1.2 Η αρχή του κράτους δικαίου που διέπει το Ελληνικό Σύνταγµα, από την οποία απορρέει ως γενική αρχή, η αρχή της αναλογικότητας

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "1.2 Η αρχή του κράτους δικαίου που διέπει το Ελληνικό Σύνταγµα, από την οποία απορρέει ως γενική αρχή, η αρχή της αναλογικότητας"

Transcript

1 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Οι θεµελιώδεις συνταγµατικές αρχές Το Ελληνικό Σύνταγµα, ως καταστατικός χάρτης του πολιτεύµατος, θεµελιώνεται σε ορισµένους γενικούς και βασικούς κανόνες δικαίου που αποτελούν κατ ουσίαν «θεµελιώδεις αρχές του Συντάγµατος». Οι εν λόγω αρχές αποτελούν το δικαιικό θεµέλιο, τη δικαιική βάση του όλου δικαιικού και πολιτειακού συστήµατος, στο οποίο δίνουν τελικά τη µορφή και το χαρακτήρα. Χωρίς θεµελιώδεις αρχές, δεν µπορεί να υπάρξει ούτε κράτος ούτε και καµίας µορφής οργανωµένη κοινωνία, αφού οι αρχές αυτές αποτελούν το άµεσα ισχύον δίκαιο που δεσµεύει τα όργανα του κράτους, τα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται καθώς και εφαρµόζεται στις έννοµες σχέσεις που καλύπτει. Οι θεµελιώδεις αρχές υπερέχουν λοιπόν ουσιαστικά από τους λοιπούς κανόνες του συντάγµατος. Ο θεµελιακός αυτός χαρακτήρας τους συνδέεται µε το γεγονός ότι οι αρχές αυτές αποτελούν τον καρπό της ιστορίας µιας πολιτικής κοινωνίας αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας, όπως σήµερα η αρχή του κράτους δικαίου. 1.2 Η αρχή του κράτους δικαίου που διέπει το Ελληνικό Σύνταγµα, από την οποία απορρέει ως γενική αρχή, η αρχή της αναλογικότητας Η αρχή του κράτους δικαίου αποτελεί µια γενική αρχή του Ελληνικού Συντάγµατος, δηλαδή συνταγµατικό κανόνα άµεσης εφαρµογής που δεσµεύει απευθείας όλα τα κρατικά όργανα και οργανωτική βάση του πολιτεύµατος, που συγκαθορίζει τη φυσιογνωµία του µαζί µε τη δηµοκρατική αρχή, το αντιπροσωπευτικό και το κοινοβουλευτικό σύστηµα. Η αρχή του κράτους δικαίου δεν εντοπίζεται σε µια µόνο ευάριθµη συνταγµατική διάταξη, αλλά περιλαµβάνεται και προκύπτει από το σύνολο των συνταγµατικών διατάξεων. Επιπλέον η θεµελιώδης αυτή αρχή εντάσσεται και στον σκληρό πυρήνα των µη υποκειµένων σε αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγµατος. Το κράτος δικαίου, ως τύπος κράτους διαφοροποιείται από το λεγόµενο κράτος του νόµου, όπου η εκτελεστική εξουσία και η ιοίκηση κινούνται µε γνώµονα την αρχή της νοµιµότητας. Αντίθετα ταυτίζεται µε το φιλελεύθερο αστικό κράτος: το συνταγµατικό κράτος. Συνεπώς µε βάση την αρχή αυτή διευρύνεται η εγγυητική λειτουργία του Συντάγµατος, εφόσον εκτός από την άµεση και ευθεία εφαρµογή των συνταγµατικών διατάξεων και την αρχή in dubio pro libertate, επιτυγχάνεται η ερµηνεία όλων των επιµέρους συνταγµατικών δικαιωµάτων και όλων των επιµέρους θεσµικών εγγυήσεων και µε την αρχή της αναλογικότητας, η οποία διέπει όλους τους περιορισµούς των συνταγµατικών δικαιωµάτων, είτε αυτοί προβλέπονται σε περιοριστική ρήτρα στο ίδιο κείµενο του Συντάγµατος, είτε επιβάλλονται από το νοµοθέτη, ο οποίος κάνει χρήση σχετικής επιφύλαξης υπέρ του νόµου. 1.3 Συµπεράσµατα Το Σύνταγµα κάθε χώρας είναι και εκείνο που δοµεί το πολίτευµά της. Το Ελληνικό Σύνταγµα θεµελιώνεται επί βασικών αρχών, οι οποίες αποτελούν τους υπέρτατους συνταγµατικούς κανόνες µε άµεση εφαρµογή. Από τη θεµελιώδη αρχή του κράτους δικαίου απορρέει η εξίσου θεµελιώδης συνταγµατική αρχή της αναλογικότητας. Έτσι στην τελευταία προσδίδεται ένα πλούσιο κανονιστικό περιεχόµενο άµεσα εφαρµόσιµο από τον δικαστή στο πλαίσιο του ελέγχου της συνταγµατικότητας των

2 νόµων. 2. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ 2.1 Από την ελληνική αρχαιότητα έως σήµερα Η αναλογικότητα εξ ορισµού καταγράφεται ως έννοια συσχέτισης δύο µεγεθών που εκφράζει και αποτυπώνει την ιδέα του µέτρου. Οι ιστορικές καταβολές της ανατρέχουν στην ελληνική αρχαιότητα καθώς η αναλογικότητα είναι µια αρχαία φιλοσοφική σύλληψη της µαθηµατικής εκ καταγωγής αρχής της «αναλογίας», δηλωτικής ορισµένης µαθηµατικής σχέσεως µεταξύ δύο «λόγων». Ως φιλοσοφική δε έννοια και άρρηκτα συνδεδεµένη µε την ιδέα της δικαιοσύνης και µάλιστα µε την αριστοτελική ιδέα «της διανεµητικής δικαιοσύνης» η οποία είναι απαραίτητη για την κατανόηση της αρχής αυτής στο νοµικό επίπεδο. Στο τελευταίο αυτό επίπεδο, η αρχή της αναλογικότητας εισάγει µε ηθική και κοινωνική έµφαση, όχι πλέον µια «µαθηµατική» απαίτηση, αλλά µια απαίτηση «δικαιοσύνης» υπό την έννοια τουλάχιστον ότι αυτό που είναι «δυσανάλογο» είναι «άδικο» και ότι πρέπει να λαµβάνεται υπόψη «η αξία των δικαιούχων της διανοµής προσώπων», η ποικιλία και η ιδιοτυπία των περιστάσεων, για να υπάρξει η αριστοτελική «ορθή σχέση προς τι», «η συµµετρία», «ο προσήκων λόγος», «η ισότης λόγων», «το ακριβές µέσον» και «η αναλογική αρµονία» στις δικαιικές σχέσεις και καταστάσεις (διανεµητική δικαιοσύνη). Σηµαντική επίδραση στη διαµόρφωση της έννοιας της αναλογικότητας είχε και η παράλληλα αναπτυχθείσα προβληµατική σχετικά µε την ωφελιµότητα και σκοπιµότητα του δικαίου και ειδικότερα µε το γενικό συµφέρον ως σκοπού της πολιτείας. Επιπλέον η αναγνώριση της νοµικής αρχής της αναλογικότητας καθώς και η απαίτηση νοµιµότητας των κρατικών ενεργειών συνδέονται χρονικά µε τις κοινωνικοοικονοµικές εξελίξεις του 18ου αιώνα. Ωστόσο στην προηγηθείσα µακρά µεταβατική χρονική περίοδο η Magna Carta Libertatum του 1215 συνιστά αναµφίβολο σηµείο αναφοράς, για το λόγο ότι στις εκεί διακηρυχθείσες «δεσµεύσεις» της βασιλικής εξουσίας περιεχόταν µεταξύ άλλων και η υποχρέωση τήρησης της αρχής της αναλογικότητας κατά την επιβολή των ποινών. Ωστόσο ο Χάρτης αυτός δεν είχε ουσιαστικό αντίκρυσµα γιατί η εφαρµογή του εξαρτήθηκε αποκλειστικά από τη βούληση των Βασιλέων αλλά και γιατί η έννοια των δικαιωµάτων του ανθρώπου συναπτόµενη µε την προστασία τους, όπως και η νοµική αρχή της αναλογικότητας ήταν έννοιες άγνωστες καθόλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Στα τέλη του 18ου αιώνα κατ εφαρµογή της επικρατούσας στον ευρωπαϊκό χώρο ιδέας του φιλελεύθερου κράτους, κυρίαρχη θέση κατέχουν η αρχή της νοµιµότητας, της δράσης, της εκτελεστικής εξουσίας και η αρχή της αναλογικότητας, η νοµική έννοια της οποίας σε αυτή την πρώτη της έκφραση ταυτίζεται µε την έννοια της οποίας σε αυτή την πρώτη της έκφραση ταυτίζεται µε την έννοια της αναγκαιότητας. Έναν αιώνα αργότερα οι απόψεις αυτές επικρατούν ευρέως στη θεωρία του αστυνοµικού δικαίου των χωρών της κεντρικής Ευρώπης (Γαλλία, Γερµανία) και υιοθετούνται παράλληλα από τη νοµολογία των διοικητικών δικαστηρίων τους χωρίς όµως να γίνεται πάντα αναφορά στην αρχή της αναλογικότητας. Αναµφίβολα διαπιστώνεται επίσης ότι την περίοδο αυτή η όποια εφαρµογή της αρχής της αναλογικότητας καταδεικνύει ότι πρόκειται κατ ουσίαν για εφαρµογή της αρχής της αναγκαιότητας, καθόσον λείπουν εµφανώς οι βασικές συνιστώσες της σύγχρονης

3 έννοιας της αναλογικότητας και κυρίως η σταθµιστική της δοµή. Η σύγχρονη νοµική έννοια της αρχής της αναλογικότητας επιβάλλει έναν εκτεταµένο έλεγχο των στοιχείων κρίσεως του κρατικού οργάνου, έναν έλεγχο, ο οποίος προϋποθέτοντας την αναγκαιότητα του µέτρου εστιάζεται στο δυσανάλογο η µη της επιβολής του αναγκαίου µέτρου, έννοια η οποία είναι εµφανώς άγνωστη καθ όλη τη διάρκεια της προπολεµικής περιόδου καθώς για τους µονάρχες ή τους κυβερνήτες των κρατών της προπολεµικής Ευρώπης αποτελούσε µικρότερη παραχώρηση ν αναγνωρίσουν την αρχή της αναγκαιότητας παρά την αρχή της αναλογικότητας, η οποία θέτει υπό αµφισβήτηση την υλοποίηση των κρατικών σκοπών, αφού συνίσταται στην επιλογή του λιγότερου επαχθούς για τον πολίτη µέτρου µεταξύ των υφισταµένων πρόσφορων µέτρων Ορολογία της αρχής της αναλογικότητας στο Γερµανικό ίκαιο Η αρχή της αναλογικότητας διαµορφώθηκε στο πρωσσικό Αστυνοµικό δίκαιο και έτσι αποτέλεσε και από παλαιότερα αντικείµενο θεωρητικής και νοµολογιακής επεξεργασίας στον γερµανικό χώρο. Κατά τη γερµανική θεωρία και νοµολογία, η αρχή αυτή αποτελεί συγκεκριµενοποίηση της αρχής του κράτους δικαίου αλλά και απορρέει από την ουσία των θεµελιωδών ατοµικών δικαιωµάτων, τα οποία σαν έκφραση γενικότερης ελευθερίας του ατόµου δεν επιτρέπεται να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο απ ό,τι είναι αναγκαίο για την προστασία των δηµοσίων συµφερόντων. Η αναλογικότητα στη θεωρία και νοµολογία του Οµοσπονδιακού Συνταγµατικού ικαστηρίου, γίνεται αντιληπτή υπό ευρεία και υπό στενή έννοια. Η lato sensu αναλογικότητα ως γενική αρχή περιλαµβάνει τις αρχές της προσφορότητας, της αναγκαιότητας και αναλογικότητας υπό στενή έννοια, ενώ η τελευταία εκλαµβάνεται ως η σχέση µεταξύ του επιδιωκόµενου σκοπού και του λαµβανόµενου µέτρου, η οποία προκύπτει in concreto βάσει µιας στάθµισης µεταξύ του προσβαλλόµενου έννοµου αγαθού και του έννοµου αγαθού που επιβάλλει την προσβολή. Ειδικότερα για τον προσδιορισµό της αναλογικότητας υπό στενή έννοια το ικαστήριο καταφεύγει είτε στην έννοια του «υπέρµετρου» είτε στην έννοια της µη υπέρβασης των ακραίων ορίων την οποία άλλοτε ταυτίζει µε την έννοια της stricto sensu αναλογικότητας και άλλοτε τη θεωρεί ως αυτοτελή αρχή είτε συχνότατα στη συνδυαζόµενη χρησιµοποίηση των δύο όρων. Έτσι και το φάσµα της ορολογικής σύγχυσης διευρύνεται καθώς οι όροι «αρχή της αναλογικότητας» και «έλεγχος της αναλογικότητας» χρησιµοποιούνται χωρίς τη µνεία των διακριτικών γνωρισµάτων «υπό ευρεία» και «υπό στενή έννοια» µε κίνδυνο να εκλαµβάνονται ταυτόχρονα ως εφαρµογή τόσο της γενικής όσο και της επιµέρους αρχής Ορολογία της αρχής της αναλογικότητας στο Ελληνικό ίκαιο - Όπως διαµορφώθηκε µε βάση την απόφαση 2112/1984 του Συµβουλίου της Επικρατείας που καθιέρωσε την αναλογικότητα ως «Περιορισµό των περιορισµών» των ατοµικών δικαιωµάτων - Η αρχή της αναλογικότητας φαίνεται να εισβάλλει διακριτικά µέν, ρητά όµως και οριστικά στο Εσωτερικό ηµόσιο ίκαιο στη χώρα µας µε την «γενέθλιο» απόφαση 2112/1984 του Συµβουλίου της Επικρατείας, η οποία καθιερώνει την αναλογικότητα ως «περιορισµό των περιορισµών» των ατοµικών δικαιωµάτων, συνάγοντας από την αρχή του κράτους δικαίου. Κατά την απόφαση, η αναλογικότητα είναι συνάρτηση τριών στοιχείων: Μέσου -

