Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΕΙΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΒΟΡΕΙΟ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΟΥΝ ΜΗΤΡΙΚΑ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΕΙΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΒΟΡΕΙΟ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΟΥΝ ΜΗΤΡΙΚΑ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ"

Transcript

1 ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ, ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΕΩΕΠΙΣΤΗΜΕΣ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: Διεργασίες στη Λιθόσφαιρα και το Γεωπεριβάλλον ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΠΛΕΙΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΕΙΟΚΑΙΝΙΚΩΝ ΙΖΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΒΟΡΕΙΟ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΟΥΝ ΜΗΤΡΙΚΑ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΓΙΑΧΑΛΗ ΑΝΔΡΙΑΝΑ Πάτρα,

2 Περιεχόμενα 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ Γένεση υδρογονανθράκων Μητρικό πέτρωμα Τύποι κηρογόνου και η σύνδεση τους με τους υδρογονάνθρακες Λιπτινιτικός τύπος κηρογόνου: Εξινιτικός τύπος κηρογόνου: Βιτρινιτικός τύπος κηρογόνου: Ινετριτικός τύπος κηρογόνου: Θέσεις απόθεσης μητρικού πετρώματος Θαλάσσια περιβάλλοντα: Λιμναία περιβάλλοντα: Δελταϊκά περιβάλλοντα Μορφολογικά χαρακτηριστικά των δέλτα Δελταικά ριπίδια Χαρακτηριστικές δομές αποθήκευσης πετρελαίου Παγίδες Μετανάστευση πετρελαίου Τρόποι εξόρυξης ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Γεωλογική επισκόπηση της Εύβοιας Γεωτεκτονικές ζώνες της Ελλάδας Πελαγονική ζώνη Μεταμόρφωση Πελαγονικής Γεωτεκτονικό μοντέλο εξέλιξης Πελαγονικής ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΥΒΟΙΑΣ ΣΕΙΣΜΙΚΗ ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΤΗΣ ΑΛΟΝΝΗΣΟΥ EΡΓΑΣΙΑ ΥΠΑΙΘΡΟΥ-ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ Ανάλυση για τον προσδιορισμό του ποσοστού του ανθρακικού ασβεστίου (CaCO 3 ) των δειγμάτων Ανάλυση και ποσοτικός προσδιορισμός του οργανικού ανθρακα Κοκκομετρική ανάλυση

3 7.4 Σχέση ΤOC-CaCO Παλαιοντολογική μελέτη σε επιλεγμένα δείγματα ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΑΝΑΛΥΣΕΩΝ ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (Ελληνική) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (Αγγλική)

4 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η παρούσα διπλωματική με τίτλο «H μελέτη των Πλειοκαινικών- Μειοκαινικών ιζημάτων στο βόρειο τμήμα της Εύβοιας και η δυνατότητά τους να αποτελέσουν μητρικά πετρώματα», εκπονήθηκε στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος με τίτλο «Γεωλογικές Διεργασίες στη Λιθόσφαιρα και Γεωπεριβάλλον», του τμήματος Γεωλογίας της σχολής Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσους συνέβαλαν και με βοήθησαν στην συγγραφή και την ολοκλήρωση της παρούσας εργασίας. Αρχικά, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον επιβλέποντα καθηγητή αυτής της εργασίας κ. Αβράαμ Ζεληλίδη, καθηγητή του Πανεπιστημίου Πατρών, τα μέλη της τριμελής επιτροπής κ. Νικόλαο Κοντόπουλο και κ. Παύλο Αβραμίδη καθώς επίσης και τον υποψήφιο διδάκτορα Παναγιώτη Τσερόλα για τις συμβουλές και τις υποδείξεις τους, τόσο στο θεωρητικό όσο και στο ερευνητικό μέρος της εργασίας μου, καθώς και για την άψογη συνεργασία που είχαμε κατά την εκπόνηση της. Ακόμα, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους φίλους μου Μποτζιολή Χρύσανθο και Αραβαντινού Ειρήνη για τη βοήθεια τους. ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα διπλωματική εργασία με τίτλο «H μελέτη των Πλειοκαινικών και Μειοκαινικών ιζημάτων στο βόρειο τμήμα της Εύβοιας και η δυνατότητα τους να αποτελέσουν μητρικά πετρώματα», του τμήματος Γεωλογίας της σχολής Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών. Αρχικά, περιγράφονται συνοπτικά οι συνθήκες που απαιτούνται για τη γένεση πεδίων υδρογονανθράκων και δίνεται έμφαση στα χαρακτηριστικά του οργανικού υλικού που εγκλωβίζεται στα ιζήματα και στον τρόπο δημιουργίας των μητρικών πετρωμάτων. Στη συνέχεια, γίνεται μια βιβλιογραφική επισκόπηση της γεωλογίας της περιοχής μελέτης, περιγράφονται οι θέσεις δειγματοληψίας, προσδιορίζονται τα περιβάλλοντα ιζηματογένεσης και προτείνεται η γεωδυναμική και παλαιογραφική εξέλιξη της ευρύτερης περιοχής. 4

5 Ειδικότερα, περιγράφονται οι μέθοδοι προσδιορισμού και τα αποτελέσματα των κοκκομετρικών αναλύσεων του ανθρακικού ασβεστίου και του οργανικού υλικού σε 60 επιλεγμένα δείγματα. Οι κοκκομετρικές αναλύσεις έγιναν με την μέθοδο της πιπέτας (για πηλούς και αργίλους) και των κοσκίνων (για άμμους και κροκαλοπαγή). Ο υπολογισμός της περιεκτικότητας σε Corg έγινε με τη μέθοδο τιτλοδότησης, πρόκειται για την τροποποιημένη μέθοδο Walkley - Βlack σύμφωνα με τον Gaudette et al., 1974, ενώ ο υπολογισμός της περιεκτικότητας σε CaCO 3 έγινε με τη μέθοδο διάσπασης του CaCO 3 με την χρήση οξικού οξέως CΗ 3 CΟΟΗ (Varnavas, 1979). Η περιοχή μελέτης βρίσκεται στο νότιο περιθώριο της ευρύτερης λεκάνης της Αλοννήσου και για το λόγο αυτό στόχος της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη των ιζηματολογικών και γεωχημικών χαρακτηριστικών των Νεογενών σχηματισμών της βόρειας Εύβοιας με σκοπό να διερευνηθεί η δυνατότητα ύπαρξης μητρικών πετρωμάτων και η πιθανότητα ανάπτυξης πεδίων υδρογονανθράκων στη λεκάνη της Αλοννήσου. Τέλος, αξιοποιούνται και δύο σεισμικές γραμμές στο θαλάσσιο χώρο και ειδικότερα στα περιθώρια της λεκάνης της Αλοννήσου έτσι, ώστε να γίνει εκτίμηση του βάθους ταφής και της πιθανότητας ωρίμανσης του οργανικού υλικού. Το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των αναλυθέντων ιζημάτων χαρακτηρίζεται από πολύ υψηλό ποσοστό CaCO 3 και από χαμηλό ποσοστό Corg μας οδήγησε στη γεωχημική μελέτη επιπλέον δειγμάτων νοτιότερα της περιοχής μελέτης όπου τα αποτελέσματα ήταν καλύτερα. Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι η λεκάνη της Αλοννήσου έχει μικρές έως μέτριες δυνατότητες να περιλαμβάνει μητρικά πετρώματα, ενώ το μικρό βάθος ταφής τους μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα πετρώματα αυτά είναι ανώριμα. Το γεγονός ότι τα μελετηθέντα ιζήματα είναι άνω Μειοκαινικής ηλικίας που σε συνδυασμό με την πιθανότητα ύπαρξης Μεσσήνιων εβαποριτών που αναπτύχθηκαν πάνω από τα μελετηθέντα ιζήματα μας δίνει την δυνατότητα να ελπίζουμε ότι πιθανά στη λεκάνη της Αλοννήσου να υπάρχουν μικρά κοιτάσματα βιοαερίου, αποθηκευμένα στις άμμους των μελετηθέντων ιζημάτων και προστατευμένων από τους Μεσσήνιους γύψους. 5

6 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η εργασία αυτή ασχολείται με την ανάλυση του δυναμικού γένεσης υδρογονανθράκων στη λεκάνη της Αλοννήσου (εικόνα 1.1), η οποία περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα της Εύβοιας και τα νησιά από βόρεια προς ανατολικά γύρω από αυτή, δηλαδή, τη Σκιάθο- Σκύρο- Σκόπελο- Αλόννησο. Σκοπός της εργασίας αυτής είναι να εκτιμηθεί η δυνατότητα γένεσης υδρογονανθράκων στη συγκεκριμένη λεκάνη, συνθέτοντας ιζηματολογικά, τεκτονικά και παλαιογεωγραφικά στοιχεία. Γι αυτό το λόγο γίνεται μια βιβλιογραφική αναφορά στην παλαιογεωγραφία και στην τεκτονική της ώστε να δούμε πως έδρασε στο παρελθόν ενώ η σύνθεση όλων των στοιχείων συμπεριλαμβανομένων και των εργαστηριακών αποτελεσμάτων μας δείχνουν κατά πόσο η περιοχή αυτή μπορεί να γίνει αντικείμενο περαιτέρω έρευνας για υδρογονάνθρακες. Για αυτή την εργασία συλλέχθηκαν συνολικά 60 δείγματα μόνο από το νησί της Εύβοιας. Τα γενικά στοιχεία που οδήγησαν στο να επιλέξουμε η δειγματοληψία να γίνει μόνο στο Βόρειο κομμάτι της Εύβοιας είναι ότι εκεί υπήρχαν καλύτερες επιφανειακές εμφανίσεις στρωμάτων και οριζόντων από κάρβουνο ενώ οι κλίσεις των πρανών ήταν καλύτερα προσβάσιμες. Άλλος λόγος στο να γίνει η δειγματοληψία μόνο στην Εύβοια είναι η χρήση σεισμικών δεδομένων που θα αναλυθούν εκτενώς παρακάτω. 6

7 ΛΕΚΑΝΗ ΑΛΟΝΝΗΣΟΥ Εικόνα 1.1 Τροποποιημένος χάρτης από το google Earth όπου απεικονίζεται η λεκάνη της Αλοννήσου. Με κόκκινο χρώμα είναι οι σεισμικές τομές που έχουν γίνει στην περιοχή και δύο από αυτές αναλύονται στα παρακάτω κεφάλαια. 7

8 2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ 2.1 ΓΕΝΕΣΗ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ Σχετικά με την προέλευση των ορυκτών υδρογονανθράκων διατυπώθηκαν κατά καιρούς διάφορες θεωρίες που διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, αυτές που δέχονται αντίστοιχα την ανόργανη και την οργανική προέλευσή του. Υποστηρικτές της ανόργανης προέλευσης υπήρξαν βασικά οι επιστήμονες του 19ου αιώνα. Πολλοί δέχονταν την κοσμική προέλευση των υδρογονανθράκων ενώ άλλοι προσπαθούσαν να βρουν σχέσεις μεταξύ της γεωγραφικής κατανομής των ηφαιστείων και των πετρελαϊκών εμφανίσεων λόγω της ύπαρξης ιχνών υδρογονανθράκων μέσα στα ηφαιστειακά αέρια. Τέλος, άλλοι θεωρούσαν ότι οι υδρογονάνθρακες σχηματίζονται στο εσωτερικό της γης από τις αντιδράσεις ελεύθερων αλκαλικών μετάλλων με CO2 σε υψηλές θερμοκρασίες. Από την πλευρά των υποστηρικτών της οργανικής προέλευσης των υδρογονανθράκων δεν υπήρχε ομοφωνία. Κάποιοι υποστήριζαν την φυσική προέλευση και άλλοι την ζωική προέλευση. Ο λόγος προβληματισμού των δύο απόψεων ήταν: 1. Πρώτον, η στενή συγγένεια μεταξύ πετρελαίου και άνθρακα που όμως περιορίζεται στην οργανογενή προέλευσή τους και την απόθεσή τους μέσα σε ιζηματογενή πετρώματα. Στην περίπτωση του άνθρακα, τα πετρώματα είναι λιμνοτελματικά ενώ στην περίπτωση του πετρελαίου είναι θαλάσσια, όπως συμπεραίνεται και από το γεγονός ότι το 95% από τα γνωστά πετρελαιοπαραγωγικά πεδία του κόσμου βρίσκονται σε θαλάσσια ιζήματα. 2. Τα απέραντα δάση που κάλυπταν σε ορισμένες γεωλογικές περιόδους την επιφάνεια της Γης θεωρήθηκαν συχνά ως το μητρικό υλικό του πετρελαίου. Αν αποδεχθούμε τη θαλάσσια προέλευση του πετρελαίου θα μπορούσαν και τα φύκη να αποτελούν κατάλληλη πηγή μητρικού υλικού. Δεν είναι όμως δυνατό να εξηγηθεί η απουσία ορισμένων στοιχείων όπως το J και του Br από το πετρέλαιο. 3. Μεταξύ των συστατικών του πετρελαίου περιέχεται πορφυρίνη που βρίσκεται στην φυτική χλωροφύλλη, αλλά παράγεται και από ουσίες ζωικής προέλευσης. 4. Κατά την ενανθράκωση φυτικών συστατικών παράγεται μεθάνιο, όχι όμως και άλλοι υδρογονάνθρακες από τους οποίους αποτελείται το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. 8

9 5. Κατά την απόσταξη των ορυκτών ανθράκων παράγονται υγρά παρόμοια με του πετρελαίου. Αλλά για μια αντίδραση αυτού του είδους απαιτείται θερμοκρασία >200ο C. Οι ταμιευτήρες του πετρελαίου όμως δεν καταμαρτυρούν θερμοκρασίες τέτοιου ύψους. 6. Μικροσκοπικές έρευνες έδειξαν ότι στο πετρέλαιο υπάρχουν φυτικά υπολείμματα. Σήμερα, η προέλευση του πετρελαίου δεν είναι εξακριβωμένη μα είναι γενικά αποδεκτό ότι το πετρέλαιο δημιουργήθηκε από την αποσύνθεση θαλάσσιων, κυρίως ζώων και φυτών που θάφτηκαν κάτω από διαδοχικές στοιβάδες λάσπης, πριν από εκατομμύρια χρόνια. Η βασική ιδέα για την γένεση των υδρογονανθράκων είναι ότι οι οργανισμοί συγκεντρώθηκαν σε συγκεκριμένες περιοχές εξαιτίας διάφορων τοπικών συνθηκών όπως π.χ θαλάσσιων ρευμάτων. Η μετατροπή σε πετρέλαιο τέτοιου οργανικού υλικού που συγκεντρώνεται στον πυθμένα οφείλεται σε βακτηριακή δράση. Το θαλάσσιο περιβάλλον μπορεί να γίνει αναερόβιο είτε λόγω μεγάλου βάθους είτε λόγω έλλειψης κυκλοφορίας ρευμάτων, επομένως και οξυγόνου. Αλλά από την λιθολογία των πετρελαϊκών ταμιευτήρων συμπεραίνεται ότι πρόκειται περί αβαθών αποθεμάτων και η έλλειψη του οξυγόνου πρέπει να αποδοθεί στην στασιμότητα του θαλάσσιου νερού. Οι ορυκτοί υδρογονάνθρακες λοιπόν, σχηματίστηκαν σε κλειστές θάλασσες ή κόλπους όπου πιθανά λόγω της υπερβολικής συγκέντρωσης αλάτων προκλήθηκε σε μεγάλη κλίμακα ο θάνατος των διαφόρων οργανισμών που αποτέθηκαν στους πυθμένες και στην συνέχεια θάφτηκαν μέσα στα θαλάσσια ιζήματα. Τα βακτήρια δέσμευσαν το οξυγόνο από τα οργανικά συστατικά και τα μετέτρεψαν σε υδρογονάνθρακες. Η αρχική προϋπόθεση για μια τέτοια γένεση πετρελαίου είναι μια ρηχή θάλασσα με νερά πλούσια σε ζώα και φυτά, από μικροσκοπικά μέχρι μεγάλα. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι πεθαίνοντας οι οργανισμοί, βουλιάζουν στον βυθό και θάβονται σε λάσπη. Το οξυγόνο στον βυθό πρέπει να είναι περιορισμένο ώστε η αποσύνθεση των οργανισμών να είναι αργή. Με το πέρασμα του χρόνου, λάσπη και πηλός, κάθονται πάνω σ αυτές τις αποθέσεις, δημιουργώντας τεράστιες πιέσεις. Κάτω απ αυτές τις συνθήκες, χημικές διεργασίες μετατρέπουν τους οργανισμούς σε πετρέλαιο και αέριο. Το πετρέλαιο είναι υγρό, ελαιώδες ή παχύρρευστο, με καστανό χρώμα, χαρακτηριστική δυσάρεστη οσμή, αδιάλυτο στο νερό και ελαφρύτερο απ αυτό. Αποτελείται από υδρογονάνθρακες (ενώσεις άνθρακα και υδρογόνου) που βρίσκονται συγκεντρωμένοι σε διάφορα βάθη, κάτω από το έδαφος ή τη θάλασσα. Τα κύρια συστατικά του πετρελαίου είναι οι τρεις ομάδες υδρογονανθράκων: Οι κεκορεσμένοι με δομή απλής αλυσίδας 9

10 Οι ναφθένες με δομή κεκορεσμένου κλειστού δακτυλίου Οι αρωματικοί ακόρεστοι υδρογονάνθρακες με δομή κλειστού δακτυλίου. Εκτός απ αυτά, το πετρέλαιο περιέχει σε μικρές ποσότητες οξυγόνο, σε μορφή ιδίως ναφθενικών οξέων, άζωτο και θείο που βρίσκεται είτε σε ελεύθερη μορφή, είτε σαν συστατικό οργανικών ενώσεων. Στα περισσότερα πετρέλαια υπάρχει επίσης και χλωριούχο νάτριο. Η χημική σύνθεση των ζωντανών οργανικών υλικών που έπειτα θα είναι το βασικό υλικό για την γένεση του πετρελαίου είναι: 1. οι ένυδροι άνθρακες (carbohydrates): Οι ένυδροι άνθρακες είναι συνθετικά που λειτουργούν σαν πηγές της ενέργειας και σαν ιστός υποστήριξης στα φυτά και σε μερικά ζώα, π.χ. ζάχαρη όπως η γλυκόζη, η φρουκτόζη, το άμυλο, η κυτταρίνη και η χιτίνη. 2. πρωτεΐνες (proteins): Οι πρωτεΐνες είναι οργανικά συνθετικά που παρασκευάζονται από αμινοξέα και εκπληρούν μια ποικιλία από βιοχημικές λειτουργίες ζωτικές για τις διαδικασίες της ζωής, π.χ. ένζυμα, αιμοσφαίρια και αντισώματα. 3. τα λιπίδια (lipids): Τα λιπίδια είναι παρόντα τόσο στους θαλάσσιους οργανισμούς όσο και σε ορισμένα τμήματα των χερσαίων φυτών και είναι χημικά και ποσοτικά ικανά να δώσουν τον συνολικό όγκο του παγκόσμιου πετρελαίου. Είναι ένα εύρος από οργανικές ουσίες που είναι αδιάλυτες στο νερό και περιλαμβάνουν λίπη ζώων, φυτικά πετρέλαια και waxes. Είναι άφθονα στο θαλάσσιο πλαγκτόν και παρόντα στα κουκούτσια, τα φρούτα, τους σπόρους, στο επίστρωμα των φύλλων και τη φλούδα των χερσαίων φυτών. Παράδειγμα εύρους λιπιδιακών ουσιών είναι οι στερόλες (sterols), που είναι σημαντικός βιολογικός δείκτης για το σκληρό πετρέλαιο. 4. οι ξυλίτες (lignin): μόνο τα λιπίδια και οι ξυλίτες είναι αρκετά ανθεκτικά ώστε να ενσωματωθούν με επιτυχία μέσα στο ίζημα και να θαφτούν. Ο ξυλίτης βρέθηκε μόνο στα χερσαία φυτά και δεν μπορεί να δώσει αξιοσημείωτες ποσότητες πετρελαίου, αλλά είναι σημαντική πηγή για αέριους υδρογονάνθρακες. Οι γεωχημικές μελέτες σε χουμικά (coal maceral) έδειξαν ένα πολύ μεγάλο ενδεχόμενο ύπαρξης πετρελαίου μέσα στην ομάδα του εξινίτη (exinite), που συντίθεται από υλικά προερχόμενα από φύκη, γύρη και σπόρους, ρητίνες και επιδερμικούς ιστούς. 10

11 Τα ξυλώδη και οι τανίνες είναι συνθετικά συνηθισμένα στα ανώτερα φυτά. Άλλα σημαντικά συνθετικά είναι οι ρητίνες και τα ουσιώδη έλαια. Οι σχετικές ποσότητες αυτών των ομάδων των οργανικών συνθετικών στους ζώντες οργανισμούς ποικίλλει πάρα πολύ, όπως φαίνεται στον πίνακα 2.1. % ΚΑΤΑ ΒΑΡΟΣ (ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΤΕΦΡΑΣ) Πρωτεΐνε ς Ένυδροι Άνθρακες Ξυλώδ η Λιπίδια ΦΥΤΑ Χερσαία φυτά Ξυλώδη κωνοφόρων Φυλλώδη δρυός Πεύκο pinus sylvestris Διάτομα Lycopodium spores ΖΩΑ Ζωοπλαγκτόν Όστρακα Υψηλότερα Ασπόνδυλα Πίνακας 2.1: Σύνθεση των ζώντων υλικών (Hunt 1980) 11

12 Τα οργανικά συνθετικά που παρήχθησαν στα ιζήματα του πυθμένα των θαλασσών από πρωτόγονους υδρόβιους οργανισμούς δεν έχουν αλλάξει δραματικά με το πέρασμα του γεωλογικού χρόνου. Αντίθετα, σημαντικές περιβαλλοντικές αλλαγές έλαβαν χώρα στη χερσαία φυτική πανίδα. Σαν αποτέλεσμα, μπορεί να γίνει διάκριση ανάμεσα στα Παλαιοζωικά κάρβουνα με αέριες τάσεις και τα κάρβουνα του Ιουρασικού, Κρητιδικού και Τριτογενούς, τα οποία μπορεί να έχουν ένα σημαντικό συνθετικό με πετρελαϊκή τάση. Οι πρωτεΐνες και οι ένυδροι άνθρακες είναι πολύ ευπαθείς στη διάσπαση και τείνουν να διαλυτοποιούνται, να οξειδώνονται ή να αποικοδομούνται από βακτήρια, χωρίς να έχουν ενσωματωθεί στα ιζήματα, εκτός από τα επιφανειακά τους στρώματα. Αντιθέτως, τα λιπίδια και τα ξυλώδη που είναι πιο ανθεκτικά στη διάσπαση με μηχανικές, χημικές και βιολογικές διαδικασίες, θάβονται με επιτυχία μέσα στα ιζήματα. Στην περίοδο του Ιουρασικού και Κρητιδικού έλαβαν χώρα σημαντικές εξελικτικές αλλαγές στη χλωρίδα. Στο Ιουρασικό υπερισχύουν τα κωνοφόρα και τα αγγειόσπερμα εμφανίστηκαν στο Κρητιδικό. Και οι δύο αυτές ομάδες φυτών είναι πλούσιες σε μαλακό επιδερμικό ιστό και ρητίνη και έχουν σημαντικό ενδεχόμενο παραγωγής πετρελαίου. Αυτές οι εξελικτικές αλλαγές στη χλωρίδα των χερσαίων φυτών διαμέσου του γεωλογικού χρόνου είναι η αιτία για την πετρελαϊκή τάση των συνθετικών του κάρβουνου Μεσοζωικής και Τριτογενούς ηλικίας, ενώ τα ιζήματα του Παλαιοζωικού είναι πιο τυπικές πηγές αποκλειστικά για αέρια. Οι κύριοι παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η γένεση του πετρελαίου είναι: Ύπαρξη μητρικού πετρώματος Ύπαρξη ταμιευτήρα Ύπαρξη μονωτήρα Ύπαρξη παγίδων 2.2 ΜΗΤΡΙΚΟ ΠΕΤΡΩΜΑ Σαν μητρικό πέτρωμα ορίζεται το πέτρωμα ή το ίζημα μέσα στο οποίο συντελείται η γένεση του υδρογονάνθρακα. Σαν μητρικό πέτρωμα υδρογονανθράκων μπορεί να οριστούν εκείνα τα λεπτόκοκκα ιζήματα τα οποία δημιουργήθηκαν ή θα δημιουργηθούν στο φυσικό τους 12

13 περιβάλλον και θα απελευθερώσουν αρκετό υδρογονάνθρακα για να σχηματίσει μια αξιοσημείωτη συγκέντρωση από πετρέλαιο ή αέριο (Brooks et al 1987). Γνωρίζουμε ότι το πετρέλαιο δημιουργείται από την αποσύνθεση θαλάσσιων, κυρίως ζώων και φυτών που θάφτηκαν κάτω από διαδοχικές στοιβάδες λάσπης, πριν από εκατομμύρια χρόνια (εικ.2.2). Δηλαδή, το πετρέλαιο προέρχεται από την αναερόβια αποικοδόμηση λιπών, πρωτεϊνών και υδατανθράκων θαλάσσιας και χερσαίας φυτικής και ζωικής ύλης, καθώς και από πλαγκτόν και άλγες. Εικόνα 2.2: Το οργανικό υλικό που θάβεται στα ιζηματογενή πετρώματα (από τις παραδώσεις του κ. Ζεληλίδη) Βασικές προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ένα πέτρωμα μητρικό είναι: 1. Το πέτρωμα-ίζημα να είναι λεπτόκοκκο. 2. Να επικρατούν ανοξικές συνθήκες για την διατήρηση του αποτιθέμενου υλικού. Απαιτούνται αναερόβιες συνθήκες λόγω του ότι περιορίζουν την αποσύνθεση του οργανικού υλικού, κάτι που στην περίπτωση της γένεσης του πετρελαίου είναι καταστρεπτικό. Τέτοιες συνθήκες μπορούν να αναπτυχθούν σε κλειστές λεκάνες με περιορισμένη κυκλοφορία και μειωμένο παρεχόμενο οξυγόνο ή σε ανοιχτές υφαλοκρηπίδες και κατωφέρειες σαν αποτέλεσμα της προς τα πάνω ροής ή καταπάτησης του στρώματος με ελάχιστο οξυγόνο του μέσου ωκεάνιου νερού. 3. Ο χρόνος μεταφοράς του οργανικού υλικού στην στήλη του νερού από την ευφωτική ζώνη στον πυθμένα. 13

14 Εάν ο ρυθμός ιζηματογένεσης είναι αργός, υπάρχει περίπτωση το οργανικό υλικό να οξειδωθεί λόγω των οξειδωτικών συνθηκών που επικρατούν. Ένας γρήγορος ρυθμός ιζηματογένεσης μας εξασφαλίζει προφύλαξη του οργανικού υλικού μέσα σε ανοξικές συνθήκες. Τα μητρικά πετρώματα σχηματίζονται όταν μια μικρή αναλογία του οργανικού άνθρακα που συμμετέχει στον κύκλο του άνθρακα θαφτεί σε ιζηματογενή περιβάλλοντα, όπου αναστέλλεται η οξείδωση. Παραδείγματος χάρη, οι πετρελαϊκοί σχιστόλιθοι περιέχουν θερμικά αποσυντιθέμενο υλικό, συνήθως περίπου 20% του συνολικού υλικού, TOC, το δε υπόλοιπο αποτελείται από αδιάλυτα συνθετικά (π.χ. κηρογόνο). Οι πετρελαϊκοί σχιστόλιθοι και το κάρβουνο πρέπει να έχουν ένα υψηλό ποσοστό οργανικού άνθρακα για να είναι οικονομικού ενδιαφέροντος. Αντίθετα, πολλά μητρικά πετρώματα υδρογονανθράκων μπορεί να απελευθερώνουν μόνο πολύ μικρές αναλογίες πετρελαίου ή αερίου ανά μονάδα όγκου πετρώματος για να σχηματίσουν μια σημαντική συγκέντρωση στα αποταμιευτήρια πετρώματα. Αυτό είναι πιθανό εάν το μητρικό πέτρωμα αντικατοπτρίζει μια μεγάλη και επαρκώς βυθιζόμενη μάζα πετρώματος. Τέτοιου είδους πετρώματα μπορεί να είναι κυρίως αμμώδη πετρώματα όπως ξηρή άμμος (wind-blown sand), ποταμίσια άμμος (fluvial sands), προσχωματικές αποθέσεις (alluvial fans), άμμοι θαλάσσης (beach and barrier sands), άμμοι πυθμένα θαλασσών (marine platform sands). Από τα πορώδη πετρώματα οικονομική αξία έχουν μόνο τα καλούμενα «αποταμιευτήρια πετρώματα» τα οποία μπορούν να αποδώσουν πάλι σχετικά σύντομα πετρέλαιο. Η απόδοση πετρελαίου από ένα αποταμιευτήριο πέτρωμα εξαρτάται κυρίως από το ενεργό πορώδες και τη διαπερατότητα ή τις διακλάσεις του πετρώματος και από το ιξώδες του πετρελαίου λαμβάνουμε υπόψη ότι παίζει σπουδαίο ρόλο η πίεση του κοιτάσματος ιδιαίτερα σε κοιτάσματα φυσικού αερίου. Η απόδοση μπορεί να είναι μηδενική εάν το πετρέλαιο είναι παχύρρευστο. Το πορώδες μετριέται σε % εν αναλογία με το πέτρωμα και η διαπερατότητα μετριέται σε md Millidracy από το όνομα του Γάλλου ερευνητή DΑRCY που τη μέτρησε πρώτος. Τα κυριότερα αποταμιευτήρια πετρώματα είναι: άμμος, ψαμμίτες, ασβεστόλιθοι και δολομίτες. Κατά καιρούς βρίσκεται πετρέλαιο σε μάργες, μαρμαριγιακούς λίθους και αργίλους όπως και σε πορώδη τμήματα κρυσταλλικών πετρωμάτων πολύ σπάνια όμως. Τα 90% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου από αμμούχα πετρώματα ή ψαμμίτες. Στη δεύτερη σημαντική σειρά σαν ταμιευτήρια πετρώματα έρχονται οι ασβεστόλιθοι. Στις άμμους παίζει σημαντικό ρόλο το μέγεθος των κόκκων, η διαβάθμιση των κόκκων και η αλλαγή αυτών των πετρωμάτων μέσα στο ίδιο το στρώμα. 14

