ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης"

Transcript

1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Ειδίκευση: Εκπαίδευση Κωφών & Βαρήκοων παιδιών «Το Ορθογραφικό Προφίλ των Κωφών και Βαρήκοων Μαθητών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης» Διπλωματική Εργασία Επιβλέπουσα Λαμπροπούλου Βενέττα Καθηγήτρια Ειδικής Αγωγής Κωφών Λογοθέτη Φωτεινή Α.Μ.: 313 ΠΑΤΡΑ

2 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα εργασία αποτελεί μια πρώτη μελέτη των ορθογραφικών δεξιοτήτων των κωφών και βαρήκοων μαθητών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Σκοπό έχει να διερευνήσει εάν οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές είναι περισσότερο επιρρεπείς σε ορθογραφικά λάθη σε σύγκριση με τους ακούοντες, τι είδους λάθη κάνουν και εάν οι παράγοντες βαθμός ακουστικής απώλειας, είδος επικοινωνίας, εκπαιδευτική βαθμίδα και τύπος σχολείου επηρεάζουν τις ορθογραφικές επιλογές τους. Στην έρευνα συμμετείχαν 52 κωφοί μαθητές από σχολεία της Αθήνας, της Πάτρας και της Θεσσαλονίκης και 41 ακούοντες ως ομάδα ελέγχου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές κάνουν όλα τα είδη ορθογραφικών λαθών (φωνολογικά, γραμματικά, οπτικό-ορθογραφικά), ότι είναι περισσότερο επιρρεπείς σε ορθογραφικά λάθη συγκριτικά με τους ακούοντες και διαφέρουν σημαντικά από τους ακούοντες στην κατηγορία των φωνολογικών λαθών. Επιπλέον, οι παράγοντες βαθμός ακουστικής απώλειας, τύπος σχολείου και μέθοδος επικοινωνίας δεν επηρεάζουν τις ορθογραφικές επιλογές, ενώ η εκπαιδευτική βαθμίδα επηρεάζει τις ορθογραφικές επιλογές των κωφών και βαρήκοων μαθητών στο θεματικό μόρφημα (ρίζα) των λέξεων. Λέξεις κλειδιά: ορθογραφία, ορθογραφικές δεξιότητες, ορθογραφικά λάθη, κωφοί - βαρήκοοι ABSTRACT This paper is a first study of spelling skills of deaf and hard of hearing students in primary and secondary education in Greece. Specifically, it is examined whether the deaf and hard of hearing students are more prone to misspellings than hearing students, what kind of errors make and if hearing loss, method of communication, educational level and type of school affect their spelling choices. 52 deaf students from schools in Athens, Patras and Thessaloniki and 41 hearing as a control group participated in this study. The results showed that deaf and hard of hearing students make all kinds of spelling errors (phonological, grammatical, visual-orthographic), 1

3 that they are more prone to misspellings than hearing students and differ significantly from the hearing in the category of phonological errors. Moreover, the degree of hearing loss, school type and method of communication do not affect spelling choices, while the level of education affects the spelling choices of deaf and hard of hearing students in the root of the words. Key words: spelling, spelling skills, spelling errors, deaf - hard of hearing students 2

4 Περιεχόμενα ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Διατύπωση ερευνητικού προβλήματος, αναγκαιότητα και περιορισμοί Διατύπωση ερευνητικού προβλήματος Αναγκαιότητα έρευνας Διευκρίνιση όρων Περιορισμοί... 8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Ανασκόπηση της βιβλιογραφίας Η έννοια των ορθογραφικών δεξιοτήτων Η ανάπτυξη των ορθογραφικών δεξιοτήτων Παράγοντες που καθορίζουν την ανάπτυξη των ορθογραφικών δεξιοτήτων Γλωσσικοί Παράγοντες Φωνολογική επίγνωση Μορφολογική επίγνωση Οπτικό - ορθογραφική επίγνωση Ορθογραφικές δεξιότητες και κωφοί μαθητές Φωνολογική επεξεργασία Ορθογράφηση και κωφοί μαθητές: πορίσματα ερευνών ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Δείγμα Γλωσσικό Υλικό Ερευνητική διαδικασία Ανάλυση - Βαθμολογία ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: Συζήτηση ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Διατύπωση ερευνητικού προβλήματος, αναγκαιότητα και περιορισμοί 1.1. Διατύπωση ερευνητικού προβλήματος Η έρευνα αυτή θα μελετήσει τις ορθογραφικές δεξιότητες των κωφών και βαρήκοων μαθητών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Πιο συγκεκριμένα, θα καταγράψει τα ορθογραφικά λάθη τα οποία κάνουν οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές και θα επιχειρήσει να διερευνήσει τους παράγοντες και τα ατομικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τη διαδικασία της παραγωγής ορθογραφημένου γραπτού λόγου. Αναλυτικότερα, γίνεται μια προσπάθεια να απαντηθούν τα ακόλουθα ερωτήματα: α) οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές είναι επιρρεπείς να κάνουν ορθογραφικά λάθη σε σύγκριση με τους ακούοντες μαθητές; β) Τί είδους ορθογραφικά λάθη κάνουν οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές; γ) κατά πόσο τα ατομικά χαρακτηριστικά, βαθμός ακουστικής απώλειας και είδος επικοινωνίας, και οι παράγοντες εκπαιδευτική βαθμίδα και τύπος σχολείου, επηρεάζουν τις ορθογραφικές επιλογές των κωφών και βαρήκοων μαθητών; Συμπερασματικά, η έρευνα θα προσπαθήσει να σκιαγραφήσει το ορθογραφικό προφίλ των κωφών και βαρήκοων μαθητών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και να εξάγει συμπεράσματα, όσο είναι δυνατό ασφαλή, αναφορικά με το είδος των ορθογραφικών λαθών που κάνουν και τους παράγοντες που καθορίζουν την ανάπτυξη και το επίπεδο των ορθογραφικών τους δεξιοτήτων Αναγκαιότητα έρευνας Η ικανότητα της ανάγνωσης και της γραφής θεωρείται απαραίτητη για την εξέλιξη και πορεία του ατόμου στην κοινωνία. Ειδικά για τα κωφά και βαρήκοα άτομα, που στερούνται πλήρους ή μερικής πρόσβασης στα ακουστικά ερεθίσματα λόγω της απώλειας της ακοής, η ανάγνωση και η γραφή αποτελεί βασικό μέσο 4

6 πρόσβασης στην κοινωνία και την πληροφορία. Η ευχέρεια στην ανάγνωση και τη γραφή του κωφού και βαρήκοου ατόμου καθορίζει σημαντικά την ποιότητα της επικοινωνίας με τους άλλους και το περιβάλλον του, καθώς και το κοινωνικόπολιτισμικό του επίπεδο. Ωστόσο, η απόκτηση της δεξιότητας της ανάγνωσης και της γραφής είναι μια διαδικασία δύσκολη για τους κωφούς και βαρήκοους μαθητές σε σχέση με το μέσο ακούον παιδί, όπως τονίζει ο Moores (2001). Ειδικά, η γραφή, που αποτελεί «μια εφεύρεση της ανθρώπινης διανόησης, έναν επινοημένο τρόπο αναπαράστασης του προφορικού λόγου» (Πόρποδας, 2002: 69), δηλαδή συνδυάζει τα φωνημικά, συντακτικά και σημασιολογικά στοιχεία της προφορικής γλώσσας ακολουθώντας τις γλωσσικές συμβάσεις, που έχει θέσει κάθε πολιτισμική κοινότητα, χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα, η οποία καθιστά την απόκτηση της μια μη φυσική διαδικασία. Η εκμάθηση του γραπτού λόγου θεωρείται δύσκολη εφόσον ο άνθρωπος δεν είναι εγγενώς προγραμματισμένος να την αποκτήσει. Ιδιαίτερα δύσκολη θεωρείται στην περίπτωση των κωφών και βαρήκοων μαθητών, διότι αφενός απουσιάζει ή δυσλειτουργεί η ικανότητα πρόσληψης και επεξεργασίας του προφορικού λόγου και αφετέρου η μητρική τους γλώσσα, η Ελληνική Νοηματική Γλώσσα, που αποτελεί μια πλήρη και ανεξάρτητη «μη γραπτή γλώσσα με όλα τα γλωσσολογικά φαινόμενα που παρατηρούνται στις ομιλούμενες γλώσσας (γραμματική, σύνταξη, λεξικό, φωνολογία)» (Λαμπροπούλου, 1997), διαφέρει σημαντικά από τη δομή της γραπτής απόδοσης της ομιλούμενης ελληνικής γλώσσας. Με δύο λόγια τα ακουστικά υπολείμματα και οι πληροφορίες που συλλέγουν για τη γλώσσα τα κωφά και βαρήκοα παιδιά δεν επαρκούν για να έχουν μια πλήρη και συστηματική εικόνα του ομιλούμενου και γραπτού γλωσσικού κώδικα, τον οποίο θα γνωρίσουν και θα διδαχθούν κατά την εκπαίδευση τους στο σχολείο. Το επιστημονικό ενδιαφέρον για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές στην κατάκτηση της ανάγνωσης ήταν έντονο με αποτέλεσμα να έχουν πραγματοποιηθεί διεθνώς πλήθος ερευνών σχετικές με τον τρόπο που οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές μαθαίνουν να διαβάζουν, τις δυσκολίες που συναντούν, την αναγνωστική κατανόηση κ.α. (Hanson, 1989; Kelly, Albertini & Shannon, 2001; Goldin - Meadow & Mayberry, 2001). Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στροφή του ερευνητικού ενδιαφέροντος στο γραπτό λόγο και την ορθογραφημένη γραφή, καθώς θεωρείται αναγκαία για την επιτυχή ανάγνωση με αποτέλεσμα αρκετές έρευνες να 5

7 έχουν μελετήσει ζητήματα ορθογραφημένης γραφής σε δείγμα κωφών και βαρήκοων μαθητών (Padden, 1993; Leybaert & Alegria, 1995; Aaron et al, 1998; Sutcliffe et al, 1999; Allman, 2002; Harris & Moreno, 2004; Olson & Caramazza, 2004). Στη χώρα μας, έρευνες με αντικείμενο την ανάγνωση και τους κωφούς και βαρήκοους μαθητές έχουν υλοποιηθεί (Μαλαβέτα, 2009; Τασιώνα, 2010), αλλά η ερευνητική ενασχόληση με το γραπτό λόγο των κωφών και βαρήκοων μαθητών είναι περιορισμένη. Τα χαρακτηριστικά του γραπτού λόγου των κωφών και βαρήκοων παιδιών και ενηλίκων με έμφαση σε θέματα δόμησης μιας ιστορίας («γραμματική της ιστορίας»), λεξιλογίου και συντακτικού έχουν μελετηθεί (Λαμπροπούλου, 1993; Μιχαηλίδου, 1997; Μπάρλου, 2000; Μακαρώνα, 2002), αλλά ερευνητικό κενό εντοπίζεται στη μελέτη των ορθογραφικών δεξιοτήτων των κωφών και των βαρήκοων μαθητών. Η εμπειρική έρευνα με θέμα την ορθογραφημένη γραφή και τους κωφούς και βαρήκοους μαθητές απουσιάζει, αν και στην περίπτωση των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες, οι οποίοι σύμφωνα με το Ν. 3699/2008 (άρθρο 3, 1) συμπεριλαμβάνονται, όπως και τα παιδιά με απώλεια ακοής, στην κατηγορία των μαθητών με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, είναι πιο πλούσια (Kotoulas & Panteliadou, 2000; Tsesmeli & Seymour, 2006; Γκαρώνη, 2009). Αρκετές έρευνες έχουν μελετήσει στην Ελλάδα το ζήτημα της ορθογραφίας και των μαθητών ή ενηλίκων με μαθησιακές δυσκολίες διαφωτίζοντας και παρέχοντας πληροφορίες που δύναται να αξιοποιηθούν στη διαμόρφωση ενός κατάλληλου εκπαιδευτικού πλαισίου και την εφαρμογή ανάλογων διδακτικών πρακτικών, αλλά δε συμβαίνει το ίδιο για τους κωφούς και βαρήκοους μαθητές. Δεδομένου, λοιπόν, της απουσίας της εμπειρικής έρευνας στο θέμα της ορθογραφίας των κωφών και βαρήκοων μαθητών, καθώς και της συμβολής της έρευνας στη βελτίωση της εκπαιδευτικής πράξης το παρόν ερευνητικό εγχείρημα κρίνεται αναγκαίο Διευκρίνιση όρων Ορθογραφία: «το σωστό γράψιμο, η απόδοση με γραπτά σύμβολα των φθόγγων της ζωντανής λαλιάς» (Τριανταφυλλίδης, 1913: 69, όπως αναφέρεται στο Πόρποδας, 2002). 6

8 Ορθογραφικές δεξιότητες: ο τρόπος διαμόρφωσης και λειτουργίας του γνωστικού ορθογραφικού συστήματος (δόμηση, οργάνωση και έλεγχος των γλωσσικών, μεταγλωσσικών, γνωστικών και μεταγνωστικών ικανοτήτων) του παιδιού και της συνειδητής αξιοποίησης του για τη γραπτή έκφραση μέσα σε συγκεκριμένο βιολογικό και κοινωνικό περιβάλλον (Καρατζάς, 2005). Ορθογραφικό λάθος: κάθε λάθος που αφορά τη γραπτή μορφή της γλώσσας και αποκλίνει από τη από τη γλωσσική νόρμα, την οποία μια κοινότητα θέτει ως πρότυπο και την περιβάλλει με το κύρος του κανόνα (Θεοδωροπούλου & Παπαναστασίου 2001). Κωφός: το άτομο που είτε φοράει ακουστικά είτε όχι, δεν αντιλαμβάνεται την ομιλία με την ακοή του μόνο. Αντιλαμβάνεται τους συνομιλητές του κύρια με το οπτικό κανάλι (χειλεανάγνωση, νοηματική γλώσσα, γραπτή γλώσσα). Η ακουστική απώλεια στις περιπτώσεις αυτές είναι από 70dB και πάνω (Λαμπροπούλου, 1999β). Βαρήκοος: το άτομο που είτε φοράει ακουστικά είτε όχι, δυσκολεύεται να αντιληφθεί την ομιλία με την ακοή του μόνο. Ωστόσο, το μεγαλύτερο ποσοστό των πληροφοριών της ομιλίας το αντιλαμβάνεται από την ακοή του. Η ακουστική βλάβη στις περιπτώσεις αυτές είναι μεταξύ 35dB και 69dB (Λαμπροπούλου, 1999β). Κωφός κωφός: σύμφωνα με τον κοινωνιολογικό-ψυχολογικό ορισμό του Woodward (Λαμπροπούλου, 1999α) ο πληθυσμός των κωφών διαφοροποιείται με τα εξής κριτήρια: κωφοί (με πεζό το πρώτο γράμμα), τα άτομα με ακουστική απώλεια, τα οποία αποτελούν μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού και που έχουν χάσει την ακοή τους σε μεγαλύτερη κυρίως ηλικία. Επικοινωνούν με την ομιλούμενη γλώσσα, η εκπαίδευση τους έχει γίνει κυρίως σε σχολεία ακουόντων, έχουν ταυτότητα ακούοντος ατόμου και είναι ενταγμένοι στην κοινωνία των ακουόντων. Κωφοί (με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα), ένα συγκεκριμένο σύνολο ατόμων που ανήκουν στην κοινότητα των Κωφών, ταυτίζονται με τους άλλους Κωφούς και μοιράζονται κοινή γλώσσα και κουλτούρα. Η ακουστική τους απώλεια δεν αποτελεί το κύριο κοινό χαρακτηριστικό τους αλλά οι κοινές εμπειρίες, η κοινή γλώσσα και ο κοινός τρόπος ζωής που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. 7

9 1.4. Περιορισμοί Η μελέτη αυτή είναι μια πρώτη προσέγγιση των ορθογραφικών δεξιοτήτων των κωφών και βαρήκοων μαθητών στην Ελλάδα και για αυτό το λόγο τα στοιχεία της έρευνας παρουσιάζονται με μεγάλη προσοχή. Επιπλέον, τα δεδομένα αντλήθηκαν από μικρό αριθμό μαθητών σε διαφορετικά εκπαιδευτικά περιβάλλοντα λόγω της ιδιαιτερότητας της συγκεκριμένης αναπηρίας και της σχολικής κατάστασης στη χώρα μας. Το μικρό αυτό δείγμα δε μας επιτρέπει γενικεύσεις ούτε στο σύνολο του ελληνικού μαθητικού πληθυσμού ούτε και σε αλλόγλωσσο πληθυσμό, αφού η δομή και οι αρχές που διέπουν κάθε γλώσσα διαφέρουν για να εξυπηρετούν τις επικοινωνιακές ανάγκες της κοινότητας που τη χρησιμοποιεί. 8

10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Ανασκόπηση της βιβλιογραφίας 2.1. Η έννοια των ορθογραφικών δεξιοτήτων Στη σύγχρονη εποχή, την εποχή της γνώσης και της πληροφορίας, ο «εγγραμματισμός», αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τη θέση και την εξέλιξη του ατόμου στο κοινωνικό σύνολο. Ο όρος «εγγραμμματισμός» αποδίδει στα ελληνικά τον αγγλικό όρο literacy και παραπέμπει στην ικανότητα του ατόμου να διαβάζει και να γράφει, στην ικανότητα της ανάγνωσης και της γραφής (Ματσαγγούρας, 2007). «Η ανάγνωση είναι μια διαδικασία μετατροπής των γραπτών συμβόλων σε φωνολογικό κώδικα, με βάση τον οποίο καθίσταται δυνατή η πρόσβαση στη σημασιολογική μνήμη για την κατανόηση της σημασία της λέξης» (Πόρποδας, 2002), ενώ «η γραφή είναι η μετατροπή της ηχητικής (ακουστικής) και γλωσσοκινητικής (στοματικής) εικόνας της λέξης σε γραφική εικόνα, δηλαδή είναι μια δεξιότητα που μπορεί να δώσει με ορατά γραφικά σύμβολα μια διαρκή έκφραση στη σκέψη» (Καλαντζής, 1985). Τόσο στην ανάγνωση (πρόσληψη του γραπτού λόγου) όσο και στην παραγωγή του γραπτού λόγου (γραπτή έκφραση) εμπλέκεται η ορθογραφία. Συγκεκριμένα, κατά την ανάγνωση η ορθογραφία επηρεάζει και καθορίζει την αναγνώριση των λέξεων με τρόπο, ώστε ο αναγνώστης να αποφεύγει να συγχέει τις λέξεις μεταξύ τους, ενώ κατά τη γραπτή παραγωγή, ο γράφων είναι απαραίτητο να ανακαλεί ένα προς ένα τα γραφήματα που συγκροτούν ορθά τις λέξεις που θέλει να γράψει (Fayol & Jaffre, 1999). Η ορθογραφία, δηλαδή, δε χρησιμεύει μόνο στο να γράφουμε ορθά, αλλά και στο να διαβάζουμε με άνεση, ταχύτητα, σωστά και κατανοητά. Οι ανορθόγραφες λέξεις δυσκολεύουν τον αναγνώστη να συλλαμβάνει το μήνυμα που μεταφέρει η λέξη, η φράση ή η πρόταση, με συνέπεια να μειώνεται η αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας. Η ορθογραφημένη, λοιπόν, γραφή αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επιτυχημένη επικοινωνία. Η ορθογραφία, όπως δηλώνει η ετυμολογία της λέξης, σημαίνει ορθή γραφή. Ο Τριανταφυλλίδης (1913: 69, όπως αναφέρεται στο Πόρποδας, 2002), αναφέρει ότι «ορθογραφία» σημαίνει «σωστό γράψιμο, απόδοση με γραπτά σύμβολα των φθόγγων της ζωντανής ομιλίας» και ο Βουγιούκας (1994: 246) ότι η «ορθογραφία είναι η, κατά ένα συμφωνημένο συμβατικό πρότυπο γραπτών συμβόλων και γραφημάτων, 9

11 ανακωδικοποίηση ή αναπαράσταση μιας γλώσσας». Συνακόλουθα, ο Πόρποδας (2002) ορίζει την ορθογραφημένη γραφή ως το σχηματισμό λέξεων βάσει των αρχών που διέπουν την αντιστοιχία των ήχων της ομιλούμενης γλώσσας με τα γράμματα του αλφαβήτου. Με άλλα λόγια, η ορθογραφία ορίζεται ως η ορθή μεταγραφή του προφορικού σε γραπτό λόγο, που προσδιορίζεται από τις αντιστοιχίες φθόγγων και γραμμάτων. Ωστόσο, ο Γκότοβος (1992), ορίζει την ορθογραφία ως το σύνολο των συμβάσεων της γραφής, τονίζοντας από τη μια μεριά την κοινωνική της διάσταση και διευρύνοντας από την άλλη το πλέγμα των αντιστοιχιών, αφήνοντας να εννοηθεί ότι εκτός από τις αντιστοιχίες φωνημάτων και γραφημάτων, υπάρχουν και άλλες συμβάσεις γραφής που την προσδιορίζουν. Δηλαδή, η ορθογραφία δε θεωρείται απλά μια τεχνική μεταγραφής του προφορικού στο γραπτό λόγο, αλλά εκλαμβάνεται ως μια ζωντανή σχέση μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου που αναπτύσσεται ανάλογα με το κοινωνικο - πολιτισμικό πλαίσιο. Συνοψίζοντας μπορούμε να καταλήξουμε στο γλωσσολογικό ορισμό της Catach (1995: 16; όπως αναφέρεται στο Καρατζάς, 2005), που φαίνεται πιο ολοκληρωμένος και συμπληρώνει τους προηγούμενους, υποστηρίζοντας ότι: «ορθογραφία είναι ο τρόπος να γράφει κανείς τους ήχους και τις λέξεις μιας γλώσσας, σύμφωνα με το σύστημα γραφικής μεταγραφής που έχει υιοθετηθεί σε μια δεδομένη εποχή από τη μια μεριά και από την άλλη με το να ακολουθεί ορισμένες σχέσεις που έχουν δημιουργηθεί με τα άλλα υποσυστήματα της γλώσσας (μορφολογία, σύνταξη, λεξικό)». Η ορθογραφία εδώ γίνεται αντιληπτή ως τρόπος γραφής των λέξεων μιας γλώσσας, που καθορίζεται από δύο άξονες: α) το σύστημα γραφικής μεταγραφής και β) τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στη φωνολογία, τη μορφολογία, τη σύνταξη και το λεξιλόγιο. Η ορθογραφία, λοιπόν, δεν εξαντλείται σε ένα σύνολο στείρων γνώσεων που διαθέτει ένα παιδί. Αντίθετα, ένα παιδί για να γράψει ορθογραφημένα πρέπει να είναι ικανό να διαβάζει τις λέξεις, να κατέχει το χειρισμό των φωνημάτων, να εφαρμόζει φωνημικές γενικεύσεις, να οπτικοποιεί τις λέξεις, να ανακαλεί τη μορφή των γραφημάτων, να επιλέγει το σωστό γράφημα όταν η σχέση μεταξύ ήχου και γραφήματος δεν είναι αυτόματη, να ομαδοποιεί τους γραμματικούς κανόνες, να χρησιμοποιεί την κινητική δεξιότητα κ.α. (Lerner, 1981). Πρόκειται για μια σύνθετη και απαιτητική διαδικασία στην οποία δραστηριοποιούνται πλήθος λειτουργιών και γι αυτό γίνεται λόγος για «ορθογραφικές δεξιότητες». Η Allman (2002: 47) υπογραμμίζει την πολυπλοκότητα των ορθογραφικών δεξιοτήτων αναφέροντας ότι 10

12 απαιτούν «κατανόηση των αντιστοιχίσεων φωνήματος - γραφήματος, των μορφολογικών σχέσεων, της σημασιολογίας των λέξεων, καθώς και της μεταξύ τους σύνδεσης σε επίπεδο πρότασης, δηλαδή της σύνταξης». Οι ορθογραφικές δεξιότητες συνίστανται στο να ανακτά κανείς την ορθογραφία μιας γνωστής λέξης ξεκινώντας από μια ορθογραφική αναπαράσταση που είναι αποθηκευμένη στη μνήμη (Moustry, & Alegria, 1999, όπως αναφέρεται στο Γεράσης, 2010). Άρα, μια λέξη του προφορικού λόγου αφού πρώτα υποστεί μια ενδιάμεση ακουστική και φωνητική επεξεργασία, ταυτίζεται με την οπτική της αναπαράσταση, που είναι αποθηκευμένη στο νοητικό ορθογραφικό λεξικό και κατόπιν λαμβάνει το σημασιολογικό της περιεχόμενο μέσω του σημασιολογικού συστήματος. Συνοψίζοντας, η απόκτηση και η ανάπτυξη των ορθογραφικών δεξιοτήτων συνδέεται άμεσα με τις γλωσσικές γνώσεις του παιδιού, τη φωνολογική, τη μορφοσυντακτική και σημασιολογική επίγνωση, τις γνωστικές λειτουργίες (νοημοσύνη, αντίληψη, μνήμη) και τις μεταγνωστικές ικανότητες (έλεγχος και επιλογή ορθογραφικών στρατηγικών) Η ανάπτυξη των ορθογραφικών δεξιοτήτων Η απόκτηση των ορθογραφικών δεξιοτήτων ξεκινά πριν από την έναρξη της σχολικής ζωής των παιδιών. Τότε το γράψιμο των παιδιών είναι αυθόρμητο και ακαθόριστο ορθογραφικά. Στη συνέχεια όταν το παιδί πηγαίνει σχολείο, οπότε και η διδασκαλία της γραφής γίνεται συστηματικά και οργανωμένα, γράφει λιγότερο αυθόρμητα και ακολουθεί τους κανόνες που διέπουν το γλωσσικό σύστημα. Όσον αφορά στο χαρακτήρα της ανάπτυξης των ορθογραφικών δεξιοτήτων υπάρχουν δύο διαφορετικές και αντικρουόμενες προσεγγίσεις. Από τη μια μεριά, υπάρχει η «θεωρία των σταδίων ή φάσεων», που τονίζει τη γραμμική πορεία της ανάπτυξης των ορθογραφικών δεξιοτήτων, ενώ από την άλλη «η θεωρία του ρεπερτορίου», που δέχεται ότι τα γλωσσικά στοιχεία της ορθογραφημένης γραφής εξελίσσονται και αλληλοσυμπλέκονται παράλληλα. Πιο αναλυτικά, η πρώτη προσέγγιση υποστηρίζει ότι η πορεία ανάπτυξης των ορθογραφικών δεξιοτήτων διέρχεται από διαδοχικά στάδια, δηλαδή τα παιδιά αποκτούν συγκεκριμένες γλωσσικές γνώσεις σε κάθε φάση, οι οποίες αποτελούν 11

13 προϋπόθεση για το πέρασμα στο επόμενο στάδιο η κατάκτηση ενός σταδίου νοείται ως εγκατάλειψη του προηγούμενου σταδίου. Συγκεκριμένα, στα πρώτα στάδια τα παιδιά αποκτούν φωνολογικές γνώσεις, προχωρούν στις ορθογραφικές και τέλος στις μορφολογικές. Όταν ένα παιδί κατακτήσει το ορθογραφικό στάδιο θεωρείται ότι διαβάζει ή ορθογραφεί όλες τις λέξεις - τουλάχιστον τις γνωστές σε αυτόν- με την ορθογραφική στρατηγική και όχι με τη φωνημο - γραφημική. Η διαδοχική απόκτηση των γνώσεων διαφαίνεται και στα ποικίλα αναπτυξιακά μοντέλα των ορθογραφικών δεξιοτήτων, που έχουν προταθεί (Gentry, 1982; Frith, 1985; Watson, 1988; Ellis, 1994). Τα μοντέλα αυτά φέρουν μικρές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, οι οποίες, όμως, δεν επαρκούν για να αναιρεθεί η διακριτότητα των σταδίων. Η Ehri (2000), τόνισε πως τα αναπτυξιακά μοντέλα διαφέρουν κατ όνομα, αλλά στην ουσία μοιάζουν και παρουσιάζει τις εξής φάσεις: α) προ-αλφαβητική ή λογογραφική φάση (προφωνημική ορθογραφία). Τα παιδιά έχουν περιορισμένη γνώση για το αλφαβητικό σύστημα, κατανοούν ότι τα γράμματα μεταφέρουν ένα μήνυμα, αλλά δε γνωρίζουν ότι υπάρχει σχέση μεταξύ ορθογραφίας της λέξης και προφοράς. Γράφουν κάνοντας ζωγραφιές ή γράμματα ή αριθμούς χωρίς νόημα. β) μερική αλφαβητική ή μεταβατική φάση (φωνημική ορθογραφία). Τα παιδιά αρχίζουν να μαθαίνουν το όνομα και τον ήχο των γραμμάτων, αντιλαμβάνονται ότι τα γράμματα αντιπροσωπεύουν συγκεκριμένους ήχους και αρχίζουν να γράφουν τουλάχιστον ένα γράμμα σωστό από τη λέξη, με πιθανότερο το αρχικό ή να αναπαριστούν τις λέξεις με ένα γράμμα για κάθε συλλαβή (π.χ. γλ αντί γάλα). Πολλές φορές, μάλιστα, μπορούν να φτάσουν μέχρι 3 ή 4 σωστά γράμματα, στη σωστή ή σε λάθος σειρά μέσα στη λέξη. Ουσιαστικά, έχουν απομνημονεύσει αυτές τις λέξεις σαν «ζωγραφιές» (οπτικά σύνολα) και συχνά τις αναγνωρίζουν μόνο στο συγκεκριμένο περιβάλλον που τις έχουν γνωρίσει (π.χ. το Βερόπουλος το αναγνωρίζει μόνο όταν βρίσκεται στο Super Merket). γ) πλήρης αλφαβητική φάση. Τα παιδιά διακρίνουν τις συλλαβές και τους ήχους μέσα στις λέξεις και αποθηκεύουν σταδιακά ορθογραφικές εικόνες αναπτύσσοντας ένα σταθερό οπτικό λεξιλόγιο. Ορθογραφούν σωστά όσες λέξεις είναι γνωστές, ενώ τις άγνωστες επιχειρούν να τις αποδώσουν γραπτά αντιστοιχίζοντας το όνομα του γράμματος με τον ήχο που αντιπροσωπεύει η λέξη. 12

14 δ) παγιωμένη αλφαβητική ή ορθογραφική φάση. Τα παιδιά μαθαίνουν και κατανοούν τα μορφολογικά στοιχεία των λέξεων, τα μορφήματα από τα οποία αποτελούνται οι λέξεις χωρίς να τις αναλύουν γράμμαγράμμα (π.χ. παρα-λείπ-ουμε), χειρίζονται σωστά τους ορθογραφικούς κανόνες (π.χ. χρήση διπλών συμφώνων) και συνεχίζουν να εξοικειώνονται με πιο σύνθετους κανόνες και κυρίως την ιστορική ορθογραφία. Για παράδειγμα, στην ελληνική γλώσσα μπορεί να γράψει σωστά ακόμα και λέξεις που δεν έχουν απόλυτη αντιστοιχία γράμματος-ήχου (γραφήματος-φωνήματος), δίψηφα φωνήεντα (ει, αι, οι), συμπλέγματα (σμ, σγ) κ.λπ.. Επίσης, είναι σε θέση να γνωρίζουν ποιο μέρος του γραπτού τους είναι ορθογραφημένο και ποιο είναι λάθος, δηλαδή αρχίζουν να εμφανίζουν μεταγνωστικές δεξιότητες στην ορθογραφία. Όσον αφορά στη δεύτερη προσέγγιση, του ρεπερτορίου, υποστηρίζεται ότι τα παιδιά αποκτούν φωνολογική, μορφολογική, ορθογραφική γνώση και συγκεντρώνουν νοητικές ορθογραφικές εικόνες ταυτόχρονα καθώς αναπτύσσονται και χρησιμοποιούν αυτές τις πηγές γνώσης ανάλογα με τις ορθογραφικές απαιτήσεις του εκάστοτε περιβάλλοντος (Bourassa & Treiman, 2001; Deavers & Brown; 1997; Hughes & Searle, 1997; Treiman & Bourassa, 2000; Varnhagen, McCallum, & Burstow, 1997). Δεν υπάρχουν όρια και αυστηρά καθορισμένα αναπτυξιακά στάδια, αλλά βαθμιαία συσσώρευση γνώσεων και ευελιξία στην ανάκληση και τη χρήση τους βάσει των εκάστοτε αναγκών. Για παράδειγμα, ένας ικανός ορθογράφος στηρίζεται περισσότερο στις ορθογραφικές και μορφολογικές γνώσεις, ενώ χρησιμοποιεί τη φωνολογική κωδικοποίηση στην περίπτωση των άγνωστων λέξεων. Η μη γραμμική αναπτυξιακή πορεία της ορθογραφικής δεξιότητας διαπιστώθηκε και σε πρόσφατη έρευνα (Καρατζάς, 2000) που έγινε σε μαθητές Στ τάξης στην Ελλάδα. Φάνηκε ότι το 8,63% των ανορθόγραφων λέξεων που παρήγαγαν οι μαθητές σε γνωστές τους λέξεις είχαν τέλεια φωνημο - γραφημική και ανεπαρκή μορφημο γραφημική επεξεργασία. Αν και οι μαθητές είχαν περάσει στο στάδιο της ορθογραφικής επεξεργασίας ή είχαν επεξεργαστεί την ορθογραφική δομή των γνωστών τους λέξεων, επιστρέφουν σε στρατηγικές επεξεργασίας που είναι χαρακτηριστικές προηγούμενων σταδίων. 13

