ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΒΡΑΑΜ ΖΕΛΗΛΙΔΗΣ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΒΡΑΑΜ ΖΕΛΗΛΙΔΗΣ"

Transcript

1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «Συνθήκες ιζηματογένεσης και παλαιογεωγραφική εξέλιξη των ιζημάτων της τομής Φανερωμένη σε σχέση με άλλες τομές της περιοχής στη λεκάνη της Σητείας στην Κρήτη.» ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΒΡΑΑΜ ΖΕΛΗΛΙΔΗΣ ΠΕΤΡΑΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΤΡΑ 2013 Σελίδα 1

2 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΣΚΟΠΟΣ ΓΕΝΙΚΑ... 6 ΚΕΦΑΛΑΟ 2 ο ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ο ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΩΝ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ Ανόργανη προέλευση Οργανική προέλευση ΦΥΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΠΕΔΙΩΝ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΩΝ ΤΥΠΟΙ ΚΗΡΟΓΟΝΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΕΣ ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ Πρωτογενής μετανάστευση Δευτερογενής μετανάστευση ΠΟΡΩΔΕΣ ΔΙΑΠΕΡΑΤΟΤΗΤΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΑ ΑΠΟΘΕΣΗΣ Λιμναίες λεκάνες Δέλτα Θαλάσσιες λεκάνες ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΠΕΤΡΩΜΑ Ανθρακικοί ταμιευτήρες Αμμούχοι ταμιευτήρες ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΣ ΜΟΝΩΤΗΡΑΣ ΠΑΓΙΔΕΣ Σελίδα 2

3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ο ΕΡΓΑΣΙΑ ΥΠΑΙΘΡΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Ο ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΕΥΝΑΣ AΝΑΛΥΣΗ ΟΡΓΑΝΙΚΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ Corg ΠΟΣΟΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ Αποτελέσματα ανάλυσης οργανικού άνθρακα C org Ποσοτικός προσδιορισμός ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ ΠΟΣΟΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ CaCO 3 ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ Αποτελέσματα ανάλυσης ανθρακικού ασβεστίου Ποσοτικός προσδιορισμός ΣΧΕΣΗ ΤOC-CaCO ΚΟΚΚΟΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ - ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Κοκκομετρική Ανάλυση Προσδιορισμός Στατιστικών Παραμέτρων- Αποτελέσματα Καθορισμός των στατιστικών παραμέτρων της κοκκομετρικής κατανομής Διαγράμματα προσδιορισμού του τρόπου μεταφοράς Γενικά Αποτελέσματα Διαγράμματα προσδιορισμού περιβαλλόντων ιζηματογένεσης Γενικά Αποτελέσματα ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Ο ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Σελίδα 3

4 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η παρούσα διπλωματική διατριβή με τίτλο << Συνθήκες ιζηματογένεσης και παλαιογεωγραφική εξέλιξη των ιζημάτων της τομής «Φανερωμένη» σε σχέση με άλλες τομές της περιοχής στη λεκάνη της Σητείας στην Κρήτη >>, εκπονήθηκε στα πλαίσια του Προπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών του τμήματος Γεωλογίας της σχολής Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών. Στόχος της εργασίας αυτής ήταν η ιζηματολογική και γεωχημική ανάλυση της τομής «Φανερωμένη» της νήσου Κρήτης με σκοπό να μελετηθούν όσο το δυνατό καλύτερα τα αποθετικά τους περιβάλλοντα, οι συνθήκες σχηματισμού τους, η γεωδυναμική εξέλιξη της περιοχής καθώς και ο εντοπισμός και η αξιολόγηση πιθανών μητρικών πετρωμάτων υδρογονανθράκων. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να ευχαριστώ όλους όσους συνέβαλαν και με βοήθησαν στην συγγραφή και την ολοκλήρωση της παρούσας εργασίας. Καταρχήν τον επιβλέποντα καθηγητή της πτυχιακής κ. Ζεληλίδη Αβραάμ, Καθηγητή του τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, για την επιστημονική καθοδήγηση που μου παρείχε τόσο στο θεωρητικό όσο και στο ερευνητικό μέρος της εργασίας μου καθώς και για την άψογη συνεργασία που είχαμε κατά την εκπόνηση της. Τον Νικολάου Κωνσταντίνο, διδάκτορα του τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών για την πολύτιμη βοήθειά του τόσο σε εργαστηριακό επίπεδο όσο και στον τομέα παροχής πληροφοριών για την χρήση εξειδικευμένων προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Τον Παναγόπουλο Γεώργιο, διδάκτορα του τμήματος Μηχανικών Ορυκτών Πόρων του Πολυτεχνείου της Κρήτης, για την σημαντική βοήθειά του στην εργασία υπαίθρου. Τους φίλους μου Μόφορη Λεωνίδα, Μπελιβάνη Δήμητρα, Πανίτσα Χρήστο για την πολύτιμη ηθική και πρακτική στήριξη του καθ όλη τη διάρκεια εκπόνησης της παρούσας εργασίας. Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω από τα βάθη της καρδιάς μου την οικογένεια μου για την στήριξη τους καθ όλη τη διάρκεια των σπουδών μου, αλλά και κατά τη διάρκεια συγγραφής και ολοκλήρωσης και της παρούσας εργασίας. Σελίδα 4

5 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στόχος της εργασίας ήταν η ιζηματολογική και γεωχημική ανάλυση των Νεογενών ιζημάτων της νήσου Κρήτης στο ανατολικό τμήμα της λεκάνης της Σητείας, στην περιοχή «Φανερωμένη» Στο πρώτο και στο δεύτερο κεφάλαιο, γίνεται βιβλιογραφική ανασκόπηση της γεωλογίας της περιοχής μελέτης και γενικότερα της Κρήτης, περιγραφή η τομής όπου έγινε η δειγματοληψία και τέλος περιγραφή της γεωδυναμικής και παλαιογεωγραφικής εξέλιξης της ευρύτερης περιοχής. Στο τρίτο κεφάλαιο, περιγράφονται οι συνθήκες που απαιτούνται για την γένεση πεδίων υδρογονανθράκων, τα χαρακτηρίστηκα του οργανικού υλικού που εγκλωβίζεται στα ιζήματα και στον τρόπο δημιουργίας των μητρικών πετρωμάτων. Στο τέταρτο κεφάλαιο, γίνεται αναφορά στην εργασία υπαίθρου όπου πραγματοποιήθηκε η δειγματοληψία. Το πέμπτο κεφάλαιο, με τίτλο εργαστηριακοί μέθοδοι έρευνας (κοκκομετρική ανάλυση, ανάλυση ανθρακικού ασβεστίου και οργανικού υλικού) χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος γίνεται μια περιγραφή των μεθόδων κοκκομετρικής ανάλυσης που χρησιμοποιήθηκαν καθώς και των αποτελεσμάτων που προέκυψαν. Στο δεύτερο μέρος περιγράφεται η διαδικασία ανάλυσης του οργανικού υλικού και στη συνέχεια ακολουθούν τόσο τα αποτελέσματα όσο και τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την παρούσα διαδικασία. Στο τρίτο μέρος αντίστοιχα παρουσιάζεται η διαδικασία ανάλυσης ανθρακικού ασβεστίου, τα αποτελέσματα και τα συμπεράσματα της. Το κεφάλαιο αυτό κλείνει, με την σύγκριση μεταξύ του ολικού οργανικού άνθρακα και ανθρακικού ασβεστίου. Το έκτο κεφάλαιο, αποτελεί το κεφάλαιο με τα συμπεράσματα και τη συζήτηση για την περιοχή μελέτης. Τέλος, ακολουθεί το Παράρτημα με τα διαγράμματα αθροιστικής συχνότητας-πιθανότητας έτσι όπως υπολογίστηκαν. Σελίδα 5

6 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο 1.1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΣΚΟΠΟΣ Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη των ιζημάτων που αποτέθηκαν βορειο-ανατολικά της λεκάνης της Σητείας. Η παρούσα διατριβή βασίστηκε στην σύνθεση δεδομένων πεδίου αλλά και σε μια σειρά εργαστηριακών αναλύσεων η οποία περιελάμβανε, ιζηματολογική και γεωχημική ανάλυση. Πιο συγκεκριμένα, έγιναν κοκκομετρικές αναλύσεις των ιζημάτων με επεξεργασία των στατιστικών παραμέτρων, έγινε ποσοτικός προσδιορισμός του Οργανικού Άνθρακα (Corg) και του Ανθρακικού Ασβεστίου (CaCO3). Στόχος της παρούσας διατριβής είναι, η επεξεργασία των παραπάνω διεργασιών στα ιζήματα της περιοχής Φανερωμένη, με απώτερο σκοπό να μελετηθούν τα αποθετικά τους περιβάλλοντα, οι συνθήκες σχηματισμού τους και η γεωδυναμική εξέλιξη της υπό μελέτη περιοχής διερευνώντας συνάμα την πιθανότητα ύπαρξης και αξιολόγησης πιθανών πεδίων μητρικών πετρωμάτων υδρογονανθράκων. 1.2.ΓΕΝΙΚΑ Η Κρήτη είναι το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας και το πέμπτο μεγαλύτερο στη Μεσόγειο. Η Κρήτη εδράζει περίπου 160 χιλιόμετρα νότια της ελληνικής ηπειρωτικής χώρας εκτεινόμενη κατά διεύθυνση Ανατολή - Δύση, νότια του Αιγαίου πελάγους, του οποίου και αποτελεί το νότιο φυσικό όριο και βόρεια του Λιβυκού. Η Κρήτη βρίσκεται περίπου 90km από το ελληνικό τόξο (εικόνα 1). Εικόνα 1: Η Κρήτη σε σχέση με το ελληνικό τόξο (Duermeijer et al 1998). Σελίδα 6

7 Οι μεγαλύτερες πόλεις βρίσκονται στις βόρειες ακτές του και είναι από τα δυτικά προς τα ανατολικά τα Χανιά, το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο, ο Άγιος Νικόλαος και η Σητεία, όπου υπάρχουν μεγάλες λιμενικές εγκαταστάσεις, που εξυπηρετούν την ακτοπλοϊκή σύνδεση του νησιού με την ηπειρωτική Ελλάδα και την Ευρώπη γενικότερα. Κατά μήκος της νότιας ακτογραμμής συναντώνται μικρότερες πόλεις (Ιεράπετρα, Αγία Γαλήνη, Χώρα Σφακιών κλπ.)(εικόνα 2). Εικόνα 2: Φωτογραφία από το google earth, όπου απεικονίζεται το νησί της Κρήτης με τις μεγαλύτερες πόλεις του. Οι μεγάλοι ορεινοί όγκοι που δεσπόζουν το νησί είναι τρείς. Τα Λευκά Όρη με μέγιστο υψόμετρο τα 2.452μ., βρίσκονται στο δυτικό τμήμα της Κρήτης, νότια της πόλης των Χανίων. Ο Ψηλορείτης με υψόμετρο που φτάνει τα 2.456μ., βρίσκεται στην κεντρική Κρήτη, μεταξύ των νομών Ηρακλείου και Ρεθύμνου και τέλος το όρος Δίκτη με υψόμετρο 2,148μ. που βρίσκεται μεταξύ των νομών Ηρακλείου και Λασιθίου, όπου έχει δημιουργηθεί το μεγάλης έκτασης οροπέδιο του Λασιθίου από σε υψόμετρο 850μ. Σημαντικές μορφολογικές εξάρσεις συναντώνται και πιο ανατολικά μεταξύ των πόλεων Σητεία και Ιεράπετρα (όρη Θριπτής 1,476μ.) αλλά και κατά μήκος των νότιων παραλιών της κεντρικής Κρήτης, όπου αναπτύσσονται τα Αστερούσια όρη με μέγιστο υψόμετρο 1,231μ. Ενδιάμεσα των παραπάνω ορεινών όγκων το υψόμετρο μειώνεται και δημιουργούνται οι λεκάνες του Ρεθύμνου, του Ηρακλείου και της Ιεράπετρας με μέση διεύθυνση Β-Ν. Με διεύθυνση εγκάρσια σε αυτή και στην περιοχή νότια του Ηρακλείου έχει δημιουργηθεί η λεκάνη της Μεσσαράς. Οι κύριοι κλάδοι των ποταμών που ρέουν σε όλο το νησί της Κρήτης έχουν μέση διεύθυνση Β-Ν, ενώ το ίδιο συμβαίνει με τα περισσότερα φαράγγια που έχουν δημιουργηθεί στις παράκτιες περιοχές (Σαμαριά, Σφακιανό, Τρυπητή, Αναποδάρι κλπ.). Εξαίρεση αποτελεί και πάλι η ανάπτυξη του υδρογραφικού δικτύου στη λεκάνη της Μεσσαράς, όπου η μέση διεύθυνση είναι περίπου Α-Δ. Σελίδα 7

8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο 2.1.ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ Η Παναγία Φανερωμένη ανήκει στον δήμο Σητείας της Περιφερειακής Ενότητας Λασιθίου που βρίσκεται στην Περιφέρεια Κρήτης, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα Καλλικράτης. Η επίσημη ονομασία είναι η Παναγία Φανερωμένη. Έδρα του δήμου είναι η Σητεία η οποία βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, στο δυτικό μυχό του φερώνυμου όρμου, 70 χλμ. ανατολικά του Αγίου Νικολάου Λασιθίου και ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα Κρήτης. Η Παναγία Φανερωμένη έχει υψόμετρο 189 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 35, και γεωγραφικό μήκος 26, Οι θέσεις δειγματοληψίας βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από τη μονή. Η ευρύτερη περιοχή μελέτης εμφανίζεται με περίγραμμα παρακάτω. (εικόνα 3) Εικόνα 3: Η θέση της περιοχής μελέτης στο χάρτη του Νομού Λασιθίου. Σελίδα 8

9 Τα ιζήματα της περιοχής μελέτης μας είναι Νεογενούς ηλικίας όπως φαίνεται και στην εικόνα 3.1 Και οι 3 τομές από όπου έγινε η δειγματοληψία ανήκουν σε αυτή τη κατηγορία ιζημάτων. Εικόνα 3.1 : Ηλικίες των ιζημάτων της Κρήτης. Η περιοχή μελέτης είναι σημειωμένη στο χάρτη ως FA (W.Krijgsman, F.J Hilgen, 1993) Η γενικότερη λιθοστρωματογραφία της περιοχής μελέτης αποτελείται από σαπροπηλούς, λευκές μάργες και ημιπελαγικές μάργες όπως φαίνεται στην εικόνα 3.2 Εικόνα 3.2: Στρωματογραφική Στήλη της περιοχής μελέτης (Krijgsman, Hilgen, 1993) Σελίδα 9

10 Όπως προαναφέραμε η περιοχή μελέτης μας χωρίζεται σε 3 τομές. Τη βασική τομή (εικόνα 3.3) την ονομάσαμε «ΔΤ» και θα συγκρίνουμε τις ιζηματολογικές και γεωχημικές αναλύσεις της με τις άλλες δύο τομές ώστε να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα για τις συνθήκες και τους ρυθμούς ιζηματογένεσης, τα περιβάλλοντα καθώς και τον τρόπο μεταφοράς των ιζημάτων. Εικόνα 3.3 : Η βασική τομή της περιοχής μελέτης μας που ονομάστηκε «ΔΤ» από την οποία συλλέξαμε 25 δείγματα Οι τομές τις οποίες θα χρησιμοποιήσουμε για να συγκρίνουμε τις ιζηματολογικές και γεωχημικές αναλύσεις της βασικής τομής «ΔΤ» είναι οι εξής : «Τ» και «Φ» όπως φαίνονται στις εικόνες 4, 5 Εικόνες 4, 5 : Τομή «Τ» από την οποία συλλέχθηκαν 8 δείγματα και τομή «Φ» από την οποία συλλέχθηκαν 5 δείγματα. Σελίδα 10

11 Η λιθοστρωματογραφία της βασικής τομής «ΔΤ» εμφανίζεται παρακάτω (εικόνα 3.3.1) και μας δίνει μια πρώτη εικόνα για τις συνθήκες ιζηματογένεσης της περιοχής. Εικόνα : Στρωματογραφική Στήλη της τομής «ΔΤ» Όπως φαίνεται και στην εικόνα η τομή αποτελείται από δύο τμήματα, το ανώτερο και το κατώτερο, τα οποία διαχωρίζονται από την εμφάνιση κροκαλοπαγούς. Είναι δύσκολο να προσδιοριστούν κύκλοι για αυτό θα μελετήσουμε τη τομή σε 2 πακέτα στρωμάτων. Μετρήθηκαν συνολικά 70 στρώματα. Στο κατώτερο τμήμα έχουμε εναλλαγές από παχιά στρώματα άμμου και από λεπτότερα πηλού-αργίλου. Παρατηρούνται διαβρωσιγενείς επιφάνειες στα στρώματα άμμου. Ακολουθεί η απόθεση κροκαλοπαγούς που αποτελεί και το διαχωρισμό των δύο τμημάτων. Το υλικό είναι πιο χονδρόκοκκο, κίτρινου χρώματος γεγονός που μας δείχνει προσωρινή αλλαγή του περιβάλλοντος απόθεσης έντονη επίδραση ποτάμιας ή δελταϊκής δράσης. Στο ανώτερο τμήμα διακρίνονται συχνότερες εναλλαγές ανάμεσα στα στρώματα άμμου και πηλού-αργίλου καθώς τα στρώματα άμμου είναι λεπτότερα σε σχέση με το κατώτερο τμήμα και ο αριθμός των στρωμάτων που μετρήθηκαν είναι σαφώς μεγαλύτερος (46) από ότι στο κατώτερο τμήμα (23), γεγονός που μας δείχνει ότι έχουμε υψηλότερους ρυθμούς ιζηματογένεσης στο ανώτερο τμήμα. Σελίδα 11

12 2.2.ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ Όπως προαναφέρθηκε η Κρήτη βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο του Ελληνικού τόξου. Λόγω αυτής της ιδιαίτερης θέσης της χαρακτηρίζεται από πολύπλοκη γεωλογική δομή, που οφείλεται στην τεκτονική τοποθέτηση αλλεπάλληλων καλυμμάτων από αλπικές ενότητες, σε ένα χώρο με σχετικά μικρό πλάτος αλλά με διαρκή τεκτονική δραστηριότητα και στη μεταλπική περίοδο. Η πολυπλοκότητα αυτή οδήγησε στη μελέτη της Κρήτης από πολλούς ερευνητές, από τα μέσα του 19ου αιώνα και κατά συνέπεια τη δημοσίευση πολλών και διαφορετικών απόψεων, σχετικά με τη δημιουργία, τη σύνθεση και τελικά τη διαδρομή των διαφόρων γεωτεκτονικών ενοτήτων, μέχρι τη σημερινή γεωλογική δομή. (εικόνα 6). Πιο συγκεκριμένα το νησί της Κρήτης αποτελεί μια εξέχουσα δομή ενδορηγματικής ένστρωσης η οποία σχηματίστηκε μπροστά από το Ελληνικό τόξο της ζώνης καταβύθισης. Η δομή της Κρήτης αποτελείται από ενότητες πετρωμάτων από διάφορες παλαιογεωγραφικές ζώνες οι οποίες θα μπορούσαν να χωριστούν σε ενότητες: Η Κατώτερη ενότητα, υψηλών πιέσεων-χαμηλών θερμοκρασιών (HP-LT) και η Ανώτερη ενότητα (Van Hinsbergen & Meulenkamp, 2006; Papanikolaou & Vassilakis, 2010; Zachariasse et al., 2011). Γενικά πιστεύεται ότι η τεκτονική επαφή των δύο παραπάνω ενοτήτων είναι μία αξιοσημείωτη επιφάνεια αποκόλλησης Α-Δ διεύθυνσης, η οποία έχει ονομαστεί ως επιφάνεια αποκόλλησης της Κρήτης (Cretan Detachment). Αυτή η ζώνη έδρασε κατά το Μέσο Μειόκαινο (15-17 Ma), ως χαμηλής γωνίας κανονικό ρήγμα και έχει παρατηρηθεί στην Κρήτη καθώς και στις Κυκλάδες (Ring et al., 2001; Van Hinsbergen & Meulenkamp, 2006; Tortorici et al., 2010). Σελίδα 12

13 9Εικόνα 6: (α) Γενικευμένος γεωλογικός χάρτης της Ν. Κρήτης και Γαύδου. (β) Η θέση τους σε σχέση με το Ελληνικό τόξο και οι κυριότερες τεκτονο-στρωματογραφικές δομές του. Η σύγχρονη σύγκλιση των τεκτονικών πλακών-κόκκινες γραμμές, το σύγχρονο και παλαιότερο ηφαιστειακό τόξο-κόκκινα και πράσινα τρίγωνα, τα κύρια μέτωπα επωθήσεων των εξωτερικών Ελληνίδων- Ιόνια και Παξοί πράσινα, Πίνδος μπλε, τις Πλειο-Τεταρτογενείς θαλάσσιες λεκάνες της κεντρικής Ελλάδας ροζ, οι κύριες σύγχρονες θαλάσσιες λεκάνες γκρι, οι μεγάλες επιφάνειες αποκόλλησης Μειοκαινικής ηλικίαςπράσινες γραμμές με το βέλος να δείχνει τη φορά μέγιστης κλίσης (Βασιλάκης, 2006). Πιο αναλυτικά: Κατώτερη Ενότητα (HP-LT): Ενότητα Κρήτης-Μάνης: γνωστή ως όρος ομάδα Πλακωδών Ασβεστολίθων Plattenkalk- Gruppe, αποτελεί την κατώτερη ενότητα της Κρήτης (Φυτρολάκης 1978, 1980; Manutsoglu et al., 1995b). Ενότητα Τρυπαλίου: όπου επικρατεί η άποψη πως αποτελεί τμήμα της Ενότητας Κρήτης-Μάνης. Σελίδα 13

14 Ενότητα Φυλλιτών-Χαλαζιτών: όπου βρίσκεται τεκτονικά μεταξύ της σχετικά αυτόχθονης ενότητας Κρήτης-Μάνης και του καλύμματος της Τρίπολης. Ενότητα Τρίπολης: χωρίζεται σε τρεις στρωματογραφικές σειρές, την άργιλο- σχιστολιθικήανθρακική σειρά Ραβδούχων Τριαδικής ηλικίας, την ανθρακική σειρά Τρίπολης και τον φλύσχη Τρίπολης (Φυτρολάκης, 1980). Ενότητα Ωλονού-Πίνδου: ως ανώτερο τεκτονικό κάλυμμα, είναι μια ακολουθία ιζημάτων και ιζημάτων κλιτύος, αποτελούμενη από ασβεστόλιθους, κερατόλιθους και ραδιολαρίτες. Πάνω από την ακολουθία των πελαγικών ιζημάτων υπάρχει φλύσχης Παλαιοκαινικής-Ηωκαινικής ηλικίας. Η απόθεση του φλύσχη ξεκινά πολύ αργότερα στην Κρήτη σε σχέση με την Ηπειρωτική Ελλάδα όπου τα μεταβατικά στρώματα ασβεστόλιθου-φλύσχη είναι ηλικίας Ανώτερου Κρητιδικού. Λόγω της της διαφοράς και μερικών άλλων ιδιαιτεροτήτων, της διαφορά φάσης όπου από πελαγική ακολουθία γίνεται πιο νηριτική η Ενότητα Ωλονού-Πίνδου αναφέρεται στην Κρήτη ως Ενότητα Εθιάς ή σειρά της Μαγκασσά. Εμφανίσεις της Ενότητας Ωλονού-Πίνδου αναφέρονται στη νήσο Γαύδο κυρίως στο νότιο τμήμα του νησιού και σχεδόν σε όλο το τμήμα της νήσου Γαυδοπούλα (Vicente, 1970). Πάνω από τις παραπάνω αναφερόμενες εξωτερικές ζώνες υπάρχουν σε ανώτερη τεκτονική θέση αλλόχθονα τεκτονικά λέπια των εσωτερικών ζωνών, της είναι η ενότητα της Άρβης. Ενότητα Άρβης: Ανώτερες τεκτονικές ενότητες: Της ενότητες αυτές περιλαμβάνονται τα καλύμματα της Μιαμού και των σχιστολίθων του Βάτου (Bonneau, 1972, 1974) και το κάλυμμα των Αστερουσίων κατά Bonneau (1972) ή σύνολο Σερπεντινών-Αμφιβολιτών κατά Greutzburg & Seidel (1975). Το κάλυμμα των Αστερουσίων αντιπροσωπεύεται α) από ένα σύνολο υψηλού βαθμού μεταμόρφωσης πετρωμάτων (Seidel et al., 1981) και β) οφιόλιθους, οι οποίοι κατέχουν συνήθως την ανώτερη τεκτονική θέση. Τέλος, πάνω από τους αλπικούς σχηματισμούς βρίσκονται ιζήματα του Νεογενούς και Τεταρτογενούς τα οποία συνήθως έχουν κυμαινόμενο πάχος και εξάπλωση στις διάφορες περιοχές της Κρήτης. Σελίδα 14

15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ο 3.ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΩΝ Τι είναι η «Γεωλογία Πετρελαίων»; Γεωλογία πετρελαίων είναι ο κλάδος της Γεωλογίας που στηριζόμενος σε ιζηματολογικές - στρωματογραφικές, τεκτονικές, γεωχημικές και παλαιογεωγραφικές πληροφορίες, βγάζει συμπεράσματα για τη: Δυνατότητα ανάπτυξης πεδίων υδρογονανθράκων σε μία περιοχή Εύρεση πιθανών θέσεων γένεσης και αποθήκευσης των πεδίων υδρογονανθράκων πεδίου Εύρεση πιθανών θέσεων για την κατασκευή γεωτρήσεων με σκοπό την αξιοποίηση του 3.1.ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ Σχετικά με την προέλευση των ορυκτών υδρογονανθράκων, διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες που βασίζονται σε δύο διαφορετικές απόψεις. Οι απόψεις αυτές διακρίνονται σε αυτή που υποστηρίζει την ανόργανη προέλευση των υδρογονανθράκων και σε αυτή που υποστηρίζει την οργανική προέλευση τους Ανόργανη προέλευση Πολλοί από τους υποστηριχτές αυτής της θεωρίας θεωρούσαν ότι η προέλευση των ορυκτών υδρογονανθράκων ήταν κοσμική. Άλλοι όμως, λόγο της ύπαρξης ιχνών υδρογονανθράκων μέσα στα ηφαιστειακά αέρια, προσπαθούσαν να συνδέσουν τις πετρελαϊκές εμφανίσεις με την γεωγραφική κατανομή των ηφαιστείων. Τέλος, υπήρχαν και αυτοί που θεωρούσαν ότι οι υδρογονάνθρακες σχηματίζονται στο εσωτερικό της Γης, λόγω αντιδράσεων ελεύθερων αλκαλικών μετάλλων με CO 2 σε υψηλές θερμοκρασίες Οργανική προέλευση Οι υποστηριχτές αυτής της θεωρίας, δέχονται ότι οι υδρογονάνθρακες προέρχονται από την αποικοδόμηση της νεκρής φυτικής και ζωικής οργανικής ύλης λόγω της βακτηριακής δράσης σε αναερόβιες συνθήκες (εικόνα 7). Σε γενικές γραμμές, η νεκρή φυτική οργανική ύλη έχει μεγαλύτερη τάση για παραγωγή αέριων υδρογονανθράκων, ενώ η νεκρή ζωική οργανική ύλη έχει τάσεις πετρελαιογένεσης. Σελίδα 15

