Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: Οικονομική και Περιφερειακή Ανάπτυξη Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η εργασία υποβάλλεται για την μερική κάλυψη των απαιτήσεων με στόχο την απόκτηση μεταπτυχιακού διπλώματος ΕΛΕΝΗ ΜΟΣΧΟΥΛΗ (Α.Μ.: 6048) ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΠΑΥΛΙΔΟΥ ΝΕΛΛΗ-ΕΛΕΝΗ ΙΟΥΝΙΟΣ 2014

2 Περίληψη Η παρούσα διπλωματική εργασία αναλύει το φαινόμενο της φτώχειας των γυναικών στην Ελλάδα κατά το χρονικό διάστημα , παρατηρώντας επίσης τις επιπτώσεις της κρίσης σε αυτό. Τα δεδομένα έχουν ληφθεί από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης της Eurostat, καθώς επίσης και από την ΕΛΣΤΑΤ, τα Η.Ε., τον ΟΟΣΑ και το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Έχει εξεταστεί η έμφυλη διάσταση της σχετικής φτώχειας στην Ελλάδα διαχρονικά και το φαινόμενο της θηλυκοποίησης της φτώχειας. Παρατηρήθηκε μία μικρή αύξηση της φτώχειας των γυναικών στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα ποσοτικά δεδομένα, η οποία όμως αποδίδεται στη χρήση ενός σχετικού ορισμού της φτώχειας και η διαφορά του αριθμού των γυναικών σε κίνδυνο φτώχειας ως προς τον αριθμό των αντρών σε όλα τα εξεταζόμενα έτη έδειξε μία ασθενή μεν, αλλά υπάρχουσα διαδικασία θηλυκοποίησης της φτώχειας στην Ελλάδα. Για τη λήψη πιο αξιόπιστων αποτελεσμάτων σχετικά με τη φτώχεια των γυναικών προτείνεται για τη μέτρησή της να γίνεται χρήση όχι μόνο χρηματικών/εισοδηματικών δεικτών αλλά και δεικτών έμφυλης ανισότητας. Τέλος, για την εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων σχετικά με τη διαδικασία της θηλυκοποίησης της φτώχειας κρίνεται καλό να επαναληφθεί η μελέτη στα επόμενα χρόνια. Λέξεις-κλειδιά: φτώχεια, γυναίκες, φύλο/φτώχεια, έμφυλη διάσταση. I

3 Abstract In this master thesis, the phenomenon of women s poverty in Greece is analyzed during , observing the impacts of the crisis on it, as well. The data was retrieved from the Survey on Income and Living Conditions of the Eurostat and also the Elstat, the U.N., the OECD and the Global Economic Forum (WEF). The evolution of relative poverty in Greece was examined from a gender perspective and the feminization of poverty was examined as well. A slight increase of women s poverty in Greece was observed, in accordance with the quantitative data, which is attributed to the use of a relative definition of poverty and the difference in the at-risk poverty levels of women and men during all the years under research was significant enough to prove a weak but existing process of feminization of poverty in Greece. The use of gender inequality indices is suggested in combination with monetary ones so as to receive more reliable results. It is also considered good to repeat the study in the upcoming years for receiving more valid conclusions about the process of feminization of poverty in Greece. Keywords: poverty, women, gender/poverty, gender perspective. II

4 Υπεύθυνη Δήλωση Φοιτήτριας Δηλώνω ότι είμαι συγγραφέας αυτής της εργασίας και ότι κάθε βοήθεια την οποία είχα για την προετοιμασία της, είναι πλήρως αναγνωρισμένη και αναφέρεται στην εργασία. Επίσης, έχω κάνει σαφείς αναφορές (συντάκτη, χρονολογία, εργασία, σελίδα) στις όποιες πηγές από τις οποίες έκανα χρήση δεδομένων, προτάσεων, ιδεών ή λέξεων, είτε αυτές αναφέρονται ακριβώς είτε είναι παραφρασμένες. Καταλαβαίνω ότι η αποτυχία να γίνει αυτό ανέρχεται σε λογοκλοπή και θα θεωρηθεί λόγος αποτυχίας σε αυτήν την διπλωματική και του συνολικού βαθμού της. Ακόμα δηλώνω ότι αυτή η γραπτή εργασία προετοιμάστηκε από εμένα προσωπικά και αποκλειστικά και ότι θα αναλάβω πλήρως τις συνέπειες εάν η εργασία αυτή αποδειχθεί ότι δεν μου ανήκει. Όνομα : ΕΛΕΝΗ ΜΟΣΧΟΥΛΗ... Υπογεγραμμένη:... Ημερομηνία: 15/07/ III

5 Ευχαριστίες Αρχικά, θα ήθελα να ευχαριστήσω την επιβλέπουσα καθηγήτριά μου Παυλίδου Νέλλη-Ελένη, επίκουρη καθηγήτρια του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Α.Π.Θ., για τον χρόνο που μου αφιέρωσε, τις συμβουλές της, τις γνώσεις της και την καθοδήγησή της, χωρίς τα οποία η διπλωματική αυτή εργασία δεν θα είχε αυτήν την μορφή. Επίσης, θα ήθελα να την ευχαριστήσω για την ευκαιρία που μου έδωσε να ασχοληθώ με το ερευνητικό θέμα της φτώχειας που τόσο αγαπώ, όπως επίσης να γνωρίσω την Οικονομική Επιστήμη από μία έμφυλη οπτική. Επιπλέον, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους/ες τους/ις καθηγητές/τριες του μεταπτυχιακού προγράμματος για τις γνώσεις και τα ερεθίσματα που μας έδωσαν ο καθένας και η καθεμία στο δικό του/της επιστημονικό αντικείμενο. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω θερμά το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ) που για ακόμα μία φορά με εμπιστεύτηκε και με υποστήριξε οικονομικά στις μεταπτυχιακές μου σπουδές στη Διοίκηση και Οικονομία με ειδίκευση στην Οικονομική και Περιφερειακή Ανάπτυξη του τμήματος Οικονομικών Επιστημών, Σχολής ΝΟΠΕ του ΑΠΘ. Για αυτό το λόγο το λιγότερο που μπορώ να κάνω για να δείξω την ευγνωμοσύνη μου είναι να μνημονεύσω ότι «Η ολοκλήρωση της εργασίας αυτής έγινε στο πλαίσιο υλοποίησης του μεταπτυχιακού προγράμματος το οποίο συγχρηματοδοτήθηκε μέσω της πράξης «Πρόγραμμα χορήγησης υποτροφιών ΙΚΥ με διαδικασία εξατομικευμένης αξιολόγησης ακαδημαϊκού έτους » από πόρους του Ε.Π. «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Ταμείου (ΕΚΤ) και του ΕΣΠΑ ( )». Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου το ίδρυμα υποτροφιών «Γεώργιος και Bικτωρία Kαρέλια» που με την υποτροφία που μου χορήγησε με βοήθησε να φτάσω ένα βήμα πιο κοντά στο στόχο μου, που είναι η πραγματοποίηση διδακτορικών σπουδών. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένειά μου και συγκεκριμένα τον πατέρα μου Παναγιώτη, τη μητέρα μου Βενετία και τον αδερφό μου Σωτήρη, που πάντοτε είναι δίπλα μου σε ότι και αν κάνω και με υποστηρίζουν ψυχολογικά αλλά και υλικά και τον πολύ καλό μου φίλο Benoît για την επίσης σημαντική ψυχολογική του υποστήριξη κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών. IV

6 Περίληψη Abstract Υπεύθυνη Δήλωση Φοιτήτριας Ευχαριστίες I II III IV Περιεχόμενα V ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ 1. Εισαγωγή 1 2. Εννοιολογικός Προσδιορισμός Φτώχειας και Θηλυκοποίησης της Φτώχειας Φτώχεια Απόλυτη Φτώχεια Σχετική Φτώχεια «Θηλυκοποίηση της Φτώχειας» Προβλήματα Κατανόησης του Όρου «Θηλυκοποίηση της Φτώχειας» Αίτια Φτώχειας και Φτώχειας Γυναικών Θεωρητικές Προσεγγίσεις της Φτώχειας και Φτώχειας Γυναικών Τα πιο Σημαντικά Αίτια της Φτώχειας των Γυναικών Μέτρηση Έμφυλης Φτώχειας Δείκτες Έμφυλης Φτώχειας: EUSILC Δείκτες Έμφυλης Φτώχειας: H.E. & Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ Αναγκαιότητα πολλών Δεικτών για Μέτρηση Φτώχειας Γυναικών 37 V

7 ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ 5. Η Φτώχεια των Γυναικών στην Ελλάδα Μεθοδολογία Δεδομένα Η Φτώχεια των Γυναικών στην Ελλάδα: Ανάλυση Δεδομένων Συζήτηση Αποτελεσμάτων Συμπεράσματα 106 Βιβλιογραφία 109 Παράρτημα VI

8 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η φτώχεια αποτελεί ένα διαχρονικό, παγκόσμιο φαινόμενο που πλήττει μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Κυρίως μετά το B Παγκόσμιο Πόλεμο και τη δεκαετία του 1970, η καταπολέμηση της φτώχειας αποτέλεσε στόχο των Παγκόσμιων Οργανισμών και όλων των κρατών παγκοσμίως. Η «μείωση της απόλυτης φτώχειας και πείνας» αποτελεί έναν από τους 8 Στόχους Ανάπτυξης της Χιλιετίας του ΟΗΕ (Millennium Development Goals-MDGs-UNDP, 2013) 1, ενώ η γυναικεία διάσταση της φτώχειας προσεγγίζεται μέσα από τον τρίτο Αναπτυξιακό Στόχο της «ενδυνάμωσης των γυναικών και της προώθησης της ισότητας των φύλων». Η δημιουργία ενός ξεχωριστού στόχου, που εστιάζει στις γυναίκες, οφείλεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες αποτελούν την πλειονότητα των φτωχών παγκοσμίως: 6 στους 10 φτωχότερους ανθρώπους του κόσμου είναι γυναίκες (UNDP, ). Η ισότητα των φύλων τίθεται ως βασική προϋπόθεση για μείωση της φτώχειας και επίτευξη της ανάπτυξης (UNDP, 1997:39 και World Bank, 2012). Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα και τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία της, το 2010 πάνω από 1.2 δισεκατομμύρια άνθρωποι από τους περίπου 5.9 συνολικά δις (συνολικός πληθυσμός της γης), ζούσαν με λιγότερα από $1.25 την ημέρα (σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης του 2005) (World Bank, 2013 a ). Τα $1.25 την ημέρα αποτελούν τη γραμμή φτώχειας όπως την έχει ορίσει η Παγκόσμια Τράπεζα. Βάσει της γραμμής φτώχειας διαχωρίζονται οι φτωχοί από τους λιγότερο φτωχούς. Το ίδιο έτος (2010), διπλάσιος ήταν ο αριθμός των φτωχών που ζούσαν με λιγότερα από $2 την ημέρα (δηλαδή περίπου 2.4 δισεκατομμύρια άνθρωποι από τους συνολικά 5.9 δις ανθρώπους). Άρα, αυξάνοντας κατά $0.8 τη γραμμή φτώχειας διπλασιάστηκε ο αριθμός των φτωχών και έτσι το 2010 περίπου το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε κατάσταση απόλυτης φτώχειας. Το ερευνητικό ερώτημα της εργασίας αυτής είναι το εξής: «Πώς εξελίσσεται η φτώχεια των γυναικών στην Ελλάδα κατά το χρονικό διάστημα και αν υπάρχει ένδειξη θηλυκοποίησης 1 Το έτος 2000, 189 χώρες είχαν ένα κοινό όραμα, να διασφαλίσουν παγκόσμια Οικονομική και Κοινωνική Ανάπτυξη, Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια και Ισότητα. Έθεσαν 8 στόχους που έπρεπε να επιτευχθούν μέχρι το 2015: 1) Εξάλειψη της ακραίας φτώχειας και πείνας, 2) Επίτευξη μίας παγκόσμιας πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, 3) Προώθηση της έμφυλης ισότητας και ενδυνάμωσης των γυναικών, 4) Μείωση των ποσοστών παιδικής θνησιμότητας, 5) Βελτίωση της υγείας των μητέρων 6) Καταπολέμηση του AIDS/HIV, μαλάριας και άλλων ασθενειών 7) Διασφάλιση περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και 8) Δημιουργία μιας παγκόσμιας σύμπραξης για την ανάπτυξη (UNDP, 2013). 1

9 της φτώχειας (feminization of poverty)». Το χρονικό αυτό διάστημα επιλέγεται λόγω της περιορισμένης διαθεσιμότητας δεδομένων κατά φύλο για τα προηγούμενα έτη. Φτώχεια των γυναικών παρατηρείται όταν το εισόδημα των γυναικών πέσει κάτω από την εθνική γραμμή φτώχειας. Συγκεκριμένα, οι γυναίκες στην Ελλάδα βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας όταν το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημά τους είναι χαμηλότερο του 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Ο όρος θηλυκοποίηση της φτώχειας για πρώτη φορά διατυπώθηκε από την Diana Pearce (1978), η οποία υποστήριξε ότι θηλυκοποίηση της φτώχειας παρατηρείται όταν με το πέρασμα των ετών το ποσοστό των οικογενειών «μόνων μητέρων με παιδιά» αυξάνεται σημαντικά. Αυτός όμως είναι ένας από τους ορισμούς της θηλυκοποίησης της φτώχειας. Η θηλυκοποίηση της φτώχειας είναι η διαδικασία κατά την οποία με το πέρασμα των ετών οι γυναίκες γίνονται φτωχότερες από τους άντρες (βάθος φτώχειας) και επίσης οι γυναίκες σε κίνδυνο φτώχειας είναι περισσότερες από τους άντρες. Για παράδειγμα, αν παρατηρηθούν υψηλότερα ποσοστά φτώχειας των γυναικών από εκείνα των αντρών σε μία δεδομένη χρονική στιγμή, αυτό αποτελεί μία κατάσταση και όχι μία εξελικτική διαδικασία και άρα δε σηματοδοτεί την ύπαρξη της θηλυκοποίησης της φτώχειας. Ο όρος στηρίζεται στις έμφυλες ανισότητες και στη σύγκριση των ποσοστών φτώχειας αντρών και γυναικών (Medeiros and Costa, 2008). Τα δεδομένα της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (European Union Statistics on Income and Living Conditions EU-SILC) που θα χρησιμοποιηθούν και δημοσιεύονται από την Eurostat, αφορούν την περίοδο πριν και μετά την εμφάνιση της κρίσης και μας επιτρέπουν να οδηγηθούμε σε εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις της κρίσης και των μέτρων λιτότητας στην φτώχεια των γυναικών και στη θηλυκοποίηση της φτώχειας. Επίσης, γίνεται χρήση δεδομένων της ΕΛΣΤΑΤ, των Η.Ε., του ΟΟΣΑ και του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. Για να εξεταστεί 1) το φαινόμενο της φτώχειας των γυναικών και 2) της θηλυκοποίησης της φτώχειας θα πρέπει πρώτα να προσδιοριστούν εννοιολογικά οι όροι φτώχεια και θηλυκοποίηση της φτώχειας. Στη συνέχεια, θα γίνει κριτική παρουσίαση των διαφόρων θεωρητικών προσεγγίσεων της φτώχειας και των αιτιών που την προκαλούν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα αίτια της φτώχειας των γυναικών. Ο προσδιορισμός των πιο βασικών αιτιών που παράγουν και αναπαράγουν τη φτώχεια των γυναικών είναι πολύ σημαντικός, διότι συμβάλλει στον προσδιορισμό των κατάλληλων δεικτών μέτρησής της. 2

10 Η εργασία αποτελείται από έξι κεφάλαια. Μετά το πρώτο κεφάλαιο της εισαγωγής ακολουθεί το δεύτερο κεφάλαιο στο οποίο ορίζεται η απόλυτη και η σχετική φτώχεια. Αφού προσδιορισθεί εννοιολογικά ο όρος «φτώχεια» εξετάζεται ο όρος «θηλυκοποίηση της φτώχειας» (feminization of poverty), παραθέτοντας όλα τα χαρακτηριστικά που την καθιστούν περίπλοκη και σύνθετη. Η κατανόηση του όρου της θηλυκοποίησης της φτώχειας είναι κριτικής σημασίας για την εξαγωγή ορθών ερευνητικών συμπερασμάτων. Έχοντας προσδιορίσει εννοιολογικά τον όρο «θηλυκοποίηση της φτώχειας», στο τρίτο κεφάλαιο της εργασίας παρουσιάζονται τα αίτια της φτώχειας και της φτώχειας των γυναικών, δηλαδή τι την προκαλεί βάσει των θεωρητικών προσεγγίσεων της φτώχειας και φτώχειας των γυναικών. Έχοντας αξιολογήσει τις θεωρητικές προσεγγίσεις, προσδιορίζονται τα πιο σημαντικά αίτια που οδηγούν στη φτώχεια των γυναικών και την αναπαράγουν. Στο τέταρτο κεφάλαιο περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο μετριέται η φτώχεια και ειδικότερα η φτώχεια των γυναικών. Παρουσιάζονται οι δείκτες έμφυλης φτώχειας της EU-SILC, των Η.Ε. και του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, οι οποίοι χρησιμοποιούνται στις περισσότερες αντίστοιχες έρευνες. Το πέμπτο κεφάλαιο αποτελεί το εμπειρικό κομμάτι της εργασίας, στο οποίο εξετάζεται η φτώχεια των γυναικών στην Ελλάδα κάνοντας χρήση δεδομένων από την Ευρωπαϊκή Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης (EU-SILC), που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat) αλλά και δεδομένων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), των Ηνωμένων Εθνών, του ΟΟΣΑ, και του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic Forum-WEF). Στο ίδιο κεφάλαιο γίνεται συζήτηση των αποτελεσμάτων της εμπειρικής έρευνας. Τέλος, στο έκτο κεφάλαιο γίνεται ανακεφαλαίωση και παρουσίαση των συμπερασμάτων αυτής της μελέτης. 3

11 2. ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΗΛΥΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ 2.1 Φτώχεια Η φτώχεια είναι ένα φαινόμενο με μακρά ιστορία που απασχόλησε τις ανθρώπινες κοινωνίες από τα αρχαία χρόνια. Στην Αγία Γραφή είναι καταγεγραμμένη η φράση «Πάντα θα υπάρχουν φτωχοί». Σύμφωνα με τον Chambers (2006), αρχικά η φτώχεια είχε συνδεθεί με την έλλειψη εισοδήματος, που αποτελεί τη βασική ιδέα της φτώχειας μέχρι και σήμερα. Από το διατυπώθηκαν τρεις βασικές αντιλήψεις της φτώχειας: 1) της συντήρησης, 2) των βασικών αναγκών και 3) της σχετικής στέρησης. Η προσέγγιση της συντήρησης δέχτηκε κριτική, διότι υπονοούσε ότι οι ανθρώπινες ανάγκες είναι κυρίως φυσικές και όχι κοινωνικές. Από τη δεκαετία του 1970 διατυπώνεται η προσέγγιση των βασικών αναγκών, που αποτελεί εξέλιξη της προσέγγισης της συντήρησης, που προσθέτει όμως στον ορισμό της φτώχειας πέρα από τα υλικά αγαθά για την επιβίωση του ατόμου, την ανάγκη για υπηρεσίες και εγκαταστάσεις υγειονομικής περίθαλψης, υγιεινής και εκπαίδευσης. Από τα τέλη του 20 ου αιώνα διατυπώνεται η έννοια της σχετικής στέρησης, δηλαδή το εισόδημα και άλλοι πόροι αλλά και υλικές και κοινωνικές συνθήκες. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, φτωχό είναι το άτομο του οποίου το διαθέσιμο εισόδημα είναι χαμηλότερο από τα υπόλοιπα άτομα στην κοινωνία όπου ζει. Μέσω αυτής της προσέγγισης παρουσιάζεται η οικονομική ανισότητα σε μία κοινωνία και ο αποκλεισμός ατόμων από υλικά αγαθά και κοινωνικές δραστηριότητες. Φτάνοντας στο σήμερα και τον 21 ο αιώνα, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank, 2000/2001:15) «η φτώχεια είναι έντονη στέρηση της ευημερίας. Το να είναι ένα άτομο φτωχό σημαίνει ότι πεινάει, δεν έχει στέγη και ρούχα, είναι άρρωστο, δεν έχει περίθαλψη, είναι αναλφάβητο και δεν πηγαίνει σχολείο. Αλλά επιπλέον οι συνθήκες φτώχειας καθιστούν τους φτωχούς ανθρώπους ευάλωτους σε δυσχερείς καταστάσεις, που δε μπορούν να ελέγξουν, ενώ αντιμετωπίζονται άσχημα από θεσμικά όργανα του κράτους και την κοινωνία και αποκλείονται από τη συμμετοχή τους στα όργανα αυτά». Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη (1998), «η φτώχεια είναι ουσιαστικά άρνηση των επιλογών και ευκαιριών και παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Είναι η αδυναμία συμμετοχής στην κοινωνία με αποτελεσματικό τρόπο. Είναι η έλλειψη τροφής και ένδυσης για να τραφεί και να ντυθεί μία οικογένεια, είναι η έλλειψη σχολείου, κλινικής, γης 4

12 για την καλλιέργεια τροφίμων, δουλειάς για την εξασφάλιση των προς το ζην και πρόσβασης σε πιστώσεις. Είναι ανασφάλεια, αδυναμία και αποκλεισμός των ατόμων, νοικοκυριών και κοινοτήτων. Είναι επιδεκτικότητα στη βία και αυτό συνεπάγεται συχνά τη διαβίωση σε περιθωριακά ή εύθραυστα περιβάλλοντα χωρίς καθαρό νερό ή αποχέτευση» (Δήλωση των Ηνωμένων Εθνών, Ιούνιος 1998, υπεγράφη από τους αρχηγούς όλων των οργανισμών των Ηνωμένων Εθνών) ( Μία από τις πιο ευρέως χρησιμοποιούμενες κατηγοριοποιήσεις της φτώχειας είναι η απόλυτη και σχετική φτώχεια Απόλυτη φτώχεια Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank, 2013), απόλυτη φτώχεια είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένας άνθρωπος εάν η κατανάλωσή του ή το επίπεδο εισοδήματός του πέφτει κάτω από ένα ελάχιστο επίπεδο, το οποίο είναι απαραίτητο για να ικανοποιήσει τις βασικές του ανάγκες. Το ελάχιστο αυτό επίπεδο έχει οριστεί στα $1.25 και κατά συνέπεια ως απόλυτη φτώχεια ορίζεται το ποσοστό του πληθυσμού που ζει με λιγότερα από $1.25 την ημέρα σε τιμές του Ο ορισμός αυτός της απόλυτης φτώχειας στηρίζεται στο εισοδηματικό κριτήριο του $1.25 την ημέρα, το οποίο αποτελεί τη διεθνή γραμμή φτώχειας που χρησιμοποιείται στις αναπτυσσόμενες και όχι στις ανεπτυγμένες χώρες. Αποτελεί μία προσαρμογή στο κόστος ζωής και τον πληθωρισμό του ορίου/γραμμής της απόλυτης φτώχειας του $1 την ημέρα σε τιμές του 1985 (Chen & Ravallion, 2008). Στον υπολογισμό της απόλυτης φτώχειας εκτός από το εισοδηματικό κριτήριο λαμβάνεται υπόψη και η ικανοποίηση των βασικών αναγκών. Το εισοδηματικό κριτήριο είναι ένας εύκολος τρόπος που χρησιμοποιείται συχνά για τη μέτρηση της απόλυτης και σχετικής φτώχειας, σε σχέση με τις υπόλοιπες υπάρχουσες προσεγγίσεις 2, 2 Η προσέγγιση των ικανοτήτων (capability approach), την οποία εισήγαγε για πρώτη φορά ο Sen, δεν θέτει στο επίκεντρο το εισόδημα ως αίτιο φτώχειας, αλλά αντιλαμβάνεται το εισόδημα ως μέσο για την απόκτηση κάποιων αγαθών και υπηρεσιών που θα οδηγήσουν σε κάποια επιτεύγματα (Functionings). Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, η φτώχεια ορίζεται ως η «αποτυχία για επίτευξη/ικανοποίηση συγκεκριμένων ελάχιστων ή βασικών αναγκών» (Sen, 1993) και δε γίνεται χρήση χρηματικών δεικτών για τη μέτρηση της ευημερίας και αποστέρησης αλλά χρήση δεικτών που μετρούν την ελευθερία ενός ατόμου να ζει μία αξιόλογη ζωή. Χαρακτηριστικός δείκτης που προέρχεται από την προσέγγιση των ικανοτήτων είναι ο Δείκτης Ανθρώπινης Φτώχειας, σύμφωνα με τον οποίο η ανθρώπινη φτώχεια ορίζεται ως η αποστέρηση τριών βασικών στοιχείων για την ανθρώπινη ζωή (μακροζωία, γνώση και αξιοπρεπές επίπεδο ζωής). Η προσέγγιση του Κοινωνικού Αποκλεισμού αναπτύχθηκε σε βιομηχανοποιημένες χώρες για να περιγράψει τις διαδικασίες περιθωριοποίησης και στέρησης, που αναδύονται σε χώρες με ολοκληρωμένες παροχές πρόνοιας. Η Ε.Ε. περιγράφει το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού ως μία διαδικασία μέσω της οποίας άτομα ή ομάδες πλήρως ή μερικώς αποκλείονται από την 5

13 οι οποίες μελετώνται και συγκρίνονται εκτενώς από τους Laderchi et al. (2003). Οι υπόλοιπες προσεγγίσεις που δε χρησιμοποιούνται τόσο συχνά όσο η εισοδηματική προσέγγιση, είναι αυτές των ικανοτήτων, του κοινωνικού αποκλεισμού και της συμμετοχικής εκτίμησης της φτώχειας (Laderchi et al., 2003). Βάσει της εισοδηματικής προσέγγισης υπολογίζεται το εισόδημα του νοικοκυριού για να εξακριβωθεί ένα έλλειμμα στην κατανάλωση ή το εισόδημα σε σχέση με μία καθορισμένη γραμμή φτώχειας, κάτω από την οποία το άτομο θεωρείται φτωχό. Σύμφωνα με τους Laderchi et al. (2003), οι προσπάθειες για την εύρεση μίας αντικειμενικής βάσης για τη γραμμή απόλυτης φτώχειας, στοχεύουν στο διαχωρισμό μεταξύ φτωχών και μη φτωχών. Θέματα διατροφικών αναγκών για επιβίωση παρέχουν την πιο συνηθισμένη βάση για έναν τέτοιο διαχωρισμό. Επομένως, για τον ορισμό της απόλυτης φτώχειας αλλά και τον καθορισμό της διαχωριστικής γραμμής της φτώχειας γίνεται συνδυασμός δύο στοιχείων: 1) το μέγεθος της δαπάνης που απαιτείται για να διασφαλιστεί το ελάχιστο αποδεκτό επίπεδο διατροφής, το οποίο προσδιορίζεται αντικειμενικά και 2) ένα πρόσθετο ποσό, που ποικίλει από χώρα σε χώρα, και αποτελεί το κόστος συμμετοχής των ατόμων στην καθημερινή ζωή της κοινωνίας τους, το οποίο προσδιορίζεται υποκειμενικά (Thirwall, 2001). Σύμφωνα με το εισοδηματικό κριτήριο/εισοδηματική προσέγγιση, κυρίως οι διατροφικές απαιτήσεις χρησιμοποιούνται για τον ορισμό της γραμμής φτώχειας. Σχετικά με την διατροφικά προσδιορισμένη γραμμή φτώχειας παρουσιάζονται ορισμένα προβλήματα, καθώς μια σειρά από παράγοντες όπως ο μεταβολισμός, οι δραστηριότητες, το μέγεθος, το φύλο και η ηλικία ποικίλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο (Sukhatme 1982; Sukhatme 1989; Dasgupta 1993; Payne 1993; κατά παραπομπή Laderchi C.R., Saith R., Stewart F. 2003) και επίσης οι διαφορετικές προτιμήσεις, η διαθεσιμότητα φαγητού και οι τιμές των αγαθών διαφοροποιούν σημαντικά το αναγκαίο χρηματικό εισόδημα για την εξασφάλιση ενός συγκεκριμένου επιπέδου πλήρη συμμετοχή τους στην κοινωνία στην οποία ζουν (European Foundation for the Improvement of Living and Working Conditions, 1995: ). Οι δείκτες που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση του κοινωνικού αποκλεισμού περιλαμβάνουν την ανεργία, την πρόσβαση σε κατοικία, το ελάχιστο εισόδημα, την υπηκοότητα, τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις κοινωνικές επαφές, ενώ στις αναπτυσσόμενες μετριέται συνήθως μέσω της πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, στην εκπαίδευση, στη στέγη, στο νερό, στη δημόσια υγιεινή και στην κοινωνική ασφάλιση. Τέλος, η προσέγγιση της Συμμετοχικής Μεθόδου, σε αντίθεση με όλες τις άλλες μεθόδους που ορίζουν τη φτώχεια «εξωτερικά» δηλαδή βάσει των απόψεων των επιστημόνων, ορίζει τη φτώχεια βάσει των απόψεων των ίδιων των φτωχών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρόγραμμα της Παγκόσμιας Τράπεζας με τίτλο «Voices of the Poor», σύμφωνα με το οποίο η φτώχεια εκτιμάται από τους ίδιους τους φτωχούς ανθρώπους, με τον τρόπο που οι ίδιοι αντιλαμβάνονται τον πλούτο, την ευημερία και τη φτώχεια και με τον τρόπο που την αντιμετωπίζουν. Για αυτόν το λόγο αποτελεί την πιο χρονοβόρα και δύσκολη προσέγγιση για τη συλλογή δεδομένων και εξαγωγή συμπερασμάτων (Laderchi et al., 2003). 6

14 διατροφής. Οι Charles Booth (1889) και Seebohm Rowntree (1901) 3 (κατά παραπομπή Lister, 2004) αντιλαμβάνονταν τη φτώχεια ως απόλυτη και την όριζαν ως έλλειψη χρημάτων για την κάλυψη των φυσικών αναγκών, με τη διατροφή να έχει κεντρική θέση. Ενώ σύμφωνα με την Orhanksy (1963) η φτώχεια ορίζεται ως το χρηματικό ποσό που απαιτείται για μια θρεπτική αλλά χαμηλή σε κόστος διατροφή. Σύμφωνα με τη μέθοδο Orhanksy (μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα), οι άνθρωποι πρέπει να ξόδευαν περίπου το ένα τρίτο του εισοδήματός τους σε φαγητό. Ωστόσο παρατηρήθηκε ότι το 1995 οι άνθρωποι ξόδευαν περίπου 15% του εισοδήματός τους σε φαγητό και όχι 25% με 30% (Bell, 1995). Προκύπτει επομένως ότι το χρηματικό ποσό που δαπανάται για φαγητό μεταβάλλεται διαχρονικά. Τα παραπάνω φανερώνουν ότι η χρήση εισοδηματικού κριτηρίου για τον ορισμό της απόλυτης φτώχειας συνδέεται άμεσα με τις διατροφικές ανάγκες των ατόμων και κατ επέκταση με το χρηματικό ποσό που δαπανάται για την αγορά τροφής. Προκύπτει επίσης ότι δεν είναι δυνατό να δημιουργηθεί μία μοναδική γραμμή φτώχειας βασισμένη σε διατροφικές ανάγκες αλλά καλύτερα είναι να υπάρχει ένα εύρος εισοδήματος/εισοδηματικό κλιμάκιο, που ξεκινά από μία ελάχιστη γραμμή κάτω από την οποία όλα τα άτομα είναι σίγουρα σε κατάσταση φτώχειας, φτάνοντας μέχρι μία γραμμή πάνω από την οποία κανένα άτομο δε θα βρίσκονταν σε φτώχεια, σε διατροφικούς πάντα όρους (Laderchi et al., 2003). Γενικά με τον όρο απόλυτη φτώχεια αναφερόμαστε στην έλλειψη του απαιτούμενου εισοδήματος για την ικανοποίηση βασικών αναγκών, χωρίς όμως να γίνεται καμία αναφορά στην κατανομή εισοδήματος (Λαμπρινίδης κ.α., 2010:15). Χαρακτηριστικά της απόλυτης φτώχειας είναι ότι εξετάζει το βαθμό αποστέρησης των ατόμων από συγκεκριμένα αγαθά ανεξάρτητα όμως από το επίπεδο ευημερίας της κοινωνίας και ότι η γραμμή φτώχειας για τον υπολογισμό της παραμένει διαχρονικά σταθερή σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης (Δαφέρμος κ.α., 2008) Σχετική φτώχεια Ο ορισμός της σχετικής φτώχειας στηρίζεται στην ιδέα της σύγκρισης, που σημαίνει ότι ένα άτομο βρίσκεται ή όχι σε κατάσταση φτώχειας σε σχέση με άλλα άτομα που ζουν στην ίδια κοινωνία, στο ίδιο 3 Oι Charles Booth (1889) και Seebohm Rowntree(1901) αποτέλεσαν πρωτοπόρους στη σύγχρονη έρευνα της φτώχειας με μελέτες για το Λονδίνο και την πόλη York αντίστοιχα. 7

15 χρονικό σημείο (Lister, 2004). Άρα, η σχετική φτώχεια είναι μία αντανάκλαση του βαθμού ανισότητας στην κατανομή του εισοδήματος μίας οικονομίας (Λαμπρινίδης κ.α., 2010:17) και για τον υπολογισμό της η γραμμή φτώχειας μεταβάλλεται με το μέσο ή διάμεσο επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού (Δαφέρμος κ.α., 2008:12). Οι Saunders και Tsumori (2002), σε εργασία τους για τη φτώχεια της Αυστραλίας, καταγράφουν ότι παρατηρείται σχετική φτώχεια, όταν το επίπεδο διαβίωσης ενός νοικοκυριού πέφτει κάτω από αυτό που γενικά θεωρείται κανονικό ή αξιοπρεπές ή αποδεκτό από την τοπική κοινωνία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι τα περισσότερα νοικοκυριά στην Αυστραλία αναμένεται να έχουν τουλάχιστον ένα αυτοκίνητο το καθένα. Τα νοικοκυριά τα οποία δεν διαθέτουν τα χρήματα για την αγορά και κατοχή ενός τουλάχιστον αυτοκινήτου θεωρούνται σχετικά φτωχά. Ο ορισμός αυτός της σχετικής φτώχειας παρουσιάζει κοινά σημεία με την προτεινόμενη επιχειρηματολογία του Townsend 4 (1979, κατά παραπομπή Akindola, 2009), ο οποίος υποστήριξε τη διατύπωση ενός ευρύτερου ορισμού της φτώχειας και όχι ενός ορισμού της απόλυτης φτώχειας, που περιορίζεται στις ανάγκες συντήρησης. Αποτέλεσε σημαντικό κομμάτι στην ιστορία της μελέτης της φτώχειας, καθώς τη δεκαετία του 1970 συνέβαλε στον επαναπροσδιορισμό της έννοιας του πολυδιάστατου αυτού φαινομένου, όχι απλώς ως αποτυχία ικανοποίησης των ελάχιστα απαιτούμενων διατροφικών αναγκών ή επιπέδων συντήρησης αλλά περισσότερο ως αποτυχία του ατόμου να συμβαδίσει με τα ισχύοντα πρότυπα σε μία κοινωνία. Ο Townsend (1993) προσπαθεί να προσδιορίσει την έννοια της φτώχειας, ενώ παράλληλα αναλύει κάποιες σχετικές έννοιες, όπως αυτή της συντήρησης, των βασικών αναγκών και της σχετικής αποστέρησης. Η έννοια της «σχετικότητας» της φτώχειας πρωτοεμφανίστηκε όμως από τον Adam Smith (1812, κατά παραπομπή Townsend, 1993), στο παράδειγμα με το λινό πουκάμισο του εργάτη. Συγκεκριμένα, ο Smith (1977) υποστηρίζει ότι το λινό πουκάμισο ενώ δεν αποτελεί απαραίτητο αγαθό για να εξασφαλίσει την επιβίωση του ανθρώπου, στο μεγαλύτερο κομμάτι της Ευρώπης του 19 ου αιώνα ίσχυε η αντίληψη ότι αν κάποιο εργαζόμενο άτομο εμφανίζονταν δημόσια χωρίς να φορά λινό πουκάμισο, το άτομο αυτό θα ένιωθε ντροπή. Οι συνήθειες και οι αντιλήψεις που δημιουργούνται σε μία κοινωνία είναι αυτές που καθιστούν ένα αγαθό 4 Ο Townsend ήταν ένας Βρετανός κοινωνιολόγος, ο οποίος αποτέλεσε ηγετική μορφή στη μελέτη της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ευρώπη. 8

16 «αναγκαίο»/«απαραίτητο» για ένα άτομο. Το παράδειγμα αυτό είναι αντιπροσωπευτικό για τη σχετική φτώχεια, καθώς η σχετική φτώχεια προσδιορίζεται συγκρίνοντας διαφορετικά μεταξύ τους άτομα σε μία κοινωνία και παρατηρώντας τις υφιστάμενες ανισότητες. Κατά τον Marx, «οι ανάγκες μας και οι απολαύσεις πηγάζουν από την κοινωνία, τις μετρούμε επομένως από την κοινωνία και όχι από τα αντικείμενα που τις ικανοποιούν. Επειδή η φύση τους είναι κοινωνική, άρα είναι και σχετική» (Marx , κατά παραπομπή Townsend, 1993). Σύμφωνα με τους Bellù & Liberati (2005) σε εργασία που έγινε για τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (Food and Agriculture Organization of the United Nations, FAO), η σχετική φτώχεια αναφέρεται σε ένα βιοτικό επίπεδο ορισμένο σε σχέση με τη θέση των άλλων ανθρώπων, όσον αφορά στη διανομή εισοδήματος/δαπανών. Υπό αυτήν την έννοια, η σχετική φτώχεια είναι βασικά ένα φαινόμενο ανισότητας. Θα μπορούσε να θεωρηθεί σχετικά φτωχό ένα άτομο που έχει εισόδημα κάτω από 60% 6 του διάμεσου εισοδήματος της κοινωνίας στην οποία ζει. Άρα, η σχετική φτώχεια αναφέρεται κυρίως στην απόσταση των ατόμων ή νοικοκυριών που χαρακτηρίζονται ως φτωχά, από το μέσο ή διάμεσο εισόδημα στη συνολική οικονομία και ουσιαστικά αποτελεί αντανάκλαση του βαθμού ανισότητας στην κατανομή εισοδήματος μίας οικονομίας (Λαμπρινίδης κ.α., 2010:15, 17). Αυτός είναι ο βασικός ορισμός της σχετικής φτώχειας που εφαρμόζεται σε αναπτυγμένες χώρες. Κατά συνέπεια, αν το διάμεσο εισόδημα αυξάνει, γιατί οι πλουσιότεροι άνθρωποι κερδίζουν περισσότερα, τότε οι άνθρωποι σε σχετική φτώχεια υπάρχει πιθανότητα να αυξηθούν. Αυτή η προσέγγιση αυτόματα αντανακλά τη μεταβολή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών σε μία δεδομένη χώρα. Η κύρια αδυναμία της είναι ότι εάν η φτώχεια ορίζεται ως ένα σταθερό ποσοστό κάποιων δεικτών της εισοδηματικής διανομής (π.χ. μέσο-διάμεσο εισόδημα), δεν πρόκειται να εξαλειφθεί η φτώχεια, αν δε υπάρχει ισοκατανομή του εισοδήματος. Σύμφωνα με τους Fieghen et al. (1977, κατά παραπομπή Bellù & Liberati, 2005) με ένα σχετικό ορισμό της φτώχειας «οι 5 Marx, K. (1946) Selected Works,Vol. 1, Lawrence and Wishart, London. 6 Ο δείκτης βασίζεται στην αυθαίρετη υπόθεση ότι μπορούμε να θεωρήσουμε φτωχό ένα άτομο ή ένα νοικοκυριό, που το επίπεδο διαβίωσής του είναι χαμηλότερο από το μισό του μέσου όρου της κοινωνίας στην οποία ζει. Αρχικά υπολογιζόταν ως το 50% του μέσου εισοδήματος ή της κατανάλωσης, αναλόγως με τα δεδομένα που χρησιμοποιούνταν κάθε φορά για τη μέτρηση του επιπέδου διαβίωσης και της φτώχειας. Όμως, επειδή ο αριθμητικός μέσος είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στην ύπαρξη ακραίων τιμών στο δείγμα, υιοθετήθηκε αργότερα η διάμεσος αντί του μέσου. Λόγω της μορφής την οποία έχουν οι κατανομές του εισοδήματος (αριστερόκυρτες), όπου παρατηρείται μεγαλύτερη συγκέντρωση πληθυσμού στα χαμηλά εισοδήματα, διαπιστώθηκε εμπειρικά πως το 60% της διαμέσου δίνει παρόμοιες εκτιμήσεις με το 50% του μέσου (Παπαθεοδώρου και Δαφέρμος, 2010). 9

17 φτωχοί είναι πάντα μαζί μας». Στην εργασία αυτή η σχετική φτώχεια είναι αυτή που θα μας απασχολήσει, καθώς η έρευνα διεξάγεται για ένα αναπτυγμένο κράτος, την Ελλάδα. 2.2 «Θηλυκοποίηση της Φτώχειας» O όρος «θηλυκοποίηση της φτώχειας» (feminization of poverty 7 ) πρωτοχρησιμοποιήθηκε από την Diana Pearce 8 το 1978 (McLanahan and Kelly, 1999). Η Pearce όρισε τη θηλυκοποίηση της φτώχειας ως τη σημαντική αύξηση του ποσοστού των μονογονεϊκών οικογενειών με αρχηγό μητέρα σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα διαπίστωσε την ύπαρξη θηλυκοποίησης της φτώχειας στις ΗΠΑ, διότι το ποσοστό των μονογονεϊκών οικογενειών με αρχηγό μητέρα (μόνων μητέρων) αυξήθηκε από 28% το 1960 στο 60% το 1987 (Goldberg, 2010: 3). Αυτός είναι ένας από τους ορισμούς της θηλυκοποίησης της φτώχειας, ο οποίος ισχύει με την προϋπόθεση ότι: 1) το ποσοστό φτώχειας των μόνων μητέρων πρέπει να είναι σημαντικά υψηλότερο από το ποσοστό φτώχειας άλλων τύπων οικογενειών με παιδιά και 2) το ποσοστό των μόνων μητέρων πρέπει να είναι υψηλό. Σύμφωνα με την Chant (2006), οι τρεις από τους πιο συνηθισμένους ορισμούς θηλυκοποίησης της φτώχειας υποστηρίζουν ότι 1) οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν ένα δυσανάλογο ποσοστό των φτωχών παγκοσμίως: βάσει αυτού του ορισμού αν ο λόγος «φτωχές γυναίκες προς φτωχοί άντρες» είναι μεγαλύτερος της μονάδας, τότε η φτώχεια θηλυκοποιείται (Brady & Kall, 2008) 2) ότι αυτός ο λόγος γίνεται ακόμα πιο ισχυρός/μεγάλος και 3) ότι ο αυξανόμενος αριθμός «γυναικείων» νοικοκυριών οδηγεί σε αυξανόμενο αριθμό φτωχών γυναικών. Επιπλέον, σύμφωνα με την Cagatay (1998) ένας ακόμα σημαντικός ορισμός είναι αυτός που υποστηρίζει ότι 4) το χάσμα της φτώχειας των γυναικών είναι υψηλότερο από των αντρών. Η έννοια «θηλυκοποίηση» της φτώχειας υπονοεί μια αλλαγή της κατεύθυνσης της φτώχειας από τους άνδρες προς τις γυναίκες (Millar, 1989). Επίσης, υποδεικνύει μία αλλαγή και μία «διαδικασία» (Medeiros and Costa, 2008). Μία διαδικασία κατά την οποία η φτώχεια γίνεται πιο έντονη μεταξύ των γυναικών ή των νοικοκυριών με επικεφαλής γυναίκα. Δεν αποτελεί απλά μία «κατάσταση» σύμφωνα με 7 Ο όρος αυτός αναφέρεται σε κάποιες συζητήσεις, που έλαβαν χώρα στις Η.Π.Α., σχετικά με τις ανύπαντρες μητέρες και την κοινωνική τους πρόνοια. 8 Η Diana Pearce ήταν επισκέπτρια ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Wisconsin, ενώ τώρα διδάσκει στο πανεπιστήμιο του Michigan. 10

18 την οποία το ποσοστό φτωχών γυναικών είναι μεγαλύτερο από των ανδρών. Είναι μία διαδικασία που στηρίζεται στη σύγκριση ανδρών και γυναικών και σύμφωνα με τους Medeiros and Costa, (2008) αποτελεί μία σχετική έννοια. Αυτό που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι η παρατήρηση της υφιστάμενης διαφοράς μεταξύ φτωχών ανδρών και γυναικών σε κάθε χρονική στιγμή. Η σχετικότητα της θηλυκοποίησης της φτώχειας σημαίνει ότι η θηλυκοποίηση της φτώχειας δεν είναι απαραίτητα αποτέλεσμα της χειροτέρευσης της φτώχειας των γυναικών ή των νοικοκυριών με επικεφαλής γυναίκα αλλά μπορεί να είναι αποτέλεσμα μίας κατακόρυφης μείωσης της φτώχειας των αντρών και ταυτόχρονης ελάχιστης μείωσης της φτώχειας των γυναικών. Η θηλυκοποίηση της φτώχειας υπό μία ευρύτερη έννοια είναι η διαδικασία κατά την οποία οι φτωχές γυναίκες γίνονται περισσότερες και φτωχότερες από τους άντρες με το πέρασμα των ετών. Για παράδειγμα, αν παρατηρηθούν υψηλότερα ποσοστά φτώχειας των γυναικών από των αντρών σε μία δεδομένη χρονική στιγμή αυτό αποτελεί μία κατάσταση και όχι μία εξελικτική διαδικασία και άρα δε σηματοδοτεί την ύπαρξη της θηλυκοποίησης της φτώχειας. Ο όρος στηρίζεται στη σύγκριση των ποσοστών φτώχειας αντρών και γυναικών και στις έμφυλες ανισότητες (Medeiros and Costa, 2008). Επίσης σύμφωνα με τις Platchkova et al., (2010) ο όρος «θηλυκοποίηση της φτώχειας» αναφέρεται ως μία μορφή της ανισότητας των φύλων, που όμως εξελίχθηκε σε ξεχωριστό φαινόμενο. Τέλος, η θηλυκοποίηση της φτώχειας επηρεάζεται σημαντικά από τις δημογραφικές αλλαγές, όπως η αύξηση του προσδόκιμου ζωής των γυναικών, η αύξηση των διαζυγίων και των «μη νόμιμων» γεννήσεων. Σύμφωνα με την Pearce (1978), το 1976 σχεδόν δύο στους τρεις, από τα 15 εκατομμύρια φτωχών ανθρώπων άνω των 16 ετών, ήταν γυναίκες (Bureau of the Census, 1976, κατά παραπομπή Pearce, 1978). Μάλιστα, σε συγκεκριμένες ομάδες, όπως αυτές των ηλικιωμένων αλλά και έγχρωμων ατόμων, τα ποσοστά φτωχών γυναικών ήταν ακόμα μεγαλύτερα. Η Pearce (1978) σημειώνει ότι τις τελευταίες δεκαετίες πριν το 1978, δημογραφικές αλλαγές ενέτειναν το πρόβλημα της φτώχειας. Εκτός από την Pearce και οι McLanahan και Kelly (1999) εστιάζουν στις δημογραφικές αλλαγές σε εργασία τους με τίτλο «Η Θηλυκοποίηση της Φτώχειας: Παρελθόν και Μέλλον» και επισημαίνουν τη σημασία των παραπάνω δημογραφικών αλλαγών, προσθέτοντας επιπλέον την ηλικιακή καθυστέρηση για τον 11