15 2.3. Παράγοντες που καθορίζουν την ανάπτυξη των ορθογραφικών δεξιοτήτων Γλωσσικοί Παράγοντες Η ικανότητα κάποιου να ορθογραφήσει στηρίζεται στη λειτουργία τριών στοιχείων, της φωνολογικής, της μορφολογικής και της οπτικό-ορθογραφικής επίγνωσης των λέξεων (Apel, Masterson & Hart, 2004) Φωνολογική επίγνωση Η φωνολογική επίγνωση αφορά στην ακουστική δομή της γλώσσας. Είναι συστατικό των φωνολογικών ικανοτήτων, τις οποίες ένα παιδί αποκτά κατά την προσχολική περίοδο, αλλά αναπτύσσεται κι αργότερα όταν το παιδί αρχίζει τη βασική εκπαίδευση. Πιο αναλυτικά, ένα παιδί αναγνωρίζει τους ήχους των γραμμάτων μιας λέξης προτού διδαχθεί τα γράμματα και όταν η επίσημη διδασκαλία τους ξεκινήσει, τότε οι φωνολογικές δομές που το παιδί έχει ήδη αποκτήσει από την ηλικία των 2,5 ετών σταθεροποιούνται και γίνεται λόγος για φωνολογική επίγνωση (Παντελιάδου, 2011; Τάφα, 2001). Ο Πόρποδας (2002) ορίζει τη φωνολογική επίγνωση ως την ικανότητα του παιδιού να αναλύει τις προφορικές λέξεις στα φωνημικά δομικά τους στοιχεία και οι Μουζάκη, Πρωτόπαπας και Τσαντούλα (2008), αναφέρονται σε αυτήν ως τη συνειδητοποίηση των φωνολογικών μερών του λόγου σε επίπεδο συλλαβής και φωνήματος, πέρα από το νόημα και την επικοινωνιακή τους φύση. Η φωνολογική επίγνωση δεν αποτελεί μια μονοδιάστατη ικανότητα, αλλά περικλείει διάφορα επίπεδα. Σύμφωνα με το Wagner και τους συνεργάτες του (1993) η φωνολογική επίγνωση μπορεί να χωριστεί σε φωνολογική Σύνθεση (δυνατότητα συνδυασμού ήχων σε λέξεις) και Φωνολογική Ανάλυση (δυνατότητα κατάτμησης των λέξεων σε ήχους). Η Φωνολογική Ανάλυση, η κατάτμηση (segmentation) της λέξης σε ήχους, σύμφωνα με την Treiman (1992) γίνεται σε επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο, αφορά στις 14

16 συλλαβές. Κάθε συλλαβή χαρακτηρίζεται από την ακολουθία Συμφώνου-Φωνήεντος- Συμφώνου (Σ-Φ-Σ), το μήκος και τη φωνολογική ταυτότητα. Αυτά τα τρία δομικά στοιχεία της συλλαβής καθορίζουν το βαθμό της συλλαβικής επίγνωσης του παιδιού. Για παράδειγμα, όταν το αρχικό τμήμα μιας συλλαβής έχει την ακολουθία Σ-Σ-Φ αναγνωρίζεται πιο δύσκολα από μια συλλαβή με ακολουθία Σ-Φ-Σ ή Φ-Σ-Φ. Οι Bruck & Treiman (1990) παρατήρησαν ότι το παιδί όταν αναπαριστά γραπτά μια δομή του τύπου Σ-Σ-Φ, παραλείπει συνήθως το δεύτερο σύμφωνο. Επίσης, έχει βρεθεί ερευνητικά (Treiman, Berch & Weatherston, 1993) ότι τα παιδιά εμφανίζουν μια ωριμότητα στην γραπτή απόδοση των φωνημάτων στην αρχή και στο τέλος των συλλαβών (edge effect). Το δεύτερο επίπεδο της φωνολογικής ανάλυσης αφορά στην επίγνωση των αρχικών (onset) και τελικών (rimes) τμημάτων των συλλαβών. Το αρχικό τμήμα μιας συλλαβής συνίσταται στο αρχικό σύμφωνο ή συμφωνικό σύμπλεγμα και το τελικό τμήμα αφορά το υπόλοιπο της συλλαβής, τα ακόλουθα φωνήεντα και σύμφωνα. Για παράδειγμα στη λέξη «χρόνος», αρχικό τμήμα (onset) είναι ο ήχος /chr/ και τελικό (rime) ο ήχος /o/. Η επίγνωση των αρχικών και τελικών τμημάτων των συλλαβών θεωρείται ότι αναπτύσσεται πριν από την επίγνωση των φωνημάτων (Underwood & Batt, 1996), δηλαδή τοποθετείται χρονικά στην ηλικία των 5 ετών, και ότι σχετίζεται κυρίως με την δεξιότητα της ανάγνωσης, η οποία δεν είναι απαραίτητο να έχει κατακτηθεί. Τα παιδιά σύμφωνα με την Treiman (1992) έχουν τη δυνατότητα να διακρίνουν το αρχικό και τελικό τμήμα μιας συλλαβής πριν μάθουν να διαβάζουν. Το τρίτο επίπεδο της φωνολογικής ανάλυσης αφορά στην επίγνωση των φωνημάτων των λέξεων. Ουσιαστικά, πρόκειται για το χωρισμό των λέξεων σε φωνήματα (Gowsami & Bryant, 1990), δεξιότητα που τοποθετείται χρονικά στην ηλικία των 6-8 ετών και θεωρείται δύσκολη για τα παιδιά, διότι στην ομιλία τα φωνήματα δεν αποτελούν ξεχωριστές μονάδες. Έχει παρατηρηθεί πώς τα παιδιά κατορθώνουν να χωρίσουν το αρχικό και τελικό τμήμα μιας συλλαβής, αναγνωρίζουν το αρχικό και τελικό φώνημα κάθε τμήματος της συλλαβής, αλλά δυσκολεύονται να διακρίνουν τα μέσα φωνήματα (Stahl & Murray, 1994; Treiman, Berch & Weatherston, 1993). Η φωνολογική ανάλυση παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ορθογραφικής δεξιότητας μέσω του μηχανισμού της φωνημο - γραφημικής αντιστοιχίας (Αϊδίνης & Κωστούλη, 2007). Πιο αναλυτικά, η φωνολογική ανάλυση 15

17 των λέξεων επιτρέπει στο γράφοντα να αποκωδικοποιήσει το ακουστικό ερέθισμα μιας λέξης, να διακρίνει τις συστατικές φωνημικές μονάδες και να προχωρήσει στη γραφημική απόδοση τους, να αναπαραστήσει τα φωνήματα της λέξης με τα αντίστοιχα γραφήματα. Για παράδειγμα, ένας γράφων για να γράψει τη λέξη γάτα πρέπει να διακρίνει ότι αποτελείται από τα φωνήματα /g/, /a/, /t/, /a/ και να τα αντιστοιχήσει με τα γραφημικά σύμβολα γ,α,τ,α. Οι Stage και Wagner (1992) τονίζουν πώς η διαδικασία της φωνολογικής ανάλυσης ενισχύει κυρίως τους αρχάριους ορθογράφους, οι οποίοι γράφουν αυτό που ακούν. Πράγματι, όταν επιστήσει κανείς την προσοχή των παιδιών στους φθόγγους από τους οποίους αποτελείται μια λέξη και τους αντιπαραθέσει με τα γράμματα, διευκολύνει κατά πολύ τη διαδικασία εκμάθησης της ορθογραφίας σε αλφαβητικά συστήματα γραφής που είναι συμμετρικά διαφανή βάσει της υπόθεσης του ορθογραφικού βάθους (orthographic depth hypothesis) των Katz και Frost (1992, όπως αναφέρεται στο Πόρποδας, 2002), δηλαδή υπάρχει συνέπεια στις αντιστοιχίες φωνημάτων γραφημάτων των λέξεων. Στις περιπτώσεις, λοιπόν, των ομαλών ορθογραφικά λέξεων, ένας αρχάριος ορθογράφος αρκεί να γνωρίζει το αλφαβητικό σύστημα της γλώσσας του και να μετατρέπει τα φωνολογικά στοιχεία των λέξεων στα αντίστοιχα γραφημικά. Η σπουδαιότητα της φωνολογικής επίγνωσης στην εκμάθηση της ορθογραφημένης γραφής της ελληνικής γλώσσας, έχει ερευνητικά τεκμηριωθεί (Harris & Giannouli, 1999; Aidinis & Nunes, 2001; Manolitsis & Tafa, 2009). Σχετικές έρευνες (Αϊδίνης, 2006; Αϊδίνης & Παράσχου, 2004) έχουν δείξει πως τα παιδιά που έχουν υψηλότερο επίπεδο φωνολογικής επεξεργασίας κάνουν λιγότερα ορθογραφικά λάθη. Αντίθετα, οι μαθητές με φτωχές δεξιότητες φωνολογικής επεξεργασίας τείνουν να κάνουν περισσότερα ορθογραφικά λάθη που αφορούν προσθήκες, παραλείψεις, αντικαταστάσεις και μεταθέσεις συλλαβών και γραμμάτων (Kotoulas & Padeliadou, 2000). Σε ανάλογη διαπίστωση έχουν καταλήξει ερευνητές από το διεθνή χώρο, όπως η Treiman και οι συνεργάτες της (Treiman, 1985, 1991, 1992; Bruck & Treiman, 1990), οι οποίοι μελέτησαν στην αγγλική γλώσσα τα ορθογραφικά λάθη τόσο σε ειδικές περιπτώσεις παιδιών με δυσκολίες στη φωνολογική επίγνωση όσο και σε περιπτώσεις παιδιών, που συγκριτικά με τους ενηλίκους είχαν διαφορετικής ποιότητας φωνολογική επίγνωση. Ανάμεσα στα συμπεράσματα ήταν πώς ορισμένα ορθογραφικά λάθη προέρχονται από την ασαφή 16

18 γνώση των φωνητικών δομικών στοιχείων που παρατηρούνται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως αυτής του ξ (κς) για την ελληνική γλώσσα. Εν κατακλείδι, η έλλειψη της φωνολογικής επίγνωσης μπορεί να θεωρηθεί μία από τις κύριες αιτίες των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν τα παιδιά στην προσπάθεια τους να γίνουν επιδέξιοι ορθογράφοι και παράγοντας υψηλού κινδύνου για μελλοντική αναγνωστική και γραφική υστέρηση (Bradley & Bryant, 1983) Μορφολογική επίγνωση Η φωνολογική επίγνωση (phonological awareness) καθορίζει σημαντικά την απόδοση του παιδιού στην κατάκτηση της ορθογραφημένης γραφής. Ωστόσο, η φωνολογία δεν αρκεί για να εξασφαλίσει την ακρίβεια της μεταγραφής του προφορικού λόγου σε ορθογραφημένο γραπτό λόγο (Fayol & Jaffre, 1999). Τα αλφαβητικά συστήματα, όπως η ελληνική γλώσσα, αν και είναι συνήθως μονοφωνημικά, δηλαδή η αντιστοιχία γραφημάτων φωνημάτων είναι απλή και ο γράφων μπορεί εύκολα να γράψει τις λέξεις αυτές στηριζόμενος σε διαδικασίες φωνολογικής αποκωδικοποίησης, υπάρχουν περιπτώσεις που η αντιστοιχία δεν είναι μονοσήμαντη (Πόρποδας, 2002). Αυτό σημαίνει ότι η αντιστοιχία φωνήματος γραφήματος δεν είναι 1-1, ένα φώνημα μπορεί να αντιστοιχεί σε πολλά γραφήματα ή πολλά φωνήματα σε ένα γράφημα (Treiman, 1993; όπως αναφέρεται στο Διακογιώργη, Μπαρής & Βαλμάς, 2005). Χαρακτηριστικά παραδείγματα στην ελληνική γλώσσα αποτελούν το φώνημα /i/, το οποίο μπορεί γραφημικά να αποδοθεί με τους ακόλουθους έξι διαφορετικούς τρόπους: ι, η, οι, ει, υ, υι (τόπι, λύπη, κύκλοι, βλέπει, δάκρυ, υιοθετώ), καθώς και το γράφημα ευ το οποίο μπορεί να αποδοθεί φωνητικά ως /ef/ (ευχαριστώ) ή /ev/ (ευγενικός). Οι φωνημογραφικές αναντιστοιχίες δημιουργούν ορθογραφικές δυσκολίες καθώς αίρεται η διαφάνεια απόδοσης του προφορικού λόγου σε ορθογραφημένο γραπτό και προκύπτει η ανάγκη χρήσης μονάδων μεγαλύτερων από τα φωνήματα, όπως είναι τα μορφήματα, τα οποία υπερβαίνουν τις σταθερές σχέσεις μεταξύ φωνημάτων γραφημάτων (Αϊδίνης & Δαλακλή, 2006). Μορφήματα ονομάζονται τα ελάχιστα συστατικά των λέξεων που φέρουν μορφή (σημαίνον) και σημασία (σημαινόμενον) (Ράλλη, 2005). Διακρίνονται δύο 17

19 είδη μορφήματος, το λεξικό (θεματικό), που είναι φορέας της λεξικής, της κύριας και σταθερής σημασίας των λέξεων, και το γραμματικό (ληκτικό), που εκφράζει τις γραμματικές σχέσεις (Ιγνατιάδου, 2008). Η ικανότητα κατάτμησης του προφορικού και γραπτού λόγου σε μονάδες που είναι φορείς σημασίας (λεκτικά και γραμματικά μορφήματα), ο συνειδητός χειρισμός τους και γενικότερα η γνώση της εσωτερικής δομής των λέξεων λέγεται μορφολογική ενημερότητα (Γκότοβος, 1992) ή μορφολογική επίγνωση ή μορφολογική συνείδηση (Καρατζάς, 2005). Η μορφολογική ενημερότητα συνδέεται με τη σύνταξη και τη συντακτική ενημερότητα, την «ικανότητα συνειδητού συλλογισμού για τις συντακτικές όψεις της γλώσσας και άσκησης ελέγχου στην εφαρμογή γραμματικών κανόνων» (Gombert, 1992: 39). Για παράδειγμα, για την ορθή γραφή της λέξης ton της φράσης «το παιδί των φαναριών» είναι απαραίτητη η πρόσβαση στις γραμματικές πληροφορίες του μορφήματος -on της λέξης Fanarion και στη συνέχεια η αντιστοίχιση της, με το αντίστοιχο γραφημο - γραμματικό μόρφημα <των>, δηλαδή θα πρέπει ο μαθητής να σκεφτεί ότι η φράση «των φαναριών» αναφέρεται στη γενική του πληθυντικού αριθμού και επομένως και οι δυο καταλήξεις γράφονται με ω. Οι Bryant, Nunes και Aidinis (1999) έχουν προσδιορίσει τρία είδη σύνδεσης ανάμεσα στη μορφολογία και την ορθογραφία. Το πρώτο αφορά στην απόφαση μεταξύ δύο ή περισσότερων αποδεκτών ορθογραφικών ακολουθιών, όπως αναφέρθηκε στην αρχή του τρέχοντος κεφαλαίου και το οποίο χαρακτηρίζει την ελληνική γλώσσα. Ο δεύτερος τρόπος σύνδεσης είναι ο συλλαβισμός (ορθογραφία) των μορφημάτων που δεν προφέρονται, το οποίο χαρακτηρίζει τη γαλλική και γερμανική γλώσσα. Ο τρίτος τρόπος αναφέρεται στις συμβατικές ορθογραφίες για τα μορφήματα που παραβλέπουν τους κανόνες αντιστοιχίας φωνήματος - γραφήματος. Στην αγγλική γλώσσα η ορθογραφία του θέματος των λέξεων, δηλαδή των μορφημάτων με σημασία παρά με συντακτική αξία συχνά παραμένει σταθερή, ακόμα κι αν η προφορά αλλάζει καθώς προστίθεται ένα παραγωγικό μόρφημα. Για παράδειγμα, στην αγγλική γλώσσα τα παιδιά μπορούν να αναγνωρίσουν τη ρίζα sign στη λέξη signature και να γράψουν σωστά τη λέξη sign με μια γραφημική αντιπροσώπευση του άηχου φωνήματος /g/ (Varnhagen et al, 1997; όπως αναφέρεται στο Διακογιώργη, Μπαρής & Βαλμάς 2005). Τα τελευταία χρόνια, η έρευνα τόσο στο διεθνή χώρο (Carlisle & Katz, 2006; Deacon & Bryant, 2006; Elbro & Arnbak, 1996; Nunes & Bindman, 2006: όπως 18

20 αναφέρεται στο Τσεσμελή, 2007) όσο και στον ελληνικό χώρο (Aidinis, 1998; Harris & Giannouli, 1999; Αϊδίνης, 2001; Αϊδίνης, 2003; Nunes, Aidinis & Bryant, 2006; Chliounaki & Bryant, 2007) έχει επισημάνει το σημαντικό ρόλο των μορφημάτων και της μορφολογικής ενημερότητας στην ανάπτυξη της ορθογραφημένης γραφής. Πιο αναλυτικά, ο Nunes και οι συνεργάτες του (1997) μελέτησαν την ορθογραφία λέξεων της αγγλικής γλώσσας που λήγουν σε έναν από τους δύο ήχους /t/ ή /d/, κάποια από τα οποία ορθογραφούνται φωνητικά και κάποια μορφολογικά. Υπάρχουν τρεις τύποι λέξεων που τελειώνουν σε /t/: τα ομαλά ρήματα (kissed), τα ανώμαλα ρήματα (kept) και άλλες λέξεις πλην ρήματος (soft). Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η μορφολογική επίγνωση επιδρά στη γνώση των παιδιών σε σχέση με το πότε να χρησιμοποιούν το μόρφημα -ed. Για τους Έλληνες μαθητές τυπικής ανάπτυξης οι Chliounaki & Bryant (2007) σε διαχρονική έρευνα μελέτησαν την επίδοση του φωνήματος /i/ στην ορθογραφία του θέματος και της κατάληξης στις 4 εναλλακτικές αποδόσεις τους (δίνω-παιδί-μήλο-θείο-δένει-κοιτάζει-κήποι). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι μαθητές έγραφαν με μεγαλύτερη ακρίβεια την ορθογραφία των καταλήξεων έναντι του θέματος στην αρχή της Α δημοτικού, η αύξηση όμως της επίδοσης των μαθητών στις καταλήξεις ήταν πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με το θέμα μέχρι τα μέσα της Β δημοτικού. Επίσης, βρέθηκε ότι οι μαθητές εφάρμοζαν στην αρχή της Α δημοτικού κυρίως φωνολογικές στρατηγικές στην ορθογραφία των καταλήξεων επιλέγοντας τα απλά γραφήματα ι και η σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τα δίψηφα ει και οι, το οποίο συμφωνεί με τα ευρήματα των Διακογιώργη, Μπαρή & Βαλμά (2005), οι οποίοι σχετικά με την ορθογραφική απόδοση του ληκτικού φωνήματος /i/ από μαθητές της Α δημοτικού διαπίστωσαν ότι η πιο συχνή γραφημική αντιπροσώπευση ήταν με -ι σε ποσοστό 65% σε αντίθεση με τα χαμηλά ποσοστά 29% για το η, 6% για το οι και 1% για το υ. Παρ όλα αυτά, η κατάκτηση των διψήφων φωνηέντων άρχιζε να αυξάνει προοδευτικά ως αποτέλεσμα της κατανόησης του μορφοσυντακτικού τους ρόλου. Επίσης, παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα από παλιότερη έρευνα του Αιδίνη (1998) σε μαθητές Β Ε δημοτικού σχετικά με την ορθογραφία καταλήξεων που λήγουν στα φωνήματα /ο/ (περιοδικό, ψηλώνω), /e/ (μιλάμε, φωτίζεται) και /i/ (αποθήκη, βαγόνι, διάδρομοι, θερίζει), ο οποίος βρήκε ότι οι μαθητές των πρώτων τάξεων χρησιμοποιούσαν κυρίως τους φωνολογικούς μηχανισμούς στην ορθογραφία των καταλήξεων, ενώ στις μεγαλύτερες τάξεις χρησιμοποιούσαν κατά κανόνα τους 19

21 μορφοσυντακτικούς. Πιο πρόσφατα, ο Αϊδίνης (2005) ασχολήθηκε με την ανάλυση των λαθών των παιδιών προσπαθώντας αφενός να διερευνήσει εάν υπάρχουν αναπτυξιακά στάδια στις διαδικασίες ανάπτυξης της ορθογραφημένης γραφής και αφετέρου το ρόλο της φωνολογικής και μορφοσυντακτικής ενημερότητας στη διαδικασία της ορθογραφημένης γραφής. Στην έρευνά του συμμετείχαν 130 μαθητές Α, Γ και Στ τάξης (Ν=45, 46 και 39 αντίστοιχα για κάθε τάξη). Η έρευνα διεξήχθη τον Απρίλιο, δηλαδή στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Τα παιδιά εξετάστηκαν αρχικά σε δύο έργα φωνολογικής ενημερότητας. Ένα έργο διάκρισης αρχικής και τελικής συλλαβής και φωνήματος. Το δεύτερο έργο ήταν άσκηση αντικατάστασης αρχικής και τελικής συλλαβής ή φωνήματος. Μετά εξετάστηκαν σε τέσσερα έργα μορφοσυντακτικής ενημερότητας. Ένα έργο κρίσης και διόρθωσης αντιγραμματικής πρότασης, αποτελούμενη από 10 προτάσεις. Ένα έργο σύνθεσης 10 προτάσεων με λέξεις σε τυχαία σειρά. Ένα έργο δημιουργίας παραγώγων και ένα έργο μετατροπής χρόνου, αριθμού και φωνής μιας πρότασης. Στα παιδιά, επίσης, δόθηκαν και τρία έργα ορθογραφίας. Στο πρώτο τα παιδιά έπρεπε να γράψουν 37 λέξεις ποικίλου περιεχομένου. Στο δεύτερο έπρεπε να γράψουν τις ίδιες λέξεις, μέσα όμως σε προτάσεις και στο τρίτο έργο έπρεπε να βρουν την αντίθετη λέξη. Τα αποτελέσματα της έρευνάς του έδειξαν πρώτον ότι υπάρχει μια αναπτυξιακή πορεία στην κατάκτηση της ορθογραφίας και δεύτερον ότι τα παιδιά χρησιμοποιούν τρεις στρατηγικές για να γράφουν ορθογραφημένα: τη φωνολογική στρατηγική, τη μορφολογική στρατηγική και τη στρατηγική της απομνημόνευσης, δηλαδή η ανάπτυξη της φωνολογικής και μορφοσυντακτικής ενημερότητας συνδέεται σημαντικά με την ορθογραφημένη γραφή και μάλιστα η μορφοσυντακτική ενημερότητα επιτυγχάνεται αργότερα και σε μεγαλύτερες ηλικίες από ότι η φωνολογική ενημερότητα. Το ζήτημα πότε αποκτάται και χρησιμοποιείται στην ορθογραφία η μορφολογική γνώση έχει απασχολήσει και τα ερευνητικά πορίσματα είναι αντικρουόμενα. Η Treiman (1993) έδειξε πως τα παιδιά της πρώτης τάξης του δημοτικού σχολείου με μητρική γλώσσα τα αγγλικά αποδίδουν το ληκτικό φώνημα /ed/ φωνολογικά, χωρίς να συνυπολογίζουν τους μορφολογικούς κανόνες, με αποτέλεσμα να επιλέγουν το λανθασμένο t. Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται τα αποτελέσματα ερευνών (Bryant & Nunes, 1998; Nunes, Bryant & Bindman, 1997) στα αγγλικά δηλώνοντας ότι υφίσταται μια καθυστέρηση στη χρήση των μορφολογικών στρατηγικών έναντι των φωνολογικών. Από την άλλη η Treiman και 20

22 οι συνεργάτες της σε μεταγενέστερη έρευνα (1994) παρατήρησαν ότι και πολύ μικρά παιδιά μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη μορφολογία. Συγκεκριμένα, βρήκαν ότι τα παιδιά νηπιαγωγείου μπορούν να αναπαραστήσουν σωστά το /t/ στη λέξη dirty βασιζόμενα στον τρόπο που γράφεται η λέξη από την οποία παράγεται, δηλαδή το dirt, ενώ τη λέξη city απέδιδαν λανθασμένα ως cidy. Η συμβολή της μορφολογικής γνώσης στην ορθογραφημένη γραφή επισημάνθηκε και σε πληθυσμούς παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές δυσκολίες. Η Reed (2008, όπως αναφέρεται στο Τσεσμελή, 2009) ύστερα από βιβλιογραφική ανασκόπηση ερευνών παρατήρησε ότι όταν τα δείγματα αποτελούσαν μαθητές με δυσκολίες ανάγνωσης και γραφής, οι μορφολογικές στρατηγικές επιδρούσαν σημαντικά. Η επισήμανση αυτή επιβεβαιώθηκε από πρόσφατη έρευνα των Τσεσμελή και Seymour (2007), οι οποίοι διερευνώντας την επίδραση της μορφολογικής στρατηγικής σε δείγμα παιδιών με δυσλεξία σε σχέση με μαθητές αντίστοιχης ηλικίας και με μαθητές αντίστοιχης αναγνωστικής ικανότητας, αλλά μικρότερης ηλικίας, φάνηκε πως οι μαθητές με δυσλεξία βελτίωσαν την ορθογραφική τους επίδοση στις μορφολογικά σύνθετες λέξεις Οπτικό - ορθογραφική επίγνωση Η ορθογραφική γνώση αποτελεί μέρος των ορθογραφικών διαδικασιών. Περιλαμβάνει τη γνώση των κανόνων ορθογραφίας καθώς και των ορθοτακτικών (orthotactic) κανόνων, δηλαδή των κανόνων που καθορίζουν τους θεσιακούς περιορισμούς για τα γράμματα. Ουσιαστικά, αφορά στα νόμιμα μοτίβα γραμμάτων σε κάθε γλώσσα (Hagiliassis, Pratt & Jonhson, 2006), που αποτελούν προϊόν γλωσσικής σύμβασης και δεν εξηγούνται λογικά. Για παράδειγμα το σύμπλεγμα ght, το οποίο είναι δυνατό στα αγγλικά, αλλά όχι στα γαλλικά ή ο συνδυασμός nsw, ο οποίος είναι επιτρεπτός στην αγγλική γλώσσα, αλλά ποτέ στην αρχή της λέξης. Παρόμοια στην ελληνική γλώσσα υπάρχει μια ποικιλία προβλέψιμων σχημάτων ορθογραφίας, ορθογραφικές κανονικότητες, τις οποίες ο γράφων είναι απαραίτητο να γνωρίζει, ώστε να μπορεί να προφέρει και να γράψει σωστά αυτό που προηγείται ή έπεται (π.χ. αυ, ευ, ντ, μπ) (Varnhagen 1995). Επίσης, υπάρχουν λέξεις εξαιρέσιμες που δεν 21

23 εμπίπτουν σε κάποιον κανόνα φωνητικό, ορθογραφικό ή μορφολογικό και η ορθογραφική ταυτότητα τους πρέπει απλά να εντυπωθεί από τον αναγνώστη, να αποθηκευτεί και να ανασυρθεί τη στιγμή της ορθογράφησης. Ομοίως, για τις ομόφωνες λέξεις θα ήταν δύσκολη η κατανόηση και η ορθή γραφή τους, ιδιαίτερα εκτός συμφραζομένων, χωρίς την αναφορά σε καταχωρήσεις του οπτικοορθογραφικού λεξικού. Σύμφωνα με τον Πόρποδα (2002) σε περιπτώσεις ομόηχων λέξεων, που η σημασία τους εξαρτάται από την ορθογραφική τους ταυτότητα, φαίνεται ότι και η ανάγνωση είναι οπτική, εξαρτάται δηλαδή από την αναγνώριση της ορθογραφικής δομής των λέξεων. Ορισμένοι ερευνητές (Cunningham et al, 2001) θεωρούν ότι η ορθογραφική γνώση αποτελεί ξεχωριστό παράγοντα επίδρασης στην ανάπτυξη της ορθογραφημένης γραφής. Η ορθογραφική γνώση προϋποθέτει την αναγνώριση συγκεκριμένων ορθογραφικών αναπαραστάσεων, οι οποίες συλλέγονται μέσω της διαρκούς και συστηματικής έκθεσης στον τυπωμένο γραπτό λόγο, μέσω της ανάγνωσης. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, ο αναγνώστης παίρνει λέξεις από το κείμενο και τις διατηρεί ως προς το γλωσσικό τύπο στη βραχυπρόθεσμη μνήμη. Όταν ο αναγνώστης κατανοήσει ένα σύνολο λέξεων, όλες αυτές πρέπει να αποθηκευτούν ως ιδέες ή γνώσεις στη μακροπρόθεσμη μνήμη, ενώ παράλληλα να συνεχίσουν να διατηρούνται στη βραχυπρόθεσμη μνήμη, προκειμένου να μην ξεχαστούν κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης από τον αναγνώστη, ο οποίος με αυτό τον τρόπο θα καταφέρει να πετύχει το σκοπό της ανάγνωσης, δηλαδή την κατανόηση του τυπωμένου κειμένου (Marschark, Lang, & Albertini, 2002). Ουσιαστικά, η μακρόχρονη μνήμη συνδέεται με τη συγκράτηση του σημασιολογικού περιεχομένου των πληροφοριών, που επιδιώκουμε να προσλάβουμε και να κατανοήσουμε, καθώς και με την αναγνώριση του κάθε γράμματος για τον προσδιορισμό της προφοράς του και της κατανόησης της λέξης που διαβάζουμε. Η βραχύχρονη μνήμη από την άλλη συμπεριλαμβάνει τις τελευταίες λέξεις που έχει διαβάσει ή ακούσει κάποιος ή κάποιες σκέψεις που είχε μέσα στο μυαλό του σε μια δεδομένη στιγμή. Η βραχύχρονη συγκράτηση των πληροφοριών του γραπτού λόγου, που προσλαμβάνεται σε κάθε οπτική προσήλωση σε συνδυασμό με τη λειτουργία της μακρόχρονης μνήμης έχει ονομαστεί μνήμη εργασίας (working memory) και μέσω αυτής διαμορφώνεται το εσωτερικευμένο νοητικό λεξικό του αναγνώστη, το οποίο με κάθε αναγνωστική προσπάθεια εμπλουτίζεται και τον καθιστά ικανότερο. Εάν, όμως, η βραχυπρόθεσμη 22

24 μνήμη είναι απασχολημένη με άσχετα μεταξύ τους γράμματα, τμήματα λέξεων και άλλα χωρίς νόημα αντικείμενα και οι δομές τις μακρόχρονης μνήμης είναι φτωχές σε πληροφορίες και λεξιλόγιο, τότε ο αναγνώστης δεν είναι επιδέξιος και αδυνατεί να αποκωδικοποιήσει εύκολα και να οργανώσει τις λεπτομερείς πληροφορίες που διαβάζει, να κατανοήσει ένα κείμενο και κατ επέκταση να γράψει ορθογραφημένα (Leybaert, 1993; Dreyer, Luke & Melican 1995). Συμπερασματικά, όσοι είναι καλοί στην ανάγνωση διαβάζουν περισσότερο, βλέπουν περισσότερες λέξεις συνέχεια, αποθηκεύουν και διαθέτουν πλούσιες οπτικό - ορθογραφικές αναπαραστάσεις, χρήσιμες για την ορθογράφηση εξαιρέσιμων λέξεων και ορθογραφικών μοτίβων. Σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφηκε υπάρχει στενή σχέση μεταξύ της ανάγνωσης και των ορθογραφικών δεξιοτήτων. Η συστηματική αποκωδικοποίηση, κατανόηση και αποθήκευση των λέξεων συμβάλλουν στο σχηματισμό και εμπλουτισμό των ορθογραφικών αναπαραστάσεων του γράφοντα, οι οποίες γίνονται ολοένα πιο ακριβείς και τον καθιστούν πιο ώριμο να διαχειρίζεται τόσο τις γνωστές όσο και τις άγνωστες λέξεις. Η ποιοτική και βαθμιαία αυξανόμενη έκθεση στο γραπτό λόγο δίνει την ευκαιρία στα παιδιά να εξοικειώνονται και να γίνονται ικανότερα στην αναγνώριση της ορθογραφικής ομοιότητας μεταξύ των λέξεων και να ορθογραφούν, πέρα από γνωστές λέξεις αποθηκευμένες στη μνήμη από προηγούμενη επεξεργασία, και άγνωστες κατά αναλογία προς γνωστές λέξεις ή τμήματα λέξεων (Goswami, 1988; Αϊδίνης, 2006). Σε έρευνα, οι Laxon, Coltheart & Keating (1998) έδειξαν πώς λέξεις με πολλούς ορθογραφικούς γείτονες είναι πιο φιλικές για τα παιδιά και γι αυτό τις γράφουν με μεγαλύτερη ευκολία και πιο σωστά από τις λέξεις που δε μοιράζονται γραφημικά μοτίβα με πολλές άλλες λέξεις. Για παράδειγμα, στα αγγλικά η λέξη same, έχει πολλούς ορθογραφικούς γείτονες (name, lane, sane) και γι αυτό είναι πιο εύκολη στην ορθογράφηση της από τη λέξη neck (Διακογιώργη, Μπαρής & Βαλμάς, 2005). Το ίδιο συμβαίνει και στην ελληνική γλώσσα που είναι πλούσια σε παράγωγες λέξεις, δηλαδή λέξεις που έχουν κοινή ρίζα και ανήκουν στην ίδια οικογένεια λέξεων, οπότε ένας ορθογράφος έχει τη δυνατότητα να συνδέσει κατά αναλογία τις λέξεις με κοινή ρίζα και να μην καταχωρεί στη μνήμη του πολλές διαφορετικές ορθογραφικές ταυτότητες. Η οπτικό - ορθογραφική επεξεργασία των λέξεων και η πρόσβαση στο οπτικό - ορθογραφικό λεξικό είναι μια διαδικασία δύσκολη τόσο για τους αρχάριους όσο και για ώριμους ορθογράφους. Οι αρχάριοι ορθογράφοι δεν έχουν πολλές αναγνωστικές 23