4 σκοπού - πραγµατικής καταστάσεως. Ειδικότερα η εν λόγω απόφαση ορίζει την αναλογικότητα ως συνάφεια (εύλογη σχέση) που πρέπει να υπάρχει µεταξύ λαµβανοµένου µέτρου και επιδιωκόµενου σκοπού και το οποίο µέτρο πρέπει να συνάπτεται προς την πραγµατική κατάσταση που πρόκειται να ρυθµίσει. Είναι δε το µέτρο ανάλογο εάν και «µόνο είναι αναγκαίο» ώστε να επιτυγχάνεται η εξυπηρέτηση του δηµοσίου συµφέροντος µε το µικρότερο όµως δυνατό κοινωνικό κόστος. Για πρώτη, λοιπόν, φορά το Σ.τ.Ε. επεκαλέσθη µε το όνοµά της την αρχή της αναλογικότητας, για να κρίνει αντισυνταγµατική την σχετική νοµοθετική ρύθµιση, προωθώντας έτσι φανερά πλέον τα σύνορα του δικαστικού ελέγχου των νόµων και των διοικητικών ρυθµίσεων πέραν του γνωστού µέχρι τώρα ελεγκτικού πεδίου της συνταγµατικής και διοικητικής νοµιµότητας (αφού ήλεγξε ουσιαστικές εκτιµήσεις του νοµοθέτη περί του τρόπου προαγωγής «της καλλιτεχνικής δηµιουργίας» στην Ελλάδα, όπως της τέχνης της αγιογραφίας). Συνεπώς µε βάση την απόφαση 2112/1984 του Σ.τ.Ε., η αρχή της αναλογικότητας απέκτησε αυτοτέλεια και νοµική αυθυπαρξία, αφού η απόφαση την ξεχώρισε από κάθε άλλη αρχή και µάλιστα από την συνταγµατική και αόριστη αρχή της ισότητας µε την οποία µέχρι τώρα ήταν µάλλον συνδεδεµένη, προκειµένου να τη συγκεκριµενοποιήσει κατά την εφαρµογή της. Ωστόσο η εν λόγω απόφαση διαγράφει σχετικά ασαφώς την έννοια της αναλογικότητας (και δεν διακρίνει αυστηρά µεταξύ των στοιχείων της καταλληλότητας, αναγκαιότητας και αναλογικότητας) καθώς δηµιουργούνται αµφιβολίες τόσο ως προς το είδος του ελέγχου της νοµοθετικής επιλογής που διενεργήθηκε τελικά όσο και ως προς τα επιµέρους κριτήρια εφαρµογής του. Ενόψει αυτών και στην προσπάθεια συµβολής στην παγίωση µιας σαφέστερης και ενιαίας ορολογίας, καθίσταται αναγκαίος ο προσδιορισµός της έννοιας της αναλογικότητας όσο και των εννοιολογικών συναφών µ αυτήν αρχών, ώστε να αναδειχθεί η σηµασία και η λειτουργία τους και να διαπιστωθεί η σχέση που τις διέπει. 2.2 Το άρθρο 25 1 δ του Συντάγµατος του 2001, όπου ρητώς πλέον για πρώτη φορά ο συντακτικός νοµοθέτης αναγνωρίζει την αρχή της αναλογικότητας Το νέο εδάφιο δ της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Συντάγµατος, σύµφωνα µε την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγµατος, το έτος 2001, καθιερώνει ρητά την αρχή της αναλογικότητας, ως βασική γενική αρχή της Ελληνικής έννοµης τάξης. Το άρθρο 25 2 δ του 2001 επιτάσσει: «Οι κάθε είδους περιορισµοί που µπορούν κατά το Σύνταγµα να επιβληθούν στα δικαιώµατα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγµα είτε από το νόµο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Η κορυφαία σηµασία της αναθεώρησης του άρθρου 25 του Συντάγµατος, αναθεώρηση ενός άρθρου όπου καθίστατο εκ των πραγµάτων αναγκαία, καθώς η νοµολογία προηγήθη της θεωρίας, κωδικοποίησε και περιέκλεισε µια πλουσιότατη, αλλά διάσπαρτη και ασυστηµατοποίητη µέχρι τούδε νοµολογία, καθώς και αυτό που µέχρι τώρα η θεωρία και η νοµολογία αποκαλούσαν «συνάφεια µέσου και σκοπού» σ ένα όρο και µια αρχή: Στην αρχή της αναλογικότητας αποτυπώνεται σαφέστατα και στην οµιλία του γενικού εισηγητή της πλειοψηφίας για την αναθεώρηση του άρθρου 25. Ο γενικός εισηγητής της πλειοψηφίας, δήλωνε, απευθυνόµενος στους συναδέλφους του, στην οµιλία του για την αναθεώρηση του άρθρου 25, ότι εάν τον καλούσαν «από όλες τις υπό αναθεώρηση διατάξεις να διαλέξει µια, τη σπουδαιότερη, αυτή που θα ήθελε να διαφυλάξουµε ως κόρη οφθαλµού, τότε θα έλεγε ότι η διάταξη αυτή είναι το

5 άρθρο 25 και η νέα διατύπωση της παραγράφου 1». Πράγµατι η αναθεώρηση αυτή επικύρωσε την φιλελεύθερη πορεία του Συντάγµατος, πέραν της αρχικής, πιο συντηρητικής λογικής του συνταγµατικού κειµένου του 1975, µέσω της απάλειψης αναχρονισµών και συνταγµατικών απολιθωµάτων, και της επιβεβαίωσης των συνταγµατικών αλλοιώσεων που επέβαλε κατά την τελευταία εικοσαετία η κανονιστική δύναµη του πραγµατικού Νοµική σηµασία της αναθεώρησης του α.25 ( 1δ) του Συντάγµατος Με τη νέα διατύπωση του άρθρου 25 επιβεβαιώνεται πανηγυρικά η συνταγµατική περιωπή µιας θεµελιώδους αρχής, της αρχής της αναλογικότητας ( 1δ), η οποία επιβάλλει οι περιορισµοί των δικαιωµάτων να είναι κατάλληλοι, πρόσφοροι, όχι οι επαχθέστεροι από το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόµενου αποτελέσµατος, ούτε δυσανάλογοι σε σχέση µε τους λόγους που επιβάλλουν την εφαρµογή τους. Ωστόσο, η πρακτική συµβολή της αναθεώρησης του εν λόγω άρθρου από νοµική σκοπιά είναι µικρή καθώς δε µεταβάλλει στο παραµικρό την προϋφιστάµενη ερµηνεία των σχετικών διατάξεων, παρόλο τον κατ αρχήν θετικό ρόλο της αρχής για την οριοθέτηση της περιµέτρου εφαρµογής των δικαιωµάτων και το παγίως αποδεκτό της τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νοµολογία Πολιτική σηµασία της αναθεώρησης του α.25 ( 1δ) του Συντάγµατος Αντίθετα µε τη νοµική σηµασία της αναθεώρησης του άρθρου 25 ( 1 δ) του Συντάγµατος, η πολιτική της σηµασία είναι ιδιαίτερα σηµαντική. Συνίσταται στην επαναβεβαίωση από το σύνολο του πολιτικού κόσµου της χώρας των αρχών του κοινωνικού κράτους, στο πλαίσιο µιας συγκυρίας οπισθοδρόµησης της κοινωνικής νοµοθεσίας και αναδόµησης της κρατικής πολιτικής στη βάση αποκλειστικά ιδιωτικοοικονοµική και αγοραίων κριτηρίων. Με αυτό τον τρόπο φαίνεται οι αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης να τίθενται εκτός πολιτικής αµφισβήτησης και στοχοθεσίας ώστε να αντιµετωπίζονται όπως γράφει ο Rawls ως αρχές ανεξάρτητες από τις ιδεολογικές αφετηρίες ή την ταξική ένταξη καθενός που εξασφαλίζουν την οργάνωση της δηµόσιας εξουσίας µε τους λιγότερους κατά το δυνατόν κλυδωνισµούς. 2.3 Η αρχή της αναλογικότητας και στη νοµολογία του.ε.κ. και στην Ευρωπαϊκή Σύµβαση των δικαιωµάτων του ανθρώπου (Ε.Σ..Α) Στην ανάδειξη της σηµασίας της αρχής της αναλογικότητας, κατά τις δύο τελευταίες τουλάχιστον δεκαετίες, σε όλα τα δίκαια των χωρών µελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας συνέβαλε αποφασιστικά η αναγνώριση της αρχής από το ικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ως αρχής του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου µε ιδιαίτερη σηµασία κατά την εφαρµογή των ατοµικών δικαιωµάτων. Ειδικότερα το.ε.κ. δέχεται ότι η αρχή αυτή απαιτεί οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να ενδείκνυνται για την πραγµατοποίηση του προβλεπόµενου σκοπού και να µην βαίνουν πέρα απ ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξή του. Επίσης πρέπει να αναφερθεί ότι και στο άρθρο 49 του Χάρτη Θεµελιωδών ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,που αποτελεί πρόπλασµα του µελλοντικού Συντάγµατος της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται αναφορά στην αρχή της αναλογικότητας.

