Α.Π.Θ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΕΝΔΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ Διδακτικό Υλικό

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Α.Π.Θ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΕΝΔΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ Διδακτικό Υλικό"

Transcript

1 Α.Π.Θ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2013 ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΕΝΔΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ Διδακτικό Υλικό Επιμέλεια: Βασιλική Δεληγιάννη Κουϊμτζή ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

2 2

3 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 0 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 5 Κεφάλαιο 1ο Φεμινιστική θεωρία: οι κοινωνικές σχέσεις των φύλων και οι ερμηνείες της πατριαρχικής κοινωνικής δομής: Κοινωνιολογικές θεωρητικές προσεγγίσεις Μεταμοντέρνα παράδοση και μεταστρουκτουραλισμός Κεφάλαιο 2 ο Φεμινιστικές θεωρίες για τη διαμόρφωση των ταυτοτήτων φύλου Κεφάλαιο 3ο Αρχές φεμινιστικής συμβουλευτικής Εισαγωγή Θέματα που απασχολούν την φεμινιστική συμβουλευτική Κεφάλαιο 5 ο Διαπολιτισμική/πολυπολιτισμική προσέγγιση στη συμβουλευτική: λαμβάνοντας υπόψη τον παράγοντα φύλο Βασικές έννοιες Το φύλο και ο πολιτισμός στο επιστημονικό πεδίο της συμβουλευτικής Από τη θεωρία στην πράξη Βιβλιογραφία Κεφάλαιο 6 ο Βία κατά των γυναικών και ενδο-οικογενειακή βία Κεφάλαιο 7 ο Γυναίκες στη συμβουλευτική και ψυχοθεραπευτική εποπτεία Κεφάλαιο 8 ο Εφαρμογές ευαισθητοποίησης στην οπτική του φύλου και την πολυπολιτισμική οπτική Κεφάλαιο 9 ο Εφαρμογές Συμβουλευτικής: Παρουσιάσεις και σχολιασμός περιπτώσεων Κεφάλαιο 10 ο

4 Νομική αντιμετώπιση κακοποιημένης γυναίκας

5 0 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 5

6 6

7 Έννοιες και όροι: Συμβουλευτική ψυχολογία, συμβουλευτική με την οπτική του φύλου και τα ζητήματα βίας κατά των γυναικών Η Συμβουλευτική Ψυχολογία, ως εφαρμοσμένος Κλάδος της Ψυχολογίας, χαρακτηρίζεται από μια ολιστική, ανθρωπιστική και εξελικτική προσέγγιση στην αντιμετώπιση των ανθρωπίνων προβλημάτων και δυσκολιών. Σύμφωνα με την Αμερικάνικη Ψυχολογική Εταιρεία, ο Κλάδος της Συμβουλευτικής Ψυχολογίας έχει αναπτύξει μέχρι σήμερα μια ευρύτατη γκάμα πρακτικών με επιμέρους στόχους την ενίσχυση της ευημερίας των ατόμων, την ομαλή προσαρμογή τους στο περιβάλλον, την αντιμετώπιση των κρίσεων και τη λήψη αποφάσεων σε ποικίλους τομείς, όπως ο συναισθηματικός, ο κοινωνικός, ο επαγγελματικός, ο εκπαιδευτικός, ο αναπτυξιακός και ο τομέας της υγείας (American Psychological Association [APA], 1999). Η συμβουλευτική εμφανίστηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στην Αμερική ως αποτέλεσμα μιας σειράς επιδράσεων και κυρίως κοινωνιολογικών αναγκών. Οι βασικότερες επιρροές που δέχθηκε στην εξέλιξή της ήταν: (α) η ανάπτυξη του κινήματος του επαγγελματικού προσανατολισμού κυρίως μέσα από τη δουλειά του Frank Parsons, (β) η μελέτη των ατομικών διαφορών σε συνεργασία με το ψυχομετρικό κίνημα και την ανάπτυξη των tests, (γ) η απόρριψη του ιατρικού μοντέλου στην ψυχοθεραπεία σε συνδυασμό με το έργο του Rogers, την ανάπτυξη της ανθρωπιστικής ψυχολογίας, την έμφαση στην πρόληψη και την ενίσχυση της υγείας, και τέλος, (δ) οι κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, που έκαναν πιο επιτακτική την ανάγκη υποστήριξης σε ανθρώπους που δεν παρουσίαζαν σοβαρές ψυχικές διαταραχές αλλά αναζητούσαν βοήθεια (Stalikas, 2003). Αν και η εξέλιξη του Κλάδου της Συμβουλευτικής Ψυχολογίας στις χώρες του δυτικού κόσμου παρουσιάζει σημαντικές διάφορες ως προς την εκπαίδευση ή την πιστοποίηση των συμβουλευτικών ψυχολόγων, τα ιστορικά και κοινωνικό-πολιτικά γεγονότα που επηρέασαν την ανάπτυξή του και την έμφαση που δίνεται σε θέματα επαγγελματικής ανάπτυξης και σταδιοδρομίας, ωστόσο, μεταξύ των χωρών αυτών παρατηρούνται και σημαντικές ομοιότητες (Pelling, 2004). Για παράδειγμα, στα περισσότερα κράτη διαπιστώνεται ένας διαρκής αγώνας προκειμένου να διαφοροποιηθεί ο Κλάδος της Συμβουλευτικής από εκείνους της Κλινικής 7

8 Ψυχολογίας και της Συμβουλευτικής, ενώ παντού η ενίσχυση των ζητημάτων διαφορετικότητας στην κλινική πρακτική και η στήριξη στην επιστήμη της Ψυχολογίας θεωρούνται ως βασικά στοιχεία της εκπαίδευσης στη συμβουλευτική. Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι εξοικειωμένοι με τη διαδικασία της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας, ωστόσο, συχνά δυσκολεύονται να μιλήσουν με ειλικρίνεια, να ακούσουν με προσοχή, να αποφύγουν την κριτική, να αποδεχτούν τη διαφορετικότητα του άλλου, να επιδείξουν υπομονή, κ.ο.κ. Η συμβουλευτική, περιλαμβάνοντας όλα τα παραπάνω που αφορούν κυρίως στη δημιουργία μιας υποστηρικτικής και ασφαλούς σχέσης ανάμεσα σε δύο ανθρώπους (το/τη σύμβουλο και το/τη συμβουλευόμενο/η), αποτελεί ταυτόχρονα μια διεπιστημονική δραστηριότητα με μια ποικιλία μεθόδων και διαφορετικών θεωρητικών σχολών (McLeod, 2005). Σήμερα, υπάρχει ένα ευρύ φάσμα συμβουλευτικών πρακτικών και χώρων όπου ασκείται η συμβουλευτική καθώς και διαφορετικές ομάδες πελατών στις οποίες απευθύνεται, όπως για παράδειγμα, τα παιδιά, οι έφηβοι, οι μετανάστες, οι γυναίκες, τα ζευγάρια, οι άνεργοι κ.α. (Μαλικιώση-Λοΐζου, McLeod, 2005). Η Συμβουλευτική με την οπτική του φύλου συνδέει τη συμβουλευτική διαδικασία με τον τρόπο με τον οποίο δομούνται οι ταυτότητες του φύλου και με το κοινωνικό πλαίσιο των έμφυλων σχέσεων στο οποίο ζουν οι άνδρες και οι γυναίκες. Θεωρεί ότι και τα δύο φύλα μπορεί να αντιμετωπίσουν προβλήματα, να συναντήσουν αδιέξοδα, να βιώσουν συγκρούσεις και πιέσεις και να δυσκολευτούν να πάρουν αποφάσεις για τη ζωή τους εξαιτίας των κοινωνικών συνθηκών και απαιτήσεων που εξαρτώνται από το φύλο τους. Ειδικότερα, όσον αφορά τη γυναικεία ταυτότητα, τα ερευνητικά ευρήματα διαπιστώνουν ότι αυτή δομείται στο πλαίσιο αλληλοσυγκρουόμενων απαιτήσεων και επιταγών. Έτσι, ενώ από τη μια συνδέεται με ακαδημαϊκή επιτυχία, μη παραδοσιακές επαγγελματικές επιλογές και το συνδυασμό επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, από την άλλη δομείται με βάση τον έλεγχο της σεξουαλικότητας, τη μητρότητα και τη δημιουργία οικογένειας, ως αποκλειστικούς προορισμούς και με χαρακτηριστικά την υποταγή, την τρυφερότητα και τη φροντίδα. 8

9 Η οπτική του φύλου στη συμβουλευτική ξεκινά από τη θέση ότι προβλήματα μπορεί να βιώνουν και τα δύο φύλα εξ αιτίας της συγκεκριμένης κοινωνικής κατασκευής των έμφυλων ταυτοτήτων. Για μεν τους άνδρες, τα προβλήματα αυτά μπορεί να οφείλονται στην κοινωνική επιταγή για οικονομική και κοινωνική επιτυχία, στην ανάγκη να προσανατολιστούν στη ζωή τους, ώστε να εξασφαλίσουν τον προσπορισμό της μελλοντικής τους οικογένειας και την απαίτηση να εκδηλώνουν επιθετική σεξουαλικότητα και κυριαρχική συμπεριφορά. Για τις γυναίκες, όμως, η κατάσταση είναι περισσότερο σύνθετη, καθώς οι δυσκολίες συνδέονται τόσο με τις παραδοσιακές πτυχές της ηγεμονικής θηλυκότητας, όσο και με τις χειραφετημένες όψεις της γυναικείας ταυτότητας, και, συνηθέστερα, με τη σύγχυση που επικρατεί κοινωνικά όσον αφορά το σύγχρονο ρόλο και προορισμό των γυναικών. Έτσι μπορεί να οφείλονται στην υποχρέωση να υποτάξουν οι γυναίκες τις επιθυμίες τους στη μητρότητα και τη δημιουργία οικογένειας, όταν επιλέγουν επάγγελμα, στην ανάγκη να επιφορτίζονται πολλαπλούς ρόλους, στον έλεγχο της σεξουαλικότητάς τους, στις έμφυλες σχέσεις κυριαρχίας και στην άνιση κατανομή δύναμης και εξουσίας ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες. Εφαρμόζοντας τη Συμβουλευτική με την οπτική του φύλου στο γυναικείο πληθυσμό, ο/η Σύμβουλος οφείλει να μπορεί όχι μόνο να αναγνωρίζει την κοινωνική προέλευση των προβλημάτων που καταθέτει η κάθε συμβουλευόμενη και για τα οποία ζητά βοήθεια, αλλά και να ανιχνεύει το ρόλο που διαδραματίζουν οι κοινωνικές κατασκευές της γυναικείας ταυτότητας στην εμφάνιση των προβλημάτων αυτών. Σύμφωνα με τις Chaplin (1999) και Worell & Remer (1992), η φεμινιστική προσέγγιση είναι αυτή που παρέχει το πλαίσιο ανάπτυξης της συμβουλευτικής με την οπτική του φύλου. Πρόκειται για με οπτική η οποία προσβλέπει στην: Διάδοση της φεμινιστικής προσέγγισης και των αρχών της, όπου οι σχέσεις σε μια κοινωνία θεωρούνται αλληλοεξαρτώμενες, συνεργατικές και υποστηρικτικές. Απόρριψη του ιεραρχικού μοντέλου σκέψης και οργάνωσης. 9

10 Αντιμετώπιση όλων των πρακτικών διάκρισης με βάση το φύλο και τις άλλες κοινωνικές κατηγορίες. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις ίδιες συγγραφείς, η συμβουλευτική που απευθύνεται σε γυναίκες και νεαρά κορίτσια και βασίζεται στη φεμινιστική προσέγγιση θέτει τους παρακάτω στόχους (Chaplin, Worell & Remer, 1992): Οι γυναίκες και τα κορίτσια θα πρέπει Να βοηθηθούν ώστε κατανοήσουν τους τρόπους με τους οποίους τα κοινωνικά στερεότυπα και οι κυρίαρχες πρακτικές διαμορφώνουν τις ιδέες τους, τα πιστεύω τους και την ίδια τη ζωή τους. Να συνειδητοποιήσουν πως η διαδικασία κοινωνικοποίησής τους ως προς το φύλο έχει επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται και αποφασίζουν για τους εαυτούς τους. Να εντοπίσουν τα μηνύματα για τους ρόλους των δυο φύλων που έχουν εσωτερικεύσει και να τα αντικαταστήσουν με δικά τους πιστεύω. Να γίνουν ανεξάρτητες και διεκδικητικές ως προς τους στόχους που θέτουν. Να αποκτήσουν δεξιότητες που θα τους επιτρέψουν να επηρεάζουν οι ίδιες το περιβάλλον τους και να το αλλάξουν. Να εμπιστεύονται τις δικές τους εμπειρίες και διαισθήσεις. Να εκτιμούν και να αξιολογούν θετικά τις αξίες που σχετίζονται με τις γυναίκες και τις ζωές των γυναικών. Να ορίζουν και να συμπεριφέρονται με βάση τις δικές τους σεξουαλικές ανάγκες και όχι τις σεξουαλικές ανάγκες των άλλων. Να αποδέχονται το σώμα τους και να το σέβονται. Ψυχολογική υποστήριξη των γυναικών-θυμάτων βίας: η εκπαίδευση των ειδικών συμβούλων Τόσο από τις έρευνες, όσο και από ανεκδοτολογικές εμπειρίες ανάμεσα στις γυναίκες αναδεικνύεται ότι οι εμπειρίες τους με τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας και ειδικότερα με αυτούς που παρέχουν υπηρεσίες συμβουλευτικής, είναι ως επί το 10

11 πλείστον αρνητικές (Humphreys & Thiara, 2002; Mezey, 2001; Waalen, Goodwin, Peterson, & Saltzman, 2000). Συγκεκριμένα, οι γυναίκες περιγράφουν τους επαγγελματίες υγείας ως αδιάφορους, που δεν ανταποκρίνονται κατάλληλα είτε γιατί αγνοούν τον λόγο για τον οποίο οι ίδιες απευθύνονται σ αυτούς, είτε γιατί προσφέρουν ακατάλληλες συμβουλές, ενώ μερικές φορές περιπλέκουν τα πράγματα ακόμη περισσότερο, με να αμφισβητούν τις εμπειρίες των γυναικών (Bacchus, Mezey, & Bewley, 2003; Chang et al., 2004). Επίσης, οι επαγγελματίες φαίνεται να κρατούν μια στάση «προστασίας» του δράστη, και συχνά ενοχοποιούν τις γυναίκες για αυτά που τους συμβαίνουν (Humphreys & Thiara, 2002). Επιπλέον, ερευνητικά ευρήματα υποστηρίζουν ότι οι επαγγελματίες υγείας και οι συμβουλευτικοί ψυχολόγοι αδυνατούν να ανταποκριθούν με τον κατάλληλο τρόπο στα προβλήματα των γυναικών που έχουν την εμπειρία της κακοποίησης, κυρίως γιατί θεωρούν ότι, όταν αρχίζουν να ασχολούνται βαθύτερα με τις λεπτομέρειες του περιστατικού κακοποίησης, διαπερνούν τα επαγγελματικά όρια τους και αγγίζουν την ιδιωτικήπροσωπική ζωή των πελατισσών τους (Cann, Shakespeare, Doll, & Thomas, 2001). Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η ανταπόκριση των συμβούλων δεν είναι πάντα κατάλληλη και σίγουρα δεν χαρακτηρίζεται από αποτελεσματικότητα. Αυτό που φαίνεται ότι είναι απολύτως απαραίτητο γενικά και, ειδικότερα σε σχέση με το συγκεκριμένο έργο, είναι η ανάπτυξη ενός συστήματος εκπαίδευσης των στελεχών που ασχολούνται με τις γυναίκες θύματα οικογενειακής βίας το οποίο - θα στοχεύει στην ολοκληρωμένη προσωπική τους ανάπτυξη και επαγγελματική τους κατάρτιση - θα επιχειρεί να ανιχνεύει, στο πλαίσιο μιας αλληλεπιδραστικής διαδικασίας, τις αντιλήψεις και στάσεις των ειδικών όσον αφορά τόσο το τι πράγματι γνωρίζουν για το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας, όσο και πώς ακριβώς κατανοούν το ίδιο το φαινόμενο, αλλά και τη θέση των γυναικών ως θυμάτων - θα είναι αρκετά ευπροσάρμοστο, ώστε να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες των ίδιων των εκπαιδευομένων στελεχών. Ο τόμος που ακολουθεί επιχειρεί να προσφέρει σε όσους-ες εργάζονται σε δομές οι οποίες έρχονται σε επαφή με γυναίκες θύματα ενδο-οικογενειακής βίας ένα υλικό που θα παρέχει το επιστημονικό υπόβαθρο και μια ποικιλία από εφαρμοσμένες 11

12 πρακτικές και θα αποτελέσει εργαλείο για τη δουλειά τους. Περιέχει, εκτός από την εισαγωγή, δύο ακόμη μέρη: ένα με κείμενα που πραγματεύονται το θεωρητικό και το ερευνητικό πλαίσιο της συμβουλευτικής με την οπτική του φύλου και της προσέγγισης της βίας κατά των γυναικών ως φαινομένου προσδιορισμένου με βάση το φύλο. και ένα δεύτερο μέρος, το περιεχόμενο του οποίου επικεντρώνεται σε ζητήματα εφαρμογών συμβουλευτικής γυναικών και συμβουλευτικής σε θέματα ενδο-οικογενειακής βίας, ενώ ταυτόχρονα εμπλουτίζεται και με κείμενα που θίγουν ζητήματα δεοντολογίας, ευαισθητοποίησης και προσωπικής και επαγγελματικής ανάπτυξης των επαγγελματιών. Βιβλιογραφία American Psychological Association (1999). Archival description of Counseling Psychology. The Counseling Psychologist, 27, Bacchus, L., Mezey, G., & Bewley, S. (2003). Experiences of seeking help from health professionals in a sample of women who experienced domestic violence. Health and Social Care in the Community, 11(1), Browne, A. (1993). Violence against women by male partners: Prevalence, outcomes and policy implications. American Psychologist, 48 (10), Cann, K., Shakespeare, J., Doll, H., & Thomas, J. (2001). Domestic violence: A comparative survey of levels of detection, knowledge and attitudes in healthcare workers. Public Health, 115, Chang, J., Decker, M., Moracco, K., Martin, S., Petersen, R., & Frasier, P. (2004). Asking about intimate partner violence: Advice from female survivors to health care providers. Patient Education and Counselling, 1-7. Chaplin, J. (1999). Feminist counselling in action. London: Sage Chapman, E. (1997). Nurse education: A feminist approach. Nurse Education Today, 17, Foss, K. A., & Foss, S. K. (1994). Personal experience as evidence in feminist scholarship. Western Journal of Communication, 58, Herliy, B. & Corey, G. (2000). Feminist Therapy. In G. Corey (Ed.). Theory and practice in counseling and psychotherapy (pp ). Belmont, CA: Wadsworth. Humphreys, C., & Thiara, R. (2002). Mental health and domestic violence: I call it symptoms of abuse. British Journal of Social Work, 33,

13 Koss, M. & Hoffman, K. (2000). Survivors of violence by male partners: Gender and cultural considerations. In R. M. Eisler & M. Hersen (Eds.), Handbook of gender, culture, and health (pp ). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum. Kέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας (2003). Ενδο-οικογενειακή βία κατά των γυναικών: Πρώτη πανελλαδική επιδημιολογική έρευνα. Έκθεση του ΚΕΘΙ, Αθήνα. McLeod, J. (2005). Εισαγωγή στη Συμβουλευτική (μετάφραση: Δάφνη Καραθάνου, Αθηνά Μαρκαντώνη). Αθήνα: Μεταίχμιο. Mezey, G. (2001). Domestic violence in health settings. Current Opinion in Psychiatry, 14, Middlecamp, C. H., & Subramaniam, B. (1999). What is feminist pedagogy? Useful ideas for teaching chemistry. Journal of Chemical Education, 76, Munley, P. H., Duncan, L. E., McDonnell, K. A., & Sauer, E. M. (2004). Counseling psychology in the United States of America. Counselling Psychology Quarterly, 17(3), Pelling, N. (2004). Counselling psychology: diversity and commonalities across the Western World. Counselling Psychology Quarterly, 17(3), Scering, G. E. (1997). Themes of a critical/feminist pedagogy: Teacher education for democracy. Journal of Teacher Education, 48, Stalikas, A. (2003). A historical approach to the identity development of counselling psychology. Psychology, 10(2 and 3), Waalen, J., Goodwin, M., Peterson, R., & Saltzman, L. (2000). Screening for intimate partner violence by health care providers. American Journal of Preventive Medicine, 19, Worrell, J. & Remer, P. (1992). Feminist perspectives in therapy. An empowerment model for women. Chichester: Willey Αδαμάκη, Ν. (2000). Έρευνα για την βία κατά των γυναικών στην Ελλάδα. Αθήνα: ΚΕΘΙ Λιάπη, M. (Νοέμβριος, ). Παρουσίαση με τίτλο: «Πρόληψη και παρεμβάσεις για την βία κατά των γυναικών: Μια ξεχασμένη διάσταση των κοινωνικών παρεμβάσεων». ΔΙΟΤΙΜΑ Ανακοίνωση Τύπου. Ανταποκριτές Ξένου Τύπου. Αθήνα. Μαλικιώση-Λοΐζου, Μ. (1993). Συμβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Παπαρήγα Κωσταβάρα, K. (2004). Πρώτη έκθεση της Ελλάδας. Αθήνα: Ελληνικό Παρατηρητήριο για τη Βία κατά των Γυναικών. Ανακτήθηκε από Antimetopisi_Tis_Vias_Kata_Twn_Gynaikwn.pdf,στις 21/11/

14 14

15 ΕΝΟΤΗΤΑ 1 Η ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 15

16 16

17 Κεφάλαιο 1ο Φεμινιστική θεωρία: οι κοινωνικές σχέσεις των φύλων και οι ερμηνείες της πατριαρχικής κοινωνικής δομής: Κοινωνιολογικές θεωρητικές προσεγγίσεις 1 Χριστίνα Αθανασιάδου Εισαγωγή Το φαινόμενο της ανισότητας ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες αποτελεί μέχρι σήμερα μια δυσάρεστη πραγματικότητα, καθώς οι γυναίκες στο σύνολό τους εξακολουθούν να έχουν χαμηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης από τους άνδρες, να αμείβονται λιγότερο, να ασκούν λιγότερη εξουσία σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής και να διατηρούν την πρωταρχική, αν όχι την αποκλειστική, ευθύνη της ανατροφής των παιδιών και της φροντίδας των εξαρτημένων μελών μιας οικογένειας (Evans, 1994). Την παραπάνω πατριαρχική κοινωνική οργάνωση προσπαθούν να εξηγήσουν ερευνητές διαφόρων επιστημονικών κλάδων, θεωρώντας ότι μια τέτοια άνιση κατανομή εξουσίας δεν είναι καθόλου φυσιολογική αλλά κοινωνική και επομένως ανατρέψιμη. Ιδιαίτερα στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών ανθρωπολογία, κοινωνιολογία και ψυχολογία οι ερευνητές που ασχολούνται με τα γυναικεία θέματα ή τα θέματα φύλου είναι στην πλειονότητά τους γυναίκες και ονομάζονται φεμινίστριες. Ο φεμινισμός αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα έναν τρόπο σκέψης για τον κόσμο καθώς και έναν τρόπο δράσης μέσα σε αυτόν. Πρόκειται δηλαδή για ένα ακαδημαϊκό ρεύμα που προάγει τη γνώση, αλλά και για ένα πολιτικό κίνημα που προάγει τη δράση, με κοινό στόχο τη βελτίωση της θέσης της γυναίκας. Τόσο η φεμινιστική έρευνα στο πλαίσιο των διαφόρων επιστημών όσο και το φεμινιστικό πολιτικό κίνημα προστατεύουν, υπερασπίζουν και προωθούν τα δικαιώματα των γυναικών στοχεύοντας σε μια δημοκρατική και ισότιμη κοινωνία. Σύμφωνα με τις περισσότερες φεμινίστριες (Jackson, et al., 1993), τρία θέματα κλειδιά συνοψίζουν την κατεύθυνση της έρευνας στα γυναικεία θέματα, προσφέροντας ταυτόχρονα 1 Το παρόν κεφάλαιο αποτελεί μέρος της ακόλουθης αδημοσίευτης διδακτορικής διατριβής: Αθανασιάδου, Χ. (2002). Νέες γυναίκες με πανεπιστημιακή μόρφωση και η συμφιλίωση της ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας στο σχεδιασμό της ενήλικης ζωής. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Ψυχολογίας Α.Π.Θ. 17

18 και τρεις βασικούς λόγους ύπαρξης αυτής της έρευνας: α) Η ανδρική κυριαρχία ή πατριαρχία. Η πατριαρχία αναφέρεται σε όλες εκείνες τις δομές, οι οποίες εγκαθιδρύουν και διατηρούν την ανδρική κυριαρχία. Η πατριαρχία ενυπάρχει τόσο στη διάκριση και στον καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στα δύο φύλα, όσο και σε άλλου είδους πολιτιστικές επιρροές. β) Η διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα. Οι επιστήμονες της διαφοράς βασίζουν την καταπίεση των γυναικών στη διαφορετικότητα των φύλων. Οι ερμηνείες αυτές θεωρούν ότι η ταυτότητα του φύλου δομείται κοινωνικά και πολιτισμικά και ότι αυτή η κοινωνικο-πολιτισμική κατασκευή βασίζεται πρωταρχικά στο βιολογικό φύλο του κάθε ανθρώπου. γ) Η πολυμορφία ή η ποικιλία της γυναικείας εμπειρίας. Από τις αρχές της δεκαετίας του 80, οι φεμινίστριες ασχολήθηκαν με την ανακάλυψη και ερμηνεία των τρόπων με τους οποίους οι κοινωνικές κατηγορίες του φύλου δομούνται πολιτισμικά και εξαρτώνται από τις διαφορές της κοινωνικής τάξης, της εκπαίδευσης, της εθνικότητας και της σεξουαλικότητας. Οι ερευνήτριες αυτές δεν θεωρούν δυνατή ή επιθυμητή τη διαμόρφωση μιας γενικής θεωρίας, η οποία θα εξηγούσε συνολικά τους όρους της γυναικείας υποταγής. Στην πραγματικότητα, αντιτίθενται στην εννοιολογική κατηγορία «γυναίκες», διότι πολλές φορές ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει σημαντικές διαφορές μεταξύ των ίδιων των γυναικών. Στις ενότητες που ακολουθούν παρουσιάζονται αναλυτικά οι σημαντικότερες κοινωνιολογικές και ψυχολογικές θεωρητικές προσεγγίσεις σε σχέση με τα αίτια της κοινωνικής ανισότητας ανάμεσα στα δύο φύλα και τις διαδικασίες, οι οποίες παράγουν και αναπαράγουν την καταπίεση των γυναικών. Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις: η πατριαρχική κοινωνία και η διάκριση σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Η πατριαρχική κοινωνική οργάνωση Η πατριαρχία αποτελεί ένα φυλετικό σύστημα σχέσεων εξουσίας, στο οποίο οι άνδρες, στο σύνολό τους, έχουν περισσότερα προνόμια, δικαιώματα και προσβάσεις στην εξουσία, από ότι οι γυναίκες, τόσο οικονομικά όσο και ιδεολογικά. Σε μια πατριαρχική κοινωνία η εξουσία ασκείται από τους άνδρες επικεφαλής των οικογενειών. Ενώ οι περισσότεροι άνδρες γίνονται πατριάρχες κάποια στιγμή στη ζωή τους, καμία γυναίκα δεν διαθέτει επίσημη εξουσία (Bradley, 1989). Σύμφωνα με την Rich (1976: 57), «η πατριαρχία είναι η εξουσία των πατέρων: ένα κοινωνικο-οικογενειακό, ιδεολογικό και πολιτικό σύστημα στο οποίο οι άνδρες - με τη δύναμη, την άμεση πίεση, τις τελετουργίες, την παράδοση, το νόμο, 18

19 τη γλώσσα, τα έθιμα, τις ετικέτες, την εκπαίδευση, τον καταμερισμό της εργασίας, καθορίζουν τι ρόλο θα παίξουν ή δε θα παίξουν οι γυναίκες. Μέσα σ ένα τέτοιο σύστημα το θηλυκό υπάγεται παντού στο αρσενικό». Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: πώς είναι δυνατόν ένα πατριαρχικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης να ισχύει ακόμη και σήμερα, όταν οι γυναίκες έχουν πλέον δικαιώματα και ελευθερία πρόσβασης στην πολιτική, στην εκπαίδευση και στην παραγωγή. Φεμινίστριες, όπως η Millett (1971), ισχυρίστηκαν ότι για την υποδεέστερη θέση της γυναίκας ευθύνεται η γυναικεία ψυχολογική ανάπτυξη και η διαφορετική κοινωνικοποίηση των ανδρών και των γυναικών. Με άλλα λόγια, κάθε κοινωνία μέσα από διάφορα ιδεολογικά συστήματα όπως η επιστήμη, η λογοτεχνία και οι παραδόσεις αναπαράγει στερεότυπες αντιλήψεις για τους φυλετικούς ρόλους και για τη θέση των δύο φύλων σε μια κοινωνία. Η γυναίκα με τη σειρά της ενστερνίζεται τα χαρακτηριστικά και τις αρμοδιότητες της φυλετικής της ταυτότητας διαμέσου διαφόρων ιδεολογικών, βιολογικών, οικονομικών και εκπαιδευτικών δομών. Σύμφωνα με τη Millett (1971), η κυριαρχία των ανδρών δεν επιβάλλεται βεβαίως με εμφανείς τρόπους καταπίεσης και άσκησης βίας, αλλά με μια συνεχή αναπαραγωγή μιας ιδεολογίας, η οποία ενισχύει τη διάκριση ανάμεσα σε ανδρικούς και γυναικείους ρόλους καθώς και με ένα σύνολο αντιλήψεων για τους ρόλους αυτούς. Στην ίδια λογική, μια άλλη θεωρητικός η Janeway (1971), ισχυρίστηκε ότι η πατριαρχία οφείλεται στην υπάρχουσα «κοινωνική μυθολογία», δηλαδή σε ένα σύνολο εσφαλμένων αντιλήψεων και πεποιθήσεων για τους κοινωνικούς ρόλους των δύο φύλων. Τόσο η Millett, όσο και η Janeway φαίνεται πάντως ότι συμφωνούν στο εξής: οι ρόλοι των δύο φύλων αποδίδονται λιγότερο ή περισσότερο αυθαίρετα από την κοινωνία, με βάση τις βιολογικές και ανατομικές ιδιότητες κάθε φύλου. Οι παραπάνω απόψεις ενισχύθηκαν, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, από τις θεωρίες για την κοινωνική ταυτότητα του φύλου και τη διάκριση ανάμεσα στο «βιολογικό» και στο «κοινωνικό» φύλο. Επιπλέον, η Firestone (1970) ισχυρίστηκε ότι η φυλετική τάξη προκύπτει από τις βιολογικές διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, οι οποίες κατατάσσουν τους άνδρες στη δημόσια σφαίρα της παραγωγής και τις γυναίκες στην ιδιωτική σφαίρα της αναπαραγωγής. Στην πραγματικότητα, η αναπαραγωγική ικανότητα των γυναικών, η οποία είναι μια έμφυτη λειτουργία, προσδιορίζει την πρωταρχική θέση της γυναίκας στην οικογένεια, αποκλείοντάς την ταυτόχρονα από την αγορά εργασίας και την οικονομική παραγωγή. Σύμφωνα με την Firestone (1970), η απελευθέρωση των γυναικών εξαρτάται τόσο από τη φυσική όσο και από την ψυχολογική τους απελευθέρωση από τη 19

20 διαδικασία αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους, δηλαδή την οικογένεια και τη μητρότητα με τη μορφή που τις γνωρίζουμε σήμερα. Μια άλλη θεωρητικός, η Mitchell (1973) άσκησε κριτική στη Firestone, διότι η τελευταία απέδωσε τη γυναικεία καταπίεση αποκλειστικά στον τομέα της γυναικείας αναπαραγωγής, παρότι οι γυναίκες ιστορικά έχουν συμμετάσχει και στον τομέα της παραγωγής. Η Mitchell (1973) ισχυρίστηκε ότι ο τομέας της αναπαραγωγής αποτελεί έναν μόνον τόπο άσκησης της πατριαρχικής εξουσίας ανάμεσα σε άλλους τρεις: δηλαδή, την αγορά εργασίας, τη σεξουαλικότητα των γυναικών και τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης των φύλων. Ωστόσο, τόσο η Mitchell όσο και η Firestone, παρά τις διαφωνίες τους, συμφωνούν ότι η γυναικεία καταπίεση σχετίζεται άμεσα με την ιδεολογική συσχέτιση των γυναικών με την ιδιωτική σφαίρα. Σύμφωνα με την Eisenstein (1987), μεταγενέστερες φεμινιστικές θεωρίες προσπάθησαν να αναλύσουν τη βάση της πατριαρχίας όχι με ψυχολογικούς αλλά με υλιστικούς ή οικονομικούς όρους. Αναφέρθηκαν δηλαδή περισσότερο σε εξωτερικές κοινωνικές δομές, όπως το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης μιας κοινωνίας, το οποίο περιθωριοποιεί τη φυλετική τάξη των γυναικών με τον ίδιο τρόπο που καταπιέζει και την εργατική οικονομική τάξη. Συγκεκριμένα, η Walby (1990) ορίζει την πατριαρχία ως ένα σύστημα κοινωνικών δομών και πρακτικών στο οποίο οι άνδρες κυριαρχούν, καταπιέζουν και εκμεταλλεύονται τις γυναίκες. Σύμφωνα με την ίδια, η χρήση του όρου κοινωνική δομή είναι σημαντική γιατί έτσι απορρίπτεται ο βιολογικός ντετερμινισμός - η άποψη δηλαδή ότι η κατώτερη θέση και υποταγή της γυναίκας οφείλεται αποκλειστικά στη βιολογία της - καθώς και η λανθασμένη γενίκευση ότι κάθε άνδρας βρίσκεται απαραίτητα σε μια κυρίαρχη θέση, ενώ κάθε γυναίκα σε μια υποτακτική. Η Walby (1990) ισχυρίζεται ότι η πατριαρχία ως σύστημα σχέσεων εξουσίας συντίθεται από έξι διαφορετικές δομές: την οικογένεια, τη μισθωτή εργασία, την πολιτεία (κράτος), τη σεξουαλικότητα, τους πολιτισμικούς οργανισμούς και τέλος την ανδρική βία, η οποία συστηματικά αγνοείται και νομιμοποιείται από την πολιτεία. Οι παραπάνω κοινωνικές δομές, παρ όλο που έχουν αιτιολογικές συνέπειες η μια στην άλλη, λειτουργούν σχετικά αυτόνομα. Ο Bradley (1989) υποστηρίζει ότι οι νέες κοινωνικές συνθήκες χαρακτηρίζονται πια από μια «νέο-πατριαρχία». Δηλαδή, αν και η σύγχρονη οικογενειακή οργάνωση δεν είναι πια αυστηρά πατριαρχική, η αναμετάδοση φυλετικών ανισοτήτων συνεχίζεται με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα με τις κυρίαρχες ιδεολογίες του οικογενειακού μισθού, της γυναίκας-μάνας και του άνδρα-στυλοβάτη της οικογένειας. Παρόμοιες αντιλήψεις ενισχύουν, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, έναν καταμερισμό της εργασίας κατά 20

21 φύλο, σύμφωνα με τον οποίο οι γυναίκες περιορίζονται στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας, ενώ οι άνδρες στην δημόσια σφαίρα της εργασίας και της πολιτικής εξουσίας. Έτσι, οι σύγχρονοι γάμοι μπορεί να είναι συντροφικοί και όχι πατριαρχικοί, αλλά οι οικογένειες παραμένουν ανδροκεντρικές. Η γυναίκα, για παράδειγμα, μπορεί να αναλάβει μια επαγγελματική ενασχόληση μόνο αν οργανώσει τις δραστηριότητές της με τέτοιον τρόπο, ώστε η καθημερινή λειτουργία του σπιτιού να μη διακόπτεται. Φαίνεται λοιπόν ότι αυτό που τελικά έχει αλλάξει δεν είναι η πατριαρχική κοινωνική οργάνωση αυτή καθεαυτή, αλλά ο βαθμός και η μορφή αυτής της οργάνωσης. Έτσι, η μείωση της διαφοράς στο μισθό των δύο φύλων ή το μικρότερο χάσμα στην εκπαιδευτική εξειδίκευση και επαγγελματική απασχόληση ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες αποτελούν αλλαγές στο βαθμό της πατριαρχίας. Τέτοιου είδους αλλαγές στο βαθμό της πατριαρχίας οδηγούν μερικούς στο συμπέρασμα ότι η πατριαρχία έχει εκλείψει, παρά το γεγονός ότι άλλες πλευρές πατριαρχικών σχέσεων έχουν γίνει πιο έντονες. Σύμφωνα με τη Walby (1990), η πατριαρχία έχει αλλάξει κυρίως ως προς τη μορφή της, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε από την ιδιωτική στη δημόσια πατριαρχία. Έτσι, ενώ η ιδιωτική πατριαρχία βασίζεται κυρίως στην οικιακή παραγωγή και αναπαραγωγή, η δημόσια πατριαρχία στηρίζεται σε δημόσιους οργανισμούς, όπως το κράτος και η μισθωτή απασχόληση. Ενώ στην ιδιωτική πατριαρχία η εκμετάλλευση είναι ιδιωτική, στη δημόσια η εκμετάλλευση είναι συλλογική. Ενώ ιδιωτικά η βασική στρατηγική πατριαρχίας είναι ο αποκλεισμός των γυναικών από τη σφαίρα παραγωγής, δημόσια είναι ο καταμερισμός της εργασίας και η εκμετάλλευση ή υποταγή των γυναικών (Walby, 1990). Ο καταμερισμός της εργασίας κατά φύλα: η διάκριση ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο δημόσιο. Είναι αλήθεια ότι η θέση της γυναίκας ιστορικά και πολιτισμικά περιορίστηκε σταδιακά και με διάφορους τρόπους στον ιδιωτικό χώρο της οικογένειας, ενώ αντίθετα ο άνδρας ταυτίστηκε με το δημόσιο χώρο της μισθωτής εργασίας. Η παραπάνω τάση άρχισε να αλλάζει τη δεκαετία του 1950, οπότε μετά τον 2 ο παγκόσμιο πόλεμο, τις ανάγκες σε εργατικό δυναμικό και την εκβιομηχάνιση των κοινωνιών, η γυναίκα εισήχθη μαζικά στην παραγωγή. Αλλά και τότε, ιδεολογικά τουλάχιστον, η επαγγελματική θέση της γυναίκας προσδιορίστηκε και εξακολουθεί να προσδιορίζεται από τον πρωταρχικό και κυρίαρχο ρόλο της στην οικογένεια. Επομένως, η διάκριση ανάμεσα στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα και η διαίρεση της εργασίας σε αμειβόμενη και μη αμειβόμενη, σε οικιακή και εξω-οικιακή, 21

22 υπήρξε ένα παγκόσμιο φαινόμενο του τρόπου με τον οποίο η κοινωνία αντιμετωπίζει τη θέση του άνδρα και της γυναίκας. Ο βασικότερος λόγος σύνδεσης των γυναικών με τον ιδιωτικό χώρο της οικογένειας είναι φυσικά η αναπαραγωγική ικανότητα των γυναικών και η «φυσιολογική» ή αυτονόητη σχέση τους με τη φροντίδα και την ευθύνη των παιδιών. Σύμφωνα λοιπόν με τον καταμερισμό της εργασίας κατά φύλα, ο οποίος αναφέρεται στη διαίρεση της κοινωνίας και της εργασίας σε δύο ξεχωριστές σφαίρες δραστηριοτήτων και επιρροής, οι άνδρες τοποθετούνται στη δημόσια σφαίρα της οικονομικής παραγωγής, ενώ οι γυναίκες στην ιδιωτική σφαίρα της αναπαραγωγής, όπου προσφέρουν άμισθη οικιακή εργασία. Ο παραπάνω καταμερισμός της εργασίας δε σημαίνει απλά ότι διαφορετικοί άνθρωποι κάνουν διαφορετικές δουλειές - δηλαδή, ότι οι άνδρες εργάζονται και οι γυναίκες γεννούν - αλλά συνεπάγεται τον καταμερισμό της εξουσίας και του ελέγχου (Sapiro, 1990). Με άλλα λόγια, «η κοινωνική αξιολόγηση και ιεράρχηση των διαφορετικών εργασιών προσδίδουν στα άτομα και τις ομάδες που τις εκτελούν διαφορετικό βαθμό κοινωνικής εξουσίας» (Στρατηγάκη, 1994: 32-3). Η ανθρωπολόγος Rosaldo (1974) ισχυρίστηκε ότι η παραπάνω διάκριση ανάμεσα στα φύλα και η διαίρεση των ρόλων τους ή των δραστηριοτήτων τους σε δύο ξεχωριστές σφαίρες (οικιακή και δημόσια) είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Κατά την άποψή της, «το οικιακό αναφέρεται σε εκείνους τους ελάχιστους θεσμούς και τρόπους δραστηριότητας, οι οποίοι οργανώνονται άμεσα γύρω από μια ή περισσότερες μητέρες και τα παιδιά τους, ενώ το δημόσιο αναφέρεται σε δραστηριότητες, θεσμούς και τρόπους σύνδεσης, οι οποίοι ενώνουν, αξιολογούν, οργανώνουν και υποτάσσουν συγκεκριμένες ομάδες μητέραςπαιδιού» (Rosaldo, 1974: 23). Επιπλέον όμως, τα καθήκοντα και οι ρόλοι που συνδέονται με τη δημόσια σφαίρα έχουν αποκτήσει πολιτισμικά μεγαλύτερη σπουδαιότητα και σημασία, σε σχέση με τους ρόλους της ιδιωτικής σφαίρας. Σύμφωνα με την Rosaldo (1974) υπάρχει μια έντονη ασυμμετρία στην πολιτισμική αξιολόγηση των γυναικείων και ανδρικών δραστηριοτήτων. Αντίθετα, σε κοινωνίες οι οποίες δεν διακρίνουν ανάμεσα στις δύο σφαίρες και στις οποίες οι άνδρες αναμειγνύονται περισσότερο ή λιγότερο στην οικιακή σφαίρα και οι γυναίκες στη δημόσια σφαίρα, είναι πιο ισότιμες για τα δύο φύλα (Rosaldo, 1974). Παρόμοια είναι και η ερμηνεία της Ortner (1974), η οποία τοποθέτησε ωστόσο, τη βάση της γυναικείας καταπίεσης στον πολιτισμό και όχι στην βιολογία των γυναικών. Σύμφωνα με την Ortner (1974), η ταύτιση των γυναικών με την ιδιωτική σφαίρα προκύπτει από μια πολιτισμική ερμηνεία της βιολογικής τους διαφοράς από τους άνδρες, σύμφωνα με την 22

23 οποία οι γυναίκες συνδέονται με τη φύση και οι άνδρες με τον πολιτισμό. Εξάλλου, όπως ισχυρίστηκε η ίδια, εάν υποθέσουμε ότι το φαινόμενο της πατριαρχίας είναι παγκόσμιο, τότε παγκόσμια πρέπει να είναι και η αιτία της εγκαθίδρυσης και αναπαραγωγής της πατριαρχίας. Ακριβώς αυτό το παγκόσμιο φαινόμενο, το οποίο χαρακτηρίζει κάθε κοινωνία, υποστήριξε η Ortner (1974), έχει να κάνει με την προσπάθεια των ανθρώπων να δαμάσουν τη φύση και να επιβάλλουν έναν πολιτισμό, ο οποίος χαρακτηρίζεται από ένα σύστημα αξιών, αντιλήψεων και τεχνολογικής εξέλιξης. Στη διάκριση ανάμεσα στη φύση και στον πολιτισμό, ο πολιτισμός θεωρείται πάντα ανώτερος εξαιτίας της δύναμής του να ελέγχει και να μετατρέπει το φυσικό περιβάλλον. Επομένως, όσο οι γυναίκες συνδέονται με τη φύση και οι άνδρες με τον πολιτισμό, η καθολική καταπίεση των γυναικών θα εξακολουθεί να υφίσταται σε παγκόσμιο επίπεδο. Άλλες ερευνήτριες, όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια, υποστηρίζουν ότι ο καταμερισμός της εργασίας και της κοινωνίας κατά φύλο, ο οποίος καθορίζει τις δραστηριότητες των ανθρώπων, τις επιθυμίες και τα όνειρά τους σύμφωνα με το βιολογικό τους φύλο, βρίσκεται στη βάση τόσο της πατριαρχίας όσο και του καπιταλισμού. Με άλλα λόγια, διακρίνει άνδρες και γυναίκες σε ιεραρχικούς ρόλους και δομεί τα σχετικά τους καθήκοντα τόσο στην οικογένεια, όσο και στην οικονομία. Σε αντίθεση με τις αποκλειστικά βιολογικές ερμηνείες, τέτοιου είδους αναλύσεις ερμηνεύουν τον άνισο καταμερισμό της εργασίας και της εξουσίας ως αποτέλεσμα και του οικονομικού τρόπου παραγωγής. Σύμφωνα με την Eisenstein (1979), o καταμερισμός της εργασίας και της κοινωνίας εξυπηρετεί τον εξής στόχο: σταθεροποιεί την κοινωνία μέσα από την οικογένεια και καθιερώνει μια σφαίρα εργασίας για την οποία, είτε δεν υπάρχει καθόλου μισθός, είτε υπάρχει μειωμένος μισθός, είτε άνισος μισθός. Όπως επιβεβαιώνει Walby (1986), η συμμετοχή των γυναικών στην παραγωγή έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα, καθώς αυτές προσλαμβάνονται ή εκδιώκονται ανάλογα με τις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η παραπάνω συμφωνία ανάμεσα στην καπιταλιστική και πατριαρχική δομή δεν είναι φυσική αλλά κοινωνικά επιβεβλημένη και πρέπει επομένως να ενισχύεται μέσα από νομικούς, πολιτικούς και εκπαιδευτικούς φορείς για να διατηρηθεί (McDonald, 1981). Έτσι, μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα οι πατριαρχικές ιδεολογίες του ανδρισμού και της θηλυκότητας επιβάλλουν στις γυναίκες έναν πρωταρχικό ρόλο στο σπίτι και ένα δευτερεύον ρόλο στην εργασία. Ανακεφαλαιώνοντας, παρατηρεί κανείς ότι οποιαδήποτε ανάλυση της καταπίεσης των γυναικών πρέπει να συμπεριλάβει περισσότερα από ένα στοιχεία (βιολογία, πολιτισμός) ή 23

24 δομές και επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Για παράδειγμα, από τη μια τα βιολογικά χαρακτηριστικά των γυναικών, όπως η αναπαραγωγική τους ικανότητα, αλληλεπιδρούν με ψυχολογικές και πολιτισμικές ερμηνείες που αποδίδονται σε αυτά, προκειμένου να καθορίσουν τον ρόλο και την ταυτότητα της γυναίκας στην οικιακή σφαίρα. Από την άλλη, η περιορισμένη συμμετοχή της γυναίκας στη δημόσια σφαίρα και στη μισθωτή απασχόληση αλληλεπιδρά με τις παραπάνω ιδεολογικές ερμηνείες των φυσικών ρόλων της γυναίκας. Επομένως, είτε κανείς αναφέρεται στην παραγωγή και στην αναπαραγωγή, είτε στη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα, η διαιώνιση της πατριαρχίας και η υποδεέστερη θέση της γυναίκας είναι ένα περίπλοκο φαινόμενο. Αυτό το φαινόμενο της πατριαρχικής κοινωνικής οργάνωσης προσπάθησαν να ερμηνεύουν οι φεμινιστικές θεωρίες οι οποίες παρουσιάζονται στη συνέχεια. Οι κλασσικές φεμινιστικές θεωρίες της ανισότητας Οι κλασσικές φεμινιστικές θεωρίες ερμηνεύουν τις σχέσεις ανισότητας και εξουσίας ανάμεσα στα φύλα με κοινωνιολογικούς όρους, δηλαδή με όρους κοινωνικής δομής και οργάνωσης. Για αυτό το λόγο άλλωστε ονομάζονται και δομικές θεωρίες (structural theories). Oι θεωρίες αυτές αναφέρονται στην επαναλαμβανόμενη καταπίεση των γυναικών ως ένα καθολικό φαινόμενο, το οποίο χαρακτηρίζει όλες τις σύγχρονες βιομηχανοποιημένες κοινωνίες του δυτικού πολιτισμού. Επομένως, η παρουσίαση των φεμινιστικών κοινωνιολογικών θεωριών αποτελεί την αφετηρία για την ερμηνεία της υποδεέστερης θέσης της γυναίκας στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα, διαχρονικά και διαπολιτισμικά. Η φεμινιστική κοινωνική ανάλυση στο σύνολό της προσπαθεί να απαντήσει σε ερωτήματα όπως πώς και γιατί οι γυναίκες υποτάσσονται τελικά στην ανδρική κυριαρχία και προσεγγίζει τις κοινωνικές και πολιτισμικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες αυτή η καταπίεση διατηρείται και αναπαράγεται. Στο πλαίσιο βέβαια της κοινής φεμινιστικής ανάλυσης υπάρχουν διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις, κάθε μία από τις οποίες εστιάζει σε διαφορετικούς τομείς της γυναικείας υποταγής και την επεξηγεί χρησιμοποιώντας διαφορετικές αναλυτικές κατηγορίες ή δομές (π.χ φύλο, κοινωνική τάξη, σεξουαλικότητα κλπ.). Οι σημαντικότερες από αυτές τις σχολές φεμινιστικής ανάλυσης είναι η φιλελεύθερη θεώρηση, η μαρξιστική ανάλυση, η ριζοσπαστική άποψη και τέλος η σοσιαλιστική προσέγγιση. 24

25 Η φιλελεύθερη θεώρηση O φιλελεύθερος φεμινισμός μοιράζεται με τη φιλελεύθερη πολιτική θεωρία και τη φιλοσοφία του διαφωτισμού τις αρχές της ατομικότητας, της ισοτιμίας, της ελευθερίας, της αυτονομίας και της αυτοεκπλήρωσης. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, κοινωνικά δικαιώματα, προνόμια και ευκαιρίες πρέπει να προσφέρονται ισότιμα σε άνδρες και γυναίκες ανεξάρτητα από τις οικονομικές συνθήκες της ζωής τους, οι οποίες μέχρι τον 18ο αιώνα τουλάχιστον, καθορίζονταν από τη γέννησή τους. Πράγματι, οι ρίζες της φιλελεύθερης ιδεολογίας βρίσκονται στην ανάπτυξη της αστικής τάξης, η οποία προσπάθησε να κατασκευάσει μια ελεύθερη κοινωνική οργάνωση, αδέσμευτη από ιεραρχίες καταγωγής και δεσμούς γέννησης. Όπως αναφέρει ο Sapiro (1990), σύμφωνα με τη φιλελεύθερη ιδεολογία, οι πατριαρχικές σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα φύλα θεωρήθηκαν το ίδιο άδικες και ανυπόστατες, όπως αυτές ανάμεσα στο μονάρχη και στο άτομο. Οι φιλελεύθερες φεμινίστριες ισχυρίζονται ότι, όπως οι άνδρες, έτσι και οι γυναίκες γεννιούνται ελεύθερες και ίσες. Επομένως, οι διαφορές ανάμεσα στα φύλα δεν οφείλονται στη βιολογία αλλά σε σεξιστικά στερεότυπα και στη διαφορετική εκπαίδευση ανδρών και γυναικών, γεγονός που διορθώνεται με την κατάλληλη κοινωνικοποίηση (Sayers, 1982). Το επίκεντρο του φιλελεύθερου φεμινισμού, σύμφωνα με την Beasley (1999), είναι η ισότιμη συμμετοχή των γυναικών κυρίως στη δημόσια σφαίρα και η πρόσβαση σε προνόμια και δικαιώματα που κατέχουν οι άνδρες. Σύμφωνα με την Tong (1995), οι φιλελεύθερες φεμινίστριες απαιτούσαν ανέκαθεν δικαιοσύνη και ισότητα για το κοινωνικό φύλο των γυναικών. Για παράδειγμα, τον 18 ο αιώνα διεκδίκησαν ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στην εκπαίδευση, ενώ τον 19 ο αιώνα διεκδίκησαν ίσα πολιτικά δικαιώματα και ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στην αγορά εργασίας. Σήμερα, το ρεύμα των φιλελεύθερων φεμινιστριών επιδιώκει κυρίως την απελευθέρωση των γυναικών από τους περιορισμούς των φυλετικών τους ρόλων, οι οποίοι, σύμφωνα με τις ίδιες, χρησιμοποιήθηκαν ιστορικά ως δικαιολογία για να εμποδίσουν τη συμμετοχή των γυναικών στην εκπαίδευση, στην πολιτική και στην αγορά εργασίας. Επειδή οι φιλελεύθερες φεμινίστριες προϋποθέτουν βασικές «ομοιότητες» ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες (Beasley, 1999), υποστηρίζουν ότι ο κατάλληλος διαφωτισμός των ανθρώπων και η εξάλειψη των προκαταλήψεων και των διακρίσεων του φύλου θα επιφέρουν την πολυπόθητη κοινωνική αλλαγή. Στην πραγματικότητα, το κίνημα των φιλελευθέρων φεμινιστριών δεν αμφισβητεί την κοινωνία αυτή καθεαυτή, ούτε την αξία των ανδρικών δικαιωμάτων. Αντίθετα, απαιτεί ίσα δικαιώματα και προνόμια για άνδρες και 25

26 γυναίκες μέσα στο υπάρχον κοινωνικό πλαίσιο. Για το λόγο αυτό, οι φιλελεύθερες φεμινίστριες υποστηρίζουν την αναθεώρηση βασικών κοινωνικών θεσμών όπως η εκπαίδευση, το δίκαιο και η αγορά εργασίας και την ανακατανομή των ευκαιριών ισότιμα και στα δύο φύλα. Όπως αναφέρει η Στασινοπούλου (1992), το φιλελεύθερο φεμινιστικό κίνημα έχει εστιάσει κυρίως στην προώθηση μιας προοδευτικής νομοθεσίας, στην κατάργηση των σεξιστικών πρακτικών στην αγορά εργασίας και στη σημασία της εκπαίδευσης για την κατάργηση των διακρίσεων. Μάλιστα, η πρόσβαση των γυναικών στην εκπαίδευση θεωρήθηκε το πρωταρχικό εργαλείο για την βελτίωση και εξέλιξη της θέσης της γυναίκας. Σύμφωνα με την Thomas (1990), στο φιλελεύθερο μοντέλο η εκπαίδευση αφ ενός μπορεί να δημιουργεί και να αναπαράγει την ανισότητα, αφ ετέρου όμως έχει τη δύναμη να την ανατρέψει. Οι φιλελεύθερες φεμινίστριες στην προσπάθειά τους να πείσουν θεσμούς και οργανισμούς να ακολουθήσουν τις φιλελεύθερες αρχές για ίσα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, κατάφεραν πολλές νομοθετικές ρυθμίσεις υπέρ της ισότητας των φύλων. Για το λόγο αυτό, οι περισσότερες φεμινίστριες παραδέχονται ότι ο φιλελεύθερος φεμινισμός προσφέρει ένα κατάλληλο πλαίσιο ανάπτυξης μετριοπαθών πολιτικών και πρακτικών ισότητας ανάμεσα στα φύλα, οι οποίες μπορούν να υιοθετηθούν από κυβερνητικά προγράμματα. Σύμφωνα με την Beasley (1999), επειδή ο φιλελεύθερος φεμινισμός υποστηρίζει την κοινωνική αλλαγή στο πλαίσιο της υπάρχουσας δυτικής κοινωνίας, πολλές φεμινίστριες υιοθέτησαν τη λογική και το λόγο του. Παρόμοια είναι και η άποψη της Middleton (1987), η οποία ισχυρίζεται ότι ο φιλελεύθερος λόγος είναι συνήθως ο λόγος της κυβέρνησης, η ρητορική δηλαδή που χρησιμοποιούν οι φεμινίστριες για να επηρεάσουν τα πολιτικά στελέχη σε δημόσιους οργανισμούς, καθώς δίνουν έμφαση στα νόμιμα δικαιώματα του ατόμου. Ωστόσο, σύμφωνα τους περισσότερους συγγραφείς, η φιλελεύθερη προσέγγιση παρουσιάζει πολλές αδυναμίες διότι ουσιαστικά δεν προσφέρει καμία θεώρηση των ιστορικών αλλαγών σχετικά με τη θέση της γυναίκας. Δεν εξηγεί δηλαδή, ποιες συνθήκες προκάλεσαν ή προκαλούν αλλαγές στους ρόλους και τη θέση των γυναικών. Σύμφωνα με τον Sapiro (1990) για παράδειγμα, η θέση της θεωρίας ότι επανακοινωνικοποιώντας τους ανθρώπους, αλλάζει κανείς τη στάση τους απέναντι στις γυναίκες είναι ιδιαίτερα απλουστευμένη. Άλλωστε, αν κάτι τέτοιο ήταν αλήθεια, τότε σήμερα, μετά από όλες τις νομοθετικές, εκπαιδευτικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις με στόχο την ισότητα ανάμεσα στα φύλα, η θέση της γυναίκας δεν θα παρέμενε κατώτερη από αυτή του άνδρα. Το ίδιο και η 26

27 Sayers (1982) ισχυρίζεται ότι η φιλελεύθερη φεμινιστική θεωρία αδυνατεί να εξηγήσει πώς η φυλετική ανισότητα παραμένει σε μια φιλελεύθερη κοινωνία ή γιατί τα φύλα κοινωνικοποιούνται με διαφορετικό τρόπο. Επιπλέον, η συγκεκριμένη θεωρία αναλύει τα στερεότυπα με ψυχολογικούς όρους και όχι ως πολιτισμικά κατασκευασμένες έννοιες (Middleton, 1987). Οι φιλελεύθερες φεμινίστριες δεν ασχολήθηκαν ουσιαστικά με τις βαθύτερες αιτίες της ανισότητας των φύλων και τους λόγους της συνεχούς πατριαρχικής κοινωνικής οργάνωσης. Για παράδειγμα, ο φιλελεύθερος φεμινισμός δεν μπόρεσε να συμπεριλάβει στον προβληματισμό και τη δράση του ερωτήματα που αφορούν στην επίδραση της κοινωνικής δομής στην ανισότητα των φύλων ή ερωτήματα γύρω από τη βιολογική διάσταση της μητρότητας και τη σύνδεση του ιδιωτικού με τον δημόσιο χώρο. Σύμφωνα με την Walby (1990), o φιλελεύθερος φεμινισμός δεν ανέλυσε την καταπίεση των γυναικών με βάση κάποια κυρίαρχη κοινωνική δομή, αλλά ως αποτέλεσμα διαφόρων περιορισμών και απαγορεύσεων σε τομείς όπως η εκπαίδευση και η εργασία. Επιπλέον, οι φιλελεύθερες φεμινίστριες επικρίθηκαν για την έμφαση στην ατομικότητα, για την εξίσωση ανδρικών αξιών, όπως ο ατομισμός ή ο ανταγωνισμός, με ανθρώπινες αξίες συνολικά και τέλος για το γεγονός ότι όλες οι γυναίκες μπορούν, θέλουν και πρέπει να μοιάσουν στους άνδρες. Όπως ισχυρίζεται η Tong (1995), οι φιλελεύθερες φεμινίστριες αρνήθηκαν να αντιληφθούν την προσπάθεια των γυναικών να καταπολεμήσουν την πατριαρχία και τον καπιταλισμό, ενώ αντίθετα ισχυρίστηκαν ότι οι γυναίκες μπορούν να τα καταφέρουν μέσα στο σύστημα. Σύμφωνα με τη Στασινοπούλου (1992), οι φιλελεύθερες φεμινίστριες έχουν αναθεωρήσει πρόσφατα τις απόψεις τους για το κράτος πρόνοιας, το οποίο θεωρούν πλέον σημαντικό αίτιο της καταπίεσης και του περιορισμού των γυναικών σε παραδοσιακούς ρόλους και όχι φορέα αλλαγής για την επίτευξη της ισότητας. Επίσης, σήμερα κατανοούν ότι καμία γυναίκα δεν μπορεί να απελευθερώσει μόνη της τον εαυτό της από τις παραδοσιακές πατριαρχικές δομές και τα στερεότυπα των φύλων και ότι τόσο οι ανθρώπινες πράξεις όσο και οι κοινωνικές δομές εμποδίζουν τη χειραφέτηση των περισσοτέρων γυναικών (Tong, 1995). Είναι πάντως αδιαμφισβήτητο ότι το φεμινιστικό κίνημα οφείλει στις φιλελεύθερες φεμινίστριες πολλές από τις εκπαιδευτικές και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της ισότητας των φύλων. Ο φιλελεύθερος φεμινισμός εξάλλου αποτελεί μέχρι σήμερα το πιο μετριοπαθές αλλά και το πιο διαδεδομένο πρόσωπο του φεμινισμού, με την αναζωπύρωση μάλιστα ζητημάτων, όπως είναι τα κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη και η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού σε όλες τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της δυτικής Ευρώπης. 27

28 Η μαρξιστική ανάλυση Σύμφωνα με την μαρξιστική φεμινιστική παράδοση, η οποία βασίζεται βεβαίως στο έργο του Marx και του Engels, η κοινωνική θέση των γυναικών θεωρείται το αποτέλεσμα της σύγκρουσης ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Μάλιστα, οι ιεραρχικές ταξικές σχέσεις, οι οποίες βασίζονται στην άνιση κατανομή του πλούτου και της ιδιοκτησίας, θεωρούνται η αιτία κάθε είδους ανισότητας. Έτσι, η ιστορική ανάλυση της οργάνωσης της εργασίας και της οικονομικής παραγωγής αποτέλεσαν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος για τις μαρξίστριες φεμινίστριες. Συγκεκριμένα, η ιδιοκτησία των μέσων οικονομικής παραγωγής στα χέρια λιγοστών ανθρώπων, κυρίως ανδρών, οδήγησε στη διαίρεση των τάξεων, της οποίας αποτέλεσμα είναι ο σύγχρονος καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός. Οι μαρξίστριες φεμινίστριες ισχυρίστηκαν ότι ο καπιταλισμός είναι η πραγματική αιτία της γυναικείας καταπίεσης και αν ο καπιταλισμός αντικατασταθεί από ένα σοσιαλιστικό σύστημα, στο οποίο τα μέσα παραγωγής θα ανήκουν σε όλους και οι γυναίκες θα είναι οικονομικά ανεξάρτητες από τους άνδρες, τότε θα είναι και ίσες με αυτούς. Για τους οπαδούς της ορθόδοξης μαρξιστικής προσέγγισης δηλαδή, η κατάσταση των γυναικών πηγάζει από το ταξικό σύστημα της καπιταλιστικής κοινωνίας και επομένως η απελευθέρωσή τους θα έρθει μόνον εάν συνεργαστούν με τους άνδρες για την κατάρριψη του συστήματος. Ο μαρξιστικός φεμινισμός είχε μεγάλη επιρροή στη φεμινιστική σκέψη, ευρωπαϊκών κυρίως χωρών, τη δεκαετία του 60 και του 70. Σύμφωνα με την Beasley (1999), παρ ότι η επίδραση του μαρξιστικού φεμινισμού είναι ακόμη εμφανής στη φεμινιστική θεωρία, στην πραγματικότητα η μαρξιστική φεμινιστική παράδοση φθίνει ολοένα και περισσότερο, ιδιαίτερα μετά την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής φεμινιστικής προσέγγισης. Για άλλους θεωρητικούς, τόσο η μαρξιστική όσο και η σοσιαλιστική φεμινιστική παράδοση έχουν ουσιαστικά πεθάνει το τέλος της δεκαετίας του 80, με την κατάρρευση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας σε όλες σχεδόν τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Έτσι, οι όροι μαρξισμός και σοσιαλισμός έχουν σχεδόν εγκαταλειφθεί από την ορολογία των περισσότερων σύγχρονων φεμινιστριών, καθώς και τα ζητήματα που διαπραγματεύονταν οι παραδόσεις αυτές, όπως για παράδειγμα η οικονομική παραγωγή, οι ταξικές σχέσεις και η ανάπτυξη μιας κοινωνικής παρεμβατικής πολιτικής (Beasley, 1999). Ωστόσο, αξίζει κανείς να αναφερθεί στο ρεύμα του μαρξιστικού φεμινισμού, καθώς οι επιρροές του υπήρξαν σημαντικές στην ανάλυση ποικίλων θεμάτων που αφορούν στη γυναικεία καταπίεση, καθορίζοντας μάλιστα την εξέλιξη μεταγενέστερων θεωρητικών προσεγγίσεων. 28

29 Οι μαρξίστριες φεμινίστριες ασχολήθηκαν κυρίως με θέματα εργασιακών σχέσεων και σύμφωνα με την Tong (1995) συνέβαλλαν στην κατανόηση ζητημάτων όπως, η σχέση του θεσμού της οικογένειας με το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, η υποτίμηση της οικιακής εργασίας των γυναικών και η υποδεέστερη θέση της γυναίκας στην αγορά εργασίας. Οι οπαδοί της μαρξιστικής φεμινιστικής παράδοσης ισχυρίστηκαν ότι στο καπιταλιστικό σύστημα οι γυναίκες καταπιέζονται γιατί με την άμισθη οικιακή εργασία που προσφέρουν καθιστούν δυνατή την ανδρική μισθωτή εργασία, αποτελώντας ταυτόχρονα μια περιθωριοποιημένη εργατική δύναμη, η οποία εισάγεται και διώκεται από την αγορά εργασίας ανάλογα με τις ανάγκες του συστήματος. Οι μαρξίστριες διαφωνούν με τις φιλελεύθερες φεμινίστριες ότι η κοινωνική θέση του καθένα αντικατοπτρίζει την προσωπική του ικανότητα και ισχυρίζονται ότι η θέση αυτή καθορίζεται ουσιαστικά από την κοινωνική τάξη. Επομένως, σύμφωνα με την άποψή τους, μια ελεύθερη αγορά εργασίας δεν ευνοεί όλους τους ανθρώπους ισότιμα, καθώς οι περισσότεροι δεν ανήκουν στην κυρίαρχη καπιταλιστική τάξη και έτσι ενώ τυπικά έχουν ίσα δικαιώματα δεν έχουν ωστόσο ίσες ευκαιρίες να τα ασκήσουν. Όμως, τόσο οι μαρξίστριες όσο και οι φιλελεύθερες φεμινίστριες εστιάζουν στη δημόσια σφαίρα και ειδικά στη θέση των γυναικών στον τομέα της μισθωτής εργασίας. Βέβαια, σε αντίθεση με τις φιλελεύθερες, οι μαρξίστριες φεμινίστριες υποστήριξαν επαναστατικές αλλαγές στην οικονομία, θεωρώντας ότι το τέλος του καπιταλισμού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για το τέλος της ανδρικής κυριαρχίας στις γυναίκες. Επιπλέον, η Beasley (1999) ισχυρίζεται ότι οι μαρξίστριες μοιράζονται επίσης με τις φιλελεύθερες φεμινίστριες την υπόθεση ότι υπάρχει ομοιότητα ανάμεσα σε άνδρες και σε γυναίκες. Δηλαδή, ενώ οι γυναίκες φαίνεται να καταπιέζονται από τους άνδρες, στην πραγματικότητα καταπιέζονται, όπως ακριβώς και οι άνδρες, από το καπιταλιστικό σύστημα οικονομικής οργάνωσης και επομένως τα συμφέροντα ανδρών και γυναικών είναι τελικά παρόμοια. Σύμφωνα με την Hartmann (1981), η μαρξιστική φεμινιστική προσέγγιση πραγματεύεται τη γυναικεία καταπίεση με τρεις βασικά τρόπους: α) η γυναικεία καταπίεση αντιμετωπίζεται ως η σχέση ή η μη-σχέση της γυναίκας με την παραγωγή και επομένως, η σχέση των γυναικών με τους άνδρες εμπεριέχεται ουσιαστικά στη σχέση των εργατών με το κεφάλαιο, β) οι οπαδοί της μαρξιστικής προσέγγισης ενσωματώνουν τα γυναικεία θέματα σε μια ανάλυση της καθημερινής ζωής στο καπιταλιστικό σύστημα, όπου όλες οι πλευρές της καθημερινότητας θεωρείται ότι αναπαράγουν το καπιταλιστικό σύστημα και γ) το επίκεντρο της ανάλυσης φαίνεται να είναι η οικιακή εργασία που προσφέρουν οι γυναίκες στο πλαίσιο της οικογένειας και η σχέση της εργασίας αυτής με το κεφάλαιο. 29

