ΠΑΝΕΠ. ΕΤΟΣ Αριθμ.: 2787 ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΓΟΝΩΝ CD5 KAI CD19 ΣΤΑ ΛΕMΦΟΚΥΤΤΑΡΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΤOΜΩΝ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΠΑΝΕΠ. ΕΤΟΣ Αριθμ.: 2787 ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΓΟΝΩΝ CD5 KAI CD19 ΣΤΑ ΛΕMΦΟΚΥΤΤΑΡΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΤOΜΩΝ"

Transcript

1 AΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ Α ΠΡΟΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ I. ΧΑΤΖΗΤΟΛΙΟΣ ΠΑΝΕΠ. ΕΤΟΣ Αριθμ.: 2787 ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΓΟΝΩΝ CD5 KAI CD19 ΣΤΑ ΛΕMΦΟΚΥΤΤΑΡΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΤOΜΩΝ ΖΩΗΣ Α. ΣΑΟΥΛΗ ΙΑΤΡΟΥ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΟΥ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ, ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2014

2

3 AΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ Α ΠΡΟΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Ι. ΧΑΤΖΗΤΟΛΙΟΣ ΠΑΝΕΠ. ΕΤΟΣ Αριθμ. : 2787 ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΓΟΝΩΝ CD5 KAI CD19 ΣΤΑ ΛΕMΦΟΚΥΤΤΑΡΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΤOΜΩΝ ΖΩΗΣ Α. ΣΑΟΥΛΗ ΙΑΤΡΟΥ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΟΥ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ, ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙ- ΚΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2014

4 ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ( ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ) ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΛΩΝΙΖΑΚΗΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΕΠΤΑΜΕΛΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ( ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ) ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΛΩΝΙΖΑΚΗΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΓΑΡΥΠΙΔΟΥ - ΒΡΑΤΣΚΙΔΟΥ, ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΑΤΖΗΤΟΛΙΟΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΟΦΙΑ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑÏΑΦΑ, ΛΕΚΤΟΡΑΣ - H έγκρισις της Διδακτορικής Διατριβής υπό της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλοί αποδοχήν των γνωμών του συγγραφέως (Nόμος 5343/32, άρθρ και ν. 1268/82, άρθρ. 50 8)

5 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ - ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

6 ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ, ΣΤΟΝ ΑΝΤΡΑ ΜΟΥ

7

8 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ 9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ..11 ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ Β ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΫΠΕΡΠΛΑΣΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ α1. Γενικά-Επιδημιολογία 17 α2. Ταξινόμηση 18 β. Η προέλευση των παθολογικών Β-κυττάρων 21 ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΓΕΝΗΣ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ α1. Επιδημιολογία 23 α2. Αιτιολογία 24 α3. Οικογενής Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία.. 24 α4. Αυτοάνοσα νοσήματα και λοιμώξεις α5. Χημικές ουσίες και ακτονοβολία.. 25 Β. ΠΑΘΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ. 26 Γ.ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ 28 Δ. ΔΙΑΓΝΩΣΗ 29 δ1. Διαφορική Διάγνωση 30 Ε. ΣΤΑΔΙΟΠΟΙΗΣΗ 32 ΣΤ. ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ. 33 στ1. Γονιδιακή θεραπεία. 34 στ2. Χημειοθεραπεία.. 34 στ3. Μεταμόσχευση αρχέγονων κυττάρων. 35 Ζ. ΑΝΘΕΚΤΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΓΕΝΗΣ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ.. 35 Η. ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ 36 Θ. ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ 37 ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ Α. ΠΕΡΙ ΓΕΝΕΤΙΚΗΣ.. 37

9 Β. ΟΙ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΕΡΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΤΩΝ ΒΑΡΕΩΝ ΑΛΥΣΕΩΝ ΤΩΝ ΑΝΟΣΟΣΦΑΙΡΙΝΩΝ (IgVH) Γ. CD38 39 Δ. ZAP E. LPL/ADAM MOΡΙΑΚΟΙ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ 41 ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑΣ ΡΟΗΣ α1. Γενικά.. 49 α2. Χρώση και ανάλυση του δείγματος 51 α3. Δείγματα ελέγχου 53 α4. Απεικόνιση δεδομένων 53 β1. Ιατρικές και κλινικές εφαρμογές 54 ΜΟΝΟΚΛΩΝΙΚΗ Β ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ Α. Γενικά 59 Β. ΜΟΝΟΚΛΩΝΙΚΗ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΓΕΝΗΣ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ 60 β1. Γενικά. 60 β2. Κληρονομικοί γενετικοί παράγοντες.. 61 β3. Επίκτητοι γενετικοί παράγοντες. 63 β4. Η κατάσταση μετάλλαξης της IgVH ως κεντρικός καθοριστικός παράγοντας της βιολογίας της χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας.. 64 β5. Ο ρόλος της BCR στη χρόνια λεμφογενή λευχαιμία.. 65 β6. Σύντομη ιστορία της κυτταρομετρίας ροής στη διάγνωση της χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας. 65 ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ Β ΜΟΝΟΚΛΩΝΙΚΗ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ α1. Γενικά α2. Διαγνωστικά κριτήρια για τη Β Μονοκλωνική Λεμφοκυττάρωση 68 α3. Η κλινική έκβαση ατόμων με Β Μονοκλωνική Λεμφοκυττάρωση του τύπου της χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας 69

10 ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ.. 73 ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ α1. Γενικά. 76 α2. Δειγματοληψία. 77 α3. Ταξινόμηση συμμετεχόντων 78 ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 79 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ.. 81 ΣΥΖΗΤΗΣΗ 108 ΠΕΡΙΛΗΨΗ 117 SUMMARY. 118 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 119

11 9 ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ Β ΛΥΝ ΒΜΛ ΚΡ ΧΛΛ BCLPD CHOP CRP FC FCR FR FISH IgVH LDH LTD MCL Β ΛΕΜΦΟΫΠΕΡΠΛΑΣΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ Β ΜΟΝΟΚΛΩΝΙΚΗ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑ ΡΟΗΣ ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΓΕΝΗΣ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ B Cell Chronic LymphoProliferative Disorder Κυκλοφωσφαμίδη, δοξορουβικίνη, βινκριστίνη, πρεδνιζόνη C-αντιδρώσα πρωτεϊνη Φλουνταραμπίνη- Κυκλοφωσφαμίδη Φλουνταραμπίνη- Κυκλοφωσφαμίδη- Ριτουξιμάμπη Φλουνταραμπίνη-ριτουξιμάμπη Fluoroscent in situ hybridization Immunoglobulin Variable region Heavy chain Γαλακτική δεϋδρογενάση Lymphocyte Doubling Time Λέμφωμα του μανδύα

12 10

13 11 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία (ΧΛΛ) είναι μία από τις πιο συχνές αιματολογικές κακοήθειες στον Δυτικό κόσμο, συνιστώντας το 11% των αιματολογικών κακοηθειών. Η πλειονότητα των ασθενών επισκέπτεται σχετικά νωρίς, σε σχέση με την εξέλιξη της νόσου, τον ιατρό αφού οι διαδικασίες του προληπτικού ελέγχου πλέον το επιτρέπουν, αλλά και οι μελέτες που μας προσφέρουν γνώσεις επί του θέματος έχουν αυξηθεί. Έτσι παρότι η ΧΛΛ θεωρείται νόσος των ηλικιωμένων, οι περισσότεροι ασθενείς διαγιγνώσκονται σε αρχικό στάδιο της νόσου (στάδιο 0 κατά Rai). Oι νεοπλασματικές κλωνικές αιματολογικές παθήσεις από Β κύτταρα αποτελούν το 90% των αματολογικών κακοηθειών των λεμφοκυττάρων. Επίσημα αποτελούν το 4% των νέων περιπτώσεων καρκίνων σε παγκόσμιο επίπεδο ετησίως. Η κλινική εικόνα και η εξέλιξη της νόσου για τον κάθε ασθενή ποικίλλουν. Άλλοι ασθενείς απαιτούν άμεση χημειοθεραπευτική παρέμβαση, ενώ άλλοι μπορεί να μείνουν ίσως και δεκαετίες σε μόνιμη και τακτική παρακολούθηση. Πολλές μελέτες γίνονται για την ακόμη πιο έγκαιρη διάγνωση της νόσου, αλλά και για την πιο έγκαιρη θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών με ΧΛΛ. Στα παλαιότερα διαγνωστικά κριτήρια της νόσου που περιελάμβαναν την λεμφοκυττάρωση, την οστεομυελική βιοψία αλλά και το στάδιο της νόσου, έχουν προστεθεί σήμερα ο απόλυτος αριθμός των λεμφοκυττάρων, η κλωνικότητα του πληθυσμού των λεμφοκυττάρων με την χρήση της κυτταρομετρίας ροής, τα CD5 και CD19 αντιγόνα, καθώς και οι κ και λ άλυσοι. Έχουν προστεθεί και πιο νέοι παράγοντες, όπως η ανοσοσφαιρίνη με μεταβλητή βαριά αλυσίδα (IgVH) IgVHV3-21, η αυξημένη έκφραση του CD38, η αυξημένη έκφραση του Ζap70, τα αυξημένα επίπεδα β 2 -μικροσφαιρίνης ορού, αλλά και τα αυξημένα επίπεδα τoυ CD23 στον ορό. Στο πλαίσιο αυτής της ανάγκης για πρώιμη διάγνωση είναι και η εκπόνηση της μελέτης αυτής, με την εξέταση των αντιγόνων CD5 και CD19 στα λεμφοκύτταρα

14 12 φυσιολογικών ατόμων, αναζητώντας την απαρχή της διαφοροποίησης των λεμφοκυττάρων αυτών σε μελλοντική νόσο, αναζητώντας την σχέση τους με την Β Μονοκλωνική Λεμφοκυττάρωση (ΒΜΛ) και ακόμη και με την ίδια τη νόσο, την ΧΛΛ. Αναζητώντας ουσιαστικά νέες εύκολες και προσβάσιμες για όλους τους ανθρώπους μεθόδους και εξετάσεις που θα στηρίζουν τη ρήση του Ιπποκράτη : το προλαμβάνειν καλύτερο του θεραπεύειν. Η παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε στο Γενικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ. Συμμετείχαν 842 άτομα, τα οποία ήταν εθελοντές αιμοδότες της Αιμοδοσίας του Νοσοκομείου, ηλικίας ετών. Τα δείγματα αίματος ελήφθησαν με παρακέντηση περιφερικής φλέβας και πραγματοποιήθηκε πλήρης αιματολογικός, βιοχημικός αλλά και ανοσοφαινοτυπικός έλεγχος των συμμετεχόντων, κατόπιν ενημερώσεώς τους. Το πειραματικό μέρος της μελέτης πραγματοποιήθηκε με την πλήρη υποστήριξη της Διευθύντριας της Αιμοδοσίας τότε, κας Τσουκαλά Αθηνάς, καθώς και όλου του προσωπικού της Αιμοδοσίας, αλλά και των διευθυντών της Α Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής, αρχικά του Καθηγητού Δημητρίου Καραμήτσου, στην συνέχεια του Καθηγητού Δημητρίου Γρέκα αλλά και του τωρινού διευθυντού, Καθηγητού Aπόστολου Χατζητόλιου. Η μελέτη αυτή περιλαμβάνει το Γενικό και το Ειδικό Μέρος. Στο Γενικό μέρος αναφέρονται στοιχεία για τα χρόνια Β λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα (Β ΛΥΝ), την μονοκλωνική Β λεμφοκυττάρωση(βμλ), την ΧΛΛ, τους παλαιότερους αλλά και τους νεότερους προγνωστικούς δείκτες αυτών. Επίσης γίνεται αναφορά στον αριθμό των ερευνητικών εργασιών που αφορούν στο συγκεκριμένο θέμα και δείχνουν τόσο την σύμπνοια των αποτελεσμάτων ανά χώρα αλλά και την αντιφατικότητα μεταξύ τους, ανάλογα με την χρήση των σύγχρονων εργαστηριακών μεθόδων. Περιγράφεται επίσης αναλυτικά η Κυτταρομετρία Ροής στην οποία είναι βασισμένη η παρούσα μελέτη. Στο ειδικό μέρος αναφέρονται ο σκοπός της μελέτης, το Υλικό και η Μέθοδος που χρησιμοποιήθηκαν για την διενέργειά της, τα αποτελέσματα των μετρήσεων και η στατιστική ανάλυση. Ακολουθούν η συζήτηση, με τη σύγκριση των ευρημάτων της μελέτης με άλλες αντίστοιχες της διεθνούς βιβλιογραφίας και τα συμπεράσματα.

15 13 Τέλος, αναγράφονται οι περιλήψεις στην ελληνική και αγγλική γλώσσα και η βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε. Είναι υποχρέωσή μου, να ευχαριστήσω όλους όσους συνέβαλαν με τον δικό τους τρόπο στην εκπόνηση αυτής της διδακτορικής διατριβής η διδακτορική διατριβή ξεκίνησε στην Α Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική του ΑΠΘ, όταν διευθυντής τότε ήταν ο Καθηγητής κ. Δημήτριος Καραμήτσος, ο οποίος με γνώριζε από φοιτήτρια και με γνήσιο πατρικό ενδιαφέρον, σαν αυτό που είχε για όλους τους ειδικευομένους του, με στήριξε σε κάθε προσπάθεια μου ως Διευθυντής της Κλινικής και πιστεύοντας σε μένα τόσο, έγινε και μέλος της Τριμελούς μου Επιτροπής. Στο ξεκίνημα αυτής της διαδικασίας, μεγάλος αρωγός και υποστηρικτής ή- ταν ο τωρινός Διευθυντής της Κλινικής, Καθηγητής κ.απόστολος Χατζητόλιος, ο οποίος τότε παρότρυνε τον Καθηγητή μου κ. Α. Παπαδόπουλο να μου αναθέσει αυτήν την εργασία και ο οποίος μου έδειξε αμέριστη εμπιστοσύνη σε όλα τα χρόνια εκπόνησης της διατριβής με ουσιαστική βοήθεια ακόμη και σε ιδιαίτερα δύσκολες και κρίσιμες προσωπικές στιγμές. Η θέλησή του να βοηθήσει στην επίλυση οποιουδήποτε προβλήματος και η παρακίνησή του να ολοκληρώσω αυτήν την μελέτη ήταν καθοριστικές, τόσο στην έναρξη όσο και στην συνέχιση και ολοκλήρωση της προσπάθειάς μου. Η ανάθεση του θέματος έγινε από τον Καθηγητή μου κ. Αθανάσιο Παπαδόπουλο, στον οποίον οφείλω την έναρξη και ολοκλήρωση αυτής της προσπάθειάς μου. Η φροντίδα του ήταν αδιάλειπτη, τόσο σε προσωπικό όσο κυρίως σε επιστημονικό επίπεδο, προσφέροντάς μου βοήθεια σε όλα τα επίπεδα και σε βάρος του δικού του προσωπικού χρόνου με πολύτιμες, ουσιαστικές και εποικοδομητικές συμβουλές καθόλη την διάρκεια εκπόνησης αυτής της διατριβής. Οι διορθώσεις και παρεμβάσεις του στη ροή του κειμένου ήταν συνεχείς, αφορούσαν τόσο τον επιστημονικό όσο και τον γραμματολογικό λόγο και γινόταν καθημερινά. Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα ε- πίσης να αναφέρω την σημαντική προσφορά του Αναπληρωτή Καθηγητή κ. Βασιλείου Παπαγιάννη, ο οποίος αρχικά συνέβαλλε στην διαμόρφωση του θέματος της διατριβής αυτής, αλλά κυρίως με βοήθησε να διαμορφώσω συνείδηση και στάση α-

16 14 πένατι στον αιματολογικό ασθενή, παρατηρώντας τον στην καθημερινή κλινική πράξη και εξέταση. Η μεγαλύτερή μου παράλειψη θα ήταν αν δεν ευχαριστούσα δημοσίως την Λέκτορα Αιματολογίας κα Γεωργία Καϊάφα, μέλος της επταμελούς εξεταστικής επιτροπής, για την ολοκληρωτική και καθοριστική συμμετοχή της, όχι μόνο για την διαμόρφωση και εκπόνηση αυτής της διατριβής, με την συνεχή της ενασχόληση ακόμη και σε επίπεδο συλλογής δειγμάτων, αλλά και στην εξέλιξή μου ως αιματολόγου. Η παρουσία της, οι επιστημονικές εμπεριστατωμένες συμβουλές της, η αγάπη της για τον ασθενή, αλλά και το ήθος της, σου δείχνουν πως πρέπει να εξελιχθείς ως άνθρωπος και ως επιστήμονας. Ευχαριστώ θερμά και τα άλλο μέλος της τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής, τον Καθηγητή κ. Ιωάννη Κλωνιζάκη, για τις εύστοχες παρατηρήσεις του και το ουσιαστικό του ενδιαφέρον καθόλη την διάρκεια εκπόνησης της διατριβής. Θερμές ευχαριστίες οφείλω στον Διευθυντή του Τομέα Παθολογίας, Καθηγητή κ. Αστέριο Καραγιάννη για το ενδιαφέρον του και τις διευκολύνσεις που μου παρείχε. Από τα μέλη της επταμελούς επιτροπής οφείλω εγκάρδια να ευχαριστήσω την Καθηγήτρια κα Βασιλεία Γαρυπίδου, που δέχθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη να στηρίξει αυτήν μου την προσπάθεια παρά το βαρύ της προσωπικό πρόγραμμα, όπως όταν με δέχθηκε ως ασκούμενη να μου μάθει την πήξη του αίματος, γνωρίζοντας την σημασία που έχει αυτή η διατριβή για μένα. Ιδαίτερη ευγνωμοσύνη οφείλω στην Αναπληρώτρια Καθηγήτρια κ. Σοφία Βακαλοπούλου που αποδέχθηκε την πρόσκληση με ιδιαίτερη χαρά, αλλά και για τις συμβουλές της τόσο σε αιματολογικά όσο και σε προσωπικά θέματα. Το πειραματικό μέρος πραγματοποιήθηκε στο Ερευνητικό Εργαστήριο της Α Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής, με την αμέριστη βοήθεια των παρασκευαστριών κ.κ. Μαργαρίτας Τσούκα-Παυλίδου και Αγλαΐας Ναούμ-Στρατή, τις οποίες θερμά ευχαριστώ, καθώς και των παρασκευαστριών της Κλινικής κ.κ. Μάρθας Α- ντωνιάδου, Δέσποινας Παππά και Ελένης Δήμου, τις οποίες ευχαριστώ για τον αμέ-

17 15 ριστο κόπο που κατέβαλαν και τον ζήλο που επέδειξαν στην συλλογή και διακίνηση των δειγμάτων. Ο ανοσοφαινότυπος μελετήθηκε με την μέθοδο της Κυτταρομετρίας Ροής, στο Ανοσολογικό Τμήμα του Πανεπιστημιακού Μικροβιολογικού Εργαστηρίου του Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ, υπό την επίβλεψη και εποπτεία της Αναπληρώτριας Διευθύντριας κ. Χριστίνας Αγγουριδάκη και με την επίπονη, σταθερή και συνεχή συμμετοχή της Dr κ. Βασιλικής Τσαβδαρίδου, που αφιέρωσε αμέτρητες πολύτιμες ώρες, α- κόμη και από τον προσωπικό της χρόνο για την διατριβή αυτή. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στον κ. Κωνσταντίνο Σταματόπουλο, που μέσα στην πληθώρα των δικών του εργασιών, δέχθηκε να εξετάζει συμπληρωματικά τα δείγματα των ασθενών μας, που ειδάλλως δεν θα είχαμε την δυνατότητα να εξετάσουμε στα πλαίσια των εργαστηρίων του Νοσοκομείου και συνέβαλε έτσι στην πληρέστερη έρευνά μας. Η διατριβή αυτή δεν είναι παρά ένα κομμάτι της αγωνίας του κλινικού ιατρού, για την πρώιμη και έγκυρη διάγνωση και αποτελεσματικότερη θεραπεία των αιματολογικών ασθενών με λεμφοϋπερπλαστικές διαταραχές.

18 ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

19 17 B-XΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΫΠΕΡΠΛΑΣΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ α1. Γενικά - Επιδημιολογία Τα λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα (ΛΥΝ) αναφέρονται σε διάφορες παθοφυσιολογικές διαταραχές, στις οποίες τα λεμφοκύτταρα παράγονται σε υπερβολικές ποσότητες. Συνήθως συμβαίνουν σε ασθενείς με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα. Οριμένες φορές ταυτίζονται με τα ανοσοϋπερπλαστικά νοσήματα, αλλά τεχνικά συνιστούν υποσύνολο τους. Συνοπτικά περιγράφονται ως σύνολο διαταραχών που χαρακτηρίζονται από τον ανώμαλο πολλαπλασιασμό των λεμφοκυττάρων. Οι δύο κύριοι τύποι των λεμφοκυττάρων είναι τα Β και τα Τ κύτταρα, τα οποία προέρχονται από τα πολυδύναμα αιμοποιητικά κύτταρα του μυελού των οστών. Τα άτομα που έχουν κάποιο είδος ανοσοποιητικής διαταραχής είναι ευαίσθητα στην α- νάπτυξη μιας λεμφοϋπερπλαστικής νόσου. Υπάρχουν αρκετές κληρονομούμενες γονιδιακές μεταλλάξεις που διαπιστώθηκε ότι προκαλούν λεμφοϋπερπλαστικές διαταραχές, ωστόσο έχουν διατυπωθεί και ιατρογενή αίτια (1). Τα χρόνια Β-λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα (Β-ΛΥΝ) αποτελούν μία ετερογενή ομάδα νεοπλασματικών νοσημάτων με κοινό χαρακτηριστικό την προέλευσή τους από προγονικά κύτταρα της λεμφικής σειράς, σε διάφορα στάδια διαφοροποίησης, από τα αρχέγονα Β κύτταρα έως τα ώριμα κύτταρα που υπέστησαν σωματικές μεταλλάξεις και έχουν φαινότυπο Β-λεμφοκυττάρων. Tα Β-ΛΥΝ αποτελούν το 4,4% των κακοηθειών και το 4,8% όλων των θανάτων από καρκίνο. (6) Τόσο τα Β-ΛΥΝ όσο και η χρόνια Β λεμφογενής λευχαιμία (Β ΧΛΛ) αποτελούν ένα μεγάλο πεδίο έρευνας για την παθογένειά τους αλλά και για την παρακολούθηση και εξέλιξή τους από εργαστηριακής απόψεως.

20 18 α2. ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ Λόγω της κλινικής εικόνας αλλά και των εργαστηριακών ευρημάτων αυτών των νοσημάτων, ήταν απαραίτητη η χρήση ενός διεθνούς συστήματος ταξινόμησης για τον καλύτερο τρόπο επικοινωνίας των επιστημόνων, αλλά και για την καλύτερη τελική διάγνωση και αντιμετώπιση του ασθενούς. Η πρώτη προσπάθεια ταξινόμησης των Β ΛΥΝ ξεκίνησε από τον Rappaport H. τo 1964, στην συνέχεια στην ταξινόμηση του Κιέλου, αλλά και της REAL το 1994, έως την ταξινόμηση του Παγκόσμιου ΟργανισμoύΥγείας το 1999 (2). Το 2008, η International Agency on Research and Cancer(IARC)-Διεθνής Ένωση για την έρευνα και τον καρκίνο-δημοσίευσε την 4η έκδοση για την ταξινόμηση των Β-ΛΥΝ (3). Σύμφωνα με αυτές τις ταξινόμησεις η ΧΛΛ είναι νόσος μόνο των Β λεμφοκυττάρων.

21 19 ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΥΓΕΙΑΣ ΛΕΜΦΩΜΑΤΑ ΑΠΟ Β ΚΥΤΤΑΡΑ Λέμφωμα από πρόδρομα Β κύτταρα Λεμφοβλαστικό λέμφωμα / λευχαιμία από πρόδρομα Β κύτταρα Λεμφώματα από ώριμα Β κύτταρα Χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία / μικρό λεμφοκυτταρικό λέμφωμα Λεμφοπλασματοκυτταρικό λέμφωμα Σπληνικό λέμφωμα οριακής ζώνης Εξωαδενικό λέμφωμα οριακής ζώνης από Β κύτταρα λεμφικού ιστού σχετιζόμενου με βλεννογόνο (λέμφωμα MALT) Αδενικό λέμφωμα οριακής ζώνης από Β κύτταρα Θυλακιώδες λέμφωμα Λέμφωμα μανδύα Διάχυτο λέμφωμα από μεγάλα Β κύτταρα Λέμφωμα μεσοθωρακίου (θύμου) από μεγάλα Β κύτταρα Ενδοαγγειακό λέμφωμα από μεγάλα Β κύτταρα Πρωτοπαθές λέμφωμα κοιλοτήτων Λευχαιμία / λέμφωμα Burkitt ΛΕΜΦΩΜΑΤΑ T/NK ΚΥΤΤΑΡΩΝ Λέμφωμα από πρόδρομα Τ κύτταρα Λεμφοβλαστική λευχαιμία / λέμφωμα από πρόδρομα Τ κύτταρα

22 20 Λέμφωμα από βλαστικά κύτταρα ΝΚ κύτταρα Λέμφωμα από ώριμα T/NK κύτταρα Λευχαιμία / λέμφωμα ενηλίκων από Τ κύτταρα Εξωαδενικό λέμφωμα από NK/T κύτταρα, ρινικός τύπος Λέμφωμα εντεροπαθητικού τύπου από Τ κύτταρα Ηπατοσπληνικό λέμφωμα από Τ κύτταρα Υποδόριο λέμφωμα από Τ κύτταρα προσομοιάζον σε υποδερματίτιδα Σπογγοειδής μυκητίαση Σύνδρομο Sézary Πρωτοπαθές δερματικό αναπλαστικό λέμφωμα από μεγάλα κύτταρα Περιφερικό λέμφωμα από Τ κύτταρα, μη καθορισμένο Αγγειοανοσοβλαστικό λέμφωμα από Τ κύτταρα Αναπλαστικό λέμφωμα από μεγάλα κύτταρα

23 21 Β. Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΩΝ Β ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΝ Ο μυελός των οστών είναι το βασικό όργανο λεμφοποίησης, όπου το μικροπεριβάλλον του παρέχει το κατάλληλο υπόστρωμα, το οποίο συμβάλλει στην ανάπτυξη των αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων. Τα Β λεμφοκύτταρα εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος ως ώριμα παρθένα Β λεμφοκύτταρα (mature naive B cells) και διέρχονται από τα δευτερογενή λεμφικά όργανα. Τα κύτταρα αυτά εκφράζουν αμετάλλακτες ανοσοσφαιρίνες και αν δεν συναντήσουν κάποιο αντιγόνο σύντομα θα οδηγηθούν σε απόπτωση. Αντίθετα, αν έρθουν σε επαφή με αντιγόνο, θα αλληλεπιδράσουν με Τ λεμφοκύτταρα βοηθητικά (T helpers) και στη συνέχεια θα σχηματίσουν βλαστικά κέντρα στο κέντρο των λεμφοζιδίων. Η επαφή των ώριμων παρθένων Β λεμφοκυττάρων με το αντίστοιχο αντιγόνο έχει ως αποτέλεσμα την ενεργοποίησή τους και τη διαφοροποίησή τους, με τη δημιουργία πλασματοκυττάρων που παράγουν αντισώματα μεγάλης συγγένειας με το αντιγόνο καθώς και Β λεμφοκυττάρων μνήμης. Στην διαδικασία της ωρίμανσης των Β λεμφοκυττάρων πιστεύεται πως τα παθολογικά Β λεμφοκύτταρα αποτελούν ένα κλώνο κυττάρων που η διαφοροποίησή τους σταμάτησε σε ένα στάδιο ωρίμανσης πριν γίνουν ώριμα πλασματοκύτταρα. Γι αυτό όλα φέρουν τις ίδιες αναδιατάξεις των βαρέων αλύσεων των ανοσοσφαιρινών (IgVH) (4). Eιδικότερα για την ΧΛΛ, πιστεύεται ότι υπάρχουν δύο τρόποι παθολογικής εκτροπής των κυττάρων. Ο ένας είναι αυτός κατά τον οποίο το παθολογικό κύτταρο δεν πέρασε από το παθολογικό κέντρο και φέρει αμετάλλακτη την αλληλουχία της βαρειάς αλύσου των ανοσοσφαιρινών ( Variable Diverse and Joining gene segments - VDJ) στις IgVH ( immunoglobulin variable region heavy chain ) και ο άλλος είναι αυτός που το παθολογικό κύτταρο έχει περάσει από το βλαστικό κέντρο και φέρει μεταλλαγμένες IgVH (5). Στο βλαστικό κέντρο επιτελούνται και η αλλαγή του τύπου της ανοσοσφαιρίνης από IgM σε IgG και οι σημειακές μεταλλάξεις στα γονίδια των υπερμεταβλητών περιοχών των βαρέων αλύσεων των ανοσοσφαιρινών. Σύμφωνα με την σύγχρονη θεωρία

24 22 της λεμφωματογένεσης, ο κάθε τύπος λεμφώματος προέρχεται από κύτταρο που έχει εξαλλαγεί σε κάποιο στάδιο της εξέλιξης του και έχει μεταμορφωθεί στο βλαστικό κέντρο. Η διαφορά βέβαια δεν εντοπίζεται μόνο στο μοριακό επίπεδο αλλά και στην πρόγνωση, κλινική πορεία και συνολική επιβίωση των δύο αυτών ομάδων των ασθενών, δηλαδή με τις μεταλλαγμένες και τις αμετάλλακτες IgVH.