6 Επίσης η αρχή της αναλογικότητας υπό την έκφανση ειδικότερα της επιταγής να είναι οι περιορισµοί των δικαιωµάτων «αναγκαίοι» και µάλιστα σε µια «δηµοκρατική κοινωνία», καθιερώνεται ρητά στα άρθρα 8 έως 11 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των ικαιωµάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ..Α.) και εφαρµόζεται γενικότερα στη νοµολογία του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου των ικαιωµάτων του Ανθρώπου (Ε...Α.). 2.4 Συµπεράσµατα Η καταγωγή της αρχής αναλογικότητας εντοπίζεται στη θεµελιώδους σηµασίας και άµεσης ισχύος γενική αρχή του κράτους δικαίου. Ετυµολογικά εκφράζει τη σχέση δύο λόγων, µια σχέση µαθηµατική που συνδέεται µε την αρχαία φιλοσοφία και ταυτόχρονα είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε την αριστοτελική ιδέα της «διανεµητικής δικαιοσύνης». Η Magna Carta του 1215 και οι κοινωνικοοικονοµικές εξελίξεις του 18ου αιώνα, οι οποίες επέβαλαν την οργάνωση της κρατικής εξουσίας βάσει νοµικών κανόνων και τη θέσπιση συνταγµατικών δικαιωµάτων, αποτελούν αναµφίβολα κύριο σηµείο αναφοράς στη νοµική αναγνώριση της αρχής της αναλογικότητας. Πρέπει να σηµειωθεί βέβαια ότι κατά κύριο λόγο, µεταπολεµικά, διαµορφώθηκε και αναπτύχθηκε η εν λόγω αρχή, στον γερµανικό χώρο. Η πλούσια νοµολογία του Οµοσπονδιακού Συνταγµατικού ικαστηρίου αλλά και η θεωρία προσδιόρισαν και συµπλήρωσαν την αρχή της αναλογικότητας, χωρίς ωστόσο να οριοθετήσουν ξεκάθαρα τη σχέση της γενικής αρχής της αναλογικότητας και των επιµέρους αρχών της. Η απόφαση 2112/1984 του Σ.τ.Ε. προήγαγε περαιτέρω και στον ελληνικό χώρο την αναλογικότητα και την ανύψωσε από το εµπειρικό στάδιο ελέγχου της, στο νοµικό επίπεδο και από ηθική και φιλοσοφική κατευθυντήρια ιδέα που ήταν, σε γενική αρχή του δικαίου και µάλιστα στα συνταγµατικού επιπέδου. Επιπλέον, η αναθεώρηση του Συντάγµατος, που έλαβε χώρα το 2001, καθιέρωσε ρητά και στη θεωρία της αρχής της αναλογικότητας ως «περιορισµό των περιορισµών» στο άρθρο 25 1 δ και συνεπώς προσέδωσε, στην εν λόγω αρχή, άµεση ισχύ και εφαρµογή εντός της ελληνικής έννοµης τάξης. Επίσης µέσω της κοινοτικής νοµολογίας κατά κύριο λόγο αλλά και της νοµολογίας του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου των ικαιωµάτων του ανθρώπου (Ε...Α) η αρχή της αναλογικότητας αναγνωρίσθηκε ή παγιώθηκε η εφαρµογή της και στο δίκαιο χωρών που δεν την προέβλεπαν προηγουµένως - όπως λ.χ. στο ιταλικό δίκαιο - ή την εφάρµοζαν περιορισµένα. 3. ΠΡΟΣ ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ 3.1 Η εξειδίκευση των συγκρίσιµων µεγεθών κατά την εκτίµηση της αναλογικότητας Το γεγονός ότι, η αναλογικότητα προϋποθέτει το συσχετισµό δύο µεταβλητών, δύο συγκρίσιµων µεγεθών µεταξύ τους, παραπέµπει σαφώς στην αναζήτηση και εξειδίκευση των βασικών συστατικών της έννοιάς της. Η νοµική ορολογία, που χρησιµοποιείται για το χαρακτηρισµό των δύο µεγεθών, στο πλαίσιο του ελέγχου της αναλογικότητας συνθέτει ένα πλέγµα εννοιολογικών ζευγών, µεταξύ των οποίων κυριαρχούν οι όροι «µέσο-σκοπός», «λαµβανόµενο µέτρο επιδιωκόµενος σκοπός», «πλεονεκτήµατα και µειονεκτήµατα του µέτρου» και «λόγος επέµβασης σκοπός επέµβασης».

7 Ως κρατούσα ορολογία, στην ελληνική επιστήµη, εµφανίζεται η έννοια της «σχέσης µέσου σκοπού». Ο σκοπός και το µέσο θεωρούνται υπό τελολογικό πρίσµα, τα συγκρίσιµα στο πλαίσιο της αναλογικότητας µεγέθη. Συχνά βέβαια η θεωρία καταφεύγει παράλληλα και στη χρησιµοποίηση των όρων: «πλεονεκτήµατα µειονεκτήµατα της ρύθµισης», ταυτίζοντας κατά κανόνα τα «πλεονεκτήµατα» µε τον επιδιωκόµενο σκοπό και τα «µειονεκτήµατα» µε τους απειλούµενους περιορισµούς από την εφαρµογή του µέσου. Ωστόσο και σε αυτές τις περιπτώσεις, ως αξονικό σηµείο για τον προσδιορισµό της αρχής της αναλογικότητας συνεχίζει να θεωρείται η εκτίµηση της σχέσεως «µέτρου και σκοπού» Εξειδίκευση των συγκρίσιµων µεγεθών βάσει του σχήµατος «µέσου σκοπού» ή βάσει των όρων «πλεονεκτήµατα και µειονεκτήµατα της ρύθµισης»; Η αναφορά στο σκοπό και η επιλογή του µέσου προς υλοποίησή του, διέπει και σήµερα κάθε νοητική διαδικασία επιλογής ενεργειών ή λήψης αποφάσεων. Η επιλογή του µέσου προϋποθέτει την ύπαρξη σκοπού και ο σκοπός ως λογικά πρότερο θεµελιώνει και «δικαιολογεί» την επιλογή του µέσου. Μέσο και σκοπός εµφανίζονται ως µεγέθη υποκείµενα σε σχέση αιτιότητας, ως αίτιο και αιτιατό. Αυτό σηµαίνει ότι απαιτείται ο κατά το δυνατόν ακριβέστερος προσδιορισµός του επιδιωκόµενου σκοπού, καθώς έτσι αφενός καθίσταται εφικτός ο έλεγχος των µέσων που θα ήταν ικανά να επιφέρουν το προσδοκώµενο αποτέλεσµα και αφετέρου, αποκρούεται ο κίνδυνος ταύτισης µέσου και σκοπού. Υπό το πρίσµα παλαιοτέρων αντιλήψεων, η επιλογή του µέσου προς ικανοποίηση του σκοπού, αποτελούσε δευτερεύον στοιχείο του σχήµατος µέσου σκοπού, αφού η αξία του µέσου απέρρεε από την αξία του σκοπού, ο οποίος δικαιολογούσε τη λήψη του εκάστοτε προκρινόµενου µέσου κατ εφαρµογή του δόγµατος «ο σκοπός αγιάζει τα µέσα». Αναγνώριση αξίας µόνο στο µέγεθος «σκοπός» καταργεί το άλλο µέγεθος του σχήµατος, στο µέτρο που δεν του αποδίδεται αυτοτελώς αξία, µε συνέπεια να µην υφίσταται πλέον σχέση µέσου-σκοπού νοούµενη ως σχέση δύο συγκρίσιµων µεγεθών. Βέβαια, η χρησιµοποίηση των µεγεθών «µέσο» και «σκοπός» στο πλαίσιο του ελέγχου αναλογικότητας εµφανίζει καίριες αδυναµίες που συναρτώνται µε την υπό γνωσιοθεωρητικό πρίσµα αντίληψη των υπό συζήτηση εννοιών. Κάθε σκοπός αποτελεί συγχρόνως και µέσο για την υλοποίηση περαιτέρω σκοπών και κάθε ενέργεια αποτελεί σκοπό και ταυτόχρονα µέσο για την ικανοποίηση του επόµενου σκοπού. Έτσι, είναι δυνατόν κατά τη διαδικασία εκτίµησης της αναλογικότητας να θεωρηθεί ένα µέσο ανάλογο προς τον επιδιωκόµενο σκοπό, ο οποίος µε τη σειρά του ως µέσο για την υλοποίηση του επόµενου σκοπού να κριθεί ως δυσανάλογος προς αυτόν. ηλαδή, ο σκοπός να επιτρέπεται να υλοποιηθεί ως σκοπός στην προηγούµενη σχέση και να απαγορεύεται ως µέσο στην αµέσως επόµενη σχέση. Για την υπέρβαση των δυσχερειών αυτών µέρος της θεωρίας καταφεύγει στη χρησιµοποίηση των όρων «µειονεκτήµατα-πλεονεκτήµατα» της ρύθµισης, υποστηρίζοντας είτε ότι έτσι διευκολύνεται η εξέταση και διακρίβωση της εύλογης σχέσης µέσου και σκοπού είτε ότι εξειδικεύονται τοιουτοτρόπως τα συγκρίσιµα µεγέθη καθιστώντας περιττή την αναφορά των µεγεθών µέσου και σκοπού. Αµφισβητούµενη ωστόσο είναι συνεισφορά των εν λόγω όρων για την έννοια της αναλογικότητας, καθώς προϋποθέτει απαραίτητα την αποδοχή ενός τετάρτου µεγέθους, ενός περαιτέρω µέτρου, βάσει του οποίου θα κρίνεται κάθε φορά τι και ποιο είναι πλεονέκτηµα ή µειονέκτηµα, ώστε να καθίσταται δυνατή η άσκηση του ελέγχου αναλογικότητας. Ως εκ τούτου γι αυτόν και µόνο τον λόγο, η προσπάθεια

8 εξειδικεύσεως των συγκρίσιµων στο πλαίσιο της αναλογικότητας µεγεθών βάσει των όρων «µειονεκτήµατα και πλεονεκτήµατα της ρυθµίσεως» θα οφείλει να απορριφθεί Η εξειδίκευση των συγκρίσιµων µεγεθών βάσει των προστατευόµενων συµφερόντων Οι δυσχέρειες εξειδικεύσεως των συγκρίσιµων µεγεθών συνδέονται κατά κύριο λόγο µε την πολυµορφία των προβλεπόµενων στον νόµο κρατικών ενεργειών. Κάθε κρατική επέµβαση υλοποιεί και προωθεί ένα τουλάχιστον έννοµο συµφέρον, θίγοντας ταυτόχρονα κάποιο άλλο ή κάποια άλλα, οµοίως προστατευόµενα έννοµα συµφέροντα. Ούτως εχόντων των πραγµάτων προβάλλει πλέον ως αυτονόητα επιβεβληµένο το αίτηµα εξειδικεύσεως των αντιτιθέµενων µεγεθών στο πλαίσιο του ελέγχου αναλογικότητας βάσει των συναπτόµενων µε την εκάστοτε κρατική ενέργεια εννόµων συµφερόντων. ηλαδή, αφενός του εννόµου συµφέροντος που επιβάλλει χάριν προωθήσεώς του τη διενέργεια της κρατικής επέµβασης και αφετέρου του εννόµου συµφέροντος που θίγεται απ αυτήν. Για την εξειδίκευση των συγκρίσιµων µεγεθών, απαιτούνται: α) η διαπίστωση της υπό έλεγχο ενέργειας (ρυθµίσεως), β) ο εντοπισµός αφενός του εννόµου συµφέροντος ή συµφερόντων που απαιτούν την υλοποίηση της ενέργειας και αφετέρου του εννόµου συµφέροντος ή συµφερόντων που θίγονται από την ενέργεια (επέµβαση) και γ) ο προσδιορισµός της εντάσεως της προσβολής (θετικά ή αρνητικά) καθενός από τα προστατευόµενα αντίρροπα συµφέροντα σε συνδυασµό µε την απαίτηση προστασίας τους υπό το πρίσµα της πραγµατικής καταστάσεως. 3.2 Προσδιορισµός κοινού µέτρου ή πλαισίου αναφοράς Η απαίτηση προστασίας του ενός ή του άλλου εκ των αντιτιθεµένων εννόµων συµφερόντων θα κριθεί βάσει ενός κοινού, σταθερού µέτρου και πλαισίου αναφοράς επί του οποίου θα συσχετισθούν και θα αξιολογηθούν in concreto τα ανταγωνιστικά µεταξύ τους µεγέθη. Ο Oberle υποστήριξε ότι το κοινό µέτρο και κριτήριο προσδιορισµού της αρχής διαφοροποιείται ανάλογα µε τη µορφή του κράτους. Ωστόσο, αποφάσεις του Σ.τ.Ε., στις οποίες το εν λόγω ικαστήριο προέβη στη στάθµιση των συγκεκριµένων µορφών δηµοσίου συµφέροντος που κατοχυρώνουν οι επιµέρους συνταγµατικές διατάξεις, έχουν προκαλέσει προβλήµατα, καθότι καθίσταται εξεταστέο, ενόψει των παραπάνω, αν µπορεί να υπάρξει σε θεωρητικό επίπεδο µια πλήρης, κλειστή και δεσµευτική αφηρηµένη ιεραρχική αξιολογική τάξη, η οποία αποτελώντας µέτρο και πλαίσιο αναφοράς θα καθόριζε σε όλες τις περιπτώσεις το αποτέλεσµα του ελέγχου αναλογικότητας και σε αντίθετη περίπτωση, αν και κατά κάποιο τρόπο η ισχύουσα συνταγµατική τάξη µπορεί να αποτελέσει µέτρο προσδιορισµού της αρχής της αναλογικότητας, καθορίζοντας έστω και µερικώς το αποτέλεσµα του ελέγχου της Αφηρηµένη απόλυτη ή σχετική κλίµακα αξιών ως πλαίσιο αναφοράς της αρχής της αναλογικότητας; - Θεωρία του Alexy Το ελληνικό Σύνταγµα, εκτός από την περίπτωση του άρθρου 110 παρ. 1 που αφορά την αναθεώρησή του, δεν καθιερώνει καµία ιεράρχηση µεταξύ των ατοµικών

