το θέατρο», με το όρο «θέατρο» εννοεί το μουσικό θέατρο και την όπερα, αν και δεν το κατονομάζει ρητώς. Επίσης, παρατηρεί, ότι ο λογοτέχνης ακούει το έργο του μέσα απ τη μουσική, όταν ο συνθέτης πετύχει μέσω της μουσικής του να κάνει ακόμη θεατρικότερο το λόγο μέσα σε μια νέα μορφή. Ωστόσο: «Ο λογοτέχνης που πολλές φορές δεν συμφωνεί πάντοτε με το μουσικοσυνθέτη λησμονεί τη νέα ζωή που παίρνει κάθε έργο μέσον της μουσικής». Στη συνέχεια ο προβληματισμός του αγγίζει το ζήτημα του ποιητικού κειμένου στο μουσικό θέατρο: Το Libretto που γράφουμε σήμερα για το θέατρο το ζητούμε σύντομο στη φόρμα του, πλούσιο στο περιεχόμενό του, μια συνεχή έμπνευσης της έμπνευσης!, γιατί κιόλας τα καλά θεατρικά λιμπρέττα της εποχής μας είναι στο διάβασμά τους αρκετά δύσκολα. Aυτή η δυσκολία, κατά τον Σκαλκώτα, δυσχεραίνει κατά πολύ την πρόσληψη του έργου, γεγονός όμως, όπως παρατηρεί με χιούμορ, που διόλου δεν ενδιαφέρει ούτε τον λογοτέχνη, αλλά ούτε και τον συνθέτη! Έτσι, ο θεατρόφιλος παραπονιέται ότι τον ενοχλεί η μουσική, ενώ ο φιλόμουσος δεν καταλαβαίνει τίποτα από την υπόθεση του έργου. 6 Ο Κωστής Δεμερτζής τοποθετεί την περίοδο συγγραφής όλων των «μουσικών άρθρων» του Σκαλκώτα την περίοδο [Βλ. Κωστής Δεμερτζής, «Νίκος Σκαλκώτας: Μια επετειακή προσωπογραφία,» στο Αφιέρωμα στον Νίκο Σκαλκώτα (Αθήνα: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1999), 48]. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα 64 για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες

66 ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΑΜΠΡΟΒΑΛΑΚΗΣ Φαίνεται πως εκτιμούσε ιδιαιτέρως την προσφορά του Wagner:... ο Wagner έγραψε το μουσικό δράμα αναζητώντας και ανανεώνοντας το σύμπαν στο θέατρο [ ] Το Leitmotiv το εξήγησε ως σημάδι μιας νέας συνθετικής τέχνης [ ] Οι θεατρικές ιδέες του Wagner είναι γιομάτες πλούτο και τρέφουνε στην εξέλιξή τους πολλούς απ τους μουσικούς της σήμερον. Στο θέμα «Wagner» επανέρχεται και στο επίσης αχρονολόγητο και ανέκδοτο άρθρο του με τίτλο «Πρωτοτυπία και απομίμησις», αναγνωρίζοντας την βαθειά πρωτοτυπία της «θεατρικής» του μουσικής, «που τόση επίδραση έφερε στη νέα μουσική κατεύθυνση». Τον Σκαλκώτα τον προβλημάτισε και η πρωτοτυπία της θεματολογίας των μουσικοθεατρικών έργων. Γράφει σχετικά: «Ακούμε παντού τη διακίνηση μιας δημώδους όπερας, το θέατρο για το λαό, μα κι εδώ βρίσκουμε ότι η πρωτοτυπία της δουλειάς κατά πολύ το υστερεί, το φέρνει πίσω». Πιστεύει πως το κοινό διψάει για την πρωτοτυπία και, τουλάχιστον, η νέα δημώδης (εννοώντας δημοτικοφανής) όπερα διαφέρει από τις αντίστοιχες παλαιότερες. Βέβαια η μοντέρνα όπερα είναι κουραστική άμα δεν τη γνωρίζουμε, και δεν έχουμε την απαίτηση με μια φορά που θα επισκεφθούμε το θέατρο!! να κατανοήσουμε όλη τη θεατρική φιλολογία. Μα η κούραση αυτή δε μένει χωρίς ηθική ανταμοιβή, και γι αυτό άλλωστε άμα κουράζεται το θεατρικό κοινό θα πει ότι ζητάει και κάτι νέο να γνωρίση στο θέατρο. [...] Η μουσική του θεάτρου μπορεί να είναι πολύπλοκη μα όχι ανόητα σκοτεινή! Για την κατανόηση, λοιπόν, του παληού και μοντέρνου έργου χρειάζεται κανείς και τη δική του κρίση. Έτσι συμβάλλει ηθικά για τους δημιουργούς ή αναδημιουργούς των μουσικών θεατρικών έργων. Και η κρίση αυτή μπορεί να είναι γιομάτη ωφέλεια για τη συνέχεια μιας τέτοιας εργασίας. [...] Τα μοντέρνα θεατρικά λιμπρέττα με τη διάφορο πολιτική τους τάση, τη σοσιαλιστική, την κομμουνιστική, εθνικοσοσιαλιστική μοναρχική, καθολική, που σχεδόν όλα βάλανε ως σκοπό τη πολιτική ως μόδα, ή ως τρανταχτό σημάδι τον θόρυβο ως επιτυχία πέσανε μετά από λίγες παραστάσεις [ ] «Η όπερα της εποχής μας δεν χάθηκε [...] Πολλοί που θελήσανε να την εκβιάσουνε αποτύχανε, βέβαια» διότι «μετά απ τον πλούτο της ρωμαντικής σχολής, προσπαθήσανε ν ανεβάσουν έργα με μια θαυμαστή οικονομία των μέσων, με λιμπρέττα που δεν είχανε μια υπόθεση αλλά ακριβώς το αντίθετο, πολλές υποθέσεις βαλμένες σε πολλές έξυπνες θεατρικές σκηνές». Ενώ, «στο θεατρικό λιμπρέττο πρέπει να διαφαίνεται ο ειρμός που μας κάνει να το γνωρίζουμε πριν το δούμε ή το διαβάσουμε!! [...] Η ανία στο θέατρο είναι κάτι το τρομερό!, που ούτε κείμενο, ούτε μουσική που προκαλούν αυτή μπορούν να παραμερίσουν άμα το όλον είναι κακοβαλμένο. Η γενική τάση είναι ακριβώς το έργο Τέχνης για το θέατρο». Έλληνες συνθέτες Στο ίδιο άρθρο, συνεχίζει με τις θέσεις του για την ελληνική όπερα του μέλλοντος: Η όπερα που θ ακουσθή αύριο στον τόπο μας θα είναι, λοιπόν, μοντέρνα κι εκείνη ακριβώς που ζητάει το δύσκολο ελληνικό θεατρικό κοινό. [...] Πρέπει να υποβοηθούμε την ανέβαση κάθε μοντέρνας ελληνικής όπερας [...] προ παντός όταν μουσική και κείμενο στέκονται ψηλά. [...] Η ελληνική όπερα έχει κάθε υλικό σήμερα διαθέσιμο για να προχωρήση και να φθάσει [ ] την ξένη. Το ρεπερτόριο της ελληνικής όπερας μπορεί να μεγαλώση με το[ν] καιρό, με τις ιταλικές, γαλλικές και γερμανικές όπερες θα θέλαμε δίπλα σ[ ] αυτές να βάλουμε και τις ελληνικές. Η δυσκολία που υπάρχει είναι υπερνικήσιμη, οι όπερες του Σαμάρα, Κοκκίνου, Ροδίου, Καλομοίρη κ.ά. Ελλήνων συνθετών θα Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 65

67 Οι απόψεις του Νίκου Σκαλκώτα για τη μουσική δημιουργία στις παραστατικές τέχνες βρισκόντουσαν στη φανερή τους θέση και όχι σ[ ] αυτή την αδικαιολόγητη αφάνεια. Ο Καλομοίρης που πάλεψε και παλεύει για την ελληνική όπερα έδοσε οδηγίες για το θέατρο γιομάτες ενδιαφέρο[ν], για τη δημώδη όπερα που δεν πέφτει και ξεφεύγει απ τη[ν] καλή Τέχνη. Ο Πρωτομάστορας, το Δαχτυλίδι της Μάνας, είναι έργα που θέλουν να υπονοήσουνε μια νέα αρχή του ελληνικού μουσικού θεάτρου, που η μουσική τους δανείζεται το δημοτικό τραγούδι για να το δείξη πιο ενδιαφέρο[ν] με τη δυνατή έμπνευση της Τέχνης. Ο Σαμάρας που έγραψε με γιομάτη φρεσκάδα και έμπνευση τη μουσική του, μας έδοσε πραγματικά αρκετή πρωτοτυπία στο θέατρο, οι όπερές του θ[ ] ανεβάζωνται και θα παίζωνται συχνώτερα για το λαό και στη χώρα μας. Και άλλοι συνθέτες που γράψανε για το θέατρο, όπως ο Βάρβογλης, Σκλάβος, Λαυράγκας, Αλβέρτης, Μητρόπουλος, Λαμπελέτ, δεν πρέπει να λησμονούνται με την πάροδο του χρόνου γιατί ίσως και τα έργα τους να μην εννοηθήκανε απ το λαό. [...] Πρέπει, λοιπόν, το ελληνικό θέατρο να συνεχίση το δρόμο του για να υπερασπισθή τα συμφέροντα της Τέχνης, να πλουτίση το ρεπερτόριό του και [να] δόσει τόπο στα νέα θεατρικά ταλέντα. Έτσι και η πιο μοντέρνα όπερα τότε θα μας καταστεί τόσο νοητή όσο και η παληά. Πολύ σημαντικό σχόλιο σχετικά με τους Έλληνες ομοτέχνους του κάνει και στο άρθρο του με τίτλο «Η ενορχήστρωση»: Οι Έλληνες συνθέτες είναι γιομάτοι πλούτο στην ενορχήστρωση των και διαφαίνεται η επιβολή με το καιρό μιας νέας σχολής που θ[ ] αφίση εποχή. Ο Σπύρος Σαμάρας έγραψε καθαρά για ορχήστρα στα θεατρικά του έργα που γνωρίζουμε με διαύγειαν, με χάρη και αρκετή πρωτοτυπία. Όπως και άλλοι Έλληνες συνθέτες ακολουθήσανε τους ευρωπαϊκούς με ένα δικό τους τρόπο. Ο Μανώλης Καλομοίρης, Δ. Λαυράγκας, Δ. Μητρόπουλος, Μ. Βάρβογλης και άλλοι, γράψανε με όλη τη δύναμη των μουσικών που γνωρίζανε την ορχήστρα και τις δυνατότες αυτής. Έπρεπε τα έργα αυτών να παίζονται συχνότερα ούτως ώστε να μη παραμελείται η μουσική των παραγωγή. Η ελληνική μουσική για ορχήστρα θέλει να δόση τα δικά της χαρίσματα... Ας προσπαθήσουν, λοιπόν, οι Έλληνες μουσικοί να δούνε καθαρά το θέμα μιας νέας αρχής. Ο Δ. Μητρόπουλος, Μ. Καλομοίρης κατέχουν μια εξαιρετική θέση, για τη δράση που τους διακρίνει και την αληθινή αγάπη που τρέφουν προς κάθε ελληνική μουσική πρόοδο. Στα δύο προηγούμενα αποσπάσματα είναι διάχυτο το πνεύμα γενναιοδωρίας του Σκαλκώτα προς τους Έλληνες συναδέλφους του, γεγονός που ίσως ξαφνιάζει τον σημερινό αναγνώστη. Σε άλλο άρθρο με τον τίτλο «Η νέα μουσική φιλολογία» επανέρχεται στο ζήτημα του ρεπερτορίου της όπερας, παρατηρώντας πως: Τα νεώτερα θεατρικά έργα των ελλήνων και ξένων συνθετών, παραμελλούνται να πούμε και μένουν άγνωστα για πολλούς χρόνους ωσότου τ ακούσουμε σε μια εξαιρετική παράσταση. Οι όπερες του Schönberg, του Hindemith, του Krenek, του Κ. Weill, Stravinsky, των ελλήνων μοντέρνων συνθετών Πονηρίδη, Πετρίδη, Μητρόπουλου, Ευαγγελάτου, Προκοπίου κ.ά. πολλών. Στο ίδιο άρθρο μιλάει και για τον ρόλο του κρατικού θεάτρου όπερας: Οι Έλληνες τραγουδιστές, οι ελληνίδες τραγουδίστριες, οι σκηνογράφοι, σκηνοθέτες που αναμένουνε μια νέα θεατρική ασχολία, στην όπερα γρήγορα θα μπορέσουνε να δόσουνε χώρο στις νέες τους ιδέες [ ] Η όπερα, το μουσικό θέατρο δεν μπορεί να σταθή χωρίς μουσική, η μουσική είναι λοιπόν αυτή που θέλει και ο επισκέπτης του θεάτρου ν[ ] ακούσει, τα νέα μουσικά έργα του θεάτρου που θ[ ] ανεβάση η ελληνική κρατική όπερα. Και οι νέοι συνθέτες που βρίσκουνε με δυσκολία τα θεατρικά κείμενα, με τη συχνή επαφή με τους νέους λογοτέχνες και τη προπαγάνδα του μουσικού θεάτρου δεν θ[ ] αποθαρρύνονται όπως και συχνά εμφανίζεται αυτή η περίπτωση σήμερα. Συμπέρασμα: Τα γραπτά κείμενα του Σκαλκώτα είναι το «κλειδί» για την κατανόηση της σκέψης του και είναι μεγάλη παράλειψη το ότι δεν έχουν ακόμη δημοσιευτεί, παρά μόνο αποσπασματικά. Διαπιστώνοντας πως οι απόψεις του για πολλά καίρια ζητήματα της μουσικής δημιουργίας μπορούν ακόμη και σήμερα να κατευθύνουν τους επιγόνους του, αναγνωρίζουμε τη μεγάλη αξία που έχουν Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 66

68 ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΑΜΠΡΟΒΑΛΑΚΗΣ αυτές οι έμμεσες διδαχές του μεγάλου συνθέτη, στον οποίο ποτέ δεν επετράπη να διδάξει σύνθεση. Το μήνυμά του είναι σαφές, μα πάνω απ όλα αισιόδοξο: Και η δική μας παράδοση η μουσική κάτι θα μπορή να δόση με τον καιρό σε νέες ιδέες και νέους δρόμους καλλιτεχνικούς, κάτι που θα έχη διεθνή μέσα στην εθνική του αξία. 7 7 Από το άρθρο «Η νέα μουσική φιλολογία». Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 67

69 ΝΙΚΟΣ ΦΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ To μπαλέτο Η Λσγερή και ο Χάρος τοσ Νίκοσ Σκαλκώτα Σν κπαιέην Η Λσγερή και ο Χάρος είλαη έλα απφ ηα ζπνπδαηφηεξα έξγα ηνπ θαιθψηα, κε θξίζηκε ζέζε ζηε δεκηνπξγηθή ηνπ πνξεία. Δίλαη ην πξψην απφ ηα κπαιέηα ηνπ, ελψ νξηνζεηεί παξάιιεια ηελ εμέιημε ηεο ηνληθήο κνπζηθήο γιψζζαο ηνπ ζπλζέηε. Δίλαη θνξπθαίν έξγν ζηελ ειιεληθή κνπζηθή. Ζ παξάδνμε ηζηνξία ηνπ έξγνπ θαη ησλ ρακέλσλ ρεηξνγξάθσλ ηνπ δεκηνπξγεί εξσηήκαηα θαη είλαη ραξαθηεξηζηηθή γηα ηελ ζέζε θαη ηελ αληηκεηψπηζε ηνπ θαιθψηα ζηελ Διιάδα. Παξά ηε ζχληνκε, θαη ζπρλά βαζαληζκέλε, δσή ηνπ ν ζησπειφο θαιθψηαο, βηξηνπφδνο ζπλζέηεο, βηξηνπφδνο βηνιηζηήο, πηαλίζηαο, κέινο ζπκθσληθήο νξρήζηξαο, καέζηξνο, ζηνραζηήο θαη ζπγγξαθέαο ζεσξεηηθψλ κειεηψλ, πξφθηαζε θαη έθαλε ζρεδφλ ηα πάληα ζηε κνπζηθή. Παξακέλεη ζήκεξα ζε ζεκαληηθφ βαζκφ αηληγκαηηθή κνξθή, σο πξνο ην έξγν θαη ηε δσή ηνπ. Μέζα ζ φια απηά ε ζρέζε ηνπ κε ην κπαιέην είλαη κηα απφ ηηο ιηγφηεξν θσηηζκέλεο πεξηνρέο ηεο δεκηνπξγίαο ηνπ. Ο θαιθψηαο είλαη κηα ζπάληα, ζρεδφλ κνλαδηθή, πεξίπησζε δεκηνπξγνχ, ν νπνίνο εμεξεπλά θαη πξνεθηείλεη φιεο ηηο λέεο κνπζηθέο ηάζεηο ηεο επνρήο ηνπ, θαζνξηζηηθέο ζηελ κνπζηθή ηνπ 20 νχ αηψλα: αηνληθφηεηα, δσδεθαθζνγγηζκφο (ζεηξατθή αηνληθφηεηα), πξνρσξεκέλε ηνληθφηεηα, λενθιαζηθή ηνληθφηεηα. Δπίζεο θάλεη ζπζηεκαηηθή ρξήζε ζηνηρείσλ δεκνηηθήο κνπζηθήο ζε αξθεηά έξγα ηνπ, ηνληθά θαη αηνληθά. ηνλ θαιθψηα δελ ππάξρεη δηάθξηζε ηνληθήο θαη αηνληθήο πεξηφδνπ, γεγνλφο αζπλήζηζην: ζε φιε ηελ πνξεία ηνπ δνπιεχεη παξάιιεια, ή δηαδνρηθά, ηφζν ζε αηνληθή, φζν θαη ηνληθή γιψζζα. Σα αηνληθά ηνπ έξγα βξίζθνληαη ζηελ αηρκή ηεο αληίζηνηρεο θχξηαο επξσπατθήο πξσηνπνξίαο, ηεο γλσζηήο σο «Γεχηεξε ρνιή ηεο Βηέλλεο», ηελ νπνία δηεπξχλνπλ, ελψ κε ηελ ηνληθή ηνπ δεκηνπξγία (φπσο ηνπο 36 Ελληνικούς Χορούς, κπαιέηα) ν θαιθψηαο απνηειεί κνξθή λέαο εζληθήο ζρνιήο. Κεληξηθφ ραξαθηεξηζηηθφ ηνπ είλαη ε πξσηνηππία ζηε κνπζηθή γιψζζα θαη ηηο κνξθέο ηνπ, νη νπνίεο έρνπλ αλεμάληιεηε επξεκαηηθφηεηα, εμειηθηηθή θαη ζηξαηεγηθή ζθέςε. Τπήξμε απφ δηάθνξεο πιεπξέο πξσηνπφξνο. Οξηζκέλα αηνληθά-δσδεθαθζνγγηθά ηνπ έξγα είλαη ηα πξψηα ρξνλνινγηθά ζηελ ηζηνξία ηεο κνπζηθήο, ελψ δηακφξθσζε απφ ηελ αξρή πξνζσπηθή, αλεπηπγκέλε δσδεθαθζνγγηθή κέζνδν, δηαθνξεηηθή απφ ηελ «νξζφδνμε» κέζνδν ηνπ δαζθάινπ θαη θίινπ ηνπ Schönberg. Οη 36 Ελληνικοί Χοροί είλαη, σο ζπλνιηθή θαη επί κέξνπο κνξθή, έξγν ξηδηθά πξσηφηππν θαη δηαθνξεηηθφ απφ νηηδήπνηε παξφκνην ζηε κνπζηθή. ηνλ εληαίν θφζκν ηνπ θαιθψηα

70 ΝΗΚΟ ΥΡΗΣΟΓΟΤΛΟΤ δηαζηαπξψλνληαη δηαθνξεηηθά ζηπι, πξσηνπνξία θαη παξάδνζε, επξσπατθή θαη εζληθή δηάζηαζε: ην έξγν ηνπ είλαη πξνθεηηθά επίθαηξν ζήκεξα. Οη πθνινγηθέο εμεξεπλήζεηο θαη ε ζηνραζηηθή, εξεπλεηηθή πξνζέγγηζε ηνπ θαιθψηα πξνο ην δεκνηηθφ ηξαγνχδη θαη ηελ ρξήζε ηνπ ζηε κνπζηθή ζχλζεζε καο θέξλνπλ ζηελ αθεηεξία ηεο Λσγερής και ηοσ Χάροσ. Ζ ελαζρφιεζε ηνπ θαιθψηα κε ην δεκνηηθφ ηξαγνχδη είλαη παξάιιειε κε ηηο ζρεηηθέο αλαδεηήζεηο κνληέξλσλ ζπλζεηψλ θαη ζρνιψλ ηνπ 20 νχ αηψλα. ην αδεκνζίεπην άξζξν ηνπ «Σν δεκνηηθφ ηξαγνχδη» γξάθεη: Ζ επγελήο πξνέιεπζηο ηνπ δεκνηηθνχ καο ηξαγνπδηνχ, ε αξηζηνθξαηηθή ηνπ ηάζηο καο δίδνπλ κηα πνιηηηζκέλελ πλνήλ. Απηφ ην αηζζαλφκεζα. Ίζσο φκσο ην φηη κφλνλ ην «αηζζαλφκεζα» θαη δελ ην γλσξίδνκελ βαζχηεξα λα κελ είλαη αξθεηφ, ζα έπξεπε λα ην θαηέρσκελ θαη πλεπκαηηθψο! Ζ κνπζηθή ηνπ δεκνηηθνχ ηξαγνπδηνχ είλαη θάηη ηη ηέιεην ή ην εκηηειέο; [ ] Ζ επεμεξγαζία ησλ δεκνηηθψλ καο ηξαγνπδηψλ είλαη αλαγθαία γηα ηνλ κεγάιν δεκηνπξγφ, φπσο είλαη αλαγθαία γηα ηνλ ζθνπφ γηα ηνλ νπνίν γξάθεηαη. Ζ ηδέα ηνπ δεκνηηθνχ ηξαγνπδηνχ, χζηεξα απφ ηνπο 36 Ελληνικούς Χορούς, ζπλερίδεη λα ηνλ απαζρνιεί ζηελ Λσγερή και ηον Χάρο, κπαιέην πνπ αλαθέξεηαη ζην γλσζηφ δεκνηηθφ ηξαγνχδη. Ωζηφζν, φπσο ζα δνχκε, ζην έξγν ν θαιθψηαο ππεξβαίλεη θαηά πνιχ ηελ αλαθνξά θαη ηελ ρξήζε ζηνηρείσλ δεκνηηθήο κνπζηθήο. Φπζηθά, πέξα απφ ηελ ηδέα ηνπ δεκνηηθνχ ηξαγνπδηνχ ζηελ κνπζηθή δεκηνπξγία, ην πην θαζνξηζηηθφ γηα ηελ γέλεζε ηνπ έξγνπ ππήξμε ε ζρέζε ηνπ θαιθψηα κε ηνλ ρνξφ θαη ην κπαιέην, ε νπνία εθηείλεηαη ζε φιε ηελ δσή ηνπ. πσο πνιινί ζπλζέηεο ηνπ 20 νχ αηψλα, ν θαιθψηαο, εθθξάδνληαο θεληξηθέο αλαδεηήζεηο ηεο επνρήο ηνπ, αζρνιείηαη έληνλα κε ην κπαιέην. Απφ ηα ρξφληα ηνπ Βεξνιίλνπ ( ) ππήξμε θίινο θαη ζπλεξγάηεο κε ηελ Πνιπμέλε Μαηέπ θαη ηελ Κνχια Πξάηζηθα (εηθ. 1), 1 πξνδξνκηθέο κνξθέο ηνπ ρνξνχ ζηελ Διιάδα, ελψ ζηε ζπλέρεηα ζηελ Αζήλα ζπλεξγάδεηαη κε φινπο ηνπο, ιηγνζηνχο ηφηε, αλζξψπνπο ηνπ ρνξνχ. Παξά ηνλ εζσζηξεθή, απφκαθξν ραξαθηήξα ηνπ αθφηνπ επέζηξεςε ζηελ Διιάδα, ν θαιθψηαο ζπλεξγάζηεθε κε πξφζσπα θαη νκάδεο ηνπ ρνξνχ φρη κφλνλ σο ζπλζέηεο αιιά επίζεο σο πηαλίζηαο (ζε πξνεηνηκαζία παξαζηάζεσλ), ελνξρεζηξσηήο θαη δηεπζπληήο νξρήζηξαο. Η σύγτρονη «ανακάλσυη» τοσ έργοσ Ωο πξφζθαηα Η Λσγερή και ο Χάρος ήηαλ έξγν ρακέλν θαη ζρεδφλ άγλσζην. Οη ζπλζήθεο ηεο χπαξμεο, ή αλππαξμίαο ηνπ ζην αξρείν ησλ έξγσλ ηνπ ζπλζέηε, θαζψο θαη ηνπ ζχγρξνλνπ εληνπηζκνχ ηνπ, είλαη πξσηνθαλείο, φπσο θαη ελδεηθηηθέο γηα ηελ θαηάζηαζε ηνπ έξγνπ ηνπ θαιθψηα ζηελ Διιάδα. Σν 1995, αλαδεηψληαο θάπνηα ρεηξφγξαθα θαη έξγα ηνπ θαιθψηα, βξέζεθα, κε πξνζσπηθή κεζνιάβεζε θίινπ, ζην αξρείν ησλ έξγσλ ηνπ ζπλζέηε, ην νπνίν ηφηε ήηαλ γηα ρξφληα θιεηδσκέλν 1 Δπραξηζηψ ηνλ Νίθν θαιθψηα, γην ηνπ ζπλζέηε, γηα ηελ επγεληθή παξαρψξεζε θσηνγξαθηθνχ πιηθνχ. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 69

71 To κπαιέην Η Λσγερή και ο Χάρος ηνπ Νίθνπ θαιθψηα θαη κε πξνζηηφ. Μαδί κε ηα έξγα ηνπ θαιθψηα ζε έλα δσκάηην βξηζθφηαλ ζηνηβαγκέλα πνιιά άιια άζρεηα αληηθείκελα, βηβιία θηι., ζε ζσξνχο πάλσ απφ ηνπο νπνίνπο θπξηνιεθηηθά έπξεπε θαλείο λα ζθαξθαιψζεη, ψζηε λα θηάζεη ζηηο ππξίκαρεο ληνπιάπεο κε ηα ρεηξφγξαθα έξγα. 2 πκπησκαηηθά είδα κηα ζαθνχια, ε νπνία πεξηείρε αζπξφκαπξεο θσηνγξαθίεο κεγάινπ κεγέζνπο, φρη πνιχ θαζαξέο, ελφο ρεηξφγξαθνπ έξγνπ γηα νξρήζηξα. Σν έξγν κνπ δεκηνχξγεζε ηδηαίηεξν ελδηαθέξνλ. Ήηαλ ην άγλσζηφ κνπ κπαιέην Η Λσγερή και ο Χάρος. Οη θσηνγξαθίεο ησλ ζειίδσλ ηεο ρεηξφγξαθεο παξηηηνχξαο ήηαλ δπζαλάγλσζηεο. πσο δηαπίζησζα, απφ ην Αξρείν είραλ ραζεί ηφζν ε πξψηε ρεηξφγξαθε αξρηθή παξηηηνχξα ηνπ έξγνπ γηα κηθξφ ζχλνιν νξγάλσλ, φπσο θαη ε κεηαγελέζηεξε παξηηηνχξα ηεο γξαθήο ηνπ γηα ζπκθσληθή νξρήζηξα. Δπηπιένλ, εθηφο απφ ηα δχν απηά ρεηξφγξαθα, είραλ ραζεί θαη ηα δχν αληίζηνηρα κηθξνθίικ. Απφ ην ρακέλν κηθξνθίικ ηεο δεχηεξεο, νξρεζηξηθήο γξαθήο πξνεξρφηαλ νη θσηνγξαθίεο. Δπηπρψο, εθηφο απφ ηηο θσηνγξαθίεο, ζψδεηαη ε ρεηξφγξαθε αλαγσγή ηνπ έξγνπ γηα πηάλν απφ ηνλ θαιθψηα. Ζ ρεηξφγξαθε απηή παξηηηνχξα γηα πηάλν θαίλεηαη αξθεηά ρξεζηκνπνηεκέλε, κε ζεκάδηα απφ αξθεηά γπξίζκαηα ζηηο άθξεο ησλ ζειίδσλ ηεο, άξα ρξεζηκνπνηήζεθε, ίζσο απφ ηνλ θαιθψηα, γηα ηηο δνθηκέο ηνπ αλεβάζκαηνο ηνπ έξγνπ (εηθ. 2, 3, 4). Απφ ηηο πεγέο απηέο, δειαδή ηηο δπζαλάγλσζηεο, αιιά αλαγλψζηκεο, θσηνγξαθίεο ηνπ νξρεζηξηθνχ ρεηξνγξάθνπ θαη ηελ ρεηξφγξαθε αλαγσγή γηα πηάλν έγηλε ηειηθά εθηθηή ε πιήξεο, αλεπίζεκε, θξηηηθή εθδνηηθή επηκέιεηα ηνπ κνπζηθνχ θεηκέλνπ. Ζ έθδνζε απηή έγηλε κε ζπλεξγαζία ηνπ Γηάλλε ακπξνβαιάθε, ν νπνίνο αληέγξαςε ςεθηαθά ην έξγν, θαη δηθή κνπ. Γηα ηελ θξηηηθή επηκέιεηα ζεκαληηθή ήηαλ ε αληηπαξαβνιή κε ηελ αλαγσγή γηα πηάλν. Μία απφ ηηο θσηνγξαθεκέλεο ζειίδεο ηνπ ρεηξνγξάθνπ έιεηπε: πξφθεηηαη γηα απφζπαζκα είθνζη κέηξσλ απφ ην κέξνο Lentement. Με βάζε ηελ αλαγσγή γηα πηάλν ζπκπιήξσζα ζην κέξνο απηφ ηελ ρακέλε ελνξρήζηξσζε. Παξά ηηο κεηαγελέζηεξεο πξνζπάζεηεο, ηφζν ηηο δηθέο κνπ, φζν θαη ηνπ Γηάλλε ακπξνβαιάθε, λα εληνπίζνπκε ηα ρακέλα ρεηξφγξαθα ησλ δχν γξαθψλ είηε κέζσ ηεο ρνξνγξάθνπ Λνπθίαο αθειιαξίνπ (ε νπνία ζπλδέεηαη πξσηαξρηθά κε ην έξγν θαη ηφηε ήηαλ αθφκε ζηε δσή, ζε πνιχ πξνρσξεκέλε ειηθία), είηε κε έξεπλεο ζε αξρεία σο ζήκεξα απηφ δελ έρεη γίλεη δπλαηφλ. Σν 1998 ην σο ηφηε άγλσζην, μεραζκέλν έξγν δηζθνγξαθήζεθε κε ηελ πκθσληθή Οξρήζηξα ηεο Ηζιαλδίαο θαη δηεχζπλζή κνπ, ζηα πιαίζηα ηεο δηζθνγξαθηθήο ζεηξάο θαιθψηα πνπ εθδίδεηαη απφ ηελ ζνπεδηθή εηαηξεία ΒΗS. Σν έξγν θαη ε ερνγξάθεζή ηνπ έγηλε δεθηφ κε ελζνπζηψδε ζρφιηα απφ ηε δηεζλή θξηηηθή θαη κε δηζθνγξαθηθέο δηαθξίζεηο ζηελ Δπξψπε (φπσο απφ ην βξεηαληθφ Gramophone θαη ην γεξκαληθφ Klassik Heute). Ο θαιθψηαο παξαβιήζεθε κε ηνλ Bartφk θαη ηνλ Πξνθφθηεθ, ελψ επηζεκάλζεθε ε ηζρπξή έκπλεπζε ηνπ έξγνπ, θαζψο θαη ε εμαίξεηε ελνξρήζηξσζή ηνπ. Απφ ηελ πεξηπέηεηα ηνπ έξγνπ ζπλνςίδνληαη δχν ηνπιάρηζηνλ ζεκαληηθά εξσηήκαηα: α) ην πψο, θαη γηαηί, έλα ζπνπδαίν έξγν ηνπ θαιθψηα, άξα θαη ηεο ειιεληθήο κνπζηθήο, μερληέηαη νιφηεια, χζηεξα απφ ηελ πξψηε ηνπ εθηέιεζε, πνπ έγηλε ελφζσ δνχζε ν ζπλζέηεο, β) ην πψο ράζεθαλ, ζε 2 ε άιιε κνπ παξφκνηα επίζθεςε ζηνλ ηφηε ρψξν ηνπ αξρείνπ βξέζεθα αληηκέησπνο κε ηνλ δηαρεηξηζηή ηνπ θηηξίνπ, ν νπνίνο κε πνιχ έληνλν χθνο αλέθεξε ζηνλ ζπλνδφ κνπ φηη απφ ηνλ θιεηδσκέλν, εγθαηαιειεηκκέλν ηζφγεην ρψξν ηνπ αξρείνπ έβγαηλαλ λεξά απφ πιεκκχξεο ηεο βξνρήο θαη πνληίθηα! Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα 70 γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο

72 ΝΗΚΟ ΥΡΗΣΟΓΟΤΛΟΤ πνηνλ ελδερνκέλσο δφζεθαλ θαη πνχ βξίζθνληαη ηα ρεηξφγξαθα (θαη ηα αληίζηνηρα κηθξνθίικ) ησλ δχν γξαθψλ ηνπ έξγνπ, γηα ηα νπνία γλσξίδνπκε φηη βξίζθνληαλ ζην αξρείν ησλ έξγσλ ηνπ. Οη απαληήζεηο ζηα εξσηήκαηα απηά ζρεηίδνληαη κε πξνβιήκαηα ηεο ειιεληθήο κνπζηθήο δσήο, κε ηελ πξνβιεκαηηθή έσο ζήκεξα θαηάζηαζε ηνπ αξρείνπ κε ηα έξγα ηνπ ζπλζέηε, θαζψο θαη κε ην γεγνλφο φηη ε ηνληθή δεκηνπξγία ηνπ θαιθψηα ππνηηκήζεθε θαη αγλνήζεθε απφ πξψηκνπο ππνζηεξηθηέο ηνπ ζπλζέηε, φπσο ν Γηάλλεο Γ. Παπατσάλλνπ, ηδξπηήο ηνπ αξρείνπ θαιθψηα, ν νπνίνο ζεσξνχζε φηη ν θαιθψηαο ζα έπξεπε λα πξνβάιιεηαη σο αηνληθφο ζπλζέηεο. Γεληθφηεξν, θαη βαζαληζηηθφ, εξψηεκα είλαη ην γηαηί ην έξγν ηνπ θαιθψηα παξακέλεη ζε πνιχ κεγάιν βαζκφ αλέθδνην ζήκεξα αθφκε θαη νη 36 Ελληνικοί Χοροί, αλακθίβνια ην πην γλσζηφ έξγν ηεο ειιεληθήο κνπζηθήο, ηνπιάρηζηνλ σο ηίηινο, είλαη έξγν νπζηαζηηθά αλέθδνην. 3 Ιστορία και η σπόθεση τοσ μπαλέτοσ Ζ Λσγερή και ο Χάρος γξάθηεθε θαη παξνπζηάζηεθε ην Σν παξήγγεηιε ζηνλ θαιθψηα ε ρνξνγξάθνο Λνπθία αθειιαξίνπ, γλσζηή σο Λνπθία θαη σο ρνξνγξάθνο, γηα πνιιά ρξφληα, ηνπ Δζληθνχ Θεάηξνπ. Σν αλέβαζκα ηνπ έξγνπ έγηλε απφ αλεμάξηεηε ρνξεπηηθή νκάδα κε ηελ Λνπθία (ζην ξφιν ηεο Λπγεξήο), ηνλ Κψζηα Νίθνιο 4 (Κσλζηαληή) θαη ηνλ Άγγειν Γξηκάλε (Υάξν). ηελ αξρηθή ηεο εθδνρή ε κνπζηθή ηνπ κπαιέηνπ είλαη γξακκέλε γηα κηθξφ ζχλνιν νξγάλσλ, φπσο ζπλέβαηλε ζε πξσηφηππεο ρνξεπηηθέο παξαγσγέο ηεο επνρήο. Δίλαη πηζαλφ ν θαιθψηαο λα δηεχζπλε ηε κηθξή απηή νξρήζηξα ζηελ παξάζηαζε, φπσο γλσξίδνπκε φηη έθαλε ην 1939 ζην αλέβαζκα ηνπ κπαιέηνπ ηνπ Τα Παγανά, ρνξεπηηθή δεκηνπξγία ηεο Κνχιαο Πξάηζηθα. Όζηεξα απφ ην ζάλαην ηνπ θαιθψηα ε Λσγερή και ο Χάρος παξνπζηάζηεθε απφ ην Ελληνικό Χορόδραμα ηεο Ραιινχο Μάλνπ, αιιά κε ππφζεζε δηαθνξεηηθή απφ ηελ πξσηφηππε ππφζεζε ηνπ έξγνπ (θαη κε πεξηθνπέο ζηε κνπζηθή). Γχξσ ζηα ν θαιθψηαο ελνξρήζηξσζε ηε Λσγερή και ηο Χάρο γηα ζπκθσληθή νξρήζηξα θαη ζηε κνξθή απηή ην έξγν παίρηεθε ην 1947 (Κξαηηθή Οξρήζηξα Αζελψλ κε δηεπζπληή ην Γηψξγν Λπθνχδε), κε ηίηιν απιψο Χορεσηική Σοσίηα (ππφηηηιν ζηελ αξρηθή γξαθή). Ο αξρηθφο ηίηινο Η Λσγερή και ο Χάρος ππάξρεη πάλησο ζηε δεχηεξε ζειίδα ηεο νξρεζηξηθήο παξηηηνχξαο. Οη δχν γξαθέο, ε ρακέλε γηα κηθξφ ζχλνιν θαη ε δεχηεξε γηα ζπκθσληθή νξρήζηξα, είλαη ηαπηφζεκεο σο κνπζηθφ πεξηερφκελν θαη αιιάδεη κφλν ε ελνξρήζηξσζε. ε ζεκείσκά ηνπ γηα ηε πξψηε εθηέιεζε ην 1947 ν ζπλζέηεο αλαθέξεη φηη ε κνπζηθή ηνπ έξγνπ, σο ζνπίηα απφ δηαδνρηθά κέξε, έρεη απηφλνκε κνπζηθή ππφζηαζε (παξάιιεια κε ηελ πξνγξακκαηηθή δηάζηαζε), ζαλ ζπκθσληθφ πνίεκα. Ζ ππφζεζε ηνπ κπαιέηνπ νθείιεηαη ζε κεγάιν βαζκφ ζηνλ εζνπνηφ Θάλν Κσηζφπνπιν, ζχδπγν ηφηε ηεο Λνπθίαο, θαη δεκηνπξγήζεθε κε αθεηεξία ην γλσζηφ νκφηηηιν δεκνηηθφ ηξαγνχδη (φπσο 3 Οη 36 Ελληνικοί Χοροί, κε δχν γξαθέο, κεηαγξαθέο θαη πιήζνο ρεηξνγξάθσλ απνηεινχλ θεηκελνινγηθφ αίληγκα. Παξακέλνπλ έξγν νπζηαζηηθά άγλσζην σο πξνο ην ζπλνιηθφ ηνπ πεξηερφκελν, ηηο δχν γξαθέο είθνζη Υνξψλ, ηε κνξθνινγηθή ηνπ ηδηαηηεξφηεηα, ηελ πξνέιεπζε θαη ηηο πεγέο ησλ κειψλ, ηνπο Υνξνχο εθείλνπο πνπ έρνπλ ζέκαηα ηνπ ίδηνπ ηνπ θαιθψηα, ηελ ρξήζε ηνπ δεκνηηθνχ πιηθνχ. 4 Γηα ηνλ Κψζηα Νίθνιο ν θαιθψηαο ζπλέζεζε ην 1946 ην ζχληνκν κπαιέην γηα πηάλν Ητώ, κε ην νπνίν μεθηλά ε χζηεξε λενθιαζηθή ηνληθή ηνπ πεξίνδνο. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 71

73 To κπαιέην Η Λσγερή και ο Χάρος ηνπ Νίθνπ θαιθψηα θαηαγξάθεηαη ζηηο Εκλογές ηνπ Ν. Πνιίηε, ζηα Τραγούδια ηοσ Χάροσ). Σν εχξεκα, θαη νπζία, ηεο ππφζεζεο ηνπ κπαιέηνπ έγθεηηαη ζην φηη, έρνληαο μεθηλήζεη απφ ην δεκνηηθφ ηξαγνχδη θαη θξαηψληαο ηα ηξία πξφζσπα ηεο ηζηνξίαο ηνπ, αξρίδεη πξαγκαηηθά κεηά ην ηέινο ηνπ δεκνηηθνχ ηξαγνπδηνχ θαη ην ζάλαην ηεο Λπγεξήο θαη απνηειεί πξνέθηαζε ηεο ηζηνξίαο ηνπ ηξαγνπδηνχ. Ζ ππφζεζε ζπλνπηηθά είλαη α) (πξννίκην) θαχρεζε ηεο Λπγεξήο απέλαληη ζην Υάξν κε ζπλέπεηα ην ζάλαηφ ηεο σο αληαπφδνζε ηνπ Υάξνπ, β) θαληαζηαθή, ππεξθφζκηα ζπλάληεζε θαη ρνξφο ησλ εξσηεπκέλσλ λέσλ κεηά ην ζάλαην ηεο Λπγεξήο γ) πξφζθαηξε αληίδξαζε ηνπ Υάξνπ πνπ δηεθδηθεί ηε Λπγεξή δ) ηειηθή, νξηζηηθή έλσζε ησλ αγαπεκέλσλ κε ηελ εθνχζηα είζνδν ηνπ Κσλζηαληή ζην βαζίιεην ηνπ Υάξνπ θαη ηελ ππέξβαζε ηνπ ζαλάηνπ. Σφζν ην εθηεηακέλν δεκνηηθφ ηξαγνχδη, φζν θαη ε ρνξνγξαθηθή ππφζεζε έρνπλ κνηίβα (ε θφξε θαη ν Θάλαηνο, ν αγαπεκέλνο πνπ απνθαζίδεη λα ηελ αθνινπζήζεη ζηνλ θάησ θφζκν) ηεο επξχηεξεο ιατθήο θαη ηεο ινγνηερληθήο παξάδνζεο, ηα νπνία δελ είλαη κφλνλ ειιεληθά, αιιά παγθφζκηα. Ζ ππφζεζε ζψδεηαη γξακκέλε απφ ηνλ θαιθψηα ζηελ δεχηεξε ζειίδα ηεο ρεηξφγξαθεο παξηηηνχξαο. 5 Μπνξεί, ρσξίο κεγάιε δπζθνιία, λα εμαρζεί ε ζρέζε ηεο κνπζηθήο θαη ησλ κεξψλ ηνπ έξγνπ πξνο ηελ ππφζεζε. Ζ ππφζεζε, φπσο θαηαγξάθεηαη ζηελ παξηηηνχξα, είλαη ε αθφινπζε (κε αγθχιεο ζεκεηψλνληαη ηα κέξε ηνπ έξγνπ θαηά ηελ πξνθαλή αληηζηνηρία): Ζ Δπγελνχια ε κνζθνληά θη ε κηθξνπαληξεκέλε εβγήθε θη επαηλεχηεθε πσο Υάξν δε θνβάηαη (...) θη ν Υάξνο φπνπ η άθνπζε, πνιχ ηνπ βαξπθάλε. Μαχξν πνπιί λαγίλεθε, ζαλ άγξην ρειηδφλη εβγήθε θ εζαΐηεςε ηε κνλαρή ηελ θφξε κεζ ην ιηαλφ ην δάρηπιν πνχρε ηνλ αξξαβψλα (...) Κη ν Κσλζηαληήο επξφβαιε ζηνπο θάκπνπο θαβαιάξεο (...) Υξπζφ καληήιη ζήθσζε, ηελ είδε απεζακέλε. (Ν. Πνιίηεο, Εκλογαί) [Η: Moderato maestoso II: Allegro] Ωο ηφζν ν Κσλζηαληήο έρεη ηελ παξαίζζεζε πσο θνηκάηαη. [III: Andantino] Σελ ζεθψλεη ζηα ρέξηα ηνπ θη ε Λπγεξή, πλεχκα πηα παξά ζψκα, ρνξεχεη καδί ηνπ, ππαθνχνληαο ζηελ ππεξθφζκηα δχλακε ηεο αγάπεο. Υνξεχνπλ εδνληζκέλνη απφ ηνλ έξσηα θαη ηνλ πφζν πνπ ηνπο πλίγεη. [(III:) Tempo di Valse, Lento-Allegro moderato-lento] 5 Σν νξηαθά εδψ δπζαλάγλσζην γξαπηφ θείκελν απνθαηέζηεζε ν Γηάλλεο ακπξνβαιάθεο. Δπηπρψο θακία θσηνγξαθία ηνπ κνπζηθνχ θεηκέλνπ δελ ήηαλ ζηνλ βαζκφ απηφ δπζαλάγλσζηε. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα 72 γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο

74 ΝΗΚΟ ΥΡΗΣΟΓΟΤΛΟΤ Μα ν Υάξνο παξακνλεχεη. ηαλ ζπλέξρεηαη ν Κσλζηαληήο απφ ηελ νξαηή επίδξαζε ηνπ έξσηα, ληψζεη πσο είλαη λεθξή. Εεηά ηε ιχηξσζε παληνχ, κα δελ ηε βξίζθεη. Ξάθλνπ ν Υάξνο ρπκά λα ηελε μαλαπάξεη. ηαλ ην θαηνξζψλεη ηε ζηεθαλψλεηαη. Ο ρνξφο ηνπο ηψξα είλαη άγξηνο, δαηκνληθφο. [IV: Vivo V: Allegro] Μα μαθληθά ε Λπγεξή μαλαζπκάηαη ηνλ αγαπεκέλν ηεο. Με πφλν αλαδεηά λα ηνλ πιεζηάζεη. κσο ν Υάξνο ηελ εκπνδίδεη. [VI: Lentement] Ο Κσλζηαληήο, κε κπνξψληαο αιιηψο λα δπγψζεη ηελ αγαπεκέλε ηνπ, μεπεξλψληαο ηα φξηα ηεο δσήο ηνπ, κπαίλεη ραξνχκελνο ζην βαζίιεην ηνπ ζαλάηνπ. [VII: Moderato assai] Σφηε ν Υάξνο, ππεξήθαλνο γηα ην έξγν ηνπ, ηνπο αθήλεη λα μαλαζκίμνπλ. Σψξα ελσκέλνη κηα δσή ζην ζάλαην, μαλαβξίζθνπλ ηελ αγάπε ηνπο. [VIII: Lento-Allegro moderato-lento] Η μοσσική τοσ μπαλέτοσ Σα πξψηα δχν κέξε Moderato maestoso, Allegro ζρεδηάζηεθαλ πηζαλφλ, φπσο θαη ζε άιια ζθεληθά έξγα ηνπ θαιθψηα, σο Δηζαγσγή πνπ αθνξά γεληθά ην δξάκα. Σν Moderato αλνίγεη κε ζθνηεηλέο ζπγρνξδίεο ζε φιε ηελ έθηαζε ηεο νξρήζηξαο, επηβιεηηθέο θαη ππνβιεηηθέο, πνπ θέξλνπλ έλα εξσηθφ, δεκνηηθνθαλέο ζέκα ζηα θφξλα θαη ηα βηνιηά. Ο ραξαθηήξαο ηνπ Moderato maestoso θαίλεηαη λα αλαθαιεί ηνλ κπζηθφ ρξφλν ηεο ηζηνξίαο θαη ηελ αίζζεζε ηεο κνίξαο. Σν επαθφινπζν Allegro, ηδηαίηεξα δηάθσλν θαη νξκεηηθφ, κε έληνλεο ελνξρεζηξσηηθέο αληηζέζεηο, κπνξεί λα ζπζρεηηζηεί κε ηελ έθνδν ηνπ εθδηθεηή Υάξνπ. ην ζχληνκν Andantino, εηζαγσγηθφ ζηελ αθφινπζε δηαδνρή ρνξψλ, κηθξά ζφια θαη ην αγγιηθφ θφξλν, πεξηζηνηρηζκέλν απφ ήρνπο άξπαο θαη παξάμελεο δηαθσλίεο εγρφξδσλ, δεκηνπξγνχλ απφθνζκε αηκφζθαηξα, ηελ παξαίζζεζε φηη ε Λπγεξή θνηκάηαη. Σν ηξηκεξέο αξγφ Βαιο (Tempo di Valse, Lento) ρνξεχνπλ ζηε ζπλέρεηα ε Λπγεξή κε ηνλ Κσλζηαληή. Ζ κεισδία ηνπ ζέκαηφο ηνπ έρεη κηα ζρεδφλ αθαζφξηζηε απιφηεηα θαη αθνχγεηαη πάλσ απφ «αησξνχκελε» αξκνληθή πνξεία. Ζ αζπλήζηζηε ερεηηθή αίζζεζε θαη θαηεχζπλζε ηνπ Βαιο, ζε αξγφ ξπζκηθφ παικφ, ππνγξακκίδνπλ ηελ αιιφθνζκε κειαγρνιία ηνπ ρνξνχ. Έλα γθιηζάλην ηεο άξπαο ζπλδέεη ην Βαιο θαηεπζείαλ κε ην Allegro moderato, ην νπνίν έρεη επίζεο ξπζκφ ηξηψλ ηεηάξησλ. Σν Allegro moderato είλαη έλαο απζεληηθφο ειιεληθφο Σζάκηθνο ρνξφο, κε απνθαζηζηηθή, Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 73

75 To κπαιέην Η Λσγερή και ο Χάρος ηνπ Νίθνπ θαιθψηα γελλαία δηάζεζε, θαη, φπσο ππνζηήξημε ν κνπζηθνιφγνο Κσζηήο Γεκεξηδήο, είλαη ν ρνξφο ηνπ Κσλζηαληή. Σν εηζαγσγηθφ κνηίβν ηνπ Σζάκηθνπ κε κηα ηειηθή επηηάρπλζε νδεγεί ζε έλα κνηίβν ηνπ Βαιο, ζαλ θαλθάξα, θη απηή εηζάγεη κηα ζχληνκε θαηαιεθηηθή επαλαθνξά ηνπ Βαιο. Ζ ελφηεηα αξγφ Βαιο-Σζάκηθνο-Βαιο είλαη ην κνπζηθφ θέληξν ηνπ έξγνπ. Οη δχν επφκελνη ζπλδεδεκέλνη ρνξνί, Vivo θαη Allegro, θαίλεηαη πσο είλαη Υνξνί ηνπ Υάξνπ (ν Υάξνο δηεθδηθεηήο - Υάξνο θαη Λπγεξή). Σν Vivo αξρίδεη κε έλα απεηιεηηθφ, ηξνπηθφ ζέκα ζην κπάζν. Καη νη δπν απηνί ρνξνί θιηκαθψλνληαη κε ζνξπβψδε, αηρκεξά tutti ηεο νξρήζηξαο. ην Lentement ε αηκφζθαηξα αιιάδεη νινθιεξσηηθά, θαζψο ε Λπγεξή μαλαζπκάηαη κε πφλν ηνλ Κσλζηαληή. Μηα κνπζηθή πηθξά λνζηαιγηθή μεθηλά ζηα πλεπζηά, ηα έγρνξδα αθνινπζνχλ θαη δηαθφπηνληαη αξρίδνληαο έλαλ νλεηξηθφ δηάινγν κε ηελ ζφιν άξπα. ην θεληξηθφ ηκήκα ηνπ κέξνπο, ζε νξρεζηξηθφ tutti, επαλεκθαλίδεηαη έλα καθξηλφ κνηίβν απφ ην εηζαγσγηθφ Moderato (ζηελ ίδηα ηνληθφηεηα), ζε ζηαηηθή αλάπηπμε, ην νπνίν ζεκαηνδνηεί ηε κλήκε ηνπ παξειζφληνο. Σν Moderato assai είλαη ζαλ ην «εκβαηήξην» ηνπ Κσλζηαληή πνπ δηαβαίλεη ην φξηα ηνπ ζαλάηνπ. Απφκαθξα ράιθηλα αλαγγέιινπλ ην θχξην κνηίβν, πνπ δηαηξέρεη ην φιν κέξνο, θαη αθνινπζνχλ φια ηα πλεπζηά, νη βηφιεο κε έλα θάπσο ηδηφηππν ζφιν, θνξχθσκα φιεο ηεο νξρήζηξαο, ζηαδηαθφ ιαθσληθφ ζβήζηκν. Σφηε κε έλα λέν ζπλδεηηθφ γθιηζάλην ηεο άξπαο ε δηαδνρή αξγφ Βαιο-Σζάκηθνο-Βαιο νινθιεξψλεη ην έξγν κε ηνλ ηειηθφ ρνξφ ησλ αγαπεκέλσλ. Ύυος Σν χθνο ηεο Λσγερής και ηοσ Χάροσ απνηειεί πξνέθηαζε ηνπ ηνληθνχ ηδηψκαηνο ησλ 36 Ελληνικών Χορών ( ). Σελ εμειηθηηθή ζρέζε κεηαμχ ησλ δχν έξγσλ ζεκαηνδνηεί θαη ε ζπκβνιηθή έληαμε ζην κπαιέην ηνπ Σζάκηθνπ, πνπ είλαη ν πξψηνο απφ ηνπο 36 Ελληνικούς Χορούς. Μεηά ηελ Λσγερή και ηον Χάρο ε χζηεξε ηνληθή γιψζζα ηνπ θαιθψηα αιιάδεη πξνο ηελ θαηεχζπλζε ελφο πνιχ δηαθνξεηηθνχ, λενθιαζηθνχ ηνληθνχ χθνπο ζηα πνιπάξηζκα έξγα ηεο πεξηφδνπ Μεηαβαηηθφο «θξίθνο» κεηαμχ ησλ δχν δηαθνξεηηθψλ ηνληθψλ ηδησκάησλ θαίλεηαη ην κηθξφ κπαιέην γηα πηάλν Νηζιώηικες Εικόνες ηνπ Ζ Λσγερή και ο Χάρος έρεη πνιχ πξνζσπηθφ, δηεπξπκέλν ηνληθφ-αξκνληθφ ηδίσκα, κε ηξνπηθά ζηνηρεία, πνιπηνληθέο πθέο θαη ζπρλή ρξήζε δηαθσληψλ, πνιιέο θνξέο απξνζδφθεησλ. Ζ Λσγερή και ο Χάρος, φπσο θαη νη 36 Ελληνικοί Χοροί, έρεη απφιπηα κνλαδηθή ζέζε ζην έξγν ηνπ θαιθψηα σο πξνο ην χθνο θαη ηε κνπζηθή γιψζζα. Σα άιια αηνληθά θαη χζηεξα ηνληθά ηνπ έξγα κπνξνχλ λα θαηαηαγνχλ ζε νκάδεο κε παξάιιειν ηδίσκα. Αλ θαη πξνέθηαζε ηνπ ηδηψκαηνο ησλ Ελληνικών Χορών, ην ηδίσκα ηεο Λσγερής και ηοσ Χάροσ είλαη νιφηεια απηφλνκν, ηφζν σο πξνο ηνπο Χορούς, φζν θαη σο πξνο νπνηνδήπνηε άιιν έξγν ηνπ θαιθψηα. Υαξαθηεξηζηηθφ, γηα παξάδεηγκα, είλαη ην Lentement, φπνπ ππάξρεη έλα είδνο ξνκαληηζκνχ αλεπαλάιεπην ζην θαιθψηα. Γεληθά ζηελ αξκνληθή γιψζζα ηεο Λσγερής και ηοσ Χάροσ ππάξρεη κεγαιχηεξε θαη ζπζηεκαηηθφηεξε παξνπζία ηεο δηαθσλίαο απ φ,ηη ζηνπο Ελληνικούς Χορούς. Οη δηάθσλεο πθέο ζηελ αξκνλία ηεο Λσγερής και Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα 74 γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο

76 ΝΗΚΟ ΥΡΗΣΟΓΟΤΛΟΤ ηοσ Χάροσ ζπλδένληαη κε ηελ ζπλερή αιιφθνζκε, πηθξά ζπλαηζζεκαηηθή αηκφζθαηξα, θαζψο θαη κε ηελ ζθιεξή κνξθή ηνπ Υάξνπ. Μέζα ζηελ ζπλερή πθή πνιπηνληθψλ ζρέζεσλ θαη «πξνζζεηηθήο» δηαθσλίαο ζηελ δηεπξπκέλε ηνληθή αξκνλία ν θαιθψηαο εηζάγεη ζπνξαδηθά ζε κεκνλσκέλα, αιιά θαίξηα ζεκεία ηνπ έξγνπ, νξηζκέλεο δηαηνληθέο ηξίθσλεο ζπγρνξδίεο. ηηο θαηαιήμεηο ηκεκάησλ ηνπ θεληξηθνχ Βαιο θαη ζε ζεκεία ηνπ Σζάκηθνπ αθνχγεηαη ε ια ειάζζσλ (ζην θεληξηθφ ηκήκα ηνπ Βαιο ε ια κείδσλ). ην θέληξν ηνπ Lentement εκθαλίδεηαη αλαπάληερα κηα νιφηεια ζηαηηθή θα ειάζζσλ ζπγρνξδία (ε καθξηλή «αλάκλεζε» ηνπ παξειζφληνο). ην ηέινο ηνπ έξγνπ, ζηελ αληίζηνηρε θαηάιεμε ηνπ Βαιο, παξνπζηάδεηαη ε ηνληθή ια, φρη ειάζζσλ, αιιά κείδσλ, επηζθξαγίδνληαο ηελ ηειηθή έλσζε ησλ αγαπεκέλσλ φκσο χζηεξα απφ έλα δπλακηθφ, πιεζσξηθφ άθνπζκα, ζαλ ζξηακβηθή θνξχθσζε, ε ηνληθή απηή ζπγρνξδία μαλαπέθηεη απφηνκα ζε ζηγαλή δπλακηθή κε δχν ζχληνκεο ζηίμεηο, κηα ζησηθή απιαία κε ζηνραζηηθή αίζζεζε. Απηή ε ειάρηζηε, αιιά απνθαζηζηηθή, «δηάζηημε» κε κεκνλσκέλεο, απιέο δηαηνληθέο ζπγρνξδίεο κέζα ζε δηεπξπκέλν ηνληθφ ηδίσκα, ην νπνίν πξνζδηνξίδεηαη απφ ην φηη απνθεχγεη γεληθά ηηο ηξίθσλεο ζπγρνξδίεο, κπνξεί λα ηδσζεί σο ιεηηνπξγηθή θαηαιεθηηθή «ιχζε» ησλ δηαθσληψλ, σο κνπζηθφο ζπκβνιηζκφο ίζσο ζην ηέινο ηνπ έξγνπ. Οπσζδήπνηε φκσο πξνζδίδεη κηαλ αλεπηηήδεπηε πξνζσπηθή γνεηεία ζην αξκνληθφ ηδίσκα ηνπ έξγνπ, ην νπνίν εκθαλίδεηαη λα εμειίζζεηαη ειεχζεξν απφ άθακπηεο πξνυπνζέζεηο. Σν 1938, έηνο φπνπ ζπλζέηεη ηελ Λσγερή και ηον Χάρο, ν θαιθψηαο ζπλζέηεη επίζεο ζεκαληηθά αηνληθά έξγα, φπσο ην Κνληζέξην γηα βηνιί, ηηο Παραλλαγές ζ ένα ελληνικό λαϊκό ηραγούδι γηα ηξίν κε πηάλν θ.ά. ην κπαιέην ν θαιθψηαο ελζσκάησζε ζηνηρεία ηεο ειιεληθήο δεκνηηθήο κνπζηθήο ζην ηνληθφ ηνπ ηδίσκα (ηελ ίδηα επνρή έθαλε ην ίδην ζηηο αηνληθέο Παξαιιαγέο γηα ηξίν κε πηάλν). Καζψο ε εκπλεπζκέλε απφ ηε δεκνηηθή παξάδνζε ππφζεζε δελ έρεη ηδηαίηεξα εζληθφ ραξαθηήξα, ζηνηρεία ειιεληθήο κνπζηθήο εκθαλίδνληαη άκεζα κφλν ζε δχν κέξε, ζην εηζαγσγηθφ Moderato θαη ηνλ εκβιεκαηηθφ Σζάκηθν ρνξφ. Άιια ηξνπηθά, ιατθφηξνπα ή ρνξεπηηθά κνπζηθά ζηνηρεία ζηα ππφινηπα κέξε δελ κπνξνχλ λα εληαρζνχλ ζε θαηεγνξία ειιεληθψλ κνπζηθψλ ζηνηρείσλ. Ο Σζάκηθνο (ν νπνίνο ζηνπο 36 Ελληνικούς Χορούς εκθαλίδεηαη ζε κεγαιχηεξε θαη δηαθνξεηηθά ελνξρεζηξσκέλε κνξθή) ζηεξίδεηαη ζηελ απζεληηθή κεισδία Ένας αϊηός. Μπνξεί λα ζεσξεζεί φηη ηα δεκνηηθά ειιεληθά ζηνηρεία ζην πξψην κέξνο ηνπ κπαιέηνπ θαη ζηνλ Σζάκηθν ππαηλίζζνληαη κνπζηθφ ζπκβνιηζκφ εξσηθνχ ζηνηρείνπ («ιεβεληηά»). Υαξαθηεξηζηηθά πξσηφηππε θαη ζπλαξπαζηηθή ζηπιηζηηθή ζχιιεςε ηνπ θαιθψηα είλαη ε ζχλδεζε ηνπ Βαιο κε ηνλ Σζάκηθν, ρνξψλ κε ηξίζεκν ξπζκφ ηξηψλ ηεηάξησλ, πνπ είλαη εηεξνγελείο θαη πξνέξρνληαη απφ αληηδηακεηξηθά αληίζεηεο παξαδφζεηο: ην αζηηθφ θνζκνπνιίηηθν Βαιο δεκέλν κε ηνλ Σζάκηθν, ρνξφ ππαίζξην θαη ηξνπηθφ. Ο θαιθψηαο ελνπνηεί φια απηά ηα ζηνηρεία ζε χθνο πξνζσπηθφ, ην νπνίν δηαθξίλεη επίζεο ε γεκάηε θαληαζία, πινχην θαη δχλακε ελνξρήζηξσζε. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 75

77 To κπαιέην Η Λσγερή και ο Χάρος ηνπ Νίθνπ θαιθψηα Μορυή Καζψο ην κπαιέην, σο κνπζηθφ είδνο, είλαη κνξθνινγηθά απινχζηεξν απφ άιιεο θαζαξά ζπκθσληθέο κνξθέο, ε ζπλνιηθή κνξθή ηεο Λσγερής και ηοσ Χάροπ εκθαλίδεηαη απινχζηεξε, πεξηζζφηεξν παξαηαθηηθή, απφ άιια έξγα ηνπ θαιθψηα, αηνληθά ή ηνληθά. Οη 36 Ελληνικοί Χοροί, γηα παξάδεηγκα, είλαη κηα εθηεηακέλε, δηαξζξσκέλε, πεξίηερλε ζπνπδή κνξθήο, κηα νιφηεια πξσηφηππε ζχιιεςε πνπ απαξηίδεηαη απφ 36 δηαθνξεηηθέο επί κέξνπο κνξθέο, ελψ θάζε κηα απφ ηηο επί κέξνπο κνξθέο δεκηνπξγείηαη, κε ην δηθφ ηεο ηξφπν, κε εμειηθηηθέο αλαπηπθηηθέο δηαδηθαζίεο απφ κνλνζεκαηηθνχο ππξήλεο. Ζ κνξθή ηεο Λσγερής και ηοσ Χάροσ ραξαθηεξίδεηαη απφ αθεγεκαηηθή δχλακε θαη δξακαηηθή ελάξγεηα, θαζψο εμειίζζεηαη παξάιιεια κε ηελ ππφζεζε. Ζ ελφηεηα πνπ δηαθξίλεη ηε ζπλνιηθή κνξθή έρεη ζρέζε κε ηελ πξφνδν ησλ κεξψλ (πξφνδν ζεκαηηθή, ηνληθή θαη ςπρνινγηθή), ελψ ππνγξακκίδεηαη απφ ηελ παξνπζία ηεο δηαδνρήο Βαιο-Σζάκηθνπ ζηελ θαξδηά θαη, ζπλεπηπγκέλα, ζην ηέινο ηνπ έξγνπ, θαζψο θαη απφ ηελ κνηηβηθή «αλάκλεζε» ηεο Δηζαγσγήο ζην κέξνο Lentement. ην έξγν είλαη δηαθξηηηθά αηζζεηή κηα ηδηφκνξθε κνξθνινγηθή θξεζθάδα, θαζψο ηα ζπλερφκελα κέξε έρνπλ κνξθέο πνπ δελ είλαη αθαδεκατθέο, αιιά εμειίζζνληαη ζπρλά κε αδηφξαηα απξφβιεπην ηξφπν. Καηά ηελ πνξεία ηνπ έξγνπ ε κνξθνινγηθή πξσηνηππία ζπλδέεηαη κε ηελ κνηηβηθή εμέιημε. Μπνξνχκε λα δνχκε ζε νξηζκέλα ηκήκαηα ηεο Λσγερής και ηοσ Χάροπ πψο ν θαιθψηαο εξγάδεηαη κνηηβηθά, κέζσ ηεο εμεξεπλεηηθήο παξαιιαθηηθήο δηαδηθαζίαο, ηεο «αλαπηπθηηθήο παξαιιαγήο» (developmental variation), κε ηελ νπνία δεκηνπξγεί πξσηφηππεο κνξθέο αλαλεψλνληαο ζπλερψο ην κνπζηθφ πιηθφ. Με ηελ ζπλερή αλαλέσζε ηνπ κνπζηθνχ πιηθνχ κέζσ ηεο «αλαπηπθηηθήο παξαιιαγήο» ν θαιθψηαο δείρλεη λα ζηνράδεηαη πάλσ ζε κία νπζηψδε ακθηζεκία ηεο κνπζηθήο, θαζψο ελνπνηεί δχν απφιπηα αληίξξνπεο κνξθνινγηθέο δπλάκεηο: α) κηα κνξθνινγηθή ηάζε, ε νπνία επηηάζζεη ηελ ζπλερή αλαλέσζε ηνπ κνπζηθνχ πιηθνχ κέζα ζηελ αδηάθνπε ξνή ηνπ ρξφλνπ, φπνπ ην θάζε ηη αιιάδεη, β) κηαλ άιιε αληίζεηε ηάζε, ε νπνία δεηά ηελ επαλάιεςε ησλ κνπζηθψλ κνηίβσλ θαη ζεκάησλ κε θάπνην ζπκκεηξηθφ ηξφπν, έηζη ψζηε λα νινθιεξψλεηαη ινγηθά ε κνπζηθή κνξθή, θαζψο θαη ε αληίιεςή ηεο απφ ηνλ αθξναηή. Δχγισηην παξάδεηγκα απηήο ηεο κνηηβηθήο εμειηθηηθήο αλάπηπμεο είλαη ην ζχληνκν δεχηεξν κέξνο ηνπ έξγνπ Allegro (ην κέξνο επαλαιακβάλεηαη θαη θαηαιήγεη κε κηα πεληάκεηξε επαλαθνξά, σο coda, ηνπ ζέκαηνο ηνπ αξρηθνχ Moderato). Σν Allegro απηφ δίλεη ηελ εληχπσζε κηαο ζπλερνχο πξνφδνπ ζεκαηηθψλ-κνηηβηθψλ ηδεψλ, νη νπνίεο αθνινπζνχλ ε κία ηελ άιιε ρσξίο λα επαλαιακβάλνληαη. ρεκαηηθά ζα κπνξνχζακε λα απνδψζνπκε ηελ δηαδνρή ησλ πέληε ζεκαηηθψλ απηψλ ζηνηρείσλ, πνπ απαξηίδνπλ ην Allegro, σο: A B C D E F. Ωζηφζν ην D έρεη κνηηβηθή ζρέζε κε κνηίβα ηνπ Α, ην E κε ην κνηίβν ηνπ B, ελψ ην F είλαη κηα αξθεηά καθξηλή παξαιιαγή ηνπ Α, κε αληηκεηάζεζε ησλ αξκνληθψλ θαη κεισδηθψλ επηπέδσλ, ζπκπχθλσζε θαη κεγάιε ξπζκηθή ηξνπνπνίεζε. Άξα, ε εμσηεξηθή κνξθνινγηθή δηαδνρή A B C D E F, φπσο πξνζιακβάλεηαη απφ ηνλ αθξναηή, είλαη αλαγσγή ηεο ιαλζάλνπζαο, ζρεδφλ ζπκκεηξηθήο εζσηεξηθήο κνξθνινγηθήο δηαδνρήο A B C Α Β Α, πνπ βξίζθεηαη ζε βαζχηεξν δνκηθφ επίπεδν (εηθ. 5, 6). Δδψ ν Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα 76 γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο

78 ΝΗΚΟ ΥΡΗΣΟΓΟΤΛΟΤ θαιθψηαο επηηπγράλεη λα ζπλδπάζεη ηελ απφιπηε, ζπλερή αλαλέσζε ηνπ πιηθνχ κε κηα ηππηθή κνπζηθή κνξθή, ε νπνία πξνυπνζέηεη ηελ επαλάιεςε ησλ ζεκαηηθψλ ηεο ζηνηρείσλ (δχν αληίζεηα κνξθνινγηθά ζρήκαηα ελσκέλα ζε κηα λέα, ηδηαίηεξε, ακθίζεκε κνξθή). Σν παξάδεηγκα ηνπ δεχηεξνπ κέξνπο ηνπ έξγνπ δείρλεη φηη ν θαιθψηαο σο ηνληθφο ζπλζέηεο εξγάδεηαη κε ηνλ ίδην ηξφπν φπσο θαη σο αηνληθφο, εμεξεπλψληαο ζπλερψο ηελ θχζε ηνπ κνπζηθνχ-κνηηβηθνχ πιηθνχ θαη ηηο κνξθνινγηθέο δπλαηφηεηεο πνπ πξνθχπηνπλ απφ απηφ. Ο ζπλδπαζκφο απηφο κηαο απξνζδφθεηεο δηάζηαζεο ζηελ επηθάλεηα καδί κε κηα ππνθείκελε βαζχηεξε ηζνξξνπία εκθαλίδεηαη επίζεο ζηελ ηνληθή-αξκνληθή νξγάλσζε. ην αξγφ Βαιο, κνπζηθή θαξδηά ηνπ έξγνπ, ππάξρεη ζπλερήο πεξηπιαλεηηθή πνξεία κε απξφβιεπηε, κειαγρνιηθή αίζζεζε. κσο ε πνξεία απηή, κε αθεηεξία θαη άμνλα ηελ ηνληθφηεηα ια ειάζζνλα, είλαη καθξνδνκηθά νξγαλσκέλε κε έλα βαζχηεξν, ζπκκεηξηθά ηζφξξνπν ζρήκα ηνληθνηήησλ πνπ απέρνπλ απφ ηελ ια κηθξέο θαη κεγάιεο ηξίηεο. Σν ηνληθφ απηφ ζρήκα απερεί ην γεληθφ ηνληθφ ζθειεηφ ηνπ έξγνπ, ζηνλ νπνίν ππάξρεη πξφνδνο ηνληθνηήησλ θαηά ηξίηεο. Σν πξψην απηφ κπαιέην ηνπ θαιθψηα είλαη ίζσο ην ζεκαληηθφηεξν απφ ηα κπαιέηα ηνπ (αληίζηνηρν ζηελ χζηεξε λενθιαζηθή θάζε ηνπ θαιθψηα είλαη ην κπαιέην Η Θάλαζζα). ήκεξα πεξηκέλνπκε κηά λέα, πιήξε ρνξνγξαθηθή παξαγσγή ηνπ έξγνπ (πηζηεχσ φηη ν αθαηξεηηθφο ραξαθηήξαο ηεο ππφζεζεο πξνζθέξεηαη γηα κηα ζχγρξνλε ρνξνγξαθηθή πξνζέγγηζε). Ωο απηφλνκν ζπκθσληθφ έξγν ε Λσγερή και ο Χάρος είλαη κηα απφ ηηο θνξπθαίεο, θαη πην γνεηεπηηθέο, δεκηνπξγηθέο θαηαθηήζεηο ηνπ θαιθψηα. Με ηελ επθαηξία ηνπ ζπλεδξίνπ ζα ήζεια λα απεπζχλσ έθθιεζε γηα θάζε πιεξνθνξία πνπ αθνξά ηελ εχξεζε ησλ ρακέλσλ ρεηξνγξάθσλ ηεο αξρηθήο θαη ηεο νξρεζηξηθήο παξηηηνχξαο ηνπ έξγνπ. 1. Νίθνο θαιθψηαο, Κνχια Πξάηζηθα, Πνιπμέλε Μαηέπ. Αζήλα Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 77

79 To κπαιέην Η Λσγερή και ο Χάρος ηνπ Νίθνπ θαιθψηα 2. Η Λσγερή και ο Χάρος. Φσηνγξαθία ηεο δεχηεξεο ζειίδαο ηεο ρεηξφγξαθεο παξηηηνχξαο κε ηελ ππφζεζε ηνπ κπαιέηνπ. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα 78 γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο

80 ΝΗΚΟ ΥΡΗΣΟΓΟΤΛΟΤ 3. Η Λσγερή και ο Χάρος. Φσηνγξαθία ζειίδαο ρεηξφγξαθεο παξηηηνχξαο. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 79

81 To κπαιέην Η Λσγερή και ο Χάρος ηνπ Νίθνπ θαιθψηα 4. Η Λσγερή και ο Χάρος, αλαγσγή γηα πηάλν. Πξψηε ζειίδα ρεηξνγξάθνπ (δηαθξίλνληαη ζηηο άθξεο ζεκάδηα ησλ γπξηζκάησλ ηεο ζειίδαο απφ ηε ρξήζε θαηά ηελ πξνεηνηκαζία ηεο παξάζηαζεο). Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα 80 γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο

82 ΝΗΚΟ ΥΡΗΣΟΓΟΤΛΟΤ 5. Η Λσγερή και ο Χάρος, κέξνο II Allegro (κέηξα 26 95). Γηάγξακκα κνξθνινγηθψλ επηπέδσλ ησλ ζεκαηηθψλ ζηνηρείσλ. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 81

83 To κπαιέην Η Λσγερή και ο Χάρος ηνπ Νίθνπ θαιθψηα Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα 82 γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο

84 ΝΗΚΟ ΥΡΗΣΟΓΟΤΛΟΤ 6. Η Λσγερή και ο Χάρος, κέξνο II Allegro. Παξηηηνχξα, αλαγσγή γηα πηάλν (αληηγξαθή Γ. ακπξνβαιάθε). Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 83

85 ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΒΟΥΛΗΣ Άγνης Ορυικός και το λιμπρέτο τοσ Δαχτυλιδιού Η αλαθνίλσζε απηή ζα πξνζεγγίζεη ηε ζηηρνπξγία ηνπ ιηκπξέηνπ ηνπ Δαττσλιδιού ην όπνην γξάθηεθε από ηνλ Άγλε Οξθηθό, ςεπδώλπκν ηνπ πνηεηή Γεσξγίνπ Σηεθόπνπινπ. Δπίζεο ειπίδεη λα ξίμεη θσο ζε κηα ιίγν κειεηεκέλε πιεπξά ηνπ Καινκνηξηθνύ έξγνπ, δειαδή ηηο ιεπηνκέξεηεο ηεο ζηηρνπξγηθήο επεμεξγαζίαο πίζσ από ηα κνπζηθά ηνπ δξάκαηα θαη κέζσ απηνύ κηα καηηά γεληθόηεξα ζε έλα ηνκέα ιίγν εξεπλεκέλν, όπνπ είηε ιόγσ έιιεηςεο επαγγεικαηηώλ ιηκπξεηηζηώλ, είηε ίζσο θαη ιόγσ έιιεηςεο κηαο παξάδνζεο θαζ εαπηήο, ε κνπζηθή αμηνιόγεζε δελ έρεη ζπκβαδίζεη κε αληίζηνηρε έξεπλα ησλ θεηκέλσλ. Σηελ πεξίπησζε ηνπ Καινκνίξε έλαο ιόγνο είλαη επίζεο όηη πνιιά από ηα θείκελα πνπ κεινπνηεί είλαη έξγα όπσο ηνπ Καδαληδάθε ή ηνπ Παιακά, βαξπζήκαληα δειαδή νλόκαηα ησλ νπνίσλ ηα θείκελα κεηαθέξνληαη ιίγν-πνιύ απηνύζηα ρσξίο πνιιέο επεκβάζεηο ζην επίπεδν ηεο ζηηρνπξγίαο. Δπίζεο θαη ν ζπλζέηεο ν ίδηνο δελ άθεζε πνιιέο καξηπξίεο γηα απηή ηελ πιεπξά ηεο όπεξαο θαη ησλ άιισλ θσλεηηθώλ έξγσλ, ζε αληίζεζε θπζηθά κε ηε κνπζηθή επεμεξγαζία ηελ νπνία ζπδεηά εθηελώο ζε δηάθνξνπο πξνιόγνπο. Από ηελ άιιε κεξηά, ν έθδεινο ζαπκαζκόο θαη ηαπείλσζε αθόκα ηνπ Καινκνίξε κπξνζηά ζηνπο ινγνηέρλεο ηεο επνρήο ηνπ, θάλεη ηδηαίηεξα ελδηαθέξνπζα απηήλ ηελ εμεξεύλεζε ηεο δηαδηθαζίαο πνπ από ην ινγνηερληθό θηάλνπκε ζην ιηκπξεηηζηηθό θείκελν. Καη θπζηθά, έηζη θσηίδεηαη θαη ε ζηάζε ηνπ ίδηνπ ηνπ ζπλζέηε σο πξνο ηε ζεκαληηθή απηή ππόζεζε πνπ νλνκάδνπκε «ιόγηα θαη κνπζηθή». Γηα ηα παξαπάλσ ζέκαηα πηζηεύσ όηη ην Δαττσλίδι της Μάνας είλαη έλα ζεκαληηθό θιεηδί, ζαλ έλα από ηα ιίγα ιηκπξέηα πνπ έρνπλ ππνζηεί ζρεδόλ εμ νινθιήξνπ λέα ζηηρνπξγηθή επεμεξγαζία από έλα πνηεηή-ιηκπξεηίζηα. Η πεξίπησζε είλαη κνλαδηθή θαη ζην Καινκνηξηθό έξγν αιιά θαη ίζσο γεληθόηεξα ζηελ πεξίνδν απηή ηεο Διιεληθήο όπεξαο. Οη ιόγνη πνπ ώζεζαλ ή επέηξεςαλ ηελ εθ λένπ ζπγγξαθή ηνπ Δαττσλιδιού δελ είλαη αθόκα πιήξσο γλσζηνί αιιά κπνξνύκε λα θάλνπκε θάπνηεο εηθαζίεο γηα ηηο ζπλζήθεο γύξσ απ απηή ηε δηαζθεπή. Σε αληίζεζε κε ηηο δύν άιιεο κεγάιεο όπεξεο, ηνλ Πρωτομάστορα θαη ηνλ Παλαιολόγο ηνπ πνιύ γλσζηνύ θαη πνιύ δσληαλνύ, Νίθνπ Καδαληδάθε, ν Γηάλλεο Κακπύζεο, γελλεκέλνο ην 1872, είρε ήδε πεζάλεη από ην 1901 ζε ειηθία 29 εηώλ. Έηζη κπνξνύκε λα πνύκε όηη ζε πξαθηηθό θαη κόλν

86 ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΒΟΥΛΗΣ επίπεδν, νη πηζαλόηεηεο γηα θάπνηεο δηακαξηπξίεο εθ κέξνπο ηνπ ζπγγξαθέα ή από ην ινγνηερληθό θαηεζηεκέλν ήηαλ ζαθώο κηθξόηεξεο. Η θαηάζηαζε απηή κάιινλ δηεπθόιπλε θαη ηηο δξακαηηθέο επεκβάζεηο πνπ έγηλαλ ζην Δαττσλίδι, πέξα από ηελ λέα ζηηρνπξγία ηνπ Σηεθόπνπινπ. Τν ζεαηξηθό ηνπ Κακπύζε είλαη γξακκέλν ζπλερόκελν ζε έλα κόλν κέξνο, θαη απνθηά κόλν κηα ηξηκεξή κνξθή ιόγσ ηεο παξεκβάζεσο ηνπ νλείξνπ ηνπ Γηαλλάθε. Μηα αιιαγή ήηαλ ε εηζαγσγή ελόο παξαιιαγκέλνπ ηξίηνπ κέξνπο, κηαο ηξίηεο πξάμεο δειαδή ε νπνία δίλεη ζηελ όπεξα έλα έληνλν θαη δξακαηηθό θηλάιε ζε αληίζεζε κε ην ρακειώλ-ηόλσλ ζβήζηκν ζην έξγν ηνπ Κακπύζε. Αθόκα πην ζεκαληηθή αιιαγή ήηαλ ε αλαβάζκηζε ηνπ ξόινπ ηεο Δξσθίιεο από έλα ππαξθηό αιιά ζρεδόλ απόλ ζύκβνιν αγάπεο, ζηνλ πξσηαγσληζηηθό ηώξα ξόιν ηεο ζνπξάλν ηεο όπεξαο. Από κηα γεληθή άπνςε, θαη ζεσξεηηθά θαη πξαθηηθά, απηέο νη αιιαγέο, ζηνρεύνπλ θαηά θάπνην ηξόπν ζηε δεκηνπξγία κίαο «ζηάληαξ» ζε εηζαγσγηθά όπεξαο όπνπ έρνπκε έλα δίδπκν εξσηεπκέλσλ ηελόξνπ θαη ζνπξάλν, κηα πιαηζίσζε από κέηδν, βαξύηνλν, θαη κπάζν, θαη κία ηξηκεξή δνκή κε θνξύθσζε ζ έλα δξακαηηθό θηλάιε. Γελ είλαη ηνπ παξόληνο λα θνηηάμνπκε ηνπο ζεκαληηθνύο πηζηεύσ ιόγνπο πίζσ από κηα ηέηνηα θαηεύζπλζε πνπ πήξαλ ν Καινκνίξεο, ν Σηεθόπνπινο, θαη ν Παληειήο Φνξλ πνπ ζπκβνύιεςε ζηε δξακαηηθή νηθνλνκία, αιιά ζίγνπξα δηεπθνιύλζεθαλ από ηηο παξαπάλσ ζπλζήθεο. Κη έλαο αθόκα ιόγνο πηζηεύσ όηη ήηαλε όηη ην Δαττσλίδι, ζε αληίζεζε κε ηνλ Πρωτομάστορα θαη ηνλ Παλαιολόγο, είλαη έλα κε ηζηνξηθό ιηκπξέην δειαδή, δελ βαζίδεηαη πάλσ ζε γλσζηέο ηζηνξηθέο, ή έζησ ζξπιηθέο, αιιεινπρίεο, ησλ όπνησλ ε αιιαγή, θαη κάιηζηα ζηελ Διιάδα ηνπ 1910, θαη ζα μάθληαδε θαη δελ ζα είρε επηηπρία. Τν Δαττσλίδι γεληθόηεξα καο δίλεη ηελ δπλαηόηεηα γηα δηεξεύλεζε δύν ζεκάησλ. Τν πξώην είλαη ε πξνζέγγηζε ηνπ Καινκνίξε σο πξνο έλα ιηκπξέην ζ απηή ηε πεξίνδν θαη ην ηη δεηνύζε από ηελ ζηηρνπξγία. Καη δεύηεξν γεληθόηεξα γηα ηελ ηζηνξία ηεο Διιεληθήο όπεξαο κηαο θαη είλαη έλα από ηα ιίγα εηδηθά γξακκέλα ιηκπξέηα. Αο ζπκεζνύκε εδώ όηη ην Δαττσλίδι αθνινπζεί ηνλ Πρωτομάστορα κεηά από ζύληνκν ρξνληθό δηάζηεκα. Οη παξαζηάζεηο ηνπ Πρωτομάστορα μεθίλεζαλ ην Μάξηην ηνπ 1916, θαη ν Καινκνίξεο γξάθεη όηη ζε ιηγόηεξν από δύν κήλεο άξρηζε λα αζρνιείηαη κε ην Δαττσλίδι, δειαδή ηνλ Απξίιην- Μάην ηνπ 16. Με θξέζθηα ηελ εκπεηξία ηεο πξώηεο όπεξαο δειαδή θαη ηεο ζύλζεζεο αιιά θαη ην ηη ιεηηνύξγεζε θαιά ζηηο παξαζηάζεηο ν Καινκνίξεο έρεη ζίγνπξα κηα πην ζπγθεθξηκέλε ηδέα γηα ην ηη ζέιεη θαη δελ ζέιεη ζε ζρέζε κε ηε ζηηρνπξγία. Τν γεγνλόο όηη ην δεύηεξν ιηκπξέην γξάθεηαη κε ζρεδόλ θαηλνύξγηα ζηηρνπξγία, ηνπ επηηξέπεη λα ρξεζηκνπνηήζεη απηήλ ηελ εκπεηξία γηα ηελ παξαγσγή ελόο θεηκέλνπ πνπ αληαπνθξίλεηαη θαιύηεξα ζηηο αλάγθεο ηνπ. Η ζπλεξγαζία ηνπ κε ηνλ Σηεθόπνπιν ήηαλε ζίγνπξα θαη ζηελή θαη δεκηνπξγηθή, εηδηθά αλ ιάβνπκε ππ όςε ηε κεηέπεηηα καξηπξία ηνπ Καινκνίξε όηη «ην ιηκπξέην ήηαλ έηνηκν ζ έλα κήλα». Ο Σηεθόπνπινο ζίγνπξα εξγάζηεθε έληνλα. Αο εμεηάζνπκε ιίγν θαιύηεξα απηό ην έληνλα. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 85

87 Άγλεο Οξθηθόο θαη ην ιηκπξέην ηνπ Δαττσλιδιού Τν ζεαηξηθό ηνπ Κακπύζε είλαη έλα θείκελν αξθεηά πεξηεθηηθό θαη από ζηηρνπξγηθή πιεπξά αιιά θαη από λνεκαηηθή. Παξά ηε κηθξή ηνπ δσή, ν Κακπύζεο ζεσξείηαη έλαο «ζεαηξηθόο αλαγελλεηήο» γηα ην Διιεληθό ζέαηξν γύξσ ζην πέξαζκα πξνο ζηνλ 20 ό αηώλα. 1 Τα έξγα ηνπ είλαη κεζηά θαη ζε δηαηύπσζε θαη ζε ζεκαηνινγία έηζη, εθόζνλ νη ζηίρνη ζηελ πιεηνςεθία ηνπο δελ ρξεζηκνπνηήζεθαλ αηόθηνη, ε κεηαγξαθή ηνπο ζε κία λέα ζηηρνπξγία δηαηεξώληαο ηδέεο θαη λνήκαηα, θαη κάιηζηα ζ έλα είδνο απινύζηεξεο ζηηρνπξγίαο όπσο απηό ηεο όπεξαο, είλαη αξθεηά δύζθνιε. Όζνη έρνπλ δηαβάζεη θαη ηα δύν θείκελα μέξνπλ όηη παξά ηελ πην απιή ζηηρνπξγία, ε όπεξα δελ πξνδίδεη θαζόινπ ηα λνήκαηα θαη ην πλεύκα ηνπ ζεαηξηθνύ. Απηό είλαη έλα ζεκείν ζην νπνίν ζίγνπξα αλαγλσξίδεηαη ε ηθαλόηεηα ηνπ Γεσξγίνπ Σηεθόπνπινπ. Λσρικό στοιτείο Έλα ζεκαληηθόηαην κέξνο ηεο όιεο δηαζθεπήο, θαη ηεο δνπιεηάο ηνπ Σηεθόπνπινπ, είλαη απηό πνπ κπνξνύκε λα πνύκε ε αύμεζε ηνπ ιπξηθνύ ζηνηρείνπ ζε όιε ηελ όπεξα. Γηα απηή ηελ αιιαγή (ζε ζρέζε κε ην ζεαηξηθό) αζρνιήζεθαλ ζίγνπξα θαη ν Καινκνίξεο θαη ν Παληειήο Φνξλ πνπ εηνίκαζαλ ηελ λέα δξακαηηθή δνκή, αιιά θπξίσο ν Σηεθόπνπινο γηα ηελ κεηάθξαζε ηεο ζε πνηεηηθή έθθξαζε. Μεγάιν κέξνο ηνπ εκβνιηαζκνύ ηνπ ζεαηξηθνύ κε ιπξηθό ζηνηρείν ζπλίζηαηαη ζηελ επέθηαζε ηνπ δεζκνύ Γηαλλάθε-Δξσθίιεο. Όπσο εηπώζεθε παξαπάλσ, απηή είλαη κηα ζεκαληηθή δηαθνξά κε ηνλ Κακπύζε όπνπ ε Δξσθίιε είλαη έλα ζρεδόλ απόλ πξόζσπν πνπ κόιηο εκθαλίδεηαη πξνο ην ηέινο ηνπ έξγνπ. Σην πξώην θαη δεύηεξν κέξνο θαη ην κηζό ηνπ ηξίηνπ, ε Δξσθίιε ιεηηνπξγεί κόλν ζαλ έλα ηδεαηό ζύκβνιν ηεο αλεθπιήξσηεο δσήο ηνπ εηνηκνζάλαηνπ πνηεηή. Σηελ όπεξα, αληίζεηα, ν δεζκόο κε ηνλ Γηαλλάθε είλαη παξώλ από ηελ Α Πξάμε θαη θαζηζηά βαζηθό ζπζηαηηθό ηνπ έξγνπ, εθπιεξώλνληαο θαη ηελ πξαθηηθή αλάγθε γηα έλα πξσηαγσληζηηθό δεπγάξη ηελόξνπ-ζνπξάλν. Τν ιπξηθό ζηνηρείν δελ πεξηνξίδεηαη όκσο κόλν ζηελ απεηθόληζε ησλ δύν λέσλ αιιά γεληθόηεξα ζηε πνηόηεηα ηεο ζηηρνπξγίαο ζηνρεύνληαο θαη ζηελ εμππεξέηεζε ησλ αλαγθώλ ηεο κεινπνίεζεο. Τν ιπξηθό ζηνηρείν είλαη δηάρπην ζηε κεηξηθή θαη γισζζηθή επεμεξγαζία ησλ ζηίρσλ, θαη θαίλεηαη ζηηο ηερληθέο ξίκαο, ζηξνθηθόηεηαο, θαη κέηξσλ θαη ξπζκώλ πνπ ρξεζηκνπνηεί ν Σηεθόπνπινο. Η ηερληθή ηνπ είλαη ζαθώο επηδέμηα παξ όινπο ηνπο αλακθηζβήηεηνπο πεξηνξηζκνύο ηεο έιιεηςεο ρξόλνπ. Θα αλαθεξζνύκε ζηηγκηαία ζην ιηκπξέην ηνπ Πρωτομάστορα ην νπνίν πξνεγήζεθε θαηά πεξίπνπ έλα ρξόλν. Παξάιιεια κε ηνπο ζηίρνπο ηνπ Καδαληδάθε πνπ θξαηηνύληαη ιίγν-πνιύ αηόθηνη, ν Καινκνίξεο παξαγγέιλεη επηπιένλ ηξία λέα πνηήκαηα από επαγγεικαηίεο ινγνηέρλεο: ηνλ Σηεθόπνπιν, ηε Μπξηηώηηζζα, θαη ην Νίθν Πνξηώηε πνπ γξάθνπλ δύν θαηλνύξγηεο άξηεο θη έλα ληνπέην. Δίλαη ραξαθηεξηζηηθό όηη θαη ηα ηξία απηά θείκελα παξνπζηάδνπλ αθξηβώο όια ηα παξαπάλσ αλαθεξζέληα ζηνηρεία ηεο ζηηρνπξγίαο ηνπ Δαττσλιδιού, δειαδή έληνλε ξίκα, ζηξνθηθόηεηα, ιπξηθή έθθξαζε, θαη κεηξηθή πνηθηιία αιιά θαη θαλνληθόηεηα. 1 Γ. Βαιέηαο, Καμπύσης: Άπαντα (Αζήλα: Πεγή, 1972), 7. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 86

88 ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΒΟΥΛΗΣ Δπίζεο, δελ είλαη θαζόινπ ηπραίν όηη όινη ζρεδόλ νη δαλεηζκνί αηόθησλ ζηίρσλ ηνπ Σηεθόπνπινπ από ηνλ Κακπύζε πξνέξρνληαη από ην δεύηεξν κέξνο ηνπ ζεαηξηθνύ θαη ην επεηζόδην ηνπ νλείξνπ ηνπ Γηαλλάθε. Δθεί είλαη πνπ ην γξάςηκν ηνπ Κακπύζε είλαη πην ιπξηθό κέζα ζηνλ ρώξν ηνπ νλείξνπ, ηνπ παιαηηνύ ησλ Μνηξώλ, θαη ηνπ ςεινύ βνπλνύ ηεο Νεξάηδαο. Δθεί ν Σηεθόπνπινο δηεπθνιύλζεθε κε αξθεηνύο ζηίρνπο πνπ ελζσκαηώζεθαλ αηόθηνη. Η ηερληθή πιεπξά ηεο δνπιεηάο ηνπ Σηεθόπνπινπ ζα εμεηαζηεί κειινληηθά, αιιά αμίδεη λα πνύκε εδώ όηη αλάκεζα ζ όια η άιια ήηαλ θη έλαο άζινο κέζα ζηα πιαίζηα ηνπ ελόο κήλα δνπιεηάο όπσο καξηπξεί ν Καινκνίξεο. Κη ν ίδηνο θαίλεηαη λα ήηαλ επραξηζηεκέλνο από ηνλ Σηεθόπνπιν γηαηί, όρη κόλν απηή ήηαλ ε δεύηεξε θνξά πνπ ζπλεξγαδόληνπζαλ, αιιά θαη 20 ρξόληα αξγόηεξα, ην 1937, ζηνλ πξόινγν ηεο έθδνζεο ηνπ ζπαξηίηνπ, ν Καινκνίξεο επραξηζηεί ηνλ πνηεηή γηα «ηελ ππέξνρε ζηηρνπξγία ηνπ» όπσο ραξαθηεξηζηηθά αλαθέξεη. Τν όηη ζην εμώθπιιν ηεο έθδνζεο απηήο ν Καινκνίξεο δίλεη ηνλ ηίηιν σο «Μνπζηθόδξακα ζε 3 κέξε από ην δξάκα ηνπ Γηάλλε Κακπύζε, ζηίρνη Άγλε Οξθηθνύ» είλαη κηα αθόκε καξηπξία ηνπ ζεβαζκνύ ηεο δνπιεηάο ηνπ Σηεθόπνπινπ. Παξελζεηηθά λα πσ όηη πηζηεύσ όηη ε εκπεηξία ηνπ Δαττσλιδιού θαη απηά πνπ έκαζε ν Καινκνίξεο από ηνλ Σηεθόπνπιν ηνπ ρξεζίκεςαλ θη αξγόηεξα όηαλ δνύιεςε πάλσ ζ έλα άιιν έξγν ηνπ Κακπύζε, ηελ κηθξή όπεξα Ανατολή, ην κόλν ιηκπξέην ζην νπνίν ν Καινκνίξεο έθαλε ν ίδηνο ζεκαληηθέο παξεκβάζεηο αλαιακβάλνληαο ην ξόιν ηνπ πνηεηή-ζηηρνπξγνύ. Επίλογος Αθόκα θη αλ ν έλαο κήλαο πξνεηνηκαζίαο κπνξεί λα πεξηέρεη κηα κηθξή δόζε ελζνπζηαζκνύ από ηε πιεπξά ηνπ ζπλζέηε, ην γεγνλόο παξακέλεη όηη ην ζπγθεθξηκέλν ιηκπξέην απνηειεί έλα κηθξό άζιν. Δπεηδή νύηε κηα γεληθόηεξε ιηκπξεηηζηηθή παξάδνζε έρνπκε, νύηε ζην έξγν ηνπ Καινκνίξε ππάξρεη κηα αλάινγε ζπλεξγαζία, ην Δαττσλίδι είλαη γη απηό έλα κνλαδηθό ληνθνπκέλην γηα ηελ ηζηνξία ηεο Διιεληθήο όπεξαο θαη ίζσο επίζεο έλα ληνθνπκέλην γηα ηελ αξρή κηαο παξάδνζεο πνπ ηειηθά δελ έγηλε πνηέ. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 87

89 ΓΕΩΡΓΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΤΣΕΡΠΕ Τα Ξωτικά νερά του Μανώλη Καλομοίρη. Διερεύνηση της μουσικοδραματουργικής μορφής σε συσχέτιση με τις ιδέες του Ρίχαρντ Βάγκνερ «Ο άνθρωπος δεν μπορεί ν ανακαλύψει νέους ωκεανούς, αν δεν έχει το κουράγιο να χάσει τη θέα της ακτής» (Bachtim) Τα Ξωτικά νερά του Μανώλη Καλομοίρη, η προτελευταία του όπερα, μονόπρακτη με πρόλογο, γράφτηκε στο διάστημα σε σκηνική διασκευή του συνθέτη. 1 Το λιμπρέτο της όπερας είναι μία ελληνική παράφραση της Βέτας Πεζοπούλου πάνω στο ομώνυμο δραματικό ποίημα The Shadowy Waters ( ) του Ιρλανδού συμβολιστή συγγραφέα William Butler Yeats (Δουβλίνο Μεντόν Γαλλίας 1939). Το έργο αυτό ανήκει στα πρώιμα του συγγραφέα, στα οποία περιλαμβάνονται λαϊκά ιρλανδέζικα στοιχεία. Ο Φοργκαέλ, ένας ονειροπαρμένος, αναζητά την αθάνατη αγάπη στην αιωνιότητα, γιατί στην επίγεια ζωή είναι ανικανοποίητη. Το έργο αποπνέει ονειρική ατμόσφαιρα, ενώ προβάλλεται το αίτημα για απάρνηση της πραγματικότητας. 2 Τα μοναδικά σύμβολα του έργου είναι δύο πουλιά, στα οποία ο ήρωας προβάλει σε ένα κόσμο φανταστικό τον εαυτό του και την αναζητούμενη γυναικεία μορφή. Τα βασικά πρόσωπα της όπερας είναι ο Φοργκαέλ (τενόρος), η Ντετόρα (σοπράνο), ο Έμπρικ (βαρύτονος), τρεις ναύτες (μπάσος, τενόρος, μπάσος), μία εξαγγέλτρια που συμμετέχει στον «Πρόλογο» (μέτζο σοπράνο) και δύο πουλιά που συμμετέχουν στην ορχήστρα (α πουλί, σοπράνο και β πουλί, μέτζο σοπράνο). Η υπόθεση διαδραματίζεται πάνω σε ένα καράβι, όπου ναύτες κουρασμένοι από την περιπλάνηση, συμφωνούν να σκοτώσουν τον Φοργκαέλ, που αναζητά επίμονα με οδηγό τα δύο πουλιά την ατέλειωτη ευτυχία. Παράλληλα, ο Έμπρικ, ο βοηθός του, προσπαθεί να συγκρατήσει τους 1 Η σύνθεση της ορχήστρας περιλαμβάνει 3 φλάουτα, 3 όμποε, 3 κλαρινέτα, 3 φαγκότα, 4 κόρνα, 4 τρομπέτες, 3 τρομπόνια, 1 τούμπα, τύμπανα, μπαταρία, 2 άρπες, τσελέστα και έγχορδα. (Φοίβος Ανωγειανάκης, Κατάλογος έργων Μανώλη Καλομοίρη (Αθήνα: Ίκαρος, 1964), 13, 14. Η όπερα έχει εκδοθεί σε σπαρτίτο, έκδοση φίλων της ελληνικής μουσικής, ιδιοκτησία του συνθέτη, το D. E. S. Maxwell και B. Bushrui, επιμ., W. B. Yeats ( ). Centenary Essays on the Art of W. B. Yeats (Ibadan: Ibadan University Press, 1965),

90 ΓΕΩΡΓΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΤΣΕΡΠΕ ναύτες, αλλά και να πείσει τον Φοργκαέλ να αλλάξει γνώμη. Σε συμπλοκή με ένα άλλο καράβι εμφανίζεται η οργισμένη Ντετόρα, στην οποία ο Φοργκαέλ βρίσκει αυτό που επιθυμεί. Μέσω μιας μαγικής άρπας η ηρωίδα πείθεται να τον ακολουθήσει και έτσι και οι δύο μαζί μεταβαίνουν στον εξωπραγματικό κόσμο τους. Οι ήρωες του έργου προβάλλουν διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο Φοργκαέλ εμφανίζεται συνεχώς προσηλωμένος στο στόχο του, τον οποίο προσπαθεί να πετύχει με κάθε τίμημα, ο Έμπρικ παρουσιάζεται ως φορέας ισορροπίας, ένας δυναμικός εκπρόσωπος ενάντια στη ρομαντική στάση του Φοργκαέλ, ενώ η Ντετόρα υποδύεται ένα συνθετότερο χαρακτήρα, καθώς εμφανίζεται στην αρχή άγρια και επιθετική, αλλά στο τέλος απόλυτα αφοσιωμένη στον κεντρικό ήρωα. Η όπερα αρχίζει με «Πρόλογο» στο πρότυπο κλίμακας σι (5 ). 3 Στα πρώτα μέτρα (μ. 5-11) ακούγεται το θέμα της όπερας, στο οποίο περιλαμβάνονται τα δομικά στοιχεία των δύο «προεξαγγελτικών» μοτίβων του έργου, του Φοργκαέλ και των δύο πουλιών. Και τα δύο μοτίβα αυτοπροσδιορίζονται παρακάτω στο κύριο μέρος της όπερας. Το μοτίβο του Φοργκαέλ έχει μελωδικό χαρακτήρα και γίνεται σαφές στα μ , καθώς αποδίδεται από την ορχήστρα στο σημείο λίγο πριν ξυπνήσει ο Φοργκαέλ, και στα μ , στα οποία ακούγεται από τη φωνή του Φοργκαέλ. Στον «Πρόλογο» το μοτίβο αυτό ακούγεται για πρώτη φορά στα μ από την ορχήστρα (παράδειγμα 1). Παράδειγμα 1 Το μοτίβο των πουλιών αποτελεί μία vocalise, έχει ρυθμομελωδικό χαρακτήρα και αποδίδεται από δύο σοπράνο. Εμφανίζεται με σαφήνεια στο κύριο μέρος στα μ , στα οποία ακούγονται για πρώτη φορά και οι δύο φωνές πουλιών μαζί (παράδειγμα 2). Στον «Πρόλογο» το μοτίβο αυτό ακούγεται για πρώτη φορά σε παραλλαγή στα μ μόνο από τη α σοπράνο φωνή-πουλιού, με την οποία υπονοείται η γυναικεία μορφή που αναζητά ο ήρωας. 3 Η έννοια «πρότυπο κλίμακας» αναφέρεται σε σύνολο διατεταγμένων φθόγγων που προκύπτει από τη μελωδική συγκρότηση του ίδιου του έργου. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 89

91 Τα Ξωτικά νερά του Μανώλη Καλομοίρη Παράδειγμα 2 Το μοτίβο των πουλιών, ιδιαίτερα, σε αντίθεση με το μοτίβο του Φοργκαέλ, παρουσιάζεται στις διάφορες εμφανίσεις του σε εκτεταμένες ρυθμικές παραλλαγές. Η διαπίστωση αυτή μπορεί να συσχετιστεί αφενός με τη διαφορετική σημασιολογική λειτουργία των δύο μοτίβων (το μοτίβο του Φoργκαέλ αντιπροσωπεύει ένα σταθερό χαρακτήρα) και αφετέρου με την τεχνική των προεξαγγελτικών μοτίβων στην όπερα αυτή, για την οποία ο Καλομοίρης αναφέρει στον «Πρόλογο» ότι «η χρησιμοποίηση του εξαγγελτικού μοτίβου [ ] στα Ξωτικά νερά ξεμακρένει σε μιαν ακόμα πιο διάφανη υπόμνηση πάνω στις κεντρικές ιδέες του ποιήματος». 4 Στον «Πρόλογο», επίσης, εμφανίζεται στο μ. 68 και η εξαγγέλτρια, η οποία μεταβαίνει από την ορχήστρα στο προσκήνιο. Το κείμενό της είναι προσθήκη του Καλομοίρη. Ο πρόλογος τελειώνει στο πρότυπο κλίμακας φα (πέμπτη του αρχικού), μέσω του οποίου δίνεται συνέχεια στο κύριο μέρος, που αρχίζει στο πρότυπο φα (4 ). Η διάχυτη τροπικοχρωματική υφή της μουσικής σε συνδυασμό με τα ηχοχρώματα από έγχορδα, ξύλινα πνευστά και άρπες περιγράφει το περιβάλλον στο οποίο διαδραματίζεται η όπερα και σε συσχέτιση με τα προεξαγγελτικά μοτίβα και την αφήγηση της εξαγγέλτριας εισάγει τον ακροατή στο κύριο μέρος. Με το άνοιγμα της αυλαίας φαίνεται η γέφυρα ενός καραβιού, καθώς και ναύτες που εκφράζουν την επιθυμία να γυρίσουν στο σπίτι τους. Από το κατάρτι κρέμεται μία άρπα, η οποία, όπως θα φανεί παρακάτω, έχει σημαντικό ρόλο, δίνει τη λύση στην πλοκή, γι αυτό και βρίσκεται από την αρχή στη σκηνή. Ο Έμπρικ είναι στο τιμόνι, ενώ ο Φοργκαέλ κοιμάται. Τα σκούρα πράσινα και μπλε χρώματα της σκηνής αποτελούν προσθήκη του Καλομοίρη. Η μουσική από την αρχή (μ. 230) μέχρι το μ. 388 κινείται στο πρότυπο κλίμακας φα (4 ), στην πέμπτη του αρχικού (παράδειγμα 3). Στα μέτρα αυτά οι ναύτες σχεδιάζουν να σκοτώσουν τον Φοργκαέλ (μ. 380, πέμπτη της φα). Η ένταση που υπάρχει στη σκηνή εκφράζεται μουσικά με ρυθμικές εναλλαγές, με όλη τη συμμετοχή της ορχήστρας και με σκούρα ηχοχρώματα. Αμέσως παρακάτω όμως, στο μ. 389 εμφανίζεται ο Έμπρικ, ο οποίος μιλά με τους ναύτες και προσπαθεί να τους αποτρέψει (μ ). Στα μέτρα αυτά κυριαρχεί το τονικό κέντρο ρε, η τρίτη του αρχικού. Μετά από αυτό, στα μ όπου κυριαρχεί το τονικό κέντρο ντο, ο Φοργκαέλ 4 Μανώλης Καλομοίρης, Τα Ξωτικά νερά. Μουσικοδραματικό ποίημα σ ένα μέρος και πρόλογο (Αθήνα: Έκδοση Φίλων της Ελληνικής Μουσικής. Ιδιοκτησία του συνθέτη, 1951). Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 90

92 ΓΕΩΡΓΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΤΣΕΡΠΕ ξυπνά. Με το κέντρο αυτό, που είναι ένα τόνο χαμηλότερο από το προηγούμενο, ρε, παρουσιάζεται η αλλαγή κατάστασης του κεντρικού ήρωα, καθώς και η αλλαγή δράσης, εφόσον στα επόμενα μ εμφανίζονται στη σκηνή μόνο ο Φοργκαέλ και ο Έμπρικ. Ο πρώτος μιλά για τα πουλιά που κάθε τόσο ακούει και επιπλέον αποκαλύπτει το μυστικό σκοπό του. Στα μέτρα αυτά κυριαρχεί πάλι το τονικό κέντρο ρε. Παράδειγμα 3 Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 91

93 Τα Ξωτικά νερά του Μανώλη Καλομοίρη Στη συνέχεια, ο διάλογος αυτός διακόπτεται από την ορμητική είσοδο στη σκηνή ταραγμένων ναυτών, οι οποίοι αναφέρουν ότι βλέπουν ένα άλλο καράβι και ότι θέλουν να το κουρσέψουν. Αυτή η αλλαγή δράσης παρουσιάζεται με χρωματική μετατροπία της συγχορδίας ρε-φα -λα στη συγχορδία ρε -φα -λα (μ ). Ακολουθεί στα μ ένα μετατροπικό από αρμονική άποψη τμήμα, στο οποίο η σκηνική ένταση που επικρατεί περιγράφεται με ρυθμικές εναλλαγές, μικρές ρυθμικές αξίες στη φωνή και με συμμετοχή όλης της ορχήστρας σε σκούρα ηχοχρώματα. Στο τμήμα αυτό γίνεται η επίθεση στο άλλο καράβι, που στη σκηνή παρουσιάζεται κρυμμένο πίσω από το μεγάλο πανί του πρώτου. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι το δεύτερο αυτό καράβι λειτουργεί ως μέσο εξέλιξης της υπόθεσης, γι αυτό και σκηνοθετικά εμφανίζεται πίσω από το πρώτο. Ανάμεσα στις φωνές που ακούγονται από τα δύο καράβια ξεπροβάλλει προεξαγγελτικά στα μ , που κινούνται στο τονικό κέντρο ρε, και η απελπισμένη φωνή της Ντετόρας που ζητά βοήθεια. Η φωνή της Ντετόρας εδώ αποτελεί προσθήκη του Καλομοίρη. Αμέσως μετά, στο ίδιο, αλλά διευρυμένο τονικό κέντρο, ακούγονται μαζί για πρώτη φορά, παράλληλα με τη φωνή του Φοργκαέλ, οι δύο φωνές-πουλιά της ορχήστρας, που συμβολίζουν τα δύο ξωτικά Έγκυς και Έντεν και κατ επέκταση τους δύο βασικούς ήρωες, και προαναγέλλουν δραματουργικά την εμφάνιση της Ντετόρας και τη λογομαχία της με τον Φοργκαέλ (μ ). Πράγματι, στο μ. 671 εμφανίζεται η Ντετόρα σερνόμενη από ναύτες, ενώ ταυτόχρονα άλλοι ναύτες δένουν με ένα σκοινί τα δύο πλοία. Ακολουθεί ένας διάλογος μεταξύ των δύο ηρώων, κατά τη διάρκεια του οποίου η μουσική περιπλανάται μέσα από διάφορα τονικά κέντρα για να καταλήξει πάλι στο τονικό κέντρο ρε στο μ. 808, όπου η Ντετόρα αντιστέκεται περισσότερο δυναμικά, κάτι που επισφραγίζεται δραματουργικά από την ορχήστρα με την τελεία πτώση στα μ Παρακάτω, στα μ , που κινούνται στο διευρυμένο τονικό κέντρο ντο, η εξαγριωμένη Ντετόρα παροτρύνει τους ναύτες να σκοτώσουν τον Φοργκαέλ, ενώ στη συνέχεια ο Έμπρικ παρεμβαίνει για να τον σώσει. Στο μ. 865 ο Φοργκαέλ παίρνει την άρπα από το κατάρτι και υπό τους Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 92

94 ΓΕΩΡΓΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΤΣΕΡΠΕ ήχους της συγχορδίας της μι ελάσσονας η σκηνή αρχίζει να σκοτεινιάζει. Ταυτόχρονα ένα μικρό φως βγαίνει μόνο από την άρπα, το οποίο ολοένα δυναμώνει. Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι μέσα στην τροπικοχρωματική υφή της μουσικής η συγχορδία μι ελάσσονα ξεχωρίζει ιδιαίτερα, καθώς παραπέμπει στο χώρο της μαγείας και καθώς δημιουργεί, σε συσχέτιση με το μαγικό στοιχείο και με την αλλαγή του φωτισμού της σκηνής, υποβλητικότητα σ αυτό το σημείο-κλειδί εξέλιξης της δράσης. Στη συνέχεια (μ ), καθώς η μουσική κινείται στο πρότυπο κλίμακας φα (3 ), τονικό κέντρο της δεσπόζουσας, οι ναύτες εμφανίζονται υπό την επίδραση του μαγικού στοιχείου ονειροπαρμένοι, η Ντετόρα όμως εκφράζει αντίσταση, γεγονός που δηλώνεται από την ορχήστρα με τελεία πτώση στη φα (μ ). Λίγο μετά, στο μ. 901 και ενώ η μουσική κινείται στο πρότυπο της σι (3 ), στο αρχικό δηλαδή τονικό κέντρο, ο Φοργκαέλ αρχίζει να παίζει άρπα. Την ίδια στιγμή οι ναύτες μαγεμένοι πηγαίνουν στο άλλο καράβι να δουν έναν τραυματισμένο, ενώ η Ντετόρα παρουσιάζεται υπό τους ήχους της ντο ακόμη αμετάπειστη (μ και μ ). Στο μ. 986, όμως, με την επανεμφάνιση του προτύπου κλίμακας ρε η Ντετόρα εμφανίζεται μετανιωμένη. Όλο αυτό το τμήμα που προηγήθηκε (μ ) θα μπορούσε να θεωρηθεί από μακροσκοπική άποψη ως ένα εκτεταμένο μεταβατικό τμήμα, ιδιαίτερα όμως σημαντικό, γιατί σε αυτό συμπεριλαμβάνεται και η σημαντική σκηνή τομής της δράσης, αλλά και γιατί το τμήμα αυτό λειτουργεί συνδετικά μεταξύ των σημείων που προηγούνται και έπονται, τα οποία αντιστοιχούν στις δύο αντίθετες ψυχικές καταστάσεις της Ντετόρας, αυτήν της άρνησης και αυτήν της μεταμέλειας. Στο μ η άρπα φεύγει από τα χέρια του Φοργκαέλ, εφόσον δεν χρειάζεται πια. Αμέσως, για δεύτερη φορά, ακούγονται στα τονικά κέντρα σι και φα οι δύο φωνές-πουλιά στην ορχήστρα, υπονοώντας τη μεταμέλεια της Ντετόρας και προαναγγέλλοντας την αναμενόμενη συμπόρευση των δύο ηρώων. Το σημείο της λύσης της πλοκής και ταυτόχρονα η αρχή του τέλους της όπερας είναι πλέον κοντά. Μετά από ένα μετατροπικό μουσικά διάλογο μεταξύ των δύο ηρώων, στον οποίο υπόσχονται πίστη ο ένας στον άλλο, η Ντετόρα δίνει στον Έμπρικ το σπαθί για να κόψει το σκοινί που δένει τα δύο καράβια, δηλώνοντας την απόφασή της να ακολουθήσει μόνο αυτή τον ήρωα (μ ). Με την πράξη αυτή του Έμπρικ προαναγγέλεται και υπονοείται σκηνικά ο χωρισμός των δύο κόσμων, του πραγματικού και του φανταστικού, όπως θα παρουσιαστεί παρακάτω. Τα νοήματα αυτά επιβεβαιώνονται μουσικά από την ορχήστρα με τις τρεις σαφείς πτώσεις στη φα (4 ), πέμπτη του αρχικού τονικού κέντρου σι (μ , , ), αλλά και με τις δύο φωνές-πουλιά που πάλι ακούγονται στην ορχήστρα. Στο μ η αλλαγή του τονικού κέντρου από φα σε φα εκφράζει την αλλαγή κατάστασης, ότι δηλαδή οι δύο ήρωες πρόκειται να αποχωρήσουν μόνοι τους από τον πραγματικό κόσμο, ενώ παρακάτω από το μ μέχρι το τέλος ακούγονται, με μικρές διακοπές, οι δύο φωνές-πουλιά στην ορχήστρα. Η τρίτη και τελευταία αυτή εμφάνιση των πουλιών συμβολίζει την απόλυτη αφοσίωση των δύο ηρώων μεταξύ τους. Πιο κάτω, στο μ η σκηνή πάλι σκοτεινιάζει, κάτι που αποτελεί αυτή τη φορά σκηνοθετική προσθήκη του Καλομοίρη. Από το σημείο αυτό μέχρι το τέλος της Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 93

95 Τα Ξωτικά νερά του Μανώλη Καλομοίρη όπερας, που κινείται στο πρότυπο κλίμακας σι (4 ) (μ ) σκιαγραφείται μουσικά η μετάβαση των δύο ηρώων στο φανταστικό κόσμο τους. Το τμήμα, επομένως, από το μέτρο 1241 μέχρι το 1280, μπορεί να θεωρηθεί, επίσης, ως ένα μεταβατικό πέρασμα, μέσω του οποίου συνδέονται η απόφαση της Ντετόρας να ακολουθήσει τον Φοργκαέλ και η αποχώρησή τους από τον πραγματικό κόσμο. Όλο το έργο αποτελεί ένα ενοποιημένο και πολύπλοκο σύστημα αρμονικών σχέσεων, που δεν αντιστοιχεί στις κατηγορίες καθιερωμένων μουσικών μορφών, καθώς διαμορφώνεται μέσα από υπεκφεύγοντα τονικά κέντρα, διάχυτη τροπικότητα και έντονη χρωματικότητα. Η μουσική, παρουσιάζοντας τη δραματική πλοκή, υπεισέρχεται σε μία συνεχή εξελικτική διαδικασία, της οποίας ενωτικά στοιχεία αποτελούν δομικά σημεία της αρμονικής πορείας που συμπίπτουν με σημαντικά σημεία της σκηνικής δράσης, καθώς και θεματικά στοιχεία που εμφανίζονται παραλλαγμένα είτε ως προεξαγγελτικά μοτίβα είτε διάσπαρτα ως ουδέτερα μοτίβα. Τα προεξαγγελτικά μοτίβα, ιδιαίτερα, εμφανίζονται σε καίρια σημεία ή στην ορχήστρα ή και στη φωνή μαζί, έχουν δραματουργική σχέση μεταξύ τους, προαναγγέλλουν και υποδηλώνουν την εξέλιξη των γεγονότων και των σκέψεων των ηρώων. Ενότητα επιτυγχάνεται, ακόμη, και από μακροσκοπική άποψη, καθώς οι φθόγγοι σι και φα που είναι φθόγγοι της κεφαλής του θέματος και του μοτίβου του Φοργκαέλ, αλλά και τονικά κέντρα του «Προλόγου» στην αρχή και στο τέλος του, είναι οι δομικοί φθόγγοι της όπερας (βλ. μ. 3, 230, 901, 1214, 1320, 1331). Αξιοπαρατήρητη είναι, επιπλέον, η αντιστοιχία τονικών περιοχών και ηρώων ή νοημάτων στην όπερα. Μέσα από αυτήν μπορεί να διακρίνει κανείς συνολικά τρία τμήματα. Το πρώτο, από την αρχή μέχρι το πρώτο σκοτείνιασμα της σκηνής (μ ), αναφέρεται στον πραγματικό κόσμο και περιλαμβάνει την αναζήτηση (αρχικό τονικό κέντρο, σι ), την ένταση-συμπλοκή (τονικό κέντρο φα, πέμπτη του αρχικού) και το στόχο του ήρωα (τονικό κέντρο ρε, τρίτη του αρχικού). Θα πρέπει εδώ να αναφερθεί η μουσικοδραματική λειτουργία του κέντρου ρε, το οποίο διαπερνά ένα μεγάλο τμήμα του έργου. Με αυτό συνδέεται ο Έμπρικ, που είναι ο μεσολαβητής μεταξύ του πληρώματος και του Φοργκαέλ, συνδέεται το μυστικό-σκοπός του Φοργκαέλ και ακούγεται η φωνή της Ντετόρας και παρουσιάζεται η αντίσταση και η μεταμέλειά της. Το δεύτερο τμήμα εκτείνεται από το πρώτο σκοτείνιασμα της σκηνής μέχρι τη στιγμή που κόβεται το σκοινί (μ ) και αναφέρεται στη συνάντηση του πραγματικού και του φανταστικού κόσμου. Στο τμήμα αυτό αναδεικνύεται μέσα από την ανάλυση η προέκταση του τονικού κέντρου ρε, τρίτη του αρχικού. Επιπλέον, τονίζεται ο σημαντικός ρόλος της λύρας ως μέσου που οδηγεί στη λύση, καθώς οι ήχοι της κινούνται στο αρχικό τονικό κέντρο σι. Το τρίτο τμήμα αναφέρεται στο φανταστικό κόσμο και περιλαμβάνει τα μέτρα από τη στιγμή που κόβεται το σκοινί, στιγμή χωρισμού του πραγματικού και φανταστικού κόσμου και από μουσική άποψη σημείο ευκρινούς εμφάνισης της δεσπόζουσας, μέχρι το τέλος (μ ). Στο τμήμα αυτό προβάλλεται το νόημα της επίτευξης του στόχου και της λύσης. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 94

96 ΓΕΩΡΓΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΤΣΕΡΠΕ Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να συσχετιστούν οι παραπάνω διαπιστώσεις από την όπερα Τα Ξωτικά νερά του Καλομοίρη με σημαντικά σημεία της θεωρίας του Βάγκνερ περί μουσικής δραματουργίας. Ο Καλομοίρης εξέφρασε κατ επανάληψη στα Απομνημονεύματά 5 του το θαυμασμό του για τον Βάγκνερ. Ο ίδιος, επίσης, ανέφερε σε «Προλόγους» από τις όπερές του και σε ομιλία του στην Ακαδημία Αθηνών (11/11/1954) τεχνικές και σημεία της θεωρίας του Βάγκνερ περί μουσικής δραματουργίας ως παραδείγματα για την απόδοση σημείων από τις δικές του όπερες. Οι απόψεις αυτές του Βάγκνερ εμπεριέχονται στην αντίληψή του περί «Ολικού έργου τέχνης» ( Gesamtkunstwerk ), την οποία αναπτύσσει στο δοκίμιό του Όπερα και Δράμα (Oper und Drama, 1851). Σύμφωνα με αυτή, η μορφή στο μουσικό δράμα αναπτύσσεται μέσα από την ταυτόχρονη σύμπραξη ποίησης, δράσης, σκηνοθεσίας και μουσικής. 6 Η δραματική-μουσική αυτή μορφή αποτελεί συνεχή διαδικασία (Werden, process) και πλοκή, ένα συνεχές ξεδίπλωμα μουσικών ιδεών που υπαγορεύονται από την πλοκή και δεν είναι ένα αδρανές και τελειωμένο δημιούργημα. 7 Στο πλαίσιο αυτό, καθώς η μουσική ακολουθεί το ποίημα και την εξέλιξη της δράσης, η αρμονία και η μελωδία αναδεικνύονται μέσα από την ποιητική πρόθεση. 8 Έτσι, η μορφή πρέπει να ιδωθεί ως μορφή στην οποία εκφράζεται ένα περιεχόμενο ή μία σημασία και επομένως να εννοηθεί ως έκφραση νοήματος. 9 Γνώρισμα αυτής της εξελισσόμενης μορφής, που προκύπτει μέσω της δραματικής διαδικασίας, είναι η έλλειψη της επανάληψης. 10 Βασικός φορέας εξέλιξης αυτού του μουσικο-δραματικού ιστού σύμπραξης δράσης, ποίησης και μουσικής είναι το ορχηστρικό σώμα, 11 το οποίο έχει το ρόλο του χορού της Αρχαίας Τραγωδίας, παρατηρεί τις ψυχικές καταστάσεις των προσώπων, περιγράφει τις εσωτερικές διεργασίες και σχολιάζει τις πράξεις των ηρώων. 12 Μέσα στο ορχηστρικό σώμα εμφανίζονται τα καθοδηγητικά μοτίβα (Leitmotive), τα οποία συγκροτούν το σκελετό του δράματος, ενοποιούν όλο το έργο, συμβολίζουν μία σημαντική ιδέα ή συνοδεύουν μία αντιπροσωπευτική μορφή δράσης στην όπερα και συμβάλλουν στην εξέλιξη του δράματος. 13 Ιδιαίτερη σημασία έχει η δραματική λειτουργία τους, κατά την οποία τα μοτίβα διατάσσονται σε διαφορετικές σχέσεις μεταξύ τους, ώστε ο ακροατής να έχει την 5 Μανώλης Καλομοίρης, Η ζωή μου και η τέχνη μου. Απομνημονεύματα (Αθήνα: Νεφέλη, 1988), 93, 119, Richard Wagner, «Opera and Drama,» στο Wagner s Prose Works (1893), μτφρ. Ashton Ellis, belgacom.net/wagnerlibrary/prose/index.htm. Leon Plantinga, Romantic Music (New York, London: W.W. Norton & Company, 1984), Carl Dahlhaus, «Wagners dramatisch-musikalischer Formbegriff,» στο Vom Musikdrama zur Literaturoper (München, Salzburg: Musikverlag Emil Katzbichler, 1983), 59, 61. Rey Longyear, Nineteenth-century Romanticism in Music (Englewood Cliffs, New Jersey: Prentice hall history of music series, χ.χ.), Richard Wagner, «Oper und Drama (1851). Part III: Poetry and Music in the Drama of the Future,» στο Musical Aesthetics: A Historical Reader, επιμ. Edward Α. Lippman, τ. 2, The Nineteenth Century (N. York: Pendragon Press, 1988), Carl Dahlhaus, «Wagners dramatisch-musikalischer Formbegriff,» στο Vom Musikdrama zur Literaturoper (München, Salzburg: Musikverlag Emil Katzbichler, 1983), Ό.π., Richard Wagner, «Oper und Drama (1851). Part III: Poetry and Music in the Drama of the Future,» στο Musical Aesthetics: A Historical Reader, επιμ. Edward Α. Lippman, τ. 2, The Nineteenth Century (N. York: Pendragon Press, 1988), Αlfred Einstein, Music in the romantic era (N. York, London: W. W. Norton & Company, 1975), Carl Dahlhaus, «Zur Geschichte der Leitmotivtechnik bei Wagner,» στο Vom Musikdrama zur Literaturoper (München, Salzburg: Musikverlag Emil Katzbichler, 1983), Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 95

97 Τα Ξωτικά νερά του Μανώλη Καλομοίρη εντύπωση μιας αλληλουχίας μοτίβων. 14 Η λειτουργία αυτή επιτυγχάνεται με την τεχνική της παραλλαγμένης επανάληψης ή της ανάπτυξης. Η επανεμφάνισή τους σε όμοιες ή διαφορετικές μορφές (transformation) συμπίπτει με σημαντικές στιγμές του δράματος, στις οποίες μέσω των συμβολισμών τους υπονοείται η εξέλιξη μιας ιδέας ή συναισθημάτων. 15 Όπως προκύπτει από τις παραπάνω διαπιστώσεις, τα Ξωτικά νερά του Μ. Καλομοίρη ακολουθούν ως προς τη διάρθρωσή τους βασικές αρχές της θεωρίας του Βάγκνερ. Ειδικότερα, παρουσιάζουν γνωρίσματα δομής, που συναντώνται στην ώριμη περίοδο των έργων του Βάγκνερ. Η όπερα εξελίσσεται μουσικοδραματουργικά, ακολουθώντας τη σκηνική δράση και αναδεικνύοντας σημαντικά σημεία και νοήματά της, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει και τη δήλωση του Καλομοίρη στον «Πρόλογο» της όπερας ότι «η μουσική και η σκηνική ενότητα του έργου είναι απόλυτη». 16 Η μουσικο-δραματική εξέλιξη και ενότητα του έργου επιτυγχάνεται μέσω της ανάπτυξης πολύπλοκων αρμονικών σχέσεων, μέσω της συνεχούς επεξεργασίας μελωδικών και αρμονικών στοιχείων υφής, των σχεδόν ανύπαρκτων ευκρινών πτώσεων και των προεξαγγελτικών μοτίβων. Ως προς το τελευταίο, ο Καλομοίρης ενστερνίστηκε τη θεωρία του Βάγκνερ για τα καθοδηγητικά μοτίβα ήδη στην πρώτη του όπερα, στον Πρωτομάστορα. 17 Σημαντική, ακόμη, συμβολή στην ενότητα του έργου έχει ο «Πρόλογος» της όπερας, καθώς συνδέεται αρμονικά και μακροσκοπικά με το κύριο μέρος, μέσω των προεξαγγελτικών μοτίβων και μέσω του ηχητικού συμβολισμού της σοπράνο φωνής του πουλιού, με την οποία αναδεικνύεται ο κεντρικός στόχος του ήρωα. Ανάλογα γνωρίσματα, που αφορούν την ενότητα του έργου, η οποία διαμορφώνεται από ένα ενοποιημένο και πολύπλοκο σύστημα αρμονικών σχέσεων συναντώνται στις μεταγενέστερες όπερες του Βάγκνερ. Συγκεκριμένα, στις δύο τελευταίες πράξεις του Τριστάνου, στην τρίτη πράξη του Ζίγκφριντ και στο Λυκόφως των θεών. 18 Στον Βάγκνερ, επίσης, σημαντική λειτουργία για την ανάδειξη του περιεχομένου της μουσικο-δραματικής μορφής έχουν οι βασικές τονικότητες και οι σχέσεις μεταξύ τους. 19 Ακόμη, μέσω όμοιων τονικοτήτων ή τονικοτήτων που απέχουν ένα τόνο ή ημιτόνιο, αναδεικνύονται, αντίστοιχα, σημαντικοί ήρωες ή μεταβολές σε συναισθηματικές καταστάσεις ή στην πορεία της δράσης ή ακόμη εκφράζεται ένταση ή μείωση της έντασης. Οι διαπιστώσεις αυτές επισημαίνονται, επίσης στις μεταγενέστερες όπερες του Βάγκνερ, ο Χρυσός του Ρήνου, Βαλκυρίες, στις δύο πρώτες πράξεις του Ζίγκφριντ (ανάδειξη ηρώων μέσω όμοιων 14 Carl Dahlhaus, «Wagners dramatisch-musikalischer Formbegriff,» στο Vom Musikdrama zur Literaturoper (München, Salzburg: Musikverlag Emil Katzbichler, 1983), 61, Richard Wagner, «Oper und Drama (1851). Part III: Poetry and Music in the Drama of the Future,» στο Musical Aesthetics: A Historical Reader, επιμ. Edward Α. Lippman, τ. 2, The Nineteenth Century (N. York: Pendragon Press, 1988), Μανώλης Καλομοίρης, Τα Ξωτικά νερά. Μουσικοδραματικό ποίημα σ ένα μέρος και πρόλογο (Αθήνα: Έκδοση Φίλων της Ελληνικής Μουσικής. Ιδιοκτησία του συνθέτη, 1951). 17 Μανώλης Καλομοίρης, «Πρόλογος,» στο Ο Πρωτομάστορας (Αθήνα: Γαϊτάνος, 1917). 18 Αναστασία Σιώψη, Η Μουσική στην Ευρώπη του δέκατου ένατου αιώνα (Αθήνα: Τυπωθήτω, 2005), 201. Carl Dahlhaus, Nineteenth-Century Music, μτφρ. Br. Robinson (Berkeley, Los Angeles, London: University of California Press, 1989), Donald J. Grout και Claude V. Palisca, A History of Western Music (New York: W. W. Norton, 1988), 751. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 96

98 ΓΕΩΡΓΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΤΣΕΡΠΕ τονικοτήτων), καθώς και στην τρίτη πράξη του Ζίγκφριντ και στον πρόλογο του Λυκόφωτος των θεών (ανάδειξη μεταβολών μέσω τονικοτήτων που απέχουν τόνο ή ημιτόνιο). 20 Στα Ξωτικά νερά του Καλομοίρη υπάρχουν, επίσης, ανάλογες διαπιστώσεις, όπως η συσχέτιση του Έμπρικ, της Ντετόρας και του σκοπού-στόχου του Φοργκαέλ με το τονικό κέντρο ρε, η συσχέτιση της αναζήτησης, της λύσης και του μέσου που οδηγεί στη λύση (η μαγική λύρα) με το τονικό κέντρο σι και η συσχέτιση της συμπλοκής-έντασης με το τονικό κέντρο φα. Επιπλέον, οι αλλαγές καταστάσεων στα δύο σημεία που επισημάνθηκαν, οι οποίες παριστάνονται μουσικά με τονικά κέντρα που απέχουν τόνο μεταξύ τους η πρώτη και με χρωματική μετατροπία η δεύτερη. Μία μουσικοδραματική τεχνική του Βάγκνερ, σημαντική από δομική άποψη, είναι, ακόμη, «η τέχνη του περάσματος» («Die Kunst des Übergangs»), κατά την οποία συνδέονται όλες οι στιγμές που μεσολαβούν μεταξύ δύο ακραίων ψυχικών διαθέσεων. 21 Σημεία τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως τέτοια μεταβατικά περάσματα στα Ξωτικά νερά είναι το τμήμα που μεσολαβεί ανάμεσα στις δύο αντίθετες ψυχολογικές καταστάσεις της Ντετόρας και αυτό που μεσολαβεί ανάμεσα στην απόφαση της Ντετόρας να ακολουθήσει τον Φοργκαέλ και στην αποχώρησή της μαζί του στον εξωπραγματικό κόσμο. Από όσα μέχρι τώρα έχουν διατυπωθεί, αξίζει να τονιστεί συμπερασματικά ότι η επίδραση των απόψεων του Βάγκνερ στον Καλομοίρη διαφαίνεται και μέσα από την επιλογή του Καλομοίρη να μελοποιήσει το δραματικό ποίημα του Yeats. Γιατί, μέσα στο έργο αυτό υπάρχουν στοιχεία που αφορούν περιβάλλον, σκηνική δράση και χαρακτήρες, τα οποία υπάρχουν και σε όπερες του Βάγκνερ. Αρχικά, υπάρχει το φυσικό περιβάλλον, νερό, θάλασσα, που παραπέμπει στο Χρυσό του Ρήνου και στον Ιπτάμενο Ολλανδό του Βάγκνερ. Ακόμη, ο ουτοπικός φανταστικός κόσμος στον οποίο εξελίσσεται ο μύθος, όπου, κατά την άποψη του Βάγκνερ, μόνο εκεί εμφανίζεται το ανθρώπινο στοιχείο με ακραίες συναισθηματικές αντιθέσεις. 22 Θα πρέπει να τονιστεί εδώ ότι στο μύθο αναφέρεται και ο Καλομοίρης στον «Πρόλογο» του Πρωτομάστορα, λέγοντας ότι κυρίως εκεί απαιτείται η «επεξεργασία της μουσικής, η μουσική ατμόσφαιρα». 23 Ένα ακόμη στοιχείο είναι η περιπλάνηση του ήρωα οι περισσότεροι ήρωες του Βάγκνερ είναι ταξιδιώτες 24 και η ύπαρξη του πλοίου ως συμβόλου αναζήτησης. Επίσης, η προβολή μιας υψηλής ιδέας που αναδεικνύεται στο πλαίσιο του μύθου και της φαντασίας, μέσω ρομαντικών ηρώων, που αντιλαμβάνονται τον κόσμο μόνο μέσα από το υποκειμενικό δικό τους βλέμμα, που η επαφή τους με την κοινωνία είναι 20 Αναστασία Σιώψη, Η Μουσική στην Ευρώπη του δέκατου ένατου αιώνα (Αθήνα: Τυπωθήτω, 2005), 201. Carl Dahlhaus, Nineteenth-Century Music, μτφρ. Br. Robinson (Berkeley, Los Angeles, London: University of California Press, 1989), Carl Dahlhaus, «Wagners dramatisch-musikalischer Formbegriff,» στο Vom Musikdrama zur Literaturoper (München, Salzburg: Musikverlag Emil Katzbichler, 1983), 62. Rey Longyear, Nineteenth-century Romanticism in Music (Englewood Cliffs, New Jersey: Prentice hall history of music series, χ.χ.), Rey Longyear, Nineteenth-century Romanticism in Music (Englewood Cliffs, New Jersey: Prentice hall history of music series, χ.χ.), 166. Carl Dahlhaus, «Wagners dramatisch-musikalischer Formbegriff,» στο Vom Musikdrama zur Literaturoper (München, Salzburg: Musikverlag Emil Katzbichler, 1983), Μανώλης Καλομοίρης, «Πρόλογος,» στο Ο Πρωτομάστορας (Αθήνα: Γαϊτάνος, 1917). 24 Simon Williams, Wagner and the romantic hero (Cambridge: Cambridge University Press, 2004), 37. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 97