16 Εικόνα 7: Δημιουργία του οργανικού υλικού (Σταματάκη, 2005). 3.2.ΦΥΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ Το πετρέλαιο είναι υγρό, ελαιώδες ή παχύρευστο, με καστανό χρώμα, χαρακτηριστική δυσάρεστη οσμή, αδιάλυτο στο νερό και ελαφρύτερο από αυτό. Αποτελείται από ενώσεις άνθρακα και υδρογόνου, αλλά και από άλλα συνθετικά αζώτου, θείου και οξυγόνου. Έτσι διακρίνονται τρείς ομάδες συνθετικών: Κορεσμένοι υδρογονάνθρακες (δομή διπλής αλυσίδας), Ναφθένες (με δομή κορεσμένου κλειστού δακτυλίου) και Αρωματικοί υδρογονάνθρακες (δομή ακόρεστου κλειστού δακτυλίου). Στα περισσότερα πετρέλαια, υπάρχουν και ενώσεις χλωριούχου νατρίου. Το οργανικό υλικό το οποίο τελικά παράγει τους υδρογονάνθρακες, είναι αρχικά θαμμένο είτε με την μορφή κηρογόνου (αδιάλυτη μορφή), είτε με την μορφή πισσασφάλτου (διαλυτή μορφή σε οργανικούς διαλύτες). Η σύνθεση του στα διάφορα μητρικά πετρώματα ελέγχεται σημαντικά από τις συνθήκες ιζηματογένεσης και αντικατοπτρίζει πάντα τον όγκο του συνολικού οργανικού υλικού (TOC). χαμηλές συνθήκες ιζηματογένεσης + συνθήκες καλής οξυγόνωσης επιτρέπουν την διατήρηση μόνο του ινερτίνιτη. αναερόβιες συνθήκες επιτρέπουν την διατήρηση σχετικά μεγάλων ποσοτήτων λιπτινίτη με αποτέλεσμα την αύξηση του ενδεχόμενου γένεσης υδρογονάνθρακα. Σελίδα 16

17 Η χημική σύνθεση του οργανικού υλικού που μετέπειτα θα δώσει τον υδρογονάνθρακα είναι : Ένυδροι άνθρακες (carbohydrates) είναι συνθετικά που λειτουργούν σαν πηγές ενέργειας και σαν ιστός υποστήριξης στα φυτά και σε μερικά ζώα, Πρωτεΐνες (proteins) είναι οργανικά συνθετικά που παρασκευάζονται από αμινοξέα και πληρούν μια ποικιλία από βιοχημικές λειτουργίες (ζωτικές για τις διαδικασίες της ζωής), Λιπίδια (lipids), βρίσκονται στους θαλάσσιους οργανισμούς και σε ορισμένα τμήματα των χερσαίων φυτών και είναι ικανά να δώσουν τον συνολικό όγκο του παγκόσμιου πετρελαίου. Είναι οργανικές ουσίες αδιάλυτες στο νερό και περιλαμβάνουν λύπη ζώων, φυτικά πετρέλαια και Ξυλίτες (lignin), υπάρχει μόνο στα χερσαία φυτά και δεν μπορεί να δώσει αξιοσημείωτες ποσότητες πετρελαίου, αλλά είναι σημαντική πηγή για αέριους υδρογονάνθρακες. Από αυτά, μόνο τα λιπίδια και οι ξυλίτες είναι ανθεκτικά και έχουν την δυνατότητα να ταφούν και να ενσωματωθούν στα ιζήματα. 3.3.ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΠΕΔΙΩΝ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΩΝ Οι παράμετροι για την δημιουργία ενός πεδίου υδρογονανθράκων είναι οι εξής: Ύπαρξη μητρικού πετρώματος Ύπαρξη πετρώματος αποθήκευσης συγκέντρωσης (ταμιευτήρα) Ύπαρξη πετρώματος μόνωσης (μονωτήρας) Ύπαρξη παγίδων εγκλωβισμού και διατήρησης του παραγόμενου κοιτάσματος Ταυτόχρονη ύπαρξη όλων των παραπάνω. Σαν μητρικό πέτρωμα ορίζεται ένα ιζηματογενές πέτρωμα μέσα στο οποίο συντελείται η γένεση του υδρογονάνθρακα. Είναι λεπτόκοκκα ιζήματα από τα οποία θα απελευθερωθεί αρκετός υδρογονάνθρακας ώστε να σχηματιστεί μια αξιοσημείωτη συγκέντρωση αερίου. Τα οργανικά υλικά θάβονται αρχικά μέσα σε αργιλικές ιλύς και λιγότερο μέσα σε ασβεστιτικές ιλύς, μάργες και αποθέσεις άμμου. Το πετρέλαιο δημιουργείται από την αποσύνθεση θαλάσσιων ζώων και φυτών που θάφτηκαν κάτω από στοιβάδες λάσπης πριν από εκατομμύρια χρόνια. Προέρχεται δηλαδή από την αναερόβια αποικοδόμηση πρωτεϊνών και υδατανθράκων φυτικής και ζωικής ύλης, καθώς και από πλαγκτόν και άλγες. Σελίδα 17

18 Προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ένα πέτρωμα ως μητρικό είναι: Το πέτρωμα - ίζημα να είναι λεπτόκοκκο Να επικρατούν ανοξικές συνθήκες για την διατήρηση του αποτιθέμενου υλικού Ο χρόνος μεταφοράς του οργανικού υλικού στην στήλη του νερού από την ευφωτική ζώνη στον πυθμένα. Εάν ο ρυθμός ιζηματογένεσης είναι αργός, υπάρχει περίπτωση το οργανικό υλικό να οξειδωθεί λόγω των συνθηκών που επικρατούν. Ένας γρήγορος ρυθμός ιζηματογένεσης μας εξασφαλίζει προφύλαξη του οργανικού υλικού μέσα σε ανοξικές συνθήκες. Τα μητρικά πετρώματα σχηματίζονται όταν μία μικρή αναλογία του Corg που συμμετέχει στον κύκλο του άνθρακα, θαφτεί σε ιζηματογενή περιβάλλοντα, όπου αναστέλλεται η οξείδωση. Μητρικά πετρώματα μπορεί να αποτελέσουν τα αμμώδη πετρώματα (όπως η ποτάμια, θαλάσσια και ξηρή άμμος, προσχωματικές αποθέσεις και άμμοι πυθμένα θαλασσών). Η απόδοση πετρελαίου από τα αποταμιευτήρια πετρώματα εξαρτάται από το ενεργό πορώδες και την διαπερατότητα. Επίσης σπουδαίο ρόλο παίζει και η πίεση του κοιτάσματος, ιδιαίτερα σε κοιτάσματα φυσικού αερίου. Τα κυριότερα αποταμιευτήρια πετρώματα είναι άμμος, ψαμμίτες, ασβεστόλιθοι και δολομίτες. Επίσης μπορούν να αποτελέσουν αποταμιευτήρια πετρώματα και οι μάργες, μαρμαριγιακοί λίθοι και άργιλοι, όπως και σπανίως στα πορώδη τμήματα κρυσταλλικών πετρωμάτων. Στις άμμους σημαντικό ρόλο παίζει το μέγεθος των κόκκων, η διαβάθμιση των κόκκων και η στρώση. 3.4.ΤΥΠΟΙ ΚΗΡΟΓΟΝΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΕΣ Κηρογόνο είναι μια σειρά από γεωχημικές αντιδράσεις που υφίσταται το οργανικό υλικό λόγο της αύξησης της θερμοκρασίας κατά τη διάρκεια της ταφής όπου οδηγείται σε βιοπολυμερή και γεωπολυμερή (εικόνα 8). Είναι αδιάλυτο σε οργανικούς διαλύτες εξαιτίας του μεγάλου του μοριακού βάρους. Όταν βρίσκεται σε διαλυμένη μορφή είναι γνωστό ως βιτουμένιο (δηλαδή πισσάσφαλτος και γενικότερα οποιοδήποτε υγρό με μεγάλο ιξώδες που δεν αναφλέγεται). Όταν θερμαίνεται σε κατάλληλη θερμοκρασία στο γήινο φλοιό το κηρογόνο απελευθερώνει πετρέλαιο (περίπου 90 ο C) και φυσικό αέριο (150 ο C) (εικόνα 9). Σελίδα 18

19 Εικόνα 8: Σχέδιο εξέλιξης του οργανικού υλικού από νέο πλούσιο σε οργανικό υλικό ίζημα ή κάρβουνο στην βαθιά ταφής ζώνη μεταμορφισμού. Τα μητρικά πετρώματα παράγουν υδρογονάνθρακες (πετρέλαιο ή αέριο) ή μετασχηματίζονται σε κάρβουνο (αποβάλλοντας φυσικό αέριο ή πετρέλαιο). Το Ro αντικατοπτρίζει την ανάκλαση του βιτρινίτη (οπτική μέτρηση ή ωριμότητα). (Tissot & Wetle, 1984; Stach et al., 1982). Σελίδα 19

20 Εικόνα 9 : Οι κύριοι τύποι κηρογόνου και οι δυνατότητες γένεσης υδρογονανθράκων των υδρόβιων πετρελαϊκών πηγών πετρωμάτων και ρυθμός ιζηματογένεσης.(demaison & Moire 1980; Brooks et al.1987) Οι κύριοι τύποι του κηρογόνου (εικόνα 10) είναι οι εξής: Τύπος 1 (λιπτινικός τύπος) Περιέχει αλγινίτι, κυανοβακτήρια, άμορφο οργανικό υλικό, άλγες του γλυκού νερού και ρητίνες χερσαίων φυτών με ατομικούς λόγους H/C>1.25 και O/C<0.15 οι οποίοι δείχνουν μεγάλη τάση στον άμεσο σχηματισμό υγρών υδρογονανθράκων. Οι αποθέσεις είναι πλούσιες σε λιπτινίτη, τυπικά σκούρες και πλούσιες σε TΟC. Σχηματίζεται σε λίμνες, λιμνοθάλασσες αλλά και σε θαλάσσια περιβάλλοντα. Τύπος 2 (εξινιτικός τύπος) Έχουμε μεμβρανώδη φυτικά θραύσματα (σπόροι, γύρη, νεκρά φύλλα, κ.ά.), ρετσίνη και κερί. Σχηματίζονται στη χέρσο, λίμνες και σε ωκεανούς. Εμφανίζουν υψηλή αναλογία H/C<1.25 (αλλά μικρότερη του λιπτινίτη) και μέτριο λόγο 0.03<O/C<0,18. Έχουν καλή δυνατότητα γένεσης πετρελαίου, συμπυκνωμάτων και υγρού αερίου. Σελίδα 20

21 Τύπος 3 (βιτρινιτικός τύπος) Δημιουργείται από ξυλώδη υλικά ανώτερων φυτών. Εμφανίζουν χαμηλή αναλογία H/C<1 και μία αρχικά υψηλή αναλογία 0.03<O/C<0.3. Αυτός ο τύπος είναι το κύριο συνθετικό για τα περισσότερα είδη κάρβουνου. Σχηματίζεται σε θαλάσσια και λιμναία συστήματα και έχει μια μεγάλη δυνατότητα για τη γένεση αέριων υδρογονανθράκων αλλά περιορισμένη γένεση πετρελαίου και συμπυκνωμάτων. Τύπος 4 (ινερτινιτικός τύπος) Έχουμε μαύρα αδιαφανή θραύσματα υψηλής μεταμόρφωσης, συνήθως επανατοποθετιμένων παλαιών οργανικών υλικών που κύρια προέρχονται από φυτά. Εξαιτίας της αρχικής οξείδωσης και /ή του υψηλού επιπέδου ανθρακοποίησης, το ποσοστό υδρογόνου και η αναλογία H/C<0.5 του ινερτινίτη είναι πολύ χαμηλά. Τα πετρώματα που περιέχουν ινερτινίτη πρακτικά δεν έχουν καμία δυνατότητα για πετρέλαιο και αέριο. Εικόνα 10: Τύποι κηρογόνου στο διάγραμμα Van Krevelen που δείχνει τις αναλογίες H/C και O/C καθώς και δρόμους τις οργανικής ωρίμανσης (Brooks et al.1987). Με την αύξηση του βάθους ταφής και της θερμοκρασίας, η σύνθεση του κηρογόνου μετακινείται σε χαμηλότερες τιμές H/C και O/C. Σελίδα 21

22 3.5.ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ Ένας πολύ πρακτικός κανόνας αναφέρει ότι 1300m 3 έως 5000m 3 πετρελαίου είναι δυνατόν να σχηματισθούν ανά km 2 ιζήματος, για κάθε ποσοστιαία μονάδα οργανικής προέλευσης άνθρακα σε ώριμα μητρικά πετρώματα, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι όλο το πετρέλαιο που θα σχηματισθεί θα παγιδευτεί τελικά σε κάποιο πορώδες πέτρωμα. Ο μηχανισμός της μετανάστευσης του πετρελαίου από το μητρικό πέτρωμα δεν έχει γίνει απόλυτα κατανοητός. Αφού η δημιουργία του πετρελαίου συνοδεύεται από μεταβολές όγκου, αυτές μπορεί να αποτελούν την αιτία έναρξης μικρορωγμών στο μητρικό πέτρωμα, οι οποίες παρέχουν δίοδο διαφυγής σε περατά συστήματα. Καθώς η πίεση ελαττώνεται, λόγω της εκτόνωσης, οι μικρορωγμές στο μητρικό πέτρωμα ξανακλείνουν. Η καθεαυτό κίνηση του πετρελαίου μπορεί να γίνει είτε εν διαλύσει σε νερό, είτε ως διακριτή φάση πετρελαίου ή αερίου, χωρίς όμως να υπάρχει ταύτιση απόψεων για την πιθανότερη εκδοχή. Η διαδικασία της μετανάστευσης περιλαμβάνει δύο στάδια: αρχικά μέσω του μητρικού πετρώματος και στη συνέχεια μέσω ενός περατού συστήματος (εικόνα 11). Η μετανάστευση στο περατό σύστημα πραγματοποιείται λόγω της διαφοράς πυκνότητας των ρευστών, και οδηγεί τους υδρογονάνθρακες είτε στην επιφάνεια, είτε σε κάποιο σχηματισμό όπου παγιδεύονται (παγίδα - trap). Μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι λιγότερο από το 10% του πετρελαίου που δημιουργείται στο μητρικό πέτρωμα απωθείται και παγιδεύεται σε κάποιο περατό πέτρωμα. Εικόνα 11: Μετανάστευση πετρελαίου (Σταματάκη, 2005). Σελίδα 22

23 Το πρώτο στάδιο της μετανάστευσης (από το μητρικό πέτρωμα σε ένα περισσότερο πορώδες γειτονικό περιβάλλον) καλείται πρωτογενής μετανάστευση (primary migration). Το επόμενο στάδιο, μέσα στο πορώδες περιβάλλον σε ανώτερα τοπογραφικά σημεία (μέσω ρηγμάτων ή ρωγματομένων ζωνών) έως ότου παγιδευτεί, καλείται δευτερογενής μετανάστευση (secondary migration) Πρωτογενής μετανάστευση Αποβολή υδρογονανθράκων από το μητρικό πέτρωμα διαμέσου μικροδομών που δικαιολογείται από την υπερπίεση. Οι αιτίες της υπερπίεσης είναι: Συνδυασμός της γένεσης πετρελαίου και αερίων Διαστολή των ρευστών σε αυξημένες θερμοκρασίες Συμπύκνωση των μεμονωμένων μονάδων μητρικού πετρώματος Απελευθέρωση του νερού σε αφυδατωμένα αργιλικά ορυκτά. Τα μικροσπασίματα που προκαλούνται από την πίεση, την απελευθερώνουν, επιτρέποντας ταυτόχρονα και την μετανάστευση του πετρελαίου έξω από το μητρικό πέτρωμα και μέσα σε γειτονικά στρώματα μεταφοράς, από τα οποία ξεκινά και η δευτερογενής μετανάστευση Δευτερογενής μετανάστευση Εμφανίζεται με την μορφή πολυφασικών ροών, δηλαδή ως σταγόνες πετρελαίου ή φυσαλίδες αερίου στο νερό των πόρων που τείνουν να κινηθούν προς τα πάνω λόγω της πλευστότητας ή οδηγούμενες από υδραυλικές συνθήκες, καταλήγοντας είτε στην επιφάνεια, είτε σε παγίδες. Εάν μια παγίδα διαμελιστεί κάποια στιγμή, τότε το πετρέλαιο που είχε συγκεντρωθεί σε αυτήν, ξανά μεταναστεύει είτε προς άλλες παγίδες, είτε προς την επιφάνεια (εκροή). Επίσης ένα ρήγμα (ζώνες ρηγμάτων) μπορούν να λειτουργήσουν ως αγωγοί αλλά και ως φραγμοί στη δευτερογενή μετανάστευση. Σελίδα 23

24 3.6.ΠΟΡΩΔΕΣ Αν θεωρήσουμε ένα δείγμα πετρώματος, ο φαινόμενος (ολικός) όγκος του είναι VT και συνίσταται από τον όγκο που καταλαμβάνουν οι κόκκοι του πετρώματος (Vs) και από τον όγκο των κενών (πόρων) του πετρώματος, Vp. Το πορώδες (φ) δίδεται από τη σχέση : Φ = Vp / VT ( σε %) Το πορώδες, ανάλογα με την προέλευσή του, χαρακτηρίζεται ως πρωτογενές ή δευτερογενές. Το πρωτογενές πορώδες δημιουργείται κατά τη διάρκεια της ιζηματογένεσης και αποτελείται είτε από τα διάκενα μεταξύ των κόκκων (διακοκκικό - intergranular) είτε από διάκενα μέσα στη δομή των κόκκων (ενδοσωματιδιακό - intraparticle). Το δευτερογενές πορώδες μπορεί να δημιουργηθεί από διεργασίες διάλυσης, αφυδάτωσης ή ανακρυστάλλωσης, που προκαλούνται αργότερα στον ταμιευτήρα ή από τεκτονικές δράσεις οι οποίες επιφέρουν ρωγματώσεις και πτυχώσεις. Οι ψαμμίτες χαρακτηρίζονται κυρίως από διακοκκικό πορώδες, ενώ τα ανθρακικά πετρώματα έχουν μόνο δευτερογενές πορώδες. Το πορώδες που ενδιαφέρει από την πλευρά της μηχανικής πετρελαίων είναι εκείνο που επιτρέπει την κυκλοφορία των ρευστών μέσα στο σχηματισμό, επομένως, εκείνο που αντιστοιχεί σε πόρους που επικοινωνούν (συνδέονται) μεταξύ των (ενεργό πορώδες - effective porosity). Ως υπολειμματικό πορώδες (residual porosity) ορίζεται εκείνο που αντιστοιχεί στο ποσοστό των πόρων (κενών) οι οποίο είναι απομονωμένοι μεταξύ τους. Το πορώδες ενός πετρώματος εξαρτάται από τον τρόπο που έχουν ταξινομηθεί τα μόρια που συντελούν το πέτρωμα (οι κόκκοι), κατά την απόθεση του. Επηρεάζεται επίσης από την διαγένεση, το σχήμα του (σφαιρικότητα - στρογγυλότητα). Θεωρητικά είναι ανεξάρτητο του κοκκομετρικού μεγέθους. 3.7.ΔΙΑΠΕΡΑΤΟΤΗΤΑ Κατά τη διάρκεια της παραγωγής, τα ρευστά κυκλοφορούν στους πόρους του σχηματισμού με σχετικά μικρή ή μεγάλη δυσκολία εξαρτώμενη από τα χαρακτηριστικά του πορώδους μέσου. Ως ειδική ή απόλυτη διαπερατότητα (specific or absolute permeability) ορίζεται η ικανότητα του πορώδους μέσου να επιτρέπει σε ένα ρευστό με το οποίο είναι κορεσμένο να ρέει μέσω των πόρων του. Η διαπερατότητα ορίζεται μαθηματικά από το νόμο του Darcy : Θεωρούμε ένα οριζόντιο δείγμα κυλινδρικής μορφής, μήκους x και επιφάνειας Α, κορεσμένο με ένα ρευστό ιξώδους μ. Κατά μήκος του δείγματος υπάρχει μεταβολή της πίεσης (ΔΡ). Το ρευστό ρέει μόνο κατά την οριζόντια διεύθυνση με παροχή Q. Σελίδα 24

25 Ο νόμος του Darcy εκφράζει τη σχέση μεταξύ των ανωτέρω μεγεθών ως : Q = A*k* ΔP/ (μ*x) Η διαφορική έκφραση της εξίσωσης του Darcy έχει τη μορφή: Q = - A*k*dP/ (μ*dx) Η μεταβολή της πίεσης (dp/dx) είναι και η δύναμη που ωθεί το ρευστό να ρέει μέσω του πορώδους μέσου. Το αρνητικό πρόσημο επιβάλλεται διότι η παράγωγος dp/dx είναι αρνητική. Ο συντελεστής k είναι η ειδική ή απόλυτη διαπερατότητα του πορώδους μέσου, είναι ανεξάρτητη από το ρευστό που έχει χρησιμοποιηθεί και αναφέρεται στη διεύθυνση ροής που έχει εφαρμοστεί (σε ένα πορώδες μέσο η διαπερατότητα μεταβάλλεται κατά την οριζόντια και κατά την κατακόρυφη διεύθυνση). Η διαπερατότητα εκφράζεται σε μονάδες επιφάνειας και η επικρατέστερη μονάδα για τη διαπερατότητα είναι το Darcy (D) ή η υποδιαίρεσή της το millidarcy (md). Επομένως, ένα πορώδες μέσο έχει διαπερατότητα ίση με ένα Darcy όταν ένα μονοφασικό ρευστό ιξώδους 1 cp, ρέει μέσω πόρων διατομής 1 cm 2, με μια παροχή 1cm 3 /sec, υφιστάμενο πτώσης πίεσης ισοδύναμη με 1 atm/cm διανυθείσας απόστασης. (1 millidarcy= 0,987 x m 2 ). Πρέπει να αναφέρουμε ότι η διαπερατότητα είναι ανεξάρτητη του πορώδους, αν και είναι προφανές ότι ένα πέτρωμα με μηδενικό πορώδες, δεν είναι και διαπερατό. Για να υπολογιστεί η διαπερατότητα σε μια περιοχή στρωμάτων αποθήκευσης πετρελαίου, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε δείγματα πετρωμάτων από αυτά. Τα στρώματα αυτά, συχνά παρουσιάζουν ένα δευτερογενές πορώδες και διαπερατότητα που οφείλεται σε ρωγμές και διακλάσεις. 3.8.ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΑ ΑΠΟΘΕΣΗΣ Ο κύριες θέσεις απόθεσης των μητρικών πετρωμάτων είναι οι λίμνες, τα δέλτα και οι θαλάσσιες λεκάνες έλη φρέσκων νερών, μη δελταικές ακτογραμμές και ηπειρωτικές κατωφέρειες- υβώματα Λιμναίες λεκάνες Οι λίμνες για να είναι οι πιο σημαντικές θέσεις απόθεσης μητρικών πετρωμάτων σε ηπειρωτικές ακολουθίες, πρέπει: Να ζουν για μακρύ γεωλογικό χρόνο Ανοξικές συνθήκες Σελίδα 25

26 Βαθιές λίμνες (που συνήθως ελέγχονται από τεκτονική σε γρήγορα βυθιζόμενα συστήματα ηπειρωτικών ανοιγμάτων διαστολής) Χαμηλά γεωγραφικά πλάτη (σε θερμά, τροπικά, ομοιόμορφα κλίματα όπου το νερό των ποταμών είναι λιγότερο πυκνό και δεν έχει την δυνατότητα υψηλής πυκνότητας ροής, μεταφέροντας λιγότερο οξυγόνο, δηλαδή συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη ανοξικών συνθηκών) Ξηρό κλίμα (ώστε να μπορεί να αναπτυχθεί διαστρωμάτωση αλμυρότητας ως αποτέλεσμα υψηλής απώλειας επιφανειακής εβαποριτοποίησης) Το πάχος των μητρικών πετρωμάτων και η ποιότητα τους είναι βελτιωμένη σε λίμνες με μεγάλο γεωλογικό χρόνο και ελάχιστη κλαστική ιζηματογένεση Δέλτα Το οργανικό υλικό μπορεί να προέρχεται από φύκι φρέσκων νερών και βακτήρια σε έλη και λίμνες που δημιουργούνται στη δελταϊκή πλατφόρμα από το θαλάσσιο φυτοπλαγκτόν και βακτήρια στη δελταϊκη κατωφέρεια, θαλάσσιους σχιστόλιθους στην προδελταϊκη περιοχή και πιθανά, πιο σημαντικό, από μεταφερόμενα χερσαία φυτά, που αναπτύσσονται στη δελταϊκή πλατφόρμα. Από τα δέλτα, αποδεκτά έχουμε τα δέλτα εποικοδόμησης (ποτάμιας ή παλιρροϊκής υπερίσχυσης) χαρακτηρίζονται από εξακολουθητικά χαμηλής ενέργειας περιβάλλοντα, τα οποία ευνοούν την απόθεση μητρικών πετρωμάτων. Τέλος μη αποδεκτά είναι τα στατικά δέλτα ή καταστρεπτικά (κυματική υπερίσχυση) που παράγουν λιγότερο ευνοϊκά περιβάλλοντα για την απόθεση μητρικών πετρωμάτων Θαλάσσιες λεκάνες Το πετρέλαιο πηγάζει από θαλάσσια μητρικά πετρώματα, που αναπτύσσονται σε κλειστές λεκάνες με περιορισμένη κυκλοφορία ρευμάτων (οξυγόνο) ή σε ανοιχτές υφαλοκρηπίδες και κατωφέρειες. Οι μηχανισμοί για την ανάπτυξη μητρικών πετρωμάτων για καθένα από τα περιβάλλοντα αυτά είναι αρκετά διαφορετικές: Σε κλειστές λεκάνες η υδατική στρωμάτωση μειώνει την παροχή οξυγόνου Σε ανοιχτές υφαλοκρηπίδες/κατωφέρειες, που προς τα πάνω ωκεάνια ροή δικαιολογεί: o Την υψηλή οργανική παραγωγικότητα και για τον λόγο αυτό, την υψηλή απαίτηση σε οξυγόνο o Την καταπάτηση του ελάχιστου στρώματος οξυγόνου του μέσου νερού των ωκεανών. Σελίδα 26