15 2.3 ΤΥΠΟΙ ΚΥΡΟΓΟΝΟΥ ΚΑΙ Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΕΣ Κηρογόνο συγκεντρωτικά ονομάζεται μια σειρά από γεωχημικές αντιδράσεις που υφίσταται το οργανικό υλικό λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας κατά την διάρκεια της ταφής όπου οδηγούνται από βιοπολυμερή σε γεωπολυμερή (εικ.2.3.1). Στα πρώιμα έως μέτρια στάδια ωριμότητας παράγονται μεγάλες ποσότητες πετρελαίου. Στο τελευταίο στάδιο ωριμότητας σχηματίζονται ελαφριοί υδρογονάνθρακες και μεθάνιο. Εικόνα 2.3.1: Διαλυτό και αδιάλυτο (κηρογόνο) οργανικό υλικό των μητρικών πετρωμάτων υδρογονανθράκων, τύποι κηρογόνου από Tissot & Welte (1984), και δυνατότητες υδρογονανθράκων (Brooks et al. 1987). Η σύνθεση του κηρογόνου στα διάφορα πετρώματα ελέγχεται από τις συνθήκες ιζηματογένεσης (εικ ), δηλαδή: Χαμηλοί ρυθμοί ιζηματογένεσης κάτω από συνθήκες καλής οξυγόνωσης επιτρέπουν την διατήρηση μόνο του ινερτινίτη (συνήθως σε πολύ μικρές ποσότητες). 15

16 Ενώ αναερόβια περιβάλλοντα απόθεσης επιτρέπουν την διατήρηση σχετικά μεγάλων ποσοστών από πλούσιων σε υδρογόνο λιπτινίτη και έτσι αυξάνεται έντονα το ενδεχόμενο γένεσης υδρογονανθράκων. Το οργανικό υλικό στις πηγές πετρωμάτων των υδρογονανθράκων υποδιαιρείται σε ομάδες: δύο Πισσάσφαλτος (Bitumen): διαλυτό οργανικό υλικό σε οργανικούς διαλύτες οι οποίοι αντικατοπτρίζουν μόνο ένα μικρό λόγο του συνολικού οργανικού υλικού (TOC). Κηρογόνο (Kerozen): οργανικό υλικό που είναι αδιάλυτο σε οργανικούς διαλύτες, μη οξειδωμένα μεταλλικά οξέα και υδατικά οργανικά διαλύματα. Το κηρογόνο πάντα αντικατοπτρίζει τον όγκο του συνολικού οργανικού υλικού (TOC) Εικόνα 2.3.2: Γενικό σχήμα σχηματισμού υδρογονανθράκων σύμφωνα με το βάθος ταφής, την θερμοκρασία και τις διαδικασίες κάτω από την επιφάνεια (Tissot & Welte, 1984) Χρησιμοποιώντας οπτικές μεθόδους (οργανική πετρογραφία), φυσικές μεθόδους και οργανική γεωχημική ανάλυση περιλαμβάνοντας βεβαιωμένους γεωχημικούς (βιολογικούς) δείκτες (Tissot & Welte 1984 Brooks et al 1987 Tissot et al 1987). Με την βοήθεια τέτοιων μεθόδων το κηρογόνο μπορεί να ταξινομηθεί σε τέσσερις κύριους τύπους(εικ.2.3.3): 16

17 Εικόνα 2.3.3: Τύποι κηρογόνου στα διάγραμμα Van Krevelen σύμφωνα με τις αναλογίες H/C & O/C (Brooks et al.1987) Λιπτινιτικός τύπος κηρογόνου: Προέρχεται κυρίως από λιποειδή συνθετικά, από άλλα υλικά φυκών, μετά από μερικό βακτηριακό υποβιβασμό, μεταβαλλόμενο από αποσύνθεση, συμπύκνωση και πολυμερισμό. Οι αποθέσεις που είναι πλούσιες σε λιπτινίτη είναι τυπικά σκούρες, πολύ λεπτά ελασματωμένες ή λιγότερο δομημένες και πλούσιες σε TOC. Ο λιπτινιτικός τύπος κηρογόνου είναι ένα σημαντικό συστατικό στο οργανικό υλικό των θαλάσσιων περιβαλλόντων. Ο τύπος επίσης είναι σχετικά πλούσιος σε υδρογόνο και συνεπώς εμφανίζει ένα υψηλό λόγο σε H/C, έχει χαμηλό ποσοστό οξυγόνου και χαμηλό λόγο σε O/C. Τέτοιου είδους κηρογόνου ταξινομείται σε τύπου κηρογόνου Ι. Μητριά πετρώματα πλούσια σε λιπτινίτη έχουν μια πολύ καλή δυνατότητα γένεσης πετρελαίου Εξινιτικός τύπος κηρογόνου: Προέρχεται κυρίως από σχετικά ανθιστάμενα μεμβρανώδη φυτικά θραύσματα, τέτοια όπως σπόροι, γύρις, νεκρά φύλλα κ.α. Η ρετσίνη και το κερί ανήκουν επίσης σ αυτόν τον τύπο του κηρογόνου. Τέτοια φυτικά συστατικά δεν παράγονται μόνο στην χέρσο αλλά αυτά μπορούν επίσης να αναπτυχθούν πρωτογενώς μέσα σε λίμνες και ωκεανούς. Τα πετρώματα πλούσια σε εξινίτη έχουν μια καλή δυνατότητα για τη γένεση του πετρελαίου, συμπυκνωμάτων και υγρού 17

18 αερίου. Ο εξινίτης έχει σχετικά υψηλό ποσοστό υδρογόνου και συνεπώς αναλογία H/C (αλλά χαμηλότερη από αυτή του λιπτινίτη), και μέτριο ποσοστό οξυγόνου και μέτριο λόγο O/C. πολλά θαλάσσια ιζήματα και πηγές πετρωμάτων υδρογονανθράκων περιέχουν μια ανάμιξη από λιπτινίτη, εξινίτη και βιτρινίτη, τα οποία ταξινομούνται σαν τύπος ΙΙ κηρογόνου Βιτρινιτικός τύπος κηρογόνου: Προέρχεται κυρίως από ξυλώδη υλικά των ανώτερων φυτών, περισσότερο ή λιγότερο αποσυντιθέμενων. Ο βιτρινίτης έχει σχετικά χαμηλό ποσοστό υδρογόνου και αναλογίας H/C, αλλά αρχικά μια υψηλή αναλογία σε O/C. Αυτός ο τύπος είναι το κύριο συνθετικό από τα περισσότερα είδη κάρβουνου. Όμως αυτός ο τύπος επιπλέον εμφανίζεται σε θαλάσσια και λιμναία ιζήματα σε ποικίλες ποσότητες. Βιτρινιτικής υπερίσχυσης οργανικό υλικό αντιστοιχεί στον τύπο κηρογόνου ΙΙΙ, ο οποίος έχει μεγάλη δυνατότητα για την γένεση των αερίων, αλλά μόνο περιορισμένες δυνατότητες για πετρέλαιο και συμπυκνώματα Ινετριτικός τύπος κηρογόνου: Ουσιαστικά είναι πεθαμένος άνθρακας, τύπου ΙΙΙβ ή ΙV κηρογόνου. Είναι μαύρα αδιαφανή θραύσματα από υψηλής μεταμόρφωσης συνήθως επανατοποθετημένων παλιών οργανικών υλικών, κυρίως προερχόμενων από φυτά. Εξαιτίας της αρχικής οξείδωσης ή/και του υψηλού επιπέδου ανθρακοποίησης, το ποσοστό υδρογόνου και η αναλογία H/C είναι πολύ χαμηλά. Πετρώματα που περιέχουν μόνο ινετρινίτη πρακτικά δεν έχουν καμία δυνατότητα για πετρέλαιο και αέριο. 2.4 ΘΕΣΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΗΣ ΜΗΤΡΙΚΟΥ ΠΕΤΡΩΜΑΤΟΣ Οι θέσεις απόθεσης των μητρικών πετρωμάτων εξαρτάται όπως προαναφέρθηκε από την τροφοδοσία σε οργανικό υλικό, την φύση του οργανικού υλικού (αλλαγή τύπου του κηρογόνου), τις κλιματικές συνθήκες (οξειδωτικές, αναγωγικές), τον ρυθμό ιζηματογένεσης κ.α.(εικ.2.4). Έχουμε δει ότι οι ανοξικές συνθήκες απαραίτητη προϋπόθεση για την απόθεση 18

19 Εικόνα 2.4: Μορφολογία για τις κύριες θέσεις απόθεσης μητρικών πετρωμάτων (από τις παραδώσεις του κ. Ζεληλίδη) των μητρικών πετρωμάτων κυρίως γιατί εμποδίζουν τη βακτηριακή αποικοδόμηση του πεθαμένου οργανικού υλικού, το σάρωμα και την βιοαναμόχλευση των επιφανειακών ιζημάτων από την βενθονική πανίδα. Οι κύριες θέσεις απόθεσης μητρικών πετρωμάτων είναι: οι λιμναίες, τα δέλτα και οι θαλάσσιες λεκάνες. Υπάρχει και ένας αριθμός άλλων, μικρότερης σημασίας θέσεων, που περιλαμβάνει έλη, φρέσκα νερά, μη δελταϊκές ακτογραμμές και ηπειρωτικές κατωφέρειες και υβώματα Θαλάσσια περιβάλλοντα: Το πετρέλαιο από πολλά ήδη γνωστά πετρελαϊκά πεδία, πηγάζει από θαλάσσια μητρικά πετρώματα. Τα μητρικά στρώματα μπορούν να αναπτυχθούν σε κλειστές, λεκάνες με περιορισμένη κυκλοφορία οξυγόνου, ή σε ανοιχτές υφαλοκρηπίδες και κατωφέρειες σαν το αποτέλεσμα της προς τα πάνω ροής ή καταπάτησης του στρώματος με το ελάχιστο οξυγόνο, του μέσου ωκεάνειου νερού. Οι μηχανισμοί για την ανάπτυξη μητρικών πετρωμάτων για καθένα από τα περιβάλλοντα αυτά είναι αρκετά διαφορετικοί: Σε κλειστές λεκάνες η υδάτινη στρωμάτωση μειώνει την παροχή νερού Σε ανοιχτές υφαλοκρηπίδες/κατωφέρειες η προς τα πάνω ωκεάνια ροή δικαιολογεί: 19

20 Την υψηλή οργανική παραγωγικότητα και για το λόγο αυτό την υψηλή απαίτηση σε οξυγόνο Την καταπάτηση του ελάχιστου στρώματος οξυγόνου του μέσου νερού των ωκεανών Η αέρια ή πετρελαϊκή τάση των θαλάσσιων μητρικών πετρωμάτων εξαρτάται από την παρουσία ή μη των εδαφικών φυτικών υλικών με αέρια τάση. Οι κλειστές θαλάσσιες λεκάνες που βρίσκονται κοντά σε κλαστικές πηγές μπορεί να είναι αέριας τάσης. Οργανικό υλικό με πετρελαϊκή τάση από πραγματική θαλάσσια γένεση εμφανίζεται σε ζώνες με προς τα πάνω ροή σε μικρή απόσταση από την ακτή από άνυδρες χερσαίες περιοχές Λιμναία περιβάλλοντα: Οι λίμνες είναι οι πιο σημαντικές θέσεις απόθεσης μητρικών πετρωμάτων σε ηπειρωτικές ακολουθίες. Με σκοπό τον σχηματισμό ογκομετρικά σημαντικών μητρικών πετρωμάτων, οι λίμνες πρέπει να ζουν μεγάλο γεωλογικό χρόνο. Οι ανοξικές συνθήκες αναπτύσσονται σε σταθερές λίμνες, όταν η στήλη του νερού διαστρωματώνεται. Το φαινόμενο της διαστρωμάτωσης σύμφωνα με τους Allen & Collinson (1986) είναι πιθανό να εμφανίζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1. Σε βαθιές λίμνες: Η τάση του αέρα δικαιολογεί το ανακάτεμα όλης της υδάτινης στήλης σε αβαθείς λίμνες, δικαιολογώντας την οξυγόνωση του νερού του πυθμένα και των ιζημάτων. Οι βαθιές λίμνες συνήθως ελέγχονται τεκτονικά και αναπτύσσονται σε γρήγορα βυθιζόμενα ηπειρωτικών ανοιγμάτων διαστολής αλλά μπορούν επίσης να εμφανίζονται και σε περιοχές με τεκτονική συμπίεση. 2. Σε χαμηλά γεωγραφικά πλάτη: Μεγάλου εύρους εποχιακές αλλαγές αιτιολογούν αντιστροφές στη στήλη του νερού. Ψυχρά και πυκνά νερά ποταμών μεταφέροντας μεγάλες ποσότητες από αδιάλυτο οξυγόνο βυθίζονται στον πυθμένα εύκρατων λιμνών, προκαλώντας οξυγόνωση. Όλες οι εύκρατες λίμνες στην σημερινή εποχή, οξυγονώνονται τουλάχιστον για ένα τμήμα του χρόνου. Σε θερμά, τροπικά και ομοιόμορφα κλίματα το νερό των ποταμών είναι λιγότερο πυκνό, και δεν έχει τη δυνατότητα να σχηματίσει υψηλής πυκνότητας ροές και μεταφέρει λιγότερο οξυγόνο. Αυτές οι συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη ανοξικών συνθηκών. Επίσης άφθονη περιοχή νερού σε υγρά κλίματα εξασφαλίζουν ότι η λίμνη διατηρείται γεμάτη. Σε ξηρά κλίματα, οι λίμνες μπορεί ενδιάμεσα να στεγνώσουν, με αποτέλεσμα την 20

21 οξυγόνωση των επιφανειακών ιζημάτων. Όμως με την προϋπόθεση ότι δεν συμβαίνει αυτό, υψηλές απώλειες από εξάτμιση μπορεί να βοηθήσουν στις ανοξικές συνθήκες με την παραγωγή μιας αλμυρής στρωμάτωσης. Οι λίμνες με αλμυρές διαστρωματώσεις μπορούν να σχηματίσουν σημαντικά περιβάλλοντα μητρικών πετρωμάτων με σε χαμηλά γεωγρφικά πλάτη. Τα ιζήματα των λιμνών μπορεί να είναι πηγές πετρελαίου, αερίων συμπικνωμάτων ή αερίων, εξαρτώμενα από τους παράγοντες: Κλαστική παροχή στις λίμνες Οργανική εισαγωγή στα ιζήματα των λιμνών (αυτόχθονη ή αλλόχθονη) Τα λιμναία πετρέλαια τείνουν να είναι ποικιλόμορφα σε πυκνότητα, έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε θείο και έχουν μεγάλη ποικιλότητα σε ποσότητα κεριού, κυμαινόμενο μέχρι 40%. Το κερί προέρχεται από το νεκρό δέρμα των χερσαίων φυτών και από τις εκκρίσεις κεριού των φυκών φρέσκου νερού. Το πάχος των μητρικών πετρωμάτων και η ποιότητά τους είναι βελτιωμένη σε λίμνες με μεγάλη γεωλογική διάρκεια και ελάχιστη κλαστική απόθεση. Ευνοϊκές συνθήκες μπορούν να υπάρχουν σε βαθιές λίμνες όπου τα νερά του πυθμένα δεν αναδεύονται από την επιφανειακή ένταση του ανέμου, και σε χαμηλότερα γεωγραφικά πλάτη, όπου υπάρχει μικρή εποχιακή αλλαγή στη στήλη του νερού και τη θερμοκρασία, επιτρέποντας τη διαστρωμάτωση της υδάτινης στήλης. Σε ξηρό κλίμα, μπορεί να αναπτυχθεί διαστρωμάτωση αλμυρότητας ως αποτέλεσμα της υψηλής απώλειας επιφανειακής εβαποριτοποίησης. Το πάχος των μητρικών και η ποιότητά τους είναι βελτιωμένη σε λίμνες με μεγάλη γεωλογική διάρκεια και ελάχιστη κλαστική απόθεση. Το οργανικό υλικό στο δάπεδο της λίμνης μπορεί να είναι αυτόχθονο, προερχόμενο από φύκη φρέσκων νερών και βακτήρια, τα οποία τείνουν να έχουν πετρελαϊκή τάση και κερί, ή αλλόχθονο οργανικό υλικό προερχόμενο από χερσαία φυτά που παρασύρθηκαν από το υδρογραφικό δίκτυο της λίμνης και το οποίο μπορεί να είναι είτε αέριας, είτε πετρελαϊκής τάσης. 21

22 2.4.3 Δελταϊκά περιβάλλοντα Ως ευρύτερος όρος, ο όρος δέλτα μπορεί να καθοριστεί ως εκείνα τα παράκτια ιζήματα, τόσο τα χερσαία όσο και τα υποθαλάσσια, που έχουν παραχθεί από τη ποτάμια δράση και προσφορά υλικού. Ακόμη περιλαμβάνει και εκείνες τις αποθέσεις οι οποίες φέρνουν τις αποτυπώσεις των κυμάτων, των ρευμάτων και των παλιρροιών και εντοπίζονται στο δελταϊκό πεδίο. Η δομή ενός δέλτα: o o o Η Άνω Σειρά (topset) δελταϊκή πλατφόρμα Η Σειρά Προέλασης (foreset) δελταϊκή κατωφέρεια Η Σειρά Πυθμένα (bottomset) προδελταϊκή περιοχή Η ταχύτητα του ρεύματος ελαττώνεται ακτινωτά από το στόμιο του δέλτα και το ίζημα που μεταφέρεται μαζί, αποτίθεται με μια ακτινωτή ελάττωση του κοκκομετρικού μεγέθους. Η ιζηματογένεση γύρω από το στόμιο θέλει να φτάσει μια την επιφάνεια διαχωρισμού νερούαέρα, όμως η δύναμη ροής διατηρεί μια αύλακα εκσκαφής μέσα στο ίζημα. Αυτή η αύλακα διανομής είναι ταυτόχρονα και κανάλι διανομής. Τα δέλτα μπορεί να είναι σημαντικές θέσεις απόθεσης μητρικών πετρωμάτων. Το οργανικό υλικό μπορεί να προέρχεται από φύκη φρέσκων νερών και βακτήρια σε έλη και λίμνες που δημιουργούνται στη δελταϊκή πλατφόρμα, από το θαλάσσιο φυτοπλαγκτόν και βακτήρια στην δελταϊκή κατωφέρεια, και θαλάσσιους σχιστόλιθους στην προδελταϊκή περιοχή και πιθανά πιο σημαντικά από μεταφερόμενα χερσαία φυτά που αναπτύσσονται στη δελταϊκή πλατφόρμα. Οι διαφορετικοί τύποι δέλτα έχουν και διαφορετική συμπεριφορά. Τα δέλτα εποικοδόμησης (ποτάμιας ή παλιρροϊκής υπερίσχυσης) χαρακτηρίζονται από εξακολουθητικά χαμηλής ενέργειας περιβάλλοντα στη δελταϊκή πλατφόρμα τα οποία ευνοούν τις θέσεις μητρικών στρωμάτων. Τα στατικά ή καταστρεπτικά δέλτα (κυματικής υπερίσχυσης) γενικά παράγουν λιγότερο ευνοϊκά περιβάλλοντα για απόθεση μητρικών πετρωμάτων. Η μετανάστευση των παράκτιων φραγμών τείνει να επαναεπεξεργάζεται τα ιζήματα στην κατώτερη δελταϊκή πλατφόρμα και το υλικό συνήθως εποικοδομείτε σε ένα αδρανές στάδιο. Για να δημιουργηθεί 22

23 ένα δέλτα πρέπει ο ρυθμός προσφοράς ιζήματος από το ποτάμι να είναι ταχύτερος από το ρυθμό απομάκρυνσής του από τις θαλάσσιες διεργασίες Μορφολογικά χαρακτηριστικά των δέλτα Τα δέλτα περιλαμβάνουν ένα επιφανειακό τμήμα και ένα υποθαλάσσιο. Η έκταση των δύο τμημάτων είναι άνιση και διαφορετική για κάθε δέλτα και εξαρτάται από διαφόρους παράγοντες με κυριότερο τις θαλάσσιες διεργασίες (κύματα, παλίρροιες, θαλάσσια ρεύματα). 1. Δελταϊκή πλατφόρμα: Είναι το τμήμα που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και αποτελεί τη δελταϊκή πεδιάδα, η οποία είναι η προς τη θάλασσα συνέχεια της αλλουβιακής κοιλάδας του ποταμού. Είναι ένα εκτεταμένο περιβάλλον που διαιρείται από μία ή περισσότερες κοίτες που διακλαδίζονται μεταξύ τους και ονομάζονται κλάδοι διανομής. Όταν η κλίση του δέλτα είναι πολύ μικρή τότε αυτές οι κοίτες αποκτούν μαιανδρική μορφή. Οι κοίτες οριοθετούνται από φυσικά αναχώματα. Σε περιόδους που έχουμε υψηλές παροχές του ποταμού και συνεπώς έχουμε πλημμυρικά επεισόδια, τα φυσικά αναχώματα υποχωρούν και η δελταϊκή πεδιάδα καλύπτεται με νερό πλούσιο σε λεπτομερή υλικά που αποτίθενται δημιουργώντας έτσι τις υπερόχθιες αποθέσεις που κάνουν τα δέλτα εύφορες περιοχές για την ανάπτυξη καλλιεργειών. Η δελταϊκή πλατφόρμα συχνά εμφανίζει έναν μεγάλο αριθμό υποπεριβαλλόντων όπως είναι τα αλμυρά εδάφη, τα περιοδικά ή μόνιμα έλη γλυκού, υφάλμυρου ή αλμυρού νερού και τα πεδία παλίρροιας. Με την υποχώρηση των φυσικών αναχωμάτων παρατηρείται συχνά η αλλαγή της ροής του ποταμού με τη δημιουργία νέων κοιτών και την παράλληλα εγκατάλειψη παλαιών. Στην δελταϊκή πεδιάδα παρατηρούνται πολλές εγκαταλελειμμένες κοίτες οι οποίες αποτελούν τα παλαιά ίχνη ροής του ποταμού. Η δελταϊκή πεδιάδα διακρίνεται σε άνω ή εσωτερική πεδιάδα και σε κάτω ή εξωτερική δελταϊκή πεδιάδα. Η εσωτερική αποτελεί το εγκαταλελειμμένο ή ανενεργό τμήμα του δέλτα το οποίο κυριαρχείται από τις ποτάμιες διεργασίες. Το εξωτερικό τμήμα κυριαρχείται από τη δράση των θαλάσσιων διεργασιών και αποτελεί μια δυναμικά μεταβαλλόμενη περιοχή. 2. Σειρά προέλασης: To foreset περιλαμβάνει την εκβολή του ποταμού, τη δελταϊκή ακτογραμμή και την περιοχή που εκτείνεται από την ακτή προς τη θάλασσα. Τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της 23

24 ζώνης αυτής διαμορφώνονται κυρίως από τις θαλάσσιες διεργασίες. Ανάλογα με τις διεργασίες που επηρεάζουν το μέτωπο, τα δέλτα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: I. Τα δέλτα με κυριαρχία των ποτάμιων διεργασιών. Βασικά χαρακτηριστικά αυτών είναι η ύπαρξη αμμωδών φραγμάτων στην εκβολή τα οποία είναι προσανατολισμένα κάθετα στη ροή του ποταμού και η ύπαρξη φυσικών αναχωμάτων που εκτείνονται κάτω από την στάθμη της θάλασσας, δημιουργώντας μια υποθαλάσσια κοίτη. II. Τα δέλτα που διαμορφώνονται από τις παλίρροιες χαρακτηρίζονται από την παρουσία μικρών κόλπων που διαχωρίζονται μεταξύ τους από αμμώδη φράγματα που είναι ευθυγραμμισμένα παράλληλα με τη διεύθυνση ροής της παλίρροιας. III. Τα δέλτα που επηρεάζονται από τον κυματισμό χαρακτηρίζονται από αιγιαλούς, spits και επιμήκη αμμώδη φράγματα εκεί που ο κυματισμός μεταφέρει και αποθέτει ίζημα στην ακτή. Χαρακτηριστικές γεωμορφές στο μέτωπο του δέλτα αυτού του τύπου είναι οι παραλιακές αμμώδεις ράχες που είναι επιμήκεις αιολικές αποθέσεις άμμου και οι παράκτιες αμμώδεις θίνες. 3. Σειρά πυθμένα: Είναι το υποθαλάσσιο τμήμα του δέλτα που αποτελείται από λεπτόκοκκα ιζήματα που αποτίθενται από το εν αιωρήσεις υλικό του ποταμού που εισέρχεται στη θάλασσα. Το προδέλτα βρίσκεται κάτω από την βάση των κυμάτων και συνεπώς δεν επηρεάζεται άμεσα από τον κυματισμό ενώ η επίδραση της παλίρροιας είναι αμελητέα. Στο προδέλτα του ποταμού εμφανίζονται εναλλαγές στρωμάτων διαφορετική κοκκομετρία, οι οποίες οφείλονται σε διαφορετικά ενεργειακά καθεστώτα του ποταμού. Προφανώς κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού υπάρχει χαμηλή ενέργεια και μικρή παροχή, ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα συμβαίνει το αντίθετο Δελταικά ριπίδια Ο όρος δελταϊκό ριπίδιο χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα ποτάμια εκείνα δέλτα που αποτελούνται κυρίως από χονδρόκοκκο ίζημα σε αντίθεση με τα δέλτα που αποτελούνται από λεπτομερές υλικό. Τα χονδρόκοκκα υλικά είναι ενδεικτικά της σχετικά υψηλής ποτάμιας ενέργειας που βοηθά την μεταφορά του υλικού στην ακτή. 24

25 Η πηγή των ποτάμιων υλικών από τα οποία σχηματίζονται τα δελταϊκά ριπίδια είναι γνωστή σαν σύστημα τροφοδοσίας. Ο Postma (1990) έχει αναγνωρίσει τρία διαφορετικά είδη συστημάτων τροφοδοσίας. Ο πρώτος τύπος συστήματος τροφοδοσίας περιλαμβάνει ποταμούς ή χείμαρρους μεγάλης κλίσης, των οποίων το υδρογραφικό δίκτυο διατρέχει μια περιοχή με έντονο και ορεινό ανάγλυφο που ανυψώνεται τεκτονικά. Σε λεκάνες απορροής με τέτοια χαρακτηριστικά είναι αρκετά συχνά τοπικά φαινόμενα κατολισθήσεων καθώς και πλημμυρικά επεισόδια που τροφοδοτούν τις κοίτες με πολύ χονδρόκοκκα υλικά. Τα αδρομερή αυτά υλικά συνήθως μεταφέρονται σαν φορτίο κοίτης στο μέτωπο του δέλτα και μερικές φορές φθάνουν έως την περιοχή του προδέλτα. Ο δεύτερος τύπος συστήματος τροφοδοσίας χαρακτηρίζεται από σχετικά μεγάλης κλίσης ποταμούς με διακλαδιζόμενες κοίτες (δηλαδή ποτάμια που χαρακτηρίζονται από μια ροή που παρουσιάζει πολλές κοίτες οι οποίες διαχωρίζονται μεταξύ τους από νησίδες.) Ο τρίτος τύπος συστήματος τροφοδοσίας περιλαμβάνει ποταμούς με διακλαδιζόμενο τύπο κοίτης και μεσαία κλίση, που συνήθως εμφανίζονται σε παγετώδη περιβάλλοντα. Παρότι στην περίπτωση αυτή η ενέργεια του ποταμού είναι μικρότερη, λόγω της μικρότερης κλίσης, το ίζημα μεταφέρεται και στην περίπτωση αυτή σαν φορτίο κοίτης, αποτελείται όμως σε μεγαλύτερο ποσοστό από άμμο παρά από αδρομερείς χάλικες. Τα δελταϊκά ριπίδια ποικίλουν σημαντικά ως προς τα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά. Σχηματίζονται συνήθως σε ακτές τεκτονικά ενεργών περιοχών από ποταμούς με διαφορετικό ενεργειακό καθεστώς ανάλογα με την κλίση της κοίτης τους. Με κριτήριο την κλίση και το βάθος της υφαλοκρηπίδας έχουν αναγνωριστεί τρεις μεγάλες κατηγορίες δελταϊκών ριπιδίων. Δελταϊκά ριπίδια κρηπίδας που αναπτύσσονται μέχρι 200 μ. βάθος εμφανίζονται σε παράκτιες περιοχές που η υφαλοκρηπίδα έχει μικρή κλίση και τα νερά είναι ρηχά. Περιλαμβάνουν μια δελταϊκή πεδιάδα και ένα δελταϊκό μέτωπο που κλίνει προς τη θάλασσα και εκτείνεται ομαλά έως το προδέλτα. Τα ιζήματα σε αυτά τα δελταϊκά ριπίδια είναι γενικά χονδρόκοκκα όμως παρατηρείται μια σταδιακή μείωση στο μέγεθος των κόκκων από τη δελταϊκή πεδιάδα προς το προδέλτα που αποτελείται από σχετικά λεπτόκοκκα ιζήματα εάν τα νερά στα οποία αναπτύσσεται το ριπίδιο δεν είναι πολύ ρηχά. 25