25 23 ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΓΕΝΗΣ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ Α1. Επιδημιολογία Η χρόνια λεμφογενής λευχαιμία (ΧΛΛ) αποτελεί μια μονοκλωνική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από την προοδευτική συσσώρευση λειτουργικά ανίκανων λεμφοκυττάρων στον οργανισμό. Χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση CD5+ B λεμφοκυττάρων στο αίμα, τον μυελό των οστών και τα δευτερογενή λεμφικά όργανα. Συνιστά την πλέον κοινή μορφή λευχαιμίας στους ενήλικες των δυτικών χωρών, προσβάλλει κυρίως ηλικιωμένους (διάμεση ηλικία κατά τη διάγνωση τα 60 έτη) και κατά προτίμηση άνδρες (αναλογία αντρών : γυναικών =2:1) (7). Αποτελεί το 30% των Β λεμφοϋπεραπλαστικών νοσημάτων και το 11% όλων των αιματολογικών κακοηθειών παγκοσμίως. Δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο η τυχαία διάγνωση της ΧΛΛ μετά από μια εξέταση αίματος που γίνεται για άλλο λόγο. Οι διογκωμένοι λεμφαδένες είναι το πιο κοινό σύμπτωμα, αλλά οι ασθενείς μπορεί να παρουσιάσουν ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων και κλινικών σημείων. Θεραπευτικά, η χημειοθεραπεία δεν είναι απαραίτητη σε ασθενείς με ΧΛΛ, έως ότου σταδιοποιηθεί η νόσος. Μια ποικιλία χημειοθεραπευτικών σχημάτων χρησιμοποιούνται στη ΧΛΛ, όπως νουκλεοσιδικά ανάλογα, αλκυλιωτικοί ή βιολογικοί παράγοντες ή συνδυασμός των ανωτέρω. Όπως συμβαίνει στην περίπτωση των περισσότερων κακοηθειών, η ακριβής αιτία της ΧΛΛ παραμένει αβέβαιη. Θεωρείται ως μια επίκτητη διαταραχή, καθώς το ποσοστό των πραγματικά οικογενών περιστατικών είναι εξαιρετικά χαμηλό. Περισσότερες από νέες περιπτώσεις ΧΛΛ καταγράφονται κάθε χρόνο στις ΗΠΑ. Η πραγματική επίπτωση είναι άγνωστη και είναι πιθανόν υψηλότερη, καθώς πολλές περιπτώσεις δεν αναφέρονται. Μολονότι η συχνότητα εμφάνισης της ΧΛΛ στις δυτικές χώρες είναι παρόμοια με εκείνη των ΗΠΑ, η ΧΛΛ είναι εξαιρετικά σπάνια στις ασιατικές χώρες, όπου εκτιμάται ότι αποτελεί το 10% επί του συνόλου των λευχαι-

26 24 μιών. Ωστόσο, η υποβολή ελλειπών στοιχείων και η παράλειψη καταχώρησης αυτών στα μητρώα μπορεί να υποεκτιμά σημαντικά την πραγματική συχνότητα εμφάνισης της ΧΛΛ (8). Η συχνότητα εμφάνισης της ΧΛΛ είναι υψηλότερη στον καυκάσιο πληθυσμό. Επίσης είναι υψηλότερη στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες, με αναλογία 1,7-2:1. Η ΧΛΛ προσβάλλει κυρίως τους ηλικιωμένους, με μέση ηλικία εμφάνισης της νόσου τα 60 χρόνια. Η μέση ηλικία εμφάνισης στις οικογενείς περιπτώσεις υπολογίζεται στα 58 χρόνια (9). α2. Αιτιολογία Η αιτιολογία των Β-ΛΥΝ και εν προκειμένω της Β ΧΛΛ είναι άγνωστη. Η παθογένεια τους οφείλεται τόσο σε γενετικές διαταραχές της κυτταρικής ανοσίας όσο και σε γενετικές διαταραχές της χυμικής ανοσίας, μπορεί όμως και να προκύψει de novo ή και μετά από επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων, όπως η ακτινοβολία και άλλοι. α3. Οικογενής ΧΛΛ Υπάρχουν αρκετές μελέτες που έχουν διεξαχθεί στα πλαίσια διερεύνησης της οικογενούς εμφάνισης νοσημάτων που ανήκουν στην κατηγορία των Β λεμφοϋπερπλαστικών νοσημάτων και ειδικότερα της Β ΧΛΛ (18). Στις μελέτες αυτές ένα ποσοστό που φθάνει το 5-10% των ασθενών αναφέρει οικογενειακό ιστορικό λευχαιμίας, σε οικογένειες που είχαν περισσότερες της μίας έως και τρεις περιπτώσεις με ασθενείς με ΧΛΛ. Φαίνεται πως σε συγγενείς πρώτου βαθμού, ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου είναι 2 έως και 7 φορές μεγαλύτερος καθώς επίσης ότι αυτοί είναι δυνατόν να εμφανίσουν την νόσο έως και 20 χρόνια πιο νωρίς και με ακόμη υψηλότερα ποσοστά εμφάνισης της Β Μονοκλωνικής Λεμφοκυττάρωσης (ΒΜΛ) στους υπολοίπους συγγενείς. Η μελέτη του Αmerican CLL Consortium, υπέδειξε πως η φύση της νόσου εί-

27 ναι μία, αφού υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες μεταξύ των οικογενειών και των τυχαίων περιπτώσεων τόσο στις βιολογικές όσο και στις κλινικές εκδηλώσεις τους (19). 25 α4. Αυτοάνοσα νοσήματα και λοιμώξεις Είναι λίγες οι μελέτες που έχουν συσχετίσει την ΧΛΛ με αυτοάνοσα νοσήματα γενικότερα, χωρίς όμως την εξαγωγή σαφών αποτελεσμάτων και σύνδεσή της με οικογενειακό ή ατομικό ιστορικό αυτοάνοσων νοσημάτων. Επίσης, υπάρχουν πρόσφατες μελέτες που προσπαθούν να συνδέσουν τις λοιμώξεις από βακτήρια με έλυτρο με την ΧΛΛ. Ωστόσο, τα ευρήματα αυτών για να αξιολογηθούν, απαιτείται μεγαλύτερος αριθμός ασθενών και επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων τους (19). α5. Χημικές ουσίες και ακτινοβολία Οι εργαζόμενοι σε βιομηχανίες πετροχημικών, όπως αποδείχθηκε από επιδημιολογικές μελέτες, εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ΧΛΛ σε σχέση με τους αγρότες, χωρίς όμως να έχει ενοχοποιηθεί κάποια χημική ουσία. Υπάρχουν μελέτες που έδειξαν την αυξημένη εμφάνιση ασθενειών όπως η οξεία λευχαιμία ή και η χρόνια μυελογενής λευχαιμία μετά από έκθεση σε ιονίζουσα ακτινοβολία, όχι όμως για τη Β ΧΛΛ. Δεν βρέθηκε καμία συσχέτιση σε επιζώντες της ατομικής βόμβας στον πληθυσμό της Ιαπωνίας με την ΧΛΛ. (20,21) Επίσης καμία συσχέτιση δεν υπάρχει σε ασθενείς με ΧΛΛ που έχουν υποβληθεί σε ακτινοβολία για άλλες παθήσεις. (22)

28 26 Β. ΠΑΘΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ Τα παθολογικά κύτταρα στους περισσότερους ασθενείς με ΧΛΛ είναι κλωνικά Β κύτταρα που αναπτύχθηκαν κατά την οδό διαφοροποίησης των Β κυττάρων και συγκεκριμένα στο ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ των προ-β-κυττάρων και των ώριμων Β κυυττάρων. Μορφολογικά στο περιφερικό αίμα ομοιάζουν με ώριμα λεμφοκύτταρα. Τα Β λεμφοκύτταρα παρουσιάζουν τυπικά αντιγόνα επιφανείας των Β-κυττάρων, όπως φαίνεται από τα μονοκλωνικά αντισώματα CD19, CD20, CD21 και CD23. Επιπλέον, εκφράζεται το CD5, το οποίο ανευρίσκεται συνήθως στα Τ κύτταρα. Λόγω του γεγονότος ότι τα μη παθολογικά Β κύτταρα είναι παρόντα στη ζώνη μανδύα των λεμφοειδών θυλακίων, πιθανότατα η ΧΛΛ να οφείλεται σε κακοήθεια εντός της ζώνης. Με τη σειρά της, η διαταραχή συνδέεται με την παραγωγή πολυδραστικών φυσικών αυτοαντισωμάτων (10). Τα Β-λεμφοκύτταρα στην ΧΛΛ εκφράζουν εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα ανοσοσφαιρίνης, συχνότερα τους τύπους Μ (IgM), IgM/IgD και IgD. Επιπροσθέτως, μπορούν επίσης να εκφράζουν εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα της ελαφριάς αλύσου της ανοσοσφαιρίνης (άλυσοι κ ή λ). Ανώμαλος καρυότυπος παρατηρείται στην πλειονότητα των ασθενών με ΧΛΛ. Η πιο κοινή ανωμαλία είναι η α- πουσία του 13q που εμφανίζεται σε περισσότερο από το 50 % των ασθενών. Τα άτομα που εκφράζουν ανωμαλίες τύπου 13q14 παρουσιάζουν μια σχετικά ήπια α- σθένεια που εκδηλώνεται συνήθως ως σταθερή ή αργά εξελισσόμενη (10). Η ύπαρξη της τρισωμίας 12 παρατηρείται στο 15 % των ασθενών με ΧΛΛ και συνδέεται με άτυπες μορφολογικές ανωμαλίες και προοδευτική εξέλιξη της νόσου. Η απουσία του βραχέως σκέλους του χρωμοσώματος 17 έχει συσχετιστεί με ταχεία εξέλιξη, σύντομη ύφεση και μειωμένη συνολική επιβίωση του ασθενούς. Οι διαταραχές στο 17p13 συνδέονται με απώλεια της λειτουργίας του κατασταλτικού ογκογονιδίου p53. Αλλοιώσεις ή απουσία των ζωνών 11q22 -q23 παρατηρούνται στο 19% των ασθενών, συνδέονται με εκτεταμένη συμμετοχή των λεμφαδένων και η ασθένεια είναι ε- πιθετική και με μειωμένα ποσοστά επιβίωσης (10,11). Συνοπτικά, το 40-50% των α- σθενών δεν παρουσιάζει χρωμοσωμικές ανωμαλίες κατά την συμβατική κυτταρογε-

29 27 νετική μελέτη. Ωστόσο, το 80% των ασθενών εμφανίζουν ανιχνεύσιμες ανωμαλίες στον φθορισμό με FISH (12) -fluorescent in situ hybridization. Μελέτες απέδειξαν ότι το πρωτο-ογκογονίδιο BCL2 (B-cell lymphoma 2) υπερεκφράζεται στην ΧΛΛ (13). Το πρωτο-ογκογονίδιο BCL2 είναι ένας γνωστός καταστολέας της απόπτωσης (προγραμματισμένος κυτταρικός θάνατος των κυττάρων), με αποτέλεσμα την εμφάνιση μεγάλης διάρκειας ζωής για τα εμπλεκόμενα κύτταρα. Μελέτες έχουν δείξει ότι αυτή η αυξητική ρύθμιση του BCL2 είναι συναφής με τα αποτελέσματα στην ζώνη 13q14. Τα δύο γονίδια, mirna15a και mirna16-1, που βρίσκονται στο 13q14 φαίνεται ότι δεν κωδικοποιούνται προς πρωτεΐνες (14). Τα γονίδια mirna ανήκουν σε μια οικογένεια μη κωδικοποιημένων γονιδίων, που υ- πάρχουν σε όλο το γονιδίωμα. Εφόσον υποστούν μεταλλάξεις ή μεταγραφή, αναστέλλουν την έκφραση του γονιδίου, προκαλώντας αποδόμηση του mrna ή αναστολή της μεταγραφής του mrna. Η απουσία των mirna15a και mirna16-1 οδηγεί σε υπερέκφραση της BCL2. Γενετικές αναλύσεις απέδειξαν ότι η απαλοιφή ή η μειωμένη ρύθμιση των γονιδίων mirna εμφανίζεται στο 70 % των ασθενών με Β- ΧΛΛ (15). Ταυτόχρονα, έρευνες έχουν εντοπίσει μια σειρά από υψηλού κινδύνου γενετικά χαρακτηριστικά και δείκτες, συμπεριλαμβανομένων των παρακάτω : Ανοσοσφαιρίνη με μεταβλητή βαριά αλυσίδα (IgVH)IgVHV3-21. Αυξημένη έκφραση CD38. Αυξημένη έκφραση Ζap70. Αυξημένα επίπεδα Β2-μικροσφαιρίνης ορού. Αυξημένη δραστηριότητα της θυμιδινικής κινάσης του ορού. Σύντομος χρόνος διπλασιασμού των λεμφοκυττάρων(< 6 μήνες). Αυξημένα επίπεδα τoυ CD23 στον ορό.

30 28 Τα χαρακτηριστικά αυτά έχουν συσχετιστεί με ταχεία εξέλιξη, μειωμένη ύφεση, α- ντίσταση στη θεραπεία και μείωση της συνολικής επιβίωσης σε ασθενείς με ΧΛΛ. Μελέτες έχουν δείξει ότι αυτοί οι ασθενείς παρουσιάζουν ταχύτερη εξέλιξη της ΧΛΛ μετά από χημειοθεραπεία. (16) Το Ζ-πεπτίδιο (Ζap70) είναι μια κυτταροπλασματική κινάση της τυροσίνης, μοριακού βάρους 70 kilodaltons, του οποίου η έκφραση έχει συσχετιστεί με φτωχή πρόγνωση της ΧΛΛ. Τα κύτταρα βλαστικής σειράς με IgVH, παρουσιάζουν αυξημένη έκφραση του ΖΑΡ70. Ωστόσο, μελέτες έχουν επισημάνει ποσοστά ασυμφωνίας σε 10-20% των ασθενών. (11,16) Γ. ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ Οι ασθενείς με χρόνια λεμφογενή λευχαιμία εμφανίζουν ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων και σημείων. Η έναρξη μπορεί να είναι ύπουλη, αλλά συνήθως η ΧΛΛ διαγιγνώσκεται στο πλαίσιο μιας εξέτασης αίματος ρουτίνας % των ασθενών είναι ασυμπτωματικοί κατά τη στιγμή της διάγνωσης. (23) Τα πιό συνήθη συμπτώματα και σημεία είναι (23) : Διόγκωση των λεμφαδένων, του ήπατος, του σπλήνα Επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις Απώλεια της όρεξης Εκχυμώσεις (σύμπτωμα κατά την όψιμη φάση) Αδυναμία και καταβολή δυνάμεων Νυχτερινή εφίδρωση

31 29 Δ. ΔΙΑΓΝΩΣΗ Η υποψία της ΧΛΛ εμφανίζεται κατά τη παρουσία λεμφοκυττάρωσης και αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων, έπειτα από μια απλή εργαστηριακή εξέταση αίματος. Συχνά αποτελεί ένα τυχαίο εύρημα σε μια επίσκεψη ρουτίνας. Ο αριθμός των λεμφοκυττάρων είναι μεγαλύτερος από 4000 κύτταρα/μl αίματος, αλλά δύναται να είναι πολύ υψηλότερος. Η παρουσία λεμφοκυττάρωσης σε ένα ηλικιωμένο άτομο θα πρέπει να ισχυροποιήσει την υποψία για ΧΛΛ, ενώ πρέπει να διενεργηθεί και μια επιβεβαιωτική διαγνωστική εξέταση, όπως η κυτταρομετρία ροής. (24) Η διάγνωση της ΧΛΛ βασίζεται στην παρουσία ενός μη φυσιολογικού πληθυσμού Β λεμφοκυττάρων στο αίμα, το μυελό των οστών ή στους ιστούς, με ένα ασυνήθιστο αλλά χαρακτηριστικό φαινότυπο της κυτταρικής επιφάνειας. Ο φαινότυπος αυτός περιλαμβάνει την συνέκφραση επιφανειακών δεικτών του διαφοροποιητικού συμπλέγματος 5 (CD5) και 23 (CD23). Επιπλέον, όλα τα κύτταρα ΧΛΛ ενός ατόμου είναι κλωνικά, δηλαδή γενετικά πανομοιότυπα. Στην πράξη, αυτό επιβεβαιώνεται από την ανίχνευση μόνο μιας ελαφράς αλύσου, κ ή λ, επί του συνόλου των μη φυσιολογικών Β κυττάρων. Η έλλειψη της κανονικής κατανομής των αλυσίδων κ και λ στα Β κύτταρα είναι μια βάση για την υπόθεση της κλωνικότητας, βασικό στοιχείο για τη διάγνωση της Β κακοήθειας. (24,25) Απαιτείται ο συνδυασμός της μικροσκοπικής εξετάσεως του περιφερικού αίματος και της ανάλυσης των λεμφοκυττάρων με κυτταρομετρία ροής ώστε να επιβεβαιωθεί η κλωνικότητα των λεμφοκυττάρων. Αυτά είναι απαραίτητα μέσα για τον καθορισμό της διάγνωσης της ΧΛΛ. Αμφότερες οι εξετάσεις διενεργούνται με μικρή ποσότητα αίματος. Η κυτταρομετρία ροής είναι ένα μέσον που μπορεί να εξετάσει τον ανοσοφαινότυπο των κυττάρων. Ως μέθοδος, προϋποθέτει τη χρήση ειδικών α- ντισωμάτων που φθορίζουν και τα οποία αναγνωρίζονται από το μέσο-στόχο. Στην ΧΛΛ τα λεμφοκύτταρα είναι γενετικοί κλώνοι των Β-λεμφοκυττάρων και χαρακτηριστικά εκφράζουν τους δείκτες CD5 και CD23. Τα κύτταρα Β μοιάζουν με τα φυσι-

32 30 ολογικά λεμφοκύτταρα στο μικροσκόπιο, αν και είναι ελαφρώς μικρότερα και εύθραυστα όταν τοποθετούνται επάνω σε μία γυάλινη αντικειμενοφόρο πλάκα. (26,27) Δ1. Διαφορική διάγνωση Αιματολογικές διαταραχές που μπορεί να μοιάζουν με τη ΧΛΛ στην κλινική εικόνα, τη συμπεριφορά και την μικροσκοπική εικόνα, είναι τα λεμφώματα που ο- φείλονται σε κύτταρα του μανδύα και το λέμφωμα οριακής ζώνης. Όλες οι κακοήθειες των Β κυττάρων του αίματος και του μυελού των οστών μπορούν να διαφοροδιαγνωστούν από το συνδυασμό της κυτταρικής μορφολογίας, των δεικτών έκφρασης, καθώς και συγκεκριμένων γονιδίων που σχετίζονται με την ογκογένεση. Η διαφορική διάγνωση επιτυγχάνεται καλύτερα με αξιολόγηση του αίματος, του μυελού των οστών και περιστασιακά από τα κύτταρα του λεμφικού ιστού. (27) Η BΜΛ, η οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία, η οξεία μυελοβλαστική λευχαιμία, η προλεμφοκυτταρική λευχαιμία, η λευχαιμία από κύτταρα του μανδύα, αλλά και από τριχωτά κύτταρα, τα λεμφώματα, αλλά και οι ιογενείς λοιμώξεις πρέπει να αποκλεισθούν ταυτόχρονα με την διάγνωση της Β ΧΛΛ. Στα διαγνωστικά κριτήρια της ΒΜΛ που τέθηκαν από τους Μarti και συν. το 2005 (28) θα πρέπει να ισχύουν : α) ανίχνευση μονοκλωνικού Β κυτταρικού πληθυσμού στο περιφερικό αίμα με : i)λόγο κ:λ >3:1 ii) Β λεμφοκύτταρα >25%, που να μην εκφράζουν καθόλου ή να εκφράζουν μικρό ποσοστό επιφανειακής ανοσοσφαιρίνης ή iii) α) ανοσοφαινότυπο ειδικό για κάποια από τα Β ΛΥΝ β) η ΒΜΛ πρέπει να ανευρίσκεται σταθερά για διάστημα άνω των 3 μηνών τουλάχιστον και

33 31 γ) κριτήρια αποκλεισμού της ΒΜΛ, όπως η οργανομεγαλία και η λεμφαδενοπάθεια, η ταυτόχρονη παρουσία λοίμωξης ή αυτοάνοσου νοσήματος, καθώς και η ύπαρξη λεμφοκυττάρων( >5000κύτταρα/μl) Στα διαγνωστικά κριτήρια της ΧΛΛ, όπως θεσπίστηκαν το 1988 και 1996 από το National Cancer Institute- sponsored Working Group (NCI-WG) on Chronic Lymphocytic Leukemia (CLL) και την μετέπειτα αναθεώρηση το 2008 (7) - που άλλαξε και τον ορισμό της ΧΛΛ- αναφέρονται: α) Λεμφοκυττάρωση Ο απόλυτος αριθμός των Β λεμφοκυττάρων πρέπει να είναι >5000/μl στο περιφερικό αίμα αντί για απόλυτο αριθμό λεμφοκυττάρων >5000/μl Λεμφοκυττάρωση που εμμένει άνω των τριών μηνών Κλωνικότητα του πληθυσμού των λεμφοκυττάρων, με τον κλωνικό αριθμό να ανέρχεται τουλάχιστον στο 55% του αριθμού των λεμφοκυττάρων και κλωνικότητα η οποία είναι διαπιστωμένη ανοσοφαινοτυπικά με κυτταρομετρία ροής. Ο ανοσοφαινότυπος των κυττάρων της ΧΛΛ περιλαμβάνει την συνύπαρξη των CD5 και CD 19 αντιγόνων των Β λεμφοκυττάρων, την ισχυρή έκφραση των CD23 και CD20 καθώς και την ασθενή έκφραση των CD79b, FMC7, αλλά και της επιφανειακής ανοσοσφαιρίνης Sm Ig (29). β). Οστεομυελική βιοψία, που να δείχνει διήθηση του μυελού των οστών από λεμφοκύτταρα σε ποσοστό τουλάχιστον 30-40%. Στα διαγνωστικά κριτήρια για τα υπόλοιπα Β ΛΥΝ κυρίαρχο ρόλο παίζει ο ανοσοσφαινότυπος. Τα κύτταρα της Β προλεμφοκυτταρικής λευχαιμίας δεν εκφράζουν το CD 5 στην επιφάνεια τους, ενώ το CD 20 και η ανοσοσφαιρίνη επιφανείας έχουν ισχυρή έκφραση. Επίσης, η συνέκφραση του CD5 και του CD19 δεν υπάρχει

34 32 στα λεμφώματα, με εξαίρεση το λέμφωμα του μανδύα. Τα λεμφώματα εκφράζουν ισχυρά στην επιφάνειά τους το CD79b καθώς και το FMC7. (41) Ε. ΣΤΑΔΙΟΠΟΙΗΣΗ Η σταδιοποίηση της νόσου γίνεται σύμφωνα με τα συστήματα Rai και Binet. Τα συστήματα αυτά, παρότι ωφέλιμα και ευρέως χρησιμοποιούμενα, μειονεκτούν διότι δεν εξασφαλίζουν μια επιτυχή πρόγνωση για ασθενείς κατά το πρώιμο στάδιο. Η επιβίωση των ασθενών ποικίλλει σημαντικά, με κάποιους να μην αποκλίνουν από το αναμενόμενο προσδόκιμο, ενώ άλλοι ασθενείς να πεθαίνουν σύντομα μετά τη διάγνωση. Η διαφοροποίηση υποδηλώνει την ετερογένεια της νόσου και επομένως την ανάγκη ανεύρεσης μιας εξατομικευμένης θεραπείας. Κατά συνέπεια, η σύγχρονη έρευνα έχει επικεντρωθεί στην κατανόηση του παθοφυσιολογικού μηχανισμού, με σκοπό την ακριβέστερη πρόγνωση και την βέλτιστη θεραπευτική προσέγγιση για κάθε τύπο της ΧΛΛ. (24,25) Το σύστημα σταδιοποίησης Rai - Sawitsky κατηγοριοποιεί τους ασθενείς σε ομάδες χαμηλού, ενδιάμεσου και υψηλού κινδύνου, ως εξής (25) : Χαμηλού κινδύνου (πρώην στάδιο 0) - Λεμφοκυττάρωση αποκλειστικά στο αίμα και το μυελό (25 % των ασθενών) Ενδιάμεσου κινδύνου (πρώην στάδια Ι και ΙΙ) - Λεμφοκυττάρωση με σπληνομεγαλία ή ηπατομεγαλία (50 % των ασθενών) Υψηλού κινδύνου (πρώην στάδια III και IV) - Λεμφοκυττάρωση με αναιμία που σχετίζεται με τη νόσο (Αιμοσφαιρίνη < 11 g / dl ) ή θρομβοπενία (αιμοπετάλια < 100 x 10 9 / L ) (25 % των ασθενών) Ακολούθως, το σύστημα Binet κατηγοριοποιεί ασθενείς σύμφωνα με τον αριθμό των εμπλεκόμενων ομάδων του λεμφικού ιστού, ως εξής (25) :

35 33 Στάδιο Α - Αιμοσφαιρίνη μεγαλύτερη ή ίση με 10 g/dl, αιμοπετάλια περισσότερα ή ίσα με /L, ή/και λιγότερες από 3 εμπλεκόμενες λεμφαδενικές περιοχές. Στάδιο Β - Όμοιες τιμές αιμοσφαιρίνης και αιμοπεταλίων, αλλά περισσότερες λεμφαδενικές περιοχές Στάδιο Γ - Αιμοσφαιρίνη λιγότερο από 10 g/dl ή αριθμό αιμοπεταλίων μικρότερο από / L ή συνδυασμό αυτών. ΣΤ. ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ Η θεραπεία στην Β-ΧΛΛ επικεντρώνεται στον έλεγχο της ασθένειας και τα συμπτώματά της, παρά σε ολοκληρωτική θεραπεία της διαταραχής. Συνοπτικά, αντιμετωπίζεται με χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία, βιολογική θεραπεία ή μεταμόσχευση μυελού των οστών. Τα συμπτώματα ορισμένες φορές αντιμετωπίζονται χειρουργικά (σπληνεκτομή) ή γίνεται θεραπεία με ακτινοβολία (πολύ μεγάλη διόγκωση των λεμφαδένων). Οι πρώιμες θεραπείες της ΧΛΛ ποικίλλουν ανάλογα με την ακριβή διάγνωση και την εξέλιξη της νόσου, σύμφωνα με την προτίμηση, εκτίμηση και εμπειρία του θεράποντα αιματολόγου. Δεκάδες παράγοντες χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία (28). Μια αρχική θεραπευτική αγωγή περιλαμβάνει συνδυασμούς με: φλουνταραμπίνη, κυκλοφωσφαμίδη και ριτουξιμάμπη. Ο συνδυασμός αυτός παρέχει υψηλότερα ποσοστά συνολικής ανταπόκρισης και ποσοστά πλήρους ύφεσης των ασθενών έναντι άλλων χημειοθεραπευτικών συνδυασμών. (31) Παρακάτω θα περιγραφούν συνοπτικά οι σημαντικότερες θεραπευτικές επιλογές και ορισμένοι νέοι παράγοντες που ε- μπλέκονται με την θεραπεία.

36 34 ΣΤ1. Γονιδιακή θεραπεία Σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε από τους ερευνητές του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, χρησιμοποιήθηκαν γενετικά τροποποιημένα Τ-κύτταρα, με σκοπό να καταστείλουν τα κύτταρα που εκφράζουν την πρωτεΐνη CD19. Το 2013, οι ερευνητές ανακοίνωσαν ότι 26 από 59 ασθενείς είχαν πλήρη ύφεση. (32) ΣΤ2. Χημειοθεραπεία Αξιοποιείται ένας συνδυασμός χημειοθεραπευτικών σχημάτων. Συνδυασμοί φλουνταραμπίνης με αλκυλιωτικούς παράγοντες (κυκλοφωσφαμίδη) εξασφαλίζουν υψηλότερα ποσοστά ανταπόκρισης και μεγαλύτερη επιβίωση. Παρατίθενται τα σημαντικότερα θεραπευτικά σχήματα, ως εξής (34,35) : FC (φλουνταραμπίνη με κυκλοφωσφαμίδη), FR (φλουνταραμπίνη με ριτουξιμάμπη), FCR (φλουνταραμπίνη, κυκλοφωσφαμίδη και ριτουξιμάμπη), CHOP (κυκλοφωσφαμίδη,δοξορουβικίνη, βινκριστίνη και πρεδνιζόνη). Παρόλο που η φλουνταραμπίνη (ανάλογο πουρίνης) φαίνεται να προσδίδει καλύτερα ποσοστά ανταπόκρισης σε σχέση με την χλωραμβουκίλη ως πρωταρχική θεραπεία, δεν υπάρχει απόδειξη βελτίωσης της συνολικής επιβίωσης, ενώ ορισμένοι κλινικοί ιατροί προτιμούν να χορηγούν φλουνταραμπίνη σε υποτροπή της νόσου (34,35).Η χημειοθεραπεία με FCR βελτιώνει τα ποσοστά ανταπόκρισης, επιβίωσης και τη συνολική επιβίωση σύμφωνα με μια μεγάλη τυχαιοποιημένη μελέτη σε ασθενείς με ΧΛΛ (36). Αποτέλεσε την πρώτη κλινική δοκιμή που αποδεικνύει ότι η επιλογή της πρώτης γραμμής θεραπείας μπορεί να βελτιώσει τη συνολική επιβίωση των ασθενών με ΧΛΛ (93-96). Αλκυλιωτικοί παράγοντες που έχουν εγκριθεί για τη ΧΛΛ περιλαμβάνουν την bendamustine και την κυκλοφωσφαμίδη. Επίσης έχουν δοκιμασθεί μονοκλωνικά αντισώματα, όπως τα: αλεμτουζουμάμπη (έναντι CD52), ριτουξιμάμπη και οφατουμουμάμπη (έναντι του CD20). (37)

37 35 ΣΤ3. Μεταμόσχευση αρχέγονων κυττάρων Η μεταμόσχευση από αλλογενείς δότες του μυελού των οστών γίνεται σπάνια ως θεραπεία πρώτης γραμμής στην ΧΛΛ, λόγω του αυξημένου κινδύνου. Παρατηρείται αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη χρήση μειωμένων μεθόδων έντασης μεταμόσχευσης των βλαστικών κυττάρων, η οποία προσφέρει την προοπτική ίασης για επιλεγμένους ασθενείς. (35) Οι νεότεροι ασθενείς που βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο λόγω της ΧΛΛ θα μπορούσαν να εξεταστούν για μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων (HSCT). Η αυτομεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων, μια θεραπεία χαμηλότερου κινδύνου στην οποία χρησιμοποιούνται τα ίδια τα κύτταρα του αίματος του ασθενούς, δεν συνιστά επί του παρόντος θεραπευτική επιλογή. (38) Ζ. ΑΝΘΕΚΤΙΚΗ ΧΛΛ Στην περίπτωση αυτή αξιοποιούνται πιο επιθετικές θεραπείες που περιλαμβάνουν τις εξής επιλογές: lenalidomide, αλλά και μεταμόσχευση του μυελού των οστών. Τα μονοκλωνικά αντισώματα alemtuzumab και ofatumumab μπορoύν να χρησιμοποιηθούν επιτυχώς σε ασθενείς με ανθεκτική ΧΛΛ. (39,40,44).