27 3.9.ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΠΕΤΡΩΜΑ Μία απαραίτητη προϋπόθεση για την πετρελαιογένεση είναι η ύπαρξη αποταμιευτήριου πετρώματος με καλό πορώδες και διαπερατότητα (ενεργό πορώδες). Τα αποθέματα του πετρελαϊκού πεδίου και ο ρυθμός μετανάστευσης των υδρογονανθράκων κατά τη διάρκεια παραγωγής επηρεάζονται από το πορώδες και τη διαπερατότητα. Έτσι κατά συνέπεια επηρεάζονται από την αποθετική γεωμετρία των πόρων των ιζημάτων του ταμιευτήρα και τις διαγενετικές διεργασίες αλλαγές που λαμβάνουν χώρα μετά την απόθεση των ιζημάτων, ειδικά στις ανθρακικές ακολουθίες. Τα αποταμιευτήρια πετρώματα μπορεί να αποτελούνται από πελαγικούς ασβεστόλιθους με θραύσματα μέχρι και αιολικές άμμοι με μεγάλο πορώδες. Καλή διαπερατότητα = Καλή ταξιθέτηση Άμμοι αμμοθινών Άμμοι παραλιών Άμμοι ποταμών μείωση της διαπερατότητας Ανθρακικοί ταμιευτήρες Χαρακτηρίζονται από υπερβολικά ανομοιογενές πορώδες και διαπερατότητα και εξαρτώνται από το περιβάλλον απόθεσης και ιδιαίτερα από τη δευτερογενή μετατροπή της πρωτογενούς δομής. Το πορώδες δημιουργείται δευτερογενώς λόγω της διαλυτοποίησης, δολομιτίωσης, κατακερματισμού, τσιμεντοποίησης και επανακρυστάλλωσης Αμμούχοι ταμιευτήρες Το πορώδες και η διαπερατότητα εξαρτώνται από το κοκκομετρικό μέγεθος, τα διαβάθμιση και ταξιθέτηση των κόκκων, συνεπώς οι ταμιευτήρες αυτοί είναι ευκολότερο να βρεθούν σε σχέση με τους ανθρακικούς. Η διαπερατότητα των ασύνδετων άμμων μειώνεται όσο μειώνεται το κοκκομετρικό μέγεθος και η ταξιθέτηση γίνεται φτωχότερη. Σελίδα 27

28 3.10.ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΣ ΜΟΝΩΤΗΡΑΣ Η ύπαρξη ενός πετρελαϊκού πεδίου εξαρτάται από την παρουσία ενός αποτελεσματικού μονωτήρα (cap rock top seal) και είναι απαραίτητος για να μονώσει τους υδρογονάνθρακες στη μονάδα αποθήκευσης. Για να είναι αποτελεσματικός πρέπει η ισχύς του ή η κατανεμημένη πίεση του να υπερβαίνει την προς τα πάνω πίεση της πλευστότητας που παράγεται από τους υποκείμενους υδρογονάνθρακες. Έτσι γίνεται σαφές η απαραίτητη ύπαρξη υπερβολικά μικρών πόρων για την αποφυγή της ανύψωσης της επίπλευσης πλευστότητας μιας υψηλής υποκείμενης στήλης αερίων. Το ιδανικό πέτρωμα κάλυψης είναι μια λεπτόκοκκή ακολουθία που είναι εύπλαστη και πλευρικά συνεχής, καθιστώντας έτσι ιδανικά πετρώματα τους εβαπορίτες και τους σχιστόλιθους. Το πάχος και το βάθος ταφής δεν φαίνεται να είναι τόσο σημαντικά για έναν μονωτήρα, σε αντίθεση με την ευπλαστικότητα του ιδιαίτερα σε τεκτονισμένες περιοχές ΠΑΓΙΔΕΣ Οι γεωλογικές δομές (παγίδες - traps) όπου το πετρέλαιο μπορεί να παγιδευτεί και να δημιουργήσει μια συγκέντρωση ενδιαφέροντος είναι δύο κυρίως τύπων: οι τεκτονικές που απαντώνται σε μεγαλύτερη συχνότητα και οι στρωματογραφικές (εικόνα 12). Οι τεκτονικές παγίδες ταξινομούνται κυρίως σε αντίκλινα, ρήγματα και δόμους. Οι τεκτονικές παγίδες έχουν, συνήθως, μεγάλες διαστάσεις και εκτείνονται σε μεγάλα πάχη ιζημάτων. Η αποθηκευτική ικανότητα ενός αντικλίνου εξαρτάται από το ύψος παγίδευσης (structural closure), την κατακόρυφη δηλαδή απόσταση μεταξύ του ανώτερου τοπογραφικά σημείου του αντικλίνου και του κατώτερου οριζόντιου επιπέδου όπου το αντίκλινο είναι κλειστό. Πρακτικής σημασίας για την έρευνα αποτελεί η συμμετρία του αντικλίνου (εάν το αξονικό επίπεδο είναι κατακόρυφο ή κεκλιμένο) διότι άμεσα εξαρτάται από αυτό το ύψος παγίδευσης. Τα αδιαπέρατα πετρώματα παρέχουν στεγανό κάλυμμα (cap rock) πάνω και κάτω από το περατό αποθηκευτήριο πέτρωμα. Η διαφορά πυκνότητας μεταξύ νερού, πετρελαίου και αερίου δημιουργεί, σε συνθήκες ισορροπίας, οριακές περιοχές επαφής των ρευστών γνωστές ως επαφές π.χ. επαφή αερίου-πετρελαίου, πετρελαίου-νερού κλπ. Σελίδα 28

29 Οι στρωματογραφικές παγίδες διακρίνονται σε πρωτογενείς, που δημιουργούνται κατά την απόθεση φακοειδών διαπερατών ενστρώσεων μέσα σε αδιαπέρατα ιζήματα και σε διαγενετικές, που προκύπτουν κατά το στάδιο της διαγένεσης από την πλευρική μεταβολή της περατότητας εντός του ίδιου ιζηματογενούς ορίζοντα. Εικόνα 12: Τεκτονικές (α-ε) και στρωματογραφικές (στ,ζ) παγίδες ορυκτών υδρογονανθράκων: α. αντίκλινο, β-δ ρηξιγενείς παγίδες, ε. δόμος άλατος, στ ασβεστόλιθος και ψαμμίτης μέσα σε αδιαπέρατους σχίστες, ζ. ασυμφωνία (Δερμιτζάκης, 1986). Σελίδα 29

30 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ο 4.ΕΡΓΑΣΙΑ ΥΠΑΙΘΡΟΥ Κατά την εργασία υπαίθρου έγινε συλλογή συνολικά 38 δειγμάτων, από τρείς διαφορετικές τομές, στην περιοχή Φανερωμένη (εικόνες 13, 16, 17) Εικόνα 13: Τομή ΔΤ,(α) Η θέση της περιοχής μελέτης στο χάρτη της Κρήτης, (β) Η θέση της τομής ΔΤ μέσω Google Earth, (γ) Πραγματική εικόνα τμήματος της τομής ΔΤ όπου έγινε η δειγματοληψία. Κατά τη δειγματοληψία της τομής «ΔΤ» παρατηρήθηκαν κανονικά ρήγματα με διευθύνσεις 242/34 & 232/40 που δημιουργούν τάφρο. (εικόνες 14, 15 ). Στη λεκάνη ιζηματογένεσης έχουμε απόθεση 2 ακολουθιών στρωμάτων (εικόνα 13.1). Στο κατώτερο τμήμα έχουμε εναλλαγές στρωμάτων άμμου μεγάλου πάχους και στρώματα πηλού αργίλου μικρού πάχους. Στη συνέχεια λόγω τεκτονικής η περιοχή αναδύεται απότομα και έχουμε αλλαγή περιβάλλοντος το οποίο φαίνεται στο σημείο που αλλάζει χρώμα ο σχηματισμός (Γκρί => Κίτρινο) και έχουμε ένα στρώμα κροκαλοπαγούς με μέγεθος κόκκων σαφώς μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα στρώματα το οποίο έρχεται σε επαφή με το πρώτο σχηματισμό. Στη συνέχεια η περιοχή ξαναβυθίζεται, αυτή τη φορά όμως σταδιακά. Έτσι, στο ανώτερο τμήμα έχουμε ξανά εναλλαγές στρωμάτων άμμου μικρότερου πάχους και στρωμάτων πηλού-αργίλου σε μεγαλύτερη συχνότητα από ότι στο κατώτερο τμήμα γεγονός που σηματοδοτεί υψηλότερους ρυθμούς ιζηματογένεσης. Σελίδα 30

31 Εικόνα 14 : Κανονικό ρήγμα με διεύθυνση 242/34 Εικόνα 15 : Κανονικό ρήγμα με διεύθυνση 232/40 Σελίδα 31

32 Εικόνα 13.1 : Στρωματογραφική στήλη της τομής «ΔΤ» Σελίδα 32

33 Εικόνα 16 : Τομή Τ (α) Η θέση της περιοχής μελέτης στο χάρτη της Κρήτης, (β) Η θέση της τομής Τ μέσω Google Earth, (γ) Πραγματική εικόνα της τομής Τ όπου έγινε η δειγματοληψία (εικόνες 16.1, 16.2) Σελίδα 33

34 Εικόνα 16.1: Δειγματοληψία της τομής «Τ» Εικόνα 16.2 : Δειγματοληψία της τομής «Τ» Σελίδα 34

35 Εικόνα 17: Τομή Φ (α) Η θέση της περιοχής μελέτης στο χάρτη της Κρήτης, (β) Η θέση της τομής Φ μέσω Google Earth, (γ) Πραγματική εικόνα της τομής Φ, (δ) Πραγματική εικόνα της θέσης δειγματοληψίας.(εικόνα 17.1) Εικόνα 17.1 : Δειγματοληψία της τομής «φ» Σελίδα 35

36 Πρέπει να αναφερθεί πως στην εργασία υπαίθρου, πέντε από τα δείγματα ήταν πολύ ισχυρώς διαγεννημένα (εικόνα 17.2), που σημαίνει πως η διάσπαση τους δεν κατέστη δυνατή και έτσι πραγματοποιήθηκε μια απλή περιγραφή, που ακολουθεί στον Πίνακα 1 Συμπερασματικά η κοκκομετρική ανάλυση βασίστηκε σε 33 δείγματα. Εικόνα 17.2: Τομή «Φ», θέσεις δειγματοληψίας που περιγράφονται στον Πίνακα ΑΡΙΘΜΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΔΕΙΓΜΑ Φ-1 ΔΕΙΓΜΑ Φ-2 ΔΕΙΓΜΑ Φ-3 ΔΕΙΓΜΑ Φ-4 ΔΕΙΓΜΑ Φ-5 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ Κροκαλοπαγές μπεζ χρώματος Κροκαλοπαγές με κροκάλες μικρού μεγέθους, μπεζ χρώματος Κροκαλοπαγές μπεζ- γκρί χρώματος Κροκαλοπαγές γκρί χρώματος με κροκάλες ποικίλου μεγέθους Κροκαλοπαγές γκρί χρώματος Πίνακας 1: Περιγραφή των ισχυρά διαγεννημένων δειγμάτων. Τα δείγματα αυτά είναι πολύ πλούσια σε CaCo3 το όποιο κυμαίνεται από73,5 εώς 83 %. Σελίδα 36

37 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Ο 5.ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΕΥΝΑΣ Τα δείγματα αναλύθηκαν με τη χρήση τυπικών κοκκομετρικών αναλύσεων με κόσκινα για τον υπολογισμό των στατιστικών παραμέτρων και την περαιτέρω αναπαράσταση κατά Folk and Ward, (1957). Προσδιορίστηκε επίσης, το περιεχόμενο CaCO 3 και C org. Ακολούθως πρόσφατα προσδιορίστηκαν τα δεδομένα του περιεχόμενου TOC από την Kiomourtzi et al., (2008), και επιδεικνύονται για συγκριτικούς σκοπούς. Η κοκκομετρική ανάλυση ολοκληρώθηκε με τη χρήση κόσκινων και τη μέθοδο της πιπέτας κατά Folk et al, Η στατιστική ανάλυση ολοκληρώθηκε με τη χρήση προτύπων, λογαριθμικών γραφικών παραστάσεων κατά Folk and Ward, (1957). Το περιεχόμενο CaCO 3 προσδιορίστηκε με τη χρήση CH 3 COOH περιγραφόμενη από το Varnava, (1979). Το περιεχόμενο C org προσδιορίστηκε με τη χρήση της μεθόδου της στοιχειομετρικής ανάλυσης κατά Gaudette et al, AΝΑΛΥΣΗ ΟΡΓΑΝΙΚΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ Corg ΠΟΣΟΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ. Ο ποσοτικός προσδιορισµός του οργανικού άνθρακα των δειγμάτων στηρίχτηκε στην οξείδωση του περιεχομένου στα δείγματα οργανικού άνθρακα και την εν συνεχεία εξουδετέρωση ενός δημιουργούμενου όξινου περιβάλλοντος, πραγματοποιήθηκε δε µε τιτλοδότηση όπως αυτή προτάθηκε από τον Gaudette et al., Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό του συνολικού οργανικού άνθρακα C org στα δείγματα βασίζεται στην τιτλοδότηση του δείγματος και περιγράφεται παρακάτω (εικόνες 18, 19,20) (Gaudette et al., 1974): 1. Τα δείγματα των πετρωμάτων κονιοποιήθηκαν έως το κλάσμα των 250μm. 2. Ακολούθησε ξήρανση στους 50 C για 24 ώρες για απομάκρυνση της υγρασίας. Σελίδα 37

38 3. Ζυγίστηκε δείγμα βάρους 0,2-0,5g από κάθε δοκίμιο σε ζυγό ακριβείας δυο δεκαδικών του γραμμαρίου και μεταφέρθηκε σε σφαιρικού σχήματος φιάλη των 500ml. 4. Προστέθηκαν 10ml διαλύματος διχρωμικού καλίου Κ 2 Cr 2 O 7 1Ν και το διάλυμα αναδεύτηκε. 5. Προστέθηκαν 20ml πυκνού θειικού οξέος Η 2 SO 4 96% και το διάλυμα αναδεύτηκε. Η ανάδευση έχει ως στόχο την αποφυγή επικόλλησης του δείγματος στα τοιχώματα του δοχείου, αλλά και την πλήρη επαφή του με τα αντιδραστήρια, και άρα την βέλτιστη αντίδρασή του με αυτά. 6. Το διάλυμα αφέθηκε σε ηρεμία για 30 λεπτά και ακολούθησε αραίωσή του με 200ml αποσταγμένο νερό. 7. Προστέθηκαν 10ml φωσφορικού οξέος Η 3 ΡO 4 85%, 0,2gr φθοριούχου νατρίου NaF και 15 σταγόνες δείκτη διφενυλαμίνης. 8. Το διάλυμα επανατιτλοδοτήθηκε με διάλυμα σιδηρούχου θειικού αμμωνίου FeSO 4 (NH 4 ) 2 SO 4 (6H 2 O) 0,5N. Η τιτλοδότηση μεταβάλλει C org σε αυτά. Το ποσοστό υπολογίστηκε από τον παρακάτω τύπο, αναγόμενο σε ποσοστό %, το χρώμα του διαλύματος διαδοχικά από καφέ πράσινο σε μαύρο, μπλε, μοβ λιλά και τέλος χαρακτηριστικό φωτεινό πράσινο που σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Η παραπάνω διαδικασία πραγματοποιήθηκε αρχικά σε τυφλό δείγμα (διάλυμα χωρίς ίζημα) και στη συνέχεια στα δοκίμια, ώστε να υπολογιστεί το ποσοστό του οργανικού άνθρακα % οργανικού άνθρακα C org = 10(1-Τ/S)*(1,0N*0,003*100/W), όπου: Τ = διάλυμα σιδηρούχου θειικού αμμωνίου FeSO 4 (NH 4 ) 2 SO 4 (6H 2 O) στο δείγμα σε ml. S = διάλυμα σιδηρούχου θειικού αμμωνίου FeSO 4 (NH 4 ) 2 SO 4 (6H 2 O) στο τυφλό δείγμα σε ml. 0,003 = 12/4000 το μέγιστο βάρος του C. 1,0Ν = κανονικότητα του διχρωμικού καλίου Κ 2 Cr 2 O = ποσότητα του διχρωμικού καλίου Κ 2 Cr 2 O 7 σε gr. W = το βάρος του δείγματος σε gr. Σελίδα 38

39 Η προετοιμασία των αντιδραστηρίων που χρησιμοποιούνται στην τιτλοδότηση πραγματοποιείται ως εξής: Το κανονικό διάλυμα (1Ν) του διχρωμικού καλίου K 2 Cr 2 O 7 παρασκευάζεται µε τη διάλυση 49,04g σκόνης καθαρού διχρωμικού καλίου, σε 1000 ml διαλύματος. Το διάλυμα ένυδρου σιδηρούχου θειικού αμμωνίου [(NH 4 ) 2 Fe(SO 4 ) 2 x 6H 2 0] κανονικότητας 0,5Ν παρασκευάζεται µε τη διάλυση 196,1 g ουσίας, σε περίπου 800ml αποσταγμένου νερού, στο οποίο έχουν προστεθεί 20ml H 2 SO 4. Ακολουθεί συμπλήρωση µε νερό μέχρι όγκου 1000ml. Ο δείκτης διφαινυλαµίνης ((C 6 H 5 ) 2 NH) παρασκευάζεται µε τη διάλυση 0,5g ουσίας (δείκτη) σε 20 ml αποσταγμένου νερού και την προσθήκη 100ml H 2 SO 4 στο προκύπτον διάλυμα. Εικόνες 18, 29, 20: Ανάλυση οργανικού άνθρακα με τιτλοδότηση. Σελίδα 39

40 5.1.1.Αποτελέσματα ανάλυσης οργανικού άνθρακα C org Ποσοτικός προσδιορισμός Το οργανικό υλικό μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ένα σημαντικό μέσον για την αναγνώριση των περιβαλλόντων απόθεσης ιζημάτων. Η παρουσία του υποδηλώνει σύμφωνα µε τον Folk (1968), περιβάλλον ιζηματογένεσης. Το οργανικό υλικό αφθονεί περισσότερο σε περιοχές όπου υπάρχει έντονη εκδήλωση ζωής, όπως στο θαλάσσιο και λιμναίο βυθό, σε περιοχές όπου το μορφολογικό ανάγλυφο βυθίζεται γρήγορα και όπου υπάρχει έλλειψη βακτηριακής δράσης. Στην υφαλοκριπίδα το ποσοστό του οργανικού άνθρακα είναι μικρότερο του 1%, ενώ στην λιμνοθάλασσα είναι μεγαλύτερο του 1% (Kukal, 1971). Στα θαλάσσια ιζήματα κυμαίνεται από 0,5-1% ενώ στα παράκτια ιζήματα το ποσοστό κυμαίνεται από 1-5% (Τrask et al., 1939). Πετρώματα με τιμές TOC μικρότερες του 0,5% έχουν φτωχή δυνατότητα γένεσης, με τιμές από 0,5% έως 1% έχουν μέτρια δυνατότητα γένεσης, με τιμές από 1% έως 2% καλή δυνατότητα γένεσης και από τιμές 2% έως 4% έχουν πολύ καλή δυνατότητα γένεσης και τέλος τα πετρώματα πάνω από 4% θεωρείται ότι έχουν εξαιρετική δυνατότητα γένεσης (Peters & Casa et al., 1994). Ο μέσος όρος των δειγμάτων της τομής «ΔΤ» σε ποσοστό οργανικού άνθρακα είναι 0,7%. Το δείγμα ΔΤ-3 παρουσιάζει τη μεγαλύτερη τιμή οργανικού άνθρακα, η οποία είναι 1,7% ενώ αντίθετα το δείγμα ΔΤ-22 παρουσιάζει την ελάχιστη τιμή οργανικού άνθρακα, η οποία είναι 0 %. Τα δείγματα ΔΤ-2, ΔΤ-3, ΔΤ-5, ΔΤ-6, ΔΤ-8, ΔΤ-14, ΔΤ-15, ΔΤ-16 παρουσιάζουν τιμές οργανικού υλικού μεγαλύτερες του 1% συνεπώς έχουν καλή δυνατότητα γένεσης υδρογονανθράκων. Τα δείγματα ΔΤ-1, ΔΤ-4, ΔΤ-7,ΔΤ-9, ΔΤ-12 και ΔΤ-18 παρουσιάζουν τιμές από 0,5% εώς 1% συνεπώς έχουν μέτρια δυνατότητα γένεσης υδρογονανθράκων. Συμπερασματικά, αφού ο μέσος όρος κυμαίνεται από 0,5% -1% (0,7%) έχουμε στοιχεία που υποδηλώνουν ότι έχουμε θαλάσσια ιζήματα και μερικά παράκτια. (εικόνα 21). Στο κατώτερο τμήμα της τομής μας (ΔΤ-1 - ΔΤ-17) φαίνεται ότι έχουμε μεγαλύτερη συμμετοχή οργανικού άνθρακα από ότι στα δείγματα του ανώτερου τμήματος (ΔΤ-19 ΔΤ-25) καθώς 8 δείγματα παρουσιάζουν τιμές οργανικού υλικού από 1% έως 2% και 1 δείγμα παρουσιάζει τιμές από 0,5% εώς 1% ενώ όλα τα δείγματα του ανώτερου τμήματος παρουσιάζουν τιμές μικρότερες του 0,5%. Σελίδα 40

41 Ο μέσος όρος των δειγμάτων της τομής «Τ» σε ποσοστό οργανικού άνθρακα είναι 0,13%. Το δείγμα Τ-5 παρουσιάζει τη μεγαλύτερη τιμή οργανικού άνθρακα, η οποία είναι 0,4% ενώ αντίθετα το δείγμα Τ-2 παρουσιάζει την ελάχιστη τιμή οργανικού άνθρακα, η οποία είναι 0,04 %. Κανένα δείγμα δε παρουσιάζει τιμές >0,5 συνεπώς όλα τα δείγματα έχουν φτωχή δυνατότητα γένεσης υδρογονανθράκων. (εικόνα 22) Ο μέσος όρος των δειγμάτων της τομής «Φ» σε ποσοστό οργανικού άνθρακα είναι 0,32%. Το δείγμα Φ-4 παρουσιάζει τη μεγαλύτερη τιμή οργανικού άνθρακα, η οποία είναι 0,58 % ενώ αντίθετα το δείγμα Φ-1 παρουσιάζει την ελάχιστη τιμή οργανικού άνθρακα, η οποία είναι 0,13%. Μόνο το δείγμα Φ-4 έχει μέτρια δυνατότητα γένεσης υδρογονανθράκων καθώς η τιμή του ξεπερνά το 0,5%, συνεπώς όλα τα υπόλοιπα δείγματα έχουν φτωχή δυνατότητα γένεσης. (εικόνα 23 ) Σύγκριση: Η τομή «ΔΤ» με μέσο όρο 0,7% σε ποσοστό οργανικού άνθρακα παρουσιάζει μεγαλύτερα ποσοστά σε σχέση με τις τομές «Τ» και «Φ» ο μέσος όρος των οποίων κυμαίνεται από 0,1% 0,3%. Συνεπώς, μόνο τα ιζήματα της τομής «ΔΤ» και δη του κατώτερου τμήματος δύναται να είναι μητρικά πετρώματα για τη γένεση υδρογονανθράκων. Σελίδα 41

42 Εικόνα 21 : Ραβδόγραμμα όπου φαίνεται η % περιεκτικότητα των δειγμάτων της τομής «ΔΤ» σε οργανικό άνθρακα Σελίδα 42

43 ΑΡΙΘΜΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΤΟΜΗ Τ Τ8 Τ7 Τ6 0, , , Τ5 0, Τ4 Τ3 Τ2 Τ1 0, , , , ,1 0,2 0,3 0,4 0,5 ΠΟΣΟΣΤΟ % ΟΡΓΑΝΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΤΟΜΗ Τ Εικόνα 22 : Ραβδόγραμμα όπου φαίνεται η % περιεκτικότητα των δειγμάτων της τομής «Τ» σε οργανικό άνθρακα ΤΟΜΗ Φ Φ5 0, Φ4 0, Φ3 0, ΤΟΜΗ Φ Φ2 0, Φ1 0, ,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 ΠΟΣΟΣΤΟ % ΟΡΓΑΝΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ Εικόνα 23 : Ραβδόγραμμα όπου φαίνεται η % περιεκτικότητα των δειγμάτων της τομής «Φ» σε οργανικό άνθρακα Σελίδα 43