30 Με ποιον τρόπο όμως, σύμφωνα με τους οπαδούς της μαρξιστικής παράδοσης, η οικογένεια και κυρίως η άμισθη οικιακή εργασία των γυναικών αναπαράγει τον καπιταλισμό και επομένως συμβάλλει στην καταπίεσή τους; Αρχικά, ο Engels ερμήνευσε την υποταγή των γυναικών ως αποτέλεσμα της ιδιωτικής περιουσίας και επομένως ως πρόβλημα της ιστορίας και όχι της βιολογίας (Sayers, 1982). O Engels προσέφερε μια υλιστική (δηλαδή οικονομική) εξήγηση των αλλαγών στους ρόλους των δύο φύλων ιστορικά και αναφέρθηκε στη σχέση των ρόλων αυτών με τον τρόπο παραγωγής. Σύμφωνα με τον ίδιο, καθώς οι άνθρωποι ανακάλυψαν πιο αποτελεσματικούς τρόπους παραγωγής, παρήγαγαν περισσότερα από όσα χρειάζονταν για άμεση κατανάλωση, δημιουργώντας έτσι ένα πλεόνασμα προϊόντων, τα οποία όμως είχαν αξία επειδή μπορούσαν να ανταλλαχθούν με άλλα προϊόντα. Με τη συσσώρευση λοιπόν του πλούτου, οι άνδρες επιθυμούσαν απογόνους για να κληρονομήσουν την περιουσία τους και επειδή η πατρότητα δεν είναι το ίδιο σίγουρη με τη μητρότητα, επέβαλλαν στις γυναίκες τη μονογαμία μέσα από το θεσμό του γάμου και της οικογένειας (Sayers, 1982). Στη συνέχεια βέβαια, οι διαφορετικές εργασίες των γυναικών και των ανδρών, μέσα και έξω από το σπίτι αντίστοιχα, συνεπάγονταν την οικειοποίηση διαφορετικών προϊόντων και μέσων παραγωγής από τα δύο φύλα. Έτσι, οι γυναίκες οικειοποιήθηκαν τα προϊόντα και τα μέσα της οικιακής αναπαραγωγής στο χώρο της οικογένειας, ενώ οι άνδρες τα προϊόντα και τα μέσα της οικονομικής παραγωγής στο χώρο της δημόσιας εργασίας. Η απελευθέρωση επομένως των γυναικών, σύμφωνα με τον Engels, θα προκύψει μόνον όταν αυτές θα συμμετάσχουν στη σφαίρα της παραγωγής και πάρουν μέρος στον αγώνα της εργατικής τάξης ενάντια στην καπιταλιστική τάξη. Ένα πιο σύγχρονο παράδειγμα μαρξιστικής μεθοδολογίας για την ανάλυση του οικιακού τρόπου παραγωγής, αποτελεί η θεωρία των Delphy & Leonard (1992), οι οποίες αντιμετωπίζουν επίσης την οικογένεια (και την οικιακή εργασία) ως ένα σύστημα εργασιακών σχέσεων οικονομικής εκμετάλλευσης. Σύμφωνα με τις παραπάνω ερευνήτριες, οι γυναίκες σήμερα δεν εκμεταλλεύονται και δεν κερδίζουν οι ίδιες αυτά που παράγουν. Το πρόβλημα επομένως, δεν είναι μόνο ότι οι γυναίκες δουλεύουν περισσότερο ή ότι η εργασία τους υποτιμάται και είναι συνήθως βαρετή, αλλά κυρίως ότι τα προϊόντα της εργασίας αυτής δεν ανήκουν στις ίδιες. Οι Delphy & Leonard (1992) υποστηρίζουν με άλλα λόγια ότι «η πρακτική, συναισθηματική, σεξουαλική, αναπαραγωγική και συμβολική εργασία» που προσφέρουν οι γυναίκες μέσα στην οικογένεια έχει ως άμεσους και κύριους αποδέκτες τους άνδρες. Σύμφωνα με τις Delphy & Leonard (1992), η κατανόηση της γυναικείας εργασίας μέσα στην οικογένεια και οι σχέσεις μέσα στις οποίες αυτή διεκπεραιώνεται αποτελούν σημαντικά στοιχεία για την κατανόηση της ανδρικής κυριαρχίας. 30

31 Τελικά, όπως αναφέρει ο Connell (1987), o μαρξισμός τοποθετεί τους καθοριστικούς λόγους της γυναικείας καταπίεσης στις ταξικές σχέσεις, στο καπιταλιστικό σύστημα και στις σχέσεις παραγωγής, όπως αυτές γίνονται κατανοητές με ταξικούς όρους. Με τον τρόπο αυτό όμως, η μαρξιστική φεμινιστική ανάλυση υπήρξε μια ανάλυση «τυφλή» ως προς τον παράγοντα φύλο. Ο Marx ποτέ δεν αναρωτήθηκε ουσιαστικά για τη φυλετική ιεραρχία στην κοινωνία και υπέθεσε ότι η εκμετάλλευση ανδρών και γυναικών πηγάζει από την ίδια πηγή, δηλαδή, τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Για τον Marx ο καταμερισμός της εργασίας κατά φύλα στην οικογένεια, που θεωρείται από τον ίδιο μάλλον φυσιολογικός, έχει σημασία μόνο γιατί δημιουργεί διαφορές στην ιδιωτική περιουσία. Επομένως, όπως παρατήρησε και η Eisenstein (1979), παρ όλο που οι φυλετικές σχέσεις αναπαραγωγής θεωρούνται ως η πρωταρχική αιτία του καταμερισμού της εργασίας στην οικογένεια και άρα της γυναικείας καταπίεσης, δεν αναλύονται ιδιαίτερα αλλά εντάσσονται στις σχέσεις παραγωγής. Επιπλέον, σύμφωνα με την Tong (1995), ο τρόπος με τον οποίο μαρξιστικός φεμινισμός αντιλαμβάνεται τον θεσμό της οικογένειας ως κύριο αίτιο του καπιταλιστικού συστήματος και της γυναικείας καταπίεσης είναι απλουστευμένος. Από την άλλη, αγνοώντας την παράμετρο φύλο, ο μαρξισμός αφήνει έξω από την ανάλυση σημαντικές πλευρές της κοινωνικής ζωής, κυρίως ιδιωτικές και προσωπικών σχέσεων, όπως η αναπαραγωγική ικανότητα των γυναικών ή η σεξουαλική καταπίεση και κακοποίηση των γυναικών (Στασινοπούλου, 1992). Πράγματι, οι κλασσικές τουλάχιστον μαρξιστικές αναλύσεις δεν εξηγούν γιατί οι γυναίκες είναι αυτές που αναλαμβάνουν την οικιακή ευθύνη και φροντίδα. Επομένως, η καταπίεση των γυναικών μπορεί να είναι λειτουργική για το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά ο μαρξισμός δεν εξηγεί γιατί καταπιέζονται οι γυναίκες συγκεκριμένα και όχι κάποια άλλη ομάδα. Επίσης, οι ορθόδοξες μαρξιστικές αναλύσεις δεν αναφέρονται καθόλου στην πατριαρχία ως συστηματική κυριαρχία των ανδρών στις γυναίκες. Αντίθετα, η γυναικεία καταπίεση κατανοείται ως μια άλλη πλευρά της ταξικής καταπίεσης. Όμως, σύμφωνα με τη Hartmann (1981), το αντικείμενο της φεμινιστικής ανάλυσης είναι πάντα και πρωταρχικά οι σχέσεις ανδρών και γυναικών. Τέλος, οι μαρξίστριες φεμινίστριες υποστήριξαν ότι η κατάργηση του καπιταλιστικού συστήματος θα απελευθέρωνε τις γυναίκες, εντούτοις κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε σε σοσιαλιστικά κράτη, όπως η πρώην Σοβιετική Ένωση ή άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Με άλλα λόγια, η καταπίεση των γυναικών άρχισε πολύ πριν τον καπιταλισμό, αφορά όλες τις κοινωνικές τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας και συνεχίζεται σε χώρες που δεν είναι πια καπιταλιστικές. Άλλωστε, όπως ισχυρίστηκε ο Connell (1987), το γεγονός ότι γυναίκες διαφορετικών τάξεων έχουν διαφορετικά συμφέροντα είναι πολύ 31

32 σημαντικό, αλλά δεν χρειάζεται το δόγμα της θεωρητικής προτεραιότητας της κοινωνικής τάξης για να γίνει αντιληπτό. H ριζοσπαστική άποψη Ως ιδεολογία ο ριζοσπαστικός φεμινισμός έχει τις ρίζες του στο αμερικάνικο γυναικείο κίνημα του τέλους της δεκαετίας του 60 και της δεκαετίας του 70. Συνολικά, οι οπαδοί του ριζοσπαστικού φεμινισμού θεώρησαν ότι η καταπίεση των γυναικών, εξαιτίας του βιολογικού τους φύλου και όχι κάποιας άλλης κοινωνικής δομής, αποτελεί την πιο βασική μορφή καταπίεσης σε όλο τον κόσμο και ότι οι άνδρες και όχι οι κοινωνία ή οι συνθήκες εξανάγκασαν τις γυναίκες σε καταπιεστικούς ρόλους και συμπεριφορές. Μάλιστα, αυτή η καταπίεση λόγω του φύλου, η οποία οφείλεται στο πατριαρχικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, θεωρείται από το ριζοσπαστικό φεμινισμό και η πιο ισχυρή μορφή καταπίεσης, από την οποία απορρέουν όλες οι άλλες κοινωνικές ανισότητες (Beasley, 1999). Ο όρος πατριαρχία, σύμφωνα με τον οποίον οι άνδρες κυριαρχούν και εκμεταλλεύονται τις γυναίκες, έχει επομένως πρωταρχική σημασία για τις ριζοσπαστικές φεμινίστριες και βρίσκεται στο επίκεντρο της ανάλυσής τους. Η πατριαρχία για τις ριζοσπάστριες, ισχυρίζεται η Walby (1990), δεν απορρέει από κανένα άλλο σύστημα κοινωνικής ανισότητας, δεν αποτελεί δηλαδή προϊόν του καπιταλισμού. Αντίθετα, αν για τους μαρξιστές η λέξη κλειδί είναι ο καπιταλισμός για τις ριζοσπάστριες είναι η πατριαρχία, την οποία θεωρούν παγκόσμια, διαχρονική και διαπολιτισμική. Σύμφωνα με την Tong (1995), η γυναικεία αναπαραγωγική ικανότητα, το κοινωνικό φύλο και η γυναικεία σεξουαλικότητα αποτελούν τα σημαντικότερα θέματα των ριζοσπαστικών φεμινιστριών. Ενώ λοιπόν οι φιλελεύθερες και οι μαρξίστριες έδωσαν βαρύτητα σε κοινωνικούς παράγοντες, οι ριζοσπαστικές φεμινίστριες εστίασαν κυρίως στη βαρύτητα της γυναικείας βιολογίας και στις συνέπειες αυτής της βιολογίας στην αίσθηση που έχουν οι γυναίκες για τον εαυτό τους, για τη θέση τους και τη λειτουργία τους στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Βέβαια, όπως αναφέρει και η Tong (1995), οι οπαδοί του ριζοσπαστικού φεμινιστικού κινήματος δεν ασπάζονται τη βιολογία των γυναικών ως πεπρωμένο, αντίθετα, πρόθεσή τους είναι να αμφισβητήσουν την υποτιθέμενη φυσική τάξη και να ξεπεράσουν τις αρνητικές συνέπειες της βιολογικής ικανότητας των γυναικών για αναπαραγωγή, τόσο στις γυναίκες όσο και στους άνδρες. Παρότι οι ριζοσπάστριες αντιλήφθηκαν αρχικά τη βιολογία των γυναικών ως δεσμευτική, στη συνέχεια οι περισσότερες αντιμετώπισαν τις αναπαραγωγικές ικανότητες των γυναικών και τη γυναικεία ψυχολογία της προσφοράς και φροντίδας ως πηγές απελευθερωτικής δύναμης για τις γυναίκες. Έτσι, υποστήριξαν ότι αυτό 32

33 που αποτελεί καταπίεση δεν είναι η βιολογία των γυναικών αυτή καθεαυτή, αλλά ο έλεγχος της γυναικείας αναπαραγωγικής ικανότητας και φροντίδας των παιδιών από τους άνδρες. Επομένως, αν οι γυναίκες αναλάβουν την ευθύνη της βιολογίας τους και αποκτήσουν τον έλεγχο του σώματός τους, τότε θα βρίσκονται σε καλύτερη και δυνατότερη θέση σε σχέση με τους άνδρες. Άλλες ριζοσπαστικές φεμινίστριες εστίασαν στους τρόπους με τους οποίους το κοινωνικό φύλο και η σεξουαλικότητα χρησιμοποιήθηκαν για την καταπίεση των γυναικών. Αναφέρθηκε ήδη ότι οι φυλετικοί ρόλοι και τα στερεότυπα φύλου αποτελούν επιπλέον τρόπους με τους οποίους η κοινωνία υποτάσσει τις γυναίκες στους κανόνες της πατριαρχίας και, όπως θα διαπιστώσουμε στη δεύτερη ενότητα του κεφαλαίου, οι φυλετικοί ρόλοι αποδίδονται στο υποκείμενο επειδή η κοινωνία συνδέει αυθαίρετα τη συμπεριφορά του κοινωνικού φύλου (gender) με το βιολογικό φύλο (sex) ενός ανθρώπου. Για τις ριζοσπαστικές φεμινίστριες, ο έλεγχος και η εξουσία που ασκούν οι άνδρες αποτελεί την αιτία της κοινωνικής κατασκευής του φύλου. Όπως αναφέρει η Tong (1995), το πρόβλημα για τον ριζοσπαστικό φεμινισμό δεν είναι η θηλυκότητα αυτή καθεαυτή, αλλά η μειωμένη αξία που το πατριαρχικό σύστημα προσδίδει σε παραδοσιακά γυναικείες ποιότητες. Ωστόσο, άλλες θεωρητικοί αντέδρασαν στην παραπάνω άποψη λέγοντας ότι η θηλυκότητα, όπως διαμορφώθηκε τελικά, αποτελεί πρόβλημα από μόνη της, διότι κατασκευάστηκε από τους άνδρες για πατριαρχικούς σκοπούς και ορίστηκε με βάση την αντίθεσή της από κάθε τι αρσενικό (Tong, 1995). Επομένως, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η θηλυκότητα πρέπει να καθοριστεί εκ νέου δίχως εξωτερικό σημείο αναφοράς και κάθε γυναίκα να ανακαλύψει τον πραγματικό γυναικείο εαυτό της. Τέλος, οι ριζοσπάστριες αναφέρθηκαν σε πολλές πλευρές της σεξουαλικής καταπίεσης που υφίστανται οι γυναίκες από τους άνδρες για χρόνια, όπως για παράδειγμα η πορνογραφία, η πορνεία, η σεξουαλική παρενόχληση, ο βιασμός και η κακοποίηση (Tong, 1995). Γενικότερα, οι ριζοσπάστριες εισήγαγαν νέα και προκλητικά θέματα έρευνας, τα οποία αφορούσαν στην προσωπική ζωή των γυναικών και τα οποία θεωρήθηκαν από τις ίδιες πολύ σημαντικά για την ανάλυση ενός πατριαρχικού συστήματος εξουσίας (έτσι προέκυψε άλλωστε και ο τίτλος της συγκεκριμένης φεμινιστικής παράδοσης). Πράγματι, οι οπαδοί της προσέγγισης αυτής ισχυρίστηκαν ότι οι σχέσεις των γυναικών με τους άνδρες - ακόμη και οι πιο προσωπικές - έχουν πολιτική φύση και αποτελούν σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής. Μία από τις σημασίες του σλόγκαν «το προσωπικό είναι πολιτικό» («the personal is political») αφορά στις σεξουαλικές σχέσεις ανδρών-γυναικών, οι οποίες παρ όλο που 33

34 διαμορφώνονται σε προσωπικό επίπεδο έχουν πολιτικές προεκτάσεις (Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, 1994α). Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την Eisenstein (1987), o κοινωνικός έλεγχος και η υποταγή των γυναικών στο επίπεδο της οικονομίας, της ψυχολογίας, του νόμου και της ιδεολογίας εκφράζεται ταυτόχρονα στο ιδιωτικό και προσωπικό επίπεδο της κρεβατοκάμαρας. Η Weedon (1987) ισχυρίστηκε ότι, σύμφωνα με την προσέγγιση του ριζοσπαστικού φεμινισμού, η πατριαρχία αποτελεί μια ολοκληρωτική δομή, η οποία υπαγορεύει αναγκαστικά την καθολική διαφοροποίηση των γυναικών και την ανάπτυξη μιας διαφορετικής γυναικείας κουλτούρας ανεξάρτητα από αυτήν των ανδρών. Στην ίδια λογική, η Beasley (1999) αναφέρει ότι οι ριζοσπάστριες ενισχύουν μια απόσταση των γυναικών από τους άνδρες, η οποία μπορεί να κυμαίνεται από την ενίσχυση της συλλογικότητας και της αλληλοϋποστήριξης ανάμεσα σε γυναίκες, μέχρι την πλήρη άρνηση της ετεροσεξουαλικότητας εκ μέρους των γυναικών. Πράγματι, οι ριζοσπάστριες ενίσχυσαν σημαντικά την αναγνώριση της αξίας των ιδιαίτερων γυναικείων χαρακτηριστικών και της γυναικείας φύσης και προσπάθησαν να επαναφέρουν τα θετικά στοιχεία της θηλυκότητας, τραβώντας μια έντονη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Πολλές φεμινίστριες τον ονόμασαν και «φεμινισμό της διαφοράς», είτε λόγω των έμφυτων βιολογικών διαφορών, είτε λόγω των διαπολιτισμικών και διαχρονικών διαφορών ανάμεσα στα φύλα (Beasley, 1999). Ακολουθώντας τις ριζοσπαστικές απόψεις των φεμινιστριών αυτών, θα έλεγε κανείς ότι, εφόσον όλες οι κοινωνίες είναι πατριαρχικές και οργανώνονται ή καθορίζονται από τους άνδρες προς όφελός τους, η λύση φαίνεται να είναι η ενότητα ανάμεσα στις γυναίκες, ενάντια στην ανδρική αυθεντία και η προσήλωση τους στις ιδιαίτερες γυναικείες αρετές, όπως αυτής της φροντίδας και της συντροφικότητας. Οι ριζοσπάστριες κατηγορήθηκαν τελικά ότι αντικατέστησαν την κοινωνική τάξη με τη φυλετική τάξη και τον καπιταλισμό με την πατριαρχία (ΜcDonough & Harrison, 1978). Για παράδειγμα, δεν συμπεριέλαβαν στις αναλύσεις τους τις ιστορικές ιδιαιτερότητες της οικονομικής ύπαρξης των γυναικών, ενώ θεώρησαν αποκλειστικά τους άνδρες ως τους κύριους και βασικούς εχθρούς της γυναίκας. Ο αντίλογος, τόσο από τις μαρξίστριες όσο και από τις σοσιαλίστριες φεμινίστριες, υποστηρίζει ότι οι οικονομικές συνθήκες φέρνουν πολύ συχνά αντιμέτωπα τα ανδρικά και γυναικεία συμφέροντα στην αγορά εργασίας και επομένως η πατριαρχία θα έπρεπε να αναλυθεί και ως οικονομικο-πολιτικό σύστημα με συγκεκριμένη ιστορία (Eisenstein, 1979). Όμως, φαίνεται ότι οι ριζοσπάστριες αναφέρονται στην ιστορία μόνο και μόνο για να δώσουν παραδείγματα πατριαρχίας σε όλες τις εποχές και τους 34

35 πολιτισμούς. Η κύρια κριτική του ριζοσπαστικού κινήματος λοιπόν, έχει να κάνει με ένα λανθασμένο καθολικισμό, που δεν υπολογίζει ιστορικές αλλαγές και δεν λαμβάνει υπ όψιν τις διαφορές γυναικών διαφορετικής τάξης, εθνικότητας και ηλικίας. Σύμφωνα με τη Στασινοπούλου (1992), το ζήτημα της πατριαρχίας προσεγγίζεται με τέτοιον τρόπο που αποκρύπτει διαφορετικές μορφές ανισότητας και καταπίεσης των γυναικών σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές και κοινωνικά συστήματα. Οι ριζοσπάστριες κατηγορήθηκαν επίσης για μια τάση προς τον εσσενσιαλισμό και για ντετερμινιστικές απόψεις σε σχέση με τη γυναικεία βιολογία ως καθοριστική της γυναικείας καταπίεσης (Walby, 1990). Σύμφωνα με την Tong (1995), εσσενσιαλιστικές θέσεις, όπως όλοι οι άνδρες είναι καταπιεστές και διεφθαρμένοι, ενώ όλες οι γυναίκες είναι αθώα θύματα, οδηγούν σε αδιέξοδα και δεν υπόσχονται καμία αλλαγή. Με τον τρόπο αυτό οι ριζοσπάστριες πέφτουν στην παγίδα της διχοτόμου σκέψης των ανδρών, την οποία επιθυμούν να αποφύγουν. Πολλοί κριτικοί τόνισαν την ανάγκη να αποφεύγει κανείς εντελώς κατηγοριοποιήσεις, οι οποίες παγιδεύουν σε αυστηρούς και προκαθορισμένους ρόλους, ακόμη κι αν κάποιοι από αυτούς τους ρόλους έχουν θετική αξία. Η στάση της ριζοσπαστικής φεμινιστικής προσέγγισης ότι η πατριαρχία είναι αναπόφευκτη και παγκόσμια είναι απατηλή και συμβαίνει με οποιαδήποτε θεώρηση προσπαθεί να βρει μια και μόνη αιτία για ένα φαινόμενο (Tong, 1995). Έντονη κριτική ασκήθηκε επίσης στην άποψη των ριζοσπαστικών φεμινιστριών ότι πρέπει να ενισχύσουμε την ξεχωριστή γυναικεία φύση και να αποδώσουμε αξία στη ξεχωριστή σφαίρα των γυναικείων καθηκόντων (Sayers, 1982). Υποστηρίχθηκε ότι οι ριζοσπάστριες, με τη συγκεκριμένη στάση τους, καθορίζουν τη γυναικεία κουλτούρα σύμφωνα με ότι δεν είναι ανδρικό, περιθωριοποιώντας έτσι τις γυναίκες και τονίζοντας τη διαφορά τους. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι τονίζουν τις γυναικείες διαφορές επικρίθηκε από τις φιλελεύθερες φεμινίστριες, οι οποίες προσπάθησαν να υποτιμήσουν τις διαφορές των φύλων στο όνομα της ισότητας (Beasley, 1999). Επιπλέον, η εμμονή σε μια γυναικεία κουλτούρα και ο αποκλεισμός των ανδρών αγνοεί τις σχέσεις αλληλοϋποστήριξης και αλληλοβοήθειας ανάμεσα στα φύλα, παραβλέποντας επίσης τις ταξικές και άλλες διαφορές ανάμεσα στις ίδιες τις γυναίκες (Στασινοπούλου, 1992). Τέλος, η απομάκρυνση των γυναικών από τους άνδρες δεν αποτελεί λύση ούτε εκπροσωπεί την επιθυμία και την ανάγκη όλων των γυναικών. Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός αποτελεί πρωταρχικά μια πρακτική κατανόησης μέσα από την αφύπνιση της συνείδησης και έχει επηρεασθεί από τη φαινομενολογική προσέγγιση, 35

36 καθώς οι ριζοσπάστριες εστιάζουν περισσότερο στην περιγραφή παρά στην εξήγηση των φαινομένων. Πέρα από τον βιολογικό καθορισμό, οι λόγοι της ανδρικής κυριαρχίας δεν αναλύονται επαρκώς. Η ριζοσπαστική γνώση βασίζεται κυρίως την προσωπική εμπειρία καταπιεσμένων γυναικών σε πατριαρχικά κοινωνικά συστήματα. Μοιράζοντας αυτήν την εμπειρία, οι γυναίκες συνειδητοποιούν ότι αυτό το οποίο θεωρούσαν προσωπικό πρόβλημα είναι αποτέλεσμα μιας ευρύτερης καταπίεσης που αντιμετωπίζουν κι άλλες γυναίκες και μπορεί να αλλάξει μόνο με συλλογική πολιτική δράση. Η σοσιαλιστική προσέγγιση Το έργο του σοσιαλιστικού φεμινισμού, το οποίο αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του 70 και του 80, μπορεί να κατανοηθεί ως μια προσπάθεια σύνθεσης των θέσεων άλλων φεμινιστριών και συσχετισμού των πολλαπλών τρόπων και μορφών της γυναικείας καταπίεσης. Για παράδειγμα, η Mitchell (1973), (εκπρόσωπος του συγκεκριμένου κινήματος), στο βιβλίο της «Woman s Estate», ισχυρίζεται ότι η θέση της γυναίκας καθορίστηκε από τις δομές παραγωγής (μαρξίστριες), τις δομές αναπαραγωγής και σεξουαλικότητας (ριζοσπάστριες) και τέλος την διαφορετική κοινωνικοποίηση των φύλων (φιλελεύθερες). Στην ουσία, η θεώρηση του σοσιαλιστικού φεμινισμού είναι το αποτέλεσμα της δυσαρέσκειας και της κριτικής που άσκησε στον «τυφλό» απέναντι στον παράγοντα φύλο χαρακτήρα της μαρξιστικής φεμινιστικής σκέψης και στις απόλυτες θέσεις της ριζοσπαστικής φεμινιστικής άποψης ότι η πατριαρχία είναι ένα φαινόμενο διαχρονικό και παγκόσμιο. Σύμφωνα με την Tong (1995), οι σοσιαλίστριες ισχυρίστηκαν ότι η ταξική κοινωνία δεν αποτελεί τον μοναδικό και κυρίαρχο λόγο της γυναικείας καταπίεσης, διότι τόσο στις καπιταλιστικές, όσο και στις σοσιαλιστικές κοινωνίες, η θέση της γυναίκας παραμένει η ίδια. Έτσι, ενώ οι μαρξίστριες φεμινίστριες κατάφεραν να εξηγήσουν με ποιον τρόπο ο καπιταλισμός προκάλεσε τη διαίρεση της εργασίας ανάμεσα στη δημόσια και στην ιδιωτική σφαίρα, δεν εξήγησαν επαρκώς γιατί οι γυναίκες ήταν αυτές που συνδέθηκαν με την οικογένεια, ενώ οι άνδρες με την αγορά εργασίας και όχι το αντίστροφο. Από την άλλη, οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες ενώ εξηγούν με υλιστικούς τρόπους τις αιτίες της πατριαρχίας, δηλαδή με βάση τον έλεγχο που ασκούν οι άνδρες σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής, εκπαιδευτικής και πολιτικής ζωής, αντιμετωπίζουν την πατριαρχία ως ένα παγκόσμιο φαινόμενο, ανεξάρτητο από συγκεκριμένες πολιτισμικές και οικονομικές συνθήκες (Tong, 1995). Η θέση των σοσιαλιστριών συνοψίζεται στα λόγια του Barrett (1984), ο οποίος αναφέρει ότι η καταπίεση των γυναικών δεν είναι σε καμία περίπτωση δεδομένη εκ των προτέρων, ούτε αποτελεί λειτουργική προϋπόθεση του καπιταλισμού, αν και στο 36

37 συγκεκριμένο σύστημα οικονομικής ανάπτυξης συνδέθηκε σημαντικά με την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων οικονομικής παραγωγής. Προκειμένου να ξεπεράσουν τις παραπάνω αδυναμίες, οι σοσιαλίστριες ανέπτυξαν, σύμφωνα με την Tong (1995), δύο διαφορετικές θεωρητικές κατευθύνσεις για την ανάλυση του φαινομένου της πατριαρχίας: α) τη θεωρία των διπλών συστημάτων (dual-systems theory) και β) τη θεωρία του συμπαγούς (ή ενιαίου) συστήματος (unified-systems theory). Η θεωρητική προσέγγιση των διπλών συστημάτων ισχυρίζεται ότι ο καπιταλισμός και η πατριαρχία αποτελούν δύο ξεχωριστά αλλά ισότιμα συστήματα κοινωνικών σχέσεων, τα οποία συναντώνται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους (Connell,1987). Η κατανόηση του σύγχρονου κόσμου επομένως απαιτεί την ταυτόχρονη ανάλυση των ταξικών και των φυλετικών δομών. Αυτή η θεώρηση είναι συνεπής με την άποψη ότι οι φυλετικές σχέσεις εμφανίζονται σε όλες τις κοινωνικές πρακτικές και προϋπάρχουν του καπιταλισμού ή άλλων ταξικά οργανωμένων κοινωνιών. Οι δυσκολίες σε αυτού του είδους την προσέγγιση έχουν να κάνουν με την έννοια του συστήματος - τι κάνει δηλαδή το πατριαρχικό σύστημα συστηματικό - και με το πώς κατανοεί κανείς την αλληλεπίδραση ανάμεσα στον καπιταλισμό και την πατριαρχία. Σε γενικές γραμμές, οι θεωρίες των διπλών συστημάτων ισχυρίζονται ότι πατριαρχία και καπιταλισμός αποτελούν δύο ξεχωριστούς τρόπους κοινωνικών σχέσεων με διαφορετικά και πολλές φορές αντικρουόμενα συμφέροντα, που όταν διασταυρώνονται καταπιέζουν τις γυναίκες με ποικίλους τρόπους (παράδειγμα αποτελεί ο οικογενειακός μισθός). Για να κατανοήσουμε επομένως τη γυναικεία καταπίεση, ισχυρίζονται οι σοσιαλίστριες των διπλών συστημάτων, τόσο η πατριαρχία, όσο και ο καπιταλισμός πρέπει να αναλυθούν αρχικά ως ξεχωριστά φαινόμενα και δεύτερον ως φαινόμενα που σχετίζονται διαλεκτικά μεταξύ τους. Στο πλαίσιο των θεωριών αυτών, ενώ οι περισσότερες ερευνήτριες εξηγούν τον καπιταλισμό ως μια υλιστική και ιστορική δομή του τρόπου παραγωγής, μερικές, όπως η Hartmann, εξηγούν και την πατριαρχία με παρόμοιο τρόπο, δηλαδή ως μια υλιστική και ιστορική δομή του τρόπου αναπαραγωγής, ενώ άλλες, όπως η Mitchell, περιγράφουν την πατριαρχία ως μια κυρίως ιδεολογική και ψυχαναλυτική δομή, η οποία υπερβαίνει τους περιορισμούς του τόπου και του χρόνου (Tong, 1995). Πράγματι, η Mitchell (1974), διακρίνει ανάμεσα στον οικονομικό τρόπο παραγωγής του καπιταλισμού και στην ιδεολογία της πατριαρχίας. Στην πραγματικότητα η Mitchell όρισε την πατριαρχία ως ιδεολογία και δεν την ανέλυσε με οικονομικούς όρους. Μάλιστα, 37

38 θεώρησε το υποσυνείδητο πολύ σημαντικό για την κατανόηση της διαιώνισης της πατριαρχικής ιδεολογίας. Σύμφωνα με την ίδια, ενώ το οικονομικό επίπεδο καθορίζεται από τις καπιταλιστικές σχέσεις, το επίπεδο του υποσυνείδητου από τις πατριαρχικές. Με σκοπό να ανακαλύψει το δεύτερο, το επίπεδο του υποσυνείδητου δηλαδή, η συγγραφέας στράφηκε στην ψυχαναλυτική θεωρία και κατέληξε ότι η γυναικεία καταπίεση διατηρείται ουσιαστικά από την πολιτισμική κατασκευή του ανδρισμού και της θηλυκότητας. Αντίθετα, η Hartmann (1981) υποστήριξε ότι οι πατριαρχικές σχέσεις λειτουργούν στο επίπεδο της εκμετάλλευσης της γυναικείας εργασίας και όχι στο επίπεδο της ιδεολογίας και του υποσυνείδητου. Η εκμετάλλευση αυτή, σύμφωνα με την ίδια, επεκτείνεται τόσο στην οικιακή όσο και στη μισθωτή εργασία. Για παράδειγμα, στη μισθωτή εργασία ο καταμερισμός της εργασίας διατηρεί τις καλύτερες και πιο καλοπληρωμένες θέσεις για τους άνδρες, ενώ μέσα στο σπίτι οι γυναίκες δουλεύουν περισσότερο ακόμη κι αν εργάζονται με πλήρες ωράριο. Αυτοί οι δύο τρόποι εκμετάλλευσης ενισχύουν ο ένας τον άλλον, διότι από τη μία η μειονεκτική θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας τις οδηγεί στο γάμο, από την άλλη η θέση των γυναικών στην οικογένεια τις εμποδίζει να εισβάλουν ανταγωνιστικά στη μισθωτή εργασία. Σύμφωνα με την Hartmann (1981), ένα οικονομικό σύστημα παραγωγής συνυπάρχει με ένα αναπαραγωγικό σύστημα φύλου, όποιο κι αν είναι αυτό, τα οποία φαίνεται ότι καθορίζουν από κοινού την εκάστοτε κοινωνική οργάνωση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, καπιταλισμός και πατριαρχία συνυπάρχουν απαραίτητα. Ωστόσο, σύμφωνα με τη συγγραφέα, αλλαγές στο ένα σύστημα δεν συνεπάγονται απαραίτητα αλλαγές στο άλλο, παρ όλο που κάτι τέτοιο ιστορικά και εμπειρικά είναι γεγονός. Επιπλέον, η Hartmann (1981) ισχυρίστηκε ότι πατριαρχία και καπιταλισμός έχουν συχνά αντικρουόμενα συμφέροντα, ιδιαίτερα σε σχέση με το γυναικείο εργατικό δυναμικό. Εξετάζοντας τέτοιους είδους συγκρούσεις ιστορικά, μπορεί κανείς να προσδιορίσει την οικονομική βάση των πατριαρχικών σχέσεων στις καπιταλιστικές κοινωνίες, όπως και τη βάση της συνεργασίας των δύο συστημάτων. Παράδειγμα αποτελεί η ιστορία της εκβιομηχάνισης και η εξέλιξη του οικογενειακού μισθού. Ιστορικά, οι άνδρες αντιστάθηκαν στη μαζική συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, πρώτον διότι οι γυναίκες αποτελούσαν ένα φτηνότερο εργατικό δυναμικό που λειτουργούσε ανταγωνιστικά ως προς τους ίδιους και δεύτερον διότι οι γυναίκες δεν θα παρέμεναν πια στο σπίτι για να τους υπηρετούν και να τους φροντίζουν (Barrett & McIntosh, 1982). Απόρροια αυτής της σύγκρουσης υπήρξε τελικά η καθιέρωση των προστατευτικών νόμων εκ μέρους της πολιτείας, οι οποίοι απέκλειαν τις γυναίκες από τα λεγόμενα ανδρικά 38

39 επαγγέλματα και ο θεσμός του οικογενειακού μισθού, δηλαδή ένας υψηλός μισθός, ο οποίος επέτρεπε στον άνδρα εργαζόμενο να συντηρεί οικονομικά την οικογένειά του. Σύμφωνα με την Hartmann (1981), ο οικογενειακός μισθός ήταν η λύση στη σύγκρουση πατριαρχίας και κεφαλαίου εκείνη την εποχή. Η παραμονή της γυναίκας στο σπίτι συνέφερε τελικά και τον καπιταλισμό εξαιτίας της αναπαραγωγής εργατών, της καθημερινής εξυπηρέτησης των ανδρών και της κατανάλωσης των καπιταλιστικών προϊόντων. Ο οικογενειακός μισθός κατέληξε βεβαίως να αποτελεί νόρμα για τους άνδρες εργάτες, παντρεμένους ή μη και κράτησε τις γυναίκες συστηματικά έξω από την αγορά εργασίας. Ο οικογενειακός μισθός, ως διαφορετικός πλέον μισθός ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, αποτελεί ακόμη και σήμερα το βασικότερο λόγο ύπαρξης του καταμερισμού της εργασίας ανάμεσα στα φύλα. Για να επανέλθουμε στις θέσεις της σοσιαλιστικής φεμινιστικής θεωρίας, ενώ ερευνήτριες, όπως η Hartmann και η Mitchell, αντιμετωπίζουν τον καπιταλισμό και την πατριαρχία ως δύο ξεχωριστές αναλυτικές κατηγορίες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, άλλες, όπως η Eisenstein, αντιμετωπίζουν τον καπιταλισμό και την πατριαρχία ως ένα συμπαγές και ενιαίο σύστημα με το όνομα «καπιταλιστική πατριαρχία» (Walby, 1990). Όσες υποστηρίζουν τη θεωρία του συμπαγούς συστήματος προσπαθούν να αναλύσουν τον καπιταλισμό και την πατριαρχία μαζί, χρησιμοποιώντας μόνο μια έννοια. Για αυτές, ο καπιταλισμός είναι τελικά συνώνυμος της πατριαρχίας. Έτσι, σύμφωνα με την Eisenstein (1979), υπάρχει μια αμοιβαία, ενισχυτική και διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην καπιταλιστική δομή της κοινωνικής τάξης και στην ιεραρχική φυλετική δομή. Τα δύο συστήματα του καπιταλισμού και της πατριαρχίας, ισχυρίζεται η συγγραφέας, είναι τόσο αλληλένδετα και συμβιωτικά ώστε έχουν γίνει ένα και επομένως, αλλαγές στο ένα τμήμα αυτού του διπλού συστήματος (π.χ. στην καπιταλιστική οικονομία) προκαλούν αλλαγές στο άλλο (π.χ. στην πατριαρχία). Η Eisenstein (1979) υιοθετεί μια διαλεκτική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία καπιταλισμός και πατριαρχία δεν αποτελούν αυτόνομα συστήματα ούτε πανομοιότυπα αλλά απόλυτα αλληλοεξαρτώμενα. Με άλλα λόγια, στην «καπιταλιστική πατριαρχία» αυτά τα δύο συστήματα συνυπάρχουν και δεν μπορούν να κατανοηθούν από μόνα τους. Για παράδειγμα, οι οικονομικές συνθήκες καθορίζουν τις απαραίτητες ιδεολογίες, ενώ οι ιδεολογίες φύλου με τη σειρά τους επηρεάζουν και αλλάζουν την οικονομική πραγματικότητα. Συνοψίζοντας πάντως τις παραπάνω θέσεις και συμφωνώντας με την άποψη της Weedon (1987), θα έλεγε κανείς ότι οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες δίνουν προτεραιότητα άλλοτε στις καταπιεστικές δομές του καπιταλισμού και άλλοτε της πατριαρχίας, 39

40 αντιμετωπίζοντάς τις ωστόσο ως δύο ξεχωριστά συστήματα κοινωνικής οργάνωσης και ελέγχου που είναι ταυτόχρονα αλληλένδετα. Ένα βασικό μειονέκτημα των παραπάνω θεωριών όμως, είναι ότι δεν καλύπτουν όλες τις πατριαρχικές δομές. Για παράδειγμα, η Walby (1990) ισχυρίζεται ότι ενώ κάποιες σοσιαλίστριες θεωρούν το οικονομικό επίπεδο και άλλες το πολιτισμικό ως τη σημαντικότερη βάση της πατριαρχίας, αφήνουν τελικά έξω από τη θεώρησή τους τη γυναικεία σεξουαλικότητα ή την ανδρική βία. Επίσης, η Tong (1995) αναφέρει ότι η άποψη της Mitchell, ότι η πατριαρχία είναι παγκόσμια και διαχρονική, εμπεριέχει κινδύνους προκατάληψης απέναντι σε πολιτισμικές, εθνικές, φυλετικές και ταξικές διαφορές καθώς και απέναντι στο αδιέξοδο που προβάλλει. Επιπλέον, η διάκριση σε δύο διαφορετικά συστήματα (πατριαρχία και καπιταλισμός) και η αντιμετώπιση του θεσμού της οικογένειας ως τη σημαντικότερη αιτία της πατριαρχίας, οδηγεί σε ένα αναλυτικό μοντέλο που διακρίνει τελικά ανάμεσα σε δύο διαφορετικές σφαίρες επιρροής, τη σφαίρα της οικογένειας και τη σφαίρα της εργασίας (Tong, 1995). Με τον τρόπο αυτό, οι σοσιαλίστριες ταυτίζουν τις γυναίκες με την οικογένεια και τους άνδρες με την εργασία, αναπαράγοντας διακρίσεις και διαχωρισμούς και ενώ αναλύουν τις πατριαρχικές σχέσεις της οικογένειας, δεν αναφέρονται στις πατριαρχικές δομές της αγοράς εργασίας. Μεταμοντέρνα παράδοση και μεταστρουκτουραλισμός. Οι θεωρητικές ερμηνείες της ανισότητας ανάμεσα στα φύλα, οι οποίες παρουσιάστηκαν στην προηγούμενη ενότητα, βασίζονται όπως αναφέρθηκε ήδη, στην επιστημονική παράδοση του στρουκτουραλισμού. Η Hollway (1994: 30) ορίζει τον στρουκτουραλισμό ως «την ταμπέλα οποιασδήποτε κοινωνιολογικής επιστημονικής προσέγγισης, η οποία κατανοεί και ερμηνεύει τα κοινωνικά φαινόμενα μέσα από προϋπάρχουσες δομές και επομένως προτιμά να αναλύει μια στατική μερίδα της ζωής και όχι μια δυναμική». Σε αντίθεση με τις παραπάνω απόλυτες κατηγορίες του φύλου ή της κοινωνικής τάξης και τις καθολικές θεωρίες, η προσέγγιση του μεταμοντέρνου ή του μεταστρουκτουραλισμού στην κοινωνική έρευνα εισάγει νέες διαστάσεις, προϋποθέτοντας ότι η ανθρώπινη εμπειρία δεν είναι δεδομένη, αλλά κατασκευάζεται κάθε φορά μέσα στο λόγο, από το ίδιο το υποκείμενο. Σύμφωνα με την Tong (1995), οι προηγούμενες προσπάθειες ερμηνείας της γυναικείας καταπίεσης, έχουν αμφισβητηθεί από τις φεμινίστριες οπαδούς της μεταμοντέρνας παράδοσης, οι οποίες ισχυρίζονται βασικά ότι τέτοιου είδους αναλυτικά μοντέλα αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανδρικής σκέψης, καθώς προσπαθούν ν ανακαλύψουν μια και μόνη αληθινή αιτία για την αναπαράσταση και περιγραφή της πραγματικότητας. Κάτι τέτοιο όμως, συνεχίζει η ίδια συγγραφέας, δεν είναι ούτε επιθυμητό ούτε εφικτό. Από τη μια, η 40

41 έννοια της αντικειμενικής αλήθειας αποτελεί φιλοσοφικό μύθο, ο οποίος κατασκευάστηκε για να υποτιμήσει τις διαφορές, τις αντιφάσεις και την ποικιλία που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη υπόσταση. Από την άλλη, η γυναικεία εμπειρία διαφέρει σημαντικά σε σχέση με τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής τάξης, της εθνικότητας και του πολιτισμικού περιβάλλοντος στο οποίο ανήκουν οι γυναίκες. Η Tong (1995) καταλήγει ότι ο φεμινισμός είναι ποικίλος όπως ακριβώς ποικίλες είναι και οι εμπειρίες των γυναικών. Αν και η διαφορά ανάμεσα στον μεταστρουκτουραλισμό και τη μεταμοντέρνα θεώρηση δεν είναι ξεκάθαρη και πολλές φορές οι δύο όροι χρησιμοποιούνται συνώνυμα, σύμφωνα με τον Gavey (1989), ο όρος «μεταμοντέρνο» αναφέρεται συνήθως σε εποχές και πρακτικές (συγκεκριμένα, στη μετά τον διαφωτισμό εποχή ή στη μετά-μοντέρνα εποχή), ενώ ο όρος «μεταστρουκτουραλισμός» σε θεωρίες, οι οποίες αναπτύχθηκαν παράλληλα και αποτελούν μέρος αυτών των πρακτικών. Η Griffiths (1995) πάλι υποστηρίζει ότι ο μεταμοντερνισμός αναφέρεται σε πολιτισμικές αλλαγές, ενώ ο μεταστρουκτουραλισμός στην προέκταση αυτών των αλλαγών στην ακαδημαϊκή θεωρία. Άλλες ερευνήτριες αναφέρουν ότι ο μεταμοντερνισμός χρησιμοποιείται με δυο τρόπους: είτε ως ιστορική κατηγορία, η οποία εκφράζει μια εποχή, είτε ως ένα σύστημα ιδεών, δηλαδή ως ένα θεωρητικό και αναλυτικό πλαίσιο. Η σχέση του με τον μεταστρουκτουραλισμό έγκειται στο ότι οι υποστηρικτές του τελευταίου αποδέχονται το αναλυτικό πλαίσιο της μεταμοντέρνας θεώρησης, αλλά όχι την αίσθηση της περιοδικότητας που ταυτόχρονα εκφράζει (Paechter & Weiner, 1996). Για τους περισσότερους θεωρητικούς πάντως, ισχυρίζεται η Griffiths (1995), ο μεταστρουκτουραλισμός αποτελεί μια παρέκκλιση ή διαφορετική εκδοχή του μεταμοντέρνου κινήματος. Πράγματι, στο μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας, οι δύο όροι χρησιμοποιούνται σχεδόν ταυτόσημα. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη μελέτη θα προτιμηθεί ο όρος μεταστρουκτουραλισμός, για να δηλωθεί ακριβώς η διαφορά της σύγχρονης αυτής προσέγγισης με προηγούμενες φεμινιστικές θεωρίες της στρουκτουραλιστικής παράδοσης. Σε αντίθεση με τον στρουκτουραλισμό λοιπόν, ο οποίος εστιάζει σε καθολικές κοινωνικές δομές, ο μεταστρουκτουραλισμός αντιστέκεται σε οποιαδήποτε τάση καθολικισμού, καθώς από τη μια απορρίπτει τη δυνατότητα της απόλυτης αλήθειας και της αντικειμενικότητας, ενώ από την άλλη αποδέχεται το γεγονός ότι η γνώση κατασκευάζεται κοινωνικά. Επιπλέον, σύμφωνα με τη μεταστρουκτουραλιστική θεώρηση, η γνώση δεν είναι ουδέτερη αλλά συνδεδεμένη με την άσκηση εξουσίας και ελέγχου. Για παράδειγμα, όσοι έχουν τη δύναμη να οριοθετήσουν τι συνιστά αλήθεια και τι όχι είναι ικανοί να διατηρήσουν προσβάσεις σε υλιστικά αγαθά και στην εξουσία. 41

42 Στους κόλπους του μεταστρουκτουραλισμού καθοριστική είναι η έννοια της «κοινωνικής δόμησης». Σύμφωνα με την Burr (1995), η κοινωνική δόμηση (social constructionism) αποτελεί μια θεωρητική προσέγγιση των κοινωνικών επιστημών, η οποία υιοθετεί κριτική στάση απέναντι στη δεδομένη γνώση, επιμένει στην ιστορική και πολιτισμική σχετικότητα, ισχυρίζεται ότι η γνώση αναπαράγεται μέσα από κοινωνικές διαδικασίες αλληλεπίδρασης και τέλος ότι η γνώση και η κοινωνική δράση είναι αλληλένδετες. Mε βάση τις παραπάνω αρχές, η επιστήμη της ψυχολογίας θα έπρεπε να εστιάζει στην ανθρώπινη αλληλεπίδραση και σε κοινωνικές πρακτικές, καθώς οι ερμηνείες των φαινομένων δεν βρίσκονται στις ψυχές των ανθρώπων, ούτε στις κοινωνικές δομές, αλλά στις διαδικασίες αλληλεπίδρασης που διαδραματίζονται ανάμεσα σε ανθρώπους, κυρίως μέσα από το λόγο και τα γραπτά κείμενα. Πράγματι, οι οπαδοί του μεταστρουκτουραλισμού ισχυρίζονται ότι η ταυτότητα των ανθρώπων κατασκευάζεται μέσα από τους διαθέσιμους πολιτισμικά λόγους. Για παράδειγμα, οι γυναίκες χρησιμοποιούν τους πολιτισμικούς λόγους που ισχύουν για τα φύλα και τους ρόλους τους στην ιδιωτική και δημόσια ζωή. Επιπλέον, οι λόγοι με τους οποίους δομεί ο καθένας από εμάς την ταυτότητά του έχουν σημαντικές συνέπειες στη συμπεριφορά του και στις πράξεις του. Η Burr (1995) υποστηρίζει ότι οι επικρατέστεροι λόγοι είναι στενά συνδεδεμένοι με τις κοινωνικές δομές και καθορίζονται από τα συμφέροντα ορισμένων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες ασκούν εξουσία αποδίδοντας στους λόγους αυτούς το πρόσχημα της αλήθειας. Στη σημείο αυτό, ο μεταστρουκτουραλισμός επηρεάστηκε σημαντικά από το έργο του M. Foucault σε σχέση με την εξουσία που ασκεί ο λόγος και τα κείμενα, τα οποία ταυτόχρονα συνθέτουν αλλά και αναπαράγονται από τις κοινωνικές δομές και τους θεσμούς. Όπως αναφέρει η Burr (1995), o Foucault αντιλαμβάνεται την εξουσία όχι ως κατοχή ορισμένων ανθρώπων, αλλά ως αποτέλεσμα του λόγου που εκφράζουν και του κοινωνικού ελέγχου που ασκούν σε ορισμένα είδη λόγων, τα οποία επικρατούν, φέροντας την ταμπέλα της αντικειμενικότητας. Σημαντική συνέπεια των παραπάνω θέσεων είναι η δυνατότητα αντίστασης στους επικρατέστερους και κυρίαρχους λόγους. Εφόσον για κάθε γεγονός υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές και διαφορετικοί λόγοι, οι οποίοι προϋποθέτουν διαφορετικούς τρόπους δράσης, τότε για κάθε κυρίαρχο λόγο υπάρχει και ένας αντίλογος. Σε αντίθεση με τον ανθρωπισμό, ο μεταστρουκτουραλισμός αντιλαμβάνεται την υποκειμενικότητα (δηλαδή, την ανθρώπινη ταυτότητα) όχι ως στατική, αλλά ως κάτι που κατασκευάζεται και ανακατασκευάζεται σε μια συνεχή διαδικασία, μέσα από τις γλωσσικές πρακτικές στις οποίες έχουν πρόσβαση οι άνθρωποι στην καθημερινή τους ζωή (Bronwyn & Banks, 1992). Η ανάλυση επομένως του μεταστρουκτουραλισμού διαφέρει πλήρως από την 42

43 στρουκτουραλιστική ανάλυση, όχι μόνον επειδή αναγνωρίζει τη συνθετική (σχηματική) δύναμη του λόγου και των κοινωνικών δομών που αναδεικνύονται μέσα από αυτόν αλλά και επειδή προσδίδει στο υποκείμενο τη δυνατότητα της ενεργούς θέσης (Bronwyn & Banks, 1992). Σύμφωνα με τη μεταστρουκτουραλιστική προσέγγιση, οι άνθρωποι φαίνεται ότι είναι ενεργοί στην παραγωγή του νοήματος και της υποκειμενικότητας, ενώ οι συνθήκες κατασκευής του νοήματος επηρεάζονται από την εκάστοτε κοινωνική και θεσμική τους τοποθέτηση. Οι λόγοι βρίσκονται παντού και η καθημερινή ζωή των ανθρώπων απαρτίζεται από ένα δίκτυο λόγων, οι οποίοι καθώς μεταβάλλονται, άλλοτε συνυπάρχουν και άλλοτε ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον. Η θέση κάθε ανθρώπου, υποστηρίζει η μεταστρουκτουραλιστική θεώρηση, σε σχέση με αντικρουόμενους λόγους είναι «γλωσσική», δηλαδή διαμορφώνεται κάθε φορά καθώς μιλά ή γράφει, αναφερόμενος σε έναν αριθμό λόγων με διαφορετικούς τρόπους. Για παράδειγμα, οι γυναίκες μπορούν είτε να υιοθετήσουν παραδοσιακές κατασκευές για τη θηλυκότητα και επομένως να συμβιβαστούν, είτε να ενστερνιστούν ριζοσπαστικές ιδεολογίες, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και επομένως να αντισταθούν, είτε να κάνουν και τα δύο. Πρόκειται βεβαίως για ασυνείδητες επιλογές, οι οποίες ωστόσο συνθέτουν την ταυτότητα των ανθρώπων προσφέροντας διαφορετικές «υποκειμενικές θέσεις» (subject positions) ανάμεσα σε πολλαπλούς και ποικίλους λόγους (Hollway, 1994; Weedon, 1987). Συνοψίζοντας αυτή τη σύντομη παρουσίαση της μεταστρουκτουραλιστικής παράδοσης, προκειμένου να διαπιστωθούν οι βασικές αρχές του σύγχρονου αυτού θεωρητικού ρεύματος, συμπεραίνεται ότι οι μεταστρουκτουραλιστικές αναλύσεις έχουν απορρίψει τις σταθερές και απόλυτες κατηγορίες πάνω στις οποίες βασίστηκαν οι παραδοσιακές φεμινιστικές θεωρίες. Όπως ισχυρίζεται η Middleton (1995), οι φεμινίστριες που ασπάζονται τις αρχές του μεταστρουκτουραλισμού αντιδρούν στο ορθολογιστικό υποκείμενο της φιλελεύθερης θεώρησης, στην ουσιαστική θηλυκότητα της ριζοσπαστικής αντίληψης και στις ταξικά διαφοροποιημένες φυλετικές ομάδες του μαρξισμού. Οι οπαδοί του μεταστρουκτουραλισμού αμφισβητούν γενικά τις παραδοσιακές προϋποθέσεις για την αλήθεια και την πραγματικότητα, γι αυτό και αρνούνται μια και μόνη επεξηγηματική θεωρία για την καταπιεσμένη θέση της γυναίκας. Αντίθετα, φαίνεται ότι ενδιαφέρονται για τις εσωτερικές αντιφάσεις σε κατά τα άλλα απόλυτα δομημένα συστήματα σκέψης και συμπεριφοράς, όπως είναι η ανθρώπινη ταυτότητα. Η «αποδόμηση» (deconstruction) της μεταστρουκτουραλιστικής θεώρησης, ισχυρίζεται η Flax (1990), ενισχύει τον σκεπτικισμό απέναντι στις αντιλήψεις για την αλήθεια, τη γνώση, την εξουσία, τον εαυτό και τη γλώσσα, οι οποίες θεωρούνταν δεδομένες μέχρι σήμερα, διότι εξυπηρετούσαν τη νομιμοποίηση της 43

44 σύγχρονης δυτικής κουλτούρας. Η «αποδόμηση», σύμφωνα με την Tong (1995), εναντιώνεται σε οποιαδήποτε εσσενσιαλιστική μορφή σκέψης, με αποκορύφωμα την αμφισβήτηση της ενιαίας και σταθερής ανθρώπινης ταυτότητας, πέρα από τους περιορισμούς του τόπου και του χρόνου και την αμφισβήτηση της αλήθειας, δηλαδή της σχέσης ανάμεσα στη γλώσσα και στην πραγματικότητα. Σύμφωνα με τους θεωρητικούς της μεταστρουκτουραλιστικής παράδοσης, από τη μια ο ανθρώπινος εαυτός διχάζεται ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο, από την άλλη η γλώσσα και η πραγματικότητα χαρακτηρίζονται από μια σχέση ρευστότητας, όπου η πραγματικότητα διαφεύγει της γλώσσας και η γλώσσα δεν περιορίζεται από την πραγματικότητα. Επομένως και ο φεμινιστικός μεταστρουκτουραλισμός, όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια, εστιάζει σε μια αμφισβήτηση των κυρίαρχων και ολοκληρωτικών δομών, όπως ο ανδρικός λόγος και η ανδρική γνώση, η οποία περιθωριοποίησε και εξαφάνισε τις γυναίκες. Ο φεμινιστικός μεταστρουκτουραλισμός H επιρροή της μεταμοντέρνας παράδοσης και του μεταστρουκτουραλισμού στη φεμινιστική έρευνα και θεωρία υπήρξε αναμφισβήτητα σημαντική. Οποιαδήποτε ακαδημαϊκή ενασχόληση με θέματα ανισότητας των φύλων και σεξιστικής ιδεολογίας θα έρθει αργά ή γρήγορα αντιμέτωπη με τις μεταμοντέρνες προοπτικές έρευνας και ανάλυσης, οι οποίες άλλοτε υποστηρίζονται από τους ερευνητές και άλλοτε αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη. Στόχος της φεμινιστικής προσέγγισης υπήρξε πάντοτε η αντίσταση στις πατριαρχικές δομές της κοινωνίας, οι οποίες περιθωριοποίησαν τη γυναικεία εμπειρία και οδήγησαν σε ανακρίβειες και αναλήθειες σε σχέση με τις γυναίκες. Σύμφωνα με τη Weedon (1987), η θεώρηση του φεμινιστικού μεταστρουκτουραλισμού προσφέρει ένα παραγωγικό πλαίσιο για την κατανόηση και ερμηνεία των μηχανισμών εξουσίας και μια θεωρία για την κατασκευή της υποκειμενικότητας, η οποία μπορεί να εξηγήσει τη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και την κοινωνία. Η ίδια συγγραφέας ορίζει την υποκειμενικότητα ως «τις συνειδητές και ασυνείδητες σκέψεις και συναισθήματα του ανθρώπου, την αίσθηση του εαυτού του και τον τρόπο με τον οποίο κατανοεί τη σχέση του με τον κόσμο» (Weedon, 1987: 32). Η Weedon (1987) ισχυρίζεται ότι ο φεμινιστικός μεταστρουκτουραλισμός βοηθά συνολικά στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίον αναπαράγονται επιθυμίες και συμπεριφορές, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα τρόπους αλλαγής και αντίστασης, καθώς οι συμπεριφορές αυτές δεν αποτελούν την μόνη αλήθεια. Η συγκεκριμένη θεώρηση εξηγεί τελικά πώς προκύπτει η εμπειρία μας, γιατί είναι συχνά αντιφατική ή ασταθής και πώς μπορεί να 44

45 αλλάξει. Σύμφωνα με τον Gavey (1989), στο πλαίσιο του φεμινιστικού μεταστρουκτουραλισμού, η ανθρώπινη εμπειρία διαμορφώνεται μέσα στο λόγο, δηλαδή η υποκειμενικότητα συνίσταται από το λόγο που επιλέγει κανείς να χρησιμοποιήσει κάθε φορά. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εμπειρία είναι ρευστή ή αφηρημένη, αλλά ότι οι τρόποι με τους οποίους εκφράζεται κάθε άνθρωπος και κατανοεί τον κοινωνικό του κόσμο δεν είναι ανεξάρτητοι από τη γλώσσα. Από την άλλη, η διαπίστωση της σχέσης ανάμεσα στη γνώση και στην άσκηση εξουσίας προϋποθέτει ότι φεμινιστικός μεταστρουκτουραλισμός ενδιαφέρεται να διαλύσει και να εκτοπίσει την κυρίαρχη και καταπιεστική απέναντι στις γυναίκες γνώση και κοινή λογική. Έτσι η κυρίαρχη γνώση, δηλαδή οι κυρίαρχοι λόγοι της επιστήμης, φαίνεται ότι αναπαριστούν πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα και ανταγωνίζονται για τον έλεγχο και την εξουσία. Τόπος αυτής της διαμάχης γίνεται η ανθρώπινη ταυτότητα, όπου τα υποκείμενα είναι μεν ενεργά αλλά όχι οι πρωταγωνιστές (Weedon, 1987). Συγγραφείς είναι τα ίδια τα κοινωνικά ιδρύματα, οι κοινωνικοί θεσμοί και οι πρακτικές, μέσω των οποίων οι άνθρωποι γίνονται φορείς μιας αλλαγής, η οποία μπορεί είτε να εξυπηρετεί ηγεμονικά συμφέροντα, είτε να προκαλεί τις υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας (Weedon, 1987). Επομένως, σύμφωνα με την Weedon (1987), αντί να μελετά κανείς την πατριαρχία ως μια αμετακίνητη και σταθερή κοινωνική δομή και τη γυναικεία εμπειρία ως ανταπόκριση σε αυτή τη δομή, θα ήταν προτιμότερο να διερευνήσει τις μορφές της πατριαρχικής κοινωνικής οργάνωσης και την ποικιλία των γυναικείων λόγων και υποκειμενικών θέσεων, οι οποίες είτε υποστηρίζουν είτε αντιστέκονται στην πατριαρχία. Έτσι, ο φεμινιστικός μεταστρουκτουραλισμός μπορεί να αντιμετωπίσει τις συνήθεις αντιφάσεις στην ανθρώπινη εμπειρία και να προσφέρει μια αποτελεσματική ερμηνεία του τρόπου με τον οποίο ορισμένες γυναίκες, για παράδειγμα, υιοθετούν συμπεριφορές και ρόλους αντίθετους στη γυναικεία απελευθέρωση, ενώ θεωρούν τους εαυτούς τους φεμινίστριες. Οι περισσότερες φεμινιστικές προσεγγίσεις που παρουσιάστηκαν στην προηγούμενη ενότητα, εστίασαν στη γυναικεία εμπειρία και έδωσαν λόγο στις γυναίκες, προσδιορίζοντας τη γυναικεία καταπίεση ή την προσπάθεια αντίστασης στις υπάρχουσες δομές. Στην πραγματικότητα προσπάθησαν να επαναδιατυπώσουν τη γυναικεία εμπειρία με θετικούς όρους, αναπαράγοντας έτσι εδραιωμένες πατριαρχικές αντιλήψεις καθώς, σύμφωνα με τους μεταστρουκτουραλιστές, κινούνται παράλληλα με τον κυρίαρχο λόγο και προσκολλούνται στους υπάρχοντες όρους της ανισότητας ανάμεσα στα φύλα. Αντίθετα, οι υποστηρικτές του μεταστρουκτουραλισμού ισχυρίζονται ότι η ανατροπή και η αλλαγή απαιτεί μια ριζοσπαστική 45

46 πρόκληση στις εδραιωμένες μορφές της ταυτότητας, της συμπεριφοράς και των επιθυμιών, οι οποίες υποκινούνται και ενισχύονται από τις πατριαρχικές κοινωνικές δομές. Από την άλλη, η θεωρία του φεμινιστικού μεταστρουκτουραλισμού έχει κοινά στοιχεία με προηγούμενες φεμινιστικές προσεγγίσεις, όπως για παράδειγμα με τη σοσιαλιστική προσέγγιση, με την οποία μοιράζεται την επιμονή στην κοινωνική και ιστορική σχετικότητα (Gavey, 1989). Επίσης, η ανάγκη για επίγνωση της κατάστασης και μεταστροφής της γυναικείας ταυτότητας αποτελεί κοινό τόπο των περισσότερων φεμινιστικών θεωρήσεων (Gavey, 1989). Σύμφωνα με την Burman (1992), τα πιο σημαντικά στοιχεία τα οποία υιοθέτησε η φεμινιστική θεώρηση από τις αρχές του μεταστρουκτουραλισμού είναι αφ ενός η άσκηση κριτικής σε «κανονιστικές» θεωρίες, οι οποίες περιθωριοποίησαν τη γυναικεία εμπειρία και αφ ετέρου η στροφή στο λόγο. Συγκεκριμένα, η Burman (1992) ισχυρίζεται ότι η στροφή στο λόγο και στα κείμενα υπογράμμισε από τη μια, τη σχετικότητα της επιστημονικής γνώσης και τη σπουδαιότητα των κοινωνικο-πολιτισμικών συνθηκών στην παραγωγή της, από την άλλη επιβεβαίωσε τη σημασία της ενδοσκόπησης στις ερευνητικές σχέσεις και την αλληλεξάρτηση ανάμεσα στη θεωρία και στη μέθοδο. Για όλους τους παραπάνω λόγους οι αρχές του μεταστρουκτουραλισμού υιοθετήθηκαν άμεσα από μια μερίδα φεμινιστριών ερευνητών, οι οποίες αμφισβήτησαν την υποτιθέμενη ουδετερότητα και αντικειμενικότητα της ακαδημαϊκής σκέψης, με τον ισχυρισμό ότι αυτή υπήρξε αντιπροσωπευτική των θέσεων και αξιών μιας συγκεκριμένης ομάδας ανδρών μιας συγκεκριμένης εποχής (Nicholson, 1990). Οι υποστηρικτές της νέας αυτής προσέγγισης επισημαίνουν τις αδυναμίες μιας γενίκευσης, η οποία υπερβαίνει τα όρια της κουλτούρας, της περιοχής και του χρόνου (Fraser & Nicholson, 1990) και υποστηρίζουν ότι οι προσπάθειες πολλών θεωριών να προσδιορίσουν ένα βασικό παράγοντα, ως υπεύθυνο για τη γυναικεία καταπίεση, μπορεί να σημαίνει την απόρριψη άλλων φωνών, διαφορετικών από αυτών των λευκών γυναικών της μεσαίας τάξης των δυτικών κοινωνιών (Flax, 1990). Παρ όλα αυτά, άλλες φεμινίστριες υπήρξαν επιφυλακτικές στις θέσεις του μεταστρουκτουραλισμού, εκφράζοντας φόβους αποπλάνησης και αποκλεισμού του γυναικείου κινήματος. Πράγματι, ερευνήτριες όπως η Di Stefano (1990) ισχυρίζονται ότι ο μεταστρουκτουραλισμός μπορεί να αποτελεί ένα κίνημα κατάλληλο για τους άνδρες, για τους οποίους προηγήθηκε η εποχή του διαφωτισμού, αλλά όχι για τις γυναίκες οι οποίες δεν γνώρισαν ποτέ μια αντίστοιχη περίοδο ώστε να την επικρίνουν. Αυτό που περισσότερο φαίνεται να ανησυχεί τις φεμινίστριες είναι η κριτική των αρχών της παραδοσιακής 46

47 επιστημολογίας (Harding, 1990) και η σχετικότητα της γνώσης που υιοθετεί ο μεταστρουκτουραλισμός (Benhabib, 1990; Allen & Baber, 1992). Σύμφωνα με την Harding (1990), ο φεμινισμός χρειάζεται μια συμπαγή ερευνητική μεθοδολογία για να αποδείξει ακριβώς ότι ορισμένα είδη κοινωνιολογικών και ψυχολογικών ερευνών είναι λιγότερο εσφαλμένα σε σχέση με άλλα. Επίσης, παρότι η φεμινιστική ανάλυση κέρδισε πολλά από την αναγνώριση των διαφορών ανάμεσα στις ίδιες τις γυναίκες, το φεμινιστικό κίνημα οφείλει να διατηρήσει τη δέσμευσή του σε μια ενωμένη θεώρηση, η οποία θα του επιτρέψει την πολιτική δράση και τη λήψη αποφάσεων σε σχέση με τις κοινωνικές αλλαγές που υπερασπίζεται (Burman, 1992). Στην περίπτωση αυτή και παρά τις διαφορετικές οπτικές, μια συγκεκριμένη άποψη της πραγματικότητας πρέπει να είναι εφικτή (για παράδειγμα το γεγονός ότι όλες ανεξαιρέτως οι γυναίκες υφίστανται καταπίεση), διαφορετικά ο φεμινισμός κινδυνεύει να αποδεχθεί έναν απολιτικό σχετικισμό, όπου κάθε άποψη είναι ισότιμα έγκαιρη και αληθινή (Allen & Baber, 1992). Συνοψίζοντας, θα έλεγε κανείς ότι η φεμινιστική θεωρία και έρευνα θα μπορούσε να αποδεχθεί τις αρχές του μεταστρουκτουραλισμού, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την ετερογενή γυναικεία εμπειρία και τη γυναικεία καταπίεση στο σύνολό της. Με άλλα λόγια, ο μεταστρουκτουραλισμός δεν αποτελεί οπωσδήποτε απειλή για τους φεμινιστικούς στόχους αλλά «μια πρακτική καθοδήγηση για μια πιο ακριβή και ολοκληρωμένη ανάλυση των αναγκών και εμπειριών ενός μεγάλου και διαφορετικού αριθμού γυναικών» (Allen & Baber, 1992: 7). Από την άλλη, τόσο ο φεμινισμός όσο και η μεταστρουκτουραλιστική επιστημολογία επιτρέπουν στους ερευνητές να είναι πιο ανοικτοί σε ερευνητικές μεθόδους. Οι Allen & Baber (1992) ισχυρίζονται ότι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ποιοτικές και ποσοτικές μεθοδολογίες έρευνας είναι αδιέξοδος και μη δημιουργικός, ενώ ο μεταστρουκτουραλισμός στην πραγματικότητα αποδέχεται την ένταση ανάμεσα στις δύο μεθόδους, κάθε μία από τις οποίες δίνει μια διαφορετική οπτική στα ερωτήματα της μελέτης. Σήμερα, ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός φεμινιστριών ερευνητριών χρησιμοποιεί τη μέθοδο της ανάλυσης λόγου. Όπως ισχυρίζεται η Squire (1995), η ανάλυση λόγου μοιράζεται με τον φεμινισμό κοινά στοιχεία όπως, η αμφισβήτηση της αλήθειας, η ποιοτική μεθοδολογία έρευνας, η ενασχόληση με την προσωπική εμπειρία και η ενδοσκόπηση στην έρευνα. Η ανάλυση λόγου μεταθέτει την προσοχή των ερευνητριών από το υποκείμενο, ως μονάδα ανάλυσης, στο «λόγο» και στις συνέπειες του. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι υποτιμά ή αναιρεί άλλες ποσοτικές μεθοδολογίες έρευνας, οι οποίες μπορούν να συμβάλλουν εξίσου αλλά με διαφορετικό τρόπο στα ερωτήματα μιας φεμινιστικής μελέτης. Οι φεμινίστριες έλκονται ιδιαίτερα από την έμφαση της ανάλυσης λόγου στην ποιοτική αλλά 47