19 πρώτο γάμο και την αύξηση των νοικοκυριών ενός ατόμου (τα οποία αποκαλούν «εξω-οικογενειακά νοικοκυριά»- nonfamily households ), στα οποία μένουν άτομα νέων ηλικιών ή ηλικιωμένα Προβλήματα Κατανόησης του Όρου «Θηλυκοποίηση της Φτώχειας» Ο όρος «θηλυκοποίηση της φτώχειας» στις περισσότερες βιβλιογραφικές αναφορές ερμηνεύεται μέσα από διαφορετικούς ορισμούς, κάτι που τον καθιστά δύσκολο να γίνει κατανοητός. Η δυσκολία κατανόησης της θηλυκοποίησης της φτώχειας προέρχεται επίσης από τη φύση του ίδιου του φαινομένου της φτώχειας, καθώς αποτελεί ένα μη στατικό φαινόμενο, το οποίο αλλάζει ένταση και μορφή με την πάροδο των ετών. Η Pearce (1978), αναφέρεται στη διαχρονική αύξηση του αριθμού των οικογενειών με επικεφαλής γυναίκα (Female-headed household), ως μία από τις πιο σημαντικές τάσεις που προκαλούν/εντείνουν τη θηλυκοποίηση της φτώχειας. Όμως, σύμφωνα με την Chant (2006), η υπερβολική έμφαση που δίνεται στα γυναικεία νοικοκυριά, η οποία ενισχύει τα στερεότυπα ότι αυτά τα νοικοκυριά είναι «τα φτωχότερα των φτωχών» (Chant, 2003), αποτελεί το πρώτο πρόβλημα κατανόησης του όρου της θηλυκοποίησης της φτώχειας. Σύμφωνα με την Chant, τα στερεότυπα αυτά είναι λανθασμένα, διότι οι γυναίκες αποτελούν μία εξαιρετικά ανομοιογενή ομάδα, με έντονη διαφοροποίηση προερχόμενη μεταξύ άλλων από την ιδιαίτερη θέση/κατάσταση κάθε γυναίκας, από το στάδιο της ζωής στο οποίο βρίσκεται και από τη σύνθεση του νοικοκυριού στο οποίο διαμένει (Chant, 2003). Δεύτερο πρόβλημα αποτελεί η υπερβολική έμφαση που δίνεται στο εισόδημα. Πέρα από την έλλειψη στοιχείων διαχωρισμένων κατά φύλο για τη χρηματική/εισοδηματική φτώχεια απαριθμούνται επιπλέον λόγοι, για τους οποίους το εισόδημα δε θα έπρεπε να αποτελέσει τη μοναδική/αποκλειστική βάση για την έρευνα της θηλυκοποίησης της φτώχειας. Αρχικά, ενώ μπορεί η εισοδηματική φτώχεια να είναι πιο εύκολο να εκφραστεί σε αριθμούς, δεν είναι πάντοτε σίγουρο ότι οδηγεί σε ορθά και ακριβή συμπεράσματα. Αυτό γίνεται κατανοητό αν παρατηρηθούν γυναίκες των οποίων τα έσοδα υπόκεινται σε διακυμάνσεις και που κατέχουν λίγη ή και καθόλου γνώση των εισοδημάτων των συζύγων τους (Chant, 2006). Ουσιαστικά η Chant επισημαίνει ότι οι πληροφορίες των εισοδημάτων ή της κατανάλωσης συνήθως είναι διαθέσιμες σε επίπεδο νοικοκυριού και είναι δύσκολο να χρησιμοποιηθούν για τα μέλη του χωρίς να γίνουν λάθη. Δεν πρέπει επίσης να αγνοείται το γεγονός ότι οι γυναίκες δεν έχουν απαραίτητα πρόσβαση στο οικογενειακό εισόδημα (Bradshaw, 2002: 12). Έτσι, για πολλές 12

20 γυναίκες, η ικανότητα να διαχειρίζονται και να διανέμουν τους πόρους μπορεί να είναι πιο σημαντική από τους ίδιους τους πόρους που «μπαίνουν» στο νοικοκυριό (Chant, 2003). Τρίτο πρόβλημα στην κατανόηση του όρου είναι α) ότι όταν εξετάζεται «η θηλυκοποίηση της φτώχειας» δε δίνεται αρκετή προσοχή στους άντρες στο βαθμό που το ενδιαφέρον (ερευνητικό) εστιάζει στις γυναίκες. Δηλαδή θα έπρεπε κατά τις Gutmann (1996) και Chant (2000) (κατά παραπομπή Chant, 2006), αντικείμενο έρευνας να είναι και η αντίστοιχη διαδικασία «αρρενοποίησης» της συγκέντρωσης του πλούτου, της ισχύος, των προνομίων και των περιουσιακών στοιχείων στους άντρες. Επίσης, β) δε δίνεται αρκετή προσοχή στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων. Από μελέτη του Ινστιτούτου Μελετών Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου του Sussex (BRIDGE, 2001), προκύπτει πόσο σημαντική είναι η επιρροή των αντρών στις επιλογές των γυναικών, όσον αφορά την εκπαίδευσή τους (η εκπαίδευση αναμένεται να επιφέρει οφέλη στην ευημερία του νοικοκυριού, στην αγροτική παραγωγή και τη μείωση των γεννήσεων) (Razavi, 1999, κατά παραπομπή BRIDGE, 2001), η οποία επιρροή σε κάποιες περιπτώσεις αποτρέπει την πραγματοποίηση των επιθυμητών στόχων των γυναικών. Τα παραπάνω προβλήματα κατανόησης δεν αποτελούν τα μοναδικά προβλήματα του υπό εξέταση όρου. Οι αλλαγές που δεν επιτρέπουν στους επιστήμονες να κατανοήσουν με ευκολία τον όρο αυτό, είναι κυρίως τρείς, σύμφωνα με τις McLanahan & Kelly (1999). Μία από τις αλλαγές είναι αυτές στην οικογένεια και σε αρκετές δημογραφικές τάσεις που σχετίζονται με αυτή. Οι αλλαγές στη σύνθεση της οικογένειας (τύπος νοικοκυριού) αντανακλούν ετήσιες μεταβολές στις ανάγκες της οικογένειας. Πέρα από τις αλλαγές όμως στην οικογένεια, εμφανίζονται και αλλαγές στην οικονομία και πιο συγκεκριμένα στα εισοδήματα γυναικών και ανδρών. Μία πολύ σημαντική αλλαγή είναι η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, η οποία στις περισσότερες δυτικές χώρες άρχισε να αυξάνεται σημαντικά μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Συγκεκριμένα, κατά το χρονικό διάστημα το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών αυξήθηκε κατά 70% στις χώρες - μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), σε αντίθεση με το ποσοστό των ανδρών που αυξήθηκε μόλις κατά 25% (Παυλίδου, 1998). Η αύξηση της γυναικείας απασχόλησης συνεπάγεται την απόκτηση περισσότερης εμπειρίας στην αγορά εργασίας από τις γυναίκες, η οποία εμπειρία αναμένεται να αυξήσει την ικανότητα των γυναικών να στηρίζουν τις ίδιες αλλά και τις οικογένειές τους. Επίσης, χάρη 13

21 στη μεγαλύτερη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, οι γυναίκες είχαν αυξημένα έσοδα (υψηλοί μισθοί) μειώνοντας το έμφυλο μισθολογικό χάσμα (gender pay gap). Τέλος, σύμφωνα με τις McLanahan και Kelly (1999), οι αλλαγές που συμβάλλουν επίσης στη δυσκολία επεξήγησης του όρου είναι αυτές των δημόσιων παροχών. Πέρα από τις προσωπικές τους αποδοχές, οι πολίτες λαμβάνουν κάποια μορφή εισοδήματος από μεταβιβαστικές πληρωμές από το κράτος. Αυτό σημαίνει ότι εάν το εισόδημα μιας οικογένειας δεν είναι αρκετό για να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες της οικογένειας αυτής, τότε η μεταβίβαση εισοδήματος από το κράτος μπορεί να παρέχει το επιπλέον εισόδημα που απαιτείται για να «βγει» η οικογένεια από την κατάσταση φτώχειας. Οι αλλαγές στις μεταβιβαστικές πληρωμές είναι σημαντικές, διότι επηρεάζουν το βαθμό στον οποίο μειώνεται η θηλυκοποίηση της φτώχειας. Συμπερασματικά, σύμφωνα με την Chant (2006) και τις McLanahan και Kelly (1999), α) τα προβλήματα της υπερβολικής έμφασης στα γυναικεία νοικοκυριά, β) στα εισοδήματα σε επίπεδο νοικοκυριού και όχι ατομικό, γ) η απουσία προσοχής στις σχέσεις των δύο φύλων, δ) οι αλλαγές στις δημογραφικές τάσεις, την αγορά εργασίας (αμειβόμενη εργασία γυναικών) και τις δημόσιες παροχές ή διαφορετικά τις μεταβιβαστικές πληρωμές 9, που προέρχονται από το κράτος, αποτελούν προβλήματα για την κατανόηση του όρου «θηλυκοποίηση της φτώχειας». 9 Οι μεταβιβαστικές πληρωμές είναι ατομικά εισοδήματα που δεν προέρχονται από κάποια παραγωγική διαδικασία αλλά προσφέρονται από το δημόσιο προς τους ιδιώτες για τη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου, π.χ. επιδόματα ανεργίας, επιδόματα πολυτέκνων, συντάξεις, υποτροφίες (Δεδουσόπουλος κ.α., 2010). 14

22 3. ΑΙΤΙΑ ΦΤΩΧΕΙΑΣ ΚΑΙ ΦΤΩΧΕΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Είναι σημαντικό να γίνουν κατανοητά τα αίτια της φτώχειας, ώστε να μετρηθεί σωστά και στη συνέχεια να αντιμετωπιστεί. Από την εισοδηματική προσέγγιση της φτώχειας, το ενδιαφέρον περνά στην πολυδιάστατη προσέγγιση. Η εισοδηματική προσέγγιση εξετάζει κυρίως το εισόδημα του ατόμου ή του νοικοκυριού, το οποίο το συγκρίνει με το καθιερωμένο όριο/γραμμή/κατώφλι φτώχειας και κατηγοριοποιούνται ως φτωχά τα άτομα ή τα νοικοκυριά που πέφτουν κάτω από αυτό το όριο φτώχειας. Κάνει χρήση αποκλειστικά χρηματικών/νομισματικών δεικτών, όπως ο συνολικός δείκτης φτωχών (poverty headcount ratio), το χάσμα φτώχειας (poverty gap) και η κατανομή εισοδήματος (μέσω του συντελεστή Gini 10 ), οι οποίοι αναφέρονται στην απουσία εισοδήματος ως το μοναδικό αίτιο φτώχειας και δεν αναφέρονται στα υπόλοιπα αίτιά της (Research Project for the Department for International Development, 2001). Γιατί όμως υπάρχει αυτή η εξάρτηση του όρου της φτώχειας από τις «εισοδηματικές» προσεγγίσεις; Σύμφωνα με το Research Project for the Department for International Development (2001), η εξάρτηση αυτή σχετίζεται κυρίως με την αστική φτώχεια. Με άλλα λόγια, γίνεται ευρεία χρήση των δεικτών εισοδήματος - κατανάλωσης, καθώς οι άνθρωποι των πόλεων είναι πιο εξαρτημένοι από το εισόδημα, χωρίς να διαθέτουν το ανεπίσημο «δίχτυ ασφαλείας» της οικογένειας, φίλων και συγγενών, όπως οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών. Τα υψηλότερα κόστη των κατοίκων της πόλης οφείλονται στην ακριβότερη μεταφορά, εκπαίδευση, στέγη, τροφή, υγεία και φροντίδα των παιδιών. Κατά συνέπεια, αναδεικνύεται η σημαντικότητα του «τόπου» ή διαφορετικά του γεωγραφικού παράγοντα για τη φτώχεια. Άρα, σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση βασικό αίτιο της φτώχειας είναι το ανεπαρκές εισόδημα, που οδηγεί τα άτομα να πέσουν κάτω από το όριο φτώχειας. Αντίθετα, σύμφωνα με την πολυδιάστατη προσέγγιση η φτώχεια δεν αντιμετωπίζεται ως ένα καθαρά οικονομικό πρόβλημα αλλά ως ένα πρόβλημα με πολλαπλές διαστάσεις, που έχουν θεμελιώδη σημασία για την κατανόηση της γενικής κατάστασης της φτώχειας. Επειδή οι εισοδηματικές προσεγγίσεις της φτώχειας επικεντρώνονται μόνο στην έλλειψη εισοδήματος ως αίτιο της φτώχειας, θα παρατεθούν οι θεωρητικές προσεγγίσεις της φτώχειας για να προσδιοριστούν τα υπόλοιπα αίτιά της. 10 Ο συντελεστής Gini της κατανομής εισοδήματος (Gini coefficient of distribution) υπολογίζεται μετρώντας το εμβαδόν της περιοχής η οποία περικλείεται κάτω από την ευθεία των 45 ο, που αντιπροσωπεύει την τέλεια ισοκατανομή εισοδήματος στον πληθυσμό και την καμπύλη Lorenz. Το μέτρο αυτό παίρνει τιμές από 0 (πλήρης ισοκατανομή) έως 1 (πλήρης ανισοκατανομή) (Thirlwall, 2001: 37) (βλ. Παράρτημα Α). 15

23 3.1 Θεωρητικές Προσεγγίσεις της Φτώχειας και Φτώχειας Γυναικών Μαρξιστική Προσέγγιση της Φτώχειας Ο Μαρξ μέσα από έργα του στα μέσα με τέλη του 19 ου αιώνα υποστήριξε ότι ο καπιταλισμός οδηγείται από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από τους καπιταλιστές. Η εκμετάλλευση συμβαίνει, καθώς οι εργαζόμενοι παράγουν ολόκληρο το προϊόν στην κοινωνία αλλά πληρώνονται μόνο για ένα μέρος αυτού. Το υπόλοιπο, το οποίο καλείται πλεόνασμα, πηγαίνει στους καπιταλιστές λόγω της κυριότητας του εξοπλισμού και των υλικών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή και λόγω του ελέγχου που ασκούν στην παραγωγική διαδικασία (Τσαλίκη, 2012 και Mink and O Connor, 2004). Η μαρξιστική προσέγγιση της φτώχειας 11 αποδίδει τη φτώχεια στον καπιταλισμό και στις δυσλειτουργίες της αγοράς (Austin, 2006). Με άλλα λόγια, αίτιο της φτώχειας σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός (Mink and O Conor, 2004) και ο διαχωρισμός της κοινωνίας σε δύο αντικρουόμενες τάξεις, την τάξη των καπιταλιστών και εργαζομένων (Townsend, 1979). Σύμφωνα με τον Karl Marx, σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης η δύναμη των εργαζομένων τους επιτρέπει να αυξήσουν τους μισθούς μειώνοντας κατά συνέπεια τα κέρδη. Οι καπιταλιστές ανταποκρίνονται απολύοντας εργαζομένους και δημιουργώντας έτσι τον «εφεδρικό στρατό εργασίας» (reserve army of labor). Ο «στρατός» αυτός αποτελείται από εργαζομένους διαθέσιμους προς απασχόληση, οι οποίοι όμως δεν εργάζονται, είναι πρόθυμοι να λάβουν χαμηλότερους μισθούς και να εργαστούν σε χειρότερες συνθήκες από τους ήδη εργαζομένους, ρίχνοντας έτσι τους μισθούς και αυξάνοντας τα κέρδη των καπιταλιστών. Ο Μαρξ υποστήριξε ότι αν δεν αλλάξει ο τρόπος παραγωγής (καπιταλισμός) και οι κανόνες ιδιοκτησίας η φτώχεια δε θα εξαλειφθεί. Προσέγγιση της Φτώχειας ως Αποτέλεσμα Δομικών Παραγόντων Η Δομική Θεωρία (Structural Theory) αποδίδει τη φτώχεια των ανθρώπων σε δημογραφικά αίτια και στην αγορά εργασίας (Brady, 2006). Υπό αυτήν την έννοια, η δομή αναφέρεται στο σύνολο των ευκαιριών που παρέχει στα άτομα η αγορά εργασίας ή/και στις δημογραφικές τάσεις που καθιστούν 11 Η «Μαρξιστική προσέγγιση της φτώχειας» ως αίτιο φτώχειας ανήκει στη σχολή σκέψης της Πολιτικής Οικονομίας». Ήταν από τις πρώτες οικονομικές θεωρίες φτώχειας που διατυπώθηκαν, μαζί με τη θεωρία της Κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, τη Νεοκλασική και την Κεϋνσιανή Θεωρία (Mink and O Conor, 2004). 16

24 περισσότερο ή λιγότερο πιθανό τον πληθυσμό να είναι σε φτώχεια. Η θεωρία αυτή έχει κοινή βάση με τη μαρξιστική θεωρία: για τη φτώχεια του δεν ευθύνεται το άτομο αλλά ο καπιταλισμός, η αγορά εργασίας και η κοινωνία. Ο Rowntree (1901) για πρώτη φορά επισήμανε ότι η φτώχεια είναι αποτέλεσμα δομικών και όχι συμπεριφορικών παραγόντων. Πιο απλά, υποστήριξε ότι οι άνθρωποι είναι φτωχοί όχι διότι οι ίδιοι έκαναν λάθος επιλογές ή το προκάλεσαν αλλά λόγω άλλων γεγονότων που δε μπορούσαν να ελέγξουν. Τέτοιοι παράγοντες ήταν ο θάνατος του ανθρώπου ο οποίος έφερνε το εισόδημα στο νοικοκυριό, η ασθένεια, η μη τακτική απασχόληση ή η δημιουργία πολυμελούς οικογένειας. Σύμφωνα με την Bianchi (1999), από τους σημαντικότερους δημογραφικούς δομικούς παράγοντες είναι οι μονογονεϊκές οικογένειες, οι οποίες αποτελούν το σημαντικότερο αίτιο θηλυκοποίησης της φτώχειας. Όμως θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή, διότι σύμφωνα με μελέτη των Casper et al. (1994: 599) για το χάσμα φτώχειας μεταξύ των δύο φύλων σε οχτώ ανεπτυγμένες χώρες 12, η επίδραση του δημογραφικού παράγοντα «μονογονεϊκές οικογένειες» έχει διαφορετικές επιδράσεις στη θηλυκοποίηση της φτώχειας ανάλογα με τη χώρα, τη διαφορετική θρησκεία, τον πολιτισμό και τις κυβερνητικές πολιτικές. Τέλος, ο Rowntree (1901) εστιάζει στην αγορά εργασίας, όπως και ο Μαρξ, και θεωρεί βασικό αίτιο της φτώχειας τους πολύ χαμηλούς μισθούς, οι οποίοι δεν επιτρέπουν την απόκτηση τροφής, στέγης και ρουχισμού για την επιβίωση μίας μέτριου μεγέθους οικογένειας. Για να εξασφαλιστεί απλά η επιβίωση («maintenance of merely physical efficiency») δεν πρέπει οι φτωχοί άνθρωποι να αγοράσουν ούτε μία εφημερίδα, να στείλουν ένα γράμμα, να αγοράσουν ένα εισιτήριο τρένου ή να αγοράσουν όμορφα ρούχα για τους ίδιους ή τα παιδιά τους, δηλαδή δεν πρέπει να αγοράζεται τίποτα «περιττό». «Ατομικιστική» Προσέγγιση της Φτώχειας Η ατομικιστική προσέγγιση της φτώχειας, που ανήκει στη σχολή σκέψης των κλασικών και νεοκλασικών οικονομολόγων, παρουσιάζει τους φτωχούς ανθρώπους ως υπεύθυνους για τη φτώχεια την οποία βιώνουν λόγω των επιλογών τους και της όχι τόσο σκληρής δουλειάς (Blank, 2003, κατά παραπομπή Austin, 2006). Με αυτήν την μικροοικονομική προσέγγιση παρατηρούνται οι 12 Οι οχτώ ανεπτυγμένες χώρες που περιλαμβάνονταν στην έρευνα ήταν οι εξής: Αμερική, Καναδάς, Αυστραλία, Αγγλία, Δυτική Γερμανία, Σουηδία, Ιταλία και Κάτω Χώρες. 17

25 συμπεριφορές, επιλογές και στάσεις που υιοθετούν οι άνθρωποι και οι οποίες τους οδηγούν τελικά στη φτώχεια. Το 19 ο αιώνα ο κοινωνιολόγος Herbert Spencer κατηγόρησε τους φτωχούς για τη φτώχεια που βιώνουν, χαρακτηρίζοντάς τους οκνηρούς και υποστηρίζοντας ότι όσοι δεν επιθυμούν να εργαστούν δεν πρέπει να φάνε (Blacksacademy.net, 2002). Επίσης, κάποιοι από τους υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης υποστηρίζουν ότι το άτομο πιθανώς δεν διαθέτει ιδιαίτερες ικανότητες, όπως η οξυδέρκεια, και γι αυτό οδηγείται τελικά στη φτώχεια (Bradshaw, 2006). Η έλλειψη ικανοτήτων και εκπαίδευσης παραπέμπει σε μία άλλη οικονομική θεωρία, αυτή του Ανθρώπινου Κεφαλαίου (νεοκλασική θεωρία). Σύμφωνα με αυτή, τα άτομα που δεν επενδύουν αρκετά στην εκπαίδευσή τους και έχουν ελλιπή εμπειρία θα έχουν χαμηλότερη παραγωγικότητα και άρα χαμηλότερους μισθούς, κάτι που τα καθιστά πιο ευάλωτα στη φτώχεια. Πολλοί νεοκλασικοί όπως οι Becker, Mincer και Polachek θεωρούν ότι η οικογένεια (μονάδα ανάλυσης) στοχεύει στη μεγιστοποίηση της χρησιμότητάς της, για αυτό κάθε μέλος της αναλαμβάνει εκείνον τον ρόλο στον οποίο είναι πιο παραγωγικό. Θεωρούν ότι ο ρόλος στον οποίο παραδοσιακά οι γυναίκες είναι πιο παραγωγικές είναι αυτός της οικιακής εργασίας και για αυτό επενδύουν λιγότερο στο ανθρώπινο κεφάλαιό τους κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Συνεπώς, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τους άντρες αλλά ούτε να λάβουν ίδιες αμοιβές (Παυλίδου 1989 και 1998). Προσέγγιση της φτώχειας ως αποτέλεσμα του Κράτους Πρόνοιας Στην ίδια σχολή οικονομικής σκέψης (Κλασικών και Νεοκλασικών Οικονομολόγων) ανήκει η προσέγγιση που παρουσιάζει ως αίτιο της φτώχειας τα προγράμματα Κοινωνικής Πρόνοιας και ουσιαστικά και πάλι το ίδιο το άτομο ευθύνεται για τη φτώχεια του. Αυτή η προσέγγιση στηρίζεται στη Θεωρία Εξάρτησης από την Πρόνοια. Σύμφωνα με τους Kasarda and Ting (1996), η συμμετοχή των ατόμων σε προγράμματα πρόνοιας αποτελεί παγίδα, που τους κρατά σε κατάσταση φτώχειας. Σύμφωνα με τους δύο συγγραφείς, οι φτωχοί είναι έξυπνοι άνθρωποι και ικανοί για να πάρουν μία ορθολογική απόφαση σχετικά με την αναζήτηση/αποδοχή βοήθειας από το κράτος. Πιστεύουν όμως ότι το κράτος θα πρέπει να περικόψει τα επιδόματα πρόνοιας και να αυξήσει τους μισθούς μέσω φορολογικών 18

26 κινήτρων, καθώς επίσης πρέπει με τη βοήθεια των κοινωνικών λειτουργών να περάσουν οι δικαιούχοιλήπτες/τριες επιδομάτων από την πρόνοια στην εργασία. Έχει αποδειχθεί μέσα από εμπειρικές μελέτες ότι οι κοινωνικές παροχές-επιδόματα πρόνοιας δημιουργούν ένα αντικίνητρο για εργασία, το ίδιο και ο φόρος εισοδήματος (Blank, 2003, κατά παραπομπή Austin, 2006). Αν και υπήρξαν εμπειρικές αποδείξεις για την ύπαρξη του αντικίνητρου για την εργασία, είναι δύσκολο να προσδιορισθεί πόσο μεγάλο είναι. Άρα, σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία φτώχειας ευθύνονται και πάλι τα άτομα, διότι επαναπαύονται με τη λήψη επιδομάτων και για αυτό δεν επιθυμούν να εργαστούν. Προσέγγιση της Φτώχειας: «Κουλτούρα της Φτώχειας» Σύμφωνα με τη θεωρία «κουλτούρα της φτώχειας» η φτώχεια δημιουργείται καθώς ένα σύνολο ιδεών, αξιών και ικανοτήτων κοινωνικά κατασκευασμένων περνά από γενιά σε γενιά. Σε αυτή τη θεωρία δεν κατηγορείται ξεκάθαρα το άτομο, καθώς το ίδιο είναι θύμα μίας δυσλειτουργικής κουλτούρας (Bradshaw, 2006). Παρόλα αυτά δεν περιορίζεται η προκατάληψη ότι η φτώχεια είναι αποτέλεσμα λανθασμένων επιλογών των ατόμων και όχι της κοινωνίας (Townsend, 1979). Η «κουλτούρα της φτώχειας» διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Αμερικανό ανθρωπολόγο Oscar Lewis (1966), μετά από μία μελέτη των φτωχών Πορτορικανών οικογενειών στο Πουέρτο Ρίκο και των συγγενών τους στη Νέα Υόρκη. Ο Oscar Lewis (1966) σημειώνει ότι «μόλις τα παιδιά της φτωχογειτονιάς γίνουν έξι ή επτά ετών, ήδη έχουν υιοθετήσει τις βασικές στάσεις και αξίες της κουλτούρας τους. Συνεπώς, δεν είναι ψυχολογικά προετοιμασμένα να αξιοποιήσουν όποιες ευκαιρίες συναντήσουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους». Η Bradshaw (2006) επισημαίνει όμως ότι κανείς δεν αμφισβητεί ότι οι φτωχοί άνθρωποι έχουν υποκουλτούρες ή ότι αυτές οι υποκουλτούρες μπορεί να είναι επιζήμιες. Αυτό που είναι σημαντικό είναι τι προκαλεί αυτές τις υποκουλτούρες φτώχειας. H Herzog (1963, κατά παραπομπή Townsend, 1979) ορίζοντας την «κουλτούρα της φτώχειας», σημειώνει ότι αποτελείται από ένα διακριτό σύστημα αξιών, πεποιθήσεων και θεσμών που διαφέρουν από την κουλτούρα της πλειονότητας μέσα στην κοινωνία. Τα άτομα αυτής της υποκουλτούρας παρουσιάζουν ομοιότητες στη δομή της οικογένειας που δημιουργούν, στον τρόπο χρήσης του χρόνου, στις διαπροσωπικές σχέσεις, στα συστήματα αξιών, στον τρόπο με τον οποίο δαπανούν τα χρήματά τους και στο νόημα που αποδίδουν στις κοινότητές τους (οικισμοί κατώτερων τάξεων). Αυτή η θεωρία της 19

27 φτώχειας καθιστά υπεύθυνη την κουλτούρα φτώχειας όχι μόνο για τη δημιουργία φτώχειας αλλά και τη διαγενεακή μεταβίβασή της («φαύλος κύκλος» της φτώχειας). Θεωρίες Περιφερειακής Φτώχειας Η φτώχεια διαφοροποιείται ανάλογα με τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες. Οι θεωρίες περιφερειακής φτώχειας διαχωρίζουν την αστική φτώχεια από την αγροτική φτώχεια. Και τα δύο αυτά είδη φτώχειας είναι αποτέλεσμα της έλλειψης εισοδήματος αλλά η διαφορά της αστικής φτώχειας είναι ότι συχνά παρατηρείται εν μέσω οικονομικής ευημερίας. Σε απόλυτους όρους, δηλαδή ανεξάρτητα από το επίπεδο ευημερίας, η αστική φτώχεια τείνει να είναι υψηλότερη, γιατί ο αστικός τρόπος ζωής τείνει να είναι πιο ακριβός από τον αγροτικό (κόστος στέγασης, μεταφοράς και ειδών τροφής πιο ακριβά στις πόλεις). Τέλος, υπάρχει μία δυναμική σχέση μεταξύ της αστικής και αγροτικής φτώχειας λόγω της μετανάστευσης ατόμων από τις αγροτικές προς τις αστικές περιοχές εντείνοντας έτσι την αστική φτώχεια, στην οποία στράφηκε η προσοχή τη δεκαετία του 1970 (Mink and O Connor, 2004). Η προσέγγιση των Ικανοτήτων (Capability Approach) Η προσέγγιση των ικανοτήτων (capability approach), την οποία εισήγαγε για πρώτη φορά ο Amartya Sen το 1976, δε θέτει στο επίκεντρο το εισόδημα ως αίτιο φτώχειας, αλλά αντιλαμβάνεται το εισόδημα ως μέσο για την απόκτηση κάποιων αγαθών και υπηρεσιών που θα οδηγήσουν σε κάποια επιτεύγματα (Functionings). Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, η φτώχεια ορίζεται ως η «αποτυχία για επίτευξη/ικανοποίηση συγκεκριμένων ελάχιστων ή βασικών αναγκών» (Sen, 1993) και δε γίνεται χρήση χρηματικών δεικτών για τη μέτρηση της ευημερίας και αποστέρησης αλλά χρήση δεικτών που μετρούν την ελευθερία ενός ατόμου να ζει μία αξιόλογη ζωή. Χαρακτηριστικός δείκτης που προέρχεται από την προσέγγιση των ικανοτήτων είναι ο Δείκτης Ανθρώπινης Φτώχειας, σύμφωνα με τον οποίο η ανθρώπινη φτώχεια ορίζεται ως η αποστέρηση τριών βασικών στοιχείων για την ανθρώπινη ζωή (μακροζωία, γνώση και αξιοπρεπές επίπεδο ζωής). 20

28 Φεμινιστικές Οικονομικές Θεωρίες Σύμφωνα με τις φεμινιστικές οικονομικές θεωρίες (δεκαετία ), οι έμφυλες ανισότητες και οι διακρίσεις αποτελούν τα πιο σημαντικά αίτια της φτώχειας των γυναικών. Σύμφωνα με την Riley (2008), τα βασικά αίτια της φτώχειας βρίσκονται στο συνδυασμό των διάφορων ανισοτήτων στις κοινωνικές σχέσεις, όπως ο ρατσισμός, οι διακρίσεις λόγω φύλου, θρησκείας και πολιτισμικών διακρίσεων. Οι έμφυλες διακρίσεις ερμηνεύονται από την Bergmann το 1974 με την υπόθεση της Υπερσυγκέντρωσης (overcrowding hypothesis). Σύμφωνα με τη Bergmann, οι προκαταλήψεις ή οι στερεότυπες αντιλήψεις των εργοδοτών σχετικά με τα κατάλληλα επαγγέλματα για τις γυναίκες έχουν ως αποτέλεσμα οι γυναίκες να συγκεντρώνονται στα αποκαλούμενα «γυναικεία» επαγγέλματα. Τα επαγγέλματα αυτά έχουν μικρή ζήτηση, ενώ λόγω του συνωστισμού-υπερσυγκέντρωσης η προσφορά εργασίας είναι μεγάλη. Η μεγαλύτερη προσφορά εργασίας από τη ζήτηση οδηγεί στη μείωση των μισθών των γυναικών. Άρα, σύμφωνα με την Bergmann οι διακρίσεις παίρνουν τη μορφή του αποκλεισμού (άνιση πρόσβαση) των γυναικών σε συγκεκριμένου τύπου επαγγέλματα και των μισθολογικών διαφορών λόγω του αποκλεισμού αυτού (Παυλίδου, 1989 και 1998). Άρα, ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι αποτέλεσμα των διακρίσεων. Η Cagatay (1998) στην εργασία της «Φύλο και Φτώχεια» υποστήριξε ότι οι έμφυλες ανισότητες είναι ένας αιτιώδης παράγοντας της χρόνιας φτώχειας όχι μόνο των γυναικών αλλά όλων των μελών του νοικοκυριού και ένας αιτιώδης παράγοντας της διαγενεακής αναπαραγωγής της φτώχειας. «Νόρμες για τους γάμους μικρών κοριτσιών, τις έμφυλες προκαταλήψεις για την εκπαίδευση των κοριτσιών, την περιορισμένη κινητικότητα των γυναικών, την έλλειψη ελέγχου των γυναικών για τις αποφάσεις γονιμότητας και τα έμφυλα χάσματα μισθών συμβάλλουν στις δυσκολίες απόδρασης από τη φτώχεια λόγω των φαύλων κύκλων φτώχειας και έμφυλων ανισοτήτων». Επίσης, ισχυρή σχέση μεταξύ έμφυλων ανισοτήτων και ανθρώπινης φτώχειας επισημάνθηκε από την Έκθεση Ανθρώπινης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (UNDP, 1997: 39 και 42). Συγκεκριμένα, παρατηρήθηκε ισχυρή σχέση του δείκτη έμφυλης ανάπτυξης σε σχέση με το φύλο (GDI) και του δείκτη ενδυνάμωσης του φύλου (GEM) με το δείκτη ανθρώπινης φτώχειας -HPI, για τους οποίους θα μιλήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο «Μέτρηση Έμφυλης Φτώχειας». 21

29 Επίσης, σημαντικό αίτιο της φτώχειας των γυναικών είναι ο ρόλος τους ως υπεύθυνες για την φροντίδα της οικογένειας. Αυτός ο ρόλος περιορίζει τη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας και τις αποδοχές τους. Η εργασία για την φροντίδα του νοικοκυριού και της οικογένειας υποτιμάται από τις καπιταλιστικές οικονομίες. Πολλές γυναίκες είτε αποκλείονται από τη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας, ώστε να μείνουν σπίτι και να φροντίσουν την οικογένειά τους, είτε συχνά όταν βγαίνουν στην αγορά εργασίας απασχολούνται σε δουλειές που σχετίζονται με την φροντίδα του σπιτιού και της οικογένειας (Mink and O Connor, 2004). Αυτή η υποτίμηση της εργασίας των γυναικών εντός του σπιτιού έχει σαν αποτέλεσμα οι γυναίκες που παρέχουν τις συγκεκριμένες υπηρεσίες ως επάγγελμα να λαμβάνουν χαμηλούς μισθούς, το αποκαλούμενο «care penalty» κατά την Folbre 13 (2001, κατά παραπομπή Mink and O Connor, 2004) και άρα να είναι πιο ευάλωτες από τους άντρες να καταλήξουν φτωχές. 3.2 Τα πιο Σημαντικά Αίτια της Φτώχειας των Γυναικών Οι θεωρητικές προσεγγίσεις της φτώχειας διακρίνονται σε αυτές που αποδίδουν την φτώχεια στο ίδιο το άτομο, όπως η ατομικιστική προσέγγιση, η προσέγγιση της φτώχειας ως αποτέλεσμα του κράτους πρόνοιας και η «κουλτούρα φτώχειας» και σε αυτές που αποδίδουν τη φτώχεια στο καπιταλιστικό σύστημα και την κοινωνία/κράτος, όπως η μαρξιστική θεωρία, η δομική θεωρία και οι φεμινιστικές θεωρίες. Σύμφωνα με την κλασική και νεοκλασική σχολή σκέψης, το άτομο είναι φτωχό λόγω των επιλογών του και λόγω της ελλιπούς επένδυσης στην εκπαίδευσή του (ανθρώπινο κεφάλαιο). Οι γυναίκες είναι φτωχές γιατί για παράδειγμα οι ίδιες επέλεξαν να γίνουν μητέρες σε μικρή ηλικία ή ως ορθολογικά άτομα επέλεξαν να μην επενδύσουν στην εκπαίδευσή τους. Όμως, οι γυναίκες είναι μέρος ενός οικονομικού συστήματος (καπιταλισμού) και βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση με αυτό. Οι καπιταλιστές έχουν συμφέρον να διατηρούν τις διακρίσεις εις βάρος των γυναικών στην αγορά εργασίας και την κατάτμηση της αγοράς εργασίας. Τις τοποθετούν σε χαμηλόμισθες και χαμηλόβαθμες θέσεις εργασίας στη δευτερεύουσα αγορά εργασίας, στην οποία δεν απαιτούνται και συχνά 13 Folbre Nancy (2001) The Invisible Heart: Economics and Family Values, New York, New Press. 22

30 αποθαρρύνονται οι σταθερές εργασιακές συνήθειες, οι μισθοί είναι χαμηλοί και οι δυνατότητες ανέλιξης είναι λίγες, χρησιμοποιώντας τες και ως εφεδρικό στρατό εργασίας (Θεωρία Δυαδικής Αγοράς Εργασίας - Dual Labor Market Theory) (Reich et al., 1973). Δεν τις επιτρέπουν να έχουν πρόσβαση σε υψηλόβαθμες θέσεις, διατηρώντας έτσι το φαινόμενο της γυάλινης οροφής. Οι εργοδότες (καπιταλιστές) δεν προτιμούν να προσλάβουν γυναίκες σε υψηλόβαθμες θέσεις που απαιτούν επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο, διότι η κοινωνία/κράτος αποδίδει συγκεκριμένους ρόλους στις γυναίκες και στους άντρες. Παραδοσιακά επικρατεί η αντίληψη ότι οι γυναίκες προορίζονται για μητέρες και τη φροντίδα του νοικοκυριού. Αυτή η αντίληψη αποτρέπει τους εργοδότες να τις τοποθετήσουν σε υψηλόβαθμες θέσεις και να τις εκπαιδεύσουν, διότι φοβούνται ότι οι γυναίκες θα διακόψουν την επαγγελματική τους απασχόληση για οικογενειακούς λόγους (Παυλίδου, 1989). Άρα, οι γυναίκες καταλήγουν φτωχές κυρίως λόγω των έμφυλων ανισοτήτων και διακρίσεων, δηλαδή λόγω της άνισης μεταχείρισής τους λόγω του φύλου τους και λόγω των αντιλήψεων που έχουν επικρατήσει για το γυναικείο φύλο. Άρα, ακόμα και αν αντιμετωπίζονταν τα υπόλοιπα αίτια που οδηγούν σε φτώχεια, όπως η έλλειψη εισοδήματος, η φτώχεια των γυναικών ναι μεν θα ήταν μικρότερη αλλά και πάλι θα υπήρχε, διότι η βασική γενεσιουργός αιτία της φτώχειας των γυναικών είναι οι έμφυλες ανισότητες. Συμπερασματικά, οι έμφυλες ανισότητες και ο καπιταλισμός (διακρίσεις στην αγορά εργασίας) αποτελούν τα δύο πιο βασικά αίτια που παράγουν και αναπαράγουν τη φτώχεια των γυναικών. Όμως, οι έμφυλες ανισότητες και οι διακρίσεις στην αγορά εργασίας εις βάρος των γυναικών προκύπτουν από τον προδιαγεγραμμένο ρόλο της γυναίκας να φροντίζει την οικογένειά της. Άρα, η οικογένεια (μη αμειβόμενη εργασία) αποτελεί σημαντικό αίτιο της φτώχειας των γυναικών. Συνεπώς, οι έμφυλες ανισότητες, οι διακρίσεις στην αγορά εργασίας, η οικογένεια (τύπος οικογένειας) σε συνδυασμό με άλλα αίτια όπως η έλλειψη εισοδήματος και η ελλιπής εκπαίδευση προκαλούν τη φτώχεια των γυναικών. 23

31 4. ΜΕΤΡΗΣΗ ΕΜΦΥΛΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ Σύμφωνα με τον Lozada (2003), υφίσταται μία σύγκρουση των απόψεων μεταξύ των οικονομολόγων και των ανθρώπων που δημιουργούν πολιτικές, η οποία οφείλεται στις διαφορετικές μεθοδολογίες που χρησιμοποιούνται για να μετρηθεί η φτώχεια. Η σημασία των μεθοδολογιών γίνεται πιο κατανοητή από τον Deaton (2003), ο οποίος τόνισε την αυθαιρεσία των ερευνών που γίνονται για τις δαπάνες των νοικοκυριών, με σκοπό τη μέτρηση της φτώχειας. Υποστηρίζει ότι οι έρευνες μέσω ερωτηματολογίων διαφέρουν ως προς το πόσο μεγάλη είναι η χρονική περίοδος που ανακαλούνται να θυμηθούν οι φτωχοί άνθρωποι «πόσα χρήματα δαπάνησαν». Αναφέρει το παράδειγμα της Ινδίας, σύμφωνα με το οποίο από τους μισούς Ινδούς από ένα τυχαία επιλεγμένο δείγμα ζητήθηκε να θυμηθούν τι δαπάνες πραγματοποίησαν τις προηγούμενες 30 ημέρες και από τους υπόλοιπους μισούς τις τελευταίες 7 ημέρες. Παρατηρήθηκε ότι όσοι κλήθηκαν να θυμηθούν δαπάνες των τελευταίων 7 ημερών ανέφεραν αυξημένες δαπάνες σε φαγητό κατά 30%. Επίσης, παρατηρήθηκε αύξηση της γενικής κατανάλωσης κατά 17%, που ήταν αρκετό να μειώσει τη φτώχεια στο μισό, μετακινώντας 200 εκατομμύρια Ινδούς εκτός φτώχειας, καθώς βρίσκονταν πολύ κοντά στη γραμμή φτώχειας. Άρα, κατά τον Deaton (2003) είναι κριτικής σημασίας η μεθοδολογία που θα χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση της φτώχειας, καθώς ένα μικρό τεχνικό λάθος στη σχεδίαση της έρευνας μπορεί να έχει τεράστιες συνέπειες στη μέτρησή της. Όπως επίσης από τις τάσεις φτώχειας που θα διατυπωθούν θα εξαρτηθεί και το μέγεθος της «βοήθειας» που θα δοθεί στους φτωχούς. Αν θεωρηθεί, βάσει των μεθόδων, ότι τα ποσοστά φτώχειας μεγαλώνουν θα δοθεί μεγαλύτερη βοήθεια, ενώ αν η φτώχεια φανεί ότι μειώνεται, η βοήθεια θα αρχίσει και αυτή να ελαττώνεται (Lozada, 2003). Η σημασία των μεθοδολογικών προσεγγίσεων της μέτρησης της φτώχειας επισημάνθηκε και από την μελέτη «Η φτώχεια στην Ελλάδα: Ομοιότητες και διαφορές χρησιμοποιώντας εναλλακτικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις» (Δαφέρμος κ.α., 2008). Στη μελέτη αυτή μετρήθηκε η φτώχεια στην Ελλάδα το 2005 με δεδομένα της EUSILC εφαρμόζοντας τρεις μεθοδολογικές προσεγγίσεις: 1) την αντικειμενική-μονοδιάστατη, 2) την υποκειμενική και 3) την αντικειμενική-πολυδιάστατη. Σύμφωνα με την αντικειμενική-μονοδιάστατη μεθοδολογική προσέγγιση, η φτώχεια ορίζεται ως η έλλειψη επαρκούς εισοδήματος και το επακόλουθο χαμηλό επίπεδο κατανάλωσης. Η υποκειμενική φτώχεια, που δεν έχει αναπτυχθεί εκτενώς συγκριτικά με άλλες προσεγγίσεις για τη μέτρηση της φτώχειας, βασίζεται στις αντιλήψεις των ίδιων των 24

32 νοικοκυριών όσον αφορά το επίπεδο διαβίωσής τους. Άρα, έμμεσα υποθέτει ότι το όριο φτώχειας δε μπορεί να οριστεί εξωγενώς αλλά πρέπει να προκύπτει από τα ίδια τα άτομα. Τέλος, η αντικειμενικήπολυδιάστατη προσέγγιση της φτώχειας βασίζεται στην αντίληψη ότι για τον υπολογισμό της φτώχειας δεν είναι επαρκής η εξέταση του ύψους του εισοδήματος ενός ατόμου (ή νοικοκυριού) αλλά πρέπει επίσης να εξεταστεί συγχρόνως κατά πόσο το συγκεκριμένο άτομο (ή νοικοκυριό) ικανοποιεί ορισμένες βασικές ανάγκες, όπως η διαμονή σε κατοικία με εσωτερικό λουτρό και τουαλέτα, η δυνατότητα για επικοινωνία μέσω τηλεφώνου, η επαρκής θέρμανση της κατοικίας διαμονής, η πραγματοποίηση διακοπών σε ετήσια βάση κτλ. (Δαφέρμος κ.α., 2008). Το ποσοστό του πληθυσμού που κατατάσσεται ως φτωχό σύμφωνα με την αντικειμενική-μονοδιάστατη προσέγγιση είναι 19%, σύμφωνα με την υποκειμενική 44% και σύμφωνα με την αντικειμενική-πολυδιάστατη 9%. Οι μεθοδολογικές προσεγγίσεις που θα χρησιμοποιηθούν σε αυτήν την εργασία είναι η αντικειμενική-μονοδιάστατη και η αντικειμενική-πολυδιάστατη. 4.1 Δείκτες Έμφυλης Φτώχειας: EUSILC Εφόσον υπάρχουν διαφορετικές θεωρίες οι οποίες αποδίδουν διαφορετικά αίτια στο φαινόμενο της φτώχειας, δεν είναι λάθος να ορίζονται διαφορετικοί στόχοι για την αντιμετώπισή της φτώχειας, διαφορετικοί δείκτες για τη μέτρησή της και διαφορετικοί δείκτες για τη μέτρηση της προόδου των τιθέμενων στόχων (Maxwell, 1999). Κατά τον Maxwell (1999), είναι πολύ σημαντικό για τη μέτρηση της φτώχειας, οι στόχοι που θα τεθούν να είναι «έξυπνοι», δηλαδή μετρήσιμοι, καταγεγραμμένοι και περιορισμένοι χρονικά. Οι στόχοι ταυτόχρονα όμως πρέπει να είναι αποδοτικοί, κατάλληλοι, απλοί και συχνά ενημερωμένοι, δηλαδή πρέπει να είναι «έξυπνοι» και «εύκολοι» ταυτόχρονα. Στη βιβλιογραφία υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός δεικτών για τη μέτρηση της φτώχειας. Πέρα από τα χρηματικά/εισοδηματικά μετρικά μοντέλα, που είναι τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα και απαιτούν πληροφορίες για το εισόδημα ή την κατανάλωση, απαιτούνται και άλλα μοντέλα. Χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα χρησιμοποιεί τα εισοδηματικά μέτρα φτώχειας για την εκτίμηση του βιοτικού επιπέδου, αναγνωρίζει ότι τα μέτρα αυτά δε μπορούν να προσδιορίσουν άλλες διαστάσεις της ευημερίας, όπως η υγεία, το προσδόκιμο ζωής, η ικανότητα γραφής και ανάγνωσης και η πρόσβαση σε δημόσια αγαθά, που αποτελούν κομμάτι των πολυδιάστατων ορισμών της φτώχειας (Ludi and Bird, 25

33 2007). Υπάρχουν μοντέλα στα οποία η προσοχή εστιάζεται στα λεγόμενα capability and functioning. Αυτό το μοντέλο παραπέμπει στη Θεωρία Ικανοτήτων του Sen που διατυπώθηκε τη δεκαετία του 1980, στην οποία επισημαίνονταν ότι όταν αξιολογείται η ευημερία ενός ατόμου, το πιο σημαντικό είναι να λαμβάνεται υπόψη τι «μπορεί να κάνει το άτομο αλλά και να είναι» (σε αυτήν τη θεωρία βασίζεται ο Δείκτης Ανθρώπινης Φτώχειας). Σύμφωνα με τον Maxwell (1999), στα μοντέλα αυτά ικανοτήτων παρουσιάζονται δείκτες προσδόκιμου ζωής και εκπαίδευσης. Στα μοντέλα της ευημερίας ή του κοινωνικού αποκλεισμού περιλαμβάνονται μέτρα όπως ο βαθμός της κοινωνικής στήριξης. Άρα από τη μια πλευρά, υπάρχουν μέτρα φτώχειας βάσει του εισοδήματος και από την άλλη πλευρά μέτρα που βασίζονται σε άλλες διαστάσεις της φτώχειας εξίσου σημαντικές. Πολλοί από αυτούς τους δείκτες/μέτρα δεν έχουν γίνει ιδιαίτερα αποδεκτοί και δε χρησιμοποιούνται συχνά αλλά υφίστανται σε θεωρητικό επίπεδο. Οι δείκτες αποτελούν τα μέσα ή διαφορετικά τις ποσοτικές ή ποιοτικές μεταβλητές οι οποίες μετρούν την αλλαγή που σχετίζεται με μία παρέμβαση. Αποτελούν προσεγγίσεις που βασίζονται κατά βάση σε υποθέσεις, οι οποίες όσο μικρότερες είναι τόσο πιο αξιόπιστος είναι ο δείκτης (Church and Rogers, 2006). Θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή όμως στον τρόπο δημιουργίας και χρήσης των δεικτών, καθώς μπορούν να οδηγήσουν στη λήψη λανθασμένων αποτελεσμάτων. Επίσης, δείκτες οι οποίοι δανείζονται από άλλους πολιτισμούς θα πρέπει να ξανακατασκευαστούν και να ελεγχθούν στα πλαίσια του πολιτισμού που πρόκειται να εφαρμοσθούν (Church and Rogers, 2006). Η χρήση παγκόσμιων δεικτών γίνεται πολύ πιο ριψοκίνδυνη λόγω των ιδιαιτεροτήτων της κάθε χώρας, οικονομίας ή τοπικής κοινωνίας και για αυτό στην Ελλάδα που αποτελεί μία χώρα με μία οικονομία με πολλές ιδιαιτερότητες θα πρέπει να γίνει προσεκτική επιλογή των δεικτών που μετρούν τη φτώχεια των γυναικών. Οι δύο βασικές κατηγορίες δεικτών είναι οι ποσοτικοί, που μετρούν μία ποσότητα ή περιγράφουν την εφαρμογή μίας δραστηριότητας και οι ποιοτικοί, που σχετίζονται με την αντίληψη ή την κρίση των ανθρώπων για ένα θέμα. Οι περισσότεροι ποιοτικοί δείκτες περιέχουν έναν αριθμό, οπότε πέρα από τον αριθμό θα πρέπει να παρατηρηθεί τι είναι αυτό που πραγματικά μετριέται (Church and Rogers, 2006). 26

