Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]"

Transcript

1

2 Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

3 ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Αδικήµατα - Αγορανοµικά αδικήµατα Αριθµός απόφασης: Αγορανοµικά αδικήµατα. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά το άρθρο 30 παρ. 15 του Ν 136/1946 (Αγορανοµικού Κώδικα), τιµωρούνται µε φυλάκιση ή µε χρηµατική ποινή ή και µε τις δύο αυτές ποινές εκείνοι που παραβαίνουν τις εκδιδόµενες κατά τον Κώδικα αυτό αγορανοµικές και άλλες αστυνοµικές διατάξεις που ρυθµίζουν αγορανοµικά αντικείµενα, αν δε η παράβαση αυτή τελέσθηκε από αµέλεια επιβάλλεται φυλάκιση το πολύ έξι µηνών ή χρηµατική ποινή, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 33 του ίδιου Κώδικα. - Για να έχει η καταδικαστική, για παράβαση του ανωτέρω άρθρου 30 παρ. 15, απόφαση την επιβαλλόµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠ λόγο αναιρέσεως, απαιτείται, εκτός άλλων, να αναφέρεται σε αυτήν το είδος της υπαιτιότητας του κατηγορουµένου που γίνεται δεκτό, αν, δηλαδή, αυτός τέλεσε την πράξη από δόλο ή από αµέλεια (ΑΠ 770/2010, 551/2010, 542/2009). - Παρά το ότι το αγορανοµικό αδίκηµα που φέρεται ότι τέλεσε ο αναιρεσείων τιµωρείται και από αµέλεια, ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό της προσβαλλόµενης αποφάσεως αναφέρεται αν ο αναιρεσείων τέλεσε την ως άνω πράξη από δόλο ή από αµέλεια ούτε εκτίθενται περιστατικά, τα οποία να στηρίζουν την κρίση ότι το αδίκηµα αυτό τέλεσε ο αναιρεσείων από πρόθεση ή από αµέλεια, µε συνέπεια να µην έχει η απόφαση αυτή, την απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Συνεπώς είναι βάσιµος ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠ πρώτος λόγος της αναίρεσης. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., Ν : 136/1946, άρθ. 30, Αδικήµατα - Αγορανοµικά αδικήµατα Αριθµός απόφασης: Αγορανοµικά αδικήµατα. Εκπροσώπηση Ανώνυµης Εταιρείας. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά την ισχύουσα παρ. 1 του άρθρου 36 του Αγορανοµικού Κώδικα (Ν 136/1946), µετά την κατάργηση της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου µε το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 1401/1983, για κάθε παράβαση των διατάξεων του άνω νοµοθετικού διατάγµατος και των σε εκτέλεση αυτού διατάξεων στα αναφερόµενα ξενοδοχεία φαγητού και ύπνου, τα εστιατόρια παντός είδους, οικοτροφεία, ζαχαροπλαστεία, ζυθοπωλεία, µαγειρεία, οινοπωλεία, αρτοποιεία, αρτεργοστάσια, κρεοπωλεία και γενικώς καταστήµατα, εργοστάσια, εργαστήρια και δηµόσια κέντρα τιµωρούνται ως

4 αυτουργοί "ο κύριος της επιχειρήσεως, ο διευθυντής και ο επόπτης του εστιατορίου ή ξενοδοχείου και λοιπών άνω καταστηµάτων, εργοστασίων κλπ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 30 παρ. 15 του Ν 136/1946 µε φυλάκιση ή µε χρηµατική ποινή και µε αµφότερες τις ποινές αυτές τιµωρούνται οι οπωσδήποτε παραβαίνοντες τις εκδιδόµενες κατά το νόµον αυτόν (Αγορανοµικό Κώδικα) αγορανοµικές και άλλες αστυνοµικές διατάξεις που ρυθµίζουν αγορανοµικά αντικείµενα. Κατά δε το άρθρο 33 του Ν 136/1946 αν οι παραβάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 30, 31 και 32 ετελέσθησαν εξ αµελείας επιβάλλεται φυλάκιση το πολύ έξι µηνών ή χρηµατική ποινή. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη της επιβαλλοµένης αιτιολογίας επιτρέπεται η αλληλοσυµπλήρωση του σκεπτικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Όµως, η συµπλήρωση αυτή δεν µπορεί να φθάσει µέχρι σηµείου ολικής αναφοράς στα περιστατικά που αναγράφονται στο διατακτικό, στο οποίο ως λογικό συµπέρασµα καταχωρούνται όλα τα στοιχεία του εγκλήµατος. Σε τέτοια περίπτωση η αιτιολογία είναι εντελώς τυπική, καθόσον πρέπει να αναφέρονται στο σκεπτικό ορισµένα πραγµατικά περιστατικά που να προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και µόνον όταν συµβαίνει αυτό νοείται συµπλήρωση των από τα παρατιθέµενα στο διατακτικό αλλά και ύπαρξη στην απόφαση συλλογισµών περί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρµοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Εποµένως, στερείται της επιβαλλόµενης ανωτέρω ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας η καταδικαστική απόφαση, η οποία στο σκεπτικό της περιορίζεται σε παραποµπή στα πραγµατικά περιστατικά του διατακτικού. - Με τις παραδοχές αυτές η αιτιολογία της προσβαλλοµένης αποφάσεως δεν είναι η επιβαλλοµένη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγµατος και του ΚΠ αφού δεν διαλαµβάνει στο σκεπτικό της ως προκύψαν από την αποδεικτική διαδικασία κανένα απολύτως από τα γεγονότα που εµπίπτουν στο πραγµατικό της εφαρµοσθείσης διατάξεως του άρθρου 30 παρ. 15 Ν 136/1946 σε συνδυασµό µε το άρθρο 237 της 7/2009 Αγορανοµικής ιατάξεως που απαγορεύει την παρασκευή ή κατοχή ή µεταποίηση ή µεταφορά για κατανάλωση αγαθών, τα οποία είναι ακατάλληλα για βρώση ή µπορούν να προκαλέσουν οποιονδήποτε κίνδυνο ή βλάβη στην υγεία ανθρώπων, δηλαδή γεγονότα νοµικώς αξιόλογα που να περιλαµβάνουν πράξεις, πράγµατα, πρόσωπα, σχέσεις τόπου, χρόνου και αιτιότητας και προσιδιάζουν στη συγκεκριµένη περίπτωση. Επί πλέον δεν διαλαµβάνεται ούτε στο σκεπτικό αλλά ούτε και στο διατακτικό της αποφάσεως αυτής εάν η ήδη αναιρεσείουσα κατά τον κρίσιµο χρόνο τελέσεως της αποδιδόµενης αγορανοµικής παραβάσεως ( ) για την οποία καταδικάστηκε είχε µία από τις προαναφερθείσες ιδιότητες του κυρίου της επιχειρήσεως ή του διευθυντού ή του επόπτη αυτής, ενώ η αναφορά στο διατακτικό της αποφάσεως της ιδιότητάς της ως αντιπροέδρου και ως νοµίµου εκπρόσωπου της ανώνυµης εταιρείας ΜΕΓΑΦΑΡΜ ΓΕΩΡΓΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ Α.Ε.Β.Ε. δεν αρκεί για να θεµελιώσει ευθύνη της ήδη αναιρεσείουσας για την ανωτέρω αγορανοµική παράβαση. εν διευκρινίζεται στην προσβαλλόµενη απόφαση εάν η ήδη αναιρεσείουσα κατά το καταστατικό ή κατόπιν αποφάσεως του διοικητικού συµβουλίου της είχε ως µέλος αυτού ορισθεί να διευθύνει την επιχείρηση της εν λόγω [4]

5 ανωνύµου εταιρείας και να δεσµεύει αυτήν. Κατά το άρθρο 18 Ν. 2190/1920, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιµο χρόνο, η ανώνυµη εταιρεία εκπροσωπείται από το ιοικητικό Συµβούλιο αυτής και µόνη η ιδιότητα της Αντιπροέδρου του ιοικητικού Συµβουλίου της εταιρείας ΜΕΓΑΦΑΡΜ ΓΕΩΡΓΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ Α.Ε.Β.Ε. δεν παρείχε άνευ ετέρου στην ήδη αναιρεσείουσα εξουσία να εκπροσωπεί και να διευθύνει την εταιρεία ενεργώντας χωριστά από τα άλλα µέλη αυτού. Εποµένως, είναι βάσιµος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' Κ.Ποιν.. λόγος αναιρέσεως µε τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόµενη απόφαση για τις ως άνω ελλείψεις στην αιτιολογία της. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., Νόµοι: 2190/1920, άρθ. 18, Ν : 136/1946, άρθ. 30, 31, 32, 33, 36, Νόµοι: 1401/1983, άρθ. 3, Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία από πρόθεση Αριθµός απόφασης: Απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Οι προβαλλόµενοι από τον κατηγορούµενο ισχυρισµοί ότι η φερόµενη παρ' αυτού ως τελεσθείσα αξιόποινη πράξη φέρει κατ' ορθό νοµικό χαρακτηρισµό το χαρακτήρα α)της τετελεσµένης επικίνδυνης σωµατικής βλάβης (άρθρο 309 ΠΚ) β)της βαρείας µη σκοπουµένης σωµατικής βλάβης (άρθρο 310 παρ. 1 ΠΚ) και γ)της βαρείας σκοπούµενης σωµατικής βλάβης (άρθρο 310 παρ. 2 ΠΚ), είναι απορριπτέοι ως αβάσιµοι αφού µεταβολή της κατηγορίας στις παραπάνω αξιόποινες πράξεις είναι δυνατή όταν δεν προκύπτει ανθρωποκτόνος σκοπός προϋπόθεση µη συντρέχουσα στην προκειµένη περίπτωση. Ούτε είναι επιτρεπτή η µεταβολή της κατηγορίας από απόπειρα ανθρωποκτονίας σε τετελεσµένη παράνοµη βία ή διακεκριµένη αντίσταση διότι τα εγκλήµατα αυτά είναι διαφορετικά και αυτοτελή απαρτίζονται από ιδιαίτερα στοιχεία το καθένα, προσβάλλουν, διαφορετικά έννοµα αγαθά και δεν αποτελούν αναγκαία συνέπεια ή µέσα εκτέλεσης, το ένα για το άλλο και όσα αντίθετα ο κατηγορούµενος υποστηρίζει µε τον ισχυρισµό του ότι η φερόµενη ως τελεσθείσα (υπ' αυτού αξιόποινη πράξη φέρει το χαρακτήρα της τετελεσµένης παράνοµης βίας µε έλλειψη ανθρωποκτόνου δόλου (άρθρο 330 ΠΚ) άλλως της αντιστάσεως µε έλλειψη ανθρωποκτόνου δόλου (άρθρο 167 παρ. 2 ΠΚ) στις οποίες και αιτείται την µεταβολή της κατηγορίας, είναι αβάσιµα και απορριπτέα. Ο κατηγορούµενος τόσον κατά την λήψη της ανθρωποκτόνου απόφασης όσον και κατά την εκτέλεση της πράξεως της απόπειρας ανθρωποκτόνου κατά συρροή, βρισκόταν σε ήρεµη ψυχική κατάσταση, αφού απεφάσισε και τέλεσε την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή χωρίς να προηγηθεί οποιοσδήποτε διάλογος µεταξύ των παθόντων και του κατηγορουµένου ούτε µεσολάβησε κάποιο περιστατικό συνεπεία του οποίου να προκλήθηκε απότοµα και αιφνίδια υπερδιέγερση κάποιου συναισθήµατος στον κατηγορούµενο ώστε να µη µπορεί να σταθµίσει τα αίτια της προαναφερθείσης πράξεώς του µε συνέπεια ο αυτοτελής ισχυρισµός του κατηγορουµένου περί του ότι τέλεσε την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή υπό το κράτος βρασµού ψυχικής ορµής (άρθρο 299 παρ. 2 ΠΚ) να είναι απορριπτέος ως αβάσιµος. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιµος είναι και ο έτερος αυτοτελής ισχυρισµός του [5]

6 κατηγορουµένου κατά τον οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του άρθρου 43 παρ.1 ΠΚ περί απρόσφορης απόπειρας τέλεσης της αξιόποινης πιο πάνω πράξης ως εκ του χρησιµοποιηθέντος µέσου καθόσον τα πυροµαχικά που χρησιµοποίησε για τη γόµωση των φυσιγγίων ήταν κυνηγετικής χρήσεως για τη θήρα µικρών πτηνών και εποµένως κατ' αυτόν ήταν αδύνατη η τέλεση της αποδιδόµενης σ' αυτόν αξιόποινης πράξης της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή από πρόθεση. Και τούτο διότι το πρόσφορο της πράξεως του και το βέβαιο της προκλήσεως θανατηφόρου αποτελέσµατος αν τα θύµατα επλήττοντο σε καίρια και ζωτικά σηµεία του σώµατός τους, προκύπτει και εκ του ότι από τα σκάγια του πυροδοτηθέντος φυσιγγίου µε τον τρίτο πυροβολισµό επλήγη βαριά ο Β. Σ. στο δεξιό του οφθαλµό ο οποίος υπέστη, µεταξύ των άλλων και διαµπερές τραύµα δεξιού βλεφάρου, διατιτραίων τραύµα κερατοειδούς δεξιού οφθαλµού και κατάργηση ενδοφλέβιας πιέσεως δεξιού οφθαλµού και εκ του ότι προκλήθηκαν φθορές στο υπό στοιχεία ΕΑ ΧΧΧ όχηµα της Αστυνοµίας (εθραύσθει ο οπίσθιος αριστερός υαλοπίνακας και προκλήθηκαν φθορές στην εξωτερική του επιφάνεια). Τέλος, ο κατηγορούµενος υποστηρίζει ότι έριξε τους δύο πρώτους πυροβολισµούς έχοντας κατευθύνει την κάννη κυνηγετικού πιο πάνω όπλου κατά του κενού ατόµων υπηρεσιακού οχήµατος της Αστυνοµίας µε στοιχεία ΕΑ ΧΧΧ και όχι κατά των προαναφερθέντων ατόµων, ο δε τρίτος πυροβολισµός ρίφθηκε απ'αυτόν προς απόκρουση εναντίον του επίθεσης διότι ο παθών Β. Σ. κατά τους ισχυρισµούς του, µετά τη ρίψη του δευτέρου πυροβολισµού, ευρισκόµενος στην εξωτερική πλευρά του υπηρεσιακού οχήµατος, ανταπέδωσε τον πυροβολισµό σκοπεύοντας προς αυτόν, ενέργεια στην οποία προέβει και ο έτερος αστυνοµικός Κ. Τ., µε συνέπεια αυτός (κατηγορούµενος) να πυροβολεί για τρίτη φορά ευρισκόµενος σε άµυνα. Οι ισχυρισµοί του αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιµοι µη επιβεβαιούµενοι από τα προαναφερόµενα αποδεικτικά µέσα. Ο παθών Β. Σ. εξεταζόµενος ως µάρτυρας ενώπιον του πρωτοβαθµίου δικαστηρίου κατηγορηµατικά αποκλείει την σκόπευση του περιπολικού καταθέτων "ο πυροβολισµός δεν ριχνόταν στο αυτοκίνητο όταν ο Κ. µας είπε φύγετε, το όπλο δεν το είχε κάτω σε θέση βολής, το είχε εναντίον µας και εµείς καλυφθήκαµε". Ενώπιον του ακροατηρίου του δικαστηρίου τούτου, ο µάρτυς-παθών Α. Β. κατέθεσε ενόρκως "βγήκε από την πόρτα του σπιτιού και κρατούσε όπλο. Είδα ότι σήκωσε το όπλο και έπεσα κάτω να προστατευθώ. Οι πυροβολισµοί του ήταν κατευθείαν επάνω µας", ενώ το ίδιο περιστατικό έχει καταθέσει και στο ακροατήριο του πρωτοβαθµίου δικαστηρίου λέγοντας "τρεις ή τέσσερις φορές πυροβόλησε προς εµάς... τον είδαµε τον κατηγορούµενο και αµέσως αυτός πυροβόλησε. Είχε ανθρωποκτόνο σκοπό, δεν τον ενδιέφερε αν θα σκότωνε". O µάρτυς αστυνοµικός Κ. Τ. εξεταζόµενος στο ακροατήριο του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου κατέθεσε "Οι πυροβολισµοί προς το περιπολικό ήταν. Η πρόθεσή του ήταν να χτυπήσει γιατί ήταν στο περιπολικό οι συνάδελφοι και ήθελε να τους χτυπήσει". Στερείται περαιτέρω βασιµότητας ο περί αµύνης ως άνω ισχυρισµός του κατηγορουµένου, εφόσον πέραν της καταθέσεως του µάρτυρος Κ. Τ. ενώπιον µόνον του δευτεροβαθµίου δικαστηρίου περί της οποίας θα γίνει µνεία κατωτέρω, ουδείς από τους λοιπούς εξετασθέντες µάρτυρες κατηγορίας κατέθεσε ότι ο τρίτος πυροβολισµός ρίφθηκε από τον κατηγορούµενο προς απόκρουση προηγηθείσης επιθέσεως κατ' αυτού µε πυροβολισµό από τον παθόντα Β. Σ., ούτε από άλλο αποδεικτικό µέσο προκύπτει τέτοιο περιστατικό. Ο µάρτυς Κ. Τ. ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθµίου δικαστηρίου ουδόλως επικαλέσθηκε ότι ανταποδόθηκε ο δεύτερος πυροβολισµός του κατηγορουµένου µε πυροβολισµούς του ιδίου και του παθόντα Β. Σ.. Για πρώτη φορά ο µάρτυς αυτός κατέθεσε περί ανταπόδοσης του δευτέρου πυροβολισµού του κατηγορουµένου µε πυροβολισµούς του ιδίου και του Β. Σ., στο ακροατήριο του δευτεροβαθµίου δικαστηρίου κατά τη δίκη επί της οποίας η αναιρεθείσα υπ' αριθµ /2007 απόφαση του [6]

7 ικαστηρίου τούτου και επανέλαβε και στο ακροατήριο του ικαστηρίου τούτου κατά την µετ' αναίρεση συζήτηση της υποθέσεως. Όµως, ως εκ του γεγονότος ότι τέτοιο περιστατικό δεν κατατέθηκε από τον ίδιο στο πρωτοβάθµιο ικαστήριο, η κατάθεση του ως προς το σηµείο αυτό ενώπιον του δευτεροβαθµίου ικαστηρίου, δεν κρίνεται πειστική. Εξ άλλου, ο κατηγορούµενος ενώπιον του πρωτοβαθµίου δικαστηρίου ουδόλως προέβαλε ισχυρισµό περί του ότι αυτός τελούσε σε κατάσταση άµυνας κατά τη ρίψη του τρίτου πυροβολισµού προς απόκρουση εναντίον του ριφθέντων πυροβολισµών από τους αστυνοµικούς. Οι τελευταίοι έριξαν µε τα υπηρεσιακά τους όπλα πυροβολισµούς στον αέρα µετά την επιβίβαση του τραυµατισθέντος Β. Σ. στο υπηρεσιακό όχηµα της Αστυνοµίας προς διακοµιδή του στο Νοσοκοµείο διότι έπρεπε να διέλθουν µπροστά από την οικία του κατηγορουµένου και εφοβούντο µήπως ο κατηγορούµενος επιτεθεί εκ νέου εναντίον τους. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ο περί άµυνας ισχυρισµός (άρθρο 22 ΠΚ) του κατηγορουµένου καθώς και εκείνος περί υπερβάσεως των ορίων της άµυνας από πρόθεση η αλλιώς αµέλεια καθόσον αν δεν υπάρχει άµυνα, δεν υπάρχει έδαφος εφαρµογής της διάταξης του άρθρου 23 ΠΚ. Κατά το χρόνο τέλεσης των ως άνω πράξεων, ο κατηγορούµενος έπασχε από διαταραχή προσωπικότητας, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθµιο δικαστήριο, σχιζότυπη διαταραχή και δεν ακολουθούσε κάποια φαρµακευτική αγωγή. Αποτέλεσµα αυτών ήταν να έχει µειωµένη ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο των πράξεων του και να ενεργήσει σύµφωνα µε την περί τούτου αντίληψη. Εποµένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο αυτοτελής ισχυρισµός του κατηγορουµένου περί συνδροµής, κατά την τέλεση των πράξεών του, µειωµένου καταλογισµού κατ' άρθρο 36 ΠΚ. Ο κατηγορούµενος διέπραξε την πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή µε τη χρήση του δίκαννου κυνηγετικού όπλου τύπου ΒΑΪΚΑΛ ευρισκόµενος σε υποτροπή διότι διέπραξε αυτή µέσα σε πέντε χρόνια αφότου καταδικάστηκε για τα εγκλήµατα της βαριάς, σωµατικής βλάβης και της οπλοχρησίας σε συνολική ποινή φυλακίσεως 2 ετών και 4 µηνών δυνάµει της υπ' αριθµ. 843/ αµετάκλητης απόφασης του Τριµελούς Εφετείου Λάρισας. Εποµένως, ο κατηγορούµενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή και της οπλοχρησίας µε την επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής, πράξεις τις οποίες διέπραξε ευρισκόµενος σε κατάσταση ελαττωµένης ικανότητας προς καταλογισµό." Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόµενη απόφαση του την απαιτούµενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγµατος και του ΚΠ, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαµατική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση των παραπάνω εγκληµάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισµούς, µε βάσει τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26, 27, 42, 94 παρ. 1, 299 παρ. 1 του ΠΚ και 1 παρ. 1 περ. β', δ', 14 του ν. 2168/93, τις οποίες ορθώς ερµήνευσε και εφάρµοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, µε ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. ΠΚ: 14, 22, 23, 26, 27, 36, 42, 94, 167, 43, 299, 309, 310, 330, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία εξ αµελείας [7]

8 Αριθµός απόφασης: 2474 Έτος: Ανθρωποκτονία από αµέλεια. Έγκληµα που τελείται µε παράλειψη. Ιατρική ευθύνη.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ποινικής διατάξεως. Ανάγνωση εγγράφων. Απόλυτη ακυρότητα. Απολογία του κατηγορουµένου. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 28 και 302 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεµελίωση του προβλεπόµενου από αυτές πληµµελήµατος της ανθρωποκτονίας από αµέλεια απαιτείται α) να µη καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόµενη κατ' αντικειµενική κρίση, προσοχή, την οποία κάθε συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγµατικές περιστάσεις να καταβάλει µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων, πείρα και λογική, β) να είχε τη δυνατότητα αυτός, µε βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλµατός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα, το οποίο από την έλλειψη τη προαναφερθείσας προσοχής, είτε δεν προέβλεψε είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όµως ότι δεν θα επερχόταν, γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της ενέργειας ή της παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσµατος που επήλθε. Ενόψει αυτών υπάρχει ποινική ευθύνη του ιατρού για ανθρωποκτονία από αµέλεια στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες το αποτέλεσµα αυτό οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισµένων κανόνων της επιστήµης για τους οποίους δεν µπορεί να γεννηθεί αµφισβήτηση και η ενέργειά του αυτή δεν ήταν σύµφωνη µε το αντικειµενικώς επιβαλλόµενο καθήκον επιµέλειας. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αµέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη µη καταβολή της προσήκουσας προσοχής, δηλαδή σε µια παράλειψη. Όταν όµως η αµέλεια δεν συνίσταται σε ορισµένη παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συµπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσµατος, τότε για τη θεµελίωση της ανθρωποκτονίας από αµέλεια, ως εγκλήµατος που τελείται µε παράλειψη, απαιτείται η συνδροµή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι, όπου ο νόµος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισµένο αποτέλεσµα, η µη αποτροπή του τιµωρείται όπως η πρόκληση του µε ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση να παρεµποδίσει την επέλευση του αποτελέσµατος. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση εφαρµογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νοµικής υποχρέωσης του υπαιτίου προς παρεµπόδιση του εγκληµατικού αποτελέσµατος. Η υποχρέωση αυτή µπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή διάταξη νόµου, β) από σύµπλεγµα νοµικών καθηκόντων, που συνδέονται µε ορισµένη έννοµη θέση του υποχρέου, γ) από ειδική σχέση που θεµελιώθηκε, είτε συνεπεία συµβάσεως, είτε απλώς από προηγούµενη ενέργεια, από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο µέλλον, δ) από προηγούµενη πράξη του υπαιτίου (ενέργεια ή παράλειψη), συνεπεία της οποίας δηµιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληµατικού αποτελέσµατος. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 28 ΠΚ η αµέλεια διακρίνεται σε µη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποίαν προέβλεψε µεν, ότι από τη συµπεριφορά του µπορεί να επέλθει το αποτέλεσµα αυτό, πίστευε όµως ότι θα το απέφευγε. Ενόψει της διάκρισης αυτής το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκληµα από αµέλεια, πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του µε σαφήνεια ποιό από τα δύο είδη της αµέλειας αυτής συνέτρεξε στην συγκεκριµένη [8]