48 συστηματική μέθοδο ανάλυσης που προτείνει καθώς και από την δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στη θεωρία και στη μέθοδο, γεγονός που τη διακρίνει από άλλες παραδοσιακές μεθοδολογίες έρευνας (Wilkinson & Kitzinger, 1995). Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο της ανάλυσης λόγου για τον φεμινισμό είναι η σχέση ανάμεσα στο λόγο και στις δομές καταπίεσης (Gill, 1995). Η γλώσσα δεν αντιμετωπίζεται από τους αναλυτές λόγου ως ένα ουδέτερο μέσο περιγραφής του κόσμου, αλλά εμπλέκεται στη διατήρηση των σχέσεων εξουσίας. Για αυτό και ενδιαφέρονται για τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται ο λόγος, για το περιεχόμενό του και τις συνέπειές του σε συγκεκριμένα ερμηνευτικά πλαίσια. Έτσι, σύμφωνα με την Gill (1995), οι φεμινίστριες μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ανάλυση λόγου για να διερευνήσουν ένα σύνολο ερωτήσεων σε σχέση με την αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα φύλα. Παρ όλο που η ανάλυση λόγου φαίνεται ότι προσφέρει στη φεμινιστική ψυχολογία μια αποδεκτή θεσμική στήριξη, καθώς αποτελεί τελευταία ένα δημοφιλές ερευνητικό πλαίσιο, ωστόσο πολλές ερευνήτριες διακρίνουν ανάμεσα στις εφαρμογές της ανάλυσης λόγου και τις θεωρητικές προϋποθέσεις του κινήματος. Σύμφωνα με τις Wilkinson & Kitzinger (1995), τα χαρακτηριστικά των θεωρητικών δεσμεύσεων της ανάλυσης λόγου που τον καθιστούν παραγωγικό για τον φεμινισμό (για παράδειγμα, η αμφισβήτηση της αλήθειας, η έμφαση στην κοινωνική φύση της γνώσης, ή άρνηση του συμπαγούς υποκειμένου και η έμφαση στις σχέσεις εξουσίας) τον καθιστούν ταυτόχρονα προβληματικό. Μάλιστα, η έμφαση στις σχέσεις εξουσίας όπως αυτές διαμορφώνονται σε συγκεκριμένα γλωσσικά πλαίσια, καθιστά τις κοινωνικές ανισότητες αόρατες και μπορεί να οδηγήσει στην κάλυψη των θεσμικών βάσεων των σχέσεων εξουσίας (Wilkinson & Kitzinger, 1995). Βιβλιογραφία Αβδελά, Ε. (1986). «Ποιες δουλειές παίρνουν οι γυναίκες;», Δίνη 1: Αβδελά, Ε. (1987). «Η ισότητα στη δημόσια διοίκηση: παλιές πρακτικές με νεωτερικό μανδύα», Δίνη 2: Αβδελά, Ε. (1990). Δημόσιοι Υπάλληλοι Γένους Θηλυκού. Αθήνα: Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας Εμπορικής Τράπεζας. Αγάθωνος-Γεργοπούλου, (1990). «Η βία στην οικογένεια - ανασκόπηση», Σύγχρονα Θέματα 43-44: Allen, R.K. & Baber, M.K. (1992). Ethical and epistemological tensions in applying a postmodern perspective to feminist research, Psychology of Women Quarterly 16:

49 Anyon, J. (1983). Intersections of gender and class: Accommodation and resistance by working-class girls and affluent females to contradictory sex-role ideologies in Walker, S. and Barton, L. (eds) Gender Class & Education. Barcombe: Falmer Press. Arnot, M. (1995). Feminism and democratic education in Torres, J.S. (ed) Volver A Pensar la Education. Madrid: Morata Press. Arnot, M., Deliyanni-Kouimtzis, K., Ziogou, R. & Rowe, G. (1995). Awareness: Women as Citizens. Cambridge: Interim Report. Promoting Equality Αυδή-Καλκάνη, Ι. (1989). Φεμινισμός και Εργασία στην Ελλάδα Σήμερα. Αθήνα: Νέοι Καιροί. Βαΐου, Ν. (1989). «Ο τόπος δουλειάς και το σπίτι: Kατά φύλο καταμερισμός εργασίας στη διαδικασία ανάπτυξης της Αθήνας», Σύγχρονα Θέματα 40: Βαΐου, Ν. & Καραμεσίνη, Μ. (1998). «Διακρίσεις και ανισότητες στην αγορά εργασίας: Ανεργία, άτυπη εργασία και επαγγελματική ένταξη των νέων» στο Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός, πρακτικά συνεδρίου. Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα. Βαΐου, Ν. & Στρατηγάκη, Μ. (1989). «Η εργασία των γυναικών: Ανάμεσα σε δύο κόσμους», Σύγχρονα Θέματα 40: Βαΐου, Ν. & Στρατηγάκη, Μ. (1993). «Το φύλο στην κοινωνική έρευνα: Μια αποτίμηση της ερευνητικής δραστηριότητας του ΕΚΚΕ» στο Η Κοινωνική Έρευνα στην Ελλάδα. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Bandura, A. (1991). Human agency: The rhetoric and the reality, American Psychologist 46: Barrett, M. (1984). London: Verso. Women's Oppression Today: Problems in Marxist Feminist Analysis. Barrett, M. & McIntosh, M. (1982). The family wage in Whitelegg, E., Arnot, M. et al. (eds) The Changing Experience of Women. Oxford: Basil Blackwell and Open University Press. Barron McBride, A. (1990). Mental health effects of women s multiple roles, American Psychologist 45(3): Beasley, C. (1999). What is Feminism? An Introduction to Feminist Theory. London: Sage Publications. Bellas, L.M. (1992). The effects of marital status and wives employment on the salaries of faculty men: The (house)wife bonus, Gender & Society 6(4): Benhabib, S. (1990). Epistemologies of postmodernism: A rejoinder to Jean-Francois Lyotard in Nicholson J.L. (ed) Feminism/Postmodernism. New York and London: Routledge. 49

50 Βενιοπούλου, Κ. (1999). «Παρουσίαση αποτελεσμάτων έρευνας σε φορείς παροχής συμβουλευτικής και επαγγελματικού προσανατολισμού ενηλίκων γυναικών σε 12 χώρες της Ε.Ε.», Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού 50-51: Bennett, P.K. &LeCompte, D.M. (1990). The Way Schoοls Work: A Sociological Analysis of Education. New York and London: Longman. Betz, N.E. & Hackett, G. (1981). The relationship of career-related self-efficacy expectations to perceived career options in college women and men, Journal of Counseling Psychology 28: Βιτσιλάκη-Σορωνιάτη, (1997). «Ο ρόλος του φύλου στη διαμόρφωση εκπαιδευτικών και επαγγελματικών φιλοδοξιών» στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.) Φύλο και Σχολική Πράξη. Συλλογή Εισηγήσεων. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. Bjornberg, U. (1998). «Η ισότητα των φύλων στην οικογένεια», εισήγηση στο συνέδριο Οικογένεια, Ευρώπη, 21 ος αιώνας. Όραμα και Θεσμοί, Ίδρυμα για το Παιδί και την Οικογένεια, Αθήνα. Bloor, D. & Brook, J. (1993). Career development of students pursuing higher education, New Zealand Journal of Educational Studies 28: Bouffard, L., Bastin, E. and Lapierre, S. (1996). Future time perspective according to women s age and social role during adulthood, Sex Roles 34(3/4): Bohan, S.J. (1993). Essentialism, constructionism and feminist psychology, Psychology of Women Quarterly 17: Βουτυράς, Σ. (1981). Η Γυναίκα στη Μισθωτή Εργασία. Αθήνα: Παπαζήσης. Βουτυράς, Σ. (1987). Μητρικός Μισθός: Επαναστατική Προοπτική ή Οπισθοδρόμηση στην Ισότητα των Φύλων. Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας. Bradley, H. (1989). Men's Work, Women's Work. Cambridge UK and Oxford UK: Polity Press. Breakwell, M.G. (1994). Review of In a Different Voice by Carol Gilligan, Feminism & Psychology 4(3): Bronwyn, D. and Banks, C. (1992). The gender trap: a feminist poststructuralist analysis of primary school children's talk about gender, Journal of Curriculum Studies 24(1): Brown, L.M. & Gilligan, C. (1992). Meeting at the Crossroads: Women s Psychology and Girls Development. New York: Ballantine Books. Bryman, A. (1988). Quantity and Quality in Social Research. London: Unwin Hyman. Burman, E. (1992). Feminism and discourse in developmental psychology: power, subjectivity and interpretation, Feminism and Psychology 2(1):

51 Burman, E. & Parker, I. (1993). Introduction - discourse analysis: the turn to the text in Burman, E. and Parker, I. (eds) Discourse Analytic Research. Repertoires and Readings of Texts in Action. London and New York: Routledge. Burr, V. (1995). An Introduction to Social Constructionism. London: Routledge. Byrne, M.E. (1987). Education for equality in Arnot, M. and Weiner, G. (eds) Gender and the Politics of Schooling. London: Unwin Hyman and Open University Press. Carter, R. & Kirkup, G. (1990). Women in professional engineering: the interaction of gendered structures and values, Feminist Review 35: Cassidy, L.M. & Warren, O.B. (1996). Family employment status and gender role attitudes: A comparison of women and men college graduates, Gender & Society 10(3): Chisholm, L. (1994). «Κορίτσια εφηβικής ηλικίας και σχολείο: φύλο, νεότητα και διαδικασίες μετάβασης» στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.) Εκπαίδευση και Φύλο. Ιστορική Διάσταση και Σύγχρονος Προβληματισμός. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. Chodorow, N. (1978). The Reproduction of Mothering: Psychoanalysis and the Sociology of Gender. Berkeley and Los Angeles: University of California Press. Coles, B. & Maynard, M. (1990). Moving towards a fair start: equal gender opportunities and the careers service, Gender and Education 2(3): Connell, R.W. (1987). Gender and Power: Society, the Person and Sexual Politics. Oxford UK and Cambridge UK: Polity Press. Contratto, S. (1994). A too hasty marriage: Gilligan s developmental theory and its application to feminist clinical practice, Feminism & Psychology 4(3): Covin, T.J. & Brush, C.C. (1991). An examination of male and female attitudes toward career and family issues, Sex Roles 25(7/8): Crawford, M. (1995). Talking Difference. On Gender and Language. London: Sage Publications. Crawford, M. & Kimmel, E. (1999). Promoting methodological diversity in feminist research, Psychology of Women Quarterly 23: 1-6. Davey, R.H. (1998). Young women s expected and preferred patterns of employment and child care, Sex Roles 38(1/2): Davis, K. (1992). Towards a feminist rhetoric: The Gilligan debate revisited, Women s Studies International Forum 15(2): Davis, K. (1994). What s in a voice? Methods and metaphors, Feminism & Psychology 4(3):

52 Delamont, S. (1989). Knowledgeable Women: Structuralism and the Reproduction of Elites. London and New York: Routledge. Delamont, S. (1990). Sex Roles and the School. Great Britain: T.J. Press (Padstow). Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, Β. (1994α). «Φεμινιστικές τάσεις στην κοινωνιολογία της εκπαίδευσης» στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (εκδ.) Εκπαίδευση και Φύλο: Ιστορική Διάσταση και Σύγχρονος Προβληματισμός. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, Β. (1994β). «Θεωρίες για τις διαφορές των φύλων» στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (εκδ.) Εκπαίδευση και Φύλο: Ιστορική Διάσταση και Σύγχρονος Προβληματισμός. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, Β. (επ. έκδ.) (1998). Γυναίκες και Ιδιότητα του Πολίτη. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. Deliyanni-Kouintzi, V. & Ziogou, R. (1995). Gendered youth transitions in northern Greece: Between tradition and modernity through education in Chisholm, L. et al. (eds) Growing up in Europe. Berlin: Walter de Gruyter. Deliyanni, V. & Sakka, D. (1998). Broadening male and female horizons in Europe in Arianne Project on Adolescent Masculinities (Final Report). Thessaloniki and Brussels: European Comission. Delphy, C. & Leonard, D. (1992). Familiar Exploitation: A New Analysis of Marriage in Contemporary Western Societies. Cambridge UK and Oxford UK: Polity Press. Di Stefano, C. (1990). Dilemmas of difference: Feminism, modernity and postmodernism in Nicholson J.L. (ed) Feminism/Postmodernism. New York and London: Routledge. Douthitt, A.R. (1989). The division of labor within the home: Have gender roles changed?, Sex Roles 20(11/12): Doyle, A.J. (1985). Sex and Gender: The Human Experience. Dubuque, Iowa: Wm. C. Brown Publishers. Δουλκέρη, Τ. (1986). Η Συμμετοχή της Ελληνίδας στην Οικογένεια και στην Εργασία. Αθήνα- Κομοτηνή: Σάκκουλας. Εisenstein, Η. (1987). Patriarchy and the universal oppression of women: feminist debates in Arnot, M. and Weiner, G. (eds) Gender and the Politics of Schooling. London: Unwin Hyman and Open University Press. Eisenstein, Z.R. (1979). Developing a theory of capitalist patriarchy and socialist feminism in Eisenstein, Z.R. (ed) Capitalist Patriarchy and the case for Socialist Feminism. New York and London: Monthly Review Press. Eθνικό Ινστιτούτο Εργασίας, (1998). Επεξεργασία Στοιχείων ΕΣΥΕ Έρευνα Εργατικού Δυναμικού. Αθήνα: Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας. 52

53 Etzion, D. & Bailyn, L. (1994). Patterns of adjustment to the career/family conflict of technically trained women in the United States and Israel, Journal of Applied Social Psychology 24(17): Evans, M. (ed) (1994). The Woman Question. London: Sage Publications. Farmer, S. H. (1997). Career counseling for the next decade and the twenty-first century in Farmer, S.H. et al. (eds) Diversity & Women s Career Development. From Adolescence to Adulthood. London: Sage Publications. Farmer, S. H. et al. (eds) (1997). Diversity & Women s Career Development. From Adolescence to Adulthood. London: Sage Publications. Felipe-Russo, N. (1999). Feminist research: Questions and methods, Psychology of Women Quarterly 23: i-iv. Firestone, S. (1970). The Dialectic of Sex: The Case for Feminist Revolution. New York: Bantam Books. Fischer, R.A. & Good, E.G. (1994). Gender, self, and others: perceptions of the campus environment, Journal of Counseling Psychology 41(3): Fisher, S. & Hood, B. (1998). Vulnerability factors in the transition to university, British Journal of Psychology 79: Fitzgerald, F.L. & Betz, E.N. (1994). Career development in cultural context: the role of gender, race, class and sexual orientation in Savickas, L.M. and Lent, W.R. (eds) Convergence in Career Development Theories: Implications for Science and Practice. Palo Alto, CA: Consulting Psychologists Press. Flax, J. (1990). Postmodernism and gender relations in feminist theory, in Nicholson J.L. (ed) Feminism/Postmodernism. New York and London: Routledge. Fraser, N. and Nicholson, J.L. (1990). Social criticism without philosophy: An encounter between feminism and postmodernism in Nicholson, J.L (ed) Feminism and Postmodernism. New York and London: Routledge. Γαλατά, Β. (1995). Το Επίπεδο Κατάρτισης, η Απασχόληση και η Επαγγελματική Εξέλιξη των Γυναικών. Αθήνα: Ινστιτούτο Εργασίας Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος. Gaskell, J. (1983). The reproduction of family life: Perspectives of male and female adolescents, British Journal of Sociology of Education 4(1): Gavey, N. (1989). Feminist poststructuralism and discourse Analysis: Contributions to feminist psychology, Psychology of Women Quarterly 13: Gill, R. (1995). Relativism, reflexivity and politics: Interrogating discourse analysis from a feminist perspective in Wilkinson, S. and Kitzinger, C. (eds) Feminism and Discourse: Psychological Perspectives. London: Sage Publications. 53

54 Γενική Γραμματεία Ισότητας, (1995). Εθνική Έκθεση της Ελλάδας. Η Κατάσταση των Γυναικών στην Ελλάδα κατά τη Δεκαετία Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. Γενική Γραμματεία Ισότητας & Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, (1988). Έρευνα για την Πολιτική Συμπεριφορά των Γυναικών. Αθήνα: Γενική Γραμματεία Ισότητας και Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Γερογιάννη, Μ. (1998). «Άνεργες οκτώ στις δέκα Ελληνίδες», Δημόσιος Τομέας, 140: 44. Γιαννακοπούλου, Ε. (1997). «Αξιολογικές κρίσεις και προσδοκίες κοριτσιών και αγοριών εφηβικής ηλικίας για τα βασικά χαρακτηριστικά της επαγγελματικής απασχόλησης» στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.) Φύλο και Σχολική Πράξη. Συλλογή Εισηγήσεων. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. Γιαννουλόπουλος, Χ. (1996). «Οι νέες μορφές εργασίας στις επιχειρήσεις ευνοούν ή όχι το θέμα οικογένεια και εργασία;» στο Οικογένεια και Εργασία: Νέες Τάσεις στην Απασχόληση. Αθήνα: Ίδρυμα Μελετών Λαμπράκη και Εκπαιδευτήρια Κωστέα-Γείτονα. Gilligan, C. (1977). In a different Voice: Women s conceptions of self and morality, Harvard Educational Review 47(4): Gilligan, C. (1987). Woman s place in man s life cycle in Harding, S. (ed) Feminism and Methodology. Social Science Issues. Milton Keynes: Open University Press. Gilligan, C. (1993). In a Different Voice: Psychological Theory and Women's Development, 2nd edn. Cambridge, MA: Harvard University Press. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Α. (1998). «Η ισότητα των φύλων: παγκόσμιο και ιδιαίτερα ευρωπαϊκό αίτημα» στο Μαγγανάρα, Ι. (επ. έκδ.) Εργασία, Συνδικαλισμός και Ισότητα των φύλων - Εισηγήσεις Σεμιναρίου. Αθήνα: Οδυσσέας. Grant, R. (1989). Heading for the top - the career experiences of a group of women deputies in one LEA, Gender and Education 1(2): Griffin, C. (1987). Young women and the transition from school to un/employment: a cultural analysis, in Weiner, G. and Arnot, M. (eds) Gender Under Scrutiny: New Inquiries in Education. London: Hutchinson and Open University Press. Griffiths, M. (1995). Making a difference: feminism, post-modernism and the methodology of educational research, British Educational Research Journal 21(2): Harding, S. (1987). Introduction. Is there a feminist method? in Harding, S. (ed) Feminism and Methodology. Social Science Issues. Indianapolis and Milton Keynes: Indiana University Press and Open University Press. Harding, S. (1990). Feminism, science and the anti-enlightenment critiques in Nicholson, J.L (ed) Feminism and Postmodernism. New York and London: Routledge. 54

55 Hare-Mustin, T.R & Marecek, J. (1990a). On making a difference in Hare-Mustin, T.R and Marecek, J. (eds) Making a Difference. Psychology and the Construction of Gender. New Haven and London: Yale University Press. Hare-Mustin, T.R & Marecek, J. (1990b). Gender and the meaning of difference: Postmodernism and psychology in Hare-Mustin, T.R and Marecek, J. (eds) Making a Difference. Psychology and the Construction of Gender. New Haven and London: Yale University Press. Hartmann, H. (1981). The unhappy marriage of marxism and feminism: Towards a more progressive union in Dale, R., Esland G., Fergusson, R. and MacDonald, M. (eds) Education and the State, Volume II: Politics, Patriarchy and Practice. Hampshire: Falmer Press and Open University Press. Haw, K. (1996). Exploring the educational experiences of Muslim girls: tales told to tourists - should the white researcher stay at home?, British Educational Research Journal 22(3): Henwood, F. (1996). WISE Choices? Understanding occupational decision-making in a climate of equal opportunities for women in science and technology, Gender and Education 8(2): Hollway, W. (1994). Subjectivity and Method in Psychology: Gender, Meaning and Science. London: Sage Publications. Ιγγλέση, Χ. (1990). Πρόσωπα Γυναικών, Προσωπεία Συνείδησης. Αθήνα: Οδυσσέας. Ιγγλέση, Χ. (1996). Γυναικείες Σπουδές και Ταυτότητες Φύλου: Ένα Παράδειγμα από τη Σκοπιά της Ψυχολογίας. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής. Ιωακείμογλου, Η. & Κρητικίδης, Γ. (1998). Ενημέρωση 38: «Η θέση των νέων στην αγορά εργασίας», Jackson, S. et al. (eds) (1993). Women's Studies: A Reader. London: Harvester Wheatsheaf. James, B.J. (1997). What are the social issues involved in focusing on difference in the study of gender?, Journal of Social Issues 53(2): James, S. (1996). «Καλοί και καλύτεροι πολίτες. Η ιδιότητα του πολίτη και η γυναικεία ανεξαρτησία», Δίνη 8: Janeway, E. (1971). Man s World, Woman s Place: A Study in Social Mythology. New York: Dell Publishing Co. Καβουνίδη, Τ. (1989). «Ο έλεγχος της εργασίας της γυναίκας», Σύγχρονα Θέματα 40: Καβουνίδη, Τ. (1998). «Κοινωνικός αποκλεισμός, ιδιότητα του πολίτη και φύλο», στο Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός, πρακτικά συνεδρίου. Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα. 55

56 Καλημέρη, Τ. (1999). «Η γυναίκα παρεμποδίζεται να φθάσει στην κορυφή», Οικονομικός Ταχυδρόμος 34: 16. Κανελλόπουλος, Κ. (1989). «Νέα τεχνολογία: Εκπαίδευση των γυναικών και η θέση τους στη αγορά εργασίας» στο Μαρματάκη, Μ. και Πετρινιώτη, Ξ. (επ. έκδ.) Γυναίκες, Εργασία, Νέες Τεχνολογίες. Αθήνα: Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας. Κάντας, A. & Χαντζή, A. (1991). Ψυχολογία της Εργασίας: Θεωρίες Επαγγελματικής Ανάπτυξης. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Καραδήμας, Ε. (1998). «Επιλογή επαγγέλματος: Ο ρόλος των γνωστικών σχημάτων στη διαμόρφωση της επαγγελματικής επιλογής», Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού, 46-47: Καραμάνου, Α. (1990). «Το προφίλ της σύγχρονης εργαζόμενης ελληνίδας», εισήγηση στο σεμινάριο ελληνίδα μπροστά στην πρόκληση του 1992, ΚΕΓΜΕ, ΓΓΙ & ΕΟΚ, Αθήνα, Ιουνίου. Καραντινός, Δ. (1987). «Εργατικό δυναμικό, απασχολούμενοι και άνεργοι», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 66: Καραντινός, Δ. (1989). «Η ανεργία των γυναικών στην Ελλάδα» στο Μαρματάκη, Μ. και Πετρινιώτη, Ξ. (επ. έκδ.) Γυναίκες, Εργασία, Νέες Τεχνολογίες. Αθήνα: Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας. Κασιμάτη, Κ. (1998). Έρευνα για τα Κοινωνικά Χαρακτηριστικά της Απασχόλησης. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Κατάκη, Χ. (1984). Οι Τρεις Ταυτότητες της Ελληνικής Οικογένειας. Αθήνα: Κέδρος. Κατσορίδας, Δ. (1998). «Η εργαζόμενη νεολαία στην Ελλάδα», Ενημέρωση 36: Kelly, L., Burton, S. & Regan, L. (1994). Researching women s lives or studying women s oppression? Reflections on what constitutes feminist research in Maynard, M. and Purvis, J. (eds) Researching Women s Lives from a Feminist Perspective. London: Taylor and Francis. ΚΕΘΙ, (2000). Βασικές μεταβολές στην κατάσταση απασχόλησης των γυναικών: Αθήνα: Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας (δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του ΚΕΘΙ: ΚΕΘΙ, (2001). Η ισότητα στους θεσμούς της πολιτείας. Αθήνα: Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας (δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του ΚΕΘΙ: Kirk, J. & Miller, M.L. (1986). Reliability and Validity in Qualitative Research. London: Sage Publications. Κουκιάδης, Γ. (1982). «Η γυναίκα και η εργασία. Νέοι προσανατολισμοί της κοινωνικής πολιτικής», Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου 41:

57 Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου, Σ. (1998). «Ισότητα των φύλων στην απασχόληση και την κοινωνική ασφάλιση» στο Μαγγανάρα, Ι. (επ. έκδ.) Εργασία Συνδικαλισμός και Ισότητα των φύλων - Εισηγήσεις Σεμιναρίου. Αθήνα: Οδυσσέας. Κοψιδά, Ά. (1999). «Στερεοτυπικές αντιλήψεις για τα δύο φύλα στην εκπαίδευση, στην εργασία. Ανάπτυξη εξισορροπητικών μηχανισμών», Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού 50-51: Κραβαρίτου, Γ. (1981). «Η οδηγία για την ίση μεταχείριση», Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου 41: Κραβαρίτου, Γ. (1989). «Οι γυναίκες στη μεταμοντέρνα κοινωνία: φτωχότερες ή πλουσιότερες», Σύγχρονα Θέματα 40: Κραβαρίτου, Γ. (1991α). Εργασία και Δικαιώματα της Γυναίκας. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας. Κραβαρίτου, Γ. (1991β). Εισαγωγή στη Ρύθμιση των Συνθηκών Εργασίας. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας. Κραβαρίτου, Γ. (1996). Φύλο και Δίκαιο. Αθήνα: Παπαζήσης. Κραβαρίτου, Γ. (1998). Δεσμοί Αγάπης και Δίκαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αθήνα: Εξάντας. Κρητικίδης, Γ. (2000). «Δομή της απασχόλησης και αγορά εργασίας στην Ελλάδα», Ενημέρωση 66: Κρητικίδης, Γ. & Ιωακείμογλου, Η. (1997). «Η απασχόληση αυξάνεται χάρη στον τομέα των υπηρεσιών», Ενημέρωση 30: Krueger, R.A (1988). Focus Groups: A Practical Guide for Applied Research. London: Sage. Λάμψα, Ρ. (1994). «Η άποψη της γυναίκας για την οικογένεια: μια φεμινιστική προσέγγιση» στο Υγεία, Κοινωνική Προστασία και Οικογένεια, πρακτικά συνεδρίου. Αθήνα: Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών της Υγείας και Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας. Lennon, M.C. & Rosenfield, R. (1994). Relative fairness and the division of housework: The importance of options, American Journal of Sociology 100(2): Lips, M.H. (1988). Sex and Gender: An Introduction. Mountain View, CA: Mayfield Publishing Company. Lott, B. (1990). Dual natures of learned behavior: The challenge to feminist psychology in Hare-Mustin, T.R and Marecek, J. (eds) Making a Difference. Psychology and the Construction of Gender. New Haven and London: Yale University Press. Luzzo-Darrell, A. (1995). The relationship between career aspiration-current occupation congruence and the career maturity of undergraduates, Journal of Employment Counseling 32: Lykes, M.B. (1994). Whose meeting at which crossroads? A response to Brown and Gilligan, Feminism & Psychology 4(3):

58 Lyon, E.S. (1996). Success with qualifications: Comparative perspectives on women graduates in the labour market, Higher Education 31: Maccoby, E. & Jacklin, C. (1974). The Psychology of Sex Differences. Stanford: Stanford University Press. Μαγγανάρα, Ι. (1998). «Η συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων» στο Μαγγανάρα, Ι. (επ. έκδ.) Εργασία, Συνδικαλισμός και Ισότητα των Φύλων - Εισηγήσεις Σεμιναρίου. Αθήνα: Οδυσσέας. Mahony, P. (1985). Schools for the Boys: Coeducation Reassessed. Great Britain: Hutchinson. Μαράτου-Αλιπράντη, Λ. (1995). Η Οικογένεια στην Αθήνα: Οικογενειακά Πρότυπα και Συζυγικές Πρακτικές. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Μαράτου-Αίπράντη, Λ. (1998). «Μονογονεϊκές οικογένειες: Σύγχρονες τάσεις και διλήμματα πολιτικής. Συγκριτική επισκόπηση ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 95: Μαράτου-Αλιπράντη, Λ. (2001). «Η συμμετοχή των γυναικών στην επιστημονική έρευνα στην Ελλάδα: μια πρώτη προσέγγιση», εισήγηση στο συνέδριο Γυναίκες και Επιστήμη: Τάσεις και προοπτικές στην Ευρώπη, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Θεσσαλονίκη, Μαρτίου. Marecek, J. (1995). Gender, politics and psychology s ways of knowing, American Psychologist 50(3): Marshall, H. (1994). Discourse analysis in an occupational context in Cassell, C. and Symon, G. (eds) Qualitative Methods in Organizational Research. A Practical Guide. London: Sage Publications. Maynard, M. (1994). Methods, practice and epistemology: The debate about feminism and research in Maynard, M. and Purvis, J. (eds) Researching Women s Lives from a Feminist Perspective. London: Taylor and Francis. Maynard, M. & Purvis, J. (1994). Introduction. Doing feminist research in Maynard, M. and Purvis, J. (eds) Researching Women s Lives from a Feminist Perspective. London: Taylor and Francis. McDonald, M. (1981). Schooling and the reproduction of class and gender relations in Barton, L., Meighan, R., and Walker, S. (eds) Schooling, Ideology and Curriculum. Barcombe: Falmer Press. McDonough, R. & Harrison, R. (1978). Patriarchy and relations of production in Kuhn, A. and Wolpe, A.M. (eds) Feminism and Materialism: Women and Modes of Production. London, Boston and Henley: Routledge and Kegan Paul. 58

59 Middleton, S. (1987). The sociology of women's education as a field of academic study in Arnot, M. and Weiner, G. (eds) Gender and the Politics of Schooling. London: Unwin Hyman and Open University Press. Middleton, S. (1995). Doing feminist educational theory: a post-modernist persepctive, Gender and Education 7(1): Miller, J.B. (1986). Toward a New Psychology of Women, 2nd edn. Boston: Beacon Press. Miller, J.B. (1991a). The development of women's sense of self in Jordan, J.V., Kaplan, A.G., Miller, J.B., Stiver, I.P. and Surrey, J.L. (eds) Women's Growth in Connection: Writings from the Stone Center. New York and London: The Guilford Press. Miller, J.B. (1991b). The construction of anger in women and men in Jordan, J.V., Kaplan, A.G., Miller, J.B., Stiver, I.P. and Surrey, J.L. (eds) Women's Growth in Connection: Writings from the Stone Center. New York and London: The Guilford Press. Miller, J.B. (1991c). Women and power in Jordan, J.V., Kaplan, A.G., Miller, J.B., Stiver, I.P. and Surrey, J.L. (eds) Women's Growth in Connection: Writings from the Stone Center. New York and London: The Guilford Press. Millett, K. (1971). Sexual Politics. New York: Avon Books. Millman, M. & Kanter, M.R. (1987). Introduction to another voice: Feminist perspectives on social life and social science in Harding, S. (ed) Feminism and Methodology. Social Science Issues. Milton Keynes: Indiana University Press and Open University Press. Μισέλ, Α. (1981). Κοινωνιολογία της Οικογένειας και του Γάμου. Βασικά Στοιχεία για την Ελληνική Οικογένεια. Αθήνα: Gutenberg. Mitchell, J. (1973). Woman s Estate. New York: Vintage Books. Mitchell, J. (1974). Psychoanalysis and Feminism. New York: Vintage Books. Μίτσελ, Τ. (1975). «Γυναίκες - μια επανάσταση που χει αρχίσει αιώνες τώρα» στο Το Γυναικείο Κίνημα. Αθήνα: Εκδόσεις Κύτταρο. Μουσούρου, Λ. (1985). Γυναικεία Απασχόληση και Οικογένεια. Αθήνα: Βιβλιοπωλείο Εστία. Μουσούρου, Λ. (1996). Κοινωνιολογία της Σύγχρονης Οικογένειας. Αθήνα: Gutenberg. Μπουρνούδη, Ε. & Ψάλτη, Α. (1997). «Επαγγελματικές επιλογές και προσδοκίες των νέων και της οικογένειάς τους. Η επίδραση του φύλου» στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.) Φύλο και Σχολική Πράξη. Συλλογή Εισηγήσεων. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. Myers, J.D. & Dugan, B.K. (1996). Sexism in graduate school classrooms: Consequences for students and faculty, Gender & Society 10(3): Νασιάκου, M. (1979). «Διαφορές των φύλων και ψυχολογική ταυτότητα», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 36-37: Nicholson, L. (ed) (1990). Feminism/Postmodernism. New York and London: Routledge. 59

60 Novack, L.L. & Novack, R.D. (1996). Being female in the eighties and nineties: conflicts between new opportunities and traditional expectations among white, middle class, heterosexual college women, Sex Roles 35(1/2): OECD, (1996). Labour Force Statistics: Ortner, S. (1974). Is female to male as nature is to culture? in Rosaldo, M.Z. and Lamphere, L. (eds) Woman, Culture and Society. Stanford: Stanford University Press. Paechter, C. & Weiner, G. (1996). Editorial: Poststructuralism and educational research, British Educational Research Journal 22(3): Πανταζή-Τζίφα, Κ. (1984). Η Θέση της Γυναίκας στην Ελλάδα. Αθήνα: Λιβάνης. Παυλάκου, Δ. (1991). Το Είδωλο του Καθρέφτη της. Προσέγγιση της Κοινωνικής Θέσης της Γυναίκας στην Ελλάδα. Αθήνα: Ρήσος. Παυλίδου, Ε. (1989). «Γυναίκα και εργασία: οικονομικές προσεγγίσεις των διακρίσεων στην αγορά εργασίας», Σύγχρονα Θέματα 40: Peplau, L.A. & Conrad, E. (1989). Beyond nonsexist research. The perils of feminist methods in psychology, Psychology of Women Quarterly 13: Perakyla, A. (1997). Reliability and validity in research based on tapes and transcripts in Silverman, D. (ed) Qualitative Research: Theory, Method and Practice. London: Sage Publications. Perkins, H.W. & Demeis, K.D. (1996). Gender and family effects on the second-sift domestic activity of college-educated young adults, Gender & Society 10(1): Πετράκη-Κώττη, Α. (1998). «Η θέση της γυναίκας στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα και οι διαφορές στις αμοιβές των δύο φύλων» στο Μαγγανάρα, Ι. (επ. έκδ) Εργασία, Συνδικαλισμός και Ισότητα των Φύλων - Εισηγήσεις Σεμιναρίου. Αθήνα: Οδυσσέας. Πετρινιώτη, Ξ. (1989α). «Η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και η περίπτωση της Ελλάδας», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 74: Πετρινιώτη, Ξ. (1989β). «Προβληματισμοί γύρω από την μέτρηση και την αποτίμηση της ολικής εργασίας των γυναικών», Σύγχρονα Θέματα 40: Phoenix, A., Woollett, A. & Lloyd, E. (eds) (1991). Motherhood: Meanings, Practices and Ideologies. London: Sage Publications. Potter, J. (1997). Discourse analysis as a way of analyzing naturally occurring talk in Silverman, D. (ed) Qualitative Research. Theory, Method and Practice. London: Sage Publications. Potter, J. & Wetherell, M. (1987). Discourse and Social Psychology. Beyond Attitudes and Behaviour. London: Sage Publications. 60

61 Potter, J. & Wetherell, M. (1995). Discourse analysis in Smith, A.J, Harre, R. and Van Langenhove, L. (eds) Rethinking Methods in Psychology. London: Sage Publications. Ραφιά, Α. (1999). «Που απασχολείται σήμερα η ελληνίδα», Οικονομικός Ταχυδρόμος 34: 14. Rich, A. (1976). Of Woman Born: Motherhood as Experience and Institution. New York: W.W. Norton. Rich, A. (1982). Anger and tenderness: The experience of motherhood in Whitelegg, E. et al. (eds) The Changing Experience of Women. London: Basil Blackwell and Open University Press. Roger, A. & Duffield, J. (2000). Factors underlying persistent gendered option choices in school science and technology in Scotland, Gender and Education 12(3): Rooney, R. & Osipow, S.H. (1992). Task-specific occupational self-efficacy scale: the development and validation of a prototype, Journal of Vocational behavior 40: Rosaldo, M.Z. (1974). Woman, culture and society: a theoretical overview in Rosaldo, M.Z and Lamphere, L. (eds) Woman, Culture and Society. Stanford: Stanford University Press. Rosenfeld, A.R. & Spenner, I.K. (1992). Occupational sex segregation and women s early career job shifts, Work and Occupations 19(4): Rowbotham, S. (1989). To be or not to be: The dilemmas of mothering, Feminist Review 31: Salvia, J. & Ysseldyke, E.J. (1991). Assessment. Boston: Houghton Mifflin Company. Σαμίου, Δ. (1990). «Η πολυδιάστατη ιστορία της αργοπορημένης απονομής πολιτικών δικαιωμάτων στις Ελληνίδες ( )», εισήγηση στο συνέδριο Πολιτική για τις Γυναίκες και οι Πολιτικές των Γυναικών, Ομάδα Γυναικείων Σπουδών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, Απρίλιος. Sapiro, V. (1990). Women in American Society: An Introduction to Women's Studies, 2nd edn. Mountain View, CA: Mayfield Publishing Company. Sax, G. (1989). Principles of Educational and Psychological Measurement and Evaluation. Belmont CA: Wadsworth Publishing Company. Sayers, J. (1982). Biological Politics: Feminist and Anti-Feminist Perspectives. London and New York: Tavistock Publications. Sayers, J. (1987). Psychology and gender divisions in Weiner, G. and Arnot, M. (eds) Gender Under Scrutiny: New Inquiries in Education. London: Hutchinson and Open University Press. Shaffer, R.D. (1989). Developmental Psychology: Childhood and Adolescence, 2nd edn. Pacific Grove CA: Brooks/Cole Publishing Company. 61

62 Σιδηροπούλου-Δημακάκου, Δ. (1997). «Εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές των δύο φύλων: ο ρόλος του σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού» στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.) Φύλο και Σχολική Πράξη. Συλλογή Εισηγήσεων. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. Σιδηροπούλου-Δημακάκου, Δ. (1998). «Επαγγελματική κατάρτιση των γυναικών» στο Μαγγανάρα, Ι. (επ. έκδ.) Εργασία, Συνδικαλισμός και Ισότητα των φύλων - Εισηγήσεις Σεμιναρίου. Αθήνα: Οδυσσέας. Silverstein, B.L. (1991). Transforming the debate about child care and maternal employment, American Psychologist 46(10): Σινόπουλος, Π.Α. (1986). «Ο επαγγελματικός χρόνος της γυναίκας και η κοινωνική ποινή της», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 61: Σκόδρα, Ε. (1993). Η Ψυχολογία της Γυναίκας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. South, J.S. & Spitze, G. (1994). Housework in marital and nonmarital households, American Sociological Review 59: Spade, Z.J. & Reese, A.C. (1991). We ve come a long way, maybe: College students plans for work and family, Sex Roles 24(5/6): Squire, C. (1995). Pragmatism, extravagance and feminist discourse analysis in Wilkinson, S. and Kitzinger, C. (eds) Feminism and Discourse: Psychological Perspectives. London: Sage Publications. Stanley, L. & Wise, S. (1993). Breaking Out Again. Feminist Ontology and Epistemology. London and New York: Routledge. Στασινοπούλου, Ο. (1990). «Οικογένεια και κράτος πρόνοιας στα πλαίσια της κοινωνικής πολιτικής: Μια θεωρητική προσέγγιση», Κοινωνική Εργασία 17: Στασινοπούλου, Ο. (1992). Κράτος Πρόνοιας. Ιστορική Εξέλιξη. Σύγχρονες Θεωρητικές Προσεγγίσεις. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg. Stewart, D.W. & Shamdasani, P.N. (1990). Focus Groups. Theory and Practice. London: Sage. Stiver, P.I. (1991a). The meanings of dependency in female-male relationships in Jordan, V.J et al. (eds) Women s Growth in Connection: Writings from the Stone Center. New York and London: The Guilford Press. Stiver, P.I. (1991b). Work inhibitions in women in Jordan, V.J et al. (eds) Women s Growth in Connection: Writings from the Stone Center. New York and London: The Guilford Press. Stockard, J. et al. (1980). Sex Equity in Education. New York: Academic Press. Στογιαννίδου, Α., Ζαχαροπούλου, Χ. & Φαρμάκης, Ν. (2001). «Οι κοινωνικές, ατομικές και ακαδημαϊκές παράμετροι της επαγγελματικής σταδιοδρομίας αποφοίτων Α.Π.Θ.», Σπουδές & Σταδιοδρομία 5:

63 Στρατηγάκη, Μ. (1989). «Τεχνολογικές εξελίξεις και ειδικότητες με φύλο», Σύγχρονα Θέματα 40: Στρατηγάκη, Μ. (1994). Φύλο, Εργασία, Τεχνολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Πολίτης. Stromquist, P.N. (1990). Gender inequality in education: accounting for women s subordination, British Journal of Sociology of Education 11(2): Surrey, L.J. (1991a). The self-in-relation: A theory of women s development in Jordan, V.J et al. (eds) Women s Growth in Connection: Writings from the Stone Center. New York and London: The Guilford Press. Surrey, L.J. (1991b). Relationship and empowerment in Jordan, V.J et al. (eds) Women s Growth in Connection: Writings from the Stone Center. New York and London: The Guilford Press. Sutherland, E.V, Hartman, W.B. & Blum, R.G. (1993). Validating sex-role related items designed to measure career indecision, Psychological Reports 72(2): Συμεωνίδου, Χ. (1986). «Γονιμότητα και απασχόληση γυναικών: μια πρώτη προσέγγιση του θέματος για την περιφέρεια πρωτεύουσας», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 61: Συμεωνίδου, Χ. (1989α). «Η σύγκρουση των ρόλων της μητρότητας και της γυναικείας απασχόλησης», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 74: Συμεωνίδου, Χ. (1989β). «Γεγονότα του κύκλου ζωής και γυναικεία απασχόληση», Σύγχρονα Θέματα 40: Συμεωνίδου, Χ. (1990). Απασχόληση και Γονιμότητα των Γυναικών στην Περιοχή της Πρωτεύουσας. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Συμεωνίδου, Χ. (1994). «Η ασυμβατότητα της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής των γυναικών», Δίνη 7: Συμεωνίδου, Χ. (1998). «Μορφές έμμεσου κοινωνικού αποκλεισμού: απασχόληση και ανεργία των γυναικών στην Ελλάδα» στο Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός, πρακτικά συνεδρίου. Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα. Τάκαρη, Ν. (1978). Η Κοινωνική και Επαγγελματική Θέση της Σημερινής Γυναίκας - στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αθήναι. Tavris, C. (1993). The mismeasure of woman, Feminism & Psychology 3(2): Tavris, C. (1994). Reply to Brown and Gilligan, Feminism & Psychology 4(3): Τζαννόνε- Τζώρτζη, Κ. (1981). «Η εργασία της γυναίκας και η οικογένεια», Οικονομικός Ταχυδρόμος 12: 50. Τεντοκάλη, B. (1998). «Η κοινωνική δόμηση της ταυτότητας των φύλων», Σύγχρονα Θέματα 66:

64 Thomas, K. (1990). Gender and Subject in Higher Education. Buckingham: SRHE and Open University Press. Tolman, L.D. & Szalacha, A.L. (1999). Dimensions of desire. Bridging qualitative and quantitative methods in a study of female adolescent sexuality, Psychology of Women Quarterly 23: Tong, R. (1995). Feminist Thought. A Comprehensive Introduction. London: Routledge. Τρίγκα, Ν. (1999). «Γυναικοκρατείται ο τομέας των υπηρεσιών», Οικονομικός Ταχυδρόμος 36: Θανοπούλου, Μ. (1992). Η Γυναικεία Απασχόληση ή Εργασία στην Ελλάδα: Κύριες Τάσεις και Κατευθύνσεις της Μεταπολεμικής Βιβλιογραφίας. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Θανοπούλου, Μ., Κωτσοβέλου, Β. & Παπαρούνη, Ρ. (1999). «Η σχέση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής των γυναικών: διερεύνηση της ελληνικής βιβλιογραφίας», Σύγχρονα Θέματα 71-72: Unger, K.R. (1990). Imperfect reflections of reality: Psychology constructs gender in Hare- Mustin, T.R and Marecek, J. (eds) Making a Difference. Psychology and the Construction of Gender. New Haven and London: Yale University Press. United Nations, (2000). World s Women Trends and Statistics. New York: United Nations Publications. Walby, S. (1986). Patriarchy at Work. Cambridge UK and Oxford UK: Polity Press. Walby, S. (1990). Theorizing Patriarchy. Oxford UK and Cambridge USA: Basil Blackwell. Walker, S. & Barton, L. (1983). Gender, Class and Education. Sussex: The Falmer Press. Walkerdine, V. (1990). School Girl Fictions. London: Verso. Wallace, C. (1987). From girls and boys to women and men: the social reproduction of gender in Arnot, M. and Weiner, G. (eds) Gender and the Politics of Schooling. London: Unwin Hyman and Open University Press. Warrington, M. & Younger, M. (2000). The other side of the gender gap, Gender and Education 12(4): Weedon, C. (1987). Feminist Practice and Poststructuralist Theory. Oxford and New York: Basil Blackwell. West, J. & Lyon, K. (1995). The trouble with equal opportunities: the case of women academics, Gender and Education 7(1):

65 Wetherell, M. & Potter, J. (1988). Discourse analysis and the identification of interpretative repertoires in Antaki, C. (ed) Analyzing Everyday Explanation. A Casebook of Methods. London: Sage Publications. Wetherell, M., Stiven, H. & Potter, J. (1987). Unequal egalitarianism: A preliminary study of discourses concerning gender and employment opportunities, British Journal of Social Psychology 26: Wilkinson, S. (1997). Feminist psychology in Fox, D. and Prilleltensky, I. (eds) Critical Psychology. An Introduction. London: Sage Publications. Wilkinson, S. (1999). Focus groups. A feminist method, Psychology of Women Quarterly 23: Wilkinson, S. and Kitzinger, C. (eds) (1995). Perspectives. London: Sage Publications. Feminism and Discourse: Psychological Χατζηγιάννη, Α. (2001). «Οι απόφοιτες Κοινωνικών Επιστημών και η αγορά εργασίας», εισήγηση στο συνέδριο Γυναίκες και Επιστήμη: Τάσεις και προοπτικές στην Ευρώπη, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Θεσσαλονίκη, Μαρτίου. Χλέτσος, Μ. (1988). «Οι γυναίκες και η αγορά εργασίας», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 68: Χρονάκη, Ζ. (1986). «Γυναίκα και εργασία στην Ελλάδα», Αρχαιολογία 21: Χρυσάκης, Μ. & Σούλης, Σ. (2001). «Ανισότητες πρόσβασης των γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η επίδραση των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων», εισήγηση στο συνέδριο Γυναίκες και Επιστήμη: Τάσεις και προοπτικές στην Ευρώπη, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Θεσσαλονίκη, Μαρτίου. Υπουργείο Εργασίας - Τμήμα Ισότητας, (1985). Τα Εργασιακά και Κοινωνικά Δικαιώματα της Γυναίκας. Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. Ζιώγου-Καραστεργίου, Σ.(1994α). «Η εξέλιξη του προβληματισμού για τη γυναικεία εκπαίδευση στην Ελλάδα», στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.) Εκπαίδευση και Φύλο: Ιστορική Διάσταση και Σύγχρονος Προβληματισμός. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. Ζιώγου-Καραστεργίου, Σ.(1994β). «Προ των Προπυλαίων: Η εξέλιξη της ανώτατης εκπαίδευσης των γυναικών στην Ελλάδα», στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.) Εκπαίδευση και Φύλο: Ιστορική Διάσταση και Σύγχρονος Προβληματισμός. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. 65

66 66

67 Κεφάλαιο 2 ο Φεμινιστικές θεωρίες για τη διαμόρφωση των ταυτοτήτων φύλου Χριστίνα Αθανασιάδου και Βασιλική Δεληγιάννη-Κουϊμτζή Εισαγωγή Ταυτότητα φύλου ονομάζεται το ιδιαίτερο συναίσθημα που αποκτά ένα παιδί όταν συνειδητοποιεί ότι ανήκει στο ένα ή στο άλλο φύλο (Νασιάκου, 1979). Η ταυτότητα του φύλου βασίζεται τόσο στα ανατομικά, όσο και στα επίκτητα-κοινωνικά χαρακτηριστικά, τα οποία αποδίδονται σε άνδρες και γυναίκες από το κοινωνικό περιβάλλον. Κατά καιρούς διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις προσπάθησαν να εξηγήσουν, κάθε μια από την πλευρά της, τις ψυχολογικές διαφορές, τις διαφορές στη συμπεριφορά και στους ρόλους των φύλων. Στο ένα άκρο των θεωρητικών ερμηνειών, βρίσκονται οι επιστήμονες οι οποίοι δίνουν έμφαση σε βιολογικές διαδικασίες και προτείνουν ότι γενετικές, ανατομικές και ορμονικές διαφορές ανάμεσα στα φύλα ευθύνονται για τις διαφορές στη συμπεριφορά, οι οποίες με τη σειρά τους προδιαθέτουν τους άνδρες και τις γυναίκες να υιοθετήσουν ρόλους τυπικούς για το φύλο τους. Στην άλλη άκρη των ερμηνειών, οι επιστήμονες της ψυχολογίας, κυρίως, θεωρούν ότι κοινωνικοί παράγοντες είναι αυτοί που καθορίζουν τόσο τις διαφορές στη συμπεριφορά όσο και στα αποτελέσματα της διαδικασίας της απόκτησης της ταυτότητας του φύλου. Οι πιο σημαντικές ψυχολογικές θεωρίες για την ανάπτυξη της ταυτότητας του φύλου είναι η ψυχαναλυτική θεωρία του Freud, η θεωρία της κοινωνικής μάθησης και η γνωστική ή εξελικτική θεωρία του Kohlberg. Ο Freud υποστήριξε ότι η ταυτότητα φύλου αποκτάται μέσα από τη διαδικασία της ταύτισης του παιδιού με το γονέα του ίδιου φύλου, κατά το φαλλικό στάδιο της ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης. Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης περιέγραψε την εξέλιξη της ταυτότητας του φύλου μέσα από διαδικασίες μάθησης, όπως η παρατήρηση, η μίμηση και η θετική ή αρνητική ενίσχυση, ενώ ο Kohlberg ισχυρίστηκε ότι η κατάκτηση της ταυτότητας του φύλου είναι προϊόν μιας γνωστικής διαδικασίας, ως αποτέλεσμα της γνωστικής ανάπτυξης του ίδιου του παιδιού (για μια αναλυτική παρουσίαση των θεωριών αυτών βλ. Δεληγιάννη, 1994). 67

68 Σύμφωνα με την Lips (1988), κάποιες από τις παραπάνω θεωρίες, όπως για παράδειγμα οι βιολογικές προσεγγίσεις και η ψυχαναλυτική θεώρηση, εστιάζουν κυρίως στο γιατί, στην προέλευση δηλαδή των διαφορών ανάμεσα στα φύλα και ενδιαφέρονται για τις αιτίες που συντελούν στην ανάπτυξη τέτοιων διαφορών. Αντίθετα, άλλες θεωρίες, όπως αυτές της κοινωνικής μάθησης και της γνωστικής ανάπτυξης, ασχολούνται κυρίως με το πώς, με τις διαδικασίες δηλαδή που κατευθύνουν τους άνδρες και τις γυναίκες να υιοθετούν όμοιες ή διαφορετικές μορφές συμπεριφοράς. Παρά το γεγονός ότι πολλά από τα επιχειρήματα των παραπάνω θεωριών που υποστήριξαν τη βιολογική ανωτερότητα του αρσενικού υπήρξαν αβάσιμα ή αντιεπιστημονικά, αυτό δεν εμπόδισε την επιτυχημένη διάδοσή τους στην ευρύτερη κοινή γνώμη. Σήμερα, ωστόσο, είναι πλέον σαφές ότι η άποψη για μια δεδομένη, αιώνια και αναλλοίωτη «φύση» της γυναίκας αποτελεί καθαρά κοινωνικό κατασκεύασμα. Επιπλέον, φαίνεται ότι οποιαδήποτε απόπειρα ερμηνείας της γυναικείας ταυτότητας, η οποία βασίζεται αποκλειστικά είτε στη φύση, είτε στον πολιτισμό, είναι ανεπαρκής. Ουσιαστικά, καμιά από τις παραπάνω κλασσικές ψυχολογικές θεωρίες δεν είναι ικανή να ερμηνεύσει από μόνη της αποτελεσματικά τις υπάρχουσες διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Όλες παρουσιάζουν κενά και ένας συνδυασμός στοιχείων από την κάθε μια βοηθά περισσότερο στην κατανόηση των αιτιών και της διαδικασίας διαφοροποίησης των φύλων. Με παρόμοιο τρόπο, πολλές φεμινίστριες διαπίστωσαν ότι καμιά από τις θεωρίες αυτές δεν κάνει λόγο για τις σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, γεγονός που παίζει σημαντικό ρόλο στη διαιώνιση των ψυχολογικών τους διαφορών. Πράγματι, η φεμινιστική ψυχολογία ή η ψυχολογία των γυναικών άσκησε έντονη κριτική στην παραδοσιακή ψυχολογία για τις «ανεπαρκείς» και «καταστροφικές» θεωρίες σε σχέση με τις γυναίκες, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για την αναπαραγωγή της ανισότητας ανάμεσα στα δύο φύλα. Η Wilkinson (1997) αναφέρει συγκεκριμένα ότι η φεμινιστική ψυχολογία αμφισβήτησε την παραδοσιακή ψυχολογία με τρεις κυρίως τρόπους: α) επέκρινε τη μεθοδολογία έρευνας των κλασσικών ψυχολογικών θεωριών, η οποία είτε απέκλεισε, είτε διαστρέβλωσε τη γυναικεία εμπειρία, β) επεσήμανε ότι το πρόβλημα δεν είναι οι γυναίκες αλλά η καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες και γ) έστρεψε το ενδιαφέρον της έρευνας στις ίδιες τις γυναίκες, αναδεικνύοντας τις διαφορές τους, τις οποίες όμως αξιολόγησε θετικά. Στη συνέχεια του κεφαλαίου παρουσιάζονται τρεις φεμινιστικές θεωρίες για την ανάπτυξη της γυναικείας ταυτότητας, οι οποίες ενσωματώνουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο 68

69 βαθμό τα παραπάνω χαρακτηριστικά της φεμινιστικής κριτικής στην παραδοσιακή ψυχολογική έρευνα. Συγκεκριμένα, οι θεωρίες των Jean Baker Miller, Carol Gilligan και Nancy Chodorow επηρέασαν σημαντικά τη μεταγενέστερη έρευνα στο χώρο της ψυχολογίας γενικότερα, καθώς: α) συμπεριέλαβαν στο δείγμα της έρευνάς τους τις γυναίκες, β) εστίασαν στη γυναικεία εμπειρία, δίχως να τη συγκρίνουν με την αντίστοιχη των ανδρών και γ) εκτίμησαν ως αξιόλογα και παραγωγικά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των γυναικών για το σύνολο της ανθρώπινης ανάπτυξης. Ακολουθεί η κριτική που ασκήθηκε στα παραπάνω ερμηνευτικά μοντέλα, ενώ το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με την παρουσίαση των νεότερων προσεγγίσεων στο χώρο της φεμινιστικής ψυχολογίας, όσον αφορά τη διαμόρφωση της ταυτότητας του φύλου. Jean Baker Miller: το «συσχετιστικό» μοντέλο ανάπτυξης Η ψυχίατρος-ψυχαναλύτρια Jean Baker Miller διαπίστωσε ότι οι περισσότερες θεωρίες που αφορούν την ψυχολογική εξέλιξη είναι «μονομερείς» και «ελλειμματικές», καθώς στηρίζονται σε αβάσιμες γενικεύσεις που προκύπτουν αποκλειστικά από την εμπειρία των ανδρών. Αφορμή για το έργο της υπήρξε η κλινική δουλειά της Miller με γυναίκες και, επομένως, η άμεση επαφή της με την ξεχωριστή γυναικεία εμπειρία στο πλαίσιο της ψυχαναλυτικής θεραπείας. Η ίδια προσπάθησε να περιγράψει την ψυχολογική ταυτότητα των γυναικών χρησιμοποιώντας όρους κατάλληλους και σύμφωνους με τη γυναικεία εξέλιξη, σε αντίθεση με τη συνηθισμένη τακτική των κλασσικών ψυχολογικών θεωριών, οι οποίες ενσωμάτωσαν τη γυναικεία ψυχοσύνθεση σε προϋπάρχουσες «ανδρικές» κατηγορίες. Η Miller (1986), επηρεασμένη από τις διαδεδομένες θέσεις άλλων φεμινιστριών σε σχέση με την υποδεέστερη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, βασίστηκε στις παρακάτω διαπιστώσεις: α) οι σχέσεις που διέπουν την αλληλεπίδραση των δύο φύλων στην κοινωνία είναι σχέσεις εξουσίας, δηλαδή κυριαρχίας και υποταγής, β) σ ένα τέτοιο πατριαρχικό πλαίσιο, οποιαδήποτε διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα μεταφράζεται ιεραρχικά ως ανισότητα και γ) τόσο η κυρίαρχη ομάδα, στην περίπτωση αυτή δηλαδή οι άνδρες, όσο και η υποτακτική ομάδα, δηλαδή οι γυναίκες, αναπτύσσουν εξαιτίας της θέσης τους αντίστοιχα χαρακτηριστικά και συμπεριφορές. Οι συνέπειες της παραπάνω κατάστασης, σύμφωνα με τη Miller, είναι καταστροφικές και για τα δύο φύλα, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει ισότιμη αλληλεπίδραση μεταξύ τους ή αμοιβαία ανάπτυξη της προσωπικότητας τους. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι η ανισότητα προκαλεί οπωσδήποτε τη σύγκρουση και μάλιστα την 69

70 «καλυμμένη σύγκρουση» (closed conflict), για την οποία δεν υπάρχουν κοινωνικές φόρμες ή κανόνες συμμετοχής, καθώς η κυρίαρχη ομάδα των ανδρών αρνείται την ύπαρξή της. Η Miller (1986) υποστήριξε ότι, σε μια πατριαρχική κοινωνική οργάνωση, οι γυναίκες δεν ενθαρρύνονται να ανακαλύψουν τις ανάγκες τους ούτε να τις ικανοποιήσουν. Αντίθετα, ενθαρρύνονται να επικεντρωθούν στις ανάγκες και στην ανάπτυξη των ανδρών. Μάλιστα, πολλές γυναίκες φτάνουν στο σημείο να πιστέψουν ότι εάν αναπτυχθούν συναισθηματικά και πνευματικά αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της απομόνωσης. Σύμφωνα με την παραπάνω ερευνήτρια, οι γυναίκες καταφεύγουν τις περισσότερες φορές σε δύο λύσεις: είτε αποφεύγουν να εκφράσουν τις ανάγκες τους, είτε τις «μετασχηματίζουν», δηλαδή δεν αναγνωρίζουν τις ανάγκες τους ως δικές τους αλλά ως ανάγκες των άλλων, συνήθως των παιδιών και των συζύγων. Η Miller (1986) ισχυρίστηκε, ωστόσο, ότι η κατάσταση των γυναικών δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα από όρους ανισότητας. Για παράδειγμα, στο έργο της αναφέρεται σε μια σειρά από χαρακτηριστικά γνωρίσματα των γυναικών, τα οποία αντιμετωπίζονται συνήθως ως αδυναμίες τόσο από τους άλλους όσο και από τις ίδιες τις γυναίκες. Η ίδια ανατρέπει την παραπάνω άποψη, αποδεικνύοντας ότι τέτοιου είδους ψυχολογικά χαρακτηριστικά έχουν σχεδόν πάντα δύο όψεις. Σ ένα πλαίσιο πατριαρχίας, τα χαρακτηριστικά αυτά παρερμηνεύονται και οδηγούν τις γυναίκες στη δουλικότητα και σε ψυχολογικά προβλήματα. Αντίθετα, σ ένα νέο πλαίσιο ανάπτυξης, τα ίδια ακριβώς γνωρίσματα αποτελούν δυνατότητες και αφορμή για προσωπική εξέλιξη. Πράγματι, η Miller (1986, 1991a) διατύπωσε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης για τη γυναικεία ταυτότητα, το οποίο βασίζεται στους δεσμούς και στις σχέσεις που συνάπτουν οι γυναίκες με άλλους ανθρώπους, γεγονός που αποτελεί, σύμφωνα με την ίδια, τη θεμελιώδη οργανωτική αρχή στη ζωή κάθε γυναίκας. Σε γενικές γραμμές, ισχυρίστηκε ότι η εξέλιξη των γυναικών στηρίζεται σε μία διαφορετική βάση, καθώς οι γυναίκες εμμένουν, δημιουργούν και αναπτύσσονται σ ένα πλαίσιο σχέσεων. Μάλιστα, όπως διαπίστωσε από την κλινική της εμπειρία με γυναίκες, για τις περισσότερες η απειλή της διακοπής μιας σχέσης δεν σημαίνει μονάχα την απώλεια της σχέσης, αλλά και την απώλεια μέρους του εαυτού τους. Η Miller (1986) κατέληξε τελικά ότι οι παράμετροι της γυναικείας εξέλιξης δεν είναι ίδιες μ αυτές των ανδρών και επομένως δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι ίδιοι όροι. Η συγκεκριμένη ερευνήτρια δεν ισχυρίστηκε ότι οι άνδρες δεν ενδιαφέρονται για τις σχέσεις ή ότι δεν νιώθουν την ανάγκη να δημιουργήσουν δεσμούς, αλλά ότι έχουν στερήσει τον εαυτό τους από έναν «συσχετιστικό» τρόπο ζωής και έχουν διαμορφώσει την εμπειρία τους έτσι ώστε να μην πιστεύουν στο παραπάνω μοντέλο. 70

71 Σύμφωνα με τη Miller (1986), οι διαφορετικές ανάγκες και επιθυμίες συσχέτισης ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες δεν οφείλονται φυσικά σε εγγενή βιολογικά χαρακτηριστικά, αλλά σε μια κοινωνικό-πολιτισμικά διαμορφωμένη ψυχολογική διαδικασία, η οποία εξελίσσεται διαφορετικά για τα δύο φύλα. Ισχυρίστηκε, ωστόσο, ότι η επιθυμία των γυναικών για σύναψη και διατήρηση σχέσεων με τους άλλους αποτελεί ταυτόχρονα την πηγή πολλών γυναικείων προβλημάτων. Έτσι, οι γυναίκες δεν μπορούν να χαρούν και να αναγνωρίσουν αυτή την ικανότητά τους, διότι οι μοναδικές φόρμες και τα μοντέλα σχέσεων διαθέσιμα γι αυτές είναι σχέσεις δουλικότητας και υποταγής, οι οποίες τις οδηγούν σε νευρώσεις. Η ίδια συμπέρανε τελικά ότι τα ψυχολογικά προβλήματα των γυναικών δεν οφείλονται στο ασυνείδητο, αλλά στη στέρηση της πλήρους συνείδησης. Ισχυρίστηκε, μάλιστα, ότι ακόμη και οι όροι με τους οποίους σκεπτόμαστε αντανακλούν την «καθιερωμένη συνείδηση» και όχι την αλήθεια για αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω διαπιστώσεων, η Miller (1986) έθεσε νέους στόχους για την ψυχολογική θεωρία: α) την εκ νέου ανακάλυψη της γυναικείας ταυτότητας, β) την ανάγκη νέας ορολογίας και τον επαναπροσδιορισμό των όρων «εξουσία» ή «αυτοκαθορισμός» και γ) την ανάγκη μιας παραγωγικής σύγκρουσης, με νέα μοντέλα και τρόπους αντιμετώπισης της. Με άλλα λόγια, πρωταρχικός στόχος για τις γυναίκες αποτελεί η αναζήτηση του εαυτού τους, δηλαδή, η αυτογνωσία ή η «αυθεντικότητα», όπως διαφορετικά την ονομάζει η συγγραφέας. Όμως, όπως ισχυρίστηκε, αυτογνωσία και υποταγή είναι δύο έννοιες εντελώς ασυμβίβαστες. Οι γυναίκες πραγματικά δυσκολεύονται να ανακαλύψουν τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους, πρώτον διότι δεν έμαθαν ποτέ να το κάνουν και δεύτερον διότι κάτι τέτοιο δε συμβαδίζει με τις ισχύουσες επιταγές της θηλυκότητας. Αυτό που χρειάζεται, επομένως, υποστήριξε η Miller (1986), είναι μια νέα ορολογία, η οποία δεν θα βασίζεται σε ακατάλληλες μεταφορές από την κατάσταση των ανδρών, αλλά θα προκύπτει από μια προσπάθεια περιγραφής της γυναικείας ανάπτυξης μέσα από την εξέλιξη και εμπειρία των ίδιων των γυναικών. Η Miller (1991b) διαπίστωσε, επιπλέον, ότι οι γυναίκες δε θα καταφέρουν ποτέ όλα όσα αναφέρονται παραπάνω αν δεν αποκτήσουν την αντίστοιχη οικονομική, πολιτική και κοινωνική εξουσία. Η έννοια της εξουσίας, ωστόσο, όπως ακριβώς και άλλες έννοιες ή δραστηριότητες της κυρίαρχης ομάδας, έχουν διαστρεβλωθεί υπέρ των ανδρών και έχουν αποκτήσει σημασίες που υποδηλώνουν συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς πιο συνηθισμένους στους άνδρες παρά στις γυναίκες. Έτσι, η εξουσία έχει καταντήσει τυραννία και ο αυτοκαθορισμός εμπεριέχει την απαγόρευση μιας άλλης ομάδας. Η Miller (1986, 71

72 1991b) πρότεινε τον επαναπροσδιορισμό των παραπάνω εννοιών, έτσι ώστε αυτές να συμβαδίζουν με τη γυναικεία εμπειρία. Ισχυρίστηκε λοιπόν ότι οι γυναίκες δεν χρειάζεται να υιοθετήσουν τις καταστροφικές πλευρές της εξουσίας, οι οποίες αποτελούν ουσιαστικά τρόπους διατήρησης ενός συστήματος κυριαρχίας και υποταγής. Αντίθετα, οι γυναίκες χρειάζονται δύναμη και εξουσία για να προωθήσουν την εξέλιξή τους και όχι για να περιορίσουν την εξέλιξη των άλλων. Από την άλλη, ο αυτοκαθορισμός δεν είναι απαραίτητα συνώνυμος με την απόλυτη ανεξαρτησία, ούτε αποκλείει τη σχέση με τους άλλους. Ένας καλύτερος ορισμός, σύμφωνος με την εξέλιξη των γυναικών, αφορά την ικανότητα να αισθάνεσαι αποτελεσματικός και ελεύθερος νιώθοντας ταυτόχρονα έντονα συναισθήματα σύνδεσης με άλλους ανθρώπους. Τέλος, σύμφωνα πάντα με τη Miller (1986), καθώς οι γυναίκες προσδιορίζονται εκ νέου, αναδεικνύουν την ύπαρξη της σύγκρουσης ως απαραίτητης διαδικασίας για την ανάπτυξη. Η Miller προσδιόρισε την ανάγκη μιας παραγωγικής σύγκρουσης, όπου και οι δύο πλευρές αλληλεπιδρούν μεταξύ τους θέτοντας διαφορετικούς στόχους και κάθε μια πλευρά αναγκάζεται να αλλάξει τους στόχους της, ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης. Υπογράμμισε, επίσης, την ανάγκη για νέα μοντέλα και νέους τρόπους αντιμετώπισης των συγκρούσεων, τόσο στην οικογένεια όσο και σε άλλους θεσμούς ή οργανισμούς, όπου η είσοδος των γυναικών είναι πλέον μαζική. Τα νέα μοντέλα, υποστήριξε, θα πρέπει να βασίζονται στην αμοιβαία αλληλεπίδραση και ανάπτυξη και όχι στην άσκηση εξουσίας και ελέγχου. Carol Gilligan: η ηθική της «φροντίδας» Η Carol Gilligan (1987, 1993) έστρεψε το ενδιαφέρον της έρευνας στη «διαφορετική φωνή» των γυναικών, η οποία αποτέλεσε την αφετηρία μιας νέας ψυχολογικής θεωρίας σχετικά με την ηθική εξέλιξη. Η Gilligan αντέδρασε ουσιαστικά στις καθιερωμένες ψυχολογικές θεωρίες, οι οποίες περιέγραψαν την ηθική εξέλιξη των γυναικών ως «ελλειμματική» ή «κατώτερη» σε σχέση με αυτή των ανδρών. Αντίθετα, υποστήριξε ότι άνδρες και γυναίκες αναπτύσσουν διαφορετικές αντιλήψεις για την ηθική, κάθε μια από τις οποίες είναι ισότιμα συμπαγής, ολοκληρωμένη και έγκυρη. Έτσι, εισήγαγε στην ψυχολογική θεώρηση τη γυναικεία εξέλιξη της ηθικής σκέψης και πλαισίωσε εκ νέου τη συζήτηση για τις διαφορές των φύλων. Στην πραγματικότητα, δεν ενδιαφέρθηκε για την προέλευση της διαφορετικής εξέλιξης της ηθικής ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, αν και υπέθεσε ότι βασίζεται στο διαφορετικό κοινωνικό, πολιτισμικό και ψυχολογικό πλαίσιο ανάπτυξης για τα 72

73 δύο φύλα. Αυτό που την απασχόλησε περισσότερο ήταν η συστηματική προκατάληψη της παραδοσιακής ψυχολογικής θεωρίας ενάντια στις γυναίκες σε σχέση με την εξέλιξη της ηθικής. Για το λόγο αυτό εναντιώθηκε κατ αρχήν στον ίδιο τον καθηγητής της, Lawrence Kohlberg, ο οποίος περιέγραψε την εξέλιξη της ηθικής σκέψης σε έξι στάδια, από την παιδική ηλικία έως την ενηλικίωση, τα οποία βασίστηκαν αποκλειστικά στη διαχρονική μελέτη 84 αγοριών. Η Gilligan (1977, 1987) διαπίστωσε επομένως ότι, στο κυρίαρχο μοντέλο για την ηθική ανάπτυξη η αντίληψη της ωριμότητας προκύπτει από τη μελέτη της ζωής των ανδρών και αντανακλά τη σπουδαιότητα της ατομικότητας στην εξέλιξή τους. Έτσι, κατέληξε στο εξής παράδοξο συμπέρασμα: χαρακτηριστικά τα οποία, παραδοσιακά, έχουν καθορίσει τη «γυναικεία καλοσύνη», δηλαδή η φροντίδα και η ευαισθησία των γυναικών στις ανάγκες των άλλων, αποτελούν ταυτόχρονα τους λόγους για τους οποίους οι γυναίκες κατηγοριοποιούνται ως ανεπαρκείς στην κλίμακα και στα στάδια της ηθικής εξέλιξης. Η Gilligan διεξήγαγε τελικά τις δικές της μελέτες με γυναίκες και άνδρες, χρησιμοποιώντας παράλληλα ρεαλιστικά ηθικά διλήμματα, τα οποία, κατά την άποψή της, προσφέρονται περισσότερο για τη μελέτη της γυναικείας ηθικής σκέψης. Η Gilligan (1993) αναφέρεται σε τρεις έρευνες συνολικά: α) στην έρευνα των φοιτητών του πανεπιστημίου, στην οποία μελέτησε την ταυτότητα και την ηθική εξέλιξη στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής, δηλαδή σε είκοσι-πέντε φοιτητές, β) στην έρευνα για την απόφαση της έκτρωσης, στην οποία μελέτησε 29 γυναίκες διαφορετικής ηλικίας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης και οικογενειακής κατάστασης που βρίσκονταν στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης τους και σκέφτονταν να κάνουν έκτρωση και γ) στην έρευνα για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, στην οποία διερεύνησε περαιτέρω τις εμπειρίες της ηθικής σύγκρουσης, της επιλογής και της σκέψης σε υποθετικά ηθικά διλήμματα στην έρευνα αυτή συμμετείχαν 144 άνδρες και γυναίκες, διαφορετικής ηλικίας και κοινωνικοοικονομικής κατάστασης. Όλες οι έρευνες βασίστηκαν σε προσωπικές συνεντεύξεις με ερωτήσεις που αφορούσαν στην αντίληψη του εαυτού και της ηθικής καθώς και στις εμπειρίες της σύγκρουσης και της επιλογής. Η Gilligan (1987, 1993) υποστήριξε ότι τα ρεαλιστικά ηθικά διλήμματα, όπως για παράδειγμα αυτό για την απόφαση της έκτρωσης, διευκολύνουν περισσότερο τη μελέτη της γυναικείας ηθικής. Τα υποθετικά διλήμματα, καθώς παρουσιάζονται αφαιρετικά, απογυμνώνουν τους ηθικούς δράστες από τις συνθήκες της προσωπικής τους ζωής, ξεχωρίζοντας έτσι το ηθικό πρόβλημα από τα πραγματικά κοινωνικά ενδεχόμενα που το περιβάλλουν. Τα υποθετικά διλήμματα, σύμφωνα με την παραπάνω ερευνήτρια, είναι 73