99 Τα Ξωτικά νερά του Μανώλη Καλομοίρη περιορισμένη και η μόνη επίδραση που έχουν στους άλλους είναι να τους ενθαρρύνουν να διαφύγουν από την κοινωνία. 25 Ο ρομαντικός ήρωας εντοπίζεται στα έργα της μεσαίας περιόδου του Βάγκνερ (Ιπτάμενο Ολλανδό, Τανχώυζερ, Λόεγκριν) υπό την επίδραση της δραματουργίας του θεάτρου στον πρώιμο 19 ο αιώνα, όπου η πράξη επικεντρώνεται ή σε έναν απομονωμένο ρομαντικό ήρωα ή σε έναν επικό ήρωα που δεν βρίσκει αποδοχή από την κοινωνία. 26 Ένας τέτοιος ήρωας στον Βάγκνερ συνδέεται πάντα με γυναικείους χαρακτήρες, των οποίων η αυτοθυσία μαρτυρεί μια ηθική δύναμη μεγαλύτερη από αυτήν του ήρωα. 27 Η προβολή, λοιπόν, μιας υψηλής ιδέας μέσω των ρομαντικών ηρώων αποτελεί το ενοποιητικό στοιχείο στο έργο και του Βάγκνερ και του Καλομοίρη. Στον πρώτο, η λύτρωση, η αγάπη και η θυσία. 28 Στο δεύτερο, η «Αγάπη» που εκπροσωπείται από μία γυναικεία μορφή σε όλο το σκηνικό έργο του, όπως ο ίδιος αναφέρει στον «Πρόλογο» των Ξωτικών νερών. 29 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ανωγειανάκης, Φοίβος. Κατάλογος έργων Μανώλη Καλομοίρη Αθήνα: Ίκαρος, Dahlhaus, Carl. «Wagners dramatisch-musikalischer Formbegriff.» Στο Vom Musikdrama zur Literaturoper, München, Salzburg: Musikverlag Emil Katzbichler, «Zur Geschichte der Leitmotivtechnik bei Wagner.» Στο Vom Musikdrama zur Literaturoper, München, Salzburg: Musikverlag Emil Katzbichler, Nineteenth-Century Music. Μετάφραση Br. Robinson. Berkeley, Los Angeles, London: University of California Press, Deathridge, John. «Wagner lives: issues in autobiography.» Στο The Cambridge Companion to Wagner, επιμέλεια Thomas S. Grey, Cambridge: Cambridge University Press, Einstein, Αlfred. Music in the romantic era. N. York, London: W. W. Norton & Company, Ό.π., 8, Ό.π., Ό.π. 28 John Deathridge, «Wagner lives: issues in autobiography,» στο The Cambridge Companion to Wagner, επιμ. Thomas S. Grey (Cambridge: Cambridge University Press, 2008), 4. Thomas S. Grey, «Meister Richard s apprenticeship: the early operas ( ),» στο The Cambridge Companion to Wagner, επιμ. Thomas S. Grey (Cambridge: Cambridge University Press, 2008), «Πιστεύω πώς είναι κάτι άλλο που και τα έξη έργα τα δένει, το ένα πίσω από το άλλο, σαν φωτερά πετράδια στο ίδιο δαχτυλίδι. Είναι πριν, και πάνω από όλα, η ΑΓΑΠΗ. Στέλλα, Σμαράγδα, Ερωφίλη, Μάρω, Αντρειομένη, Dectora. Η κοπέλλα που πιστεύει στην αγάπη, ακόμα κι όταν είναι ανάξιά της. Η γυναίκα που θυσιάζεται για να σταθούνε τα μεγάλα έργα. [ ] η πανώρια Βασίλισσα, το πλάσμα της φαντασίας του Ποιητή, αυτή που μόνο, πάνω απ τ αστέρια και πάνω απ τη ζωή, ζητούσε να βρη ποθοπλάνταχτος σε μαγικά και ξωτικά πελάγη ο ονειροπαρμένος Καπετάνιος» [βλ. Μανώλης Καλομοίρης, Τα Ξωτικά νερά. Μουσικοδραματικό ποίημα σ ένα μέρος και πρόλογο (Αθήνα: Έκδοση Φίλων της Ελληνικής Μουσικής. Ιδιοκτησία του συνθέτη, 1951)]. Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 98

100 ΓΕΩΡΓΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΤΣΕΡΠΕ Grey, S. Thomas. «Meister Richard s apprenticeship: the early operas ( ).» The Cambridge Companion to Wagner, επιμέλεια Thomas S. Grey, Cambridge: Cambridge University Press, Grout, J. Donald, και Claude V. Palisca. A History of Western Music. New York: W. W. Norton, Καλομοίρης, Μανώλης. Ο Πρωτομάστορας. Αθήνα: Γαϊτάνος, Τα Ξωτικά νερά. Μουσικοδραματικό ποίημα σ ένα μέρος και πρόλογο. Αθήνα: Έκδοση Φίλων της Ελληνικής Μουσικής. Ιδιοκτησία του συνθέτη, Η ζωή μου και η τέχνη μου. Απομνημονεύματα Αθήνα: Νεφέλη, Longyear, Rey. Nineteenth-century Romanticism in Music. Englewood Cliffs, New Jersey: Prentice hall history of music series, χ.χ. Maxwell, D. E. S., και B. Bushrui, επιμ. W. B. Yeats ( ) Centenary Essays on the Art of W. B. Yeats. Ibadan: Ibadan University Press, Plantinga, Leon. Romantic Music. New York, London: W. W. Norton & Company, Σιώψη, Αναστασία. Η Μουσική στην Ευρώπη του δέκατου ένατου αιώνα. Αθήνα: Τυπωθήτω, Wagner, Richard. «Oper und Drama (1851). Part III: Poetry and Music in the Drama of the Future.» Στο Musical Aesthetics: A Historical Reader, επιμέλεια Edward Α. Lippman. Τ. 2, The Nineteenth Century, N. York: Pendragon Press, «Opera and Drama.» Στο Wagner s Prose Works (1893). Μετάφραση Ashton Ellis. belgacom.net/wagnerlibrary/prose/index.htm. Williams, Simon. Wagner and the romantic hero. Cambridge: Cambridge University Press, Yeats, William Butler. Collected Poems. London: Picador of Macmillan Publishers Ltd, Ελληνική μουσική δημιουργία του 20 ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες 99

101 ΝΙΚΟΣ ΜΑΛΙΑΡΑΣ Η στέση Λόγοσ και Μέλοσς στις «καζαντζακικές» όπερες τοσ Μανώλη Καλομοίρη (Πρωτομάστορας και Κωνσταντίνος Παλαιολόγος) Σν έξγν ηνπ Μαλώιε Καινκνίξε είλαη θαη εμνρήλ ζπλδεδεκέλν κε ηνλ ιόγν. Δθηόο ησλ κεινπνηήζεσλ πνπ θηινηέρλεζε κε βάζε πνηήκαηα ζεκαληηθώλ ειιήλσλ πνηεηώλ ηεο επνρήο ηνπ (Παιακάο, Υαηδόπνπινο, Μαιαθάζεο θ.ιπ.), βαζίζηεθε ζην ιόγν θαη ζε έξγα ηνπ πνπ δελ ζα πεξηιακβάλνληαλ εθ πξώηεο όςεσο ζηελ θαηεγνξία ηεο θσλεηηθήο κνπζηθήο, όπσο π.ρ. νη δύν από ηηο ηξεηο πκθσλίεο ηνπ. Όκσο, ν Καινκνίξεο επηθύιαμε γηα ηνλ Νίθν Καδαληδάθε κηαλ ηδηαίηεξε ζέζε, αθνύ απηνύ ηνπ ζπγγξαθέα είλαη ηα ζεαηξηθά θείκελα πάλσ ζηα νπνία ζηεξίρζεθε ν Καινκνίξεο γηα λα ζπλζέζεη ηνπο δύν αθξνγσληαίνπο ιίζνπο ηνπ νπεξαηηθνύ ηνπ έξγνπ, ηνλ Πξωηνκάζηνξα θαη ηνλ Κωλζηαληίλν Παιαηνιόγν. Ζ θαιιηηερληθή ηνπο δηαδξνκή μεθηλά κε παξόκνην ηξόπν, ζρεδόλ ηαπηόρξνλα. Ο Καδαληδάθεο, επηζηξέθνληαο ζηελ Διιάδα από ηηο ζπνπδέο ηνπ ζην Παξίζη, επηρεηξεί λα πξνσζήζεη ην πξσηόιεην ινγνηερληθό ηνπ έξγν, ην νπνίν ηελ πεξίνδν απηή απνηειείηαη ζρεδόλ απνθιεηζηηθά από ζεαηξηθά έξγα θαη πεξηέρεη πνιιά ζηνηρεία πνπ ζα ραξαθηεξίδνληαλ πξσηνπνξηαθά γηα ηελ Διιάδα ηεο πξώηεο δεθαεηίαο ηνπ 20 νύ αηώλα. Αληίζηνηρα, ν Καινκνίξεο, επηζηξέθνληαο από ηε Ρσζία δίλεη ηηο πξώηεο ηνπ ζπλαπιίεο θαη γξάθεη ηα πξώηα ηνπ θείκελα γηα λα ζεκειηώζεη ην δηθό ηνπ θαηλνηόκν κήλπκα, ηεο ίδξπζεο ηεο ειιεληθήο Δζληθήο ρνιήο. Μεηά ηελ πξώηε ηνπο ζπλεξγαζία, κε ηνλ Πξωηνκάζηνξα, νη δξόκνη ηνπο ρσξίδνπλ γηα λα μαλαζπλαληεζνύλ κεηά από 40 ρξόληα ζηε Νόηηα Γαιιία, όπνπ μεθίλεζε ε δεύηεξε ζπλεξγαζία ηνπο γηα ηνλ Κωλζηαληίλν Παιαηνιόγν. Σόηε ν Καδαληδάθεο είρε γίλεη δηεζλώο γλσζηόο, θπξίσο κέζα από ηελ πεδνγξαθία ηνπ. Ζ ζπλάληεζή ηνπο απηή, ην 1957, ζηάζεθε ε ηειεπηαία. Ζ ηξαγσδία Η Θπζία, πνπ γξάθηεθε ην 1909, όζν ν Καδαληδάθεο βξίζθεηαη αθόκε ζην Παξίζη, είλαη πξώην ζεαηξηθό ηνπ έξγν πνπ θέξδηζε θάπνηα αλαγλώξηζε κέζα ζηελ Διιάδα, αθνύ απέζπαζε ην πξώην βξαβείν ζην Λαζζάλεην δηαγσληζκό ηνπ Παλεπηζηεκίνπ Αζελώλ ην Δθδόζεθε ηνλ Ηνύλην ηεο ίδηαο ρξνληάο από πεξηνδηθό Παλαζήλαηα κε ηνλ ηίηιν Ο Πξωηνκάζηνξαο, θαη ν

102 ΝΗΚΟ ΜΑΛΗΑΡΑ ζπγγξαθέαο ηνπ ππνγξάθεη κε ην ινγνηερληθό ςεπδώλπκν «Πέηξνο Φεινξείηεο». 1 Ο εηζεγεηήο ζην Λαζζάλεην δηαγσληζκό, θαζεγεηήο ηνπ Παλεπηζηεκίνπ. Κ. αθειιαξόπνπινο απνηηκά αξθεηά ζεηηθά ην έξγν, ππνγξακκίδεη όκσο όηη ην έξγν ζα ήηαλ πνιύ θαιύηεξν αλ ήηαλ ζε έκκεηξν ζηίρν, κηα θαη έρεη ηελ αλάγθε ηεο κνπζηθήο γηα λα ππνβαζηάδεηαη. 2 Σα ιόγηα απηά ήηαλ θαίξηα θαη ιεηηνύξγεζαλ πξνθεηηθά γηα ηελ πνξεία ηνπ έξγνπ. Αο κε μερλνύκε όηη βξηζθόκαζηε ιίγνπο κόιηο κήλεο κεηά ηελ αλάιεςε ηεο εμνπζίαο από ηνλ Διεπζέξην Βεληδέιν, πνπ είρε έιζεη ζηελ Αζήλα σο ν παξάθιεηνο ηνπ ρεηκαδόκελνπ θαη ηαπεηλσκέλνπ σο ηόηε έζλνπο. Μηα πεξίνδνο θαηά ηελ νπνία όιεο νη δπλάκεηο ηνπ ηόπνπ, πνιηηηθέο, θνηλσληθέο, πλεπκαηηθέο θ.ιπ. ζπλελώλνληαλ γηα κηα λέα, έλδνμε θαη δεκηνπξγηθή αξρή. ε κηα ηέηνηα αηκόζθαηξα θαη ζε ηέηνην θιίκα, ν ζαπκαζηήο ηνπ Βεληδέινπ Καινκνίξεο ζα πξέπεη λα επεξεάζηεθε θαη από ηελ θξηηηθή ηνπ Παιακά γηα ην ίδην έξγν ηνπ Καδαληδάθε, πνπ δεκνζηεύηεθε ζηελ εθεκεξίδα Αθξόπνιηο, ηελ πξσηνρξνληά ηνπ 1911, ε νπνία ζεκεηώλεη: «Ο κύζνο ζπκβνιίδεη ηελ λέα ειιεληθή ςπρή ζηελ ησξηλή ηεο, ηόζν ηζηνξηθή ζηηγκή, ζην κειινύκελν, ηόζν νλεηξεπηό θαηαζηάιαγκά ηεο». 3 Πάλησο ν Καινκνίξεο γλώξηδε ην έξγν ηνπ Κξεηηθνύ ήδε από ην θζηλόπσξν ηνπ 1910, όπσο ν ίδηνο γξάθεη ζην θαηά θάπνην ηξόπν επηκλεκόζπλν άξζξν ηνπ ζην Έζλνο, ιίγεο βδνκάδεο κεηά ην ζάλαην ηνπ Καδαληδάθε, 4 ζηηο 13 Ννεκβξίνπ Δθεί ζεκεηώλεη όηη ηνλ ζπγθίλεζε πνιύ πεξηζζόηεξν από άιια ζύγρξνλα έξγα κε ην ίδην πεξίπνπ ζέκα, κηα θαη ζ απηό βξήθε ην ύθνο, ηε γιώζζα, ηε δύλακε ηνπ ιόγνπ θαη ηελ πινθή πνπ ηνλ ελέπλεπζε γηα ην δεκηνύξγεκά ηνπ. Έλα ρξόλν κεηά γλώξηζε θαη πξνζσπηθά ηνλ Καδαληδάθε, θαη ηόηε γηα πξώηε θνξά ηνπ απνθαιύθζεθε όηη ν Καδαληδάθεο είρε ήδε ζηείιεη ζηνλ Καινκνίξε έλα αληίηππν ηνπ έξγνπ γηα λα εμεηάζεη ηελ πηζαλόηεηα κηαο όπεξαο, αληίηππν πνπ ράζεθε ζηε δηαδξνκή από ηελ Αζήλα ζηε Ρσζία. 5 Έηζη απνθαιύπηεηαη όηη ε αξρηθή ηδέα γηα έλα ηέηνην έξγν δελ ήηαλ ηνπ Καινκνίξε, αιιά ηνπ Καδαληδάθε, θαη όηη από ηελ πξώηε ζηηγκή ππήξρε κηα ακνηβαηόηεηα ζηε ζρέζε ηνπο. ύκθσλα κε ηα ιεγόκελα ηνπ Καινκνίξε, ε ελαζρόιεζή ηνπ κε ηνλ Πξωηνκάζηνξα μεθίλεζε ακέζσο κεηά ηε ζπλάληεζε απηή γηα λα νινθιεξσζεί κε ηελ παξάζηαζε ηεο όπεξαο ηνλ Μάξηην ηνπ Μεηά ηηο πξώηεο παξαζηάζεηο ηνπ Πξωηνκάζηνξα, θαίλεηαη πσο ν θαζέλαο από ηνπο 1 Βι. Γεκ. Φίιηαο, «Ο Πξσηνκάζηνξαο,» ζην Γηα ην ζέαηξν ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε. Πξαθηηθά εκεξίδαο γηα ηνλ ενξηαζκό ηωλ δέθα ρξόλωλ από ηελ ίδξπζε ηεο Δηεζλνύο Εηαηξείαο Φίιωλ Νίθνπ Καδαληδάθε, Κξεηηθή Εζηία, Αζήλα 10 Οθηωβξίνπ 1998 (Αζήλα: Γηεζλήο Δηαηξεία Φίισλ Νίθνπ Καδαληδάθε Διιεληθό Σκήκα, 2000), Βι. Κπξηαθή Πεηξάθνπ, Ο Καδαληδάθεο θαη ην ζέαηξν (Αζήλα: Μίιεηνο, 2005), 198. Πξβι. θαη Β. Πνύρλεξ, «θεληθέο αληηιήςεηο ζηα ζεαηξηθά έξγα ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε,» ζην Γηα ην ζέαηξν ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε. Πξαθηηθά εκεξίδαο γηα ηνλ ενξηαζκό ηωλ δέθα ρξόλωλ από ηελ ίδξπζε ηεο Δηεζλνύο Εηαηξείαο Φίιωλ Νίθνπ Καδαληδάθε, Κξεηηθή Εζηία, Αζήλα 10 Οθηωβξίνπ 1998 (Αζήλα: Γηεζλήο Δηαηξεία Φίισλ Νίθνπ Καδαληδάθε Διιεληθό Σκήκα, 2000), Βι. Κπξηαθή Πεηξάθνπ, Ο Καδαληδάθεο θαη ην ζέαηξν (Αζήλα: Μίιεηνο, 2005), 199 ππνζεκ Δίρε πεζάλεη ζηηο 26 Οθησβξίνπ ζε έλα λνζνθνκείν ηεο Γεξκαλίαο. 5 Βι. Μαλώιεο Καινκνίξεο, «Από ηνλ Πξσηνκάζηνξα ζηνλ Παιαηνιόγν,» Έζλνο, 13 Ννεκβξίνπ Βι. Φ. Αλσγεηαλάθεο, Καηάινγνο έξγωλ Μαλώιε Καινκνίξε (Αζήλα: Ίθαξνο, 1964), 11. Βι. Ν. Μαιηάξαο, Τν Ειιεληθό δεκνηηθό ηξαγνύδη ζηε κνπζηθή ηνπ Μαλώιε Καινκνίξε, Διιεληθέο Μνπζηθνινγηθέο Δθδόζεηο 1 (Αζήλα: Παπαγξεγνξίνπ-Νάθαο, 2001), 35. Ο Καινκνίξεο, όπσο γξάθεη ζηνλ πξόινγν ηεο έθδνζεο ηνπ 1939, αζρνιήζεθε κε ηε ζύλζεζε ηνπ Πξωηνκάζηνξα από ην Πάζρα ηνπ 1913 σο ηνλ Οθηώβξην ηνπ 1915 πάλσ ζε ιηκπξέην πνπ ηνπ εηνίκαζαλ νη πνηεηέο Νηθόιανο Πνξηώηεο, Γηώξγνο ηεθόπνπινο (=Άγλεο Οξθηθόο) θαη ε πνηήηξηα Μπξηηώηηζζα. Ζ πξώηε παξάζηαζε έγηλε ζηηο 11 Μαξηίνπ ηνπ 1916, ζε δηεύζπλζε ηνπ ζπλζέηε. Σν έξγν επεμεξγάζηεθε ν Καινκνίξεο από ην 1926 σο ην 1930 γηα λα ην μαλαπαξνπζηάζεη θαη αξράο κε ηε κεινδξακαηηθή ηνπ Δζληθνύ Χδείνπ, γηα λα αθνινπζήζνπλ νη παξαζηάζεηο γηα Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 101

103 Ζ ζρέζε Λόγνπ θαη Μέινπο ζηηο «θαδαληδαθηθέο» όπεξεο ηνπ Μαλώιε Καινκνίξε δεκηνπξγνύο πήξε ην δηθό ηνπ δξόκν θαη νη πνξείεο ηνπο μαλαζπλαληήζεθαλ ζηα , όηαλ, ζηα λέα αλεβάζκαηα ηνπ Πξσηνκάζηνξα εθείλεο ηεο πεξηόδνπ, ην όλνκα ηνπ Καδαληδάθε απνζησπήζεθε θαη δεκηνπξγήζεθε δηαθσλία θαη πηζαλόηαηα ςπρξόηεηα κεηαμύ ηνπο σο πξνο ηελ θαηαβνιή ησλ πλεπκαηηθώλ δηθαησκάησλ ζηνλ ζπγγξαθέα, ηα νπνία, σο θαίλεηαη, θαζπζηεξνύζε λα θαηαβάιεη ν Καινκνίξεο. 7 Ζ ςπρξόηεηα πάλησο πξέπεη λα μεράζηεθε σο ηα 1948, όηαλ ζπλαληήζεθαλ ζην Παξίζη θαη σο ηα 1953, όηαλ ν Καινκνίξεο επηζθέθζεθε ηνλ Καδαληδάθε ζηελ Αληίκπ ηεο Γαιιίαο, 8 όπνπ ν ζπγγξαθέαο έκελε κόληκα γηα αξθεηά ρξόληα, απηνεμόξηζηνο ιόγσ ησλ πνιηηηθώλ ηνπ πεπνηζήζεσλ θαη ησλ αληηδξάζεσλ πνπ είρε μεζεθώζεη ην ζπγγξαθηθό ηνπ έξγν. 9 Γελ γλσξίδνπκε αλ ν Καινκνίξεο είρε πξνεηδνπνηήζεη ηνλ Καδαληδάθε γηα ηελ άθημή ηνπ, ε νπνία ήηαλ έλαο ζηαζκόο ζην ηαμίδη κε πινίν θαη ηξέλν πξνο ην Παξίζη θαη ην Λνλδίλν. 10 Πάλησο ν δεύηεξνο ηνλ δέρηεθε ζεξκά 11 θαη ηνπ δώξηζε έλα αληίηππν ηεο ηξαγσδίαο ηνπ Κωλζηαληίλνο Παιαηνιόγνο, ε νπνία είρε κόιηο πξν νιίγσλ εκεξώλ ηππσζεί από ην πεξηνδηθό Νέα Εζηία. 12 Δίλαη πνιύ πηζαλόλ, από όζα αθεγείηαη ν Καινκνίξεο, όηη ν Καδαληδάθεο πξνζέβιεπε ζε κηαλ αθόκε ζύλζεζε όπεξαο από ηνλ Καινκνίξε, 13 κηα θαη ε πξνεγνύκελε, πξηλ 40 ρξόληα, θξηλόηαλ πνιύ επηηπρεκέλε. Δίλαη πάλησο γλσζηό, όηη ν Καδαληδάθεο είρε ζπγγξάςεη ηελ ελ ιόγσ ηξαγσδία ήδε πξηλ αξθεηνύο κήλεο θαη πξνθαλώο ζπζρέηηδε ην έξγν κε ηεο εθδειώζεηο κλήκεο πνπ είραλ πξνγξακκαηηζηεί θαη πξαγκαηνπνηήζεθαλ ηε ρξνληά εθείλε, πνπ ζπκπιεξώλνληαλ 500 ρξόληα από ηελ Άισζε ηεο Κσλζηαληηλνύπνιεο. 14 Ο Καδαληδάθεο κάιηζηα είρε ήδε πξνζπαζήζεη, αλεπηηπρώο, ην 1952, λα πξνσζήζεη ην ζεαηξηθό έξγν γηα λα αλέβεη ζηε ζθελή. 15 Από ηα θείκελα ηνπ Καινκνίξε εμ άιινπ ζπκπεξαίλνπκε όηη ε ζθέςε λα ηελ Δθαηνληαεηεξίδα από ηελ ίδξπζε ηνπ Διιεληθνύ θξάηνπο, ην 1931, ζε κνπζηθή δηεύζπλζε Γεκήηξε Μεηξόπνπινπ, ζε ζπλεξγαζία κε ηνλ Λεσλίδα Εώξα, θαη ζθελνζεζία Γεκήηξε Ρνληήξε. 7 Βι. Οιπκπία Φξάγθνπ-Φπρνπαίδε, Η Εζληθή Σρνιή κνπζηθήο. Πξνβιήκαηα ηδενινγίαο (Αζήλα: Ίδξπκα Μεζνγεηαθώλ Μειεηώλ, 1990), ππνζεκ Σα γεγνλόηα εμηζηνξεί ν Καινκνίξεο ζην άξζξν ζην Έζλνο, ην νπνίν πξναλαθέξακε (βι. ππνζεκ. 5). 9 ηελ πόιε απηή, ηελ αξραία ειιεληθή απνηθία ηεο Αληηπόιεσο, ν Καδαληδάθεο ζπλέγξαςε κεγάιν κέξνο ηνπ κπζηζηνξεκαηηθνύ ηνπ έξγνπ (Ο Χξηζηόο μαλαζηαπξώλεηαη, Ο Καπεηάλ Μηράιεο, Ο Τειεπηαίνο Πεηξαζκόο, Ο Φηωρνύιεο ηνπ Θενύ, Οη Αδεξθνθάδεο, Η Αλαθνξά ζηνλ Γθξέθν), ην νπνίν νύησο ή άιισο εκπίπηεη εμ νινθιήξνπ ζηελ ηειεπηαία πεξίνδν ηεο δσήο ηνπ, κεηά ηνλ 2 ν Παγθόζκην Πόιεκν. Βι. Αγγ. Θ. Αγγειόπνπινο, «πλάληεζε κε ηνλ Καδαληδάθε ζηελ Αληίπνιε,» ζην «Αθηέξσκα ζηνλ Καδαληδάθε,» εηδηθή έθδνζε, Νέα Εζηία 102 (1977): 19. Γηα ην δησγκό πνπ πθίζηαην ν Καδαληδάθεο, ελδεηθηηθό είλαη θαη ην όηη, όηαλ, ην 1951, δήηεζε λα θαηέβεη ζηελ Διιάδα (ίζσο γηα λα ελεξγήζεη κεηαμύ άιισλ γηα ην αλέβαζκα ηνπ Παιαηνιόγνπ), νη ειιεληθέο αξρέο ηνπ εμέδσζαλ δηαβαηήξην κόλν γηα δύν κήλεο (βι. ό.π., 17). 10 Σελ επνρή εθείλε, ν Καινκνίξεο ηαμίδεπε ζρεδόλ θάζε ρξόλν ζηελ Δπξώπε, γηα λα αλαζεξκάλεη ηηο γλσξηκίεο ηνπ, λα απνθηήζεη λέεο θαη λα πξνσζήζεη εθηειέζεηο ηνπ έξγνπ ηνπ. 11 Πηζαλόλ ν Καινκνίξεο πξνγξακκάηηζε ηε ζπλάληεζε απηή γηα λα αξζεί ε παξεμήγεζε πνπ καξηπξείηαη όηη είρε δεκηνπξγεζεί αλάκεζά ηνπο όηαλ, ην 1952, ν Καινκνίξεο δελ πξόηεηλε ηνλ Καδαληδάθε γηα κέινο ηεο Αθαδεκίαο Αζελώλ. Πεξί απηνύ βι. Οιπκπία Φξάγθνπ-Φπρνπαίδε, Η Εζληθή Σρνιή κνπζηθήο. Πξνβιήκαηα ηδενινγίαο (Αζήλα: Ίδξπκα Μεζνγεηαθώλ Μειεηώλ, 1990), ππνζεκ Ο Καδαληδάθεο πξνθαλώο θέξζεθε κεγαιόςπρα ζηε ζπγθεθξηκέλε πεξίπησζε. 12 Ζ ζπλάληεζε πξαγκαηνπνηήζεθε ζηηο 10 Οθησβξίνπ 1953 θαη ν Καδαληδάθεο ζπλόδεςε ηε δσξεά κε κηαλ αθηέξσζε. Βι. ό.π. Γηα ηελ έθδνζε ηνπ έξγνπ πξβι. θαη Β. Πνύρλεξ, «θεληθέο αληηιήςεηο ζηα ζεαηξηθά έξγα ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε,» ζην Γηα ην ζέαηξν ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε. Πξαθηηθά εκεξίδαο γηα ηνλ ενξηαζκό ηωλ δέθα ρξόλωλ από ηελ ίδξπζε ηεο Δηεζλνύο Εηαηξείαο Φίιωλ Νίθνπ Καδαληδάθε, Κξεηηθή Εζηία, Αζήλα 10 Οθηωβξίνπ 1998 (Αζήλα: Γηεζλήο Δηαηξεία Φίισλ Νίθνπ Καδαληδάθε Διιεληθό Σκήκα, 2000), 24. Σν θείκελν ηνπ έξγνπ, κε ππόηηηιν «Ο Δζληθόο ζξύινο ηεο Αιώζεσο» πεξηιακβάλεηαη ζην ηεύρνο ηεο Νέαο Εζηίαο κε εκεξνκελία 1 Οθησβξίνπ Βι. θαη Κπξηαθή Πεηξάθνπ, Ο Καδαληδάθεο θαη ην ζέαηξν (Αζήλα: Μίιεηνο, 2005), Ζ πξώηε γξαθή ηνπ έξγνπ έγηλε ην 1944 ζηελ Αίγηλα. ην 1949 έρνπκε ηε δεύηεξε θαη ην 1951 ηελ νξηζηηθή γξαθή ζηελ Αληίκπ. 15 Τπάξρεη ζρεηηθή επηζηνιή ηνπ Καδαληδάθε ζηνλ Αηκίιην Υνπξκνύδην. Βι. Κπξηαθή Πεηξάθνπ, Ο Καδαληδάθεο θαη ην ζέαηξν (Αζήλα: Μίιεηνο, 2005), θαη ππνζεκ. 28. Σν 1955 μαλάξρηζαλ νη ζπδεηήζεηο γηα αλέβαζκα ηνπ Παιαηνιόγνπ ζην Δζληθό Θέαηξν. Ζ πξνζπάζεηεο όκσο δελ ηειεζθόξεζαλ ιόγσ αληίδξαζεο ηεο Δθθιεζίαο θαη ησλ Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 102

104 ΝΗΚΟ ΜΑΛΗΑΡΑ ην κεηαηξέςεη ζε όπεξα δελ πήξε ζαθέο ζρήκα ζην κπαιό ηνπ, παξά κόλν ηελ άλνημε ηνπ 1957, ιίγνπο κόιηο κήλεο πξηλ ην ζάλαην ηνπ Καδαληδάθε. 16 Σν έξγν νινθιεξώζεθε ηνλ Φεβξνπάξην ηνπ 1961 (ην ζπαξηίην ηνλ Μάξηην) θαη εθηειέζηεθε γηα πξώηε θνξά από ηελ Δζληθή Λπξηθή θελή ζην Ζξώδεην ηνλ Αύγνπζην ηνπ 1962, 17 πέληε κήλεο κεηά ην ζάλαην ηνπ Καινκνίξε, ζε κνπζηθή δηεύζπλζε Αλδξέα Παξίδε. Σν ιηκπξέην είλαη ηνπ ίδηνπ ηνπ Καινκνίξε κε κηθξέο πξνζζήθεο ηνπ Μαλ. θνπινύδε. Καη ζηηο δύν ηξαγσδίεο ηνπ Καδαληδάθε πνπ επεμεξγάζηεθε κνπζηθά ν Καινκνίξεο εκθαλίδεηαη θαη πξσηαγσληζηεί μεθάζαξα ε κνξθή ηνπ ληηζετθνύ αλζξώπνπ, 18 εθείλνπ πνπ ζέηεη πςεινύο θαη ιακπξνύο ζηόρνπο. Ξέξνληαο όηη γηα λα ηνπο πεηύρεη ζα ρξεηαζηεί λα θάλεη κεγάιεο ζπζίεο, ηόζν γηα ηνλ εαπηό ηνπ όζν θαη γηα ηνπο άιινπο, δελ δεηιηάδεη κπξνζηά ζ απηέο, δελ ππνρσξεί θαη δελ αθίζηαηαη ηνπ πςεινύ ζηόρνπ ηνπ. Μάιηζηα, ζηνλ Πξωηνκάζηνξα, ε ζπκβνιηθή απηή κνξθή εκθαλίδεηαη γηα πξώηε θνξά ηόζν μεθάζαξα αλάκεζα ζηα έξγα ηνπ Καδαληδάθε. Ζ πξνζσπηθόηεηα ηνπ Πξσηνκάζηνξα ζέιεη ηε δπλακηθή απνζηαζηνπνίεζε από ηα πιήζε θαη ηε ζύιιεςε ελόο θόζκνπ αλώηεξνπ, εξήκελ ησλ (αδύλακσλ) καδώλ θαη ηεο θνηλήο γλώκεο. Ζ εζηθή ηνπ βξίζθεηαη πέξαλ ηνπ θαινύ θαη ηνπ θαθνύ, αδηαθνξώληαο γηα ην πεξηνξηζκέλν ηεο αλζξώπηλεο δύλακεο. 19 Γη απηόλ, ε πξάμε δελ αμηνινγείηαη αλάινγα κε ην αγαζό ή ην θαθό πνπ επηθέξεη ζηνλ θόζκν, ηνλ νπνίνλ ν Τπεξάλζξσπνο πεξηθξνλεί, αιιά αλάινγα κε ηε γλεζηόηεηα θαη ην κέγεζόο ηεο. 20 Από ηελ άιιε κεξηά, ν ηξαγηθόο βαζηιηάο, ν Παιαηνιόγνο, εγθαηαιειεηκκέλνο από ηνπο πάληεο, βξίζθεηαη ζηελ εθεκεξίδσλ ηεο Γεμηάο, πνπ ηνλ ζεσξνύζαλ αλζέιιελα θαη θνκκνπληζηή. Βι. ό.π., 44. Τπό ην θσο απηώλ ησλ γεγνλόησλ, ν ππαηληγκόο ηνπ Μάξθνπ Σζέηζνπ [βι. Μ. Σζέηζνο, «Ο Κωλζηαληίλνο Παιαηνιόγνο ηνπ Μαλώιε Καινκνίξε,» ζην «Αληίο γηα όλεηξν». Έξγα Ειιήλωλ ζπλζεηώλ, 19 νο -20 όο αηώλαο (Αζήλα: Πνιηηηζηηθή Οιπκπηάδα / Έλσζε Διιήλσλ Μνπζνπξγώλ, 2004), 145], όηη ζην έξγν απηό ππνθξύπηνληαη αθξαίεο εζληθηζηηθέο ηάζεηο («Ζ δηαθαηλόκελε ζην θείκελν ηνπ Καδαληδάθε ηαύηηζε ησλ αλσηάησλ αμηώλ ηεο ειεπζεξίαο πξνο ηελ ηδέα ηνπ Διιεληθνύ Έζλνπο κπνξεί λα κεηξηάζεη ηελ ηδενινγηθή ηεο αηρκεξόηεηα κόλν κέζα από ηελ επίγλσζε ηνπ αιιεγνξηθνύ ραξαθηήξα ησλ δξώκελσλ, δηαθνξεηηθά παξακέλεη εμαηξεηηθά πξνβιεκαηηθή») δελ κπνξεί λα ζηαζεί. Δίλαη πξνθαλέο όηη εδώ, όπσο θαη παληνύ ζην έξγν ηνπ, ν Καδαληδάθεο είλαη επεξεαζκέλνο από ηε ληηζετθή θηινζνθία θαη ππό ην πξίζκα απηό ζπλζέηεη ηνπο ραξαθηήξεο ησλ θεηκέλσλ ηνπ. 16 Βι. ζην έλζεην πνπ ζπλνδεύεη ηελ έθδνζε ηνπ ζπαξηίηνπ ηνπ Παιαηνιόγνπ από ηελ Δζληθή Λπξηθή θελή, ην 1961, όπνπ ν Καινκνίξεο ζεκεηώλεη: «Έηζη πέξαζαλ ηέζζεξα ζρεδόλ ρξόληα [ζζ. από ηε ζπλάληεζε ηεο Αληίκπ] ώζπνπ θάπνηε ηνλ Απξίιε ηνπ 1957 βξέζεθα θαξθσκέλνο ζ έλα θξεβάηη ηνπ Ννζειεπηηθνύ Ηδξύκαηνο. Μέζα ζην ραξνπάιεκά κνπ ε εηθόλα ηεο εγγνλνύιαο κνπ ηεο Υαξνύιαο θαη ην όξακα ηνπ Κσλζηαληίλνπ ηνπ Παιαηνιόγνπ κνπ δπλακώλαλε ηε ζέιεζε λα παιαίςσ θαη λα δήζσ. Καη έδεζα. Μόιηο ύζηεξα από ηελ αλάξσζή κνπ κπόξεζα λα ζπγθεληξσζώ θαη λα μαλαδνπιέςσ δεκηνπξγηθά, πήξα ηελ νξηζηηθή κνπ απόθαζε. Θα πινπνηνύζα ζε ήρνπο θαη ξπζκνύο ηε ζπγθίλεζε πνπ έλνησζα δηαβάδνληαο ζηνλ Κσλζηαληίλν ηνλ Παιαηνιόγν. Θα αθηέξσλα ηηο ηειεπηαίεο κνπ δπλάκεηο γηα λα Σνλ ηξαγνπδήζσ». Σν θείκελν αλαδεκνζηεύεηαη ζην πξόγξακκα ηεο παξαγσγήο ηνπ Παιαηνιόγνπ από ηε Θεζζαινλίθε-Πνιηηηζηηθή Πξσηεύνπζα θαη ηα Γεκήηξηα, ην Βι. Φ. Αλσγεηαλάθεο, Καηάινγνο έξγωλ Μαλώιε Καινκνίξε (Αζήλα: Ίθαξνο, 1964), Λίλνο Πνιίηεο, Ιζηνξία ηεο Νενειιεληθήο Λνγνηερλίαο (Αζήλα: Μνξθσηηθό Ίδξπκα ηεο Δζληθήο Σξαπέδεο, 1978), 271. Καηά ηηο ζπνπδέο ηνπ ζην Παξίζη ν Καδαληδάθεο εληξύθεζε θαη ζηε θηινζνθία ηνπ Νίηζε. Λίγν αξγόηεξα κάιηζηα, επηζηξέθνληαο ζηελ Αζήλα ην 1909, ζπλέηαμε θαη ηε δηδαθηνξηθή ηνπ δηαηξηβή, πνπ επξόθεηην λα θαηαηεζεί ζηε Ννκηθή ρνιή, κε ηίηιν «Ο Φξεηδεξίθνο Νίηζε ελ ηε θηινζνθία ηνπ δηθαίνπ θαη ηεο πνιηηείαο». Βι. Γεκ. Φίιηαο, «Ο Πξσηνκάζηνξαο,» ζην Γηα ην ζέαηξν ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε. Πξαθηηθά εκεξίδαο γηα ηνλ ενξηαζκό ηωλ δέθα ρξόλωλ από ηελ ίδξπζε ηεο Δηεζλνύο Εηαηξείαο Φίιωλ Νίθνπ Καδαληδάθε, Κξεηηθή Εζηία, Αζήλα 10 Οθηωβξίνπ 1998 (Αζήλα: Γηεζλήο Δηαηξεία Φίισλ Νίθνπ Καδαληδάθε Διιεληθό Σκήκα, 2000), Γεκ. Φίιηαο, «Ο Πξσηνκάζηνξαο,» ζην Γηα ην ζέαηξν ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε. Πξαθηηθά εκεξίδαο γηα ηνλ ενξηαζκό ηωλ δέθα ρξόλωλ από ηελ ίδξπζε ηεο Δηεζλνύο Εηαηξείαο Φίιωλ Νίθνπ Καδαληδάθε, Κξεηηθή Εζηία, Αζήλα 10 Οθηωβξίνπ 1998 (Αζήλα: Γηεζλήο Δηαηξεία Φίισλ Νίθνπ Καδαληδάθε Διιεληθό Σκήκα, 2000), Βι. Υαξά Μπαθνληθόια-Γεσξγνπνύινπ, «Ζ ζεαηξηθή αηζζεηηθή ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε,» ζην Γηα ην ζέαηξν ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε. Πξαθηηθά εκεξίδαο γηα ηνλ ενξηαζκό ηωλ δέθα ρξόλωλ από ηελ ίδξπζε ηεο Δηεζλνύο Εηαηξείαο Φίιωλ Νίθνπ Καδαληδάθε, Κξεηηθή Εζηία, Αζήλα 10 Οθηωβξίνπ 1998 (Αζήλα: Γηεζλήο Δηαηξεία Φίισλ Νίθνπ Καδαληδάθε Διιεληθό Σκήκα, 2000), Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 103

105 Ζ ζρέζε Λόγνπ θαη Μέινπο ζηηο «θαδαληδαθηθέο» όπεξεο ηνπ Μαλώιε Καινκνίξε απειπηζηηθή ζέζε ηεο αλαπόηξεπηεο ήηηαο θαη ηνπ βέβαηνπ ζαλάηνπ. Σόηε θαλεξώλεη ην ήζνο ηνπ. Ζ όξζηα ζηάζε απέλαληη ζην ζάλαην είλαη ε δηθή ηνπ λίθε. 21 Σελ πξνζσπηθόηεηα ηνπ ππεξαλζξώπνπ, πνπ ν Καδαληδάθεο κέζα ηεο βιέπεη λα θαζξεθηίδεηαη ν ίδηνο ηνπ ν εαπηόο, ζα θσηίδεη θαη ζα ζθηαγξαθήζεη ζε όια ηνπ ηα ζεαηξηθά έξγα κε δηαθνξεηηθό θάζε θνξά θαη εληνύηνηο πάληνηε παξόκνην ηξόπν. 22 Σα έξγα ζηελ επνρή ηνπο ήηαλ δύζθνια παξαζηάζηκα, κε ειαηησκαηηθή ζεαηξηθή νηθνλνκία θαη ζθηαγξάθεζε ραξαθηήξσλ, θαλεξά επεξεαζκέλα από ηηο θηινζνθηθέο ηδέεο ηνπ ζπγγξαθέα, 23 πνπ κάιινλ θέξδηζαλ ζε παξαζηαζηκόηεηα από ηηο κεινπνηήζεηο ηνπ Καινκνίξε. Άιισζηε, ν ίδηνο ν Καδαληδάθεο δελ ηα έγξαςε, όπσο ηνπιάρηζηνλ δήισλε, κε ζθνπό λα παξαζηεζνύλ ζε πξαγκαηηθέο ζπλζήθεο. Γελ πξνζέβιεπε ζε άιιεο παξαζηάζεηο παξά ζ απηή πνπ γηλόηαλ ζην κπαιό ηνπ, κε κνλαδηθό ζεαηή ηνλ ίδην. 24 ην κνπζηθό, αλαιπηηθό κέξνο ηεο ζπκβνιήο καο απηήο δελ ζα επηθεληξώζνπκε όκσο ζηε κνπζηθή επεμεξγαζία ηνπ πξσηαγσληζηηθνύ απηνύ ραξαθηήξα πνπ παίξλεη δύν κνξθέο ζηα έξγα ηνπ Καινκνίξε. Θα αζρνιεζνύκε κε έλαλ άιιν ραξαθηήξα, πνπ επίζεο ππάξρεη θαη ζηα δύν έξγα, θαη είλαη εθείλνο πνπ πξναλαγγέιιεη ηελ θαηαζηξνθή πνπ επίθεηηαη θαη ηελ νπνία θαιείηαη, κάηαηα, λα αληηκεησπίζεη ν πξσηαγσληζηήο. Οη ραξαθηήξεο πνπ εθπξνζσπνύλ ηε κνξθή απηή, ρσξίο λα ηαπηίδνληαη απόιπηα κεηαμύ ηνπο, έρνπλ σζηόζν θνηλά ραξαθηεξηζηηθά, θαη είλαη γηα ηνλ Πξωηνκάζηνξα ν Γέξνο θαη γηα ηνλ Παιαηνιόγν ν Ππξνβάηεο. Λόγσ ηεο ζηελόηεηαο ηνπ ρώξνπ θαη ηνπ ρξόλνπ, ζα επηθεληξώζνπκε ζηελ αλάιπζε πνπ αθνινπζεί ζε νξηζκέλα, θαίξηα θαηά ηε γλώκε καο, ζηνηρεία ζηε κνπζηθή δηακόξθσζε ησλ ραξαθηήξσλ απηώλ αιιά θαη ζηε ζρέζε ηνπ θεηκέλνπ κε ηε κνπζηθή, όπσο δηακνξθώλεηαη κέζα ζηε ζύλζεζε ηνπ Καινκνίξε. Πρωτομάστορας Ζ πξώηε εκθάληζε ηνπ Γέξνπ είλαη ζηελ πξώηε ζθελή ηεο όπεξαο. 25 Έρνπλ πξνεγεζεί ε νξρεζηξηθή εηζαγσγή, ην ρνξσδηαθό ηξαγνύδη ηνπ Γεθπξηνύ ηεο Άξηαο θαη ην ακέζσο επόκελν ρνξσδηαθό, «ίδεξν ην γηνθύξη». Με ην ηέινο ηνπ, αθνύκε ηέζζεξηο παιηλδξνκηθέο ρξσκαηηθέο 21 Β. Πνύρλεξ, «θεληθέο αληηιήςεηο ζηα ζεαηξηθά έξγα ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε,» ζην Γηα ην ζέαηξν ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε. Πξαθηηθά εκεξίδαο γηα ηνλ ενξηαζκό ηωλ δέθα ρξόλωλ από ηελ ίδξπζε ηεο Δηεζλνύο Εηαηξείαο Φίιωλ Νίθνπ Καδαληδάθε, Κξεηηθή Εζηία, Αζήλα 10 Οθηωβξίνπ 1998 (Αζήλα: Γηεζλήο Δηαηξεία Φίισλ Νίθνπ Καδαληδάθε Διιεληθό Σκήκα, 2000), Αλαθέξνπκε εδώ ηηο ζεκαληηθόηεξεο από ηηο ινηπέο ηξαγσδίεο ηνπ: Πξνκεζέαο, Καπνδίζηξηαο, Κνύξνο (ή Θεζέαο), Κωλζηαληίλνο Παιαηνιόγνο, Χξηζηόθνξνο Κνιόκβνο. ην θέληξν ηνπο «βξίζθεηαη πάληα ν έλαο, ν κνλαδηθόο άλζξσπνο, πνπ ζα αληηπαξαηεζεί ζηνπο πνιινύο, ν άλζξσπνο πνπ μέξεη π.ρ. πσο ν αγώλαο είλαη κάηαηνο, αιιά πσο πξέπεη λ αγσληζηεί σο ην ηέινο ( )». Βι. Λίλνο Πνιίηεο, Ιζηνξία ηεο Νενειιεληθήο Λνγνηερλίαο (Αζήλα: Μνξθσηηθό Ίδξπκα ηεο Δζληθήο Σξαπέδεο, 1978), Υαξά Μπαθνληθόια-Γεσξγνπνύινπ, «Ζ ζεαηξηθή αηζζεηηθή ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε,» ζην Γηα ην ζέαηξν ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε. Πξαθηηθά εκεξίδαο γηα ηνλ ενξηαζκό ηωλ δέθα ρξόλωλ από ηελ ίδξπζε ηεο Δηεζλνύο Εηαηξείαο Φίιωλ Νίθνπ Καδαληδάθε, Κξεηηθή Εζηία, Αζήλα 10 Οθηωβξίνπ 1998 (Αζήλα: Γηεζλήο Δηαηξεία Φίισλ Νίθνπ Καδαληδάθε Διιεληθό Σκήκα, 2000), Β. Πνύρλεξ, «θεληθέο αληηιήςεηο ζηα ζεαηξηθά έξγα ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε,» ζην Γηα ην ζέαηξν ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε. Πξαθηηθά εκεξίδαο γηα ηνλ ενξηαζκό ηωλ δέθα ρξόλωλ από ηελ ίδξπζε ηεο Δηεζλνύο Εηαηξείαο Φίιωλ Νίθνπ Καδαληδάθε, Κξεηηθή Εζηία, Αζήλα 10 Οθηωβξίνπ 1998 (Αζήλα: Γηεζλήο Δηαηξεία Φίισλ Νίθνπ Καδαληδάθε Διιεληθό Σκήκα, 2000), Πξβι. ό.π., Σν κνπζηθό θείκελν πνπ εμεηάδνπκε βξίζθεηαη ζηελ έθδνζε ηνπ ζπαξηίηνπ ηνπ έξγνπ: Μαλ. Καινκνίξεο, Ο Πξωηνκάζηνξαο (κνπζηθή ηξαγσδία ζε δύν κέξε θη έλα ηληεξκέδην), δηαζθεπή από ηελ νκώλπκε ηξαγσδία ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε (Αζήλα: Γατηάλνο, 1939), Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 104

106 ΝΗΚΟ ΜΑΛΗΑΡΑ θιίκαθεο ζηελ νξρήζηξα (αξ. 30), πνπ ππνδειώλνπλ όηη ν πνηακόο πάιη αλαζηαηώλεηαη θαη εηνηκάδεηαη λα γθξεκίζεη ην γηνθύξη. Σόηε παξεκβαίλεη ν Γέξνο (ζην θείκελν ηνπ Καδαληδάθε δειώλεηαη όηη είλαη έλαο από ηνπο ζεξηζηάδεο) 26 θαη ηξαγνπδά ηε δπζνίσλε πξνθεηεία ηνπ. Ζ κεισδία ηνπ Γέξνπ μεθηλά ζηε ζη ειάζζνλα (ζηνλ αξηζκό 31), από ηελ πέκπηε βαζκίδα, ην θαδίεζε. Καηεβαίλεη δηαηνληθά ζην ζη θαη κεηά, πάιη δηαηνληθά, αλεβαίλεη κηα θαζαξή ηέηαξηε, ζην κη. Μεηά, ζηηο ιέμεηο «θαη λα ηξέκεη» ε αληνύζα θιίκαθα εγθαηαιείπεη ηε δηαηνληθόηεηα, γίλεηαη ρξσκαηηθή θαη ξπζκηθά πην αλήζπρε. ρεκαηίδεη ην δηάζηεκα κη-ια δίεζε, πνπ είλαη ηξίηνλν, ζπλερίδεη λα αλεβαίλεη ρξσκαηηθά κέρξη λην θπζηθό θαη πίζσ κέρξη ια δίεζε. Καηόπηλ, ζηηο ιέμεηο «θαη ηε λύρηα» μεθηλάεη πάιη όπσο ζηελ αξρή, δηαηνληθά, από θα δίεζε κέρξη ζη, αιιά απηή ηε θνξά ην λην είλαη αλαίξεζε (όπσο θαη ην λην ηεο ςειόηεξεο νθηάβαο, ακέζσο πξηλ), δίλνληαο έλα ηόλν ηδηαίηεξεο απαηζηνδνμίαο ζηε θξάζε απηή. Ζ θξάζε «πάιη ζα γθξεκηζηεί» ηξαγνπδηέηαη πάιη ζηελ θαζαξή ηέηαξηε, όπσο θαη ζηελ αξρή ηνπ απνζπάζκαηνο θαη θαηαιήγεη ζην κη. Ζ επόκελε θξάζε, «ζσξόο από πέηξεο θαη μύια θη αζβέζηεο» μεθηλά από θα δίεζε θαη αλεβαίλεη ρξσκαηηθά κέρξη ηελ θνξύθσζε ηνπ απνζπάζκαηνο, ην ςειό λην δίεζε, πνπ θξαηηέηαη ζαλ θξαπγή, γηα λα επηζηξέςεη κε θαηηόλ άικα ζην θα δίεζε πάιη. Μέρξη ην ζεκείν απηό, ην θείκελν ηνπ Καινκνίξε θαη ην πξσηόηππν ηνπ Καδαληδάθε αληηζηνηρνύλ ζρεδόλ απόιπηα. Ακέζσο κεηά, κεζνιαβνύλ ηέζζεξα κέηξα ηεο νξρήζηξαο, πξηλ πεξάζνπκε ζε κηα δεύηεξε ελόηεηα, πνπ μεθηλά ζηνλ αξηζκό 32. Ζ κεισδία ηνπ Γέξνπ αξρίδεη πάιη ζηε ζη ειάζζνλα, όκσο ε θξάζε δελ ζηακαηάεη ζην κη, αιιά πξνρσξάεη ζην θα θπζηθό, ζρεκαηίδνληαο πάιη ηξίηνλν, θαη ζπλερίδεη αλνδηθή πνξεία κε πνιιέο ξπζκηθέο παξεθθιίζεηο ν Γέξνο αληζηνξεί ηηο πξνεγνύκελεο θαηαζηξνθέο. ηε ιέμε «θνπζθώλεη» αθνύκε πάιη από ηελ νξρήζηξα ηνπο θπκαηηζκνύο ηνπ πνηακνύ. Λίγν πξηλ, ζηε θξάζε «ρνξό θαη γιέληηα νη γύθηνη», ε κεισδία μεθηλά από ην ςειό θα θπζηθό, ζρεκαηίδεη ηξίηνλν κέρξη ην ζη θαη κεηά ζπλερίδεη κε ηξηεκηηόλην (ζην ια ύθεζε), ζπλελώλνληαο ηα δύν απηά «ηδηαίηεξα» δηαζηήκαηα. Αλ ζην ζεκείν απηό ζπγθξίλνπκε ην θείκελν ηεο όπεξαο ηνπ Καινκνίξε κε ην πξσηόηππν ηνπ Καδαληδάθε, βιέπνπκε όηη έρεη παξαιεηθζεί έλα απόζπαζκα δηαιόγνπ κεηαμύ ησλ κειώλ ηνπ ρνξνύ ησλ ζεξηζηάδσλ (βι. παξάξηεκα), ελώ έλα άιιν απόζπαζκα έρεη κεηαθηλεζεί παξαθάησ, ηξνπνπνηεκέλν (κε πιάγηα γξάκκαηα). Δπηζεκαίλνπκε επίζεο όηη, ζηελ παξάγξαθν πνπ μεθηλάεη κε ηα ιόγηα «ηξεηο θνξέο σο ηώξα», ν ρξόλνο έρεη κεηαθεξζεί ζηνλ Δλεζηώηα, από ηνλ Αόξηζην πνπ είλαη ζην θείκελν ηνπ Καδαληδάθε. Οπζηαζηηθή θξίλεηαη ε δηαγξαθή ηεο θξάζεο «Πνύ είηαλε ηόηε ε Παξζέλα ζνπ, ε Μεγαινδύλακε, λα καο ζώζεη;», από ηνλ Καινκνίξε (ή ηνπο ιηκπξεηίζηεο ηνπ), θξάζε αξθεηά πξνθιεηηθή ίζσο γηα ηα ζξεζθεπηηθά ήζε ηεο επνρήο, αιιά θαη ε αιιαγή ηεο ιέμεο «αλαζηνξάζαη» (= αλαινγίδεζαη, αθεγείζαη αλακλήζεηο) κε ηε ιέμε «αληζηνξάο» (απιώο αθεγείζαη), πνπ νπσζδήπνηε αιινηώλεη ην λόεκα. ηνλ αξηζκό 33 αθνινπζεί ε ρνξσδία. Οη γπλαίθεο αξρηθά πξνζπαζνύλ λα ζηακαηήζνπλ ηελ 26 ην θείκελν ηνπ Καδαληδάθε, ν Γέξνο δελ είλαη έλα μερσξηζηό πξόζσπν ηνπ έξγνπ, παξά έλα κέινο ηνπ ρνξνύ ησλ Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 105

107 Ζ ζρέζε Λόγνπ θαη Μέινπο ζηηο «θαδαληδαθηθέο» όπεξεο ηνπ Μαλώιε Καινκνίξε δπζνίσλε θαη ραηξέθαθε πξνθεηεία ηνπ Γέξνπ θαη κεηά θάλνπλ επίθιεζε ζηελ Παλαγία λα ηνπο ζώζεη. Οη άληξεο βιέπνπλ ηελ θαηαζηξνθή λα έξρεηαη, ζπκθσλώληαο κε ηελ πξνθεηεία ηνπ Γέξνπ. Σα ιόγηα απηνύ ηνπ απνζπάζκαηνο είλαη αξθεηά ηξνπνπνηεκέλα ζε ζρέζε κε ην θείκελν ηνπ Καδαληδάθε. Με ηελ ηξνπνπνίεζε απηή ν Καινκνίξεο πεηπραίλεη κηα δξακαηηθή ζύγθξνπζε κεηαμύ ησλ γπλαηθώλ θαη ησλ αλδξώλ ηεο ρνξσδίαο, πνπ δελ ππάξρεη ην θείκελν ηεο Καδαληδαθηθήο ηξαγσδίαο, ζην νπνίν ν δηάινγνο γίλεηαη κόλν κεηαμύ Γέξνπ θαη ηξνκαγκέλσλ Γπλαηθώλ, ρσξίο λα εκθαλίδνληαη θαζόινπ νη άλδξεο. Σα πεξί ζπλλέθσλ πνπ έξρνληαη (θαη πνπ ν Καινκνίξεο δίλεη ζην ρνξό ησλ αλδξώλ), ζην θείκελν ηα ιέεη κηα γπλαίθα. Οη άλδξεο ζεξηζηάδεο ζηνλ Καδαληδάθε ππάξρνπλ κόλν ζην «κνρζεξό θη άζρεκν» γέιην, πνπ ν ζπγγξαθέαο ζεκεηώλεη εληόο παξελζέζεσο. Απηό ην κνρζεξό γέιην ν Καινκνίξεο δξακαηνπνηεί θαη κεηαθξάδεη κνπζηθά κε ζπκπόξεπζε ηεο αλδξηθήο ρνξσδίαο κε ηνλ ραηξέθαθν Γέξν, αιιά θαη κε ηελ έλδεημε πνπ ζεκεηώλεη γηα ην Γέξν, όηη πξέπεη λα ηξαγνπδήζεη «κε αζπγθξάηεην κίζνο». Αθνινπζεί ζηνλ αξηζκό 34 κηα ηξίηε ελόηεηα ηνπ ηκήκαηνο απηνύ ηεο όπεξαο, πνπ ραξαθηεξίδεηαη από ηελ επαλάιεςε ηεο κεισδίαο ηεο πξώηεο ελόηεηαο (κε ηα ίδηα ιόγηα) ηνπ Γέξνπ. Ο ξόινο ησλ δύν εκηρνξίσλ δελ αιιάδεη: Οη γπλαίθεο εμαθνινπζνύλ λα επηθαινύληαη ηελ Παλαγία. Δδώ, ην «Μεγαινδύλακε» ηνπ θεηκέλνπ γίλεηαη «Μεγαιόραξε» (θαη δσ κηα δηαηύπσζε πην ηαηξηαζηή κε ηα ζξεζθεπηηθά ήζε ηεο επνρήο). Οη άλδξεο από ηελ άιιε, ζπκπνξεύνληαη κε ην Γέξν, επαλαιακβάλνληαο ηα ιόγηα ηνπ. Ζ κεισδηθή θξάζε ηνπ Γέξνπ είλαη παλνκνηόηππε κε ηελ πξώηε ηνπ είζνδν, εθηόο από ηελ πξώηε λόηα, πνπ είλαη ζνι δίεζε, αληί γηα θα δίεζε, ζρεκαηίδνληαο έηζη κε ην ξε πνπ αθνινπζεί ην δηάζηεκα ηνπ ηξίηνλνπ. Σν ηξίηνλν έπαημε ζεκαληηθό ξόιν θαη ζηελ πξώηε είζνδν ηνπ Γέξνπ, εδώ όκσο νπζηαζηηθά επηθξαηεί, επηηείλνληαο ην δπζνίσλν, ραηξέθαθν θαη θαηαζηξνθηθό ραξαθηήξα ηεο πξνθεηείαο. Παξαηεξνύκε όηη ζηελ ηξίηε απηή ελόηεηα, ζπλππάξρνπλ ζπλδπαζκέλα ηα δύν ζηνηρεία πνπ ππήξραλ ρσξηζκέλα ζηε δεύηεξε ελόηεηα: από ηε κηα ν Γέξνο κε ηελ πξνθεηεία ηνπ θαη από ηελ άιιε ν ρνξόο αλδξώλ θαη γπλαηθώλ ζε δύν επίπεδα. Από ηε ρνξσδία ησλ αλδξώλ, παξαηεξνύκε όηη ε γξακκή ησλ ηελόξσλ κηκείηαη νπζηαζηηθά ηε κεισδία ηνπ Γέξνπ (ζη-λην-ξε-κη). Ζ δνκή ηεο είλαη πην δηαηνληθή θαη πην ήξεκε ξπζκηθά, ελώ ε γξακκή ησλ γπλαηθώλ πνπ απεπζύλνληαη ζηελ Παλαγία μεθηλά πάιη κε ηξίηνλν (ζνι-λην δίεζε). ηελ θνξύθσζε ηεο κεισδίαο ηνπ Γέξνπ («πέηξεο θαη μύια θη αζβέζηεο») ν αλδξηθόο ρνξόο ζπλνδεύεη κε ζπγθνπέο, πνπ ππνδειώλνπλ αγσλία θαη θόβν. Ζ νξρήζηξα αθνύγεηαη κε εληνλόηεξνπο θπκαηηζκνύο θαηαζηξνθήο από ό,ηη ηελ πξώηε θνξά. Ζ δεύηεξε θξάζε ησλ γπλαηθώλ (ζει. 30 δύν κέηξα πξηλ ηνλ αξηζκό 35) επαλαιακβάλεη ηελ επίθιεζε ζηελ Παλαγία θαη κνηάδεη πνιύ κε ηελ πξώηε, αιιά έρεη δηαθνξέο: Δμειίζζεηαη αλεβαζκέλε ζε γεληθέο γξακκέο θαηά έλα εκηηόλην έσο έλα ηόλν, πνπ δείρλεη ηελ αύμεζε ηεο αγσλίαο θαη ηεο έληαζεο ηεο πξνζεπρήο. Σν κέξνο απηό ηεο δπζνίσλεο πξνθεηείαο ηνπ Γέξνπ (πνπ είρε αξρίζεη ζηε ζη ειάζζνλα) ζεξηζηάδσλ. Ο Καινκνίξεο ζηελ όπεξα ηνπ δίλεη, θπζηθά, εηδηθό ζνιηζηηθό ξόιν. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 106

108 ΝΗΚΟ ΜΑΛΗΑΡΑ νινθιεξώλεηαη ζηε ζη κείδνλα (ζει. 30), δείρλνληαο ηελ θαιή ηνληθή νξγάλσζε ηεο ζύλζεζεο. Απηό ην θαηαιεθηηθό ξε δίεζε ησλ γπλαηθώλ πξνθύπηεη κέζα από ην κεηαζρεκαηηζκό ηεο κεισδίαο ηνπο, πνπ ηε δεύηεξε θνξά, όπσο είπακε, αθνύγεηαη ιίγν ςειόηεξα. Άξα ε ηνληθή απηή κεηαηξνπή από ηελ ειάζζνλα ζηε κείδνλα ηνληθόηεηα πξνθύπηεη από ιόγνπο δξακαηηθνύο θαη δελ είλαη ηπραία. πλνςίδνληαο ζα ζέιακε λα ηνλίζνπκε ηελ έληνλε ζεαηξηθόηεηα ηεο κνπζηθήο ηνπ Καινκνίξε ζην απόζπαζκα απηό. Μαο απαζρόιεζε θπξίσο ε κεισδηθή δνκή ηνπ κέξνπο ηνπ Γέξνπ, αιιά θαη ν ξόινο ησλ ρνξώλ αλδξώλ θαη γπλαηθώλ ζηε δξακαηηθή εμέιημε ηεο ππόζεζεο. Πξέπεη όκσο λα ππνγξακκίζνπκε θαη ηε ζπκκεηνρή ηεο νξρήζηξαο πνπ ζρεκαηίδεη ην δηθό ηεο επίπεδν ζηε δνκή ηνπ έξγνπ, θαη πνπ ππνγξακκίδεη εθθξαζηηθά ηελ αηκόζθαηξα θαη ηα ζπλαηζζήκαηα πνπ εθθξάδνληαη κέζα από ην θείκελν ησλ πξνζώπσλ. Πξέπεη επίζεο λα επηζεκάλνπκε όηη, κέζα ζηε ρεηκαξξώδε απηή κνπζηθή, πνπ θαίλεηαη λα θαζνξίδεηαη κόλν από ηε δξακαηηθή δύλακε ηνπ θαδαληδαθηθνύ θεηκέλνπ, ν Καινκνίξεο δελ παξαιείπεη λα δνκήζεη κηα ζπγθεθξηκέλε θαη ζαθή κνξθή, πνπ νξίδεηαη σο κηα ηξηκεξήο Α-Β-Α', κε ηε κεισδία ηνπ γέξνπ λα εθηίζεηαη αξρηθά κόλε ηεο θαη λα επαλέξρεηαη ζην ηέινο ειάρηζηα (θαη γηα εθθξαζηηθνύο ιόγνπο) ηξνπνπνηεκέλε θαη ζπλνδεπόκελε από ηηο παξεκβάζεηο ηεο ρνξσδίαο. Δλ ησ κεηαμύ έρεη κεζνιαβήζεη έλα ελδηάκεζν θνκκάηη, απηό πνπ εμηζηνξεί ηηο πξνεγνύκελεο θαηαζηξνθέο. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Ζ κνξθή ηνπ Ππξνβάηε ζηελ ειιεληθή παξάδνζε έρεη έληνλεο κπζηηθηζηηθέο πξνζιακβάλνπζεο θαη παγαληζηηθέο θαηαβνιέο. Χο γλσζηόλ, έρεη λα θάλεη κε ην βνξεηνειιαδίηηθν έζηκν ησλ αλαζηελάξεδσλ θαη ν Καδαληδάθεο μαλαρξεζηκνπνηεί ηε κνξθή ηνπ ζην κπζηζηόξεκά ηνπ Αδεξθνθάδεο. 27 Με ηελ έλλνηα απηή, θαη παξόιν πνπ πηζηεύνπκε πσο νη δύν κνξθέο θηλνύληαη ζην ίδην ραξαθηεξνινγηθό πιαίζην, ε κνξθή ηνπ Ππξνβάηε ζην έξγν ηνπ Καδαληδάθε είλαη πνιύ πην γσληώδεο, αηρκεξή θαη αθξαία από ηε κνξθή ηνπ Γέξνπ ζηνλ Πξωηνκάζηνξα. ηνλ Κωλζηαληίλν Παιαηνιόγν, ν Ππξνβάηεο εκθαλίδεηαη ζηα κέζα ηεο πξώηεο πξάμεο, κε ηξεηο δπζνίσλεο εμαγγειίεο, πνπ αλαγγέιινπλ ηελ έιεπζε ησλ ηξηώλ αξραγγέισλ ηεο θαηαζηξνθήο ηεο Απνθάιπςεο. Σηο ηξεηο απηέο δηαδνρηθέο εμαγγειίεο ηηο πξαγκαηνπνηεί ν Ππξνβάηεο κόλνο ηνπ, ελ κέζσ αλαηαξαρήο, ζπδεηήζεσλ θαη αληεγθιήζεσλ δηαθόξσλ άιισλ πξνζώπσλ. Όηαλ μεθηλά, όκσο, όιεο νη ζπδεηήζεηο θαη ε αλαηαξαρή ζηακαηνύλ θαη ε θσλή ηνπ αθνύγεηαη δηαπεξαζηηθή ζαλ ζάιπηγγα. Ζ πξώηε εμαγγειία ηνπ είλαη: Έθηαζε, έθηαζε, έθηαζε ν πξώηνο αξράγγεινο ηεο Απνθάιπςεο: ν Πόιεκνο. Ζ δεύηεξε: Έθηαζε, έθηαζε, έθηαζε ν δεύηεξνο αξράγγεινο ηεο Απνθάιπςεο: ν αδεξθνθάο κε ηα κεγάια ζθπιόδνληα (δει. ε δηρόλνηα). Ζ ηξίηε: Έθηαζε, έθηαζε, έθηαζε ν ηξίηνο αξράγγεινο ηεο Απνθάιπςεο. 27 Βι. Β. Πνύρλεξ, «θεληθέο αληηιήςεηο ζηα ζεαηξηθά έξγα ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε,» ζην Γηα ην ζέαηξν ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε. Πξαθηηθά εκεξίδαο γηα ηνλ ενξηαζκό ηωλ δέθα ρξόλωλ από ηελ ίδξπζε ηεο Δηεζλνύο Εηαηξείαο Φίιωλ Νίθνπ Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 107