9 περίπτωση, διότι, αν δεν εκθέτει αυτό µε σαφήνεια, ή δέχεται και τα δύο είδη,δηµιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή µη εφαρµογή της σχετικής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόµιµης βάσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠ. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' ΚΠ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι νοµικοί συλλογισµοί, µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά µέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή.. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. εν αποτελεί όµως λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση των εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως µεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η πιο πάνω ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς του κατηγορουµένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούµενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισµό ή στη µείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη µείωση της ποινής. Ισχυρισµός όµως ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειµενικού και υποκειµενικού στοιχείου του εγκλήµατος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρηµα, δεν είναι αυτοτελής µε την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. - Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠ, συνιστά και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρµόστηκε. Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή αυτής γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση µε σαφήνεια, πληρότητα, και ορισµένο τρόπο τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαµατική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε µεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να µην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή µη εφαρµογή του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίµηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠ, σε συνδυασµό µε το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ [9]

10 του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώµατος του κατηγορουµένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά µε το αποδεικτικό µέσο. Στα πρακτικά της δηµόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέµα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόµενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, ούτε το πρόσωπο που τα προσκόµισε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που µπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόµενό του, ή, προκειµένου περί φωτογραφιών, ότι επεδείχθησαν από τον διευθύνοντα τη συζήτηση στους παράγοντες της δίκης και επισκοπήθηκαν από αυτούς και ο κατηγορούµενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει το από το άρθρο 358 ΚΠ πιο πάνω δικαιώµατά του, δεδοµένου µάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούµενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές µε το περιεχόµενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται µόνο από τον τρόπο µε τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Τα έγγραφα µε γραφικές παραστάσεις, όπως είναι οι χάρτες, απεικονίσεις, φωτογραφίες και σχεδιαγράµµατα δεν "αναγιγνώσκονται" κατά κυριολεξία, αλλά επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, προς τους οποίους επιδεικνύονται για το σκοπό αυτόν από τον διευθύνοντα τη συζήτηση. Συνεπώς, είναι προφανές, ότι όταν στα πρακτικά της δίκης αναγράφεται ότι "αναγνώσθηκε" φωτογραφία ή σχεδιάγραµµα, η αναγραφή αυτή δεν τίθεται κατά κυριολεξία, αλλά µε την παραπάνω έννοια της επισκοπήσεως του εγγράφου τούτου από τους παράγοντες της δίκης, µετά προηγούµενη επίδειξή του εκ µέρους του διευθύνοντος τη συζήτηση της υποθέσεως. ιαφορετικό είναι το ζήτηµα, εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε, δηµιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης, ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό που αναγνώσθηκε και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όµως δηµιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ΚΠ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας. - Από τις διατάξεις των άρθρων 141 και 366 παρ. 1 ΚΠ προκύπτει ότι στα πρακτικά συνεδρίασης του Ποινικού ικαστηρίου καταχωρίζεται σε συντοµία, εκτός άλλων, και η απολογία του κατηγορουµένου, χωρίς να απαιτείται η καταχώρηση ιδιαίτερα των ερωτήσεων, που υποβάλλονται στον κατηγορούµενο µετά το πέρας της απολογίας του αρχικά από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση, τον Εισαγγελέα και τους δικαστές και συνέχεια από τους υπόλοιπους διαδίκους και τους συνηγόρους του, οι οποίοι υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούµενο µόνο µε τη µεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση, καθώς επίσης και πλήρων των απαντήσεων που δίδει ο κατηγορούµενος στις ερωτήσεις αυτές, εκτός αν ο κατηγορούµενος ζήτησε να καταχωριστεί ορισµένη απάντησή του. ΠΚ: 15, 28, 302, ΚΠ : 141, 329, 331, 333, 358, 364, 366, 369, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2008 Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία εξ αµελείας Αριθµός απόφασης: 830 Έτος: 2009 [10]

11 - Ανθρωποκτονία από αµέλεια. Έγκληµα που τελείται µε παράλειψη.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. - Από τον συνδυασµό των άρθρων 28 και 302 του ΠΚ προκύπτει, ότι για τη θεµελίωση του προβλεπόµενου απ' αυτές πληµµελήµατος της ανθρωποκτονίας από αµέλεια απαιτείται α) να µην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόµενη κατ' αντικειµενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγµατικές περιστάσεις, να καταβάλει µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων, πείρα και λογική, β) να είχε τη δυνατότητα αυτός, µε βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλµατος του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερθείσας προσοχής, είτε δεν προέβλεψε είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όµως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσµατος που επήλθε. Ενόψει αυτών, υπάρχει ποινική ευθύνη του ιατρού για ανθρωποκτονία από αµέλεια στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες το αποτέλεσµα αυτό οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισµένων κανόνων της επιστήµης, για τους οποίους δεν µπορεί να γεννηθεί αµφισβήτηση και η ενέργεια του αυτή δεν ήταν σύµφωνα µε το αντικειµενικώς επιβαλλόµενο καθήκον επιµέλειας, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειµενικό αιτιώδη σύνδεσµο µε την πράξη ή την παράλειψη του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 15 του ΠΚ, το οποίο προβλέπει το δια παραλείψεως τελούµενο έγκληµα, "όπου ο νόµος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει το αποτέλεσµα, η µη αποτροπή του τιµωρείται όπως η πρόκληση του µε ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παραλείψεως είχε ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση να παρεµποδίσει την επέλευση του αποτελέσµατος". Πρόκειται για ειδική µορφή εγκλήµατος, όπου η επέλευση του εγκληµατικού αποτελέσµατος, εξαιτίας της παραλείψεως, ισοδυναµεί νοµικώς µε την δι' ενεργείας παραγωγή αυτού, εφόσον συντρέχει η προβλεπόµενη στο νόµο ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση. Η υποχρέωση αυτή µπορεί να πηγάζει είτε από ρητή διάταξη νόµου ή σύµπλεγµα νοµικών καθηκόντων που συνδέονται µε ορισµένη έννοµη σχέση του υπόχρεου, είτε από σύµβαση, είτε από προηγούµενη συµπεριφορά του τελευταίου, από την οποία δηµιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληµατικού αποτελέσµατος. Προϋποτίθεται ότι συντρέχει και αιτιώδης συνάφεια µεταξύ της παραλείψεως και του αποτελέσµατος, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει, όταν µπορούµε να φανταστούµε ότι, αν γινόταν η επιβεβληµένη ενέργεια, που δεν έγινε, τότε µε πιθανότητα, η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, το συγκεκριµένο εγκληµατικό αποτέλεσµα δεν θα επερχόταν όταν το έγκληµα της ανθρωποκτονίας από αµέλεια είναι απότοκο συνδροµής αµέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων κατά τον λόγο της αµέλειας που επιδείχθηκε από αυτό και εφόσον πάντως το επελθόν αποτέλεσµα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσµο προς αυτή. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας [11]

12 αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς και κατ' είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στον νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι µόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρµόσθηκε, αλλά και όταν η παραβίαση αυτής έγινε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εµφιλοχωρήσει στο πόρισµα της απόφασης που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε, η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση. ΠΚ: 15, 28, 302, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2009 Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία εξ αµελείας Αριθµός απόφασης: 1005 Έτος: Ανθρωποκτονία από αµέλεια. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Kατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αµέλεια το θάνατο άλλου τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 του ΠΚ, "από αµέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της ανθρωποκτονίας από αµέλεια απαιτείται η διαπίστωση αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε κατ' αντικειµενική κρίση την προσοχή που κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος όφειλε υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και κατά τη συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων, την πείρα και τη λογική και αφετέρου ότι αυτός µπορούσε µε βάση τις προσωπικές ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητές του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα του τελεσθέντος εγκλήµατος. Ακόµη απαιτείται αντικειµενικώς αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσµατος που επήλθε ως επακόλουθο της αµέλειας του. Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 28 του ΠΚ, η αµέλεια διακρίνεται σε άνευ συνειδήσεως αµέλεια, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προβλέπει το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του και σε ευσυνείδητη αµέλεια, κατά την οποία προβλέπει ότι από τη συµπεριφορά του µπορεί να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσµα, πιστεύει όµως ότι θα το αποφύγει. Περαιτέρω, η παράλειψη ως έννοια ενυπάρχει σε κάθε είδους αµέλειας, εφόσον το ένα είδος της ευθύνης συνίσταται στη µη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε µία παράλειψη. Όταν, όµως, η αµέλεια δεν συνίσταται σε ορισµένη παράλειψη, [12]

13 αλλά σε σύνολο συµπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσµατος, τότε, για τη θεµελίωση της ανθρωποκτονίας από αµέλεια, ως εγκλήµατος που τελείται µε παράλειψη, απαιτείται και η συνδροµή των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το οποίο, όπου κατά το νόµο, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης, απαιτείται να έχει επέλθει ορισµένο αποτέλεσµα, η µη αποτροπή του τιµωρείται όπως η πρόκλησή του µε ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση να παρεµποδίσει την επέλευση του αποτελέσµατος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρµογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεµπόδιση του αποτελέσµατος, για την επέλευση του οποίου ο νόµος απειλεί ορισµένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή µπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόµου ή από σύµπλεγµα νοµικών καθηκόντων, που συνδέονται µε ορισµένη έννοµη σχέση του υπόχρεου ή από εκούσια ανάληψη της υποχρέωσης παροχής προστασίας (από σύµβαση ή και σιωπηρώς) ή από προηγούµενη πράξη του υπαιτίου, που δηµιούργησε άµεσα τον κίνδυνο επέλευσης του εγκληµατικού αποτελέσµατος. - Στη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 1 περ. ε' και παρ. 3 περ. στ' της Υ.Α. 11/1984 (Β- 931) "περί κανονισµού µεταλλευτικών και λατοµικών εργασιών", που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 26 του Ν. 1428/1984 "εκµετάλλευση λατοµείων, αδρανών υλικών και άλλες διατάξεις", µε το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 162 του Ν. /τος 210/1973 "περί Μεταλλευτικού Κώδικα", ορίζονται, αντίστοιχα, τα εξής: ε) Όταν ο δρόµος περνάει πάνω από απόκρηµνες περιοχές ή πρανή µε επικίνδυνες κλίσεις ή βάθη, τα πλησιέστερα όρια του δρόµου πρέπει να απέχουν από το φρύδι του πρανούς, το λιγότερο 2 µ. για την περίπτωση συµπαγούς σταθερού πετρώµατος και 4 µ. για όλες τις άλλες περιπτώσεις, στ) στις θέσεις εκκένωσης των οχηµάτων σε εγκαταστάσεις σιλό ή χοανών τροφοδοσίας εγκαταστάσεων ή στην περίπτωση αποθέσεων σε πρανή και εφόσον δεν υπάρχει εξουσιοδοτηµένο άτοµο για την καθοδήγηση του οδηγού, πρέπει να υπάρχει ειδική βαθµίδα µε ύψος το λιγότερο 40 ΣΜ. Η βαθµίδα αυτή πρέπει να καθαρίζεται τακτικά. Στις θέσεις εκκένωσης σε πλατείες απόθεσης, πρέπει να έχει διασφαλιστεί η σταθερότητα του δαπέδου. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠοιν, όταν αναφέρονται σ' αυτή, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Στα εγκλήµατα που τελούνται µε παράλειψη (άρθρ. 15 ΠΚ), πρέπει στην αιτιολογία, για την πληρότητα αυτής, να αναφέρεται η συνδροµή της ανωτέρω ιδιαίτερης νοµικής υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου ή η ειδική σχέση, απ' όπου η εν λόγω ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση πηγάζει. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όµως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγµατικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και µε τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά µέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισµός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όµως να προκύπτει, [13]

14 ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίµησε όλα και όχι µόνο µερικά από αυτά. Ακόµη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηµατισµό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισµένα από τα αποδεικτικά µέσα, δεν σηµαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. εν αποτελεί, όµως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση των µαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, εσφαλµένη δε εφαρµογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρµοσε. Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού µε το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση (ΟλΑΠ 3/2008). ΠΚ: 15, 28, 79, 302, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία εξ αµελείας Αριθµός απόφασης: Ανθρωποκτονία από αµέλεια.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ποινικής διατάξεως. - Κατά το άρθρο 302 παρ. 1 του ΠΚ, "Όποιος επιφέρει από αµέλεια το θάνατο άλλου τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών". Από το συνδυασµό της διατάξεως αυτής προς εκείνη του άρθρου 28 του ιδίου Κώδικα, κατά την οποία "από αµέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν", προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του προβλεποµένου από τις ανωτέρω διατάξεις εγκλήµατος της ανθρωποκτονίας από αµέλεια απαιτείται: α) µη καταβολή από τον δράστη της επιβαλλοµένης, κατ' αντικειµενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγµατικές περιστάσεις να καταβάλλει, βάσει των νοµικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές, της κοινής πείρας και λογικής, κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων, β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών του περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του [14]

15 επαγγέλµατός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, το οποίο από έλλειψη της προαναφεροµένης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αµέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όµως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αµέλεια), και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της πράξεως ή της παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσµατος. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αµέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ποινικής ευθύνης θεµελιούται στην µη καταβολή της προσήκουσας, κατά την προδιαληφθείσα νοµική έννοια, προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όµως, η αµέλεια δεν συνίσταται σε ορισµένη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) εκ της οποίας επήλθε το αξιόποινο αποτέλεσµα, αλλά συνιστά σύνολο συµπεριφοράς που προηγήθηκε αυτού, τότε, για τη θεµελίωση της ανθρωποκτονίας από αµέλεια, ως εγκλήµατος δια παραλείψεως τελουµένου, απαιτείται και η συνδροµή των ουσιαστικών όρων του άρθρου 15 ΠΚ, σύµφωνα µε το οποίο "όπου ο νόµος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισµένο αποτέλεσµα, η µη αποτροπή του τιµωρείται όπως η πρόκλησή του µε ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση να παρεµποδίσει την επέλευση του αποτελέσµατος". Από την τελευταία διάταξη συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση εγκλήµατος δια παραλείψεως τελεσθέντος, δεν αρκεί η ύπαρξη γενικής νοµικής υποχρεώσεως προς παροχή συνδροµής για την πρόληψη του εγκληµατικού αποτελέσµατος, αλλ' απαιτείται να υπάρχει ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση, της οποίας το περιεχόµενο συνίσταται ειδικώς στην αποτροπή του εγκληµατικού αποτελέσµατος δι' ιδίων ενεργειών του δράστη, ως υπέχοντος, έναντι της εννόµου τάξεως, θέση εγγυητή της διαφυλάξεως του δια του άνω αποτελέσµατος προσβαλλόµενου εννόµου αγαθού. Η ιδιαίτερη αυτή νοµική υποχρέωση προς παρεµπόδιση της επελεύσεως του βλαπτικού για ορισµένο έννοµο αγαθό αποτελέσµατος, µπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή, επιτακτικού χαρακτήρος, διάταξη νόµου, β) από σύµπλεγµα νοµικών καθηκόντων, συνδεοµένων µε ορισµένη έννοµη θέση του υποχρέου προς ενέργεια, γ) από ειδική σχέση, δυνάµενη να θεµελιωθεί είτε σε συµβατικό δεσµό, είτε σε προηγουµένη ενέργεια του υπαιτίου της παραλείψεως, δια της οποίας αυτός αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο µέλλον, δ) από ορισµένη προηγηθείσα συµπεριφορά του υπαιτίου, εκ της οποίας δηµιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του βλαπτικού αποτελέσµατος. Η ιδιαίτερη αυτή νοµική υποχρέωση πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση και, στην περίπτωση που πηγάζει από ειδική, επιτακτικού χαρακτήρος, ουσιαστική διάταξη, πρέπει να προσδιορίζεται ο επιτακτικός αυτός κανόνας δικαίου. - Η απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειµένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούµενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικοί συλλογισµοί µε βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση µε βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιµηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα [15]

16 αποδεικτικά µέσα, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005). - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρµοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εµφιλοχωρήσει στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού προς το σκεπτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΠΚ: 15, 28, 302, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία εξ αµελείας Αριθµός απόφασης: Ανθρωποκτονία από αµέλεια. Εργατικό ατύχηµα. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης. - Κατά τη διάταξη του αρθρ. 302 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος επιφέρει από αµέλεια το θάνατο άλλου τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) µηνών. Κατά δε τη διάταξη του αρθρ. 28 του ιδίου Κώδικα, από αµέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν. Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεµελίωση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αµέλεια απαιτείται η διαπίστωση, αφ' ενός µεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούµενη κατ' αντικειµενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος κάτω από τις ίδιες πραγµατικές καταστάσεις, µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων και αφ' ετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα, το ποίο πρέπει να τελεί σε αντικειµενικό αιτιώδη σύνδεσµο µε την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αµέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στην µη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν όµως η αµέλεια δεν συνίσταται σε ορισµένη παράλειψη αλλά σε σύνολο συµπροφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσµατος, τότε για τη θεµελίωση της ανθρωποκτονίας από αµέλεια, ως εγκλήµατος που τελείται µε παράλειψη, απαιτείται η συνδροµή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το [16]

17 οποίο, όπου ο νόµος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισµένο αποτέλεσµα, η µη αποτροπή του, τιµωρείται όπως η πρόκληση του µε ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση να παρεµποδίσει την επέλευση του αποτελέσµατος. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρµογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεµπόδιση του αποτελέσµατος, για την επέλευση του οποίου ο νόµος απειλεί ορισµένη ποινή, Η υποχρέωση αυτή µπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόµου ή από σύµπλεγµα νοµικών καθηκόντων που συνδέονται µε ορισµένη έννοµη σχέση του υπόχρεου ή από σύµβαση ή από ορισµένη συµπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δηµιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληµατικού αποτελέσµατος. Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται και η συνδροµή αυτής της υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει. - Σύµφωνα µε τα άρθρα 2 και 4 του Π.31/1990, κανείς δεν µπορεί να χειρίζεται ανυψωτικό µηχάνηµα (ΚΛΑΡΚ) µε κινητήρα θερµικής µηχανής ισχύος από (17) ίππους και άνω και µε ηλεκτροκινητήρα (ΜΟΤΕΡ) ισχύος µεγαλύτερη από (15) ίππους, εάν δεν είναι εφοδιασµένος µε αντίστοιχη άδεια µηχανοδηγού-χειριστού. - Σύµφωνα µε το άρθρο 3 του Π 395/1994 "Ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας για τη χρησιµοποίηση εξοπλισµού εργασίας από τους εργαζόµενους κατά την εργασία τους", όπως αυτό τροποποιήθηκε µε το Π 89/1999 και µε το Π 304/2000 "Ο εργοδότης λαµβάνει τα αναγκαία µέτρα ώστε ο εξοπλισµός εργασίας που τίθεται στη διάθεση των εργαζοµένων µέσα στην επιχείρηση ή και την εγκατάσταση να είναι κατάλληλος για την προς εκτέλεση εργασία ή κατάλληλα προσαρµοσµένος προς το σκοπό αυτό, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία των εργαζοµένων κατά τη χρησιµοποίηση του. 2. Κατά την επιλογή του εξοπλισµού της εργασίας που πρόκειται να χρησιµοποιηθεί, ο εργοδότης λαµβάνει υπόψη τις ειδικές συνθήκες και τα χαρακτηριστικά της εργασίας, τους κινδύνους που υπάρχουν στην επιχείρηση, ιδίως στις θέσεις εργασίας, για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζοµένων, τους κινδύνους που ενδέχεται να προστεθούν λόγω της χρησιµοποίησης του εν λόγω εξοπλισµού εργασίας καθώς και έγγραφη γνώµη του τεχνικού ασφαλείας. 3. Όταν δεν είναι δυνατό να εξασφαλιστεί πλήρως, κατά τον τρόπο αυτό η ασφάλεια και η υγεία των εργαζοµένων κατά τη χρησιµοποίηση του εξοπλισµού εργασίας, ο εργοδότης λαµβάνει τα απαραίτητα µέτρα, ώστε να περιορίσει τους κινδύνους στο ελάχιστο". Τέλος, σύµφωνα µε το άρθρο 3 Π 105/1995 "Προδιαγραφές σηµατοδότησης και ασφάλειας εργασιακών χώρων". 1. Ο εργοδότης πρέπει να προβλέπει και να εξασφαλίζει την ύπαρξη σήµανσης ασφαλείας ή, και υγείας κατά την εργασία σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος, όταν οι υπαρκτοί ή πιθανοί κίνδυνοι δεν µπορούν να αποφευχθούν ή να µειωθούν επαρκώς µε τα τεχνικά µέσα συλλογικής προστασίας ή µε µέτρα, µεθόδους ή διαδικασίες οργάνωσης της εργασίας. 2. Η σηµατοδότηση ασφαλείας των χώρων εργασίας, σε καµιά περίπτωση δεν υποκαθιστά ή περιορίζει τη λήψη των αναγκαίων εκάστοτε µέτρων προστασίας των εργαζοµένων. 3. Για την επιλογή της κατάλληλης σήµανσης, ο εργοδότης οφείλει να λαµβάνει υπόψη τη γραπτή εκτίµηση κινδύνου που γίνεται σύµφωνα µε τις κείµενες διατάξεις. 4. Η σήµανση που εφαρµόζεται στην οδική, σιδηροδροµική, ποτάµια, θαλάσσια και εναέρια κυκλοφορία πρέπει να χρησιµοποιείται, αν χρειάζεται, και για την κυκλοφορία στο εσωτερικό των επιχειρήσεων ή και των εγκαταστάσεων". Ενώ, σύµφωνα µε τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 6 του ιδίου ως άνω Προεδρικού ιατάγµατος "Η σήµανση ασφαλείας και υγείας που χρησιµοποιείται στην επιχείρηση, πρέπει να απεικονίζεται µε τις επεξηγήσεις της σηµασίας της σε µικρογραφίες σε συγκεντρωτικούς πίνακες, οι οποίοι πρέπει να ευρίσκονται [17]

18 αναρτηµένοι σε προσιτά και εµφανή σηµεία των χώρων εργασίας της επιχείρησης, ώστε να λαµβάνουν γνώση του περιεχοµένου τους όλοι οι εργαζόµενοι. - Η επιβαλλόµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειµένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχτηκαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι σκέψεις µε τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Εξάλλου είναι παραδεχτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαίωση δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε από το καθένα. ΠΚ: 15, 302, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., Π : 31/1990, Π : 395/1994, άρθ. 3, Π : 105/1995, άρθ. 3, Π : 89/1999, Π : 304/2000, Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία εξ αµελείας Αριθµός απόφασης: 7 - Ανθρωποκτονία από αµέλεια. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Αίτηµα αναβολής από τον κατηγορούµενο. Έλλειψη ακρόασης. Ανάγνωση και αποδεικτική αξιολόγηση σε βάρος του κατηγορουµένου της ανώµοτης καταθέσεως που έδωσε κατά το στάδιο της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως. Απόλυτη ακυρότητα. - Από τον συνδυασµό της διατάξεως του άρθρου 302 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι, όποιος από αµέλεια επιφέρει το θάνατο άλλου, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών, προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ιδίου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι από αµέλεια πράττει, όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν, συνάγεται ότι προς θεµελίωση του εγκλήµατος της ανθρωποκτονίας από αµέλεια, απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία: α) να µην καταβλήθηκε από τον δράστη η επιβαλλόµενη κατ' αντικειµενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει κάτω από τις ίδιες πραγµατικές περιστάσεις να καταβάλει, µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων, πείρα και λογική, β) να µπορούσε αυτός, µε βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλµατός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα [18]