38 36 Η. ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ Οι προγνωστικοί δείκτες, που έχουν συσχετισθεί με την αναγκαιότητα για θεραπευτική αγωγή, την σοβαρότητα της νόσου αλλά και την επιβίωση των ασθενών είναι (42) : το φύλο, με χειρότερη πρόγνωση για τους άρρενες ο χρόνος διπλασιασμού των λευκών αιμοσφαιρίων, παρόλο που ο χρόνος διπλασιασμού του αριθμού των λεμφοκυττάρων του αίματος (Lymphocyte doubling time, LDT) είναι τελικά πιο αξιόλογος προγνωστικός δείκτης. Οι ασθενείς με LDT μικρότερο από 12 μήνες έχουν χειρότερη πρόγνωση από αυτούς με LDT μεγαλύτερο των 12 μηνών. το ποσοστό των λεμφοκυττάρων στον μυελό των οστών είναι αυτό που αντικατροπτρίζει το φορτίο της νόσου, ενώ το είδος της διήθησης αποτελεί και προγνωστικό παράγοντα, καθώς οι ασθενείς με διάχυτη διήθηση χρήζουν επείγουσας θεραπείας σε σχέση με τους άλλους τύπους διήθησης. το στάδιο της νόσου Οι σημαντικότεροι βιοχημικοί δείκτες είναι η γαλακτική δεϋδρογενάση (LDH), η β 2 -μικροσφαιρίνη, αλλά και η κινάση της θυμιδίνης. Τα τελευταία χρόνια, νέοι προγνωστικοί παράγοντες είναι η γενετική με τις συγκεκριμένες χρωμοσωμικές ανωμαλίες, το Zap 70 καθώς και το CD38

39 37 Θ. ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ Στις επιπλοκές περιλαμβάνονται το σύνδρομο Richter, οι υποτροπιάζουσες λοιμώξεις και η αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία στο 10-15% των ασθενών. Η ΧΛΛ μπορεί να μετατραπεί σε σύνδρομο Richter, σε ταχέως αναπτυσσόμενο λέμφωμα από μεγάλα κυττάρα, προλεμφοκυτταρική λευχαιμία και οξεία λευχαιμία. (43) ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ Α. ΠΕΡΙ ΓΕΝΕΤΙΚΗΣ Οι χρωμοσωμικές διαταραχές στην ΧΛΛ είναι πιο σπάνιες από ότι σε ασθενείς με λέμφωμα, παρότι σε ένα ποσοστό που αγγίζει το 80% των ασθενών με ΧΛΛ εμφανίζονται χρωμοσωμικές ανωμαλίες. (45) Oι κυριότερες χρωμοσωμικές διαταραχές που σχετίζονται με την ΧΛΛ είναι: η έλλειψη 13q14 (del13q14), η έλλειψη 11q23 (del11q23), η έλλειψη 17p13 (del 17p13), η έλλειψη 6q (del6q) η τρισωμία 12. Η ανίχνευση των χρωμοσωμικών ανωμαλιών γίνονταν αρχικά με την κλασσική καρυοτυπική μέθοδο G-banding. Στην συνέχεια η μέθοδος FISH έδωσε την δυνατότητα να ανιχνευθούν κυτταρογενετικές ανωμαλίες σε ασθενείς με ΧΛΛ ακόμη και με φυσιολογικό καρυότυπο. Η μέθοδος FISH που έχει μεγάλη ειδικότητα όσο και ευαισθησία, επιτρέπει την ανίχνευση χρωμοσωμικών βλαβών σε κύτταρα που δεν βρίσκονται σε φάση μίτωσης και την ανίχνευση απώλειας χρωμοσωμικού υλικού με δι-

40 38 ακριτική ικανότητα 100 κιλοβάσεων, τόσο δηλαδή μικρή, που της αποδίδει καλύτερη διακριτική ικανότητα. Οι ασθενείς με del17p έχουν χειρότερη πρόγνωση και μικρότερη συνολική επιβίωση, ενώ οι ασθενείς με del11q22 και τρισωμία 12 έχουν καλύτερη πρόγνωση. Οι δε ασθενείς με del13q έχουν την καλύτερη πρόγνωση από όλους. Από την άλλη, οι ασθενείς με del17p και οι ασθενείς με del11q πρέπει να αρχίζουν θεραπεία αμέσως μετά την διάγνωση της νόσου, παρουσιάζουν αντοχή στα κλασσικά χημειοθεραπευτικά σχήματα που περιλαμβάνουν φλουνταραμπίνη και/ή ανάλογα πουρινών και εμφανίζουν κακή πρόγνωση και γενικότερα βραχεία επιβίωση. -Εξάλειψη στο 13q14: Εμφανίζεται νωρίς, με συχνότητα >50%. Περιλαμβάνει το γονίδιο του ρετινοβλαστώματος (RΒ1), ελεγκτή του κυτταρικού κύκλου. Είναι η καλοηθέστερη ανωμαλία, καθώς δεν μεταβάλλει την επιβίωση σε σύγκριση με την πλήρη απουσία ανωμαλιών και συνδυάζεται συχνότερα με το μεταλλαγμένο τύπο ΧΛΛ. -Εξάλειψη στο 11q22-23: Περιλαμβάνει το γονίδιο αταξίας-τηλεαγγειεκτασίας (ΑΤΜ)53 -Εξάλειψη στο 17p13: Περιλαμβάνει το γονίδιο ΤΡ53. Όπως και το ΑΤΜ, ρυθμίζει την απάντηση στη βλάβη του γενετικού υλικού, ενώ η εξάλειψή τους συνδυάζεται με αντοχή στη χημειοθεραπεία. Αυτές οι εξαλείψεις είναι συχνές στο μη μεταλλαγμένο τύπο ΧΛΛ με τη δυσμενέστερη πρόγνωση, ενώ συχνά οι εν λόγω ασθενείς παρουσιάζουν έντονη συμπτωματολογία, με εκσεσημασμένη σπληνομεγαλία και λεμφαδενοπάθεια, νυκτερινές εφιδρώσεις και απώλεια βάρους. -Τρισωμία 12: Περιλαμβάνει το γονίδιο MDM2. Η τρισωμία 12 μειώνει τα ε- πίπεδα ελεύθερου p5354 και ανευρίσκεται συχνότερα στις παραλλαγές της νόσου και συγκεκριμένα στη ΧΛΛ/ΠΛ, όπου εκτός των τυπικών μικρών κυττάρων υπάρχει και πληθυσμός προλεμφοκυττάρων 11 54% αλλά και στην «άτυπη» ΧΛΛ, όπου υπάρχει ποσοστό >15% κυττάρων με εντομή και <10% προλεμφοκυττάρων.

41 Β. ΟΙ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΕΡΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ ΠΕΡΙΟ- ΧΩΝ ΤΩΝ ΒΑΡΕΩΝ ΑΛΥΣΕΩΝ ΤΩΝ ΑΝΟΣΟΣΦΑΙΡΙΝΩΝ (IgVH) 39 Σωματικές μεταλλάξεις των υπερμεταβλητών περιοχών των βαρέων αλύσεων των ανοσοσφαιρινών (IgVH) εκφράζονται στην επιφάνεια των κυττάρων της ΧΛΛ και παίζουν σημαντικό ρόλο στην πρόγνωση και στην συνολική επιβίωση των ασθενών. Το 1999 δύο ανεξάρτητες ομάδες δημοσίευσαν ότι η κλινική πορεία των ασθενών με ΧΛΛ σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από το «φορτίο» των σωματικών μεταλλάξεων των κλωνοτυπικών γονιδίων της βαριάς αλυσίδας των ανοσοσφαιρινών (IgVH). Έτσι η ΧΛΛ διακρίθηκε σε δύο υποομάδες. Η πρώτη περιλαμβάνει ασθενείς που φέρουν γονίδια IgVH με ποσοστό νουκλεοτιδικής ταυτότητας έως και 98% σε σχέση προς το αντίστοιχο αναδιαταγμένο γονίδιο ( αμετάλλακτες αλληλουχίες IgVH), ενώ η δεύτερη περιλαμβάνει ασθενείς των οποίων τα γονίδια IgVH έχουν νουκλεοτιδική ταυτότητα κάτω του 98% (μεταλλαγμένες αλληλουχίες IgVH). Οι α- σθενείς με αμετάλλακτες αλληλουχίες συνήθως έχουν κακή κλινική πορεία ενώ οι ασθενείς με μεταλλαγμένη αλληλουχία επιβιώνουν για πολλά χρόνια χωρίς θεραπεία. Βρέθηκε ότι ασθενείς που φέρουν μη μεταλλαγμένες IgVH εμφανίζουν επιθετική νόσο, μικρή ανταπόκριση στην θεραπεία και μικρό προσδόκιμο επιβίωσης και αποτελούν ένα πολύ καλό εργαστηριακό τρόπο για να διακρίνει κανείς την ήπια από την επιθετική νόσο της ΧΛΛ. (46) Γ. CD 38 O δείκτης CD 38 είναι μία διαμεμβρανική γλυκοπρωτεΐνη τύπου ΙΙ. Στα αιμοποιητικά κύτταρα εκφράζεται κατά τη διάρκεια του κυτταρικού πολλαπλασιασμού και ιδιαίτερα στα Β λεμφοκύτταρα. Έχει δράση τόσο ως υποδοχέας όσο και ως μόριο προσκόλλησης. Στη ΧΛΛ η υψηλή του έκφραση σχετίζεται με επιθετική κλινική

42 40 πορεία. Η έκφραση του CD 38 στην επιφάνεια των Β-λεμφοκυττάρων αποτελεί ανεξάρτητο αρνητικό προγνωστικό παράγοντα, παρόλο που συνήθως συνδυάζεται με μη μεταλλαγμένο τύπο και υψηλές τιμές ΖΑΡ-70. (97) Η θετικότητα του δείκτη ορίζεται ως έκφραση σε >30% των κυττάρων. (47) Πολλοί ερευνητές προτείνουν το συνδυασμό των δεικτών CD38 και ΖΑΡ-70 ως τον ιδανικότερο. (48) Δ. ZAP 70 To ZAP-70 (zeta-associated protein of 70 kda) είναι ένας πολύ σημαντικός δείκτης, που μπορεί να αντικαταστήσει- όσον αφορά στην πρόγνωση- τη διάκριση σε μεταλλαγμένο και μη μεταλλαγμένο τύπο. Πρόκειται για κυτταροπλασματική κινάση της τυροσίνης με ρόλο στη μεταβίβαση σημάτων από τον Τ υποδοχέα. Εκφράζεται φυσιολογικά από Τα λεμφοκύτταρα και κύτταρα φυσικούς φονείς (natural killers cells) και όχι από Β λεμφοκύτταρα. Ωστόσο, υψηλά επίπεδα ZAP-70 εκκρίνονται από Β-κύτταρα του μη μεταλλαγμένου τύπου ΧΛΛ και σχετίζονται με επιθετικότερη νόσο και μικρότερο χρόνο επιβίωσης. Η έρευνα των Rassenti et al (49) προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα, δείχνοντας ότι, παρά τη συσχέτιση της πρωτεΐνης με τον μη μεταλλαγμένο τύπο, η πρώτη αποτελεί ισχυρότερο προγνωστικό παράγοντα από εκείνον. Σύμφωνα με την παραπάνω μελέτη, σε 164 ασθενείς με μη μεταλλαγμένο τύπο ZAP- 70,θετικοί ήταν 71%, ενώ σε 143 με μεταλλαγμένο τύπο ZAP-70, θετικοί ήταν το 17%. Συγκρίνοντας τις ομάδες κατά τον τύπο, η διαφορά στην επιδείνωση της νόσου δεν ήταν στατιστικά σημαντική (Ρ=0,07): 2,8 χρόνια κατά μέσο όρο έναντι 4,2 χρόνια από τη διάγνωση στην έναρξη θεραπείας. Συγκρίνοντας όμως κατά το ΖΑΡ- 70, ανευρίσκεται στατιστικά πολύ σημαντική διαφορά (Ρ<0,001) μεταξύ των 11 και 7,1 ετών. (49) Με δεδομένο μάλιστα ότι η μέτρηση της πρωτεΐνης στον ορό είναι πιο εύκολη και οικονομική διαδικασία από την αναγνώριση του γονιδίου IgVH, το ZAP- 70 αποκτά πλέον πρωτεύοντα ρόλο στο σχεδιασμό θεραπευτικής προσέγγισης για τον ασθενή.

43 41 Ε. LPL/ADAM 29 Σε πρόσφατη μελέτη αναγνωρίστηκε υπερέκφραση των LPL (lipoprotein lipase) και ADAM 29 (a disintegrin and metalloproteinase domain 29) γονιδίων στον μη μεταλλαγμένο και το μεταλλαγμένο τύπο ΧΛΛ, αντίστοιχα. Η διερεύνηση της προγνωστικής αξίας του λόγου των mrnas τους, έδειξε ότι αποτελεί ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα. (49) ΜΟΡΙΑΚΟΙ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ Ο κάθε όγκος αρχίζει από ένα και μόνο κύτταρο. Γι αυτό και η αναγνώριση των νεοπλασματικών κυττάρων ή αυτή των νεοπλασματικών δεικτών σε υποκλινικά στάδια αποτελούσε πάντα τη βάση ανάπτυξης μεθόδων κατανόησης του μηχανισμού της ογκογένεσης και της ίδιας της νόσου. Οι μοριακοί και κυτταρικοί δείκτες που συνδέονται με κακοήθεις ασθένειες προσδιορίζονται συχνά και σε υγιή άτομα. Οι δείκτες αυτοί μπορεί να χωρισθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες : Δείκτες ορού, όπως για παράδειγμα το PSA (52), το ειδικό προστατικό αντιγόνο για το καρκίνο του προστάτη. Μοριακοί δείκτες, όπως για παράδειγμα η μετάλλαξη του t (9,22), που σχετίζεται με την χρόνια μυελογενή λευχαιμία (53). Νεοπλασματικού τύπου κύτταρα, δηλαδή κύτταρα που μπορεί να βρεθούν τόσο σε κακοήθειες, όπως το πολλαπλούν μυέλωμα όσο και σε προκαρκινωματώδεις καταστάσεις όπως η μονοκλωνική γαμμαπάθεια ακαθορίστου σημασίας. (55,56,57) Οι μοριακοί δείκτες καθώς και οι δείκτες ορού που σχετίζονται με κάποια νεοπλασματική νόσο συχνά μπορεί να ανευρίσκονται και σε υγιή άτομα. Οι δείκτες αυτοί είναι σαφώς κρίσιμοι στην παθογένεση της ασθένειας και ο προσδιορισμός τους μπορεί να οδηγήσει σε αποτελεσματικές θεραπευτικές στρατηγικές. Οι δείκτες ορού μπορεί να υποδεικνύουν μία νεοπλασία, οι μοριακοί δείκτες μπορεί να αναφέρονται στη παθογένεση της νόσου ή και να αφορούν θεραπευτικές μεθόδους, όπως ο ανα-

44 42 στολέας της τυροσίνης κινάσης (imatinib mesylate ST 1571) στη χρόνια μυελογενή λευχαιμία. (59) Ο προσδιορισμός των νεοπλασματικών κυττάρων ή των δεικτών της νεοπλασίας σε μία ασθένεια ή σε υποκλινική μορφή αυτής είναι κριτικής σημασίας στην ανάπτυξη των μεθόδων για την ανίχνευση των νοσημάτων στην αρχική τους φάση, καθώς επίσης και για τη μελέτη των μηχανισμών της ογκογένεσης. Η συσχέτιση όμως μεταξύ αυτών των δεικτών και της κλινικής κατάστασης μπορεί να είναι ασαφής, εκτός και αν ανευρεθεί πληθυσμός νεοπλασματικών κυττάρων, όπως στην προαναφερθείσα περίπτωση μυελώματος και μονοκλωνικής γαμμαπάθειας ακαθορίστου σημασίας. Πρέπει να δοθεί έμφαση στο γεγονός πως «μονοκλωνικός» δεν σημαίνει απαραίτητα και νεοπλασματικός. Η σύγκριση κυττάρων μονοκλωνικής γαμμαπάθειας με υγιή κύτταρα ατόμων μπορεί να αναδείξει μικρές παρεκκλίσεις που συμβαίνουν στα πρώιμα στάδια της ογκογένεσης. (60,61) Η σύγκριση των κυττάρων της μονοκλωνικής γαμμαπάθειας με αυτά των ατόμων με μυέλωμα μπορεί να αναδείξει τους παράγοντες που ευθύνονται για την νεοπλασματική μετατροπή. Άλλωστε ένα ποσοστό ασθενών με μονοκλωνική γαμμαπάθεια ακαθορίστου σημασίας αναπτύσσουν μυέλωμα. (62,63)(87-92) Η ΧΛΛ αποτελεί την συχνότερη λευχαιμία στον δυτικό κόσμο. Ο επιπολασμός της νόσου είναι 2-6 περιπτώσεις ανά άτομα. Η κλασσική κατάταξη της νόσου απαιτεί πάνω από 5x10 9 / L κυκλοφορούντα Β λεμφοκύτταρα με φαινότυπο CD5+ CD19+ CD23+ IgM- IgD- CD20- CD79b (64). Η αρχική διάγνωση της χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας έγκειται στην ύπαρξη μονοκλωνικότητας, που όμως δεν έχει στοιχεία κακοήθειας. Μέχρι σήμερα, όλες οι τεχνικές απαιτούν την παρουσία υψηλού αριθμού νεοπλασματικών κυττάρων για τον προσδιορισμό της και ως εκ τούτου είναι ακατάλληλες για την ανίχνευση των ελαχίστων επιπέδων των κυκλοφορούντων λευχαιμικών λεμφοκυττάρων. Δεν υπάρχει γνωστός δείκτης ορού ή γνωστή μετάλλαξη που να σχετίζεται άμεσα με την χρόνια λεμφογενή λευχαιμία. Οι δύο πιο αποτελεσματικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα για τον προσδιορισμό της χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας, είναι είτε η κυτταρομετρία

45 43 ροής είτε η αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) (65). Στην χρόνια λεμφογενή λευχαιμία η κυτταρομετρία ροής προσφέρει τη δυνατότητα να χαρακτηρισθούν εκτός της κυτταρικής σειράς και του σταδίου διαφοροποίησης, η μονοκλωνικότητα, η α- νευπλοειδία και η έκφραση ογκογονιδίων. Η φαινοτυπική ανάλυση λεμφοκυττάρων σε ασθενείς με μέτρια λεμφοκυττάρωση είναι χρήσιμη για τη διαφορική διάγνωση χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας από αντιδραστική λεμφοκυττάρωση. Αν σε ένα πληθυσμό Β λεμφοκυττάρων που εκφράζουν επιφανειακή ανοσοσφαιρίνη, εκφράζεται μία μόνο ελαφρά άλυσος κ ή λ, αυτός είναι δείκτης μονοκλωνικότητας. Η φυσιολογική σχέση κ/λ αλύσεων σε μη νεοπλασματικούς λεμφικούς ιστούς είναι 1,5/1. Η αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης είναι μία εργαστηριακή μέθοδος με την οποία συντίθεται ένας μεγάλος αριθμός ανατύπων DNΑ με τη χρησιμοποίηση ως εκμαγείου λίγων ή ακόμη και ενός μορίου συγκεκριμένου τμήματος DNA με καθορισμένο μήκος και αλληλουχία. (66) Αμφότερες οι τεχνικές απαιτούν ένα σημαντικά μεγάλο αριθμό νεοπλασματικών κυττάρων και έτσι καθιστούσαν δύσκολο τον προσδιορισμό της χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας σε υποκλινικά ακόμη στάδια. Το 2002 όμως, μία ομάδα από το πανεπιστήμιο του Leeds δημιούργησε μία τεχνική με χρήση του κυτταρομετρητή ροής, η οποία μπορούσε με μεγάλη ευαισθησία και ειδικότητα να ταυτοποιήσει τα νεοπλασματικά Β λεμφοκύτταρα σε επίπεδα έως και 0,002%. Τα κύτταρα της χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας μπορούν να διακριθούν από τα φυσιολογικά Β λεμφοκύτταρα από την υψηλού βαθμού σύγχρονη έκφραση των CD5, CD9, CD38 και CD23 και την αντίστοιχη χαμηλού βαθμού έκφραση των CD20 και CD79b. Τα κύτταρα της χρονίας λεμφογενούς λευχαιμίας αναγνωρίζονται με αυτήν την τεχνική σε ασθενείς που πάσχουν από χρονία λεμφογενή λευχαιμία, ακόμη και αν το ποσοστό των συνολικών Β λεμφοκυττάρων είναι χαμηλότερο του 0,5%. Υπό αυτήν την μορφή, η δοκιμή είναι κατάλληλη για να ανακαλυφθούν κύτταρα με φαινότυπο χρονίας λεμφογενούς λευχαιμίας και σε φυσιολογικά άτομα. Η μονοκλωνικότητα αυτών των κυττάρων θα αποδειχθεί με τη εύρεση κ ή λ ελαφρών αλύσεων. Με τη χρησιμοποίησή της κυτταρομετρίας ροής, έγινε δυνατόν να βρεθεί και ένα μέσο πρόγνωσης όχι μόνο της διάγνωσης της νόσου αλλά και του

46 44 αποτελέσματος της θεραπείας. (67) Την ίδια χρονιά, μία άλλη ομάδα επιστημόνων προσπάθησε να κάνει το διαχωρισμό μεταξύ φυσιολογικών ενεργοποιημένων Β λεμφοκυττάρων μέσω προηγούμενου αντιγονικού ερεθισμού και των κυττάρων της Β χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας. Η μελέτη τους βασίστηκε στην ανάλυση της έκφρασης των δεικτών της κυτταρικής δραστηριότητας και διαφοροποίησης CD5+ CD19+ σε άτομα που έπασχαν από Β χρόνια λεμφογενή λευχαιμία και σε υγιή άτομα. Η σύγχρονη έκφραση των δύο προαναφερθέντων επιφανειακών δεικτών έχει βρεθεί ότι είναι υψηλή, αφού ξεπερνά το 25% σε ασθενείς με χρόνια λεμφογενή λευχαιμία. (68,69,70) Μία άλλη ομάδα αιματολόγων ερευνητών στην Ιταλία απέδειξε πως μονοκλωνικά Β κύτταρα ανευρίσκονται συχνά στο αίμα των ειδάλλως υγιών ηλικιωμένων ανθρώπων και πως η συχνότητά τους αυξάνει με την ηλικία, επιβεβαιώνοντας και με PCR ανάλυση την παρουσία μονοκλωνικών IgH αναδιοργανώσεων. Στην ίδια μελέτη βρέθηκε πως η επικράτηση των μονοκλωνικών Β κυττάρων είχε σχέση εκτός από την ηλικία και με το φύλο. Η επικράτηση των αρρένων ήταν προφανής, ειδικά μεταξύ των γηραιοτέρων. (70) Ομάδα μελετητών αποτελούμενη από αιματολόγους, βιολόγους και στατιστικολόγους από το Ηνωμένο Βασίλειο, απέδειξε πως στον ορό φαινομενικά υγιών α- τόμων υπάρχει ένας πληθυσμός άτυπων Β κυττάρων, τα οποία έχουν όμοια φαινοτυπικά αλλά και γενετικά χαρακτηριστικά με αυτά των κυττάρων του οζώδους λεμφώματος. Η παραπάνω αναφερθείσα ομάδα του Ηνωμένου Βασιλείου εξέτασε συγγενείς α βαθμού ατόμων με χρόνια λεμφογενή λευχαιμία, προσπαθώντας να αποδείξει την κληρονομική προδιάθεση της νόσου. Από την μελέτη τους φάνηκε πως, αδρανείς αλλά και επιθετικές κλινικές μορφές βρέθηκαν στα μέλη οικογενειών ασθενών με χρόνια λεμφογενή λευχαιμία, με τη χρησιμοποίηση της ίδιας τεχνικής στην κυτταρομετρία ροής τεσσάρων χρωμάτων. (69) Από τον γενετικό κλάδο επιδημιολογίας, το τμήμα επιδημιολογίας καρκίνου και γενετικής καθώς και τον κλάδο βιοστατιστικής του ερευνητικού κέντρου της Σουηδίας λαμβάνουμε πληροφορίες όσο αφο-

47 45 ρά τον κίνδυνο ανάπτυξης λεμφοϋπερπλαστικού νοσήματος στις οικογένειες ασθενών που πάσχουν από χρόνια λεμφογενή λευχαιμία. (70) Ο κίνδυνος εμφάνισης χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας στους συγγενείς ασθενών με αυτή τη νόσο ήταν παρόμοιος τόσο στους γονείς, όσο και στους αδελφούς αλλά και στους απογόνους και επίσης δεν επηρεάστηκε από την ηλικία διάγνωσης της νόσου, σε σχέση πάντα με τον υπόλοιπο γενικό πληθυσμό (71). Μία πολυκεντρική μελέτη από τα τμήματα επιδημιολογίας καρκίνου και γενετικής της Βαλτιμόρης, Στοκχόλμης, Κοπεγχάγης και Χαϊδελβέργης αναφέρει πως δεν υπάρχουν αρκετά σαφή επιδημιολογικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη οικογενούς χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας ή οποιουδήποτε άλλου λεμφοϋπερπλαστικού νοσήματος. Η μελέτη αυτή είναι καθαρά επιδημιολογική, χωρίς τη συμμετοχή του εργαστηρίου, και βασίζεται στην σωστή και καλή απογραφή των ασθενών και των συγγενών αυτών. (74) Υπάρχει επίσης μία άλλη μελέτη της ίδιας ομάδας βιοστατιστικολόγων, η οποία βασιζόμενη στα στατιστικά στοιχεία και δεδομένα που έχουν καταγραφεί σε αυτές τις χώρες, όσο αφορά τους ασθενείς με χρόνια λεμφογενή λευχαιμία και των συγγενών αυτών στην πορεία του χρόνου, συμπεραίνει πως οι πρώτου βαθμού συγγενείς ασθενών με Non Hodgkin s λέμφωμα και συγκεκριμένα των επιθετικών μορφών αυτής της νόσου, παρουσιάζουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν Non Hodgkin s λέμφωμα, της τάξεως του 3,6% (ο κίνδυνος του γενικού πληθυσμού για ανάπτυξη λεμφώματος είναι 2,1%) από ότι οι συγγενείς ασθενών με Hodgkin s λέμφωμα ή με χρόνια λεμφογενή λευχαιμία. (76) Στην Γερμανία και στην Σουηδία έγινε μία μελέτη βασισμένη στον γενικό πληθυσμό για να αξιολογήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας, σε άτομα και οικογένειες που έπασχαν από αυτοάνοσα νοσήματα. Η μελέτη αυτή ήταν καθαρά επιδημιολογική, βασιζόμενη στα αρχεία που ήδη υπάρχουν όσον αφορά τα νοσήματα αυτά. Στην μελέτη αυτή δεν βρέθηκε καμία σχέση μεταξύ αυτοάνοσων νοσημάτων και συνύπαρξης ή ανάπτυξης χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε οικογενειακό επίπεδο. (75)

48 46 Ταυτόχρονα, σύγχρονες τεχνικές για την διαφοροποίηση μεταξύ φυσιολογικών Β κυττάρων και αυτών της χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας, έχουν χρησιμοποιήσει και άλλα αντιγόνα όπως το CD79b το CD38 (71,72), όπου φαίνεται πως η χαμηλή έκφραση αυτών αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας. Η μεγάλη πρόοδος στην κυτταρομετρία ροής και η εξέλιξη της τεχνολογίας της, καθώς και η χρήση πολύχρωμων λαμπτήρων φθορισμού επιτρέπουν επιπλέον την ανάλυση μεγάλου αριθμού κυττάρων και την μεταγενέστερη ταυτοποίηση πολύ μικρών κυτταρικών υποπληθυσμών. Με αυτές τις τεχνικές είναι δυνατόν λοιπόν να α- ναγνωρισθούν φυσιολογικά κύτταρα που φαινοτυπικά είναι όμοια με αυτά της χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας. (75,76) Κατά συνέπεια, η κυτταρομετρία ροής μπορεί να προσδιορίσει ποσοτικά το ελάχιστο επίπεδο ασθένειας στην χρονία λεμφογενή λευχαιμία, βελτιώνοντας κατ αυτόν τον τρόπο την πρόβλεψη της έκβασης της νόσου αλλά βοηθώντας ταυτόχρονα και στη βελτιστοποίηση της θεραπείας. Είναι γνωστό πως το επίπεδο υπολειπόμενης ασθένειας της χρονίας λεμφογενούς λευχαιμίας προβλέπει και την έκβαση της νόσου. (71) Επιπλέον, όπως σε όλες τις καταστάσεις φλεγμονής, έχουν ανευρεθεί αυξημένα επίπεδα όλων των υπολοίπων κοινών δεικτών ο- ρού, όπως η γαλακτική δεϋδρογενάση (LDH), η ταχύτητα καθιζήσεως των ερυθρών αιμοσφαιρίων (ΤΚΕ), η C- αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP), καθώς και η β 2 - μικροσφαιρίνη. Χαρακτηριστική αύξηση της κυκλίνης D2 έχει βρεθεί ότι υπάρχει στην φάση G0 και G1 του μιτωτικού κύκλου των νεοπλασματικών κυττάρων (76). Τα ευρήματα όλων αυτών των σχετικών μελετών που προαναφέρθηκαν και που έχουν δημοσιευθεί έως σήμερα, θα ήταν σκόπιμο να επαναξιολογηθούν με σκοπό την τεκμηρίωση της υπόθεσης πως η μονοκλωνική λεμφοκυττάρωση ακαθορίστου σημασίας έχει άμεση σχέση με την Β χρόνια λεμφογενή λευχαιμία, όπως η μονοκλωνική γαμμαπάθεια με το μυέλωμα. Στόχος αυτής της μελέτης είναι η ανίχνευση της σύγχρονης έκφρασης των α- ντιγόνων CD5 και CD19 σε άτομα με φυσιολογικές αιματολογικές παραμέτρους. Ε- πίσης, ο προσδιορισμός της συχνότητας αυτής της έκφρασης στο σύνολο των φυσιολογικών ατόμων και η εξαγωγή επιδημιολογικών συμπερασμάτων αναφορικά με το