44 5.2.ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ ΠΟΣΟΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ CaCO 3 ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ. Για τον προσδιορισμό της επί τοις % περιεκτικότητας των δειγμάτων των γεωτρήσεων σε ανθρακικό ασβέστιο (CaCO 3 ) χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος Βαρνάβα (1979), η αξιοπιστία της οποίας έχει επιβεβαιωθεί και από άλλους ερευνητές (Ζεληλίδης, 1988). Η μέθοδος αυτή στηρίζεται στην πλήρη διάσπαση του ανθρακικού ασβεστίου (CaCO 3 ) µε οξικό οξύ (CH 3 COOH), προς σχηματισμό ευδιάλυτου άλατος οξικού ασβεστίου ((CH 3 COO) 2 Ca) και διαφυγή του παραγόμενου διοξειδίου του άνθρακα (CO 2 ), σύμφωνα µε την εξίσωση: CaCO 3 + 2CH 3 COOH (CH 3 COO) 2 Ca + CO 2 + H 2 O Σύμφωνα µε τη μέθοδο αυτή, ζυγίζεται για κάθε περίπτωση 1g ξηρού και κονιοποιημένου δείγματος και μεταφέρεται σε κωνική φιάλη των 100ml. Μέσα στην κωνική φιάλη προστίθενται 10ml (περίσσεια) οξικού οξέος 25% w/w και το δείγμα τοποθετείται προς ανάδευση για χρονική διάρκεια τεσσάρων (4) ωρών σε ηλεκτρικό δονητή, είτε παραμένει προς αντίδραση είκοσι τέσσερις (24) ώρες σε θερμοκρασία περιβάλλοντος, εφ όσον δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν έδειξαν ότι το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Μετά το πέρας της διεργασίας αυτής πραγματοποιείται διήθηση του εναπομείναντος δείγματος και των προϊόντων της αντίδρασης σε προζυγισμένο, µε ζυγό ακριβείας φίλτρο διηθητικού χάρτη πολύ λεπτού ηθμού (DIN EN ISO 9001). Το ευδιάλυτο άλας του οξικού ασβεστίου διέρχεται από το διηθητικό χάρτη - για το σκοπό αυτό πραγματοποιούνται 2-3 εκπλήσσεις του φίλτρου µε απιονισμένο νερό - ενώ το μέρος του ιζήματος που δεν αντέδρασε συγκρατείται. Το διηθητικό χαρτί µε το αδιάσπαστο ίζημα αφήνεται προς ξήρανση σε ξηραντήριο και στη συνέχεια ζυγίζεται. Η διαφορά βάρους του διηθητικού χάρτη µε και χωρίς ίζημα δίνει το βάρος του µη ανθρακικού μέρους του δείγματος, ενώ η διαφορά του συγκρατηθέντος ιζήματος από το αρχικό βάρος του δείγματος πολλαπλασιαζόμενο επί εκατό (100) δίνει το ποσοστό του ανθρακικού ασβεστίου που περιέχει το δείγμα. Εάν το βάρος του αρχικού δείγματος δεν είναι ακριβώς 1g τότε το επί τοις % ποσοστό του ανθρακικού ασβεστίου δίνεται από τον τύπο: % ποσοστό CaCO 3 = [(W δείγματος- W φίλτρου)/ W δείγματος]100% όπου W δείγματος και W φίλτρου είναι το βάρος του δείγματος και η διαφορά βάρους του φίλτρου µε και χωρίς ίζημα. Σελίδα 44

45 Παρασκευή CH 3 COOH 25% w/w Σε μια ογκομετρική φιάλη γίνεται πρόσθεση 250 ml CH 3 COOH σε 600 ml απιονισμένου νερού. Ακολουθεί καλή ανάδευση και πλήρωση της φιάλης με απιονισμένο νερό μέχρι τα 1000 ml. Στις αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν, τα προς κονιοποίηση δείγματα είχαν αρχική κοκκομετρική διάμετρο μικρότερη των 4mm (MESH 5). Η ξήρανση των δειγμάτων πριν από την κονιοποίηση πραγματοποιήθηκε στον αέρα, μετά δε από αυτή σε ξηραντήριο και σε θερμοκρασία 60 0 C. Η ανάλυση Ανθρακικού Ασβεστίου χρησιμοποιείται στην ιζηματολογική ανάλυση για να χαρακτηρίσει περιβάλλοντα απόθεσης των ιζημάτων. Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό του CaCO3 στα δείγματα βασίζεται στη διάσπαση του CaCO3 από το οξικό οξύ CΗ3CΟΟΗ (Βαρνάβας, 1979) και περιγράφεται παρακάτω: 1. Τα δείγματα των πετρωμάτων κονιοποιήθηκαν έως το κλάσμα των 250μm. 2. Ακολούθησε ξήρανση στους 50 C για 24 ώρες για απομάκρυνση της υγρασίας. 3. Ζυγίστηκε δείγμα βάρους 1g από κάθε δοκίμιο σε ζυγό ακριβείας τεσσάρων δεκαδικών του γραμμαρίου και μεταφέρθηκε σε κωνική φιάλη των 100 ml(εικόνες 24, 25). 4. Προστέθηκαν 10 ml οξικού οξέος CΗ3CΟΟΗ 25% κ.β. και το διάλυμα τοποθετήθηκε σε ηλεκτρικό δονητή για τουλάχιστον 4 ώρες σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. 5. Το διάλυμα διηθήθηκε σε διηθητικό ηθμό (προ-ζυγισμένο σε ζυγό ακριβείας) και αφέθηκε να στεγνώσει. Με την παραπάνω διαδικασία επιτυγχάνεται διάσπαση του CaCO 3, το οποίο διέρχεται από το διηθητικό χαρτί, ενώ το υπόλοιπο μέρος του δείγματος που δεν έχει αντιδράσει συγκρατείται σε αυτό. 6. Ο διηθητικός ηθμός με το κατακρατηθέν ίζημα ξηραίνονται και ζυγίζονται. Το ποσοστό του CaCO 3 στο κάθε δείγμα υπολογίστηκε από τη διαφορά του βάρους του ιζήματος που συγκρατήθηκε στο διηθητικό ηθμό και του αρχικού δείγματος, αναγόμενο σε ποσοστό %. Σελίδα 45

46 Εικόνες 24, 25 : Ποσοτικός Προσδιορισμός CaCO 3. Εργαστήριο Ιζηματολογίας Πανεπιστήμιο Πατρών Αποτελέσματα ανάλυσης ανθρακικού ασβεστίου Ποσοτικός προσδιορισμός Η αύξηση ή μείωση του ποσοστού του ανθρακικού ασβεστίου, σε μια ακολουθία ιζημάτων μας δείχνει συνθήκες ιζηματογένεσης. Επί πλέον φαίνεται πως υπάρχει σχέση μεταξύ του ποσοστού του ανθρακικού υλικού και της κοκκομετρικής κατανομής (π.χ. στα ποτάμια - δελταϊκά ιζήματα όπου επικρατούν συνθήκες έντονης ιζηματογένεσης παρατηρείται αύξηση της ποσότητας του ανθρακικού ασβεστίου προς τα λεπτότερα κλάσματα, ενώ συμβαίνει το αντίθετο όσο το δυναμικό του ποταμού καθώς και το παρεχόμενο ίζημα αυξάνονται (Manickam et al., 1985). Στα θαλάσσια ιζήματα σε θέσεις χαμηλού ρυθμού ιζηματογένεσης το ανθρακικό υλικό αυξάνει προς το χονδρόκοκκο κλάσμα (Saadellah A. & Kukal Z et al., 1969). Σελίδα 46

47 Από την εργαστηριακή ανάλυση του ανθρακικού ασβεστίου προέκυψε ότι τα δείγματα είναι πλούσια σε ανθρακικό ασβέστιο γεγονός που μας επιτρέπει να τα χαρακτηρίσουμε ως μαργαϊκά (εικόνα 26). Ο μέσος όρος των δειγμάτων της τομής «ΔΤ» σε ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου είναι 45,3%. Το δείγμα ΔΤ-20 παρουσιάζει τη μεγαλύτερη τιμή ανθρακικού ασβεστίου, η οποία είναι 66% ενώ αντίθετα το δείγμα ΔΤ-5 παρουσιάζει την ελάχιστη τιμή ανθρακικού ασβεστίου, η οποία είναι 27,4%. Τα δείγματα ΔΤ-2, ΔΤ-4, ΔΤ-8, ΔΤ-9, ΔΤ-11, ΔΤ-13, ΔΤ-16, ΔΤ-18, ΔΤ-20, ΔΤ-21, ΔΤ-23, ΔΤ-24 βρίσκονται πάνω από το μέσο όρο του ανθρακικού ασβεστίου. Παρατηρούμε ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά ανθρακικού ασβεστίου εμφανίζονται σε δύο δείγματα του ανώτερου τμήματος >60% καθώς και τα υπόλοιπα δείγματα του ανώτερου τμήματος παραμένουν σε υψηλά ποσοστά ~40%.Στο κατώτερο τμήμα αρχικά έχουμε κάποιες αυξομειώσεις στα ποσοστά του ανθρακικού ασβεστίου που στη συνέχεια σταθεροποιούνται σε ποσοστά ~45%. Συνεπώς στο ανώτερο τμήμα έχουμε μεγαλύτερη τροφοδοσία σε ανθρακικό ασβέστιο που σε συνδυασμό με τα χαμηλά ποσοστά σε οργανικό άνθρακα αναμένουμε μία αρνητική συσχέτιση των δύο παραμέτρων. Η τομή «Τ» (Τ1 - Τ8) παρουσιάζει μέσο όρο ανθρακικού ασβεστίου 56% με το δείγμα Τ-3 να εμφανίζει το μικρότερο ποσοστό (49,43%) και το Τ-7 το μεγαλύτερο (61,04%). Δείγματα τα οποία παρουσιάζουν ποσοστό μεγαλύτερο του μέσου όρου, είναι τα εξής: Τ-1, Τ-4, Τ-5, Τ-6 και Τ-7. Ο μέσος όρος των δειγμάτων του ανθρακικού ασβεστίου της τομής «Φ» (Φ1 - Φ5) φθάνει το 77,41% με το δείγμα Φ-1 να καταγράφει το μεγαλύτερο ποσοστό (82,7%) ενώ το δείγμα Φ-5 το μικρότερο (73,5%). Τα δείγματα Φ-1, Φ-3, Φ4 βρίσκονται πάνω από το μέσο όρο του CaCo3. (εικόνες 27, 28). Σύγκριση: Η τομή «ΔΤ» παρουσιάζει ποσοστά CaCo3 με μέσο όρο 45,3% ενώ οι τομές «Τ» και «Φ» παρουσιάζουν ποσοστά 61,04% και 77,41% αντίστοιχα. Συνεπώς η τομή «ΔΤ» παρουσιάζει τα μικρότερα ποσοστά συγκριτικά με τις άλλες δύο τομές. Σελίδα 47

48 Εικόνα 26: Ραβδόγραμμα όπου φαίνεται η % περιεκτικότητα των δειγμάτων της τομής «ΔΤ» σε CaCO3 Σελίδα 48

49 AΡΙΘΜΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΤΟΜΗ Τ Τ8 Τ7 53, , Τ6 Τ5 Τ4 Τ3 Τ2 Τ1 57, , , , , , ΠΟΣΟΣΤΟ % CaCo3 ΤΟΜΗ Τ Εικόνα 27: Ραβδόγραμμα όπου φαίνεται η % περιεκτικότητα των δειγμάτων της τομής «Τ» σε CaCO3 ΤΟΜΗ Φ Φ5 73, Φ4 79, Φ3 Φ2 73, , ΤΟΜΗ Φ Φ1 82, ΠΟΣΟΣΤΟ % CaCo3 Εικόνα 28: Ραβδόγραμμα όπου φαίνεται η % περιεκτικότητα των δειγμάτων της τομής «Φ» σε CaCO3 Σελίδα 49

50 5.3.ΣΧΕΣΗ ΤOC-CaCO3 Όπως αναφέρθηκε τα περιβάλλοντα υψηλής παραγωγικότητας οργανικού υλικού παρατηρούνται σε ιζήματα που αποτίθενται σε περιοχές με στάσιμα νερά και υψηλή παραγωγικότητα οργανικού υλικού. Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος του νεκρού οργανικού υλικού που παράχθηκε σε ένα τέτοιο περιβάλλον σαρώνεται και ανακυκλώνεται μέσα στο βιολογικό κύκλο. Αντίθετα, για να διατηρηθεί το οργανικό υλικό, το ποσοστό οξυγόνου των κατώτατων αλλά και των ενδιάμεσων στρωμάτων νερού του ιζήματος θα πρέπει να είναι πολύ χαμηλό ή μηδέν. Τέτοιες συνθήκες είναι δυνατόν να δημιουργηθούν ή από την υπερπαραγωγή οργανικού υλικού ή σε περιβάλλοντα τα οποία χαρακτηρίζονται από περιορισμένη κυκλοφορία νερού. Οι περιοχές στις οποίες το οργανικό υλικό είναι άφθονο είναι εκείνες με έντονη παρουσία ζωής. Για παράδειγμα, στο θαλάσσιο και λιμναίο βυθό, στα στάσιμα και αναγωγικού χαρακτήρα νερά, όταν το μορφολογικό ανάγλυφο βυθίζεται γρήγορα και υπάρχει έλλειψη βακτηρίας δράσης το οργανικό υλικό αφθονεί. Αντίθετα, η διάβρωση οδηγεί στην οξείδωση του οργανικού υλικού των μητρικών πετρωμάτων αλλά και στην διάλυση και καθίζηση των ορυκτών στα ψαμμιτικά και ασβεστολιθικά πετρώματα. Τα παλαιοοικολογικά χαρακτηριστικά (οργανικό υλικό, ποσό οξυγόνου) επηρεάζονται από το επίπεδο της στάθμης της θάλασσας (Tovar et al., 2010). Επίσης, η διάλυση του ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) επηρεάζεται από την θερμοκρασία, την πίεση και την μερική πίεση του διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Η διάλυση του ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) ελέγχεται από την διάλυση του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) : CaCO3 + H20 + CO2 Ca++ + 2HCO Όσο περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα (CO2) μπορεί να διαλυθεί στο νερό, τόσο πιο πολύ θα είναι και το ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3) που θα διαλυθεί. Εφόσον το CO2 διαλύεται ευκολότερα στις υψηλές πιέσεις και στις χαμηλές θερμοκρασίες, έτσι και το CaCO3 διαλύεται περισσότερο στα βαθιά νερά του ωκεανού παρά στα επιφανειακά νερά. Εκτός από την πίεση και την θερμοκρασία, ο κορεσμός σε CaCO3 εξαρτάται και από το ph. Όσο μεγαλύτερο είναι το ph του νερού, τόσο πιο μεγάλη είναι και η συγκέντρωση σε CO2 και ο βαθμός κορεσμού. Όσο CO2 προστίθεται στο νερό τόσο CaCO3 μπορεί να διαλυθεί. Δηλαδή, όσο Σελίδα 50

51 περισσότερο CO2 προστίθεται στα βαθιά νερά του ωκεανού λόγω της αναπνοής των οργανισμών τόσο πιο εύκολα το νερό του πυθμένα διαβρώνει τα ασβεστιτικά κελύφη. Κατά την αποσύνθεση των θαλάσσιων ιζημάτων από το οξυγόνο και την οξείδωση του οργανικού υλικού, CO2 απελευθερώνεται στο νερό των πόρων. Αυτό το CO2 μειώνει το ph του νερού των πόρων που είναι υποκορεσμένο σε CaCO3. Τότε το CO2 μπορεί να γίνει ουδέτερο κατά την διάλυση του CaCO3 των ιζημάτων. Με αυτήν την διαδικασία το CaCO3 που πέφτει σε έναν πυθμένα με υπερκορεσμένο σε CaCO3 νερό μπορεί να υποβληθεί σε μετά-αποθετική διάλυση. (Martin & Sayles., 2004). Η διάλυση του CaCO3 από τους οργανισμούς μπορεί (metabolic dissolution) είναι ανεξάρτητη από τον κορεσμό των περιβαλλόντων νερών (Milliman et al., 1999). Από την άλλη πλευρά, το CaCO3 στα πελαγικά ιζήματα ελέγχεται από: 1) την έκταση της παροχής άνθρακα στο θαλάσσιο πυθμένα σε σταθερή ένταση διαλύσεως (παράγοντας της παραγωγικότητας). 2) διακυμάνσεις στην περιεκτικότητα του άνθρακα σε σταθερό ρυθμό τροφοδοσίας άνθρακα (παράγοντας της διαλυτοποίησης), 3) αλλαγή στις αναλογίες των ασβεστούχων/πυριτικών σωματιδίων στην ροή και 4) αραίωση από μη βιογενές υλικό όπως αιολικά και ηφαιστειακά σωματίδια. (Boo- Keun Khim et. a1., 2011). Γνωρίζοντας το ποσοστό του οργανικού υλικού των ιζημάτων μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα περιβάλλοντα απόθεσης των ιζημάτων αυτών. Επίσης, η ανάλυση Ανθρακικού Ασβεστίου χρησιμοποιείται στην ιζηματολογική ανάλυση για να χαρακτηρίσει περιβάλλοντα απόθεσης των ιζημάτων. Όπου η σχέση μεταξύ CaCO3 - TOC μέσα στα ιζήματα είναι αντιστρόφως ανάλογη σημαίνει ότι το CO2 που παράγεται από την αποσύνθεση του TOC στα βαθύτερα τμήματα του πυθμένα (όπου έχουμε απουσία κυκλοφορίας και ανακύκλωσης Ο2) και στα ιζήματα, μειώνει το ph του νερού επισπεύδοντας την διάλυση CaCO3 που παράγεται στα πιο επιφανειακά βάθη. Αυτό συμβαίνει για ιζήματα με ποσοστό TOC πάνω από 12% ή για εποχικούς ανοξικούς πυθμένες Dean (1999, 2002). Αντίθετα όπου παρατηρείται θετική συσχέτιση των δύο ποσοστών συμβαίνει λόγω της απομάκρυνσης του CO2 καθώς και σε υψηλές θερμοκρασίες όπου μειώνεται η διαλυτότητα του CaCO3 και το ph στα ανώτερα τμήματα της υφαλοκρηπίδας και συνεπώς επιταχύνεται η παραγωγή CaCO3 (Hodell et al., 1998). Η διακοπή της σχέσης αυτής μέσα στην στρωματογραφική στήλη δείχνει ότι το CaCO3 στα ιζήματα ελέγχεται κυρίως από την διάλυσή του σε μεγάλα βάθη και στα ιζήματα λόγω της αποσύνθεσης του οργανικού υλικού. Σελίδα 51

52 Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να ομαδοποιήσουμε την σχέση των δύο παραμέτρων σε δύο σχέσεις: 1. Αρνητική συσχέτιση: α. ΤΟC μεγάλο και CaCO3 μικρό, δείχνοντας αναγωγικές συνθήκες, β. TOC μικρό και CaCO3 μεγάλο, δείχνοντας οξειδωτικές συνθήκες, 2. Θετική συσχέτιση με: α. και τα δύο ποσοστά χαμηλά, που ίσως δείχνουν ανοξικές συνθήκες (χαμηλό CaCO3) με χαμηλή όμως, οργανική παραγωγικότητα, β. και τα δύο ποσοστά υψηλά που πιθανά οφείλονται σε οξειδωτικές συνθήκες (ψηλό CaCΟ3) με ψηλό αντίστοιχα ΤΟC ίσως εξ αιτίας του γρήγορου ρυθμού ενταφιασμού σε μια γρήγορα βυθιζόμενη λεκάνη όπου το οργανικό δεν προλαβαίνει να οξειδωθεί. Με βάση τα ποσοστά του οργανικού υλικού και του ανθρακικού ασβεστίου, έτσι όπως υπολογίστηκαν για τα δείγματα της περιοχής μελέτης, κατασκευάστηκε ένα συνθετικό διάγραμμα (εικόνα 29 ), προκειμένου να γίνει σύγκριση των δύο δεδομένων. Στο διάγραμμα αυτό εντοπίστηκε αρνητική συσχέτιση των δύο παραμέτρων που μας δείχνει ότι όσο αυξάνεται το ανθρακικό ασβέστιο CaCo3, έχουμε μείωση του οργανικού υλικού TOC συνεπώς η συσχέτιση των δύο παραμέτρων υποδηλώνει οξειδωτικές συνθήκες. Εικόνα 29 : Σχέση οργανικού άνθρακα (TOC) και ανθρακικού ασβεστίου( CaCo3 ) των δειγμάτων της περιοχής μελέτης. Σελίδα 52

53 5.4.ΚΟΚΚΟΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ - ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Η κοκκομετρική ανάλυση αποτελεί τη βάση των ιζηματολογικών αναλύσεων και προσφέρει τον υπολογισμό μιας σειράς από χαρακτηριστικές στατιστικές παραμέτρους από τους οποίους χαρακτηρίζονται: 1. Η κατανομή του κοκκομετρικού μεγέθους των κόκκων των ιζημάτων 2. Τα ποσοστά κατανομής των ομάδων μεγεθών των κόκκων του πετρώματος 3. Η ταξινόμηση του πετρώματος από το οποίο ανακτήθηκε το δείγμα 4. Το περιβάλλον απόθεσης των ιζημάτων Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε αποτελείται από τρία μέρη, την αποσυμπέτρωση του δείγματος, την κοκκομετρική ανάλυση με κόσκινα, και τέλος με πιπέττα, όπως εξάλλου περιγράφεται παρακάτω. Η κοκκομετρική ανάλυση με τη μέθοδο κοσκίνων- πιπέττας πραγματοποιήθηκε όπως αυτή περιγράφεται από τον Folk (1974). Η μεθοδολογία αυτή χρησιμοποιεί κόσκινα για τους κόκκους με διάμετρο μεγαλύτερο των 0,063 mm (ή 4 φ) κόκκοι μεγέθους άμμου ή μεγαλύτερο) (Kaufman, 2006). Η μέθοδος των κοσκίνων καθορίζει τη διάμετρο των κόκκων ως το ελάχιστο μήκος της πλευράς ενός τετραγώνου μέσο του οποίου ο κόκκος μπορεί να περάσει (Konert and Vandenberghe, 1997). Οι κόκκοι με μικρότερο μέγεθος είναι συνήθως συνεκτικοί ή έχουν ηλεκτροστατικά φορτία που τους καθιστούν ακατάλληλους για ξηρή κοσκίνιση (Kaufman, 2006). Για αυτούς τους κόκκους χρησιμοποιείται η μέθοδος της πιπέτας η οποία βασίζεται στο νόμο του Stokes και προσδιορίζει το μέγεθος των λεπτόκοκκων σωματιδίων από την ταχύτητα καθίζησης κάτω από συγκεκριμένες και γνωστές συνθήκες. Η μέθοδος της πιπέτας πραγματοποιείται αφού το λεπτομερές υλικό διαχωριστεί από το υπόλοιπο με υγρή κοσκίνιση. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται ευρύτατα για την ανάλυση των λεπτόκοκκων ιζημάτων που απαρτίζονται κυρίως από πηλό και άργιλο, με συμμετοχή λεπτομερούς άμμου (fine sand) που ποσοστιαία σπανίως υπερβαίνουν το 10%. Η χρήση της μεθόδου της πιπέττας βασίζεται στις παρακάτω παραδοχές (Konert and Vandenberghe, 1997): imentation speed) είναι σταθερή και δεν είναι μεγάλη. Σελίδα 53

54 σωματιδίων και των τοιχωμάτων του δοχείου καθίζησης. -3). αξύ των σωματιδίων ή μεταξύ των Η κοκκομετρική ανάλυση, η οποία αποσκοπεί στον προσδιορισμό των κοκκομετρικών παραμέτρων για την περιγραφή της κοκκομετρικής κατανομής των ιζημάτων, πραγματοποιείται με τη μέθοδο της πιπέτας (pipette analysis) στον σύνολο των δειγμάτων. Από κάθε δείγμα λαμβάνεται περίπου 20 gr, τα οποία τοποθετούνται σε ποτήρι ζέσεως των 600ml, προστίθενται περίπου 100ml απιονισμένου νερού και το περιεχόμενο αναδεύεται επί 5 ως 10 λεπτά κατά αραιά χρονικά διαστήματα. Μετά την πάροδο περίπου 24 ωρών προστίθενται 25ml H 2 O 2 (30% κατά όγκο) με ταυτόχρονη ισχυρή ανάδευση. Θα παρατηρηθεί έντονος αναβρασμός, ο οποίος σε σύντομο διάστημα καταπαύει. Για τη διαπίστωση του σωστού αποτελέσματος προσθέτουμε μικρές ποσότητες H 2 O 2 (περίπου 5ml). Εφόσον συνεχίζει να παρατηρείται αναβρασμός, συνεχίζουμε να προσθέτουμε μικρές ποσότητες H 2 O 2 κατά αραιά χρονικά διαστήματα μέχρι την πλήρη κατάπαυση του αναβρασμού. Η κατάπαυση του αναβρασμού σημαίνει την πλήρη οξείδωση του οργανικού υλικού (πρωτεΐνη, υδατάνθρακες ), το οποίο έχει εγκλεισθεί μέσα στο υπό ανάλυση δείγμα και συγχρόνως επιτυγχάνεται η πλήρης αποσυμπέτρωση των δειγμάτων στους επιμέρους κόκκους (individual particles) από τους οποίους συνίστανται. Ακολούθως βράζεται το δείγμα ισχυρά για δέκα λεπτά πάνω σε φλόγα Bunsen για την πλήρη διάσπαση του H 2 O 2. Το περιεχόμενου του ποτηριού ζέσεως αφήνεται στη συνέχεια να ψυχθεί (εικόνα 30) και κατόπιν προστίθενται μικρές ποσότητες απιονισμένου νερού εκπλένοντας συγχρόνως τα τοιχώματα του ποτηριού. Το δείγμα στη συνέχεια υφίσταται έκπλυση για την απομάκρυνση των προϊόντων οξείδωσης. Κατόπιν προστίθενται 25ml Calgon (μεταφωσφορικό νάτριο). Το Calgon χρησιμοποιείται ως μέσον διασποράς (peptizer) με αποτέλεσμα την αποφυγή συγκολλήσεως των κόκκων της αργίλου και την αποφυγή της κροκίδωσής της. Η Σελίδα 54

55 δράση του Calgon υποβοηθείται με την προηγηθείσα καταστροφή και απομάκρυνση του οργανικού υλικού με τη χρήση H 2 O 2 και με την έκπλυση. Eικόνα 30: Δείγματα μετά διάσπασή τους με Perintrol. Το εν διασπορά ίζημα εκχύνεται εντός ενός διαβρεγμένου πλέγματος (κόσκινο) των 250 Mesh το οποίο τοποθετείται πάνω από ένα μεγάλο χωνί επίσης διαβρεγμένο με απιονισμένο νερό. Το διερχόμενο από το κόσκινο υλικό συλλέγεται μέσα σε έναν κύλινδρο των 1000ml. Το παραμένον επί του κόσκινου υλικό μεταφέρεται με τη χρήση υδροβολέα εντός μιας πορσελάνινης κάψας ή ενός ποτηριού ζέσεως και τοποθετείται μέσα σε ξηραντήριο για την ξήρανσή του στους 110 ο C. Το συγκρατιθέν υλικό αποτελεί την λεπτή άμμο και την ποσότητα πηλού και αργίλου που συγκρατήθηκε από το υγρό κόσκινο. Με τη χρήση κόσκινου 250 Mesh και με ταυτόχρονη δόνηση το συγκρατιθέν ποσό πηλού και αργίλου αποχωρίζεται από το κλάσμα της άμμου και προστίθεται μέσα στον ογκομετρικό κύλινδρο των 1000ml. Κατόπιν ο ογκομετρικός κύλινδρος συμπληρώνεται μέχρι την ανώτερη χαραγή με απιονισμένο νερό και τοποθετείται εντός υδρόλουτρου σταθερής θερμοκρασίας 30οC. Ακολουθεί το στάδιο της αναρρόφησης. Το περιεχόμενο του κυλίνδρου υφίσταται ανάδευση διάρκειας 2 ως 3 λεπτών. Μετά την παύση της αναδεύσεως και μετά την παρέλευση 20 λαμβάνεται με τη βοήθεια σιφωνίου των 25ml σε βάθος 20cm από την ελεύθερη επιφάνεια του εναιωρήματος κλάσμα το οποίο μεταγγίζεται σε ένα ποτήρι ζαχάρεως που έχει προζυγισθεί. Η ενέργεια αυτή επαναλαμβάνεται στο Σελίδα 55