19 και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσµατος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αµέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη µη καταβολή της προσήκουσας προσοχής, δηλαδή σε µία παράλειψη. - Η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούµενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε µε το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 2408/1996, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. ' του Κ.Π.. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά µε τα υποκειµενικά και τα αντικειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεµελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις µε τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή µπορεί να συµπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, µε το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά µέσα, ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο προσδιορισµός τους γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όµως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίµησε όλα τα αποδεικτικά µέσα και όχι µόνο µερικά από αυτά, προκειµένου να µορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούµενο κρίση του. εν αποτελούν όµως λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεώς τους, διότι στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγµατα κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας, λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως είναι και η έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α' του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 8 παρ. 7 του Ν του Ν. 1947/1991 και άρθρο 34 παρ. 2 του Ν. 2172/1993, στην περίπτωση που ο κατηγορούµενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωµα που ρητά τους παρέχεται από το νόµο και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να απαντήσει στο σχετικό αίτηµα. Τέτοιο δικαίωµα αποτελεί και εκείνο του κατηγορουµένου, όταν, σύµφωνα µε το άρθρο 352 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας, υποβάλλει αίτηµα αναβολής της δίκης για να κληθούν και εξετασθούν µάρτυρες στο ακροατήριο. Ανεξαρτήτως του ότι η παραδοχή ή µη του αιτήµατος αυτού υπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οφείλει αυτό να απαντήσει στο εν λόγω αίτηµα. - Η κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 31 παρ. 2 εδ. β' και 105 παρ. 2 εδ. β' του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας ανάγνωση και αποδεικτική αξιολόγηση σε βάρος του κατηγορουµένου της ανώµοτης καταθέσεως που έδωσε κατά το στάδιο της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως, αν έγινε κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, µετά την , επάγεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας και θεµελιώνει έτσι λόγον αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 περ. ΙΑ' του ίδιου Κώδικα (ΟλΑΠ 2/1999). Η απόλυτη αυτή ακυρότητα η οποία δηµιουργείται από τη λήψη υπόψη και την αξιολόγηση από το ικαστήριο της ένορκης ή ανώµοτης καταθέσεως, που λήφθηκε στα πλαίσια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως, από τον εξεταζόµενο ως µάρτυρα ύποπτο και στη συνέχεια κατηγορούµενο για την ερευνώµενη αξιόποινη πράξη, δεν επέρχεται όταν ο [19]

20 κατηγορούµενος κατά την απολογία του στο ικαστήριο αναφέρεται και επιβεβαιώνει το περιεχόµενο της καταθέσεώς του αυτής, θέλοντας να αποτελέσει αυτή οργανικό περιεχόµενο της απολογίας του και να ενσωµατωθεί µε αυτή. Είναι δε επιτρεπτή η αναφορά αυτή από τον κατηγορούµενο στην ένορκη ή ανώµοτη κατάθεσή του ως µάρτυρα και ως υπόπτου εξετασθέντος σε τέτοια προανάκριση, δεδοµένου ότι η απόλυτη αυτή ακυρότητα από τη λήψη υπόψη και τη µη θέση της στο αρχείο της καταθέσεως αυτής δεν επέρχεται ευθέως, αφού ο νόµος (άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠ ) δεν απαγγέλλει ακυρότητα, αλλά σε σχέση µε τα υπερασπιστικά δικαιώµατα του κατηγορουµένου, ο οποίος έχει δικαίωµα σιωπής και µη αυτοενοχοποιήσεώς του ως ειδικότερη έκφανση του δικαιώµατός του για δίκαιη δίκη που διασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣ Α (ΟλΑΠ 2/1999). ηλαδή ο κατηγορούµενος κατά την ενάσκηση των υπερασπιστικών του δικαιωµάτων, όπως είναι και η απολογία του δικαιούται να αναφερθεί εξολοκλήρου ή κατά ένα µέρος σε ένορκη κατά την αυτεπάγγελτη προανάκριση κατάθεσή του και να θεωρήσει και αποδεχθεί το περιεχόµενο αυτής και ως περιεχόµενο της απολογίας του. ΠΚ: 28, 302, ΚΠ : 31, 105, 352, 510 περ. Α, 510 παρ. 1 στοιχ. Β, 510 περ. ΙΑ, * ΝοΒ 2011, σελίδα 1636 Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία εξ αµελείας Αριθµός απόφασης: Ανθρωποκτονία από αµέλεια. Λατοµεία. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επιµέτρηση ποινής. - Kατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αµέλεια το θάνατο άλλου τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 του ΠΚ, "από αµέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της ανθρωποκτονίας από αµέλεια απαιτείται η διαπίστωση αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε κατ' αντικειµενική κρίση την προσοχή που κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος όφειλε υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και κατά τη συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων, την πείρα και τη λογική και αφετέρου ότι αυτός µπορούσε µε βάση τις προσωπικές ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητές του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα του τελεσθέντος εγκλήµατος. Ακόµη απαιτείται αντικειµενικώς αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσµατος που επήλθε ως επακόλουθο της αµέλειας του. - Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 28 του ΠΚ, η αµέλεια διακρίνεται σε άνευ συνειδήσεως αµέλεια, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προβλέπει το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του και σε ευσυνείδητη αµέλεια, κατά την οποία προβλέπει ότι από τη συµπεριφορά του µπορεί να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσµα, πιστεύει όµως ότι θα το αποφύγει. Περαιτέρω, η παράλειψη ως έννοια ενυπάρχει σε κάθε είδους αµέλειας, [20]

21 εφόσον το ένα είδος της ευθύνης συνίσταται στη µη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε µία παράλειψη. Όταν, όµως, η αµέλεια δεν συνίσταται σε ορισµένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συµπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσµατος, τότε, για τη θεµελίωση της ανθρωποκτονίας από αµέλεια, ως εγκλήµατος που τελείται µε παράλειψη, απαιτείται και η συνδροµή των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το οποίο, όπου κατά το νόµο, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης, απαιτείται να έχει επέλθει ορισµένο αποτέλεσµα, η µη αποτροπή του τιµωρείται όπως η πρόκλησή του µε ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση να παρεµποδίσει την επέλευση του αποτελέσµατος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρµογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεµπόδιση του αποτελέσµατος, για την επέλευση του οποίου ο νόµος απειλεί ορισµένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή µπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόµου ή από σύµπλεγµα νοµικών καθηκόντων, που συνδέονται µε ορισµένη έννοµη σχέση του υπόχρεου ή από εκούσια ανάληψη της υποχρέωσης παροχής προστασίας (από σύµβαση ή και σιωπηρώς) ή από προηγούµενη πράξη του υπαιτίου, που δηµιούργησε άµεσα τον κίνδυνο επέλευσης του εγκληµατικού αποτελέσµατος. - Στη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 1 περ. ε' και παρ. 3 περ. στ' της Υ.Α. 11/1984 (Β- 931) "περί κανονισµού µεταλλευτικών και λατοµικών εργασιών", που εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 26 του Ν. 1428/1984 "εκµετάλλευση λατοµείων, αδρανών υλικών και άλλες διατάξεις", µε το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 162 του Ν /τος 210/1973 "περί Μεταλλευτικού Κώδικα", ορίζονται, αντίστοιχα, τα εξής: ε) Όταν ο δρόµος περνάει πάνω από απόκρηµνες περιοχές ή πρανή µε επικίνδυνες κλίσεις ή βάθη, τα πλησιέστερα όρια του δρόµου πρέπει να απέχουν από το φρύδι του πρανούς, το λιγότερο 2 µ. για την περίπτωση συµπαγούς σταθερού πετρώµατος και 4 µ. για όλες τις άλλες περιπτώσεις, στ) στις θέσεις εκκένωσης των οχηµάτων σε εγκαταστάσεις σιλό ή χοανών τροφοδοσίας εγκαταστάσεων ή στην περίπτωση αποθέσεων σε πρανή και εφόσον δεν υπάρχει εξουσιοδοτηµένο άτοµο για την καθοδήγηση του οδηγού, πρέπει να υπάρχει ειδική βαθµίδα µε ύψος το λιγότερο 40 ΣΜ. Η βαθµίδα αυτή πρέπει να καθαρίζεται τακτικά. Στις θέσεις εκκένωσης σε πλατείες απόθεσης, πρέπει να έχει διασφαλιστεί η σταθερότητα του δαπέδου. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠοιν, όταν αναφέρονται σ' αυτή, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Στα εγκλήµατα που τελούνται µε παράλειψη (άρθρ. 15 ΠΚ), πρέπει στην αιτιολογία, για την πληρότητα αυτής, να αναφέρεται η συνδροµή της ανωτέρω ιδιαίτερης νοµικής υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου ή η ειδική σχέση, απ' όπου η εν λόγω ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση πηγάζει. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όµως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγµατικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και µε τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά µέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το [21]

22 δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισµός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όµως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίµησε όλα και όχι µόνο µερικά από αυτά. Ακόµη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηµατισµό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισµένα από τα αποδεικτικά µέσα, δεν σηµαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. εν αποτελεί, όµως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση των µαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, εσφαλµένη δε εφαρµογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρµοσε. Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού µε το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση (ΟλΑΠ 3/2008). - Κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ, "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιµέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόµος, το δικαστήριο λαµβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήµατος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληµατία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασµό µε όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά µε τα κριτήρια που λαµβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίµηση της βαρύτητας του εγκλήµατος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιµέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαµβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήµατος και την προσωπικότητα του κατηγορουµένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγµατικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. ΠΚ: 15, 28, 79, 302, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Ν : 210/1973, άρθ. 162, Νόµοι: 1428/1984, άρθ. 26, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία εξ αµελείας [22]

23 Αριθµός απόφασης: Ανθρωποκτονία από αµέλεια.αναιρείται µερικώς η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 ΠΚ "όποιος επιφέρει από αµέλεια το θάνατο άλλου τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών" και κατά τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ "από αµέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεµελίωση της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αµέλεια απαιτείται η διαπίστωση αφ' ενός µεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούµενη κατ' αντικειµενική κρίση προσοχή, την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγµατικές συνθήκες, µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και αφ' ετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσµο µε την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδους αµέλεια, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται σε έλλειψη της προσοχής, δηλαδή σε παράληψη. Όταν όµως η αµέλεια συνίσταται σε σύνολο συµπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσµατος, για τη θεµελίωση του εγκλήµατος της ανθρωποκτονίας από αµέλεια απαιτείται και η συνδροµή των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, δηλαδή να προσδιορίζεται από πού πηγάζει η ιδιαίτερη υποχρέωση του υπαιτίου προς ενέργεια αποτρεπτική του αποτελέσµατος και αν πρόκειται για επιτακτικό κανόνα δικαίου και ο κανόνας αυτός (ΑΠ 830/2009, ΑΠ 2474/2008, ΑΠ 1220/2008, ΑΠ 1263/2007). ΠΚ: 28, 302, Αδικήµατα - Απιστία Αριθµός απόφασης: Απιστία κατ εξακολούθηση. Συναυτουργία. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Παραγραφή. Αναστολή προθεσµίας παραγραφής. Περιεχόµενο κλήσης και κλητηρίου θεσπίσµατος. Οριστική απόφαση. - Κατ' άρθρο 390 του ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε πριν την αντικατάστασή του µε το άρθρο 15 του Ν. 3242/2004, "όποιος µε γνώση ζηµιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόµου ή της δικαιοπραξίας έχει την επιµέλεια ή διαχείριση (ολική ή µόνο για ορισµένη πράξη), τιµωρείται µε φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της απιστίας απαιτείται ο δράστης, χωρίς να έχει σκοπό ιδιοποίησης, κατά τη διαχείριση ή επιµέλεια της περιουσίας άλλου, που έχει από το νόµο ή από δικαιοπραξία, να τη ζηµιώσει µε πράξη ή παράλειψη. Περαιτέρω, η ενέργεια αυτή πρέπει να έχει εξωτερική φύση, καθώς εάν η ζηµία προέλθει από εσωτερική ενέργεια, όπως η ιδιοποίηση, θα πρόκειται για υπεξαίρεση. Θα πρέπει, δηλαδή, η ζηµία να επέλθει από διαχειριστική πράξη ή παράλειψη του δράστη, κατά κατάχρηση της έναντι τρίτων αντιπροσωπευτικής εξουσίας του. Για να έχει ο δράστης την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας δεν θα πρέπει να [23]

24 ενεργεί απλώς υλικές, αλλά νοµικές πράξεις, µε εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, µε δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων µε κίνδυνο και ευθύνη αυτού. Τα βασικά στοιχεία του εγκλήµατος της απιστίας είναι: α) νοµίµως θεµελιωµένη εξουσία αντιπροσωπεύσεως, β) εξωτερική και δικαιοπρακτική ενέργεια του αντιπροσώπου, γ) κατάχρηση της (αντιπροσωπευτικής) εξουσίας διαθέσεως, συνιστάµενη στην υπέρβαση των ορίων της επιτρεπτής δράσεως του αντιπροσώπου επί τη βάσει της εσωτερικής σχέσεως στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του να προκαλεί την παραγωγή εννόµων συνεπειών και δ) επαγωγή ζηµίας στην αλλότρια περιουσία. Υποκειµενικά δεν αρκεί ο ενδεχόµενος δόλος, αφού πλέον η διατύπωση του άρθρου, µετά τον Ν. 2172/1993, είναι "µε γνώση" δηλαδή απαιτείται "υπερχειλής υποκειµενική υπόσταση", άµεσος δόλος, ο οποίος περιλαµβάνει τη γνώση του δράστη, ότι η πράξη είναι επιζήµια για την περιουσία που διαχειρίζεται ή επιµελείται και τη θέλησή του να επιφέρει τη ζηµία αυτή. - Κατά το άρθρο 45 παρ. 1 ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιµωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειµενικά κοινός δόλος, δηλαδή κάθε συµµέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγµάτωση της αντικειµενικής υποστάσεως του διαπραττοµένου εγκλήµατος, γνωρίζοντας ότι οι λοιποί συµµέτοχοι πράττουν µε δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήµατος, η σύµπραξη δε στην εκτέλεση της κύριας πράξης µπορεί να συνίσταται στο ότι καθένας πραγµατώνει την όλη αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος ή ότι το έγκληµα πραγµατώνεται µε συγκλίνουσες ή επί µέρους πράξεις των συµµετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται εξειδίκευση των ενεργειών καθενός συναυτουργού. - Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, αν περισσότερες πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήµατος, το δικαστήριο µπορεί, αντί να εφαρµόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 να επιβάλει µία ποινή. Για την επιµέτρησή της το δικαστήριο λαµβάνει υπόψη το όλο περιεχόµενο των µερικότερων πράξεων. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1β του ΠΚ, στην οποία ορίζεται ότι "όποιος µε πρόθεση παρέσχε άµεση συνδροµή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης" συνάγεται ότι άµεσος συνεργός είναι εκείνος που µε πρόθεση παρέχει άµεση συνδροµή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση και τη διάρκεια της κύριας πράξης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς τη συνδροµή δεν θα ήταν µε βεβαιότητα δυνατή η τέλεση του εγκλήµατος υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκε, ενώ ο δόλος του άµεσου συνεργού περιλαµβάνει τη θέληση ή αποδοχή του για άµεση υποστήριξη του εκτελούντος την κύρια πράξη και τη γνώση της συγκεκριµένης πράξης, στην οποία παρέχει τη συνδροµή του, καθώς και ότι η τελευταία παρέχεται κατά την εκτέλεση της ίδιας πράξης. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, [24]

25 έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν ο ικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 113 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, η προθεσµία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστηµα διαρκεί η κυρία διαδικασία και µέχρι να γίνει αµετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όµως πέραν των τριών ετών για τα πληµµελήµατα. Εξάλλου, από τις διατάξεις των αρ. 320, 321, 339, 340 και 343 ΚΠ, προκύπτει ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει είτε µε την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή µε την επίδοση στον κατηγορούµενο της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσµατος, είτε µε την εµφάνιση του κατηγορουµένου στο ακροατήριο και τη µη εναντίωση στη συζήτηση της υποθέσεως. Αν η επίδοση της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσµατος είναι άκυρη, δεν αρχίζει η κυρία διαδικασία και δεν επέρχεται αναστολή της παραγραφής. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του αρ. 319 παρ. 5 ΚΠ, το βούλευµα του Συµβουλίου Εφετών, που εκδόθηκε κατά τις παρ. 3 και 4 του ίδιου άρθρου, επιδίδεται, µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, στον κατηγορούµενο και τους υπολοίπους διαδίκους, µε τη φροντίδα του Εισαγγελέα Εφετών ή Πληµµελειοδικών και µόλις γίνει αµετάκλητο το βούλευµα, γίνεται η κλήση του κατηγορουµένου στο ακροατήριο κατά το αρ. 321 ΚΠ. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόµενη µε εκείνες των αρ. 320 και 321 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι η µη έγκυρη επίδοση του παραπεµπτικού βουλεύµατος στον κατηγορούµενο συνεπάγεται και την ακυρότητα της κλήσης προς αυτόν στο ακροατήριο, σύµφωνα µε το αρ. 171 παρ. 1, η οποία, αν δεν ανακύπτει θέµα αναστολής της παραγραφής της πράξης, µπορεί να καλυφθεί, κατά το αρ. 174 παρ. 2, εφόσον ο κατηγορούµενος εµφανιστεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Τούτο, πολύ περισσότερο, ισχύει και στην περίπτωση που η κλήση στο ακροατήριο επιδόθηκε πριν καταστεί αµετάκλητο, παρά τα οριζόµενα στα αρ. 314 και 319 παρ. 5 ΚΠ, οπότε και στην περίπτωση αυτή το βούλευµα και η επίδοση τούτου είναι άκυρη. Το αµετάκλητο, όµως, του βουλεύµατος στις περιπτώσεις των άρθρων 314 και 319 παρ. 5 τέθηκε µε την έννοια του σχετικώς αµετακλήτου. ηλαδή σε σχέση µε κάθε κατηγορούµενο, για τον οποίον το παραπεµπτικό βούλευµα κατέστη αµετάκλητο. Εφόσον, λοιπόν, για ένα των συγκατηγορουµένων, που συµπαραπέµπονται, το βούλευµα έχει καταστεί αµετάκλητο, κατά την παρ. 2 του άρθρου 546 ΚΠ, νοµίµως επιδίδεται κατά τας διατάξεις των άρθρων 314 και 319 παρ. 5 η κλήση προς εµφάνιση αυτού στο ακροατήριο. Όπως, άλλωστε, δεν δύναται [25]

26 να προβάλει αντιρρήσεις ο κατηγορούµενος που παραπέµπεται, ότι το βούλευµα αυτό δεν έχει καταστεί αµετάκλητο για τον εισαγγελέα, λόγω µη παρελεύσεως της προθεσµίας ασκήσεως ενδίκων µέσων από αυτόν. Το συµφέρον του κοινωνικού συνόλου και της πολιτείας επιβάλλει την άµεση εκκαθάριση της εκκρεµούς ποινικής υποθέσεως και δεν έχει νόηµα να αναµείνει ο εισαγγελέας να καταστεί αµετάκλητο το βούλευµα, είτε ως προς άλλους συγκατηγορουµένους, είτε, βεβαίως, και ως προς την εκπροσωπούµενη από τον ίδιο εισαγγελική αρχή, όταν, µάλιστα, σε σχέση µε τον κατηγορούµενο αυτόν, επίκειται παραγραφή του αξιοποίνου της πράξεως, για την οποίαν παραπέµπεται στο ακροατήριο. Περαιτέρω, από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 319 παρ. 1 και 5 εδ. β', 321 παρ. 2, 471 και 482 παρ. 1Α' στοιχ. α' ΚΠ, προκύπτει, ότι το τελεσίδικο βούλευµα, µε το οποίο παραπέµφθηκε ο κατηγορούµενος για πληµµέληµα στο ακροατήριο του αρµόδιου δικαστηρίου είναι από το νόµο αµετάκλητο, πράγµα που δεν αίρεται εκ του ότι ασκήθηκε εναντίον του έφεση ή αναίρεση, ο δε αρµόδιος εισαγγελέας οφείλει να µη λάβει υπόψη την ασκηθείσα (απαραδέκτως) έφεση ή αναίρεση, αλλά να προβεί στην εισαγωγή της υποθέσεως στο ακροατήριο, µε επίδοση κλήσεως στον κατηγορούµενο. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 319 παρ. 1 και 5 εδ. β', 321 παρ. 2, 471 και 482 παρ. 1Α' στοιχ. α' ΚΠ, προκύπτει, ότι το τελεσίδικο βούλευµα, µε το οποίο παραπέµφθηκε ο κατηγορούµενος για πληµµέληµα στο ακροατήριο του αρµόδιου δικαστηρίου είναι από το νόµο αµετάκλητο. Επίσης, κατά το άρθρο 321 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠ, το κλητήριο θέσπισµα πρέπει να µνηµονεύει, µεταξύ άλλων, τον ακριβή καθορισµό της πράξης και το άρθρο του ποινικού νόµου, το οποίο προβλέπει την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούµενο. Αντίθετα, η κλήση, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, δεν απαιτείται να περιέχει τα ανωτέρω, αλλά αρκεί να παραπέµπει στο παραπεµπτικό βούλευµα, στο οποίο αναφέρονται τα στοιχεία αυτά. Κατά τα λοιπά, η κλήση πρέπει να περιέχει όσα και το κλητήριο θέσπισµα. Αν η κλήση δεν περιέχει και τα στοιχεία αυτά, είναι άκυρη, σύµφωνα µε το άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠ. Η ακυρότητα όµως αυτή είναι σχετική και αφορά σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο, γι' αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ. 1 του ΚΠ να προταθεί εωσότου εκδοθεί για την κατηγορία η οριστική, σε τελευταίο βαθµό, απόφαση, αλλιώς καλύπτεται ο κατηγορούµενος να δύναται να λάβει πλήρη γνώση της αποδιδόµενης σ' αυτόν κατηγορίας, δυνάµενος να ετοιµάσει την υπεράσπισή του. Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ. 2 του ΚΠ, το δευτεροβάθµιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει για εκείνα µόνο τα µέρη της πρωτόδικης απόφασης, στα οποία αναφέρονται οι λόγοι της έφεσης (ΑΠ 570/2008). - Ακόµη από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 138 και 548 του ΚΠ προκύπτει ότι οριστικές είναι οι αποφάσεις, µε τις οποίες περατώνεται η δίκη [π.χ. αυτή που κηρύσσει ένοχο ή αθώο τον κατηγορούµενο ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή κηρύσσει αναρµόδιο το δικαστήριο] και ο δικαστής απεκδύεται από κάθε εξουσία πάνω στην υπόθεση [ΑΠ 681/1989 ΠΧ Μ 86] ενώ παρεµπίπτουσες ή προδικαστικές είναι οι αποφάσεις, µε τις οποίες ο δικαστής δεν αποφαίνεται τελειωτικά επί της κατηγορίας, αλλά µόνο επί κάποιου ζητήµατος που αναφύεται στη διαδικασία. Εποµένως, το δικαστήριο δύναται πάντοτε να ανακαλεί τις προπαρασκευαστικές αποφάσεις, που δεν επιλύουν οριστικά ζητήµατα σχετιζόµενα µε την κατηγορία, για τις οποίες δεν υπάρχει δυνατότητα προσβολής τους αυτοτελώς µε κανένα ένδικο βοήθηµα για να αλλοιωθεί η κρίση του εκδώσαντος την απόφαση αυτή δικαστηρίου. ΠΚ: 45, 46, 94, 98, 111, 112, 113, 390, ΚΠ : 138, 171, 174, 314, 319, 320, 321, 339, 340, 343, 370, 471, 482, 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, 548, [26]