74 κατάλληλα για την εκμαίευση των αντικειμενικών αρχών του δικαίου και για την αξιολόγηση της λογικής της ισότητας και της αμοιβαιότητας, που διακρίνει την ηθική σκέψη των ανδρών. Αντίθετα, ο επαναπροσδιορισμός του διλήμματος, με τις ιδιαιτερότητες των πραγματικών συνθηκών, επιτρέπει την κατανόηση των αιτιών και των συνεπειών μιας απόφασης, γεγονός που χαρακτηρίζει την ηθική κρίση των γυναικών. Για παράδειγμα, η Gilligan (1993) αναφέρει ότι το ηθικό δίλημμα του Heinz, που παρουσίασε ο Kohlberg, προσεγγίζεται από τους άνδρες σαν ένα μαθηματικό πρόβλημα, ενώ από τις γυναίκες σαν ένα πρόβλημα ανθρωπίνων σχέσεων. Έτσι, οι γυναίκες αντί να ασπαστούν μία από τις δύο επιλογές του διλήμματος, τείνουν να μετατρέψουν το ίδιο το δίλημμα. Σύμφωνα με την Gilligan (1993), παρ όλο που η ανεξάρτητη διεκδίκηση στην κρίση και στη δράση θεωρείται το απόγειο της ενηλικίωσης, οι γυναίκες πάντα κρίνονται και κρίνουν τους εαυτούς τους με βάση τη φροντίδα και το ενδιαφέρον τους για τους άλλους. Ισχυρίστηκε, επομένως, ότι η σύγκρουση ανάμεσα στον εαυτό και τους άλλους αποτελεί το κεντρικό ηθικό δίλημμα στις ζωές των περισσοτέρων γυναικών, γι αυτό και η απόφαση της έκτρωσης προκαλεί στις γυναίκες τα βασικά ερωτήματα της υπευθυνότητας και των υποχρεώσεων απέναντι στους άλλους και τον εαυτό τους. Όπως αναφέρει η Tong (1995), η θεωρία της Gilligan διέπεται από τις παρακάτω βασικές θέσεις: α) Σ ένα ηθικό πρόβλημα, οι γυναίκες τείνουν να εστιάζουν στις σχέσεις του ηθικού δράστη με άλλους ανθρώπους, ενώ οι άνδρες δίνουν έμφαση στα αφηρημένα δικαιώματα του δράστη. β) Όταν αντιμετωπίζουν ένα ηθικό δίλημμα, οι γυναίκες υπολογίζουν τις συνέπειες της απόφασης τους σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτήν την απόφαση, ενώ οι άνδρες δεν σκέπτονται τόσο τις συνέπειες, όσο αναλογίζονται τις αρχές και τις αξίες σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να δράσουν, ακόμη κι αν πολλοί άνθρωποι πληγωθούν από τη διαδικασία. γ) Οι γυναίκες συνήθως αποδέχονται δικαιολογίες για τη συμπεριφορά ενός ηθικού δράστη, ενώ οι άνδρες δεν συγχωρούν καμία συμπεριφορά, όταν τη θεωρούν ηθικά αδικαιολόγητη. δ) Οι γυναίκες γενικότερα ερμηνεύουν την ηθική επιλογή μέσα σ ένα πλαίσιο συνθηκών και περιστάσεων στο οποίο αυτή συμβαίνει, ενώ οι άνδρες αφαιρούν την επιλογή από τις συγκεκριμένες συνθήκες και την αναλύουν σαν να αναπαριστούσε κάποιον παγκόσμιο τύπο ηθικής επιλογής. Η Gilligan (1987, 1993) υποστήριξε τελικά ότι, όταν κανείς φέρει στο προσκήνιο τις ζωές των γυναικών τότε διαμορφώνεται ένα άλλο μοντέλο ηθικής ανάπτυξης, σύμφωνα με το οποίο το ηθικό πρόβλημα προκύπτει από τις συγκρουόμενες υποχρεώσεις και όχι από τα ανταγωνιστικά δικαιώματα αυτών που συμμετέχουν. Έτσι, η ηθική των δικαιωμάτων, που 74

75 χαρακτηρίζει τους άνδρες, διαφέρει από την ηθική των υποχρεώσεων, εξαιτίας της διαφορετικής έμφασης που αποδίδει το άτομο στην ατομικότητα και όχι στις σχέσεις σαν κάτι πρωταρχικό. Επιπλέον, φαίνεται ότι για την επίλυση του προβλήματος οι γυναίκες βασίζονται σε έναν «συσχετιστικό» τρόπο σκέψης, ο οποίος εξαρτάται κάθε φορά από τις δεδομένες συνθήκες. Η Gilligan (1987, 1993) κατέληξε ότι οι γυναικείοι ορισμοί της ηθικής διαφέρουν από αυτούς που προκύπτουν από την έρευνα με άνδρες. Σύμφωνα με την ίδια, η γυναικεία κατασκευή του ηθικού προβλήματος ως προβλήματος υποχρεώσεων διέπεται από τη λογική της φροντίδας και των σχέσεων. Αντίθετα, η αντίληψη της ηθικής ως ενός προβλήματος δικαιωμάτων και κανόνων συνδέει την εξέλιξη των ανδρών με τη λογική της ισότητας και της αμοιβαιότητας. Επιπλέον, οι γυναικείες κατασκευές του διλήμματος της έκτρωσης αποκαλύπτουν την ύπαρξη ενός ξεχωριστού ηθικού «λόγου», του οποίου η εξέλιξη καθορίζει μια διαφορετική σειρά ανάπτυξης από αυτή των ανδρών. Σύμφωνα με την Gilligan (1977, 1993), η ηθική της φροντίδας που χαρακτηρίζει τις γυναίκες εξελίσσεται σε τρία στάδια. Συνοπτικά, η γυναικεία ηθική σκέψη ξεκινά από ένα εγωιστικό ενδιαφέρον για προσωπική επιβίωση, συνεχίζει με μια έμφαση στην αυτοθυσία και καταλήγει σε μια στοχαστική κατανόηση της έννοιας της φροντίδας, ως τον καταλληλότερο οδηγό για την επίλυση των συγκρούσεων που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Ειδικότερα: α) Στο πρώτο στάδιο, την αρχική έμφαση στην αποκλειστική φροντίδα του εαυτού για την εξασφάλιση της επιβίωσης, διαδέχεται μια μεταβατική φάση, κατά την οποία η ενασχόληση με τον εαυτό καταδικάζεται ως εγωιστική. Αυτή η κριτική σηματοδοτεί μια νέα κατανόηση της σχέσης του εαυτού με τους άλλους, η οποία εκφράζεται από τις έννοιες της υπευθυνότητας και της υποχρέωσης. β) Στο δεύτερο στάδιο, το καλό εξισώνεται με τη φροντίδα των άλλων. Ωστόσο, όταν οι άλλοι νομιμοποιούνται ως οι μοναδικοί αποδέκτες της γυναικείας φροντίδας, ο αποκλεισμός του εαυτού προκαλεί προβλήματα στις σχέσεις των γυναικών. Αυτή η απώλεια της ισορροπίας, τόσο με τους άλλους όσο και με τον ίδιο τους τον εαυτό, προκαλεί τη διαδικασία μετάβασης της ηθικής σκέψης των γυναικών στο τρίτο στάδιο. Η γυναίκα οδηγείται τελικά στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων της, καθώς προσπαθεί να ξεδιαλύνει τη σύγχυση ανάμεσα στην αυτοθυσία και στη φροντίδα, η οποία ενυπάρχει στις συμβατικές επιταγές της «γυναικείας καλοσύνης». γ) Στο τρίτο στάδιο, ισχυρίζεται η Gilligan (1977, 1993), οι γυναίκες καταφέρνουν να διαλύσουν την ένταση ανάμεσα στην ατομικότητα και την υπευθυνότητα, μέσα από μια νέα κατανόηση των σχέσεων τόσο με τους άλλους όσο και με τον εαυτό τους. Με βάση τα παραπάνω, η Gilligan (1993) συμπέρανε ότι οι γυναίκες καθορίζουν την ταυτότητά τους μέσα σ ένα πλαίσιο σχέσεων και την κρίνουν από τις αρχές της 75

76 υπευθυνότητας και της φροντίδας. Παρόμοια, η ηθική σκέψη των γυναικών προκύπτει από την εμπειρία των σχέσεων. Επομένως, όπως ισχυρίστηκε η συγγραφέας, η επίσημη κατάταξη πρώτα της απόκτησης της ταυτότητας και έπειτα της ικανότητας για σύναψη σχέσεων, κατά τη μετάβαση από την εφηβεία στην ενηλικίωση, ταιριάζει καλύτερα στην εξέλιξη των ανδρών και όχι των γυναικών. Με άλλα λόγια, ενώ στον άνδρα η συναισθηματική οικειότητα αποτελεί την κρίσιμη εμπειρία που θα φέρει τον εαυτό του σε επαφή με τους άλλους, στη γυναίκα η κρίσιμη εμπειρία είναι η άσκηση της προσωπικής επιλογής, η οποία προκαλεί τη σύγκρουση με τον ίδιο της τον εαυτό. Η Gilligan ισχυρίστηκε ουσιαστικά ότι, στη μετάβαση από την εφηβεία στην ενηλικίωση, το δίλημμα αυτό καθαυτό είναι το ίδιο και για τα δύο φύλα: η σύγκρουση δηλαδή ανάμεσα στην ακεραιότητα και στη φροντίδα. Απλά, οι άνδρες και οι γυναίκες το προσεγγίζουν μέσα από διαφορετικές προοπτικές, οι οποίες αντικατοπτρίζονται σε δύο διαφορετικές ηθικές ιδεολογίες: την ηθική των δικαιωμάτων που δικαιολογεί την ανεξαρτησία και την ηθική της φροντίδας που υποστηρίζει τις σχέσεις. Για το λόγο αυτό, η Gilligan (1987, 1993) ισχυρίστηκε ότι το συμπέρασμα των εξελικτικών θεωριών για την ελλειμματική ηθική ανάπτυξη των γυναικών, αποτελεί πρόβλημα κατασκευής και προσωπικής κρίσης των ανδρών. Έτσι, υπογράμμισε την ανάγκη περιγραφής της ενήλικης εμπειρίας με «γυναικείους όρους», καθώς η ενσωμάτωση της εμπειρίας των γυναικών αλλάζει τελικά τις βασικές ερμηνείες της ανθρώπινης εξέλιξης. Για παράδειγμα, η έννοια της ταυτότητας διευρύνεται για να συμπεριλάβει και την εμπειρία των σχέσεων. Παρόμοια, ο ηθικός τομέας αναπτύσσεται για να συμπεριλάβει τις βασικές έννοιες της υποχρέωσης και της φροντίδας στις σχέσεις. Εγκαθιδρύοντας δύο διαφορετικούς τρόπους κοινωνικής εμπειρίας και ερμηνείας, η Gilligan κατέληξε σε μια πιο περίπλοκη θεώρηση, η οποία περιλαμβάνει τόσο την αυτονομία όσο και τις αμοιβαίες σχέσεις στις ζωές των γυναικών αλλά και των ανδρών. Nancy Chodorow: η «κοινωνική» μητρότητα Η θεωρία της Nancy Chodorow αναφέρεται στην αναπαραγωγή του φαινομένου της μητρότητας, ως αποκλειστική ενασχόληση και ευθύνη των γυναικών. Το βασικό ερώτημα της παραπάνω ερευνήτριας ήταν πώς και γιατί οι γυναίκες επιθυμούν να γίνουν μητέρες. Με άλλα λόγια, πώς αναπαράγεται ο κοινωνικός ρόλος της μητρότητας, ο οποίος, σύμφωνα με την ίδια και άλλες φεμινίστριες, διαιωνίζει τον καταμερισμό της εργασίας και την ανισότητα ανάμεσα στα φύλα. Η Chodorow (1978) όρισε την «κοινωνική μητρότητα» ως μια ευρύτερη βιολογική, ψυχολογική και συναισθηματική σχέση φροντίδας και ευθύνης ανάμεσα στη 76

77 βιολογική μητέρα και στο παιδί της. Η κοινωνική μητρότητα, επομένως, δεν ταυτίζεται μόνο με τις βιολογικές λειτουργίες της εγκυμοσύνης και του τοκετού, αλλά επεκτείνεται πέρα από αυτές. Μέχρι τότε, οι πιο συνηθισμένες ερμηνείες για την αναπαραγωγή της μητρότητας βασίστηκαν είτε στη βιολογία, είτε στη διαφορετική κοινωνικοποίηση των φύλων. Η Chodorow (1978) υποστήριξε ότι τα επιχειρήματα της φύσης και της εκμάθησης ρόλων δεν επαρκούν για να εξηγήσουν ικανοποιητικά το φαινόμενο της μητρότητας. Η Chodorow απέρριψε εύκολα το επιχείρημα της φύσης, καθώς διέκρινε τη φροντίδα των παιδιών (ως κοινωνική δραστηριότητα) από την εγκυμοσύνη και τον τοκετό. Επιπλέον, διευκρίνισε ότι η καθολικότητα του φαινομένου, το γεγονός δηλαδή ότι η μητρότητα αφορά όλες τις γυναίκες, δεν την καθιστά ούτε βιολογική, ούτε αναπόφευκτη λειτουργία. Από την άλλη, ισχυρίστηκε ότι το επιχείρημα της κοινωνικοποίησης εξηγεί μ έναν απλουστευμένο τρόπο την επιθυμία για μητρότητα, κυρίως μέσα από κοινωνικές διαδικασίες μάθησης του γυναικείου ρόλου, ταύτισης των κοριτσιών με τις μητέρες τους και προσωπικής επιλογής. Σύμφωνα με την ίδια, ωστόσο, η μητρότητα δεν αποτελεί ένα σύνολο συμπεριφορών που μπορούν απλά να διδαχθούν ή να επιβληθούν στα κορίτσια, ούτε έχει να κάνει με συνειδητές επιλογές, αλλά κυρίως με την ασυνείδητη επιθυμία μιας γυναίκας να γίνει μητέρα. Η Chodorow στράφηκε τελικά στην ψυχαναλυτική θεωρία για να εξηγήσει το φαινόμενο της μητρότητας και συγκεκριμένα στην ψυχαναλυτική θεωρία των αντικειμενότροπων σχέσεων (object relations theory). Η παραπάνω θεωρία ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι οι περισσότεροι άνθρωποι επαναλαμβάνουν ασυνείδητα, ως ενήλικες, τις πρωταρχικές σχέσεις που ανέπτυξαν στην παιδική ηλικία με τους ανθρώπους του άμεσου περιβάλλοντός τους. Έτσι, στο βαθμό που τα αγόρια και τα κορίτσια βιώνουν διαφορετικά διαπροσωπικά περιβάλλοντα καθώς αναπτύσσονται, η γυναικεία και η ανδρική προσωπικότητα θα αναπτυχθεί διαφορετικά και θα ασχοληθεί με διαφορετικά θέματα. Πράγματι, η Chodorow (1978) διαπίστωσε ότι η συγκεκριμένη δομή της οικογένειας και των οικογενειακών πρακτικών (με τη γυναίκα στο σπίτι και τον άνδρα στην εργασία) δημιουργεί διαφορετικές ανάγκες και ικανότητες συσχέτισης στα δύο φύλα, κυρίως κατά την προοιδιπόδεια και οιδιπόδεια φάση. Σύμφωνα με την Chodorow (1978), ενώ η πρωταρχική σχέση μητέρας-βρέφους, στην πρώιμη περίοδο της ανάπτυξης, δημιουργεί ένα δυναμικό για γονεϊκές ικανότητες και στα δύο φύλα, οι προοιδιπόδειες εμπειρίες διαφέρουν σημαντικά ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια. Για παράδειγμα, παρατήρησε ότι οι μητέρες δεν βιώνουν τις κόρες τους ως 77

78 ξεχωριστές, αλλά σαν προέκταση του εαυτού τους, επειδή ακριβώς έχουν το ίδιο φύλο μ αυτές. Αντίθετα, διαλύουν γρήγορα τη συμβιωτική τους σχέση με τους γιους τους, τονίζοντας και ενισχύοντας τη διαφορετικότητά τους. Παρ όλο που και στις δύο περιπτώσεις η μητέρα βιώνει σαφώς μια αίσθηση μοναδικότητας και συνέχειας με το παιδί της, αυτή η αίσθηση, διαπίστωσε η Chodorow (1978), είναι δυνατότερη και κρατά περισσότερο στην περίπτωση των κοριτσιών, επηρεάζοντας την ψυχική τους ανάπτυξη και τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό στο επόμενο στάδιο. Εάν υποτεθεί ότι η κατάκτηση της ετεροσεξουαλικότητας αποτελεί τον οιδιπόδειο στόχο των δύο φύλων, τότε, ισχυρίστηκε η Chodorow (1978), τα κορίτσια θα πρέπει σ αυτή τη φάση να προσανατολισθούν στους άνδρες και ν αλλάξουν το αντικείμενο αγάπης από τη μητέρα στον πατέρα - κάτι που δεν ισχύει βέβαια για τα αγόρια. Ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια, ο πατέρας του κοριτσιού, δεδομένης της φυσικής και συναισθηματικής του απόστασης, δεν αποτελεί εξίσου σημαντική φιγούρα, ώστε το κορίτσι να διακόψει απόλυτα την ήδη εδραιωμένη σχέση της με τη μητέρα. Επομένως, η μετάθεση του ερωτικού αντικειμένου από τη μητέρα στον πατέρα είναι τις περισσότερες φορές μερική και ατελής για τα κορίτσια, τα οποία φαίνεται ότι διατηρούν και τους δύο γονείς ως αντικείμενα αγάπης και αντιπαλότητας κατά τη διάρκεια της οιδιπόδειας φάσης. Σύμφωνα με την Chodorow (1978) λοιπόν, το γυναικείο και το ανδρικό οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι πράγματι ασύμμετρα, εξαιτίας της έντονης προοιδιπόδειας σχέσης των κοριτσιών με τη μητέρα. Η ίδια υποστήριξε ότι τα κορίτσια στρέφονται τελικά στον πατέρα για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, διότι ο πατέρας συμβολίζει γι αυτές την αυτονομία και την ανεξαρτησία και δεύτερον, διότι αντιλαμβάνονται ότι μόνον αυτός μπορεί να ικανοποιήσει σεξουαλικά τη μητέρα τους. Στην πραγματικότητα, επομένως, ακόμη και η στροφή του κοριτσιού στον πατέρα εκφράζει συγχρόνως μια εχθρική επίθεση στη μητέρα και μια εκδήλωση αγάπης γι αυτήν. Η Chodorow (1978) κατέληξε τελικά στα εξής: α) Διαπίστωσε ότι το κυρίαρχο θέμα κατά την οιδιπόδεια φάση είναι κάπως διαφορετικό για τα δύο φύλα. Έτσι, ενώ πρωταρχικός στόχος για τα κορίτσια είναι η κατάκτηση της ετεροσεξουαλικότητας (μέσα από την αλλαγή του αντικειμένου αγάπης), για τα αγόρια είναι η ταύτιση με τον πατέρα και η κατάκτηση της ανδρικής ταυτότητας. β) Ισχυρίστηκε ότι ενώ ο πατέρας στις περισσότερες περιπτώσεις δραστηριοποιεί τον ετεροσεξουαλικό προσανατολισμό στην κόρη, δεν δραστηριοποιεί ταυτόχρονα την αποκλειστική αγάπη ή τη γενικευμένη συναισθηματική επαφή μαζί της. Η ερευνήτρια συμπέρανε δηλαδή ότι τα κορίτσια δεν αρνούνται ποτέ τη μητέρα για χάρη του πατέρα, αλλά παραμένουν σε ένα συναισθηματικό τρίγωνο (κόρη - μητέρα - πατέρας) κατά τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Αντίθετα, ο οιδιπόδειος ερωτικός δεσμός του 78

79 αγοριού με τη μητέρα διοχετεύεται σε μια αποκλειστικά δυαδική σχέση (αγόρι - μητέρα). γ) Υποστήριξε ότι οι γυναίκες δεν επιλύουν το οιδιπόδειο σύμπλεγμα στον ίδιο βαθμό με τους άνδρες και ότι οι παραπάνω διαφορετικές εμπειρίες των φύλων προκύπτουν προφανώς από τον ασύμμετρο χαρακτήρα της ανατροφής των παιδιών αποκλειστικά από γυναίκες. Η Chodorow (1978) συμπέρανε επίσης ότι, επειδή οι γυναίκες ανατρέφονται από γυναίκες αλλά αναπτύσσονται ως ετεροσεξουαλικές, έχουν διαφορετικές και πιο περίπλοκες ανάγκες σχέσεων, τις οποίες η αποκλειστική σχέση με έναν άνδρα δεν καλύπτει. Όπως αναφέρθηκε ήδη, οι γυναίκες ψυχοσυναισθηματικά τοποθετούν τους εαυτούς τους σε μια τριγωνική σχέση (μητέρα, πατέρας, παιδί), στην οποία ο πατέρας τους και οι άνδρες γενικότερα έρχονται δεύτεροι ή είναι το πολύ ισότιμοι με τη μητέρα τους και τις υπόλοιπες γυναίκες. Επομένως, οι σχέσεις με τους άνδρες δεν προσφέρουν ποτέ στη γυναίκα την ικανοποίηση των συναισθηματικών της αναγκών που η παλιότερη σχέση με τη μητέρα της έχει προσφέρει. Οι γυναίκες, ισχυρίστηκε η Chodorow (1978), αναπληρώνουν συνήθως αυτές τις ανάγκες είτε διατηρώντας στενές προσωπικές σχέσεις με άλλες γυναίκες, είτε αποκτώντας ένα παιδί. Η γυναίκα δηλαδή επιθυμεί και έχει την ανάγκη ενός παιδιού, επειδή η σχέση της μ έναν άνδρα απαιτεί στο επίπεδο της ψυχικής δομής ένα τρίτο πρόσωπο, εφόσον αρχικά εγκαθιδρύθηκε μέσα σ ένα τρίγωνο. Έτσι, στη διάρκεια της προοιδιπόδειας και της οιδιπόδειας φάσης, οι γυναίκες αναπτύσσουν ταυτόχρονα την επιθυμία για παιδί και εκείνες τις μητρικές ικανότητες ώστε να συμμετάσχουν αργότερα στη σχέση γονέα-παιδιού. Η Chodorow (1978) ισχυρίστηκε ότι οι παραπάνω διαφορές των φύλων, κατά την προοιδιπόδεια και οιδιπόδεια φάση, έχουν σημαντικές συνέπειες στην περαιτέρω ανάπτυξη της προσωπικότητας των ανδρών και των γυναικών. Για παράδειγμα, προκαλούν ασυμμετρίες στις εμπειρίες και στις ικανότητες συσχέτισης των δύο φύλων. Ειδικότερα, η ανδρική προσωπικότητα ορίζεται μέσα από όρους άρνησης της σχέσης και της σύνδεσης με τη μητέρα, ενώ η γυναικεία προσωπικότητα περιλαμβάνει έναν πιο θετικό ορισμό του εαυτού μέσα στις σχέσεις. Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια, αυτές οι διαφορές στην προσωπικότητα των φύλων έχουν ευρύτερες κοινωνικές συνέπειες και είναι κατάλληλες για τη διαφορετική συμμετοχή των ανδρών και των γυναικών στην έξω-οικογενειακή παραγωγή και ενδο-οικογενειακή αναπαραγωγή αντίστοιχα. Eξαιτίας, λοιπόν, των χαρακτηρολογικών τους διαφορών, οι άνδρες προετοιμάζονται για τις μη-συσχετιστικές σφαίρες της δημόσιας ζωής, ενώ οι γυναίκες για τις συσχετιστικές σφαίρες της ιδιωτικής ζωής. Επομένως, η κοινωνική μητρότητα των γυναικών δεν αποτελεί απλά μια διαφοροποίηση στους ρόλους των φύλων, αλλά αναπαράγει τον καταμερισμό της εργασίας κατά φύλο και την ιδεολογία 79

80 της ανδρικής κυριαρχίας. Με άλλα λόγια, ο ασύμμετρος χαρακτήρας της παραδοσιακής ανατροφής των παιδιών παράγει τη φυλετική ανισότητα και αναπαράγεται από αυτήν. Η Chodorow (1978) πρότεινε τελικά την αναδιοργάνωση της γονεϊκής φροντίδας, έτσι ώστε αυτή να μοιράζεται ισότιμα ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, για τους παρακάτω σημαντικούς λόγους: α) Η αποκλειστική γονεϊκότητα από τη μητέρα είναι κακή τόσο για την ίδια όσο και για τα παιδιά της, διότι οι μητέρες σε μια τέτοια κατάσταση συνήθως υπερεπενδύουν στα παιδιά και υπερφορτίζουν τη σχέση τους με αυτά. Από την άλλη, τα παιδιά μεγαλώνουν καλύτερα σε περιβάλλοντα όπου η αγάπη δεν προέρχεται ούτε ελέγχεται αποκλειστικά από ένα άτομο, δηλαδή τη μητέρα. β) Η ασύμμετρη οργάνωση της γονεϊκότητας φαίνεται ότι απομακρύνει άδικα τα παιδιά από τους άνδρες. Τα παιδιά θα μπορούσαν να εξαρτώνται εξαρχής από ανθρώπους και των δύο φύλων και να εγκαθιδρύουν μια αίσθηση του εαυτού σε σχέση τόσο με τη μητέρα όσο και με τον πατέρα. γ) Η ισότιμη γονεϊκότητα δεν απειλεί την κατάκτηση της ταυτότητας του φύλου, ούτε για τα αγόρια, ούτε για τα κορίτσια. Αντίθετα, η προσωπική σχέση ή η ταύτιση και με τους δύο γονείς θα βοηθούσε το παιδί να επιλέξει τις δραστηριότητες και τους ρόλους που θα επιθυμούσε, χωρίς να αισθάνεται ότι αυτοί απειλούν την ταυτότητα του φύλου του. Οι άνδρες για παράδειγμα θα αποκτούσαν, παράλληλα με τις γυναίκες, τη βάση για εμπάθεια, στοργή και φροντίδα. Από την άλλη, άνδρες και γυναίκες θα μπορούσαν να αποκτήσουν αυτονομία και ανεξαρτησία, χωρίς η διαφοροποίηση αυτή του εαυτού τους να είναι τόσο αυστηρή ή αντιδραστική σε σχέση με το άλλο φύλο. Η κριτική στις φεμινιστικές θεωρίες για τη γυναικεία ταυτότητα Βασικός στόχος των παραπάνω θεωριών ήταν να διευρύνουν την κατανόηση για την εξέλιξη της ανθρώπινης ταυτότητας, συμπεριλαμβάνοντας την ομάδα που έμεινε έξω από την κατασκευή της κυρίαρχης θεώρησης, δηλαδή τις γυναίκες. Και οι τρεις θεωρητικές προσεγγίσεις άσκησαν έντονη κριτική σε προηγούμενα ψυχολογικά-αναπτυξιακά μοντέλα, εστιάζοντας κυρίως στις γυναίκες και στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των γυναικών, την οποία περιέγραψαν μέσα από διαδοχικά στάδια ανάπτυξης. Παρά το γεγονός ότι και οι τρεις θεωρίες αναφέρθηκαν σε όλες τις γυναίκες διαχρονικά και διαπολιτισμικά, ωστόσο, είναι σαφές ότι οι ερμηνείες τους περιορίστηκαν στο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον του δυτικού πολιτισμού. 80

81 Συμπερασματικά, οι θεωρίες που παρουσιάστηκαν χαρακτηρίζονται από τις εξής κοινές θέσεις: α) Συμφωνούν με την άποψη ότι οποιαδήποτε θεώρηση οφείλει να διακρίνεται από μια πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία για τη ζωή και των δύο φύλων. β) Βασίζονται στην προϋπόθεση ενός συστήματος κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο προωθεί τη διάκριση ανάμεσα στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, τον καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στα φύλα και την ανδρική κυριαρχία. γ) Επικεντρώνονται στους τρόπους με τους οποίους άνδρες και γυναίκες διαφέρουν στην απόκτηση της ταυτότητάς τους. Ωστόσο, παρ ότι αγγίζουν το αμφιλεγόμενο θέμα της διαφοράς των φύλων, διακρίνουν τη γυναικεία διαφορετικότητα από την απόκλιση. δ) Ερμηνεύουν τις διαφορές των φύλων μέσα από κοινωνικές, πολιτισμικές και ψυχολογικές δομές, οι οποίες επηρεάζουν τις πατριαρχικές ερμηνείες της βιολογίας των γυναικών. δ) Διαφωνούν με την τελεολογική άποψη ότι η αναπαραγωγική λειτουργία των γυναικών αποτελεί πεπρωμένο που προδιαγράφει την ανάπτυξή τους και προτείνουν τρόπους και στρατηγικές αλλαγής των σχέσεων εξουσίας που χαρακτηρίζουν τα δύο φύλα. Πράγματι, τα θεωρητικά μοντέλα των J. B. Miller, C. Gilligan και N. Chodorow είχαν μεγάλη απήχηση στο χώρο της φεμινιστικής ψυχολογίας και επηρέασαν σημαντικά τη σκέψη και το έργο πολλών μεταγενέστερων επιστημόνων. Η δύναμη τους έγκειται στο ότι έστρεψαν για πρώτη φορά το ενδιαφέρον της έρευνας στις ίδιες τις γυναίκες και σε πλευρές της γυναικείας εμπειρίας που είχαν συστηματικά αγνοηθεί. Σύμφωνα με την Tavris (1993), οι προσεγγίσεις των παραπάνω φεμινιστριών διόρθωσαν δύο ειδών προκαταλήψεις: α) τη συνήθεια να αποκλείονται οι γυναίκες από μελέτες, τα αποτελέσματα των οποίων, ενώ αφορούσαν αποκλειστικά τους άνδρες, γενικεύονταν και στα δύο φύλα και β) τη συνήθεια να υποτιμόνται οι όποιες γυναικείες διαφορές προέκυπταν. Παράλληλα, οι θεωρίες αυτές ξεσήκωσαν αντιδράσεις και δέχθηκαν με τη σειρά τους έντονη κριτική. Ιδιαίτερα η ερμηνεία της Gilligan για την ηθική εξέλιξη των γυναικών έχει αφήσει εποχή με το πλήθος των αντιδράσεων που διχάζονται μέχρι σήμερα, είτε υπέρ, είτε κατά της θεωρίας, παρ ότι πρόκειται για ένα ερμηνευτικό μοντέλο, το οποίο αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 70 (Davis, 1992). Η κριτική που της ασκήθηκε επικεντρώνεται κυρίως στα εξής: α) στο γεγονός ότι η θεωρία αγνοεί πολιτισμικές διαφορές και επιρροές στην έννοια της ψυχολογικής ταυτότητας (Lykes, 1994), β) στον τρόπο με τον οποίο η Gilligan ορίζει τη διαφορετική γυναικεία «φωνή» και αναπτύσσει γενικότερα τη μεθοδολογία της έρευνάς της (Davis, Breakwell, 1994), γ) στο γεγονός ότι όλες οι γυναίκες δεν έχουν τις ίδιες «φωνές», ούτε αισθάνονται ανίσχυρες ή σιωπούν με τον ίδιο τρόπο κάτω από διαφορετικές 81

82 συνθήκες (Travis, 1994) και τέλος δ) στην άποψη ότι τέτοιου είδους περίπλοκες θεωρίες εφαρμόζονται με δυσκολία στην κλινική πρακτική (Contratto, 1994). Η ίδια η Gilligan, στον πρόλογο της νεότερης έκδοσης του βιβλίου της το 1993, επιχείρησε ν' απαντήσει στην κριτική που της ασκήθηκε μέχρι τότε, προσδιορίζοντας με μεγαλύτερη σαφήνεια της έννοια της «φωνής» και συζητώντας εκ νέου το θέμα της διαφοράς των φύλων (Gilligan, 1993). Η Gilligan (1993) υποστήριξε τελικά ότι η διαφορετική φωνή που περιέγραψε χαρακτηρίζεται κυρίως από το θέμα της, δηλαδή την εμμονή στις σχέσεις και όχι από το φύλο. Η σύνδεση αυτής της φωνής με τις γυναίκες αποτελεί εμπειρική παρατήρηση, αλλά δεν είναι απόλυτη. Με άλλα λόγια, η Gilligan ισχυρίστηκε ότι στην ουσία δεν ασχολήθηκε με τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα, θεωρώντας αυτονόητο ότι οι διαφορές αυτές προκύπτουν μέσα σ ένα πολιτισμικό πλαίσιο, όπου η κοινωνική και πολιτική εξουσία συνδυασμένη με μια αναπαραγωγική βιολογία διαμορφώνει τόσο την εμπειρία των ανδρών και των γυναικών, όσο και τις σχέσεις ανάμεσά τους. Ωστόσο, σύμφωνα με την Tong (1995), η Gilligan θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτική σε σχέση με τη μεθοδολογία της, η οποία αγνόησε σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις ίδιες τις γυναίκες, ενώ άφησε απ έξω τις ανδρικές φωνές σε ρεαλιστικά ηθικά διλήμματα, με στόχο ν αποδείξει τελικά ότι η γυναικεία ηθική διαφέρει από την ηθική των ανδρών. Επίσης, η σύνδεση της γυναικείας ηθικής με την ηθική της φροντίδας σήμαινε για πολλές φεμινίστριες την ταύτιση των γυναικών με μια στρατηγική ικανότητα επιβίωσης σ ένα εχθρικό και πατριαρχικό κοινωνικό περιβάλλον (Tong, 1995). Με παρόμοιο τρόπο η Miller, δέκα χρόνια αργότερα από την αρχική διατύπωση της θεωρίας της, ανέφερε ότι δεν ενσωμάτωσε στην ερμηνεία της παράγοντες όπως η κοινωνική τάξη, η εθνικότητα ή ο σεξουαλικός προσανατολισμός, οι οποίοι έχουν πράγματι σημαντικές συνέπειες στις ζωές των γυναικών, διότι ασχολήθηκε κυρίως με τους παράγοντες εκείνους που αφορούν όλες τις γυναίκες μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκες (Miller, 1986). Σε σχέση με τη θεωρία της Chodorow, η Tong (1995) αναφέρει ότι πολλές φεμινίστριες επέκριναν το γεγονός ότι η συγγραφέας εστίασε περισσότερο στην εσωτερική δομή του γυναικείου ψυχισμού, αφήνοντας απ έξω κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις, οι οποίες αποτελούν κατ εξοχήν την πηγή της γυναικείας καταπίεσης. Επίσης, επέκριναν το γεγονός ότι η Chodorow αναφέρθηκε σ ένα μόνο είδος οικογενειακής οργάνωσης, δηλαδή στη λευκή πυρηνική οικογένεια της μεσαίας αστικής τάξης, την οποία εσφαλμένα θεώρησε αντιπροσωπευτική για όλα τα είδη οικογενειών. Τέλος, σύμφωνα με την Tong (1995) πολλές φεμινίστριες αντέδρασαν αρνητικά στην άποψη ότι η κοινή φροντίδα των παιδιών και από τους δύο 82

83 γονείς πρόκειται να σταματήσει την καταπίεση των γυναικών, υποστηρίζοντας αντίθετα ότι μπορεί ακόμη και να την ενισχύσει. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκαν ότι η ισότιμη γονεϊκότητα από τα δύο φύλα ανεβάζει τους άνδρες στο επίπεδο του «ήρωα» - δηλαδή, αυτού που μπορεί να σώσει την κατάσταση - προφέροντας τους περισσότερη εξουσία και στο χώρο της οικογένειας. Από την άλλη, η Bohan (1993) αναφέρει ότι η εσσενσιαλιστική προσέγγιση των παραπάνω θεωριών, η οποία αποδίδει στα δύο φύλα αναλλοίωτες και διαχρονικές διαφορές ή αντιθέσεις, δέχθηκε έντονη κριτική για τους θεωρητικούς, εμπειρικούς και πολιτικούς προβληματισμούς που εγείρει. Η κριτική αφορά κυρίως στα εξής δύο σημεία: α) στην προβληματική προϋπόθεση της ομοιογένειας ανάμεσα στις γυναίκες και της καθολικότητας των γυναικείων γνωρισμάτων και χαρακτηριστικών παγκόσμια και διαχρονικά και β) στο αναπάντητο ερώτημα αν τελικά οι διαφορετικές ποιότητες που αποδίδονται στις γυναίκες είναι αποτέλεσμα του φύλου τους ή της καταπίεσης που γνωρίζουν. Για παράδειγμα, εάν η ικανότητα συσχέτισης των γυναικών είναι αποτέλεσμα της καταπίεσης που υφίστανται και παρ όλα αυτά μια τέτοια ικανότητα αξιολογείται θετικά, τότε νομιμοποιείται και η καταπίεση που τη δημιούργησε. Εφόσον ο παραπάνω συλλογισμός αληθεύει, ισχυρίστηκε η Bohan (1993), και οι καταπιεσμένοι εκτιμούν την καταπίεσή τους, τότε η απελευθέρωση είναι αδύνατη. Σύμφωνα με την ίδια, τα εσσενσιαλιστικά μοντέλα γενικότερα έχουν αρνητικές συνέπειες σε μια συλλογική φεμινιστική δράση, καθώς αποκλείουν πολλές ομάδες γυναικών, δεν παρουσιάζουν σαφείς αποδείξεις για τις διαφορές που περιγράφουν ανάμεσα στα φύλα, ενώ η ταμπέλα «οι ιδιαίτεροι τρόποι ύπαρξης των γυναικών» υπονοεί ότι οι γυναίκες δεν έχουν πρόσβαση σε άλλους τρόπους ύπαρξης. Κατά τον ίδιο τρόπο, η James (1997) άσκησε έντονη κριτική στα παραπάνω θεωρητικά μοντέλα, καθώς αυτά, υποστηρίζοντας την ιδιαίτερη, μοναδική και ίσως ανώτερη γυναικεία φύση, αναπαράγουν τελικά τα ίδια στερεότυπα και τις ίδιες διακρίσεις ανάμεσα στα φύλα τις οποίες αρχικά κατακρίνουν. Σύμφωνα με την James (1997), η ιδεολογία της διαφοράς των φύλων αποδείχθηκε ότι είχε πάντα αρνητικό αποτέλεσμα στην ευρύτερη κοινή γνώμη και αρνητικές συνέπειες στις ίδιες τις γυναίκες. Με άλλα λόγια, η ιδεολογία της διαφοράς αναπαράγει διπολικά αντίθετα, παρερμηνεύεται ως ανισότητα, προϋποθέτει εσφαλμένες ομοιότητες ανάμεσα στις ίδιες τις γυναίκες ή στους άνδρες και τέλος αγνοεί πλήρως τις ιστορικές αλλαγές και πώς αυτές ενισχύουν ή εξαλείφουν τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά της Lott (1990) στη δικαστική υπόθεση από την Επιτροπή Ίσων Ευκαιριών Απασχόλησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ενάντια στην επιχείρηση Sears για την άνιση μεταχείριση των εργαζομένων της τελευταίας με βάση το 83

84 φύλο. Ο δικαστής αποφάσισε τελικά ότι η επιχείρηση δεν διέκρινε ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες εργαζόμενες, αλλά ότι οι γυναίκες απέφευγαν συνειδητά συγκεκριμένες εργασίες εξαιτίας των διαφορετικών τους χαρακτηριστικών. Όπως αναφέρει η James (1997: 223), «ο βαθμός στον οποίον τα φύλα διαφέρουν είναι λιγότερο σημαντικός απ ότι οι συνέπειες της έμφασης τέτοιων διαφορών κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες». Η Lott (1990) ισχυρίστηκε, επίσης, ότι το επιχείρημα της διαφοράς ανάμεσα στα φύλα έχει πάντα ανταπόκριση και αποδοχή, επειδή η αντίληψη αυτή διατηρεί το υπάρχον κοινωνικό σύστημα και δεν απαιτεί από την κοινωνία ή από τα άτομα καμία αλλαγή. Σύμφωνα με την Tavris (1993), οι νέες προσεγγίσεις στο χώρο της φεμινιστικής ψυχολογίας υπερβαίνουν τη φιλολογική και περιορισμένη ερώτηση της διαφοράς ανάμεσα στα φύλα, ενώ επιθυμούν να μάθουν γιατί όλοι ενδιαφέρονται για τις διαφορές ή τι είδους σκοπούς και συμφέροντα εξυπηρετούν αυτές οι διαφορές. Η σύγχρονη προσέγγιση αμφισβητεί ουσιαστικά την αντικατάσταση ενός συνόλου στερεοτύπων (οι γυναίκες υστερούν) με ένα άλλο (οι γυναίκες υπερτερούν). Η Tavris (1993) υποστήριξε ότι υπάρχουν πλέον καλύτεροι τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να επεξεργαστεί την έννοια του φύλου, δίχως να αναρωτιέται αν οι άνδρες ή οι γυναίκες είναι καλύτερες. Ο πρώτος τρόπος κοιτά έξω από τον παράγοντα φύλο, στο πλαίσιο και στις εξωτερικές συνθήκες που προσδιορίζουν τις ζωές των ανθρώπων, επηρεάζοντας αντίστοιχα τις συμπεριφορές και τα χαρακτηριστικά τόσο των γυναικών, όσο και των ανδρών. Ο δεύτερος τρόπος κοιτά εσωτερικά στον παράγοντα φύλο, ως «γλωσσική» όμως κατασκευή, δίνοντας έμφαση στους τρόπους με τους οποίους οι άνδρες και οι γυναίκες αντιλαμβάνονται, ερμηνεύουν και ανταποκρίνονται σε γεγονότα που τους συμβαίνουν δηλαδή, στις «ιστορίες» που λένε για τη ζωή τους. Η κοινωνική κατασκευή της ταυτότητας του φύλου Οι νεότερες προσεγγίσεις στο χώρο της φεμινιστικής ψυχολογίας σε σχέση με την ταυτότητα του φύλου προκύπτουν από τις επιρροές του μεταστρουκτουραλισμού και της μεταμοντέρνας φιλοσοφίας. Οι οπαδοί του φιλοσοφικού αυτού ρεύματος ισχυρίζονται ότι το φύλο δεν αποτελεί μια φυσική κατηγορία, η οποία βασίζεται σε «ουσιαστικές» διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά ότι οι διαφορές ανάμεσα στα φύλα αποτελούν κατά συνθήκη κατασκευασμένες κατηγορίες (Hare-Mustin & Marecek, 1990a). Τα ερωτήματα τους αφορούν επομένως την έννοια του κοινωνικού φύλου και τους τρόπους με τους οποίους καθορίζονται οι διαφορές των φύλων. Με άλλα λόγια, οι φεμινίστριες της 84

85 συγκεκριμένης παράδοσης ενδιαφέρονται για τις διαδικασίες με τις οποίες το φύλο, όπως και άλλες κατηγορίες της κοινωνικής πραγματικότητας, κατασκευάζονται στο πλαίσιο μιας καθημερινής αλληλεπίδρασης καθώς και για τις συνέπειες αυτής της κατασκευασμένης έμφυλης ταυτότητας. Σύμφωνα με την Bohan (1993), η διαφορά ανάμεσα στις προηγούμενες εσσενσιαλιστικές κατευθύνσεις και την κατεύθυνση της κοινωνικής κατασκευής δεν βρίσκεται στην προέλευση των χαρακτηριστικών του φύλου, αλλά στη θέση που καταλαμβάνουν αυτά τα χαρακτηριστικά, δηλαδή στην τοποθέτησή τους μέσα ή έξω από το άτομο. Για παράδειγμα, οι εσσενσιαλιστικές προσεγγίσεις ισχυρίζονται ότι το φύλο αποτελεί μια ποιότητα ή ένα σύνολο χαρακτηριστικών, τα οποία υπάρχουν μέσα σε κάθε άνθρωπο και καθορίζουν την προσωπικότητά του, ανεξάρτητα από την αλληλεπίδραση του με άλλους ανθρώπους ή ανεξάρτητα από τις συνθήκες της ζωής του. Αντίθετα, η άποψη της κοινωνικής κατασκευής ισχυρίζεται ότι το φύλο δεν είναι ένα «εσωτερικό» χαρακτηριστικό των ανθρώπων, αλλά μια κοινωνική κατηγορία, η οποία καθορίζει τελικά ποιες αλληλεπιδράσεις θεωρούνται κατάλληλες για κάθε φύλο. Αυτή η κοινωνική κατηγορία καθορίζει συμπεριφορές, παρακινεί τους ανθρώπους να ενεργούν με τις κατάλληλες κάθε φορά προσδοκίες και να χαρακτηρίζονται ως έμφυλα υποκείμενα, αποκτώντας σταδιακά την ταυτότητα του φύλου τους. Η Bohan (1993) ισχυρίστηκε μάλιστα ότι είναι λάθος να αντιλαμβανόμαστε την ταυτότητα του φύλου ως αναλλοίωτη πραγματικότητα και να μην βλέπουμε τον κοινωνικο-ιστορικό της χαρακτήρα. Αντίστοιχα, η Wilkinson (1997) υποστήριξε ότι το να περιγράφει κανείς τη γυναίκα ως μια φυσική κατηγορία, σημαίνει ότι αποδίδει βιολογικά χαρακτηριστικά σε μια ιστορική συνθήκη ανδρικής κυριαρχίας και γυναικείας υποταγής. Σύμφωνα με την ίδια, η έννοια της εθνικότητας κατασκευάστηκε παρόμοια, κάτω από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες δουλείας των νέγρων, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Από την άλλη, οι περισσότερες φεμινίστριες αμφισβητούν σήμερα την έμφαση που έδωσε παλιότερα η έρευνα της ψυχολογίας στις συγκρίσεις και στις διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Οι εναλλακτικοί τρόποι έρευνας που προτείνουν μεταθέτουν την προσοχή από το άτομο στον τομέα των διαπροσωπικών σχέσεων και των κοινωνικών θεσμών. Σύμφωνα με την Marecek (1995), ωστόσο, καμία από αυτές τις νεότερες απόψεις δεν αρνείται τις βιολογικές διαφορές των φύλων, απλά αρνούνται το γεγονός ότι αυτές οι διαφορές έχουν μία, μοναδική και σταθερή σημασία σε όλους τους πολιτισμούς, σε όλες τις ιστορικές περιόδους, σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και σε όλες τις εποχές της ανθρώπινης 85

86 εμπειρίας. Με άλλα λόγια, η προσέγγιση της κοινωνικής κατασκευής εστιάζεται στις αναπαραστάσεις του φύλου ή στις συνέπειες των αναπαραστάσεων και όχι στο φύλο αυτό καθεαυτό. Οι Hare-Mustin & Marecek (1990b) ισχυρίστηκαν ότι οι κλασσικές θεωρίες για τα φύλα αποτελούν αναπαραστάσεις των κατασκευασμένων (ανά εποχή) διακρίσεων ανάμεσα στα φύλα. Οι θεωρίες αυτές αντανακλούν, κατά την άποψή τους, είτε την προκατάληψη άλφα (alpha bias) είτε την προκατάληψη βήτα (beta bias). Άλφα προκατάληψη ονομάζεται η τάση να μεγεθύνονται οι διαφορές ανάμεσα στα φύλα ή να αναφέρονται εκεί που δεν υπάρχουν, ενώ βήτα προκατάληψη ονομάζεται η τάση να ελαχιστοποιούνται ή να παραβλέπονται οι διαφορές, όταν αυτές υφίστανται. Παρ ότι τα παραπάνω δύο είδη προκαταλήψεων έχουν διαφορετική έμφαση, μοιράζονται την κοινή προϋπόθεση ότι οι άνδρες αποτελούν το σημείο αναφοράς και την ομάδα σύγκρισης. Επομένως, καμία από τις παραδοσιακές θεωρητικές προσεγγίσεις για τα φύλα δεν αμφισβήτησε στην πραγματικότητα τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας ανάμεσά τους, ούτε άλλαξε την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Οι Hare-Mustin & Marecek (1990b) υποστήριξαν μάλιστα ότι οι άνδρες είναι αυτοί που ενδιαφέρονται να τονίζουν τις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, διότι με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνουν την ανωτερότητά τους και τη διαφορά τους με την κατώτερη ομάδα. Έτσι, όταν οι φεμινίστριες αποδέχονται τις θεωρητικές προσεγγίσεις της διαφοράς ανάμεσα στα φύλα, στην ουσία συναινούν σε μια κατασκευή της κοινωνικής πραγματικότητας από την κυρίαρχη ομάδα. Με άλλα λόγια, οι φεμινίστριες που προσπαθούν να αποδείξουν τη διαφορά ή την ομοιότητα των γυναικών με τους άνδρες συναινούν στην καταπίεση των γυναικών, καθώς αναπαράγουν με παρόμοιο τρόπο την κατηγορία «γυναίκες» πάνω στην οποία βασίστηκε αυτή η καταπίεση (Wilkinson, 1997). Σήμερα προτείνεται η αποδόμηση του τρόπου με τον οποίον ο άνδρας δομείται ως η θεμελιακή αρχή της κοινωνίας, ενώ η γυναίκα ως το αποκλεισμένο «άλλο» αυτής της αρχής (Τεντοκάλη, 1998). Σύμφωνα με την Τεντοκάλη (1998), αποδόμηση είναι το όνομα που έχει δοθεί από το φιλοσοφικό ρεύμα του μεταστρουκτουραλισμού στην κριτική και αναλυτική διαδικασία με την οποία μπορούμε να υπονομεύσουμε δυϊσμούς και αντιθέσεις της κοινωνίας, βάση των οποίων κοινωνικοποιούνται τα άτομα και στην προκειμένη περίπτωση τα δύο φύλα. Η πρόταση της αποδόμησης του κοινωνικού φύλου εστιάζει στον ατομικό παράγοντα, δηλαδή στην ίδια τη γυναίκα με τα ποικίλα χαρακτηριστικά της και τις διαφορές της κοινωνικής τάξης, της εκπαίδευσης, της θρησκείας, της ηλικίας, της υγείας, της εθνικότητας κοκ. Η αποδόμηση του κοινωνικού φύλου δεν προσδιορίζει από μόνη της το 86

87 εναλλακτικό περιεχόμενο της αποδόμησης, αντίθετα το περιεχόμενο θα προσδιοριστεί από την ίδια τη γυναίκα και θα ποικίλλει από γυναίκα σε γυναίκα (Τεντοκάλη, 1998). Ολοκληρώνοντας, θα λέγαμε ότι οι οπαδοί της μεταμοντέρνας θεωρίας ισχυρίζονται πως το βιολογικό ή το κοινωνικό φύλο δεν πρέπει να θωρείται πλέον ως διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά ως μια αρχή ή ένα αξίωμα κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο δομεί σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα. Σε αντίθεση με τα ερωτήματα επομένως για τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα, η παράδοση αυτή ενδιαφέρεται περισσότερο για τις διαφορές μέσα σε κάθε ομάδα φύλου. Επίσης, θεωρεί τις κατηγορίες άνδρας και γυναίκα ως κατασκευασμένες ιδεολογικές και όχι βιολογικές κατηγορίες. Για παράδειγμα, η Unger (1990) ισχυρίστηκε ότι μόνον αν παραβλέψει κανείς τις αντιφάσεις και τις ασυνέχειες μέσα σε κάθε άτομο, μπορεί να μεγιστοποιήσει τις διαφορές ανάμεσά τους ή ότι μόνον αν αγνοήσει τις διαφορές ανάμεσα στις ίδιες τις γυναίκες ή στους άνδρες, μπορεί να μεγεθύνει τις διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων. Η σύγχρονη εναλλακτική πρόταση επιμένει στη μελέτη κάθε ανθρώπου ξεχωριστά και στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι με ποικίλες κοινωνικές ταυτότητες διαφέρουν μεταξύ τους, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίζονται οι κατηγορίες του φύλου ή άλλες κοινωνικές κατηγορίες ούτε ως παγκόσμιες, ούτε ως καθολικές. Βιβλιογραφία Bohan, S.J. (1993). Essentialism, constructionism and feminist psychology. Psychology of Women Quarterly, 17, Breakwell, M.G. (1994). Review of In a Different Voice by Carol Gilligan. Feminism & Psychology, 4(3), Chodorow, N. (1978). The reproduction of mothering: Psychoanalysis and the sociology of gender. Berkeley and Los Angeles: University of California Press. Contratto, S. (1994). A too hasty marriage: Gilligan s developmental theory and its application to feminist clinical practice. Feminism & Psychology, 4(3), Davis, K. (1992). Towards a feminist rhetoric: The Gilligan debate revisited. Women s Studies International Forum, 15(2), Davis, K. (1994). What s in a voice? Methods and metaphors. Feminism & Psychology, 4(3), Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, Β. (1994). Θεωρίες για τις διαφορές των φύλων. Στο Β. Δεληγιάννη & Σ. Ζιώγου (Επιμ. Εκδ.), Εκπαίδευση και Φύλο: Ιστορική Διάσταση και Σύγχρονος Προβληματισμός (σ ). Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. 87

88 Gilligan, C. (1977). In a different voice: Women s conceptions of self and morality. Harvard Educational Review, 47(4), Gilligan, C. (1987). Woman s place in man s life cycle. In S. Harding (Ed), Feminism and methodology. Social science issues (pp ). Milton Keynes: Open University Press. Gilligan, C. (1993). In a different voice: Psychological theory and women's development, 2nd edn. Cambridge, MA: Harvard University Press. Hare-Mustin, T.R & Marecek, J. (1990a). On making a difference. In T. R. Hare-Mustin & J. Marecek (Eds), Making a difference. Psychology and the construction of gender (pp. 1-21). New Haven and London: Yale University Press. Hare-Mustin, T.R & Marecek, J. (1990b). Gender and the meaning of difference: Postmodernism and psychology. In T. R. Hare-Mustin & J. Marecek (Eds), Making a difference. Psychology and the construction of gender (pp ). New Haven and London: Yale University Press. James, B.J. (1997). What are the social issues involved in focusing on difference in the study of gender? Journal of Social Issues, 53(2), Lips, M.H. (1988). Sex and gender: An introduction. Mountain View, CA: Mayfield Publishing Company. Lott, B. (1990). Dual natures of learned behavior: The challenge to feminist psychology. In T. R. Hare-Mustin & J. Marecek (Eds), Making a difference. Psychology and the construction of gender (pp ). New Haven and London: Yale University Press. Lykes, M.B. (1994). Whose meeting at which crossroads? A response to Brown and Gilligan. Feminism & Psychology, 4(3), Marecek, J. (1995). Gender, politics and psychology s ways of knowing. American Psychologist, 50(3), Miller, J.B. (1986). Toward a new psychology of women, 2nd edn. Boston: Beacon Press. Miller, J.B. (1991a). The development of women's sense of self. In J. V. Jordan, A. G. Kaplan, J. B. Miller, I. P. Stiver & J. L. Surrey (Eds), Women's growth in connection: Writings from the Stone Center (pp. 1-26). New York and London: The Guilford Press. Miller, J.B. (1991b). The construction of anger in women and men. In J.V. Jordan, A. G. Kaplan, J. B. Miller, I. P. Stiver & J. L. Surrey (Eds), Women's growth in connection: Writings from the Stone Center (pp ). New York and London: The Guilford Press. Νασιάκου, M. (1979). Διαφορές των φύλων και ψυχολογική ταυτότητα. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 36-37, Tavris, C. (1993). The mismeasure of woman. Feminism & Psychology, 3(2), Tavris, C. (1994). Reply to Brown and Gilligan. Feminism & Psychology, 4(3),

89 Τεντοκάλη, B. (1998). Η κοινωνική δόμηση της ταυτότητας των φύλων. Σύγχρονα Θέματα, 66, Tong, R. (1995). Feminist thought. A comprehensive introduction. London: Routledge. Unger, K.R. (1990). Imperfect reflections of reality: Psychology constructs gender. In T. R. Hare-Mustin & J. Marecek (Eds), Making a difference. Psychology and the construction of gender (pp ). New Haven and London: Yale University Press. Wilkinson, S. (1997). Feminist psychology. In D. Fox & I. Prilleltensky (Eds), Critical psychology. An introduction (pp ). London: Sage Publications. 89

90 90

91 Κεφάλαιο 3ο Αρχές φεμινιστικής συμβουλευτικής Μαρία Μαλικιώση-Λοϊζου Εισαγωγή Πριν μερικά χρόνια στον χώρο της ψυχικής υγείας δεν δινόταν η δέουσα προσοχή και δεν αναγνωριζόταν το γεγονός ότι άνδρες και γυναίκες κοινωνικοποιούνται διαφορετικά και ότι η συμβουλευτική και ψυχοθεραπευτική προσέγγιση που στηριζόταν στο ανδρικό μοντέλο δεν ήταν ευαισθητοποιημένη στο ότι η γυναικεία ταυτότητα αναπτύσσεται σε ένα διαφορετικό πλαίσιο από αυτό των ανδρών. Οι συμβουλευτικές και ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις δεν λάβαιναν υπόψη τους το βιολογικό φύλο, το «κοινωνικό» φύλο και την πολιτισμική διαφορετικότητα στην επικράτηση, αιτιολογία, διάγνωση και θεραπεία πολλών από τα ανθρώπινα προβλήματα. Όμως, η όλο και αυξανόμενη επίγνωση των άνισων και ασύμμετρων προσδοκιών για τα δύο φύλα και οι διακρίσεις και αδικίες εις βάρος των γυναικών κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό». Οι «ομάδες συνειδητοποίησης», που ξεκίνησαν την δεκαετία του 60, υπήρξαν ευεργετικές για πολλές γυναίκες και οδήγησαν σε ένα κάλεσμα για αλλαγή των καταπιεστικών κοινωνικών δομών που χαρακτήριζαν την πατριαρχική κοινωνία (Brodsky, 1973). Πέρα από κάποιες φυσικές και αναπαραγωγικές ιδιαιτερότητες, λίγα χαρακτηριστικά μπορούν να ερμηνευθούν μόνο με βάση τις βιολογικές διαφορές των φύλων (Burn, Epstein, 1997). Η κοινωνική κατασκευή του φύλου καθώς εμπλέκεται με τις άλλες κοινωνικές ταυτότητές του, δημιουργεί μια αυτο-εικόνα για το ποιες είμαστε ως γυναίκες ή ποιοι ως άνδρες και πως πρέπει να συμπεριφερόμαστε. Παράλληλα, δημιουργεί προσδοκίες σε αυτούς με τους οποίους αλληλεπιδρούμε, οδηγώντας σε αυτο-εκπληρούμενες προφητείες που με τη σειρά τους διαμορφώνουν τη συμπεριφορά μας για να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες τους (Rosenthal, Snyder & Dyamot, Towsen, Zanna & MacDonald, 1989). Η φεμινιστική προοπτική επιμένει ότι το φύλο, ως βιολογική και κοινωνική κατηγορία, συνεχίζει να εμπλέκεται ουσιαστικά στις ποικίλες ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις. 91

92 Η φεμινιστική ψυχολογία έχει επικεντρωθεί στο φύλο, ακριβώς όπως η πολυπολιτισμική θεωρία έχει επικεντρωθεί στον πολιτισμό. Από μια άποψη η φεμινιστική ψυχολογία ταυτίζεται με την πολυπολιτισμική, αφού μοιράζονται πολλές ίδιες αρχές (π.χ. ισοτιμία στις σχέσεις, εναντίωση στην καταπίεση, δέσμευση για κοινωνική αλλαγή). Έτσι, δεν στοχεύει μόνο στην ενίσχυση της θέσης των γυναικών αλλά και όλων των κοινωνικά καταπιεσμένων ομάδων (Worrell & Remer, 2003). Η φεμινιστική συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία έχει ένα δικό της θεωρητικό προσανατολισμό που έχει τις ρίζες του στις θεωρίες και φιλοσοφίες του γυναικείου κινήματος. Έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής και αποδεκτή την δεκαετία του 1970, όταν επιρρίπτονταν κατηγορίες στις παραδοσιακές ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, ότι δεν μπορούσαν να καλύψουν τις ψυχολογικές ανάγκες των γυναικών (Gannon, 1982). Η ουσία της φεμινιστικής φιλοσοφίας στηρίζεται στην υπόθεση ότι η ιδεολογία, η κοινωνική δομή και η συμπεριφορά είναι αλληλένδετα (Cammaert & Larsen, 1988). Για το λόγο αυτό, στην φεμινιστική ψυχοθεραπεία τα συναισθηματικά προβλήματα θεωρούνται απόρροια εξωτερικών αλλά και εσωτερικών προβλημάτων, τονίζοντας ότι οι συμπεριφορές είναι συμπτώματα περισσότερο καταπίεσης παρά ασθένειας (Rosewater, 1988). Η φεμινιστική ψυχοθεραπεία αναγνωρίζει ότι οι ρόλοι των φύλων, η γυναικεία κοινωνικοποίηση και το υποβαθμισμένο γόητρο των γυναικών σε μια πατριαρχική κοινωνία είναι πηγές των ψυχολογικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν. Αναγνωρίζει, παράλληλα, ότι η ψυχική υγεία των γυναικών δεν μπορεί να βελτιωθεί αποτελεσματικά μόνο μέσω της συμβουλευτικής και της ψυχοθεραπείας, αλλά και μέσα από αποτελεσματικές δομικές αλλαγές της κοινωνίας. Η φεμινιστική συμβουλευτική προσπαθεί να αναθεωρήσει, να ανακατασκευάσει και να αναστοχαστεί πάνω στις αρχές των παραδοσιακών ιδεολογιών που έχουν υποτιμήσει την γυναικεία εμπειρία. Εφόσον η πραγματική ισότητα είναι κάτι περισσότερο από την ισότητα των φύλων, αν θέλουμε να δεχθούμε την σύγχρονη φεμινιστική συμβουλευτική προσέγγιση θα πρέπει να δεχθούμε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και θα πρέπει να έχουν ίσιες ευκαιρίες. Θέματα που απασχολούν την φεμινιστική συμβουλευτική Για να είναι σε θέση ένας ή μια ειδικός να ασχοληθεί με την φεμινιστική συμβουλευτική προσέγγιση θα πρέπει να γνωρίζει και να καταλαβαίνει όλο το πλαίσιο των 92

93 εμπειριών και της εξέλιξης γυναικών και ανδρών καθ όλη την διάρκεια της ζωής τους. Παράγοντες όπως το κοινωνικό φύλο, η εθνικότητα, ο πολιτισμός, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, το επάγγελμα, τα φυσικά χαρακτηριστικά, οι ικανότητες και ο θρησκευτικός προσανατολισμός καθορίζουν την ταυτότητα του κάθε ατόμου και πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στις συμβουλευτικές προσεγγίσεις παρέμβασης. Λαβαίνοντας υπόψη όσο το δυνατόν περισσότερους από αυτούς τους παράγοντες, οι σύμβουλοι ψυχοθεραπευτές μπορούν να αποφασίζουν με μεγαλύτερη ακρίβεια την κατεύθυνση προς την οποία θα πρέπει να στρέψουν την συμβουλευτική τους βοήθεια. Κοινωνικό φύλο Το κοινωνικό φύλο αναφέρεται στις προσωπικές πεποιθήσεις και αναπαραστάσεις που έχουν οι γυναίκες (και οι άνδρες) για τον εαυτό τους και τον τρόπο που η κοινωνία απαντάει στον τρόπο που βλέπουν τον εαυτό τους. Είναι αποτέλεσμα πολιτισμικά κατασκευασμένων πεποιθήσεων και στάσεων για τα χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά που πρέπει να συνοδεύουν τις γυναίκες και τους άνδρες. Δηλαδή, για την κατανόηση του κοινωνικού φύλου θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη και την φύση αλλά και τις επιρροές που δέχεται το άτομο από το περιβάλλον. Οι πεποιθήσεις για το κοινωνικό φύλο διαφέρουν από χώρα σε χώρα και από πολιτισμό σε πολιτισμό. Η κοινωνική κατασκευή του φύλου παίζει σημαντικό ρόλο στον ορισμό και την διάγνωση της ψυχικής διαταραχής αλλά και στην θεραπευτική της αντιμετώπιση. Πολιτισμός / Εθνικότητα Ο πολιτισμός και η εθνικότητα είναι δύο έννοιες οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους, ιδιαίτερα στην σημερινή εποχή των μεγάλων και ποικίλων μετακινήσεων πληθυσμών από μια χώρα σε άλλη. Οικογένειες που έχουν μεταναστεύσει και ζουν και εργάζονται χρόνια στην χώρα υποδοχής συχνά υιοθετούν τον πολιτισμό της, ενώ τα παιδιά τους μεγαλώνοντας σ αυτήν αποκτούν την εθνικότητά της. Η εθνική ταυτότητα ενός ατόμου προσδιορίζεται από την ταύτιση του με μια συγκεκριμένη πολιτισμική ομάδα. Η εθνικότητα μιας ομάδας είναι ένα σύνολο πολλών χαρακτηριστικών, πεποιθήσεων, συμπεριφορών, γλώσσας και παραδόσεων που την ξεχωρίζει από άλλες ομάδες. «Η εθνικότητα αναπτύσσεται μέσα από αναρίθμητες προσωπικές, οικογενειακές και κοινωνικές εμπειρίες» (Schmidt, 2006, σελ.85). «Ο πολιτισμός είναι το σύνολο των συμπεριφορών, πεποιθήσεων, αξιών, συνηθειών, εθίμων και ηθών, παραδόσεων και κοινωνικών κανόνων που μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά» 93

94 (Harper, 2003, σελ.1). Ήδη από τους δύο παραπάνω ορισμούς φαίνεται η αλληλεπικάλυψη των δύο αυτών εννοιών. Η εθνικότητα και ο πολιτισμός αποτελούν παράγοντες που μας χαρακτηρίζουν και που μπορεί να εγείρουν θετικές ή αρνητικές αντιδράσεις στο πρόσωπό μας, ανάλογα με το κοινωνικό πλαίσιο που μας περιβάλλει κάθε φορά. Στην Ελλάδα μέχρι πρόσφατα, δεν ήμασταν και τόσο ευαισθητοποιημένοι σε θέματα εθνικότητας και διαφορετικών πολιτισμών. Σήμερα όμως, που υπάρχει μια αυξημένη εισροή ξένων μεταναστών που ζουν και εργάζονται στην χώρα μας, δημιουργούνται ποικίλες αντιδράσεις, θετικές ή αρνητικές εκ μέρους μας. Η δική μας εθνική ταυτότητα και οι προσωπικές μας εμπειρίες διαμορφώνουν τις προσωπικές μας προκαταλήψεις, στάσεις, αξίες και προσδοκίες για τους άλλους. Ας μη ξεχνάμε ότι η όποια συμβουλευτική προσέγγιση χρωματίζεται από τον πολιτισμό στον οποίο διδάχθηκε και τον αντανακλά. Επομένως, είναι φυσικό και οι σύμβουλοι να έχουν ενστερνισθεί πολλές από τις αξίες και τις στάσεις του συγκεκριμένου πολιτισμού στον οποίο μαθήτευσαν. Προκειμένου να είμαστε σε θέση να στηρίξουμε ψυχολογικά άτομα διαφορετικής εθνικότητας και πολιτισμού από μας δεν θα πρέπει να τους πλησιάζουμε και να προσπαθούμε να τους καταλάβουμε μέσα από τις προσωπικές μας αξίες. Για να τους κατανοήσουμε θα πρέπει να τους προσεγγίσουμε μέσα από το δικό τους πλαίσιο αναφοράς. Όσο περισσότερο διαφέρουν σύμβουλος και συμβουλευόμενο άτομο, ως προς την εθνική τους ταυτότητα και πολιτισμό, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα της παρανόησης, των λανθασμένων ερμηνειών, των λανθασμένων χειρισμών των ανησυχιών και των προβλημάτων του συμβουλευόμενου εκ μέρους του συμβούλου. Η επίγνωση και η κατανόηση των σημαντικών κοινωνικών ομάδων με τις οποίες ταυτίζεται το συμβουλευόμενο πρόσωπο είναι σημαντικές για την άσκηση μιας αποτελεσματικής συμβουλευτικής. Οι δεξιότητες που χρειάζονται για να εργαστεί κανείς συμβουλευτικά με άτομα που διαφέρουν από το ίδιο εντάσσονται στις πολυπολιτισμικές δεξιότητες. Κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο Το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο και η κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει το συμβουλευόμενο άτομο είναι παράγοντες που επηρεάζουν την διαμόρφωση της προσωπικής του ταυτότητας. Είναι ένα θέμα που έχει αρχίσει και απασχολεί την φεμινιστική και την πολυπολιτισμική συμβουλευτική ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια (Liu & Pope-Davis, 2004). Όσο και αν δεν θέλουμε να το παραδεχθούμε, οι κοινωνικές τάξεις υπάρχουν, λόγω των ανισοτήτων που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ανθρώπους όταν καταλαβαίνουν τις οικονομικές προσδοκίες του περιβάλλοντός τους και προσανατολίζουν την συμπεριφορά 94