56 βάθος των 10cm και σε χρόνους 1 26, 6 16, 24 22, 1 h 37 28, 6 h 30 10, μετά το πέρας της εκάστοτε απαιτούμενης αναδεύσεως (εικόνα 31 ). Εικόνα 31: Διαδικασία μεθόδου πιπέττας (pipette analysis) (Εργαστήριο Ιζηματολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών). Το υλικό των ποτηριών ζαχάρεως ξηραίνεται στους 110 ο C και ακολούθως φέρεται προς ψύξη. Τα ποτήρια ζυγίζονται εκ νέου και υπολογίζεται το βάρος των περιεχόμενων κλασμάτων εκ της διαφοράς των δύο ζυγίσεων. Από το ευρισκόμενο βάρος των κλασμάτων αφαιρείται το βάρος του Calgon που περιέχεται μέσα στα κλάσματα και λαμβάνεται το πραγματικό τους βάρος. Το αθροιστικό επί τοις % βάρος του κάθε κλάσματος υπολογίζεται από τον ακόλουθο τύπο: 100*(S+SC-P) S+SC S= το βάρος του κλάσματος της άμμου SC= το βάρος του κλάσματος του πηλού και της αργίλου P= το βάρος του κλάσματος που πήραμε από το σιφώνι πληρώσεως επί 40. Το αθροιστικό επί τοις % (CP) των επιμέρους κλασμάτων αργίλου και πηλού προβάλλονται συναρτήσει των αντίστοιχων διαμέτρων (d) των κόκκων επί χάρτη Σελίδα 56

57 συχνότητας (probability percentage paper) και λαμβάνεται η αθροιστική καμπύλη συχνότητας (Cumulative frequency curve) των κοκκομετρηθέντων δειγμάτων. Στην συγκεκριμένη μελέτη ακολουθήθηκαν τα παρακάτω βήματα. Στο πρώτο μέρος της ανάλυσης, πάρθηκαν περίπου 25g από κάθε δείγμα και προστέθηκαν σε 100ml απεσταγμένου νερού, το μίγμα αναδεύφθηκε κατά αραιά χρονικά διαστήματα. Στη συνέχεια προστέθηκαν 25ml Η 2 Ο 2 και παρατηρήθηκε έντονος αναβρασμός λόγω της οξείδωσης του οργανικού υλικού. Τα δείγματα αναδεύφθηκαν επανειλημμένα. Προστέθηκαν μικρές ποσότητες Η 2 Ο 2 μέχρι να σταματήσει ο βρασμός, γεγονός που σημαίνει πλήρη οξείδωση του οργανικού υλικού και αποσυμπέτρωση του δείγματος. Το μίγμα έβρασε για 10 λεπτά για την πλήρη διάσπαση του Η 2 Ο 2, αφέθηκε να κρυώσει και προστέθηκαν 25ml μεταφοσφορικού νατρίου (Calgon) ως μέσο διασποράς για την αποφυγή συγκόλλησης και κροκίδωσης των κόκκων της αργίλου. Τα δείγματα πέρασαν από υγρό κόσκινο 250 Mesh και το μεν λεπτόκοκκο μέρος οδηγήθηκε σε κυλινδρικό σωλήνα 1000 ml, ενώ το αδρόκοκκο που παρέμεινε στο κόσκινο τοποθετήθηκε για ξήρανση σε πυραντήρα στους 100 ο C. Στο δεύτερο μέρος της ανάλυσης, το αδρόκοκκο μέρος του δείγματος μετά την ξήρανσή του τοποθετήθηκε στο πάνω μέρος σειράς κόσκινων ταξινομημένων με το μέγεθος του ανοίγματός τους από -5,5 phi έως 4 phi, ώστε να διαχωριστούν οι κόκκοι από το κλάσμα των χαλικιών έως της πολύ λεπτής άμμου (εικόνες 32, 33 ). Ο διαχωρισμός επιτεύχθηκε με δόνηση της σειράς των κόσκινων για 15 λεπτά. Στη συνέχεια, το συγκρατιθέν μέρος του δείγματος σε κάθε κόσκινο ζυγίστηκε και αυτό που πέρασε το τελευταίο κόσκινο των 250 Mesh (4 phi) προστέθηκε στον κυλινδρικό σωλήνα των 1000ml, όπου νωρίτερα διαχωρίστηκε το μεγαλύτερο μέρος του λεπτόκοκκου υλικού. Εικόνες 32, 33 : Κοκκομετρική ανάλυση με κόσκινα (Εργαστήριο Ιζηματολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών). Σελίδα 57

58 Στο τρίτο μέρος της ανάλυσης, και εφόσον το λεπτόκοκκο υλικό αποτέλεσε τουλάχιστον το 10% του συνόλου του δείγματος, πραγματοποιήθηκε περαιτέρω διαχωρισμός του δείγματος με τη μέθοδο της πιπέττας. Ο κυλινδρικός σωλήνας των 1000 ml που περιείχε το σύνολο του δείγματος που πέρασε το κόσκινο των 250 Mesh συμπληρώθηκε έως τα 1000 ml και τοποθετήθηκε σε υδρόλουτρο σε σταθερή θερμοκρασία 30 ο C. Το περιεχόμενο του κυλίνδρου υπέστη ανάδευση για 2-3 λεπτά (εικόνα 34) για να ξεκινήσουν οι δειγματοληψίες με βαθμονομημένη πιπέττα των 25 ml (εικόνα 35), σε ακριβή χρονικά διαστήματα και βάθη από την ελεύθερη στάθμη του μίγματος, σύμφωνα με τον Πίνακα 2 Εικόνα 35: Πρώτη μέτρηση κατά την διαδικασία Εικόνα 34: Ανάδευση κατά την πιπέττα Πίνακας 2 : Μέθοδος της πιπέττας Σελίδα 58

59 Μετά το πέρας της δειγματοληψίας, τα κλάσματα των δειγμάτων τοποθετήθηκαν σε πυραντήρα στους 100 ο C. Τέλος, τα δείγματα αφέθηκαν να κρυώσουν, ζυγίστηκαν και υπολογίστηκε το διορθωμένο βάρος του κάθε κλάσματος μετά την αφαίρεση του βάρους του Calgon σε ποσοστό επί τοις %. Τα βάρη συμπληρώθηκαν σε φόρμες υπολογισμού και διαμορφώθηκαν οι κοκκομετρικές καμπύλες των δειγμάτων. Επιπλέον, υπολογίστηκαν οι στατιστικές παράμετροι των δειγμάτων, με βάση των οποίων ερμηνεύθηκαν τα περιβάλλοντα απόθεσης των ιζημάτων καθώς και οι μηχανισμοί μεταφοράς και απόθεσής τους. Οι στατιστικοί δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν υπολογίσθηκαν με τους παρακάτω τύπους (Πίνακας 3 ). ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ Διάμεσος Md Αριθμητικός Μέσος Μz Τυπική Απόκλιση σg Τυπική Απόκλιση σi Ασυμμετρία SK1 ΤΥΠΟΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ Φ50 (Φ16+Φ50+Φ84)/3 (Φ84-Φ16)/2 ((Φ84-Φ16)/4)+((Φ95-Φ5)/6,6) ((Φ16+Φ84-2*Φ50)/(2*(Φ84- Φ16)))+((Φ5+Φ95-2*Φ50)/(2*(Φ95-Φ5))) Πίνακας 3 : Στατιστικοί παράμετροι Κοκκομετρική Ανάλυση Προσδιορισμός Στατιστικών Παραμέτρων- Αποτελέσματα Τα αποτελέσματα των κοκκομετρικών αναλύσεων που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διατριβής παρουσιάζονται στο Παράρτημα. Από τις κοκκομετρικές καμπύλες που προέκυψαν υπολογίστηκαν οι στατιστικές παράμετροι των κοκκομετρικών κατανομών των δειγμάτων με τη χρήση των υπολογιστικών τύπων των γραφικών παραμέτρων κατά Folk & Word (1957). Ο υπολογισμός των παραμέτρων αυτών έγινε με τη χρήση του λογισμικού Origin 6 Professional για τις κοκκομετρικές καμπύλες που προέκυψαν από τη μέθοδο κοσκίνων-πιπέττας. Επίσης έγινε υπολογισμός των % ποσοστών των κλασμάτων άμμου, πηλού και αργίλου τα οποία ύστερα από προβολή σε τρίγωνα ταξινόμησης κατά Folk & Word Σελίδα 59

60 (1957), προσδιορίστηκε ο λιθολογικός χαρακτήρας των δειγμάτων. Τέλος κατασκευάστηκε το διάγραμμα CM, που πρότεινε αρχικά ο Passega (1957). Στο διάγραμμα αυτό προβάλλονται σε διλογαριθμικό σύστημα αξόνων η διάμεσος (Md), στον οριζόντιο άξονα και το 1% εκατοστημόριο (1φι), στον κατακόρυφο άξονα, εφόσον πρώτα μετατράπηκαν τα μεγέθη αυτά σε μικρόμετρα (μm). Η προβολή αυτή παράγει πεδία, κάθε ένα από τα οποία χαρακτηρίζει τον τρόπο μεταφοράς του ιζήματος Καθορισμός των στατιστικών παραμέτρων της κοκκομετρικής κατανομής Τα βάρη των κλασμάτων, που προέκυψαν από την κοκκομετρική ανάλυση, μετατράπηκαν στους στατιστικούς πίνακες σε αθροιστικά επί τοις % βάρη. Κατόπιν κατασκευάστηκαν οι κοκκομετρικές καμπύλες αθροιστικής επί τοις % συχνότητας σε κανονικό χάρτη πιθανότητας (normal probability graph paper) με τετμημένη σε απλή αριθμητική κλίμακα, στην οποία απεικονίζεται η κλίμακα φ και με τεταγμένη σε κλίμακα συχνότητας πιθανότητας στην οποία απεικονίζονται τα αθροιστικά επί τοις % βάρη. Με τη βοήθεια των καμπυλών αυτών υπολογίστηκαν τα εκατοστημόρια Φ5,Φ16,Φ25,Φ50,Φ75,Φ84,Φ95. Στις περιπτώσεις, που εξέλιπαν κάποια από τα μικρά εκατοστημόρια, ο προσδιορισμός του αποτελέσματος γινόταν συμπερασματικά με προέκταση της καμπύλης προς τα κάτω (extrapolation). Αντίθετα όταν το ποσοστό πηλού-αργίλου ήταν μεγαλύτερο του 5% και συνεπώς αδύνατος ο απ ευθείας προσδιορισμός κάποιων από τα μεγάλα εκατοστημόρια, τότε ο υπολογισμός των τετμημένων γινόταν γραμμικά-γεωμετρικά (Καρκάνας, 2006) με τη βοήθεια των παρακάτω τύπων: Φ95 = 14 5 * 5%/α% = 14 25/α Φ84 = 14 5 * 16%/α% = 14 80/α Φ75 = 14 5 * 25%/α% = /α Φ50 = 14 5 * 50%/α% = /α όπου α% = η εκατοστιαία συμμετοχή της αργίλου στο δείγμα. Στη συνέχεια, με γνωστές πλέον τις τιμές των εκατοστημορίων για κάθε ένα δείγμα, υπολογίστηκαν οι στατιστικές παράμετροι της κοκκομετρικής κατανομής των Σελίδα 60

61 δειγμάτων με τη χρήση των υπολογιστικών τύπων των γραφικών παραμέτρων κατά Folk & Word (1957)(Πίνακας 3). Η χρήση πινάκων, που απεικονίζονται οι στατιστικές παράμετροι, βοηθά στην αναγνώριση των περιβαλλόντων και υπό-περιβαλλόντων αποθέσεις, για το λόγο αυτό είναι σημαντική και η εύρεση τους. Βάσει των αριθμητικών τιμών των στατιστικών παραμέτρων, όπως αυτές υπολογίστηκαν με τον τρόπο που περιγράφηκε παραπάνω, είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός των ιζημάτων ανάλογα με το βαθμό ταξινόμησής τους (σi), τη λοξότητα ή ασυμμετρία τους (Ski) και την κύρτωση τους (KG), σύμφωνα με τις ονοματολογίες ταξινόμησης, που έχουν προτείνει οι Folk & Word (1957)(Πίνακας 4). ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΒΑΘΜΟΥ ΤΑΞΙΝΟΜΙΣΗΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΚΥΡΤΩΣΗΣ <0,35 Πολύ καλή (+1)-(+0,3) Πολύ θετική <0,67 Πολύ πλατύκυρτη 0,35-0,50 Καλή (+0,3)-(+0,1) Θετική 0,67-0,90 Πλατύκυρτη 0,50-0,70 Μετρίως (+0,1)-(-0,1) Συμμετρική 0,90-1,11 Μεσόκυρτη καλή 0,70-1,00 Μέτρια (-0,1)-(-0,3) Αρνητική 1,11-1,50 Λεπτόκυρτη 1,00-2,00 Φτωχή (-0,3) (-1) Πολύ αρνητική 1,50-3,00 Πολύ λεπτόκυρτη 2,00-4,00 Πολύ φτωχή >3,00 Υπερβολικά λεπτόκυρτη >4 Υπερβολικά φτωχή Πίνακας 4 : Πίνακας όπου παρουσιάζονται οι λεκτικοί χαρακτηρισμοί των στατιστικών παραμέτρων. Στην παράκτια ζώνη παρατηρείται αύξηση του μέσου μεγέθους από τη μέση της παράκτιας ζώνης έως την περιοχή πίσω από την ακτή κατά 0.350Q. Ο βαθμός ταξιθέτησης ακολουθεί την ίδια εξέλιξη με σ1 στις ακτές από καλό έως πολύ καλό (<0.350Q). Ο καλύτερος βαθμός ταξιθέτησης για την άμμο επιτυγχάνεται στο κλάσμα με μέσο μέγεθος (Μz) από 1Q έως 3Q. Τότε παρατηρούμε ότι οι αποθέσεις αυτές έχουν βαθμό ταξιθέτησης (σ1) από 0.25 έως ενώ οι ποτάμιες από έως Παρατηρώντας γενικά τον βαθμό ταξιθέτησης της άμμου, βλέπουμε ότι τον καλύτερο βαθμό ταξιθέτησης τον έχουν οι θίνες, μετά οι αποθέσεις ακτών και κατόπιν, οι ποτάμιες και θαλάσσιες αποθέσεις κοντά στην ακτή. Οι αποθέσεις στην πεδιάδα πλημμυρίδας, σε αλλουβιακά ριπίδια και σε υποπαράκτιες θέσεις, παρουσιάζουν τον πιο άσχημο βαθμό ταξιθέτησης. Σελίδα 61

62 Οι άμμοι πίσω από την ακτή, έχουν καλύτερο βαθμό ταξιθέτησης κατά 0.10 έως 0.15 από τις άμμους κοντά στην ακτή. Στις ποτάμιες αποθέσεις έχουμε βαθμό ταξιθέτησης (σ1) μεγαλύτερο του 1,20 και SK1 μικρότερο του 1 και το μέσο μέγεθος (MZ) μεταξύ 0.15 έως 0.35 m. Στις θαλάσσιες αποθέσεις και συγκεκριμένα για τις αποθέσεις παραλιών, το σ1 κυμαίνεται από 1.1 έως 1.23 και το Sκ1 είναι μικρότερο του 1, ενώ στις κοκκομετρικές καμπύλες των ιζημάτων αυτών, παρατηρούνται δύο κυρτώσεις που αντιστοιχούν σε διαφορετικούς πληθυσμούς ιζημάτων. Στις ρηχές έχουμε άσχημο βαθμό ταξιθέτησης (σ1) ενώ το SK1ειναι μικρότερο του 1. Με κριτήριο το SK1, διαπιστώνουμε ότι με ομοιόμορφη ελαφρά αλλαγή από αρνητικές σε θετικές τιμές SK1 δείχνονται παραλίες ακτών κόλπων, ενώ σε λιμναίες παραλίες, τα περισσότερα ιζήματα κοντά στην ακτογραμμή και πίσω από αυτήν προς την χέρσο, έχουν ελαφρά αρνητικές τιμές SK1. Τέλος, έχουμε θετικές τιμές SK1, στις παράκτιες αποθέσεις και αρνητικές τιμές SK1 στις αποθέσεις θινών. Παρακάτω ακολουθούν πίνακες με τις στατιστικές παραμέτρους έτσι όπως υπολογίστηκαν καθώς και ο χαρακτηρισμός τους (Πίνακες 5,6,6.1,6.2,7, 7.1 και 7.2 ) Επίσης, παρατίθενται τα τρίγωνα Folk με προβολές μεμονωμένα για τα δείγματα κάθε τομής (εικόνες 36, 36.1 και 37) καθώς και οι Πίνακες 8, 9 οι οποίοι εμπεριέχουν το λιθολογικό χαρακτήρα των δειγμάτων, με τα ποσοστά πηλού, άμμου, ιλύος και χαλικιών έτσι όπως προσδιορίστηκαν ύστερα. Σελίδα 62

63 ΔΕΙΓΜΑ Md Mz σg σi SK1 KG ΔΤ-1 6,76 7,88 3,17 1,28 0,45 1,28 ΔΤ-2 6,57 7,74 3,08 1,41 0,5 1,41 ΔΤ-3 6,64 7,91 3,28 1,13 0,46 1,13 ΔΤ-4 6,62 7,53 3,74 1,06 0,35 1,06 ΔΤ-5 6,55 7,82 3,31 1,29 0,42 1,29 ΔΤ-6 6,08 7,63 3,17 1,19 0,61 1,19 ΔΤ-7 7,95 8,70 3,28 0,76 0,26 0,76 ΔΤ-8 7,94 8,67 3,30 0,72 0,29 0,72 ΔΤ-9 5,95 7,42 3,15 1,25 0,59 1,25 ΔΤ-10 5,80 7,28 2,86 1,47 0,61 1,47 ΔΤ-11 6,77 7,73 3,61 0,78 0,34 0,78 ΔΤ-12 6,37 7,76 3,20 1,14 0,56 1,14 ΔΤ-13 5,99 7,51 3,11 1,43 0,54 1,43 ΔΤ-14 7,80 8,59 3,29 0,78 0,26 0,78 ΔΤ-15 5,93 7,37 3,08 1,26 0,57 1,26 ΔΤ-16 5,90 7,34 3,06 1,27 0,57 1,27 ΔΤ-17 7,05 7,95 3,31 1,28 0,3 1,28 ΔΤ-18 6,69 6,93 3,66 1,39 0,07 1,39 ΔΤ-19 7,12 7,36 4,36 1,35 0,08 1,35 ΔΤ-20 7,04 6,42 2,93 1,62-0,12 1,62 ΔΤ-21 7,24 6,50 2,29 1,22-0,54 1,22 ΔΤ-22 6,77 7,38 3,86 1,42 0,16 1,42 ΔΤ-23 6,24 6,11 3,01 1,09 0,05 1,09 ΔΤ-24 5,84 6,79 4,09 1,01 0,32 1,01 ΔΤ-25 5,68 6,70 4,37 0,98 0,29 0,98 Σελίδα 63

64 Τ-1 7,18 6,86 1,57 1,67-0,40 1,01 Τ-2 6,41 5,58 2,17 2,12-0,61 0,88 Τ-3 6,20 5,45 2,15 2,17-0,51 1,19 Τ-4 6,20 5,64 1,87 1,91-0,45 1,18 Τ-5 7,03 6,16 1,88 1,81-0,69 1,06 Τ-6 7,13 6,60 1,36 1,55-0,61 1,26 Τ-7 7,02 6,12 2,04 1,96-0,62 1,07 Τ-8 7,09 6,19 1,92 1,95-0,70 1,2 Πίνακας 5: Στατιστικές παράμετροι των τομών «ΔΤ» και «Τ». ΔΕΙΓΜΑ ΣΤΑΘΕΡΗ ΑΠΟΚΛΙΣΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΔΤ-1 3,01 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-2 2,96 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-3 3,17 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-4 3,39 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-5 3,27 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-6 3,05 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-7 3,07 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-8 3 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-9 3,05 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-10 2,96 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-11 3,34 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-12 3,03 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-13 3,17 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-14 3,14 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-15 3,06 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση Σελίδα 64

65 ΔΤ-16 3,03 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-17 3,23 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-18 3,65 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-19 3,94 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-20 3,21 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-21 2,35 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-22 3,75 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-23 3,31 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-24 3,75 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση ΔΤ-25 4,04 Πάρα πολύ φτωχή ταξιθέτηση Πίνακας 6: Χαρακτηρισμός τομής «ΔΤ» σύμφωνα με τη σταθερή απόκλιση. ΔΕΙΓΜΑ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΔΤ-1 0,45 Πολύ θετική ασυμμετρία ΔΤ-2 0,5 Πολύ θετική ασυμμετρία ΔΤ-3 0,46 Πολύ θετική ασυμμετρία ΔΤ-4 0,35 Πολύ θετική ασυμμετρία ΔΤ-5 0,42 Πολύ θετική ασυμμετρία ΔΤ-6 0,61 Πολύ θετική ασυμμετρία ΔΤ-7 0,26 Θετική ασυμμετρία ΔΤ-8 0,29 Θετική ασυμμετρία ΔΤ-9 0,59 Πολύ θετική ασυμμετρία ΔΤ-10 0,61 Πολύ θετική ασυμμετρία ΔΤ-11 0,34 Πολύ θετική ασυμμετρία ΔΤ-12 0,56 Πολύ θετική ασυμμετρία Σελίδα 65

66 ΔΤ-13 0,54 Πολύ θετική ασυμμετρία ΔΤ-14 0,26 Θετική ασυμμετρία ΔΤ-15 0,57 Πολύ θετική ασυμμετρία ΔΤ-16 0,57 Πολύ θετική ασυμμετρία ΔΤ-17 0,3 Θετική ασυμμετρία ΔΤ-18 0,07 Κανονική ασυμμετρία ΔΤ-19 0,08 Κανονική ασυμμετρία ΔΤ-20-0,12 Αρνητική ασυμμετρία ΔΤ-21-0,54 Πολύ αρνητική ασυμμετρία ΔΤ-22 0,16 Θετική ασυμμετρία ΔΤ-23 0,05 Κανονική ασυμμετρία ΔΤ-24 0,32 Πολύ θετική ασυμμετρία ΔΤ-25 0,29 Θετική ασυμμετρία Πίνακας 6.1: Χαρακτηρισμός τομής «ΔΤ» σύμφωνα με την ασυμμετρία. ΔΕΙΓΜΑ ΚΥΡΤΩΣΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΔΤ-1 1,28 Λεπτόκυρτη ΔΤ-2 1,41 Λεπτόκυρτη ΔΤ-3 1,13 Λεπτόκυρτη ΔΤ-4 1,06 Μεσόκυρτη ΔΤ-5 1,29 Λεπτόκυρτη ΔΤ-6 1,19 Λεπτόκυρτη ΔΤ-7 0,76 Πλατύκυρτη ΔΤ-8 0,72 Πλατύκυρτη ΔΤ-9 1,25 Λεπτόκυρτη ΔΤ-10 1,47 Λεπτόκυρτη Σελίδα 66

67 ΔΤ-11 0,78 Πλατύκυρτη ΔΤ-12 1,14 Λεπτόκυρτη ΔΤ-13 1,43 Λεπτόκυρτη ΔΤ-14 0,78 Πλατύκυρτη ΔΤ-15 1,26 Λεπτόκυρτη ΔΤ-16 1,27 Λεπτόκυρτη ΔΤ-17 1,28 Λεπτόκυρτη ΔΤ-18 1,39 Λεπτόκυρτη ΔΤ-19 1,35 Λεπτόκυρτη ΔΤ-20 1,62 Πολύ Λεπτόκυρτη ΔΤ-21 1,22 Λεπτόκυρτη ΔΤ-22 1,42 Λεπτόκυρτη ΔΤ-23 1,09 Μεσόκυρτη ΔΤ-24 1,01 Μεσόκυρτη ΔΤ-25 0,98 Πλατύκυρτη Πίνακας 6.2: Χαρακτηρισμός τομής «ΔΤ» σύμφωνα με τη κύρτωση. ΔΕΙΓΜΑ ΣΤΑΘΕΡΗ ΑΠΟΚΛΙΣΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ Τ-1 1,67 Φτωχή ταξιθέτηση Τ-2 2,12 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση Τ-3 2,17 Πολύ φτωχή ταξιθέτηση Τ-4 1,91 Φτωχή ταξιθέτηση Τ-5 1,81 Φτωχή ταξιθέτηση Τ-6 1,55 Φτωχή ταξιθέτηση Τ-7 1,96 Φτωχή ταξιθέτηση Τ-8 1,95 Φτωχή ταξιθέτηση Πίνακας 7: Χαρακτηρισμός τομής «Τ» σύμφωνα με τη σταθερή απόκλιση. Σελίδα 67

68 ΔΕΙΓΜΑ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ Τ-1-0,40 Πολύ αρνητική συμμετρία Τ-2-0,61 Πολύ αρνητική συμμετρία Τ-3-0,51 Πολύ αρνητική συμμετρία Τ-4-0,45 Πολύ αρνητική συμμετρία Τ-5-0,69 Πολύ αρνητική συμμετρία Τ-6-0,61 Πολύ αρνητική συμμετρία Τ-7-0,62 Πολύ αρνητική συμμετρία Τ-8-0,70 Πολύ αρνητική συμμετρία Πίνακας 7.1: Χαρακτηρισμός τομής «Τ» σύμφωνα με την ασυμμετρία. ΔΕΙΓΜΑ ΚΥΡΤΩΣΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ Τ-1 1,01 Μεσόκυρτη Τ-2 0,88 Πλατύκυρτη Τ-3 1,19 Λεπτόκυρτη Τ-4 1,18 Λεπτόκυρτη Τ-5 1,06 Μεσόκυρτη Τ-6 1,26 Λεπτόκυρτη Τ-7 1,07 Μεσόκυρτη Τ-8 1,2 Λεπτόκυρτη Πίνακας 7.2: Χαρακτηρισμός τομής «Τ» σύμφωνα με τη κύρτωση. Οι κύριες λιθολογίες που επικρατούν στη βασική τομή της περιοχής μελέτης μας «ΔΤ» είναι η ιλύς (στη πρώτη ακολουθία στρωμάτων) και αμμούχος ιλύς (στη δεύτερη ακολουθία). Έχουμε τη παρουσία πιο χονδρόκοκκου υλικού στο δείγμα ΔΤ-18 (ψηφιδούχος ιλυούχος άμμος) όπου και έχουμε αλλαγή περιβάλλοντος (απότομα) από κάποια τεκτονική δραστηριότητα. Η κύρια λιθολογία που επικρατεί στη τομή «Τ» είναι αμμούχος πηλός όπου παρατηρούνται πολύ χαμηλά ποσοστά αργίλου. Σελίδα 68