34 Οι πιο συνήθεις δείκτες που χρησιμοποιούνται για την μέτρηση της (έμφυλης) φτώχειας παγκοσμίως είναι οι ακόλουθοι: Γραμμή/όριο/κατώφλι φτώχειας (poverty line): Οι γραμμές φτώχειας αποτελούν εκείνα τα σημεία που διαχωρίζουν τους φτωχούς από τους μη φτωχούς. Συνήθως είναι ποσοτικές-εισοδηματικές και ορίζονται για παράδειγμα βάσει ενός συγκεκριμένου επιπέδου κατανάλωσης. Μπορεί όμως να είναι και μη εισοδηματικές και να ορίζονται για παράδειγμα από ένα ορισμένο μορφωτικό επίπεδο (World Bank, 2014). Δύο βασικοί τρόποι ορισμού των ορίων φτώχειας είναι ο σχετικός και ο απόλυτος. Τα σχετικά όρια φτώχειας ορίζονται σε σχέση με τη συνολική κατανομή του εισοδήματος ή της κατανάλωσης σε μία χώρα. Για παράδειγμα, η γραμμή φτώχειας θα μπορούσε να οριστεί στο 50% του μέσου/διάμεσου εισοδήματος ή κατανάλωσης μίας χώρας. Στην Ελλάδα το σχετικό όριο φτώχειας ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού εισοδήματος του νοικοκυριού και αντιστοιχεί στα 5,708 ευρώ ετησίως για ένα άτομο και σε 11,986 ευρώ για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και με δύο εξαρτώμενα παιδιά κάτω των 14 ετών για το έτος 2012 (ΕΛ.ΣΤΑΤ., 2012). Τα απόλυτα όρια φτώχειας, όταν είναι εισοδηματικά, βασίζονται συχνά σε εκτιμήσεις του κόστους των βασικών διατροφικών αναγκών, στο οποίο κόστος προστίθεται και ένα επιπλέον ποσό για μη διατροφικές ανάγκες (World Bank, 2014). Τα όρια αυτά της φτώχειας χρησιμοποιούνται κατά βάση σε αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς μεγάλα ποσοστά πληθυσμού επιβιώνουν με τα ελάχιστα απαιτούμενα αγαθά διατροφής για τη συντήρησή τους ή και ακόμα λιγότερα. Οι πιο βασικές μέθοδοι για τον ορισμό του απόλυτου ορίου φτώχειας είναι η μέθοδος πρόσληψης ενέργειας μέσω τροφής (The food-energy intake method) και η μέθοδος του Κόστους των Βασικών Αναγκών (The Cost of Basic Needs method) (World Bank, 2014). Σύμφωνα με τη μέθοδο πρόσληψης ενέργειας από τροφή ορίζεται η γραμμή φτώχειας προσδιορίζοντας τις δαπάνες κατανάλωσης ή το επίπεδο εισοδήματος στο οποίο η πρόσληψη ενέργειας μέσω της τροφής ενός ατόμου είναι αρκετή για να ικανοποιήσει μία προκαθορισμένη απαίτηση για ενέργεια από την τροφή. Σύμφωνα με τη μέθοδο του Κόστους των Βασικών Αναγκών εκτιμάται η αξία ενός συνόλου συγκεκριμένων τροφών που καταναλώνονται από τους φτωχούς σε τοπικές τιμές και στη συνέχεια σε αυτό το ποσό προστίθεται ένα επιπλέον ποσό για τις μη διατροφικές ανάγκες. Το αρνητικό χαρακτηριστικό των ορίων φτώχειας είναι ότι χαρακτηρίζονται έντονα από το στοιχείο της αυθαιρεσίας, 27

35 για παράδειγμα το «κατώφλι θερμίδων» στο οποίο υπόκεινται οι δύο παραπάνω μέθοδοι ποικίλει με βάσει την ηλικία (World Bank, 2014). Σε αυτήν την εργασία θα γίνει χρήση της σχετικής γραμμής φτώχειας, διότι εξετάζεται η φτώχεια σε μία αναπτυγμένη χώρα και όχι αναπτυσσόμενη. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα ( ), πέρα από τη γραμμή φτώχειας βάσει της οποίας χωρίζονται οι φτωχοί από τους μη φτωχούς, τα τρία πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα μέτρα της φτώχειας είναι τα ακόλουθα: 1) Συχνότητα εμφάνισης φτώχειας ή ποσοστό φτώχειας ή συνολικός δείκτης φτώχειας (Incidence of poverty or poverty rate or headcount index) Ο δείκτης αυτός παρουσιάζει το ποσοστό του πληθυσμού του οποίου το εισόδημα ή η κατανάλωση είναι κάτω από τα όρια της φτώχειας. Ποσοτικοποιεί το ποσοστό του πληθυσμού που δε δύναται να αγοράσει ένα καλάθι με τα βασικά αγαθά (World Bank, ). Μετρά ουσιαστικά τα φτωχά άτομα επιτρέποντας σε επιστήμονες και δημιουργούς πολιτικών αντιμετώπισης της φτώχειας να μελετούν την πιο άμεση διάσταση της ανθρώπινης φτώχειας (Morduch, 2005). Η ευκολία και η απλότητα της κατασκευής και κατά συνέπεια της κατανόησης αυτού του δείκτη είναι που τον καθιστά τόσο εύχρηστο και αποτελεί ένα από τα πλεονεκτήματά του (Makoka & Kaplan, 2005). Ένα ακόμα πλεονέκτημα του δείκτη είναι ότι είναι επαρκής για την εκτίμηση της συνολικής προόδου στη μείωση της φτώχειας. Απόρροια όμως αυτής της απλότητας είναι κάποια μειονεκτήματα του δείκτη. Σύμφωνα με τους Makoka & Kaplan (2005), το «ποσοστό φτώχειας» αγνοεί τις διαφορές στην ευημερία μεταξύ διαφορετικών φτωχών νοικοκυριών υποθέτοντας ότι όλοι οι φτωχοί είναι στην ίδια κατάσταση. Ένας ακόμα περιορισμός είναι ότι ο δείκτης δε λαμβάνει υπόψη του τις αλλαγές που σημειώνονται στην ευημερία των ατόμων όσο αυτά παραμένουν κάτω από τη γραμμή φτώχειας. Σύμφωνα με τον Sen (1976) και το «Αξίωμα Μεταβίβασης», όταν «μεταβιβάζεται εισόδημα» από κάποιο άτομο βρισκόμενο κάτω από τη γραμμή φτώχειας σε κάποιο άλλο άτομο που είναι πλουσιότερο, τότε θα έπρεπε να αυξάνεται το μέτρο της φτώχειας, κάτι στο οποίο ο κατά κεφαλήν δείκτης φτώχειας αποτυγχάνει. Τρίτος περιορισμός του δείκτη είναι ότι δε λαμβάνει υπόψη του την ένταση της φτώχειας ή διαφορετικά το χάσμα της φτώχειας (Makoka & Kaplan, 2005). 28

36 2) Βάθος φτώχειας ή ένταση φτώχειας ή χάσμα φτώχειας (depth of poverty or intensity of poverty or poverty gap) Ο δείκτης αυτός αποτελεί το δεύτερο πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο μέτρο φτώχειας μετά τον συνολικό δείκτη φτώχειας και παρέχει πληροφορίες σχετικά με το πόσο μακριά είναι τα νοικοκυριά από τη γραμμή φτώχειας (World Bank, ). Σύμφωνα με τον Sen (1976), ο δείκτης παρουσιάζει το συνολικό έλλειμμα του εισοδήματος όλου του πληθυσμού από τη γραμμή φτώχειας. Αυτό ικανοποιεί το «Αξίωμα της Μονοτονικότητας» σύμφωνα με το οποίο μία μείωση στο εισόδημα ενός ατόμου κάτω από τη γραμμή φτώχειας πρέπει να αυξάνει το μέτρο της φτώχειας αλλά παραβιάζει το αξίωμα της μεταβίβασης. Το χάσμα φτώχειας προκύπτει προσθέτοντας όλα τα ελλείμματα των φτωχών (υποθέτοντας ότι οι μη φτωχοί έχουν μηδενικό έλλειμμα) και διαιρώντας το σύνολο με τον πληθυσμό (World Bank, ). Με άλλα λόγια, υπολογίζει τους πόρους που απαιτούνται για να φέρουν τους φτωχούς στο επίπεδο της γραμμής της φτώχειας. Σύμφωνα με τους Makoka & Kaplan (2005), πλεονέκτημα του δείκτη είναι ότι αντανακλά το μέσο έλλειμμα των φτωχών ανθρώπων, επιτρέποντας την καλύτερη κατανόηση του βάθους της φτώχειας. Επιπλέον, πλεονέκτημα του μέτρου είναι ότι δείχνει πόσα χρήματα πρέπει να μεταφερθούν στους φτωχούς, ώστε να φτάσουν οι δαπάνες τους μέχρι τη γραμμή φτώχειας. Ως αποτέλεσμα είναι εύκολο να εξαχθεί το ελάχιστο κόστος για τον περιορισμό της φτώχειας με μεταβιβάσεις. Ο πιο σημαντικός όμως περιορισμός του δείκτη είναι ότι δε συλλαμβάνει τη σοβαρότητα της φτώχειας μεταξύ των φτωχών και αγνοεί την ανισότητα μεταξύ τους. 3) Σοβαρότητα της φτώχειας ή Χάσμα φτώχειας εις το τετράγωνο (Poverty severity or squared poverty gap) O δείκτης αυτός δε λαμβάνει υπόψη του μόνο την απόσταση που χωρίζει τους φτωχούς από τη γραμμή φτώχειας (poverty gap) αλλά επίσης την ανισότητα μεταξύ των φτωχών, χαρακτηριστικό που αποτελεί πλεονέκτημα του δείκτη (World Bank, ). Το γεγονός ότι λαμβάνονται τα τετράγωνα του χάσματος της φτώχειας συμβάλει στο να δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα στα μεγαλύτερα χάσματα της φτώχειας, δηλαδή σε εκείνα τα νοικοκυριά που είναι πιο μακριά από τη γραμμή φτώχειας. 29

37 Η φτώχεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετριέται από την «Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών» (EU-SILC), η οποία το 2003 αντικατέστησε το ευρωπαϊκό panel νοικοκυριών (European Community Household Panel, ECHP). Η EU-SILC αποτελεί μέρος ενός κοινοτικού στατιστικού προγράμματος, στο οποίο συµµετέχουν όλα τα κράτη µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κύριος στόχος της έρευνας αποτελεί η μελέτη σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο των συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών με βάσει κυρίως το εισόδημά τους. Η Έρευνα είναι η βασική πηγή αναφοράς των συγκριτικών στατιστικών για την κατανομή του εισοδήματος και τον κοινωνικό αποκλεισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η μονάδα ανάλυσης που χρησιμοποιείται είναι τα νοικοκυριά και τα μέλη τους. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η φτώχεια μετριέται βάσει μίας «σχετικής εισοδηματικής γραμμής φτώχειας» (relative income poverty line) των νοικοκυριών μία χώρας, η οποία κυμαίνεται από το 40% έως 70% του διάμεσου εισοδήματος του νοικοκυριού (Ευρωπαϊκό Δίκτυο Κατά της Φτώχειας» 14, 2013). Στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι άνθρωποι που πέφτουν κάτω από το 60% του διάμεσου εισοδήματος θεωρούνται ότι έχουν μεγάλο βαθμό επικινδυνότητας να βρεθούν σε κατάσταση φτώχειας ( at risk of poverty ). Κάποιοι από τους κύριους δείκτες έμφυλης φτώχειας που χρησιμοποιούνται από την Έρευνα είναι οι εξής: α) κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές µεταβιβάσεις Σύμφωνα με αυτόν το δείκτη υπολογίζεται το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα είναι κάτω από τη γραμμή φτώχειας, που για την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει οριστεί στο 60% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος. Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις αποτελούν διαφόρων μορφών κοινωνικά βοηθήματα που παρέχονται από το κράτος, όπως το επίδομα ανεργίας, επίδομα μακροχρόνια ανέργων, επιδόματα αναπηρίας, εισοδηματικές ενισχύσεις σε νοικοκυριά μόνιμων κατοίκων ορεινών και μειονεκτικών περιοχών, ΕΚΑΣ, συντάξεις γήρατος από εργασία ή από τον/την σύζυγο κ.α. 14 European Anti Poverty Network-EAPN: αποτελεί το μεγαλύτερο Ευρωπαϊκό δίκτυο εθνικών, περιφερειακών και τοπικών δικτύων περιλαμβάνοντας μη κυβερνητικές οργανώσεις και Ευρωπαϊκούς οργανισμούς που μάχονται κατά της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Ιδρύθηκε το

38 β) κίνδυνος φτώχειας πριν τις κοινωνικές µεταβιβάσεις Υπολογίζεται το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά με συνολικό διαθέσιμο εισόδημα μικρότερο της γραμμής φτώχειας χωρίς να περιλαμβάνονται στο διαθέσιμο αυτό εισόδημα τα κοινωνικά επιδόματα και οι συντάξεις. Αυτός ο δείκτης αποτελεί τον έναν από τους δύο δείκτες που υπολογίζουν τον κίνδυνο φτώχειας πριν τις μεταβιβάσεις. Σύμφωνα με τον δεύτερο δείκτη δεν περιλαμβάνονται στο εισόδημα τα κοινωνικά επιδόματα, ενώ περιλαμβάνονται οι συντάξεις. γ) κίνδυνος φτώχειας υπολογιζόμενος µε το κατώφλι φτώχειας (πληθωρισμένο µε τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή-ενδτκ ) του έτους 2005 Έχοντας ως έτος βάσης το 2012, ο δείκτης κινδύνου φτώχειας υπολογιζόμενος με το κατώφλι/γραμμή φτώχειας του 2005 είναι προσαρμοσμένος σύμφωνα με τον ΕνΔΤΚ. Ο ΕνΔΤΚ αποτελεί τον οικονομικό δείκτη που μετρά τις διαχρονικές μεταβολές των τιμών των καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών που αποκτώνται, χρησιμοποιούνται ή πληρώνονται από τα νοικοκυριά (ΥΣΤΑΤ- 2014). Αυτό σημαίνει ότι με έτος βάσης το 2012, τα άτομα των οποίων το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα το έτος 2012 ήταν κάτω από το κατώφλι φτώχειας του 2005 βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας. Εκτός από τους παραπάνω βασικούς δείκτες έμφυλης φτώχειας, η EUSILC χρησιμοποιεί επιπλέον δείκτες έμφυλης φτώχειας, όπως ο παρατεταμένος/συνεχιζόμενος κίνδυνος φτώχειας, ο κίνδυνος φτώχειας των εργαζόμενων και άνεργων ατόμων. Επίσης, χρησιμοποιεί δείκτες υλικής στέρησης και δείκτες ελλείψεων ανέσεων κατοικίας, βάσει των οποίων δε μετριέται η φτώχεια μόνο εξετάζοντας το ύψος του εισοδήματος ενός ατόμου (ή νοικοκυριού) αλλά εξετάζοντας συγχρόνως και κατά πόσο το συγκεκριμένο άτομο (ή νοικοκυριό) ικανοποιεί ορισμένες βασικές ανάγκες, όπως η διαμονή σε κατοικία με εσωτερικό λουτρό και τουαλέτα, χωρίς σκοτεινά δωμάτια και προβλήματα λόγω διαρροής ή υγρασίας («αντικειμενική πολυδιάστατη» φτώχεια) (Δαφέρμος κ.α., 2008). 31

39 4.2 Δείκτες Έμφυλης Φτώχειας: Η.Ε. & Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ Πέρα από τα πιο συνήθη ποσοτικά μέτρα, όπως ο ορισμός μίας διεθνούς γραμμής φτώχειας του $1.25 την ημέρα βάσει της Παγκόσμιας Τράπεζας, υπάρχουν και άλλα μέτρα προσανατολισμένα σε ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ευρέως διαδεδομένοι δείκτες μέτρησης της φτώχειας και της ανθρώπινης ανάπτυξης, που εστιάζουν σε άλλες διαστάσεις του προβλήματος της φτώχειας πέρα από το εισόδημα, είναι αυτοί των Ηνωμένων Εθνών. Η πρώτη αναφορά σε αυτούς τους δείκτες έγινε το 1990 στην πρώτη Έκθεση Ανθρώπινης Ανάπτυξης. Βέβαια από τότε μέχρι σήμερα οι δείκτες έχουν βελτιωθεί και έχουν προστεθεί στους ήδη υπάρχοντες και τρεις νέοι. Η Έκθεση του 2010 με τις τρεις αυτές νέες μετρήσεις έρχεται να συμπληρώσει την Έκθεση του παραδοσιακού Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης που προτάθηκε για πρώτη φορά το 1990 από τα Ηνωμένα Έθνη (UNDP HDR, 2010). Το 2010 παρουσιάζεται 1) ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης προσαρμοσμένος στις ανισότητες (the Inequality-Adjusted HDI-(IHDI), 2) ο Δείκτης Έμφυλων Ανισοτήτων (the Gender Inequality Index) και 3) ο Δείκτης Πολλαπλής/Πολυδιάστατης Φτώχειας (the Mutidimensional Poverty Index). Είναι φανερό ότι πλέον τα Ηνωμένα Έθνη δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στις ανισότητες, ίσως επειδή είχαν δεχθεί κριτική ότι μέσω των δεικτών τους υποκρύπτουν τις ανισότητες μεταξύ των χωρών (Ludi & Bird, 2007). Ο παραδοσιακός Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης (HDI) συνδυάζει δείκτες υγείας, εκπαίδευσης και εισοδήματος (UNDP HDR, 2012). Όπως σημειώνεται και στην Έκθεση του 2012 για τη Σομαλία, ο νέος προσαρμοσμένος δείκτης IHDI προσαρμόζει τον HDI στις ανισότητες που εμφανίζονται στην υγεία, την εκπαίδευση και το εισόδημα. Αν δεν υφίστανται ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων, τότε οι δύο αυτοί δείκτες είναι πανομοιότυποι, αλλά όσο αυξάνουν οι ανισότητες τόσο ο IHDI είναι μικρότερος από τον HDI. Η διαφορά μεταξύ των δύο δεικτών μετρά την απώλεια της πιθανής ανθρώπινης ανάπτυξης εξαιτίας της ανισότητας. Υπό αυτήν την έννοια, ο IHDI αποτελεί το πραγματικό επίπεδο ανθρώπινης ανάπτυξης, ενώ ο HDI αποτελεί το επίπεδο ανθρώπινης ανάπτυξης που θα μπορούσε να επιτευχθεί αν δεν υπήρχε καθόλου ανισότητα. 32

40 Ο Δείκτης Έμφυλων Ανισοτήτων- GII παρουσιάζει τη μειονεκτική θέση των γυναικών σε τρείς διαστάσεις: 1) αναπαραγωγική υγεία, 2) ενδυνάμωση και 3) οικονομική δραστηριότητα. Η αναπαραγωγική υγεία μετριέται βάσει της θνησιμότητας των μητέρων και των ποσοστών γονιμότητας των εφήβων. Η ενδυνάμωση μετριέται από το ποσοστό των εδρών που κατέχουν στο κοινοβούλιο οι γυναίκες και από την παρακολούθηση δευτεροβάθμιας και ανώτερης εκπαίδευσης, ενώ η οικονομική δραστηριότητα βάσει του ποσοστού των γυναικών που συμμετέχουν στην αγορά εργασίας. Είναι φανερό ότι τα Ηνωμένα Έθνη λόγω της μεγάλης έκτασης της φτώχειας των γυναικών δημιούργησαν έναν ειδικό δείκτη που μετρά την απώλεια της ανθρώπινης ανάπτυξης εξαιτίας της ανισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών σε σχέση με αυτές τις τρεις διαστάσεις. Τα Ηνωμένα Έθνη όμως δεν έστρεψαν για πρώτη φορά το ενδιαφέρον τους στις γυναίκες το 2010 δημιουργώντας αυτούς του τρεις νέους δείκτες ανισότητας των φύλων. Δείκτες σε σχέση με το φύλο εισήχθησαν για πρώτη φορά το 1995 από την Έκθεση Ανθρώπινης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών με τίτλο «Το Φύλο & η Ανθρώπινη Ανάπτυξη» τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι σε καμία κοινωνία οι γυναίκες δεν απολαμβάνουν ίδιες ευκαιρίες με τους άντρες, ότι η εξάλειψη της ανισότητας των φύλων δε σχετίζεται μόνο με το εθνικό εισόδημα και ότι παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί οι γυναίκες συνεχίζουν να είναι δέκτες άνισων οικονομικών και πολιτικών ευκαιριών σε σχέση με τους άντρες. (UNDP HR, 1995: 1-10, εισαγωγή). Αυτοί οι δείκτες ήταν ο Δείκτης Ανάπτυξης σε σχέση με το Φύλο (Gender-related development Index-GDI) και το Μέτρο Ενδυνάμωσης του Φύλου (Gender Empowerment Measure-GEM). Ο GDI χρησιμοποιείται συμπληρωματικά μαζί με το Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (HDI), που εισήχθη το 1990 από τα Ηνωμένα Έθνη. Η συμπληρωματική του χρήση οφείλεται στο γεγονός ότι ο GDI επικεντρώνεται στις ίδιες μεταβλητές με τον HDI αλλά εστιάζει στην ανισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, καθώς και στο μέσο όρο επιτευγμάτων όλων των ανθρώπων μαζί (UNDP HR, 1995: 1-15, κεφ.3). Οι μεταβλητές που μελετά ο GDI είναι το προσδόκιμο ζωής, το ποσοστό ενηλίκων με γνώση ανάγνωσης και γραφής, το συνδυαστικό ποσοστό μαθητών σε πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση και το εκτιμώμενο εισόδημα των ανδρών και των γυναικών (UNDP HDR, 2002). Σε Έκθεση του 2002 μελετώνται και κατατάσσονται 146 χώρες βάση του GDI, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην 25 η θέση από τις συνολικά 146, μένοντας πίσω από Ευρωπαϊκές χώρες όπως το Βέλγιο, η Νορβηγία και η Σουηδία που κατέλαβαν τις πρώτες θέσεις σε μετρήσεις για το έτος

41 Το Μέτρο Ενδυνάμωσης του Φύλου-GEM περιλαμβάνει τέσσερις μεταβλητές: 1) τις έδρες που κατέχονται από γυναίκες σε μορφή ποσοστού, 2) το ποσοστό των γυναικών που εργάζονται ως νομοθέτες, διευθυντικά ή διοικητικά στελέχη και 3) το ποσοστό των γυναικών σε πιο τεχνικά επαγγέλματα. Επιπλέον, υπολογίζεται 4) ο λόγος του εκτιμώμενου εισοδήματος των γυναικών προς το εισόδημα των ανδρών. Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε με δεδομένα για το έτος 2000 εξετάζοντας το δείκτη ενδυνάμωσης σε 66 χώρες, η Ελλάδα κατέλαβε μόλις την 41 η θέση στη συνολική κατάταξη, μένοντας πίσω από χώρες όπως η Πορτογαλία, το Ισραήλ και το Μεξικό (UNDP HR, 2002). Ουσιαστικά ο δείκτης αυτός αντανακλά τη συμμετοχή των γυναικών στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, την πρόσβασή τους σε επαγγελματικές ευκαιρίες και τα εισοδήματά τους (UNDP HR, 1995: 1-15, κεφ.3). Σύμφωνα με την Έκθεση Ανθρώπινης Ανάπτυξης του 2010 (UNDP, : 90 και UNDP, 2014), αυτοί οι δείκτες παρουσιάζουν μειονεκτήματα. Το πρώτο μειονέκτημα είναι ότι αυτοί οι δείκτες δε μετρούν αποκλειστικά τις έμφυλες ανισότητες αλλά και την ανθρώπινη ανάπτυξη. Ο GDI αποτελεί μία προσαρμογή στον HDI για τις ανισότητες, με αποτέλεσμα να μετρά 1) τις ανισότητες καθώς επίσης και 2) τα επιτεύγματα που σχετίζονται με την ανάπτυξη, παρόλο που συχνά λανθασμένα θεωρείται ότι αντανακλά μόνο τις ανισότητες. Για παράδειγμα, μία χώρα με πολύ χαμηλό απόλυτο εισόδημα θα σημειώσει μικρό σκορ ακόμα και αν υφίστανται μικρές έμφυλες ανισότητες. Επιπλέον, το εισόδημα κατά φύλο δεν εκτιμάται/υπολογίζεται αξιόπιστα λόγω της έλλειψης δεδομένων για το εισόδημα κατά φύλο για πάνω από τα ¾ των χωρών. Τέλος, σχεδόν όλες οι μεταβλητές που λαμβάνει υπόψη ο GEM σχετίζονται περισσότερο με τις αναπτυγμένες χώρες και τις αστικές περιοχές των αναπτυσσόμενων χωρών. Τα αρνητικά αυτά χαρακτηριστικά των GDI και GEM ήταν οι λόγοι που οι δείκτες αυτοί αντικαταστάθηκαν το 2010 από τον δείκτη έμφυλων ανισοτήτων (GII). Ο δείκτης GII χρησιμοποιεί βελτιωμένες μεθοδολογίες και εναλλακτικές μεταβλητές, συνδυάζει στοιχεία από τους δύο δείκτες GDI και GEM και δε χρησιμοποιεί την πιο αμφιλεγόμενη μεταβλητή τους, το εισόδημα. Επιπλέον, κανένας από τους επιμέρους δείκτες του GII (αναπαραγωγική υγεία, ενδυνάμωση και οικονομική δραστηριότητα) δεν αφορά το γενικό επίπεδο ανάπτυξης μίας χώρας και έτσι οι αναπτυσσόμενες χώρες μπορούν να σημειώσουν αρκετά υψηλό σκορ, αν οι έμφυλες ανισότητες είναι μικρές. Τέλος, ο νέος 34

42 δείκτης δεν επιτρέπει τις υψηλές επιδόσεις ενός επιμέρους δείκτη να αντισταθμίσουν τις χαμηλές επιδόσεις ενός άλλου. Ο Δείκτης της Πολλαπλής/Πολυδιάστατης Φτώχειας (Multidimensional Poverty Index) δρα συμπληρωματικά στα μέτρα της φτώχειας που βασίζονται στο εισόδημα. Προσδιορίζει τις στερήσεις στους ίδιους τομείς που μελετά ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης: την υγεία, την εκπαίδευση και το βιοτικό επίπεδο και δείχνει τον αριθμό των ανθρώπων που είναι πολυδιάστατα φτωχοί και τις στερήσεις που αυτοί αντιμετωπίζουν σε επίπεδο νοικοκυριού. Ο δείκτης αυτός αντικατέστησε το δείκτη ανθρώπινης φτώχειας (HPI) (UNDP HDR, : 95). Η Chant (2006) ορμώμενη από τα μειονεκτήματα των δεικτών GDI και GEM κάνει κάποιες προτάσεις με σκοπό τη βελτίωσή τους. Από τη μία πλευρά, οι δείκτες αυτοί είναι σημαντικοί διότι αποτελούν σύνθετους δείκτες. Με άλλα λόγια, συγκεντρώνονται πολλοί επιμέρους δείκτες μαζί σε ένα μέτρο. Επίσης, θετικό είναι ότι αποτελούν αθροιστικούς-συνολικούς δείκτες, καθώς παρουσιάζουν αθροιστικά δεδομένα για το σύνολο του πληθυσμού αλλά ταυτόχρονα μπορεί κάθε ένας επιμέρους δείκτης να εξεταστεί χωριστά. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να γίνουν κάποιες βελτιώσεις. Αρχικά, προτείνει ότι οι εκτιμήσεις φτώχειας πρέπει να γίνονται όχι κατά νοικοκυριό αλλά κατά κεφαλή ή κατά ενήλικα. Είναι απαραίτητες επίσης περισσότερες πληροφορίες για τα οικονομικά οφέλη που καρπώνονται οι άντρες και οι γυναίκες από την εργασία τους. Όμως, το ενδιαφέρον δεν πρέπει να εστιάζει μόνο στο πόσα χρήματα κερδίζουν οι άντρες και οι γυναίκες αλλά και στο πού δαπανώνται τα χρήματα αυτά. Κρίνονται επίσης απαραίτητα επιπρόσθετα δεδομένα που να αφορούν στις διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά τις ώρες εργασίας αλλά και στο πώς κάνουν χρήση του χρόνου κατά τη διάρκεια της ημέρας. Για αυτό το λόγο, η Chant (2006) προτείνει τη δημιουργία ενός νέου δείκτη, τον GPI. Ο δείκτης αυτός θα αποτελεί μία βελτιωμένη μορφή του ήδη υπάρχοντος δείκτη HPI-Human Poverty Index 1 15, που περιλαμβάνει τρία συστατικά: 1) το ποσοστό των ανθρώπων που αναμένεται να πεθάνουν πριν τα 40 τους χρόνια, 2) το ποσοστό του πληθυσμού που είναι αναλφάβητοι 15 Για τις χώρες με υψηλότερα εισοδήματα (χώρες του ΟΟΣΑ-OECD) χρησιμοποιείται ο δείκτης Human Poverty Index 2 που εξετάζει τέσσερις μεταβλητές: 1) το ποσοστό των ανθρώπων που αναμένεται να πεθάνουν πριν τα 60 έτη, 2) το ποσοστό των ενηλίκων με ελλιπείς δεξιότητες γραφής και ανάγνωσης, 3) το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν κάτω από τη γραμμή φτώχειας και τέλος 4) το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας μέσω του οποίου εκτιμάται η διάσταση του κοινωνικού αποκλεισμού, η οποία δεν υπολογίζεται για τον Human Poverty Index 1 (UNDP, 2007/2008: 355). 35

43 και 3) το «αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο», το οποίο μετριέται βάσει της πρόσβασης σε υγειονομική περίθαλψη, σε ασφαλές νερό και βάσει του υποσιτισμού παιδιών κάτω των πέντε ετών. Ο δείκτης «Human Poverty Index 1» χρησιμοποιείται για αναπτυσσόμενες χώρες. Παρόλο που οι εξεταζόμενες μεταβλητές δεν είναι ξεκάθαρα ευαίσθητες ως προς το φύλο, είναι σχετικές με αυτό. Ο σύνθετος δείκτης GPI προτείνεται να περιλαμβάνει ως κυριότερες μεταβλητές τη χρήση του χρόνου, τα έσοδα αλλά και τις δαπάνες βάσει του φύλου, δίνοντας μία καλύτερη εικόνα των στερήσεων και ανισοτήτων βάσει του φύλου. Παρόμοια άποψη έχει η Fukuda-Parr (1999), η οποία υποστηρίζει ότι είναι επιθυμητό να δημιουργηθεί ένα μέτρο έμφυλης ανθρώπινης φτώχειας, που να βασίζεται στο δείκτη HPI. Στην τρέχουσα μορφή του δε μπορεί να δώσει αποτελέσματα βάσει φύλου, για αυτό το λόγο πρέπει να χρησιμοποιηθούν άλλα δεδομένα για την εκτίμηση του HPI των ανδρών και των γυναικών, δηλαδή του GPI, που αναλύονται εκτενώς σε εργασία της Durbin (1999). Η εργασία της Durbin (1999), που σκοπό έχει να συμπληρώσει την εργασία της Fukuda-Parr (1999), τονίζει τα προβλήματα και τις δυσκολίες της δημιουργίας μέτρων ανθρώπινης φτώχειας βάσει του φύλου, τα οποία δεν επιτρέπουν τη δημιουργία του GPI. Ενώ οι δύο πρώτες διαστάσεις του HPI 1) το ποσοστό των ανθρώπων που προσδοκάται να πεθάνουν πριν τα 40 τους χρόνια και 2) το ποσοστό του πληθυσμού που είναι αναλφάβητοι, μπορούν να υπολογιστούν άμεσα από ήδη διαθέσιμα δεδομένα για γυναίκες, 3) η τρίτη διάσταση του αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης είναι δύσκολο να υπολογιστεί λόγω μη διαθεσιμότητας δεδομένων. Η δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι η διάσταση αυτή έχει κατασκευαστεί ως ο μέσος τριών δεικτών, α) ποσοστό πληθυσμού με πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, β) ποσοστό με πρόσβαση σε ασφαλές πόσιμο νερό και γ) ποσοστό παιδιών κάτω των 5 ετών που υποφέρουν από υποσιτισμό. Μπορεί να είναι πιο απλό να υπολογιστεί το ποσοστό των κοριτσιών κάτω των 5 ετών που υποφέρουν από υποσιτισμό, παρόλο που και αυτά τα δεδομένα δεν είναι διαθέσιμα, όπως αυτά του προσδόκιμου ζωής, αλλά δεν είναι απλό να διαφοροποιήσεις την πρόσβαση σε νερό και υπηρεσίες υγείας μεταξύ γυναικών και αντρών. Επομένως, κατά την Durbin (1999) δεν είναι πιθανόν να υπολογιστεί ένας έμφυλος δείκτης ανθρώπινης φτώχειας, όπως ο GPI, άμεσα συγκρίσιμος με τον υπάρχοντα HPI, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης HDI και του αντίστοιχου δείκτη GDI, που υπολογίζεται για τις γυναίκες και για τους άντρες. Ο GPI θα μπορούσε όμως να υπολογιστεί κάνοντας χρήση άλλων μέτρων, όπως τα ποσοστά θνησιμότητας των μητέρων, που αντανακλούν την κατάσταση υγείας των γυναικών, την 36

44 πρόσβασή τους σε προγεννητικό έλεγχο και την παιδική θνησιμότητα, που αποτελεί έναν ακόμα καλό δείκτη για την υγεία των μητέρων (Koblinsky et al. 16, 1993, κατά παραπομπή Durbin, 1999). Επίσης, για τον υπολογισμό του ποσοστού γυναικών με πρόσβαση σε πόσιμο νερό μπορεί να ληφθεί υπόψη το ποσοστό γυναικών που ζουν σε υγιές περιβάλλον ή τα περιστατικά ασθενειών προκαλούμενα στις γυναίκες λόγω μη ασφαλούς νερού. Συμπερασματικά, εκτιμήσεις του GPI συγκριτικά με τον HPI μπορούν σήμερα να υπολογιστούν για τις γυναίκες και τους άντρες χρησιμοποιώντας υπάρχοντα δεδομένα αλλά για την καλύτερη εξέταση της γυναικείας αποστέρησης θα πρέπει να περιληφθούν δείκτες όπως πρόσβαση στη γη, πίστωση και στέγαση, κοινωνική συμμετοχή και κοινωνική θέση (Durbin, 1999). Δείκτης Παγκόσμιου Έμφυλου Χάσματος (Global Gender Gap Index) Ο δείκτης αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ το 2006 και στοχεύει, βάσει κριτηρίων α) οικονομικών, β) πολιτικών, γ) για την εκπαίδευση και δ) για την υγεία, στη μέτρηση του έμφυλου χάσματος σε πολλές χώρες και στη συνέχεια στην κατάταξή τους, ώστε να υπάρχει πληροφόρηση για το διαφορετικό βαθμό προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες σε κάθε χώρα (World Economic Forum, 2013). Αυτή η πληροφόρηση σε παγκόσμια κλίμακα στοχεύει στο σχεδιασμό αποτελεσματικών μέτρων για τη μείωση του έμφυλου χάσματος. Όταν ο δείκτης λαμβάνει την τιμή 0 εκφράζει την πλήρη ανισότητα, ενώ όταν λαμβάνει την τιμή 1 την πλήρη ισότητα. Ανακεφαλαιώνοντας, οι δείκτες έμφυλης φτώχειας που χρησιμοποιούν σήμερα τα Η.Ε. και το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ είναι 1) ο δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης προσαρμοσμένος στις ανισότητες (IHDI), 2) ο δείκτης έμφυλων ανισοτήτων (GII), 3) ο δείκτης πολλαπλής/πολυδιάστατης φτώχειας και 4) ο δείκτης παγκόσμιου έμφυλου χάσματος (GGI). 4.3 Αναγκαιότητα πολλών Δεικτών για Μέτρηση Φτώχειας Γυναικών Η πολυδιάστατη φύση της φτώχειας αποτελεί μία πρόκληση για τους επιστήμονες αλλά αποτελεί το «νήμα» που τους οδηγεί στην κατανόηση, μέτρηση και αντιμετώπισή της. Εφόσον οι ειδικοί 16 Koblinksy M., Timyan J. and Gay J. (eds) (1993) «The Health of Women: A Global Perspective», Boulder, CO: Westview Press. 37

45 κατανοήσουν όλες τις διαστάσεις της φτώχειας και ειδικότερα της φτώχειας των γυναικών, τότε έχουν ήδη βρει τον τρόπο να καταπολεμήσουν τη φτώχεια. Για τη μέτρηση των πολλαπλών διαστάσεων της φτώχειας των γυναικών απαιτείται συνδυαστική χρήση ποσοτικών και ποιοτικών μεθόδων (Cagatay, 1998). Σε αυτήν την ενότητα έγινε φανερό ότι η ποσοτική-χρηματική μέτρηση της φτώχειας βάσει εισοδήματος, είναι πιο δημοφιλής και ευρέως χρησιμοποιούμενη, ίσως απλά γιατί είναι πιο εύκολος ο τρόπος σύγκρισης σε παγκόσμιο επίπεδο και πιθανά για λόγους σκοπιμότητας (παρουσίαση παραπλανητικών μεγεθών της φτώχειας). Όμως, ακόμη και η Orshanksy (1965), η οποία ανέπτυξε το επίσημο μέτρο φτώχειας της Αμερικής βασιζόμενη στο ποσοστό του εισοδήματος που δαπανάται σε φαγητό μηνιαίως, σημειώνει στο έργο της «Μετρώντας τους φτωχούς: Μια άλλη ματιά στο προφίλ της φτώχειας» ότι τα μέτρα φτώχειας πρέπει να είναι πολλά και ποικίλα. Σύμφωνα με την Orshansky (1965), η ανάγκη για ύπαρξη πολλών και διαφορετικών μέτρων πηγάζει από την ύπαρξη πολλών διαφορετικών ομάδων με διαφορετικές ανάγκες μέσα στην κοινωνία. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι για κάθε μία ομάδα απαιτείται ένα μοναδικό μέτρο που δίνει έμφαση μόνο σε αυτήν την ομάδα, όπως τις γυναίκες. Παρόμοια θέση λαμβάνει και ο Jonathan Bradshaw (2001), ο οποίος παραθέτοντας μια σειρά από διαφορετικά μέτρα φτώχειας που έχουν χρησιμοποιηθεί σε βιομηχανοποιημένες χώρες, συμπεραίνει ότι δεν υπάρχει ένα μοναδικό ιδανικό μέτρο φτώχειας. Ο Boltvinik (1999) έχοντας παρουσιάσει ένα «πανόραμα» των διαθέσιμων μεθόδων μέτρησης φτώχειας καταλήγει και αυτός στο ότι πιθανώς δεν υφίσταται μία συγκεκριμένη μέθοδος μέτρησης που να αποτελεί την ιδανική. Αντίθετα, πιστεύει ότι διαφορετικές προσεγγίσεις μπορεί να είναι κατάλληλες για διαφορετικούς σκοπούς. Όταν όμως πολλές φορές οι επιστήμονες μιλούν για φτώχεια φαίνεται να ξεχνούν ότι μιλούν όχι απλά για ένα φαινόμενο αλλά για ένα πρόβλημα που αφορά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων παγκοσμίως, που αποτελείται από διάφορες ομάδες. Όλη αυτή η προσπάθεια μείωσης ή εξάλειψης της φτώχειας γίνεται ή θα έπρεπε να γίνεται με απώτερο σκοπό τη διασφάλιση της ευημερίας και ευτυχίας των ανθρώπων. Όμως, οι πιθανότητες για επίτευξη της ευημερίας από τους φτωχούς ανθρώπους και πιο ειδικά από τις φτωχές γυναίκες είναι αυστηρώς περιορισμένες, αν η φτώχεια αντιμετωπίζεται απλά ως έλλειψη επαρκούς εισοδήματος (Akindola, 2009). 38

46 5. Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 5.1 Μεθοδολογία - Δεδομένα Η εμπειρική έρευνα αυτής της εργασίας βασίζεται στην ανάλυση δεδομένων, τα οποία προέρχονται κυρίως από την Ευρωπαϊκή Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης (EU-SILC). Η EU-SILC δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat) από το Γίνεται χρήση της συγκεκριμένης Έρευνας, διότι παρέχεται μία ποικιλία δεδομένων, που είναι απαραίτητα για την εξέταση του πολυδιάστατου φαινομένου της φτώχειας. Οι μεταβλητές που μελετώνται στην Έρευνα αφορούν 1) τον πληθυσμό, 2) το εισόδημα, 3) τη φτώχεια-ανισότητα, 4) την υλική στέρηση και τις ανέσεις κατοικίας, 5) την αγορά εργασίας, 6) την εκπαίδευση και 7) την υγεία. Επιπρόσθετα, γίνεται χρήση δεδομένων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), των Ηνωμένων Εθνών, του ΟΟΣΑ, και του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic Forum-WEF, 2013). Μελέτη περίπτωσης (case study) για την έρευνα αποτελεί η Ελλάδα για τα έτη Τα δεδομένα της EU-SILC συλλέγονται μέσω ερωτηματολογίων, που απαντώνται από ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα νοικοκυριών σε κάθε χώρα (Δαφέρμος κα., 2008:15). Πραγματοποιούνται επαναλαμβανόμενες ετήσιες δειγματοληπτικές έρευνες στις χώρες της ΕΕ στο ίδιο δείγμα νοικοκυριών (panel), υιοθετώντας κοινό ερωτηματολόγιο και μεθοδολογία συλλογής και ανάλυσης δεδομένων (Παπαθεοδώρου και Δαφέρμος, 2010). Κατά τη συγγραφή αυτής της εργασίας, τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα της EU-SILC είναι αυτά που συλλέχτηκαν το 2012 και αφορούν εισοδήματα του έτους Τα δεδομένα αυτά αφορούν το διάστημα μετά την εκδήλωση της κρίσης, που σημαίνει ότι θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε τις επιπτώσεις της κρίσης στη φτώχεια των γυναικών στην Ελλάδα. Κατά το έτος 2012, η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε τελικό δείγμα 5,626 νοικοκυριών και σε 13,869 µέλη των νοικοκυριών αυτών, εκ των οποίων 11,698 ηλικίας 16 ετών και άνω. Ο μέσος όρος µελών υπολογίστηκε ανά νοικοκυριό στα 2.5. Μονάδα ανάλυσης είναι τα νοικοκυριά και τα μέλη τους (ΕΛ.ΣΤΑΤ). Επίσης είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι πληθυσμιακές ομάδες που κατά τεκμήριο είναι φτωχές, όπως άστεγοι, άτομα σε ιδρύματα, παράνομοι οικονομικοί μετανάστες, Ροµά, κλπ., δεν περιλαμβάνονται στην έρευνα. Ο ορισμός του εισοδήματος που 39

47 υιοθετείται για τη μέτρηση της φτώχειας και της ανισότητας είναι αυτός του διαθέσιμου εισοδήματος, που προκύπτει μετά την αφαίρεση των φόρων και των εισφορών για κοινωνική ασφάλιση. Το ατομικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα προκύπτει όταν το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα του νοικοκυριού διαιρεθεί με το ισοδύναμο μέγεθος του νοικοκυριού. Το ισοδύναμο μέγεθος του νοικοκυριού υπολογίζεται με βάση την τροποποιημένη κλίμακα ισοδυναμίας του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με την οποία ορίζεται συντελεστής στάθμισης 1 για τον πρώτο ενήλικα, 0.5 για το δεύτερο ενήλικα και µέλη 14 ετών και άνω και 0.3 για παιδιά 13 ετών και κάτω. Χάρη στην ισοδυναμία κλίμακας είναι δυνατή η σύγκριση του επιπέδου διαβίωσης ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά με διαφορετικό μέγεθος και σύνθεση. Οι εισοδηματικές συνιστώσες (πηγές εισοδήματος), που περιλαμβάνονται στην έρευνα είναι: το εισόδημα από εργασία, το εισόδημα από περιουσία, οι κοινωνικές παροχές και οι συντάξεις, οι χρηματικές μεταβιβάσεις από άλλα νοικοκυριά και το τεκμαρτό εισόδημα από τη χρήση του αυτοκινήτου της επιχείρησης. Η γραμμή φτώχειας (το κατώφλι/όριο της φτώχειας) υπολογίζεται µε τη σχετική έννοια (φτωχός σε σχέση µε τους άλλους) και ορίζεται στο 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, διαφοροποιούμενη από την έννοια του κινδύνου της απόλυτης φτώχειας (ο φτωχός που στερείται βασικών μέσων επιβίωσης). Η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται είναι η δευτερογενής ανάλυση ήδη δημοσιευμένων στοιχείων της Eurostat, Ελστατ, Η.Ε, Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ και ΟΟΣΑ. Τα δεδομένα χρησιμοποιούνται με σκοπό να απαντηθεί το εξής ερευνητικό ερώτημα: «Πώς εξελίσσεται η φτώχεια των γυναικών στην Ελλάδα την περίοδο και αν υπάρχει ένδειξη θηλυκοποίησης της φτώχειας;». Το χρονικό διάστημα στο οποίο θα εστιάσει η έρευνα είναι το διάστημα , λόγω της περιορισμένης διαθεσιμότητας δεδομένων κατά φύλο για τα προηγούμενα έτη. Η Ελλάδα αποτελεί μία ενδιαφέρουσα περίπτωση μελέτης, διότι αποτελεί ένα ανεπτυγμένο ευρωπαϊκό κράτος, που από το Σεπτέμβριο του 2008 πλήττεται όχι μόνο από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης αλλά και από την επιβολή μνημονίων και μέτρων λιτότητας. Τέλος, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι σε αυτήν την εργασία εξετάζεται η σχετική φτώχεια των γυναικών, διότι κρίνεται πιο κατάλληλη για ανεπτυγμένες χώρες, όπως η Ελλάδα. 40

48 5.2 Η Φτώχεια των Γυναικών στην Ελλάδα: Ανάλυση Δεδομένων Α) Κριτική Παρουσίαση Δεικτών Έμφυλης Φτώχειας Η γραμμή φτώχειας (ή όριο/κατώφλι φτώχειας) ορίζεται ως το 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις) και βοηθά στον διαχωρισμό των φτωχών από τους λιγότερο φτωχούς. Τα κατώφλια κινδύνου φτώχειας στην Ελλάδα για τα έτη είναι τα εξής: Πίνακας 1. Ελλάς: Κατώφλι κινδύνου φτώχειας µετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, κατά τύπο νοικοκυριού: Τύπος Κατώφλι φτώχειας (σε ευρώ) Νοικοκυριού Μονοπρόσωπα Νοικοκυριά Νοικοκυριά µε δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά κάτω των 14 ετών Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) ΕΛΣΤΑΤ. Η χρήση του διάμεσου εισοδήματος επιτρέπει το διαχωρισμό της κατανομής του εισοδήματος σε δύο ίσα μέρη, όπου οι μισοί άνθρωποι έχουν εισοδήματα πάνω από τη μέση και οι υπόλοιποι μισοί κάτω από τη μέση, δηλαδή μετρά το ποσοστό των ανθρώπων που πέφτουν κάτω από αυτό το χρηματικό όριο και οι οποίοι βρίσκονται σε «κίνδυνο φτώχειας». Οπότε όταν γίνεται λόγος για ποσοστό φτωχών ανθρώπων στην Ελλάδα αναφερόμαστε στο ποσοστό ανθρώπων που βρίσκονται σε κίνδυνο σχετικής φτώχειας, εφόσον το εισόδημα τους είναι μικρότερο από την ορισμένη γραμμή φτώχειας (Department of Social Protection, 2014). To 2012 το ποσοστό των αντρών που βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις) (at risk of poverty rate or headcount Index) στην Ελλάδα ήταν το 22.5% του 41

49 συνολικού μόνιμου αντρικού πληθυσμού (άντρες 18-64: 23.4% και άντρες 65+: 15.9%) (απογραφή 2011), ενώ οι γυναίκες αντιπροσώπευαν το 23.6 % (γυναίκες 18-64: 24.3% και γυναίκες 65+: 18.3) (Πίν. 2). Αυτό σημαίνει ότι 1,193,108 άντρες και 1,300,948 γυναίκες είχαν εισόδημα κάτω από το 60% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος και άρα ήταν σε κίνδυνο φτώχειας. Το έτος 2003 το ποσοστό των αντρών σε κίνδυνο φτώχειας ήταν 20.0% (1,082,685 άντρες) του συνολικού μόνιμου αντρικού πληθυσμού (απογραφή 2001), ενώ οι γυναίκες αποτελούσαν το 21.4% (1,181,423 γυναίκες). Οι γυναίκες σε κίνδυνο φτώχειας καθ όλο το εξεταζόμενο διάστημα ( ) ήταν περισσότερες από τους άντρες. Το 2003 ήταν περισσότερες κατά 98,738 και το 2012 κατά 107,840 και άρα στο διάστημα αυτό οι γυναίκες σε κίνδυνο φτώχειας αυξήθηκαν κατά 9,101 (βλ. Παράρτημα Β). Πίνακας 2. Ελλάς: Κίνδυνος φτώχειας µετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, κατά φύλο και ηλικιακή ομάδα: (%) Κίνδυνος φτώχειας (σε ευρώ) κατά φύλο και ηλικιακή ομάδα 2003* Σύνολο Άρρενες * Θήλεις * Σύνολο Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) ΕΛΣΤΑΤ. *εξεταζόμενη ηλικία: ετών Ο κίνδυνος φτώχειας για τους ηλικιωμένους ανθρώπους 17 (65+) το 2003 είναι 30.0% για τις γυναίκες και 25.8% για τους άντρες, ενώ το 2012 ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες ήταν 18.3% και για τους άντρες 15.9%. Παρατηρείται σημαντική μείωση κατά περίπου 14% και 12% αντίστοιχα, η οποία πιθανώς οφείλεται στη μείωση του ορίου φτώχειας τα έτη 2011 και 2012 (από 7,178 ευρώ το 2010 σε 6,591 ευρώ το 2011 και 5,708 το 2012) (Πίν. 1) και όχι στην αύξηση των ετήσιων αποδοχών 17 Ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 65 ετών και άνω με ένα ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το κατώφλι κινδύνου φτώχειας που ορίζεται στο 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις. 42