27 Αδικήµατα - Εγκλήµατα κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών Ολοµέλεια Αριθµός απόφασης: 4 Έτος: ιατάραξη ασφάλειας των υδάτινων συγκοινωνιών. Πρόκληση ναυαγίου. Ανθρωποκτονίας από αµέλεια. Σωµατική βλάβη από αµέλεια. Συρροή. - Στις δύο πρώτες παραγράφους του άρθρου 291 ΠΚ ορίζεται ότι "1. Όποιος µε πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της σιδηροδροµικής ή της υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλοΐας, τιµωρείται: α) µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη µπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγµατα, β) µε κάθειρξη, αν από την πράξη µπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) µε κάθειρξη, ισόβια ή πρόσκαιρη, τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχ. β' επήλθε θάνατος. 2. Αν η πράξη τελέστηκε από αµέλεια επιβάλλεται φυλάκιση". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του απ' αυτές προβλεποµένου εγκλήµατος, απαιτείται αντικειµενικά ή καθ' οιονδήποτε τρόπο διατάραξη µε πράξη ή παράλειψη της ασφάλειας, εκτός των άλλων και της υδάτινης συγκοινωνίας ή ακτοπλοΐας, έτσι ώστε να είναι δυνατό να προκύψει κίνδυνος σε ξένα πράγµατα και κίνδυνος ζωής ή υγείας ανθρώπου ή να επήλθε θάνατος. Υποκειµενικά δε απαιτείται πρόθεση, δηλαδή άµεσος ή ενδεχόµενος δόλος. Με άµεσο δόλο, κατά την έννοια του άρθρου 27 παρ.1 ΠΚ, ενεργεί όποιος επιδιώκει την παραγωγή του εγκληµατικού αποτελέσµατος, καθώς και αυτός που δεν το επιδιώκει, αλλά προβλέπει ότι τούτο αποτελεί την αναγκαία συνέπεια της πράξεως ή παραλείψεώς του και δεν αφίσταται αυτής, ενώ µε ενδεχόµενο δόλο πράττει εκείνος ο οποίος προβλέπει ως ενδεχόµενο το εγκληµατικό αποτέλεσµα και το αποδέχεται. Κατά συνέπεια, επί του ως άνω εγκλήµατος, µε άµεσο δόλο ενεργεί, όποιος γνωρίζει και επιδιώκει τη διατάραξη της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας, αλλά και εκείνος που προβλέπει ότι τούτο αποτελεί την αναγκαία συνέπεια της πράξεως ή της παραλείψεώς του (από οφειλόµενη ενέργεια), µε συνείδηση ότι εντεύθεν είναι δυνατόν να προκύψει κίνδυνος σε άνθρωπο και δεν αφίσταται της συµπεριφοράς του αυτής. Η απαιτούµενη κατά τον νόµο πρόθεση, πρέπει να καλύπτει, όχι τον θάνατο ή τη σωµατική βλάβη, ή ακόµη τη δηµιουργία κινδύνου για τη ζωή και τη σωµατική ακεραιότητα των επιβατών του συγκοινωνιακού µέσου του πλοίου, αλλά τη διατάραξη της ασφάλειας της υδάτινης συγκοινωνίας και τη δυνατότητα προκλήσεως κινδύνου από αυτήν. Ενδεχόµενος δόλος ή κυριολεκτικά "δόλος αποδοχής του ενδεχοµένου", η ύπαρξη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης δεν προβλέπει µεν το εγκληµατικό αποτέλεσµα, αλλά αποβλέπει σε κάτι άλλο, προβλέπει, όµως, ότι η εκπλήρωση της επιδιώξεώς του αυτής θα έχει ως πιθανή συνέπεια την πραγµάτωση του εγκληµατικού αποτελέσµατος και, παρά τούτο, προχωρεί στην τέλεση της πράξεώς του. Έτσι, "αποδέχοµαι" τον κίνδυνο επελεύσεως του αποτελέσµατος σηµαίνει ότι σταθµίζω τα υπέρ και τα κατά µε βάση τα δεδοµένα στοιχεία και αποφασίζω να προβώ στην πράξη, για το λόγο ότι αυτό είναι σηµαντικότερο από το φόβο µήπως επέλθει τελικώς το αποτέλεσµα. Ως φυσικός αυτουργός του ως άνω εγκλήµατος µπορεί να είναι ο πλοίαρχος ή άλλα άτοµα που συµµετέχουν στον πλουν, αλλά και όσοι έχουν την υποχρέωση να ελέγχουν την ασφάλεια του πλοίου και παραβαίνουν την υποχρέωσή τους αυτή. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ όπου ο νόµος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισµένο αποτέλεσµα, ή µη αποτροπή του τιµωρείται όπως η πρόκλησή του µε ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νοµική [27]

28 υποχρέωση να παρεµποδίσει την επέλευση του αποτελέσµατος. Η διάταξη αυτή προβλέπει το δια παραλείψεως τελούµενο έγκληµα, το οποίο θεωρείται υφιστάµενο οσάκις αυτός που παρέλειψε να αποτρέψει την επέλευση αποτελέσµατος ανήκοντος στην αντικειµενική υπόσταση ορισµένου εγκλήµατος τελέσεως τιµωρείται όπως αυτός που δι' ενεργείας παρήγαγε το αποτέλεσµα, δηλαδή ο δράστης του εγκλήµατος τελέσεως. Πρόκειται για ειδική µορφή εγκλήµατος, δεδοµένου ότι η αντικειµενική υπόστασή του τελείται όχι µόνο δι' ενεργείας, αλλά και δια παραλείψεως, που εξοµοιώνεται νοµικώς µε την δι' ενεργείας παραγωγή του αποτελέσµατος. Προϋπόθεση εφαρµογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης, δηλαδή ειδικής και όχι γενικής υποχρεώσεως του υπαιτίου για ενέργεια που τείνει στην παρεµπόδιση του αποτελέσµατος, για την επέλευση του οποίου ο νόµος απειλεί ορισµένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή µπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόµου, από σύµπλεγµα νοµικών καθηκόντων που συνδέονται µε ορισµένη έννοµη σχέση του υπαιτίου, από σύµβαση ή από ορισµένη συµπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δηµιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληµατικού αποτελέσµατος. - Όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 277 και 278 ΠΚ, για την κατά νόµο θεµελίωση του εγκλήµατος της προκλήσεως ναυαγίου από αµέλεια, απαιτείται, αντικειµενικώς µεν, η πλήρης καταβύθιση του πλοίου ή η προσάραξη αυτού κατά τρόπο που να µη µπορεί να πλέει, καθώς και η από τη βύθιση ή την προσάραξη πρόκληση δυνατότητας κοινού κινδύνου σε ξένα πράγµατα ή κινδύνου για άνθρωπο, υποκειµενικώς δε αµέλεια µε ή χωρίς συνείδηση. Η βύθιση ή προσάραξη µπορεί να τελεσθεί µε οποιονδήποτε τρόπο, ακόµη και µε παράλειψη, όταν το υποκείµενο της πράξεως είναι πρόσωπο που έχει ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση για την ασφάλεια του πλοίου, ενώ σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια µεταξύ της σχετικής παραλείψεως ή ενεργείας και του επελθόντος βλαπτικού για το πλοίο αποτελέσµατος. - Από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 28, 302 παρ. 1 και 314 παρ. 1 ΠΚ συνάγεται ότι η αντικειµενική υπόσταση, στο µεν έγκληµα της ανθρωποκτονίας από αµέλεια συνίσταται στην πρόκληση θανάτου άλλου, στο δε έγκληµα της σωµατικής βλάβης από αµέλεια η αξιόποινη συµπεριφορά συνίσταται στην πρόκληση σωµατικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας. Για την πλήρωση της υποκειµενικής υπόστασης απαιτείται να βεβαιώνονται όλα τα στοιχεία της αµέλειας, όπως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 28 ΠΚ ως προς την πρόκληση του θανάτου και των σωµατικών κακώσεων ή βλαβών. Ακόµη απαιτείται αντικειµενικός αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσµατος που επήλθε ως επακόλουθο της αµέλειάς του. Από το συνδυασµό δε των διατάξεων των άρθρων 14 παρ. 2, 15 και 28 ΠΚ προκύπτει ότι, εφόσον η ανθρωποκτονία από αµέλεια και η σωµατική βλάβη από αµέλεια είναι εγκλήµατα ουσιαστικά ή αποτελέσµατος µπορούν να τελεσθούν είτε µε ενέργεια, η οποία συνιστά τη θετική εκδήλωση της ανθρώπινης συµπεριφοράς, είτε µε παράλειψη, η οποία συνιστά την αρνητική τοιαύτη. Σε περίπτωση που η ανθρωποκτονία τελείται µε παράλειψη ή αποτελεί σύνολο συµπεριφοράς απαιτείται να συντρέχουν οι όροι του άρθρου 15 ΠΚ δηλ. ο δράστης να µην προβαίνει σε ενέργεια που έχει ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση να πράξει και η παράλειψη αυτή να αποτελεί αιτιακή συνθήκη για την παραγωγή του αποτελέσµατος. Για την ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση ήδη προαναφέρθηκε. Για την πλήρωση της υποκειµενικής υπόστασης και για τον καταλογισµό µιας τελικά άδικης ανθρωποκτονίας ή σωµατικής βλάβης σε ενοχή του δράστη απαιτείται, όπως λέχθηκε, να υπάρχει αµέλεια, κατά την έννοια του άρθρου 28 ΠΚ. Η διάταξη αυτή ορίζει ότι, όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν. Από τη διάταξη συνάγεται [28]

29 ότι η ποινική αµέλεια διακρίνεται σε συνειδητή και µη συνειδητή, συνειδητή δε είναι αν ο υπαίτιος πρόβλεψε ότι από τη συµπεριφορά του ήταν δυνατό να προέλθει το αξιόποινο αποτέλεσµα, αλλά πίστεψε ότι δεν θα επερχόταν, ενώ µη συνειδητή αµέλεια υπάρχει αν ο υπαίτιος δεν πρόβλεψε το αποτέλεσµα, καίτοι όφειλε και µπορούσε να το προβλέψει, εφόσον είχε καταβάλει την προσήκουσα προσοχή, που κατ' αντικειµενική κρίση απαιτείται. Αν το έγκληµα της ανθρωποκτονίας ή της σωµατικής βλάβης από αµέλεια είναι απότοκο της αµελείας πολλών, το κάθε πρόσωπο υπέχει ευθύνη αυτοτελώς και χωριστά από τα άλλα, κατά το λόγο της αµέλειάς του που αποδείχθηκε και εφόσον πάντως το αποτέλεσµα που επήλθε τελεί σε αιτιώδη σύνδεσµο µε αυτήν. Αν από µια πράξη του δράστη προκληθεί ο θάνατος ή ο τραυµατισµός περισσοτέρων προσώπων υπάρχει αληθινή κατ ιδέα συρροή ανάµεσα στις περισσότερες ανθρωποκτονίες από αµέλεια ή τις σωµατικές βλάβες από αµέλεια, αφού υπάρχουν περισσότερα από ένα έννοµα αγαθά που προσβάλλονται. - Αν από την πράξη της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών επέλθει θάνατος ή σωµατική βλάβη υπάρχει συρροή κατ` ιδέα του εγκλήµατος αυτού και της ανθρωποκτονίας από αµέλεια ή της σωµατικής βλάβης από αµέλεια. Το αν όµως η συρροή αυτή είναι αληθινή ή φαινοµένη, πρέπει να αποτελεί αντικείµενο έρευνας σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση, κατά τις κατωτέρω διακρίσεις. Ειδικότερα έχουν, στην νοµική επιστήµη και νοµολογία, υποστηριχθεί δύο αντίθετες απόψεις: Κατά τη µια η διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών χερσαίων, θαλασσίων κλπ από δόλο ή αµέλεια, συνιστά έγκληµα δυνητικής διακινδύνευσης, που στρέφεται εναντίον αόριστου αριθµού εννόµων αγαθών, ατόµων δηλ. που χρησιµοποιούν τις συγκοινωνίες, χερσαίες, θαλάσσιες, αεροπλοΐα κλπ. Εάν από την πράξη αυτή του δράστη προκληθεί θάνατος ή σωµατική βλάβη ενός ή περισσοτέρων ατόµων στοιχειοθετούνται επιπλέον τα εγκλήµατα της ανθρωποκτονίας από αµέλεια και της σωµατικής βλάβης από αµέλεια, ως εγκλήµατα βλάβης του εννόµου αγαθού της ζωής ή της σωµατικής ακεραιότητας συγκεκριµένου ή συγκεκριµένων ατόµων. Η συρροή όµως ενός εγκλήµατος γενικής διακινδύνευσης µε ένα έγκληµα βλάβης, κατά την άνω άποψη, είναι πάντα αληθινή εξαιτίας της ετερότητας των προσβαλλοµένων εννόµων αγαθών. Κατά την ετέρα άποψη η θανατηφόρα διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών αποτελεί έγκληµα εκ του αποτελέσµατος δηλ. σύνθετο ιδιώνυµο έγκληµα και ότι τα εγκλήµατα "εκ του αποτελέσµατος", όταν τελούνται, συρρέουν φαινοµενικά (και όχι αληθινά) µε τα επιµέρους δύο εγκλήµατα (δόλου και αµέλειας) που τα αποτελούν. Έτσι η ανθρωποκτονία από αµέλεια που αποτελεί παράλληλα και αυτοτελές έγκληµα χάνει την αυτοτέλειά της µπροστά στη θανατηφόρα διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών απορροφούµενη από αυτήν. Η διάταξη που θα εφαρµοστεί είναι αυτή του άρθρου 291 παρ. 1 γ ή του 290 παρ. 1β ΠΚ, ανάλογα αν πρόκειται για διατάραξη της θαλάσσιας κλπ ή της χερσαίας συγκοινωνίας, αντίστοιχα και όχι αυτή του άρθρου 302 ΠΚ, αφού η πρώτη περιλαµβάνει τη δεύτερη και συνεπώς την απορροφά. Φαινοµένη ακόµη, κατά την άποψη αυτή, είναι η συρροή ανάµεσα στη σωµατική βλάβη και στο από το αποτέλεσµα έγκληµα της θανατηφόρας διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, θαλασσίων κλπ. ή χερσαίων κατά περίπτωση. Τούτο δε διότι ο νοµοθέτης έχει ακριβώς, λόγω της φύσης του εγκλήµατος αυτού, συνεκτιµήσει την επέλευση περισσοτέρων του ενός θανατηφόρων αποτελεσµάτων και συνακόλουθα αν το αποτέλεσµα του κινδύνου από το παραπάνω έγκληµα (και γενικά από τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήµατα) για άλλα πρόσωπα εξελίχθηκε σε θάνατο και για άλλα σε σωµατικές βλάβες, οι τελευταίες απορροφώνται από το εκ του αποτελέσµατος διακρινόµενο θανατηφόρο έγκληµα, αφού το έλασσον εµπεριέχεται στο µείζον. ΠΚ: 15, 18, 28, 94, 277, 278, 290, 291, 302, 314, [29]

30 ΚΠ : 310, 370, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Αδικήµατα - Εµπρησµός Αριθµός απόφασης: Εµπρησµός. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 264 του ΠΚ "Όποιος µε πρόθεση προξενεί πυρκαγιά τιµωρείται: α) µε φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών, αν από τη πράξη µπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγµατα, β) µε κάθειρξη, αν από τη πράξη µπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) µε κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχ. β' επήλθε θάνατος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος του εµπρησµού από πρόθεση απαιτείται : α) πρόκληση πυρκαγιάς µε οποιονδήποτε τρόπο η οποία θεωρείται ότι υπάρχει όταν εκραγεί πυρ οπωσδήποτε σηµαντικό και όχι συνηθισµένης εκτάσεως µε τάση εξαπλώσεως και χωρίς να µπορεί εύκολα να κατασβεσθεί και β) δυνατότητα να προκύψει κίνδυνος σε ευρύτερο και απροσδιόριστο κύκλο εννόµων αγαθών ή σε άνθρωπο. Κίνδυνος δε ανθρώπου υπάρχει, όταν δηµιουργείται πιθανότητα προσβολής της ζωής ή της σωµατικής ακεραιότητας, έστω και ενός µη κατά πρόσωπον προσδιορισµένου ανθρώπου. Η ύπαρξη ή όχι του κινδύνου κρίνεται βάσει των δεδοµένων τα οποία υφίστανται κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως δηλαδή της προκλήσεως της πυρκαγιάς και όχι αυτών που προέκυψαν µετά την τέλεση αυτής. Υποκειµενικώς απαιτείται δόλος, συνιστάµενος στη θέληση να προξενηθεί πυρκαγιά και στη γνώση ότι απ' αυτή µπορεί να προκληθεί κίνδυνος σε ξένα πράγµατα ή σε άνθρωπο, αρκούντος και του ενδεχοµένου. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόµενη από τις διατάξεις των άρθρων 99 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. ' του ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτήν, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφήρµοσε αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση. ΠΚ: 264, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, [30]

31 Αδικήµατα - Κοινώς επικίνδυνη βλάβη Αριθµός απόφασης: Κοινώς επικίνδυνη βλάβη. ιατάρραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. - Από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 273, 274, και 28 ΠΚ, προκύπτει ότι, για τη θεµελίωση του εγκλήµατος της κοινώς επικίνδυνης βλάβης από αµέλεια, πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ο δράστης να µην κατέβαλε, κατ" αντικειµενική κρίση, την απαιτούµενη προσοχή που κάθε µέτρια συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλει βάσει των νοµικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν και της κοινής πείρας και λογικής, β) να είχε αυτός τη δυνατότητα, εν όψει των προσωπικών του ιδιοτήτων, των γνώσεων του, λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλµατος του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα, γ) να υπάρχει αντικειµενικός αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της ενέργειας ή της παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσµατος και δ) από την προξενηθείσα βλάβη σε δικό του ή ξένο πράγµα κινητό ή ακίνητο να µπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγµατα ή κίνδυνος για άνθρωπο. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1 και 2 του Ποινικού Κώδικα "1. Όποιος µε πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόµους ή στις πλατείες τιµωρείται: α) µε φυλάκιση, αν από την πράξη µπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, β) µε κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος Αν η πράξη τελέστηκε από αµέλεια επιβάλλεται θάνατος". Ως διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας νοείται η πράξη που καθιστά τη διεξαγωγή της συγκοινωνίας µη ασφαλή, δηµιουργώντας συνθήκες που καθιστούν τη συνέχιση της ασφαλούς κινήσεως αδύνατη ή πολύ δυσχερή, που καθιστούν δηλαδή τη συγκοινωνία επικίνδυνη. Στο µέτρο που η κίνηση στους δρόµους ούτως ή άλλως περικλείει κινδύνους, η έννοια της διαταράξεως της ασφάλειας της συγκοινωνίας στοιχειοθετείται όταν η πράξη έχει ως αποτέλεσµα την επαύξηση του συνηθισµένου κινδύνου που ενυπάρχει σε κάθε κίνηση στους δρόµους. Η διάταξη προστατεύει κυρίως την ασφάλεια της οδικής συγκοινωνίας. Πρόκειται για έγκληµα συγκεκριµένης διακινδυνεύσεως, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου δεν αρκεί µόνο η διατάραξη - όταν δηλ. δηµιουργούνται συνθήκες κινδύνου, κατά την ανωτέρω έννοια, για την ασφαλή διεξαγωγή της άνω συγκοινωνίας - αλλά πρέπει, επί πλέον από αυτή να µπορεί να προκύψει κίνδυνος (θανάτου ή σωµατικής βλάβης) για άνθρωπο (ή να επήλθε όντως τέτοιος κίνδυνος). Η ελεγχόµενη πράξη διαταράξεως µπορεί να υπάγεται σε υποχρεωτική κυκλοφοριακή ρύθµιση ή, αντιθέτως, να µην υπάρχει νοµοθετική πρόβλεψη, αρκεί ότι σε κάθε περίπτωση η πράξη αυτή θεωρείται πρόσφορη και ικανή, εξαιτίας της εντάσεως, ποιότητας και µορφής της, να προκαλέσει κίνδυνο ανθρώπου. Κάθε επικίνδυνη παρατεινόµενη συµπεριφορά οδηγών αυτοκινήτων στους δρόµους (επικίνδυνη οδήγηση, οδήγηση υπό καθεστώς µέθης, κακή συντήρηση του κινούµενου οχήµατος, υπερβολική ταχύτητα, υπερφόρτωση του αυτοκινήτου, κακή πρόσδεση του φορτίου σε καρότσες φορτηγών ή πορτ - µπαγκάζ αυτοκινήτων κλπ.) αποτελεί καθαυτή αξιόποινη πράξη διαταράξεως, κατά την ανωτέρω έννοια, διότι θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της συγκοινωνίας της οδού επί της οποίας κινείται το όχηµα δηµιουργώντας έναν εν δυνάµει κίνδυνο για αόριστο αριθµό προσώπων. Υποκείµενο του αδικήµατος της διαταράξεως της ασφαλείας των συγκοινωνιών µπορεί να είναι εκτός και άλλων προσώπων και ο οδηγός του αυτοκινήτου. Υποκειµενικώς δε, αρκεί και η αµέλεια. [31]

32 - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, διότι στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. - Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας υπάρχει, όχι µόνο όταν τα πραγµατικά περιστατικά δεν υπήχθησαν ορθώς στη διάταξη αυτή, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, όπως όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στον συνδυασµό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία της ταυτότητας του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να µην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρµόσθηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΠΚ: 28, 273, 274, 290, ΚΠ : 510 παρ.1 στοιχ., 510 παρ.1 στοιχ. Ε, Αδικήµατα - Ληστεία Αριθµός απόφασης: Ληστεία. Συναυτουργία. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. - Από το άρθρο 380 παρ.1 ΠΚ συνάγεται ότι στοιχεία της αντικειµενικής υποστάσεως του συνθέτου εγκλήµατος της ληστείας αποτελούν αφενός µεν η κλοπή και αφετέρου η παράνοµη βία, µε την οποία ο δράστης αποβλέπει στην κάµψη της αντιστάσεως του θύµατος, που µπορεί να επιτευχθεί και µε αδράνεια αυτού. Το έγκληµα της παρανόµου βίας είναι υπαλλακτικώς µικτό και εποµένως, είτε ως σωµατική βία κατά του θύµατος, είτε ως απειλές ενωµένες µε επικείµενο κίνδυνο του σώµατος ή της ζωής, πραγµατώνεται η αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος της ληστείας. - Κατά το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τιµωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειµενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγµάτωση της αντικειµενικής υποστάσεως του διαπραττοµένου εγκλήµατος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συµµέτοχοι πράττουν µε δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήµατος. Η σύµπραξη στην εκτέλεση µπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγµατώνει την όλη αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος ή στο ότι το έγκληµα πραγµατώνεται µε συγκλίνουσες επί µέρους πράξεις των συµµετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερµηνείας και εφαρµογής [32]