95 τους για να ανταποκριθούν σ αυτές τις απαιτήσεις (Liu & Pope-Davis, 2004). Η κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει ένα άτομο δεν προσδιορίζεται μόνο από το οικονομικό στοιχείο, αλλά είναι αποτέλεσμα και άλλων παραγόντων, όπως το επίπεδο μόρφωσης, ο τόπος κατοικίας, οι κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκει κάποιος, κ.ο.κ. Η κατάταξη των ανθρώπων σε κοινωνικές τάξεις λειτουργεί όπως ο ρατσισμός και ο σεξισμός, γι αυτό και οι σύμβουλοι ψυχοθεραπευτές θα πρέπει να είναι ευαισθητοποιημένοι σ αυτό το θέμα προκειμένου να προσφέρουν αποτελεσματική ψυχολογική στήριξη (Schmidt, 2006). Θρησκευτική ταυτότητα Στις πολλές ταυτότητες που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο εντάσσεται και η θρησκευτική διάσταση του εαυτού. Οι θρησκευτικές αντιλήψεις δέχονται μεγάλη επίδραση από τις οικογενειακές αξίες και τα έθιμα, τις κοινωνικές και πολιτισμικές παραδόσεις, τις προσωπικές εμπειρίες. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις βοηθούν πολλούς ανθρώπους να βρουν νόημα στην ζωή τους. Ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι επεξεργάζονται αυτές τις πεποιθήσεις και τις εντάσσουν στην αυτο-αντίληψή τους έχει μεγάλη σημασία για την συμβουλευτική σχέση. Η κατανόηση της συμβολής της θρησκευτικότητας στον επιτυχημένο χειρισμό της συμβουλευτικής σχέσης είναι τεράστια, ιδιαίτερα όταν έχουμε να κάνουμε με άτομα ποικίλων θρησκευτικών προσανατολισμών (Ivey, D Andrea, Ivey, & Simek-Morgan, 2002). Σεξουαλικός προσανατολισμός Ο σεξουαλικός προσανατολισμός, όπως η σεξουαλικότητα, το κοινωνικό και το βιολογικό φύλο, επηρεάζουν την ανάπτυξη της ταυτότητας του ατόμου και αποτελούν σημαντικές κοινωνικές και πολιτισμικές μεταβλητές που θα πρέπει η ψυχοθεραπεύτρια ή ο ψυχοθεραπευτής να κατανοήσει και να λάβει σοβαρά υπόψη, αν θέλει να προσφέρει αποτελεσματική ψυχολογική βοήθεια στο συμβουλευόμενο άτομο. Η άποψη που επικρατεί στην εποχή μας είναι ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι αποτέλεσμα μιας σύνθετης διαδικασίας αλληλεπίδρασης βιολογικών, κοινωνικών και προσωπικών παραγόντων (Schmidt, 2006). Άρα, η διαδικασία με την οποία γίνεται ένας άνθρωπος ετερόφυλος ή ομοφυλόφιλος επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Ο σύμβουλος θα πρέπει να προσεγγίσει τα θέματα που άπτονται της σεξουαλικής ταυτότητας και του σεξουαλικού προσανατολισμού του συμβουλευόμενου ατόμου, με κατανόηση και γνώση, ακριβώς όπως θα προσεγγίσει και ένα άλλο άτομο με διαφορετικό εθνικό ή πολιτισμικό υπόβαθρο. Πρέπει να έχει καταρχήν επίγνωση των προσωπικών του 95

96 ενδόμυχων σκέψεων, στάσεων, προκαταλήψεων και όποιων άλλων θεμάτων που συνδέονται με το κοινωνικό φύλο για να μπορέσει να προχωρήσει σε συμβουλευτική βοήθεια. Φυσικά χαρακτηριστικά και ικανότητες Τα εξωτερικά φυσικά χαρακτηριστικά και οι ικανότητες που διαθέτουν οι άνθρωποι, σαφώς συμβάλλουν στην αυτο-αντίληψή τους, θετικά ή αρνητικά. Οι σημερινές κοινωνίες προωθούν ένα πρότυπο νεότητας, υγείας, τέλειου σώματος, αρτιμέλειας, και πολλών ικανοτήτων. Άτομα που δεν εμπίπτουν σε αυτή την εικόνα συχνά αντιμετωπίζονται αρνητικά. Στην προσπάθεια να φθάσουν αυτό το πρότυπο εγκλωβίζονται συχνά πολλές γυναίκες. Μια επιτυχημένη συμβουλευτική προσέγγιση θα εξαρτηθεί εν μέρει από τις προσωπικές αντιλήψεις που έχουν οι σύμβουλοι για την εικόνα του σώματος αλλά κυρίως από τις συμβουλευτικές ικανότητες που διαθέτουν. Βασικές αρχές Στο χώρο της φεμινιστικής συμβουλευτικής υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις που συνδέονται με ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα (Humm, 1992). Οι διαφορετικές θεωρητικές και πρακτικές προσεγγίσεις δίνουν έμφαση σε διάφορες πτυχές της φεμινιστικής συμβουλευτικής με διαφορετικό τρόπο και θέτουν διαφορετικούς θεραπευτικούς στόχους και αναλύσεις (Enns, Russell, Worrell & Remer, 2003). Παρόλα αυτά, μπορούμε να αναγνωρίσουμε κάποιες βασικές αρχές που χαρακτηρίζουν όλες τις προσεγγίσεις της φεμινιστικής συμβουλευτικής. Δουλεύοντας πάνω στις αρχές αυτές, οι σύμβουλοι ψυχοθεραπευτές θα πρέπει να στοχεύουν στην ενίσχυση της επίγνωσης που πρέπει να έχουν οι γυναίκες για όλες τις κοινωνικές τους ταυτότητες, στην ενίσχυση της ψυχικής τους ανθεκτικότητας και ευημερίας, ενισχύσεις οι οποίες με τη σειρά τους θα οδηγήσουν στην ενδυνάμωσή τους ως οντότητες. Το προσωπικό είναι και πολιτικό «Το προσωπικό είναι πολιτικό», ότι δηλαδή οι προσωπικές εμπειρίες εντάσσονται σε ένα πολιτικό πλαίσιο και μια πολιτική πραγματικότητα, αποτελεί την βάση των φεμινιστικών προσεγγίσεων της συμβουλευτικής ψυχολογίας, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 60 (Morrow & Hawxhurst, 1998). Η φεμινιστική συμβουλευτική προσέγγιση τονίζει ότι η κύρια πηγή των αρνητικών εμπειριών και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες είναι προϊόν της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον εσωτερικό ψυχικό τους κόσμο και τον εξωτερικό κοινωνικό, και άρα είναι πολιτική Gilbert, Walker, 1990). Η αρχή αυτή περιλαμβάνει τις φεμινιστικές πεποιθήσεις για τα στερεότυπα που περιβάλλουν τον ρόλο του κοινωνικού 96

97 φύλου και όλα τα άλλα είδη καταπίεσης, όπως είναι η εθνικότητα, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ηλικία και πολλά άλλα (Worrell & Remer, 2003). Σύμφωνα με τις Judith Worrell και Pamela Remer (2003) η συμβουλευτική προσέγγιση που θα επιδοθεί στην συνειδητοποίηση αυτής της αρχής εκ μέρους των συμβουλευομένων θα πρέπει να στοχεύει στο να τις βοηθήσει (σελ.70): «1. Να συνειδητοποιήσουν την προσωπική τους πορεία προς την κατασκευή του κοινωνικού τους φύλου. 2. Να αναγνωρίσουν τα εσωτερικά τους μηνύματα και πεποιθήσεις καταπίεσης. 3. Να αντικαταστήσουν τις εσωτερικευμένες στερεοτυπικές πεποιθήσεις τους με περισσότερη συνομιλία με τον εαυτό τους 4. Να αναπτύξουν συμπεριφορές που θα επιλέξουν οι ίδιες και που δεν θα τους έχουν επιβληθεί από την κυρίαρχη κουλτούρα. 5. Να αξιολογήσουν την επίδραση των διαφόρων κοινωνικών παραγόντων στις προσωπικές τους εμπειρίες 6. Να κατανοήσουν τους τρόπους με τους οποίους η κοινωνία καταπιέζει τις γυναίκες και άλλες μειονότητες. 7. Να αναγνωρίσουν τις σεξιστικές και καταπιεστικές κοινωνικές πρακτικές που τις επηρεάζουν αρνητικά. 8. Να αποκτήσουν δεξιότητες που θα τις βοηθήσουν να προκαλέσουν αλλαγές στο περιβάλλον τους. 9. Να ανασκευάσουν τους κοινωνικούς θεσμούς για να τους απαλλάξουν από τις πρακτικές διακρίσεων. 10. Να αναπτύξουν μια αίσθηση προσωπικής και κοινωνικής δύναμης.» Η προσωπική ταυτότητα και οι κοινωνικές ταυτότητες είναι αλληλένδετες Η προσωπική ταυτότητα κάθε ανθρώπου συνδέεται και προκύπτει από όλους τους κοινωνικούς ρόλους που αναλαμβάνει ως απόρροια της κοινωνικοποίησης του. Η κατανόηση και η εμπειρία των ρόλων του κοινωνικού φύλου και των κοινωνικών προσδοκιών που αυτοί συνεπάγονται, απασχολούν ιδιαίτερα τις γυναίκες και την φεμινιστική συμβουλευτική. Στόχος της φεμινιστικής συμβουλευτικής πρέπει να είναι η αναγνώριση, εκ μέρους των συμβουλευόμενων γυναικών, όλων των κοινωνικών τους ταυτοτήτων και η 97

98 συνειδητοποίηση ότι όλες αυτές αποτελούν μέρος της προσωπικής τους ταυτότητας. Από κει και πέρα, μέσα από συζητήσεις που θα στοχεύουν στην ανεύρεση νοήματος για τις ίδιες, της κάθε μιας από αυτές τις ταυτότητες, θα πρέπει να καταλάβουν τον αντίκτυπο της κάθε μιας στην προσωπική τους ταυτότητα και αυτο-εικόνα (Worrell & Remer, 2003). Δέσμευση για κοινωνική αλλαγή Μια άλλη αρχή που διέπει την φεμινιστική συμβουλευτική τονίζει ότι αυτή δεν πρέπει να στοχεύει μόνο στην βελτίωση της ψυχολογικής κατάστασης της γυναίκας, αλλά πρέπει να δεσμευτεί και να παλέψει για μια ευρύτερη κοινωνική αλλαγή. Γνωρίζουμε καλά πως οποιαδήποτε προσπάθεια βελτίωσης της θέσης του συμβουλευόμενου ατόμου δεν μπορεί να έχει τα αποτελέσματα που επιθυμούμε αν δεν υποστηρίζεται και από το περιβάλλον του. Κατά τον ίδιο τρόπο, προκειμένου να δημιουργηθεί μια μη-σεξιστική κοινωνία, η οποία θα είναι απαλλαγμένη από προκαταλήψεις και καταπιέσεις, θα πρέπει να υπάρχει δέσμευση εκ μέρους των φεμινιστών συμβούλων και συμβουλευόμενων ότι θα δραστηριοποιηθούν προκείμενου να επέλθει αυτή η κοινωνική αλλαγή. Για να ενεργοποιηθούν σύμβουλοι και συμβουλευόμενες προς αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει να έχει προηγηθεί η συνειδητοποίηση της αρχής «το προσωπικό είναι και πολιτικό». Ισότιμες σχέσεις Η αρχή αυτή αναφέρεται στην πεποίθηση ότι οι σχέσεις ιεραρχίας καθώς και η ιεραρχική κατανομή της ισχύος είναι ανάρμοστες. Στον χώρο της φεμινιστικής συμβουλευτικής, η έμφαση δίνεται ιδιαίτερα στη σχέση συμβούλου συμβουλευόμενου, η οποία πρέπει να είναι ισότιμη γιατί και οι δύο έχουν την ίδια αξία ως άτομα. Η στήριξη αυτής της αρχής περιλαμβάνει μια φεμινιστική προοπτική στην θεραπευτική διαδικασία, η οποία έρχεται σε αντίθεση με πολλές πεποιθήσεις των παραδοσιακών θεραπειών που στηρίζονται στις στερεότυπες αξίες της ανδρικής κυρίαρχης κουλτούρας και θέλουν τον ψυχοθεραπευτή παντογνώστη. Στη φεμινιστική συμβουλευτική, η συμβουλευτική σχέση χαρακτηρίζεται από αμοιβαίο σεβασμό και φροντίδα, από ενσυναίσθηση και συνεργασία, παράγοντες που συμβάλλουν στην δημιουργία ενός υποστηρικτικού θεραπευτικού περιβάλλοντος, όπου οι συμβουλευόμενες μπορούν να εμπιστευθούν τον εαυτό τους και να ενισχυθούν στην προσπάθειά τους να επιφέρουν την αλλαγή στον εαυτό τους και την κοινωνία. Εκτίμηση της γυναικείας εμπειρίας και έκφρασης Η αρχή αυτή τονίζει ότι οι εμπειρίες που έχει βιώσει μια γυναίκα θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στην συμβουλευτική προσέγγισή της και να μην υποβιβάζονται 98

99 ή αγνοούνται υποτασσόμενες στους ανδροκρατικούς ορισμούς της γυναικείας υπόστασης. Οι γυναίκες θα πρέπει να ενθαρρύνονται ώστε να αυτο-προσδιορίζονται, εμπιστευόμενες τις προσωπικές τους εμπειρίες. Μέσα από μια τέτοια διαδικασία θα μάθουν να εκτιμούν χαρακτηριστικά τους που πριν υποτιμούσαν, θα μάθουν σιγά-σιγά να φροντίζουν τον εαυτό τους και να εμπιστεύονται την διαίσθησή τους. Η φεμινιστική συμβουλευτική προσέγγιση θα πρέπει να στοχεύει στην εμψύχωσή τους ώστε να αγαπήσουν και να εκτιμήσουν αυτό που είναι. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί βοηθώντας τις γυναίκες (Worrell & Remer, 2003, σελ.75): 1. Να εμπιστεύονται τις εμπειρίες τους ως γυναίκες. 2. Να επαναπροσδιορίσουν την γυναικεία φύση από μια γυναικεία προοπτική. 3. Να εκτιμήσουν τις αξίες που συνδέονται με την γυναίκα. 4. Να εμπιστεύονται την διαίσθησή τους ως μια έγκυρη πηγή γνώσης. 5. Να αναγνωρίσουν τα προσόντα τους. 6. Να αναγνωρίσουν τις προσωπικές τους ανάγκες και να φροντίσουν τον εαυτό τους. 7. Να εκτιμήσουν τον εαυτό τους ως γυναίκες. 8. Να εκτιμήσουν τις άλλες γυναίκες και τις σχέσεις τους με αυτές. 9. Να αποδέχονται και να αγαπούν το σώμα τους. 10.Να λειτουργούν σύμφωνα με τις προσωπικές τους σεξουαλικές ανάγκες και όχι με αυτές κάποιου άλλου προσώπου». Αναγνώριση όλων των τύπων καταπίεσης Η καταπίεση, σε όλες τις μορφές της, επηρεάζει σημαντικά όχι μόνο τις πεποιθήσεις αλλά και όλες τις μορφές ισχύος και κοινωνικής οργάνωσης. Η φεμινιστική συμβουλευτική εργάζεται ενάντια στην καταπίεση που εκδηλώνεται με γνώμονα το φύλο, την κοινωνική τάξη, την εθνικότητα, τον πολιτισμό, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, το σώμα. Τέτοια στοιχεία καταπίεσης θα πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα. Στην φεμινιστική συμβουλευτική γίνεται αναγνώριση των διαφορετικών τύπων καταπίεσης που βιώνει η γυναίκα και της συμβολής τους στις δυσκολίες και τα προβλήματα που η ίδια προβάλλει. Μέσα από αυτή την αναγνώριση ευαισθητοποιείται, έτσι ώστε να ενδυναμωθεί, να τις αντιμετωπίσει και να τις αποτινάξει. 99

100 Θεραπευτικές προσεγγίσεις της φεμινιστικής συμβουλευτικής και ψυχοθεραπείας. Παρά το ότι η φεμινιστική συμβουλευτική προσέγγιση χρησιμοποιεί πολλές θεραπευτικές προσεγγίσεις, κάποιες από αυτές θεωρούνται θεμελιώδεις για την φεμινιστική συμβουλευτική και σε αυτές θα επικεντρωθούμε στη συνέχεια. Ανάπτυξη συνείδησης Η συνειδητοποίηση εκ μέρους των γυναικών της υποβαθμισμένης θέσης τους στην κοινωνία ξεκίνησε με τις ομάδες συνειδητοποίησης της δεκαετίας του 60. Οι ομάδες αυτές ξεκίνησαν χωρίς αυστηρή δομή αλλά κυρίως ως μια διέξοδος που δινόταν στις γυναίκες για να συζητήσουν τα προσωπικά τους ζητήματα και να τα μοιραστούν με άλλες γυναίκες. Αυτή η εμπειρία τις ενέπνευσε να συνδέσουν τις προσωπικές τους εμπειρίες με την ευρύτερη κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα. Μερικά από τα θέματα που ανέκυπταν σε αυτές τις ομάδες είχαν να κάνουν με την βία στην οικογένεια, την σεξουαλική κακοποίηση, την σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο της εργασίας, τις στερεοτυπικές αντιλήψεις που συνόδευαν το φύλο τους. Σήμερα, οι ομάδες συνειδητοποίησης λειτουργούν θεραπευτικά για πολλές γυναίκες, γιατί τις βοηθούν να συνειδητοποιήσουν ότι και πολλές άλλες γυναίκες βιώνουν προβλήματα όμοια με τα δικά τους. Στοχεύουν στην αυτεπίγνωσή τους μέσα από την συναισθηματική στήριξη και την ανάλυση των κοινωνικών τους ρόλων και των εμπειριών που συνδέονται με αυτούς. Από μια άποψη, οι ομάδες συνειδητοποίησης μοιάζουν και με άλλες τεχνικές της ομαδικής συμβουλευτικής και ψυχοθεραπείας, διαφέρουν όμως στο ότι επικεντρώνονται στην εξέταση, εκ μέρους των συμμετεχόντων, των τρόπων με τους οποίους οι διάφορες μορφές καταπίεσης συμβάλλουν στην ψυχική τους οδύνη και συζητούν τρόπους επίλυσης προκειμένου να προκαλέσουν την προσωπική αλλά και την κοινωνική τους αλλαγή. Οι ομάδες ανάπτυξης της συνειδητοποίησης στοχεύουν στην ενδυνάμωση της γυναίκας ώστε να νιώσει ικανή να δραστηριοποιηθεί ενάντια στην καταπίεση, μέσα από την αμοιβαία υποστήριξη των μελών τους. Ανάλυση του ρόλου του κοινωνικού φύλου Η ανάλυση του ρόλου του κοινωνικού φύλου μπορεί να γίνει χρησιμοποιώντας διάφορες συμβουλευτικές προσεγγίσεις. Βασικό είναι η συζήτηση να επικεντρώνεται στο να βοηθηθεί η συμβουλευόμενη να αναγνωρίσει τα μηνύματα που έχει λάβει από το οικογενειακό, σχολικό, και κοινωνικό της περιβάλλον καθ όλη τη διάρκεια της ζωής της και την επίδραση που έχουν επάνω της. 100

101 Η θεραπευτική αξία της ανάλυσης του κοινωνικού ρόλου του φύλου είναι κυρίως διαγνωστική, αφού μέσα από αυτή αξιολογείται η ψυχολογική οδύνη που βιώνει η συμβουλευόμενη και ο τρόπος με τον οποίο την αντιμετωπίζει όλα αυτά τα χρόνια. Στην αρχή ανιχνεύονται οι στάσεις και οι πεποιθήσεις που έχει το συμβουλευόμενο άτομο σε σχέση με τον ρόλο του κοινωνικού του φύλου. Κατόπιν εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι πεποιθήσεις αντανακλώνται στις προσδοκίες που έχει η συμβουλευόμενη για τον εαυτό της. Μαθαίνει για την επίδραση αυτών των προσδοκιών στην ζωή της και οδηγείται στην επίγνωση του πως αυτές οι προσδοκίες την επηρεάζουν αρνητικά. Αποφεύγεται κάθε είδους ενοχοποίηση της ίδιας, αφού τονίζεται ότι οι πεποιθήσεις της αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία βλέπει τον ρόλο των γυναικών. Επανακοινωνικοποίηση Η επανακοινωνικοποίηση στοχεύει βασικά σε μια αναδόμηση του συστήματος πεποιθήσεων που έφερε μαζί της μέχρι τώρα η γυναίκα. Οι συμβουλευόμενες ευαισθητοποιούνται σε νέους μη-παραδοσιακούς ρόλους του φύλου τους και αναπτύσσουν νέες τεχνικές για να αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις. Μαθαίνουν να βρίσκουν νέες λύσεις για να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και έτσι οδηγούνται σταδιακά στην ευημερία τους. Η επανακοινωνικοποίηση έρχεται μετά την ανάλυση του ρόλου του κοινωνικού φύλου και προσφέρει μια εμπειρία, μέσα από την οποία οι γυναίκες μπορούν να οικοδομήσουν μια θετική αυτο-εικόνα. Μερικοί από τους τρόπους με τους οποίους μπορεί κάτι τέτοιο να επιτευχθεί είναι μέσα από την γνωστική αναπλαισίωση αλλά και την εξάσκηση στη διεκδικητικότητα, τεχνικές που θα οδηγήσουν και σε αύξηση του επιπέδου αυτοεκτίμησής τους. Ενδυνάμωση Η ενδυνάμωση είναι ένας ευρύτερος στόχος της φεμινιστικής παρέμβασης, που δίνει έμφαση στην ενίσχυση των δυνατοτήτων και τηε ανθεκτικότητας που διαθέτουν οι συμβουλευόμενες, προκειμένου να αντιμετωπίσουν παρελθούσες, παρούσες και μέλλουσες τραυματικές και αγχογόνες καταστάσεις (Worrell & Remer, 2003). Κατά τις Worrell και Remer (2003), η ενδυνάμωση και η ανθεκτικότητα στις γυναίκες μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ενίσχυσης της αυτο-εκτίμησης, της επίγνωσης του ρόλου του κοινωνικού τους φύλου, της αίσθησης προσωπικού ελέγχου και αυτο-αποτελεσματικότητας, της φροντίδας του εαυτού τους, της απόκτησης αποτελεσματικών δεξιοτήτων επίλυσης προβλημάτων και διεκδικητικότητας, της αποτελεσματικής πρόσβασης σε διευκολυντικούς κοινωνικούς, 101

102 οικονομικούς και κοινοτικούς πόρους, της ευελιξίας στην συμπεριφορά που προβάλει το κοινωνικό τους φύλο. Η κεντρική ιδέα είναι να βοηθηθούν οι γυναίκες να αποκτήσουν μια αίσθηση προσωπικής αξίας και να εκτίμησης και σεβασμού. αντιμετωπίζονται από τους άλλους ως άτομα άξια Άξονες της συμβουλευτικής προσέγγισης των γυναικών Η ανάδυση της πολυ-πολιτισμικής συμβουλευτικής τα τελευταία χρόνια έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην σπουδαιότητα του πολιτισμού για την ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αναγνωρίζοντας ότι η όποια ψυχολογική παρέμβαση συμβαίνει πάντα σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο. Στα πλαίσια της θεραπείας, οι πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα σε σύμβουλο, συμβουλευόμενο άτομο και την ή τις παρεμβάσεις, μπορεί να αποτελέσει πηγή έντασης και παρεξηγήσεων (Ridley, Li, & Hill, 1998). Γι αυτό χρειάζεται η ανάπτυξη ιδιαίτερων ικανοτήτων εκ μέρους των συμβούλων, οι οποίες θα περιλαμβάνουν την ευαισθητοποίηση τους σε διάφορα θέματα που άπτονται της συμβουλευτικής γυναικών. Η συμβουλευτική προσέγγιση των γυναικών εστιάζεται σε τρεις κύριους άξονες: τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις στάσεις. Γνώσεις Καταρχήν χρειάζονται οι απαραίτητες γνώσεις με τις οποίες οι σύμβουλοι θα βοηθηθούν να κατανοήσουν τα γυναικεία θέματα με τα οποία ασχολούνται. Οι γνώσεις αυτές εστιάζονται σε θέματα γυναικείας ψυχολογίας, γυναικείας φυσιολογίας και του γυναικείου κινήματος γενικότερα. Η επίδραση του γυναικείου κινήματος στην αλλαγή των ρόλων της γυναίκας είναι γνωστή σε όλους. Υπάρχουν σήμερα ειδικά προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα εστιασμένα στα γυναικεία θέματα, υπάρχει ειδική νομοθεσία που προστατεύει την γυναίκα, έχουν αναπτυχθεί ολόκληρες θεωρίες που προσπαθούν να ερμηνεύσουν την γυναίκα. Οι ψυχοθεραπευτές που συμβουλεύουν θεραπευτικά γυναίκες, θα πρέπει να μπορούν να προσεγγίζουν την γυναικεία συμπεριφορά από μια ιστορικοπολιτική προοπτική. Μια τέτοια προοπτική επιτρέπει στους συμβούλους να λαβαίνουν υπόψη την επίδραση του χρόνου, του τόπου και των κοινωνικών συνηθειών στην ζωή της γυναίκας. Η καλή γνώση της φυσιολογίας της γυναίκας και των λειτουργιών του γυναικείου σώματος θα βοηθήσει τους συμβούλους να καταλάβουν καλύτερα τις γυναικείες ανάγκες. Οι σύμβουλοι θα πρέπει να γνωρίζουν τι υποστηρίζουν οι θεωρίες της προσωπικότητας για την γυναίκα, έτσι ώστε να προσεγγίζουν και να διερευνούν με διαφορετικούς τρόπους την γυναικεία προσωπικότητα. 102

103 Δεξιότητες Οι δεξιότητες ορίζουν την ικανότητα μας να προκαλέσουμε ένα επιθυμητό αποτέλεσμα. Στη συμβουλευτική αυτό μεταφράζεται στην ικανότητα να επηρεάσουμε τη συμπεριφορά ή τις στάσεις του συμβουλευόμενου ατόμου προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Οι συμβουλευτικές δεξιότητες θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν σε τέσσερις βασικές κατηγορίες: λεκτική συμπεριφορά, μη-λεκτική συμπεριφορά, δεξιότητες διαδικασίας και τεχνικές. Οι λεκτικές δεξιότητες περιλαμβάνουν τις ελάχιστες ενθαρρύνσεις, την παροχή πληροφόρησης, ανοικτές και κλειστές ερωτήσεις, παραφράσεις, αυτό-αποκαλύψεις, αντανακλάσεις συναισθημάτων και περιεχομένου, άμεση καθοδήγηση και παροχή συμβουλών, ερμηνείες, αντιμετωπίσεις κατά πρόσωπο και άλλες. Τέτοιες λεκτικές συμπεριφορές θεωρούνται ότι μπορεί να χρησιμοποιούνται από όλες τις θεραπευτικές προσεγγίσεις, ανεξάρτητα από την θεωρητική προέλευση τους. Οι μη-λεκτικές δεξιότητες προσεκτικής παρακολούθησης και ενεργητικής ακρόασης περιλαμβάνουν την οπτική επαφή, τον τόνο και την χροιά της φωνής, καθώς και την όλη στάση του σώματος του συμβούλου-ψυχοθεραπευτή κατά την συμβουλευτική σχέση. Οι δεξιότητες διαδικασίας περιλαμβάνουν εκείνες οι οποίες επιτρέπουν στον σύμβουλο ψυχοθεραπευτή να γνωρίζει πότε και με ποιο τρόπο θα εφαρμόζει τις λεκτικές και μη-λεκτικές δεξιότητες που προαναφέρθηκαν. Εδώ θα μπορούσε κανείς να εντάξει την επιλογή του κατάλληλου χρόνου για την εφαρμογή τους, την επίγνωση των δυνατοτήτων της συμβουλευόμενης, την αυτεπίγνωση, την ικανότητα αντίληψης και αντίδρασης στις ανάγκες της συμβουλευόμενης, καθώς και την ικανότητα επιλογής της κατάλληλης, κάθε φορά, παρέμβασης. Οι διαδικαστικές αυτές δεξιότητες συνθέτουν την γνώση που διαθέτουν οι σύμβουλοι ψυχοθεραπευτές για τον εαυτό τους αλλά και γενικότερα για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Φανερώνουν την ευαισθησία, την δεξιοτεχνία και την εμπειρία τους να εκτιμούν ορθά μια κατάσταση, να επιλέγουν τον σωστό τρόπο παρέμβασης και να αποτιμούν ορθά το αποτέλεσμα. Οι τεχνικές περιλαμβάνουν όλες εκείνες που προτείνουν οι διάφορες θεωρίες της συμβουλευτικής και τις οποίες πρέπει να γνωρίζουν οι σύμβουλοι ψυχοθεραπευτές. Εδώ θα μπορούσαν να ενταχθούν η διδασκαλία συγκεκριμένων δεξιοτήτων (π.χ. εξάσκηση στη διεκδικητικότητα), η στήριξη στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων (π.χ. μόνος γονέας, ομοφυλοφιλία) ή η δημιουργία ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος για την 103

104 προσωπική εξέλιξη (ομάδες αυτογνωσίας, μαθήματα γυναικείων σπουδών ή άλλες γυναικείες ομάδες). Επίσης, ορισμένες τεχνικές ή παρεμβάσεις που έχουν αναπτυχθεί ειδικά για την μησεξιστική ή την φεμινιστική συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία και στις οποίες ήδη αναφερθήκαμε, περιλαμβάνουν: την συμμετοχή σε ομάδες συνειδητοποίησης, που συστήνεται για πολλούς από τους γυναικείους προβληματισμούς και έχει πολύ καλά αποτελέσματα (Worell & Remer, 2003), την ανάλυση του ρόλου του κοινωνικού φύλου, την ενδυνάμωση μέσα από την ανάλυση της δύναμης που διαθέτει η γυναίκα μέσα της, καθώς και την ολοκληρωμένη ανάλυση της καταπίεσης, της καταδυνάστευσης. Άλλες παρεμβάσεις που χρησιμοποιούνται συχνά είναι η αναπλαισίωση, η βιβλιοθεραπεία και η ομαδική θεραπεία (Enns, 1997). Πέρα από αυτές όμως, στις τεχνικές θα μπορούσαν να ενταχθούν και εκείνες που οδηγούν σε σωστή εκτίμηση του είδους του προβλήματος που αντιμετωπίζει η συμβουλευόμενη, στην επιλογή της ορθής συμβουλευτικής προσέγγισης που πρέπει να ακολουθηθεί καθώς και στην επιλογή του σωστού πλαισίου παροχής βοήθειας. Είναι ενδιαφέρον να δούμε αν η συμβουλευτική προσέγγιση διαφοροποιείται ανάλογα με το φύλο, να γνωρίζουμε δηλαδή αν στην φεμινιστική συμβουλευτική προσέγγιση οι σύμβουλοι ψυχοθεραπευτές διαφέρουν ως προς την χρήση των δεξιοτήτων όταν έχουν να κάνουν με άνδρες ή με γυναίκες. Λίγες έρευνες έχουν εξετάσει αυτό το ερώτημα. Κάποιες από αυτές βρήκαν ότι οι άπειροι σύμβουλοι είναι περισσότερο μη-κατευθυντικοί με τις γυναίκες από ό,τι με τους άνδρες (Parker, 1967). Επίσης, σύμβουλοι με συμβουλευόμενα άτομα του ίδιου φύλου χρησιμοποιούν περισσότερες αντανακλάσεις, λιγότερες αντιμετωπίσεις κατά πρόσωπο και είναι πιο γνήσιοι, με περισσότερες αυτο-αποκαλύψεις. Επίσης, απευθύνουν περισσότερες ερωτήσεις στις γυναίκες συμβουλευόμενες (Hill, 1975). Το ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί και διαφορετικά: Μήπως οι γυναίκες παρουσιάζουν διαφορετικά τον εαυτό τους από τους άνδρες στη συμβουλευτική σχέση ή μήπως προβάλλουν άλλα προβλήματα, με αποτέλεσμα να εκμαιεύουν διαφορετικές δεξιότητες από τους συμβούλους; Ένα σταθερό εύρημα των ερευνών είναι ότι η παρουσία της γυναίκας στην συμβουλευτική δυάδα παράγει περισσότερη συζήτηση γύρω από τα συναισθήματα (Brooks, Fuller, Grantham, Hill, Scher, 1975). Οι γυναίκες είναι πολύ πιο πρόθυμες να αναζητήσουν ψυχολογική στήριξη από τους άνδρες και γενικά, εκφράζουν με μεγαλύτερη ευκολία τα συναισθήματά τους. Οι άνδρες δυσκολεύονται 104

105 να παραδεχθούν ότι χρειάζονται βοήθεια, και, ακόμη περισσότερο, δυσκολεύονται να μιλήσουν για τα συναισθήματά τους. Αρκούν αυτές οι διαπιστώσεις από μόνες τους να δικαιολογήσουν την χρήση διαφορετικών δεξιοτήτων στην συμβουλευτική προσέγγιση των γυναικών και των ανδρών; Ένα άλλο ζήτημα που χρήζει αναφοράς σε σχέση με τη χρήση δεξιοτήτων, είναι τα διαφορετικά ζητήματα που προβάλουν τα δύο φύλα στη συμβουλευτική σχέση. Οπωσδήποτε λόγω βιολογικών διαφορών και διαφορετικής διαδικασίας κοινωνικοποίησης των δύο φύλων, οι γυναίκες τείνουν να επιδεικνύουν κάποιες συμπεριφορές και κάποια προβλήματα, περισσότερο από τους άνδρες. Επίσης λόγω των κοινωνικών δομών, οι γυναίκες έχουν μια μακρά ιστορία υποταγής και έλλειψης δύναμης που τις έχουν οδηγήσει σε εξάρτηση, παθητικότητα και έλλειψη αυτο-εκτίμησης. Για παράδειγμα, όπως αποδεικνύεται, οι γυναίκες εμφανίζουν δυο φορές περισσότερη κατάθλιψη από τους άνδρες (American Psychological Association, Κλεφτάρας, Worell & Remer, 2003). Οι σύμβουλοι θα πρέπει να τα λαβαίνουν όλα αυτά υπόψη τους όταν έχουν να κάνουν με γυναίκες, ιδιαίτερα εφόσον διαφορετικές συμβουλευτικές δεξιότητες είναι πιο αποτελεσματικές με συγκεκριμένα προβλήματα. Στάσεις Στις δυτικές κοινωνίες τουλάχιστον, επικρατεί ακόμη και στις μέρες μας η πεποίθηση ότι τα αγόρια είναι πιο ανεξάρτητα, πιο θαρραλέα, πιο έξυπνα, λογικά, δημιουργικά, διεκδικητικά, στωικά, αυτόνομα, επιθετικά, ανταγωνιστικά, έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, δεν δείχνουν εύκολα τα συναισθήματά τους. Αντίθετα, τα κορίτσια πιστεύεται ότι είναι πειθήνια, ευγενικά, υποκειμενικά, εξαρτημένα, εύθραυστα, παθητικά, αθώα, ευαίσθητα, υποχωρητικά, δεκτικά, με αυταπάρνηση, διαθέτουν διαίσθηση, τους αρέσει να φροντίζουν και δεν τους αρέσει να ρισκάρουν (Bardwick & Douvan, Williams, Φρειδερίκου, 1995). Αυτές οι διαφορές αντανακλώνται και στις επαγγελματικές επιλογές των δύο φύλων. Αλλά και στον χώρο της ψυχοθεραπείας βλέπουμε να υπάρχουν περισσότερες γυναίκες με συμπτώματα κατάθλιψης, πανικού, φοβίας και αγοραφοβίας, ενώ στους άνδρες εμφανίζεται συχνότερα το φαινόμενο της χρήσης ουσιών καθώς και διαφόρων μορφών αντικοινωνικής συμπεριφοράς (McBride, McGrath, Keita, Strickland & Russo, Worell & Remer, 2003). Η ερευνητική βιβλιογραφία δείχνει ότι ένα μεγάλο ποσοστό ψυχοθεραπευτών που ασχολούνται με γυναίκες, επιτρέπουν στις προκαταλήψεις τους για το γυναικείο φύλο να 105

106 επηρεάζουν την θεραπευτική τους προσέγγιση, έτσι ώστε να λειτουργούν με δύο μέτρα και δύο σταθμά. (Bingham & House, Hare-Mustin, Schlossberg & Pietrofesa, Sherman, 1980). Τέτοιου είδους προκαταλήψεις ωθούν τις γυναίκες όλο και περισσότερο σε παραδοσιακούς ρόλους με τους επακόλουθους ανεπιτυχείς τρόπους σκέψεις και τα παράλογα συχνά συναισθήματα που τους συνοδεύουν. Όμως και σε πρόσφατες έρευνες τίθεται το ερώτημα αν οι σύμβουλοι ψυχοθεραπευτές που ασκούν φεμινιστική συμβουλευτική, αντανακλούν τις φεμινιστικές αρχές και αξίες στην πράξη (Marecek & Kravetz, Chester & Bretherton, 2001). Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα αναιρούσε όλα όσα υποστηρίχθηκαν παραπάνω. Η Συμβουλευτική διαδικασία Η φεμινιστική συμβουλευτική, αντίθετα από μερικές παραδοσιακές συμβουλευτικές προσεγγίσεις, δεν στοχεύει απαραίτητα στην εξάλειψη του πόνου ή της στενοχώριας μέσω της προσαρμογής του ατόμου σε μια κατάσταση. Αν στόχος της δεν είναι η προσαρμογή αλλά η συνειδητοποίηση και η επακόλουθη δραστηριοποίηση για αλλαγή, οι παράμετροι αυτές μπορεί να είναι μια υγιής ένδειξη αντίδρασης του ατόμου στο περιβάλλον. Για παράδειγμα, ο θυμός, μπορεί να μην είναι ευχάριστος και να θέλουμε να τον εξαλείψουμε, μπορεί όμως, αν είναι μια υγιής αντίδραση στην καταπίεση, να λειτουργήσει ως κίνητρο για αλλαγή. Η συμβουλευτική διαδικασία στην θεραπευτική προσέγγιση των γυναικών θα πρέπει να στοχεύει στην αλλαγή, την ισότητα, την ενδυνάμωση, την ισορροπία ανάμεσα στην ανεξαρτησία και την αλληλεξάρτηση, και την εκτίμηση της διαφορετικότητας. Θα πρέπει να στοχεύει στην αλλαγή του περιβάλλοντος παρά στην προσαρμογή σε αυτό, στην ανάπτυξη ισότιμων παρά ιεραρχικών σχέσεων με τους άλλους. Για να πετύχει αυτούς τους στόχους, η συμβουλευτική διαδικασία θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από τα παρακάτω (Ballou & Gabalac, 1984): Ισότιμη σχέση. Οι συμβουλευτικοί ψυχολόγοι οι οποίοι ασπάζονται την διαφορετικότητα στην θεραπευτική προσέγγιση θα πρέπει να θεωρούν τον εαυτό τους σύντροφο της συμβουλευόμενης και να εκτιμούν και να σέβονται την ανάγκη της για υποστήριξη και αμοιβαία ανίχνευση. Όταν η σύμβουλος είναι γυναίκα, δεν θα πρέπει να διστάζει να μοιραστεί κάποια σχετική προσωπική της εμπειρία με την συμβουλευόμενη. Η αυτόαποκάλυψη αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό κομμάτι της θεραπευτικής διαδικασίας. 106

107 Ενεργητικό, συμμετοχικό συμβουλευτικό ύφος. Στην θεραπευτική συμβουλευτική γυναικών, οι ειδικοί εργάζονται με γυναίκες που βρίσκονται σε σύγκρουση και σύγχυση και προσπαθούν να τις βοηθήσουν να καταλάβουν τα συναισθήματά τους. Παράλληλα, τις φέρνουν αντιμέτωπες με την ανάγκη τους για ανάπτυξη και αποφασιστικότητα. Οι σύμβουλοι ψυχοθεραπευτές πρέπει να εκπέμπουν θερμά και υποστηρικτικά συναισθήματα, παράλληλα όμως να βοηθούν την συμβουλευόμενη προς την κατάκτηση της δικής της ανεξάρτητης σκέψης. Η συμβουλευτική προσέγγιση και οι όποιες τεχνικές επιλεγούν, θα πρέπει να εντάσσονται σε ένα μη-σεξιστικό ή σε ένα φεμινιστικό πλαίσιο. Παροχή πληροφόρησης. Η συμβουλευτική προσέγγιση των γυναικών χαρακτηρίζεται από έντονα εκπαιδευτικά στοιχεία. Η συμβουλευόμενη ίσως χρειαστεί να διδαχθεί κοινωνικά και ιστορικά γεγονότα σχετικά με τον σεξισμό και την επίδραση των σεξιστικών προτύπων που έχει καλλιεργήσει ο πολιτισμός. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η ανάλυση του ρόλου του φύλου προκειμένου να βοηθηθεί η συμβουλευόμενη να κατανοήσει πως έχει εθιστεί από τον πολιτισμό της να αντιδρά κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο. Προσωπική επιβεβαίωση. Πολλές γυναίκες προέρχονται από καταπιεστικά περιβάλλοντα, έχουν βιώσει καταπιεστικές καταστάσεις και δεν έχουν καμία επίγνωση της προσωπικής τους αξίας. Η συμβουλευτική προσέγγιση των γυναικών προσπαθεί να επιβεβαιώσει στο άτομο την μοναδικότητα και την αξία του να το σέβονται οι άλλοι. Χρήση των παραδοσιακών θεωριών με την επίγνωση των πολύ-πολιτισμικών τους επιπτώσεων. Οι παραδοσιακές θεωρίες της συμβουλευτικής και της ψυχοθεραπείας μπορούν να μορφοποιηθούν κατά τρόπο που να είναι ευαίσθητες σε θέματα κοινωνικού φύλου και πολιτισμού. Μια τέτοια προσπάθεια και προσέγγιση περιγράφεται σε μια χρήσιμη κριτική θεώρηση των κλασσικών θεωριών από τους Brown & Ballou (1992) αλλά και πιο πρόσφατα από τους Ivey (2000) και Ivey, Ivey, Myers & Sweeney (2005). Χρήση πόρων και υπηρεσιών της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η θεραπεία δεν τελειώνει με το τέλος της συμβουλευτικής συνέντευξης. Πολλές γυναίκες παραπέμπονται για νομική βοήθεια ή άλλες υποστηρικτικές υπηρεσίες σε ομάδες υποστήριξης γυναικών ή σε ομάδες απασχόλησης στα πλαίσια των δράσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Πολλοί Δήμοι στη χώρα μας, αλλά και η Εκκλησία και πολλές άλλες μη-κυβερνητικές οργανώσεις έχουν αναπτύξει τα τελευταία χρόνια εξειδικευμένα κέντρα στήριξης, πληροφόρησης και γενικότερα βοήθειας των γυναικών. 107

108 Ο/Η σύμβουλος ψυχοθεραπευτής Όπως οι ατομικές διαφορές μεταξύ των συμβουλευόμενων επηρεάζουν την διαδικασία και το αποτέλεσμα της συμβουλευτικής, έτσι και οι μεταβλητές που χαρακτηρίζουν τους συμβούλους ψυχοθεραπευτές επηρεάζουν επίσης τα αποτελέσματα. Φαίνεται ότι υπάρχουν διαφορές στον τρόπο με τον οποίο οι άνδρες και οι γυναίκες σύμβουλοι αντιδρούν στην συμβουλευτική συνάντηση. Ένα θέμα που μπορεί να διαφοροποιεί τα δύο φύλα ως συμβούλους ενδέχεται να είναι το επίπεδο της γνωστικής τους ανάπτυξης, ιδιαίτερα σε σχέση με τις στάσεις τους απέναντι στις γυναίκες, όπως έχουν επισημάνει και οι Knefelkamp, Widick & Stroad, (1976). Η άποψη την οποία υποστηρίζουν στο κείμενό τους, αναφέρεται στην προσπάθεια του ανθρώπου - ανάλογα με το επίπεδο της γνωστικής του ανάπτυξης - να συλλάβει και να περιγράψει τους άλλους σε σχέση με την πορεία της σκέψης τους και των επιδράσεων αυτών των σκέψεων στην συμπεριφορά τους. Όπως οι συμβουλευόμενες περνούν από γνωστικά εξελικτικά στάδια, έτσι και οι σύμβουλοι μπορεί να περνούν από παρόμοια στάδια. Ένα θέμα που μπορεί να επηρεάζει ιδιαίτερα τη συμπεριφορά είναι το γνωστικό στάδιο των συμβούλων σχετικά με τις στάσεις τους απέναντι στις γυναίκες. Σε ένα πρώτο επίπεδο απλής διχοτόμησης, μπορεί οι σύμβουλοι, άνδρες ή γυναίκες, να βλέπουν τις γυναίκες ως παραδοσιακές ή μη-παραδοσιακές, παθητικές ή επιθετικές, αβοήθητες ή δυναμικές, φεμινίστριες ή μη-φεμινίστριες. Σε ένα δεύτερο, πιο σχετικό επίπεδο, μπορεί να βλέπουν διάφορες γυναικείες εκδοχές. Και σε ένα ανώτερο επίπεδο, μπορεί να βλέπουν τις γυναίκες ως ανθρώπους με ατομικές προσωπικότητες, στόχους και προβλήματα, οι οποίες αναζητούν να βοηθηθούν ξεχωριστά. Το γνωστικό επίπεδο συμβούλου και συμβουλευόμενης, ως προς το πως βλέπουν και οι δύο την γυναίκα, μπορεί να είναι καθοριστικό στην πρόβλεψη της προκατάληψης στην συμβουλευτική σχέση. Σε μια φεμινιστική συμβουλευτική προσέγγιση θα πρέπει οι σύμβουλοι συνεχώς να στοχάζονται, να αναλύουν, να αξιολογούν και να λαβαίνουν αποφάσεις με την οπτική του φύλου. Θα είναι σε θέση να λειτουργήσουν σύμφωνα με τις φεμινιστικές αρχές μόνο αν χαρακτηρίζονται από αυτεπίγνωση και θέληση να μάθουν από τις εμπειρίες των άλλων. Η εκτίμηση της επίδρασης του φύλου, της προσωπικότητας και του επιπέδου αυτεπίγνωσης στην θεραπευτική προσέγγιση είναι πολύ σημαντικά για την απόκτηση εμπιστοσύνης των συμβούλων ψυχοθεραπευτών στις ικανότητες τους να χειριστούν με επιτυχία ζητήματα της φεμινιστικής συμβουλευτικής. 108

109 Τρόποι κινητοποίησης των γυναικών για αναζήτηση συμβουλευτικής στήριξης Το ενδιαφέρον των γυναικών, το κίνητρο που θα τις ωθήσει να αναζητήσουν συμβουλευτική βοήθεια, θα ξεκινήσει από την ενημέρωση και την συνειδητοποίηση της κατάστασης και της θέσης τους στην κοινωνία. Χρειάζεται να προηγηθεί πληροφόρηση σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας, αλλά και σε εθνικό επίπεδο, μέσω των media, των ενημερωτικών διαλέξεων, ομάδων ευαισθητοποίησης, και πολλών άλλων δραστηριοτήτων. Η αφύπνιση των ανθρώπων για τους ρόλους του φύλου τους και η συνειδητοποίηση των επιλογών τους, πρέπει να ξεκινάει νωρίς στη ζωή. Το σχολείο είναι ο βασικός θεσμός, μέσα από τον οποίο κοινωνικοποιείται κάθε άνθρωπος, μετά από την οικογένεια. Στις ηλικίες των έξι, επτά ή οκτώ ετών μπορούν τα παιδιά να ενημερώνονται για τις συμπεριφορές των δύο φύλων με άξονα την ισότητά τους. Στο σχολικό περιβάλλον μπορούν να αρθούν ευκολότερα τα στερεότυπα που συνδέονται με τις επιλογές, τις προσδοκίες και την συμπεριφορά των δύο φύλων, διευρύνοντας έτσι τις ταυτότητές τους. Για ενήλικες γυναίκες που έχουν μεγαλώσει σε παραδοσιακά οικογενειακά περιβάλλοντα και έχουν βιώσει καταπίεση και προκατάληψη λόγω του φύλου τους, η αφύπνιση θα ξεκινήσει μέσα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και τις άλλες δραστηριότητες (διαλέξεις, επιμορφώσεις, ομάδες ευαισθητοποίησης) που μπορούν και επιβάλλεται να προσφέρονται σε τοπικό κοινοτικό ή ενοριακό επίπεδο. Μέσα από μια τέτοια αφύπνιση πολλές θα κινητοποιηθούν και θα αναζητήσουν μια μεγαλύτερη και περισσότερο εξειδικευμένη βοήθεια για να μπορέσουν να αλλάξουν την κατάσταση τους. Από όλα όσα υποστηρίχθηκαν πιο πάνω, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η φεμινιστική συμβουλευτική προσέγγιση των γυναικών απαιτεί ορισμένες συγκεκριμένες γνώσεις, κατάρτιση και δεξιότητες. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ψυχοθεραπευτές ή οι ψυχοθεραπεύτριες που θα θεραπεύουν γυναίκες θα πρέπει να είναι εξειδικευμένες μόνο στα θέματα αυτά. Το να εξειδικευθεί ένας ή μια σύμβουλος μόνο σε συγκεκριμένες ομάδες συμβουλευόμενων θα δημιουργούσε διάσπαση και στενά όρια μέσα στο επάγγελμα, πράγμα που θα ήταν ολέθριο για τα συμβουλευόμενα άτομα. Είναι αυτονόητο ότι πάνω και πέρα από τις πολλές γνώσεις και δεξιότητες, που πρέπει να διαθέτουν ως σύμβουλοι ψυχοθεραπευτές, θα πρέπει να διαθέτουν επιπλέον και όλες τις γνώσεις και δεξιότητες που άπτονται των γυναικών και στις οποίες ήδη αναφερθήκαμε. Οι σύμβουλοι πρέπει να έχουν ευρεία μόρφωση και να διαθέτουν πολλές γνώσεις, να έχουν εμπειρία με ποικίλα άτομα για να είναι πιο αποτελεσματικοί στον ρόλο τους. Δεν μπορεί κανείς να βοηθήσει μια γυναίκα αν δεν γνωρίζει την ψυχολογία των ανδρών αλλά 109

110 ούτε έναν άνδρα αν δεν γνωρίζει την ψυχολογία των γυναικών, ιδιαίτερα όταν έχει να χειριστεί θέματα διαπροσωπικών σχέσεων. Άρα, η όλη τους κατάρτιση θα πρέπει να τους προετοιμάζει για μια ποικιλία ανθρώπων και καταστάσεων έτσι ώστε να είναι σε θέση να κατανοούν τις ποικίλες ανάγκες των πελατών τους. Η κατανόηση θεμάτων που άπτονται του φύλου είναι ουσιαστική στην αντίληψη της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Οι γνώσεις και η κατάρτιση των συμβούλων θα πρέπει να στραφεί περισσότερο προς την σύλληψη διαφόρων εξελικτικών καταστάσεων και πως αυτές εκδηλώνονται στους άνδρες και στις γυναίκες. Επίλογος Ο φεμινισμός είναι ένας «ρευστός, συνεχώς μεταβαλλόμενος και εξελισσόμενος τρόπος θεώρησης της ύπαρξης μας στον κόσμο. Στοχεύει στην σύνθεση του προσωπικού με το πολιτικό, της λογικής με την διαίσθηση, του υποκειμενικού με το αντικειμενικό, του ανδρικού με το θηλυκό. Οι πολώσεις δεν είναι πλέον αντίθετες γιατί δεν αντιμετωπίζονται ως αντίθετες, αλλά ως μέρη ενός όλου. Οι φεμινιστικές αρχές συνεργάζονται παρά ανταγωνίζονται, είναι κοινές παρά ατομικές» (Griffith, 1975, σελ. 21). Βασικός στόχος της φεμινιστικής συμβουλευτικής είναι να βοηθηθούν τα συμβουλευόμενα άτομα να προχωρήσουν από χαμηλά επίπεδα επίγνωσης των διαφόρων ταυτοτήτων τους (άρνηση, συμμόρφωση, αφέλεια) σε ανώτερα επίπεδα (αναγνώριση, σύνθεση), όπου θα μπορούν να εκτιμήσουν, να συνθέσουν και να εσωτερικεύσουν συνειδητά στοιχεία της κάθε διάστασης που συνθέτει την ταυτότητά τους. Μέσα από μια ανίχνευση των διαφορετικών ρόλων ισχύος που καθορίζουν την ζωή τους, θα πρέπει να ενθαρρύνονται να εκτιμήσουν τον εαυτό τους και τα άλλα σημαντικά πρόσωπα της ζωής τους κατά τρόπο ισότιμο και να διαπραγματευτούν ισότιμες προσωπικές σχέσεις. Η πορεία προς την αλλαγή θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από μια απελευθέρωση από τους καταπιεστικούς κοινωνικούς εξαναγκασμούς και μια ανίχνευση νέων δυνατοτήτων που τους προσφέρονται. Αντί να προσπαθούν να εντάξουν τον εαυτό τους σε κοινωνικά προαποφασισμένους ρόλους, θα πρέπει να έχουν την ενόραση και την δύναμη να επιλέξουν τους ρόλους που τις εκφράζουν και τους ταιριάζουν. 110

111 Βιβλιογραφία American Psychological Association (2002). Proceedings : Summit on women and depression. Washington, DC: Author. Ballou, M., & Babalac, N. (1984). A feminist position on mental health. Springfield, Il: Thomas. Bardwick, J., & Douvan, E. (1972). Ambivalence: The socialization of women. In J. M. Bardwick (Ed.), Readings on the psychology of women. New York: Harper & Row. Bingham, W. C. & House, E. W. (1973). Counselors view women and work: Accuracy of information. Vocational Guidance Quarterly, 21, Brodsky, A. M. (1973). The consciousness-raising group as a model for therapy with women. Psychotherapy: Therapy, Research and Practice, 10, Brooks, L. (1974). Interaction effects of sex and status on self disclosure. Journal of Counseling Psychology, 21, Burn, S. M. (1996). The social psychology of gender. New York: McGraw-Hill. Cammaert, L. P. & Larsen, C. C. (1988). Feminist frameworks of psychotherapy. In M. Dutton- Douglas & L. E. Walker (Eds.), Feminist psychotherapies: Integration of therapeutic and feminist systems (σελ ). Norwood, NJ: Ablex Publishing Corporation. Chester, A. & Bretherton, D. (2001). What makes feminist counseling feminist? Feminism and Psychology, 11(4), Enns, C. Z. (1992). Toward integrating feminist psychotherapy and feminist philosophy. Professional psychology: Research and practice, 23(6): Enns, C. Z. (1997). Feminist theories and feminist psychotherapies: Origins, themes, and variations. New York: Haworth Press. Epstein, C. F. (1997).The multiple realities of sameness and difference: Ideology and practice. Journal of Social Issues, 53, Φρειδερίκου, Α. (1995). «Η Τζένη πίσω από το τζάμι». Αναπαραστάσεις των φύλων στα εγχειρίδια γλωσσικής διδασκαλίας του δημοτικού σχολείου. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Fuller, F. F. (1963). Influence of sex of counselor and of client on client expressions of feeling. Journal of Counseling Psychology, 10, Gannon, L. (1982). The role of power in psychotherapy. Women & Therapy, 1 (2), Gilbert, L. A. (1980). Feminist therapy. In A. M. Brodsky & R. T. Hare-Mustin (Eds.). Women and psychotherapy (σελ ). New York: Guilford. 111

112 Grantham, R. J. (1973). Effects of counselor sex, race, and language style on black students in initial interviews. Journal of Counseling Psychology, 20, Griffith, A. (1975). Feminist counselling: A perspective. The School Guidance Worker, 3(1), Hare-Mustin, R. T. (1978). A feminist approach to family therapy. Family Process, 17, Harper, F. D. (2003). Background: Concepts and History. In F. D. Harper & J. McFadden (Eds.), Culture and counselling (pp. 1-19). New York: Pearson Education, Inc. Hill, C. E.(1975). Sex of client and sex and experience level of counselor. Journal of Counseling Psychology, 22, Humm, M. (1992). Feminisms: a reader. London: Harvester Wheatsheaf. Ivey, A. (2000). Developmental therapy: Theory into practice. North Amherst, MA: Microtraining. Ivey, A. E., D Andrea, M., Ivey, M. B., & Simek-Morgan, L. (Eds.). (2002). Theories of counseling and psychotherapy: A multicultural perspective (5 th ed.). Boston: Allyn and Bacon. Ivey, A., Ivey, M., Myers, J. & Sweeney, T. (2005). Developmental counseling and therapy. Promoting wellness over the lifespan. Boston: Lahaska Press. Houghton Mifflin Co. Κλεφτάρας, Γ. (1998). Η κατάθλιψη σήμερα. Περιγραφή, διάγνωση, θεωρίες και ερευνητικά δεδομένα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Knefelkamp, L. L., Widick, C. C. & Stroad, B. (1976). Cognitive-developmental theory: A guide to counseling women. The Counseling Psychologist, 6(2), Liu, W. M., & Pope-Davis, D. B. (2004). Understanding classism to effect personal change. In T. B. Smith (Ed.), Practicing multiculturalism: Affirming diversity in counseling and psychology (σελ ). Boston: Allyn and Bacon. McBride, A. B. (1987). Position paper. In A. Eichler & D.L. Perron (Eds.), Women s mental health: Agenda for research (pp ). Rockville, MD: National Institute of Mental Health. McGrath, E., Keita, G. P., Strickland, B. R. & Russo, N. F. (1990). Women and depression: Risk factors and treatment issues. Washington Dc: American Psychological Association. Marecek, J. & Kravetz, D. (1998). Power and agency in feminist therapy. In B. Seu and C. Heeman (Eds.) Feminism and psychotherapy. London: Sage. Morrow, S. L. & Hawxhurst, D. M. (1998). Feminist therapy: integrating political analysis in counselling and psychotherapy. Women and Therapy, 21(2), Parker, G. V. C. (1967). Some concomitants of therapist dominance in the psychotherapy interview. Journal of Consulting Psychology, 31,

113 Ridley, C. R., Li, L. C., & Hill, C. L. (1998). Multicultural assessment: Re-examination, reconceptualization and practical application. Counseling Psychologist, 26, Rosenthal, R. (1994). Interpersonal expectancy effects: A 30-year perspective. Current Directions in Psychological Science, 3, Rosewater. L. B. (1988). Feminist therapies with women. In M. Dutton-Douglas & L. E. Walker (Eds.), Feminist psychotherapies: Integration of therapeutic and feminist systems (σελ ). Norwood, NJ: Ablex Publishing Corporation. Russell, J. (1996). Feminism and counseling. In R. Bayne, I. Horton and J. Bimrose (Eds.). New directions in counselling. London: Taylor & Francis. Scher, M. (1975). Verbal activity, sex, counseling experience, and success in counseling. Journal of Counseling Psychology, 22, Schlossberg, N. K. & Pietrofesa, J. J. (1978). Perspectives on counselling bias: Implications for counsellor education. In L. W. Harmon, J. M. Birk, L. E. Fitzgerald & M. F. Tanney (Eds.), Counseling women (pp ). Monterey, CA: Brooks/Cole. Schmidt, J. J. (2006). Social and cultural foundations of counseling and human services. Multiple influences on self-concept development. New York. Pearson Education Inc. Sherman, J. A. (1980). Therapist attitudes and sex-role stereotyping. In A. M. Brodsky & R. T. Hare-Mustin (Eds.), Women and psychotherapy: An assessment of research and practice (pp ). New York: Guilford Press. Snyder, M., & Dyamot, C. M., Jr. (2001). Self-fulfilling prophecies. In J. Worell (Ed.), Encyclopedia of women and gender: Sex similarities and differences and the impact of society on gender (Τομ. 2, σελ ). San Diego, CA: Academic Press. Towsen, S. M. J., Zanna, M. P. & MacDonald, G. (1989). Self-fulfilling prophesies: Sex-role stereotypes as expectations for behaviour. In R. K. Unger (Ed.), Representations: Social constructions of gender (pp ). Amityville, NY: Baywood. Walker, M. (1990). Women in therapy and counselling. Milton Keynes: Open University Press. Williams, J. H. (1977). Psychology of women: Behavior in a biosocial context. New York: Norton. Worell, J. & Remer, P. (2003). Feminist perspectives in therapy. Empowering diverse women. New Jersey: John Wiley & Sons, Inc. 113

114 114

115 Κεφάλαιο 5 ο Διαπολιτισμική/πολυπολιτισμική προσέγγιση στη συμβουλευτική: λαμβάνοντας υπόψη τον παράγοντα φύλο Αναστασία Ψάλτη Το επιστημονικό πεδίο της διαπολιτισμικής συμβουλευτικής αριθμεί ήδη πάνω από 25 χρόνια ζωής. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, με τις ραγδαίες αλλαγές στην πληθυσμιακή σύνθεση των περισσοτέρων χωρών, η έννοια της διαπολιτισμικής συμβουλευτικής έχει αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικών συζητήσεων και ερευνών σε ολόκληρο τον κόσμο, πέρα από τις παραδοσιακές χώρες υποδοχής μεταναστών. Εξαίρεση δεν αποτελεί ούτε η Ελλάδα, η οποία από τη δεκαετία του 1990 αρχίζει να δέχεται ένα μεγάλο αριθμό μεταναστών (νόμιμων και παράνομων) και προσφύγων, οι οποίοι σήμερα σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία φτάνουν το 7% του συνολικού πληθυσμού της (Ι.Μ.Ε.Π.Ο., 2004). Μέχρι πρόσφατα, ο όρος «Διαπολιτισμική ή Πολυπολιτισμική Συμβουλευτική» (multicultural/cross-cultural/intercultural counseling) χρησιμοποιούταν στη βιβλιογραφία για να περιγράψει τη Συμβουλευτική που απευθυνόταν σε συγκεκριμένες φυλετικές ή εθνικές ομάδες, καθώς ο όρος «κουλτούρα ή πολιτισμός» (culture) θεωρούταν συνώνυμος των όρων «φυλή» (race) ή «εθνότητα» (ethnicity) (Hansen, Gama, & Harkins, 2002). Άλλες διαστάσεις της ταυτότητας, όπως είναι το φύλο, η θρησκεία, η κοινωνική τάξη, η αναπηρία, ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ηλικία αγνοούνταν παντελώς. Τελευταία γίνεται προσπάθεια να διευρυνθεί ο ορισμός του πολιτισμού έτσι ώστε να αντικατοπτρίζει την πολυπλοκότητα των ανθρώπων και να μην αφορά μόνο σε ορισμένες πολιτισμικές ομάδες. Με τη διεύρυνση αυτή επιχειρείται η ανάδειξη της έννοιας του πολιτισμού σε κεντρική εννοιολογική κατασκευή του επιστημονικού πεδίου της Συμβουλευτικής Ψυχολογίας κι όχι η διατήρησή της σε τομέα εξειδίκευσης που ισχύει μέχρι σήμερα. Σε αυτό το κεφάλαιο γίνεται μια πρώτη προσπάθεια σύνδεσης φύλου και πολιτισμού στα πλαίσια της Συμβουλευτικής και συγκεκριμένα της παροχής υπηρεσιών διαπολιτισμικής συμβουλευτικής στο ελληνικό σχολείο. Οι στόχοι του κεφαλαίου περιλαμβάνουν: (α) την αποσαφήνιση των εννοιών «φύλο», «πολιτισμός», «φυλή», «εθνότητα» και «Διαπολιτισμικότητα/Πολυπολιτισμικότητα», (β) την καταγραφή της παρουσίας των δύο 115

116 εννοιών στη βιβλιογραφία της Συμβουλευτικής και των πρόσφατων τάσεων της σύνδεσης των δύο εννοιών, (γ) την παρουσίαση της προσπάθειας διεύρυνσης του ορισμού της Διαπολιτισμικής/Πολυπολιτισμικής Συμβουλευτικής και των επιπτώσεων αυτής της διεύρυνσης στην παροχή υπηρεσιών συμβουλευτικής και (ε) τη διατύπωση προτάσεων για την παροχή αποτελεσματικής διαπολιτισμικής συμβουλευτικής σε κορίτσια στα πλαίσια του σχολείου. Βασικές έννοιες Πριν προχωρήσουμε στη διερεύνηση της σύνδεσης φύλου και πολιτισμού στο χώρο της Συμβουλευτικής, κρίνεται σκόπιμο να αποσαφηνισθούν οι βασικές έννοιες που θα χρησιμοποιηθούν στο κεφάλαιο. Το φύλο (gender) έχει χαρακτηριστεί ως «το πιο παρεξηγημένο θέμα της εποχής μας» (Ettner, 1996 στο Hansen et al., 2002). Από τη μια υπάρχουν τα βιολογικά προσδιορισμένα χαρακτηριστικά του φύλου (γενετικά όργανα, ορμόνες) και από την άλλη μια σειρά από χαρακτηριστικά και συμπεριφορές που κοινωνικά έχουν συνδεθεί με το αρσενικό ή με το θηλυκό, βάσει των οποίων οι άνθρωποι ταξινομούνται σε άνδρες και γυναίκες και ενισχύονται ώστε να επιτελέσουν διαφορετικούς κοινωνικούς ρόλους (Αθανασιάδου, Hansen et al., Quina & Bronstein, 2003). Η έννοια του πολιτισμού (culture), επίσης, είναι μια έννοια με πολλές σημασίες. Συχνά «χρησιμοποιείται με έναν τρόπο απλοϊκό, γενικευτικό και περιγραφικό και παραπέμπει σε ορατές διαφοροποιήσεις των μειονοτικών ομάδων: παραδόσεις και έθιμα, προϊόντα (λαϊκής) τέχνης, μύθοι, τρόποι ζωής, μουσική, φαγητό, ενδυμασία κλπ.» (Ανδρούσου, Ασκούνη, Μάγος, Χρηστίδου Λιοναράκη, 2001, σ. 86). Με τον τρόπο αυτό ο πολιτισμός γίνεται αντιληπτός ως κάτι στατικό, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη οι ποικίλες αλλαγές που υφίσταται η έννοια μέσα στο χρόνο. Σήμερα ολοένα και περισσότεροι ακαδημαϊκοί και ερευνητές τονίζουν την ανάγκη για ένα διευρυμένο ορισμό της έννοιας του πολιτισμού, ο οποίος να αντανακλά την πραγματικότητα των περισσότερων κοινωνικών συστημάτων (Hansen et al., 2002). Ένας τέτοιος ορισμός είναι αυτός που θεωρεί τον πολιτισμό ως «ένα ενιαίο πρότυπο ανθρώπινης συμπεριφοράς που περιλαμβάνει σκέψεις, επικοινωνίες, πράξεις, έθιμα, πεποιθήσεις, αξίες και θεσμούς μιας φυλετικής, εθνικής, θρησκευτικής ή κοινωνικής ομάδας» 2 (Cross, Bazron, Dennis, & Isaacs, 1989). 2 Απόδοση στα Ελληνικά από τη συγγραφέα. 116

117 Με βάση τον παραπάνω ορισμό, γίνεται φανερό ότι η έννοια του πολιτισμού δεν είναι ταυτόσημη με τις έννοιες της φυλής (race) και της εθνότητας (ethnicity). Η φυλή έχει οριστεί ως μια βιολογική έννοια, η οποία περιλαμβάνει μια σειρά από αμετάβλητα σωματικά, νοητικά και συμπεριφορικά χαρακτηριστικά (Harley Jolivette, McCormick & Tice, 2002). Παρά το βιολογικό της χαρακτήρα, η φυλή παραμένει μια σημαντική ψυχολογική και πολιτική έννοια (Helms & Richardson, 1997), καθώς αυτό που οι άνθρωποι πιστεύουν για τις φυλές έχει πολύ σοβαρές κοινωνικές συνέπειες (Atkinson, Morten, & Sue, 1989). Η εθνότητα, επίσης, είναι μια έννοια που θεωρείται συχνά ταυτόσημη με την έννοια της φυλής. Ωστόσο, οι δύο έννοιες διαφέρουν, μια και η εθνότητα αναφέρεται σε τμήμα της ευρύτερης κοινωνίας του οποίου τα μέλη θεωρείται ότι έχουν κοινή καταγωγή και μοιράζονται σημαντικά στοιχεία ενός κοινού πολιτισμού. Επιπρόσθετα, τα μέλη αυτά συμμετέχουν σε κοινές δραστηριότητες στις οποίες η κοινή καταγωγή και το πολιτισμικό υπόβαθρο είναι σημαντικά συστατικά (Sue, Carter, Casas, Fouad, Ivey, Jensen, LaFromboise, Manese, Ponterotto, Vazquez-Nuttall, 1998). Όπως προκύπτει από τους προαναφερθέντες ορισμούς, το φύλο, η φυλή και η εθνότητα αποτελούν κοινωνικές κατασκευές κι όχι βιολογικά προσδιορισμένα χαρακτηριστικά. Αυτό σημαίνει, όπως τονίζει και η Weber (1998), ότι η φυλή,..., το φύλο... είναι έννοιες που εξαρτώνται από το γενικό πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιούνται. Αν και εξακολουθούν να υπάρχουν με την πάροδο του χρόνου, οι ιεραρχίες βάσει της φυλής,..., του φύλου... δεν είναι ποτέ στατικές και αμετάβλητες, αλλά υφίστανται αλλαγές ως τμήμα των νέων οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών διαδικασιών, τάσεων και γεγονότων. Η σημασία τους διαφοροποιείται όχι μόνο από ιστορική περίοδο σε ιστορική περίοδο, αλλά ακόμη και από έθνος σε έθνος και από περιοχή σε περιοχή κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου (σ.16) 3. Τέλος, μεγάλη σύγχυση προκαλεί και η χρήση των όρων «πολυπολιτισμικός» (multicultural στις ΗΠΑ) και «διαπολιτισμικός» (cross-cultural στις ΗΠΑ και intercultural στην Ευρώπη) τόσο στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία της οποίας αποτελούν και δημιουργήματα όσο και στην ελληνική. Σε αυτό το κεφάλαιο, οι όροι «πολυπολιτισμικός» και διαπολιτισμικός» χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημοι, καθώς αυτή φαίνεται να είναι η επικρατούσα τάση στη διεθνή βιβλιογραφία (π.χ., Pedersen, Draguns, Lonner, Trimble, 2002). Ο όρος αναφέρεται στη συμβολή τριών ή περισσοτέρων πολιτισμών που συνυπάρχουν, αλλά 3 Απόδοση στα Ελληνικά από τη συγγραφέα. 117