49 47 φύλο, την ηλικία, την καταγωγή, το είδος εργασίας, και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες διαβίωσης τους σε σχέση με την έκφραση των CD5 και CD19. Επιπλέον, ο έλεγχος των συγγενών πρώτου βαθμού των ατόμων αυτών κρίνεται απαραίτητος. Πρόσφατες μελέτες έχουν αποδείξει πως υπάρχει μεγαλύτερο ποσοστό συχνότητας εμφάνισης της μονοκλωνικής γαμμαπάθειας ακαθορίστου σημασίας σε πρώτου βαθμού συγγενείς ασθενών με χρόνια λεμφογενή λευχαιμία, από ότι σε φυσιολογικά άτομα. (76) Μια ιδιαίτερη κατηγορία της προσπάθειας αυτής θα αποτελέσουν και τα άτομα που τυχαία θα παρουσιάσουν λεμφοκυττάρωση χωρίς λευκοκυττάρωση στον έλεγχο αυτό. Όπως προαναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, η λευχαιμία των τριχωτών κυττάρων είναι ένα λέμφωμα Β κυττάρου που συνήθως χαρακτηρίζεται από κυκλοφορούντα Β λεμφοκύτταρα με κυτταροπλασματικές προεξοχές, σπληνομεγαλία, α- πουσία λεμφαδενοπάθειας, παγκυτταροπενία αλλά και μονοκυτταροπενία. Διαπιστώθηκε πως τα κυρίαρχα αντιγόνα των Β-κυττάρων είναι τα CD19, CD20, και CD22, CD11c, CD25 και CD103. Δυστυχώς, μόνο η μετάλλαξη BRAF-V600E ορίζει την γενετική αλ λοίωση και μπορεί να αξιοποιηθεί διαγνωστικά. (77,78) Μια σπάνια μορφή ενός Non Hodgkin s λεμφώματος, το λεγόμενο λέμφωμα του μανδύα (MCL), αντιπροσωπεύει το 6% του συνόλου των NHL. (79) Το MCL είναι δύσκολο να θεραπευτεί και σπάνια θεωρείται ως μια ιάσιμη μορφή λεμφώματος. Ο διάμεσος χρόνος επιβίωσης εκτιμάται στα 3 χρόνια. Πρόσφατες μελέτες επισημαίνουν την έκφραση των CD15/CD19 στον επιθετικό υπότυπο της MCL. (80) Η σημασία των Β κυττάρων στην ανοσολογική απόκριση του οργανισμού κατά της φλεγμονής από Mycobacterium tuberculosis έχει αναγνωριστεί, αν και δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί ο ουσιαστικός τους ρόλος. Βρέθηκε ότι τα πρωτογενή κύτταρα CD19 (+) που απομονώθηκαν από ασθενείς με φυματίωση, ανέστειλαν σημαντικά την ενεργοποίηση των κυττάρων. Οι ασθενείς με φυματίωση βρέθηκαν να εκφράζουν υψηλότερες συχνότητες των CD19 (+), CD1d (+) και CD5 (+) κυττάρων, σε σχέση με τους υγιείς. Επιπλέον, η συχνότητα των CD19 (+) CD1d (+) CD5 (+) στο περι-

50 48 φερικό αίμα ήταν αντιστρόφως ανάλογη με εκείνη των κυττάρων Th17, σε ασθενείς με φυματίωση. Φαίνεται λοιπόν ότι η έκφραση των υπό μελέτη μοριακών δεικτών δεν αφορά μόνο τα διάφορα είδη λευχαιμίας, αλλά επεκτείνεται η εμφάνισή τους σε ένα ευρύ πλήθος παθοφυσιολογικών διαταραχών. (81) Στους στόχους της εκπόνησης αυτής της διατριβής είναι ακόμη η ένταξη των θετικών CD5 και CD19 ατόμων, σε διαδικασία περαιτέρω έρευνας ως προς την αποκάλυψη εξέλιξης μιας υποκλινικής ή λανθάνουσας κατάστασης, μίας πιθανής Β μονοκλωνικής λεμφοκυττάρωσης σε Β χρόνια λεμφογενή λευχαιμία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μερικώς, όπως κάναμε εμείς, με τον προσδιορισμό των επιφανειακών δεικτών CD23, CD79b CD20, CD38, Zap 70, οι οποίοι θεωρούνται ειδικοί της Β χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας. Η μονοκλωνικότητα των κυττάρων αυτών πιστοποιήθηκε με τη ανεύρεση των IgG και IgM κ ή λ ελαφρών αλύσων. Η ανίχνευση έτσι των συγκεκριμένων αντιγόνων-και η πιστοποίηση της ύπαρξής τους με αυτή την εργασία- στην επιφάνεια των φυσιολογικών λεμφοκυττάρων, μπορεί να αποτελέσει την απαρχή νέων Ελληνικών μελετών και οι συσχετίσεις αυτές να επαναληφθούν στα συγκεκριμένα άτομα στα οποία ανευρέθησαν, με σκοπό την περαιτέρω παρακολούθησή τους. Με τον τρόπο αυτό πιστεύεται ότι θα είναι εφικτή η πρώιμη διάγνωση ασθενών με Β χρόνια λεμφογενή λευχαιμία σε προκλινικό στάδιο, γεγονός το οποίο εξασφαλίζει καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα και πρόγνωση. Ελπιδοφόρα θα είναι επίσης και η κατάληξη σε συμπέρασμα της χρήσης των αντιγόνων CD5 και CD19 ως προληπτικού ελέγχου σε φυσιολογικά άτομα του γενικού πληθυσμού, δεδομένου ότι η χρόνια λεμφογενής λευχαιμία αποτελεί τη συχνότερη μορφή λευχαιμίας στον δυτικό κόσμο. Με την ανίχνευση των επιφανειακών αυτών αντιγόνων και την εξασφάλιση της πρώιμης διάγνωσης περιπτώσεων μονοκλωνικής λεμφοκυττάρωσης-οι οποίες υπό άλλες συνθήκες θα παρέμεναν αδιάγνωστες και σε λανθάνουσα κατάσταση ισοβίως, όπως ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση μονοκλωνικής γαμμαπάθειας ακαθορίστου σημασίας-πιθανόν να κινηθεί και το ενδιαφέρον και άλλων νέων αιματολόγων για τη συσχέτιση της μονοκλωνικής

51 λεμφοκυττάρωσης με την χρόνια λεμφογενή λευχαιμία. Αυτός θα είναι και ο λόγος μιας προληπτικής θεραπείας, που θα εξαφανίσει αυτόν τον κλώνο εν τη γενέσει του. 49 EΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑΣ ΡΟΗΣ Α1. Γενικά Η κυτταρομετρία ροής (ΚΡ) συνιστά μια ολοένα αυξανόμενη σε χρήση μέθοδο, που εξασφαλίζει γρήγορα και ακριβή αποτελέσματα. Η ΚΡ είναι μία αυτοματοποιημένη μέθοδος μελέτης και μέτρησης των φυσικών και χημικών χαρακτηριστικών των κυττάρων ή και γενικότερα των σωματιδίων που υπάρχουν σε ένα εναιώρημα, που είναι σε συνεχή ροή με βάση τη σκέδαση και τον φθορισμό. Το κυτταρόμετρο αποτελεί την εξέλιξη ουσιαστικά του μικροσκοπίου φθορισμού. Η πλέον συνηθισμένη χρήση του στα κλινικά και ερευνητικά πρωτόκολλα είναι η χρώση και ανάλυση επιφανειακών και ενδοκυτταρικών πρωτεϊνών, οι οποίες προέρχονται από διάφορους εξεταζόμενους κυτταρικούς πληθυσμούς. Κατ αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνεται η ταυτοποίηση επιφανειακών πρωτεϊνών, η οποία αξιοποιείται στην αναγνώριση των διάφορων κυτταρικών υποτύπων, αλλά και στη μελέτη της αριθμητικής διακύμανσης ή της μεταβολής του φαινοτύπου, σε παθολογικές ή μη διαταραχές. Άλλες εφαρμογές είναι, η διάκριση των κυτταρικών συστατικών του αίματος, η χρώση και ανάλυση των νουκλεϊνικών οξέων, η ανάλυση ανευπλοειδίας ή πολυπλοειδίας, η ανάλυση του κυτταρικού κύκλου, η χρωμοσωμική ανάλυση, η σχετική ή απόλυτη ποσοτικοποίηση των κυτταρικών διαιρέσεων, η κινητική αύξηση του κυτταρικού ασβεστίου, καθώς και η ανεύρεση μικροπυρήνων. (52) Η ΚΡ είναι μια αυτοματοποιημένη μέθοδος ανάλυσης φυσικοχημικών χαρακτηριστικών, κατάλληλα επεξεργασμένων κύτταρων ή σωματιδίων. Η ανάλυση ε-

52 50 κτελείται με βάση τον εκπεμπόμενο φθορισμό και τη σκέδαση του φωτός. Το υπό ε- ξέταση δείγμα πρέπει να βρίσκεται σε μορφή εναιωρήματος. Κατ αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζεται η δυνατότητα προσδιορισμού των σκεδαστικών χαρακτηριστικών και των αντιγόνων επιφανείας, αλλά και των λοιπών αντιγόνων του κυτταροπλάσματος και του πυρήνα σε οποιοδήποτε κυτταρικό πληθυσμό. Βάσει των αντιγόνων, προκύπτει και ο χαρακτηρισμός του κυτταρικού πληθυσμού. Παράλληλα επιτρέπει τον προσδιορισμό των φάσεων διαχωρισμού του κυτταρικού κύκλου και της ανευπλοειδίας, στο υπό διερεύνηση κυτταρικό δείγμα. Ταυτόχρονα, μελετάται και η λειτουργική ικανότητα των κυττάρων, όπως στην ανοσιακή απόκκριση σε αντιγόνα και μιτογόνα, τη φαγοκυττάρωση, τη χημειοταξία και την οξειδωτική έκρηξη. (54) Ο κυτταρομετρητής ροής αποτελείται από τρία βασικά συστήματα: Υδροδυναμικό σύστημα ροής που επιτρέπει τη κυτταρική ροή σε μονήρη διάταξη. Οπτικό σύστημα, όπου η ακτίνα laser προσπίπτει στην κυτταρική διάταξη και ακολούθως προκαλείται σκεδασμός του προσπίπτοντος φωτός Ηλεκτρονικό σύστημα ανάλυσης και καταγραφής δεδομένων. Οι σύγχρονες συσκευές κυτταρομετρίας ροής παρέχουν τη δυνατότητα α- νάλυσης ορισμένων χιλιάδων σωματιδίων στο δευτερόλεπτο, σε πραγματικό χρόνο. Ορισμένες μάλιστα έχουν τη δυνατότητα του ενεργού διαχωρισμού και απομόνωσης σωματιδίων με συγκεκριμένες ιδιότητες. Μια συσκευή κυτταρομετρίας ροής μοιάζει με ένα μικροσκόπιο, με τη διαφορά ότι αντί να αναπαράγει την κυτταρική εικόνα, η κυτταρομετρία ροής παρέχει δεδομένα για τα χαρακτηριστικά ενός σημαντικού αριθμού κυττάρων σε σύντομο χρόνο. Για την ανάλυση στερεών ιστών θα πρέπει να παρασκευαστεί εναιώρημα απομονωμένων κυτταρικών στοιχείων. Μια συσκευή κυτταρομετρίας ροής αποτελείται από 5 κύρια μέρη: (53,54)

53 51 Ροή υγρού περιβλήματος (sheath fluid), η οποία μεταφέρει και διευθετεί τα κύτταρα, έτσι ώστε να διέρχονται σταδιακά από τη δέσμη του λέιζερ. Οπτικό σύστημα. Συνήθως χρησιμοποιούνται λαμπτήρες (υδραργύρου, ξένου), υγρόψυκτα λέιζερ (αργού, κρυπτού, χρωστικό λέιζερ) αερόψυκτα λέιζερ αργού (488nm), ερυθρού-hene (633nm), πράσινο-hene, HeCd (υπεριώδες) και λέιζερ διόδου (κυανό, πράσινο, ερυθρό και ιώδες). Ανιχνευτής και σύστημα τροποποίησης σήματος από αναλογικό σε ψηφιακό (Analogue-to-Digital Conversion - ADC). Το τελευταίο μετατρέπει τα σήματα πρόσθιας (FSC) και πλάγιας (SSC) σκέδασης, καθώς και σήματα φθορισμού σε ηλεκτρικά σήματα τα οποία επεξεργάζεται ένας Η/Υ. Σύστημα ενίσχυσης που παρέχει τη δυνατότητα γραμμικής ή λογαριθμικής α- πεικόνισης Ηλεκτρονικό υπολογιστή για την ανάλυση των σημάτων Τα σύγχρονα όργανα κυτταρομετρίας ροής διαθέτουν πολλαπλά λέιζερ και ανιχνευτές φθορισμού. Η αύξηση του αριθμού των λέιζερ και των ανιχνευτών φθορισμού εξασφαλίζει την πολλαπλή σήμανση με χρήση αντισωμάτων και συνεπώς παρέχει τη δυνατότητα για μια ακριβέστερη ταυτοποίηση των πληθυσμών οι οποίοι αποτελούν τον στόχο βάσει του φαινοτύπου. (54) Α2. Χρώση και ανάλυση του δείγματος Η χρώση μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση. Στην άμεση χρώση το αντίσωμα βρίσκεται συζευγμένο με μια χρωμοφόρο ομάδα. Συγκεκριμένα, κάθε μόριο αντισώματος είναι συζευγμένο με πολλά μόρια χρωμοφόρου. Απαραίτητη είναι η παρουσία μιας ξένης πρωτεΐνης, που αποτρέπει τη μη ειδική δέσμευση του αντισώματος. Κατά την έμμεση χρώση επωάζονται κύτταρα με μη φθορίζον αντίσωμα, δηλαδή το πρωτογενές αντίσωμα εναντίον της πρωτεΐνης-στόχου και έπεται μία δεύτερη ε- πώαση, με ειδικό συζευγμένο αντίσωμα με χρωμοφόρο. Το δεύτερο αντίσωμα ανα-

54 52 γνωρίζει και δεσμεύεται ειδικά στο πρώτο αντίσωμα. Τα πλεονεκτήματα της έμμεσης χρώσης είναι ότι ενισχύεται το σήμα και ότι παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία στη χρήση πολλών χρωμοφόρων μορίων για το ίδιο αντίσωμα. Από την άλλη πλευρά, η έμμεση χρώση είναι μια χρονοβόρα διαδικασία, αυξάνει την πιθανότητα μη ειδικών δεσμεύσεων και θέτει ορισμένους περιορισμούς σε πειράματα τα οποία απαιτούν πολλαπλές χρώσεις. Σε αμφότερα τα είδη χρώσεων χρησιμοποιούνται μονοκλωνικά α- ντισώματα εναντίον των πρωτεϊνών στόχων. Για την ανίχνευση και την ανάλυση ενδοκυτταρικών πρωτεϊνών, τα κύτταρα καθίστανται διαπερατά ώστε να γίνουν προσβάσιμα για την- προς ανάλυση- πρωτεΐνη στο αντίσωμα. (57) Τα κύτταρα μονιμοποιούνται ώστε να διατηρήσουν τη δομική τους ακεραιότητα. Η διαπερατότητα εξασφαλίζεται από ένα ήπιο απορρυπαντικό μέσο, όπως η σαπωνίνη ή το Triton-x, ενώ για την μονιμοποίηση τους χρησιμοποιείται συνήθως η παραφορμαλδευΰδη. Για την αύξηση της ευαισθησίας των ενδοκυτταρικών χρώσεων για εκκρινόμενες πρωτεϊνες, χρησιμοποιούνται ορισμένοι αναστολείς της μεταφοράς πρωτεϊνών στο σύστημα Golgi ή το ενδοπλασματικό δίκτυο. Με τον αναστολέα μονενσίνη, οι εκκρινόμενες πρωτεΐνες συσσωρεύονται στο παρέγχυμα του συστήματος Golgi, ενώ με τον αναστολέα μπρεφελντίνη Α συσσωρεύονται στο αδρό ενδοπλασματικό δίκτυο, ώστε να αυξάνονται τα μόρια-στόχοι των μονοκλωνικών αντισωμάτων. (56) Με ενδοκυτταρική χρώση μπορεί να μελετηθεί η ενεργοποίηση ορισμένων πρωτεϊνών κατά τη μεταγωγή σημάτων στο εσωτερικό του κυττάρου. Το τελευταίο επιτυγχάνεται με τη χρήση αντισωμάτων έναντι ενεργών φωσφωρυλιωμένων μοριακών περιοχών. Στο πέρας της διαδικασίας, τα κύτταρα διέρχονται από τον κυτταρομετρητή ροής. (57)

55 53 Α3. Δείγματα Ελέγχου Ως διαδικασία, η κυτταρομετρία ροής απαιτεί τη χρήση πολλών δειγμάτων ε- λέγχου. Ανάλογα με τον αριθμό των χρωμοφόρων που χρησιμοποιούνται, απαιτούνται και τα αντίστοιχα δείγματα ελέγχου με μία μόνο χρώση. Επιπλέον, απαιτείται ένα δείγμα που περιέχει κύτταρα χωρίς χρώση, το οποίο θα παρέχει πληροφορία για το βασικό φθορισμό ή τον αυτοφθορισμό εξαιτίας διαφόρων ενδογενών φθοριζόντων μορίων. Μία τρίτη κατηγορία δειγμάτων ελέγχου περιλαμβάνει δείγματα που έχουν ήδη επωαστεί με αντισώματα ίδιας υποτάξης με το πειραματικό αντίσωμα, αλλά δεν εμφανίζουν κάποια ειδικότητα για πολλές από τις αναλυόμενες πρωτεΐνες των κυττάρων. Το τελευταίο δείγμα ελέγχου χρειάζεται,επειδή η Fc αντισωμική περιοχή μπορεί να δεσμευτεί σε διάφορους υποδοχείς της κυτταρικής επιφάνειας και επιπλέον διότι τα νεκρά κύτταρα εντός του δείγματος κατακρατούν αντισώματα με μη ειδικό τρόπο. (57) Α4. Απεικόνιση δεδομένων Η απεικόνιση των δεδομένων εκτελείται με μονοπαραμετρικά, διπαραμετρικά ή τριπαραμετρικά διαγράμματα. Η πλέον συχνή απεικόνιση γίνεται με διπαραμετρικά διαγράμματα και οι συχνότεροι τύποι απεικονίσεων είναι το dot plot, density plot, contour plot και 3D plot. Η dot plot απεικόνιση παρουσιάζει το μειονέκτημα του κορεσμού όταν υφίστανται πολλά σημεία σε μία περιοχή που δεν είναι δυνατή η διάκριση ποσοτικών διαφορών. Οι υπόλοιπες τρεις απεικονίσεις αναπαριστούν με α- κριβέστερο τρόπο τις αναλογίες των κυτταρικών πληθυσμών. Πολύ συχνή είναι η χρήση ιστογραμμάτων ως μονοπαραμετρικά διαγράμματα, όταν μελετάται ένα μοναδικό στοιχείο ανά κυτταρικό πληθυσμό. (56)

56 54 Β1. Ιατρικές και κλινικές εφαρμογές της κυτταρομετρίας ροής Η ΚΡ χρησιμοποιείται πολύ στην Αιματολογία, Ανοσολογία, Λοιμωξιολογία, Ογκολογία, Μαιευτική, Γυναικολογία, Ουρολογία, Παθολογία, Παιδιατρική, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει πολύτιμη συνεισφορά στον τομέα των Μεταμοσχεύσεων. Η παθολογοανατομία και κυτταρολογία διαθέτουν ένα σημαντικό εργαλείο στη διαφοροδιάγνωση πολλών νοσημάτων, ενώ άλλες ειδικότητες αξιοποιούν τις δυνατότητες της κυτταρομετρίας ροής, όπως είναι η Πνευμονολογία στη μελέτη του βρογχοκυψελιδικού εκπλύματος, η Νευρολογία και η Οφθαλμολογία στη μελέτη του υδατοειδούς υγρού. (53) Στην καθημερινή κλινική πρακτική της κυτταρομετρίας ροής, κατέχει ξεχωριστή θέση η μελέτη των υποπληθυσμών των λεμφοκυττάρων και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπως: Διερεύνηση της χρόνιας λεμφοκυττάρωσης Διερεύνηση της αναστροφής του λευκοκυτταρικού τύπου Διερεύνηση εμμένουσας ηωσινοφιλίας. Τα χρόνια λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα συνιστούν μια σημαντική ομάδα αιματολογικών κακοηθειών με μορφολογική, κυτταρογενετική, μοριακή και κλινική ετερογένεια. Η κυτταρομετρία ροής ταυτοποιεί τον παθολογικό πληθυσμό, δηλαδή αποκαλύπτει την κυτταρική του προέλευση. (52) Η ανοσοφαινοτυπική ανάλυση των κακοήθων κυττάρων με τη μέθοδο της κυτταρομετρίας ροής, θεωρείται ικανή και αναγκαία για τη μελέτη των αιματολογικών κακοηθειών, συμπληρωματικά με τις λαμβανόμενες πληροφορίες του απλού μικροσκοπίου και της κυτταροχημείας. Ακολούθως, τεκμηριώνεται η κλωνικότητα της διαταραχής. (55) Η ΚΡ χρησιμοποιείται και στα πλαίσια της διερεύνησης μιας συγγενούς ανοσοανεπάρκειας, όπου η διαφορική διάγνωση διαφέρει ανάλογα με την έλλειψη ή την μείωση των Τ, Β, ή Τ και ΝΚ (natural killer) λεμφοκυττάρων. Τα επίπεδα των CD4

57 55 λεμφοκυττάρων αποτελούν τον ισχυρότερο δείκτη για την εκτίμηση του βαθμού α- νοσοκαταστολής και προσδιορίζεται σε άτομα με συχνές ή εμμένουσες λοιμώξεις. Η μέτρηση του απόλυτου αριθμού των CD4 λεμφοκυττάρων αξιοποιείται διαγνωστικά, προγνωστικά αλλά και στην παρακολούθηση της νόσου του AIDS. (55) Σύμφωνα με το Πανευρωπαϊκό Συμβούλιο για την ΚΡ -EuroFlow Consortium- (58,59) οι οδηγίες που δόθηκαν αναφορικά με την ΚΡ αναφέρουν τα εξής : Συστηματική αξιολόγηση της συμβολής του ανοσοφαινότυπου στην διάγνωση και κατάταξη των B CLPD - 'B-cell chronic lymphoproliferative disorder, με σκοπό την δημιουργία μιας πλήρως στανταρισμένης και αναπαραγώγιμης ανοσοφαινοτυπικής διάγνωσης με βάση την κατάταξη της WHO Το B-CLPD panel, εφαρμόζεται όταν ανιχνεύεται ένας κλωνικός πληθυσμός Β λεμφοκυττάρων με την εφαρμογή του LST (Lymphoid Screening Tube). Η διάγνωση των B-CLPD βασίζεται στην ανίχνευση λεμφοκυττάρων με ανοσοφαινότυπο έκτοπο και κλωνικό. Η κυτταρομετρία ροής αποτελεί σημαντικό εργαλείο στη διάγνωση των Β-CLPD Προς το παρόν, κάθε εργαστήριο χρησιμοποιεί διαφορετικό πρωτόκολλο screening και διαφορετικό panel αντισωμάτων H EuroFlow group σχεδίασε και αξιολόγησε έναν συνδυασμό 8 χρωμάτων με 12 δείκτες αντισωμάτων με σκοπό την ανίχνευση πληθυσμών Β, Τ, ΝΚ λεμφοκυττάρων με έκτοπο ανοσοφαινότυπο στο περιφερικό αίμα, μυελό των οστών, λεμφαδένες και σε άλλους ιστούς που θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαγνωστικό screening για ΒCLPD H επιλογή των αντισωμάτων έγινε με σκοπό την λεπτομερή ανάλυση των βασικών υποκατηγοριών των λεμφοκυττάρων με αντιδραστήρια, που ταυτόχρονα θα καθορίζουν έκτοπους και κλωνικούς φαινότυπους και είναι :

58 56 α. CD 45: διαχωρισμός ώριμων από ανώριμα λεμφοκύτταρα β. CD3: διαχωρισμός Τ λεμφοκυττάρων γ. CD19, CD20: διαχωρισμός Β λεμφοκυττάρων δ. CD45hi,CD19+,CD20hi : ώριμα Β λεμφοκύτταρα ε. CD45lo, CD19+,CD20-/lo: προγονικά Β λεμφοκύτταρα στ. NK: ώριμα λεμφοκύτταρα (CD45hi,) απουσία CD19+,SmCD3, CD56+ ζ. Επιπλέον δείκτες για υποπληθυσμούς SmIgκ, SmIgλ -CD4,CD8,CD56 -CD56, CD8 η. Επιπλέον δείκτες προστέθηκαν στη συνέχεια : CD38 ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΙΚΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ Ολικά λεμφοκύτταρα : 23.9% ( %) T : 19.1% (8.2-36%) CD4+ T : 10.1%( %) CD8+ T: 7.3% ( %) B : 2.2% (0.4-5%) κ/λ : 1.5 ( ) ΝΚ : 2.6% ( %) Πλασματοκύτταρα : 0.06% ( %) Χρονία Λεμφογενής Λευχαιμία Μικρά, ομοιόμορφα λεμφοκύτταρα, > /L στο περιφερικό αίμα, διηθούν μυελό οστών, λεμφαδένες, σπλήνας, ήπαρ

59 57 Χαρακτηριστικός ανοσοφαινότυπος Η διάγνωση μπορεί να βασισθεί στην κυτταρομετρία ροής Scoring system: 4-5 τυπική ΧΛΛ, 0-1NHL CD23 + σε ποσοστό85%, CD5+ σε ποσοστό 100%, FMC7-,CD79b-,SmIg CD38, zap 70 : ανίχνευση με ανοσοφαινότυπο, προγνωστική σημασία, συσχέτιση με ταχύτερη εξέλιξη του νοσήματος Λευχαιμία εκ τριχωτών κυττάρων Νεόπλασμα από μικρά Β λεμφοκύτταρα, με οβάλ πυρήνα και άφθονο κυτταρόπλασμα με προσεκβολές σαν τρίχες Περιφερικό αίμα, μυελός οστών, σπλήνας 2% NHL CD20, CD22, CD11 CD103, CD25, CD123, Annexin A1(πιο ειδικός δείκτης) CD72, FMC7, Cyclin D (weak) CD10-, CD5- Οριστική διάγνωση με βιοψία Λέμφωμα από κύτταρα μανδύα 5-10% NHL Μικρά ως μεσαία λεμφοκύτταρα με ανώμαλο πυρήνα

60 58 Χαρακτηριστική κυτταρογενετική βλάβη t(11,14), cyclin D1 Συνήθως στάδιο IVμικρή επιβίωση CD5+,smIg +,FMC7+,CD43+ CD10-, CD23-, BCL6-, CD200- BCL2+ Οριστική διάγνωση με βιοψία Προλεμφοκυτταρική λευχαιμία Νεόπλασμα Β προλεμφοκυττάρων τα οποία ανιχνεύονται στο περιφερικό αίμα, μυελό των οστών και τον σπλήνα Προλεμφοκύτταρα >55% στο περιφερικό αίμα 1% B-CLPD IgM+/- CD19,CD20, CD22, CD79a, CD79b(+) CD5 σε 20-30%, CD23(+) σε 10-20% ZAP-70, CD38+ χωρίς να σχετίζονται με μεταλλάξεις ανοσοσφαιρινών Συμπεράσματα Η ΚΡ αποτελεί μείζον κριτήριο και παίζει σημαντικό ρόλο στην διάγνωση των Β- λεμφοϋπερπλαστικών νοσημάτων.

61 59 Με την ΚΡ γίνεται ανάλυση μεγάλου αριθμού κυττάρων, ταυτόχρονη έκφραση πολλών αντιγόνων στα ίδια κύτταρα. Υπάρχουν πλέον σημαντικές πληροφορίες για τον ανοσοφαινότυπο των Β λεμφοϋπερπλαστικών νοσημάτων, χάρη στην ΚΡ. Η EuroFlow παρέχει πολλά στοιχεία και σαφείς οδηγίες για την διάγνωση. Δεν υ- πάρχει όμως η δυνατότητα ακόμη να εφαρμοσθούν ευρέως. MONOKΛΩΝΙΚΗ Β ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ Α1. Γενικά Η μονοκλωνική Β λεμφοκυττάρωση (MBΛ) είναι μια σχετικά πρόσφατη διαγνωστική κατηγορία ομαδοποίησης ατόμων με ανώμαλο πληθυσμό Β-κυττάρων, που κατά τα άλλα δεν πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για κακοήθεια Β- κυττάρων. Η μονοκλωνική Β λεμφοκυττάρωση έχει φαινότυπο πανομοιότυπο με την ΧΛΛ και συμμερίζεται τις ίδιες χρωμοσωμικές ανωμαλίες, ακόμη και στα χαμηλότερα ανιχνεύσιμα επίπεδα. Η παρουσία στον υγιή πληθυσμό Β κυττάρων με ανοσοφαινοτυπικά χαρακτηριστικά Β-ΛΥΝ, ονομάζεται μονοκλωνική Β λεμφοκυττάρωση και ανιχνεύεται στο 3-5% του πληθυσμού. Στο 70% του υγιούς πληθυσμού υπάρχουν κλώνοι Β-κυττάρων μνήμης με την μετάθεση t(14;18)(q32;q21), μία χρωμοσωμική ανωμαλία που απαντά στα Β- κύτταρα του οζώδους λεμφώματος, ωστόσο δεν έχουν όλες τις γενετικές ανωμαλίες που είναι απαραίτητες να εξελιχθούν σε κύτταρα οζώδους λεμφώματος. Σύμφωνα με την κατάταξη WHO, η οντότητα αυτή ονομάζεται intrafollicular neoplasia, αποτελεί ένα in situ οζώδες λέμφωμα και βρίσκεται στην παράλληλη κατηγορία του ΜΒΛ.