109 Ζ ζρέζε Λόγνπ θαη Μέινπο ζηηο «θαδαληδαθηθέο» όπεξεο ηνπ Μαλώιε Καινκνίξε Ζ ηξίηε εμαγγειία δηαθόπηεηαη, ν Ππξνβάηεο ζπκκεηέρεη ζε κία νιόθιεξε ζθελή, θαη ε ηξίηε εμαγγειία επαλαιακβάλεηαη θαη νινθιεξώλεηαη κε ηε ιέμε Ο Θάλαηνο (πνπ εμαγγέιιεηαη ρσξίο ηξαγνπδη, parlando, ζην ηέινο ηεο πξώηεο πξάμεο, θαη κε απηή, ηελ πξνθεηεία ηεο έιεπζεο ηνπ ζαλάηνπ, θιείλεη θαη ε πξάμε. Όιεο νη εμαγγειίεο, 28 ζην κνπζηθό ηνπο θείκελν μεθηλνύλ κε έλα δεύγνο 16 νπ -8 νπ παξεζηηγκέλνπ ζηελ πξώηε ζπιιαβή, ην έ-(θηαζε). ηελ πξώηε εμαγγειία, ην δεύγνο είλαη αληόλ ξε-θα δίεζε. Σν δεύηεξν έθηαζε είλαη επίζεο αληόλ, ζη ύθεζε-κη, ην ηξίην θξαηηέηαη ςειά ζην ια ύθεζε ςειά θαη κεηά θαηεβαίλεη ζην λην. ηε δεύηεξε εμαγγειία, ην δεύγνο 16 νπ -8 νπ είλαη επίζεο αληόλ, κη ύθεζε-ζνι, ην δεύηεξν έ- επίζεο, λην ύθεζε-θα, θαη ην ηξίην έ- θξαηηέηαη ιίγν πην ςειά από πξηλ, ζην ια θπζηθό θαη θαηεβαίλεη ζην λην δίεζε. Δπνκέλσο, ε δεύηεξε εμαγγειία είλαη ζε γεληθέο γξακκέο κηζό ηόλν ςειόηεξα από ηελ πξώηε, πξάγκα πνπ δείρλεη όηη απμάλεη ηελ έληαζε θαη ηελ αγσλία. ηελ ηξίηε εμαγγειία, θαη ηα ηξία έ- είλαη ζε θαηηόληα δεύγε λνηώλ, ην πξώην θα-κη, ην δεύηεξν ια ύθεζε-ζνι. Σν ηξίην, πνπ ζηηο πξνεγνύκελεο δύν πεξηπηώζεηο είλαη ε ςειόηεξε λόηα, είλαη αθόκε ρακειόηεξα, ζην κεζαίν ζη. Δπνκέλσο, ε ηξίηε εμαγγειία έρεη θαηηόληα ραξαθηήξα, αληί λα αλεβαίλεη πεγαίλεη πάληα θαηεβαίλνληαο. αλ λα ζέιεη εδώ ν Καινκνίξεο λα καο δείμεη όηη ν Ππξνβάηεο είλαη ιόγν πην δηζηαθηηθόο, κηα θαη πξόθεηηαη λα αλαγγείιεη ηελ έιεπζε ηνπ ζαλάηνπ. Απηή άιισζηε ε δηζηαθηηθόηεηά ηνπ είλαη πνπ επηηξέπεη θαη ζηνπο ππόινηπνπο ραξαθηήξεο λα ηνλ δηαθόςνπλ. ηελ επαλάιεςε θαη νινθιήξσζε ηεο ηξίηεο εμαγγειίαο, όκσο, ζην ηέινο ηεο πξώηεο πξάμεο, ε κνπζηθή θξάζε ηνπ Ππξνβάηε είλαη ζαλ λα ζπλνςίδεη ηηο πξνεγνύκελεο. Σν πξώην έ- είλαη πάιη ζε αληόλ δεύγνο, θαη ηα άιια δύν έ- ζην ια ύθεζε (όπσο ζηελ πξώηε εμαγγειία) θαη κεηά αθόκε ςειόηεξα, ζην ια θπζηθό (όπσο ζηε δεύηεξε). Γειαδή ζπκπεξηιακβάλεη ηηο δύν ςειόηεξεο λόηεο ηεο πξώηεο θαη ηεο δεύηεξεο εηζόδνπ. Άξα κνπζηθά εδώ θηάλνπκε ζηελ θνξύθσζε. Παξαηεξνύκε επίζεο ην εμήο: Οη δύν πξώηεο είζνδνη ηνπ Ππξνβάηε πεξηέρνπλ 11 λόηεο ηνπ δσδεθάθζνγγνπ, ελώ ε ηξίηε θαη ε επαλάιεςή ηεο θαη ηηο δώδεθα. 29 Ο ηξόπνο πνπ νη θζόγγνη δηαδέρνληαη ν έλαο ηνλ άιιν θαη πνπ ζπκπιεξώλεηαη ην δσδεθάθζνγγν, δείρλεη όηη ν Καινκνίξεο ην ρξεζηκνπνηεί ζπλεηδεηά. Θπκίδσ εδώ ην Παξακπζόδξακα ηνπ θαιθώηα, πνπ ρξεζηκνπνηεί γηα ηνλ θόζκν ησλ μσηηθώλ θαη ησλ ζηνηρεηώλ ην δσδεθάθζνγγν θαη γηα ηα εγθόζκηα ην ηνληθό ζύζηεκα. Ζ θηγνύξα ηνπ Ππξνβάηε ζην έξγν ηνπ Καινκνίξε είλαη πξνθαλώο κηα ππεξβαηηθή θύζε. Καη ε ρξήζε ηνπ δσδεθάθζνγγνπ ζέιεη απηό αθξηβώο λα δειώζεη (άιισζηε ην όηη ζην έξγν απηό ζπλνιηθά ν Καινκνίξεο «θιεξηάξεη» κε ην δσδεθάθζνγγν έρεη παξαηεξεζεί θαη ζην παξειζόλ). 30 Κη εδώ Καδαληδάθε, Κξεηηθή Εζηία, Αζήλα 10 Οθηωβξίνπ 1998 (Αζήλα: Γηεζλήο Δηαηξεία Φίισλ Νίθνπ Καδαληδάθε Διιεληθό Σκήκα, 2000), Σηο κεισδίεο ησλ ηεζζάξσλ εμαγγειηώλ έρνπκε απνηππώζεη ζην παξάξηεκα. Ζ έθδνζε ηνπ ζπαξηίηνπ: Μαλ. Καινκνίξεο, Κωλζηαληίλνο ν Παιαηνιόγνο (κνπζηθόο ζξύινο ηξαγσδία ζε ηξία κέξε), από ηελ ηξαγσδία ηνπ Νίθνπ Καδαληδάθε (Αζήλα: Δζληθή Λπξηθή θελή, 1961). Σν απόζπαζκα πνπ εμεηάδνπκε ζηηο ζ Βι. θαη Μ. Σζέηζνο, «Ο Κωλζηαληίλνο Παιαηνιόγνο ηνπ Μαλώιε Καινκνίξε,» ζην «Αληίο γηα όλεηξν». Έξγα Ειιήλωλ ζπλζεηώλ, 19 νο -20 όο αηώλαο (Αζήλα: Πνιηηηζηηθή Οιπκπηάδα / Έλσζε Διιήλσλ Μνπζνπξγώλ, 2004), Δύζηνρα ην παξαηεξεί θαη ν Μάξθνο Σζέηζνο (ό.π., 146). εκεηώλεη επίζεο θαη ηα εμήο (ό.π., ): «ε κηα επνρή, όπνπ, ζε ώξεο έληνλεο πξνπαγάλδαο (όπσο ε νβηεηηθή Έλσζε) [θαη ζε θαηξνύο έμαξζεο ηνπ ςπρξνύ πνιέκνπ θαη Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 108

110 ΝΗΚΟ ΜΑΛΗΑΡΑ πάλησο, παξόιν πνπ αζρνιεζήθακε κόλν κε ηηο εμαγγειηηθέο θξαπγέο ηνπ Ππξνβάηε, παξαηεξνύκε κηα ζθηθηή νξγάλσζε ηεο ζύλζεζεο, αθνύ νη ηξεηο ζπλ κία ηέζζεξηο είζνδνη ζρεηίδνληαη νξγαληθά κεηαμύ ηνπο, παξνπζηάδνπλ κηα εμειηθηηθή πνξεία θαη ζπκβαδίδνπλ κνπζηθά κε ηε δξακαηηθή εμέιημε ηνπ θεηκέλνπ θαη ηεο δξάζεο. Αο ζεκεηώζνπκε, ηέινο όηη, ζε ό,ηη αθνξά ηε ζρέζε ηνπ πξσηόηππνπ θεηκέλνπ ηνπ Καδαληδάθε πξνο απηό πνπ ρξεζηκνπνηεί ν Καινκνίξεο, εδώ δελ παξαηεξνύληαη ζρεδόλ θαζόινπ ηξνπνπνηήζεηο. 31 Γειαδή ζην έξγν απηό, πνπ ν Καινκνίξεο δελ πξνζέθπγε ζηε βνήζεηα ιηκπξεηηζηώλ, αιιά ρεηξίζηεθε κόλνο ηνπ ην Καδαληδαθηθό θείκελν, βιέπνπκε όηη ην αληηκεησπίδεη κε πνιύ κεγαιύηεξν ζεβαζκό, από ό,ηη ζηελ πεξίπησζε ηνπ Πξωηνκάζηνξα. Μεηαμύ ησλ δύν δεκηνπξγεκάησλ πνπ εμεηάζακε κεζνιαβνύλ πεξίπνπ ηέζζεξηο δεθαεηίεο. Με δεδνκέλν ην γεγνλόο όηη ν Καινκνίξεο δελ ρξεζηκνπνίεζε θείκελα ηνπ Καδαληδάθε ζε άιια κηθξόηεξα έξγα ηνπ, αιιά θαη ην γεγνλόο όηη ηα ζεαηξηθά θείκελα ηνπ Καδαληδάθε δελ ηνπνζεηνύληαη πιένλ ζήκεξα ζην επίθεληξν ηνπ έξγνπ ηνπ, ε εηζήγεζή κνπ απηή επηρείξεζε, κέζα από ηε ζθηαγξάθεζε ηεο κνπζηθήο δηακόξθσζεο δύν όρη πξσηαγσληζηηθώλ, αιιά πάλησο θαίξησλ ραξαθηήξσλ ζηα δύν έξγα, λα δηεξεπλήζεη ηε ζρέζε ηεο κνπζηθήο ηνπ Καινκνίξε κε ην Καδαληδαθηθό θείκελν θαη κε ηε δξακαηηθή δύλακε πνπ εθείλν απνπλέεη, λα εμηρληάζεη ηνπο ιόγνπο γηα ηνπο νπνίνπο ν ζπλζέηεο ην επέιεμε, ζε ζρέζε κε ηελ εθάζηνηε ηζηνξηθή πξαγκαηηθόηεηα θαη ηηο ζπγθεθξηκέλεο ζπλζήθεο ηεο θάζε επνρήο. Σέινο, επηρεηξήζεθε λα δηεξεπλεζεί ε πξνζσπηθή ζρέζε ησλ δύν απηώλ κεγάισλ, αιιά θαη δηαθνξεηηθώλ κεηαμύ ηνπο πλεπκαηηθώλ πξνζσπηθνηήησλ, πνπ ν θαζέλαο κε ηνλ ηξόπν ηνπ ζθξάγηζαλ αλεμίηεια ηελ ηέρλε ηελ νπνία ζεξάπεπζε ν θαζέλαο, αιιά θαη ηνλ λενειιεληθό πλεπκαηηθό βίν ηνπ πξώηνπ κηζνύ ηνπ 20 νύ αηώλα. θνξύθσζεο ηνπ Μαθαξζηζκνύ, ζπκπιεξώλνπκε εκείο], ε παξαδνζηαθή ηνληθόηεηα θαη πνιιέο θνξέο ε ίδηα ε κείδσλ ζπγρνξδία, γίλνληαη νη απνηειεζκαηηθνί ππνζηεξηθηέο ηεο επίζεκεο ηδενινγίαο, ν θαηλνκεληθά ζπληεξεηηθόο Καινκνίξεο εκθαλίδεη έλαλ πνιύ δηαθνξνπνηεκέλν ρεηξηζκό ηνπ ηνληθνύ εθείλνπ ηδηώκαηνο πνπ ζπλδέζεθε ηζηνξηθά κε ηηο επξσπατθέο ηδεαιηζηηθέο ηδενινγίεο θαη ζην νπνίν θαηέθεπγε, ζηηο κέξεο ηνπ Καινκνίξε, ε θαιιηηερληθή αληίδξαζε ζηε Γύζε. [...] Ο Καινκνίξεο θξνληίδεη, επίκνλα πνιιέο θνξέο, λα ππνλνκεύεη όπνπ κπνξεί ηελ θαηαθαηηθή ζηαζεξόηεηα ηεο όπνηαο παξαδνζηαθήο ηξίθσλεο ζπγρνξδίαο [...]. Σν θάλεη κε ηελ πξνζζήθε μέλσλ θαη δηάθνξσλ πξνο απηή θζόγγσλ νη νπνίνη, ελίνηε, πξνέξρνληαη κέζα από ηελ ειεύζεξε θίλεζε παξάπιεπξσλ θσλώλ. Έηζη, ε κεηαρείξηζε ηεο ηνληθόηεηαο γίλεηαη αληηπαξαδνζηαθή κέζα ζηελ παξάδνζε, κε άιια ιόγηα θξηηηθή». 31 Σν θείκελν ηνπ Καδαληδάθε κειεηήζακε από ηελ έθδνζε: Νίθνο Καδαληδάθεο, Θέαηξν. Τξαγωδίεο κε βπδαληηλά ζέκαηα (Αζήλα: Γίθξνο, 1956), Σν απόζπαζκα πνπ καο ελδηαθέξεη ζηηο ζ Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 109

111 Ζ ζρέζε Λόγνπ θαη Μέινπο ζηηο «θαδαληδαθηθέο» όπεξεο ηνπ Μαλώιε Καινκνίξε Κείμενο Πρωτομάστορα (Καζαντζάκης) ΔΝΑ ΓΔΡΟ ΘΔΡΗΣΖ Α! ζ αξρίζεη πάιη λ αλαηξηρηάδεη θαη λα ηξέκεη θαη λα ζεηέηαη ζπζέκειν θαη ηε λύρηα ζα γθξεκηζηεί πάιη, ζσξόο από πέηξεο θαη μύια θη αζβέζηεο! - Υαραρα! αλ ηε γξηά ζα ζσξεηαζηεί θαη ζα μεθνθθαιηάζεη (γεινύλε κεξηθνί έλα γέιην κνρζεξό θη άζθεκν) ΜΗΑ ΓΤΝΑΗΚΑ ΥΛΧΜΖ Πώο γειάηε, Θεέ κνπ! Πώο γειάηε θαη δε θνβάζηε εζείο! εγώ θνβνύκαη! ΜΗΑ ΑΛΛΖ Με κειεηάηε ην θαθό, γηαηί ζα καο μαλάξζεη. Να, τα σύννευα πάλι από τις κορυές νξκνύλ ανταρεμένα κι έρτοσνται. (πεξίηξνκεο νη γπλαίθεο θπηάδνπλε ηα ζύλλεθα θη αθνύλε ηε βνή ηνπο). - Έξρνπληαη! - Παξζέλα Μεγαινδύλακε θαη ζώζε καο! Ο ΓΔΡΟ Σξεηο θνξέο σο ηώξα ηε βξαδεηά πνπ ηέιεησλε ην γηνθύξη θαη ζηήλαλ, ζαλ θαη ηώξα, ρνξνύο θαη γιέληηα νη γύθηνη, ν πνηακόο μεκαληαζκέλνο θνύζθσλε θη έπληγε ην ρσξηό καο! Πνύ είηαλε ηόηε ε Παξζέλα ζνπ, ε Μεγαινδύλακε, λα καο ζώζεη; - Χ! ώπα! ζώπα! Μελ αλαζηνξάζαη ηηο θξηρηέο θξηρηέο εθείλεο λύρηεο! Κείμενο Πρωτομάστορα (Καλομοίρης) Α Ο ΓΔΡΟ (κε αζπγθξάηεην κίζνο) Α! ζ αξρίζεη πάιη λ αλαηξηρηάδεη θαη λα ηξέκεη θαη λα ζεηέηαη ζπζέκειν θαη ηε λύρηα πάιη ζα γθξεκηζηεί ζσξόο από πέηξεο θαη μύια θη αζβέζηεο. Β Σξεηο θνξέο σο ηώξα ηε βξαδπά πνπ ηέιεησλε ην γηνθύξη θαη ζηήλνπλε, ζαλ θαη ηώξα, ρνξνύο θαη γιέληηα νη γύθηνη, ν πνηακόο μεκαληαζκέλνο θνπζθώλεη θαη πλίγεη ην ρσξηό καο! ΟΗ ΓΤΝΑΗΚΔ ΣΧΝ ΘΔΡΗΣΑΓΧΝ ώπα, ζώπα, κελ αληζηνξάο ηηο θξηρηέο εθείλεο λύρηεο ΟΗ ΘΔΡΗΣΑΓΔ Νέθε πάιη είδεο απ ηηο θνξθέο κε θαθό θη αληάξα θηάλνπλ. ΟΗ ΓΤΝΑΗΚΔ ΣΧΝ ΘΔΡΗΣΑΓΧΝ ώπα. ζώπα, κε κειέηα πάληα ην θαθό γηαηί ζα καο μαλαξζεί. ΟΗ ΘΔΡΗΣΑΓΔ Σα λέθε θηάλνπλ Α' Ο ΓΔΡΟ Α! ζ αξρίζεη πάιη λ αλαηξηρηάδεη θαη λα ηξέκεη θαη λα ζεηέηαη ζπζέκειν θαη ηε λύρηα πάιη ζα γθξεκηζηεί ζσξόο από πέηξεο θαη μύια θη αζβέζηεο. ΟΗ ΘΔΡΗΣΑΓΔ (ηαπηόρξνλα) Θ αξρίζεη λ αλαηξηρηάδεη θαη λα ηξέκεη ζπζέκειν. Σε λύρηα ζα γθξεκηζηεί πέηξεο θη αζβέζηεο. ΟΗ ΓΤΝΑΗΚΔ ΣΧΝ ΘΔΡΗΣΑΓΧΝ (ηαπηόρξνλα) Παξζέλα κεγαιόραξε θαη ζώζε καο! Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 110

112 ΝΗΚΟ ΜΑΛΗΑΡΑ Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 111

113 ΑΝΑΣΑΙΑ ΙΩΨΗ Πηπρέο ηεο λενειιεληθήο πνιηηηζκηθήο θπζηνγλωκίαο κέζα από ην ξόιν ηεο κνπζηθήο ζε αλαβηώζεηο ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο ηηο πξώηεο δεθαεηίεο ηνπ εηθνζηνύ αηώλα ( ) 1. Εηζαγωγή ην παξφλ θείκελν ζα αλαπηπρζνχλ δεηήκαηα πνπ αθνξνχλ ζηηο αλαβηψζεηο αξραίσλ δξακάησλ θαηά ηηο πξψηεο δεθαεηίεο ζηε λεφηεξε Διιάδα κε επηθέληξσζε ζηελ «απνθσδηθνπνίεζε» ησλ ζρέζεσλ αξραηφηεηαο θαη λεφηεξεο Διιάδαο κέζα απφ ην ξφιν ηεο κνπζηθήο. Ο θεληξηθφο άμνλαο πξνβιεκαηηζκνχ δηεξεπλά ηε ζέζε θαη ηε ζεκαζία ηεο κνπζηθήο ζε ηέηνηεο αλαβηψζεηο ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο, σο νιηθφ έξγν ηέρλεο, ζην νπνίν αληαλαθιάηαη ην παξειζφλ θαη ην παξφλ, κέζα απφ ηδενινγήκαηα πνπ πξνζδηνξίδνπλ ηε λενειιεληθή θπζηνγλσκία, θαη ηα νπνία, άιινηε παξαθνινπζνχλ, θαη άιινηε φρη, ηα αληίζηνηρα ηδενινγηθά θαη αηζζεηηθά ξεχκαηα ηεο Δπξψπεο. Λφγσ ηεο εμαηξεηηθά πεξηνξηζκέλεο απαηηνχκελεο έθηαζεο ηνπ θεηκέλνπ, ζε ζρέζε κε ην ζέκα πνπ δηαπξαγκαηεχνκαη, ζα επηθεληξσζψ ζηα εμήο δεηήκαηα πνπ έρνπλ ηδηαίηεξε ζεκαζία γηα ην εξεπλεηηθφ εξψηεκα ηεο παξνχζαο αλαθνίλσζεο: 1. ηελ αλαβίσζε ηνπ αξραίνπ ειιεληθνχ δξάκαηνο σο κνπζηθφ δξάκα, ε νπνία ζπκπίπηεη κε ηελ ίδξπζε ηεο «Δηαηξείαο ππέξ δηδαζθαιίαο αξραίσλ δξακάησλ», ην 1895, κε πξφεδξν ηεο Δηαηξείαο ηνλ Γεψξγην Μηζηξηψηε, 2. ηηο Γειθηθέο Δνξηέο ηνπ 1927 θαη 1930, θαη 3. ηελ επνρή ηνπ κεζνπνιέκνπ, θαηά ηελ νπνία ε κνπζηθή επέλδπζε γηα αξραία δξάκαηα αξρίδεη λα γξάθεη ηε δηθή ηεο ηζηνξία, σο γιψζζα πνπ απνθηάεη ηδηαίηεξε αηζζεηηθή αμία πέξα απφ ηα ηδενινγήκαηα πεξί «ηζηνξηθήο ζπλέρεηαο» θαη «ειιεληθφηεηαο», σο αλαπφζπαζην θαη κνλαδηθφ κέξνο ηνπ νιηθνχ έξγνπ ηέρλεο ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο.

114 ΑΝΑΣΑΙΑ ΙΧΦΗ 2. Αλαδεηώληαο ηνλ κύζν ηεο «νιόηεηαο»: Ρνκαληηθέο εξκελείεο ηεο Αξραίαο Ειιεληθήο κνπζηθήο ζηελ Ειιάδα (δεθαεηίεο ) 1 Καηά ηα κέζα ηνπ δέθαηνπ έλαηνπ αηψλα, αλαπηχζζεηαη ν ξνκαληηθφο εζληθηζκφο. Σν αίηεκά ηνπ, βαζηζκέλν ζε κειέηεο ηεο θηινζνθίαο ηεο ηζηνξίαο θαηά ηε δεθαεηία ηνπ 1840, ζέηεη ζε δηαθνξεηηθή νπηηθή γσλία ηελ έλλνηα ηεο ζχγρξνλεο ειιεληθήο ηαπηφηεηαο. Η πην ζεκαληηθή ζπκβνιηθή αιιαγή αθνξά ζηε ζηάζε πξνο ην Βπδάληην. χκθσλα κε απηή, ην Βπδάληην θαη ν πνιηηηζκφο ηνπ πξνέθπςε θαη αλαπηχρζεθε απεπζείαο απφ ηνλ αξραίν ειιεληθφ πνιηηηζκφ. Απηή ε αίζζεζε ηζηνξηθήο ζπλέρεηαο, ε νπνία απνδφζεθε ζηνλ ειιεληθφ πνιηηηζκφ, θαίλεηαη λα απνηέιεζε αλαγθαία ρεηξνλνκία γηα ηε δηακφξθσζε ηεο εζληθήο ηαπηφηεηαο. ηε κνπζηθή, δχν είλαη νη ζεκαληηθφηεξνη ζπλζέηεο νη νπνίνη ππνζηεξίδνπλ ελεξγά ηνλ ζηφρν ηεο αλαβίσζεο ηνπ αξραίνπ ειιεληθνχ δξάκαηνο σο κνπζηθφ δξάκα, κε ηε κνπζηθή λα εξκελεχεηαη κέζα ζηελ επξχηεξε ζεψξεζε ηνπ πνιηηηζκνχ καο κε βάζε ηε ζεσξία ηεο ηζηνξηθήο ζπλέρεηαο: ν Ισάλλεο Θ. αθειιαξίδεο ( ) θαη ν Γεψξγηνο Παρηίθνο ( ). Καη νη δχν ζπλέζεζαλ κνπζηθή γηα αξραίεο ηξαγσδίεο θαηά ηελ ηειεπηαία δεθαεηία ηνπ δέθαηνπ έλαηνπ θαη ηηο δχν πξψηεο δεθαεηίεο ηνπ εηθνζηνχ αηψλα. 2 πγρξφλσο, αλέπηπμαλ ηδέεο γηα ηνλ ηξφπν κε ηνλ νπνίν ζα πξέπεη λα γξάθεηαη νη νπνίεο είλαη, ζπλνπηηθά, νη εμήο: (1) Η αξραία ειιεληθή κνπζηθή είλαη θαηαλνεηή σο ην πξψην ζηάδην ηεο κνπζηθήο αλάπηπμεο ζηελ Διιάδα. Οη Βπδαληηλνί χκλνη θαη ηα δεκνηηθά ηξαγνχδηα απνηεινχλ ηελ «θπζηθή» ηεο ζπλέρεηα. (2) Πξέπεη λα δεκηνπξγείηαη νπζηαζηηθή ζρέζε αλάκεζα ζηελ αξραία ειιεληθή πνίεζε θαη ηε κνπζηθή. Αθνχ ε γλψζε ηεο αξραίαο ειιεληθήο κνπζηθήο δελ επαξθεί γηα λα αλαπαξαρζεί απηνχζηα, ε κνπζηθή πξέπεη λα δεκηνπξγεί ηζρπξνχο ζπζρεηηζκνχο κε ηελ πην νηθεία παξάδνζε, δειαδή κε ηελ Βπδαληηλή θαη ηε δεκνηηθή κνπζηθή. (3) Σέινο, ε κνπζηθή πξέπεη λα είλαη «δσληαλή» κε ην λα εθθξάδεη απηφ πνπ είλαη θαηαλνεηφ σο «ειιεληθή ςπρή». Η αλαβίσζε ηνπ αξραίνπ ειιεληθνχ δξάκαηνο σο κνπζηθφ δξάκα ζπκπίπηεη κε ηελ ίδξπζε ηεο «Δηαηξείαο ππέξ δηδαζθαιίαο αξραίσλ δξακάησλ», ην Πξφεδξνο ηεο Δηαηξείαο ήηαλ ν Γεψξγηνο Μηζηξηψηεο ( ), θαζεγεηήο ηεο Φηινζνθηθήο ρνιήο ηνπ Παλεπηζηεκίνπ Αζελψλ θαη αδηάιιαθηνο νπαδφο ηεο αξραίαο γιψζζαο. Οη ζπλζέηεο αθειιαξίδεο θαη Παρηίθνο ζπλέβαιιαλ κε ηε γξαθή κνπζηθήο ζηηο παξαζηάζεηο αξραίνπ δξάκαηνο ηεο εηαηξείαο. 1 Γηα πην ιεπηνκεξή αλάιπζε απηνχ ηνπ δεηήκαηνο βι. Αλαζηαζία ηψςε, «Αλαδεηψληαο ηνλ κχζν ηεο νιφηεηαο : Ρνκαληηθέο εξκελείεο ηεο αξραίαο ειιεληθήο κνπζηθήο ζηελ Διιάδα (δεθαεηίεο ),» Πόπθςπαρ 103 (Απξίιηνο- Ινχληνο 2002): ε πην αλεπηπγκέλε κνξθή, ζηελ αγγιηθή γιψζζα, βι. Anastasia Siopsi, «Dreaming the myth of wholeness : Romantic interpretations of Ancient Greek Music in Greece (c ),» ζην Textual Intersections: Literature and the Arts in Nineteenth Century Europe, Ιnternationale Forschungen zur Allgemeinen und Vergleichenden Literaturwissenschaft Series (Amsterdam: Editions Rodopi, 2009), Βι. πιήξε θαηάινγν ησλ αξραίσλ ειιεληθψλ δξακάησλ, γηα ηα νπνία έγξαςε κνπζηθή ν Παρηίθνο απν ην 1893 έσο ην 1914, ζην Υάξεο Ξαλζνπδάθεο, «Ο Γεψξγηνο Παρηίθνο θαη ε κνπζηθή γηα ην αξραίν ειιεληθφ δξάκα,» ζην Παπαζηάζειρ Απσαίος Δλληνικού Γπάμαηορ ζηην Δςπώπη καηά ηοςρ νεόηεποςρ σπόνοςρ. Γ Δπιζηημονική ςνάνηηζη: Κέπκςπα 4, 5, 6 Αππιλίος 1997, επηκ. Πιάησλ Μαπξνκνχζηαθνο (Αζήλα: Καζηαληψηεο, 1999), 45. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 113

115 Πηπρέο ηεο λενειιεληθήο πνιηηηζκηθήο θπζηνγλσκίαο κέζα απφ ην ξφιν ηεο κνπζηθήο ζε αλαβηψζεηο ηνπ αξραίνπ Ο Γεψξγηνο Μηζηξηψηεο πξνζθέξεη ζεκαληηθφ ξφιν ζηε κνπζηθή ζε αλαβηψζεηο ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο αθνχ ε κνπζηθή, γη απηφλ, είλαη ε θηινζνθία ηεο θαξδηάο ελψ ε θηινζνθία είλαη ε κνπζηθή ηνπ εγθεθάινπ. Απνδίδεη ηελ επγέλεηα ηεο ειιεληθήο θπιήο ζηελ κνπζηθή ηεο θαη ηε θηινζνθία ηεο. Δπίζεο, δειψλεη φηη κε ηελ θαηάξξεπζε ηεο θηινζνθίαο ηνπ σθξάηε, θαηά ηε Βπδαληηλή πεξίνδν, ε κνπζηθή αληηθαηέζηεζε ηνλ ξφιν ηεο κε ζθνπφ λα παίμεη επηκνξθσηηθφ ξφιν ζηελ θπιή καο. Υσξίο ακθηβνιία, ε κνπζηθή γηα ηνλ Μηζηξηψηε δηαζέηεη ηεξάζηηα κνξθσηηθή δχλακε. Δπίζεο, ν γεξκαληθφο κνπζηθφο πνιηηηζκφο είλαη γη απηφλ παξαδεηγκαηηθφο γηαηί, φπσο αλαθέξεη, «ε γεξκαληθή κνπζηθή είλαη θηινζνθηθή ελ αληηζέζεη πξνο ηελ ηηαιηθήλ, ήηηο είλαη δεκψδεο». 3 Σα ραξαθηεξηζηηθά πνπ απνδίδνληαη ζηνλ ξφιν ηεο κνπζηθήο ζε αλαβηψζεηο αξραίνπ δξάκαηνο, εμαηηίαο ηεο ζεσξίαο ηεο ηζηνξηθήο ζπλέρεηαο, έρνπλ δερηεί κεγάιε επηξξνή απφ δπηηθνεπξσπατθέο ηδενινγίεο ηεο επνρήο εθείλεο, θπξίσο απφ γεξκαληθέο, φπσο θαίλεηαη άιισζηε απφ ηηο απφςεηο ηνπ Μηζηξηψηε πνπ πνιχ ζπλνπηηθά επηζήκαλα. Η επξσπατθή επηξξνή είλαη θπξίσο θαλεξή ζηα πιαίζηα ησλ πνιηηηζηηθψλ ζπλεξγαζηψλ αλάκεζα ζηελ Διιάδα θαη ηε Γεξκαλία, νη νπνίεο πξαγκαηνπνηνχληαη ηελ επνρή εθείλε, θαη ζηηο νπνίεο κπνξνχκε λα παξαηεξήζνπκε ηδενινγηθνχο παξαιιειηζκνχο ζην δήηεκα ηεο εξκελείαο ησλ αξραίσλ ειιεληθψλ δξακάησλ θαη αιιεινυπνζηήξημή ηνπο. 4 Οη ηδενινγηθνί παξαιιειηζκνί ειιήλσλ θαη επξσπαίσλ κειεηεηψλ έρνπλ θπξίσο ζρέζε κε ηελ εξκελεία ηεο αξραίαο ειιεληθήο κνπζηθήο σο αθεηεξία ηεο ηζηνξίαο ηεο κνπζηθήο θαη ζηελ Διιάδα θαη ζηελ Δπξψπε. Ο Παρηίθνο αλαθέξεη σο παξαδείγκαηα Δπξσπαίσλ πνπ ζεσξνχλ βάζε ηνπ πνιηηηζκνχ ηελ αξραία Διιάδα, ηνλ Ρίραξλη Βάγθλεξ θαη ηνλ Oskar Paul. 5 Ο ίδηνο ζεσξεί φηη ν επξσπατθφο κνπζηθφο πνιηηηζκφο βαζίδεηαη ζηελ αξραία Διιάδα. 6 Θεσξίεο γηα ηνλ ηξφπν κε ηνλ νπνίν ε αξραία ειιεληθή κνπζηθή επέδεζε δηα κέζνπ ησλ αηψλσλ, απνηεινχλ κέξνο ηεο ξνκαληηθήο επξσπατθήο ζεψξεζεο ηνπ δπηηθνχ ραξαθηήξα ηνπ αξραίνπ ειιεληθνχ πνιηηηζκνχ, ή, ηνπ ειιεληθνχ ραξαθηήξα ηνπ δπηηθνεπξσπατθνχ. Απφ ηελ άιιε κεξηά, εκθαλψο επεξεαζκέλνο απφ απηέο ηηο ζεσξίεο, ν Παρηίθνο ππνζηεξίδεη ηηο πνιπθσληθέο κεηαγξαθέο 3 Γεψξγηνο Μηζηξηψηεο, «Πεξί ηεο δπλάκεσο ηεο κνπζηθήο,» Μοςζική 25 (Ιαλνπάξηνο 1914): 3. Ο Ducoudray έρεη ην ίδην πηζηεχσ γηα ηνλ ραξαθηήξα ηεο ηηαιηθήο κνπζηθήο θαη, επηπιένλ, πηζηεχεη φηη ε ηηαιηθή κνπζηθή θαη ε επηξξνή ηεο ζηελ Διιάδα εκπνδίδεη λα αλαδεηρζεί «ην αξραηνπξεπέο θαη ζπλάκα ην λεαξφλ εθείλν άξσκα ηεο ειιεληθήο ηθκάδνο». [Βι., ην δνθίκηφ ηνπ «Études sur la musique ecclésiastique grecque», Παξίζη, 1887, κεηαθξαζκέλν ζηα ειιεληθά απν ηνλ Γεψξγην Παρηίθν ζην «Πεξί ηεο ελ Αλαηνιή Μνπζηθήο Μεηαξξπζκίζεσο,» Μοςζική 12 (Γεθέκβξηνο, 1912): 355. Οιφθιεξε ε κεηάθξαζε ηνπ πξναλαθεξφκελνπ δνθηκίνπ ηνπ Ducoudray δεκνζηεχηεθε ηκεκαηηθά ζε αξθεηά ηεχρε ηνπ πεξηνδηθνχ Μοςζική ην Η Μοςζική ήηαλ έλα κεληαίν κνπζηθφ πεξηνδηθφ, εθδνκέλν ζηε Κσλζηαληηλνχπνιε, κε εθδφηε ηνλ Γεψξγην Παρηίθν ( ). Η ζεκαηνινγία ηνπ πεξηνδηθνχ απηνχ είρε θπξίσο ζρέζε κε ηελ ειιεληθή κνπζηθή]. Ο Παρηίθνο, βέβαηα, ζπκθσλεί κε ηηο παξαπάλσ απφςεηο γηα ηελ ηηαιηθή κνπζηθή. 4 Ο γεξκαλφο ζεσξεηηθφο Herr Scherder, γηα παξάδεηγκα, ζπκθσλεί κε ηελ ζεσξία ηεο ηζηνξηθήο ζπλέρεηαο ηεο κνπζηθήο ηνπ Παρηίθνπ. (Βι. ηελ θξηηηθή ηνπ Scherder κε ηίηιν «260 Γεκψδε Διιεληθά Άζκαηα,» Μοςζική 18 (Ινχληνο 1913): , φπνπ ν Dr. Scherder, αξρηεθδφηεο ηνπ Osmanischer Lloyd, γξάθεη ζρφιηα γηα ηελ ζπιινγή ηνπ Παρηίθνπ 260 Γημώδη Δλληνικά Άζμαηα. Δπίζεο, άιινη γεξκαλνί κειεηεηέο εθείλεο ηεο επνρήο, φπσο νη Ugo Athanasio Gaisser, Bürchner θ.ά., δέρνληαη ηελ ζεσξία ηεο χπαξμεο ζπλέρεηαο απφ ηνλ αξραίν ειιεληθφ πνιηηηζκφ ζηνλ βπδαληηλφ θαη ζηελ ειιεληθή ιατθή παξάδνζε. O Βηελλέδνο Dr. Paul Sloutter, φπσο αλαθέξεη ν Παρηίθνο, πηζηεχεη ζηελ πλεπκαηηθή αλαγθαηφηεηα ηεο αλαβίσζεο ηνπ αξραίνπ ειιεληθνχ δξάκαηνο ζηελ ζχγρξνλε γεξκαληθή ζθελή, θάηη ην νπνίν ζα πξέπεη λα απνηειεί ηνλ θχξην ζηφρν ηεο γεξκαληθήο ηέρλεο. [Βι. ζρεηηθή αλαθνξά ζηνλ Παρηίθν, «Σα αξραία ειιεληθά δξάκαηα θαη ε κεινπνηΐα ησλ ρνξηθψλ,» Μοςζική 4 (Απξίιηνο 1912): 133]. 5 Βι. Παρηίθνο, «Σα αξραία ειιεληθά δξάκαηα θαη ε κεινπνηΐα ησλ ρνξηθψλ,» Μοςζική 7 (Ινχιηνο 1912): Παρηίθνο, «Η εληαχζηνο ζηαδηνδξνκία ηεο κνπζηθήο,» Μοςζική 12 (Γεθέκβξηνο 1912): 337. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 114

116 ΑΝΑΣΑΙΑ ΙΧΦΗ ησλ βπδαληηλψλ θαη δεκνηηθψλ κεισδηψλ αθνχ, ζχκθσλα κε απηφλ, νη πνιπθσληθέο ζπλζέζεηο θπξηαξρνχλ ζηνπο κνπζηθνχο πνιηηηζκνχο φισλ ησλ «πνιηηηζκέλσλ» εζλψλ ηνπ θφζκνπ. 7 Ο Ι. Θ. αθειιαξίδεο επίζεο ελαξκνλίδεη βπδαληηλή κνπζηθή γηα λα εθηειεζηεί απφ ρνξσδία (απφ ηελ δεθαεηία ηνπ 1880 θαη έπεηηα), θάηη πνπ πξνθαιεί ηζρπξέο αληηδξάζεηο απφ ηελ Οξζφδνμε Δθθιεζία. 8 Σελ επνρή απηή, ε αξραία ειιεληθή γιψζζα βξέζεθε ζην «έιενο» κηαο κεγάιεο δηακάρεο πνπ αθνξνχζε ζην γισζζηθφ δήηεκα. Με ηε ζηαδηαθή επηθξάηεζε ησλ δεκνηηθηζηψλ, απνκαθξχλεηαη απφ ην ζπζρεηηζκφ ηεο κε ηα εζληθά ηδεψδε ελψ, αληίζεηα, ζεσξείηαη εκπφδην ζηελ εζληθή πξφνδν. Αμίδεη λα αλαθέξσ φηη θαη νη νπαδνί ηεο αξραίαο ειιεληθήο θαη ηεο θαζαξεχνπζαο, θαη απηνί ηεο δεκνηηθήο γιψζζαο, έδεημαλ ελδηαθέξνλ ζηελ αλαβίσζε ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο εξεπλψληαο ηξφπνπο γηα λα ζέζνπλ ην αξραίν δξάκα ζε ζρέζε κε ην άκεζν παξειζφλ ζχκθσλα κε ηε ζεσξία ηεο ηζηνξηθήο ζπλέρεηαο. Αιιά, ζηελ αλαδήηεζε ηεο ζρέζεο θαη ζχλδεζεο ηνπ καθξηλνχ παξειζφληνο πνπ αλήθε ην αξραίν δξάκα κε ην παξφλ, ε θάζε πιεπξά αθνινχζεζε δηαθνξεηηθή θαηεχζπλζε: γηα ηελ εηαηξεία ηνπ Μηζηξηψηε ε ηέρλε πνπ έδσζε απηή ηελ αίζζεζε ηεο ζπλέρεηαο ήηαλ ε κνπζηθή ελψ γηα ηνπο δεκνηηθηζηέο ήηαλ ε γιψζζα. 3. Ο ξόινο ηεο κνπζηθήο ζηελ αλαβίωζε ηεο αξραίαο ηξαγωδίαο ηωλ Δειθηθώλ Ενξηώλ (1927 θαη 1930) ωο ζπκβνιή ηεο Εύα Πάικεξ-ηθειηαλνύ ( ): κηα μερωξηζηή πεξίπηωζε 9 Μέρξη ην έηνο 1927, δελ ππήξμαλ νπζηαζηηθέο εμειίμεηο σο πξνο ην κέξνο ηεο κνπζηθήο ζε παξαζηάζεηο αξραίσλ δξακάησλ. Η ρξνληά ηνπ 1927, φκσο, ππήξμε πνιχ ζεκαληηθή θαζψο ηέζεθαλ, γεληθφηεξα, νη παξάκεηξνη πνπ αθνξνχζαλ ζηελ παξάζηαζε ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο σο νιηθφ έξγν ηέρλεο, νη νπνίεο έρνπλ ηζρχ κέρξη ζήκεξα. Ο ξφινο ηεο κνπζηθήο επίζεο δηεξεπλήζεθε κε πην ζπζηεκαηηθφ θαη δηεμνδηθφ ηξφπν. 7 Βι. Παρηίθνο, 260 Γημώδη Δλληνικά Άζμαηα απο ηος ηόμαηορ ηος Δλληνικού Λαού ηηρ Μικπάρ Αζίαρ, Θπάκηρ, Μακεδονίαρ, Ηπείπος και Αλβανίαρ, Δλλάδορ, Κπήηηρ, Νήζων ηος Αιγαίος, Κύππος και ηων παπαλίων ηηρ Πποπονηίδορ, ζςλλεγένηα και παπαζημανθένηα ( ). (Μέξνο απηήο ηεο ζπιινγήο εθδφζεθε ζηελ Αζήλα, ζηε ζεηξά Βηβιηνζήθε Μαξαζιή, ην Αλαηππψζεθε κε ηνλ αξ. 251 ζηε ζεηξά «Βηβιηνζήθε Ιζηνξηθψλ Μειεηψλ», Αζήλα 1992): Ιβ'. [πξβι. Καίηε Ρσκαλνχ, Δθνικήρ Μοςζικήρ Πεπιήγηζιρ, (Αζήλα: Κνπιηνχξα, 1996), 2:182]. 8 Βι., γηα ην ζέκα απηφ, Καίηε Ρσκαλνχ, Δθνικήρ Μοςζικήρ Πεπιήγηζιρ, (Αζήλα: Κνπιηνχξα, 1996), 2: Θα πξέπεη λα αλαθέξσ, βέβαηα, φηη εθείλε ηελ επνρή είρε αλαπηπρζεί έληνλε δηακάρε γηα ην ζέκα ηνπ αλ ε βπδαληηλή θαη δεκνηηθή κνπζηθή ζα έπξεπε λα δηαηεξήζνπλ ηνλ ραξαθηήξα ηνπο ή αλ ζα έπξεπε λα αιιάμνπλ, δειαδή λα πξνζαξκνζηνχλ ζηηο ζχγρξνλεο ζπλζήθεο, πηνζεηψληαο επξσπατθέο κνπζηθέο ηερληθέο. Η θιίζε πξνο ηελ πηζηφηεηα ηεο βπδαληηλήο θαη δεκνηηθήο κνπζηθήο θαίλεηαη φηη ππεξηζρχεη ηνλ δέθαην έλαην αηψλα. Έλαο κειεηεηήο πνπ ππνζηεξίδεη ηελ άπνςε απηή είλαη ν Enigg, (γεξκαλφο κειεηεηήο πνπ αξρηθά ππεξέηεζε ηνλ ειιεληθφ ζηξαηφ ( ) θαη έπεηηα δίδαμε κνπζηθή ζε αζελατθά ζρνιεία) ν νπνίνο πηζηεχεη φηη ε ειιεληθή παξαδνζηαθή, θπξίσο ε βπδαληηλή, κνπζηθή, δελ ζα πξέπεη λα ελαξκνλίδεηαη θαηά ηα επξσπατθά πξφηππα θαζψο ε βπδαληηλή κνπζηθή έρεη νθηψ ηξφπνπο, ηξία γέλε θαη ξπζκηθή ειεπζεξία, ελψ ε επξσπατθή κνπζηθή έρεη δχν ηξφπνπο, έλα γέλνο θαη ηελ δηαθαηέρεη απζηεξή ξπζκηθή ηάμε (1888). (Βι. ζρεηηθή παξαπνκπή ζην φ.π.., ). Δπίζεο, ν Μπνπξγθφ-Νηηθνπληξέ (Louis-Albert Bourgault-Ducoudray) πηζηεχεη φηη νη ειιεληθέο κεισδίεο ζα πξέπεη λα ελαξκνλίδνληαη κε βάζε ηνπο αξραίνπο ειιεληθνχο ηξφπνπο. [Βι. ηηο ζρεηηθέο απφςεηο ηνπ Νηηθνπληξέ ζην «Études sur la musique ecclésiastique grecque», κηθξ. Γεψξγηνο Παρηίθνο, Μοςζική 7 (Ινχιηνο 1912): 194]. Φαίλεηαη φηη ε πξνηίκεζε ησλ επξσπατθψλ πξνηχπσλ έρεη σο αθεηεξία ηελ επνρή ηνπ Ι. Θ. αθειιαξίδε θαη ηνπ Γ. Παρηίθνπ. 9 Βι. αλαιπηηθφηεξα γηα ην ζέκα απηφ Αλαζηαζία ηψςε, «Ο ξφινο ηεο κνπζηθήο ζηελ αλαβίσζε ηεο αξραίαο ηξαγσδίαο ησλ Γειθηθψλ Δνξηψλ (1927 θαη 1930) σο ζπκβνιή ηεο Δχαο Πάικεξ-ηθειηαλνχ ( ),» αλαθνίλσζε ζην Β Γηεζλέο πλέδξην Διιεληθνχ Πνιηηηζκνχ κε ζέκα «Υψξνο θαη Υξφλνο ζην Αξραίν Θέαηξν», Αιεμαλδξνχπνιε Μαΐνπ Σα πξαθηηθά ηνπ ζπλεδξίνπ εθδίδνληαη πξνζερψο. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 115

117 Πηπρέο ηεο λενειιεληθήο πνιηηηζκηθήο θπζηνγλσκίαο κέζα απφ ην ξφιν ηεο κνπζηθήο ζε αλαβηψζεηο ηνπ αξραίνπ Οη πην ζεκαληηθέο παξαζηάζεηο αξραίνπ δξάκαηνο ην 1927 ήηαλ (1) ν Ππομηθέαρ Γεζμώηηρ ηνπ Αηζρχινπ, ζηηο πξψηεο Γειθηθέο Δνξηέο, ζε ζθελνζεζία ηεο Δχαο Πάικεξ-ηθειηαλνχ θαη ηνπ Παλαγηψηε Καινγεξίθνπ θαη κνπζηθή ηνπ Κσλζηαληίλνπ Φάρνπ θαη (2) ε Δκάβη ηνπ Δπξππίδε, κε ην ζίαζν ηεο Μαξίθαο Κνηνπνχιε, ζθελνζέηε ην Φψην Πνιίηε θαη ζπλζέηε ηνλ Αηκίιην Ρηάδε. Οη δχν απηέο ζεκαληηθέο αλαβηψζεηο, αλ θαη πηνζέηεζαλ δηαθνξεηηθέο νπηηθέο γσλίεο, πξνζέθεξαλ λέεο απφςεηο γηα ην πψο ζα έπξεπε λα παίδεηαη ην αξραίν δξάκα ζηε λεφηεξε Διιάδα. Απηφ ην ζέκα ήηαλ θιέγνλ ζε ηδενινγηθέο δηακάρεο εθείλεο ηεο επνρήο, θαηαιήγνληαο ζηε θαζηέξσζε ελφο απηνδχλακνπ ρψξνπ γηα ην αξραίν δξάκα ζηε ζχγρξνλε ειιεληθή ζθελή. ηηο πξψηεο Γειθηθέο ενξηέο ην 1927 αλεβάζηεθε ν Ππομηθέαρ Γεζμώηηρ 10 ηνπ Αηζρχινπ, ελψ ζηηο δεχηεξεο, ην 1930, εθηφο απφ ηνλ Ππομηθέα, αλεβάζηεθαλ θαη νη Ικέηιδερ 11 ηνπ Αηζρχινπ. Σα ρνξηθά ησλ δχν Αηζρχιεησλ δξακάησλ κεινπνίεζε ν Κσλζηαληίλνο Φάρνο ζε θαζαξά βπδαληηλή κνπζηθή, απνβιέπνληαο ζηελ αλάπηπμε ησλ ηφλσλ θαη ηεο έλλνηαο ησλ ιέμεσλ θαη ησλ θξάζεσλ ηνπ θεηκέλνπ. Η ελνξρήζηξσζε ήηαλ ηνπ Γ. Καδάζνγινπ θαη ε δηεχζπλζε νξρήζηξαο ηνπ Φ. Οηθνλνκίδε. Αμίδεη λα αλαθεξζεί φηη ην 1929, ε Δχα ηθειηαλνχ ζε ζπλεξγαζία κε ηελ Μαξία Μαιαλδξίλνπ, αλεβάδνπλ ηηο Χοηθόπερ ηνπ Αηζρχινπ ζην Παξίζη. Η ίδηα ζπλέζεζε ηε κνπζηθή ζε Βπδαληηλά κνηίβα θαη χθαλε ζηνλ αξγαιεηφ φια ηα θνζηνχκηα, ελψ ε Μαιαλδξίλνπ αζρνιήζεθε κε ηε ζθελνζεζία, ηε ζθελνγξαθία θαη ηε ρνξνγξαθία. εκαληηθή ζπκβνιή ηεο Δχαο ηθειηαλνχ ζην αλέβαζκα ησλ αξραίσλ ηξαγσδηψλ ζηηο Γειθηθέο ενξηέο ήηαλ φηη έθαλε ηνλ ρνξφ, φπσο ζηελ αξραηφηεηα, πξσηαγσληζηή. πλέδεζε ηηο θηλήζεηο θαη ηελ φξρεζε κε ην βαζχηεξν λφεκα ηνπ δξάκαηνο θαη πέηπρε ηνλ ζπληνληζκφ ζηε δξάζε ηνπ πνιππξφζσπνπ ρνξνχ. Άιισζηε, ε ζπνπδαηφηεηα ηνπ ρνξνχ ζην Αηζρχιεην δξάκα απνηέιεζε ζεκαληηθφ θξηηήξην γηα ηελ επηινγή ησλ δχν δξακάησλ, άπνςε πνπ βαζίδεηαη επίζεο ζηε ζεσξία ηνπ Νίηζε γηα ηε γέλλεζε ηεο ηξαγσδίαο 12 απφ ηελ νπνία επεξξεάζηεθε ε ηθειηαλνχ Ο Ππομηθέαρ Γεζμώηηρ παίρηεθε γηα πξψηε θνξά ζην λενειιεληθφ ζέαηξν ην 1917 (πηζαλφηαηα ρσξίο κνπζηθή). ηε ζπλέρεηα ην 1927, ζηηο Γειθηθέο Δνξηέο, φπσο θαη ην Σν 1930, επίζεο, δίλεηαη παξάζηαζε απφ ηνλ ζίαζν Οπεξέηαο Μάλνπ Φηιηππίδε (αξραίν ζέαηξν Ηιηνχπνιεο, δελ αλαθέξεηαη κνπζηθή). Σν 1931, απφ ηνλ Οξγαληζκφ «Αξραίνλ Γξάκα» ζε κνπζηθή ηνπ Κ.Φάρνπ. Σν 1949 (θαη ην 1952), ζε κνπζηθή ρνξηθψλ Γ. Κσζηάθε. Σν 1959, ζε κνπζηθή ηνπ Γ. Καδάδνγινπ. Σν 1962 ζε κνπζηθή ηνπ Α. Λάβδα. Σν 1963 ζε κνπζηθή ηνπ Γ. Υξήζηνπ. Σν 1966, ζε κνπζηθή ρνξηθψλ ηνπ Α. Κνθθίλνπ. Σν 1970 ζε κνπζηθή ηνπ Θ. Μηκίθνπ. Σν 1974 ζε κνπζηθή ηνπ Μ. Αδάκε. Σν 1976 ζε κνπζηθή ηνπ η. Βαζηιεηάδε. Άιινη ζπλζέηεο ήηαλ νη Γ. Κνπξνππφο (1979), Α. Βαζηιάθεο (1979), Υξ. Υάιαξεο (1983), Μ. Υξηζηνδνπιίδεο (1983), Θ. Αλησλίνπ (1988). [Βι. D. Page, Αιζσύλορ Ππομηθεύρ Γεζμώηηρ, κηθξ. Κ. Σνπνχδεο (Αζήλα: Δπηθαηξφηεηα, 1991), ]. 11 Οη Ικέηιδερ αλέβεθαλ γηα πξψηε θνξά ζηελ Νενειιεληθή ηζηνξία ζηηο Γειθηθέο ενξηέο. Η επφκελε παξάζηαζε πξαγκαηνπνηείηαη ην 1964, κε κνπζηθή ηνπ Γ. Ξελάθε. ηε ζπλέρεηα, ην 1977 (θαη 1978), ζε κνπζηθή ηνπ Μ. Θενδσξάθε, ην 1978 ζε κνπζηθή ηνπ Θ. Αλησλίνπ, 1983 & 1984, Κ.Θ.Β.Δ. [Βι. D. Page, Αιζσύλορ Ικέηιδερ, κηθξ. Κ. Σνπνχδεο (Αζήλα: Δπηθαηξφηεηα, 1991), ]. Δίλαη ζεκαληηθφ λα αλαθεξζεί φηη γηα πξψηε θνξά ζηελ ηζηνξία ησλ λενειιεληθψλ παξαζηάζεσλ αξραίνπ ζεάηξνπ ρξεζηκνπνηήζεθαλ θαη ζηηο δχν Γειθηθέο ενξηέο πξνζσπεία θαη θφζνξλνη (πέδηια). Σν αηζζεηηθφ ηνπο απνηέιεζκα εληππσζίαζε αθφκα θαη ηνπο πην δχζθνινπο ζεαηέο. Σελ ηειεηνπξγηθή αλάγθε ρξεζηκνπνηήζεσο πξνζσπείσλ θαη ηε ζξεζθεπηηθή ζεκαζία ηεο πξνειεχζεψο ηνπο, εμήγεζε εθηεηακέλα ν ηθειηαλφο ζε άξζξν ηνπ ζηελ εθεκεξίδα Ππωία, ζηηο 25 Γεθεκβξίνπ Βι., π.ρ., ηελ ειιεληθή κεηάθξαζε ηνπ δνθηκίνπ ηνπ Νίηζε απφ ην Νίθν Καδαληδάθε [Fr. Nietzsche, Η Γένεζιρ ηηρ Σπαγωδίαρ, κηθξ. Ν. Καδαληδάθεο (Αζήλα: Νέα Βηβιηνζήθε Φέμε, 1912)]. 13 Η επηξξνή, κάιηζηα, πνπ άζθεζε ζε ζεσξεηηθφ επίπεδν ζηελ Δχα ηθειηαλνχ ε θηινζνθία ηνπ Νίηζε, είλαη ηδηαίηεξα θαλεξή ζην εηδηθφ θεθάιαην πνπ αθηέξσζε ζηε Γέννεζη ηηρ Σπαγωδίαρ ζηελ απηνβηνγξαθία ηεο κε ηίηιν Upward Panic [Ιεπόρ Πανικόρ] (Αζήλα: Δμάληαο, 1992). Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 116

118 ΑΝΑΣΑΙΑ ΙΧΦΗ Η Δχα ηθειηαλνχ αλέπηπμε κηα ζπζηεκαηηθή ζεσξία, βαζηζκέλε ζηηο πνιχρξνλεο θαη ζε βάζνο ζπνπδέο πνπ έθαλε ζηε βπδαληηλή κνπζηθή, ζχκθσλα κε ηελ νπνία είλαη αλαγθαία ε κνλνθσληθή απφδνζε ηεο κνπζηθήο ζηηο αξραίεο ηξαγσδίεο θαη, κάιηζηα, κε ηε βπδαληηλή παξαζεκαληηθή. Απηή ηεο ηελ αληίιεςε είρε μεθάζαξα αηηηνινγήζεη ζηηο Σπείρ Γιαλέξειρ ηεο, ην 1921, φπσο θαη ζηελ απηνβηνγξαθία ηεο κε ηίηιν Upward Panic. 14 χκθσλα κε ηηο απφςεηο ηεο, κφλν ε παξαζεκαληηθή κπνξνχζε λα εθθξάζεη, γηα λα ρξεζηκνπνηήζνπκε ηα ιφγηα ηεο ίδηαο, «κε θαηαπιεθηηθή απιφηεηα νπνηαδήπνηε δηαζηήκαηα θαη νπνηνδήπνηε ξπζκφ κπνξεί λα ηξαγνπδήζεη ε αλζξψπηλε θσλή. Η Δπξσπατθή παξαζεκαληηθή είλαη καθξηά απφ ηέηνηα ηειεηφηεηα». 15 ε απηφ ην ζέκα δηαθέξεη απφ ηνπο ζπλζέηεο Παρηίθν θαη αθειιαξίδε αθνχ απηνί δελ επέιεμαλ ηελ κνλνθσληθή εθδνρή ηεο βπδαληηλήο κνπζηθήο αιιά ππνζηήξημαλ ηελ πνιπθσλία, φπσο εμήγεζα πξνεγνπκέλσο. Η αλάκεημε επξσπατθψλ ζηνηρείσλ κε ειιεληθά ζε κηα αξραία ηξαγσδία, φκσο, δελ ήηαλ πξφζεζε ηεο Δχαο. Η ίδηα είρε δειψζεη ραξαθηεξηζηηθά ζηηο αξρέο ηνπ 1927, κηιψληαο γηα ην αλέβαζκα ηξαγσδηψλ ζηηο Γειθηθέο ενξηέο, ηα εμήο: «Όια ζα παξνπζηαζηνχλ μεθαζαξηζκέλα απφ θάζε μέλν ζηνηρείν. Θα εκθαληζζή κνλάρα φ,ηη είλαη αγλφ ειιεληθφ. Απφ ην έλα κέξνο ε αξραία ηέρλε θαη δσή, απφ ην άιιν ε ιατθή ηέρλε θαη δσή.». 16 Γηα ηε κνπζηθή επέλδπζε ησλ παξαζηάζεσλ ησλ Γειθηθψλ Δνξηψλ ππήξμαλ, ζην ζχλνιν, κεηθηέο αληηδξάζεηο, εμίζνπ «έληνλεο» θαη απφ ηηο δχν πιεπξέο. ηηο πνιχ ζεηηθέο θξηηηθέο ζπκπεξηιακβάλνληαη αληαπνθξίζεηο μέλσλ, αιιά θαη Διιήλσλ αληαπνθξηηψλ, φπσο ησλ κνπζηθνθξηηηθψλ. Πξνθνπίνπ θαη ν Γ. Λακπειέη, νη νπνίνη εθζείαζαλ ηε κνπζηθή ηνπ Φάρνπ ζεσξψληαο φηη πξνζαξκφδεηαη πνιχ ζην πλεχκα ηεο αξραίαο ηξαγσδίαο. Ο Πξνθνπίνπ, κάιηζηα, έθαλε κηα ζχγθξηζε ππέξ ηεο κνπζηθήο ηνπ Φάρνπ κε ηε κνπζηθή ηνπ Μέληειζνλ γηα ηελ Ανηιγόνη θαη ηνπ Γθινπθ. Καηά ηε γλψκε ηνπ, νη ζπλζέηεο απηνί δελ θαηφξζσζαλ λα απνδψζνπλ εληειψο ην πλεχκα ηεο αξραίαο ηξαγσδίαο. 17 ηηο πνιχ αξλεηηθέο θξηηηθέο αλήθεη ε ζθνδξή επίζεζε ζηε κνπζηθή αηζζεηηθή πνπ πξνηείλεη ν Φάρνο απφ ηελ κνπζηθνθξηηηθφ νθία παλνχδε. Η παλνχδε γξάθεη ηα εμήο ζρεηηθά κε ηε κνπζηθή ηνπ Ππομηθέωρ, ζε παξάζηαζε πνπ δφζεθε ζην Παλαζελατθφ ηάδην, ζε ζθελνζεζία Λίλνπ Καξδή, κε ηελ ίδηα κνπζηθή επέλδπζε: Με ην πξνρζεζηλφ αθξφακα ηεο κνπζηθήο ηνπ θ.φάρνπ έλνησζαλ φινη πφζν αιεζηλφ είλαη ην ξεηφ πνπ ηζρπξίδεηαη φηη έλα κφλν βήκα ρσξίδεη ην πςειφλ απφ ην γεινίνλ. Μα δελ πξφθεηηαη εδψ πεξί κνπζηθήο. Πξφθεηηαη πεξί αλνχζηαο θαη αληαξάο παξαηάμεσο ζρνιηθψλ παξαδεηγκάησλ ζνιθέδ ζε κηα πξσηφγνλε θαη θαθφηερλε δηαηχπσζη ελφο εκπεηξηθνχ δεκνδηδαζθάινπ. Οχηε ππνςία κνπζηθήο θφξκαο είηε ξπζκηθνχ αλάγιπθνπ, θαηάιιεινλ γηα πξνζαξκνγή ζηα Αηζρχιεηα ρνξηθά νχηε ππνςία δεκηνπξγίαο ή 14 Αληίγξαθφ ηεο θπιάγεηαη ζηα Αξρεία ηνπ πεξηνδηθνχ Καλειδοζκόπιο. Η ειιεληθή κηθξ. έρεη εθδνζεί (βι. φ.π.). 15 Δχαο ηθειηαλνχ, «Η ειιεληθή κνπζηθή,» ζην Σπειρ διαλέξειρ (Αζήλαη: ρ.ε., 1921). Βι., επίζεο, πην πξφζθαηε έθδνζε: Δχα Palmer-ηθειηαλνχ, Ωπαία μαηαιοπονία. Σπειρ διαλέξειρ (Αζήλα: Διιεληθά Γξάκκαηα, 2005). 16 Καηαγεγξακκέλν ζε άξζξν ηνπ Φψηνπ Γηνθχιιε κε ηίηιν «Σν επίγεηνλ φλεηξνλ ελφο πνηεηνχ,» Κςπιακή ηος Δλεςθέπος Βήμαηορ, 16 Ιαλνπαξίνπ Πξνθνπίνπ, «Γχξσ απφ ηελ παξάζηαζη ηνπ Πξνκεζέσο. Η κνπζηθή ηνπ θ. Φάρνπ,» Μοςζικά Χπονικά (35-36) (Ννεκβ-Γεθ. 1931): Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 117