25 εμπειρίες και βρίσκονται σε πορεία πρόσληψης και εμπλουτισμού του οπτικό - ορθογραφικού λεξικού. Βέβαια, αυτό δεν αποκλείει τη χρήση των ορθογραφικών στρατηγικών κατά την ορθογράφηση. Η Treiman (1993) διερεύνησε εάν παιδιά νηπιαγωγείου, πρώτης και δευτέρας τάξης του δημοτικού έχουν επίγνωση των ορθογραφικών μοτίβων της αγγλικής γλώσσας και διαπίστωσε πως τα παιδιά του νηπιαγωγείου έχουν κάποια γνώση των βασικών αγγλικών ορθογραφικών μοτίβων, η οποία φαίνεται στην πρώτη και δευτέρα τάξη, όπου αποδίδουν σωστά σε ποσοστό 85% ορθογραφικά μοτίβα. Αργότερα, οι Cassar και Treiman (1997) προχώρησαν την έρευνα εξετάζοντας τη σχέση μεταξύ της γνώσης των ορθογραφικών μοτίβων με το αναπτυξιακό τους επίπεδο. Βρέθηκε πώς άτομα που είχαν χαρακτηριστεί φωνητικοί ορθογράφοι γνώριζαν τους ορθογραφικούς περιορισμούς στα ζεύγη φωνηέντων και συμφώνων. Από την άλλη οι ώριμοι ορθογράφοι έχουν εμπλουτισμένες οπτικόορθογραφικές αναπαραστάσεις και η πρόσβαση στο οπτικό νοητικό λεξικό είναι εύκολη, διότι έχουν αυτοματοποιήσει τη διαδικασία. Ωστόσο, ενδέχεται μια πληροφορία στη μνήμη να «χαθεί» και να μην μπορεί να ανασυρθεί (Πόρποδας, 2002). Το οπτικό - ορθογραφικό νοητικό λεξικό αποθηκεύει λέξεις βάση την ορθογραφική ταυτότητα τους, την προφορά και το νόημα. Παράγοντες όπως η συχνότητα της λέξης η κανονικότητα της ορθογραφίας και ο αριθμός των συλλαβών επηρεάζουν. 24

26 2.4. Ορθογραφικές δεξιότητες και κωφοί μαθητές Οι κωφοί και οι βαρήκοοι μαθητές αποτελούν μια ξεχωριστή ομάδα του μαθητικού πληθυσμού, καθώς η απώλεια ακοής, οποιουδήποτε τύπου και βαθμού μειώνει, παραμορφώνει ή εξαφανίζει τους ήχους, δηλαδή στερεί την πλήρη πρόσληψη των ακουστικών ερεθισμάτων και επηρεάζει τη φυσιολογική ανάπτυξη της γλώσσας. Ειδικά, το παιδί, που γεννιέται κωφό ή χάνει την ακοή του μέχρι την ηλικία των τριών ετών (προγλωσσικός κωφός) παρουσιάζει ελλειμματικότητα στην πρόσληψη του προφορικού λόγου, έχει περιορισμένα γνωστικά σχήματα για τον προφορικό λόγο, περιορισμένη γνώση όλων των στοιχείων της ομιλούμενης γλώσσας (φωνολογία, μορφολογία, σημασιολογία) και κατ επέκταση περιορισμένη ικανότητα επεξεργασίας του προφορικού λόγου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όπως επισημαίνει ο Moores (Stewart & Clarke, 2003), το κωφό παιδί να μην κατακτά το σύστημα ήχων, που είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη του εγγραμματισμού και αφενός δυσκολίες στην εκμάθηση της ανάγνωσης και της γραφής να προκύπτουν και αφετέρου δευτερογενή προβλήματα να δημιουργούνται. Ερευνητικά έχει φανεί ότι τα κωφά παιδιά δυσκολεύονται στην αποκωδικοποίηση της λέξης, το λεξιλόγιο, τη γραμματική, τη σύνταξη, την αναγνωστική κατανόηση κ.α. (Marschark, Lang, & Albertini, 2002), τα οποία συνδέονται άμεσα με τη φωνολογική, μορφολογική και ορθογραφική γνώση και τον τρόπο που αξιοποιείται η γνώση αυτή στη διαδικασία της ορθογραφημένης γραφής. Το μέγεθος των δυσκολιών των κωφών παιδιών ποικίλλει ανάλογα τα ατομικά χαρακτηριστικά τους, δηλαδή την ηλικία εμφάνισης της απώλειας της ακοής (προγλωσσική ή μεταγλωσσική βαρηκοΐα/κώφωση), την ηλικία διάγνωσης, το βαθμό απώλειας, τη φύση της παθολογίας του αυτιού, το είδος της ενίσχυσης της ακοής, το χρόνο έναρξης της παρεμβατικής αγωγής, την εξελικτική πορεία της απώλειας της ακοής (προοδευτική ή σταθερή βαρηκοΐα), το βαθμό πρόσβασης σε μια γλώσσα και την ποιότητα επικοινωνίας στο οικογενειακό περιβάλλον, το βαθμό ενασχόλησης με το παιδί, την ευφυΐα, το κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο, τον τρόπο εκπαίδευσης, την προσωπικότητα, τα κίνητρα κτλ. (Λαμπροπούλου, 1999β; Νικολαραϊζη, 2011). 25

27 Φωνολογική επεξεργασία Η ορθογραφημένη γραφή συνδέεται με τη φωνολογική ενημερότητα κατά τρόπο «αμοιβαίο και ανταποδοτικό» σύμφωνα με τον Πόρποδα (2002: 239). Αυτό σημαίνει πώς αφενός η φωνολογική επίγνωση αποτελεί προϋπόθεση της ορθογραφίας και αφετέρου η φωνολογική ενημερότητα και η ορθογραφική δεξιότητα εξελίσσονται μαζί μετά από κάποιο σημείο. Δεδομένου αυτής της σχέσης καθώς και λαμβάνοντας υπόψη ότι η φωνολογική γνώση βασίζεται στους ήχους μεμονωμένων γραμμάτων ή το συνδυασμό τους και δηλώνει την ικανότητα του παιδιού να συνειδητοποιήσει ότι ο προφορικός λόγος αποτελείται από μικρότερα τμήματα, προτάσεις, φράσεις λέξεις, συλλαβές και τέλος φωνήματα, δηλαδή προϋποθέτει την πλήρη πρόσβαση και επεξεργασία των ακουστικών ερεθισμάτων (Chard & Dickson, 1999, όπως αναφέρεται στο Μαράκη & Κολαρά, 2009), γεννιέται το ερώτημα πώς μπορούν τα παιδιά με προβλήματα ακοής να αποκτούν φωνολογική επίγνωση και να χρησιμοποιούν τη φωνητική προσέγγιση στην ορθογραφημένη γραφή. Μια πρώτη λογική απάντηση είναι πώς η διαδικασία της φωνολογικής κωδικοποίησης εξαρτάται από το βαθμό απώλειας ακοής των παιδιών και πως τα βαρήκοα παιδιά και τα παιδιά με κοχλιακό εμφύτευμα, μπορούν να έχουν φωνολογική ενημερότητα, αφού έχουν πρόσβαση στον ήχο, ενώ τα κωφά παιδιά δεν μπορούν. Πράγματι, οι Perfetti & Sendak (2000, όπως αναφέρεται στο Marschark, Lang, & Albertini, 2002) αναφέρουν ότι τα βαρήκοα παιδιά αποδίδουν καλύτερα από εκείνα με μεγαλύτερη ακουστική απώλεια, επειδή μπορούν να ακούσουν με την υπολειμματική ακοή τους ήχους γραμμάτων. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά με σοβαρή απώλεια ακοής αποκλείονται από την απόκτηση φωνολογικών αναπαραστάσεων; Σύμφωνα με τον Miller (1997, όπως αναφέρεται στο Marschark, Lang, & Albertini, 2002) τα παιδιά με σοβαρή απώλεια ακοής χρησιμοποιούν άλλους τρόπους αποκωδικοποίησης των λέξεων, που δε βασίζονται στην ακουστική πληροφορία, αλλά στην οπτική. Ειδικότερα, τα κωφά παιδιά λαμβάνουν φωνολογικές πληροφορίες μέσω: - της χειλεανάγνωσης (speechreading), η οποία όπως σημειώνουν οι Dodd & Hermelin (1977, όπως αναφέρεται στο Leybaert, 1993), αποτελεί μια σημαντική πηγή φωνολογικών πληροφοριών και κυρίως για εκ γενετής άτομα με απώλεια ακοής, των οποίων τα υπολείμματα ακοής δεν αξιοποιούνται. Μέσα από τη χειλεανάγνωση τα 26

28 κωφά παιδιά αποκτούν την αλφαβητική στρατηγική στηριζόμενοι στη σχέση των γραφημάτων (ή ομάδες γραφημάτων) με τις φωνολογικές αναπαραστάσεις τους, βελτιώνοντας τη φωνολογική επίγνωση και επομένως τη γλωσσική τους ικανότητα αναφορικά με την ομιλούμενη και γραπτή γλώσσα. Ωστόσο, η χειλεανάγνωση δεν παρέχει πλήρη φωνολογικά δεδομένα, διότι σε κάθε χειλική κίνηση μπορεί να αντιστοιχούν περισσότερα από ένα φωνήματα (Leybaert & Alegria,1995). - της δακτυλογραφής, σύμφωνα με την οποία τα γράμματα μιας λέξης παρουσιάζονται με τις αντίστοιχες χειρομορφές του δακτυλικού αλφαβήτου, δηλαδή υποκαθιστά την φωνημογραφημική αντιστοίχιση που επιτελείται μέσω της ακοής από παιδιά χωρίς απώλεια. Επιτρέπει στα κωφά παιδιά να αποκτήσουν συνείδηση της συνέχειας των γραφημάτων, που στοιχειοθετούν μια λέξη καθώς και των μερώνσυλλαβών, και ενισχύει την ορθογραφική αποκωδικοποίηση του γραπτού λόγου όπως συμπέραναν ερευνητικά οι Alvarado (2008) και Musselman (2000). - της υποβοηθούμενης ομιλίας (cued speech), η οποία είναι ένα σύστημα χειρομορφών που ενισχύει την οπτική πληροφορία της χειλεανάγνωσης, δηλαδή πρόκειται για σχήματα µε τα χέρια, τα οποία όταν παρατηρούνται μαζί µε τις μορφές των χειλιών, διευκρινίζουν τα φωνήματα που παρουσιάζονται στα χείλη. Στην Υποβοηθούμενη Ομιλία χρησιμοποιούνται οκτώ σχήματα του χεριού, τα οποία σχηματίζονται σε τέσσερις θέσεις πολύ κοντά στα χείλη. Τα σύμφωνα κωδικοποιούνται σε οκτώ σχηματισμούς µε το χέρι. Κάθε σχηματισμός αντιπροσωπεύει µία ομάδα από σύμφωνα, τα οποία μπορούν να διακριθούν το ένα από το άλλο πάνω στα χείλη µε το χέρι. Τα φωνήεντα είναι κωδικοποιημένα σε τέσσερις διαφορετικές θέσεις σε απόσταση 10 εκ. από τα χείλη στο στόμα, στο πηγούνι, στο λαιμό και στην κάτω πλευρά του προσώπου. Κάθε θέση αντιπροσωπεύει τρία φωνήεντα µε διαφορετικό σχήμα χειλιών, π.χ. φωνήεντα µε χείλη σε σχήμα επίπεδο, ανοικτά-στρογγυλεμένα και κλειστά-στρογγυλεμένα. Οι δίφθογγοι κωδικοποιούνται κινώντας το χέρι από την κωδικοποιημένη θέση του πρώτου φωνήεντος σε εκείνη του δεύτερου. Η βασική αρχή της Υποβοηθούμενης Ομιλίας είναι ότι το χέρι αποτελεί μερικό συμπλήρωμα και δεν αντικαθιστά τις πληροφορίες από τα χείλη, αλλά τις διασαφηνίζει ώστε να μη μένει καμιά φωνολογική πληροφορία απροσπέλαστη (Leybaert, 1993). Οι έρευνες για την Υποβοηθούμενη Ομιλία έχουν πραγματοποιηθεί κυρίως στη γαλλική γλώσσα, ενώ στην περίπτωση της ελληνικής νοηματικής γλώσσας δεν υπάρχει Υποβοηθούμενη Ομιλία. 27

29 - της νοηματικής γλώσσας. Η νοηματική γλώσσα είναι μια οπτική γλώσσα που δεν υπολείπεται των υπόλοιπων γραπτών γλωσσών. Όπως όλες οι γλώσσες έχει μορφολογία, σύνταξη, σημασιολογία, και μάλιστα αρκετά πολύπλοκη δομή. Πιο αναλυτικά, βασική γλωσσολογική μονάδα της νοηματικής γλώσσας είναι το νόημα, το οποίοι αναλύεται σε μικρότερες γλωσσολογικές μονάδες, α) τη θέση, δηλαδή μέσα στο χώρο όπου σχηματίζεται, β) τη χειρομορφή, δηλαδή το σχήμα των χεριών και γ) την κίνηση του χεριού. Οι συνδυασμοί των τριών αυτών μονάδων συνιστούν τη μορφολογία της νοηματικής γλώσσας. Η νοηματική συμπληρώνεται από μη χειρονομικά στοιχεία, όπως η έκφραση του προσώπου και των ματιών, που αποτελούν μέρος της γραμματικής και της σύνταξης της νοηματικής. (Λαμπροπούλου, 1997; 1998). Τα κωφά παιδιά συνηθίζουν να απομονώνουν χειρομορφές και κινήσεις μέσα στην ίδια λέξη νόημα, όπως κάνουν τα ακούοντα παιδιά με δομικά στοιχεία και διακριτά μέρη των λέξεων της ομιλούμενης γλώσσας. Όμως, η σύνδεση των χειρομορφών με τα γράμματα της αλφαβήτου μπορεί να οδηγήσει σε επισφαλείς φωνολογικές πληροφορίες, όπως συμβαίνει και με τη χειλεανάγνωση. Πιο συγκεκριμένα, ενδέχεται να παραχθεί γραπτός λόγος που δεν ακολουθεί τους γλωσσικούς κανόνες, δηλαδή να είναι μια επινοημένη γραφή («invented writing»), η οποία είναι αναμενόμενη και για τα ακούοντα παιδιά, αλλά στην περίπτωση τους αποκωδικοποιείται, ενώ στην περίπτωση των κωφών παιδιών είναι δύσκολο να αποκωδικοποιηθεί από τον οποιοδήποτε. Για παράδειγμα, η Jane είναι ένα 6χρονο κωφό κορίτσι ακουόντων γονέων το οποίο χρησιμοποιεί για την επικοινωνία του τη νοηματική γλώσσα ή συνδυάζει προφορικό λόγο και νοημάτα. Γράφοντας η Jane για να αποδώσει τη λέξη punk ξεκίνησε να γράφει χρησιμοποιώντας το γράμμα /k/, το οποίο στη αμερικανική νοηματική γλώσσα είναι η χειρομορφή που κινούμενη από το μέτωπο προς το πίσω μέρος του κεφαλιού σημαίνει punk και συνέχισε συμπληρώνοντας τη λέξη kiss. Έτσι, προέκυψε η επινοημένη λέξη kissb, η οποία με κανένα συστηματικό τρόπο δε μοιάζει με τη λέξη punk και ούτε και η ίδια η Jane ήταν σε θέση ξαναδιαβάζοντας το κείμενο της να αντιληφθεί τι εννοούσε με τη λέξη αυτή (Mayer, 2007). Οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές αξιοποιώντας το οπτικό κανάλι προσλαμβάνουν πληροφορίες για τη φωνολογική ταυτότητα των λέξεων. Αποκτούν φωνολογική ενημερότητα, αλλά με τρόπο διαφορετικό από τα ακούοντα. Το νέο ερώτημα που γεννιέται είναι κατά πόσο τα κωφά παιδιά αξιοποιούν στην 28

30 ορθογραφημένη γραφή τις φωνολογικές πληροφορίες που συλλέγουν με τους οπτικούς τρόπους αποκωδικοποίησης των λέξεων ή επιλέγουν άλλους τρόπους ορθογράφησης. Στο κεφάλαιο που ακολουθεί παρατίθενται διεξοδικά στοιχεία ερευνητικά για την ορθογραφία και τους κωφούς και βαρήκοους μαθητές, που πληροφορούν για το είδος των ορθογραφικών λαθών που κάνουν, τη γνώση που αξιοποιούν και τις στρατηγικές ορθογράφησης που επιλέγουν Ορθογράφηση και κωφοί μαθητές: πορίσματα ερευνών Σε διεθνές επίπεδο πλήθος ερευνών έχουν μελετήσει την ορθογραφική δεξιότητα των κωφών και σημαντικά ευρήματα έχουν αναδειχθεί. Όσον αφορά στην ανάπτυξη και εξέλιξη της ορθογραφικής δεξιότητας των κωφών παιδιών χαρακτηριστική είναι η έρευνα της Padden (1993), η οποία μελέτησε κωφά παιδιά με μητρική γλώσσα την αμερικανική νοηματική και ηλικίας 4-9 ετών, δηλαδή παιδιά που βρίσκονταν σε αρχικό στάδιο γραφικής δραστηριότητας. Τα παιδιά παρήγαγαν ελεύθερα γραπτό λόγο καταγράφοντας λέξεις που εντάσσονταν σε μια θεματική όπως «όλα τα χρώματα που ξέρω» και η επεξεργασία των δεδομένων αποκάλυψε ότι τα κωφά παιδιά εκλαμβάνουν τα γράμματα μιας λέξης ως γλωσσικές μονάδες που συμπλέκονται μεταξύ τους και η θέση τους μέσα στη λέξη (αρχή, μέση, τέλος) σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη ταυτότητα κάθε γράμματος παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ορθογραφημένη γραπτή απόδοση όλης της λέξης. Πιο αναλυτικά, τα παιδιά μικρότερης ηλικίας (4-5 ετών) παράγουν λέξεις μικρής έκτασης με 3-4 γράμματα και κάνουν πολλές αντικαταστάσεις (π.χ. log αντί love) και μεταθέσεις (π.χ. gip αντί pig). Καθώς μεγαλώνουν και φτάνοντας στην ηλικία των 9-10 ετών, η έκταση της λέξης φτάνει τα 6 γράμματα, οι μεταθέσεις και οι αντικαταστάσεις αφορούν κυρίως τα ενδιάμεσα και το τελικό γράμμα της λέξης, ενώ το αρχικό γράμμα αποδίδεται σταθερά σωστά. Από το σύνολο, μάλιστα, των 185 λέξεων που γράφτηκαν μόνο οι 7 ξεκινούσαν με αδύνατους συνδυασμούς συμφώνων (π.χ. 4-5 ετών: cta αντί cat, 6 ετών: smlie αντί smile). Όσον αφορά το είδος των γραμμάτων που αντικαθιστούνταν (substitution) επρόκειτο για γράμματα που μοιάζουν οπτικά μεταξύ τους, δηλαδή τα 29

31 κωφά παιδιά μπέρδευαν γράμματα που είχαν το ίδιο ύψος (t, d, b) ή την ίδια κατάληξη (p, q, g) (π.χ. m, n momkey αντί monkey, t, k dest αντί desk). Όσον αφορά στις διαγραφές (deletions) τα μικρότερα παιδιά διέγραφαν ενδιάμεσα και τελικά γράμματα (π.χ. 4-5 ετών: hose αντί house, 6 ετών: bar αντί bear, 7 ετών: siter αντί sister), αλλά τα μεγαλύτερα διέγραφαν σύνολο γραμμάτων (π.χ. 8 ετών: cheerling αντί cheerleading). Πιο πρόσφατα, η Allman (2002) μελέτησε τις ορθογραφικές δεξιότητες κωφών και βαρήκοων παιδιών, που βρίσκονταν σε αρχικό στάδιο γραφικής δραστηριότητας, στο νηπιαγωγείο και την πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου και τα οποία χρησιμοποιούσαν την Ολική Μέθοδο Επικοινωνίας και κατέληξε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα αναφορικά με τα ορθογραφικά μοτίβα των κωφών παιδιών και το κατά πόσο η ανάπτυξη της ορθογραφικής δεξιότητας τους μοιάζει με αυτήν των ακουόντων. Σε όλα τα παιδιά δόθηκε ένα τεστ χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, το πρώτο αξιολογούσε τη γνώση του αλφαβήτου, δηλαδή τα παιδιά έπρεπε να αναγνωρίσουν και να γράψουν τα κεφαλαία και μικρά γράμματα της αλφαβήτου που παρουσιάζονταν με τυχαία σειρά, το δεύτερο αφορούσε τη λέξη, δηλαδή τα παιδιά έπρεπε να ταιριάξουν τις λέξεις του προφορικού λόγου με τις γραπτές, το τρίτο εξέταζε τη φωνημική ενημερότητα, δηλαδή τα παιδιά έπρεπε να ορθογραφήσουν 12 λέξεις και το τέταρτο την αναγνώριση των λέξεων μέσα από μια λίστα περίεργων λέξεων, που τα παιδιά έπρεπε να αποκωδικοποιήσουν, να μαντέψουν σε ποια αληθινή αντιστοιχεί και να τη γράψουν. Όσον αφορά στο τρίτο μέρος, την ορθογράφηση των 12 λέξεων, δόθηκε πέντε φορές μέσα σε ένα χρόνο και παρατηρήθηκαν βασικές διαφορές στην ορθογράφηση των κωφών και ακουόντων παιδιών. Πιο αναλυτικά, η Allman διαπίστωσε πως σε αντίθεση με τα ακούοντα παιδιά, που στο αρχικό στάδιο της ανάπτυξης της ορθογραφικής δεξιότητας, το αλφαβητικό, αποδίδουν γραπτά το πρώτο και πιθανόν και το τελευταίο γράμμα μιας λέξης, τα κωφά παιδιά γράφουν πιο διαδοχικά, δηλαδή για παράδειγμα θα γράψουν τη λέξη road ως roe αντί rd, δηλαδή παράγουν περισσότερο την ακολουθία των γραμμάτων της λέξης από την αρχή ως το τέλος χρησιμοποιώντας κυρίως οπτικές πληροφορίες. Όσον αφορά στο είδος των ορθογραφικών λαθών ένα σημαντικό εύρημα είναι πώς τα κωφά και βαρήκοα παιδιά συγκριτικά με τα ακούοντα παιδιά κάνουν περισσότερα φωνολογικά ανακριβή λάθη στην ορθογράφηση (προσθήκες, παραλείψεις κλπ), δηλαδή λάθη που αναιρούν τη φωνολογική ταυτότητα των λέξεων, 30

32 και λιγότερα φωνολογικά ακριβή λάθη, λάθη που δεν αναιρούν τη φωνολογική ταυτότητα της λέξης και όλα τα φωνήματα αναπαρίστανται γραπτά χωρίς όμως να επιλέγονται τα σωστά γραφήματα (π.χ. pennsul αντί pencil) (Dodd, 1980; Leybaert & Alegria, 1995; Aaron, Keetay, Boyd, Palmatier, & Wacks, 1998; Sutcliffe et al., 1999; Leybaert, 2000; Leybaert & Lechat, 2001; Ηarris & Moreno, 2004). Πιο αναλυτικά, οι Sutcliffe, Dowker και Campbell (1999) μελέτησαν προγλωσσικά κωφά παιδιά, ακουόντων γονέων με μέσο όρο ηλικίας 10 ετών, τα οποία είχαν υιοθετήσει τη νοηματική γλώσσα στην επικοινωνία τους και φοιτούσαν σε σχολεία που χρησιμοποιούσαν την Ολική Επικοινωνία. Οι επιδόσεις τους στο τεστ ορθογράφησης συγκρίθηκαν με τις αντίστοιχες ακουόντων παιδιών διαφορετικών εθνοτήτων, που μάθαιναν την αγγλική ως δεύτερη γλώσσα. Τα ακούοντα παιδιά ήταν καλύτεροι ορθογράφοι είτε επειδή γνώριζαν καλύτερα αγγλικά, είτε επειδή είχαν αναπτύξει φωνολογικές δεξιότητες στη μητρική τους γλώσσα είτε επειδή ήταν καλύτεροι αναγνώστες και υπέπεσαν σε λάθη φωνολογικά ακριβή (phonological plausible), τα οποία αφορούσαν κυρίως τα φωνήεντα και ήταν αντικαταστάσεις, δηλαδή ήταν λάθη που μαρτυρούν ότι γνωρίζουν πόσοι ήχοι συμπεριλαμβάνονται σε μια λέξη έστω κι αν δεν επιλέγουν το σωστό γράμμα. Από την άλλη, τα κωφά παιδιά πραγματοποίησαν περισσότερα λάθη φωνολογικής ανακρίβειας (phonological implausible) παραλείποντας ή προσθέτοντας σύμφωνα, που υποδηλώνει πώς δεν αποκωδικοποίησαν φωνολογικά τις λέξεις. Το ίδιο παρατήρησαν και οι Aaron, Keetay, Boyd, Palmatier και Wacks (1998), οι οποίοι αναλύοντας ποιοτικά τα ορθογραφικά λάθη κωφών παιδιών ηλικίας 5-12 ετών διαπίστωσαν ότι ήταν κυρίως φωνολογικά μη αποδεκτά (ανακρίβειας) (π.χ. brothe αντί break), καθώς τα παιδιά παρέλειπαν, μετατόπιζαν ή αντικαθιστούσαν γράμματα σε μεγαλύτερο ποσοστό από τα ακούοντα παιδιά. Τα φωνολογικά ανακριβή λάθη στο γραπτό λόγο των κωφών παιδιών σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα ευρήματα ώθησε τον Aaron και τους συνεργάτες τους να υποστηρίξουν πώς τα παιδιά αυτά δεν αξιοποιούν τη φωνολογία και τις φωνολογικές στρατηγικές στην ορθογράφηση. Τη χρήση του φωνολογικού κώδικα επιχείρησαν να μελετήσουν και οι Harris και Moreno (2004) σε κωφά παιδιά διαφορετικής ηλικίας προκειμένου να διερευνήσουν τις αναπτυξιακές αλλαγές της φωνολογικής δεξιότητας. Πιο αναλυτικά, στην έρευνα τους συμμετείχαν κωφά παιδιά μικρής (7-8 ετών) και μεγάλης (13-14 ετών) ηλικίας με μέσο όρο ακουστικής απώλειας 85dB, που χρησιμοποιούσαν την 31

33 ολική μέθοδο επικοινωνίας. Για κάθε ομάδα κωφών παιδιών υπήρχαν δύο ομάδες ελέγχου ακουόντων, εκ των οποίων η μία ήταν αντίστοιχης ηλικίας και η άλλη αντίστοιχης αναγνωστικής ικανότητας. Χρησιμοποιήθηκαν τρία τεστ αξιολόγησης της φωνολογικής κωδικοποίησης: 1) μια δοκιμασία βραχυπρόθεσμης μνήμης (Short Term Memory Span - STM), 2) μια δοκιμασία κρίσεων ορθογραφικής νομιμότητας (orthographic awareness test) και 3) μια δοκιμασία ορθογράφησης (Spelling Test) λέξεων στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν κυρίως μη τυπικές (irregular) μονοσύλλαβες (π.χ. eye, door) ή πολυσύλλαβες (television, squirrel) λέξεις και ορισμένες τυπικές (regular) μονοσύλλαβες λέξεις (π.χ. car, fish). Η ανάλυση έδειξε πως τα κωφά παιδιά μικρής ηλικίας ορθογράφησαν λιγότερες λέξεις συγκριτικά με τα ακούοντα και όσον αφορά στα φωνολογικά λάθη τα ακούοντα έκαναν περισσότερα φωνολογικά ακριβή λάθη, ενώ τα κωφά σημείωσαν μεγαλύτερο ποσοστό λαθών φωνολογικής ανακρίβειας. Η διαφορά αυτή δείχνει ότι τα ακούοντα παιδιά χρησιμοποιούν κατά κύριο λόγο φωνολογικές στρατηγικές στην ορθογράφηση, ενώ τα κωφά παιδιά δε χρησιμοποιούν στον ίδιο βαθμό τη φωνολογική κωδικοποίηση. Συμπερασματικά, οι Harris και Moreno λαμβάνοντας υπόψη τις επιδόσεις σε όλα τα τεστ υποστηρίζουν ότι τα κωφά παιδιά ανεξάρτητα από την ηλικία δυσκολεύονται στην απομνημόνευση της σειράς στοιχείων, που είναι φωνολογικά κωδικοποιημένα και χρησιμοποιούν το οπτικό κανάλι ως κύρια οδό πρόσληψης και ανάκλησης μιας λέξης, της σειράς των γραμμάτων, της σωστής ορθογραφίας. Παρομοίως, η Wakefield (2006) χρησιμοποιώντας τις ορθογραφικές δοκιμασίες των Harris και Moreno διερεύνησε τα ορθογραφικά λάθη 22 κωφών παιδιών διαφόρων ηλικιών, προσχολικής και σχολικής ηλικίας (έως 16 ετών), με διαφορετικό βαθμό απώλειας ακοής, μέθοδο επικοινωνίας, σχολικό πλαίσιο και κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, ότι τα λάθη ήταν κυρίως φωνολογικά ανακριβή, δηλαδή έγιναν πολλοί αναγραμματισμοί, που σημαίνει ότι τα κωφά παιδιά δε στηρίζονται στο φωνολογικό κώδικα. Σε ορισμένες έρευνες που μελέτησαν την αξιοποίηση των φωνολογικών γνώσεων στην ορθογράφηση αναδείχθηκε ένας ακόμα καταλυτικός παράγοντας, η τυπικότητα της λέξης (regularity). Διαπιστώθηκε ότι τα κωφά παιδιά ορθογραφούν ακριβέστερα λέξεις με τυπική-ομαλή ορθογράφηση παρά λέξεις μη τυπικέςαδιαφανείς (Burden & Campbell, 1994; Kyle & Harris, 2006; Leybaert & Alegria, 1995; Leybaert, 2000; Leybaert & Lechat, 2001; Sutcliffe et al., 1999). Για παράδειγμα, οι Sutcliffe, Dowker και Campbell (1999) βρήκαν ότι τα κωφά παιδιά 32

34 ορθογράφησαν με μεγαλύτερη συνέπεια τις τυπικές (regular) λέξεις, δηλαδή όσες είχαν συνήθη ορθογραφία και σαφή σχέση ανάμεσα στην ορθογραφία και τον ήχο (π.χ. cat, spider) από ότι τις εξαιρέσιμες (exceptional), όσες δηλαδή περιείχαν φωνήματα με πολλαπλές γραφημικές αντιστοιχίσεις (π.χ. bread, το /e/ συνήθως αποδίδεται γραπτά με το e) ή τις ιδιότυπες (strange) λέξεις, δηλαδή όσες είχαν ιδιαίτερη προφορά και γραπτή απόδοση (π.χ. tongue, sponge). Η διαφορά αυτή σημειώθηκε μεταξύ των τύπων των λέξεων υψηλής συχνότητας κι όχι στις λέξεις με χαμηλή συχνότητα. Κατ επέκταση, οι ερευνητές έθεσαν υπό αμφισβήτηση την επίδραση της φωνολογίας στην απόδοση των λέξεων υψηλής συχνότητας και υποστήριξαν ότι τα ορθογραφικά μοτίβα των κανονικών λέξεων (π.χ. at, από τη λέξη cat) όντας πιο συνηθισμένα εντυπώνονται ευκολότερα και πώς τα κωφά παιδιά μπορεί να εμφανίζουν φωνολογική ευαισθησία, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι έχουν πλήρη φωνολογική επίγνωση και ότι χρησιμοποιούν συστηματικά φωνολογικές στρατηγικές στην ορθογράφηση. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν το ζήτημα της φωνολογικής επίγνωσης και αξιοποίησης της στην ορθογράφηση στην περίπτωση των κωφών μαθητών είναι αμφιλεγόμενο. Τα ερευνητικά πορίσματα ποικίλλουν και η ετερογένεια του συγκεκριμένου μαθητικού πληθυσμού δεν επιτρέπει γενικεύσεις. Το βέβαιο είναι πώς στο γραπτό λόγο των κωφών παιδιών τα λάθη φωνολογικής ανακρίβειας είναι συνήθη και αναμενόμενα εφόσον η πρόσβαση τους στα φωνολογικά στοιχεία των λέξεων είναι περιορισμένη λόγω της ελλειμματικότητας του ακουστικού καναλιού τους. Ωστόσο, δεν αποκλείεται η αξιοποίηση των φωνολογικών γνώσεων που τα κωφά και βαρήκοα παιδιά συλλέγουν μέσω των εναλλακτικών τρόπων φωνολογικής ενημερότητας, οι οποίοι παρουσιάστηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο. Έχει φανεί ερευνητικά ότι τα κωφά παιδιά αξιοποιούν τις φωνολογικές πληροφορίες που συλλέγουν μέσω της χειλεανάγνωσης (Burden & Campbell, 1994; Allman, 2002; Leybaert, 2000). Αναλυτικότερα, οι Burden και Campbell (1994) συνέκριναν τις ορθογραφικές δεξιότητες προγλωσσικών κωφών εφήβων, ηλικίας 14 ετών, με δύο ομάδες ακουόντων, μία ομάδα ακουόντων ίδιας ηλικίας και μία ακουόντων ίδιας αναγνωστικής ικανότητας. Οι συμμετέχοντες έγραφαν λέξεις που δίνονταν μέσω εικόνας, οι οποίες ήταν χωρισμένες σε υψηλής και χαμηλής συχνότητας καθώς και ανάλογα με τον τύπο, σε τυπικές, εξαιρέσιμες και ιδιότυπες λέξεις. Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι τα κωφά παιδιά σκόραραν καλύτερα από τους ακούοντες ίδιου 33