118 δεν έχουν ενταχθεί σε μια ενιαία κοινότητα (Oakland, 2005) και περιλαμβάνει, εκτός από τη φυλή και την εθνότητα, διαστάσεις, όπως είναι - μεταξύ άλλων - η σεξουαλική ταυτότητα, το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, οι σωματικές και νοητικές ικανότητες ή αναπηρίες, το μέγεθος, η ηλικία, και η θρησκεία (Quina & Bronstein, 2003). Το φύλο και ο πολιτισμός στο επιστημονικό πεδίο της συμβουλευτικής Το επιστημονικό πεδίο της Συμβουλευτικής και γενικότερα της Ψυχικής Υγείας έχει συχνά κατηγορηθεί ότι παίζει κυρίαρχο ρόλο στη δημιουργία, αλλά και διατήρηση φυλετικών στερεότυπων και σεξιστικών αντιλήψεων. Οι Harley et al. (2002) αναφέρουν ότι οι παραδοσιακές θεωρίες της Συμβουλευτικής προέκυψαν από ένα δυτικού τύπου πολιτισμικό περιβάλλον όπου η φυλή θεωρείται ταυτόσημη με τη Λευκή φυλή και το φύλο με τον άνδρα. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων στον κόσμο κατοικούν εκτός Ευρώπης και Βόρειας Αμερικής, σε κοινωνίες μη δυτικού τύπου. Η πίστη στην και η διαιώνιση της παγκοσμιότητας των συμβουλευτικών θεωριών δεν αντανακλά την κοινωνική πραγματικότητα, με συνέπεια να είναι πολύ περιορισμένος ο αριθμός των κατάλληλων συμβουλευτικών τεχνικών που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν με πολιτισμικά ποικίλους πληθυσμούς. Τελευταία ασκείται σκληρή κριτική και στη βιβλιογραφία της Συμβουλευτικής, καθώς φαίνεται να απουσιάζει από τη βιβλιογραφία της Διαπολιτισμικής Συμβουλευτικής η διάσταση του φύλου και από τη βιβλιογραφία της Φεμινιστικής Συμβουλευτικής η διάσταση του πολιτισμού (Hansen et al., 2002). Οι Madden & Hyde (1998) γράφουν ότι στα βιβλία της Συμβουλευτικής «όταν γίνεται αναφορά σε γυναίκες, αυτές είναι συνήθως Λευκές. όταν γίνεται λόγος για εθνικές μειονότητες, εννοούν συνήθως τους άνδρες» (σ. 5) 4. Κριτική της βιβλιογραφίας της διαπολιτισμικής συμβουλευτικής Τη δεκαετία του 1990 ο τομέας της Διαπολιτισμικής Συμβουλευτικής γνώρισε μεγάλη άνθηση, με αποτέλεσμα η διαπολιτισμική προσέγγιση στη συμβουλευτική να χαρακτηριστεί ως η «τέταρτη δύναμη» - οι άλλες τρεις είναι η ψυχοδυναμική, η συμπεριφορική και η ανθρωπιστική προσέγγιση - στον τομέα της ψυχολογίας (Pedersen, 1991). Ωστόσο, ακόμη μέχρι σήμερα, η πλειοψηφία των συμβούλων θεωρεί ότι η Διαπολιτισμική Συμβουλευτική αφορά άτομα που ανήκουν σε εθνικές και φυλετικές μειονότητες. Αν εξετάσει κανείς τα περισσότερα βιβλία και άρθρα που πραγματεύονται 4 Απόδοση στα ελληνικά από τη συγγραφέα. 118

119 πολυπολιτισμικά θέματα, θα διαπιστώσει ότι αναφέρονται σε συγκεκριμένες πολιτισμικές μειονοτικές ομάδες (π.χ., στις ΗΠΑ αυτές είναι: Αφρο-Αμερικανοί, Ασιάτες Αμερικανοί, Λατινοαμερικανοί και Ινδιάνοι της Αμερικής), ενώ παρουσιάζουν ελάχιστα ή και καθόλου το θέμα του φύλου. Οι ελάχιστες αναφορές στις γυναίκες εμφανίζονται σε κεφάλαια σχετικά με τη ανατροφή των παιδιών, τους ρόλους των φύλων ή τις πρακτικές ανατροφής των παιδιών, είναι δηλαδή καθαρά στερεοτυπικές και η γυναικεία εμπειρία απουσιάζει ή παρουσιάζεται διαστρεβλωμένη μέσα από ένα ανδρικό πρίσμα. Υπάρχουν, βέβαια, και αναφορές στην κοινωνικοποίηση των φύλων σε διάφορες πατριαρχικές κοινωνίες στις οποίες οι κόρες έχουν μικρότερη αξία από τους γιους και οι γυναίκες πρέπει να είναι υποτακτικές. Ωστόσο, σε αυτές τις περιπτώσεις δε λαμβάνονται υπόψη οι αλλαγές που υφίστανται οι αξίες και οι πρακτικές κοινωνικοποίησης διαφόρων πολιτισμικά διαφορετικών ομάδων ανάλογα με το βαθμό επιπολιτισμού 5 τους και εξαιτίας των αλλαγών που συντελούνται στην ευρύτερη κοινωνία (Arredondo et al., 1993). Στην ουσία, δηλαδή, αυτό που ισχύει στο χώρο της Διαπολιτισμικής Συμβουλευτικής φαίνεται να είναι μια επανάληψη αυτού που ιστορικά ισχύει για τα πεδία της Ψυχολογίας και της Συμβουλευτικής. όλα τα ισχύοντα μοντέλα που χρησιμοποιούνται στην πράξη έχουν σχεδιαστεί από άνδρες, παρόλο που πρόκειται για άνδρες που ανήκουν σε πολιτισμικές μειονότητες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα μοντέλα διαμόρφωσης της φυλετικής/πολιτισμικής ταυτότητας, που αποτελούν βασικές θεωρητικές κατασκευές του πεδίου της Διαπολιτισμικής Συμβουλευτικής (π.χ., Atkinson, Morten & Sue, Cross, Helms, Sue & Sue, 1999). Στα μοντέλα αυτά η διάσταση του φύλου απουσιάζει ή στην καλύτερη περίπτωση, θεωρείται ως ένας από τους παράγοντες που αλληλεπιδρούν με την κοσμοθεωρία του ατόμου (το πώς, δηλαδή, αντιλαμβάνεται τη σχέση του με τον κόσμο Kluckhohn & Strodtbeck, 1961), χωρίς να εξετάζεται το τι σημαίνει να είναι κανείς άνδρας ή γυναίκα σε μια δεδομένη πολιτισμική ομάδα. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Weber (1998), το πολυδιάστατο της ταυτότητας και η στενή αλληλεπίδραση της φυλής με την κοινωνική τάξη, το φύλο και το σεξουαλικό προσανατολισμό γίνονται ακόμη πιο εμφανή σε εκείνους που βιώνουν την ανισότητα σε περισσότερα από ένα επίπεδα (π.χ., μια ανάπηρη μετανάστρια από την Ουκρανία ή ένας ομοφυλόφιλος Πακιστανός πρόσφυγας). 5 Επιπολιτισμός (acculturation): η πολιτιστική αλλαγή που εμφανίζεται μετά τη συνάντηση δύο ή περισσότερων αυτόνομων πολιτιστικών συστημάτων" (Γεώργας & Παπαστυλιανού, 1993, σ. 19) 119

120 Στην Ελλάδα, θέματα Διαπολιτισμικής Συμβουλευτικής κάνουν δειλά την εμφάνισή τους στη βιβλιογραφία μόλις την τελευταία δεκαετία (π.χ., Γιωτσίδη & Σταλίκας, Κρίβας, 1998, Παλαιολόγου, Σιδηροπούλου-Δημακάκου, 2000, 2003). Πουθενά, ωστόσο, δε θίγεται και το θέμα του φύλου ούτε εξετάζονται οι εμπειρίες γυναικών που ανήκουν σε μειονοτικές πολιτισμικές ομάδες. Εξαίρεση αποτελούν κάποιες προσκεκλημένες ομιλίες και μια θεματική συνεδρία σχετικά με τη Διαπολιτισμική Συμβουλευτική και τις γυναίκες στα πλαίσια του 1 ου Πανελληνίου Συνεδρίου Συμβουλευτικής Ψυχολογίας που πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του 2003 στην Αθήνα. Τονίζεται, λοιπόν, η ανάγκη να επικεντρωθεί η βιβλιογραφία της Διαπολιτισμικής Συμβουλευτικής στην επισήμανση και περιγραφή των ατομικών διαφορών των γυναικών τόσο μέσα στην ίδια πολιτισμική ομάδα όσο και μεταξύ πολιτισμικών ομάδων, στην αλληλεπίδραση πολιτισμού και φύλου κατά τη διαδικασία κοινωνικοποίησης και στην επίδραση που ασκούν ο σεξισμός και ο ρατσισμός (και κάθε άλλος ισμός) στην ταυτότητα, την αυτοεκτίμηση και την ενδυνάμωση κάθε ανθρώπου (Arredondo et al., 1993). Κριτική της βιβλιογραφίας της φεμινιστικής συμβουλευτικής Σκληρή κριτική ασκείται και στη Φεμινιστική Ψυχολογία και Συμβουλευτική, αλλά και στις γυναικείες σπουδές, καθώς η φεμινιστική προσέγγιση έχει συχνά χαρακτηριστεί ως «Λευκή υπόθεση» που ελάχιστα αφορά τις έγχρωμες γυναίκες ή τις γυναίκες από άλλες πολιτισμικές ομάδες (Bowman & King, 2003). Το επίκεντρο της φεμινιστικής προσέγγισης είναι η παγκόσμια εμπειρία των γυναικών, μόνο που με τον όρο «παγκόσμια» εννοείται η εμπειρία της «Λευκής» γυναίκας (Reid & Kelly, 1994). Ωστόσο, η «παγκόσμια γυναίκα» έχει χαρακτηριστεί ως μύθος από πολλές ερευνήτριες (π.χ., Comas-Diaz & Greene, 1994 στο: Constantine, Espin, 1995 & Mays & Comas-Diaz, 1998 στο: Gloria, 2001), ένας μύθος που διαιωνίζεται εξαιτίας των βασικών υποθέσεων της φεμινιστικής προσέγγισης που θεωρεί ότι: (α) όλες οι γυναίκες προσδιορίζουν τον εαυτό τους πρώτα ως γυναίκα και έπειτα βάσει της φυλής ή της εθνότητας, (β) η καταπίεση των γυναικών είναι η πιο βασική ή η κυρίαρχη μορφή καταπίεσης και (γ) οι γυναίκες μοιράζονται πολύ περισσότερα μεταξύ τους - το φύλο τους από ότι μοιράζονται οι έγχρωμες γυναίκες με τους έγχρωμους άνδρες τη φυλή ή την εθνότητα. Με τον τρόπο αυτό, όμως, οι γυναίκες που προέρχονται από διαφορετικές (της Λευκής) πολιτισμικές ομάδες δεν εμφανίζονται ως τέτοιες στο πεδίο της Ψυχικής Υγείας. 120

121 Αντιμετωπίζονται είτε ως γυναίκες είτε ως άτομα από μειονοτικές ομάδες (Comas-Diaz & Greene, 1994 στο: Constantine, 2001). Αγνοούνται, δηλαδή, οι κοινωνικές, περιβαλλοντικές και πολιτισμικές πραγματικότητες και ταυτότητες αυτών των γυναικών (Gloria, 2001). Όπως χαρακτηριστικά παρατηρούν οι Santos de Barona & Reid (1992 στο: Gloria, 2001): οι γυναίκες των εθνικών (πολιτισμικά διαφορετικών) ομάδων βρίσκονται σε ένα διπλό αδιέξοδο. δηλαδή, η επιλογή τους να ασχοληθούν με τα γυναικεία θέματα αντιμετωπίζεται από τους άνδρες της ίδιας πολιτισμικής ομάδας ως ασυμβίβαστη με τη δουλειά τους πάνω στα θέματα των μειονοτήτων (πολιτισμικά διαφορετικών). Από την άλλη, η επιλογή να στραφούν σε θέματα πολιτισμικά μπορεί να θεωρηθεί από τις Λευκές γυναίκες ως άρνηση της γυναικείας τους υπόστασης (σ. 97) 6. Στις μόνες περιπτώσεις που οι έγχρωμες ή πολιτισμικά διαφορετικές γυναίκες κάνουν την εμφάνισή τους στη βιβλιογραφία είναι όταν διερευνώνται εκδηλώσεις «μη τυπικής ή επικρατούσας» συμπεριφοράς, όπως είναι η λήψη επιδομάτων πρόνοιας, η νεανική εγκυμοσύνη, η έλλειψη στέγης και η εγκληματικότητα (Hansen et al., 2002). Με άλλα λόγια, το μοντέλο που φαίνεται να κυριαρχεί στη βιβλιογραφία όσον αφορά τη μελέτη των πολιτισμικά διαφορετικών γυναικών είναι ένα μοντέλο ελλείμματος και παρέκκλισης (Reid & Kelly, 1994). Ωστόσο, η γυναικεία εμπειρία κατασκευάζεται με διαφορετικό τρόπο για τις πολιτισμικά διαφορετικές γυναίκες από ότι για τις Λευκές γυναίκες, διαφορετικά για τις διάφορες υπο-ομάδες των πολιτισμικά διαφορετικών γυναικών και διαφορετικά για τις γυναίκες που ανήκουν ακόμα και στην ίδια πολιτισμική ομάδα (Gloria, 2001). Οι έρευνες δείχνουν ότι οι πολιτισμικά διαφορετικές γυναίκες φαίνεται πως σκέφτονται με όρους πολλαπλών ταυτοτήτων, καθώς τόσο το φύλο όσο και ο πολιτισμός έχουν κεντρική σημασία για την έννοια του εαυτού (Bowman & King, Jackson, 2001). Οι πολιτισμικά διαφορετικές γυναίκες έχουν να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα ρατσισμό και σεξισμό στη ζωή τους, γεγονός που ωθεί πολλές από αυτές να αναπτύξουν και να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν μια σειρά από «προσαρμοστικές» και επινοητικές στρατηγικές, οι οποίες δεν απαντώνται ούτε στις Λευκές γυναίκες ούτε στους άνδρες της ίδια πολιτισμικής ομάδας (Hansen et al., 2002). Στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία τα ζητήματα του φύλου έχουν αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων (επιστημονικών και μη) και ερευνών, ενώ έχει δημοσιευτεί μια 6 Απόδοση στα Ελληνικά από τη συγγραφέα. 121

122 πληθώρα άρθρων και βιβλίων για τη φεμινιστική προσέγγιση στο χώρο της Ψυχολογίας και της Συμβουλευτικής (ενδεικτικά: Αθανασιάδου, Δεληγιάννη Κουϊμτζή, Δεληγιάννη & Ζιώγου, Δεληγιάννη Κουϊμτζή & Σακκά, 2005). Ωστόσο, και στην ελληνική φεμινιστική βιβλιογραφία είναι αισθητή η απουσία των γυναικών που ανήκουν σε διαφορετικές (από την κυρίαρχη) πολιτισμικές ομάδες με ελάχιστες εξαιρέσεις (π.χ., Deliyanni, Psalti, Sakka & Ziogou, 1995). Καθίσταται αναγκαίο, επομένως, να ενταχθούν στη φεμινιστική προσέγγιση (και βιβλιογραφία) οι εμπειρίες και οι προσεγγίσεις των πολιτισμικά διαφορετικών γυναικών ώστε να μην παραβλέπεται το γεγονός ότι ο σεξισμός αλληλεπιδρά και με τις άλλες μορφές καταπίεσης και προνομίων που βιώνει κάθε άνθρωπος και διαμορφώνει την ταυτότητα και τις εμπειρίες του (Greene & Sanchez-Hucles, 1997 στο: Harley et al., 2002). Η φεμινιστική προσέγγιση, παρά τις ελλείψεις και τις παραβλέψεις της, είναι, σύμφωνα με την Espin (1994 στο: Hansen et al., 2002) η κατάλληλη προσέγγιση για την ικανοποίηση των αναγκών και την αντιμετώπιση των προβλημάτων των πολιτισμικά διαφορετικών γυναικών, καθώς αναγνωρίζει την επίδραση που έχουν οι κοινωνικές δυνάμεις στην ψυχική υγεία του ανθρώπου. Επιπλέον, υποστηρίζεται η ανάγκη αναφοράς και στις Λευκές γυναίκες (ή γυναίκες της κυρίαρχης ομάδας) στις μελέτες του φύλου και του πολιτισμού, καθώς οι επιπτώσεις του να ανήκει κάποιος στην κυρίαρχη ομάδα και να είναι και γυναίκα δε θα πρέπει να παραβλεφθούν (Reid & Kelly, 1994). Προσπάθειες σύνδεσης φύλου και πολιτισμού στη βιβλιογραφία της συμβουλευτικής Παρά την κριτική που έχουν δεχθεί τόσο η βιβλιογραφία της Διαπολιτισμικής Συμβουλευτικής όσο και η βιβλιογραφία της Φεμινιστικής Συμβουλευτικής εξαιτίας της απουσίας των γυναικών από την πρώτη και των πολιτισμικά διαφορετικών γυναικών από τη δεύτερη, παρατηρείται τελευταία μια τάση σύνδεσης του φύλου και του πολιτισμού στη γενικότερη βιβλιογραφία της Συμβουλευτικής (Hansen et al., 2002). Ο όρος φύλο εμφανίζεται ολοένα και συχνότερα στους θεματικούς πίνακες βιβλίων Διαπολιτισμικής Συμβουλευτικής, ενώ κάνουν συχνά την εμφάνισή τους άρθρα στη φεμινιστική βιβλιογραφία στα οποία γίνεται προσπάθεια να ενταχθούν οι φωνές των πολιτισμικά διαφορετικών γυναικών στη φεμινιστική ψυχολογική σκέψη. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ακόλουθα παραδείγματα: 122

123 Ήδη από το 1991 οι Lee & Richardson (στο: Arredondo et al., 1993) περιλαμβάνουν στον τόμο που επιμελήθηκαν με τίτλο Πολυπολιτισμικά Ζητήματα στη Συμβουλευτική: Νέες Προσεγγίσεις στην Ποικιλομορφία (Multicultural Issues in Counseling: New Approaches to Diversity) μια σειρά από κεφάλαια, στα οποία καταβάλλεται προσπάθεια από τους συγγραφείς τους να παρουσιάσουν συγκεκριμένες έννοιες και πρακτικές που συνδέονται με γυναίκες και κορίτσια από ποικίλες πολιτισμικές ομάδες. Στόχος αυτής της προσπάθειας ήταν να βοηθήσει τον αναγνώστη/τρια να ξεχωρίσει τους παράγοντες του φύλου, του πολιτισμού και της ιστορίας και ταυτόχρονα να αναγνωρίσει τις αλληλεπιδράσεις των συγκεκριμένων παραγόντων και τις επιπτώσεις τους πάνω στα άτομα. Οι Arredondo και οι συνεργάτες της (1993) δημοσιεύουν ένα άρθρο με τίτλο Ο Παράγοντας Γυναίκα στην Πολυπολιτισμική Συμβουλευτική (The woman factor in multicultural counseling) στο οποίο διερευνούν τις αναφορές στο φύλο στη βιβλιογραφία της πολυπολιτισμικής συμβουλευτικής με απώτερο στόχο να προτείνουν τη διεύρυνση του ορισμού της πολυπολιτισμικότητας έτσι ώστε να μην αφορά μόνο τις πολιτισμικά διαφορετικές ομάδες, αλλά να αναγνωρίζει και να σέβεται την πολυπλοκότητα όλων των ανθρώπων. Την ίδια χρονιά το περιοδικό Psychology of Women Quarterly (στο: Hansen et al., 2002) αφιερώνει ολόκληρο το τεύχος 17(4) στη μελέτη του φύλου και του πολιτισμού. To 1994 οι Russo & Dabul (στο: Hansen et al., 2002) συζητούν για τη δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στην πολιτισμική ποικιλομορφία, το φεμινισμό και την ψυχολογία στο κεφάλαιο με τίτλο Φεμινισμός και Ψυχολογία: Μια Δυναμική Αλληλεπίδραση (Feminism and psychology: A dynamic interaction) που έγραψαν για έναν επιμελημένο τόμο και καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η πολιτισμική ποικιλομορφία παίζει κεντρικό ρόλο στην κατανόηση της ζωής των γυναικών. Την ίδια χρονιά οι Comas-Diaz & Greene (στο: Constantine, 2001) εκδίδουν το πιο περιεκτικό βιβλίο μέχρι τότε που στρέφεται στη σύνδεση φύλου και πολιτισμού. Το βιβλίο έχει τίτλο Έγχρωμες Γυναίκες: Εντάσσοντας Εθνικές Ταυτότητες και Ταυτότητες Φύλου στην Ψυχοθεραπεία (Women of color: Integrating ethnic and gender identities in psychotherapy) και επικεντρώνεται στην κατάδειξη της ένταξης της πολιτισμικής σχετικότητας και της ευαισθητοποίησης απέναντι στο φύλο στην ψυχοθεραπεία με διάφορες ομάδες γυναικών. Το 1995 δημιουργείται μια ομάδα εργασίας από το τμήμα Ψυχολογίας της Γυναίκας του Αμερικανικού Ψυχολογικού Συλλόγου (Τμήμα 35), η οποία εργάζεται για την ένταξη της εμπειρίας των πολιτισμικά διαφορετικών γυναικών στη φεμινιστική προσέγγιση της ψυχολογίας. Η προσπάθεια αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη δημοσίευση ενός τόμου με τίτλο 123

124 Φέρνοντας την Πολιτισμική Ποικιλομορφία στη Φεμινιστική Ψυχολογία (Bringing cultural diversity to feminist psychology) μέσα από τον οποίο μεταδίδεται το μήνυμα ότι ο όρος «πολιτισμός» αφορά και τις γυναίκες (Λευκές και έγχρωμες) (Landrine, 1995 στο: Hansen et al., 2002). Το 1998 η Weber προτείνει ένα εννοιολογικό πλαίσιο για την κατανόηση της φυλής, της κοινωνικής τάξης, του φύλου και της σεξουαλικότητας, ενώ ένα χρόνο αργότερα η Lee (1999) συμπεριλαμβάνει στο βιβλίο της Εισαγωγή στην Πολυπολιτισμική Συμβουλευτική (Introduction to Multicultural Counseling) κεφάλαια σχετικά με τη συμβουλευτική γυναικών, τη συμβουλευτική ανδρών και τη συμβουλευτική ομοφυλόφιλων ανδρών και γυναικών. Στη δεύτερη έκδοση του Εγχειριδίου Πολυπολιτισμικής Συμβουλευτικής (Handbook of Multicultural Counseling) οι Ponterotto, Casas, Suzuki και Alexander (2001) παρουσιάζουν την Πολυπολιτισμική Συμβουλευτική μέσα από την οπτική των ταυτοτήτων κι όχι μέσα από τη μελέτη συγκεκριμένων πολιτισμικών ομάδων. Παρόλο που δε συμπεριλαμβάνονται όλες οι διαστάσεις της ταυτότητας (π.χ., αναπηρία ή κοινωνική τάξη), εντούτοις η έννοια της πολυπολιτισμικότητας αρχίζει να αντιμετωπίζεται στην πολυπλοκότητά της κι όχι μονοδιάστατα, όπως γινόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αυτή είναι και η πρακτική που ακολουθείται και στα πιο πρόσφατα βιβλία σχετικά με την Πολυπολιτισμική Συμβουλευτική, όπως είναι του Pedersen και των συνεργατών του (2002) με τίτλο Συμβουλευτική στους Διάφορους Πολιτισμούς και των Pope-Davis et al. (2003) με τίτλο Εγχειρίδιο Πολυπολιτισμικής Επάρκειας στη Συμβουλευτική και την Ψυχολογία. Στα βιβλία αυτά όχι μόνο υπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο που αφορά στη σύνδεση φύλου και πολιτισμού στα πλαίσια της Συμβουλευτικής, αλλά και γίνεται παρουσίαση ενός διευρυμένου ορισμού της Πολυπολιτισμικής Συμβουλευτικής που περιλαμβάνει τις πολλαπλές ταυτότητες του κάθε ανθρώπου. Ανάλογη είναι η προσπάθεια που γίνεται με τη δημοσίευση του ειδικού τεύχους του Περιοδικού της Πολυπολιτισμικής Συμβουλευτικής και Ανάπτυξης (Journal Of Multicultural Counseling & Development, 2002, τεύχος 30), όπου τα προσκεκλημένα άρθρα προωθούν γνώσεις και απόψεις σχετικά με τη διασταύρωση παραγόντων όπως: η φυλή, η εθνότητα, το φύλο και η κοινωνική τάξη στον τομέα της ψυχικής υγείας. Τέλος, η σύνδεση φύλου και πολιτισμού απασχολεί και τη βιβλιογραφία που αφορά στη διδασκαλία της Ψυχολογίας με αποτέλεσμα να εκδίδονται βιβλία, όπως των Bronstein & 124

125 Quina (2003) με τίτλο Διδάσκοντας για το Φύλο & την Πολυπολιτισμική Ενημερότητα (Teaching gender & multicultural awareness). Διεύρυνση της διαπολιτισμικής συμβουλευτικής νέος ορισμός Η σύντομη (ενδεικτική) επισκόπηση της βιβλιογραφίας που προηγήθηκε δείχνει ότι την τελευταία δεκαετία στο επιστημονικό πεδίο της Συμβουλευτικής καταβάλλονται συστηματικές προσπάθειες έτσι ώστε όλες οι διαστάσεις του εαυτού και όχι μόνο αυτές που είναι άμεσα εμφανείς (π.χ., φύλο ή φυλή) να λαμβάνονται υπόψη κατά τη συμβουλευτική διαδικασία (Coleman & Pope-Davis, 2001). Από τη μια, στο πεδίο της Διαπολιτισμικής Συμβουλευτικής έχει ξεκινήσει διάλογος με στόχο τη διεύρυνση του όρου «διαπολιτισμικός/πολυπολιτισμικός» (βλέπε Βασικές Έννοιες). Η παροχή υπηρεσιών συμβουλευτικής σε ποικίλες ομάδες απαιτεί την υιοθέτηση ενός πολιτικο-κοινωνικού προσανατολισμού (Helms & Richardson, 1997) και αποτελεί μια δυναμική, εφ όρου ζωής διαδικασία (Coleman, Pope-Davis & Dings, 1995 στο: Bowman & King, 2003). Από την άλλη, στο πεδίο της Φεμινιστικής Ψυχολογίας γίνονται προσπάθειες για την ενσωμάτωση της ποικιλομορφίας στην παραδοσιακή φεμινιστική ατζέντα ώστε να πάψει να θεωρείται «ελιτίστικο κίνημα των Λευκών γυναικών» (Bowman & King, 2003). Επιπλέον, έχει ξεκινήσει ένας διάλογος για τη σύνδεση φεμινισμού και διαπολιτισμικότητας με στόχο την κατάλληλη προετοιμασία Συμβούλων που θα είναι σε θέση να εργαστούν αποτελεσματικά μέσα σε οποιοδήποτε πολυπολιτισμικό περιβάλλον. Η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, στην οποία γίνεται προσπάθεια σύνδεσης φύλου και πολιτισμού, φέρνει στην επιφάνεια μια σειρά από θέματα σύμφωνα με τις Arredondo et al., (1993) που απασχολούν τις γυναίκες ανεξάρτητα από την προέλευσή τους. Τα θέματα αυτά περιλαμβάνουν την υποταγή και καταπίεση (οικονομική, κοινωνική, φυλετική, σεξουαλική) των γυναικών, την προσπάθειά τους για επιβίωση, την αποδυνάμωσή τους λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν μαζί με συναισθήματα ενοχής, ντροπής, θυμού, απώλειας, τον αγώνα τους για προσωπική αυτονομία και για διαμόρφωση της ταυτότητάς τους, την πολλαπλότητα των ρόλων και των ταυτοτήτων που αναλαμβάνουν εκούσια και πολλές φορές ακούσια και πολλά άλλα. Όπως τονίζεται, οι γυναίκες γεννιούνται και μεγαλώνουν μέσα σε προκαθορισμένα κοινωνικά σχήματα, τα οποία θέτουν μια σειρά από προσδοκίες και κανόνες για το ποια είναι η προτιμούμενη συμπεριφορά, αλλά και 125

126 περιορισμούς πάνω στη δυνατότητα των γυναικών να ασκούν δύναμη και εξουσία στο περιβάλλον τους. Αυτές οι προσδοκίες αλληλεπιδρούν με παράγοντες όπως το φύλο, το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, η ηλικία, ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η σωματική ικανότητα/αναπηρία και διαμορφώνουν μια μοναδική πραγματικότητα για την κάθε γυναίκα. Η βασική παραδοχή αυτής της προσπάθειας είναι ότι από μόνες τους η φυλή ή η εθνότητα, η κοινωνική τάξη ή το φύλο δεν αρκούν για να εξηγήσουν τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου (Coleman & Pope-Davis, 2001). Είναι ο συνδυασμός και η αλληλεπίδραση όλων αυτών των παραγόντων που προσδιορίζουν το κάθε άτομο και διαμορφώνουν το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει και κινείται και το οποίο, με τη σειρά του, καθορίζει τον τρόπο με τον οποίον το άτομο αντιλαμβάνεται τα μέλη της δικής του ομάδας, καθώς και τα μέλη των άλλων κοινωνικών ομάδων (Bowman & King, 2003). Προτείνεται, λοιπόν, η διεύρυνση της Διαπολιτισμικής Συμβουλευτικής ως εξής (Arredondo et al., 1993): Η Διαπολιτισμική Συμβουλευτική θα πρέπει να γίνει πιο ολιστική, δηλαδή να περιλαμβάνει όλες τις διαστάσεις της ταυτότητας ενός ανθρώπου: ιδιότητα μέλους συγκεκριμένης πολιτισμικής ομάδας, ιστορικά φαινόμενα, κοινωνικο-πολιτικές δυνάμεις και πολιτισμικό πλαίσιο (για περισσότερες πληροφορίες για τις διαστάσεις της ταυτότητας, βλέπε Arredondo & Glauner, 1992). Με τον τρόπο αυτό, η Διαπολιτισμική Συμβουλευτική ορίζεται ως «μια διαδικασία που βασίζεται στην αυτοεπίγνωση, τη γνώση σχετικά με τη διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας και τις ατομικές δυναμικές της διαφοράς και της ισχύος οι οποίες θεωρούν τα άτομα ως ολότητες μέσα στο πλαίσιο όπου αυτά ζουν και/ή έχουν κοινωνικοποιηθεί» (Arredondo et al., 1993, σ. 6) 7. Επίσης, η Διαπολιτισμική Συμβουλευτική λαμβάνει υπόψη το ότι ο πολιτισμός ενός ανθρώπου περιλαμβάνει διαστάσεις όπως: φύλο, θρησκεία, σεξουαλικό προσανατολισμό, φυλή και κοινωνική τάξη. Τέλος, η Διαπολιτισμική Συμβουλευτική σέβεται τη σημασία που έχει το πολιτισμικό πλαίσιο και οι κοινωνικο-πολιτικές δυνάμεις πάνω στη συμβουλευτική σχέση, παρόλο που πρόκειται για παράγοντες που δεν μπορούν να ελεγχθούν. Ένα βασικό ζήτημα που προκύπτει εδώ είναι το θέμα του ηθικού σχετικισμού (moral relativism). Συγκεκριμένα, διατυπώνεται συχνά το ερώτημα κατά πόσο οι ηθικές αρχές είναι παγκόσμιες ή ανάλογες με την πολιτισμική προέλευση. επιπλέον, είναι σε θέση ένας άνθρωπος που προέρχεται από μια συγκεκριμένη πολιτισμική ομάδα να κατανοήσει και να κρίνει με ενσυναίσθηση, δικαιοσύνη και εγκυρότητα τα έθιμα μιας άλλης πολιτισμικής ομάδας (Hansen et al., 2002). Συχνά η διαπολιτισμική προσέγγιση έχει κατηγορηθεί ότι 7 Απόδοση στα Ελληνικά από τη συγγραφέα. 126

127 προωθεί έναν πολιτισμικό σχετικισμό βάσει του οποίου όλες οι αξίες, πρακτικές και παραδόσεις είναι σωστές, καθώς αποτελούν βασικά στοιχεία του πολιτισμού συγκεκριμένων ομάδων και ότι άτομα που προέρχονται από άλλες πολιτισμικές ομάδες δεν έχουν το δικαίωμα να κρίνουν τις συγκεκριμένες αξίες και πρακτικές κάτω από το δικό τους πολιτισμικό πρίσμα. Ειδικά στην περίπτωση των γυναικών και των κοριτσιών υπάρχει μια σειρά από παραδοσιακές πρακτικές με τις συνακόλουθές τους αξίες που έχουν εγείρει πληθώρα αντιδράσεων, συζητήσεων και προβληματισμών παγκοσμίως. Τέτοιες είναι η πώληση των κοριτσιών για γάμο ή πορνεία, η ανδρική κυριαρχία και η επακόλουθη κακοποίηση των συζύγων (γυναικών), η πολυγαμία, ο περιορισμός της ατομικής ελευθερίας, η απάνθρωπη μεταχείριση και τα βασανιστήρια και ο ακρωτηριασμός των γυναικείων γεννητικών οργάνων. Πρόκειται για πρακτικές που βασίζονται σε παραδόσεις αιώνων και αποτελούν σημαντικό συστατικό στοιχείο του πολιτισμού συγκεκριμένων ομάδων, αλλά δεν παύουν να είναι ηθικά λανθασμένες, καθώς βασίζονται στην απαξίωση των γυναικών και στη συνεχιζόμενη παραδοχή της κατωτερότητάς τους έναντι των ανδρών, σε πεποιθήσεις σχετικά με την ανεπάρκεια των γυναικών να παίρνουν αποφάσεις για τη ζωή τους λόγω της συναισθηματικής τους αστάθειας και στη δαιμονοποίηση της γυναικείας σεξουαλικότητας. Οι πρακτικές αυτές έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην αντίληψη του εαυτού, καθώς αποτελούν κατάφωρες παραβιάσεις των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων για ελευθερία και αξιοπρέπεια. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι η πολιτισμική σχετικότητα δεν αποτελεί επ ουδενί λόγω εγγύηση ή άλλοθι για να θεωρηθούν συγκεκριμένες παραδόσεις, πρακτικές και παραδοχές ως σωστές όταν παραβιάζουν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και τις ευρύτερες πανανθρώπινες αξίες (Hansen et al., 2002). Από τη θεωρία στην πράξη Με τη διεύρυνση της Διαπολιτισμικής Συμβουλευτικής, οι Σύμβουλοι έρχονται αντιμέτωποι/ες με νέα δεδομένα τα οποία πρέπει να λάβουν υπόψη κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους και συγκεκριμένα με την κοινωνική καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες με τη μορφή τόσο του σεξισμού όσο και του ρατσισμού (Chae, 2001/2002). Ήδη από το 1996 ο Σύλλογος για τη Διαπολιτισμική Συμβουλευτική και Ανάπτυξη (Association for Multicultural Counseling and Development) διαμόρφωσε και διένειμε τα στοιχεία της Διαπολιτισμικής Συμβουλευτικής Επάρκειας (Multicultural Counseling Competencies) που περιλαμβάνουν τη γνώση, τις στάσεις και τις δεξιότητες, οι οποίες θεωρούνται απαραίτητες για Συμβούλους που εργάζονται με πολιτισμικά ποικίλους πληθυσμούς (Arredondo, Toporek, 127

128 Brown et al., 1996). Μαζί με αυτά τα στοιχεία, οι Hansen et al. (2002) τονίζουν ότι οι Σύμβουλοι θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν και τον παράγοντα φύλο στην άσκηση της Συμβουλευτικής, αποφεύγοντας τη στερεοτυπική αντιμετώπιση των Συμβουλευόμενων, κατανοώντας ότι τα στερεότυπα των ρόλων των φύλων είναι διάχυτα σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, καθώς ενισχύονται μέσω της κοινωνικοποίησης και κατά συνέπεια, δημιουργούν εμπόδια στην πλήρη ανάπτυξη τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών και έχοντας επίγνωση του πώς λειτουργεί η μεταβίβαση και η αντι-μεταβίβαση σε σχέση με τον πολιτισμό και το φύλο. Επιπλέον, προτείνουν τα ακόλουθα 8 : 1. Οι Σύμβουλοι πρέπει να μπορούν να βοηθούν Συμβουλευόμενους/ες από όλα τα πολιτισμικά υπόβαθρα ώστε να αποκτήσουν επίγνωση των προσωπικών φυλετικών/εθνικών τους ταυτοτήτων, καθώς και της ταυτότητας του φύλου και της δύναμης που συνδέεται με αυτές τις ταυτότητες 2. Οι Σύμβουλοι πρέπει να μπορούν να βοηθούν Συμβουλευόμενους/ες από όλα τα εθνικά/πολιτισμικά υπόβαθρα να αξιολογούν τις πολλαπλές τους ταυτότητες. 3. Οι Σύμβουλοι πρέπει να γίνονται φορείς αλλαγής και να προσπαθούν να μειώσουν τα εμπόδια που θέτουν ο ρατσισμός, ο σεξισμός, ο «ταξισμός» και άλλοι ισμοί και περιορίζουν την πλήρη ανάπτυξη των ανθρώπων. 4. Οι Σύμβουλοι πρέπει να κατανοούν την έννοια του «προνομίου των Λευκών», καθώς και άλλων προκαταλήψεων που πιθανόν να έχουν απέναντι σε ομάδες με ελάχιστη πρόσβαση στην παροχή υπηρεσιών. 5. Οι Σύμβουλοι πρέπει να αναγνωρίζουν ότι το φύλο είναι μια κοινωνική κατασκευή και βασίζεται σε υποτιθέμενες διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών. 6. Οι Σύμβουλοι χρειάζεται να κάνουν χρήση των ιστορικών και πολιτισμικών πλαισίων στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν διαφορετικούς πολιτισμούς και χρειάζεται να αναγνωρίζουν την ετερογένεια όλων των ομάδων. 7. Οι Σύμβουλοι πρέπει να έχουν επίγνωση των διαφόρων προσβλητικών παραδόσεων, των υποκείμενων ιδεολογικών τους υποθέσεων και των κοινωνικο-ψυχολογικών τους επιπτώσεων. πρέπει, επίσης, να γνωρίζουν τις κοινωνικο-ψυχολογικές 8 Προσαρμογή στα Ελληνικά από τη συγγραφέα. 128

129 επιπτώσεις που πιθανόν να έχει στους/στις Συμβουλευόμενους/ες η αντίκρουση αυτών των παραδόσεων. 8. Οι Σύμβουλοι πρέπει να είναι σε θέση να προσδιορίζουν, να δημιουργούν και να εφαρμόζουν τεχνικές που είναι κατάλληλες για Συμβουλευόμενους/ες από διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες. 9. Οι Σύμβουλοι πρέπει να ορίσουν τους τομείς της Πολυπολιτισμικής/Διαπολιτισμικής Συμβουλευτικής, αναπλαισιώνοντας τη γλώσσα και φροντίζοντας να μην «ετικετοποιούν» άνδρες ή γυναίκες από καμία πολιτισμική ομάδα. 10. Οι Σύμβουλοι πρέπει να αναγνωρίζουν ότι το εκπαιδευτικό μοντέλο του επιστήμονα επαγγελματία που χρησιμοποιείται από τα περισσότερα προγράμματα εκπαίδευσης συμβούλων δεν είναι επαρκές και χρειάζεται να επεκταθεί για να συμπεριλάβει κι έναν τρίτο ρόλο για το/τη Σύμβουλο: αυτόν του συνηγόρου (Hansen et al., 2002). Με λίγα λόγια, προτείνεται η ενσωμάτωση και του φύλου και του πολιτισμού στη Συμβουλευτική έτσι ώστε η Συμβουλευτική να έχει στόχο την ενδυνάμωση (empowerment) των Συμβουλευόμενων και κυρίως αυτών που υφίσταται κάθε μορφή καταπίεσης ώστε να μπορέσουν να κατανοήσουν τις σχέσεις κυριαρχίας υποταγής στη ζωή τους και να αναπτύξουν τις απαραίτητες δεξιότητες για να αποκτήσουν μερικό έλεγχο της ζωής και της μοίρας τους (Mc Whirter, 1994 στο: Hansen et al., 2002). Βιβλιογραφία Αθανασιάδου, Χ. (2002). Νέες Γυναίκες με Πανεπιστημιακή Μόρφωση και η Συμφιλίωση της Ιδιωτικής και της Δημόσιας Σφαίρας στο Σχεδιασμό της Ενήλικης Ζωής. Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ψυχολογίας. Ανδρούσου, Α., Ασκούνη, Ν., Μάγος, Κ., & Χρηστίδου Λιοναράκη, Σ. (2001) Εκπαίδευση: Πολιτισμικές Διαφορές και Κοινωνικές Ανισότητες. Τόμος Β : Εθνοπολιτισμικές Διαφορές και Εκπαίδευση. Πάτρα: Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Arrredondo, P., & Glauner, T. (1992). Personal Dimensions of Identity Model. Boston, MA: Empowerment Workshops. Arredondo, P., Psalti, A., & Cella, K. (1993). The woman factor in multicultural counseling. Counseling and Human Development, 25,

130 Arredondo, P., Toporek, R., Brown, S., Jones, J., Locke, D.C., Sanchez, J., & Stadler, H. (1996). Operationalization of the multicultural counseling competencies. Washington, DC: Association for Multicultural Counseling and Development. Atkinson, D.R., Morten, G., & Sue, D.W. (1989). Counseling American Minorities. A Cross Cultural Perspective (3 rd edition). Dubuque, IA: Wm. C. Brown Publishers. Bowman, S.L., King, K.D. (2003). Gender, Feminism, and Multicultural Competencies. In D.B. Pope-Davis, H.L.K. Coleman, W. Ming Liu, and R.L. Toporek (Eds.), Handbook of Multicultural Competencies in Counseling and Psychotherapy (pp ). Thousand Oaks, CA: Sage. Chae, M.H. (2001/2002). Gender and ethnicity in identity formation. The New Jersey Journal of Professional Counseling, 56, Constantine, M.G. (2001). The intersection of race, ethnicity, gender, and social class in counseling: Examining selves in cultural contexts. Journal of Multicultural Counseling and Development, 30(4), Coleman, H.L.K., Pope-Davis, D.B. (2001). Integrating Multicultural Counseling theory. An introduction. In D.B. Pope-Davis and H.L.K. Coleman (Eds.), The Intersection of Race, Class and Gender in Multicultural Counseling (pp. ix-xiv). Thousand Oaks, CA: Sage. Cross, W.E., Jr. (1971). The Negro-to-Black conversion experience: Towards a psychology of Black liberation. Black World, 20, Cross, T.L., Bazron, B.J., Dennis, K.W. & Isaacs, M.R. (1989). Toward a Culturally Competent System of Care. Washington, DC: Child and Adolescent Service System Program Technical Assistance Center. Δεληγιάννη Κουϊμτζή, Β. (2000). (Επιμ.). Ταυτότητες Φύλου στην Εφηβεία και το Σχολικό Πλαίσιο. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Deliyanni, K., Psalti, A., Sakka, D., & Ziogou, S. (1995). Educated repatriated women from the former USSR and their careers. New Era in Education, 76(2), Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, Β., & Ζιώγου, Σ. (1997) (Επιμ.), Φύλο και Σχολική Πράξη. Θεσσαλονίκη: Βάνιας. Δεληγιάννη Κουϊμτζή, Β., & Σακκά, Δ. (2005). Μεγαλώνοντας ως Αγόρι: Διερεύνηση της Ανάπτυξης της Ανδρικής Ταυτότητας στην Εφηβική Ηλικία. Αθήνα: Gutenberg. Γεώργας, Δ. & Παπαστυλιανού, Α. (1993). Επιπολιτισμός Ποντίων και Βορειοηπειρωτών στην Ελλάδα: Ψυχολογικές Διεργασίες Προσαρμογής. Αθήνα: Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού. Γιωτσίδη, Β., & Σταλίκας, Α. (2004). Η διαπολιτισμική συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία σε πρόσφυγες: Ψυχοκοινωνικές ανάγκες και πολιτισμικές διαφορές. Ψυχολογία.11 (1), Gloria, A.M. (2001. The cultural construction of Latinas. Practice implications of multiple realities and identities. In D.B. Pope-Davis and H.L.K. Coleman (Eds.), The Intersection 130

131 of Race, Class and Gender in Multicultural Counseling (pp. 3-24). Thousand Oaks, CA: Sage. Hansen, L.S., Gama, E.M.P., & Harkins, A.K. (2002). Revisiting gender issues in Multicultural Counseling. In P.B. Pedersen, J.G. Draguns, W.J. Lonner, and J.E. Trimble (Eds.), Counseling Across Cultures (5 th edition) (pp ). Thousand Oaks, CA: Sage Publications Inc. Harley, D.A., Jolivette, K., McCormick, K., & Tice, K. (2002). Race, class, and gender: A constellation of positionalities with implications for counseling. Journal of Multicultural Counseling and Development, 30(4), Helms, J.E. (1984). Toward a theoretical explanation of the effects of race on counseling: A Black and White model. Counseling Psychologist, 12, Helms, J.E., & Richardson, T.Q. (1997). How Multiculturalism obscures race and culture as differential aspects of counseling competency. In D.B. Pope-Davis and H.L.K. Coleman (Eds.), Multicultural counseling competencies: Assessment, education and training, and supervision (pp ). Thousand Oaks, CA: Sage. Ι.Μ.Ε.Π.Ο. (2004). Στατιστικά Δεδομένα για τους Μετανάστες στην Ελλάδα. [πρόσβαση: ]. Jackson, L.R. (2001). The intersection of race and gender in African American women s experiences of self and other at a predominantly White women s college. In D.B. Pope-Davis and H.L.K. Coleman (Eds.), The Intersection of Race, Class and Gender in Multicultural Counseling (pp ). Thousand Oaks, CA: Sage. Kluckhohn, F.R., Strodtbeck, F.L. (1961). Variations in Value Orientations. Evanston, IL: Row, Patterson. Κρίβας, Σ. (1998). Διαπολιτισμική Συμβουλευτική Προσανατολισμός: Μια αναγκαιότητα για την ελληνική κοινωνία Μια πρόκληση για το θεσμό Συμβουλευτική Προσανατολισμός. Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού, Κρίβας, Σ. (1999). Αξίες και ανάπτυξη για τη σταδιοδρομία μέσω της Διαπολιτισμικής Συμβουλευτικής: Η συγκρότηση ενός μοντέλου. Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού, 50-51, Lee, W. (1999). Introduction to Multicultural Counseling. Philadelphia: Taylor & Francis. Madden, M.E., & Hyde, J.S. (1998). Integrating gender and ethnicity into psychology courses. Psychology of Women Quarterly, 22, Oakland, T. (2005). Commentary #1: What is Multicultural School Psychology? In C.L. Frisby and C.R. Reynolds (Eds.), Comprehensive Handbook of Multicultural School Psychology (pp.3-13). Hoboken, NJ: John Wiley & Sons. Quina, K., & Bronstein, P. (2003). Introduction. Gender and multiculturalism in psychology: Transformations and new directions. In P. Bronstein and K. Quina (Eds.), Teaching Gender and Multicultural Awareness. Resources for the Psychology Classroom (pp. 3-11). Washington, DC: American Psychological Association. 131

132 Παλαιολόγου, Ν. (1999). Ανάγκες συμβουλευτικής μαθητών με διαπολιτισμικά χαρακτηριστικά στο ελληνικό δημοτικό σχολείο. Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού, 50-51, Pedersen, P.B. (1991). Introduction to the special issue on multiculturalism as a fourth force in counseling. Journal of Counseling and Development, 70, 4. Pedersen, P.B., Draguns, J.G., Lonner, W.J., & Trimble, J.E. (Eds.) (2002). Counseling Across Cultures (5 th edition). Thousand Oaks, CA: Sage Publications Inc. Reid, P.T., & Kelly, E. (1994). Research on women of color: From ignorance to awareness. Psychology of Women Quarterly, 18, Σιδηροπούλου-Δημακάκου, Δ. (2000). Η συμβουλευτική στη νέα χιλιετία. Νέα Παιδεία, 94, Σιδηροπούλου-Δημακάκου, Δ. (2003). Επαγγελματική συμβουλευτική και πολιτισμική διαφορετικότητα. Ψυχολογία, 10(2-3), Sue, D.W., & Sue, D. (1999). Counseling the culturally different: Theory and practice (3 rd ed.). New York: John Wiley. Sue, D.W., Carter, R.T., Casas, J.M., Fouad, N.A., Ivey, A.E., Jensen, M., LaFromboise, T., Manese, J.E., Ponterotto, J.G., Vazquez-Nuttall, E. (1998). Multicultural Counseling Competencies. Individual and Organizational Development. Thousand Oaks, CA: Sage. Weber, L. (1998). A conceptual framework for understanding race, class, gender, and sexuality. Psychology of Women Quarterly, 22,

133 Κεφάλαιο 6 ο Βία κατά των γυναικών και ενδο-οικογενειακή βία Πωλίνα Καστράνη και Βασιλική Δεληγιάννη-Κουϊμτζή Εισαγωγή Η βία εναντίον των γυναικών είναι ένα φαινόμενο που πλήττει παγκοσμίως μία στις τρεις γυναίκες με άμεσες επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική τους υγεία (Heise, Ellsberg & Gottemuller, 1999). Οι μορφές που μπορεί να πάρει είναι πολλές, όπως η σωματική, η ψυχολογική, η λεκτική, η σεξουαλική και η οικονομική, ενώ εκδηλώνεται επίσης μέσα από εθιμοτυπικά τελετουργικά, υποχρεωτικούς γάμους ανηλίκων, γυναικολογικές διαδικασίες (π.χ. εξαναγκαστικές αμβλώσεις, ακρωτηριασμός των γεννητικών οργάνων κ.α.), εξαναγκαστική πορνεία ή στέρηση των εκπαιδευτικών και εργασιακών δικαιωμάτων. Επιπροσθέτως, το φάσμα μέσα στο οποίο εκδηλώνεται η βία καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής ζωής των γυναικών (ενδοοικογενειακή βία, κακοποιητικές σχέσεις, συζυγικοί βιασμοί, βία στην εργασία ή τη δημόσια ζωή των γυναικών κ.λπ.), και ταυτόχρονα ένα μεγάλο ηλικιακό εύρος, που ξεκινά από τη βρεφική ηλικία (White & Frabutt, 2006). Πρόκειται, επομένως, για ένα ιδιαιτέρως σοβαρό φαινόμενο με μεγάλο αντίκτυπο στη ζωή των γυναικών και στη δημόσια υγεία γενικότερα το οποίο αποτελεί βασικό ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Boonzaier, Στογιαννίδου, 2005). O τρόπος που συνδέεται το φαινόμενο αυτό με το φύλο είναι αιτιακός. Αυτό σημαίνει πως το φύλο δε δρα παρεμπιπτόντως στην κακοποίηση, αλλά ότι η κακοποίηση συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του φύλου (Στογιαννίδου, 2005). Σύμφωνα με το πλαισιακό αναπτυξιακό μοντέλο των White και Kowalski (1998) η εκδήλωση της βίας ακολουθεί μία αναπτυξιακή πορεία κατά την οποία οι δυναμικές ισχύος ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες εσωτερικεύονται με βάση αξίες και προσδοκίες και εκδραματίζονται σε διαπροσωπικό επίπεδο. Η βία εναντίον των γυναικών μαθαίνεται μέσα από μοτίβα πεποιθήσεων που περνούν από γενιά σε γενιά και είναι μία εκδήλωση της πατριαρχικής δομής της κοινωνίας που θέλει τις γυναίκες υποδεέστερες των ανδρών, ενώ απώτερος στόχος είναι ο εκφοβισμός και ο έλεγχος. Συστήνεται, λοιπόν, μία κουλτούρα βίας η οποία υπερβαίνει τον ιδιογραφικό χαρακτήρα των διάφορων περιστατικών και αναπαράγεται με βάση ευρύτερες κοινωνικές δυναμικές ακόμη και αν κάποιες φορές θεωρείται καταδικαστέα 133

134 από τους ίδιους τους φορείς της εκάστοτε κουλτούρας. Στην κουλτούρα αυτή αποδίδεται και ένα μέρος της αιτιακής βάσης της βίας σε συνδυασμό με ατομικά χαρακτηριστικά και διαπροσωπικούς παράγοντες (White & Frabutt, 2006). Όσον αφορά τους διαπροσωπικούς παράγοντες, η Lips (2006) συζητά το ρόλο θεωριών, όπως η κοινωνική μάθηση σύμφωνα με την οποία η παρατήρηση συμπεριφορών άλλων ατόμων, ιδιαίτερα όταν οι συμπεριφορές αυτές κρίνονται αποτελεσματικές, έχει ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση και τη μάθησή τους. Η θεωρία αυτή προσφέρει και μία συνεπή εξήγηση της αιτίας, για την οποία τα παιδιά τα οποία μεγαλώνουν σε κακοποιητικές οικογένειες είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιήσουν βία σε μελλοντικές τους σχέσεις. Αναφορικά με τα ατομικά χαρακτηριστικά, η βία συνδέεται με συμπεριφορές και συναισθήματα, όπως ο φόβος για την έλλειψη ισχύος ή ο φόβος εγκατάλειψης, η εξάρτηση, η χαμηλή διεκδικητικότητα και η χαμηλή αυτοπεποίθηση. Επίσης, συνδέεται με την έλλειψη ενσυναίσθησης και την απουσία ενοχής ή έγνοιας για τους άλλους (Boonzaier, Lips, 2006). Τα τρία αυτά επίπεδα (κοινωνικό, διαπροσωπικό, ατομικό) αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και επηρεάζουν το ένα το άλλο. Ωστόσο, οι πολύ μεγάλες διαφορές φύλου σε πολλές διαστάσεις της διαπροσωπικής βίας φανερώνουν το σημαντικό ρόλο που παίζει το κοινωνικό πλαίσιο στην πραγμάτωση του φαινομένου αυτού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δημιουργείται το κατάλληλο περιβάλλον για την εκδήλωση της βίας κατά των γυναικών και διαμορφώνονται οι πεποιθήσεις σχετικά με την πραγμάτωση της. Οι πεποιθήσεις σχετικά με τη βία που υφίστανται οι γυναίκες βασίζονται κατά πολύ στην υιοθέτηση μίας ανδροκεντρικής οπτικής, η οποία επικρατεί στα συστήματα λόγου σχετικά με το θέμα καθώς και στην προσπάθεια διατήρησης του ανισότιμου status quo ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Η σωματική βία, λοιπόν, σχετίζεται με πεποιθήσεις πως η γυναίκα προκάλεσε το δράστη και, ειδικά στην περίπτωση του βιασμού, ότι κατά βάθος ήθελε να συμβεί. Άλλη κυρίαρχη πεποίθηση είναι ότι η γυναίκα θα μπορούσε να αποφύγει αν ήθελε την κακοποιητική συμπεριφορά ή πως είναι στη φύση του άνδρα να «συνετίζει» τη γυναίκα (Στογιαννίδου, White & Frabutt, 2006). Οι πεποιθήσεις αυτές εξαρτώνται κατά πολύ και από τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβαίνει η κακοποιητική συμπεριφορά. Για παράδειγμα, η πιθανότητα να κατηγορηθεί το θύμα μετά το βιασμό είναι μεγαλύτερη αν η γυναίκα γνώριζε και είχε κάποια σχέση με το δράστη σε σχέση με το αν ήταν κάποιος άγνωστος (Matlin, 2008). Μάλιστα, η Matlin (2008) κάνει λόγο για μία δεύτερη θυματοποίηση των γυναικών που έχουν βιαστεί και που σχετίζεται με την έλλειψη 134

135 κατανόησης από το περιβάλλον τους αλλά και με την τάση να προσάπτονται κατηγορίες στο θύμα. Ακόμα, παλαιότερες διαγνωστικές ορολογίες που απευθύνονταν στα θύματα βίας, όπως το «σύνδρομο των κακοποιημένων γυναικών» και η «μαζοχιστική διαταραχή προσωπικότητας» 9, υπονοούσαν πως οι γυναίκες είναι υπεύθυνες για τη θυματοποίησή τους και ουσιαστικά καθιστούσαν τη διάγνωση μία διαδικασία επαναθυματοποίησης ενώ ταυτόχρονα παρέβλεπαν τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες μίας τέτοιας ενέργειας (Boonzaier, 2006). Η έλλειψη αναγνώρισης της γυναικείας εμπειρίας, εκτός των συμβάντων κακοποίησης και των πεποιθήσεων που τα συνοδεύουν, εκτείνεται και στις συνέπειες, που έχει η βία στη ζωή των γυναικών. Πιο συγκεκριμένα, η σύνδεση μεταξύ κατάθλιψης και βίας, ειδικά στην παιδική ηλικία, είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Οι Herrera, Koss, Bailey, Yuan και Lichter (2006), στην ανάλυση της ερευνητικής ανασκόπησης που κάνουν, αναφέρουν τον ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ήπιων ή μειζόνων καταθλιπτικών συμπτωμάτων τα οποία μπορεί να είναι και χρόνια και/ή να συνδέονται με αυτοκτονικό ιδεασμό ή απόπειρες αυτοκτονίας, στις γυναίκες, οι οποίες κακοποιήθηκαν σεξουαλικά κατά την παιδική ηλικία. Επίσης, αναφέρουν την ισχυρή σύνδεση που ερευνητικά διαπιστώνεται ανάμεσα στην κακοποιητική συμπεριφορά κατά των ενηλίκων γυναικών και τη συμπτωματολογία κατάθλιψης (ήπιας, μείζονος ή χρόνιας) αλλά και της διαταραχής μετατραυματικού στρες (για διεξοδική ανάλυση βλ. Herrera et al., 2006). Παρόλα αυτά, συχνά αποτυγχάνεται να γίνει η αξιολογική σύνδεση μεταξύ της βίας και των συνεπειών της στη συμπεριφορά με αποτέλεσμα να διαγιγνώσκεται η ψυχική οδύνη ως εγγενής ψυχοπαθολογική συμπεριφορά του ατόμου (Matlin, 2008). Με τον τρόπο αυτό, εκτός από διπλή θυματοποίηση, συμβαίνει και μία ταυτόχρονη περιθωριοποίηση της γυναικείας εμπειρίας καθώς η βία που έχουν υποστεί οι γυναίκες ουσιαστικά αγνοείται. Συμπερασματικά, η βία κατά των γυναικών είναι ένα από τα σοβαρότερα είδη τραύματος, με βαρύτατες επιπτώσεις για την ψυχική και σωματική υγεία των γυναικών. Ωστόσο, ως προϊόν διαπραγμάτευσης συχνά αποσιωπάται στα κυρίαρχα συστήματα λόγου ακόμα και εντός επιστημονικών πλαισίων. 9 Στο αγγλικό κείμενο self-defeating personality disorder 135

136 Η ενδο-οικογενειακή βία ως έμφυλη βία Η ενδοοικογενειακή βία είναι ένας ευρύς όρος και αναφέρεται σε κάθε μορφή σωματικής, ψυχολογικής, σεξουαλικής ή οικονομικής βίας, που συμβαίνει μέσα σε σχέσεις οικογενειακές ή στενές και έχει μια μορφή εξαναγκασμού, εξευτελισμού και ελέγχου, μια μορφή εξουσίας. Συμπεριλαμβάνει επίσης, μορφές όπως τον εξαναγκασμό στην πορνεία, τον ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων, τις συμφωνίες σύναξης γάμων με παιδιά-νύφες, το sati (οι χήρες στην πυρά) (Koss, & Hoffman, 2000) Ειδικότερα, οι συμπεριφορές βίας είναι: Τα χαστούκια, οι μπουνιές, οι κλωτσιές, τα βίαια σπρωξίματα, το δέσιμο, και η απομόνωση, το πνίξιμο, ο ξυλοδαρμός, (σωματική κακοποίηση) ο βιασμός, ο με-πρόθεση σωματικός πόνος κατά την διάρκεια της γενετήσιας πράξης ή οι επιθέσεις στα γεννητικά όργανα με τη χρήση αντικειμένων όπως όπλα, (σεξουαλική κακοποίηση) η έντονη κριτική και ο υποβιβασμός, η άρνηση παροχής βοήθεια όταν το θύμα είναι άρρωστο ή τραυματισμένο προσβολές, απειλές, βρισιές (Λεκτική), ο περιορισμός και έλεγχος ποιόν βλέπει και συναντάει, που πάει, απαγόρευση εργασίας (κοινωνική κακοποίηση), η αφαίρεση χρημάτων ή έλεγχος των χρημάτων, ο εξαναγκασμός να «ζητάει χρήματα», αφαίρεση του δικαιώματος να διαχειρίζεται μια γυναίκα μόνη το μισθό της ή το μέρος που της αναλογεί από τα έσοδα του νοικοκυριού(οικονομική κακοποίηση), και βέβαια μπορεί να φτάσει μέχρι το θάνατο. Θύματα ενδο-οικογενειακής βίας μπορεί να είναι οι γυναίκες, τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι, τα άτομα με αναπηρίες. Γνωρίζουμε σήμερα όμως ότι ο βασικότερος παράγοντας για την πρόβλεψη της κακοποίηση από τους συντρόφους είναι το φύλο. Η ενδοοικογενειακή βία είναι βία προσδιορισμένη με βάση το φύλο, με την έννοια ότι συνήθως περισσότερες γυναίκες υφίστανται τη βία, ενώ ο δράστης είναι συνήθως άντρας. Κάθε γυναίκα μπορεί να υποστεί βία ανεξάρτητα από τη φυλή, την καταγωγή, την εθνότητα, τη τάξη, τη σεξουαλικότητα, την αναπηρία, τον τρόπο ζωής, ή τη θρησκευτική ομάδα στην οποία ανήκει. Γνωρίζουμε τέλος, ότι οι γυναίκες υφίστανται βία πιο συχνά μέσα στο σπίτι, από κάποιον γνωστό τους παρά έξω από το σπίτι. 136

137 Γενικά, η ενδοοικογενειακή βία είναι βία κατά των γυναικών. Ο άνδρας που κακοποιεί δεν είναι άτομο με ψυχολογικά προβλήματα, ούτε άλλοι παράγοντες όπως το αλκοόλ τον ωθούν σε βιαία συμπεριφορά, αλλά είναι ένας άνθρωπος φυσιολογικός που, όμως, συμπεριφέρεται βίαια μέσα στο σπίτι του, απέναντι στη γυναίκα και τα παιδιά. Τα δεδομένα δείχνουν ότι ο άνδρας που κακοποιεί είναι συνήθως ανταγωνιστικός και επιθετικός, έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση, μπορεί να υπήρξε θύμα σωματικής κακοποίησης ως παιδί, και να ενστερνίζεται τις παροδοσιακές αξίες για την οικογένεια και τη γυναίκα. Θεωρητικό πλαίσιο για την ερμηνεία της βίας στην οικογένεια Διάφορα μοντέλα επιχειρούν να εξηγήσουν το γιατί η βία στην οικογένεια. Προεξέχουσας σημασίας αποτελούν οι φεμινιστικές θεωρίες (π.χ. Dobash & Dobash, 1998, Walker, 1979, Whalen, 1996), σύμφωνα με τις οποίες η βία είναι το αποτέλεσμα της εξουσίας και του ελέγχου που ασκούν οι άνδρες στις γυναίκες διαχρονικά και ότι οι ρίζες της βρίσκονται στην ιστορική και κοινωνική θέση των γυναικών στην οικογένεια και στην κοινωνία. Άλλες φεμινιστικές προσεγγίσεις υποστηρίζουν ότι η βία είναι προϊόν των κοινωνικών δομών και αξιών για τους ρόλους των δύο φύλων και των ισχυουσών κοινωνικών πολιτικών διευθετήσεων, όπως για παράδειγμα ο γάμος και η παραδοσιακή πατριαρχική οικογένεια. Σ αυτή τη μορφή οικογένειας, ο άνδρας πολιτισμικά έχει την εξουσία να οδηγεί, να παίρνει αποφάσεις, να ελέγχει τη ζωή της συζύγου και των παιδιών. Η βία και η απειλή της βίας είναι ένα από τα πιο ισχυρά μέσα που κατέχει ο άνδρας για να διατηρήσει τον έλεγχο της οικογένειάς του (Whalen, 1996). Άλλες θεωρίες, δίνουν έμφαση σε ψυχολογικές διαδικασίες και αλληλεπίδρασης μέσα στην οικογένεια. Το μοντέλο αλληλεπίδρασης δίνει έμφαση στο ζευγάρι και στην αλληλεπίδραση μεταξύ του θύματος και του δράστη, χωρίς παράλληλα να παραβλέπει τους πολιτισμικούς ή ταξικούς παράγοντες. Σύμφωνα με τη θεωρία αλληλεπίδρασης, η οποία δίνει έμφαση στη δυσλειτουργία της οικογένειας και των κοινωνιών, η βία είναι το αποτέλεσμα του θυμού και της επίδρασης μιας σειράς κοινωνικών παραγόντων όπως η ανεργία ή η φτώχια. Οι βίαιοι άνδρες θεωρείται ότι προέρχονται κυρίως από την εργατική τάξη και βρίσκονται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Έτσι, στο πλαίσιο των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν, παγιδεύονται μέσα σε ένα φαύλο κύκλο απελπισίας και θυμού, ο οποίος διοχετεύεται προς τους κοντινούς τους, παρά προς τους αληθινούς καταπιεστές τους, που είναι τα αφεντικά. Άλλα μοντέλα (π.χ. Frude, 1990), προσπαθούν να εξηγήσουν την 137

138 συζυγική βία μέσα από την επίδραση κοινωνικών, επιβαρυντικών και συζυγικών παραγόντων. Η διεθνής βιβλιογραφία παρουσιάζει μια πληθώρα στοιχείων για την ενδοοικογενειακή βία. Στην Ελλάδα, η πιο πρόσφατη επιδημιολογική έρευνα έγινε πριν μια δεκαετία (ΚΕΘΙ, 2003). Στην έρευνα αυτή είχαν πάρει μέρος 1200 γυναίκες, ηλικίας χρόνων από όλη τη χώρα, και βρέθηκε ότι ψυχολογική κακοποίηση έχει υποστεί το 56% των γυναικών (περίπου 1 στις 2), σωματική κακοποίηση το 3.6%, των γυναικών και σεξουαλική κακοποίηση το 3.5% των γυναικών. Δύο στις 10 γυναίκες που πήραν μέρος στην έρευνα ανάφεραν ότι γνώριζαν κάποια γυναίκα από το συγγενικό ή/και φιλικό τους περιβάλλον που έχει υποστεί ή υφίσταται βία από το σύζυγο/σύντροφό τους (σκοτεινός αριθμός κακοποίησης). Επίσης, στην πλειοψηφία τους οι γυναίκες που συμμετείχαν (60,8%) χαρακτηρίζουν ως βία όλες τις μορφές καταχρηστικής συμπεριφοράς που ασκείται από το σύζυγο/σύντροφο κατά των γυναικών, παρόλα αυτά, όμως τείνουν να αναγνωρίζουν ως βία κυρίως τη σωματική και τη σεξουαλική βία. Θεωρούν επίσης, την ενδοοικογενειακή βία ως σοβαρή εγκληματική πράξη, Επίσης οι γυναίκες δήλωσαν ότι τα περιστατικά βίας στην οικογένεια δεν ακολουθούν ποτέ την κατάχρηση αλκοόλ (61.9%), ενώ η κακοποίηση για την πλειοψηφία των γυναικών είναι χρόνια πάνω από δέκα έτη, και ο άνδρας της οικογένειας είναι αυτός που κακοποιεί. Ωστόσο στην έρευνα αυτή, βρέθηκε επίσης ότι μόνο το 8.8% των ερωτώμενων χαρακτηρίζει το σύζυγο/σύντροφο του βίαιο, ενώ οι γυναίκες που έχουν υποστεί βία αποδίδουν ηπιότερους χαρακτηρισμούς για αυτήν όπως ότι «πρόκειται για λάθος και όχι έγκλημα». Άλλα δεδομένα σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία στη χώρα μας προέρχονται από δομές στις οποίες απευθύνονται οι γυναίκες που βιώνουν τη βία όπως τηλεφωνικές γραμμές ΣΟΣ, από τα κέντρα του ΚΕΘΙ και τα κέντρα υποδοχής κακοποιημένων γυναικών και ξενώνες. Από το 1994 έτος της ίδρυσης του Κέντρου υποδοχής κακοποιημένων γυναικών στην Αθήνα, 2600 γυναίκες το έχουν επισκεφθεί και ζήτησαν τηλεφωνική πληροφόρηση περίπου Τα δύο τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε αύξηση των αλλοδαπών γυναικών. Υπήρξε συνεργασία με 172 αλλοδαπές γυναίκες, 15 από τις οποίες ήταν θύματα σωματεμπορίας. Οι 5 βοηθήθηκαν και επέστρεψαν στις χώρες προέλευσής του και 16 φιλοξενήθηκαν στον ξενώνα. Από στοιχεία της άμεσης δράσης στην Αττική για το έτος 1999, κλήσεις από τις κλήσεις συμβάντων κοινωνικού χαρακτήρα αφορούσαν οικογενειακές υποθέσεις (Αδαμάκη, 2000). 138