119 Πηπρέο ηεο λενειιεληθήο πνιηηηζκηθήο θπζηνγλσκίαο κέζα απφ ην ξφιν ηεο κνπζηθήο ζε αλαβηψζεηο ηνπ αξραίνπ αλαπνιήζεσο κνπζηθήο αηκφζθαηξαο. Μηα ζθειεηψδεο παξάηαμηο μεξψλ θξάζεσλ αξρατθήο γξακκαηηθήο θιίκαθαο θαη γέλνπο. 18 Μάιηζηα, αθνινχζεζε δίθε κεηά απφ κήλπζε ηνπ Φάρνπ ελαληίνλ ηεο παλνχδε. Ο Καινκνίξεο θαη ν Μεηξφπνπινο ηάρζεθαλ ζην πιεπξφ ηεο κνπζηθνθξηηηθνχ, ραξαθηεξίδνληαο ηελ θξηηηθή ηεο σο αληηθεηκεληθή θαη πνιχ θαιά δηαηππσκέλε. 19 Η Δχα ηθειηαλνχ, απφ ηειείσο δηθή ηεο ζθνπηά, ζεψξεζε φηη ε θξηηηθή ηεο παλνχδε δελ είλαη εμπβξηζηηθή αιιά ε κνπζηθή ηνπ Φάρνπ γηα ηα ρνξηθά ηνπ Ππομηθέωρ δελ είλαη θαζαξψο ειιεληθή. 20 Σν απνηέιεζκα ηεο δίθεο ήηαλ ε αζψσζε ηεο θαηεγνξνχκελεο. ε κηα πξψηε απφπεηξα αμηνιφγεζεο ηεο πξφηαζεο ηεο ηθειηαλνχ γηα ηε κνπζηθή, παξαηεξψ, κε βάζε ηα πξναλαθεξζέληα, φηη, ζε πξαθηηθφ επίπεδν, ην απνηέιεζκα ήηαλ κάιινλ απνγνεηεπηηθφ ζε ζρέζε κε ηηο πξνζδνθίεο ηεο, φπσο δηαθξηηηθά παξαδέρηεθε θαη ε ίδηα ζηε δίθε Φάρνπ-παλνχδε. ε ζεσξεηηθφ επίπεδν, δελ βξηζθφηαλ ζε απφιπηε ζχκπλνηα κε ηνπο νξακαηηζκνχο ηνπ Άγγεινπ ηθειηαλνχ. Η, απφιπηε θαηά ηα άιια, ηαχηηζε απφςεσλ θαη θνζκνζεσξηψλ ηνπ δεχγνπο ηθειηαλνχ, κεηακνξθψλεηαη ζην ζέκα ηεο κνπζηθήο γηα αξραία δξάκαηα ζε αθξαία δηαθσλία. Ο ηθειηαλφο, εμαξρήο ήζειε ζπλζέηε κε δηαθνξεηηθέο αηζζεηηθέο αλαδεηήζεηο, φπσο ηνλ Καινκνίξε ή ηνλ Μεηξφπνπιν. Δπίζεο, ζε επηζηνιή ηνπ ζην Βήμα γξάθεη φηη φρη κφλν κία αιιά δχν κεγάιεο νξρήζηξεο πξέπεη λα ππάξρνπλ ζηελ εθηέιεζε ειιεληθψλ ηξαγσδηψλ 21 θάηη πνπ έξρεηαη ζε πιήξε αληίζεζε κε ην αίηεκα ηεο Δχαο γηα κνλνθσληθή εθηέιεζε ησλ ρνξηθψλ ρσξίο άιιε κνπζηθή ζπλνδεία πέξα απφ έλαλ ή δχν απινχο. Γεληθφηεξα, αμίεο φπσο ε αλάγλσζε ηεο ηζηνξίαο σο θχθινη πνπ δηαζηαπξψλνληαη γχξσ απφ κεξηθέο αλεμάιεηπηεο θαη αηψληεο αμηεο (ε νινθιεξσηηθή γλψζε, γηα ηε θνζκνζεσξία ηνπ ηθειηαλνχ) θαη ε ππνζηήξημε ηεο παγθνζκηφηεηαο, δελ ζπκπλένπλ άκεζα κε ηελ ηδέα ηνπ θαζαξά ειιεληθνχ ραξαθηήξα πνπ ήζειε λα πξνσζήζεη ε Δχα κε ηε κνπζηθή ζηηο παξαζηάζεηο αξραίνπ δξάκαηνο. 4. Η ζηξνθή ηνπ κεζνπνιέκνπ: Ο ξόινο ηεο κνπζηθήο ζηελ αλαδεκηνπξγία ηνπ αξραίνπ θόζκνπ κε ηελ «ειιεληθόηεηα» ππό άιιε ζεκαζία Οη ηδέεο ηεο Δχαο Πάικεξ-ηθειηαλνχ γηα ηε κνπζηθή ζην αξραίν δξάκα δελ βξίζθνπλ ζεκαληηθνχο ζπλερηζηέο. Θα κπνξνχζακε λα πνχκε, κάιηζηα, φηη ζεκαδεχνπλ ην ηέινο κηαο πεξηφδνπ, πνπ μεθίλεζε κε ηνπο Παρηίθν θαη αθειιαξίδε, ζηελ νπνία ην βαζηθφ εξψηεκα ηεο κνπζηθήο γηα ηελ αλαβίσζε ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο θαηεπζχλεηαη ζε ιχζεηο πνπ ηδενινγηθά ζπλδένληαη κε ηε ζεσξία ηεο ηζηνξηθήο ζπλέρεηαο πνπ «δνκεί» ηελ εζληθή ηαπηφηεηα ηεο επνρήο 18 νθία παλνχδε, «Η κνπζηθή ηνπ Πξνκεζέσο,» Μοςζικά Χπονικά 5-6 (41-42) (Μάηνο-Ινχληνο 1932): Βι. «Η θξηηηθή εηο ην δηθαζηήξηνλ,» Μοςζικά Χπονικά 5-6 (41-42) (Μάηνο-Ινχληνο 1932): χκθσλα κε ηε θαηάζεζε ηεο Δχαο ηθειηαλνχ, «φηαλ αλεηέζε εηο ηνλ θ.φάρνλ ε κνπζηθή ππφθξνπζηο ηνπ Πξνκεζέσο δηα ηαο Γειθηθάο ενξηάο ήιπηδελ φηη ήην ηθαλφο λα γξάςε ειιεληθήλ κνπζηθήλ. Καηφπηλ φκσο, φηαλ ήθνπζε ηελ εθηέιεζηλ ηεο κνπζηθήο ηνπ θ.φάρνπ, ήιιαμε γλψκε». (Ό.π., 156). 21 Βι. θαηαγεγξακκέλε απηή ηε δήισζε ηνπ ηθειηαλνχ ζην Πξνθνπίνπ, «Γχξσ απφ ηελ παξάζηαζη ηνπ Πξνκεζέσο. Η κνπζηθή ηνπ θ. Φάρνπ,» Μοςζικά Χπονικά (35-36) (Ννεκβ-Γεθ. 1931): 268. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 118

120 ΑΝΑΣΑΙΑ ΙΧΦΗ απηήο θαη κνξθνινγηθά πξνηείλνπλ ιχζεηο βαζηζκέλεο ζρεδφλ εμ νινθιήξνπ ζηελ ειιεληθή κνπζηθή παξάδνζε. Οη ηάζεηο γξαθήο κνπζηθήο γηα αξραία δξάκαηα ζην κεζνπφιεκν, κε αθεηεξία ηε κνπζηθή ηεο Δκάβηρ ηνπ 1927 απφ ηνλ Αηκίιην Ρηάδε, αλαπηχζζνληαη ζπζηεκαηηθά θαη πνηθηινηξφπσο απφ αξθεηνχο ζπλζέηεο. Σε δεθαεηία ηνπ 1930, αξθεηνί έιιελεο ζπλζέηεο έγξαςαλ κνπζηθή γηα αξραίν δξάκα, φπσο ν Μάξηνο Βάξβνγιεο, ηηο Όπνιθερ ηνπ Αξηζηνθάλε ην 1929, ηνλ Αγαμέμνονα ην 1932 θαη ηνπο Πέπζερ ηνπ Αηζρχινπ ην 1939, θαη ηε Μήδεια ηνπ Δπξηπίδε ην 1942, ν Αηκίιηνο Ρηάδεο ηελ Δκάβη ηνπ Δπξηπίδε ην 1927, ηελ Ιθιγένεια ηνπ Δπξππίδε ην 1930 θαη ηνπο Πέπζερ ηνπ Αηζρχινπ ην 1939, ν Αληίνρνο Δπαγγειάηνο ηνπο Πέπζερ ηνπ Αηζρχινπ ην 1934 θαη ηελ Ηλέκηπα ηνπ νθνθιή ην 1939, ηελ Δκάβη ηνπ Δπξηπίδε ην 1943, (αξγφηεξα, ην 1969, ηελ Ηλέκηπα ηνπ Δπξηπίδε), ν δηεζλνχο θήκεο καέζηξνο θαη ζπλζέηεο Γεκήηξεο Μεηξφπνπινο ηελ Ηλέκηπα ηνπ νθνθιή ην 1936 θαη ηνλ Ιππόλςηο ηνπ Δπξηπίδε ην 1937, ν Θεφδσξνο Καξπσηάθεο ηνλ Ίων(ηα) ηνπ Δπξηπίδε ην 1937, ν Γεψξγηνο Πνλεξίδεο ηελ Ανηιγόνη ηνπ νθνθιή ην 1940, ν Πέηξνο Πεηξίδεο ηελ Ιθιγένεια εν Σαύποιρ ηνπ Δπξηπίδε ην 1941, θαη νχησ θαζεμήο. Βαζηθά ραξαθηεξηζηηθά είλαη αθελφο ε ρξήζε ζχγρξνλσλ επξσπατθψλ κνπζηθψλ ηδησκάησλ, αθεηέξνπ ε πην ιεηηνπξγηθή ελζσκάησζε ηεο παξάδνζεο ζηε κνπζηθή. Η ζηξνθή απηή ζηα ζχγρξνλα κνπζηθά ηδηψκαηα ζπκπνξεχεηαη κε ηε γεληθφηεξε αιιαγή ηεο ζηάζεο πξνο ηελ αξραηφηεηα απηή ηελ επνρή. Δλψ ην δέθαην έλαην αηψλα έσο ηηο αξρέο ηνπ εηθνζηνχ, ε αληηκεηψπηζε ηεο αξραηφηεηαο απφ ηελ Διιάδα επηρεηξεί λα απαληήζεη ζε επξσπατθέο ζηάζεηο θαη δεηήκαηα γηα λα απνδεηρζεί ε ζπλέρεηα ηεο αξραίαο ζηε ζχγρξνλε Διιάδα, επνκέλσο πηνζεηείηαη κηα παζεηηθή, ή «ακπληηθή», ζηάζε πξνο ηελ αξραηφηεηα κέζσ ηεο ζεσξίαο ηεο «ηζηνξηθήο ζπλέρεηαο», ζηνλ κεζνπφιεκν ε ειιεληθφηεηα «βηψλεηαη» κέζσ ελζηίθηνπ θαη ζηηι. Η αληηκεηψπηζε ηεο αξραηφηεηαο σο αξρέηππν έρεη σο απνηέιεζκα ηε κεηαηφπηζε ηνπ ελδηαθέξνληνο απφ ην παξειζφλ ζην παξφλ. Καηά ηε δεθαεηία ηνπ 1930, επνκέλσο, πξαγκαηνπνηείηαη εθ λένπ επαθή θαη αλαδφκεζε ηεο ηζηνξίαο. 22 θελνζέηεο, ζπλζέηεο θαη κνπζηθή Λφγσ ηεο πεξηνξηζκέλεο έθηαζεο ηνπ θεηκέλνπ, ζα αλαθεξζψ κφλν ζηε κνπζηθή δχν ζεκαληηθψλ παξαγσγψλ, απηή ηεο Δκάβηρ, ηελ νπνία έρσ ήδε αλαθέξεη, θαη απηή ηνπ Ιππόλςηος (1937), κε ζθελνζέηε ην Γεκήηξε Ρνληήξε θαη ζπλζέηε ην Γεκήηξε Μεηξφπνπιν. Φψηνο Πνιίηεο θαη Αηκίιηνο Ρηάδεο Ο ζθελνζέηεο Φψηνο Πνιίηεο δέρηεθε επεξξνέο απφ ην γεξκαληθφ εμπξεζζηνληζκφ, ελψ ζπγρξφλσο αλαδήηεζε ειιεληθά ζηνηρεία έηζη ψζηε λα δεκηνπξγήζεη αληηζηνηρίεο κε ην παξειζφλ ζηηο ζθελνζεζίεο ηνπ. Δπεξξεάζηεθε ζηελ αξρηθή ηνπ πξνζέγγηζε απφ ηνλ Μαμ Ράηλραξλη, 22 Δμαηξεηηθά ελδηαθέξνπζα γηα ην ζέκα ηεο ζρέζεο αξραηφηεηαο θαη ειιεληθφηεηαο είλαη ε κειέηε ηνπ Dimitris Tziovas, «Reconfiguring the past: Antiquity and Greekness,» ζην A Singular Antiquity. Archeology and Hellenic identity in twentieth-century Greece (Athens: Mouseio Benaki, 2008), Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 119

121 Πηπρέο ηεο λενειιεληθήο πνιηηηζκηθήο θπζηνγλσκίαο κέζα απφ ην ξφιν ηεο κνπζηθήο ζε αλαβηψζεηο ηνπ αξραίνπ αλαδεκηνπξγψληαο ην ζεκαληηθφ πξφηππν πνπ απηφο δεκηνχξγεζε, εκπινπηηζκέλν φκσο κε ηέηνην ηξφπν, φπσο επηζεκαίλεη ν Μαπξνκνχζηαθνο, «πνπ επηηξέπεη λα ζεσξήζνπκε φηη ην έξγν ηνπ απνηέιεζε ηε δεκηνπξγηθή αληαπφθξηζε ηνπ ειιεληθνχ ζεάηξνπ ζε πξνβιήκαηα θαη αηηήκαηα πνπ πξψηνο δηαηχπσζε κε ηηο παξαζηάζεηο ηνπ ν Απζηξηαθφο ζθελνζέηεο». 23 Ο «ηδεαιηζηήο» απηφο ζθελνζέηεο, αληηξεαιηζηήο, ππέξκαρνο ηεο πξνβνιήο ηεο «αιήζεηαο» ησλ ζπλαηζζεκάησλ, βξήθε ζην πξφζσπν ηνπ Ρηάδε έλαλ ηθαλφηαην ζπλζέηε κε ζρεηηθά θνηλέο αηζζεηηθέο αλαδεηήζεηο. Ο Αηκίιηνο Ρηάδεο ππήξμε ζπλζέηεο κε επξεία παηδεία, ηδηαίηεξε θαιιηέξγεηα, θαη βαζηά γλψζε ησλ αξραίσλ κνπζηθψλ πνιηηηζκψλ, ηδηφηεηεο πνπ ηνλ θαζηζηνχλ απφ ηνπο θαηαιιειφηεξνπο ζπλζέηεο ηεο επνρήο ηνπ γηα κνπζηθή επέλδπζε αξραίνπ δξάκαηνο. 24 Μάιηζηα, σο ηθαλφο ρεηξηζηήο ηνπ ιφγνπ, ν Ρηάδεο άθεζε πιήζνο θεηκέλσλ έκκεηξσλ θαη πεδψλ, δεκνζηεπκέλσλ ζε πεξηνδηθέο εθδφζεηο ή εθεκεξίδεο. Αλάκεζα ζηα ζεσξεηηθά ηνπ έξγα, μερσξίδσ ζρεηηθά κε ην ζέκα πνπ δηαπξαγκαηεχνκαη, ηελ αλέθδνηε ρεηξφγξαθε Ιζηνξία ηεο Μνπζηθήο, 200 πεξίπνπ ζειίδσλ, ε νπνία θαλεξψλεη κεηαμχ άιισλ ηε βαζηά γλψζε πνπ είρε γηα ηε κνπζηθή ηεο Αξραίαο Διιάδαο Σν απνηέιεζκα ηεο πξψηεο ζπλεξγαζίαο ηνπο ήηαλ ην αλέβαζκα ηεο Δκάβηρ ηνπ Δπξηπίδε, ην Ο Ρηάδεο αλαθέξεη ηα εμήο γηα ηε κνπζηθή ηνπ ζε ζπλέληεπμε ζηε Καθημεπινή, ιίγεο κέξεο πξηλ ηελ παξάζηαζε: Θέιεζα λα είλε ε κνπζηθή κνπ αξραηνπξεπήο. Θέιεζα λα ππνγξακκίζσ δη απηήο θπξηψηεξνλ ηελ έλλνηαλ θαη ηελ ζείαλ πνίεζηλ ησλ ρνξηθψλ. Γελ ζέιεζα λα επηκείλσ εηο ην κνπζηθφλ κέξνο, δηφηη ηφηε ζα ήην σζάλ λα εδεηνχζα λα εμεγήζσ, εγψ, ηελ ζθέςηλ ηνπ ζπγγξαθέσο, νπφηε ζα επεξίηηεπε πιένλ ε εξκελεία πνπ ζα έδηδαλ εηο απηήλ νη εζνπνηνί. Δπεηδή ε κνπζηθή ζα ήην θάηη ηη απηνηειέο. 25 Παξαδέρεηαη φηη ηε κνπζηθή ηνπ έρεη εκπλεπζηεί απφ ηνλ ίδην ηνλ Δπξηπίδε, θαη θπξίσο απφ ην ρνξηθφ ηνπ ηεο Μήδειαρ «Καηνινθχξνκαη». Όπσο ραξαθηεξηζηηθά γξάθεη ν ζπλζέηεο, ε κνπζηθή ηνπ Δπξηπίδνπ, φπνπ ν ήρνο ζπκβαδίδεη ζηελά κε ηελ έλλνηαλ ηνπ ζηίρνπ, άλνημε ηα κάηηα ησλ κνπζηθψλ ηεο Δπξψπεο εηο ηελ αιήζεηαλ. Απφ ηφηε ρξνλνινγείηαη ε λέα κνπζηθή, ησλ Καξίζηκη, ηνπ Μνληεβέξληη. Μεηά ηφζνπο αηψλαο, ε κνπζηθή ηεο ζεκεξηλήο φπεξαο επαλέξρεηαη εηο ην νξζφλ απηφ ηδαληθφλ: θαη ε ζεκεξηλή φπεξα ππνγξακκίδεη απιψο ηελ έλλνηαλ ηνπ θεηκέλνπ, αλαδεηθλχνπζα ηνλ ιφγνλ ή ηνλ ζηίρνλ θαη ζβχλνπζα, ρακειψλνπζα ηελ κνπζηθήλ. Απηφ ην ηδαληθφλ πξνζπάζεζα θαη εγψ λα πξαγκαηνπνηήζσ εηο ηελ κνπζηθήλ κνπ ηεο «Δθάβεο» Πιάησλ Μαπξνκνχζηαθνο, «Ο ηφπνο θαη ν ηξφπνο. Απφ ηελ Ιηαιηθή ζθελή ζηελ Δπίδαπξν,» ζην Αιζσύλος Ικέηιδερ (ρ.η.: Τπνπξγείν Πνιηηηζκνχ / Φεζηηβάι Δπηδαχξνπ, 1994), Βι., γηα ηηο ηδέεο θαη ζεσξίεο ηνπ Ρηάδε, Γεψξγηνο Λεσηζάθνο, «Γηα λα απνθηήζεη ε Δζληθή καο ρνιή έλαλ αθφκε κεγάιν ζπλζέηε,» ζην Ο άγνωζηορ Ριάδηρ (Αζήλα: Ο.Μ.Μ.Α., 1992), 3. Γξάθεη, κεηαμχ άιισλ ν Λεσηζάθνο γηα ην Ρηάδε: «Με ζπγθηλνχλ νη επψδπλνη κηζνηειεησκέλνη εθείλνη νξακαηηζκνί [ηνπ Ρηάδε] πνπ είλαη ηαπηφρξνλα άπνςε ηξαγηθή ηνπ θφζκνπ θαη ζηάζε δσήο απέλαληί ηνπ» (φ.π.). 25 «Η παξάζηαζηο ηεο Δθάβεο εηο ην ηάδηνλ,» Καθημεπινή, 16 επηεκβξίνπ Ό.π. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 120

122 ΑΝΑΣΑΙΑ ΙΧΦΗ Η πξφζιεςε ηεο κνπζηθήο ηνπ Ρηάδε ήηαλ, σο επί ην πιείζηνλ, ζεηηθφηαηε. Η κνπζηθή ηνπ εθζεηάδεηαη απφ θξηηηθνχο φπσο ηνλ Κψζηα Οηθνλνκίδε, [Ππωΐα (19/9/1927)], ηνλ Λένληα Κνπθνχια [Νίκη (19/9/1927)], θαη απφ πνιινχο άιινπο. Σε κνπζηθή ηεο Δκάβηρ εθζεηάδεη θαη ε νθία παλνχδε, ζην ίδην κάιηζηα άξζξν πνπ «θαηαδηθάδεη» ηε κνπζηθή ηνπ Φάρνπ γηα ηνλ Ππομηθέα. Καη ζε κεηαγελέζηεξν άξζξν ηεο ηνπ 1949, ε παλνχδε, αλαθεξφκελε γεληθφηεξα ζηνπο Έιιελεο ζπλζέηεο ζηελ αξραία ηξαγσδία, ζεσξεί απηή ηε κνπζηθή ηνπ Ρηάδε σο ηελ πξψηε αμηφινγε απφπεηξα κνπζηθήο επέλδπζεο αξραίαο ηξαγσδίαο ζηελ Διιάδα. 27 Γεκήηξεο Ρνληήξεο θαη Γεκήηξεο Μεηξφπνπινο Ο Γεκήηξεο Ρνληήξεο, αθνινπζψληαο ηελ πνξεία πνπ ράξαμε ν Φψηνο Πνιίηεο ζην Δζληθφ Θέαηξν (ηδξχζεθε ην 1932) θαη γλσξίδνληαο ηηο ζθελνζεηηθέο πξνζεγγίζεηο ηνπ απζηξηαθνχ Μαμ Ράηλραξη ηνπ νπνίνπ ππήξμε καζεηήο, αλέπηπμε έλα εθιεθηηζηηθφ ζηηι κε πνηθίια ξεχκαηα θαη ηάζεηο έηζη ψζηε θάζε πξφβιεκα θαη θάζε χθνο ήηαλ εμαηνκηθεπκέλα ζηηο εθάζηνηε παξαζηάζεηο. 28 Η έκθαζε, βέβαηα, ζπκκεηέρνληαο ζηε θπξίαξρε εξκελεπηηθή ηεο αξραηφηεηαο ηεο επνρήο ηνπ, δίλεηαη ζην παξφλ. «εκαληηθφ γηα κέλα ήηαλ λα μαλαδσληαλέςσ ηελ ηξαγσδία ηνπ νθνθιή ζην πλεχκα ησλ θαηξψλ καο, λα ηελ πξνζαξκφζσ ζηηο ζπλζήθεο θαη ζηηο θαηαζηάζεηο ηεο ζεκεξηλήο επνρήο», ηνλίδεη ν Ράηλραξη ζηελ παξνπζίαζε ηνπ Οιδίποδα Σςπάννος ηνπ νθνθιή ην Καη ν Ρνληήξεο εθθξάδεη αθξηβψο ηελ ίδηα ηδέα: «αλαδεκηνπξγία ηνπ πλεχκαηνο ηνπ κεγάινπ ειιεληθνχ δξάκαηνο κε φξνπο ζεκεξηλνχο». 30 Η άπνςε ηνπ Ρνληήξε γηα ηε ζξεζθεπηηθή θαη ηειεηνπξγηθή θχζε ηνπ ηξαγηθνχ χθνπο, φπσο θαη ηνλ θπξίαξρν ξφιν ηνπ ρνξνχ, θέξλεη ζην πξνζθήλην ην ξφιν ηεο κνπζηθήο. Γηα ηηο «πεξηπαζείο θαη νγθψδεηο θηλήζεηο ηνπ ρνξνχ» (έκθαζε ζην ξπζκφ), γηα ην ζξεζθεπηηθφ θαη βαζηά αλζξψπηλν πλεχκα ηεο ηξαγσδίαο (θπθιηθή αίζζεζε ηνπ ρξφλνπ), φπσο θαη ηελ ππνγξάκκηζε θαη αλάδεημε ησλ ζπλαηζζεκάησλ, αλαπφθεπθηα ε κνπζηθή ζα πξέπεη λα παίμεη ζεκαληηθφ αηζζεηηθφ ξφιν κέζα ζην νιηθφ έξγν ηέρλεο ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο. 31 Σελ αλάδεημή ηνπ ξφινπ απηνχ ηεο κνπζηθήο, πνπ ήηαλ βαζηθή επηδίσμε ηνπ Ρνληήξε, επηρείξεζε ν Γεκήηξεο Μεηξφπνπινο ζηηο κεινπνηήζεηο ηεο Ηλέκηπαρ ηνπ νθνθιή (1935) θαη ηνπ Ιππόλςηος ηνπ Δπξηπίδε (1937). Δηδηθφηεξα ζηνλ Ιππόλςηο, ην κνπζηθφ χθνο ηνπ Μεηξφπνπινπ ελαξκνλίδεηαη κε ηηο απφςεηο ηνπ Ρνληήξε κέζα απφ ηα εμήο ραξαθηεξηζηηθά: αλάδεημε ηνπ ηειεηνπξγηθνχ χθνπο κε έκθαζε ζην 27 νθία παλνχδε, «Οη έιιελεο ζπλζέηεο ζηελ αξραία ηξαγσδία,» Νέα Δζηία 534 (1949): Βι. Πιάησλ Μαπξνκνχζηαθνο, «Ο ηφπνο θαη ν ηξφπνο. Απφ ηελ Ιηαιηθή ζθελή ζηελ Δπίδαπξν,» ζην Αιζσύλος Ικέηιδερ (Υ.η.: Τπνπξγείν Πνιηηηζκνχ / Φεζηηβάι Δπηδαχξνπ, 1994), Βι. φ.π. 30 Αλαθέξεηαη ε δήισζε απηή ηνπ Ρνληήξε ζην Walter Terry, Herald Tribune, 19 Μαξηίνπ 1961 παξαθνινπζψληαο ηηο πξφβεο ηεο Ηλέκηπαρ ζην I.A.S.T.A. ζην Η ζκηνοθεηική πποζέγγιζη ηος απσαίος ελληνικού δπάμαηορ από ηον Γημήηπη Ρονηήπη, ςμπόζιο Δπγαζίαρ, Έκθεζη, Αππιλίος 1999 (Αζήλα: Κέληξν Έξεπλαο θαη Πξαθηηθψλ Δθαξκνγψλ ηνπ Αξραίνπ Διιεληθνχ Γξάκαηνο «Γεζκνί», 1999), Γηα ηηο απφςεηο ηνπ Ρνληήξε, βι. Γεσξγνπζφπνπινο, «Η κέζνδνο Ρνληήξε,» Σο Βήμα, 1 Ινπλίνπ 1986, παξαηίζεηαη ζην Πιάησλ Μαπξνκνχζηαθνο, «Ο ηφπνο θαη ν ηξφπνο. Απφ ηελ Ιηαιηθή ζθελή ζηελ Δπίδαπξν,» ζην Αιζσύλος Ικέηιδερ (Υ.η.: Τπνπξγείν Πνιηηηζκνχ / Φεζηηβάι Δπηδαχξνπ, 1994), 47. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 121

123 Πηπρέο ηεο λενειιεληθήο πνιηηηζκηθήο θπζηνγλσκίαο κέζα απφ ην ξφιν ηεο κνπζηθήο ζε αλαβηψζεηο ηνπ αξραίνπ ξπζκηθφ ζηνηρείν, ηνληζκφο ηεο αλζξψπηλεο ζπγθίλεζεο ζε ζηηγκέο θνξχθσζεο κέζα απφ ηελ θπξηαξρία ησλ πλεπζηψλ, αιιά θαη αλάδεημε ηεο παξάδνζεο, κε ηελ ελζσκάησζε αξρατθψλ θαη βπδαληηλψλ ζηνηρείσλ, κε ηξφπν πνπ λα ζπλδέεη ηελ αξραία κε ηε ζχγρξνλε επνρή γηα ηελ έθθξαζε ηνπ αλζξψπηλνπ θαη ηνπ ζξεζθεπηηθνχ ζηνηρείνπ, θαζψο θαη ηνπ ηεξαηηθνχ θαη ηνπ ηεξνπξγηθνχ. 32 Η ππνδνρή ηεο κνπζηθήο ηνπ Ιππόλςηος ήηαλ κηθηή αιιά, θαηά ηε γλψκε κνπ, ππεξίζρπζε ε ζπλνιηθά ζεηηθή εθηίκεζή ηεο ηνπιάρηζηνλ αλάκεζα ζε θξηηηθνχο κε κνπζηθή θαιιηέξγεηα. Ο κνπζηθνθξηηηθφο Υακνπδφπνπινο, παξαδείγκαηνο ράξε, κπνξεί λα ππνγξακκίδεη φηη ν Μεηξφπνπινο θάλεη θαηάρξεζε ησλ θξνπζηψλ, εθζεηάδεη φκσο άιιεο αξεηέο πνπ θαηά ηε γλψκε ηνπ είρε ε κνπζηθή φπσο, παξαδείγκαηνο ράξε, «ηα σξαία, απιά κέξε ηνπ ρνξνχ ζηελ αξρή θαη πξνο ην ηέινο ηνπ δξάκαηνο, πνπ ζπλδπάδνπλ», φπσο ηνλίδεη, «θαη ελψλνπλ κε πξαγκαηηθή δχλακη εκπλεχζεσο, ηελ αξραία κεισδία, ηε Βπδαληηλή κνπζηθή θαη ην δεκνηηθφ καο ηξαγνχδη». 33 Η κνπζηθνθξηηηθφο νθία παλνχδε, κπνξεί λα έγξαςε κηα «ηαιαληεπφκελε» θξηηηθή ζηα Αθηναϊκά Νέα, αιιά αξγφηεξα, ζε άξζξν ηεο ζηε Νέα Δζηία ηνπ 1949 γηα ηνπο έιιελεο ζπλζέηεο ζηελ αξραία ηξαγσδία, φρη κφλν αλαγλσξίδεη φηη ν Μεηξφπνπινο είρε θάζε δηθαίσκα σο κεγάινο δεκηνπξγφο λα αθνινπζήζεη έλα δηθφ ηνπ «παξαθηλδπλεπκέλν» δξφκν, φπσο ραξαθηεξηζηηθά γξάθεη ε ίδηα, αιιά επίζεο «δεκηνχξγεζε έλα λέν κνπζηθφ πιαλεηηθφ ζχζηεκα, κε θέληξνλ ηνλ απνιπηηζκφ ηεο ξπζκηθήο θπξηαξρίαο». 34 Η ζηάζε ηωλ κνπζηθνθξηηηθώλ πξνο ηε κνπζηθή γηα αξραία δξάκαηα ην ρψξν ηεο κνπζηθνθξηηηθήο ηελ επνρή ηνπ κεζνπνιέκνπ βιέπνπκε λα ζπλππάξρνπλ, αθξηβψο φπσο ζε απηφ ηεο κνπζηθήο δεκηνπξγίαο, δχν ηάζεηο: ε κία, κε εθπξφζσπν ηνλ Γεψξγην Λακπειέη, επηθαινχκελε ηελ φζν πην αληηθεηκεληθή αλαβίσζε ηεο αξραίαο ηξαγσδίαο, ππεξαζπίδεηαη ζζελαξά ηελ θαηαιιειφηεηα ηεο πξνζαξκνγήο ηεο ειιεληθήο παξάδνζεο ζηε κνπζηθή επέλδπζε ησλ αξραίσλ δξακάησλ θαη αληηδξάεη ζηε ρξήζε κνληέξλσλ κνπζηθψλ ηδησκάησλ, ε άιιε, κε εθπξνζψπνπο κνπζηθνθξηηηθνχο φπσο ε νθία παλνχδε θαη ε Αχξα Θενδσξνπνχινπ, αληαπνθξίλεηαη ζεηηθά ζηε δηεχξπλζε θαη πξνζαξκνγή ηεο κνπζηθήο γιψζζαο ζε ζχγρξνλα κνπζηθά ηδηψκαηα έηζη φπσο αλαπηχζζεηαη ζηηο επεμεξγαζκέλεο κνπζηθέο επελδχζεηο ζπλζεηψλ φπσο ν Ρηάδεο, ν Μεηξφπνπινο, ν Βάξβνγιεο, ν Πνλεξίδεο, ν Δπαγγειάηνο θ.ά. Η δεχηεξε ηάζε θαίλεηαη φηη φρη κφλν ππεξηζρχεη αιιά ηειηθά επηζθηάδεη ηελ πξψηε. Δίλαη ελδηαθέξνλ λα παξαθνινπζήζνπκε ηε ζθέςε ηνπ Γεψξγηνπ Λακπειέη γηα ηε ζχγρξνλε κεινπνίεζε ηεο αξραίαο ηξαγσδίαο, δηαηππσκέλε ζε άξζξν ηνπ 1940 ζηα Πειπαϊκά Γπάμμαηα. Σν 32 Πξφζθαηα πξαγκαηνπνηήζεθε κηα αμηφινγε ερνγξάθεζε ηεο κνπζηθήο ηνπ Μεηξφπνπινπ γηα ηνλ Ιππόλςηο κε ηίηιν Γημήηπηρ Μηηπόποςλορ, μοςζική για ηον Ιππόλςηο ηος Δςπιπίδη, δίζθνο αθηίλαο, Οξρήζηξα ησλ Υξσκάησλ / Τπνπξγείν Πνιηηηζκνχ, 2006). Γηα ηε κνπζηθή ηνπ Μεηξνπνπινπ βι. ηδηαίηεξα ην ζπλνδεπηηθφ θείκελν ηνπ Απφζηνινπ Κψζηηνπ, «Γεκήηξεο Μεηξφπνπινο,» ζην Γημήηπηρ Μηηπόποςλορ, μοςζική για ηον Ιππόλςηο ηος Δςπιπίδη, δίζθνο αθηίλαο, Οξρήζηξα ησλ Υξσκάησλ / Τπνπξγείν Πνιηηηζκνχ, 2006, Γεκ. Α. Υακνπδφπνπινο, «Η κνπζηθή ζηνλ Ιππφιπην ηνπ Δπξηπίδε,» Νέα Δζηία 254 (1937): Αμίδεη λα αλαθεξζεί φηη, ηνπιάρηζηνλ απφ ην μαλαλέβαζκα ηνπ Ιππόλςηος ην 1954 θαη κεηά, αλαγλσξίδεηαη επξέσο ε αμία ηεο κνπζηθήο ηνπ Μεηξφπνπινπ γηα ην έξγν θαη θαζηεξψλεηαη ζε παξαζηάζεηο ζηελ Διιάδα θαη ην εμσηεξηθφ. 34 νθία παλνχδε, «Οη έιιελεο ζπλζέηεο ζηελ αξραία ηξαγσδία,» Νέα Δζηία 534 (1949): Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 122

124 ΑΝΑΣΑΙΑ ΙΧΦΗ πξφβιεκα πνπ ζέηεη εδψ ν Λακπειέη είλαη ε άγλνηα ηεο αξραίαο κνπζηθήο, ε αλππαξμία κνπζηθψλ πεγψλ γηα λα θαηνξζψζνπλ νη ζχγρξνλνη ζπλζέηεο λα επηηχρνπλ ηε κνπζηθή αλαβίσζε ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο. ηε ζπλέρεηα δηαηππψλεη ηηο εμήο ζθέςεηο: Διιεληθή ηξαγσδία κε θιαζηθίδνπζα ή κε λεσηεξίδνπζα κνπζηθή, πνπ δελ πξνζαξκφδεηαη θαη δελ ζπκθσλεί δηφινπ κε ην πλεχκα ηεο, ή αθφκα ρεηξφηεξν ειιεληθή ηξαγσδία, εληειψο ρσξίο κνπζηθή, είλαη θάηη απνιχησο αζπκβίβαζην θαη κε ηελ πην ζηνηρεηψδε ινγηθή. Γηαηί ε κνπζηθή ήηαλε γηα ηελ αξραία ηξαγσδία ε ςπρή πνπ ηελ εζέξκαηλε θαη ηελ εθψηηδε θαη πνπ αληηπξνζψπεπε ηνλ θχξην θαη πςειφηεξνλ αηζζεηηθφ ηεο ζθνπφ. 35 ε έλα άιιν εθηελέο άξζξν ηνπ, ηνπ 1940, ρσξηζκέλν ζε ηξία κέξε θαη δεκνζηεπκέλν ζηε Νέα Δζηία, κε ηίηιν «Σν πλεχκα ηεο κνπζηθήο ηεο αξραίαο ειιεληθήο ηξαγσδίαο», αλαθεξφκελνο ζηνπο ζχγρξνλνπο ζπλζέηεο πνπ επηρεηξνχλ λα κεινπνηήζνπλ αξραία δξάκαηα παξαηεξεί ηα εμήο: είλαη βέβαηα άμηνη θάζε ηηκήο γηα ην δχζθνιν θαη επγεληθφλ έξγνλ πνπ αλέιαβαλ λα θέξνπλ εηο πέξαο, έθακαλ φκσο θαηά ηελ αληίιεςί κνπ ζ απηφ θαη έλα κεγάιν ιάζνο. Δπξνζπάζεζαλ δειαδή λα επηηχρνπλ ηελ αλαβίσζη ηνπ πλεχκαηνο ηεο κνπζηθήο ηεο αξραίαο ηξαγσδίαο, έρνληαο γηα νδεγφ ηνπο κφλν ηελ αηνκηθή ηνπο κνπζηθήλ αληίιεςη ηελ νπνίαλ άθεζαλ λα ζπλδέεηαη ζηελά κε ην πλεχκα ηεο κνπζηθήο ηεο επνρήο ηνπο θαη κε ηελ πξφνδν ησλ κνπζηθψλ ηερληθψλ κέζσλ ηα νπνία ε ηειεπηαία δηέζεηε. Σελ κνπζηθήλ φκσο ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο ε νπνία αλήθε ζε κηαλ επνρή πνπ παξνπζηάδεη κεγάιε δηαθνξά θαιιηηερληθήο αληηιήςεσο κε ηε δηθή καο επνρή, θαη πνπ εβαζηδφηαλε ζε έλα ζεσξεηηθφ ζχζηεκα ζε κεγάιν βαζκφ πνιιέο θνξέο δηαθνξεηηθφ απφ ην δηθφ καο ζα έπξεπελ ν ζεκεξηλφο κεινπνηφο λα ηελ ζπλέζεηε φρη κε βάζη ηελ ππνθεηκεληθή ηνπ κνπζηθήλ αληίιεςη αιιά κε εληειψο ανηικειμενικό πλεχκα. 36 Η κνπζηθνθξηηηθφο Αχξα Θενδσξνπνχινπ, ζε άξζξν ηεο γηα ηελ Ανηιγόνη ηνπ 1940 κε κνπζηθή επέλδπζε ηνπ Γηψξγνπ Πνλεξίδε, αλαθέξεηαη ζπλνπηηθά ζε πξνεγνχκελεο κνπζηθέο επελδχζεηο ρνξηθψλ αξραίσλ δξακάησλ ηεο ηθειηαλνχ θαη ηνπ Φάρνπ, ηνπ Μεηξφπνπινπ θαη ηνπ Βάξβνγιε, αιιά κεγαιχηεξν ελδηαθέξνλ έρεη ε αλαθνξά ηεο ζηα θείκελα ηνπ Λακπειέη γηα ην αξραίν δξάκα θαη ηηο ζχγρξνλεο κεινπνηήζεηο, ηα νπνία πξναλέθεξα. ρεηηθά κε ηε θαηαιιειφηεηα ησλ θιηκάθσλ θαη ξπζκψλ ησλ δεκνηηθψλ ηξαγνπδηψλ πνπ πξνηείλεη ν Λακπειέη γηα ηελ αλαβίσζε ηεο κνπζηθήο ησλ ρνξηθψλ ζην αξραίν δξάκα, βαζηδφκελνο ζηε ζεσξία ηεο ηζηνξηθήο ζπλέρεηαο, ε Θενδσξνπνχινπ αληαπνθξίλεηαη σο εμήο: Χο ζηοισεία κνπζηθά, σο ςλικό θαληάδνκαη πσο απηά ζα ήηαλ ηα θαηαιιειφηεξα. Ννκίδσ, φκσο φηη, αληίζεηα απ φ,ηη πηζηεχεη ν θ.λακπειέη, δελ ππάξρεη θαλέλαο ιφγνο λα είλαη ανηικειμενική ε κνπζηθή απηή. Γηαηί δελ πηζηεχσ, πσο κπνξεί λα ππάξμεη ηέρλε αληηθεηκεληθή πνπ λα ζπγθηλήζεη ηνλ αθξναηή θαη λα κεηαδψζεη ην ιπξηθφ παικφ πνπ δηαπλέεη ηνλ αξραίν ρνξφ. 37 Καη ζπλερίδεη ζε άιιν ζεκείν: «πηζηεχσ πσο ν κνπζνπξγφο δελ πξέπεη λα μεθηλήζεη απφ ηελ ηδέα λα αλαβηψζεη θάηη λεθξφ, αιιά λα εθθξάζεη φζν ην δπλαηφλ πην έληνλα θάηη δσληαλφ». 38 Σέινο, ε κνπζηθνθξηηηθφο νθία παλνχδε επηθξνηεί ηε κνπζηθή επέλδπζε ηξαγσδηψλ ηελ επνρή ηνπ κεζνπνιέκνπ απφ ζπλζέηεο φπσο ν Ρηάδεο, ν Βάξβνγιεο, ν Μεηξφπνπινο, ν Δπαγγειάηνο θαη ν 35 Γεψξγηνο Λακπειέη, «Η ζχγρξνλε κεινπνίεζηο ηεο αξραίαο ειιεληθήο ηξαγσδίαο,» Πειπαϊκά Γπάμμαηα 1-2/4, (Οθη.- Γεθ. 1940): Γεψξγηνο Λακπειέη, «Σν πλεχκα ηεο κνπζηθήο ηεο αξραίαο ειιεληθήο ηξαγσδίαο,» κέξνο Β, Νέα Δζηία 326:885. Σα ηξία κέξε ηνπ άξζξνπ δεκνζηεχηεθαλ σο εμήο: κέξνο Α, Νέα Δζηία 325 (1940): , κέξνο Β, Νέα Δζηία 326:882-86, κέξνο Γ, Νέα Δζηία 327: Αχξα. Θενδσξνπνχινπ, «Η κνπζηθή ηεο Αληηγφλεο - Μελάο ν Ρέκπεινο,» Νέα Δζηία 333 (1940): Ό.π. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 123

125 Πηπρέο ηεο λενειιεληθήο πνιηηηζκηθήο θπζηνγλσκίαο κέζα απφ ην ξφιν ηεο κνπζηθήο ζε αλαβηψζεηο ηνπ αξραίνπ Πνλεξίδεο, ελψ αλαγλσξίδεη φηη πξηλ απφ απηνχο νη απφπεηξεο ησλ Παρηίθνπ θαη Φάρνπ δελ ήηαλ παξά «άγνλεο κνπζηθνινγηθέο απφπεηξεο», γηα λα ρξεζηκνπνηήζσ ην δηθφ ηεο ραξαθηεξηζκφ. 39 ρέζεηο κε ηελ Επξώπε: ζπλνπηηθή αλαθνξά Η αηζζεηηθή θαη δνκηθή αλαβάζκηζε ηνπ ξφινπ ηεο κνπζηθήο ζε αλαβηψζεηο ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο, δεκηνπξγεί νπζηαζηηθφηεξεο ζρέζεηο κε ζχγρξνλεο εμειίμεηο ζηελ Δπξψπε, ζε ζεσξεηηθφ αιιά θαη ζε πξαθηηθφ επίπεδν. Ο ζεκαληηθφο ζθελνζέηεο Μαμ Ράηλραξλη, παξαδείγκαηνο ράξε, επεξξέαζε φρη κφλν ηνπο δηθνχο καο Φψην Πνιίηε θαη Γεκήηξε Ρνληήξε αιιά θαη πνιινχο επξσπαίνπο ζθελνζέηεο αιιά θαη ζπλζέηεο. Αλαθέξσ σο παξάδεηγκα ηνλ Οιδίποδα, κηα ζεκαληηθή παξαγσγή απφ ηνλ Ράηλραξλη ηνπ χκθσλα κε ηνλ Richard Beacham, «ήηαλ κηα απφ ηηο πην πεηπρεκέλεο θαη αμηνκλεκφλεπηεο παξαγσγέο ηνπ θαη εθείλε πνπ άζθεζε ηε κεγαιχηεξε επίδξαζε ζην αλέβαζκα ηεο αξραίαο ειιεληθήο ηξαγσδίαο ηνλ 20 φ αηψλα». 40 Μεηά απφ απηή, αθνινχζεζε κηα ζεηξά απφ «Οηδίπνδεο» ζηελ Δπξψπε. 41 Δηδηθφηεξα, ε πξνηίκεζε ηνπ Οιδίποδα ζην κνπζηθφ ζέαηξν είλαη θαλεξή ζην πξψην κηζφ ηνπ 20 νχ αηψλα ζηελ Δπξψπε κε έξγα φπσο ν Oedipus Rex (1927) ηνπ ηξαβίλθζπ, ε ηεηξάπξαθηε φπεξα ηνπ Σδψξηδ Δλέζθνπ γηα ηε δσή ηνπ Οηδίπνδα (1936) θαη ε κνπζηθή πνπ έγξαςε ν Άξζνπξ Υφλεγθεξ γηα δχν παξαγσγέο ηνπ Οιδίποδα. 42 Η πξνηίκεζε απηή ζα κπνξνχζε λα εξκελεπηεί σο κηα αληίδξαζε, ή, αληαπφθξηζε δηαξθείαο, ζηελ εξκελεία ηνπ νθνθιή απφ ηνλ Φξφπλη, αιιά θαη σο αληαπφθξηζε ζηελ ζεκαληηθή παξαγσγή ηνπ Οιδίποδα απφ ηνλ Ράηλραξλη ην Παξά ηηο πνιχ ιηγφηεξεο απφπεηξεο αλαβίσζεο αξραίνπ δξάκαηνο ζηελ Δπξψπε απηή ηελ επνρή, 43 νη επξχηεξεο θαιιηηερληθέο αλαδεηήζεηο ησλ κνληεξληζηψλ ηεο Δπξψπεο 44 ζηξέθνληαη θαη 39 νθία παλνχδε, «Οη έιιελεο ζπλζέηεο ζηελ αξραία ηξαγσδία,» Νέα Δζηία 534 (1949): Richard Beacham, «Δπξψπε,» ζην Σο απσαίο ελληνικό θέαηπο επί ζκηνήρ, ηνπ Michael Walton (Αζήλα: Διιεληθά Γξάκκαηα, 2007), 441. Η απφδνζε ηνπ Οηδίπνδα απφ ηνλ Ράηλραξλη ήηαλ κηα ππνθεηκεληθή απνζηαζηνπνηεκέλε εξκελεία ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο. χκθσλα κε ηνλ Beacham, «ην απνηέιεζκα ζχκηδε πεξηζζφηεξν πςειφ λενξνκαληηθφ ςπρφδξακα παξά έθθξαζε ηνπ πλεχκαηνο θαη ηνπ χθνπο ηνπ νθνθιή. Δθεί πνπ ην αξραίν ειιεληθφ έξγν ήηαλ θαζνιηθφ, ν Οιδίποςρ ηνπ Reinhardt ήηαλ ππνθεηκεληθφο. Δθεί πνπ ην πξψην ήηαλ κηα ζθιεξή ελφξαζε, ην δεχηεξν ήηαλ πεξηζζφηεξν έλα ζέακα πνπ άθελε θαηαπιεθηηθέο εληππψζεηο». (Ό.π., 442). 41 Βι. γηα ην ζέκα απηφ, φπσο θαη γεληθφηεξα γηα ην ζέκα ηεο επηξξνήο ηεο αξραίαο Διιάδαο ζην ζέαηξν ησλ κνληεξληζηψλ, κηα ελδηαθέξνπζα αλάιπζε ζην Anthony W. Sheppard, «Hellenism in Modernist Performance,» ζην Revealing Masks. Exotic Influences and Ritualized Performance in Modernist Music Theater (Berkley and London: Univ. of California Press, 2001), Αμίδεη λα αλαθεξζεί φηη ζε επφκελεο δεθαεηίεο ν Καξι Οξθ, εκπλεπζκέλνο απφ ην παξάδεηγκα ηνπ ηξαβίλζθπ, ζπλέζεζε κηα ηεξάζηηα ηξηινγία ησλ έξγσλ Ανηιγόνη (1949), Οιδίποςρ Σύπαννορ (1959) θαη Ππομηθέαρ (1968). Πην πξφζθαηα, ν ζπλζέηεο, Θφδσξνο Αλησλίνπ, έγξαςε κνπζηθή γηα ηνλ Οιδίποδα επί Κολωνώ (1997) ζαλ «ηαίξη», φπσο ηζρπξίδεηαη ν ίδηνο, γηα ηνλ Οιδίποδα Σύπαννο ηνπ ηξαβίλζθη. [Θφδσξνο Αλησλίνπ, «Οηδίπνπο επί Κνισλψ : Γιψζζα- Γηαρξνληθφηεηα, Τπέξβαζε-Γξακαηνπξγηθή πξνζέγγηζε» (αλαθνίλσζε ζην δηεζλέο ζπλέδξην κε ηίηιν «Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο», Μέγαξν Μνπζηθήο Αζελψλ, Μαξηίνπ 2009)]. 43 Βι. κηα ζηαηηζηηθή γηα ηελ πνζφηεηα ησλ παξαζηάζεσλ αξραίσλ δξακάησλ ζηελ Δπξψπε ζπγθξηηηθά κε απηέο ζηελ Διιάδα ζην Πιάησλ Μαπξνκνχζηαθνο, Παπαζηάζειρ απσαίος ελληνικού δπάμαηορ και ιζηοπία ηος νεοελληνικού θεάηπος, αλάηππν απφ ηνλ Σηκεηηθφ Σφκν γηα ηνλ πχξν Α. Δπαγγειάην «Γάθλε: παξάβαζηο-κειεηήκαηα 1» (Αζήλα: ρ.ε., 2001), Ο φξνο «κνληεξληζκφο» ρξεζηκνπνηείηαη γηα αλαθνξά ζε «πξνρσξεκέλε» ή «πεηξακαηηθή» κνπζηθή απφ ηε δεθαεηία ηνπ Βέβαηα, δελ κπνξνχκε λα πξνζδηνξίζνπκε αθξηβψο ην πεξηερφκελφ ηνπ, αιιά ππάξρνπλ θάπνηεο «ηάζεηο» νη νπνίεο έρνπλ ζπζρεηηζηεί ζπρλά-ππθλά κε ηνλ φξν απηφ. Ο κνληεξληζκφο επλνεί λέα είδε θαιιηηερληθήο δεκηνπξγίαο, ηηο αλαδεηήζεηο νξηαθψλ κνξθψλ έθθξαζεο, ην αθεξεκέλν θαη ηνλ θνξκαιηζκφ. Όια απηά, αξρηθά, θαηεπζχλνληαλ ζε αθξαίεο Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 124

126 ΑΝΑΣΑΙΑ ΙΧΦΗ ζηελ Αξραία Διιάδα, ε νπνία φκσο αληηκεησπίδεηαη σο «εμσηηθφ κνληέιν» καδί κε άιινπο, ρξνληθά ή ρσξηθά, καθξηλνχο πνιηηηζκνχο. Γεληθφηεξα, ε αλάδεημε έξγσλ κε ηειεηνπξγηθφ ραξαθηήξα ησλ κνληεξληζηψλ ζηελ Δπξψπε δελ έρεη ζηφρν ηελ αλεχξεζε ηξφπσλ αλαβίσζεο ηνπ αξραίνπ παξειζφληνο πνπ, ζε κεγάιν βαζκφ, απαζρνιεί ηελ Διιάδα απηήο ηεο επνρήο. Μάιινλ θαηεπζχλεηαη ζηε πλεπκαηηθή κεηακφξθσζε θαη ηε θνηλσληθή θξηηηθή. Η ζηξνθή ζην παξειζφλ, ζηα «ζεκέιηα ηεο πξαγκαηηθφηεηαο», ζεκαίλεη θπξίσο ηελ αλαδήηεζε ηεο πλεπκαηηθήο απζεληίαο ζε θσλέο αξραίεο γηα λα ελεξγνπνηεζνχλ νη κεζφδνη θαη ην πιηθφ «άιισλ» κε ζθνπφ ηελ έθθξαζε θαη ηελ ελζσκάησζε ησλ ζχγρξνλσλ πξνβιεκάησλ. Κξηηηθή πξνζέγγηζε ζηε ζθηαγξάθεζε ηεο λενειιεληθήο θπζηνγλωκίαο ηε λεφηεξε Διιάδα, φκσο, ην δήηεκα ηεο αλαβίσζεο ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο πεξηζηξέθεηαη γχξσ απφ ην ζέκα ηεο νηθεηνπνίεζήο ηνπ κε απνθιεηζηηθφηεηα ή ρσξίο απφ ηνπο Έιιελεο, θάηη πνπ δσγξαθίδεη κηα έληνλε πηλειηά ζηε θπζηνγλσκία ηεο. Δηδηθφηεξα, ζην ρψξν ηεο κνπζηθήο, κέζα απφ απηή ηελ ηδενινγηθή ζέαζε ηνπ ειιεληθνχ πνιηηηζκνχ κπνξεί λα γίλεη θαηαλνεηή ε έληνλε θαη δηαξθήο δηακάρε γχξσ απφ ην ζέκα ηεο ζπλέρεηαο απφ ηελ αξραία ζηε βπδαληηλή κνπζηθή θαη ζηα δεκνηηθά ηξαγνχδηα ε νπνία ηελ επνρή απηή ζπκπνξεχεηαη, σο έλα βαζκφ, κε ην γισζζηθφ καο δήηεκα. Αθφκα θαη ηελ επνρή ηνπ κεζνπνιέκνπ πνπ ην «άλνηγκα» ζηε Γχζε είλαη πιένλ αηζζεηφ, ε λενειιεληθή θπζηνγλσκία εμαθνινπζεί λα είλαη δπλακηθά «παξνχζα» ζηε κνπζηθή ζε αλαβηψζεηο ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο, αθνχ ην «εκθχζεκα» ηεο παξάδνζεο απνθιείεη άιιεο παξαδφζεηο πέξαλ ηεο ειιεληθήο (δειαδή ησλ βπδαληηλψλ θαη ηα δεκνηηθψλ καο ηξαγνπδηψλ), αληαλαθιψληαο ηελ ηζρπξά επηθξαηνχζα δηαρξνληθή πεπνίζεζε φηη είκαζηε νη πην θπζηθνί θιεξνλφκνη ηνπ αξραίνπ πλεχκαηνο θαη πνιηηηζκνχ. Όζνλ αθνξά ζηε ζρέζε κνπζηθήο θαη ιφγνπ, ε κνπζηθή θαηά θαλφλα αθνινπζεί θαη ππνγξακκίδεη ην ιφγν ρσξίο λα αλαδεηάεη θάπνηεο ζηηγκέο ηελ απηνηέιεηά ηεο, ή έζησ ην Γηνλπζηαθφ ηεο πλεχκα πνπ, θαηά ην Νίηζε, ηελ θαζηζηά ξπζκηζηή θαη ηε ςπρή ηεο αξραίαο ηξαγσδίαο. πλζέηεο φπσο ν Ρηάδεο, ν Πνλεξίδεο θαη ν Βάξβνγιεο έρνπλ σο θχξηα επηδίσμε ηελ ππνγξάκκηζε ηνπ ιφγνπ απφ ηε κνπζηθή, ή ηνπιάρηζηνλ, απηφ πξνθχπηεη ζε κεγάιν βαζκφ ζην απνηέιεζκα. Μάιηζηα ν Ρηάδεο, φπσο πξναλέθεξα, βαζίδεη απηφ ηνπ ην πηζηεχσ ζε κηα εξκελεία ηεο κνπζηθήο ηνπ Δπξηπίδε ε νπνία ζεσξεί, επηπιένλ, φηη άλνημε ηα κάηηα ησλ κνπζηθψλ ηεο Δπξψπεο ζηελ αιήζεηα. Δίλαη πνιχ ελδηαθέξνλ λα αληηπαξαβάιινπκε ζηελ ηδέα απηή ηνπ Ρηάδε ηελ άπνςε ηνπ Λακπειέη, ν νπνίνο βαζηδφκελνο ζηα ιεγφκελα ηνπ Νίηζε γηα ην παξαθκάδσλ θαη αληηκνπζηθφ πλεχκα ηνπ Δπξηπίδε εμαηηίαο ηνπ ζσθξαηηθνχ νξζνινγηζκνχ ηνπ, ζεσξεί φηη φπεξεο ή αξραία κνπζηθά δξάκαηα φπνπ ε θαηλνηνκίεο, κε ζπλεηδεηή άξλεζε ησλ ζπκβάζεσλ ηνπ δέθαηνπ έλαηνπ αηψλα, φπσο θαη κέζα απφ ηε βνχιεζε λα ζπληεζνχλ νη ηέρλεο ζε έλα «φιν» φρη κφλν ζην ζέαηξν. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 125

127 Πηπρέο ηεο λενειιεληθήο πνιηηηζκηθήο θπζηνγλσκίαο κέζα απφ ην ξφιν ηεο κνπζηθήο ζε αλαβηψζεηο ηνπ αξραίνπ κνπζηθή απιά ππνγξακκίδεη ην ιφγν, επνκέλσο αθαηξνχλ απφ ηε κνπζηθή ηελ ηδηφηεηα ηνπ «αθεξεκέλνπ», έρνπλ ζηε βαζχηεξή ηνπο ππφζηαζε απνιχησο ανηιδιονςζιακό ραξαθηήξα. 45 Αμηνπξφζεθην είλαη φηη ν Μηζηξηψηεο, ε ηθειηαλνχ θαη ν Λακπειέη, πνπ έρνπλ κηα Γεξκαληθή παηδεία, θαηαθεχγνπλ σο έλα βαζκφ ζηελ αληίιεςε ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο σο κνπζηθφ δξάκα θαη ηελ απνδνρή ηεο ππεξνρήο ηνπ ρνξνχ, αιιά νη ιχζεηο πνπ πξνηείλνπλ ή επηθξνηνχλ αληηιακβάλνληαη ην είδνο ηεο κνπζηθήο βαζηζκέλν, θπξίσο ή εμ φινθιήξνπ, ζηελ ειιεληθή παξάδνζε ε νπνία δελ κπνξεί ζε θακία απφ απηέο ηηο πεξηπηψζεηο λα εμαζθαιίζεη έλα ζεκαληηθφ αηζζεηηθφ θαη δνκηθφ ξφιν ζηε κνπζηθή, θξίλνληαο, αλ κε ηη άιιν, απφ ηα απνηειέζκαηα. Βέβαηα, νη ηδέεο ησλ πξναλαθεξφκελσλ γηα ην ξφιν ηεο κνπζηθήο κέζα ζην αξραίν δξάκα θηιηξάξνληαη κέζα απφ γεληθφηεξεο θηινζνθηθέο εξκελείεο, νη νπνίεο αθνινπζνχλ ηε δηαδξνκή ησλ ξνκαληηθψλ Απγνχζηνπ ιέγθει (August Schlegel) ηδηαίηεξα αλαθέξνκαη ζηελ εξκελεία ηνπ Δπξηπίδε απφ ηνλ ιέγθει πνπ, κε ηε ζεηξά ηεο, επεξξέαζε ην Νίηζε, Αξζνχξνπ νπελράνπεξ (Arthur Schopenhauer) κε ηε βαζηθή ηνπ ηδέα φηη ε παγθφζκηα βνχιεζε κπνξεί λα εθθξαζηεί κέζσ ηνπ δηνλπζηαθνχ πλεχκαηνο ηεο κνπζηθήο θαη, θπξίσο, Νίηζε, θαη ηε κειέηε ηνπ γηα ηε Γέλλεζε ηεο Σξαγσδίαο κέζα απφ ην πλεχκα ηεο κνπζηθήο. Ο Μηζηξηψηεο, ε ηθειηαλνχ θαη ν Λακπειέη πηνζεηνχλ ν θαζέλαο ηνπο κηα δηεπξπκέλε ξνκαληηθή ζηάζε πνπ εκπεξηέρεη θαη αηζζήκαηα εζληθηζηηθά θαη, θαηά ζπλέπεηα, πξνηίκεζε ηνπ δεκψδνπο θαη ηνπ ιατθνχ, ζηάζε ε νπνία εμεγεί ηελ εκκνλή ηνπο ζηελ ειιεληθή παξάδνζε ηεο κνπζηθήο θαη πνπ, ηαπηφρξνλα, ηνπο θαηαηάζζεη ζηε ζπληεξεηηθή κεξίδα ησλ ππνζηεξηθηψλ ηεο αλαβίσζεο ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο ηεο νπνίαο θιείλεη έλαο ζεκαληηθφο θχθινο κε ηηο Γειθηθέο Δνξηέο. Ο κφλνο ζεκαληηθφο ζπλερηζηήο είλαη ν ζθελνζέηεο Λίλνο Καξδήο, ν νπνίνο δεκηνπξγεί «αξραΐδνπζεο» ζθελνζεζίεο θάπνηεο απφ ηηο νπνίεο ζπλνδεχεη κάιηζηα ε κνπζηθή ηνπ Φάρνπ [Ππομηθέαρ (1931), Φοίνιζζαι (1938)]. Απφ ηελ άιιε κεξηά, ζπλζέηεο ηεο γεληάο ηνπ κεζνπνιέκνπ, πξνζαλαηνιηζκέλνη εγγχηεξα ζηα ζχγρξνλα αηηήκαηα ησλ θαηξψλ ηνπο, ζεκαηνδνηνχλ ηελ αξρή κηαο επνρήο θαηά ηελ νπνία ν δηάινγνο κε ην αξραίν παξειζφλ δελ ζα βξίζθεηαη κφλν ζε αλαθνξά σο πξνο ηελ ειιεληθή αξραηφηεηα αιιά θαη ζε ξήμε καδί ηεο, θάηη πνπ θαίλεηαη εληνλφηεξα φζν πξνζεγγίδνπκε ηελ επνρή καο. Δίλαη άιισζηε θαλεξφ ζήκεξα, φηη αθφκα θαη αλ ν άμνλαο ηεο εξκελείαο ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο πεξηζηξέθεηαη γχξσ απφ ηελ αξραία Πόλι(ρ), ην θάιινο θαη ην πςειφηεξν ζεκείν ηεο θνηλφηεηαο, ζηελ πξαγκαηηθφηεηα απηφ νξηζηηθά δηαιχζεθε ζηελ αζηηθή θνηλσλία ησλ ηδησηψλ. Μαδί κε απηφ, κέζα απφ ηελ εθθνζκίθεπζε πνπ επηβάιιεη ε επηθξάηεζε ηεο αληαιιαθηηθήο αμίαο, εμαθαλίζηεθαλ νη ζξεζθεπηηθνί δεζκνί ηεο θνηλφηεηαο. 45 Βι. πην αλαιπηηθά ηηο απφςεηο απηέο ηνπ Λακπειέη ζην ηξηκεξέο άξζξν ηνπ «Σν πλεχκα ηεο κνπζηθήο ηεο αξραίαο ειιεληθήο ηξαγσδίαο,» Νέα Δζηία Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 126

128 ΙΩΝ ΖΩΤΟΣ Ο Αγαμέμνων του Μάριου Βάρβογλη «Αη ζεκεξηλαί παξαζηάζεηο ησλ αξραίσλ δξακάησλ απνηεινύλ πεηξακαηηζκνύο», γξάθεη θξηηηθόο ζην πεξηνδηθό Ανόρθωσις ηεο 26 εο Μαξηίνπ 1932 κε αθνξκή ηελ παξάζηαζε ηνπ Αγαμέμνονος. «Αδύλαηνο [θξίλεηαη] ε αλαβίσζηο ηνπ Αξραίνπ Θεάηξνπ» θαη απηό επεηδή, «Λείπεη ζήκεξνλ ε ελόηεο θαη ε αξκνλία κεηαμύ ζεαηώλ θαη ζεάκαηνο [ ] Ζ απόζηαζηο κεηαμύ ησλ δύν θύθισλ, ηνπ αξραίνπ θαη ηνπ ζεκεξηλνύ είλαη αδύλαηνλ λα γεθπξσζή [ ] Ζ δηδαζθαιία ζήκεξνλ αξραίσλ δξακάησλ δελ είλαη παξά έλα λένλ είδνο ηνπ ζπγρξόλνπ ζεάηξνπ καο». Τελ ζθεληθή κνπζηθή γηα ηνλ Αγαμέμνονα ηνπ Αηζρύινπ, ζε ζθελνζεζία Φώηνπ Πνιίηε, ζπλέζεζε ν Μάξηνο Βάξβνγιεο ( ) γηα ηελ παξάζηαζε ζην Δζληθό Θέαηξν ηελ άλνημε ηνπ 1932 θαη, ελ ζπλερεία, ζην Θέαηξν Ζξώδνπ Αηηηθνύ, ην θαινθαίξη ηνπ ηδίνπ έηνπο, ρξεζηκνπνηώληαο ηελ κεηάθξαζε ηνπ Ησάλλνπ Γξππάξε. Πξόθεηηαη γηα κνπζηθν-δξακαηηθό έξγν κε πινύζηα ελνξρήζηξσζε, κεγάιν όγθν πνζνηηθά θαη πνηνηηθά, ππθλή πθή θαη ζρεδόλ ζπλερή παξνπζία ηεο κνπζηθήο θαηά ηε δηάξθεηα ηεο παξαζηάζεσο. Οη εζνπνηνί πνιύ ζπρλά ηξαγνπδνύλ ηηο κεισδίεο ηνπ Βάξβνγιε, νη νπνίεο ζρεδόλ πάληα δηπιαζηάδνληαη από ηα όξγαλα ηεο νξρήζηξαο. Ζ ηειεπηαία, ζπρλόηαηα ζπκκεηέρεη κε όια ηεο ηα όξγαλα, ηα νπνία είλαη πνιιά ζε αξηζκό θαη ηα κέξε πνπ αληηζηνηρνύλ ζην θαζέλα ηνπο δελ είλαη θαζόινπ κηθξά, απνζπαζκαηηθά ή ακέηνρα ζηελ εθηύιημε ηόζν ηνπ κνπζηθνύ έξγνπ, όζν θαη ηεο ππνζέζεσο ηεο ηξαγσδίαο. Αθόκε θαη ηα κέξε πνπ αθνξνύλ ζηηο εηζόδνπο ησλ εζνπνηώλ είλαη ηδηαηηέξσο εθηελή θαη μαθληάδνπλ, ίζσο, κε ηνλ όγθν θαη ηνλ πινύην ηνπο. Ζ παξηηηνύξα είλαη γξακκέλε γηα θιαζζηθή νξρήζηξα ζηελ νπνία πξνζηίζεηαη έλα cor anglais θαζώο θαη θύκβαια. Τν νξρεζηξηθό κέξνο είλαη αθ ελόο ππθλνγξακκέλν, εθηπιίζζεηαη όκσο κε άλεζε, θαζώο ηκήκαηα απηνύ εκπιέθνληαη ζηελ πινθή θαη «ιύζη» ηεο ηξαγσδίαο. Αθόκε θαη ηα κέξε πνπ αθνξνύλ ηηο εηζόδνπο ησλ εζνπνηώλ είλαη ηδηαηηέξσο εθηελή θαη μαθληάδνπλ, ίζσο, κε ηνλ πινύην ηνπο. Ζ πιεζσξηθή πθή ηεο νξρεζηξηθήο παξηηηνύξαο ηνπ Βάξβνγιε ζα πξέπεη, θαηά πξώηνλ ιόγν, λα εμέληζε ην αθξναηήξηό ηεο εληειώο, ελώ ζπγρξόλσο λα παξελόριεζε ηελ νκαιή πξόνδν ηόζν ηεο ζθελνζεζίαο, όζν θαη ηνπ ίδηνπ ηνύ θεηκέλνπ. Γελ πξέπεη λα πξνθαιεί εληύπσζε ινηπόλ όηαλ ζε θξηηηθή ηεο επνρήο, πνπ δεκνζηεύηεθε ζην πεξηνδηθό Ανόρθωσις (26 Μαξηίνπ 1932), αλαθέξεηαη:

129 ΗΩΝ ΕΩΤΟΣ Έλα πλεύκα λενπινπηηθήο επηδείμεσο ησλ ηερληθώλ κέζσλ πνπ δηαζέηεη ην ζέαηξν, έδσζε ζην ζξεζθεπηηθό απηό δξάκα ην ραξαθηήξα ζεακαηηθήο επηζεσξήζεσο θαη καο εζύκηζε ηηο παξαζηάζεηο ηεο ξσκατθήο παξαθκήο, όπνπ ε παξέιαζηο ησλ αξκάησλ, όηαλ θζάλεη από ηελ Τξνία ν Αγακέκλσλ, εθξαηνύζε επί κηα νιόθιεξε ώξα, εηο βάξνο ηνπ θεηκέλνπ, πνπ εςαιιηδείδεην άγξηα. Τν «Πξναλάθξνπζκα» κε ην νπνίν αξρίδεη ε κνπζηθή ρσξίδεηαη ζε δύν κέξε, ην έλα ζε κέηξηα ξπζκηθή αγσγή θαη ην άιιν ζε αξγή: ην αξρηθό Allegro ζε αγσγή 6/4 αθνινπζείηαη από έλα Lento maestoso 18 κέηξσλ ζε 3/4. Τν εηζαγσγηθό θαη επαλαιακβαλόκελν ηξίερν θαη tremolo ζηα θύκβαια αθνινπζεί αληνύζα ρξσκαηηθή θξάζηο ησλ εγρόξδσλ, πνπ νδεγεί ζε έλα ff, ην νπνίν απαληάηαη από έλα f ησλ πλεπζηώλ. Από απόςεσο κεισδηθήο ηνπιάρηζηνλ, ε κνπζηθή αθνύγεηαη ηξνπηθή. Ζ θπξίσο κεισδία ηνπ «Πξναλαθξνύζκαηνο» βαζίδεηαη ζηνλ τρόπο: Fa-Sol-La -Si -Do -Re -Mi -Fa T. εκ. Τ. εκ. Τ. Τ. Τ. Όηαλ ζεθώλεηαη ε Απιαία είλαη αθόκα λύρηα, ηεο νπνίαο ην κπζηήξην ραξαθηεξίδεηαη από piano θαη sforzandi, κέρξηο όηνπ, ζην κέηξν 33, ν θξνπξόο αξρίδεη ην κνλόινγό ηνπ ν νπνίνο δελ θαηαγξάθεηαη ζηελ παξηηηνύξα, πξηλ από ην κέηξν 55, πάλσ ζηα ιόγηα «Κη αο πάξνπλ θαιό ηέινο πηα ηα βάζαλά κνπ / θη απ ην ζθνηάδη αο βγεη θαινκελύηξα ιάκςε!». Τν parlando ηνπ θξνπξνύ ζπλνδεύεηαη από κνπζηθή, ε νπνία αθνινπζεί ηηο δηαζέζεηο πνπ ππνβάιιεη ην θείκελν, όπσο ζπκβαίλεη ζην γεξκαληθό Melodram. Σηε ζπλερή αιιεινδηαδνρή κέηξσλ ηξηώλ ηεηάξησλ θαη έλα δύν ηεηάξησλ αληηηίζεηαη θακκηά θνξά κέηξα ηεζζάξσλ ηεηάξησλ θαη έλα δύν ηεηάξησλ, κέρξη ηα κέηξα , όπνπ «ζηγά-ζηγά μεκεξώλεη», κε θξαηεκέλεο ζπγρνξδίεο ζηα πλεπζηά θαη ηελ άξπα (ζηελ Re ), πνπ νδεγεί ζε κηα κεισδία espressivo, ηελ νπνίαλ κνηξάδνληαη ηα δύν θόξλα. Τν θσο ηεο εκέξαο καο επαλαθέξεη ζηε Fa κείδνλα (κέηξν 152). Αθνινπζεί ζηε ζπλέρεηα έλα ζύληνκν κνπζηθό ηληεξινύδην κεηαμύ ηνπ ηέινπο ηνπ κνλνιόγνπ θαη ηεο αξρήο ηεο Παξόδνπ. Ζ εθηελήο Πάξνδνο αξρίδεη κε ηελ είζνδν ησλ Θεξαπαηλίδσλ κε ζπγρνξδίεο ζηε La κείδνλα ζε 2/4 (Larghetto con moto) θαη κηα κεισδηθή γξακκή πεξηζηξεθόκελε γύξσ από ην Do πάλσ από ην πεληάγξακκν. Ο ξπζκόο είλαη ζπλερόκελνο, ζηαζεξόο θαη ζίγνπξνο θαη απηό ίζσο επεηδή ν ξόινο ηεο κνπζηθήο ελ πξνθεηκέλσ, είλαη λα εληζρύζεη ηνλ βεκαηηζκό ηεο Δηζόδνπ ησλ εζνπνηώλ. Γη απηόλ αθξηβώο ηνλ ιόγν, άιιε πεγή ηεο επνρήο βξίζθεη ηε ζθελνζεζία «βαξεηά θαη θαηαζιηπηηθή κε ηελ δηαδαιώδε πεξίεξγε ζθάια πνπ εκπνδίδεη ηελ θίλεζε ησλ εζνπνηώλ». Καηαθέξεηαη επίζεο θαη θαηά ησλ «ζηπιηδέ» θηλήζεσλ ηνπ ρνξνύ, «ηηο θσκηθά δειαδή ξπζκηθέο, ηε ζηηγκή πξν πάλησλ πνπ θαηέβαηλαλ από ηηο ζθάιεο ή όηαλ μεθώληδαλ ζαλ πιεξσκέλνη πνιηηηθήο ιέζρεο ηελ ώξα ηεο εηζόδνπ ηνπ Αγακέκλνλα». Απηά αλαθέξνπλ νη Νέοι Καιροί Πειραιώς ζηηο 30 Μαξηίνπ Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 128

130 Ο Αγαμέμνων ηνπ Μάξηνπ Βάξβνγιε Παξνκνίσο δηαβάδνκε ζηα Αθηναϊκά Νέα ηεο 20 ήο Μαξηίνπ 1932, όηη, «επί πιένλ ε όξρεζηο αληεθαηαζηάζε ππό ξπζκηθώλ θηλήζεσλ θαη ην ηξαγνύδη ππό κνπζηθήο ππνθξνύζεσο». Ζ αξγή εηζαγσγή επαλαιακβάλεηαη θαη καο νδεγεί ζηελ είζνδν ηεο Κιπηαηκλήζηξαο, ζην κέηξν 34 (πάληνηε ζηελ La), όπνπ ε νξρήζηξα εκθαλίδεηαη πην ιηηή ζε όξγαλα κε δύν κεισδηθά πλεπζηά, άξπα θαη δηαθξηηηθή παξνπζία ηνπ contrabasso αξγόηεξα όκσο εκπινπηίδεηαη. Σην κέηξν 70 ε Δίζνδνο ησλ Γεξόλησλ ζπλνδεύεηαη από fagotti θαη βαζύρνξδα θπξίσο κέρξη ην κέηξν 80 θαη, ηέζζεξα κέηξα αξγόηεξα, νιόθιεξε ε νξρήζηξα θαηαιήγεη ζε έλα pp, ζηε Si κείδνλα. Δδώ έρνκε έλα δείγκα αληηζηηθηηθήο γξαθήο: ηα θαγθόηηα θαη ηα βηνινληζέιια μεθηλνύλ κε κηα κεισδία θαη θαηόπηλ εηζέξρνληαη ηα ππόινηπα όξγαλα κε ηελ ίδηα κεισδία ππό κνξθήλ θαλόλνο. Ζ είζνδόο ησλ γίλεηαη αλά δεύγε έγρνξδν θαη πλεπζηό, κέρξηο όηνπ ηειεηώζνπλ ηα έγρνξδα. Πξνθαλώο νη είζνδνη ησλ νκάδσλ ησλ νξγάλσλ ζπλόδεπε ηελ είζνδν ησλ νκάδσλ ησλ γεξόλησλ, ελώ ην θαηαιεθηηθό κέξνο από όιε ηελ νξρήζηξα πηα, αθνπγόηαλ όηαλ είραλ όινη εκθαληζηεί θαη έπαηξλαλ ηηο ζέζεηο ηνπο. Ζ είζνδνο ησλ γεξόλησλ αλαθαιεί ζηε κλήκε ηα ρνξηθά, γεληθώο, ηεο αξραίαο ηξαγσδίαο, θαζώο θαη ηα πξνβιήκαηα πνπ δεκηνπξγνύλ θαηά ηε δηάξθεηα ηεο παξαζηάζεσο. Σην Μοσσική και Καλλιτετνική Ζωή ηεο 20 ήο Μαξηίνπ δηαβάδνκε όηη: Σηε ρζεζηλή παξάζαζε, ν ρνξόο άιπην πξόβιεκα όηαλ δελ εκπνξεί λα γίλε κηα πιήξεο θαη ηειεία ξεζηνξαζηόλ εμνηθνλνκήζε θαηά ηνλ θαιύηεξν αζθαιώο ηξόπνλ. Χσξίο εκηρώξην κε ηέζζαξαο θνξπθαίνπο θαη έμε δεπηεξεύνληα πξόζσπα θηλνύκελα κε ζηαζεξάο θηλήζεηο, επάλσ ζηε ζθελή, καο απήιιαμελ από ηαο αζθήζεηο ηεο ζνπεδηθήο γπκλαζηηθήο θαη από ηελ ράβξα ησλ Δβξαίσλ πνπ παξνπζηάδνπλ ζπλήζσο νη ρνξνί ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο ζηε ζύγρξνλε ζθελή. Καη ζα ήηαλ πνιύ θαιύηεξα αλ έιεηπαλ κεξηθέο, εληειώο πεξηηηέο, ξπζκηθέο θηλήζεηο Μόλν ζην Νν. 4 ηεο παξηηηνύξαο (Lento ζε 3/2) ν θνξπθαίνο ηνπ Χνξνύ απαγγέιεη ην θείκελν ηνπ Γξππάξε. «Δίλαη απηόο ηώξα ν ρξόλνο ν δέθαηνο / πνπ / Ο Μελέιανο καδί κε ηνλ Αγακέκλνλα / ρίιηα Αξγείηηθα πινία ζεθώζαλε / / γηα λα βξνύλε ην δίθην ηνπο ζηα όπια /». Ζ ρεηξόγξαθνο παξηηηνύξα ηνπ Βάξβνγιε παξαζέηεη ηνπο ζηίρνπο α («άγξην πόιεκν», κέηξν 15) ζην κέηξν 16 ν ζπλζέηεο ζεκεηώλεη «Διιήλσλ θαη Τξώσλ» Allegro mod[erato], ζηίρνο 72. Τα ηξίερα πνπ αθνύζακε ζην «Πξναλάθξνπζκα» (κέηξν 3) αλαπηύζζνληαη πεξηζζόηεξν ζηελ Πάξνδν (κέηξα 24-30). Ζ κεισδία θηλείηαη ζπιιαβηθά ζπλνδεύνληαο ηελ απαγγειία. Ζ δπλακηθή εληείλεηαη ζπλερώο, θαζώο από ppp θηάλεη ζε fff. Απόηνκα μαλαγπξλά ζε pp, ηελ ζηηγκή ηεο αλαθνξάο ηνπ πνιέκνπ Διιήλσλ θαη Τξώσλ. Ζ παξηηηνύξα δελ καο επηηξέπεη λα απνθαζίζσκε εάλ ηα ιόγηα ζηακαηνύλ ζε απηά πνπ αλαγξάθνληαη ή εάλ ε κνπζηθή ζπλερίδεηαη επαλαιακβαλόκελε, έσο όηνπ ε Πάξνδνο ηειεηώζεη. Αθνινπζεί ην κέξνο πνπ ηηηινθνξείηαη από ην ζπλζέηε «Παξαθαηαινγή», δει. ηκήκα ηνπ δξάκαηνο πνπ δελ ηξαγνπδηέηαη, αιιά απνηειεί αθήγεζε ξπζκηθή θαη κνλνθσληθή, κε ζπλνδεία ελόο νξγάλνπ (απινύ ζπλήζσο), θάηη ζαλ ην νπεξαηηθό recitativν: αξρίδεη κε ηνλ ζηίρν 115 («λα ςάιισ μέξσ πσο κπνξώ ηνπ δξόκνπ ην ζεκάδη»), έλα ήξεκν Moderato ζηε Mi ύθεζε (ζε 4/4), ην νπνίν εληείλνπλ ηα βηνιηά δηεξεκέλα (divisi) θαη ε άξπα. Ζ κεισδία αθνύγεηαη από ηα θόξλα, ηα έγρνξδα έρνπλ ην ξόιν ηζνθξάηε, ελώ ε παξνπζία ηεο άξπαο είλαη ζπλερήο. Σην ζηίρν «ςάιιε ζθνπό Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 129

131 ΗΩΝ ΕΩΤΟΣ ιππεηεξό, κα ην θαιό αο ληθά» ν εζνπνηόο ηξαγνπδά κηα κεισδία πνπ δηπιαζηάδεηαη από πλεπζηά θαη έγρνξδα. Γηα ην α Δπεηζόδην δελ θαίλεηαη λα ππάξρεη κνπζηθή ππόθξνπζηο. Τν επεηζόδην ηνύην θαιύπηεη ηνπο ζηίρνπο Τν Νν. 6 ηεο παξηηηνύξαο ηνπ Βάξβνγιε ζπκπίπηεη κε ην Πξώην Σηάζηκν (ζη. 364 θ.εμ.), έλα Largo ζε 4/4 πνπ θηλείηαη γύξσ από ηε La ειάζζνλα. Γελ επελδύνληαη κνπζηθά όιεο νη ζηξνθέο ηνπ αξρηθνύ Σηαζίκνπ. Τν β Δπεηζόδην αξρίδεη κε έλα parlando ηνπ Κνξπθαίνπ, πνπ εληζρύεηαη ξπζκηθά θαη κεισδηθά από πλεπζηά θαη έγρνξδα. Δκθαλήο θαη πινύζηνο είλαη ν ξόινο ηεο νξρήζηξαο, θαζώο ζπκκεηέρεη νιόθιεξε αδηάθνπα ζηνλ ιόγν ηνπ. Αθνινπζείηαη από έλα Allegro ζε 2/4, ζηε Si ύθεζε κείδνλα, κε θύξην ραξαθηεξηζηηθό ηα ζπαζκέλα «accords brisés», ηξίερα κεηαμύ ησλ βηνιηώλ θαη ησλ βαζπρόξδσλ. Σηνλ Χνξό θαη ηνλ Κήξπθα πξνζηίζεηαη εδώ θαη ν ιόγνο ηεο Κιπηαηκλήζηξαο. Σρεηηθά κε ην ρνξό θαη ηε θσλή ηεο Κιπηαηκλήζηξαο (εξκελεπκέλεο από ηελ Καηίλα Παμηλνύ), θξηηηθόο πνπ παξεπξέζε ζηελ παξάζηαζε κάο έρεη αθήζεη εηθόλα ζην πεξηνδηθό Το Θαύμα, 27 Μαξηίνπ 1932 όρη αθξηβώο ελνπζηώδε: Ζ Κιπηαηκλήζηξα, πνπ ππνρξεώζεθε ζηελ αξρή λα ηξαγνπδήζε θόξηε, παξνπζηάζζεθε κεηά ην έγθιεκα εληειώο αζώα Τη λα ζαο πσ γηα ην ρνξό; Γηα ηα ακεξόιεπηα απηά γεξνληάθηα, πνπ ήηαλ ζαλ απειπηζκέλνη ζπληαμηνύρνη; Πόηε ηξαγνπδνύζαλ θαη πόηε ζώπαηλαλ, κα δελ «άθνπγαλ» πνηέ, ζαλ λα ήηαλ όρη Αξγείνη, αιιά Δβξαίνη πνπ δελ μεξαλ ηε γιώζζα Ζ είζνδνο ηνπ Κήξπθα ζπλνδεύεηαη από έλα νξρεζηξηθό κέξνο 26 κέηξσλ αξθεηά γξήγνξν, κε έληνλν ξπζκηθό ραξαθηήξα θαη πςειή δπλακηθή. Τν ηξίην Δπεηζόδην ζπκπίπηεη κε ην Νν. 11 ηεο παξηηηνύξαο (Δίζνδνο Αγακέκλνλα) θαη θαηαιακβάλεηαη από έλα πνκπώδεο νξρεζηξηθό κέξνο ζηε Mi ύθεζε, κε έλα tempo εκβαηεξίνπ, κε αξθεηά δξακαηηθό θαη κεγαιόπξεπν ραξαθηήξα. Ζ νξρήζηξα ζπκκεηέρεη νιόθιεξε, ρσξίο θαλέλα όξγαλν λα έξρεηαη ζε αληίζεζε ή έζησ ζε ζεκαληηθή δηαθνξνπνίεζε. Αθνινπζεί ε απαγγειία ηεο Κιπηαηκλήζηξαο ζε πνιύ αξγή ξπζκηθή αγσγή από κνπζηθήο πιεπξάο, ζε ρακειή δπλακηθή, πνπ απμάλεηαη ζηηο παύζεηο ηνπ ιόγνπ ηεο εζνπνηνύ. Σηνλ νξρεζηξηθό επίινγν επαλαιακβάλνληαη ηα αληόληα ηξίερα ηνπ «Πξναλαθξνύζκαηνο», ζε ζκίθξπλζε ζε κηα ηξνπηθή κνξθή ηεο Do ειάζζνλνο. Τν Τξίην Σηάζηκν επελδύεηαη κε έλα κνπζηθό κέξνο ζε κέηξηα πξνο γξήγνξε ξπζκηθή αγσγή, έληνλεο αιιαγέο δπλακηθήο θαη εκθαλή πξνηίκεζε γηα ηα έγρνξδα, παξά γηα ηα πλεπζηά. Με ηηο έληνλεο απηέο δπλακηθέο έξρεηαη ζε αληίζεζε ε δηαηήξεζηο ελόο pp ζην ζηίρν «Ψάιιε ζθνπό ιππεηεξό, κα ην θαιό αο ληθά». Έρεη ήδε γίλεη αλαθνξά ζηελ αθζνλία κε ηελ νπνία ε κνπζηθή ηνπ Βάξβνγιε πιαηζίσλε ην αξραίν δξάκα πξάγκα πνπ δε θαίλεηαη λα πέξαζε νύηε θαη ηόηε απαξαηήξεην θαζώο γξάθεη ε Πολιτεία ηεο 24 εο Μαξηίνπ 1932: Τελ Παξαζθεπή είπε [ν Φώηνο Πνιίηεο] πσο ε κνπζηθή ήηαλ πνιύ εθηεηακέλε θαη ηελ εθνηζνύξεςε, θαη ηελ Κπξηαθή, πσο ν Αηζρύινο πνπ θαηαζθεύαζε ήηαλε θνπξαζηηθόο θαη ηνπ βαιε δηάιεηκκα γηα λα κπνξέζε ν θάζε πηθξακέλνο από ηνπο ζεαηάο λα βγε έμσ λα θαπλίζε έλα ηζηγαξάθη θαη λα αληιήζε λέν θνπξάγην γηα ηελ ππόινηπε παξάζηαζε. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 130

132 Ο Αγαμέμνων ηνπ Μάξηνπ Βάξβνγιε Έλα κεγάιν κέξνο ηνπ Τέηαξηνπ Δπεηζνδίνπ απαγγέιιεηαη ρσξίο κνπζηθή ππόθξνπζε. Σηνλ Χνξό πξνζηίζεηαη ε Κιπηαηκλήζηξα, θαη ε Καζζάλδξα κε ηηο πξνθεηείεο ηεο. Σηηο ηειεπηαίεο, ππάξρεη κνπζηθή πνπ θαιύπηεη νθηώ ζηίρνπο θαη ηξηάληα κνπζηθά κέηξα, όπνπ απνπζηάδνπλ ηα πλεπζηά, πνπ παξνπζηάδνληαη κόλν ζηα θαηαιεθηηθά δύν κέηξα θαη ζε ηέζζεξα κέηξα ζηε κέζε, ελώ ην επόκελν κέξνο, κε ηα γλσζηά πιένλ ηξίερα, καο επαλαθέξεη ζηε κνπζηθή ηνπ «Πξναλαθξνύζκαηνο». Πάλσ ζε ζπγρνξδίεο, ff αθνύγνληαη, εθ ησλ έζσ, νη επηθιήζεηο ηνπ Αγακέκλνλα. Οη ζπγρνξδίεο πνπ πξνεγνύληαη ηνπ ηξηήρνπ, επαλαιακβάλνληαη ηελ ώξα πνπ εκθαλίδεηαη ν Χνξόο. Γύν κέηξα ζηε La ειάζζνλα ζε αξγή ξπζκηθή αγσγή νινθιεξώλνπλ ηελ ζθελή ηνπ θόλνπ θαη νδεγνύλ ζην επόκελν κέξνο, πνπ είλαη ξπζκηθήο πθήο, κε ηξίερα πνπ ζπκπιέθνληαη ππό κνξθήλ πέλζηκνπ εκβαηεξίνπ. Αθνινπζεί έλα Allegro energico, ζην νπνίν νιόθιεξε ε νξρήζηξα ζπλνδεύεη ηα ιόγηα ηεο Κιπηαηκλήζηξαο «Δγώ θη εζύ / κε ηελ εμνπζία ζην ρέξη ζα βνιέςνπκε όια εδώ!». Τα ιόγηα αθνινπζνύληαη από έλα θαηαιεθηηθό crescendo από όιε ηελ νξρήζηξα, πνπ δηαηεξείηαη, αθνύ πέζεη ε απιαία, γηα δύν κέηξα, κε δύν έληνλεο ζπγρνξδίεο, πξνζθέξνληαο έηζη ζην κνπζηθό έξγν έλα κεγαιεηώδεο ηέινο, πνπ έξρεηαη ζε πιήξε ζπκθσλία κε ην ύθνο ηεο ηξαγσδίαο, πνπ κόιηο νινθιεξώζεθε. Ο όγθνο ηεο κνπζηθήο κηα νξρεζηξηθή παξηηηνύξα πνπ ζπλέζεζε ν Βάξβνγιεο, όρη κόλνλ εμέληζε ην ζύγρξνλν αθξναηήξην, αιιά θαη παξελόριεζε, όπσο ήδε είπακε, ηελ νκαιή πξόνδν ηεο ζθελνζεζίαο, όζν θαη ηνπ ηδίνπ ηνπ θεηκέλνπ. Γελ καο θάλεη, ινηπόλ, εληύπσζε, όηαλ δηαβάδνκε ζε θξηηηθέο ηεο επνρήο, όπσο ζηελ Πολιτεία ηεο 21 εο Μαξηίνπ 1932, όπνπ γίλεηαη ιόγνο πεξί ηεο «λεθξαλαζηάζεσο ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο», ην νπνίν εζεσξείην ηόηε από κεξηθνύο δηαλννύκελνπο σο «ππόζεζηο λεθξά», ακθηζβεηώληαο εάλ ην ζέαηξν «πθίζηαηαη πιένλ σο θαιιηηερληθή δύλακηο». Γηα ηελ αδπλακία ηνπ Αγαμέμνονος λα ζπγθηλήζεη, ν ίδηνο θξηηηθόο πξνζάπηεη επζύλεο, όρη κόλν ζηε ζθνηεηλή κεηάθξαζε θαη ηελ θαθή άξζξσζε ησλ εζνπνηώλ, αιιά θαη ζηε ζπλνδεία ηεο κνπζηθήο, γηα ηελ ππθλόηεηά ηεο. Δπίζεο, παξαδέρεηαη όηη δελ είλαη ν ίδηνο αξκόδηνο λα θξίλεη. Απνθξνύεη, θαη αξρήλ, ηε ζπλνδεία ηνπ δξάκαηνο, θαη ζπλερίδεη, κα ζα κνπ πείηε, νη αξραίνη ηελ είραλ. Δλ πάζε πεξηπηώζεη, αθνύ δελ αθνινπζνύκε ζρεδόλ ζε ηίπνηε άιιν ηελ αξρία ζθελνζεζία, γηαηί ζώλεη θαη θαιά ζα ηελ αθνινπζήζνπκε ζην ζεκείν ηνύην; Ζ νκνξθηά, ε αμία ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο ελόο δξάκαηνο ρσξίο πινθή θαη πνιιέο θνξέο ρσξίο θίλεζε είλαη ν ιόγνο. Μόλνλ ν ιόγνο. Ζ κνπζηθή ην λνζεύεη, εθηόο ηνπ όηη κε ην ζόξπβό ηεο ην θάλεη αθαηαλόεην Απιά ε ζπλνδεία ηεο κνπζηθήο, θαη ην κόλν πλεπκαηηθό αθξόακα ηνπ θεηκέλνπ (ηα 2/3 επήγαλ ρακέλα θη εμ άιινπ ν Αηζρύινο θάλεη θαηάρξεζε ζησπήο) έδηλαλ ζηελ παξάζηαζε ηε κνξθή νκηινύληνο θηλεκαηνγξάθνπ Ζ Εστία ηεο 20 ήο Μαξηίνπ, καο πιεξνθνξεί όηη, θαηά ηε δηάξθεηα ησλ δύν απηώλ σξώλ πνπ δηαξθεί ν Αγακέκλσλ ρσξίο δηαθνπή ην ζθεληθόλ ζύλνινλ δελ έραζελ νπδ επί ζηηγκήλ ηελ ελόηεηα θαη ηελ αξκνλίαλ ηνπ. Δηο ηελ επηηπρίαλ ησλ εηθόλσλ απηώλ πνπ ζπλόδεπε θάζε ηόζνλ ε απέξηηηνο θαη επράξηζηνο κνπζηθή ηνπ θ. Βάξβνγιε, Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 131

133 ΗΩΝ ΕΩΤΟΣ ζπλεηέιεζαλ πνιύ ε κεγαινπξεπήο θιίκαμ, ε απνηεινύζα ην θέληξνλ ηνπ δηαθόζκνπ θαη ηα ππέξνρα θσηηζηηθά εθθέ Θα ήην ίζσο δπλαηό λα γίλε θάπσο γνξγόηεξα ε εθηέιεζηο ησλ ρνξηθώλ δηα λα ειαηησζή θαηά δέθα ιεπηά ην κήθνο ηεο παξαζηάζεσο Τέινο, ην πεξηνδηθό Το Θαύμα γξάθεη ζην ηεύρνο ηεο 27 εο Μαξηίνπ 1932: Αιιά ην πιένλ παξάδνμν απ όια είλαη όηη ε Αηζρύιεηνο ηξαγσδία επαίρζε κε κνπζηθή ππόθξνπζε. Ο ζπλζέηεο ηεο θ. Βάξβνγιεο καο έδσζε θαη πάιη αξθεηά δείγκαηα ηεο ηθαλόηεηόο ηνπ. Ζ έκπλεπζηο όκσο λα πξνζηεζεί κνπζηθή δηα ηελ ππνβιεηηθήλ εθηέιεζηλ ηνπ έξγνπ κάο θαίλεηαη αληηαηζζεηηθή, δηόηη κέρξη ζήκεξνλ είρνκελ θόλνπο θαηά ηε δηάξθεηαλ ζεηζκνύ, θόλνπο θαηά ηε δηάξθεηαλ κηαο απηνθηλεηηζηηθήο εθδξνκήο, θόλνπο ελ βξαζκώ ςπρήο, θόλνπο κεηά ιεζηείαο, αιιά θόλνλ κε κνπζηθήλ ππόθξνπζηλ πξώηελ θνξάλ αθνύκε. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 132

134 ΑΝΓΡΙΑΝΑ ΟΥΛΔΛΔ Η επιρροή ηης ελληνικής μοσζικής παράδοζης ζηη ζκηνική μοσζική για αρταία ηραγωδία μεηά ηον Β Παγκόζμιο Πόλεμο 1 Σν αξραίν δξάκα θαηέρεη κηα εμέρνπζα θαη επηβιεηηθή ζέζε ζηελ ηζηνξία ηνπ ειιεληθνύ ζεάηξνπ. Μεηά ην ηέινο ηνπ Β Παγθνζκίνπ Πνιέκνπ θαη κε ηελ ιήμε ηνπ Δκθπιίνπ, νη δξακαηηθέο αλαπαξαζηάζεηο ζε θιεηζηά, αιιά θαη αλνηρηά αξραία ζέαηξα (Ηξσδείνπ, Λπθαβεηηνύ, Θάζνπ, Γσδώλεο, θηι.) πιεζαίλνπλ, ζπληειώληαο ζηελ αλαδσνγόλεζε ηεο ζεαηξηθήο δσήο, ηόζν ζηελ Αζήλα, όζν θαη ζηελ ππόινηπε ρώξα. 2 Η ίδξπζε ηνπ Φεζηηβάι Δπηδαύξνπ ην 1954 (ην νπνίν κνλνπσιείηαη από ην Δζληθό Θέαηξν κέρξη ην 1974), θαη ηνπ Πεηξατθνύ Θεάηξνπ ηξία ρξόληα αξγόηεξα από ηνλ Γεκήηξε Ρνληήξε, θαζώο θαη ε πινύζηα δξαζηεξηόηεηα ηνπ Θεάηξνπ Σέρλεο ζπκβάιινπλ ηδηαίηεξα ζηελ αλαβίσζε ηεο αξραίαο ηξαγσδίαο, ε νπνία πξνζθέξεη έλα εύθνξν έδαθνο γηα πεηξακαηηζκό, ηόζν ζηνλ ηνκέα ηεο ζθελνζεζίαο, όζν θαη ηεο κνπζηθήο ζύλζεζεο. Αλ θαη ε ελαζρόιεζε ησλ πεξηζζόηεξσλ Διιήλσλ ζπλζεηώλ κε ηελ κνπζηθή γηα ζέαηξν απνηειεί κηα ζίγνπξε επαγγεικαηηθή δηέμνδν, έλαο ζεκαληηθόο αξηζκόο έξγσλ δηαθξίλεηαη γηα ηελ ζνβαξή, ππεύζπλε θαη αμηόινγε πξνζέγγηζε ηεο αξραίαο ηξαγσδίαο, μεθεύγνληαο από ηα πιαίζηα κηαο απιήο κνπζηθήο ππόθξνπζεο. Σν έληνλν ελδηαθέξνλ γηα ηελ αξραία ειιεληθή γξακκαηεία, ν πξνβιεκαηηζκόο γηα ηελ ζρέζε ιόγνπ, κέινπο θαη ζθεληθήο αλαπαξάζηαζεο, θαζώο θαη γηα ηελ κνπζηθή απόδνζε ελόο αξραίνπ θιίκαηνο, ζηξέθνπλ ηνπο ζπλζέηεο ζε ιύζεηο ζπρλά πξσηόηππεο θαη θαηλνηόκεο. Η επηινγή ηεο κνπζηθήο γιώζζαο, ε ελνξρήζηξσζε θαη ν ηξόπνο κεινπνίεζεο ησλ ρνξηθώλ, νη νπνίνη εμαξηώληαη από ην πξνζσπηθό ύθνο θαη ηνπο ζηόρνπο ηνπ θάζε ζπλζέηε, ηελ ζθελνζεηηθή γξακκή ηεο παξάζηαζεο, θαζώο θαη από δηάθνξνπο παξάγνληεο ζρεηηθνύο κε ηελ ζεαηξηθή παξαγσγή, νδεγνύλ ζε ελδηαθέξνπζεο αηζζεηηθέο ηάζεηο γηα ηελ επέλδπζε αξραίαο ηξαγσδίαο πνπ αλαλεώλνπλ ηελ ζύγρξνλε κνπζηθή δεκηνπξγία. Ο ηέθαλνο Βαζηιεηάδεο αλαθέξεη ραξαθηεξηζηηθά πσο «ε ζύλζεζε κνπζηθήο γηα αξραία ηξαγσδία απνηειεί έλα θαη εμνρήλ εξγαζηήξην ηεο λενειιεληθήο κνπζηθήο», θαζώο «ε θύζε ηνπ είδνπο θαη ησλ θεηκέλσλ ππνρξεώλεη 1 Σν ελ ιόγσ ζέκα απνηειεί ηδηαίηεξε πξνβιεκαηηθή ηεο ππό εθπόλεζε δηδαθηνξηθήο δηαηξηβήο ηεο γξάθνπζαο, κε ζέκα «Η ζθεληθή κνπζηθή γηα αξραία ηξαγσδία ζηελ Διιάδα θαη ηελ Γαιιία, », όπνπ ν αλαγλώζηεο ζα κπνξεί ζύληνκα λα αλαηξέμεη γηα πεξηζζόηεξεο πιεξνθνξίεο. 2 Αιίθε Μπαθνπνύινπ-Υσιο, «Διιάδα,» ζην Σο αρταίο ελληνικό θέαηρο επί ζκηνής. Εγτειρίδιο για ηις παραζηάζεις ηοσ αρταίοσ δράμαηος ζηην κλαζική εποτή και ζηοσς νεόηεροσς τρόνοσς, επηκ. J. Michael Walton, κηθξ. Καηεξίλα Αξβαλίηε, Βίθπ Μαληέιε (Αζήλα: Διιεληθά Γξάκκαηα, 2007),

135 ΑΝΓΡΙΑΝΑ ΟΤΛΔΛΔ πεξηζζόηεξν από θάζε άιιν είδνο, ζηελ θαιιηέξγεηα ηδησκάησλ κε βαζηέο ξίδεο θαη, γηαηί όρη, ζε βήκαηα πξνο ηελ αλίρλεπζε κηαο βαζύηεξεο νπζίαο ηεο ειιεληθήο κνπζηθήο». 3 Ξερσξίδνληαο από έλα επξύ θάζκα αληηιήςεσλ θαη ηερλνηξνπηώλ πνπ πξνζδηνξίδεη ηα ζθεληθά έξγα, ε ρξήζε ζηνηρείσλ ηεο ειιεληθήο παξάδνζεο (βπδαληηλό κέινο δεκνηηθό ηξαγνύδη), ζε ζπλδπαζκό κε έλα ζύγρξνλν κνπζηθό ιεμηιόγην θαη πξσηνπνξηαθέο ηερληθέο, απνηειεί κηα εμαηξεηηθά ελδηαθέξνπζα πξόηαζε εθ κέξνπο ζπλζεηώλ όπσο ν Ι. Ξελάθεο, ν Γ. Κνπξνππόο, ν Μ. Αδάκεο, ν Μ. Θενδσξάθεο, ν Γ. Υξήζηνπ, ν Θ. Αλησλίνπ, ν Γ. Γξαγαηάθεο, θ.ά. Η πεπνίζεζε όηη επηβηώλνπλ ξπζκηθά θαη δνκηθά ζηνηρεία ηεο αξραίαο ειιεληθήο κνπζηθήο ζηελ παξαδνζηαθή θαζηζηά πην ειθπζηηθή ηελ άληιεζε ραξαθηεξηζηηθώλ από ην βπδαληηλό άζκα θαη ην δεκνηηθό ηξαγνύδη, γηα ηελ κνπζηθή ζπλνδεία κηαο αξραίαο ηξαγσδίαο. Δπηπιένλ, ε δεκνηηθή θαη ε βπδαληηλή κνπζηθή ζεσξείηαη ζπρλά πην ηθαλή λα ελζπκίζεη ην αξραίν παξειζόλ ζε ζρέζε κε ηελ δπηηθή. Ο Μίθεο Θενδσξάθεο, ππνζηεξίδνληαο ηελ κνπζηθή αλαδήηεζε ζηνλ λενειιεληθό ήρν, πνπ ππνδεηθλύεηαη άιισζηε από ηελ κεηάθξαζε ησλ αξραίσλ θεηκέλσλ ζηνλ λενειιεληθό ιόγν, ππνγξακκίδεη: Ο νεοελληνικός ήτος ιέγεηαη ππό ηελ έλλνηα όηη παίξλνπκε ηελ πεκπηνπζία ηεο παξάδνζήο καο, ε νπνία ζην θάησ θάησ έξρεηαη από ην Βπδάληην θαη ηελ αξραηόηεηα, ζεσξεηηθά ηνπιάρηζηνλ, θαη έηζη ν νεοελληνικός ήτος δελ είλαη πνιύ καθξηά από ηνλ αξραίν, βξίζθνληαη ζην ίδην θιίκα. 4 Με αθνξκή ηελ κνπζηθή γηα ηελ παξάζηαζε ηεο Ορέζηειας ζε ζθελνζεζία Αιέμε νινκνύ (Τςειάληε, Μίζζηγθαλ, 1965), ν Γηάλλεο Ξελάθεο εθζέηεη ηηο αληηιήςεηο ηνπ γηα ηελ κνπζηθή πνπ αξκόδεη ζε κηα ζύγρξνλε παξάζηαζε αξραίαο ηξαγσδίαο ζην θείκελν ηνπ «Αξραηόηεηα θαη ζύγρξνλε κνπζηθή» (γαιιηθή δεκνζίεπζε, 1966). Θεσξεί αθαηάιιειε νπνηαδήπνηε ηνληθή ή αηνληθή κνπζηθή ηνπ ηύπνπ ηεο ζεηξατθήο γηα λα εθθξάζεη ην αξραίν δξάκα, θαζώο είλαη ραξαθηεξηζηηθέο ζπγθεθξηκέλσλ επνρώλ ην ηδίσκα ζπλζεηώλ όπσο ηνπ Wagner ή ηνπ Schoenberg δελ κπνξεί λα ζπκβηβαζηεί κε ην αθνπζηηθό αίζζεκα ηεο αξραηόηεηαο. 5 Καηά ζπλέπεηα πξνηείλεη ηελ αλαδήηεζε ζε άιιεο κνπζηθέο θαη αλαθέξεη: Μήπσο ε αξραηόηεηα άθεζε δσληαλέο παξαδόζεηο; Πξέπεη λα αληιήζνπκε από απηέο ηηο πεγέο; Πνηα είλαη ηα ραξαθηεξηζηηθά ηεο; Μεξηθέο από ηηο αξραίεο παξαδόζεηο θαίλεηαη πσο δνπλ αθόκε ζε νξηζκέλεο ειιεληθέο δεκνηηθέο κνπζηθέο θαη ζε άιιεο ηεο ρεξζνλήζνπ ηνπ Αίκνπ, θαζώο θαη ηεο Μηθξάο Αζίαο θαη ηεο Κύπξνπ, όπσο επίζεο θαη ζην βπδαληηλό άζκα. Ιδνύ ινηπόλ θιίκαηα πην θνληά ζην αξραίν. 6 Αληηδξώληαο ζε νπνηαδήπνηε πξνζπάζεηα αξραηνινγηθήο αλαζηήισζεο θαη πηζηεύνληαο ζπρλά πσο ν Έιιελαο κνπζηθόο είλαη πιεζηέζηεξνο ζην αξραίν δξάκα από νπνηνλδήπνηε άιινλ 3 ηέθαλνο Βαζηιεηάδεο, «Η κνπζηθή ζην αλαβησκέλν θαηά ηελ επνρή καο αξραίν δξάκα,» ζην σνοδεσηικά κείμενα: ελληνική μοσζική και τορός ΕΛΠ 40: ηέτνες ΙΙ: επιζκόπηζη ελληνικής μοσζικής και τορού, επηκ. ηέθαλνο Βαζηιεηάδεο (Πάηξα: ΔΑΠ, 2003), Αζηέξεο Κνύηνπιαο, Ο μοσζικός Θεοδωράκης: κείμενα, εργογραθία, κριηικές ( ) (Αζήλα: Νέα ύλνξα Ληβάλε, 1998), Ιάλλεο Ξελάθεο, Κείμενα περί μοσζικής και αρτιηεκηονικής, επηκ. Μάθεο νισκόο, κηθξ. Σίλα Πιπηά (Αζήλα: Δθδόζεηο Φπρνγηόο, 2001), Ό. π. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 134

136 Η επηξξνή ηεο ειιεληθήο κνπζηθήο παξάδνζεο ζηε ζθεληθή κνπζηθή γηα αξραία ηξαγσδία (ραξαθηεξηζηηθέο απόςεηο ηνπ Αλησλίνπ θαη ηνπ Θενδσξάθε), 7 νη Έιιελεο ζπλζέηεο ζπλδπάδνπλ θαη αθνκνηώλνπλ δνκηθά ραξαθηεξηζηηθά ηεο βπδαληηλήο θαη δεκνηηθήο κνπζηθήο (ηεηξάρνξδα, κνλσδία, εηεξνθσλία, ηζνθξάηεο, ξπζκόο, θηι.) ζηελ πξνζσπηθή κνπζηθή ηνπο γιώζζα, μεθεύγνληαο από ηελ ζπρλή λννηξνπία ηνπ δπηηθνύ ηύπνπ ελαξκόληζεο ιατθώλ κεισδηώλ ησλ ζπλζεηώλ ηεο Δζληθήο ρνιήο. Η επηξξνή ηεο ειιεληθήο παξάδνζεο δηαθαίλεηαη ζηελ ελνξγάλσζε, ζηελ κεισδηθή αλάπηπμε θαη ην ξπζκό, ζηελ ζρέζε κεηαμύ κνπζηθήο θαη θεηκέλνπ, ηόζν ζε επίπεδν ζπλεηδεηήο δεκηνπξγίαο, όζν θαη ζε επίπεδν αλάιπζεο θαη πξόζιεςεο ηνπ ζθεληθνύ έξγνπ. Η επηινγή νξγάλσλ όπσο ην ζαληνύξη, ην θιαξίλν, ε θινγέξα, ην ζνπξαύιη, ν δνπξλάο, ε θηζάξα, ην ληανύιη θαη ν ζπλδπαζκόο ηνπο κε άιια ηππηθά ηεο δπηηθήο (ράιθηλα θαη μύιηλα πλεπζηά, έγρνξδα) ή εμσεπξσπατθήο κνπζηθήο (μπιόθσλν, καξίκπα, γθνλγθ, θηι.), ή αθόκα θαη κε ειεθηξνληθνύο ήρνπο έρεη σο απνηέιεζκα ηελ δεκηνπξγία λέσλ θαη αζπλήζηζησλ ερνρξσκάησλ. Δηδηθόηεξα, ν Αδάκεο ρξεζηκνπνηεί ζηα πεξηζζόηεξα έξγα ηνπ δηάθνξα παξαδνζηαθά όξγαλα, όπσο ην ληανύιη ζηνλ Ορέζηη (1971), ζνπξαύιη, βιάρηθε θινγέξα, ηζακπνύλα ζηελ Ιθιγένεια εν Ασλίδι (1970), ηα νπνία ζπλδπάδεη κε κνλαδηθό ηξόπν κε δηάθνξεο καγλεηνηαηλίεο. ηα πιαίζηα απηήο ηεο παξάζηαζεο θαη ζε άξζξν ζηελ εθεκεξίδα Σα Νέα (Ινύληνο, 1970), ν ζπλζέηεο αλαθέξεη ραξαθηεξηζηηθά: Ννκίδσ όηη είλαη ε πξώηε θνξά ζηελ επνρή καο, πνπ ειιεληθά κνπζηθά όξγαλα, κε καθξαίσλε ηζηνξία, όπσο ε βιάρηθε θινγέξα, ην ζνπξαύιη θαη ε ηζακπνύλα, ρξεζηκνπνηνύληαη ζαλ ερεηηθέο πεγέο ζηε ζύλζεζε κνπζηθήο γηα αξραία ηξαγσδία. 8 Σελ ηδέα λα ρξεζηκνπνηήζσ απηά ηα κνπζηθά όξγαλα, κνπ ηελ έδσζαλ νξηζκέλνη ζηίρνη ηνπ Δπξηπίδε από ην α θαη γ ζηάζηκν, όπνπ αλαθέξνληαη ηα ζνπξαύιηα, ε θινγέξα θαη ηα θαιάκηα. Η ζπιινγή ηέηνησλ νξγάλσλ, ηεο Γέζπνηλαο Μαδαξάθε, κηα ζπιινγή από θινγέξεο, ζνπξαύιηα θαη ηζακπνύλεο, πνπ πξνέξρνληαη από δηάθνξα κέξε ηεο Διιάδνο, κε βνήζεζε λα πξαγκαηνπνηήζσ ηελ ηδέα κνπ απηή. Δάλ ζ απηά ηα κνπζηθά όξγαλα πξνζζέζνπκε ην όκπνε, πνπ ην ερόρξσκα πιεζηάδεη, πεξηζζόηεξν από θάζε άιιν ζύγρξνλν όξγαλν, ηνλ αξραίν απιό, επίζεο δηάθνξα θξνπζηά όξγαλα, θπξίσο μύιηλα, κεξηθά από ηα νπνία θαηαζθεύαζα κόλνο κνπ θαη αθόκε έλα ειεθηξνληθό κνπζηθό εξγαζηήξη κε δπλαηόηεηα δηακνξθώζεσο θαη κεηαζρεκαηηζκό ησλ ήρσλ, έρνπκε ηελ πιήξε εηθόλα ησλ κνπζηθώλ νξγάλσλ θαη κέζσλ πνπ ρξεζηκνπνίεζα γηα ηελ κνπζηθή επέλδπζε ηεο Ιθιγενείας. 9 ηνλ Ρήζο (1968) ηνπ Κνπξνππνύ, ην ζαληνύξη, ην θιαξίλν, ε θινγέξα θαη ε θηζάξα πνπ θαλεξώλεη ηελ αλακελόκελε επίδξαζε ηεο κνπζηθήο ησλ Δπηαλήζσλ, ιόγσ ηεο θαηαγσγήο ηνπ ζπλζέηε (Κεθαιινληά), επηιέγνληαη θπξίσο γηα ηελ κνπζηθή ησλ ρνξηθώλ, αιιά ζπλδπάδνληαη επίζεο κε κίμεηο θαη κεηακνξθώζεηο ήρσλ πεξηβάιινληνο, θσλήο, θξνπζηώλ νξγάλσλ, θηι., κε ειεθηξνληθά κέζα. 10 Δπίζεο, ν Αλησλίνπ γηα ηνλ Οιδίποδα επί Κολωνώ (1975) ρξεζηκνπνηεί ην θιαξίλν, ην ζαληνύξη, 11 ην νπνίν έρεη ζπρλά έλα ζνιηζηηθό ξόιν θαη ηηο θακπάλεο, καδί κε ειεθηξνληθά επεμεξγαζκέλνπο ήρνπο 7 Μίθεο Θενδσξάθεο, Για ηην Ελληνική μοσζική (Αζήλα: Δπηζεώξεζε Σέρλεο, 1961), Θεόδσξνο Αλησλίνπ, «Γξάθνληαο κνπζηθή γηα ην αξραίν δξάκα,» επηκ. Κ. Α. Λπγλόο, Ανηίθωνον 11 (2005): Σν ζνπξαύιη ρξεζηκνπνηείηαη ήδε από ηνλ Ξελάθε γηα ηηο Ικέηιδες ην 1964, πνπ παξνπζηάδνληαη, όπσο θαη ε Ιθιγένεια εν Ασλίδι, ζε ζθελνζεζία Αιέμε νινκνύ. Μπνξνύκε λα ππνζέζνπκε επηπιένλ κηα έκκεζε ίζσο επηξξνή από ηηο νξγαληθέο επηινγέο ηνπ Ξελάθε. 9 «M. Αδάκεο: Κη ν Δπξηπίδεο κηιάεη γηα θινγέξα,» Σα Νέα, 18 Ινπλίνπ Αλδξηάλα νπιειέ, «Η κνπζηθή γηα ην αξραίν ειιεληθό δξάκα. Μηα ζπλέληεπμε κε ηνλ ζπλζέηε Γεώξγην Κνπξνππό,» Πολσθωνία 7 (Φζηλόπσξν 2005): Ιάθσβνο Κνληηόπνπινο, «Η κνπζηθή ηνπ Θεόδσξνπ Αλησλίνπ ζην αξραίν δξάκα,» (αλαθνίλσζε ζηελ Ηκεξίδα ηνπ Κέληξνπ Έξεπλαο θαη Πξαθηηθώλ Δθαξκνγώλ ηνπ Αξραίνπ Διιεληθνύ Γξάκαηνο-Γεζκνί, Αηζρύιεηα 2005, «Σν ζύγρξνλν κέινο ζηα ρνξηθά ηνπ Αηζρύινπ», Διεπζίλα, επηέκβξηνο 2005). Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 135

137 ΑΝΓΡΙΑΝΑ ΟΤΛΔΛΔ δεκηνπξγώληαο κηα ζθεληθή κνπζηθή ηδηαίηεξα ππνβιεηηθή. Δκπνηηζκέλνο από ηελ κνπζηθή ηεο Ηπείξνπ, πνπ απνηειεί άιισζηε ηδηαίηεξε παηξίδα ηνπ, ν Γξαγαηάθεο γξάθεη ζπρλά δεκνηηθόηξνπεο κεισδίεο γηα ην ζαληνύξη θαη ην θιαξίλν ζε ζπλδπαζκό κε ην όκπνε ζηελ Ανηιγόνη (1969), θαζώο θαη ζνιηζηηθά κέξε, ηα νπνία ζπλνδεύνπλ δηαθξηηηθά ην κνλαδηθό ηξαγνύδη ηνπ ρνξνύ ζην ηξίην ζηάζηκν. Δπηπιένλ, ν Ξελάθεο ρξεζηκνπνηεί ην ζνπξαύιη γηα λα δίλεη ηνλ ηόλν ζηα ηξαγνύδηα ησλ Ικεηίδων (1964), 12 θαζώο θαη γηα πξώηε θνξά μύιηλα θαη κεηαιιηθά ζήκαληξα (όξγαλν πνπ αληηθαζηζηά ζπρλά ζηα κνλαζηήξηα ηνλ ξόιν ηεο θακπάλαο γηα ηελ ζήκαλζε ηεο ιεηηνπξγίαο ζηελ Οξζόδνμε Δθθιεζία), ηόζν ζηηο Ικέηιδες, όζν θαη ζηελ Ορέζηεια. Η απξνζδόθεηε επηινγή ηνπο εμεγείηαη πεξηζζόηεξν από ην έληνλν ελδηαθέξνλ ηνπ Ξελάθε γηα ηελ ξπζκηθή εθηέιεζή ηνπο, 13 παξά ηελ όπνηα ζξεζθεπηηθή ρξνηά ή έκκεζε ζύλδεζή ηνπο κε ηελ νξζόδνμε ιεηηνπξγία θαη θαη επέθηαζε κε ηελ βπδαληηλή κνπζηθή. Ο ξόινο ηνπο έγθεηηαη ηόζν ζε κηα απιή θαη δηαξθή ξπζκηθή ζπλνδεία, όζν θαη ζηε δεκηνπξγία ερεηηθώλ ζύλλεθσλ, ζε ζθελέο απνθαζηζηηθέο γηα ηελ εμέιημε ηεο δξάζεο (ιόγνπ ράξε, ε δνινθνλία ηνπ Αίγηζζνπ, Χοηθόροι, η. 825, 855, 869). Από ηα δηάθνξα αληηπξνζσπεπηηθά όξγαλα ηεο δεκνηηθήο κνπζηθήο δηαθόξσλ πεξηνρώλ (Ήπεηξνο, Δπηάλεζα, Μαθεδνλία, Θξάθε, θηι.), ην ζαληνύξη θαίλεηαη λα παίδεη έλα ζεκαληηθό ξόιν ζηελ ζθεληθή κνπζηθή απηήο ηεο πεξηόδνπ, θαζώο πξνηηκάηαη ηδηαίηεξα, ράξε ζην ερόρξσκά ηνπ, ηελ κεγάιε δπλακηθή θαη ηε δπλαηόηεηα ρξσκαηηθήο εθηέιεζεο, ζε έξγα όπσο νη Πέρζες ηνπ Υξήζηνπ (1965), νη Ηρακλείδες (1970) ηνπ Γξαγαηάθε, νη Σρωάδες (1965) ηνπ Θενδσξάθε, νη Επηά επί Θήβας (1968) ηνπ Αδάκε, θηι. Η πξσηόηππε απηή ελνξγάλσζε κε παξαδνζηαθά όξγαλα πξνζθέξεη έλαλ ειιεληθό ραξαθηήξα ζηελ κνπζηθή γηα ηξαγσδία. Η ζπλέλσζή ηνπο κε όξγαλα δπηηθήο ή κε κνπζηθήο, θαζώο θαη κε ειεθηξνληθνύο ήρνπο, ζπληζηά κηα λεσηεξηζηηθή πξόηαζε, εθ κέξνπο ελόο ζεκαληηθνύ αξηζκνύ ζπλζεηώλ, πνπ εκπινπηίδεη ηελ ειιεληθή κνπζηθή έθθξαζε. ε επίπεδν κεισδηθήο θαη ξπζκηθήο δνκήο, ε ηξνπηθόηεηα, ε ρξήζε δηαηνληθώλ, ρξσκαηηθώλ θαη ελαξκόλησλ ηεηξαρόξδσλ, ε ηππηθή ρξήζε ηνπ ηξηεκηηνλίνπ, ην κνλνθσληθό ή εηεξνθσληθό ηξαγνύδη (ζπρλά ρσξίο νξγαληθή ζπλνδεία), ν ηζνθξάηεο, νη ζύλζεηνη ξπζκνί (9/8, 8/8, 5/8, 7/8), απνηεινύλ ραξαθηεξηζηηθά ζηνηρεία απηήο ηεο θνιθινξηθήο ηάζεο. πγθεθξηκέλα, ηα ρνξηθά κέξε ζηηο Ικέηιδες ηνπ Ξελάθε απνθαιύπηνπλ θπξίσο δηαηνληθέο δίθσλεο κεισδίεο ζπιιαβηθνύ ζηπι, όπνπ ζπρλά ε κηα θσλή έρεη ξόιν ηζνθξάηε (1 ε ζηξνθή, 1 ν ζηάζηκν, ζη. 524). ηελ δε Ορέζηεια, ε κεινπνίεζε ρνξηθώλ γηα δύν θσλέο πνπ αλαπηύζζνληαη ζπρλά ζε δηαζηήκαηα ηόλνπ κε θαηαιήμεηο ζε δηάζηεκα ηέηαξηεο (η. 1513, Αγαμέμνων, η. 783, Χοηθόροι, η. 321, Εσμενίδες), ζπκίδνπλ ηελ δνκή ησλ πνιπθσληθώλ ηξαγνπδηώλ ηεο Ηπείξνπ, ζηελ νπνία αλαθέξεηαη ν Ξελάθεο ζην θείκελό ηνπ «Πξνβιήκαηα Διιεληθήο Μνπζηθήο ύλζεζεο» (1955), 14 δεκνζηεπκέλν ζην πεξηνδηθό Επιθεώρηζη Σέτνης. Άιινη ζηίρνη εκθαλίδνπλ κεισδίεο ζε παξάιιειεο ηέηαξηεο (η , Αγαμέμνων, παξάδεηγκα 1 ν ), 12 Αιέμεο νινκόο, Σι προς Διόνσζον: ζημειώζεις γύρω απ ηην αρταία ελληνική ηραγωδία (Αζήλα: Γίθξνο, 1972), Ιάλλεο Ξελάθεο, Κείμενα περί μοσζικής και αρτιηεκηονικής, επηκ. Μάθεο νισκόο, κηθξ. Σίλα Πιπηά (Αζήλα: Δθδόζεηο Φπρνγηόο, 2001), Η κηα θσλή έρεη ηελ κεισδία, ελώ ε άιιε ηξαγνπδάεη ηελ ππνηνληθή κε πηώζεηο ζηελ θαζαξή ηέηαξηε από θάησ ή κε αλεβάζκαηα θαηαιεθηηθά ζηελ ηνληθή. Ό.π., Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 136

138 Η επηξξνή ηεο ειιεληθήο κνπζηθήο παξάδνζεο ζηε ζθεληθή κνπζηθή γηα αξραία ηξαγσδία εθδειώλνληαο κηα πηζαλή επίδξαζε ηεο κνπζηθήο ηνπ Δύμεηλνπ Πόληνπ, ηελ νπνία πεξηγξάθεη ν Ξελάθεο ππνγξακκίδνληαο ην παίμηκν ηεο ιύξαο «ζε παξάιιειεο ηέηαξηεο ή θαη πέκπηεο θάησ από ηελ κεισδία». 15 Δπίζεο, ε εθηεηακέλε ρξήζε κηθξνδηαζηεκάησλ, θπξίσο ηέηαξηα ηνπ ηόλνπ, καξηπξνύλ κηα ζρέζε κε ην ελαξκόλην ηεηξάρνξδν. Ιδηαίηεξα, ην ηζόρξνλν θαη ζπιιαβηθό ηξαγνύδη πάλσ ζε κηα λόηα (ηζνθξάηεο) κεηαμύ ρνξνύ θαη θνξπθαίνπ (η , Αγαμέμνων, παξάδεηγκα 2 ν ) απνθαιύπηεη ηελ έκπλεπζε από ην βπδαληηλό άζκα θαη ην είδνο αθήγεζεο ηεο θαηαινγήο (ρσξίο ζπλνδεία), πνπ παξαπέκπεη ζην παιαηνβπδαληηλό ζηπι ζύκθσλα κε ηνλ Ξελάθε. 16 Φαικσδίεο κε ραξαθηεξηζηηθά ζηνηρεία ηνλ ηζνθξάηε, ην ζπιιαβηθό θαη ηζόρξνλν ζηπι, ηελ επαλάιεςε κεισδηθώλ θαη ζπρλά ρξσκαηηθώλ κνηίβσλ κε πεξηνξηζκέλε έθηαζε (ηξίηεο, ηέηαξηεο ή πέκπηεο) αλάκεζα ζε δύν νκάδεο ρνξεπηώλ, ζπλζέηεη θαη ν Υξήζηνπ ζηνπο Πέρζες 17 ηελ ίδηα ρξνληθή πεξίνδν, γεγνλόο πνπ απνθαιύπηεη θνηλά ζεκεία κε ηελ κνπζηθή ηνπ Ξελάθε. Η θεκηζκέλε ζθελή ηεο επίθιεζεο ηνπ Γαξείνπ (2 ν ζηάζηκν, παξάδεηγκα 3 ν ) μεθηλά κε κηα ρξσκαηηθή επαλαιεπηηθή κεισδηθή θξάζε ζπιιαβηθνύ θαη ηζόρξνλνπ ραξαθηήξα πάλσ ζην ηεηξάρνξδν ια-ξε, κε ραξαθηεξηζηηθά δηαζηήκαηα ηηο ειαηησκέλεο ηέηαξηεο (ια δίεζε-ξε) θαη πέκπηεο (ια δίεζε-κη ύθεζε), ε νπνία εξκελεύεηαη αξγά, κε ηεξαηηθό ηξόπν από ηνλ ζύζζσκν ρνξό ησλ Πεξζώλ θαη ηελ δηαθξηηηθή ζπλνδεία ηνπ ηακ-ηακ. Δπίζεο, ην ζξελεηηθό, επαλαιεπηηθό θαη ζρεδόλ κνλόηνλν ηξαγνύδη ηνπ ρνξνύ γηα ηνλ ρακό ηνπ πεξζηθνύ ζηξαηνύ (3 ν ζηάζηκν), όπνπ ε θύξηα ιηηή κεισδία (έθηαζε ηξίηεο κηθξήο, ζη-ξε) θαη ν ηζνθξάηεο ελαιιάζζνληαη επίκνλα αλάκεζα ζηηο νκάδεο ησλ ρνξεπηώλ θαλεξώλεη ηελ επίδξαζε ηνπ βπδαληηλνύ κέινπο. Ο Υξήζηνπ ρξεζηκνπνηεί ήδε ζηηο πξώηεο ηνπ ζθεληθέο κνπζηθέο γηα ηηο παξαζηάζεηο ηνπ Αιέμε Μηλσηή θαη θπξίσο ζηα ρνξηθά κέξε κηα πην απιή γιώζζα, ζύκθσλα κε ηνλ ίδην «πξνέθηαζε ζηελ βπδαληηλή κνπζηθή», 18 όζνλ αθνξά ζηνλ Προμηθέα Δεζμώηη (1963) θαη «θακσκέλε κε ζηνηρεία ηεο Διιεληθήο παξαδώζεσο», 19 όζνλ αθνξά ζηνλ Αγαμέμνονα (1965), γηα λα ηαηξηάδεη κε ηελ όιε ζθελνζεηηθή γξακκή. 15 Ό. π. 16 Ιάλλεο Ξελάθεο, «Notes sur la Suite de l Orestie,» δαθηπινγξαθεκέλν θείκελν, dossier 13/7-A4, Αξρείν Ιάλλε Ξελάθε, Δζληθή Βηβιηνζήθε ηεο Γαιιίαο. 17 Anna-Martine Lucciano, Jani Christou: the works and temperament of a Greek composer, κηθξ. Catherine Dale (Amsterdam: Harwood Academic Publishers, 2000), Γεώξγηνο Πειηρόο, «Η κνπζηθή ηνπ Προμηθέως κε ηε βνήζεηα ηνπ ελζηίθηνπ,» Σα Νέα, 20 Μαΐνπ Υεηξόγξαθν θείκελν ηνπ ζπλζέηε γηα ηελ κνπζηθή ηνπ Αγαμέμνονα, Αξρείν Γηάλλε Υξήζηνπ, Αζήλα. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 137

139 ΑΝΓΡΙΑΝΑ ΟΤΛΔΛΔ Παξάδεηγκα 1 ν : Ορέζηεια (Αγαμέμνων), η. 688, (κ ). Παξάδεηγκα 2 ν : Ορέζηεια (Αγαμέμνων), η. 176, (κ ). Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 138

140 Η επηξξνή ηεο ειιεληθήο κνπζηθήο παξάδνζεο ζηε ζθεληθή κνπζηθή γηα αξραία ηξαγσδία Παξάδεηγκα 3 ν : Πέρζες, 2 ν ζηάζηκν. Έλα πην έληνλν παξαδνζηαθό ρξώκα πξνβάιινπλ νη ζπλζέζεηο ηνπ Γξαγαηάθε γηα ηελ Ανηιγόνη, ηνπ Θενδσξάθε γηα ηηο Φοίνιζζες θαη ηνπ Κνπξνππνύ γηα ηνλ Ρήζο, εκπλεπζκέλεο θπξίσο από ην δεκνηηθό ηξαγνύδη. Οη ρξσκαηηθέο ζύληνκεο κεισδηθέο γξακκέο πνπ βαζίδνληαη θπξίσο πάλσ ζε ηεηξάρνξδα (Δηζαγσγή, κ ), νη δηάθνξεο appogiatures, ν ηζνθξάηεο θαη νη ζπρλέο ζπλερήζεηο δηαζηεκάησλ ηέηαξηεο, ηα κέηξα 7/8 θαη 5/8, ην ηξηεκηηόλην (4 ν ζηάζηκν, κ. 2-6), ραξίδνπλ κηα ηδηαίηεξα κειαγρνιηθή θαη ζπρλά βνπθνιηθή ρξνηά ζηελ κνπζηθή ηεο Ανηιγόνης ηνπ Γξαγαηάθε. Υαξαθηεξηζηηθό απόζπαζκα απνηειεί ην ηξίην ζηάζηκν κε ην ηξαγνύδη ηνπ ρνξνύ γηα ηνλ έξσηα ζπλνδεύεηαη πεξηζηαζηαθά από ηνλ ηζνθξάηε πνπ εθηεινύλ ην ζαληνύξη θαη ην θιάνπην, ελώ δηαθόπηεηαη από ηα ρξσκαηηθά κνηίβα ηνπ θιαξίλνπ θαη ηηο ζπλερήζεηο δηαζηεκάησλ ηέηαξηεο από ην ζαληνύξη (παξάδεηγκα 4 ν ). Απνθαιύπηεη έληνλα ηελ επηξξνή ηεο δεκνηηθήο κνπζηθήο, ε νπνία εθθξάδεηαη κε πνιύ θπζηθό ηξόπν θαη ζπλδπάδεηαη ηαπηόρξνλα κε έλα ζύγρξνλν κνπζηθό ηδίσκα, δηάθσλν θαη ζπρλά αηνληθό, έθδειν, ηόζν ζηελ ζθεληθή κνπζηθή, όζν θαη ζην γεληθόηεξν έξγν ηνπ Γξαγαηάθε. 20 Δπηπιένλ, ν Κνπξνππόο ζπλζέηεη γηα ηνλ Ρήζο κνπζηθά ζέκαηα πάλσ ζε ηεηξάρνξδα, ζε παξάιιειεο ηέηαξηεο ή πέκπηεο, πεληαηνληθέο θιίκαθεο θαη ξπζκνύο ζε 9/8, 8/8 (1 ν ζηάζηκν, παξάδεηγκα 5 ν ). ην ηξίην ζηάζηκν ηεο ηξαγσδίαο, όπνπ αιιάδνπλ νη λπρηεξηλέο θξνπξέο ζηνλ ζηξαηό ησλ Σξσάδσλ θαηά ηε δηάξθεηα ηεο λύρηαο θαη ην μεκέξσκα πιεζηάδεη, ν Κνπξνππόο επηηπγράλεη κε αξθεηά εύζηνρν ηξόπν λα δεκηνπξγήζεη κηα πνηκεληθή αηκόζθαηξα, ράξε ζηηο ζνιηζηηθέο κεισδηθέο γξακκέο ηνπ πίθνιν θιάνπηνπ πνπ κνηάδνπλ κε θειάεδηζκα πνπιηώλ, ηνπ όκπνε θαη ηεο θινγέξαο, ηηο ζπγρνξδίεο ζε δηαζηήκαηα ηέηαξηεο θαη πέκπηεο από ην ζαληνύξη θαη 20 Μαγδαιελή Καινπαλά, «Γεκήηξεο Γξαγαηάθεο, ε δηάδνζε θαη ε πξόζιεςε ηνπ έξγνπ ηνπ,» Μοσζικής Πολύηονον 19 (2006): Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 139

141 ΑΝΓΡΙΑΝΑ ΟΤΛΔΛΔ ηελ θηζάξα, θαζώο θαη ηεο καγλεηνηαηλίαο πνπ αλαπαξάγεη ήρνπο ηεο ππαίζξνπ (θνπδνύληα δώσλ, θηι.), (παξάδεηγκα 6 ν ). Παξάδεηγκα 4 ν : Ανηιγόνη, 3 ν ζηάζηκν (ζαληνύξη θαη θιαξίλν, κ ). Παξάδεηγκα 5 ν : Ρήζος, 1 ν ζηάζηκν (κ ). Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 140

142 Η επηξξνή ηεο ειιεληθήο κνπζηθήο παξάδνζεο ζηε ζθεληθή κνπζηθή γηα αξραία ηξαγσδία Παξάδεηγκα 6 ν : Ρήζος, 3 ν ζηάζηκν, (κ.8-14). Όζνλ αθνξά ζηηο Φοίνιζζες, ε κνπζηθή ηνπ Θενδσξάθε καξηπξά ηελ επηβιεηηθή ζέζε ηεο κεισδίαο, ηελ ρξήζε δηαηνληθώλ θαη ρξσκαηηθώλ ηεηξαρόξδσλ (1 ε ζηξνθή, πάξνδνο), ηνπο ηζνθξάηεο, ηνπο ειιεληθνύο ξπζκνύο (9/8). Σν ηξίθσλν ηξαγνύδη ηνπ ρνξνύ «Ιεξέ Γξπκέ» ζην δεύηεξν ζηάζηκν δεκηνπξγεί αθόκα πεξηζζόηεξν έλα θνιθινξηθό θιίκα, θαζώο αλαπηύζζεηαη ζε Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 141