62 60 Η σχέση ανάμεσα στην ηλικία και την ΜΒΛ δεν έχει τεκμηριωθεί απόλυτα. Από τις μελέτες διαφαίνεται πως το ποσοστό ανεύρευσης της ΜΒΛ αυξάνει με την πάροδο της ηλικίας, αφού αυτό ανευρίσκεται υψηλότερο στην ομάδα των ασθενών άνω των 75 ετών και με σαφή υπεροχή του άρρενος φύλου. (60) Στην εμφάνιση του μονοκλωνικού πληθυσμού συμβάλλει ο χρόνιος αντιγονικός ερεθισμός και η ανοσιακή γήρανση μπορεί να σχετίζεται τόσο με χρόνιες ιογενείς λοιμώξεις, όπως είναι η ηπατίτιδα C, όσο και με δημιουργία αυτοαντισωμάτων, όπως στην παρουσία του ρευματοειδούς παράγοντα. Β. Β ΜΟΝΟΚΛΩΝΙΚΗ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΓΕΝΗΣ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ Β1.Γενικά Αρκετά από τα χαρακτηριστικά της ΧΛΛ διευκολύνουν τόσο την βασική όσο και την εφαρμοσμένη έρευνα: ο υψηλός επιπολασμός του πληθυσμού τα κακοήθη κύτταρα λαμβάνονται εύκολα μέσω φλεβικής παρακέντησης οι περισσότεροι ασθενείς έχουν μια ασυμπτωματική φάση που επιτρέπει την αξιολόγηση τους η ΧΛΛ έχει μια σχετικά μακρά επιβίωση. Ως εκ τούτου, η ΧΛΛ έχει γίνει ένα πρότυπο σύστημα για τη διερεύνηση των Β λεμφοϋπερπλαστικών διαταραχών Σημαντική πρόοδος έχει σημειωθεί στον προσδιορισμό των γενετικών μεταλλάξεων, στον ρόλο του υποδοχέα των Β-κυττάρων (BCR) και στην αλληλεπίδραση μεταξύ των κακοήθων Β-κυττάρων και του μικροπεριβάλλοντος του όγκου. Αυτές οι εξελίξεις αποκαλύπτουν πως η ΧΛΛ είναι μια ασθένεια που εξαρτάται από την

63 61 αλληλεπίδραση τόσο κληρονομικών όσο και περιβαλλοντικών παραγόντων. Επίσης, οι συνήθεις διαγνωστικές τεχνικές μπορούν τώρα να ανιχνεύσουν πολύ χαμηλά επίπεδα του φαινότυπου των κυττάρων της ΧΛΛ. Η μονοκλωνική Β λεμφοκυττάρωση (MBΛ) είναι μια σχετικά πρόσφατη διαγνωστική κατηγορία ομαδοποίησης ατόμων με ανώμαλο πληθυσμό Β-κυττάρων, που κατά τα άλλα δεν πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για κακοήθεια των Β- κυττάρων. Η μονοκλωνική Β λεμφοκυττάρωση έχει φαινότυπο πανομοιότυπο με την ΧΛΛ και συμμερίζεται τις ίδιες χρωμοσωμικές ανωμαλίες, ακόμη και στα χαμηλότερα ανιχνεύσιμα επίπεδα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η Μονοκλωνική Λεμφοκυττάρωση του τύπου της ΧΛΛ(ΜΒΛ)είναι μια σταθερή κατάσταση, όπου μόνο 1% των ασθενών αναπτύσσουν προοδευτική ασθένεια που απαιτεί θεραπεία. Β2. Κληρονομικοί Γενετικοί παράγοντες Ο πιο σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη της ΧΛΛ είναι ένα οικογενειακό ιστορικό ΧΛΛ. Μεταξύ των ασθενών με νεοδιαγνωσμένο ΧΛΛ, 8% έως 10% έχουν οικογενειακό ιστορικό ΧΛΛ. Η ΧΛΛ έχει κληρονομικότητα που είναι διπλάσια από αυτή των κοινών συμπαγών όγκων, όπως του μαστού και του καρκίνου του παχέως εντέρου. (61,62) Γενεαλογική ανάλυση με τη χρησιμοποίηση δεδομένων από ιατρικά αρχεία της Σουηδίας για τον καρκίνο, έδειξε το σχετικό κίνδυνο της ΧΛΛ στους πρώτου βαθμού συγγενείς των ατόμων με ΧΛΛ να κυμαίνεται μεταξύ 7,0% και 8,5%. (63) Αρκετές μελέτες για το γονιδίωμα στην οικογενή ΧΛΛ έχουν πραγματοποιηθεί. Στην μεγαλύτερη και πιο πρόσφατη μελέτη που αναφέρθηκε ήδη, προστίθενται 101 νέες περιπτώσεις οικογενούς ΧΛΛ στις ήδη αναφερθείσες από το παρελθόν 105 οικογένειες. (64) Αυτή η μελέτη ήταν η πρώτη στατιστικά σημαντική μελέτη για το γονιδίωμα και η οποία προσδιόρισε πως το 2q21.2 χρωμόσωμα σχετίζεται άμεσα με την κληρονομικότητα της ΧΛΛ. Ωστόσο, δεν υπάρχουν αιτιολογικά γονίδια που να έχουν εντοπιστεί σε αυτό το τμήμα του χρωμοσώματος. Συνολικά, οι μελέτες αυτές είναι περιορισμένες λόγω του χαμηλού αριθμού των προσβεβλημέ-

64 62 νων ατόμων ανά οικογένεια και την προχωρημένη ηλικία έναρξης της νόσου, οπότε θεωρούνται μελέτες με μεγάλη γενετική ετερογένεια. Η πλήρης αλληλουχία του ανθρώπινου γονιδιώματος αποκάλυψε μεγάλο αριθμό κοινών πολυμορφισμών του νουκλεοτιδίου SNPs. Η ανακάλυψη αυτή οδήγησε στην υπόθεση ότι η κληρονομικότητα στις πολύπλοκες ασθένειες μπορεί να οφείλεται στην συγκληρονομικότητα αυτών των κοινών παραλλαγών των πολυμορφισμών των νουκλεοτιδίων. Οι Di Bernardo et al (65) πραγματοποίησαν μια πολυσταδιακή μελέτη για την αξιολόγηση της συμβολής των κοινών παραλλαγών του γονιδιώματος και των πολυμορφισμών των νουκλεοτιδίων στην κληρονομικότητα της ΧΛΛ. Αυτή η μελέτη εντόπισε έξι νέες θέσεις στο γονιδίωμα, που σχετίζονται με την ανάπτυξη της ΧΛΛ, παρέχοντας έτσι την πρώτη απόδειξη για την συμβολή των κοινών (επιπολασμός σε επίπεδο πληθυσμού> 5%) γενετικών παραλλαγών των πολυμορφισμών των νουκλεοτιδίων στην ανάπτυξη της ΧΛΛ. Πέντε από αυτά τα SNPs έχουν επικυρωθεί σε ένα ανεξάρτητο GWA(genome wide association). (66) Στη συνέχεια, τέσσερις επιπλέον θέσεις ευαισθησίας (loci) έχουν εντοπιστεί μέσω συνεχών παρακολουθήσεων των ασθενών από την αρχική μελέτη του Di Bernardo. (67) H ταυτοποίηση αυτών των γονιδίων βοηθά στην επιπλέον κατανόηση της βιολογίας της ΧΛΛ. Για παράδειγμα, ο GWA-(IRF4) GWA linked interferon regulatory factor 4 αποτελεί ένα βασικό ρυθμιστή της ωρίμανσης των λεμφοκυττάρων και του πολλαπλασιασμού τους, με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης ΧΛΛ. Τεράστιος αριθμός με παράλληλες τεχνολογίες αλληλουχίας μπορεί να επιτρέψει την ανακάλυψη αυτών των σπάνιων παραλλαγών και πολυμορφισμών και να φωτίσει έτσι την «κρυμμένη κληρονομικότητα» στην ΧΛΛ.

65 63 Β3. Επίκτητοι Γενετικοί παράγοντες Σε μια έκθεση-ορόσημο της Γερμανικής Ομάδος Μελέτης για την ΧΛΛ των Döhner et al (68), αποδείχθηκε ότι επίκτητες χρωμοσωμικές ανωμαλίες που αφορούν τα χρωμοσώματα 11, 12, 13 και 17 είναι κοινές στην ΧΛΛ και ότι με βάση αυτές τις ανωμαλίες μπορεί να προβλεφθεί τόσο ο χρόνος έως την πρώτη θεραπεία αλλά και η επιβίωση του ασθενούς. Τα γονίδια που κυρίως ευθύνονται για την κακή πρόγνωση που σχετίζεται με την del 17p13 και del 11q22 αναγνωρίστηκαν ως TP53 και ATM αντίστοιχα. Τα γονίδια που συμβάλλουν στην παθογένεια της ΧΛΛ στην τρισωμία 12 παραμένουν άγνωστα. Υπάρχει σε εξέλιξη συζήτηση σχετικά με το αν η τρισωμία 12 προσδίδει αυξημένο κίνδυνο εξέλιξης της νόσου σε αντίθεση με τη μελέτη Döhner, ότι δηλαδή οι ασθενείς με τρισωμία 12 ακολουθούν μια κάπως πιο επιθετική πορεία της ασθένειας από τους ασθενείς με φυσιολογική FISH (in situ υβριδοποίηση). (69) H del 13q14 είναι η πιο κοινή και πιο ευνοϊκή κυτταρογενετική ανωμαλία σε ασθενείς με ΧΛΛ. Τα υπεύθυνα γονίδια στη θέση αυτή ήταν αρχικά άγνωστα. Το 2002, oι Kalin et al (70) έδειξαν ότι το σύμπλεγμα microrna (mir 15-16) ήταν τα κρίσιμα γονίδια σε αυτή την περιοχή. Τα mir-15 και mir-16 στη συνέχεια αποδείχθηκαν να είναι αρνητικοί ρυθμιστές της BCL2. (71) Αυτή η ανακάλυψη είναι το πρώτο αξιοσημείωτο γεγονός, η πρώτη παρατήρηση της σύνδεσης της κλινικής νόσου με micrornas. Οι Döhner et al (68) απέδειξαν πως η FISH είναι η πιο κατάλληλη μέθοδος για την αξιολόγηση των χρωμοσωμικών ανωμαλιών σε ΧΛΛ.Παρά το γεγονός ότι μόνο το 5% των περιπτώσεων με ΧΛΛ δείχνουν μετάλλαξη του 17p13 κατά τη διάγνωση, σωματικές μεταλλάξεις συμβαίνουν σε περίπου το ένα τρίτο των ασθενών που υποτροπίασαν ή βρίσκονται υπό χημειοθεραπεία με ανθεκτική νόσο. (73,74,75) Είτε αυτό αποτελεί κλωνική επιλογή ή κλωνική εξέλιξη ή και τα δύο, είναι μια περιοχή της ε- νεργού έρευνας. Επιγενετικές αλλαγές είναι επίσης σχετικές με την παθογένεια της ΧΛΛ. Επιγενετικές μεταβολές είναι οι χρωμοσωμικές τροποποιήσεις που επηρεάζουν την με-

66 64 ταγραφή του γονιδίου, όπως η μεθυλίωση των υποκινητών γονιδίων και η ακετυλίωση της ιστόνης-δεσμευμένης με DNA. Τέτοιες είναι οι μεταλλάξεις στην κινάση της πρωτεΐνης 1 DAPK1 (77,78),που συνδέονται άμεσα με την λευχαιμιογένεση, ανεξάρτητα από την κατάσταση της μετάλλαξης της BCR. Β4. Η κατάσταση μετάλλαξης της βαριάς αλυσίδας ανοσοσφαιρίνης (IgVH) ως ένας κεντρικός καθοριστικός παράγοντας της βιολογίας της ΧΛΛ. Περίπου το ήμισυ (50%) των περιπτώσεων ΧΛΛ δείχνουν IgVH μεταλλάξεις και το άλλο μισό δείχνουν αμετάλλακτες IgVH. Οι Schröeder και Dighiero (123,124) περιέγραψαν περιπτώσεις ασθενών με CD5-/CD19+ και μεταλλαγμένες IgVH, που α- ντιστοιχούν σε άτυπες μορφές ΧΛΛ, ενώ το 1999 η ομάδα του Hamblin μελέτησε ασθενείς με ΧΛΛ και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρουσία IgVH μεταλλάξεων κατατάσσει τους ασθενείς σε ομάδα με καλύτερη πρόγνωση. (125) Η μέση επιβίωση των ασθενών με IgVH μεταλλάξεις ήταν 293 μήνες, ενώ για τους ασθενείς με αμετάλλακτες IgVH ήταν 117 μήνες. Στους ίδιους ασθενείς, η διαφορά στην επιβίωση ανάμεσα στην μεταλλαγμένη και αμετάλλακτη ΧΛΛ φαίνεται ακόμη καλύτερα σε όσους ασθενείς ανήκαν στο στάδιο Α κατά Binet. H μέση επιβίωση των ασθενών σταδίου A με μεταλλαγμένη ΧΛΛ ήταν 293 μήνες, ενώ η μέση επιβίωση των ασθενών σταδίου Α με αμετάλλακτη ΧΛΛ ήταν 95 μήνες. Γενικότερα, οι ασθενείς που φέρουν αμετάλλακτες IgVH εμφανίζουν επιθετική νόσο, μικρή ανταπόκριση στην θεραπεία και μικρό προσδόκιμο επιβίωσης. (87,17,118) Οι μελέτες γονιδιακής έκφρασης των ασθενών με ΧΛΛ δείχνουν ότι και οι δύο τύποι προέρχονται από Β-κύτταρα μνήμης. (88,89) Πειραματικά δεδομένα δείχνουν ότι in vitro και άλλα μοριακά χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούνται για την κλινική πρόγνωση π.χ., CD38 και ZAP70 είναι σημαντικοί καθοριστικοί παράγοντες της BCR ανταπόκρισης.

67 65 Β5. Ο ρόλος της BCR στη ΧΛΛ H διερεύνηση του γονιδίου της ανοσοσφαιρίνης έχει οδηγήσει σε συμπεράσματα που είναι καίριας σημασίας για την τρέχουσα κατανόηση της ΧΛΛ. Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του Β-κυττάρου, ο ανασυνδυασμός της μεταβλητής της ποικιλόμορφου-σύνδεσης (variable-diversity-joining (VDJ) δημιουργεί μία βαριά άλυσο ανοσοσφαιρίνης (ΙGΗ) και μία ελαφριά άλυσο ανοσοσφαιρίνης (IGL), μέσω του ειδικού VJ ανασυνδυασμού. Υπάρχει τεράστια συνδυαστική δυνατότητα σε αυτή τη διαδικασία. Ωστόσο, οι ασθενείς με ΧΛΛ χρησιμοποιούν ένα πολύ περιορισμένο σύνολο BCRs. (79) Περίπου 14% όλων των ασθενών με ΧΛΛ εκφράζουν την VH1-69 βαριά άλυσο και ένα επιπλέον 18% την VH4-34 βαριά άλυσο. Αυτό το εύρημα του περιορισμού του ρεπερτορίου των IGH οδήγησε στην υπόθεση ότι η διέγερση με ειδικά αυτο- ή άλλο αντιγόνα μπορεί να οδηγήσει σε επέκταση του κακοήθους κλώνου. (80,81) Η ενδοκλωνική διαφοροποίηση κάποιων μορφών ΧΛΛ υποστηρίζει περαιτέρω την υπόθεση της αντιγονοαρχής (antigen-drive hypothesis). (82-86) Β6. Σύντομη ιστορία της χρήσης της κυτταρομετρίας ροής στη διάγνωση της ΧΛΛ Η αξία του ανοσοφαινότυπου στα κύτταρα της Β-ΧΛΛ έχει αναγνωριστεί από τις αρχές της δεκαετίας του (92,93,94,95). Μέχρι το 1989 το Γαλλο-Αμερικανο- Βρετανικό σύστημα κατάταξης FAB πρότεινε τη χρήση της κυτταρομετρίας ροής ανοσοφθορισμού, με την οποία η έντονη έκφραση του CD19 και CD5 και η αδύναμη έκφραση της ανοσοσφαιρίνης και των CD22/ FMC7, καθώς και η απουσία έκφρασης CD10, διακρίνει την ΧΛΛ από άλλες χρόνιες λεμφοϋπερπλαστικές διαταραχές. (96) Το CD 5 αποτελεί μία πρωτεΐνη-κλάσμα διαφοροποίησης (cluster of differentiation ), το οποίο ανευρίσκεται σε μία υποομάδα Β-κυττάρων που εκκρίνουν IgM και καλούνται Β1 κύτταρα, καθώς και σε Τ κύτταρα. Αποτελεί έναν καλό ανοσοϊ-

68 66 στοχημικό δείκτη για τα Τ κύτταρα, αλλά βρίσκεται και στη Χρονία Λεμφογενή Λευχαιμία, στην Λευχαιμία από κύτταρα του Μανδύα και στη Λευχαιμία από τριχωτά κύτταρα. Το CD19 αποτελεί το σήμα κατατεθέν των Β-κυττάρων στην κυτταρομετρία ροής και χρησιμοποείται κυρίως για την διάγνωση Λεμφοϋπερπλαστικών διαταραχών από Β-κύτταρα. (111) Aπό το 2011 έχουν αρχίσει δοκιμαστικές θεραπείες οι ο- ποίες στοχεύουν στο CD19. (113,114) Η έκφραση του CD23 έχει επίσης επισημανθεί ως χρήσιμο εργαλείο για τη διάκριση της ΧΛΛ από άλλες CD5 + Β-λεμφοϋπερπλαστικές διαταραχές. Τα περισσότερα διαγνωστικά εργαστήρια χρησιμοποιούν ενός ή δύο χρωμάτων κυτταρομετρία ροής και θέτουν, ως διαγνωστικό σημείο της ΧΛΛ, τον απόλυτο αριθμό λεμφοκυττάρων πάνω από ανά mm 3 και τον φαινότυπο CD19 + CD5 + CD23 + των λεμφοκυττάρων. Ο φαινότυπος αυτός χρησιμοποιηθήκε στην ΧΛΛ και για την ανίχνευση της ελάχιστης υπολειμματικής νόσου (MRD) για την διάκριση των κυττάρων της ΧΛΛ από τα πολυκλωνικά φυσιολογικά Β-κύτταρα. (93,94,96) H πολλαπλών παραμέτρων κυτταρομετρία ροής με ταυτόχρονη ανάλυση των CD19, CD5 και CD20 / CD79b αύξησε την ευαισθησία της ανίχνευσης σε 1 ΧΛΛ κύτταρο ανάμεσα σε κανονικά λευκοκύτταρα. (97,98,99) Ο εντοπισμός μικρών κλώνων φαινοτυπικά όμοιων με ΧΛΛ-κύτταρα έγινε ευκολότερος με τη χρήση 3 χρωμάτων κυτταρομετρίας ροής και την ανίχνευση κ και λ ελαφρών αλύσεων στο επίπεδο των 100/mm 3 σε άτομα με αντιδραστική Τ-λεμφοκυττάρωση. (100)

69 67 ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ Β ΜΟΝΟΚΛΩΝΙΚΗ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ Α1. Γενικά Μελέτες, που έγιναν ανεξάρτητα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιταλία, χρησιμοποιούν υψηλής ευαισθησίας κυτταρομετρία ροής 4 χρωμάτων για να διερευνήσουν την επικράτηση των παθολογικών πληθυσμών Β-κυττάρων σε δείγματα αίματος στα εξωτερικά ιατρεία. (103,104) Σε μελέτη από το Ηνωμένο Βασίλειο, 24 δείγματα από 425 άνδρες και 485 γυναίκες στα εξωτερικά ιατρεία δημόσιου νοσοκομείου, με διάμεση ηλικία των 65 έτη (εύρος 40-90) και χωρίς ιστορικό ή υποψία καρκίνου, εξετάστηκαν με 4 χρωμάτων κυτταρομετρία ροής. Κύτταρα με φαινότυπο ΧΛΛ εντοπίστηκαν στο 3,5% του συνόλου, με αναλογία ανδρών προς γυναίκες από 2.2: 1. Ο επιπολασμός αυξάνεται με την ηλικία, από 2,1% στα άτομα μεταξύ 40 και 60 ετών, σε 5% για τα άτομα άνω των 60 ετών (chi-square P =0.01). Οι απόλυτοι αριθμοί του φαινοτύπου κυττάρων τύπου ΧΛΛ ήταν χαμηλοί (διάμεση τιμή 13, εύρος ανά χιλιοστό 3 ) και αντιπροσώπευαν ένα μικρό ποσοστό του συνόλου των Β-λεμφοκυττάρων στις περισσότερες περιπτώσεις (διάμεσος 11%, εύρος 3% -95%). Σε ισπανική μελέτη που αφορούσε ασθενείς σε τακτική βάση Εξωτερικών Ιατρείων και στην οποία χρησιμοποιήθηκε ΚΡ 8 χρωμάτων βρέθηκε ο υψηλότερος επιπολασμός ΒΜΛ του τύπου της ΧΛΛ σε ποσοστό 12%, με ένα σύνολο 608 ασθενών, με μέσο όρο ηλικίας τα 62 έτη (από ετών) (104) Μια ιταλική μελέτη διεξήχθη σε μια αγροτική κοινότητα έξω από την μητροπολιτική περιοχή του Τορίνο σε δείγματα από 269 γυναίκες και 231 άνδρες (μέση η- λικία 74, εύρος έτη), που ελήφθησαν για κοινές εξετάσεις αίματος ρουτίνας (π.χ. γλυκόζη αίματος, λιπίδια αίματος). Όλα τα άτομα που περιλαμβάνονταν στη μελέτη είχαν μια κανονική εξέταση γενικής αίματος, χωρίς ενδείξεις λεμφοκυττάρωσης και χωρίς ιστορικό ή υποψία κακοήθειας κατά τη στιγμή της αιμοληψίας. Χρησιμοποιώντας παρόμοια κυτταρομετρία ροής, κύτταρα με φαινότυπο ΧΛΛ εντοπί-

70 68 στηκαν στο 5,5%, των ατόμων άνω των 65 ετών, ποσοστό πολύ κοντινό με την συχνότητα 5% που ανέφεραν μεταξύ των ηλικιωμένων (> 60 ετών) στη μελέτη του Ηνωμένου Βασιλείου. Τα κύτταρα με φαινότυπο ΧΛΛ εκπροσωπούνται από ένα μικρό ποσοστό του συνόλου των CD19 + Β κυττάρων (μέσος όρος 1,8%, εύρος 0,7% - 4%) Η επικράτηση των μονοκλωνικών Β-κυττάρων αυξάνεται με την ηλικία και είναι υψηλότερη σε άτομα άνω των 75 ετών και με το άρρεν φύλο να έχει πρόδηλη ε- πικράτηση, ιδίως μεταξύ της τελευταίας ηλικιακής ομάδας. Παρά τη διαφορετική γεωγραφική προέλευση και την επιλογή των ασθενών (πρωτοβάθμια φροντίδα vs εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου) στις μελέτες που αναφέρθηκαν, βρέθηκε παρόμοιος επιπολασμός στην ηλικία και στην κατανομή κατά φύλο. Τέλος, μελετήθηκε η επικράτηση της Β Μονοκλωνικής Λεμφοκυττάρωσης σε υγιείς αιμοδότες από την περιοχή Midwest των Ηνωμένων Πολιτειών. Εξετάσθηκαν συνολικά 1926 δότες που πληρούσαν τα κριτήρια με φυσιολογικές παραμέτρους αίματος και χωρίς να πάχουν από κακοήθεια. Ένα ποσοστό 0,57% βρέθηκε να έχει ανοσοφαινοτυπικά χαρακτηριστικά ΒΜΛ του τύπου της ΧΛΛ με βάση την ΚΡ 2 ΚΑΙ 4 χρωμάτων και την ανάλυση των ανοσοσφαιρινών βαρέων αλύσεων, με μέσο όρο ηλικίας τα 59 έτη και επικρατούν φύλο το άρρεν. (102) Α2. Διαγνωστικά κριτήρια για την μονοκλωνική Β Λεμφοκυττάρωση Τα διαγνωστικά κριτήρια για την ΒΜΛ έχουν σκοπό να εντοπίσουν τα άτομα με μη φυσιολογικό πληθυσμό Β-κυττάρων, αλλά που δεν πληρούν τα κριτήρια για συγκεκριμένη B-λεμφοϋπερπλαστική διαταραχή. (106) Στα διαγνωστικά κριτήρια της ΒΜΛ, που τέθηκαν από τους Μarti και συν. το 2005 (28),θα πρέπει να ισχύουν : α) ανίχνευση μονοκλωνικού Β κυτταρικού πληθυσμού στο περιφερικό αίμα με : i)λόγο κ:λ >3:1

71 69 ii) Β λεμφοκύτταρα >25% που να μην εκφράζουν καθόλου ή να εκφράζουν μικρό ποσοστό επιφανειακής ανοσοσφαιρίνης ή iii) α) ανοσοφαινότυπος ειδικός για κάποια από τα Β ΛΥΝ β) Η ΒΜΛ πρέπει να ανευρίσκεται σταθερά για διάστημα άνω των 3 μηνών τουλάχιστον και γ) κριτήρια αποκλεισμού της ΒΜΛ, όπως η οργανομεγαλία και η λεμφαδενοπάθεια, η ταυτόχρονη παρουσία λοίμωξης ή αυτοάνοσου νοσήματος καθώς και η ύπαρξη λεμφοκυττάρων >5000/μl Α3. Η κλινική έκβαση ατόμων με Μονοκλωνική Β Λεμφοκυττάρωση του τύπου της ΧΛΛ Υπάρχουν πολύ περιορισμένες πληροφορίες σχετικά με την έκβαση των ατόμων με ΜΒΛ του τύπου της ΧΛΛ από γενικές μελέτες του πληθυσμού, επειδή ηθικά και υλικοτεχνικά δεδομένα περιορίζουν τη δυνατότητα για follow-up. Έχει αποδειχθεί από την Ola Landgren και συνεργάτες της, πως σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις ΧΛΛ έχει προηγηθεί ΜΒΛ του τύπου της ΧΛΛ αρκετά χρόνια πριν από την διάγνωση. (107) Ωστόσο, ο κίνδυνος για ένα άτομο με ΜΒΛ του τύπου της ΧΛΛ για την ανάπτυξη ΧΛΛ πιθανόν να είναι μικρός, επειδή ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του γενικού πληθυσμού έχει κάποιον ανώμαλο κλώνο Β-κυττάρου. Το βασικό ερώτημα είναι πώς να διαχειριστεί κανείς τα άτομα, τα οποία έχουν βρεθεί να έχουν ένα μη φυσιολογικό πληθυσμό Β-κυττάρων, μετά από έρευνα για λεμφοκυττάρωση. Αυτό το σημαντικό θέμα έχει μελετηθεί από πέντε ομάδες. Πρώτον, η Sarah Fung και οι συνεργάτες της ανέφεραν την έκβαση για ασθενείς με ΒΜΛ του τύπου της ΧΛΛ (n = 54) σε σύγκριση με εκείνους με Rai σταδίου 0 ΧΛΛ (n = 112). Ασθενείς με ΒΜΛ έχουν μια μικρή πιθανότητα πρόωρης εξέλιξης, χωρίς όμως και οι ασθενείς να χρειάζονται θεραπεία μετά από διάμεση παρακολού-

72 70 θηση 2,5 χρόνων. Υπήρχε μια τάση προς βελτίωση της επιβίωσης χωρίς εξέλιξη της νόσου σε σύγκριση με Rai στάδιο 0 ΧΛΛ, αλλά η συνολική επιβίωση ήταν παρόμοια μεταξύ ΒΜΛ και το στάδιο 0 ΧΛΛ. (108) Η ομάδα Leeds ανέφερε μια σειρά από 185 περιπτώσεις ΧΛΛ με διάμεση παρακολούθηση τα 6,7 χρόνια. Ο αυξημένος αριθμός λεμφοκυττάρων σε περισσότερες από δύο φορές στην πορεία του χρόνου παρέμεινε στο ίδιο επίπεδο ή αυξήθηκε στις επόμενες αξιολογήσεις σε 51 περιπτώσεις (28%), με τον αριθμό των λεμφοκυττάρων πάνω από /mm 3 να εμφανίζεται σε 31 περιπτώσεις (17%). Προοδευτική ΧΛΛ, που χαρακτηρίζεται από λεμφαδενοπάθεια, σπληνομεγαλία, αναιμία, θρομβοκυτταροπενία, χρόνο διπλασιασμού λεμφοκυττάρων <6 μήνες, επίμονη λοίμωξη ή νυχτερινές εφιδρώσεις, αναπτύχθηκε σε 15% (28 από 185 άτομα) και χημειοθεραπεία απαιτήθηκε σε 13 ασθενείς (7%). (108) Oι Stephen Mulligan και συνεργάτες ανέφεραν το αποτέλεσμα για μια σειρά από 220 BMΛ του τύπου της ΧΛΛ με μέση διάρκεια 4,1 έτη παρακολούθησης, των οποίων 76 περιπτώσεις (35%) παρουσίασαν μια αύξηση των λεμφοκυττάρων και 18 περιπτώσεις (8%) έφτασαν σε μια μέτρηση πάνω /mm 3. (107) Oι Tait Shanafelt ανέφεραν τα δεδομένα της Mayo Clinic, όπου στις 459 περιπτώσεις που θεωρήθηκαν ως Rai στάδιο 0 μεταξύ του Ιανουαρίου 2000 και του Δεκεμβρίου του 2007, οι 190 (41%) θα πρέπει να ορισθούν εκ νέου ως ΜΒΛ του τύπου της ΧΛΛ σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια του (106) Τα αποτελέσματα για τα άτομα με ΒΜΛ ήταν παρόμοια με τα δεδομένα του Leeds. Πιο πρόσφατα, ο Rossi και οι συνεργάτες του ανέφεραν μια σειρά από 123 περιπτώσεις ΜΒΛ, η οποία έδειξε μια καλύτερη κλινική πορεία και χαμηλότερο κίνδυνο μετατροπής σε ΧΛΛ σε σύγκριση με 154- Rai στάδιο 0- περιπτώσεις. Οι συγγραφείς χρησιμοποίησαν επιπλέον δείκτες, όπως οι IGHV μεταλλάξεις και η έκφραση CD38 και ZAP-70. Ο κίνδυνος των ατόμων με ΜΒΛ που απαιτούν θεραπεία φαίνεται να είναι μεγαλύτερος σε αυτή τη μελέτη συγκριτικά με άλλες και ανέρχεται σε 4% ετησίως κατά τα πρώτα 7 χρόνια. (105)

73 71 Συμπερασματικά, σύμφωνα με τις λίγες αυτές μελέτες, η πλειονότητα των ατόμων δεν θα αναπτύξουν προοδευτική ασθένεια σε μια περίοδο 5 ετών. Περίπου το 75% θα έχει ένα σταθερό αριθμό λεμφοκυττάρων και μεταξύ 1% έως 4% ετησίως θα αναπτύξουν προοδευτική ασθένεια που απαιτεί θεραπεία. Ο ρυθμός της εξέλιξης είναι παρόμοιος με εκείνον που φαίνεται από MGUS προς μυέλωμα.