139 Σε μια έρευνα των αρχείων των γυναικών που επισκέφτηκαν τις υπηρεσίες του ΚΕΘΙ, και σε δείγμα γυναικών βρέθηκε ότι 611 (17,4%) γυναίκες είχαν απευθυνθεί για θέματα κακοποίησης στις υπηρεσίες του για το διάστημα Ιανουάριος μέχρι και Ιούνιος 2001 (Αρτινοπούλου κ. άλ. 2002). Γενικά το προφίλ των γυναικών-χρηστών των υπηρεσιών ήταν: ηλικίας ετών (ποσοστό 26%), ετών (ποσοστό 24.7%) και ετών (ποσοστό 19.5 %). Συνολικά, οι τρεις παραπάνω ηλικιακές οµάδες αποτελούν το 70.2% του συνόλου των κακοποιηµένων γυναικών. Οι υπόλοιπες ηλικιακές οµάδες συγκεντρώνουν σηµαντικά χαμηλότερα ποσοστά, όπως οι κακοποιημένες γυναίκες ηλικίας άνω των 55 ετών (7.2%) και εκείνες κάτω των 18 ετών ( 0.7%). Η έρευνα των αρχείων έδειξε επίσης, ότι η πλειοψηφία των γυναικών είναι γυναίκες απόφοιτες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ή/και κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων (ποσοστό 20.3%). Ενώ υψηλό ποσοστό εµφανίζουν οι γυναίκες που έχουν τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ή/και κάποια σχολή µετα-λυκειακής εκπαίδευσης (17.8%). Χαμηλότερα ποσοστά παρουσιάζουν οι γυναίκες που έχουν ολοκληρώσει την εννεαετή υποχρεωτική εκπαίδευση (6.7%) και εκείνες που δήλωσαν αναλφάβητες. Τα παραπάνω αποτελέσµατα συνιστούν το 59.7% των κακοποιημένων γυναικών που απευθύνθηκαν στα Συμβουλευτικά Κέντρα κατά την εξεταζόμενη περίοδο καθώς για το 40.3% δεν υπάρχουν διαθέσιµα καταγεγραμμένα στοιχεία. (Για μια πιο εμπεριστατωμένη παρουσίαση των ελληνικών δεδομένων βλ. και Αδαμάκη 2000) Πέρα από τα παραπάνω στοιχεία, όμως, δεν πρέπει να αγνοείται και η σκοτεινή πλευρά της κακοποίησης και της ενδο- οικογενειακής βίας που έχει ως αποτέλεσμα να παραμένει στη σκιά το 80-90% -90% των περιστατικών. Είναι σαφές ότι οι αριθμοί που παρουσιάστηκαν ως εδώ είναι μόνο ενδεικτικοί και η ακριβής πραγματικότητα είναι δύσκολο να καθοριστεί. Τα περιστατικά βίας και κακοποίησης που δημοσιοποιούνται, καταγγέλλονται και εκδικάζονται, υπολογίζονται ότι ανέρχονται µόνο στο 10-20% του εκτιμώμενου αριθμού περιπτώσεων βίας απέναντι στις γυναίκες ή/και τα παιδιά. Οι γυναίκες σιωπούν και δεν αποκαλύπτουν τη βία που υφίσταντο ακόμη, και σε κοντινά τους πρόσωπα, από το φόβο ότι θα φανούν κακομαθημένες, ότι θα θεωρούν υπεύθυνες για τη βία αλλά και από το φόβο ότι θα θεωρηθούν υπεύθυνες για την καταστροφή του καλού ονόματος της οικογένειας (Archer 2000). Αποσιωπούν τη βία για κοινωνικούς λόγους, εξαιτίας των κοινωνικών δομών και αξιών που δίνουν αξία στον άνδρα, λόγου των αισθημάτων ντροπής, λόγω της έλλειψης αυτοεκτίµησης, εξαιτίας του φόβου της κοινωνικής κατακραυγής, εξαιτίας του φόβου της περιθωριοποίησης και του φόβου των αντιποίνων και της τιµωρητικής συμπεριφοράς από το σύζυγο/σύντροφο. Τα συναισθήματα αυτά αποτρέπουν τη γυναίκα από το να καταγγείλει στις αρχές ή στους αρμόδιους φορείς την κακοποίηση που υπέστη. Επιπρόσθετα, το 139

140 κοινωνικό πλαίσιο, καθώς και οι δικαστικές και αστυνομικές αρχές, δεν βοηθούν τη γυναίκα να καταγγείλει την κακοποίηση, καθώς συχνά παρατηρείται δευτερογενής θυµατοποίησή της. Οι συνέπειες της ενδο-οικογενειακής βίας και της κακοποίησης Οι συνέπειες της ενδο-οικογενειακής βίας στις γυναίκες είναι σωματικές και ψυχολογικές. Σε μια επιδημιολογική επισκόπηση για την ενδοοικογενειακή βία, για παράδειγμα, βρέθηκε ότι το 20% των κακοποιημένων γυναικών υποφέρει από ψυχολογικά προβλήματα παράλληλα με τα σωματικά. Ειδικότερα σε ό,τι έχει σχέση με την ψυχολογική υγεία, παρατηρείται στις γυναίκες μια έντονη αίσθηση ότι κινδυνεύουν, καθώς και συμπρώματα κατάθλιψης, άγχους και μετατραυματικής διαταραχής (Browne, Δρούγα κ.ά Χατζηφωτίου Τόπα 2011). Οι παρεμβάσεις που χρειάζονται να αναπτυχθούν για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών αφορούν δράσεις σε μάκρο -(κοινωνικό- πολιτικό) και μίκρο- επίπεδο (ατομικό). Σε ένα μακρο-επίπεδο απαιτούνται κοινωνικές, πολιτικές και νομικές παρεμβάσεις και αλλαγές, οι οποίες συνδέονται με ζητήματα προώθησης της ισότητας των φύλων, καθώς και τον έλεγχο, την εξουσία και την ευθύνη του δράστη. Έτσι, στη χώρα μας, οι φεμινιστικές προτάσεις παρέμβασης προτείνουν, μεταξύ άλλων και την υιοθέτηση και οργάνωση ενός κοινωνικού συστήματος υποστήριξης που συμπεριλαμβάνει μια σειρά δράσεων όπως τη λειτουργία προγραμμάτων ενημέρωσης, τηλεφωνικών γραμμών ΣΟΣ, δημιουργία καταφυγίων, άμυνας κοινωνικές υπηρεσίες σε νοσοκομεία με εξειδικευμένο προσωπικό, αστυνομία ευαισθητοποιημένη και εξοπλισμένη με ειδικούς συμβούλους που θα συνεργάζεται με τους άλλους φορείς, καθώς και την υιοθέτηση μέτρων για μεγαλύτερη νομική προστασία των γυναικών. Επιπλέον, προτείνονται η θεσμοθέτηση προγράμματα εκπαίδευσης, και ευαισθητοποίησης ειδικών ομάδων π.χ. ψυχίατρων, ψυχολόγων, νοσηλευτών, δικαστικών, δημοσιογράφων και η θεσμοθέτηση ειδικού μαθήματος στα σχολεία για την πρόληψη της βίας και για την προώθηση της ισότητας των φύλων και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σε μικρο- επίπεδο μπορεί να ασκηθεί ατομική και ομαδική συμβουλευτική, η οποία στοχεύει στην ενδυνάμωση, ενθάρρυνση, υποστήριξη, επιβεβαίωση και ασφάλεια των γυναικών, διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο στο οποίο οι γυναίκες ενθαρρύνονται να μιλήσουν 140

141 με το δικό τους ρυθμό για τις εμπειρίες τους, και να πάρουν οι ίδιες τις αποφάσεις που χρειάζονται. Στόχος της συμβουλευτικής διαδικασίας είναι (α) να δώσει την ευκαιρία στις γυναίκες να κατανοήσουν τις κατακτήσεις τους και τις δεξιότητές τους, να αναγνωρίσουν την ύπαρξη «εναλλακτικών» λύσεων για τη ζωή τους και να μαθουν ότι η ευθύνη της βίας συμπεριφοράς ανήκει στον δράστη και (β) να τους παρέχει πληροφορίες που χρειάζονται (όπως π.χ βοήθεια για την εύρεση στέγης και επιδομάτων, νομικές πληροφορίες κλπ). Συνοψίζοντας τα κεντρικά σημεία της παραπάνω παρουσίασης για την ενδο-οικογενειακή βία καταλήγει κανείς στα εξής συμπεράσματα: (1) Η ενδο-οικογενειακή βία είναι έμφυλη βία. Χωρίς να παραβλέπει κανείς την πιθανότητα θυματοποίησης και των ανδρών στο πλαίσιο της οικογένειας, εκ μέρους των γυναικών ή των συντρόφων τους, η διεθνής έρευνα και τα στατιστικά στοιχεία αποδεικνύουν με συντριπτικά απόλυτο τρόπο ότι οι γυναίκες αποτελούν κατεξοχήν θύματα βίας στην οικογένεια με θύτες του συζύγους/ συντρόφους τους. (2) Έχουν διατυπωθεί ποικίλες θεωρίες για την ερμηνεία της ενδο-οικογενειακής βίας με τις φεμινιστικές προσεγγίσεις να επικεντρώνονται στην έμφυλη διάστασή της, την οποία αναλύουν άλλοτε με βάση τις κοινωνικές δομές και άλλοτε χρησιμοποιώντας ως βασική κατηγορία ανάλυσης την έννοια της πατριαρχίας. (3) Υπάρχει ήδη μια εμπεριστατωμένη βιβλιογραφία που παρουσιάζει τόσο στατιστικά και δημογραφικά στοιχεία περιγραφής της ενδο-οικογενειακής βίας διεθνώς, όσο και της εμπειρίας που βιώνουν οι γυναίκες-θύματα. Παρόλα αυτά, η ελληνική έρευνα είναι περιορισμένη και σχετικά παλιά. Οι λόγοι είναι ποικίλοι και ανάμεσά τους κυριαρχούν οι δυσκολίες προσέγγισης των γυναικών-θυμάτων βίας που δεν είναι εύκολο να εντοπισθούν ή να δεχθούν να πάρουν μέρος σε έρευνες. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το φαινόμενο της ενδο-οικογενειακής βίας χρήζει βαθύτερης μελέτης στη χώρα μας. Πέρα από τη συλλογή στατιστικών στοιχείων, απαραίτητο είναι να επικεντρωθεί η έρευνα και στη μελέτη της εμπειρίας των γυναικών-θυμάτων βίας, με στόχο την καλύτερη κατανόηση του ίδιου του φαινομένου και του τρόπου με τον οποίο βιώνεται αυτό από τις ίδιες τις γυναίκες. Μόνο με τον τρόπο αυτό θα μπορεί κανείς να σχεδιάσει και να προτείνει μεθόδους παρέμβασης που να είναι αποτελεσματικές για τα άτομα στα οποία απευθύνονται και να συνδέονται με το ελληνικό πλαίσιο. 141

142 Βιβλιογραφία Αδαμάκη, Ν. (2000). Έρευνα για την βία κατά των γυναικών στην Ελλάδα. Αθήνα: ΚΕΘΙ Archer, J. (2000). Sex differences in aggression between heterosexual partners: A metaanalytic review. Psychological Bulletin, 126 (5), Αρτινοπούλου, Β., Καραγιάννη, Μ., Κατσίκη, Γ., Νίκα, Σ., Ξυδοπούλου, Ε., Παπαθανασίου Μ., & Παπαγιαννοπούλου, Μ. (2002), Αξιολόγηση των υπηρεσιών του ΚΕΘΙ και το προφίλ των γυναικών χρηστριών του κατά την περίοδο 1/1/2000 έως 30/6/2001: Ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία. Έκθεση. Αθήνα: ΚΕΘΙ Boonzaier, F. (2006). A gendered analysis of woman abuse. In T. Shefer, F. Boonzaier & P. Kiguwa (Eds.). The gender of psychology (pp ). Lansdowne, Cape Town: UCT Press. Browne, A. (1993). Violence against women by male partners: Prevalence, outcomes and policy implications. American Psychologist, 48 (10), Dobash, R. E., & Dobash, R. P. (Eds.). (1998). Rethinking violence against women. Thousand Oaks. Calif.: Sage. Δρούγα, Κ, Παπαθανασίου, Μ. & Τσονίδης, Α. (Μάϊος, 2001). Θύμα ή επιζώσα; Η ρητορική κατασκευή ταυτοτήτων στη συμβουλευτική για την κακοποίηση γυναικών: Μια ανάλυση περίπτωσης. Ανακοίνωση το 8 ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας, Αλεξανδρούπολη. Heise, L., Ellsberg, M., & Gottemuller, M. (1999). Ending violence against women (Population Reports, Series L, No. 11, 1-43). Baltimore: Johns Hopkins University School of Public Health, Population Information Program. Herrera, V. M., Koss, M. P., Bailey, J., Yuan, N. P., & Lichter, E. I. (2006). Survivors of male violence: Research and training initiatives to facilitate recovery from depression and posttraumatic stress disorder. In J. Worell & C. D. Goodheart (Eds.), Handbook of girls and women s psychological health (pp ). New York: Oxford University Press. Koss, M. & Hoffman, K. (2000). Survivors of violence by male partners: Gender and cultural considerations. In R. M. Eisler & M. Hersen (Eds.), Handbook of gender, culture, and health (pp ). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum. Kέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας (2003). Ενδο-οικογενειακή βία κατά των γυναικών: Πρώτη πανελλαδική επιδημιολογική έρευνα. Έκθεση του ΚΕΘΙ, Αθήνα. Lips, H. (2006). A new psychology of women: Gender, Culture, and Ethnicity. (3 rd ed.). Boston: McGraw-Hill. Matlin, M. W. (2008). The psychology of women. (6 th ed.). Belmont, CA: Wadsworth/Thompson Learning. Στογιαννίδου, Α. (2005). Κακοποίηση-παραμέληση στην εφηβική ηλικία. Στο Β. Δεληγιάννη- Κουϊμτζή, Α. Στογιαννίδου & Χ. Αθανασιάδου (Επ. Έκδ.), Συμβουλευτική στην εφηβική 142

143 ηλικία με την οπτική του φύλου (σελ ). Θεσσαλονίκη: Τμήμα Ψυχολογίας Α.Π.Θ., Έργο Καλλιρρόη. Τόπα, Μ. (2011). Επιπτώσεις της βίας στα παιδιά. Στο Τατά-Αρσέλ Λ.(επ. έκδ.) Βία κατά των γυναικών: Οδηγός Συμβουλευτικής. Αθήνα: Γενική Γραμματεία Ισότητας Walker, L. E. A. (1994). Abused women and survivor therapy: A practical guide for the psychotherapist. Washington, DC: American Psychological Association. Whalen, M. (1996). Counseling to end violence against women: A subversive model. Thousand Oaks, London: Sage. White, J. W., & Frabutt, J. M. (2006). Violence against girls an women: An integrative developmental perspective. In J. Worell & C. D. Goodheart (Eds.), Handbook of girls and women s psychological health (pp ). New York: Oxford University Press. White, J. W., & Kowalski, R. M. (1998). Male violence against women: An integrative perspective. In R. G. Geen & E. Donnerstein (Eds.), Human aggression: Theory, research, and implications for social policy (pp ). New York: Academic Press. Χατζηφωτίου, Σ. (2005). Ενδοοικογενειακή Βία κατά των γυναικών και Παιδιών: Διαπιστώσεις και προκλήσεις για την Κοινωνική Εργασία. Αθήνα: Τζιόλα. Στογιαννίδου, Α. (2005). Κακοποίηση-παραμέληση στην εφηβική ηλικία. Στο Β. Δεληγιάννη- Κουϊμτζή, Α. Στογιαννίδου & Χ. Αθανασιάδου (Επ. Έκδ.), Συμβουλευτική στην εφηβική ηλικία με την οπτική του φύλου (σελ ). Θεσσαλονίκη: Τμήμα Ψυχολογίας Α.Π.Θ., Έργο Καλλιρρόη. Τόπα, Μ. (2011). Επιπτώσεις της βίας στα παιδιά. Στο Τατά-Αρσέλ Λ.(επ. έκδ.) Βία κατά των γυναικών: Οδηγός Συμβουλευτικής. Αθήνα: Γενική Γραμματεία Ισότητας/ι] 143

144 144

145 ΕΝΟΤΗΤΑ 2 Η ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ 145

146 146

147 Κεφάλαιο 7 ο Γυναίκες στη συμβουλευτική και ψυχοθεραπευτική εποπτεία Kristin L. Barnes & Janine M. Bernard (μετάφραση Π. Καστράνη & επιμέλεια Α. Στογιαννίδου) Για περισσότερο από 30 χρόνια, οι ερευνητές έχουν σημειώσει τον εκτεταμένο αντίκτυπο του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου στη συμβουλευτική διαδικασία (Nelson, 1993). Πρόσφατα έχει εμφανιστεί βιβλιογραφία σχετική με το ρόλο του φύλου στην εποπτεία των συμβούλων και των ψυχοθεραπευτών/ριών. Αυτό το κεφάλαιο εστιάζει στα ζητήματα των γυναικών στην εποπτική διαδικασία. Συγκεκριμένα, εξετάζεται η έρευνα σχετικά με το φύλο στην εποπτεία, με έμφαση στα αποτελέσματα που τονίζουν το ρόλο των γυναικών. Η παρούσα επισκόπηση συμπεριλαμβάνει τις σημαντικές συνεισφορές της βιβλιογραφίας στο χώρο της φεμινιστικής εποπτείας. Στη συνέχεια, εξάγουμε συμπεράσματα για τους επόπτες/ριες γυναικών που εκπαιδεύονται ώστε να γίνουν θεραπεύτριες. Τέλος, προτείνουμε κάποιες στρατηγικές για την εφαρμογή εποπτείας με ευαισθησία στα ζητήματα φύλου. Λόγω του περιορισμένου χώρου, τα σημαντικά ζητήματα της σεξουαλικής παρενόχλησης και οι ανάγκες των ομοφυλόφιλων γυναικών σε εποπτεία δεν περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο αυτό. Για μια πιο ολοκληρωμένη επισκόπηση σχετικά με τα θέματα αυτά, βλ. Bartell και Rubin (1990) (σεξουαλική παρενόχληση σχετική με εποπτεία) και Buhrke (1989) (ζητήματα σχετικά με ομοφυλόφιλες γυναίκες σε εποπτεία). Επιπρόσθετα, αναγνωρίζουμε σαφώς πως οι γυναίκες που δεν ταιριάζουν με τον λευκό μεσαίας τάξης πληθυσμό τείνουν να αγνοούνται. Συνειδητοποιούμε πως κάθε συζήτηση για το φύλο είναι ανολοκλήρωτη αν δεν αναλογιστούμε την αλληλεπίδρασή του με τη φυλή, την εθνικότητα, την κοινωνική τάξη, και άλλες κοινωνικά δημογραφικές μεταβλητές. Σε αυτό το κεφάλαιο, περιοριζόμαστε από μια βιβλιογραφία που, στο μεγαλύτερο μέρος της, μεταχειρίζεται τις γυναίκες (και τους άνδρες) ως μονολιθικούς αναφορικά με επιπλέον πολιτισμικές μεταβλητές. 147

148 Ορίζοντας την εποπτεία Η εποπτεία έχει περιγραφεί ως μια «εμπρόθετη εκπαιδευτική διαδικασία» (Borders, 2001, σ. 417) που στοχεύει στην προώθηση της προσωπικής και επαγγελματικής ανάπτυξης των συμβούλων. Οι Bernard και Goodyear (1998) προσέφεραν τον ακόλουθο ορισμό: Μια παρέμβαση που παρέχεται από ένα μεγαλύτερο μέλος ενός επαγγέλματος σε ένα μικρότερο μέλος ή σε μικρότερα μέλη του ίδιου επαγγέλματος. Η σχέση είναι αποτιμητική, εκτείνεται σε διάστημα χρόνου, και έχει ταυτόχρονα τον σκοπό να εμπλουτίσει την επαγγελματική λειτουργία του/των μικρότερου/ων ατόμου/ων, να επιτηρεί την ποιότητα των επαγγελματικών υπηρεσιών που προσφέρονται στους πελάτες του/της/τους, και να εξυπηρετεί ως φίλτρο αυτών που πρόκειται να εισέλθουν σε ένα συγκεκριμένο επάγγελμα. (σ. 6). Όπως υπονοείται από τον ορισμό, η εποπτεία είναι πολύ σημαντική στην άσκηση όλων των επαγγελμάτων ψυχικής υγείας, συμπεριλαμβανομένης της συμβουλευτικής, του επαγγέλματος του κοινωνικού λειτουργού, της οικογενειακής θεραπείας και θεραπείας ζευγαριών και της ψυχολογίας. Ανασκοπήσεις εποπτικών αποτελεσμάτων έχουν σημειώσει ότι η παροχή κατάλληλης εποπτείας προωθεί την ανάπτυξη της επιδεξιότητας των συμβούλων και επομένως και τα θετικά αποτελέσματα στους πελάτες (Holloway & Neufeldt, 1995; Lambert & Ogles, 1997). H εποπτεία συχνά γίνεται αντιληπτή με βάση το μοντέλο ή τη θεωρητική προσέγγιση ενός επόπτη ή μίας επόπτριας. Τα μοντέλα εποπτείας μπορούν να θεωρηθούν οι φακοί μέσα από τους οποίους αλλάζουν οι απόψεις ενός επόπτη και προκύπτει η μάθηση. Αυτά τα μοντέλα μπορούν να βασιστούν στον θεωρητικό προσανατολισμό του/της επόπτη/ριας, όπως το ψυχοδυναμικό, το προσωπο-κεντρικό, ή το γνωστικό-συμπεριφορικό. Στην εποπτεία που βασίζεται στην ψυχοθεραπεία, χρησιμοποιούνται ανάλογες μέθοδοι με την ψυχοθεραπεία. Για παράδειγμα, ένας/μία επόπτης/ρια που δουλεύει με βάση μια γνωστικό-συμπεριφορική θεώρηση θα βοηθούσε πρώτα έναν/μια εποπτευόμενο/η να αναγνωρίσει ένα πρόβλημα και μετά θα εξήγαγε λύσεις βασισμένες στην αλλαγή των γνωστικών σχημάτων ή των συμπεριφορών για να αποκατασταθεί η δυσκολία. Οι επόπτες μπορούν επίσης να αντιλαμβάνονται την δουλειά τους ως σχετική με εξελικτικές αλλαγές που συμβαίνουν στον/στην εποπτευόμενο/η καθώς αυτός/η αποκτά εμπειρία. Μια εξέχουσα θεωρία των Stoltenberg και Delworth (1987) προτείνει ότι οι εποπτευόμενοι/ες προοδεύουν μέσω τριών πρωταρχικών δομών (ή περιοχών) της συμβουλευτικής ανάπτυξης: 148

149 αυτονομία, κίνητρο, και συνειδητοποίηση εαυτού-άλλων. Για να βοηθήσουν τους/τις εποπτευόμενους/ες να αναπτυχθούν οι επόπτες/ριες πρέπει να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον μάθησης το οποίο θα παρέχει την κατάλληλη ισορροπία πρόκλησης και υποστήριξης, με βάση τις μαθησιακές ανάγκες και το στάδιο ανάπτυξης του/της εποπτευόμενου/ης. Η τρίτη μεγάλη κατηγορία μοντέλων εποπτείας περιλαμβάνει θεωρίες κοινωνικών ρόλων (Bernard & Goodyear, 1998). Το μοντέλο της διάκρισης (discrimination model) (Bernard 1979,1997) είναι ίσως η πιο αξιοσημείωτη θεωρία κοινωνικών ρόλων στην εποπτεία. Το μοντέλο αυτό, που αρχικά σχεδιάστηκε για να ενισχύσει την εκπαίδευση των εποπτών/ριών, οργανώνει τις εποπτικές συμπεριφορές σε τρεις ρόλους: του δασκάλου, του συμβούλου, και του τεχνικού συμβούλου (consultant). Οι επόπτες/τριες επιλέγουν το ρόλο που θα αναλάβουν με τον/την κάθε εκπαιδευόμενο/η μόλις αποφασίσουν για τις ικανότητες και τις ανάγκες του/της με βάση τρία πρωταρχικά σημεία εστίασης: την παρέμβαση, την εννοιολογική συνειδητοποίηση (conceptualization) και την προσωποποίηση. Αυτή η δυναμική διαδικασία εξελίσσεται διαρκώς όσο προχωρά η εποπτεία. Ανεξάρτητα από το μοντέλο, όμως, η εποπτεία στη συμβουλευτική και την ψυχοθεραπεία είναι ένα απαραίτητο βήμα στην ανάπτυξη ικανών θεραπευτών/ριων και βοηθά να διασφαλιστεί η παροχή ποιοτικής φροντίδας στους/στις πελάτες/ισσες σε όλα τα επαγγέλματα ψυχικής υγείας (Watkins, 1997a). Όπως δήλωσε εύστοχα ο Watkins (1997b), «η εποπτεία συνεισφέρει σημαντικά στην ζωτικότητα και βιωσιμότητα της θεραπείας» (σ. 603). Η αναγκαιότητα της μελέτης του φύλου και της εποπτείας Καθώς η εποπτεία προέκυψε ως ένα σχετικό αλλά ξεχωριστό πεδίο πρακτικής και έρευνας από την συμβουλευτική και τη ψυχοθεραπεία, αναπτύχθηκαν κώδικες δεοντολογίας (American Association of Marriage and Family Therapists, 2002; Association for Counselor Education and Supervision, 2002; National Board for Certified Counselors, 1998) και κριτήρια επάρκειας (Supervision Interest Network, 1990) με σκοπό να καθοδηγήσουν τη διεξαγωγή δεοντολογικής και αποτελεσματικής εποπτείας για τους/ις συμβούλους και τους/ις ψυχοθεραπευτές/ριες. Σε αυτά τα έγγραφα οι επόπτες/ριες καλούνται να είναι πολυπολιτισμικά ικανοί/ες, επιδεικνύοντας συνειδητοποίηση και σεβασμό για τους τρόπους με τους οποίους οι ατομικές διαφορές, συμπεριλαμβανομένου του φύλου, επηρεάζουν την εποπτική διαδικασία. Εξαιτίας επιρροών κοινωνικοποίησης πολλοί συγγραφείς έχουν τονίσει 149

150 τα ζητήματα των γυναικών στην εποπτεία (Holloway & Wolleat, 1994). Έχει σημειωθεί ότι όταν άνδρες εποπτεύουν γυναίκες, η ανισότητα εξουσίας ανάμεσα στον επόπτη και την εποπτευόμενη παραλληλίζεται με τις δυναμικές ρόλων των φύλων που συναντούμε στην δυτική πατριαρχική κοινωνία, με αποτέλεσμα την πιθανή επιδείνωση των στερεοτυπικών προσδοκιών για τους ρόλους των φύλων στην εποπτεία. Αντίστροφα, όταν γυναίκες αναλαμβάνουν εποπτικούς ρόλους οι προσδοκίες για τους ρόλους των φύλων μπορεί να λειτουργούν εναντίον τους. Είναι ιδιαίτερα ουσιώδες να μελετηθεί αυτή η πιθανή πηγή σύγκρουσης είναι λόγω του συνεχώς αυξανόμενου αριθμού των γυναικών που εισέρχονται στα επαγγέλματα ψυχικής υγείας αναλαμβάνοντας εποπτικές θέσεις. (Yep & Locke, 2001). Σε ένα άρθρο που απεικόνιζε τις σχετιζόμενες με το φύλο προκλήσεις στην εποπτεία, η Brodsky (1980) υποστήριξε την ανάγκη για ανοιχτό διάλογο σχετικά με τα θέματα στα οποία αναφέρονται οι γυναίκες (και οι άνδρες) στο εποπτικό περιεχόμενο, συμπεριλαμβανομένων των διαφορών προσωπικότητας, των διαφορετικών κοινωνικών και οικονομικών επιπέδων, και των μεροληψιών αναφορικά με τους κοινωνικά θεσπισμένους ρόλους των φύλων. Για να ξεκινήσει αυτός ο διάλογος, εξετάζουμε την έρευνα όπως αυτή σχετίζεται με τις υποθέσεις για τους ρόλους των φύλων και τα στερεότυπα των γυναικών, όπως αυτά εξετάζονται μέσα στην εποπτική διαδικασία. Ανασκόπηση ερευνών Η βιβλιογραφία που σχετίζεται με τις γυναίκες στην εποπτεία παραμένει σε μεγάλο βαθμό θεωρητική και συχνά εξάγεται από την κοινωνική ψυχολογική έρευνα που εξετάζει τα ζητήματα των γυναικών στην συμβουλευτική και στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Μεγάλο μέρος αυτής της βιβλιογραφίας επικεντρώνεται στα στερεότυπα ρόλων φύλου των γυναικών και στην γυναικεία δύναμη και επιρροή (ή την έλλειψη τους) μέσα στο εποπτικό πλαίσιο. Εδώ, επισημαίνουμε έρευνες που αφορούν τις περιοχές σύγκλισης και απόκλισης μεταξύ θεωρίας και έρευνας για ζητήματα των γυναικών ως εποπτευόμενες και επόπτριες. Οι γυναίκες ως εποπτευόμενες Οι γυναίκες παραδοσιακά έχουν κοινωνικοποιηθεί για να προσανατολίζονται προς τη σχέση, με έμφαση στην εξάρτηση και την ενσυναίσθηση σε αντίθεση με την αυτονομία και την αποστασιοποίηση (Reid, McDaniel, Donaldson, & Tollers, 1987). Οι Reid et al. υποστήριξαν ότι εξαιτίας των κοινωνικών προσδοκιών και των διαπροσωπικών/ενδοπροσωπικών 150

151 συγκρούσεων που μπορούν να υπονομεύουν την ανάπτυξη των γυναικών στην ψυχοθεραπευτική εκπαίδευση, «πολλές γυναίκες βιώνουν μεγάλες δυσκολίες στην προσπάθεια ανάπτυξης μιας αίσθησης προσωπικής εξουσίας και επάρκειας. Οι γυναίκες με αυτό το πρόβλημα συχνά «παίρνουν τα πράγματα προσωπικά», επιτρέποντας τα συναισθήματά τους να πληγώνονται και [αμφισβητώντας] την προσωπική τους κρίση». Η Nelson (1991) υποστήριξε ότι επειδή οι επόπτες/ριες είναι έμφυλα όντα, κουβαλούν αυτούς τους κοινωνικά προδιαγεγραμμένους ρόλους φύλου στην εποπτική συνεδρία, με αποτέλεσμα να υπάρχον οι δυσκολίες που περιγράφησαν παραπάνω. Όμως, η έρευνα για την τεκμηρίωση ς αυτών των θεωρητικών υποθέσεων είναι διφορούμενη. Η έρευνα των Nelson και Holloway (1990) έδωσε στοιχεία που υποστηρίζουν τους παραδοσιακούς ρόλους των γυναικών στην εποπτεία. Χρησιμοποιώντας ανάλυση λόγου σε εποπτικές συνεδρίες με 40 ζευγάρια εποπτευομένων στη συμβουλευτική σε επίπεδο μεταπτυχιακού και των εποπτών/ριών τους, οι παραπάνω ερευνήτριες βρήκαν ότι οι γυναίκες εποπτευόμενες παραχωρούν την εξουσία στη θεραπευτική δυάδα σημαντικά περισσότερο από ότι οι άνδρες συνάδελφοί τους. Αυτό το πρότυπο αλληλεπίδρασης υποτέθηκε πως είναι αποτέλεσμα μιας έλλειψης ενίσχυσης από τους/τις επόπτες/τριες μετά από την προσπάθεια των γυναικών εποπτευομένων να μεταδώσουν μηνύματα εξουσίας (ή επιρροής) κατά τη διάρκεια της εποπτείας. Οι ερευνήτριες σημείωσαν τις πιθανώς επικίνδυνες επιπτώσεις αυτού του προτύπου αλληλεπίδρασης, αναφέροντας ότι οι γυναίκες εποπτευόμενες στις οποίες αφαιρείται η δύναμη από τους/τις επόπτες/τριες τους βρίσκονται υπό τον κίνδυνο της καταστολής της ανάπτυξης της επαγγελματικής τους ταυτότητας. Σε μια ποιοτική μελέτη που υποστήριζε την άποψη της γυναικείας συμμόρφωσης, οι Hicks και Cornille (1999) βρήκαν ότι οι εκπαιδευόμενες στην οικογενειακή θεραπεία αντιλαμβάνονταν μια ξεκάθαρη μεροληψία σε σχέση με το φύλο στις κλινικές εποπτείες τους. Από τις συνεντεύξεις προέκυψε ένα θέμα αντιλήψεων ανδρικής κυριαρχίας και γυναικείας συμμόρφωσης με ένα μικρό δείγμα εποπτευόμενων (n=5) και εποπτών (n=3) σε ένα πρόγραμμα οικογενειακής θεραπείας. Οι εποπτευόμενες ανέφεραν άνιση συμπεριφορά με βάση το φύλο. Οι γυναίκες εποπτευόμενες ενθαρρύνονταν να έχουν μια υποδεέστερη θέση πιο συχνά σε σχέση με τους άνδρες εκπαιδευόμενους στο εκπαιδευτικό τους πρόγραμμα. Παρόλα αυτά οι συγγραφείς δεν διευκρινίσαν αν αυτές οι αντιλήψεις ήταν πιο πιθανό να υποστηρίζονται από γυναίκες εκπαιδευόμενες/επόπτριες ή από άνδρες εκπαιδευόμενους/επόπτες. 151

152 Η Goodyear (1990) βρήκε επίσης ότι οι γυναίκες εκπαιδευόμενες στην ψυχοθεραπεία αντιλαμβάνονταν τους εαυτούς τους με ένα τρόπο σύμφωνο με τους παραδοσιακούς ρόλους του φύλου. Όταν τους ζητήθηκε να απαντήσουν σε ένα σενάριο εξομοίωσης μιας σύγκρουσης με έναν/μία επόπτη/ρια, τόσο οι γυναίκες εποπτευόμενες όσο και οι επόπτες/ριες τους πίστευαν ότι οι γυναίκες εποπτευόμενες θα συμπεριφέρονταν με ένα τρόπο συνεπή προς μια προσωπική-εξαρτημένη στρατηγική επιρροής (personal-dependent influence strategy). Αυτό σημαίνει ότι και τα δύο μέλη της εποπτικής δυάδας πίστευαν ότι κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης, οι γυναίκες εποπτευόμενες θα ήταν πιο πιθανό να χαμογελάσουν, να ζητήσουν βοήθεια και υποστήριξη από έναν/μία επόπτη/ρια, και να συζητήσουν για την σημαντικότητα της εποπτείας. Αυτές οι συμπεριφορές είναι εμφανώς συνεπείς με υποθέσεις ότι οι γυναίκες στην εκπαιδευτική διαδικασία στηρίζονται σε τακτικές που έχουν να κάνουν με τη σχέση και όχι τόσο με τη λογική ή την επίλυση προβλημάτων (τακτικές που προτείνεται ότι χρησιμοποιούν συχνά οι άνδρες). Τέλος, αναπτυξιακοί θεωρητικοί (Stoltenberg & Delworth, 1987) έχουν προτείνει ότι οι γυναίκες που εκπαιδεύονται για σύμβουλοι αναπτύσσονται με έναν ποιοτικά διαφορετικό τρόπο από ότι οι άνδρες σε μερικά σημεία κλειδιά, που σχετίζονται κυρίως με παραδοσιακές υποθέσεις σχετικά με τη γυναικεία ανάγκη για σύνδεση. Για παράδειγμα, οι Soltenberg και Delworth, πρότειναν ότι οι γυναίκες εκπαιδευόμενες μπορεί να βιώσουν μεγαλύτερη δυσκολία όσον αφορά στη διαχείριση της λήξης και της απώλειας μιας συμβουλευτικής (και εποπτικής) σχέσης από ότι οι άνδρες. Επιπρόσθετα, η θεωρία τους προτείνει ότι οι γυναίκες μπορεί να υπερ-ταυτιστούν με το συναίσθημα στη θεραπεία και στην εποπτεία με αποτέλεσμα να χάσουν την ανεκτικότητα για την αοριστία που συχνά προκύπτει όπως εξελίσσεται η θεραπεία ή η εποπτεία. Η μελέτη των Granello, Beamish, και Davis (1997) υποστηρίζει την άποψη ότι η ανάπτυξη μπορεί να συμβεί με διαφορετικό τρόπο στους άνδρες και στις γυναίκες που εκπαιδεύονται ως σύμβουλοι. Αυτοί οι ερευνητές ανακάλυψαν μέσω της ανάλυσης εποπτικών συνεδριών ότι οι γυναίκες εποπτευόμενες δεχόντουσαν λιγότερες προτάσεις για να εκφράσουν γνώμες και υποθέσεις από τους/τις επόπτες/ριες και των δύο φύλων σε σχέση με τους άνδρες εποπτευόμενους. Μάλιστα, σε αυτές τις γυναίκες εποπτευόμενες δίνονταν οδηγίες για το τι να κάνουν -πιο συχνά από ότι στους άνδρες-, και δεν ενθαρρύνονταν συστηματικά (όπως οι άνδρες) να παράγουν τις δικές τους ιδέες και έννοιες για παρέμβαση, παρά το γεγονός ότι πολλές από αυτές βρίσκονταν σε θεραπευτική σχέση με τους/τις θεραπευτές/ριες τους για περισσότερο από ένα χρόνο. Παρόλο που οι επόπτες/ριες σε αυτή τη μελέτη επέδειξαν 152

153 αντίσταση σχετικά με την ενδυνάμωση των εποπτευομένων τους ώστε να παράγουν δικές τους αποφάσεις στην κλινική πρακτική, παραμένει ασαφές το αν αυτό το πρότυπο συμπεριφοράς οφείλεται στις αντιδράσεις του/της επόπτη/ριας αναφορικά με τις αντιλαμβανόμενες ανάγκες των εποπτευόμενών του/της ή σε μεροληψίες φύλου αναφορικά με τη γυναικεία εξουσία και την υποχώρηση από την πλευρά του/της επόπτη/ριας ή της εποπτευόμενης ή και των δύο. Μόνο μία μελέτη έχει περιγράψει την συμπεριφορά των γυναικών εποπτευόμενων ως αντίθετη με αυτή των παραδοσιακών ρόλων. Οι Sells, Goodyear, Lichtenberg και Polkinghorne (1997) βρήκαν μέσω ανάλυσης λόγου εποπτικών συνεδριών ότι οι γυναίκες φοιτήτριες ψυχολογίας δεν διέφεραν σημαντικά από τους άνδρες συναδέλφους τους ως προς την αυτό-αξιολόγηση ων ικανοτήτων τους, ούτε σε αξιολογήσεις συμπεριφοράς προσανατολισμένη σε έργο σε αντίθεση με τη συμπεριφορά προσανατολισμένη σε σχέση, στο πλαίσιο της εποπτείας. Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι εξαιτίας του ότι οι σχέσεις μέσα στις υπό μελέτη εποπτικές δυάδες ήταν σχετικά προχωρημένες (πχ. περίπου 20 συνεδρίες), ίσως οι γυναίκες εποπτευόμενες ένιωσαν αρκετά άνετα ώστε να επεκταθούν πέρα από τους παραδοσιακούς ρόλους φύλου κατά τις αλληλεπιδράσεις στην εποπτεία (Bernstein, 1993; Ellis & Robbins, 1993; Twohey & Volker, 1993). Οι γυναίκες ως επόπτριες Οι προσδοκίες για τους ρόλους φύλου θέτουν ένα επιπλέον δίλημμα όταν οι γυναίκες αναλαμβάνουν ρόλους εποπτριών. Η Ault-Riche (1988) χαρακτήρισε αυτή τη διάσταση ως μια δυική υπόσταση μεταξύ της παραδοσιακά θηλυπρεπούς και αρρενωπής συμπεριφοράς, δηλώνοντας ότι η πρόκληση για μια γυναίκα επόπτρια είναι να συμπεριφερθεί με αυστηρά θετική προαίρεση. Μπροστά στην επίθεση και την κριτική από τους/τις υφιστάμενούς/ες της καλά θα κάνει να προστατέψει τον εαυτό της με αποστασιοποίηση, ουδετερότητα, και αντικειμενικότητα, π.χ., να συμπεριλάβει την επιθετικότητα χωρίς αντίποινα, αβοηθησία, ή έντονη συναισθηματική έκφραση (σ. 187). Προφανώς τα στερεότυπα ρόλων του γυναικείου φύλου φαίνονται συνήθως σαν να βρίσκονται σε σύγκρουση με τις απαιτήσεις των εποπτικών θέσεων. Η έρευνα στην εποπτεία έχει τονίσει αυτή την πιθανή σύγκρουση. 153

154 Σε μια ανάλογη μελέτη που αφορούσε τις προτιμήσεις στρατηγικής για εποπτική εξουσία, οι Robyak, Goodyear, και Prange (1987) ανακάλυψαν ότι οι γυναίκες επόπτριες προτιμούσαν μια αναφορική (referent) βάση εξουσίας σημαντικά λιγότερο συχνά από ότι οι άνδρες επόπτες. Οι επόπτες/ριες που προτιμούν μια αναφορική βάση εξουσίας έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αναλ;αμβάνουν γυναικείους παραδοσιακούς ρόλους κατά τη δημιουργία μιας σχέσης η οποία βασίζεται σε αντιλαμβανόμενες ομοιότητες σε αξίες, στάσεις, και εμπειρίες ενθαρρύνοντας, έτσι, μια υποστηρικτική και μη απειλητική ατμόσφαιρα για ανάπτυξη (Robyak et al., 1987). Επομένως, οι επόπτες/ριες ήταν περισσότερο ανδρόγυνοι/ες σε αυτή την μελέτη από ότι θα προέβλεπαν τα στερεότυπα. Σε αντίθεση με αυτά τα αποτελέσματα, οι Nelson και Holloway (1990) βρήκαν ότι τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες επόπτες απέτυχαν να ενισχύσουν τις προσπάθειες των γυναικών εκπαιδευόμενων να αναλάβουν εξουσία στην εποπτεία. Αυτά τα αλληλεπιδραστικά πρότυπα δεν φάνηκε να υποστηρίζουν την ύπαρξη συνεργατικής σχέσης που να βασίζεται στη σχέση με τις γυναίκες εποπτευόμενες. Όπως προτάθηκε προηγουμένως, αυτή η δυναμική είναι προβληματική γιατί «ο τρόπος με τον οποίο ο σύμβουλος μαθαίνει να σχετίζεται με ένα δυνατό σημαντικό άλλο στην θεραπευτική σχέση είναι ένα σημαντικό αποτέλεσμα στην εποπτεία» (Nelson & Holloway, 1990, σ. 479). Όταν διεξάγεται επαρκώς, η εποπτεία μπορεί (και θα έπρεπε) να παρέχει ένα ασφαλές μέρος για τις γυναίκες θεραπευόμενες να μάθουν να δέχονται το θεμιτό κύρος και εξουσία που αποδίδεται στους συμβούλους και τους ψυχοθεραπευτές στην κοινωνία μας (Hipp & Munson, 1995; Mintz & O Neil, 1990). Τέλος, οι Worthington και Stern (1985) μελέτησαν 92 επόπτες/ριες συμβουλευτικής και βρήκαν ότι οι γυναίκες επόπτριες αξιολόγησαν την ποιότητα των σχέσεών τους ως χαμηλότερη συγκριτικά με τους άνδρες επόπτες. Αυτά τα αποτελέσματα δεν υποστήριξαν την υπόθεσή ότι οι γυναίκες επόπτριες θα προσανατολιζόταν προς μια εποπτεία τους με ισχυρή εστίαση στη σχέση. Πρότειναν ότι ένας λόγος για την έλλειψη ικανοποίησης των γυναικών εποπτριών από τις εποπτικές τους σχέσεις ήταν ότι μπορεί να είχαν απογοητευτεί από το ότι η εποπτεία ήταν διαφορετική από τη συμβουλευτική, καθώς εστιάζει συχνά σε αξιολογήσεις και προσανατολισμό στο έργο, γεγονός το οποίο να είναι δύσκολο να αποδεχθούν οι γυναίκες επόπτριες. Παραμένει ασαφές από την ερευνά τους, όμως, το ποια μεταβλητή (το φύλο ή άλλες) επηρέασε την αξιολόγηση της εποπτικής σχέσης. Οι έρευνες υπονοούν ότι οι εποπτευόμενοι/ες συχνά συμπεριφέρονται με ένα τρόπο που ενισχύει τα γυναικεία στερεότυπα συχνότερα από ότι το κάνουν οι γυναίκες επόπτριες (Bernard & Goodyear, 1992). Οι Sells et al. (1997) πρότειναν ότι αυτό μπορεί να συμβαίνει 154

155 επειδή οι εποπτευόμενοι/ες βρίσκονται σε θέση χαμηλότερης εξουσίας και επομένως μπορεί να μην αισθάνονται τόσο άνετα όσο οι επόπτες/ριες στο να τηρούν «τους εσωτερικευμένους «κανόνες» αναφορικά με τις συμπεριφορές των επαγγελματικών τους ρόλων» (σ.410). Δανειζόμενες από τη θεωρία ηθικής ανάπτυξης της Gilligan (1982), οι Twohey και Volker (1993) χαρακτήρισαν αυτή την ένταση ως τρόπο διαχείρισης των φωνών (ή των προτύπων αυτό-ορισμού) της φροντίδας και της δικαιοσύνης που οι επόπτες/ριες μπορεί να χρησιμοποιούν στις εποπτικές τους αλληλεπιδράσεις ενώ ενθαρρύνουν το ίδιο ρεπερτόριο για τους/τις εποπτευόμενους/ες τους. Με το να ισορροπούν αυτές τις εναλλασσόμενες φωνές σύμφωνα με τις ανάγκες των εποπτευομένων τους, οι επόπτες/ριες μπορούν να εμπλουτίζουν την εποπτική διαδικασία τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες εποπτευόμενες (Twohey & Volker, 1993). Φεμινιστική εποπτεία Αρκετοί συγγραφείς (Ault-Richie, 1998; Avis, 1986; Prouty, 2001; Prouty, Thomas, Johnson, & Long, 2001) έχουν προσπαθήσει να ασχοληθούν με το φύλο μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της εποπτείας της φεμινιστικής οικογενειακής θεραπείας. Η εργασία των Prouty και Prouty et al. χρησιμοποιεί μερικές από τις υποθέσεις προηγούμενων ερευνητών. Εξαιτίας του ξεχωριστού θεωρητικού πλαισίου και της χρήσης ποιοτικών σχεδιασμών, επιλέξαμε να αναφερθούμε σε κύρια αποτελέσματα αυτής της έρευνας ξεχωριστά. Χρησιμοποιώντας συνεντεύξεις με οχτώ επόπτες και οχτώ θεραπευτές, το κάθε ζεύγος από διαφορετικούς χώρους πρακτικής, οι Prouty et al. (2001) βρήκαν ότι χρησιμοποιούνταν τρεις εποπτικές μέθοδοι ως άξονες οργάνωσης της φεμινιστικής εποπτείας: το εποπτικό συμβόλαιο, οι συνεργατικές μέθοδοι και οι ιεραρχικές μέθοδοι. Ενώ συντάσσονταν το εποπτικό συμβόλαιο οι Prouty et al. βρήκαν ότι τα θέματα από την έρευνα της Avis (1986) συντονίζονταν με δικά τους θέματα. Συγκεκριμένα, βρήκαν ότι η διαδικασία συμβολαίου προσεγγίζονταν με ένα τρόπο που επιχειρούσε να ελαχιστοποιήσει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους/στις εκπαιδευόμενους/ες, να διαμορφώσει φεμινιστική επίγνωση, να βοηθήσει τους/τις εκπαιδευόμενους/ες να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να αναπτύξουν το προσωπικό τους στυλ. Επομένως, μια φεμινιστική στάση ανοιχτής διάθεσης απέναντι στον άλλο εδραιώθηκε νωρίς στην εποπτική διαδικασία, και οι στόχοι που τέθηκαν από τους/στις εκπαιδευόμενους/ες ήταν ύψιστης σημασίας στο εποπτικό συμβόλαιο. Ένα άλλο σημαντικό σημείο του συμβολαίου ήταν ο προγραμματισμός αμοιβαίας αξιολόγησης, προωθώντας έτσι την κατανόηση ότι υπήρχε μέριμνα για ισοτιμία στη θεραπεία. 155

156 Λόγω της έμφασης στον σεβασμό της γνώμης του/της εποπτευόμενου/ης, οι Prouty et al. (2001) βρήκαν ότι οι φεμινιστές επόπτες/ριες προτιμούσαν τις συνεργατικές μεθόδους. Οι συνεργατικές τεχνικές που περιγράφουν οι συγγραφείς περιλαμβάνουν την ενίσχυση του αισθήματος επάρκειας, την εφαρμογή πολλαπλών προσεγγίσεων, την παροχή επιλογών στους/στις εκπαιδευόμενους/ες, τη θέση προτάσεων κατά την διάρκεια συναντήσεων (όσον αφορά στις πρόσωπο με πρόσωπο εποπτείες), και την ενθάρρυνση για αμοιβαία ανατροφοδότηση ανάμεσα στον/στην επόπτη/ρια και στον/στην εκπαιδευόμενο/η. Στη συζήτηση της χρήσης αυτών των τεχνικών, οι συγγραφείς σημείωσαν ότι, κάποιες φορές, ορισμένοι/ες εκπαιδευόμενοι/ες μπορεί να μην μπορούν να επωφεληθούν από μια συνεργατική στάση, αντικατοπτρίζοντας έτσι ένα αναπτυξιακό μοντέλο εποπτείας στο οποίο ο/η επόπτης/ρια δομεί την εποπτεία ανάλογα με τις αναπτυξιακές ανάγκες του/της εποπτευόμενου/ης. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι, έτσι όπως χρησιμοποιείται η συνεργατικότητα είναι παρόμοια με τη χρήση του συμβουλευτικού κοινωνικού ρόλου στην εποπτεία (Bernard, 1979, 1997). Οι Prouty et al. (2001) βρήκαν ότι οι φεμινιστές/ριες επόπτες/ριες ήταν λιγότερο προδιατεθειμένοι/ες να χρησιμοποιήσουν ιεραρχικές μεθόδους, παρόλο που ανέφεραν ότι εκτιμούν την αναγκαιότητά τους σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Οι ιεραρχικές μέθοδοι σχετίζονται κυρίως με το να δίνονται οδηγίες στον/στην εκπαιδευόμενο/η για το πως να προχωρήσει η θεραπεία ή να διαμορφώνονται συγκεκριμένες προσεγγίσεις ή και τα δύο. Όταν αναλάμβαναν έναν ιεραρχικό ρόλο, οι φεμινιστές/ριες επόπτες/ριες έδειχναν συχνά προβληματισμό για τη χρήση της «εξουσίας». Ήταν πολύ σημαντικό για αυτούς/ες τους/τις επόπτες/ριες (και τους/τις εκπαιδευόμενους/ές τους) να μην παραγνωρίζεται το συνεργατικό πλαίσιο παρά μόνο όταν ο/η επόπτης/ρια έπρεπε να προστατέψει έναν/μία πελάτη/ισσα ή να ενισχύσει μία ευκαιρία για μάθηση. Όπως παρουσιάζεται από τους συγγραφείς, υπάρχει σημαντική ομοιότητα μεταξύ των ιεραρχικών μεθόδων και του κοινωνικού ρόλου του δασκάλου (Bernard, 1979, 1997). Το σκεπτικό για τη χρήση ιεραρχικών μεθόδων ήταν επίσης συνεπές με αναπτυξιακά μοντέλα εποπτείας. Αναφερόμενη στα ίδια δεδομένα, η Prouty (2001) βρήκε ότι η εποπτική σχέση ήταν κεντρικής σημασίας στους/στις φεμινιστές/ριες επόπτες/ριες και χρησίμευε ως ο ακρογωνιαίος λίθος της εποπτικής τους δράσης. Όταν ρωτήθηκαν τι αναγνώρισαν ως φεμινιστικό στην εποπτεία τους, οι επόπτες/ριες κατέδειξαν ζητήματα που τοποθετούσαν τη δουλειά τους σε πλαίσιο. 156

157 Οι επόπτες/ριες που κατέδειξαν τους εαυτούς τους ως φεμινιστές/ριες ανέφεραν ότι η δέσμευση, η διαθεσιμότητα και ο σεβασμός ήταν τα βασικά στοιχεία της εποπτικής σχέσης που ανέπτυσσαν. Αυτοί οι επόπτες/ριες διαβεβαίωσαν την αξία της «ολοκληρωτικής παρουσίας» στη σχέση και το να «βρίσκονται εκεί» για τους/τις εποπτευόμενούς/ές τους. Επιπρόσθετα με αυτά τα χαρακτηριστικά, οι φεμινιστές επόπτες/ριες στοχάστηκαν ως προς τον τρόπο που προκαλούσαν τους/τις εποπτευόμενούς/ές τους να κάνουν φανερή τη φεμινιστικής τους στάση. Η πρόκληση αυτή είχε ως στόχο την ενδυνάμωση και όχι την άσκηση δύναμης εκ μέρους του επόπτη ή της επόπτριας. «Το να προκαλεί κανείς τον/την θεραπευτή/ρια αντικατοπτρίζει μία βαθύτερη ικανότητα να συνδέεται με αυτόν/αυτήν ώστε να τον/την βοηθήσει να υπερβεί τα όριά του/της» (Prouty, 2001, p. 182). Το τελευταίο στοιχείο της εποπτικής σχέσης που αναφέρεται από τα υποκείμενα στην μελέτη της Prouty ήταν η προθυμία να μιλήσουν σχετικά με τη σχέση. Οι φεμινιστές/ριες επόπτες/ριες ήταν συνεπείς με την αξία της συνεργασίας καθώς έλεγχαν τακτικά για να μάθουν αν τα πράγματα εξελίσσονταν καλά από την πλευρά των εποπτευόμενών τους. Οι φεμινιστές/ριες επόπτες/ριες (και τοι εποπτευόμενοί/ες τους) στη μελέτη της Prouty (2001) ανέφεραν επίσης ότι τα ζητήματα της κοινωνικοποίησης, του φύλου, της δύναμης, της διαφορετικότητας και των συναισθημάτων φανερώνουν την προσέγγιση του επόπτη/ριας στην εποπτεία. Οι επόπτες/ριες όριζαν τη φεμινιστική τους στάση ως μια στην οποία έπρεπε να μείνουν συντονισμένοι με τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους κοινωνικοποιούνται τα άτομα για να φτιάξουν συγκεκριμένες, και συχνά περιορισμένες, κοσμοθεωρίες. Πρόσεχαν με συνέπεια τις συμπεριφορές των εποπτευόμενων και των πελατών που θα μπορούσαν να επηρεάζονται από το φύλο και το πως αυτές οι συμπεριφορές αλληλεπιδρούν με άλλα ζητήματα διαφορετικότητας καθώς και με τη χρήση, ή όχι, -σωστής ή λανθασμένηςδύναμης. Τέλος, οι συμμετέχοντες/ουσες ανέφεραν ότι το να απευθύνονται άμεσα στο συναίσθημα ήταν στοιχείο κλειδί της φεμινιστικής εποπτείας, διαφοποποιώντας τη από κάποιες άλλες μορφές εποπτείας. Διαφοροποιήσεις των μελετών που αφορούν το φύλο στην εποπτεία Είναι σημαντικό να κατανοήσει ο/η αναγνώστης/ρια ότι η έρευνα μπορεί να ταξινομηθεί σε μελέτες που αναφέρονται στο φύλο (Sells et al., 1997), σε μελέτες που αναφέρονται στον προσανατολισμό ρόλων φύλου (Ault-Ritchie, 1988), και σε μελέτες που επικεντρώνονται στην ιδεολογία (Prouty, 2001). Οι μελέτες που αναφέρονται μόνο στο φύλο στηρίζονται στην 157

158 υπόθεση ότι η κοινωνικοποίηση με βάση ένα παραδοσιακό ρόλο φύλου διαπνέει τους περισσότερους/ες επόπτες/ριες και εποπτευόμενους/ες. Επομένως το να είναι κανείς γυναίκα ή άνδρας έχει άμεσες συνέπειες στις δυναμικές της εποπτείας. Αυτές οι μελέτες τείνουν να βρίσκουν σημαντικά αποτελέσματα γιατί, κατά μέσο όρο, αυτή η υπόθεση είναι ακόμη προεξάρχουσα. Οι ερευνητές που εστιάζουν στους ρόλους των φύλων αποπειρώνται να προσεγγίσουν πιο περίπλοκα φαινόμενα. Αντλώντας από τις λιγοστές και σε αρχικό στάδιο έρευνες στον προσανατολισμό ρόλων φύλου (Bem, 1974), αυτές οι μελέτες ανιχνεύουν διαπροσωπικές συμπεριφορές και γνωστικές διεργασίες που προσδιορίζουν τους/τις επόπτες/ριες ή τους/τις εποπτευόμενους/νες ανάλογα με τους ρόλους φύλου που αντανακλούν. Αυτοί οι ρόλοι φύλου είναι θηλυκοί, αρσενικοί, ανδρόγυνοι (που ενσωματώνουν προτερήματα τόσο από τις αρσενικές όσο και από τις θηλυκές ταυτότητες φύλου), ή μη διαφοροποιημένοι (που δεν αντανακλούν επαρκή επικράτηση κάποιου ρόλου φύλου). Με άλλα λόγια αυτές οι μελέτες μπορεί να διερευνούν αν ένας ανδρόγυνος άνδρας επόπτης προσφέρει ένα πιο θετικό πλαίσιο για μια γυναίκα εποπτευόμενη από ότι μια γυναίκα επόπτρια με μια παραδοσιακά γυναικεία ταυτότητα φύλου. Τέλος, οι φεμινιστές/ριες συγγραφείς προσφέρουν μία ιδεολογία που περιλαμβάνει πολύ περισσότερα από ότι τι φύλο ή ο προσανατολισμός ρόλου του φύλου. Οι Wheeler, Avis, Miller, και Chaney (1986) τόνισαν τη σημασία της εκπαίδευσης στη φεμινιστική θεωρία ως προαπαιτούμενο της εκπαίδευσης και της εποπτείας, προωθώντας έτσι μια φεμινιστική ιδεολογία ή κοσμοθεωρία. Μια τέτοια ιδεολογία είναι (υποθετικά) ουδέτερη στο φύλο. Περαιτέρω, η στάση που περιγράφεται από τους/τις φεμινιστές/ριες επόπτες/ριες υπερβαίνει κατά πολύ τα ζητήματα του φύλου και του προσανατολισμού ρόλων φύλου για να συμπεριλάβει αναπτυξιακά κατάλληλη και διαπολιτισμικά εναρμονισμένη εποπτεία. Το να καθορίζει κανείς τις άμεσες συνέπειες για τις γυναίκες επόπτριες ή εποπτευόμενες από τις συνεισφορές των ερευνητριών τη φεμινιστικής εποπτείας απαιτεί κάποια ερμηνεία. Μελλοντική έρευνα Υπάρχουν πολλά κενά στη γνώση μας για το πώς το φύλο, οι ρόλοι φύλου, ή η φεμινιστική ιδεολογία επηρεάζουν την εποπτική διαδικασία. Πρέπει να γίνουν περισσότερες μελέτες, οι οποίες θα προσπαθήσουν να ξεκαθαρίσουν την αντίληψή μας σχετικά με την σημασία καθενός από αυτούς τους παράγοντες. Τα ακόλουθα αποτελούν παραδείγματα: 158

159 Σε πιο βαθμό ένας ανδρόγυνος προσανατολισμός από πλευράς του επόπτη ή της επόπτριας (ή του/της εποπτευόμενου/νης) ρυθμίζει τις δυναμικές μιας εποπτείας στην οποία παίρνουν μέρος και τα δύο φύλα. Η φεμινιστική εποπτεία πρέπει να διερευνηθεί περισσότερο με τη μέθοδο της ανάλυσης περιεχομένου. Όπως δήλωσε και η Prouty (2001) πολλά στοιχεία που αξιώνει η φεμινιστική εποπτεία είναι παρόντα στην καλή εποπτεία γενικά. Σημαίνει το να είναι κανείς φεμινιστής/ρια ότι είναι και η εποπτεία του/της φεμινιστική; Έχει σημασία αν ο φεμινιστής επόπτης είναι άνδρας ή γυναίκα; Η ποιοτική έρευνα θα συνεχίσει να είναι ουσιαστική καθώς αποκτούμε περισσότερη γνώση. Για παράδειγμα, ποια κρίσιμα γεγονότα διαμορφώνουν την αντίληψη του/της εποπτευόμενου/νης σχετικά με το πώς οι ρόλοι φύλου επηρεάζουν την συμβουλευτική, την δική τους ανάπτυξη και την εποπτεία; Ποιες άλλες σημαντικές μεταβλητές αλληλεπιδρούν με τον προσανατολισμό ρόλων φύλου; Για παράδειγμα, σε ποιο βαθμό αλληλεπιδρά η αυτο-αποτελεσματικότητα του/της θεραπευτή/ριας ή του/της επόπτη/ριας με τον προσανατολισμό ρόλων φύλου; Πώς έχει επηρεαστεί η εκπαίδευση στην εποπτεία από την έρευνα στο φύλο ή στον προσανατολισμό ρόλων φύλου; Οι Borders και Fong (1984) ανέφεραν σχετικά με το πλεονέκτημα του ανδρόγυνου προσανατολισμού στους συμβούλους. Αντλεί η εκπαίδευση στην εποπτεία από τέτοια συμπεράσματα και τα μεταδίδει στους/στις επόπτες/ριες; Περισσότερη έρευνα πρέπει να διεξαχθεί για τις εποπτικές συνεδρίες, συμπεριλαμβανομένων των αναλύσεων λόγου, και την εμπροθετικότητα (intentionality) της δυάδας. Υπάρχει παραλληλισμός μεταξύ της ανάλυσης λόγου της εποπτικής αλληλεπίδρασης και των αντιλήψεων των συμμετεχόντων/ουσών σε αυτή την αλληλεπίδραση; Τεχνικές και στρατηγικές για την άσκηση εποπτείας ευαίσθητης στο φύλο Όλοι οι μελλοντικοί επόπτες και οι μελλοντικές επόπτριες πρέπει να μελετήσουν και να καταλάβουν την έρευνα που έχει γίνει μέχρι σήμερα για το φύλο και την εποπτεία. Παρά την ελλιπή γνώση μας σχετικά με το πώς το φύλο ή οι ρόλοι του φύλου ή και τα δύο επηρεάζουν και αλληλεπιδρούν με την εποπτική διαδικασία, υπάρχουν ικανές ενδείξεις για το ότι 159

160 πράγματι η εποπτεία αντανακλά αλληλεπιδράσεις που σχετίζονται με το φύλο. Μια πρώτη και βασική στρατηγική για τους/τις επόπτες/ριες είναι να κατανοούν ότι πρέπει να είναι σε επιφυλακή απέναντι σε υποθέσεις ή συμπεριφορές σχετικές με τους ρόλους των φύλων. Μια δεύτερη στρατηγική έχει να κάνει με την εδραίωση ενός πλαισίου λόγου. Όπως διαβεβαιώθηκε από τους/τις συμμετέχοντες/ουσες στη μελέτη της Prouty (2001) είναι σημαντικό για τις επόπτριες και τους επόπτες να παρακολουθούν τη σχέση με πολλούς τρόπους και να επικοινωνούν την επιθυμία τους να είναι ανοιχτοί, ευέλικτοι, ακόμα και ευάλωτοι αναφορικά με ζητήματα διαφορετικότητας, στα οποία περιλαμβάνεται και το φύλο. Ένα σημείο εκκίνησης μπορεί να είναι η μακροχρόνια παράδοση των γενεογραμμάτων στην οικογενειακή θεραπεία. Ακόμα και πριν δημιουργηθεί ένα συμβόλαιο, ο/η επόπτης/ρια και ο/η εποπτευόμενος/η θα μπορούσαν να φτιάξουν ένα πολιτισμικό γενεόγραμμα (ή ένα γενεόγραμμα φύλου), τονίζοντας κυρίαρχες υποθέσεις σχετικά με τις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις που πηγάζουν από την προσωπική εμπειρία του καθενός. Αυτή η άσκηση θα μπορούσε να συνδυαστεί με συζήτηση σχετικά με τη δύναμη (πχ η περιγραφή των French Raven [1959] για τη δύναμη της αυθεντίας, την αναφορική δύναμη, και τη θεμιτή δύναμη. Είναι σημαντικό να συζητείται η αλληλεπίδραση του φύλου με το προτιμώμενο είδος δύναμης. Μία επόμενη άσκηση θα μπορούσε να είναι η σύνταξη ενός χρονολογικού χάρτη που αποτυπώνει το πως έμαθε κάποιος να βοηθά, από πρώιμες εμπειρίες μέχρι της παρούσες επαγγελματικές εμπειρίες. Τα δεδομένα αυτά θα μπορούσαν μετά να αναλυθούν λαμβάνοντας υπόψη το πώς οι ρόλοι φύλου και ο τρόπος επιρροής (δύναμη) έχουν καθοδηγήσει τη συμπεριφορά. Σε αυτά τα αρχικά βήματα, πρέπει να δοθεί προσοχή στην προειδοποίηση της Prouty για μια στάση σεβασμού. Οι εποπτευόμενοι/ες πρέπει να προσκληθούν σε μια ενδοσκόπηση χωρίς το φόβο της επίκρισης. Αν αυτό γίνει σωστά είναι πιθανό ότι η εποπτική δυάδα θα ανακαλύψει νέα ενόραση φέρνοντας στην επιφάνεια την αλληλεπίδραση του φύλου, της εξουσίας και της συμπεριφοράς βοήθειας. Το επόμενο βήμα θα ήταν να γίνει μια ανάλυση των ταυτοτήτων φύλου. Τα περισσότερα εκπαιδευτικά προγράμματα ζητούν ως προαπαιτούμενο ένα μάθημα σε πολύ-πολιτισμικά ζητήματα πριν την πρώτη κλινική εμπειρία. Σε ποιο βαθμό οι εκπαιδευόμενοι/ες ενημερώνονται από το μάθημα αυτό και για ζητήματα φύλου; Πως αντιδρά ο εποπτευόμενος ή η εποπτευόμενη στο λόγο περί φύλου; Ποιες συμπεριφορές τους είναι ιδιαίτερα επηρεασμένες από το φύλο; Πώς μπορεί αυτό να επηρεάσει τους/τις εκπαιδευόμενους/ες κατά τις αλληλεπιδράσεις στη συμβουλευτική και την εποπτεία; 160

161 Καθώς σχηματίζεται το εποπτικό συμβόλαιο, οι αναφερόμενοι στόχοι θα πρέπει να περιλαμβάνουν μία αυξανόμενη εκτίμηση /εμπροθετικότητα αναφορικά με το φύλο και τις συνοδές συμπεριφορές. Αυτοί οι στόχοι θα πρέπει να σχετίζονται άμεσα με την ενόραση που έχει αποκτηθεί από τον/την εποπτευόμενο/η με βάση προηγούμενες ασκήσεις. Τέλος είναι απαραίτητο να μείνει η συζήτηση σχετικά με το φύλο ενεργή και να απασχολεί τους εμπλεκόμενους καθ όλη τη διάρκεια της εποπτείας (Prouty et al., 2001). Ο/η επόπτης/ρια μπορεί να ζητά να αντανακλάται στις σημειώσεις των συμβουλευτικών συνεδριών μια ανάλυση των δυναμικών του φύλου. Η ανασκόπηση των μαγνητοφωνημένων συνεδριών, της συμβουλευτικής, της εποπτείας ή και των δύο, μπορεί να χρησιμεύσει ώστε να συλληφθούν εκείνες οι στιγμές που σχετίζονται ιδιαίτερα με τον παράγοντα φύλο. Σε όλη τη διάρκεια της εποπτικής σχέσης, μια συζήτηση για το φύλο πρέπει να περιλαμβάνει κάποιες αναφορές στην αυξανόμενη ενόραση του επόπτη ή της επόπτριας σχετικά με τις δικές τους αλληλεπιδράσεις που επηρεάζονται από το φύλο. Αυτή η ειλικρίνεια θα βοηθήσει τον/την εποπτευόμενο/η να εκτιμήσει το γεγονός ότι η ανάπτυξη της κοινωνικής ταυτότητας είναι τόσο πλούσια και πολυδιάστατη όσο και η ανάπτυξη της ατομικής ταυτότητας και επομένως είναι ένα ισόβιο έργο. Επίλογος Η έρευνα που εξετάζει την επιρροή των ρόλων φύλου στα εποπτικά αποτελέσματα και την εποπτική διαδικασία βρίσκεται ακόμη στην εφηβεία της. Είναι αναγκαία η συνεχής μελέτη που γεφυρώνει τη θεωρία για τους ρόλους φύλου και την εποπτεία, έτσι ώστε να αποκαλυφθεί το περίπλοκο φάσμα επιρροών του φύλου στην εποπτική διαδικασία. Παρά τους περιορισμούς της παρούσας γνώσης μας, μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα και να δημιουργηθούν στρατηγικές ώστε να βοηθήσουν τις γυναίκες και τους άνδρες να αποκτήσουν περισσότερη ειδίκευση και ενδοσκόπηση στην κλινική πρακτική τους. Βιβλιογραφία American Association of Marriage and Family Therapists (2002). AAMFT code of ethics, Principle IV. Available: Association for Counselor Education and Supervision (2002). Ethical standards for counseling supervisors. Available: 161