35 αναγνωστικού επιπέδου, αλλά χαμηλότερα από τους συνομήλικους ακούοντες. Επηρεάστηκαν τόσο από τη συχνότητα όσο και από τον τύπο της λέξης και τα λάθη τους έδειξαν ότι οι επιλογές τους καθορίστηκαν από τη φωνολογική ενημερότητα, που είχαν διαμορφώσει μέσω της χειλεανάγνωσης. Το ίδιο παρατήρησε και η Allman (2002) στα γραπτά των κωφών παιδιών πρώτης σχολικής ηλικίας. Τα φωνήεντα που αρχικά ήταν λιγότερα από τα σύμφωνα σιγά σιγά αυξάνονταν, αλλά τοποθετούνταν συνήθως στο τέλος λέξεων (π.χ. mle, roe, sne). Ουσιαστικά, τα κωφά παιδιά δυσκολεύτηκαν στην γραπτή απόδοση των φωνηέντων και κυρίως των μακρών (τα οποία εμφανίζονται στην αρχή της ανάπτυξης της ορθογραφικής δεξιότητας), διότι τα εν λόγω φωνήεντα δεν είναι ευδιάκριτα στο στόμα. Δεν υπήρχε, λοιπόν, συνέπεια στην ορθογράφηση των φωνηέντων, αλλά και των συμφώνων που μοιάζουν στο στόμα, για παράδειγμα τα φωνήματα /p/, /b/, /m/ συγχέονταν και αντικαθιστούνταν μεταξύ τους. Κατ αναλογία η Leybaert (2000) σε έρευνα παρατήρησε πώς τα κωφά παιδιά παραλείπουν το δεύτερο ή τρίτο γράμμα των συμφωνικών συμπλεγμάτων, τα οποία επίσης δεν είναι ευδιάκριτα κατά τη χειλεανάγνωση. Όταν, μάλιστα, ζητήθηκε από τα παιδιά να αναπαράγουν αυθόρμητα λέξεις με συμφωνικά συμπλέγματα επανέλαβαν τα ίδια λάθη και τις ίδιες παραλείψεις και κυρίως όταν βρίσκονταν στο τέλος της λέξης. Ένα πρόσθετο εύρημα για την ορθογράφηση των κωφών παιδιών αφορά στα νόμιμα ορθογραφικά μοτίβα, που αποτελούν δείκτη της χρήσης των οπτικό - ορθογραφικών στρατηγικών. Οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές δείχνουν να έχουν και να αξιοποιούν την οπτικό-ορθογραφική γνώση από μικρή ηλικία, δηλαδή γνωρίζουν τους συνήθεις ορθογραφικά συνδυασμούς γραμμάτων και τη θέση τους μέσα στην λέξη καθώς και τους ορθογραφικούς περιορισμούς της γλώσσας. Για παράδειγμα, στην έρευνα της Padden (1993) ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η απόδοση των διπλών γραμμάτων, καθώς στην αγγλική γλώσσα αναδιπλασιάζονται συγκεκριμένα γράμματα (όπως gg και nn) και ποτέ στην αρχή της λέξης. Τα κωφά παιδιά είτε παρέλειπαν να αναδιπλασιάσουν (π.χ. biger αντί bigger) είτε αναδιπλασίαζαν γράμματα που δε χρειαζόταν (π.χ. verry αντί very) είτε μετατόπιζαν το διπλό γράμμα, αλλά πάντα στο εσωτερικό της λέξης (π.χ. alppe αντί apple). Τηρώντας την ορθογραφική νομιμότητα περί αναδιπλασιασμού των γραμμάτων της αγγλικής γλώσσας εντός της λέξης, δεν αναδιπλασίασαν το αρχικό γράμμα. 34

36 Εξίσου ενδιαφέρουσα ήταν η επίδοση των κωφών παιδιών μεγαλύτερης ηλικίας ετών και αναγνωστών της γαλλικής γλώσσας στην έρευνα των Daigle και των συνεργατών του (2009). Οι συμμετέχοντες έπρεπε να επιλέξουν ποια ψευδολέξη από κάθε ζεύγος που προβαλλόταν σε υπολογιστή έμοιαζε περισσότερο σε πραγματική λέξη. Οι ψευδολέξεις κάθε ζεύγους συμφωνούσαν ως προς το μήκος και τον αριθμό των συλλαβών και επιλέχθηκαν, ώστε να αξιολογούν τη γνώση των παιδιών αναφορικά με τη νόμιμη θέση των διπλών συμφώνων και φωνηέντων στα γαλλικά. Στη γαλλική γλώσσα ο αναδιπλασιασμός συμφώνου επιτρέπεται μόνο στο εσωτερικό της λέξης και ο αναδιπλασιασμός φωνήεντος είναι σπανιότερος. Τα κωφά παιδιά επέλεγαν λέξεις με διπλό σύμφωνο εντός της λέξης κι όχι στην αρχή ή το τέλος. Ωστόσο, τα κωφά παιδιά ηλικίας ετών δεν είχαν καλές επιδόσεις στις ψευδολέξεις με στόχο τα φωνήεντα. Η διαφοροποίηση αυτή δεν παρατηρήθηκε στις επιδόσεις των ακουόντων ο παράγοντας ηλικία δεν επηρέασε την επίδοση τους, το οποίο συμφωνεί με παρατήρηση του Pacton και των συνεργατών του (2001) ότι η ορθογραφική γνώση στα ακούοντα παιδιά έχει αναπτυχθεί σημαντικά μέχρι τη δευτέρα τάξη. Δε συμβαίνει, όμως, το ίδιο με τα κωφά παιδιά, που η απόκτηση οπτικό-ορθογραφικής γνώσης συνεχίζει σε όλη τη διάρκεια του δημοτικού και αργότερα ανάλογα με το πόσο συστηματική είναι η επαφή τους με το γραπτό λόγο. Τέλος, όσον αφορά στο ρόλο της συχνότητας των διπλών συμφώνων καμιά διαφορά δε σημειώθηκε στην περίπτωση των ακουόντων παιδιών, ενώ στην περίπτωση των κωφών παιδιών παρατηρήθηκε πτώση στην επιτυχία τους καθώς μίκραινε η συχνότητα των διπλών συμφώνων. Γενικότερα, ο παράγοντας συχνότητα επηρεάζει την ορθογράφηση των κωφών και βαρήκοων παιδιών. Τα κωφά και βαρήκοα παιδιά συνηθίζουν να ορθογραφούν με περισσότερη ακρίβεια τις λέξεις υψηλής συχνότητας παρά τις λέξεις χαμηλής συχνότητας (Burden et Campbell, 1994; Leybaert, 2000; Sutcliffe et al., 1999). Η επίδραση του παράγοντα συχνότητα παρατηρήθηκε και για τα ακούοντα παιδιά (Burden & Campbell, 1994; Lété, Peereman, et Fayol, 2008; Leybaert, 2000; Treiman, 1993), αλλά δεν είναι σαφές εάν η επίδραση είναι πιο ισχυρή σε μία από τις δύο ομάδες παιδιών. Οι Burden και Campbell (1994), όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, παρατήρησαν πώς η συχνότητα επηρεάζει τα κωφά παιδιά σε μεγαλύτερο βαθμό από τα ακούοντα παιδιά ίδιας αναγνωστικής ικανότητας, ενώ η Leybaert (2000) διαπίστωσε το αντίθετο, δηλαδή ότι τα κωφά παιδιά που είχαν δεχθεί 35

37 γλωσσική διδασκαλία με υποβοηθούμενη ομιλία (cued speech) επηρεάστηκαν από τη συχνότητα των λέξεων σε μικρότερο βαθμό από τα ακούοντα παιδιά. Όσον αφορά στη μορφολογική γνώση και την ορθογραφική δεξιότητα των κωφών μαθητών, αναφέρεται ότι υπάρχει διαφορά συγκριτικά με τα ακούοντα παιδιά. Η Gaustad και οι συνεργάτες της (2002) επισημαίνουν ότι τα ακούοντα παιδιά αποκτούν γνώση των μορφολογικών δομών των λέξεων μέσω της προφορικής επικοινωνίας και μεταφέρουν τις γνώσεις αυτές στη διαδικασία κατάκτησης του εγγραμματισμού, που συστηματοποιείται με την έναρξη της σχολικής φοίτησης. Για παράδειγμα, τα ακούοντα παιδιά γνωρίζουν και κατανοούν μέσω της ομιλίας από νωρίς τη μορφολογική δομή του πληθυντικού αριθμού των λέξεων, η οποία θεωρείται από τους πιο απλούς μορφολογικούς δείκτες (Mervis & Jonhson, 1991). Από την άλλη το επίπεδο της μορφολογικής γνώσης των κωφών παιδιών είναι χαμηλότερο και παρατηρείται καθυστέρηση στην απόκτηση των μορφολογικών δομών των λέξεων λόγω της απώλειας της ακοής και της μερικής έκθεσης στο γραπτό λόγο. Σε έρευνα που πραγματοποίησαν η Gaustad και οι συνεργάτες της (2002; data re-examined in Gaustad & Kelly, 2004; Kelly & Gaustad, 2007) μελέτησαν την ικανότητα ακουόντων και κωφών παιδιών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (11-12 ετών) καθώς και φοιτητών (19-34 ετών) σε δύο δοκιμασίες. Στην πρώτη έπρεπε να χωρίζουν τυπωμένες λέξεις σε μορφήματα (Test Split Decisions) και στη δεύτερη να επιλέγουν τη σωστή σημασία του υποδεικνυόμενου κάθε φορά μορφήματος (Test Meaningful Parts). Σύμφωνα με τα δεδομένα που συλλέχθηκαν και αναλύθηκαν ποσοτικά η μορφολογική γνώση των κωφών φοιτητών ήταν περίπου ίδια με τη γνώση των ακουόντων μαθητών της δευτεροβάθμιας και των κωφών μαθητών ακόμα πιο χαμηλή. Μάλιστα όσο αύξανε η δυσκολία των μορφολογικών περιεχομένων τόσο μειωνόταν η επίδοση των κωφών φοιτητών και ακόμα περισσότερο των κωφών μαθητών. Συγκεκριμένα, οι κωφοί φοιτητές ήταν ικανότεροι στην απλή και διαφανή παραγωγή λέξεων, αλλά δυσκολεύονταν να κατανοήσουν τις παραγωγικές σχέσεις πολύπλοκων μορφολογικά λέξεων. Η διαφορά στη μορφολογική γνώση μεταξύ των ακουόντων και των κωφών είναι εμφανής και ηλικιακά αγγίζει τα 11 χρόνια βάσει της προαναφερθείσας έρευνας. Βέβαια τα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν είναι εξειδικευμένα, διότι ελέγχουν μεταγλωσσικές δεξιότητες και δεν εξετάζουν τη χρήση της μορφολογικής γνώσης σε δραστηριότητες γραμματισμού. 36

38 Το ερώτημα περί χρήσης της μορφολογικής γνώσης στη γραφή επιχείρησαν να απαντήσουν ερευνητικά οι Leybaert και Alegria (1995) στο Βέλγιο. Το δείγμα τους αποτελούταν από δύο ομάδες κωφών παιδιών, η μία συμπεριελάμβανε παιδιά με Μ.Ο. ηλικίας 10,4-16,8 ετών και η δεύτερη παιδιά με Μ.Ο. ηλικίας 6,10-8,5 ετών. Το ερώτημα που τέθηκε ήταν εάν τα κωφά παιδιά χρησιμοποιούν τη μορφολογία στην ορθογράφηση λέξεων (spelling). Παρατηρήθηκε ότι τα κωφά παιδιά ήταν ακριβέστερα στην ορθογράφηση φωνολογικά μη κανονικών λέξεων, όταν η μη κανονικότητα ήταν μορφολογικά κανονική, δηλαδή μπορούσαν να αποδώσουν σωστά την ορθογραφία άγνωστων αρσενικών ονομάτων της γαλλικής κατ αναλογία με άλλα γνωστά τους ονόματα. Ωστόσο, τα νεότερα σε ηλικία κωφά παιδιά δεν έδειξαν καμιά ευαισθησία στις μορφολογικές σχέσεις, αλλά αξιοποίησαν τις φωνολογικές αναπαραστάσεις, τις σχέσεις ανάμεσα στα φωνολογικά τμήματα και τα γραφήματα που αντιστοιχούν σε αυτά δείχνοντας ότι η ηλικία και η ικανότητα χειρισμού του προφορικού λόγου από τα κωφά παιδιά καθορίζει πόσο αξιοποιούνται οι φωνολογικές πληροφορίες που έχουν συλλεχθεί οπτικά. Εξίσου αποθαρρυντικά είναι τα ευρήματα των Tur-Kaspa και Dromi (2001) σε έρευνα με δείγμα κωφών παιδιών με δεύτερη γλώσσα την ομιλούμενη ιταλική και εκπαιδευμένα με την Προφορική Μέθοδο. Τα κωφά παιδιά με Μ.Ο. ηλικίας 10,9 12,5 ετών έκαναν λιγότερα γραμματικά λάθη στον προφορικό λόγο από ότι στο γραπτό και τα λάθη τους ήταν πάντα περισσότερα από των ακουόντων παιδιών (11,2 12,5 ετών). Τα συνηθέστερα γραμματικά λάθη ήταν παραλείψεις μορφημάτων και ασυμφωνία υποκειμένου ρήματος και ουσιαστικού επιθέτου. Ομοίως στα γραπτά κείμενα υψηλά εγγράμματων Ιταλών κωφών ενηλίκων απαντώνται πλήθος γραμματικών λαθών, εκ των οποίων τα συνηθέστερα είναι η ασυμφωνία όρων που υπήρχε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους στη θέση μέσα στην πρόταση, ενώ τα λάθη σε μορφήματα που ήταν δεμένα και οριοθετημένα στις λέξεις ήταν σπάνια (Fabbretti, Volterra, & Pontecorvo, 1998). Ο τύπος των μορφολογικών λαθών των Ιταλών ενηλίκων κωφών υποδεικνύει την έλλειψη μορφοσυντακτικής κατανόησης και γενικότερα πώς οι κωφοί αντιμετωπίζουν δυσκολίες με τη ληκτική (inflectional) μορφολογία και όχι την παραγωγική (derivational). Όσον αφορά στη μορφοσύνταξη, ένα από τα επίπεδα της μορφολογικής γνώσης, τα ερευνητικά ευρήματα είναι πιο πλούσια. Ήδη από τη δεκαετία του 1980, οι Quigley και King (1980, όπως αναφέρεται στο Breadmore, 2007) σε έρευνα που 37

39 υλοποιήθηκε στην Αμερική, τον Καναδά και την Αυστραλία παρατήρησαν ότι τα κωφά παιδιά ηλικίας ετών αντιμετώπιζαν πολλές δυσκολίες στη σύνταξη του γραπτού λόγου και υστερούσαν σημαντικά συγκριτικά με μικρότερα ακούοντα παιδιά (8-10 ετών). Η Breadmore (2007) στη διδακτορική διατριβή της μελέτησε το ζήτημα της μορφολογικής γνώσης των κωφών. Πιο αναλυτικά, όσον αφορά στο επίπεδο της γνώσης των μορφολογικών σχέσεων, φαίνεται ότι τα κωφά παιδιά αναγνωρίζουν και κατανοούν τις σχέσεις των λέξεων με γνώμονα τα μορφήματα (ρίζα και καταλήξεις). Ειδικά στο τεστ της βραχυπρόθεσμης μνήμης τα κωφά παιδιά μπέρδευαν συνήθως τις λέξεις που είχαν μορφολογικές ομοιότητες παρά λέξεις που επικαλύπτονται ορθογραφικά ή σημασιολογικά σε βαθμό ανάλογο με αυτόν των ακουόντων παιδιών αντίστοιχης αναγνωστικής ικανότητας. Όσον αφορά στη χρήση της μορφολογικής γνώσης, η οποία προϋποθέτει την αναγνώριση των αλλαγών στη δομή των λέξεων και ταυτόχρονα στη σημασία, τη γενίκευση αυτών των αλλαγών σε άλλες λέξεις και την εκμάθηση των εξαιρέσεων, τα κωφά παιδιά κατόρθωσαν να γενικεύσουν τη μορφολογική γνώση και να παράγουν τον πληθυντικό αριθμό ψευδολέξεων βάσει των γραμματικών κανόνων σε ικανοποιητικό βαθμό, ανάλογο των ακουόντων με το ίδιο αναγνωστικό επίπεδο. Τέλος, όσον αφορά στο επίπεδο της μορφοσύνταξης, δηλαδή την αναγωγή από τη λέξη στην πρόταση, τα κωφά παιδιά πέτυχαν να τηρήσουν τη συμφωνία μεταξύ υποκειμένου ρήματος. Παρά τα θετικά αποτελέσματα τα κωφά παιδιά δε γνώριζαν να σχηματίσουν τον πληθυντικό αριθμό ουσιαστικών που δεν υπάγονται στις γραμματικές κανονικότητες και της μορφοσύνταξης. Γενικότερα, παρατηρήθηκε σαφής χρονολογική καθυστέρηση στην ανάπτυξη της μορφολογικής γνώσης και η εκπαίδευση σε θέματα μορφολογίας της γλώσσας προτείνεται από την ερευνήτρια. 38

40 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ 3.1. Δείγμα Στην έρευνα συμμετείχαν συνολικά 93 μαθητές από τις δύο βαθμίδες εκπαίδευσης, Πρωτοβάθμια (Α ) και Δευτεροβάθμια (Β ). Το 39,78% των μαθητών φοιτά στο Δημοτικό και το υπόλοιπο στο Γυμνάσιο ή το Λύκειο (Γράφημα 1). Από τους συμμετέχοντες οι 52 ήταν κωφοί και βαρήκοοι, που φοιτούν σε σχολεία της Αθήνας, της Πάτρας και της Θεσσαλονίκης. Πιο αναλυτικά, οι 18 φοιτούν στην Δ, Ε και ΣΤ τάξη του δημοτικού και οι 34 στην Α, Β και Γ Γυμνασίου και Λυκείου. Από τους 34 κωφούς και βαρήκοους μαθητές οι 9 διέμεναν σε οικοτροφείο στην Αθήνα μακριά από τις οικογένειες τους για να φοιτούν σε ειδικό σχολείο. Όσον αφορά την ομάδα ελέγχου, αποτέλεσαν 41 ακούοντες μαθητές, από τους οποίους οι 19 φοιτούν στην Ε τάξη ενός δημοτικού σχολείου στην Αθήνα και οι 22 στη Β γυμνασίου ενός σχολείου στην Πάτρα. Γράφημα 1: Εκπαιδευτική Βαθμίδα ακουόντων & κωφών-βαρήκοων μαθητών Όσον αφορά στο εκπαιδευτικό πλαίσιο, το 44, 09 %, επί του συνόλου των συμμετεχόντων κωφών μαθητών φοιτά σε ειδικά σχολεία Κωφών και Βαρηκόων, και το 11,83 % σε γενικά σχολεία με ειδική εκπαίδευση (Γράφημα 2). Από τους μαθητές 39

41 με απώλεια ακοής που φοιτούν σε γενικό σχολείο, το 45,45% φοιτά αποκλειστικά σε ειδική τάξη, το 36,36% σε γενική τάξη με παράλληλη στήριξη και το υπόλοιπο 18,18% σε γενική τάξη με παροχή πρόσθετης στήριξης σε τμήμα ένταξης (Γράφημα 3). Γράφημα 2: Σχολείο φοίτησης Γράφημα 3: Ειδική εκπαίδευση σε γενικό σχολείο 40

42 Όσον αφορά στο βαθμό ακουστικής απώλειας, το ακριβές ποσοστό σε db δε συμπληρώθηκε στο δελτίο των ατομικών χαρακτηριστικών, που δόθηκε στους εκπαιδευτικούς για κάθε μαθητή. Ωστόσο, οι εκπαιδευτικοί χαρακτήρισαν ως κωφό ή βαρήκοο κάθε μαθητή και διευκρίνισαν εάν έχει κοχλιακό εμφύτευμα. Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν το 46,15% είναι κωφοί, το 36,54% βαρήκοοι και το 17,31% έχει κοχλιακό εμφύτευμα (Γράφημα 4). Γράφημα 4: Κωφοί Βαρήκοοι Κοχλιοεμφυτευμένοι Επιπλέον, οι μαθητές με απώλεια ακοής δεν έχουν συνοδά προβλήματα, δηλαδή δεν ανήκουν στην ομάδα των ατόμων με πολλαπλές αναπηρίες. Υπάρχουν μόνο 3 περιπτώσεις μαθητών με μερική απώλεια όρασης, τα οποία συμμετείχαν κανονικά στην ερευνητική διαδικασία, διότι γνωστικά δεν υστερούσαν και μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις των τεστ. Το ίδιο ίσχυσε και για μαθητές, που οι εκπαιδευτικοί αναφέρουν ότι αντιμετωπίζουν δευτερογενή συναισθηματικά προβλήματα. Πιο συγκεκριμένα, όπως φαίνεται στο Γράφημα 5, το μεγαλύτερο ποσοστό των μαθητών (76,92%) δεν αντιμετωπίζει κάποιου είδους δυσκολία. Από τους υπόλοιπους, το 33,33% αντιμετωπίζει ιατρικά (π.χ. όρασης, καρδιολογικά) ή ψυχολογικά προβλήματα, ενώ το 16,67% έχει κάποια οικογενειακά προβλήματα και το 16,67% έχει αλλοδαπούς γονείς, οπότε τίθεται ζήτημα αναφορικά 41

43 με ποια είναι η πρώτη γλώσσα του παιδιού και φυσικά το διάστημα παραμονής του στην Ελλάδα (Γράφημα 6). Γράφημα 5: Δυσκολίες Γράφημα 6: Είδος προβλημάτων Όσον αφορά το είδος της επικοινωνίας στο πλαίσιο του σχολείου έχει υιοθετηθεί η δίγλωσση εκπαίδευση. Ωστόσο, σε ατομικό επίπεδο, το είδος επικοινωνίας κάθε μαθητή ποικίλλει ανάλογα με το βαθμό απώλειας της ακοής, την ηλικία εμφάνισης του προβλήματος, δηλαδή εάν είναι προγλωσσικός ή μεταγλωσσικός κωφός, το οικογενειακό περιβάλλον, δηλαδή εάν οι γονείς είναι κωφοί ή ακούοντες και ποια μέθοδο επικοινωνίας έχουν επιλέξει, την αλληλεπίδραση με τους συνομηλίκους καθώς και την εκπαίδευση που έλαβε. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα κωφοί και βαρήκοοι μαθητές έχουν υιοθετήσει σε ποσοστό 53, 85 % τη νοηματική γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας (Γράφημα 7). Επίσης, το υψηλότερο ποσοστό των μαθητών (92,31%) έχασε την ακοή του πριν την ηλικία των 3 ετών (Γράφημα 8), οι γονείς τους (69,23%) είναι ακούοντες που δε γνωρίζουν την νοηματική (Γράφημα 9) και το 51,92% των μαθητών δεν έχει ευδιάκριτη ομιλία (Γράφημα 10). 42

44 Γράφημα 7: Μέθοδος επικοινωνίας Γράφημα 8: Ηλικία απώλειας ακοής Γράφημα 9: Γονείς Γράφημα 10: Ευδιάκριτη Ομιλία Τέλος, η σχολική επίδοση των μαθητών κρίνεται στο μεγαλύτερο ποσοστό της από τους εκπαιδευτικούς ως καλή (30,77%). 43

45 Γράφημα 11: Σχολική επίδοση 3.2. Γλωσσικό Υλικό Τα ερευνητικά δεδομένα συλλέχθηκαν με ένα τεστ ορθογραφίας. Το τεστ αποτελούταν από δύο μέρη (βλέπε Παράρτημα). Το πρώτο μέρος αφορούσε 35 προτάσεις τύπου filler, στις οποίες έπρεπε να συμπληρωθεί στο κενό η λέξη-στόχος. Το δεύτερο αποτελούταν αντίστοιχα από 35 προτάσεις τύπου multiple choice, δηλαδή έπρεπε να επιλεχθεί η σωστή λέξη ανάμεσα σε δύο προτεινόμενες. Οι λέξεις στόχοι (βλέπε Παράρτημα) παρέμειναν ίδιες για τα δύο μέρη του τεστ και ο λόγος που το τεστ χωρίστηκε σε δύο μέρη ήταν για να διερευνηθεί εάν οι επιδόσεις των κωφών και βαρήκοων παιδιών διαφοροποιούνται στις δύο αυτές συνθήκες γραπτής παραγωγής. Οι λέξεις-στόχοι, που επιλέχθηκαν, είχαν ιδιαίτερο ορθογραφικό ενδιαφέρον. Η επιλογή των λέξεων έγινε βάσει των ακόλουθων κριτηρίων: α) όλες ήταν λέξεις περιεχομένου, δηλαδή ουσιαστικά και ρήματα. Καμία λειτουργική λέξη (σύνδεσμοι, επιρρήματα, προθέσεις κ.α.) δεν αποτέλεσε ορθογραφικό στόχο, διότι οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές δυσκολεύονται στην κατάκτηση και τη γνώση αυτών των λέξεων. β) όλες προσφέρονταν για περισσότερα του ενός και ποικίλα ορθογραφικά λάθη, δηλαδή κάθε λέξη προσφερόταν για φωνολογικά, γραμματικά και οπτικοορθογραφικά (ετυμολογικά/ιστορικά) λάθη. 44

46 γ) όλες ήταν εννοιολογικά συγκεκριμένες, δηλαδή απορρίφθηκαν οι αφηρημένες έννοιες, οι οποίες θα ήταν δύσκολο να απεικονιστούν. Επίσης, οι λέξεις χρησιμοποιήθηκαν στις προτάσεις με τέτοιο τρόπο, ώστε να ελέγχεται η κατάκτηση της βασικής μορφολογικής γνώσης, που αφορά το κλιτικό σχήμα του ρήματος και του ουσιαστικού. Συγκεκριμένα, μελετήθηκε α) η γραφημική απόδοση του φωνήματος /i/ στη γραμματική κατάληξη των αρσενικών ουσιαστικών στην ονομαστική ενικού (-ης, π.χ. διευθυντ-ής) και πληθυντικού (-οι, π.χ. τροχονόμ-οι), των θηλυκών ουσιαστικών στην ονομαστική ενικού (-η, αυλ-ή), των ουδετέρων ουσιαστικών στην ονομαστική ενικού (-ι, π.χ. κλειδ-ί), των εξαιρέσεων των ουδετέρων σε υ (π.χ. βράδ-υ, δάκρ-υ) και των ρημάτων στο γ ενικό πρόσωπο ενεστώτα ενεργητικής φωνής (-ει, π.χ. κλείν-ει). β) η γραφημική απόδοση του φωνήματος /o/ στη γραμματική κατάληξη των ουδέτερων ουσιαστικών στην ονομαστική ενικού (-ο, π.χ. βιβλίο) και των ρημάτων ενεργητικής φωνής στο ά ενικό πρόσωπο (-ω, π.χ. φουσκών-ω). γ) η γραφημική απόδοση του φωνήματος /e/ στη γραμματική κατάληξη των ρημάτων στο ά πληθυντικό πρόσωπο ενεστώτα ενεργητικής φωνής (-με, π.χ. ψαρεύουμε), στο ά ενικό πρόσωπο ενεστώτα παθητικής φωνής (-μαι, π.χ. ονειρεύομαι) και στο γ ενικό πρόσωπο ενεστώτα παθητικής φωνής (-ται, π.χ. κάθε-ται) Ερευνητική διαδικασία Η έρευνα πραγματοποιήθηκε το μήνα Απρίλιο στις αίθουσες διδασκαλίας των μαθητών, σε συνθήκες ανάλογες με αυτές της καθημερινής τους σχολικής εργασίας και κατά τη διάρκεια των πρωινών ωρών, ώστε τα παιδιά να είναι όσο το δυνατό πιο ξεκούραστα. Τα τμήματα ήταν ολιγομελή, οπότε σχηματίστηκαν μικρές ομάδες των 4-6 ατόμων. Όσον αφορά τα παιδιά που διέμεναν σε οικοτροφείο στην Αθήνα, η διαδικασία έγινε απογευματινή ώρα στο χώρο αυτό και οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε 2 ολιγομελείς ομάδες. Πιο αναλυτικά, σε πρώτη φάση δόθηκαν στους συμμετέχοντες οι προτάσεις τύπου filler με ένα συνοδευτικό booklet εικόνων (βλέπε Παράρτημα), ισάριθμων με τις προτάσεις. Ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να συμπληρώσουν το κενό κάθε πρότασης γράφοντας τη λέξη που απεικονιζόταν στην αντίστοιχη με την πρόταση 45

47 αριθμημένη εικόνα. Τονίστηκε ότι πρέπει να δουν την εικόνα και να διαβάσουν προσεκτικά την πρόταση, όπως όριζαν και οι γραπτές οδηγίες του τεστ: «Κοίτα την εικόνα, διάβασε την πρόταση και γράψε στο κενό τη λέξη που λείπει». Οι οδηγίες δόθηκαν μέσω της ολικής μεθόδου επικοινωνίας (προφορική ομιλία και νοηματική) και για να εξασφαλιστεί ότι οι συμμετέχοντες κατανόησαν πώς πρέπει να εργαστούν, αλλά και να επιλυθούν τυχόν απορίες, στην αρχή κάθε μέρους του τεστ υπήρχαν τρεις προτάσεις εξοικείωσης, οι οποίες έγιναν ομαδικά με την καθοδήγηση της ερευνήτριας. Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να συμπληρώσουν τα κενά των προτάσεων με τη λέξη-στόχο μέσα σε 30 λεπτά. Εάν ο προτεινόμενος χρόνος δεν επαρκούσε, δινόταν κατά περίσταση παράταση μέχρι ο μαθητής/τρια να ολοκληρώσει το τεστ. Η παράταση δινόταν, διότι ερευνητική προτεραιότητα αποτελούσε η συμπλήρωση όλων των κενών στις προτάσεις, ώστε να συγκεντρωθεί πλούσιο προς ανάλυση γλωσσικό υλικό. Στη συνέχεια, γινόταν διακοπή διάλειμμα περίπου 15 λεπτών, ώστε οι συμμετέχοντες να ξεκουραστούν και ακολούθησε η δεύτερη φάση της έρευνας με τις προτάσεις τύπου multiple choice, με τις εξής γραπτές οδηγίες: «Κύκλωσε τη σωστή λέξη», για το οποίο δόθηκε 15 λεπτά. Αρχική επιδίωξη ήταν η δεύτερη φάση της έρευνας να υλοποιηθεί άλλη ημέρα, αλλά δεν κατέστη εφικτή λόγω οικονομικών δυσκολιών που δεν επέτρεπαν την πολυήμερη παραμονή στις πόλεις. Για τους ακούοντες μαθητές ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία με τη διαφορά ότι στο πρώτο μέρος του τεστ γινόταν αρχικά υπαγόρευση της λέξης-στόχου και εν συνεχεία ανάγνωση της πρότασης στην οποία υπαγορευόταν πάλι η λέξη-στόχος προκειμένου τα παιδιά να την γράψουν στο κενό Ανάλυση - Βαθμολογία Η επίδοση των συμμετεχόντων αξιολογήθηκε τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Αρχικά, υπολογίστηκε το συνολικό ποσοστό των ορθογραφικών λαθών καταμετρώντας όλα τα λάθη των λανθασμένων λέξεων, δηλαδή εάν μια λέξη περιελάμβανε δύο λάθη τότε λαμβάνονταν υπόψη και τα δύο. Μετά την καταμέτρηση του συνολικού ποσοστού των ορθογραφικών λαθών έγινε ομαδοποίηση τους σε φωνολογικά, γραμματικά και οπτικό-ορθογραφικά σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση 46