74 72 ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

75 73 ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Η παρούσα διατριβή αποσκοπεί στην ανίχνευση της σύγχρονης έκφρασης των αντιγόνων CD5 και CD19 στα λεμφοκύτταρα φυσιολογικών ατόμων. Η ανάληψη του παρόντος πονήματος συνδέεται άμεσα με την ανάγκη διευκρίνησης ενός βιβλιογραφικού ερωτηματικού, δεδομένου ότι υπάρχουν λιγοστά παγκοσμίως δεδομένα που αναφέρονται στην έκφραση των μοριακών δεικτών, οι οποίοι αφορούν τα χρόνια λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα σε φυσιολογικό πληθυσμό. Συγκεκριμένα, επικεντρωθήκαμε στη μελέτη του ανοσοφαινότυπου της Β χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας (ΧΛΛ), η οποία αποτελεί τη συχνότερη λεμφοϋπερπλαστική διαταραχή,σε υ- γιείς Θεσσαλονικείς αιμοδότες. Όπως προαναφέρθηκε στο εισαγωγικό μέρος της εργασίας, ο κάθε όγκος ξεκινά από ένα και μόνο κύτταρο, άρα η αναγνώριση των νεοπλασματικών κυττάρων ή α- κολούθως ο προσδιορισμός των νεοπλασματικών δεικτών σε υποκλινικά στάδια, α- ποτελούν μία ελπιδοφόρα βάση ανάπτυξης και μελέτης των ογκογενετικών μηχανισμών. Οι μοριακοί και κυτταρικοί δείκτες που συνδέονται με κακοήθεις ασθένειες προσδιορίζονται συχνά και στον υγιή πληθυσμό. Οι μοριακοί δείκτες καθώς και οι δείκτες του ορού φαίνεται πως σχετίζονται με ορισμένες νεοπλασματικές διαταραχές. Επιπλέον, ο προσδιορισμός των ανωτέρω δεικτών μπορεί να συνεισφέρει θετικά στη διάγνωση και να δημιουργήσει το πλαίσιο ανάπτυξης αποτελεσματικών θεραπευτικών στρατηγικών, όπως για παράδειγμα συνέβη στην ανακάλυψη του αναστολέα της τυροσινικής κινάσης (imatinib mesylate ST 1571) στη χρόνια μυελογενή λευχαιμία. Συνοπτικά, ο προσδιορισμός των νεοπλασματικών κυττάρων ή των δεικτών της νεοπλασίας σε μια παθοφυσιολογική διαταραχή ή υποκλινική μορφή αυτής αποτελούν ένα κρίσιμο προγνωστικό δείκτη για τον πρόωρο προσδιορισμό των ασθενειών, καθώς επίσης και για τη μελέτη των παθοφυσιολογίας. Στην παρούσα φάση, δεν υ- πάρχει κάποιος γνωστός δείκτης ορού ή μια γνωστή μετάλλαξη που να σχετίζεται άμεσα με την εμφάνιση και την εξέλιξη της χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας. Κατά συνέπεια, σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η ανεύρεση του ποσοστού συ-

76 74 νέκφρασης των δεικτών CD5/ CD19 αρχικά στον φυσιολογικό πληθυσμό και ο επιπολασμός του σε αυτόν τον πληθυσμό. Στους στόχους της εκπόνησης αυτής της διατριβής είναι ακόμη η ένταξη των ατόμων που φέρουν την θετική συνέκφραση των CD5/CD19 σε διαδικασία περαιτέρω έρευνας, ως προς την αποκάλυψη εξέλιξης μιας υποκλινικής ή λανθάνουσας κατάστασης, δηλαδή μίας πιθανής Β μονοκλωνικής λεμφοκυττάρωσης σε Β χρόνια λεμφογενή λευχαιμία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μερικώς, όπως κάναμε εμείς, με τον προσδιορισμό των επιφανειακών δεικτών CD23, CD79b CD20, CD38, Zap 70, οι οποίοι θεωρούνται ειδικοί της Β χρόνιας λεμφογενούς λευχαιμίας. Η μονοκλωνικότητα των κυττάρων αυτών πιστοποιείται με τη ανεύρεση των IgG και IgM κ ή λ ελαφρών αλύσεων. Έτσι, με αυτήν τη εργασία, η ανίχνευση των συγκεκριμένων α- ντιγόνων στην επιφάνεια των φυσιολογικών λεμφοκυττάρων, μπορεί να αποτελέσει την απαρχή νέων Ελληνικών μελετών και οι συσχετίσεις αυτές να επαναληφθούν στα συγκεκριμένα άτομα στα οποία ανευρέθησαν με σκοπό την περαιτέρω παρακολούθησή τους. Στα άτομα αυτά θα μπορέσουν να εφαρμοσθούν πιθανόν και οι υπόλοιπες νεότερες μέθοδοι, όπως της αναδιάταξης των βαρέων αλύσεων των ανοσοσφαιρινών καθώς και οι γενετικές μεταλλάξεις. Με τον τρόπο αυτό πιστεύεται ότι θα είναι εφικτή η πρώιμη διάγνωση ασθενών με ΒΜΛ αρχικά αλλά και με Β χρόνια λεμφογενή λευχαιμία σε προκλινικό στάδιο, οπότε θα επιτευχθεί έτσι καλύτερο διαγνωστικό αλλά και πιθανώς θεραπευτικό αποτέλεσμα και πρόγνωση. Ελπιδοφόρα θα είναι επίσης και η κατάληξη σε συμπέρασμα της χρήσης των αντιγόνων CD5 και CD19 ως προληπτικού ελέγχου σε φυσιολογικά άτομα του γενικού πληθυσμού, δεδομένου ότι η χρόνια λεμφογενής λευχαιμία αποτελεί τη συχνότερη μορφή λευχαιμίας στον δυτικό κόσμο. Με την ανίχνευση των επιφανειακών αυτών αντιγόνων και την εξασφάλιση της πρώιμης διάγνωσης περιπτώσεων μονοκλωνικής λεμφοκυττάρωσης, οι οποίες υπό άλλες συνθήκες θα παρέμεναν αδιάγνωστες και σε λανθάνουσα κατάσταση ισοβίως-όπως ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση μονοκλωνικής γαμμαπάθειας ακαθορίστου σημασίας- πιθανόν να κινηθεί

77 75 και το ενδιαφέρον και άλλων νέων αιματολόγων για να ερευνήσουν τη συσχέτιση της μονοκλωνικής λεμφοκυττάρωσης με την χρόνια λεμφογενή λευχαιμία. Αυτός θα είναι και ο λόγος μιας προληπτικής θεραπείας που θα εξαφανίσει αυτόν τον κλώνο, εν τη γενέσει.

78 76 ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ Α1. Γενικά Για την μελέτη αυτή χρησιμοποιήθηκαν οι αιμοδότες της Αιμοδοσίας στο Γενικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης, κατά το διάστημα Εξ ορισμού οι αιμοδότες ήταν υγιείς χωρίς συνοδά νοσήματα και με μεγάλο ηλικιακό εύρος (20-60 ετών). Πριν από την εκτέλεση της αιμοδοσίας, ο κάθε αιμοδότης ενημερωνόταν από τη συγγραφέα για την διδακτορική διατριβή, ώστε να ληφθεί η συναίνεσή του. Σε καθημερινό επίπεδο, συλλέγονταν και καταγράφονταν περί τα 5-8 δείγματα. Η συλλογή των δειγμάτων γινόταν μία φορά την εβδομάδα, ενώ το λαμβανόμενο αίμα ήταν 8-10cc, ικανή ποσότητα για όλες τις εξετάσεις που ήταν απαραίτητες να γίνουν. Στην μελέτη επίσης χρησιμοποιήθηκαν και ασθενείς με ΧΛΛ της Α Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής του Α.Π.Θ. στο Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, οι οποίοι υποβάλλονταν σε όλες τις απαραίτητες εξετάσεις για την διάγνωση και την σταδιοποίηση της νόσου και που αφορούσαν τόσο παλαιότερους όσο και νεότερους προγνωστικούς παράγοντες, όπως αυτοί έχουν ήδη αναφερθεί. Τέλος στη μελέτη συμπεριελήφθησαν και οι συγγενείς των παραπάνω ασθενών, οι οποίοι ενσωματώθηκαν στην ομάδα των υγιών εθελοντών αιμοδοτών με σκοπό την πληρέστερη στελέχωση της μελέτης. Σε όλους τους συγγενείς των ασθενών ζητήθηκε η συναίνεση για συμμετοχή τους στην μελέτη από τη συγγραφέα. Σε όσους από αυτούς ανταποκρίθηκαν θετικά, έγινε το ίδιο σετ εξετάσεων που έγινε και στους υγιείς αιμοδότες που συμμετείχαν στην μελέτη.

79 77 Α2. Δειγματοληψία Τα δείγματα από τους εθελοντές αιμοδότες ελήφθησαν με παρακέντηση περιφερικής φλέβας. Έγινε καταγραφή του ονοματεπώνυμου, καθώς και στοιχείων επικοινωνίας του κάθε ατόμου για πιθανή μελλοντική επικοινωνία μετά την διενέργεια των εξετάσεων. Έγινε καταγραφή του φύλου, της ηλικίας, της καταγωγής και του είδους εργασίας του ατόμου. Επίσης έγινε ταξινόμηση των ασθενών ανάλογα με τις παραπάνω παραμέτρους. Οι εθελοντές αιμοδότες είχαν φυσιολογικό αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων, αιμοπεταλίων καθώς και αιμοσφαιρίνης, δεν έπασχαν από κάποιο χρόνιο αιματολογικό νόσημα ή νεοπλασία και δεν είχαν επισκεφθεί στο παρελθόν αιματολόγο ή ογκολόγο. Καταγράφηκαν σε ιδαίτερη στήλη τα άτομα, που παρά τον φυσιολογικό αριθμό λευκοκυττάρων, παρουσίασαν λεμφοκυττάρωση. Οι συγγενείς των ασθενών με Β χρόνια λεμφογενή λευχαιμία καταγράφηκαν με τον ίδιο τρόπο. Οι εξετάσεις διενεργούνταν εντός 24 ώρου από τη λήψη των δειγμάτων αίματος. Από την στιγμή που λαμβάνονταν τα δείγματα, προσδιοριζόταν αρχικά ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων, της αιμοσφαιρίνης και των αιμοπεταλίων. Στη συνέχεια προσδιοριζόταν η έκφραση των επιφανειακών αντιγόνων CD5 και CD19 στα λεμφοκύτταρα, καθώς και η σύγχρονη έκφρασή τους. Σε περίπτωση που το ποσοστό της συνέκφρασης υπερέβαινε το 2,5% του συνόλου των λεμφοκυττάρων και το οποίο χαρακτηριζόταν ως παθολογική έκφρασή τους, ετίθετο η υποψία μονοκλωνικής λεμφοκυττάρωσης, ώστε να ακολουθήσει περαιτέρω έλεγχος. Ο έλεγχος αυτός περιελάμβανε τη χρήση των υπολοίπων αναφερθέντων επιφανειακών αντιγόνων CD23, CD38, CD20 CD79b, αλλά και των κ και λ ελαφρών αλύσεων, για την πιστοποίηση της μονοκλωνικής λεμφοκυττάρωσης. Τέλος, προσδιοριζόταν και οι λοιπές παράμετροι, όπως LDH, CRP, TKE, καθώς και η β 2 -μικροσφαιρίνη.

80 78 Α3. Ταξινόμηση των συμμετεχόντων Διακρίναμε τις ακόλουθες κατηγορίες συμμετεχόντων: Ασθενείς που επιβεβαιωμένα έπασχαν από ΧΛΛ. Η εξέτασή τους συμπεριελάμβανε την διερεύνηση του ανοσοφαινότυπου με τους δείκτες CD19, CD5, CD20, CD79b, CD23, CD38, καθώς και τα αντιγόνα επιφάνειας FMC7, IgG, IgM, αλλά και την μετάλλαξη ή μη των IGVH αλύσεων. Αιμοδότες και συγγενείς ασθενών με φυσιολογικό ανοσοφαινότυπο Αιμοδότες και συγγενείς ασθενών με υψηλή συνέκφραση των CD5/CD19 Αιμοδότες και συγγενείς ασθενών με χαμηλή συνέκφραση των CD5/CD19 Στο επόμενο κεφάλαιο παρατίθενται αναλυτικά τα αποτελέσματα, ανά κατηγορία συμμετεχόντων.

81 79 ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ Οι ασθενείς μελετήθηκαν σύμφωνα με τα παρακάτω κριτήρια: α) τιμή θετικής ανοσοαντίδρασης βάσει των τιμών CD5 και CD-19 β) συνέκφραση CD5/CD19. Για την εφαρμογή της στατιστικής μελέτης πραγματοποιήθηκε κωδικοποίηση των δεδομένων, ώστε να είναι επεξεργάσιμα μέσω προγραμμάτων στατιστικής σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Η στατιστική επεξεργασία και οι υπολογισμοί εκτελέστηκαν με τη χρήση του λογισμικού πακέτου SPSS της ΙΒΜ, έκδοση v.17, για το λειτουργικό σύστημα Windows 7. Για τη σύγκριση των μέσων τιμών χρησιμοποιήθηκε η στατιστική δοκιμασία Student s t-test, ενώ για τη σύγκριση αναλογιών ομάδων χρησιμοποιήθηκε το μη παραμετρικό κριτήριο x 2. Για τον έλεγχο της ύπαρξης συσχετίσεων μεταξύ των μεταβλητών που μελετήθηκαν, χρησιμοποιήθηκαν οι συντελεστές συσχέτισης του Pearson (r), και του Spearmann (r s ), αφού πρώτα έγινε έλεγχος κανονικότητας των δεδομένων. Για τη ποσοτικοποίηση των συσχετίσεων χρησιμοποιήθηκε το μοντέλο απλή γραμμικής παλινδρόμησης και πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης. Σε όλες τις περιπτώσεις ως επίπεδο σημαντικότητας τέθηκε η στάθμη εμπιστοσύνης 5%. Σε στατιστικώς σημαντικά αποτελέσματα ισχύει p<0,05. Στην στατιστική πρακτική αξιοποιούνται δύο μη παραμετρικοί συντελεστές υπολογισμού της συσχέτισης δύο μεταβλητών (εξαρτώμενης και ανεξάρτητης), οι συνελεστές κατά Pearson και Spearman. Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι η δοκιμασία κατά Pearson προϋποθέτει τον έλεγχο και την ύπαρξη κανονικότητας των δεδομένων. Όπως θα περιγραφεί σε επόμενο κεφάλαιο, με εξαίρεση την υποομάδα Β, οι υπόλοιπες υποομάδες αποτελούνται από μειωμένο αριθμό συμμετεχόντων. Κατά συνέπεια, λόγω του περιορισμένου όγκου δεδομένων, η κατανομή δεν μπορεί να θεωρηθεί κανονική και άρα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο συντελεστής Pearson σ αυτές τις υποομάδες. Η ύπαρξη κανονικότητας επαληθεύεται όταν ένα δείγμα αποτελείται από τουλάχιστων 200 μετρήσεις, πέραν βέβαια από τις δοκιμασίες κανονικότητας. Στην περίπτωση της παρούσας μελέτης αξιοποιήθηκε ο στατιστικός συντελε-

82 80 στής Spearman στις υποομάδες Α, Γ και Δ, ο οποίος δεν προϋποθέτει την ύπαρξη κανονικότητας των μεταβλητών και ο συντελεστής Pearson στην υποομάδα Β. Βέβαια η απουσία κανονικότητας ενός δείγματος, σε συνδυασμό με τον μειωμένο αριθμό δεδομένων, μπορεί να μην εξάγει τα πραγματικά συμπεράσματα, οπότε θα πρέπει να εξετάζεται με προσοχή. Στις μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν αποδεχτήκαμε ως όριο σημαντικότητας, τιμές για p<0,05. Υπό την προυπόθεση ότι το P-value είναι μικρότερο από το ό- ριο του 0,05 τότε απορρίπτεται η μηδενική υπόθεση και άρα οι μεταβλητές θεωρούνται εξαρτημένες. Ως μηδενική υπόθεση ορίζεται η κατάσταση όπου δεν αναφέρεται συσχέτιση μεταξύ των μεταβλητών. Σε αντίθετη περίπτωση θεωρούνται ανεξάρτητες, δηλαδή εμφανίζεται κάποιου βαθμού συσχέτιση.

83 81 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, οι συμμετέχοντες διαχωρίστηκαν σε 4 επί μέρους κατηγορίες. Εξετάστηκαν τα δεδομένα ανά κατηγορία ασθενών συμμετεχόντων, με σκοπό να εξαχθούν συγκεκριμένα συμπεράσματα: ΟΜΑΔΑ Α: Ασθενείς που επιβεβαιωμένα έπασχαν από ΧΛΛ. Η εξέτασή τους συμπεριελάμβανε την διερεύνηση του ανοσοφαινότυπου με τους δείκτες CD19, CD5, CD20, CD23,CD79b, CD38, καθώς και τα αντιγόνα επιφάνειας FMC7 IgG, IgM, την κ ή λ μονοκλωνικότητά τους, αλλά και την μετάλλαξη ή μη των IGVH αλύσεων. ΟΜΑΔΑ Β: Αιμοδότες και συγγενείς ασθενών με φυσιολογικό ανοσοφαινότυπο, φυσιολογική έκφραση CD 5, CD19 καθώς και φυσιολογική συνέκφρασή τους. ΟΜΑΔΑ Γ: Αιμοδότες και συγγενείς ασθενών με υψηλή έκφραση των CD5, CD19 και υψηλή συνέκφρασή τους και στους οποίους στη συνέχεια μετρήθηκαν οι δείκτες CD20, CD79b, CD38, καθώς και τα αντιγόνα επιφάνειας FMC7,IgG IgM, αλλά και η μετάλλαξη ή μη των IGVH αλύσεων. ΟΜΑΔΑ Δ: Αιμοδότες και συγγενείς ασθενών με χαμηλή έκφραση και συνέκφραση των CD5/CD19

84 82 Συμμετέχοντες της ομάδας Α Αποτελούνταν από 27 συμμετέχοντες, εκ των οποίων όλοι (100%) παρουσίαζαν ενεργή νόσο ΧΛΛ και λεμφοκυττάρωση. Έλαβαν μέρος 14 γυναίκες και 13 άρρενες. Οι μέσες τιμές υπολογίστηκαν σε ποσοστό επί τοις % (με στάθμη εμπιστοσύνης 95%). Συγκεντρωτικά, οι μέσες τιμές που προήλθαν από το t-test για τους εξεταζόμενους δείκτες συνοψίζονται όπως παρακάτω: Μέση τιμή LDH: 487,29 U/L Μέση έκφραση CD5: 81,07% Μέση έκφραση CD19: 96.3% Μέση έκφραση CD20: 89,22% Μέση έκφραση CD38: 45,54% Μέση έκφραση CD23: 92.71% Μέση έκφραση CD79b: 70,84% Μέση έκφραση FMC7: 23,13% Μέση έκφραση IgG: 96,66% Μέση έκφραση IgM: 23,61% Μέση ποσοστιαία τιμή της κ αλύσου: 95,05% Μέση ποσοστιαία τιμή της λ αλύσου: 20,34% Zap70: 32,914% Μέση έκφραση β 2 -μικροσφαιρίνης: 3,205% Μέση τιμή λευκών αιμοσφαιρίων: 30224,07/μL Μέση τιμή λεμφοκυττάρων: 68,38% Στα διαγράμματα 1-14 που ακολουθούν αναπαρίστανται τα κλινικά ευρήματα της ομάδας Α:

85 Διάγραμμα 1. Τιμές LDH στην ομάδα Α 83

86 84 Διάγραμμα 2. Τιμές του CD5 στην ομάδα Α

87 Διάγραμμα 3. Τιμές του CD19 στην ομάδα Α 85

88 86 Διάγραμμα 4. Τιμές του CD20 στην ομάδα Α

89 Διάγραμμα 5. Τιμές του CD23 στην ομάδα Α 87

90 88 Διάγραμμα 6. Τιμές του CD79b στην ομάδα Α

91 Διάγραμμα 7. Τιμές του FMC7 στην ομάδα Α 89

92 90 Διάγραμμα 8. Τιμές της lgm στην ομάδα Α

93 Διάγραμμα 9. Τιμές της lgg στην ομάδα Α 91

94 92 Διάγραμμα 10. Τιμές του Zap70 στην ομάδα Α

95 Διάγραμμα 11. Ποσοστιαία μετάλλαξη, έπειτα από μοριακή ανάλυση, στην ομάδα Α 93

96 94 Διάγραμμα 12. Τιμές Β2-μικροσφαιρίνης στην ομάδα Α

97 Διάγραμμα 13. Επίπεδα λευκών αιμοσφαιρίων στην ομάδα Α 95

98 96 Διάγραμμα 14. Επίπεδα λεμφοκυττάρων στην ομάδα Α

99 97 Η συνέκφραση των CD5/CD19 στους ασθενείς με ΧΛΛ υπολογίστηκε στο 52,5% των λεμφοκυττάρων. Το ποσοστό αυτό αποδεικνύει ουσιαστικά την παθολογική έκφραση των δεικτών επιφάνειας σε ασθενείς με ΧΛΛ. Στην ομάδα Α, το σύνολο των συμμετεχόντων εμφάνισε ενεργή ΧΛΛ και λεμφοκυττάρωση. Η μονοκλωνικότητα στην ομάδα Α αποδείχθηκε από το λόγο των αλύσεων κ,λ(κ/λ). Φυσιολογικά, σε μη νεοπλασματικούς λεμφαδενικούς ιστούς, ο λόγος αυτός κυμαίνεται περί το 1,5/1. Στην περίπτωση των ασθενών με ΧΛΛ παρατηρείται έντονη μονοκλωνικότητα. Συγκεκριμένα στην ομάδα Α, παρατηρήθηκε σημαντική κ- μονοκλωνικότητα. Σχετικά με τα επίπεδα των λεμφοκυττάρων, ορίζονται ως παθολογικές, τιμές άνω των 5x10 9 /L. Στο παρόν δείγμα ασθενών, 6 ασθενείς (22,22%) παρουσίασαν μειωμένα επίπεδα λεμφοκυττάρων (κάτω από το παθολογικό όριο). Ο υπολογισμός των στατιστικών συσχετίσεων πραγματοποιήθηκε με τη δοκιμασία Spearman, λόγω του περιορισμένου αριθμού συμμετεχόντων. Ο δείκτης CD5 σχετίστηκε θετικά με την γαλακτική δεϋδρογενάση (0,543), θετικά με τους CD19(0,204), CD20(0,579), CD38(0,329), CD79b(0,356), Zap70 (0,135), CD23(0,430) και τη β 2 -μικροσφαιρίνη (0,249). Ακολούθως, δεν παρατηρήθηκε συσχέτιση με τον FMC7(0,026). Κατ αντιστοιχία, ο δείκτης CD19 σχετίστηκε θετικά με την LDH(0,543, p<0,01), το CD20(0,579, p<0,01), το CD38(0,329), CD79b(0,356), FMC7 (0,026), ZAP(0,135), β 2 -μικροσφαιρίνη(0,249), lgg επιφάνειας(0,328) και με το θηλυκό πληθυσμό(0,362). Δεν παρατηρήθηκε στατιστικώς σημαντική συσχέτιση με τον δείκτη CD23. Αντιστοίχως παρατηρήθηκε αρνητική συσχέτιση με τους δείκτες lgm επιφάνειας (-0,56) και λ- άλυσο (-0,206). Στατιστικώς σημαντικές συσχετίσεις (p<0,01) αναφέρθηκαν μεταξύ των παραγόντων: CD5 με τα CD19, CD20, και μεταξύ των CD19 με τα CD5, LDH, CD20, CD79b. Οι υπόλοιποι υπολογισμοί, είναι στατιστικώς σημαντικοί για τιμές p<0,05. Τα αποτελέσματα αυτά είναι εν πολλοίς αναμενόμενα από την βιβλιογραφία, καθώς αρκετοί δείκτες σχετίζονται με την φλεγμονώδη απόκριση του οργανισμού και αναμένονται αυξημένοι κατά την ΧΛΛ.

100

101 Διάγραμμα 16. Τιμές του δείκτη CD5 στην ομάδα Β 99

102 100 Διάγραμμα 17. Τιμές του δείκτη CD19 στην ομάδα Β Οι συμμετέχοντες της ομάδας Β ήταν υγιείς εθελοντές, δεν έπασχαν από ΧΛΛ και δεν παρουσίαζαν λεμφοκυττάρωση. Βάσει των υπόλοιπων κλινικών δει-

103 101 κτών και μέσω του one-sample t-test, κατεγράφησαν τα ακόλουθα αποτελέσματα (p<0,01): LDH: 191,8 U/L (Std: 10,3) CD5: 67,72% (Std: 14,6) CD19: 10,86% (Std: 7,48, p>95%) β 2 -μικροσφαιρίνη: 1,046 ng/ml (Std: 0,23) Λευκά αιμοσφαίρια: 7876/μL (Std: 158,1) Λεμφοκύτταρα: 22,87%(Std: 0,75) Εν αντιθέσει με την ομάδα Α, δεν παρατηρήθηκε συνέκφραση των παραγόντων CD5/CD19(< 2,5% επί των λεμφοκυττάρων). H έκφραση του δείκτη CD5 παρουσιάζει ελαφρά θετική συσχέτιση με το γυναικείο πληθυσμό (0,093) και ισχυρή συσχέτιση με τον δείκτη CD19 (0,495). Συνολικά, δεν παρατηρήθηκαν ανωμαλίες στην ομάδα αυτή των φυσιολογικών αιμοδοτών ως προς τον φαινότυπο της ΧΛΛ.

104 102 Συμμετέχοντες της ομάδας Γ Στην ομάδα Γ συμμετείχαν υγιείς αιμοδότες με υψηλή συνέκφραση των CD5/CD19. Ορίστηκε ως υψηλή συνέκφραση των CD5/CD19 η τιμή >2,5% επί του συνόλου των λεμφοκυττάρων κάθε ατόμου. Το δείγμα αποτελούνταν από 13 συμμετέχοντες, εκ των οποίων 7 άνδρες (53,8%) και 6 γυναίκες (46,2%). Στο σύνολο των 815 ατόμων χωρίς ΧΛΛ, 13 ασθενείς (1,6%) εμφάνισαν υψηλό ποσοστό συνέκφρασης των CD5/CD19, δηλαδή ποσοστό>2,5%. Η μέση ηλικία υπολογίστηκε στα 49,31 έτη (sd:6,91 έτη). Σύμφωνα με τη δοκιμασία t-test οι μέσες τιμές και τυπικές αποκλίσεις των α- ποτελεσμάτων της ομάδας Γ, συνοψίζονται όπως παρακάτω: LDH: 176,54 U/L (sd: 37,02) CD5: 70,5% (sd: 6,08) CD19: 98,92% (sd: 1,44) CD20: 36,1% (sd: 4,9) CD23 : 77,1% (sd: 3,8) CD38: 1,65% (sd: 0,69) CD79b: 25,7% (sd: 7,6) FMC7: 0,99% (sd: 0,16) Μέση ποσοστιαία τιμή της κ αλύσου: 25,15% Μέση ποσοστιαία τιμή της λ αλύσου: 8,2% β 2 -μικροσφαιρίνη: 0,75 (sd: 0,29) Λευκά αιμοσφαίρια: 7813,85/μL (sd: 1402,6) Λεμφοκύτταρα: 38,46 %(sd: 4,52) Στα διαγράμματα που ακολουθούν (18-20), παρατίθεται ποσοτικά η έκφραση των δεικτών CD5/CD19 στην ομάδα Γ.

105 Διάγραμμα 18. Τιμές του δείκτη CD5 στην ομάδα Γ 103

106 104 Διάγραμμα 19. Τιμές του δείκτη CD19 στην ομάδα Γ Διάγραμμα 20. Συνέκφραση των δεικτών CD5/CD19, σύμφωνα με την ηλικία, στην ομάδα Γ

107 105 Ο μέσος όρος της συνέκφρασης των CD5/CD19 υπολογίστηκε στο 3,12% επί των λεμφοκυττάρων των συμμετεχόντων.ο δείκτης CD5 συσχετίζεται θετικά με τον CD19(0,906) και το CD5/CD19(0,748). Το αποτέλεσμα αυτό είναι στατιστικά σημαντικό(p<0,01). Ακολούθως, οι δείκτες CD5 και CD19 συσχετίστηκαν θετικά με τον δείκτη CD38(0,033 και 0,323 αντίστοιχα), αρνητικά με την ηλικία (-0,461 και -0,311 αντίστοιχα), θετικά με τα λευκά αιμοσφαίρια (0,182 και 0,288 αντίστοιχα) και αρνητικά με το ποσοστό των λεμφοκυττάρων (-0,029 και -0,045 αντίστοιχα). Με την αύξηση της ηλικίας του δείγματος, παρατηρείται μια αντίστροφη σχέση με το σύνολο των δεικτών επιφάνειας (λόγω αρνητικής συσχέτισης), με εξαίρεση το επίπεδο των λευκών αιμοσφαιρίων(0,138). Εντούτοις, η τελευταία παρατήρηση δεν είναι στατιστικώς σημαντική. Συμμετέχοντες της ομάδας Δ

108 106 Οι συμμετέχοντες στην ομάδα Δ χαρακτηρίζονται από χαμηλή έκφραση των δεικτών CD5 και CD19. Η ομάδα Δ αποτελείται από 22 συμμετέχοντες, 15 άνδρες (68,1%) και 7 γυναίκες (31,8%). Η κατανομή των δεικτών CD5 και CD19 παρατίθενται στα διαγράμματα 21 και 22. Διάγραμμα 21. Τιμές του δείκτη CD5 στην ομάδα Δ Διάγραμμα 22. Τιμές του δείκτη CD19 στην ομάδα Δ.

