ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ: ΕΛΛΑΔΑ, ΑΙΓΥΠΤΟΣ, ΕΓΓΥΣ ΑΝΑΤΟΛΗ»

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ: ΕΛΛΑΔΑ, ΑΙΓΥΠΤΟΣ, ΕΓΓΥΣ ΑΝΑΤΟΛΗ»"

Transcript

1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ: ΕΛΛΑΔΑ, ΑΙΓΥΠΤΟΣ, ΕΓΓΥΣ ΑΝΑΤΟΛΗ» ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ «ΧΑΝΤΡΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΑΠΤΑ ΣΤΑ ΤΑΦΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΗ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ: ΧΡΗΣΕΙΣ, ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ, ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ» ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛΙΚΗ ΡΟΔΟΣ, Ιούνιος 2016 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

2 Εικόνα εξωφύλλου: Τοιχογραφία της «Μυκηναίας» από την «Οικία του Αρχιερέως» στο ανάκτορο των Μυκηνών. (ΕΑΜ, Φωτογ. Γ. Πατρικιάνος. ΥΠ.ΠΟ.Τ.Α./ΤΑΠ) 2

3 3

4 ΤΜΗΜΑ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ: ΕΛΛΑΔΑ, ΑΙΓΥΠΤΟΣ, ΕΓΓΥΣ ΑΝΑΤΟΛΗ» ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛΙΚΗ Α.Μ: «ΧΑΝΤΡΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΑΠΤΑ ΣΤΑ ΤΑΦΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΗ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ: ΧΡΗΣΕΙΣ, ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ, ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ» ΕΠΙΒΛΕΩΝ: ΜΑΝΟΛΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ, ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ: ΚΟΥΣΟΥΛΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΕΠΙΚ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ, ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ ΕΥΓΕΝΙΑ ΕΠΙΚ. ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ, ΠΑΝ/ΜΙΟ ΠΕΛ/ΝΗΣΟΥ ΡΟΔΟΣ, Ιούνιος

5 5

6 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ: Η παρούσα διπλωματική εργασία εκπονήθηκε στα πλαίσια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών, «Αρχαιολογία της Ανατολικής Μεσογείου: Ελλάδα, Αίγυπτος, Εγγύς Ανατολή», του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Η πραγματοποίηση της δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την πολύτιμη συμβολή ορισμένων προσώπων στους οποίους οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Θα ήθελα να εκφράσω τις θερμότερες ευχαριστίες μου στην κα Μαρίνα Παναγιωτάκη για τις σημαντικές υποδείξεις και παρατηρήσεις της σε κάθε στάδιο της σύνθεσης της εργασίας. Τόσο η καθοδήγησή της σε επιστημονικό επίπεδο, όσο και οι φιλικές της συμβουλές υπήρξαν ουσιαστικοί αρωγοί στην διεκπεραίωση αυτής της μελέτης. Για την αποτελεσματική συνεργασία και συμβουλή τους στην ολοκλήρωση της διπλωματικής μου εργασίας, θερμά θα ήθελα να ευχαριστήσω επίσης τον επιβλέποντα καθηγητή κ. Εμμανουήλ Στεφανάκη, όπως επίσης τα λοιπά μέλη της επιτροπής αξιολόγησης, κ. Παναγιώτη Κουσούλη και κα Ευγενία Γιαννούλη. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στην κα Ελένη Κωνσταντινίδη-Συβρίδη, αρχαιολόγο στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, για την προθυμία με την οποία με δέχτηκε και συζήτησε μαζί μου θέματα που αφορούσαν στο αρχικό στάδιο της μελέτης μου, αλλά και στην κα Μαρία Χιδίρογλου, αρχαιολόγο στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, για την βοήθεια της στον εντοπισμό του φωτογραφικού υλικού από το φωτογραφικό αρχείο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Θα ήθελα επίσης, να ευχαριστήσω τους φίλους που με ενθάρρυναν σε κάθε στάδιο των σπουδών μου και ιδιαίτερα τη φίλη, συνάδελφο και συμφοιτήτρια, Ρένα Λέου, που είχε την ευγενική καλοσύνη να διαθέσει τον πολύτιμο χρόνο της για να διαβάσει την εργασία μου και να συμβάλει ουσιαστικά με σχόλια και πολύτιμες συμβουλές στην αντιμετώπιση των δυσκολιών. Τέλος, βαθύτατες ευχαριστίες επιθυμώ να απευθύνω στην οικογένεια μου και ιδιαίτερα στην μητέρα μου Λία, τον αδερφό μου Βασίλη, τον θείο και τη θεία μου Κώστα και Βιβή, για την ηθική και οικονομική στήριξη των επιλογών μου, καθώς και την αμέριστη συμπαράσταση που μου πρόσφεραν καθ όλη τη διάρκεια των σπουδών μου. 6

7 7

8 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ-ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ.. 12 Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Β. ΧΑΝΤΡΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΑΠΤΑ: ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΕΙΣ Β.1 Τύποι κοσμημάτων με χάντρες και περίαπτα Β.2 Σχήματα και χρήσεις χαντρών και περιάπτων. Παραδείγματα. 24 Β.3 Ενδείξεις για τη χρήση χαντρών και περιάπτων μέσα από τις τοιχογραφίες. 38 Γ. ΗΜΙΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΛΙΘΟΙ: ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ, ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ Γ.1 Υλικό και προέλευση των ημιπολύτιμων λίθων. 45 Γ.2 Τεχνικές κατασκευής και εργαστήρια Δ. ΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΗΜΑΤΟΣ Δ.1 Τα κοσμήματα ως ένδειξη κοινωνικού κύρους και ο ρόλος τους στις εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις των Μυκηναίων 61 Δ.2 Η ταφική χρήση των κοσμημάτων και οι συμβολισμοί τους.. 66 Δ.3 Κόσμημα και φύλο/ηλικία Ε. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 76 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 85 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΙΚΟΝΩΝ 97 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ 122 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ 127 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ

9 9

10 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ AA AJA AJP AM AfO APS BA BAR-IS BCILL BSA CMS CretAnt Archäologischer Anzeiger American Journal of Archeology American Journal of Philology Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische Abteilung Archiv für Orientforschung American Philosophical Society Biblical Archaeologist British Archaeological Reports- International Series Bibliothèque des Cahiers de l'institut de Linguistique de Louvain Annual of the British School at Athens Corpus der minoischen und mykenischen Siegel Creta Antica: Rivista internazionale di studi archeologici, storici ed epigrafici JAEI JHS LIMC MDOG OJA OpAth PZ SMA SMEA ΑΑΑ ΑΕ Journal of Ancient Egyptian Interconnections Journal of Hellenic Studies Lexicon Iconographicum Mythologiae Classical Mitteilungen der Deutschen Orient-Gesellschaft zu Berlin Oxford Journal of Archaeology Opuscula Atheniensia Prähistorische Zeitschrift Studies in Mediterranean Archaeology Studi micenei ed egeo-anatolici Αρχαιολογικά Ανάλεκτα Εξ Αθηνών Αρχαιολογική Εφημερίς 10

11 ΑΔ ΒΑΕ ΕΑΜ ΠΑΕ ΤΑΠ ΥΠ.ΠΟ.Τ.Α Αρχαιολογικό Δελτίον Βιβλιοθήκη της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων Υπουργείο Πολιτισμού, Τουρισμού & Αθλητισμού ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ ΜΕ Μεσοελλαδικός (-ή) αι. αιώνας ΜΜ Μεσομινωικός (-ή) βλ. βλέπε ΠΕ Πρωτοελλαδικός (-ή) γράφ. γράφημα ΠΕΧ Πρώιμη Εποχή του Χαλκού Δυν. Δυναστεία ΥΕ Υστεροελλαδικός (-ή) εικ. εικόνα (-ες) ΥΜ Υστερομινωικός (-ή) κ.ά. και άλλα ΥΕΧ Ύστερη Εποχή του Χαλκού κ.α. και αλλού ΜΕΧ Μέση Εποχή του Χαλκού κέφ. κεφάλαιο ΥΚ Υστεροκυκλαδικός (-ή) μ. μέτρο (-α) Πίν. π.χ σημ. Φωτογ. Χρόν. Πίνακας (-ες) προ Χριστού σημείωση (-εις) Φωτογράφος Χρονικά 11

12 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αντικείμενο της παρούσας μελέτης αποτελούν τα κοσμήματα και συγκεκριμένα οι χάντρες και τα περίαπτα από ημιπολύτιμους λίθους που έχουν ανευρεθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα και ανάγονται στη Μυκηναϊκή εποχή ( π.χ.). Ως πεδίο έρευνας επιλέγονται τα ταφικά σύνολα της περιόδου, καθώς αποτελούν τον συνηθέστερο τόπο ανεύρεσης των κοσμημάτων. Τα κοσμήματα ως ταφικά κτερίσματα σε συνάρτηση με το ανευρισκόμενο ανθρωπολογικό υλικό προσφέρουν πληθώρα πληροφοριών, που συμβάλλουν τόσο στη σύνθεση της εν γένει αναπαράστασης των κοσμημάτων, όσο και στην κατανόηση της συμβολικής τους χρήσης από τους ανθρώπους της εποχής. Προκειμένου να αναδειχθεί ο πολυσήμαντος ρόλος τους διαχωρίζονται σε επιμέρους κατηγορίες και περιγράφονται οι χάντρες και τα περίαπτα βάσει της θέσης τους στα ταφικά σύνολα. Παράλληλα, γίνεται μια προσπάθεια ανασύστασης της εικόνας και της λειτουργίας των κοσμημάτων σε αντιπαραβολή με τον τρόπο που αποδίδονται στις εικονογραφικές παραστάσεις της εξεταζόμενης περιόδου. Εν συνεχεία, η έρευνα εστιάζει στη μελέτη των ημιπολύτιμων λίθων που συναντώνται στον αιγαιακό χώρο, ενώ διαπιστώνονται οι προτιμήσεις και οι επιλογές συγκεκριμένων λίθων στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές. Παρουσιάζονται, επίσης, οι τεχνικές κατασκευής των κοσμημάτων και καταδεικνύονται τα πιθανά τοπικά εργαστήρια επεξεργασίας τους στα μυκηναϊκά ανάκτορα. Τέλος, δίνεται έμφαση στον κοινωνικοοικονομικό ρόλο των κοσμημάτων ως αντικείμενα κατασκευασμένα από πολύτιμες ύλες, αλλά και στη θρησκευτική ή διαβατήρια σημασία τους ως ταφικά κτερίσματα. 12

13 ABSTRACT The subject of this study is the jewelry, particularly beads and pendants of semiprecious stones found in mainland Greece, dating to the Mycenaean period ( BC). As our field of research, we have selected the burial sites of that period, based on the fact that pieces of jewelry are more commonly found among goods in burial contexts. Valuable information can be gained from jewelry found as funerary offerings in conjunction with the recovered human remains, leading to the reconstruction of the iconographic repertoire of the jewelry as well as their symbolic use by the people of that era. In order to highlight their momentous role, jewelry is catalogued in separate categories and the beads and pendants are identified according to their position in Tomb assemblages. At the same time, we will attempt to recreate the image and functionality of the jewelry comparing them with the way they are depicted in pictorial representations of the period under consideration. Subsequently, the research focuses on the study of semi-precious gemstones found in the Aegean area, identifying the preferences and choices of semi-precious stones, in different geographic locations therein. Furthermore, the manufacturing techniques used for the creation of jewelry will also be presented and the potential local processing laboratories in Mycenaean palaces will be identified. Finally, particular emphasis will be given to the socioeconomic role of jewelry not only as objects made from semi-precious materials, but also in their religious or passage importance as funerary offerings. 13

14 Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Την περίοδο της Μυκηναϊκής εποχής, η οποία ανάγεται στην τελευταία φάση της Εποχής του Χαλκού ( π.χ) (εικ. 1), σημειώθηκε αξιόλογη πρόοδος σε βιοτικό και τεχνολογικό επίπεδο. Η οικονομική αυτή ευμάρεια ήταν άμεσα συνυφασμένη με την ανάπτυξη του εμπορίου και τις πολιτισμικές σχέσεις, που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ των μεγάλων πολιτισμών της Ανατολικής Μεσογείου, ήδη από την ΠΕΧ. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η μυκηναϊκή τέχνη, η οποία διαμορφώθηκε κάτω από την επίδραση του Μινωικού πολιτισμού, παρουσιάζει εξαιρετικά κομψοτεχνήματα, που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, από τη μνημειώδη αρχιτεκτονική και την κατασκευή όπλων έως την κεραμική και τη μικροτεχνία. Εξέχουσα θέση και βασικό θέμα της παρούσας ερευνητικής μελέτης κατέχει η κοσμηματοτεχνία και ειδικότερα οι χάντρες και τα περίαπτα από ημιπολύτιμους λίθους. Η παραγωγή και η χρήση του κοσμήματος στον Ελλαδικό χώρο ήταν γνωστή ήδη από τη Νεολιθική περίοδο ( π.χ.). Αρχικά, ο άνθρωπος χρησιμοποίησε ως κοσμήματα αντικείμενα στη φυσική τους μορφή, όπως θαλάσσια όστρεα, ξηρούς καρπούς, βότσαλα, δόντια και οστά ζώων. Με αυτά θέλησε είτε να διακοσμήσει το σώμα του, είτε αφού τους προσέδωσε μαγικές ιδιότητες να προστατεύσει τον εαυτό του από τις δεισιδαιμονίες της εποχής 1. Σταδιακά, με την ανάπτυξη της πυροτεχνολογίας περί τα τέλη της Νεολιθικής περιόδου (3500 π.χ.), ξεκίνησε η κατασκευή κοσμημάτων από μέταλλα, όπως ο χρυσός, ο χαλκός και ο άργυρος, ενώ από το τέλος της 3ης χιλιετίας π.χ. και εξής έγινε γνωστή η χρήση των υαλωδών υλών. Στην τελευταία φάση της ΥΕΧ και κατά τη διάρκεια του Μυκηναϊκού πολιτισμού, η γνώση των τεχνικών κατασκευής κοσμημάτων φαίνεται πως είχε πλέον τελειοποιηθεί, καθώς διαπιστώνονται σε μεγάλο βαθμό σχεδόν όλες οι τεχνικές που μέχρι και στις μέρες μας χρησιμοποιούνται 2. Η μελέτη των κοσμημάτων την περίοδο της Εποχής του Χαλκού μας επιτρέπει να αντλήσουμε σημαντικές πληροφορίες προκειμένου να ερμηνεύσουμε τη ζωή και τον πολιτισμό του προϊστορικού ανθρώπου. Τα κοσμήματα άμεσα συνδεδεμένα με τον συναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου, δεν λειτουργούσαν ως αντικείμενα που προορίζονταν μόνο για να διακοσμήσουν το σώμα του. Ανάλογα με το υλικό και τις τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τους, τα σχήματα που τους δόθηκαν και το πλαίσιο στο οποίο συνήθως ανευρίσκονται, 1 Κυπραίου 1997, Τεχνικές, όπως η κοκκίδωση, η συρματερή τεχνική, η κρικοειδής αλυσίδα, οι ανάγλυφες χάντρες, η περίκλειστη και η διάτρητη τεχνική, εξελίσσονται πλήρως την περίοδο αυτή (Konstantinidi 2001, 255). 14

15 αντικατοπτρίζουν τόσο το ενδιαφέρον του ανθρώπου για την εμφάνιση του και τη γενικότερη αισθητική αντίληψη ενός κοινωνικού συνόλου, όσο και τις βαθύτερες πεποιθήσεις και ιδεολογίες του. Για την επίτευξη μιας τέτοιας ανθρωπολογικής προσέγγισης των κοσμημάτων ως πεδίο μελέτης επιλέγονται τα ταφικά σύνολα της υπό εξέταση περιόδου (εικ. 2). Η επιλογή αυτή γίνεται για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, επειδή το κόσμημα ως αρχαιολογικό εύρημα κατά τη Μυκηναϊκή εποχή στην πλειονότητά του έχει ανευρεθεί σε τάφους και δεύτερον διότι σε συνάρτηση με τα σκελετικά κατάλοιπα και τα υπόλοιπα είδη κτερισμάτων είναι δυνατόν να κατανοηθεί η χρήση και η σημασία των κοσμημάτων. Εκτός των ταφικών συνόλων κοσμήματα έχουν βρεθεί: α) σε διάφορους οικισμούς, τα οποία όμως εντοπίζονται αποσπασματικά, β) ως «θησαυροί» αποκεκριμένοι, προκειμένου να φυλαχθούν και να ανασυρθούν κάποια στιγμή αργότερα 3, γ) σε ανακτορικά συγκροτήματα, σε χώρους που έχουν ταυτιστεί κυρίως ως εργαστήρια και δ) σε ιερά ως αναθήματα. Στα πλαίσια της παρούσας μελέτης εξετάζονται οι τύποι των κοσμημάτων που αποτελούνται από χάντρες και περίαπτα από ημιπολύτιμους λίθους, ενώ παράλληλα επιχειρείται η ανάδειξη της χρήσης τους και των συμβολισμών τους. Πιο συγκεκριμένα, στην ενότητα με τίτλο «Χάντρες και περίαπτα: τυπολογία και χρήσεις» αρχικά κατηγοριοποιούνται τα κοσμήματα με βάση τη θέση εύρεσής τους μέσα στον τάφο - σε συνάφεια πάντα με τα σκελετικά κατάλοιπα - και κατόπιν εντοπίζονται οι χάντρες και τα περίαπτα, όπου αυτά αποτελούσαν βασικά τμήματα των κοσμημάτων. Στη συνέχεια, μέσα από την παρουσίαση συγκεκριμένων παραδειγμάτων χαντρών και περιάπτων, κατασκευασμένων από ημιπολύτιμους λίθους και ευρισκομένων στα σημαντικότερα ταφικά σύνολα της ηπειρωτικής Ελλάδας, γίνεται μια προσπάθεια ερμηνείας της λειτουργίας τους, έτσι όπως αυτή αναδεικνύεται από το εικονιστικό τους σχήμα, την εγχάρακτη διακόσμηση τους και το υλικό τους. Αξίζει να αναφερθεί ότι σημαντική μαρτυρία που επιβεβαιώνει τις χρήσεις των κοσμημάτων αποτελούν οι εικονογραφικές παραστάσεις, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που οι τελευταίες δηλώνουν και άλλες χρήσεις. Συνεπώς, κρίνεται απαραίτητη η αναφορά και η ανάλυση ορισμένων παραστάσεων, όχι μόνο από την ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και τη νησιωτική. Οι πλούσια εικονογραφημένες οικίες από το Ακρωτήρι της Θήρας για παράδειγμα, μάς παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για να κατανοήσουμε τη χρήση 3 Konstantinidi 2001, 209 σχετικά με τα διάφορα είδη θησαυρών βλ. Σπυρόπουλος

16 των κοσμημάτων στην καθημερινή ζωή, αλλά και την τελετουργία των ανθρώπων της Εποχής του Χαλκού. Στην ενότητα με τίτλο «Ημιπολύτιμοι λίθοι: πρώτη ύλη, τεχνικές και εργαστήρια» μελετώνται οι ημιπολύτιμοι λίθοι, που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή κοσμημάτων τη συγκεκριμένη περίοδο στον αιγαιακό χώρο, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και η προέλευσή τους. Η μελέτη του υλικού κατασκευής των κοσμημάτων αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην κατανόηση της χρήσης τους, στην ερμηνεία τους ως συμβολικά αντικείμενα, αλλά και στην αναγνώριση των πολιτισμικών επαφών μεταξύ των μεγάλων πολιτισμών της Ανατολικής Μεσογείου. Η μακρινή προέλευσή των λίθων σε συνδυασμό με τα ανασκαφικά δεδομένα εύρεσής τους στον αιγαιακό χώρο μάς παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με την ευημερία και την εμπορική δραστηριότητα μιας γεωγραφικής περιοχής. Μέσα, λοιπόν, από την μελέτη τους στα ταφικά σύνολα της εν λόγω περιόδου, θα επιχειρηθεί αφενός να γίνει κατανοητή η αλληλεξάρτηση μεταξύ σχήματος, υλικού, διακόσμησης και τύπου κοσμήματος, αφετέρου δε να ερμηνευτεί ο συσχετισμός υλικών με συγκεκριμένες περιοχές. Τέλος, θα αντιμετωπιστεί το θέμα της κατασκευής των κοσμημάτων, με επίκεντρο τα αρχαιολογικά εκείνα κατάλοιπα, τα οποία υποδεικνύουν την επεξεργασία πολύτιμων υλών σε χώρους που έχουν αναγνωριστεί ως εργαστηριακοί. Στην τελευταία ενότητα με τίτλο «Οι συμβολισμοί και ο ρόλος του κοσμήματος» δίνεται έμφαση στους κοινωνικοοικονομικούς συμβολισμούς των κοσμημάτων. Η χρήση πολύτιμων υλών για την κατασκευή τους φανερώνει την ανταλλακτική τους αξία, την οποία και θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε μέσα από τις εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ των λαών κατά την περίοδο της Εποχής του Χαλκού. Μέσα από την παρατήρηση της κυκλοφορίας των πρώτων υλών, μπορούμε να εντοπίσουμε τις διαδρομές που ακολούθησαν οι άνθρωποι για να τις αποκτήσουν 4 και να αναγνωρίσουμε τον ρόλο των Μυκηναίων στα εμπορικά δίκτυα της εποχής. Μάλιστα, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε εκείνα τα ναυάγια της περιόδου που βοηθούν στη σύνθεση της εικόνας του φορτίου ενός τυπικού εμπορικού πλοίου της ΥΕΧ. Εν συνεχεία, θα επικεντρωθούμε στη ταφική χρήση των κοσμημάτων θέτοντας ερωτήματα όπως, εάν αυτά κατασκευάζονταν αποκλειστικά για να χρησιμοποιηθούν ως ταφικά κτερίσματα και εάν το κόσμημα αποτελούσε κάποιο μέσο διάκρισης σχετικά με την κοινωνική θέση, την ιδιότητα και το φύλο του νεκρού. 4 Παναγιωτάκη 2000,

17 Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι κατά το αρχικό στάδιο συλλογής των απαραίτητων δεδομένων για τη συγγραφή της διπλωματικής εργασίας, πολύτιμη βοήθεια υπήρξε το βιβλίο της Ε. Κωνσταντινίδη με τίτλο Jewellery Revealed in the Burial Contexts of the Greek Bronze Age 5. Ο όγκος του υλικού που αφορά στις χάντρες και τα περίαπτα στα ταφικά σύνολα είναι τεράστιος, ενώ συχνά τα αρχαιολογικά δεδομένα που τα συνοδεύουν είναι αποσπασματικά ή ελλιπή. Συνεπώς, το έργο μελέτης όλων των ανευρεθέντων αντικειμένων, σε συνδυασμό με την ανεπάρκεια των διαθέσιμων και δημοσιευμένων στοιχείων, είναι αρκετά δύσκολο και χρονοβόρο να πραγματοποιηθεί μέσα στα πλαίσια μιας διπλωματικής μελέτης. Για το λόγο αυτό το συγκεντρωτικό έργο της Ε. Κωνσταντινίδη, το οποίο περιλαμβάνει αναλυτικό κατάλογο των σημαντικότερων τάφων ανά περιοχή, όπου αποκαλύφθηκαν κοσμήματα, αποτέλεσε βασικό οδηγό στην πρωταρχική έρευνα. Επίσης, είναι σημαντικό να αναφερθούν εδώ και οι εξής μελέτες, από τις οποίες αντλήθηκαν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις χάντρες και τα περίαπτα: Greek and Roman Jewellery 6, Mycenaean Beads: Gender and Social Contexts 7, Περατή: Το Νεκροταφείον 8, Οι θαλαμωτοί τάφοι των Μυκηνών. Ανασκαφής Χρ. Τσούντα ( ) 9, Τα Κοσμήματα από την Προϊστορική Θήρα 10, Κρήτη-Αίγυπτος. Πολιτισμικοί Δεσμοί τριών χιλιετιών (Κατάλογος και Μελέτες) 11, KOSMOS. Jewellery, Adornment and Textiles in the Aegean Bronze Age, Proceedings of the 13th International Aegean Conference/13e Rencontre égéenne internationale, University of Copenhagen, Danish National Research Foundation's Centre for Textile Research, April 2010 (Aegaeum 33) 12, Sailing in the Aegean. Readings on the Economy and Trade Routes (ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 53) 13. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η παρούσα πραγματεία θα προσπαθήσει να αναδείξει τις διάφορες εκφάνσεις των κοσμημάτων. Διότι τα κοσμήματα δεν αποτελούν μονάχα αντικείμενα μικροτεχνίας με μεγάλη αισθητική αξία, είναι ταυτόχρονα, αντικείμενα επιφορτισμένα με ιδιαίτερες λειτουργίες και διακρίνονται για τον συμβολικό, κοινωνικό και τελετουργικό τους χαρακτήρα. Η μελέτη τους, επομένως, προσφέρει μια πληθώρα σημαντικών πληροφοριών που αφορούν στο συρμό της εποχής, στην ταξική και οικονομική διαστρωμάτωση, στις εμπορικές 5 Konstantinidi Higgins Hughes-Brock Ιακωβίδης , Α-Γ. 9 Σακελλαρίου-Ξενάκη Τελεβέντου Καρέτσου 2000 Καρέτσου και Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη Nosch and Laffineur Papageorgiadou-Banis and Giannikouri

18 σχέσεις και στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των λαών, αλλά και στην εθιμική συμπεριφορά προς τους νεκρούς. 18

19 Β. ΧΑΝΤΡΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΑΠΤΑ: ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΕΙΣ Β.1. Τύποι κοσμημάτων με χάντρες και περίαπτα Τα κοσμήματα μπορούν να διακριθούν σε κατηγορίες ανάλογα με το σημείο του σώματος που κοσμούσαν, διάκριση η οποία γίνεται με βάση τη θέση στην οποία εντοπίστηκαν μέσα στους τάφους. Βέβαια, λόγω του ότι κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο συνηθίζονταν οι πολλαπλές ταφές δε δίνεται πάντα η δυνατότητα μελέτης τους σε συνάρτηση με το ανθρωπολογικό υλικό. Αρκετά συχνά αποκαλύπτονται διάσπαρτα τα κοσμήματα μέσα στον τάφο, καθώς οι Μυκηναΐοι μετά την αποσύνθεση των σωμάτων παραμέριζαν τους σκελετούς προς την περιφέρεια των θαλάμων, ενώ επαναχρησιμοποιούσαν, ανακύκλωναν ή μετατόπιζαν τα κτερίσματα του νεκρού. Αδιατάρακτη συνήθως παρέμενε η τελευταία ταφή και αυτή μόνον στην περίπτωση που έμενε ασύλητη 14. Παρά ταύτα και σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα δεδομένα είναι δυνατόν να γίνει η διάκριση των κοσμημάτων σε τέσσερεις βασικές κατηγορίες: στα κοσμήματα για το λαιμό, στα κοσμήματα για το κεφάλι και τα μαλλιά, στα κοσμήματα ενδυμασίας και τέλος στα κοσμήματα για τα άκρα 15. Οι χάντρες και τα περίαπτα εντοπίζονται σχεδόν πάντα και για τον λόγο αυτό αποτελούν και τα συνήθη κοσμήματα που αποκαλύπτονται σε τάφους 16. Φυσικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι πιθανότατα υπήρχαν και άλλα κοσμήματα από οργανικά υλικά, τα οποία όμως δεν είναι δυνατόν να ερευνηθούν εξαιτίας της φθαρτότητας των υλικών αυτών στο πέρασμα των χρόνων. Σύμφωνα, λοιπόν με την εικόνα που μας δίνουν τα κοσμήματα που έχουν βρεθεί κατά χώραν σε αδιατάραχτους τάφους, ο πιο διαδεδομένος τύπος κοσμήματος είναι το περιδέραιο, το οποίο ανήκει στην κατηγορία των κοσμημάτων για το λαιμό. Συνήθως, το περιδέραιο απαρτίζεται από χάντρες και περίαπτα περασμένα σε σειρά από κάποιο νήμα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις διαπιστώνεται και η χρήση μιας χάντρας ή ενός περιάπτου που πιθανότατα να κοσμούσε την περιοχή του λαιμού ως μεμονωμένο κόσμημα. Άλλα περιδέραια εντοπίζονται αποτελούμενα από χάντρες του ίδιου σχήματος και υλικού, όμως σε διαφορετικά μεγέθη, ενώ συχνά παρατηρείται και η εναλλαγή διαφορετικών σχημάτων και υλικών 17 (εικ. 3, 4). Θα πρέπει να σημειωθεί, βέβαια, ότι νήματα στα οποία περνούσαν τις χάντρες δεν έχουν διασωθεί έως σήμερα. Πιθανότατα, τα πιο συνήθη κατασκευάζονταν από μάλλινο ή λινό ύφασμα. Δεν 14 Οι μεμονωμένες ταφές ήταν σπανιότερες και συνήθως με φτωχότερα κτερίσματα (Hughes-Brock 1999, 277). 15 Konstantinidi 2001, Γενικά για τις χάντρες της Μυκηναϊκής περιόδου βλ. Bielefeld 1968, 9-34 Effinger 1996, Harden 1981, Higgins 1980, 64-8, Σακελλαρίου-Ξενάκη 1985, Hughes-Brock 1999,

20 αποκλείεται βέβαια στις χάντρες με μεγαλύτερη οπή να χρησιμοποιούσαν και δέρμα ζώου 18. Η διάταξη των χαντρών αναγνωρίζεται από το μέγεθος της διατομής των χαντρών, με τις μικρότερες να βρίσκονται στην άκρη και τις μεγαλύτερες να τοποθετούνται στο κέντρο του περιδεραίου. Στο κέντρο, επίσης, τοποθετούνται τα περίαπτα ή εναλλάσσονται με χάντρες, τα οποία ξεχωρίζουν λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους και του ιδιαίτερου σχήματός τους. Ως περίαπτα αναγνωρίζονται κυρίως εικονιστικά σχήματα, όπως πάπιες, οχτώσχημες ασπίδες, κωδίες μήκωνος, κ.ά. για τα οποία θα γίνει εκτενέστερη αναφορά στη συνέχεια 19. Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση των χαντρών και των περιάπτων που εντοπίστηκαν στην περιοχή του λαιμού και στον θώρακα της νεκρής από τον λακκοειδή τάφο Υ του Ταφικού Κύκλου Β των Μυκηνών 20. Πιθανότατα αποτελούσαν μέρη ενός μεγάλου περιδεραίου ή πολλών μικρότερων, από διάφορα υλικά - όπως κορναλίνη, ορεία κρύσταλλο, φαγεντιανή και ήλεκτρο - και ποικιλία σχημάτων. Οι χάντρες είναι κυρίως σφαιρικές ή πεπλατυσμένες σφαιρικές, δακτυλιόσχημες, κυλινδρικές και πρισματικές, ενώ τα περίαπτα είναι ένα απιόσχημο και δυο τετράπλευρα πλακίδια (speacer beads), διάτρητα στη στενή τους πλευρά, που πιθανότατα συγκρατούσαν τις χάντρες σε δύο ή τρεις σειρές και φέρουν γεωμετρική ανάγλυφη διακόσμηση. Η διάμετρος των χαντρών κυμαίνεται από 0,002 μ. έως 0,008 μ. στις σφαιρικές και δακτυλιόσχημες, ενώ οι κυλινδρικές έχουν διαστάσεις περίπου 0,008 x 0,015 μ.. Τα περίαπτα από την άλλη είναι μεγαλύτερα με διαστάσεις 0,027 x 0,017 μ. τα τετράπλευρα και 0,023 x 0,016 μ. το απιόσχημο 21. Στην κατηγορία των κοσμημάτων για το κεφάλι ή τα μαλλιά συναντάμε κυρίως χτένια, περόνες, διαδήματα, ενώτια και σφυκωτήρες 22. Από τα παραπάνω τα διαδήματα και οι περόνες κάποιες φορές διακοσμούνται και με χάντρες. Πιο συγκεκριμένα, τα διαδήματα συνήθως αποτελούνται από λεπτές ταινίες-ελάσματα (απλές ή ανάγλυφες) από χρυσό ή άργυρο που στις απολήξεις φέρουν οπές προκειμένου να στερεωθούν στα μαλλιά με νήματα ή σύρματα 23. Υπάρχουν όμως και διαδήματα αποτελούμενα από χάντρες, οι οποίες παρατίθενται σε σειρές, επιραμμένες ίσως σε κάποιο ύφασμα, σε μεταλλικό έλασμα που φέρει οπές ή απλά περασμένες σε κάποιο σύρμα ή νήμα που θα προσδένονταν στο κεφάλι 24. Χαρακτηριστικό παράδειγμα διαδήματος με χάντρες προέρχεται από τον τάφο Ξ του Ταφικού Κύκλου των Μυκηνών, όπου χάντρες από κορναλίνη - σχήματος σφαιρικού και κυλινδρικού - βρέθηκαν τοποθετημένες σε 18 Hughes-Brock 1999, Βλ. παρακάτω κεφ. Β Μυλωνάς 1973, 234-6, εικ. 209 α, β και 210 α: 1, Μυλωνάς 1973, 234-6, εικ. 209 α, β και 210 α: 1, Konstantinidi 2001, Βλ. σχετικά παραδείγματα στο Μυλωνάς 1973, 183, 198, Konstantinidi 2001,

21 σειρά στην περιοχή των κροτάφων της νεαρής νεκρής 25. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί η περίπτωση του θολωτού τάφου Δ στο νεκροταφείο στο Φουρνί Αρχανών στη Κρήτη (ΥΜ ΙΙΙΑ2) 26. Ο τάφος βρέθηκε αδιατάρακτος και πλούσια κτερισμένος, παρέχοντας σημαντικά στοιχεία τόσο για τη θέση των κοσμημάτων σε σχέση με το νεκρό, όσο και για τα ταφικά έθιμα της μυκηναϊκής εποχής στην Κρήτη. Ειδικότερα, περιελάμβανε την ταφή γυναικός, η οποία βρέθηκε κατά χώραν κείμενη εκτάδην πάνω σε φορείο (πιθανότατα ξύλινο). Το ανώτερο τμήμα του σώματος και το κεφάλι της νεκρής ήταν στραμμένο προς τα δυτικά. Ανάμεσα στα χέρια και μπροστά ακριβώς από το σωζόμενο κρανίο, σε απόσταση μόλις 0,03 μ., βρέθηκε χάλκινο κάτοπτρο σε κατακόρυφη θέση 27. Η νεκρή έφερε διάδημα από 37 χρυσές χάντρες και άλλες από υαλώδη ύλη, ορθογωνίου σχήματος με έκτυπη παράσταση διπλών ναυτίλων. Επίσης, εντοπίστηκαν 67 δισκοειδείς χρυσές χάντρες σε σχήμα ρόδακα, διάσπαρτες στην περιοχή του κρανίου, που πιθανότατα ήταν επιρραμένες σε ύφασμα, το οποίο κάλυπτε το κεφάλι της νεκρής. Δύο περιδέραια από χάντρες διαφόρων υλικών και σχημάτων κοσμούσαν τη περιοχή του λαιμού, ενώ τρίτο βρέθηκε εντός πήλινης πυξίδας 28. Τα κοσμήματα ενδυμασίας σώζονται σε μεγάλη ποικιλία τύπων και μορφών και μας παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις τάσεις που ακολουθούσαν τα μυκηναϊκά ενδύματα 29. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα ένθετα κοσμήματα, αλλά και πόρπες, περόνες και ζώνες, οι οποίες χρησιμοποιούνταν για τη στήριξη του ενδύματος στο σώμα. Ρόδακες, ανάγλυφα πλακίδια και περίτμητα ελάσματα σε ποικιλία γεωμετρικών, φυτικών και θαλάσσιων μοτίβων, που φέρουν οπές, ήταν πιθανότατα επιρραμένα πάνω στο ένδυμα 30. Οι περόνες εντοπίζονται συνήθως κοντά στο κεφάλι, στο λαιμό και στους ώμους, στοιχείο που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι χρησίμευαν για το διάκοσμο της κόμης ή για τη στερέωση κάποιου ενδύματος 31. Στην ηπειρωτική Ελλάδα οι περόνες είναι κατασκευασμένες κυρίως από χαλκό, και πιο σπάνια από άργυρο και ελεφαντόδοντο, ενώ συχνά φέρουν στην κεφαλή χάντρα από διαφορετικό υλικό, συνήθως ορεία κρύσταλλο ή υαλώδη ύλη 32. Μία τοιχογραφία από το Ακρωτήρι της Θήρας 33 μας παρέχει στοιχεία σχετικά με τη χρήση της περόνης ως διακοσμητικό στοιχείο στα μαλλιά, η οποία πιθανότατα φέρονταν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η διακοσμημένη κεφαλή να αποτελεί το μοναδικό διακριτό 25 Μυλωνάς 1973, 178, 184-5, εικ. 160 α. 26 Σακελλαράκης 1975, Σακελλαράκης 1975, Σακελλαράκης 1975, Konstantinidi 2001, 233 και σημ Κωνσταντινίδη 1995, Μυλωνάς 1973, Κωνσταντινίδη 1995, Τοιχογραφία με τρείς γυναικείες μορφές στο δωμάτιο 3, στην Ξεστή 3 (Τελεβέντου 1984, 25-7). 21

22 τμήμα (εικ. 5). Από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα χάλκινη περόνη, η οποία επιστέφεται από μεγάλη ένθετη ελλειπτική κεφαλή με κοχλιόσχημες ραβδώσεις από ορεία κρύσταλλο, βρέθηκε κοντά στον ώμο της νεκρής στο τάφο Υ του Ταφικού Κύκλου Β των Μυκηνών 34. Επίσης, από τον τάφο ΙΙΙ («Τάφος των Γυναικών») του Ταφικού Κύκλου Α προέρχεται χάλκινη βελόνη, η οποία φέρει δυο μεγάλα ένθετα επιθέματα αφικωνικού σχήματος από ορεία κρύσταλλο, που δίνουν την εντύπωση άνθους 35 (εικ. 6). Σε μεγάλη αφθονία συναντώνται τα κομβία ή σφονδύλια, τα οποία έχουν σχήμα κωνικό ή αμφικωνικό και κατασκευάζονταν κυρίως από πηλό κατά τη διάρκεια της ΥΕ Ι-ΙΙ περιόδου και από στεατίτη την ΥΕ ΙΙΙ 36 (εικ. 7). Οι χρήσεις τους έχουν αποτελέσει συχνά θέμα συζήτησης και προβληματισμού, ανάμεσα στις οποίες έχει προταθεί και η ερμηνεία τους ως χάντρες. Ο Χ. Τσούντας πρώτος επισήμανε τη χρήση τους ως κομβία ενδύματος, ερμηνεία την οποία στη συνέχεια ακολούθησαν και οι περισσότεροι μελετητές 37. Από την άλλη μεριά, ο Σ. Ιακωβίδης θεώρησε ότι πρόκειται για βαρίδια επιρραμένα στον ποδόγυρο ενός μακριού ενδύματος ή αντρικού χιτώνα 38. Αναμφίβολα οι δυο αυτές ερμηνείες συμφωνούν με τα αρχαιολογικά δεδομένα, καθώς στην πλειοψηφία τους τα κομβία έχουν βρεθεί από τη μέση έως τα δάχτυλα των ποδιών, ενώ το μέγεθός τους ξεπερνά το σύνηθες μέγεθος των απλών χαντρών (0,008 μ. έως 0,015 μ.), με τη μέγιστη διάμετρο να φτάνει τα 0,033 μ. 39. Μάλιστα, από τον θολωτό τάφο στο Βαφειό της Αργολίδας (ΥΕ ΙΙΑ-ΙΙΙΑ1) προέρχονται δυο σφραγίδες 40, στις οποίες απεικονίζονται γυναικείες μορφές να φορούν μακριές φούστες από τις οποίες κρέμονται τριγωνικά μικρά αντικείμενα, που θα μπορούσαν να ταυτιστούν με τα κωνικά κομβία. Επιπρόσθετα, Σ. Μαρινάτος πρότεινε τη χρήση των κομβίων ή σφονδυλίων ως απολήξεις κορδονιών σε ζώνες, βασιζόμενος σε Θηραϊκή τοιχογραφία, όπου κομβία φαίνονται να κρέμονται από διπλό σχοινί περασμένο στη μέση γυναικείας μορφής εν είδει ζώνης 41. Πέρα όμως από την λειτουργική χρήση των κομβίων ή σφονδυλίων αρκετοί μελετητές διαπίστωσαν επιπλέον το διακοσμητικό τους χαρακτήρα. Ενδεχομένως, τα κομβία με τη μεγαλύτερη διάμετρο (0,033 μ.) είναι αρκετά βαριά και μεγάλα, ώστε να χρησιμοποιηθούν ως χάντρες και ίσως να προορίζονταν για βαρίδια ενδύματος. Αντίθετα, τα μικρότερα σε μέγεθος κομβία, με μέγιστη διάμετρο 0,015 μ., αφθονούν στους τάφους, με 34 Μυλωνάς 1973, 234, εικ. 208 γ βλ. επίσης Μυλωνάς 1973, 30, εικ. 20 α, 203, εικ. 182 α: Karo , 57, πιν. XXXI, Σχετικά με τα σχήματα και το υλικό των κομβίων βλ. Iacovidis 1977, Tsountas and Manatt 1897, Iacovidis 1977, Iacovidis 1977, 115 Hughes-Brock 1999, CMS I: 253-4, αρ Konstantinidi 2001, Marinatos 1972,

23 αποτέλεσμα να συνάγεται η χρήση τους ως χάντρες 42. Παραδείγματος χάριν, τα 35 κομβία που εντοπίστηκαν στο θαλαμωτό τάφο XXIV του νεκροταφείου Δειράδος Αργολίδας (ΥΕ ΙΙΙΑ-Β) περιγράφονται από τον ανασκαφέα ως χάντρες περιδεραίου 43. Επίσης σε νεκροταφεία της ανατολικής Λοκρίδας και στη Βούντενη Πατρών (ΥΕ ΙΙ-ΙΙΙΓ) βρέθηκαν κομβία γύρω από το λαιμό του νεκρού 44. Η διασπορά των κομβίων στο σώμα του νεκρού - ιδίως από τη μέση και κάτω - θα μπορούσε πιθανόν να συνδεθεί με κάποιο νεκρικό ένδυμα ή σάβανο, το οποίο θα περιέβαλε τον νεκρό, όπως εξάλλου προτείνει η Ε. Κωνσταντινίδη 45. Αντίστοιχη ερμηνεία έχει δοθεί και από τον A. Persson για τις χάντρες περίπου από φαγεντιανή σε ποικιλία χρωμάτων, που βρέθηκαν στον θαλαμωτό τάφο 2 στη Μιδέα (ΥΕ ΙΙΙΑ-Γ), οι οποίες φαίνεται να κάλυπταν το σώμα του νεκρού σχηματίζοντας μοτίβο ζικ-ζακ 46. Χαρακτηριστικά μάλιστα αναφέρει ότι θα μπορούσε να συγκριθεί με το σάβανο που βρέθηκε στον τάφο του Τουταγχαμών 47. Στην τελευταία και εξίσου σημαντική κατηγορία ανήκουν τα κοσμήματα για τα άκρα, δηλαδή τα δαχτυλίδια και τα κοσμήματα για τον καρπό, τον βραχίονα και τα σφυρά. Από τα εν λόγω κοσμήματα, τα περιβραχιόνια, τα περικάρπια και τα περισφύρια 48 συχνά απαρτίζονταν από χάντρες και περίαπτα περασμένα σε κάποιο νήμα, κατά τον ίδιο τρόπο που κατασκευάζονταν και τα περιδέραια. Ειδικότερα, οι χάντρες από κορναλίνη και φαγεντιανή, που εντοπίστηκαν πλησίον του δεξιού καρπού του νεαρού κοριτσιού του τάφου Ξ του Ταφικού Κύκλου Β των Μυκηνών 49, θα μπορούσαν ίσως να χαρακτηριστούν ως περικάρπιο. Βέβαια, στις περισσότερες των περιπτώσεων τα κοσμήματα αυτής της κατηγορίας εντοπίζονται σε μορφή κρίκου ή τοξωτής ταινίας από χρυσό ή άργυρο διαμορφωμένα σε λεπτό φύλλο, το οποίο ενδεχομένως κάλυπτε κάποιο ευτελές υλικό, ίσως δέρμα ή οστό 50. Ωστόσο, όπως μαρτυρείται από τις θηραϊκές τοιχογραφίες 51 αρκετά συχνά στα περισφύρια στερεώνονταν χάντρες σε ποικιλία μεγέθους και υλικών. Εν κατακλείδι, γίνεται αντιληπτό ότι οι χάντρες και τα περίαπτα αποτελούν το κυριότερο στοιχείο στην κατασκευή των κοσμημάτων. Εντοπίζονται σε περιδέραια, περικάρπια και 42 Hughes-Brock 1999, Deshayes 1966, 60, 68, Βλαχόπουλος , Α: 322 ΑΔ 40 (1985), Χρον., Κολώνας 1999, Konstantinidi 2001, Οι χάντρες εντοπίστηκαν στην ακόλουθη σειρά χρωμάτων: κίτρινο, καστανό, μαύρο, μπλε και λευκό (Persson 1931, 106). 47 Για τον τάφο του Τουταγχαμών βλ. σχετικά Carter and Mace 1923, Για τα περισφύρια οι μαρτυρίες μας προέρχονται από τις εικονογραφικές παραστάσεις (βλ. παρακάτω κεφ. Β.3). 49 Μυλωνάς 1973, 185, πιν. 158 β: Τελεβέντου 1984, Βλ. παρακάτω κεφ. Β.3. 23

24 διαδήματα, ενώ συχνά απαντώνται ως κεφαλές περονών είτε ως διακοσμητικά στοιχεία σε ενδύματα. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν τα κομβία τα οποία αν και η χρήση τους είναι κυρίως λειτουργική στα ενδύματα έχουν ερμηνευτεί από τους διάφορους μελετητές και ως χάντρες. Η χρήση, βέβαια, των χαντρών και των περιάπτων δεν περιορίζεται μόνο στη διακοσμητική τους αξία, αλλά είναι επιφορτισμένη με ποικίλους συμβολισμούς, τους οποίους και θα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε αναλυτικά παρακάτω. Β.2. Σχήματα και χρήσεις χαντρών και περιάπτων. Παραδείγματα. Ήδη από το τέλος της 3ης χιλιετίας εντοπίζονται σε αφθονία οι χάντρες, ως βασικό στοιχείο για την κατασκευή κοσμημάτων, στην Κρήτη, στις Κυκλάδες και στην ηπειρωτική Ελλάδα 52. Αρχικά, ο νεολιθικός άνθρωπος χρησιμοποίησε χάντρες και περίαπτα από απλά φυσικά υλικά, όπως δόντια και οστά ζώων, θαλάσσια όστρεα και λίθους, τα οποία επεξεργαζόταν μιμούμενος σχήματα από το φυτικό και το θαλάσσιο κόσμο 53. Εν συνεχεία, την περίοδο της εποχής του Χαλκού με την ανάπτυξη του εμπορίου, παρατηρείται, πρώτα στην Μινωική Κρήτη και αργότερα στην ηπειρωτική Ελλάδα, η χρήση πολυπλοκότερων και πολυτιμότερων υλικών, όπως ο χρυσός, ο χαλκός, οι ημιπολύτιμοι λίθοι και οι υαλώδεις ύλες. Επιπλέον, διαπιστώνεται η εξέλιξη των σχημάτων των χαντρών και των περιάπτων, με τη χρήση μήτρας και ιδιαίτερων τεχνικών, και η σχηματοποίηση μοτίβων τόσο από το φυσικό τους περιβάλλον, όσο και αντικειμένων από την καθημερινή τους ζωή 54. Συγκεκριμένα, τα σχήματα, τα οποία είναι εμπνευσμένα από τη φύση, περιλαμβάνουν ποικιλία φυτών όπως ρόδακες, κρίνους, παπύρους, κισσόφυλλα και φοίνικες, όστρεα όπως ναύτιλους, σπόρους, ελαιοπυρήνες και μικρά ασχημάτιστα εσπεριδοειδή, αλλά και ζώα, πάπιες, ταυροκεφαλές, βουκράνια, ιπποποτάμους κ.ά. 55. Οι απομιμήσεις αντικειμένων περιλαμβάνουν σχήματα αγγείων, βωμούς, οκτώσχημες ασπίδες και πλήθος γεωμετρικών σχημάτων όπως σφαιρικές ή σφαιρικές πεπλατυσμένες 56, κυλινδρικές, κωνικές και αμφικωνικές, δακτυλιόσχημες, βαρελόσχημες, φακοειδείς, αμυγδαλοειδείς, αρτόσχημες κ.ά (εικ. 8). Η περαιτέρω κατηγοριοποίηση των χαντρών ως προς το σχήμα τους κρίνεται εξαιρετικά δύσκολη, 52 Τελεβέντου 1984, Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα κοσμημάτων της Νεολιθικής περιόδου στην ηπειρωτική Ελλάδα βρέθηκαν στην Θεσσαλία, βλ. σχετικά Κυπαρίσση-Αποστολίκα Hood 1978, Στο παρελθόν κάποια από αυτά όπως οι καρποί και τα όστρεα, είχαν χρησιμοποιηθεί αυτούσια ως χάντρες ή περίαπτα (Ιακωβίδης , Β: 303-7). 56 Αποτελεί το πιο συχνό σχήμα χάντρας που απαντά στα Μυκηναϊκά ταφικά σύνολα (Konstantinidi 2001, 21). 57 Για τα σχήματα χαντρών βλ. Σακελλαρίου-Ξενάκη 1985, Higgins 1980, 78, εικ. 14 βλ. επίσης Ιακωβίδης , Β: 305, εικ. 128.