69 ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΜΜΟΣ ΠΗΛΟΣ ΑΡΓΙΛΟΣ ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ % % % ΔΤ-1 5, , ,249 Πηλός ΔΤ-2 7, ,854 30,061 Πηλός ΔΤ-3 8, ,649 37,137 Πηλός ΔΤ-4 14,427 50,493 35,08 Αμμούχος Ιλύς ΔΤ-5 11,338 52,767 35,895 Αμμούχος Ιλύς ΔΤ-6 7, ,866 33,132 Ιλύς ΔΤ-7 5,417 46,341 48,242 Ιλύς ΔΤ-8 2,969 48,718 48,312 Ιλύς ΔΤ-9 13,214 57,227 29,559 Αμμούχος Ιλύς ΔΤ-10 11,513 62,438 26,049 Αμμούχος Πηλός ΔΤ-11 13,389 49,671 36,94 Αμμούχος Ιλύς ΔΤ-12 6, ,631 33,881 Ιλύς ΔΤ-13 10,472 57,763 31,765 Αμμούχος Ιλύς ΔΤ-14 7,856 45,391 46,753 Ιλύς ΔΤ-15 10,117 61,963 27,92 Αμμούχος Πηλός ΔΤ-16 12,214 61,612 26,174 Αμμούχος Πηλός ΔΤ-17 11,336 53,756 34,908 Αμμούχος Ιλύς ΔΤ-18* 20,943 38,47 24,366 Ψηφιδούχος Ιλυούχος άμμος Σελίδα 69

70 ΔΤ-19 22,138 40,54 37,302 Αμμούχος Ιλύς ΔΤ-20 21,24 42,5 36,26 Αμμούχος Ιλύς ΔΤ-21 16,895 48,456 34,649 Αμμούχος Ιλύς ΔΤ-22 17,229 49,313 33,458 Αμμούχος Ιλύς ΔΤ-23 27,562 43,949 28,489 Αμμούχος Ιλύς ΔΤ-24 27,623 42,113 30,264 Αμμούχος Ιλύς ΔΤ-25 31,478 35,769 32,753 Αμμούχος Ιλύς Πίνακας 8: Τα % ποσοστά των κλασμάτων άμμου, πηλού, αργίλου και ο λιθολογικός χαρακτήρας έτσι όπως προέκυψαν από τα τρίγωνα ταξινόμησης κατά Folk (1957) για την τομή «ΔΤ» *Στο δείγμα ΔΤ-18 υπάρχει και ένα σημαντικό ποσοστό σε χαλίκια (16,221%). Εικόνα 36: Τρίγωνο ταξινόμησης κατά Folk (1957) για την τομή «ΔΤ», όπως προέκυψε από τα αποτελέσματα της μεθόδου κοσκίνων- πιπέττας. Σελίδα 70

71 Εικόνα 36.1 : Τρίγωνο ταξινόμησης κατά Folk (1957) για το δείγμα «ΔΤ-18» καθώς έχουμε συμμετοχή από χαλίκια όπως προέκυψε από τα αποτελέσματα της μεθόδου κοσκίνων- πιπέττας. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΜΜΟΣ ΠΗΛΟΣ ΑΡΓΙΛΟΣ ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ % % % Τ-1 13,467 58,11 28,423 Αμμούχος Πηλός Τ-2 27,958 70,947 1,095 Αμμούχος Πηλός Τ-3 23,867 71,066 5,067 Αμμούχος Πηλός Τ-4 26,513 72,473 1,014 Αμμούχος Πηλός Τ-5 19,125 76,424 4,451 Αμμούχος Πηλός Τ-6 13,441 80,67 5,889 Αμμούχος Πηλός Τ-7 21,5 70,018 8,482 Αμμούχος Πηλός Τ-8 18,367 75,981 5,652 Αμμούχος Πηλός Πίνακας 9: Τα % ποσοστά των κλασμάτων άμμου, πηλού, αργίλου και ο λιθολογικός χαρακτήρας έτσι όπως προέκυψαν από τα τρίγωνα ταξινόμησης κατά Folk (1957) για την τομή «Τ». Σελίδα 71

72 Εικόνα 37: Τρίγωνο ταξινόμησης κατά Folk (1957) για την τομή «Τ», όπως προέκυψε από τα αποτελέσματα της μεθόδου κοσκίνων- πιπέττας Διαγράμματα προσδιορισμού του τρόπου μεταφοράς Γενικά Η μεταφορά των ιζηματογενών κόκκων από τη μητρική τους πηγή προς το περιβάλλον απόθεσης τους καθώς και ο τόπος με τον οποία γίνεται η απόθεση στο περιβάλλον αυτό καθορίζονται από τους παρακάτω τρεις νόμους της ρευστομηχανικής: 1. Τον αριθμό Reynolds, ο οποίος συσχετίζει τις δυνάμεις αδράνειας προς το ιξώδες για ένα κόκκο ιζήματος που κινείται μέσα σε ένα ρευστό και είναι: R= U dp/m, όπου R είναι ο αριθμός Reynolds, U η ταχύτητα του ρευστού ή του κινούμενου κόκκου, Σελίδα 72

73 d η διάμετρος του αγωγού, p η πυκνότητα του ρευστού και m το ιξώδες του ρευστού. Για μια δεδομένη κατάσταση, ο αριθμός Reynolds μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διαχωρίσει δυο διαφορετικούς τύπους συμπεριφοράς των ρευστών στην οριακή επιφάνεια ενός στερεού, που μπορεί να είναι η επιφάνεια ενός καναλιού ή η επιφάνεια ενός ιζηματογενούς κόκκου, που κινείται μέσα στο ρευστό αυτό. Σε ανοιχτούς αγωγούς για μικρούς αριθμούς Reynolds (<1000), η ροή είναι γραμμική ενώ για μεγάλους (>1000), η ροή είναι τυρβώδης. Η τιμή R=1000 δίνει το διαχωρισμό γραμμικής και τυρβώδους ροής. 2. Τον αριθμό Froude, ο οποίος συσχετίζει τις δυνάμεις αδράνειας προς τις δυνάμεις βαρύτητας και είναι ο λόγος της δύναμης που απαιτείται για να σταματήσει ένας κινούμενος κόκκος ιζήματος προς τη δύναμη της βαρύτητας και ισούται με: F=U/(g L)., για κλειστούς αγωγούς και F=U/(g D)1/2, για ανοιχτούς αγωγούς, όπου U παριστάνεται η ταχύτητα του ρευστού ή του κόκκου, με g η επιτάχυνση της βαρύτητας, με L το μήκος που διατρέχει ο κόκκος μέχρι να σταματήσει και με D το βάθος του καναλιού.7 3. Τον αριθμό Weber, ο οποίος συσχετίζει τις δυνάμεις αδράνειας προς τις δυνάμεις της επιφανειακής ενέργειας και είναι σημαντικός στην περίπτωση, που ένα ρευστό ρέει μέσα σε ένα πορώδες υλικό: W=U2dp/σ, όπου U παριστάνεται η ταχύτητα του ρευστού, d είναι η διάμετρος της σταγόνας ή του κόκκου, p η πυκνότητα και σ η επιφανειακή ενέργεια. Ανάλογα με το βάρος και το μέγεθος, που έχει ένας κόκκος, μπορεί να μεταφερθεί από ένα ρευστό με τους εξής τρόπους: Με κύλιση και σύρσιμο, που πραγματοποιείται στον πυθμένα μιας υδάτινης στήλης και αφορά τους βαρύτερους κόκκους (κροκάλες). τμήματος της υδάτινης στήλης και αφορά τα υλικά μεγέθους κόκκων άμμου. και αφορά τα λεπτότερα υλικά (πηλό, άργιλο). Η μεταφορά του υλικού με κύλιση και αναπήδηση προκαλείται από ρεύματα έλξης, ενώ η μεταφορά με έλξη και αιώρηση Σελίδα 73

74 προκαλείται με ρεύματα πυκνότητας. Ο τρόπος μεταφοράς των ιζημάτων στην περιοχή μελέτης, ελέγχθηκε με τη χρήση του διαγράμματος CM: Στο διάγραμμα αυτό, που πρότεινε αρχικά ο Passega (1957), προβάλλονται σε διλογαριθμικό σύστημα αξόνων η διάμεσος (Md), στον οριζόντιο άξονα και το 1 % εκατοστημόριο (1φ), στον κατακόρυφο άξονα, εφόσον πρώτα μετατραπούν τα μεγέθη αυτά σε μικρόμετρα (μm=microns). Η προβολή αυτή παράγει πεδία καθένα από τα οποία χαρακτηρίζει ένα ιδιαίτερο περιβάλλον απόθεσης. Στην εικόνα 38 φαίνεται το διάγραμμα όπως διαμορφώθηκε μετά από σειρά αναλύσεων του Passega (1957, 1964) και των Passega & Byramjee (1969). Στο διάγραμμα αυτό διαμορφώνεται ένα ελικοειδές πεδίο αποτελούμενο από τέσσερα τμήματα. Τα σημεία που απεικονίζονται στο τμήμα ΝΟ, αντιστοιχούν σε κόκκους, που κυλίονται στον πυθμένα ενός πεδίου απόθεσης, ακόμη και όταν δεν υπάρχει στροβιλισμός. Στο τμήμα ΟΡ συμβαίνει κύλιση και αιώρηση του υλικού, ενώ στο τμήμα PQ αιώρηση και κύλιση. Οι κόκκοι που απεικονίζονται στο τμήμα QR, που είναι παράλληλο με την ευθεία C=M, στην κατωφέρεια του ελικοειδούς πεδίου, αποτίθενται μετά από διαβαθμισμένη αιώρηση, χωρίς κύλιση. Το υλικό, το οποίο αποτιθέμενο απεικονίζεται σε αυτό το τμήμα του πεδίου προβολής, συνίσταται από άμμο, το αιώρημα της οποίας έχει συγκέντρωση, που κυμαίνεται από 1 g/l έως 8,5g/l.το μέγεθος του μέγιστου κόκκου στη διαβαθμισμένη αιώρηση εξαρτάται από την αναταραχή που συμβαίνει όταν αρχίζει η απόθεση. Το τμήμα RS, είναι παράλληλο προς τον άξονα Μ και αντιστοιχεί σε ομογενές αιώρημα, στην κορυφή μιας υδάτινης στήλης, ενώ μικρή τυρβώδης ροή κοντά στον πυθμένα δεν επιτρέπει την ταξινόμηση των αποτιθέμενων κόκκων. Τέλος τα πελαγικά ιζήματα απεικονίζονται στο κυκλικόπεδίο κοντά στην αρχή των αξόνων, μακριά από τη γραμμή C=M. Ένα πελαγικό αιώρημα συγκροτείται από κόκκους μεγέθους μικρότερου από 30μm-40μm. Σελίδα 74

75 Φ 1 (μm) Διάμεσος (μm) Εικόνα 38: Το διάγραμμα κατά Passega (1957, 1964) Αποτελέσματα Το διάγραμμα κατά Passega (1957, 1964), που κατασκευάστηκε από τα στοιχεία που προέκυψαν από την μέθοδο κοσκίνων-πιπέττας, συνάγεται ότι τα δείγματα έχουν μεταφερθεί κατά κύριο λόγο ως ομογενές αιώρημα. Πιο συγκεκριμένα, τα δείγματα της Τομής ΔΤ στη πλειοψηφία τους, έχουν μεταφερθεί σαν ομογενές αιώρημα. Τα δείγματα της Τομής Τ έχουν μεταφερθεί και αυτά σαν ομογενές αιώρημα. Στην εικόνα 39 που ακολουθεί απεικονίζεται το διάγραμμα CM (Passega 1957,1964), με βάση τα αποτελέσματα της μεθόδου κοσκίνων-πιπέττας. Σελίδα 75

76 Φ 1 (μm) Διάμεσος (μm) TOMH ΔΤ Εικόνα 39 : Διάγραμμα CM (Passega 1957, 1964), με βάση τα αποτελέσματα της μεθόδου κοσκίνωνπιπέττας, για τα δείγματα από την περιοχή μελέτης, Φανερωμένη Διαγράμματα προσδιορισμού περιβαλλόντων ιζηματογένεσης Γενικά Για τον προσδιορισμό των περιβαλλόντων ιζηματογένεσης ποτάμιας δράσης, κυματικής δράσης, παράκτια, αποθέσεις ήρεμων υδάτων, θίνες χρησιμοποιήθηκε το διάγραμμα Stewart (1958): Το διάγραμμα που πρότεινε ο Stewart (1958) ήταν μια από τις πρώτες προσπάθειες να ερμηνευτούν τα περιβάλλοντα απόθεσης ιζημάτων με προβολή των στατιστικών παραμέτρων σε άξονες. Στο διάγραμμα αυτό προβάλλεται η διάμεσος (Md) στον ορίζοντα άξονα και η σταθερή απόκλιση (σi) στον κατακόρυφο άξονα και ορίζοντα με σαφήνεια περιοχές, στις οποίες προβάλλονται ιζήματα, των οποίων η προέλευση οφείλεται σε ποτάμια και κυματική δράση, καθώς και περιοχή που δείχνει αργή απόθεση σε περιβάλλον ήρεμων υδάτων. Το συμπέρασμα που προκύπτει από το διάγραμμα Stewart(1958) για την περιοχή μελέτης Φανερωμένη, είναι ότι τα δείγματα της τομής «ΔΤ» δεν γίνεται να προβληθούν σε αυτό το διάγραμμα λόγω των τιμών που παίρνει η σταθερή απόκλιση και η διάμεσος που σημαίνει ότι έχουμε κακή ταξιθέτηση των κόκκων που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έχουμε ποτάμια δράση μέσα στη λεκάνη ιζηματογένεσης. Για τα δείγματα της τομής «Τ» έχουμε αργή απόθεση ιζημάτων σε ήρεμα νερά. Σελίδα 76

77 3 2,5 2 σ1 1,5 1 0, Md ΤΟΜΗ ΔΤ ΤΟΜΗ Τ Εικόνα 40: Διάγραμμα διαμέσου-ταξινόμησης (Stewart, 1958) στο οποίο απεικονίζονται τα δείγματα από την περιοχή μελέτης, Φανερωμένη Αποτελέσματα Παρατηρώντας το διάγραμμα κατά Stewart (1958), καταλήγουμε ότι στην περιοχή μελέτης μας και συγκεκριμένα στη τομή «ΔΤ» έχουμε επίδραση ποτάμιας δράσης μέσα στη λεκάνη ιζηματογένεσης. Σε συνδυασμό με το διάγραμμα κατά Passega (1994), που κατασκευάστηκε και παρατίθεται πιο πάνω μπορούμε να καταλήξουμε συμπερασματικά, ότι τα ιζήματα στην εξεταζόμενη περιοχή αποτέθηκαν ως ομογενές αιώρημα κατά κύριο λόγω, με το ρυθμό απόθεσης να είναι αργός στο κατώτερο τμήμα και υψηλότερος στο ανώτερο. Για τα δείγματα της τομής «Τ» έχουμε αργή απόθεση ιζημάτων σε ήρεμα νερά τα οποία μεταφέρθηκαν ως ομογενές αιώρημα. Επίσης με την βοήθεια των στατιστικών παραμέτρων, κατασκευάστηκαν τα εξής παρακάτω διαγράμματα: 1. Διαγράμματα κατά Valia & Cameron (1979), με προβολή (α) των Mz και Ski και (β) των Ski και σi (εικόνες 41 & 42). 2. Διαγράμματα κατά Moila & Visher (1968) με προβολή του KG και του Ski (εικόνα 43). Σελίδα 77

78 Ωστόσο πρέπει να τονισθεί, ότι υπάρχουν αποκλίσεις μεταξύ των ερευνητών στα διάφορα διαγράμματα που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των περιβαλλόντων απόθεσης. Για τον λόγο αυτό, καλό θα είναι στο μέτρο του δυνατού να προσδιορίζεται το περιβάλλον απόθεσης και από άλλα στοιχεία (παλαιοντολογικά, ιζηματολογικα κλπ) και στην συνέχεια να συγκρίνουμε και να ενισχύουμε τα αποτελέσματα αυτά, με την χρησιμοποίηση των διαφόρων διαγραμμάτων. Τα δείγματα της τομής «ΔΤ» στα διαγράμματα που ακολουθούν παίρνουν ποτάμιο χαρακτήρα μικρού βάθους εξαιτίας της ποτάμιας δράσης μέσα στη λεκάνη ιζηματογένεσης. Τα δείγματα ΔΤ-20 και ΔΤ-21 παίρνουν θαλάσσιο χαρακτήρα μεγάλου βάθους. Τα δείγματα της τομής «Τ» έχουν θαλάσσιο χαρακτήρα, μεγάλου βάθους. Παρακάτω παρατίθενται τα παραπάνω διαγράμματα έτσι όπως κατασκευάστηκαν: 0,6 0,4 0,2 ΠΟΤΑΜΙΟ SK1-1E-15-0,2 ΘΑΛΑΣΣΙΟ -0,4-0,6 0 0,5 1 1,5 2 KG TOMH ΔΤ TOMH T Εικόνα 43: Διαγράμματα κατά Moiola & Visher (1968) με προβολή του Kg με το Sk1 Σελίδα 78

79 0,6 0,4 Sk1 0,2-1E-15-0,2 ΜΙΚΡΟΥ ΒΑΘΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΘΟΥΣ -0,4-0,6 0 0,5 1 1,5 2 2,5 3 3,5 σ1 TOMH ΔΤ TOMH T Εικόνα 41: Διαγράμματα κατά Valia & Cameron (1979) με προβολή (α) των σ1 και Sk1 0,6 0,4 0,2 Sk1-1E-15-0,2 ΜΙΚΡΟΥ ΒΑΘΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΘΟΥΣ -0,4-0, Mz TΟΜΗ ΔΤ TOMH T Εικόνα 42: Διαγράμματα κατά Valia & Cameron (1979) με προβολή (β) των Mz και Sk1 Σελίδα 79

80 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Ο 6.ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σκοπός αυτής της ενότητας αποτελεί τόσο η αξιολόγηση του βαθμού ωριμότητας της οργανικής ύλης του κάθε πεδίου, όσο και η ερμηνεία των περιβαλλόντων απόθεσης των ιζημάτων στην περιοχή μελέτης, στη Φανερωμένη στη λεκάνη της Σητείας. Όπως προαναφέραμε η περιοχή μελέτης χωρίζεται σε τρείς τομές, τη κύρια τομή «ΔΤ» και τις τομές «Τ» και «Φ» οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν για σύγκριση της κύριας τομής. Η κύρια τομή αποτελείται από δύο τμήματα, το ανώτερο και το κατώτερο, τα οποία διαχωρίζονται από την εμφάνιση κροκαλοπαγούς. Είναι δύσκολο να προσδιοριστούν κύκλοι για αυτό θα μελετήσουμε τη τομή σε 2 πακέτα στρωμάτων. Μετρήθηκαν συνολικά 70 στρώματα. Στο κατώτερο τμήμα έχουμε εναλλαγές από παχιά στρώματα άμμου και από λεπτότερα πηλού-αργίλου.ακολουθεί η απόθεση κροκαλοπαγούς που αποτελεί και το διαχωρισμό των δύο τμημάτων. Το υλικό είναι πιο χονδρόκοκκο, κίτρινου χρώματος γεγονός που μας δείχνει προσωρινή αλλαγή του περιβάλλοντος απόθεσης έντονη επίδραση ποτάμιας ή δελταϊκής δράσης. Στο ανώτερο τμήμα διακρίνονται συχνότερες εναλλαγές ανάμεσα στα στρώματα άμμου και πηλούαργίλου καθώς τα στρώματα άμμου είναι λεπτότερα σε σχέση με το κατώτερο τμήμα και ο αριθμός των στρωμάτων που μετρήθηκαν είναι σαφώς μεγαλύτερος (46) από ότι στο κατώτερο τμήμα (23), γεγονός που μας δείχνει ότι έχουμε υψηλότερους ρυθμούς ιζηματογένεσης στο ανώτερο τμήμα. 1. Η ανάλυση του οργανικού άνθρακα έδειξε ότι τα δείγματα της βασικής τομής μας, περιέχουν ικανοποιητική ποσότητα οργανικού υλικού, με μέσο όρο 0,7%. Το δείγμα ΔΤ-3 παρουσιάζει τη μεγαλύτερη τιμή οργανικού άνθρακα, η οποία είναι 1,7%, ενώ αντίθετα το δείγμα ΔΤ-22 παρουσιάζει την ελάχιστη τιμή οργανικού άνθρακα, η οποία είναι 0%. Συμπερασματικά, το χαμηλό ποσοστό που εμφανίζουν τα μελετιθέντα ιζήματα σε συνδυασμό με το υψηλό ποσοστό του ανθρακικού ασβεστίου δηλώνει οξειδωτικές συνθήκες. Τα δείγματα ΔΤ-2, ΔΤ-3, ΔΤ-5, ΔΤ-6, ΔΤ-8, ΔΤ-14, ΔΤ-15, ΔΤ-16 παρουσιάζουν τιμές οργανικού υλικού από 1% έως 2% συνεπώς έχουν καλή δυνατότητα γένεσης υδρογονανθράκων. Τα δείγματα ΔΤ-1, ΔΤ-4, ΔΤ-7,ΔΤ-9, ΔΤ-12 και ΔΤ-18 παρουσιάζουν τιμές από 0,5% εώς 1% συνεπώς Σελίδα 80

81 έχουν μέτρια δυνατότητα γένεσης υδρογονανθράκων. Συγκριτικά με τις άλλες δύο τομές της περιοχής μελέτης μας, η τομή «ΔΤ» έχει μεγαλύτερο μέσο όρο οργανικού υλικού και είναι η μόνη τομή που μπορεί να δώσει μητρικά πετρώματα για τη γένεση υδρογονανθράκων. 2. Η ανάλυση του ανθρακικού ασβεστίου έδειξε ότι τα δείγματα είναι πλούσια σε ανθρακικό ασβέστιο. Ο μέσος όρος των δειγμάτων της τομής «ΔΤ» σε ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου είναι 45,3%. Το δείγμα ΔΤ-20 (ανώτερο τμήμα) παρουσιάζει τη μεγαλύτερη τιμή ανθρακικού ασβεστίου, η οποία είναι 66% ενώ αντίθετα το δείγμα ΔΤ-5 (κατώτερο τμήμα) παρουσιάζει την ελάχιστη τιμή ανθρακικού ασβεστίου, η οποία είναι 27,4%. Συγκριτικά με τις άλλες τομές η τομή «ΔΤ» έχει μικρότερο μέσο όρο CaCo3 και αυτό δικαιολογεί και την μεγαλύτερη παρουσία οργανικού υλικού στα ιζήματα. 3. Η σύγκριση CaCO3 - TOC έδειξε πως πρόκειται για μια λεκάνη ιζηματογένεσης με κυκλοφορία οξυγόνου που δημιουργεί οξειδωτικές συνθήκες. Η αρνητική συσχέτιση των δύο παραμέτρων μας οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα καθώς όσο αυξάνεται το ανθρακικό ασβέστιο, έχουμε μείωση του οργανικού υλικού. 4. Τα δείγματα της τομής «ΔΤ» που εξετάστηκαν παρουσιάζουν τιμές Mz από 6,11 8,70 και τιμές σi από 0,72 1,62 συνεπώς τα ιζήματα έχουν άσχημο βαθμό ταξιθέτησης και χαρακτηρίζονται αποθέσεις πλημμυρίδας, αποθέσεις σε αλλουβιακά ριπίδια και σε υποπαράκτιες περιοχές. Το γεγονός ότι οι τιμές SK1 κυμαίνονται από (-)0,54 (+) 0,61 προσδίδουν ποτάμιο χαρακτήρα στα ιζήματα γεγονός που μας επιβεβαιώνει την υπόθεσή μας για ποτάμια δράση μέσα στη λεκάνη ιζηματογένεσης. Σελίδα 81

82 5. Οι κύριες λιθολογίες που επικρατούν στη βασική τομή της περιοχής μελέτης μας «ΔΤ» είναι η ιλύς (στη πρώτη ακολουθία στρωμάτων) και αμμούχος ιλύς (στη δεύτερη ακολουθία). Έχουμε τη παρουσία πιο χονδρόκοκκου υλικού στο δείγμα ΔΤ-18 (ψηφιδούχος ιλυούχος άμμος) όπου και έχουμε αλλαγή περιβάλλοντος (απότομα) από κάποια τεκτονική δραστηριότητα. Η κύρια λιθολογία που επικρατεί στη τομή «Τ» είναι αμμούχος πηλός όπου παρατηρούνται πολύ χαμηλά ποσοστά αργίλου. 6. Από την κοκκομετρική ανάλυση που πραγματοποιήθηκε, προέκυψε ότι το περιβάλλον απόθεσης είναι θαλάσσιο με ταυτόχρονη ποτάμια δράση μέσα στη λεκάνη ιζηματογένεσης ενώ επίσης τα δείγματα χαρακτηρίζονται ως αποθέσεις μικρού βάθους. Τα δείγματα της τομής «ΔΤ» μεταφέρθηκαν ως ομογενές αιώρημα. 7. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το κατώτερο τμήμα Lower Part (κύκλος) της μελετηθήσας τομής «ΔΤ» μπορεί να αποτελέσει δυνητικά θέσεις ανάπτυξης μητρικών πετρωμάτων. Σελίδα 82