109 107 LDH: 217,27 U/L (sd: 40,22) β 2 - μικροσφαιρίνη: 1,75ng/ml(sd: 0,255) Λευκά αιμοσφαίρια: 8390/μL (sd: 675) Λεμφοκύτταρα: 39,84%(sd: 2,64) Ο δείκτης CD5 συσχετίσθηκε θετικά με την LDΗ(0,313, p<0,01), τη β 2 - μικροσφαιρίνη(0,321, p<0,01), τα λευκά αιμοσφαίρια(0,143, p<0,01) και τα λεμφοκύτταρα (0,286, p<0,01). Ο δείκτης CD19 συσχετίσθηκε θετικά με την LDH(0,333, p<0,01), την TKE(0,507, p<0,05) και την CRP(0,325, p<0,01) και αρνητικά ως προς τον άρρεν φύλο (-0,392, p<0,01)

Λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα με έκφραση στο αίμα. Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία και άλλες λεμφοκυτταρώσεις

Λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα με έκφραση στο αίμα. Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία και άλλες λεμφοκυτταρώσεις Λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα με έκφραση στο αίμα Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία και άλλες λεμφοκυτταρώσεις Διαγνωστική προσέγγιση και διαφορική διάγνωση λεμφοκυττάρωσης Ορισμός λεμφοκυττάρωσης: Aπόλυτη λεμφοκυττάρωση:

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΔΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ

ΕΙΔΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ ΕΙΔΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗ Εργαστήριο Γεν. Παθολογίας και Παθολογικής Ανατομικής Α.Π.Θ. 5o ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΦΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Διδάσκοντες: Αγγελική Χέβα Παθολογοανατόμος, ΠΓΝΘ «Γ. Παπανικολάου» Επιστημονικός

Διαβάστε περισσότερα

Λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα με έκφραση στο αίμα. Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία και άλλες λεμφοκυτταρώσεις

Λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα με έκφραση στο αίμα. Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία και άλλες λεμφοκυτταρώσεις Λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα με έκφραση στο αίμα Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία και άλλες λεμφοκυτταρώσεις Διαγνωστική προσέγγιση και διαφορική διάγνωση λεμφοκυττάρωσης Ορισμός λεμφοκυττάρωσης: Aπόλυτη λεμφοκυττάρωση:

Διαβάστε περισσότερα

Λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα με έκφραση στο αίμα. Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία και άλλες λεμφοκυτταρώσεις

Λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα με έκφραση στο αίμα. Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία και άλλες λεμφοκυτταρώσεις Λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα με έκφραση στο αίμα Χρόνια Λεμφογενής Λευχαιμία και άλλες λεμφοκυτταρώσεις Διαγνωστική προσέγγιση και διαφορική διάγνωση λεμφοκυττάρωσης Ορισμός λεμφοκυττάρωσης: > 4000 /mm 3

Διαβάστε περισσότερα

Ιδιαίτερες νοσολογικές οντότητες στα λεμφώματα υψηλού βαθμού κακοηθείας

Ιδιαίτερες νοσολογικές οντότητες στα λεμφώματα υψηλού βαθμού κακοηθείας Ιδιαίτερες νοσολογικές οντότητες στα λεμφώματα υψηλού βαθμού κακοηθείας Απαρτιωμένη διδασκαλία στην Αιματολογία 2015 Αργύρης Σ. Συμεωνίδης Οντότητες μη Hodgkin λεμφωμάτων που θα αναφερθούν Πρωτοπαθές Β-λέμφωμα

Διαβάστε περισσότερα

Οξεία μυελογενής λευχαιμία

Οξεία μυελογενής λευχαιμία Οξεία μυελογενής λευχαιμία Γενικά στοιχεία Ταξινόμηση και τύποι Ενδείξεις και συμπτώματα Αίτια πρόκλησης Διάγνωση Παρουσίαση και επαναστόχευση από Βικιπαίδεια Οξεία μυελογενής λευχαιμία : Ζήσου Ιωάννης

Διαβάστε περισσότερα

Β ΟΞΕΙΑ ΛΕΜΦΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ (B ΟΛΛ) ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ (MRD)

Β ΟΞΕΙΑ ΛΕΜΦΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ (B ΟΛΛ) ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ (MRD) ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ - Γ ΜΕΡΟΣ «Η ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑ ΡΟΗΣ ΣΤΗΝ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ» Β ΟΞΕΙΑ ΛΕΜΦΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ (B ΟΛΛ) ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ (MRD) ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΙΡΗΝΗ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Τι είναι το Πολλαπλούν Μυέλωμα και σε τί διαφέρει από τους άλλους Αιματολογικούς καρκίνους

Τι είναι το Πολλαπλούν Μυέλωμα και σε τί διαφέρει από τους άλλους Αιματολογικούς καρκίνους Τι είναι το Πολλαπλούν Μυέλωμα και σε τί διαφέρει από τους άλλους Αιματολογικούς καρκίνους Δρ Ειρήνη Κατωδρύτου Αιματολόγος, Διευθύντρια ΕΣΥ Αιματολογική Κλινική Α.Ν.Θ. «Θεαγένειο» Πολλαπλούν Μυέλωμα Είδος

Διαβάστε περισσότερα

Ιδιαίτερες νοσολογικές οντότητες στα λεμφώματα υψηλού βαθμού κακοηθείας

Ιδιαίτερες νοσολογικές οντότητες στα λεμφώματα υψηλού βαθμού κακοηθείας Ιδιαίτερες νοσολογικές οντότητες στα λεμφώματα υψηλού βαθμού κακοηθείας Απαρτιωμένη διδασκαλία στην Αιματολογία 2013 Αργύρης Σ. Συμεωνίδης Οντότητες μη Hodgkin λεμφωμάτων που θα αναφερθούν Πρωτοπαθές Β-λέμφωμα

Διαβάστε περισσότερα

Η κυτταρομετρία ροής στα Β λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα. Ελένη Καψάλη Επίκουρη Καθηγήτρια Αιματολογίας

Η κυτταρομετρία ροής στα Β λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα. Ελένη Καψάλη Επίκουρη Καθηγήτρια Αιματολογίας Η κυτταρομετρία ροής στα Β λεμφοϋπερπλαστικά νοσήματα Ελένη Καψάλη Επίκουρη Καθηγήτρια Αιματολογίας Κατάταξη λεμφικών νεοπλασμάτων Τα νεοπλάσματα των Β, Τ, ΝΚ λεμφοκυττάρων είναι όγκοι από ανώριμα και

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΛΑΦΡΩΝ ΑΛΥΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΟΡΟ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΥΡΑ. Χρυσούλα Νικολάου

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΛΑΦΡΩΝ ΑΛΥΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΟΡΟ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΥΡΑ. Χρυσούλα Νικολάου ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΛΑΦΡΩΝ ΑΛΥΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΟΡΟ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΥΡΑ Χρυσούλα Νικολάου Μονοκλωνικές ελεύθερες ελαφρές αλύσεις Οι μονοκλωνικές ελεύθερες ελαφρές αλύσεις οι οποίες είναι γνωστές ως πρωτεΐνη Bence

Διαβάστε περισσότερα

Σύνοψη της προσέγγισης ασθενούς με πανκυτταροπενία. Ιατρικό Τμήμα Πανεπιστημίου Πατρών Απαρτιωμένη διδασκαλία στην Αιματολογία Αργύρης Συμεωνίδης

Σύνοψη της προσέγγισης ασθενούς με πανκυτταροπενία. Ιατρικό Τμήμα Πανεπιστημίου Πατρών Απαρτιωμένη διδασκαλία στην Αιματολογία Αργύρης Συμεωνίδης Σύνοψη της προσέγγισης ασθενούς με πανκυτταροπενία Ιατρικό Τμήμα Πανεπιστημίου Πατρών Απαρτιωμένη διδασκαλία στην Αιματολογία Αργύρης Συμεωνίδης Αρχική κλινική προσέγγιση Συμπτωματικός ή μη συμπτωματικός

Διαβάστε περισσότερα

ΛΕΜΦΩΜΑΤΑ. Σταυρούλα Β. Αλεξιά. Διευθύντρια Αιματολογικού Τμήματος Ε.Α.Ν.Π. «ΜΕΤΑΞΑ»

ΛΕΜΦΩΜΑΤΑ. Σταυρούλα Β. Αλεξιά. Διευθύντρια Αιματολογικού Τμήματος Ε.Α.Ν.Π. «ΜΕΤΑΞΑ» ΛΕΜΦΩΜΑΤΑ Σταυρούλα Β. Αλεξιά Διευθύντρια Αιματολογικού Τμήματος Ε.Α.Ν.Π. «ΜΕΤΑΞΑ» ΛΕΜΦΩΜΑΤΑ Τα λεμφώματα είναι νεοπλάσματα του λεμφικού ιστού. Έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι ταξινομήσεις των

Διαβάστε περισσότερα

ΛΕΜΦΩΜΑ ΗΟDGKIN. Αλεξάνδρα Κουράκλη-Συμεωνίδου Απαρτιωμένη διδασκαλία 2015

ΛΕΜΦΩΜΑ ΗΟDGKIN. Αλεξάνδρα Κουράκλη-Συμεωνίδου Απαρτιωμένη διδασκαλία 2015 ΛΕΜΦΩΜΑ ΗΟDGKIN Αλεξάνδρα Κουράκλη-Συμεωνίδου Απαρτιωμένη διδασκαλία 2015 ΛΕΜΦΩΜΑ ΗΟDGKIN Επιδημιολογία - Αιτιοπαθογένεια Δικόρυφη καμπύλη εμφάνισης κορυφές: 15-40 έτη, >60 έτη : = Μικρή υπεροχή (1.5-2.0/1)

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΚΟΗΘΗ ΛΕΜΦΩΜΑΤΑ. Ιωάννης Κωστόπουλος Καθηγητής Εργαστήριο Γεν. Παθολογίας και Παθολογικής Ανατομικής Α.Π.Θ.

ΚΑΚΟΗΘΗ ΛΕΜΦΩΜΑΤΑ. Ιωάννης Κωστόπουλος Καθηγητής Εργαστήριο Γεν. Παθολογίας και Παθολογικής Ανατομικής Α.Π.Θ. ΚΑΚΟΗΘΗ ΛΕΜΦΩΜΑΤΑ Ιωάννης Κωστόπουλος Καθηγητής Εργαστήριο Γεν. Παθολογίας και Παθολογικής Ανατομικής Α.Π.Θ. ΚΑΚΟΗΘΗ ΛΕΜΦΩΜΑΤΑ Λεμφαδενικά Εξωλεμφαδενικά Λέμφωμα Hodgkin Μη Hodgkin λεμφώματα Β-κυτταρικής

Διαβάστε περισσότερα

Ενότητα 2011: Λεμφώματα

Ενότητα 2011: Λεμφώματα Κλινικοεργαστηριακή Εκπαίδευση στην Αιματολογία Ενότητα 2011: Λεμφώματα 23-24 Σεπτεμβρίου 2011 Ηράκλειο, Κρήτη Διοργάνωση Ίδρυμα Ελληνικής Αιματολογικής Εταιρείας και Αιματολογική Κλινική Ιατρικής Σχολής

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΆΔΝΗ ΟΜΆΔΑ ΥΠΟΣΤΉΡΙΞΗΣ ΑΣΘΕΝΏΝ ΜΕ ΧΛΛ. Εισαγωγή στην αιματολογία

ΑΡΙΆΔΝΗ ΟΜΆΔΑ ΥΠΟΣΤΉΡΙΞΗΣ ΑΣΘΕΝΏΝ ΜΕ ΧΛΛ. Εισαγωγή στην αιματολογία ΑΡΙΆΔΝΗ ΟΜΆΔΑ ΥΠΟΣΤΉΡΙΞΗΣ ΑΣΘΕΝΏΝ ΜΕ ΧΛΛ Εισαγωγή στην αιματολογία Αιματολογία Κλινική και εργαστηριακή Διαγνωστική και θεραπευτική Αυτόνομη και συνεργατική Αίμα-Λειτουργίες Μεταφορά οξυγόνου Απομάκρυνση

Διαβάστε περισσότερα

ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ

ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ 1 ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ Έκδοση του IΔPYMAΤΟΣ EΛΛHNIKHΣ AIMATOΛOΓIKHΣ ETAIPEIAΣ Οκτώβριος 2016 ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος: το πρότυπο των αυτόάνοσων ρευματικών νοσημάτων

Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος: το πρότυπο των αυτόάνοσων ρευματικών νοσημάτων Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος: το πρότυπο των αυτόάνοσων ρευματικών νοσημάτων Φ.Ν. Σκοπούλη Καθηγήτρια τον Χαροκόπειου Πανεπιστημίου Αθηνών συστηματικός ερυθηματώδης λύκος θεωρείται η κορωνίδα των αυτοάνοσων

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΟΠΛΗΘΥΣΜΟΙ Τ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΝ. Αλεξάνδρα Φλέβα Ph.D Βιολόγος Τμήμα Ανοσολογίας-Ιστοσυμβατότητας Γ.Ν. «Παπαγεωργίου»

ΥΠΟΠΛΗΘΥΣΜΟΙ Τ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΝ. Αλεξάνδρα Φλέβα Ph.D Βιολόγος Τμήμα Ανοσολογίας-Ιστοσυμβατότητας Γ.Ν. «Παπαγεωργίου» ΥΠΟΠΛΗΘΥΣΜΟΙ Τ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΝ Αλεξάνδρα Φλέβα Ph.D Βιολόγος Τμήμα Ανοσολογίας-Ιστοσυμβατότητας Γ.Ν. «Παπαγεωργίου» Η αξιοποίηση του εύρους των δυνατοτήτων της κυτταρομετρίας ροής στην Ανοσολογία προσφέρει

Διαβάστε περισσότερα

Η Κυτταρογενετική στις αιματολογικές κακοήθειες

Η Κυτταρογενετική στις αιματολογικές κακοήθειες Εργαστήριο Υγειοφυσικής & Περιβαλλοντικής Υγείας, ΙΠΤ-Α, Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. «Δημόκριτος» Η Κυτταρογενετική στις αιματολογικές κακοήθειες Μανωλά Καλλιόπη, Ph.D Ερευνήτρια Γ Κυτταρογενετική Κλάδος της Γενετικής

Διαβάστε περισσότερα

Αλλογενής Μεταµόσχευση Αρχέγονων Αιµοποιητικών Κυττάρων:βασικές αρχές, ενδείξεις και διαδικασία. Επιλεγόµενο Μάθηµα Αιµατολογίας

Αλλογενής Μεταµόσχευση Αρχέγονων Αιµοποιητικών Κυττάρων:βασικές αρχές, ενδείξεις και διαδικασία. Επιλεγόµενο Μάθηµα Αιµατολογίας Αλλογενής Μεταµόσχευση Αρχέγονων Αιµοποιητικών Κυττάρων:βασικές αρχές, ενδείξεις και διαδικασία Επιλεγόµενο Μάθηµα Αιµατολογίας Βασικές αρχές Η µεταµόσχευση αρχέγονων αιµοποιητικών κυττάρων αποτελεί σηµαντική

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΟΣΟΒΙΟΛΟΓΙΑ. Εξεταστική Ιανουαρίου 2010

ΑΝΟΣΟΒΙΟΛΟΓΙΑ. Εξεταστική Ιανουαρίου 2010 Εξεταστική Ιανουαρίου 2010 Ποιες είναι οι διαφορές μιας πρωτογενούς από μια δευτερογενή χυμική ανοσολογική απόκριση; Περιγράψετε τους μηχανισμούς ενεργοποίησης στις δυο περιπτώσεις. ΘΕΜΑ 2 (1 μονάδα) Περιγράψετε

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή. Οι β-θαλασσαιμίες αποτελούν μία ετερογενή ομάδα κληρονομικών νοσημάτων που χαρακτηρίζονται από μειωμένη σύνθεση των β-αλυσίδων της αιμοσφαιρ

Εισαγωγή. Οι β-θαλασσαιμίες αποτελούν μία ετερογενή ομάδα κληρονομικών νοσημάτων που χαρακτηρίζονται από μειωμένη σύνθεση των β-αλυσίδων της αιμοσφαιρ 03 εδbοτχ 155 Εισαγωγή. Οι β-θαλασσαιμίες αποτελούν μία ετερογενή ομάδα κληρονομικών νοσημάτων που χαρακτηρίζονται από μειωμένη σύνθεση των β-αλυσίδων της αιμοσφαιρίνης. Στην ομόζυγη κατάσταση προκαλούν

Διαβάστε περισσότερα

ΛΕΜΦΑ ΕΝΙΚΟ ΛΕΜΦΩΜΑ ΟΡΙΑΚΗΣ ΖΩΝΗΣ ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

ΛΕΜΦΑ ΕΝΙΚΟ ΛΕΜΦΩΜΑ ΟΡΙΑΚΗΣ ΖΩΝΗΣ ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΛΕΜΦΑ ΕΝΙΚΟ ΛΕΜΦΩΜΑ ΟΡΙΑΚΗΣ ΖΩΝΗΣ ΙΣΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ Μικρά ή µεσαίου µεγέθους λεµφοειδή κύτταρα Πυρήνες στρογγυλοί ή ανωµάλου σχήµατος (µονοκυτταροειδείς ή σαν κεντροκύτταρα) ιαυγές κυτταρόπλασµα ΛΕΜΦΑ

Διαβάστε περισσότερα

Επιστηµονικό Πρόγραµµα

Επιστηµονικό Πρόγραµµα Επιστηµονικό Πρόγραµµα Υπεύθυνοι διοργάνωσης κ.κ.: Π. Παναγιωτίδης Αναπληρωτής Καθηγητής Αιματολογίας Ιατρικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α., Α Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική Γ.Ν.Α. «Λαϊκό» Κ. Σταματόπουλος Αιματολόγος,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Γνώσεις, στάσεις και ποιότητα ζωής σε ασθενείς με λέμφωμα Οι ασθενείς που πάσχουν από λέμφωμα στην Ελλάδα εμφανίζονται ελλιπώς ενημερωμένοι σχετικά με ζητήματα που αφορούν στην

Διαβάστε περισσότερα

Νόρα Βύνιου Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αιματολογίας ΜΥΕΛΟΫΠΕΡΠΛΑΣΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Νόρα Βύνιου Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αιματολογίας ΜΥΕΛΟΫΠΕΡΠΛΑΣΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ Νόρα Βύνιου Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αιματολογίας ΜΥΕΛΟΫΠΕΡΠΛΑΣΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ Μυελοϋπερπλαστικά νοσήματα (MΥΝ) Χρόνια Μυελογενής Λευχαιμία (ΧΜΛ), BCR-ABL1 + Χρόνια Ουδετεροφιλική Λευχαιμία (ΧΟΛ)

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Αθήνα 19 Ιουνίου 2008 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Στα σκουπίδια πετιούνται κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες Ομφαλικά Μοσχεύματα (βλαστοκυτταρα), τα οποία δίνουν ανεκτίμητη βοήθεια και λύση στο

Διαβάστε περισσότερα

Αρχές μοριακής παθολογίας. Α. Αρμακόλας Αν. Καθηγητής Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ

Αρχές μοριακής παθολογίας. Α. Αρμακόλας Αν. Καθηγητής Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ Αρχές μοριακής παθολογίας Α. Αρμακόλας Αν. Καθηγητής Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ Μοριακή Παθολογία Ανερχόμενος κλάδος της Παθολογίας Επικεντρώνεται στην μελέτη και τη διάγνωση νοσημάτων Στον καθορισμό και την πιστοποίηση

Διαβάστε περισσότερα

ΗPV και Καρκίνος Δέρµατος. Ηλέκτρα Νικολαΐδου Επ. Καθηγήτρια Δερµατολογίας ΕΚΠΑ Νοσ. «Α. Συγγρός»

ΗPV και Καρκίνος Δέρµατος. Ηλέκτρα Νικολαΐδου Επ. Καθηγήτρια Δερµατολογίας ΕΚΠΑ Νοσ. «Α. Συγγρός» ΗPV και Καρκίνος Δέρµατος Ηλέκτρα Νικολαΐδου Επ. Καθηγήτρια Δερµατολογίας ΕΚΠΑ Νοσ. «Α. Συγγρός» ΓΕΝΗ HPV Α γένος: βλεννογόνοι αιτιολογική συσχέτιση µε καρκίνο τραχήλου µήτρας, πρωκτού, αιδοίου, πέους

Διαβάστε περισσότερα

-Αναστολή της οργανικής σύνδεσης του ιωδίου που προσλαμβάνεται από το θυρεοειδή αδένα -Ανοσοκατασταλτική δράση με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής

-Αναστολή της οργανικής σύνδεσης του ιωδίου που προσλαμβάνεται από το θυρεοειδή αδένα -Ανοσοκατασταλτική δράση με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής Άννα Ναξάκη Επιμελήτρια Α Γ Παθολογική Κλινική ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΘΕΙΟΥΡΙΑΣ(ΠΡΟΠΥΛΟ ΚΑΙ ΜΕΘΥΛΟΘΕΙΟΥΡΑΚΙΛΗ) ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΙΜΙΔΑΖΟΛΗΣ(ΚΑΡΒΙΜΑΖΟΛΗ ΚΑΙ ΘΕΙΑΜΑΖΟΛΗ) -Αναστολή της οργανικής σύνδεσης του ιωδίου που προσλαμβάνεται

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ Καθώς η επιστημονική γνώση και κατανόηση αναπτύσσονται, ο μελλοντικός σχεδιασμός βιοτεχνολογικών προϊόντων περιορίζεται μόνο από τη φαντασία μας Βιοτεχνολογία

Διαβάστε περισσότερα

MRD ΠΜ ΧΛΛ. Σωσάνα Δελήμπαση ΓΝ<<Ο Ευαγγελισμός>>

MRD ΠΜ ΧΛΛ. Σωσάνα Δελήμπαση ΓΝ<<Ο Ευαγγελισμός>> MRD ΠΜ ΧΛΛ Σωσάνα Δελήμπαση ΓΝ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ MRD Κάθε προσέγγιση που έχει σαν στόχο την ανίχνευση και αν είναι εφικτό τη μέτρηση των υπολειμματικών καρκινικών κυττάρων πέρα από την ευαισθησία

Διαβάστε περισσότερα

Aιμοφαγοκυτταρικό Σύνδρομο ή Αιμοφαγοκυτταρική Λεμφοϊστιοκυττάρωση HLH

Aιμοφαγοκυτταρικό Σύνδρομο ή Αιμοφαγοκυτταρική Λεμφοϊστιοκυττάρωση HLH Aιμοφαγοκυτταρικό Σύνδρομο ή Αιμοφαγοκυτταρική Λεμφοϊστιοκυττάρωση HLH Aιμοφαγοκυτταρικό Σύνδρομο ή Αιμοφαγοκυτταρική Λεμφοϊστιοκυττάρωση HLH Υπερφλεγμονώδες σύνδρομο Aιμοφαγοκυτταρικό Σύνδρομο ή Αιμοφαγοκυτταρική

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΧΗΜΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΡΙΑΚΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΧΗΜΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΡΙΑΚΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΧΗΜΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΡΙΑΚΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΙΣΟΜΟΡΦΩΝ ΤΗΣ L-DOPA ΑΠΟΚΑΡΒΟΞΥΛΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΛΛΑΠΛΟΥΝ ΜΥΕΛΩΜΑ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ. Έκδοση του IΔPYMAΤΟΣ EΛΛHNIKHΣ AIMATOΛOΓIKHΣ ETAIPEIAΣ. Οκτώβριος 2016.

ΠΟΛΛΑΠΛΟΥΝ ΜΥΕΛΩΜΑ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ. Έκδοση του IΔPYMAΤΟΣ EΛΛHNIKHΣ AIMATOΛOΓIKHΣ ETAIPEIAΣ. Οκτώβριος 2016. ΠΟΛΛΑΠΛΟΥΝ ΜΥΕΛΩΜΑ 1 ΠΟΛΛΑΠΛΟΥΝ ΜΥΕΛΩΜΑ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ Έκδοση του IΔPYMAΤΟΣ EΛΛHNIKHΣ AIMATOΛOΓIKHΣ ETAIPEIAΣ Οκτώβριος 2016 2η Έκδοση ΠΟΛΛΑΠΛΟΥΝ ΜΥΕΛΩΜΑ 1 Πρόλογος Το Ίδρυμα της

Διαβάστε περισσότερα

Επίκτητη Ανοσιακή Απάντηση (χυμικό σκέλος) Β λεμφοκύτταρα

Επίκτητη Ανοσιακή Απάντηση (χυμικό σκέλος) Β λεμφοκύτταρα Επίκτητη Ανοσιακή Απάντηση (χυμικό σκέλος) Β λεμφοκύτταρα φυσική ή μη ειδική ανοσία δεν απαιτεί προηγούμενη έκθεση στο παθογόνο και δεν διαθέτει μνήμη. σε επίκτητη ή ειδική ανοσία χυμική ανοσία με παραγωγή

Διαβάστε περισσότερα

Λίγα λόγια για τις αιματολογικές νεοπλασίες

Λίγα λόγια για τις αιματολογικές νεοπλασίες Λίγα λόγια για τις αιματολογικές νεοπλασίες Αιματολογικές νεοπλασίες είναι τα είδη καρκίνου που επηρεάζουν το αίμα, το μυελό των οστών και τους λεμφαδένες. Δεδομένου ότι και τα τρία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ο ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Ο ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΥΔΟΚΙΑ ΜΑΝΔΑΛΑ Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αιµατολογίας ΑΠΘ Δ Παθολογική Κλινική ΑΠΘ Ιπποκράτειο Νοσοκοµείο, Θεσσαλονίκη ΙΟΥΝΙΟΣ 2018 Ο καρκίνος η 2 η αιτία θανάτου (24,2%

Διαβάστε περισσότερα

Επιστηµονικό Πρόγραµµα

Επιστηµονικό Πρόγραµµα Επιστηµονικό Πρόγραµµα Υπεύθυνοι διοργάνωσης κ.κ.: Π. Παναγιωτίδης Αναπληρωτής Καθηγητής Αιματολογίας Ιατρικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α., Α Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική Γ.Ν.Α. «Λαϊκό» Κ. Σταματόπουλος Ιατρός

Διαβάστε περισσότερα

αμινοξύ. Η αλλαγή αυτή έχει ελάχιστη επίδραση στη στερεοδιάταξη και τη λειτουργικότητα της πρωτεϊνης. Επιβλαβής

αμινοξύ. Η αλλαγή αυτή έχει ελάχιστη επίδραση στη στερεοδιάταξη και τη λειτουργικότητα της πρωτεϊνης. Επιβλαβής Κεφάλαιο 6: ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ -ΘΕΩΡΙΑ- Μεταλλάξεις είναι οι αλλαγές που συμβαίνουν στο γενετικό υλικό ενός οργανισμού, τόσο σε γονιδιακό επίπεδο (γονιδιακές μεταλλάξεις) όσο και σε χρωμοσωμικό επίπεδο (χρωμοσωμικές

Διαβάστε περισσότερα

Μάθημα Βιολογίας: Βλαστοκύτταρα και η χρήση τους στη θεραπεία ασθενειών. Ζωή Σελά

Μάθημα Βιολογίας: Βλαστοκύτταρα και η χρήση τους στη θεραπεία ασθενειών. Ζωή Σελά Μάθημα Βιολογίας: Βλαστοκύτταρα και η χρήση τους στη θεραπεία ασθενειών Ζωή Σελά Τα βλαστοκύτταρα είναι ένα νέο θεραπευτικό εργαλείο στην Ιατρική διαφορετικό από τα φάρμακα που μέχρι σήμερα είχαμε συνηθίσει.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΟΞΥΣΜΙΚΗ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΟΥΡΙΑ (PNH) Αχιλλέας Θ. Καραμούτσιος Μονάδα Μοριακής Βιολογίας, Αιματολογικό Εργαστήριο ΠΓΝ Ιωαννίνων

ΠΑΡΟΞΥΣΜΙΚΗ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΟΥΡΙΑ (PNH) Αχιλλέας Θ. Καραμούτσιος Μονάδα Μοριακής Βιολογίας, Αιματολογικό Εργαστήριο ΠΓΝ Ιωαννίνων ΠΑΡΟΞΥΣΜΙΚΗ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΟΥΡΙΑ (PNH) Αχιλλέας Θ. Καραμούτσιος Μονάδα Μοριακής Βιολογίας, Αιματολογικό Εργαστήριο ΠΓΝ Ιωαννίνων Ιωάννινα, Σεπτέμβριος 2013 PNH Σπάνια διαταραχή του αρχέγονου αιμοποιητικού

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ

ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ Οι όζοι του θυρεοειδούς είναι συχνοί και αποτελούν το συχνότερο ενδοκρινολογικό πρόβλημα σε πολλές χώρες. Οι πιθανότητες ότι κάποιος θα ανακαλύψει έναν τουλάχιστον όζο θυρεοειδούς είναι 1 στις 10 ενώ σε

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ

ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ Σοφία Τούσα, Ειδικευόµενη Γενικής Ιατρικής στο Γενικό Νοσοκοµείο Έδεσσας, MSc, υποψήφια διδάκτωρ

Διαβάστε περισσότερα

DEPARTMENT OF IMMUNOLOGY & HISTOCOMPATIBILITY UNIVERSITY OF THESSALY

DEPARTMENT OF IMMUNOLOGY & HISTOCOMPATIBILITY UNIVERSITY OF THESSALY Μαμάρα Α. (1), Καλαλά Φ. (1), Λιαδάκη Κ. (1), Παπαδούλης Ν. (2), Μανδαλά Ε. (3), Παπαδάκης Ε. (4), Γιαννακούλας N. (5), Παλασοπούλου M. (5), Λαφιωνιάτης Σ. (6), Κιουμή A. (4), Κοραντζής I. (4), Καρτάσης

Διαβάστε περισσότερα

Υποστηρίζοντας τα παιδιά με γενετικά νοσήματα - Ο Δρόμος για την Θεραπεία Πέμπτη, 16 Ιούνιος :58