25 διότι δεν υπάρχει καθιερωμένη - κοινή τυπολογία για όλη την ποικιλία των σχημάτων. Οι μελετητές αρκετά συχνά δίνουν διαφορετικές ερμηνείες για το ίδιο σχήμα, ενώ οι αρχαιολογικές αναφορές των ανασκαφέων - ιδίως οι παλαιότερες - σπάνια συνοδεύονταν από σχέδια 58. Ωστόσο, με την τυπολογία των χαντρών έχουν ασχοληθεί αναλυτικότερα ο R.A. Higgins (1980) και η Α. Σακελλαρίου-Ξενάκη (1985) και η παρούσα μελέτη στηρίζεται σε αυτές τις δημοσιεύσεις. Στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητο να επισημανθεί και η έλλειψη εξειδικευμένης γνώσης των ανασκαφέων στην αναγνώριση και την ταύτιση του υλικού των χαντρών, ειδικότερα των κατασκευασμένων από υαλώδεις ύλες και ημιπολύτιμους λίθους. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μεγάλη σύγχυση στις δημοσιεύσεις, καθώς συχνά διατυπώνονται γενικεύσεις ή λανθασμένες ταυτίσεις των υλών. Η ποικιλία των σχημάτων στις χάντρες και η διακόσμηση τους εξαρτώνται από το υλικό τους. Ειδικότερα, στις χάντρες από πολύτιμα μέταλλα παρατηρούνται περισσότερες λεπτομέρειες και πολυπλοκότερα σχήματα και τεχνικές, όπως η συρματερή και η κοκκιδωτή διακόσμηση. Οι χάντρες από ημιπολύτιμους λίθους είναι σε απλά γεωμετρικά σχήματα, όπως σφαιρικές ή σφαιρικές πεπλατυσμένες, κωνικές και αμφικωνικές, ωοειδείς και κυλινδρικές, ενώ συχνά συναντώνται και σε σχήματα φυτών, ζώων και αντικειμένων 59. Παραδείγματος χάριν, από το θαλαμωτό τάφο 7 στο νεκροταφείο των Αηδονιών στη Νεμέα Κορινθίας (ΥΕ ΙΙΑ-ΙΙΙΒ), προέρχονται χάντρες σε σχήμα πάπιας από υαλώδεις ύλες και πράσινο στεατίτη 60. Ειδικότερα, η χάντρα από πράσινο στεατίτη έχει σχήμα πάπιας που στρέφει το λαιμό και το κεφάλι της προς τα πίσω - με το ράμφος να φτάνει την ουρά της - έχει διαστάσεις 0,008 x 0,011 μ. και φέρει οπή ανάρτησης παράλληλη προς τον μικρό άξονα της βάσης (εικ. 9). Χάντρες σε σχήμα πάπιας έχουν βρεθεί επίσης στην Κρήτη. Ενδεικτικά, αναφέρονται η χρυσή χάντρα σε σχήμα πάπιας από την Κνωσό και δυο ακόμα χάντρες από κορναλίνη στην περιοχή του Παλαίκαστρου 61. Πιθανότατα το σχήμα να εισήχθηκε από την Αίγυπτο, όπου η πάπια συναντάται συχνά ως μοτίβο στα διάφορα είδη κοσμημάτων 62. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν συν τοις άλλοις τα περίαπτα από λάπις λάζουλι από το Νέο Καδμείο Θηβών (ΥΕ ΙΙΙΒ), τα οποία έχουν τη μορφή σχηματοποιημένου φοίνικα 63. Τα φύλλα του φοίνικα απεικονίζονται συμμετρικά ως αντιθετικές γλώσσες, με το μίσχο διάτρητο να λειτουργεί ως στέλεχος ανάρτησης. Χαρακτηριστικά, οι διαστάσεις των δυο από τα συνολικά 11 περίαπτα που έχουν εντοπιστεί είναι 0,045 x 0,049 x 0,013 μ. και 0,039 x 0,039 x 0,006 μ.. 58 Konstantinidi 2001, Ιακωβίδης , Β: Δημακοπούλου 1996, 57. εικ. 33 α, β και γ. 61 Evans , Andrews 1990, 88, 112, 157, 178 και εικ. 158 β. 63 Δημακοπούλου 1988, 120 ΑΔ 20 (1965), Χρον. Β 2, 1965, 230, πιν. 276 β. 25

26 Μάλιστα, εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους τους εικάζεται η λειτουργία τους ως κεντρικών τμημάτων περιδεραίων (εικ. 10). Στην κατηγορία των χαντρών-περιάπτων που μιμούνται αντικείμενα ανήκει μια χάντρα σε σχήμα πρόχου από σαρδόνυχα, η οποία εντοπίστηκε στο θαλαμωτό τάφο 2 Ασπροχώματος στις Μυκήνες (ΥΕ ΙΙΙΑ-Β) 64. Το σώμα του εν λόγω αγγείου είναι οξυπύθμενο, η λαβή του αποτελεί συνέχεια του λοξότμητου στομίου και είναι κάθετη στον ώμο, τον οποίο περιβάλλουν δυο λεπτοί ανάγλυφοι δακτύλιοι. Το κενό ανάμεσα στη λαβή και το λαιμό χρησίμευε για την ανάρτησή του (εικ. 11). Η επιλογή, βέβαια, ενός μόνο υλικού για την κατασκευή χαντρών δεν ήταν αυστηρά αποκλειστική τακτική, καθώς υπάρχουν πολλά παραδείγματα στα οποία συνδυάζονται δυο διαφορετικά υλικά. Ειδικότερα, στην περίπτωση των ημιπολύτιμων λίθων είναι χαρακτηριστικές οι χρυσόδετες χάντρες, στις οποίες λεπτό χρυσό έλασμα - συνήθως με επιπλέον συρματερή ή κοκκιδωτή διακόσμηση - καλύπτει την περιοχή γύρω από τις οπές ανάρτησης της χάντρας (gold cap). Στην Αίγυπτο απαντώνται κυρίως κατά την περίοδο του Μέσου Βασιλείου ( π.χ) 65. Χρυσόδετες χάντρες βρίσκουμε επίσης στην Κρήτη, στο ανάκτορο της Κνωσού, στις Αρχάνες κ.α. 66. Στην ηπειρωτική Ελλάδα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα χρυσόδετων χαντρών προέρχονται από την Πρόσυμνα και τα Δεντρά Αργολίδας αλλά και από το νεκροταφείο της Περατής. Συγκεκριμένα, στην Πρόσυμνα Αργολίδας στον τάφο XLI (ΥΕ ΙΙΙΑ-Β) εντοπίστηκαν χρυσόδετες χάντρες σφαιρικού σχήματος από μαλαχίτη, κορναλίνη και ορεία κρύσταλλο, με συρματερή ή κοκκιδωτή διακόσμηση 67 (εικ. 12). Στoν θολωτό τάφο στα Δενδρά Αργολίδας (ΥΕ ΙΙΙΑ-Γ) δυο κυλινδρικές χάντρες από αχάτη είναι διακοσμημένες γύρω από τις οπές, με χρυσούς κυλίνδρους η μία και με την τεχνική της κοκκίδωσης η άλλη 68. Ενώ, από το νεκροταφείο της Περατής (ΥΕ ΙΙΙΓ) προέρχονται δυο χρυσόδετες κυλινδρικές χάντρες από αχάτη και ορεία κρύσταλλο, με τη δεύτερη χάντρα, πιο επιμελημένη, να φέρει επιπλέον μικρή στεφάνη ως περιχείλωμα στο χρυσό έλασμα που κάλυπτε την περιοχή γύρω από τις οπές 69. Ο Σ. Ιακωβίδης αναφέρει ότι τέτοιου είδους χάντρες πιθανόν να αποσκοπούσαν στην ανάδειξη του κοσμήματος και να αποτελούσαν κεντρικό εξάρτημα περιδεραίου ή να χρησίμευαν για να καλύπτουν το 64 Σακελλαρίου-Ξενάκη 1985, 54-7, εικ βλ. σχετικά Andrews 1990, 40, Παναγιωτάκη 2000, Blegen 1937, Persson 1931, 30, 39, Ιακωβίδης , Β:

27 σημείο σύνδεσης των άκρων του νήματος, καθώς το μέγεθός τους υπερέβαινε τις διαστάσεις των συνηθισμένων χαντρών 70. Επανερχόμενοι στο ζήτημα των σχημάτων, θεωρείται σημαντικό να τονισθεί το γεγονός ότι μέσα στα πλαίσια των πολιτισμικών επαφών και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των λαών της Μεσογείου εισάγονταν μοτίβα σε σχήματα φυτών ή ζώων, τα οποία ήταν άγνωστα στον αιγαιακό κόσμο, αλλά αντιπροσωπευτικά του τόπου στον οποίο κατασκευάστηκαν 71. Στις περιπτώσεις αυτές συγκαταλέγονται οι χάντρες σε σχήμα παπύρου. Ο πάπυρος αποτελούσε το ιερό φυτό της Αιγύπτου και έμβλημα της Αιγύπτιας θεάς του Νείλου Wadj 72. Ως υδρόβιο φυτό συνδέθηκε με τη γονιμότητα, ενώ το ίδιο του το όνομα στην αιγυπτιακή γλώσσα σήμαινε «ανθοφορώ» ή «είμαι υγιής» 73. Στον αιγαιακό χώρο εισήχθηκε από την Αίγυπτο αρχικά ως ένα αισθητικά ιδιαίτερο εικονογραφικό μοτίβο, όμως σύντομα απέκτησε και συμβολική χρήση, καθώς συνδυάστηκε με τον κρίνο - το ιερό φυτό της Μινωικής Κρήτης - δημιουργώντας το μοναδικό σχήμα του κρινοπάπυρου 74. Οι χάντρες κρινοπάπυρου, κατασκευασμένες από διάφορες ύλες, αποτέλεσαν αγαπημένο σχήμα στον κρητομυκηναϊκό κόσμο και συναντώνται συχνά τόσο σε πλούσια ταφικά σύνολα, όσο και σε χώρους που έχουν ταυτιστεί ως ιερά, επιβεβαιώνοντας τη συμβολική τους σημασία. Επιπλέον, η χρήση του εικονιστικού σχήματος του κρινοπάπυρου ως ιερό σύμβολο γίνεται φανερή και από τις τοιχογραφίες. Ειδικότερα, σε θραύσμα τοιχογραφίας από τον Τομέα Α του Ακρωτηρίου της Θήρας κρινοπάπυρος απεικονίζεται να επιστέφει κίονα που βρίσκεται μπροστά από ιερό κορυφής, το οποίο πλησιάζει κυανοπίθηκος σε στάση λατρείας 75. Το παράδειγμα του κρινοπάπυρου αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τις αμοιβαίες επιρροές μεταξύ της Αιγύπτου και του αιγαιακού κόσμου, υποδηλώνοντας παράλληλα μια συνειδητή επιλογή και όχι μια παθητική υιοθέτηση σχημάτων, συμβόλων και ιδεών 76. Χάντρες στο σχήμα του κρινοπάπυρου στην ηπειρωτική Ελλάδα έχουν διασωθεί κυρίως από χρυσό και υαλώδεις ύλες. Ενώ, από ημιπολύτιμους λίθους έχουν εντοπιστεί πολύ λιγότερες σε αριθμό - κυρίως την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο - και συνήθως αποτελούν μια εκφυλισμένη μορφή 70 Το μήκος των χαντρών είναι 0,02-0,03 μ. και η διάμετρος τους 0,011-0,012 μ., σε αντίθεση με τις συνήθεις διαστάσεις των κυλινδρικών χαντρών, που κυμαίνονται από 0,01-0,015 μ. μήκος και 0,005-0,008 μ. διάμετρος (Ιακωβίδης , Β: 301-3). 71 Ιακωβίδης , Β: Morgan Andrews 1990, 37 Marinatos 1984, Παναγιωτάκη 2000, Marinatos 1984, Παναγιωτάκη 2000, 105 Platon 2008,

28 σχηματοποιημένου κρινοπάπυρου 77. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του τύπου αυτού προέρχεται από τον τάφο Ε του νεκροταφείου του Καμινιού στην Νάξο (ΥΚ ΙΙΙΓ) 78. Πρόκειται για περίαπτο από γκριζοπράσινο σχιστόλιθο, ο οποίος φέρει λεπτές αβαθείς εγχαράξεις ελίκων που καμπυλώνουν συμμετρικά σχηματίζοντας κρινοπάπυρο. Η εγχάραξη φαίνεται να ακολουθεί το σχήμα του περιάπτου, το οποίο είναι επίπεδο μηνοειδές με δυο οδοντώσεις στο επάνω μέρος, εκατέρωθεν του σταγονόσχημου στελέχους ανάρτησης (εικ. 13). Οι εγχαράξεις μοιάζουν, επίσης, με σχηματοποιημένους οφθαλμούς, γεγονός που παραπέμπει σε μια αποτροπαϊκή λειτουργία του περιάπτου, που το καθιστά φυλαχτό. Στο νεκροταφείο της Ελάτειας-Αλωνάκι (ΥΕ ΙΙΙΑ-Γ) στο νομό Φθιώτιδας, έχουν βρεθεί επτά περίαπτα από στεατίτη, που θυμίζουν στο σχήμα και στην εγχάρακτη διακόσμηση το περίαπτο από τη Νάξο 79. Είναι κατασκευασμένα όλα από στεατίτη με τεχνοτροπία που παραπέμπει ενδεχομένως σε τοπικό εργαστήρι 80. Οι διαστάσεις τους ποικίλουν από 0,030 μ. έως 0,037 μ. στο ύψος, 0,026 μ. έως 0,035 μ. στο πλάτος και 0,006 μ. έως 0,008 μ. στο πάχος. Στην πλειονότητά τους τα περίαπτα συγκροτούσαν τα κεντρικά μέρη περιδεραίων, αποτελούμενα από χάντρες διαφόρων σχημάτων, όπως σφαιρικές, βαρελόσχημες, αμφικωνικές κ.ά.. Περαιτέρω, το σχήμα τους είναι παπυρόσχημο, μηνοειδές ή αγκυρόσχημο και φέρουν εγχάρακτη διακόσμηση από καμπύλες γραμμές που ακολουθούν το περίγραμμα του περιάπτου 81 (εικ. 14, 15). Εμφανή είναι στα περισσότερα περίαπτα τα ίχνη από την τριβή χρήσης στην οπίσθια όψη τους και στα σημεία επαφής του περιάπτου με τις χάντρες, όπου έχει δημιουργηθεί πατούρα, η οποία μαρτυρά τη χρήση των κοσμημάτων από τους κατόχους τους όσο ήταν εν ζωή. Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι χάντρες κατά κύριο λόγο, χρησιμοποιούνται ως μέρη περιδεραίων ή σε περικάρπια. Παρόλα αυτά ο ρόλος τους δεν περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην αισθητική ή διακοσμητική τους αξία. Μια χάντρα είναι πιθανόν να λειτουργεί και ως φυλαχτό με μαγικές ή αποτροπαϊκές ιδιότητες. Ενώ, συχνά χάντρες κοσμούν αντικείμενα όπως εγχειρίδια, αγγεία, κέρατα καθοσιώσεως, στεφάνια από άνθη κ.ά. 82. Επιπροσθέτως, όπως καταδεικνύουν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα μέσα σε τάφους είναι πιθανή η τοποθέτηση τέτοιου είδους αντικειμένων ως μέσο προβολής της κοινωνικής θέσης ή του αξιώματος του νεκρού κατόχου τους. 77 Βλαχόπουλος , Α: Βλαχόπουλος , Α: 432-6, σχ. 40, πιν Δημάκη 1999, Η διακόσμηση στα περίαπτα έγινε από δυο εργαλεία σύμφωνα με τα ίχνη που διακρίνονται στην επιφάνεια. Ένα σωληνωτό τρυπάνι για τους κύκλους και ένα μικρό καλέμι για τις γραμμές, τα οποία είχαν οδοντωτή και αιχμηρή απόληξη (Δημάκη 1999, 210). 81 Δημάκη 1999, Younger 1992, 274,

29 Όσον αφορά στην ιδιότητα μιας χάντρας ή ενός περιάπτου ως φυλαχτό δεν είναι πάντα διακριτή από την απλή χρήση τους ως διακοσμητικά στοιχεία, καθώς και στις δυο περιπτώσεις είναι κατασκευασμένα με τρόπο τέτοιο ώστε να φέρονται πάνω στο σώμα του κατόχου. Μάλιστα, συχνά μια χάντρα δύναται να είχε διπλή ιδιότητα. Σύμφωνα με τον Σ. Ιακωβίδη τα φυλαχτά μπορούν να διακριθούν σε δυο κατηγορίες: α) σε εκείνα που οφείλουν τη δύναμή τους στο ίδιο τους το υλικό, όπως κέρατα και δόντια ζώων, ορισμένα μέταλλα και ημιπολύτιμοι λίθοι, καρποί και ρίζες μερικών φυτών και β) σε εκείνα που αποκτούν τη μαγική τους ιδιότητα εξαιτίας του σχήματος ή της διακόσμησης που τους δίνει ο κατασκευαστής 83. Με την ιδιότητα του φυλαχτού μια χάντρα ή ένα περίαπτο προοριζόταν να φέρει καλή τύχη, να προστατεύσει από ασθένειες και να αποτρέψει κινδύνους ή να δώσει απλά δύναμη στον κάτοχο της, ώστε να ξεπεράσει τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής. Στην τελευταία περίπτωση ανήκουν μερικά ζωόμορφα φυλαχτά, τα οποία προσέδιδαν στον κάτοχό τους τη δύναμη του ζώου που απεικόνιζαν 84. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το περίαπτο σε μορφή ιπποπόταμου από τον θαλαμωτό τάφο III στην Πρόσυμνα (ΥΕ ΙΙ-ΙΙΙΒ) 85. Πρόκειται για εισηγμένο αντικείμενο από την Αίγυπτο κατασκευασμένο από κορναλίνη. Η οπίσθια όψη του είναι επίπεδη, με εγκοπή διαστάσεων 0,040 μ. για ένθεση, ενώ η κύρια είναι στρογγυλεμένη. Το σώμα του ιπποπόταμου είναι διαμορφωμένο με τρείς βαθιές εγχαράξεις που διατρέχουν τους μηρούς και το κόψιμο του λαιμού. Φέρει διάτρητες οπές κάτω από την ουρά και την εμπρόσθια όψη του σώματος, οι οποίες συναντούν την εγκοπή στην πίσω όψη. Κατά το μήκος της πλάτης του υπάρχουν τρείς μικρές οπές του ενός χιλιοστού, οι οποίες προορίζονταν για ένθετη διακόσμηση από χρυσούς ήλους (εικ. 16). Χαρακτηριστικό, επίσης, είναι ένα περίαπτο σε σχήμα ταυροκεφαλής, το οποίο προέρχεται από τον τάφο Γ του νεκροταφείου του Καμινιού στη Νάξο (ΥΚ ΙΙΙΓ) 86. Αποτελείται από γκριζοπράσινο τριγωνικό λίθο, επίπεδο στην πίσω όψη, ο οποίος είναι ένθετος σε παχύ έλασμα χρυσού που φέρει περιμετρικά διπλή σειρά κοκκιδωτής διακόσμησης. Στο άνω μέρος, μεταξύ των ανάγλυφων κουκκίδων, σχηματίζεται οριζόντιος σωλήνας ανάρτησης (εικ. 17). Τα ίχνη φθοράς στην οπίσθια επιφάνεια του περιάπτου και η υψηλής ποιότητας τεχνική της κοκκίδωσης μαρτυρούν ότι πρόκειται για κάποιου είδους κειμήλιο που χρησιμοποιήθηκε όσο ο κάτοχός του ήταν εν ζωή, ίσως και δύο αιώνες νωρίτερα από την εποχή λειτουργίας του νεκροταφείου. Το εν λόγω περίαπτο πιθανότατα να είχε αποτροπαϊκή ιδιότητα και δεν αποκλείεται να του είχε 83 Ιακωβίδης , Β: Konstantinidi 2001, Blegen 1937, 180-5, 292 αντίστοιχο περίαπτο από ελεφαντοστό έχει εντοπιστεί σε τάφο στον Πλάτανο της Κρήτης βλ. Xanthoudides 1924, 122, PLXV Βλαχόπουλος , Α:

30 αποδοθεί κάποιος ιερός συμβολισμός που θα προσέδιδε στον κάτοχό του θεϊκή προστασία και δύναμη. Αρκετά συχνά συναντάμε φυλαχτά ως ταφικό κτέρισματα, τα οποία συνόδευαν τον νεκρό επιφορτισμένα με αποτροπαϊκές ιδιότητες ενάντια στο σκοτάδι του θανάτου και πιθανότατα με την ελπίδα για μια νέα ζωή. Οι συμβολισμοί αυτοί συνήθως εισάγονταν μαζί με τα αντικείμενα από την Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή και αφομοιώνονταν από τους Μυκηναίους, οι οποίοι ωστόσο, δημιουργούσαν αντικείμενα προσαρμοσμένα τόσο στις ανάγκες, όσο και στην αισθητική τους 87. Ένα τέτοιο φυλαχτό με αιγυπτιακή προέλευση είναι ο σκαραβαίος, κατασκευασμένος συνήθως από ημιπολύτιμους λίθους ή φαγεντιανή (εικ. 18). Ο σκαραβαίος συνιστά ένα από τα αρχαιότερα αιγυπτιακά σύμβολα, άμεσα συνδεδεμένο με τη θρησκευτική φιλοσοφία των αρχαίων Αιγυπτίων 88. Η χρήση του ήταν αρκετά διαδεδομένη ως ιερό σύμβολο «πρόσβασης στην αιωνιότητα», αλλά και ως αντικείμενο με πολλαπλές χρήσεις, συνδυασμένες πάντα με το θρησκευτικό του υπόβαθρο, όπως φυλαχτό, σφραγίδα, ανάθημα, και κόσμημα. Στον αιγαιακό χώρο 89 ο σκαραβαίος, εισήχθηκε αρχικά όχι ως εμπορικό υλικό, αλλά πιθανότερα ως προσωπικό αντικείμενο-αναμνηστικό, ωστόσο, είναι βέβαιο ότι στη συνέχεια θεωρήθηκε εξωτικό αντικείμενο πολυτελείας. Κατασκευασμένος από πολύτιμα υλικά - ημιπολύτιμους λίθους ή υαλώδεις ύλες - ενσωματώθηκε στο υπάρχον σύστημα σφραγιδογλυφίας και σκοπίμως χρησιμοποιήθηκε από την Μινωική και Μυκηναϊκή ελίτ ως ένδειξη κύρους 90. Στην υπό εξέταση περίοδο ανευρέθηκαν κυρίως σκαραβαίοι από φαγεντιανή και πολύ λιγότεροι σε αριθμό από ελεφαντόδοντο και ημιπολύτιμους λίθους 91. Ειδικότερα, σκαραβαίοι από ημιπολύτιμους λίθους εντοπίστηκαν δυο από λάπις λάζουλι στις Μυκήνες 92 και στο Λευκαντί Ευβοίας 93, ένας από στεατίτη στην Πρόσυμνα 94, δυο από κορναλίνη στα Νιχώρια της Πύλου 95 και στην Ιαλυσό της Ρόδου 96 και ένας από αμέθυστο στη Μυρού Περιστεριάς 97. Οι περισσότεροι 87 Platon 2008, Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι παρατηρώντας το μικρό αυτό έντομο να κουβαλάει ένα σβώλο κοπριάς, μέσα στον οποίο τοποθετούσε τo γονιμοποιημένο αυγό του, το οποίο ύστερα από μερικές εβδομάδες εκκολάπτονταν και εμφανίζονταν από το έδαφος ένας νέος σκαραβαίος, έβλεπαν την αέναη και κυκλική πορεία της αναγέννησης του ηλιακού Θεού και κατ επέκταση της δικής τους αναγέννησης στη μεταθανάτια αιώνια ζωή (Ward 1994, 186-7). 89 Στη Μινωική Κρήτη οι πρώτοι εισηγμένοι Αιγυπτιακοί σκαραβαίοι φτάνουν στα τέλη της Προανακτορικής περιόδου (ΜΜΙΑ/ π.Χ.) (Phillips 2008, 121-2). 90 Warren 2000, Cline 1994, Μυλωνάς 1973, 216, 225, 357, πιν. 199 β. 93 Popham and Sackett 1968, 34, εικ. 80 Konstantinidi 2001, Blegen 1937, , 261-2, 281, εικ. 418, Χωρέμης 1973, Konstantinidi 2001, Lambrou-Phillipson 1990, 386, εικ. 55 Mee 1982, 45 Konstantinidi 2001,

31 βρέθηκαν σε ταφικά σύνολα και είτε έφεραν συνήθως ιερογλυφικά σύμβολα ή επιγραφή με το όνομα κάποιου φαραώ - γνωστή ως φαραωνική δέλτος - είτε απεικόνιζαν αιγυπτιακές θεότητες. Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση του σκαραβαίου από κορναλίνη, από την Ιαλυσό της Ρόδου, ο οποίος καλυπτόταν στις άκρες του με χρυσά ελάσματα, όπως οι χρυσόδετες κυλινδρικές χάντρες 98. Οι απεικονίσεις ιερών συμβόλων και βασιλικών ονομάτων, έξω από το πρωταρχικό τους πλαίσιο, υποδεικνύουν μια χρήση του σκαραβαίου ως αντικείμενο πολυτελείας και ένδειξης κοινωνικού στάτους. Η κατοχή ενός τέτοιου αντικειμένου πιθανόν να επιβεβαίωνε τις πολιτισμικές σχέσεις των Μυκηναΐων με την ανώτερη τάξη της Αιγύπτου, προσδίδοντας κύρος στον κάτοχό του 99. Ορισμένες φορές, βέβαια, ο σκαραβαίος ίσως να λειτουργούσε και στον αιγαιακό κόσμο ως φυλαχτό, διατηρώντας ως έναν βαθμό τον πρωταρχικό ιερό συμβολισμό και το θρησκευτικό υπόβαθρο, με τον οποίο ήταν επιφορτισμένος. Οι σφραγίδες φυλαχτά, ήταν ήδη γνωστές από τη Νεολιθική περίοδο στη βόρεια Μεσοποταμία, με τις πρωιμότερες να είναι περίαπτα, τα οποία στη συνέχεια προσαρμόστηκαν για χρήση ως σφραγίδες 100. Στον αιγαιακό χώρο οι πρώτες ενδείξεις για χρήση σφραγίδας ανάγονται στην ΠΜ ΙΙ και ΠΕ ΙΙ περίοδο και ανήκουν στους τύπους των φακοειδών ή αμυγδαλοειδών σχημάτων, όπως επίσης και στο σχήμα του κυλίνδρου 101. Για την κατασκευή τους αρχικά γινόταν χρήση μαλακών λίθων - όπως ο στεατίτης - ενώ στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν σκληρότεροι λίθοι, όπως ο αμέθυστος, ο κόκκινος και πράσινος ίασπις, ο αχάτης και η κορναλίνη. Η χρήση τους συνδεόταν κατά κύριο λόγο με τη διοίκηση, το εμπόριο και την άρχουσα τάξη. Μάλιστα οι σφραγίδες χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο διαφοροποίησης της κοινωνικής θέσης των κατόχων τους. Για το λόγο αυτό οι περισσότερες σφραγίδες προσαρμόζονταν σε δαχτυλίδια ή ήταν διάτρητες - σε μορφή χάντρας - ώστε να μπορούν να ενσωματώνονται σε περιδέραια ή περικάρπια και να φέρονται από τον κάτοχό τους ως κόσμημα. Αρκετά συχνά η χρήση των σφραγίδων έχει συνδεθεί με φυλαχτά, λόγω των εικονιστικών τους παραστάσεων, η διακόσμηση των οποίων έφερε υποτυπώδη εγχάραξη καθιστώντας δύσκολη τη χρήση τους στη σφραγιδογλυφία. Οι σφραγίδες αυτού του τύπου είναι γνωστές ως 97 Μαρινάτος 1960, Μαρινάτος 1961, Konstandinidi 2001, Lambrou-Phillipson 1990, Cline , Hood 1978, Ο τύπος των κυλινδρικών σφραγίδων πρώτη φορά εντοπίζεται στη Μεσοποταμία στα μέσα της 4ης χιλιετίας, από όπου και διαδόθηκαν αρχικά στην Αίγυπτο και στην Συρία κατά τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας και στην συνέχεια στο Αιγαίο (Hood 1978, 209). 31

32 «ταλισμανικές» και θεωρούνται ότι είχαν μαγικές και αποτροπαΐκές ιδιότητες 102. Η εγχάραξη που διακρίνεται στη σφραγιστική τους επιφάνεια είναι συνήθως δυσανάγνωστη και πρόχειρα κατασκευασμένη, με τυχαίες, ατελείς ή ρηχές γραμμές, που δεν στόχευαν στη δημιουργία ενός ευκρινούς αποτυπώματος. Ορισμένες φορές μάλιστα, παρόλο που το υλικό και το σχήμα τους υποδεικνύουν ότι προοριζόταν για σφραγίδες, η απουσία παράστασης μαρτυρά περισσότερο τη χρήση τους ως απλών χαντρών-φυλαχτών 103. Στις περιπτώσεις των «ταλισμανικών» σφραγίδων που διακρίνεται κάποια παράσταση, συνήθως αυτή περιλαμβάνει δυσερμήνευτα θέματα με θρησκευτικούς συμβολισμούς στα πλαίσια θεϊκής εύνοιας, όπως προσόψεις ιερών, σπονδικές πρόχους και αμφορείς, διπλούς πέλεκεις και βουκράνια. Συχνά, επίσης, συναντάμε παραστάσεις με σχηματοποιημένα φυτικά μοτίβα και αγγεία, που μαρτυρούν ενδεχομένως μια τελετουργική λειτουργία συνυφασμένη με την αναγέννηση της φύσης. Ενώ, η απεικόνιση θαλάσσιων όντων και πλοίων σε αυτές συνδέθηκε πιθανότατα με την ασφάλεια των εμπορικών συναλλαγών και ιδίως την προστασία των ναυτικών. Όσες από αυτές απεικονίζουν παραστάσεις χερσαίων ζώων που ξεχωρίζουν για τις ικανότητές τους, ενδεχομένως να προσέδιδαν δύναμη και τα χαρακτηριστικά των ζώων αυτών στον κάτοχό τους. Τέλος, εκείνες που φέρουν μετωπικά προσωπεία αιλουροειδών ίσως να ήταν επιφορτισμένες με αποτροπαϊκές ιδιότητες 104. Η επιβεβαιωμένη χρήση σφραγιδογλυφίας στην ηπειρωτική Ελλάδα καθιερώνεται από τον 15ο αι. π.χ και εξής 105, ενώ οι «ταλισμανικές» σφραγίδες εμφανίζονται για πρώτη φορά στους λακκοειδείς τάφους των Μυκηνών. Κατά την ΥΕ Ι και ΙΙ χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των σφραγίδων σκληροί ημιπολύτιμοι λίθοι, όπως ο αχάτης και η κορναλίνη, ενώ σταδιακά προς την ΥΕ ΙΙΙ και ΥΕ ΙΙΙΑ περίοδο γίνεται χρήση κυρίως του μαλακού μαύρου στεατίτη. Οι παραστάσεις σχηματοποιημένων τετράποδων και σχηματοποιημένων φυτών αποτελούν τα συνηθέστερα μοτίβα 106. Από τον Ταφικό Κύκλο Β προέρχονται τέσσερεις σφραγίδες από ημιπολύτιμους λίθους: α) Η πρώτη από τον τάφο Μ 107 έχει αμυγδαλοειδές σχήμα και είναι από κορναλίνη. Αποτελεί το κεντρικό τμήμα περιδεραίου, το οποίο απαρτιζόταν από 11 συνολικά χάντρες κατασκευασμένες από διάφορα υλικά, όπως ορεία κρύσταλλο (2), χαλκό (4), κορναλίνη (2), μετεωρίτη (1) και άργυρο (1). Έχει διαστάσεις 0,018 μ. μήκος, 0,014 μ. πλάτος, 0,007 μ. πάχος και οπή στον οριζόντιο άξονα. Φέρει παράσταση μεγάλου φοινικοειδούς δένδρου, με κλάδους εκτεινόμενους εκατέρωθεν του κεντρικού άξονα, ο οποίος εκφύεται πίσω από σφαιρικό 102 Πρώτη φορά εντοπίζονται στην Κρήτη κατά την ΜΜ ΙΙΙ περίοδο (περί τα 1700 π.χ.) (Hood 1978, 220). 103 Βλαχόπουλος , A: Hood 1978, σχετικά με τις «ταλισμανικές» σφραγίδες βλ. Kenna 1960 Kenna 1969 Onassoglou Hood 1978, 221, Βλαχόπουλος , Α: Μυλωνάς 1973, 149, 156-7, πιν. 135 β, 136 α. 32

33 αντικείμενο (εικ. 19). Μάλιστα, η Α. Σακελλαρίου χαρακτήρισε το αντικείμενο ως αγγείο με τοξωτές λαβές 108, ενώ ο Γ. Μυλωνάς θεώρησε πιθανότερο να απεικονίζει βράχο, ένα θέμα, άλλωστε, σύνηθες στην μινωική μικρογλυφία. β) Η δεύτερη σφραγίδα από τον τάφο Ρ 109 είναι από κορναλίνη, φακοειδής στο σχήμα και έχει μέγιστη διάμετρο 0,019 μ.. Φέρει σχηματοποιημένη παράσταση ελαφιού που τρέχει. Είναι διάτρηση κάθετα στην παράσταση, γεγονός που μαρτυρά ότι φέρονταν πιθανότατα σε κάποιο περιδέραιο ή περικάρπιο (εικ. 20). γ) Η τρίτη χάντρα-σφραγίδα προέρχεται από τον τάφο Ο 110 του Ταφικού Κύκλου Β των Μυκηνών. Είναι κατασκευασμένη από κορναλίνη, έχει διαστάσεις 0,016 μ. μήκος, 0,011 μ. πλάτος και 0,009 μ. πάχος. Φέρει οριζόντιο τρήμα για ανάρτηση. Η σφραγιστική της επιφάνεια καλύπτεται από τη σχηματοποιημένη παράσταση δυο παράλληλων θαλάσσιων κελυφών ατρακτοειδούς σχήματος, που αποτελεί αγαπημένο μοτίβο της κρητικής σφραγιδογλυφίας (εικ. 21). Οι ως άνω τρείς σφραγιδόλιθοι ανήκουν στο τύπο των «ταλισμανικών» μαγικών σφραγίδων, διότι τόσο η σχηματική και η γεωμετρική απόδοση των μοτίβων τους, όσο και η διάτρησή τους μαρτυρούν τη χρήση τους ως χάντρες-φυλαχτά. δ) Ο τέταρτος σφραγιδόλιθος από τον Ταφικό Κύκλο Β προέρχεται επίσης από τον τάφο Μ 111. Είναι δισκοειδής, με μέγιστη διάμετρο 0,009 μ., κατασκευασμένος από αμέθυστο. Φέρει κάθετη διάτρηση, η οποία μαρτυρά τη χρήση του πιθανόν ως τμήμα περικαρπίου. Η σφραγιστική του επιφάνεια καταλαμβάνεται από την κεφαλή γενειοφόρου άνδρα με μακριά πυκνή κόμη, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του μετώπου του καλύπτεται με πυκνούς βοστρύχους (εικ. 22). Πρόκειται για μοναδική περίπτωση παράστασης ανθρώπινου κεφαλιού στη μυκηναϊκή σφραγυδογλυφία, η οποία παραπέμπει σε μινωικά πρότυπα. Πιθανότατα, η σφαργίδα να κατασκευάστηκε από κάποιον Μινωίτη τεχνίτη 112. Το γεγονός ότι ο εν λόγω σφραγιδόλιθος εντοπίστηκε σε ανδρική ταφή πλούσια κτερισμένη - με πλήθος πολύτιμων αντικειμένων, προσωπίδα από ήλεκτρο και πολεμικό εξοπλισμό - μαρτυρά κυρίως τη λειτουργία του ως ένδειξη της ιδιότητας του νεκρού ως ηγεμόνα πολεμιστή. Στην κατηγορία των «ταλισμανικών» σφραγίδων ανήκει, επίσης, ο αμυγδαλοειδής σφαργιδόλιθος από σαρδόνυχα, ο οποίος βρέθηκε μαζί με άλλους 36 στο Θολωτό τάφο του Βαφειού 113. Οι διαστάσεις του είναι 0,025 μ. μήκος, 0,017 μ. πλάτος και 0,008 μ. πάχος. Σύμφωνα με τον Χ. Τσούντα είναι πιθανόν να αποτελούσε τμήμα περικαρπίου. Η ανάγλυφη σχηματοποιημένη διακόσμηση της σφραγιστικής της επιφάνειας περιλαμβάνει σύμπλεγμα 108 Σακελλαρίου 1966, Μυλωνάς 1973, 224-5, πιν Μυλωνάς 1973, 205-6, πιν Μυλωνάς 1973, 77-8, πιν. 60 β. 112 Σακελλαρίου 1966, Τσούντας 1889, , πιν. 10:

34 ζεύγους ψαριών, κλαδιά και σπονδική πρόχου με ψηλό λαιμό, λοξό στόμιο και σιγμοειδή λαβή που παραπέμπει σε φυλαχτό με θρησκευτικούς συμβολισμούς 114 (εικ. 23). Επιπρόσθετα, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η ενεπίγραφη φακοειδής χάντρα από αιματίτη προερχόμενη από το νεκροταφείο της Περατής (τάφος 24), η οποία βρέθηκε στην περιοχή του λαιμού του νεαρού ατόμου του τάφου, μαρτυρώντας τη χρήση της ως περίαπτο (εικ. 24). Φέρει εγχάρακτες επιγραφές στις δυο όψεις που θυμίζουν τις χεττιτικές bullae, σφραγίδεςφυλαχτά γνωστές στην Μικρά Ασία από το β μισό της 2ης χιλιετίας π.χ Οι χεττιτικές σφραγίδες έφεραν συνήθως το όνομα του ιδιοκτήτη στο κέντρο, ενώ η επιγραφή που περιέβαλε το όνομα δεν είχε κάποια συγκεκριμένη σημασία. Η επιγραφή των χεττιτικών σφραγίδων αποτελείτο από επανάληψη ιερών σημείων, τα οποία εναλλάσσονταν με μικρούς ρόδακες, λειτουργώντας ουσιαστικά ως διακόσμηση και προστασία του ονόματος που περιέβαλαν και κατ επέκταση του κατόχου του περιάπτου. Ο H.G. Güterbock χαρακτήρισε τα σημεία αυτά ως «αγαθοποιά σύμβολα» 116, εξαιτίας της συμβολικής τους χρήσης. Το περίαπτο από την Περατή φέρει επίσης εγχάρακτες επιγραφές και στις δυο όψεις, μιμούμενο τις χεττιτικές σφραγίδες, αλλά με πιο πρόχειρη επεξεργασία. Οι επιγραφές αποτελούνται από το κεντρικό σύμπλεγμα, που ο P. Meriggi αναγνώρισε ως μέρος κύριου ονόματος, το οποίο περιβάλλεται από κύκλο πυκνών ακτινωτών γραμμών και σειρά ψηφίων στραμμένων προς το κέντρο 117. Οι δύο όψεις του περιάπτου θα μπορούσαν ίσως να θεωρηθούν ταυτόσημες. Μία, ωστόσο, προσεκτικότερη μελέτη τους κατέδειξε πως δεν είναι απολύτως όμοιες μεταξύ τους. Στη μια από τις δυο όψεις παρεμβάλλονται ή επαναλαμβάνονται επιπλέον γραμμές και ψηφία με μικρές παραλλαγές, μεταλλάσσοντας ένα ενδεχόμενο νόημα της επιγραφής. Επιπρόσθετα, μολονότι τα χαραγμένα ψηφία ανήκουν στην πλειονότητά τους στην χεττιτική ιερογλυφική γραφή, παρατηρούνται ψηφία της γραμμικής Α, της γραμμικής Β και της κύπρομινωικης γραφής. Παράλληλα, εντοπίζονται ψηφία που αποτελούν απλουστευμένες παραλλαγές και απομιμήσεις πραγματικών συμβόλων ή έχουν το ύφος των ψηφίων, χωρίς εντέλει να είναι ψηφία 118. Συνεπώς, πρόκειται για μία προσπάθεια απομίμησης της χεττιτικής σφραγίδας από κάποιον τεχνίτη, ο οποίος σαφώς γνώριζε τη χεττιτική ιερογλυφική, δε δίστασε όμως να χαράξει και άλλα σύμβολα που του ήταν εξίσου γνώριμα. Ο Σ. Ιακωβίδης υποστηρίζει ότι πρόκειται για κυπριακό προϊόν, στηριζόμενος στην ύπαρξη σημείου που ανήκει 114 Κακαβάς 2014, Ιακωβίδης , Β: Ιακωβίδης , Β:320 και σημ Για τη δημοσίευση του περιάπτου και τη σχετική συζήτηση βλ. Iakovidis 1964, Meriggi 1965, 5-6 Iacovidis 1966, Ιακωβίδης , Β:

35 μόνο στην κυπρομινωική γραφή, η οποία δεν ήταν διαδεδομένη εκτός Κύπρου 119. Στον θαλαμωτό τάφο 523 των Μυκηνών 120, βρέθηκε μια παρόμοιας κατασκευής φακοειδής χάντρα από στεατίτη. Φέρει χεττιτικά και άλλα απροσδιόριστα σύμβολα, τα οποία περιβάλλονται από μικρά σφηνοειδή σημεία. Στις δυο αυτές περιπτώσεις φαίνεται πως οι χάντρες είχαν τη λειτουργία φυλαχτού που θα προσέδιδε προστασία στον κάτοχό τους. Αποτελούν, δε, εξαιρετικά παραδείγματα συγχώνευσης στοιχείων των πολιτισμών της Ανατολικής Μεσογείου 121. Η οκτώσχημη ασπίδα είναι, επίσης, ένα ιδιαίτερο αγαπητό σχήμα χάντρας-περιάπτου της υπό εξέταση περιόδου, που εντάσσεται στην κατηγορία των φυλαχτών. Η ολόσωμη δίλοβη ασπίδα σε σχήμα ενός τεράστιου οκτώ που επικράτησε κατά την μινωική και μυκηναϊκή εποχή, υπήρξε το σημαντικότερο αμυντικό όπλο των πολεμιστών και των κυνηγών, άλλα και το διακριτικό σύμβολο της πολεμικής υπόστασης της Μεγάλης Θεάς 122. Συνεπώς, ο θρησκευτικός και προστατευτικός της χαρακτήρας είναι δεδομένος και για τον λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκε αρκετά ως διακοσμητικό θέμα τόσο στην εικονογραφία, όσο και στην μικροτεχνία της περιόδου. Μάλιστα, από αρκετούς μελετητές θεωρήθηκε ως η ανεικονική μορφή της Μεγάλης Θεάς 123, ενώ ο L.A. Milani αναφέρθηκε εκτενώς στον κοσμογονικό συμβολισμό των δυο κύκλων της ασπίδας 124. Στην κοσμηματοτεχνία η οκτώσχημη ασπίδα συναντάται αρκετά συχνά στα ταφικά σύνολα ως χάντρα ή περίαπτο κατασκευασμένη από διάφορα υλικά, όπως ελεφαντόδοντο, χρυσό, ημιπολύτιμους λίθους και υαλώδεις ύλες 125. Συνήθως, αποτελούσε μέρος περιδεραίου και είτε εναλλασσόταν με απλές χάντρες, είτε τοποθετούνταν στο κεντρικό τμήμα του ως περίαπτο. Η παρουσία της σε γυναικείες ταφές σε συνδυασμό με τη θρησκευτική και ιερή της σημασία είναι δυνατόν να υποδεικνύει τη χρήση της ως διακριτικό ιερατικού αξιώματος της κατόχου της. Ενδεχομένως, λοιπόν, να επρόκειτο για κάποια ιέρεια της Μεγάλης Θεάς 126. Ειδικότερα, χάντρες από ημιπολύτιμους λίθους στο σχήμα της οκτώσχημης ασπίδας έχουν βρεθεί στον θαλαμωτό τάφο στην Αγορά της Αθήνας (ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ) 127, σε παιδική ταφή στο Άργος (ΥΕ ΙΙΙΒ) 128, στον οικισμό 119 Ιακωβίδης , Β: Wace 1932, 35-7, 203-4, πιν. ΧΧ: Ιακωβίδης , B: Η πολεμική υπόσταση της Μεγάλης Θεάς ήταν μινωική σύλληψη, η οποία όμως εξελίχθηκε και τυποποιήθηκε κατά την Μυκηναϊκή περίοδο (Δανιηλίδου 1998, 34, 84 και σημ. 6, 7). 123 Δανιηλίδου 1998, 84 και σημ. 12, Δανιηλίδου 1998, 82 και σημ Βλ. σχετικά Δανιηλίδου Δανιηλίδου 1998, Townsend 1955, , 217, εικ. 8, πιν