162 Ault-Riche, M. (1988). Teaching an integrated model of family therapy: Women as students, women as supervisors. Journal of Psychotherapy and the Family, 3(4), Avis, J. (1986). Training and supervision in feminist-informed family therapy: A Delphi study. Unpublished doctoral dissertation, Purdue University, West Lafayette, IN. Bartell, P. A., & Rubin, L. J. (1990). Dangerous liaisons: Sexual intimacies in supervision. Professional Psychology: Research and Practice, 21, Bem, S. L. (1974). The measurement of psychological androgyny. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 42, Bernard, J. M. (1979). Supervisory training: A discrimination model. Counselor Education and Supervision, 19, Bernard, J. M. (1997). The discrimination model. In C. E. Watkins, Jr. (Ed.), Handbook of psychotherapy supervision (pp ). New York: John Wiley. Bernard, J. M., & Goodyear, R. K. (1992). Fundamentals of clinical supervision. Boston: Allyn & Bacon. Bernard, J. M., & Goodyear, R. K. (1998). Fundamentals of clinical supervision (2nd ed.). Needham Heights, MA: Allyn & Bacon. Bernstein, B. L. (1993). Promoting gender equity in counseling supervision: Challenges and opportunities. Counselor Education and Supervision, 32, Borders, L. D. (2001). Counseling supervision: A deliberate educational process. In D. C. Locke, J. E. Myers, & E. L. Herr (Eds.), The handbook of counseling (pp ). Thousand Oaks, CA: Sage. Borders, L. D., & Fong, M. L. (1984). Sex-role orientation research: Review and implications for counselor education. Counselor Education and Supervision, 24, Brodsky, A. M. (1980). Sex role issues in the supervision of therapy. In A. K. Hess (Ed.), Psychotherapy supervision: Theory, research, and practice. New York: John Wiley. Buhrke, R. A. (1989). Lesbian-related issues in counseling supervision. Women and Therapy, 8 (1/2), Ellis, M. V., & Robbins, E. S. (1993). Voices of care and justice in clinical supervision: Issues and interventions. Counselor Education and Supervision, 32, French, J. R. P., Jr., & Raven, B. (1959). The bases of social power. In D. Cartwright (Ed.), Studies in social power. Ann Arbor, MI: Institute for Social Research. Gilligan, C. (1982). In a different voice. Cambridge, MA: Harvard University Press. Goodyear, R. K. (1990). Gender configurations in supervisory dyads: Their relation to supervisee influence strategies and to skill evaluations of the supervisee. Clinical Supervisor, 8(2), Granello, D. H., Beamish, P. M., & Davis, T. E. (1997). Supervisee empowerment: Does gender make a difference? Counselor Education and Supervision, 36,

163 Hicks, M. W., & Cornille, T. A. (1999). Gender, power, and relationship ethics in family therapy education. Contemporary Family Therapy, 21, Hipp, J. L., & Munson, C. E. (1995). The partnership model: A feminist supervision/consultation perspective. Clinical Supervisor, 13, Holloway, E. L., & Neufeldt, S. A. (1995). Supervision: Its contributions to treatment efficacy. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 63, Holloway, E. L., & Wolleat, P. (1994). Supervision: The pragmatics of empowerment. Journal of Education and Psychological Consultation, 5, Lambert, M. J., & Ogles, B. M. (1997). The effectiveness of psychotherapy supervision. In C. E. Watkins (Ed.), Handbook of psychotherapy supervision (pp ). New York: John Wiley. Mintz, L. B., & O Neil, J. M. (1990). Gender roles, sex, and the process of psychotherapy. Many questions and few answers. Journal of Counseling and Development, 68, National Board for Certified Counselors, Inc., and Affiliates (1998). ACS standards for the ethical practice of clinical supervision. Greensboro, NC: Author. Nelson, M. L. (1993). A current perspective on gender differences: Implications for research in counseling. Journal of Counseling Psychology, 40, Nelson, M. L., & Holloway, E. L. (1990). Relation of gender to power and involvement in supervision. Journal of Counseling Psychology, 37, Nelson, T. S. (1991). Gender in family therapy supervision. Contemporary Family Therapy, 13, Prouty, A. (2001). Experiencing feminist family therapy supervision. Journal of Feminist Family Therapy, 12(4), Prouty, A. M., Thomas, V., Johnson, S., & Long, J. K. (2001). Methods of feminist family therapy supervision. Journal of Marital and Family Therapy, 27, Reid, E., McDaniel, S., Donaldson, C., & Tollers, M. (1987). Taking it personally: Issues of competence for the female in family therapy training. Journal of Marital and Family Therapy, 13, Robyak, J. E., Goodyear, R. K., & Prange, M. (1987). Effects of supervisor's sex, focus, and experience on preferences for interpersonal power bases. Counselor Education and Supervision, 26, Sells, J. N., Goodyear, R. K., Lichtenberg, J. W., & Polkinghorne, D. E. (1997). Relationship of supervisor and trainee gender to in-session verbal behavior and ratings of trainee skills. Journal of Counseling Psychology, 44, Stoltenberg, C. D., & Delworth, U. (1987). Supervising counselors and therapists. San Francisco: Jossey-Bass. 163

164 Supervision Interest Network, Association for Counselor Educators and Supervision (1990). Standards for counseling supervisors. Journal of Counseling and Development, 69, Twohey, D., & Volker, J. (1993). Listening to the voices of care and justice in counselor supervision. Counselor Education and Supervision, 32, Watkins, C. E. (1997a). Defining psychotherapy supervision and understanding supervisor functions. In C. E. Watkins (Ed.), Handbook of psychotherapy supervision (pp. 3-10). New York: John Wiley. Watkins, C. E. (1997b). Some concluding thoughts about psychotherapy supervision. In C. E. Watkins (Ed.), Handbook of psychotherapy supervision (pp ). New York: John Wiley. Wheeler, D., Avis, J., Miller, L., & Chaney, S. (1986). Rethinking family therapy education and supervision: A feminist model. Journal of Psychotherapy and the Family, 1, Worthington, E. L., & Stern, A. (1985). Effects of supervisor and supervisee degree level and gender on the supervisory relationship. Journal of Counseling Psychology, 32, Yep, R., & Locke, D. C. (2001). Changing demographics of the profession. In D. C. Locke, J. E. Myers, & E. L. Herr (Eds.), The handbook of counseling (pp ). Thousand Oaks, CA: Sage. 164

165 Κεφάλαιο 8 ο Εφαρμογές ευαισθητοποίησης στην οπτική του φύλου και την πολυπολιτισμική οπτική Β. Δεληγιάννη-Κουϊμτζή και Δ. Σακκά Εισαγωγή Στο κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνονται ασκήσεις ευαισθητοποίησης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο σεμιναρίων εκπαίδευσης και επιμόρφωσης επαγγελματιών οι οποίοι ασχολούνται με ζητήματα που άπτονται της οπτικής του φύλου (εκπαιδευτικοί, εκπαιδευτές ενηλίκων, ψυχολόγοι, νομικοί και επαγγελματικοί σύμβουλοι κλπ). Γενικός στόχος των ασκήσεων που ακολουθούν είναι να επιτρέψουν στα εκπαιδευόμενα άτομα να κατανοήσουν τις διαδικασίες διαμόρφωσης των κοινωνικών προκαταλήψεων και να εξετάσουν κριτικά τις δικές τους αντιλήψεις και στάσεις τους όσον αφορά τις έμφυλες σχέσεις και τη διαφορετικότητα. Κάθε άσκηση περιλαμβάνει την παρουσίαση των στόχων και των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων, περιγραφή της διαδικασίας και ένα φύλλο εργασίας για τους εκπαιδευόμενους-ες. Για διευκόλυνση των διδασκόντων-ουσών, όσον αφορά την εφαρμογή των ασκήσεων, το κεφάλαιο αυτό συνοδεύεται και από ένα αρχείο powerpoint, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τη διδασκαλία. Ενότητα 3η: Εφαρμογές- προσωπική και επαγγελματική ενδυνάμωση των συμβούλων και μελέτες περιπτώσεων Υποενότητες: - Ευαισθητοποίηση σε θέματα σχέσεων των φύλων και κοινωνικής ισότητας (ισότητα των φύλων και πολυπολιτισμικότητα) - Ζητήματα κριτικής μελέτης - Η προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη των συμβούλων- συγγραφή ατομικών εκθέσεων - Γυναίκες θύματα ενδο-οικογενειακής βίας: παρουσίαση και μελέτη περιπτώσεων 165

166 ΑΣΚΗΣΗ 1 Η Ο άνθρωπος Στόχος Στόχος της άσκησης αυτής είναι να δώσει την ευκαιρία στους συμμετέχοντες και τις συμμετέχουσες να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το περιεχόμενο της έννοιας άνθρωπος και πως τη συνδέουμε με κυρίαρχα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Διαδικασία 1. Μοιράζουμε στις συμμετέχουσες- τους συμμετέχοντες το φύλλο εργασίας και τους ζητούμε να ζωγραφίσουν έναν άνθρωπο. (10 λεπτά) 2. Συγκεντρώνουμε τις ζωγραφιές. Χωρίζουμε τα άτομα σε ομάδες των 4-5 και μοιράζουμε τις ζωγραφιές στις ομάδες. 3. Ζητούμε από τις ομάδες να καταγράψουν ((30 λεπτά) πόσες γυναίκες και πόσους άνδρες απεικονίζουν οι ζωγραφιές πόσες ζωγραφιές απεικονίζουν ένα άφυλο ον ποια επιμέρους χαρακτηριστικά προσδίδονται στον άνδρα / στη γυναίκα στις ζωγραφιές 4. Μετά από την καταγραφή, οι ομάδες ανακοινώνουν τα ευρήματά τους 5. Ακολουθεί συζήτηση με θέμα το κοινωνικό φύλο, τα στερεότυπα που συνδέονται με το κάθε φύλο, την προσδιορισμένη ως προς το φύλο έννοια της λέξης άνθρωπος. 166

167 ΑΣΚΗΣΗ 1 Η / ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1 Ό άνθρωπος Ζωγράφισε έναν άνθρωπο στο κενό μέρος της σελίδας 167

168 ΑΣΚΗΣΗ 2 Η Ο ενήλικος άνθρωπος Στόχος Στόχος της άσκησης αυτής είναι να κατανοήσουν οι συμμετέχοντες και οι συμμετέχουσες τον τρόπο τις διαδικασίες διαμόρφωσης αντιλήψεων που συνδέονται με τη σύλληψη της έννοιας του ανθρώπου και την εμπλοκή των παραγόντων όπως το φύλο και η ηλικία στη σύλληψη αυτή. Διαδικασία 1. Χωρίζουμε τους συμμετέχοντες ουσες σε 3 ομάδες με περίπου ίσο αριθμό ατόμων η κάθε μια. Οι ομάδες δεν πρέπει να επικοινωνούν μεταξύ τους 2. Μοιράζουμε στην κάθε ομάδα ένα από τα τρία φύλλα εργασίας και ζητούμε από την 1 η ομάδα να γράψει σε ένα χαρτί τα χαρακτηριστικά του ενήλικου ανθρώπου 2 η ομάδα να γράψει σε ένα χαρτί τα χαρακτηριστικά του ενήλικου άνδρα 3 η ομάδα να γράψει σε ένα χαρτί τα χαρακτηριστικά της ενήλικης γυναίκας (σύνολο δραστηριότητας: 10 λεπτά) 3. Κάθε ομάδα συγκεντρώνει τα κείμενα και κάνει μια προσπάθεια ομαδοποίησης και καταγραφής των χαρακτηριστικών που συγκέντρωσε 4. Γίνεται παρουσίαση των ευρημάτων στην ολομέλεια. 5. Η συζήτηση που ακολουθεί επικεντρώνεται στα εξής θέματα Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της κάθε κατηγορίας; που μοιάζουν και που διαφέρουν τα χαρακτηριστικά του ενήλικου ανθρώπου, της ενήλικης γυναίκας και του ενήλικου άνδρα; Ποιες κατηγορίες έχουν περισσότερα και ποιες λιγότερα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους; Ταυτίζεται ο άνδρας με τη γυναίκα; Ταυτίζονται τα χαρακτηριστικά του άνδρα και της γυναίκας με τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου; Αν όχι γιατί; 168

169 ΑΣΚΗΣΗ 2 Η /ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2α Ο ενήλικος άνθρωπος Γράψτε τα χαρακτηριστικά του ενήλικου ανθρώπου 169

170 ΑΣΚΗΣΗ 2 Η /ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2β Ο ενήλικος άνθρωπος Γράψτε τα χαρακτηριστικά του ενήλικου άνδρα 170

171 ΑΣΚΗΣΗ 2 Η /ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2γ Ο ενήλικος άνθρωπος Γράψτε τα χαρακτηριστικά της ενήλικης γυναίκας 171

172 ΑΣΚΗΣΗ 3 Η Η ανδρική και η γυναικεία εμπειρία: μεγαλώνοντας ως άνδρας/ ως γυναίκα Στόχος Στόχος της άσκησης αυτής είναι να διαπιστώσουν οι συμμετέχοντες- οι συμμετέχουσες τα πρότυπα με τα οποία κοινωνικοποιούνται τα άτομα στο ρόλο του φύλου και να επεξεργαστούν τη δική τους βιωμένη εμπειρία ως ανδρών και γυναικών τα αγόρια και τα κορίτσια Διαδικασία 1. Ζητούμε από τα άτομα που συμμετέχουν στη δραστηριότητα να συμπληρώσουν το μικρό ερωτηματολόγιο του φύλλου εργασίας, προσπαθώντας να θυμηθούν όσες πιο πολλές εντολές και οδηγίες μπορούν. Οι εξηγήσεις που θα δοθούν πρέπει να είναι συγκεκριμένες και ολιγόλογες, χωρίς πολλά παραδείγματα. Διάρκεια: 20 της ώρας 2. Συγκεντρώνουμε όλες τις απαντήσεις. Χωρίζουμε τους συμμετέχοντεςσυμμετέχουσες σε δύο ομάδες και η κάθε μια αναλαμβάνει να επεξεργαστεί τα ερωτηματολόγια που αφορούν ένα φύλο. Η επεξεργασία αφορά - Την ομαδοποίηση των καταγραφών και τη διαμόρφωση γενικότερων κατηγοριών παραινέσεων/ απαγορεύσεων ανάλογα με τις απαντήσεις που έχουν συγκεντρωθεί - Την καταγραφή συχνοτήτων για κάθε κατηγορία - Τη διαμόρφωση πινάκων χωριστά για το κάθε φύλο, στους οποίους θα περιλαμβάνονται οι πιο συχνές κατηγορίες Διάρκεια: 30 της ώρας 3. Ζητούμε από ένα άτομο από κάθε ομάδα να παρουσιάσει τα αποτελέσματα της επεξεργασίας, εξηγώντας ποιες παραινέσεις/ απαγορεύσεις σημειώθηκαν πιο συχνά απ ό τους συμμετέχοντες-συμμετέχουσες 4. Μετ ά την παρουσίαση ακολουθεί συζήτηση στο πλαίσιο της οποίας θίγονται ζητήματα όπως: - Ποιες είναι οι κυρίαρχες αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες μεγαλώνουν τα δύο φύλα; 172

173 - Πόσο αλλάζει ο τρόπος κοινωνικοποίησης από εποχή σε εποχή, από περιοχή σε περιοχή, από κουλτούρα σε κουλτούρα - Τι σκοπό εξυπηρετούν οι οδηγίες, παραινέσεις, απαγορεύσεις του στενού οικογενειακού και ευρύτερου κοινωνικού περίγυρου; Πόσο σημαντικές είναι; - Ποιες από τις οδηγίες βιώνονται ως καταπιεστικές; - Ποιες είναι οι επιπτώσεις αυτών των οδηγιών σήμερα, στο πλαίσιο της ενήλικης ζωής των συμμετεχόντων; Ποιες από αυτές ακολουθούν και ποιες έχουν απορρίψει; - Ως γονείς, οι ίδιοι και οι ίδιες, ποιες από αυτές θα χρησιμοποιούσαν στα δικά τους παιδιά; Ένα άτομο από κάθε ομάδα καταγράφει τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η συζήτηση και τα διαβάζουν στο τέλος της διαδικασίας Διάρκεια συζήτησης: της ώρας Συνολική διάρκεια δραστηριότητας:

174 ΑΣΚΗΣΗ 3 Η / ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 3 Η ανδρική και η γυναικεία εμπειρία: μεγαλώνοντας ως άνδρας/ ως γυναίκα Οδηγίες Πολλές φορές στη ζωή μας τυχαίνει να ακούσουμε διάφορες συμβουλές, παραινέσεις, εντολές, απαγορεύσεις από τους μεγαλύτερους, συνηθέστερα από τους γονείς μας, τους παππούδες μας και τις γιαγιάδες μας ή τους δασκάλους μας. Προσπαθήστε να θυμηθείτε όσο περισσότερες τέτοιες συμβουλές μπορείτε και να τις καταγράψετε στη στήλη που αντιστοιχεί με το φύλο σας (π.χ. μεγαλώνοντας ως γυναίκα έμαθα να είμαι ευγενική ή μεγαλώνοντας άνδρας έμαθα ότι δεν πρέπει να βρίζω) Μεγαλώνοντας ως γυναίκα έμαθα Μεγαλώνοντας ως άνδρας έμαθα

175 ΑΣΚΗΣΗ 4 Η Άνδρες και γυναίκες στην κοινωνία Στόχος Στόχος της άσκησης αυτής είναι να δώσει την ευκαιρία στους συμμετέχοντες και τις συμμετέχουσες να συνειδητοποιήσουν τον τρόπο κατασκευής και το περιεχόμενο των αναπαραστάσεων που δομούμε για τα δύο φύλα στο σύγχρονο κοινωνικό πλαίσιο. Διαδικασία (α) Ζητούμε από τα άτομα που συμμετέχουν να διαβάσουν τον κατάλογο με τους χαρακτηρισμούς στο φύλλο εργασίας (πίνακας 1) και μετά να επιλέξουν και να σημειώσουν στο σημείο που τους ζητείται τρία επίθετα που χαρακτηρίζουν τους άνδρες και τις γυναίκες τόσο στην ιδιωτική, όσο και στη δημόσια σφαίρα Διάρκεια: 15 της ώρας (β) Συγκεντρώνουμε όλα τα φύλλα εργασίας. Χωρίζουμε την ομάδα σε δυο υπο-ομάδες, μια για τη δημόσια σφαίρα και μια για την ιδιωτική σφαίρα. Κάθε ομάδα αναλαμβάνει να μετρήσει και να καταγράψει τις συχνότητες χαρακτηρισμών που εμφανίζονται για το κάθε φύλο στη δική της θεματική, χρησιμοποιώντας τον πίνακα 2 στο φύλλο εργασίας. Διάρκεια! 20 της ώρας (γ) Φτιάχνουμε έναν συγκεντρωτικό πίνακα, χρησιμοποιώντας το διάγραμμα του φύλλου εργασίας 4β. Τοποθετούμε τα χαρακτηριστικά με βάση τη συχνότητά τους, Χρησιμοποιούμε εναλλακτικά την τελευταία σελίδα της σχετικής παρουσίασης powerpoint που επισυνάπτεται (δ) Ζητούμε από ολόκληρη την ομάδα να παρατηρήσει τα χαρακτηριστικά με τη μεγαλύτερη συχνότητα που αποδόθηκαν στο κάθε φύλο στο πλαίσιο της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρα. Επισημαίνουμε ότι τα χαρακτηριστικά που συγκεντρώνουν τη μεγαλύτερη συμφωνία της ομάδας, (πάνω από 50%) αποτελούν ισχυρές αναπαραστάσεις. Όπου η συμφωνία είναι 25-50%, διαφαίνεται μια ασάφεια στον τρόπο με τον οποίο αναπαριστούμε το κάθε φύλο στους αντίστοιχους τομείς της κοινωνικής ζωής, και αυτό δείχνει ότι μάλλον τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν στον συγκεκριμένο τομέα. Όταν η συμφωνία είναι μικρότερη από 25% μιλούμε για αδύναμες αναπαραστάσεις, γεγονός το οποίο δείχνει ότι το συγκεκριμένο φύλο δεν έχει εδραιώσει την παρουσία του στη σφαίρα αυτή πράγμα που δεν επιτρέπει να το χαρακτηρίσουμε με σαφήνεια ως προς τη λειτουργία του. Διάρκεια: 20 της ώρας 175

176 (ε) Συζητούμε με την ομάδα ζητήματα σχετικά με τις αντιλήψεις που εξακολουθούμε να έχουμε για τη θέση των ανδρών και των γυναικών στην κοινωνία. Με τα παραδοσιακά και τα μεταβαλλόμενα στοιχεία των αντιλήψεων αυτών, στις κοινωνικές αλλαγές που έχουν συμβεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Με τι περιμένουμε να αλλάξει κατά τα επόμενα χρόνια στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνικών συνθηκών για τα δύο φύλα. Με τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να συνδέσουμε ζητήματα διαπροσωπικών σχέσεων των δύο φύλων στην ιδιωτική σφαίρα με τη θέση του κάθε φύλου στην κοινωνία και με τη δύναμη και εξουσία που οι άνδρες και οι γυναίκες κατέχουν στο δημόσιο χώρο Διάρκεια: 30 της ώρας 176

177 ΑΣΚΗΣΗ 4 Η / ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 4α Άνδρες και γυναίκες στην κοινωνία Η άσκηση αυτή έχει στόχο να μας βοηθήσει να διερευνήσουμε τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για τους άνδρες και τις γυναίκες στη σύγχρονη εποχή (α) Διαβάστε με προσοχή τους χαρακτηρισμούς παρακάτω Γλυκός/ειά Έμπιστος/η Δραστήριος/α Ανταγωνιστικός/ή Επιτυχημένος/η Οργανωτικός/ή Τρυφερός/ή Απαιτητικός/ή Επίμονος/η Αποτελεσματικός/ή Έξυπνος/η Ήρεμος/η Επιμελής Αγχώδης Ικανός/ή Εργατικός/ή Αφοσιωμένος/η Φιλόδοξος/η (α) Επιλέξτε τρία από τα παραπάνω επίθετα για να χαρακτηρίσετε (α) τον άνδρα στη δημόσια σφαίρα (εργασία-πολιτική) (β) τη γυναίκα στη δημόσια σφαίρα (α) τον άνδρα στην ιδιωτική σφαίρα (οικογένεια- προσωπική ζωή) (β) τη γυναίκα στην ιδιωτική σφαίρα (οικογένεια- ιδιωτική ζωή)

178 ΑΣΚΗΣΗ 4 Η / ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 4β Άνδρες και γυναίκες στην κοινωνία Συγκεντρωτικός πίνακας Συγκεντρώστε όλους τους χαρακτηρισμούς για τους άνδρες και τις γυναίκες στην κάθε σφαίρα επιρροής κατά φθίνουσα σειρά (πρώτος αυτός που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ποσοστό ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΦΑΙΡΑ ΑΝΔΡΕΣ % ΓΥΝΑΙΚΕΣ % ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΣΦΑΙΡΑ 178

179 Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ Σχεδιασμός: Δ. Σακκά Στόχος Η ομάδα ασκήσεων που ακολουθεί επιχειρεί να δώσει την ευκαιρία στα άτομα που συμμετέχουν να προβληματιστούν για τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το διαφορετικό. Όλες οι δραστηριότητες μπορούν να λειτουργήσουν ως έναυσμα για την αποσαφήνιση όρων όπως τα κοινωνικά στερεότυπα, οι προκαταλήψεις και οι στάσεις και για συζητήσεις γύρω από συμπεριφορές όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός και η διάκριση. Χρησιμοποιώντας ως σημείο εκκίνησης τα ζητήματα που θίγονται στο πλαίσιο των συγκεκριμένων ασκήσεων, οι συμμετέχοντες/ ουσες συνειδητοποιούν τη δύναμη των προκαταλήψεων στην αντιμετώπιση ατόμων με διαφορετικό υπόβαθρο και την αλληλοσυσχέτιση του φύλου, της εθνικής προέλευσης, αλλά και άλλων στοιχείων των ταυτοτήτων μας τόσο στην εκδήλωση, όσο και στην κατανόηση και την ερμηνεία διαφόρων μορφών συμπεριφοράς. Παρακάτω παρουσιάζονται οι εξής ασκήσεις Άσκηση 5 η : Οι πρώτες εντυπώσεις Άσκηση 6 η : Εθνικότητες Άσκηση 7 η : Θα σου πω μια ιστορία 179

180 ΑΣΚΗΣΗ 5 Η Οι πρώτες εντυπώσεις Στόχος: Να ανακαλύψουν οι συμμετέχοντες ότι οι πρώτες εντυπώσεις μας δεν είναι πάντα αληθινές. Διαδικασία (1) Μοιράζουμε τα φύλλα εργασίας και ζητούμε από τα μέλη της ομάδας να κοιτάξουν προσεκτικά το πλέγμα που εικονίζεται και να μας πουν ποια είναι η πρώτη τους εντύπωση. Βλέπουν όλοι γκρι κηλίδες στα λευκά κενά; (2) Συζητούμε με την ομάδα τα παρακάτω ζητήματα: (α) Υπάρχουν στ αλήθεια οι γκρι κηλίδες στο χαρτί; (β) Σχημάτισαν ποτέ μια λανθασμένη πρώτη εντύπωση για κάποιον άνθρωπο που ήταν διαφορετικός από αυτούς/ές; (γ) Είχε ποτέ κάποιος από διαφορετικό υπόβαθρο σχηματίσει λανθασμένη πρώτη εντύπωση γι αυτούς/ές; 180

181 ΑΣΚΗΣΗ 5 Η / ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 5 Οι πρώτες εντυπώσεις 181

1. Οι κλασσικές φεµινιστικές θεωρίες της ανισότητας.

1. Οι κλασσικές φεµινιστικές θεωρίες της ανισότητας. Απόσπασµα από τη διδακτορική διατριβή «Νέες γυναίκες µε πανεπιστηµιακή µόρφωση και η συµφιλίωση της ιδιωτικής και της δηµόσιας σφαίρας στο σχεδιασµό της ενήλικης ζωής», Χριστίνα Αθανασιάδου, Τµήµα Ψυχολογίας

Διαβάστε περισσότερα

Kantzara, V. (2006) Patriarchy στο Fitzpatrick T., et al. (eds.) International Encyclopedia of Social Policy, London: Routledge (σελ.

Kantzara, V. (2006) Patriarchy στο Fitzpatrick T., et al. (eds.) International Encyclopedia of Social Policy, London: Routledge (σελ. Kantzara, V. (2006) Patriarchy στο Fitzpatrick T., et al. (eds.) International Encyclopedia of Social Policy, London: Routledge (σελ. 6) Πατριαρχία 1 Η λέξη πατριαρχία, προέρχεται από την ελληνική γλώσσα

Διαβάστε περισσότερα

Κυρίες και Κύριοι, Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την τιμή που μου κάνετε να απευθύνω χαιρετισμό στο συνέδριό σας για την «Οικογένεια στην κρίση», για

Κυρίες και Κύριοι, Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την τιμή που μου κάνετε να απευθύνω χαιρετισμό στο συνέδριό σας για την «Οικογένεια στην κρίση», για Κυρίες και Κύριοι, Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την τιμή που μου κάνετε να απευθύνω χαιρετισμό στο συνέδριό σας για την «Οικογένεια στην κρίση», για ένα τόσο εξαιρετικά σημαντικό θέμα που αγγίζει και αφορά

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ Ο ρόλος της Δια βίου Μάθησης στην καταπολέμηση των εκπαιδευτικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Τοζήτηματωνκοινωνικώνανισοτήτωνστηνεκπαίδευσηαποτελείένα

Διαβάστε περισσότερα

Στερεότυπα φύλου στις επαγγελματικές επιλογές των νέων γυναικών

Στερεότυπα φύλου στις επαγγελματικές επιλογές των νέων γυναικών Στερεότυπα φύλου στις επαγγελματικές επιλογές των νέων γυναικών Τ Ο Γ Υ Ν Α Ι Κ Ε Ι Ο Π Ρ Ο ς Ω Π Ο Τ Η ς Ε Π Ι Χ Ε Ι Ρ Η Μ Α Τ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α ς ς Τ Ο Ν. Κ Ι Λ Κ Ι ς Τ Ε Τ Α Ρ Τ Η 8 Μ Α Ρ Τ Ι Ο Υ 2 0 1

Διαβάστε περισσότερα

Θέματα Συνάντησης. Υποστηρικτικό Υλικό Συνάντησης 1

Θέματα Συνάντησης. Υποστηρικτικό Υλικό Συνάντησης 1 ΤΡΙΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΙΚΤΥΟΥ «ΕΛΕΝΗ ΣΚΟΥΡΑ» για την «Ενίσχυση της Συμμετοχής των Γυναικών που ανήκουν σε ευπαθείς κοινωνικά ομάδες» στις Θέματα Συνάντησης Ολοκλήρωση προτάσεων για την

Διαβάστε περισσότερα

Πρόλογος: Κογκίδου ήµητρα. Εκπαιδευτική Ηγεσία και Φύλο. Στο: αράκη Ελένη (2007) Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

Πρόλογος: Κογκίδου ήµητρα. Εκπαιδευτική Ηγεσία και Φύλο. Στο: αράκη Ελένη (2007) Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. Πρόλογος: Κογκίδου ήµητρα Στο: αράκη Ελένη (2007) Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. Εκπαιδευτική Ηγεσία και Φύλο. Τα τελευταία χρόνια βρισκόµαστε µπροστά σε µια βαθµιαία αποδόµηση της ανδροκρατικής έννοιας της ηγεσίας

Διαβάστε περισσότερα

Η Λειτουργία της Γραμμής SOS 15900

Η Λειτουργία της Γραμμής SOS 15900 Η Λειτουργία της Γραμμής SOS 15900 Καμηλέρη Ράνια: Ψυχολόγος, Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια, MSc, Στέλεχος/Σύμβουλος Γραμμής SOS 15900 Υποέργο 5 με τίτλο: «ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ (SOS)

Διαβάστε περισσότερα

Διεπιστημονικό Συνέδριο Παιδί και Πληροφορία: Αναζητήσεις και Προσεγγίσεις Ιστορίας, Δικαίου - Δεοντολογίας, Πολιτισμού

Διεπιστημονικό Συνέδριο Παιδί και Πληροφορία: Αναζητήσεις και Προσεγγίσεις Ιστορίας, Δικαίου - Δεοντολογίας, Πολιτισμού Διεπιστημονικό Συνέδριο Παιδί και Πληροφορία: Αναζητήσεις και Προσεγγίσεις Ιστορίας, Δικαίου - Δεοντολογίας, Πολιτισμού Θέμα Ο έμφυλος καταμερισμός στην διδασκαλία των κοριτσιών στην Ελλάδα Κάλφα Μαρία

Διαβάστε περισσότερα

(γλώσσα και σχολική αποτυχία γλώσσα και. συµπεριφοράς) ρ. Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας Σχολικός Σύµβουλος Π.Ε. 70

(γλώσσα και σχολική αποτυχία γλώσσα και. συµπεριφοράς) ρ. Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας Σχολικός Σύµβουλος Π.Ε. 70 Προβλήµατα διγλωσσίας ίγλωσση εκπαίδευση (γλώσσα και σχολική αποτυχία γλώσσα και µαθησιακές δυσκολίες προβλήµατα συµπεριφοράς) Σαλτερής Νίκος ρ. Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας Σχολικός Σύµβουλος Π.Ε.

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Ενότητα 8: Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Επίκ. Καθηγητής: Νίκος Φωτόπουλος e-mail: nfotopoulos@uowm.gr Τηλ. Επικοινωνίας: 23850-55150

Διαβάστε περισσότερα

Πολυπολιτισμική Συμβουλευτική & Φεμινιστική Συμβουλευτική

Πολυπολιτισμική Συμβουλευτική & Φεμινιστική Συμβουλευτική Πολυπολιτισμική Συμβουλευτική & Φεμινιστική Συμβουλευτική Πολυπολιτισμική Συμβουλευτική Στη συμβουλευτική και την ψυχοθεραπεία, η κατανόηση, η επίγνωση και η αποδοχή ατόμων προερχόμενων από διαφορετικά

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης 1 Διάγραμμα της παρουσίασης Μάθημα 3ο (σελ. 67-79) 2 Talcott

Διαβάστε περισσότερα

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΟΚΕ ΕΛΛΑΔΑΣ, κ. Χρήστου ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ TRESMED 4 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 10-11/9/2012

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΟΚΕ ΕΛΛΑΔΑΣ, κ. Χρήστου ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ TRESMED 4 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 10-11/9/2012 ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΟΚΕ ΕΛΛΑΔΑΣ, κ. Χρήστου ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ TRESMED 4 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 10-11/9/2012 Αγαπητοί συνάδελφοι, κυρίες και κύριοι, Σας ευχαριστώ όλους που ήρθατε στη χώρα μας και

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Συγκρουσιακές Θεωρήσεις Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης 1 Διάγραμμα της παρουσίασης Μάθημα 5ο (σελ. 128 136) Οι θέσεις του Althusser Οι θέσεις του Gramsci 2 Karl Marx (1818-1883)

Διαβάστε περισσότερα

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΑΘΛΗΤΕΣ & ΑΘΛΗΤΡΙΕΣ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα ΕΠΕΑΕΚ: ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν

Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν 41 Διαγώνισµα 91 Ισότητα των Φύλων Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν Το επάγγελµα της εκπαιδευτικού στην Ελλάδα αποτέλεσε το πρώτο µη χειρωνακτικό επάγγελµα που άνοιξε και θεωρήθηκε

Διαβάστε περισσότερα

20 Νοεμβρίου Κυρίες και κύριοι, Καλησπέρα σας.

20 Νοεμβρίου Κυρίες και κύριοι, Καλησπέρα σας. Ομιλία Αλεξάνδρας Πάλλη στην Ημερίδα της ΕΣΕΕ με θέμα: «Στηρίζουμε τη γυναικεία επιχειρηματικότητα, προωθούμε τη συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων» 20 Νοεμβρίου 2013 Καλησπέρα σας. Θα ήθελα

Διαβάστε περισσότερα

Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών. «Προώθηση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων και καταπολέμηση της έμφυλης βίας»

Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών. «Προώθηση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων και καταπολέμηση της έμφυλης βίας» Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών «Προώθηση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων και καταπολέμηση της έμφυλης βίας» Α. Επί της αρχής. Με την παρούσα νομοθετική πρόταση εισάγεται

Διαβάστε περισσότερα

PROJECT Β'Τετραμήνου Η οικογένεια στο χθες και στο σήμερα

PROJECT Β'Τετραμήνου Η οικογένεια στο χθες και στο σήμερα PROJECT Β'Τετραμήνου Η οικογένεια στο χθες και στο σήμερα Η ΟΜΑΔΑ ΜΑΣ Ορισμοί οικογένειας ΟΡΙΣΜΟΣ (ΠΑΛΙΑ)«Η οικογένεια αποτελεί μία κοινωνική ομάδα, της οποίας τα μέλη κατοικούν στον ίδιο χώρο, έχουν οικονομική

Διαβάστε περισσότερα

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας Σκοποί Θεματικές ενότητες Διαμόρφωση των σκοπών της αγωγής Ιστορική εξέλιξη των σκοπών της αγωγής Σύγχρονος προβληματισμός http://users.uoa.gr/~dhatziha/ Διαφάνεια:

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΥΠΑΝΑΠΤΥΞΗΣ : ανέπτυξε τη θεωρία περί «άνισης ανταλλαγής». Η θεωρία του αποτελεί μέρος μιας πιο λεπτομερούς ερμηνείας της μεταπολεμικής

Διαβάστε περισσότερα

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ Φύλο (sex) Σεξουαλικότητα (sexuality) Σεξουαλική υγεία (sexual health) Κοινωνική ταυτότητα (γένος) (gender) Κοινωνική ταυτότητα φύλου (gender identity) Σεξουαλικός προσανατολισµός

Διαβάστε περισσότερα

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων Ενότητα 8: Η Συνειδητοποίηση μέσα από τον Κριτικό Στοχασμό Γιώργος Κ.

Διαβάστε περισσότερα

Μέθοδοι και αποτελέσματα συμβουλευτικής γυναικών

Μέθοδοι και αποτελέσματα συμβουλευτικής γυναικών Μέθοδοι και αποτελέσματα συμβουλευτικής γυναικών Μαρία Μαλικιώση-Λοΐζου Καθηγήτρια Συμβουλευτικής Ψυχολογίας Πανεπιστήμιο Αθηνών Επιμόρφωση στελεχών ΓΓΙΦ Αθήνα 30 Μαρτίου 2012 Συμβουλευτική γυναικών Η

Διαβάστε περισσότερα

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ Νομοθεσία απασχόλησης για θέματα αναπηρίας Η εργασία είναι δικαίωμα όλων των ανθρώπων συμπεριλαμβανομένου των ανθρώπων με αναπηρία όπως αυτό ορίζεται και προστατεύεται

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Αναπτυξιακή Ψυχολογία Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Θέματα διάλεξης Η σημασία της αυτοαντίληψης Η φύση και το περιεχόμενο της αυτοαντίληψης Η ανάπτυξη της αυτοαντίληψης Παράγοντες

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1 Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα Earl Babbie Κεφάλαιο 2 Έρευνα και θεωρία 2-1 Σύνοψη κεφαλαίου Μερικά παραδείγματα της κοινωνικής επιστήμης Επιστροφή σε δύο συστήματα λογικής Παραγωγική συγκρότηση θεωρίας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Νάκου Αλεξάνδρα Εισαγωγή στις Επιστήμες της Αγωγής Ο όρος ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ δημιουργεί μία αίσθηση ασάφειας αφού επιδέχεται πολλές εξηγήσεις. Υπάρχει συνεχής διάλογος και προβληματισμός ακόμα

Διαβάστε περισσότερα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παιδική ηλικία είναι ένα ζήτημα για το οποίο η κοινωνιολογία έχει δείξει μεγάλο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως σήμερα βρίσκεται υπό εξέλιξη ένα πρόγραμμα

Διαβάστε περισσότερα

Κουίζ για το μισθολογικό. χάσμα μεταξύ των δυο. φύλων. Καλωσορίσατε στο κουίζ για το μισθολογικό. φύλων!

Κουίζ για το μισθολογικό. χάσμα μεταξύ των δυο. φύλων. Καλωσορίσατε στο κουίζ για το μισθολογικό. φύλων! Αυτό το σύντομο κουίζ χρησιμοποιεί ερωτήσεις ανοιχτού τύπου για να εξηγήσει τα αίτια και τον αντίκτυπο του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των δυο φύλων στην ΕΕ. Περιλαμβάνει επίσης λεπτομέρειες για το πού

Διαβάστε περισσότερα

«Άρχεσθαι μαθών, άρχειν επιστήσει» («Ανάλαβε εξουσία αφού πρώτα μάθεις να εξουσιάζεσαι») Σόλων, ο Αθηναίος

«Άρχεσθαι μαθών, άρχειν επιστήσει» («Ανάλαβε εξουσία αφού πρώτα μάθεις να εξουσιάζεσαι») Σόλων, ο Αθηναίος EIΣΑΓΩΓΗ «Άρχεσθαι μαθών, άρχειν επιστήσει» («Ανάλαβε εξουσία αφού πρώτα μάθεις να εξουσιάζεσαι») Σόλων, ο Αθηναίος Η ηγεσία και η άσκησή της η έννοιά της και το σύνολο των συμπεριφορών που τη συνθέτουν,

Διαβάστε περισσότερα

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων Ενότητα 5: Η Έννοια της Κριτικής Συνειδητοποίησης Γιώργος Κ. Ζαρίφης

Διαβάστε περισσότερα

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση Κωδικός μαθήματος: ΚΕΠ 302 Διδάσκων: Δημήτρης Θ. Ζάχος Πιστωτικές μονάδες: 10 Χρόνος και τόπος διεξαγωγής: Τετάρτη 6-9 αίθουσα 907 Εισαγωγικά Η επιτυχής συμμετοχή σ ένα

Διαβάστε περισσότερα

Η καμπάνια του ΟΗΕ HeforShe - Ένα κίνημα αλληλεγγύης ανδρών και γυναικών για την ισότητα των φύλων

Η καμπάνια του ΟΗΕ HeforShe - Ένα κίνημα αλληλεγγύης ανδρών και γυναικών για την ισότητα των φύλων Η καμπάνια του ΟΗΕ HeforShe - Ένα κίνημα αλληλεγγύης ανδρών και γυναικών για την ισότητα των φύλων Μελίνα Δασκαλάκη, Δικηγόρος, Δημοτική σύμβουλος στο Δήμο Αθηναίων. Καλημέρα σας, Καλοσωρίζω όλους και

Διαβάστε περισσότερα

Ο ρόλος των εκπαιδευτικών στην αποδόµηση των έµφυλων ταυτοτήτων: προϋποθέσεις, αντιστάσεις και όρια

Ο ρόλος των εκπαιδευτικών στην αποδόµηση των έµφυλων ταυτοτήτων: προϋποθέσεις, αντιστάσεις και όρια Ο ρόλος των εκπαιδευτικών στην αποδόµηση των έµφυλων ταυτοτήτων: προϋποθέσεις, αντιστάσεις και όρια Ελένη Μαραγκουδάκη Επίκ. Καθηγήτρια Τµήµα ΦΠΨ, Πανεπιστήµιο Ιωαννίνων Tα κορίτσια φοιτούν σε ίσο ή και

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Βεμπεριανές απόψεις για την Εκπαίδευση Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης 1 Διάγραμμα της παρουσίασης Μάθημα 12ο (σελ. 274 282) 2 Max Weber (1864 1920) Βεμπεριανές απόψεις για

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΧΟΛΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (Α.Σ.ΠΑΙ.ΤΕ.) Συμβουλευτική Ψυχολογία και Προσανατολισμός

ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΧΟΛΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (Α.Σ.ΠΑΙ.ΤΕ.) Συμβουλευτική Ψυχολογία και Προσανατολισμός ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΧΟΛΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (Α.Σ.ΠΑΙ.ΤΕ.) Συμβουλευτική Ψυχολογία και Προσανατολισμός Εαρινό εξάμηνο 2013-2014 Διδάσκουσα: Κωνσταντινίδου Σόνια 7 ο ΜΑΘΗΜΑ Η συμβουλευτική στη

Διαβάστε περισσότερα

3.2 Η εμπειρική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας - Η επίδραση της ζήτησης επί της προσφοράς εργασίας

3.2 Η εμπειρική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας - Η επίδραση της ζήτησης επί της προσφοράς εργασίας 3.2 Η εμπειρική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας - Η επίδραση της ζήτησης επί της προσφοράς εργασίας Η νεοκλασική θεωρία της προσφοράς εργασίας που αναπτύξαμε προηγουμένως υποστηρίζει ότι οι επιλογές

Διαβάστε περισσότερα

Δημόσια διαβούλευση σχετικά με την αναθεώρηση της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τα Άτομα με Αναπηρία

Δημόσια διαβούλευση σχετικά με την αναθεώρηση της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τα Άτομα με Αναπηρία Δημόσια διαβούλευση σχετικά με την αναθεώρηση της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τα Άτομα με Αναπηρία 2010-2020 Υπάρχουν 80 περίπου εκατομμύρια πολίτες με αναπηρίες στην ΕΕ, οι οποίοι συχνά αντιμετωπίζουν

Διαβάστε περισσότερα

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1 Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ Γέννηση της κοινωνιολογίας Εφαρμογή της κοινωνιολογικής φαντασίας Θεμελιωτές της κοινωνιολογίας (Κοντ, Μαρξ, Ντυρκέμ, Βέμπερ) Κοινωνιολογικές

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ (1) ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΗ Κοινωνικών Επιστημών ΤΜΗΜΑ Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΚΩΔΙΚΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛ201 ΕΞΑΜΗΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ 1 ο ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΩΡΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ (E.F.P.P.A.)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ (E.F.P.P.A.) ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ (E.F.P.P.A.) ΜΕΤΑ-ΚΩΔΙΚΑΣ ΗΘΙΚΗΣ 1. Προοίμιο Οι ψυχολόγοι αναπτύσσουν ένα έγκυρο και αξιόπιστο σύνολο γνώσεων βασισμένων στην έρευνα και εφαρμόζουν

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών Κοινωνιολογία του Πολιτισμού Ενότητα 2: Κοινωνιολογία - πολιτισμός - κουλτούρα. Επίκ. Καθηγητής: Νίκος Φωτόπουλος e-mail: nfotopoulos@uowm.gr Τηλ. Επικοινωνίας: 23850-55150

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Νικόλαος Χ. Μπέκας Greek classroom of Masterστην "Κοινωνική Παιδαγωγική και μάχη ενάντια στη νεανική

Διαβάστε περισσότερα

V/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ.

V/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ. V/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ. Η συμβολή της οικογένειας στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής είναι μεγάλη και διαχρονική. Η μορφή και το περιεχόμενο, όμως, αυτής της συμβολής

Διαβάστε περισσότερα

Κείμενο 1 Εφηβεία (4590)

Κείμενο 1 Εφηβεία (4590) Κείμενο 1 Εφηβεία (4590) Οι έφηβοι βρίσκονται αντιμέτωποι με την πραγματικότητα του επόμενου βήματος, που οδηγεί στην ενηλικίωση, ενώ η κοινωνία απαιτεί απ αυτούς να αρχίσουν να προετοιμάζονται για τους

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΛΕΤΙΚΟΣ ΣΕΞΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ

ΦΥΛΕΤΙΚΟΣ ΣΕΞΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΦΥΛΕΤΙΚΟΣ ΣΕΞΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ Στόχος Η δηµιουργία του κατάλληλου ψυχολογικού υπόβαθρου έτσι ώστε τα παιδιά:! Να κατανοήσουν την αξία της διαφορετικότητας,! Να αναπτύξουν

Διαβάστε περισσότερα

Διδάσκουσα: Δρ. Κατερίνα Αργυροπούλου

Διδάσκουσα: Δρ. Κατερίνα Αργυροπούλου Διδάσκουσα: Δρ. Κατερίνα Αργυροπούλου Είναι η εξελικτική πορεία του ατόμου αναφορικά με τον προσανατολισμό του στο χώρο της εργασίας και τις αποφάσεις του για το επάγγελμα ή τα επαγγέλματα, που επιθυμεί

Διαβάστε περισσότερα

Ισότητα των Φύλων Αλληλεγγύη Δράση. Οι εργασίες του GUE/NGL στην Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Ισότητα των Φύλων Αλληλεγγύη Δράση. Οι εργασίες του GUE/NGL στην Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Ισότητα των Φύλων Αλληλεγγύη Δράση Οι εργασίες του GUE/NGL στην Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Ισότητα των Φύλων, Αλληλεγγύη, Δράση Ο αγώνας για τα

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ: «ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΗΘΙΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ» ΜΑΘΗΤΡΙΑ: ΣΚΡΕΚΑ ΝΑΤΑΛΙΑ, Β4 ΕΠΙΒΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΝΤΑΒΑΡΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2016 17 Περιεχόμενα

Διαβάστε περισσότερα

Διαφωτισμός και διαμόρφωση των πολιτικών ιδεολογιών στην Ελλάδα

Διαφωτισμός και διαμόρφωση των πολιτικών ιδεολογιών στην Ελλάδα ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Διαφωτισμός και διαμόρφωση των πολιτικών ιδεολογιών στην Ελλάδα Ενότητα 10: Το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα Σπύρος Μαρκέτος Άδειες Χρήσης

Διαβάστε περισσότερα

«Μαζί για την γυναίκα» Κακοποίηση: Ισότητα και Ενεργή Κοινωνία

«Μαζί για την γυναίκα» Κακοποίηση: Ισότητα και Ενεργή Κοινωνία «Μαζί για την γυναίκα» Κακοποίηση: Ισότητα και Ενεργή Κοινωνία 1 Ο NEWSLETTER ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2015 Ο Σύνδεσμος Μελών Γυναικείων Σωματείων Ηρακλείου & Νομού Ηρακλείου ξεκινά μια σειρά ενημερώσεων της κοινής γνώμης

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΕΝΙΑΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΚΟΠΟΣ Το διδακτορικό πρόγραμμα στην Ειδική και Ενιαία Εκπαίδευση αποσκοπεί στην εμβάθυνση και κριτική

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 5: H ανάπτυξη της ηθικότητας και της προκοινωνικής

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 5: H ανάπτυξη της ηθικότητας και της προκοινωνικής Αναπτυξιακή Ψυχολογία Διάλεξη 5: H ανάπτυξη της ηθικότητας και της προκοινωνικής συμπεριφοράς Θέματα Διάλεξης Οι κανόνες συμπεριφοράς Η σκέψη για τους ηθικούς κανόνες Η θεωρία του Piaget για την ανάπτυξη

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ Τερψιχόρη Γκιόκα Μέλος ΠΟΔ Αττικής Η «Συμβουλευτική Ψυχολογία» είναι ο εφαρμοσμένος κλάδος της Ψυχολογίας, ο οποίος διευκολύνει την δια βίου προσωπική

Διαβάστε περισσότερα

Σκοποί της παιδαγωγικής διαδικασίας

Σκοποί της παιδαγωγικής διαδικασίας Σκοποί της παιδαγωγικής διαδικασίας Θεματικές ενότητες Διαμόρφωση των σκοπών της αγωγής Ιστορική εξέλιξη των σκοπών της αγωγής Σύγχρονος προβληματισμός Διαμόρφωση των σκοπών της αγωγής Η παιδαγωγική διαδικασία

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Ενότητα 7: Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Επίκ. Καθηγητής: Νίκος Φωτόπουλος e-mail: nfotopoulos@uowm.gr Τηλ. Επικοινωνίας: 23850-55150

Διαβάστε περισσότερα

Πληροφορίες και υλικό του μαθήματος είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά στην πλατφόρμα eclass.uth.gr

Πληροφορίες και υλικό του μαθήματος είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά στην πλατφόρμα eclass.uth.gr Τίτλος Μαθήματος: Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Κωδικός μαθήματος: SEAB109 (3Ω/Υ) Είδος Μαθήματος: Υποχρεωτικό Εξάμηνο σπουδών: 3o και 4 ο Μονάδες ECTS: 6 Διδάσκων: Γιάννης Πεχτελίδης e mail: pechtelidis@uth.gr

Διαβάστε περισσότερα

Μαίρη Κουτσελίνη, Καθηγήτρια Εκ μέρους της Πρωτοβουλίας για την Ενίσχυση της γυναικείας παρουσίας στην πολιτική ζωή.

Μαίρη Κουτσελίνη, Καθηγήτρια Εκ μέρους της Πρωτοβουλίας για την Ενίσχυση της γυναικείας παρουσίας στην πολιτική ζωή. Μαίρη Κουτσελίνη, Καθηγήτρια Εκ μέρους της Πρωτοβουλίας για την Ενίσχυση της γυναικείας παρουσίας στην πολιτική ζωή. Οι λόγοι άνισης παρουσίας της γυναίκας στην πολιτική ζωή Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Έρευνας

Διαβάστε περισσότερα

Οι διακρίσεις στην απασχόληση παραμένουν μεγάλες σήμερα παρά τις σημαντικές προσπάθειες που έχουν γίνει στη χώρα μας τα τελευταία 30 χρόνια.

Οι διακρίσεις στην απασχόληση παραμένουν μεγάλες σήμερα παρά τις σημαντικές προσπάθειες που έχουν γίνει στη χώρα μας τα τελευταία 30 χρόνια. Αγαπητοί φίλοι και φίλες, Οι διακρίσεις στην απασχόληση παραμένουν μεγάλες σήμερα παρά τις σημαντικές προσπάθειες που έχουν γίνει στη χώρα μας τα τελευταία 30 χρόνια. Οι διακρίσεις συνδέονται άμεσα με

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Ενότητα 6: Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Επίκ. Καθηγητής: Νίκος Φωτόπουλος e-mail: nfotopoulos@uowm.gr Τηλ. Επικοινωνίας: 23850-55150

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ: ΠΕΝΤΕ ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ. Κείμενο 3 O ΑΤΥΧΟΣ ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟ: ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΙΟ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ: ΠΕΝΤΕ ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ. Κείμενο 3 O ΑΤΥΧΟΣ ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟ: ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΙΟ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ: ΠΕΝΤΕ ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ. Κείμενο 3 O ΑΤΥΧΟΣ ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟ: ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΙΟ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ Της Heidi I. Hartmann 1979, The Unhappy Marriage

Διαβάστε περισσότερα

Πολιτισμός και ψυχοπαθολογία

Πολιτισμός και ψυχοπαθολογία Πολιτισμός και ψυχοπαθολογία Ο πολιτισμός ως αιτιολογικός παράγοντας ψυχοπαθολογίας Ερευνητικά δεδομένα DSM-IV-TR Διαπολιτισμική συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία Πολιτισμική διακύμανση ψυχικών διαταραχών

Διαβάστε περισσότερα

Η λειτουργία της εκπαίδευσης στην κοινωνικοποίηση των ατόμων για το ρόλο των φύλων

Η λειτουργία της εκπαίδευσης στην κοινωνικοποίηση των ατόμων για το ρόλο των φύλων Η λειτουργία της εκπαίδευσης στην κοινωνικοποίηση των ατόμων για το ρόλο των φύλων Μάριος Βρυωνίδης 5ο Εκπαιδευτικό Συνέδριο ΟΕΛΜΕΚ - ΠΟΕΔ ΟΛΤΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ «Φύλο και Εκπαίδευση : Μια εξίσωση ισότητας» Σάββατο

Διαβάστε περισσότερα

Πανευρωπαϊκή έρευνα. ΣΗΜΕΙΩΜΑ / 5 Μαρτίου 2014 Βία κατά των γυναικών

Πανευρωπαϊκή έρευνα. ΣΗΜΕΙΩΜΑ / 5 Μαρτίου 2014 Βία κατά των γυναικών ΣΗΜΕΙΩΜΑ / 5 Μαρτίου 2014 Βία κατά των γυναικών Πανευρωπαϊκή έρευνα 1. Γιατί έγινε η έρευνα για τη βία κατά των γυναικών; Παρά τον σημαντικό αντίκτυπο της βίας κατά των γυναικών, σε πολλά κράτη μέλη της

Διαβάστε περισσότερα

Η διαφορετικότητα είναι μια σύνθετη έννοια, η οποία δεν θα πρέπει να συγχέεται με την έννοια της ποικιλομορφίας.

Η διαφορετικότητα είναι μια σύνθετη έννοια, η οποία δεν θα πρέπει να συγχέεται με την έννοια της ποικιλομορφίας. Diversity Διαφορετικότητα Ο σεβασμός στην διαφορετικότητα του άλλου καθώς και η έμπρακτή αποδοχή της, συμβάλει στην δημιουργία κοινωνιών οι οποίες χαρακτηρίζονται από ιδέες ισότητας, αλληλοσεβασμού και

Διαβάστε περισσότερα

Εφηβεία και Πρότυπα. 2)Τη στάση του απέναντι στους άλλους, ενήλικες και συνομηλίκους

Εφηβεία και Πρότυπα. 2)Τη στάση του απέναντι στους άλλους, ενήλικες και συνομηλίκους Εφηβεία και Πρότυπα Τι σημαίνει εφηβεία; Η εφηβεία είναι η περίοδος της ζωής του ανθρώπου που αρχίζει με το τέλος της παιδικής ηλικίας και οδηγεί στην ενηλικίωση. Είναι μια εξελικτική φάση που κατά τη

Διαβάστε περισσότερα

Μεταπτυχιακό στην Κοινωνική Εργασία

Μεταπτυχιακό στην Κοινωνική Εργασία Μεταπτυχιακό στην Κοινωνική Εργασία Εισαγωγικό Μήνυμα Καλώς ήλθατε στο εξ αποστάσεως πρόγραμμα «Μεταπτυχιακό στην Κοινωνική Εργασία». Αποστολή του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών στη Κοινωνική Εργασία

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία The project Εισαγωγή ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και διδασκαλία Στόχοι Να κατανοήσετε τις έννοιες της κοινωνικοπολιτισμικής ετερότητας και ένταξης στο χώρο της

Διαβάστε περισσότερα

Διεθνές συνέδριο για την έρευνα και την εκπαίδευση γύρω από τη γυναίκα

Διεθνές συνέδριο για την έρευνα και την εκπαίδευση γύρω από τη γυναίκα Επ. fcoiv. Ερ., Gr. R. So. Re. 1983 Διεθνές συνέδριο για την έρευνα και την εκπαίδευση γύρω από τη γυναίκα Λάουρα Μαράτου-Αλιπράντη* Το πρώτο διεθνές συνέδριο για την «Έρευνα και εκπαίδευση γύρω από τη

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών Κοινωνιολογία του Πολιτισμού Ενότητα 6: Η κουλτούρα στην κοινωνιολογική θεωρία Επίκ. Καθηγητής: Νίκος Φωτόπουλος e-mail: nfotopoulos@uowm.gr Τηλ. Επικοινωνίας: 23850-55150

Διαβάστε περισσότερα

Η ελληνική οικονοµία ως µια αποτυχία της καπιταλιστικής πατριαρχίας & η επιλογή της δυστοπίας

Η ελληνική οικονοµία ως µια αποτυχία της καπιταλιστικής πατριαρχίας & η επιλογή της δυστοπίας 3ο Συνέδριο Επιστηµονικής Εταιρείας Πολιτικής Οικονοµίας «Η Ελληνική οικονοµία &ι ι η πολιτική των Μνηµονίων: κατάσταση & προοπτικές» Πάτρα, 14-15 15 Ιανουαρίου 2014 Η ελληνική οικονοµία ως µια αποτυχία

Διαβάστε περισσότερα

Η Κοινωνική ιάρθρωση: ιαστρωµάτωση, Κινητικότητα, Μετάταξη

Η Κοινωνική ιάρθρωση: ιαστρωµάτωση, Κινητικότητα, Μετάταξη ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΑΤΟ Η Κοινωνική ιάρθρωση: ιαστρωµάτωση, Κινητικότητα, Μετάταξη 1. Κοινωνική ιάρθρωση, διαστρωµάτωση, ταξική σύνθεση Ερώτηση ανάπτυξης Nα προσδιορίσετε τους λόγους για τους οποίους οι συγγραφείς

Διαβάστε περισσότερα

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις Έργο: «Ένταξη παιδιών παλιννοστούντων και αλλοδαπών στο σχολείο - για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Γυμνάσιο)» Επιμορφωτικό Σεμινάριο Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΝΤΡΟ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

ΚΕΝΤΡΟ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΕΝΤΡΟ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Περιγραφή Συμβουλευτικής ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία των Συμβουλευτικών Κέντρων. Τα Συμβουλευτικά Κέντρα

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42 ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42 2 Η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2012-2013 ΘΕΜΑ: «Να συγκρίνετε τις απόψεις του Βέμπερ με αυτές του Μάρξ σχετικά με την ηθική της

Διαβάστε περισσότερα

1/5/2004. Λόγος: Εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και συγκεκριμένα της Ευρωπαϊκής Οδηγίας (2000/78/ΕΚ)

1/5/2004. Λόγος: Εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και συγκεκριμένα της Ευρωπαϊκής Οδηγίας (2000/78/ΕΚ) 1 1/5/2004 Λόγος: Εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και συγκεκριμένα της Ευρωπαϊκής Οδηγίας (2000/78/ΕΚ) 2 (α) (β) (γ) Ο περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμος

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ. Φιλία Ίσαρη Επίκουρη Καθηγήτρια Συμβουλευτικής Ψυχολογίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ. Φιλία Ίσαρη Επίκουρη Καθηγήτρια Συμβουλευτικής Ψυχολογίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ Φιλία Ίσαρη Επίκουρη Καθηγήτρια Συμβουλευτικής Ψυχολογίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΣΥΝ-ΒΟΥΛΕΥΟΜΑΙ=συνεξετάζω με κάποιον το πρόβλημα του και

Διαβάστε περισσότερα

Μάθηµα 6. Οργανωσιακή Κουλτούρα και Ποικιλοµορφία. Copyright 2012 by The McGraw-Hill Companies, Inc. All Rights Reserved.

Μάθηµα 6. Οργανωσιακή Κουλτούρα και Ποικιλοµορφία. Copyright 2012 by The McGraw-Hill Companies, Inc. All Rights Reserved. Μάθηµα 6 Οργανωσιακή Κουλτούρα και Ποικιλοµορφία McGraw-Hill/Irwin Copyright 2012 by The McGraw-Hill Companies, Inc. All Rights Reserved. Οργανωσιακή Κουλτούρα και Ποικιλοµορφία v Οι ειδικοί στόχοι του

Διαβάστε περισσότερα

«Οι βασικές αρχές και οι στόχοι του Ελληνικού Δικτύου για την καταπολέμηση των διακρίσεων»

«Οι βασικές αρχές και οι στόχοι του Ελληνικού Δικτύου για την καταπολέμηση των διακρίσεων» «Οι βασικές αρχές και οι στόχοι του Ελληνικού Δικτύου για την καταπολέμηση των διακρίσεων» Ημερίδα: «Το Δικαίωμα στην Εργασία και η καταπολέμηση των διακρίσεων: Η σημερινή πραγματικότητα στην Ελλάδα και

Διαβάστε περισσότερα

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι δυσκολίες μάθησης των παιδιών συνεχίζουν να απασχολούν όλους όσοι ασχολούνται με την ανάπτυξη των παιδιών και με την εκπαίδευση. Τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι, μέσα στην τάξη τους, βρίσκονται

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.) ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.) ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΡΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ (Π.Ι.Ε.)

Διαβάστε περισσότερα

ΟΔΗΓΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΣΤΗ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ

ΟΔΗΓΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΣΤΗ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΟΔΗΓΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΣΤΗ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ 1 ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΣΤΗ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΟΔΗΓΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ Α. ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Το πρόγραμμα ειδίκευσης στη συστημική διάγνωση που προσφέρει το Λόγω Ψυχής Ινστιτούτο

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΡΤΕΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΚΑΡΤΕΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΡΤΕΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Κυπριακός Σύνδεσμος Οικογενειακού Προγραμματισμού(2012). Σεξουαλικά Δικαιώματα: μια Διακήρυξη της Διεθνούς Ομοσπονδίας Οικογενειακού Προγραμματισμού(ΔΟΟΠ). Συνοπτική Έκδοση.

Διαβάστε περισσότερα

1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ 3 2. ΜΕ ΟΡΑΜΑ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΣΥΜΠΕΡΙΛΗΨΗΣ 6

1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ 3 2. ΜΕ ΟΡΑΜΑ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΣΥΜΠΕΡΙΛΗΨΗΣ 6 1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ 3 2. ΜΕ ΟΡΑΜΑ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΣΥΜΠΕΡΙΛΗΨΗΣ 6 Α. ΔΙΟΙΚΗΣΗ 2018 8 Α.1 ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΧΕΝ ΕΛΛΑΔΟΣ 39 η ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ 8 Α.2 ΔΙΟΙΚΟΥΣΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ 2018 Συνεδριάσεις Εγκύκλιοι Επιστολές Επιτροπές Διοικούσας

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠΟΛ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ42

Διαβάστε περισσότερα

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο ΣΧΟΛΗ Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ω Ν Μ Η Χ Α Ν Ι Κ Ω Ν Τ Ο Μ Ε Α Σ Π Ο Λ Ε Ο Δ Ο Μ Ι Α Σ Κ Α Ι Χ Ω Ρ Ο Τ Α Ξ Ι Α Σ Πατησίων 42, 10682 Αθήνα τηλ. 30(1) 772 3818

Διαβάστε περισσότερα

Συνέδριο για την Ισότητα. Γλωσσάριο

Συνέδριο για την Ισότητα. Γλωσσάριο 3 Συνέδριο για την Ισότητα Γλωσσάριο Φύλο Όρος Ορισμός Το φύλο αναφέρεται σε κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς ρόλους που ανατίθενται σε άτομα διαφορετικού γένους. Δεν ταυτίζεται απόλυτα με τα

Διαβάστε περισσότερα

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ. Ατομική Ψυχολογία Alfred Adler Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ. Μαλικιώση- Λοΐζου Ατομική Ψυχολογία Τονίζει τη μοναδικότητα της προσωπικότητας

Διαβάστε περισσότερα

Η Γυναίκα στην Αρχαία Αθήνα. Χουτουρίδου Κλαούντια, καθ. κλ. ΠΕ07

Η Γυναίκα στην Αρχαία Αθήνα. Χουτουρίδου Κλαούντια, καθ. κλ. ΠΕ07 Η Γυναίκα στην Αρχαία Αθήνα Χουτουρίδου Κλαούντια, καθ. κλ. ΠΕ07 Η ιδέα Η θέση και ο ρόλος της γυναίκας στο κοινωνικό σύνολο διαφοροποιείται από κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή. Είναι πολύ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ. Συντάκτριες - ηµιουργοί: Αγγέλου ήµητρα Ζορµπά Βασιλική

ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ. Συντάκτριες - ηµιουργοί: Αγγέλου ήµητρα Ζορµπά Βασιλική ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ Συντάκτριες - ηµιουργοί: Αγγέλου ήµητρα Ζορµπά Βασιλική ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΦΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΕΙΑ ΒΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΡΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΣΎΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΏΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΌΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΈΜΗΣΗ ΤΗΣ ΒΊΑΣ ΚΑΤΆ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΏΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΉΣ ΒΊΑΣ

ΣΎΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΏΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΌΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΈΜΗΣΗ ΤΗΣ ΒΊΑΣ ΚΑΤΆ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΏΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΉΣ ΒΊΑΣ ΣΎΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΏΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΌΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΈΜΗΣΗ ΤΗΣ ΒΊΑΣ ΚΑΤΆ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΏΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΉΣ ΒΊΑΣ ΠΡΟΣΤΑΣIΑ ΑΠO ΠΡΟΣΤΑΣIΑ ΑΠO ΤΟΝ ΦOΒΟ ΤΗ ΒIΑ ΠΟΙΟΣ ΕΊΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΌΣ ΤΗΣ ΣΎΜΒΑΣΗΣ;

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Ενότητα 4: Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία Επίκ. Καθηγητής: Νίκος Φωτόπουλος e-mail: nfotopoulos@uowm.gr Τηλ. Επικοινωνίας: 23850-55150 Παιδαγωγικό

Διαβάστε περισσότερα

Α. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ. Επιμορφωτικό Πρόγραμμα. Ακαδημαϊκά Υπεύθυνος/η. Υπεύθυνος/η Επικοινωνίας

Α. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ. Επιμορφωτικό Πρόγραμμα. Ακαδημαϊκά Υπεύθυνος/η. Υπεύθυνος/η Επικοινωνίας Α. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Επιμορφωτικό Πρόγραμμα Σχολική Ψυχολογία Title School Psychology Έναρξη - Λήξη 2 Σεπτεμβρίου 2019 έως 2 Απριλίου 2020 (Μήνας/Έτος) Διάρκεια σε Μήνες 7 μήνες Ώρες 420 Επιμόρφωσης Ονοματεπώνυμο

Διαβάστε περισσότερα

Εναλλακτικές θεωρήσεις για την εκπαίδευση και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού

Εναλλακτικές θεωρήσεις για την εκπαίδευση και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού Εναλλακτικές θεωρήσεις για την εκπαίδευση και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού Η εκπαίδευση ως θεσμός κοινωνικοπολιτισμικής μεταβίβασης δομολειτουργισμός και ως θεσμός κοινωνικού μετασχηματισμού κριτική

Διαβάστε περισσότερα

Το δικαίωμα του παιδιού με αναπηρία στην πρόσβαση στην πληροφορία και Εκπαιδευτική Πολιτική

Το δικαίωμα του παιδιού με αναπηρία στην πρόσβαση στην πληροφορία και Εκπαιδευτική Πολιτική Το δικαίωμα του παιδιού με αναπηρία στην πρόσβαση στην πληροφορία και Εκπαιδευτική Πολιτική Αγγελική Τοτόλου Διευθύντρια Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Κεφαλληνίας 2 «Από την πορεία προς το φως, να μην αφήσετε

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Ενότητα 1: Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Επίκ. Καθηγητής: Νίκος Φωτόπουλος e-mail: nfotopoulos@uowm.gr Τηλ. Επικοινωνίας: 23850-55150

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΤΙΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ

ΑΝΤΙΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΑΝΤΙΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΕΠΟ43 ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΝ 20 Ό ΑΙΩΝΑ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΪΟΣ 2014 ΘΟΔΩΡΗΣ ΣΟΛΔΑΤΟΣ 2050 ΛΕΞΕΙΣ Εκφώνηση εργασίας: Ποια πολιτική θεωρία είναι

Διαβάστε περισσότερα

Ομιλία του Δημάρχου Αμαρουσίου Γιώργου Πατούλη. Mε ιδιαίτερη χαρά παρευρίσκομαι στις εργασίες του 13 ου

Ομιλία του Δημάρχου Αμαρουσίου Γιώργου Πατούλη. Mε ιδιαίτερη χαρά παρευρίσκομαι στις εργασίες του 13 ου Ομιλία του Δημάρχου Αμαρουσίου Γιώργου Πατούλη στο 13 ο Πανελλήνιο Συνέδριο αιρετών γυναικών Φίλες και φίλοι Mε ιδιαίτερη χαρά παρευρίσκομαι στις εργασίες του 13 ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Αιρετών Γυναικών

Διαβάστε περισσότερα