Υποστηρίζοντας τα παιδιά με γενετικά νοσήματα - Ο Δρόμος για την Θεραπεία Πέμπτη, 16 Ιούνιος :58 Από: K-Life (Καθημερινή) Τα γενετικά νοσήματα είναι ιδιαίτερα σπάνιες ασθένειες που οφείλονται σε μεταλλάξεις γονιδίων. Τα παιδιά που πάσχουν από αυτά χρειάζονται φροντίδα, ψυχολογική στήριξη αλλά και

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 6: Μεταλλάξεις

Κεφάλαιο 6: Μεταλλάξεις Κεφάλαιο 6: Μεταλλάξεις ΕΛΕΓΧΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ 1. Τι ονομάζονται μεταλλάξεις και ποια τα κυριότερα είδη τους; 2. Ποιες οι διαφορές μεταξύ γονιδιακών και χρωμοσωμικών μεταλλάξεων; 3. Οι μεταλλάξεις στα σωματικά

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΕΡΓΕΙΣ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ

ΕΝΕΡΓΕΙΣ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΣ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΑΛΛΟΓΕΝΗΣ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ 1. Protocol Nο.:2215-CL-0302 Μία πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο κλινική μελέτη Φάσης 3,

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ ΣΤΗ Β-ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ

ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ ΣΤΗ Β-ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ ΣΤΗ Β-ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ ΛΕΥΚΟΘΕΑ Σ. ΝΤΟΒΑ Βιοχημικός, Msc, PhD Επιστημονικός συνεργάτης Μονάδας Μοριακής Βιολογίας- Αιματολογικό Εργαστηρίο, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο

Διαβάστε περισσότερα

Χρόνια μυελογενής λευχαιμία

Χρόνια μυελογενής λευχαιμία Χρόνια μυελογενής λευχαιμία 1-2 νέα περιστατικά /έτος, διάμεση ηλικία περίπου 60 ετών. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη άνοδο των λευκών αιμοσφαιρίων, σπληνομεγαλία και πιθανόν υψηλές τιμές αιμοπεταλίων. Η νόσος

Διαβάστε περισσότερα

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΕΡΑΤΕΑΣ ΕΤΟΣ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΕΡΑΤΕΑΣ ΕΤΟΣ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΕΡΑΤΕΑΣ ΕΤΟΣ 2012-2013 ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ Τι είναι ο καρκίνος ; Ο Καρκίνος είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα υγείας που παρατηρούνται σήμερα στις αναπτυγμένες χώρες. Οι στατιστικές

Διαβάστε περισσότερα

ΜΗΠΩΣ ΕΧΩ ΛΕΜΦΩΜΑ; ΠΩΣ ΘΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΩ;

ΜΗΠΩΣ ΕΧΩ ΛΕΜΦΩΜΑ; ΠΩΣ ΘΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΩ; ΜΗΠΩΣ ΕΧΩ ΛΕΜΦΩΜΑ; ΠΩΣ ΘΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΩ; Με την επιστημονική συνεργασία της Αιματολογικής Μονάδας, Γ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών Με την ευγενική χορηγία της Roche

Διαβάστε περισσότερα

Λίγα λόγια για τους καρκίνους, τη γενετική τους βάση και διερεύνηση

Λίγα λόγια για τους καρκίνους, τη γενετική τους βάση και διερεύνηση Λίγα λόγια για τους καρκίνους, τη γενετική τους βάση και διερεύνηση Ο καρκίνος είναι μια ιδιαίτερα ετερογενής νόσος, που προκύπτει από συσσώρευση μεταλλάξεων του DNA. Η αιτιολογία του καρκίνου είναι πολυπαραγοντική,

Διαβάστε περισσότερα

Μήπως έχω λέμφωμα; Πώς θα το καταλάβω;

Μήπως έχω λέμφωμα; Πώς θα το καταλάβω; Πώς θα το καταλάβω; Το λέμφωμα είναι δυνητικά ιάσιμη νόσος Μήπως έχω λέμφωμα; Η έγκαιρη διάγνωση, σώζει ζωές Ο οδηγός αυτός έχει γραφτεί για να σας εφοδιάσει με πληροφορίες και συμβουλές, ώστε να αξιολογήσετε

Διαβάστε περισσότερα

ITP Ιδιοπαθής/ αυτοάνοση θρομβοπενική πορφύρα

ITP Ιδιοπαθής/ αυτοάνοση θρομβοπενική πορφύρα ITP Ιδιοπαθής/ αυτοάνοση θρομβοπενική πορφύρα Αθανασία Μουζάκη, Καθηγήτρια Εργαστηριακής Αιματολογίας-Αιμοδοσίας, Αιματολογικό Τμήμα, Παθολογική Κλινική, Τμήμα Ιατρικής, Παν/ο Πατρών Τα είδη της ITP είναι:

Διαβάστε περισσότερα

Μήπως έχω Σκληρόδερµα;

Μήπως έχω Σκληρόδερµα; Μήπως έχω Σκληρόδερµα; Για να πληροφορηθώ µýëïò ôçò Σπάνιος ναι... Μόνος όχι Η Πανελλήνια Ένωση Σπανίων Παθήσεων (Π.Ε.Σ.ΠΑ) είναι ο μόνος φορέας, μη κερδοσκοπικό σωματείο, συλλόγων ασθενών σπανίων παθήσεων

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΟΛΙΓΟΚΛΩΝΙΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ Β-ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟΝ ΝΕΦΡΙΚΟ ΙΣΤΟ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΣΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΟΛΙΓΟΚΛΩΝΙΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ Β-ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟΝ ΝΕΦΡΙΚΟ ΙΣΤΟ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΣΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΟΛΙΓΟΚΛΩΝΙΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ Β-ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟΝ ΝΕΦΡΙΚΟ ΙΣΤΟ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΣΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ Νεφρολογική Κλινική & Μονάδα Μεταμόσχευσης Νεφρού, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ,ΓΝΑ Λαϊκό

Διαβάστε περισσότερα

Αρχές μοριακής παθολογίας. Α. Αρμακόλας Αν. Καθηγητής Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ

Αρχές μοριακής παθολογίας. Α. Αρμακόλας Αν. Καθηγητής Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ Αρχές μοριακής παθολογίας Α. Αρμακόλας Αν. Καθηγητής Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ Μοριακή Παθολογία Ανερχόμενος κλάδος της Παθολογίας Επικεντρώνεται στην μελέτη και τη διάγνωση νοσημάτων Στον καθορισμό και την πιστοποίηση

Διαβάστε περισσότερα

«β-μεσογειακή αναιμία: το πιο συχνό μονογονιδιακό νόσημα στη χώρα μας»

«β-μεσογειακή αναιμία: το πιο συχνό μονογονιδιακό νόσημα στη χώρα μας» Εργαστήριο Κυτταρογενετικής ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» «β-μεσογειακή αναιμία: το πιο συχνό μονογονιδιακό νόσημα στη χώρα μας» Ζαχάκη Σοφία - Ουρανία Βιολόγος, MSc, PhD β μεσογειακή αναιμία Η θαλασσαιμία ή νόσος

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΡΚΙΝΟ του ΠΡΟΣΤΑΤΗ. Πως να προλάβετε τον ΔΙΑΓΝΩΣΗ Η ΕΓΚΑΙΡΗ ΣΩΖΕΙ ΖΩΕΣ. Επιστημονική Επιμέλεια Ελληνική Ουρολογική Εταιρία

ΚΑΡΚΙΝΟ του ΠΡΟΣΤΑΤΗ. Πως να προλάβετε τον ΔΙΑΓΝΩΣΗ Η ΕΓΚΑΙΡΗ ΣΩΖΕΙ ΖΩΕΣ. Επιστημονική Επιμέλεια Ελληνική Ουρολογική Εταιρία Η ΕΓΚΑΙΡΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΣΩΖΕΙ ΖΩΕΣ Πως να προλάβετε τον ΚΑΡΚΙΝΟ του ΠΡΟΣΤΑΤΗ με ΤΗΝ ΕΥΓΕΝΙΚΗ Χορηγία Επιστημονική Επιμέλεια Ελληνική Ουρολογική Εταιρία με ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ «Αυτές οι πληροφορίες προορίζονται για

Διαβάστε περισσότερα

ΛΕΜΦΩΜΑ HODGKIN. Τριανταφυλλιά Κολέτσα Λέκτορας Εργαστήριο Γενικής Παθολογίας και Παθολογικής Ανατομικής, ΑΠΘ

ΛΕΜΦΩΜΑ HODGKIN. Τριανταφυλλιά Κολέτσα Λέκτορας Εργαστήριο Γενικής Παθολογίας και Παθολογικής Ανατομικής, ΑΠΘ ΛΕΜΦΩΜΑ HODGKIN Τριανταφυλλιά Κολέτσα Λέκτορας Εργαστήριο Γενικής Παθολογίας και Παθολογικής Ανατομικής, ΑΠΘ Ταξινόμηση λεμφωμάτων- Βασικές αρχές Στην ταξινόμηση WHO: Λαμβάνονται υπόψη μορφολογικά, ανοσοϊστοχημικά,

Διαβάστε περισσότερα

Παιδιά και νέοι με χρόνια προβλήματα υγείας και ειδικές ανάγκες. Σύγχρονες ιατρικές θεωρήσεις και ελληνική πραγματικότητα.

Παιδιά και νέοι με χρόνια προβλήματα υγείας και ειδικές ανάγκες. Σύγχρονες ιατρικές θεωρήσεις και ελληνική πραγματικότητα. Παιδιά και νέοι με χρόνια προβλήματα υγείας και ειδικές ανάγκες. Σύγχρονες ιατρικές θεωρήσεις και ελληνική πραγματικότητα. Μαρία Φωτουλάκη Επίκουρη καθηγήτρια Παιδιατρικής-Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας

Διαβάστε περισσότερα

Ενότητα 2013: Μυελοδυσπλαστικά Σύνδρομα

Ενότητα 2013: Μυελοδυσπλαστικά Σύνδρομα Κλινικοεργαστηριακή Εκπαίδευση στην Αιματολογία Ενότητα 2013: Μυελοδυσπλαστικά Σύνδρομα 27-28 Σεπτεμβρίου 2013 Διοργάνωση Ίδρυμα Ελληνικής Αιματολογικής Εταιρείας και Αιματολογική Κλινική Ιατρικής Σχολής

Διαβάστε περισσότερα

Πανεπιστήμιο Πατρών Τμήμα Ιατρικής Εργαστήριο Ιατρικής Φυσικής Ιωάννης Δράκος Μηχανικός Η\Υ & Πληροφορικής

Πανεπιστήμιο Πατρών Τμήμα Ιατρικής Εργαστήριο Ιατρικής Φυσικής Ιωάννης Δράκος Μηχανικός Η\Υ & Πληροφορικής ΠΑΤΡΑ 2009 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΙΔΙΚΟ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΖΟΥΜΠΟΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΙΔΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΑΡΙΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ

ΕΑΡΙΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΑΡΙΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ Ε.Α.Ε. Η ΚΥΤΤΑΡΟΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΟΣΟΦΑΙΝΟΤΥΠΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ 15-16 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2016 ΑLEXANDER BEACH HOTEL ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ

Διαβάστε περισσότερα

Επιστημονικό Πρόγραμμα

Επιστημονικό Πρόγραμμα Επιστημονικό Πρόγραμμα 19 Π α ρ α σ κ ε υ ή Μαΐου 2017 13.00-13.30 Εγγραφές 13.30-14.30 Στρογγυλό Τραπέζι Χρόνια λεμφογενής λευχαιμία Προεδρείο: Ι. Κοτσιανίδης Νεότεροι προγνωστικοί και προβλεπτικοί παράγοντες

Διαβάστε περισσότερα

Θα δoθεί πιστοποιητικό παρακολούθησης ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Θα δoθεί πιστοποιητικό παρακολούθησης ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Θα δoθεί πιστοποιητικό παρακολούθησης Χαιρετισμός Αγαπητοί φίλοι και συνάδελφοι, Είναι χαρά μας να σας καλέσουμε στην Ημερίδα με τίτλο «Από τη στόχευση αντιγόνων στην ανοσοτροποποίηση και τη

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΒΙΟΨΙΑ ΗΠΑΤΟΣ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΒΙΟΨΙΑ ΗΠΑΤΟΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΗΠΑΤΟΛΟΓΟΥΣ, ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΒΙΟΨΙΑ ΗΠΑΤΟΣ Πρόδρομος Χυτίρογλου Εργαστήριο Γενικής Παθολογίας και Παθολογικής Ανατομικής Τμήματος Ιατρικής Α.Π.Θ. ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΒΙΟΨΙΑΣ ΗΠΑΤΟΣ Χρόνια

Διαβάστε περισσότερα

Ανι χνευση μεταλλα ξεων στον καρκι νο και εξατομικευμε νη θεραπει α

Ανι χνευση μεταλλα ξεων στον καρκι νο και εξατομικευμε νη θεραπει α Ανι χνευση μεταλλα ξεων στον καρκι νο και εξατομικευμε νη θεραπει α Περικλής Μακρυθανα σης, MD, PhD, FMH, PD Κλινικός γενετιστής Κύριος Ερευνητής Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημι ας Αθηνών 4o

Διαβάστε περισσότερα

ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΨΥΧΡΟΣΥΓΚΟΛΛΗΤIΝΩΝ ΣΤΟΝ ΟΡΟ ΑΣΘΕΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ

ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΨΥΧΡΟΣΥΓΚΟΛΛΗΤIΝΩΝ ΣΤΟΝ ΟΡΟ ΑΣΘΕΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΨΥΧΡΟΣΥΓΚΟΛΛΗΤIΝΩΝ ΣΤΟΝ ΟΡΟ ΑΣΘΕΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ 2013-2017 Σπαθαράκη Παρασκευή επιμ. Α Αιματολογικό Εργαστήριο ΠΑΓΝΗ Απρίλιος 2018 1 Εισαγωγή Η νόσος των ψυχροσυγκολλητινών

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΟΤΕΡΑ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΣΤΑ ΜΥΕΛΟΔΥΣΠΛΑΣΤΙΚΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ- ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ. Θεώνη Κανελλοπούλου

ΝΕΟΤΕΡΑ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΣΤΑ ΜΥΕΛΟΔΥΣΠΛΑΣΤΙΚΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ- ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ. Θεώνη Κανελλοπούλου ΝΕΟΤΕΡΑ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΣΤΑ ΜΥΕΛΟΔΥΣΠΛΑΣΤΙΚΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ- ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ Θεώνη Κανελλοπούλου ΓΝΑ Ευαγγελισμός, 03 Ιούνη 2014 ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ;;; ή δημιουργούν σύγχυση???!!! Προγνωστικά μοντέλα!!!

Διαβάστε περισσότερα

ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Π.Γ.Ν.Θ.ΑΧΕΠΑ ΙΑΤΡΟΣ ΒΙΟΠΑΘΟΛΟΓΟΣ ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΟΛΥΝΟΥ

ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Π.Γ.Ν.Θ.ΑΧΕΠΑ ΙΑΤΡΟΣ ΒΙΟΠΑΘΟΛΟΓΟΣ ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΟΛΥΝΟΥ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Π.Γ.Ν.Θ.ΑΧΕΠΑ ΙΑΤΡΟΣ ΒΙΟΠΑΘΟΛΟΓΟΣ ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΟΛΥΝΟΥ Τα λεμφοκύτταρα προέρχονται από την λεμφική σειρά, ενώ τα μονοπύρηνα, τα πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα (κοκκιοκύτταρα) και τα βασεόφιλα

Διαβάστε περισσότερα

ΚΟΛΕΤΣΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ Λέκτορας Εργαστήριο Γενικής Παθολογίας και Παθολογικής Ανατομικής, ΑΠΘ

ΚΟΛΕΤΣΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ Λέκτορας Εργαστήριο Γενικής Παθολογίας και Παθολογικής Ανατομικής, ΑΠΘ ΜΥΕΛΟΣ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ ΚΟΛΕΤΣΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ Λέκτορας Εργαστήριο Γενικής Παθολογίας και Παθολογικής Ανατομικής, ΑΠΘ ΜΥΕΛΟΔΥΣΠΛΑΣΤΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ Αντικατάσταση ΜΟ από κλωνικούς απογόνους εξαλλαγμένου πολυδύναμου

Διαβάστε περισσότερα

Λόγοι έκδοσης γνώμης για τον χαρακτηρισμό φαρμακευτικού προϊόντος ως ορφανού

Λόγοι έκδοσης γνώμης για τον χαρακτηρισμό φαρμακευτικού προϊόντος ως ορφανού Παράρτημα 1 Λόγοι έκδοσης γνώμης για τον χαρακτηρισμό φαρμακευτικού προϊόντος ως ορφανού Η Επιτροπή Ορφανών Φαρμάκων (COMP), έχοντας εξετάσει την αίτηση, κατέληξε στα ακόλουθα: Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος

Διαβάστε περισσότερα

Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Σχολή Επιστημών Υγείας Τμήμα Ιατρικής

Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Σχολή Επιστημών Υγείας Τμήμα Ιατρικής Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Σχολή Επιστημών Υγείας Τμήμα Ιατρικής Μηχανισμοί αντίστασης στους αναστολείς του Β κυτταρικού υποδοχέα κατά τη θεραπεία της Χρόνιας Λεμφοκυτταρικής Λευχαιμίας «ΛΕΥΧΑΙΜΙΕΣ» ΓΑΤΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΟΝΟΜΑ:ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΕΠΙΘΕΤΟ:ΠΡΙΦΤΗ ΤΑΞΗ:Γ ΤΜΗΜΑ:4

ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΟΝΟΜΑ:ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΕΠΙΘΕΤΟ:ΠΡΙΦΤΗ ΤΑΞΗ:Γ ΤΜΗΜΑ:4 ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΟΝΟΜΑ:ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΕΠΙΘΕΤΟ:ΠΡΙΦΤΗ ΤΑΞΗ:Γ ΤΜΗΜΑ:4 Τι εννοούμε με τον όρο μεταλλάξεις; Το γενετικό υλικό μπορεί να υποστεί αλλαγές με πολλούς διαφορετικούς

Διαβάστε περισσότερα

Γυμνάσιο Κερατέας ΚΑΡΚΙΝΟΣ & ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ. Αναστασία Σουλαχάκη Κωνσταντίνα Πρίφτη

Γυμνάσιο Κερατέας ΚΑΡΚΙΝΟΣ & ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ. Αναστασία Σουλαχάκη Κωνσταντίνα Πρίφτη Γυμνάσιο Κερατέας ΚΑΡΚΙΝΟΣ & ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ Αναστασία Σουλαχάκη Κωνσταντίνα Πρίφτη 2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ : Ορολογία και λίγα λόγια για τον καρκίνο Χαρακτηριστικά του καρκίνου Μεταλλάξεις Μεταλλάξεις και καρκίνος

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην Ανοσολογία Επίκτητη Ανοσία I. Σωτήρης Ζαρογιάννης Επίκ. Καθηγητής Φυσιολογίας Εργαστήριο Φυσιολογίας Τμήμα Ιατρικής Π.Θ.

Εισαγωγή στην Ανοσολογία Επίκτητη Ανοσία I. Σωτήρης Ζαρογιάννης Επίκ. Καθηγητής Φυσιολογίας Εργαστήριο Φυσιολογίας Τμήμα Ιατρικής Π.Θ. Εισαγωγή στην Ανοσολογία Επίκτητη Ανοσία I Σωτήρης Ζαρογιάννης Επίκ. Καθηγητής Φυσιολογίας Εργαστήριο Φυσιολογίας Τμήμα Ιατρικής Π.Θ. 14/10/2016 Φυσιολογία Συστημάτων Ακαδημαϊκό Ετος 2016-2017 Γενικά στοιχεία

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Η σημαντική επιτυχία των προηγούμενων ημερίδων μας ενθαρρύνει να συνεχίσουμε αυτήν την επιστημονική εκδήλωση.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Η σημαντική επιτυχία των προηγούμενων ημερίδων μας ενθαρρύνει να συνεχίσουμε αυτήν την επιστημονική εκδήλωση. ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η Δ Παθολογική Κλινική ΑΠΘ οργανώνει για τέταρτη συνεχή χρονιά Επιστημονική Ημερίδα στις 12.12.2009, ημέρα Σάββατο στο Ξενοδοχείο Grand Hotel Palace στη Θεσσαλονίκη. Η σημαντική επιτυχία των προηγούμενων

Διαβάστε περισσότερα

ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ Διακρίνονται σε: - Πρωτογενή και - Δευτερογενή Πρωτογενή είναι τα όργανα στα οποία γίνεται η ωρίμανση των κυττάρων του ανοσοποιητικού: - Θύμος

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ. 1. Εισαγωγή (κυρίως στην επίκτητη ανοσία) 2. Φυσική ανοσία ΕΠΙΚΤΗΤΗ ΑΝΟΣΙΑ

ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ. 1. Εισαγωγή (κυρίως στην επίκτητη ανοσία) 2. Φυσική ανοσία ΕΠΙΚΤΗΤΗ ΑΝΟΣΙΑ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ 1. Εισαγωγή (κυρίως στην επίκτητη ανοσία) 2. Φυσική ανοσία ΕΠΙΚΤΗΤΗ ΑΝΟΣΙΑ ΑΝΤΙΓΟΝΟ 3. Η πρόσληψη του αντιγόνου και η παρουσίασή του στα λεμφοκύτταρα 4. Η αναγνώριση του αντιγόνου. Αντιγονικοί

Διαβάστε περισσότερα

Προβλήματα σχετιζόμενα με την τυποποίηση αντιγόνων Ι

Προβλήματα σχετιζόμενα με την τυποποίηση αντιγόνων Ι Β Προβλήματα Φαινότυπος Β(Α): ασθενής αντίδραση με αντι-α, έντονη αντίδραση με αντι-β, και ο ορός αντιδρά με ερυθρά Α₁. Ο αντιορός Α περιέχει τον κλώνο ΜΗΟ4? Επίκτητος Β φαινότυπος: έντονη αντίδραση με

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΤΡΟΠΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΕΙΔΟΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΗΣ Οικογενή υπερχοληστερολαιμία Αυτοσωμική επικρατής κληρονομικότητα Σχετίζεται με αυξημένο

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ ΠΟΥΛΙΑΝΙΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΕΙΔΙΚΕΥΟΜΕΝΟΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΤΟΜΙΚΗΣ ΓΝΑ Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟ Βιοψίες κατά χρονολογική σειρά παραλαβής: 1. Βιοψία 2 ης μοίρας δωδεκαδακτύλου με αριθμό πρωτοκόλλου

Διαβάστε περισσότερα

ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑ ΡΟΗΣ FLOW CYTOMETRY

ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑ ΡΟΗΣ FLOW CYTOMETRY ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑ ΡΟΗΣ FLOW CYTOMETRY ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑ ΡΟΗΣ Γενικά χαρακτηριστικά Απεικόνιση των κυτταρικών πληθυσμών με βάση: το μέγεθος την κοκκίωση το φθορισμό ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΤΡΙΑ ΡΟΗΣ Υδροδυναμική ροή Πρόσθιος

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ Επιβλέπουσα Α.ΤΕΙ.Θ Ε. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ Μέλη Επιτροπής Λαβδανίτη Μαρία Μινασίδου Ευγενία Αλεξιάδη Αθηνά Γεωργάκη Ελένη Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό

Διαβάστε περισσότερα

Λέµφωµα Hodgkin. Βλαχάκη Ευθυµία Επίκουρη Καθηγήτρια Αιµατολογίας-Αιµοσφαιρινοπαθειών ΑΠΘ

Λέµφωµα Hodgkin. Βλαχάκη Ευθυµία Επίκουρη Καθηγήτρια Αιµατολογίας-Αιµοσφαιρινοπαθειών ΑΠΘ Λέµφωµα Hodgkin Βλαχάκη Ευθυµία Επίκουρη Καθηγήτρια Αιµατολογίας-Αιµοσφαιρινοπαθειών ΑΠΘ Λεµφώµατα Κακοήθη νεοπλάσµατα του λεµφικού ιστού. Προσβάλλουν κυρίως τους λεµφαδένες, το σπλήνα και το µυελό των

Διαβάστε περισσότερα

Urogold III: Οι σημαντικότερες δημοσιεύσεις της χρονιάς (Προστάτης- όρχεις)

Urogold III: Οι σημαντικότερες δημοσιεύσεις της χρονιάς (Προστάτης- όρχεις) Urogold III: Οι σημαντικότερες δημοσιεύσεις της χρονιάς (Προστάτης- όρχεις) Μουρμούρης Παναγιώτης MD, MSc, PhD, FEBU Πανεπιστημιακός Υπότροφος ΕΚΠΑ Β Ουρολογική Κλινική Σισμανόγλειο ΓΝΑ Καμία σύγκρουση

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Τίτλος Ερευνητικού Έργου «CLLon Ανοσογενετική και λειτουργική ανάλυση

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΤΣΑΤΣΗ Κ.

ΠΑΤΣΑΤΣΗ Κ. Δήλωση συμφερόντων Ερευνήτρια σε κλινικές μελέτες Abbvie, Αmgen, Janssen, Leo, MSD, Novartis, Pfizer, Principia, Genesis Pharma Ομιλήτρια: Abbvie, Janssen, Leo, Meda, Novartis, Pfizer, Genesis Pharma Δέρμα

Διαβάστε περισσότερα

Στην περισσότερο επιτυχημένη αντιμετώπιση του καρκίνου έχει συμβάλλει σημαντικά η ανακά-λυψη και εφαρμογή των καρκινι-κών δεικτών.

Στην περισσότερο επιτυχημένη αντιμετώπιση του καρκίνου έχει συμβάλλει σημαντικά η ανακά-λυψη και εφαρμογή των καρκινι-κών δεικτών. Όλες μαζί οι μορφές καρκίνου αποτελούν, παγκοσμίως τη δεύτερη αιτία θανάτου μετά από τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Τα κρούσματα συνεχώς αυξάνονται και σε πολλές αναπτυγμένες χώρες αποτελεί την πρώτη αιτία

Διαβάστε περισσότερα

ΚΛΙΝΙΚΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΘΕΤΙΚΟ ΑΝΤΙΠΗΚΤΙΚΟ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ (LA)

ΚΛΙΝΙΚΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΘΕΤΙΚΟ ΑΝΤΙΠΗΚΤΙΚΟ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ (LA) ΚΛΙΝΙΚΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΘΕΤΙΚΟ ΑΝΤΙΠΗΚΤΙΚΟ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ (LA) Νιώτη Ελένη, Ανδρουλάκης Νικόλαος, Σπαθαράκη Παρασκευή, Παπαδάκης Ιωάννης, Παπαδοπούλου Αναστασία, Νότας Γεώργιος Εργαστήριο

Διαβάστε περισσότερα

Παράρτημα IV. Επιστημονικά πορίσματα

Παράρτημα IV. Επιστημονικά πορίσματα Παράρτημα IV Επιστημονικά πορίσματα 1 Επιστημονικά πορίσματα Στις 10 Μαρτίου 2016, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πληροφορήθηκε ότι η Ανεξάρτητη Ομάδα Παρακολούθησης Δεδομένων Ασφαλείας παρατήρησε σε τρεις κλινικές

Διαβάστε περισσότερα

9. Ενδογενείς ηωσινοφιλίες Νοσήματα με ηωσινοφιλία που ευθύνονται τα ίδια τα ηωσινόφιλα

9. Ενδογενείς ηωσινοφιλίες Νοσήματα με ηωσινοφιλία που ευθύνονται τα ίδια τα ηωσινόφιλα 9. Ενδογενείς ηωσινοφιλίες Νοσήματα με ηωσινοφιλία που ευθύνονται τα ίδια τα ηωσινόφιλα Γ.Χρ. Μελέτης 1, Α. Σαραντόπουλος 1, Σ. Μασουρίδη 1, Ε. Βαριάμη 1, Ε. Τέρπος 2 ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ Ενδογενείς ηωσινοφιλίες

Διαβάστε περισσότερα

Κυτταρογενετική και μοριακή γενετική επίκτητων διαταραχών

Κυτταρογενετική και μοριακή γενετική επίκτητων διαταραχών ΙΠΤ-Α ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΥΓΕΙΟΦΥΣΙΚΗΣ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΓΟΝΟΤΟΞΙΚΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ Κυτταρογενετική και μοριακή γενετική επίκτητων διαταραχών ρ Κωνσταντίνα Σαμπάνη Ερευνήτρια Α 1 ΒΙΟΛΟΓΙΚΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

Διάγνωση Λευχαιµίας Το λευχαιµικό κύτταρο. Επιλεγόµενο Μάθηµα Αιµατολογίας

Διάγνωση Λευχαιµίας Το λευχαιµικό κύτταρο. Επιλεγόµενο Μάθηµα Αιµατολογίας Διάγνωση Λευχαιµίας Το λευχαιµικό κύτταρο Επιλεγόµενο Μάθηµα Αιµατολογίας Εισαγωγή Η κατανόηση των αιµατολογικών παθήσεων συµπεριλαµβανοµένων των οξειών λευχαιµιών προϋποθέτει την γνώση του µηχανισµού

Διαβάστε περισσότερα

Συχνότητα. Άντρες Γυναίκες 5 1. Νεαρής και μέσης ηλικίας

Συχνότητα. Άντρες Γυναίκες 5 1. Νεαρής και μέσης ηλικίας Η αιτιολογία της πάθησης είναι άγνωστη, αν και έχει μεγάλη σχέση με το κάπνισμα καθώς το 90% των ασθενών είναι ενεργείς καπνιστές Συχνότητα Άντρες Γυναίκες 5 1 Νεαρής και μέσης ηλικίας Στο 60% των περιπτώσεων

Διαβάστε περισσότερα

Μαριάνθη Γεωργίτση Επίκουρη Καθηγήτρια Ιατρικής Βιολογίας-Γενετικής

Μαριάνθη Γεωργίτση Επίκουρη Καθηγήτρια Ιατρικής Βιολογίας-Γενετικής Μαριάνθη Γεωργίτση Επίκουρη Καθηγήτρια Ιατρικής Βιολογίας-Γενετικής Τομέας Βιολογικών Επιστημών και Προληπτικής Ιατρικής Σχολή Επιστημών Υγείας Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης E-mail: margeorgitsi@auth.gr

Διαβάστε περισσότερα