9 ελευθεριών, οι οποίες είναι όλες ισότιµες, ως προϊόν της ίδιας κυρίαρχης συντακτικής βουλήσεως. Η άρση της σύγκρουσης των συνταγµατικών διατάξεων βάσει της µεθόδου της σταθµίσεως δεν επιτρέπεται µετά ταύτα να οδηγεί στη διαφοροποίηση της τυπικής ισοδυναµίας των συνταγµατικών διατάξεων και κατά συνέπεια στην αποδυνάµωση του όλου κανονιστικού περιεχοµένου του Συντάγµατος. Μια τέτοια αφηρηµένη και δεσµευτική κλίµακα αξιών, µε µέτρο την οποία θα αίρονταν οι συγκρούσεις των δικαιωµάτων χωρίς περαιτέρω ερµηνεία δε φαίνεται να προωθείται ούτε από το γερµανικό ικαστήριο, το οποίο έχει διακηρύξει εξαρχής και επανειληµµένως την ενότητα του Συντάγµατος απορρίπτοντας έτσι κάθε είδους σκιώδη αξιολογική κλίµακα. Αλλά και το Συµβούλιο της Επικρατείας (Σ.τ.Ε.) µε τις υπ αριθµ. 58/1977 και 400/1986 αποφάσεις της Ολοµέλειάς του, κατέστησε σαφές ότι δεν αποδέχεται τη δηµιουργία µιας αφηρηµένης κλίµακας αξιών. Η στάθµιση των συγκρουόµενων δικαιωµάτων δεν σηµαίνει αποδοχή της τυπικής ιεράρχησης των διατάξεων που τα κατοχυρώνουν, γιατί η διαδικασία αυτή, ενεργοποιούµενη in concreto, αφορά αποκλειστικά τη συγκεκριµένη περίπτωση συγκρούσεως και συνεπώς δεν δηµιουργεί πρόκριµα υπεροχής του υπερισχύσαντος δικαιώµατος σε γενικό και αφηρηµένο επίπεδο. Η αδυναµία καθορισµού του ελέγχου της αναλογικότητας βάσει µιας απόλυτα δεσµευτικής αφηρηµένης ιεραρχικής αξιολογικής κλίµακας, δεν σηµαίνει ότι αποκλείεται η δυνατότητα δηµιουργίας µιας σχετικής αξιολογικής κλίµακας που θα ήταν µόνο περιορισµένα δεσµευτική ως προς το εκάστοτε αποτέλεσµα του ελέγχου. Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ALEXY - ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΩΣ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ.- Τη δηµιουργία µιας σχετικής και άρα περιορισµένα δεσµευτικής αξιολογικής κλίµακας, την οποία ακολουθούν τα ικαστήρια, ως λύση στις περιπτώσεις σύγκρουσης των συνταγµατικών διατάξεων κάθε φορά υπό το πρίσµα συγκεκριµένων δεδοµένων, όπως είναι το ειδικό βάρος, η σηµασία και η απαίτηση προστασίας των αντιτιθεµένων συµφερόντων, προσπαθεί να συστηµατοποιήσει η θεωρία µε κύριο εκπρόσωπό της τον Alexy. Κατά την άποψη του Alexy, µια σχετική αξιολογική κλίµακα µπορεί να προκύψει, αφενός µε τη δηµιουργία ενός πλέγµατος συγκεκριµένων αποφάσεων προτεραιότητας ή προτιµήσεως και αφετέρου επί τη βάσει prima facre προτεραιοτήτων χάριν συγκεκριµένων αρχών και αξιών. Η σχετική κλίµακα στην πρώτη περίπτωση υφίσταται ήδη, αφού ένα πλέγµα αποφάσεων προτεραιότητας, κατά τον Alexy, συνθέτουν οι αποφάσεις του Οµοσπονδιακού Συνταγµατικού ικαστηρίου. Στη δεύτερη περίπτωση, µια αντίστοιχη κλίµακα αξιών δηµιουργείται βάσει των εκ πρώτης όψεως προτεραιοτήτων µε την αναγνώριση ενός επιχειρηµατικού βάρους υπέρ συγκεκριµένων αρχών και ειδικότερα υπέρ της αρχής in dubio pro libertote ή της αρχής της ισότητας. Τα κύρια χαρακτηριστικά του προαναφερθέντος προτεινόµενου µοντέλου, εξειδικευόµενα υπό το πρίσµα του ελέγχου αναλογικότητας, συνοψίζονται στα εξής: (i) Τα συγκρουόµενα έννοµα συµφέροντα αξιολογούνται και εκτιµώνται όχι σ ένα αφηρηµένο αλλά σ ένα πολλαπλά συγκεκριµένο επίπεδο. (ii) Το εκάστοτε αποτέλεσµα του ελέγχου αναλογικότητας αιτιολογείται και θεµελιώνεται ελλόγως κατ εφαρµογή του συστατικού κανόνα (που µπορεί να λάβει τη µορφή: «Όσο αυξηµένη είναι η ένταση προσβολής του ενός συµφέροντος τόσο µεγαλύτερη πρέπει να είναι η απαίτηση προστασίας του αντίρροπου συµφέροντος που αξιώνει την επέµβαση»), που διέπει τη στάθµιση των αντιτιθέµενων συµφερόντων και (iii) σε οριακές περιπτώσεις ισοπαλίας των αντίρροπων συµφερόντων το αποτέλεσµα του

10 ελέγχου αναλογικότητας µπορεί να προκύψει µε την παραδοχή µιας εκ πρώτης όψεως προτεραιότητας υπέρ της αρχής in dubio pro libertate ή της αρχής της ισότητας. 3.3 Συµπεράσµατα Ορισµός της αρχής της αναλογικότητας Η αναλογικότητα προϋποθέτει τη σχέση δύο συγκρίσιµων µεγεθών βάσει ενός κοινού µέτρου. Το αίτηµα υπάρξεως εξαρχής συσχετίσιµων µεγεθών καθιστά προκριτέα λύση την εξειδίκευση των συγκρίσιµων µεγεθών βάσει των προστατευόµενων έννοµων συµφερόντων. Γι αυτό, προϋποτίθεται ο εντοπισµός αφενός του εννόµου συµφέροντος που απαιτεί την υλοποίηση της επέµβασης και αφετέρου του εννόµου συµφέροντος που θίγεται απ αυτήν αλλά και ο προσδιορισµός της έντασης προσβολής και του βαθµού προστασίας καθενός από τα προστατευόµενα αντιτιθέµενα συµφέροντα. Η αξιολόγηση των αντιτιθέµενων εννόµων συµφερόντων µπορεί να επιτευχθεί µε τη δηµιουργία όχι µιας απόλυτης, προκαθορισµένης αξιολογικής κλίµακας, αλλά µιας κλίµακας σχετικής και περιορισµένα δεσµευτικής. Αυτή σχηµατίζεται µε τη δηµιουργία ενός πλέγµατος αποφάσεων προτεραιότητας και επί τη βάσει prima facie προτεραιοτήτων χάριν της αρχής της ισότητας ή της αρχής in dubio pro libertate. Με βάση τις άνω διατυπώσεις, ο ορισµός της έννοιας της αναλογικότητας, διαµορφώνεται ως εξής: Η αναλογικότητα συνιστά το αποτέλεσµα αξιολογήσεως της σχέσης µεταξύ των εννόµων συµφερόντων που αξιώνουν την υλοποίησή της υπό έλεγχο κρατικής ενέργειας και των εννόµων συµφερόντων που θίγονται απ αυτήν, το οποίο προκύπτει από το πρίσµα της πραγµατικής κατάστασης, λαµβανοµένης υπόψη της εντάσεως προσβολής ή άλλως της απαιτήσεως προστασίας των εν λόγω αντιτιθεµένων συµφερόντων και επί τη βάσει µιας σχετικής προκριµατικής κλίµακας ως κοινού πλαισίου αναφοράς. Συµπερασµατικά, ο κατ αυτόν τον τρόπο ασκούµενος έλεγχος αναλογικότητας δεν παρέχει µόνο υποδείξεις σχετικά µε τη διαδικασία αξιολογήσεως των συγκρίσιµων στο πλαίσιό του µεγεθών, αλλά συνάµα καθορίζει και συγκεκριµενοποιεί τι οφείλει να αιτιολογηθεί ορθολογικά και βάσει ποίων στοιχείων θα διαµορφωθεί κατά κύριο λόγο το αποτέλεσµα περί της αναλογικότητας ή µη µιας ρυθµίσεως ή ενός µέτρου. 4. Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑΣ. LATO SENSU KAI STRICTO SENSU ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ; 4.1 Η αρχή της προσφορότητας ή καταλληλότητας Παρά την ευρεία εφαρµογή των αρχών της προσφορότητας και της αναγκαιότητας στο δηµόσιο δίκαιο, Θεωρία και Νοµολογία δεν έχουν διαπιστώσει ακόµη επαρκώς τη σχέση που τις διέπει. Ασαφής, δηλαδή, παραµένει η σχέση των εν λόγω αρχών µε την αρχή της αναλογικότητας, ενώ η Θεωρία -κυρίως- αντιλαµβάνεται τις άνω αρχές, ως επιµέρους αρχές της υπό ευρεία έννοια αρχή της αναλογικότητας. Η έννοια της προσφορότητας αποκαλύπτεται, όπως ορθώς επισηµαίνεται, ως λογικώς προτέρα έννοια σε σχέση µε τις έννοιες της σκοπιµότητας και της αναγκαιότητας, καθώς ένα απρόσφορο µέτρο θεωρείται εξαρχής και άνευ ετέρου άσκοπο και µη αναγκαίο. Πρόσφορο ή κατάλληλο είναι ένα µέτρο, όταν µε αυτό µπορεί να επιτευχθεί το επιδιωκόµενο αποτέλεσµα ή όταν αυτό θεωρείται ως ικανό προς διευκόλυνση ή προώθηση ενός συγκεκριµένου σκοπού. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι είναι