33 του άρθρου 45 ΠΚ πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγµατικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συµµετείχε στην τέλεση του εγκλήµατος ως συναυτουργός (ΟλΑΠ 50/1990). Ειδικότερα, για την στοιχειοθέτηση κατά συναυτουργία του εγκλήµατος της ληστείας, απαιτείται αντικειµενικώς µεν σύµπραξη περισσοτέρων, είτε συγχρόνως µεταξύ τους, είτε διαδοχικώς, ως αµέσων αυτουργών, κατά την εκτέλεση του ενός, από τα συνθετικά του, εγκλήµατος µε την ενέργεια από τον καθένα πράξεων που αποτελούν την αντικειµενική υπόσταση αυτού, και υποκειµενικά συναπόφαση, δηλαδή κοινός δόλος για την εκτέλεση του εγκλήµατος µε την κοινή δράση και γνώση του καθενός της προθέσεως του άλλου. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του Κ.Π.. λόγο αναιρέσεως της δικαστικής αποφάσεως συνιστά και η έλλειψη της υπό των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 και 139 του Κ.Π.. απαιτουµένης ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Τοιαύτη δε έλλειψη, προκειµένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σ' αυτή µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν, οι σκέψεις και οι νοµικοί συλλογισµοί, διά των οποίων έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που απεδείχθησαν στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, χωρίς να είναι αναγκαίο να εκτίθενται τι προέκυψε κεχωρισµένως από το καθένα από αυτά, ούτε να απαιτείται αξιολογική συσχέτιση µεταξύ των, αρκεί να προκύπτει, ανενδοιάστως, ότι για τον σχηµατικό του αποδεικτικού πορίσµατος περί της ενοχής του κατηγορουµένου το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και συνεξετίµησε όλα τα αποδεικτικά µέσα και όχι µόνον, επιλεκτικώς, µερικά από αυτά. εν αποτελούν όµως λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδεικτικών µέσων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση του περιεχοµένου των εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των µαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά, καθώς και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως µεταξύ των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήσσεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγµάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η του ανωτέρω περιεχοµένου αιτιολογία επιβάλλεται και για τους αυτοτελείς ισχυρισµούς, που προβάλλονται νοµίµως από τον κατηγορούµενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως ή αποκλείουν ή µειώνουν την ικανότητα προς καταλογισµό ή επάγονται την απόσβεση του αξιοποίνου ή την µείωση της ποινής. Οι ισχυρισµοί όµως αυτοί, για να είναι παραδεκτοί και εποµένως να υποχρεούται το δικαστήριο να απαντήσει αιτιολογηµένως σ'αυτούς, πρέπει να προτείνονται µε πληρότητα και σαφήνεια, δηλαδή µε την σαφή επίκληση των πραγµατικών περιστατικών που κατά νόµο τους θεµελιώνουν, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, είναι απαράδεκτοι λόγω αοριστίας και το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντά σε αορίστους ή µη νοµίµους ισχυρισµούς. ΠΚ: 45, 380, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., Αδικήµατα - Μεταβολή σε αιγιαλό, παραλία, θάλασσα κλπ. Αριθµός απόφασης: 1032 [33]

34 - Αυθαίρετη µεταβολή αιγιαλού. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Ανάκληση προπαρασκευαστικών αποφάσεων. Αδυναµία εµφάνισης µάρτυρα στο ακροατήριο. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ΚΠ. όταν αναφέρονται σε αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά. τα πραγµατικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Ειδικώς προκειµένου περί καταδίκης για ηθική αυτουργία, πρέπει για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρονται στην απόφαση ο τρόπος και τα µέσα, µε τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στον φυσικό αυτουργό την απόφαση να τελέσει την αξιόποινη πράξη, δεν είναι, όµως, αναγκαίο να εξειδικεύεται περαιτέρω σε τι συνίστανται οι προτροπές, παραινέσεις, πειθώ ή φορτικότητα που τυχόν χρησιµοποίησε ο ηθικός αυτουργός. - Κατά το άρθρο 548 του ΚΠ, το δικαστήριο µπορεί πάντοτε να ανακαλεί τις προπαρασκευαστικές αποφάσεις του. Τέτοια απόφαση είναι και η αναβλητική του άρθρου 352 παρ.1 του ΚΠ για να προσέλθει µάρτυρας του οποίου η µαρτυρία κρίνεται αναγκαία για την ανακάλυψη της αλήθειας. - Κατά τη διάταση του άρθρου 365 παρ.1 εδ α' του ΚΠ στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εµφάνιση ενός µάρτυρα στο ακροατήριο εξαιτίας θανάτου, γήρατος, µακράς και σοβαρής ασθένειας, διαµονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύµατος (άρθρο 219 παρ.2), ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόµος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, η ένορκη κατάθεση που δόθηκε στην προδικασία, διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ακυρότητα της διαδικασίας από την οποία ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠ, προκαλείται όταν, παρά την υποβολή σχετικού αιτήµατος, δεν αναγνωσθεί ένορκη κατά την προδικασία κατάθεση µάρτυρα, του οποίου η εµφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη. Ακυρότητα της διαδικασίας προκαλείται, επίσης, αν ληφθεί υπόψη τέτοια κατάθεση χωρίς να αναγνωσθεί ή ο κατηγορούµενος εναντιωθεί στην ανάγνωση της κατάθεσης του µάρτυρα και το δικαστήριο την αναγνώσει και τη λάβει υπόψη του, χωρίς να βεβαιώσει την αδυναµία εµφάνισης του, γιατί έτσι παραβιάζεται το δικαίωµα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούµενο, να εξετάζει τους µάρτυρες, το οποίο δικαίωµα προβλέπεται και από το άρθρο 6 παρ. 3 δ'της ΕΣ Α και δηµιουργείται ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περιπτ. δ'του ΚΠ. ΠΚ: ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 548, Αδικήµατα - Ναρκωτικά Αριθµός απόφασης: 1998 Έτος: Πώληση ναρκωτικών. Επιβαρυντικές περιστάσεις. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. [34]

35 -Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 εδαφ. β' και ζ' και παρ. 2 του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 10 Ν. 2161/1993 και ίσχυε κατά τον κατωτέρω χρόνο τελέσεως των πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων µε τις προβλεπόµενες σ' αυτό ποινές καθείρξεως και χρηµατική, τιµωρείται, όποιος, εκτός άλλων, αγοράζει, πωλεί, κατέχει, αποθηκεύει ναρκωτικά, ενώ αν η πράξη έχει τελεσθεί µε περισσότερους τρόπους από τους προβλεπόµενους στην προηγούµενη παράγραφο, αφορά όµως την ίδια ποσότητα ναρκωτικών, στον υπαίτιο επιβάλλεται µία µόνο ποινή, κατά την επιµέτρηση της οποίας λαµβάνεται υπόψη η συνολική εγκληµατική δράση του. Μεταξύ των ναρκωτικών κατά την έννοια του νόµου αυτού περιλαµβάνεται και η ινδική κάνναβη (άρθρ. 4 παρ. 3 πιν. Α' αριθµ. 6 του Ν. 1729/1987 και ήδη άρθρ. 1 παρ. 2 πιν. Α' αριθµ. 6 του Κώδικα Νόµων για τα Ναρκωτικά, που κυρώθηκε µε το άρθρο πρώτο του Ν. 3459/2006). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του Π., όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργηµα ή πληµµέληµα επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιµωρείται, αν το κακούργηµα ή πληµµέληµα δεν ολοκληρώθηκε, µε ποινή ελαττωµένη. Ως αγορά και πώληση ναρκωτικών κατά την έννοια της προαναφερθείσης διατάξεων του άρθρου 5 Ν. 1729/1987 (ήδη άρθρο 20 Ν. 3459/2006) θεωρείται η κατά τους όρους του άρθρου 513 ΑΚ µεταβίβαση της κυριότητάς τους στον αγοραστή, που γίνεται µε την προς αυτόν παράδοσή τους, αντί του συµφωνηθέντος τιµήµατος. Η κατοχή των ναρκωτικών πραγµατώνεται µε τη φυσική επί των ουσιών αυτών εξουσίαση του δράση, ώστε αυτός να µπορεί σε κάθε στιγµή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και να τις διαθέτει πραγµατικά κατά τη βούλησή του. Την δε αποθήκευση των ναρκωτικών τελεί εκείνος που φυλάσσει µε κάποιους όρους ασφαλείας σε κάποιο χώρο τα ναρκωτικά, έστω και αν δεν ασκεί ευθέως επ' αυτών κατοχή, αλλά έχει τη δυνατότητα να τα αναλάβει οποτεδήποτε θελήσει. Για την αιτιολόγηση της τελέσεως των εγκληµάτων αγοράς και πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται ο ακριβής προσδιορισµός του τιµήµατος ούτε της ταυτότητας του προσώπου µε το οποίο συνεβλήθη ο δράστης, διότι ο νοµικός όρος αγορά είναι τόσο εύχρηστος στην πρακτική των συναλλαγών και έχει γνωστό περιεχόµενο και έννοια ώστε υποδηλώνει οπωσδήποτε και συνοµολόγηση τιµήµατος, άνευ του οποίου δεν µπορεί να νοηθεί αγορά και ύπαρξη ετέρου προσώπου ως αντισυµβαλλοµένου σ' αυτήν, µε τον οποίο συνεβλήθη ο δράστης. Αρκεί δε για τη συντέλεση της αγοράς ή πωλήσεως των ναρκωτικών να αλλάξει κατοχή το ναρκωτικό και να περιέλθει στον αγοραστή, ενώ αρχή τελέσεως της πωλήσεως ναρκωτικών και συνεπώς αξιόποινη απόπειρα του ανωτέρω εγκλήµατος συντρέχει όταν υπάρχει ενοχική συµφωνία περί πωλήσεως, ακόµη και µε εµφανιζόµενο ως ενδιαφερόµενο αγοραστή µυστικό αστυνοµικό, χωρίς να ολοκληρωθεί η πράξη παραδόσεως του ναρκωτικού. Περαιτέρω κατά το άρθρο 8 του Ν. 1729/1987, όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 5 παρ. 1 Ν. 3189/2003 και προηγουµένως είχε το άρθρο αυτό αντικατασταθεί αρχικά µε το άρθρο 13 Ν. 2163/1993 και µετά µε το άρθρο 2 παρ. 15 εδαφ. β' Ν. 2479/1997 µε ισόβια κάθειρξη ή µε χρηµατική ποινή ευρώ µέχρι ευρώ τιµωρείται ο παραβάτης των άρθρων 5, 6 και 7 του νόµου αυτού αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια ή... - Σύµφωνα δε µε το άρθρο 13 περ. στ ΠΚ, που προσετέθη µε το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 2408/1996 "κατ' επάγγελµα τέλεση του εγκλήµατος συντρέχει, όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης µε πρόθεση επανειληµµένης τέλεσης της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισµό εισοδήµατος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήµατος συντρέχει όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριµένου εγκλήµατος ως στοιχείο της [35]

36 προσωπικότητας του δράστη. Για την κατ' επάγγελµα τέλεση απαιτείται να συντρέχει είτε επανειληµµένη τέλεση της πράξεως, από την οποία προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισµό εισοδήµατος είτε υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης µε πρόθεση επανειληµµένης τελέσεως της πράξεως µε σκοπό πορισµού εισοδήµατος, έστω και αν ο δράστης τελεί άπαξ την πράξη, η οποία έτσι εµφανίζεται ως αποτέλεσµα της υποδοµής, δηλαδή της οργανωµένης ετοιµότητας και της µεθοδευµένης δραστηριότητας του δράστη προς τέλεση του οικείου εγκλήµατος, χωρίς να απαιτείται όπως αυτή έχει εκδηλωθεί µε προγενέστερες καταδίκες. - Η απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠ υπάρχει, προκειµένου για καταδικαστική απόφαση, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως µε το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά µέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση µεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Πρέπει όµως, να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίµησε, για να καταλήξει στην κρίση του περί ενοχής του κατηγορουµένου, όλα τα αποδεικτικά µέσα και όχι µόνον ορισµένα από αυτά. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στην παραδοχή επιβαρυντικών περιστατικών, όπως είναι και οι προαναφερθείσες των άρθρων 8 του Ν. 1729/1987 και 13 στοιχ. Στ Π.Κ. και να περιλαµβάνει, ειδικότερα, έκθεση των πραγµατικών περιστατικών που µπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους, καθώς και στους προβαλλοµένους από τον κατηγορούµενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισµούς. Αυτοτελείς ισχυρισµοί είναι αυτοί, οι οποίοι κατατείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή µειώνουν την ικανότητα προς καταλογισµό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε µείωση της ποινής. Πρέπει, όµως, οι ισχυρισµοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο ορισµένο, δηλαδή µε όλα τα πραγµατικά περιστατικά που κατά νόµον απαιτούνται για τη θεµελίωσή τους, έτσι ώστε να µπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούµενο συµπέρασµα. ιαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισµών αυτών που προβάλλονται αορίστως µε ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισµός είναι και ο προβαλλόµενος από τον κατηγορούµενο για συνδροµή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόµενες στο άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ., αφού η παραδοχή του οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ιδίου άρθρου, στην επιβολή µειωµένης ποινής κατά το µέτρο του άρθρου 83 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα. - Λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠ αποτελεί και η εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρµοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος για το οποίο πρόκειται, έχουν [36]

37 εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΠΚ: 13, 42, 84, ΚΠ : 366, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ΑΚ: 513, Νόµοι: 1729/1987, άρθ. 5, 8, Νόµοι: 2161/1993, άρθ. 10, Νόµοι: 3189/2003, άρθ. 5, 13, Νόµοι: 3459/2006, άρθ. 20, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικήµατα - Παράβαση διατάξεων ΚΟΚ Αριθµός απόφασης: Παράβαση των διατάξεων ΚΟΚ. Παραγραφή. Πταίσµα. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά το άρθρο 31 παρ. 1 του Ν. 3904/ "Όλες οι σε βαθµό πληµµελήµατος αξιόποινες πράξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας... τιµωρούνται µε κράτηση µέχρι έξι (6) µηνών και πρόστιµο µέχρι τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, εκτός από τις πράξεις των άρθρων 34 παρ. 1, 2, 43 παρ. 2 περιπτώσεις α, β και 4, 85 παρ. 5 και 98 παρ. 2 οι οποίες εξακολουθούν να τιµωρούνται ως πληµµελήµατα, µε τις αναφερόµενες στις οικείες διατάξεις ποινές". - Στην προκειµένη περίπτωση αφού η ανωτέρω παράβαση του άρθρου 43 παρ. 1α, γ 3 του ΚΟΚ, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατέστη πλέον πταίσµα και από του χρόνου τελέσεως της µέχρι τη συζήτηση της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως ( ) παρήλθε χρόνος πέραν της διετίας, πρέπει, ενόψει του ότι αναιρείται, κατά τα ανωτέρω, η προσβαλλόµενη απόφαση, λόγω εφαρµογής του παραπάνω επιεικέστερου νόµου, να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του κατηγορουµένου για την άνω πράξη, λόγω παραγραφής. ΠΚ: 2, 111, 112, 113, ΚΠ : 310, 511, 518, Νόµοι: 2696/1999, άρθ. 43, Νόµοι: 3094/2010, άρθ. 31, 34, 85, 98, Αδικήµατα - Παράνοµη µεταφορά λαθροµεταναστών Αριθµός απόφασης: Παράνοµη µεταφορά λαθροµεταναστών. Κατ' επάγγελµα τέλεση του εγκλήµατος. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Απόλυτη ακυρότητα. Συναυτουργία. Κατάσχεση και απόδοση πραγµάτων. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 88 παρ. 1 περ. α και β του Ν. 3386/2005 "Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού µέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους µεταφορικού µέσου που µεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους [37]

38 τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωµα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν από τα σηµεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, στην Ελληνική Επικράτεια και αντίστροφα προς το έδαφος κράτους-µέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη µεταφορά ή προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυµα για απόκρυψη, τιµωρούνται: α)..., β) µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηµατική ποινή δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ έως πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ για κάθε µεταφερόµενο πρόσωπο, αν η µεταφορά ενεργείται κατ' επάγγελµα ή αν ο υπαίτιος είναι δηµόσιος υπάλληλος κτλ. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ του ΠΚ, κατ' επάγγελµα τέλεση του εγκλήµατος συντρέχει, όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξης ή από την υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης µε πρόθεση επανειληµµένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισµό εισοδήµατος. Για τη συνδροµή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριµένου εγκλήµατος κατ' επάγγελµα, απαιτείται αντικειµενικά µεν επανειληµµένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχουν προηγηθεί και καταδίκες, υποκειµενικά δε, σκοπός του δράστη να ποριστεί εντεύθεν εισόδηµα. Κατ' επάγγελµα επίσης τέλεση συντρέχει και όταν µία φορά διαπράχθηκε η πράξη, όχι όµως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης και την οργανωµένη ετοιµότητά του µε πρόθεση επανειληµµένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του για πορισµό εισοδήµατος. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 130 του ΚΠ, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά µέσα) που τα θεµελίωσαν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ιδιαίτερη αιτιολογία για την ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαµβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόµο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος, όπως η "εν γνώσει" ορισµένου περιστατικού τέλεση της πράξης, (άµεσος δόλος) ή ορισµένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήµατα µε υπερχειλή υποκειµενική υπόσταση). Ειδικότερα, η ύπαρξη του δόλου στην παράβαση της διάταξης του άρθρου 88 παρ. 1 περ. α και β του Ν. 3386/2005 δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, απαιτείται όµως να διαλαµβάνεται σ' αυτή το παράνοµο της εισόδου των αλλοδαπών στο Ελληνικό έδαφος και η περί τούτου γνώση του υπαιτίου της πράξης. Σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα κτλ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνεία του τι προέκυψε από καθένα. - Κατά το άρθρο 211 Α του ΚΠ, το οποίο προστέθηκε µε το άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 2408/1996 "µόνη η µαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουµένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του [38]

39 κατηγορουµένου". Από την εν λόγω διάταξη, η παραβίαση της οποίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. του ΚΠ, προκύπτει ότι εισάγεται απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποιήσεως για την καταδίκη του κατηγορουµένου της µαρτυρικής κατάθεσης ή της απολογίας συγκατηγορουµένου καθώς και των µαρτυρικών καταθέσεων άλλων προσώπων, τα οποία ως µοναδική πηγή της πληροφόρησής τους έχουν τον συγκατηγορούµενο. εν παραβιάζεται όµως η ανωτέρω διάταξη, όταν το δικαστήριο για το σχηµατισµό της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουµένου, δεν στηρίζεται αποκλειστικά στη µαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία του συγκατηγορουµένου, αλλά συνδυαστικά τόσο στην µαρτυρική κατάθεση ή την απολογία του συγκατηγορουµένου, όσο και στις καταθέσεις των µαρτύρων και τα αναγνωστέα έγγραφα. - Κατά το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιµωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο από κοινού νοείται αντικειµενικά σύµπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειµενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συµµέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγµάτωση της αντικειµενικής υπόστασης του διαπραττόµενού εγκλήµατος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συµµέτοχοι πράττουν µε δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήµατος. Η σύµπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης µπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγµατώνει την όλη αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος ή ότι το έγκληµα πραγµατώνεται µε συγκλίνουσες επί µέρους πράξεις των συµµετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 504 παρ. 3, 492, 373, 310 παρ. 2, 463 και 467 του ΚΠ, σαφώς προκύπτει ότι κατά το µέρος της ποινικής απόφασης σχετικά µε την απόδοση ή δήµευση των κατασχεθέντων πραγµάτων, επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης από τον κατηγορούµενο, τον πολιτικώς ενάγοντα και τον τρίτο, του οποίου τις αξιώσεις επί των κατασχεθέντων πραγµάτων έκρινε η απόφαση. - Κατά µεν τη διάταξη του άρθρου 373 του ΚΠ, στην οριστική απόφαση του δικαστηρίου, διατάσσεται η απόδοση των πραγµάτων που κατασχέθηκαν στον ιδιοκτήτη και η δήµευση των αντικειµένων που πρέπει να δηµευθούν, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, αντικείµενα τα οποία παρήχθησαν µε κακούργηµα ή µε πληµµέληµα που πηγάζει από δόλο, καθώς και το τίµηµα αυτών και αυτά που αποκτήθηκαν µε αυτά, επίσης δε και αντικείµενα τα οποία χρησίµευσαν ή ήταν προορισµένα προς τέλεση τέτοιας πράξης, µπορούν, αν ανήκουν στον αυτουργό ή κάποιον από τους συµµέτοχους, να δηµευθούν, ενώ σε κάθε περίπτωση δηµεύσεως, το δικαστήριο αποφαίνεται αν τα πράγµατα που δηµεύθηκαν, πρέπει να καταστραφούν. Τέλος, η επιβαλλόµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, απαιτείται να περιλαµβάνει, στην περίπτωση που διατάσσεται µε την απόφαση η δήµευση των κατασχεθέντων, και τις σκέψεις µε βάση τις οποίες το δικαστήριο της ουσίας έκρινε µε αναφορά σε συγκεκριµένη διάταξη που την προβλέπει, ότι συντρέχει νόµιµη κατ' ουσία περίπτωση για να δηµευθούν τα κατασχεθέντα. ΠΚ: 13, 45, 76, ΚΠ : 211, 310, 373, 463, 464, 467, 504, 510 παρ. 1 στοιχ., Αδικήµατα - Πολεοδοµικές παραβάσεις Αριθµός απόφασης: 661 [39]

40 - Αυθαίρετα. Απλή συνέργεια.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. εδικασµένο. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά το άρθρο 17 παρ. 8 του Ν. 1337/1093, οι ιδιοκτήτες ή εντολείς κατασκευής αυθαιρέτων, οι µηχανικοί που συντάσσουν την µελέτη ή έχουν την επίβλεψη του έργου και οι εργολάβοι κατασκευής του, τιµωρούνται µε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) µηνών ή µε χρηµατική ποινή από δραχµές µέχρι δραχµές, ανάλογα µε την αξία του αυθαιρέτου έργου και τον βαθµό υποβάθµισης του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος. Αν η πιο πάνω παράβαση γίνεται από αµέλεια, τιµωρείται µε ποινή φυλάκισης µέχρι ένα χρόνο ή µε χρηµατική ποινή από δρχ. µέχρι δραχµές. Σε περίπτωση απλών υπερβάσεως της άδειας κατασκευής, µπορεί να επιβληθεί µειωµένη ποινή. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ όποιος εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. Β' του προηγουµένου άρθρου παρέσχε µε πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδροµή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της αδίκου πράξεως, που διέπραξε τιµωρείται µε ποινή ελαττωµένη (άρθρο 83). Για τη στοιχειοθέτηση εποµένως της απλής συνέργειας απαιτείται οποιαδήποτε συνδροµή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, που παρέχεται στον αυτουργό ορισµένης αξιοποίνου πράξεως πριν από την τέλεση αυτής ή κατά την τέλεσή της, εφόσον εκείνος που την παρέχει µε θετική ή αρνητική µορφή ενεργεί από πρόθεση και ειδικότερα µε τον οικείο δόλο που απαιτείται για τον αυτουργό αυτής. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας, ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ' λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως µε το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο όµως περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγµατικά µε βαθµό πληρότητας τέτοιο που να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. - Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην εφαρµοσθείσα διάταξη αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εµφιλοχωρήσει στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, από τι η απόφαση στερείται νοµίµου βάσεως. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 ΚΠ, αν, κάποιος έχει καταδικαστεί αµετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν µπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόµη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισµός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, [40]

41 κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασµένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασµένου, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ' ΚΠ λόγο αναίρεσης, πρέπει, να συντρέχουν α) αµετάκλητη απόφαση (ή βούλευµα) που αποφαίνεται για τη βασιµότητα η µη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για µια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξης ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολο του που περιλαµβάνει όχι µόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσµα που προσκλήθηκε από αυτή. Εξάλλου η από το Σύνταγµα και το νόµο επιβαλλόµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία απαιτείται για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισµών του κατηγορουµένου, δηλαδή των ισχυρισµών που προτείνονται, είτε από τον ίδιο, είτε από τον συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισµό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη µείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισµένοι, δηλαδή, αναφέρονται τα πραγµατικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόµο θεµελίωσή τους, διότι αλλιώς είναι απαράδεκτοι οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισµός είναι και εκείνος περί υπάρξεως δεδικασµένου που προβλέπεται από το άρθρο 57 παρ. 1 του ΚΠ. - Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ το αξιόποινοι των εγκληµάτων εξαλείφεται µε παραγραφή, η οποία, προκειµένου για πληµµελήµατα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσµία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστηµα διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως όταν γίνει αµετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όµως πέραν των τριών ετών για τα πληµµελήµατα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 310 παρ.1 εδ.β', 370 εδ. β' και 511 ΚΠ προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσµός δηµόσιας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόµη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συµπλήρωση αυτής, υποχρεούται αφού αναιρέσει την προσβαλλόµενη καταδικαστική απόφαση για κάποιο παραδεκτό και βάσιµο λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφεροµένους στο άρθρο 510 ΚΠ, να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη (ΟλΑΠ 7/2005). ΠΚ: 47, 11, 112, 113, ΚΠ : 57, 310, 370, 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ, 511, Νόµοι: 1337/1993, άρθ. 17, Αδικήµατα - Σωµατική βλάβη Αριθµός απόφασης: Σωµατική βλάβη από αµέλεια. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά το άρθρο 308 παρ. 1 εδ. α' του Ποινικού Κώδικα, όποιος µε πρόθεση προξενεί σε άλλον σωµατική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά, τιµωρείται µε φυλάκιση το πολύ έξι µηνών ή µε χρηµατική ποινή, και αν είναι ασήµαντη τιµωρείται µε κράτηση ή πρόστιµο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκληµα της απλής σωµατικής βλάβης διαβαθµίζεται, αναλόγως της [41]