36 Εύτρηση στη Βοιωτία (ΥΕ ΙΙΙ) 129, στον θολωτό τάφο Κακόβατου Ηλείας (ΥΕ ΙΙ Α) 130 και στον θολωτό τάφο στα Δενδρά Αργολίδας (ΥΕ ΙΙ-ΙΙΙ Α1) 131. Οι διαστάσεις τους ποικίλουν από 0,013 μ. έως 0,028 μ. στο ύψος, 0,014 μ. έως 0,017 μ. στο πλάτος και 0,009 μ. έως 0,016 μ. στο πάχος. Ήταν κατασκευασμένες κυρίως από στεατίτη, αμέθυστο, αχάτη, αλλά και ήλεκτρο. Η Δ. Δανιηλίδου τις χωρίζει αρχικά σε δυο βασικούς τύπους, στις ασπίδες με ίσους και άνισους λοβούς, ενώ στη συνέχεια τις εντάσσει σε υποκατηγορίες ανάλογα με τη μορφή που έχουν οι κύκλοι: τεμνόμενοι, εφαπτόμενοι ή μη εφαπτόμενοι 132. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η οκτώσχημη ασπίδα, που προέρχεται από τον θολωτό τάφο στα Δενδρά Αργολίδας, καθώς αποτελεί κεντρικό τμήμα καρδιόσχημου πλακιδίου από αχάτη, διαστάσεων 0,028 μ. x 0,019 μ., που φέρει οπή για την ανάρτησή του ως περίαπτο. Ομοίως, αξίζει να αναφερθεί αναλυτικά το περιδέραιο από αμέθυστο που βρέθηκε στον κιβωτιόσχημο παιδικό τάφο στο Άργος (ΥΕ ΙΙΒ - ΥΕ ΙΙΙΑ1) 133. Ο συγκεκριμένος τάφος περιελάμβανε 16 μικρογραφικά αγγεία, μεταξύ των οποίων μια υδρία και έναν αμφορέα, αλλά και πλήθος χαντρών (346) από υαλώδεις ύλες και αμέθυστο. Σύμφωνα με την Κ. Καζά- Παπαγεωργίου οι χάντρες στο σύνολό τους πιθανότατα να αποτελούσαν μέρη πέντε διαφορετικών περιδεραίων, εκ των οποίων το ένα μόνο απαρτίζονταν από χάντρες κατασκευασμένες από αμέθυστο. Ειδικότερα, αποτελείτο από 23 χάντρες: έντεκα στο σχήμα της οκτώσχημης ασπίδας, εννέα σφαιρικές, τρεις τρίπλευρες πρισματικές και μια περίπου σφαιρική με δυο αύλακες παράλληλες προς το τρήμα (εικ. 25). Οι χάντρες σε σχήμα οκτώσχημης ασπίδας, που το μέγεθός τους ποικίλει από 0,013 μ. έως 0,022 μ. στο μήκος και 0,009 μ. έως 0,016 μ. στο πλάτος, πιθανόν να εναλλάσσονταν με τις απλές χάντρες Αναμφισβήτητα, η παρουσία ενός τέτοιου ιερού συμβόλου σε ένα παιδικό τάφο υποδηλώνει την ανάγκη για προστασία του ανήλικου θανόντα, ενώ παράλληλα συνάδει με την ευαισθησία που έδειχναν οι άνθρωποι της εποχής στο θάνατο των παιδιών Kaza-Papageorgiou 1985, 1-21, πιν. 3, Goldman 1931, 201, εικ. 270: 9, πιν. ΧΧ: 3 Δανιηλίδου 1998, Müller 1909, 280, πιν. XV: Persson 1931, 36, αρ. 14 b, πιν. XXV: Δανιηλίδου 1998, Kaza-Papageorgiou 1985, Η τοποθέτηση χαντρών σε παιδικές ταφές αποτελούσε καθιερωμένο έθιμο της περιόδου και πρόκειται να παρουσιαστεί αναλυτικά στη συνέχεια βλ. παρακάτω κεφ. Δ.3. 36

37 Τέλος, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η χρήση των χαντρών σε σχήμα κωδίας μήκωνος της Yπνοφόρου (papaver somniferum) 135, είναι πιθανόν να σχετίζεται με αυτή του φυλαχτού. Το φυτό ήταν γνωστό για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες ήδη από την 3η χιλιετία π.χ. στη Μεσοποταμία, στην Εγγύς Ανατολή και στην Αίγυπτο 136 και πιθανόν συνδέονταν με το εμπόριο του οπίου 137. Γραπτές μαρτυρίες, αλλά και αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν ότι η κωδία μήκωνος ήταν γνωστή για τις θεραπευτικές της ιδιότητες και στον Ελλαδικό χώρο και ότι καλλιεργείτο συστηματικά ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους 138. Στην ηπειρωτική Ελλάδα κωδιόσχημες χάντρες έχουν εντοπιστεί σε αρκετούς τάφους και σε ποικιλία υλικών. Χαρακτηριστικά, αναφέρονται δεκατρείς κωδιόσχημες χάντρες από κορναλίνη από το νεκροταφείο της Περατής 139 (εικ. 26). Η προτίμηση του λίθου κορναλίνη ως υλικό κατασκευής των συγκεκριμένων χαντρών δεν φαίνεται να είναι τυχαία. Ενδεχομένως, το κόκκινο χρώμα του λίθου, που συμβόλιζε το αίμα που δίνει ζωή, ενίσχυε τη μαγική-συμβολική χρήση της χάντρας ως φυλαχτού 140. Βεβαίως, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και την έντονη θρησκευτική-συμβολική της χρήση, καθώς αποτελούσε το έμβλημα της θεότητας τόσο των Μυκηναίων όσο και των Μινωιτών. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ως παράδειγμα το ειδώλιο γυναικείας θεότητας που χαρακτηρίστηκε από τον Σ. Μαρινάτο ως «Θεά της Μήκωνος» 141, καθώς φέρει τρεις κωδίες στο κεφάλι, το οποίο βρέθηκε σε ιερό στην περιοχή Γάζι στην Κρήτη. Καταλήγοντας, τα σχήματα και οι χρήσεις των χαντρών και των περιάπτων ποικίλουν ανάλογα με τις ανάγκες και τις αντιλήψεις των ανθρώπων της κάθε περιόδου. Στην πλειονότητά τους οι χάντρες κατασκευάζονταν σε απλά γεωμετρικά σχήματα ως τμήματα περιδεραίων και άλλων κοσμημάτων. Παρόλα αυτά, συχνά επιλέγονταν εικονιστικά σχήματα που ήταν επιφορτισμένα με συμβολικούς ρόλους και αντικατόπτριζαν το φυσικό περιβάλλον, τη θρησκευτική, αλλά και την καθημερινή τους ζωή. Μάλιστα, ο συμβολικός χαρακτήρας των εικονιστικών σχημάτων ενισχυόταν από το υλικό από το οποίο μια χάντρα ή ένα περίαπτο ήταν κατασκευασμένο. 135 Είδος παπαρούνας από την οποία προέρχονται ο παπαρουνόσπορος, αλλά και το όπιο, το οποίο είναι γνωστό για τις αναλγητικές, καταπραϋντικές, παραισθησιογόνες και ευφορικές του ιδιότητες. 136 Ιακωβίδης , Β: Hughes-Brock 1999, Μαρινάτος 1937, 288, και υποσημ Ιακωβίδης , Β: Παναγιωτάκη 2000, 119 Hughes-Brook 1999, 280 και εικ. 2, Μαρινάτος 1937, 287-8, εικ. 7: 1 και εικ

38 Β.3 Ενδείξεις για τη χρήση χαντρών και περιάπτων μέσα από τις τοιχογραφίες Η απουσία γραπτών πηγών σχετικά με τις χρήσεις και τη λειτουργία των κοσμημάτων οδήγησε τους μελετητές να βασιστούν κυρίως στα αρχαιολογικά κατάλοιπα, τα οποία προέρχονται από τους τάφους και συνόδευαν τους νεκρούς. Ορισμένες από τις σημαντικότερες ενδείξεις, στις οποίες στηρίχθηκαν οι μελετητές προκειμένου να κατανοήσουν το ρόλο των κοσμημάτων, αποτέλεσαν το υλικό, το σχήμα, η διακόσμηση, το πλαίσιο ανεύρεσής και η ακριβή τους θέση σε συνάφεια με το ανθρωπολογικό υλικό. Ωστόσο, σημαντικές πληροφορίες για τον τρόπο χρήσης των κοσμημάτων από τους ζώντες ανθρώπους της εποχής αντλήθηκαν από τις απεικονίσεις τους στις τοιχογραφίες, καθώς οι τελευταίες ήταν εμπνευσμένες από την καθημερινή ζωή. Τοιχογραφίες που αναπαρίστανται κοσμήματα έχουν βρεθεί σε όλα τα ανάκτορα της ηπειρωτικής Ελλάδας της Μυκηναϊκής περιόδου 142. Στην παρούσα ερευνητική μελέτη θα αναφερθούμε σε τοιχογραφίες από τα ανάκτορα των Μυκηνών, της Πύλου και της Θήβας. Ιδιαίτερος λόγος θα γίνει επίσης για τις τοιχογραφίες, που προέρχονται από τα κτηριακά συγκροτήματα του ακρωτηρίου της Θήρας 143, οι οποίες αποτελούν τις καλύτερα σωζόμενες μαρτυρίες για τα κοσμήματα της περιόδου. Οι πρώτες τοιχογραφίες στον αιγαιακό χώρο εμφανίζονται στην Μινωική Κρήτη με την ανέγερση των νέων ανακτόρων (ΜΜ ΙΙΙΑ). Παρόλο που οι εν λόγω τοιχογραφίες δέχτηκαν ενδεχομένως επιρροές από την Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή, παραμένουν πρωτότυπα μοναδικά δημιουργήματα των Μινωιτών 144. Ειδικότερα, από την Κρήτη η τέχνη της τοιχογραφίας διαδόθηκε κατά τον 16ο αι. π.χ. (ΥΜ ΙΑ) αρχικά στις Κυκλάδες - στη Φυλακωπή της Μήλου, στην Αγία Ειρήνη της Κέας και στο Ακρωτήρι της Θήρας - και στο νοτιότερο αιγαιακό νησιωτικό χώρο - στα Τριάντα της Ρόδου - και σε μικρότερη έκταση στην ηπειρωτική Ελλάδα - στην Τίρυνθα και στο Άργος. Σταδιακά, βέβαια, με την εγκατάσταση των Μυκηναίων στην Κρήτη την ΥΜ ΙΙ περίοδο, η τέχνη της τοιχογραφίας εξελίσσεται και στην ηπειρωτική Ελλάδα, με τα περισσότερα σωζόμενα μυκηναϊκά τοιχογραφήματα να ανάγονται στον 14o και 13ο αι. π.χ. (ΥΜ ΙΙΙΑ και Β), περίοδο κατά την οποία ακμάζουν τα ανακτορικά συγκροτήματα Ενδεικτικά αναφέρονται το ανάκτορο των Μυκηνών βλ. Κριτσελή-Προβίδη 1982 το ανάκτορο της Πύλου βλ. Lang 1969 το ανάκτορο της Τίρυνθας βλ. Rodenwaldt 1912 το ανάκτορο της Θήβας βλ. Κεραμόπουλος Τελεβέντου 1984 Ντούμας Βασιλικού 1995, Δημακοπούλου 1988,

39 Το θεματολόγιο των μυκηναϊκών τοιχογραφιών περιλαμβάνει σκηνές τόσο από την κοσμική και τη θρησκευτική ζωή των Μυκηναίων, όσο και σκηνές φύσης με πλούσιο φυτικό διάκοσμο και ζώα, υποδηλώνοντας μεν επιρροές από τις μινωικές τοιχογραφίες, προσαρμοσμένες δε πάντα στα μυκηναϊκά ιδεώδη. Από την κοσμική σφαίρα ξεχωρίζουν σκηνές που τονίζουν το ηρωικό πνεύμα της άρχουσας τάξης με κυνηγετικά και πολεμικά στιγμιότυπα, ενώ συχνές είναι και οι τελετουργικές πομπές γυναικών, τα ιερά σύμβολα - οχτώσχημες ασπίδες και σπονδικά αγγεία - οι δαίμονες και άλλες θεϊκές μορφές που σχετίζονται με τη θρησκευτική ζωή. Εστιάζοντας στη μελέτη των κοσμημάτων, όπως αυτά εμφανίζονται να φέρονται από τις ανθρώπινες μορφές των εικονιστικών παραστάσεων, μπορούμε να αντλήσουμε στοιχεία που σχετίζονται τόσο με τον τρόπο χρήσης τους, όσο και με τις κοινωνικές ή και θρησκευτικές προεκτάσεις που έλαβαν κατά την εν λόγω περίοδο. Αγαπημένο θέμα των Μυκηναίων αποτελούσαν οι τοιχογραφίες με παραστάσεις πομπών γυναικών, κυρίως σε ιερούς χώρους των ανακτόρων. Πιθανόν τέτοιου είδους τοιχογραφίες να απεικόνιζαν πραγματικές τελετουργικές πομπές που λάμβαναν χώρα στα ανάκτορα. Συνήθως, οι γυναικείες μορφές των πομπών αυτών απεικονίζονται με ιδιαίτερη κόμμωση, πολυτελή ενδύματα και κοσμήματα, ενώ συχνά κρατούν στα χέρια τους άνθη, αγγεία, πυξίδες, αλλά και κοσμήματα, τα οποία προσφέρουν σε μια καθιστή θεότητα. Τα περιδέραια και τα περιβραχιόνια από χάντρες και περίαπτα είναι αρκετά συνήθη και εντοπίζονται σε ποικιλία σχημάτων και χρωμάτων, μαρτυρώντας τόσο τον τρόπο με τον οποίο αυτά φέρονταν, όσο και τα διαφορετικά υλικά κατασκευής τους. Οι τοιχογραφίες του Ακρωτηρίου της Θήρας ανάγονται στην ΥΚ ΙΑ περίοδο ( π.χ.) και αποτελούν ίσως τη σημαντικότερη πηγή πληροφοριών για τα κοσμήματα της ΥΕΧ. Η μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας κατέστρεψε και ταυτόχρονα κάλυψε με τέφρα τα κτήρια του Ακρωτηρίου, διατηρώντας σε μεγάλο βαθμό τις τοιχογραφίες. Μάλιστα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι μορφές εικονίζονται σχεδόν σε φυσικό μέγεθος, έδωσε τη δυνατότητα να αποδοθούν με εξαιρετική λεπτομέρεια τα σχήματα, οι συνδυασμοί χρωμάτων, αλλά και η διάταξη των κοσμημάτων 146. Συνολικά, εμφανίζονται 78 απεικονίσεις διαφορετικών τύπων κοσμημάτων, ανάμεσα στους οποίους παρατηρούνται κυρίως περιδέραια και περικάρπια, αλλά και ενώτια, περιβραχιόνια, περισφύρια, διαδήματα, κοσμήματα για τα μαλλιά και περόνες. Οι χάντρες απεικονίζονται σε όλες τις κατηγορίες, να κρέμονται από κάποιο ταινιωτό κόσμημα 146 Τελεβέντου 1984, 14-5,

40 κατασκευασμένο από μέταλλο 147 ή να είναι περασμένες σε κάποιο νήμα 148. Τα μοτίβα είναι κυρίως γεωμετρικά, αλλά και εικονιστικά, είτε με επανάληψη του ίδιου μοτίβου, είτε με εναλλαγές και συνδυασμούς διαφορετικών σχημάτων και χρωμάτων. Τα βασικά χρώματα που χρησιμοποιούνται στην απεικόνιση των χαντρών είναι το κίτρινο, το κόκκινο και το μαύρο, ενώ ακολουθούν το λευκό, το γαλάζιο και το βαθύ μπλε. Αξίζει να αναφερθεί ότι το κίτρινο χρώμα θεωρήθηκε ότι αναπαριστά το χρυσό και το κόκκινο τον κορναλίνη. Το μαύρο, ενδεχομένως, να υποδηλώνει κάποιον ημιπολύτιμο λίθο, ενώ οι αποχρώσεις του μπλε πιθανόν κάποια υαλώδη ύλη ή τον ημιπολύτιμο λίθο λάπις λάζουλι 149. Συγκεκριμένα, από το Βόρειο τοίχο του δωματίου 3 της Ξεστής 3 του Ακρωτηρίου, προέρχεται τοιχογραφία με απεικόνιση της λεγόμενης Πότνιας Θηρών 150 (εικ. 27). Η γυναικεία αυτή μορφή εικονίζεται ένθρονη σε βαθμιδωτή κατασκευή να δέχεται προσφορές από κυανοπίθηκο και από ιέρεια - γνωστή ως κροκοσυλλέκτρια - ενώ πίσω της απεικονίζεται φτερωτός γρύπας. Φορά πλήθος κοσμημάτων: τρία περικάρπια στο αριστερό της χέρι και δυο στο δεξί, περιβραχιόνιο στον αριστερό βραχίονα, τρία περιδέραια στο λαιμό, ενώτιο, διάδημα και χάντρες στα μαλλιά. Τα περικάρπια είτε είναι ταινίες σε σχήμα πλαγιαστού S ή τοξωτές από τις οποίες κρέμονται μικρές σφαιρικές χάντρες, είτε αποτελούνται μόνο από σφαιρικές χάντρες. Σε ένα από τα περικάρπια οι σφαιρικές χάντρες εναλλάσσονται με περίαπτα, σχήματος άνθους παπύρου. Όσον αφορά στο περιβραχιόνιο αποτελείται από μεγαλύτερες χάντρες πιθανότατα δισκοειδείς. Από τα περιδέραια, το πρώτο είναι στον τύπο της ταινίας από την οποία κρέμονται μικρές σφαιρικές χάντρες, το δεύτερο απαρτίζεται από περίαπτα σε σχήμα πάπιας περασμένα σε νήμα χρώματος κόκκινου, ενώ το τελευταίο αποτελείται από ταινία στην οποία κρέμονται περίαπτα που παριστάνουν έντομα με ανοιχτά φτερά, γνωστά ως λιβελούλες, που ζουν σε υδροβιότοπους. Τα δύο περιδέραια με τις ζωόμορφες χάντρες, σε συνδυασμό με τον κυανοπίθηκο και το γρύπα που πλαισιώνουν τη μορφή, μαρτυρούν την ιδιότητα της θεάς ως Πότνια Θηρών 151. Τέλος, το ενώτιο που φέρει η γυναικεία μορφή έχει σχήμα κρίκου στολισμένου εξωτερικά με χάντρες, ενώ το διάδημα που φέρει στα μαλλιά της αποτελείται από σφαιρικές χάντρες τοποθετημένες σε σειρά. 147 Το μέταλλο αυτό ήταν συνήθως διαμορφωμένο σε φύλλο και αποτελούσε επένδυση κάποιου πυρήνα ίσως από δέρμα ή οστό (Τελεβέντου 1984, 35). 148 Τελεβέντου 1984, Παναγιωτάκη 2000, Ντούμας 1992, 130-1, εικ Την ιδιότητα της μορφής ως Πότνια Θηρών διατύπωσε ο Σ. Μαρινάτος βλ. σχετικά Μαρινάτος 1976, 33 Τελεβέντου 1984,

41 Η κροκοσυλλέκτρια που προσφέρει τους κρόκους, που έχει συλλέξει, στην Πότνια Θηρών απεικονίζεται επίσης με κοσμήματα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα περισφύρια που φορά, ένα στο κάθε της πόδι, αποτελούμενα από ταινία σχήματος οριζόντιου S, από την οποία κρέμονται σφαιρικές μικρές χάντρες 152 (εικ. 28). Αντίστοιχα περισφύρια απεικονίζονται και σε άλλες μορφές στις τοιχογραφίες του Ακρωτηρίου, όπως επίσης και σε παραστάσεις από τις Μυκήνες 153 και την Κνωσό 154. Στο ανάκτορο της Κνωσού και συγκεκριμένα στην Τοιχογραφία της Πομπής περισφύρια απεικονίζονται να κοσμούν τα πόδια αντρών, γεγονός που οδήγησε τον A. Evans στην ερμηνεία τους ως διακριτικά κοσμήματα των προσώπων που λάμβαναν μέρος σε ιεροτελεστία 155. Το περισφύριο, ως αρχαιολογικό εύρημα, δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί. Πιθανότατα, εξαιτίας της μεγάλης ομοιότητάς του με το περικάρπιο ο μεταξύ τους διαχωρισμός να καθίσταται δύσκολος. Παρόλα αυτά, η απεικόνισή του στις τοιχογραφίες μας επιβεβαιώνει αναμφίβολα τη χρήση του. Η τοιχογραφία των Λατρευτριών από τη «Δεξαμενή Καθαρμών» στο ισόγειο της Ξεστής 3 του Ακρωτηρίου, παρουσιάζει επίσης εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς μαρτυρά τον τελετουργικό ρόλο του περιδεραίου ως ανάθημα 156. Μία από τις γυναικείες μορφές της τοιχογραφίας κρατά περιδέραιο στο αριστερό της χέρι και φαίνεται να συμμετέχει σε κάποιου είδους τελετουργία, που ερμηνεύτηκε από ορισμένους μελετητές ως τελετή ενηλικίωσης 157 (εικ. 29). Το περιδέραιο αποτελείται από 30 σφαιρικές χάντρες, περασμένες σε κόκκινο νήμα που δένει στις άκρες. Τα μεγέθη των χαντρών ποικίλουν, με τις μικρότερες να βρίσκονται στις άκρες και τις μεγαλύτερες να καταλαμβάνουν το κέντρο (εικ. 29α). Η ιερή σημασία της τοιχογραφίας ενισχύεται τόσο από τη θέση της πάνω από μια δεξαμενή καθαρμών, όσο και από την απεικόνιση ενός βωμού με κέρατα καθοσιώσεως, τον οποίο και προσεγγίζει η μορφή. Αντίστοιχο παράδειγμα προέρχεται και από το θρησκευτικό κέντρο των Μυκηνών, με την τοιχογραφία της «Μυκηναίας», από την λεγόμενη «Οικία του Αρχιερέως» 158. Η μορφή έχει ερμηνευθεί ως θεϊκή, διότι παρουσιάζεται καθήμενη, με πολυτελές ένδυμα και πλήθος κοσμημάτων. Ειδικότερα, φέρει τρείς σειρές περιδεραίων στο λαιμό και τρία περικάρπια στο κάθε χέρι, από τα οποία τα επτά αποτελούνται 152 Τα περισφύρια από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.χ. εικονίζονται σε αιγυπτιακές τοιχογραφίες και πιθανότατα εμφανίστηκαν στο Αιγαίο στα πλαίσια των επιδράσεων που δέχτηκε από την Ανατολή (Τελεβέντου 1984, 36-7). 153 Κριτσελή-Προβίδη 1982, 46-8, πιν. 8 β. 154 Evans 1928, 726-7, εικ. 450, 454, πιν. XXVI-XXVII. 155 Evans 1928, Τελεβέντου 1984, 25, εικ Τελεβέντου 1984, Κριτσελή-Προβίδη 1982, 37-40, πιν. Γ. 41

42 από χάντρες περασμένες σε νήμα, που έχουν σχήμα σφαιρικό και δακρυόσχημο 159. Στο δεξί της χέρι κρατά ένα ακόμη περιδέραιο, το οποίο πιθανόν δέχθηκε ως προσφορά από τελετουργική πομπή γυναικών που θα κατέληγε σε αυτήν (εικ. 30). Το περιδέραιο, ομοιάζει με εκείνο που φέρει η μορφή στο λαιμό της. Αποτελείται από δυο σειρές χαντρών περασμένες σε νήματα, των οποίων οι άκρες συνεχίζονται πάνω από την κλειστή της παλάμη. Οι χάντρες που το απαρτίζουν είναι αμυγδαλοειδείς και δακρυόσχημες και εναλλάσσονται με σφαιρικές 160. Να επισημανθεί ότι μέσα από το περιεχόμενο της συγκεκριμένης παράστασης τονίζεται ο ενδεχόμενος τελετουργικός ρόλος του περιδεραίου ως ανάθημα-προσφορά, όπως συμβαίνει και με την τοιχογραφία των Λατρευτριών. Άλλωστε ο χώρος που βρέθηκε η εν λόγω τοιχογραφία είναι ιερός και δεν θα μπορούσε παρά να συνδέεται άμεσα με αυτόν. Στην κατηγορία των παραστάσεων με πομπές γυναικών ανήκει πιθανότατα και μια τοιχογραφία από το ανάκτορο της Πύλου 161. Από τα σωζόμενα θραύσματα της τοιχογραφίας μπορούμε να διακρίνουμε δυο γυναικείες μορφές σε φυσικό μέγεθος που κρατούν άνθη. Οι δυο μορφές φορούν στο δεξί τους χέρι περικάρπιο από σφαιρικές χάντρες, ενώ η αριστερή μορφή σώζει μέρος του λαιμού, όπου απεικονίζονται δυο περιδέραια από αμυγδαλόσχημες χάντρες (εικ. 31). Όσον αφόρα στις απεικονίσεις των περιδεραίων αξίζει να αναφερθεί και εκείνο που φέρει μια γυναικεία μορφή από την ακρόπολη των Μυκηνών. Μολονότι, η τοιχογραφία σώζεται αποσπασματικά 162 είμαστε σε θέση να διακρίνουμε τρεις σειρές περιδεραίων από χάντρες στο λαιμό της μορφής. Από αυτά το ένα απαρτίζεται από δακρυόσχημες χάντρες-περίαπτα, ενώ τα άλλα δυο αποτελούνται από σφαιρικές χάντρες, οι οποίες εναλλάσσονται με παραλληλόγραμμα πλακίδια. Τα τελευταία, αποτελούν μοναδικό εικονογραφικό παράδειγμα και θυμίζουν τα πλακίδια-χάντρες που έχουν εντοπιστεί στο Ταφικό Κύκλο Β των Μυκηνών από υαλώδη ύλη και ήλεκτρο 163. Τέλος, περιδέραιο από αμυγδολόσχημες χάντρες σε τρείς σειρές κοσμεί το λαιμό γυναικείας μορφής που απεικονίζεται σε θραύσμα τοιχογραφίας από την Οικία του Κάδμου στη Θήβα 164 (εικ. 32). Εξαιρετικό ενδιαφέρον σχετικά με τη σύνθεση ενός περιδεραίου παρουσιάζει το περιδέραιο από την ανάγλυφη τοιχογραφία των δυο γυναικών σε κτήριο του οικισμού της νησίδας Ψείρα στις 159 Τα άλλα δυο είναι περικάρπια από ταινιωτό έλασμα σε σχήμα U, πιθανόν από κάποιο μέταλλο, ίσως χαλκό (Κριτσέλη-Προβίδη 1982, 39). 160 Κριτσελή-Προβίδη 1982, Lang 1969, 86-7, πιν. Ο, 51 Η nws. 162 Σώζεται μόνο το κεφάλι, ο λαιμός, ο αριστερός ώμος και το αριστερό χέρι (Κριτσέλη-Προβίδη 1982, 73-6). 163 Μυλωνάς 1973, 189, 206, 234-6, 350, πιν. 186 β, 209 α, β και 210 α: 1, Κεραμόπουλος 1909,

43 ΒΑ ακτές της Κρήτης (ΜΜ-ΥΜΙΙΒ) 165 (εικ. 33). Στο σωζόμενο θραύσμα της τοιχογραφίας, όπου απεικονίζεται τμήμα του δεξιού κορμού της μίας από τις δυο μορφές, διακρίνεται περιδέραιο από σφαιρικές χάντρες κίτρινου και μπλε χρώματος 166. Παρόλο που οι ρωγμές και τα σπασίματα της ανάγλυφης επιφάνειας της τοιχογραφίας δυσκολεύουν στην ακριβή αναπαράσταση του περιδεραίου, δίναται να διακριθεί η σύνθετη διάταξη των χαντρών, που θυμίζουν τη δαντελωτή περιφέρεια των οστρέων της θάλασσας. Ειδικότερα, το περιδέραιο απαρτίζεται από μονή σειρά σφαιρικών χαντρών μαζί με μια σειρά περιάπτων στο σχήμα της ημισελήνου από την οποία κρέμονται σειρές σφαιρικών χαντρών, που σχηματίζουν ημικύκλια. Μάλιστα, η Μ. Παναγιωτάκη αναφέρει ότι πρόκειται για το πιο σύνθετο περιδέραιο που έχει εντοπιστεί στον Κρητομυκηναϊκό κόσμο 167. Μέσα από τις τοιχογραφίες επιβεβαιώνεται η χρήση των κοσμημάτων από άντρες και παιδιά. Χαρακτηριστική είναι η τοιχογραφία των Νεαρών πυγμάχων από το Ακρωτήρι της Θήρας (Κτήριο Β) (εικ. 34), ο ένας εκ των οποίων φορά πληθώρα κοσμημάτων: ενώτιο, περιβραχιόνια, περικάρπιο, περιδέραιο και περισφύρια 168. Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι η δεύτερη μορφή παρουσιάζεται ακόσμητη. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην ερμηνεία των κοσμημάτων είτε ως ένδειξη κοινωνικής διαφοροποίησης, είτε ενδεχομένως ως ένδειξη συμμετοχής σε κάποια τελετουργία μύησης. Ένα ακόμα παράδειγμα ανδρικής μορφής που φέρει κόσμημα προέρχεται από θραύσμα τοιχογραφίας στο δωμάτιο του θρόνου στο ανάκτορο της Πύλου. Στο σωζόμενο θραύσμα διακρίνεται περιδέραιο αποτελούμενο από μικρές σφαιρικές χάντρες στο λαιμό της μορφής 169. Τέλος, από τη Δυτική Οικία του Ακρωτηρίου προέρχεται η τοιχογραφία με τον Ψαρά, στην οποία παριστάνεται ανδρική μορφή να φορά περιδέραιο από ταινία στο χρώμα της ώχρας, με λοξές κόκκινες γραμμές, που δίνει την εντύπωση σχοινιού 170. Μάλιστα, δένει πίσω από τον αυχένα με κόμπο, σε σημείο στο οποίο απεικονίζεται μια μαύρη σφαιρική χάντρα (εικ. 35, 35α). Η ιδιότητα του ψαρά έχει αποδοθεί και στη σκυφτή ανδρική μορφή που διακρίνεται σε τοιχογραφία από τη Φιλακωπή της Μήλου, η οποία φέρει επίσης περιδέραιο από σχοινί που δένει στο πίσω μέρος του αυχένα 171. Το γεγονός ότι πρόκειται για ένα απλό περιδέραιο χωρίς ιδιαίτερο βάρος ή διακόσμηση, σε συνδυασμό με την ιδιότητα των 165 Betancourt and Davaras 1998, Betancourt and Davaras 1998, Panagiotaki 2000, Τελεβέντου 1984, Lang 1969, 179, πιν. 108, 3 M Τελεβέντου 1984, Bosanquet 1904,

44 μορφών που το φορούν, οδήγησε ορισμένους μελετητές στην ερμηνεία του ως συμβολικό περιλαίμιο, το οποίο ίσως να φορούσαν οι δούλοι 172. Συνοψίζοντας, χάντρες και περίαπτα απεικονίζονται στις τοιχογραφίες σε αφθονία και σε ποικιλία σχημάτων και χρωμάτων. Ως περιδέραια συναντώνται συχνά σε τρεις ή τέσσερεις σειρές. Οι χάντρες περασμένες σε χρωματιστά νήματα συνήθως κόκκινου ή κίτρινου χρώματος. Τα σχήματα των χαντρών που επικρατούν είναι το σφαιρικό και το αμυγδαλόσχημο, ενώ δε λείπουν και τα εικονιστικά σχήματα, όπως τα άνθη παπύρου και τα περίαπτα σε σχήμα πάπιας. Τόσο στα ανάκτορα, όσο και στα κτηριακά συγκροτήματα του Ακρωτηρίου της Θήρας ο τοιχογραφικός διάκοσμος είναι φανερό ότι συνδέονταν με την άρχουσα τάξη της περιόδου, καταδεικνύοντας το κύρος και τις αισθητικές προτιμήσεις της. Ανθρώπινες μορφές που φέρουν πλήθος κοσμημάτων συναντώνται κυρίως σε παραστάσεις που σχετίζονταν με τη θρησκευτική ζωή των ανθρώπων της εποχής. Μάλιστα, κάποιες φορές ένα περιδέραιο απεικονίζεται ως αντικείμενο προσφοράς σε γυναικείες μορφές που ερμηνεύονται ως θεότητες, υποδεικνύοντας τον τελετουργικό ρόλο του κοσμήματος 173. Συνεπώς, οι εικονογραφικές παραστάσεις συμπληρώνουν άριστα την εικόνα των κοσμημάτων, όπως αυτή υποδηλώνεται από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα των ταφικών συνόλων της εποχής. Ενώ, παράλληλα φανερώνουν τη χρήση τους ως αντικείμενα επιφορτισμένα με θρησκευτικούς και κοινωνικούς συμβολισμούς και όχι ως απλά διακοσμητικά στοιχεία καλλωπισμού. 172 Younger 1992, Τελεβέντου 1984,

45 Γ. ΗΜΙΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΛΙΘΟΙ: ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ, ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ Γ.1 Υλικό και προέλευση των ημιπολύτιμων λίθων Σημαντικό στοιχείο στη μελέτη των κοσμημάτων αποτελεί η επιλογή του υλικού, η οποία συμβάλει ουσιαστικά στην κατανόηση της χρήσης και του ρόλου τους. Οι ιδιότητες που χαρακτηρίζουν ένα υλικό - όπως η σπανιότητα εύρεσής του, ο βαθμός δυσκολίας της επεξεργασίας του που προϋπέθετε ειδικές γνώσεις, αλλά και το χρώμα και η ανθεκτικότητά του - σχετίζονται άμεσα με το κόσμημα, καθορίζοντας το είδος και τη λειτουργία του. Επιπλέον, η προσβασιμότητα στην πρώτη ύλη, όπως και η πηγή προέλευσής της αποτελούν πολύτιμες μαρτυρίες για τον οικονομικό πλούτο μιας περιοχής, αντανακλώντας τις πολιτισμικές σχέσεις της με άλλες περιοχές. Έτσι, ενώ ο άνθρωπος αρχικά χρησιμοποίησε φυσικά υλικά, όπως οστά, δόντια και απλές πέτρες για να διακοσμήσει το σώμα του, σταδιακά με την ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας, της τεχνογνωσίας και της πυροτεχνολογίας, άρχισε να χρησιμοποιεί μια ποικιλία υλών για την κατασκευή των κοσμημάτων. Η επιλογή των πολυτιμότερων υλικών προσέδιδε μια επιπλέον συμβολική και οικονομική αξία τόσο στο ίδιο το αντικείμενο, όσο και στον κάτοχό του. Τέτοιες πολύτιμες ύλες ήταν ο χρυσός, ο χαλκός, το ελεφαντόδοντο, οι υαλώδεις ύλες και οι ημιπολύτιμοι λίθοι. Το υλικό στο οποίο εστιάζει η παρούσα μελέτη είναι οι ημιπολύτιμοι λίθοι 174, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν, κατά κύριο λόγο, για την κατασκευή χαντρών, περιάπτων και σφραγίδων. Οι λίθοι που ήταν σε χρήση την εν λόγω περίοδο είναι κυρίως οι χαλκηδόνιοι λίθοι, όπως ο κορναλίνης, ο αχάτης, ο όνυχας και ο σαρδόνυχας, οι ποικιλίες χαλαζία, όπως ο αμέθυστος, η ορεία κρύσταλλος και ο ίασπις, και τέλος ο μαλακός λίθος στεατίτης 175. Σε μικρότερη έκταση χρησιμοποιήθηκε ο κρυσταλλοπαγής αδιαφανής λίθος λάπις λάζουλι με το χαρακτηριστικό βαθύ κυανό χρώμα, αλλά και άλλοι όπως ο αιματίτης και οι πυριτόλιθοι 176. Σχεδόν οι περισσότεροι λίθοι - με εξαίρεση την ορεία κρύσταλλο και τον στεατίτη - εισάγονταν στην Ελλάδα από μακρινούς προορισμούς, όπως η Αίγυπτος ή η Εγγύς Ανατολή. 174 Για τις πρώτες ύλες και τις τεχνικές κατασκευής των κοσμημάτων βλ. Andrews 1990 Aston et al, 2000, Higgins 1980, Konstantinidi 2001,

46 Ειδικότερα, ο κορναλίνης - ο οποίος στα ελληνικά απαντά και ως κορνεόλης, καρνεόλης ή κορνήλιος λίθος - είναι ημιδιάφανος χαλκηδόνιος λίθος 177. Έχει χρώμα ερυθρό ή κίτρινο και βαθμό σκληρότητας 6 1/2-7, σύμφωνα με την κλίμακα του Mohs 178. Οι πιο γνωστές πηγές προέλευσης του κορναλίνη στην αρχαιότητα ήταν στην αρχαία πόλη Meluḫḫa στο βορειοανατολικό Ιράν 179. Από εκεί έφτανε στην Αίγυπτο, η οποία διέθετε επίσης πλούσια πηγή κορναλίνη στην ανατολική έρημο, όπου εντοπίζονταν υπό τη μορφή στρογγυλεμένων βότσαλων 180. Ο όρος σάρδιο χρησιμοποιείται για τις πιο σκούρες ερυθρές ποικιλίες του εν λόγω λίθου, μερικές από τις οποίες μπορεί να είναι σχεδόν μαύρες. Ωστόσο, η διάκρισή του δεν είναι εύκολη και για τον λόγο αυτό έχει καθιερωθεί ο όρος κορναλίνης και για τις δυο ποικιλίες 181. Στην ηπειρωτική Ελλάδα κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό εύρεσης σε σχέση με τους υπόλοιπους λίθους (γραφ. 1) και χρησιμοποιήθηκε, κατά κύριο λόγο για την κατασκευή χαντρών και περιάπτων σε ποικιλία σχημάτων (εικ. 36), ενώ πολύ λιγότερη ήταν η χρήση του για την κατασκευή σφραγίδων. Ενδεικτικά, στα ταφικά σύνολα των Μυκηνών από τις 433 καταγεγραμμένες χάντρες από κορναλίνη μόνο οκτώ είναι σφραγιδόλιθοι, ενώ στην Πρόσυμνα από τις 192 μόνο πέντε 182. Σε μεγάλη αφθονία εντοπίζεται και σε άλλα ταφικά σύνολα της περιόδου, όπως στα νεκροταφεία των Δενδρών και των Αηδονιών στην Αργολίδα 183, στη θέση Νιχώρια στη Μεσσηνία 184, στην Ηλεία 185, στην Αττική και στη Θεσσαλία 186. Ο αχάτης (με βαθμό σκληρότητας 6 1/2-7 στην κλίμακα Mohs) και ο όνυχας αποτελούν και οι δύο ποικιλίες του χαλκηδόνιου λίθου 187. Μοιάζουν πολύ μεταξύ τους και για το λόγο αυτό αρκετά συχνά χρησιμοποιείται μόνο ο όρος αχάτης. Η διαφορά τους εντοπίζεται στις στρώσεις των χρωμάτων που σχηματίζουν. Πιο συγκεκριμένα, στον αχάτη οι στρώσεις είναι πολλές, ακανόνιστες με ασαφή όρια, αλλά ομόκεντρες, σε αποχρώσεις κυρίως λευκού έως στιλπνού μελανού χρώματος (εικ. 37). Στον όνυχα από την άλλη, οι στρώσεις είναι ευθείες και σε σχετικά τακτικά διαστήματα, με εναλλαγές λευκού και μαύρου χρώματος. Επιπλέον, όταν ο τελευταίος εναλλάσσεται με στρώσεις σάρδιου, επίσης ποικιλία χαλκηδόνιου λίθου, και παρατηρείται 177 Loucas and Harris 1962, Πρόκειται για εμπειρική κλίμακα σκληρότητας των ορυκτών βάσει της οποίας κάθε ορυκτό χαράζει τα προηγούμενα και χαράζεται από τα επόμενα. Δημιουργός της ήταν ο Γερμανός ορυκτολόγος και γεωλόγος F. Mohs. 179 Younger 1979, Loucas and Harris 1962, Loucas and Harris 1962, Σύμφωνα με τον κατάλογο της Ε. Κωνσταντινίδη (Konstantinidi 2001, 55-88). 183 Persson 1931 Δημακοπούλου Χωρεμής 1969, Νικολέντζος ΑΔ 25 (1970), Χρον. Β 1, 46 Ιακωβίδης , Α-Γ Τσούντας Loucas and Harris 1962,

47 εναλλαγή λευκού και ερυθρού χρώματος, ονομάζεται σαρδόνυχας 188. Πηγή προέλευσής των εν λόγω λίθων θεωρείται η Αίγυπτος, από όπου και είναι πιθανόν να εισάγονταν στον Ελλαδικό χώρο. Ενώ, ο J. Younger προτείνει ως πηγή τους μια Ινδική κοιλάδα, την αρχαία Telmun 189. Οι λίθοι αυτοί χρησιμοποιούνταν κυρίως για την κατασκευή χαντρών, περιάπτων και σφραγίδων. Στην ηπειρωτική Ελλάδα χάντρες από αχάτη εντοπίστηκαν σε μεγάλο αριθμό στην Αχαΐα, στις θέσεις Κλάους 190 (72) και Προστοβίτσα (27) 191. Αντίθετα, στην Αργολίδα βρέθηκαν πολύ λιγότερες χάντρες από αχάτη, στο νεκροταφείο των Δενδρών (13), σε θαλαμωτό τάφο των Μυκηνών (2) και στην Πρόσυμνα (1) 192, γεγονός που υποδηλώνει μια προτίμηση στο συγκεκριμένο λίθο στη γεωγραφική περιοχή της δυτικής Πελοποννήσου (γράφ. 2). Επιπλέον, στη θέση Βρωμούσα στη Χαλκίδα 193 εντοπίστηκαν 19 χάντρες από αχάτη. Η συγκέντρωση τους στη συγκεκριμένη θέση μαρτυρά κάποιου είδους σχέση με το ανάκτορο του Κάδμου των Θηβών, όπου εντοπίστηκε πλήθος λίθων αχάτη σε διάφορα στάδια επεξεργασίας τους, οι οποίοι προορίζονταν για τη κατασκευή κοσμημάτων 194. Ο αμέθυστος (με βαθμό σκληρότητας 7 στην κλίμακα Mohs) είναι σκληρός διάφανος χαλαζίας σε απόχρωση βιολετί, ο οποίος εντοπίζεται σε κοιλότητες του ερυθρού γρανίτη 195 (εικ. 38). Ως πηγές προέλευσης του λίθου έχουν προταθεί η Αίγυπτος, αλλά και τα βουνά της Συρίας στο Βόρειο Ιράκ, όπου εντοπίστηκαν για πρώτη φορά αντικείμενα από αμέθυστο την 4η χιλιετία π.χ Ωστόσο, ο πιθανότερος τόπος από τον οποίο εισαγόταν ο αμέθυστος στο Αιγαίο, θεωρήθηκε η Αίγυπτος, ακόμη κι αν η επεξεργασία του αντικειμένου είχε γίνει σε κάποιο άλλο μέρος 197. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι στην Αίγυπτο ο αμέθυστος παρατηρείται σε αφθονία μέχρι τα πρώτα χρόνια της 13ης Δυναστείας (1750 π.χ.) και παρουσιάζει πτώση την περίοδο εμφάνισής του στο Αιγαίο (ΜΜ ΙΙΑ/1750 π.χ.) 198. Στην ηπειρωτική Ελλάδα το μεγαλύτερο ποσοστό αμέθυστου, κυρίως χάντρες, προέρχεται από τάφους της ΥΕ Ι, ΙΙ και ΙΙΙ περιόδου, συνήθως πλούσια κτερισμένους, ενώ σταδιακά από την ΥΕ ΙΙΙΑ και Β εντοπίζεται σε πολύ 188 Higgins 1980, Younger 1979, Papadopoulos 1979, 141-2, 145 Κυπαρίσση 1936, Κυπαρίσση 1928, Persson 1931, 30, 32, 36 Σακελλαρίου-Ξενάκη 1985, 208 Blegen 1937, Hankey 1952, Για τα εργαστήρια στα ανάκτορα των Θηβών βλ. παρακάτω κεφ. Γ Higgins 1980, Η Ε. Παλαιολόγου αναφέρει μια πηγή αμέθυστου στην Καλαμάτα της Πελοποννήσου, επισημαίνοντας όμως ότι δεν είχε αξιοποιηθεί τους αρχαίους χρόνους (Phillips 2009, 9-10 και σημ. 5, 20). 197 Hughes-Brock 2011, Στον Αιγαιακό χώρο εισάγεται στη Μινωική Κρήτη την ΠΜΙΙ Α περίοδο και αφθονεί από τη ΜΜΙΙ Α (1750π.Χ.), ενώ στην ηπειρωτική Ελλάδα από το τέλος της ΜΕ και αρχές της ΥΕ Ι (1600π.Χ.) (Phillips 2009, 10, εικ. 1). 47