26 2.5 ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ Για να επιτευχθεί η μετέπειτα αποθήκευση του πετρελαίου πρέπει να υπάρχουν κάποιες χαρακτηριστικές δομές ώστε να προστατεύουν το υλικό από το να ανέβει στην επιφάνεια και να ποτίσει τα επιφανειακά πετρώματα. Αυτές οι δομές είναι με σειρά από πάνω προς τα κάτω: Το κάλυμμα (cap) αποτελούν πετρώματα χαμηλής διαπερατότητας τα οποία υπέρκεινται του ταμιευτήρα και εμποδίζουν την προς τα πάνω διαφυγή των υδρογονανθράκων. Τα πετρώματα του καλύμματος πρέπει να διαθέτουν πλαστικότητα ώστε να μην ρωγματώνονται όταν δέχονται πιέσεις. Τυπικά καλύμματα σχηματίζουν οι άργιλοι, οι σχιστόλιθοι, το ορυκτό αλάτι, η γύψος, ο ανυδρίτης, οι συμπαγείς ασβεστόλιθοι κ.α.. Αν το κάλυμμα διαβρωθεί ο ταμιευτήρας αποκαλύπτεται και τα πτητικά συστατικά του αργού πετρελαίου διαφεύγουν στην επιφάνεια. Ο ταμιευτήρας ορίζεται μια συγκέντρωση υδρογονανθράκων σε πορώδη, περατά, ιζηματογενή πετρώματα. Η συγκέντρωση αυτή υδρογονανθράκων, η οποία κατά το χρόνο ανακάλυψής της βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας όσον αφορά την πίεση σε όλο τον διαθέσιμο όγκο πόρων, μερικές φορές αναφέρεται και ως δεξαμενή (pool). Ένα πετρελαϊκό πεδίο μπορεί να αποτελείται από διάφορους ταμιευτήρες, οι οποίοι βρίσκονται είτε σε διαφορετικές συνθήκες πίεσης, είτε σε διαφορετικούς στρωματογραφικούς ορίζοντες. Το περιβάλλον για τη συγκέντρωση υδρογονανθράκων είναι μια ιζηματογενής λεκάνη η οποία παρέχει τις συνθήκες για τη δημιουργία συγκέντρωσης πετρελαίου, συγκεκριμένα: Την πηγή των υδρογονανθράκων Το σχηματισμό και τη μετανάστευση των υδρογονανθράκων Το σχηματισμό παγίδευσης των υδρογονανθράκων δηλαδή, την ύπαρξη γεωλογικών δομών σε πορώδη ιζηματογενή πετρώματα στο χρόνο αλλά και στο μονοπάτι της μετανάστευσης των υδρογονανθράκων. Ο ταμιευτήρας χαρακτηρίζεται από υψηλό πορώδες και διαπερατότητα. Το πορώδες παρέχει τον χώρο που απαιτείται για τη συγκέντρωση των υγρών και αέριων υδρογονανθράκων και επηρεάζει τα αποθέματα ενός πιθανού ή υπαρκτού πετρελαϊκού πεδίου. 26

27 Η διαπερατότητα είναι απαραίτητη για τη διακίνηση των ρευστών μέσα στον ταμιευτήρα, ώστε να είναι δυνατή η άντλησή τους. Επηρεάζει τον ρυθμό με τον οποίο τα πετρελαϊκά ρευστά μπορούν να κινηθούν έξω από τον ταμιευτήρα κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Μπορεί να αποτελούνται από πελαγικούς ασβεστόλιθους με σπασίματα (fractures) μέχρι αιολικούς άμμους με μεγάλο πορώδες. Η διαγένεση μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στην ποιότητα του ταμιευτήρα, ειδικά σε ανθρακικές ακολουθίες. Το δάπεδο του ταμιευτήρα πρέπει να είναι στεγανό ώστε να μην διαφεύγουν υδρογονάνθρακες σε περίπτωση βέβαια που αυτοί πληρούν ολόκληρο τον χώρο του ταμιευτήρα. Λιθολογικά δηλαδή τα πετρώματα του καλύμματος και του δαπέδου είναι παρόμοια. 2.6 ΠΑΓΙΔΕΣ Οι ύπαρξη των παγίδων είναι πολύ σημαντική γιατί η γένεση των υδρογονανθράκων σε ένα σημείο δεν εξασφαλίζει απαραίτητα και την αποθήκευσή του στο συγκεκριμένο σημείο και η μετέπειτα εκμετάλλευσης του. Για να συμβεί η αποθήκευση πρέπει να υπάρχουν κατάλληλες δομές (παγίδες). Σε αυτές τις γεωλογικές δομές το πετρέλαιο μπορεί να παγιδευτεί και να δημιουργήσει μια συγκέντρωση ενδιαφέροντος είναι δύο, κυρίως, τύπων: Οι δομικές που απαντώνται σε μεγαλύτερη συχνότητα Οι στρωματογραφικές Υδροδυναμικές Οι τεκτονικές παγίδες (εικ.2.6.1) ταξινομούνται κυρίως σε: Αντίκλινα: Η αποθηκευτική ικανότητα ενός αντικλίνου εξαρτάται από το ύψος παγίδευσης (structural closure), την κατακόρυφη δηλαδή απόσταση μεταξύ του ανώτερου τοπογραφικά σημείου του αντικλίνου και του κατώτερου οριζόντιου επιπέδου όπου το αντίκλινο είναι κλειστό. Πρακτικής σημασίας για την έρευνα αποτελεί η συμμετρία του αντικλίνου (εάν το αξονικό επίπεδο είναι κατακόρυφο ή κεκλιμένο) διότι άμεσα εξαρτάται από αυτό το ύψος παγίδευσης. 27

28 Ρήγματα: Η παγίδα αυτή δημιουργείτε από την κίνηση δύο τεμαχών κατά μήκος μιας επιφάνειας αδυναμίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις το ένα τέμαχος το οποίο έχει κινηθεί σε σχέση με το άλλο είναι αδιαπέρατο. Το αδιαπέρατο τέμαχος εμποδίζει το πετρέλαιο να διαφύγει. Αυτού του είδους η παγίδες είναι της περισσότερες φορές αποτελεσματικές. Εικόνα 2.6.1: Δομικές τεκτονικές παγίδες (ρήγματα και αντίκλινα) ( The original petroleum Geology site ). Δόμοι άλατος: Το αλάτι είναι μια ιδιότυπη ουσία. Όταν βρίσκεται μέσα σε υψηλές θερμοκρασίες και πιέσεις το αλάτι έχει μια κινηματική παρόμοια με αυτή του παγετώνα ο οποίος κινείται αργά αλλά συνεχώς καθοδικά. Η δημιουργία αυτής της παγίδας είναι η εξής: Το αλάτι το οποίο είναι θαμμένο χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια της γης μπορεί να κινηθεί προς τα πάνω μέχρι να σπάσει την επιφάνεια της γης και έπειτα να διαλυθεί από το έδαφος και την βροχή. Έως ότου ο δρόμος του άλατος φτάσει στην επιφάνεια της γης έχει να παραγκωνίσει ή να σπάσει πολλά στρώματα ιζημάτων. Λόγω αυτής της παραγκώνισης και του σπασίματος έχουμε την δημιουργία αυτής της παγίδας πετρελαίου (εικ.2.6.2). 28

29 Εικόνα 2.6.2: Δόμοι άλατος ( The original petroleum Geology site ). Οι στρωματογραφικές παγίδες διακρίνονται σε πρωτογενείς που δημιουργούνται κατά την απόθεση φακοειδών διαπερατών ενστρώσεων μέσα σε αδιαπέρατα ιζήματα- και σε διαγενετικές- που προκύπτουν κατά το ίδιο στάδιο της διαγένεσης από την πλευρική μεταβολή της περατότητας εντός του ίδιου ιζηματογενούς ορίζοντα (εικ.2.6.3). Εικόνα 2.6.3: Στρωματογραφική παγίδα του πετρελαίου. Το πετρέλαιο παγιδεύεται μέσα στους ψαμμίτες εξαιτίας της παρουσίας του σχιστόλιθου που λειτουργεί σαν κάλυμμα πάνω από τους ψαμμίτες ( The original petroleum Geology site ). Οι υδροδυναμικές παγίδες είναι αυτές που σχηματίστηκαν από την κίνηση των εσωτερικών ευρισκόμενων ρευστών διαμέσου της λεκάνης και σε παγκόσμιο πλαίσιο είναι γενικά σπάνιες. Παρ όλη τη σπανιότητά τους οι υδροδυναμικές επιδράσεις είναι σημαντικές σε μερικές λεκάνες προχώρας. 29

30 2.7 Μετανάστευση του πετρελαίου Ο σχηματισμός κοιτασμάτων υδρογονανθράκων είναι η συγκέντρωση σταγονιδίων του πετρελαίου που σχηματίζονται σε μητρικά πετρώματα και στη συνέχεια απομακρύνονται από αυτά. Ο σχηματισμός κοιτασμάτων είναι αποτέλεσμα της μετανάστευσης του πετρελαίου. Τα σωματίδια του πετρελαίου μεταναστεύουν από τα μητρικά πετρώματα σε πορώδη ταμιευτήρια πετρώματα που βρίσκονται συνήθως σε υψηλότερο επίπεδο (χαμηλότερο βάθος). Κατά τη διάρκεια αυτής της μετανάστευσης, πραγματοποιείται σημαντικός κλασματικός διαχωρισμός του αργού πετρελαίου ως αποτέλεσμα εκλεκτικής διήθησης, προσρόφησης και συμπύκνωσης. Κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης το πετρέλαιο υπόκειται σε ιδιαίτερη άνωση σε σχέση με το νερό του ταμιευτήρα λόγω της χαμηλότερης πυκνότητάς τους. Το πετρέλαιο επομένως συγκεντρώνεται στις υψηλότερες ζώνες του ταμιευτήρα, οι οποίες στεγανοποιούνται από υπερκείμενα στρώματα άμμου και άλατος. Με δεδομένο ότι ο βαρυτικός διαχωρισμός δεν παρεμποδίζεται από τις τριχοειδείς δυνάμεις λόγω της μικρής διαμέτρου των πόρων το μέτωπο του νερού περιορίζει τη στήλη του πετρελαίου προς το κάτω μέρος του ταμιευτήρα (επαφή νερού- πετρελαίου). Εάν το πετρέλαιο είναι υπέρκορο σε αέριο σχηματίζεται ένα στρώμα αερίου πάνω από το πετρέλαιο. 1.Πρωτογενής μετανάστευση: Στην πρωταρχική μετανάστευση παρατηρούμε την αποβολή υδρογονανθράκων από το μητρικό πέτρωμα διαμέσου μικροδομών που δικαιολογείται από την απελευθέρωση της υπερπίεσης. Η αιτία της υπερπίεσης στο μητρικό πέτρωμα μπορεί να είναι ο συνδυασμός της γένεσης πετρελαίου και αερίων, διαστολή των ρευστών σε αυξημένες θερμοκρασίες, συμπύκνωση των μεμονωμένων μονάδων μητρικού πετρώματος, απελευθέρωση του νερού σε αφυδατωμένα αργιλικά ορυκτά. Η αύξηση της πίεσης πολλές φορές είναι αρκετά μεγάλη και μπορεί να προκαλέσει μικροσπασίματα τα οποία απελευθερώνουν πίεση και επιτρέπουν την μετανάστευση του πετρελαίου έξω από το μητρικό πέτρωμα και μέσα σε γειτονικά στρώματα μεταφοράς από τα οποία ξεκινάει η δευτερογενής μετανάστευση. 30

31 2.Δευτερογενής μετανάστευση: Η δευτερογενής μετανάστευση εμφανίζεται με τη μορφή πολυφασικών ροών, δηλαδή ως σταγόνες πετρελαίου ή φυσαλίδες αερίου στο νερό των πόρων που τείνουν να κινηθούν προς τα πάνω λόγω της πλευστότητας ή οδηγούμενες από υδροδυναμικές συνθήκες. Τα τελευταία σημεία της δευτερογενούς μετανάστευσης είναι οι παγίδες ή οι εκροές στην επιφάνεια. Εάν μια παγίδα διαμελιστεί κάποια στιγμή τότε το πετρέλαιο που είχε συγκεντρωθεί σε αυτήν ξαναμεταναστεύει, είτε μέσα σε άλλες παγίδες είτε εκρέει στην επιφάνεια. Επίσης οι ζώνες ρηγμάτων μπορούν να λειτουργήσουν τόσο σαν αγωγοί όσο και σαν φραγμοί στη δευτερογενή μετανάστευση. Το υλικό που έσπασε λόγω τριβής από την κίνηση του ρήγματος είναι συνήθως στεγανό και δεν επιτρέπει το πέρασμα του πετρελαίου. Οι διακλάσεις είτε σε πεσμένο είτε σε ανεβασμένο τέμαχος αν παραμείνουν ανοιχτές μπορεί να σχηματίσουν διόδους μετανάστευσης. Η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην πρωταρχική και στη δευτερογενή μετανάστευση είναι το πορώδες, η διαπερατότητα και η κατανομή του μεγέθους των στρωμάτων. Η δευτερογενής μετανάστευση μεταφέρει πετρέλαιο που έχει αποβληθεί σε θέσεις συγκέντρωσης και καθοδηγείται από την πλευστότητα των πετρελαϊκών ρευστών σε σχέση με τη διάλυση του νερού των πόρων. Η μετανάστευση σταματάει όταν η τριχοειδής πίεση του συστήματος των μικρών πόρων ξεπερνάει την δύναμη πλευστότητας που κατευθύνεται προς τα πάνω. Ο μηχανισμός της μετανάστευσης του πετρελαίου από το μητρικό πέτρωμα δεν έχει γίνει απόλυτα κατανοητός. Αφού η δημιουργία του πετρελαίου συνοδεύεται από μεταβολές όγκου, αυτές μπορεί να αποτελούν την αιτία έναρξης μικρορωγμών στο μητρικό πέτρωμα, οι οποίες παρέχουν δίοδο διαφυγής σε περατά συστήματα. Καθώς η πίεση ελαττώνεται, λόγω της εκτόνωσης, οι μικρορωγμές στο μητρικό πέτρωμα ξανακλείνουν. Η καθ αυτό κίνηση του πετρελαίου μπορεί να γίνει είτε εν διαλύσει σε νερό, είτε ως διακριτή φάση πετρελαίου ή αερίου, χωρίς όμως να υπάρχει ταύτιση απόψεων για την πιθανότερη εκδοχή. Η διαδικασία της μετανάστευσης περιλαμβάνει δύο στάδια : αρχικά μέσω του μητρικού πετρώματος και στη συνέχεια μέσω ενός περατού συστήματος. Η μετανάστευση στο περατό σύστημα πραγματοποιείται λόγω της διαφοράς πυκνότητας των ρευστών και οδηγεί τους υδρογονάνθρακες είτε στην επιφάνεια είτε σε κάποιο σχηματισμό όπου παγιδεύονται (παγίδα-trap). Μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι λιγότερο από το 10% του πετρελαίου που δημιουργείται στο μητρικό πέτρωμα απωθείται και παγιδεύεται σε κάποιο περατό πέτρωμα. 31

32 2.8 ΤΡΟΠΟΙ ΕΞΟΡΥΞΗΣ Αρχικά λόγω της διαφοράς πίεσης το πετρέλαιο έχει την τάση να ανεβαίνει στην επιφάνεια (Πρωτογενής εξόρυξη) από ένα σημείο και μετά λόγω της αλλαγής της πίεσης το πετρέλαιο δεν έχει τη δύναμη να ανέβει μόνο του ως την επιφάνεια οπότε χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές όπως π.χ. προσθήκη νερού με πίεση από μια άλλη γεώτρηση ή προσθήκη αερίου με πίεση με σκοπό την άνοδο του πετρελαίου που έχει απομείνει μέσα στον ταμιευτήρα (Δευτερογενής εξόρυξη). Στο τελευταίο στάδιο της εξόρυξης του πετρελαίου το οποίο ονομάζεται τριτογενής εξόρυξη έχει πλέον εξορυχθεί ο μεγαλύτερος όγκος του πετρελαίου και η ποσότητα που έχει απομείνει είναι παγιδευμένη στην επιφάνεια των κόκκων για να μπορέσουν να παραλάβουν και αυτή την ποσότητα πετρελαίου εκκρίνουν ουσίες που έχουν την ικανότητα να απορροφούν τα μόρια του πετρελαίου και όταν τα ανεβάσουν στην επιφάνεια με ειδικές διεργασίες τα αποχωρίζουν και παίρνουν το πετρέλαιο. Το τελευταίο στάδιο της εξόρυξης δηλαδή η τριτογενής εξόρυξη, σπάνια εφαρμόζεται λόγω του μεγάλου κόστους εφαρμογής του. 32

33 3. ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 3.1 Γεωλογική επισκόπηση της Εύβοιας Η νήσος Εύβοια εκτείνεται κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας (Εικόνα 3.1.1, 3.1.2, 3.1.3). Είναι το δεύτερο μεγαλύτερο σε μέγεθος ελληνικό νησί μετά από την Κρήτη και το έκτο μεγαλύτερο της Μεσογείου, έχοντας έκταση km2. Έχει μήκος 180 km περίπου, είναι διατεταγμένη από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά και το πλάτος της φτάνει στο κεντρικό τμήμα της τα 45km (Τρίγκας 2003). Γενικά το σχήμα της είναι στενόμακρο με πεπλατυσμένες τις δύο άκρες της και περί το μέσον αυτής. Εικόνα Γεωλογικός χάρτης της ευρύτερης περιοχής μελέτης όπου με πλαίσιο σημειώνεται η περιοχή μελέτης. Ο γεωλογικός χάρτης προέκυψε από την τροποποίηση των υπαρχόντων γεωλογικών χαρτών του ΙΓΜΕ, κλίμακας 1:

34 Ύδατα Ολόκαινο Πλειστόκαινο Υπόμνημα Πλειο-Πλειστόκαινο Πλειόκαινο Μειοπλειόκαινο Μειόκαινο Κρητηδικό Ασβεστόλιθοι Ιουρασσικό Μειοπλειόκαινο Ασβεστόλιθοι Τριαδικό Σχιστοκερατολιθική διάπλαση Τριαδικό Ασβεστόλιθοι Οφιόλιθοι Οφιόλιθοι Παλαιοζωικό Περμοτριαδικό Ιουρασικό (Ανθρακικά Γάβροβο) Ιουρασικό Κρητηδικό (Ανθρακικά Γάβροβο) Εικόνα Υπόμνημα της Πελαγονικής ζώνης όπως αυτοί εμφανίζονται στην εικόνα Κρητηδικό (Ανθρακικά Γάβροβο) Λιθανθρακοφόρο Όξινα hellas Σχηματισμοί Ύδατα Ολόκαινο Μάρμαρα Πλειστόκαινο Πλειο-Πλειστόκαινο Πλειόκαινο Μειόκαινο Κρητηδικό Ασβεστόλιθοι Ιουρασσικό Ασβεστόλιθοι Τριαδικό Σχιστοκερατολιθική διάπλαση Τριαδικό Ασβεστόλιθοι Παλαιοζωικό Περμοτριαδικό Λιθανθρακοφόρο Όξινα Μάρμαρα Μετ. Φλύσχης (φυλλίτες) Σχιστόλιθοι Σχιστόλιθοι Όσσας Μετ. Φλύσχης Μάρμαρα Στύρων (φυλλίτες) Σχηματισμοί Αττικής Σχιστόλιθοι Σχιστόλιθοι Όσσας Μάρμαρα Στύρων Σχηματισμοί Αττικής Εικόνα Υπόμνημα της Αττικοκυκλαδικής ζώνης όπως αυτοί εμφανίζονται στην εικόνα Βόρεια, η Εύβοια χωρίζεται από τη Μαγνησία και τη Φθιώτιδα με τους διαύλους του Τρίκερι και των Ωρεών, ενώ ο Μαλιακός και ο βόρειος Ευβοϊκός κόλπος τη χωρίζει από τη Λοκρίδα και τη Βοιωτία. Ο κόλπος των Πεταλιών τη χωρίζει από την Αττική μαζί με το νότιο Ευβοϊκό κόλπο. Νοτιοανατολικά, ο πορθμός του Καφηρέα (Κάβο Ντόρο) τη χωρίζει από την Άνδρο. Ανατολικά βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, ενώ το στενότερο σημείο προσέγγισης προς την ηπειρωτική Ελλάδα, ο πορθμός του Ευρίπου, είναι 40 m. Από άποψη αναγλύφου, η Εύβοια μπορεί να χωριστεί σε τρία τμήματα: βόρεια Εύβοια, κεντρική και νότια Εύβοια. Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, ενδιαφέρον έχει το βόρειο τμήμα της Εύβοιας. Bόρεια, η Εύβοια χωρίζεται από την κεντρική με μια οροσειρά, η οποία συνίσταται από το παράκτιο όρος Κανδήλι στα δυτικά (με υψόμετρο 1246 m) και στα ανατολικά προς το Αιγαίο από τα όρη Πυξαριά και Γερακοβούνι (με υψόμετρο 1343 m και 1197 m αντίστοιχα) (Τρίγκας 2003). 34

35 Εικόνα Γεωτεκτονικός χάρτης της Εύβοιας όπου απεικονίζονται οι γεωτεκτονικές ζώνες του νησιού, κάποια όρη όπως το όρος Κανδήλι, Γερακοβούνι και ο πορθμός του Κάβο Ντόρο. Ο γεωτεκτονικός χάρτης προέκυψε από την τροποποίηση των υπαρχόντων γεωλογικών χαρτών του ΙΓΜΕ, κλίμακας 1: Η Βόρεια Εύβοια ανήκει γεωλογικά στην Πελαγονική ζώνη μη μεταμορφωμένων σχηματισμών. Η Πελαγονική ζώνη είναι μια Εσωτερική ισοπική ή γεωτεκτονική ζώνη της Ελλάδας (εικόνα 3.1.3). Οι ισοπικές ή γεωτεκτονικές ζώνες είναι μεγάλες γεωλογικές ενότητες, που η κάθε μια από αυτές έχει τους δικούς της λιθολογικούς, παλαιογεωγραφικούς, τεκτονικούς χαρακτήρες και έχουν την ίδια τεκτονο-ιζηματογενή εξέλιξη στη διάρκεια του Αλπικού ορογενετικού κύκλου. Οι ισοπικές-γεωτεκτονικές ζώνες της Ελλάδας διακρίνονται σε Εξωτερικές και Εσωτερικές. Στις Εξωτερικές ζώνες είχαμε συνεχή ιζηματογένεση, από το Τριαδικό μέχρι και το μεγαλύτερο τμήμα του Τριτογενούς, και σε μερικές περιπτώσεις μέχρι και το Κατώτερο- Μέσο Μειόκαινο, και έχουν τεκτονισθεί από μια μόνο κύρια ορογενετική φάση, που έλαβε 35

36 χώρα κατά το Ανώτερο Ηώκαινο έως και το Κατώτερο-Μέσο Μειόκαινο. Αντίθετα, οι Εσωτερικές ζώνες έχουν προσβληθεί από δύο κύριες ορογενετικές φάσεις: μια στο τέλος του Ανώτερου Ιουρασικού-Κατώτερο Κρητιδικό και μια δεύτερη κατά το Τριτογενές. Επιπλέον, οι Εσωτερικές ζώνες χαρακτηρίζονται από την παρουσία σ αυτές οφιολιθικών πετρωμάτων και, σε πολλές περιπτώσεις, από συνορογενετική μεταμόρφωση των σχηματισμών τους. Επίσης, ένα άλλο κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι οι μεσο- ανωκρητιδικοί σχηματισμοί τους είναι επικλυσιγενείς. Στην Εύβοια μπορούν διακρίνονται α) η Πελαγονική γεωτεκτονική ζώνη, β) η ενότητα των σχηματισμών του Νεοελληνικού τεκτονικού καλύμματος και γ) οι Μεταλπικοί σχηματισμοί. Από αυτές μας απασχολεί στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας κυρίως η Πελαγονική, η οποία καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της βόρειας Εύβοιας, αλλά και οι Μεταλπικοί σχηματισμοί που καταλαμβάνουν τμήματα της βόρειας και κεντρικής Εύβοιας (εικόνα 3.1). Εικόνα 3.1. Γεωτεκτονικός χάρτης της Ελλάδος(Τροποποιημένος χάρτης του Ι.Γ.Μ.Ε., κλίμακας 1:50000) 36

37 3.2 Γεωτεκτονικές ζώνες της Ελλάδας Οι Ελληνίδες διακρίνονται ως τμήμα του συστήματος της Τηθύος και αποτελούν συνέχεια του Διναρικού κλάδου του Αλπικού συστήματος αλύσεων ορέων που εκτείνεται από την Ισπανία έως και τις δυτικές ακτές του Ειρηνικού ωκεανού. Ο όρος Ελληνίδες καθιερώθηκε από τον Kober (1929). Χωρίζονται από τις Δειναρίδες με το ρήγμα οριζόντιας μετατόπισης του Scutari-Pec (στα δυτικά) και από τις Ταυρίδες με το ρήγμα οριζόντιας μετατόπισης της Isparta (στα ανατολικά) (Kober, 1929). Διακρίνεται έτσι μια σειρά από ισοπικές - γεωτεκτονικές ζώνες, έχοντας μια διεύθυνση ΒΒΔ-ΝΝΑ (εικόνα 3.2.1). Κάθε μια αποτελεί μια αυτοτελή ενότητα και διακρίνεται από τις λοιπές, καθώς συνίσταται από μια ορισμένη στρωματογραφική ακολουθία ιζημάτων λόγω ιδιαίτερων λιθολογικών χαρακτήρων, τεκτονικών συμπεριφορών και στοιχείων που εξαρτώνται από την εκάστοτε παλαιογεωγραφική της θέση (αύλακα, ύβωμα, χέρσος). Από δυτικά προς τα ανατολικά διακρίνονται: 1. Ζώνη Παξών ή Προ-απούλια ζώνη 2. Ιόνια ζώνη 3. Ζώνη Γαβρόβου - Τριπόλεως 4. Ζώνη Ωλονού - Πίνδου 5. Ζώνη Παρνασσού - Γκιώνας 6. Υποπελαγονική ζώνη ή ζώνη ανατολικής Ελλάδας 7. Αττικό-Κυκλαδική ζώνη 8. Πελαγονική ζώνη 9. Ζώνη Αλμωπίας 10. Ζώνη Πάϊκου Ζώνη Αξιού 11. Ζώνη Παιονίας 12. Περιροδοπική ζώνη 13. Σερβομακεδονική ζώνη 14. Ζώνη Ροδόπης Εξωτερικές ζώνες Εσωτερικές ζώνες 37

38 Περιοχή μελέτης Εικόνα Γεωτεκτονικός χάρτης της Ελλάδος (Μπορνόβας και Ροδογιάννη-Τσιαμπάου, 1983), στον οποίο σημειώνεται και η περιοχή μελέτης. Στην βιβλιογραφία δέχονται και σαν ξεχωριστές ζώνες, την ζώνη ή ενότητα της Βοιωτίας και την ενότητα «Τάλαια Όρη - πλακώδεις ασβεστόλιθοι» ή Σειρά Plattenkalt. Πολλοί όμως τις θεωρούν κομμάτια άλλων ενοτήτων, όπου η ενότητα της Βοιωτίας ανήκει στην Υποπελαγονική ζώνη και η ενότητα «Τάλαια Όρη - πλακώδεις ασβεστόλιθοι» ή Σειρά Plattenkalt ανήκει στην Ιόνια ζώνη. Στην αλπική ιστορία των Ελληνίδων, οι ισοπικές γεωτεκτονικές ζώνες διακρίνονται σε εξωτερικές (Προαπούλιος, Ιόνιος, Γαβρόβου-Τριπόλεως, Πίνδου, Παρνασσού) οι οποίες επηρεάστηκαν μόνο από την ορογένεση του Τριτογενούς και τις εσωτερικές (Πελαγονικήs, Αξιού, Περιροδοπική) που επηρεάστηκαν και από την πρώιμη ηωελληνική ορογενετική φάση 38

39 του ανώτερου Ιουρασικού κατώτερου Κρητιδικού (Brunn, 1956), την οποία ακολούθησε επίκλυση κατά το ανώτερο Κρητιδικό. Επιπλέον οι ζώνες Παρνασσού και Πίνδου χαρακτηρίζονται και ως «ενδιάμεσες ζώνες» (Fleury, 1980), διότι χωρίς να έχουν άμεσα επηρεασθεί από την ηωελληνική ορογένεση, γνώρισαν τον απόηχο της, που στην μεν πλατφόρμα Παρνασού εκφράζεται με βωξιτικές κατά τόπους αποθέσεις, στη δε άυλακα της Πίνδου με μια κλαστική σειρά από τα προϊόντα διάβρωσης των εσωτερικών αναδυμένων περιοχών. Η μάζα της Ροδόπης και η Σερβομακεδονική μάζα αποτελούν την οπισθοχώρα, ενώ η Απούλια πλατφόρμα που βρίσκεται δυτικότερα της Προαπούλιας ζώνης αποτελεί την προχώρα των Ελληνίδων (Aubouin, 1974). Η σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ Εσωτερικών και Εξωτερικών Ελληνίδων, είναι ότι οι Εσωτερικές επηρεάστηκαν από δύο ορογενετικές φάσεις, ενώ οι Εξωτερικές, μόνο από την τελευταία ορογενετική φάση. Η πρώτη φάση έλαβε χώρα από το τέλος του Ανωτέρου Ιουρασικού έως το Κατώτερο Κρητιδικό με την τοποθέτηση τεκτονικών καλυμμάτων με οφιόλιθους και συνοδευόταν από φαινόμενα μεταμόρφωσης και μαγματισμού, ενώ η δεύτερη φάση από το τέλος του Κρητιδικού έως το Μέσο Ηώκαινο. Μεταξύ των δύο φάσεων αποτέθηκαν στο Κενομάνιο νηριτικά ανθρακικά ιζήματα επικλυσιγενώς πάνω στους σχηματισμούς που επηρεάστηκαν από την πρώτη ορογενετική φάση. Οι Εξωτερικές Ελληνίδες επηρεάστηκαν κατά την κύρια αλπική φάση στη διάρκεια του Τριτογενούς λόγω της ηπειρωτικής σύγκρουσης της Απούλιας πλάκας με τη μικροπλάκα της Πελαγονικής. Συνεπώς χαρακτηρίζονται από συνεχή ιζηματογένεση που διαρκεί από το Τριαδικό μέχρι και το μεγαλύτερο τμήμα του Τριτογενούς και σε μερικές περιπτώσεις μέχρι και το Κατώτερο έως Μέσο Μειόκαινο. Μελέτες που έγιναν στις συν-ορογενετικές λεκάνες, έδειξαν ότι η ιζηματογένεση που έλαβε χώρα σε αυτές γίνεται νεώτερη από τα ανατολικά προς τα δυτικά και ελέγχεται από επωθήσεις (Richter 1976, Jacobshagen 1986, Clews 1989). Έτσι για το χώρο των Εξωτερικών Ελληνίδων είναι γενικά παραδεκτό ότι κατά τη διάρκεια της ορογένεσης, η παραμόρφωση μεταναστεύει από την οπισθοχώρα προς την προχώρα (Aubouin 1959, Richter 1976, Fleury 1980). 39