50 των ηλικιωμένων. Με άλλα λόγια, ο δείκτης κινδύνου φτώχειας μετριέται βάσει της γραμμής φτώχειας που υπολογίζεται ως ποσοστό του διάμεσου εισοδήματος. Έτσι όταν τα διάμεσα εισοδήματα πέφτουν, τότε μειώνεται και ο κίνδυνος φτώχειας (όπως συμβαίνει και στη συγκεκριμένη περίπτωση), ενώ όταν τα διάμεσα εισοδήματα αυξάνουν, ο κίνδυνος φτώχειας αυξάνει (Matsaganis and Leventi, 2011: 20). Παρά την πτωτική τάση του κινδύνου φτώχειας των ατόμων άνω των 65 (άντρες και γυναίκες), τα ποσοστά ήταν μεγαλύτερα για τις γυναίκες για όλη την εξεταζόμενη χρονική περίοδο Συγκρίνοντας τώρα τις ηλικιωμένες γυναίκες όχι με τους ηλικιωμένους άντρες αλλά με τις γυναίκες ηλικίας ετών, τότε προκύπτει με εξαίρεση το 2012, ότι οι ηλικιωμένες γυναίκες σε κίνδυνο φτώχειας ήταν περισσότερες από τις γυναίκες ετών στην Ελλάδα, επιβεβαιώνοντας πολλές μελέτες που αναφέρουν τις μεγάλες σε ηλικία γυναίκες, που συνήθως είναι μόνες, ως ευάλωτες σε σχέση με τους άντρες αλλά και σε σχέση με τις νεότερες σε ηλικία γυναίκες. Για πρώτη φορά το 2012 οι γυναίκες 65+ (και οι άντρες) σημειώνουν μικρότερο κίνδυνο φτώχειας από τις νεότερες γυναίκες (άντρες), υποδεικνύοντας μία αλλαγή στη δομή της φτώχειας. Αυτή η αλλαγή πιθανώς οφείλεται στους χαμηλούς μισθούς σε συνδυασμό με τις άσχημες συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας και με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες οι γυναίκες 18-64, ενώ δεν επηρεάζονται από αυτές οι γυναίκες σε σύνταξη (65+ ετών). Σύμφωνα με το δείκτη κινδύνου φτώχειας για τους συνταξιούχους, τα ποσοστά κινδύνου φτώχειας για τις γυναίκες συνταξιούχους ήταν μεγαλύτερα από των αντρών έως και 8% από το 2003 ως το 2009, ενώ για πρώτη φορά το 2011 και 2012 το ποσοστό των αντρών έστω και για πολύ λίγο ήταν μεγαλύτερο από των γυναικών κατά 0.7% και 0.2% αντίστοιχα (βλ. Παράρτημα Γ-1) (Πίν. 3). Η αρκετά μεγάλη διαφορά στα ποσοστά κινδύνου φτώχειας για τα δύο φύλα για σχεδόν όλη την εξεταζόμενη περίοδο (εκτός 2011 &2012) ήταν αναμενόμενη, καθώς λόγω των μισθολογικών διαφορών και των περισσότερων ετών εργασίας, οι άντρες λαμβάνουν υψηλότερες συντάξεις μετά την αποχώρησή τους από την αγορά εργασίας, ενώ οι γυναίκες μικρότερες. Πιθανώς οι μνημονιακές πολιτικές του 2010 που επέβαλαν περικοπές στις υψηλές συντάξεις, τις οποίες λάμβαναν κυρίως 43

51 άντρες, συνέβαλαν ώστε το ποσοστό των φτωχών αντρών και γυναικών συνταξιούχων τα έτη 2011 και 2012 να είναι σχεδόν ίδια. Πίνακας 3. Ελλάς: Κίνδυνος φτώχειας για συνταξιούχους, κατά φύλο: (%) Φύλο Σύνολο Άρρενες Θήλεις Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Στατιστικών Κοινωνικής Προστασίας (European system of integrated social protection statistics - ESSPROS) και τον «Αριθμό Δικαιούχων κύριας σύνταξης κατά κατηγορία σύνταξης σε σύνολο χώρας», οι γυναίκες δικαιούχοι κύριας σύνταξης λόγω γήρατος κατά το διάστημα (διαθέσιμα στοιχεία μόνο για αυτό το διάστημα) αποτελούσαν το 44.6%-45.2% των συνολικών δικαιούχων. Όμως αν αναλογιστούμε ότι ο μόνιμος πληθυσμός των γυναικών στην Ελλάδα των ηλικιακών ομάδων 60-69, & 80+ είναι κατά 271,784 μεγαλύτερος από αυτόν των αντρών θα αναμενόταν οι γυναίκες δικαιούχοι κύριας σύνταξης γήρατος να είναι περισσότερες (σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού το 2011). Αν και το ποσοστό των γυναικών δικαιούχων σύνταξης γήρατος δεν είναι ιδιαίτερα χαμηλό σε σχέση με των αντρών, παρόλα αυτά δεν είναι απαραίτητα θετικό στοιχείο, διότι μπορεί οι γυναίκες δικαιούχοι σύνταξης γήρατος να είναι σχεδόν όσες και οι άντρες αλλά δε γνωρίζουμε το ύψος της σύνταξης που λαμβάνουν οι γυναίκες. Αυτό είναι σημαντικό σε χώρες, όπως η Ελλάδα, όπου τα συνταξιοδοτικά συστήματα στηρίζονται κυρίως στις αποδοχές που λάμβαναν οι εργαζόμενοι κατά τα χρόνια εργασίας τους (earnings-related pension schemes) (Ahonen and Bach-Othman, 2010). Επίσης, για το διάστημα οι γυναίκες δικαιούχοι κύριας σύνταξης επιζώντων αποτελούσαν το 92.4%-93.4% των συνολικών δικαιούχων. Το ποσοστό των γυναικών είναι συντριπτικό και δικαιολογείται από τα προσδοκόμενα έτη ζωής των γυναικών που είναι 83, ενώ για τους άντρες 78. Ο μεγάλος αριθμός γυναικών (500,000 γυναίκες) στην Ελλάδα που επιβιώνουν με τη σύνταξη επιζώντος (αντιστοιχεί στο 44

52 50% με 70% της σύνταξης που λάμβανε ο αποθανόντας) αυξάνει τις πιθανότητες οι ηλικιωμένες γυναίκες στην Ελλάδα να διανύσουν τα τελευταία έτη της ζωής τους σε κατάσταση φτώχειας. Ένας ακόμα δείκτης που συμβάλει στην κατανόηση της φτώχειας των ηλικιωμένων γυναικών είναι ο δείκτης «Λόγος Σχετικού Διάμεσου Εισοδήματος ατόμων ηλικίας 60 ετών 18 και άνω/ ατόμων 0-59 ετών». Το έτος 2003, ο λόγος του διάμεσου εισοδήματος των γυναικών άνω των 60 ετών προς το διάμεσο εισόδημα των γυναικών μεταξύ 0-59 ήταν 0.79, που σημαίνει ότι το σχετικό διάμεσο εισόδημα των γυναικών άνω των 60 ανερχόταν στο 79% του ανάλογου εισοδήματος των γυναικών ηλικίας 0-59 ετών (Πίν. 4). Το έτος 2008 ο λόγος του διάμεσου εισοδήματος των γυναικών άνω των 60 προς το διάμεσο εισόδημα των γυναικών μεταξύ 0-59 ήταν Όμως, το 2012 ο λόγος αυτός ήταν 1.02 που σημαίνει ότι εφόσον ήταν μεγαλύτερος της μονάδας, οι άνω των 60 ετών γυναίκες είχαν μεγαλύτερο σχετικό διάμεσο εισόδημα κατά 2% από το ανάλογο εισόδημα των γυναικών 0-59 ετών. Ο λόγος για τους άντρες το 2003 ήταν επίσης μικρότερος της μονάδας (0.83), το 2008 ήταν 0.91 και το 2012 ήταν 1.04, που σημαίνει ότι το σχετικό διάμεσο εισόδημα των αντρών ηλικίας άνω των 60 ανερχόταν στο 83% και 91% του ανάλογου εισοδήματος των αντρών ηλικίας 0-59 ετών για τα έτη 2003 και 2008, αντίστοιχα. Ενώ μετά την κρίση (2012), οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άντρες εμφανίζουν έστω και λίγο μεγαλύτερο εισόδημα από τους νεότερους (1.04). Αυτή η εμφάνιση μεγαλύτερου διάμεσου εισοδήματος το 2012 για τους ηλικιωμένους άντρες και γυναίκες πιθανώς οφείλεται στη μεγάλη μείωση των μισθών ή στην απώλεια της εργασίας και την κατά συνέπεια επιβίωση με το επίδομα ανεργίας των νεότερων ανθρώπων. Ίσως αυτό το μεγαλύτερο εισόδημα για τους ηλικιωμένους και των δύο φύλων να εξηγεί το μικρότερο κίνδυνο φτώχειας που αντιμετώπισαν το 2012 σε σύγκριση με το νεότερο πληθυσμό, ενώ μέχρι το 2011 οι ηλικιωμένοι εμφάνιζαν διαρκώς μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας (βλ. Παράρτημα Γ-2). 18 Ο δείκτης ορίζεται ως ο λόγος του διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των ατόμων ηλικίας 60 και άνω προς το διάμεσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα των ατόμων ηλικίας μεταξύ 0 και 59 και αφορά στο κατά πόσο τα εισοδήματα των ατόμων ηλικίας 60 ετών και άνω είναι υψηλότερα ή χαμηλότερα από τα αντίστοιχα εισοδήματα ατόμων ηλικίας 0 έως 59 ετών. 45

53 Πίνακας 4. Ελλάς: Λόγος Σχετικού Διάμεσου Εισοδήματος ατόμων ηλικίας 60 ετών και άνω/ ατόμων 0-59 ετών: Φύλο Σύνολο Άρρενες Θήλεις Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Όμως εκτός από τον κίνδυνο φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (συντάξεις και κοινωνικά επιδόματα) είναι σημαντικό να εξετασθεί ο κίνδυνος φτώχειας πριν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (όταν δεν περιλαμβάνονται στο διαθέσιμο εισόδημα τα κοινωνικά επιδόματα, ενώ περιλαμβάνονται οι συντάξεις ή δεν περιλαμβάνονται ούτε τα επιδόματα ούτε οι συντάξεις), έτσι ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο οι συντάξεις και τα λοιπά επιδόματα μειώνουν τον κίνδυνο φτώχειας των γυναικών. Ο κίνδυνος φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δεν περιλαμβάνονται συντάξεις και λοιπά επιδόματα) το 2003 ήταν 38.4% για τους άντρες και 43.2% για τις γυναίκες, ενώ το 2012 τα ποσοστά ήταν 47.6% και 52% για άντρες και γυναίκες, αντίστοιχα (Πίν. 5). Στη συνέχεια, ελέγχοντας τον κίνδυνο φτώχειας πριν τις μεταβιβάσεις (περιλαμβάνονται συντάξεις) ο κίνδυνος φτώχειας μειώνεται σε 22.9% για τους άντρες και 24.5% για τις γυναίκες το 2003 και το 2012 σε 26.2% και 27.4% αντίστοιχα (Πίν. 6) (βλ. Παράρτημα Δ). Πίνακας 5. Ελλάς: Κίνδυνος φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, κατά φύλο: (%) Φύλο Σύνολο Άρρενες Θήλεις Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. 46

54 Παρατηρείται ότι η επίδραση των μεταβιβάσεων (συντάξεις) στη μείωση του κινδύνου της φτώχειας στην Ελλάδα είναι υψηλή, καθώς ο κίνδυνος φτώχειας μειώνεται σχεδόν στο μισό και για τα δύο φύλα μετά τις μεταβιβάσεις. Καθ όλη τη διάρκεια του εξεταζόμενου διαστήματος, οι γυναίκες σε κίνδυνο φτώχειας ήταν περισσότερες από τους άντρες ακόμα και μετά τις μεταβιβάσεις (συντάξεις) και επίσης από το 2010 (µε περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2009) άρχισε να αυξάνει ο κίνδυνος φτώχειας και για τα δύο φύλα. Για να παρατηρηθεί επίσης η επίδραση των λοιπών κοινωνικών μεταβιβάσεων στη μείωση της φτώχειας θα συγκριθεί ο κίνδυνος φτώχειας πριν τις μεταβιβάσεις (περιλαμβάνονται οι συντάξεις) με τον κίνδυνο φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (συμπεριλαμβάνονται συντάξεις και λοιπά επιδόματα). Ο κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις το 2012 ήταν 23.6% για τις γυναίκες και 22.5% για τους άντρες, που σημαίνει ότι οι κοινωνικές μεταβιβάσεις είχαν τις ίδιες θετικές επιπτώσεις και για τα δύο φύλα, μειώνοντας τον κίνδυνο κατά 3.8% για τις γυναίκες και 3.7% για τους άντρες (Πίν. 2). Έτσι ακόμα και μετά τα βοηθήματα-επιδόματα, οι γυναίκες σε κίνδυνο φτώχειας ήταν περισσότερες. Το έτος 2008 το ποσοστό των γυναικών ήταν 20.7% και των αντρών 19.6%, που σημαίνει ότι μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις το 2008 οι γυναίκες σε κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 3.6% και οι άντρες κατά 2.7%, ενώ το 2003 ο κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις μειώθηκε κατά 2.9% για τους άντρες και 3.1% για τις γυναίκες. Συμπερασματικά, οι γυναίκες σε κίνδυνο φτώχειας και πριν και μετά τις μεταβιβάσεις είναι και πάλι περισσότερες (βλ. Παράρτημα Ε). Επίσης, από τα στοιχεία διαφαίνεται ότι η ασθενής αναδιανεμητική επίδραση των κοινωνικών μεταβιβάσεων στην Ελλάδα οφείλεται κυρίως στην ανεπάρκεια των λοιπών επιδομάτων. Το πόσο ισχυρός είναι ο αναδιανεμητικός ρόλος των κοινωνικών μεταβιβάσεων εξαρτάται από το σύστημα κοινωνικής προστασίας που έχουν αναπτύξει τα κράτη. Βέβαια στην Ελλάδα έχει επικρατήσει το Νοτιοευρωπαϊκό σύστημα κοινωνικής προστασίας, όπως και στην Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία, το οποίο χαρακτηρίζεται από ένα όχι σημαντικά αναπτυγμένο κράτος πρόνοιας και κατακερματισμό των κοινωνικών παροχών (Ιωαννίδης κ.α, 2012: 15). 47

55 Πίνακας 6. Ελλάς: Κίνδυνος φτώχειας πριν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (περιλαμβάνονται συντάξεις), κατά φύλο: (%) Φύλο Σύνολο Άρρενες Θήλεις Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Σύμφωνα με το δείκτη «παρατεταμένου/συνεχιζόμενου κινδύνου φτώχειας 19», το έτος 2012 το 13.5% των γυναικών και το 14% των αντρών βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας για περίπου τρία με τέσσερα έτη συνεχόμενα (Πίν. 7). Το 2008 το ποσοστό των γυναικών ήταν 14.7% και των αντρών 11.3%. Πριν την κρίση οι γυναίκες που βίωναν παρατεταμένο κίνδυνο φτώχειας ήταν περισσότερες από τους άντρες, μετά την κρίση όμως το ποσοστό και για τα δύο φύλα είναι σχεδόν ίδιο. Πιθανώς η μείωση του παρατεταμένου κινδύνου φτώχειας τα έτη 2011 και 2012 οφείλεται στη μείωση του ορίου φτώχειας για τα ίδια έτη (Πίν. 1). Άρα, έχοντας μειωθεί το όριο φτώχειας λιγότερες γυναίκες (και άντρες) έπεσαν κάτω από αυτό, μειώνοντας έτσι τον παρατεταμένο κίνδυνο φτώχειας. Το υψηλότερο ποσοστό των γυναικών σημειώθηκε το 2010 (µε περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2009) (που έφτασε το 18.7% σε σύγκριση με το 16.3% των αντρών), κάτι που είναι λογικό καθώς η κρίση είχε ξεκινήσει από τα τέλη του προηγούμενου έτους. Δυστυχώς δεν υπάρχουν δεδομένα για το διάστημα (βλ. Παράρτημα ΣΤ). Πίνακας 7.Ελλάς: Παρατεταμένος Κίνδυνος φτώχειας, κατά φύλο: (%) Φύλο Σύνολο : : : : Άρρενες : : : : Θήλεις : : : : Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. 19 Ο δείκτης δείχνει το ποσοστό του πληθυσμού του οποίου το διαθέσιμο ισοδύναμο εισόδημα ήταν κάτω από το όριο φτώχειας για το τρέχον έτος και τουλάχιστον για τα δύο από τα τρία προηγούμενα έτη. 48

56 Έχοντας διαπιστώσει τη σημαντική επίδραση που έχει η μεταβολή του ορίου φτώχειας στον κίνδυνο φτώχειας, κρίνεται χρήσιμο να μετρηθεί ο κίνδυνος φτώχειας με βάση ένα σταθερό/μη μεταβαλλόμενο χρονικά όριο φτώχειας και συγκεκριμένα με το δείκτη «κίνδυνος φτώχειας υπολογιζόμενος με το κατώφλι φτώχειας του έτους (πληθωρισμένο με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή-ΕνΔΤΚ 21 )». Η χρήση ενός τέτοιου δείκτη, κρίνεται απαραίτητη σε περιόδους ραγδαίων αλλαγών του βιοτικού επιπέδου, όπως κατά την οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Έτσι, τα άτομα μπορούν να συγκρίνουν την κατάστασή τους, όχι τόσο με αυτήν του «μέσου ατόμου» της κοινωνίας στην οποία ζουν, αλλά με τη δική τους κατάσταση σε μία προηγούμενη περίοδο. Σύμφωνα με το δείκτη αυτό, ως φτωχά άτομα θεωρούνται εκείνα των οποίων το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα το έτος 2012 (µε περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2011) ήταν κάτω από το κατώφλι φτώχειας του Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει απώλεια αγοραστικής δύναμης, δηλαδή τα άτομα αυτά το 2012 δε μπορούν να αγοράσουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες που θα μπορούσαν να αγοράσουν με εισόδημα ακριβώς ίσο με το κατώφλι φτώχειας του 2005 (Matsaganis and Leventi, 2011). Το έτος 2012 το ποσοστό των αντρών σε κίνδυνο φτώχειας σύμφωνα με το κατώφλι φτώχειας του 2005 ήταν 31.8% και για τις γυναίκες 32.8% (Πίν. 8). Η μέτρηση του κινδύνου φτώχειας για το έτος 2012 υπολογιζόμενου σύμφωνα με το κατώφλι φτώχειας του 2005 και προσαρμοσμένου για τον πληθωρισμό οδήγησε το ποσοστό φτώχειας σε αύξηση περίπου 9%, από 22.5% σε 31.8% για τους άντρες και από 23.6% σε 32.8% για τις γυναίκες. Η φτώχεια δείχνει να αυξάνει σημαντικά και για τα δύο φύλα αν μετρηθεί με το κατώφλι φτώχειας πριν την κρίση αλλά και πάλι το ποσοστό φτώχειας των γυναικών είναι μεγαλύτερο από των αντρών (βλ. Παράρτημα Ζ). Συμπερασματικά, είτε υπολογιστεί ο κίνδυνος φτώχειας με το κατώφλι φτώχειας του 2005 είτε όχι, οι γυναίκες σε κίνδυνο φτώχειας είναι περισσότερες από τους άντρες καθ όλο το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα. 20 Για έτος βάσης Ν, ως κίνδυνος φτώχειας υπολογιζόμενος με το όριο/κατώφλι φτώχειας (πληθωρισμένο με τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή) του έτους 2005 ορίζεται το ποσοστό των ατόμων των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα του έτους αυτού είναι χαμηλότερο από το κατώφλι της φτώχειας, υπολογιζόμενο για το έτος 2005, προσαρμοσμένο για τον πληθωρισμό με στοιχεία από τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕΛΣΤΑΤ, 2014). 21 Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή-ΕνΔΤΚ: είναι οικονομικός δείκτης ο οποίος καταρτίζεται για τη μέτρηση των διαχρονικών μεταβολών στις τιμές των καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών που αποκτώνται, χρησιμοποιούνται ή πληρώνονται από τα νοικοκυριά (Στατιστική Υπηρεσία Κύπρου, 2014). 49

57 Πίνακας 8. Ελλάς: Κίνδυνος φτώχειας υπολογιζόμενος με το κατώφλι φτώχειας του έτους 2005: (%) Φύλο Σύνολο Άρρενες Θήλεις Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Φτώχεια εργαζόμενων γυναικών Έχοντας εξετάσει τον κίνδυνο φτώχειας των συνταξιούχων γυναικών θα εξεταστεί και ο κίνδυνος φτώχειας σύμφωνα με τις υπόλοιπες καταστάσεις απασχόλησης (εργαζόμενες, άνεργες, μη εργαζόμενες, λοιπά οικονομικά μη ενεργά άτομα). Συχνά υποστηρίζεται ότι η εργασία αποτελεί την καλύτερη προστασία κατά της φτώχειας. Όμως στην Ευρώπη (των 28 κρατών-μελών), το 2012 εκτιμάται ότι 9.2% του συνολικού πληθυσμού ανήκε στην κατηγορία των εργαζόμενων φτωχών, που συναντάται στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία είτε ως working poor είτε ως in-work poverty. Εργαζόμενοι φτωχοί είναι οι άνθρωποι που απασχολούνται και των οποίων το διαθέσιμο εισόδημα είναι κάτω από το κατώφλι φτώχειας, δηλαδή κάτω από το 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις). Η έννοια «εργαζόμενοι» στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει ότι οι άνθρωποι εργάζονται για πάνω από μισό χρόνο (Eurofound, 2010). Σύμφωνα με τη Eurostat, στην Ελλάδα το συνολικό ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών το 2012 ήταν 15.1%, ενώ το %. Το ποσοστό των αντρών ήταν 16.5%, ενώ των γυναικών 13.1% (2012), ποσοστά μεγαλύτερα σε σχέση με τα ποσοστά του 2003 (Πίν. 9). Το διάστημα , δηλαδή πριν το ξεκίνημα της κρίσης στην Ελλάδα, το ποσοστό των αντρών εργαζόμενων φτωχών ήταν μεγαλύτερο από των γυναικών και κυμαινόταν περίπου στο 14%-15%, ενώ των γυναικών στο 11%-12%. Αυτό σημαίνει ότι η κρίση συνέβαλε στην αύξηση του ποσοστού των εργαζόμενων φτωχών και για τα δύο φύλα. Αλλά αυτά τα ποσοστά δεν αντανακλούν πλήρως την πραγματική κατάσταση των γυναικών στην αγορά εργασίας, καθώς οι γυναίκες τείνουν να βρίσκονται 50

58 σε πιο ευάλωτη κατάσταση από τους άντρες συναδέλφους τους και να εργάζονται παράνομα/αδήλωτα. Επομένως, οι παράνομα εργαζόμενες γυναίκες δε λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του δείκτη κινδύνου φτώχειας των εργαζομένων. Επίσης, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι γυναίκες που ζουν ως ζευγάρι με έναν άντρα διατρέχουν και αυτές τον ίδιο κίνδυνο φτώχειας εξορισμού, καθώς το εισόδημα των νοικοκυριών θεωρείται ότι κατανέμεται εξίσου μεταξύ όλων των ανθρώπων που ζουν στο νοικοκυριό. Πιθανώς, οι γυναίκες ενώ αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα, επηρεάζονται λιγότερο όταν εργάζονται, διότι σύμφωνα με το παραδοσιακό μοντέλο του άντρα που φέρνει το κύριο εισόδημα μέσα στην οικογένεια, οι γυναίκες με το μισθό τους συμβάλλουν «βοηθητικά-συμπληρωματικά» στο οικογενειακό εισόδημα (Eurofound, 2010). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, και για τα δύο φύλα παρατηρείται αύξηση του κινδύνου φτώχειας των εργαζομένων αλλά ο κίνδυνος φτώχειας των εργαζόμενων γυναικών σε όλα τα εξεταζόμενα έτη είναι μικρότερος από αυτόν των αντρών (βλ. Παράρτημα H-1). Για την εξακρίβωση της αξιοπιστίας των παραπάνω αποτελεσμάτων, θα εξεταστούν στη συνέχεια δείκτες αγοράς εργασίας. Πίνακας 9. Ελλάς: Κίνδυνος φτώχειας εργαζομένων μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, κατά φύλο, (%) Φύλο Σύνολο Άρρενες Θήλεις Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Είναι σημαντικό επίσης να επισημανθεί ότι οι γυναίκες εργαζόμενες σε θέσεις μερικής απασχόλησης, δηλαδή σε ευέλικτες-άτυπες μορφές εργασίας διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας από τις εργαζόμενες σε θέσεις πλήρους απασχόλησης (Κίνδυνος φτώχειας εργαζομένων μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις με διάκριση πλήρους και μερικής απασχόλησης). Στην Ελλάδα το 2012, 27.1 % των ατόμων που εργάζονταν και ήταν κάτω από τον κίνδυνο φτώχειας, εργάζονταν σε θέσεις μερικής απασχόλησης, ενώ 13.4% εργάζονταν σε θέσεις πλήρους απασχόλησης. Τα 51

59 ποσοστά αυτά ήταν περίπου ίδια κατά το υπόλοιπο εξεταζόμενο διάστημα, % για τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης και % για τους εργαζομένους μερικής απασχόλησης. Αν σκεφτούμε ότι το 2012 στην Ελλάδα περίπου τα δύο τρία των εργαζομένων σε θέσεις μερικής απασχόλησης ήταν γυναίκες, αυτό σημαίνει ότι οι γυναίκες πλήττονται από τη φτώχεια λόγω των ευέλικτων μορφών εργασίας στις οποίες απασχολούνται, παρόλο που τελικά το ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών αντρών, σύμφωνα με τα επίσημα πάντα στοιχεία, είναι μεγαλύτερα από των γυναικών (Πίν. 10) (βλ. Παράρτημα Η-2). Πίνακας 10. Ελλάς: Κίνδυνος φτώχειας εργαζομένων μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις βάσει της μορφής απασχόλησης, (%) Μορφή απασχόλησης Μερική απασχόληση Πλήρης απασχόληση Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Επίσης, ένας ακόμα δείκτης που εξετάζει τον κίνδυνο φτώχειας της κατηγορίας των εργαζόμενων φτωχών είναι ο «Κίνδυνος φτώχειας πληθυσμού που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας 22 μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις». Το 2012 οι γυναίκες ηλικίας ετών, (ηλικία κατά την οποία τα μέλη θεωρούνται οικονομικά ενεργά), που διαβιούσαν σε νοικοκυριά χαμηλής έντασης εργασίας αποτελούσαν το 15.4% του πληθυσμού, ενώ οι άντρες το 12.8%. Τα προηγούμενα τρία έτη ( ) παρατηρήθηκε αύξουσα τάση του δείκτη, με τις γυναίκες να υπερβαίνουν τους άντρες κατά 2%-3% (Πίν.11). 22 Ποσοστό πληθυσμού που διαβιεί σε νοικοκυριά χαμηλής έντασης εργασίας Ο δείκτης αναφέρεται στο ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18-59, το οποίο διαβιεί σε νοικοκυριά που τα μέλη τους εργάστηκαν λιγότερο από 20% της συνήθους απασχόλησης κατά το προηγούμενο έτος. Η ένταση εργασίας του νοικοκυριού ορίζεται ως ο λόγος μεταξύ του αριθμού των μηνών που όλα τα μέλη εργάζονται κατά το προηγούμενο έτος και του συνολικού αριθμού των μηνών που θεωρητικά θα μπορούσαν να έχουν εργαστεί κατά την ίδια περίοδο. Οικονομικά ενεργά μέλη θεωρούνται τα μέλη του νοικοκυριού ηλικίας ετών. Τα νοικοκυριά που αποτελούνται μόνο από μαθητές ή σπουδαστές κλπ. κάτω των 25 ετών ή και άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω εξαιρούνται από τον υπολογισμό του δείκτη. 52

60 Πίνακας 11. Ελλάς: Πληθυσμός που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας κατά φύλο, (%) Φύλο Σύνολο : Άρρενες : : : : : : Θήλεις : : : : : : Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) ΕΛΣΤΑΤ. Φτώχεια άνεργων γυναικών Παρά το πρόβλημα των εργαζόμενων φτωχών στην Ελλάδα, οι άνεργοι είναι αυτοί που είναι πιο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο φτώχειας. Το 2012 το 45.8% των ανέργων ήταν σε κίνδυνο φτώχειας, που σημαίνει ότι σχεδόν 1 στους 2 ανέργους έπεφτε κάτω από το κατώφλι φτώχειας. Την περίοδο , το ποσοστό αυτό κυμαίνονταν από 31% έως 35% (Πίν.12). Είναι φανερό ότι η κρίση στην Ελλάδα είχε μεγάλο αντίκτυπο στην αύξηση του κινδύνου φτώχειας των ανέργων. Από το συνολικό ποσοστό του 45.8% για το 2012, οι γυναίκες αποτελούσαν το 38.9% και οι άντρες το 52.1%. Ο κίνδυνος φτώχειας των άνεργων γυναικών ήταν μεγαλύτερος από των αντρών κατά 3%-10% για την περίοδο , ενώ για τα έτη & ο κίνδυνος φτώχειας των αντρών ήταν μεγαλύτερος από των γυναικών κατά 3.5%-13.2%. Παρατηρείται ότι οι άντρες άνεργοι σε κίνδυνο φτώχειας είναι περισσότεροι από τις γυναίκες για 6 έτη, ενώ οι γυναίκες ξεπερνούν τους άντρες για 4 έτη, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Για να δούμε όμως κατά πόσο τα στοιχεία αυτά ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα θα εξεταστούν στη συνέχεια του κεφαλαίου και κάποιοι δείκτες της αγοράς εργασίας. (Πίν. 12) (βλ. Παράρτημα Θ-1). 53

61 Πίνακας 12. Ελλάς: Κίνδυνος φτώχειας ανέργων μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, κατά φύλο, (%) Φύλο Σύνολο Άρρενες Θήλεις Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) ΕΛΣΤΑΤ. Συμπερασματικά, έχοντας παραθέσει τον κίνδυνο φτώχειας των εργαζόμενων, άνεργων και συνταξιούχων γυναικών αλλά και λαμβάνοντας υπόψη στον παρακάτω συγκεντρωτικό «πίνακα 13» επίσης τον κίνδυνο φτώχειας των μη εργαζόμενων γυναικών (άνεργες και οικονομικά μη ενεργές γυναίκες) αλλά και τις λοιπές οικονομικά μη ενεργές γυναίκες παρατηρείται ότι το χρονικό διάστημα , οι άνεργες γυναίκες σημείωσαν τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας, με εξαίρεση το διάστημα όπου οι γυναίκες συνταξιούχοι σημείωσαν μεγαλύτερα ποσοστά (Πίν. 13). Δηλαδή, οι άνεργες γυναίκες είναι οι πιο φτωχές των φτωχών γυναικών. Τα δεύτερα υψηλότερα ποσοστά παρουσίασαν οι λοιπές οικονομικά μη ενεργές γυναίκες, δηλαδή εκείνες οι γυναίκες που είναι οικονομικά μη ενεργές αλλά δεν ανήκουν σε κάποια από τις κατηγορίες των οικονομικά μη ενεργών ατόμων: μαθήτριες/φοιτήτριες, νοικοκυρές, συνταξιούχοι. Με μικρή διαφορά ακολουθούν οι μη εργαζόμενες γυναίκες (άνεργες και οικονομικά μη ενεργές γυναίκες), ενώ τελευταίες έρχονται οι εργαζόμενες γυναίκες. Όλες οι παραπάνω κατηγορίες παρουσίασαν αυξητική τάση από το 2003 ως το 2012 με εξαίρεση τις γυναίκες συνταξιούχους σε κίνδυνο φτώχειας, οι οποίες μειώθηκαν κατά το ήμισυ (βλ. Παράρτημα Θ-2). Αυτή η μεγάλη μείωση του ποσοστού μπορεί να οφείλεται είτε στο γεγονός ότι γυναίκες έχασαν τη σύνταξή τους και γι αυτό δε συνυπολογίζονται είτε σε αλλαγές του ασφαλιστικού σχετικά με τα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης ή σχετικά με την κατάργηση συντάξεων 15ετίας. Σημαντικό ρόλο στη μείωση του ποσοστού πιθανά διαδραμάτισε και η μείωση του ορίου φτώχειας για τα έτη 2011 και

62 Πίνακας 13. Ελλάς: Κίνδυνος φτώχειας γυναικών 18 ετών και άνω μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, κατά κατάσταση απασχόλησης, (%) Κίνδυνος φτώχειας γυναικών κατά κατάσταση απασχόλησης Εργαζόμενες Άνεργες Μη εργαζόμενες (άνεργες + οικονομικά μη ενεργές γυναίκες) Λοιπές οικονομικά μη ενεργές γυναίκες Συνταξιούχοι Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) ΕΛΣΤΑΤ. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μας ενημερώνει για το πόσα άτομα βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας, με την προϋπόθεση ότι όλοι οι φτωχοί είναι στην ίδια κατάσταση και έτσι δε λαμβάνεται υπόψη το χάσμα/ένταση/βάθος φτώχειας (poverty gap 23 ). Το χάσμα/βάθος φτώχειας μας πληροφορεί για το πόσο μακριά είναι τα νοικοκυριά/άτομα από τη γραμμή φτώχειας. Το έτος 2012 το χάσμα φτώχειας ήταν 29.9%, που σημαίνει ότι με όριο φτώχειας τα 5,708 ευρώ, τα άτομα που βρίσκονταν κάτω από το όριο φτώχειας χρειάζονταν 1,706 ευρώ για να φτάσουν τη γραμμή/όριο φτώχειας ή διαφορετικά το ετήσιο εισόδημά τους ανά άτομο ήταν 4,002 ευρώ. Επίσης αυτό σημαίνει ότι 50% του πληθυσμού είχε εισόδημα πάνω από το 70.1% του ορίου φτώχειας. Το 2008 το όριο φτώχειας ήταν 6,480 ευρώ ανά άτομο ετησίως και το χάσμα φτώχειας ήταν 24.7%. Άρα, οι κάτοικοι στην Ελλάδα που ήταν κάτω από το όριο φτώχειας χρειάζονταν 1,600 ευρώ επιπλέον ετησίως για να φτάσουν τη γραμμή φτώχειας και πλέον να μη βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας (δηλαδή κέρδιζαν 4,880 ευρώ ετησίως), ενώ το 2003 το χάσμα ήταν 30.5% (Πίν. 14). Άρα, κατά το εξεταζόμενο διάστημα το χάσμα φτώχειας μειώθηκε κατά 0.6%. Αυτή η μικρή μείωση του χάσματος φτώχειας σε περίοδο κρίσης 23 Χάσμα φτώχειας: Η διαφορά μεταξύ του ορίου του κινδύνου φτώχειας για το σύνολο του πληθυσμού και του διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος του φτωχού πληθυσμού, εκφράζεται ως ποσοστό επί του ορίου του κινδύνου φτώχειας. 55

63 πιθανά οφείλεται στη μείωση του ορίου φτώχειας, το οποίο κατά συνέπεια οδηγεί σε μείωση του βάθους φτώχειας. Πίνακας 14: Χάσμα Φτώχειας κατά φύλο, (%) Φύλο Σύνολο Άρρενες Θήλεις Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT και ΕΛΣΤΑΤ. Όμως αν εξεταστεί το χάσμα φτώχειας κατά φύλο, τότε παρατηρείται ότι οι γυναίκες εμφανίζουν μεγαλύτερο χάσμα φτώχειας από τους άντρες για τα έτη 2003, 2004, 2005 και 2008, για τα έτη 2011 και 2012 το χάσμα των αντρών είναι μεγαλύτερο και για τα υπόλοιπα έτη εμφανίζουν ίσα ποσοστά. Γενικά καθ όλο το εξεταζόμενο διάστημα το χάσμα/βάθος φτώχειας ήταν σχεδόν ίδιο και για τα δύο φύλα με μικρές διαφορές 0.3%-0.8% (βλ. Παράρτημα Ι). Συμπερασματικά, σύμφωνα με αυτό το επίσημο μέτρο φτώχειας δε μπορεί να προσδιοριστεί μία συγκεκριμένη τάση για κάποιο από τα δύο φύλα, καθώς υφίστανται διακυμάνσεις σε κάθε ένα από τα εξεταζόμενα έτη. Για να εξακριβωθεί όμως κατά πόσο τα στοιχεία αυτά αντανακλούν την πραγματικότητα θα εξεταστούν επιπρόσθετοι δείκτες αγοράς εργασίας, ώστε να προσδιοριστεί η θέση της γυναίκας στην αγορά εργασίας. Φτώχεια και Υλική Στέρηση Γυναικών Σε αυτήν την εργασία εξετάζεται η σχετική φτώχεια των γυναικών, η οποία σύμφωνα με τον Townsend (1979, κατά παραπομπή Akindola 2009), που ήταν από τους σημαντικότερους υποστηρικτές της σχετικής προσέγγισης της φτώχειας, ορίστηκε όχι απλώς ως αποτυχία ικανοποίησης των ελάχιστα απαιτούμενων διατροφικών αναγκών ή επιπέδων συντήρησης αλλά περισσότερο ως αποτυχία του ατόμου να συμβαδίσει με τα ισχύοντα πρότυπα σε μία κοινωνία. Οπότε αν κάποιο άτομο δεν έχει έγχρωμη τηλεόραση, τηλέφωνο, εσωτερική τουαλέτα ή λουτρό, ενώ στην κοινωνία στην 56

64 οποία ζει η πλειονότητα των ατόμων γύρω του τα διαθέτουν, αυτό το άτομο βρίσκεται σε σχετική φτώχεια. Ο Townsend (1993) σε μία από τις τρεις προσεγγίσεις, με τις οποίες προσπάθησε να προσδιορίσει την έννοια της σχετικής φτώχειας (Αντίληψη Σχετικής Αποστέρησης), υποστήριξε ότι οι άνθρωποι είναι σχετικά στερημένοι, εάν δε δύνανται να αποκτήσουν, καθόλου ή επαρκώς, τις συνθήκες ζωής (διατροφή, ανέσεις, παρεχόμενες υπηρεσίες), οι οποίες τους επιτρέπουν να παίζουν τους ρόλους, να συμμετέχουν στις σχέσεις και να ακολουθούν τις συνήθειες που αναμένονται από αυτούς, όντας μέλη της κοινωνίας. Εάν αυτοί στερούνται τους πόρους για να αποκτήσουν την πρόσβαση σε αυτές τις συνθήκες ζωής και έτσι να εκπληρώσουν την ιδιότητά τους ως μέλη της κοινωνίας, τότε βρίσκονται σε κατάσταση φτώχειας. Η στέρηση μπορεί να παρουσιαστεί σε όλους τους κύριους τομείς της ζωής: στην εργασία, το σπίτι ή ακόμα και τα ταξίδια. Σε αυτήν την εμπειρική ανάλυση θα εξεταστεί η υλική στέρηση που βιώνει ο ελληνικός πληθυσμός κατά φύλο, ώστε να γίνει αντιληπτό αν οι γυναίκες στην Ελλάδα είναι αυτές που σε μεγαλύτερο ποσοστό βιώνουν τις διάφορες υλικές στερήσεις 24 (αντικειμενική-πολυδιάστατη προσέγγιση της φτώχειας-βλ. κεφ.4). Το διάστημα σημειώθηκε αύξηση του πληθυσμού που αντιμετωπίζουν υλικές στερήσεις. Το % ενώ το % του συνολικού πληθυσμού στερούνταν βασικές κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών. Με εξαίρεση το 2012 όπου το ποσοστό των αντρών (19.9%) ήταν μεγαλύτερο από των γυναικών (19.1%), τα προηγούμενα έτη ( ) το ποσοστό των γυναικών ήταν μεγαλύτερο κατά %. Το % των γυναικών και 10.1% των αντρών αντιμετώπιζαν υλικές στερήσεις, που σημαίνει ότι από το 2008 μέχρι το 2012 παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του υπό στερήσεις πληθυσμού (Πίν. 15). 24 Υλική στέρηση: Ποσοστό των ατόμων τα οποία αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές δυσκολίες με αποτέλεσμα να στερούνται τεσσάρων τουλάχιστον βασικών αγαθών και υπηρεσιών από το σύνολο των εννέα: (1) Δυσκολίες ανταπόκρισης στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως δόση δανείου ή ενοίκιο, πάγιοι λογαριασμοί (ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, φυσικού αερίου κλπ.), δόσεις πιστωτικών καρτών ή δόσεις δανείου για οικοσκευή, διακοπές κ.ά., ή αγορές με δόσεις κύριας κατοικίας (2) Οικονομική αδυναμία για πληρωμή μιας εβδομάδας διακοπών (3) Οικονομική αδυναμία για διατροφή που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας (4) Οικονομική αδυναμία για αντιμετώπιση έκτακτων, αλλά αναγκαίων δαπανών αξίας περίπου 540 ευρώ για το 2012 (5) Οικονομική αδυναμία να διαθέτουν τηλέφωνο (περιλαμβάνεται και το κινητό τηλέφωνο) (6) Οικονομική αδυναμία να διαθέτουν έγχρωμη τηλεόραση (7) Οικονομική αδυναμία να διαθέτουν πλυντήριο ρούχων (8) Οικονομική αδυναμία να διαθέτουν ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο και (9) Οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση (ΕΛΣΤΑΤ, 2014) 57

65 Πίνακας 15. Ελλάς: Ποσοστό πληθυσμού με υλική στέρηση, κατά φύλο, (%) Φύλο Σύνολο Άρρενες Θήλεις Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Ο μέσος όρος αγαθών και υπηρεσιών που στερούνταν τα νοικοκυριά το 2012 ήταν 3.9, ενώ το διάστημα αγαθά και υπηρεσίες. Οι άντρες και οι γυναίκες στερούνταν τον ίδιο μέσο όρο αγαθών και υπηρεσιών σε όλη τη διάρκεια της κρίσης αλλά και γενικότερα καθ όλο το εξεταζόμενο διάστημα με εξαίρεση τα έτη 2003, 2007 και 2008 που ο μέσος όρος των αγαθών και υπηρεσιών που στερούνταν οι γυναίκες ήταν μεγαλύτερος κατά 0.1% (Πίν. 16). Πίνακας 16. Ελλάς: Μέσος όρος αγαθών που στερούνται τα νοικοκυριά, κατά φύλο, (%) Φύλο Σύνολο Άρρενες Θήλεις Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. To 2003, 38.4% των φτωχών γυναικών διαβιούσαν σε κατοικία με στενότητα χώρου 25, ενώ το 2012 το ποσοστό ανερχόταν στο 40.1% (Πίν. 17). Κατά το διάστημα τα ποσοστά και για 25 Ένα μέλος θεωρείται ότι έχει στενότητα χώρου εάν το νοικοκυριό του δεν έχει στη διάθεσή του: - ένα δωμάτιο για το νοικοκυριό - ένα δωμάτιο για κάθε ζευγάρι - ένα δωμάτιο για κάθε άγαμο μέλος ηλικίας 18 ετών και άνω - ένα δωμάτιο για δυο άγαμα μέλη του νοικοκυριού του ίδιου φύλου ηλικίας 12 58

66 τα δύο φύλα σημείωσαν διακυμάνσεις αλλά οι φτωχές γυναίκες που διαβιούσαν σε στενότητα χώρου ήταν λιγότερες από τους άντρες για όλο το εξεταζόμενο διάστημα με εξαίρεση το 2012, που παρατηρήθηκε μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών (40,1%) συγκριτικά με 38.7% των αντρών. Πίνακας 17. Ελλάς: Ποσοστό φτωχού πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου, κατά φύλο, (%) Φύλο Σύνολο Άρρενες Θήλεις Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Στο χρονικό διάστημα παρατηρήθηκε αύξηση των φτωχών αντρών και γυναικών που επιβαρύνονται με το κόστος στέγασης 26. Συγκεκριμένα το 2004, 73.2% των φτωχών γυναικών και 68.5% των φτωχών αντρών επιβαρύνθηκαν από το κόστος στέγασης, ενώ το 2012 τα ποσοστά ανήλθαν σε 91.5% και 89.4% αντίστοιχα (Πίν. 18). Άρα, οι φτωχές γυναίκες διαφαίνεται να είναι πιο ευάλωτες ως προς το κόστος στέγασης καθ όλο το εξεταζόμενο διάστημα. Πίνακας 18.Ελλάς: Ποσοστό φτωχών νοικοκυριών με επιβάρυνση από το κόστος στέγασης, κατά φύλο, (%) Φύλο Σύνολο : Άρρενες : Θήλεις : Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Άρα, οι υλικές στερήσεις εντείνουν τον κίνδυνο φτώχειας των γυναικών και αντρών και για αυτό υπολογίζεται όχι μόνο ο κίνδυνος φτώχειας αλλά και ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού που λαμβάνει υπόψη του τον πληθυσμό που αντιμετωπίζει υλικές στερήσεις. Το 2012 ενώ ο κίνδυνος έως 17 ετών - ένα δωμάτιο για κάθε άγαμο μέλος διαφορετικού φύλου ηλικίας 12 έως 17 ετών - ένα δωμάτιο για κάθε δύο μέλη ηλικίας κάτω των 12 ετών 26 Ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι επιβαρύνεται από το κόστος στέγασης, αν το συνολικό κόστος στέγασής του ανέρχεται σε περισσότερο από 40% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματός του. 59

67 φτώχειας των γυναικών ανήλθε στο 23.6%, ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού 27 ανήλθε στο 35.2%, ενώ για τους άντρες στο 33.9% συγκριτικά με 22.5%, που ήταν ο κίνδυνος φτώχειας. Είναι φανερό ότι όταν υπολογίζεται το ποσοστό του πληθυσμού που είναι σε κίνδυνο φτώχειας λόγω έλλειψης εισοδήματος σε συνδυασμό με το ποσοστό του πληθυσμού που βιώνει κάποιες υλικές στερήσεις, τότε το ποσοστό φτώχειας αυξάνεται 28 κατά περίπου 11% και για τα δύο φύλα αλλά και πάλι το ποσοστό των γυναικών είναι μεγαλύτερο από των αντρών. (Πίν. 19) (βλ. Παράρτημα Κ-1, Κ-2, Κ-3, Κ-4, Κ-5). Πίνακας 19. Ελλάς: Κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, (%) Φύλο Σύνολο Άρρενες : : Θήλεις : Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) ΕΛΣΤΑΤ. Ελλείψεις βασικών ανέσεων της κατοικίας 29 Το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με «Διαρροή στη στέγη, υγρασία στους τοίχους, στα πατώματα, στα θεμέλια ή υπάρχουν σάπιες κάσες στα παράθυρα ή σάπια πατώματα» μειώθηκε από το 2003 ως το Στο διάστημα , το ποσοστό των γυναικών 27 Πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό: Πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή µε υλικές στερήσεις (δηλαδή πληθυσμός που στερείται τουλάχιστον 4 από ένα κατάλογο 9 αγαθών και υπηρεσιών-βλ. υποσημείωση 24) ή που διαβιεί σε νοικοκυριά µε χαμηλή ένταση εργασίας (βλ. υποσημείωση 22) (ΕΛΣΤΑΤ). 28 Σύμφωνα με τη στρατηγική «Ευρώπη 2020», το 2010 τέθηκε ο στόχος να ανασηκωθούν από τον κίνδυνο φτώχειας και τον κοινωνικό αποκλεισμό 20,000,000 άνθρωποι μέχρι το Όμως ο στόχος αυτός δε φαίνεται να επιτυγχάνεται μέχρι στιγμής για την Ευρώπη των 28 κρατών μελών, καθώς από το 2010 ως το 2012 σημειώθηκε αύξηση κατά 1,100,000 των ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. 29 Ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει έλλειψη βασικών ανέσεων της κατοικίας, αν έχει: - Διαρροή στη στέγη, υγρασία στους τοίχους, στα πατώματα, στα θεμέλια ή υπάρχουν σάπιες κάσες στα παράθυρα ή σάπια πατώματα - Σκοτεινά δωμάτια - (δεν έχει) Εσωτερική τουαλέτα - (δεν έχει) Εσωτερικό λουτρό ή ντους 60

68 που διαβιούσαν με αυτές τις βασικές ελλείψεις ήταν μεγαλύτερο από των αντρών. Μόνο το 2012 το ποσοστό των αντρών (15.0%) ήταν λίγο μεγαλύτερο από αυτό των γυναικών (14.4%) (Πίν. 20). Πίνακας 20. Ελλάς: Ποσοστό πληθυσμού με προβλήματα στις συνθήκες στέγασης, κατά φύλο, (%) Φύλο Διαρροή στη στέγη, υγρασία, σε τοίχους, πατώματα, θεμέλια ή σάπια κουφώματα Σύνολο Άρρενες Θήλεις Έλλειψη λουτρού Σύνολο Άρρενες Θήλεις Έλλειψη εσωτερικής τουαλέτας Σύνολο Άρρενες Θήλεις Διαβίωση σε σκοτεινά δωμάτια Σύνολο Άρρενες Θήλεις Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Πτωτική τάση επίσης σημειώνεται για το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία χωρίς εσωτερικό μπάνιο, ούτε ντους. Στο διάστημα οι γυναίκες που δε διέθεταν μπάνιο στο εσωτερικό του σπιτιού τους ήταν περισσότερες από τους άντρες με εξαίρεση τα έτη 2008 και 2012, που οι γυναίκες και οι άντρες που βίωναν τη συγκεκριμένη έλλειψη εμφάνισαν το ίδιο ποσοστό (Πίν. 20). Επίσης πτωτική τάση σημειώθηκε για το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία που δεν έχει εσωτερική τουαλέτα με καζανάκι για την αποκλειστική χρήση του 61