83 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΞΕΝΟΓΛΩΣΗ Allen P. A. and Allen J. R. (2005). Basin analysis: Principles and Applications. Blackwell Science, Oxford Allen P.A. and Collinson J. P. (1986). Lakes. In: READING H.G. (ed.) Sedimentaryenviroments and facies. Blackwell Science, Oxford Amaral, E.J., Pryor, W.A., (1977), Depositional environment of the St. Peter sandstone deduced by textural analysis. Jour. Sed. Petr., V47, Nol, Barnavas, S.P., (1979), Geochemistry of sediments from the eastern Pacific. Ph. D. Thesis University London pp.431. Bonneau, M., 1984, Correllation of the Hellenic Nappes in the south-east Aegean and their tectonic reconstruction, in Dixon, L.E., and Robertson, A.H.F., EDS., The geological evolution of the eastern Mediterranean, Volume 17: London, Geological Society of London, p Dean, W. (1999), The carbon cycle and biogeochemical dynamics in lake sediments. Joural of Paleolimnology 21: Dean, W. (2002), A 1500-year record of climatic and environmental changes in Elk Lake,Clearwater County, Minnesota II: geochemistry, mineralogy, and stable isotopes. J Paleolimnol 27: Folk, R.L., (1968), Petrology of Sedimentary Rocks. Hemphill Publishing Co, Austin, Texas, 170p. Folk, R.L., & Ward, W.S., (1957), Brazos river bar: a study in the significance of grain size parameters. Jour. Sed. Petr., 27, Nol, Friedman, G.M., (1979), Differences in size distributions of populations of particles among sands of various origins. Addendum to IAS Presidential Address. Sentimentology, 26, Gaudette, H.E., Flight, W.R., Toner, L., & Folger, D.W., (1974), An inexpensive titration method for the determination of organic carbon in recent sediments. Jour. Sed. Petr., 44, Gee G. W. and Bauder J. W. (1979). Rarticle size analysis by hydrometer: a simplified method for routine textural analysis and a sensitivity test test of measured parameters. Soil Sci Soc. Am. J. 43: Gluyas J. and Swarbrick R. (2004). Petroleum geosciences. Blackwell Science. pp 3-5, 93-98, Hodell, D. A., C. L. Schelske, G. L. Fahnenstiel, and L. L. Robbins. (1998), Biologically induced calcite and its isotopic composition in Lake Ontario. Limnology and Oceanography 43: Hunt JM. (1979). Petroleum Geochemistry and Geology. W.H. Freeman, San Francisco. Hunt JM. (1996). Petroleum Geochemistry and Geology: New York, W.H. Freeman and company, 743 p. Ibach, L.E.J., (1982), Relationship between sedimentation rate and total organic carbon content in ancient marine sediments. Ammer. Ass. Petr. Geol. Bui., 66, No2, , 12 figs, 4 tabl. Σελίδα 83

84 Khim, B.-K., Kim, H.-J., Cho, Y.-S., Chi, S.-B., Yoo, C.-M., (2012), Orbital Variations of Biogenic CaCO3 and Opal Abundance in the Western and Central Equatorial Pacific Ocean During the Late Quaternary. Terr. Atmos. Ocean. Sci. 23-1, Kontopoulos, N., Zelilidis,A. & Frydas,D. (1996), Late Neogene sedimentary and tectonostratigraphic evolution of southwestern Crete island, Greece. - N. Jb. Geol.Palaont. Abh., 202, Kontopoulos, N. & Zelilidis, A. (1997), Depositional processes in outer arc marginal subbasins during the Messinian. Examples from the western Crete Island, Greece. - Geologica Balcanica, 27, 1-2, Krijgsman, W. (1996), Miocene magnetostratigraphy and cyclostratigraphy in the Mediterranean: extension of the astronomical polarity time scale, 207 pp, University of Utrecht Krijgsman, W., Hilgen, F.J. Langereis, C.G. and Zachariasse, W.J. (1994), The age of the Tortonian/Messinian boundary, Earth and Planetary Science L121. Kukal, Z., (1971), Geology of recent sediments. Academic Press London and New York, 490 pp. Manickam, S., Barbaroux, L., and Ottman, F., (1985), Composition and mineralogy of suspend sediment in the fluvio-estuarine zone of the Loize River, France, Sedimentology 32, Martin, W., Sayles, F., (2004), The recycling of biogenic material of the seafloor. In : Holland, H.D. and Turekian, K.K. (eds.). Treatise on Geochemistry, Vol. 7, Sediments, Diagenesis and Sedimentary Rocks (ed. F.T. Mackenzie), Elsevier. Amsterdam, pp. Milliman J. D., Troy P. J., Balch W. M., Adams A. K., Li Y.-H., and Mackenzie F. T. Biologically mediated dissolution of calcium carbonate above the chemical lysocline? Deep-Sea Res. 46, Moila, R.J., & Visher, D.,(1968), Textural parameters: an evaluation, Jour. Sed. Petr., V260, p Panagopoulos, G., Pyliotis I., Zelilidis A., Spyridonos E., Hamdan H., & Vafidis A. 3D modeling of biogenic gas-bearing Neogene deposits at Arkalochori region, Messara, Crete, Greece. Proceedings of IAMG, 5-9 September 2011, Saltzburg, p doi: /iamg Pasadakis, N., Manotsoglou, E., Zelilidis, A., LIC, M. (2009). Source rock geochemical study of shallow biogenic methane accumulations in Crete (Greece) island. Book of abstracts, 24th International Meeting on Organic Geochemistry. September 6 11, Bremen, Germany, 466. Passega, R., Byramjee, R.,(1969), Grain size image of Clastic deposits. Sentimentology, 13, Saadellah, R., Byramjee, R., (1969), Grain size and carbonate content in costal sediment of Iraq. Jour. Iraq G. Soc, 2, Sissingh, W. (1972), Late Cenozoic Ostracoda of the South Aegean island arc, Utrecht Micropal. Bull, 6, 187. Stewart H.B., (1958), Sedimentary reflections of depositional environments in San Miguel Lagoon, Baja California, Mexico: Am. Assoc. Petr. Geol. Bull., V42, p Ten Veen, J.H., & G. Postma (1999), Neogene tectonics and basin fill patterns in the Hellenic outer-arc (Crete- Greece). Basin Research, 11, Ten Veen, J.H., & P. T. Meijer (1998), Late Miocene to recent tectonic evolution of Crete (Greece): geological observations and model analysis, Tectonophysics, 298, Trask, P.D., (1939), Organic content of recent marine sediments. Recent marine sediments, Σελίδα 84

85 ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΗ Βασιλάκης, Ε.Μ (2006), Μελέτη της τεκτονικής δομής της λεκάνης της Μεσσαράς, κεντρικής Κρήτης με τη βοήθεια τεχνικών τηλεσκόπισης και συστημάτων γεωγραφικών πληροφοριών, Διδακτορική Διατριβή, Δεμιρτσάκης Μ., (1976): Εισαγωγή στην Γεωλογία των Πετρελαίων Ζεληλίδης Α., (1988): Σημειώσεις μαθήματος Γεωλογία Πετρελαίων. Πανεπ. Πατρών Παπανικολάου Κ., Πασαδάκης Ν., Fowler M. Και Φώσκολος Α. (200). Χρήση των βιοδεικτών για τη μελέτη της προέλευσης των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και λιγνιτοφόρων λεκανών της Ελλάδας. 30ο Συνέδριο Ορυκτού Πλούτου, Αθήνα. Πασαδάκης Ν. (1995). Οι βιοδείκτες: Σημειώσεις για το μάθημα οργανική γεωχημεία ιζηματογενών πετρωμάτων Σταματάκη Σ., (2005): Σημειώσεις μαθήματος Μηχανική Πετρελαίων, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Πυλιώτης, Ι., (2008). Ιζηματολογική ανάλυση και παλιογεωγραφική εξέλιξη του Σχηματισμού του Βιάννου στην Λεκάνη της Μεσσαρά στην Κρήτη. Πτυχιακή εργασία.πανεπιστήμιο Πατρών. Φυτρολάκης, Ν. (1978). Συμβολή στη γεωλογική έρευνα της Κρήτης, Δελτίο Ελληνικής Γεωλογικής εταιρίας, ΧΙΙΙ, Σελίδα 85

86 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΔΤ-1 Κοκκομετρική καμπύλη του δείγματος ΔΤ1 ΔΤ-2 Κοκκομετρική καμπύλη του δείγματος ΔΤ2 Σελίδα 86

Οι κύριοι παράγοντες που οδηγούν στην γένεση του πετρελαίου, είναι οι ακόλουθοι:

Οι κύριοι παράγοντες που οδηγούν στην γένεση του πετρελαίου, είναι οι ακόλουθοι: ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΩΝ Στόχος και σκοπός: Η ανάλυση στρωματογραφικών και παλαιογεωγραφικών δεδομένων βάση την Ανάλυση Ιζηματογενών Λεκανών, τη Στρωματογραφία Ακολουθιών και τη γεωχημική ανάλυση επιλεγμένων

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΩΧΗΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΠΙΤΣΙΔΙΑ ΣΤΗ ΝΟΤΙΟ-ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΩΧΗΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΠΙΤΣΙΔΙΑ ΣΤΗ ΝΟΤΙΟ-ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΡΗΤΗ 033 Πανεπιστήμιο Πατρών Τομέας Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Εργαστήριο Ιζηματολογίας ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΩΧΗΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΠΙΤΣΙΔΙΑ ΣΤΗ ΝΟΤΙΟ-ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνική αναφορά για τη νήσο Κρήτη 1. Γεωλογικό Υπόβαθρο Σχήμα 1.

Τεχνική αναφορά για τη νήσο Κρήτη 1. Γεωλογικό Υπόβαθρο Σχήμα 1. Τεχνική αναφορά για τη νήσο Κρήτη 1. Γεωλογικό Υπόβαθρο Η γεωλογία της Κρήτης χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη κυρίως αλπικών και προαλπικών πετρωμάτων τα οποία συνθέτουν ένα πολύπλοκο οικοδόμημα τεκτονικών

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 3: Ορυκτοί Υδρογονάνθρακες 7/3/2016. Ποιοι είναι οι ορυκτοί HC. Ποιοι θαλάσσιοι οργανισμοί. Τι είναι ορυκτός υδρογονάνθρακας (HC)

Κεφάλαιο 3: Ορυκτοί Υδρογονάνθρακες 7/3/2016. Ποιοι είναι οι ορυκτοί HC. Ποιοι θαλάσσιοι οργανισμοί. Τι είναι ορυκτός υδρογονάνθρακας (HC) Ενεργειακές Πηγές & Ενεργειακές Πρώτες Ύλες Ποιοι είναι οι ορυκτοί HC Οι συνηθέστεροι είναι: Κεφάλαιο 3: Το αργό πετρέλαιο Το φυσικό αέριο Ορυκτοί Υδρογονάνθρακες ΑΛΛΑ στη φύση απαντάται και μια σειρά

Διαβάστε περισσότερα

Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΕΙΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΒΟΡΕΙΟ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΟΥΝ ΜΗΤΡΙΚΑ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ

Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΕΙΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΒΟΡΕΙΟ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΟΥΝ ΜΗΤΡΙΚΑ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ, ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΕΩΕΠΙΣΤΗΜΕΣ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: Διεργασίες στη Λιθόσφαιρα και το Γεωπεριβάλλον ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες Ωκεανοί Το νερό καλύπτει τα δύο τρίτα της γης και το 97% όλου του κόσµου υ και είναι κατοικία εκατοµµυρίων γοητευτικών πλασµάτων. Οι ωκεανοί δηµιουργήθηκαν

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ

ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ Ο.ΑΝ.Α.Κ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ Σ.Ν. ΠΑΡΙΤΣΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΙΟΥΝΙΟΣ 2001

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Δρ Γεώργιος Μιγκίρος

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Δρ Γεώργιος Μιγκίρος ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΕΞΩΜΑΛΥΝΣΗ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ Δρ Γεώργιος Μιγκίρος Καθηγητής Γεωλογίας ΓΠΑ Ο πλανήτης Γη έτσι όπως φωτογραφήθηκε το 1972 από τους αστροναύτες του Απόλλωνα 17 στην πορεία τους για τη σελήνη. Η

Διαβάστε περισσότερα

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ 2. 2.1 ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται συνοπτικά το Γεωλογικό-Σεισμοτεκτονικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής του Π.Σ. Βόλου - Ν.Ιωνίας. Η ευρύτερη περιοχή της πόλης του

Διαβάστε περισσότερα

ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ. Πρακτική Άσκηση 4- Θεωρητικό Υπόβαθρο ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ & ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ. Πρακτική Άσκηση 4- Θεωρητικό Υπόβαθρο ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ & ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ & ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ Πρακτική Άσκηση 4- Θεωρητικό Υπόβαθρο Κοκκομετρική ανάλυση

Διαβάστε περισσότερα

Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες

Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες Tεχνικο οικονομικοί παράγοντες για την αξιολόγηση της οικονομικότητας των γεωθερμικών χρήσεων και της «αξίας» του ενεργειακού προϊόντος: η θερμοκρασία, η παροχή

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Κύρια είδη ιζηµατογενών πετρωµάτων Tα ιζηµατογενή πετρώµατα σχηµατίζονται από τα υλικά αποσάθρωσης όλων των πετρωµάτων, που βρίσκονται στην επιφάνεια της γης κάτω

Διαβάστε περισσότερα

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση Δασική Εδαφολογία Εδαφογένεση Σχηματισμός της στερεάς φάσης του εδάφους Η στερεά φάση του εδάφους σχηματίζεται από τα προϊόντα της αποσύνθεσης των φυτικών και ζωικών υπολειμμάτων μαζί με τα προϊόντα της

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Για τη διευκόλυνση των σπουδαστών στη μελέτη τους και την καλύτερη κατανόηση των κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο ΓΕΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Σημείωση: Το βιβλίο καλύπτει την ύλη

Διαβάστε περισσότερα

Βασικές μέθοδοι στρωματογραφίας

Βασικές μέθοδοι στρωματογραφίας Βασικές μέθοδοι στρωματογραφίας ΛΙΘΟΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΒΙΟΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΡΟΝΟΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Μαγνητοστρωματογραφία Σεισμική στρωματογραφία ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ Παραλληλισμός στρωμάτων από περιοχή σε περιοχή με στόχο

Διαβάστε περισσότερα

Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος

Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος Δρ. Γεώργιος Ζαΐμης Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος Κύριες διαδικασίες: 1) Αποσάθρωση 1) Μετακίνηση Έκπλυση

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ. Αριάδνη Αργυράκη

ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ. Αριάδνη Αργυράκη ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ Αριάδνη Αργυράκη Περιεχόμενα 2 1. ΟΡΙΣΜΟΣ- ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΔΙΑΓΕΝΕΣΗΣ 2. ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ 3. ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ 4. ΔΙΑΓΕΝΕΣΗ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΠΗΛΟΥ ΔΙΑΓΕΝΕΣΗ / ΟΡΙΣΜΟΣ & ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΟΚΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ 2. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΝΕΡΟΥ 3. ΚΥΡΙΑ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ 4. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 5.

1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΟΚΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ 2. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΝΕΡΟΥ 3. ΚΥΡΙΑ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ 4. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 5. 1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΟΚΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ 2. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΝΕΡΟΥ 3. ΚΥΡΙΑ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ 4. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 5. ΒΙΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 1 Σχηματισμός μέσα σε λεκάνες απόθεσης κυρίως στη θάλασσα Θαλάσσια

Διαβάστε περισσότερα

Γνωρίζοντας τι θα χαρτογραφήσουμε. i) Γεωλογικούς σχηματισμούς (πετρώματα), ii) Επαφές (όρια), iii) Τεκτονικές δομές & στοιχεία, iv) Άλλα

Γνωρίζοντας τι θα χαρτογραφήσουμε. i) Γεωλογικούς σχηματισμούς (πετρώματα), ii) Επαφές (όρια), iii) Τεκτονικές δομές & στοιχεία, iv) Άλλα Γνωρίζοντας τι θα χαρτογραφήσουμε 1 i) Γεωλογικούς σχηματισμούς (πετρώματα), ii) Επαφές (όρια), iii) Τεκτονικές δομές & στοιχεία, iv) Άλλα ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ ΛΙΘΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΤΥΠΟΥΣ ΛΙΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΥΣ

Διαβάστε περισσότερα

Υπολογισμός Διαπερατότητας Εδαφών

Υπολογισμός Διαπερατότητας Εδαφών ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗΣ ΔΟΚΙΜΗΣ: Υπολογισμός Διαπερατότητας Εδαφών Επιστημονικός Συνεργάτης: Δρ. Αλέξανδρος Βαλσαμής, Πολιτικός Μηχανικός Εργαστηριακός Υπεύθυνος: Παναγιώτης Καλαντζάκης, Καθηγητής

Διαβάστε περισσότερα

6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O 6 + 6 O2

6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O 6 + 6 O2 78 ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ ΥΔΑΤΙΝΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΦΥΤΙΚΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ (μακροφύκη φυτοπλαγκτόν) ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠAΡΑΓΩΓΟΙ ( μετατρέπουν ανόργανα συστατικά σε οργανικές ενώσεις ) φωτοσύνθεση 6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12

Διαβάστε περισσότερα

Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά

Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά Ε ΑΦΟΣ Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Έδαφος Το έδαφος σχηµατίζεται από τα προϊόντα της αποσάθρωσης των πετρωµάτων του υποβάθρου (µητρικό πέτρωµα) ή των πετρωµάτων τω γειτονικών

Διαβάστε περισσότερα

Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου

Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου Κεφάλαιο 11 ο : Η ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου Στο κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούμε με τις δευτερογενείς μορφές του αναγλύφου που προκύπτουν από τη δράση της

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗΣ ΔΟΚΙΜΗΣ:

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗΣ ΔΟΚΙΜΗΣ: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗΣ ΔΟΚΙΜΗΣ: Στερεοποίηση Εδαφών Επιστημονικός Συνεργάτης: Δρ. Αλέξανδρος Βαλσαμής, Πολιτικός Μηχανικός Εργαστηριακός Υπεύθυνος: Παναγιώτης Καλαντζάκης, Καθηγητής Εφαρμογών Εργαστηριακοί

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΑ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗΣ, ΠΑΛΑΙΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΈΛΙΞΗ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΓΕΝΕΣΗΣ ΥΔΡΟΓΟΝΑΘΡΑΚΩΝ ΤΩΝ ΜΕΙΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΑΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΑ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗΣ, ΠΑΛΑΙΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΈΛΙΞΗ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΓΕΝΕΣΗΣ ΥΔΡΟΓΟΝΑΘΡΑΚΩΝ ΤΩΝ ΜΕΙΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΑΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ Πανεπιστήμιο Πατρών Τομέας Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΑ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗΣ, ΠΑΛΑΙΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΈΛΙΞΗ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΓΕΝΕΣΗΣ ΥΔΡΟΓΟΝΑΘΡΑΚΩΝ ΤΩΝ ΜΕΙΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΑΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών. Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση

Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών. Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση Ηλίας Χατζηθεοδωρίδης, 2011 Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση Αποσάθρωση (weathering) προϋπαρχόντων

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» «Θαλάσσια Ιζήματα» Άσκηση 5

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» «Θαλάσσια Ιζήματα» Άσκηση 5 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» «Θαλάσσια Ιζήματα» Άσκηση 5 Ιζήματα Τα ιζήματα είναι ανόργανοι και οργανικοί κόκκοι διαφόρων μεγεθών, οι οποίοι καθιζάνουν διαμέσου της υδάτινης στήλης και αποτίθονται

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 2: Γαιάνθρακες (Ορυκτοί Άνθρακες)

Κεφάλαιο 2: Γαιάνθρακες (Ορυκτοί Άνθρακες) Ενεργειακές Πηγές & Ενεργειακές Πρώτες Ύλες Κεφάλαιο 2: Γαιάνθρακες (Ορυκτοί Άνθρακες) Κίμων Χρηστάνης Τομέας Ορυκτών Πρώτων Υλών Τμήμα Γεωλογίας Πανεπιστήμιο Πατρών christan@upatras.gr Τι είναι τύρφη

Διαβάστε περισσότερα

2 ο Κεφάλαιο: Πετρέλαιο - Υδρογονάνθρακες

2 ο Κεφάλαιο: Πετρέλαιο - Υδρογονάνθρακες 2 ο Κεφάλαιο: Πετρέλαιο - Υδρογονάνθρακες Δημήτρης Παπαδόπουλος, χημικός Βύρωνας, 2015 Καύσιμα - καύση Τα καύσιμα είναι υλικά που, όταν καίγονται, αποδίδουν σημαντικά και εκμεταλλεύσιμα ποσά θερμότητας.

Διαβάστε περισσότερα

Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017

Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017 Ιωάννης Μ. Τσόδουλος Δρ. Γεωλόγος Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017 Αλλουβιακά ριπίδια (alluvial fans) Είναι γεωμορφές αποθέσεις, σχήματος βεντάλιας ή κώνου που σχηματίζονται, συνήθως, όταν

Διαβάστε περισσότερα

Εικ.IV.7: Μορφές Κυψελοειδούς αποσάθρωσης στη Νάξο, στην περιοχή της Στελίδας.

Εικ.IV.7: Μορφές Κυψελοειδούς αποσάθρωσης στη Νάξο, στην περιοχή της Στελίδας. ii. Μορφές Διάβρωσης 1. Μορφές Κυψελοειδούς Αποσάθρωσης-Tafoni Ο όρος Tafoni θεσπίστηκε ως γεωμορφολογικός από τον A. Penck (1894), εξαιτίας των γεωμορφών σε περιοχή της Κορσικής, που φέρει το όνομα αυτό.

Διαβάστε περισσότερα

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Οι οργανισμοί αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους σε πολλά επίπεδα στα πλαίσια ενός οικοσυστήματος Οι φυσικές

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ. Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Το Ελληνικό τόξο

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ. Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Το Ελληνικό τόξο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Το Ελληνικό τόξο ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Ο Ελλαδικός χώρος µε την ευρεία γεωγραφική έννοια του όρου, έχει µια σύνθετη γεωλογικοτεκτονική

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΗ ΧΗΜΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ

ΦΥΣΙΚΗ ΧΗΜΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΙΚΗ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ Αρχές και έννοιες της Ωκεανογραφίας, με ιδιαίτερη έμφαση στις φυσικές διεργασίες των ωκεάνιων συστημάτων. Φυσικές ιδιότητες και οι φυσικές παράμετροι του θαλασσινού νερού, και χωροχρονικές

Διαβάστε περισσότερα

Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ

Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ Αποσάθρωση Ονομάζουμε τις μεταβολές στο μέγεθος, σχήμα και την εσωτερική δομή και χημική σύσταση τις οποίες δέχεται η στερεά φάση του εδάφους με την επίδραση των παραγόντων

Διαβάστε περισσότερα

Συνθήκες ιζηματογένεσης και παλαιογεωγραφική εξέλιξη των ιζημάτων της τομής Μακρυλιά στη λεκάνη της Ιεράπετρας στην Κρήτη

Συνθήκες ιζηματογένεσης και παλαιογεωγραφική εξέλιξη των ιζημάτων της τομής Μακρυλιά στη λεκάνη της Ιεράπετρας στην Κρήτη ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Συνθήκες ιζηματογένεσης και παλαιογεωγραφική εξέλιξη των ιζημάτων της τομής Μακρυλιά στη λεκάνη της Ιεράπετρας στην

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη Οι υδρίτες (εικ. 1) είναι χημικές ενώσεις που ανήκουν στους κλειθρίτες, δηλαδή

Διαβάστε περισσότερα

ΧΗΜΕΙΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. + SO 4 Βάσεις είναι οι ενώσεις που όταν διαλύονται σε νερό δίνουν ανιόντα υδροξειδίου (ΟΗ - ). NaOH Na

ΧΗΜΕΙΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. + SO 4 Βάσεις είναι οι ενώσεις που όταν διαλύονται σε νερό δίνουν ανιόντα υδροξειδίου (ΟΗ - ). NaOH Na ΧΗΜΕΙΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΟΞΕΩΝ Αλλάζουν το χρώμα των δεικτών. Αντιδρούν με μέταλλα και παράγουν αέριο υδρογόνο (δες απλή αντικατάσταση) Αντιδρούν με ανθρακικά άλατα και παράγουν αέριο CO2. Έχουν όξινη

Διαβάστε περισσότερα

Η Γεωλογία της περιοχής Λέντα- δυτικών Αστερουσίων

Η Γεωλογία της περιοχής Λέντα- δυτικών Αστερουσίων Η Γεωλογία της περιοχής Λέντα- δυτικών Αστερουσίων Διασκευή και τροποποίηση στοιχείων της Ειδικής Περιβαλλοντικής Μελέτης Περιοχής Αστερουσίων, του προγράμματος LIFE B4-3200/98/444,«Προστασία του Γυπαετού

Διαβάστε περισσότερα

Λιθοστρωματογραφία. Αποτελεί μέθοδο έρευνας της Στρωματογραφίας που έχει σκοπό την ταξινόμηση των ΣΤΡΩΜΕΝΩΝ πετρωμάτων

Λιθοστρωματογραφία. Αποτελεί μέθοδο έρευνας της Στρωματογραφίας που έχει σκοπό την ταξινόμηση των ΣΤΡΩΜΕΝΩΝ πετρωμάτων Λιθοστρωματογραφία Αποτελεί μέθοδο έρευνας της Στρωματογραφίας που έχει σκοπό την ταξινόμηση των ΣΤΡΩΜΕΝΩΝ πετρωμάτων σε ΕΝΟΤΗΤΕΣ με βάση τα λιθολογικά τους χαρακτηριστικά (σύσταση, χρώμα, στρώσεις, υφή,

Διαβάστε περισσότερα

«γεωλογικοί σχηματισμοί» - «γεωϋλικά» όρια εδάφους και βράχου

«γεωλογικοί σχηματισμοί» - «γεωϋλικά» όρια εδάφους και βράχου «γεωλογικοί σχηματισμοί» - «γεωϋλικά» έδαφος (soil) είναι ένα φυσικό σύνολο ορυκτών κόκκων που μπορούν να διαχωριστούν με απλές μηχανικές μεθόδους (π.χ. ανακίνηση μέσα στο νερό) όλα τα υπόλοιπα φυσικά

Διαβάστε περισσότερα

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο /Ελληνικός χώρος Τα ελληνικά βουνά (και γενικότερα οι ορεινοί όγκοι της

Διαβάστε περισσότερα

Η ΣΤΑΘΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ

Η ΣΤΑΘΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΠΗΛΑΙΟΛΟΠΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Σίνα 32, Αθήνα 106 72, τηλ.210-3617824, φαξ 210-3643476, e- mails: ellspe@otenet.gr & info@speleologicalsociety.gr website: www.speleologicalsociety.gr ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία iv. Παράκτια Γεωμορφολογία Η παράκτια ζώνη περιλαμβάνει, τόσο το υποθαλάσσιο τμήμα της ακτής, μέχρι το βάθος όπου τα ιζήματα υπόκεινται σε περιορισμένη μεταφορά εξαιτίας της δράσης των κυμάτων, όσο και