40 3.3 Πελαγονική ζώνη Αρχικά, η Πελαγονική ζώνη καθορίστηκε από τον KOSSMAT (1924) με την ονομασία «Πελα-γονική μάζα και το κάλυμμά της» επειδή αποτελείται κυρίως από μεταμορφωμένα πετρώματα, πάνω από τα οποία υπάρχουν Μεσοζωικά ιζηματοτογενή πετρώματα. Ο όρος «Πελαγονική ζώνη» καθορίστηκε από τους Brunn (1956) και Aubouin (1957) κατά τη διαίρεση της Ελλάδας σε Αλπικές ισοτοπικές ζώνες (εικόνα 3.3.1). Η Πελαγονική ζώνη είναι μία από τις Εσωτερικές Ελληνίδες και έχει διεύθυνση ΒΒΔ-ΝΝΑ και εκτείνεται από την FYROM προς τους ορεινούς όγκους της Ελλάδας, στο Βόρα, το Βέρνο, το Βέρμιο, τα Πιέρια, τον Όλυμπο, το Πήλιο και τη βόρεια Εύβοια. Στη συνέχεια, κάμπτεται προς τις Σποράδες, όπου περιλαμβάνει τα νησιά Σκιάθο, Σκόπελο και Σκύρο. Μία πιθανή προέκταση της Πελαγονικής προς το Αιγαίο είναι τα νησιά Οινούσες, όπου η ζώνη περνάει στη Μικρά Ασία (Μουντράκης, 2010). Η Πελαγονική θεωρήθηκε ως ένα ύβωμα από κρυσταλλικά πετρώματα που διαχώριζε κατά τη διάρκεια του Μεσοζωικού δύο ωκεάνιες αύλακες: την Πινδική αύλακα στα δυτικά της από την αύλακα του Αξιού στα ανατολικά της. Η υποθαλάσσια ράχη της Πελαγονικής πιστεύεται ότι διακοπτόταν από δύο διαύλους, στις περιοχές της Κοζάνης και της κεντρικής Εύβοιας. Κατά τη διάρκεια του Μεσοζωικού η ιζηματογένεση ήταν ανθρακική, νηριτική, με εξαίρεση τις περιοχές της Κοζάνης και της κεντρικής Εύβοιας όπου εμφανίζονταν πελαγικά ιζήματα μαζί με οφιολιθικές μάζες. Η ανθρακική αυτή ιζηματογένεση διακόπηκε μόνο μεταξύ του Μέσου και του Ανώτερου Ιουρασικού (Κιμμερίδιο), λόγω ανάδυσης κάποιων περιοχών. Αυτό φαίνεται από κάποια βωξιτικά κοιτάσματα, μικρών συνήθως διαστάσεων, τα οποία απαντώνται στη βάση ανωιουρασικών ασβεστόλιθων του Κιμμερίδιου με Cladocoropsis mirabilis. Όταν όμως με την πρώιμη ορογένεση του Ανώτερου Ιουρασικού-Κατώτερου Κρητιδικού η Πελαγονική μάζα τεκτονίστηκε, δέχθηκε με επώθηση (obduction) τεράστιες οφιολιθικές μάζες (Κοζάνη, Κ. Εύβοια), τόσο από τον ωκεανό που βρισκόταν ανατολικά της(τον ωκεανό της Αλμωπίας), όσο και από τον άλλο ωκεανό που βρισκόταν δυτικά της(τον Μαλιακό ωκεανό). Μετά τον τεκτονισμό της η πελαγονική μάζα αναδύθηκε και αποτέλεσε ένα νησιωτικό αρχιπέλαγος. 40

41 Ακολούθησε έντονη διάβρωση και εν συνεχεία είχαμε την θαλάσσια επίκλυση του Μέσου- Ανώτερου Κρητιδικού με την ασύμφωνη απόθεση ανθρακικών ιζημάτων με ασβεστόλιθους μέχρι το τέλος του Μεσοζωικού αιώνα (Μαιστρίχτιο). Τέλος, ο χώρος δέχθηκε κλαστικά ιζήματα φλύσχη, προάγγελο της νέας και κύριας Αλπικής ορογένεσης του Τριτογενούς που ακολούθησε. Εικόνα Θέση της Πελαγονικής στον γεωτεκτονικό χάρτη της Ελλάδας ( Μουντράκης 1986) 3.4 Στρωματογραφική διάρθρωση Στη συνέχεια θα αναλυθεί η στρωματογραφική διάρθρωση της Πελαγονικής ζώνης όπως φαίνεται και στην στρωματογραφική στήλη της εικόνας

42 Εικόνα Στρωματογραφική στήλη Πελαγονικής ζώνης (Μουντράκης 1986) 1. Το μεταμορφωμένο υπόβαθρο: αποτελεί το κύριο δομικό στοιχείο της ζώνης. Σε ορισμένες περιοχές δεν είναι ενιαίο και ομογενές, αλλά αποτελείται από πολλές ενότητες πετρωμάτων που συνιστούν αλλεπάλληλα λέπια, τέτοιες ενότητες έχουν διακριθεί στο Βόρα, στο Βέρνο στο Λιβάδι των Πιερίων και στα Υψηλά Πιέρια. Παρ όλη τη διάκρισή τους όλες οι ε-νότητες θεωρούνται παράλληλες μεταμορφωμένες ακολουθίες ενός κοινού υποβάθρου, που έχουν παρόμοια λιθολογική εξέλιξη και έχουν δημιουργηθεί σε όμοιες συνθήκες κατά το Παλαιοζωικό. Από τους βαθύτερους προς τους ανώτερους ορίζοντες κάθε ενότητα αποτελείται από: γνεύσιους, βιοτιτικούς οφθαλμοειδείς, ορθό- προέλευσης μιγματιτικούς γνεύσιους γνεύσιους ταινιωτούς, μοσχοβιτικούς, πάρα-προέλευσης αμφιβολίτες και αμφιβολιτικούς βιοτιτικούς σχιστόλιθους γρανατούχους διμαρμαρυγιακούς σχιστόλιθους εναλλαγές αμφιβολιτικών σχιστολίθων, μαρμαρυγιακών σχιστολίθων, επιδοτιτικών σχιστολίθων με παρεμβολές απλιτογνευσίων. 42

43 Η πρώτη μεταμόρφωση του κρυσταλλοσχιστώδους υποβάθρου έγινε κατά το Παλαιοζωικό πριν το Λιθανθρακοφόρο και πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες πρασινοσχιστολιθικής φάσης. 2. Οι γνευσιωμένοι πλουτωνίτες του Άνω Λιθανθρακοφόρου: αποτελούν μεγάλους όγκους πλουτωνιτών, οι οποίοι παρεμβάλλονται μέσα στο μεταμορφωμένο υπόβαθρο. Παρουσιάζουν παρόμοια σύσταση και υφή με γρανίτες και χαλαζιακούς μονζονίτες. Οι γρανίτες είναι μαγματικές διεισδύσεις μέσα στο υπόβαθρο και έχουν προκαλέσει μεταμόρφωση επαφής στα μεταμορφωμένα πετρώματα του υποβάθρου. Η ηλικία των γρανιτών αυτών σύμφωνα με ραδοχρονολογήσεις έχει εκτιμηθεί κατά το Άνω Λιθανθρακοφόρο. Στη μεγαλύτερη μάζα τους οι γρανίτες εμφανίζονται γνευσιωμένοι, γιατί έχουν υποστεί αλπική μεταμόρφωση σε συνθήκες πρασινοσχιστολιθικής φάσης κατά τη διάρκεια του Άνω Ιουρασικού Κάτω Κρητιδικού. Όμως, έχουν παρατηρηθεί και μερικά τμήματα γρανιτικών όγκων χωρίς να έχουν υποστεί μεταμόρφωση, πράγμα το οποίο μπορεί να υποδηλώνει ότι υπάρχουν και νεότερες μαγματικές διεισδύσεις μέσα στις παλιές γρανιτικές μάζες. Στην Πελαγονική ζώνη παρατηρείται κι ένα άλλο σημαντικό φαινόμενο, το οποίο είναι οι αλλεπάλληλες ζώνες μυλωνιτίωσης. Πιο συγκεκριμένα, μεγάλα τμήματα γνευσιωμένων γρανιτών και μερικοί οφθαλμοειδείς γνεύσιοι του υποβάθρου είναι έντονα μυλονιτιωμένοι. Τα έντονα αυτά μυλονιτικά φαινόμενα συνδέονται πιθανά με μεγάλες τεκτονικές κινήσεις της Πελαγονικής ζώνης, οι οποίες συνδέονται με τη βύθιση του ωκεάνιου φλοιού της δυτικής λεκάνης και την επώθηση των οφιολίθων της Υποπελαγονικής ζώνης πάνω στο ηπειρωτικό περιθώριο της Πελαγονικής ή με την Τριτογενή τεκτονική (Caputo 1990; Koukouvelas 1994; Reischman et al. 2001). 3. Οι Περμοτριαδικές μετακλαστικές ακολουθίες: αποτελεί μία μετακλαστική ιζηματογενή σειρά πάχους περίπου 200 m, που τοποθετείται πάνω από το μεταμορφωμένο υπόβαθρο και τους γρανιτικούς όγκους και περιλαμβάνει ηφαιστειακά υλικά, όξινες και βασικές λάβες και τόφφους. Τα ιζήματα αυτά αποτέθηκαν κατά το Πέρμιο και Κάτω Τριαδικό και στη συνέχεια μαζί με τα ηφαιστειακά υλικά μεταμορφώθηκαν κατά το Άνω Ιουρασικό και Κάτω Κρητιδικό σε συνθήκες χαμηλής πρασινοσχιστολιθικής φάσης. Τα πετρώματα που συνθέτουν τις Περμοτριαδικές ακολουθίες είναι φυλλίτες, μετά-πηλίτες, μετά-αρκόζες, χλωριτικοί και σερικιτικοί σχιστόλιθοι, μετά-ψαμμίτες, χαλαζιακά μετάκροκαλοπαγή, πολλαπλές παρεμβολές φακών ερυθρωπών και τεφρών ασβεστολίθων και λατυποπαγών ασβεστολίθων, ασβεστιτικοί σχιστόλιθοι, μετά-ρυόλιθοι, μετά-βασάλτες και 43

44 μετά-τόφφοι.οι μετακλαστικές-μεταηφαιστειοιζηματογενείς ακολουθίες του Περμοτριαδικού εμφανίζον-ται κατά μήκος του δυτικού περιθωρίου της Πελαγονικής ζώνης και αντιπροσωπεύουν την παλιά ιζηματογένεση ηπειρωτικής κατωφέρειας που αναπτύχθηκε την περίοδο εκείνη κατά τη διάρκεια της ηπειρωτικής διάρρηξης. Συνδεδεμένα με την ηπειρωτική διάρρηξης είναι και τα ηφαιστειακά υλικά που παρεμβάλλονται μέσα στην μετακλαστική ακολουθία και αντιπροσωπεύουν την ηφαιστειότητα που αναπτύχθηκε στην άκρη της ηπειρωτικής διάρρηξης κατά το Περμοτριαδικό. 4.Τα ανθρακικά καλύμματα Τριαδικού-Ιουρασικού: αποτελούν την κύρια αλπική ιζηματογένεση της Πελαγονικής ζώνης, είναι νηριτική και τα πετρώματά της καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις της ζώνης. Το σύνολο των ανθρακικών ιζημάτων ονομάζεται «Μεσοζωικό ανθρακικό κάλυμμα της Πελαγονικής», όμως πρόκειται για δύο χωριστά ανθρακικά καλύμματα που αποτέθηκαν στα δύο περιθώρια της Πελαγονικής, στο ανατολικό και στο δυτικό κατά τη διάρκεια Τριαδικού- Ιουρασικού. Το δυτικό κάλυμμα είναι αυτόχθονο, αποτέθηκε από το Μέσο Τριαδικό μέχρι το Άνω Ιουρασικό πάνω στα μετακλαστικά ιζήματα Περμίου - Κάτω Τριαδικού και αποτελείται από ανακρυσταλλωμένους ασβεστόλιθους, λευκούς, τεφρούς, μαύρους, λατυποπαγείς, ταινιωτούς, πλακώδεις, λεπτοπλακώδεις, καθώς και ελάχιστες παρεμβολές πηλιτικών ενστρώσεων. Επιπλέον, το κάλυμμα αυτό παρουσιάζει μια βαθμιαία μεταβολή προς τα δυτικά, από καθαρά νηριτικές σε βαθύτερες ιζηματολογικές φάσεις. Απ την άλλη το ανατολικό κάλυμμα είναι παραυτόχθονο, αποτέθηκε δηλαδή στο ανατολικό περιθώριο της Πελαγονικής προς τη ζώνη της Αλμωπίας και στη συνέχεια επωθήθηκε προς τα δυτικά πάνω στο κρυσταλλοσχιστώδες υπόβαθρο της Πελαγονικής. Αποτελείται από ανακρυσταλλωμένους ασβεστόλιθους, μάρμαρα, δολομίτες και χαρακτηρίζεται καθαρά νηριτικό. Και τα δύο ανθρακικά καλύμματα, ανατολικό και δυτικό, εμφανίζουν αισθητή μεταμόρφωση κατά τη διάρκεια Άνω Ιουρασικού-Κάτω Κρητιδικού, σε συνθήκες χαμηλής πρασινοσχιστολιθικής φάσης, ανάλογη με τη μεταμόρφωση των Περμοτριαδικών μετακλαστικών ιζημάτων. 5. Οι οφιόλιθοι και τα συνοδά ιζήματα: αποτελούν μάζες, οι οποίες είναι τοποθετημένες κυρίως στα δύο περιθώρια της ζώνης, ενώ μερικές εμφανίσεις τοποθετούνται στο εσωτερικό της Πελαγονικής ζώνης. Οι οφιόλιθοι της Πελαγονικής είναι αλλόχθονοι και προέρχονται από τις ωκεάνιες περιοχές της ζώνης του Αξιού. Από αυτές τις περιοχές οι οφιόλιθοι, μαζί με τα συνοδά τους ιζήματα βαθειάς θάλασσας, επωθήθηκαν πάνω στα Τριαδικοϊουρασικά ανθρακικά καλύμματα των δύο περιθωρίων της Πελαγονικής. Οι οφιολιθικές μάζες 44

45 αποτελούνται από όλα τα πετρώματα της οφιολιθικής ακολουθίας, δηλαδή από σερπεντινιωμένους δουνίτες, χαρτσβουργίτες και άλλα υπερβασικά, επίσης γάββρους, νορίτες και άλλα βασικά, καθώς επίσης και pillow lavas, διαβάσες και άλλα ηφαιστειακά και τόφφους. Τα συνοδά ιζήματα είναι ραδιολαριτικοί κερατόλιθοι, αργιλικοί σχιστόλιθοι, ασβεστιτικοί πυριτόλιθοι, πελαγικοί ασβεστόλιθοι και κλαστικά ιζήματα με υλικά που προέρχονται από βασικά μαγματικά πετρώματα. Κατά την επώθηση των οφιολίθων πάνω στα Τριαδικοϊουρασικά, ανθρακικά καλύμματα των δύο περιθωρίων της Πελαγονικής σχηματίστηκαν τεκτονικά οφιολιθικά μείγματα (mélanges). Πιο συγκεκριμένα, μικρά και μεγάλα τεμάχη αποσαθρώθηκαν από τα υποκείμενα ανθρακικά πετρώματα και σφηνώθηκαν μέσα στη βάση του οφιολιθικού καλύμματος προκαλώντας ταυτόχρονα και μία τεκτονική ανάμειξη των οφιολίθων με τα ιζήματα βαθιάς θάλασσας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό των πολύχρωμων τεκτονικών μιγμάτων. 6. Τα επικλυσιγενή ιζήματογενή πετρώματα Μέσου-Άνω Κρητιδικού: προέρχονται από ιζήματα που τοποθετήθηκαν ασύμφωνα πάνω στα ανθρακικά πετρώματα που προϋπήρχαν, μετά την ανάδυση των εσωτερικών ζωνών στην Άνω Ιουρασική Κάτω Κρητιδική ορογένεση, κατά την επίκλυση της θάλασσας στο Μέσο Άνω Κρητιδικό. Η στρωματογραφική διάρθρωση του Μέσου Άνω Κρητιδικού είναι η εξής: α. Κροκαλοπαγή, μικρολατυποπαγή και μαργαϊκοί ασβεστόλιθοι Κενομανίου-Τουρωνίου β. Μικρολατυποπαγείς ασβεστόλιθοι Σαντωνίου-Καμπανίου γ. Συμπαγής ασβεστόλιθοι Μαιστριχτίου δ. Φλύσχης που στην αρχή είναι σχιστώδης ασβεστιτικός, εξελίσσεται σε ασβεστοπηλιτικό ε. ψαμμιτικό και καταλήγει σε πηλιτικό κροκαλοπαγή, η ηλικία του είναι Άνω Μαιστρίχτιο αρχές Παλαιόκαινου. 3.5 Μεταμόρφωση Πελαγονικής Τα πετρώματα της Πελαγονικής ζώνης έχουν υποστεί δύο μεταμορφώσεις (ΜΟΥΝΤΡΑΚΗΣ, 1985). Η πρώτη πραγματοποιήθηκε κατά το Παλαιοζωικό, πριν το Λιθανθρακοφόρο και μεταμόρφωσε το μεταμορφωμένο υπόβαθρο σε συνθήκες κατώτερη πρασινοσχιστολιθικής φάσης μέχρι άνω αμφιβολιτικής φάσης. Η δεύτερη, η Αλπική μεταμόρφωση, πραγματοποιήθηκε κατά το Άνω Ιουρασικό Κάτω Κρητιδικό και μεταμόρφωσε τους γρανίτες του Άνω 45

46 Λιθανθρακοφόρου, τις μετακλαστικές σειρές του Περμίου Κάτω Τριαδικού και τα Τριαδικοϊουρασικά ανθρακικά καλύμματα σε συνθήκες χαμηλής πρασινοσχιστολιθικής φάσης Γεωτεκτονικό μοντέλο εξέλιξης Πελαγονικής Στην παρακάτω εικόνα θα αναλυθούν τα στάδια εξελιξης της Πελαγονικής ζώνης, όπως φαίνεται και στην εικόνα Εικόνα Στάδια εξέλιξης Πελαγονικής ζώνης από το Ιουρασικό έως το τέλος του Παλαιοκαίνου, όταν και σχηματίστηκε η ενότητα των Κυανοσχιστολίθων (Τροποποιημένος από Doutsos et al. (1993)) 200 Ma. Η διάνοιξη ξεκίνησε στο Πέρμιο ή στο Τριαδικό και οδήγησε κατά τη διάρκεια του κατώτερου Ιουρασικού στην διάνοιξη της Πελαγονικής μικροηπείρου και της Απούλιας και τον επερχόμενο σχηματισμό του ωκεανού της Πίνδου. Ανατολικά, η Πελαγονική διαχωρίστηκε από την πλατφόρμα Ολύμπου-Όσσας από τον μικρό ωκεανό των Αμπελακίων. Ο μικρός ωκεανός των Αμπελακίων είναι ισοδύναμος με τα Πελαγονικά μάρμαρα. 46

47 165 Μa. Κατά το μέσο Ιουρασικό η σύγκλιση ξεκίνησε όταν η Απούλια κινήθηκε βορειοανατολικά. Προοδευτική καταστροφή του ωκεανού της Πίνδου έλαβε χώρα σε μια ζώνη καταβύθισης ωκεάνιου με ωκεάνιο φλοιό και παρήγαγε βασάλτες (Spray et al., 1984). Μεταγενέστερα, ωκεάνιος φλοιός επωθήθηκε στο Πελαγονικό ηπειρωτικό περιθώριο και η παραμόρφωση μετανάστευσε ανατολικά μέσα στην Πελαγονική διαμέσω επωθήσεων. Οι Ερκύνιοι γρανάτες συμπεριφέρονται ως μεγάλα εμπόδια στην ανατολικής διεύθυνσης πλαστικού τύπου επώθησης και προκαλούν το σχηματισμό μεγάλων ριξη-προελαύνουσων αντικλίνων. Κατά τη διάρκεια της συνσυστολικής ανύψωσης τα κρυσταλλικά πετρώματα έφτασαν στην επιφάνεια της Γης πριν το Ανώτερο Κρητιδικό. Η κορδιλιερα που σχηματίζεται παρέχει κλαστικά υλικά στην Απούλια σαν αυτά του Βοιωτιτικού φλύσχη και του πρώτου φλύσχη της Πίνδου. 100 Ma. Κατά τη διάρκεια του ανώτερου Κρητιδικού, η διαστολή λόγω των κανονικών ρηγμάτων προκαλούν μια σημαντική απολέπτυνση του παχύ φλοιού. Στις χαμηλότερες τεκτονικές ενότητες, πλαστικά κανονικά ρήγματα συνέβαλαν στην τεκτονική ανύψωση του τεκτονικού πυλώνα. Στην ανώτερη τεκτονική ενότητα, κανονικά ρήγματα έχουν ως αποτέλεσμα επακόλουθα την επίκλυση και την απόσυρση της θάλασσας από το ανώτερο Βαρρέμιο μέχρι το Μαιστρίχτιο. Τεκτονικά κέρατα και ζώνες μετασχηματισμού δημιουργήθηκαν σε αυτό το στάδιο. 60 Ma. Στο ανώτερο Παλαιόκαινο, οι μικρο-ήπειροι της Πελαγονικής και του Ολύμπου ενεπλάκησαν σε τεκτονική σύγκλισης όπου ο ωκεανός των Αμπελακίων καταβυθίστηκε δυτικά. Μέσα στην ήπειρο της Πελαγονικής ένα duplex κλίμακας φλοιού μετέφερε τα πετρώματα ανατολικά στο περιθώριο της μικρο-ηπείρου του Ολύμπου. Πλαστικές επωθήσεις και πτυχώσεις καθώς και κυανοσχιστολιθική μεταμόρφωση στα Km βάθος είναι σύγχρονα με τη συνορογενετική κάμψη στα επιφανειακά τεκτονικά στρώματα και έχουμε και απόθεση φλύσχη στο κατώτερο Ηώκαινο. 47

48 4. ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΥΒΟΙΑΣ Μια τυπική στρωματογραφική σειρά στη Βόρεια Εύβοια περιλαμβάνει: Ένα παλαιοζωικό κρυσταλλικό υπόβαθρο. Νεοπαλαιοζωικούς ημιμεταμορφωμένους, κυρίως κλαστικούς, σχηματισμούς. Σχηματισμούς του Κατώτερου-Μέσου Τριαδικού ( κλαστικούς σχηματισμούς, εκρηξιγενή πετρώματα και ασβεστόλιθους). Μη μεταμορφωμένους ανθρακικούς σχηματισμούς του Μέσου-Ανώτερου Τριαδικού- Ανώτερου Ιουρασικού. Επωθημένες μεγάλες μάζες οφιολιθικών πετρωμάτων, πάνω στους προηγούμενους σχηματισμούς, που συνοδεύονται από ιζήματα βαθιάς θάλασσας(ηωελληνικό τεκτονικό κάλυμμα). Επικλυσιγενείς μεσο-ανωκρητιδικούς ασβεστόλιθους. Παλαιοκαινικό φλύσχη (εικόνα. 4.1) Εικόνα 4.1 Στρωματογραφική στήλη της Πελαγονικής ζώνης μη μεταμορφωμένων σχηματισμών της Κεντρικής και Βόρειας Εύβοιας (Κατσικάτσος, 1992). 48

49 Στην εργασία αυτή, τα δείγματα που συλλέχθηκαν είναι από τα δυο πρώτα στρώματα της παραπάνω στρωματογραφικής στήλης (Αργιλοαμμώδη, κροκαλοπαγή, μάργες και κάποια κοιτάσματα λιγνίτη). 5. ΣΕΙΣΜΙΚΗ ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΤΗΣ ΑΛΟΝΝΗΣΟΥ Στην εικόνα 5.1 φαίνονται οι σεισμικές τομές που έγιναν στη λεκάνη της Αλοννήσου. ΛΕΚΑΝΗ ΑΛΟΝΝΗΣΟΥ Εικόνα 5.1: Τροποποιημένος χάρτης από το Google Earth όπου στο πράσινο πλαίσιο είναι σημειωμένα τα νησιά της λεκάνης της Αλοννήσου, με κόκκινο οι τομές των σεισμικών και με κίτρινο η πρώτη τομή που αναλύεται. Από τις τομές αυτές, οι δυο που είναι σημειωμένες με κίτρινο χρώμα (εικόνες 5.1, 5.3.) είναι αυτές που ήταν διαθέσιμες και μελετήθηκαν (εικόνες 5.2, 5.4). Από τη μελέτη των σεισμικών αυτών αναγνωρίστηκαν τεκτονικά στοιχεία και σημειώνονται πάνω στα σεισμικά, καθώς επίσης τα πάχη και διαφορετικά στρωματογραφικά δεδομένα με εκτίμηση των ηλικιών των στρωμάτων που χωρίστηκαν. Αρχικά στην λεκάνη που μελετάμε έγιναν συνολικά 6 τομές, η μία και μεγαλύτερη από αυτές είναι στη μέση της λεκάνης με διεύθυνση ΝΔ-ΒΑ, τρεις τομές κάθετες σ αυτή με διεύθυνση ΒΔ ΝΑ και άλλες δυο πιο μικρές ανάμεσα στη Σκύρο και την Εύβοια κάθετες η μια στην άλλη. Όπως φαίνεται από το σεισμικό της εικόνας 5.2, η 49

50 πρώτη τομή που αναλύεται έχει διεύθυνση Α-Δ και σ αυτήν αναγνωρίστηκαν τρία στρώματα. Το πρώτο και παλαιότερο στρώμα ηλικίας μάλλον Μειοκαίνου (1), το μεσαίο στρώμα (2) με ιζήματα Πλειοκαινικής- Πλειστοκαινικής ηλικίας και το τρίτο και νεότερο στρώμα με ιζήματα που αποτέθηκαν στο Ολόκαινο (3). Στην περιοχή δρουν και τέσσερα μεγάλα κανονικά ρήγματα εκ των οποίων το ένα είναι ενεργό καθώς εμφανίζεται να κόβει τον πυθμένα της λεκάνης (4). Επιπλέον, εκτός από τα κανονικά ρήγματα που αναφέρθηκαν, στα δυτικά του νησιού υπάρχει και ένα μικρό αντιθετικό ρήγμα (5) που εξ αιτίας της σύγχρονης δράσης των συνθετικών με το αντιθετικό σχηματίστηκε ένα κέρας. Το συγκεκριμένο τεκτονικό καθεστώς σχημάτισε μια μεγάλη τεκτονική τάφρο στο κέντρο του σεισμικού που σημαίνει πως η λεκάνη που μελετάμε βυθίστηκε στο παρελθόν και εξαιτίας της σύγχρονου ενεργού τεκτονικής η βύθιση αυτή συνεχίζεται και σήμερα. Φαίνεται πως υπάρχει μια πλατφόρμα στην περιοχή ΒΑ της λεκάνης της Αλοννήσου που τροφοδοτεί με υλικό τη λεκάνη. Το γεγονός αυτό διαπιστώνεται από τη γεωμετρία των ανακλάσεων που δείχνουν με τη σιγμοειδή γεωμετρία τους προελαύνοντα δελταϊκά συστήματα (6) που εμφανίζονται στα ανατολικά του σεισμικού Εικόνα 5.2: Σεισμική τομή με τα ρήγματα. Με κόκκινο χρώμα σημειώνονται τα ρήγματα, με μαύρη γραμμή η μετάβαση από το Ολόκαινο στο Πλειόκαινο και με μπλε γραμμή η μετάβαση από το Πλειόκαινο στο Μειόκαινο. Με τους κύκλους σημειώνονται οι θύλακες των αερίων.(το σεισμικό διατέθηκε από το εργαστήριο ιζηματολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών) Η δεύτερη σεισμική τομή (εικόνα 5.4.), που η θέση της φαίνεται στην εικόνα 5.3, διακρίνεται ένα αρκετά μεγάλο κανονικό ρήγμα που πιθανά να είναι αυτό που διαμορφώνει το ανάγλυφο της Εύβοιας στην περιοχή αυτή. Το άλμα του ρήγματος εκτιμάται ότι είναι μεγαλύτερο του 50