69 νοικοκυριού του. Το 2003 το ποσοστό των αντρών ήταν 3.6% και των γυναικών 3.4%, ενώ το 2012 ήταν 0.5% και για τα δύο φύλα. Γενικά όμως οι άντρες που βίωσαν αυτήν την έλλειψη ήταν περισσότεροι από τις γυναίκες για τα περισσότερα έτη του εξεταζόμενου διαστήματος (Πίν. 20). Όμως το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού που διαβιούσε σε νοικοκυριό που θεωρούσε πολύ σκοτεινό ή χωρίς αρκετό φως (Διαβίωση σε σκοτεινά δωμάτια) ήταν περίπου το ίδιο στο διάστημα Συγκεκριμένα, το % των γυναικών και 7.3% των αντρών κατοικούσε σε σκοτεινό νοικοκυριό, ενώ το 2012 τα ποσοστά αυτά ανήλθαν σε 7.0% για τις γυναίκες και 6.8% για τους άντρες. Συμπερασματικά, οι γυναίκες που διαβιούσαν σε σκοτεινά δωμάτια ήταν περισσότερες από τους άντρες για έξι από τα δέκα εξεταζόμενα έτη (Πίν. 20) (βλ. Παράρτημα Λ-1,Λ-2, Λ-3, Λ-4). Οικονομική Ανισότητα-Άνιση κατανομή εισοδήματος Κλείνοντας την παρουσίαση των επίσημων δεικτών φτώχειας της EUSILC θα παρατεθούν δύο δείκτες οι οποίοι δε μετρούν τη φτώχεια αλλά την άνιση κατανομή του εισοδήματος. Η εξέταση των δεικτών κατανομής εισοδήματος γίνεται, διότι η σχετική φτώχεια των γυναικών, η οποία εξετάζεται σε αυτήν την εργασία, ουσιαστικά αποτελεί αντανάκλαση του βαθμού ανισότητας στην κατανομή του εισοδήματος μίας οικονομίας (Λαμπρινίδης κ.α., 2010:17). Γι αυτό για την ερμηνεία και κατανόηση της εξέλιξης του κινδύνου φτώχειας των γυναικών κρίνεται χρήσιμο να εξεταστεί η κατανομή του εισοδήματος στην Ελλάδα. Οι δείκτες που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της κατανομής εισοδήματος είναι δύο: 1) ο δείκτης κατανομής του εισοδήματος (S80 / S20) κατά πεντημόρια και ο δείκτης άνισης κατανομής του εισοδήματος (συντελεστής Gini), που δρα συμπληρωματικά με τον πρώτο δείκτη. Ο δείκτης κατανομής του εισοδήματος (S80 / S20) κατά πεντημόρια συγκρίνει το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού με το φτωχότερο 20%. Εκφράζεται ως ο λόγος του συνολικού εισοδήματος του 20% του πλουσιότερου πληθυσμού (το πιο υψηλό πεντημόριο) προς αυτό που λαμβάνεται από το 20% του πληθυσμού με τα χαμηλότερα εισοδήματα (κατώτατο πεντημόριο). Όπως προκύπτει από τον πίνακα 21, το 2012 στην Ελλάδα ο δείκτης αυτός ανήλθε στο 6.6, δηλαδή το μερίδιο εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ήταν κατά 6.6 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του φτωχότερου 20% του πληθυσμού, ενώ αντίστοιχα ο δείκτης για 62

70 την Ευρώπη των 28 εκτιμάται στο 5.1. Το 2003 ο δείκτης ανήλθε σε 6.4 σε σύγκριση με 6.6 το Άρα στο διάστημα , ο δείκτης S80/S20 αυξήθηκε κατά 0.2. Η μικρή αυτή αύξηση στην άνιση κατανομή του εισοδήματος αντανακλάται από την μικρή αύξηση του σχετικού κινδύνου φτώχειας. Εξετάζοντας τον δείκτη κατά φύλο παρατηρείται η ίδια περίπου ανισότητα στο εισόδημα και για τα δύο φύλα, με τις γυναίκες σε κάποια έτη να εμφανίζουν ελάχιστα μεγαλύτερη τιμή ( ), ενώ σε άλλα έτη να εμφανίζουν μεγαλύτερη τιμή οι άντρες (Πίν.21) (βλ. Παράρτημα M). Επίσης, σύμφωνα με το δείκτη S80/S20 κατά φύλο και ηλικία παρατηρείται ότι οι ανισότητες στο εισόδημα είναι μεγαλύτερες μεταξύ των ατόμων ηλικίας 0-64 και μικρότερες μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 και άνω και για τα δύο φύλα, κάτι που πιθανά οφείλεται στις μεγάλες μισθολογικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των εργαζομένων ατόμων, οι οποίες μικραίνουν όταν τα άτομα πλέον συνταξιοδοτούνται. Πίνακας 21. Ελλάς: Δείκτης κατανομής του εισοδήματος (S80 / S20) κατά πεντημόρια, κατά φύλο και ηλικιακή ομάδα, Φύλο Σύνολο Άρρενες Θήλεις Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Πιο αναλυτικά, σε 7 από τα 10 εξεταζόμενα έτη, δηλαδή κατά το διάστημα οι ανισότητες ήταν μεγαλύτερες μεταξύ των ηλικιωμένων αντρών και μικρότερες μεταξύ των ηλικιωμένων γυναικών. Μία εξήγηση για τις μικρότερες διαφορές εισοδημάτων μεταξύ γυναικών είναι οι χαμηλότεροι μισθοί σε σχέση με τους άντρες χωρίς σημαντική διαφοροποίηση στη διάρκεια του εργάσιμου βίου τους και κατά συνέπεια οι εν γένει χαμηλότερες συντάξεις. Αντίθετα, για 7 από 63

71 τα 10 εξεταζόμενα έτη ( , & 2012) οι ανισότητες στην κατανομή εισοδήματος ήταν μεγαλύτερες για τις γυναίκες έως 65 ετών συγκριτικά με τους συνομήλικους άντρες. Ο δείκτης ανισοκατανομής εισοδήματος (S80/S20) κατά πεντημόρια επηρεάζεται από τις ακραίες τιμές της κατανομής του εισοδήματος, γι αυτό χρησιμοποιείται συμπληρωματικά ο δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος (συντελεστής Gini 30 ). Ο δείκτης αυτός παίρνει τιμές από 0 (πλήρης ισοκατανομή) έως 1 (πλήρης ανισοκατανομή). Σύμφωνα με την Eurostat, o συντελεστής Gini για την Ελλάδα το 2012 ήταν 34.3% (ενώ στην Ευρώπη(28) εκτιμάται ότι ήταν 30.6%), δηλαδή η διαφορά στα εισοδήματα δύο τυχαίων ατόμων θα ήταν 34.3% του μέσου εισοδήματος (Πίν.22). Ενώ το 2003 ο δείκτης έλαβε την τιμή 34.7%. Παρατηρείται ότι στο διάστημα η άνιση κατανομή εισοδήματος μειώθηκε κατά 0.3%, παρόλα αυτά το 2012 ο δείκτης συνεχίζει να είναι αρκετά υψηλός και να παρουσιάζει μία από τις υψηλότερες τιμές της Ευρώπης (EU-28) μαζί με τις χώρες της Ισπανίας, Λετονίας και Πορτογαλίας (βλ. Παράρτημα Ν). Πίνακας 22. Ελλάς: Δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος (συντελεστής Gini), (%) συντελεστής Gini Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Τιμή 0: Πλήρης Ισοκατανομή Τιμή 1: Πλήρης Ανισοκατανομή 30 Ο δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος (συντελεστής Gini) εκφράζεται ως ο λόγος των αθροιστικών μεριδίων του πληθυσμού, κατανεμημένου ανάλογα με το ύψος του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος, προς το αθροιστικό μερίδιο του συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος όλου του πληθυσμού. 64

72 Β) Δείκτες Αγοράς Εργασίας Οι παραπάνω δείκτες έμφυλης φτώχειας υπολογίζονται μόνο με βάση την έλλειψη εισοδήματος. Όμως, όπως προέκυψε από το κεφάλαιο 3 «Αίτια Φτώχειας και Φτώχειας Γυναικών», η φτώχεια των γυναικών προκαλείται και από άλλα αίτια. Ένα σημαντικό αίτιο που προκαλεί τη φτώχεια των γυναικών, εκτός από την έλλειψη εισοδήματος, είναι οι έμφυλες ανισότητες και οι διακρίσεις στην αγορά εργασίας, γι αυτό το λόγο θα εξεταστούν επίσης δείκτες αγοράς εργασίας. 1. Απασχόληση Γυναικών Το ποσοστό απασχόλησης ατόμων ηλικίας ετών 31, σύμφωνα με τη Στρατηγική «Ευρώπη 2020», πρέπει να είναι τουλάχιστον 75%, όμως για την Ελλάδα το 2013 ήταν 53.2%, δηλαδή ένας στους δύο Έλληνες είχε εργασία, ενώ το 2003 ήταν 63.6% (Πίν. 23) (βλ. Παράρτημα Ξ-1). Το μεγαλύτερο ποσοστό απασχόλησης σημειώθηκε το 2009 (66.5%), ενώ έκτοτε λόγω κρίσης άρχισε να μειώνεται σταδιακά. Το ποσοστό απασχόλησης των αντρών από το 2003 ως το 2009 κυμαινόταν στο 80%, ενώ από το 2010 και την επιβολή των μέτρων λιτότητας άρχισε να μειώνεται φτάνοντας το 2013 το 62.9%, δηλαδή το ποσοστό απασχόλησης των αντρών μειώθηκε περίπου κατά 17% λόγω της κρίσης. Από την άλλη πλευρά, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών το κυμαινόταν από 47.9% ως 52.7% (μέγιστη τιμή, που σημειώθηκε το 2009), ενώ το 2013 μειώθηκε στο 43.3%. Η διαφορά των ποσοστών απασχόλησης για τα δύο φύλα το έτος 2013 ήταν γύρω στα 20%, αλλά πριν από την κρίση η διαφορά αυτή ήταν για αρκετά χρόνια σχεδόν διπλάσια. Ενώ το ποσοστό απασχόλησης για τους άντρες ήταν 80%, για τις γυναίκες ήταν περίπου 50%. Το ότι η «ψαλίδα» αυτή έχει μικρύνει δεν οφείλεται σε πιθανές βελτιώσεις σχετικά με τις διακρίσεις που αντιμετωπίζουν οι Ελληνίδες στην αγορά εργασίας αλλά στην κρίση που οδήγησε στη μείωση του ποσοστού απασχόλησης των αντρών κατά 17%. Το μέγεθος του προβλήματος των διακρίσεων που αντιμετωπίζουν οι Ελληνίδες στην αγορά εργασίας γίνεται πιο κατανοητό αν εξεταστεί το ποσοστό 31 Το ποσοστό απασχόλησης είναι το ποσοστό των απασχολουμένων επί του συνολικού πληθυσμού. Υπολογίζεται διαιρώντας τον αριθμό των ατόμων που εργάζονται με το συνολικό πληθυσμό της ίδιας ηλικιακής ομάδας. 65

73 απασχόλησης γυναικών στην Ελλάδα (43.3% το 2013) σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη (28 χώρες) (74.2%). Πίνακας 23. Ποσοστό απασχόλησης κατά φύλο: (%) Φύλο Σύνολο 63,6 64,0 64,6 65,7 66,0 66,5 65,8 64,0 59,9 55,3 53,2 Άρρενες 79,6 79,5 79,8 80,3 80,4 80,4 78,8 76,2 71,1 65,3 62,9 Θήλεις 47,9 48,8 49,6 51,2 51,6 52,5 52,7 51,7 48,6 45,2 43,3 Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Αντίστοιχα, το ποσοστό απασχόλησης εργαζόμενων 32 αντρών ετών είναι και αυτό μεγαλύτερο από των συνομήλικων γυναικών. Το 2013 το ποσοστό των αντρών ηλικίας που εργάζονταν ήταν 45.8%, ενώ των γυναικών 25.9%, δηλαδή υφίσταται μια διαφορά 20%, ενώ το 2003 η διαφορά ήταν ακόμα μεγαλύτερη, 33.2% (Πίν. 24). Τα τελευταία 11 χρόνια παρατηρείται αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών ηλικίας αλλά και πάλι το ποσοστό είναι πολύ μικρότερο σε σχέση με των αντρών. Ίσως το μικρό ποσοστό απασχόλησης γυναικών αυτής της ηλικιακής ομάδας οφείλεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες φροντίζουν τα μεγαλύτερα σε ηλικία μέλη της οικογένειας, είτε δεν έχουν τη δυνατότητα πλέον να εργαστούν μετά από μια ενδεχόμενη απουσία από την αγορά εργασίας για μεγάλο χρονικό διάστημα, που τις καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικές. Το μικρό αυτό ποσοστό απασχολούμενων γυναικών ηλικίας 55 έως 64 ετών είναι αρκετά ανησυχητικό, καθώς συνεπάγεται την πιθανή μη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος από πολλές γυναίκες. Πλέον το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης 33 έχει εξισωθεί για τους άντρες και τις γυναίκες στην Ελλάδα ( 2010). Αυτός ο δείκτης (ποσοστό απασχόλησης εργαζομένων ηλικίας ετών) φανερώνει την ευάλωτη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας, που τις οδηγεί σε πιθανή κατάσταση φτώχειας. Αυτό το ποσοστό των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζόμενων γυναικών δεν 32 Το ποσοστό απασχόλησης εργαζομένων ετών υπολογίζεται διαιρώντας τον αριθμό των εργαζόμενων ατόμων ηλικίας 55 έως 64 δια το συνολικό πληθυσμό της ίδιας ηλικιακής ομάδας. 33 Μεγάλο ποσοστό των γυναικών απασχολείται στο δημόσιο, στο οποίο οι άντρες και οι γυναίκες που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον 15 έτη ασφάλισης ως το 2012 και το 65ο έτος συνταξιοδοτούνται άμεσα, ενώ όσοι συμπληρώσουν την 15ετία μετά το 2013 βγαίνουν στην σύνταξη στα 67. Γενικά τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, (όπως και το ποσό της σύνταξης) διαμορφώνονται με βάση τα έτη ασφάλισης, που είναι τα 15 (ελάχιστο χρονικό όριο), τα 25 και τα 35 χρόνια ( 2014). Η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα λόγω της κρίσης και των μνημονιακών πολιτικών είχε σημαντικές επιπτώσεις στην απασχόληση των γυναικών (βλ. υποενότητα: «Κατά φύλο Διαχωρισμός της Αγοράς Εργασίας»). 66

74 εμφανίζεται χαμηλό μόνο κατά την περίοδο της κρίσης αλλά είναι ιδιαίτερα χαμηλό καθ όλη τη διάρκεια της περιόδου Πίνακας 24. Ποσοστό απασχόλησης ατόμων ηλικίας ετών, κατά φύλο, (%) Φύλο Σύνολο Άρρενες Θήλεις Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Το ποσοστό των ατόμων που εργάζονται σε θέσεις μερικής απασχόλησης 34 στην Ελλάδα το 2013 ήταν 8.4%, ποσοστό που δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλό συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρώπης (20.3 % για την Ευρώπη των 28). Το ποσοστό όμως των γυναικών που εργάζονταν σε θέσεις μερικής απασχόλησης το 2013 ήταν παραπάνω από διπλάσιο (12.6%) από αυτό των αντρών (5.5%) (Πίν.25) (βλ. Παράρτημα Ξ-2). Όμως πριν την εμφάνιση της χρηματοοικονομικής κρίσης ( ) τα ποσοστά για τους άντρες ήταν ακόμα πιο χαμηλά και κυμαίνονταν γύρω στο 2% -3%, ενώ για τις γυναίκες τα ποσοστά ακόμα και πριν την κρίση κυμαίνονταν από 8% έως 10%. Από το 2003 ως το 2007 το ποσοστό για τις γυναίκες ήταν τριπλάσιο ή τετραπλάσιο από αυτό των αντρών. Πίνακας 25. Ποσοστό πληθυσμού σε θέσεις μερικής απασχόλησης κατά φύλο, (%) Φύλο Σύνολο 4,3 4,6 5,0 5,7 5,6 5,6 6,0 6,4 6,8 7,7 8,4 Άρρενες 2,2 2,2 2,3 2,9 2,7 2,8 3,2 3,7 4,5 4,9 5,5 Θήλεις 7,7 8,5 9,3 10,2 10,1 9,9 10,4 10,4 10,2 11,9 12,6 Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Οι γυναίκες είναι αυτές που κυρίως απασχολούνται σε θέσεις μερικής απασχόλησης λόγω των υποχρεώσεων και ευθυνών που συνεπάγεται η δημιουργία οικογένειας. Η φροντίδα του νοικοκυριού 34 Άτομα σε απασχόληση είναι εκείνα που κατά τη διάρκεια της εβδομάδας αναφοράς εργάστηκαν έναντι αμοιβής για τουλάχιστον μία ώρα ή δεν δούλευαν αλλά είχαν δουλειές από τις οποίες έλειπαν προσωρινά. Τα συμβοηθούντα και μη αμειβόμενα μέλη της οικογένειας περιλαμβάνονται. Μη αμειβόμενα μέλη αποτελούν τα άτομα που συνήθως εργάζονται χωρίς αμοιβή σε μία επιχείρηση, η οποία ανήκει σε ένα συγγενικό άτομο που ζει ή δε ζει στο ίδιο νοικοκυριό με το μη αμειβόμενο μέλος (ILO, 1958). Αυτή η κατηγορία αφορά κύρια τις γυναίκες (Παυλίδου, 1998). 67

75 και των παιδιών και ο μεγάλος φόρτος εργασίας στο σπίτι τις οδηγεί στο να αναλάβουν θέσεις μερικής απασχόλησης. Είναι φανερό ότι η δημιουργία οικογένειας και η μη αμειβόμενη εργασία εντός σπιτιού έχουν σημαντική επίδραση στη φτώχεια των γυναικών, διότι επηρεάζουν τη θέση τους στην αγορά εργασίας. Ίσως η διάκριση αυτή που ασκείται στη γυναίκα, η οποία ξεκινά από την κοινωνία και την οικογένεια και συνεχίζει να ασκείται στην αγορά εργασίας θα περίμενε κάποιος/α να είναι φαινόμενο των αναπτυσσόμενων κυρίως κρατών. Όμως στον ανεπτυγμένο κόσμο της δύσης και συγκεκριμένα στην Ευρώπη των 28, το 2013 μόλις το 9.9 % των αντρών εργάζεται σε θέσεις μερικής απασχόλησης, ενώ 32.8 % είναι γυναίκες. Τα ποσοστά για τους άντρες ήταν ακόμα μικρότερα αλλά σημειώθηκε αύξηση λόγω της κρίσης. Συγκεκριμένα το 2003 το ποσοστό των αντρών ήταν 6.7% και των γυναικών 28.9%. Λόγω της μεγάλης διαφοράς μεταξύ των δύο φύλων στα ποσοστά μερικής απασχόλησης κρίνεται χρήσιμο να εξεταστεί η Έρευνα Χρήσης Χρόνου (Time Use Survey), ώστε να διαπιστωθεί πόσες ώρες εργάζονται οι γυναίκες συγκριτικά με τους άντρες εντός σπιτιού και αν τελικά η μειωμένη απασχόληση στην εξωτερική-αμειβόμενη αγορά εργασίας οφείλεται στον μεγάλο φόρτο της μη αμειβόμενης εργασίας εντός του σπιτιού. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για την Ελλάδα. Παρόλα αυτά ενδεικτικά θα αναφερθεί ότι στην τελευταία έρευνα χρήσης χρόνου που δημοσιεύτηκε το 2004 για δέκα Ευρωπαϊκές χώρες (Eurostat, 2004), ο χρόνος που αφιερώνουν οι γυναίκες ηλικίας 20 έως 74 ετών σε οικιακές εργασίες είτε εργάζονται είτε όχι είναι σχεδόν διπλάσιος σε σχέση με τους άντρες (βλ. Παράρτημα Ο-1, Ο-2, Ο-3 και Ο-4). Επίσης, σύμφωνα με τη Eurostat, η «Διάρκεια Εργασιακής Ζωής 35» για τις γυναίκες το 2012 ήταν 27.8 έτη, ενώ για τους άντρες ήταν 36 έτη. Οι γυναίκες εργάζονται λιγότερο στην αγορά εργασίας κατά περίπου 9 έτη από τους άντρες, κάτι που πιθανώς οφείλεται στην «εγκατάλειψη» της αγοράς εργασίας για την ανατροφή και φροντίδα των παιδιών. Το 2003 ο αριθμός των ετών που αναμενόταν να εργαστεί ένας άντρας 15 ετών ήταν 12.3 έτη παραπάνω από τη γυναίκα (γυναίκες: 25 έτη-άντρες: 37.3 έτη). Το 2012 οι γυναίκες εργάστηκαν παραπάνω κατά 2.8 έτη κατά τη διάρκεια της ζωής τους σε σχέση με το 2003, χωρίς αυτό να αποτελεί με βεβαιότητα μία θετική εξέλιξη στην εργασιακή ζωή των γυναικών, διότι αυτός ο δείκτης αναφέρεται στην ποσότητα και όχι στην ποιότητα 35 Ο Δείκτης «Διάρκεια Εργασιακής Ζωής» μετρά τον αριθμό των ετών που ένα άτομο ηλικίας 15 ετών αναμένεται να είναι ενεργό στη αγορά εργασίας κατά τη διάρκεια της ζωής του. 68

76 των συνθηκών εργασίας των γυναικών. Φαίνεται ότι η κρίση οδήγησε σε αύξηση του αριθμού των ετών που εργάζεται μία γυναίκα στη ζωή της αλλά και σε μείωση των ετών που εργάζεται ένας άντρας κατά 1.3 έτη. Από το 2003 με 37.8 έτη εργασίας για τους άντρες υπήρχε μια συνεχής πτωτική πορεία με αποκορύφωμα το 2012, που καταγράφηκαν 36 έτη εργασίας. Παρόλα αυτά διαφαίνεται και με αυτόν τον δείκτη η άνιση πρόσβαση των δύο φύλων στην αγορά εργασίας, καθώς οι γυναίκες στην Ελλάδα δούλευαν λιγότερα χρόνια από τους άντρες. Ενώ οι γυναίκες το 2012 είχαν μέση διάρκεια εργασιακής ζωής τα 27.8 έτη, στην Ευρώπη των 28 είχαν μέση διάρκεια τα 32.2 έτη, δηλαδή οι γυναίκες στην υπόλοιπη Ευρώπη εργάζονταν περίπου 4.5 χρόνια παραπάνω από τις Ελληνίδες. Σε αντίθεση με τις γυναίκες, οι άντρες στην Ελλάδα παρουσιάζουν σχεδόν την ίδια διάρκεια εργασιακής ζωής με τους άντρες των υπόλοιπων Ευρωπαϊκών κρατών (Ευρώπη των 28). Ίσως το ελληνικό κράτος δε μπορεί να παρέχει στις Ελληνίδες μητέρες αρκετή στήριξη, όπως κέντρα φροντίδας βρεφών και παιδιών, ώστε οι μητέρες να ξαναβγούν στην αγορά εργασίας και να εργαστούν όσο και οι υπόλοιπες Ευρωπαίες. Συμπερασματικά, συνολικά οι γυναίκες εργάζονται περισσότερο από τους άντρες, διότι εργάζονται όχι μόνο στην αγορά εργασίας αλλά και εντός του σπιτιού (εργασία για την οποία δεν αμείβονται). 2. Ανεργία Γυναικών Ο πληθυσμός των ανέργων ηλικίας ετών μειώθηκε από το 2003 ως το 2008 κατά 72,900 άτομα και τριπλασιάστηκε από το 2008 ( άνεργοι) έως το 2013 ( άνεργοι) με ποσοστό ανεργίας 27.5% το Ο υπόλοιπος ελληνικός πληθυσμός είναι «οικονομικά μη ενεργός», που σημαίνει ότι αποτελείται είτε από φοιτητές σε κάποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, είτε από συνταξιούχους, είτε από άτομα που ασχολούνται με τα «οικιακά» (ρόλος που αναλαμβάνουν κυρίως οι γυναίκες), είτε από οικονομικά μη ενεργούς ανθρώπους για κάποιο άλλο λόγο (OECD- ΟΟΣΑ, 2004). To 2013 τα οικονομικά μη ενεργά άτομα ετών μειώθηκαν κατά 122,300 σε σχέση με το 2003, ενώ τα οικονομικά μη ενεργά άτομα ηλικίας 15 ετών και άνω αυξήθηκαν σε σχέση με το 2003 κατά 153,700, που πιθανώς να οφείλεται στην τάση που παρατηρήθηκε (βλ. ενότητα εκπαίδευσης) για αύξηση του ποσοστού των γυναικών και αντρών στην Ελλάδα που καταφεύγουν στις σπουδές, καθώς δεν υπάρχει προοπτική εύρεσης εργασίας, που θα εξεταστεί στη συνέχεια. 69

77 Μπορεί όμως να οφείλεται στην αύξηση των μη αμειβόμενων παρόχων φροντίδας εντός του σπιτιού που κατά κόρον είναι γυναίκες, οι οποίες λόγω της οικονομικής κρίσης αναγκάζονται να μένουν σπίτι για να φροντίζουν το νοικοκυριό ή τα μέλη της οικογένειας (παιδιά, ηλικιωμένα άτομα, ανάπηρα/ανήμπορα μέλη). Τα οικονομικά μη ενεργά άτομα της ηλικιακής ομάδας 15+ είναι περίπου 2.5 φορές περισσότερα από τα άτομα της ηλικιακής ομάδας 20-64, καθώς στην πρώτη ομάδα περιλαμβάνονται πολλοί περισσότεροι μαθητές/σπουδαστές αλλά επίσης συμπεριλαμβάνονται και οι συνταξιούχοι. Άρα, τα δεδομένα της ηλικιακής ομάδας ετών κρίνονται ίσως πιο κατάλληλα για την εκτίμηση της εξελικτικής πορείας των ατόμων που έχουν αναλάβει τη φροντίδα του σπιτιού, καθώς περιορίζονται στα άτομα που βρίσκονται σε ηλικία κατάλληλη για εργασία, αποκλείοντας τους συνταξιούχους. Συμπερασματικά, είναι πιθανόν η μείωση του οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού να οφείλεται κυρίως στη μείωση των ατόμων που ασχολούνται με τα «οικιακά», και όχι τόσο στους σπουδαστές, οι οποίοι σημείωσαν αύξηση κατά τη διάρκεια της κρίσης. Το 2013 το ποσοστό ανεργίας 36 των γυναικών ηλικίας ετών στην Ελλάδα ήταν 31.4 % και των αντρών 24.5% (Πίν. 26) (βλ. Παράρτημα Ξ-3). Το 2003 το ποσοστά ανεργίας των αντρών ήταν 6.2%, ενώ για τις γυναίκες 15% και υπήρχε μία πτωτική πορεία του ποσοστού ανεργίας και για τα δύο φύλα μέχρι το Συμπερασματικά, το διάστημα , δηλαδή και πριν και μετά την κρίση, τα ποσοστά ανεργίας των γυναικών ήταν μεγαλύτερα από αυτά των αντρών με αποκορύφωμα το 2013, που σημειώθηκαν τα μεγαλύτερα ποσοστά και για τα δύο φύλα. Η ψαλίδα όμως στο διάστημα αυτό έχει μικρύνει όχι γιατί μίκρυνε το ποσοστό ανεργίας των γυναικών αλλά γιατί τετραπλασιάστηκε το ποσοστό ανεργίας των αντρών. Πίνακας 26. Ποσοστό ανεργίας κατά φύλο, (%) Φύλο Σύνολο 9,7 10,6 10,0 9,0 8,4 7,8 9,6 12,7 17,9 24,5 27,5 Άρρενες 6,2 6,7 6,2 5,7 5,3 5,1 7,0 10,1 15,2 21,6 24,5 Θήλεις 15,0 16,3 15,4 13,8 12,9 11,5 13,3 16,4 21,5 28,2 31,4 Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. 36 Το ποσοστό ανεργίας αντιπροσωπεύει τα άνεργα άτομα ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού. Το εργατικό δυναμικό είναι ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που εργάζονται και των ανθρώπων που είναι άνεργοι. 70

78 Ενώ οι άνεργοι 15 ετών και άνω για το έτος 2013 ήταν 1,353,500 (ποσοστό ανεργίας: 27.5%), οι 932,140 ήταν μακροχρόνια άνεργοι. Το ποσοστό μακροχρόνια άνεργων 37 γυναικών το 2013 ήταν 21.8% (461,357 γυναίκες), ενώ των αντρών 16.5% (470,783 άντρες) (Γράφημα 1). Παρουσιάζεται μία διαφορά 5.3%, που φανερώνει ότι οι γυναίκες έχουν περισσότερες πιθανότητες να βρεθούν σε κατάσταση (συνεχιζόμενης/παρατεταμένης) φτώχειας σε σχέση με τους άντρες. Αν εξεταστεί η διαχρονική εξέλιξη αυτού του ποσοστού από το 2003 έως το 2013, θα παρατηρηθεί ότι το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων γυναικών ήταν μεγαλύτερο από των αντρών καθ όλο το εξεταζόμενο διάστημα κατά 4.4%-7.4%, παρόλο που το ποσοστό των αντρών τετραπλασιάστηκε, ενώ των γυναικών διπλασιάστηκε. Διαφαίνεται ότι οι άντρες πλήχθηκαν από την κρίση, καθώς «χτυπήθηκαν» τα αντρικά επαγγέλματα, όπως ο κατασκευαστικός τομέας, αλλά το γεγονός ότι το ποσοστό των μακροχρόνια άνεργων γυναικών είναι κατά 5.3% μεγαλύτερο παρότι τριπλασιάστηκε και δεν τετραπλασιάστηκε όπως των αντρών, αναδεικνύει την ήδη υπάρχουσα ανισότητα και τις διακρίσεις εις βάρος των γυναικών στην αγορά εργασίας πριν ακόμα από την έλευση της κρίσης. Συμπερασματικά, στην αγορά εργασίας οι γυναίκες το διάστημα δέχονται διακρίσεις που τις οδηγούν σε 1) μικρότερα ποσοστά απασχόλησης από τους άντρες, 2) μεγαλύτερα ποσοστά απασχόλησης σε θέσεις μερικής απασχόλησης και ταυτόχρονα σε 3) μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας και μακροχρόνιας ανεργίας. 37 Ποσοστό μακροχρόνια ανέργων: το ποσοστό των ατόμων ηλικίας τουλάχιστον 15 ετών που αναζητούν εργασία για έναν χρόνο ή περισσότερο προς το σύνολο του εργατικού δυναμικού. Η διάρκεια της ανεργίας ορίζεται ως η διάρκεια αναζήτησης εργασίας ή το χρονικό διάστημα από το οποίο το άτομο είχε την τελευταία του εργασία. 71

79 Γράφημα 1: Μακροχρόνια άνεργοι (%), Πηγή: Διεύθυνση Στατιστικών Πληθυσμού και Αγοράς Εργασίας ΕΛΣΤΑΤ. Το μεγαλύτερο ποσοστό μακροχρόνια άνεργων γυναικών μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία των λεγόμενων «αποθαρρυνμένων» εργαζομένων (discouraged workers), οι οποίοι συνήθως λόγω των πολλών ετών ανεργίας αποθαρρύνονται και ενώ είναι διαθέσιμοι να εργαστούν, σταματούν να αναζητούν εργασία (Eurostat, 2011). Γι αυτό το λόγο δημιουργήθηκε από τη Eurostat ένας νέος δείκτης, που μετρά τα άτομα που επιθυμούν και είναι διαθέσιμα αλλά δεν αναζητούν ενεργά εργασία και ο οποίος δρα συμπληρωματικά με το δείκτη «ποσοστό ανεργίας». Στην Ελλάδα το 2012, 2% των αντρών και 13% των γυναικών εμφανίζονται αποθαρρυνμένοι, ενώ το 2003 το ποσοστό αυτό για τους άντρες ήταν 3% και για τις γυναίκες 7% (OECD, 2014). Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το γεγονός ότι κατά το εξεταζόμενο διάστημα το ποσοστό των αποθαρρυνμένων ανδρών μειώθηκε κατά 1%, ενώ των γυναικών σχεδόν διπλασιάστηκε. Η διαφορά είναι πολύ μεγάλη μεταξύ των δύο φύλων φανερώνοντας πόσο πιο ευάλωτες είναι οι γυναίκες στην αγορά εργασίας, καθώς η 72

80 διαδικασία εύρεσης εργασίας αποδεικνύεται πιο δύσκολη και μακροχρόνια για αυτές σε σχέση με τους άντρες. Κατά Φύλο Διαχωρισμός της Αγοράς Εργασίας: Οριζόντιος και Κάθετος Διαχωρισμός Οι δείκτες απασχόλησης και ανεργίας αναδεικνύουν τις ανισότητες εις βάρος των γυναικών στην αγορά εργασίας αλλά δε δείχνουν τη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας. Γι αυτό το λόγο θα εξεταστεί ο κατά φύλο διαχωρισμός της αγορά εργασίας. Οι θεωρίες των διακρίσεων συμβάλλουν στην κατανόηση των αιτιών που οδηγούν στον κατά φύλο διαχωρισμό της αγοράς εργασίας. Η θεωρία της υπερσυγκέντρωσης της Bergmann ( , κατά παραπομπή Παυλίδου, 1998) εξηγεί πώς οι μισθοί των γυναικών γίνονται όλο και πιο χαμηλοί, διότι οι γυναίκες υπερσυγκεντρώνονται σε ένα μικρό αριθμό επαγγελμάτων, τα αποκαλούμενα «γυναικεία επαγγέλματα» και συμμετέχουν περιορισμένα ή αποκλείονται από κάποια άλλα επαγγέλματα, που ασκούνται κυρίως από άντρες. Επίσης, συνδυαστικά με την υπόθεση της υπερσυγκέντρωσης, οι θεωρίες κατάτμησης της αγοράς με πιο γνωστή τη θεωρία Δυαδικής Αγοράς Εργασίας και οι ριζοσπαστικές θεωρίες συμβάλλουν στην κατανόηση του φαινομένου «του κατά φύλο διαχωρισμού της αγοράς εργασίας». Ο διαχωρισμός της αγοράς εργασίας είναι οριζόντιος, όταν τα δύο φύλα χωρίζονται κατά κλάδο και κυρίως κατά ειδικότητες και κάθετος, όταν οι γυναίκες συγκεντρώνονται στις χαμηλόβαθμες θέσεις, ενώ οι άντρες σε ανώτερες και ανώτατες θέσεις (Παυλίδου, 1998: 203). Γι αυτό το λόγο θα εξεταστούν οι απασχολούμενοι κατά α) τομέα οικονομικής δραστηριότητας, β) ομάδες ατομικών επαγγελμάτων και γ) τη θέση τους στο επάγγελμα, ώστε να παρατηρηθεί σε ποια επαγγέλματα συγκεντρώνονται κυρίως οι γυναίκες και ποια η θέση τους σε αυτά. 38 Bergmann B.R. (1974) Occupational Segregation, Wages and Profits When Employers Discriminate by Race or Sex, Eastern Economic Journal, Vol. 1, N o 1-2, pp

81 Κατά φύλο διαχωρισμός της αγορά εργασίας με βάση τον τομέα οικονομικής δραστηριότητας Εξετάζοντας το σύνολο των Απασχολούμενων 15 ετών και άνω κατά τομείς οικονομικής δραστηριότητας 39» στο διάστημα παρατηρήθηκε αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα αλλά μείωση στον πρωτογενή από το 1 ο τρίμηνο 2003 έως το 1 ο τρίμηνο Από το 1 ο τρίμηνο του 2008 ως το 4 ο τρίμηνο του 2013 σημειώθηκε μείωση των απασχολούμενων σε όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας με τον δευτερογενή τομέα να δέχεται το μεγαλύτερο πλήγμα λόγω της κρίσης, καθώς το μέγεθός του μειώθηκε σχεδόν κατά το ήμισυ (Πίν. 27). Πίνακας 27. Ελλάς: Αριθμός Απασχολούμενων 15 ετών και άνω κατά τομέα οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, κατά το 1 ο τρίμηνο 2003 & 2008 & 4 ο τρίμηνο ο τρίμηνο ο τρίμηνο ο τρίμηνο 2013 Σύνολο απασχολούμενων 4,224, % 4,511, % 3,589, % Πρωτογενής τομέας 647, % 517, % 493, % Δευτερογενής τομέας 973, % 1,019, % 556, % Τριτογενής τομέας 2,603, % 2,974, % 2,538, % Πηγή: Τριμηνιαία στοιχεία για την απασχόληση στην Ελλάδα, Ελληνική Στατιστική Αρχή 2003, 2008 & 2013 Εξετάζοντας τις απασχολούμενες γυναίκες σε σύγκριση με τους άντρες στην κάθε κατηγορία οικονομικής δραστηριότητας, κατά το διάστημα δεν παρατηρήθηκαν μεγάλες αλλαγές στο ποσοστό των γυναικών σε κάθε τομέα οικονομικής δραστηριότητας. Στον πρωτογενή τομέα σημειώθηκε μία μικρή μείωση 3% των γυναικών εργαζομένων από το 2003 ως το 2013 (Πίν. 27). Έτσι, στον πρωτογενή τομέα διατηρούνται σχεδόν οι ίδιες αναλογίες συμμετοχής των αντρών και γυναικών (60%-40%) στην απασχόληση. Η απώλεια εργαζομένων προέρχεται κυρίως από τις 39 Τομείς Οικονομικής Δραστηριότητας: πρωτογενής, δευτερογενής και τριτογενή τομέας. Ο πρωτογενής τομέας περιλαμβάνει την αλιεία, τη γεωργία, τα δάση και την κτηνοτροφία, ο δευτερογενής περιλαμβάνει τέσσερις μεγάλες ομάδες δραστηριοτήτων: α) ορυχεία, λατομεία, β) μεταποίηση, γ) παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, νερού κτλ., δ) κατασκευές. Ο τριτογενής τομέας περιλαμβάνει διάφορες υπηρεσίες όπως μεταφορές, εμπόριο, τράπεζες, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ελεύθερους επαγγελματίες, τουρισμό, εκπαίδευση, υγεία και κλάδο αναψυχής. 74

82 γυναίκες. Στο δευτερογενή τομέα οι άντρες απασχολούμενοι είναι επίσης περισσότεροι και στις περισσότερες δραστηριότητες οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται, αντιπροσωπεύοντας μικρότερο από το 40% των συνολικά απασχολούμενων. Συγκεκριμένα, οι γυναίκες που απασχολούνταν στις κατασκευές αποτελούσαν ένα πολύ μικρό ποσοστό των συνολικά απασχολούμενων στις κατασκευές καθ όλο το εξεταζόμενο διάστημα ( %) (Πίν. 28). Αυτή η διαφορά ήταν αναμενόμενη, καθώς ο τομέας των κατασκευών αποτελεί έναν από τους τομείς απασχόλησης στους οποίους οι γυναίκες έχουν περιορισμένη συμμετοχή. Επίσης, μειώθηκε το ποσοστό απασχολούμενων γυναικών στον τομέα της μεταποίησης, καθώς το 1 ο τρίμηνο του 2003 οι γυναίκες που απασχολούνταν σε αυτόν αντιπροσώπευαν το 29.04%, ενώ μέχρι το 2013 μειώθηκε στο 27.4%. Ο τομέας της μεταποίησης αποτελεί έναν «παραδοσιακό» τομέα γυναικείας απασχόλησης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εργασία φασόν (Παυλίδου, 1998). Αυτός ο μικρός αριθμός γυναικών απασχολούμενων στη μεταποίηση συγκριτικά με τον αριθμό των αντρών είναι πιθανόν να μην είναι αξιόπιστος, καθώς πιθανώς πολλές περισσότερες γυναίκες εργάζονται σε αυτόν τον τομέα αλλά είναι αδήλωτες/παράνομες. Σε όλες τις υπηρεσίες του τριτογενή τομέα, οι άνδρες εργαζόμενοι είναι περισσότεροι από τις γυναίκες, με εξαίρεση την εκπαίδευση, την υγεία, τις υποστηρικτικές και διοικητικές δραστηριότητες (μόνο για το 4 ο τρίμηνο 2013) και τις δραστηριότητες νοικοκυριών ως εργοδοτών (φύλαξη παιδιών-babysitters, φροντίδα ηλικιωμένων, καθαριότητα σπιτιών, παράδοση ιδιαίτερων μαθημάτων κτλ.). Ειδικότερα στην τελευταία κατηγορία, το 2003 οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 92.9% των συνολικά απασχολούμενων στον τομέα αυτόν, ενώ το ποσοστό των γυναικών το 2013 έφτασε το 94.6%. Οι δραστηριότητες νοικοκυριών ως εργοδοτών αποτελούν μία μορφή άτυπης, ευέλικτης εργασίας. Διαπιστώνεται ότι οι ευέλικτες μορφές εργασίας «ευημερούν» όχι μόνο κατά την περίοδο της κρίσης και άρα οι γυναίκες είναι ευάλωτες να βρεθούν σε κατάσταση φτώχειας καθ όλο το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα. Στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης το ποσοστό των γυναικών ξεπερνά το 60% κατά τα εξεταζόμενα εξάμηνα του 2003, 2008 και Στην εκπαίδευση ακόμα και μετά την κρίση παρατηρείται αύξηση του ποσοστού των απασχολούμενων γυναικών αλλά παρατηρείται μείωση στην υγεία. Τέλος, το γεγονός ότι μετά την κρίση οι γυναίκες απασχολούμενες σε διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες αυξήθηκαν επιβεβαιώνει τη «ροπή» των γυναικών σε επαγγέλματα χαμηλών βαθμίδων, όπως πχ γραμματέας, βοηθός λογιστή, που 75

83 τις περισσότερες φορές είναι εργασίες μερικής απασχόλησης και άρα άτυπες μορφές απασχόλησης, που τις καθιστούν πιο ευάλωτες στον κίνδυνο φτώχειας. Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολούμενων γυναικών συγκεντρώνεται στο δημόσιο τομέα, όπως στην εκπαίδευση και την υγεία, τις επηρέασε σημαντικά κατά την περίοδο της κρίσης. Από το 1 ο τρίμηνο του 2010 έως το 4 ο τρίμηνο του 2013, 30,500 γυναίκες έχασαν τη δουλειά τους στον τομέα της εκπαίδευσης και 26,500 στον τομέα της υγείας. Πίνακας 28. Ελλάς: Απασχολούμενες γυναίκες 15 ετών και άνω κατά μονοψήφιες κατηγορίες οικονομικής δραστηριότητας (%) στην Ελλάδα, κατά το 1 ο τρίμηνο 2003 & 2008 & 4 ο τρίμηνο ο τρίμηνο ο τρίμηνο ο τρίμηνο 2013 Πρωτογενής τομέας 41.76% 40.9% 38.6% Δευτερογενής τομέας Μεταποίηση 29.04% 27% 27.4% Κατασκευές 0.02% 1.9% 5.2% Τριτογενής τομέας Εκπαίδευση 63.3% 63.8% 65.3% Υγεία 61.6% 65.7% 62.9% Δραστηριότητες 92.9% 96% 94.6% νοικοκυριών ως εργοδότες Διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες : 46.6% 50.8% Πηγή: Τριμηνιαία στοιχεία για την απασχόληση στην Ελλάδα, Ελληνική Στατιστική Αρχή 2008 & 2013 Ίδιοι Υπολογισμοί. Κατά φύλο διαχωρισμός της αγορά εργασίας κατά ομάδες ατομικών επαγγελμάτων Έχοντας εξετάσει σε ποιους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας συγκεντρώνονται οι γυναίκες και κατά πόσο αυτή η συγκέντρωση συνδέεται με τη φτώχεια των γυναικών, θα εξεταστεί και η απασχόληση κατά ομάδες επαγγελμάτων. Οι γυναίκες, όπως διαπιστώθηκε πιο πάνω, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής συγκεντρώνονται στον τριτογενή τομέα (παροχή υπηρεσιών). Σύμφωνα με τον δείκτη «Απασχολούμενοι άνω των 15 ετών κατά μονοψήφιες ομάδες ατομικών επαγγελμάτων και φύλο», οι γυναίκες κατά το διάστημα υποεκπροσωπούνταν στις εξής ομάδες επαγγελμάτων 1) μέλη βουλευομένων σωμάτων και ανώτατα διευθυντικά στελέχη, 2) ειδικευμένοι τεχνίτες και 3) χειριστές μηχανημάτων και εξοπλισμού. 76

84 Το 1 ο τρίμηνο του 2003, οι γυναίκες που εργάζονταν ως «μέλη βουλευομένων σωμάτων και ως ανώτερα διοικητικά και διευθυντικά στελέχη του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα» αποτελούσαν μόλις το 25.7% των συνολικά απασχολούμενων σε αυτήν την ομάδα επαγγελμάτων (Πίν. 29). Είναι φανερό ότι οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται σε επαγγέλματα ανώτερων βαθμίδων (κάθετος διαχωρισμός στην αγορά εργασίας) και ότι η συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων μέσα από τη συμμετοχή τους στο εθνικό κοινοβούλιο είναι επίσης μικρή. Σε τέτοιου είδους επαγγέλματα όπου συγκεντρώνονται κυρίως άντρες και συμμετέχουν πιο περιορισμένα οι γυναίκες παρατηρούνται οι μεγαλύτερες μισθολογικές διαφορές και όχι σε χαμηλά αμειβόμενα επαγγέλματα που συγκεντρώνονται κυρίως οι γυναίκες (Παυλίδου, 1998). Η μικρή συμμετοχή στα επαγγέλματα ανώτερης βαθμίδας συνεπάγεται χαμηλότερες αμοιβές για τις γυναίκες, μη λήψη σημαντικών επιδομάτων, επιπρόσθετων προνομίων και απώλεια της δυνατότητας να λάβουν μία μεγάλη σύνταξη αφού αποχωρήσουν από την αγορά εργασίας, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο φτώχειας. Θετικό στοιχείο αποτελεί η αύξηση του ποσοστού από 25.7% σε 28.4% κατά το 4 ο τρίμηνο του Όσον αφορά τα επαγγέλματα των ειδικευμένων τεχνιτών, οι γυναίκες είχαν μία πολύ μικρή συμμετοχή της τάξης του 11.3% το 2003 η οποία μειώθηκε κατά 3.1% το 2013 (8.2%). Παρόμοια ποσοστά παρατηρήθηκαν και για τους χειριστές μηχανημάτων και εξοπλισμού, όπου το ποσοστό των γυναικών για το 2008 ήταν 9.7% και το %. Στα επαγγέλματα των επιστημόνων-καλλιτεχνών και τεχνολόγων τεχνικών σημειώθηκε μία αρκετά δίκαιη κατανομή (σχεδόν 50%-50%) των θέσεων απασχόλησης μεταξύ αντρών και γυναικών και για τα τρία έτη. Επίσης είναι θετικό το γεγονός ότι το ποσοστό των γυναικών επιστημόνωνκαλλιτεχνών αυξήθηκε από 48.4% το 2003 σε 50.1% το Στην ομάδα επαγγελμάτων «υπάλληλοι γραφείου» και για τα τρία έτη οι γυναίκες ήταν περισσότερες από τους άντρες, παρόλο που το ποσοστό μειώθηκε κατά 2.4% (2003: γυναίκες 58.1% και 2013: 55.7%). Το 2003 οι γυναίκες είναι επίσης περισσότερες από τους άντρες απασχολούμενους στα επαγγέλματα «παροχής υπηρεσιών/πωλητών» (54.6%), όμως το 2013 λόγω των επιπτώσεων της κρίσης μειώθηκε κατά 8.1% (46.5%). Οι δύο παραπάνω ομάδες των υπαλλήλων γραφείου και πωλητών παρουσιάζουν μείωση των απασχολούμενων γυναικών σύμφωνα πάντα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία. Όμως μπορεί κάποιες 77

85 γυναίκες να εργάζονται παράνομα, χωρίς ασφάλιση και κατά συνέπεια να μη συμπεριλαμβάνονται στους απασχολούμενους. Μία ακόμα ομάδα στην οποία οι γυναίκες που απασχολούνται είναι περισσότερες από τους άντρες είναι «οι ανειδίκευτοι, χειρώνακτες» και για τα τρία έτη. Μάλιστα σημειώθηκε αύξηση του ποσοστού αυτού από 50.1% το 2003 σε 54.7% το Συμπερασματικά, τα επαγγέλματα στα οποία συγκεντρώνονται περισσότερες γυναίκες από άντρες (υπάλληλοι γραφείου, εργαζόμενες στην παροχή υπηρεσιών-πωλήτριες και ανειδίκευτες) είναι επαγγέλματα χαμηλόμισθα, χωρίς κύρος, και ανήκουν σε χαμηλή βαθμίδα ενώ υποεκπροσωπούνται στην υψηλότερη βαθμίδα ατομικών επαγγελμάτων, που είναι τα μέλη βουλευομένων σωμάτων και τα ανώτερα διοικητικά και διευθυντικά στελέχη του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, τα οποία σύμφωνα με την Eurostat είναι τα πιο υψηλά αμειβόμενα. Η συγκέντρωση γυναικών σε χαμηλόμισθα επαγγέλματα και η μικρή συμμετοχή σε υψηλά αμειβόμενα οδηγεί σε έμφυλες μισθολογικές διαφορές. Σύμφωνα με τη θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου, οι μισθολογικές αυτές διαφορές είναι αποτέλεσμα της ελλιπούς εκπαίδευσης και της έλλειψης πείρας και όχι των διακρίσεων. Για να διαπιστωθεί αν οι έμφυλες μισθολογικές διαφορές οφείλονται στην έλλειψη επένδυσης των γυναικών στην εκπαίδευσή τους, θα εξεταστούν στη συνέχεια δείκτες εκπαίδευσης. Πίνακας 29. Ελλάς: Απασχολούμενες γυναίκες άνω των 15 ετών κατά μονοψήφιες ομάδες ατομικών επαγγελμάτων στην Ελλάδα κατά το 1ο τρίμηνο 2003 & 2008 και το 4ο τρίμηνο 2013 (%) (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) 1 ο τρίμηνο ο τρίμηνο ο τρίμηνο 2013 Μέλη βουλευομένων σωμάτων και Ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη 25.7% 27.9% 28.4% Επιστήμονες και καλλιτέχνες 48.4% 49.2% 50.1% Τεχνολόγοι και τεχνικοί βοηθοί 48% 48.6% 48% Υπάλληλοι γραφείου 58.1% 59.8% 55.7% Παροχή υπηρεσιών-πωλήτριες 54.6% 55.4% 46.5% Ανειδίκευτες και 50.1% 53% 54.7% χειρώνακτες εργάτριες Ειδικευμένες τεχνίτριες 11.3% 7.7% 8.2% Χειρίστριες μηχανημάτων και εξοπλισμού 9.7% 8.7% 9.3% Πηγή:Τριμηνιαία στοιχεία για την απασχόληση στην Ελλάδα, Ελληνική Στατιστική Αρχή 2003, 2008 & 2013 Ίδιοι Υπολογισμοί. 78