42 σπουδαιότητάς της, σε απλή (ή ελαφρά), σε εντελώς ελαφρά, η οποία, χωρίς να είναι εντελώς επουσιώδης, έχει όλως επιπόλαιες συνέπειες και σε ασήµαντη, η οποία είναι αυτή που έχει ήπιες συνέπειες. - Κατά το άρθρο 314 παρ. 1 εδάφ. α' του ΠΚ "όποιος από αµέλεια προκαλεί σωµατική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι τριών ετών". Από το συνδυασµό της διατάξεως αυτής µε εκείνη του άρθρου 28 του Ποινικού Κώδικα, κατά την οποία "από αµέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποίαν όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα το οποίο προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν", προκύπτει ότι, για τη θεµελίωση της σωµατικής βλάβης από αµέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί, αφενός, ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούµενη, κατ' αντικειµενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγµατικές καταστάσεις, µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων, και, αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειµενικά αιτιώδη σύνδεσµο µε την πράξη ή παράλειψη. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ως άνω Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά, µε τα υποκειµενικά και αντικειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά µέσα) που θεµελίωσαν τα περιστατικά αυτά καθώς και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Εξάλλου, η απαιτούµενη από τις ως άνω διατάξεις ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' τού ίδιου Κώδικα, πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόµενους από τον κατηγορούµενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισµούς, δηλαδή εκείνους που αν αληθεύουν, συνεπάγονται την άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, του αποκλεισµού ή την µείωση της ικανότητας προς καταλογισµό, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη µείωση της ποινής, εφόσον όµως περιέχουν µε πληρότητα και σαφήνεια τα πραγµατικά περιστατικά, που θεµελιώνουν αυτούς. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υφίσταται όταν το ικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρµοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΠΚ: 28, 308, 314, [42]

43 ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, * ΝοΒ 2011, σελίδα 1641, σχολιασµός Παναγιώτης Χριστόπουλος Αδικήµατα - Σωµατική βλάβη Αριθµός απόφασης: Απλή σωµατική βλάβη. Παράνοµη κατακράτηση. Απλή συνέργεια. Συναυτουργία. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. - Από τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της απλής σωµατικής βλάβης, απαιτείται αντικειµενικά η πρόκληση σωµατικής κάκωσης ή βλάβη της υγείας άλλου και υποκειµενικά δόλος του δράστη, αρκεί και ενδεχόµενος, κατευθυνόµενος στην παραγωγή σωµατικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας. - Το από το άρθρο 325 του ΠΚ προβλεπόµενο έγκληµα της παράνοµης κατακράτησης, στοιχειοθετείται αντικειµενικά µεν µε την κατακράτηση άλλου χωρίς τη θέληση του ή τη στέρηση µε άλλο τρόπο της ελευθερίας κίνησής του, υποκειµενικά δε αρκεί και ενδεχόµενος δόλος, ο οποίος, όµως δεν απαιτείται να περιλαµβάνει και το παράνοµο της πράξης. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στ. β του προηγούµενου άρθρου, παρέσχε µε πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδροµή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιµωρείται ως συνεργός µε ποινή ελαττωµένη (άρθρο 83). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, απλός συνεργός είναι όποιος µε θετική ή αποθετική του ενέργεια, µε πρόθεση παρέχει στον αυτουργό πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως, την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδροµή, η οποία χωρίς να είναι άµεση συντελεί στην τέλεση της πράξεως από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στη γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση ορισµένης άδικης πράξεως που αντικειµενικά συνιστά έγκληµα και τη βούληση να συµβάλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η συνδροµή του απλού συνεργού δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδροµή µπορεί να παρασχεθεί και µε την ενίσχυση της απόφασης που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξεως καθώς και µε την ενθάρρυνση αυτού καθοιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται µε την παρότρυνση για την τέλεση της πράξεως. - Κατά το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιµωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο από κοινού νοείται αντικειµενικά σύµπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειµενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συµµέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγµάτωση της αντικειµενικής υπόστασης του διαπραττόµενου εγκλήµατος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συµµέτοχοι πράττουν µε δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήµατος. Η σύµπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως µπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγµατώνει την όλη αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος, ή ότι το έγκληµα πραγµατώνεται µε συγκλίνουσες επί µέρους πράξεις των συµµετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ΚΠ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγµατικά περιστατικά, [43]

44 στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Ως προς τη έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική κατ' είδος τους αναφορά, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά µέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων, και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση των εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. ΠΚ: 45, 47, 308, 325, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., Αδικήµατα - Ψευδής καταµήνυση Αριθµός απόφασης: 962 Έτος: Ψευδής καταµήνυση. Ψευδορκία. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. - Κατά µεν το άρ. 229 παρ. 1 ΠΚ, τιµωρείται µε την στη διάταξη αυτή οριζόµενη ποινή, όποιος εν γνώσει καταµηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν, ενώπιον της αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη η πειθαρχική παράβαση µε σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, κατά δε το άρθ. 224 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, τιµωρείται µε την στην παρ. 1 του άρθρου τούτου προβλεπόµενη ποινή, όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως µάρτυρας, ενώπιον αρχής αρµόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει καταθέτει εν γνώσει του ψέµατα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από την ως άνω διάταξη του αρ. 224 παρ. 2 ΠΚ, προκύπτει, ότι για να καταδικαστεί µάρτυρας για ψευδορκία, πρέπει να γνώριζε, όχι µόνον την αναλήθεια των υπ' αυτού κατατεθέντων, αλλά και τα αληθινά γεγονότα, η γνώσει δε αυτή πρέπει ειδικά να αιτιολογείται στην καταδικαστική απόφαση, ήτοι να διαλαµβάνονται σε αυτήν, όχι µόνον τα υπό του µάρτυρος κατατεθέντα ψευδή γεγονότα, αλλά και ποια ήταν τα αληθινά τοιαύτα, τα οποία αυτός γνώριζε. Περαιτέρω, η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαµβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όµως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόµο την έννοια αυτής και ορισµένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισµένων περιστατικών, άµεσος δηλαδή δόλος από µέρους του υπαιτίου, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, µε παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη διαληφθείσα γνώση. - Η απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της [44]

45 καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 ' ΚΠ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούµενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισµοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α)είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β)αρκεί να µνηµονεύονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίµησε όλα ανεξαιρέτως και όχι µόνο µερικά από αυτά. ΠΚ: 224, 229, ΚΠ : 510 παρ. 1, Αδικήµατα - Ψευδής καταµήνυση Αριθµός απόφασης: 1505 Έτος: Ψευδής καταµήνυση. Ψευδής ανώµοτη κατάθεση. - Υπαίτιος των πράξεων που προβλέπονται από τα άρθρα 229 παρ. 1 και 225 παρ. 1 α' του ΠΚ, δηλαδή της ψευδούς καταµηνύσεως και της ψευδούς ανώµοτης κατάθεσης, είναι, στην πρώτη περίπτωση, εκείνος που εν γνώσει καταµηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση µε σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν και στη δεύτερη περίπτωση της ψευδούς ανώµοτης κατάθεσης, εκείνος που, ενώ εξετάζεται χωρίς όρκο ως µάρτυρας ενώπιον αρχής αρµόδιας να ενεργεί τέτοια εξέταση, καταθέτει εν γνώσει ψέµατα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Έτσι, για τη θεµελίωση και των δύο αυτών εγκληµάτων απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειµενική τους υπόσταση και άµεσος δόλος, που περιλαµβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταµήνυση είναι ψευδής στην περίπτωση του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ. και ότι τα χωρίς όρκο κατατιθέµενα είναι επίσης ψευδή στην περίπτωση του άρθρου 225 παρ. 1 α' ΠΚ. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση µε παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόµενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από καθένα [45]

46 από αυτά ούτε η αξιολογική συσχέτιση τους, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. ΠΚ: 225, 229, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικήµατα - Ψευδής καταµήνυση Αριθµός απόφασης: Ψευδής καταµήνυση. Συκοφαντική δυσφήµηση.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. όλος. - Από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της ψευδούς καταµηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριµένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιµη και ψευδής και ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθεια της και να έγινε από αυτόν µε σκοπό να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδοµηνυτή. - Από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεµελίωση του εγκλήµατος της συκοφαντικής δυσφηµήσεως απαιτείται, αντικειµενικώς µεν, ισχυρισµός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος το οποίο µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειµενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαµβάνει, αφενός µεν τη γνώση του δράστη µε την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά µέσα) που τα θεµελίωσαν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόµη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγµατικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και µε τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. - Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεµελίωση της υποκειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος και συνίσταται, σύµφωνα µε το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόµο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ' αυτή, όταν ο νόµος στη συγκεκριµένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του [46]

47 δόλου, λ.χ. αµέσου, όπως συµβαίνει στις ανωτέρω περιπτώσεις, οπότε απαιτείται αιτιολόγηση του. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. ΠΚ: 26, 27, 229, 362, 363, 369, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., Αδικήµατα - Ψευδής καταµήνυση Αριθµός απόφασης: Ψευδής καταµήνυση.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 3327/2005, όποιος εν γνώσει καταµηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση µε σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτή, τιµωρείται µε φυλάκιση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεµελίωση του εγκλήµατος της ψευδούς καταµηνύσεως απαιτείται: α) η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριµένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιµη και ψευδής, β) ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και γ) να απέβλεπε µε αυτήν στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδοµηνυτή. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα, από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ τους, ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηµατισµό της δικαστικής κρίσης, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναίρεσης η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής [47]

48 συσχέτισης των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. ΠΚ: 26, 27, 229, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., Αίτηµα αναβολής - Αιτιολογηµένη απόρριψη Αριθµός απόφασης: Αίτηµα αναβολής της δίκης. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ. οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να έχουν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, κατά δε τη διάταξη του τρίτου εδαφίου του άνω άρθρου 139 ΚΠ, που προστέθηκε µε το άρθρο 2 παρ. 5 εδ. β' του Ν. 2408/ 1996 και ισχύει από , αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από το νόµο ή αν είναι οριστικές ή παρεµπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Συνεπώς, και η παρεµπίπτουσα απόφαση, που απορρίπτει αίτηµα του κατηγορουµένου για αναβολή της δίκης λόγω σηµαντικών αιτίων, µολονότι η κρίση του δικαστηρίου για το αν πρέπει ή όχι να αναβληθεί η δίκη είναι ανέλεγκτη, πρέπει να έχει ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, άλλως ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠ λόγος αναιρέσεως. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., Αίτηµα αναβολής - Αιτιολογηµένη απόρριψη Αριθµός απόφασης: Απόρριψη αιτήµατος αναβολής. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Υπέρβαση εξουσίας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από τις διατάξεις των άρθρων 349 και 501 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας προκύπτει ότι παρέχεται δικαίωµα στον εκκαλούντα κατηγορούµενο να ζητήσει την αναβολή της δίκης όταν δεν µπορεί να εµφανισθεί στο δικαστήριο και να υποστηρίξει την έφεση του, λόγω σηµαντικών αιτίων. - Η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, απαιτείται όχι µόνον για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεµπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεµπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει την αίτηση του κατηγορουµένου για αναβολή της δίκης λόγω σηµαντικών αίτιων, κατά το άρθρο 349 του Κώδικα Ποινικής δικονοµίας, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογηµένη, παρά το ότι η [48]

49 παραδοχή ή απόρριψη τέτοιας αιτήσεως έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, δηλαδή να αναφέρει στο αιτιολογικό της τα αποδεικτικά µέσα που εκτιµήθηκαν, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις, βάσει των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική της αιτήσεως αυτής κρίση του. - Στην προκειµένη περίπτωση, το ικαστήριο δεν πείσθηκε από τον προβαλλόµενο από τον πληρεξούσιο συνήγορο υπεράσπισης του 1ου κατηγορουµένου λόγο και εποµένως το σχετικό αίτηµα διαχωρισµού και της αναβολής της εκδίκασης της κατ' αυτού υπόθεσης πρέπει να απορριφθεί". Η αιτιολογία, όµως, αυτή δεν είναι η επιβαλλόµενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγµατος και του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας ειδική και εµπεριστατωµένη, αφού ενόψει του ότι είχε υποβάλει ο πληρεξούσιος δικηγόρος ο οποίος είχε προσκοµίσει εξουσιοδότηση του κατηγορουµένου για να τον εκπροσωπήσει, διότι δεν µπορεί να εµφανιστεί στο ικαστήριο, δεν διευκρινίζει εάν η κρίση του στην απόρριψη του αιτήµατος αναβολής στηρίζεται στο ότι δεν πείστηκε εάν η ασθένεια του τον εµπόδιζε να εµφανιστεί στο ικαστήριο ή αν αυτή η βεβαίωση ήταν ψευδής, ενόψει του ότι πριν να υποβληθεί το αίτηµα της αναβολής είχε ζητήσει την διά πληρεξουσίου παράσταση. Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιµος κατ' ουσίαν ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας συναφής λόγος της υπό κρίση αιτήσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλόµενη απόφαση ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αιτήµατος αναβολής, ακολούθως δε να αναιρεθεί και ως προς την εν συνεχεία εκδίκαση της υποθέσεως µε την απουσία του κατηγορουµένου, διότι το κατ' έφεση δίκασαν Πενταµελές Εφετείο, µε το να προχωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως, ενώ δεν είχε απορρίψει αιτιολογηµένα το αίτηµα αναβολής, υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του, κατά τον επίσης βάσιµο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας λόγο της αιτήσεως. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να αναιρεθεί εξ ολοκλήρου η προσβαλλόµενη απόφαση. ΚΠ : 349, 501, 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Η, Ακυρότητα - Ανάγνωση εγγράφων Αριθµός απόφασης: Απόλυτη ακυρότητα. Ανάγνωση εγγράφων - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 329, 358, 364 και 365 ΚΠ προκύπτει, ότι απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, σύµφωνα µε το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου κώδικα, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠ λόγο αναιρέσεως, επέρχεται και όταν το δικαστήριο λαµβάνει υπόψη του έγγραφο προς στήριξη της κρίσεώς του για την ενοχή του κατηγορουµένου χωρίς αυτό να έχει αναγνωσθεί προηγουµένως, κατά την ακροαµατική διαδικασία, παραβιάζοντας έτσι την άσκηση του δικαιώµατός του από το άρθρο 358 του ΚΠ να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά µε το αποδεικτικό αυτό µέσο. Τέτοια όµως ακυρότητα δεν επέρχεται όταν το έγγραφο που λήφθηκε υπόψη χωρίς να αναγνωσθεί αποτελεί στοιχείο του κατηγορητηρίου και µνηµονεύεται στο επιδιδόµενο στον κατηγορούµενο κλητήριο θέσπισµα. ΚΠ : 329, 358, 364, 365, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, [49]

50 Ακυρότητα - Ανάγνωση εγγράφων Αριθµός απόφασης: Απόλυτη ακυρότητα. Έγγραφα. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 2 και 369 του ΚΠ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίµηση από το δικαστήριο της ουσίας ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο προκαλεί απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτ. του ΚΠ και ιδρύει τον προβλεπόµενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του προβλεπόµενου από το άρθρο 358 του ΚΠ δικαιώµατος του κατηγορουµένου να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά µε το αποδεικτικό αυτό µέσο. Στα πρακτικά της δηµόσιας συζήτησης που συντάσσονται δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται το αποδεικτικό θέµα στο οποίο αφορά το έγγραφο ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόµενο του αναγνωσθέντος εγγράφου. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που να µπορεί να διαγνωσθεί ότι το συγκεκριµένο έγγραφο πράγµατι αναγνώσθηκε. ΚΠ : 329, 331, 333, 358, 364, 369, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Ακυρότητα - Απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο Αριθµός απόφασης: Απόλυτη ακυρότητα. Παραβίαση δικαιωµάτων του κατηγορουµένου. ελτίο ποινικού µητρώου. Απαγόρευση προσβάσεως στο περιεχόµενο του δελτίου ποινικού µητρώου µέχρι την κήρυξη του κατηγορουµένου ως ενόχου. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 577 παρ. 2 ΚΠοιν, το δελτίο ποινικού µητρώου επισυνάπτεται υποχρεωτικά µε ευθύνη του αρµοδίου γραµµατέα σε κάθε δικογραφία για εγκλήµατα αρµοδιότητας τριµελούς πληµµελειοδικείου και άνω, µέσα σε σφραγιστό αδιαφανή φάκελο και αποσφραγίζεται µόνο µετά την απαγγελία της περί ενοχής αποφάσεως του δικαστηρίου, γενοµένης ειδικής µνείας στα πρακτικά. Σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, το δελτίο του ποινικού µητρώου σφραγίζεται και πάλι µε ευθύνη του γραµµατέα της έδρας του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου σε αδιαφανή φάκελο, εφαρµοζοµένων κατά τα λοιπά των του προηγουµένου εδαφίου. Τα αυτά ισχύουν σε περίπτωση επανεκδικάσεως της υποθέσεως µετ' αναίρεση. Η παράβαση των ανωτέρω διατάξεων από το δικαστικό γραµµατέα συνεπάγεται την πειθαρχική του ευθύνη. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδαφ. δ' του ΚΠοιν ακυρότητα που λαµβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόµη προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εµφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουµένου και την άσκηση των δικαιωµάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και µε τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόµος. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η απαγόρευση προσβάσεως στο περιεχόµενο του δελτίου ποινικού µητρώου µέχρι την κήρυξη του κατηγορουµένου ως ενόχου [50]

51 αποσκοπεί στον σχηµατισµό καθαρής δικαστικής πεποιθήσεως, η οποία θα στηρίζεται στα αποδεικτικά στοιχεία της συγκεκριµένης υποθέσεως και εντάσσεται στις διατάξεις που προστάτευαν τον κατηγορούµενο στην άσκηση των υπερασπιστικών του δικαιωµάτων µε την αποφυγή της αποδεικτικής αξιοποιήσεως σε βάρος του προηγουµένων καταδικαστικών αποφάσεων έτσι ώστε η παραβίαση της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 577 παρ. 2 ΚΠοιν µε την αποσφράγιση και ανάγνωση του δελτίου ποινικού του µητρώου πριν από την απόφαση περί ενοχής του δικαστηρίου, να συνεπάγεται κατ' αρχήν απόλυτη ακυρότητα, όχι δε και όταν αναγιγνώσκεται µετά την περί ενοχής απόφαση και πριν από την επιβολή της ποινής. Η απαγόρευση, όµως, του άρθρου 577 παρ. 2 ΚΠοιν, δεν εµποδίζει τον ίδιο τον κατηγορούµενο να ζητήσει την ανάγνωση του ποινικού του µητρώου, προκειµένου να αξιοποιήσει υπερ αυτού επικαλούµενη ανυπαρξία καταδίκης του για άλλη αξιόποινη πράξη και να ζητήσει την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως, καθόσον στην περίπτωση αυτή, που ο ίδιος επιθυµεί να γνωστοποιηθεί το περιεχόµενο του ποινικού του µητρώου, η προστατευτική για την υπεράσπισή του λειτουργία της διατάξεως αυτής κάµπτεται. - Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του ΚΠοιν, σε συνδυασµό µε εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. ' του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηµατισµό της κρίσεώς του σε σχέση µε την ενοχή του κατηγορουµένου, εγγράφων που δεν βεβαιώνεται ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας εξ αιτίας της οποίας, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοιν λόγος αναιρέσεως, γιατί έτσι ο κατηγορούµενος αποστερείται της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικές µε το αποδεικτικό αυτό µέσο. ΚΠ : 171, 329, 331, 333, 358, 364, 369, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 577, ΠΚ: 133, Ακυρότητα - Απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο Αριθµός απόφασης: Απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Έφεση Εισαγγελέα. Υπέρβαση εξουσίας του ικαστηρίου. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 του ΚΠοιν, "καµιά απόφαση του ικαστηρίου σε δηµόσια συνεδρίαση ή σε συµβούλιο και καµία διάταξη ανακριτή δεν έχουν κύρος, αν δεν ακουστεί προηγουµένως ο εισαγγελέας". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 138 παρ. παρ. 2,3 του ΚΠοιν, "πριν από κάθε απόφαση ή διάταξη του δικαστή που εκδίδεται κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο παίρνουν το λόγο σύµφωνα µε τις διατάξεις του νόµου ο εισαγγελέας ή ο δηµόσιος κατήγορος, όπου υπάρχει, καθώς και οι παρόντες διάδικοι ( παρ. 2). Η παράβαση της παρ. 2 συνεπάγεται την ακυρότητα της απόφασης, του βουλεύµατος και της διάταξης ( παρ. 3)". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του ΚΠοιν, "όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα ή στους εισαγγελείς, έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα...". Σύµφωνα µε τις παραπάνω διατάξεις, πρέπει να δίνεται ο λόγος στον εισαγγελέα της έδρας για να προτείνει επί της ενοχής ή µη του κατηγορουµένου, µε ποινή ακυρότητας της διαδικασίας. Η πρόταση, όµως, του εισαγγελέα επί της κατηγορίας στο τέλος, µετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, όταν ζητεί την ενοχή του κατηγορουµένου, [51]

52 εµπεριέχει οπωσδήποτε και την πρότασή του για απόρριψη των τυχόν αυτοτελών ισχυρισµών που έχει προβάλλει ο κατηγορούµενος και, κατά συνέπειαν, η παράλειψη του εισαγγελέα να προτείνει ειδικώς επί των προβληθέντων αυτοτελών ισχυρισµών του κατηγορουµένου καλύπτεται µε τη συνολική του πρόταση επί της ενοχής και δεν δηµιουργείται καµία ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά τα άρθρα 170, 171 και 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοιν. - Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 ΚΠοιν, προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου µέσου της εφέσεως πρέπει να διαλαµβάνει ορισµένο λόγο, όπως είναι και η κακή εκτίµηση των αποδείξεων. Προκειµένου, ειδικότερα, για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, η διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠοιν, που προστέθηκε µε το άρθρο 2 παρ. 19 του Ν. 2408/1996, ορίζει ότι "η άσκηση εφέσεως από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εµπεριστατωµένα στη σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αιτιολόγηση της ασκούµενης από τον Εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου αυτού µέσου και πρέπει να είναι ειδική και εµπεριστατωµένη των λόγων της, δηλαδή, πρέπει να εκτίθενται µε σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριµένες πραγµατικές και νοµικές πληµµέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόµενη αθωωτική απόφαση (ΟλΑΠ 9/2005). Αν η έφεση του Εισαγγελέα δεν έχει τέτοια αιτιολογία και το δευτεροβάθµιο δικαστήριο, αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη, την κρίνει παραδεκτή και, ακολούθως, εξετάζοντας την ουσία της υποθέσεως, καταλήγει στην καταδίκη του κατηγορουµένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση της εξουσίας του, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως. ΚΠ : 474, 476, 486, 498, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ. 1 στοιχ. Η, ΠΚ: 314, ηµοσίευση: INLAW 2010 Ακυρότητα - Απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο Αριθµός απόφασης: Απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από το άρθρο 369 του ΚΠ προκύπτει ότι, όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει υποχρεωτικά το λόγο στον κατηγορούµενο µετά από τον Εισαγγελέα ή τους παριστάµενους πολιτικώς ενάγοντα και αστικώς υπεύθυνο, έστω και αν ο κατηγορούµενος δεν το ζητήσει. Η παράβαση δε της διατάξεως αυτής, ως αναφεροµένης στην υπεράσπιση του κατηγορουµένου και στην άσκηση δικαιώµατος που του παρέχεται ρητά από το νόµο, επιφέρει, σύµφωνα µε το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠ, απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Τέτοια ακυρότητα δηµιουργείται και όταν, µετά από πρόταση του Εισαγγελέα για απόρριψη ως απαραδέκτου του ενδίκου µέσου της εφέσεως κατά αποφάσεως, το δικαστήριο χωρήσει στην έκδοση της σχετικής απορριπτικής αποφάσεως του επί εφέσεως χωρίς προηγουµένως να δοθεί ο λόγος στον παριστάµενο εκκαλούντα κατηγορούµενο ή στον εξουσιοδοτηµένο να εκπροσωπήσει τον απόντα κατηγορούµενο συνήγορο αυτού. [52]