143 ΑΝΓΡΙΑΝΑ ΟΤΛΔΛΔ παξάιιειεο ηέηαξηεο θαη πέκπηεο (παξάδεηγκα 10 ν ) θαη κε βάζε ην δηαηνληθό ηεηξάρνξδν ξε-λην-ζηια. Σν ηεηξάρνξδν απνηειεί αξρηθά κεισδηθό θαη ζηε ζπλέρεηα δνκηθό ππξήλα ηεο κνπζηθήο ηνπ Θενδσξάθε, γεγνλόο πνπ θαλεξώλεη ηελ ζεκαληηθή επηξξνή ηεο παξαδνζηαθήο κνπζηθήο. Ο ίδηνο αλαθέξεηαη ζε θείκελα ηνπ ηδηαίηεξα ζην ηεηξάρνξδν ξε-λην-ζη-ια, ζην νπνίν βαζίδνληαη πνιιά δεκνηηθά ηξαγνύδηα. 21 Οη Φοίνιζζες, όπνπ ν ζπλζέηεο ζπλδπάδεη ηνληθά, ηξνπηθά, αιιά θαη αηνληθά, ζεηξατθά ζηνηρεία εθαξκόδνληαο ηελ δηθή ηνπ ζεσξία ησλ ηεηξαρόξδσλ (βαζηζκέλε ζην δσδεθαθζνγγηθό ζύζηεκα), 22 απνηεινύλ έλα κεηαβαηηθό ζηάδην πξνο ηελ ιατθή κνπζηθή θαη ην ηξαγνύδη ηξαλή απόδεημε ζπληζηά γηα ηνλ ίδην ην ελ ιόγσ ρνξηθό. 23 ρνιηάδνληαο απηή ηελ νπζηαζηηθή αιιαγή ζηελ ζπλζεηηθή ηνπ πνξεία (ζε ζπλέληεπμή ηνπ ζηελ κνπζηθνιόγν Ινπιία Δικαιόγινπ-Λαδαξίδνπ), ν Θενδσξάθεο ππνγξακκίδεη: Φαίλεηαη όηη κε απηά ηα δύν έξγα πνπ πξναλέθεξα [Ανηιγόνη, κπαιέην, 1959 θαη Φοίνιζζες, 1960], έθηαζα ζηα όξηά κνπ. Κάπνπ εθεί νινθιεξώζεθε (θαηά θάπνηνλ ηξόπν) ν Δπξσπαίνο πνπ θνπβαινύζα κέζα κνπ. Ο νπνίνο, αλ από κηα κεξηά κνπ πξόζθεξε πλεπκαηηθή θαη ςπρηθή εδνλή απνηεινύζε γηα κέλα έλα αιεζηλό καξηύξην, γηαηί σο πξνο ηελ δηθή κνπ Διιάδα, κε απνκόλσλε, ελώ σο πξνο ηελ Δπξώπε ππήξρε θάηη κέζα κνπ πνπ θισηζνύζε. 24 Παξάδεηγκα 7 ν : Φοίνιζζες, 2 ν ζηάζηκν, αληηζηξνθή, (κ. 8-14). Η ρξήζε κηαο κνπζηθήο γιώζζαο επεξεαζκέλεο από ηελ ειιεληθή παξάδνζε επλνείηαη ζηα ρνξηθά κέξε ηεο ηξαγσδίαο, είηε απηά είλαη θαζαξά νξγαληθά, είηε θσλεηηθά (ζπλνδεία ηξαγνπδηνύ), κε ραξαθηήξα θπξίσο ζξελεηηθό, ζξεζθεπηηθό ή πνηκεληθό. πγθεθξηκέλα, νη ζθελέο πξνζεπρήο ή αλαθνξάο ζηνλ Γία ζηηο Ικέηιδες (η. 524) θαη ζηελ Ορέζηεια (η ) ηνπ Ξελάθε, ε ζθελή επίθιεζεο ηνπ Γαξείνπ ζηνπο Πέρζες ηνπ Υξήζηνπ (2 ν ζηάζηκν), νη ζθελέο ζξήλνπ όπσο ην κνηξνιόη ηεο Μνύζαο γηα ηνλ ζάλαην ηνπ Ρήζνπ ζην έξγν ηνπ Κνπξνππνύ ή ε πνκπή ηεο Αληηγόλεο ζην έξγν 21 Ινπιία Δικαιόγινπ-Λαδαξίδνπ, «Μίθεο Θενδσξάθεο: ην ζπκθσληθό έξγν ηεο πεξηόδνπ (Αηζζεηηθέο ζεσξίεο, πξνγξακκαηηθά ζηνηρεία ζηα έξγα ηνπ, ην πηάλν σο ζόιν όξγαλν θαη σο κέινο ηεο νξρήζηξαο επηξξνέο από ηηο πνιηηηθέο θαη θνηλσληθέο ζπλζήθεο ζηελ Διιάδα)» (δηδαθηνξηθή δηαηξηβή, Δζληθό θαη Καπνδηζηξηαθό Παλ/κην Αζελώλ, 2004), Ό.π., Ό.π., (Δπίκεηξν), Ό.π. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 142

144 Η επηξξνή ηεο ειιεληθήο κνπζηθήο παξάδνζεο ζηε ζθεληθή κνπζηθή γηα αξραία ηξαγσδία ηνπ Γξαγαηάθε, θαζώο θαη πεξηγξαθηθέο όπσο απηή ηνπ Κηζαηξώλα ζηηο Φοίνιζζες ηνπ Θενδσξάθε (2 ν ζηάζηκν, «Ιεξέ Γξπκέ»), απεηθνλίδνληαη κε δεκνηηθόηξνπεο ή βπδαληηλνθαλείο κεισδίεο, γεγνλόο πνπ απνδεηθλύεη ηελ ζηελή ζρέζε κνπζηθήο θαη δξάζεο, αιιά θαη ην έληνλν ζεαηξηθό έλζηηθην ησλ ελ ιόγσ ζπλζεηώλ. Οη απαηηήζεηο θαη νη πεξηνξηζκνί ηεο αλαπαξάζηαζεο κηαο αξραίαο ηξαγσδίαο δελ θαίλεηαη λα απνηεινύλ ηξνρνπέδε γηα ηνπο Έιιελεο κνπζηθνύο. Γηαθνξεηηθήο λννηξνπίαο θαη ύθνπο ζπλζέηεο, όπσο ν Θενδσξάθεο ή ν Ξελάθεο, αλαθαιύπηνπλ ζηηο ξίδεο ηεο ειιεληθήο γεο δνκηθά κέζα πνπ αθνκνηώλνληαη ζην πξνζσπηθό ηνπο ηδίσκα θαη νδεγνύλ ζηελ ζύλζεζε κνλαδηθώλ ζθεληθώλ έξγσλ. Ο ζπλδπαζκόο ηνπο κε ηα πξσηνπνξηαθά ξεύκαηα ηεο δπηηθήο κνπζηθήο, ηελ αηνληθόηεηα (Γξαγαηάθεο), ην ζεηξατζκό (Θενδσξάθεο), ηηο ερεηηθέο κάδεο (Ξελάθεο), ηελ ειεθηξνληθή κνπζηθή (Αλησλίνπ, Αδάκεο, Υξήζηνπ, Κνπξνππόο), δεκηνπξγεί έλα ακάιγακα κηαο κνπζηθήο έθθξαζεο κε ειιεληθό ρξώκα, ε νπνία αλαδσνγνλεί ηελ ζύγρξνλε δεκηνπξγία, βαδίδνληαο ηαπηόρξνλα ζηα κνλνπάηηα ηνπ ρηεο θαη ηνπ ζήκεξα. ΠΗΓΔ 1. Μνπζηθά Κείκελα Γξαγαηάθεο, Γεκήηξεο. «Αληηγόλε.» Υεηξόγξαθε παξηηηνύξα. Αξρείν Γξαγαηάθε, Αζήλα. Θενδσξάθεο, Μίθεο. Εσριπίδη Φοίνιζζες. Αζήλα: Δθδόζεηο Ρσκαλόο. Κνπξνππόο, Γεώξγηνο. «Ρήζνο.» Υεηξόγξαθε παξηηηνύξα. Αξρείν Κνπξνππνύ, Αζήλα. Ξελάθεο, Ιάλλεο. «Ιθέηηδεο.» Υεηξόγξαθε παξηηηνύξα. Αξρείν Ξελάθε, Δζληθή Βηβιηνζήθε ηεο Γαιιίαο, Παξίζη.. Suppliantes d Eschyle. Hiketides. Suite Instrumentale. Paris: Éditions Salabert, Oresteia, for Baritone, Mixed and Children s Chorus, and Chamber Ensemble, Text from Aeschylus. Full Score. London: Boosey and Hawkes, Υξήζηνπ, Γηάλλεο. «Πέξζεο.» Υεηξόγξαθε παξηηηνύξα. Αξρείν Υξήζηνπ, Αζήλα. 2. Ηρνγξαθήζεηο Αλησλίνπ, Θεόδσξνο. «Οιδίποσς επί Κολωνώ.» Αξρείν Αλησλίνπ, Αζήλα. Γξαγαηάθεο, Γεκήηξεο. «Ανηιγόνη.» Αξρείν Γξαγαηάθε, Αζήλα. Κνπξνππόο, Γεώξγηνο. «Ρήζος.» Αξρείν Κνπξνππνύ, Αζήλα. Ξελάθεο, Ιάλλεο. Oresteïa (Kassandra). Maîtrise de Colmar, Ensemble Vocal d Anjou, Ensemble de Basse-Normandie. Direction musicale: Dominique Debart. Direction vocale: Robert Weddle. Spyros Sakkas (Baryton), Sylvio Gualda (percussion). Collection MFA: Musique Française d Aujourd hui Υξήζηνπ, Γηάλλεο. «Πέρζες.» Αξρείν Υξήζηνπ, Αζήλα. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 143

145 ΑΝΓΡΙΑΝΑ ΟΤΛΔΛΔ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αλησλίνπ, Θεόδσξνο. «Γξάθνληαο κνπζηθή γηα ην αξραίν δξάκα.» επηκ. Κ. Α. Λπγλόο, Ανηίθωνον 11 (2005): Βαζηιεηάδεο, ηέθαλνο. «Η κνπζηθή ζην αξραίν δξάκα.» Σέτνη και Πολιηιζμός 6-7 (1980): «Η κνπζηθή ζην αλαβησκέλν θαηά ηελ επνρή καο αξραίν δξάκα.» ην σνοδεσηικά κείμενα: ελληνική μοσζική και τορός ΕΛΠ 40: ηέτνες ΙΙ: επιζκόπηζη ελληνικής μοσζικής και τορού, επηκέιεηα ηέθαλνο Βαζηιεηάδεο, Πάηξα: ΔΑΠ, Γξακκαηάο, Θεόδσξνο. Σο Ελληνικό Θέαηρο ζηον 20ό αιώνα. Πολιηιζμικά Πρόησπα και Πρωηοησπία. Σ. 1. Αζήλα: Δμάληαο, Δικαιόγινπ-Λαδαξίδνπ, Ινπιία. «Μίθεο Θενδσξάθεο: ην ζπκθσληθό έξγν ηεο πεξηόδνπ (Αηζζεηηθέο ζεσξίεο, πξνγξακκαηηθά ζηνηρεία ζηα έξγα ηνπ, ην πηάλν σο ζόιν όξγαλν θαη σο κέινο ηεο νξρήζηξαο επηξξνέο από ηηο πνιηηηθέο θαη θνηλσληθέο ζπλζήθεο ζηελ Διιάδα).» Γηδαθηνξηθή δηαηξηβή, Δζληθό θαη Καπνδηζηξηαθό Παλ/κην Αζελώλ, Θενδσξάθεο, Μίθεο. Για ηην Ελληνική μοσζική. Αζήλα: Δπηζεώξεζε Σέρλεο, Ματόμενη Κοσληούρα. Αζήλα: ύγρξνλε Δπνρή, Καινπαλά, Μαγδαιελή. «Γεκήηξεο Γξαγαηάθεο, ε δηάδνζε θαη ε πξόζιεςε ηνπ έξγνπ ηνπ.» Μοσζικής Πολύηονον 19 (2006): Κνληηόπνπινο, Ιάθσβνο. «Η κνπζηθή ηνπ Θεόδσξνπ Αλησλίνπ ζην αξραίν δξάκα.» Αλαθνίλσζε ζηελ Ηκεξίδα ηνπ Κέληξνπ Έξεπλαο θαη Πξαθηηθώλ Δθαξκνγώλ ηνπ Αξραίνπ Διιεληθνύ Γξάκαηνο-Γεζκνί, Αηζρύιεηα 2005, «Σν ζύγρξνλν κέινο ζηα ρνξηθά ηνπ Αηζρύινπ», Διεπζίλα, επηέκβξηνο Κνύηνπιαο, Αζηέξεο. Ο μοσζικός Θεοδωράκης: κείμενα, εργογραθία, κριηικές ( ). Αζήλα: Νέα ύλνξα Ληβάλε, «M. Αδάκεο: Κη ν Δπξηπίδεο κηιάεη γηα θινγέξα.» Σα Νέα, 18 Ινπλίνπ Μπαθνπνύινπ-Υσιο, Αιίθε. «Διιάδα.» ην Σο αρταίο ελληνικό θέαηρο επί ζκηνής. Εγτειρίδιο για ηις παραζηάζεις ηοσ αρταίοσ δράμαηος ζηην κλαζική εποτή και ζηοσς νέοηεροσς τρόνοσς, επηκέιεηα J. Michael Walton. Μεηάθξαζε Καηεξίλα Αξβαλίηε, Βίθπ Μαληέιε, Αζήλα: Διιεληθά Γξάκκαηα, Ξελάθεο, Ιάλλεο. «Notes sur la Suite de l Orestie.» Γαθηπινγξαθεκέλν θείκελν, Dossier 13/7-A4. Αξρείν Ιάλλε Ξελάθε, Δζληθή Βηβιηνζήθε ηεο Γαιιίαο.. Κείμενα περί μοσζικής και αρτιηεκηονικής. Δπηκέιεηα Μάθεο νισκόο. Μεηάθξαζε Σίλα Πιπηά. Αζήλα: Δθδόζεηο Φπρνγηόο, Πειηρόο, Γεώξγηνο. «Η κνπζηθή ηνπ Προμηθέως κε ηε βνήζεηα ηνπ ελζηίθηνπ.» Σα Νέα, 20 Μαΐνπ νινκόο, Αιέμεο. Σι προς Διόνσζον: ζημειώζεις γύρω απ ηην αρταία ελληνική ηραγωδία. Αζήλα: Γίθξνο, Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 144

146 Η επηξξνή ηεο ειιεληθήο κνπζηθήο παξάδνζεο ζηε ζθεληθή κνπζηθή γηα αξραία ηξαγσδία νπιειέ, Αλδξηάλα. «Η κνπζηθή γηα ην αξραίν ειιεληθό δξάκα. Μηα ζπλέληεπμε κε ηνλ ζπλζέηε Γεώξγην Κνπξνππό.» Πολσθωνία 7 (Φζηλόπσξν 2005): Lucciano, Anna-Martine. Jani Christou: the works and temperament of a Greek composer. Μεηάθξαζε Catherine Dale. Amsterdam: Harwood Academic Publishers, Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νύ αηώλα γηα ην ιπξηθό ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 145

147 ΚΩΣΑ ΧΑΡΓΑ Αρταιοπρεπείς και ζύγτρονες αθηγήζεις προς μία «παγκόζμια» ανηίληυη ηοσ ηραγικού: Η μοσζική για παραζηάζεις αρταίοσ δράμαηος ηης δεκαεηίας ηοσ 1950 ηφν Γ. Α. Παπαχφάννοσ και Γ. ιζιλιάνοσ Η δεθαεηία ηνπ 1950 απνδείρζεθε θνκβηθή σο πξνο ηελ δηάδνζε ησλ κνληεξληζηηθψλ κνπζηθψλ ηδησκάησλ ζηελ Διιάδα ε δηάδνζε εληάζεθε θπξίσο θαηά ηε δηάξθεηα ηεο επφκελεο δεθαεηίαο κε ηελ έληνλε ζεζκηθή δξαζηεξηφηεηα γχξσ απφ ηε ιεγφκελε ζχγρξνλε κνπζηθή. Ο Γηάλλεο Αλδξένπ Παπατσάλλνπ θαη ν Γηψξγνο ηζηιηάλνο αλαδεηθλχνληαη απηή ηελ πεξίνδν σο νη πην ζεκαληηθέο πξνζσπηθφηεηεο ζηα πιαίζηα απηψλ ησλ δπκψζεσλ. Έρνληαο θαη νη δχν ζην παξειζφλ πξνζεγγίζεη θαη εθθξάζεη κνπζηθά ηδέεο θαη αηζζεηηθέο απφςεηο ηεο ζεσξνχκελεο ειιεληθήο εζληθήο κνπζηθήο ζρνιήο, χζηεξα απφ ηελ παξακνλή ηνπο γηα κνπζηθέο ζπνπδέο ζην εμσηεξηθφ επηρεηξνχλ ζηξνθή πξνο ηηο ηδέεο θαη ηηο ζπλζεηηθέο πξαθηηθέο ηνπ επξσπατθνχ κνληεξληζκνχ: έηζη, π.ρ., δνθηκάδνπλ ηε δσδεθαθζνγγηθή γξαθή γηα πξψηε θνξά κφιηο επηζηξέθνπλ ζηελ Διιάδα. 1 Σελ ίδηα πεξίνδν ζηα έξγα ηνπο κε εμσκνπζηθέο αλαθνξέο ε ειιεληθή αξραηφηεηα αλαδχεηαη σο ν θχξηνο ηφπνο έθθξαζεο. Υαξαθηεξηζηηθφ παξάδεηγκα απνηειεί ην ζπκθσληθφ πνίεκα Πσγκαιίωλ ηνπ 1950 ηνπ Παπατσάλλνπ, ηνπ νπνίνπ ε αξρηθή κεισδία, πνπ ιεηηνπξγεί ζηε ζπλέρεηα σο πεγάδη άληιεζεο κεισδηθψλ κνηίβσλ, είλαη κία δσδεθάθζνγγε ζεηξά. 2 Η έληνλε επαθή ησλ δχν ζπλζεηψλ κε ηελ αξραία ειιεληθή γξακκαηεία βξίζθεη έθθξαζε θαη ζηε κνπζηθή γηα νθηψ παξαζηάζεηο αξραίνπ δξάκαηνο κέρξη ην 1961, ηξεηο απφ ηηο νπνίεο παξνπζηάδνληαη απφ ην Δζληθφ Θέαηξν θαη επαλάιεςε ζην Φεζηηβάι Δπηδαχξνπ. Κνηλφ ζεκείν ησλ πξνζεγγίζεψλ ηνπο είλαη ν ζπλερήο πεηξακαηηζκφο κε ηε θφξκα (π.ρ., ηελ χπαξμε ή φρη εηζαγσγήο θαη κνπζηθνχ επηιφγνπ), ηνλ ηξφπν εθθνξάο ηνπ θεηκέλνπ (ξπζκηθή απαγγειία ή ηξαγνπδηζηά), ηελ 1 Γηα βηνγξαθηθά ζηνηρεία ηνπ Παπατσάλλνπ βι. Κψζηαο Μφζρνο, Υάξεο Ξαλζνπδάθεο, θαη Αλάξγπξνο Γεληφδνο, επηκ., Γηάλλες Α. Παπαϊωάλλοσ, Πιήρες Καηάιογος Έργωλ, 2 ε έθδ. (Αζήλα: Phillippos Nakas The Music House, 1999), 4-5. Βι. επίζεο Κψζηαο Υάξδαο, «Καηάινγνο εθζεκάησλ ελφηεηεο,» ζην Γηάλλες Α. Παπαϊωάλλοσ, Ο Σσλζέηες, ο Γάζθαιος, Αλαδήηεζε θαη Πρωηοπορία (Αζήλα: Μνπζείν Μπελάθε Ιζηνξηθά Αξρεία, 2004), θαη Kostas Chardas, «Yannis A. Papaioannou: The Music for Solo Piano up to 1960» (δηδαθηνξηθή δηαηξηβή, University of Surrey, 2006). Γηα ηνλ ηζηιηάλν βι. Βάιηα Υξηζηνπνχινπ, «Γηψξγνο ηζηιηάλνο ( ),» ζην Γηώργος Σηζηιηάλος, Ο Σσλζέηες ζηελ Πρωηοπορία ηες Σύγτρολες Μοσζηθής (Αζήλα: Μνπζείν Μπελάθε, 2005), Σν γεγνλφο φηη απηή ε ζεηξά δελ ρξεζηκνπνηείηαη δνκηθά σο ε θαηαζθεπαζηηθή αξρή ηνπ έξγνπ ζχκθσλα κε ηελ πξάμε ηεο δσδεθαθζνγγηθήο γξαθήο απφ ηνλ Schönberg, αιιά ρξεζηκνπνηείηαη κφλν κεισδηθά, ηελ αλαγάγεη πεξηζζφηεξν ζε καληθέζην κίαο πξνζσπηθήο αηζζεηηθήο ζηξνθήο.

148 ΚΩΣΑ ΥΑΡΓΑ ελνξρήζηξσζε θαη ην κνπζηθφ πιηθφ (ηξνπηθφηεηα, «κεηα-ηνληθή» αξκνλία, δσδεθαθζνγγηζκφο, ηνληθέο ιεηηνπξγίεο). Η παξνχζα αλαθνίλσζε αζρνιείηαη κε ηε κνπζηθή γηα ηηο ηξεηο παξαζηάζεηο ηνπ Δζληθνχ Θεάηξνπ: ηελ Αληηγόλε ηνπ 1956 (ζε ζθελνζεζία Μηλσηή θαη κνπζηθή Παπατσάλλνπ), ηελ Ιθηγέλεηα ελ Ταύροης ηνπ 1958 (ζε ζθελνζεζία Κσζηή Μηραειίδε θαη κνπζηθή ηζηιηάλνπ) θαη ηνλ Ηραθιή Μαηλόκελο ηνπ 1960 (ζε ζθελνζεζία Σάθε Μνπδελίδε θαη κνπζηθή ηζηιηάλνπ). Καη ηα ηξία αξραία θείκελα παξνπζηάζηεθαλ ζε κεηάθξαζε. 3 Πην ζπγθεθξηκέλα, ζηφρνο ηεο αλαθνίλσζεο είλαη ε δηεξεχλεζε κέζσ αλαιπηηθψλ παξαηεξήζεσλ ηνπ ηξφπνπ κε ηνλ νπνίν ε κνπζηθή δεκηνπξγεί κία παξάιιειε αθήγεζε ε νπνία ζρνιηάδεη θαη ππνζηεξίδεη ην ιφγν θάλνληαο αλαθνξά ζε δηαθνξεηηθέο κνπζηθέο παξαδφζεηο θαη πξνηείλνληαο κία ζχγρξνλε αλάγλσζε ηνπ θεηκέλνπ ε νπνία ζπλάδεη κε θαη αληηθαηνπηξίδεη ηελ γεληθφηεξε αληίιεςε θαη δηάδνζε ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο σο παγθφζκην πνιηηηζκηθφ αγαζφ απηή ηελ επνρή ζηελ Διιάδα. Η επαλάιεςε ηεο παξάζηαζεο ηνπ 1937 ηνπ Ιπποιύηοσ ζε κνπζηθή Γεκήηξε Μεηξφπνπινπ ζηελ Δπίδαπξν ην 1954 απνηέιεζε ην πξννίκην ηνπ Φεζηηβάι Δπηδαχξνπ πνπ άξρηζε ηελ επφκελε ρξνληά. Η κνπζηθή ηνπ Μεηξφπνπινπ, κε ηα κνληεξληζηηθά ζηνηρεία ηα νπνία ηελ δηαθνξνπνηνχζαλ απφ ηε ζπλεζηζκέλε κέρξη ηφηε «αλαβησηηθή» πξνζέγγηζε, ππνγξακκίδεη ηελ αληίιεςε ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο σο έθθξαζε παλαλζξψπηλσλ αμηψλ. Η αληίιεςε απηή ηνλίδεηαη θαη ζηελ επηδησθφκελε δηάδνζε ηνπ Φεζηηβάι σο έλα παγθφζκην πνιηηηζηηθφ γεγνλφο. Σελ επνρή απηή, ν Μεηξφπνπινο, κέζσ ηεο επαλεηιεκκέλεο παξνπζίαο ηνπ σο δηεπζπληήο νξρήζηξαο ηεο Φηιαξκνληθήο Οξρήζηξαο ηεο Νέαο Τφξθεο ζην επίζεο λεντδξπζέλ Φεζηηβάι Αζελψλ, ιεηηνπξγεί γεληθφηεξα σο ζχκβνιν ηνπ νηθνπκεληθνχ Έιιελα ν νπνίνο ζπλδέεη ην ειιεληθφ κε ην παγθφζκην πνιηηηζηηθφ γίγλεζζαη. Κάηη παξφκνην ηζρχεη θαη γηα ηελ Μαξία Κάιιαο, ε νπνία γίλεηαη θαη ε αθνξκή γηα ηελ θαηά παξέθθιηζε παξνπζίαζε φπεξαο ζην αξραίν ζέαηξν ηεο Δπηδαχξνπ: ηεο Νόρκα ηνπ Bellini ην 1960 θαη ηεο Μήδεηας ηνπ Cherubini ην Η πξνο ηα έμσ ζηφρεπζε ηνπ Φεζηηβάι ηεο Δπηδαχξνπ ζην μεθίλεκά ηνπ ππνδειψλεηαη απφ ηε δεκνζίεπζε απφ ηνπο ηζχλνληεο ηνπ Φεζηηβάι ηνπ πνζνζηνχ ησλ μέλσλ ηνπξηζηψλ πνπ επηζθέπηνληαλ ηηο παξαζηάζεηο. 4 Σα ζηνηρεία απηά αλαδεκνζηεχνληαη ζπρλά θαη ζηηο θξηηηθέο ζηνλ Σχπν ηεο επνρήο ιεηηνπξγψληαο σο απφδεημε ηεο επηηπρίαο ηνπ ζεζκνχ. 5 Δπίζεο ραξαθηεξηζηηθφ είλαη ην γεγνλφο φηη ην πξφγξακκα ηνπ Φεζηηβάι ηππψλεηαη ζε ηέζζεξηο γιψζζεο, ελψ ην θεληξηθφ θείκελν ηνπ πξνγξάκκαηνο κε ηίηιν «Σν Δζληθφ θαη ην αξραίν ζέαηξν» (ην νπνίν αλαδεκνζηεχεηαη ειαθξά παξαιιαγκέλν θάζε ρξφλν) ζην κηζφ ηνπ πεξίπνπ ηκήκα απνηειεί αλζνιφγεζε μέλσλ θξηηηθψλ γηα παξαζηάζεηο αξραίνπ δξάκαηνο απφ ην Δζληθφ Θέαηξν. Παξφκνηα ζηάζε παξαηεξείηαη 3 Γηα ηα πξαγκαηνινγηθά ζηνηρεία ησλ παξαζηάζεσλ βι. 4 Βι. Ναηάζα ηνπδνπιή, «Σν Φεζηηβάι ηεο Δπηδαχξνπ,» ζην Δπίδασρος: Το Αρταίο Θέαηρο, οη Παραζηάζεης, επηκ. Κψζηαο Γεσξγνπζφπνπινο θαη άββαο Γψγνο (Αζήλα: Μίιεηνο, 2007), Βι. γηα παξάδεηγκα Γ. Κ. Βεληδέινο, «Σν Φεζηηβάι ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο, Έλα δηήκεξνλ θαιιηηερληθνχ ζξηάκβνπ εηο ην αξραίνλ ζέαηξνλ ηεο Δπηδαχξνπ,» Καζεκερηλή, 24 Ινπλίνπ 1958, (πξφζβαζε 10 Ννεκβξίνπ 2008) θαη Α. ηάγθνο, «Η παξάζηαζηο ηεο Ιθηγέλεηαο ελ Σαχξνηο εηο ην αξραίνλ ζέαηξνλ ηεο Δπηδαχξνπ,» Το Βήκα, 24 Ινπλίνπ 1958, (πξφζβαζε 10 Ννεκβξίνπ 2008). Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 147

149 Αξραηνπξεπείο θαη ζχγρξνλεο αθεγήζεηο πξνο κία «παγθφζκηα» αληίιεςε ηνπ ηξαγηθνχ θαη ζηελ αλαδεκνζίεπζε απφ ειιεληθέο εθεκεξίδεο θξηηηθψλ ηνπ εμσηεξηθνχ γηα παξαζηάζεηο αξραίνπ δξάκαηνο, φπσο π.ρ. ησλ παξαζηάζεσλ ηνπ Δζληθνχ Θεάηξνπ κε αξραίν δξάκα ζηα πιαίζηα ηνπ Théâtre des nations ζην Παξίζη ζηα ηέιε ηεο δεθαεηίαο ηνπ 1950 θαη ηε δεθαεηία ηνπ Η ζηάζε απηή αληηθαηνπηξίδεη απηφ πνπ αλαθέξνπλ ν Θάλνο Βεξέκεο θαη ν Γηάλλεο Κνιηφπνπινο γηα ηελ Διιάδα ηεο πεξηφδνπ σο επηθέληξσζε ζηελ θαηαζθεπή κηαο εηθφλαο ηνπ ειιεληθνχ έζλνπο πνπ λα απνηειεί κέξνο ηεο Γπηηθήο Δπξψπεο. 6 Απφ ηελ άιιε πιεπξά φκσο, ε δηεζλήο απηή ππνδνρή ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο πξέπεη λα ηδσζεί ζηα πιαίζηα ηεο ζηαζεξήο παξνπζίαο ηεο ειιεληθήο αξραηφηεηαο σο έλαπζκα δεκηνπξγίαο ζηνλ επξσπατθφ πνιηηηζκφ απφ ηελ επνρή ηνπ νπκαληζκνχ κέρξη ζήκεξα. 7 Όζνλ αθνξά ζπγθεθξηκέλα ηε κνπζηθή, ν John Daverio αλαθέξεηαη ζηελ ιεηηνπξγία ζηνηρείσλ ηεο αξραίαο ειιεληθήο θιεξνλνκηάο σο θίλεηξν γηα ηε δεκηνπξγία κνπζηθήο πνπ εμέθξαζε ηελ έλλνηα ηεο πξσηνπνξίαο κέζα ζε δηαθνξεηηθά ηζηνξηθά πιαίζηα απφ ηνλ 16 ν αηψλα έσο ην ηέινο ηνπ εηθνζηνχ. 8 Πην ζπγθεθξηκέλα, ην αξραίν δξάκα θαη ε ειιεληθή κπζνινγία απνηέιεζε ην έλαπζκα πνιιψλ κνπζηθψλ παξαζηάζεσλ ηνπ εηθνζηνχ αηψλα κεξηθέο απφ ηηο νπνίεο ζρεηίδνληαη κε ηνλ πξψηκν επξσπατθφ κνληεξληζκφ. 9 Έλα ιηγφηεξν γλσζηφ παξάδεηγκα δεκηνπξγηθήο ρξήζεο ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο απφ ηνλ 19 ν αηψλα αμίδεη επίζεο λα αλαθεξζεί: ε φπεξα Ορέζηεηα ηνπ Sergey Taneyev. Η φπεξα απηή, ην ιηκπξέην ηεο νπνίαο ζηεξίδεηαη ζηελ νκψλπκε ηξαγσδία ηνπ Αηζρχινπ, απνηειεί ηελ πην θηιφδνμε ζχλζεζε ηνπ ζπλζέηε ν νπνίνο ζεσξείηαη ν εθθξαζηήο ηεο θνζκνπνιίηηθεο πιεπξάο ηεο ξσζηθήο κνπζηθήο ζθελήο ηνπ 19 νπ αηψλα. 10 Η θνζκνπνιίηηθε απηή ζηάζε εδψ εθθξάδεηαη αθξηβψο απφ ηε ρξήζε ηνπ αξραίνπ ειιεληθνχ δξάκαηνο γηα ην ιηκπξέην ζηε ζέζε ησλ ξσζηθψλ ζεκάησλ πνπ αλαπηχζζνληαη ζηα πιαίζηα ηεο ξσζηθήο εζληθήο ζρνιήο ηεο πεξηφδνπ. Όπσο ππνζηεξίδεη ν David Brown ζην ιήκκα γηα ηνλ Taneyev ζην Grove Music Online, «ην ζέκα [ηεο φπεξαο] ππνδειψλεη ηελ αληηπάζεηά ηνπ ζηνλ γξαθηθφ ξεαιηζκφ θαη ηελ παξακπζέληα θαληαζία πνπ θπξηαξρνχζαλ ζηε ζχγρξνλε ξσζηθή φπεξα». 11 Αο δνχκε φκσο απφ θνληά ηε κνπζηθή ησλ Παπατσάλλνπ θαη ηζηιηάλνπ γηα ηηο ηξεηο παξαζηάζεηο αξραίνπ δξάκαηνο γηα ην Δζληθφ Θέαηξν ηεο δεθαεηίαο ηνπ Η κεζνδνινγηθή παξαδνρή ηεο παξαθάησ αλαιπηηθήο πξνζέγγηζεο πξνέξρεηαη απφ ην ρψξν ησλ ζπνπδψλ θηλεκαηνγξάθνπ θαη πνιπκέζσλ: ε κνπζηθή φηαλ ζπλππάξρεη κε άιιεο ηέρλεο «απνηειεί ζηαζεξή πεγή λνήκαηνο», «κεηαθέξεη ηηο δηθέο ηεο ηδηφηεηεο» ζηελ ζπλνιηθή αθήγεζε, κπνξεί λα 6 Βι. Thanos Veremis θαη John Koliopoulos, «The Evolving Content of the Greek Nation,» ζην Greece in the Twentieth Century, επηκ. Theodore A. Couloumbis, Theodore Kariotis θαη Fotini Bellou (London: Frank Cass Publishers, 2003), Δθηφο απφ ηηο παξαζηάζεηο αξραίνπ δξάκαηνο ηνπ Δζληθνχ Θεάηξνπ, άμηα αλαθνξάο ηεο επλντθήο ππνδνρήο ζηνηρείσλ ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο εθηφο Διιάδαο απηή ηελ επνρή είλαη ε επηηπρία ηνπ κπαιέηνπ Αληηγόλε βαζηζκέλνπ ζηελ νκψλπκε ηξαγσδία ηνπ νθνθιή ζε κνπζηθή Μίθε Θενδσξάθε ζηo Royal Opera House ην 1959 αιιά θαη ηεο θηλεκαηνγξαθηθήο κεηαθνξάο ηεο Ηιέθηρας ηνπ Δπξηπίδε απφ ηνλ Μηράιε Καθνγηάλλε ην 1962, ε νπνία ήηαλ ππνςήθηα γηα Όζθαξ μέλεο θαιχηεξεο ηαηλίαο ηελ ίδηα ρξνληά, ελψ θέξδηζε ην βξαβείν θαιχηεξεο θηλεκαηνγξαθηθήο κεηαθνξάο ζην Φεζηηβάι Καλψλ. 8 Βι. John Daverio, «The Legacy of Greek Antiquity as a Stimulus for the Musical Avant-Garde,» ζην Symposium Proceedings of the International Meeting on Music and Ancient Greece, 5-15 August 1996 (Athens: Nea Synora Livanis Publishing Organization, 1999), Βι. Γηψξγνο Βιαζηφο, «H ειιεληθή κπζνινγία ζηε κνπζηθή,» Classical Music Review 2 (2006): Βι. Grove Music Online, ιήκκα «Taneyev, Sergey Ivanovich» (ηνπ David Brown), (πξφζβαζε 20 Φεβξνπαξίνπ 2009). 11 Ό.π. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 148

150 ΚΩΣΑ ΥΑΡΓΑ δεκηνπξγήζεη ηηο έλλνηεο ηεο ζπλέρεηαο ή ηεο αζπλέρεηαο, ελψ άιιεο θνξέο δεκηνπξγεί ε ίδηα λφεκα ην νπνίν δελ έρεη ζρέζε κε απηφ πνπ παξάγεηαη απφ ηελ παξάιιειε αθήγεζε απφ ηηο άιιεο ηέρλεο. 12 Η παξαθάησ αλαθνξά ινηπφλ ζηα κνπζηθά ζηνηρεία ζα γίλεη κε βάζε ην λφεκά ηνπο ζε δηαθνξεηηθά πιαίζηα φπσο απηφ ηνπ ηνληθνχ ζπζηήκαηνο ή δηαθνξεηηθψλ κνπζηθψλ παξαδφζεσλ. Σν πξψην ζηνηρείν ζην νπνίν ζα αλαθεξζνχκε θέξεη πνιιαπιέο ζπλδειψζεηο. Όπσο έρεη ζεκεησζεί ζηα Παξαδείγκαηα 1α θαη 1β, ε αξκνλία αιιά θαη ε κεισδία ηεο αξρήο ηεο παξφδνπ ηεο Αληηγόλες ηνπ Παπατσάλλνπ θαη ηεο αξρήο ηεο εηζαγσγήο ζηνλ Ηραθιή Μαηλόκελο ηνπ ηζηιηάλνπ ζηεξίδνληαη ζηελ πεληαηνληθή θιίκαθα (ε νκάδα ηάμεσο ηνληθψλ πςψλ [0,2,4,7,9] ζχκθσλα κε ηελ νξνινγία ηνπ Allen Forte), 13 θαζψο θαη ζε ππννκάδεο ηεο ζε ζεσξεηηθφ επίπεδν απηέο παξάγνληαη απφ ππεξθείκελεο πέκπηεο ή ηέηαξηεο θαζαξέο. Δπηπιένλ, φπσο θαίλεηαη ζην Παξάδεηγκα 1γ, ζηελ αξρή ηεο παξφδνπ ηνπ Ηραθιή Μαηλόκελοσ κία ηέηνηα ππννκάδα [0,2,5,7] αλαθαίλεηαη σο ε πην ζηαζεξή ζπλήρεζε, αθνχ εκθαλίδεηαη ζηελ αξρή θαη ζην ηέινο ησλ κνπζηθψλ θξάζεσλ, ελψ πνηθίιιεηαη απφ εκηηνληαθέο θηλήζεηο γχξσ απφ ηηο λφηεο πνπ ηελ απνηεινχλ. Γεληθφηεξα, ζηε κνπζηθή ηνπ ηζηιηάλνπ γηα ηελ ηξαγσδία απηή, πεληαηνληθέο ππννκάδεο επαλέξρνληαη ζπρλά σο ηα πην ζηαζεξά ζεκεία ηεο αξκνλίαο. Δλψ ν πεληαηνληθφο ήρνο θαη ζπγθεθξηκέλα νη ζπλερήζεηο ππεξθείκελσλ θαζαξψλ ηεηάξησλ ή πεκπηψλ παξαπέκπνπλ ζηε κνπζηθή ηνπ πξψηκνπ κνληεξληζκνχ, 14 ζπγρξφλσο κπνξνχλ λα ζεσξεζνχλ σο κεηακφξθσζε ηεο παξάδνζεο ρξήζεο παξάιιεισλ θαζαξψλ ηεηάξησλ ή πεκπηψλ σο «αξραηνπξεπψλ» ζηελ κνπζηθή ππφθξνπζε ηεο αξραίαο ηξαγσδίαο κέρξη ηφηε. 15 Κάηη ηέηνην γίλεηαη ηδηαίηεξα αληηιεπηφ απφ αθνπζηηθήο πιεπξάο απφ ηηο ηέηαξηεο θαζαξέο απφ ηα θφξλα ζηελ αξρή ηνπ Ηραθιή Μαηλόκελοσ, ηνπ Παξαδείγκαηνο 1β. Οη ηέηαξηεο εδψ φκσο παξαπέκπνπλ θαη ζην θάιεζκα ησλ θφξλσλ (horn call), έλα αξρεηππηθφ ζχκβνιν ηνπ πξψηκνπ, γεξκαληθνχ θπξίσο, ξνκαληηζκνχ, ην νπνίν ζπλδέεηαη κε ηελ έλλνηα ηεο απνπζίαο ή ηεο απψιεηαο. 16 ηε ζπγθεθξηκέλε πεξίπησζε ην θάιεζκα αληηθαηνπηξίδεη ηελ απνπζία ηνπ Ηξαθιή απφ ηε Θήβα ζηελ αξρή απηήο ηεο ηξαγσδίαο. Άιιεο ζπλήζεηεο πνπ είραλ θαζηεξσζεί σο αξραηνπξεπείο κέρξη ην 1950 ήηαλ ε ρξήζε ηξφπσλ ζηα ηξαγνπδηζηά κέξε ηνπ ρνξνχ θαζψο θαη ε ξπζκηθή απαγγειία απφ ηνλ ρνξφ. ηνλ Ηραθιή Μαηλόκελο πνιιέο θνξέο ην ακηγψο ηξνπηθφ κέξνο ηνπ ρνξνχ ζπλνδεχεηαη απφ ηνληθά αζηαζή αξκνλία. Γεληθφηεξα, ε δχλακε ηεο κνπζηθήο λα ζρνιηάδεη ηνλ ιφγν σο κία παξάιιειε αθήγεζε γίλεηαη κεγαιχηεξε ζηα κέξε ηεο ξπζκηθήο απαγγειίαο απφ ηνλ ρνξφ κε κνπζηθή ζπλνδεία, ηα νπνία απνηεινχλ θαη ην κεγαιχηεξν πνζνζηφ ησλ ηκεκάησλ φπνπ ρξεζηκνπνηείηαη κνπζηθή θαη ζηα ηξία 12 Βι. Nicholas Cook, Analysing Musical Multimedia (Oxford and New York: Oxford University Press, 1998), Βι. Allen Forte, The Structure of Atonal Music (New Haven and London: Yale University Press, 1973). 14 Βι. γηα παξάδεηγκα ηε ζπρλή ρξήζε ηεο πεληαηνληθήο θιίκαθαο απφ ηνλ Debussy, ή ηηο ππεξθείκελεο θαζαξέο ηέηαξηεο ζηελ πκθσλία Γσκαηίνπ ηνπ Schönberg. 15 Βι., γηα παξάδεηγκα, ηελ πθή απνθιεηζηηθά απφ ηέηαξηεο θαη πέκπηεο θαζαξέο ζην απφζπαζκα ηεο κνπζηθήο ηεο Καηίλαο Παμηλνχ γηα ην αλέβαζκα ηνπ Οηδίποδα Τσράλλοσ απφ ην Δζληθφ Θέαηξν ην 1955 πνπ αλαπαξάγεηαη ζην Κσλζηαληίλα ηαζνπινπνχινπ, «Δπηδαχξηα κειίζκαηα,» ζην Δπίδασρος: Το Αρταίο Θέαηρο, οη Παραζηάζεης, επηκ. Κψζηαο Γεσξγνπζφπνπινο θαη άββαο Γψγνο (Αζήλα: Μίιεηνο, 2007), Σν λφεκα ηνπ θαιέζκαηνο ησλ θφξλσλ γηα ηνλ πξψηκν γεξκαληθφ ξνκαληηζκφ αλαπηχζζεηαη ζην Charles Rosen, The Romantic Generation (Cambridge, MA: Harvard University Press, 1995), Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 149

151 Αξραηνπξεπείο θαη ζχγρξνλεο αθεγήζεηο πξνο κία «παγθφζκηα» αληίιεςε ηνπ ηξαγηθνχ δξάκαηα. Παξ νι απηά θαη ζηα ηξία αλεβάζκαηα ησλ δξακάησλ, ην ηξαγνχδη ιεηηνπξγεί αξρεηππηθά σο έθθξαζε ζπλαηζζεκαηηθήο έληαζεο. Γηα παξάδεηγκα, ζηελ Αληηγόλε ηνπ Παπατσάλλνπ ην κφλν ηξαγνπδηζηφ κέξνο είλαη ην ρνξηθφ «Έξσο αλίθαηε κάραλ», ελψ ζηνλ Ηραθιή Μαηλόκελο ηνπ ηζηιηάλνπ ην ηξίην ρνξηθφ, ζην νπνίν ν ρνξφο ησλ γεξφλησλ αλαθέξεηαη ζηελ νκνξθηά ηεο ληφηεο, ππνγξακκίδεηαη απφ ην ηξνπηθφ ηξαγνχδη κε κνλαδηθή ζπλνδεία απηή ηνπ αγγιηθνχ θφξλνπ ζε νπληζφλν παξφκνηα, ζην ηέινο ηνπ πξψηνπ ζηάζηκνπ ζηελ Ιθηγέλεηα ελ Ταύροης ν ζξήλνο ηνπ ρνξνχ ηνλίδεηαη απφ ην γηα πξψηε θνξά κνλνθσληθφ ηξαγνχδη, ελψ ν ζξήλνο γηα ηνλ Ηξαθιή πνπ ζθφησζε ηα παηδηά ηνπ ζην πέκπην ρνξηθφ ηνπ Ηραθιή Μαηλόκελοσ θνξπθψλεηαη κε ην κνλφθσλν ηξαγνχδη ηνπ ρνξνχ. Καη ζηηο δχν ππνθξνχζεηο ηνπ ηζηιηάλνπ, ν ρνξφο ζηα ζξελεηηθά ηκήκαηα επηηείλεη ηελ ηξαγηθή αηκφζθαηξα ησλ ζηίρσλ ηεο απαγγειίαο κε παξαηεηακέλεο ηξαγνπδηζηέο θξαπγέο πάλσ ζηε ζπιιαβή Ω! ζε εκηηνληαθέο κεισδηθέο θηλήζεηο. Σέηνηεο θηλήζεηο ζπλαληψληαη ζπρλά θαη ζηελ νξγαληθή ζπλνδεία απηψλ ησλ ηκεκάησλ. Υαξαθηεξηζηηθφ παξάδεηγκα απνηειεί ν ζξήλνο ηεο Ιθηγέλεηαο ζηελ πάξνδν ζηελ Ιθηγέλεηα ελ Ταύροης. Η Ιθηγέλεηα αλαθέξεηαη ζην φλεηξν πνπ είδε θαη ζηελ εξκελεία πνπ δίλεη ε ίδηα ζχκθσλα κε ηελ νπνία έρεη ζθνησζεί ν αδεξθφο ηεο. Αξρηθά, ν απαγγειηηθφο ζξήλνο ηεο ηνλίδεηαη απφ ηηο θηλήζεηο εκηηνλίνπ ζε fp ζηελ νξγαληθή ζπλνδεία, ελψ ε είζνδνο ηνπ ρνξνχ κε ηέηνηεο κεισδηθέο θηλήζεηο (βι. Παξάδεηγκα 2) έξρεηαη σο ζξελεηηθή ππνγξάκκηζε ηεο δηαπίζησζεο ηεο εξσίδαο φηη ε ιάκςε ηνπ βαζηιηθνχ ζπηηηνχ ησλ Αηξεηδψλ έζβεζε. Ο ζξήλνο θνξπθψλεηαη κε ηαπηφρξνλεο ζπαξαθηηθέο θηλήζεηο εκηηνλίνπ ζε φια ηα φξγαλα ηελ ψξα πνπ ε Ιθηγέλεηα αλαθέξεηαη ζηελ αλαπφθεπθηε κνίξα ηεο. Γεληθφηεξα, νη θηλήζεηο εκηηνλίνπ ζηα ζεκεία ζξήλνπ κπνξνχλ λα εθιεθζνχλ σο άκεζε αλαθνξά ζην ειιεληθφ κνηξνιφη, ελψ ε αχμεζε ηεο ρξσκαηηθφηεηαο ζηα ηκήκαηα απηά παξαπέκπεη ζηελ εθθξαζηηθή δχλακε ηεο ρξσκαηηθφηεηαο ζηελ δπηηθή κνπζηθή παξάδνζε. Απηφ ηζρχεη, γηα παξάδεηγκα, ζηελ ζπλνδεία ηνπ θνκκνχ ηεο Αληηγόλες απφ ηνλ Παπατσάλλνπ, ελψ ηφζν ζηελ Αληηγόλε φζν θαη ζηνλ Ηραθιή Μαηλόκελο νη ρξσκαηηθέο θηλήζεηο ζηα ηειεπηαία νξγαληθά ηκήκαηα ησλ εμφδσλ ηνπο ηνλίδνπλ ηελ νπζηαζηηθά αλαπφδξαζηε ηξαγηθφηεηα ησλ εξψσλ (βι. ην ηέινο ηεο εμφδνπ ζηνλ Ηραθιή Μαηλόκελο ζην Παξάδεηγκα 5γ). Σφζν ζηελ Ιθηγέλεηα ελ Ταύροης φζν θαη ζηνλ Ηραθιή Μαηλόκελο νη θηλήζεηο απηέο εκηηνλίνπ παξαπέκπνπλ επίζεο θαη ζε νξγαληθή κνηηβηθή εμέιημε ηνπ κνπζηθνχ πιηθνχ, θαζψο πεξηέρνληαη ζε κεισδίεο πνπ αθνχγνληαη ζηελ εηζαγσγή θαη ζηε ζπλέρεηα επαλέξρνληαη θαζ φιε ηε δηάξθεηα θαη ησλ δχν δξακάησλ. ην Παξάδεηγκα 3α έρεη αλαπαξαρζεί ε αξρή ηεο εηζαγσγήο ζηελ Ιθηγέλεηα ελ Ταύροης κε κία δσδεθάθζνγγε ζεηξά, ε νπνία δηαπνηίδεηαη απφ ηελ νκάδα ηνληθψλ πςψλ [0,1,2,6]. Όπσο θαίλεηαη ζην Παξάδεηγκα 3β, ζην ηξίην ηκήκα ηεο εηζαγσγήο ηνπ Ηραθιή Μαηλόκελοσ αθνχγεηαη ε νκάδα [0,1,6,7]. Κνηλά ραξαθηεξηζηηθά ησλ δχν νκάδσλ: πεξηέρνπλ δχν εκηηφληα, θαζψο θαη ηελ ηδηαίηεξα αζηαζή κε ηνληθνχο φξνπο ππννκάδα [0,1,6]. Οη αηνληθέο απηέο αλαθνξέο, θαη νη αληίζηνηρεο ζηελ Αληηγόλε, παίξλνπλ κέξνο θαη ζηα ηξία δξάκαηα ζε κία παξάιιειε κνπζηθή αθήγεζε, ε νπνία νπζηαζηηθά ζηεξίδεηαη ζηε δχλακε ηνπ λνήκαηνο πνπ θέξνπλ νη ηνληθέο Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 150

152 ΚΩΣΑ ΥΑΡΓΑ ιεηηνπξγίεο. Έηζη, γηα παξάδεηγκα, ζηελ πάξνδν ηεο Αληηγόλες ε ξεπζηή κεηαηνληθή αξκνλία δηαξζξψλεηαη απφ πηψζεηο ηνπηθνχ ραξαθηήξα ζε ηξίθσλεο ζπγρνξδίεο νη νπνίεο ππνγξακκίδνπλ ηελ δηάξζξσζε ηνπ θεηκέλνπ πνπ απαγγέιιεηαη ζηελ πάξνδν, επίζεο, θηλήζεηο πέκπηεο ζην κπάζζν ηνλίδνπλ ζε ηνπηθφ επίπεδν ηελ έλλνηα ηεο απνθαζηζηηθφηεηαο, ελψ ζην ηξαγνπδηζκέλν «Έξσο αλίθαηε κάραλ» ε αξρηθή ηξνπηθή ζηαζεξφηεηα γχξσ απφ ην νι εγθαηαιείπεηαη φηαλ ην θείκελν αλαθέξεηαη ζην φηη ν έξσηαο γπξλά «πάλσ ζηα πέιαγα θαη ζηνπο πην απφκαθξνχο ηνπο ηφπνπο». 17 ε πην καθξνδνκηθφ επίπεδν, ε επηζηξνθή ζην αξρηθφ ηνληθφ θέληξν Ρε ζηελ πάξνδν ηεο Αληηγόλες, ππνζηεξίδεη ηελ επαλάιεςε ηεο αξρηθήο κεισδίαο παξάγνληαο ηηο κνπζηθέο πξνυπνζέζεηο ηεο έλλνηαο ηνπ ηέινπο ηφζν ζε κνηηβηθφ φζν θαη ζε ηνληθφ επίπεδν. Δπηπιένλ, ε γεληθφηεξε ηνληθή ζηαζεξφηεηα ζε απηφ ην ηειεπηαίν ηκήκα (ππάξρεη πνξεία πξνο ηελ IV θαη πιάγηα πηψζε ζην ηέινο) έξρεηαη ηε ζηηγκή πνπ ν ρνξφο αλαθέξεηαη ζηε λίθε ηεο Θήβαο. Γεληθφηεξα, ζηε κνπζηθή θαη γηα ηα ηξία δξάκαηα ε ηνληθή ζηαζεξφηεηα ππνζηεξίδεη ζεκεία επδαηκνλίαο θαη πξφζθαηξεο ή ζπλνιηθήο ιχζεο ηνπ δξάκαηνο, κε εμαίξεζε ηα ηξνπηθά κνλφθσλα ζξελεηηθά ρνξηθά ζηα νπνία έγηλε αλαθνξά παξαπάλσ. Έηζη, ζηελ Αληηγόλε, ε επηζηξνθή ζην ρνξηθφ ηνπ πέκπηνπ ζηαζίκνπ (ην νπνίν αλαθέξεηαη ζηνλ Βάθρν) ηνπ πιηθνχ πνπ αθνχζηεθε θπθιηθά ζηελ πάξνδν, θαζψο θαη ε ζρεηηθή ηνληθή ζηαζεξφηεηα κε πφιν έιμεο ηε ξε κείδνλα, ππνγξακκίδνπλ ηελ έλλνηα ηεο παξέθβαζεο πνπ ραξαθηεξίδεη απηφ ην ηκήκα θαη θάλνπλ αθφκα πην αηζζεηή ηελ ηνληθή αζηάζεηα ηεο επεξρφκελεο εμφδνπ. ηνλ Ηραθιή Μαηλόκελο, ε πξφζθαηξε ιχζε ηνπ δξάκαηνο κε ηελ δνινθνλία ηνπ Λχθνπ απφ ηνλ Ηξαθιή γηνξηάδεηαη ρνξεπηηθά κε ηξνπηθή κνπζηθή γχξσ απφ ην Μη ζην πέκπην ρνξηθφ. ηελ Ιθηγέλεηα ελ Ταύροης, ε ζπλνιηθή ιχζε ηνπ δξάκαηνο ζην ηέινο ππνγξακκίδεηαη απφ ηελ ηνληθή ζηαζεξφηεηα ηεο εμφδνπ. ε επίπεδν ζεκεηνγξαθίαο ε ηνληθή απηή ζηαζεξφηεηα ππνδειψλεηαη απφ ηνλ νπιηζκφ ηεο ζη ειάζζνλαο, ελψ κνπζηθά αλαγγέιιεηαη απφ ηελ πηψζε κε ηξίηε ηεο Πηθαξδίαο ζηελ εηζαγσγηθή κνπζηθή θξάζε (βι. Παξάδεηγκα 4), ε νπνία θαη επαλαιακβάλεηαη παξαιιαγκέλε κέρξη ην ηέινο ηεο εμφδνπ. Έηζη, ε κνπζηθή ζηελ Ιθηγέλεηα ελ Ταύροης δηαηξέρεη κία πνξεία αλάινγε ηνπ δξάκαηνο: ε ηνληθή αζηάζεηα ηεο δσδεθάθζνγγεο ζεηξάο πνπ εκθαλίδεηαη ζηελ εηζαγσγή θαη επαλαιακβάλεηαη ζηελ πάξνδν, θαζψο θαη ε ρξήζε ηεο νκάδαο [0,1,6] ζην νζηηλάην πνπ δηαπεξλά ην πξψην ζηάζηκν (Λα-Ρε-Μη ) ρξσκαηίδνπλ ηελ βεβαηφηεηα ηεο Ιθηγέλεηαο γηα ηελ θαθή ηεο κνίξα ζην πξψην κηζφ ηνπ δξάκαηνο ηα ζρεηηθά πην ηνληθά ζηαζεξά επφκελα δχν ζηάζηκα έξρνληαη χζηεξα απφ ηελ αλαγλψξηζε ησλ δχν αδεξθψλ, ελψ ε ιχζε ηνπ δξάκαηνο ππνζηεξίδεηαη απφ ηε ζηαζεξφηεηα ηνπ αλαθαηλφκελνπ ηνληθνχ θέληξνπ η ζηελ έμνδν. Έλα ηειεπηαίν παξάδεηγκα αλαδεηθλχεη ηελ ιεπηφηεηα απηψλ ησλ αλαθνξψλ ζηελ κνπζηθή γηα ηνλ Ηραθιή Μαηλόκελο. Δδψ, ζηελ είζνδν ηεο Λχζζαο αθνχγεηαη ε κνπζηθή ηνπ Παξαδείγκαηνο 5α πνπ είρε αθνπζηεί θαη ζηελ εηζαγσγή. Η ηνληθή αζηάζεηα ηεο κνπζηθήο απηήο απνξξέεη ηφζν απφ ην νινηνληθφ πεξηβάιινλ ηεο ζπλνδείαο, φζν θαη απφ ηελ κεγάιε έβδνκε πνπ πεξθιείεη ηελ αξρηθή κεισδία. Η αλαπφθεπθηε επίδξαζε ηεο Λχζζαο ζηνλ Ηξαθιή ππνλνείηαη κνπζηθά απφ ηελ παξνπζία 17 Η κεηάθξαζε ζηελ παξάζηαζε απηή ηεο Αληηγόλες ήηαλ ηνπ Ισάλλε Γξππάξε. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 151

153 Αξραηνπξεπείο θαη ζχγρξνλεο αθεγήζεηο πξνο κία «παγθφζκηα» αληίιεςε ηνπ ηξαγηθνχ απηψλ ησλ ζηνηρείσλ. Όηαλ ν Ηξαθιήο μππλάεη, αθνχ έρεη ζαλαηψζεη ηα παηδηά ηνπ ππφ ηελ επήξεηα ηεο Λχζζαο, αθνχγεηαη ε νινηνληθή παξαιιαγή ελφο κνηίβνπ πνπ αξρηθά είρε ηνληθφ ραξαθηήξα (βι. Παξάδεηγκα 5β). Σέινο, ζηελ έμνδν (βι. Παξάδεηγκα 5γ), ελψ ε ηειηθή θεληξηθφηεηα πνπ θεξδίδεη ε ζπλήρεζε Φα -Λα ελδπλακψλεη ηελ αίζζεζε ηνπ ηέινπο, ε παξνπζία ηεο ππννκάδαο [0,2,6,8] ηεο νινηνληθήο θιίκαθαο ζηελ αξκνλία ππνλνεί ηελ αλαπφθεπθηε ηξαγηθφηεηα ηνπ ήξσα θαη ηελ απφξξνηά ηεο απφ ηε Λχζζα. Παξάιιεια, ε ρξήζε ηεο νινηνληθήο θιίκαθαο γηα θαηαζηάζεηο πέξα ηνπ πξαγκαηηθνχ παξαπέκπεη ζηνλ «θαληαζηηθφ ρξσκαηηζκφ» ησλ ζπλζεηψλ ηεο ξσζηθήο εζληθήο ζρνιήο. 18 πκπεξαζκαηηθά, νη κνπζηθέο ππνθξνχζεηο ηνπ Παπατσάλλνπ θαη ηνπ ηζηιηάλνπ δεκηνπξγνχλ έλα πνιχπινθν πιέγκα αλαθνξψλ ζε κνπζηθέο παξαδφζεηο θαη ζπλήζεηεο. πγρξφλσο φκσο, αθεγνχληαη νπζηαζηηθά ηελ αξρή ησλ δπκψζεσλ πνπ ιακβάλνπλ ρψξα ζηε κνπζηθή δεκηνπξγία ζηελ Διιάδα ηνπ δεχηεξνπ κηζνχ ηνπ ε απηέο ηηο δπκψζεηο ε ειιεληθή αξραηφηεηα αλαθαίλεηαη σο έλαο ζεκαληηθφο εθθξαζηηθφο ηφπνο πνπ ζπλάδεη ηφζν κε ην ζπλνιηθφ κνληεξληζηηθφ αίηεκα ηεο παγθνζκηφηεηαο φζν θαη κε ηηο ηδέεο πνπ εθθξάδνληαη ζηε δηάδνζε ηνπ αξραίνπ δξάκαηνο απφ ζεκαληηθνχο ζεζκνχο φπσο ην Δζληθφ Θέαηξν. πγρξφλσο, πέξα απφ ηηο αηζζεηηθέο αληηιήςεηο πνπ θέξνπλ, νη κνπζηθέο απηέο ππνθξνχζεηο εθθξάδνπλ νπζηαζηηθά ηε δηαδηθαζία επαλαπξνζδηνξηζκνχ ηεο ειιεληθήο ηαπηφηεηαο δίλνληαο πιηθφ γηα κειινληηθή έξεπλα πάλσ ζηηο ηδενινγηθέο θαη αηζζεηηθέο δηακεζνιαβήζεηο πνπ αλαπηχζζνληαη ζηηο ηέρλεο ζηελ Διιάδα ηε ζπγθεθξηκέλε πεξίνδν κε επίθεληξν ηελ ειιεληθή αξραηφηεηα. ΠΑΡΑΓΔΙΓΜΑΣΑ Παξάδεηγκα 1α Γ. Α. Παπατσάλλνπ, Αληηγόλε: Η αξρή ηεο παξφδνπ (Ιζηνξηθά Αξρεία ηνπ Μνπζείνπ Μπελάθε, Αξρείν Παπατσάλλνπ, Αξ. Φαθέινπ 15). 18 Βι. Richard Taruskin, «Chez Pétrouchka: Harmony and Tonality chez Stravinsky,» ζην Music at the Turn of the Century, επηκ. Joseph Kerman (Berkeley, Los Angeles and Oxford: University of California Press, 1990), 76. Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 152

154 ΚΩΣΑ ΥΑΡΓΑ Παξάδεηγκα 1β Γ. ηζηιηάλνο, Ηραθιής Μαηλόκελος: Η αξρή ηεο εηζαγσγήο (Μεγάιε Μνπζηθή Βηβιηνζήθε ηεο Διιάδνο «Λίιηαλ Βνπδνχξε», Σα Άπαληα ηνπ Γ. ηζηιηάλνπ ζε κηθξνθίικ, Μηθξνθίικ Αξ. 3). Παξάδεηγκα 1γ Γ. ηζηιηάλνο, Ηραθιής Μαηλόκελος: Η αξρή ηεο παξφδνπ (Μεγάιε Μνπζηθή Βηβιηνζήθε ηεο Διιάδνο «Λίιηαλ Βνπδνχξε», Σα Άπαληα ηνπ Γ. ηζηιηάλνπ ζε κηθξνθίικ, Μηθξνθίικ Αξ. 3). Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 153

155 Αξραηνπξεπείο θαη ζχγρξνλεο αθεγήζεηο πξνο κία «παγθφζκηα» αληίιεςε ηνπ ηξαγηθνχ Παξάδεηγκα 2 Γ. ηζηιηάλνο, Ιθηγέλεηα ελ Ταύροης: Απφζπαζκα απφ ηελ πάξνδν (Μεγάιε Μνπζηθή Βηβιηνζήθε ηεο Διιάδνο «Λίιηαλ Βνπδνχξε», Σα Άπαληα ηνπ Γ. ηζηιηάλνπ ζε κηθξνθίικ, Μηθξνθίικ Αξ. 3). Παξάδεηγκα 3α Γ. ηζηιηάλνο, Ιθηγέλεηα ελ Ταύροης: Η αξρή ηεο εηζαγσγήο (Μεγάιε Μνπζηθή Βηβιηνζήθε ηεο Διιάδνο «Λίιηαλ Βνπδνχξε», Σα Άπαληα ηνπ Γ. ηζηιηάλνπ ζε κηθξνθίικ, Μηθξνθίικ Αξ. 3). Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 154

156 ΚΩΣΑ ΥΑΡΓΑ Παξάδεηγκα 3β Γ. ηζηιηάλνο, Ηραθιής Μαηλόκελος: Σν ηξίην ηκήκα ηεο εηζαγσγήο (Μεγάιε Μνπζηθή Βηβιηνζήθε ηεο Διιάδνο «Λίιηαλ Βνπδνχξε», Σα Άπαληα ηνπ Γ. ηζηιηάλνπ ζε κηθξνθίικ, Μηθξνθίικ Αξ. 3). Παξάδεηγκα 4 Γ. ηζηιηάλνο, Ιθηγέλεηα ελ Ταύροης: Η αξρή ηεο εμφδνπ (Μεγάιε Μνπζηθή Βηβιηνζήθε ηεο Διιάδνο «Λίιηαλ Βνπδνχξε», Σα Άπαληα ηνπ Γ. ηζηιηάλνπ ζε κηθξνθίικ, Μηθξνθίικ Αξ. 3). Παξάδεηγκα 5α Γ. ηζηιηάλνο, Ηραθιής Μαηλόκελος: Η κνπζηθή ππφθξνπζε ηεο εκθάληζεο ηεο Λχζζαο (Μεγάιε Μνπζηθή Βηβιηνζήθε ηεο Διιάδαο «Λίιηαλ Βνπδνχξε», Άπαληα Γ. ηζηιηάλνπ ζε κηθξνθίικ, Μηθξνθίικ Αξ. 3). Διιεληθή κνπζηθή δεκηνπξγία ηνπ 20 νχ αηψλα γηα ην ιπξηθφ ζέαηξν θαη άιιεο παξαζηαηηθέο ηέρλεο 155

ΠΡΑΚΤΙΚΑ συνeδριου. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓIΑ ΤΟΥ 20ο υ ΑΙΩΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΥΡΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΤEΧΝΕΣ 27, 28, 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 2009

ΠΡΑΚΤΙΚΑ συνeδριου. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓIΑ ΤΟΥ 20ο υ ΑΙΩΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΥΡΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΤEΧΝΕΣ 27, 28, 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 2009 ΜΕΓΑΛΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ «ΛΙΛΙΑΝ ΒΟΥΔΟΥΡΗ» ENANTIODROMIA By Jani Christou Copyright 1971 by Edition Wilhelm Hansen Frankfurt ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓIΑ ΤΟΥ 20ο υ ΑΙΩΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΥΡΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

Διαβάστε περισσότερα

Σημεία Ασύπματηρ Ππόσβασηρ (Hot-Spots)

Σημεία Ασύπματηρ Ππόσβασηρ (Hot-Spots) Σημεία Ασύπματηρ Ππόσβασηρ (Hot-Spots) 1.1 Σςνοπτική Πεπιγπαυή Hot Spots Σα ζεκεία αζύξκαηεο πξόζβαζεο πνπ επηιέρζεθαλ αλαθέξνληαη ζηνλ επόκελν πίλαθα θαη παξνπζηάδνληαη αλαιπηηθά ζηηο επόκελεο παξαγξάθνπο.