86 Κατά φύλο διαχωρισμός της αγορά εργασίας με βάση τη θέση στο επάγγελμα Για να έχουμε μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τη θέση της γυναίκας στην ελληνική αγορά εργασίας και για το πώς αυτή μπορεί να την οδηγήσει σε φτώχεια, θα εξεταστεί ποια είναι η θέση των γυναικών στο επάγγελμα. Ο δείκτης που θα χρησιμοποιηθεί είναι «Απασχολούμενοι 15 ετών και άνω κατά θέση στο επάγγελμα και φύλο» για το 1 ο τρίμηνο του 2003, 2008 και το 4 ο τρίμηνο του Παρατηρείται αύξηση του ποσοστού των γυναικών από το 2003 ως το 2013 στις τέσσερις εξεταζόμενες θέσεις στα επαγγέλματα: 1) εργοδότες, 2) εργαζόμενοι για δικό τους λογαριασμό, 3) μισθωτοί και 4) συμβοηθούντα και μη αμειβόμενα μέλη της οικογένειας αλλά σε όλες τις θέσεις οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται με εξαίρεση τη θέση «συμβοηθούντα και μη αμειβόμενα μέλη της οικογένειας», όπου οι γυναίκες αποτελούν πάνω από το 60% των απασχολούμενων και για τα τρία έτη (Πίν.30). Πίνακας 30. Ελλάς: Απασχολούμενες 15 ετών και άνω κατά θέση στο επάγγελμα στην Ελλάδα κατά το 1 ο τρίμηνο 2003 & 2008 και το 4 ο τρίμηνο 2013 (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) (%) 1 ο τρίμηνο ο τρίμηνο ο τρίμηνο 2013 Εργοδότες 17% 20% 26.5% Εργαζόμενοι για δικό 28.7% 30.6% 30.8% τους λογαριασμό Μισθωτοί 39.7% 41.6% 43.7% Συμβοηθούντα και μη αμειβόμενα μέλη της οικογενείας 64.1% 66% 64.3% Πηγή: Τριμηνιαία στοιχεία για την απασχόληση στην Ελλάδα, Ελληνική Στατιστική Αρχή 2008 & 2013 Ίδιοι υπολογισμοί. Ενώ στις υπόλοιπες τρεις κατηγορίες των εργοδοτών, εργαζομένων για δικό τους λογαριασμό (εργασία με το μπλοκάκι) και μισθωτών, οι γυναίκες αντιπροσώπευαν το 2003 το 17%, 28.7% και 39.7% αντίστοιχα και το 2013 το 26.5%, 30.8% και 43.7%, αντίστοιχα. Άρα, οι γυναίκες κατά το διάστημα αποτελούν την πλειονότητα των μη αμειβόμενων μελών της οικογένειας, που αποτελεί μία από τις άτυπες μορφές απασχόλησης, όπως και η προσωρινή απασχόληση, η μερική απασχόληση και η άτυπη απασχόληση στην ανεπίσημη αγορά και υποεκροσωπούνται στις υπόλοιπες θέσεις επαγγελμάτων. Ο λόγος για τον οποίο οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες στην ευέλικτη-άτυπη εργασία είναι η φροντίδα της οικογένειας. Οι γυναίκες εργαζόμενες ως συμβοηθούντα μέλη έχουν τη δυνατότητα να φροντίζουν παράλληλα το νοικοκυριό και τα παιδιά τους, κάτι που πιθανώς δε θα 79

87 μπορούσαν να καταφέρουν σε μία εργασία πλήρους απασχόλησης. Για τον ίδιο λόγο επιλέγουν και τις υπόλοιπες άτυπες μορφές εργασίας, ώστε να καταφέρουν να συνδυάσουν εργασία και οικογενειακή ζωή. Κάποιες φορές όμως οι γυναίκες δεν το καταφέρνουν και εγκαταλείπουν προσωρινά ή μη την αγορά εργασίας ασχολούμενες πλέον με τα «οικιακά» και περνάνε έτσι από τον οικονομικά ενεργά πληθυσμό στον οικονομικά μη ενεργό. Σύμφωνα με την «έρευνα για το συνδυασμό εργασίας και οικογενειακής ζωής» για το έτος 2010 (δεδομένα μόνο για το 2010-ειδική έρευνα-ad hoc2010), 21.1% των ερωτηθέντων γυναικών και 6.3% των αντρών δήλωσαν ότι θα αναζητούσαν εργασία ή πλήρη απασχόληση αν υπήρχαν κατάλληλες υπηρεσίες φροντίδας (Δείκτης «Επιθυμία για εργασία ή για πλήρη εργασία αν υπήρχαν κατάλληλες υπηρεσίες φροντίδας»). Επίσης, σύμφωνα με τον δείκτη «Γονείς που διέκοψαν την εργασία τους για να φροντίσουν μικρά παιδιά», οι γυναίκες που διέκοψαν την εργασία τους ήταν 22.3% συγκριτικά με τους άντρες που ήταν 4.4%. Συμπερασματικά, οι γυναίκες λόγω των οικογενειακών υποχρεώσεων είτε καταφεύγουν σε ολιγόωρη εργασία είτε εγκαταλείπουν την αγορά εργασίας. Το πρόβλημα λοιπόν ξεκινά από την κοινωνία και τους ρόλους που διαμορφώνει για τις γυναίκες, με αποτέλεσμα όταν οι γυναίκες κάνουν οικογένεια να επιβαρύνονται με τον ρόλο φροντίδας της οικογένειας, που αποτελεί όμως τροχοπέδη για την ταυτόχρονη απασχόλησή τους στην αγορά εργασίας, κάτι στο οποίο δε βοηθά το κράτος πρόνοιας. Έτσι, οι γυναίκες καταλήγουν με πολύ χαμηλά ή και καθόλου εισοδήματα, στηριζόμενες μόνο στο εισόδημα που θα φέρει ο σύζυγος στο νοικοκυριό (στο οποίο όμως δεν είναι γνωστό κατά πόσο έχει πρόσβαση η γυναίκα). Έτσι, η γυναίκα έχει πολλές πιθανότητες να καταλήξει φτωχή. Έμφυλο Μισθολογικό Χάσμα Το έμφυλο μισθολογικό χάσμα (gender pay gap) αποτελεί ένα από τα σημαντικά αίτια της φτώχειας των γυναικών, το οποίο δημιουργείται και διατηρείται κυρίως λόγω των διακρίσεων στην αγορά εργασίας. Ο δείκτης «Έμφυλο Μισθολογικό Χάσμα σε μη προσαρμοσμένη μορφή 40» 40 Unadjusted Gender Pay Gap (GPG): ο δείκτης αυτός αντιπροσωπεύει τη διαφορά μεταξύ των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών των ανδρών έμμισθων υπαλλήλων και των εργαζόμενων γυναικών ως ποσοστό των μέσων ακαθάριστων 80

88 /unadjusted Gender Pay Gap (GPG), σύμφωνα με τη Eurostat και την πιο πρόσφατη αναφορά για την Ελλάδα που αφορούσε το έτος 2010, ήταν 15%. Αυτό το ποσοστό με θετικό πρόσημο σημαίνει ότι οι άντρες λαμβάνουν ωριαίες ακαθάριστες αποδοχές κατά 15% μεγαλύτερες από τις γυναίκες, ενώ το μέσο έμφυλο μισθολογικό χάσμα για την Ευρώπη των 27 το 2010 ήταν 16.2%. Θετικό είναι όμως το στοιχείο ότι το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων μειώθηκε στην Ελλάδα από 25.5% το 2002 σε 15% το 2010 (περιορισμένη διαθεσιμότητα δεδομένων). Πιθανώς η κρίση και κατά συνέπεια η μείωση στις ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές των αντρών συνέβαλε σε αυτή τη μείωση. Οι έμφυλες μισθολογικές διαφορές μετρούνται είτε βάσει των συνολικών ετήσιων αποδοχών των εργαζομένων, είτε βάση των ωριαίων ακαθάριστων αποδοχών. Πρέπει όμως να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή, διότι πιθανώς η χρήση του δείκτη που μετρά τις ωριαίες ακαθάριστες αποδοχές των δύο φύλων να υποτιμήσει το πραγματικό μέγεθος της μισθολογικής διαφοράς, καθώς δεν περιλαμβάνονται τα διάφορα επιπλέον επιδόματα από τα οποία πολλές φορές αποκλείονται οι γυναίκες λόγω του αποκλεισμού τους ή της περιορισμένης συμμετοχής τους σε επαγγέλματα που παρέχουν σημαντικές επιπρόσθετες αμοιβές, όπως τα επιδόματα (Παυλίδου, 1998: 160). Η καταπολέμηση του έμφυλου μισθολογικού χάσματος είναι πολύ σημαντική, διότι το έμφυλο μισθολογικό χάσμα μπορεί να έχει αντίκτυπο σε όλη τη ζωή των γυναικών (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2008). Αρχικά, κατά την είσοδό τους στην αγορά εργασίας υποτιμούνται οι δεξιότητες των γυναικών σε σύγκριση με των αντρών εξαιτίας του είδους της εργασίας και των τομέων στους οποίους απασχολούνται. Όμως, το έμφυλο μισθολογικό χάσμα έχει αντίκτυπο στις γυναίκες και όταν βγουν από την αγορά εργασίας. Αυτό συμβαίνει διότι κέρδιζαν λιγότερα σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους και κατά συνέπεια έχουν χαμηλότερες συντάξεις, όταν αποσυρθούν από την αγορά εργασίας. Λόγω του μισθολογικού χάσματος που οδηγεί σε χαμηλότερη σύνταξη αυξάνεται ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες στην τρίτη ηλικία σε σύγκριση με τους άντρες. Είναι φανερό ότι οι γυναίκες κινδυνεύουν να βρεθούν σε κατάσταση φτώχειας καθ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Παρά τη θέσπιση νόμων της ωριαίων αποδοχών των αμειβόμενων εργαζόμενων ανδρών. Ο πληθυσμός αποτελείται από όλους τους αμειβόμενους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις με 10 ή περισσότερους εργαζόμενους. Ο δείκτης καλείται μη προσαρμοσμένος, διότι δεν προσαρμόζεται σύμφωνα με ατομικά χαρακτηριστικά που μπορεί να εξηγούν μέρος των αποδοχών/εσόδων (Statistics Iceland, 2013). 81

89 Ε.Ε. από το κατά του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των δύο φύλων, το πρόβλημα συνεχίζει να υπάρχει μέχρι και σήμερα. Η Ε.Ε. προσπαθεί να κλείσει το χάσμα κάνοντας χρήση στρατηγικών και δράσεων 42 μέσω των οποίων α) προτρέπει τους εργοδότες να αμείβουν δίκαια τις γυναίκες, κάνοντας τους να καταλάβουν ότι η δίκαιη ανταμοιβή των γυναικών μπορεί να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα και απόδοση της επιχείρησης, β) εργάζεται για να αυξήσει την επίγνωση ότι υπάρχει το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων, γ) ενθαρρύνει τις εθνικές κυβερνήσεις να αναλάβουν δράση (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2008). Γ) Δείκτες Εκπαίδευσης Για να διαπιστωθεί αν οι έμφυλες μισθολογικές διαφορές στην Ελλάδα, οι οποίες συμβάλλουν στη φτώχεια των γυναικών είναι αποτέλεσμα της ελλιπούς εκπαίδευσης, θα εξεταστούν δείκτες εκπαίδευσης. Από τον πίνακα 31 προκύπτει ότι υπάρχει μία γενική βελτίωση του επιπέδου εκπαίδευσης στην Ελλάδα και για τα δύο φύλα από το 2003 ως το Έχει αυξηθεί το ποσοστό των πτυχιούχων ανώτατων σχολών και το ποσοστό των ατόμων με απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης, ενώ έχει μειωθεί το ποσοστό των ατόμων που ήταν απόφοιτοι δημοτικού (στοιχειώδους εκπαίδευσης), καθώς και το ποσοστό των ατόμων που δεν είχαν πάει καθόλου σχολείο, δηλαδή μειώθηκε ο αναλφαβητισμός. Παρά τη βελτίωση αυτή, το ποσοστό των αντρών με μεταπτυχιακό τίτλο, των απόφοιτων ανώτερων τεχνικών σχολών και μέσης εκπαίδευσης ήταν μεγαλύτερο από των γυναικών και το 2003 και το Θετικό στοιχείο αποτελεί ότι οι γυναίκες πτυχιούχοι ανώτατων σχολών ενώ το 2003 ήταν λιγότερες από τους άντρες, το 2013 ήταν περισσότερες από αυτούς. Παρά το γεγονός ότι το ποσοστό των γυναικών με στοιχειώδη εκπαίδευση (δημοτικό σχολείο) ή των γυναικών που δεν πήγαν καθόλου 41 Η δέσμευση όμως της Ε.Ε. για τη διασφάλιση ίσης πληρωμής μεταξύ αντρών και γυναικών χρονολογείται από τη Συνθήκη της Ρώμης το 1957 (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2008 & Στρατηγάκη, 2008: 27). 42 Μία από τις δράσεις είναι ο εορτασμός της «Ευρωπαϊκής Ημέρας Ίσης Αμοιβής» που αποτελεί μία εκδήλωση ευαισθητοποίησης σχετικά με το υφιστάμενο πρόβλημα της έμφυλης μισθολογικής διαφοράς. Κάθε χρόνο η ημερομηνία εορτασμού μεταβάλλεται ανάλογα με τον μέσο όρο της μισθολογικής διαφοράς μεταξύ των δύο φύλων στην Ε.Ε. και δείχνει τις επιπλέον ημέρες που πρέπει να εργαστούν οι γυναίκες, ώστε να κερδίσουν τον ίδιο μισθό με τους άνδρες στη διάρκεια ενός πλήρους εργασιακού έτους. Το 2011 εορτάστηκε στις 5 Μαρτίου, το 2012 στις 2 Μαρτίου, το 2013 & 2014 στις 28 Φεβρουαρίου που φανερώνει μία ελαφριά μείωση του έμφυλου μισθολογικού χάσματος στην Ε.Ε. (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2008 & 2014). 82

90 σχολείο μειώθηκε στο εξεταζόμενο αυτό διάστημα, παρόλα αυτά συνεχίζει να είναι μεγαλύτερο από το ποσοστό των αντρών. Πίνακας 31. Ελλάς: Ποσοστό ανδρών & γυναικών 15 ετών και άνω, κατά ανώτατο επίπεδο εκπαίδευσης, που έχει ολοκληρωθεί στο σύνολο του πληθυσμού της χώρας, 1 ο τρίμηνο 2003 & 4 ο τρίμηνο 2013 (%) Επίπεδο Εκπαίδευσης 1 ο τρίμηνο ο τρίμηνο 2013 Άρρενες Θήλεις Άρρενες Θήλεις Έχουν μεταπτυχιακό τίτλο (διδακτορικό ή μάστερ) Πτυχιούχοι ανωτάτων σχολών Πτυχιούχοι ανωτέρων τεχνικών-επαγγελματικών σχολών Έχουν απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης Έχουν απολυτήριο στοιχειώδους εκπαίδευσης Έχουν ενδεικτικό μιας τουλάχιστον τάξης στοιχειώδους εκπαίδευσης Δεν πήγαν καθόλου σε σχολείο Πηγή: Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία- ΕΛΣΤΑΤ-Ίδιοι υπολογισμοί. Εφόσον διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό των γυναικών 15 ετών και άνω με πτυχίο ανώτατης σχολής είναι μεγαλύτερο από των αντρών, εξετάζεται συμπληρωματικά και ο αριθμός των ατόμων ηλικίας που είναι πτυχιούχοι. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε για το διάστημα φτάνοντας το 2013 να αντιπροσωπεύει το 34.6% 43 του πληθυσμού (Πίν. 32). Οι άντρες πτυχιούχοι, το 2003 αντιπροσώπευαν το 21.6%, το 2008 το 23.4%, ενώ το 2013 έφτασαν το 30.5%. Αύξηση σημειώθηκε και στο ποσοστό των γυναικών, οι οποίες παρουσίασαν μεγαλύτερα ποσοστά: 27.9% για το 2008 και 43 Το ποσοστό αυτό είναι αρκετά υψηλό αλλά δεν ικανοποιεί έναν από τους πέντε πρωταρχικούς στόχους της «Ευρώπης 2020» σύμφωνα με τον οποίο το ποσοστό των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης πρέπει να ανέρχεται σε 40% τουλάχιστον. 83

91 39% για το Επίσης, σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο της κρίσης ( ) σημειώθηκε πολύ μεγάλη αύξηση των πτυχιούχων και για τους άντρες και για τις γυναίκες. Αυτή η αύξηση πιθανώς οφείλεται στη δυσκολία εύρεσης εργασίας από τους νέους ανθρώπους, οι οποίοι τελικά επιλέγουν να σπουδάσουν εφόσον δεν υπάρχει η προοπτική εύρεσης εργασίας. Πίνακας 32. Ελλάς: Άτομα ηλικίας ετών που είναι πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, 2003, 2008 & Σύνολο 186, , ,103 % Άρρενες 88,073 98, ,873 % Θήλεις 98, , ,299 % Πηγή: Διεύθυνση Στατιστικών Πληθυσμού και Αγοράς Εργασίας ΕΛΣΤΑΤ. Τα μεγαλύτερα ποσοστά γυναικών πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποτελούν πολύ θετικό στοιχείο σχετικά με την ενδυνάμωση των Ελληνίδων γυναικών, διότι συμβάλλουν στη μείωση των έμφυλων μισθολογικών διαφορών (μειώνεται το κομμάτι των μισθολογικών διαφορών που οφείλεται σε διαφορετική παραγωγικότητα-προσόντα). Άρα, εφόσον οι Ελληνίδες πτυχιούχοι είναι περισσότερες από τους Έλληνες, οι έμφυλες μισθολογικές διαφορές δεν οφείλονται στην ελλιπή εκπαίδευση των γυναικών. Το κομμάτι των μισθολογικών διαφορών που δεν οφείλεται σε διαφορές στην παραγωγικότητα και γι αυτό δεν μπορεί να ερμηνευτεί, ανάγεται στις διακρίσεις. Επίσης, από το 2003 ως το 2013 παρατηρείται μία συνεχής μείωση των ατόμων (γυναίκες και άντρες) ετών που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση. Από την αρχή του εξεταζόμενου διαστήματος (2003), το ποσοστό των αντρών που εγκατέλειψε πρόωρα το σχολείο (20%) ήταν πολύ υψηλότερο σε σχέση με αυτό των γυναικών (11.9%) (Πίν. 33). Με την έλευση της κρίσης το 2008, το ποσοστό των αντρών άρχισε να μειώνεται ακόμα περισσότερο, φτάνοντας το 2013 το 12.7% σε σχέση με 18.5% που ήταν το Επίσης κατά τα προηγούμενα έτη, το ποσοστό των γυναικών δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο, όπως αυτό των αντρών. Συμπερασματικά, από τους δείκτες εκπαίδευσης που 84

92 εξετάστηκαν προκύπτει ότι στο διάστημα οι γυναίκες πτυχιούχοι ετών είναι περισσότερες από τους άντρες, ενώ οι γυναίκες που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση είναι λιγότερες από τους άντρες. Συνεπώς, το έμφυλο μισθολογικό χάσμα αποδίδεται σε έμφυλες ανισότητες και διακρίσεις στην αγορά εργασίας. Οι έμφυλες ανισότητες και οι διακρίσεις αποτελούν το βασικότερο αίτιο της φτώχειας των γυναικών, γι αυτό θα εξεταστούν δείκτες έμφυλης ανισότητας για την Ελλάδα. Πίνακας 33. Ελλάς: Άτομα ηλικίας ετών που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση, 2003, 2008 & Σύνολο 149, ,110 73,391 % Άρρενες 93,414 73,960 45,852 % Θήλεις 56,103 42,150 27,540 % Πηγή: Διεύθυνση Στατιστικών Πληθυσμού και Αγοράς Εργασίας ΕΛΣΤΑΤ. Δ) Δείκτες Έμφυλων Ανισοτήτων-Η.Ε. Ένα από τα πιο σημαντικά αίτια που παράγουν και αναπαράγουν τη φτώχεια των γυναικών είναι οι έμφυλες ανισότητες (βλ. ενότητα 3.2). Γι αυτό το λόγο θα εξεταστούν κάποιοι ειδικοί δείκτες για τη μέτρηση της φτώχειας των γυναικών, που εστιάζουν στις έμφυλες ανισότητες ως κύρια διάσταση του προβλήματος και οι οποίοι προτάθηκαν από τα Ηνωμένα Έθνη (UNDP, ) (βλ. ενότητα 4.2). Οι δείκτες που θα εξεταστούν είναι: 1) ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης (Human Development Index-HDI) συνδυαστικά με τον 2) Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης προσαρμοσμένο στις Ανισότητες (the Inequality-Adjusted HDI-(IHDI) και ο 3) Δείκτης Ανισότητας των Φύλων- (Gender Inequality Index-GII) (βλ. ενότητα 4.2). Οι δείκτες αυτοί θα εξεταστούν μόνο για το έτος 2012, διότι προτείνεται από τους ειδικούς των Ηνωμένων Εθνών να αποφευχθεί η σύγκριση των τιμών και κατατάξεων της τελευταίας έκθεσης (2013) με τις προηγούμενες, καθώς τα βασικά δεδομένα και οι μέθοδοι έχουν αλλάξει. Παρά την αδυναμία σύγκρισης των τιμών του 2012 με αυτές των προηγούμενων ετών 85

93 κρίνεται καλό να ληφθούν υπόψη αυτοί οι δείκτες, ώστε συνδυαστικά με τον δείκτη παγκόσμιου έμφυλου χάσματος να εξεταστεί το μέγεθος των έμφυλων ανισοτήτων στην Ελλάδα και να διαπιστωθεί κατά πόσο η μείωση ή αύξηση των έμφυλων ανισοτήτων επηρέασε τον κίνδυνο φτώχειας των γυναικών. Σύμφωνα με την Έκθεση για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη για το έτος 2013, ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης-HDI, που λαμβάνει υπόψη του τρεις βασικές διαστάσεις 1) την μακρά και υγιή ζωή, 2) την πρόσβαση στην εκπαίδευση και 3) το αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, το έτος 2012 ανήλθε στο για την Ελλάδα. Αυτό αποτελεί ένα αρκετά υψηλό σκορ, καθώς όσο πλησιάζει προς τη μονάδα επιτυγχάνεται η μέγιστη πιθανή ανθρώπινη ανάπτυξη. Η κατάταξη της Ελλάδας ήταν 29 η από 187 χώρες. Την ίδια κατάταξη είχε επιτύχει και το 2011 αλλά όπως σημειώθηκε πιο πάνω προτείνεται από τους ειδικούς των Ηνωμένων Εθνών να αποφευχθεί η σύγκριση των τιμών και κατατάξεων της τελευταίας έκθεσης (2013) με τις προηγούμενες, αλλά προτείνεται να στηριχθούμε για την έρευνα μας στον παρακάτω πίνακα 34: Πίνακας 34: Τιμές Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης για την Ελλάδα υπολογισμένες βάσει νέας μεθοδολογίας, έτη Πηγή: UNDP ( ), Human Development Report

94 Το διάστημα σημειώνεται αύξηση του δείκτη αλλά τα έτη 2011 και 2012 σημειώνεται μία μικρή μείωση, που πιθανώς οφείλεται στη μείωση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος κατά κεφαλή λόγω της κρίσης, ενώ οι υπόλοιπες μεταβλητές (προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση, προσδοκόμενα σχολικά έτη και μέσος όρος σχολικών ετών) δε μεταβάλλονται σχεδόν καθόλου για τα έτη 2010, 2011 και Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στις χώρες με τους υψηλότερους δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης για το 2012, η τιμή ήταν κάτω από το μέσο όρο του των χωρών που ανήκουν στην ομάδα με πολύ υψηλή ανθρώπινη ανάπτυξη αλλά και κάτω από τον μέσο όρο του για τις χώρες του ΟΟΣΑ-OECD. Ο δείκτης αυτός εξετάζεται, διότι είναι απαραίτητος για την εξέταση του δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης προσαρμοσμένου στις ανισότητες (IHDI). Ο προσαρμοσμένος αυτός δείκτης λαμβάνει υπόψη του τις ίδιες διαστάσεις με τον παραδοσιακό δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης, λαμβάνοντας όμως επίσης υπόψη τις ανισότητες για κάθε μία από αυτές. Ουσιαστικά ο δείκτης HDI αποτελεί ένα δείκτη που μετρά την «πιθανή» ανθρώπινη ανάπτυξη που μπορεί να επιτευχθεί, ενώ ο IHDI την πραγματική ανθρώπινη ανάπτυξη. Η διαφορά τους αποτελεί την απώλεια της πιθανής ανθρώπινης ανάπτυξης, λόγω των ανισοτήτων σε κάθε μία από τις τρεις διαστάσεις. Ενώ η τιμή του HDI για το 2012 ήταν 0.860, η τιμή του IHDI ήταν Η απώλεια αυτή του 11.5% οφείλεται κυρίως στις ανισότητες στο εισόδημα (απώλεια λόγω ανισοτήτων στο εισόδημα: 18.1%), στην εκπαίδευση (απώλεια λόγω ανισοτήτων στην εκπαίδευση: 11.3%) και λιγότερο στο προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση (απώλεια: 4.8%). Ο Δείκτης Έμφυλων Ανισοτήτων (GII) εξετάζει τις έμφυλες ανισότητες μέσα από τρεις διαστάσεις: 1) την αναπαραγωγική υγεία, 2) την ενδυνάμωση και 3) την οικονομική δραστηριότητα και όπως προαναφέρθηκε προτάθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη το 2010, με σκοπό να αντικαταστήσει τους δείκτες GEM και GDI. Ο δείκτης αυτός μετρά τις ανισότητες μεταξύ των επιτευγμάτων των αντρών και γυναικών και λαμβάνει τιμές από 0 μέχρι 1. Όσο πιο κοντά στο μηδέν είναι ο δείκτης, τόσο πιο μικρές ανισότητες υφίστανται στην εξεταζόμενη χώρα. Ο δείκτης GII έλαβε την τιμή και η Ελλάδα την 23 η θέση στην κατάταξη ανάμεσα σε 148 χώρες το Οι ανισότητες οφείλονται στο γεγονός ότι 1) μόλις το 21% των κοινοβουλευτικών εδρών καταλαμβάνονται από γυναίκες, 2) 57.7% των ενήλικων γυναικών σε σύγκριση με το 66.6% των ενήλικων αντρών έφθασαν σε ένα 87

95 δευτεροβάθμιο ή υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, 3) για κάθε γεννήσεις ζωντανών βρεφών τρεις μητέρες πέθαιναν από σχετικά με την εγκυμοσύνη αίτια, 4) για κάθε 1000 γεννήσεις ζωντανών βρεφών το ποσοστό γονιμότητας των εφήβων ήταν 9.6 γεννήσεις, 5) η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας ήταν 44.8% συγκριτικά με 65% για τους άντρες. Ενώ η Πορτογαλία και το Βέλγιο που είναι χώρες με παρόμοιο πληθυσμιακό μέγεθος με αυτό της Ελλάδας εμφανίζουν μικρότερες έμφυλες ανισότητες (Πίν. 35). Πίνακας 35: Δείκτης Έμφυλων Ανισοτήτων (GII) για την Ελλάδα και για επιλεγμένες χώρες και ομάδες, έτος Πηγή: UNDP ( ), Human Development Report Δείκτης Παγκόσμιου Έμφυλου Χάσματος (Global Gender Gap Index) Παρόλο που η φτώχεια των γυναικών στην Ελλάδα εξετάζεται για τα έτη , για το δείκτη έμφυλου παγκόσμιου χάσματος υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα από το 2006, διότι τότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Σύμφωνα με την Έκθεση του Παγκόσμιου Έμφυλου Χάσματος (2012) (World Economic Forum, 2012), ο δείκτης αυτός στοχεύει, βάσει κριτηρίων α) οικονομικών, β) πολιτικών, γ) για την εκπαίδευση και δ) για την υγεία, στη μέτρηση του έμφυλου χάσματος σε πολλές χώρες και στη συνέχεια στην κατάταξή τους, ώστε να 88

96 υπάρχει πληροφόρηση για το διαφορετικό βαθμό προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες σε κάθε χώρα. Όταν ο δείκτης λαμβάνει την τιμή 0 εκφράζει την πλήρη ανισότητα, ενώ όταν λαμβάνει την τιμή 1 την πλήρη ισότητα. Η Ελλάδα το 2006 έλαβε την τιμή και την 69 η θέση στην κατάταξη μεταξύ 115 χωρών, ενώ το 2012 έλαβε την τιμή και ήλθε 82 η στην κατάταξη μεταξύ 135 χωρών. Στο διάστημα παρατηρείται μία βελτίωση του δείκτη κατά (2012 τιμή-2006 τιμή). Για κάθε μία από τις τέσσερις μεταβλητές που εξετάζονται υπολογίζονται επιμέρους δείκτες (υποδείκτες). Στις Εκθέσεις για τα έτη 2006 και 2012 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα 14 επιμέρους υποδεικτών, που συνυπολογίζονται για τον τελικό υπολογισμό του δείκτη παγκόσμιου έμφυλου χάσματος. Θα συγκριθούν οι τιμές του δείκτη για το έτος 2006 με το έτος Για τον υπολογισμό της «οικονομικής συμμετοχής και ευκαιρίας» των δύο φύλων εξετάζονται οι εξής πέντε επιμέρους δείκτες: 1) συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, 2) ισότητα μισθών, 3) εκτιμώμενο εισόδημα, 4) νομοθέτες, ανώτεροι υπάλληλοι και διευθυντές και 5) επαγγελματίες και «τεχνικοί» εργαζόμενοι (technical workers) (εργασία με μηχανές, διαδικασίες και υλικά που σχετίζονται με τη βιομηχανία, τις μεταφορές και την επικοινωνία). Για το έτος 2006 σύμφωνα με τον 1 ο υποδείκτη της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, 43% των γυναικών και 65% των αντρών συμμετείχαν στο εργατικό δυναμικό. Βάσει αυτών των ποσοστών ο λόγος γυναίκες προς άντρες ήταν 0.67 και η κατάταξη που έλαβε η χώρα ήταν η 70 η από τις συνολικά 115. Αυτό σημαίνει ότι υφίστανται ανισότητες εις βάρος των γυναικών, καθώς ο λόγος των γυναικών προς τους άντρες είναι μικρότερος της μονάδας. Οι ανισότητες εις βάρος των γυναικών σχετικά με τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό μειώθηκαν για το 2012 με 55% των γυναικών να συμμετέχουν στο εργατικό δυναμικό και ο λόγος γυναίκες προς άντρες ήταν 0.70, δηλαδή παρατηρείται μικρή βελτίωση του υποδείκτη (βλ. Παράρτημα Π-1 και Π-2). Ο 2 ος υποδείκτης της ισότητας μισθών λαμβάνει την τιμή «7» όταν υφίσταται πλήρης ισότητα των μισθών των γυναικών με αυτούς των αντρών και την τιμή «1» όταν δεν υπάρχει καθόλου ισότητα και οι μισθοί των γυναικών είναι σημαντικά κάτω από αυτούς των αντρών. Η τιμή του υποδείκτη αυτού για την Ελλάδα το 2012 υπολογίστηκε στο «4.54» και ο λόγος γυναίκες προς άντρες ήταν 0.65 καταλαμβάνοντας η Ελλάδα την 70 η θέση από τις συνολικά 135 χώρες, ενώ ο λόγος για το 2006 ήταν 89

97 0.61, υποδηλώνοντας λίγο μικρότερες μισθολογικές διαφορές και κατ επέκταση ανισότητες εις βάρος των γυναικών από το 2006 ως το Σύμφωνα με τον 3 ο υποδείκτη του εκτιμώμενου εισοδήματος, το 2006 το εκτιμώμενο εισόδημα για τις γυναίκες στην Ελλάδα υπολογίστηκε στα 12,531 αμερικάνικα δολάρια και για τους άντρες αμερικάνικα δολάρια. Αυτό σημαίνει ότι το 2006 οι άντρες κέρδιζαν διπλάσιο εισόδημα από αυτό των γυναικών, έτσι ο λόγος γυναίκες προς άντρες που προκύπτει είναι 0.45, λαμβάνοντας η Ελλάδα την 76 η θέση από 115 χώρες, ενώ για το 2012 ο λόγος αυτός ήταν μεγαλύτερος (0.53), δηλαδή σημειώθηκε μείωση της ανισότητας αυτής εις βάρος των γυναικών. Σύμφωνα με τον 4 ο υποδείκτη, 26% των γυναικών και 74% των αντρών εργάζονταν ως νομοθέτες, ανώτεροι υπάλληλοι και διευθυντές και άρα ο λόγος γυναίκες προς άντρες ανήλθε σε Το 2012 ο λόγος έλαβε την τιμή 0.40 φανερώνοντας μια μικρή μείωση των ανισοτήτων εις βάρος των γυναικών στην εργασία σε υψηλόβαθμες θέσεις από το 2006 έως το Βάσει του τελευταίου και 5 ου υποδείκτη της μεταβλητής «οικονομική συμμετοχή και ευκαιρία», το % των γυναικών και 52% των αντρών εργάζονταν ως επαγγελματίες και τεχνικοί εργαζόμενοι, με αποτέλεσμα ο λόγος γυναίκες προς άντρες να δώσει την τιμή 0.92, υποδηλώνοντας μια μικρή ανισότητα εις βάρος των γυναικών. Αντίθετα, το 2012 ο λόγος ήταν 0.96, που σημαίνει ότι μειώθηκε πολύ λίγο η ανισότητα αυτή εις βάρος των γυναικών. Η βελτίωση της τιμής του 5 ου υποδείκτη το 2012 οφείλεται σε μία μικρή αύξηση του ποσοστού των γυναικών που απασχολούνται ως τεχνικοί και μία ταυτόχρονη μικρή μείωση του ποσοστού των αντρών. Η δεύτερη μεταβλητή του δείκτη παγκόσμιου έμφυλου χάσματος, η μεταβλητή του δείκτη «εκπαιδευτικής επάρκειας» υπολογίζεται βάσει τεσσάρων υποδεικτών: 1) ποσοστό αλφαβητισμού, 2) εγγραφή στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, 3) εγγραφή στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και 4) εγγραφή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σύμφωνα με τον 1 ο υποδείκτη, το % των γυναικών και 99% των αντρών άνω των 15 ετών μπορούσαν να διαβάσουν, να γράψουν και να πραγματοποιήσουν απλούς αριθμητικούς υπολογισμούς. Ο λόγος γυναίκες προς άντρες ήταν 0.98, λίγο μικρότερος από τη μονάδα, η οποία υποδηλώνει πλήρη ισότητα και η κατάταξη της Ελλάδας ήταν 59 η από τις 115 χώρες (ίδιος λόγος και για το 2012). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια μικρή ανισότητα εις βάρος των γυναικών. Σύμφωνα με τον 2 ο υποδείκτη, το ποσοστό των μαθητών που 90

98 πραγματοποίησαν την εγγραφή τους στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και υπολογίζονται ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού αυτής της ηλικιακής ομάδας, ήταν 99% το 2006 για τις γυναίκες και 100% για τους άντρες, άρα ο λόγος γυναίκες προς άντρες είναι ίσος με Το 2012 ο λόγος ήταν 1.01 και άρα οι γυναίκες στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ήταν περισσότερες από τους άντρες. Σύμφωνα με τον 3 ο υποδείκτη, το 2006 το ποσοστό των γυναικών που πραγματοποίησαν την εγγραφή τους στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση ήταν 88% και για τους άντρες 85% και έτσι και σε αυτόν τον υποδείκτη εκπαίδευσης οι γυναίκες είναι περισσότερες από τους άντρες (1.04). Ενώ το 2012 παρατηρείται μικρή αύξηση του ποσοστού των γυναικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αλλά μία μεγαλύτερη στο ποσοστό των αντρών και προκύπτει ο λόγος 0.99, φανερώνοντας μία μικρή ανισότητα εις βάρος των γυναικών. Σύμφωνα με τον 4 ο υποδείκτη, 86% των γυναικών και 73% των αντρών ανεξαρτήτου ηλικίας πραγματοποίησαν την εγγραφή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση το 2006 (λόγος γυναίκες προς άντρες: 1.17), ενώ το 2012 ο λόγος ανήλθε στο Η 3 η μεταβλητή της «Υγείας και Επιβίωσης» υπολογίζεται βάσει δύο υποδεικτών: 1) της αναλογίας των φύλων κατά τη γέννηση 44 και 2) του προσδόκιμου υγιούς ζωής 45. Ο 1 ος υποδείκτης, το 2006 ανήλθε στο 0.94 (ίδια τιμή και για το 2012), που σημαίνει ότι γεννιούνται περισσότερα ζωντανά αγόρια από κορίτσια. Σύμφωνα με τον 2 ο υποδείκτη, το 2006 το προσδόκιμο υγιούς ζωής για τις γυναίκες ήταν 72.9 έτη και για τους άντρες ήταν 69.1 έτη (λόγος: 1.06). Το 2012 τα προσδοκόμενα έτη υγιούς ζωής αυξήθηκαν και για τους άντρες και για τις γυναίκες (περισσότερο όμως για τους άντρες) με αποτέλεσμα να μικρύνει ο λόγος από 1.06 σε Η 4 η μεταβλητή της «Πολιτικής Ενδυνάμωσης» υπολογίζεται βάσει τριών υποδεικτών: 1) γυναίκες στο Κοινοβούλιο (%), 2) γυναίκες σε υπουργικές θέσεις (%) και 3) χρόνια με αρχηγό κράτους γυναίκα (τα τελευταία 50 έτη). Το 2006 σύμφωνα με τον 1 ο υποδείκτη, μόλις 13% του ελληνικού κοινοβουλίου ήταν γυναίκες, ενώ το υπόλοιπο 87% αποτελείτο από άντρες. Ενώ ο δείκτης δείχνει πλήρη ισότητα των δύο φύλων όταν ισούται με τη μονάδα, στην Ελλάδα λαμβάνει την τιμή 44 Αναλογία των φύλων κατά τη γέννηση: αναφέρεται στον αριθμό των αγοριών που γεννιούνται ζωντανά για κάθε 100 κορίτσια που γεννιούνται ζωντανά. 45 Προσδόκιμο υγιούς ζωής: μέσος αριθμός ετών που ένα άτομο αναμένει να ζήσει σε "πλήρη υγεία" λαμβάνοντας υπόψη τα έτη που έζησε σε λιγότερο από πλήρη υγεία λόγω νόσου ή τραυματισμού. 91

99 0.15 (ανισότητα εις βάρος των γυναικών). Παρά το γεγονός ότι το 2012 το ποσοστό των γυναικών που συμμετέχουν στο ελληνικό κοινοβούλιο αυξήθηκε στο 19% (λόγος: 0.23) η ανισότητα εις βάρος των γυναικών σχετικά με τη συμμετοχή τους στο κοινοβούλιο συνεχίζει να είναι πολύ μεγάλη. Ο παραπάνω υποδείκτης φανερώνει πολύ μεγάλη ανισότητα εις βάρος των γυναικών αλλά οι μέγιστοι βαθμοί ανισότητας σημειώνονται στη συμμετοχή των γυναικών σε υπουργικές θέσεις, που είναι μόλις 6% (λόγος γυναίκες προς άντρες: 0.06) και για τα δύο εξεταζόμενα έτη και επίσης στα χρόνια κατά τα οποία γυναίκα υπήρξε αρχηγός κράτους τα τελευταία 50 χρόνια (μηδέν χρόνια για γυναίκες-λόγος: 0.00 για το διάστημα ) (μέγιστη δυνατή ανισότητα εις βάρος των γυναικών). Συμπερασματικά, στο διάστημα παρατηρήθηκε μία πολύ μικρή μείωση των ανισοτήτων εις βάρος των γυναικών για την πλειονότητα των υποδεικτών. Από τους 4 εξεταζόμενους τομείς: 1) οικονομική συμμετοχή, 2) εκπαίδευση, 3) Υγεία και Επιβίωση και 4) Πολιτική Ενδυνάμωση, μόνο στον τομέα της υγείας αυξήθηκαν οι ανισότητες πολύ λίγο (Πίν. 36 & 37). Πίνακας 36. Σύγκριση επιμέρους δεικτών του δείκτη Παγκόσμιου Έμφυλου Χάσματος, Επιμέρους Δείκτες Διαφορά Οικονομική Συμμετοχή και Ευκαιρία Εκπαιδευτική επάρκεια Υγεία και Επιβίωση Πολιτική Ενδυνάμωση Πηγή: Έκθεση Παγκόσμιου Έμφυλου Χάσματος (2012). 92

100 Πίνακας 37: Εξέλιξη Παγκόσμιου Έμφυλου Χάσματος για την Ελλάδα για το διάστημα Πηγή: World Economic Forum -WEF (2006) Global Gender Gap Report

101 Θηλυκοποίηση της Φτώχειας στην Ελλάδα; Σύμφωνα με τον 1 ο ορισμό της θηλυκοποίησης της φτώχειας «ο αυξανόμενος αριθμός γυναικείων νοικοκυριών οδηγεί σε αυξημένο αριθμό φτωχών γυναικών», με την προϋπόθεση ότι 1) το ποσοστό φτώχειας των μόνων μητέρων (μονογονεϊκές οικογένειες με αρχηγό μητέρα) πρέπει να είναι μεγαλύτερο από το ποσοστό φτώχειας άλλων τύπων οικογενειών με παιδιά και επίσης 2) το ποσοστό των μόνων μητέρων πρέπει να είναι μεγάλο. Για να εξεταστεί αν επαληθεύεται η 1 η προϋπόθεση του ορισμού θα μελετηθεί ο κίνδυνος φτώχειας κατά τύπο νοικοκυριού. Σύμφωνα με τον πίνακα 38, το 2012 ο τύπος νοικοκυριού με τον πιο μεγάλο κίνδυνο φτώχειας είναι οι μονογονεϊκές οικογένειες με εξαρτώμενα παιδιά (βλ. Παράρτημα Ρ-1). Ο κίνδυνος φτώχειας για τις μονογονεϊκές οικογένειες είναι 66%, ενώ με 36.8% και 31.3% ακολουθούν τα νοικοκυριά των «δύο ενηλίκων με τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα παιδιά» και «τριών ή περισσότερων ενηλίκων με εξαρτώμενα παιδιά», αντίστοιχα. Το 2003 το ποσοστό των μονογονεϊκών νοικοκυριών σε κίνδυνο φτώχειας ήταν σχεδόν το μισό (34.3%) και το 2012 εκτοξεύτηκε στο 66%, πιθανώς λόγω της κρίσης. Ο κίνδυνος φτώχειας των δύο άλλων νοικοκυριών, που προαναφέρθηκαν, «δύο ενηλίκων με τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα παιδιά» και «τριών ή περισσότερων ενηλίκων με εξαρτώμενα παιδιά», ήταν και αυτός μικρότερος το 2003 σε σχέση με το 2012 κατά 2% με 3%, όμως δεν είχε τόσο μεγάλη διαφορά όπως τα μονογονεϊκά νοικοκυριά. Άρα, επαληθεύεται η 1 η προϋπόθεση του ορισμού, διότι το ποσοστό φτώχειας των μόνων μητέρων είναι μεγαλύτερο από το ποσοστό φτώχειας άλλων τύπων οικογενειών με παιδιά. 94

102 Πίνακας 38. Ελλάς: Κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, κατά τύπο νοικοκυριού, (%) Τύπος Νοικοκυριού Μονογονεϊκό νοικοκυριό με τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί Δύο ενήλικες με τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα παιδιά Τρεις ή περισσότεροι ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά Μονοπρόσωπο νοικοκυριό άρρεν Μονοπρόσωπο νοικοκυριό θήλυ Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) ΕΛΣΤΑΤ και EUROSTAT. Για την εξέταση της 2 η ς προϋπόθεσης του ορισμού παρατίθεται ο πίνακας 39, στον οποίο καταγράφεται ο αριθμός των διαφορετικών τύπων οικογενειών στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις απογραφές του 2001 και Σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού του 2011, το 84% των μονογονεϊκών νοικοκυριών ήταν με αρχηγό γυναίκα, που αυτό σημαίνει ότι περίπου τα 55 από τα 66 μονογονεϊκά νοικοκυριά ήταν με αρχηγό μητέρα. Όμως, οι οικογένειες μόνων μητέρων με παιδιά αποτελούσαν μόλις το 12.9 % του συνόλου των οικογενειών και συνεπώς δεν έχουν σημαντικά μεγάλη συνεισφορά στη φτώχεια των γυναικών, όσο θα είχαν οι οικογένειες «παντρεμένα ζευγάρια με παιδιά» που αποτελούν σχεδόν το 50% του συνόλου των οικογενειών. Ακόμη μικρότερο ήταν το ποσοστό των μόνων μητέρων με παιδί/ά σύμφωνα με την απογραφή του 2001, 7.5%. Άρα, δεν επαληθεύεται η 2 η προϋπόθεση του ορισμού, σύμφωνα με την οποία, το ποσοστό των μόνων μητέρων πρέπει να είναι μεγάλο, ώστε να συνεισφέρει σημαντικά στην αύξηση του αριθμού των φτωχών γυναικών. 95

103 Πίνακας 39. Ελλάς: Πυρηνικές οικογένειες κατά τύπο. Απογραφή πληθυσμού, 2001 & 2011 % 2001 % 2011 Σύνολο ,572, ,021,133 Παντρεμένα ζευγάρια χωρίς παιδιά , ,204 Παντρεμένα ζευγάρια με παιδί/παιδιά ,527, ,570,269 Συμβιούντες χωρίς παιδί/παιδιά , ,630 Συμβιούντες με παιδί/παιδιά , ,317 Μόνος πατέρας με παιδί/παιδιά , ,421 Μόνη μητέρα με παιδί/παιδιά , ,292 Πηγή: Διεύθυνση Στατιστικών Πληθυσμού και Αγοράς Εργασίας ΕΛΣΤΑΤ. Παρά το γεγονός ότι το ποσοστό των μόνων μητέρων με παιδί/παιδιά δεν είναι μεγάλο σημειώθηκε μία μεγάλη αύξηση του ποσοστού αυτού, από 7.5% σε 12.9% στο διάστημα που πιθανά οφείλεται στην αύξηση των γεννήσεων εκτός γάμου και στην αύξηση των διαζυγίων. Οι γεννήσεις εκτός γάμου αυξήθηκαν από 4,352 το 2001 σε 7,640 το 2012 και τα διαζύγια αυξήθηκαν από 11,080 το 2002 σε 12,705 το 2011 (Γράφημα 2-3). Γράφημα 2: Γεννήσεις, Πηγή: Διεύθυνση Στατιστικών Πληθυσμού και Αγοράς Εργασίας ΕΛΣΤΑΤ. 96

104 Γράφημα 3: Αριθμός Διαζυγίων, Πηγή: Διεύθυνση Στατιστικών Πληθυσμού και Αγοράς Εργασίας ΕΛΣΤΑΤ. Σύμφωνα με τον 2 ο ορισμό της θηλυκοποίησης της φτώχειας, «αν ο λόγος φτωχές γυναίκες προς φτωχοί άντρες είναι μεγαλύτερος της μονάδας, τότε η φτώχεια θηλυκοποιείται». Όπως προκύπτει από τον πίνακα 40, το 2003 ο λόγος αυτός ήταν 1.09, το 2005 αυξήθηκε στο 1.65 και από το 2006 κυμαινόταν από Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι η μείωση του λόγου από 1.65 σε 1.09 το 2012 δεν οφείλεται σε μείωση του αριθμού των γυναικών σε κίνδυνο φτώχειας αλλά σε αύξηση του αριθμού των αντρών λόγω της κρίσης που είχε μεγάλες επιπτώσεις στην ελληνική αγορά εργασίας. Το 2003 και το 2012 η αναλογία ήταν Άρα, διαφαίνεται μία μικρή μεν αλλά υπαρκτή ένδειξη θηλυκοποίησης της φτώχειας στην Ελλάδα, η οποία δεν εμφανίστηκε μόνο μετά την κρίση αλλά προϋπήρχε. Πίνακας 40. Ελλάς: Λόγος γυναικών σε κίνδυνο φτώχειας προς άντρες σε κίνδυνο φτώχειας, (Εξέταση Θηλυκοποίησης της Φτώχειας) Γυναίκες/Άντρες σε κίνδυνο φτώχειας Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) ΕΛΣΤΑΤ- Ίδιοι Υπολογισμοί. 97