48 λιγότερους τάφους και σε μικρότερη ποσότητα 199. Σε μεγάλες ποσότητες απαντάται στις θέσεις Άνω Εγκλιανός και Καζάρμα στην Μεσσηνία (τουλάχιστον 630) 200, στο θολωτό τάφο του Βαφειού στην Λακωνία (113) 201, στα ταφικά σύνολα των Μυκηνών, της Πρόσυμνας και της Τίρυνθας (τουλάχιστον 190) 202, αλλά και στη Βοιωτία (119) και τη Θεσσαλία (82) 203 (γραφ. 3). Απαντάται τόσο ως εισηγμένο τελικό προϊόν, όσο και ως καθαρό μινωικό ή μυκηναϊκό αντικείμενο. Γεγονός που υποδεικνύει την παράλληλη εισαγωγή του λίθου ως πρώτη ύλη και την μετέπειτα επεξεργασία του από τοπικά αιγαιακά εργαστήρια 204. Μάλιστα, η ερμηνεία της εισαγωγής του αμέθυστου ως πρώτη ύλη επιβεβαιώνεται κυρίως από χάντρες ή περίαπτα σε σχήματα αποκλειστικά αιγαιακά, όπως βουκράνια, οχτώσχημες ασπίδες και φακοειδείς σφραγίδες 205. Η ορεία κρύσταλλος είναι κρυσταλλικός τύπος χαλαζία, άχρωμος στην καθαρή του μορφή που χαρακτηρίζεται από οριζόντιες ραβδώσεις και υαλώδη λάμψη 206. Ο βαθμός σκληρότητάς της ορίζεται στο 7 σύμφωνα με την κλίμακα Mohs και για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκε κυρίως για χάντρες και κεφαλές περονών (εικ. 6). Κύρια πηγή προέλευσής της ήταν η Κρήτη, από την οποία εισαγόταν και στην ηπειρωτική Ελλάδα 207. Τα περισσότερα ευρήματα από ορεία κρύσταλλο προέρχονται από τον Ταφικό Κύκλο Β των Μυκηνών 208. Πρόκειται για 33 χάντρες, εκ των οποίων οι 18 εντοπίστηκαν στο λαιμό και στο στήθος της νεαρής νεκρής του Τάφου Ξ. Πιθανότατα απάρτιζαν περιδέραιο, που στο κέντρο του ήταν αναρτημένο τετράπλευρο περίαπτο από φαγεντιανή. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναφερθούμε στο ανοιχτό αγγείο με λαβή σε σχήμα πάπιας που ήταν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο από ορεία κρύσταλλο, το οποίο βρέθηκε επίσης στον τάφο Ο του Ταφικού Κύκλου Β των Μυκηνών 209. Το σχήμα του αγγείου, είναι καθαρά μινωικής κατασκευής και θυμίζει τις χάντρες σε σχήμα πάπιας που βρέθηκαν στο νεκροταφείο των Αηδονιών 210. Μεμονωμένα παραδείγματα χαντρών από ορεία κρύσταλλο εντοπίζονται ακόμη στον Ταφικό Κύκλο Α, στους Θολωτούς και Θαλαμωτούς τάφους των 199 Phillips 2009, Blegen 1954, Blegen et al. 1973, 102-3, Phillips 2009, Τσούντας 1889, Phillips 2009, 12 και σημ. 18,19 Blegen 1937 Rudolf Avila 1983 Μπάτζιου-Ευσταθίου 1991, 27, 58 Κεραμόπουλλος Phillips 2009, Phillips 2009, Konstantinidi 2001, Μαρινάτος 1931, Μυλωνάς 1973, Πρόκειται για καθαρά Μινωική επίδραση (Μυλωνάς 1973, 203-5, εικ. 167, 183-5). 210 Βλ. παραπάνω κεφ. Β.2. 48

49 Μυκηνών, στην Πρόσυμνα, στα Δενδρά, στην Ασίνη Μπαμπούρα, στην Αχαΐα αλλά και στην Αττική 211 (γράφ. 4). Στις ποικιλίες του χαλαζία ανήκει και ο ίασπις (με βαθμό σκληρότητας 6 1/2-7 στην κλίμακα Mohs). Πρόκειται για αδιαφανή σκληρό λίθο με διάφορες προσμίξεις, όπως οξείδια του σιδήρου, τα οποία του προσδίδουν το ερυθρό χρώμα, αλλά και μίξεις πράσινου, κίτρινου ή μαύρου χρώματος (εικ. 39). Εισαγόταν πιθανότατα από την Αίγυπτο, όπου και χρησιμοποιείτο σε μεγάλη αφθονία για χάντρες και φυλαχτά ήδη από τους Προδυναστικούς χρόνους 212. Στην ηπειρωτική Ελλάδα της Μυκηναϊκής περιόδου ο ίασπις συναντάται μεμονωμένα ως σφραγιδόλιθος 213 και συγκεκριμένα στον Άνω Εγκλιανό και στη θέση Κουκουνάρα στην Μεσσηνία, στην Αργολίδα και στο θολωτό τάφο του Βαφειού στην Λακωνία 214. Ο στεατίτης είναι πυριτικό ορυκτό του μαγνησίου. Πρόκειται για μαλακό λίθο (με βαθμό σκληρότητας 2 1/2-3 στην κλίμακα Mohs), λιπαρό στην αφή, με διάφορες προσμίξεις, όπως οξείδια σιδήρου και εντοπίζεται σε μπλε, γκρι, καστανό και πράσινο χρώμα 215 (εικ. 7). Στον Ελλαδικό χώρο πλούσια κοιτάσματα στεατίτη εντοπίζονται στην Κρήτη από όπου και εισάγονταν πιθανόν σε όλο τον Αιγαιακό χώρο 216. Στην Μυκηναϊκή περίοδο χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην κατασκευή κομβίων και σφονδυλίων και λιγότερο στην κατασκευή χαντρών, περιάπτων και σφραγίδων. (γραφ. 5). Ο λάπις λάζουλι είναι αδιαφανής λίθος που το χρώμα του ποικίλει από πράσινο μπλε έως μωβ μπλε, ενώ συχνά δημιουργούνται στην επιφάνειά του κηλίδες λευκής ή κίτρινης απόχρωσης από οξείδια του σιδήρου 217. Τα ορυχεία Badakhshan στο Αφγανιστάν είναι η πιο γνωστή τοποθεσία προέλευσης του λάπις λάζουλι. Από εκεί μέχρι τα μέσα της 3ης χιλιετίας έφτασε στη Μεσοποταμία και στη συνέχεια στο Αιγαίο και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Εξαιτίας του μικρού βαθμού σκληρότητας που παρουσιάζει (5-6 στην κλίμακα Mohs) μπορεί να επεξεργαστεί με μεγαλύτερη ευκολία και για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως σφραγιδόλιθος ή ως διακοσμητικό ένθεμα (εικ. 40). Στην ηπειρωτική Ελλάδα εντοπίζεται μεμονωμένα ως σφραγιδόλιθος κυρίως στην Αργολίδα - στις Μυκήνες, στα Δενδρά, στην Πρόσυμνα - αλλά και 211 Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του καταλόγου της Ε. Κωνσταντινίδη (Konstantinidi 2001). 212 Loucas and Harris 1962, Higgins 1980, Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του καταλόγου της Ε. Κωνσταντινίδη (Konstantinidi 2001). 215 Higgins 1980, Βλαχόπουλος , A: Loucas and Harris 1962,

50 στην Μεσσηνία, στην Ηλεία και στο Λευκαντί στην Εύβοια 218. Εξαίρεση αποτελεί ο εντυπωσιακός θησαυρός από κυλινδρικές σφραγίδες λάπις λάζουλι και άλλα κοσμήματα και ενθέματα, που βρέθηκαν σε εργαστήριο του ανακτόρου των Θηβών, για το οποίο θα γίνει λόγος στην επόμενη ενότητα 219. Ο αιματίτης (με βαθμό σκληρότητας 5 1/2-6 1/2 στην κλίμακα Mohs) είναι σκούρος αδιαφανής λίθος που απαρτίζεται από οξείδια του σιδήρου. Αποτελεί ένα από τα κυριότερα μεταλλεύματα του σιδήρου 220 που εντοπίζεται στην επιφάνεια της γης σε διάφορους τύπους και χρώματα - μαύρο, ερυθρό, καστανό. Ο ερυθρό-μαύρος τύπος αιματίτη είναι ο πιο γνωστός για την κατασκευή χαντρών, περιάπτων και σφραγίδων. Ο εν λόγω λίθος ήταν σε χρήση από τις αρχές της 3ης χιλιετίας στη Δυτική Ασία και στην Αίγυπτο, από όπου και εισαγόταν στον Ελλαδικό χώρο. Στην ηπειρωτική Ελλάδα χρησιμοποιείτο κυρίως για σφραγιδόλιθους, όπως συμβαίνει και με το λίθο λάπις λάζουλι (εικ. 41). Κοσμήματα κατασκευασμένα από αιματίτη απαντώνται μεμονωμένα στις Μυκήνες και στα νεκροταφεία των Αηδονιών και της Περατής 221. Στην κατηγορία των ημιπολύτιμων λίθων, συμπεριλαμβάνεται και η οργανική ύλη, κεχριμπάρι ή αλλιώς ήλεκτρο. Μολονότι στην ουσία αποτελεί απολίθωμα ρητίνης - χρώματος κίτρινου ή πορτοκαλί, με καστανόχρωμες και σπανίως ερυθρωπές αποχρώσεις - νοείται ως λίθος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η επεξεργασία του γίνονταν ομοίως με αυτήν των ημιπολύτιμων λίθων, ενώ επιπροσθέτως, αποτέλεσε ένα υλικό που χρησιμοποιήθηκε σχεδόν αποκλειστικά για την κατασκευή χαντρών 222. Στην αρχαία Ελλάδα καθιερώθηκε ο όρος ήλεκτρο εξαιτίας του ηλεκτρισμού που παρήγαγε, ενώ θεωρήθηκε ότι είχε μαγικές και προστατευτικές ιδιότητες ως φυλαχτό, εξαιτίας αυτών των ηλεκτρικών ιδιοτήτων 223. Σύμφωνα με αρχαιομετρικές αναλύσεις που έχουν πραγματοποιηθεί, ως επικρατέστερη πηγή προέλευσης του ήλεκτρου θεωρούνται οι νότιες ακτές της Βαλτικής θάλασσας 224, από όπου και εισαγόταν στην Μυκηναϊκή Ελλάδα πιθανότατα μέσω των Αιολικών νήσων και της Σικελίας 225. Στην Εγγύς Ανατολή και στην Μεσοποταμία τα πρωιμότερα παραδείγματα ανάγονται στα μέσα της 3ης χιλιετίας, ενώ στην Αίγυπτο δεν υπάρχουν ενδείξεις νωρίτερα από τη 18η Δυναστεία ( π.Χ.) 226. Στον 218 Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του καταλόγου της Ε. Κωνσταντινίδη (Konstantinidi 2001). 219 Βλ. παρακάτω κεφ. Γ Loucas and Harris 1962, Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του καταλόγου της Ε. Κωνσταντινίδη (Konstantinidi 2001). 222 Loucas and Harris 1962, Higgins 1980, Μυλωνάς 1973, 351 και σημ. 1, Βλ. σχετικά στο Navarro 1925, Harding and Hughes-Brock 1974, Harding and Hughes-Brock 1974,

51 Ελλαδικό χώρο εμφανίζεται για πρώτη φορά στα πρώιμα Μυκηναϊκά χρόνια, την περίοδο των Ταφικών Κύκλων των Μυκηνών και χρησιμοποιήθηκε μέχρι και το τέλος της ΥΕΧ για την κατασκευή χαντρών και περιάπτων 227 (εικ. 42). Κατά την ΥΕ Ι και ΙΙ περίοδο εντοπίζεται σε μεγάλες ποσότητες σχεδόν αποκλειστικά στην Πελοπόννησο 228. Ενώ, από την ΥΕ ΙΙΙΑ παρατηρείται μείωση του αριθμού του, αλλά σταδιακά ευρύτερη διάδοσή του σε μικρότερες ποσότητες 229. Στην Κρήτη εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ΥΕ ΙΙΙ με την κατάκτηση της νήσου από τους Μυκηναίους 230. Ενώ, σύμφωνα με τα έως τώρα ανασκαφικά δεδομένα το βορειότερο σημείο διάδοσής του υλικού στον Ελλαδικό χώρο τοποθετείται στη θέση «Σπάθες» του Αγίου Δημητρίου Πιερίας. Εκεί, ανευρέθηκαν 100 χάντρες από ήλεκτρο σε γυναικείες ταφές που χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΒ και Γ περιόδο 231. Μεγάλες ποσότητες αντικειμένων από ήλεκτρο ανευρέθηκαν κυρίως στη Δυτική Πελοπόννησο, στη Μεσσηνία (410) και στην Ηλεία (500), αλλά και στα ταφικά σύνολα των Μυκηνών (310) 232 (γράφ. 6). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πλακίδια από ήλεκτρο σε ορθογώνιο σχήμα ή με κυκλική διατομή, που φέρουν περισσότερες από μια οπές και πιθανότατα συγκρατούσουν σειρές χαντρών σε περιδέραιο (spacer beads). Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα αυτών προέρχονται από τον Θολωτό τάφο Α στον Κακόβατο Ηλείας 233 όπου βρέθηκαν ένα οκτώσχημο αντικέιμενο με κεντρική οπή και δυο μικρότερες σε κάθε κύκλο, καθώς και ένα αντικείμενο με τρείς συμφυείς κύκλους (εικ. 43, 44). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα τρία ορθογώνια τετράπλευρα πλακίδια. από τον τάφο Ο του Ταφικού Κύκλου Β των Μυκηνών. Κάθε ένα από αυτά φέρει τρεις έως τέσσερεις οπές κατά μήκος και κατά πλάτος. Τα πλακίδια βρέθηκαν στην περιοχή του στήθους της νεκρής μαζί με 119 χάντρες από ήλεκτρο σε σχήμα σφαιρικό πεπλατυσμένο 234 (εικ. 45). Αντίστοιχα πλακίδια συναντώνται συχνά στην Αίγυπτο κατασκευασμένα από διάφορες ύλες 235, ενώ πλακίδια από ήλεκτρο έχουν βρεθεί στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη 236. Ένα τελευταίο παράδειγμα αντικειμένου από ήλεκτρο εντοπίζεται στον θαλαμωτό τάφο 518 στο Καλκάνι (ΥΕ Ι-ΙΙ). Πρόκειται για μια αμυγδαλοειδής σφραγίδα η πρόσθια όψη της οποίας φέρει παράσταση ταύρου προς τα αριστερά, ενώ η οπίσθια είναι κυρτή και έχει αναθύρωση με αύλακες παράλληλες προς την οπή 237. Η εν λόγω σφραγίδα αποτελεί 227 Το πρωιμότερο δείγμα συναντάται στον λακκοειδή τάφο Ο των Μυκηνών (Μυλωνάς 1973, 187-9, 206, πιν. 186 β). 228 Harding and Hughes-Brock 1974, Harding and Hughes-Brock 1974, Harding and Hughes-Brock 1974, 150 Σακελλαράκης 1975, Νικολέντζος 2011, 311 και σημ Konstantinidi 2001 Νικολέντζος Σταμπολίδης 2003, Μυλωνάς 1973, 189, 206, πιν. 186 β. 235 Bλ. σχετικά Andrews Harding and Hughes-Brock 1974, Wace 1932, 86, εικ

52 μοναδικό εύρημα ιδιαίτερης σημασίας, διότι η τυπική μυκηναϊκή παράσταση του ταύρου δηλώνει ότι το ήλεκτρο δεν έφτανε στην Ελλάδα μόνο ως τελικό προϊόν, αλλά και ως πρώτη ύλη που επιδέχονταν κατεργασία σε τοπικά αιγιακά εργαστήρια. Στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητο να αναφερθούμε συνοπτικά και σε δυο ακόμη πολύτιμες ύλες της εξεταζόμενης περιόδου, που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον για την κατασκευή χαντρών και περιάπτων, τον χρυσό και τις υαλώδεις ύλες. Ειδικότερα, ο χρυσός βρισκόταν σε ευρεία χρήση στις πρωιμότερες φάσεις της περιόδου (ΥΕΙ-ΙΙ). Πιθανοί τόποι προέλευσής του ήταν η Αίγυπτος, το νότιο Σουδάν, η Συρία, αλλά και ο Καύκασος σύμφωνα με το μύθο των Αργοναυτών. Ωστόσο, πηγές χρυσού εντοπίζονται και εντός του Ελλαδικού χώρου, στις Κυκλάδες και συγκεκριμένα στη Σίφνο, στην Πάρο, στα Κουφονήσια, στη Θήρα και στην Κίμωλο, αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα, στην Αρκαδία και στο Λαύριο, χωρίς όμως να υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις εκμετάλλευσής τους σε τόσο πρώιμους χρόνους 238. Η ανθεκτικότητα του μετάλλου και η μοναδική λάμψη που διαθέτει, σε συνδυασμό με τη δυσκολία ανεύρεσής του, κατατάσσει τον χρυσό στην κατηγορία των πολύτιμων υλών. Επιπλέον, η εύκολη κατεργασία και ο μεγάλος βαθμός ελατότητας του έδινε τη δυνατότητα στους τεχνίτες να δημιουργήσουν περίτεχνα σχέδια (εικ. 46). Αρκετά συχνά, μάλιστα, συναντάται και ως επένδυση σε κοσμήματα κατασκευασμένα από άλλα πολύτιμα υλικά, όπως για παράδειγμα οι χρυσόδετες χάντρες από ημιπολύτιμους λίθους, για τις οποίες έγινε λόγος σε προηγούμενο κεφάλαιο 239. Οι υαλώδεις ύλες η φαγεντιανή, το αιγυπτιακό μπλε και η ύαλος - κατατάσσονται στην κατηγορία των τεχνητών υλών που ήταν σε ευρεία χρήση κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο. Μεταφέρθηκαν αρχικά στην Μινωική Κρήτη και στη συνέχεια στο Μυκηναϊκό κόσμο στα τέλη της 3ης χιλιετίας από την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο. Μαζί με το πλήθος των εισηγμένων αντικειμένων από υαλώδεις ύλες είναι φανερό ότι ταξίδεψε και η τεχνογνωσία κατασκευής τους. Αυτό αποδεικνύεται από αρχαιομετρικές αναλύσεις 241, οι οποίες καταδεικνύουν ότι πολλά αντικείμενα ήταν τοπικά κατασκευασμένα, μαρτυρώντας στενές επαφές μεταξύ των μεγάλων πολιτισμών που επιτρέπουν την μετάδοση τεχνογνωσιών και όχι μόνο την απλή ανταλλαγή υλών 242. Αρχικά, οι υαλώδεις ύλες δημιουργήθηκαν ως υποκατάστατα των ημιπολύτιμων λίθων, ως αντικείμενα που τους μιμούνταν άριστα και ήταν ευκολότερα διαθέσιμα και σε μεγαλύτερες 238 Konstandinidi 2001, 6 Higgins 1980, Βλ. παραπάνω κεφ. Β Panagiotaki 1997, Panagiotaki 2008a, Panagiotaki 2008b, Παναγιωτάκη 2002, 40-1 Panagiotaki 1999, Panagiotaki 1999, 617 Panagiotaki 2000,

53 ποσότητες από αυτούς. Πολύ γρήγορα, όμως, ξεπέρασαν σε δύναμη τους ημιπολύτιμους λίθους αποκτώντας βαθύτερη αξία, λόγω της φύσης της κατασκευής τους, κατά την οποία μια άχρωμη μάζα μεταμορφωνόταν μέσα στον κλίβανο σε λαμπερό έγχρωμο αντικείμενο 243. Στην ηπειρωτική Ελλάδα οι υαλώδεις ύλες εντοπίζονται σε μεγάλη αφθονία, κυρίως από την ΥΕ ΙΙΙ περίοδο και εξής, αποτελώντας το κατεξοχήν υλικό για την κατασκευή χαντρών και περιάπτων (εικ. 47). Μάλιστα, κατάλοιπα επεξεργασίας υάλου, όπως σταλάξεις και ημιτελή πλακίδια, αλλά και ολοκληρωμένα τελικά προϊόντα, υποδηλώνουν την ύπαρξη εργαστηρίου υάλου μέσα στο ανάκτορο της Τίρυνθας 244. Καταλήγοντας, θα πρέπει να τονιστεί ότι η κυκλοφορία και η διάδοση αυτών των υλών, προέκυψε μέσα από διαδικασίες εμπορικών και βασιλικών επαφών, σχέσεων και δραστηριοτήτων, που στόχευαν όχι τόσο στην απλή συσσώρευση νέων υλικών, αλλά κυρίως στην απόκτηση «εξωτικών» αντικειμένων ή δηλωτικών κύρους από την άρχουσα τάξη. Η μακρινή προέλευση της καταγωγής των υλών επιβεβαιώνεται από αρχαιομετρικές αναλύσεις στα ανευρεθέντα αντικείμενα. Παράλληλα, η ελεγχόμενη εισαγωγή και επεξεργασία τους από την άρχουσα τάξη διαπιστώνεται από τις πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής 245 και από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα αυτών στα εργαστήρια των ανακτόρων, για τα οποία πρόκειται να γίνει εκτενέστερη αναφορά στη συνέχεια. Γ.2 Τεχνικές κατασκευής και εργαστήρια Με την ανάπτυξη της πυροτεχνολογίας - που συντελέστηκε στις αρχές της ΥΕΧ - και τη χρήση μετάλλων και άλλων τεχνητών υλών, σταδιακά ανακαλύφθηκαν νέες τεχνικές, ενώ βελτιώθηκαν και τα εργαλεία που ήδη χρησιμοποιούνταν. Όπως προκύπτει από τα ανασκαφικά δεδομένα, η κοσμηματοτεχνία είχε φτάσει στο απόγειό της την περίοδο του Μυκηναϊκού πολιτισμού, με τους τεχνίτες να έχουν τελειοποιήσει σχεδόν όλες τις τεχνικές κατασκευής που χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα 246. Εξειδικευμένα εργαστήρια λειτουργούσαν σε πολλές αιγαιακές θέσεις, μέσα στα ίδια τα ανακτορικά συγκροτήματα ή σε χώρους που σχετίζονταν άμεσα με αυτά, σε ιερά, αλλά και σε απλούς οικισμούς. Παράλληλα, η τοπική επεξεργασία πρώτων υλών για την κατασκευή κοσμημάτων, πολλές εκ των οποίων θεωρούνταν πολύτιμες για 243 Παναγιωτάκη 2005, Panagiotaki et al. 2005, Βλ. σχετικά Palaima 1991, Killen 1988, Konstantinidi 2001,

54 την εποχή εκείνη, φανερώνει τις πολιτισμικές και εμπορικές σχέσεις με άλλες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, όπως και το υψηλό τεχνικό και τεχνολογικό υπόβαθρο το οποίο διέθετε ο αιγαιακός κόσμος. Συνεπώς, μέσα από τη μελέτη των κοσμημάτων και των τεχνικών κατασκευής τους είναι δυνατόν να κατανοήσουμε το επίπεδο ποιότητας και ευημερίας των ανθρώπων της εν λόγω περιόδου. Στην περίπτωση των χαντρών και περιάπτων από ημιπολύτιμους λίθους, οι μελετητές βασίστηκαν, κατά κύριο λόγο, στην παρατήρηση των ημιτελών κοσμημάτων, των απορριμμάτων και των τελικών αντικειμένων. Σε πολλά από αυτά τα αντικείμενα, τα ίχνη των εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν ήταν εμφανή, παρέχοντας ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με τους τύπους των εργαλείων και τις τεχνικές κατασκευής που ακολουθήθηκαν. Το πρωταρχικό στάδιο στην κατασκευή μιας λίθινης χάντρας ήταν η απόκρουση, η οποία ήταν ελεγχόμενη και αποσκοπούσε στην κατάτμηση της πρώτης ύλης, προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό μέγεθος του αντικειμένου 247. Η απόκρουση συνήθως επιτυγχανόταν με πριόνισμα του πυρήνα από διάφορες κατευθύνσεις μέχρι συναντήσεως των τομών 248. Στη συνέχεια, τα κατάλληλα κομμάτια λειαίνονταν με τριβή σε κάποιο λίθινο τριβείο ή με σμίλη. Η περαιτέρω στίλβωση και η πλήρη εξαφάνιση των ιχνών κατεργασίας επιτυγχανόταν με τη χρήση μείγματος πυριτικής άμμου και κάποιου ρευστού υλικού ή με τη χρήση λεπτότερης σμίλης. Η διάτρηση γινόταν με τρυπάνι χαλκού ή με σκληρό μίσχο φυτού, ενισχυμένο στην απόληξή του με κομμάτι χαλκού ή λίθου, ενώ η περιστροφή του τρυπανιού πραγματοποιείτο με το χέρι ή με τη βοήθεια ενός δοξαριού. Το άνοιγμα της οπής ξεκινούσε συνήθως από τη μία όψη του αντικειμένου. Όμως, στην περίπτωση που ο τεχνίτης συναντούσε δυσκολίες στην ευθυγράμμιση της οπής, ξεκινούσε και δεύτερη από την αντίθετη πλευρά, η οποία συναντούσε την πρώτη. Η διάμετρος της οπής κυμαινόταν συνήθως από 0,001 μ. έως 0,002 μ Όσον αφορά στις αυλακώσεις που συχνά συναντάμε στις χάντρες, κυρίως κυλινδρικές ή δισκοειδείς, αυτές επιτυγχάνονταν επίσης με τριβή πάνω σε μια ειδικά διαμορφωμένη λίθο ή με την περιστροφή αυτών των ίδιων πάνω σε ξύλινη κόγχη - αφού τοποθετηθούν στην αιχμή ενός τρυπανιού - με τη βοήθεια πυριτικής άμμου 250. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνταν ήταν λίθινα ή χάλκινα, ενώ δεν πρέπει να διέφεραν πολύ από εκείνα που περιγράφει αργότερα ο Θεόφραστος, στο έργο του Περί λίθων 251. Χαρακτηριστικά λοιπόν, αναφέρει ότι η κατεργασία των λίθων ήταν αρκετά δύσκολη διαδικασία, καθώς σε πολλούς από 247 Loucas and Harris 2012, Ντακούρη-Hill 2014, Loucas and Harris 2012, Loucas and Harris 2012, Konstantinidi 2001, 9. 54

55 αυτούς υπήρχαν προσμίξεις σιδήρου, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να τύχουν επεξεργασίας από κάποιο μεταλλικό αντικείμενο παρά μόνο από άλλους λίθους 252. Σύμφωνα με το Oxford English Dictionary (1652) ως εργαστήριο χαρακτηρίζεται ένα δωμάτιο ή ένα κτήριο εντός του οποίου διεξάγονται χειρονακτικές ή βιομηχανικές εργασίες. Ωστόσο, κατά την εξεταζόμενη περίοδο δεν είναι πάντα εμφανής η αποκλειστική λειτουργία ενός χώρου ως εργαστηρίου. Η Ι. Τουρναβίτου 253, μάλιστα, διακρίνει τα εργαστήρια σε δυο βασικές κατηγορίες: α) στα μόνιμα εργαστήρια (permanent), τα οποία σχετίζονταν με τα ανάκτορα και συνήθως προορίζονταν αποκλειστικά για εργαστηριακές δραστηριότητες, και β) στα οικιακά (domestic), των οποίων η χρήση ήταν ιδιωτική και δεν περιορίζονταν σε αποκλειστικά εργαστηριακή χρήση. Περαιτέρω κατηγοριοποίηση των εργαστηρίων γίνεται με βάση τις κατασκευές - κλίβανοι, λάκκοι και αυλάκια - που ενδεχομένως να απαιτούνταν για την επεξεργασία κάποιων υλικών, όπως ο πηλός, τα μέταλλα και οι υαλώδεις ύλες 254. Στην περίπτωση αυτή η αναγνώριση ενός χώρου ως εργαστηρίου καθίσταται ευκολότερη. Ωστόσο, όπου δεν υπάρχουν διακριτές κατασκευές, η ύπαρξη εργαστηρίων θα πρέπει να επιβεβαιώνεται από τη συνύπαρξη των αρχαιολογικών καταλοίπων, των εργαλείων, της πρώτης ύλης, των ημιτελών αντικειμένων, των απορριμμάτων, αλλά και των ολοκληρωμένων τελικών προϊόντων. Αναμφίβολα, η ανεύρεση πήλινων πινακίδων της Γραμμικής Β γραφής ενισχύει τον χαρακτηρισμό ενός χώρου ως εργαστηρίου, διότι οι πινακίδες αυτές αποτελούσαν διοικητικά αρχεία καταγραφής και διαχείρισης πρώτων υλών των Μυκηναϊκών ανακτόρων 255. Στον αιγαιακό χώρο πιθανή αναφορά σε ημιπολύτιμο λίθο γίνεται στις πινακίδες της Γραμμικής Β από την Πύλο και τις Μυκήνες με τους όρους ku-wa-no και ku-wa-no-wo-koi 256. Σύμφωνα με τους μελετητές της Γραμμικής Β, οι όροι αυτοί αναφέρονταν σε κάποια διακοσμητική ύλη και στους τεχνίτες που την επεξεργάζονταν, ενώ ετυμολογικά φαίνεται να έχουν την ίδια ρίζα με τη λέξη kuwanna στη γλώσσα των Χετταίων. Συνακόλουθα, ο συσχετισμός αυτός υποδεικνύει μια πιθανή εισαγωγή του όρου μαζί με την πρώτη ύλη στο Αιγαίο 257. Ο όρος ku-wa-no ταυτίστηκε με την λέξη κύανος που αναφέρεται στα Ομηρικά έπη στις περιγραφές της διακόσμησης του ανακτόρου του Αλκίνοου και του πολεμικού εξοπλισμού του βασιλιά Ατρείδη 258. Με βάση την ομηρική 252 Θεόφραστος, Περί λίθων, Tournavitou 1988, Tournavitou 1988, Βλ. σχετικά Ventris and Chadwick 1973 Michailidou 2001 Nakassi 2008, PY TA 714, MY Oi 701, 703, 704 βλ. σχετικά Ventris and Chadwick 1973, Panagiotaki 2015, Οδύσσεια, ΧΙΙ 87 Ιλιάδα ΧΙ 24,

56 περιγραφή ο κύανος μαζί με άλλες πολύτιμες ύλες, όπως ο χρυσός, ο χαλκός και ο κασσίτερος, χρησιμοποιήθηκε για να διακοσμήσει τόσο τη ζωφόρο του μυθικού ανακτόρου του Αλκίνοου, όσο και τον θώρακα και την ασπίδα του Αγαμέμνονα. Κάποιοι μελετητές ερμήνευσαν τη λέξη κύανος ως τον ημιπολύτιμο λίθο λάπις λάζουλι, λόγω του μπλε χρώματός του. Ωστόσο, το πλήθος των αντικειμένων από υαλώδεις ύλες, οι οποίες μιμούνταν άριστα τον ημιπολύτιμο λίθο, σε συνδυασμό με τη σπανιότητα των ευρημάτων από λάπις λάζουλι, οδήγησαν στην ταύτιση του κυάνου με το αιγυπτιακό μπλε ή με την ύαλο 259. Η κατασκευή των κοσμημάτων θα πρέπει να σχετιζόταν με την κατεργασία και άλλων αντικειμένων από τα ίδια ή διαφορετικά υλικά, διότι δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την ύπαρξη εργαστηρίου που να εξειδικευόταν αποκλειστικά σε αυτά. Συνήθως στα αρχαιολογικά συμφραζόμενα εντοπίζονται σε συνάφεια κατάλοιπα εργαλείων, ολοκληρωμένα ή ημιτελή αντικείμενα, ακατέργαστη πρώτη ύλη και υπολείμματα κατεργασίας από διαφορετικά υλικά, όπως μέταλλα, υαλώδεις ύλες, ελεφαντόδοντο και ημιπολύτιμοι λίθοι. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει ότι πιθανόν διαφορετικά είδη αντικειμένων και υλικών επεξεργάζονταν στον ίδιο χώρο από τους ίδιους ειδικευμένους τεχνίτες 260. Άλλωστε, ίδιες τεχνικές και εργαλεία χρησιμοποιούνταν συχνά για την επεξεργασία διαφορετικών υλικών. Παραδείγματος χάριν, φαίνεται πως τα φύλλα χρυσού με ανάγλυφη διακόσμηση και οι χαρακτηριστικές κοίλες χάντρες (relief beads) από υαλώδεις ύλες κατασκευάζονταν με τη διαδικασία της σφυρηλάτησης ή της χύτευσης στην ίδια μήτρα 261. Επιπρόσθετα, όπως προκύπτει από την έρευνα η τεχνική των εγχάρακτων σφραγιδόλιθων (έντυπη/intaglio) σχετίζεται άμεσα με την κατασκευή των εγχάρακτων χρυσών δαχτυλιδιών, γεγονός που μαρτυρά ότι η εγχάραξη απαιτούσε εξειδικευμένη γνώση και πιθανότατα πραγματοποιείτο από τους ίδιους ειδικευμένους τεχνίτες, στα ίδια εργαστήρια 262. Είναι προφανές ότι οι χώροι επεξεργασίας των ημιπολύτιμων λίθων, του ελεφαντόδοντου, του ξύλου και των υφασμάτων, ανήκουν στην κατηγορία των εργαστηρίων που δεν απαιτούσαν κάποια μόνιμη κατασκευή. Για το λόγο αυτό η αναγνώρισή των εργαστηρίων επεξεργασίας τους βασίζεται κυρίως στον εντοπισμό αρχαιολογικών ενδείξεων, που υποδεικνύουν ότι λάμβανε χώρα κάποιου είδους επεξεργασία τέτοιων υλών 263. Βάσει των έως τώρα ανασκαφικών δεδομένων, οι 259 Panagiotaki 2008c, Laffineur 1995, Laffineur 1995, Μυλωνάς 1983, Tournavitou 1988,

57 κυριότεροι χώροι που έχουν επιβεβαιωθεί ως εργαστήρια επεξεργασίας ημιπολύτιμων λίθων στην ηπειρωτική Ελλάδα, εντοπίζονται στα ανάκτορα των Μυκηνών, της Μιδέας και της Θήβας. Ειδικότερα, στην ακρόπολη των Μυκηνών το κτήριο που ταυτίστηκε με εργαστήριο έμεινε γνωστό ως το «Εργαστήρι των Καλλιτεχνών» 264. Σε αυτό εντοπίστηκαν ολοκληρωμένα και ημιτελή αντικείμενα και πλήθος καταλοίπων επεξεργασίας ελεφαντόδοντου, ημιπολύτιμων λίθων, χρυσού, πηλού και χαλκού. Ανάμεσα στα ημιτελή αντικείμενα εντοπίστηκε τμήμα ανοιχτού αγγείου από ορεία κρύσταλλο 265. Τέλος, ειδική αναφορά αξίζει να γίνει στην υποκίτρινη ύλη με συγκολλητικές ιδιότητες, που βρέθηκε σε τεμάχια 266, η οποία ενδεχομένως να χρησιμοποιείτο ως συνδετικό υλικό κατά τη διαδικασία της κατασκευής των χρυσών αντικειμένων 267. Χώροι επεξεργασίας ημιπολύτιμων λίθων αποκαλύφθηκαν στην μυκηναϊκή ακρόπολη της Μιδέας, το τρίτο σε σπουδαιότητα ισχυρό κέντρο της μυκηναϊκής Αργολίδας μετά τις Μυκήνες και την Τίρυνθα 268. Εκεί, κοντά στη Δυτική Πύλη του ανακτόρου, σε ένα συγκρότημα δωματίων εντοπίστηκε μεγάλος αριθμός ακατέργαστων ή ημιτελών τεμαχίων από αχάτη και ορεία κρύσταλλο, χάντρες από στεατίτη, αμέθυστο και ορεία κρύσταλλο, πλακίδια από υαλώδεις ύλες, αρκετά σφονδύλια από στεατίτη, αλλά και σφραγιδόλιθοι κατασκευασμένοι από αχάτη και στεατίτη. Η ταύτιση του χώρου με εργαστήριο ενισχύεται από την εύρεση ενός θραύσματος μήτρας από στεατίτη που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή κοσμημάτων από χρυσό και υαλώδεις ύλες. Ενώ, η χρήση του ως τέτοιο επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη διαφόρων εργαλείων όπως λεπίδες οψιανού, βελόνες από χαλκό και οστό, ένα χάλκινο εγχειρίδιο και έναν ακονόλιθο 269. Παρόλα αυτά, οι σημαντικότερες μαρτυρίες εργαστηριακών χώρων κατασκευής κοσμημάτων προέρχονται από το ανάκτορο της Θήβας. Εντός της Καδμείας, όπως αποκαλείται η Μυκηναϊκή ακρόπολη της Θήβας, αποκαλύφθηκαν περισσότεροι του ενός χώροι, οι οποίοι ταυτίστηκαν με εργαστήρια. Συγκεκριμένα, το «Δωμάτιο Π» και ένας ακόμη χώρος στην «Οικία του Κάδμου» στο Παλαιό Καδμείο, αλλά και στο Νέο Καδμείο το «Δωμάτιο Β», το «Δωμάτιο 264 Μυλωνάς 1983, Μυλωνάς 1965, Πιθανόν μείγμα κολοφωνίου και θείου (Μυλωνάς 1965, 93-4). 267 Ίχνη της ουσίας έχουν διατηρηθεί σε πολλά αντικείμενα από χρυσό στους λακκοειδείς τάφους των Μυκηνών (Μυλωνάς 1965, 94). 268 Demakopoulou et al. 1994, 2002, 2003, Demakopoulou et al. 1994,

58 Θησαυρού», καθώς επίσης και ένας χώρος πλησίον του τελευταίου 270. Από τα εργαστήρια αυτά τα περισσότερα ευρήματα που ήρθαν στο φώς ήταν κυρίως από χρυσό, λάπις λάζουλι και αχάτη. Ωστόσο, εντοπίστηκε πλήθος υλικών, από υαλώδεις ύλες, ελεφαντόδοντο, χαλκός και άλλοι ημιπολύτιμοι λίθοι, όπως η ορεία κρύσταλλος, ο αμέθυστος, ο στεατίτης και το ήλεκτρο. Σε αφθονία βρέθηκαν, επίσης, ημιτελή ή αποτυχημένα αντικείμενα και ακατέργαστα τεμάχια. Στα τελευταία περιλαμβάνονται σύρματα από χρυσό, απολεπίσματα και άμορφα κομμάτια από διάφορα υλικά, τα οποία αναγνωρίζονται εύκολα από το ακανόνιστο σχήμα τους και την ανώμαλη επιφάνειά τους 271. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν δυο πολυεδρικά τεμάχια από ορεία κρύσταλλο και αρκετά από αχάτη - με λείες και ανώμαλες επιφάνειες - στα οποία διακρίνονται ακόμη τα ίχνη των εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν για την επεξεργασία τους 272 (Εικ. 48). Επιπλέον, αποκαλύφθηκαν ένας μικρός κλίβανος και μεγάλη ποσότητα οστράκων με έντονα ίχνη καύσης. Μάλιστα, από τα τελευταία χρονολογήθηκαν οι εργαστηριακοί χώροι στην ΥΕ ΙΙΙΒ1 και 2 περίοδο. Η χρονολόγηση αυτή πιθανόν συμπίπτει με την τελική καταστροφή του ανακτόρου 273. Δεν αποκλείεται λοιπόν, τα περισσότερα ολοκληρωμένα προϊόντα να περισυλλέχτηκαν μετά την καταστροφή του ανακτόρου, με αποτέλεσμα τα μοναδικά σωζόμενα αντικείμενα να είναι κυρίως ενθέματα και χάντρες μικρού μεγέθους, στο αρχικό ή στο τελικό στάδιο κατεργασίας τους. Σε κάποιους από τους χώρους εντοπίστηκαν και εργαλεία, από τα οποία τα πιο σημαντικά ήταν λίθινες μήτρες, χάλκινη σμίλη και οστέινα μαχαιρίδια, μια μεγάλη τριπτήρια λίθος από στεατίτη, λίθινες ακόνες και πεπλατυσμένοι λίθοι. Ειδική μνεία αξίζει να γίνει για το μαχαιρίδιο με το λεπτό κυλινδρικό σώμα και τη λεπτότατη πεπλατυσμένη απόληξη, όπως επίσης και για τη μία από τις δυο ακόνες που φέρει βαθειά αυλάκωση από το επανειλημμένο ακόνισμα των εργαλείων. Επιπλέον να σημειωθεί ότι οι πλευρές των πεπλατυσμένων λίθων ήταν πολύ καλά λειασμένες, πιθανότατα για το άπλωμα των μεταλλικών φύλλων. Τέλος, όσον αφορά στις δυο χάλκινες πυραμιδοειδείς αιχμές βελών και στη μια αιχμή σιδήρου, που εντοπίστηκαν, υποδηλώνουν ότι στα εργαστήρια είναι πιθανόν να κατασκευάζονταν και αιχμές βελών 274. Εντός της «Οικίας του Κάδμου» 275, στο «Δωμάτιο Π» και σε διάδρομο έξω από το δωμάτιο 276, εντοπίστηκαν, κατά κύριο λόγο, αποτυχημένα ή ημιτελή αντικείμενα και κοσμήματα, 270 Δημακοπούλου 1974, Symeonoglou 1973, Symeonoglou 1973, 69 Κεραμόπουλλος 1930, Δημακοπούλου 1974, Δημακοπούλου 1974, Η αιχμή σιδήρου αποτελεί το πρωιμότερο εύρημα αυτού του υλικού στην Ελλάδα (Symeonoglou 1973, 70). 275 Κεραμόπουλλος 1930, Σημειώνεται ότι εντός της Οικίας του Κάδμου ταυτίστηκε και δεύτερος χώρος ως εργαστήριο, ο οποίος περιελάμβανε έναν πεταλόσχημο κεραμικό κλίβανο (Κεραμόπουλλος 1909, 83-4). 58

59 όπως χάντρες, περίαπτα, σφραγίδες και ενθέματα, από χρυσό, αχάτη και ορεία κρύσταλλο. Οι χάντρες και τα περίαπτα είχαν τα κοινά σχήματα που επικρατούν την περίοδο αυτή, δηλαδή σφαιρικά, κυλινδρικά, δισκοειδή, δακρυόσχημα, αμυγδαλειδή, παπυρόσχημα, με κοκκίδωση κ.ά.. Ενώ, τα ενθέματα είχαν σχήματα κυρίως φυτών, ζώων, αλλά και αντικειμένων, όπως λεοντοκεφαλή, βουκράνιο, βωμό κ.ά.. Στην πλειονότητά τους τα ευρήματα εντοπίζονται σε διάφορα στάδια της επεξεργασίας τους. Παρόλα αυτά, η απουσία εργαλείων κατεργασίας οδήγησε στη θεώρηση του χώρου ως χώρου αποθήκευσης πρώτης ύλης χωρίς,ωστόσο, να αποκλείεται και η εργαστηριακή του χρήση 277. Αντίθετα, στα κτηριακά συγκροτήματα του Νέου Καδμείου (που τοποθετείται Ν και ΝΔ της «Οικίας του Κάδμου»), στο «Δωμάτιο Β», στο «Δωμάτιο Θησαυρού», και σε έναν ακόμη χώρο πλησίον του τελευταίου 278, μαζί με το πλήθος των αδιάγνωστων θραυσμάτων, των ημίεργων και των ολοκληρωμένων αντικειμένων βρέθηκαν και αρκετά χάλκινα, οστέινα και λίθινα εργαλεία. Βάσει των αρχαιολογικών καταλοίπων, τα υλικά που ενδεχομένως επεξεργάζονταν στους χώρους αυτούς, ήταν κυρίως ο χρυσός, ο λάπις λάζουλι και ο αχάτης, αλλά και η ορεία κρύσταλλος, το ελεφαντόδοντο και οι υαλώδεις ύλες. Ειδικότερα, από το «Δωμάτιο του Θησαυρού» προέρχονται οι περίφημοι σφραγιδοκύλινδροι κατασκευασμένοι από λάπις λάζουλι και αχάτη 279, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν ακόσμητοι 280. Εξαίρεση αποτελούν 40 σφαργιδοκύλινδροι από λάπις λάζουλι που έφεραν ανάγλυφες παραστάσεις ανατολικής προέλευσης 281. Σύμφωνα με την E. Porada, κάποιοι σφραγιδοκύλινδροι ήταν βαβυλωνιακοί, άλλοι κασσιτικοί, μερικοί της εποχής των Μιττανί, ένας χεττιτικός, ενώ υπάρχουν και αυτοί που αποδόθηκαν σε αιγαιακά εργαστήρια. Άλλα αντικείμενα που βρέθηκαν ακέραια ή σχεδόν ακέραια ήταν, κατά κύριο λόγο, χάντρες και περίαπτα, αλλά και ενθέματα, όπως ένα τμήμα κεφαλής πτηνού (τσαλαπετεινού), μια χαίτη λιονταριού, φτερά, κέρατα, αυτιά και πόδια ζώων, ρόδακες, φύλλα και όστρεα 282. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αυλάκωση που βρέθηκε στο πίσω μέρος ενός ενθέματος από λάπις λάζουλι με ανάγλυφη παράσταση ποδιού ζώου. Η παρουσία της εκεί δεν είχε κάποιο λειτουργικό ρόλο, συνεπώς δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να μαρτυρά μια πιθανή χρήση του λίθου αρχικά ως κυλινδρική χάντρα που στη συνέχεια ανακατασκευάστηκε και επαναχρησιμοποιήθηκε ως ένθεμα 283. Μία ενδιαφέρουσα ερμηνεία δίνεται από την E. Porada, η οποία προτείνει ότι ο λίθος λάπις λάζουλι θα μπορούσε να εμπορευόταν υπό τη μορφή κυλινδρικής χάντρας και στην περίπτωση που δεν χρησιμοποιείτο ως τέτοια, πιθανόν να 277 Δημακοπούλου 2014, Symeonoglou 1973 Δημακοπούλου 1974, ΑΔ 19 (1964), Χρον. Β 2, ΑΔ 19 (1964), Χρον. Β 2, ΑΔ 20 (1965), Χρον. Β 2, από λάπις λάζουλι, 66 από αχάτη (ΑΔ 20 (1965), Χρον. Β 2, 230). 281 ΑΔ 20 (1965), Χρον. Β 2, Symeonoglou 1973, Symeonoglou 1973,