48 των Protopapas, Fakou, Drakopoulou, Skaloumbakas και Mouzaki (2012). Συγκεκριμένα, τα ορθογραφικά λάθη των συμμετεχόντων στην έρευνα ταξινομήθηκαν σε: α) φωνολογικά λάθη, τα οποία επηρεάζουν την προφορά της λέξης. Για παράδειγμα, στη λέξη θάλασσα θalasa, το αρχικό γράμμα αντικαθίσταται και η λέξη αποδίδεται γραπτά ως φάλασσα ή στη λέξη αντί adi, παραλείπεται γράμμα και αποδίδεται γραπτά ως ατί ati με αποτέλεσμα να αλλάζει η προφορά. Ουσιαστικά, τα φωνολογικά λάθη περιλαμβάνουν αντικαταστάσεις, παραλείψεις, προσθήκες ή μεταθέσεις γραμμάτων, που παραβιάζουν τη φωνολογική ταυτότητα της λέξης. Τα λάθη αυτά αποτελούν ένδειξη ανεπαρκούς φωνολογικής ενημερότητας, καθώς δεν γίνονται με ακρίβεια οι φωνημογραφημικές αντιστοιχίσεις. β) γραμματικά λάθη, τα οποία αφορούν τις κλιτικές καταλήξεις των λέξεων και είναι φωνολογικά ακριβή. Για παράδειγμα, η απόδοση της λέξης δέντρο στη γενική πληθυντικού ως δέντρον (αντί δέντρων) αποτελεί γραμματικό λάθος, καθώς το ω είναι η σωστή γραφημική απόδοση της γενικής πληθυντικού των ονομάτων στην ελληνική γλώσσα. Τα λάθη αυτά μαρτυρούν έλλειψη γνώσης των γραμματικό-συντακτικών κανόνων της γλώσσας ή αδυναμία χρήσης της αντίστοιχης μορφολογικής γνώσης κατά την παραγωγή γραπτού λόγου. γ) οπτικό-ορθογραφικά λάθη (ετυμολογικά ή ιστορικά), τα οποία αφορούν λανθασμένες γραφημικές, αλλά φωνολογικά ακριβείς, αποδόσεις του θεματικού μορφήματος της λέξης, το οποίο προηγείται της κλιτικής κατάληξης. Παραδείγματα οπτικό-ορθογραφικού λάθους αποτελούν τα ώμορφη αντί όμορφη και μυρείζω αντί μυρίζω. Τα λάθη αυτά μαρτυρούν την αδυναμία απομνημόνευσης και αποθήκευσης λέξεων στο νοητικό ορθογραφικό λεξικό και κατ επέκταση της ανάκλησης τους κατά την παραγωγή του γραπτού λόγου. Επίσης, οι Protopapas, Fakou, Drakopoulou, Skaloumbakas και Mouzaki (2012) συμπεριλαμβάνουν στην κατηγοριοποίηση τους σε χωριστές ομάδες τα λάθη που αφορούν τη χρήση του τόνου και των σημείων στίξης (τελεία, κόμμα, θαυμαστικό, ερωτηματικό κ.α.), τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του ορθογραφημένου γραπτού λόγου. Στην παρούσα έρευνα οι κατηγορίες αυτές δε συμπεριλήφθηκαν στη βαθμολόγηση για δύο λόγους. Πρώτον δεν αποτελούν άμεσου ενδιαφέροντος υπό διερεύνηση λάθη για το συγκεκριμένο πληθυσμό και δεύτερον το 47

49 τεστ αποτελούταν από προτάσεις τύπου filler και multiple choice, οπότε οι συμμετέχοντες δε χρειαζόταν να κάνουν χρήση των σημείων στίξης. Ακολούθησε περιγραφή του είδους των ορθογραφικών λαθών και έγιναν οι απαραίτητοι στατιστικοί έλεγχοι μεταξύ των δύο ομάδων μαθητών, κωφοί και βαρήκοοι μαθητές, προκειμένου να ελεγχθεί εάν και σε ποιες κατηγορίες ορθογραφικών λαθών διαφέρουν στα δύο μέρη του τεστ. Επιπλέον, έγιναν συγκρίσεις ανάμεσα στο είδος των ορθογραφικών λαθών και τους παράγοντες βαθμός ακουστικής απώλειας, εκπαιδευτική βαθμίδα, τύπος σχολείου και είδος επικοινωνίας προκειμένου να διαπιστωθεί εάν και σε ποιο βαθμό οι παράγοντες αυτοί επηρεάζουν τις ορθογραφικές δεξιότητες των κωφών και βαρήκοων μαθητών. Η επεξεργασία των δεδομένων έγινε με το στατιστικό πρόγραμμα SPSS, Πρόγραμμα Στατιστικής επεξεργασίας δεδομένων Κοινωνικών Επιστημών. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι στην ανάλυση παρουσιάζεται μία ομάδα λαθών στην περίπτωση των μαθητών με απώλεια ακοής, που έχουν ονομαστεί λεξιλογικά και περιλαμβάνουν λέξεις που δεν αποτελούσαν στόχο της έρευνας, λέξεις επινοημένες, λέξεις με σαφή ορθογραφική ταυτότητα που ανήκουν στην ίδια με τη λέξη-στόχο οικογένεια και μη καταγραφές, δηλαδή κενά των προτάσεων τα οποία παρέμειναν κενά. Τα λάθη αυτά δε συμπεριλήφθηκαν σε καμία σύγκριση, διότι αφενός αφορούν το λεξιλόγιο κι όχι την ορθογραφία και αφετέρου έγιναν μόνο από τους μαθητές με απώλεια ακοής. 48

50 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Στα αποτελέσματα που παρουσιάζονται στη συνέχεια, αρχικά σε κάθε περίπτωση εξετάζεται αν οι προς έλεγχο πληθυσμοί είναι κανονικοί με το τεστ Κolmogorov - Smirnof, δηλαδή ελέγχονται οι υποθέσεις: Η 0 : Ο πληθυσμός ακολουθεί την κανονική κατανομή και Η 1 : Δεν ακολουθεί την κανονική κατανομή. Στη συνέχεια ελέγχονται οι υποθέσεις που αφορούν τη σύγκριση των μέσων τιμών των πληθυσμών, δηλαδή: Η 0 : Οι μέσες τιμές των λαθών δε διαφέρουν και Η 1 : Υπάρχει διαφορά στις μέσες τιμές. Όταν οι προς σύγκριση πληθυσμοί δεν κατανέμονται κανονικά, εφαρμόζεται ο μη παραμετρικός έλεγχος Mann Whitney U στην περίπτωση δύο ανεξάρτητων δειγμάτων και ο μη παραμετρικός έλεγχος Kruskal Wallis Η στην περίπτωση τριών ανεξάρτητων δειγμάτων. Όταν οι προς σύγκριση πληθυσμοί κατανέμονται κανονικά, εφαρμόζεται το παραμετρικό t-test στην περίπτωση δύο ανεξάρτητων δειγμάτων και η μέθοδος της ανάλυσης διακύμανσης στην περίπτωση τριών ανεξάρτητων δειγμάτων. Στις περιπτώσεις αυτές, αρχικά εφαρμόζεται το τεστ Levene για τον έλεγχο της ισότητας διακυμάνσεων, δηλαδή Η 0 : Οι διακυμάνσεις των λαθών δε διαφέρουν και Η 1 : Υπάρχει διαφορά στις διακυμάνσεις. Όταν συγκρίνουμε δύο πληθυσμούς το t-test πραγματοποιείται πάντα, βασιζόμενο στην υπόθεση είτε των ίσων είτε των άνισων διακυμάνσεων. Όταν όμως συγκρίνουμε τρεις πληθυσμούς με άνισες διακυμάνσεις, δεν είναι δυνατή η διεξαγωγή της ανάλυσης διακύμανσης κι έτσι εφαρμόζεται το αντίστοιχο μη παραμετρικό Kruskal Wallis Η. Σε κάθε έλεγχο που πραγματοποιείται, παραμετρικό ή μη παραμετρικό, έχει υπολογιστεί η τιμή της στατιστικής συνάρτησης ελέγχου και η αντίστοιχη p- τιμή (pvalue). Όταν η p τιμή είναι μικρότερη από το επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας α%, η Η 0 απορρίπτεται. Το επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας των ελέγχων έχει επιλεγεί να είναι 5%. 49

51 Σε κάθε κατηγορία λαθών που η διαφορά είναι στατιστικά σημαντική ακολουθούν συγκρίσεις στις υποκατηγορίες των λαθών. Κάθε κατηγορία λαθών χωρίζεται σε υποκατηγορίες ως έχει ακολούθως: ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΑ ΛΑΘΗ Φ1 Φ2 Φ3 Φ4 Φ5 Φ6 Φ7 Φ8 Φ9 Φ10 αντικατάσταση γράμματος παράλειψη γράμματος προσθήκη γράμματος μετάθεση γράμματος αντιστροφή δίψηφου συμφώνου απλοποίηση δίψηφου συμφώνου αντιστροφή δίψηφου φωνήεντος απλοποίηση δίψηφου φωνήεντος παράλειψη συλλαβής προσθήκη συλλαβής ΟΠΤΙΚΟ-ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΛΑΘΗ Ο1 Ο2 Ο3 Ο4 Ο5 αντικατάσταση φωνήεντος στο θεματικό μόρφημα αντικατάσταση συμφώνου στο θεματικό μόρφημα αναδιπλασιασμός συμφώνου αντικατάσταση φωνήεντος στο παραγωγικό μόρφημα (κανόνας) αντικατάσταση φωνήεντος στο παραγωγικό μόρφημα (εξαίρεση) ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ ΛΑΘΗ Γ1 αρσενικά σε ης Γ2 αρσενικά σε οι Γ3 αρσενικά σε ος Γ4 θηλυκά σε η Γ5 ουδέτερα σε ι Γ6 ουδέτερα σε υ 50

52 Γ7 ουδέτερα σε ο Γ8 ρήματα σε ω Γ9 ρήματα σε ει Γ10 ρήματα σε μια Γ11 ρήματα σε με Γ12 ρήματα σε ται Γ13 ρήματα σε τε Στον Πίνακα 1 και στο Γράφημα 1, που ακολουθούν, παρατηρείται ότι υπάρχει σημαντική διαφορά στο μέσο αριθμό λαθών του πρώτου μέρους του ορθογραφικού τεστ, με τις προτάσεις τύπου filler, ανάμεσα στους μαθητές με προβλήματα ακοής και τους ακούοντες μαθητές (p-value = 0,001 < α = 0,5) κατόπιν ελέγχου με το μη παραμετρικό Mann - Whitney U. Συγκεκριμένα, στις 32 προτάσεις του πρώτου τεστ, οι μαθητές με προβλήματα ακοής έκαναν κατά μέσο όρο 8,04 ορθογραφικά λάθη, ενώ οι ακούοντες 4,9. Η διαφορά αυτή μεταξύ των δύο ομάδων μαθητών δεν παρατηρείται στο δεύτερο μέρος του ορθογραφικού τεστ με τις προτάσεις τύπου multiple choice. Πιο αναλυτικά, η διαφορά στις μέσες τιμές των λαθών στα multiple choice, 2,88 και 2,41 για τους μαθητές με προβλήματα ακοής και τους ακούοντες μαθητές αντίστοιχα, είναι αμελητέα και δεν κρίνεται σημαντική με το μη παραμετρικό τεστ Mann-Whitney U (p-value = 0,093 > α = 0,05). Πίνακας 1 ΛΑΘΗ 1 ο (filler) ΛΑΘΗ 2 ο (choice) Κωφός Kolmogorov- Smirnov Z P - value Μέση τιμή Τυπική Απόκλιση Levene s και P- value Mann - Whitney U ή t P - value Ναι 0,708 0,697 8,04 5,434 - U = 637 0,001 Όχι 1,407 0,038 4,9 5,856 Ναι 1,488 0,024 2,88 3,16 - U = 856,5 0,093 Όχι 2,16 0 2,41 4,26 51

53 Γράφημα 1 Εφόσον υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των μαθητών με προβλήματα ακοής και των ακουόντων μαθητών στο πρώτο μέρος του τεστ γεννιέται το ερώτημα σε ποια κατηγορία λαθών (Φωνολογικά, Οπτικο-ορθογραφικά, Γραμματικά) διαφέρουν οι δύο ομάδες μαθητών. Περαιτέρω ανάλυση με το μη παραμετρικό τεστ Mann-Whitney U δείχνει πώς υπάρχει σημαντική διαφορά ως προς την κατηγορία των φωνολογικών λαθών (p-value = 0 < α = 0,05). Όπως φαίνεται στον Πίνακα 2 (Γράφημα 2), η διαφορά στις μέσες τιμές των φωνολογικών λαθών, 7,1 για τους μαθητές με προβλήματα ακοής και 0,32 για τους ακούοντες μαθητές, δεν είναι αμελητέα. 52

54 Πίνακας 2 Λάθη Φ Ο Γ Kolmogorov- P Μέση Τυπική Κωφός Smirnov Z value τιμή Απόκλιση Levene s Mann - και Whitney P- value U ή t P value Ναι 1 0,27 7,1 6,53 U =170,5 Όχι 2, ,32 0,934-0 Ναι 1,44 0,032 3,85 4,212 U = 901 Όχι 1,79 0,003 3,61 5,069-0,197 Ναι 1,782 0,003 1,44 1,984 U = 926 0,257 Όχι 1,613 0,011 2,07 3,102 - Γράφημα 2 Πιο αναλυτικά, στην κατηγορία των φωνολογικών λαθών η σύγκριση με το μη παραμετρικό τεστ Mann-Whitney έδειξε ότι υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά 53

55 σχεδόν σε όλες τις μέσες τιμές των υποκατηγοριών εφόσον το p-value είναι μικρότερο από το επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας α = 5%. Η διαφορά δεν κρίνεται σημαντική μόνο στις υποκατηγορίες Φ5 (p-value = 0, 267 > α = 0,05), Φ7 (p-value = 0,375 > α = 0,05) και Φ8 (p-value = 0,259 > α=0,05), που αφορούν την αντιστροφή δίψηφου συμφώνου, την αντιστροφή δίψηφου φωνήεντος και την απλοποίηση δίψηφου φωνήεντος αντίστοιχα (Πίνακας 3). Πίνακας 3 Λάθη Φ1 Φ2 Φ3 Φ4 Φ5 Φ6 Φ7 Φ8 Φ9 Φ10 Κωφός Kolmogorov- Smirnov Z P value Μέση τιμή Τυπική Απόκλιση Levene s και P- value Mann - Whitney U ή t P value Ναι 1,768 0,004 2,346 3,4 - U = Όχι 3, ,122 0,4 Ναι 1,242 0,092 2,442 2,355 - U = Όχι 3, ,122 0,4 Ναι 2, ,673 1,043 - U =637,5 0 Όχι 3, ,024 0,156 Ναι 3, ,307 0,543 - U = Όχι Ναι 3, ,077 0,269 - U =1010 0,267 Όχι 3, ,024 0,156 Ναι 3, ,288 0,499 - U = Όχι Ναι 3, ,019 0,138 - U =1045,5 0,375 Όχι Ναι 3, ,134 0,525 - U = ,259 Όχι 3, ,024 0,156 Ναι 2, ,654 1,082 - U = Όχι Ναι 3, ,154 0,415 - U = 922,5 0,015 Όχι

56 Στους πίνακες που ακολουθούν παρουσιάζονται τα είδη των ορθογραφικών λαθών. Πιο συγκεκριμένα, έχει καταμετρηθεί το πλήθος των ορθογραφικών λαθών που έκαναν τόσο οι μαθητές με προβλήματα ακοής όσο και οι ακούοντες ανά κατηγορία, δηλαδή τα φωνολογικά (Φ), τα οπτικό-ορθογραφικά (Ο), τα γραμματικά (Γ), και εν συνεχεία το πλήθος κάθε κατηγορίας λαθών χωρίζεται σε υποκατηγορίες, οι οποίες αναφέρθηκαν αναλυτικά παραπάνω. Όλοι οι πίνακες συνοδεύονται από γραφήματα, όπου απεικονίζεται το πλήθος των λαθών σε ποσοστό (%). Αναλυτικότερα, στον Πίνακα 4, φαίνεται ότι οι μαθητές με προβλήματα ακοής έκαναν συνολικά Ν=646 λάθη. Τα περισσότερα από αυτά ήταν φωνολογικά σε ποσοστό 57,12 %. Ακολουθούν, τα οπτικό-ορθογραφικά με ποσοστό 30,96 % και τελευταία τα γραμματικά με ποσοστό 11,92 % (Γράφημα 3). Πίνακας 4: Αριθμός ορθογραφικών λαθών μαθητών με προβλήματα ακοής Φωνολογικά Οπτικο-ορθογραφικά Γραμματικά Σύνολο Γράφημα 3: Κατανομή ορθογραφικών λαθών μαθητών με προβλήματα ακοής 55

57 Από την άλλη, το σύνολο των ορθογραφικών λαθών των ακουόντων μαθητών ήταν Ν=246 (Πίνακας 5) και από αυτά τα περισσότερα ήταν οπτικό-ορθογραφικά σε ποσοστό 60,16 % και γραμματικά σε ποσοστό 34,56 %. Ακολουθούν τελευταία σε μικρό ποσοστό τα φωνολογικά (5,28 %) (Γράφημα 4). Στα Γραφήματα 3 και 4, όπου απεικονίζεται με ποσοστό το πλήθος των λαθών ανά κατηγορία, είναι ευδιάκριτο πώς οι κατηγορίες των φωνολογικών λαθών που έχουν υψηλό ποσοστό για τους μαθητές με προβλήματα ακοής, για τους ακούοντες έχουν χαμηλό ποσοστό. Το αντίθετο παρατηρείται στις κατηγορίες των οπτικό-ορθογραφικών και γραμματικών λαθών. Πίνακας 5: Αριθμός ορθογραφικών λαθών ακουόντων μαθητών Φ Ο Γ Σύνολο Γράφημα 4: Κατανομή ορθογραφικών λαθών ακουόντων μαθητών Ειδικότερα, στην κατηγορία των φωνολογικών λαθών στο Γράφημα 5 φαίνεται πως το μεγαλύτερο ποσοστό (67,48%) γίνονται στην υποκατηγορία Φ1 και Φ2 από τους μαθητές με προβλήματα ακοής. Δηλαδή τα περισσότερα φωνολογικά λάθη τα οποία κάνουν οι μαθητές με προβλήματα ακοής είναι κυρίως λάθη 56

58 αντικατάστασης (33,06%) (π.χ. φωτογράτος αντί φωτογράφος) και παράλειψης γράμματος (34,42%) (π.χ. τροχνόμοι αντί τροχονόμοι). Πίνακας 6: Αριθμός φωνολογικών λαθών μαθητών με προβλήματα ακοής Φ1 Φ2 Φ3 Φ4 Φ5 Φ6 Φ7 Φ8 Φ9 Φ10 Σύνολο Γράφημα 5: Κατανομή φωνολογικών λαθών μαθητών με προβλήματα ακοής Στο Γράφημα 6 παρατηρείται πως οι ακούοντες μαθητές κάνουν, όπως και οι μαθητές με προβλήματα ακοής, περισσότερα φωνολογικά λάθη στις υποκατηγορίες Φ1 και Φ2 (76,92%). Δηλαδή τα περισσότερα φωνολογικά λάθη που κάνουν είναι αντικατάστασης (38,46%) και παράλειψης γράμματος (38,46%). 57

59 Πίνακας 7: Αριθμός φωνολογικών λαθών ακουόντων μαθητών Φ1 Φ2 Φ3 Φ4 Φ5 Φ6 Φ7 Φ8 Φ9 Φ10 Σύνολο Γράφημα 6: Κατανομή φωνολογικών λαθών ακουόντων μαθητών Όσον αφορά στα οπτικό-ορθογραφικά λάθη, το συνολικό πλήθος για τους μαθητές με προβλήματα ακοής είναι Ν=200 (Πίνακας 8). Από αυτά το 64,5 % ήταν λάθη στο θεματικό μόρφημα (Ο1), δηλαδή στη ρίζα-θέμα που μένει σταθερό κατά την κλίση των ουσιαστικών και των ρημάτων και στα παραγωγικά μορφήματα (Ο4). Οι μαθητές με απώλεια ακοής έκαναν 64,5 % Ο1 (π.χ. αστινόμοι αντί αστυνόμοι) και 27,5 % Ο4 (π.χ. φουσκόνω αντί φουσκώνω) (Γράφημα 7), ενώ είναι χαρακτηριστικό το μηδενικό ποσοστό στην υποκατηγορία Ο2 που αφορά την αντικατάσταση συμφώνου στο θέμα χωρίς να αλλοιώνεται η φωνολογική ταυτότητα της λέξης. Αυτό συμβαίνει με το σύμπλεγμα /g/, το οποίο μπορεί να αποδοθεί γραπτά είτε γγ είτε γκ. Στο παρόν ορθογραφικό τεστ, υπήρχε η λέξη-στόχος σφουγγαρίζει, η οποία περιελάμβανε το γγ. 58

60 Οι μαθητές με απώλεια ακοής συνήθιζαν να παραλείπουν γράμμα τους συμπλέγματος, αλλοιώνοντας τη φωνολογική ταυτότητα της λέξης, οπότε τα λάθη αυτά προσμετρήθηκαν στα φωνολογικά. Πίνακας 8: Αριθμός οπτικό-ορθογραφικών λαθών μαθητών με προβλήματα ακοής Ο1 Ο2 Ο3 Ο4 Ο5 Σύνολο Γράφημα 7: Κατανομή οπτικό-ορθογραφικών λαθών μαθητών με προβλήματα ακοής Όσον αφορά στους ακούοντες μαθητές και τα οπτικό-ορθογραφικά λάθη, συνολικά έκαναν 148 (Πίνακας 9). Σύμφωνα με το Γράφημα 8 και οι ακούοντες μαθητές έκαναν λάθη κυρίως στο θεματικό μόρφημα των λέξεων (Ο1) σε ποσοστό 68,24 %. Ακολουθούν σε ποσοστό 18,94 % τα λάθη στα παραγωγικά μορφήματα (Ο4) που διδάσκονται ως ορθογραφικός κανόνας στο σχολείο. Στις υπόλοιπες υποκατηγορίες (Ο2, Ο3, Ο5) το ποσοστό των λαθών είναι ιδιαίτερα χαμηλό. Ωστόσο, αξιοπρόσεκτο είναι το ποσοστό 6,08 % στην κατηγορία Ο2. Οι ακούοντες μαθητές έκαναν λάθη στη λέξη σφουγγαρίζει αντικαθιστώντας το σύμπλεγμα γγ με το ομόηχο 59

61 γκ, δηλαδή χωρίς να αλλοιώνουν τη φωνολογική ταυτότητα της λέξης και αποδίδοντας γραπτά αυτό που ακούγεται ἐστω και αν από ορθογραφική άποψη ήταν λάθος. Το εν λόγω λάθος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως φωνολογικά ακριβές. Πίνακας 9: Αριθμός οπτικό-ορθογραφικών λαθών ακουόντων μαθητών Ο1 Ο2 Ο3 Ο4 Ο5 Σύνολο Γράφημα 8: Κατανομή οπτικό-ορθογραφικών λαθών ακουόντων μαθητών Όσον αφορά στα γραμματικά λάθη, το συνολικό πλήθος λαθών των μαθητών με προβλήματα ακοής είναι Ν=77 (Πίνακας 10). Από αυτά, τα Ν=34 είναι λάθη στο ληκτικό μόρφημα, δηλαδή στην κατάληξη, των ουσιαστικών με κυρίαρχη τη λανθασμένη απόδοση των λέξεων βράδυ και δάκρυ, οι οποίες αποτέλεσαν δείκτη της εξαίρεσης στον κανόνα ουδέτερα σε -ι. Στο Γράφημα 9 φαίνεται πως σε ποσοστό 15,58 % (Γ6) το -υ της κατάληξης αποδόθηκε λάθος. Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι έγιναν λάθη στην απόδοση του θηλυκού σε -η σε ποσοστό 11,69 % (Γ4). Όσον αφορά στα ουδέτερα σε -ο (Γ7) και στα αρσενικά σε -ος (Γ2) τα λάθη ήταν ελάχιστα, σε 60

62 μηδενικό ποσοστό και 1,3 % αντίστοιχα. Τα υπόλοιπα γραμματικά λάθη (Ν=43), έχουν γίνει στις καταλήξεις των ρημάτων. Συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο ποσοστό 14,28 % στα λάθη των ρημάτων έγιναν στην κατάληξη σε -ω (Γ8), για τα οποία επιλέχθηκε η μοναδική εναλλακτική γραφημική απόδοση ο. Ακολουθούν με ποσοστό 11,68 % και 10,39 % τα λάθη στις καταλήξεις των ρημάτων σε ται (Γ12) και μαι (Γ10) αντίστοιχα, οι οποίες είναι καταλήξεις της παθητικής φωνής. Τέλος, τα μικρότερα ποσοστά 7,8% (Γ9) 7,8% (Γ13) και 3,9% (Γ11) είναι λάθη στις καταλήξεις των ρημάτων -ει, -με και -τε της ενεργητικής φωνής. Πίνακας 10: Αριθμός γραμματικών λαθών μαθητών με προβλήματα ακοής Γ1 Γ2 Γ3 Γ4 Γ5 Γ6 Γ7 Γ8 Γ9 Γ10 Γ11 Γ12 Γ13 Σύνολο Γράφημα 9: Κατανομή γραμματικών λαθών μαθητών με προβλήματα ακοής 61

63 Από την άλλη, το συνολικό πλήθος των γραμματικών λαθών των ακουόντων μαθητών είναι Ν=85 (Πίνακας 11). Από αυτά τα λάθη, τα Ν=28 ήταν σε ουσιαστικά και το μεγαλύτερο ποσοστό 11,76% (Γ6) αφορούσε τη λανθασμένη γραφημική απόδοση της εξαίρεσης των ουδετέρων σε υ. Επίσης, παρατηρείται πώς οι ακούοντες μαθητές δεν έκαναν καθόλου λάθη στην απόδοση των αρσενικών ουσιαστικών σε -ος και των ουδετέρων σε -ο, το ποσοστό για τις δύο υποκατηγορίες λαθών (Γ2, Γ7) όπως φαίνεται στο γράφημα 10 είναι μηδενικό. Τα υπόλοιπα γραμματικά λάθη, Ν=57, έγιναν σε ρηματικούς τύπους εκ των οποίων το μεγαλύτερο ποσοστό 30,59% έγινε στο γ ενικό πρόσωπο της ενεργητικής φωνής σε -τε (Γ12), η οποία αποδόθηκε ως -ται. Το αντίστροφο έγινε σε ποσοστό 10,59 % (Γ12) φανερώνοντας ότι οι μαθητές δε διακρίνουν την ενεργητική από την παθητική φωνή στις συγκεκριμένες καταλήξεις. Πίνακας 11: Αριθμός γραμματικών λαθών ακουόντων μαθητών Γ1 Γ2 Γ3 Γ4 Γ5 Γ6 Γ7 Γ8 Γ9 Γ10 Γ11 Γ12 Γ13 Σύνολο Γράφημα 10: Κατανομή γραμματικών λαθών ακουόντων μαθητών 62

64 Όσον αφορά στην κατηγορία των λεξιλογικών λαθών των μαθητών με προβλήματα ακοής, το συνολικό πλήθος είναι Ν=278 (Πίνακας 12, Γράφημα 11). Πιο αναλυτικά, παρατηρήθηκε ότι οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές έγραφαν στο κενό λέξη που δεν ήταν η αναμενόμενη λέξη-στόχος (Λ2), αν και σημασιολογικά ταίριαζε στην πρόταση σε ποσοστό 43,88 %. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της λέξης-στόχου βουρτσίζω γράφτηκε η λέξη πλένω και αντί της λέξης-στόχου σβήνει γράφτηκε καθαρίζει. Επίσης, πολλές ήταν οι παραλείψεις, δηλαδή προτάσεις στις οποίες τα κενά παρέμειναν κενά (Λ1). Ακολουθούν με μικρή διαφορά το ποσοστό 18,35% των επινοημένων λέξεων (Λ3) και το ποσοστό 15,11% των λέξεων που αφενός ήταν σωστές γραμματικό-συντακτικά και αφετέρου συγγένευαν με τη λέξη-στόχο, αλλά δεν ήταν η λέξη στόχος (Λ4). Πίνακας 12: Αριθμός λεξιλογικών λαθών μαθητών με προβλήματα ακοής Λ1 Λ2 Λ3 Λ4 Σύνολο Γράφημα 11: Κατανομή λεξιλογικών λαθών μαθητών με προβλήματα ακοής 63

65 Στις αναλύσεις που ακολουθούν ελέγχεται κατά πόσο τα ατομικά χαρακτηριστικά των κωφών και βαρήκοων μαθητών, όπως ο βαθμός ακουστικής απώλειας, η εκπαιδευτική βαθμίδα, ο τύπος σχολείου και το είδος επικοινωνίας που χρησιμοποιεί κάθε μαθητής, επηρεάζουν τις ορθογραφικές επιλογές. Παράγοντας: Βαθμός ακουστικής απώλειας Στον πίνακα 13, οι κατανομές των πληθυσμών είναι κανονικές, αλλά για τις περιπτώσεις των οπτικό-ορθογραφικών και γραμματικών λαθών έχει γίνει μη παραμετρικός έλεγχος, καθώς σύμφωνα με το τεστ Levene, οι διακυμάνσεις των πληθυσμών δε μπορούν να θεωρηθούν ίσες εφόσον οι p-value < 0,05. Από τα αποτελέσματα των ελέγχων ισότητας μέσων δεν παρατηρείται καμία σημαντική διαφορά σε καμιά κατηγορία ορθογραφικών λαθών καθώς το p-value είναι μικρότερο του α = 0,05. Φαίνεται, λοιπόν, πώς ο παράγοντας βαθμός ακουστικής απώλειας δε σχετίζεται σημαντικά με τις ορθογραφικές επιλογές των μαθητών με προβλήματα ακοής (Γράφημα 12). Πίνακας 13 Λάθη Φ Ο Γ Ακουστική Απώλεια Κωφός Βαρήκοος Κοχ/νος Κωφός Βαρήκοος Κοχ/νος Κωφός Βαρήκοος Κοχ/νος Kolmogorov- Smirnov Z P value Μέση τιμή Τυπική Απόκλιση 0,897 0,396 6,88 5,327 0,871 0,434 6,79 7,539 0,705 0,704 8,33 7,762 0,848 0,468 2,79 2,359 0,971 0,302 5,79 5,968 0,482 0,974 2,56 1,667 1,036 0,233 2,08 2,466 1,343 0,054 1,05 1,353 1,124 0,159 0,56 1,984 Levene s και P- value L = 0,86 P=0,429 L = 8,29 P = 0,001 L=4,837 P=0,012 Kruskal Wallis H ή F P value F =0,19 0,828 Η=2,627 0,269 Η=3,981 0,137 64

66 Γράφημα 12 Παράγοντας εκπαιδευτική βαθμίδα Οι μαθητές με προβλήματα ακοής που φοιτούν στην Πρωτοβάθμια (Α) εκπαίδευση κάνουν περισσότερα ορθογραφικά λάθη από τους μαθητές στη Δευτεροβάθμια (Β) σε όλες τις κατηγορίες όπως δηλώνουν οι αντίστοιχες μέσες τιμές λαθών στον Πίνακα 14 και το Γράφημα 13 (Α vs. Β, Φ: 8,89 vs. 6.15, Ο: 6,11 vs. 2,65, Γ: 1,45 vs. 1,44, Ε: 3,17 vs. 6,50). Από τις τρεις κατηγορίες, στις οποίες οι μαθητές της Πρωτοβάθμιας φαίνεται να είναι χειρότεροι στην ορθογράφηση από τους μαθητές της Δευτεροβάθμιας, η σύγκριση με το παραμετρικό t-test δείχνει ότι υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά στην κατηγορία των οπτικό-ορθογραφικών λαθών (p-value = 0,028 < α = 0,05). Οι διαφορές στις μέσες τιμές για τα φωνολογικά και τα γραμματικά λάθη δεν κρίνονται σημαντικές, καθώς το p-value είναι ίσο με 0,152 και 0,505 αντίστοιχα, δηλαδή είναι μικρότερο του α = 0,05. Οπότε, ο 65

67 παράγοντας εκπαιδευτική βαθμίδα σχετίζεται με την ορθογραφία του θεματικού και παραγωγικού μορφήματος (οπτικό-ορθογραφικά λάθη). Πίνακας 14 Λάθη Φ Ο Γ Βαθμίδα Kolmogorov- Smirnov Z P value Μέση τιμή Τυπική Απόκλιση Levene s και P- value Mann - Whitney U ή t P - value Α 1,126 0,158 8,89 8,188 F =2,272 Β 1,122 0,161 6,15 5,355 P=0,138 T=1,456 0,152 Α 1,020 0,249 6,11 5,979 F=19,684 Β 0,854 0,459 2,65 2,173 P = 0 T = 2,376 0,028 Α 0,952 0,324 1,45 1,542 - U = 273,5 0,505 Β 1,590 0,013 1,44 2,205 Γράφημα 13 66

68 Περαιτέρω ανάλυση στην κατηγορία λαθών που οι διαφορές στις μεσες τιμες τους ανα εκπαιδευτική βαθμιδα προέκυψαν ως στατιστικά σημαντικές, δηλαδή των οπτικο-ορθογραφικών λαθών, δείχνει στατιστική σημαντικότητα στην υποκατηγορία Ο1 (p-value = 0,023), η οποία αφορά στην αντικατάσταση φωνήεντος στο θεματικό μόρφημα. Οι μαθητές της Πρωτοβάθμιας έχοντας μέσο όρο λαθών 4,333 στην υποκατηγορία Ο1 είναι χειρότεροι από τους μαθητές της Δευτεροβάθμιας με μέσο όρο λαθών 1,5. Άρα, ο παράγοντας εκπαιδευτική βαθμίδα επηρεάζει την ορθογραφική απόδοση λέξεων με ενδιαφέρουσα ιστορική ορθογραφία, η οποία κατακτιέται με την πάροδο του χρόνου και την επαφή με το γραπτό λόγο. Τέλος, στις υπόλοιπες υποκατηγορίες Ο, οι μέσες τιμές λαθών των μαθητών της Πρωτοβάθμιας είναι υψηλότερες, χωρίς όμως να είναι σημαντική η διαφορά (Πίνακας 15). Πίνακας 15 Λάθη Ο1 Ο2 Ο3 Ο4 Ο5 Βαθμίδα Kolmogorov- Smirnov Z P value Μέση τιμή Τυπική Απόκλιση Levene s και P- value Α 1,062 0,209 4,333 4,715 F=20,575 Β 1,165 0,132 1,5 1,656 P = 0 T = 2,47 Α Β U = 306 Α 2, ,333 0,84 - Β 2, ,206 0,41 U = 301 Α 1,142 0,147 1,333 1,283 F = 2,67 Mann - Whitney U ή t P - value 0, ,888 Β 1,323 0,06 0,912 0,9 P = 0,109 T = 1,382 0,173 Α 2,22 0 0,111 0,323 - Β 3, ,03 0,171 U = 281 0,234 67