105 Σύμφωνα με τον 3 ο ορισμό της θηλυκοποίησης της φτώχειας «ο λόγος φτωχών γυναικών/αντρών πρέπει να αυξάνει διαχρονικά». Από τον πίνακα 40 διαπιστώνεται ότι ο 3 ος ορισμός επιβεβαιώνεται για το διάστημα , όπου ο λόγος αυξάνει από 1.09 σε 1.65 αλλά στο διάστημα ο λόγος παρουσιάζει μικρές διακυμάνσεις έχοντας μειωθεί στο , άρα δε μπορεί να επιβεβαιωθεί η ύπαρξη θηλυκοποίησης της φτώχειας στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον 3 ο ορισμό (βλ. Παράρτημα Ρ-2). Παρόλα αυτά, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η μείωση του λόγου οφείλεται κυρίως σε αύξηση των φτωχών αντρών και όχι σε μείωση των φτωχών γυναικών (με εξαίρεση το διάστημα όπου παρατηρήθηκε μικρή μείωση κατά % του κινδύνου φτώχειας των γυναικών). Τέλος, όπως διαπιστώθηκε στην υποενότητα στην οποία εξεταζόταν το χάσμα φτώχειας κατά φύλο στην Ελλάδα, δε μπορεί να επιβεβαιωθεί με ασφάλεια η ύπαρξη θηλυκοποίησης της φτώχειας σύμφωνα με τον τέταρτο και τελευταίο προς εξέταση ορισμό βάσει του οποίου «το χάσμα της φτώχειας των γυναικών είναι υψηλότερο από των αντρών», καθώς σε κάποια έτη το χάσμα φτώχειας των γυναικών είναι μεγαλύτερο, ενώ σε άλλα είναι μεγαλύτερο των αντρών (σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat). Κλείνοντας, πρέπει να επισημανθεί ότι για την επιβεβαίωση της ύπαρξης θηλυκοποίησης της φτώχειας δεν απαιτείται η ικανοποίηση και των τεσσάρων ορισμών αλλά η ικανοποίηση/επαλήθευση ενός από αυτούς. Άρα, εφόσον ικανοποιείται ο 3 ο ς ορισμός μπορούμε να μιλάμε για μία ένδειξη θηλυκοποίησης της φτώχειας στην Ελλάδα. 5.3 Συζήτηση Αποτελεσμάτων Στην εργασία αυτή εξετάστηκε η εξέλιξη της σχετικής φτώχειας των γυναικών στην Ελλάδα για το διάστημα και το φαινόμενο της θηλυκοποίησης της φτώχειας στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τους επίσημους δείκτες, ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας των γυναικών (και αντρών) (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις) στην Ελλάδα σημείωσε αύξηση κατά το εξεταζόμενο διάστημα: αύξηση από 21.4% σε 23.6% για τις γυναίκες και από 20.0% σε 22.5% για τους άντρες. Η αύξηση είναι μικρή λόγω της σχετικής προσέγγισης της φτώχειας (Matsaganis, 2013). Η σχετική φτώχεια υπολογίζεται βάσει της ορισμένης γραμμής φτώχειας (60% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος), με αποτέλεσμα η 98

106 γραμμή φτώχειας να μειώνεται όταν τα διάμεσα εισοδήματα πέφτουν (πχ. σε περιόδους κρίσης) και να αυξάνεται όταν αυξάνονται. Ο κίνδυνος φτώχειας των γυναικών πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις παρουσίασε συνεχή ανοδική πορεία, φτάνοντας το 52% το 2012 συγκριτικά με 43.2% το 2003 και καθ όλη τη διάρκεια του εξεταζόμενου διαστήματος ο κίνδυνος φτώχειας των γυναικών ήταν μεγαλύτερος από των αντρών. Μικρή αύξηση σημειώθηκε και στο ποσοστό των γυναικών σε κίνδυνο φτώχειας πριν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις στις οποίες περιλαμβάνονται οι συντάξεις αλλά ακόμα και μετά τις συντάξεις οι γυναίκες παρουσίαζαν μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας συγκριτικά με τους άντρες. Επίσης, παρατηρήθηκε ότι οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (συντάξεις) μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο φτώχειας και για τα δύο φύλα, ενώ τα λοιπά κοινωνικά επιδόματα έχουν ασθενή επίδραση στη μείωση του κινδύνου σχετικής φτώχειας και για τα δύο φύλα, λόγω του νοτιοευρωπαϊκού συστήματος κοινωνικής προστασίας που έχει επικρατήσει στην Ελλάδα. Πτωτική πορεία παρατηρήθηκε για τον κίνδυνο παρατεταμένης/συνεχιζόμενης φτώχειας των γυναικών για το διάστημα (περιορισμένα διαθέσιμα στοιχεία). Ο κίνδυνος παρατεταμένης φτώχειας των γυναικών μειώθηκε από 13.8% σε 13.5%, ενώ αντίθετα για τους άντρες σημειώθηκε αυξητική πορεία από 12.4% σε 14%. Παρόλα αυτά πρέπει να σημειωθεί ότι για το διάστημα το ποσοστό των γυναικών ήταν μεγαλύτερο από των αντρών. Η μείωση του παρατεταμένου κινδύνου φτώχειας τα έτη 2011 και 2012 αποδίδεται στη μείωση του ορίου φτώχειας για τα ίδια έτη. Έχοντας διαπιστώσει τη σημαντική επίδραση που έχει η μεταβολή του ορίου φτώχειας στον κίνδυνο φτώχειας, κρίνεται χρήσιμο να μετρηθεί ο κίνδυνος φτώχειας με βάση ένα σταθερό/μη μεταβαλλόμενο χρονικά όριο/κατώφλι φτώχειας. Γι αυτό έγινε χρήση του κινδύνου φτώχειας σύμφωνα με το κατώφλι φτώχειας του Έτσι, αν υπολογιστεί ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες το έτος 2012 με το κατώφλι φτώχειας του 2012 ο κίνδυνος φτώχειας των γυναικών ανέρχεται σε 23.6%, ενώ αν υπολογιστεί για το έτος 2012 αλλά με βάση το κατώφλι φτώχειας του 2005 ανέρχεται σε 32.8%. Αυτό σημαίνει ότι το 2012 το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα 32.8% των γυναικών ήταν χαμηλότερο από το κατώφλι φτώχειας του Τα αντίστοιχα ποσοστά των αντρών ήταν μικρότερα από των γυναικών για όλο το διάστημα ( ). Άρα και σε όρους πραγματικού εισοδήματος ο κίνδυνος φτώχειας των γυναικών στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερος από 99

107 των αντρών αλλά παρατηρείται μεγαλύτερη αύξηση που ανέρχεται στο 9.2% (συγκριτικά με 2.2% αύξηση όταν υπολογίζεται ο κίνδυνος φτώχειας με διαφορετικό κατώφλι φτώχειας κάθε έτος). Όσον αφορά τις γυναίκες 65 ετών και άνω, ο κίνδυνος φτώχειας τους καθ όλο το εξεταζόμενο διάστημα ήταν μεγαλύτερος από των συνομήλικων αντρών. Όμως, σημειώθηκε μείωση του κινδύνου φτώχειας των γυναικών 65+ από 30% το 2003 σε 18.3%, η οποία αποδίδεται στη μείωση του ορίου φτώχειας και όχι στην αύξηση των ετήσιων αποδοχών των ηλικιωμένων. Επίσης, συγκρίνοντας τον κίνδυνο φτώχειας των γυναικών ηλικίας και 65+ παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 2012 κίνδυνος φτώχειας μικρότερος για τις ηλικιωμένες γυναίκες σχετικά με τις νεότερες, υποδεικνύοντας μία πιθανή αλλαγή της δομής της φτώχειας. Έτσι, οι νεαρές γυναίκες, οι οποίες βρίσκονται ακόμα στην αγορά εργασίας και επηρεάζονται από τις αλλαγές της (ευέλικτες-άτυπες μορφές απασχόλησης) είναι πιο εκτεθειμένες στον κίνδυνο φτώχειας από ότι οι ηλικιωμένες, οι οποίες στις βιβλιογραφικές αναφορές αναφέρονται ως μία από τις ευπαθείς ομάδες μαζί με τις μόνες μητέρες. Μείωση επίσης παρατηρήθηκε και στον δείκτη «κίνδυνος φτώχειας συνταξιούχων» κατά 18.4% για τις γυναίκες και κατά 10.1% για τους άντρες, που αποδίδεται και αυτή στη σχετική προσέγγιση της φτώχειας αλλά είναι εξίσου σημαντικό ότι το , οι γυναίκες παρουσίασαν πολύ μεγαλύτερα ποσοστά από τους άντρες συνταξιούχους. Αυτό ήταν αναμενόμενο, καθώς λόγω των μισθολογικών διαφορών και των περισσότερων ετών εργασίας οι άντρες λαμβάνουν υψηλότερες συντάξεις μετά την αποχώρησή τους από την αγορά εργασίας, ενώ οι γυναίκες μικρότερες. Πιθανώς, οι μνημονιακές πολιτικές του 2010 που επέβαλαν περικοπές στις υψηλές συντάξεις, τις οποίες λάμβαναν κυρίως άντρες, συνέβαλαν ώστε το ποσοστό των φτωχών αντρών και γυναικών συνταξιούχων τα έτη 2011 και 2012 να είναι σχεδόν ίδια. Αντίθετα, ο Λόγος Σχετικού Διάμεσου Εισοδήματος ατόμων ηλικίας 60 ετών και άνω/ ατόμων 0-59 ετών σημείωσε ανοδική πορεία και για πρώτη φορά έλαβε τιμές μεγαλύτερες της μονάδας και για τα φύλα το Αυτό σημαίνει ότι οι άνω των 60 ετών γυναίκες (και άντρες) είχαν μεγαλύτερο σχετικό διάμεσο εισόδημα από το ανάλογο εισόδημα των γυναικών (αντρών) 0-59 ετών. Άρα, διαφαίνεται ότι από το 2012 τα νεότερα άτομα (οικονομικά ενεργά) βρίσκονται σε πιο δυσχερή κατάσταση σε σχέση με τα άτομα ηλικίας 60+, διότι διαθέτουν μικρότερο εισόδημα κάτι που δικαιολογεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας που σημειώνουν το 2012 συγκριτικά με τα άτομα

108 Στη συνέχεια, εξετάστηκε ο κίνδυνος φτώχειας σύμφωνα με την απασχόληση (εργαζόμενες, άνεργες, μη εργαζόμενες, λοιπά οικονομικά μη ενεργά άτομα). Ο κίνδυνος φτώχειας των εργαζόμενων γυναικών, παρότι ήταν μικρότερος από των αντρών σε όλο το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα αυξήθηκε από 11.8% σε 13.1%, υποδηλώνοντας την ευάλωτη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας, που επιδεινώθηκε λόγω της κρίσης. Τα ποσοστά όμως αυτά δεν αντανακλούν πλήρως την πραγματική κατάσταση των γυναικών στην αγορά εργασίας, καθώς οι γυναίκες τείνουν να βρίσκονται σε πιο ευάλωτη κατάσταση από τους άντρες συναδέλφους τους και να εργάζονται παράνομα/αδήλωτα. Επομένως, οι παράνομα εργαζόμενες γυναίκες δε λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του δείκτη κινδύνου φτώχειας των εργαζομένων. Η ευάλωτη αυτή θέση επίσης επιβεβαιώνεται και από τα διπλάσια ποσοστά κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους σε θέσεις μερικής απασχόλησης, διότι για τα έτη οι γυναίκες αποτελούν σχεδόν τα 2/3 των συνολικά εργαζομένων σε θέσεις μερικής απασχόλησης (αύξηση κατά 1.2% από το 2003 μέχρι το 2012). Παρά το αυξανόμενο ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών γυναικών, οι άνεργες γυναίκες παρουσιάζουν τον πιο μεγάλο κίνδυνο φτώχειας συγκριτικά με τις εργαζόμενες, τις γυναίκες συνταξιούχους, τις μη εργαζόμενες αλλά και τις λοιπές οικονομικά μη ενεργές γυναίκες, με ποσοστό που αυξήθηκε από 30% σε 38.9%. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, κατά τα περισσότερα από τα εξεταζόμενα έτη ο κίνδυνος φτώχειας των άνεργων αντρών ήταν μεγαλύτερος από των γυναικών ( & ), όμως τα αποτελέσματα αυτά προέκυψαν υπολογίζοντας τη φτώχεια των γυναικών ως αποτέλεσμα της έλλειψης εισοδήματος, γι αυτό το λόγο θα εξεταστούν δείκτες της αγοράς εργασίας για να διαπιστωθεί κατά πόσο οι επίσημοι δείκτες φτώχειας αντανακλούν την πραγματική κατάσταση. Τέλος, όσον αφορά τον κίνδυνο σχετικής φτώχειας των γυναικών κατά κατάσταση απασχόλησης αυξήθηκε για όλες τις εξεταζόμενες κατηγορίες με εξαίρεση τις γυναίκες συνταξιούχους για τις οποίες ο κίνδυνος φτώχειας μειώθηκε. Αυτή η μεγάλη μείωση του ποσοστού μπορεί να οφείλεται είτε στο γεγονός ότι γυναίκες έχασαν τη σύνταξή τους και γι αυτό δε συνυπολογίζονται είτε σε αλλαγές του ασφαλιστικού σχετικά με τα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης ή σχετικά με την κατάργηση συντάξεων 15ετίας. Σημαντικό ρόλο στη μείωση του ποσοστού πιθανά διαδραμάτισε και η μείωση του ορίου φτώχειας για τα έτη 2011 και

109 Ο κίνδυνος φτώχειας μας ενημερώνει για το πόσα άτομα βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας, με την προϋπόθεση όμως ότι όλοι οι φτωχοί είναι στην ίδια κατάσταση και έτσι δε λαμβάνεται υπόψη το χάσμα/ένταση/βάθος φτώχειας. Για αυτό το λόγο λήφθηκε υπόψη και το χάσμα φτώχειας το οποίο μειώθηκε από 30.9% σε 29.1% από το 2003 ως το 2012, ενώ των αντρών αυξήθηκε από 29.7 σε Γενικά σύμφωνα με τον επίσημο δείκτη «χάσμα φτώχειας κατά φύλο» το χάσμα φτώχειας είναι σχεδόν ίδιο και για τα δύο φύλα, για να εξακριβωθεί όμως κατά πόσο τα στοιχεία αυτά αντανακλούν την πραγματικότητα εξετάστηκαν επιπρόσθετοι δείκτες αγοράς εργασίας. Όσον αφορά την υλική στέρηση, οι γυναίκες με υλική στέρηση ήταν περισσότερες από τους άντρες καθ όλο το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα, με εξαίρεση το 2012, κατά συνέπεια ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (για τον υπολογισμό του οποίου λαμβάνεται υπόψη και η υλική στέρηση) ήταν μεγαλύτερος περίπου κατά 4% για τις γυναίκες και επίσης παρουσίασε αυξητική τάση για τα έτη από 33% σε 35.2% (μη διαθέσιμα στοιχεία για το 2003). Επίσης, το διάστημα τα άτομα που αντιμετώπιζαν ελλείψεις βασικών ανέσεων στην κατοικία τους ήταν κυρίως γυναίκες με πολύ μικρές όμως διαφορές σε σχέση με τους άντρες (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν έτη κατά τα οποία οι άντρες που βίωναν ελλείψεις ανέσεων ήταν περισσότεροι από τις γυναίκες). Θετικό στοιχείο αποτελεί ότι και για τα δύο φύλα οι ελλείψεις των ανέσεων της κατοικίας μειώθηκαν σημαντικά. Εξετάζοντας τη σχετική φτώχεια των γυναικών, που ουσιαστικά αποτελεί αντανάκλαση του βαθμού ανισοκατανομής του εισοδήματος μίας οικονομίας, κρίθηκε σημαντικό να εξεταστεί η οικονομική ανισότητα. Έτσι, παρατηρήθηκε σύμφωνα με το δείκτη S80 / S20 ότι το μερίδιο εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ήταν κατά 6.4 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του φτωχότερου 20% του πληθυσμού για το 2003 και 6.6 για το 2012, παρουσιάζοντας μία μικρή αύξηση. Κατά τη διάρκεια ο δείκτης κατανομής του εισοδήματος (S80 / S20) αυξήθηκε από 6.4 σε 6.9 για τις γυναίκες, ενώ για τους άντρες από 6.3 σε 6.5, φανερώνοντας μικρότερες ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος μεταξύ των αντρών. Ενώ ο συντελεστής Gini μειώθηκε από 34.7% το 2003 σε 34.3% το 2012, που σημαίνει ότι η διαφορά στα εισοδήματα δύο τυχαίων ατόμων θα ήταν 34.3% του μέσου εισοδήματος το

110 Αφού παρουσιάστηκαν οι επίσημοι έμφυλοι δείκτες φτώχειας της EUSILC, θα εξεταστούν και δείκτες της αγοράς εργασίας, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο τα αποτελέσματα που δίνουν αυτοί οι δείκτες αντανακλούν την πραγματικότητα. Οι έμφυλοι δείκτες φτώχειας υπολογίζουν τον κίνδυνο φτώχειας βάσει της έλλειψης εισοδήματος. Όμως βασικό αίτιο της φτώχειας των γυναικών είναι οι έμφυλες ανισότητες και οι διακρίσεις κυρίως στην αγορά εργασίας. Για αυτό το λόγο αρχικά εξετάστηκε το ποσοστό απασχόλησης κατά φύλο και διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό των γυναικών ήταν κατά περίπου 20%-30% μικρότερο από των αντρών για το διάστημα Κατά το ίδιο διάστημα, το ποσοστό των γυναικών σε μερική απασχόληση ήταν 7.7%-12.6%, ενώ των αντρών 2.2%-5.5%. Επίσης, το ποσοστό ανεργίας των γυναικών ήταν μεγαλύτερο από των αντρών καθ όλο το εξεταζόμενο διάστημα (% άντρες: και % γυναίκες: ). Επίσης, το ποσοστό των μακροχρόνια άνεργων γυναικών ήταν μεγαλύτερο από των αντρών σε όλα τα εξεταζόμενα έτη, ξεπερνώντας τους άντρες κατά %, κάτι που συνέβαλε στα αυξημένα ποσοστά αποθαρρυνμένων εργαζόμενων γυναικών που ήταν μεγαλύτερα από τα ποσοστά των αντρών κατά 4-11%. Για να προσδιοριστεί η θέση της γυναίκας στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα εξετάστηκε ο κατά φύλο διαχωρισμός της αγοράς εργασίας. Έτσι, παρατηρήθηκε ότι οι γυναίκες συγκεντρώνονται στον τομέα των υπηρεσιών και συγκεκριμένα σε επαγγέλματα υγείας και εκπαίδευσης, τα οποία πλήχθηκαν λόγω της κρίσης και των μνημονιακών πολιτικών, οδηγώντας σε απώλεια 30,500 θέσεων εργασίας για τις γυναίκες στην εκπαίδευση και 26,500 στον τομέα της υγείας. Επίσης, παρατηρήθηκε ότι οι γυναίκες συγκεντρώνονται σε επαγγέλματα όπως φύλαξη παιδιών-babysitters, φροντίδα ηλικιωμένων, καθαριότητα σπιτιών, παράδοση ιδιαίτερων μαθημάτων κτλ. και σε διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες, που είναι χαμηλόβαθμα και χαμηλά αμειβόμενα επαγγέλματα. Επίσης, εξετάζοντας τον κατά φύλο διαχωρισμό της αγοράς εργασίας κατά ομάδες επαγγελμάτων παρατηρήθηκε ότι μόλις % των γυναικών εργάζονται στην ομάδα επαγγελμάτων «μέλη βουλευομένων σωμάτων και ανώτατα διευθυντικά στελέχη» (γυάλινη οροφή). Τα επαγγέλματα αυτά είναι τα πιο υψηλά αμειβόμενα σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, και άρα λόγω της συγκέντρωσης των γυναικών σε χαμηλά αμειβόμενα επαγγέλματα και της μικρής συμμετοχής τους στα υψηλά αμειβόμενα δημιουργούνται έμφυλες μισθολογικές διαφορές εις βάρος των γυναικών (2010: 15% έμφυλο μισθολογικό χάσμα). Αυτό το μισθολογικό χάσμα αποδίδεται στις διακρίσεις και όχι στην ελλιπή 103

111 εκπαίδευση, διότι όπως δείχθηκε μέσα από δείκτες εκπαίδευσης το ποσοστό των γυναικών πτυχιούχων είναι μεγαλύτερο από των αντρών και επίσης το ποσοστό των αντρών που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση είναι μεγαλύτερο από των γυναικών. Οι έμφυλες ανισότητες για το 2012 παρουσιάζονται από τους δείκτες IHDI που έλαβε την τιμή (1: πλήρης ισότητα) και GII που έλαβε την τιμή (0: πλήρης ισότητα). Πιο συγκεντρωτικά όμως εκθέτονται από τον δείκτη Παγκόσμιου Έμφυλου Χάσματος, ο οποίος ανήλθε στο (1: πλήρης ισότητα) σημειώνοντας μικρή βελτίωση σε σχέση με το Ο δείκτης Παγκόσμιου Έμφυλου Χάσματος υπολογίζεται βάσει 14 υποδεικτών, από τους οποίους μόλις οι τέσσερις υποδεικνύουν πολύ μικρές ανισότητες εις βάρος των αντρών 1) επαγγελματίες και «τεχνικοί» εργαζόμενοι (technical workers) (1.03), 2) εγγραφή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (1.10), 3) προσδόκιμο υγιούς ζωής (1.04) και 4) εγγραφή στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση (1.01). Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες βιώνουν τις μεγαλύτερες ανισότητες στη συμμετοχή τους στο Κοινοβούλιο, τα Υπουργεία και την αρχηγεία κράτους, όπου ο λόγος γυναίκες/άντρες είναι σχεδόν μηδενικός αλλά επίσης υφίστανται μεγάλες ανισότητες στην εργασία των γυναικών σε υψηλόβαθμες θέσεις (0.40) αλλά και στο εκτιμώμενο εισόδημα που κερδίζουν σε σχέση με τους άντρες (0.53). Άρα, για τη μείωση της φτώχειας των γυναικών στην Ελλάδα πρέπει να δοθεί βαρύτητα στην ενίσχυση της ισότητας των φύλων στην αγορά εργασίας αλλά και έξω από αυτήν, διότι το πρόβλημα των ανισοτήτων ξεκινά πολύ πριν η γυναίκα μπει στην αγορά εργασίας. Ξεκινά από την κοινωνία, την οικογένεια και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η μείωση του παγκόσμιου έμφυλου χάσματος κατά από το 2006 ως το 2012 στην Ελλάδα ήταν πολύ μικρή για να καταφέρει να μειώσει τον κίνδυνο φτώχειας των γυναικών. Τέλος, όσον αφορά τη θηλυκοποίηση της φτώχειας στην Ελλάδα εξετάστηκαν οι τέσσερις επικρατέστεροι ορισμοί. Σύμφωνα με τον 1 ο ορισμό δεν παρατηρήθηκε θηλυκοποίηση της φτώχειας, διότι ενώ ικανοποιήθηκε η 1 η προϋπόθεση του ορισμού, επειδή το ποσοστό των μονογονεϊκών νοικοκυριών με αρχηγό μητέρα ήταν πολύ μεγαλύτερο (διπλάσιο) συγκριτικά με τους άλλους τύπους νοικοκυριών, δεν ικανοποιήθηκε όμως η 2 η προϋπόθεση. Η μη ικανοποίησή της οφείλεται στο μικρό ποσοστό των μόνων μητέρων (απογραφή 2001 & 2011) το οποίο δε συνεισφέρει σημαντικά στην 104

112 αύξηση του αριθμού των φτωχών γυναικών. Αξίζει να σημειωθεί όμως ότι το ποσοστό των μόνων μητέρων αυξήθηκε από 7.5% σε 12.9% του συνόλου των οικογενειών, κάτι που οφείλεται κυρίως στην αύξηση των γεννήσεων εκτός γάμου, οι οποίες αυξήθηκαν από 4,352 το 2001 σε 7,640 το 2012 και στις αυξήσεις των διαζυγίων από το 2002 σε 12,705 το Σύμφωνα με τον 2 ο ορισμό «αν ο λόγος φτωχές γυναίκες προς φτωχούς άντρες είναι μεγαλύτερος της μονάδας, τότε η φτώχεια θηλυκοποιείται». Για όλα τα έτη του εξεταζόμενου διαστήματος, ο λόγος ήταν μεγαλύτερος της μονάδας. Τα περισσότερα έτη κυμαινόταν από , ενώ η μεγαλύτερη τιμή παρατηρήθηκε το 2005 (1.65). Άρα, παρατηρείται μία ασθενής ένδειξη θηλυκοποίησης της φτώχειας σύμφωνα με τον 2 ο ορισμό. Δεν παρατηρείται ανάλογη ένδειξη θηλυκοποίησης της φτώχειας σύμφωνα με τον 3 ο ορισμό, διότι ο λόγος φτωχές γυναίκες προς φτωχούς άντρες δεν αυξάνει σημαντικά για κάθε έτος, με εξαίρεση το 2005, που ο λόγος ανήλθε στο Τέλος, δεν επιβεβαιώθηκε ο 4 ος ορισμός, διότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του δείκτη χάσματος φτώχειας, το χάσμα/βάθος φτώχειας αντρών και γυναικών ήταν σχεδόν το ίδιο. Η ικανοποίηση ενός εκ των τεσσάρων ορισμών ήταν αρκετός για να φανερώσει μία ένδειξη θηλυκοποίησης της φτώχειας στην Ελλάδα. 105

113 6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η ανάλυση της φτώχειας απαιτεί να προσδιοριστεί εννοιολογικά με ακρίβεια και σαφήνεια ο όρος φτώχεια και να προσδιοριστεί η προσέγγιση (σχετική ή απόλυτη) και η μεθοδολογία (αντικειμενικήυποκειμενική) που είναι κατάλληλη για την κάθε μελέτη περίπτωσης. Τα ίδια προαπαιτούμενα ισχύουν και για την εξέταση της φτώχειας από μία έμφυλη οπτική. Όταν όμως εξετάζεται η έμφυλη διάσταση της φτώχειας και συγκεκριμένα η προσοχή εστιάζει στη φτώχεια των γυναικών πρέπει να προσδιοριστούν όχι μόνο τα αίτια της φτώχειας γενικά αλλά και τα αίτια που προκαλούν τη φτώχεια των γυναικών και αυτά που συμβάλλουν στη διαγενεακή μεταβίβασή της. Ένας σημαντικός περιορισμός της έρευνας ήταν η μη διαθεσιμότητα δεδομένων κατά φύλο πριν το 2003, που δεν μας επέτρεψε να μιλήσουμε για την τάση της φτώχειας των γυναικών και της θηλυκοποίησης της φτώχειας στην Ελλάδα, παρά μόνο να μιλήσουμε για ενδείξεις που όμως γεννούν το ενδιαφέρον για επανάληψη της συγκεκριμένης έρευνας τα επόμενα χρόνια. Γι αυτό εξετάζεται η χρονική περίοδος Σε αυτήν την μελέτη για τη φτώχεια των γυναικών στην Ελλάδα, κατά το χρονικό διάστημα διαπιστώθηκε ότι οι έμφυλες ανισότητες εις βάρος των γυναικών και οι διακρίσεις στην αγορά εργασίας αποτελούν τα βασικά αίτια τα οποία αναπαράγουν το φαινόμενο της φτώχειας των γυναικών. Για αυτόν τον λόγο για τη μέτρηση της φτώχειας των γυναικών έγινε επίσης χρήση δεικτών της αγοράς εργασίας και δεικτών έμφυλης ανισότητας, οι οποίοι έδειξαν μία πολύ μικρή μείωση των έμφυλων ανισοτήτων κατά το εξεταζόμενο διάστημα. Εξετάζοντας τα δεδομένα παρατηρήθηκε μία μικρή αλλά σταθερή αύξηση του κινδύνου σχετικής φτώχειας των γυναικών στην Ελλάδα το διάστημα και επίσης παρατηρήθηκε ότι σε αυτό το διάστημα οι γυναίκες σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικό αποκλεισμό ήταν περισσότερες από τους άντρες. Η μικρή αύξηση του κινδύνου φτώχειας των γυναικών κατά 2.2% στο διάστημα οφείλεται στη μείωση του ορίου/γραμμής φτώχειας, το οποίο όσο μειώνεται τόσο λιγότερες γυναίκες πέφτουν κάτω από το όριο αυτό. Παρά τη μικρή αυτή αύξηση του κινδύνου φτώχειας των γυναικών και της μικρής διαφοράς από τον κίνδυνο φτώχειας των αντρών, ταυτόχρονα παρατηρήθηκε μικρότερη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, υψηλότερα ποσοστά (μακροχρόνιας) ανεργίας και συγκέντρωση των γυναικών σε χαμηλόβαθμες και χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας, που οδηγούν σε μισθολογικές διαφορές, οι οποίες δεν οφείλονται σε ελλιπή εκπαίδευση. Επίσης, 106

114 παρατηρήθηκαν έμφυλες ανισότητες κυρίως στην οικονομική συμμετοχή και ευκαιρίες εργασίας των γυναικών, καθώς επίσης και στην πολιτική τους ενδυνάμωση. Άρα, αν λαμβάνονταν υπόψη οι έμφυλες ανισότητες και οι διακρίσεις στην αγορά εργασίας για τη μέτρηση του κινδύνου φτώχειας των γυναικών και όχι μόνο το εισόδημα, τότε πιθανά τα αποτελέσματα θα ήταν πιο αξιόπιστα. Κρίθηκε επίσης απαραίτητο να εξεταστεί το φαινόμενο της θηλυκοποίησης της φτώχειας στην Ελλάδα, σύμφωνα με τους τέσσερις επικρατέστερους ορισμούς της θηλυκοποίησης της φτώχειας. Τελικά, παρατηρήθηκε ασθενής ένδειξη θηλυκοποίησης της φτώχειας, σύμφωνα με τον δεύτερο ορισμό, που υποστηρίζει ότι αν ο λόγος «φτωχές γυναίκες προς φτωχοί άντρες» είναι μεγαλύτερος της μονάδας, τότε η φτώχεια θηλυκοποιείται. Ο λόγος αυτός κυμαίνεται στο κατά το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα, που φανερώνει μία ασθενή θηλυκοποίηση της φτώχειας. Πρέπει να δοθεί προσοχή όμως στο γεγονός ότι ο λόγος αυτός δεν αυξήθηκε σημαντικά με το πέρασμα των ετών, όχι γιατί μειώθηκαν οι γυναίκες σε κίνδυνος φτώχειας αλλά γιατί αυξήθηκαν οι άντρες σε κίνδυνο φτώχειας λόγω της κρίσης. Η χρηματοοικονομική κρίση διαφαίνεται να αλλάζει τη δομή της φτώχειας των γυναικών στην Ελλάδα, διότι ενώ οι ηλικιωμένες γυναίκες (65+) ήταν κατά τη διάρκεια όλων των εξεταζόμενων ετών φτωχότερες από τις νεότερες γυναίκες, από το 2012 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος 2011), για πρώτη φορά οι γυναίκες ετών σε κίνδυνο φτώχειας είναι περισσότερες από τις ηλικιωμένες. Αυτή η αλλαγή οφείλεται στην αλλαγή των συνθηκών απασχόλησης και στην «άνθηση» των ευέλικτων-άτυπων μορφών απασχόλησης, στις οποίες οι γυναίκες εργαζόμενες είναι πιο ευάλωτες κυρίως λόγω του ρόλου τους να φροντίζουν την οικογένεια. Κλείνοντας, θα παρατεθούν κάποιες προτάσεις αντιμετώπισης της φτώχειας των γυναικών. Το ελληνικό κράτος για την αντιμετώπιση της φτώχειας των γυναικών πρέπει να στηρίξει τις γυναίκες προωθώντας την ισότητα των δύο φύλων και εξαλείφοντας τις (έμμεσες) διακρίσεις στην αγορά εργασίας. Επίσης, πρέπει να θέσει στόχους που αφορούν την ανάπτυξη του τομέα φροντίδας/φύλαξης των παιδιών, έτσι ώστε οι μητέρες να μπορούν να εργάζονται. Η επίδραση των λοιπών κοινωνικών μεταβιβάσεων στη μείωση της φτώχειας των γυναικών είναι σχεδόν ανύπαρκτη, για αυτό κρίνεται απαραίτητο να αναπτυχθεί περισσότερο το σύστημα κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα, 107

115 αυξάνοντας τις δαπάνες κοινωνικής προστασίας, ώστε αυτές όχι απλά να μειώσουν το χάσμα φτώχειας των γυναικών αλλά να τις ανασηκώσουν πάνω από τη γραμμή φτώχειας. 108

116 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ξενόγλωσση Ahonen K. and Bach-Othman J. (2010) Tracing old-age poverty-the significance of the household structure on gender differences in the poverty rate in eight EU countries, Working Paper, Finnish Centre for Pensions, Finland. Akindola, R.B. (2009) Towards a Definition of Poverty: Poor People s Perspectives and Implications for Poverty Reduction., Journal of Developing Societies VOL 25, pp , SAGE Publications, Thousand Oaks, CA. Austin M.J. (2006) Understanding Poverty from Multiple Social Science Perspectives, Part I Economic Theories of Poverty, Jung S. Y. & Smith R. (2006), University of California, Berkeley. Bell, S. C. (1995) What is poverty?, American Journal of Economics and Sociology, Vol 54, No2, pp , from Bellù, L.G. and Liberati, P. (2005) Impacts of Policies on Poverty: The Definition of Poverty, Food and Agriculture Organization of the United Nations, FAO, Rome. Bianchi, S.M. (1999) Feminization and juvenilization of poverty: trends, relative risks, causes, and consequences, Annual Review of Sociology 25, pp Boltvinik, J. (1999) Poverty Measurement Methods An Overview (SEPED Series on Poverty Reduction), UNDP, from Bradshaw, J. (2001) Methodologies to measure poverty: more than one is best!, University of York, York. Bradshaw, S. (2002) Gendered Poverties and Power Relations: Looking inside Communities and Households, ICD/Embajada de Holanda/Puntos de Encuentro. Bradshaw, T.K. (2006) Theories of Poverty and Anti-Poverty in Community Development, Rural Poverty Research Center, Working Paper No. 0605, Columbia MO. Brady, D. (2006) Structural theory and relative poverty in rich Western democracies, , Research in Social Stratification and Mobility 24, pp

117 Brady D. and Kall D. (2008) Nearly universal, but somewhat distinct: The feminization of poverty in affluent Western democracies, , Social Science Research Journal, pp BRIDGE (development gender) (2001) Briefing paper on the feminisation of poverty, Institute of Development Studies, University of Sussex, Brighton UK. Cagatay, N. (1998) Gender and Poverty, Working Paper Series, WP5, UNDP, New York. Casper, L.M., McLanahan, S.S. and Garfinkel, I. (1994) The gender-poverty gap: what we can learn from other countries, American Sociological Review 59, pp Chambers R. (2006) What is Poverty? Concepts and Measures, Poverty In Focus N 9, UNDP, International Poverty Center, Brasilia. Chant, S. (2003) Female household headship and the feminization of poverty, Gender Institute Working Paper Series, 9, London School of Economics, London. Chant, S. (2006) Re-thinking the feminization of Poverty in Relation to Aggregate Gender Indices, Journal of Human Development, Vol 7, No 2, pp Chen S. and Ravallion M. (2008) The Developing World Is Poorer Than We Thought, But No Less Successful in the Fight against Poverty, Policy Research Working Paper 4703, Development Research Group, World Bank, Washington, USA from &menuPK= &entityID= _ Church C. and Rogers M.M. (2006) Designing For Results: Integrating Monitoring and Evaluation In Conflict Transformation Programs, Chapter 4: Indicators, sfcg, Washington from 3A%2F%2Fwww.sfcg.org%2FDocuments%2Fdmechapter4.pdf&ei=yAvMUtSYH6PoygOdo4HQCw &usg=afqjcngeirox0vwcv5zb8jnurvxrojvwoa&bvm=bv ,d.bgq Clark D. A. (2006) The Capability Approach: Its Development, Critiques and Recent Advances, Global Poverty Research Group, PDF file: GPRG-WPS-032 from Cooke A. (2008) Measuring inequality: Using the Lorenz Curve and Gini Coefficient 110

118 Deaton, A. (2003) Measuring Poverty in a Growing World or Measuring Growth in a Poor World, National Bureau of Economic Research, Working Paper 9822, from Department of Social Protection (2014) What is at risk of poverty?, Ireland from Durbin E. (1999) Towards a Gendered Human Poverty Measure, Feminist Economics5 (2), pp EAPN (The European Anti-Poverty Network), (2013) How is poverty measured?, EAPN, European Commission s database on women and men in decision-making, (2013) 1) making/database/index_en.htm 2) 3) European Foundation for the Improvement of Living and Working Conditions (1995) Public Welfare Services and Social Exclusion: the Development of Consumer Oriented Initiatives in the European Union, Dublin, The European Foundation. Eurofound (2010) Working Poor in Europe, Dublin, Ireland. Eurostat (2004) How Europeans spend their time. Everyday life of women and men, Luxemburg: Office for official Publications of European Communities, Eurostat (2011) Three new Eurostat indicators to supplement the unemployment rate, Statistics in Focus, European Union, from Eurostat (2013): Gini coefficient of equivalised disposable income from Fukuda-Parr, S. (1999) What Does Feminization of Poverty Mean? It Isn t Just Lack of Income, Feminist Economics, 5:2, pp , from 111

119 Goldberg G.S. (2010) Poor Women in Rich Countries: The Feminization of Poverty over the Life Course, Oxford University Press, New York. ILO (1958) International Classification by Status in Employment-ICSE from Kasarda, J. D. and Ting, K. (1996) Joblessness and poverty in America s central cities: Causes and policy prescriptions, Housing Policy Debate, 7 (2), pp Laderchi, R.C., Saith, R. and Stewart, F. (2003) Does it matter that we don t agree on the definition of poverty? A comparison of four approaches. Working Paper 107, QEH Working Paper Series, Queen Elizabeth House, University of Oxford, pp Lewis, O. (1966) The Culture of Poverty, Scientific American, Vol. 215, No. 4, pp Lister, R. (2004) Poverty, Polity Press, London. Lozada, C., (2003) Measuring poverty, Commonweal, Nov 7, 2003; Vol 130, Issue 019, p 10, Proquest Central. Ludi, E., and Bird, K. (2007) Understanding Poverty, Briefing note 1 ODI, London from Makoka D. and Kaplan M. (2005) Poverty and Vulnerability, ZEF, Center for Development Research, University of Bonn, Germany. Maxwell, S. (1999) The meaning and Measurement of Poverty, ODI Poverty Briefing, ODI, London. Matsaganis M. (2013) The Greek Crisis: Social Impact and Policy Responses, Friedrich-Ebert- Stiftung, Germany. Matsaganis M. and Leventi C. (2011) The distributional impact of the crisis in Greece, included in The Greek crisis in focus: Austerity, Recession and paths to Recovery, Hellenic Observatory, London School of Economics, from %20Issue.pdf McLanahan, S. and Kelly E. (1999) The Feminization of Poverty: Past and Future pp , in Handbook of the Sociology of Gender. J. Chafetz (Ed.), New York: Plenum Publishing Corp. 112

120 Medeiros Μ. and Costa J. (2008) What Do We Mean by Feminization of Poverty?, International Poverty Centre, Number 58, Brazil. Millar, J. (1989) Social security, women and equality in the UK, Policy & Politics, 17 (4). pp , ISSN , University of Bath. Mink G. and O Connor A. (2004) Poverty in the United States: An Encyclopedia of History, Politics and Policy, Volume 1 A-K, ABC-CLIO, Inc., California, USA, pp Morduch J. (2005) Handbook on Poverty Statistics: Concepts, Methods and Policy use, Chapter: Poverty measures, United Nations Statistics Division, New York. OECD (2014) Discouraged workers, from Orshansky, M. (1965) Counting the Poor: Another Look at the Poverty Profile, Social Security Bulletin, Vol. 28, No. 1, pp Pearce, D. (1978) The Feminization of Poverty: Women, Work and Welfare, The Urban and Social Change Review Special Issue on Women and Work, Volume 11, Numbers 1 and 2, Graduate School of Social Work Alumni Association, Boston College, pp Platchkova Z., Chiezzi F. and Nitescu A. (2010) Feminization of poverty in Europe, E.M.E.R.G.E., Instituto Sturzom in partnership with ESA and FCASEC, Roma. Reich, M., Gordon, D.M. and Edwards, R.C. (1973) Dual Labor Markets: A Theory of Labor Market Segmentation, American Economic Review 63:2, Economics Department Faculty Publications, Paper 3, pp , from Research Project for the Department for International Development (2001) Addressing Poverty through City Development Strategies, Literature Review, GHK Research and Training, UK. Riley M. (2008) A feminist Political Economic Framework, Center of Concern from Saunders, P. and Tsumori, K. (2002) Poverty in Australia Beyond the Rhetoric, The Center of Independent Studies, Brisbane. Sen, A. (1976) Poverty: An Ordinal Approach to Measurement, Econometrica 44: pp Sen, A. (1983) Poor Relatively Speaking, Oxford Economic Papers 35, pp Sen A. and Nussbaum M. (1993) The Quality of Life, Chapter: Capability and Well-Being, Oxford, Clarendon Press: pp

121 Sen A., (2000) Development as Freedom, Oxford University Press, New Delhi. Smith A. (1977) The Wealth of Nations - An Inquiry Into the Nature and Causes of the Wealth of Nations, Edited and with an Introduction, Notes, Marginal Summary and Index by Edwin Cannan, Book 5, pp Statistics Iceland (2013) The unadjusted gender pay gap from Statistics New Zealand (2014) Labour Force categories used in the Household Labour Force Survey from Townsend, P. (1979) Poverty in the United Kingdom: a Survey of Household Resources and Standards of Living Allen Lane: Penguin Books, London. Townsend, P. (1993) The international analysis of poverty, Chapter 2: Conceptualising Poverty, Harvester Wheatshead, London, from UNDP (1995) The revolution for gender, Human Development Report 1995, New York. UNDP (1997) Human Development to Eradicate Poverty, Human Development Report 1997, New York. UNDP (2002) Deepening democracy in a fragmented world, Human Development Report 2002, New York. UNDP (2007/2008) Fighting climate change: human solidarity in a divided world, UNDP, New York from UNDP (2010) Innovative new measurements chart impact of poverty, gender, inequality, Human Development Report 2010, New York. UNDP (2010) UNDP Releases 2010 Human Development Index: 2010 HDI tracks national achievement in education, health, income Human Development Report 2010, New York. UNDP ( ) The Real Wealth of Nations: Pathways to Human Development, Human Development Report 2010, 20th Anniversary Edition, New York, p. 90,

122 UNDP (2012) Somalia Human Development Report 2012, Empowering Youth for Peace and Development, Somalia. UNDP (2013) The Millennium Development Goals from UNDP ( ) Greece: HDI values and rank changes in the 2013 Human Development Report, Human Development Report 2013, from Profiles/GRC.pdf UNDP (2014) Why has the Gender Inequality Index replaced the Gender Development Index and Gender Empowerment Measure used in previous Reports? from UNDP ( ) Gender and Poverty Reduction from _poverty.html United Nations (2012) Millennium Development Goals Report 2012, United Nations, New York, p. 24. UNWOMEN (1995) 4 th World Conference on Women, Beijing, China, from World Bank (2000/2001) World Development Report: Attacking Poverty, Oxford University Press, New York from World Bank (2012) Gender Equality and Development, World Development Report 2012, Washington DC. World Bank (2013) Measuring poverty at the country level, from ~pagePK:210058~piPK:210062~theSitePK:430367,00.html World Bank (2013 a ) Regional aggregation using 2005 PPP and $1.25/day - $2/day-$10/day poverty line, from World Bank (2014) Choosing and Estimating a Poverty Line, from ~menuPK:435055~pagePK:148956~piPK:216618~theSitePK:430367,00.html 115

123 World Bank ( ) Choosing and Estimating Poverty Indicators, from ~isCURL:Y~menuPK:492130~pagePK:148956~piPK:216618~theSitePK:430367,00.html World Economic Forum -WEF (2006) Global Gender Gap Report 2006, Switzerland. World Economic Forum -WEF (2012) Global Gender Gap Report 2012, Switzerland. Ελληνόγλωσση Δαφέρμος Γ., Θεοφιλάκου Α., Μαυροδημητρακάκης Χ., και Τσακλόγου Π. (2008) «Η φτώχεια στην Ελλάδα: Ομοιότητες και διαφορές χρησιμοποιώντας εναλλακτικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις», Μελέτη: 1, Παρατηρητήριο, Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ (ΙΝΕ). Δεδουσόπουλος Α., Γιαλέρης Π., Σχίστου Ι., Τέντες Π., και Χατζηανδρέου Α. (2010) «Αρχές Οικονομίας, Α Τάξης Γενικού Λυκείου», Οργανισμός εκδόσεων διδακτικών βιβλίων, Αθήνα, ΕΛ.ΣΤΑΤ. (2012) «Έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών 2012, (Περίοδος αναφοράς εισοδήματος 2011)», Κίνδυνος φτώχειας, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2012) «Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Μαρτίου 2011 σχετικά με το πρόσωπο της γυναικείας φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2010/2162(INI)), Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2008) «Κουίζ για το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δυο φύλων» Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2014) «Καταπολέμηση της μισθολογικής διαφοράς μεταξύ των δύο φύλων στην Ευρωπαϊκή Ένωση», Λουξεμβούργο: Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ιωαννίδης Α, Παπαθεοδώρου Χ. και Σούφτας Δ. (2012) «Εργαζόμενοι και όμως φτωχοί: Διαστάσεις της φτώχειας των εργαζομένων στην Ελλάδα», Επιστημονική Έκθεση: 6, Παρατηρητήριο Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων, Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ, Αθήνα. 116

124 Λαμπρινίδης Γ., Μανιάτης Θ. Μπασιάκος Γ., Οικονόμου Α., Παπαδοπούλου Μ. και Πασσάς Κ. (2010) «Εμπειρική προσέγγιση της απόλυτης φτώχειας στην Ελλάδα: Οι ανάγκες για κατοικία, διατροφή, ένδυση, υπόδυση, μεταφορά», Μελέτη: 5, Παρατηρητήριο, Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ. Παπαθεοδώρου Χ. και Δαφέρμος Γ. (2010) «Δομή και τάσεις της οικονομικής ανισότητας και της φτώχειας στην Ελλάδα και την ΕΕ, », Επιστημονική Έκθεση:2, Παρατηρητήριο, Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ. Παυλίδου Ν.Ε. (1989) «Γυναίκα και Εργασία: Οικονομικές Διακρίσεις των Προσεγγίσεων στην Αγορά Εργασίας», Σύγχρονα Θέματα: Τεύχος 40, Δεκέμβριος Παυλίδου Ν.Ε. (1998) «Η Οικονομική των Διακρίσεων και η Θέση των Γυναικών στην Ελληνική Αγορά Εργασίας: Η Περίπτωση του Ο.Τ.Ε.», Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, σελ. 22, 154, 160, 203. Στρατηγάκη Μ. (επιμ.) (2008) «Πολιτικές Ισότητας των Φύλων, Ευρωπαϊκές Κατευθύνσεις και Εθνικές Πρακτικές», Αθήνα: Gutenberg. Τσαλίκη Π. (2012) «Σημειώσεις Διαλέξεων Χειμερινού εξαμήνου», Μάθημα: «Μεγέθυνση και Ανάπτυξη», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη. Thirwall A.P. (2001) «Μεγέθυνση και Ανάπτυξη», Έκτη αγγλική έκδοση, Εκδόσεις Παπαζήση, Τόμος Α, Αθήνα, σελ. 33, 35, 37. ΥΣΤΑΤ (2014) Μεθοδολογικό σημείωμα για τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή ΕνΔΤΚ ocument Υπουργείο Εξωτερικών (2013) «Στρατηγική "ΕΕ 2020"», ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ Blacksacademy.net (2002): Theories of Poverty «Τα όρια ηλικίας για σύνταξη με 15, 25 και 35 χρόνια» (2014) «Μαχαίρι στο 13ο και 14ο μισθό στο Δημόσιο, σώζεται στον ιδιωτικό τομέα» (2010) 117

125 Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ): Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat): Ηνωμένα Έθνη (1998) Statement of Commitment for action to eradicate poverty adopted by Administrative Committee on Coordination : 118

126 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Παράρτημα Α: Διάγραμμα καμπύλης Lorenz Πηγή: Andrew Cooke (2008), (Εργασία με τίτλο: Measuring inequality: Using the Lorenz Curve and Gini Coefficient) Στον οριζόντιο άξονα παρουσιάζεται το Συνολικό Ποσοστό Πληθυσμού/Νοικοκυριών και στον κάθετο άξονα το Συνολικό Ποσοστό Εισοδήματος/Πλούτου. Η ευθεία των 45 ο που αντιπροσωπεύει την τέλεια ισοκατανομή εισοδήματος εδώ ονομάζεται ΟΑ, ενώ η κυρτή καμπύλη που βρίσκεται κάτω από την ΟΑ είναι η καμπύλη Lorenz. Όσο μεγαλώνει η απόσταση μεταξύ της ΟΑ και της καμπύλης Lorenz, τόσο μεγαλύτερη είναι η άνιση κατανομή του εισοδήματος στον πληθυσμό και τόσο ο συντελεστής Gini πλησιάζει τη μονάδα. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, ο συντελεστής Gini στην Ελλάδα για το έτος 2012 ήταν 34,3 με κλίμακα από το 0 μέχρι το 100 (ένα από τα υψηλότερα ποσοστά των χωρών μελών της Ε.Ε.) (Eurostat, 2013). A

127 Παράρτημα Β: Κίνδυνος φτώχειας µετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, κατά φύλο: (%) Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) ΕΛΣΤΑΤ. B

128 Παράρτημα Γ-1: Κίνδυνος φτώχειας για συνταξιούχους, κατά φύλο: (%) Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. C

129 Παράρτημα Γ-2: Λόγος Σχετικού Διάμεσου Εισοδήματος ατόμων ηλικίας 60 ετών και άνω/ ατόμων 0-59 ετών: Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. D

130 Παράρτημα Δ: Κίνδυνος φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, κατά φύλο: (%) Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. E

131 Παράρτημα Ε: Κίνδυνος φτώχειας πριν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (συμπεριλαμβάνονται συντάξεις), κατά φύλο: (%) Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. F

132 Παράρτημα ΣΤ: Παρατεταμένος Κίνδυνος φτώχειας, κατά φύλο: (%) Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. G

133 Παράρτημα Ζ: Κίνδυνος φτώχειας υπολογιζόμενος με το κατώφλι φτώχειας του έτους 2005: (%) Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. H

134 Παράρτημα Η-1: Κίνδυνος φτώχειας εργαζομένων μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, κατά φύλο: (%) Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. I

135 Παράρτημα Η-2: Κίνδυνος φτώχειας εργαζομένων μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις βάσει της μορφής απασχόλησης: (%) Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. J

136 Παράρτημα Θ-1: Κίνδυνος φτώχειας ανέργων μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, κατά φύλο: (%) Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) ΕΛΣΤΑΤ. K

137 Παράρτημα Θ-2: Κίνδυνος φτώχειας γυναικών 18 ετών και άνω μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, κατά κατάσταση απασχόλησης: (%) Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) ΕΛΣΤΑΤ. L

138 Παράρτημα Ι: Χάσμα Φτώχειας κατά φύλο, (%) Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT και ΕΛΣΤΑΤ. M

139 Παράρτημα Κ-1: Ποσοστό πληθυσμού με υλικές στερήσεις, κατά φύλο: (%) Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. N

140 Παράρτημα Κ-2: Μέσος όρος αγαθών που στερούνται τα νοικοκυριά, κατά φύλο: (%) Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. O

141 Παράρτημα Κ-3: Ποσοστό φτωχού πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου, κατά φύλο: (%) Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. P

142 Παράρτημα Κ-4: Ποσοστό φτωχών νοικοκυριών με επιβάρυνση από το κόστος στέγασης, κατά φύλο: (%) Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Q

143 Παράρτημα Κ-5: Κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, (%) Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) ΕΛΣΤΑΤ. R

144 Παράρτημα Λ-1: Ποσοστό πληθυσμού με προβλήματα στις συνθήκες στέγασης, κατά φύλο (%), Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. S

145 Παράρτημα Λ-2: Ποσοστό πληθυσμού με προβλήματα στις συνθήκες στέγασης, κατά φύλο (%), Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. T

146 Παράρτημα Λ-3: Ποσοστό πληθυσμού με προβλήματα στις συνθήκες στέγασης, κατά φύλο (%), Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. U

147 Παράρτημα Λ-4: Ποσοστό πληθυσμού με προβλήματα στις συνθήκες στέγασης, κατά φύλο (%), Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. V

148 Παράρτημα Μ: Δείκτης κατανομής του εισοδήματος (S80 / S20) κατά πεντημόρια, κατά φύλο και ηλικιακή ομάδα: Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. W

149 Παράρτημα Ν: Δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος (συντελεστής Gini): (%) Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Τιμή 0: Πλήρης Ισοκατανομή Τιμή 1: Πλήρης Ανισοκατανομή X

150 Παράρτημα Ξ-1: Ποσοστό απασχόλησης κατά φύλο: (%), Ελλάδα Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Y

151 Παράρτημα Ξ-2: Ποσοστό πληθυσμού σε θέσεις μερικής απασχόλησης κατά φύλο, (%), Ελλάδα Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. Z

152 Παράρτημα Ξ-3: Ποσοστό ανεργίας κατά φύλο, (%), Ελλάδα Πηγή: Εισοδήματα και Συνθήκες Διαβίωσης (SILC) EUROSTAT. AA

153 Παράρτημα Ο-1: Τρόπος Χρήσης του Χρόνου από Γυναίκες Ηλικίας 20 έως 74 Ετών Πηγή: Eurostat (2004) BB

154 Παράρτημα Ο-2: Τρόπος Χρήσης του Χρόνου από Άντρες Ηλικίας 20 ως 74 Ετών Πηγή: Eurostat (2004) CC

155 Παράρτημα Ο-3: Τρόπος Χρήσης του Χρόνου από Εργαζόμενες Γυναίκες Πηγή: Eurostat (2004) DD

156 Παράρτημα Ο-4: Τρόπος Χρήσης του Χρόνου από Εργαζόμενους Άντρες Πηγή: Eurostat (2004) Χώρες που συμμετέχουν στην έρευνα EE

157 Παράρτημα Π-1: Δείκτης Παγκόσμιου Έμφυλου Χάσματος, έτος 2006 Πηγή: World Economic Forum -WEF (2006) Global Gender Gap Report 2006 FF

158 Παράρτημα Π-2: Δείκτης Παγκόσμιου Έμφυλου Χάσματος, έτος 2012 Πηγή: World Economic Forum -WEF (2012) Global Gender Gap Report GG

Το οικονομικό κύκλωμα

Το οικονομικό κύκλωμα Το οικονομικό κύκλωμα 1 Το εισόδημα των νοικοκυριών: Y = C + S C = a + by APC = C Y APS = S Y Συνολική ζήτηση (κλειστή οικονομία): AD = C + I + G 2 Το οικονομικό κύκλωμα Η κυκλική ροή του εισοδήματος σε

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Ακαδημαϊκό έτος ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Ακαδημαϊκό έτος ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Ακαδημαϊκό έτος 2016-17 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 1 Διάλεξη 8 Φτώχεια (Barr, κεφ. 6) 2 Ανάλυση της φτώχειας ορισμός Βασικά μεθοδολογικά

Διαβάστε περισσότερα

Διάλεξη 8. Ανάλυση της φτώχειας ορισμός. Ορίζοντας της φτώχεια: προβλήματα. Ορίζοντας της φτώχεια: προβλήματα. Κοινωνικός αποκλεισμός.