60 επεξεργαζόταν για τη δημιουργία άλλων κοσμημάτων ή ενθεμάτων 284. Μάλιστα, η υπόθεση αυτή ενισχύεται από την παρουσία των ακόσμητων κυλίνδρων από λάπις λάζουλι και αχάτη, που βρέθηκαν στο χώρο. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι αντίστοιχες αυλακώσεις διακρίνονται επίσης σε δύο τεμάχια από αχάτη 285. Ολοκληρώνοντας, η εκτεταμένη χρήση των πολύτιμων υλών στα Μυκηναϊκά ανάκτορα υποδηλώνει αφενός τις επαφές του Μυκηναϊκού κόσμου με τους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου, και αφετέρου τον ηγετικό ρόλο των ανακτόρων. Μαρτυρά δε τη συγκεντρωτική εξουσία, τη δύναμη και τον πλούτο μιας ανώτερης τάξης, η οποία είχε τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων και διαχειρίζονταν τα εισηγμένα αντικείμενα προς όφελός της 286. Ταυτόχρονα, οι εξειδικευμένες γνώσεις που απαιτούνταν για την κατασκευή κοσμημάτων από πολύτιμα υλικά, οδηγούν στην υπόθεση για μια πιθανή «εισαγωγή» εξειδικευμένων τεχνιτών - μέσα στα πλαίσια των ανταλλαγών - οι οποίοι βέβαια λειτουργούσαν υπό τον έλεγχο των ανακτόρων. 284 Porada 1966, 194 Symeonoglou 1973, Κεραμόπουλλος 1930, 45-6, Βλ. αναλυτικά παρακάτω κεφ. Δ.1. 60

61 Δ. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟ ΚΟΣΜΟ Δ.1 Τα κοσμήματα ως ένδειξη κοινωνικού κύρους και ο ρόλος τους στις εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις των Μυκηναίων Ήδη από το τέλος της ΜΕ περιόδου, τη λεγόμενη εποχή των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών, παρατηρείται μια αιφνίδια συσσώρευση πλούτου στην ηπειρωτική Ελλάδα, η οποία οφειλόταν στις επιτυχείς εμπορικές δραστηριότητες μιας κοινωνικά ανερχόμενης τάξης. Μάλιστα, η ανάπτυξη του φαινομένου των θολωτών τάφων στις αρχές της ΥΕ περιόδου - όπου και εντοπίζονται οι πιο πλούσια κτερισμένες ταφές, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επακόλουθο μιας διαδικασίας κοινωνικής διαστρωμάτωσης 288. Η θεαματική ποικιλία, η ποσότητα και η ποιότητα των αντικειμένων από πολύτιμα υλικά στους τάφους αυτούς λειτουργούσε πιθανόν ως εικόνα και μέσο διαφοροποίησης και κατοχύρωσης της εξουσίας από μια κοινωνικά ανώτερη ομάδα ανθρώπων 289. Ανάμεσα στα κτερίσματα, τα κοσμήματα που ήταν κατασκευασμένα από πολύτιμα υλικά, όπως ο χρυσός, οι ημιπολύτιμοι λίθοι, το ελεφαντόδοντο και οι υαλώδεις ύλες, κατείχαν έναν πολυδιάστατο ρόλο. Την περίοδο της Εποχής του Χαλκού ως πολύτιμα υλικά χαρακτηρίζονταν όσα υλικά προέρχονταν από μακρινούς πολιτισμούς, τα οποία δεν ήταν εύκολα προσβάσιμα από τον οποιοδήποτε, αλλά ελέγχονταν και διανέμονταν μέσα στα πλαίσια της τάξης της αριστοκρατίας. Άλλωστε, το γεγονός ότι τα πλουσιότερα ταφικά σύνολα έχουν εντοπιστεί κοντά στα ανακτορικά κέντρα δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο. Οι πρώτες επαφές ανάμεσα στους λαούς της Ανατολικής Μεσογείου δημιουργήθηκαν ενδεχομένως μέσα στα πλαίσια εξερευνητικών ταξιδιών, που είχαν σκοπό την ανάπτυξη ενός πρώιμου ανταλλακτικού εμπορίου για ανεύρεση πρώτων υλών. Ωστόσο, η αρχική αυτή ανάγκη οδήγησε στην ανάπτυξη όλο και πιο περίπλοκων σχέσεων. Διότι παράλληλα με τη μεταφορά των πρωτογενών υλικών, μεταφέρονταν και άλλα προσωπικά αποκτήματα, συλλογές, αναμνηστικά, αλλά και γνώσεις, ιδεολογίες και σύμβολα, που σταδιακά 287 Ο θολωτός και ο θαλαμοειδής τάφος αποτελούν τους δυο βασικότερους τύπους τάφων της Μυκηναϊκής περιόδου. Ο θολωτός τάφος εμφανίζεται πρώτη φορά ως τύπος στη Μεσσηνία την ΥΕ Ι περίοδο και στη συνέχεια εξαπλώνεται σε διάφορες θέσεις της Ελλάδας. Ενώ, ο θαλαμωτός ή θαλαμοειδής τάφος αποτελεί τον πιο διαδεδομένο τύπο τάφου σε όλη την έκταση του Μυκηναϊκού κόσμου και θεωρείται απλούστερος τύπος από τον θολωτό τάφο, που όμως μιμείται την επιβλητική του αρχιτεκτονική (Δημακοπούλου 1988, 23, 34-5). 288 Mee and Cavanagh 1984, Whittaker 2011,

62 συνεισέφεραν στην επικύρωση πολιτικών και διπλωματικών σχέσεων, οι οποίες αποσκοπούσαν στη δημιουργία αμοιβαίων οφελών ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις 290. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες, που απεικονίζουν ξένους απεσταλμένους να προσφέρουν δώρα στο Φαραώ, επιβεβαιώνουν το εμπόριο σε διπλωματικό επίπεδο υπό την μορφή ανταλλαγής δώρων ανάμεσα στους ηγεμόνες των διαφόρων λαών. Μεταξύ των απεσταλμένων ορισμένες αντρικές μορφές αναγνωρίζονται ως Μινωίτες - γνωστοί ως Κεφτιού - καθώς φορούν το διακριτό μινωικό ένδυμα και κρατούν αγγεία μινωικής τέχνης 291. Εύλογα λοιπόν, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τους Μυκηναίους, όταν σταδιακά κατοχύρωσαν την κυριαρχία τους στους ήδη γνωστούς εμπορικούς δρόμους και δημιούργησαν νέες εμπορικές συναλλαγές με τα κέντρα της δυτικής Μεσογείου. Ο θησαυρός των 40 κυλινδρικών σφραγίδων από λάπις λάζουλι από τη Μεσοποταμία, τη Συροπαλαιστίνη, την Κύπρο και το Αιγαίο 292, που βρέθηκε στο Νέο Καδμείο των Θηβών, αποτελεί μία ισχυρή ένδειξη που αποτυπώνει τις διπλωματικές σχέσεις των Μυκηναίων. Πρόκειται για επτά παλαιοβαβυλωνιακούς σφραγιδοκυλίνδρους, 12 κασσιτικούς, οχτώ μιττανικούς, τέσσερεις κυπριακούς, τέσσερεις κυπρολεβαντικούς, τρεις μυκηναϊκούς, έναν χεττιτικό και έναν άγνωστης προέλευσης 293. Ο θησαυρός αποτελεί τη μεγαλύτερη ομάδα εισηγμένων σφραγίδων που έχει βρεθεί έως τώρα στο Αιγαίο και αναμφισβήτητα υποδηλώνει τις πολιτισμικές σχέσεις που είχε αναπτύξει το ανάκτορο των Θηβών με τους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής 294. Σύμφωνα με τους ανασκαφείς, οι σφραγιδοκύλινδροι ήταν πιθανότατα τοποθετημένοι σε ξύλινο κιβώτιο με συνδέσμους ή επένδυση μολύβδου, το οποίο κατέπεσε από το δεύτερο όροφο 295. Παρόλο που ο ίδιος ο χώρος όπου εντοπίστηκε ο θησαυρός δεν έχει αναγνωριστεί ως εργαστήριο, το γεγονός ότι βρέθηκε κοντά σε συγκρότημα με επιβεβαιωμένους εργαστηριακούς χώρους, οδήγησε τους μελετητές στην υπόθεση ότι οι σφραγιδοκύλινδροι φυλάσσονταν εκεί προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη για την κατασκευή κοσμημάτων. 290 Warren 2000, Cline 1991, 251 Panagiotaki 2008b, 52 Wilkinson 1983, Cline 1991, 201 Hughes-Brock 1999, Kopanias 2008, 39 Porada , Cline 1991, Kopanias 2010, Οι σφραγιδοκύλινδροι βρέθηκαν διάσπαρτοι στο χώρο μαζί με ψήγματα μολύβδου (ΑΔ 20 (1965), Χρον. Β 2, 230). 62

63 Έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες για την ύπαρξη των σφραγιδοκυλίνδρων στο ανάκτορο των Θηβών. Πιθανόν να εισήχθησαν ως εμπορικό φορτίο, ως προσωπική συλλογή, ως λάφυρα πολέμου ή ως βασιλικό δώρο 296. Η E. Porada προτείνει ως επικρατέστερη εκδοχή την αποστολή τους από τον Ασσύριο βασιλιά Tikulti-Ninurta I στον ηγεμόνα των Θηβών ως δώρο, που στόχευε στην επίτευξη συμμαχίας με τους Μυκηναίους σε μια δύσκολη περίοδο 297. Σύμφωνα με κείμενο των Χετταίων, τον 13 ο αι. π.χ. υπογράφηκε συνθήκη μεταξύ του βασιλιά των Χετταίων, Tudhaliya IV, και του βασιλιά των Αμορραίων, Šaušgamuwa, η οποία απαγόρευε την κυκλοφορία των πλοίων και τη μεταφορά προϊόντων των Ahhiyawan προς την Ασσυρία και τον Ασσύριο βασιλιά Tikulti-Ninurta I 298. Στην περίπτωση που ο όρος Ahhiyawans αναφέρεται στους Μυκηναίους (Ahhiyawa = Achaia = Achaeans = Mycenaeans), όπως έχει υποστηρηχθεί από αρκετούς μελετητές, είναι πιθανόν o θησαυρός των σφραγιδοκυλίνδρων να έφτασε στο Νέο Καδμείο ως δώρο από έναν ξένο ηγεμόνα, παρά ως μια τυχαία εισαγωγή ή προσωπική συλλογή κάποιου ταξιδιώτη-εμπόρου 299. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι σε κείμενο από την αλληλογραφία της Αμάρνα, αναφέρεται ότι μια mina 300 από λάπις λάζουλι, αντιστοιχεί σε περίπου 500 γραμμάρια, ποσότητα που θεωρούνταν αποδεκτή για να σταλεί ως διπλωματικό δώρο 301. Αρκεί λοιπόν να τονισθεί ότι η ομάδα των κασσιτικών σφραγιδοκυλίνδρων που βρέθηκε στο Νέο Καδμείο ζύγιζε 496 γραμμάρια, στοιχείο που ενισχύει την ερμηνεία της εισαγωγής των σφαριδοκυλίνδρων ως βασιλικό δώρο 302. Ως διπλωματικό δώρο θα μπορούσαν επίσης να θεωρηθούν τα ευρήματα από ήλεκτρο που εντοπίσθηκαν σε βασιλικό τάφο στο παλάτι της Qatna, Tell Mishrifeh, στη Συρία. Ο θησαυρός αυτός αποτελεί τη μεγαλύτερη ποσότητα ήλεκτρου που έχει εντοπιστεί στην περιοχή και έχει ερμηνευτεί από αρκετούς μελετητές ως δώρο από τους Μυκηναίους 303. Χαρακτηριστικά η H. Hughes-Brock θεωρεί τους Μυκηναίους ως πιθανούς διαμεσολαβητές του ήλεκτρου στην Ανατολή 304. Το ήλεκτρο παρόλο που παρουσιάζεται περιορισμένο στην Πελοπόννησο κατά τα πρώιμα Μυκηναϊκά χρόνια, στο απώγειο της ακμής των μυκηναϊκών ανακτόρων εμφανίζεται σε 296 Kopanias 2008, Porada , Cline 1991, Cline 1991, 154 και σημ. 215 Σχετικά με τη ταυτότητα των Ahhiyawa βλ. Manning 1992, Niemeier 1998, 19-25, 43-5 Mee 1998, Λατινικός όρος για την αρχαία ελληνική λέξη μνᾶ (μονάδα μέτρησης). 301 Porada , 68 και σημ Kopanias 2008, Ο βασιλικός τάφος σφραγίστηκε με την καταστροφή του ανακτόρου, από τον Suppiluliumas I, περί τα 1340 π.χ. (Hughes-Brock 2011, 107) βλ. σχετικά Al-Maqdissi et al. 2003, Σε αντίθετη περίπτωση, όπως προτείνει ο A. Sherratt ήταν δυνατόν να φτάνει στην Ανατολή μέσω της Μαύρης θάλασσας. (Hughes-Brock 2011, 107-8). 63

64 μεγάλες ποσότητες. Η ανεύρεσή του σε μεγάλη αφθονία σε τάφους της ηπειρωτικής Ελλάδας, μαρτυρά τις σχέσεις των Μυκηναίων με την κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Υποδεικνύει δε, ότι επρόκειτο για ένα υλικό με ιδιαίτερη αξία, το οποίο βρισκόταν στα χέρια των λίγων και διακινούνταν μέσα στα πλαίσια ενός συστήματος ανταλλαγής προϊόντων κύρους μεταξύ ηγεμόνων 305. Μάλιστα, χάντρες από ήλεκτρο εντοπίζονται κυρίως σε ταφές οι οποίες ήταν πλούσιες σε χρυσό 306. Παραδείγματος χάριν, στο θολωτό τάφο Δ στο νεκροταφείο Φουρνί Αρχανών στην Κρήτη (ΥΜ ΙΙΙΑ2) 307, χάντρες από ήλεκτρο εντοπίστηκαν ανάμεσα σε πλήθος χαντρών κατασκευασμένων από χρυσό και υαλώδεις ύλες, γεγονός που ενισχύει αφενός την ερμηνεία του ήλεκτρου ως πολύτιμου υλικού και αφετέρου επιβεβαιώνει την κυριαρχία των Μυκηναίων στο νησί 308. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η περίπτωση του Τάφου V του Ταφικού Κύκλου Α, όπου χάντρες από ήλεκτρο βρέθηκαν δίπλα στο ξίφος του νεκρού πολεμιστή και πιθανότατα να αποτελούσαν ένθετο διακοσμητικό στοιχείο του ξίφους, μαρτυρώντας την πολεμική και ταυτόχρονα αριστοκρατική ταυτότητα του νεκρού 309. Το ήλεκτρο εισαγόταν στην ηπειρωτική Ελλάδα κυρίως ως ολοκληρωμένο αντικείμενο 310. Ωστόσο, δεν αποκλείεται να έφτανε σε μεγάλες ποσότητες και ως πρώτη ύλη, την οποία οι Μυκηναίοι επέλεγαν να μην επεξεργαστούν, αλλά να την προωθήσουν στην Ανατολή, μέσα στα πλαίσια του ευρύτερου δικτύου ανταλλαγών 311. Αυτή η ερμηνεία φαίνεται πως συνάδει με το πλήθος αντικειμένων από ήλεκτρο, που ανευρέθηκαν στον βασιλικό τάφο στη Συρία, όπου αρκετά από τα ευρήματα ήταν κατασκευασμένα τοπικά, καταδεικνύοντας ότι το ήλεκτρο εισάγονταν ως πρώτη ύλη. Άλλωστε, η ζήτηση ανεπεξέργαστης πρώτης ύλης μεταξύ ηγεμόνων δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο για την εποχή. Σε αρχείο της Αμάρνα αναφέρεται ότι ο βασιλιάς των Mittani Tushratta ζήτησε από τον «αδελφό» βασιλιά της Αιγύπτου ανεπεξέργαστο χρυσό 312. Την περίοδο της Μυκηναϊκής περιόδου αντιπροσωπευτικά παραδείγματα εμπορίας προϊόντων μέσω των θαλάσσιων δρόμων μεταξύ των μεγάλων πολιτισμών της Ανατολικής Μεσογείου, αποτελούν τα φορτία από το ναυάγιο του Ulu Burun, που χρονολογείται στα τέλη του 14 ου αι. π.χ., και από το ναυάγιο της Cape Gelidonya στα τέλη του 13 ου αι. π.χ Τα δυο 305 Harding and Hughes-Brock 1974, Maran 2004, 49, Σακελλαράκης 1975, Σακελλαράκης 1975, Maran 2004, Harding and Hughes-Brock 1974, Hughes-Brock 2011, Moran 1992, Bass 1986, Bass

65 ναυάγια εντοπίστηκαν στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας και όπως φαίνεται μάλλον ακολουθούσαν ένα καθιερωμένο εμπορικό δρομολόγιο από την Αίγυπτο προς την Κύπρο και τη Συροπαλαιστίνη και από εκεί στο Αιγαίο μέσω των μικρασιατικών ακτών 314. Το φορτίο τους περιελάμβανε πρώτες ύλες και ολοκληρωμένα αντικείμενα, προερχόμενα από την Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, τη Συροπαλαιστίνη και την Κύπρο. Ιδιαίτερα θα πρέπει να τονιστεί ότι ο μεγάλος αριθμός και η αξία των αντικειμένων, που εντοπίστηκαν στο ναυάγιο του Ulu Burun, οδήγησε στην ερμηνεία ότι το πλοίο μετέφερε βασιλικό φορτίο 315. Το γεγονός ότι περιελάμβανε προϊόντα από πολύτιμα υλικά από τουλάχιστον εννέα διαφορετικούς πολιτισμούς της Ανατολικής Μεσογείου, μαρτυρά ένα εμπορικό φορτίο, το οποίο αποτελούσε μέρος ενός δικτύου ανταλλαγών μεταξύ ηγεμόνων, επιβεβαιώνοντας τις σχετικές αναφορές που συναντάμε στην αλληλογραφία της Αμάρνα 316. Το πλοίο μετέφερε κυρίως πρώτες ύλες: δέκα τόνους χαλκού και ένα τόνο κασσίτερου σε μορφή ταλάντων, ένα τόνο ρητίνης τερεβίνθου, τάλαντα από ύαλο, ελεφαντόδοντο, δόντι ιπποποτάμου, αυγά στρουθοκαμήλου και αιγυπτιακό έβενο 317. Φυσικά, δεν απουσίαζαν και τα ολοκληρωμένα προϊόντα, όπως κυπριακή κεραμική, πτηνόμορφες πυξίδες από ελεφαντόδοντο, αγγεία πόσεως από φαγεντιανή σε σχήμα γυναικείας κεφαλής και κριαριού, αγγεία από κασσίτερο, καθώς επίσης και μεγάλος αριθμός χαντρών από υαλώδεις ύλες, αχάτη, κορναλίνη, στεατίτη, χρυσό, ήλεκτρο κ.ά Δύο φακοειδείς σφραγίδες από στεατίτη, αλλά κυρίως η παρουσία ανάγλυφων χαντρών από ύαλο - οι οποίες αποτελούν τον κατεξοχήν αιγαιακό τύπο χάντρας από υαλώδη ύλη που εντοπίζεται σε αφθονία στα ταφικά σύνολα της ΥΕ ΙΙΙ περιόδου - μαρτυρούν την παρουσία Μυκηναίου εμπόρου στο πλοίο, ως απεσταλμένου που θα συνόδευε πιθανότατα το φορτίο στο τελικό προορισμό του 319. Επιπρόσθετα, αρχαιομετρικές αναλύσεις σε χάντρες από ήλεκτρο έδειξαν ότι αυτές προέρχονται από τη Βαλτική θάλασσα 320, ενισχύοντας την υπόθεση που προτάσσει τους Μυκηναίους ως κύριους διαμεσολαβητές του ήλεκτρου στην Ανατολή 321. Tα ευρήματα από το ναυάγιο της Cape Gelidonya υποδεικνύουν ότι το πλοίο μετέφερε επίσης εμπορικό φορτίο, με πλήθος ταλάντων και απορριμμάτων χαλκού και κασσίτερου 322. Ομοίως στο ναυάγιο αυτό μαρτυρείται η παρουσία Μυκηναίου εμπόρου λόγω του 314 Warren 2000, Pulak 2005a, Pulak 2005b, Pulak 2005b, Pulak 2005a, Bass 1986, Στα ευρήματα που αναγνωρίστηκαν ως μυκηναϊκά συγκαταλέγονται επίσης: κεραμική, δύο ξίφη, 22 λόγχες, τρία εγχειρίδια, πέντε ξυράφια και έξι σμίλες (Pulak 2005b, ). 320 Bass 1986, Hughes-Brock 2011, Bass

66 εντοπισμού μυκηναϊκής κεραμικής, την οποία ο G.F. Bass - μαζί με άλλα ευρήματα συριακής και κυπριακής προέλευσης - θεώρησε ως προσωπικά αντικείμενα του πληρώματος 323. Συνοψίζοντας, ο ρόλος των κοσμημάτων ως διακριτά αντικείμενα μιας ανώτερης κοινωνικής τάξης επιβεβαιώνεται μέσα από την παρατήρηση των διπλωματικών και εμπορικών σχέσεων του Μυκηναϊκού κόσμου με τους λαούς της Ανατολικής Μεσογείου. Άλλωστε, η χρήση των πολύτιμων υλών από τα οποία κατασκευάζονταν τα κοσμήματα προσέδιδε σε αυτά μια ανταλλακτική αξία, που δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί ένδειξη διαφοροποίησης των κατόχων τους σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Παράλληλα, παρατηρώντας τα πλούσια μυκηναϊκά ταφικά σύνολα γίνεται φανερή η τάση μιας ταφικής πρακτικής που επιδιώκει την τοποθέτηση ει δυνατόν μεγάλου αριθμού αντικειμένων από πολύτιμα υλικά στους τάφους, επιβεβαιώνοντας την κοινωνική και πολιτική δύναμη που είχε ο νεκρός και κατ επέκταση το γένους του 324. Δ.2 Η ταφική χρήση των κοσμημάτων και ο συμβολισμός τους Το γεγονός ότι στην πλειονότητα τους τα κοσμήματα έχουν εντοπιστεί σε ταφικά σύνολα δημιουργεί το ερώτημα εάν αυτά προορίζονταν αποκλειστικά για ταφική χρήση. Η απεικόνιση κοσμημάτων στις εικονογραφικές παραστάσεις της εποχής - στις οποίες κοσμήματα φέρονται από γυναίκες, άνδρες και παιδιά - μαρτυρά ότι αποτελούσαν αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούνταν από τους ανθρώπους όσο ήταν εν ζωή. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται άλλωστε και από τη φθαρμένη επιφάνεια των ανευρεθέντων κοσμημάτων στα ταφικά σύνολα, η οποία οφείλεται στις πλείστες των περιπτώσεων στην τριβή λόγω της χρήσης τους. Ως προσωπικά αντικείμενα τα κοσμήματα, έχοντας ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για τον κάτοχο τους κατά τη διάρκεια της ζωής του είναι πιθανόν να επιλέγονταν να τον συνοδεύσουν και στο τελευταίο του ταξίδι. Παρόλα αυτά δεν λείπουν οι περιπτώσεις, στις οποίες διακρίνουμε τη λειτουργία των κοσμημάτων αποκλειστικά για ταφική χρήση. Πιθανότατα ορισμένα κοσμήματα να κατασκευάζονταν με σκοπό να αποτελέσουν μέρος μιας ταφικής τελετουργίας προς τιμή του νεκρού. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν κυρίως λεπτά και εύθραυστα ελάσματα χρυσού, επιράμματα και ταινίες, που κατασκευάζονταν με απλές τεχνικές και δεν έχαιραν ιδιαίτερης 323 Κεραμεική, σκαραβαίοι και σφραγιδόλιθος (Bass 1967, 143, 149, 164). 324 Voutsaki 1995,

67 φροντίδας 325. Η ευπαθής κατασκευή των κοσμημάτων αυτών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν παρουσιάζουν ίχνη τριβής φανερώνουν την αποκλειστική τους χρήση ως ταφικά κτερίσματα. Μάλιστα, συχνά τέτοιου είδους κοσμήματα κατασκευάζονταν και εντός του θαλάμου του τάφου, όπως επιβεβαιώνουν τα απορρίμματα χρυσού που βρέθηκαν δίπλα σε λακκοειδή τάφο, που ανήκει στον θολωτό τάφο Καζάρμα στο Ναύπλιο, ενισχύοντας την υπόθεση ότι προορίζονταν μόνο για ταφική χρήση 326. Αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα στην κατηγορία των ταφικών κτερισμάτων αποτελούν οι χρυσές νεκρικές προσωπίδες, που βρέθηκαν στους Ταφικούς Κύκλους των Μυκηνών 327. Η νεκρική προσωπίδα αναπαριστούσε το πρόσωπο του αποθανόντα και σχετιζόταν πιθανότατα με τη διατήρηση της εικόνας του στη μεταθανάτια ζωή. Η χρήση της αφενός μπορεί να ερμηνευθεί ως έκφραση της υψηλής κοινωνικής θέσης του νεκρού και αφετέρου να συνδεθεί με θρησκευτικές πεποιθήσεις που απαντώνται στην Αίγυπτο σχετικά με την υλοποίηση της θεϊκής υπόστασης του ατόμου μετά το θάνατό του 328. Εμφανή ταφική χρήση πρέπει να είχαν και οι χάντρες, που εντοπίστηκαν σε θαλαμωτό τάφο στη Μιδέα, οι οποίες είναι πιθανόν να κάλυπταν το σώμα του νεκρού εν είδει δικτυωτού υφάσματος, κατά αντιστοιχία με τα αιγυπτιακά νεκρικά ενδύματα από χάντρες φαγεντιανής 329. Η προστατευτική ή διαβατήρια ταφική χρήση των κοσμημάτων που κατασκευάζονταν από ημιπολύτιμους λίθους ενισχύεται από τους συμβολισμούς που είχαν αποδοθεί στους λίθους αυτούς από τους λαούς της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου. Στην Εγγύς Ανατολή οι μαγικές ιδιότητες με τις οποίες ήταν εμποτισμένοι οι λίθοι αναγνωρίζονται στον μύθο των Σουμέριων The exploits of Ninurta που χρονολογείται στη 2η χιλιετία π.χ Σύμφωνα με τον μύθο ο θεός του πολέμου Ninourta, αφού κατατρόπωσε τους λίθους σε κοσμική μάχη, απέδωσε στον καθένα τους ως τιμωρία κάποιο όνομα που ταυτιζόταν με τη μοίρα του. Στην Αίγυπτο τα χρώματα των ημιπολύτιμων λίθων είχαν τη δική τους ξεχωριστή σημασία και ερμηνεία 331. Ειδικότερα, το πράσινο χρώμα του μαλαχίτη συμβόλιζε τη νέα βλάστηση, τη γονιμότητα και συνακόλουθα τη νέα ζωή και την αναγέννηση. Μάλιστα, ως χρώμα συνδέθηκε με τον πάπυρο - το ιερό φυτό της Αιγύπτου - το όνομα του οποίου, wadj, όπως ήδη αναφέρθηκε 325 Hood 1978, Protonotariou-Deilaki 1990, Στον Τάφο Γ του Ταφικού Κύκλου Β εντοπίστηκε μια προσωπίδα από ήλεκτρο (Μυλωνάς 1973 Karo ). 328 Whittaker 2006, βλ. σχετικά στο Andrews Robson 2001, Andrews 1990,

68 σήμαινε «ανθοφορώ» ή «είμαι υγιής». Το γαλανό χρώμα του τιρκουάζ και το βαθύ μπλε του λάπις λάζουλι θύμιζαν το νερό και τον προστατευτικό έναστρο ουρανό. Στα αιγυπτιακά οι λέξεις mefkat και khesbed που χρησιμοποιούνται για να ονοματίσουν τους λίθους τιρκουάζ και λάπις λάζουλι αντίστοιχα, αποτελούσαν συνώνυμα της χαράς ή της απόλαυσης. Το κίτρινο και το λευκό χρώμα συμβόλιζαν ενδεχομένως τον ήλιο και το φώς και άρα την αέναη, κυκλική πορεία της αναγέννησης του ηλιακού Θεού και κατ επέκταση της αναγέννησης των ίδιων των ανθρώπων στη μεταθανάτια αιώνια ζωή. Από την άλλη, ο κορναλίνης, ο οποίος είχε το χρώμα του αίματος συμβόλιζε την ενέργεια, τη δύναμη και τη ζωή. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στο Βιβλίο των Νεκρών, όπου το φυλαχτό της θεάς Ίσιδος έπρεπε να κατασκευαστεί από κόκκινο ίασπη, που το κόκκινο χρώμα του θα ενδυνάμωνε τα λόγια της επωδής «έχεις το αίμα σου, Ίσις έχεις τη δύναμη σου» 332. Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει η αιγυπτιακή λέξη για τον αμέθυστο, hesmen, καθώς η ίδια λέξη χρησιμοποιούνταν και για το ένυδρο ανθρακικό νάτριο (natron), το φυσικό συστατικό του άλατος, που λειτουργούσε ως βοηθητικό στοιχείο στη διαδικασία της μουμιοποίησης 333. Η μεταφυσική ερμηνεία των λίθων ενισχυόταν ακόμη περισσότερο από τη φυσική ομορφιά του υλικού, την έντονη στιλπνότητα, την ποικιλία των αποχρώσεων και τους ιριδισμούς των χρωμάτων, που έρχονταν σε αντίθεση με το σκοτάδι που επικρατούσε στον τάφο. Συνεπώς, όσο πιο λαμπερό και φωτεινό ήταν ένα αντικείμενο, τόσο πιο έντονη γινόταν η αντίθεση ενάντια στο φόβο για το άγνωστο 334. Όπως γίνεται αντιληπτό οι ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τους λίθους προσέδιδαν στα κοσμήματα θρησκευτικούς συμβολισμούς που σχετίζονταν με τον θάνατο και την προστασία του νεκρού. Λαμβάνοντας υπόψη τον συμβολισμό αυτό δύναται να εξηγηθεί η επιλογή τους ως ταφικά κτερίσματα. Στον αιγαιακό χώρο η ταφική χρήση των κοσμημάτων από ημιπολύτιμους λίθους προφανώς σχετιζόταν με αντίστοιχους συμβολισμούς. Εκτός λοιπόν από την αισθητική, συναισθηματική και κοινωνική αξία των κοσμημάτων από πολύτιμες ύλες είναι πιθανόν να διατηρούνταν και οι συμβολισμοί με τους οποίους αυτά ήταν επιφορτισμένα. Ο μεγάλος αριθμός ανεύρεσης τους στα πλούσια ταφικά σύνολα της περιόδου ενδεχομένως να μαρτυρά μεταξύ άλλων την ελπίδα του ανθρώπου για μια νέα μετά θάνατον ζωή κατά αναλογία με τα αιγυπτιακά πρότυπα. 332 Andrews 1990, Andrews 1990, Gillis 2012,

69 Εν κατακλείδι, τα κοσμήματα που συναντώνται στα ταφικά σύνολα αντιπροσωπεύουν αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής των κατόχων τους, όσο και στη μετά θάνατον ζωή τους. Σε κάθε μία από τις δυο αυτές περιπτώσεις κάλυπταν βαθύτερες ανάγκες, προθέσεις και πεποιθήσεις, που καταδεικνύουν τον συμβολικό και πολυσήμαντο τους ρόλο. Δ.3 Κόσμημα και φύλο/ηλικία Ο προσδιορισμός του φύλου και της ηλικίας του νεκρού στηρίζεται κατά κύριο λόγο στη μελέτη του οστεοαρχαιολογικού υλικού, που συνήθως αξιολογείται βάσει των διαφορετικών μορφολογικών χαρακτηριστικών των οστών 335. Παρ όλα αυτά δεν είναι λίγες οι φορές που δευτερεύουσες ενδείξεις συμβάλλουν στην αναγνώριση της ταυτότητας του θανόντος. Τα διάφορα κτερίσματα, που τοποθετούνται στα ταφικά σύνολα, αποτελούν σημαντικά αναγνωριστικά στοιχεία για τον καθορισμό του φύλου, της ηλικίας, ακόμη και της ιδιότητας του νεκρού. Λόγου χάριν, η παρουσία κατόπτρου ή αρωματοδοχείων είναι πιθανόν να μαρτυρά μια γυναικεία ταφή, ενώ η ύπαρξη όπλων ή εργαλείων να συνδέεται κυρίως με αντρική ταφή. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα ανασκαφικά δεδομένα δεν λείπουν οι φορές που τα κτερίσματα μπορεί να μην αποτελούν εμφανή αποδεικτικά στοιχεία της ηλικίας ή του φύλου του νεκρού, αλλά να συνιστούν δείκτες της κοινωνικής του τάξης ή να εκφράζουν κάποια θρησκευτική πεποίθηση και προφανώς στις περιπτώσεις αυτές δεν σχετίζονται με την ηλικία ή το φύλο του νεκρού. Μελετώντας τα κτερίσματα σε συνάρτηση με το ανθρωπολογικό υλικό που εντοπίζεται στα ταφικά σύνολα, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς την καθολική τους χρήση και από τα δύο φύλα, καταρρίπτοντας την άλλοτε παγειωμένη πεποίθηση που ήθελε τα κοσμήματα να απαντώνται αποκλειστικά σε γυναικείες ταφές 336. Χαρακτηριστικά, υπάρχουν πολλά παραδείγματα ανδρικών ταφών, όπου συναντάμε πολυτελή κοσμήματα, όπως περικάρπια, περιδέραια, περόνες, δαχτυλίδια κ.ά.. Ενδεικτικά αναφέρονται οι θολωτοί τάφοι των Δενδρών 337 και του Βαφειού 338, στους οποίους οι νεκροί συνοδεύονταν από πλήρη οπλισμό - ξίφη, εγχειρίδια, δόρατα - αλλά και από πλούσια κοσμήματα, όπως περιδέραια με χρυσές χάντρες, χάντρες από 335 Haas-Lebegyev 2012, Kilian-Dirlmeier , Persson 1931, 16-8, Τσούντας 1889,

70 ήλεκτρο και αμέθυστο, σφραγίδες κοντά στα χέρια (πιθανόν ως μέρη περικαρπίων) και δαχτυλίδια 339. Επίσης, ο νεκρός του Τάφου ΙΙ του θολωτού τάφου Καζάρμα (ΥΕ Ι - ΙΙ) που συνοδευόταν από δυο εγχειρίδια, μαχαίρι, ξίφος, βέλη και κράνος έφερε περιδέραιο από χάντρες αμέθυστου, κορναλίνη και υαλώδεις ύλες 340. Αντίστοιχα παραδείγματα έχουν βρεθεί και στην Κρήτη. Συγκεκριμένα, ο τάφος 4 στη θέση Σελλόπουλο (ΥΜ ΙΙ-ΙΙΙΑ) κοντά στην Κνωσό, περιελάμβανε δυο ταφές πολεμιστών, οι οποίοι συνοδεύονταν από τον πολεμικό τους εξοπλισμό, ενώ καθένας τους έφερε περιδέραιο με ανάγλυφες χρυσές χάντρες και κοσμήματα στα άκρα, όπως δαχτυλίδια περικάρπια και σφραγιδόλιθους 341. Έχει παρατηρηθεί, μάλιστα, ότι το πλήθος των όπλων που διέθετε ένας τάφος ήταν ανάλογο με την πλούσια κτέρισή του εν γένει, γεγονός που είναι πιθανόν να δηλώνει την υψηλή θέση του νεκρού στη στρατιωτική και πολιτική ζωή του τόπου. Συχνά, βέβαια, η διττή λειτουργία των ευρημάτων καθιστά δύσκολη την ερμηνεία ενός τάφου αποκλειστικά ως τάφου πολεμιστή ή τάφου ηγεμόνα 342. Ωστόσο, η πλούσια κτέριση ενός πολεμιστή, στην οποία συμπεριλαμβάνονται τα πολυτελή κοσμήματα που συνήθως διέθετε, είχε συμβολική αξία και δεν αποκλείεται να αποτελούσε αφενός ένδειξη κοινωνικής θέσης και αφετέρου διακριτό στοιχείο μιας πολεμικής άρχουσας τάξης. Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει αναφορά στην πρόσφατη αποκάλυψη ενός τάφου πολεμιστή της ΥΕ ΙΙ περιόδου (1500 π.χ.) στην Πύλο 343, καθώς παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο τάφος που βρέθηκε κοντά στο Μυκηναϊκό ανάκτορο του Νέστορα στον Άνω Εγκλιανό της Πύλου ήταν ασύλητος και περιελάμβανε εκτός των όπλων, πλήθος πολυτελών κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων. Αναφέρονται μεταξύ των άλλων αντικείμενα κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα και ύλες. Ειδικότερα, στα χάλκινα αντικείμενα συγκαταλέγονται: ένα ξίφος με επιχρυσωμένη λαβή από ελεφαντόδοντο, εγχειρίδιο, όπλα και αγγεία. Στα χρυσά περιλαμβάνονται μια αλυσίδα, σφραγιστικά δακτυλίδια και κύπελλα, ενώ βρέθηκαν και ασημένια κύπελλα. Επίσης, γίνεται λόγος για περισσότερους από 50 σφαργιδόλιθους, ενώ ο αριθμός των χαντρών ξεπερνάει τις Οι χάντρες είναι κατασκευασμένες από χρυσό και ημιπολύτιμους λίθους και συγκεκριμένα από κορναλίνη, αμέθυστο, ίασπη, αχάτη. Να σημειωθεί ότι τα περισσότερα ευρήματα είναι υψηλής ποιότητας και 339 Kilian-Dirlmeier , Πρωτονοταρίου-Δεϊλάκη 1969, 4, 6, εικ Popham and Catling 1974, Kilian-Dirlmeier , Η αποκάλυψη του τάφου έγινε τον Οκτώβριο του 2105 κατά τη διάρκεια αρχαιολογικών ερευνών που διεξάγονταν από το Πανεπιστήμιο του Cincinnati, υπό τη διεύθυνση των J.L. Davis και S.R. Stocker και την εποπτεία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας. 70

71 φαίνεται να έχουν Μινωική επίδραση 344. Η πλούσια κτέριση του νεαρού πολεμιστή σε κοσμήματα, ενισχύει το λειτουργικό ρόλο των κοσμημάτων ως ένδειξη κοινωνικού κύρους. Στα πλαίσια αυτά, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο τα πολύτιμα κοσμήματα να συνόδευαν άνδρες και γυναίκες της αριστοκρατίας των Μυκηναϊκών χρόνων. Φυσικά, η παρουσία ημιπολύτιμων λίθων σε τόση αφθονία δε δύναται να ερμηνευθεί μονοδιάστατα, καθώς είναι πιθανό εκτός από ένδειξη κύρους, να σχετιζόταν με θρησκευτικές δοξασίες για τη μεταθανάτιο ζωή 345. Τα κοσμήματα αποτελούν τυπικά κτερίσματα των γυναικείων ταφών που σχεδόν πάντα συνοδεύουν τη νεκρή, υποδηλώνοντας ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα τους την κοινωνική της θέση. Δεν λείπουν, βέβαια, τα παραδείγματα στα οποία συναντάμε μεταξύ των κτερισμάτων κάποιο όπλο, όπως συμβαίνει με το χάλκινο εγχειρίδιο που βρέθηκε ανάμεσα στα κτερίσματα της νεκρής στο θαλαμωτό Τάφο LXII από το νεκροταφείο της Ελάτειας 346. Σε αυτές τις περιπτώσεις τέτοιου είδους αντικείμενα δύναται να συνδεθούν κυρίως με σύμβολα θρησκευτικά, λατρευτικά ή κοινωνικά, παρά να αποτελούν διακριτά στοιχεία ιδιότητας πολεμιστή. Άλλωστε, η χρήση των εγχειριδίων σε τελετουργικά δρώμενα μαρτυρείται τόσο από την παρουσία τους σε ιερά, όσο και από την απεικόνισή τους σε παραστάσεις σφραγίδων με θρησκευτικό ή τελετουργικό περιεχόμενο 347. Η χρήση των κοσμημάτων από άνδρες και γυναίκες επιβεβαιώνεται μέσα από τις εικονογραφικές παραστάσεις της περιόδου 348. Βέβαια, η διάκριση τους σε αμιγώς γυναικεία ή ανδρικά δεν καθίσταται εφικτή, διότι ίδια κοσμήματα διαπιστώνεται να φέρονται και από τα δύο φύλα. Όπως προκύπτει από τα έως τώρα αρχαιολογικά δεδομένα, η χρήση τους ενδεχομένως να περιοριζόταν κυρίως στον κύκλο της αριστοκρατίας. Ωστόσο, αυτό που μπορεί να ειπωθεί με ασφάλεια είναι ότι πολλές φορές αποτελούσαν δηλωτικό της ιδιότητας του νεκρού όσο ήταν εν ζωή. Βάσει των παραπάνω, οι εγχάρακτες σφραγίδες με παραστάσεις γρυπών, άρματος και πτηνών προφανώς υπαινίσσονται την ιδιότητα του νεκρού ως κυνηγού, ενώ παραστάσεις με ιερά σύμβολα, πιθανόν να δηλώνουν τη σχέση του θανόντος με την ιερατική τάξη. Τέλος, σε ότι αφορά τα σχήματα, όπως αυτό της οκτώσχημης ασπίδας, δεν αποκλείεται να μαρτυρούν τη διπλή ιδιότητα του νεκρού, που πιθανόν να σχετιζόταν τόσο με τον πόλεμο, όσο και με το ιερατείο Οι πληροφορίες που παρατίθενται προέρχονται από ηλεκτρονική πηγή και δεν αποτελούν δημοσιευμένο υλικό βλ. παραπάνω κεφ. Δ Δημάκη 1999, Kilian-Dirlmeier 1990, Βλ. παραπάνω κεφ. Β Konstantinidi 2001,

72 Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κοσμήματα που σχετίζονται με την ηλικιακή ομάδα των βρεφών και των παιδιών και αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία. Παιδικές ταφές εντοπίζονται σχεδόν σε όλα τα ανεσκαμμένα νεκροταφεία της Μυκηναϊκής περιόδου, συνήθως σε κόγχες στις παρειές του δρόμου ή του θαλάμου του τάφου και σπανιότερα εντός αυτού, αλλά και σε κιβωτιόσχημους τάφους και λακκοειδή ορύγματα 350. Η αναγνώριση μιας παιδικής ταφής δεν είναι πάντα εφικτή, καθώς τα σκελετικά κατάλοιπα στις μικρές ηλικίες είναι ιδιαίτερα εύθρυπτα, ενώ σε ότι αφορά τα βρέφη οι χόνδροι αποσυντίθεται εύκολα και για τον λόγο αυτό η διατήρησή τους είναι εξαιρετικά σπάνια 351. Ωστόσο, πέρα από το μέγεθος του τάφου που συχνά προδιορίζει μια παιδική ταφή, υπάρχουν ορισμένες κατηγορίες κτερισμάτων που συμβάλλουν στην ταύτιση του τάφου ως παιδικού. Τέτοια αντικείμενα αποτελούν τα μικρογραφικά αγγεία, τα θήλαστρα, οι πτηνόμορφοι ασκοί, τα ειδώλια και τα παιχνίδια 352. Φυσικά, δεν απουσιάζουν τα κοσμήματα, με τις χάντρες και τα περίαπτα να αποτελούν χαρακτηριστικό κτέρισμα των παιδικών ταφών 353. Τις περισσότερες φορές τα συναντάμε είτε ως μέρη περιδεραίων, είτε μεμονωμένα ως το μοναδικό κόσμημα του τάφο. Όταν δε, εντοπίζονται σε πολύ μεγάλο αριθμό, πιθανότατα η παρουσία τους συνδέεται με την ύπαρξη κάποιου νεκρικού ενδύματος, του οποίου αποτελούσαν μέρος. Η συχνή παρουσία μίας χάντρας από κορναλίνη - κυρίως αμυγδαλειδής ή σφαιρική - σε παιδικές ταφές 354 εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη λειτουργία της. Η Ε. Κωνσταντινίδη προτείνει τη χρήση του συγκεκριμένου λίθου ως φυλαχτό, αντίστοιχο της μπλε χάντρας ενάντια στο «κακό μάτι» που φέρεται από μικρά παιδιά, αλλά και ενήλικες μέχρι και στις μέρες μας 355. Συμπληρώνει μάλιστα η ίδια, ότι οι διαφορετικές αποχρώσεις του λίθου θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν σε μια υπόθεση διάκρισης φύλου, λαμβάνοντας υπόψη την αναφορά του Θεόφραστο, σχετικά με τις δυο ποικιλίες του κορναλίνη, το διαφανές ερυθρότερον που αντιστοιχεί στο θηλυκό και το διαφανές μελάντερον που αντιστοιχεί στο αρσενικό 356. Η χρήση χαντρών και περιάπτων ως φυλαχτά φαίνεται πως είχε μια ιδιαίτερη σημασία στην ηλικιακή ομάδα των παιδιών. Η συχνή παρουσία τους σε παιδικούς τάφους φανερώνει την 350 Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα 1994, 9 Συχνά βέβαια συναντάμε περιπτώσεις, όπου παιδιά θάβονταν μαζί με ενήλικες, συνήθως τη μητέρα τους, εάν τύγχαναν έναν ξαφνικό θάνατο μαζί (Konstantinidi 2001, 244). 351 Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα 1994, Στην κατηγορία των παιχνιδιών άνηκαν τα κωνικά κομβία ή σφονδύλια - συνήθως από στεατίτη (Πολυχρονάκου- Σγουρίτσα 1994, 23-4 και σημ. 162, 166). 353 Άλλοι τύποι κοσμημάτων εμφανίζονται μεμονωμένα, όπως διαδήματα, δακτυλίδια, περόνες, περικάρπια και ενώτια (Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα 1994, 24). 354 Κονσολάκη-Γιαννοπούλου 2003, Wace et al , Ιακωβίδης , Α: 316-7, 232-5, 244-7, Επίσης στο Παγκαλοχώρι της Κρήτης (ΥΜΙΙ) σε λάρνακα που περιελάμβανε γυναικεία και παιδική ταφή βρέθηκαν χάντρες από κορναλίνη σε σχήμα πτηνού ή λεοντοκεφαλής και μια αμυγδαλόσχημη (Μαρκουλάκη 1989, 374). 355 Konstantinidi 2001, Θεόφραστος, Περί Λίθων, 31 Konstantinidi 2001,