11 επιτρεπτές οι διακυµάνσεις του βαθµού προσφορότητας ενός µέτρου, αρκεί η συνεισφορά του να µην είναι εντελώς ασήµαντη, µε αποτέλεσµα, ως µοναδικό σταθερό µέγεθος στο πλαίσιο του ελέγχου προσφορότητας, να αποµένει, ο επιδιωκόµενος σκοπός. Με τη διεύρυνση ωστόσο, της έννοιας της προσφορότητας, επαρκεί και η µερική ικανοποίηση του σκοπού για την κατάφασή της. Η εκτίµηση της προσφορότητας ενός µέτρου, συνιστώντας νοµικό ζήτηµα, εφόσον ανταποκρίνεται στο σχήµα «πραγµατικό έννοµες συνέπειες», µπορεί να ελεγχθεί δικαστικά, από τα δικαστήρια, βάσει αντικειµενικών κριτηρίων. Ο δικαστικός έλεγχος της προσφορότητας εντοπίζεται κατά βάση στη διερεύνηση τυχόν προφανούς ακαταλληλότητας της ρύθµισης, του µέτρου κατά το χρόνο έκδοσής τους. Επιπλέον η απόδειξη της αναποτελεσµατικότητας µιας πρόσφορης, κατά το χρόνο έκδοσή της, ρύθµισης στη διαδροµή του χρόνου, δεν καθιστά τη ρύθµιση εξ υπαρχής αντίθετη µε την αρχή της προσφορότητας και άρα αντισυνταγµατική, οφείλει όµως να οδηγήσει στην κατάργησή της µόνο για το µέλλον, αφού πρόκειται για κατάργηση νόµιµης, κατά την έκδοσή της, ρύθµισης. Ο έλεγχος, λοιπόν, αφορά τη διάγνωση της προσφορότητας µόνο του θεσπιζόµενου ή επιβαλλόµενου µέτρου σε σχέση µε τον συγκεκριµένο επιδιωκόµενο σκοπό και δεν επεκτείνεται στη σύγκρισή του µε άλλα λιγότερο ή περισσότερο πρόσφορα µέτρα, καθώς σκοπός του ελέγχου δεν συνιστά ο εντοπισµός του πλέον πρόσφορου µέτρου, αλλά η αποτροπή λήψεως προφανώς ακατάλληλων µέτρων. 4.2 Η αρχή της αναγκαιότητας Κατά την κρατούσα άποψη στη Θεωρία και τη Νοµολογία, αναγκαίος θεωρείται ένας περιορισµός, όταν περιορίζει την άσκηση του ατοµικού δικαιώµατος λιγότερο από οποιονδήποτε άλλο απ τους εξίσου πρόσφορους προς υλοποίηση του επιδιωκόµενου σκοπού περιορισµούς. Η αρχή της αναγκαιότητας-επιτάσσοντας την επιλογή του λιγότερου επαχθούς µέτρου, ενεργοποιείται ουσιαστικά µόνο, εφόσον πρόκειται περισσότερο από ένα πρόσφορα µέτρα προς υλοποίηση του επιδιωκόµενου σκοπού. Στο πλαίσιο του ελέγχου αναγκαιότητας καταγράφεται η υποχρέωση εξέτασης µόνο των εξίσου πρόσφορων µέτρων προς επίτευξη ή προώθηση του σταθερού σκοπού, δηλαδή µόνο των µέτρων που εµφανίζουν τον ίδιο βαθµό αποτελεσµατικότητας. Ο δικαστικός έλεγχος αναγκαιότητας των εξίσου πρόσφορων µέτρων, οφείλει να διενεργηθεί επί τη βάσει µιας ex ante θεωρήσεως, καθώς η κρίση για την προσφορότητα των εναλλακτικών διαθεσίµων µέτρων, εφόσον λαµβάνει χώρα, προτού επέλθει το προσδοκώµενο αποτέλεσµα, είναι πιο επισφαλής. Η διενέργεια του ελέγχου αυτού της αναγκαιότητας, συνοψίζεται ως εξής: µεταξύ περισσοτέρων εξίσου πρόσφορων µέτρων ως αναγκαίο, πρέπει να θεωρηθεί το λιγότερο επαχθές για το θιγόµενο ή τους θιγόµενους πολίτες µέτρο, ασχέτως αν σε αυτό αντιπαρατίθεται κάποιο επιβαρυντικό για τον θιγόµενο, αλλά ευνοϊκό για το κοινό, µέτρο. Αντίθετα µεταξύ εξίσου επιβαρυντικών για το θιγόµενο ιδιώτη µέτρων, ως αναγκαίο θα επιλεγεί το µέσο που επιφέρει τη µικρότερη προσβολή στο κοινό. Ο έλεγχος αναγκαιότητας συνίσταται σε συµψηφισµό των επιπτώσεων του κάθε συσχετίσιµου µέτρου επί όλων των θιγόµενων προσώπων, όταν τα αντιπαρατιθέµενα πρόσφορα µέτρα θίγουν διαφορετικές κατηγορίες φορέων ατοµικών δικαιωµάτων περιορίζοντας ταυτόχρονα περισσότερο του ενός ατοµικά δικαιώµατα. 4.3 Σύγκριση των άνω αρχών, διαπίστωση των ιδιαιτεροτήτων τους. Lato sensu και stricto sensu αναλογικότητα;

12 Κοινό σηµείο των αρχών της προσφορότητας, αναγκαιότητας και αναλογικότητας, αποτελεί η κοινή προστατευτική λειτουργία τους, που τις αναγορεύει σε παράγοντες νοµιµοποιήσεως των εκάστοτε κρατικών ενεργειών. Ο έλεγχος προσφορότητας αποσκοπεί στην αποτροπή λήψης προφανώς ακατάλληλων µέτρων για την προώθηση ενός τυπικά νόµιµου σκοπού. Το επιλεγόµενο µέτρο κρίνεται ως πρόσφορο σε αναφορά προς το σκοπό, αρκεί να συµβάλλει έστω και εν µέρει στην επίτευξή του. Αντίθετα το προκρινόµενο, στα πλαίσια του ελέγχου αναγκαιότητας, µέτρο, διαπιστώνεται επί τη βάσει της εντάσεως προσβολής πρώτιστα του ατοµικού και δευτερευόντως του κοινωνικού συµφέροντος. Κοινό σηµείο των δύο ελέγχων, είναι ότι αδυνατούν να αµφισβητήσουν την υλοποίηση του καθορισµένου από το νοµοθέτη ή τη διοίκηση σκοπού, αντίθετα η εφαρµογή της αρχής της αναλογικότητας µπορεί να οδηγήσει σε αποτροπή υλοποίησης του σκοπού. Επιπλέον, οι έλεγχοι προσφορότητας και αναγκαιότητας απαιτούν και προϋποθέτουν τη σύγκριση ενός ή περισσοτέρων τυπικά νόµιµων µέτρων προς ένα σταθερό σκοπό, λαµβάνοντας κατ αυτό τον τρόπο τη µορφή της συσχέτισης µιας µεταβλητής µε µια σταθερά. Εν τούτοις ο έλεγχος αναλογικότητας θέτει υπό αµφισβήτηση αυτόν ακριβώς τον υπο προώθηση σκοπό, απαιτώντας µια στατική στάθµιση των αντιτιθέµενων συµφερόντων χωρίς να προϋποθέτει την προώθηση εναλλακτικών λύσεων. Είναι πρόδηλο, βεβαίως, ότι η ιδιαιτερότητα της αναλογικότητας πηγάζει από το περιεχόµενο της έννοιάς της (η οποία συνίσταται εξ ορισµού στην αναλογική σχέση µεταξύ δύο «µεγεθών»), σε αντίθεση µε το περιεχόµενο της προσφορότητας και αναγκαιότητας, που δεν είναι δυνατό ούτε να καθορισθεί εκ των προτέρων ούτε βάσει εµπειρίας, µόνο ενόψει των πραγµατικών συνθηκών της κάθε περίπτωσης. Το γεγονός ότι οι προαναφερθείσες τρεις αρχές αναπτύσσουν την προστατευτική λειτουργία τους κατά τη διαδικασία θέσπισης ή επιβολής ενός µέτρου, έχοντας έτσι κοινή κατεύθυνση, δεν αναιρεί επ ουδενί την αυτοτέλεια και τη νοµική αυθυπαρξία τους. Παρόλο που και οι τρεις έλεγχοι εξετάζουν την ουσιαστική νοµιµότητα της εκάστοτε επίµαχης κρατικής ενέργειας, ο κάθε έλεγχος ασκείται κάτω από διαφορετικό πρίσµα. Ρυθµίζοντας το «πως» της κρατικής επέµβασης οι αρχές της προσφορότητας και αναγκαιότητας, δεν είναι σε θέση να µαταιώσουν το σκοπό (επέµβαση), σε αντίθεση προς την ελέγχουσα το «εάν» της επέµβασης, αρχή της αναλογικότητας. Η παραγνώριση της ιδιοτυπίας των προκείµενων αρχών δηµιουργεί έναν ασαφή -από δοµή και διαδικασία- γενικό έλεγχο που παύει πλέον να έχει τα χαρακτηριστικά του ελέγχου αναλογικότητας. Η µη διάκριση του εννοιολογικού περιεχοµένου των επιµέρους αρχών είναι εµφανής τόσο στη «γενέθλιο» για την αναλογικότητα απόφαση 2112/1984 του Σ.τ.Ε. όσο και στις µετέπειτα αποφάσεις του. Κατά συνέπεια, οι διακρινόµενες από εννοιολογικής και µεθοδολογικής άποψης, αρχές της προσφορότητας, αναγκαιότητας και αναλογικότητας επιβάλλεται να εξετάζονται και να εφαρµόζονται in concreto, ως ανεξάρτητες µεταξύ τους, αρχές. Αυτό δεν αναιρεί ούτε την κοινή κατεύθυνση ούτε τη συνάφεια των ανωτέρω αρχών. Οι αυτοτελείς έλεγχοι δηλαδή κατατείνουν στη διασφάλιση της νοµιµότητας, καθένας βεβαίως ανάλογα µε τη µορφή της αξιώσεως που ενσαρκώνει. Συνεπώς µε τον όρο «αρχή της αναλογικότητας» νοείται η αυτοτελής οµώνυµη αρχή, χωρίς να τίθεται πλέον θέµα χρησιµοποίησης των διακριτικών σηµείων «υπό ευρεία» και «υπό στενή έννοια» κατά την αναφορά της αρχής.

13 4.4 Η οριοθέτηση της αρχής της αναλογικότητας από άλλες παρεµφερείς αρχές Οι αρχές της απαγόρευσης του υπέρµετρου και της πρακτικής αρµονίας, οι οποίες είτε εκλαµβάνονται ως εννοιολογικά ταυτόσηµες µε την αρχή της αναλογικότητας είτε θεωρούνται ότι συνιστούν εξειδικευµένα κριτήρια στο πλαίσιο του ελέγχου της, διαφοροποιούνται απ την εν λόγω αρχή. Η αρχή της απαγόρευσης του υπέρµετρου, θεωρείται ότι επιτάσσει την τήρηση του µέτρου, την αποφυγή της υπερβολής κατά την ενάσκηση της περιοριστικής των ατοµικών δικαιωµάτων κρατικής δράσης. Ωστόσο ελλείψει του ιδίου περιεχοµένου, τόσο η έννοια όσο και η σηµασία της αρχής αυτής, µεταβάλλονται ανάλογα µε τις ειδικότερες αρχές που φέρεται να περιλαµβάνει. Γι αυτό και θα µπορούσε να γίνει λόγος για έλεγχο του «µη υπέρµετρου» παράλληλα µε τους ελέγχους προσφορότητας, αναγκαιότητας και αναλογικότητας, αν ο εν λόγω έλεγχος διακρινόταν απ τους άλλους ως προς το περιεχόµενο και την αξίωσή του, µόνο δηλαδή στην περίπτωση που δεν θα ταυτιζόταν µε ή από κάποιον ή κάποιους απ τους άλλους ελέγχους. Τότε θα ετίθετο άλλωστε και θέµα οριοθέτησής του απ τον έλεγχο αναλογικότητας. Η αρχή της πρακτικής αρµονίας, απορρέουσα από την αρχή της ενότητας του Συντάγµατος, επιβάλλει την προστασία των in concreto συγκρουόµενων συνταγµατικών δικαιωµάτων, ώστε να µη «θυσιάζεται» κανένα απ αυτό για χάρη του άλλου. Θέµα υπερισχύσεως ενός δικαιώµατος σε βάρος του άλλου, τίθεται, µόνο σε περίπτωση αδυναµίας εναρµονίσεώς τους. Βέβαια τόσο η αρχή της πρακτικής αρµονίας όσο και της αναλογικότητας οργανώνουν µια κατ αρχήν όµοια διαδικασία, χωρίς ωστόσο η κοινή διαδικαστική όψη των δύο αρχών να συνεπάγεται ταυτότητα των στόχων τους, καθώς η αξιολόγηση στο πλαίσιο της αναλογικότητας δεν επιζητεί τη βέλτιστη σχέση και λύση, αλλά απλώς µια εύλογη σχέση, µια αναλογική λύση και όχι την πλέον αναλογική. 4.5 Συµπεράσµατα Η αρχή της αναλογικότητας, χωρίς να διακρίνεται υπό ευρεία ή στενή έννοια, διαφοροποιείται από τις αρχές της προσφορότητας και της αναγκαιότητας. Η κοινή προστατευτική κατεύθυνση των τριών ως άνω αρχών κατά τη διαδικασία επιβολής ενός µέτρου δε συνεπάγεται και την ταυτότητά τους. Ανεξάρτητες και νοµικώς αυθύπαρκτες οι εν λόγω αρχές έχοντας κοινό και µόνο πεδίο εφαρµογής αποσκοπούν στη διασφάλιση της νοµιµότητας µε διαφορετικό τρόπο. Οι µεν αρχές της προσφορότητας και αναγκαιότητας, ρυθµίζουν το «πως» της κρατικής παρέµβασης, η δε αρχή της αναλογικότητας το «εάν». Κάθε ταύτιση της αναλογικότητας µε τις αρχές της πρακτικής αρµονίας και της απαγορεύσεως του υπέρµετρου, αποβαίνει άνευ νοήµατος και περιεχοµένου καθώς η µεν αρχή της πρακτικής αρµονίας δεν περιορίζεται αυστηρώς στην εξέταση της εκάστοτε συγκεκριµένης κρατικής ενέργειας η δε αρχή απαγόρευσης του υπέρµετρου µη έχοντας σαφή έννοια και σηµασία ταυτίζεται άλλοτε µε την αναλογικότητα άλλοτε µε την αναγκαιότητα µε αποτέλεσµα να µη µπορεί όχι απλά να οριοθετηθεί αλλά ούτε να διακριθεί από τις ως άνω αρχές. 5. ΤΟ ΠΕ ΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ 5.1 Η δέσµευση της νοµοθετικής εξουσίας Η θεµελίωση της αρχής της αναλογικότητας στο Σύνταγµα, διαµορφώνει