53 ΚΠ : 369, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Ακυρότητα - Προσβολή δικαιωµάτων κατηγορουµένου Αριθµός απόφασης: 104 Έτος: Αρχή της µη αυτοενοχοποιήσεως. Απόλυτη ακυρότητα. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. Ηθική αυτουργία. Λαθρεµπορία. Συνταγµατικότητα της διάταξης του άρθ. 155 του Ν. 2960/2001. Κατ' εξακολούθηση έγκληµα. Λήψη υπόψη από το δικαστήριο µη αναγνωσθέντος εγγράφου. Απόλυτη ακυρότητα. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 31, 105 και 223 παρ. 4 του ΚΠ, προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουµένου της κατάθεσής του, που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης, ή της ένορκης ή χωρίς όρκο κατάθεσης, που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ µέρους του ικαστηρίου των µαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουµένου µε κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 ΚΠ δηµιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περ. δ', η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠ λόγο αναίρεσης (ΟλΑΠ 2/1999), διότι αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουµένου και ειδικότερα το δικαίωµα σιωπής και µη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώµατός του για "δίκαιη δίκη", που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣ Α, καθώς και το δικαίωµά του από το άρθρο 223 παρ. 4 ΚΠ να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα µπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεµελιώδης αυτή αρχή της µη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη από το άρθρο 14 παρ, 3 εδ. ζ' του ιεθνούς Συµφώνου για τα Ατοµικά και Πολιτικά δικαιώµατα, που κυρώθηκε µε το ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγµατος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκηµα απολαύει σε πλήρη ισότητα, µεταξύ των άλλων, και την εγγύηση να µην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να οµολογήσει την ενοχή του. - Στην προκειµένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόµενης απόφασης αναγνώστηκε στο ακροατήριο του ικαστηρίου της ουσίας και ελήφθη υπόψη από αυτό µαζί µε τα λοιπά αναγνωσθέντα έγγραφα και η από ένορκη κατάθεση του αναιρεσείοντος τούτου που δόθηκε στις αρµόδιες αρχές του Τελωνείου Αθηνών που διενεργούσαν αυτεπάγγελτη αστυνοµική προανάκριση (σελ. 9 των πρακτικών, υπ' αριθ. 41 έγγραφο), ήτοι πριν ο αναιρεσείων αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορούµενου µε κάποιον από τους αναφεροµένους στο άρθρο 72 ΚΠ τρόπους. Έτσι, η αποδεικτική αξιοποίηση της κατάθεσης αυτής του αναιρεσείοντος προσβάλλει το δικαίωµα σιωπής και µη αυτοενοχοποίησης τούτου και δηµιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠ. - Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 α του ΠΚ προκύπτει ότι για την ύπαρξη της ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της απόφασης να διαπράξει ορισµένη πράξη, η πρόκληση δε αυτή µπορεί να γίνει µε οποιονδήποτε τρόπο ή µέσον, όπως πειθώ, φορτικότητα, απειλή, υπόσχεση αµοιβής κλπ, β) η διάπραξη από τον άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθεληµένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλον της αντικειµενικής υπόστασης ορισµένου εγκλήµατος µε γνώση και [53]

54 θέληση ή αποδοχή της συγκεκριµένης εγκληµατικής πράξης. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της ηθικής αυτουργίας αρκεί η µνεία του τρόπου ή µέσου, ως πειθούς και φορτικότητας µε την έννοια της πειστικότητας και της παροχής συµβουλών, δια των οποίων ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στον φυσικό αυτουργό την απόφαση να διαπράξει ορισµένη αξιόποινη πράξη την οποία ο τελευταίος τέλεσε. - Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως ο άνω αναιρεσείων παραπονείται για εσφαλµένη εφαρµογή του άρθρου 155 παρ. 1 εδ. β' του Ν. 2960/2001, κατά το οποίο "λαθρεµπορία είναι οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το ελληνικό δηµόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των υπ' αυτών εισπρακτέων δασµών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόµενα ή εξαγόµενα εµπορεύµατα και αν ακόµη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόµος". Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι τα περιγραφικά στοιχεία της αντικειµενικής υποστάσεως του προβλεποµένου από αυτό εγκλήµατος είναι ασαφή και αόριστα και έτσι το άρθρο τούτο είναι αντίθετο στη διάταξη του άρθρου 7 του Συντάγµατος. Η διάταξη του άνω άρθρου είναι σύµφωνη µε το Σύνταγµα, όπως είχε κριθεί και για την πανοµοιότυπη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 εδ. β' του προϊσχύσαντος Ν. 1165/1918 (ΑΠ 742/1985). Τούτο διότι, µε τη διάταξη του άνω άρθρου 155 παρ.1 εδ. β' του Ν. 2960/2001, διευρύνεται η έννοια της λαθρεµπορίας και ορίζεται ότι αποτελεί ποινικό αδίκηµα οποιαδήποτε ενέργεια ήθελε επινοήσει η ανθρώπινη εφευρετικότητα προς το σκοπό να στερηθεί το ηµόσιο ή η Ευρωπαϊκή Ένωση της δυνατότητας να εισπράξει τον ανάλογο κατά το νόµο εισαγωγικό δασµό, φόρο ή άλλο δικαίωµα για οποιοδήποτε εισαγόµενο ή εξαγόµενο εµπόρευµα, δηλαδή προσδιορίζονται σαφώς τα στοιχεία της πράξεως αυτής. Όθεν, και ο λόγος αυτός περί αντισυνταγµατικότητας του πιο πάνω άρθρου είναι αβάσιµος. - Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 ΠΚ, σε περίπτωση τέλεσης εγκλήµατος κατ' εξακολούθηση, το δικαστήριο µπορεί, εφαρµόζοντας το άρθρο 94 παρ. 1, να επιβάλλει ξεχωριστή ποινή για κάθε µία εξακολουθητική πράξη και όχι µια ποινή για όλες, τούτο δε εναπόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστή της ουσίας, ο οποίος λαµβάνει υπόψη του τις περιστάσεις τέλεσης της πράξης και την προσωπικότητα του δράστη. - Η λήψη υπόψη από το δικαστήριο µη αναγνωσθέντος εγγράφου επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του δικαιώµατος του κατηγορουµένου, από το άρθρο 358 του ΚΠ, να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις αναφορικά µε το αποδεικτικό αυτό µέσο εκτός αν το περιεχόµενό του προκύπτει από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, το δε έγγραφο αναφέρεται ιστορικά στο αιτιολογικό της απόφασης. ΠΚ: 46, 94, 98, ΚΠ : 72, 171, 223, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Νόµοι: 1165/1918, άρθ. 100, Νόµοι: 2960/2001, άρθ. 155, ηµοσίευση: INLAW 2010 Ακυρότητα - Προσβολή δικαιωµάτων κατηγορουµένου Αριθµός απόφασης: Προβολή δικαιωµάτων κατηγορουµένου. Απόλυτη ακυρότητα. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 171 και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠ προκύπτει ότι ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη [54]

55 κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο όταν ο κατηγορούµενος στερήθηκε κάποιου δικαιώµατός του που αφορά την εµφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπισή του που του παρέχονται στις περιπτώσεις και µε τις διατυπώσει που επιβάλλει ο νόµος. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγµατος και 6 παρ. 1 της Σύµβασης της Ρώµης περί ανθρωπίνων δικαιωµάτων (Ν /γµα 53/1974), συνάγεται ότι ο κατηγορούµενος µπορεί να προβάλλει µε ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης ότι η υπόθεση του δεν δικάσθηκε δίκαια από το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεν εµφανίστηκε δικαιολογηµένα ενώπιον αυτού και δεν υπεράσπισε τον εαυτό του, µε αποτέλεσµα να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η απ' αυτόν ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτοβάθµιας καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης. ηλαδή ότι συνέβη κατά τη διαδικασία στο ικαστήριο της ουσίας απόλυτη ακυρότητα σε βάρος του (των υπερασπιστικών δικαιωµάτων). ΚΠ : 171, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Σ: 20, Ακυρότητα - Προσβολή δικαιωµάτων κατηγορουµένου Αριθµός απόφασης: Απόλυτη ακυρότητα. Παράλειψη της διευθύνουσας τη συζήτηση να δώσει υποχρεωτικά τον λόγο µετά την Εισαγγελέα στο δικηγόρο που εκπροσωπούσε τον µη εµφανισθέντα αυτοπροσώπως κατηγορούµενο. - Από το άρθρο 369 του ΚΠ προκύπτει ότι, όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει υποχρεωτικά το λόγο στον κατηγορούµενο µετά από τον Εισαγγελέα ή τους παριστάµενους πολιτικώς ενάγοντα και αστικώς υπεύθυνο, έστω και αν ο κατηγορούµενος δεν το ζητήσει. Η παράβαση δε της διατάξεως αυτής, ως αναφεροµένης στην υπεράσπιση του κατηγορουµένου και στην άσκηση δικαιώµατος που του παρέχεται ρητά από το νόµο, επιφέρει, σύµφωνα µε το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠ, απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Τέτοια ακυρότητα δηµιουργείται και όταν, µετά από πρόταση του Εισαγγελέα για απόρριψη ως απαραδέκτου του ενδίκου µέσου της εφέσεως κατά αποφάσεως, το δικαστήριο χωρήσει στην έκδοση της σχετικής απορριπτικής αποφάσεως του επί εφέσεως χωρίς προηγουµένως να δοθεί ο λόγος στον παριστάµενο εκκαλούντα κατηγορούµενο ή στον εξουσιοδοτηµένο να εκπροσωπήσει τον απόντα κατηγορούµενο συνήγορο αυτού. - Με την παράλειψη της διευθύνουσας τη συζήτηση να δώσει υποχρεωτικά τον λόγο µετά την Εισαγγελέα στον άνω δικηγόρο που εκπροσωπούσε τον µη εµφανισθέντα αυτοπροσώπως κατηγορούµενο, ακόµη και αν δεν ζήτησε τον λόγο ο συνήγορος του για να εκθέσει τις απόψεις του εκκαλούντος, ως προς την παραδοχή της εφέσεως του, επήλθε απόλυτη ακυρότητα, λόγω µη ασκήσεως δικαιώµατος του κατηγορουµένου που του παρέχεται ρητώς από το νόµο. Εποµένως, ο σχετικός από τα άρθρα 170 παρ. 1, 171 παρ. 1 εδ. δ', 369, 502 παρ. 1, 510 αριθ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠ πρώτος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από την άνω παράλειψη του δικαστηρίου να δώσει τον λόγο στο συνήγορο που εκπροσωπούσε τον ήδη αναιρεσείοντα στην κατ' έφεση δίκη πριν απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη, είναι βάσιµος. [55]

56 ΚΠ : 369, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Αναίρεση - Αναίρεση κατά βουλεύµατος Αριθµός απόφασης: Αίτηση αναίρεσης κατά βουλεύµατος που δεν επιτρέπεται αναίρεση. Απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. - Το άρθρο 2 εδ. β' του Ν. 2475/1920 "Περί µεταναστεύσεως και αποδηµίας", όπως τροποποιήθηκε µεταγενέστερα και τελικά αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 του Ν. 1128/1981 "Περί προσωπικής κρατήσεως και άλλων τινών διατάξεων" ορίζει ότι "ασκηθείσης ποινικής διώξεως επί κακουργήµατι, δύναται ο αρµόδιος Εισαγγελεύς να εκδώσει διάταξιν απαγορεύουσαν την έξοδον εκ της χώρας του καθ'ου η δίωξις, εφόσον το µέτρον τούτο επιβάλλουν λόγοι ασφαλείας ή δηµοσίου συµφέροντος. Η απαγορευτική διάταξις κοινοποιείται εις τον καθ'ου αυτή, αποβάλλει δε αυτοδικαίως την ισχύν της εάν δεν επικυρωθή εντός δέκα πέντε ηµερών υπό του αρµοδίου συµβουλίου πληµµελειοδικών, εις το οποίον εισάγεται µερίµνη του εισαγγελέως και εις το οποίον καλείται ο ενδιαφερόµενος προ 24 τουλάχιστον ωρών, ίνα παραστή κατά την συζήτησιν. Κατά του βουλεύµατος του συµβουλίου πληµµελειοδικών ο καθού η απαγορευτική διάταξις δύναται να προσφύγη εις το Συµβούλιον Εφετών. Εν πάσει παριπτώσει η απαγορευτική διάταξις παύει ισχύουσα µετά την απολογία του κατηγορουµένου...". Εναντίον όµως του βουλεύµατος του Συµβουλίου Εφετών δεν χωρεί αναίρεση εκ µέρους του καθού η απαγόρευση της εξόδου του από τη χώρα, γιατί δεν προβλέπεται από τον παραπάνω νόµο και αυτός δεν µπορεί να το προσβάλλει µε το ένδικο µέσο, σύµφωνα µε το άρθρο 482 παρ. 1 του ΚΠ, όπως ισχύει µετά την τροποποίηση του αρχικά µε το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 3160/2003 και στη συνέχεια µε το άρθρο 18 παρ. 2 του Ν. 3346/2005, στο οποίο αναφέρονται περιοριστικά οι περιπτώσεις που επιτρέπεται στον κατηγορούµενο να ζητήσει την αναίρεση βουλεύµατος και στις οποίες δεν εµπίπτει η ανωτέρω αναφερόµενη για την απαγόρευση εξόδου του κατηγορουµένου από τη χώρα. - Σύµφωνα µε την παράγραφο 2 του ίδιου ως άνω άρθρου του ΚΠ, αν το συµβούλιο εφετών επιλήφθηκε σύµφωνα µε το άρθρο 317, κατά του βουλεύµατος που εκδίδεται από αυτό µπορεί να ασκηθεί αναίρεση από τους διαδίκους µόνο στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ήτοι µόνο των παραπεµπτικών για κακούργηµα βουλευµάτων και των παυόντων προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορουµένου. Αντίθετα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης οποιουδήποτε βουλεύµατος, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 483 παρ. 3 του ΚΠοιν. Τέλος, σύµφωνα µε το άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠ, όταν το ένδικο µέσο ασκήθηκε εναντίον βουλεύµατος για το οποίο δεν προβλέπεται το αρµόδιο να κρίνει σχετικά δικαστικό συµβούλιο, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εµφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο αυτό µέσο και επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα σε βάρος εκείνου που το άσκησε (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 ΚΠοιν ). ΚΠ : 482, 484, Νόµοι: 2475/1920, άρθ. 2, Νόµοι: 1128/1981, άρθ. 4, Νόµοι: 3160/2003, άρθ. 41, [56]

57 Αναίρεση - Εκπρόθεσµη αναίρεση Αριθµός απόφασης: Εκπρόθεσµη αναίρεση. Ανωτέρα βια. Αναίρεση που ασκείται από τον Εισαγγελέα. - Στο άρθρο 473 παρ.1, 2 και 3 ΚΠ ορίζονται τα εξής: παρ. 1 "Όπου ειδική διάταξη νόµου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσµία για την άσκηση ενδίκων µέσων είναι δέκα ηµέρες από τη δηµοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούµενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσµία είναι επίσης δεκαήµερη, εκτός αν αυτός διαµένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαµονή του, οπότε η προθεσµία είναι τριάντα ηµερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης...", παρ. 2. "Η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης µπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάσθηκε και µε δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ.2 του επόµενου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου µέσα σε προθεσµία είκοσι ηµερών, η οποία αρχίζει σύµφωνα µε την παρ. 1...", παρ. 3 "Η προθεσµία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραµµένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραµµατεία του ποινικού δικαστηρίου...". Από τις παρατεθείσες διατάξεις σε συνδυασµό και προς εκείνες του άρθρου 507 παρ. 1 και 474 ΚΠ συνάγεται ότι η προθεσµία για την άσκηση του ένδικου µέσου της αίτησης αναίρεσης από τον κατηγορούµενο κατά τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης, µε δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειµένου για απόφαση που δηµοσιεύτηκε µε παρόντα τον κατηγορούµενο - αναιρεσείοντα είναι εικοσαήµερη µε αφετήριο χρονικό σηµείο την καταχώρησή της στο ειδικό βιβλίο καθαρογραµµένων αποφάσεων, που τηρείται από τη γραµµατεία του ποινικού δικαστηρίου. - Σύµφωνα µε τη γενική αρχή του δικαίου, που απορρέει από το άρθρο 255 ΑΚ, σύµφωνα µε την οποία κανένας δεν υποχρεούται στα αδύνατα, είναι επιτρεπτή η εκπρόθεσµη άσκηση του ένδικου µέσου, συνεπώς και της αναίρεσης, όταν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύµατος, µέσα όµως στη νόµιµη προθεσµία, που αρχίζει για την περίπτωση αυτή από τότε που θα παύσει ο λόγος της ανώτερης βίας ή θα εξαλειφθεί το ανυπέρβλητο κώλυµα. Στην εξαιρετική αυτή περίπτωση, όπως, από το άρθρο 474 παρ. 2 ΚΠ, συνάγεται εκείνος που ασκεί το ένδικο µέσο, οφείλει να αναφέρει στη δήλωση άσκησής του το λόγο που δικαιολογεί την εκπρόθεσµη άσκησή του, δηλαδή τα περιστατικά της ανώτερης βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύµατος, από τα οποία δε µπόρεσε ν' ασκήσει εµπρόθεσµα αυτό, καθώς και τα αποδεικτικά µέσα που αποδεικνύουν τη βασιµότητά τους, αλλοιώς, σύµφωνα και µε τα οριζόµενα στο άρθρο 476 ΚΠ, το ένδικο µέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός είτε αντικειµενικό είτε σχετικό µε το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στη συγκεκριµένη περίπτωση δε µπορεί ν' αποτραπεί και µε µέτρα εξαιρετικής επιµέλειας και σύνεσης. Ανυπέρβλητο δε κώλυµα θεωρείται εκείνο, το οποίο, οπωσδήποτε, δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του διάδικου που ασκεί το ένδικο µέσο και δεν µπορούσε να υπερνικηθεί απ' αυτόν µε κανένα τρόπο (ΟλΑΠ 4/1995). ΚΠ : 474, 476, 507, ΑΚ: 255, [57]

58 Αναίρεση - Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας Αριθµός απόφασης: Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως. Εσφαλµένη εφαρµογή ή ερµηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠοιν προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται στη δήλωση ένας τουλάχιστον ορισµένος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόµενους.στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠοιν λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται κατά το άρθρο 513 του ίδιου κώδικα. Ειδικότερα, για το ορισµένο του λόγου αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠοιν, για έλλειψη της επιβαλλόµενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας της αποφάσεως και δεδοµένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται, ως προς το παραδεκτό του, από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται µε την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, αν δηλαδή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, ως προς όλα ή ως προς συγκεκριµένα κεφάλαια της αποφάσεως, ή αν η υπάρχουσα είναι ελλιπής και ποιες είναι, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, οι ελλείψεις ή οι ασάφειες ή οι αντιφάσεις της υπάρχουσας αιτιολογίας. - Η ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως που απαιτείται από το Σύνταγµα (άρθρο 93 παρ. 3) και τον ΚΠ (άρθρο 139) πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς που προβάλλονται από τον κατηγορούµενο ή το συνήγορο του. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισµοί, οι οποίοι κατατείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, ή αποκλείουν ή µειώνουν την ικανότητα προς καταλογισµό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε µείωση της ποινής. Πρέπει, όµως, οι ισχυρισµοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο, δηλαδή µε όλα τα πραγµατικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόµον για τη θεµελίωση τους, έτσι ώστε να µπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούµενο συµπέρασµα, µη αρκούσης σχετικώς µόνης της επικλήσεως της διατάξεως νόµου που τους προβλέπει. ιαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισµών αυτών µε ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισµός είναι και αυτός του κατηγορουµένου περί εξαλείψεως του αξιοποίνου της πράξεως της κλοπής λόγω εµπράκτου µετανοίας, κατ' άρθρο 379 παρ.1 ΠΚ, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν καταργηθεί από το άρθρο 34 παρ.1β Ν. 3904/ Για το ορισµένο του εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν λόγου αναιρέσεως για εσφαλµένη εφαρµογή ή ερµηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρµόσθηκε, πρέπει να γίνεται µνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, η µορφή της παραβιάσεώς της, αν δηλαδή έλαβε χώρα εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή αυτής, η έννοια που δόθηκε σ'αυτήν από το ικαστήριο κατά την ερµηνεία της η τα σχετικά πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν κατά τη γενόµενη υπαγωγή τους σ'αυτή. Εξάλλου η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των µαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού µέσου [58]

59 χωριστά, η µη αξιολογική συσχέτιση αυτών µεταξύ τους και η µη αναφορά από ποιο αποδεικτικό µέσο προέκυψε κάθε παραδοχή, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως της αποφάσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η περί τα πράγµατα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. ΚΠ : , 473, 474, 476, 509, 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Αναίρεση - Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας Αριθµός απόφασης: Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατοµένης αιτιολογίας. Απλή παράθεση του κειµένου της σχετικής διάταξης. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠ, προκύπτει ότι για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευµάτων και αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισµένος λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόµενους στα άρθρο 484, προκειµένου περί βουλευµάτων, και 510 του ΚΠ, προκειµένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (άρθρα 476 παρ. 1, 513 παρ. 1 του ΚΠ ). Απλή παράθεση του κειµένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεµελιώνουν την επικαλούµενη πληµµέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για να είναι σαφής και ορισµένος και εντεύθεν παραδεκτός ο προβλεπόµενος στις διατάξεις των άρθρων 484 στοιχ. ή 510 παρ. 1 στοιχ. του ΚΠ, λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, πρέπει, α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται µε την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση µε συγκεκριµένο ή συγκεκριµένα κεφάλαια του προσβαλλόµενου βουλεύµατος ή αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η σχετική αιτίαση, και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εµπεριστατωµένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά µε το συγκεκριµένο ή τα συγκεκριµένα πληττόµενα κεφάλαια του βουλεύµατος ή της αποφάσεως. Αν ο αναιρεσείων επικαλείται τα ως άνω ελάχιστα απαιτούµενα στοιχεία, ώστε να είναι ορισµένος ο υπόψη αναιρετικός λόγος, καθίσταται δυνατή η περαιτέρω αυτεπάγγελτη έρευνα του Ακυρωτικού, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 484 παρ. 2 και 511 του ΚΠ, οι οποίες προϋποθέτουν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως. ΠΚ: 386, ΚΠ : , 473, 474, 476, 484, 509, 510 παρ. 1 στοιχ., 511, Αναίρεση - Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας Αριθµός απόφασης: Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Έλλειψη ακρόασης. [59]