69 Παράγοντας τύπος σχολείου Στον Πίνακα 16 και το Γράφημα 14 παρατηρείται ότι οι μαθητές με προβλήματα ακοής που φοιτούν σε ειδικό σχολείο κάνουν περισσότερα λάθη από τους μαθητές που φοιτούν σε γενικό με ειδική εκπαίδευση σύμφωνα με τις αντίστοιχες μέσες τιμές των λαθών όλων των κατηγοριών εκτός των γραμματικών (Ειδικό vs. Γενικό με ειδική εκπαίδευση, Φ: 7,76 vs. 4,64, Ο: 4.34 vs. 2, Ε: 6,15 vs. 2.36, Γ: 1,24 vs. 2,18). Περαιτέρω στατιστικός έλεγχος με το παραμετρικό t-test και το μη παραμετρικό Mann-Whitney, δεν οδηγεί σε στατιστικά σημαντική διαφορά στις μέσες τιμές όλων των κατηγοριών των ορθογραφικών λαθών σε σχέση με τους δύο τύπους σχολείων, αφού p-value = 0 < α = 0,05. Άρα, ο παράγοντας τύπος σχολείου δεν σχετίζεται με τις ορθογραφικές επιλογές των κωφών και βαρήκοων μαθητών. Πίνακας 16 Λάθη Φ Ο Γ Σχολείο Kolmogorov- Smirnov Z P value Μέση τιμή Τυπική Απόκλιση Levene s και P- value Mann - Whitney U ή t P - value Ειδικό 0,921 0,365 7,76 6,610 L=0,01 Γενικό με ειδική εκ/ση 1,029 0,24 4,64 5,853 P=0,922 T=1,421 0,162 Ειδικό 1,426 0,034 4,34 4,526 Γενικό με ειδική εκ/ση 0,754 0, ,949 - U=144 0,065 Ειδικό 1,675 0,007 1,24 1,655 - U=194 0,452 Γενικό με ειδική εκ/ση 0,76 0,61 2,18 2,892 68

70 Γράφημα 14 Παράγοντας μέθοδος επικοινωνίας Στον πίνακα 17 και το Γράφημα 15, που ακολουθούν, οι κατανομές των πληθυσμών των φωνολογικών, ορθογραφικών και ετερόκλητων λαθών είναι κανονικές, αλλά για την περίπτωση των ετερόκλητων λαθών έχει γίνει μη παραμετρικός έλεγχος, καθώς σύμφωνα με το τεστ Levene, οι διακυμάνσεις των πληθυσμών δεν μπορούν να θεωρηθούν ίσες. Από τα αποτελέσματα των ελέγχων ισότητας μέσων δεν παρατηρείται σημαντική διαφορά σε καμιά κατηγορία λαθών εφόσον το p-value είναι μικρότερο από το δείκτη στατιστικής σημαντικότητας α = 0,05. 69

71 Πίνακας 17 Λάθη Μέθοδος επικοινωνίας Kolmogorov -Smirnov Z P - value Μέση τιμή Τυπική Απόκλιση Levene s και P- value Kruskal Wallis H ή F P value Ομιλούμενη 0,962 0,312 5,47 7,113 F = 0,077 F = 0,945 0,396 Φ Ολική 0,568 0,904 8,60 5,128 P = 0,926 Νοηματική 0,738 0,647 7,93 6,318 Ομιλούμενη 1,125 0,159 4,58 5,347 F = 1,804 F = 0,473 0,626 Ο Ολική 0,652 0, P = 0,175 Νοηματική 1,045 0,225 3,50 3,636 Ομιλούμενη 1,707 0,006 0,53 0,964 Γ Ολική 1,057 0,214 3,20 0,447 - H=4,269 0,118 Νοηματική 1,229 0,097 1,75 2,351 Γράφημα 15 70

72 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: Συζήτηση Η παρούσα έρευνα σκοπό είχε να μελετήσει τις ορθογραφικές δεξιότητες των κωφών και βαρήκοων μαθητών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Πιο συγκεκριμένα, επιχείρησε να καταγράψει τα ορθογραφικά λάθη, τα οποία κάνουν οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές σε σύγκριση με τους ακούοντες και να διερευνήσει τους παράγοντες και τα ατομικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τη διαδικασία της παραγωγής ορθογραφημένου γραπτού λόγου, ώστε να σχηματιστεί μία πρώτη εικόνα στο θέμα της ορθογραφίας των μαθητών με προβλήματα ακοής στην Ελλάδα. Όσον αφορά στο πρώτο ερευνητικό ερώτημα, εάν οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές είναι επιρρεπείς να κάνουν ορθογραφικά λάθη συγκριτικά με τους ακούοντες φαίνεται ότι είναι περισσότερο επιρρεπείς. Οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές έκαναν περισσότερα ορθογραφικά λάθη από τους ακούοντες και η διαφορά αυτή βεβαιώθηκε ως σημαντική με στατιστικό έλεγχο. Η στατιστικά σημαντική διαφορά στις μέσες τιμές των ορθογραφικών λαθών μεταξύ των δύο ομάδων παρατηρήθηκε στο πρώτο μέρος του ορθογραφικού τεστ, στο οποίο οι μαθητές κλήθηκαν να συμπληρώσουν τα κενά προτάσεων παράγοντας γραπτά τις λέξεις-στόχους και κυρίως στην κατηγορία των φωνολογικών λαθών. Ωστόσο, η σημαντική αυτή διαφορά δεν παρατηρήθηκε στο δεύτερο μέρος του τεστ, στο οποίο οι μαθητές κλήθηκαν να κυκλώσουν τη σωστή απάντηση σε κάθε πρόταση μεταξύ δύο επιλογών. Σε αυτό το μέρος η μέση τιμή των λαθών των κωφών και βαρήκοων μαθητών δε διέφερε σημαντικά από τη μέση τιμή λαθών των ακουόντων, το οποίο δείχνει ότι η ορθογραφική συμπεριφορά των δύο μαθητικών ομάδων στην περίπτωση των πολλαπλών επιλογών ήταν παρόμοια. Η διαφοροποίηση της ορθογραφικής συμπεριφοράς των κωφών και βαρήκοων μαθητών ανάμεσα στις δύο συνθήκες γραπτής παραγωγής προκαλεί εντύπωση εφόσον οι λέξεις-στόχοι που ζητούνταν στις δύο δοκιμασίες παρέμεναν ίδιες και οι στρατηγικές που χρησιμοποιούνται και στις δύο περιπτώσεις είναι οι μνημονικές προκειμένου να ανασυρθεί από οπτικό-νοητικό λεξικό η ορθογραφική αναπαράσταση κάθε λέξης. Όμως, στην περίπτωση των πολλαπλών επιλογών οι μαθητές αρκούσε να διαβάσουν τη λέξη και να αναγνωρίσουν τη σωστή γραφημική απόδοση, ενώ στην περίπτωση της παραγωγής της λέξης έπρεπε να ανακαλέσουν τη λέξη, να τη 71

73 χωρίσουν σε φωνήματα, να τα αντιστοιχίσουν με γραφήματα και να τα παραθέσουν σε σωστή σειρά, διαδικασία που απαιτεί περισσότερες πληροφορίες από την αναγνώριση και συνδέεται άμεσα με τη φωνολογική αποκωδικοποίηση και τη φωνημογραφημική αντιστοίχιση, οι οποίες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην κατάκτηση των ορθογραφικών δεξιοτήτων σύμφωνα με τις θεωρίες περί ορθογράφησης (Frith, 1985; Read, 1986). Οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές όντας καλύτεροι στις πολλαπλές επιλογές δείχνουν ότι προσεγγίζουν τις τυπωμένες λέξεις ολικά εφαρμόζοντας τη «λογογραφική στρατηγική» ανάγνωσης και αποκωδικοποίησης των τυπωμένων λέξεων, όπως την ονομάζει η Frith (1985), δηλαδή εκλαμβάνουν κάθε λέξη ως μονάδα μέσω του οπτικού καναλιού, ως μία εικόνα χωρίς να κομματιάζεται, και την ανακαλούν εύκολα, όταν χρειάζεται. Από την άλλη, τα λάθη στην παραγωγή των λέξεων υποδηλώνουν τη δυσκολία των κωφών και βαρήκοων μαθητών αρχικά να επεξεργαστούν φωνολογικά τις λέξεις και στη συνέχεια να συνδέσουν τα φωνήματα με τις σωστές ορθογραφικά γραφημικές αποδόσεις («αλφαβητική στρατηγική»). Η αδυναμία αυτή είναι εύλογη λόγω της ακουστικής απώλειας των μαθητών αυτών, η οποία στερεί πλήρως ή δυσχεραίνει την πρόσβαση σε ακουστικές πληροφορίες όπως είναι οι φωνολογικές. Όσον αφορά στο δεύτερο ερώτημα, το είδος των ορθογραφικών λαθών που κάνουν οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές παρατηρήθηκε ότι έκαναν όλων των κατηγοριών λάθη, φωνολογικά, οπτικό-ορθογραφικά και γραμματικά. Από αυτά τα μεγαλύτερο ποσοστό συγκέντρωσαν τα φωνολογικά, δηλαδή λάθη που αλλοίωναν τη φωνολογική ταυτότητα της λέξης και δεν υπήρχε συνέπεια ανάμεσα στη φωνημική και τη γραφημική απόδοση, εύρημα που συμφωνεί με τις έρευνες των Dodd (1980), Leybaert & Alegria, (1995), Aaron, Keetay, Boyd, Palmatier & Wacks, (1998), Sutcliffe et al. (1999), Leybaert (2000), Leybaert & Lechat (2001) και Ηarris & Moreno (2004) και ερμηνεύεται από την ελλιπή φωνολογική επίγνωση που έχουν τα κωφά και βαρήκοα παιδιά λόγω της ακουστικής απώλειας, όπως προαναφέρθηκε. Επιπλέον, τα φωνολογικά λάθη ήταν κυρίως αντικαταστάσεις γραμμάτων και παραλείψεις γραμμάτων ή ολόκληρων συλλαβών, τα οποία μοιάζουν με τα λάθη που συχνά κάνουν τα παιδιά με δυσλεξία, όπως έχει φανεί ερευνητικά (Bruck, 1988; Lennox & Siegel, 1996; Rohl & Tunmer, 1988; Kotoulas & Panteliadou, 2000). Βέβαια στην περίπτωση των δυσλεξικών παιδιών οι δυσκολίες στην ορθογραφία 72

74 οφείλονται σε αδυναμία επεξεργασίας των γλωσσικών πληροφοριών κι όχι σε αισθητηριακή μειονεξία. Η κατηγορία των γραμματικών λαθών συγκέντρωσε το μικρότερο ποσοστό, το οποίο μπορεί να οφείλεται στο ότι πρόκειται για το ληκτικό μόρφημα της λέξης, το οποίο βρίσκεται στο τέλος της λέξης, είναι οπτικά άμεσα προσβάσιμο και σταθεροποιείται πιο γρήγορα από το θεματικό μόρφημα. Πιο συγκεκριμένα, τα περισσότερα λάθη έγιναν στις καταλήξεις των ρημάτων, ενώ τα λιγότερα στις καταλήξεις των ουσιαστικών. Στα ουσιαστικά παρατηρήθηκε ότι η λανθασμένη ορθογραφική απόδοση των ουδετέρων σε -ι συγκέντρωσε μικρότερο ποσοστό από την ορθογραφική απόδοση της εξαίρεσης σε -υ (βράδυ, δάκρυ), όπως ακριβώς συνέβη και στην ομάδα των ακουόντων, το οποίο σύμφωνα με έρευνα των Διακογιώργη, Βαλμά και Μπαρή (2006) οφείλεται αφενός στο ότι τα ουδέτερα σε -υ παραβιάζουν τον κανόνα και αφετέρου στη χαμηλή συχνότητα εμφάνισης τους στο γραπτό λόγο. Γενικότερα, ερευνητικά έχει φανεί ότι ο παράγοντας συχνότητα επηρεάζει την ορθογράφηση καθώς τα κωφά και βαρήκοα παιδιά συνηθίζουν να ορθογραφούν με περισσότερη ακρίβεια τις λέξεις υψηλής συχνότητας παρά τις λέξεις χαμηλής συχνότητας (Burden & Campbell, 1994; Leybaert, 2000; Sutcliffe et al., 1999). Επίσης, το συνολικό ποσοστό των λαθών στις καταλήξεις των ουσιαστικών που περιείχαν το φώνημα /i/ ήταν μεγαλύτερο από το ποσοστό των καταλήξεων που περιείχαν το φώνημα /o/, το οποίο είναι λογικό εφόσον το φώνημα /i/ έχει πέντε διαφορετικές γραφημικές αποδόσεις, ενώ το φώνημα /o/ μόνο δύο. Στην περίπτωση των ρημάτων παρατηρήθηκε ότι υψηλό ήταν το ποσοστό της λανθασμένης απόδοσης της κατάληξης σε -ω, για την οποία επιλέχθηκε το -ο, ενώ κανένα ουσιαστικό ουδέτερο σε -ο δεν αποδόθηκε λάθος. Επιπλέον, οι ρηματικές καταλήξεις σε -μαι και -ται συγκέντρωσαν μεγαλύτερο ποσοστό λαθών από τις καταλήξεις -με και -τε, το οποίο πιθανόν να σημαίνει ότι τα κωφά και βαρήκοα παιδιά επιλέγουν την απλούστερη οπτικά γραφημική απόδοση του φωνήματος /e/ ή δε λαμβάνουν υπόψη τους τη συμφωνία υποκειμένου ρήματος, η οποία έχει διαπιστωθεί ερευνητικά (Λαμπροπούλου, 1993). Σχετικά με τα οπτικό-ορθογραφικά λάθη παρατηρήθηκε ότι τα περισσότερα συγκεντρώθηκαν στο θέμα των λέξεων κι όχι στα παραγωγικά μορφήματα, το οποίο είναι εύλογο εφόσον η θεματική ορθογραφία αφορά την ιστορική εξέλιξη της γλώσσας, δηλαδή συνδέεται με την ετυμολογία, και προαπαιτεί βαθιά γνώση και 73

75 επαφή με το γραπτό λόγο σε αντίθεση με τα παραγωγικά μορφήματα, που διδάσκονται ως κανόνας στο σχολείο και λειτουργούν ως ορθογραφικά μοτίβα (orthographic patterns) και είναι πιο εύκολο να απομνημονεύονται οπτικά ως ορθογραφικές κανονικότητες. Εξάλλου έχει φανεί ερευνητικά (Padden, 1993; Aaron, Keetay, Boyd, Palmatier & Wacks, 1998; Olson & Caramazza, 2004) ότι τα κωφά παιδιά από μικρή ηλικία αξιοποιούν την οπτικό-ορθογραφική γνώση, δηλαδή γνωρίζουν τους συνήθεις ορθογραφικά συνδυασμούς γραμμάτων και τη θέση τους μέσα στην λέξη καθώς και τους ορθογραφικούς περιορισμούς της γλώσσας. Αυτό ενισχύεται περισσότερο στην έρευνα μας και από το γεγονός ότι οι αναδιπλασιασμοί συμφώνων, που δεν αλλοιώνουν τη φωνολογική ταυτότητα μιας λέξης, ήταν λίγοι. Κλείνοντας το δεύτερο ερώτημα, αξίζει να επισημανθεί πώς οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές πέρα από τα ορθογραφικά λάθη έκαναν λάθη λεξιλογικά, τα οποία δεν ήταν στο ερευνητικό επίκεντρο, αλλά εφόσον παρατηρήθηκαν πρέπει να αναφερθούν. Πιο αναλυτικά, οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές συμπλήρωσαν τα κενά με λέξεις, που σημασιολογικά ταίριαζαν στην πρόταση, αλλά δεν ήταν στόχοι, ή δε συμπλήρωσαν καθόλου τα κενά ή επινόησαν λέξεις. Αυτό είναι ένδειξη του φτωχού λεξιλογίου και της χαμηλής αναγνωστικής ικανότητας που αναφέρεται στη βιβλιογραφία ότι χαρακτηρίζει αυτή τη μαθητική ομάδα (Marschark, Lang, & Albertini, 2002) και έχει ερευνητικά διαπιστωθεί και για τους κωφούς και βαρήκοους μαθητές στην Ελλάδα (Λαμπροπούλου, 1993). Όσον αφορά στο τρίτο ερώτημα, εάν τα ατομικά χαρακτηριστικά, ακουστική απώλεια και μέθοδος επικοινωνίας, καθώς και οι παράγοντες εκπαιδευτική βαθμίδα και τύπος σχολείου επηρεάζουν τις ορθογραφικές επιλογές των κωφών και βαρήκοων μαθητών τα ευρήματα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Πιο αναλυτικά, η ακουστική απώλεια φαίνεται ότι δεν επηρεάζει τις ορθογραφικές επιλογές. Αν και αναμενόταν διαφορά μεταξύ των τριών ομάδων και συγκεκριμένα ότι οι βαρήκοοι και κοχλιοεμφυτευμένοι μαθητές θα έχουν καλύτερη ορθογραφική επίδοση από τους κωφούς μαθητές κυρίως στην κατηγορία των φωνολογικών λαθών, κάτι τέτοιο δε διαπιστώθηκε. Αυτό πιθανόν σημαίνει ότι ανεξάρτητα από την ακουστική κατάσταση ενός παιδιού, είτε πρόκειται για ολική είτε για μερική απώλεια, σημασία έχει η ποιότητα των φωνολογικών πληροφοριών που συλλέγει κάθε παιδί ανεξάρτητα από τον τρόπο που θα ακολουθήσει (ακουστική ή οπτική δίοδος). Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν οι Leybaert και Charlier (1996), οι οποίες παρατήρησαν ότι μαθητές που 74

76 εκτέθηκαν στην cued-speech από μικρή ηλικία στο σπίτι εμφάνισαν καλή ορθογραφική συμπεριφορά συγκριτικά με τους ακούοντες και πολύ καλύτερη συγκριτικά με τους κωφούς μαθητές που δεν είχαν εκτεθεί στην cued- speech και τόνισαν πόσο καθοριστική είναι η γλωσσική εμπειρία. Ο παράγοντας εκπαιδευτική βαθμίδα (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια), ο οποίος προτιμήθηκε στην έρευνα μας αντί του παράγοντα ηλικία, διότι στον υπό μελέτη πληθυσμό η αναπτυξιακή ηλικία δε συμβαδίζει με την τάξη φοίτησης, επηρεάζει τις ορθογραφικές επιλογές. Γενικότερα, οι μέσες τιμές των λαθών των μαθητών της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ήταν μεγαλύτερες στις κατηγορίες των φωνολογικών, των οπτικό-ορθογραφικών και των γραμματικών, αλλά μόνο στην κατηγορία των οπτικό-ορθογραφικών, η οποία αφορά στη θεματική ορθογραφία, η διαφορά ήταν σημαντική. Φαίνεται δηλαδή ότι οι μαθητές της Πρωτοβάθμιας είχαν χειρότερο ορθογραφικό προφίλ από τους μαθητές της Δευτεροβάθμιας. Αυτό είναι εύλογο εφόσον οι μαθητές της Δευτεροβάθμιας έχουν περισσότερα χρόνια σχολικής εμπειρίας. Ο παράγοντας τύπος σχολείου φαίνεται ότι δεν επηρεάζει τις ορθογραφικές επιλογές των κωφών και βαρήκοων μαθητών. Αναλυτικότερα, παρατηρήθηκε ότι οι μαθητές με προβλήματα ακοής που φοιτούν σε ειδικό σχολείο έκαναν περισσότερα λάθη από τους μαθητές που φοιτούν σε γενικό με ειδική εκπαίδευση σύμφωνα με τις αντίστοιχες μέσες τιμές των λαθών όλων των κατηγοριών (φωνολογικά, οπτικόορθογραφικά, γραμματικά), αλλά η διαφορά δεν είναι σημαντική. Το ίδιο παρατηρήθηκε για τον παράγοντα μέθοδος επικοινωνίας. Σε καμιά κατηγορία λαθών δε φάνηκε στατιστικά σημαντική διαφορά, οπότε η μέθοδος επικοινωνία δεν επηρεάζει την ορθογράφηση των κωφών και βαρήκοων μαθητών. Βέβαια, στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι οι πληροφορίες σχετικά με ποια μέθοδο επικοινωνίας χρησιμοποιούν οι μαθητές προήλθαν από εκτιμήσεις των εκπαιδευτικών τους, οι οποίοι περνούν συγκεκριμένο χρόνο με τους μαθητές τους και υπό συγκεκριμένες συνθήκες και συχνά δεν είναι επιμορφωμένοι σε θέματα κώφωσης, ώστε να διακρίνουν ποια μέθοδο επικοινωνίας χρησιμοποιούν στην αλληλεπίδραση τους. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην ορθογραφία και είναι περισσότερο επιρρεπείς από τους ακούοντες σε ορθογραφικά λάθη. Τα είδη των ορθογραφικών λαθών που κυρίως κάνουν, δηλαδή τα φωνολογικά, αποτελούν ένδειξη 75

77 της ελλιπούς φωνολογικής επίγνωσης. Από την άλλη, η καλύτερη εικόνα που είχαν στην ορθογραφική απόδοση των ληκτικών και παραγωγικών μορφημάτων, τα οποία περιέχουν φωνήματα που έχουν περισσότερες του ενός γραφημικές αποδόσεις, αλλά ηχητικά είναι όμοια, οπότε η φωνολογική στρατηγική δεν είναι απαραίτητη, δείχνει ότι οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές χρησιμοποιούν οπτικές - μνημονικές και μορφολογικές τεχνικές. Δεδομένου, λοιπόν, ότι αξιοποιούν το οπτικό κανάλι για τη συλλογή ορθογραφικών πληροφοριών θα ήταν ενδιαφέρον να μελετηθεί η συμβολή των εναλλακτικών τρόπων φωνολογικής ενημερότητας, της χειλεανάγνωσης και της δακτυλογραφής, ώστε να αξιοποιηθούν στην εκπαιδευτική πράξη και να γίνουν οι κωφοί και βαρήκοοι μαθητές καλύτεροι ορθογράφοι. Επιπλέον, όσον αφορά στα ατομικά χαρακτηριστικά, βαθμός απώλειας της ακοής, εκπαιδευτική βαθμίδα, τύπος σχολείου και μέθοδος επικοινωνίας φαίνεται ότι δεν επηρεάζουν την ορθογραφική συμπεριφορά. Εξαίρεση αποτελεί μόνο η εκπαιδευτική βαθμίδα στην περίπτωση των λαθών στο θεματικό μόρφημα. Πάντως, δε θα μπορούσε να εξαχθεί ένα γενικό συμπέρασμα καθώς εξαιτίας αυτών των παραγόντων ο εν λόγω μαθητικός πληθυσμός είναι ετερογενής και επιπλέον οι παράγοντες αλληλεξαρτώνται. Γενικότερα, η φύση της έρευνας ήταν διερευνητική και ως εκ τούτου η ισχύς των ευρημάτων είναι περιορισμένη. 76

78 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ Aaron, P.G., V. Keetay, M. Boyd, S. Palmatier & J. Wacks. (1998). Spelling without phonology: A study of deaf and hearing children. Reading and Writing: An Interdisciplinary Journal, 10, p Aidinis, A. (1998). «Phonemes, Morphemes and Literacy Development: Evidence from Greek». Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή, University of London, Institute of education. Aidinis, A. & Nunes, T. (2001). The role of different levels of phonological awareness in the development of reading and spelling in Greek. Reading and Writing: An interdisciplinary Journal, 14, p Allman, T. M. (2002). Patterns of spelling in young deaf and hard of hearing students. American Annals of the Deaf, 147, p Alvarado, J.S., Puente, A. & Herrera, V. (2008). Visual and Phonological Coding in Working Memory and Orthographic Skills of Deaf Children Using Chilean Sign Language, American Annals of the Deaf, v. 152, N. 5, p Apel, K., Masterson, J. J., & Hart, P. (2004). Integration of language components in spelling: Instruction that maximizes students learning. In E. R. Silliman and L. C. Wilkinson (Eds.), Language and literacy learning in schools (pp ). New York: Guilford Press. Bradley, L. & Bryant, P. E. (1983). Categorizing sounds and learning to read: A casual connection. Nature, 301, Breadmore, H. (2007). Inflectional Morphology in the literacy of deaf children, degree of doctor, University of Birmingham. Bruck, M. (1988). The word recognition and spelling of dyslexic children. Reading Research Quarterly,23, p Bruck, M., & Treiman, R. (1990). Phonological awareness and spelling in normal children and dyslexics: The case of initial consonant clusters, Journal of Experimental Child Psychology, 50(1), p Bryant, P., Nunes, T. & Aidinis, A.(1999). Different morphemes, same spelling problems: cross linguistic developmental studies. Στο. Harris & G,Hatano (Επιμ.), Learning to read and write: A crosslinguistic perspective (σσ ). Cambridge: Cambridge University Press 77

79 Burden, V., & Campbell, R. (1994). The development of word-coding skills in the born deaf: An experimental study of deaf school-leavers. British Journal of Developmental Psychology, 12, p Cassar, M., & Treiman, R. (1997). The beginnings of orthographic knowledge: Children s knowledge of double letters in words, Journal of Educational Psychology, 89 (4), p Chliounaki, K. & Bryant, P. (2007), How children learn about morphological spelling rules, Child Development, 78 (4), p Cunningham, A. E., Perry, K. E., & Stanovich, K. E. (2001). Converging evidence for the concept of orthographic processing. Reading and Writing: An Interdisciplinary Journal, 14, p Daigle, D, Armand, F, Demont, E. & Gombert, J. E. (2009). Visuo-orthographic knowledge in deaf readers of French. Revue Canadienne de Linguistique Appliquée, 12, p Dreyer L.G., Luke St.D. & Melican E.K. (1995). «Children s acquisition and retention of word spellings»», in V.W. Berninger (ed), The varieties of orthographic knowledge: II Relationships to phonology, reading, and writing Kluwer Academic Publishers, The Netherlands, p Ehri, L. C. (2000). Learning to read and learning to spell: Two sides of a coin. Topics in Language Disorders, 20(3), Ellis, N. C. (1994). Longitudinal studies of spelling development. In G. D. A. Brown & N. C. Ellis (Eds.), Handbook of Spelling: Theory, Process and Intervention (pp ). UK: John Wiley & Sons Ltd. Fabbretti, D., Voltera, V. & Pontecorvo, C. (1998). Written Language Abilities in Deaf Italians, Journal of Deaf Studies and Deaf Education, 3, p Frith, U. (1985). Beneath the surface of developmental dyslexia. In K. Patterson, J. Marshall, & M. Coltheart (Eds.), Surface Dyslexia, Neuropsychological and Cognitive Studies of Phonological Reading, London: Erlbaum, p Gaustad, M. G. & Kelly, R. R. (2004). The relationship between Reading Achievement and Morphological Word Analysis in Deaf and Hearing Students Matches for Reading Level, Journal of Deaf Studies and Deaf Education, p Gentry, J. R. (1982). An analysis of developmental spelling in GNYS AT WRK. The Reading Teacher, 36, Goldin-Meadows, S. & Mayberry, R. I. (2001). How do profoundly deaf children learn to read? Learning Disabilities Research and Practice, 16, p

80 Goswami, U., & Bryant, P.E. (1990). Phonological skills and learning to read. Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum. Hanson, V. L. (1989). Phonology and Reading: Evidence from Profoundly Deaf Readers, Haskins Laboratories Status Report on Speech Research, 99/100, , Hagiliassis, N., C. Pratt & M. Johnston. (2006). Orthographic and phonological processes in reading. Reading and Writing, 19, pp doi: /s Harris M. & Giannouli, V. (1999). Learning to read and spell in Greek: the importance of letter knowledge and morphological awareness. In M. Harris & G. Hatano (eds), Learning to Read and Write: A Cross-Linguistic Perspective. Cambridge: Cambridge University Press, Harris, M. & C. Moreno. (2004). Deaf children s use of phonological coding: Evidence from reading, spelling, and working memory. Journal of Deaf Studies and Deaf Education, 9, p Kelly, R. R., Albertini, J. A., & Shannon, N. B. (2001). Deaf college students' reading comprehension and strategy use, American Annals of the Deaf, 146 (5), p Kotoulas, V. & Padeliadu, S. (2000). The nature of spelling errors in the Greek language: The case of students with reading disabilities. Στο K. Nikolaidis & M. Matheoudakis (Επιμ.).Proceeding of the 13th International Symposium of Theoretical and Applied Linguistics (p ). Thessaloniki: Aristotle University. Lennox, C., & Siegel, L. S. (1996). The development of phonological rules and visual strategies in average and poor spellers. Journal of Experimental Child Psychology, 62, p Lerner, J. W. (1981). Learning disabilities: Theories, diagnosis and teaching strategies (3rd ed.). Boston: Houghton Mifflin. Lété, B., Peereman, R., & Fayol, M. (2008). Consistency and word-frequency effects on spelling among first- to fifth-grade French children: A regression-based study. Journal of Memory and Language, 58 (4), p Leybaert, J. (1993). Reading in the Deaf: The roles of Phonological Codes in: Marschark, M. & Clark, M. (edits) Psychological Perspectives on Deafness, Lawrence Erlbaum Associates, Publishers. Leybaert, J., & Alegria, J. (1995). Spelling development in deaf and hearing children: Evidence for use of morphophonological regularities in French. Reading and Writing: An Interdisciplinary Journal, 7,

81 Leybaert, J. (2000). Phonology acquired through the eyes and spelling in deaf children, Journal of Experimental Child Psychology, 75, p Leybaert, J. & Charlier, B. (1996). Visual Speech in the Head: The Effect of Cued- Speech on Rhyming, Remembering and Spelling, Journal of Deaf Education, 1, 4, p Leybaert, J. & Lechat, J. (2001). Variability in Deaf Children s Spelling: The effect of Language Experience, Journal of Educational Psychology, V. 93, 3, p Marschark, M., Lang, H.G. & Albertini, J.A. (2002). Educating deaf students: From research to practice. Oxford: Oxford University Press. Mayer, C. (2007). What really matters in the Early Literacy Development of deaf children, Journal of Deaf Studies and Deaf Education, doi: /deafed/enm020 Manolitsis, G. & Tafa, E. (2010). Letter-name letter-sound and phonological awareness: Evidence from Greek-speaking kindergarten children. Reading and Writing: An Interdisciplinary Journal, 24, 27-53, doi: /s z. Mervis, C. B. & Johnson, K. E. (1991). Acquisition of the plural morpheme: A case study, Developmental Psychology, 27, p Moores, D. (2001). Educating the deaf: Psychology, principles, and practices (5th edi tion). Boston: Houghton Mifflin Company Musselman, C. (2000). How do children who can t hear learn to read an alphabetic script? A review of the literature on reading and deafness. Journal of Deaf Studies and Deaf Education, 5, p Nunes, T., Bryant, P. & Bindman, M. (1997). Morphological spelling strategies: Developmental Psychology, 33, Nunes, T. - Aidinis, A. & Bryant, P. (2006). The acquisition of written morphology in Greek, in R.MalateshaJoshi & P.G.Aaron (Eds.), Handbook of Orthography and Literacy. Mahwah, NewJersey: LawrenceErlbaum, p Olson, A. C. & Caramazza, A. (2004). Orthographic structure and deaf spelling errors: Syllables, letter frequency and speech, The Quarterly Journal of Experimental Psychology, 57 A (3), p Pacton, S., P. Perruchet, M. Fayol & A. Cleeremans. (2001). Implicit learning out of the lab: The case of orthographic regularities. Journal of Experimental Psychology: General, 130, pp Padden, C. (1993). Lessons to be learned from young deaf orthographers. Linguistics and education, 5, pp