73 επιθυμία του ανθρώπου αφενός να αντιμετωπίσει μια άγνωστη δύναμη που του προκαλούσε δέος και αφετέρου να προστατεύσει το νεκρό παιδί 357. Μια τέτοια λειτουργία πρέπει να εξυπηρετούσε το κωνικό κομβίο από ορεία κρύσταλλο που έφερε εγχάρακτο σημείο της Γραμμικής Β γραφής, το οποίο βρέθηκε στον παιδικό τάφο Ι (ΥΕ ΙΙ-ΙΙΙΒ) έναντι του Παλαμηδίου λόφου 358. Τον ίδιο ρόλο πρέπει να επιτελούσε η εγχάρακτη αμυγδαλοειδής «ταλισμανική» σφραγίδα από κορναλίνη που βρέθηκε στη περιοχή του στέρνου της νεαρής νεκρής του τάφου Μ του Ταφικού Κύκλου Β των Μυκηνών 359 (εικ. 19). Τέλος, αξίζει να αναφερθεί το περίαπτο που βρέθηκε στον παιδικό τάφο Α3 στα Λακκίθρα Κεφαλληνίας (ΥΕ ΙΙΙΓ). Το περίαπτο αυτό κατασκευασμένο από κορναλίνη λίθο θυμίζει τα «βιολόσχημα» ειδώλια των Κυκλάδων και ως εκ τούτου θεωρήθηκε από τον Σ. Μαρινάτο ως γυναικεία ανθρώπινη μορφή 360, η οποία ενδεχομένως να αναπαρίστανε την μητρική φιγούρα που θα συνόδευε το νεκρό παιδί στο ταξίδι του στον Κάτω Κόσμο (εικ. 49). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το λίθινο περίαπτο που εντοπίστηκε σε παιδική ταφή (τάφος Θπ4) στο νεκροταφείο της Ελευσίνας της ΥΕ ΙΙ περιόδου 361. Μάλιστα, η εν λόγω ταφή αποτελεί μια από τις σπάνιες εξαιρέσεις, καθώς βρέθηκε ανέπαφη και καλά διατηρημένη με τα οστά και τα κτερίσματα να έχουν βρεθεί κατά χώραν 362 (εικ. 50). Η κτέριση περιλαμβάνει τα συνήθη ευρήματα που συνόδευαν τις παιδικές ταφές, όπως μικρογραφικά αγγεία, πήλινα ειδώλια τύπου Φ, θήλαστρο και περιδέραιο. Ειδικότερα, το περιδέραιο συνίσταται από χάντρες φαγεντιανής στο κέντρο του οποίου είναι τοποθετημένο το περίαπτο από μαύρο στεατίτη, σε μορφή ημισελήνου, με ακόσμητες τις επιφάνειες του, μήκους 0,025 μ. και πλάτους 0,011 μ. 363 (εικ. 51). Ενδεχομένως, το περίαπτο λειτουργούσε ως φυλαχτό, του οποίου η μαγική δύναμη προερχόταν από το σχήμα του και την ύλη του 364. Άλλωστε, η ημισέληνος θεωρείται ότι είχε αποτροπαϊκή ιδιότητα κατά του κακού. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από την αναφορά του Ησύχιου στο λήμμα του σεληνίς, «φυλακτήριον, όπερ εκκρέμαται τοις παιδίοις», που σημαίνει φυλαχτό το οποίο κρεμούσαν στα παιδιά 365. Περίαπτα σε σχήμα ημισελήνου εντοπίσθηκαν ένα από κορναλίνη στον θαλαμοειδή τάφο της Ασίνης και ένα από χρυσό στο νεκροταφείο της 357 Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα 1994, ΑΔ 28 (1973), Χρον. Β 1, Βλ. παραπάνω κεφ. Β.2 και στο Μυλωνάς 1973, 149, 156-7, πιν. 135 β και 136 α. 360 Μαρινάτος 1932, Μυλωνάς 1975, 10-19, Η ακριβή θέση των κτερισμάτων σε σχέση με το σκελετικό υλικό καθίσταται δύσκολη, ιδίως όταν πρόκειται για παιδική ταφή (Μυλωνάς 1955, 35-7). 363 Οι χάντρες από φαγεντιανή είναι σφαιρικές, σφαιρικές πεπλατυσμένες ή βαλανόσχημες που φέρουν αυλακώσεις και είναι διάτρητες κατά το μήκος (Μυλωνάς 1955, 38-42). 364 Τέτοιου είδους περίαπτα στο σχήμα της ημισελήνου είναι γνωστά κυρίως από τους ιστορικούς και τους Ρωμαϊκούς χρόνους και κατασκευάζονται από διάφορα μέταλλα, όπως χαλκό, μόλυβδο, άργυρο και χρυσό (Μυλωνάς 1955, 42 και σημ. 3). 365 Μυλωνάς 1975,

74 Περατής 366. Ενώ, από το νεκροταφείο της Ελάτειας προέρχονται επτά από στεατίτη, εκ των οποίων τουλάχιστον τα τρία εντοπίσθηκαν σε αντίστοιχο αριθμό παιδικών ταφών 367. Όσον αφορά στην προέλευση του σχήματος έχουν διατυπωθεί διάφορες ερμηνείες. Ο A. Persson θεώρησε ότι πρόκειται για εισηγμένο αντικείμενο από την Αίγυπτο, όπου η ημισέληνος χρησιμοποιούνταν ως φυλαχτό κατά της βασκανίας και της μαγείας 368. Από την άλλη, ο Σ. Ιακωβίδης εικάζει ότι εισήχθη από τη Μεσοποταμία ή τη Συρία και τη Μικρά Ασία, όπου υπήρχε η αντίληψη ότι τα ουράνια σώματα καθόριζαν και επηρέαζαν τις ζωές των ανθρώπων. Επισημαίνεται δε ότι το εν λόγω σχήμα απαντάται εκεί ήδη από τον 18 ο αι. π.χ Ενώ, τέλος, ο Γ. Μυλωνάς λαμβάνοντας υπόψη την παρουσία του σχήματος στο Δεσποτικό και στα Θέρμια της Λέσβου ήδη από τη Νεολιθική περίοδο, υποστήριξε ότι το σχήμα της ημισελήνου συνδέεται με τους διάτρητους χαυλιόδοντες κάπρων, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν ως περίαπτα στην ηπειρωτική Ελλάδα την αντίστοιχη περίοδο 370. Εξαιρετικά εντυπωσιακός είναι επίσης ο μεγάλος αριθμός μικροσκοπικών χαντρών, που συχνά εντοπίζεται σε παιδικές ταφές. Ειδικότερα, στον λόφο του Αγίου Κωνσταντίνου στα Μέθανα εντοπίστηκε τάφος της ΥΕ ΙΙΙΑ-Β περιόδου, ο οποίος περιελάμβανε δυο βρέφη και ένα έμβρυο 371. Ανάμεσα στα κτερίσματα: μικρό πινάκιο, πτηνόσχημος ασκός, δυο γυναικεία ειδώλια σχήματος Φ και Ψ και δυο χάλκινα δαχτυλίδια, βρέθηκαν πολλές μεγάλες και μικρές χάντρες (137), κυρίως σφαιρικές και δακτυλιόσχημες, διαμέτρου από 0,005 μ. έως 0,02 μ., ένας σφραγιδόλιθος από οφίτη, ένα μικρό κομβίο από στεατίτη και ένα κωδιόσχημο περίαπτο από πρασινωπό στεατίτη 372. Οι χάντρες αυτές, κατασκευασμένες από ποικίλα υλικά, όπως ορεία κρύσταλλο, κορναλίνη, χρυσό, οφίτη και υαλώδεις ύλες, πιθανόν να απάρτιζαν ένα ή περισσότερα περιδέραια. Βέβαια, η παρουσία του μοναδικού κομβίου στη ΒΔ γωνία του τάφου θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπόθεση ότι οι χάντρες ήταν επιραμμένες σε κάποιο νεκρικό ένδυμα, το οποίο στερεωνόταν στον ώμο με τη βοήθεια του μικρού αυτού κομβίου (διαστάσεων 0,01 x 0,015 μ.) 373. Ωστόσο, οι μικρές διαστάσεις του κομβίου σε συνδυασμό με την εξαιρετικά λειασμένη επιφάνεια του δεν αποκλείουν την πιθανότητα της χρήσης του ως χάντρα. 366 Frödin and Person 1938, 374, εικ. 242 Ιακωβίδης , Β: Το σχήμα των περιάπτων αυτών περιγράφεται ως παπυρόσχημο, μηνοειδές ή αγκυρόσχημο βλ. αναλυτικά παραπάνω κεφ. Β.2 (Δημάκη 1999, ). 368 Frödin & Person 1938, Μυλωνάς 1975, Μυλωνάς 1975, Κονσολάκη-Γιαννοπούλου 2003, Κονσολάκη-Γιαννοπούλου 2003, Κονσολάκη-Γιαννοπούλου 2003,

75 Αντίστοιχο παράδειγμα προέρχεται από τον θαλαμωτό τάφο στην Αγία Σωτηρία Νεμέας της ΥΕ ΙΙΙΑ1-Β2 περιόδου, όπου αποκαλύφθηκαν σε αφθονία χάντρες μικρού μεγέθους, από ημιπολύτιμους λίθους και υαλώδεις ύλες 374. Εντός του θαλαμοειδούς τάφου τρεις ταφές ερμηνεύτηκαν ως παιδικές, λόγω της απουσίας σκελετικών καταλοίπων σε συνδυασμό με τα κτερίσματα που έφεραν, τα οποία συναντάμε συχνά σε παιδικούς τάφους 375. Ειδικότερα, στον τάφο 4 εντοπίστηκαν: ένα θήλαστρο, 102 χάντρες από ημιπολύτιμους λίθους και τέσσερεις από υαλώδεις ύλες. Στον τάφο 5 ανευρέθηκαν: ένα θήλαστρο, ένα γυναικείο πήλινο ειδώλιο, 138 χάντρες από υαλώδεις ύλες και 127 χάντρες από αχάτη. Τέλος στην κόγχη του θαλάμου βρέθηκαν 456 χάντρες από ημιπολύτιμους λίθους. Η μέγιστη διάμετρος όλων των χαντρών ήταν 0,0015 μ., ενώ ορισμένες έφεραν ίχνη ίνας από οργανική ύλη 376. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις ταφές των ενηλίκων οι χάντρες ήταν πολύ λιγότερες σε αριθμό και μεγαλύτερες σε μέγεθος, γεγονός που ενισχύει τη διαφοροποίηση στον τρόπο αντιμετώπισης του θανάτου των παιδιών από των ενηλίκων. Συνοψίζοντας, τα κοσμήματα ως ταφικά κτερίσματα στις πλείστες των περιπτώσεων ανήκαν σε γυναίκες και άνδρες από εύρωστες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες επιδίωκαν να διαφοροποιηθούν ταξικά από την υπόλοιπη κοινωνία, τόσο μέσω της επιβλητικής αρχιτεκτονικής των τάφων, όσο και από την ποσότητα και την ποιότητα των κτερισμάτων τους. Αντίθετα, οι τάφοι των νεκρών που ανήκαν σε κατώτερα κοινωνικά στρώματα, συνήθως, είχαν την μορφή απλών λάκκων. Φυσικά, τα πολύτιμα κτερίσματα σε αυτούς ήταν ελάχιστα έως ανύπαρκτα. Εξαίρεση, ωστόσο, φαίνεται να αποτελούσαν οι παιδικές ταφές, οι οποίες συνοδεύονταν σχεδόν πάντα από πλούσια κτερίσματα ανεξάρτητα από τη θέση των παιδιών στην κοινωνική στρωματογραφία 377. Μάλιστα, τα κοσμήματα που τοποθετούνταν στους παιδικούς τάφους είναι πιθανόν να συνδέονταν με κάποια προστατευτική ή διαβατήρια λειτουργία και όχι να αποτελούσαν ένδειξη ταξικής διαφοροποίησης, γεγονός που μαρτυρά την ιδιαίτερη ευαισθησία των ανθρώπων της εποχής απέναντι στο θάνατο των παιδιών. 374 Smith and Dambney 2012, Η μια ταφή εντοπίστηκε σε θάλαμο κοντά στο δρόμο του τάφου. Όσον αφορά στις δύο άλλες βρέθηκαν εντός του θαλάμου σε λάκκο και σε κόγχη (Smith and Dambney 2012, 441-6). 376 Smith and Dambney 2012, Κονσολάκη-Γιαννοπούλου 2003,

76 Ε. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Στα πλαίσια της παρούσας έρευνας μελετήθηκαν τα κοσμήματα της Μυκηναϊκής περιόδου που συνίσταντο από χάντρες και περίαπτα και κατασκευάστηκαν από ημιπολύτιμους λίθους. Η ύπαρξη ενός κοσμήματος σε ταφικά σύνολα περικλείει και εν μέρει συνοψίζει ποικίλες εκφάνσεις της υπόστασής του. Όσον αφορά στο ίδιο ως αντικείμενο σχετίζεται τόσο με την προμήθεια της πρώτης ύλης από την οποία κατασκευάζεται, όσο και με τις διαδικασίες επεξεργασίας και κατασκευής του προκειμένου να επιτευχθεί το τελικό προϊόν. Ενώ, ως τεχνούργημα είναι άμεσα συνυφασμένο με τις χρήσεις και τις λειτουργίες που του αποδόθηκαν από τον τελικό του αποδέκτη. Για το λόγο αυτό η χρήση των κοσμημάτων εγείρει προβληματισμούς που σχετίζονται με τον λειτουργικό τους ρόλο, αλλά και της σημασία τους εν γένει στις ζωές των ανθρώπων της εποχής. Προκειμένου να προσεγγιστεί το κόσμημα ολιστικά, η μελέτη του εστιάστηκε σε δύο βασικούς άξονες. Αρχικά, αφενός επιχειρήθηκε μια ανάλυση των ίδιων των χαντρών και των περιάπτων, όπου έγινε λόγος κυρίως για τις χρήσεις των, για τις πρώτες ύλες και την προέλευση τους, αλλά και για τις τεχνικές κατασκευής και τα εργαστήρια που έλαβαν χώρα αυτές. Αφετέρου δε, επιδιώχθηκε να καταδειχθεί ο κοινωνικοοικονομικός, ο εμπορικός, ο θρησκευτικός και ο συμβολικός τους ρόλος μέσα από την εξέταση του αρχαιολογικού πλαισίου, στο οποίο εντοπίστηκαν. Η μελέτη των χαντρών και των περιάπτων βασίζεται στα αρχαιολογικά συμφραζόμενα των ταφικών πλαισίων της Μυκηναϊκής εποχής και κυρίως συσχετίζεται με το σκελετικό υλικό που βρέθηκε εντός αυτών. Ενώ, σε συνδυασμό με μία προσεκτική ανάγνωση των απεικονίσεων των κοσμημάτων στις τοιχογραφίες της περιόδου, μας προσφέρει τη δυνατότητα να αξιολογήσουμε και συνάμα να αντιληφθούμε τους τρόπους με τους οποίους αυτά φέρονταν και χρησιμοποιούνταν από τους ανθρώπους της εποχής. Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι η κυριότερη χρήση, τόσο των χαντρών όσο και των περιάπτων, αφορούσε στα κοσμήματα του λαιμού και των άκρων και ιδίως των περιδεραίων και των περικαρπίων. Στις περιπτώσεις αυτές εντοπίζονται εντός των τάφων κυρίως στην περιοχή του λαιμού, του θώρακα και των καρπών του νεκρού. Η διάταξή τους αναγνωρίζεται συνήθως από το μέγεθος της διατομής των χαντρών, με τις μικρότερες να βρίσκονται στην άκρη και τις μεγαλύτερες να τοποθετούνται στο κέντρο του περιδεραίου. Στο κέντρο τοποθετούνται επίσης τα περίαπτα, τα οποία διακρίνονται και διαχωρίζονται από τις χάντρες με γνώμονα το μέγεθος και το ιδιαίτερο σχήμα. Όπως προκύπτει και από τις απεικονίσεις τους στις τοιχογραφίες και επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα περίαπτα στις πλείστες των περιπτώσεων εναλλάσσονται με τις χάντρες, ενώ πολύ συχνά παρατηρείται η χρήση 76

77 χαντρών σε δύο ή τρείς σειρές, δημιουργώντας ένα σύνθετο περιδέραιο. Είναι σημαντικό να αναφερθεί δε, ότι χάντρες ως τμήματα περισφυρίων δεν έχουν διαπιστωθεί αρχαιολογικά αλλά η χρήση τους βεβαιώνεται από τις τοιχογραφίες. Όσον αφορά στη σύνδεση των χαντρών μεταξύ τους θα πρέπει να υπήρχαν νήματα, από τα οποία οι χάντρες και τα περίαπτα θα ήταν περασμένα. Αυτά θεωρείται πιθανόν να ήταν κατασκευασμένα από κάποιο οργανικό υλικό, όπως λινό ύφασμα, τρίχα ή δέρμα ζώου. Σύμφωνα με τις εικονογραφικές παραστάσεις, το νήμα θα πρέπει να έδενε στο πίσω μέρος του λαιμού με κόμπο. Η φύση, ωστόσο, του υλικό δεν έχει επιτρέψει τη διατήρησή του έως τις μέρες μας και συνεπώς μόνο εικασίες μπορούν να ειπωθούν. Η χρήση χαντρών ως διακοσμητικά στοιχεία απαντάται σε περόνες αλλά και σε κοσμήματα για τα μαλλιά και το κεφάλι. Μάλιστα, σε τοιχογραφίες απεικονίζονται γυναικείες μορφές των οποίων τα μαλλιά κοσμούν σειρές χαντρών. Ενώ, η ύπαρξη διαδημάτων αποτελούμενων από χάντρες έχει τεκμηριωθεί ανασκαφικά, καθώς τέτοια έχουν βρεθεί σε αδιατάρακτους τάφους. Μολονότι, η παρουσία πολλών και διάσπαρτων χαντρών στη περιοχή του σώματος του νεκρού μαρτυρά τη χρήση τους ως κοσμήματα ενδυμασίας, δεν αποκλείεται μια πιθανή τους χρήση ως βασικά στοιχεία κάποιου νεκρικού ενδύματος, που ίσως κάλυπτε το νεκρό ακολουθώντας το πρότυπο του αιγυπτιακού σάβανου. Επίσης, στα κοσμήματα ενδυμασίας συγκαταλέγονται τα λεγόμενα σφονδύλια ή κομβία, για τα οποία οι μελετητές διατυπώνουν διάφορες ερμηνείες ως προς τη χρήση και τη λειτουργία τους. Μία από τις ερμηνείες προτείνει τη χρήση τους ως χάντρες περιδεραίου, στις περιπτώσεις, βέβαια, που το μέγεθός τους είναι μικρότερο του συνηθισμένου. Σε ότι αφορά στην κατηγοριοποίηση των χαντρών ως προς το σχήμα τους, μόνο κάποιες γενικές κατηγορίες μπορούν να διατυπωθούν. Αυτό οφείλεται τόσο στην εντυπωσιακή αριθμητικά ποικιλία των σχημάτων τους, όσο και στην απουσία καθιερωμένης - κοινής τυπολογίας που να περικλείει τη μεγάλη γκάμα τους. Συνοπτικά, στα απλούστερα σχήματα οι χάντρες έχουν γεωμετρικά σχέδια και φέρουν μια διαμπερή οπή στο κέντρο ή στον κατά μήκος άξονά τους. Μάλιστα, το σφαιρικό ή σφαιρικό πεπλατυσμένο είναι το συνηθέστερο σχήμα τους. Φυσικά, αρκετές χάντρες εντοπίζονται σε σχήμα κωνικό ή αμφικωνικό, κυλινδρικό, αμυγδαλοειδές, φακοειδές, δακρυόσχημο και δακτυλιόσχημο, αλλά και σε σχήματα που μιμούνται καρπούς φρούτων και άνθη, όπως κισσόφυλλα, κόκκοι σταριού, ελαιοπυρήνες κ.ά.. Στα περίαπτα, τα οποία φέρουν την οπή ανάρτησης στο επάνω τμήμα τους, περιλαμβάνονται εικονιστικά σχήματα από το φυσικό περιβάλλον, αλλά και μοτίβα αντικειμένων από την καθημερινή ζωή. Τέτοια σχήματα είναι ο κρινοπάπυρος, η ταυροκεφαλή, η πάπια, ο σκαραβαίος, η κωδία μήκωνος, η οκτώσχημη ασπίδα, τα σπονδικά αγγεία κ.ά.. Το μέγεθος των χαντρών ποικίλει από 0,002 μ. έως 0,008 μ. στις 77

78 μικρότερες χάντρες και 0,01 μ. έως 0,02 μ. στις μεγαλύτερες, ενώ αυτό των περιάπτων διαφοροποιείται ανάλογα με το εικονιστικό τους σχήμα. Ως προς τη διάμετρο της οπής τόσο των χαντρών, όσο και των περιάπτων, αυτή κυμαίνεται από 0,001 μ. έως 0,002 μ.. Τα υλικά που επιλέγονται για την κατασκευή των κοσμημάτων είναι κατά κανόνα πολύτιμα. Ως τέτοια τα καθιστούν και τα προσδιορίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, η δυσκολία εύρεσης της πρώτης ύλης, αλλά και η εξειδικευμένη γνώση που απαιτείται για την κατεργασία τους. Ο χρυσός, οι υαλώδεις ύλες και οι ημιπολύτιμοι λίθοι αποτελούν τα βασικότερα υλικά, από τα οποία κατασκευάζονταν οι χάντρες και τα περίαπτα. Ο χρυσός αφθονούσε στις πρωιμότερες φάσεις του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Ενώ, τα κοσμήματα από ημιπολύτιμους λίθους καταλαμβάνουν ένα μεγάλο ποσοστό στα ταφικά σύνολα από την ΥΕ ΙΙΙ περίοδο και εξής. Από την άλλη, οι υαλώδεις ύλες και κυρίως οι υάλινες ανάγλυφες χάντρες που μερικές φορές μάλιστα καλύπτονταν με φύλλο χρυσού, συνιστούσαν το πιο κοινό υλικό κατασκευής χαντρών την περίοδο της ακμής των Μυκηναϊκών ανακτόρων. Οι ημιπολύτιμοι λίθοι από τους οποίους κατασκευάζονταν συνήθως οι χάντρες και τα περίαπτα στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι ο κορναλίνης, ο στεατίτης, το ήλεκτρο, ο αμέθυστος, ο αχάτης, η ορεία κρύσταλλος και ο λάπις λάζουλι. Ενώ, σπανιότερα απαντώνται ο σαρδόνυχας, ο ίασπις και ο αιματίτης. Οι περισσότεροι από τους λίθους αυτούς εισάγονταν από μακρινούς προορισμούς ως ολοκληρωμένα προϊόντα, αλλά και ως πρώτη ύλη, που την επεξεργάζονταν εξειδικευμένοι τεχνίτες σε τοπικά εργαστήρια. Η επιλογή του υλικού για την κατασκευή των κοσμημάτων δε φαίνεται να γινόταν τυχαία. Παράγοντες όπως η σπανιότητα, η σκληρότητα και η ανθεκτικότητα ενός υλικού, αλλά και το χρώμα, οι αποχρώσεις και η λάμψη αυτού έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην επιλογή και στον τρόπο με τον οποίο θα το χρησιμοποιούσαν. Στις χάντρες και τα περίαπτα από χρυσό και υαλώδεις ύλες είναι πιο εύκολο να αποδοθούν λεπτομέρειες και άρα να επιτευχθούν εντυπωσιακά αντικείμενα. Στον αντίποδα έρχονται τα κοσμήματα από ημιπολύτιμους λίθους, όπου παρατηρείται απλούστερη διακόσμηση και σε μεγάλο βαθμό σχηματοποίηση των μοτίβων. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη χρονοβόρα διαδικασία κατασκευής ενός κοσμήματος από λίθο - εν αντιθέσει με αυτήν των υπόλοιπων υλικών - οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι λίθοι επιλέγονταν κυρίως για τις μαγικές ιδιότητες που τους είχαν αποδοθεί ήδη από τα προϊστορικά χρόνια από τους λαούς στην Αίγυπτο και στην Εγγύς Ανατολή. Στην Αίγυπτο, παραδείγματος χάριν, όταν απλά κείμενα ή λέξεις χαράσσονταν σε κάποιο λίθο, μπορούσαν να μετατραπούν σε μαγικές επωδές, λόγω των μαγικών ιδιοτήτων που διέθετε ο ίδιος ο λίθος. Μάλιστα, συχνά επιβεβαιώνεται η εξειδικευμένη χρήση των λίθων σε αντικείμενα τα 78

79 οποία ήταν εξ ορισμού ιερά, όπως ο σκαραβαίος ή το άνθος παπύρου 378. Είναι λοιπόν πιθανόν ότι παράλληλα με τη μεταφορά των πρώτων υλών μεταφέρθηκαν αντιλήψεις, συμβολισμοί και διάφορες θρησκευτικές δοξασίες των πολιτισμών της Ανατολικής Μεσογείου που οι Μυκηναίοι επέλεγαν να υιοθετήσουν αλλά και να προσαρμόσουν στα δικά τους ιδεώδη. Η ανεπάρκεια διαθέσιμων και δημοσιευμένων στοιχείων δεν μας επιτρέπει να προβούμε σε ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την ανακατανομή των ημιπολύτιμων λίθων και τις ποσότητες αυτών στα ταφικά σύνολα ανά περιοχή. Η απώλεια πληροφοριών κατά την ανασκαφική διαδικασία είναι έκδηλη στις πλείστες των περιπτώσεων, αφού ούτε περιγράφονται οι χάντρες και τα περίαπτα αναλυτικά ως προς το σχήμα και το υλικό τους, ούτε παρέχονται εικόνες προκειμένου να γίνει η ανάγνωσή τους από τους μελετητές 379. Συνήθως οι ανασκαφείς αναφέρονται σε αυτά συνοπτικά χαρακτηρίζοντάς τα ως αντικείμενα-κτερίσματα στους τάφους, χωρίς να προβούν στην περαιτέρω ανάλυση τους ή έστω στην καταγραφή του ακριβή αριθμού τους. Επιπρόσθετα, η φθορά που έχουν υποστεί τα αντικείμενα, σε συνδυασμό με την έλλειψη εξειδικευμένης γνώσης καθιστά δύσκολη την αναγνώριση και την ταύτιση του υλικού κατασκευής τους. Οφείλουμε, τέλος, να επισημάνουμε ότι η σύληση, η διατάραξη και η επαναχρησιμοποίηση των τάφων, αποτελεί έναν επιπλέον αρνητικό παράγοντα που δυσκολεύει την ερμηνεία τους, οδηγώντας τον αρχαιολόγο πεδίου σε γενικεύσεις και ενδεχομένως κάποιες φορές στην διεξαγωγή λανθασμένων συμπερασμάτων. Μολονότι οι παραπάνω λόγοι δυσχεραίνουν τη διατύπωση ασφαλών συμπερασμάτων παρακάτω θα διατυπωθούν ορισμένες γενικές παρατηρήσεις που αφορούν στην ποσότητα και στη σύνδεση των υλικών με συγκεκριμένες γεωγραφικές θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπως προκύπτει από τα δημοσιευμένα στοιχεία 380. Σύμφωνα με τα έως τώρα ανασκαφικά δεδομένα, σε ότι αφορά την ποσότητα εμφάνισης των λίθων, μια από τις πρώτες επισημάνσεις που μπορούν να διατυπωθούν είναι ότι ο κορναλίνης αποτελούσε τον πιο διαδεδομένο λίθο για την κατασκευή χαντρών και περιάπτων στην ηπειρωτική Ελλάδα (34%) (γράφ. 7). Ακολουθούν το ήλεκτρο (19%), ο αμέθυστος (17%), ο αχάτης (4%) και η ορεία κρύσταλλος (2%). Οι παραπάνω λίθοι, με εξαίρεση το ήλεκτρο, έχουν μεγάλο βαθμό σκληρότητας (6 1/2-7 στην κλίμακα Mohs) και για το λόγο αυτό χρησιμοποιούνταν ως επί το πλείστον για την κατασκευή χαντρών και περιάπτων και σπανιότερα για τη δημιουργία 378 Stamatatou 2004, Konstantinidi 2001, Τα δεδομένα βασίζονται στη συγκεντρωτική μελέτη της Ε. Κωνσταντινίδη για τα κοσμήματα που έχουν αποκαλυφθεί στα ταφικά σύνολα της ΥΕΧ (Konstantinidi 2001). 79

80 σφραγίδων. Σε μεγάλο ποσοστό εντοπίζεται, επίσης, ο στεατίτης (22%), η χρήση του οποίου συνδέεται κυρίως με την κατασκευή σφονδυλίων ή κομβίων (76%) και λιγότερο με χάντρες, περίαπτα και σφραγίδες (24%) (γράφ. 5). Αντίθετα, ο λάπις λάζουλι, ο ιάσπης και ο αιματίτης απαντώνται σε μικρότερο ποσοστό (3%), ενώ χρησιμοποιούνταν κυρίως στην κατασκευή των σφραγίδων. Όσον αφορά στη σύνδεση των λίθων με συγκεκριμένες περιοχές, στην Αργολίδα και κυρίως στην περιοχή των Μυκηνών παρατηρείται μια προτίμηση στον κορναλίνη και το ήλεκτρο, ενώ δεν λείπουν - σε μικρότερες βέβαια ποσότητες - ο αμέθυστος, η ορεία κρύσταλλος, ο αχάτης κ.ά. (γράφ. 8). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι έχουν εντοπιστεί περίπου 426 χάντρες από κορναλίνη και 360 χάντρες από ήλεκτρο μόνο στους τάφους των Μυκηνών. Η Μεσσηνία συνδέεται περισσότερο με τον αμέθυστο και το ήλεκτρο και σε μικρότερο ποσοστό με τον κορναλίνη (γράφ. 9). Στην Αχαΐα συναντάμε κυρίως τον αχάτη, αξίζει μάλιστα να αναφερθεί ότι μόνο στη θέση Κλάους (ΥΕ ΙΙΙ Α2-Γ) έχουν εντοπιστεί 72 χάντρες. Στην Ηλεία απαντάται σε μεγάλες ποσότητες το ήλεκτρο και ο κορναλίνης. Τέλος, κοσμήματα από κορναλίνη εντοπίζονται σε μεγάλο ποσοστό στην Αττική και στη Θεσσαλία, ενώ ο αχάτης και ο λάπις λάζουλι απαντώνται σε αφθονία στο ανάκτορο της Θήβας στη Βοιωτία. Το κόσμημα ήταν και είναι μία μορφή τέχνης που συνδέεται με την πανάρχαια ανάγκη του ανθρώπου για καλλωπισμό. Ωστόσο, ως δημιούργημα του ανθρώπου αναμφισβήτητα αντανακλά τις τεχνολογικές, πνευματικές και κοινωνικές αξίες της εποχής του και για το λόγο αυτό μελετάται σύμφωνα με το εκάστοτε πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο φιλοτεχνήθηκε 381. Με βάση την παραπάνω αντίληψη στην παρούσα εργασία επιχειρήθηκε μια ανθρωπολογική προσέγγιση των χαντρών και των περιάπτων ως συμβολικά αντικείμενα, που είναι πιθανόν να εξέφραζαν συγκεκριμένες κοινωνικές αντιλήψεις και πεποιθήσεις των ανθρώπων της Μυκηναϊκής εποχής. Παρόλο που απουσιάζουν οι γραπτές πηγές που να καταδεικνύουν τη συμβολική χρήση των χαντρών και των περιάπτων στην εξεταζόμενη περίοδο, ενδείξεις όπως το σύνηθες πλαίσιο ανεύρεσής τους, τα εικονιστικά τους σχήματα, αλλά και οι απεικονίσεις τους σε ιερές παραστάσεις σε τοιχογραφίες, οδήγησαν τους μελετητές να τα ερμηνεύσουν ως συμβολικά αντικείμενα. Μια από τις σημαντικότερες λειτουργίες που τους αποδόθηκε ήταν εκείνη του φυλαχτού. Χάντρες σε σχήματα ιερών συμβόλων, επιβλητικών και δυναμικών ζώων, αλλά και 381 Κυπαρίσση-Αποστολίκα 2001,

81 αυτές με εικονιστικές παραστάσεις με θρησκευτικούς ή κοινωνικούς συμβολισμούς, πιθανότατα προσέδιδαν προστασία και δύναμη στον κάτοχό τους ενάντια στις δεισιδαιμονίες και τις προκαταλήψεις της εποχής, οι οποίες σχετίζονταν με την κακή τύχη και το θάνατο. Να σημειωθεί ότι η λειτουργία μίας χάντρας ως φυλαχτό ενισχυόταν από το ίδιο το υλικό από το οποίο ήταν κατασκευασμένη. Ας ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι οι ημιπολύτιμοι λίθοι, οι οποίοι εισάγονταν από μακρινούς πολιτισμούς ως «εξωτικά» και πολύτιμα υλικά, ήταν επιφορτισμένοι με τις μαγικές ιδιότητες που τους είχαν προσδώσει οι άνθρωποι του τόπου προέλευσής τους. Αναμφίβολα λοιπόν, οι χάντρες και τα περίαπτα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως απλά αντικείμενα, αλλά ως πιθανές ιδεολογικές αναπαραστάσεις των κοινωνικών πεποιθήσεων και των πνευματικών ανησυχιών των ανθρώπων της εποχής, προκειμένου να γίνει κατανοητή - αντιληπτή η συμβολική λειτουργία των κοσμημάτων 382. Στα πλαίσια της συμβολικής αξίας της χάντρας και του περίαπτου, ο ρόλος τους ως ένδειξη πλούτου και δύναμης είναι πρωτεύουσας σημασίας. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι ένα από τα βασικότερα γνωρίσματα της Μυκηναϊκής εποχής, είναι τα μνημειώδη ταφικά οικοδομήματα με τις πλούσια κτερισμένες ταφές από πολύτιμα αντικείμενα μεταξύ των οποίων τα κοσμήματα κατείχαν ιδιαίτερη θέση. Μάλιστα, εντοπίζονται σε σημαντικές ποσότητες και σε ποικιλία πολύτιμων υλικών, αποτελώντας το κατεξοχήν διακριτό στοιχείο μιας πλούσιας ταφής. Η χρήση των πολύτιμων υλών από τα οποία κατασκευάζονταν τους προσέδιδε ιδιαίτερη ανταλλακτική αξία, η οποία δε θα μπορούσε παρά να ερμηνευτεί ως ένδειξη για την παρουσία μιας ανώτερης κοινωνικής τάξης που είχε πρόσβαση ενδεχομένως σε ένα αποκλειστικό εμπορικό δίκτυο μεταξύ των αυλών των διαφόρων λαών. Η εμπορική δραστηριότητα των Μυκηναίων, όπως και οι διπλωματικές σχέσεις που είχαν αναπτύξει με τους λαούς της Ανατολικής Μεσογείου, επιβεβαιώνεται αφενός από τα φορτία των ναυαγίων του Ulu Burun και της Cape Gelidonya και αφετέρου από την σημαντική ποσότητα των σφραγιδοκυλίνδρων από λάπις λάζουλι στους εργαστηριακούς χώρους του Ανακτόρου των Θηβών στα πλαίσια ανταλλαγής βασιλικού δώρου. Τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί, βέβαια, η συγκέντρωση των αρχαιολογικών καταλοίπων επεξεργασίας πολύτιμων υλών σε χώρους, οι οποίοι βρίσκονταν στα ανακτορικά συγκροτήματα και έχουν ταυτιστεί με εργαστήρια. Μάλιστα, το γεγονός, ότι τα περισσότερα κοσμήματα από πολύτιμες ύλες έχουν εντοπιστεί σε πλούσια ταφικά σύνολα πλησίον των ανακτορικών κέντρων, επιβεβαιώνει μια ελεγχόμενη ανακατανομή και χρήση τους από τα ίδια τα ανάκτορα προς όφελος 382 Κυπαρίσση-Αποστολίκα 2001,

82 της τάξης της αριστοκρατίας. Στη βάση αυτή είναι φανερό ότι τα κοσμήματα λειτουργούσαν ως αντικείμενα κύρους. Η υπόθεση αυτή ενυσχύεται από την ύπαρξη κοσμημάτων τόσο σε γυναικείες, όσο και σε ανδρικές ταφές, όπου ερμηνεύονται ως ένα μέσο προβολής της κοινωνικής θέσης της νεκρής ή του νεκρού. Συχνά, δε, τα κοσμήματα είναι δυνατόν να αποτελούν αναγνωριστικά στοιχεία της ιδιότητας του θανόντος, όπως εκείνης του πολεμιστή, του ηγεμόνα, του «ιερέα» ή της «ιέρειας» που στις πλείστες των περιπτώσεων σχετίζονταν για ακόμη μία φορά με κάποιον βαθμό εξουσίας. Ωστόσο, η μελέτη των κοσμημάτων δεν πρέπει να περιορίζεται στην αντιμετώπισή τους ως απλούς δείκτες πλούτου. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι εντοπίζονται κυρίως ως ταφικά κτερίσματα θα πρέπει να προσεγγίζονται υπό το πρίσμα των ταφικών τελετουργιών και δοξασιών. Ο φόβος για το άγνωστο είναι πιθανόν να οδήγησε στην ανάγκη δημιουργίας συμβολικών αντικειμένων, τα οποία συνόδευαν τον νεκρό ως αποτροπαϊκά και προστατευτικά μέσα στο ταξίδι του στον Κάτω Κόσμο. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των υλικών κατασκευής των κοσμημάτων που συνδέονται με μαγικές ιδιότητες, όπως επίσης οι εγχάρακτες συμβολικές διακοσμήσεις που έφεραν, ή τα συμβολικά εικονιστικά σχήματα που τους αποδίδονταν, αναμφισβήτητα σχετίζονταν με τις αντιλήψεις τους για το θάνατο, προσδίδοντας στα κοσμήματα μια θρησκευτική διάσταση. Μία διαφορετική συμβολική χρήση των κοσμημάτων γίνεται εύκολα αντιληπτή από τη μελέτη των παιδικών και βρεφικών ταφών. Η ευαισθησία των ενηλίκων απέναντι στο θάνατό των μικρών παιδιών αποτυπώνεται στην κτέρισή τους. Στην πλειονότητα των παιδικών ταφών εντοπίζονται πλούσια κτερίσματα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν οι χάντρες και τα περίαπτα λόγω της ποσότητα τους. Περίαπτα-φυλαχτά στα σχήματα κυρίως της κωδίας μήκωνος, της οκτώσχημης ασπίδας και της ημισελήνου συνόδευαν σχεδόν πάντα τα παιδιά και τα βρέφη. Να σημειωθεί ότι καθένα από τα σχήματα αυτά αποτελούσε ισχυρό σύμβολο στην μεταφυσική θεώριση των ανθρώπων της εποχής. Μάλιστα, είναι βέβαιο ότι τέτοια περίαπτα σχετίζονται άμεσα με κάποιου είδους προστατευτική ή διαβατήρια λειτουργία, η οποία προσέδιδε στο περίαπτο μια θρησκευτική διάσταση. Άλλωστε, η ερμηνεία της λειτουργίας αυτών των συμβόλων ως φυλαχτά που προορίζονταν για τα παιδιά ενισχύεται από τις μεταγενέστερες γραμματειακές πηγές. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Ησύχιου στο σχήμα της ημισελήνου ως φυλαχτό το οποίο κρεμούσαν στα παιδιά 383. Αξιομνημόνευτη είναι η παρουσία μιας απλής χάντρας από κορναλίνη σε αρκετές παιδικές ταφές, για την ερμηνεία της οποίας οι ερευνητές προτείνουν ότι επρόκειτο για 383 Μυλωνάς 1975,

83 χάντρα με αποτροπαϊκή δύναμη που προφύλασε από το κακό και το άγνωστο, ενώ η δύναμη της προέρχονταν ενδεχομένως μόνο από το υλικό της, διότι κατά κανόνα ήταν ακόσμητη. Τέλος, η συμβολική χρήση των χαντρών στις παιδικές ταφές επιβεβαιώνεται από το πλήθος των μικροσκοπικών χαντρών που συχνά εντοπίζονται σε αυτές. Εκτός από τη λειτουργία τους ως τμήματα περιδεραίων, η παρουσία τους εκεί θα μπορούσε να υποδηλώνει τη χρήση κάποιου νεκρικού ενδύματος, με το οποίο ίσως να τύλιγαν το βρέφος ή το παιδί, προκειμένου να το προστατεύσουν στο άγνωστο ταξίδι του στον Κάτω Κόσμο. Η συντριπτική πλειονότητα των κοσμημάτων κυρίως ανευρίσκεται σε ταφικά σύνολα, γεγονός που ενδεχομένως θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία λανθασμένη θεώρηση τους ως αντικείμενα που προορίζονταν αποκλειστικά για ταφική χρήση. Παρατηρώντας, ωστόσο, τις απεικονίσεις τους στις τοιχογραφίες της εποχής, γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι τα κοσμήματα συνόδευαν τους χρήστες τους και όσο ήταν εν ζωή. Μάλιστα σε τοιχογραφίες, που έχουν ερμηνευτεί ως τελετουργικές πομπές ή ως τελετουργίες ενηλικίωσης, απεικονίζουν γυναίκες, άνδρες και παιδιά να φορούν κοσμήματα. Τα στοιχεία αυτά οδήγησαν ορισμένους μελετητές να προβούν στην ερμηνεία των κοσμημάτων ως διακριτά στοιχεία σε ιερές περιστάσεις. Ο τελετουργικός και συμβολικός ρόλος των κοσμημάτων τονίζεται δε από τις απεικονίσεις περιδεραίων που λειτουργούν ως αντικείμενα προσφοράς σε καθήμενες γυναικείες μορφές, που έχουν ερμηνευτεί ως θεότητες. Θα πρέπει βέβαια, να λάβουμε υπόψη ότι οι εικονογραφικές μαρτυρίες για τα κοσμήματα προέρχονται κατά κόρον από τοιχογραφίες σε ανακτορικά συγκροτήματα ή από σημαντικά οικιστικά κέντρα της εποχής, όπως το Ακρωτήρι της Θήρας. Ως εκ τούτου, καθίσταται δύσκολο να αποσαφηνίσουμε τη χρήση τους εκτός του κύκλου της αριστοκρατίας. Όσον αφορά, ωστόσο, στην χρήση των κοσμημάτων από τους ανθρώπους των χαμηλότερων κοινωνικά στρωμάτων κρίνεται αναγκαίο να αναφερθούν τα δύο παραδείγματα τοιχογραφιών, όπου εικονίζεται ψαράς να φοράει ένα απλό περιδέραιο 384. Ο Younger 385, προκειμένου να αποδόσει την παρουσία τους θεωρεί πιθανόν απλά περιδέραια, χωρίς ιδιαίτερο βάρος ή διακόσμηση, να φέρονται ως συμβολικά περιλαίμια δούλων. Ερμηνεύοντας περεταίρω την παρατήρηση αυτή είναι πιθανόν τέτοια λιτά και απλά κοσμήματα να χρησιμοποιούνταν εν γένει από τους ανθρώπους των κατώτερων στρωμάτων. Άλλωστε, η απουσία αρχαιολογικών καταλοίπων που να μαρτυρούν την ύπαρξη κοσμημάτων σε απλούς τάφους μπορεί να δικαιολογηθεί, εάν θεωρήσουμε ότι αυτά θα 384 Τελεβέντου 1984, Younger 1992,

84 ήταν κατασκευασμένα από ευτελή και φθαρτά οργανικά υλικά χωρίς ιδιαίτερη ανταλλακτική αξία, όπως λόγου χάρη από κάποιο δέρμα ζώου. Συνοψίζοντας, οι χάντρες και τα περίαπτα ήταν σε μεγάλη εκτίμηση κατά τη διάρκεια της Μυκηναϊκής περιόδου, όπως υποδηλώνεται από το πλήθος των κοσμημάτων που βρέθηκαν στους τάφους. Επρόκειτο για αντικείμενα με ποικίλους συμβολισμούς και για το λόγο αυτό η επιλογή τους από τους ανθρώπους της εποχής δεν ήταν τυχαία και δεν περιοριζόταν μόνο στην αισθητική τους αξία. Γίνεται, επομένως, αντιληπτό, ότι οι χάντρες και τα περίαπτα αφενός, ως ταφικά κτερίσματα και αφετέρου, ως αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν από τους κατόχους τους όσο αυτοί ήταν εν ζωή, αποτελούσαν ενδείξεις συγκεκριμένων θρησκευτικών αντιλήψεων και κοινωνικών προθέσεων. Αναμφίβολα, μέσω των κοσμημάτων, είτε επρόκειτο για εμπορικά προϊόντα, είτε για δώρα μεταξύ ηγεμόνων, αποτυπώνονται οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές σχέσεις και αποκαλύπτονται οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις που λάμβαναν χώρα, όχι μόνο εντός των ορίων ενός οικισμού, αλλά και στο ευρύτερο δίκτυο των εμπορικών οδών που είχαν αναπτυχθεί στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου κατά την ΥΕΧ. Βέβαια, οι συνεχείς ανασκαφικές έρευνες εμπλουτίζουν με νέα στοιχεία την έρευνα και δεν αποκλείεται στο μέλλον να επαναπροσδιορίσουν και συνάμα να φωτίσουν τις ποικίλες εκφάνσεις της χρήσης, της λειτουργίας και του ρόλου των κοσμημάτων στην Μυκηναϊκή κοινωνία. 84

85 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Al-Maqdissi, M., H. Dohmann-Pfälzner, P. Pfälzner, and A. Suleiman Das Königliche Hypogäum von Qatna. MDOG 135: Andrews, C Ancient Egyptian Jewellery. London: British Museum Publications. Andrews, C Amulets of Ancient Egypt. London: British Museum Publications Aston, B., J. Harrell, and I. Shaw Stone. In N.T. Nicholson and I. Shaw (eds.), Ancient Egyptian Materials and Technology. Cambridge University Press, Avila, R Das Kuppelgrab von Volos-Kapakli (Kapakli 1). PZ 58: ΑΔ 19 (1964), Χρον. Β 2. ΑΔ 20 (1965), Χρον. Β 2. ΑΔ 25 (1970), Χρον. Β 1. ΑΔ 28 (1973), Χρον. Β 1. ΑΔ 40 (1985), Χρον. Bass, G.F Cape Gelidonya: A Bronze Age Shipwreck. Transactions of the APS 57: pt 8. Philadelphia. Bass, G.F A Bronze Age Shipwreck at Ulu Burun (Kaş): 1984 campaign. AJA 90: Betancourt, P.P., and C. Davaras (eds.) Pseira II. Building AC (the Shrine ) and Other Buildings in Area A. Philadelphia: University of Pennsylvania Museum. Bielefeld, E Schmuck (Archaeologia Homerica I, C). Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht. Blegen, W.C Prosymna. The Helladic Settlement preceding the Argive Heraeum. Cambridge: The University Press. Blegen, W.C Excavations at Pylos. AJA 58: Blegen, W.C., M. Rawson, W. Taylour Lord, and P.W. Donovan The Palace of Nestor at Pylos in Western Messenia, Vol. III: Acropolis and Lower Town Tholoi, Grave Circle, and Chamber Tombs Discoveries outside the Citadel. New Jersey: Princeton University Press. Bosanquet, R.C Excavations at Phylakopi in Melos. BSA Suppl. Paper Nr. IV, Βασιλικού, Ν Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός. ΒΑΕ 152. Βλαχόπουλος, Α H Yστεροελλαδική IIIΓ περίοδος στη Nάξο: Tα ταφικά σύνολα και οι συσχετισμοί τους με το Aιγαίο, τόμος Α, Β. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή, Σειρά Δημοσιευμάτων περιοδικού Aρχαιογνωσία 4. 85