14 αποφασιστικά και το πεδίο εφαρµογής της. Η ρητή πλέον αναγνώρισή της στο ελληνικό Σύνταγµα (α 25 1 δ) και η τοποθέτησή της στην κορυφή της ιεραρχίας των νοµικών κανόνων και αρχών, επιτάσσει την εναρµόνιση της κοινής νοµοθεσίας µε αυτήν καθώς και τη σύµφωνη µε το περιεχόµενό της ερµηνεία των υπαρχουσών ρυθµίσεων των κοινωνικών σχέσεων και κατά τούτο επιτάσσει να αφίσταται «από µια αυστηρή, άκαµπτη και µονοµερή νοµοθετική ρύθµιση» και να αποβλέπει σε «µια εύπλαστη, ειδική και επιλεκτική, ουσιαστικά δίκαιη και αναλογική δικαιική ρύθµιση» των ολοένα πιο πολύπλοκων και διαφοροποιηµένων κοινωνικών σχέσεων. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 1 παρ. 3 του Σ. που καθιερώνει τη γενική συνταγµατική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας επιτάσσοντας την άσκηση όλων των εξουσιών καθ ον τρόπο ορίζει το Σύνταγµα. Ο νοµοθέτης, λοιπόν, κατά τη θέσπιση ενός τυπικού νόµου µε γνώµονα την αρχή της αναλογικότητας λαµβάνει υπόψη τα αντιτιθέµενα έννοµα συµφέροντα κατά την επιλογή της προκριτέας λύσης. Έτσι διασφαλίζεται όχι µόνο η συνταγµατικότητα του τυπικού νόµου αλλά και η ασφάλεια δικαίου. 5.2 Η δέσµευση της εκτελεστικής εξουσίας Η δέσµευση όλων των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας, από τη συνταγµατική αρχή της αναλογικότητας προκύπτει και αυτή από το άρθρο 1 παρ. 3 Σ. Η σηµασία της αρχής αναδεικνύεται στις περιπτώσεις που τα διοικητικά όργανα δικαιούνται σύµφωνα µε νοµοθετικές διατάξεις να ενεργούν κατά διακριτική ευχέρεια, καθώς η ισχύς της αρχής επιβάλλει σε δεύτερο επίπεδο έλεγχο της συγκεκριµένης ενέργειας της εκτελεστικής εξουσίας, ενώ η σηµασία της αρχής µειώνεται, όταν η εκτελεστική εξουσία δρα αποκλειστικά ως «εφαρµοστής του νόµου», καθώς ο αρχικός έλεγχος του κοινού νόµου καλύπτει πλήρως, στην περίπτωση αυτή, το αποτέλεσµα του ελέγχου της συγκεκριµένης ενέργειας της διοίκησης. Επίσης η δεσµευτικότητα της αρχής επεκτείνεται και όταν η διοίκηση ασκεί την προβλεπόµενη από το Σύνταγµα κανονιστική αρµοδιότητά της. Η έκδοση των διοικητικών κανονιστικών πράξεων υπόκειται, όσον αφορά την εφαρµογή της αρχής της αναλογικότητας, στους ίδιους κανόνες που ισχύουν κατά τη θέσπιση δικαιικών ρυθµίσεων µε πράξεις νοµοθετικού οργάνου. 5.3 Η δέσµευση της δικαστικής εξουσίας Η υποχρέωση σεβασµού και εφαρµογής της συνταγµατικής αρχής της αναλογικότητας σε δικαιοδοτικό επίπεδο προκύπτει σαφώς απ το συνδυασµό των άρθρων 1 3 και 87 2 Σ. Η δέσµευση, ωστόσο, της δικαστικής εξουσίας από την αρχή της αναλογικότητας δεν εξαντλείται στην εφαρµογή της αρχής κατά τον έλεγχο νοµιµότητας των δραστηριοτήτων είτε της νοµοθετικής είτε της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά συµπεριλαµβάνει και την ίδια τη δικαιοδοτική δραστηριότητα. Έτσι, η δεσµευτικότητα της αρχής, για παράδειγµα, δεν εξικνείται στον έλεγχο της ποινικοδικονοµικής ρύθµισης που προβλέπει την επιβολή των επιµέρους επαχθών µέτρων αλλά αφορά και στον έλεγχο της in concreto επιβολής του, στον έλεγχο της ίδιας της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Συνεπώς η αρχή της αναλογικότητας ανάγεται σε γνώµονα ουσιαστικής νοµιµότητας καθεαυτής της δικαστικής λειτουργίας. 5.4 Ο έλεγχος της αναλογικότητας

15 5.4.1 Ο έλεγχος του κοινού νόµου Λόγω της γενικότητας και του απρόσωπου χαρακτήρα των δικαιικών ρυθµίσεων ο εκάστοτε τυπικός νόµος το ίδιο ισχύει και για τον έλεγχο των κανονιστικών πράξεων υπόκειται σ ένα γενικό έλεγχο, κριτήριο του οποίου είναι η αναλογική η µη συνάρτηση των εννόµων συµφερόντων κατά την πρόβλεψη της τυπικά και γενικά ρυθµιζόµενης έννοµης σχέσης, για την διαπίστωση της αντιθέσεώς του µε την αρχή της αναλογικότητας. Κατά τη διενέργεια του ελέγχου αυτού µπορεί να συνεισφέρει η σύµφωνη µε το Σύνταγµα ερµηνεία του, καθώς έτσι δεν τίθεται θέµα αντισυνταγµατικότητας, αν µέσα στα όρια του γράµµατος είναι δυνατή η ερµηνεία του κατά τρόπο που να συµφωνεί µε την αρχή της αναλογικότητας. Η µέθοδος αυτή είναι επιτρεπτή, µόνο όσο παραµένει στα θεµιτά πλαίσια της νόµιµης ερµηνείας και δε µετατρέπεται σε νοµοθετικό υποκατάστατο Ο in concreto έλεγχος εφαρµογής του νόµου Η ελεγχόµενη in concreto περιοριστική παρέµβαση του κοινού νοµοθέτη σ ένα θεµελιώδες δικαίωµα προϋποθέτει όχι µόνο την απαιτούµενη συνταγµατική πρόβλεψη, δηλαδή την επιφύλαξη υπέρ του νόµου, αλλά και τη σε αφηρηµένο-γενικό επίπεδο διακρίβωση της αναλογικότητας του νόµου που την προβλέπει. Η αναγκαιότητα του εν λόγω ελέγχου θεωρείται σήµερα πλέον διαδεδοµένη. Η αναγκαιότητα του εν λόγω ελέγχου θεωρείται σήµερα πλέον δεδοµένη. Προς τούτο συνηγορεί η expresis verbis ενσωµάτωση του ελέγχου αναλογικότητας στο πραγµατικό συγκεκριµένων δικαιικών ρυθµίσεων αλλά και η δυνατότητα ανάπτυξης της εξατοµικευµένης λειτουργίας της αρχής στο επίπεδο εφαρµογής του νόµου. Στην πρώτη περίπτωση, η άσκηση τόσο του γενικού όσο και του συγκεκριµένου ελέγχου αναλογικότητας είναι επιβεβληµένη ενόψει της ρητής πρόβλεψής της από το νοµοθέτη. Στη δεύτερη περίπτωση η εφαρµογή ή µη της αρχής της αναλογικότητας εναπόκειται στην κρίση του εφαρµοστή του δικαίου, καθώς οι δικαιικές αυτές ρυθµίσεις δεν προβλέπουν ρητά ή σιωπηρά στο γράµµα τους την εν λόγω αρχή. 5.5 Βαθµίδες ελέγχου της αναλογικότητας Το πρόβληµα σχετικά µε την ύπαρξη ή µη βαθµίδων ελέγχου της αναλογικότητας εντάσσεται στη γενικότερη προβληµατική που αφορά την έκταση και το ρόλο του δικαστικού ελέγχου και γενικότερα την οριοθέτηση της εξουσίας του δικαστή έναντι του νοµοθέτη και της διοίκησης. Ο προσανατολισµός του εν γένει δικαστικού ελέγχου συνταγµατικότητας η φορά του οποίου είναι αναµφίβολα αρνητική σκιαγραφείται από τη συστηµατική ερµηνεία του Συντάγµατος ιδίως βάσει των άρθρων 93 παρ. 4 και 87 παρ. 2 του Σ. Ο δικαστής ελέγχει και καλείται να διαγνώσει µε την απόφασή του, η οποία παράγει συγκεκριµένες έννοµες συνέπειες, όχι τη συµφωνία του νόµου ή του in concreto περιορισµού προς το Σύνταγµα, αλλά την τυχόν αντίθεσή του προς αυτό, ώστε ναι µεν να ελέγχει ο δικαστής χωρίς όµως να υποκαθιστά το νοµοθέτη. Συνεπώς οι φραστικές µόνο διαφοροποιήσεις µεταξύ θετικής (εύλογη σχέση) και αρνητικής (προδήλως δυσανάλογο) αναλογικότητας στο βαθµό που δεν αλλοιώνουν τη φορά του εκάστοτε διενεργούµενου ελέγχου είναι φανερό ότι δεν παραπέµπουν σε βαθµίδες αναλογικότητας ή στάδια έντασης του ελέγχου της, αφού αυτό θα οδηγούσε σε άνιση εφαρµογή της αρχής, αναιρώντας ταυτόχρονα τα κύρια