82 Protopapas, A., Fakou, A., Drakopoulou, S., Skaloumbakas, C., & Mouzaki, A. (υπό έκδοση). What do spelling errors tell us? Classification and analysis of spelling errors of Greek schoolchildren with and without dyslexia. Reading & Writing: An Interdisciplinary Journal. doi: /s Read, C. (1986). Children s Creative Spelling. London: Routledge & Kegan Paul. Rohl, M., & Tunmer, W. E. (1988). Phonemic segmentation skill and spelling acquisition. Applied Psycholinguistics, 9, p Stewart D.A. & Clarke B.R. (2003). Literacy and Your Deaf Child; What Every Parent Should Know. Washington, DC: Gallaudet University Press. Stage, A. & Wagner, R. K. (1992). Development of young children s phonological and orthographic knowledge as revealed by their spellings, Development Psychology, 28 (2), p Stahl, S. A. & Murray, B. A. (1994). Defining phonological awereness and tis relationship to early reading, Journal of Educational Psychology, 86, p Sutcliffe, A., A. Dowker & R. Campbell. (1999). Deaf children s spelling: does it show sensitivity to phonology? Journal of Deaf Studies and Deaf Education, 4, p Treiman, R. (1992). The role of intrasyllabic units in learning to read and spell. In P. B. Gough, L. C. Ehri & R. Treiman (Eds.), Reading acquisition (pp ). N. Jersey: Lawrence Erlbaum Associates, Publishers. Treiman, R., Berch, D. & Weatherstone, S. (1993). Childrens use of phoneme to grapheme correspondences in spelling: roles of positions and stress, Journal of Educational Psychology, 85 (3), p Treiman, R., Cassar, M. & Zukowski, A. (1994). What types of linguistic information do children use in spelling? The case of flaps, Child Developmenτ, 65, p Tsesmeli, S. N. & Seymour, P.H.K. (2006). Derivational Morphology and Spelling in Dyslexia. Reading and Writing: An Interdisciplinary Journal, 19(6), Tur-Kaspa H. & Dromi E. (2001). Grammatical deviations in the spoken and written language of Hebrew-speaking children with hearing impairments. Language, Speech and Hearing Services in Schools, 32, p Underwood, G., & Batt, V. (1996). Reading and understanding. UK: Blackwell Publishers Ltd. Varnhagen C.K. (1995). Children s spelling strategies, in V.W. Berninger (ed.) The varieties of orthographic knowledge: II Relationships to phonology, reading, and writing, Kluwer Academic Publishers, The Netherlands, p

83 Wagner R. K., Torgesen J. K., Laughon P., Simmons K., & Rashotte C. A. (1993). Development of young readers phonological procesing abilities. Journal of Educational Psychology, 85, Wakefield, P. (2006). Deaf childrens Approaches to Spelling - Difficulties, Strategies and Teaching Techniques, Deafness and Education International, 8 (4), p.p Watson, A. J. (1988). Developmental spelling: a word categorising instructional experiment. Journal of Educational Research, 82, p ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ Αϊδίνης, Α. & Κωστούλη, Τ. (2007). Μοντέλα εγγραμματοσύνης: Θεωρητικές προσεγγίσεις και διδακτική πράξη, καταχωρημένο στην ιστοσελίδα: tml Αϊδίνης, Α. & Δαλακλή, Χ. (2006). Από τη γραφή στην ορθογραφημένη γραφή: Η επίδραση της φωνολογικής και μορφοσυντακτικής Επίγνωσης. Στο Π. Παπούλια Τζελέπη, Α. Στερνίκας & Κ. Θηβαίος (Επιμ.). Έρευνα και Πρακτική του γραμματισμού στην ελληνική κοινωνία, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Αϊδίνης, Α. & Παράσχου, _. (2004). Ανάπτυξη της ορθογραφημένης γραφής στο δημοτικό Σχολείο: Λάθη και στρατηγικές των παιδιών. Στο Ν. Μακρής & _. _εσλή (Επιμ.), Η γνωστική Ψυχολογία σήμερα: Γέφυρες για τη μελέτη της νόησης. Πρακτικά Συνεδρίου, σσ , Αθήνα: Τυπωθήτω Γ. Δάρδανος. Βουγιούκας, Α. (1994). Το γλωσσικό μάθημα στην πρώτη βαθμίδα της νεοελληνικής εκπαίδευσης. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Γεράσης, Γ. (2010). Ανάπτυξη ορθογραφημένης γραφής: Η σχέση της φωνολογικής και μορφοσυντακτικής ενημερότητας, Διδακτορική Διατριβή, Παιδαγωγικό Δημοτικής Εκπαίδευσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Γκαρώνη, Π. (2009). Ανάπτυξη ορθογραφικών δεξιοτήτων σε παιδιά με και χωρίς μαθησιακές δυσκολίες, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Πατρών. Γκότοβος, Α. (1992). Ορθογραφική μάθηση στο δημοτικό (μια εμπειρική έρευνα), Αθήνα: Gutenberg. Διακογιώργη, Κ., Μπαρής, Θ., & Βαλμάς, Θ. (2005). Ικανότητα χρήσης μορφολογικών στρατηγικών στην ορθογραφημένη γραφή από μαθητές της Α τάξης του δημοτικού, Ψυχολογία, 12 (4),

84 Θεοδωροπούλου Μ. & Παπαναστασίου Γ. (2001). «Το γλωσσικό λάθος», Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα, επιμ. Α-Φ. Χριστίδης, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη, Ιγνατιάδου, Α. (2008). Ανάλυση Ορθογραφικών Λαθών: δεδομένα από γραπτά εξετάσεων του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, Διπλωματική Εργασία, Φιλοσοφική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Καρατζάς, Α. (2000). Ο ρόλος των δεξιοτήτων φωνηματικογραφηματικής και μορφηματικογραφηματικής αντιστοιχίας στην ανάπτυξη της ορθογραφικής ικανότητας παιδιών ηλικίας ετών, στο Π. Παπούλια-Τζελέπη (επιμ.), Γραμματισμός και Βαλκάνια: Παρούσα κατάσταση και προοπτικές για το μέλλον, Αθήνα, εκδόσεις Ελληνική Εταιρεία Γλώσσας και Γραμματισμού, σ.σ Καρατζάς, Α. (2005). Μάθηση της ορθογραφικής δεξιότητας. Γνωστικο-ψυχογλωσσική προσέγγιση. Αθήνα: Γρηγόρης. Λαμπροπούλου, Β. (1993). Εξέταση της Γραπτής Γλώσσας των κωφών μαθητών, Γλώσσα. Έτος Δωδέκατο. 30, σ Λαμπροπούλου, Β. (1997). Η έρευνα της ελληνικής νοηματικής γλώσσας. Παρατηρήσεις φωνολογικής ανάλυσης, Γλώσσα, 43, σ Λαμπροπούλου, Β. (επιστ. υπεύθ.). (1999β). 2 ο Εκπαιδευτικό Πακέτο Επιμόρφωσης: Διάγνωση-Αποκατάσταση Βαρηκοϊας, Συμβουλευτική Γονέων και Έγκαιρη Παρέμβαση, Επιμόρφωση εκπαιδευτικών και ειδικών επιστημόνων ΣΜΕΑΕ κωφών και βαρηκόων, ΕΠΕΑΕΚ ΥΠΕΠΘ & Μονάδα Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πατρών. Λαμπροπούλου, Β. (επιστ. υπεύθ.). (1999γ). 3 ο Εκπαιδευτικό Πακέτο Επιμόρφωσης: Εκπαίδευση και Κωφό Παιδί, Επιμόρφωση εκπαιδευτικών και ειδικών επιστημόνων ΣΜΕΑΕ κωφών και βαρηκόων, ΕΠΕΑΕΚ ΥΠΕΠΘ & Μονάδα Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πατρών. Λαμπροπούλου, Β. (επιστ. υπεύθ.). (1999δ). 4 ο Εκπαιδευτικό Πακέτο Επιμόρφωσης: Γλωσσική Ανάπτυξη και Κωφό Παιδί, Επιμόρφωση εκπαιδευτικών και ειδικών επιστημόνων ΣΜΕΑΕ κωφών και βαρηκόων, ΕΠΕΑΕΚ ΥΠΕΠΘ & Μονάδα Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πατρών. Μακαρώνα, Α. (2002). Ο Γραπτός Λόγος Κωφών Ενηλίκων, Διπλωματική Εργασία, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Πατρών. Μαλαβέτα, Α. (2009). Μελέτη της ανάγνωσης, ως ικανότητα κατανόησης κειμένων σε κωφούς μαθητές γυμνασίου, Διπλωματική Εργασία, Παιδαγωγικό Δημοτικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Πατρών. 83

85 Ματσαγγούρας, Η. (2007). «Η πρόκληση του Σχολικού Εγγραμματισμού: Το Πρόβλημα, η Σπουδαιότητα, η Αντιμετώπιση». Γ. Καψάλης, και Α. Κατσίκης..(επιμ.). Η Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και οι προκλήσεις της εποχής μας. Πρακτικά συνεδρίου. Ιωάννινα Μουζάκη, Α. Πρωτόπαππας, Θ. & Τσαντούλα, Δ. (2008). Προσχολικοί δείκτες πρόγνωσης της ανάπτυξης αναγνωστικών δεξιοτήτων κατά την Α δημοτικού, Επίστημες της Αγωγής, 1, σ Νικολαραϊζη, Μ. (2011). Εκπαίδευση κωφών/βαρήκοων παιδιών: η αναγκαιότητα αποτελεσματικών και ερευνητικά τεκμηριωμένων εκπαιδευτικών στρατηγικών, στο: Αργυρόπουλος, Β. & Παντελιάδου, Σ. (επιμ.) Ειδική Αγωγή: Από την έρευνα στη διδακτική πράξη, Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο. Παντελιάδου, Σ. (2011). Μαθησιακές δυσκολίες και Εκπαιδευτική Πράξη: Τι και γιατί. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Πόρποδας,Κ. (2002). Η Ανάγνωση. Πάτρα: Αυτοέκδοση. Ράλλη, Α. (2005). Μορφολογία. Αθήνα: Πατάκης Τασιώνα, Α. (2010). Παράγοντες που καθορίζουν την αναγνωστική κατανόηση και τα άτομα με απώλεια ακοής, Διπλωματική Εργασία, Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Τάφα, Ε.(2001). Ανάγνωση και γραφή στην προσχολική εκπαίδευση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα Τσεσμελή, Σ. Ν. & Seymour, P.H.K. (2007). Μορφολογική δομή παράγωγων λέξεων και ορθογραφική επίδοση δυσλεξικών μαθητών: Εκπαιδευτική Παρέμβαση, Hellenic Journal of Psychology, 4 (1), p

86 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 85

87 ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΕΣΤ ΜΕΡΟΣ 1 ο Κοίτα την εικόνα, διάβασε την πρόταση και γράψε τη λέξη που λείπει. 1. Αγόρασα ένα μοντέρνο 2. Η μαμά.. την πόρτα. 3. Οι. διδάσκουν τα παιδιά. 4. Ξέχασα το. του σπιτιού στο φαρμακείο. 5. Ο. άφησε τα γράμματα στο κουτί. 6. Ο Πέτρος... ότι είναι διάσημος τραγουδιστής. 7. Οι αναπνέουν πολύ καυσαέριο. 8. Χάλασε το μου και δε μπορώ να έρθω. 9. Στα μαθηματικά έχουμε διδαχθεί πρόσθεση και Ο... του σχολείου είναι πολύ αυστηρός. 11. Κάθε απόγευμα ο μπαμπάς μου κι εγώ.. ψάρια με καλάμι. 12. Φυσούσε και η γέμισε με φύλλα των δέντρων. 13. Ο καθηγητής τον πίνακα με το σφουγγάρι. 14. Κάθε καλοκαίρι οι φίλοι μου κι εγώ.. πολλές ώρες στη θάλασσα. 15. Ο Νίκος. στο παγκάκι και περιμένει. 86

88 16. Ο. έφτιαξε τη χαλασμένη βρύση στην κουζίνα. 17. Η γιαγιά.. το κουτί με τα παλιά ρούχα. 18. Οι.. εξετάζουν τους αρρώστους. 19. Μισό λεπτό,.. και είμαι έτοιμος για βόλτα. 20. Έχασα το της Ιστορίας. 21. Ο. δε φοβήθηκε και μπήκε στο μαγαζί που καιγόταν. 22. Χρειάζομαι ένα.... για να καρφώσω το ημερολόγιο στον τοίχο. 23. Εσείς τα παιδιά το χριστουγεννιάτικο δέντρο! 24. Η καθαρίστρια. το πάτωμα στις τάξεις των μαθητών. 25. Πριν ξαπλώσω για ύπνο... τα δόντια μου. 26. Ο.. έσπασε το γόνατο του. 27. Θες να πάμε σινεμά το απόγευμα ή αργά το...; 28. Οι δύο. συνέλαβαν τον κλέφτη. 29. Η. βρίσκεται στο δεύτερο όροφο. 30. Το.... του προέδρου έχει πολυτελή έπιπλα. 31. Ο. έκανε πολύ καλή δουλειά στο γάμο. 32. Όταν τελειώσουν όλοι το φαγητό, εγώ... από το τραπέζι. 33. Συνήθως εσείς. με μολύβι ή στυλό; 34. Μου αρέσει να.. μπαλόνια. 35. Ένα... κύλησε από τα μάτια του. 87

89 ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΕΣΤ ΜΕΡΟΣ 2 ο Κύκλωσε τη σωστή λέξη. 1. Έσκισα το καινούριο.. α) παντελόνι β) παντελόνη 2. Ο μικρός Αλέξης.. τα δώρα γενεθλίων του. α) ανοίγη β) ανοίγει 3. Οι.. κάνουν απεργία. α) δάσκαλη β) δάσκαλοι 4. Άφησα το.. του δωματίου πάνω στο τραπέζι. α) κλειδή β) κλειδί 5. Ο καθυστέρησε να φέρει την αλληλογραφία. α) ταχιδρόμος β) ταχυδρόμος 6. ότι θα γίνει διάσημος ηθοποιός. α) Ονειρεύεται β) Ονειρεύετε 7. Οι.. κινδυνεύουν την ώρα της δουλειάς. α) τροχονόμη β) τροχονόμοι 8. Τράκαρα με το καινούριο.. α) αυτοκίνητο β) αφτοκίνητο 9. Ξέρω να κάνω πρόσθεση και. α) αφαίρεση β) αφέρεση 10. Ο.. είπε στους μαθητές ότι θα πάνε εκδρομή. α) διεφθυντής β) διευθυντής 11. Το Σάββατο ο μπαμπάς μου κι εγώ. στη λίμνη στο εξοχικό σπίτι. α) ψαρεύουμαι β) ψαρεύουμε 88

90 12. Σκουπίζω μία ώρα και η. έχει ακόμα φύλλα δέντρων. α) αυλή β) αβλή 13. Συνέχεια κάνει λάθη και με τη γόμα. α) σβήνει β) σβήνη 14. Οι φίλοι μου κι εγώ πολύ στη θάλασσα. α) κολυμπάμαι β) κολυμπάμε 15. Ο αδερφός μου στον άνετο καναπέ του σαλονιού. α) κάθετε β) κάθεται 16. Έσπασε ο σωλήνας του νερού, αλλά ο. δε μπορούσε να έρθει. α) υδραβλικός β) υδραυλικός 17. δωμάτιο σε ξενοδοχείο για διακοπές. α) Κλείνει β) Κλίνει 18. Οι μου έδωσαν φάρμακα. α) γιατρή β) γιατροί και πάμε σχολείο. α) Ντύνομε β) ντύνομαι 20. Δεν ξέρω σε ποιον έχω δανείσει το.. α) βιβλίο β) βιβλείο 21. Ο γενναίος έσωσε το παιδί από τη φωτιά. α) πιροσβέστης β) πυροσβέστης 22. Δώσε μου το να καρφώσω τον πίνακα στον τοίχο. α) σφυρή β) σφυρί 23. Εσείς. το σχολείο για το αποκριάτικο πάρτυ. α) στολίζετε β) στολίζεται 24. Η μαμά το σπίτι σχεδόν κάθε μέρα. 89

91 α) σφουγγαρίζη β) σφουγγαρίζει 25.. τα δόντια μετά από κάθε γεύμα. α) Βουρτσίζω β) Βουρτσήζω 26. Ο Έλληνας έβαλε τρία γκόλ. α) ποδοσφαιριστής β) ποδοσβαιριστής 27. Ταξιδεύουμε αργά το... α) βράδι β) βράδυ 28. Οι έκαναν ερωτήσεις στους μάρτυρες της ληστείας. α) αστυνομικοί β) αστυνομική 29. Έχει γεμίσει η στο σαλόνι. α) βιβλιοθήκι β) βιβλιοθήκη 30. Το. των δασκάλων είναι μεγάλο και φωτεινό. α) γραφείο β) γραφίο 31. Ο. ετοίμασε το βίντεο του γάμου. α) φοτογράφος β) φωτογράφος 32. Μέσα στην τάξη εγώ δε. ποτέ χωρίς να ρωτήσω το δάσκαλο. α) σηκώνομε β) σηκώνομαι 33. Συνήθως εσείς γρήγορα ή αργά; α) γράφεται β) γράφετε 34. Μου αρέσει να μπαλόνια. α) φουσκώνω β) φουσκόνω 35. Έριξε μαύρο... όταν μετακόμισε σε άλλη πόλη. α) δάκρυ β) δάκρι 90

92 ΛΕΞΕΙΣ - ΣΤΟΧΟΙ 1. Παντελόνι 2. Ανοίγει 3. Δάσκαλοι 4. Κλειδί 5. Ταχυδρόμος 6. Ονειρεύεται 7. Τροχονόμοι 8. Αυτοκίνητο 9. Αφαίρεση 10. Διευθυντής 11. Ψαρεύουμε 12. Αυλή 13. Σβήνει 14. Κολυμπάμε 15. Κάθεται 16. Υδραυλικός 17. Κλείνει 18. Γιατροί 19. Ντύνομαι 20. Βιβλίο 21. Πυροσβέστης 22. Σφυρί 23. Στολίζετε 24. Σφουγγαρίζει 25. Βουρτσίζω 26. Ποδοσφαιριστής 27. Βράδυ 28. Αστυνομικοί 29. Βιβλιοθήκη 30. Γραφείο 31. Φωτογράφος 32. Σηκώνομαι 33. Γράφετε 34. Φουσκώνω 35. Δάκρυ Οι λέξεις 1-3 αφορούσαν τις προτάσεις εξοικείωσης. Δε συμπεριλήφθηκαν στην ανάλυση. 91

93 Booklet εικόνων

94

95

Διδάσκων : Αργύρης Καραπέτσας Καθηγητής Νευροψυχολογίας Νευρογλωσσολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Διδάσκων : Αργύρης Καραπέτσας Καθηγητής Νευροψυχολογίας Νευρογλωσσολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Διδάσκων : Αργύρης Καραπέτσας Καθηγητής Νευροψυχολογίας Νευρογλωσσολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 1 Η ορθογραφία ως σύνθετη μηχανιστική δεξιότητα. 2 Η εκμάθηση της γραφής αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά

Διαβάστε περισσότερα

Πώς μαθαίνουν οι μαθητές;

Πώς μαθαίνουν οι μαθητές; Τεχνικές για την καλλιέργεια δεξιοτήτων ανάγνωσης και γραφής Ευγενία Νιάκα Σχολική Σύμβουλος Πώς μαθαίνουν οι μαθητές; Οι μαθητές δεν απορροφούν «σαν σφουγγάρια», ούτε αποδέχονται άκριτα κάθε νέα πληροφορία.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ:

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΑTEI Ηπείρου Σχολή Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας Τμήμα: Λογοθεραπείας ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΑΘΜΙΣΜΕΝΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑΣ ΜΕΤΑΦΩΝ ΤΕΣΤ»

Διαβάστε περισσότερα

29. Βοηθητικό ρόλο στους μαθητές με δυσγραφία κατέχει η χρήση: Α) ηλεκτρονικών υπολογιστών Β) αριθμομηχανών Γ) λογογράφων Δ) κανένα από τα παραπάνω

29. Βοηθητικό ρόλο στους μαθητές με δυσγραφία κατέχει η χρήση: Α) ηλεκτρονικών υπολογιστών Β) αριθμομηχανών Γ) λογογράφων Δ) κανένα από τα παραπάνω ΔΥΣΓΡΑΦΙΑ Ερωτήσεις 1. Η δυσγραφία μπορεί να χωριστεί στις δύο ακόλουθες κατηγορίες: Α) γενική και μερική Β) γενική και ειδική Γ) αναπτυξιακή και επίκτητη Δ) αναπτυξιακή και μαθησιακή 2. Η αναπτυξιακή

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάδυση της ανάγνωσης και της γραφής: έννοια και σύγχρονες απόψεις. Ευφημία Τάφα Καθηγήτρια ΠΤΠΕ Πανεπιστήμιο Κρήτης

Η ανάδυση της ανάγνωσης και της γραφής: έννοια και σύγχρονες απόψεις. Ευφημία Τάφα Καθηγήτρια ΠΤΠΕ Πανεπιστήμιο Κρήτης Η ανάδυση της ανάγνωσης και της γραφής: έννοια και σύγχρονες απόψεις Ευφημία Τάφα Καθηγήτρια ΠΤΠΕ Πανεπιστήμιο Κρήτης Αναγνωστική ετοιμότητα Παλαιότερα, οι επιστήμονες πίστευαν ότι: υπάρχει μια συγκεκριμένη

Διαβάστε περισσότερα

12 Σταθμισμένα διερευνητικά ανιχνευτικά εργαλεία κριτήρια μαθησιακών δυσκολιών

12 Σταθμισμένα διερευνητικά ανιχνευτικά εργαλεία κριτήρια μαθησιακών δυσκολιών 12 Σταθμισμένα διερευνητικά ανιχνευτικά εργαλεία κριτήρια μαθησιακών δυσκολιών Διαδικασίες διαχείρισης περίπτωσης Στάδιο 1 Εντοπισμός Στάδιο 2 Αξιολόγηση Στάδιο 3 Παρέμβαση Στάδιο 4 Υποστήριξη Παρακολούθηση

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ

ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Η ανάδυση της ανάγνωσης και της γραφής: έννοια και σύγχρονες απόψεις Ευφημία Τάφα Καθηγήτρια Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης Πανεπιστήμιο Κρήτης Αναγνωστική ετοιμότητα

Διαβάστε περισσότερα

Διδάσκων : Αργύρης Καραπέτσας Καθηγητής Νευροψυχολογίας Νευρογλωσσολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Διδάσκων : Αργύρης Καραπέτσας Καθηγητής Νευροψυχολογίας Νευρογλωσσολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Διδάσκων : Αργύρης Καραπέτσας Καθηγητής Νευροψυχολογίας Νευρογλωσσολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 1 επίκτητη και ειδική ή εξελικτική δυσλεξία Η δυσλεξία ως πρόβλημα της ανάγνωσης, διακρίνεται σε δύο μεγάλες

Διαβάστε περισσότερα

Η φωνολογική επίγνωση. Ευφημία Τάφα

Η φωνολογική επίγνωση. Ευφημία Τάφα Η φωνολογική επίγνωση Ευφημία Τάφα Γλωσσική ανάπτυξη Κλάμα ή γέλιο (0-2 μηνών) Βαβίσματα (2-4 μηνών) Συγκεκριμένοι ήχοι (6 μηνών περίπου) Πρώτες λέξεις (1 ο έτος) Τηλεγραφικός λόγος (2 ο έτος) 1000 λέξεις

Διαβάστε περισσότερα

Δυσλεξία και Ξένη Γλώσσα

Δυσλεξία και Ξένη Γλώσσα Δυσλεξία και Ξένη Γλώσσα Βιβέτα Λυμπεράκη Ξένια Κωνσταντινοπούλου Καθηγήτριες αγγλικών ειδικής αγωγής Ποιοί μαθητές αναμένεται να αντιμετωπίσουν δυσκολία στις ξένες γλώσσες Μαθητές που: παρουσιάζουν δυσκολίες

Διαβάστε περισσότερα

Γνωστική Ψυχολογία ΙΙ (ΨΧ 05) Γλώσσα (2)

Γνωστική Ψυχολογία ΙΙ (ΨΧ 05) Γλώσσα (2) Γνωστική Ψυχολογία ΙΙ (ΨΧ 05) Γλώσσα (2) Αντίληψη της ομιλίας Απεικόνιση της πρότασης «θα σας διηγηθώ την ιστορία των δύο νέων» κυματομορφή Φασματόγραμμα Συνάρθρωση Οι φθόγγοι αλληλεπικαλύπτονται μέσα

Διαβάστε περισσότερα

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΥΣΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ. Ονοματεπώνυμα: Ηλιάνα Στάμογλου, 4635

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΥΣΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ. Ονοματεπώνυμα: Ηλιάνα Στάμογλου, 4635 ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΥΣΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ Ονοματεπώνυμα: Ηλιάνα Στάμογλου, 4635 Γεωργία Φυντάνη, 4838 Μάθημα: Μαθησιακές Δυσκολίες Διδάσκων:

Διαβάστε περισσότερα

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2 Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε 2011-12 Α. Παράμετροι που επηρεάζουν την εκμάθηση μιας Γ2 Πολλές παράμετροι επηρεάζουν τη διαδικασία αυτή. Σύμφωνα με τον

Διαβάστε περισσότερα

Διδάσκων : Αργύρης Καραπέτσας Καθηγητής Νευροψυχολογίας Νευρογλωσσολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Διδάσκων : Αργύρης Καραπέτσας Καθηγητής Νευροψυχολογίας Νευρογλωσσολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Διδάσκων : Αργύρης Καραπέτσας Καθηγητής Νευροψυχολογίας Νευρογλωσσολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 1 ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ Α.Β.Καραπέτσας 2 Η γλώσσα είναι μια φυσιολογική κατάσταση του ανθρώπου

Διαβάστε περισσότερα

Ανάγνωση. Ικανότητα γρήγορης και αυτόματης αναγνώρισης λέξεων. Γνώση γραμμάτων και αντιστοιχίας γραμμάτων φθόγγων. Κατανόηση κειμένου

Ανάγνωση. Ικανότητα γρήγορης και αυτόματης αναγνώρισης λέξεων. Γνώση γραμμάτων και αντιστοιχίας γραμμάτων φθόγγων. Κατανόηση κειμένου Ανάγνωση Ικανότητα γρήγορης και αυτόματης αναγνώρισης λέξεων Γνώση γραμμάτων και αντιστοιχίας γραμμάτων φθόγγων Γνώση σημασίας λέξεων (λεξιλόγιο πρόσληψης) Κατανόηση κειμένου Οικειότητα με γραπτέςλέξειςκαι

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΜΑΘΗΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ 6 ΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ 26-2-2015 (2 Ο ΜΑΘΗΜΑ)

ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΜΑΘΗΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ 6 ΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ 26-2-2015 (2 Ο ΜΑΘΗΜΑ) ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΜΑΘΗΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ 6 ΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ 26-2-2015 (2 Ο ΜΑΘΗΜΑ) Σωτηρία Τζιβινίκου Λέκτορας ΠΤΕΑ Γραφικός χώρος

Διαβάστε περισσότερα

Παρεμβάσεις για τις μαθησιακές δυσκολίες

Παρεμβάσεις για τις μαθησιακές δυσκολίες Παρεμβάσεις για τις μαθησιακές δυσκολίες α) Εξατομικευμένα προγράμματα Μοντέλα με στόχο τις φωνολογικές δεξιότητες Μοντέλα με στόχο την αποκωδικοποίηση και την ευχέρεια Μοντέλα με έμφαση στις δεξιότητες

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ βιβλιο_layout 1 24/12/2015 11:50 πμ Page 7 ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 13 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 1. Εισαγωγή... 21 2. Τα αλφάβητα και οι λειτουργίες τους... 24 2.1 Το ελληνικό αλφάβητο: χαρακτήρες και χαρακτηριστικά

Διαβάστε περισσότερα

Σπουδάστρια: Ευθυμίου Μαρία Υπεύθυνη καθηγήτρια: Ζακοπούλου Βικτωρία

Σπουδάστρια: Ευθυμίου Μαρία Υπεύθυνη καθηγήτρια: Ζακοπούλου Βικτωρία Σπουδάστρια: Ευθυμίου Μαρία Υπεύθυνη καθηγήτρια: Ζακοπούλου Βικτωρία Λίγα λόγια για την εργασία Οι Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες, σήμερα, αποτελούν μια πολύ συνηθισμένη κατάσταση στο σχολείο. Ωστόσο πολλά

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόµενα: 5 Ο στάδιο: γράφω και διαβάζω τρισύλλαβες λέξεις 6 ο στάδιο: γράφω και διαβάζω λέξεις που αρχίζουν µε φωνήεν 7 ο στάδιο: γράφω και διαβάζω λέξεις που έχουν τελικό σίγµα (-ς) 8 ο στάδιο: γράφω

Διαβάστε περισσότερα

Χαρακτηριστικά άτυπης αξιολόγησης

Χαρακτηριστικά άτυπης αξιολόγησης Προσαρμογή Διδακτικών Στόχων σε μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες Νιάκα Ευγενία Ειδική παιδαγωγός, Σχολική Σύμβουλος Τι λάβαμε υπόψη; Το ατομικό ιστορικό των μαθητών Την αξιολόγηση της διεπιστημονικής ομάδας

Διαβάστε περισσότερα

- Καθυστέρηση λόγου (LLI)

- Καθυστέρηση λόγου (LLI) Πολλά άτομα με βαρηκοΐα/κώφωση (Είναι η μερική ή ολική απώλεια των ηχητικών ερεθισμάτων μέσω της ακουστικής οδού. Γίνεται λοιπόν κατανοητό πως προκύπτει δυσκολία επεξεργασίας και παραγωγής των ήχων συνεπώς

Διαβάστε περισσότερα

Φοιτήτρια: Τσαρκοβίστα Βικτώρια (Α.Μ. 12517) Επιβλέπων καθηγητής: Χριστοδουλίδης Παύλος

Φοιτήτρια: Τσαρκοβίστα Βικτώρια (Α.Μ. 12517) Επιβλέπων καθηγητής: Χριστοδουλίδης Παύλος Φοιτήτρια: Τσαρκοβίστα Βικτώρια (Α.Μ. 12517) Επιβλέπων καθηγητής: Χριστοδουλίδης Παύλος Tα παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες παρουσιάζουν προβλήματα στις βασικές ψυχολογικές διαδικασίες που περιλαμβάνονται

Διαβάστε περισσότερα

Πότε πρέπει να αρχίζει η λογοθεραπεία στα παιδιά - λόγος και μαθησιακές δυσκολίες

Πότε πρέπει να αρχίζει η λογοθεραπεία στα παιδιά - λόγος και μαθησιακές δυσκολίες Η διάγνωση των διαταραχών λόγου πρέπει να γίνεται έγκαιρα, μόλις οι γονείς αντιληφθούν οτι κάτι ισως δεν πάει καλά και πρέπει να παρουσιάσουν το παιδί τους στον ειδικό. Ο ειδικός θα λάβει μέτρα για την

Διαβάστε περισσότερα

Δημοτικό Σχολείο Λεμεσού Ι (ΚΑ) Έρευνα Δράσης Βελτίωση Ορθογραφίας Μαθητών

Δημοτικό Σχολείο Λεμεσού Ι (ΚΑ) Έρευνα Δράσης Βελτίωση Ορθογραφίας Μαθητών Δημοτικό Σχολείο Λεμεσού Ι (ΚΑ) 2015-2016 Έρευνα Δράσης Βελτίωση Ορθογραφίας Μαθητών Προφίλ σχολείου λειτούργησε το 1967-68, και μετακόμισε σε καινούριο κτήριο το 2014-2015 (ΚΑ) 129 μαθητές 10 εκπαιδευτικοί

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ: «ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

Mάθηση και διαδικασίες γραμματισμού

Mάθηση και διαδικασίες γραμματισμού Mάθηση και διαδικασίες γραμματισμού Διαβάστε προσεκτικά την λίστα που ακολουθεί. Ποιες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται θεωρείτε ότι θα συνέβαλαν περισσότερο στην προώθηση του γραμματισμού των παιδιών

Διαβάστε περισσότερα

Η προσέγγιση του γραπτού λόγου και η γραφή. Χ.Δαφέρμου

Η προσέγγιση του γραπτού λόγου και η γραφή. Χ.Δαφέρμου Η προσέγγιση του γραπτού λόγου και η γραφή Πώς μαθαίνουν τα παιδιά να μιλούν? Προσπαθώντας να επικοινωνήσουν Πώς μαθαίνουν τα παιδιά να γράφουν? Μαθαίνoυν να γράφουν γράφοντας Η γραφή λύνει προβλήματα

Διαβάστε περισσότερα

«Μεταγλωσσικοί παράγοντες στην κατάκτηση της ορθογραφικής δεξιότητας σε μαθητές δημοτικού σχολείου. Προτάσεις για μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες»

«Μεταγλωσσικοί παράγοντες στην κατάκτηση της ορθογραφικής δεξιότητας σε μαθητές δημοτικού σχολείου. Προτάσεις για μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες» ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «Μεταγλωσσικοί παράγοντες στην κατάκτηση της ορθογραφικής δεξιότητας σε μαθητές δημοτικού σχολείου.