Διαβάστε περισσότερα

Εδαφοκλιματικό Σύστημα και Άμπελος

Εδαφοκλιματικό Σύστημα και Άμπελος Εδαφοκλιματικό Σύστημα και Άμπελος Δολαπτσόγλου Χριστίνα ΤΕΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΟΤΩΝ ΔΡΑΜΑ 2019 Chr. Dolaptsoglou Οργανική ουσία είναι όλα τα οργανικά υπολείμματα

Διαβάστε περισσότερα

ΣΙΔΗΡΟΥΧΑ ΙΖΗΜΑΤΑ & ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ

ΣΙΔΗΡΟΥΧΑ ΙΖΗΜΑΤΑ & ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ 1 ΣΙΔΗΡΟΥΧΑ ΙΖΗΜΑΤΑ & ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ Σημασία σιδήρου στο επιφανειακό περιβάλλον 2 Το αφθονότερο στοιχείο στον πλανήτη και το 4 ο σε αφθονία στο φλοιό (5% κ.β.) Ρόλος κλειδί σε επιφανειακές και βιολογικές

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ II ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ βασική απαίτηση η επαρκής γνώση των επιμέρους στοιχείων - πληροφοριών σχετικά με: Φύση τεχνικά χαρακτηριστικά

Διαβάστε περισσότερα

ΧΗΜΙΚΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Σ' όλα τα επίπεδα και σ' όλα τα περιβάλλοντα, η χηµική αποσάθρωση εξαρτάται οπό την παρουσία νερού καθώς και των στερεών και αερίων

ΧΗΜΙΚΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Σ' όλα τα επίπεδα και σ' όλα τα περιβάλλοντα, η χηµική αποσάθρωση εξαρτάται οπό την παρουσία νερού καθώς και των στερεών και αερίων ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Η αποσάθρωση ορίζεται σαν η διάσπαση και η εξαλλοίωση των υλικών κοντά στην επιφάνεια της Γης, µε τοσχηµατισµό προιόντων που είναι σχεδόν σε ισορροπία µε τηνατµόσφαιρα, την υδρόσφαιρα και τη

Διαβάστε περισσότερα

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ 1 ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ Μάθημα 1: Οι έννοιες και θέση 1. Τι ονομάζεται σχετική θέση ενός τόπου; Να δοθεί ένα παράδειγμα. Πότε ο προσδιορισμός της σχετικής θέσης

Διαβάστε περισσότερα

Stratigraphy Στρωματογραφία

Stratigraphy Στρωματογραφία Stratigraphy Στρωματογραφία τι είναι η στρωματογραφία? είναι ο κλάδος της γεωλογίας που ασχολείται με την μελέτη των στρωμένων πετρωμάτων στον χώρο και στο χρόνο. branch of geology dealing with stratified

Διαβάστε περισσότερα

ΚΟΚΚΟΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΔΑΦΩΝ

ΚΟΚΚΟΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΔΑΦΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ : 2017-2018 ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗΣ ΔΟΚΙΜΗΣ: ΚΟΚΚΟΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΔΑΦΩΝ Επιστημονικός Συνεργάτης: Δρ. Αλέξανδρος Βαλσαμής, Πολιτικός Μηχανικός Εργαστηριακός Υπεύθυνος: Παναγιώτης

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΗΣ Κεφάλαιο 5 ο : Οικοσυστήµατα ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΗΣ Η µελέτη των αλληλεπιδράσεων µεταξύ των µορφών ζωής και του περιβάλλοντός τους είναι η επιστήµη της οικολογίας. Το οικολογικό σύστηµα των οργανισµών και

Διαβάστε περισσότερα

Ιζήματα. Οι κόκκοι των ιζημάτων προέρχονται από

Ιζήματα. Οι κόκκοι των ιζημάτων προέρχονται από Ιζήματα Ιζήματα Τα ιζήματα είναι ανόργανοι και οργανικοί κόκκοι διαφόρων μεγεθών, οι οποίοι καθιζάνουν διαμέσου της υδάτινης στήλης και αποτίθονται στον ωκεάνιο πυθμένα σχηματίζοντας ένα κάλυμμα, στο πέρασμα

Διαβάστε περισσότερα

Ατομική μονάδα μάζας (amu) ορίζεται ως το 1/12 της μάζας του ατόμου του άνθρακα 12 6 C.

Ατομική μονάδα μάζας (amu) ορίζεται ως το 1/12 της μάζας του ατόμου του άνθρακα 12 6 C. 4.1 Βασικές έννοιες Ατομική μονάδα μάζας (amu) ορίζεται ως το 1/12 της μάζας του ατόμου του άνθρακα 12 6 C. Σχετική ατομική μάζα ή ατομικό βάρος λέγεται ο αριθμός που δείχνει πόσες φορές είναι μεγαλύτερη

Διαβάστε περισσότερα

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ 2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ 2.1 Ωκεανοί και Θάλασσες. Σύµφωνα µε τη ιεθνή Υδρογραφική Υπηρεσία (International Hydrographic Bureau, 1953) ως το 1999 θεωρούντο µόνο τρεις ωκεανοί: Ο Ατλαντικός, ο Ειρηνικός

Διαβάστε περισσότερα

ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΜΕ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΙΟΝΤΑ

ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΜΕ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΙΟΝΤΑ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΜΕ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΙΟΝΤΑ Α. ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΔΙΟΞΕΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ ΣΕ ΥΔΑΤΙΚO ΔΙΑΛΥΜΑ Λίγα λόγια πριν από το πείραμα. Η σόδα περιέχει διαλυμένο αέριο διοξείδιο του άνθρακα το οποίο προστίθεται κατά την

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra)

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra) Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra) Δίνονται αεροφωτογραφίες για στερεοσκοπική παρατήρηση. Ο βορράς είναι προσανατολισμένος προς τα πάνω κατά την ανάγνωση των γραμμάτων και των αριθμών. Ερωτήσεις:

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ 2002 ΚΛΑΔΟΣ ΠΕ 04 ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΓΕΩΛΟΓΩΝ. EΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ «Γνωστικό Αντικείμενο: Γεωλογία»

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ 2002 ΚΛΑΔΟΣ ΠΕ 04 ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΓΕΩΛΟΓΩΝ. EΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ «Γνωστικό Αντικείμενο: Γεωλογία» ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ 2002 ΚΛΑΔΟΣ ΠΕ 04 ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΓΕΩΛΟΓΩΝ EΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ «Γνωστικό Αντικείμενο:

Διαβάστε περισσότερα

Γεωχημεία. Ενότητα 2: Γεωχημικές διεργασίες στην επιφάνεια της γης. Αριάδνη Αργυράκη Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος

Γεωχημεία. Ενότητα 2: Γεωχημικές διεργασίες στην επιφάνεια της γης. Αριάδνη Αργυράκη Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Γεωχημεία Ενότητα 2: Γεωχημικές διεργασίες στην επιφάνεια της γης Αριάδνη Αργυράκη Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Γεωχημικές διεργασίες στην επιφάνεια της γης Γεωχημεία ορυκτών

Διαβάστε περισσότερα

Θαλάσσια ιζήματα_2. (συνέχεια...)

Θαλάσσια ιζήματα_2. (συνέχεια...) Θαλάσσια ιζήματα_2 (συνέχεια...) Τα υδρογενή ή αυθιγενή ιζήματα σχηματίζονται από την καθίζηση χημικών στοιχείων ή ενώσεων, τα οποία εξέρχονται της διαλελυμένης φάσης τους στην υδάτινη στήλη. κόνδυλοι

Διαβάστε περισσότερα

Στοιχειμετρικοί υπολογισμοί σε διαλύματα

Στοιχειμετρικοί υπολογισμοί σε διαλύματα Στοιχειμετρικοί υπολογισμοί σε διαλύματα 23-1. Τι εκφράζουν οι συντελεστές μιας χημικής αντίδρασης; Οι συντελεστές σε μία χημική εξίσωση καθορίζουν την αναλογία mol των αντιδρώντων και προϊόντων στην αντίδραση.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Τ Μ Η Μ Α Γ Ε Ω Γ Ρ Α Φ Ι Α Σ ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, 70 17671 ΚΑΛΛΙΘΕΑ-ΤΗΛ: 210-9549151 FAX: 210-9514759 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ E ΕΞΑΜΗΝΟ ΑΣΚΗΣΗ 3 ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ ΝΕΡΟΥ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ Η ΡΟΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ Η ροή του νερού μεταξύ των άλλων καθορίζει τη ζωή και τις λειτουργίες των έμβιων οργανισμών στο ποτάμι. Διαμορφώνει το σχήμα του σώματός τους, τους

Διαβάστε περισσότερα

Ποτάµια ράση ΠΟΤΑΜΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ. Ποτάµια ιάβρωση. Ποτάµια Μεταφορά. Ποτάµια Απόθεση. Βασικό επίπεδο

Ποτάµια ράση ΠΟΤΑΜΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ. Ποτάµια ιάβρωση. Ποτάµια Μεταφορά. Ποτάµια Απόθεση. Βασικό επίπεδο ΠΟΤΑΜΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Η µορφολογία του επιφανειακού αναγλύφου που έχει δηµιουργηθεί από δράση του τρεχούµενου νερού ονοµάζεται ποτάµια µορφολογία. Οι διεργασίες δηµιουργίας της ονοµάζονται ποτάµιες διεργασίες

Διαβάστε περισσότερα

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ Το κλίμα της Ευρώπης Το κλίμα της Ευρώπης Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ και ΚΛΙΜΑ Καιρός: Οι ατμοσφαιρικές συνθήκες που επικρατούν σε μια περιοχή, σε

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Ενότητα 8: Περιβάλλοντα ιζηματογένεσης-λίμνες Δρ. Αβραμίδης Παύλος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Ενότητα 8: Περιβάλλοντα ιζηματογένεσης-λίμνες Δρ. Αβραμίδης Παύλος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ Ενότητα 8: Περιβάλλοντα ιζηματογένεσης-λίμνες Δρ. Αβραμίδης Παύλος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Σκοποί ενότητας Στην ενότητα αυτή παρουσιάζονται τα βασικά χαρακτηριστικά των λιμναίων

Διαβάστε περισσότερα

ΟΞΕΙΔΟΑΝΑΓΩΓΙΚEΣ ΓΕΩΧΗΜΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ. Αριάδνη Αργυράκη

ΟΞΕΙΔΟΑΝΑΓΩΓΙΚEΣ ΓΕΩΧΗΜΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ. Αριάδνη Αργυράκη 1 ΟΞΕΙΔΟΑΝΑΓΩΓΙΚEΣ ΓΕΩΧΗΜΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ Αριάδνη Αργυράκη Περιεχόμενα 2 1. Ορισμοί 2. Εξισορρόπηση αντιδράσεων οξειδοαναγωγής 3. Διαγράμματα Eh-pH 4. Σημαντικές βιο-γεωχημικές αντιδράσεις ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΟΞΕΙΔΟΑΝΑΓΩΓΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΟΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ

ΦΥΣΙΚΟΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΦΥΣΙΚΟΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΚΕΡΑΤΕΑΣ ΣΧ.ΕΤΟΣ 2013-2014 ΤΑΞΗ Β ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ Ιαματικοί φυσικοί πόροι: είναι όλα εκείνα τα γήινα φυσικά υλικά, που στην αυθεντική τους

Διαβάστε περισσότερα

ΑΣΚΗΣΗ 5 η ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Ι ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΣΗΡΑΓΓΑΣ

ΑΣΚΗΣΗ 5 η ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Ι ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΣΗΡΑΓΓΑΣ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ MΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝ. ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΗΡΩΩΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ `9, 157 80 ΖΩΓΡΑΦΟΥ, ΑΘΗΝΑ NATIONAL TECHNICAL

Διαβάστε περισσότερα

Φυσικό Περιβάλλον ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

Φυσικό Περιβάλλον ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Κεφάλαιο 1 ο : Εισαγωγή ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Φυσική Γεωγραφία ονοµάζουµε την επιστήµη που µελετά το σύνολο των φυσικών διεργασιών που συµβαίνουν στην επιφάνεια της γης και διαµορφώνουν τις φυσικές ιδιότητες

Διαβάστε περισσότερα

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΚΥΤΤΑΡΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΠΕΡΑΤΟΤΗΤΑ

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΚΥΤΤΑΡΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΠΕΡΑΤΟΤΗΤΑ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΚΥΤΤΑΡΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΠΕΡΑΤΟΤΗΤΑ Διάχυση Η διάχυση είναι το κύριο φαινόμενο με το οποίο γίνεται η παθητική μεταφορά διαμέσου ενός διαχωριστικού φράγματος Γενικά στη διάχυση ένα αέριο ή

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΩΘΕΡΜΙΑΣ

ΤΕΧΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΩΘΕΡΜΙΑΣ ΤΕΧΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΩΘΕΡΜΙΑΣ Η αξιοποίηση της γεωθερμικής ενέργειας συναντά ορισμένα τεχνικά προβλήματα, Τα προβλήματα αυτά είναι: (α) ο σχηματισμός επικαθίσεων (ή καθαλατώσεις

Διαβάστε περισσότερα

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ- ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΙΖΗΜΑΤΩΝ. Αριάδνη Αργυράκη

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ- ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΙΖΗΜΑΤΩΝ. Αριάδνη Αργυράκη 1 ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ- ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΙΖΗΜΑΤΩΝ Αριάδνη Αργυράκη Περιεχόμενα 2 1. Σύσταση του θαλάσσιου νερού και παράγοντες ελέγχου συγκέντρωσης στοιχείων 2. Συντηρητικά, ανακυκλώσιμα (θρεπτικά), προσροφημένα

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Χριστίνα Στουραϊτη

ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Χριστίνα Στουραϊτη 1 ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Χριστίνα Στουραϊτη ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑΣ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2016-2017 ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΗΜ/ΝΙΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ 1 η Τετ 22/2/17 Εισαγωγή-

Διαβάστε περισσότερα

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ. Aτµόσφαιρα της Γης - Η σύνθεση της ατµόσφαιρας Προέλευση του Οξυγόνου - Προέλευση του Οξυγόνου

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ. Aτµόσφαιρα της Γης - Η σύνθεση της ατµόσφαιρας Προέλευση του Οξυγόνου - Προέλευση του Οξυγόνου ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ Aτµόσφαιρα της Γης - Η σύνθεση της ατµόσφαιρας Προέλευση του Οξυγόνου - Προέλευση του Οξυγόνου ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Aτµόσφαιρα της Γης Ατµόσφαιρα είναι η αεριώδης µάζα η οποία περιβάλλει

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Α ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΥΠΕΔΑΦΟΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΓΙΑ: ΘΕΡΜΑΝΣΗ & ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΑΤΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ

ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Α ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΥΠΕΔΑΦΟΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΓΙΑ: ΘΕΡΜΑΝΣΗ & ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΑΤΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Α ΓΕΩΘΕΡΜΙΑ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΥΠΕΔΑΦΟΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΓΙΑ: ΘΕΡΜΑΝΣΗ & ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΑΤΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ 1 ΓΕΩΘΕΡΜΙΑ : πώς γίνεται αντιληπτή στην επιφάνεια

Διαβάστε περισσότερα

Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της Νισύρου.

Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της Νισύρου. Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της Νισύρου. Δρ. Παρασκευή Νομικού Λέκτωρ Ωκεανογραφίας Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Η ηφαιστειακή εξέλιξη της Νισύρου άρχισε

Διαβάστε περισσότερα

Δασική Εδαφολογία. Ορυκτά και Πετρώματα

Δασική Εδαφολογία. Ορυκτά και Πετρώματα Δασική Εδαφολογία Ορυκτά και Πετρώματα Ορισμοί Πετρώματα: Στερεά σώματα που αποτελούνται από συσσωματώσεις ενός ή περισσοτέρων ορυκτών και σχηματίζουν το στερεό φλοιό της γης Ορυκτά Τα ομογενή φυσικά συστατικά

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΟΞΥΓΟΝΟΥ ΣΤΟ ΝΕΡΟ

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΟΞΥΓΟΝΟΥ ΣΤΟ ΝΕΡΟ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΟΞΥΓΟΝΟΥ ΣΤΟ ΝΕΡΟ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΟΞΥΓΟΝΟΥ ΣΕ ΝΕΡΟ ΓΕΝΙΚΑ Με το πείραμα αυτό μπορούμε να προσδιορίσουμε δύο βασικές παραμέτρους που χαρακτηρίζουν ένα

Διαβάστε περισσότερα

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία Προτεροζωικός Αιώνας. Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία Προτεροζωικός Αιώνας. Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία Προτεροζωικός Αιώνας Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Σκοποί ενότητας Σκοπός της ενότητας είναι η γνωριμία με τα σημαντικότερα γεγονότα που

Διαβάστε περισσότερα

7 η ΕΝΟΤΗΤΑ ΦΥΣΙΚΟΙ ΛΙΘΟΙ

7 η ΕΝΟΤΗΤΑ ΦΥΣΙΚΟΙ ΛΙΘΟΙ ΣΧΟΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΜΠ ΤΕΧΝΙΚΑ ΥΛΙΚΑ 7 η ΕΝΟΤΗΤΑ ΦΥΣΙΚΟΙ ΛΙΘΟΙ Ε. Βιντζηλαίου (Συντονιστής), Ε. Βουγιούκας, Ε. Μπαδογιάννης Άδεια Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες Χρήσης Creative

Διαβάστε περισσότερα

Χαρακτηρισμός των στερεών ιζημάτων ανάκτησης φωσφόρου Μελέτη βιοδιαθεσιμότητας του παραγόμενου προϊόντος

Χαρακτηρισμός των στερεών ιζημάτων ανάκτησης φωσφόρου Μελέτη βιοδιαθεσιμότητας του παραγόμενου προϊόντος ΠΡΑΞΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΜΒΕΛΕΙΑΣ «Πρόγραμμα Ανάπτυξης Βιομηχανικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΠΑΒΕΤ) 2013» Δευτέρα 25 Μαΐου, 2015 Ημερίδα - Κ.Ε.Δ.Ε.Α. Θεσσαλονίκη Χαρακτηρισμός των στερεών ιζημάτων ανάκτησης φωσφόρου

Διαβάστε περισσότερα

. Υπολογίστε το συντελεστή διαπερατότητας κατά Darcy, την ταχύτητα ροής και την ταχύτητα διηθήσεως.

. Υπολογίστε το συντελεστή διαπερατότητας κατά Darcy, την ταχύτητα ροής και την ταχύτητα διηθήσεως. Μάθημα: Εδαφομηχανική Ι, 7 ο εξάμηνο. Διδάσκων: Ιωάννης Ορέστης Σ. Γεωργόπουλος, Επιστημονικός Συνεργάτης Τμήματος Πολιτικών Έργων Υποδομής, Δρ Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π. Θεματική περιοχή: Υδατική ροή

Διαβάστε περισσότερα

«γεωλογικοί σχηματισμοί» όρια εδάφους και βράχου

«γεωλογικοί σχηματισμοί» όρια εδάφους και βράχου «γεωλογικοί σχηματισμοί» έδαφος (soil) είναι ένα φυσικό σύνολο ορυκτών κόκκων που μπορούν να διαχωριστούν με απλές μηχανικές μεθόδους (π.χ. ανακίνηση μέσα στο νερό) όρια εδάφους και βράχου όλα τα υπόλοιπα

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΛΕΚΑΝΗΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ ΣΤΗΝ ΔΥΤΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΛΕΚΑΝΗΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ ΣΤΗΝ ΔΥΤΙΚΗ ΚΡΗΤΗ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΛΕΚΑΝΗΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ ΣΤΗΝ ΔΥΤΙΚΗ ΚΡΗΤΗ ΑΒΡΑΑΜ ΖΕΛΗΛΙΔΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑΧΑΛΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΣΙΔΗΡΟΥΧΑ & ΚΛΑΣΤΙΚΑ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΙΖΗΜΑΤΑ. Αριάδνη Αργυράκη

ΣΙΔΗΡΟΥΧΑ & ΚΛΑΣΤΙΚΑ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΙΖΗΜΑΤΑ. Αριάδνη Αργυράκη 1 ΣΙΔΗΡΟΥΧΑ & ΚΛΑΣΤΙΚΑ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΙΖΗΜΑΤΑ Αριάδνη Αργυράκη Περιεχόμενα 2 Χαρακτηριστικά και ορυκτολογία σιδηρούχων ιζημάτων Διεργασίες FeR και SR Ταινιωτοί σιδηρούχοι σχηματισμοί (BIF) Λεπτόκοκκα κλαστικά

Διαβάστε περισσότερα

ΧΗΜΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΔΑΦΩΝ

ΧΗΜΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΔΑΦΩΝ Εδαφικά κολλοειδή Ανόργανα ορυκτά (άργιλος) ή οργανική ουσία (χούμος) με διάμετρο μικρότερη από 0,001 mm ή 1μ ανήκουν στα κολλοειδή. Ηάργιλος(

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Ενότητα 5: Δευτερογενής Διασπορά, Κυριότερες γεωχημικές μεθόδοι Αναζήτησης Κοιτασμάτων, Σχεδιασμός και δειγματοληψία Χαραλαμπίδης Γεώργιος Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος και Μηχανικών

Διαβάστε περισσότερα

Σχέσεις εδάφους νερού Σχέσεις μάζας όγκου των συστατικών του εδάφους Εδαφική ή υγρασία, τρόποι έκφρασης

Σχέσεις εδάφους νερού Σχέσεις μάζας όγκου των συστατικών του εδάφους Εδαφική ή υγρασία, τρόποι έκφρασης Γεωργική Υδραυλική Αρδεύσεις Σ. Αλεξανδρής Περιγραφή Μαθήματος Σχέσεις εδάφους νερού Σχέσεις μάζας όγκου των συστατικών του εδάφους Εδαφική ή υγρασία, τρόποι έκφρασης Χαρακτηριστική Χ ή καμπύλη υγρασίας

Διαβάστε περισσότερα

Υλικά και τρόπος κατασκευής χωμάτινων φραγμάτων

Υλικά και τρόπος κατασκευής χωμάτινων φραγμάτων Τμήμα Δασολογίας & Διαχείρισης Περιβάλλοντος & Φυσικών Πόρων Εργαστήριο Διευθέτησης Ορεινών Υδάτων και Διαχείρισης Κινδύνου Προπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών Υλικά και τρόπος κατασκευής χωμάτινων φραγμάτων

Διαβάστε περισσότερα

Μεταμορφισμός στον Ελληνικό χώρο

Μεταμορφισμός στον Ελληνικό χώρο Μεταμορφισμός στον Ελληνικό χώρο Ιωάννης Ηλιόπουλος Παγκόσμια Γεωδυναμική 1 Η θέση της Ελλάδας στο Παγκόσμιο γεωτεκτονικό σύστημα 2 Γεωλογική τοποθέτηση η της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό χώρο Πανάρχαια Ευρώπη:

Διαβάστε περισσότερα

Υδροχημεία. Ενότητα 10: Οξείδωση - Αναγωγή. Ζαγγανά Ελένη Σχολή : Θετικών Επιστημών Τμήμα : Γεωλογίας

Υδροχημεία. Ενότητα 10: Οξείδωση - Αναγωγή. Ζαγγανά Ελένη Σχολή : Θετικών Επιστημών Τμήμα : Γεωλογίας Υδροχημεία Ενότητα 10: Οξείδωση - Αναγωγή Ζαγγανά Ελένη Σχολή : Θετικών Επιστημών Τμήμα : Γεωλογίας Σκοποί ενότητας Κατανόηση των οξειδοαναγωγικών φαινομένων, δυναμικό οξειδοαναγωγής Κατανόηση της διαδικασίας

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Η εφαρμογή των γεωλογικών πληροφοριών σε ολόκληρο το φάσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων και του φυσικού τους περιβάλλοντος Η περιβαλλοντική γεωλογία είναι εφαρμοσμένη

Διαβάστε περισσότερα

Ισορροπία στη σύσταση αέριων συστατικών

Ισορροπία στη σύσταση αέριων συστατικών Ισορροπία στη σύσταση αέριων συστατικών Για κάθε αέριο υπάρχουν μηχανισμοί παραγωγής και καταστροφής Ρυθμός μεταβολής ενός αερίου = ρυθμός παραγωγής ρυθμός καταστροφής Όταν: ρυθμός παραγωγής = ρυθμός καταστροφής

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 1 Ο ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ Δρ. ΜΑΡΙΑ ΦΕΡΕΝΤΙΝΟΥ 2008-2009

ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 1 Ο ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ Δρ. ΜΑΡΙΑ ΦΕΡΕΝΤΙΝΟΥ 2008-2009 ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 1 Ο ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ Δρ. ΜΑΡΙΑ ΦΕΡΕΝΤΙΝΟΥ 2008-2009 Τοπογραφικοί Χάρτες Περίγραμμα - Ορισμοί - Χαρακτηριστικά Στοιχεία - Ισοϋψείς Καμπύλες - Κατασκευή τοπογραφικής τομής

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 6: Η Μεσοελληνική Αύλακα. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 6: Η Μεσοελληνική Αύλακα. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Ενότητα 6: Η Μεσοελληνική Αύλακα Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Άδειες Χρήσης Το παρόν υλικό διατίθεται με τους όρους της άδειας χρήσης Creative

Διαβάστε περισσότερα

1. Το φαινόµενο El Niño

1. Το φαινόµενο El Niño 1. Το φαινόµενο El Niño Με την λέξη Ελ Νίνιο, προσφωνούν οι Ισπανόφωνοι το Θείο Βρέφος. Η ίδια λέξη χρησιµοποιείται για να εκφράσει µια µεταβολή του καιρού στις ακτές του Περού, που εµφανίζεται εδώ και

Διαβάστε περισσότερα

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Οι οργανισμοί αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους σε πολλά επίπεδα στα πλαίσια ενός οικοσυστήματος Οι φυσικές

Διαβάστε περισσότερα

Πολιτικοί Μηχανικοί ΕΜΠ Τεχνική Γεωλογία Διαγώνισμα 10/ ΘΕΜΑ 1 ο (4 βαθμοί)

Πολιτικοί Μηχανικοί ΕΜΠ Τεχνική Γεωλογία Διαγώνισμα 10/ ΘΕΜΑ 1 ο (4 βαθμοί) Πολιτικοί Μηχανικοί ΕΜΠ Τεχνική Γεωλογία Διαγώνισμα 10/2006 1 ΘΕΜΑ 1 ο (4 βαθμοί) 1. Σε μια σήραγγα μεγάλου βάθους πρόκειται να εκσκαφθούν σε διάφορα τμήματά της υγιής βασάλτης και ορυκτό αλάτι. α) Στο

Διαβάστε περισσότερα