Διαβάστε περισσότερα

IV Ο ΕΛΛΗΝΙΜΟ ΣΗ ΔΤΗ,ΠΟΛΙΣΙΜΟΙ Δ.ΜΕΟΓΕΙΟΤ ΚΑΙ ΡΩΜΗ

IV Ο ΕΛΛΗΝΙΜΟ ΣΗ ΔΤΗ,ΠΟΛΙΣΙΜΟΙ Δ.ΜΕΟΓΕΙΟΤ ΚΑΙ ΡΩΜΗ IV Ο ΕΛΛΗΝΙΜΟ ΣΗ ΔΤΗ,ΠΟΛΙΣΙΜΟΙ Δ.ΜΕΟΓΕΙΟΤ ΚΑΙ ΡΩΜΗ Να σαπακηηπίζεηε ηιρ πποηάζειρ, πος ακολοςθούν, υρ ππορ ηην οπθόηηηά ηοςρ, με ηην ένδειξη Σωστό ή Λάθος 1. ηελ αξραία Ρώκε νη πιεβείνη δελ είραλ αξρηθά

Διαβάστε περισσότερα

H ΜΑΓΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ

H ΜΑΓΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ H ΜΑΓΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ Φξεζηκόηεηα καζεκαηηθώλ Αξρή θαηακέηξεζεο Όζα έδσζαλ νη Έιιελεο... Τξίγσλνη αξηζκνί Τεηξάγσλνη αξηζκνί Δπηκήθεηο αξηζκνί Πξώηνη αξηζκνί Αξηζκνί κε μερσξηζηέο ηδηόηεηεο Γίδπκνη πξώηνη

Διαβάστε περισσότερα

Απνηειέζκαηα Εξσηεκαηνινγίνπ 2o ηεηξάκελν 2011-12

Απνηειέζκαηα Εξσηεκαηνινγίνπ 2o ηεηξάκελν 2011-12 Απνηειέζκαηα Εξσηεκαηνινγίνπ 2o ηεηξάκελν 11-12 Project 6: Ταμίδη κε ηε Μεραλή ηνπ Φξόλνπ Υπεύζπλνη Καζεγεηέο: Ε. Μπηιαλάθε Φ. Αλησλάηνο Δρώηηζη 3: Πνηα από ηα παξαθάησ ΜΜΕ ηεξαξρείηε από πιεπξάο ζεκαζίαο;

Διαβάστε περισσότερα

Δπώλπκν Όλνκα Ψεπδώλπκν/ Καιιηηερληθό όλνκα Σόπνο γελλήζεωο Ζκεξνκελία γελλήζεωο Ζκεξνκελία ζαλάηνπ Βηνγξαθηθά ζηνηρεία Πξνζωπνγξαθίεο Μόληκε

Δπώλπκν  Όλνκα  Ψεπδώλπκν/ Καιιηηερληθό όλνκα Σόπνο γελλήζεωο  Ζκεξνκελία γελλήζεωο Ζκεξνκελία ζαλάηνπ Βηνγξαθηθά ζηνηρεία Πξνζωπνγξαθίεο Μόληκε A.K. 0279 Δπώλπκν Υαξίδεκνο Όλνκα Γηώξγνο Ψεπδώλπκν/ Καιιηηερληθό όλνκα Υαξίηνο Σόπνο γελλήζεωο Κεθηζηά Ζκεξνκελία γελλήζεωο 1924 Ζκεξνκελία ζαλάηνπ 11 Απξηιίνπ 1996 Βηνγξαθηθά ζηνηρεία Ήηαλ ν πξωηόηνθνο

Διαβάστε περισσότερα

ΛΙΜΝΗ ΤΣΑΝΤ. Σρήκα 1. Σρήκα 2

ΛΙΜΝΗ ΤΣΑΝΤ. Σρήκα 1. Σρήκα 2 ΛΙΜΝΗ ΤΣΑΝΤ Τν Σρήκα 1 δείρλεη ηελ αιιαγή ηεο ζηάζκεο ηεο Λίκλεο Τζαλη, ζηε Σαράξα ηεο Βόξεηαο Αθξηθήο. Η Λίκλε Τζαλη εμαθαλίζηεθε ηειείσο γύξσ ζην 20.000 π.χ., θαηά ηε δηάξθεηα ηεο ηειεπηαίαο επνρήο ησλ

Διαβάστε περισσότερα

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Α ΛΤΚΕΙΟΤ ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ Σχολικό έτος: 2011-2012 Καθηγήτριες: Κεφαλληνού Λουκία- Καλλία Αθηνά ΙΙ. ΟΙ ΑΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΠΟ ΣΟΤ ΠΡΟΙΣΟΡΙΚΟΤ ΥΡΟΝΟΤ ΕΩ ΚΑΙ ΣΟ Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ 1. ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

Αζκήζεις ζτ.βιβλίοσ ζελίδας 13 14

Αζκήζεις ζτ.βιβλίοσ ζελίδας 13 14 .1.10 ζκήζεις ζτ.βιβλίοσ ζελίδας 13 14 Ερωηήζεις Καηανόηζης 1. ύν δηαθνξεηηθέο επζείεο κπνξεί λα έρνπλ θαλέλα θνηλό ζεκείν Έλα θνηλό ζεκείν i ύν θνηλά ζεκεία iλ) Άπεηξα θνηλά ζεκεία ηηηνινγήζηε ηελ απάληεζε

Διαβάστε περισσότερα

ΑΓΩΜΘΡΘΙΞΘ ΤΩΠΞΘ ΡΘΡ ΛΘΙΠΕΡ ΗΚΘΙΘΕΡ ΛΘΤΑΗΚΘΔΗΡ Τ.

ΑΓΩΜΘΡΘΙΞΘ ΤΩΠΞΘ ΡΘΡ ΛΘΙΠΕΡ ΗΚΘΙΘΕΡ ΛΘΤΑΗΚΘΔΗΡ Τ. ΑΓΩΜΘΡΘΙΞΘ ΤΩΠΞΘ ΡΘΡ ΛΘΙΠΕΡ ΗΚΘΙΘΕΡ ΟΑIΤΜΘΔΘ ΡΕ ΛΕΓΑΚΞ ΓΗΟΕΔΞ 11V11 ΗΚΘΙΘΑ 6-10 ΤΠΞΜΩΜ ΛΕΘΞΜΕΙΗΛΑΑ ΞΣ ΟΑΘΤΜΘΔΘΞΣ ΡΕ ΛΕΓΑΚΞ ΓΗΟΕΔΞ ΓΘΑ ΟΑΘΙΕΡ ΗΚΘΙΘΑΡ 6-10 ΕΩΜ Η ΔΘΑΔΠΞΛΗ ΑΟΞ Η ΛΘΑ ΕΡΘΑ ΡΗΜ ΑΚΚΗ ΕΘΜΑΘ ΛΕΓΑΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΣΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΣΩΝ Α ΛΤΚΕΙΟΤ

ΣΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΣΩΝ Α ΛΤΚΕΙΟΤ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΣΩΝ Α ΛΤΚΕΙΟΤ Α/Α : 0_1382/153 1. Καη όηαλ έγηλε ε ππνρώξεζε αξγά ην απόγεπκα, επεηδή θνβήζεθαλ νη νιηγαξρηθνί κήπσο νη δεκνθξαηηθνί, αθνύ θάλνπλ επίζεζε, θαηαιάβνπλ

Διαβάστε περισσότερα

Παιχνίδι γλωζζικής καηανόηζης με ζχήμαηα!

Παιχνίδι γλωζζικής καηανόηζης με ζχήμαηα! Cpyright 2013 Λόγος & Επικοινωνία // All rights Reserved Παιχνίδι γλωζζικής καηανόηζης με ζχήμαηα! Αυηό ηο παιχνίδι έχει ζηόχους: 1. ηελ εθγύκλαζε ηεο αθνπζηηθήο κλήκεο ησλ παηδηώλ 2. ηελ εμάζθεζε ζηελ

Διαβάστε περισσότερα

ΚΤΠΡΙΑΚΗ ΜΑΘΗΜΑΣΙΚΗ ΕΣΑΙΡΕΙΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΣΚΥΤΑΛΟΓΡΟΜΙΑ 2015 ΓΙΑ ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ Τεηάπηη 28 Ιανουαπίου 2015 ΛΔΥΚΩΣΙΑ Τάξη: Α Γυμναζίου

ΚΤΠΡΙΑΚΗ ΜΑΘΗΜΑΣΙΚΗ ΕΣΑΙΡΕΙΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΣΚΥΤΑΛΟΓΡΟΜΙΑ 2015 ΓΙΑ ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ Τεηάπηη 28 Ιανουαπίου 2015 ΛΔΥΚΩΣΙΑ Τάξη: Α Γυμναζίου ΚΤΠΡΙΑΚΗ ΜΑΘΗΜΑΣΙΚΗ ΕΣΑΙΡΕΙΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΣΚΥΤΑΛΟΓΡΟΜΙΑ 2015 ΓΙΑ ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ Τεηάπηη 28 Ιανουαπίου 2015 ΛΔΥΚΩΣΙΑ Τάξη: Α Γυμναζίου ΠΡΟΒΛΗΜΑ Σε έλα ηνπξλνπά βόιετ δήισζαλ ζπκκεηνρή νκάδεο Γπκλαζίσλ ηεο Κύπξνπ.

Διαβάστε περισσότερα

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ( ) ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΜΕΛΗ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΣΥΝΔΙΟΡΓΑΝΩΤΕΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ( ) ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΜΕΛΗ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΣΥΝΔΙΟΡΓΑΝΩΤΕΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ (1896-1960) ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΥΝΔΙΟΡΓΑΝΩΤΕΣ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ολυμπία Ψυχοπαίδη-Φράγκου (Μουσικολογία) ΜΕΛΗ Γιώργος Βλαστός (Πολυφωνία) Ηλίας Γιαννόπουλος (Μεγάλη

Διαβάστε περισσότερα

ΤΜΗΜΑ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. Συνδιοργάνωση: Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. «Επτανησιακή Όπερα και Μουσικό Θέατρο έως το 1953»

ΤΜΗΜΑ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. Συνδιοργάνωση: Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. «Επτανησιακή Όπερα και Μουσικό Θέατρο έως το 1953» ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Συνδιοργάνωση: Κρατική Ορχήστρα Αθηνών Μέγαρο Μουσικής Αθηνών Συνέδριο στο πλαίσιο του 6 ου Κύκλου

Διαβάστε περισσότερα

Ενδεικτικά Θέματα Στατιστικής ΙΙ

Ενδεικτικά Θέματα Στατιστικής ΙΙ Ενδεικτικά Θέματα Στατιστικής ΙΙ Θέματα. Έζησ όηη ζε δείγκα 35 θαηνηθηώλ πνπ ελνηθηάδνληαη ζε θνηηεηέο ζηελ Κνδάλε βξέζεθε ην κέζν κεληαίν κίζζσκα ζηα 5 επξώ, ελώ ζην Ζξάθιεην ην κέζν κεληαίν κίζζσκα ζε

Διαβάστε περισσότερα

ΘΔΚΑ ΡΖΠ ΑΛΑΓΛΩΟΗΠΖΠ

ΘΔΚΑ ΡΖΠ ΑΛΑΓΛΩΟΗΠΖΠ ΘΔΚΑ ΡΖΠ ΑΛΑΓΛΩΟΗΠΖΠ 1.Απηόο πνπ ζα αλαγλσξηζηεί απνπζηάδεη γηα πνιύ θαηξό. 2.Δπηζηξέθεη κε πιαζηή ηαπηόηεηα ή κεηακνξθσκέλνο. 3.Απνκνλώλνληαη ηα δύν πξόζσπα 4.Άξζε κεηακόξθσζεο 5.Απνθάιπςε 6.Ακθηβνιίεο-απνδεηθηηθά

Διαβάστε περισσότερα

Κόληξα πιαθέ ζαιάζζεο κε δηαζηάζεηο 40Υ40 εθ. Καξθηά 3 θηιά πεξίπνπ κε κήθνο ηξηπιάζην από ην πάρνο ηνπ μύινπ θπξί κεγάιν θαη ππνκνλή

Κόληξα πιαθέ ζαιάζζεο κε δηαζηάζεηο 40Υ40 εθ. Καξθηά 3 θηιά πεξίπνπ κε κήθνο ηξηπιάζην από ην πάρνο ηνπ μύινπ θπξί κεγάιν θαη ππνκνλή Δξγαιεία Καηαζθεπέο 1 Δ.Κ.Φ.Δ. ΥΑΝΙΩΝ ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ ΔΚΠΑΙΓΔΤΗ ΔΝΟΣΗΣΑ 10 ε : ΜΗΥΑΝΙΚΗ ΜΔΡΟ Β ΠΙΔΗ ΔΡΓΑΛΔΙΑ ΚΑΣΑΚΔΤΔ Καηαζθεπή 1: Καξέθια θαθίξε Όξγαλα Τιηθά Κόληξα πιαθέ ζαιάζζεο κε δηαζηάζεηο 40Υ40 εθ.

Διαβάστε περισσότερα

ΣΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΣΩΝ Α ΛΤΚΕΙΟΤ

ΣΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΣΩΝ Α ΛΤΚΕΙΟΤ Α/Α : 0_3207/391 1. Τελ άιιε κέξα νη Τξηάθνληα, πνιύ ηαπεηλσκέλνη θαη ληώζνληαο εγθαηαιειεηκκέλνη, ζπγθεληξώζεθαλ ζην ρώξν ησλ ζπλεδξηάζεσλ παξάιιεια, νη «ηξεηο ρηιηάδεο», ζε όια ηα ζεκεία όπνπ είραλ ηνπνζεηεζεί,

Διαβάστε περισσότερα

Κείμενα και συγγραφείς της νεοελληνικής λογοτεχνίας

Κείμενα και συγγραφείς της νεοελληνικής λογοτεχνίας Κείμενα και συγγραφείς της νεοελληνικής λογοτεχνίας 1830-1880 Διδάσκων: Αναπλ. Καθηγητής Ιωάννης Παπαθεοδώρου 3 η ενότητα: «Ρομαντισμός και Ρεαλισμός» Ορισμοί, χαρακτηριστικά, διαφορές και ζώνες συνύπαρξης.

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΛ ΑΛΙΑΡΤΟΥ Σχ. Έτος ΟΜΑΔΑ: Κατερίνα Αραπίτσα Κατερίνα Βίτση Ειρήνη Γκραμόζι Σοφία Ντασιώτη

ΓΕΛ ΑΛΙΑΡΤΟΥ Σχ. Έτος ΟΜΑΔΑ: Κατερίνα Αραπίτσα Κατερίνα Βίτση Ειρήνη Γκραμόζι Σοφία Ντασιώτη ΓΕΛ ΑΛΙΑΡΤΟΥ Σχ. Έτος 2015-2016 ΟΜΑΔΑ: Κατερίνα Αραπίτσα Κατερίνα Βίτση Ειρήνη Γκραμόζι Σοφία Ντασιώτη Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΒΑΦΗ Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παιδική ηλικία είναι ένα ζήτημα για το οποίο η κοινωνιολογία έχει δείξει μεγάλο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως σήμερα βρίσκεται υπό εξέλιξη ένα πρόγραμμα

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ: «ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΗΘΙΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ» ΜΑΘΗΤΡΙΑ: ΣΚΡΕΚΑ ΝΑΤΑΛΙΑ, Β4 ΕΠΙΒΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΝΤΑΒΑΡΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2016 17 Περιεχόμενα

Διαβάστε περισσότερα

Κευάλαιο 8 Μονοπωλιακή Συμπεριφορά- Πολλαπλή Τιμολόγηση

Κευάλαιο 8 Μονοπωλιακή Συμπεριφορά- Πολλαπλή Τιμολόγηση Κευάλαιο 8 Μονοπωλιακή Συμπεριφορά- Πολλαπλή Τιμολόγηση Πώς πρέπει να τιμολογεί ένα μονοπώλιο; Μέρξη ζηηγκήο ην κνλνπώιην έρεη ζεσξεζεί ζαλ κηα επηρείξεζε ε νπνία πσιεί ην πξντόλ ηεο ζε θάζε πειάηε ζηελ

Διαβάστε περισσότερα

ΣΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΣΩΝ Α ΛΤΚΕΙΟΤ

ΣΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΣΩΝ Α ΛΤΚΕΙΟΤ Α/Α : 0_1379/50 1. Όηαλ ινηπόλ ήξζαλ [νη πξέζβεηο ζηελ Αζήλα], αθνύ ζπλέιαβαλ νη Αζελαίνη θαη ηνπο πξέζβεηο σο ππνθηλεηέο ζηάζεο θαη όζνπο έπεηζαλ [νη πξέζβεηο], ηνπο ζπγθέληξσζαλ γηα αζθάιεηα ζηελ Αίγηλα.

Διαβάστε περισσότερα

ΑΛΛΑΓΗ ΟΝΟΜΑΣΟ ΚΑΙ ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΙΑ, ΚΟΙΝΟΥΡΗΣΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ ΚΑΙ ΕΚΣΤΠΩΣΕ ΣΑ WINDOWS XP

ΑΛΛΑΓΗ ΟΝΟΜΑΣΟ ΚΑΙ ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΙΑ, ΚΟΙΝΟΥΡΗΣΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ ΚΑΙ ΕΚΣΤΠΩΣΕ ΣΑ WINDOWS XP ΑΛΛΑΓΗ ΟΝΟΜΑΣΟ ΚΑΙ ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΙΑ, ΚΟΙΝΟΥΡΗΣΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ ΚΑΙ ΕΚΣΤΠΩΣΕ ΣΑ WINDOWS XP ηότοι εργαζηηρίοσ ην πιαίζην ηνπ ζπγθεθξηκέλνπ εξγαζηεξίνπ ζα παξνπζηαζηνύλ βαζηθέο ιεηηνπξγίεο ησλ Windows XP πνπ ζρεηίδνληαη

Διαβάστε περισσότερα

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Χ Ρ Η Σ Η Γ Λ Ω Σ Σ Α Σ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Χ Ρ Η Σ Η Γ Λ Ω Σ Σ Α Σ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Χ Ρ Η Σ Η Γ Λ Ω Σ Σ Α Σ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 2 0 Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ 1 Y Π Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Ο Π Α Ι Δ Ε Ι Α Σ Κ Α Ι Θ Ρ Η Σ Κ Ε Υ Μ Α Τ Ω Ν Κ Ε Ν Τ Ρ Ο Ε Λ Λ Η Ν Ι

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (μάθημα επιλογής) Α τάξη Γενικού Λυκείου Α) Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών (ΑΠΣ) Στο πλαίσιο της διδασκαλίας του μαθήματος επιλογής «Ελληνικός και Ευρωπαϊκός πολιτισμός»,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΞΙΟΘΕΑΣΑ ΣΟΤ ΥΩΡΙΟΤ ΜΑ

ΑΞΙΟΘΕΑΣΑ ΣΟΤ ΥΩΡΙΟΤ ΜΑ ΑΞΙΟΘΕΑΣΑ ΣΟΤ ΥΩΡΙΟΤ ΜΑ α. Η ΕΚΚΛΗΙΑ ΣΟΤ ΥΩΡΙΟΤ ΜΑ β. ΣΟ ΠΝΕΤΜΑΣΙΚΟ ΜΑ ΚΕΝΣΡΟ γ. Η ΠΑΝΟΡΑΜΙΚΗ ΘΕΗ ΣΟΤ ΥΩΡΙΟΤ ΜΑ α. Η ΕΚΚΛΗΙΑ ΣΟΤ ΥΩΡΙΟΤ ΜΑ. Η Εθθιεζία ηνπ ρσξηνύ καο, ε Αγία Άλλα, είλαη θηηζκέλε πξηλ πνιιά

Διαβάστε περισσότερα

ÁÍÁÊÏÉÍÙÓÅÉÓ ΣΕ ÅËËÇÍΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑ

ÁÍÁÊÏÉÍÙÓÅÉÓ ΣΕ ÅËËÇÍΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑ ÁÍÁÊÏÉÍÙÓÅÉÓ ΣΕ ÅËËÇÍΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑ 30 ν Παλειιήλην πλέδξην Γαζηξεληεξνινγίαο 11-14 Ννεκβξίνπ 2010, Αζήλα Annals of Gastroenteroly 2010;23(Suppl):7-67 212 30 ν Παλειιήλην πλέδξην Γαζηξεληεξνινγίαο 11-14

Διαβάστε περισσότερα

Τ ξ ε ύ ο ξ π ς ξ σ ξ ο ί ξ σ _ Ι ε ο α μ ε ι κ ό π

Τ ξ ε ύ ο ξ π ς ξ σ ξ ο ί ξ σ _ Ι ε ο α μ ε ι κ ό π Τ ξ ε ύ ο ξ π ς ξ σ ξ ο ί ξ σ _ Ι ε ο α μ ε ι κ ό π Α ο υ ι ς ε κ ς ξ μ ι κ ή ρ ύ μ θ ε ρ η 6 Τ ξ μ έ α π ΘΘΘ, X ώ ο ξ π κ α ι Δ π ι κ ξ ι μ χ μ ί α Η έ μ α : Διδάρκξμςεπ: Τξ εύοξπ ςξσ ξοίξσ Ιεοαμεικόπ

Διαβάστε περισσότερα

Τν Πξόγξακκα ζα αλαθνηλσζεί, ακέζσο κεηά ηηο γηνξηέο ηνπ Πάζρα.

Τν Πξόγξακκα ζα αλαθνηλσζεί, ακέζσο κεηά ηηο γηνξηέο ηνπ Πάζρα. Οι Πανελλαδικέρ Δξεηάζειρ για ηην ειζαγωγή ζηην ηπιηοβάθμια εκπαίδεςζη θα ππαγμαηοποιηθούν ππιν ηιρ απολςηήπιερ ενδοζσολικέρ εξεηάζειρ ηων μαθηηών και ηων μαθηηπιών. Τν Πξόγξακκα ζα αλαθνηλσζεί, ακέζσο

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΡΣΗΜΑ Δ. ΔΤΡΔΗ ΣΟΤ ΜΔΣΑΥΗΜΑΣΙΜΟΤ FOURIER ΓΙΑΦΟΡΩΝ ΗΜΑΣΩΝ

ΠΑΡΑΡΣΗΜΑ Δ. ΔΤΡΔΗ ΣΟΤ ΜΔΣΑΥΗΜΑΣΙΜΟΤ FOURIER ΓΙΑΦΟΡΩΝ ΗΜΑΣΩΝ ΠΑΡΑΡΣΗΜΑ Δ. ΔΤΡΔΗ ΣΟΤ ΜΔΣΑΥΗΜΑΣΙΜΟΤ FOURIER ΓΙΑΦΟΡΩΝ ΗΜΑΣΩΝ Εδώ ζα ππνινγίζνπκε ην κεηαζρεκαηηζκό Fourier κεξηθώλ αθόκα ζεκάησλ, πξνζπαζώληαο λα μεθηλήζνπκε από ην κεηαζρεκαηηζκό Fourier γλσζηώλ ζεκάησλ

Διαβάστε περισσότερα

Μονοψϊνιο. Αγνξά κε ιίγνπο αγνξαζηέο. Δύναμη μονοψωνίος Η ηθαλόηεηα πνπ έρεη ν αγνξαζηήο λα επεξεάζεη ηελ ηηκή ηνπ αγαζνύ.

Μονοψϊνιο. Αγνξά κε ιίγνπο αγνξαζηέο. Δύναμη μονοψωνίος Η ηθαλόηεηα πνπ έρεη ν αγνξαζηήο λα επεξεάζεη ηελ ηηκή ηνπ αγαζνύ. Μονοψϊνιο Ολιγοψώνιο Αγνξά κε ιίγνπο αγνξαζηέο. Δύναμη μονοψωνίος Η ηθαλόηεηα πνπ έρεη ν αγνξαζηήο λα επεξεάζεη ηελ ηηκή ηνπ αγαζνύ. Οπιακή αξία Δπηπξόζζεηα νθέιε από ηελ ρξήζε/θαηαλάισζε κηαο επηπξόζζεηε

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο: Ονοματεπώνυμο Μαθητή: Ημερομηνία: 20/11/2017 Επιδιωκόμενος Στόχος: 70/100. Ι. Μη λογοτεχνικό κείμενο

Κεφάλαιο: Ονοματεπώνυμο Μαθητή: Ημερομηνία: 20/11/2017 Επιδιωκόμενος Στόχος: 70/100. Ι. Μη λογοτεχνικό κείμενο Μάθημα/Τάξη: Ν. Γλώσσα Γ' ΕΠΑΛ Κεφάλαιο: Ονοματεπώνυμο Μαθητή: Ημερομηνία: 20/11/2017 Επιδιωκόμενος Στόχος: 70/100 Ι. Μη λογοτεχνικό κείμενο Τον Μάιο του 2017 δημοσιοποιήθηκαν αποτελέσματα έρευνας του

Διαβάστε περισσότερα

ΚΤΠΡΙΑΚΗ ΜΑΘΗΜΑΣΙΚΗ ΕΣΑΙΡΕΙΑ ΜΑΘΗΜΑΣΙΚΗ ΚΤΣΑΛΟΓΡΟΜΙΑ 2007 ΓΙΑ ΣΟ ΓΤΜΝΑΙΟ Παπασκευή 26 Ιανουαπίου 2007 Σάξη: Α Γυμνασίου ΥΟΛΕΙΟ..

ΚΤΠΡΙΑΚΗ ΜΑΘΗΜΑΣΙΚΗ ΕΣΑΙΡΕΙΑ ΜΑΘΗΜΑΣΙΚΗ ΚΤΣΑΛΟΓΡΟΜΙΑ 2007 ΓΙΑ ΣΟ ΓΤΜΝΑΙΟ Παπασκευή 26 Ιανουαπίου 2007 Σάξη: Α Γυμνασίου ΥΟΛΕΙΟ.. ΜΑΘΗΜΑΣΙΚΗ ΚΤΣΑΛΟΓΡΟΜΙΑ 2007 ΓΙΑ ΣΟ ΓΤΜΝΑΙΟ Παπασκευή 26 Ιανουαπίου 2007 Σάξη: Α Γυμνασίου έλαξμεο 09.30 ιήμεο 09.45 Σην παξαθάησ ζρήκα θαίλεηαη ηκήκα ελόο πνιενδνκηθνύ ζρεδίνπ κηαο πόιεο. Οη ζθηαζκέλεο

Διαβάστε περισσότερα

EL Eνωμένη στην πολυμορυία EL A8-0046/319. Τροπολογία

EL Eνωμένη στην πολυμορυία EL A8-0046/319. Τροπολογία 8.3.2016 A8-0046/319 319 Άρθρο 34 παράγραθος 1 ζηοιχείο δ (δ) 14 έηε γηα θηεληαηξηθά θάξκαθα πνπ πξννξίδνληαη γηα άιια είδε δώωλ από απηά πνπ αλαθέξνληαη ζηελ παξάγξαθν 1 ζηνηρεία α) θαη γ). (δ) 10 έηε

Διαβάστε περισσότερα

ΟΠΤΙΚΗ Α. ΑΝΑΚΛΑΣΖ - ΓΗΑΘΛΑΣΖ

ΟΠΤΙΚΗ Α. ΑΝΑΚΛΑΣΖ - ΓΗΑΘΛΑΣΖ ΟΠΤΙΚΗ Α. ΑΝΑΚΛΑΣΖ - ΓΗΑΘΛΑΣΖ. Μία αθηίλα θωηόο πξνζπίπηεη κε κία γωλία ζ ζηε επάλω επηθάλεηα ελόο θύβνπ από πνιπεζηέξα ν νπνίνο έρεη δείθηε δηάζιαζεο ε =,49 (ζρήκα ). Βξείηε πνηα ζα είλαη ε κέγηζηε γωλία

Διαβάστε περισσότερα

Πανελλήνια Έρεσνα «Καηαναλωηής & Ελληνικό Προϊόν»

Πανελλήνια Έρεσνα «Καηαναλωηής & Ελληνικό Προϊόν» Πανελλήνια Έρεσνα «Καηαναλωηής & Ελληνικό Προϊόν» Γεώργιος Μπάληας, Οικονομικό Πανεπιζηήμιο Αθηνών Προκόπης Θεοδωρίδης, Πανεπιζηήμιο Παηρών Ταπηόηεηα ηεο έξεπλαο Σθνπόο: Αλίρλεπζε ηεο αγνξαζηηθήο ζπκπεξηθνξάο

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΟ 13. Ποσοτικές Μέθοδοι. θαη λα ππνινγίζεηε ην θόζηνο γηα 10000 παξαγόκελα πξντόληα. Να ζρεδηαζηεί γηα εύξνο πξντόλησλ έσο 30000.

ΔΕΟ 13. Ποσοτικές Μέθοδοι. θαη λα ππνινγίζεηε ην θόζηνο γηα 10000 παξαγόκελα πξντόληα. Να ζρεδηαζηεί γηα εύξνο πξντόλησλ έσο 30000. ΔΕΟ 13 Ποσοτικές Μέθοδοι Σσνάρηηζη Κόζηοσς C(), μέζο κόζηος C()/. Παράδειγμα 1 Μηα εηαηξεία δαπαλά γηα θάζε πξντόλ Α πνπ παξάγεη 0.0 λ.κ. Τα πάγηα έμνδα ηεο εηαηξείαο είλαη 800 λ.κ. Ζεηείηαη 1) Να πεξηγξάςεηε

Διαβάστε περισσότερα

ΓΗΑΓΩΝΗΣΜΑ ΣΤΑ ΜΑΘΖΜΑΤΗΚΑ. Ύλη: Μιγαδικοί-Σσναρηήζεις-Παράγωγοι Θεη.-Τετν. Καη Εήηημα 1 ο :

ΓΗΑΓΩΝΗΣΜΑ ΣΤΑ ΜΑΘΖΜΑΤΗΚΑ. Ύλη: Μιγαδικοί-Σσναρηήζεις-Παράγωγοι Θεη.-Τετν. Καη Εήηημα 1 ο : ΓΗΑΓΩΝΗΣΜΑ ΣΤΑ ΜΑΘΖΜΑΤΗΚΑ Ον/μο:.. Γ Λσκείοσ Ύλη: Μιγαδικοί-Σσναρηήζεις-Παράγωγοι Θεη.-Τετν. Καη. 11-1-11 Εήηημα 1 ο : Α. Γηα ηελ ζπλάξηεζε f, λα βξείηε ην δηάζηεκα ζην νπνίν είλαη παξαγσγίζηκε θαζώο θαη

Διαβάστε περισσότερα

TOOLBOOK (μάθημα 2) Δεκηνπξγία βηβιίνπ θαη ζειίδσλ ΠΡΟΑΡΜΟΓΗ: ΒΑΛΚΑΝΙΩΣΗ ΔΗΜ. ΕΚΠΑΙΔΕΤΣΙΚΟ ΠΕ19 1 TOOLBOOK ΜΑΘΗΜΑ 2

TOOLBOOK (μάθημα 2) Δεκηνπξγία βηβιίνπ θαη ζειίδσλ ΠΡΟΑΡΜΟΓΗ: ΒΑΛΚΑΝΙΩΣΗ ΔΗΜ. ΕΚΠΑΙΔΕΤΣΙΚΟ ΠΕ19 1 TOOLBOOK ΜΑΘΗΜΑ 2 TOOLBOOK (μάθημα 2) Δεκηνπξγία βηβιίνπ θαη ζειίδσλ ΕΚΠΑΙΔΕΤΣΙΚΟ ΠΕ19 1 Δημιουργία σελίδων και βιβλίων Έλα θαηλνύξην βηβιίν πεξηέρεη κία άδεηα ζειίδα κε έλα άδεην background. Δελ κπνξνύκε λα μερσξίζνπκε

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ: ΚΟΠΖ ΠΗΣΑ ΠΑΔΠΠΔ - ΔΔΓΑ

ΘΕΜΑ: ΚΟΠΖ ΠΗΣΑ ΠΑΔΠΠΔ - ΔΔΓΑ ΘΕΜΑ: ΚΟΠΖ ΠΗΣΑ ΠΑΔΠΠΔ - ΔΔΓΑ Μεγάιε επηηπρία ζεκείωζε ε θνηλή εθδήιωζε γηα ηελ θνπή πίηαο γηα ην 2009, ηνπ Παλειιήληνπ πλδέζκνπ Δπηρεηξήζεωλ Πξνζηαζίαο Πεξηβάιινληνο (ΠΑΔΠΠΔ) θαη ηεο Διιεληθήο Δηαηξίαο

Διαβάστε περισσότερα

Δομή και Περιεχόμενο

Δομή και Περιεχόμενο Υπουργείο Παιδείας & Πολιτισμού Διεύθυνση Δημοτικής Εκπαίδευσης Δομή και Περιεχόμενο Ομάδα Υποστήριξης Νέου Αναλυτικού Προγράμματος Εικαστικών Τεχνών Ιανουάριος 2013 Δομή ΝΑΠ Εικαστικών Τεχνών ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

ENA, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών Ζαλοκώστα 8, 2ος όροφος T enainstitute.org

ENA, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών Ζαλοκώστα 8, 2ος όροφος T enainstitute.org Ιδρυτική Διακήρυξη 1. 2. 3. Το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών - ΕΝΑ ενεργοποιείται σε μια κρίσιμη για την Ελλάδα περίοδο. Σε μια περίοδο κατά την οποία οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί λειτουργούν

Διαβάστε περισσότερα

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις Έργο: «Ένταξη παιδιών παλιννοστούντων και αλλοδαπών στο σχολείο - για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Γυμνάσιο)» Επιμορφωτικό Σεμινάριο Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές

Διαβάστε περισσότερα

Να ζρεδηάζεηο ηξόπνπο ζύλδεζεο κηαο κπαηαξίαο θαη ελόο ιακπηήξα ώζηε ν ιακπηήξαο λα θσηνβνιεί.

Να ζρεδηάζεηο ηξόπνπο ζύλδεζεο κηαο κπαηαξίαο θαη ελόο ιακπηήξα ώζηε ν ιακπηήξαο λα θσηνβνιεί. ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Απλό ηλεκτπικό κύκλυμα Η δηδαζθαιία ηνπ απινύ ειεθηξηθνύ θπθιώκαηνο ππάξρεη ζην κάζεκα «Φπζηθά» ηεο Ε ηάμεο ηνπ δεκνηηθνύ θαη επαλαιακβάλεηαη ζην κάζεκα ηεο Φπζηθήο ζηε Γ ηάμε ηνπ Γπκλαζίνπ.

Διαβάστε περισσότερα

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών Πηγή: Δημάκη, Α. Χαϊτοπούλου, Ι. Παπαπάνου, Ι. Ραβάνης, Κ. Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών: μια ποιοτική προσέγγιση αντιλήψεων μελλοντικών νηπιαγωγών. Στο Π. Κουμαράς & Φ. Σέρογλου (επιμ.). (2008).

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Οξηδόληηα θαη θαηαθόξπθε κεηαηόπηζε παξαβνιήο

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Οξηδόληηα θαη θαηαθόξπθε κεηαηόπηζε παξαβνιήο ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Οξηδόληηα θαη θαηαθόξπθε κεηαηόπηζε παξαβνιήο 1 ε Δξαζηεξηόηεηα Αλνίμηε ην αξρείν «Μεηαηόπηζε παξαβνιήο.ggb». Με ηε καύξε γξακκή παξηζηάλεηαη ε γξαθηθή παξάζηαζε ηεο f(x)=αx 2 πνπ ζα ηελ

Διαβάστε περισσότερα

γηα ηνλ Άξε Κσλζηαληηλίδε

γηα ηνλ Άξε Κσλζηαληηλίδε γηα ηνλ Άξε Κσλζηαληηλίδε γηα «ην θνηλό θαη ην θύξην» (Γ.νισκόο) γηα λα ρηίδω πάληα κε ηνλ ίδηνλε ηξόπν, κε ηηο ίδηεο θαηαζθεπαζηηθέο θαη πιαζηηθέο πξννπηηθέο, κε ηελ ίδηαλε πάληνηε πίζηε θαη αγάπε.. Α.Κ.

Διαβάστε περισσότερα

Ανάλυση Πολιτικού Λόγου

Ανάλυση Πολιτικού Λόγου ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 9η: Ο λόγος της Πολιτικής Οικολογίας 2 Γιάννης Σταυρακάκης, Καθηγητής ΑΠΘ Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42 ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42 2 Η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2012-2013 ΘΕΜΑ: «Να συγκρίνετε τις απόψεις του Βέμπερ με αυτές του Μάρξ σχετικά με την ηθική της

Διαβάστε περισσότερα

Δπηιέγνληαο ην «Πξνεπηινγή» θάζε θνξά πνπ ζα ζπλδέεζηε ζηελ εθαξκνγή ζα βξίζθεζηε ζηε λέα ρξήζε.

Δπηιέγνληαο ην «Πξνεπηινγή» θάζε θνξά πνπ ζα ζπλδέεζηε ζηελ εθαξκνγή ζα βξίζθεζηε ζηε λέα ρξήζε. ΑΝΟΙΓΜΑ ΝΔΑ ΥΡΗΗ 1. Γεκηνπξγείηε ηε λέα ρξήζε από ηελ επηινγή «Παξάκεηξνη/Παξάκεηξνη Δηαηξίαο/Γηαρείξηζε Δηαηξηώλ». Πιεθηξνινγείηε ηνλ θσδηθό ηεο εηαηξίαο ζαο θαη παηάηε Enter. Σηελ έλδεημε «Υξήζεηο» παηάηε

Διαβάστε περισσότερα

Σύνθεζη ηαλανηώζεων. Έζησ έλα ζώκα πνπ εθηειεί ηαπηόρξνλα δύν αξκνληθέο ηαιαληώζεηο ηεο ίδηαο ζπρλόηεηαο πνπ πεξηγξάθνληαη από ηηο παξαθάησ εμηζώζεηο:

Σύνθεζη ηαλανηώζεων. Έζησ έλα ζώκα πνπ εθηειεί ηαπηόρξνλα δύν αξκνληθέο ηαιαληώζεηο ηεο ίδηαο ζπρλόηεηαο πνπ πεξηγξάθνληαη από ηηο παξαθάησ εμηζώζεηο: Σύνθεζη ηαλανηώζεων Α. Σύλζεζε δύν α.α.η ηεο ίδιας ζστνόηηηας Έζησ έλα ζώκα πνπ εθηειεί ηαπηόρξνλα δύν αξκνληθέο ηαιαληώζεηο ηεο ίδηαο ζπρλόηεηαο πνπ πεξηγξάθνληαη από ηηο παξαθάησ εμηζώζεηο: Η απνκάθξπλζε

Διαβάστε περισσότερα

Αζθήζεηο 5 νπ θεθαιαίνπ Crash course Step by step training. Dipl.Biol.cand.med. Stylianos Kalaitzis

Αζθήζεηο 5 νπ θεθαιαίνπ Crash course Step by step training. Dipl.Biol.cand.med. Stylianos Kalaitzis Αζθήζεηο 5 νπ θεθαιαίνπ Crash course Step by step training Dipl.Biol.cand.med. Stylianos Kalaitzis Stylianos Kalaitzis Μνλνϋβξηδηζκνο 1 Γπν γνλείο, εηεξόδπγνη γηα ηνλ αιθηζκό θάλνπλ παηδηά. Πνία ε πηζαλόηεηα

Διαβάστε περισσότερα

Α Ο Κ Η Α Μ Α Ζ Η Η Ρ Η ( S E A R C H )

Α Ο Κ Η Α Μ Α Ζ Η Η Ρ Η ( S E A R C H ) Ξ G O O G L E S C H O L A R Α Ο Ξ Ε Κ Ε Θ Λ Θ Α Λ Η Τ Α Μ Η Α Μ Α Ζ Η Η Ρ Η Ρ Οξαγκαηνπνηώληαο αλαδήηεζε ζην GoogleScholar (http://scholar.google.com/) ν ρξήζηεο κπνξεί λα εληνπίζεη πιηθό αθαδεκαϊθνύ θαη

Διαβάστε περισσότερα

Απαντήσεις θέματος 2. Παξαθάησ αθνινπζεί αλαιπηηθή επίιπζε ησλ εξσηεκάησλ.

Απαντήσεις θέματος 2. Παξαθάησ αθνινπζεί αλαιπηηθή επίιπζε ησλ εξσηεκάησλ. Απαντήσεις θέματος 2 Απηά πνπ έπξεπε λα γξάςεηε (δελ ρξεηαδόηαλ δηθαηνιόγεζε εθηόο από ην Γ) Α return a*b; Β 0:acegf2, 1: acegf23, 2: acegf234, 3:acegf2345, 4:acegf23456, 5:acegf234567, 6:acegf2345678,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΑΝΤΗΣΔΙΣ ΓΙΚΤΥΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ II ΔΠΑΛ

ΑΠΑΝΤΗΣΔΙΣ ΓΙΚΤΥΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ II ΔΠΑΛ ΑΠΑΝΤΗΣΔΙΣ ΓΙΚΤΥΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ II ΔΠΑΛ ΘΔΜΑ Α Α1. α. Σ β. Σ γ. Λ δ. Λ ε. Λ ζη. Σ Α2. Γ Α3. 1. γ 2. ε 3. δ 4. α Β1. ΘΔΜΑ Β Οη ηειηθνί ππνινγηζηέο παίξλνπλ απνθάζεηο δξνκνιόγεζεο κόλν γηα ηα δηθά ηνπο απηνδύλακα

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΩΣ ΜΟΡΦΟΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΑΓΑΘΟ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΩΣ ΜΟΡΦΟΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΑΓΑΘΟ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ Το πρόγραμμα Το Πρόγραμμα με τίτλο «Το θέατρο ως μορφοπαιδευτικό αγαθό και καλλιτεχνική έκφραση στην εκπαίδευση και την κοινωνία» υλοποιείται μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου

Διαβάστε περισσότερα

Δξγαιεία Καηαζθεπέο 1 Σάμε Σ Δ.Κ.Φ.Δ. ΥΑΝΙΧΝ ΠΡΧΣΟΒΑΘΜΙΑ ΔΚΠΑΙΓΔΤΗ. ΔΝΟΣΗΣΑ 11 ε : ΦΧ ΔΡΓΑΛΔΙΑ ΚΑΣΑΚΔΤΔ. Καηαζθεπή 1: Φαθόο κε ζσιήλα.

Δξγαιεία Καηαζθεπέο 1 Σάμε Σ Δ.Κ.Φ.Δ. ΥΑΝΙΧΝ ΠΡΧΣΟΒΑΘΜΙΑ ΔΚΠΑΙΓΔΤΗ. ΔΝΟΣΗΣΑ 11 ε : ΦΧ ΔΡΓΑΛΔΙΑ ΚΑΣΑΚΔΤΔ. Καηαζθεπή 1: Φαθόο κε ζσιήλα. Δξγαιεία Καηαζθεπέο 1 Δ.Κ.Φ.Δ. ΥΑΝΙΧΝ ΠΡΧΣΟΒΑΘΜΙΑ ΔΚΠΑΙΓΔΤΗ ΔΝΟΣΗΣΑ 11 ε : ΦΧ ΔΡΓΑΛΔΙΑ ΚΑΣΑΚΔΤΔ Καηαζθεπή 1: Φαθόο κε ζσιήλα Γηαθξάγκαηα Δξγαιεία Καηαζθεπέο 2 Η θαηαζθεπή πεξηγξάθεηαη ζηελ αληίζηνηρε ελόηεηα

Διαβάστε περισσότερα

Πρόταση Διδασκαλίας. Ενότητα: Γ Γυμνασίου. Θέμα: Δραστηριότητες Παραγωγής Λόγου Διάρκεια: Μία διδακτική περίοδος. Α: Στόχοι. Οι μαθητές/ τριες:

Πρόταση Διδασκαλίας. Ενότητα: Γ Γυμνασίου. Θέμα: Δραστηριότητες Παραγωγής Λόγου Διάρκεια: Μία διδακτική περίοδος. Α: Στόχοι. Οι μαθητές/ τριες: Πρόταση Διδασκαλίας Ενότητα: Τάξη: 7 η - Τέχνη: Μια γλώσσα για όλους, σε όλες τις εποχές Γ Γυμνασίου Θέμα: Δραστηριότητες Παραγωγής Λόγου Διάρκεια: Μία διδακτική περίοδος Α: Στόχοι Οι μαθητές/ τριες: Να

Διαβάστε περισσότερα

Αιτιολογική έκθεση. µεγάλων δυσκολιών που η κρίση έχει δηµιουργήσει στον εκδοτικό χώρο και στους

Αιτιολογική έκθεση. µεγάλων δυσκολιών που η κρίση έχει δηµιουργήσει στον εκδοτικό χώρο και στους Αιτιολογική έκθεση Η Επιτροπή Κρατικών Bραβείων Λογοτεχνικής Μετάφρασης εργάστηκε για τα βραβεία του 2013, όπως και την προηγούµενη χρονιά, έχοντας επίγνωση α. των µεγάλων δυσκολιών που η κρίση έχει δηµιουργήσει

Διαβάστε περισσότερα

ΚΤΠΡΙΑΚΗ ΜΑΘΗΜΑΣΙΚΗ ΕΣΑΙΡΕΙΑ ΜΑΘΗΜΑΣΙΚΗ ΚΤΣΑΛΟΓΡΟΜΙΑ 2007 ΓΙΑ ΣΟ ΓΤΜΝΑΙΟ Παπασκευή 26 Ιανουαπίου 2007 Σάξη: Α Γυμνασίου ΥΟΛΕΙΟ..

ΚΤΠΡΙΑΚΗ ΜΑΘΗΜΑΣΙΚΗ ΕΣΑΙΡΕΙΑ ΜΑΘΗΜΑΣΙΚΗ ΚΤΣΑΛΟΓΡΟΜΙΑ 2007 ΓΙΑ ΣΟ ΓΤΜΝΑΙΟ Παπασκευή 26 Ιανουαπίου 2007 Σάξη: Α Γυμνασίου ΥΟΛΕΙΟ.. ΜΑΘΗΜΑΣΙΚΗ ΚΤΣΑΛΟΓΡΟΜΙΑ 2007 ΓΙΑ ΣΟ ΓΤΜΝΑΙΟ Παπασκευή 26 Ιανουαπίου 2007 Σάξη: Α Γυμνασίου έλαξμεο 09.30 ιήμεο 09.45 Σην παξαθάησ ζρήκα θαίλεηαη ηκήκα ελόο πνιενδνκηθνύ ζρεδίνπ κηαο πόιεο. Οη ζθηαζκέλεο

Διαβάστε περισσότερα

Α. Εηζαγσγή ηεο έλλνηαο ηεο ηξηγσλνκεηξηθήο εμίζσζεο κε αξρηθό παξάδεηγκα ηελ εκx = 2

Α. Εηζαγσγή ηεο έλλνηαο ηεο ηξηγσλνκεηξηθήο εμίζσζεο κε αξρηθό παξάδεηγκα ηελ εκx = 2 ΣΡΙΓΩΝΟΜΔΣΡΙΚΔ EΞΙΩΔΙ Πνηα παξαδείγκαηα εμηζώζεσλ ή θαη πξνβιεκάησλ πηζηεύεηαη όηη είλαη θαηάιιεια γηα ηελ επίιπζε ηνπο θαηά ηελ δηάξθεηα ηεο δηδαθηηθήο δηαδηθαζίαο κέζα ζηελ ηάμε; 1 ε ΓΙΓΑΚΣΙΚΗ ΩΡΑ Α.

Διαβάστε περισσότερα

8. Ηµερολόγιο. 13. Εκδηλώσεις Ε.Ε.Μ. 14. Εκδηλώσεις εξωτερικού. 16. Ειδήσεις - Σχόλια. 25. Ελληνικές Μουσικές Γιορτές. 27. Μουσική & Πολιτική

8. Ηµερολόγιο. 13. Εκδηλώσεις Ε.Ε.Μ. 14. Εκδηλώσεις εξωτερικού. 16. Ειδήσεις - Σχόλια. 25. Ελληνικές Μουσικές Γιορτές. 27. Μουσική & Πολιτική ιµηνιαία έκδοση της Ε.Ε.Μ. Τεύχος 33, Μάρτιος - Απρίλιος 2009 Bi-monthly magazine of the Greek Composers Union. V.Sofias av. & Kokkali str. 115 21 Athens Tel. & fax +30 210 72 56 607. http://www.eem.org.gr

Διαβάστε περισσότερα

10 Ημέρες / 07 Διανσκηερεύζεις Ανατωρήζεις 12/11, 26/11, 10/12, 07/01, 21/01, 11/02, 25/02, 10/03, 24/03

10 Ημέρες / 07 Διανσκηερεύζεις Ανατωρήζεις 12/11, 26/11, 10/12, 07/01, 21/01, 11/02, 25/02, 10/03, 24/03 10 Ημέρες / 07 Διανσκηερεύζεις Ανατωρήζεις 12/11, 26/11, 10/12, 07/01, 21/01, 11/02, 25/02, 10/03, 24/03 1 η ημέρα: ΑΘΗΝΑ ΜΠΑΝΓΚΟΚ πγθέληξσζε ζην αεξνδξόκην Διεπζέξηνο Βεληδέινο, θαη αλαρώξεζε γηα Μπαλγθόθ.Γηαλπθηέξεπζε

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΙΣ ΦΥΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΓΕΝΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΙΙ - ΦΥΕ 0 7 Ινπλίνπ 009 Απαντήσειρ στιρ ασκήσειρ τηρ τελικήρ εξέτασηρ στιρ Σςνήθειρ Διαυοπικέρ Εξισώσειρ Αγαπηηέ θοιηηηή/ηπια,

Διαβάστε περισσότερα

Γ ΣΑΞΖ ΔΝΗΑΗΟΤ ΛΤΚΔΗΟΤ ΔΞΔΣΑΕΟΜΔΝΟ ΜΑΘΖΜΑ: ΜΑΘΖΜΑΣΗΚΑ ΘΔΣΗΚΩΝ ΚΑΗ ΟΗΚΟΝΟΜΗΚΩΝ ΠΟΤΓΩΝ ΤΝΑΡΣΖΔΗ ΟΡΗΑ ΤΝΔΥΔΗΑ (έως Θ.Bolzano) ΘΔΜΑ Α

Γ ΣΑΞΖ ΔΝΗΑΗΟΤ ΛΤΚΔΗΟΤ ΔΞΔΣΑΕΟΜΔΝΟ ΜΑΘΖΜΑ: ΜΑΘΖΜΑΣΗΚΑ ΘΔΣΗΚΩΝ ΚΑΗ ΟΗΚΟΝΟΜΗΚΩΝ ΠΟΤΓΩΝ ΤΝΑΡΣΖΔΗ ΟΡΗΑ ΤΝΔΥΔΗΑ (έως Θ.Bolzano) ΘΔΜΑ Α Γ ΣΑΞΖ ΔΝΗΑΗΟΤ ΛΤΚΔΗΟΤ ΔΞΔΣΑΕΟΜΔΝΟ ΜΑΘΖΜΑ: ΜΑΘΖΜΑΣΗΚΑ ΘΔΣΗΚΩΝ ΚΑΗ ΟΗΚΟΝΟΜΗΚΩΝ ΠΟΤΓΩΝ ΤΝΑΡΣΖΔΗ ΟΡΗΑ ΤΝΔΥΔΗΑ (έως Θ.Bolzano). Να δηαηππώζεηε ην Θ.Bolzano. 5 ΘΔΜΑ Α μονάδες A. Να απνδείμεηε όηη γηα θάζε πνιπωλπκηθή

Διαβάστε περισσότερα

Άσκηση 1 - Μοπυοποίηση Κειμένου

Άσκηση 1 - Μοπυοποίηση Κειμένου Άσκηση 1 - Μοπυοποίηση Κειμένου Σηηο παξαθάησ γξακκέο εθαξκόζηε ηε κνξθνπνίεζε πνπ πεξηγξάθνπλ Γξακκή κε έληνλε γξαθή Γξακκή κε πιάγηα γξαθή Γξακκή κε ππνγξακκηζκέλε γξαθή Γξακκή κε Arial Font κεγέζνπο

Διαβάστε περισσότερα

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές; ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ; τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές; ποια είναι η σχέση των πεποιθήσεών μας με την πραγματικότητα, για να είναι αληθείς και

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦ. 2.3 ΑΠΟΛΤΣΗ ΣΘΜΗ ΠΡΑΓΜΑΣΘΚΟΤ ΑΡΘΘΜΟΤ

ΚΕΦ. 2.3 ΑΠΟΛΤΣΗ ΣΘΜΗ ΠΡΑΓΜΑΣΘΚΟΤ ΑΡΘΘΜΟΤ ΚΕΦ..3 ΑΠΟΛΤΣΗ ΣΘΜΗ ΠΡΑΓΜΑΣΘΚΟΤ ΑΡΘΘΜΟΤ Οπιζμόρ απόλςηηρ ηιμήρ: Σηνλ άμνλα ησλ πξαγκαηηθώλ αξηζκώλ ζεσξνύκε έλαλ αξηζκό α πνπ ζπκβνιίδεηαη κε ην ζεκείν Α. Η απόζηαζε ηνπ ζεκείνπ Α από ηελ αξρή Ο, δειαδή

Διαβάστε περισσότερα

Η περίληψη δεν είναι ξεχωριστό γραμματειακό είδος αλλά ένας τρόπος συνοπτικής απόδοσης προϋπάρχοντος κειμένου δια της οποίας επιδιώκεται:

Η περίληψη δεν είναι ξεχωριστό γραμματειακό είδος αλλά ένας τρόπος συνοπτικής απόδοσης προϋπάρχοντος κειμένου δια της οποίας επιδιώκεται: ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ (25 μονάδες) Η περίληψη δεν είναι ξεχωριστό γραμματειακό είδος αλλά ένας τρόπος συνοπτικής απόδοσης προϋπάρχοντος κειμένου δια της οποίας επιδιώκεται: α) Η κατανόηση του

Διαβάστε περισσότερα

Hellas online Προεπιλεγμένες ρσθμίσεις για FritzBox Fon WLAN 7140 (Annex B) 30.04.67 FritzBox Fon WLAN 7140 - Annex B (30.04.67)

Hellas online Προεπιλεγμένες ρσθμίσεις για FritzBox Fon WLAN 7140 (Annex B) 30.04.67 FritzBox Fon WLAN 7140 - Annex B (30.04.67) Hellas online Προεπιλεγμένες ρσθμίσεις για FritzBox Fon WLAN 7140 (Annex B) 30.04.67 FritzBox Fon WLAN 7140 - Annex B (30.04.67) Γηα λα επαλαθέξεηε ην FritzBox Fon WLAN 7140 ζηηο πξνεπηιεγκέλεο ηνπ ξπζκίζεηο

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ. 5η ΕΝΟΤΗΤΑ: Περίοδοι διδασκαλίας: 7

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ. 5η ΕΝΟΤΗΤΑ: Περίοδοι διδασκαλίας: 7 5η ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΙΡΗΝΗ -ΠΟΛΕΜΟΣ Περίοδοι διδασκαλίας: 7 1 η περίοδος: Μέρος Α - Εισαγωγικά κείμενα Μέσα από τα κείμενα οι μαθητές: Να αναπτύξουν προβληματισμούς γύρω από τα θέματα της ειρήνης και του πολέμου.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ (1) ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΗ Κοινωνικών Επιστημών ΤΜΗΜΑ Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΚΩΔΙΚΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛ201 ΕΞΑΜΗΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ 1 ο ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΩΡΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ. Το κίνημα του ρομαντισμού κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.

ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ. Το κίνημα του ρομαντισμού κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ Το κίνημα του ρομαντισμού κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Ο ρομαντισμός προβάλλει το συναίσθημα και τη φαντασία. Στα ποιήματα υπάρχει

Διαβάστε περισσότερα

στις οποίες διαμορφώθηκαν οι ιστορικοί και οι πολιτισμικοί όροι για τη δημοκρατική ισότητα: στη δυτική αντίληψη της ανθρώπινης οντότητας, το παιδί

στις οποίες διαμορφώθηκαν οι ιστορικοί και οι πολιτισμικοί όροι για τη δημοκρατική ισότητα: στη δυτική αντίληψη της ανθρώπινης οντότητας, το παιδί 160 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Τα δικαιώματα του παιδιού και οι συνέπειες της αναγνώρισής τους σε διεθνές επίπεδο αντιπροσωπεύουν μια τεράστια αλλαγή των αντιλήψεων και των νοοτροπιών για το παιδί, γεγονός που συνοδεύτηκε

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ. Ύλη: Εσθύγραμμη Κίνηζη

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ. Ύλη: Εσθύγραμμη Κίνηζη ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ Είμαζηε ηυχεροί που είμαζηε δάζκαλοι Ον/μο:.. A Λσκείοσ Ύλη: Εσθύγραμμη Κίνηζη 8-11-2015 Θέμα 1 ο : 1. Η εμίζωζε θίλεζεο ελόο θηλεηνύ πνπ θηλείηαη επζύγξακκα είλαη ε x = 5t. Πνηα

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ , ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Λ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΑΝΤΑ ΚΑΤΣΙΚΗ - ΓΚΙΒΑΛΟΤ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΠΟΡΕΙΑ ΑΘΗΝΑ 2001 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η οριοθέτηση της παιδικής λογοτεχνίας σε σχέση με την

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών Κοινωνιολογία του Πολιτισμού Ενότητα 2: Κοινωνιολογία - πολιτισμός - κουλτούρα. Επίκ. Καθηγητής: Νίκος Φωτόπουλος e-mail: nfotopoulos@uowm.gr Τηλ. Επικοινωνίας: 23850-55150

Διαβάστε περισσότερα

Γ Δ Λ Σ Ι Ο Σ Τ Π Ο Τ

Γ Δ Λ Σ Ι Ο Σ Τ Π Ο Τ ΔΛΛΖΝΗΚΖ ΓΖΜΟΚΡΑΣΗΑ ΝΟΜΟ ΘΔΑΛΟΝΗΚΖ ΓΗΜΟ ΘΔΡΜΑΨΚΟΤ ΑΝΣΙΔΗΜΑΡΥΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΣΑΙΑ ΠΑΙΔΕΙΑ & ΠΟΛΙΣΙΜΟΤ ------------------------- Γ Δ Λ Σ Ι Ο Σ Τ Π Ο Τ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΧΝ ΔΚΓΗΛΧΔΧΝ ΓΗΜΟΤ ΘΔΡΜΑΨΚΟΤ Ζ Αληηδεκαξρία

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 12:25 Σελίδα 2 από 6 ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗΣ: 06/06/2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΣΑ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΤΗΛΙΑΚΑ. Η Μηκή ζθέθηεθε έλαλ ηξόπν, γηα λα ζπγθξίλεη κεξηθά δηαθνξεηηθά αληειηαθά πξντόληα. Απηή θαη ν Νηίλνο ζπλέιεμαλ ηα αθόινπζα πιηθά:

ΑΝΤΗΛΙΑΚΑ. Η Μηκή ζθέθηεθε έλαλ ηξόπν, γηα λα ζπγθξίλεη κεξηθά δηαθνξεηηθά αληειηαθά πξντόληα. Απηή θαη ν Νηίλνο ζπλέιεμαλ ηα αθόινπζα πιηθά: ΑΝΤΗΛΙΑΚΑ Η Μηκή θαη ν Νηίλνο αλαξσηήζεθαλ πνην αληειηαθό πξντόλ παξέρεη ηελ θαιύηεξε πξνζηαζία ζην δέξκα ηνπο. Τα αληειηαθά πξντόληα έρνπλ έλα δείθηε αληειηαθήο πξνζηαζίαο (SPF), ν νπνίνο δείρλεη πόζν

Διαβάστε περισσότερα

Οργάνωση και Δομή Παρουσιάσεων

Οργάνωση και Δομή Παρουσιάσεων Οργάνωση και Δομή Παρουσιάσεων Οη παξνπζηάζεηο κε βνήζεηα ηνπ ππνινγηζηή γίλνληαη κε πξνγξάκκαηα παξνπζηάζεσλ, όπσο ην OpenOffice.org Impress [1] θαη ην Microsoft Office PowerPoint [2]. Απηά ηα πξνγξάκκαηα

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών Κοινωνιολογία του Πολιτισμού Ενότητα 6: Η κουλτούρα στην κοινωνιολογική θεωρία Επίκ. Καθηγητής: Νίκος Φωτόπουλος e-mail: nfotopoulos@uowm.gr Τηλ. Επικοινωνίας: 23850-55150

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠΟΛ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ42

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑΣΑ ΦΩΣΟΓΡΑΦΙΑ. Ειζαγωγή ζηη Φωηογραθία. Χριζηάκης Σαζεΐδης EFIAP

ΜΑΘΗΜΑΣΑ ΦΩΣΟΓΡΑΦΙΑ. Ειζαγωγή ζηη Φωηογραθία. Χριζηάκης Σαζεΐδης EFIAP ΜΑΘΗΜΑΣΑ ΦΩΣΟΓΡΑΦΙΑ Ειζαγωγή ζηη Φωηογραθία Χριζηάκης Σαζεΐδης EFIAP 1 ΜΑΘΗΜΑ 6 ο Προγράμμαηα θωηογραθικών μηχανών Επιλογέας προγραμμάηων Μαο δίλεη ηε δπλαηόηεηα λα ειέγμνπκε ην άλνηγκα δηαθξάγκαηνο θαη

Διαβάστε περισσότερα

Κείμενα και συγγραφείς της νεοελληνικής λογοτεχνίας

Κείμενα και συγγραφείς της νεοελληνικής λογοτεχνίας Κείμενα και συγγραφείς της νεοελληνικής λογοτεχνίας 1830-1880 Διδάσκων: Αναπλ. Καθηγητής Ιωάννης Παπαθεοδώρου 1 η ενότητα: «Εισαγωγή στα ρομαντικά χρόνια» Ρομαντισμός. Η ανάδυση του μυθιστορήματος. Χαρακτηριστικά

Διαβάστε περισσότερα

Διαηιμήζεις για Αιολικά Πάρκα. Κώδικες 28, 78 και 84

Διαηιμήζεις για Αιολικά Πάρκα. Κώδικες 28, 78 και 84 Διαηιμήζεις για Αιολικά Πάρκα Κώδικες 28, 78 και 84 Διαηιμήζεις για Αιολικά Πάρκα Οη Διαηιμήζεις για Αιολικά Πάρκα εθαξκόδνληαη γηα ηελ απνξξνθνύκελε ελέξγεηα από Αηνιηθά Πάξθα πνπ είλαη ζπλδεδεκέλα ζην

Διαβάστε περισσότερα

Διεθνές Συνέδριο Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη»

Διεθνές Συνέδριο Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη» Διεθνές Συνέδριο Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη» «Ελληνική μουσική δημιουργία του 20ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες» Στο πλαίσιο του Πέμπτου Κύκλου Ελληνικών

Διαβάστε περισσότερα

Λόγου Παίγνιον Ψυχαγωγία, Τέχνη, Γλώσσα στο σχολείο. Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρία. Υπηρεσίες Πολιτιστικής Εκπαίδευσης. Καραϊσκάκη 28, Ψυρρή, Αθήνα

Λόγου Παίγνιον Ψυχαγωγία, Τέχνη, Γλώσσα στο σχολείο. Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρία. Υπηρεσίες Πολιτιστικής Εκπαίδευσης. Καραϊσκάκη 28, Ψυρρή, Αθήνα Λόγου Παίγνιον Ψυχαγωγία, Τέχνη, Γλώσσα στο σχολείο Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρία Υπηρεσίες Πολιτιστικής Εκπαίδευσης Καραϊσκάκη 28, Ψυρρή, Αθήνα Κατά κοινή αντίληψη στην λογοτεχνία, η μετάφραση οδηγεί

Διαβάστε περισσότερα

Βάσεις Δεδομέμωμ. Εξγαζηήξην V. Τκήκα Πιεξνθνξηθήο ΑΠΘ 2015-2016

Βάσεις Δεδομέμωμ. Εξγαζηήξην V. Τκήκα Πιεξνθνξηθήο ΑΠΘ 2015-2016 Βάσεις Δεδομέμωμ Εξγαζηήξην V Τκήκα Πιεξνθνξηθήο ΑΠΘ 2015-2016 2 Σκοπός του 5 ου εργαστηρίου Σθνπόο απηνύ ηνπ εξγαζηεξίνπ είλαη: ε κειέηε ζύλζεησλ εξσηεκάησλ ζύλδεζεο ζε δύν ή πεξηζζόηεξεο ζρέζεηο ε κειέηε

Διαβάστε περισσότερα

ΥΡΙΣΟΤΓΔΝΝΙΑΣΙΚΔ ΚΑΣΑΚΔΤΔ

ΥΡΙΣΟΤΓΔΝΝΙΑΣΙΚΔ ΚΑΣΑΚΔΤΔ ΥΡΙΣΟΤΓΔΝΝΙΑΣΙΚΔ ΚΑΣΑΚΔΤΔ 1) Υξηζηνπγελληάηηθα ειαηάθηα θάξηα ή θαδξάθη θάξηα ή θαδξάθη Τιηθά πνπ ζα ρξεηαζηνύκε: Υαξηί θάλζνλ καύξν γηα ην θόλην, πξάζηλν γηα ηα ειαηάθηα, θόθθηλν γηα ηα αζηεξάθηα Απιό

Διαβάστε περισσότερα

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος Δομή του Σεμιναρίου: Εισαγωγικά (10.10) Τι είναι θεωρία; Σε τι χρησιμεύει; (17.10) Εύρημα / έργο / έκθεμα / δημιουργός

Διαβάστε περισσότερα

Νεοελληνικός Πολιτισμός

Νεοελληνικός Πολιτισμός ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 9: Τα διλήμματα του Εξευρωπαϊσμού Γρηγόρης Πασχαλίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ Σχολή Οικονομικών και

Διαβάστε περισσότερα

Η ιστορική εξέλιξη των μουσείων από την Αρχαία Ελλάδα έως και τον 20ο αιώνα

Η ιστορική εξέλιξη των μουσείων από την Αρχαία Ελλάδα έως και τον 20ο αιώνα 1 Απριλίου 2014 Η ιστορική εξέλιξη των μουσείων από την Αρχαία Ελλάδα έως και τον 20ο αιώνα Πολιτισμός / Μουσεία Αναστασία Ματσαρίδου, Εικαστικός Νέο μουσείο Ακρόπολης Αθηνών Το μουσείο χαράζει μια μακραίωνη

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ. G. Mitsou

ΦΥΣΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ. G. Mitsou ΦΥΣΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ ηαηηθή ηωλ ξεπζηώλ (Τδξνζηαηηθή) Ση είλαη ηα ξεπζηά - Γεληθά Ππθλόηεηα Πίεζε Μεηαβνιή ηεο πίεζεο ζπλαξηήζεη ηνπ βάζνπο Αξρή ηνπ Pascal Τδξνζηαηηθή πίεζε Αηκνζθαηξηθή πίεζε Απόιπηε &

Διαβάστε περισσότερα

B-Δέλδξα. Τα B-δέλδξα ρξεζηκνπνηνύληαη γηα ηε αλαπαξάζηαζε πνιύ κεγάισλ ιεμηθώλ πνπ είλαη απνζεθεπκέλα ζην δίζθν.

B-Δέλδξα. Τα B-δέλδξα ρξεζηκνπνηνύληαη γηα ηε αλαπαξάζηαζε πνιύ κεγάισλ ιεμηθώλ πνπ είλαη απνζεθεπκέλα ζην δίζθν. B-Δέλδξα Τα B-δέλδξα ρξεζηκνπνηνύληαη γηα ηε αλαπαξάζηαζε πνιύ κεγάισλ ιεμηθώλ πνπ είλαη απνζεθεπκέλα ζην δίζθν. Δέλδξα AVL n = 2 30 = 10 9 (πεξίπνπ). 30

Διαβάστε περισσότερα

Νεοελληνικός Πολιτισμός

Νεοελληνικός Πολιτισμός ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 2: Η ταυτότητα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους Γρηγόρης Πασχαλίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ Σχολή

Διαβάστε περισσότερα

x-1 x (x-1) x 5x 2. Να απινπνηεζνύλ ηα θιάζκαηα, έηζη ώζηε λα κελ ππάξρνπλ ξηδηθά ζηνπο 22, 55, 15, 42, 93, 10 5, 12

x-1 x (x-1) x 5x 2. Να απινπνηεζνύλ ηα θιάζκαηα, έηζη ώζηε λα κελ ππάξρνπλ ξηδηθά ζηνπο 22, 55, 15, 42, 93, 10 5, 12 ΑΚΖΔΗ ΤΜΝΑΗΟΤ - ΚΤΚΛΟ ΠΡΩΣΟ - - ηα πνηεο ηηκέο ηνπ ηα παξαθάησ θιάζκαηα δελ νξίδνληαη ; (Τπόδεημε : έλα θιάζκα νξίδεηαη αλ ν παξνλνκαζηήο είλαη δηάθνξνο ηνπ κεδελόο) - (-) - (-) - Να απινπνηεζνύλ ηα θιάζκαηα

Διαβάστε περισσότερα