Διαβάστε περισσότερα

Το Μάθημα της Γλώσσας στο Δημοτικό του Κολλεγίου Αθηνών

Το Μάθημα της Γλώσσας στο Δημοτικό του Κολλεγίου Αθηνών Το Μάθημα της Γλώσσας στο Δημοτικό του Κολλεγίου Αθηνών 1 η Τάξη Στόχοι Τα παιδιά: Αναπτύσσουν, σε κάθε ευκαιρία, τον προφορικό λόγο. Ως ομιλητές απαντούν σε απλές ερωτήσεις, ανακοινώνουν, περιγράφουν,

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΛΟΓΟΥ -ΟΜΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ : ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ

ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΛΟΓΟΥ -ΟΜΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ : ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΛΟΓΟΥ -ΟΜΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ : ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ Σπουδάστρια: Αθηνά Κατσαντώνη (9923) Εποπτεύων καθηγητής: κ ος Πέσχος Δημήτριος. Τριμελής

Διαβάστε περισσότερα

Ορθογραφική απόδοση θεματικών μορφημάτων και παραγωγικών επιθημάτων από παιδιά του Δημοτικού Σχολείου

Ορθογραφική απόδοση θεματικών μορφημάτων και παραγωγικών επιθημάτων από παιδιά του Δημοτικού Σχολείου ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΣΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Επιβλέπουσα: Ευαγγελία Φίστα ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ Δρ. Ζαφειριάδης Κυριάκος Οι ικανοί αναγνώστες χρησιμοποιούν πολλές στρατηγικές (συνδυάζουν την

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ Δρ. Ζαφειριάδης Κυριάκος Οι ικανοί αναγνώστες χρησιμοποιούν πολλές στρατηγικές (συνδυάζουν την 1 ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ Δρ. Ζαφειριάδης Κυριάκος Οι ικανοί αναγνώστες χρησιμοποιούν πολλές στρατηγικές (συνδυάζουν την παλαιότερη γνώση τους, σημειώνουν λεπτομέρειες, παρακολουθούν

Διαβάστε περισσότερα

Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές

Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές 1 Ελληνική Δημοκρατία Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ηπείρου Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές Ενότητα 1: Εισαγωγικές Επισημάνσεις Ζακοπούλου Βικτωρία 2 Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου Τμήμα

Διαβάστε περισσότερα

ヤ Διδασκαλία της Γλώσσας στις τάξεις Γ & Δ

ヤ Διδασκαλία της Γλώσσας στις τάξεις Γ & Δ ヤ Διδασκαλία της Γλώσσας στις τάξεις Γ & Δ Μαρία Θ. Παπαδοπούλου, PhD Σχολική Σύμβουλος 6ης Περιφέρειας Π.Ε. ν. Λάρισας Ελασσόνα, 19 Νοεμβρίου 2012 Επιμέρους τομείς στο γλωσσικό μάθημα 1. Προφορικός Λόγος

Διαβάστε περισσότερα

Η ΕΚΜΑΘΗΣΗ ΞΕΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΔΥΣΛΕΞΙΑ. Ράπτη Ειρήνη ΑΜ 10420

Η ΕΚΜΑΘΗΣΗ ΞΕΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΔΥΣΛΕΞΙΑ. Ράπτη Ειρήνη ΑΜ 10420 Η ΕΚΜΑΘΗΣΗ ΞΕΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΔΥΣΛΕΞΙΑ Ράπτη Ειρήνη ΑΜ 10420 Ορισμός μαθησιακών διαταραχών - δυσλεξίας Οι μαθησιακές δυσκολίες ορίζονται ως ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές των σχολικών ικανοτήτων,

Διαβάστε περισσότερα

Η ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΓΕΝΝΗΣΗ 6 ΕΤΩΝ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Η ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΓΕΝΝΗΣΗ 6 ΕΤΩΝ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ Η ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΓΕΝΝΗΣΗ 6 ΕΤΩΝ ΗΛΙΚΙΑ γέννηση ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ Αναγνωρίζει και προτιμά τη φωνή της μητέρας καθώς και ήχους της γλώσσας. Μιμείται ήχους της γλώσσας. 2 μηνών Συνδυάζει

Διαβάστε περισσότερα

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Περιεχόμενα ΠΡΟΛΟΓΟΣ 13 1. ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ: ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ 17 ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 17 1.1 Η αξία του λεξιλογίου και η θέση του στο γλωσσικό μάθημα 18 1.2 Εμπόδια στη

Διαβάστε περισσότερα

Η γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών.

Η γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών. Η γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών. Κανείς δεν φαντάζεται ότι ο λόγος θα εμφανισθεί απότομα, στην τελική του μορφή μ ένα χτύπημα μιας μαγικής ράβδου, σαν μια μηχανή έτοιμη για χρήση. Η εγκατάσταση του πολύπλοκού

Διαβάστε περισσότερα

Προσέγγιση των Μαθησιακών Δυσκολιών και Εφαρμογή του Τεστ Αθηνά

Προσέγγιση των Μαθησιακών Δυσκολιών και Εφαρμογή του Τεστ Αθηνά Παρουσίαση Πτυχιακής Εργασίας με θέμα: Προσέγγιση των Μαθησιακών Δυσκολιών και Εφαρμογή του Τεστ Αθηνά Ιωάννινα Νοέμβριος2012 Επόπτης καθηγητής: Χριστοδουλίδης Παύλος Εκπονήτριες: Αρμυριώτη Βασιλική (11071)

Διαβάστε περισσότερα

Αξιολογήστε την ικανότητα του μαθητή στην κατανόηση των προφορικών κειμένων και συγκεκριμένα να:

Αξιολογήστε την ικανότητα του μαθητή στην κατανόηση των προφορικών κειμένων και συγκεκριμένα να: Αξιολογήστε την ικανότητα του μαθητή στην κατανόηση των προφορικών κειμένων και συγκεκριμένα να: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΡΟΠΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΘΗΣΙΑΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ Ανταποκρίνονται στην ακρόαση του προφορικού

Διαβάστε περισσότερα

Μαθηση και διαδικασίες γραμματισμού

Μαθηση και διαδικασίες γραμματισμού Μαθηση και διαδικασίες γραμματισμού Τι είδους δραστηριότητα είναι ο γραμματισμός; Πότε, πώς και γιατί εμπλέκονται οι άνθρωποι σε δραστηριότητες εγγραμματισμού; Σε ποιες περιστάσεις και με ποιο σκοπό; Καθημερινές

Διαβάστε περισσότερα

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ 2014-2015

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ 2014-2015 ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ 2014-2015 ΘΕΜΑ: Αξιολόγηση και Εκπαίδευση των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες. Προσαρμογές αναλυτικών

Διαβάστε περισσότερα

Σχολική Ψυχολογία Ενότητα 4 Χαρακτηριστικά Παιδιών με Μαθησιακές Δυσκολίες

Σχολική Ψυχολογία Ενότητα 4 Χαρακτηριστικά Παιδιών με Μαθησιακές Δυσκολίες ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 4 Χαρακτηριστικά Παιδιών με Μαθησιακές Δυσκολίες Ελευθερία Ν. Γωνίδα Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΑΛ 102 Προφορικός λόγος 6 ΓΑΛ 103 Γραπτός λόγος I 6 ΓΑΛ 170 e-french 6 ΓΑΛ 100-299 Μάθημα περιορισμένης επιλογής 6

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΑΛ 102 Προφορικός λόγος 6 ΓΑΛ 103 Γραπτός λόγος I 6 ΓΑΛ 170 e-french 6 ΓΑΛ 100-299 Μάθημα περιορισμένης επιλογής 6 πρώτο δεύτερο ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΑΛ 102 Προφορικός λόγος ΓΑΛ 103 Γραπτός λόγος I ΓΑΛ 170 e-french ΓΑΛ 100-299 Μάθημα περιορισμένης επιλογής ΓΑΛ 104 Γραπτός λόγος II ΓΑΛ 111 Φωνητική ΓΑΛ 1 Από

Διαβάστε περισσότερα

Διδάσκοντας την ελληνική ως δεύτερη γλώσσα στη Δημοτική Εκπαίδευση

Διδάσκοντας την ελληνική ως δεύτερη γλώσσα στη Δημοτική Εκπαίδευση Επιμορφωτικό Σεμινάριο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου 21-22/3/2014, Λευκωσία 16-17/5/2014, Λεμεσός Διδάσκοντας την ελληνική ως δεύτερη γλώσσα στη Δημοτική Εκπαίδευση Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη Ομότιμη Καθηγήτρια

Διαβάστε περισσότερα

ΟΡΙΣΜΟΣ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ:

ΟΡΙΣΜΟΣ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ: ΟΡΙΣΜΟΣ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ: Γενικές Δυσκολίες Μάθησης Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες «Μαθησιακές δυσκολίες αφορούν σε μία ομάδα ανομοιογενών διαταραχών οι οποίες εκδηλώνονται με εγγενείς δυσκολίες σε πρόσκτηση

Διαβάστε περισσότερα

Προκλήσεις κατά την ένταξή τους

Προκλήσεις κατά την ένταξή τους Προκλήσεις κατά την ένταξή τους Από τη Χρυσάνθη Σταύρου Β.Δ.Σχολής Κωφών Συντονίστρια Προγράμματος Στήριξης Παιδιών με Απώλεια Ακοής στη Μέση Εκπαίδευση Εισαγωγή Βαρήκοα παιδιά, παιδιά μα κοχλιακά εμφυτεύματα

Διαβάστε περισσότερα

«Μορφολογική Επίγνωση και Ορθογραφημένη

«Μορφολογική Επίγνωση και Ορθογραφημένη ΕΘΝΙΚΟΝ & ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης ΑΝΩΤΑΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ Τ.Ε.Ι ΠΕΙΡΑΙΑ Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Γράφει: Τσουκαλά Μαρινέλλα, Μ.Α., CCC-SLP, Παθολόγος Λόγου - Φωνής - Ομιλίας

Γράφει: Τσουκαλά Μαρινέλλα, Μ.Α., CCC-SLP, Παθολόγος Λόγου - Φωνής - Ομιλίας Η δυσλεξία και η αντιμετώπισή της www.iatronet.gr Γράφει: Τσουκαλά Μαρινέλλα, Μ.Α., CCC-SLP, Παθολόγος Λόγου - Φωνής - Ομιλίας Το παιδί είναι έξυπνο και γεμάτο ζωντάνια και φαντασία. Όμως, παρ όλα αυτά,

Διαβάστε περισσότερα

ΦΟΡΜΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. 1) Στάση του μαθητή/τριας κατά τη διάρκεια του μαθήματος: Δεν την κατέχει. Την κατέχει μερικώς. επαρκώς

ΦΟΡΜΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. 1) Στάση του μαθητή/τριας κατά τη διάρκεια του μαθήματος: Δεν την κατέχει. Την κατέχει μερικώς. επαρκώς ΦΟΡΜΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ Όνομα μαθητή/μαθήτριας:... Ισχύουσα Διάγνωση:... Στήριξη από ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό (ψυχολόγο, λογοθεραπευτή, εργοθεραπευτή, κτλ.):... Σχολικό Έτος:... Σχολείο:.... Τάξη/Τμήμα:...

Διαβάστε περισσότερα

«Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου σε τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά ηλικίας 6 8 ετών»

«Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου σε τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά ηλικίας 6 8 ετών» «Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου σε τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά ηλικίας 6 8 ετών» Γλώσσα: Το φυσικό εκείνο σύστημα επικοινωνίας που χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο και έχει ως βάση του τον έναρθρο λόγο.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ Δ/ΝΣΗ Π. ΕΚΠ/ΣΗΣ Δ/ΝΣΗ ΠΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ Δ/ΝΣΗ Π. ΕΚΠ/ΣΗΣ Δ/ΝΣΗ ΠΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ Δ/ΝΣΗ Π. ΕΚΠ/ΣΗΣ Δ/ΝΣΗ ΠΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ. ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΚΠ/ΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΑΞΗΣ ΥΠΟΔΟΧΗΣ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 20..-20.. Α/Α (Ονοματεπώνυμο,) τάξη μαθητή / μαθήτριας Αρχική

Διαβάστε περισσότερα

ΑΤΥΠΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΗΡΑΚΛΗΣ ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ

ΑΤΥΠΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΗΡΑΚΛΗΣ ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΑΤΥΠΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΗΡΑΚΛΗΣ ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ Η άτυπη αξιολόγηση της ανάγνωσης γίνεται μέσα στην τάξη από τον εκπαιδευτικό και αφορά τρία επίπεδα: Τη φωνολογική επίγνωση Τη βασική

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΓΥΡΩ Θ. ΠΑΛΑΙΟΘΟΔΩΡΟΥ ΘΕΜΑ: «Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΓΡΑΦΗΣ»

ΑΡΓΥΡΩ Θ. ΠΑΛΑΙΟΘΟΔΩΡΟΥ ΘΕΜΑ: «Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΓΡΑΦΗΣ» ΑΡΓΥΡΩ Θ. ΠΑΛΑΙΟΘΟΔΩΡΟΥ ΘΕΜΑ: «Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΓΡΑΦΗΣ» ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΒΛΕΨΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ κ. Κ.Δ.ΠΟΡΠΟΔΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ. Πολυδύναµο Καλλιθέας Φεβρουάριος 2008 Αναστασία Λαµπρινού

ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ. Πολυδύναµο Καλλιθέας Φεβρουάριος 2008 Αναστασία Λαµπρινού ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ Πολυδύναµο Καλλιθέας Φεβρουάριος 2008 Αναστασία Λαµπρινού Ειδική αναπτυξιακή διαταραχή, η οποία συνδέεται µε ελλείµµατα στην έκφραση ή/και στην κατανόηση Ειδική: δυσκολία χωρίς

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΠΩΛΕΙΑ ΑΚΟΗΣ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΠΩΛΕΙΑ ΑΚΟΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΣΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

Ο γραπτός λόγος στην αναπηρία. Ε. Ντεροπούλου

Ο γραπτός λόγος στην αναπηρία. Ε. Ντεροπούλου Ο γραπτός λόγος στην αναπηρία Ε. Ντεροπούλου ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Η εκμάθηση, η κατανόηση, η κατάκτηση της αναγνωστικής διαδικασίας και η πολυπλοκότητα του αναγνωστικού μηχανισμού απασχολεί ένα ευρύ

Διαβάστε περισσότερα

Μαθησιακές Δυσκολίες: Από την Αξιολόγηση, στην Προσαρμογή και στην Παρέμβαση

Μαθησιακές Δυσκολίες: Από την Αξιολόγηση, στην Προσαρμογή και στην Παρέμβαση Μαθησιακές Δυσκολίες: Από την Αξιολόγηση, στην Προσαρμογή και στην Παρέμβαση Μπότσας Γεώργιος Σχολικός Σύμβουλος Διδακτική Αξιολόγηση Η διδακτική αξιολόγηση ορίζεται ως η συστηματική διαδικασία συλλογής

Διαβάστε περισσότερα

Η αξιολόγηση ως μηχανισμός ανατροφοδότησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας

Η αξιολόγηση ως μηχανισμός ανατροφοδότησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας Η αξιολόγηση ως μηχανισμός ανατροφοδότησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας Δρ Ειρήνη Ροδοσθένους, ΕΜΕ Φιλολογικών Μαθημάτων Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Αξιολόγηση του μαθητή Βασικός στόχος της αξιολόγησης

Διαβάστε περισσότερα

Αιτία παραποµπής Ε Ω ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΤΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΤΟΥ ΠΑΙ ΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ.

Αιτία παραποµπής Ε Ω ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΤΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΤΟΥ ΠΑΙ ΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ. Στοιχεία εξέτασης Στοιχεία εξεταζοµένου παιδιού Ονοµατεπώνυµο: 1043 1043 (1043) Φύλο: Αγόρι Ηµ/νια γέννησης: 16-07-2011 Μητρική γλώσσα: Ελληνικά Προτίµηση χεριού: εξί Ηµ/νια εξέτασης: 21-11-2016 Χρονολογική

Διαβάστε περισσότερα

Μαθησιακές υσκολίες (Πηγή : http://mariaskokou.wordpress.com ) Μιλώντας για τη δυσλεξία Έχει ϖεράσει ϖάνω αϖό ένας αιώνας αϖό την ϖρώτη ϖεριγραφή ενός ϖεριστατικού δυσλεξίας. O γιατρός W.Pringle Morgan

Διαβάστε περισσότερα

Τρόποι εξάσκησης της μνήμης και μέθοδοι καλυτέρευσης

Τρόποι εξάσκησης της μνήμης και μέθοδοι καλυτέρευσης Η μνήμη είναι μια νοητική ικανότητα με την οποία αποθηκεύουμε, αναγνωρίζουμε και ανακαλούμε, αλλά και αναπλάθουμε πληροφορίες ή εμπειρίες. Με άλλα λόγια, με τη μνήμη αποθηκεύουμε και διατηρούμε δεδομένα

Διαβάστε περισσότερα

γράφει ο Σπύρος Σούλης, Επίκουρος Καθηγητής, στο Π.Τ.Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

γράφει ο Σπύρος Σούλης, Επίκουρος Καθηγητής, στο Π.Τ.Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. 24grammata.com γράφει ο Σπύρος Σούλης, Επίκουρος Καθηγητής, στο Π.Τ.Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Υπάρχει μια μεγάλη ομάδα μαθητών που παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες στην ανάγνωση. Για παράδειγμα

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Διατμηματικό Π.Μ.Σ. :«Η γλωσσική επικοινωνία και η νεοελληνική ως δεύτερη /ξένη γλώσσα» Θέμα διπλωματικής εργασίας: «Ανάλυση

Διαβάστε περισσότερα

Χρήστος Μαναριώτης Σχολικός Σύμβουλος 4 ης Περιφέρειας Ν. Αχαϊας Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ ΣΤΗΝ Α ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

Χρήστος Μαναριώτης Σχολικός Σύμβουλος 4 ης Περιφέρειας Ν. Αχαϊας Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ ΣΤΗΝ Α ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ ΣΤΗΝ Α ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Η καλλιέργεια της ικανότητας για γραπτή έκφραση πρέπει να αρχίζει από την πρώτη τάξη. Ο γραπτός λόγος χρειάζεται ως μέσο έκφρασης. Βέβαια,

Διαβάστε περισσότερα

Οι διαταραχές του λόγου και τις οµιλίας στην παιδική ηλικία. Αναστασία Λαµπρινού Δεκέµβριος 2001

Οι διαταραχές του λόγου και τις οµιλίας στην παιδική ηλικία. Αναστασία Λαµπρινού Δεκέµβριος 2001 Οι διαταραχές του λόγου και τις οµιλίας στην παιδική ηλικία Αναστασία Λαµπρινού Δεκέµβριος 2001 Γλώσσα- είναι µία ταξινοµική αρχή, ένας κώδικας επικοινωνίας, ένα κοινωνικό φαινόµενο έξω από το άτοµο. Οµιλία-

Διαβάστε περισσότερα

Γενικά Χαρακτηριστικά της Αξιολόγησης

Γενικά Χαρακτηριστικά της Αξιολόγησης Γενικά Χαρακτηριστικά της Αξιολόγησης 1. Σεβασμός της προσωπικότητας του μαθητή 2. Η όλη διαδικασία πρέπει να διακρίνεται από ψυχολογική υποστήριξη του μαθητή 3. Καθημερινή μέριμνα του δασκάλου (κυρίως

Διαβάστε περισσότερα

Φωτεινή Πολυχρόνη Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώτα Δημητροπούλου Λέκτορας Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Φωτεινή Πολυχρόνη Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώτα Δημητροπούλου Λέκτορας Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Μαθησιακές Δυσκολίες Φωτεινή Πολυχρόνη Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώτα Δημητροπούλου Λέκτορας Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 1 Θεματικές ενότητες του μαθήματος Θεωρητικό πλαίσιο της διαδικασίας εκμάθησης

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΙΩΑΝΝΑ ΚΟΥΜΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2016

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΙΩΑΝΝΑ ΚΟΥΜΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2016 ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΙΩΑΝΝΑ ΚΟΥΜΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2016 ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Το κάθε παιδί είναι ξεχωριστή προσωπικότητα.

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου 0-6 μηνών 7-12 μηνών 13-18 μηνών 19-24 μηνών 2-3 ετών 3-4 ετών 4-5 ετών 5-6 ετών 6-7 ετών 0-6 μηνών Επαναλαμβάνει τους ίδιους ήχους Συχνά μουρμουρίζει, γελά και παράγει ευχάριστους

Διαβάστε περισσότερα

13 ο ΠΑΓΚΥΠΡΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2010 Εργαστήριο

13 ο ΠΑΓΚΥΠΡΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2010 Εργαστήριο 13 ο ΠΑΓΚΥΠΡΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2010 Εργαστήριο «Δυσλεξία: Μια λέξη δύσκολη και μόνο να την πεις φαντάσου το μαρτύριο όμως να τη ζεις» Μαρία Χριστοπούλου, Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου,

Διαβάστε περισσότερα

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι δυσκολίες μάθησης των παιδιών συνεχίζουν να απασχολούν όλους όσοι ασχολούνται με την ανάπτυξη των παιδιών και με την εκπαίδευση. Τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι, μέσα στην τάξη τους, βρίσκονται

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΟΙ ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΟΙ ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Αγάθη Γεωργιάδου Δρ. Φιλολογίας, Σχολική Σύμβουλος Μαθησιακές Δυσκολίες στην παραγωγή γραπτού λόγου: vαίτια vανίχνευση vχαρακτηριστικά vαντιμετώπιση

Διαβάστε περισσότερα

Η ενίσχυση της φωνολογικής επίγνωσης στα παιδιά της προσχολικής ηλικίας Ευφημία Τάφα

Η ενίσχυση της φωνολογικής επίγνωσης στα παιδιά της προσχολικής ηλικίας Ευφημία Τάφα Η ενίσχυση της φωνολογικής επίγνωσης στα παιδιά της προσχολικής ηλικίας Ευφημία Τάφα Καθηγήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος Προσχολικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Κρήτης Γλωσσική ανάπτυξη Κλάμα ή γέλιο (0-2 μηνών)

Διαβάστε περισσότερα

Δ Φάση Επιμόρφωσης. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Γραφείο Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων. 15 Δεκεμβρίου 2010

Δ Φάση Επιμόρφωσης. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Γραφείο Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων. 15 Δεκεμβρίου 2010 Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών Δημοτικής, Προδημοτικής και Ειδικής Εκπαίδευσης για τα νέα Αναλυτικά Προγράμματα (21-22 Δεκεμβρίου 2010 και 7 Ιανουαρίου 2011) Δ Φάση Επιμόρφωσης Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού

Διαβάστε περισσότερα

Πτυχιακή με θέμα: «Μαθησιακές δυσκολίες στη σχολική ηλικία και εφαρμογή του Τεστ Πρώιμης Ανίχνευσης Δυσλεξίας».

Πτυχιακή με θέμα: «Μαθησιακές δυσκολίες στη σχολική ηλικία και εφαρμογή του Τεστ Πρώιμης Ανίχνευσης Δυσλεξίας». Πτυχιακή με θέμα: «Μαθησιακές δυσκολίες στη σχολική ηλικία και εφαρμογή του Τεστ Πρώιμης Ανίχνευσης Δυσλεξίας». Επιβλέπων καθηγητής:κ.χριστοδουλίδης Παύλος Επιμέλεια: Κατσάνου Αλεξάνδρα (Α.Μ:11074) Στόχος

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ Ενότητα 9: Σημασιολογική οργάνωση του λόγου νοητό λεξικό Οκαλίδου Αρετή Τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται

Διαβάστε περισσότερα

Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές

Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές 1 Ελληνική Δημοκρατία Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ηπείρου Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές Ενότητα 6: Φώνημα Ζακοπούλου Βικτωρία 2 Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου Τμήμα Λογοθεραπείας

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ Συμπλήρωση πρωτοκόλλων ανάλυσης λαθών ορθογραφίας και αξιολόγησης του επιπέδου παραγωγής γραπτού λόγου ΣΥΓΓΡΑΦΗ: Κίτσου Γεωργία Εκπαιδευτικός ΠΕΟ3 ΑΘΗΝΑ 2015 1 Πρωτόκολλο

Διαβάστε περισσότερα

Παιδαγωγική ή Εκπαίδευση ΙΙ

Παιδαγωγική ή Εκπαίδευση ΙΙ Παιδαγωγική ή Εκπαίδευση ΙΙ Ενότητα 8: Ζαχαρούλα Σμυρναίου Σχολή: Φιλοσοφική Τμήμα: Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής Ψυχολογίας Εξελικτικές μαθησιακές θεωρίες Δυσλεξία Η Δυσλεξία δεν είναι κατά βάση μια διαταραχή

Διαβάστε περισσότερα

Συµφωνία Επιχορήγησης No: 2008 4466 / 001 001 Έργο No. 143512-BG-2008-KA2-KA2MP

Συµφωνία Επιχορήγησης No: 2008 4466 / 001 001 Έργο No. 143512-BG-2008-KA2-KA2MP Συµφωνία Επιχορήγησης No: 2008 4466 / 001 001 Έργο No. 143512-BG-2008-KA2-KA2MP Αυτό το έργο έχει χρηµατοδοτηθεί µε την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ευρωπαϊκό Χαρτοφυλάκιο Γλωσσών για Κωφούς και

Διαβάστε περισσότερα

=> Οι μαθησιακές δυσκολίες αποτελούν έναν ανομοιογενή πληθυσμό

=> Οι μαθησιακές δυσκολίες αποτελούν έναν ανομοιογενή πληθυσμό Μαθησιακές Δυσκολίες ΟΡΙΣΜΟΣ - Παρόλο που ο όρος χρησιμοποιείται εδώ και 40 χρόνια περίπου, δεν υπάρχει συμφωνία πάνω στα αποδεκτά κριτήρια που ορίζουν τις μαθησιακές δυσκολίες είτε στον κλινικό είτε στον

Διαβάστε περισσότερα

Δυσλεξία και διδασκαλία αγγλικής γλώσσας. Γουλέτη Κατερίνα, Κοκκώνη Ανθή, Περικλεους Κατερίνα ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Δυσλεξία και διδασκαλία αγγλικής γλώσσας. Γουλέτη Κατερίνα, Κοκκώνη Ανθή, Περικλεους Κατερίνα ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΜΙΛΙΕΣ 09.30 Προσέλευση 10.00-11.15 Ο υποτιτλισμός ως εργαλείο εκμάθησης ξένων γλωσσών, Γουλέτη Κατερίνα 11.15-11.45 Διάλειμμα 11.45-13.00 Προσεγγίζοντας τα αγγλικά για μαθητές με δυσλεξία,

Διαβάστε περισσότερα

Μαθησιακές Δυσκολίες Εκπαιδευτική αξιολόγηση. Πηνελόπη Κονιστή ΠΕ 70 Med Ειδικής Αγωγής pkonisti@gmail.com

Μαθησιακές Δυσκολίες Εκπαιδευτική αξιολόγηση. Πηνελόπη Κονιστή ΠΕ 70 Med Ειδικής Αγωγής pkonisti@gmail.com Μαθησιακές Δυσκολίες Εκπαιδευτική αξιολόγηση Πηνελόπη Κονιστή ΠΕ 70 Med Ειδικής Αγωγής pkonisti@gmail.com Τι είναι Μαθησιακές Δυσκολίες; Καμπύλη Νοημοσύνης Δείκτης Νοημοσύνης ποσοστό % κατηγορία πάνω από

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ' ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Λογοθεραπεία: «Αντιμετώπιση Προβλημάτων Προφορικού και Γράπτου Λόγου» (Μαθησιακές Δυσκολίες) Θέμα εργασίας:

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ. Νικόλαος Μπαλκίζας Τίτλος Η αξιοποίηση των εικόνων PECS στην πρώτη ανάγνωση και γραφή.

ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ. Νικόλαος Μπαλκίζας Τίτλος Η αξιοποίηση των εικόνων PECS στην πρώτη ανάγνωση και γραφή. ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ Νικόλαος Μπαλκίζας Τίτλος Η αξιοποίηση των εικόνων PECS στην πρώτη ανάγνωση και γραφή. Τάξη Το σενάριο εντάσσεται στην Α τάξη του δημοτικού σχολείου και ειδικότερα αναφέρεται σε μαθητές

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Ευφημία Τάφα Καθηγήτρια Πανεπιστήμιο Κρήτης. Η ανάδυση της ανάγνωσης και της γραφής: έννοια και σύγχρονες απόψεις

ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Ευφημία Τάφα Καθηγήτρια Πανεπιστήμιο Κρήτης. Η ανάδυση της ανάγνωσης και της γραφής: έννοια και σύγχρονες απόψεις ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Ευφημία Τάφα Καθηγήτρια Πανεπιστήμιο Κρήτης Η ανάδυση της ανάγνωσης και της γραφής: έννοια και σύγχρονες απόψεις Πολλοί παιδαγωγοί και ψυχολόγοι με τις απόψεις τους έθεσαν ανά

Διαβάστε περισσότερα

Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση. Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ

Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση. Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ 2009-10 Τι είναι γλώσσα; Γλώσσα είναι το σύστημα ήχων ( φθόγγων ) και εννοιών που χρησιμοποιούν οι ανθρώπινες κοινότητες για

Διαβάστε περισσότερα

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Διαστάσεις της διαφορετικότητας Τα παιδιά προέρχονται

Διαβάστε περισσότερα

Η ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Η ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Η ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Δρ Ειρήνη Ροδοσθένους, Λειτουργός Π.Ι. ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ Επικοινωνιακή διδασκαλία της γλώσσας: η ίδια η γλώσσα συνιστά και ορίζεται ως κοινωνική

Διαβάστε περισσότερα

Μελέτη περίπτωσης εργαλεία κοινωνικής δικτύωσης - MultiBlog. Ισπανική γλώσσα. 33 φοιτητές (ενήλικες > 25 ετών) και 2 εκπαιδευτικοί

Μελέτη περίπτωσης εργαλεία κοινωνικής δικτύωσης - MultiBlog. Ισπανική γλώσσα. 33 φοιτητές (ενήλικες > 25 ετών) και 2 εκπαιδευτικοί Μελέτη περίπτωσης εργαλεία κοινωνικής δικτύωσης - MultiBlog Σελίδα 1 μελέτη περίπτωσης πληροφορίες 1. Γενικές Πληροφορίες Πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο για ενήλικες (ηλικία άνω 25 Επίπεδο (ηλικία των μαθητών)

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΤΕΣΤ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΕΝΗΛΙΚΕΣ(DAST) Δριδάκη Αργυρώ Α.Μ.: 10909 Κόλλια Δήμητρα Α.Μ.: 11283

ΤΟ ΤΕΣΤ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΕΝΗΛΙΚΕΣ(DAST) Δριδάκη Αργυρώ Α.Μ.: 10909 Κόλλια Δήμητρα Α.Μ.: 11283 ΤΟ ΤΕΣΤ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΕΝΗΛΙΚΕΣ(DAST) Δριδάκη Αργυρώ Α.Μ.: 10909 Κόλλια Δήμητρα Α.Μ.: 11283 Αναπτυξιακή Δυσλεξία Παγκόσμια Ομοσπονδία Νευρολογίας το 1968 «μια διαταραχή στα παιδιά τα οποία,

Διαβάστε περισσότερα

Οι διδακτικές πρακτικές στην πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου. Προκλήσεις για την προώθηση του κριτικού γραμματισμού.

Οι διδακτικές πρακτικές στην πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου. Προκλήσεις για την προώθηση του κριτικού γραμματισμού. Οι διδακτικές πρακτικές στην πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου. Προκλήσεις για την προώθηση του κριτικού γραμματισμού. ημήτρης Γουλής Ο παραδοσιακός όρος αλφαβητισμός αντικαταστάθηκε από τον πολυδύναμο

Διαβάστε περισσότερα

Η ιστορία της παιδικής συμπεριφοράς γεννιέται από την συνύφανση αυτών των δύο γραμμών (Vygotsky 1930/ 1978, σελ. 46).

Η ιστορία της παιδικής συμπεριφοράς γεννιέται από την συνύφανση αυτών των δύο γραμμών (Vygotsky 1930/ 1978, σελ. 46). 1896 1934 2 ξεχωριστές στην καταγωγή τους γραμμές ανάπτυξης: Α) Μία πρωτόγονη, φυσική γραμμή ανάπτυξης,, αυτόνομης εκδίπλωσης των βιολογικών δομών του οργανισμού, και Β) μία πολιτισμική, ανώτερη ψυχολογική

Διαβάστε περισσότερα

Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε 2011-12

Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε 2011-12 Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε 2011-12 Βασικοί όροι και έννοιες- Δεύτερη # Ξένη γλώσσα Δεύτερη γλώσσα είναι οποιαδήποτε γλώσσα κατακτά ή μαθαίνει ένα άτομο

Διαβάστε περισσότερα

Ιδανικός Ομιλητής. Δοκιμασία Αξιολόγησης Α Λυκείου. Γιάννης Ι. Πασσάς, MEd Εκπαιδευτήρια «Νέα Παιδεία» 22 Μαΐου 2018 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Ιδανικός Ομιλητής. Δοκιμασία Αξιολόγησης Α Λυκείου. Γιάννης Ι. Πασσάς, MEd Εκπαιδευτήρια «Νέα Παιδεία» 22 Μαΐου 2018 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Γιάννης Ι. Πασσάς, MEd Εκπαιδευτήρια «Νέα Παιδεία» 22 Μαΐου 2018 Ιδανικός Ομιλητής Δοκιμασία Αξιολόγησης Α Λυκείου ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α1. Σύμφωνα με τον συγγραφέα του κειμένου «προσεκτικός ομιλητής»

Διαβάστε περισσότερα

Δρ Άντρη Καμένου ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ ΥΛΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΠΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΥΛΥΚΟ - ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ

Δρ Άντρη Καμένου ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ ΥΛΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΠΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΥΛΥΚΟ - ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ Δρ Άντρη Καμένου ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ ΥΛΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΠΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΥΛΥΚΟ - ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ ΥΛΗ Αναλυτικό Πρόγραμμα Πού μπορούμε

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα 9

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα 9 Περιεχόμενα Προλογικό Σημείωμα 9 1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.1. Εισαγωγή 14 1.2 Τα βασικά δεδομένα των Μαθηματικών και οι γνωστικές απαιτήσεις της κατανόησης, απομνημόνευσης και λειτουργικής χρήσης τους 17 1.2.1. Η

Διαβάστε περισσότερα