51 1χλμ με βάση την μετατόπιση που αναγνωρίστηκε αλλά και τις ταχύτητες του σεισμικού. Το ρήγμα αυτό είναι ενεργό με αποτέλεσμα η θαλάσσια περιοχή όπου και το σεισμικό να εξακολουθεί να βυθίζεται. Με βάση την ερμηνεία του προηγούμενου σεισμικού και εδώ αναγνωρίστηκαν και σχεδιάστηκαν τρία στρώματα ιζημάτων Μειοκαίνου Πλειοκαίνου - Ολοκαίνου, με το πάχος όμως των ιζημάτων τώρα να είναι πολύ μεγαλύτερο από ότι στη πρώτη τομή, πράγμα που δικαιολογείται αφού η δεύτερη σεισμική τομή είναι στο κέντρο της λεκάνης ενώ η πρώτη είναι στα περιθώρια αυτής. ΛΕΚΑΝΗ ΑΛΟΝΝΗΣΟΥ Εικόνα 5.3: Τροποποιημένος χάρτης από το Google Earth όπου με πράσινο είναι σημειωμένα τα νησιά της λεκάνης της Αλοννήσου, με κόκκινο οι τομές των σεισμικών και με κίτρινο οι σεισμικές τομές που αφορούν την εργασία αυτή. 51

52 Εικόνα 5.2b: Στη σεισμική αυτή τομή φαίνεται η μεγάλη μετατόπιση εξ αιτίας του κανονικού ρήγματος καθώς μ και το μεγάλο πάχος των ιζημάτων που συγκεντρώθηκαν στο βυθιζόμενο τέμαχος. (Το σεισμικό διατέθηκε από το εργαστήριο ιζηματολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών) Συνεπώς, από τα παραπάνω συμπεραίνουμε πως η περιοχή μελέτης αποτελείται από ιζήματα Μειοκαίνου, Πλειοκαίνου και Ολοκαίνου τα οποία επηρεάζονται από τη δράση κανονικών ρηγμάτων που κατακερματίζουν την περιοχή και την αναγκάζουν σε ένα καθεστώς βύθισης δημιουργώντας μια μεγάλη λεκάνη, τη λεκάνη της Αλοννήσου. Τα ρήγματα αυτά συνεχίζουν τη δράση τους έως και σήμερα προσφέροντας επιπλέον χώρο για ιζηματογένεση ενώ βοηθάνε στην ταφή των ιζημάτων σε μεγαλύτερα βάθη. Το κέντρο της λεκάνης τροφοδοτείται και από βόρειο ανατολικά, και όχι μόνο από δυτικά, μέσω ενός δελταϊκού συστήματος. Το πάχος των ιζημάτων του Μειόκαινου είναι αρκετά μεγάλο, ίσως και μεγαλύτερο του 1.5km, γεγονός που σημαίνει πως στο Μειόκαινο ο ρυθμός ιζηματογένεσης ήταν μεγάλος και τα ιζήματα αυτά που έχουν και το μεγαλύτερο βάθος ταφής χρίζουν παραπέρα έρευνας. Επιπλέον, μέσα στα ιζήματα του Μειοκαίνου παρατηρούνται και κάποιες δομές που πιθανότατα να είναι θύλακες αερίου. Σε αυτή τη περίπτωση το ταμιευτήριο πέτρωμα θα ήταν οι άμμοι- ψαμμίτες του Μειοκαίνου ενώ οι Μεσσήνιοι εβαπορίτες και οι μάργες μπορούν να το μονώσουν και να λειτουργήσουν ως κάλυμμα. Ακόμα τα πολλά ρήγματα της περιοχής λειτουργούν ως δίοδοι μεταφοράς και ίσως και ως απομόνωσης τεμαχών εγκλωβίζοντας τους παραγόμενους υδρογονάνθρακες εκατέρωθεν των τεμαχών που μετακινούνται. Το γεγονός 52

53 ότι δεν γνωρίζουμε τα ακριβή βάθη ταφής, τη θέση των μητρικών πετρωμάτων, τη γεωθερμική βαθμίδα και το πότε άρχισε η παραγωγή των υδρογονανθράκων δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε αν πρόκειται για βιογενείς ή καταγενετικούς υδρογονάνθρακες. 6. EΡΓΑΣΙΑ ΥΠΑΙΘΡΟΥ-ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ Κατά την εργασία υπαίθρου έγινε συλλογή συνολικά 60 δειγμάτων από πέντε τομές, εκ των οποίων οι τέσσερεις πρώτες τομές L1, L2, L3 και L4 είναι από την περιοχή της Λίμνης και η πέμπτη τομή είναι η τομή AG από την περιοχή της Αγίας Άννας (εικόνα 6.1). Εικόνα 6.1 Εικόνα της περιοχής μελέτης, της Β. Εύβοιας που απεικονίζονται οι τομές από όπου έγινε η δειγματοληψία. Οι τομές L1, L2, L3,L4 είναι από την περιοχή της Λίμνης και η AG τομή από την Αγία Άννα.(τροποποιημένος χάρτης του Ι.Γ.Μ.Ε) Από την εργασία υπαίθρου προέκυψαν από την περιοχή της Λίμνης και της Αγίας Άννας, οι παρακάτω στρωματογραφικές στήλες (εικόνα 6.3, εικόνα 6.7 και εικόνα 6.10) που δίνουν με 53

54 περισσότερη λεπτομέρεια τα ιζηματολογικά χαρακτηριστικά που θα αναλυθούν στη συνέχεια και εργαστηριακά (εικόνα 6.2, εικόνα 6.4, εικόνα 6.5, εικόνα 6.6, εικόνα 6.8, εικόνα 6.9). 2,5m Ορίζοντες από μαύρη πηλούχα άμμο Εικόνα 6.2 Φωτογραφίες από την εργασία υπαίθρου στην 1 η τομή όπου και παρουσιάζονται ορίζοντες από μαύρη πηλούχα άμμο. Με τη κόκκινη γραμμή συμβολίζονται τα ρήγματα που παρατηρήθηκαν. Η τομή L1 βρίσκεται στο Βόρειο τμήμα της περιοχής Λίμνη. Η τομή αυτή έχει ένα εύρος 30m και 2,5m ύψος. Εδώ παρατηρήθηκαν εναλλαγές αμμούχου πηλού με λεπτά στρώματα άμμου έως 1cm και ενδιάμεσα παρεμβάλλονται δυο στρώματα από μαύρη πηλούχα άμμο πάχους περίπου 10mm. Ακόμα, όπως φαίνεται και από την εικόνα 6.2, παρεμβάλλονται δύο ρήγματα διεύθυνσης 84 ο /81 ο ένα κανονικό και ένα ανάστροφο. Επίσης ένα τρίτο και μεγαλύτερο ρήγμα παρατηρείται πιο δεξιά στην εικόνα παρόμοιας διεύθυνσης με τα προηγούμενα. Η στρωματογραφική διάρθρωση της τομής αποδίδεται στην εικόνα 6.3 και από την τομή αυτή συλλέχθηκαν 9 δείγματα. 54

55 2,5μ Αμμούχος πηλός Ψαμμίτης Ερυθρό κροκαλοπαγές Στρώματα μαύρης πηλούχας άμμου Εικόνα 6.3 Η στρωματογραφική διάρθρωση της τομής L1 και η συσχέτισή της με τα συλλεχθέντα δείγματα. Η τομή L2 αποτελείται από αμμούχο πηλό, κροκαλοπαγή και λατυποπαγή, από την οποία και συλλέχθηκαν τρία μόνο δείγματα. Η τομή αυτή έχει περίπου 7m ύψος και ένα πλάτος 30 m όμοιο (εικόνα 6.4 και 6.5) με αυτό της πρώτης τομής (εικόνα 6.4 και 6.5) ενώ βρίσκεται ελαφρώς νοτιότερα από την L1. 55

56 Εικόνα 6.4 Φωτογραφία όπου απεικονίζεται η 2 η τομή από την οποία συλλέχθηκαν τρία δείγματα. L2-3 L2-2 L2-1 Αμμούχος πηλός 2,5μ Ψαμμίτης Ερυθρό κροκαλοπαγές Εικόνα 6.5 Η στρωματογραφική διάρθρωση της τομής L2 και η συσχέτισή της με τα συλλεχθέντα δείγματα. Η τομή L3 που απεικονίζεται στην εικόνα 6.6 εμφανίζει γκρι προς πράσινο αμμούχο πηλό (εικόνα 6.6 και 6.7). Τα στρώματα εδώ έχουν πολύ μεγάλη κλίση. Η τομή L3 έχει μέγιστο ύψος 5m και εύρος 20m και συλλέχθηκαν 7 δείγματα από αυτή. 56

57 Αμμούχος πηλός 6,5 m Αμμούχος πηλός Εικόνα 6.6 Φωτογραφίες απ τη 3 η τομή από την οποία συλλέχθηκαν δείγματα αμμούχου πηλού. Με την κόκκινη γραμμή σημειώνεται η επαφή των στρωμάτων 57

58 L4 L3 Ασβεστιτική Μάργα Αμμούχος πηλός 6,5μ Ερυθρό κροκαλοπαγές Ψαμμίτης Εικόνα 6.7 Η στρωματογραφική διάρθρωση της τομής L3 και η συσχέτισή της με τη τομή L4 καθώς και με τα συλλεχθέντα δείγματα της. Προχωρώντας στην τέταρτη τομή (L4), δείχνει μια ακολουθία με εύρος 35m περίπου και ύψος 6m. Στη βάση έχουμε εναλλαγές στρωμάτων άμμου με εναλλαγές στρωμάτων αμμούχου πηλού για 5m περίπου. Κινούμενοι προς τα ανώτερα τμήματα της στρωματογραφικής στήλης, ένας συμπαγής- μεσοστρωματώδης αμμούχος πηλός μεταβαίνει σε ένα λεπτοστρωματώδη- εύθρυπτο αμμούχο πηλό με παρενστρώσεις κροκαλοπαγών. Ακόμα στο ανώτερο στρώμα της οροφής παρατηρούνται ερυθρά κροκαλοπαγή με παρεμβολές ψαμμιτικών πάγκων έως και 1m (εικόνα 6.7 και 6.8 ). 58

59 Λεπτοστρωματώδης- εύθρυπτος αμμούχος πηλός Συμπαγής- μεσοστρωματώδης αμμούχος πηλός Εικόνα 7.7 Φωτογραφίες απ τη 4 η τομή. 59

60 L L4-16 6μ L L4-13 L L4-10 Αμμούχος πηλός Ψαμμίτης Ερυθρό κροκαλοπαγές L4-7-9 L4-6 L4-1-5 Εικόνα 6.8 Η στρωματογραφική διάρθρωση της τομής L4 και η συσχέτισή της με τα συλλεχθέντα δείγματα. Η τελευταία τομή AG, η οποία βρίσκεται ΒΑ/κα από τις προηγούμενες, συναντήσαμε κροκαλοπαγή μεγάλου πάχους συνολικά που διαρθρώνονται σε στρώματα μέχρι και 1m περίπου ενώ αναγνωρίστηκαν και μικρά στρώματα από μαύρη πηλούχα άμμο που εναλλάσσονταν με στρώματα ψαμμιτών. Η τομή αυτή έχει περίπου 4m ύψος και 15 m εύρος (εικόνες 6.9, 6.10). 60

61 Εικόνα 6.9 Φωτογραφίες από τη τομή AG της Αγίας Άννας όπου στον κόκκινο κύκλο είναι σημειωμένο ένα στρώμα από μαύρη πηλούχα άμμο. 61

62 AG-11-13, μ Αμμούχος πηλός AG-15,20 AG-14, 16 Ψαμμίτης Κροκαλοπαγές AG-8-10 AG-6-7 Στρώματα μαύρης πηλούχας άμμου AG-4-5 AG-1-3 Εικόνα 6.10 Η στρωματογραφική διάρθρωση της τομής AG και η συσχέτισή της με τα συλλεχθέντα δείγματα. 62

63 Εικόνα 6.11: Συνθετική στρωματογραφική στήλη με βάση το σύνολο των μελετηθέντων τομών. 63

64 7. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ Τα δείγματα που συλλέχθηκαν στην ύπαιθρο αναλύθηκαν στο εργαστήριο. Οι εργαστηριακές αναλύσεις περιελάμβαναν προσδιορισμό του ποσοστού του ανθρακικού ασβεστίου, ποσοτικό προσδιορισμό του οργανικού άνθρακα και κοκκομετρική ανάλυση. Πρέπει να αναφέρουμε πως κάποια από τα δείγματα ήταν πολύ ισχυρά διαγεννημένα όπου η διασπασή τους στο εργαστήριο και η περαιτέρω ανάλυση τους ήταν αδύνατη. Γι αυτό το λόγο αυτά τα δείγματα δεν χρησιμοποιήθηκαν στην αναλυσή των στατιστικών παραμέτρων. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι οι μέθοδοι ανάλυσης που πραγματοποιήθηκαν είναι ποιοτικοί ή ημιποσοτικοί, λόγω των μικρών απαιτήσεων στον εργαστηριακό εξοπλισμό και τα δεδομένα που προκύπτουν από αυτές αποτελούν μια εκτίμηση του αποτελέσματος. 7.1 Ανάλυση για τον προσδιορισμό του ποσοστού του ανθρακικού ασβεστίου (CaCO 3 ) των δειγμάτων Μεθοδολογία του ανθρακικού ασβεστίου Για τον προσδιορισμό της επί τοις % περιεκτικότητας των δειγμάτων σε ανθρακικό ασβέστιο (CaCO 3 ) των δειγμάτων χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος διάσπασης του CaCO 3 με CH 3 COOH (οξικό οξύ)όπως αυτή περιγράφεται από τον Βαρνάβα (1979). Η μέθοδος αυτή στηρίζεται στην πλήρη διάσπαση του ανθρακικού ασβεστίου (CaCO 3 ) με οξικό οξύ (CH 3 COOH), προς σχηματισμό ευδιάλυτου άλατος οξικού ασβεστίου ((CH 3 COO) 2 Ca) και διαφυγή του παραγόμενου διοξειδίου του άνθρακα (CO 2 ), σύμφωνα με την εξίσωση: CaCO 3 + 2CH 3 COOH (CH 3 COO) 2 Ca + CO 2 + H 2 O Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, ζυγίζεται 1g ξηρού και κονιοποιημένου δείγματος και μεταφέρεται σε κωνική φιάλη των 100ml. Μέσα στην κωνική φιάλη προστίθενται 10ml (περίσσεια) οξικού οξέος 25% w / w και το δείγμα τοποθετείται προς ανάδευση για χρονική διάρκεια τεσσάρων (4) ωρών σε ηλεκτρικό δονητή, είτε παραμένει προς αντίδραση είκοσι τέσσερις (24) ώρες σε θερμοκρασία περιβάλλοντος, εφ όσον δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν έδειξαν ότι το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Μετά το πέρας της διεργασίας αυτής πραγματοποιείται διήθηση του εναπομείναντος δείγματος και των προϊόντων της 64

65 αντίδρασης σε προζυγισμένο, με ζυγό ακριβείας φίλτρο διηθητικού χάρτη πολύ λεπτού ηθμού (DIN EN ISO 9001). Το ευδιάλυτο άλας του οξικού ασβεστίου διέρχεται από το διηθητικό χάρτη (για το σκοπό αυτό πραγματοποιούνται 2-3 εκπλύσεις του φίλτρου με απιονισμένο νερό) ενώ το μέρος του ιζήματος που δεν αντέδρασε συγκρατείται. Το διηθητικό χαρτί με το αδιάσπαστο ίζημα αφήνεται προς ξήρανση σε πυριαντήριο και στη συνέχεια ζυγίζεται. Η διαφορά βάρους του διηθητικού χαρτιού με και χωρίς ίζημα δίνει το βάρος του μη ανθρακικού μέρους του δείγματος, ενώ η διαφορά του συγκρατηθέντος ιζήματος από το αρχικό βάρος του δείγματος πολλαπλασιαζόμενο επί εκατό (100) δίνει το ποσοστό του ανθρακικού ασβεστίου που περιέχει το δείγμα. Εάν το βάρος του αρχικού δείγματος δεν είναι ακριβώς 1g τότε το επί τοις % ποσοστό του ανθρακικού ασβεστίου δίνεται από τον τύπο: % ποσοστό CaCO 3 =[(W δείγματος - ΔW φίλτρου )/W δείγματος ] Όπου W δείγματος και ΔW φίλτρου είναι το βάρος του δείγματος και η διαφορά βάρους του φίλτρου με και χωρίς ίζημα. Η αύξηση ή μείωση του ποσοστού του ανθρακικού ασβεστίου, σε μια ακολουθία ιζημάτων μας δείχνει συνθήκες ιζηματογένεσης. Επί πλέον φαίνεται πως υπάρχει σχέση μεταξύ του ποσοστού του ανθρακικού υλικού και της κοκκομετρικής κατανομής π.χ. στα ποτάμια - δελταϊκά ιζήματα, όπου επικρατούν συνθήκες έντονης ιζηματογένεσης παρατηρείται αύξηση της ποσότητας του ανθρακικού ασβεστίου προς τα λεπτότερα κλάσματα. Συμβαίνει το αντίθετο όσο το δυναμικό του ποταμού καθώς και το παρεχόμενο ίζημα αυξάνονται (Manickam et al, 1985). Στα θαλάσσια ιζήματα σε θέσεις χαμηλού ρυθμού ιζηματογένεσης το ανθρακικό υλικό αυξάνει προς τα χονδρόκοκκα κλάσματα (Saadellah & Kukal, 1969). Αποτελέσματα ανθρακικού ασβεστίου Η ανάλυση του ανθρακικού ασβεστίου έδειξε ότι τα δείγματα είναι πολύ πλούσια σε ανθρακικό ασβέστιο (Εικόνα 7.1). Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι η περιεκτικότητα των δειγμάτων σε CaCO 3, κυμαίνεται από 21,8 έως 83.03% με μέση τιμή 54.11%. Από την εικόνα 7.1 μπορούμε να διαπιστώσουμε εναλλαγές οξειδωτικών και αναγωγικών συνθηκών, μέσα σε κάθε τομή. Στην τομή L1, μπορούμε να πούμε πως τα δείγματα έχουν μεγάλο ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου που θα μπορούσε να τα κατατάξει ως ανθρακικά, δείχνοντας ξεκάθαρα έντονα οξειδωτικές συνθήκες ιζηματογένεσης με εξαίρεση το δείγμα L1-5 που μας 65

66 δείχνει αναγωγικό περιβάλλον και πιθανότατα προέρχεται από διαφορετική πηγή τροφοδοσίας. Στην L2 φαίνεται πως αλλάζουμε περιβάλλον και από οξειδωτικό περνάμε σε αναγωγικό. διότι τα δείγματα έχουν μικρές ποσότητες ανθρακικού ασβεστίου. Στην L3 παρατηρούμε μια μεγαλύτερη ομοιομορφία στα ποσοστά CaCO 3, υποδηλώνοντας σταθερές και οξειδωτικές συνθήκες κάτι που δεν συμβαίνει στην τελευταία τομή AG όπου έχουμε μεγάλο εύρος διακύμανσης του CaCO 3, και συνεχόμενη εναλλαγή αναγωγικών- οξειδωτικών συνθηκών. Από τα παραπάνω λοιπόν συμπεραίνουμε πως στην περιοχή μελέτης μας είχαμε πολλούς κύκλους ιζηματογένεσης. 66

67 L1-1 L1-3 L1-5 L1-7 L1-9 L2-2 L3-1 L3-3 L3-5 L3-7 L4-2 L4-4 L4-6 L4-8 L4-10 L4-12 L4-14 L4-16 L4-18 L4-20 AG-2 AG-4 AG-6 AG-8 AG-10 AG-12 AG-14 AG-16 AG-18 AG-20 ΠΟΣΟΣΤΟ % CaCO3 57,45 75,26 60,47 67,4 31,99 71,78 80,65 69,57 61,6 27,14 58,34 21,8 58,97 63,75 83,03 27,14 31,8 61,31 21,8 65,19 58,34 48,91 48,96 45,74 49,25 32,66 54,15 40,82 56,38 49,34 62,65 51,91 63,75 58,72 56,54 57,63 68,97 65,98 66,27 31,22 28,58 15,69 81,89 22,55 82,26 29,17 46,35 18,54 14,98 35,42 67,31 31,74 51,11 51,61 33,6 30,39 9,85 76,92 88,28 83, TOMH L1 TOMH L2 TOMH L3 TOMH L4 TOMH AG Εικόνα 7.1 Ραβδόγραμμα όπου φαίνεται η % περιεκτικότητα των δειγμάτων σε CaCO 3. 67

68 7.2 Ανάλυση και ποσοτικός προσδιορισμός του οργανικού άνθρακα Μεθοδολογία του οργανικού άνθρακα Ο ποσοτικός προσδιορισμός του οργανικού άνθρακα έγινε με τη μέθοδο που εφαρμοστηκε (τροποποιημένη μέθοδος Walkley- Black σύμφωνα με τον Gaudette et al. 1974), στηρίζεται στην οξείδωση του περιεχόμενου οργανικού άνθρακα και την εν συνεχεία εξουδετέρωση ενός δημιουργημένου όξινου περιβάλλοντος με τιτλοδότηση. Συγκεκριμένα: Παίρνουμε 0,2-0,5 gr ξηρού και κονιοποιημένου δείγματος και το τοποθετούμε σε φιάλη σχήματος φλασκιού χωρητικότητας 500 ml. Προσθέτουμε ακριβώς 10 ml διαλύματος διχρωμικού καλίου (K 2 Cr 2 O 7 )κανονικότητας 1 (1Ν) και ανακατεύουμε τη φιάλη προσεκτικά. Κατόπιν προσθέτουμε 20 ml πυκνού θειικού οξέος (H 2 SO 4, 96%) και ανακατεύουμε το μίγμα με απαλό κούνημα της φιάλης για ένα λεπτό. Αυτό γίνεται προσεκτικά για να πετύχουμε την πλήρη επαφή (αντίδραση) του ιζήματος με το αντιδραστήριο ενώ συγχρόνως προσέχουμε να μην κολλήσει ίζημα στα τοιχώματα της φιάλης και δεν έρχεται σε επαφή με τα αντιδραστήρια. Το μίγμα αφήνεται για αντίδραση σε ηρεμία για 30 λεπτά. Μετά τα 30 λεπτά, το διάλυμα αραιώνεται με 200 ml αποσταγμένο νερό και σε αυτό προσθέτουμε 10 ml φωσφορικού οξέος (H 3 PO 4, 85%) και 0,2 gr φθοριούχου νατρίου (NaF) και 15 σταγόνες δείκτη διφενυλαμίνης. Το διάλυμα επανατιτλοδοτείται με διάλυμα σιδηρούχου θειικού αμμωνίου κανονικότητας 0,5N (FeSO 4 (NH 4 ) 2 (SO 4 )6H 2 O). Το χρώμα εξελίσσεται από θαμπό πράσινο-καφέ σε πράσινο, με την προσθήκη κατά προσέγγιση 10 ml του σιδηρούχου διαλύματος. Το χρώμα συνεχίζει να μεταβάλλεται με την προσθήκη 10 έως 20 σταγόνων του σιδηρούχου διαλύματος που θα επιφέρουν μεταβολή στο χρώμα και θα το κάνουν πολύ φωτεινό πράσινο. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και σε ένα τυφλό δείγμα (δείγμα το οποίο δεν περιέχει ίζημα) ανά δέκα δείγματα υπαίθρου. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης υπολογίζονται με την ακόλουθη εξίσωση: %οργανικού άνθρακα= 10 (1- Τ/S)[1.0Ν (0.003) (100/W)] Όπου: T= τιτλοδοτημένο δείγμα, σε ml το σιδηρούχο διάλυμα S= τιτλοδοτημένο τυφλό δείγμα, σε ml το σιδηρούχο διάλυμα 0.003= 12/4000= το μέγιστο βάρος του άνθρακα (C) 1.0Ν= κανονικότητα του K 2 Cr 2 O 7 68

69 10= η ποσότητα του K 2 Cr 2 O 7 σε ml W= το βάρος του ιζήματος σε gr Το οργανικό υλικό μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σημαντικό μέσον για την αναγνώριση των περιβαλλόντων απόθεσης ιζημάτων, καθώς η παρουσία του υποδηλώνει περιβάλλον ιζηματογένεσης (Folk, 1968; Ibach, 1982). Το οργανικό υλικό αφθονεί κυρίως σε περιοχές έντονης εκδήλωσης ζωής όπως στο θαλάσσιο και λιμναίο βυθό, σε περιοχές όπου το μορφολογικό ανάγλυφο βυθίζεται γρήγορα και όπου υπάρχει έλλειψη της βακτηριακής δράσης. Ευνοϊκές συνθήκες δημιουργίας του αποτελούν τα στάσιμα νερά, αναγωγικού χαρακτήρα. Στην υφαλοκρηπίδα το ποσοστό του οργανικού άνθρακα είναι μικρότερο του 1%, ενώ στην λιμνοθάλασσα είναι μεγαλύτερο του 1% (Kukal, 1971). Στα θαλάσσια ιζήματα κυμαίνεται από 0,5-1% ενώ στα παράκτια ιζήματα το ποσοστό κυμαίνεται από 1-5% (Τrask et al., 1939). Πετρώματα με τιμές TOC μικρότερες του 0,5% έχουν φτωχή δυνατότητα γένεσης υδρογονανθράκων, με τιμές από 0,5% έως 1% έχουν μέτρια δυνατότητα γένεσης, με τιμές από 1% έως 2% καλή δυνατότητα γένεσης και από τιμές 2% έως 4% έχουν πολύ καλή δυνατότητα γένεσης και τέλος τα πετρώματα πάνω από 4% θεωρείται ότι έχουν εξαιρετική δυνατότητα γένεσης (Peters and Casa, 1994). Αποτελέσματα του οργανικού άνθρακα με τιτλοδότιση Από την ανάλυση προέκυψε ότι η ποσοστιαία συμμετοχή οργανικού άνθρακα στα δείγματα κυμαίνεται από 0% έως 0.43% (Εικόνα 7.2). Γενικά τα δείγματα μας είναι φτωχά σε οργανικό υλικό και μόνο συγκεκριμένοι ορίζοντες είναι σχετικά πλούσιοι, δείχνοντας ανοξικές αναγωγικές συνθήκες για μεγάλα χρονικά διαστήματα στη λεκάνη ιζηματογένεσης. Από όλες τις τομές μόνο η L1 και η L4 εμφανίζει κάποια δείγματα με μεγαλύτερα ποσοστά ΤOC όπως είναι το L1-5 και το L4-7 με %TOC 0,5 περίπου. Αυτά τα δείγματα παρουσιάζουν μέτρια δυνατότητα γένεσης υδρογονανθράκων. Αυτά τα δύο δείγματα μας δείχνουν πως κάποια χρονική στιγμή στη λεκάνη είχαμε αναγωγικές συνθήκες. Συνεπώς, φαίνεται πως αρχικά η λεκάνη μας ήταν ένα βαθύ -αναγωγικό περιβάλλον (όπως φαίνεται από την τομή L1) που πέρασε σε ένα ρηχό- οξειδωτικό περιβάλλον και μετά πάλι σε αναγωγικό και τέλος πάλι σε οξειδωτικό. Υπήρξαν δηλαδή τουλάχιστον δυο κύκλοι ιζηματογένεσης. 69

70 % TOC L1-1 L1-3 L1-5 L1-7 L1-9 L2-2 L3-1 L3-3 L3-5 L3-7 L4-2 L4-4 L4-6 L4-8 L4-10 L4-12 L4-14 L4-16 L4-18 L4-20 AG-2 AG-4 AG-6 AG-8 AG-10 AG-12 AG-14 AG-16 AG-18 AG-20 TOMH L1 TOMH L2 TOMH L3 TOMH L4 TOMH AG 0 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 Εικόνα 7.2 Ραβδόγραμμα όπου φαίνεται η % περιεκτικότητα των δειγμάτων σε οργανικό άνθρακα. 70

71 Αποτελέσματα του οργανικού άνθρακα με τη μέθοδο Rock-Eval Για τον προσδιορισμό του οργανικού άνθρακα, εκτός από την εργαστηριακή μέθοδο με τιτλοδότηση, διαλέξαμε τα δείγματα L1-4, L1-5, L2-1, L2-2, L2-3, L3-5,L3-7, AG1,AG9, AG10,AG18 τα οποία παρουσίαζαν πιο σκούρο χρώμα έναντι των υπολοίπων δειγμάτων να σταλούν στο Πολυτεχνείο της Κρήτης προκειμένου να αναλυθούν και με τη μέθοδο rockeval. Αυτό έγινε για να μπορέσουμε να συγκρίνουμε κατά πόσο ταιριάζουν τα αποτελέσματα των δυο μεθόδων. Τα αποτελέσματα δίνονται παρακάτω στην Εικόνα 7.3 και επαληθεύουν τις αναλύσεις μας στο εργαστήριο με τη μέθοδο της τιτλοδότησης. Να αναφερθεί πως μόνο το δείγμα L1-5 είχε ποσοστό TOC μεγαλύτερο από 0,5 με TOC 0,88%. AG18 AG10 AG9 AG1 L3-7 L3-5 L2-3 L2-2 L2-1 L1-5 L ,2 0,4 0,6 0,8 1 Εικόνα 7.3 Ραβδόγραμμα όπου φαίνεται η % περιεκτικότητα των δειγμάτων που αναλύθηκαν με τη μέθοδο Rock-Eval σε οργανικό άνθρακα. Αποτελέσματα του οργανικού άνθρακα με τιτλοδότιση σε δείγματα από τη λεκάνη Αλιβερίου-Κύμης Λόγω του ότι τα δείγματα από την λεκάνη της Αλοννήσου έδειξαν πως έχουν μέτρια δυνατότητα γένεσης υδρογονανθράκων, αν και αναμέναμε διαφορετικά και πιο πλούσια δείγματα σε οργανικό υλικό, έγινε επιπλέον δειγματοληψία στη νοτιότερη περιοχή, στην λεκάνη Αλιβερίου-Κύμης. Ο προσδιορισμός οργανικού άνθρακα έδειξε αρκετά μεγαλύτερες τιμές όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα: 71