16 χαρακτηριστικά του εν γένει δικαστικού ελέγχου. 5.6 Συµπεράσµατα Η αρχή της αναλογικότητας, λόγω του συνταγµατικού κύρους της, επιβάλλει το σεβασµό από όλα τα όργανα και τους φορείς της κρατικής εξουσίας, δεσµεύοντας δηλαδή τόσο τη νοµοθετική όσο και την εκτελεστική και δικαστική εξουσία. Επιπλέον η αρχή της αναλογικότητας κατά την εφαρµογή της σε δικαιοδοτικό επίπεδο, αξιώνει περισσότερα επίπεδα ελέγχου, όχι δηλαδή µόνο τον έλεγχο του κοινού νόµου αλλά και του in concreto έλεγχο εφαρµογής του νόµου. Αναµφίβολα ο δικαστικός έλεγχος της αναλογικότητας, ως έλεγχος διάχυτος και παρεµπίπτων, στόχο έχει να διακριβώσει την αντίθεση ή µη της ελεγχόµενης ρύθµισης (µέτρου, περιορισµού) προς το Σύνταγµα και ειδικότερα προς τη συνταγµατική αρχή της αναλογικότητας. Στα πλαίσια του ελέγχου αυτού δεν εντάσσονται βαθµίδες εξέτασης της ρύθµισης, οι οποίες σε αντίθετη περίπτωση θα αναιρούσαν την ουσία του δικαστικού ελέγχου, καθώς θα οδηγούσαν σε υποκατάσταση του νοµοθέτη από τα δικαιοδοτικά όργανα. 6. Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ 6.1 Στο χώρο του ποινικού δικαίου Η ιδιαίτερη σηµασία της αρχής της αναλογικότητας στο χώρο του ποινικού δικονοµικού δικαίου δικαιολογείται ενόψει της συχνότητας και της βαρύτητας των επιβαλλοµένων στο χώρο αυτό χάριν του δηµοσίου συµφέροντος καταπολεµήσεως του εγκλήµατος επεµβάσεων στα θεµελιώδη δικαιώµατα. Οι προβλεπόµενες στον Κ.Π.. (Κώδικα Ποινικής ικονοµίας) προσβολές των συνταγµατικά προστατευόµενων έννοµων αγαθών του ατόµου (προσωπική ελευθερία, προσωπικότητα, ιδιωτική ζωή, τιµή, σωµατική ακεραιότητα, οικιακή ειρήνη, περιουσία), συγκαταλεγόµενες µεταξύ των βαρύτερων της έννοµης τάξης, αφορούν τόσο στο στάδιο της προδικασίας και εν µέρει και σε αυτό της κυρίας επ ακροατηρίου διαδικασίας, όσο και στο στάδιο της εκτελέσεως. Την πλήρη εγγυητική των συνταγµατικών δικαιωµάτων λειτουργία της αναπτύσσει, ωστόσο, η αρχή στο στάδιο της προδικασίας και ιδίως κατά την επιβολή των µέτρων δικονοµικού καταναγκασµού. Τα εν λόγω µέτρα ωστόσο θα έπρεπε να είναι απαλλαγµένα από κάθε είδους προτιµωρητικό φορτίο, καθώς κάποια απ αυτά ενέχουν στην πράξη χαρακτήρα «κακοί» επισύροντας τις περισσότερες φορές βαρύτατες αρνητικές συνέπειες για τον κατηγορούµενο. 6.2 Στο χώρο του διοικητικού δικαίου Η αρχή της αναλογικότητας εφαρµοζόµενη στη σφαίρα του ιοικητικού ικαίου είναι γνωστή ως αρχή της ευλόγου αναλογίας µέσου προς σκοπό ή αναλογικότητας. Κατ αυτήν οι περιορισµοί που επιβάλλονται στον διοικούµενο µέσω διοικητικών πράξεων πρέπει να είναι εύλογοι, πρόσφοροι, κατάλληλοι και να τελούν εντός του απολύτως αναγκαίου µέτρου προς πραγµάτωση του δια της έκδοσης της διοικητικής πράξης επιδιωκόµενου σκοπού. εν επιτρέπεται κατά την αρχή αυτή η ιοίκηση να υπερβαίνει το εύλογο αυτό και απολύτως αναγκαίο και εκ του σκοπού της διοικητικής πράξης προσδιοριζόµενο µέτρο. Π.χ. δεν επιτρέπεται η υπό της ιοίκησης αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιωτικού κτήµατος προς θεραπεία δηµόσιας

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 6 η : Αρχή της αναλογικότητας Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό

Διαβάστε περισσότερα

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003 Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου --------------------------------------------------------------------------------------------------

Διαβάστε περισσότερα

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου --------------------------------------------------------------------------------------------------

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ Θέµα:

Διαβάστε περισσότερα

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006 Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006 Θέμα 2 ον : Η δικαστική λειτουργία αποτελεί μία από τις τρεις θεμελιώδεις λειτουργίες του κράτους.

Διαβάστε περισσότερα

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Πρόλογος: Μεθοδολογικές και εννοιολογικές αποσαφηνίσεις Ι. Αντικείμενο της μελέτης, σκοπός και μεθοδολογία ΙΙ. «Δικαιώματα» και «υποχρεώσεις» πολιτειακών οργάνων ΙΙΙ. Η αρμοδιότητα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ:ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ,2003-2004

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Νοµικών Θεµάτων 26.4.2012 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ (0046/2012) Αφορά: Αιτιολογηµένη γνώµη του γερµανικού Οµοσπονδιακού Συµβουλίου (Bundesrat) σχετικά µε την πρόταση

Διαβάστε περισσότερα

Σελίδα 1 από 5. Τ

Σελίδα 1 από 5. Τ Σελίδα 1 από 5 ΔΕΟ 10 ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ- ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΤΟΜΟΙ Α & Α1 & Β ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ 1. Τι είναι κράτος; Κράτος: είναι η διαρκής σε νομικό πρόσωπο οργάνωση λαού

Διαβάστε περισσότερα

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2 Λίνα Παπαδοπούλου, Αν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Σχολής ΑΠΘ Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό

Διαβάστε περισσότερα

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου Ο συνταγματικός θεσμός της συλλογικής αυτονομίας (Εισήγηση στην ημερίδα "Κλαδικές Συλλογικές

Διαβάστε περισσότερα

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ 1 # εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ 1]ΙΣΤΟΡΙΚΟ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 2]ΝΟΜΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ 3]ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 4]ΚΡΙΣΙΜΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΙΚΑΙΟΥ 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου Μεταπτυχιακό ίπλωµα ηµοσίου ικαίου Μάθηµα : Συνταγµατικό ίκαιο Καθηγητής:

Διαβάστε περισσότερα

ΙI. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ.

ΙI. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ. 1 I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Προκειµένου να αντισταθµιστεί η κατά κύριο λόγο µονοµερής ρυθµιστική ή περιοριστική παρέµβαση του Κράτους στη δράση των διοικουµένων, διέπλασε η νοµολογία ένα πλαίσιο αρχών και κανόνων, πολλοί

Διαβάστε περισσότερα

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο εργασία 1η σχεδιαγραµµα 1)εισαγωγή:έννοια γενικών συνταγµατικών αρχών 2)ειδικότερα, η απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος α)έννοια β)καθιέρωση της αρχής γ)εκταση εφαρµογής και σχέση α.25παρ3σ και 281 ΑΚ

Διαβάστε περισσότερα

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων P6_TA(2006)0108 Νοµικά επαγγέλµατα Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχοντας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2003-2004 ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΘΕΜΑ: ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2014-2019 Έγγραφο συνόδου 12.1.2018 A8-0395/2017/err01 ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ στην έκθεση σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον έλεγχο αναλογικότητας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : Γεώργιος Κ. Πατρίκιος, Δικηγόρος, Μ.Δ.Ε., Υπ. Δ.Ν ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΔΟΚΙΜΩΝ ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΩΝ ΛΙΜΕΝΙΚΟΥ 2011 ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Α) Πηγες Διοικητικου Δικαιου Ως πηγή διοικητικού

Διαβάστε περισσότερα

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΕΡΩΤΗΜΑ Ερωτάται αν αν είναι στα πλαίσια ή όχι του Συντάγματος η εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 139 του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών με την έκδοση της προβλεπόμενης Υπουργικής

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Νοµικών Θεµάτων 26.4.2012 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ (0047/2012) Θέµα: Αιτιολογηµένη γνώµη του Γερµανικού Οµοσπονδιακού Συµβουλίου (Bundesrat) σχετικά µε την πρόταση

Διαβάστε περισσότερα

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1 Λίνα Παπαδοπούλου, Αν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Σχολής ΑΠΘ Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1 Περιεχόμενα Τεκμήριο νομιμότητας... 2 Διοικητικός καταναγκασμός... 2 Παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας... 2 Σύνθετη διοικητική ενέργεια:... 3 Αρχή της νομιμότητας της διοίκησης.... 3 Αρχή της υπεροχής

Διαβάστε περισσότερα

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Ο κατάλογος των δικαιωμάτων αυτών αποτελεί τη βασική κατοχύρωση

Διαβάστε περισσότερα

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος Εισαγωγή στο Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο Α εξάμηνο 2015/2016 Ν. Κανελλοπούλου Αναπλ. Καθηγ. Συνταγματικού Δικαίου Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/2008 Διάγραμμα του

Διαβάστε περισσότερα

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΘΕΣΗ ΗΜΟΣΙΟΥ» ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΠΥΡΟΣ ΑΚΡΙΩΤΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2008 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014 ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014 Κεφάλαιο πρώτο: ΙΙ. Η διοίκηση, ΙΙΙ. Το διοικητικό δίκαιο (σελ. 16 25) Σκοπός των ως

Διαβάστε περισσότερα

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( 597917) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( 597917) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) 669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( 597917) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Δικαίωμα για παροχή έννομης προστασίας κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Εννοια και περιεχόμενο. Θέσπιση από τον κοινό νομοθέτη περιορισμών και προϋποθέσεων

Διαβάστε περισσότερα

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο Ιδιοκτησία Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Σχολής Α.Π.Θ. Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες

Διαβάστε περισσότερα

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ Καθορίζοντας το γενικό περιεχόµενο ενός δικαιώµατος, µε διατάξεις δικαίου στο πλαίσιο γενικής σχέσης, προσδιορίζονται τα ανώτατα όρια άσκησης

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2003-2004

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2003-2004 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2003-2004 ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΘΕΜΑ: Η Αρχή της φορολογικής ισότητας

Διαβάστε περισσότερα

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου Μεταπτυχιακό ίπλωµα ηµοσίου ικαίου Μάθηµα : Συνταγµατικό ίκαιο Καθηγητής:

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ 2003-2004 Υπεύθυνος Καθηγητής: Ανδρέας ηµητρόπουλος Μάθηµα: Συνταγµατικό ίκαιο ΘΕΜΑ: Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

Αθήνα 3 Ιανουαρίου 2007 Α.Π. : 605

Αθήνα 3 Ιανουαρίου 2007 Α.Π. : 605 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΗΜΟΣΙΑΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΟΤΑ ΤΜΗΜΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ Πληροφορίες: Α. Κωστοπούλου Ταχ. /νση: Σταδίου

Διαβάστε περισσότερα

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΠΥΡΟΥ Γ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση Διοικητικό Δίκαιο Ι Διοικητικό Δίκαιο: Κομμάτι δικαίου που μας συνοδεύει από τη γέννηση μέχρι το θάνατο μας. Είναι αδύνατον να μην βρεθούμε μέσα σε έννομες σχέσεις διοικητικού δικαίου. Μαθητική σχέση έννομη

Διαβάστε περισσότερα

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ Μάθημα: Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα (Δ Εξάμηνο) Καθηγητής: Ανδρέας

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών ΜΑΘΗΜΑ: ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : Γεώργιος Κ. Παυλόπουλος, Δικηγόρος, Υπ. Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου Παν/μίου Αθηνών Η αρχή της Διάκρισης των Λειτουργιών

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Νοµικών Θεµάτων 8.2.2012 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ (20/2012) Θέµα : Αιτιολογηµένη γνώµη του Εθνικού Συµβουλίου της ηµοκρατίας της Σλοβακίας για την πρόταση κανονισµού

Διαβάστε περισσότερα

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου. Μεταπτυχιακό ίπλωµα ηµοσίου ικαίου Μάθηµα «Συνταγµατικό ίκαιο», 2003

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η : ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η : ΟΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Μ ΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ 1 Η ΕΡΓΑΣΙΑ

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Μ ΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ 1 Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ 1 Η ΕΡΓΑΣΙΑ Μ ΑΡΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

Ημερ: Αρ. Πρωτ.:1571 Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Λεωφ. Κηφισίας 60, Μαρούσι Αθήνα, ΤΚ 15125

Ημερ: Αρ. Πρωτ.:1571 Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Λεωφ. Κηφισίας 60, Μαρούσι Αθήνα, ΤΚ 15125 Προς: Ημερ: 19-09-2008 Αρ. Πρωτ.:1571 Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Λεωφ. Κηφισίας 60, Μαρούσι Αθήνα, ΤΚ 15125 Κοινοποίηση: Θέμα: Κείμενο Απάντησης στην Δημόσια Διαβούλευση της ΕΕΤΤ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η : ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η : ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 4 4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΗΜΟΣΙΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:

Διαβάστε περισσότερα

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο Eπαγγελματική ελευθερία: Περιορισμοί (στην πρόσβαση στο επάγγελμα και την άσκησή του) Ευγ. Β. Πρεβεδούρου

Διαβάστε περισσότερα

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 7 η : Οικονομικήελευθερία Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται

Διαβάστε περισσότερα

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών. ιεύθυνση Γραµµατείας Αθήνα, 17.05.2011 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3409 Προς Αρχή ιασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α ΑΕ) Ιερού Λόχου 3, Μαρούσι 151 24, Αθήνα Email: kanonismos@adae.gr. ΘΕΜΑ: Παρατηρήσεις της

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ...VII ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ... XV 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 1 Ι. Αντικείμενο της έρευνας... 1 ΙΙ. Η διάρθρωση της ύλης... 5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΕ PRINCIPLE OF PROPORTIONALITY

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΕ PRINCIPLE OF PROPORTIONALITY ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΕ PRINCIPLE OF PROPORTIONALITY Μάθηµα:Ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα(

Διαβάστε περισσότερα

Αθήνα, 13 Μαρτίου 2007 Αρ. Πρωτ.: Χειριστές: Καλλιόπη Λυκοβαρδή Τηλ Έλενα Μάρκου Τηλ

Αθήνα, 13 Μαρτίου 2007 Αρ. Πρωτ.: Χειριστές: Καλλιόπη Λυκοβαρδή Τηλ Έλενα Μάρκου Τηλ Αθήνα, 13 Μαρτίου 2007 Αρ. Πρωτ.:18978.05.2.3 Χειριστές: Καλλιόπη Λυκοβαρδή Τηλ. 210-72.89.619 Έλενα Μάρκου Τηλ. 210 72.89.807 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Γεν. /νση ιοικητικής Υποστήριξης /νση ιοίκησης και Ανάπτυξης

Διαβάστε περισσότερα

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ. Έγγραφο καθοδήγησης 1

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ. Έγγραφο καθοδήγησης 1 EL EL EL ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ Έγγραφο καθοδήγησης 1 Βρυξέλλες 1.2.2010 Εφαρµογή του κανονισµού αµοιβαίας αναγνώρισης στις διαδικασίες προηγούµενης έγκρισης 1.