86 Carter, H., and A.C. Mace The tomb of Tut-ankh-Amen, vol. 1. London, New York, Toronto and Melbourne. Cline, E.H Contact and Trade or Colonization?: Egypt and the Aegean in the 14th - 13th centuries B.C.. Minos: Revista de filologia egea 25-26: Cline, E.H Orientalia in the Late Bronze Age Aegean: a Catalogue and Analysis of Trade and Contacts between the Aegean and Egypt, Anatolia and the Near East. Ph.D. diss., University of Pennsylvania, University Microfilms International. Cline, E.H Sailing the Wine-Dark Sea. International Trade and the Late Bronze Age Aegean. BAR-IS 591, Oxford. Demakopoulou, K., N. Divari-Valakou, and G. Walberg Excavation and Restoration Work in Midea OpAth 20: Demakopoulou, K., N. Divari-Valakou, A.L. Schallin, G. Ekroth, A. Lindblom, M. Nilsson, and L. Sjögren Excavations in Midea 2000 and OpAth 27: Demakopoulou, K., N. Divari-Valakou, and A.L. Schallin Excavations in Midea OpAth 28: Demakopoulou, K., N. Divari-Valakou, A.L. Schallin, E. Weinberg, L. Sjögren, and M. Nilsson Excavations in Midea OpAth 29: Deshayes, J Argos, Les Fouilles de la Deiras. Études péloponnésiennes IV. Paris: Librairie Philosophique J. Vrin. Δανιηλίδου, Δ Η Οκτώσχημη Ασπίδα στο Αιγαίο της 2ης π.χ. χιλιετίας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Δημάκη, Σ «Νεκροταφείο Ελάτειας: Περιδέραια από στεατίτη». Στο Πρακτικά του Α Διεθνούς Διεπιστημονικού Συνεδρίου. Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία, Σεπτεμβρίου Λαμία: Έκδοση ΙΔ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Δημακοπούλου, Κ «Μυκηναϊκόν Ανακτορικόν Εργαστήριον εις Θήβας». ΑΑΑ 7: Δημακοπούλου, Κ. (επιμ.) Ο Μυκηναϊκός Κόσμος. Πέντε αιώνες πρώιμου Ελληνικού Πολιτισμού π.χ.. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-Ελληνικό τμήμα ICOM. Δημακοπούλου, Κ. (επιμ.) Ο Θησαυρός των Αηδονιών: σφραγίδες και κοσμήματα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού. Δημακοπούλου, Κ «Μυκηναϊκά Ανακτορικά Εργαστήρια στη Θήβα». Στο Β. Αραβαντινός και Ε. Κουντούρη (επιμ.), 100 χρόνια Αρχαιολογικού Έργου στη Θήβα: Οι 86

87 Πρωτεργάτες των Ερευνών και οι Συνεχιστές τους. Αθήνα: Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, Δημακοπούλου, Κ., και Ν. Διβάρη-Βαλάκου Ο Θησαυρός των Αηδονιών. Αθήνα: Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων. Effinger, M Minoischer Schmuck. BAR-IS 646. Oxford. Evans, A The Palace of Knossos: Provisional Report of the Excavations for the Year BSA 8: Evans, A The Palace of Minos: A Comparative Account of the Successive Stages of the Early Cretan Civilization as Illustrated by the Discoveries at Knossos. Vol. II, part II. London: Macmillan and CO., Limited. Frödin, O., and A. Persson Asine, Results of the Swedish Excavations Stockholm: Generalstabens litografiska anstalts förlag i distribution. Gillis, C Color for the Dead, Status for the Living. In M.L. Nosch and R. Laffineur (eds.), KOSMOS: Jewellery, Adornment and Textiles in the Aegean Bronze Age, Proceedings of the 13th International Aegean Conference/ 13e Rencontre égéenne internationale, University of Copenhagen, Danish National Research Foundation s Centre for Textile Research, April Leuven - Liege: Peeters, Goldman, H Excavations at Eutresis in Boeotia: conducted by the Fogg art museum of Harvard university in cooperation with the American school of classical studies at Athens, Greece. Cambridge, Mass: Harvard university press. Haas-Lebegyev, J Constructions of Gendered Identity through Jewellery in Early Mycenaean Greece. In M.L. Nosch and R. Laffineur (eds.), KOSMOS. Jewellery, Adornment and Textiles in the Aegean Bronze Age, Proceedings of the 13th International Aegean Conference/13e Rencontre égéenne internationale, University of Copenhagen, Danish National Research Foundation's Centre for Textile Research, April 2010 (Aegaeum 33). Liege: Peeters, Hankey, V Late Helladic Tombs at Khalkis. BSA: 47, Harden, D.B Catalogue of Greek and Roman Glass in the British Museum I: Coreand Rod-formed Vessels and Pendants and Mycenaean Cast Objects. London: British Museum. Harding, Α., and H. Hughes-Brock Amber in the Mycenaean World. BSA 69: Higgins, R.A Greek and Roman Jewellery, 2nd ed. London: Mathuen & Co Ltd. Hood, S The Arts in the Prehistoric Greece. The Pelican History of Art. Harmondsworth: Penguin Books. 87

88 Hughes-Brock, H Mycenaean Beads: Gender and Social Contexts, OJA 18: Hughes-Brock, H Exotic Materials and Objects Sent to - and from? - the Bronze Age Aegean. Some recent work and some observations. Ιn A. Vianello (ed.), Exotica in the Prehistoric Mediterranean. Oxford & Oakville: Oxbow Books, Iacovidis, S An inscribed Mycenaean Amulet. Kadmos III: Iacovidis, S Ein beschriebenes Amulett aus dem mykenischen Attika - II. Kadmos V: Iacovidis, S On the Use of Mycenaean buttons. BSA 72: Ιακωβίδης, Σ Περατή. Το Νεκροταφείον, τόμοι Α- Γ. ΒΑΕ 67. Karo, G Die Schachtgräber von Mykenai. München: F. Bruckmann Kaza-Papageorgiou, D An Early Mycenaean Cist Grave from Agros. AM 100: Kenna, V.E.G Cretan Seals: with a catalogue of the Minoan gems in the Ashmolean Museum. Oxford: Clarendon Press. Kenna, V.E.G The Cretan talismanic stone in the late Minoan age. Lund. Killen, J.T The Linear B Tablets and the Mycenaean Economy". Στο A. Morpurgo Davies and Y. Duhoux (eds.), Linear B: A 1984 Survey, BCILL 26. Louvain-la-Neuve: Peeters, Kilian-Dirlmeier, I «Κοσμήματα σε ανδρικές ταφές της Μυκηναϊκής Εποχής». Στο Πρακτικά Γ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Καλαμάτα, 8-15 Σεπτεμβρίου 1985, τόμος Β. Αθήνα: Περιοδικό της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, Kilian-Dirlmeier, I Remarks on the Non-military Functions of Swords in the Mycenaean Argolid. In R. Hägg and G.N. Nordquist (eds.), Celebrations of Death and Divinity in the Bronze Age Argolid. Proceedings of the Sixth International Symposium at the Swedish Institute at Athens, June, Stockholm, Konstantinidi, M.E Jewellery Revealed in the Burial Contexts of the Greek Bronze Age. BAR-IS 912. Oxford. Kopanias, K The Late Bronze Age Near Eastern Cylinder Seals from Thebes (Greece) and their Historical Implications. AM 123: Kopanias, K Raw Material, Exotic Jewellery or Magic Objects? The Use of Imported Near Eastern Seals in the Aegean. In: M.L. Nosch and R. Laffineur (eds.), KOSMOS: Jewellery, Adornment and Textiles in the Aegean Bronze Age. Proceedings of the 13th International Aegean Conference / 13e Rencontre égéenne internationale, University of 88

89 Copenhagen, Danish National Research Foundation s Centre for Textile Research, April 2010 (Aegaeum 33). Leuven - Liege, Κακαβάς, Γ. (επιμ.) Κοιτάσματα Πολιτισμού από τους Αρχαίους Σφραγιδόλιθους στη Σύγχρονη Χαρακτική. Αθήνα: Έκδοση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων. Καρέτσου, Α. (επιμ.) Κρήτη-Αίγυπτος. Πολιτισμικοί δεσμοί τριών χιλιετιών. Μελέτες. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Αθήνα: Εκδόσεις ΚΑΠΟΝ. Καρέτσου, Α., και Μ. Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη (επιμ.) Κρήτη-Αίγυπτος. Πολιτισμικοί δεσμοί τριών χιλιετιών. Κατάλογος. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, 21 Νοεμβρίου Σεπτεμβρίου Ηράκλειο. Κεραμόπουλος, Α.Δ «Η Οικία του Κάδμου». ΑΕ: Κεραμόπουλλος Α.Δ «Αι Βιομηχανίαι και το Εμπόριον του Κάδμου». ΑΕ: Κολώνας, Λ ΑΔ 49 (1994), Χρον. Β 1, Κονσολάκη-Γιαννοπούλου, Ε «Ταφές Νηπίων στο Μυκηναϊκό Ιερό του Αγίου Κωνσταντίνου στα Μέθανα». Στο ΑΡΓΟΣΑΡΩΝΙΚΟΣ: Πρακτικά 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αργοσαρωνικού, Πόρος, Ιουνίου 1988, τόμος Α. Αθήνα, Κριτσελή-Προβίδη, Ι Τοιχογραφίες του Θρησκευτικού Κέντρου των Μυκηνών. Αθήνα. Κυπαρίσση, Ν Ανασκαφή Μυκηναϊκού Νεκροταφείου εν Αγ. Βασιλείω Χαλανδρίτσης Αχαίας. ΠΑΕ: Κυπαρίσση, Ν «Ανασκαφαί εν Αχαΐα». ΠΑΕ: Κυπαρίσση-Αποστολίκα, Ν Τα Προϊστορικά Κοσμήματα της Θεσσαλίας. Αθήνα: Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων. Κυπραίου, Ε. (επιμ.) Το Ελληνικό Κόσμημα χρόνια Παράδοση: Θεσσαλονίκη, Βίλα Bianca, 21 Δεκεμβρίου Φεβρουαρίου Αθήνα: Έκδοση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων. Κωνσταντινίδη, Ε «Ένθετα Κοσμήματα ενδυμασίας της Εποχής του Χαλκού». Αρχαιολογία και Τέχνες 12. Αθήνα, Laffineur, R Craftsmen and craftsmanship in Mycenaean Greece: For a Multimedia Approach. In R. Laffineur and W.D. Niemeier (eds.), POLITEIA: Society and State in the Aegean Bronze Age. Proceedings of the 5th International Aegean Conference / 5e Rencontre égéenne internationale, University of Heidelberg, Archäologisches Institut, April 1994, Vol. I (Aegaeum 12). Liege & Austin, Lambrou-Phillipson, C Hellenorientalia: The near Eastern Presence in the Bronze Age Aegean ca B.C.. Interconnections based on the Material Record and the Written 89

90 Evidence. Plus Orientalia: a Catalogue of Egyptian, Mesopotamian, Mitannian, Syropalestinian, Cypriot and Asia Minor objects from the Bronze Age Aegean (SMA 95). Göteborg: Paul Ǻströms Förlag. Lang, M.L The Palace of Nestor at Pylos in Western Messenia. Vol. II: The Frescoes. Princeton University Press. Loucas, A., and J.R. Harris Ancient Egyptian Materials and Industries. London: E. Arnold. Manning, S.W Archaeology and the World of Homer: Introduction to a Past and Present Discipline. In C. Emlyn-Jones, L. Hardwick and J. Purkiss (eds.), Homer: Readings and Images. London: Duckworth in association with the Open University, Marinatos, S Excavations at Thera V. ΒΑΕ 64. Marinatos, N Art and Religion in Thera. Reconstructing a Bronze Age Society. Athens. Maran, J Wessex und Mykene. Zur Deutung des Bernsteins in der Scachtgraberzeit Sudgriechnlands. In B Hansel and E. Studenikova (eds.), Zwischen Karpaten und Agais. Neolithikum und altere Bronzezeit. Gedenkschrift fur Viera Nemejkova-Pavukova. Rahden, Mee, C.B Rhodes in the Bronze Age. An Archaeological Survey. Warminster, Wilts, England: Aris & Phillips LTD. Mee, C.B. & Cavanagh, W.G Mycenaean Tombs as Evidence for Social and Political Organization. OJA 3: Mee, C.B Anatolia and the Aegean in the Bronze Age. In E. Cline and D. Harris- Cline (eds.), The Aegean and the Orient in the Second Millennium. Proceedings of the 50th Anniversary Symposium, University of Cincinnati, April 1997 (Aegaeum 18). Liège, Belgique: Université de Liège, Meriggi, P Das hieroglyphisch-hethitische Siegel aus Griechenland. Kadmos IV: 5-6. Michailidou, A. (ed.) Manufacture and Measurment. Counting, Measuring and Recording Craft Items in Early Aegean Societies, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 33, Athens. Moran, L.W The Amarna Letters. Baltimore and London: Johns Hopkins University Press. Morgan, L The Miniature Wall Paintings of Thera: A Study in Aegean Culture and Iconography. Cambridge. Müller, K Alt Pylos II. Die Funde aus den Kuppelgräbern von Kakovatos. AM 34:

91 Μαρινάτος, Σ «Η ορεία κρύσταλλος εν Κρήτη». ΑΕ: Μαρινατος, Σ «Ανασκαφή Goekoop εν Κεφαλληνία». ΑΕ: Μαρινάτος, Σ «Αι Μινωϊκαί Θεαί του Γάζι». ΑΕ: Μαρινάτος, Σ Ανασκαφαί Θήρας VII (1973). Αθήνα: Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. Μαρκουλάκη, Σ ΑΔ 38 (1983), Χρον. Β 2, Μπάζιου-Ευσταθίου, Α «Μυκηναϊκά από τη Νέα Ιωνία Βόλου». ΑΔ 40 (1985), Μελέτες, Μυλωνάς, Γ.Ε «Μυκηναϊκή Παιδική Ταφή Ελευσίνος». ΑΕ ( ): Μυλωνάς, Γ.Ε «Ανασκαφή Μυκηνών». ΠΑΕ: Μυλωνάς, Γ.Ε Ο Ταφικός Κύκλος Β των Μυκηνών. ΒΑΕ 73. Μυλωνάς, Γ.Ε Το Δυτικόν Νεκροταφείο της Ελευσίνος, τόμος Β. ΒΑΕ 81. Μυλωνάς, Γ Πολύχρυσοι Μυκήναι. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. Nakassi, D "Named Individuals and the Mycenaean State at Pylos". In A. Sacconi, M. del Freo, L. Godart and M. Negri (eds.), Colloquium Romanum, Atti del XII Colloquio Internazionale di Micenologia, Pasiphae II, Roma. Pisa: F. Serra, Navarro, J.M. de Prehistoric Routes between Northern Europe and Italy defined by the Amber Trade, Geographical Journal 66: Niemeier, W.D The Mycenaeans in Western Anatolia and the Problem of the Origins of the Sea Peoples. In S. Gitin, A. Mazar and E. Stern (eds.), Mediterranean Peoples in Transition, Thirteenth to Early Tenth Centuries BCE. Israel Exploration Society Nosch, M.L., and R. Laffineur (eds.) KOSMOS. Jewellery, Adornment and Textiles in the Aegean Bronze Age. Proceedings of the 13th International Aegean Conference/13e Rencontre égéenne internationale, University of Copenhagen, Danish National Research Foundation's Centre for Textile Research, April 2010 (Aegaeum 33). Liège: Peeters. Νικολέντζος, Χ.Κ Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτιστική και Πολιτική Εξέλιξη, Εθνολογικά Δεδομένα και Προβλήματα. Τόμος Α. Αθήνα: Focus on Health Ε.Π.Ε. Ντακούρη-Hill, Α «Εργαστηριακό Υλικό από την Οικία του Κάδμου: μια νέα ματιά». Στο Β. Αραβαντινός, Ε. Κουντούρη (επιμ.), 100 χρόνια Αρχαιολογικού Έργου στη Θήβα: Οι Πρωτεργάτες των Ερευνών και οι Συνεχιστές τους. Αθήνα: Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων Ντούμας, X Οι Τοιχογραφίες της Θήρας. Αθήνα: Ίδρυμα Θήρας, Πέτρος Μ. Νομικός. Onassoglou, A Die talismanischen Siegel, CMS, Beiheft II. Berlin. 91

92 Palaima, Th Maritime matters in the Linear B tablets. Στο R. Laffineur and L. Basch (eds.), THALASSA. L Égée préhistorique et la mer (Aegaeum 7). Liège, Panagiotaki, M A Study of Vitreous Materials from Minoan Crete. Στο Αρχαία Ελληνική Τέχνη: 1ο Διεθνές Συνέδριο, Σεπτέμβριος Θεσσαλονίκη: Εταιρεία μακεδονικών Σπουδών, Panagiotaki, M Minoan Faience and Glass Making: Techniques and Origins. Ιn Ph. Betancourt, V. Karagiorgis, R. Laffineur and W-D. Niemeier, MELETEMATA: Studies in Aegean Archaeology Presented to Malcom H. Wiener (Aegaeum 20). Liége and Austin: Université de Liége and University of Texas at Austin, Panagiotaki, M Crete and Egypt: Contacts and Relationships Seen Through Vitreous Materials. Στο Α. Καρέτσου (επιμ.), Κρήτη-Αίγυπτος: Πολιτισμικοί Δεσμοί Τριών Χιλιετιών. Μελέτες. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Αθήνα: Εκδόσεις ΚΑΠΟΝ, Panagiotaki, M. 2008a. Exchange of prestige technologies as evidence of cultural interactions and integration between the Aegean and the Near East in the Bronze Age. In Ch. Papageorgiadou-Banis and A. Giannikouri (eds.), Sailing in the Aegean. Readings on the Economy and Trade Routes (ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 53). Athens, Panagiotaki, M. 2008b. The Technological Development of Aegean Vitreous Materials in the Bronze Age. In C.M. Jackson and E.C. Wager (eds.), Vitreous materials in the Bronze Age Aegean. Sheffield Studies in Aegean Archaeology, Vol. 9. Oxbow Books, Panagiotaki, M. 2008c. Artisans in Egypt, the Near East and the Aegean in the second millennium BC: The case of Vitreous Materials. CretAnt 9: Panagiotaki, M Egyptian Blue: The Substance of Eternity. In C.F. Macdonald, E. Hatzaki and S. Andreou (eds.). The Great Islands. Studies of Crete and Cyprus presented to Gerald Cadogan. Athens: Kapon, Panagiotaki, M., L. Papazoglou-Manioudaki, G. Chatzi-Spiliopoulou, E. Andreopoulou- Magnou, Y. Maniatis, M.S. Tite, and A.J. Shortland A Glass Workshop at the Mycenaean Citadel of Tiryns in Greece. In Annales du 16e Congrés de l Association Internationale pour l Histoire du Verre. Nottingham, Papadopoulos, Th Mycenaean Achaea. SMA 47. Göteborg: Paul Åströms Förlag. Papageorgiadou-Banis, C., and A. Giannikouri (eds.) Sailing in the Aegean. Readings on the Economy and Trade Routes (ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 53), Athens. Persson, A The Royal Tombs at Dendra near Midea. Lund: C.W.K. Gleerup. Phillips, J Aegyptiaca on the Island of Crete in their Chronological Context: A Critical Review, vol. I, II. Vienna: Austrian Academy of Sciences Press. 92

93 Phillips, J Egyptian Amethyst in the Bronze Age Aegean. JAEI Vol. 1:2, Platon, L «Η υιοθέτηση στην Κρήτη της δεύτερης χιλιετίας π.χ. θρησκευτικών ιδεών και πεποιθήσεων προερχομένων από τον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου». Στο: Εμπόριο: Διακίνηση και ανταλλαγή αγαθών, ιδεών και τεχνολογίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Από την προϊστορική μέχρι και την αρχαϊκή εποχή. Πρακτικά Συνεδρίου Obb. Deutschland: Σύλλογος για τη Μελέτη και Διάδοση της Ελληνικής Ιστορίας, Popham, M.R., and L.H. Sackett Excavations at Lefkandi, Euboea London: Thames and Hudson. Popham, M.R., and H.W. Catling Sellopoulo Tombs 3 and 4. Two Late Minoan Graves near Knossos. BSA 69: Porada, E Further Notes on the Cylinders from Thebes: Edith Porada, Columbia University. AJA 70: 194. Porada, E The Cylinder Seals Found at Thebes in Boetotia. AfO 28: Protonotariou-Deilaki, E Burial customs and funerary Rites in the Prehistoric Argolid. In R. Hägg and C. Nordquist (eds.), Celebrations of death and divinity in the bronze age Argolid : proceedings of the sixth international symposium at the Swedish Institute at Athens, June Stockholm: Svenska Institutet i Athen. Pulak, C. 2005a. Evidence for long-distance trade from the late Bronze age shipwreck at Ulu burun. In W. Bisang, Th. Bierschenk, D. Kreikenbom and U. Verhoever (eds.), Kulturelle und sprachliche Kontakte. Prozesse des Wandels in historischen Spannungsfeldern Nordostafrikas/Westasiens: Akten zum 2. Symposium des SFB 295, Mainz, Würzburg: Ergon, Pulak, C. 2005b. Who were the Mycenaeans aboard the Uluburun ship? In R. Laffineur and E. Greco (eds), Emporia. Aegeans in the Central and Eastern Mediterranean. Proceedings of the 10th International Aegean Conference, Italian School of Archaeology, Athens, April 2004 (Aegaeum 25). Liège: University of Liège, Histoire de l art et archéologie de la Grèce antique, Παναγιωτάκη, Μ «Φαγεντιανή, Κοσμήματα και Πολυτελή Αντικείμενα». Στο Α. Καρέτσου και Μ. Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη (επιμ.) Κρήτη-Αίγυπτος. Πολιτισμικοί δεσμοί τριών χιλιετιών. Κατάλογος. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, 21 Νοεμβρίου Σεπτεμβρίου Ηράκλειο, Παναγιωτάκη, Μ «Φαγεντιανή-Κύανος-Ύαλος: Ύλες των Βασιλέων, των Θεών και των Νεκρών της Αρχαιότητας». Στο Γ. Κόρδας και Α. Αντωνάρας (επιμ.), Ιστορία και Αρχαιολογία του Αρχαίου Γυαλιού. Αθήνα: Glassnet,

94 Παναγιωτάκη, Μ «Τεχνολογίες Αιχμής στο Προϊστορικό Αιγαίο την Εποχή του Χαλκού: Υαλώδεις Ύλες». Στο Αρχαιολογία & Τέχνες 94. Αθήνα: Εκδόσεις Ερμής, Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα, Ν «Παιδικές Ταφές στη Μυκηναϊκή Ελλάδα», ΑΔ 42 (1987), Μελέτες, Πρωτονοταρίου-Δεϊλάκη, Ε. 1969α. «Θολωτός Τάφος Καζάρμας». ΑΑΑ 2: 3-6. Robson, E Technology in society: three textual case studies from Late Bronze Age Mesopotamia. In A.J. Shortland (ed.), The Social Context of Technological Change. Egypt and the Near East, BC. Oxbow, Oxford Rodenwaldt, G Tiryns II. Die Ergebnisse der Ausgrabungen des Instituts. Zweiter Band: Die Fresken des Palastes. Athen: Eleutheroudakis und Barth. Rudolf, W Die Nekropole am Prophitis Elias bei Tiryns. In U. Jantzen (ed.), Tiryns. Forschungen und berichte VI. Mainz am Rhein: Verlag Philipp von Zabern, Smith, K.R.A., and K.M. Dambney Children and Adornment Funerary Ritual at Ayia Sotira, Nemea. In M.L. Nosch and R. Laffineur (eds.), KOSMOS. Jewellery, Adornment and Textiles in the Aegean Bronze Age, Proceedings of the 13th International Aegean Conference/13e Rencontre égéenne internationale, University of Copenhagen, Danish National Research Foundation's Centre for Textile Research, April 2010 (Aegaeum 33). Liege: Peeters, Stamatatou, E Gemstones in Mycenaean Greece: their use and significance. BAR-IS Oxford. Symeonoglou, S Kadmeia I, Mycenaean Finds from Thebes, Greece, Excavation at 14 Oedipus st., SIMA XXXV. Göteborg: Studies in Mediterranean Archaeology. Σακελλαρίου, Α Μυκηναϊκή Σφραγιδογλυφία. Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου. Αρ. 8. Αθήνα. Σακελλαράκης, Ι «Ανασκαφή Αρχανών». ΠΑΕ (1975): Σακελλαρίου-Ξενάκη, Α Οι θαλαμωτοί τάφοι των Μυκηνών. Ανασκαφής Χρ. Τσούντα ( ). Παρίσι: Diffusion de Boccard. Σπυρόπουλος, Γ.Θ., Υστερομυκηναϊκοί Ελλαδικοί Θησαυροί. ΒΑΕ 72. Σταμπολίδης, Ν. (επίμ.) Πλόες Από τη Σιδώνα στη Χουέλβα. Σχέσεις λαών της Μεσογείου, 16 ος -6 ος αι. π.χ.. Αθήνα: Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Tournavitou, I Towards an identification of a workshop space. Στο E.B. Franch and K.A. Warlde (eds.), Problems in Greek Prehistory, Papers Presented at the Centenary Conference of the British School of Archaeology at Athens, Manchester, April Bristol,

95 Townsend, D.E A Mycenaean Chamber Tomb Under the Temple of Ares. Hesperia 24: Tsountas Ch., and J.I. Manatt The Mycenaean Age: a Study of the Monuments and Culture of Pre-Homeric Greece. Boston and New York: Houghton, Mifflin and Co. Τελεβέντου, Χ «Τα Κοσμήματα από την Προϊστορική Θήρα», ΑΕ: Τσούντας, Χ «Ανασκαφή θολωτού Τάφου εν Βαφείω», ΑΕ: Τσούντας Χ Αι Προϊστορικαί Ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου. ΒΑΕ 14. Ventris, M., and J. Chadwick Documents in Mycenaean Greek. 2nd ed. Cambridge: University Press. Voutsaki, S Social and Political Process in the Mycenaean Argolid: The Evidence from the Mortuary Practices. In W. D. Niemier and R. Laffineur (eds.), POLITEIA: Society and State in the Aegean Bronze Age. Proceedings of the 5 th International Aegean Conference, University of Heidelberg, Archäologisches Institut, April 1994 (Aegaeum 12). Liege & Austin, Wace, A.J.B Chamber Tombs at Mycenae (Archaeologia 82). Oxford : Printed by J. Johnson for the Society of antiquaries. Wace, A.J.B., J.P. Droop, M.S. Thompson Excavations at Zerélia, Thessaly. BSA 14: Ward, W Beetles in Stone: The Egyptian Scarab. BA 57 (4): Warren, P Crete and Egypt: The Transmission of Relationships. Στο Α. Καρέτσου (επιμ.), Κρήτη-Αίγυπτος: Πολιτισμικοί Δεσμοί Τριών Χιλιετιών. Μελέτες. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Αθήνα: Εκδόσεις ΚΑΠΟΝ, Whittaker, H Religious Symbolism and the Use of Gold in Burial Contexts in the Late Middle Helladic and Early Mycenaean Periods. SMEA 48: Whittaker, H Exotica in early Mycenaean Burials as Evidence for the Selfrepresentation of The Elite. In A. Vianello (ed.), Exotica in the Prehistoric Mediterranean. Oxford & Oakville: Oxbow Books, Wilkinson, C.K Egyptian Wall Paintings: The Metropolitan Museum of Art s Collection of Facsimiles. New York: Metropolitan Museum of Art. Xanthoudides, S The Vaulted Tombs of Mesara: An Account of Some Early Cemeteries of Southern Crete. Translated by J.P. Droop. London: Hodder & Stoughton ltd. Χωρέμης, Α «Καρποφόρα Μεσσηνίας». ΑΔ 23 (1968), Χρον. Β 1, Χωρέμης, Α «Μυκηναϊκαί και Πρωτογεωμετρικαί Ταφαί Καρποφόρας Μεσσηνίας». ΑΕ:

96 Younger, G.J Semi-precious stones to the Aegean. Archaeological News (Tallahassee, Florida) 8, Younger, G.J Representations of Minoan-Mycenaean Jewelry. In R. Laffineur and J.L. Crowley (eds.), ΕΙΚΩΝ: Aegean Bronze Age Iconography: Shaping a Methodology. Proceedings of the 4th International Aegean Conference, University of Tasmania, Hobart, Australia, 6-9 April 199. Université de Liège: Histoire de l art et archeology de la Grèce antique,

97 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΙΚΟΝΩΝ Πίν. 1 ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΛΛΔΑ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΚΡΗΤΗ ΑΙΓΥΠΤΟΣ ΠΕ Ι ΠΕ ΙΙ ΠΕ ΙΙΙ 1800 ΜΕ Ι 1700 ΜΕ ΙΙ ΠΚ Ι ΠΚ ΙΙ ΠΚ ΙΙΙ ΜΚ ΠΜ Ι (Προανακτορική) ΠΜ ΙΙ (Προανακτορική) ΠΜ ΙΙΙ (Προανακτορική) ΜΜ Ι Παλαιοανακτορική Ι ΜΜ ΙΙ Παλαιοανακτορική ΙΙ Αρχαίο Βασίλειο III-VI Δυν. 1η Ενδιάμεση περίοδος VII-X Δυν. Μεσαίο Βασίλειο XI-XII Δυν ΜΕ ΙΙΙ ΜΜ ΙΙΙ Νεοανακτορική Ι 2η Ενδιάμεση 1575 Καταστροφή περίοδος (Ύκσώς) Θήρας XIII-XVII Δυν ΥΕ Ι ΥΜ ΙΑ Νεοανακτορική ΙΙ ΥΜ ΙΒ Νεοανακτορική ΙΙ ΥΕ ΙΙ 1400 ΥΜ ΙΙ Νεοανακτορική ΙΙ 1375 ΥΕ ΙΙΙ ΑΙ 1300 ΥΕ ΙΙΙ Α ΥΕ ΙΙΙ Β ΥΕ ΙΙΙ Β ΥΕ ΙΙΙ Γ ΥΕ ΙΙΙ Γ ΥΕ ΙΙΙ Γ Υπομυκηναϊκή περίοδος ΥΚ ΥΜ ΙΙΙΑ ΥΜ ΙΙΙΒ ΥΜ ΙΙΙΓ Υπομινωική περίοδος Νέο Βασίλειο XV III-XX Δυν. Αμάρνα ( ) Εικόνα 1: Χρονολογικός πίνακας. 97

98 Πίν. 2 Εικόνα 2: Σημαντικές θέσεις κατά την ΥΕΧ στο Αιγαίο (στην αρχική πηγή: Δημακοπούλου και Διβάρη-Βαλάκου 1997, έγινε συμπλήρωση ορισμένων θέσεων από την υποφαινόμενη). 98

99 Πίν. 3 Εικόνα 3: Περιδέραιο με σφαιρικές χάντρες Εικόνα 4: Χάντρες σε υποθετική διάταξη από το από αμέθυστο σε διάφορα μεγέθη, από τον νεκροταφείο της Περατής (ΥΕ ΙΙΙΓ). Θολωτό τάφο IV στην Πύλο (15ος αι. π.χ.). (Ιακωβίδης ) (Dimakopoulou 1996, 114.) Εικόνα 5: Περόνη σε σχήμα κρίνου που κοσμεί τα μαλλιά γυναικείας μορφής σε τοιχογραφία από το δωμάτιο 3, στην Ξεστή 3, του Ακρωτηρίου της Θήρας (ΥΚ ΙΑ). (Ντούμας 1992, 142.) 99

100 Πίν. 4 Εικόνα 6: Χάλκινες περόνες με ένθετες χάντρες από ορεία κρύσταλλο από τους Ταφικούς κύκλους Α και Β των Μυκηνών (ΜΕ - ΥΕ Ι). (Δημακοπούλου 1988, 84.) Εικόνα 7: Κωνικά και αμφικωνικά κομβία από στεατίτη από το νεκροταφείο των Αηδονιών (15ος-13ος αι. π.χ.). (Dimakopoulou 1996, 67.) 100

101 Πίν. 5 Εικόνα 8: Πίνακας με τα κυριότερα σχήματα χαντρών της Μυκηναϊκής περιόδου (Ιακωβίδης , 305). 101

102 Πίν. 6 Εικόνα 9: Χάντρα από πράσινο στεατίτη Εικόνα 10: Περίαπτα από λάπις λάζουλι σε σχήμα σε σχήμα πάπιας από τον Θαλαμωτό τάφο φοίνικα από το «Δωμάτιο Θησαυρού» στο Νέο 7 στο νεκροταφείο των Αηδονιών (16ος - Καδμείο Θηβών (ΥΕ ΙΙΙΒ). (Δημακοπούλου 1988.) 15ος αι. π.χ.). (Dimakopoulou 1996, 57.) Εικόνα 11: Περίαπτο σε σχήμα πρόχου από σαρδόνυχα από τον Θαλαμωτό τάφο 2 στο Ασπρόχωμα των Μυκηνών (ΥΕ ΙΙΙΑ-Β). (Σακελλαρίου-Ξενάκη 1985.) 102

103 Πίν. 7 Εικόνα 12: Τρείς σφαιρικές χρυσόδετες χάντρες από κορναλίνη, ορεία κρύσταλλο και μαλαχίτη από τον Τάφο XLI στην Πρόσυμνα Αργολίδας (ΥΕΙΙΙ Α-Β). (Blegen 1937.) Εικόνα 13: Περίαπτο σε σχήμα κρινοπάπυρου από στεατιτη από τον Τάφο Ε στην Νάξο (ΥΚ ΙΙΙΓ). (Βλαχόπουλος 2006.) 103

104 Πίν. 8 Εικόνα 14: Περιδέραιο από στεατίτη από τον Τάφο LVIII, στο νεκροταφείο Ελάτεια -Αλωνάκι (YE IIIA-B). (Δημάκη 1999, 207.) Εικόνα 15: Περιδέραιο από στεατίτη από τον Τάφο XC στο νεκροταφείο Ελάτεια Αλωνάκι (YE IIIA-B). (Δημάκη 1999, 2010.) 104

105 Πίν. 9 Εικόνα 16: Περίαπτο σε μορφή ιπποπόταμου από κορναλίνη από τον Θαλαμωτό τάφο III στην Πρόσυμνα (ΥΕ ΙΙΙ Α-Β). (Blegen 1937, 146.) Εικόνα 17: Περίαπτο σε σχήμα ταυροκεφαλής από τον Τάφο Γ στο νεκροταφείο Καμινιού στη Νάξο (ΥΚ ΙΙΙΓ). (Σταμπολίδης 2003, 561.) 105

106 Πίν. 10 Εικόνα 18: Σφραγίδα σε σχήμα σκαραβαίου από φαγεντιανή από τη Φιλακωπή της Μηλου (ΥΚ Ι). (Σταμπολίδης 2003, 578.) 106

107 Πίν. 11 Εικόνα 19: Ανάγλυφη «ταλισμανική» σφραγίδα από Εικόνα 20: Ανάγλυφη «ταλισμανική» σφραγίδα από κορναλίνη από τον Τάφο Μ του Ταφικού Κύκλου κορναλίνη από τον Τάφο Ρ του Ταφικού Κύκλου Β των Μυκηνών (ΜΕ-ΥΕΙ). (Μυλωνάς 1973.) Β των Μυκηνών (ΜΕ-ΥΕ Ι). (Μυλωνάς 1973.) Εικόνα 21: Ανάγλυφη «ταλισμανική» σφραγίδα από Εικόνα 22: Ανάγλυφη «ταλισμανική» σφραγίδα από κορναλίνη από τον Τάφο Ο του Ταφικού Κύκλου αμέθυστο από τον Τάφο Γ του Ταφικού Κύκλου Β Β των Μυκηνών (ΜΕ-ΥΕΙ). (Μυλωνάς 1973.) των Μυκηνών(ΜΕ-ΥΕΙ). (Μυλωνάς 1973.) 107

108 Πίν. 12 Εικόνα 23: Ανάγλυφη «ταλισμανική» σφραγίδα από σαρδόνυχα από τον Θολωτό τάφο Βαφειού (ΥΕ ΙΙΑ). (Τσαλαμάτα 2014, 32.) Εικόνα 24: Ενεπίγραφη φακοειδής χάντρα από αιματίτη από τον Τάφο 24 στην Περατή (ΥΕ ΙΙΙΓ). (Ιακωβίδης , Α: 317.) 108

109 Πίν. 13 Εικόνα 25: Περιδέραιο με χάντρες στο σχήμα της οκτώσχημης ασπίδας από αμέθυστο από κιβωτιόσχημο τάφο στο Άργος (ΥΕΙΙΒ - ΥΕΙΙΙΑ1). (Δημακοπούλου 1988, 201.) Εικόνα 26: Κωδιόσχημες χάντρες από κορναλίνη από την Περατή (ΥΕΙΙΙ Γ). (Ιακωβίδης , Γ.) 109

110 Πίν. 14 Εικόνα 27: Απεικόνιση της «Πότνιας Θηρών» από τοιχογραφία του δωματίου 3, στην Ξεστή 3 του Ακρωτηρίου της Θήρας. (Ντούμας 1992, 162.) 110

111 Πίν. 15 Εικόνα 28: Απεικόνιση κροκοσυλέκτριας από τοιχογραφία Εικόνα 29: Γυναικεία μορφή από την τοιχογραφία των του δωματίου 3, στην Ξεστή 3 του Ακρωτηρίου της Θήρας. Λατρευτριών στη «Δεξαμενή Καθαρμών» στη Ξεστή 3 (Ντούμας 1992, 160.) του Ακρωτηρίου της Θήρας. (Ντούμας 1992, 138.) Εικόνα 29α: Λεπτομέρεια από την τοιχογραφία των Λατρευτριών. (Ντούμας 1992, 141.) 111

112 Πίν. 16 Εικόνα 30: Τοιχογραφία της «Μυκηναίας» από την «Οικία του Αρχιερέως» στο ανάκτορο των Μυκηνών. (ΕΑΜ, Φωτογ. Γ. Πατρικιάνος. ΥΠ.ΠΟ.Τ.Α./ΤΑΠ.) Εικόνα 31: Τοιχογραφία Πομπής Γυναικών από το ανάκτορο της Πύλου. (Lang 1969.) 112

113 Πίν. 17 Εικόνα 32: Θραύσμα τοιχογραφίας με περιδέραιο από αμυγδολόσχημες χάντρες σε τρείς σειρές στο λαιμό γυναικείας μορφής από την Οικία του Κάδμου στη Θήβα. (Κεραμόπουλλος 1909.) Εικόνα 33: Ανάγλυφη τοιχογραφία γυναικείας μορφής σε κτήριο του οικισμού της νησίδας Ψείρα στις ΒΑ ακτές της Κρήτης (ΜΜ-ΥΜΙΙΒ). (Betancourt and Davaras 1998.) 113

114 Πίν 18 Εικόνα 34: Τοιχογραφία των Νεαρών πυγμάχων από το Εικόνα 35: Τοιχογραφία του Ψαρά από τη Δυτική Κτήριο Β του Ακρωτηρίου της Θήρας. Οικία του Ακρωτηρίου της Θήρας. (Ντούμας 1992, (Ντούμας 1992, 112.) 52.) Εικόνα 35α: Λεπτομέρεια από την Τοιχογραφία του Ψαρά. (Ντούμας 1992, 55.) 114

115 Πίν. 19 Εικόνα 36: Περιδέραιο από κορναλίνη από τον Θαλαμωτό τάφο 7 στο νεκροταφείο των Αηδονιών (15ος-13ος αι. π.χ.). (Dimakopoulou 1996, 64.) Εικόνα 37: Κυλινδρικές χάντρες από αχάτη από το «Δωμάτιο Θησαυρού» στο Νέο Καδμείο Θηβών (ΥΕ ΙΙΙΒ). (Δημακοπούλου 1988, 121.) 115

116 Πίν. 20 Εικόνα 38: Χάντρες από αμέθυστο από τον Θαλαμωτό τάφο 8 του νεκροταφείου των Αηδονιών (15ος-13ος π.χ). (Demakopoulou 1996, 64.) Εικόνα 39: Σφραγιδόλιθος από ίασπη από τον Θολωτό τάφο Βαφειού (ΥΕ ΙΙΑ-ΙΙΙΑ). (ΕΑΜ, Φωτογ. Γ. Πατρικιάνος. ΥΠ.ΠΟ.Τ.Α./ΤΑΠ.) 116

117 Πίν. 21 Εικόνα 40: Κυλινδρικός σφραγυδόλιθος από λάπις λάζουλι από το «Δωμάτιο Θησαυρού» στο Νέο Καδμείο Θηβών (ΥΕ ΙΙΙΒ). (Σταμπολίδης 2003, 574.) Εικόνα 41: Σφραγιδόλιθος από αιματίτη από τον Θαλαμωτό τάφο 2 του νεκροταφείου των Αηδονιών. (Dimakopoulou 1996, 61.) 117

118 Πίν. 22 Εικόνα 42: Περιδέραιο από ήλεκτρο από τον Ταφικό Κύκλο Α των Μυκηνών (ΜΕ-ΥΕΙ). (ΕΑΜ, Φωτογ. Γ. Πατρικιάνος. ΥΠ.ΠΟ.Τ.Α./ΤΑΠ.) Εικόνα 43: Αντικείμενα από ήλεκτρο από τον Θολωτό Τάφο Α στον Κακόβατο Ηλείας (ΥΕ ΙΙΑ). (ΕΑΜ, Φωτογ. Γ. Πατρικιάνος. ΥΠ.ΠΟ.Τ.Α./ΤΑΠ.) Εικόνα 44: Πλακίδια από ήλεκτρο από τον Θολωτό τάφο Α στον Κακόβατο Ηλείας (ΥΕ ΙΙΑ). (Δημακοπούλου 1988, 2262.) Εικόνα 45: Περιδέραιο από ήλεκτρο από τον τάφο Ο του Ταφικού Κύκλου Β των Μυκηνών (ΜΕ-ΥΕΙ). (ΕΑΜ,Φωτογ. Γ. Πατρικιάνος. ΥΠ.ΠΟ.Τ.Α./ΤΑΠ.) 118

119 Πίν. 23 Εικόνα 46: Περιδέραιο από χρυσές χάντρες από τον Θαλαμωτό τάφο 44 στην Πρόσυμνα (ΥΕ ΙΙΙΓ). (Dimakopoulou 1996, 105.) Εικόνα 47: Χάντρες από υαλώδεις ύλες, φαγεντιανή και ύαλο, από το νεκροταφείο των Αηδονιών (ΥΕ ΙΙΑ-ΙΙΙΒ). (Dimakopoulou 1996, 81.) 119

120 Πίν. 24 Εικόνα 48: Πολυεδρικό τεμάχιο από ορεία κρύσταλλο από το Παλαιό Καδμείο της Θήβας (ΥΕ ΙΙΙΑ-Β). (Δημακοπούλου 1988, 221.) Εικόνα 49: Βιολόσχημο περίαπτο από κορναλίνη από τον τάφο Α3 στα Λακκίθρα Κεφαλληνίας (ΥΕ ΙΙΙΓ). (Κάτω δεξιά) (Μαρινάτος 1932.) 120

121 Πίν. 25 Εικόνα 50: Παιδική ταφή, τάφος Θπ4, από το νεκροταφείο της Ελευσίνας (ΥΕ ΙΙ). (Μυλωνάς 1975.) Εικόνα 51: Περιδέραιο από χάντρες φαγεντιανής και περίαπτο σε σχήμα ημισελήνου από στεατίτη από την παιδική ταφή, τάφος Θπ4, από το νεκροταφείο της Ελευσίνας (ΥΕ ΙΙ). (Μυλωνάς 1955.) 121

122 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ Πίν Κορναλίνης Αργολίδα Ηλεία Αττική Μεσσηνία Θεσσαλία Γράφημα 1: Κατανομή κορναλίνη ανά γεωγραφική περιοχή. 120 Αχάτης Αχαΐα Βοιωτία Αργολίδα Εύβοια Αττική Γράφημα 2: Κατανομή αχάτη ανά γεωγραφική περιοχή. 122

123 Πίν. 27 Αμέθυστος Μεσσηνία Αργολίδα Βοιωτία Λακωνία Θεσσαλία Γράφημα 3: Κατανομή αμέθυστου ανά γεωγραφική περιοχή. Ορεία Κρύσταλλος Αττική Αχαΐα Αργολίδα Γράφημα 4: Κατανομή ορείας κρύσταλλου ανά γεωγραφική περιοχή. 123

124 Πίν. 28 Στεατίτης Σφονδύλια ή Κομβία 76% Χάντρες και Περίαπτα 24% Γράφημα 5: Ποσοστό εντοπισμού κομβίων ή σφονδυλίων και χαντρών και περιάπτων από στεατίτη. Ήλεκτρο Αργολίδα Μεσσηνία Ηλεία Γράφημα 6: Κατανομή ήλεκτρου ανά γεωγραφική περιοχή. 124

125 Πίν. 29 Αχάτης 4% Ορεία Κρύσταλλος 2% Αμέθυστος 17% Ήλεκτρο 19% Λάπις Λάζουλι 1% Ηπειρωτική Ελλάδα Στεατίτης 22% Λοιποί 2% Κορναλίνης 33% Κορναλίνης Στεατίτης Ήλεκτρο Αμέθυστος Ορεία Κρύσταλλος Αχάτης Λάπις Λάζουλι Λοιποί Γράφημα 7: Ποσοστό εμφάνισης ημιπολύτιμων λίθων στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά την Μυκηναϊκή περίοδο. Ήλεκτρο 15% Στεατίτης 20% Αμέθυστος 9% Αργολίδα Ορεία Κρύσταλλος 4% Αχάτης 2% Κορναλίνης Κορναλίνης 50% Στεατίτης Ήλεκτρο Αμέθυστος Ορεία Κρύσταλλος Αχάτης Γράφημα 8: Ποσοστό εμφάνισης ημιπολύτιμων λίθων στην Αργολίδα κατά την Μυκηναϊκή περίοδο. 125

126 Πίν. 30 Μεσσηνία Κορναλίνης 8% Αμέθυστος 56% Ήλεκτρο 36% Κορναλίνης Ήλεκτρο Αμέθυστος Γράφημα 9: Ποσοστό εμφάνισης ημιπολύτιμων λίθων στη Μεσσηνία κατά τη Μυκηναϊκή περιόδο. 126

Greither Elias. "Icarus" Fresco Munchen 1616

Greither Elias. Icarus Fresco Munchen 1616 Greither Elias. "Icarus" Fresco Munchen 1616 Η θρησκεία των Μινωιτών Στην είσοδο του Ιδαίου Αντρου φαίνεται ο βωμός λαξευμένος στο βράχο σπήλαιο Καμαρών Δικταίο άντρο τριμερές ιερό ανακτόρωνφαιστού Μινωική

Διαβάστε περισσότερα

Εργασία Ιστορίας. Ελένη Ζέρβα

Εργασία Ιστορίας. Ελένη Ζέρβα Εργασία Ιστορίας U«Μυκηναϊκός Πολιτισµός» UΜε βάση τις πηγές και τα παραθέµατα Ελένη Ζέρβα Α1 Μελετώντας τον παραπάνω χάρτη παρατηρούµε ότι τα κέντρα του µυκηναϊκού κόσµου ήταν διασκορπισµένα στον ελλαδικό

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΚΥΚΛΙΚΟΙ (ΘΟΛΩΤΟΙ) ΤΑΦΟΙ ΤΗΣ ΜΕΣΑΡΑΣ ΣΤΗΝ ΝΟΤΙΑ ΚΡΗΤΗ

ΟΙ ΚΥΚΛΙΚΟΙ (ΘΟΛΩΤΟΙ) ΤΑΦΟΙ ΤΗΣ ΜΕΣΑΡΑΣ ΣΤΗΝ ΝΟΤΙΑ ΚΡΗΤΗ ΟΙ ΚΥΚΛΙΚΟΙ (ΘΟΛΩΤΟΙ) ΤΑΦΟΙ ΤΗΣ ΜΕΣΑΡΑΣ ΣΤΗΝ ΝΟΤΙΑ ΚΡΗΤΗ ΜΑΘΗΜΑ : ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ: ΤΣΙΡΩΝΗΣ ΝΙΚΟΣ, Α.Μ.: 9676 ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ:

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΑ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ. Ερατώ Αϊδίνη Χρύσα Βουλιστιώτη Κωνσταντίνος Κονδύλης Εύη Ξουρή Θεοδώρα Τελάκη

ΑΡΧΑΙΑ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ. Ερατώ Αϊδίνη Χρύσα Βουλιστιώτη Κωνσταντίνος Κονδύλης Εύη Ξουρή Θεοδώρα Τελάκη ΑΡΧΑΙΑ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ Ερατώ Αϊδίνη Χρύσα Βουλιστιώτη Κωνσταντίνος Κονδύλης Εύη Ξουρή Θεοδώρα Τελάκη ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ: Μινωικός Πολιτισμός(3.000-1420) Μυκηναϊκός Πολιτισμός(1.600-1.100) Αρχαϊκή Εποχή(800-500)

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΑ ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΑ ΚΑΡΤΩΝ. Σχεδιαστικά καρτών και κείμενα περιγραφής σχεδίων ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ. Master Card Classic Credit

ΝΕΑ ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΑ ΚΑΡΤΩΝ. Σχεδιαστικά καρτών και κείμενα περιγραφής σχεδίων ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ. Master Card Classic Credit 1 ΝΕΑ ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΑ ΚΑΡΤΩΝ Σχεδιαστικά καρτών και κείμενα περιγραφής σχεδίων ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ Master Card Classic Credit Προχοΐσκη Ερυθροστιλβωτού ΙΙΙ Ρυθμού Προχοΐσκη, δείγμα κεραμικής του Ερυθροστιλβωτού

Διαβάστε περισσότερα

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ 1 Χρυσή νεκρική προσωπίδα, γνωστή ως «προσωπίδα του Αγαμέμνονα», 16 ος αι. π.χ., Μυκήνες, Ταφικός Κύκλος Α, Photo ΥΠ.ΠΟ.Α./ΤΑΠ, Εθνικό 2 Επιτύμβια στήλη από πωρόλιθο με ανάγλυφη παράσταση

Διαβάστε περισσότερα

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή.