72 % TOC OK1 KY1-16 KY2-2 KY2-4 KY1-9 KY1-11 KY1-13 KY1-1 KY1-3 KY1-5 KY ,2 0,4 0,6 0,8 1 Εικόνα 7.3 Ραβδόγραμμα όπου φαίνεται η % περιεκτικότητα των δειγμάτων σε οργανικό άνθρακα στην λεκάνη Αλιβερίου- Κύμης. Η ανάλυση του οργανικού άνθρακα στην λεκάνη αυτή έδειξε ότι η ποσοστιαία συμμετοχή στα δείγματα κυμαίνεται από 0.1% έως 0.9% (Εικόνα 7.3). Τα δείγματα αυτά είναι πολύ πλούσια σε οργανικό υλικό και παρουσιάζουν πολύ καλή δυνατότητα γένεσης υδρογονανθράκων. Από τα αποτελέσματα αυτά καταλαβαίνουμε πως λίγο νοτιότερα της λεκάνης της Αλοννήσσου που μελετάμε τα ιζήματα έχουν την τάση να αποτελέσουν μητρικά πετρώματα και να παράξουν υδρογονάνθρακες, και για το λόγο αυτό χρειάζεται πιο συστηματική και λεπτομερής μελέτη. 7.3 Κοκκομετρική ανάλυση Μεθοδολογία της κοκκομετρικής ανάλυσης Η κοκκομετρική ανάλυση, που σκοπό έχει τον καθορισμό της λιθολογίας και τον προσδιορισμό των κοκκομετρικών παραμέτρων για την περιγραφή της κοκκομετρικής κατανομής των ιζημάτων, έγινε με τη μέθοδο των κοσκίνων για το αδρομερές μέρος των ιζημάτων (>63μm) και με τη μέθοδο της πιπέττας (pipette analysis)για το λεπτομερές μέρος των ιζημάτων. 72

73 Από κάθε δείγμα 25 gr περίπου τοποθετήθηκαν σε ποτήρια ζέσεως των 600 ml στα οποία προστέθηκαν περίπου 100 ml αποσταγμένου νερού και το περιεχόμενο των ποτηριών αναδεύτηκε για μερικά λεπτά κατά αραιά χρονικά διαστήματα. Μετά την παρέλευση 24 ωρών προστέθηκαν 25 ml υπεροξειδίου του υδρογόνου (Η 2 Ο 2 ) περιεκτικότητας 30% κατ όγκον. Η προσθήκη αυτή έγινε με σκοπό την οξείδωση του οργανικού υλικού καθώς επίσης και στην πλήρη αποσυμπέτρωση των δειγμάτων στους επιμέρους κόκκους εκ των οποίων συνίσταται. Στα δείγματα παρατηρήθηκε αναβρασμός και αφού αναδεύτηκαν αφέθηκαν για άλλες 24 ώρες. Κατόπιν προστέθηκε μικρή ποσότητα Η 2 Ο 2 (5 ml) ώστε να παρατηρήσουμε αν η αντίδραση είχε επιτευχθεί πλήρως. Στα δείγματα που παρατηρήθηκε εκ νέου αναβρασμός συνεχίστηκε η προσθήκη μικρών ποσοτήτων Η 2 Ο 2 ανά εικοσιτετράωρα έως ότου παύσει ο αναβρασμός. Όταν τα δείγματα πλέον δεν ανέβραζαν τοποθετήθηκαν σε θερμαντική πλάκα και βράστηκαν ώστε να διασπαστεί τυχόν υπόλειμμα του Η 2 Ο 2 και τα αντιδρώντα της οξείδωσης του οργανικού υλικού. Μόλις τα δείγματα αφαιρέθηκαν από την θερμαντική πλάκα προστέθηκε ποσότητα αποσταγμένου νερού καθαρίζοντας ταυτόχρονα τα τοιχώματα των ποτηριών ζέσεως και εν συνεχεία τα δείγματα αφέθηκαν σε ηρεμία ώστε να καθιζήσει το υλικό και κατόπιν αφαιρέθηκε με πιπέττα το διάλυμα το οποίο περιείχε τα προϊόντα της οξειδώσεως. Έπειτα τα δείγματα υποβλήθηκαν σε υγρή κοσκίνιση ώστε να επιτευχτεί ένας πρώτος διαχωρισμός μεταξύ των αδρομερών συστατικών (ψηφίτες και άμμος) και των λεπτομερών συστατικών (πηλός και άργιλος). Η υγρή κοσκίνιση είναι μία έκπλυση του δείγματος με αποσταγμένο νερό μέσα σε κόσκινο διαμέτρου κόκκων 63μm, όπου το διερχόμενο υλικό (κόκκοι μεγέθους πηλού και αργίλου και νερό) συγκεντρώνεται σε ογκομετρικούς κυλίνδρους των 1000 ml ενώ το συγκρατούμενο (κόκκοι μεγέθους μεγαλυτέρων των 63 μm αλλά και υλικό μικρότερης διαμέτρου που δεν κατόρθωσε να περάσει από το κόσκινο) μεταφέρεται σε ποτήρια ζέσεως των 400 ml και τοποθετείται σε φούρνο θερμοκρασίας 60οC για να ξηρανθεί. Το μέρος του δείγματος που συγκρατήθηκε κατά την υγρή κοσκίνιση και αφού ξηράνθηκε υποβλήθηκε σε ξηρή κοσκίνιση. Το υλικό που πέρασε από το κόσκινο διαμέτρου 63 μm προστέθηκε στους ογκομετρικούς σωλήνες μαζί με το υπόλοιπο λεπτομερές υλικό. Στο λεπτομερές μέρος των δειγμάτων όπως προαναφέρθηκε εφαρμόστηκε η μέθοδος της πιπέττας, η διαδικασία της οποίας είναι η εξής: 73

74 Στο υλικό που είχε συγκεντρωθεί στους ογκομετρικούς κυλίνδρους τοποθετήθηκαν 25 ml Calgon (μεταφωσφορικό νάτριο) και οι ογκομετρικοί συμπληρώθηκαν με αποσταγμένο νερό μέχρι τη χαραγή των 1000 ml και τοποθετήθηκαν σε υδρόλουτρο θερμοκρασίας 30 ο C. Το Calgon χρησιμοποιήθηκε ως μέσο διασποράς με αποτέλεσμα την αποφυγή συγκολλήσεως των κόκκων της αργίλου και την μη κροκίδωση αυτής. Η δράση αυτή του Calgon υποβοηθήθηκε από την προηγηθείσα καταστροφή και απομάκρυνση του οργανικού υλικού με την χρήση Η 2 Ο 2. Έπειτα το δείγμα αφέθηκε για 24 ώρες για να επιδράσει το Calgon και να ελεγχεί η πιθανότητα κροκίδωσης. Μετά ακολούθησε το στάδιο της αναρροφήσεως όπου το περιεχόμενο του κυλίνδρου αναδεύτηκε 2 έως 3 λεπτά και μετά την παύση της αναδεύσεως και με την παρέλευση 20 δευτερολέπτων και σε βάθος 20 cm από την ελεύθερη επιφάνεια του εναιωρήματος λήφθηκε με την βοήθεια σιφωνιού κλάσμα 25 ml, όπου στην συνέχεια μεταγγίστηκε σε ποτήρι το οποίο προηγουμένως είχε ζυγιστεί. Η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε για βάθος 20 cm σε χρόνους 1 26 και για βάθος 10cm 6 16, 24 22, 1h 37 28, 6h Το υλικό των ποτηριών ξηράνθηκε στους 110 ο C και αφού ψύχθηκαν ζυγίστηκαν εκ νέου και υπολογίστηκε το βάρος των περιεχόμενων κλασμάτων από τη διαφορά των 2 ζυγίσεων. Από το βάρος των κλασμάτων που βρέθηκε αφαιρέθηκε το βάρος του Calgon το οποίο περιείχε κάθε κλάσμα για να υπολογίσουμε το πραγματικό βάρος των κλασμάτων. Το αθροιστικό επί της εκατό βάρος για κάθε κλάσμα υπολογίστηκε σύμφωνα με τον τύπο: Αθροιστικό βάρος %= 100 (S + SC - P)/ S + SC Όπου: S= το βάρος του κλάσματος της άμμου SC= το βάρος του κλάσματος του πηλού και της αργίλου P= το βάρος του ληφθέντος κλάσματος επί 40. Τα δείγματα στα οποία το αδρομερές κλάσμα δεν ξεπερνούσε το 10% εφαρμόστηκε μόνο η μέθοδος της πιπέττας (με εξαίρεση μόνο μια ξηρή κοσκίνιση με κόσκινο διαμέτρου 63μm ώστε να περάσει λεπτόκοκκο υλικό το οποίο δεν πέρασε κατά την διάρκεια της υγρής κοσκίνισης)ενώ αντίστοιχα τα δείγματα στα οποία το λεπτομερές κλάσμα δεν ξεπερνούσε το 10% εφαρμόστηκε η μέθοδος των κοσκίνων. 74

75 Με τα στοιχεία που εξήχθησαν από την κοκκομετρική ανάλυση κατασκευάστηκαν οι αθροιστικές κοκκομετρικές καμπύλες (Παράρτημα, εικόνα 7.3.1, εικόνα 7.3.2, εικόνα 7.3.3, εικόνα 7.3.4, εικόνα 7.3.5), και καθορίστηκε ο λιθολογικός χαρακτήρας των ιζημάτων με τη βοήθεια της ταξινόμησης κατά Folk & Ward (1957) (εικόνα 7.3.6, πίνακας 7.3.1) και υπολογίστηκαν οι στατιστικές παράμετροι (διάμεσος Md, αριθμητικός μέσος Mz, τυπική απόκλιση σi, ασυμμετρία SK1 και κύρτωση KG) κατά Folk & Ward (1957) (Πίνακας 7.3.2, Πίνακας 7.3.3, Πίνακας 7.3.4). Οι στατιστικές παράμετροι: Διάμεσος ( Median, Md): Το 50% κατά βάρος των κόκκων είναι χονδρότεροι από τη διάμεσο και το 50% λεπτότεροι από αυτήν. Η διάμεσος είναι η διάμετρος που αντιστοιχεί στο σημείο της αθροιστικής καμπύλης 50% και μπορεί να εκφραστεί είτε σε mm είτε σε τιμές Φ. (Md Φ ή Md mm ) (Κοντόπουλος, 2009). Αριθμητικός μέσος (Mean Size): Ο Inman πρότεινε τη φόρμουλα (Φ 16 +Φ 84 )/2 για τον αριθμητικό μέσο, αλλά ο τύπος αυτός δεν είναι αποτελεσματικός σε ασύμμετρες καμπύλες. Ο Γραφικός Μέσος (graphic mean) (Μ Ζ ) κατά Folk and Ward (1957)που δίνεται από τη φόρμουλα ΜΖ = (Φ 16 +Φ 50 +Φ 84 )/3 δίνει μία πιο πιστή συνολική εικόνα της κατανομής σε σχέση με τη διάμεσο μιας και είναι στηριγμένη σε τρία σημεία (Κοντόπουλος, 2009). Σταθερή απόκλιση (standard deviation): Η σταθερή απόκλιση εκφράζει την ομοιομορφία ή ταξιθέτηση (sorting) των ιζημάτων (Κοντόπουλος, 2009). Ασυμμετρία (asymmetry, skewness): Όταν οι τιμές μιας μεταβλητής δεν ισαπέχουν από το σημείο της μέγιστης συχνότητας (επικρατούσα τιμή ή τύπος = Mode) και πάντα από τη μια πλευρά του σημείου μέγιστης συχνότητας (Mode) υπάρχει μεγαλύτερος αριθμός συχνοτήτων σε σχέση προς την άλλη πλευρά του, τότε η καμπύλη είναι ασύμμετρη (Κοντόπουλος, 2009). Κύρτωση (kurtosis): Η κύρτωση μετρά την αναλογία μεταξύ της διασποράς των τιμών (sorting) στα άκρα και της διασποράς των τιμών στην κεντρική περιοχή της κατανομής, δηλαδή αναφέρεται στο βαθμό συγκέντρωσης των τιμών της μεταβλητής γύρω από το μέσον και τα άκρα ( tails ) της κατανομής (Κοντόπουλος, 2009). Ο γραφικός μέσος του κοκκομετρικού μεγέθους (Μz) είναι αντίστοιχος με το μαθηματικό Μ.Ο. (Mean) που υπολογίζεται σε μια κανονική κατανομή. Έννοιες σχετικές με το μέσο όρο 75

76 (Μ) είναι η μέση τιμή (Median) που αντιστοιχεί στο 50% του πληθυσμού και η επικρατέστερη τιμή (Mode) που αντιστοιχεί στο επικρατέστερο κλάσμα μεγέθους του πληθυσμού. Σε συμμετρικές κατανομές ο μέσος όρος, η μέση τιμή και η επικρατέστερη τιμή συμπίπτουν και η γραφική ασυμμετρία (Ski) χαρακτηρίζεται ως σχεδόν συμμετρική. Σε ασύμμετρες κατανομές, όπου ο μέσος όρος και η μέση τιμή βρίσκονται προς την πλευρά των αδρομερέστερων διαμέτρων η γραφική ασυμμετρία (Ski) χαρακτηρίζεται από πολύ αρνητική μέχρι αρνητική ασυμμετρία (περίσσεια αδρομερέστερου πληθυσμού). Σε αντίθετη περίπτωση, σε ασύμμετρες κατανομές, όπου ο μέσος όρος και η μέση τιμή βρίσκονται προς την πλευρά των λεπτομερέστερων διαμέτρων η γραφική ασυμμετρία (Ski) χαρακτηρίζεται από πολύ θετική μέχρι θετική ασυμμετρία (περίσσεια λεπτομερέστερου πληθυσμού). Όσον αφορά την εικόνα της κύρτωσης σε έναν πληθυσμό κόκκων, φαίνεται ότι ο φτωχός βαθμός ταξιθέτησης στα άκρα σε σχέση προς την κεντρική περιοχή της κοκκομετρικής κατανομής οδηγεί στον χαρακτηρισμό της ως λεπτόκυρτη μέχρι πολύ λεπτόκυρτη. Φτωχός βαθμός ταξιθέτησης στην κεντρική περιοχή σε σχέση προς τα άκρα της κοκκομετρικής κατανομής οδηγεί στον χαρακτηρισμό της ως πλατύκυρτη μέχρι πολύ πλατύκυρτη. Στην περίπτωση κανονικής κατανομής η γραφική κύρτωση χαρακτηρίζεται ως μεσόκυρτη. Βάσει των τιμών των στατιστικών παραμέτρων, είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός των ιζημάτων ανάλογα με το βαθμό ταξινόμησής τους (σi), τη λοξότητα ή ασυμμετρία τους (SKi) και την κύρτωσή τους (ΚG), σύμφωνα με τις ονοματολογίες ταξινόμησης που έχουν προτείνει οι Folk and Ward (1957) Αποτελέσματα της κοκκομετρικής ανάλυσης Ο υπολογισμός των στατιστικών παραμέτρων έγινε με την χρήση του λογισμικού Origin 6.0. Στην συνέχεια καθορίστηκε ο λιθολογικός χαρακτήρας των ιζημάτων με την βοήθεια του τριγώνου ταξινόμησης κατά Folk and Ward. 76

77 Εικόνα Αθροιστική Κοκκομετρική καμπύλη των δειγμάτων της τομής L1. Εικόνα Aθροιστική Κοκκομετρική καμπύλη των δειγμάτων της τομής L2. 77

78 Εικόνα Aθροιστική Κοκκομετρική καμπύλη των δειγμάτων της τομής L3. Εικόνα Aθροιστική Κοκκομετρική καμπύλη των δειγμάτων της τομής L4. 78

79 Εικόνα Aθροιστική Κοκκομετρική καμπύλη των δειγμάτων της τομής AG. 79

80 ΑΡΙΘΜΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΑΜΜΟΣ % ΠΗΛΟΣ % ΑΡΓΙΛΟΣ % ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ L Αμμούχος πηλός L Πηλούχα άμμος L Αμμούχος πηλός L Αμμούχος πηλος L Πηλούχα άμμος L Πηλούχα άμμος L Αμμούχος πηλός L Αμμούχος πηλός L Αμμούχος πηλός L Αμμούχος πηλός L Αμμούχος πηλός L Αμμούχος πηλός L Άμμος L Αμμούχος πηλός L Αμμούχος πηλός L Αμμούχος πηλός L Αμμούχος πηλός L Αμμούχος πηλός L Αμμούχος πηλός L Αμμούχος πηλός L Αμμούχος πηλός L Αμμούχος πηλός L Αμμούχος πηλός L Αμμούχος πηλός AG Πηλούχα άμμος AG Πηλούχα άμμος AG Πηλούχα άμμος AG Αμμούχος πηλός AG Πηλούχα άμμος AG Πηλούχα άμμος AG Πηλούχα άμμος AG Αμμούχα άργιλος AG Πηλούχα άμμος AG Αμμούχος πηλός AG Πηλούχα άμμος AG Αμμούχος πηλός Πίνακας Πίνακας όπου φαίνεται ο λιθολογικός χαρακτήρας των δειγμάτων με βάση το διάγραμμα κατά Folk & Word (1957). 80

81 ΑΡΙΘΜΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤ ΟΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΔΙΑΜΕΣΟΣ ΑΡΙΘΜΗΤΙ ΤΥΠΙΚΗ ΚΟΣ ΑΠΟΚΛΙΣΗ ΜΕΣΟΣ ΑΣΥΜΜΕ ΤΡΙΑ ΚΥΡΤΩΣ Η Md Mz σg σi SK1 KG L ,71 9,31 3,99 0,85 0,71 L1-2 1,48 1,95 3,49 3,11 0,49 0,59 L1-3 3,65 2,57 3,76 3,36-0,31 0,71 L1-4 2,72 2,01 4,10 3,43-0,20 0,53 L1-5 3,68 3,34 2,60 2,54-0,15 0,82 L1-6 -0,7 0,84 3,38 1,25 0,79 20,99 L1-7 5,12 0,23 4,14 3,69-0,64 0,58 L1-8 5,48 1,98 1,38 2,39-0,58 7,37 L1-9 5,6 4,79 0,97 1,33 0,12 3,18 L2-1 -1,6 0,49 4,04 3,43 0,51 0,50 L2-2 5,4 4,69 2,72 2,72-0,39 1,36 L2-3 5,29 4,45 2,27 2,52-0,47 1,52 L3-2 -1,5-1,51 0,20 1,00 0,48 6,45 L3-3 4,09 2,48 4,05 3,65-0,42 0,12 L3-4 4,23 4,02 1,32 1,36-0,28 1,15 L3-5 3,75 2,36 3,66 3,15-0,49 0,55 L4-3 1,83 1,96 3,33 2,84 0,09 0,53 L4-4 3,14 2,30 3,78 3,22 0,36 0,70 L4-5 -0,5 1,10 3,20 2,69 0,74 0,60 L4-7 2,97 2,97 1,83 1,68 0,24 0,67 L4-8 -0,7 0,80 2,78 2,54 0,80 1,92 L4-9 0,66 1,55 3,08 2,64 1,25 0,71 L ,5 0,63 2,38 2,25 0,72 0,79 L4-12 2,55 2,74 2,62 2,58-0,02 0,83 AG1 0,38 1,52 3,14 2,67 0,53 0,63 AG2 2,11 2,47 3,00 2,79 0,22 0,69 AG3 1,81 2,46 2,42 2,21 0,38 1,06 AG5 5,06 4,46 1,65 1,69-0,40 0,97 AG8 1,36 1,43 2,32 2,28 0,17 0,90 AG9 1,36 1,92 3,13 2,66 0,26 0,54 AG10-0,3 1,27 3,20 2,79 0,73 0,86 AG13 8,09 7,15 1,59 2, ,62 AG14 3,76 2,92 2,54 2,31-0,42 0,83 AG15 4,55 3,40 2,79 2,53-0,71 13,01 AG16 3,85 3,85 3,36 3,01-0,29 21,77 AG20 5,55 5,17 2,88 2,71-0,28 6,95 Πίνακας Πίνακας όπου φαίνονται οι στατιστικές παράμετροι που υπολογίστηκαν. 81

82 ΑΡΙΘΜΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΤΥΠΙΚΗ ΑΠΟΚΛΙΣΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ Inman (σg) Folk & Ward (σi) L1-1 9,31 3,99 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση L1-2 3,49 3,11 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση L1-3 3,76 3,36 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση L1-4 4,10 3,43 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση L1-5 2,60 2,54 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση L1-6 3,38 1,25 Πτωχή ταξιθέτηση L1-7 4,14 3,69 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση L1-8 1,38 2,39 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση L1-9 0,97 1,33 Πτωχή ταξιθέτηση L2-1 4,04 3,43 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση L2-2 2,72 2,72 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση L2-3 2,27 2,52 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση L3-2 0,20 1,00 Πτωχή ταξιθέτηση L3-3 4,05 3,65 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση L3-4 1,32 1,36 Πτωχή ταξιθέτηση L3-5 3,66 3,15 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση L4-3 3,33 2,84 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση L4-4 3,78 3,22 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση L4-5 3,20 2,69 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση L4-7 1,83 1,68 Πτωχή ταξιθέτηση L4-8 2,78 2,54 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση L4-9 3,08 2,64 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση L4-11 2,38 2,25 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση L4-12 2,62 2,58 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση AG1 3,14 2,67 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση AG2 3,00 2,79 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση AG3 2,42 2,21 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση AG5 1,65 1,69 Πτωχή ταξιθέτηση AG8 2,32 2,28 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση AG9 3,13 2,66 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση AG10 3,20 2,77 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση AG13 1,59 2,08 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση AG14 2,54 2,31 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση AG15 2,79 2,53 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση AG16 3,36 3,01 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση AG20 2,88 2,71 Πολύ πτωχή ταξιθέτηση Πίνακας Στατιστικές παράμετροι των δειγμάτων (τυπική απόκλιση) και ο χαρακτηρισμός τους. 82

83 ΑΡΙΘΜΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ Inman (SKG) Folk & Ward (SK1) L1-1 -0,11 0,85 Πολύ θετική L1-2 -0,73 0,49 Πολύ θετική L1-3 -1,28-0,31 Πολύ αρνητική L1-4 -1,15-0,20 Αρνητική L1-5 -1,05-0,15 Αρνητική L1-6 -0,16 0,79 Πολύ θετική L1-7 -1,75-0,64 Πολύ αρνητική L1-8 -0,92-0,58 Πολύ αρνητική L1-9 -0,50 0,12 Θετική L2-1 -0,20 0,51 Πολύ θετική L2-2 -1,14-0,39 Πολύ αρνητική L2-3 -1,23-0,47 Πολύ αρνητική L3-2 -0,93 0,48 Πολύ θετική L3-3 -1,49-0,42 Πολύ αρνητική L3-4 -0,96-0,28 Αρνητική L3-5 -1,53-0,49 Πολύ αρνητική L4-3 -0,88 0,09 Σχεδόν κανονική L4-4 -1,09 0,36 Πολύ θετική L4-5 -0,23 0,74 Πολύ θετική L4-7 -0,61 0,24 Θετική L4-8 -0,14 0,80 Πολύ θετική L4-9 -0,52 0,75 Πολύ θετική L ,23 0,72 Πολύ θετική L ,74-0,02 Σχεδόν κανονική AG1-0,45 0,53 Πολύ θετική AG2-0,72 0,22 Θετική AG3-0,52 0,38 Πολύ θετική AG5-1,39-0,40 Πολύ αρνητική AG8-0,85 0,17 Θετική AG9-0,65 0,26 Θετική AG10-0,22 0,73 Πολύ θετική AG13-1,67 0,00 Σχεδόν κανονική AG14-1,29-0,42 Πολύ αρνητική AG15-1,44-0,71 Πολύ αρνητική AG16-1,37-0,29 Αρνητική AG20-0,71-0,28 Αρνητική Πίνακας Στατιστικές παράμετροι των δειγμάτων (ασυμμετρία) και ο χαρακτηρισμός τους. 83

84 ΑΡΙΘΜΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΚΥΡΤΩΣΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ Inman Folk & Ward (KG) L1-1 0,16 0,71 Πλατύκυρτη L1-2 0,29 0,59 Πολύ πλατύκυρτη L1-3 0,29 0,71 Πλατύκυρτη L1-4 0,10 0,53 Πολύ πλατύκυρτη L1-5 0,57 0,82 Πλατύκυρτη L1-6 7,31 20,90 Πάρα Πολύ Λεπτόκυρτη L1-7 0,28 0,58 Πολύ πλατύκυρτη L1-8 3,06 7,37 Πάρα Πολύ Λεπτόκυρτη L1-9 1,86 3,18 Πάρα Πολύ Λεπτόκυρτη L2-1 0,15 0,50 Πολύ πλατύκυρτη L2-2 0,65 1,36 Λεπτόκυρτη L2-3 1,01 1,52 Πολύ λεπτόκυρτη L3-2 13,53 6,45 Πάρα Πολύ Λεπτόκυρτη L3-3 -0,75 0,12 Πολύ πλατύκυρτη L3-4 0,73 1,15 Λεπτόκυρτη L3-5 0,16 0,55 Πολύ πλατύκυρτη L4-3 0,16 0,53 Πολύ πλατύκυρτη L4-4 0,15 0,70 Πλατύκυρτη L4-5 0,12 0,60 Πολύ πλατύκυρτη L4-7 0,37 0,67 Πλατύκυρτη L4-8 0,36 1,92 Πολύ λεπτόκυρτη L4-9 0,18 0,71 Πλατύκυρτη L4-11 0,47 0,79 Πλατύκυρτη L4-12 0,30 0,83 Πλατύκυρτη AG1 0,15 0,63 Πολύ πλατύκυρτη AG2 0,42 0,69 Πλατύκυρτη AG3 0,36 1,06 Μεσόκυρτη AG5 0,74 0,97 Μεσόκυρτη AG8 0,59 0,90 Μεσόκυρτη AG9 0,16 0,54 Πολύ πλατύκυρτη AG10 0,22 0,86 Πλατύκυρτη AG13 1,65 11,62 Πάρα Πολύ Λεπτόκυρτη AG14 0,34 0,83 Πλατύκυρτη AG15 0,33 13,01 Πάρα Πολύ Λεπτόκυρτη 84

85 AG16 0,30 21,77 Πάρα Πολύ Λεπτόκυρτη AG20 0,45 6,95 Πάρα Πολύ Λεπτόκυρτη Πίνακας Στατιστικές παράμετροι των δειγμάτων (κύρτωση) και ο χαρακτηρισμός τους. Η επεξεργασία των στατιστικών παραμέτρων έγινε με τα διαγράμματα: 1. Διάγραμμα κατά Stewart (1958) με προβολή του Μd με το σ1 (εικόνα 7.3.7) στο οποίο φαίνεται πως τα περισσότερα δείγματα αποτέθηκαν με αργό ρυθμό σε ήρεμα νερά. 2. Διαγράμματα κατά Valia & Cameron (1977) με προβολή (α)των Mz και Sk1 και (β) των Sk1 και σi (εικόνα 7.3.8). Και από τα δυο αυτά διαγράμματα προκύπτει πως τα δείγματα των L1, L2, L3 τομών αποτέθηκαν κυρίως στα βαθύτερα νερά, ενώ στις τομές L4 και AG τα δείγματα παρουσιάζουν διάφορες διακυμάνσεις, μεγαλύτερου και μικρότερου βάθους ιζηματογένεσης. 3. Διάγραμμα κατά Moila & Visher (1968) με προβολή του Kg με το Sk1 (εικόνα ). Από αυτό το διάγραμμα προκύπτει και εδώ επίσης πως τα δείγματα των L1, L2, L3 τομών αποτελούν αποθέσεις θαλάσσιου περιβάλλοντος και τα δείγματα από την L4 και AG τομή παρουσιάζουν διάφορες διακυμάνσεις, ποτάμιου και θαλάσσιου περιβάλλοντος. 4. Διάγραμμα κατά Passega (1957, 1969) με προβολή των C, L, A, M με C=M (εικόνα ). Από αυτό το διάγραμμα προκύπτει ότι στα δείγματα της τομής L1 έχουμε απόθεση με κύλιση και αιώρηση αλλά κάποια και ως ομογενές αιώρημα, στις τομές L2 και L3 ως ομογενές αιώρημα. Στην τομή L4 υπάρχει κάποια διακύμανση κύλισης- κύλισης και αιώρησης- αιώρησης και κύλισης διαβαθμισμένο αιώρημα. Το ίδιο συμβαίνει και στην τομή AG έχοντας κύλιση- κύλιση και αιώρηση- αιώρηση και κύλιση- διαβαθμισμένο αιώρημα- ομογενές αιώρημα. 85

86 Εικόνα Διάγραμμα κατά Stewart (1958) με προβολή του Md με το σ1. 0,6 Sk1 0,4 0,2-1E-15-0,2-0,4 ΜΙΚΡΟΥ ΒΑΘΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΘΟΥΣ TOMH L1 TOMH L2 TOMH L3 TOMH L4 TOMH AG -0, Mz 0,6 0,4 0,2 Sk1-1E-15-0,2-0,4-0,6 ΜΙΚΡΟΥ ΒΑΘΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΘΟΥΣ σ1 TOMH L1 TOMH L2 TOMH L3 TOMH L4 TOMH AG 86