Διαβάστε περισσότερα

Η αρχή της αναλογικότητας

Η αρχή της αναλογικότητας Η αρχή της αναλογικότητας ιάγραµµα 1. Έννοια αναλογικότητας... 2 Προέλευση και ιστορική εξέλιξη της αρχής της αναλογικότητα...2 2. Περιεχόµενο της αρχής της αναλογικότητας... 3 Η αρχή της καταλληλότητας...3

Διαβάστε περισσότερα

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου Λίνα Παπαδοπούλου, Αν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Σχολής ΑΠΘ Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό

Διαβάστε περισσότερα

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ) Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ) Σύμφωνα με το άρθρο 19 του ελληνικού Συντάγματος: "1. Το απόρρητο των

Διαβάστε περισσότερα

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014 ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 27-02-2014 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/27-02-2014 Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014 Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος, στην

Διαβάστε περισσότερα

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ 2017-2018 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΘΕΜΑ 1 Ο Τι γνωρίζετε για την συντιμωρητή πρότερη και συντιμωρητή ύστερη πράξη; Η

Διαβάστε περισσότερα

Το Δίκαιο, η Νομική Επιστήμη και η σημασία τους για τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Αναλυτικό διάγραμμα του μαθήματος της Δευτέρας 5/10/2015

Το Δίκαιο, η Νομική Επιστήμη και η σημασία τους για τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Αναλυτικό διάγραμμα του μαθήματος της Δευτέρας 5/10/2015 ΤΜΗΜΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Εισαγωγή στο Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο Α εξάμηνο 2015/2016 Ν. Αθ. Κανελλοπούλου-Μαλούχου Αναπλ. Καθηγ. Συνταγματικού Δικαίου Το Δίκαιο, η Νομική Επιστήμη και η σημασία

Διαβάστε περισσότερα

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ. Εισαγωγή στο 1 ο Μέρος Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ. Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό υλικό, όπως εικόνες,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2003-2004

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2003-2004 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2003-2004 ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΘΕΜΑ: ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Όπως αναφέρεται στην από 19 Οκτωβρίου 2010, προς την Βουλή των Ελλήνων, Έκθεση της Ειδικής Μόνιμης

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ:ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση)

Διαβάστε περισσότερα

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι «Μια πρώτη εκτίµηση της απόφαση του ΔΕΕ στις υποθέσεις Τele2 Sverige AB (C-203/15) και Watson και άλλων (C698/15) για την επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Ουσιαστικές,

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ 30 Ιανουαρίου 2003 Αριθµ. Πρωτ. 19020.2/01 Ειδ. Επιστήµονας: Ευτ. Φυτράκης 210-72.89.708 Κύριο Χρήστο Νικολουτσόπουλο Πρόεδρο Ένωσης Ελλήνων Εργατολόγων Αβέρωφ 11 104

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης» Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου ----------------------------------------------------- Μεταπτυχιακό ίπλωµα

Διαβάστε περισσότερα

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013 ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 24-12-2013 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/24-12-2013 Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013 Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος,

Διαβάστε περισσότερα

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα: Νοµική Υπηρεσία ΣΑΤΕ Σταµάτης Σ. Σταµόπουλος, ικηγόρος, Νοµικός Σύµβουλος ΣΑΤΕ Αθήνα, 23.3.2013 ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ ΘΕΜΑ: Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Νοµικών Θεµάτων 15.6.2011 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ (49/2011) Θέµα: Αιτιολογηµένη γνώµη της Γερουσίας της Ιταλικής ηµοκρατίας σχετικά µε την πρόταση κανονισµού του

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ: 2009-2010 ΘΕΜΑ: «Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ» ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΦΥΤΡΟΥ ΛΥΔΙΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Πρόλογος 2. Ο Κανονισμός της βουλής 3. Η αρχή της αυτονομίας 4. Περιεχόμενο

Διαβάστε περισσότερα

Αθήνα, 18 Ιουλίου 2006 Αρ. Πρωτ.: Υ190

Αθήνα, 18 Ιουλίου 2006 Αρ. Πρωτ.: Υ190 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ Αθήνα, 18 Ιουλίου 2006 Αρ. Πρωτ.: Υ190 ΠΡΟΣ: 1. Όλους τους Υπουργούς και Υφυπουργούς 2. Τον Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης 3. Όλους τους Γενικούς Γραμματείς Υπουργείων

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Προλογικό σημείωμα... Αντί προλόγου... ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 1 1. Έννοια του δικαιώματος της απεργίας... 1 Εννοιολογικά γνωρίσματα... 2 α. Αποχή από την εργασία... 2 β. Συλλογική αποχή... 2 γ. Αγωνιστικός

Διαβάστε περισσότερα

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΣΥΝΟΨΗ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΝΕΚΡΩΝ. Αναφορά υπ αρ. πρωτ. 13189/13.12.1999, πόρισµα της 24.4.

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΣΥΝΟΨΗ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΝΕΚΡΩΝ. Αναφορά υπ αρ. πρωτ. 13189/13.12.1999, πόρισµα της 24.4. Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΣΥΝΟΨΗ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΝΕΚΡΩΝ Αναφορά υπ αρ. πρωτ. 13189/13.12.1999, πόρισµα της 24.4.2000 Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Χειριστής: Γιώργος Καµίνης

Διαβάστε περισσότερα

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ 05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ Η αρχή της ισότητας είναι άρρηκτα συνυφασµένη µε την πολιτική και την ατοµική ελευθερία, στις οποίες θεµελιώνεται η έννοια της ηµοκρατίας. Σε όλα τα δηµοκρατικά

Διαβάστε περισσότερα

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2014-2019 Επιτροπή Νομικών Θεμάτων 25.8.2016 ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ Θέμα: Αιτιολογημένη γνώμη του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου της

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία Δικαστήρια Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μια συνταγματική δημοκρατία βασισμένη στις αρχές της νομιμότητας, της ύπαρξης

Διαβάστε περισσότερα

Νομιμοποίηση και ενστάσεις

Νομιμοποίηση και ενστάσεις ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 2 η : Νομιμοποίηση και ενστάσεις Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό

Διαβάστε περισσότερα

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ-ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ-ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ 1 ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ-ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ Kάλλη Καρβέλη Δικηγόρος Ειδικός επιστήμονας ΑΠΔΠΧ kalli-k@dpa.gr Αθήνα 25 Ιανουαρίου 2018 2 Περιεχόμενα Βασικές Αρχές Επεξεργασίας (άρθρο 5)

Διαβάστε περισσότερα

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ. Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ Με το παρόν σχέδιο νόμου επιδιώκεται η ουσιαστική αλλαγή των διάσπαρτων κανόνων που ισχύουν μέχρι σήμερα για την άσκηση μιας οικονομικής δραστηριότητας και αποτελούν σημαντικό

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ EL ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Σχετικά µε την πρόοδο των εργασιών όσον αφορά τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις που συνδέονται µε τις υπηρεσίες γενικού οικονοµικού συµφέροντος 1. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17 Περιεχόμενα Πρόλογος... 15 Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17 1 Πολίτευμα...19 Θεωρία... 19 1. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ... 19 Το κράτος... 20 Το πολίτευμα... 21 Το συνταγματικό δίκαιο... 21 2. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Διαβάστε περισσότερα

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου Θέµα: ΚΩΛΥΜΑ ΙΟΡΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΛΟΓΩ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΙΚΗΣ Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Ανδρέας Τάκης Ειδικός Επιστήµονας: Ευτύχης Φυτράκης ΜΑΡΤΙΟΣ 2005 Ο Συνήγορος του Πολίτη

Διαβάστε περισσότερα

Διοικητικό Δίκαιο. H διοικητική πράξη - 2 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Διοικητικό Δίκαιο. H διοικητική πράξη - 2 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ. H διοικητική πράξη - 2 ο μέρος Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ. Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό υλικό, όπως

Διαβάστε περισσότερα

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/22-5-2013 ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ Θέμα: «Καθολικότητα ισχύος των όρων της ισχύουσας από 14-5-2013

Διαβάστε περισσότερα

«ΥΠΑΓΩΓΗ ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»

«ΥΠΑΓΩΓΗ ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ» ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Διοικητικό Δίκαιο. H διοικητική πράξη - 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Διοικητικό Δίκαιο. H διοικητική πράξη - 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ. H διοικητική πράξη - 1 ο μέρος Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ. Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό υλικό, όπως

Διαβάστε περισσότερα

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001) Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου Μεταπτυχιακό ίπλωµα ηµοσίου ικαίου Μάθηµα : Συνταγµατικό ίκαιο Καθηγητής:

Διαβάστε περισσότερα

Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ι

Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ι Τίτλος Κωδικός Τύπος μαθήματος Επίπεδο Έτος / Εξάμηνο φοίτησης Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ι LAW 202 Υποχρεωτικό Προπτυχιακό 2 ο / 3 ο (Χειμερινό) ECTS 6 Διαλέξεις / εβδομάδα Στόχος 1 Εργαστήρια / εβδομάδα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ 1 Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/22-5-2013 ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ Θέµα: «Καθολικότητα ισχύος των όρων της ισχύουσας από 14-5-2013

Διαβάστε περισσότερα

Ενότητα 3 η : Τι είναι το Σύνταγμα Έννοια, διακρίσεις και λειτουργίες

Ενότητα 3 η : Τι είναι το Σύνταγμα Έννοια, διακρίσεις και λειτουργίες ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 3 η : Τι είναι το Σύνταγμα Έννοια, διακρίσεις και λειτουργίες Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Άδειες Χρήσης

Διαβάστε περισσότερα

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 12 η : Δικαίωμα στην εκπαίδευση Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στο δίκαιο ΕΕ

Εισαγωγή στο δίκαιο ΕΕ Μεταπτυχιακό ΔΕΟΣ (Οκτώβριος 2015) Γ. Καρύδης Εισαγωγή στο δίκαιο ΕΕ 1 η και 2 η Διάλεξη : Βασικά σημεία Ι. Ορισμοί Ιστορικά στοιχεία Ορισμός Δικαίου ΕΕ : Σύστημα κανόνων νομικά δεσμευτικών που διέπουν

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0297(COD) της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0297(COD) της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Νομικών Θεμάτων 11.4.2012 2011/0297(COD) ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων προς την Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με την

Διαβάστε περισσότερα

«ΕΝ ΤΑΧΕΙ» ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ

«ΕΝ ΤΑΧΕΙ» ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ «ΕΝ ΤΑΧΕΙ» ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ για την «Προστασία Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα» Την 27η Απριλίου 2016 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν τον υπ αριθμ. 2016/679 Κανονισμό «για την προστασία

Διαβάστε περισσότερα

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και

Διαβάστε περισσότερα

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία Λίνα Παπαδοπούλου, Αν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Σχολής ΑΠΘ Άδειες Χρήσης

Διαβάστε περισσότερα

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος Πρόλογος Η κατοχύρωση και η προστασία του δικαιώµατος της συνένωσης ή του συνεταιρίζεσθαι στο άρθρο 12 του ελληνικού Συντάγµατος δίνει σάρκα και οστά στο εύστοχο αρχαίο απόφθεγµα «η ισχύς εν τη ενώσει».

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση Kυβέρνηση και Διακυβέρνηση Στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στην κρατική κυβερνητική και την κρατική

Διαβάστε περισσότερα