Διάλεξη 8. Ανάλυση της φτώχειας ορισμός. Ορίζοντας της φτώχεια: προβλήματα. Ορίζοντας της φτώχεια: προβλήματα. Κοινωνικός αποκλεισμός. 13/1/217 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Ακαδημαϊκό έτος 216-17 Διάλεξη 8 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ Φτώχεια (Barr, κεφ. 6) 1 2 Ανάλυση της φτώχειας ορισμός Βασικά μεθοδολογικά

Διαβάστε περισσότερα

Διάλεξη 8. Οικονομική Πολιτική και Αναδιανομή

Διάλεξη 8. Οικονομική Πολιτική και Αναδιανομή Διάλεξη 8 Οικονομική Πολιτική και Αναδιανομή 1 2 Εισαγωγικά Στο τμήμα αυτό θα μελετήσουμε το πλαίσιο που θα μας δώσει τη δυνατότητα να εξετάσουμε την αναδιανεμητική πολιτική της κυβέρνησης, τόσο από δεοντολογική

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγικά. Εισαγωγικά. Διανομή εισοδήματος. Διάλεξη 8. Διανομή εισοδήματος Συντελεστής Gini

Εισαγωγικά. Εισαγωγικά. Διανομή εισοδήματος. Διάλεξη 8. Διανομή εισοδήματος Συντελεστής Gini Διάλεξη 8 Οικονομική Πολιτική και Αναδιανομή 2 Εισαγωγικά Στο τμήμα αυτό θα μελετήσουμε το πλαίσιο που θα μας δώσει τη δυνατότητα να εξετάσουμε την αναδιανεμητική πολιτική της κυβέρνησης, τόσο από δεοντολογική

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ

ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ & ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Εξέλιξη της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού

Εξέλιξη της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού Εξέλιξη της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού Αλέξανδρος Καρακίτσιος Υποψήφιος Διδάκτωρ - Ερευνητής ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Νοέμβριος 2015 Περιεχόμενα παρουσίασης Η κρίση στην Ελλάδα Στόχοι

Διαβάστε περισσότερα

Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν τηλεφωνικά και ηλεκτρονικά και τα αποτελέσματα τους είναι αντιπροσωπευτικά του πληθυσμού της χώρας.

Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν τηλεφωνικά και ηλεκτρονικά και τα αποτελέσματα τους είναι αντιπροσωπευτικά του πληθυσμού της χώρας. Η έρευνα για τη φτώχεια στην Ελλάδα αποτελεί ένα μεγάλο ερευνητικό πρόγραμμα το οποίο πραγματοποιήθηκε από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο του 2007. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε τόσο στον γενικό πληθυσμό, όσο και

Διαβάστε περισσότερα

Περιφερειακή Ανάπτυξη

Περιφερειακή Ανάπτυξη ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Περιφερειακή Ανάπτυξη Διάλεξη 2: Οικονομική Ανάπτυξη και Οικονομική Μεγέθυνση (κεφάλαιο 1, Πολύζος Σεραφείμ) Δρ. Βασιλείου Έφη Τμήμα Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων Άδειες

Διαβάστε περισσότερα

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα: Μάρκετινγκ και Διοίκηση Λειτουργιών

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα: Μάρκετινγκ και Διοίκηση Λειτουργιών Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα: Μάρκετινγκ και Διοίκηση Λειτουργιών Μακρο-οικονομική: Εισαγωγή στην Μακροοικονομία Διδάσκων: Μποζίνης Η. Αθανάσιος Οικονομική παγκοσμιοποίηση και άνιση ανάπτυξη Οικονομική

Διαβάστε περισσότερα

Ανδρέας Ν. Λύτρας Το Φαινόμενο της Φτώχειας. Όψεις και Διαστάσεις

Ανδρέας Ν. Λύτρας Το Φαινόμενο της Φτώχειας. Όψεις και Διαστάσεις Ανδρέας Ν. Λύτρας Το Φαινόμενο της Φτώχειας Όψεις και Διαστάσεις Η Φτώχεια: Μια «άβολη» έννοια Το Συμβούλιο Υπουργών της ΕΟΚ (1984) σημειώνει ότι: «Φτωχοί είναι τα άτομα, οι οικογένειες και οι ομάδες προσώπων

Διαβάστε περισσότερα

«ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ: ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΜΒΛΥΝΣΗΣ»

«ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ: ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΜΒΛΥΝΣΗΣ» «ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ: ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΜΒΛΥΝΣΗΣ» «με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης» «To άρθρο αυτό έχει παραχθεί με την οικονομική υποστήριξη της

Διαβάστε περισσότερα

Η άσκηση αναπαράγεται ταυτόχρονα στον πίνακα ανάλογα με όσο έχουν γράψει και αναφέρουν οι φοιτητές.

Η άσκηση αναπαράγεται ταυτόχρονα στον πίνακα ανάλογα με όσο έχουν γράψει και αναφέρουν οι φοιτητές. 1 2 Η άσκηση αναπαράγεται ταυτόχρονα στον πίνακα ανάλογα με όσο έχουν γράψει και αναφέρουν οι φοιτητές. Στόχος: Να αποδείξουν οι φοιτητές από μόνοι τους πόσες πολλές έννοιες βρίσκονται στην τομή των δύο

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ & ΠΑΓΙΔΕΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ. Χρήστος Παναγιώτης Ιωάννου Βασιλική Κατσάμπαλου Ευστράτιος Κοντοπάνος

ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ & ΠΑΓΙΔΕΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ. Χρήστος Παναγιώτης Ιωάννου Βασιλική Κατσάμπαλου Ευστράτιος Κοντοπάνος ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ & ΠΑΓΙΔΕΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ Χρήστος Παναγιώτης Ιωάννου Βασιλική Κατσάμπαλου Ευστράτιος Κοντοπάνος Κίνητρα Οι αναπτυξιακοί οικονομολόγοι φαίνεται να αγνοούν τη διατροφική

Διαβάστε περισσότερα

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ: ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ: ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ: ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΟΜΑΔΑ ΜΕΛΕΤΗΣ: Θ. Μητράκος Θ. Γεωργιάδης Ινστιτούτο Στρατηγικών και Αναπτυξιακών Μελετών Αθήνα, Φεβρουάριος

Διαβάστε περισσότερα

3.2 Η εμπειρική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας - Η επίδραση της ζήτησης επί της προσφοράς εργασίας

3.2 Η εμπειρική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας - Η επίδραση της ζήτησης επί της προσφοράς εργασίας 3.2 Η εμπειρική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας - Η επίδραση της ζήτησης επί της προσφοράς εργασίας Η νεοκλασική θεωρία της προσφοράς εργασίας που αναπτύξαμε προηγουμένως υποστηρίζει ότι οι επιλογές

Διαβάστε περισσότερα

Μακροοικονομική. Μακροοικονομική Θεωρία και Πολιτική. Αναπτύχθηκε ως ξεχωριστός κλάδος: Γιατί μελετάμε ακόμη την. Μακροοικονομική Θεωρία και

Μακροοικονομική. Μακροοικονομική Θεωρία και Πολιτική. Αναπτύχθηκε ως ξεχωριστός κλάδος: Γιατί μελετάμε ακόμη την. Μακροοικονομική Θεωρία και Μακροοικονομική Θεωρία και Πολιτική Εισαγωγή: με τι ασχολείται Ποια είναι η θέση της μακροοικονομικής σήμερα; Χρησιμότητα - γιατί μελετάμε την μακροοικονομική θεωρία; Εξέλιξη θεωρίας και σχέση με την πολιτική

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ 2009

ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ 2009 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 9/ 12/2010 Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ 2009 Οικονομική ανισότητα Από την Ελληνική Στατιστική Αρχή

Διαβάστε περισσότερα

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 2017

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 2017 ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΚΘΕΣΗ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 2017 ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ UNICEF - 1ο Γυμνάσιο Τούμπας ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ UNICEF 0 Περίληψη Έκθεσης UNICEF: Η Κατάσταση των Παιδιών στην Ελλάδα

Διαβάστε περισσότερα

Σχέδιο Δράσης: «Φτώχεια και Εργασία: Μια Ολοκληρωμένη Προσέγγιση Διερεύνησης και Άμβλυνσης του Φαινομένου»

Σχέδιο Δράσης: «Φτώχεια και Εργασία: Μια Ολοκληρωμένη Προσέγγιση Διερεύνησης και Άμβλυνσης του Φαινομένου» Σχέδιο Δράσης: «Φτώχεια και Εργασία: Μια Ολοκληρωμένη Προσέγγιση Διερεύνησης και Άμβλυνσης του Φαινομένου» «Με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης» «To άρθρο αυτό έχει παραχθεί με

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ «ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΙΣΟ ΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ (EU-SILC 2003)»

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ «ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΙΣΟ ΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ (EU-SILC 2003)» ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ «ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΙΣΟ ΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ (EU-SILC 2003)» εκατημόρια Εισοδήματος, συντελεστής ανισότητας Gini, και δείκτης S80/20 Δεκατημόρια Συνολικό

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΥΠΡΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑTΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. Κοινωνικός πίνακας αποτελεσμάτων. που συνοδεύει το έγγραφο

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. Κοινωνικός πίνακας αποτελεσμάτων. που συνοδεύει το έγγραφο ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 26.4.2017 SWD(2017) 200 final ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Κοινωνικός πίνακας αποτελεσμάτων που συνοδεύει το έγγραφο ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Οι κλασικές προσεγγίσεις αντιμετωπίζουν τη διαδικασία της επιλογής του τόπου εγκατάστασης των επιχειρήσεων ως αποτέλεσμα επίδρασης ορισμένων μεμονωμένων παραγόντων,

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΟΚΩΜΕΝΗ ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΥΓΕΙΑΣ

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΟΚΩΜΕΝΗ ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΥΓΕΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔOΣ Πειραιάς 22.5.2007 Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ, ΕΤΟΥΣ 2004 ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΟΚΩΜΕΝΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΚΟΙΝΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΔΙΑΚΟΜΜΑΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

ΚΟΙΝΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΔΙΑΚΟΜΜΑΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΚΟΙΝΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΔΙΑΚΟΜΜΑΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ Θέμα ημερήσιας διάταξης: «Δημογραφικό και Κοινωνικό Πορτραίτο της Ελλάδας 2016-2017:

Διαβάστε περισσότερα

1. Η αναδιανομή του εισοδήματος δεν είναι μία από τις βασικές οικονομικές λειτουργίες του κράτους.

1. Η αναδιανομή του εισοδήματος δεν είναι μία από τις βασικές οικονομικές λειτουργίες του κράτους. ΑΘ. ΧΑΡΙΤΩΝΙΔΗΣ : ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΕΠΑΛ 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10Ο : ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ 10.1. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΩΣΤΟΥ ΛΑΘΟΥΣ Για τις παρακάτω προτάσεις, να γράψετε στην κόλλα σας τον αριθμό της καθεμιάς και δίπλα

Διαβάστε περισσότερα

«Από την έρευνα στη διδασκαλία» Δημοτική Βιβλιοθήκη Μεταμόρφωσης Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

«Από την έρευνα στη διδασκαλία» Δημοτική Βιβλιοθήκη Μεταμόρφωσης Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016 Βιογραφικό σημείωμα Η Ζιζή Σαλίμπα γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά στη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών (DEA) και διδακτορικό δίπλωμα

Διαβάστε περισσότερα

Τρόποι αντιμετώπισης της φτώχειας και ο ρόλος της εκπαίδευσης

Τρόποι αντιμετώπισης της φτώχειας και ο ρόλος της εκπαίδευσης Τρόποι αντιμετώπισης της φτώχειας και ο ρόλος της εκπαίδευσης Έλενα Μιχαήλ Γ 1 Μαρία Τρύφωνος Γ 1 Γεωργία Πέγγερου Γ 1 Αγγελική Κουζμίδη Γ 1 Δήμητρα Δράκου Γ 4 1 Η φτώχεια στον κόσμο Σχεδόν ένα δισεκατομμύριο

Διαβάστε περισσότερα

Τίτλος Αντιλήψεις για το γάμο, οικογενειακές αξίες και ικανοποίηση από την οικογένεια: Μια εμπειρική μελέτη

Τίτλος Αντιλήψεις για το γάμο, οικογενειακές αξίες και ικανοποίηση από την οικογένεια: Μια εμπειρική μελέτη Τίτλος Αντιλήψεις για το γάμο, οικογενειακές αξίες και ικανοποίηση από την οικογένεια: Μια εμπειρική μελέτη Συγγραφέας Βασίλης Γ. Παυλόπουλος Περίληψη Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις του γάμου και της οικογένειας

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ EU-SILC

ΜΑΘΗΜΑ EU-SILC ΜΑΘΗΜΑ 15-5-2015 EU-SILC Οι οικονομικές ανισότητες Η αγορά και οι ανισότητες Απόλυτη Φτώχεια, Σχετική Φτώχεια και Κοινωνικός Αποκλεισμός Η αναγκαιότητα και η έκταση της κρατικής παρέμβασης Η απόλυτη φτώχεια

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 8 η. Διανομή Εισοδήματος και Μέτρα Πολιτικής

Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 8 η. Διανομή Εισοδήματος και Μέτρα Πολιτικής Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 8 η Διανομή Εισοδήματος και Μέτρα Πολιτικής Ζητήματα που θα εξεταστούν: Πως αποτυπώνεται η διανομή του εισοδήματος και τι είναι γραμμή φτώχειας. Με ποιους

Διαβάστε περισσότερα

Δημόσια διαβούλευση σχετικά με την αναθεώρηση της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τα Άτομα με Αναπηρία

Δημόσια διαβούλευση σχετικά με την αναθεώρηση της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τα Άτομα με Αναπηρία Δημόσια διαβούλευση σχετικά με την αναθεώρηση της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τα Άτομα με Αναπηρία 2010-2020 Υπάρχουν 80 περίπου εκατομμύρια πολίτες με αναπηρίες στην ΕΕ, οι οποίοι συχνά αντιμετωπίζουν

Διαβάστε περισσότερα

Γυναίκες και Υγεία. Πίνακας 1: Προσδόκιμο ζωής ανά φύλο κατά τη στιγμή της γέννησης για τα έτη

Γυναίκες και Υγεία. Πίνακας 1: Προσδόκιμο ζωής ανά φύλο κατά τη στιγμή της γέννησης για τα έτη Απρίλιος 2017 8 Ενημερωτικό Σημείωμα ο Γυναίκες και Υγεία Το 8ο ενημερωτικό σημείωμα του Παρατηρητηρίου της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων (Γ.Γ.Ι.Φ.) εντάσσεται στο θεματικό πεδίο Γυναίκες και

Διαβάστε περισσότερα

Διεθνείς Οργανισμοί, Ευρωπαϊκή Ένωση και Κοινωνική Πολιτική(510055) Δημουλάς Κων/νος Επ. Καθηγητής Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής Πάντειο Πανεπιστήμιο

Διεθνείς Οργανισμοί, Ευρωπαϊκή Ένωση και Κοινωνική Πολιτική(510055) Δημουλάς Κων/νος Επ. Καθηγητής Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής Πάντειο Πανεπιστήμιο Διεθνείς Οργανισμοί, Ευρωπαϊκή Ένωση και Κοινωνική Πολιτική(510055) Δημουλάς Κων/νος Επ. Καθηγητής Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής Πάντειο Πανεπιστήμιο Η Παγκόσμια Τράπεζα Πρόκειται για τον αδελφό οργανισμό

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 1 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 1. Εισαγωγή Το μάθημα εισάγει τους μαθητές και τις μαθήτριες στην σύγχρονη οικονομική επιστήμη, τόσο σε επίπεδο μικροοικονομίας αλλά και σε επίπεδο μακροοικονομίας. Ο προσανατολισμός

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΔΙΑΝΕΜΗΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

ΑΝΑΔΙΑΝΕΜΗΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης ΑΝΑΔΙΑΝΕΜΗΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ Νίκος Κουτσιαράς σε συνεργασία με την Φαίη Σκουλά Βιβλιογραφία

Διαβάστε περισσότερα

Διεθνείς Οργανισμοί, Ευρωπαϊκή Ένωση και Κοινωνική Πολιτική(510055) Δημουλάς Κων/νος Επ. Καθηγητής Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής Πάντειο Πανεπιστήμιο

Διεθνείς Οργανισμοί, Ευρωπαϊκή Ένωση και Κοινωνική Πολιτική(510055) Δημουλάς Κων/νος Επ. Καθηγητής Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής Πάντειο Πανεπιστήμιο Διεθνείς Οργανισμοί, Ευρωπαϊκή Ένωση και Κοινωνική Πολιτική(510055) Δημουλάς Κων/νος Επ. Καθηγητής Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής Πάντειο Πανεπιστήμιο Οργανισμός Ενωμένων Εθνών(ΟΗΕ) Στόχοι της χιλιετίας του

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 22 / 6 / 2018 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών: Έτος 2017 (Περίοδος αναφοράς 2016) H Ελληνική Στατιστική Αρχή

Διαβάστε περισσότερα

Μειώθηκε για πρώτη φορά το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων το 2015

Μειώθηκε για πρώτη φορά το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων το 2015 Σε σχέση με το 2014 Μειώθηκε για πρώτη φορά το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων το 2015 Eπιμέλεια: Πέτρος Κράνιας 27/02/2018 Οι περικοπές που «χτύπησαν» τους Ελληνες τα τελευταία χρόνια έφεραν επιπτώσεις και

Διαβάστε περισσότερα

Η Οικονομική Βιωσιμότητα της γεωργίας

Η Οικονομική Βιωσιμότητα της γεωργίας Η Οικονομική Βιωσιμότητα της γεωργίας Οι βασικές έννοιες Βιωσιμότητα [ή αειφορία]της γεωργίας μία έννοια με πολλαπλές σημασίες, πληθώρα ορισμών Τρείς Διαστάσεις: Οικονομική Κοινωνική Περιβαλλοντική Η μεγάλη

Διαβάστε περισσότερα

Οι Υπηρεσίες Υγείας σε Περιβάλλον Κρίσης

Οι Υπηρεσίες Υγείας σε Περιβάλλον Κρίσης Οι Υπηρεσίες Υγείας σε Περιβάλλον Κρίσης Στέλιος Δημητρακόπουλος Υποδιοικητής 7 ης Υγειονομικής Περιφέρειας Κρήτης «Αποτελέσματα συνοδευτικών δράσεων ψυχοκοινωνικής στήριξης των ωφελούμενων ΤΕΒΑ και συζήτηση

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΑΘΗΝΑ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2014 ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ & ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ, PROLEPSIS Η ΑΝΑΓΚΗ Η οικονομική

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟΠΙΚΗΕΥΗΜΕΡΙΑΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΕΤΟΠΙΚΟΕΠΙΠΕ Ο ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΟΜΠΟΤΗ ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

ΤΟΠΙΚΗΕΥΗΜΕΡΙΑΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΕΤΟΠΙΚΟΕΠΙΠΕ Ο ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΟΜΠΟΤΗ ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΤΟΠΙΚΗΕΥΗΜΕΡΙΑΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΕΤΟΠΙΚΟΕΠΙΠΕ Ο ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΟΜΠΟΤΗ ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΤΟΠΙΚΗΕΥΗΜΕΡΙΑ Ηαυξημένησημασίατηςτοπικήςευημερίαςσυμπίπτει με την πιο ετερογενή,

Διαβάστε περισσότερα

ΣΑΛΙΜΠΑ ΖΙΖΗ. Δρ. Οικονομολόγος της Εργασίας Εμπειρογνώμων. Οικονομικές διακυμάνσεις - Πληθωρισμός Ανεργία

ΣΑΛΙΜΠΑ ΖΙΖΗ. Δρ. Οικονομολόγος της Εργασίας Εμπειρογνώμων. Οικονομικές διακυμάνσεις - Πληθωρισμός Ανεργία Βιογραφικό σημείωμα Η Ζιζή Σαλίμπα γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά στη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών (DEA) και διδακτορικό δίπλωμα

Διαβάστε περισσότερα

3.3 Κατανομή χρόνου μεταξύ αμειβόμενης εργασίας, οικιακής εργασίας και σχόλης - Αποφάσεις προσφοράς εργασίας στο πλαίσιο της οικογένειας

3.3 Κατανομή χρόνου μεταξύ αμειβόμενης εργασίας, οικιακής εργασίας και σχόλης - Αποφάσεις προσφοράς εργασίας στο πλαίσιο της οικογένειας 3.3 Κατανομή χρόνου μεταξύ αμειβόμενης εργασίας, οικιακής εργασίας και σχόλης - Αποφάσεις προσφοράς εργασίας στο πλαίσιο της οικογένειας Στην παράγραφο αυτή αίρουμε διαδοχικά τις υποθέσεις που κάναμε μέχρι

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΣΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ (TEL)

ΤΕΣΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ (TEL) ΤΕΣΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ (TEL) 1. Κατά τους οικονομολόγους ποιο από τα παρακάτω είναι ένας παραγωγικός συντελεστής; I. Μια κοινή μετοχή μιας εταιρείας υπολογιστών. II. Ένα εταιρικό ομόλογο μιας πετρελαϊκής

Διαβάστε περισσότερα

1. Τα στάδια από τα οποία περνάει η οικονομία στη διάρκεια ενός κύκλου, λέγονται φάσεις του οικονομικού κύκλου.

1. Τα στάδια από τα οποία περνάει η οικονομία στη διάρκεια ενός κύκλου, λέγονται φάσεις του οικονομικού κύκλου. ΑΘ. ΧΑΡΙΤΩΝΙΔΗΣ : ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΕΠΑΛ 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9Ο : ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΕΙΣ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ - ΑΝΕΡΓΙΑ 9.1. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΩΣΤΟΥ ΛΑΘΟΥΣ Για τις παρακάτω προτάσεις, να γράψετε στην κόλλα σας τον αριθμό

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Πειραιάς 17.05.2006 Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ(ΕΔΕΦ) ΚΥΠΡΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ(ΕΔΕΦ) ΚΥΠΡΟΥ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ(ΕΔΕΦ) ΚΥΠΡΟΥ ΕΚΘΕΣΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ 2017 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το Εθνικό Δίκτυο ενάντια στη Φτώχεια Κύπρου ιδρύθηκε το 2007, έχει 15 ενεργές οργανώσεις μέλη και είναι μέλος

Διαβάστε περισσότερα

V/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ.

V/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ. V/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ. Η συμβολή της οικογένειας στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής είναι μεγάλη και διαχρονική. Η μορφή και το περιεχόμενο, όμως, αυτής της συμβολής

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ Πειραιάς 26.01.2006 ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

H ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

H ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ H ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ 2 Κλάδοι Οικονομικής (i) Μικροοικονομική: Αποφάσεις ατομικών νοικοκυριών- Επιχειρήσεων (ii) Μακροοικονομική: Μελέτη οικονομίας ως συνόλου Βασικά Ζητήματα που απασχολούν

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΡΙΣΤΟΦΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΕΝΑΡΞΗΣ ΤΩΝ «ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ 2012», Βρυξέλλες 16 Οκτωβρίου 2012

ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΡΙΣΤΟΦΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΕΝΑΡΞΗΣ ΤΩΝ «ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ 2012», Βρυξέλλες 16 Οκτωβρίου 2012 ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΡΙΣΤΟΦΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΕΝΑΡΞΗΣ ΤΩΝ «ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ 2012», Βρυξέλλες 16 Οκτωβρίου 2012 Κύριοι Πρόεδροι, Κύριε Πρόεδρε της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Διαβάστε περισσότερα

www.share-project.org Αποτελέσματα από την έρευνα 50+ στην Ευρώπη

www.share-project.org Αποτελέσματα από την έρευνα 50+ στην Ευρώπη www.share-project.org Αποτελέσματα από την έρευνα 50+ στην Ευρώπη Τι συμβαίνει από εδώ και πέρα Το αμέσως επόμενο βήμα της έρευνας 50+ στην Ευρώπη είναι η προσθήκη, στην υπάρχουσα βάση δεδομένων, πληροφοριών

Διαβάστε περισσότερα

Θέματα Συνάντησης. Υποστηρικτικό Υλικό Συνάντησης 1

Θέματα Συνάντησης. Υποστηρικτικό Υλικό Συνάντησης 1 ΤΡΙΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΙΚΤΥΟΥ «ΕΛΕΝΗ ΣΚΟΥΡΑ» για την «Ενίσχυση της Συμμετοχής των Γυναικών που ανήκουν σε ευπαθείς κοινωνικά ομάδες» στις Θέματα Συνάντησης Ολοκλήρωση προτάσεων για την

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή. Αποτελεσματικότητα κατά Pareto. 1. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (επεξεργασία σημειώσεων Β. Ράπανου)

Εισαγωγή. Αποτελεσματικότητα κατά Pareto. 1. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (επεξεργασία σημειώσεων Β. Ράπανου) 1. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (επεξεργασία σημειώσεων Β. Ράπανου) Εισαγωγή Μια από τις πιο βασικές διακρίσεις στην οικονομική θεωρία είναι μεταξύ των εννοιών της οικονομικής αποτελεσματικότητας

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ 2002

ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ 2002 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Αθήνα, 16 Ιουλίου 2003 ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ 2002 Από τη Γ.Γ. ΕΣΥΕ ανακοινώνονται τα προσωρινά

Διαβάστε περισσότερα

Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν

Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν 41 Διαγώνισµα 91 Ισότητα των Φύλων Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν Το επάγγελµα της εκπαιδευτικού στην Ελλάδα αποτέλεσε το πρώτο µη χειρωνακτικό επάγγελµα που άνοιξε και θεωρήθηκε

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών: Έτος 2018 (Περίοδος αναφοράς εισοδήματος 2017)

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών: Έτος 2018 (Περίοδος αναφοράς εισοδήματος 2017) ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 21/ 6 / 2019 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών: Έτος 2018 (Περίοδος αναφοράς εισοδήματος

Διαβάστε περισσότερα

Διαδεδομένος Δείκτης Π.Φ. Σύγκριση Αγόρια με Κορίτσια

Διαδεδομένος Δείκτης Π.Φ. Σύγκριση Αγόρια με Κορίτσια 20/11/2018 Άρθρο Γνώμης αφιερωμένο στη Παγκόσμια Ημέρα για τα Δικαιώματα του Παιδιού: Δικαιώματα του Παιδιού και Δείκτες Καταγραφής της Παιδικής Ευημερίας στην Ελλάδα Της Ειρήνης Λεριού, Επιστημονικής

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Προσδόκιµο Ζωής και Υγείας 2012

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Προσδόκιµο Ζωής και Υγείας 2012 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 03 / 07 / 2015 ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Προσδόκιµο και Υγείας 2012 Η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), σε συνεργασία µε την Ευρωπαϊκή Κοινή ράση για την καθιέρωση

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΦΥΛΩΝ Β. Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΛΕΝΗ ΝΙΝΑ-ΠΑΖΑΡΖΗ ΑΝ. ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΦΥΛΩΝ Β. Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΛΕΝΗ ΝΙΝΑ-ΠΑΖΑΡΖΗ ΑΝ. ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΦΥΛΩΝ Β. Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΛΕΝΗ ΝΙΝΑ-ΠΑΖΑΡΖΗ ΑΝ. ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΘΗΝΑ 2004 1 2 Απασχόληση και ανεργία των γυναικών: το χάσμα

Διαβάστε περισσότερα

1. Σκοπός της οικονομικής ανάπτυξης είναι η αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων.

1. Σκοπός της οικονομικής ανάπτυξης είναι η αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων. ΑΘ. ΧΑΡΙΤΩΝΙΔΗΣ : ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΕΠΑΛ 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Ο : ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ 1.1. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΩΣΤΟΥ ΛΑΘΟΥΣ Στις παρακάτω ερωτήσεις να σημειώσετε το χαρακτηρισμό Σ (σωστό) ή Λ (λάθος). 1.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 1.1. Γενικά... 21 1.2. Η σχέση της οικονομικής με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες... 26 1.3. Οικονομική Περιγραφή και Ανάλυση...

Διαβάστε περισσότερα

Αυξάνονται τα µονοµελή νοικοκυριά

Αυξάνονται τα µονοµελή νοικοκυριά Το Βήµα 13/01/2002 Αυξάνονται τα µονοµελή νοικοκυριά * Η γήρανση του πληθυσµού και οι αλλαγές στην αγορά εργασίας αποθαρρύνουν τους νέους για τη δηµιουργία οικογένειας Της ΜΑΡΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Η ηρωίδα στην

Διαβάστε περισσότερα

Δεκέμβριος ο Ενημερωτικό Σημείωμα

Δεκέμβριος ο Ενημερωτικό Σημείωμα ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Δεκέμβριος 2017 13 ο Ενημερωτικό Σημείωμα Το 13 ο Ενημερωτικό Σημείωμα για τη Γυναικεία Επιχειρηματικότητα του Παρατηρητηρίου της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων (Γ.Γ.Ι.Φ.)

Διαβάστε περισσότερα

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εργασίας, η οποία εξελίσσεται σε έξι μέρη που δημοσιεύονται σε αντίστοιχα τεύχη. Τεύχος 1, 2013.

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εργασίας, η οποία εξελίσσεται σε έξι μέρη που δημοσιεύονται σε αντίστοιχα τεύχη. Τεύχος 1, 2013. Είναι Πράγματι οι Γερμανοί Φτωχότεροι από τους Έλληνες, in DEEP ANALYSIS Ενέργεια Παγκόσμιες Ενεργειακές Ανάγκες της Περιόδου 2010-2040 του Ιωάννη Γατσίδα και της Θεοδώρας Νικολετοπούλου in DEEP ANALYSIS

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23. Ανεργία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23. Ανεργία ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 Ανεργία ΑΝΕΡΓΙΑ Εργατικό δυναμικό (N) = απασχολούμενοι (Ε) + άνεργοι (U). ή Ν=Ε+U Ποσοστό ανεργίας (u) = (άνεργοι /εργατικό δυναμικό)*100. ή u=u/n*100 ή u=(n-e)/100. Ποσοστό συμμετοχής στο

Διαβάστε περισσότερα

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου Η χρησιμότητα του μαθήματος Η κατανόηση του «σκηνικού» πίσω από τη διαμόρφωση της

Διαβάστε περισσότερα

Συγκριτική διερεύνηση του κόστους των οδικών ατυχημάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Συγκριτική διερεύνηση του κόστους των οδικών ατυχημάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση Συγκριτική διερεύνηση του κόστους των οδικών ατυχημάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση Υπατία Μίχου Αρχιμανδρίτου Επιβλέπων: Γιώργος Γιαννής, Καθηγητής ΕΜΠ Αθήνα, Ιούλιος 2018 Συγκριτική διερεύνηση του κόστους των

Διαβάστε περισσότερα

Έμφυλη προσέγγιση και φροντίδα υγείας: Η περίπτωση των τσιγγάνων/ Ρομά

Έμφυλη προσέγγιση και φροντίδα υγείας: Η περίπτωση των τσιγγάνων/ Ρομά ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ Έμφυλη προσέγγιση και φροντίδα υγείας: Η περίπτωση των τσιγγάνων/ Ρομά Δ. Μπουρίκος ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΤΤΙΚΗΣ ΗΜΕΡΙΔΑ: «Έμφυλη προσέγγιση και φροντίδα υγείας», ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ,

Διαβάστε περισσότερα

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ Ο.Κ.Ε. Γενική Συνέλευση 9-12 Ιουλίου 2009 - Βουδαπέστη INTERNATIONAL ASSOCIATION OF ECONOMIC AND SOCIAL COUNCILS AND SIMILAR INSTITUTIONS General Assembly 9-12 July 2009 - Budapest ΟΜΙΛΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΑΘΗΝΑ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2014 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ & ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ Σελίδα1 Η ΑΝΑΓΚΗ Η αντιμετώπιση

Διαβάστε περισσότερα

Ιωάννα Τσοκανάρη, Κοινωνική Λειτουργός, Δ.Π.Θ. Μονάδα Αντιμετώπισης Προβλημάτων Νόσου Alzheimer «Αγία Ελένη»

Ιωάννα Τσοκανάρη, Κοινωνική Λειτουργός, Δ.Π.Θ. Μονάδα Αντιμετώπισης Προβλημάτων Νόσου Alzheimer «Αγία Ελένη» Ιωάννα Τσοκανάρη, Κοινωνική Λειτουργός, Δ.Π.Θ. Μονάδα Αντιμετώπισης Προβλημάτων Νόσου Alzheimer «Αγία Ελένη» Η Παγκόσμια Ημέρα των Ηλικιωμένων, γνωστή και ως «Παγκόσμια Ημέρα για την Τρίτη Ηλικία» εορτάζεται

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ: ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ, 2011:

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ: ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ, 2011: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 2 / 11 / 2012 Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ 2011 Οικονομική ανισότητα Από την Ελληνική Στατιστική

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ (Β μέρος) Εποχή 6/5/2001

ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ (Β μέρος) Εποχή 6/5/2001 ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ (Β μέρος) Εποχή 6/5/2001 της Μαρίας Καραμεσίνη Λέγαμε στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου, στο προηγούμενο φύλλο της Εποχής, ότι εν όψει του διάλογου για το ασφαλιστικό, που

Διαβάστε περισσότερα

Οικονομική Ανάπτυξη. Ενότητα # 1: Εισαγωγή Διδάσκων: Πάνος Τσακλόγλου Τμήμα: Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών

Οικονομική Ανάπτυξη. Ενότητα # 1: Εισαγωγή Διδάσκων: Πάνος Τσακλόγλου Τμήμα: Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών Οικονομική Ανάπτυξη Ενότητα # 1: Εισαγωγή Διδάσκων: Πάνος Τσακλόγλου Τμήμα: Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών Χρηματοδότηση Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό έχει αναπτυχθεί στα πλαίσια του εκπαιδευτικού

Διαβάστε περισσότερα

Η κατάσταση στον Κόσµο σήµερα

Η κατάσταση στον Κόσµο σήµερα Ανθρώπινα δικαιώµατα Η κατάσταση στον Κόσµο σήµερα Περισσότερο από 100 εκατοµµύρια παιδιά, τα περισσότερα κορίτσια, δεν πηγαίνουν καν στο σχολείο. 44 εκατοµµύρια από αυτά ζουν στην Αφρική, 32 εκατοµµύρια

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ. 2. Τι περιλαμβάνει ο στενός και τι ο ευρύτερος δημόσιος τομέας και με βάση ποια λογική γίνεται ο διαχωρισμός μεταξύ τους;

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ. 2. Τι περιλαμβάνει ο στενός και τι ο ευρύτερος δημόσιος τομέας και με βάση ποια λογική γίνεται ο διαχωρισμός μεταξύ τους; Μάθημα: Εισαγωγή στα δημόσια οικονομικά Διδάσκουσα: Καθηγήτρια Μαρία Καραμεσίνη Οι παρακάτω ερωτήσεις είναι οργανωτικές του διαβάσματος. Τα θέματα των εξετάσεων δεν εξαντλούνται σε αυτές, αλλά περιλαμβάνουν

Διαβάστε περισσότερα

Η ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ: Η περίπτωση της Κύπρου

Η ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ: Η περίπτωση της Κύπρου Επιθ. Κοιν. Ερευνών, 88, 1995, 85-99 Εύρος I. Αημητριάδης* Η ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ: Η περίπτωση της Κύπρου ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η εξασφάλιση βασικών αναγκών στη λιγότερο εύπορη μερίδα του πληθυσμού αποτελεί μία από

Διαβάστε περισσότερα

Οι οικονομικές ανισότητες

Οι οικονομικές ανισότητες EU-SILC Οι οικονομικές ανισότητες Η αγορά και οι ανισότητες Απόλυτη Φτώχεια, Σχετική Φτώχεια και Κοινωνικός Αποκλεισμός Η αναγκαιότητα και η έκταση της κρατικής παρέμβασης Η απόλυτη φτώχεια αντιστοιχεί

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ 2009

ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ 2009 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 9 / 12/ 10 Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ 09 Κίνδυνος φτώχειας Από την Ελληνική Στατιστική Αρχή ανακοινώνονται

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΚΓΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Κράτος Πρόνοιας, Δεξιότητες και Εκπαίδευση

ΣΥΚΓΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Κράτος Πρόνοιας, Δεξιότητες και Εκπαίδευση ΣΥΚΓΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ Κράτος Πρόνοιας, Δεξιότητες και Εκπαίδευση Όπως είδαμε, η θεωρία των προνοιακών παραγωγικών συστημάτων (welfare production regimes WPR), συνδέει το μοντέλο καπιταλισμού

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών Dr. Anthony Montgomery Επίκουρος Καθηγητής Εκπαιδευτικής & Κοινωνικής Πολιτικής antmont@uom.gr Ποιός είναι ο σκοπός του μαθήματος μας? Στο τέλος του σημερινού μαθήματος,

Διαβάστε περισσότερα

Περιφερειακή Ανάπτυξη

Περιφερειακή Ανάπτυξη ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Περιφερειακή Ανάπτυξη Διάλεξη 3: Το Περιφερειακό Πρόβλημα (κεφάλαιο 1, Πολύζος Σεραφείμ) Δρ. Βασιλείου Έφη Τμήμα Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Δημογραφία Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση Μιχάλης Αγοραστάκης Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας &

Διαβάστε περισσότερα

Ενημερωτικό Φυλλάδιο Μαθητή

Ενημερωτικό Φυλλάδιο Μαθητή Ενημερωτικό Φυλλάδιο Μαθητή για τον Χρηματοπιστωτικό Εγγραμματισμό ± % Χρηματοπιστωτικός Εγγραμματισμός Αγαπητή/Αγαπητέ, Η εξάλειψη της φτώχειας, η προστασία του πλανήτη και η εξασφάλιση της ευημερίας

Διαβάστε περισσότερα

1.1 Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (Α.Ε.Π.) - Καθαρό Εθνικό Προϊόν

1.1 Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (Α.Ε.Π.) - Καθαρό Εθνικό Προϊόν ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ : ΑΡΓΥΡΏ ΜΟΥΔΑΤΣΟΥ 1. ΕΘΝΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ 1.0 Γενικά Αντικείµενο της Μακροοικονοµικής είναι ο καθορισµός (υπολογισµός) των συνολικών µεγεθών της οικονοµίας, πχ. της συνολικής

Διαβάστε περισσότερα

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για μη εμπορικούς σκοπούς με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή (Παρατηρητήριο ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.).

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για μη εμπορικούς σκοπούς με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή (Παρατηρητήριο ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.). Στην παρούσα Θεματική Έκθεση εξετάζεται και αναλύεται, για την περίοδο 2009-2014 (και ανάλογα με τη διαθεσιμότητα των πιο πρόσφατων στοιχείων), η εξέλιξη εξειδικευμένων δεικτών, οι οποίοι εκφράζουν και

Διαβάστε περισσότερα

Τ.Ε.Ι. ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΙΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ

Τ.Ε.Ι. ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΙΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Τ.Ε.Ι. ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΙΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: Δρ. Ιωάννης Σ. Τουρτούρας Μηχανικός Παραγωγής & Διοίκησης Δ.Π.Θ. Χρηματοδότηση Το παρόν εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

Με τον όρο φτώχεια αναφερόμαστε στην οικονομική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη αναγκαίων πόρων για την ικανοποίηση βασικών ανθρώπινων

Με τον όρο φτώχεια αναφερόμαστε στην οικονομική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη αναγκαίων πόρων για την ικανοποίηση βασικών ανθρώπινων Με τον όρο φτώχεια αναφερόμαστε στην οικονομική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη αναγκαίων πόρων για την ικανοποίηση βασικών ανθρώπινων αναγκών. Οι βασικές ανάγκες που ορίζουν το όριο της φτώχειας

Διαβάστε περισσότερα

Ελληνική Δημοκρατία Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ηπείρου. Μικροοικονομική. Ενότητα 1 : Εισαγωγή - Βασικές έννοιες Καραμάνης Κωνσταντίνος

Ελληνική Δημοκρατία Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ηπείρου. Μικροοικονομική. Ενότητα 1 : Εισαγωγή - Βασικές έννοιες Καραμάνης Κωνσταντίνος 1 Ελληνική Δημοκρατία Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ηπείρου Μικροοικονομική Ενότητα 1 : Εισαγωγή - Βασικές έννοιες Καραμάνης Κωνσταντίνος 2 Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου Λογιστικής και

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΞΟΔΟΙ ΤΩΝ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΞΟΔΟΙ ΤΩΝ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Φλώρινα, Ιούνιος 2012 ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΞΟΔΟΙ ΤΩΝ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑ Κ. ΣΑΡΡΗ ΑΝ. ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΤΒΣ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΡΑΣΕΩΝ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗΣ ΓΔ Στο πλαίσιο

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ, ΕΤΟΥΣ 2005

ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ, ΕΤΟΥΣ 2005 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔOΣ Πειραιάς 18.1.2007 Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ, ΕΤΟΥΣ 2005 Από τη Γενική Γραμματεία της Εθνικής

Διαβάστε περισσότερα

Τίτλος Μαθήματος. Ενότητα 2η: Επισκόπηση Ι. Δημήτριος Σκούρας Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων Τμήμα Οικονομικών Επιστημών

Τίτλος Μαθήματος. Ενότητα 2η: Επισκόπηση Ι. Δημήτριος Σκούρας Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Τίτλος Μαθήματος Ενότητα 2η: Επισκόπηση Ι Δημήτριος Σκούρας Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων Τμήμα Οικονομικών Επιστημών 1 Σκοποί ενότητας Κατανόηση της εξέλιξης της Οικονομικής σκέψης σχετικά με την παραγωγή,

Διαβάστε περισσότερα

Οικονομική κρίση: Aλλαγές στην οικογένεια και στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα. Λάουρα Μαράτου-Αλιπράντη

Οικονομική κρίση: Aλλαγές στην οικογένεια και στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα. Λάουρα Μαράτου-Αλιπράντη Οικονομική κρίση: Aλλαγές στην οικογένεια και στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα Λάουρα Μαράτου-Αλιπράντη Οικονομική ύφεση και οικονομική κρίση Η οικονομική ύφεση, η οικονομική κρίση είναι μια κατάσταση σε

Διαβάστε περισσότερα

3. Οι αλλαγές στη σύνθεση της οικογένειας και των νοικοκυριών

3. Οι αλλαγές στη σύνθεση της οικογένειας και των νοικοκυριών 3. Οι αλλαγές στη σύνθεση της οικογένειας και των νοικοκυριών Η ανάλυση των διαχρονικών μεταβολών στη σύνθεση της οικογένειας και των νοικοκυριών προσκρούει πολύ συχνά στην αδυναμία μιας διαχρονικής στατιστικής

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 15. Οι δηµόσιες δαπάνες και ηχρηµατοδότησή τους

Κεφάλαιο 15. Οι δηµόσιες δαπάνες και ηχρηµατοδότησή τους Κεφάλαιο 15 Οι δηµόσιες δαπάνες και ηχρηµατοδότησή τους Ο κρατικός προϋπολογισµός: εδοµένα και αριθµοί Συνολικές δηµόσιες δαπάνες: τρειςκατηγορίεςδηµοσίων δαπανών ηµόσιες δαπάνες (G) Μεταβιβαστικές πληρωµές

Διαβάστε περισσότερα

Β = 2W, αντίστοιχα. Βρείτε ποιος είναι ο μισθός ισορροπίας και το επίπεδο απασχόλησης στην ισορροπία σε καθέναν κλάδο της οικονομίας.

Β = 2W, αντίστοιχα. Βρείτε ποιος είναι ο μισθός ισορροπίας και το επίπεδο απασχόλησης στην ισορροπία σε καθέναν κλάδο της οικονομίας. Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Μάθημα: Οικονομική της Εργασίας Εξετάσεις Ιούνιος 2014 Διδάσκων: Νίκος Γιαννακόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής 1. (0,10 μονάδες) Εάν ο αριθμός των ανέργων ισούται

Διαβάστε περισσότερα