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή. Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ (3000-1100π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή. - Ο σημαντικότερος οικισμός ήταν η... - Κατά τη 2 η και 3 η χιλιετία

Διαβάστε περισσότερα

Μινωικός Πολιτισμός σελ. 23-28

Μινωικός Πολιτισμός σελ. 23-28 Μινωικός Πολιτισμός σελ. 23-28 Να περιγράψετε ένα μινωικό ανάκτορο; Μεγάλα Συγκροτήματα κτιρίων, Είχαν πολλές πτέρυγες-δωματίων, Διοικητικά, Οικονομικά, Θρησκευτικά και Καλλιτεχνικά κέντρα της περιοχής,

Διαβάστε περισσότερα

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό Με τον όρο Μυκηναϊκός Πολιτισμός χαρακτηρίζεται ο προϊστορικός πολιτισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, που αναπτύχθηκε την περίοδο 1600-1100 π. Χ., κυρίως στην

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ02 ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

ΙΑ02 ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΙΑ02 ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ Από τη Μεσοχαλκή στην Υστεροχαλκή Στην αρχή της ΥΧ περιόδου η εικόνα σε κάθε περιοχή παραμένει η ίδια με τη ΜΧ, με εξαίρεση την Ηπειρωτική Ελλάδα. Κρήτη: η ανακτορική κοινωνία,

Διαβάστε περισσότερα

Iδεολογία κατά την Εποχή του Χαλκού. Κική Πιλάλη, Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας (1945-2008)

Iδεολογία κατά την Εποχή του Χαλκού. Κική Πιλάλη, Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας (1945-2008) Iδεολογία κατά την Εποχή του Χαλκού Κική Πιλάλη, Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας (1945-2008) Με την αρχή της ΕΧ παρατηρείται μια αλλαγή στη συμβολική έκφραση των προϊστορικών κοινοτήτων στο βόρειο

Διαβάστε περισσότερα

Ανεμόσπηλια Αρχανών : τα ευρήματα και η ερμηνεία τους

Ανεμόσπηλια Αρχανών : τα ευρήματα και η ερμηνεία τους Ανεμόσπηλια Αρχανών : τα ευρήματα και η ερμηνεία τους Βογιατζόπουλος Σταμάτης Ιστορικό - Αρχαιολογικό Ιωαννίνων Ζ' Εξάμηνο Υπ.Καθ : Αν. Βλαχόπουλος, Μάθημα: Κρητομυκηναϊκή Θρησκεία Δεκέμβριος 2013 Εικόνα

Διαβάστε περισσότερα

Οι απεικονίσεις των Κρητών (Keftiw) στους τάφους Αιγυπτίων αξιωματούχων και οι σχέσεις μεταξύ Αιγύπτου και Κρήτης κατά τη Νεοανακτορική περίοδο

Οι απεικονίσεις των Κρητών (Keftiw) στους τάφους Αιγυπτίων αξιωματούχων και οι σχέσεις μεταξύ Αιγύπτου και Κρήτης κατά τη Νεοανακτορική περίοδο Οι απεικονίσεις των Κρητών (Keftiw) στους τάφους Αιγυπτίων αξιωματούχων και οι σχέσεις μεταξύ Αιγύπτου και Κρήτης κατά τη Νεοανακτορική περίοδο Παναγιώτης Καπλάνης Διδάσκων: Ανδρέας Βλαχόπουλος Σχέσεις

Διαβάστε περισσότερα

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Εισαγωγικά: ΟΡΙΣΜΟΣ: Με τον όρο μυκηναϊκός πολιτισμός χαρακτηρίζεται ο προϊστορικός πολιτισμός της ΎστερηςΕποχήςτουΧαλκούαπότο1600-1100 π. Χ. που αναπτύχθηκε κυρίως στην κεντρική

Διαβάστε περισσότερα

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού Η ανασκαφή τού 2012 είχε ως στόχους: την περαιτέρω διερεύνηση της στοάς του μεγάλου ρωμαϊκού κτιρίου με τη στοά περιμετρικά

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗ

ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗ ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗ ΓΕΝΙΚΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Διώροφο οικοδόμημα Θαλαμωτός τάφος

Διαβάστε περισσότερα

Κρητομυκηναϊκή μικροτεχνία

Κρητομυκηναϊκή μικροτεχνία Κρητομυκηναϊκή μικροτεχνία Κωδικός μαθήματος ΑΠΡ 567 Διδάσκων: Α. Βλαχόπουλος Χειμερινό εξάμηνο 2011-12 12 Η ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ Οστό, κέρας, όστρεο, δόντια ΑΝΩΤΕΡΗ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ Χάντρες από δόντια

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς Π ΜΩΚ Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς Π ΜΩΚ ΛΖΥ Δρ Δ.Γ. Μυλωνάς 2 Π ΜΩΚ Δαίδαλος νατολή ιγαίο νατολίζουσα τέχνη Κρήτη Δρ Δ.Γ. Μυλωνάς 3 Π ΜΩΚ τα μέσα του 9ου αι. π.. επέκταση πέρα από τα όρια του ιγαίου, αποκατάσταση

Διαβάστε περισσότερα

Μινωικός πολιτισμός. Η ακμή του κρητομινωικού πολιτισμού παρουσιάζεται μεταξύ του 1900 και του 1450 π. Χ.

Μινωικός πολιτισμός. Η ακμή του κρητομινωικού πολιτισμού παρουσιάζεται μεταξύ του 1900 και του 1450 π. Χ. Μινωικός πολιτισμός Η ακμή του κρητομινωικού πολιτισμού παρουσιάζεται μεταξύ του 1900 και του 1450 π. Χ. Μινωικός πολιτισμός Στην ανάπτυξή του συντέλεσαν το εύκρατο - θερμό κλίμα, το εύφορο έδαφος, η μακροχρόνια

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Το ανάκτορο της Ζάκρου

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Το ανάκτορο της Ζάκρου ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10 Το ανάκτορο της Ζάκρου Ανάκτορο της Κάτω Ζάκρου Το ανάκτορο της Κάτω Ζάκρου βρίσκεται στο ΝΑ άκρο της Κρήτης στον ομώνυμο ευρύχωρο όρμο. Η θέση ήταν γνωστή από τον 19 ο αι.

Διαβάστε περισσότερα

Ενδυμασία και Μόδα από τους προϊστορικούς μέχρι τους νεώτερους χρόνους

Ενδυμασία και Μόδα από τους προϊστορικούς μέχρι τους νεώτερους χρόνους 1ο ΓΕΛ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ-ΚΟΡΔΕΛΙΟΥ 2011-2012 ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΜΗΜΑ PR1 ΟΜΑΔΑ 2 Ενδυμασία και Μόδα από τους προϊστορικούς μέχρι τους νεώτερους χρόνους Ομάδα 2 Οι Θεές των Όφεων Η ενδυμασία στους

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) (συνέχεια) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ. Τάξη Α Γυμνασίου. Ονοματεπώνυμο:... Τμήμα:... Ημερομηνία:... Βαθμός:...

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ. Τάξη Α Γυμνασίου. Ονοματεπώνυμο:... Τμήμα:... Ημερομηνία:... Βαθμός:... ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Τάξη Α Γυμνασίου Ονοματεπώνυμο:... Τμήμα:... Ημερομηνία:... Βαθμός:... Επιμέλεια: Σοφία Τουμασή Μέρος Α : Να απαντήσεις υποχρεωτικά και στις τρεις (3) ερωτήσεις. 1.α) Να γράψεις

Διαβάστε περισσότερα

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΘΗΒΑΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΔΙΚΤΥΟΥ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ: ΜΑΪΣΤΡΕΛΛΗΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ, ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ Ν.ΒΟΙΩΤΙΑΣ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Τα παραδείγματα σφραγιδολίθων πριν την Υστεροκυπριακή περίοδο είναι περιορισμένα σε αριθμό και το δημοφιλές σχήμα είναι το ορθογώνιο πλακίδιο.

Τα παραδείγματα σφραγιδολίθων πριν την Υστεροκυπριακή περίοδο είναι περιορισμένα σε αριθμό και το δημοφιλές σχήμα είναι το ορθογώνιο πλακίδιο. Σφραγιδογλυφία Τα παραδείγματα σφραγιδολίθων πριν την Υστεροκυπριακή περίοδο είναι περιορισμένα σε αριθμό και το δημοφιλές σχήμα είναι το ορθογώνιο πλακίδιο. Κατά την ΥΚΙ φάση ο αριθμός των σφραγίδων είναι

Διαβάστε περισσότερα

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΘΗΒΑΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2017 Α ΜΕΡΟΣ - ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΑΣ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΗΡΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Στα πολύ παλιά

Διαβάστε περισσότερα

Μυκηναϊκός πολιτισμός η τέχνη Η μυκηναϊκή τέχνη διαμορφώθηκε υπό την άμεση επίδραση του μινωικού πολιτισμού. Μετά την παρακμή της μινωικής Κρήτης

Μυκηναϊκός πολιτισμός η τέχνη Η μυκηναϊκή τέχνη διαμορφώθηκε υπό την άμεση επίδραση του μινωικού πολιτισμού. Μετά την παρακμή της μινωικής Κρήτης Μυκηναϊκός πολιτισμός η τέχνη Η μυκηναϊκή τέχνη διαμορφώθηκε υπό την άμεση επίδραση του μινωικού πολιτισμού. Μετά την παρακμή της μινωικής Κρήτης (αρχές του 14ου αι. π.χ.) διαφαίνεται μια απελευθέρωση

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής τέχνης:

Διαβάστε περισσότερα

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Μέρος της οχύρωσης Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που διενεργούνται στην περιοχή της La Bastida (Totana, Murcia στην Ισπανία) έχουν αποκαλύψει ένα επιβλητικό οχυρωματικό

Διαβάστε περισσότερα

Μυκηναϊκή θρησκεία. 3. Από την ανασκαφή θρησκευτικών κτηρίων στα ανάκτορα και ιερών σε οικίες

Μυκηναϊκή θρησκεία. 3. Από την ανασκαφή θρησκευτικών κτηρίων στα ανάκτορα και ιερών σε οικίες Μυκηναϊκή θρησκεία Τα στοιχεία που διαθέτουμε για αυτήν προέρχονται: 1.Από την εικονογραφία σφραγιστικών δακτυλιδιών, σφραγίδων, τοιχογραφιών και αντικειμένων μικροτεχνίας (ελεφαντουργίας κλπ). Κεντρική

Διαβάστε περισσότερα

Προϊστορική Αρχαιολογία Γ εξαμήνου. Το Αιγαίο και η Μεσόγειος της 2 ης χιλιετίας π.χ.

Προϊστορική Αρχαιολογία Γ εξαμήνου. Το Αιγαίο και η Μεσόγειος της 2 ης χιλιετίας π.χ. Προϊστορική Αρχαιολογία Γ εξαμήνου Το Αιγαίο και η Μεσόγειος της 2 ης χιλιετίας π.χ. Α Ενότητα: Άνθρωπος και Τοπίο Τροία, πεδιάδα Σκαμάνδρου Ιράκ Ποταμός Ευφράτης Ιορδανία Ιορδάνης και υψίπεδα Μάλτα

Διαβάστε περισσότερα

Μυκηναϊκός Πολιτισμός

Μυκηναϊκός Πολιτισμός ΥΠΥΡΓΕ ΠΛΤΣΜΥ, ΠΑΕΑΣ ΚΑ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΝΚΗ ΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΤΗΤΩΝ ΚΑ ΠΛΤΣΤΚΗΣ ΚΛΗΡΝΜΑΣ ΕΥΘΥΝΣΗ ΜΥΣΕΩΝ TMHMA ΕΚΠΑΕΥΤΚΩΝ ΠΡΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑ ΕΠΚΝΩΝΑΣ Μυκηναϊκός Πολιτισμός ες τη λύση! Λύσεις των δραστηριοτήτων ΠΕΡΕΧΜΕΝΑ

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) (συνέχεια) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής

Διαβάστε περισσότερα

διάστημα κατασκευής αυτών των αγγείων περιορίζεται σε δύο έως τρεις γενιές. Ως προς τη χρονολόγησή της βασιζόμαστε στα κεραμικά συνευρήματα που

διάστημα κατασκευής αυτών των αγγείων περιορίζεται σε δύο έως τρεις γενιές. Ως προς τη χρονολόγησή της βασιζόμαστε στα κεραμικά συνευρήματα που ΠΕΡΙΛΗΨΗ H διδακτορική διατριβή με θέμα: «Σύγκλιση Απόκλιση. Έρευνα & Συνεισφορά στην τοπική κεραμική της Περιφέρειας Αρμένων-Ρεθύμνου και στην Κεραμική Παραγωγή της Κρήτης κατά τον 14 ο και 13 ο π. Χ.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ: ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. Αξιώτης Αλέξανδρος. Μάθημα: Το Αιγαίο και η Μεσόγειος κατά την 2 η χιλιετία π.χ.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ: ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. Αξιώτης Αλέξανδρος. Μάθημα: Το Αιγαίο και η Μεσόγειος κατά την 2 η χιλιετία π.χ. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ: ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Αξιώτης Αλέξανδρος Μάθημα: Το Αιγαίο και η Μεσόγειος κατά την 2 η χιλιετία π.χ. Διδάσκων: Βλαχόπουλος Α. Χάρτης της Αιγύπτου. Ο Θεός Ρα. Αιγυπτιακή

Διαβάστε περισσότερα

<< ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΩΦΕΛΕΙΕΣ >>

<< ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΩΦΕΛΕΙΕΣ >> 1 Ο ΕΠΑΛ ΝΑΥΠΛΙΟΥ ΤΑΞΗ Α ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2014 : > ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΜΥΚΗΝΩΝ Από τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα. Χτισμένη πάνω

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνία και Οικονομία στην Ανατολική Μεσόγειο από τη Νεολιθική έως και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού

Κοινωνία και Οικονομία στην Ανατολική Μεσόγειο από τη Νεολιθική έως και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού 2 ο Συνέδριο Μεταπτυχιακών Φοιτητών Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Κοινωνία και Οικονομία στην Ανατολική Μεσόγειο από

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Η Παλαιοανακτορική Κρήτη (ΜΜΙΒ ΜΜΙΙΙΑ)

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Η Παλαιοανακτορική Κρήτη (ΜΜΙΒ ΜΜΙΙΙΑ) ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10 Η Παλαιοανακτορική Κρήτη (ΜΜΙΒ ΜΜΙΙΙΑ) Ίδρυση των πρώτων ανακτορικών κέντρων Κύριο χαρακτηριστικό στην κεραμική η εμφάνιση του καμαραϊκού ρυθμού, ο οποίοςαποτελεί προϊόν των

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΠΑΕΙ ΜΟΥΣΕΙΟ! Η Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ Μ.Σ.Θ.

ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΠΑΕΙ ΜΟΥΣΕΙΟ! Η Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ Μ.Σ.Θ. ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΠΑΕΙ ΜΟΥΣΕΙΟ! ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΕΙΑΚΗ ΑΓΩΓΗ, 2012-2013 ΥΠΕΥΘΥΝΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΕΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ: Α. ΑΡΖΟΓΛΟΥ & Ε. ΤΖΗΜΟΥΛΗ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ-ΣΥΝΟΔΟΙ: Τ. ΚΥΡΙΑΖΙΚΙΔΟΥ & Δ. ΤΖΟΒΑΝΑΚΗΣ Παρασκευή,

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 1 ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΧΑΛΚΙΔΑΣ ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΕΡΟΣ Α ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΤΖΕΛΕΠΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΩ, ΕΡΕΥΝΩ ΕΚΦΡΑΖΟΜΑΙ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Μινωικοί ιεροί χώροι

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Μινωικοί ιεροί χώροι ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10 Μινωικοί ιεροί χώροι Ενδεχομένως από τη Νεολιθική, αλλά με βεβαιότητα από την Προανακτορική εποχή φαίνεται ότι οι μινωίτες ασκούσαν τις λατρευτικές τους πρακτικές στα σπήλαια.

Διαβάστε περισσότερα

ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε για τα φύλλα εργασίας προέρχεται εξολοκλήρου από το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης Διαβάζουμε: Οι Κυκλάδες οφείλουν το όνομά τους στη γεωγραφική

Διαβάστε περισσότερα

Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Τετάρτη, 05 Νοέμβριος :47 - Τελευταία Ενημέρωση Σάββατο, 21 Μάρτιος :16

Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Τετάρτη, 05 Νοέμβριος :47 - Τελευταία Ενημέρωση Σάββατο, 21 Μάρτιος :16 Περισσότεροι από 28 αθηναϊκοί τάφοι ανήκουν στην εποχή αυτή: οκτώ στη βόρεια κλιτύ του Αρείου Πάγου, 12 στην περιοχή του Κεραμεικού (όλοι, εκτός από έναν, στη νότια όχθη του Ηριδανού) και τουλάχιστον οκτώ

Διαβάστε περισσότερα

Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ. Χρωματίστε τη γραμμή του χρόνου Α.. Β.. Γ...

Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ. Χρωματίστε τη γραμμή του χρόνου Α.. Β.. Γ... Χρωματίστε τη γραμμή του χρόνου 1) Καταγράφω τους τρεις (3) σημαντικότερους πολιτισμούς που εμφανίστηκαν στον ελλαδικό χώρο κατά την εποχή του χαλκού: Α.. Β.. Γ... 2) Επιλέξτε ποιες λέξεις της στήλης Β

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής τέχνης:

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΥΛΙΚΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΘΕΣΗ. Ύψος: 20cm Διάμ. σώματος: 10,5cm. Πορσελάνη. αγγείο, τύπου «Τσαγερό», από λευκή πορσελάνη με. Χίου.

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΥΛΙΚΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΘΕΣΗ. Ύψος: 20cm Διάμ. σώματος: 10,5cm. Πορσελάνη. αγγείο, τύπου «Τσαγερό», από λευκή πορσελάνη με. Χίου. ΕΚΘΕΜΑΤΑΑ ΤΗΣ ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΕΝΑΛΙΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ 1. Ισρικό Ναυάγιο ΑΕ ΘΕΣΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΥΛΙΚΟ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 88/22-18 1,5ν.μ. Κλεισύ σχήμας αγγείο, τύπου «Τσαγερό»,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗ ΜIΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ. Η περίπτωση του νεκροταφείου των Αρχανών

ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗ ΜIΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ. Η περίπτωση του νεκροταφείου των Αρχανών ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗ ΜIΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ Η περίπτωση του νεκροταφείου των Αρχανών Φοιτήτρια: Ιωάννα Χριστοπούλου Μάθημα: " Το Αιγαίο και η Μεσόγειος κατά τη 2η χιλετία π.χ." Διδάσκων: Α. Βλαχόπουλος Τομέας: Αρχαιολογίας

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πηγές και μέθοδοι (συνέχεια) Ο κλασικός αρχαιολόγος ταξινομεί το υλικό του: Κατά χρονική

Διαβάστε περισσότερα

ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ

ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΗ: Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Μυκηναϊκός Πολιτισμός ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΚΑΛΛΙΑΔΟΥ ΜΑΡΙΑ ΘΕΜΑ: «Η καθημερινή ζωή στον Μυκηναϊκό Κόσμο» Οι μαθητές

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογικό μυστήριο στα Γρεβενά. Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Κυριακή, 14 Αύγουστος :09 -

Αρχαιολογικό μυστήριο στα Γρεβενά. Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Κυριακή, 14 Αύγουστος :09 - Μετά τη σύλληψη την περασμένη Δευτέρα τριών μελών μιας οικογένειας από τη Μερσίνα, στην κατοχή των οποίων βρέθηκαν 366 (!) σπάνια και πολύτιμα αρχαία αντικείμενα, χθες συνελήφθη ένας 62χρονος στο ίδιο

Διαβάστε περισσότερα

Χρόνος ηύστερηεποχήτου χαλκού (1600-1100 π.χ.) Χώρος η ηπειρωτική Δ. ΠΕΤΡΟΥΓΑΚΗ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟΥ

Χρόνος ηύστερηεποχήτου χαλκού (1600-1100 π.χ.) Χώρος η ηπειρωτική Δ. ΠΕΤΡΟΥΓΑΚΗ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟΥ Χρόνος ηύστερηεποχήτου χαλκού (1600-1100 π.χ.) Χώρος η ηπειρωτική Ελλάδα Δ. ΠΕΤΡΟΥΓΑΚΗ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟΥ Χάρτης με οικισμούς της υστεροελλαδικής περιόδου Είναι ο πρώτος ελληνικός πολιτισμός Προέλευση

Διαβάστε περισσότερα

Σύμβολα και σχεδιαστικά στοιχεία. Μάθημα 3

Σύμβολα και σχεδιαστικά στοιχεία. Μάθημα 3 Σύμβολα και σχεδιαστικά στοιχεία Μάθημα 3 Τα αρχιτεκτονικά σύμβολα αποτελούν μια διεθνή, συγκεκριμένη και απλή γλώσσα. Είναι προορισμένα να γίνονται κατανοητά από τον καθένα, ακόμα και από μη ειδικούς.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι ΤΩΝ ΥΠΟ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΕΙΔΩΝ. 1. Αστέρες Ανώτερου Ταξιάρχη Τάγματος Φοίνικα τεμάχια 6. 2. Μετάλλια Στρατιωτικής Αξίας τεμάχια 160

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι ΤΩΝ ΥΠΟ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΕΙΔΩΝ. 1. Αστέρες Ανώτερου Ταξιάρχη Τάγματος Φοίνικα τεμάχια 6. 2. Μετάλλια Στρατιωτικής Αξίας τεμάχια 160 ΠΙΝΑΚΑΣ Ι ΤΩΝ ΥΠΟ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΕΙΔΩΝ 1. Αστέρες Ανώτερου Ταξιάρχη Τάγματος Φοίνικα τεμάχια 6 2. Μετάλλια Στρατιωτικής Αξίας τεμάχια 160 3. Μετάλλια Ευδοκίμου Υπηρεσίας τεμάχια 160 4. Μετάλλια Αξίας και Τιμής

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ Τίτλος: Αν η ομορφιά μιλούσε Προτεινόμενες τάξεις: Νήπια, Α και Β Δημοτικού Χώροι διεξαγωγής: Στο σχολείο: προετοιμασία Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: έρευνα Προτεινόμενος

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΠΑΛΑΜΑΡΙ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

ΤΟ ΠΑΛΑΜΑΡΙ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΤΟ ΠΑΛΑΜΑΡΙ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ Όνομα: Χολέβα Βασιλική Εξάμηνο: Η Μάθημα: Το Αιγαίο κατά την 3η χιλιετία π.χ Διδάσκων: Βλαχόπουλος Ανδρέας ΠΑΛΑΜΑΡΙ I ΠΧ II ΠΑΛΑΜΑΡΙ

Διαβάστε περισσότερα

ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΤΑΓΜΑ ΑΡΙΣΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ

ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΤΑΓΜΑ ΑΡΙΣΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΤΑΓΜΑ ΑΡΙΣΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ Η σύσταση του Τάγματος έγινε στις 20 Μαΐου 1833. Ήταν η ανώτατη διάκριση του Ελληνικού Κράτους. Απονεμόταν σε Έλληνες και ξένους πολίτες οι οποίοι αρίστευσαν στον Αγώνα

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠΟΛ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ42

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ

ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Η κεραμική, μια πανάρχαια τέχνη, χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη το αργιλόχωμα. Όταν αναμείξουμε το αργιλόχωμα με νερό θα προκύψει μία πλαστική μάζα

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία του τοπίου: θεωρητικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις

Αρχαιολογία του τοπίου: θεωρητικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις Αρχαιολογία του τοπίου: θεωρητικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις Ενότητα 1.3: Γιώργος Βαβουρανάκης Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Παραδοσιακή αρχαιολογία και τοπίο Από τον H. Schliemann

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς Π ΜΩΚ Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς Π ΜΩΚ ΓΩΜΚ Δρ Δ.Γ. Μυλωνάς 2 Π ΜΩΚ Δρ Δ.Γ. Μυλωνάς 3 Π ΜΩΚ Υπομυκηναϊκή Περίοδος, 1100 1050/1025 π.. Πρωτογεωμετρική Περίοδος, 1050 900 π.. Γεωμετρική Περίοδος, 900 700 π..

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΞ 3667 / 13.07.2015

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΞ 3667 / 13.07.2015 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΞ 3667 / 13.07.2015 Σύμφωνα με: α) τις διατάξεις των άρθρων 123, 124, 135 και 136 του Ν. 4072/2012

Διαβάστε περισσότερα

Ο υαλοψός (υαλουργός),αναφέρεται σε : πρώιμους βυζαντινούς κώδικες αγιολογικές μαρτυρίες μεταγενέστερα κείμενα,που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη

Ο υαλοψός (υαλουργός),αναφέρεται σε : πρώιμους βυζαντινούς κώδικες αγιολογικές μαρτυρίες μεταγενέστερα κείμενα,που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη Ο υαλοψός (υαλουργός),αναφέρεται σε : πρώιμους βυζαντινούς κώδικες αγιολογικές μαρτυρίες μεταγενέστερα κείμενα,που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη υαλουργικής δραστηριότητας στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη. Το

Διαβάστε περισσότερα

Σφραγίδες και σφραγιστική δραστηριότητα στα νησιά του Αιγαίου κατά την 3 η χιλιετία π.χ. Μαστρογιαννόπουλος Λάμπρος Αρ.

Σφραγίδες και σφραγιστική δραστηριότητα στα νησιά του Αιγαίου κατά την 3 η χιλιετία π.χ. Μαστρογιαννόπουλος Λάμπρος Αρ. Σφραγίδες και σφραγιστική δραστηριότητα στα νησιά του Αιγαίου κατά την 3 η χιλιετία π.χ Μαστρογιαννόπουλος Λάμπρος Αρ.Μητρώου: 10114 Η Νεολιθική Περίοδος Η σφραγιδογλυφία είναι γνωστή στον ελλαδικό χώρο

Διαβάστε περισσότερα

MIA ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

MIA ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ MIA ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ ΣΤ. ΑΝ ΡΕΟΥ Κ. ΕΥΚΛΕΙ ΟΥ Α. ΚΟΥΣΟΥΛΑΚΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ-ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ, Α.Π.Θ. ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ-ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ, Α.Π.Θ. XEEE

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ : Π.Χ. ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ : Π.Χ. ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ : 1600 1100 Π.Χ. ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ 1 ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ : Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Χώρος : ηηπειρωτικήελλάδααπότηθεσσαλίαωςτην Πελοπόννησο Τα φύλα

Διαβάστε περισσότερα

Διατροφικές συνήθειες στον αρχαίο πολιτισμό της Ελλάδας

Διατροφικές συνήθειες στον αρχαίο πολιτισμό της Ελλάδας Διατροφικές συνήθειες στον αρχαίο πολιτισμό της Ελλάδας Επιμέλεια, παρουσίαση : Παντελάκη Μαργαρίτα (ΠΕ08, καλλιτεχνικών μαθημάτων, 3ο Δημοτικό Σχολείο Σερρών ) Δευτέρα, 12 Νοεμβρίου 12 Τι σχέση μπορούν

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ Τίτλος: «Η αιώνια αναζήτηση του Ωραίου» Προτεινόμενες τάξεις: Α και Β Γυμνασίου Χώροι διεξαγωγής: Στο σχολείο: προετοιμασία Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: έρευνα Προτεινόμενος

Διαβάστε περισσότερα

Απάντησε στις παρακάτω ερωτήσεις.

Απάντησε στις παρακάτω ερωτήσεις. Ερωτήσεις Πόσο καλά γνωρίζεις και Απαντήσεις τους Μινωίτες; Πόσο καλά γνωρίζεις τους Μινωίτες; 1. Τα πιο γνωστά ανάκτορα είναι της Κνωσού και της Φαιστού. 2. Οι τρίτωνες ήταν μεγάλα κοχύλια που ίσως χρησιμοποιούνταν

Διαβάστε περισσότερα

Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Κυριακή, 02 Νοέμβριος :45 - Τελευταία Ενημέρωση Κυριακή, 02 Νοέμβριος :58

Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Κυριακή, 02 Νοέμβριος :45 - Τελευταία Ενημέρωση Κυριακή, 02 Νοέμβριος :58 Οι πρώτες πήλινες λάρνακες στον ελληνικό χώρο εμφανίζονται στην Κρήτη πριν το 2000 π.χ., η χρήση τους όμως γενικεύεται μετά το 1375 π.χ., δηλαδή μετά την καταστροφή των ανακτόρων της Κνωσού, και συνεχίζεται

Διαβάστε περισσότερα

Μόδα και ενδυμασία από τους προϊστορικούς μέχρι τους νεότερους χρόνους.

Μόδα και ενδυμασία από τους προϊστορικούς μέχρι τους νεότερους χρόνους. 1ο ΓΕΛ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ-ΚΟΡΔΕΛΙΟΥ 2011-2012 ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΜΗΜΑ PR1 ΟΜΑΔΑ 3 Μόδα και ενδυμασία από τους προϊστορικούς μέχρι τους νεότερους χρόνους. Αρχαϊκή, Κλασσική, Ελληνιστική, Ρωμαϊκή Περίοδος

Διαβάστε περισσότερα

Ακολούθησέ με... στην ακρόπολη των Μυκηνών

Ακολούθησέ με... στην ακρόπολη των Μυκηνών ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΟΥΣΕΙΩΝ TMHMA ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Ακολούθησέ με... στην ακρόπολη

Διαβάστε περισσότερα

Ταφική Τέχνη στην Αρχαία Αίγυπτο

Ταφική Τέχνη στην Αρχαία Αίγυπτο Ταφική Τέχνη στην Αρχαία Αίγυπτο Μάθημα: Το Αιγαίο Και Η Μεσόγειος Κατά Την 2η Χιλιετία π.χ. Θεοφανώ Μωραΐτη Χρονολόγιο Η αρχαιότητα της Αιγύπτου χωρίζεται στις παρακάτω περιόδους: Προδυναστική περίοδος:.π.

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Τι είναι Aρχαιολογία; Η επιστήμη της αρχαιολογίας: Ασχολείται με την περισυλλογή,

Διαβάστε περισσότερα

2. Η ΑΙΓΥΠΤΟΣ (Σελ )

2. Η ΑΙΓΥΠΤΟΣ (Σελ ) 2. Η ΑΙΓΥΠΤΟΣ (Σελ. 20-23) 2.1. Η Χώρα. Νείλος : Πηγές από Αιθιοπία και δέλτα. Δυτικά : Η Λιβυκή έρημος. Ανατολικά : Η έρημος του Σινά έως Ερυθρά Θάλασσα. Λάσπη Ευφορία. Άνω Αίγυπτος-Κάτω Αίγυπτος. 2.2.

Διαβάστε περισσότερα

Όψεις Βυζαντίου... στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας. Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας

Όψεις Βυζαντίου... στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας. Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας... στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας Το φυλλάδιο αυτό είναι του/της... που επισκέφθηκε το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας στις... Το φυλλάδιο που κρατάς στα χέρια σου

Διαβάστε περισσότερα

Αναλυτικό Πρόγραµµα Σπουδών του Μαθήµατος. Α Τάξη 1 ου Κύκλου Τ.Ε.Ε. 2 ώρες /εβδοµάδα. Αθήνα, Απρίλιος 2001

Αναλυτικό Πρόγραµµα Σπουδών του Μαθήµατος. Α Τάξη 1 ου Κύκλου Τ.Ε.Ε. 2 ώρες /εβδοµάδα. Αθήνα, Απρίλιος 2001 Αναλυτικό Πρόγραµµα Σπουδών του Μαθήµατος Α Τάξη 1 ου Κύκλου Τ.Ε.Ε. 2 ώρες /εβδοµάδα Αθήνα, Απρίλιος 2001 Σελίδα 1 από 8 Μάθηµα: «Ιστορία Ενδυµασίας Ι». Α. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ Ι ΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: Το µάθηµα

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ Όταν οι μαθητές δημιουργούν

ΟΙ ΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ Όταν οι μαθητές δημιουργούν ΟΙ ΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ Όταν οι μαθητές δημιουργούν ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στην Α τάξη Γυμνασίου, οι μαθητές μας

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΡΙΑ ΒΕΝΕΤΟΥΛΙΑ, Α1 ΜΑΡΙΑ ΒΟΥΓΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Α1 2015-2016 ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΦΟΡΤΣΕΡΑ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΌΣ ΠΟΥ ΈΜΕΙΝΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΊΑ Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Κυκλαδική τέχνη και σύγχρονη αφηρημένη τέχνη

Κυκλαδική τέχνη και σύγχρονη αφηρημένη τέχνη ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Κυκλαδική τέχνη και σύγχρονη αφηρημένη τέχνη Νάγια Οικονομίδου 2014-2015 1 Περιεχόμενα Πρόλογος...3 1. Γνωρίσματα Κυκλαδικής Τέχνης...4 Πτυόσχημα ειδώλια.5 Βιολόσχημα ειδώλια 6

Διαβάστε περισσότερα

Ανάβρυτα Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα

Ανάβρυτα Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα Ανάβρυτα 2015 2016 Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα Γεωργική Οικονομία Τα πρώτα βήματα στην γεωργική οικονομία γίνονται κατά την Μυκηναϊκήεποχή. Τηνεποχήαυτή:

Διαβάστε περισσότερα

MYKHNΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ: ΤΑΞΙΔΙ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

MYKHNΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ: ΤΑΞΙΔΙ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ Μπίγκα Μαγδαληνή Γυμνάσιο Χαλάστρας Θεσσαλονίκης Αρχαία Ιστορία Α Γυμνασίου (τμήμα Α3) 23-10-2013 MYKHNΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ: ΤΑΞΙΔΙ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ Εμπλεκόμενες γνωστικές περιοχές:αρχαία Ιστορία Α Γυμνασίου,

Διαβάστε περισσότερα

σε δράση Μικροί αρχιτέκτονες Όνομα μαθητή Εκπαιδευτικό πρόγραμμα Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Γυμνασίου

σε δράση Μικροί αρχιτέκτονες Όνομα μαθητή Εκπαιδευτικό πρόγραμμα Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Γυμνασίου Μικροί αρχιτέκτονες σε δράση Όνομα μαθητή Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Ημερομηνία Δημοτικού Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Γυμνασίου Ευρωπαϊκή Ένωση Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης Με

Διαβάστε περισσότερα

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «παιδιά, έφηβοι, νέοι»

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «παιδιά, έφηβοι, νέοι» Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «παιδιά, έφηβοι, νέοι» Υλικό για προαιρετική ενασχόληση των μαθητών πριν και μετά την επίσκεψη στο Μουσείο Ακρόπολης. Κατά την επίσκεψη της σχολικής σας ομάδας στο Μουσείο Ακρόπολης,

Διαβάστε περισσότερα

Η κεραμική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα

Η κεραμική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα Θέμα της διδακτικής πρότασης Η κεραμική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα Τάξη: Α Γυμνασίου Στοχοθεσία Επιδιώκεται οι μαθητές/τριες να εξοικειωθούν με τους τύπους, τα ονόματα και τις χρήσεις των αγγείων της αρχαιότητας.

Διαβάστε περισσότερα

Απάντησε στις παρακάτω ερωτήσεις.

Απάντησε στις παρακάτω ερωτήσεις. Ερωτήσεις Πόσο καλά γνωρίζεις και Απαντήσεις τους Μινωίτες; Πόσο καλά γνωρίζεις τους Μινωίτες; 1. Σε παραστάσεις τοιχογραφιών και σφραγίδων απεικονίζονται μόνο τελετουργικοί χοροί. 2. Κατά την Ύστερη Εποχή

Διαβάστε περισσότερα

[IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β

[IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β [IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 30 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Δ. Πλάντζος, Ελληνική τέχνη και αρχαιολογία 1200-30 π.χ. Εκδόσεις Καπόν: Αθήνα, 2016

Διαβάστε περισσότερα

της Φωτιάδου Χαρούλας - Μαρίας

της Φωτιάδου Χαρούλας - Μαρίας της Φωτιάδου Χαρούλας - Μαρίας Κρητικές Γραφές Κρητική Ιερογλυφική Γραμμική Γραφή Α Γραμμική Γραφή Β Παλαιοανακτορική Περίοδο ως και την Α Νεοανακτορική Περίοδο (2000 1700 π.χ.) Κρήτη (Κνωσός, Μάλια, Φαιστός)

Διαβάστε περισσότερα

Ύστερη Χαλκοκρατία ή Υστεροκυπριακή περίοδος: 1650/ /1050 π.χ.

Ύστερη Χαλκοκρατία ή Υστεροκυπριακή περίοδος: 1650/ /1050 π.χ. Ύστερη Χαλκοκρατία ή Υστεροκυπριακή περίοδος: 1650/1600 1100/1050 π.χ. Υστεροκυπριακή Ι: 1650/1600-1450 π.χ. (ΥΚ ΙΑ:1650/1600-1500 π.χ. και ΥΚΙΒ: 1500-1450 π.χ.) Υστεροκυπριακή ΙΙ: 1450-1200 π.χ. (ΥΚΙΙΑ:

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) (συνέχεια) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής

Διαβάστε περισσότερα

ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - 3o ΕΠΙΠΕΔΟ

ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - 3o ΕΠΙΠΕΔΟ ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - 3o ΕΠΙΠΕΔΟ 1 Μέρος από την τοιχογραφία του «Ελαιώνα» που βρέθηκε στην Κνωσό, Photo ΥΠ.ΠΟ.Α./ΤΑΠ, Αρχαιολογικό Μουσείο 2 Τοιχογραφία από το Ανάκτορο της Κνωσού. Εικονίζει σκηνή γιορτής

Διαβάστε περισσότερα

ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ σελ. βιβλ Μινωικός πολιτισμός ΙΣΤΟΡΙΑ Κ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ σελ. βιβλ Μινωικός πολιτισμός ΙΣΤΟΡΙΑ Κ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ σελ. βιβλ. 60-97 Μινωικός πολιτισμός Γενικές πληροφορίες Τι είναι ο Μινωικός πολιτισμός; Μινωικός πολιτισμός είναι ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε την εποχή του χαλκού στην Κρήτη και φέρει

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στον μινωικό πολιτισμό Χειμερινό εξάμηνο Διδάσκων: Α.Γ. Βλαχόπουλος

Εισαγωγή στον μινωικό πολιτισμό Χειμερινό εξάμηνο Διδάσκων: Α.Γ. Βλαχόπουλος ΑΠΡ 517 Εισαγωγή στον μινωικό πολιτισμό Χειμερινό εξάμηνο 2014-15 Διδάσκων: Α.Γ. Βλαχόπουλος Η «νησιωτική» αρχαιολογία της Κρήτης: Γαύδος Τα φαράγγια της Κρήτης Τα «ιερά» σπήλαια της Κρήτης Ιδαίον

Διαβάστε περισσότερα

Ερμηνευτική της Νεολιθικής Ειδωλοπλαστικής

Ερμηνευτική της Νεολιθικής Ειδωλοπλαστικής Ερμηνευτική της Νεολιθικής Ειδωλοπλαστικής ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΡΩΙΜΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΚΕΨΗ Οι τεράστια ανθρώπινη ικανότητα για μάθηση διακρίνει τον άνθρωπο από όλα τα άλλα γένη. Στην απώτερη Προϊστορία, η εξέλιξη της

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΕΥΝΑ ΠΕΔΙΟΥ- «ΠΟΣΟ ΚΑΛΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ;»

ΕΡΕΥΝΑ ΠΕΔΙΟΥ- «ΠΟΣΟ ΚΑΛΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ;» ΕΡΕΥΝΑ ΠΕΔΙΟΥ- «ΠΟΣΟ ΚΑΛΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ;» ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η έρευνα «ΠΟΣΟ ΚΑΛΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ;» πραγματοποιήθηκε τους μήνες Φεβρουάριο-Μάρτιο 2014 σε πέντε σχολεία της Θεσσαλονίκης

Διαβάστε περισσότερα

Κική Πιλάλη, Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας (1945-2008) Tο κόσμημα στην Προϊστορική Μακεδονία

Κική Πιλάλη, Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας (1945-2008) Tο κόσμημα στην Προϊστορική Μακεδονία Κική Πιλάλη, Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας (1945-2008) Tο κόσμημα στην Προϊστορική Μακεδονία Ο ατομικός καλλωπισμός του σώματος με τη χρήση κοσμημάτων αποτελεί έκφραση μιας συμβολικής συμπεριφοράς,

Διαβάστε περισσότερα

1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 1. το αρχαιολογικό μουσείο ιωαννίνων

1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 1. το αρχαιολογικό μουσείο ιωαννίνων 1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 1 το αρχαιολογικό μουσείο ιωαννίνων 1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 2 1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 3 ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΠΥΡΡΟΣ αντίγραφο από πρωτότυπο του 3ου π.χ. αι. της

Διαβάστε περισσότερα

3 Τοποθετήσεις Διευθυντών/ντριών Διευθύνσεων και Προϊσταμένων Γραφείων για τα έτη 1982, 1983, 1986, 1987, 1988, 1989, 1990, 1991, 1992, 1995, 1997,

3 Τοποθετήσεις Διευθυντών/ντριών Διευθύνσεων και Προϊσταμένων Γραφείων για τα έτη 1982, 1983, 1986, 1987, 1988, 1989, 1990, 1991, 1992, 1995, 1997, Τοποθετήσεις Διευθυντών/ντριών Διευθύνσεων και Προϊσταμένων Γραφείων για τα έτη 98, 98, 986, 987, 988, 989, 99, 99, 99, 995, 997, 998, 999,,, και. Καναβέλη Ελιάνα Παλιεράκη Πόπη 8--6 . Εισαγωγή..... Αντικείμενο

Διαβάστε περισσότερα

Μυκηναϊκός οπλισμός. Μέρη που βρέθηκαν Μυκηναϊκά όπλα εκτός Ελλάδος. Μυκηναϊκός Κόσμος

Μυκηναϊκός οπλισμός. Μέρη που βρέθηκαν Μυκηναϊκά όπλα εκτός Ελλάδος. Μυκηναϊκός Κόσμος Μυκηναϊκός οπλισμός Μέρη που βρέθηκαν Μυκηναϊκά όπλα εκτός Ελλάδος. Μυκηναϊκός Κόσμος ΤΟΞΟ Το τόξο είναι ένα από τα αρχαιότερα γνωστά όπλα του πολέμου και εξαιτίας του εύρους του, ήταν και το πιο βολικό

Διαβάστε περισσότερα