87 Εικόνα Διαγράμματα κατά Valia & Cameron (1977) με προβολή (α) των Mz και Sk1 και (β) των Sk1 και σ1. 0,6 0,4 0,2 SK1-1E-15-0,2-0,4-0,6 ΠΟΤΑΜΙΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ 0 0,5 1 1,5 2 2,5 3 KG TOMH L1 TOMH L2 TOMH L3 TOMH L4 TOMH AG Εικόνα Διαγράμματα κατά Moila & Visher (1968) με προβολή του Kg με το Sk Φ 1 (μm) ΤΟΜΗ L1 TOMH L2 TOMH L3 TOMH L4 TOMH AG 1 10 Διάμεσος (μm) Εικόνα Διάγραμμα κατά Passega (1957, 1969) με προβολή των C,L,A,M με C=M. Από τη χρήση των παραπάνω διαγραμμάτων και με δεδομένο ότι στις τομές L1-L2-L3 πρόκειται για θαλάσσιες αποθέσεις και λαμβάνοντας υπόψη το μεγάλο βάθος απόθεσης μπορούμε να μιλάμε για πελαγικές αποθέσεις σε ήρεμα νερά. Η επεξεργασία των διαγραμμάτων Valia & Cameron καθώς και Moila & Visher χρησιμοποιήθηκαν για να τεκμηριώσουμε το βάθος ιζηματογένεσης. Επιπλέον ο τρόπος μεταφοράς και απόθεσης των ιζημάτων υπό μορφή αιώρησης και κύλισης ενισχύει την άποψη για έντονες συνθήκες 87

88 ιζηματογένεσης σε νερά με υψηλή ενέργεια. Αντίθετα τα δείγματα των τομών L4 και AG παρουσιάζουν μεγαλύτερο εύρος διακύμανσης του βάθους, αφού τα συναντάμε και σε μικρά βάθη και σε μεγαλύτερα βάθη. Ακόμα από το διάγραμμα των Moila & Visher που χρησιμοποιήθηκε βλέπουμε πως αυτά τα δείγματα αποτελούν ποτάμιες αποθέσεις. 7.4 Σχέση ΤOC-CaCO 3 Μεθοδολογία της σχέσης ΤOC-CaCO 3 Όπως αναφέρθηκε τα περιβάλλοντα υψηλής παραγωγικότητας οργανικού υλικού παρατηρούνται σε ιζήματα που αποτίθενται σε περιοχές με στάσιμα νερά και υψηλή παραγωγικότητα οργανικού υλικού. Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος του νεκρού οργανικού υλικού που παράχθηκε σε ένα τέτοιο περιβάλλον σαρώνεται και ανακυκλώνεται μέσα στο βιολογικό κύκλο. Αντίθετα, για να διατηρηθεί το οργανικό υλικό, το ποσοστό οξυγόνου των κατώτατων αλλά και των ενδιάμεσων στρωμάτων νερού του ιζήματος θα πρέπει να είναι πολύ χαμηλό ή μηδέν. Τέτοιες συνθήκες είναι δυνατόν να δημιουργηθούν ή από την υπερπαραγωγή οργανικού υλικού ή σε περιβάλλοντα τα οποία χαρακτηρίζονται από περιορισμένη κυκλοφορία νερού. Οι περιοχές στις οποίες το οργανικό υλικό είναι άφθονο είναι εκείνες με έντονη παρουσία ζωής. Για παράδειγμα, στο θαλάσσιο και λιμναίο βυθό, στα στάσιμα και αναγωγικού χαρακτήρα νερά, όταν το μορφολογικό ανάγλυφο βυθίζεται γρήγορα και υπάρχει έλλειψη βακτηριακής δράσης το οργανικό υλικό αφθονεί. Αντίθετα, η διάβρωση οδηγεί στην οξείδωση του οργανικού υλικού των μητρικών πετρωμάτων αλλά και στην διάλυση και καθίζηση των ορυκτών στα ψαμμιτικά και ασβεστολιθικά πετρώματα. Τα παλαιοοικολογικά χαρακτηριστικά (οργανικό υλικό, ποσό οξυγόνου) επηρεάζονται από το επίπεδο της στάθμης της θάλασσας (Tovar et al., 2010). Επίσης, η διάλυση του ανθρακικού ασβεστίου (CaCO 3 ) επηρεάζεται από την θερμοκρασία, την πίεση και την μερική πίεση του διοξειδίου του άνθρακα (CO 2 ). Η διάλυση του ανθρακικού ασβεστίου (CaCO 3 ) ελέγχεται από την διάλυση του διοξειδίου του άνθρακα (CO 2 ) : CaCO 3 + H CO 2 Ca++ + 2HCO3 Όσο περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα (CO 2 ) μπορεί να διαλυθεί στο νερό, τόσο πιο πολύ θα είναι και το ανθρακικό ασβέστιο (CaCO 3 ) που θα διαλυθεί. 88

89 Εφόσον το CO 2 διαλύεται ευκολότερα στις υψηλές πιέσεις και στις χαμηλές θερμοκρασίες, έτσι και το CaCO 3 διαλύεται περισσότερο στα βαθιά νερά του ωκεανού παρά στα επιφανειακά νερά. Εκτός από την πίεση και την θερμοκρασία, ο κορεσμός σε CaCO 3 εξαρτάται και από το ph. Όσο μεγαλύτερο είναι το ph του νερού, τόσο πιο μεγάλη είναι και η συγκέντρωση σε CO 2 και ο βαθμός κορεσμού. Όσο CO 2 προστίθεται στο νερό τόσο CaCO 3 μπορεί να διαλυθεί. Δηλαδή, όσο περισσότερο CO 2 προστίθεται στα βαθιά νερά του ωκεανού λόγω της αναπνοής των οργανισμών τόσο πιο εύκολα το νερό του πυθμένα διαβρώνει τα ασβεστιτικά κελύφη. Κατά την αποσύνθεση των θαλάσσιων ιζημάτων από το οξυγόνο και την οξείδωση του οργανικού υλικού, CO 2 απελευθερώνεται στο νερό των πόρων. Αυτό το CO 2 μειώνει το ph του νερού των πόρων που είναι υποκορεσμένο σε CaCO 3. Τότε το CO 2 μπορεί να γίνει ουδέτερο κατά την διάλυση του CaCO 3 των ιζημάτων. Με αυτήν την διαδικασία το CaCO 3 που πέφτει σε έναν πυθμένα με υπερκορεσμένο σε CaCO 3 νερό μπορεί να υποβληθεί σε μετα-αποθετική διάλυση. (Martin & Sayles, 2004). Η διάλυση του CaCO 3 από τους οργανισμούς μπορεί (metabolic dissolution) ναι είναι ανεξάρτητη από τον κορεσμό των περιβαλλόντων νερών (Milliman et al., 1999). Από την άλλη πλευρά, το CaCO3 στα πελαγικά ιζήματα ελέγχεται από: 1) την έκταση της παροχής άνθρακα στο θαλάσσιο πυθμένα σε σταθερή ένταση διαλύσεως (παράγοντας της παραγωγικότητας). 2) διακυμάνσεις στην περιεκτικότητα του άνθρακα σε σταθερό ρυθμό τροφοδοσίας άνθρακα (παράγοντας της διαλυτοποίησης), 3) αλλαγή στις αναλογίες των ασβεστούχων/πυριτικών σωματιδίων στην ροή και 4) αραίωση από μη βιογενές υλικό όπως αιολικά και ηφαιστειακά σωματίδια. (Boo-Keun Khim et. a1., 2011). Γνωρίζοντας το ποσοστό του οργανικού υλικού των ιζημάτων μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα περιβάλλοντα απόθεσης των ιζημάτων αυτών. Επίσης, η ανάλυση ανθρακικού ασβεστίου χρησιμοποιείται στην ιζηµατολογική ανάλυση για να χαρακτηρίσει περιβάλλοντα απόθεσης των ιζημάτων. Όπου η σχέση μεταξύ CaCO 3 -TOC μέσα στα ιζήματα είναι αντιστρόφως ανάλογη σημαίνει ότι το CO 2 που παράγεται από την αποσύνθεση του TOC στα βαθύτερα τμήματα του πυθμένα (όπου έχουμε απουσία κυκλοφορίας και ανακύκλωσης Ο 2 ) και στα ιζήματα, μειώνει το ph του νερού επισπεύδοντας την διάλυση CaCO 3 που παράγεται στα πιο επιφανειακά βάθη. Αυτό συμβαίνει για ιζήματα με ποσοστό TOC πάνω από 12% ή για εποχικούς ανοξικούς πυθμένες Dean (1999, 2002). Αντίθετα όπου παρατηρείται θετική συσχέτιση των δύο ποσοστών συμβαίνει λόγω της απομάκρυνσης του CO 2 καθώς και σε 89

90 υψηλές θερμοκρασίες όπου μειώνεται η διαλυτότητα του CaCO 3 και το ph στα ανώτερα τμήματα της υφαλοκρηπίδας και συνεπώς επιταχύνεται η παραγωγή CaCO 3 (Hodell et al. 1998). Η διακοπή της σχέσης αυτής μέσα στην στρωματογραφική στήλη δείχνει ότι το CaCO 3 στα ιζήματα ελέγχεται κυρίως από την διάλυσή του σε μεγάλα βάθη και στα ιζήματα λόγω της αποσύνθεσης του οργανικού υλικού. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να ομαδοποιήσουμε την σχέση των δύο παραμέτρων σε δύο σχέσεις: 1. Αρνητική συσχέτιση: α. ΤΟC μεγάλο και CaCO 3 μικρό, δείχνοντας αναγωγικές συνθήκες, β. TOC μικρό και CaCO 3 μεγάλο, δείχνοντας οξειδωτικές συνθήκες, 2. Θετική συσχέτιση με: α. και τα δύο ποσοστά χαμηλά, που ίσως δείχνουν ανοξικές συνθήκες (χαμηλό CaCO 3 ) με χαμηλή όμως, οργανική παραγωγικότητα, β. και τα δύο ποσοστά υψηλά που πιθανά οφείλονται σε οξειδωτικές συνθήκες (ψηλό CaCΟ 3 ) με ψηλό αντίστοιχα ΤΟC ίσως εξ αιτίας του γρήγορου ρυθμού ενταφιασμού σε μια γρήγορα βυθιζόμενη λεκάνη όπου το οργανικό δεν προλαβαίνει να οξειδωθεί. Αποτελέσματα της σχέσης ΤOC-CaCO 3 Στην παρακάτω εικόνα 7.4.1, παρουσιάζονται το διάγραμμα συσχέτισης του Ανθρακικού Ασβεστίου (CaCO 3 ) και Οργανικού Άνθρακα (Corg). Στην πλειοψηφία των δειγμάτων έχουμε αρκετά χαμηλό TOC και αυξημένο CaCO 3 δείχνοντας τις οξειδωτικές συνθήκες του περιβάλλοντος ιζηματογένεσης. Σε 5 τουλάχιστον περιπτώσεις εκεί όπου έχουμε και αυξημένο TOC θα μπορούσαμε να χαρακτηρίζουμε τη σχέση ως θετική. Στην περίπτωση που τα υψηλά ποσοστά και των δύο δεικτών δείχνουν από τη μια μεριά τις οξειδωτικές συνθήκες του περιβάλλοντος που η διατήρηση του υψηλού ποσοστού οργανικού άνθρακα μπορεί να οφείλετε στο υψηλό ρυθμό ιζηματογένεσης σε μια γρήγορα βυθιζόμενη λεκάνη ιζηματογένεσης. Τέλος, στα δείγματα των τομών L4 και AG όπου βλέπουμε μεγαλύτερη αύξηση του ανθρακικού και μεγαλύτερη μείωση του οργανικού οφείλεται στην εναλλαγή της λιθολογίας από αμμούχο πηλό σε πηλούχα άμμο, δείχνοντας έντονη αυξομείωση του βάθους ιζηματογένεσης εξαιτίας προφανώς της τεκτονικής δραστηριότητας. 90

91 Αρνητική συσχέτιση Θετική συσχέτιση Εικόνα Σχέση οργανικού άνθρακα (TOC) και ανθρακικού ασβεστίου των δειγμάτων της περιοχής μελέτης. Η διακεκομμένη γραμμή δείχνει το όριο του 40% για το ανθρακικό ασβέστιο και το όριο του 0.5% για το οργανικό υλικό. 7.5 Παλαιοντολογική μελέτη σε επιλεγμένα δείγματα Προκειμένου να καθοριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια το περιβάλλον ιζηματογένεσης των δειγμάτων, μελετήθηκαν μικροπαλαιοντολογικά τα απολιθώματα που βρίσκονταν στα δείγματα. Η μελέτη των απολιθωμάτων που έγινε είναι προκαταρκτική και βασίζεται σε κάποια από τα δείγματα και όχι σε όλα καθώς σε κάποια από αυτά, τα απολιθώματα απουσίαζαν, γι αυτό το λόγο η εικόνα είναι ενδεικτική και απαιτείται περαιτέρω έρευνα και μελέτη στην περιοχή. Γενικά τα αποτελέσματα από την μικροπαλαιοντολογία που έγινε έδειξαν πως το περιβάλλον από λιμναίο μεταβαίνει σε υφάλμυρο και μετά σε θαλάσσιο. 91

92 Στην πρώτη τομή και συγκεκριμένα στο δείγμα L1-6 αναγνωρίστηκαν απολιθώματα του γένους Valvatidae και Limnaediae που ευδοκιμούν κυρίως σε λιμναία-υφάλμυρα περιβάλλοντα (εικ 7.5.1). Στο δείγμα L1-9 αναγνωρίστηκαν τα οστρακώδη από το γένος Cyprideis (εικ 7.5.2) τα οποία ζούσαν σε περισσότερο υφάλμυρα νερά και τέλος από την τομή AG23 αναγνωρίστηκε το γένος Candonaπου χαρακτηρίζει θαλάσσια περιβάλλοντα (εικ ). Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε πως η λεκάνη της Αλοννήσου στην αρχή πιθανότατα ήταν ένα λιμναίο περιβάλλον που άρχισε να βυθίζεται μετατρέποντας τη σε υφάλμυρη και στη συνέχεια σε θαλάσσιο περιβάλλον. Εικόνα Απολιθώματα από το γένος Valvatidae και Limnaediae που αναγνωρίστηκε από το δείγμα L1-6. Εικόνα Απολιθώματα από το γένος Cyprideis που αναγνωρίστηκε από το δείγμα L

93 Εικόνα Απολιθώματα από το γένος Candona που αναγνωρίστηκε από το δείγμα ΑG ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΑΝΑΛΥΣΕΩΝ 1. Η ανάλυση του ανθρακικού ασβεστίου έδειξε πως τα δείγματα είναι πλούσια σε ανθρακικό ασβέστιο. Η περιεκτικότητα των δειγμάτων σε CaCO 3, κυμαίνεται από 21,8 έως 83,03% με μέση τιμή 54,11%. Δεν παρατηρήθηκε ιδιαίτερη αύξηση ή μείωση σε σχέση με τη λιθολογία, αντίθετα το μεγάλο ποσοστό ανθρακικού ασβεστίου θα μπορούσε να κατατάξει τα δείγματα μας ως ανθρακικά, δείχνοντας ξεκάθαρα έντονα οξειδωτικές συνθήκες ιζηματογένεσης. 2. Τα αποτελέσματα από τις δυο μεθόδους προσδιορισμού TOC συμπίπτουν, αναδεικνύοντας τα L1-5 και το L4-7 με μεγαλύτερο ποσοστό TOC. Η ανάλυση του οργανικού άνθρακα έδειξε ότι γενικά τα δείγματα είναι φτωχά σε οργανικό υλικό και μόνο συγκεκριμένοι ορίζοντες είναι σχετικά πλούσιοι, δείχνοντας ανοξικές αναγωγικές συνθήκες για μικρά χρονικά διαστήματα στη λεκάνη ιζηματογένεσης. Από την ανάλυση προέκυψε ότι η ποσοστιαία συμμετοχή οργανικού άνθρακα στα δείγματα κυμαίνεται από 0% έως 0,43%. 3. Τα δείγματα που συλλέχθηκαν από την λεκάνη του Αλιβερίου, όπου βρίσκετααι νοτιότερα από την λεκάνη της Αλοννήσσου, αναλύθηκαν με τη μέθοδο της τιτλοδότησης προκειμένου να προσδιοριστεί το ποσοστό τους σε TOC. Τα δείγματα αυτά ήταν πλούσια σε οργανικό υλικό και παρουσιάζουν πολύ καλή δυνατότητα γένεσης υδρογονανθράκων. Τα ιζήματα αυτά έχουν την τάση να αποτελέσουν μητρικά πετρώματα και να παράξουν υδρογονάνθρακες. 93

Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017

Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017 Ιωάννης Μ. Τσόδουλος Δρ. Γεωλόγος Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017 Αλλουβιακά ριπίδια (alluvial fans) Είναι γεωμορφές αποθέσεις, σχήματος βεντάλιας ή κώνου που σχηματίζονται, συνήθως, όταν

Διαβάστε περισσότερα

Οι κύριοι παράγοντες που οδηγούν στην γένεση του πετρελαίου, είναι οι ακόλουθοι:

Οι κύριοι παράγοντες που οδηγούν στην γένεση του πετρελαίου, είναι οι ακόλουθοι: ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΩΝ Στόχος και σκοπός: Η ανάλυση στρωματογραφικών και παλαιογεωγραφικών δεδομένων βάση την Ανάλυση Ιζηματογενών Λεκανών, τη Στρωματογραφία Ακολουθιών και τη γεωχημική ανάλυση επιλεγμένων

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 3: Ορυκτοί Υδρογονάνθρακες 7/3/2016. Ποιοι είναι οι ορυκτοί HC. Ποιοι θαλάσσιοι οργανισμοί. Τι είναι ορυκτός υδρογονάνθρακας (HC)

Κεφάλαιο 3: Ορυκτοί Υδρογονάνθρακες 7/3/2016. Ποιοι είναι οι ορυκτοί HC. Ποιοι θαλάσσιοι οργανισμοί. Τι είναι ορυκτός υδρογονάνθρακας (HC) Ενεργειακές Πηγές & Ενεργειακές Πρώτες Ύλες Ποιοι είναι οι ορυκτοί HC Οι συνηθέστεροι είναι: Κεφάλαιο 3: Το αργό πετρέλαιο Το φυσικό αέριο Ορυκτοί Υδρογονάνθρακες ΑΛΛΑ στη φύση απαντάται και μια σειρά

Διαβάστε περισσότερα

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες Ωκεανοί Το νερό καλύπτει τα δύο τρίτα της γης και το 97% όλου του κόσµου υ και είναι κατοικία εκατοµµυρίων γοητευτικών πλασµάτων. Οι ωκεανοί δηµιουργήθηκαν

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Για τη διευκόλυνση των σπουδαστών στη μελέτη τους και την καλύτερη κατανόηση των κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο ΓΕΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Σημείωση: Το βιβλίο καλύπτει την ύλη

Διαβάστε περισσότερα

Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος

Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος Δρ. Γεώργιος Ζαΐμης Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος Κύριες διαδικασίες: 1) Αποσάθρωση 1) Μετακίνηση Έκπλυση

Διαβάστε περισσότερα

Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά

Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά Ε ΑΦΟΣ Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Έδαφος Το έδαφος σχηµατίζεται από τα προϊόντα της αποσάθρωσης των πετρωµάτων του υποβάθρου (µητρικό πέτρωµα) ή των πετρωµάτων τω γειτονικών

Διαβάστε περισσότερα

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση Δασική Εδαφολογία Εδαφογένεση Σχηματισμός της στερεάς φάσης του εδάφους Η στερεά φάση του εδάφους σχηματίζεται από τα προϊόντα της αποσύνθεσης των φυτικών και ζωικών υπολειμμάτων μαζί με τα προϊόντα της

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΗ ΧΗΜΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ

ΦΥΣΙΚΗ ΧΗΜΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΙΚΗ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ Αρχές και έννοιες της Ωκεανογραφίας, με ιδιαίτερη έμφαση στις φυσικές διεργασίες των ωκεάνιων συστημάτων. Φυσικές ιδιότητες και οι φυσικές παράμετροι του θαλασσινού νερού, και χωροχρονικές

Διαβάστε περισσότερα

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία iv. Παράκτια Γεωμορφολογία Η παράκτια ζώνη περιλαμβάνει, τόσο το υποθαλάσσιο τμήμα της ακτής, μέχρι το βάθος όπου τα ιζήματα υπόκεινται σε περιορισμένη μεταφορά εξαιτίας της δράσης των κυμάτων, όσο και

Διαβάστε περισσότερα

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ 2. 2.1 ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται συνοπτικά το Γεωλογικό-Σεισμοτεκτονικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής του Π.Σ. Βόλου - Ν.Ιωνίας. Η ευρύτερη περιοχή της πόλης του

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Ενότητα 11: Περιβάλλοντα ιζηματογένεσης- Δελταϊκά περιβάλλοντα Δρ. Αβραμίδης Παύλος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Ενότητα 11: Περιβάλλοντα ιζηματογένεσης- Δελταϊκά περιβάλλοντα Δρ. Αβραμίδης Παύλος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ Ενότητα 11: Περιβάλλοντα ιζηματογένεσης- Δελταϊκά περιβάλλοντα Δρ. Αβραμίδης Παύλος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Σκοποί ενότητας Στην ενότητα αυτή οι φοιτητές εισάγονται στον τρόπο

Διαβάστε περισσότερα

Τα ποτάμια και οι λίμνες της Ελλάδας. Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός

Τα ποτάμια και οι λίμνες της Ελλάδας. Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός Τα ποτάμια και οι λίμνες της Ελλάδας Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός Ποτάμι είναι το ρεύμα γλυκού νερού που κινείται από τα ψηλότερα (πηγές) προς τα χαμηλότερα μέρη της επιφάνειας της Γης (πεδινά) και

Διαβάστε περισσότερα

Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες

Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες Tεχνικο οικονομικοί παράγοντες για την αξιολόγηση της οικονομικότητας των γεωθερμικών χρήσεων και της «αξίας» του ενεργειακού προϊόντος: η θερμοκρασία, η παροχή

Διαβάστε περισσότερα

Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου

Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου Κεφάλαιο 11 ο : Η ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου Στο κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούμε με τις δευτερογενείς μορφές του αναγλύφου που προκύπτουν από τη δράση της

Διαβάστε περισσότερα

Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών. Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση

Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών. Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση Ηλίας Χατζηθεοδωρίδης, 2011 Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση Αποσάθρωση (weathering) προϋπαρχόντων

Διαβάστε περισσότερα

Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ

Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ Αποσάθρωση Ονομάζουμε τις μεταβολές στο μέγεθος, σχήμα και την εσωτερική δομή και χημική σύσταση τις οποίες δέχεται η στερεά φάση του εδάφους με την επίδραση των παραγόντων

Διαβάστε περισσότερα

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Οι οργανισμοί αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους σε πολλά επίπεδα στα πλαίσια ενός οικοσυστήματος Οι φυσικές

Διαβάστε περισσότερα

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο /Ελληνικός χώρος Τα ελληνικά βουνά (και γενικότερα οι ορεινοί όγκοι της

Διαβάστε περισσότερα

6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O 6 + 6 O2

6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O 6 + 6 O2 78 ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ ΥΔΑΤΙΝΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΦΥΤΙΚΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ (μακροφύκη φυτοπλαγκτόν) ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠAΡΑΓΩΓΟΙ ( μετατρέπουν ανόργανα συστατικά σε οργανικές ενώσεις ) φωτοσύνθεση 6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12

Διαβάστε περισσότερα

1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΟΚΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ 2. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΝΕΡΟΥ 3. ΚΥΡΙΑ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ 4. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 5.

1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΟΚΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ 2. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΝΕΡΟΥ 3. ΚΥΡΙΑ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ 4. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 5. 1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΟΚΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ 2. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΝΕΡΟΥ 3. ΚΥΡΙΑ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ 4. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 5. ΒΙΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 1 Σχηματισμός μέσα σε λεκάνες απόθεσης κυρίως στη θάλασσα Θαλάσσια

Διαβάστε περισσότερα

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ- ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΙΖΗΜΑΤΩΝ. Αριάδνη Αργυράκη

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ- ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΙΖΗΜΑΤΩΝ. Αριάδνη Αργυράκη 1 ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ- ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΙΖΗΜΑΤΩΝ Αριάδνη Αργυράκη Περιεχόμενα 2 1. Σύσταση του θαλάσσιου νερού και παράγοντες ελέγχου συγκέντρωσης στοιχείων 2. Συντηρητικά, ανακυκλώσιμα (θρεπτικά), προσροφημένα

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ

ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ Ο.ΑΝ.Α.Κ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ Σ.Ν. ΠΑΡΙΤΣΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΙΟΥΝΙΟΣ 2001

Διαβάστε περισσότερα

Η σημασία του θείου για τους υδρόβιους οργανισμούς?

Η σημασία του θείου για τους υδρόβιους οργανισμούς? ΘΕΙΟ (S) 26 Η σημασία του θείου για τους υδρόβιους οργανισμούς? σημαντικό στοιχείο στη δομή των πρωτεϊνών (*) συνήθως δεν δρα ως περιοριστικός παράγοντας στην ανάπτυξη και την κατανομή των οργανισμών στα

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Ενότητα 7: Περιβάλλοντα Ιζηματογένεσης- Αλλουβιακά ριπίδια. Δρ. Αβραμίδης Παύλος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Ενότητα 7: Περιβάλλοντα Ιζηματογένεσης- Αλλουβιακά ριπίδια. Δρ. Αβραμίδης Παύλος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ Ενότητα 7: Περιβάλλοντα Ιζηματογένεσης- Αλλουβιακά ριπίδια Δρ. Αβραμίδης Παύλος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Σκοποί ενότητας Στην παρούσα ενότητα παρουσιάζεται ένα από τα πιο σημαντικά

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 2: Γαιάνθρακες (Ορυκτοί Άνθρακες)

Κεφάλαιο 2: Γαιάνθρακες (Ορυκτοί Άνθρακες) Ενεργειακές Πηγές & Ενεργειακές Πρώτες Ύλες Κεφάλαιο 2: Γαιάνθρακες (Ορυκτοί Άνθρακες) Κίμων Χρηστάνης Τομέας Ορυκτών Πρώτων Υλών Τμήμα Γεωλογίας Πανεπιστήμιο Πατρών christan@upatras.gr Τι είναι τύρφη

Διαβάστε περισσότερα

Τύποι χωμάτινων φραγμάτων (α) Με διάφραγμα (β) Ομογενή (γ) Ετερογενή ή κατά ζώνες

Τύποι χωμάτινων φραγμάτων (α) Με διάφραγμα (β) Ομογενή (γ) Ετερογενή ή κατά ζώνες Χωμάτινα Φράγματα Κατασκευάζονται με γαιώδη υλικά που διατηρούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους Αντλούν την αντοχή τους από την τοποθέτηση, το συντελεστή εσωτερικής τριβής και τη συνάφειά τους. Παρά τη

Διαβάστε περισσότερα

Βασικές μέθοδοι στρωματογραφίας

Βασικές μέθοδοι στρωματογραφίας Βασικές μέθοδοι στρωματογραφίας ΛΙΘΟΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΒΙΟΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΡΟΝΟΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Μαγνητοστρωματογραφία Σεισμική στρωματογραφία ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ Παραλληλισμός στρωμάτων από περιοχή σε περιοχή με στόχο

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Κύρια είδη ιζηµατογενών πετρωµάτων Tα ιζηµατογενή πετρώµατα σχηµατίζονται από τα υλικά αποσάθρωσης όλων των πετρωµάτων, που βρίσκονται στην επιφάνεια της γης κάτω

Διαβάστε περισσότερα

Διδακτέα ύλη μέχρι

Διδακτέα ύλη μέχρι 7Ο ΓΕΛ Πειραιά Α Λυκείου Σχολικό έτος 2017-18 ΓΕΩΛΟΓΙΑ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ (μάθημα επιλογής) Διδακτέα ύλη μέχρι 18-12-2017 Α ΤΑΞΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Η διδακτέα ύλη για το μάθημα επιλογής «ΓΕΩΛΟΓΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

Εικ.IV.7: Μορφές Κυψελοειδούς αποσάθρωσης στη Νάξο, στην περιοχή της Στελίδας.

Εικ.IV.7: Μορφές Κυψελοειδούς αποσάθρωσης στη Νάξο, στην περιοχή της Στελίδας. ii. Μορφές Διάβρωσης 1. Μορφές Κυψελοειδούς Αποσάθρωσης-Tafoni Ο όρος Tafoni θεσπίστηκε ως γεωμορφολογικός από τον A. Penck (1894), εξαιτίας των γεωμορφών σε περιοχή της Κορσικής, που φέρει το όνομα αυτό.

Διαβάστε περισσότερα

Ποτάµια ράση ΠΟΤΑΜΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ. Ποτάµια ιάβρωση. Ποτάµια Μεταφορά. Ποτάµια Απόθεση. Βασικό επίπεδο

Ποτάµια ράση ΠΟΤΑΜΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ. Ποτάµια ιάβρωση. Ποτάµια Μεταφορά. Ποτάµια Απόθεση. Βασικό επίπεδο ΠΟΤΑΜΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Η µορφολογία του επιφανειακού αναγλύφου που έχει δηµιουργηθεί από δράση του τρεχούµενου νερού ονοµάζεται ποτάµια µορφολογία. Οι διεργασίες δηµιουργίας της ονοµάζονται ποτάµιες διεργασίες

Διαβάστε περισσότερα

Ποτάμια Υδραυλική και Τεχνικά Έργα

Ποτάμια Υδραυλική και Τεχνικά Έργα Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών Εργαστήριο Υδρολογίας και Υδραυλικών Έργων Ποτάμια Υδραυλική και Τεχνικά Έργα Κεφάλαιο 10 ο : Απόθεση φερτών υλών Φώτιος Π. Μάρης Αναπλ. Καθηγητής Αίτια και

Διαβάστε περισσότερα

ΣΙΔΗΡΟΥΧΑ ΙΖΗΜΑΤΑ & ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ

ΣΙΔΗΡΟΥΧΑ ΙΖΗΜΑΤΑ & ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ 1 ΣΙΔΗΡΟΥΧΑ ΙΖΗΜΑΤΑ & ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ Σημασία σιδήρου στο επιφανειακό περιβάλλον 2 Το αφθονότερο στοιχείο στον πλανήτη και το 4 ο σε αφθονία στο φλοιό (5% κ.β.) Ρόλος κλειδί σε επιφανειακές και βιολογικές

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ: Περιβαλλοντικά Συστήματα

ΜΑΘΗΜΑ: Περιβαλλοντικά Συστήματα ΜΑΘΗΜΑ: Περιβαλλοντικά Συστήματα ΔΙΔΑΣΚΩΝ: Καθ. Γεώργιος Χαραλαμπίδης ΤΜΗΜΑ: Μηχανικών Περιβάλλοντος & Μηχανικών Αντιρρύπανσης 1 Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative

Διαβάστε περισσότερα

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Οι οργανισμοί αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους σε πολλά επίπεδα στα πλαίσια ενός οικοσυστήματος Οι φυσικές

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Δρ Γεώργιος Μιγκίρος

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Δρ Γεώργιος Μιγκίρος ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΕΞΩΜΑΛΥΝΣΗ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ Δρ Γεώργιος Μιγκίρος Καθηγητής Γεωλογίας ΓΠΑ Ο πλανήτης Γη έτσι όπως φωτογραφήθηκε το 1972 από τους αστροναύτες του Απόλλωνα 17 στην πορεία τους για τη σελήνη. Η

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Ενότητα 5: Δευτερογενής Διασπορά, Κυριότερες γεωχημικές μεθόδοι Αναζήτησης Κοιτασμάτων, Σχεδιασμός και δειγματοληψία Χαραλαμπίδης Γεώργιος Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος και Μηχανικών

Διαβάστε περισσότερα

ΧΗΜΙΚΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Σ' όλα τα επίπεδα και σ' όλα τα περιβάλλοντα, η χηµική αποσάθρωση εξαρτάται οπό την παρουσία νερού καθώς και των στερεών και αερίων

ΧΗΜΙΚΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Σ' όλα τα επίπεδα και σ' όλα τα περιβάλλοντα, η χηµική αποσάθρωση εξαρτάται οπό την παρουσία νερού καθώς και των στερεών και αερίων ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Η αποσάθρωση ορίζεται σαν η διάσπαση και η εξαλλοίωση των υλικών κοντά στην επιφάνεια της Γης, µε τοσχηµατισµό προιόντων που είναι σχεδόν σε ισορροπία µε τηνατµόσφαιρα, την υδρόσφαιρα και τη

Διαβάστε περισσότερα

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία. Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία. Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Σκοποί ενότητας Σκοπός της ενότητας είναι η εξοικείωση με τους κλάδους της ιστορικής γεωλογίας.

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Ενότητα 9: Περιβάλλοντα ιζηματογένεσης Ποτάμια 1. Δρ. Αβραμίδης Παύλος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Ενότητα 9: Περιβάλλοντα ιζηματογένεσης Ποτάμια 1. Δρ. Αβραμίδης Παύλος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ Ενότητα 9: Περιβάλλοντα ιζηματογένεσης Ποτάμια 1 Δρ. Αβραμίδης Παύλος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Σκοποί ενότητας Στην ενότητα αυτή, οι φοιτητές εισάγονται στις διαδικασίες και

Διαβάστε περισσότερα

Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς

Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς Habitat: κυρίαρχη μορφή, γύρω από την οποία αναπτύσσεται ένας οικότοπος Χλωρίδα (π.χ. φυτό-φύκος) Πανίδα (π.χ. ύφαλος διθύρων) Γεωλογική μορφή (π.χ.

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΜΜΑΤΩΝ ΜΕΡΟΣ Α. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΜΜΑΤΩΝ ΜΕΡΟΣ Α. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΜΜΑΤΩΝ ΜΕΡΟΣ Α ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ Παραγωγή Διάφορα χειμαρρικά φαινόμενα Κυρίως χώρο λεκάνης απορροής Κλίμα επιδρά στο γεωλογικό, συνάρτηση

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντικά Συστήματα Ενότητα 8: Οικοσυστήματα (II)

Περιβαλλοντικά Συστήματα Ενότητα 8: Οικοσυστήματα (II) Περιβαλλοντικά Συστήματα Ενότητα 8: Οικοσυστήματα (II) Χαραλαμπίδης Γεώργιος Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος και Μηχανικών Αντιρρύπανσης Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης

Διαβάστε περισσότερα

Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών

Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών 30-12-2014 EVA PAPASTERGIADOU Ανακύκλωση των Θρεπτικών είναι η χρησιμοποίηση, ο μετασχηματισμός, η διακίνηση & η επαναχρησιμοποίηση των θρεπτικών στοιχείων στα οικοσυστήματα

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Ενότητα 8: Περιβάλλοντα ιζηματογένεσης-λίμνες Δρ. Αβραμίδης Παύλος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Ενότητα 8: Περιβάλλοντα ιζηματογένεσης-λίμνες Δρ. Αβραμίδης Παύλος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ Ενότητα 8: Περιβάλλοντα ιζηματογένεσης-λίμνες Δρ. Αβραμίδης Παύλος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Σκοποί ενότητας Στην ενότητα αυτή παρουσιάζονται τα βασικά χαρακτηριστικά των λιμναίων

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χλωρίδα και Πανίδα ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ Ερωτήσεις της µορφής σωστό-λάθος Σηµειώστε αν είναι σωστή ή λάθος καθεµιά από τις παρακάτω προτάσεις περιβάλλοντας µε ένα κύκλο το αντίστοιχο

Διαβάστε περισσότερα

Υλικά και τρόπος κατασκευής χωμάτινων φραγμάτων

Υλικά και τρόπος κατασκευής χωμάτινων φραγμάτων Τμήμα Δασολογίας & Διαχείρισης Περιβάλλοντος & Φυσικών Πόρων Εργαστήριο Διευθέτησης Ορεινών Υδάτων και Διαχείρισης Κινδύνου Προπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών Υλικά και τρόπος κατασκευής χωμάτινων φραγμάτων

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Τ Μ Η Μ Α Γ Ε Ω Γ Ρ Α Φ Ι Α Σ ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, 70 17671 ΚΑΛΛΙΘΕΑ-ΤΗΛ: 210-9549151 FAX: 210-9514759 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ E ΕΞΑΜΗΝΟ ΑΣΚΗΣΗ 3 ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ ΝΕΡΟΥ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Η εφαρμογή των γεωλογικών πληροφοριών σε ολόκληρο το φάσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων και του φυσικού τους περιβάλλοντος Η περιβαλλοντική γεωλογία είναι εφαρμοσμένη

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra)

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra) Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra) Δίνονται αεροφωτογραφίες για στερεοσκοπική παρατήρηση. Ο βορράς είναι προσανατολισμένος προς τα πάνω κατά την ανάγνωση των γραμμάτων και των αριθμών. Ερωτήσεις:

Διαβάστε περισσότερα

Γεωχημεία. Ενότητα 2: Γεωχημικές διεργασίες στην επιφάνεια της γης. Αριάδνη Αργυράκη Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος

Γεωχημεία. Ενότητα 2: Γεωχημικές διεργασίες στην επιφάνεια της γης. Αριάδνη Αργυράκη Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Γεωχημεία Ενότητα 2: Γεωχημικές διεργασίες στην επιφάνεια της γης Αριάδνη Αργυράκη Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Γεωχημικές διεργασίες στην επιφάνεια της γης Γεωχημεία ορυκτών

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Βιογεωχημικός κύκλος

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Βιογεωχημικός κύκλος ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Βιογεωχημικός κύκλος ενός στοιχείου είναι, η επαναλαμβανόμενη κυκλική πορεία του στοιχείου στο οικοσύστημα. Οι βιογεωχημικοί κύκλοι, πραγματοποιούνται με την βοήθεια, βιολογικών, γεωλογικών

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη Οι υδρίτες (εικ. 1) είναι χημικές ενώσεις που ανήκουν στους κλειθρίτες, δηλαδή

Διαβάστε περισσότερα

Η ατμόσφαιρα και η δομή της

Η ατμόσφαιρα και η δομή της 1 Η ατμόσφαιρα και η δομή της Ατμόσφαιρα λέγεται το αεριώδες στρώμα που περιβάλλει τη γη και το οποίο την ακολουθεί στο σύνολο των κινήσεών της. 1.1 Έκταση της ατμόσφαιρας της γης Το ύψος στο οποίο φθάνει

Διαβάστε περισσότερα

1. Το φαινόµενο El Niño

1. Το φαινόµενο El Niño 1. Το φαινόµενο El Niño Με την λέξη Ελ Νίνιο, προσφωνούν οι Ισπανόφωνοι το Θείο Βρέφος. Η ίδια λέξη χρησιµοποιείται για να εκφράσει µια µεταβολή του καιρού στις ακτές του Περού, που εµφανίζεται εδώ και

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΗΣ Κεφάλαιο 5 ο : Οικοσυστήµατα ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΗΣ Η µελέτη των αλληλεπιδράσεων µεταξύ των µορφών ζωής και του περιβάλλοντός τους είναι η επιστήµη της οικολογίας. Το οικολογικό σύστηµα των οργανισµών και

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ II ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ βασική απαίτηση η επαρκής γνώση των επιμέρους στοιχείων - πληροφοριών σχετικά με: Φύση τεχνικά χαρακτηριστικά

Διαβάστε περισσότερα

ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ E ΕΞΑΜΗΝΟ

ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ E ΕΞΑΜΗΝΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ E ΕΞΑΜΗΝΟ Θαλάσσια ρεύματα και Ωκεάνια κυκλοφορία Οι θαλάσσιες μάζες δεν είναι σταθερές ΑΙΤΙΑ: Υπάρχει (αλληλ)επίδραση με την ατμόσφαιρα (π.χ., ο άνεμος ασκεί τριβή στην επιφάνεια της θάλασσας,

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΩΧΗΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΠΙΤΣΙΔΙΑ ΣΤΗ ΝΟΤΙΟ-ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΩΧΗΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΠΙΤΣΙΔΙΑ ΣΤΗ ΝΟΤΙΟ-ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΡΗΤΗ 033 Πανεπιστήμιο Πατρών Τομέας Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Εργαστήριο Ιζηματολογίας ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΩΧΗΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΠΙΤΣΙΔΙΑ ΣΤΗ ΝΟΤΙΟ-ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ 1 ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ Μάθημα 1: Οι έννοιες και θέση 1. Τι ονομάζεται σχετική θέση ενός τόπου; Να δοθεί ένα παράδειγμα. Πότε ο προσδιορισμός της σχετικής θέσης

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ. Αριάδνη Αργυράκη

ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ. Αριάδνη Αργυράκη ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ Αριάδνη Αργυράκη Περιεχόμενα 2 1. ΟΡΙΣΜΟΣ- ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΔΙΑΓΕΝΕΣΗΣ 2. ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ 3. ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ 4. ΔΙΑΓΕΝΕΣΗ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΠΗΛΟΥ ΔΙΑΓΕΝΕΣΗ / ΟΡΙΣΜΟΣ & ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ. Aτµόσφαιρα της Γης - Η σύνθεση της ατµόσφαιρας Προέλευση του Οξυγόνου - Προέλευση του Οξυγόνου

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ. Aτµόσφαιρα της Γης - Η σύνθεση της ατµόσφαιρας Προέλευση του Οξυγόνου - Προέλευση του Οξυγόνου ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ Aτµόσφαιρα της Γης - Η σύνθεση της ατµόσφαιρας Προέλευση του Οξυγόνου - Προέλευση του Οξυγόνου ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Aτµόσφαιρα της Γης Ατµόσφαιρα είναι η αεριώδης µάζα η οποία περιβάλλει

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΒΡΑΑΜ ΖΕΛΗΛΙΔΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΒΡΑΑΜ ΖΕΛΗΛΙΔΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «Συνθήκες ιζηματογένεσης και παλαιογεωγραφική εξέλιξη των ιζημάτων της τομής Φανερωμένη σε σχέση

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» «Θαλάσσια Ιζήματα» Άσκηση 5

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» «Θαλάσσια Ιζήματα» Άσκηση 5 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» «Θαλάσσια Ιζήματα» Άσκηση 5 Ιζήματα Τα ιζήματα είναι ανόργανοι και οργανικοί κόκκοι διαφόρων μεγεθών, οι οποίοι καθιζάνουν διαμέσου της υδάτινης στήλης και αποτίθονται

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΑ -ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΤΗΣΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ

ΙΖΗΜΑΤΑ -ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΤΗΣΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΙΖΗΜΑΤΑ - ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΙΖΗΜΑΤΩΝ ΚΥΚΛΟΣ ΝΕΡΟΥ Αρχικός µηχανισµός: ιάβρωση των Πετρωµάτων ανάντη των φραγµάτων. Ορισµός ιάβρωσης ιάβρωση = Η αποκόλληση και µετακίνηση σωµατιδίων πετρώµατος

Διαβάστε περισσότερα

Stratigraphy Στρωματογραφία

Stratigraphy Στρωματογραφία Stratigraphy Στρωματογραφία τι είναι η στρωματογραφία? είναι ο κλάδος της γεωλογίας που ασχολείται με την μελέτη των στρωμένων πετρωμάτων στον χώρο και στο χρόνο. branch of geology dealing with stratified

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Σε αντίθεση με τις θάλασσες, το νερό των ποταμών δεν περιέχει σχεδόν καθόλου αλάτι - γι' αυτό το λέμε γλυκό νερό.

Σε αντίθεση με τις θάλασσες, το νερό των ποταμών δεν περιέχει σχεδόν καθόλου αλάτι - γι' αυτό το λέμε γλυκό νερό. Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Καστρίου 2013 Tι είναι τα ποτάμια; Τα ποτάμια είναι φυσικά ρεύματα νερού. Δημιουργούνται από το νερό των βροχών και των λιωμένων πάγων, που κατεβαίνει από πιο ψηλές περιοχές

Διαβάστε περισσότερα

2 ο Κεφάλαιο: Πετρέλαιο - Υδρογονάνθρακες

2 ο Κεφάλαιο: Πετρέλαιο - Υδρογονάνθρακες 2 ο Κεφάλαιο: Πετρέλαιο - Υδρογονάνθρακες Δημήτρης Παπαδόπουλος, χημικός Βύρωνας, 2015 Καύσιμα - καύση Τα καύσιμα είναι υλικά που, όταν καίγονται, αποδίδουν σημαντικά και εκμεταλλεύσιμα ποσά θερμότητας.

Διαβάστε περισσότερα

Στοιχεία Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας. Μαρία Γεραγά Γεώργιος Ηλιόπουλος

Στοιχεία Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας. Μαρία Γεραγά Γεώργιος Ηλιόπουλος Στοιχεία Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας Μαρία Γεραγά Γεώργιος Ηλιόπουλος Ατμόσφαιρα Μοναδική μεταξύ των πλανητών Λόγω βαρύτητας Απορροφά ανεπιθύμητα φάσματα ακτινοβολίας Επιδρά στους ωκεανούς και χέρσο

Διαβάστε περισσότερα

Ισορροπία στη σύσταση αέριων συστατικών

Ισορροπία στη σύσταση αέριων συστατικών Ισορροπία στη σύσταση αέριων συστατικών Για κάθε αέριο υπάρχουν μηχανισμοί παραγωγής και καταστροφής Ρυθμός μεταβολής ενός αερίου = ρυθμός παραγωγής ρυθμός καταστροφής Όταν: ρυθμός παραγωγής = ρυθμός καταστροφής

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ. Κυριζάκη Χριστίνα ΑΜ: Διδάσκων Καρκάνης Αναστάσιος

ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ. Κυριζάκη Χριστίνα ΑΜ: Διδάσκων Καρκάνης Αναστάσιος ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ Κυριζάκη Χριστίνα ΑΜ:151058 Διδάσκων Καρκάνης Αναστάσιος Εισαγωγικά στοιχεία Καύσιμο αέριο μείγμα H/C κυρίως μεθάνιο (CH4) Αλκάλια: αιθάνιο, προπάνιο, βουτάνιο Άλλες ενώσεις και στοιχεία:

Διαβάστε περισσότερα

ΚΥΚΛΟΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ. Η ύλη που υπάρχει διαθέσιμη στη βιόσφαιρα είναι περιορισμένη. Ενώσεις και στοιχεία όπως:

ΚΥΚΛΟΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ. Η ύλη που υπάρχει διαθέσιμη στη βιόσφαιρα είναι περιορισμένη. Ενώσεις και στοιχεία όπως: ΚΥΚΛΟΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ Η ύλη που υπάρχει διαθέσιμη στη βιόσφαιρα είναι περιορισμένη. Ενώσεις και στοιχεία όπως: Το νερό (Η 2 Ο) Το οξυγόνο (Ο 2 ) Ο άνθρακας (C) Το άζωτο (N 2 ) Το θείο (S) Οφώσφορος(P) κυκλοφορούν

Διαβάστε περισσότερα

Θαλάσσια ιζήματα_2. (συνέχεια...)

Θαλάσσια ιζήματα_2. (συνέχεια...) Θαλάσσια ιζήματα_2 (συνέχεια...) Τα υδρογενή ή αυθιγενή ιζήματα σχηματίζονται από την καθίζηση χημικών στοιχείων ή ενώσεων, τα οποία εξέρχονται της διαλελυμένης φάσης τους στην υδάτινη στήλη. κόνδυλοι

Διαβάστε περισσότερα

γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ)

γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ) γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ) Α Κεφ. αβιοτικό κάθε στοιχείο που δεν έχει ζωή 4 αιολική διάβρωση Η διάβρωση που οφείλεται στον άνεμο 5 ακρωτήριο ακτογραμμή

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Α ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΥΠΕΔΑΦΟΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΓΙΑ: ΘΕΡΜΑΝΣΗ & ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΑΤΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ

ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Α ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΥΠΕΔΑΦΟΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΓΙΑ: ΘΕΡΜΑΝΣΗ & ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΑΤΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Α ΓΕΩΘΕΡΜΙΑ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΥΠΕΔΑΦΟΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΓΙΑ: ΘΕΡΜΑΝΣΗ & ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΑΤΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ 1 ΓΕΩΘΕΡΜΙΑ : πώς γίνεται αντιληπτή στην επιφάνεια

Διαβάστε περισσότερα

ΣΙΔΗΡΟΥΧΑ & ΚΛΑΣΤΙΚΑ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΙΖΗΜΑΤΑ. Αριάδνη Αργυράκη

ΣΙΔΗΡΟΥΧΑ & ΚΛΑΣΤΙΚΑ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΙΖΗΜΑΤΑ. Αριάδνη Αργυράκη 1 ΣΙΔΗΡΟΥΧΑ & ΚΛΑΣΤΙΚΑ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΙΖΗΜΑΤΑ Αριάδνη Αργυράκη Περιεχόμενα 2 Χαρακτηριστικά και ορυκτολογία σιδηρούχων ιζημάτων Διεργασίες FeR και SR Ταινιωτοί σιδηρούχοι σχηματισμοί (BIF) Λεπτόκοκκα κλαστικά

Διαβάστε περισσότερα

Φυσικό Περιβάλλον ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

Φυσικό Περιβάλλον ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Κεφάλαιο 1 ο : Εισαγωγή ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Φυσική Γεωγραφία ονοµάζουµε την επιστήµη που µελετά το σύνολο των φυσικών διεργασιών που συµβαίνουν στην επιφάνεια της γης και διαµορφώνουν τις φυσικές ιδιότητες

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΘΕΡΜΙΑ ΕΝΑΣ ΦΥΣΙΚΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ

ΓΕΩΘΕΡΜΙΑ ΕΝΑΣ ΦΥΣΙΚΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΓΕΩΘΕΡΜΙΑ ΕΝΑΣ ΦΥΣΙΚΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΟ ΠΕΔΙΟ ΕΡΑΤΕΙΝΟΥ-ΔΗΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΡΑΤΕΙΝΟΥ- ΠΕΤΡΟΠΗΓΗΣ-ΠΟΝΤΟΛΙΒΑΔΟΥ Ο όρος Γεωθερμία σημαίνει θερμότητα από τη Γη, επομένως η γεωθερμική

Διαβάστε περισσότερα

Tαξινόμηση υδρορρεύματος

Tαξινόμηση υδρορρεύματος Tαξινόμηση υδρορρεύματος Αποτελεί μια ευρέως εφαρμοσμένη μέθοδο χαρακτηρισμού των υδρορρευμάτων που βασίζεται στην προϋπόθεση ότι ο αριθμός ταξινόμησης έχει κάποια σχέση με το μέγεθος της περιοχής τροφοδοσίας

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΡΟΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Γεωλογείν περί Σεισμών...3. 2. Λιθοσφαιρικές πλάκες στον Ελληνικό χώρο... 15. 3. Κλάδοι της Γεωλογίας των σεισμών...

ΜΕΡΟΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Γεωλογείν περί Σεισμών...3. 2. Λιθοσφαιρικές πλάκες στον Ελληνικό χώρο... 15. 3. Κλάδοι της Γεωλογίας των σεισμών... ΜΕΡΟΣ 1 1. Γεωλογείν περί Σεισμών....................................3 1.1. Σεισμοί και Γεωλογία....................................................3 1.2. Γιατί μελετάμε τους σεισμούς...........................................

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ Η ΡΟΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ Η ροή του νερού μεταξύ των άλλων καθορίζει τη ζωή και τις λειτουργίες των έμβιων οργανισμών στο ποτάμι. Διαμορφώνει το σχήμα του σώματός τους, τους

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται ΜΑΘΗΜΑ 1 Π. Γ Κ Ι Ν Η Σ 1. Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται 2. Να μπορείς να δώσεις την σχετική γεωγραφική θέση ενός τόπου χρησιμοποιώντας τους όρους

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντικά Συστήματα Ενότητα 7: Οικοσυστήματα (I)

Περιβαλλοντικά Συστήματα Ενότητα 7: Οικοσυστήματα (I) Περιβαλλοντικά Συστήματα Ενότητα 7: Οικοσυστήματα (I) Χαραλαμπίδης Γεώργιος Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος και Μηχανικών Αντιρρύπανσης Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης

Διαβάστε περισσότερα

«ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ» ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ. Δρ. Γεώργιος Μαντάνης Εργαστήριο Τεχνολογίας Ξύλου Τμήμα Σχεδιασμού & Τεχνολογίας Ξύλου & Επίπλου

«ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ» ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ. Δρ. Γεώργιος Μαντάνης Εργαστήριο Τεχνολογίας Ξύλου Τμήμα Σχεδιασμού & Τεχνολογίας Ξύλου & Επίπλου «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ» ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ Δρ. Γεώργιος Μαντάνης Εργαστήριο Τεχνολογίας Ξύλου Τμήμα Σχεδιασμού & Τεχνολογίας Ξύλου & Επίπλου ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΥΣΤΑΣΗ ΞΥΛΟΥ ΣΕ ΔΟΜΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ

Διαβάστε περισσότερα

Yarlung Tsangpo River, Tibet. Πηγή: Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017

Yarlung Tsangpo River, Tibet. Πηγή:  Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017 Yarlung Tsangpo River, Tibet Ιωάννης Μ. Τσόδουλος Δρ. Γεωλόγος Πηγή: http://photojournal.jpl.nasa.gov/catalog/pia03708 Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017 Ποτάμια γεωμορφολογία Τύποι υδρογραφικών

Διαβάστε περισσότερα

Το νερό στο φυσικό περιβάλλον συνθέτει την υδρόσφαιρα. Αυτή θα μελετήσουμε στα επόμενα μαθήματα.

Το νερό στο φυσικό περιβάλλον συνθέτει την υδρόσφαιρα. Αυτή θα μελετήσουμε στα επόμενα μαθήματα. Το νερό στο φυσικό περιβάλλον συνθέτει την υδρόσφαιρα. Αυτή θα μελετήσουμε στα επόμενα μαθήματα. 1 Είναι η σταθερή και αδιάκοπη κίνηση του νερού από την ατμόσφαιρα στην επιφάνεια της Γης, στο υπέδαφος

Διαβάστε περισσότερα

Εδαφοκλιματικό Σύστημα και Άμπελος

Εδαφοκλιματικό Σύστημα και Άμπελος Εδαφοκλιματικό Σύστημα και Άμπελος Δολαπτσόγλου Χριστίνα ΤΕΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΟΤΩΝ ΔΡΑΜΑ 2019 Chr. Dolaptsoglou Οργανική ουσία είναι όλα τα οργανικά υπολείμματα

Διαβάστε περισσότερα

Έδαφος. Οι ιδιότητες και η σημασία του

Έδαφος. Οι ιδιότητες και η σημασία του Έδαφος Οι ιδιότητες και η σημασία του ΕΔΑΦΟΣ : Είναι το χαλαρό επιφανειακό στρώμα του στερεού φλοιού της γης. ΕΔΑΦΟΓΕΝΕΣΗ: Το έδαφος σχηματίζεται από την αποσάθρωση των μητρικών πετρωμάτων με την επίδραση

Διαβάστε περισσότερα

Χαρίλαος Μέγας Ελένη Φωτάκη Ελευθέριος Νεοφύτου

Χαρίλαος Μέγας Ελένη Φωτάκη Ελευθέριος Νεοφύτου Χαρίλαος Μέγας Ελένη Φωτάκη Ελευθέριος Νεοφύτου Απαντήσεις στις ερωτήσεις: Πρόλογος Το βιβλίο αυτό γράφτηκε για να βοηθήσει το μαθητή της Γ Γυμνασίου στην κατανόηση των θεμελιωδών γνώσεων της Βιολογίας

Διαβάστε περισσότερα

Κωνσταντίνος Π. (Β 2 ) ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ

Κωνσταντίνος Π. (Β 2 ) ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ Κωνσταντίνος Π. (Β 2 ) ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ Βιοενεργητική είναι ο κλάδος της Βιολογίας που μελετά τον τρόπο με τον οποίο οι οργανισμοί χρησιμοποιούν ενέργεια για να επιβιώσουν και να υλοποιήσουν τις

Διαβάστε περισσότερα

Λιθοστρωματογραφία. Αποτελεί μέθοδο έρευνας της Στρωματογραφίας που έχει σκοπό την ταξινόμηση των ΣΤΡΩΜΕΝΩΝ πετρωμάτων

Λιθοστρωματογραφία. Αποτελεί μέθοδο έρευνας της Στρωματογραφίας που έχει σκοπό την ταξινόμηση των ΣΤΡΩΜΕΝΩΝ πετρωμάτων Λιθοστρωματογραφία Αποτελεί μέθοδο έρευνας της Στρωματογραφίας που έχει σκοπό την ταξινόμηση των ΣΤΡΩΜΕΝΩΝ πετρωμάτων σε ΕΝΟΤΗΤΕΣ με βάση τα λιθολογικά τους χαρακτηριστικά (σύσταση, χρώμα, στρώσεις, υφή,

Διαβάστε περισσότερα

Εφαρμοσμένη Γεωμορφολογία - Αστική Γεωμορφολογία

Εφαρμοσμένη Γεωμορφολογία - Αστική Γεωμορφολογία Εφαρμοσμένη Γεωμορφολογία - Αστική Γεωμορφολογία Ενότητα 4: Μεταβολές στάθμης θάλασσας Νίκη Ευελπίδου Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Δείκτες µεταβολής στάθµης θάλασσας Οι

Διαβάστε περισσότερα

ΦΩΤΟΣΥΝΘΕΣΗ. Αυτότροφοι και ετερότροφοι οργανισμοί. Καρβουντζή Ηλιάνα Βιολόγος

ΦΩΤΟΣΥΝΘΕΣΗ. Αυτότροφοι και ετερότροφοι οργανισμοί. Καρβουντζή Ηλιάνα Βιολόγος ΦΩΤΟΣΥΝΘΕΣΗ Αυτότροφοι και ετερότροφοι οργανισμοί Η ζωή στον πλανήτη μας στηρίζεται στην ενέργεια του ήλιου. Η ενέργεια αυτή εκπέμπεται με τη μορφή ακτινοβολίας. Ένα πολύ μικρό μέρος αυτής της ακτινοβολίας

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ 2002 ΚΛΑΔΟΣ ΠΕ 04 ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΓΕΩΛΟΓΩΝ. EΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ «Γνωστικό Αντικείμενο: Γεωλογία»

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ 2002 ΚΛΑΔΟΣ ΠΕ 04 ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΓΕΩΛΟΓΩΝ. EΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ «Γνωστικό Αντικείμενο: Γεωλογία» ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ 2002 ΚΛΑΔΟΣ ΠΕ 04 ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΓΕΩΛΟΓΩΝ EΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ «Γνωστικό Αντικείμενο:

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Οργάνωση της ζωής βιολογικά συστήματα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Οργάνωση της ζωής βιολογικά συστήματα ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Οργάνωση της ζωής βιολογικά συστήματα 1.1 Τα μόρια της ζωής Καινούριες γνώσεις Ποια μόρια συμμετέχουν στη δομή και στις λειτουργίες των οργανισμών. Ποια είναι η σημασία του νερού για τη ζωή

Διαβάστε περισσότερα

Ορισμός το. φλψ Στάδια επεξεργασίας λυμάτων ΘΕΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΩ ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ?

Ορισμός το. φλψ Στάδια επεξεργασίας λυμάτων ΘΕΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΩ ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ? ΘΕΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΩ ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ? Ο βιολογικος καθαρισμος αφορα την επεξεργασια λυματων, δηλαδη τη διαδικασια μεσω της οποιας διαχωριζονται οι μολυσματικες ουσιες από

Διαβάστε περισσότερα

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η και αξίες των υγροτόπω 03/12/10 Εαρινό 2010 2011 Εμπλουτισμός των υπόγειων υδροφόρων στρωμάτων Ρόλο παίζουν οι φυσικές ιδιότητες του εδάφους και του γεωλογικού

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΟΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ

ΦΥΣΙΚΟΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΦΥΣΙΚΟΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΚΕΡΑΤΕΑΣ ΣΧ.ΕΤΟΣ 2013-2014 ΤΑΞΗ Β ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ Ιαματικοί φυσικοί πόροι: είναι όλα εκείνα τα γήινα φυσικά υλικά, που στην αυθεντική τους

Διαβάστε περισσότερα