60 - Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ΚΠ, όταν αναφέρονται σε αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Η ανωτέρω ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς που προβάλλονται από τον κατηγορούµενο ή το συνήγορό του. τέτοιοι ισχυρισµοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή µείωση της ικανότητας για καταλογισµό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη µείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισµοί αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο, δηλαδή µε παράθεση όλων των πραγµατικών περιστατικών που είναι αναγκαία για τη θεµελίωσή τους. Αν δεν αναφέρονται τα ανωτέρω περιστατικά, ο σχετικός ισχυρισµός καθίσταται αόριστος και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επ'αυτού ή να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Αν, όµως, ο προβαλλόµενος ισχυρισµός είναι σαφής και ορισµένος κατά τα άνω και δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψή του, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η µη απάντηση σ'αυτόν συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠ και ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ίδιου Κώδικα. Μεταξύ των ως άνω ισχυρισµών περιλαµβάνονται και εκείνοι που αφορούν στη συνδροµή στο πρόσωπο του κατηγορουµένου ελαφρυντικών περιστάσεων κατά το άρθρο 84 του ΠΚ, οι οποίοι είναι ορισµένοι όταν παρατίθενται όλα τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεµελίωσή τους και δεν αρκεί η επίκληση µόνο της νοµικής διάταξης που προβλέπει στην αντίστοιχη ελαφρυντική περίστασή ή τον χαρακτηρισµό µε τον οποίο αυτή είναι γνωστή στη νοµική ορολογία. ΠΚ: 84, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ. Β, 510 παρ. 1 στοιχ., Αναίρεση - Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας Αριθµός απόφασης: Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Κατ'επάγγελµα τέλεση εγκλήµατος. Παράβαση της νοµοθεσίας περί ναρκωτικών. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ΚΠ, όταν αναφέρονται σε αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά. τα πραγµατικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. [60]

61 - Κατά το άρθρο 13 περιπτ. στ'του ΠΚ, κατ'επάγγελµα τέλεση του εγκλήµατος συντρέχει, όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξης, ή από την υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης µε πρόθεση επανειληµµένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισµό εισοδήµατος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδροµή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριµένου εγκλήµατος κατ' επάγγελµα, απαιτείται αντικειµενικά µεν επανειληµµένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειµενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδηµα από την επανειληµµένη τέλεση του. Επίσης κατ' επάγγελµα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όµως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης και την οργανωµένη ετοιµότητα του µε πρόθεση επανειληµµένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισµό εισοδήµατος. ΠΚ: 13, 34, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., Νόµοι: 1729/1987, άρθ. 4, 13, Νόµοι: 3459/2006, άρθ. 1, 2, 20, 23, 38, Αναίρεση - Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας Αριθµός απόφασης: Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Ελαφρυντικές περιστάσεις. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Η απόφαση όµως αυτή δεν περιέχει την σύµφωνα µε τις πιο πάνω διατάξεις του Συντάγµατος και του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, διότι υπάρχει ασάφεια επί του κρισίµου ζητήµατος εάν ο κατηγορούµενος είναι το ενεργητικό υποκείµενο του εγκλήµατος, δεδοµένου ότι από τις παραπάνω παραδοχές του δεν καθίσταται σαφές, αν στηρίζει την καταδικαστική του κρίση, τόσο στην αναγνώριση του κατηγορουµένου από την ίδια την παθούσα, όσο και στην ύπαρξη δακτυλικών αποτυπωµάτων του κατηγορουµένου στο αυτοκίνητο, αν και τούτο έχει πρωτεύουσα σηµασία ενόψει του αφ' ενός µεν ο κατηγορούµενος ισχυρίζεται ότι κατά το κρίσιµο χρονικό σηµείο της κλοπής ευρίσκετο στην Αγγλία όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόµενης απόφασης δεν εξετάστηκε στο ακροατήριο η παθούσα και δεν αναφέρεται σ' αυτή ποίο το περιεχόµενο των αναγνωσθεισών ενόρκων βεβαιώσεων. Εποµένως, ο σχετικός και µοναδικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας λόγος της κρινόµενης αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας είναι βάσιµος και πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόµενη αίτηση αναιρέσεως. ΠΚ: 84, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., Αναίρεση - Παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης Αριθµός απόφασης: 946 [61]

62 - Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης κατά βουλεύµατος. - Από το συνδυασµό των άρθρων 462, 463 και 482 παρ.1 του ΚΠ προκύπτει ότι ο κατηγορούµενος έχει δικαίωµα να ασκήσει το ένδικο µέσο της αιτήσεως αναιρέσεως κατά του βουλεύµατος: α)που τον παραπέµπει στο ακροατήριο για κακούργηµα (και για τα τυχόν συρρέοντα και συναφή µε αυτό πληµµελήµατα) και β)που παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του. - Κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠ, το ένδικο µέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός των άλλων περιπτώσεων, και όταν ασκήθηκε εναντίον απόφασης ή βουλεύµατος για τα οποία δεν προβλέπεται αυτό. Περί αυτού αποφαίνεται το αρµόδιο δικαστικό συµβούλιο ή το δικαστήριο (ως συµβούλιο), αφού ο Εισαγγελέας ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο µέσο ή τον αντίκλητο του να προσέλθει στο συµβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συµβούλιο). ΚΠ : 462, 463, 476, 482, Αναίρεση - Παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης Αριθµός απόφασης: Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης. Πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠοιν προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται στη δήλωση ένας τουλάχιστον ορισµένος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόµενους στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠοιν λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται κατά το άρθρο 513 του ίδιου κώδικα. - Για το ορισµένο του λόγου αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠοιν, για έλλειψη της επιβαλλόµενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας της αποφάσεως και δεδοµένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται, ως προς το παραδεκτό του, από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται µε την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, αν δηλαδή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, ως προς όλα ή ως προς συγκεκριµένα κεφάλαια της αποφάσεως, ή αν η υπάρχουσα είναι ελλιπής και ποιες είναι, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, οι ελλείψεις ή οι ασάφειες ή οι αντιφάσεις της υπάρχουσας αιτιολογίας. - Η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των µαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά, η µη αξιολογική συσχέτιση αυτών µεταξύ τους και η µη αναφορά από ποιο αποδεικτικό µέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως της αποφάσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η περί τα πράγµατα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. [62]

63 ΚΠ : , 474, 474, 476, 509, 510 παρ. 1 στοιχ., Αναίρεση - Παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης Αριθµός απόφασης: Απαράδεκτο αίτησης αναίρεσης. Για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠοιν προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται στη δήλωση ένας τουλάχιστον ορισµένος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόµενους στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠοιν λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται κατά το άρθρο 513 του ίδιου κώδικα. Ειδικότερα, για το ορισµένο του λόγου αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠοιν, για έλλειψη της επιβαλλόµενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας της αποφάσεως και δεδοµένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται, ως προς το παραδεκτό του, από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται µε την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, αν δηλαδή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, ως προς όλα ή ως προς συγκεκριµένα κεφάλαια της αποφάσεως, ή αν η υπάρχουσα είναι ελλιπής και ποιες είναι, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, οι ελλείψεις ή οι ασάφειες ή οι αντιφάσεις της υπάρχουσας αιτιολογίας. - Η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των µαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά, η µη αξιολογική συσχέτιση αυτών µεταξύ τους και η µη αναφορά από ποιο αποδεικτικό µέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως της αποφάσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η περί τα πράγµατα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. ΚΠ : , 473, 474, 476, 509, 510 παρ. 1 στοιχ., Αναίρεση - Υπέρβαση εξουσίας Ολοµέλεια Αριθµός απόφασης: 1 - Αλλοδαπές ποινικές αποφάσεις. Πότε υπάρχει δεδικασµένο. Αρχή ne bis in idem. Συµφωνία Σένγκεν. Παράνοµη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων [63]

64 ουσιών. Επεκτατικό αποτέλεσµα της αίτησης αναίρεσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά το άρθρο 57 ΚΠ, αν κάποιος έχει καταδικασθεί αµετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν µπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόµη κι αν δοθεί σε αυτή διαφορετικός χαρακτηρισµός, µε εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 58, 81 παρ. 2, 525 και 526 του ιδίου Κώδικα, αν δε παρά την πιο πάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασµένου. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασµό προς αυτές των άρθρων 36, 43, 46, 50, 125, 132, 310, 370 εδ. γ' ΚΠ και τις γενικές αρχές του δικονοµικού δικαίου, συνάγεται ότι η εκκρεµοδικία, παρά την ανυπαρξία ρητής δικονοµικής διατάξεως, αποτελεί αρνητική δικονοµική προϋπόθεση, η οποία εµποδίζει την άσκηση νέας (δεύτερης) ποινικής διώξεως και την πρόοδο της σχετικής διαδικασίας κατά του ιδίου προσώπου, για την ίδια πράξη, για την οποία έχει ήδη ασκηθεί προηγούµενη ποινική δίωξη. εύτερη διαδικασία ενώπιον του αυτού ή άλλου δικαστηρίου κατά του αυτού προσώπου και για την ίδια πράξη, µε την άσκηση δεύτερης ποινικής διώξεως, είναι απαράδεκτη, αφού το ανεπίτρεπτο της ποινικής διώξεως, σε περίπτωση εκκρεµοδικίας, έχει την έννοια ότι είναι ανεπίτρεπτη η παράλληλη διεξαγωγή δύο ποινικών διαδικασιών για την ίδια πράξη, που νοείται ως idem factum και όχι idem crimen. Τούτο συµβαίνει όχι µόνον για να αποφεύγεται ο ενδεχόµενος κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων αλλά κυρίως και για να τηρηθεί ο κανόνας "non bis in idem", σύµφωνα µε τον οποίο ο καθένας µόνο µία φορά, δηλαδή µε µία µόνο διαδικασία, υποβάλλεται σε δικαστική κρίση, ως υπαίτιος της αυτής πράξεως, µε αποτέλεσµα να εξαντλείται η κατά το άρθρο 27 ΚΠ αξίωση της Πολιτείας προς άσκηση ποινικής διώξεως, όταν αυτή ασκηθεί µία φορά. Όσον αφορά την έννοια της ταυτότητας της πράξεως, αυτή υπάρχει όταν αφορά το ίδιο ιστορικό γεγονός στο σύνολό του που αφορά την ενέργεια ή την παράλειψη του δράστη, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσµα που επήλθε, είτε αυτό συνάπτεται άµεσα µε το δράστη (τυπικό έγκληµα) είτε επακολουθεί (ουσιαστικό έγκληµα). Οι διατάξεις αυτές ισχύουν αποκλειστικά στα πλαίσια του εσωτερικού δικαίου και αφορούν αποφάσεις ηµεδαπών ποινικών δικαστηρίων. εν εµποδίζεται, αντίθετα, ποινική δίωξη στην ηµεδαπή από απόφαση αλλοδαπού ποινικού δικαστηρίου. Εναπόκειται περαιτέρω στο νοµοθέτη να θεσπίσει περισσότερο ή λιγότερο εκτεταµένη αναγνώριση των αλλοδαπών ποινικών αποφάσεων. Έτσι ορίζεται µε το άρθρο 9 παρ. 1 του ΠΚ, ότι η ποινική δίωξη για πράξη που τελέσθηκε στην αλλοδαπή αποκλείεται αν ο υπαίτιος δικάσθηκε για την πράξη αυτή στην αλλοδαπή και αθωώθηκε ή αν, σε περίπτωση που καταδικάσθηκε, έχει εκτίσει ολόκληρη την ποινή του. Κατά την παράγραφο όµως 2 του ιδίου άρθρου, η διάταξη αυτή δεν εφαρµόζεται στις πράξεις που ορίζει το άρθρο 8 ΠΚ. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει, ότι η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου, µε την οποία ο κατηγορούµενος αθωώθηκε αµετάκλητα ή καταδικάσθηκε και εξέτισε την ποινή του εµποδίζει νέα δίωξη στην ηµεδαπή. Εξαίρεση ισχύει επί καταδικαστικής αλλοδαπής αποφάσεως αν δεν έχει αποτιθεί ολόκληρη η ποινή, καθώς και για τα εγκλήµατα που ορίζει το άρθρο 8 του ΠΚ, στα οποία περιλαµβάνεται (υπό στοιχείο θ') και το παράνοµο εµπόριο ναρκωτικών φαρµάκων (ουσιών). Για τις περιπτώσεις αυτές δεν εµποδίζεται νέα δίωξη, πλην όµως προβλέπεται από το άρθρο 10 του ιδίου Κώδικα, η αφαίρεση της ποινής που έχει εκτιθεί στην αλλοδαπή από την ποινή που επιβλήθηκε τυχόν ακολούθως στην ηµεδαπή. Αυτά ισχύουν βεβαίως, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ειδική µε άλλα κράτη συµβατική ρύθµιση, η οποία είναι δεσµευτική για τα συµβληθέντα µέρη. Περαιτέρω, το ιεθνές Σύµφωνο του ΟΗΕ που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωµένων Εθνών στις και κυρώθηκε από την Ελλάδα µε το Ν. 1462/1997, επιβάλλει την υποχρέωση στα Συµβαλλόµενα Κράτη να [64]

65 δηµιουργήσουν, σύµφωνα µε τις συνταγµατικές τους διαδικασίες και τις διατάξεις του Συµφώνου, τις απαραίτητες προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν τη λήψη µέτρων νοµοθετικού ή άλλου χαρακτήρα, καταλλήλων για την προστασία των δικαιωµάτων, που αναγνωρίζονται στο ιεθνές Σύµφωνο στις περιπτώσεις όπου τέτοιες διατάξεις ή µέτρα δεν έχουν ήδη προβλεφθεί. Με την παράγραφο 7 του άρθρου 14 του ιεθνούς Συµφώνου καθιερώνεται η αρχή ότι "κανείς δεν δικάζεται ούτε τιµωρείται για ένα αδίκηµα για το οποίο έχει ήδη απαλλαγεί ή καταδικασθεί µε οριστική απόφαση, που εκδόθηκε σύµφωνα µε το δίκαιο στην ποινική δικονοµία κάθε χώρας". Η διατύπωση αυτή σηµαίνει αλλά και η πρόδηλη έννοια της διατάξεως αυτής δεν µπορεί να είναι παρά ότι κανένας δεν δικάζεται ούτε τιµωρείται και πάλι από τα δικαστήρια κάθε επί µέρους συµβαλλοµένης χώρας, ήτοι "του ίδιου Κράτους". Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η διάταξη αυτή περιλαµβάνεται στο Σύµφωνο που παρέχει οδηγίες προς τα συµβαλλόµενα Κράτη-Μέλη για την προσαρµογή της νοµοθεσίας τους. Συνεπώς οι αλλοδαπές ποινικές αποφάσεις δεν παράγουν δεδικασµένο ή ανάλογη δέσµευση µε βάση τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του ιεθνούς Συµφώνου διότι αυτή αναφέρεται στην εσωτερική έννοµη τάξη κάθε συµβαλλοµένου Κράτους. Όµως η αρχή αυτή (ne bis in idem) είχε προβλεφθεί ήδη από τον ηµεδαπό νοµοθέτη, µε τη διάταξη του άρθρου 57 ΚΠ, όπως προαναφέρθηκε, και επαναλήφθηκε και µε τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της Σύµβασης για την προάσπιση των δικαιωµάτων του ανθρώπου και των θεµελιωδών ελευθεριών (ΕΣ Α), το οποίο κυρώθηκε µε το Ν. 1705/1987, σύµφωνα µε την οποία "κανένας δεν µπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για µία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε µε αµετάκλητη απόφαση, σύµφωνα µε το νόµο και την ποινική δικονοµία του Κράτους αυτού" (ΟλΑΠ 7/2002). Εξάλλου, η Σύµβαση για την εφαρµογή της Συµφωνίας Σένγκεν, που έχει συναφθεί µεταξύ των κρατών µελών της ΕΕ και έχει κυρωθεί στην Ελλάδα µε τον Ν. 2514/1997, ορίζει στο άρθρο 54 ότι "όποιος δικάσθηκε τελεσίδικα από ένα Συµβαλλόµενο Μέρος δεν µπορεί να διωχθεί από ένα άλλο Συµβαλλόµενο Μέρος για τα ίδια πραγµατικά περιστατικά, υπό τον όρο όµως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν µπορεί πλέον να εκτιθεί σύµφωνα µε τους νόµους του Συµβαλλόµενου Μέρους που επέβαλε την καταδίκη". Η χώρα µας, ωστόσο, επικαλούµενη το άρθρο 55 της Συµβάσεως, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στα συµβαλλόµενα µέρη να διατυπώσουν δηλώσεις περί µη δεσµεύσεώς τους από το προηγούµενο άρθρο 54, διατύπωσε, µε το άρθρο τέταρτο του κυρωτικού νόµου, τέτοιες επιφυλάξεις, αποκλείοντας, µεταξύ άλλων, την εφαρµογή του άρθρου 54, στα εγκλήµατα παράνοµης διακινήσεως ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών. Ακολούθησε όµως η σύµβαση της Λισσαβόνας, που υπογράφηκε στις και κυρώθηκε από την Ελλάδα µε το Ν. 3671/2008 και ισχύει από , οπότε κυρώθηκε από όλα τα συµβληθέντα Κράτη (µε τελευταίο την Τσεχία), µε την οποία τροποποιήθηκε η σύµβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης των Θεµελιωδών ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Στο άρθρο 6 παρ. 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπως αυτό αντικαταστάθηκε µε τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, ορίζεται ότι "Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώµατα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στο Χάρτη των Θεµελιωδών ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης εκεµβρίου 2000, όπως προσαρµόσθηκε στις 12 εκεµβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νοµικό κύρος µε τις Συνθήκες". Περαιτέρω ο Χάρτης στο άρθρο 50 ορίζει ότι: "Κανείς δεν διώκεται ούτε τιµωρείται ποινικά για αδίκηµα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης µε οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύµφωνα µε το νόµο". Ανάγει έτσι την αρχή [65]

66 ne bis in idem σε θεµελιώδες δικαίωµα. Πρέπει µάλιστα να σηµειωθεί ότι η διάταξη αυτή αποτελεί εξειδίκευση της γενικώτερης αρχής της αµοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, που περιέχεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 69Α του κεφαλαίου 4 µε τίτλο " ικαστική Συνεργασία σε Ποινικές Υποθέσεις", που ενσωµατώθηκε στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως µε τη Συνθήκη της Λισσαβόνας. Και είναι µεν αληθές ότι µε το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου του άρθρου 69Α ανατίθεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συµβούλιο να λαµβάνουν µέτρα που αφορούν "τον καθορισµό κανόνων και διαδικασιών για να εξασφαλίζεται η αναγνώριση, σε ολόκληρη την Ένωση, όλων των τύπων δικαστικών αποφάσεων και διαταγών", αλλά για το ειδικότερο θέµα της εφαρµογής της αρχής ne bis in idem, που προβλέπεται στον ισόκυρο, κατά τα προλεχθέντα, µε την Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, Χάρτη, δεν απαιτείται προφανώς η θέσπιση εκτελεστικών κανόνων και διαδικασιών, αφού η διάταξη του άρθρου 50 του τελευταίου (του Χάρτη) είναι σαφής και πλήρης και αµέσως εφαρµόσιµη, όπως το τελευταίο προκύπτει από το άρθρο 51 παρ. 1 του Χάρτη, οι δε προϋποθέσεις εφαρµογής της µπορούν να συναχθούν από την αυτόνοµη ερµηνεία της. Οι τυχόν γενόµενες δηλώσεις (επιφυλάξεις) των κρατών-µελών, κατ' εφαρµογή του άρθρου 55 της Συµβάσεως για την εφαρµογή της Συµφωνίας Σένγκεν, όπως η γενοµένη από την Ελλάδα µε το τέταρτο άρθρο του κυρωτικού της Συµβάσεως για την εφαρµογή της Συµφωνίας Σένγκεν Ν. 2514/1997, έπαυσαν να ισχύουν, διότι στο άρθρο 50 του Χάρτη της Συνθήκης της Λισσαβόνας δεν προβλέπονται δυνητικές εξαιρέσεις από τη διακρατική ισχύ της αρχής ne bis in idem, ανάλογες µε αυτές που προβλέπει το άρθρο 55 της ΣΕΣΣ (Συµβάσεως Σένγκεν), ενόψει της αδιάστικτης διατυπώσεως του άρθρου 50 του Χάρτη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 52 παρ. 1 του Χάρτη "Κάθε περιορισµός στην άσκηση των δικαιωµάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στο Χάρτη αυτόν πρέπει να προβλέπεται από το νόµο και να σέβεται το βασικό περιεχόµενο των εν λόγω δικαιωµάτων και ελευθεριών". Οι κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής (άρ. 52 παρ. 1) του Χάρτη της Λισσαβόνας προβλεπόµενοι από το νόµο περιορισµοί πρέπει, όπως ρητά ορίζεται, "τηρουµένης της αρχής της αναλογικότητας.... να επιβάλλονται µόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγµατικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση". Η απόκλιση από τον κανόνα-θεµελιώδες δικαίωµα, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 8 ΠΚ, όσον αφορά την εξαίρεση από αυτόν της εµπορίας ναρκωτικών φαρµάκων, δεν είναι αναγκαία και δεν ανταποκρίνεται πραγµατικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος, διότι, ενόψει και της, κατά τα ουσιώδη, ταυτότητας των αξιών και του νοµικού πολιτισµού των κρατών-µελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ο ποινικός κολασµός της εν λόγω πράξεως, σύµφωνα µε τους ελληνικούς νόµους και τις ηµέτερες αντιλήψεις, δεν µπορεί να αναχθεί σε στόχο αναγκαίο και γενικού ενδιαφέροντος, αναγνωριζόµενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρέπεται ότι µετά τη Συνθήκη της Λισσαβόνας η αρχή ne bis in idem έχει αποκτήσει διακρατική ισχύ στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. - Κατά το άρθρο 469 ΚΠ, αν στο έγκληµα συµµετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουµένου εξαρτάται σύµφωνα µε το νόµο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο µέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουµένους, ακόµη και όταν χορηγείται µόνον σε αυτόν από το νόµο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπολοίπους κατηγορουµένους. Για την εφαρµογή του επεκτατικού αποτελέσµατος της αιτήσεως αναιρέσεως, την οποία άσκησε κάποιος κατηγορούµενος, υπέρ συγκατηγορουµένου του, ο οποίος δεν είχε ζητήσει την αναίρεση ή την είχε ζητήσει µεν αλλά δεν συµπεριέλαβε το λόγο που ευδοκίµησε κατά την έρευνα της αιτήσεως του πρώτου, πρέπει να υφίσταται απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, δυσµενής για [66]

67 τον δυνάµενο να ωφεληθεί από την ευδοκίµηση της αιτήσεως αναιρέσεως του πρώτου, µε την αυτονόητη συνδροµή και των λοιπών προϋποθέσεων της ωφελείας αυτής. ΠΚ: 8, 9, 27, ΚΠ : 36, 43, 46, 50, 57, 58, 81, 125, 132, 310, 370, 469, 525, 526, Νόµοι: 2514/1997, άρθ. 54, 55, * ΝοΒ 2011, σελίδα 1620, σχολιασµός ηµήτριος Κιούπης Απάτη - Απάτη επί δικαστηρίω Αριθµός απόφασης: Απόπειρα απάτης επί δικαστηρίω. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία παραπεµπτικού βουλεύµατος. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αναιρεί εν µέρει το προσβαλλόµενο βούλευµα. - Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ όποιος µε σκοπό να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και αν η ζηµία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα µεγάλη, µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά δε την παράγραφο 3 α του ιδίου άρθρου όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 επιβάλλεται κάθειρξη µέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζηµία υπερβαίνουν το ποσό των ευρώ ή το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζηµία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των ευρώ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνοµο περιουσιακό όφελος, ασχέτως να το όφελος αυτό πραγµατοποιήθηκε ή όχι, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέµιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια µε τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει σε περίπτωση µειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωση της. Το πρόσωπο που παραπλανήθηκε δεν απαιτείται να είναι το ίδιο µε εκείνο που περιουσιακώς βλάπτεται και έτσι υπάρχει απάτη και όταν ο απατώµενος είναι πρόσωπο άλλο από το περιουσιακώς βλαπτόµενο, αρκεί ο απατώµενος να µπορεί από τα πράγµατα ή από το νόµο να ενεργήσει την επιζήµια για τον βλαπτόµενο πράξη ή παράλειψη. Απάτη µπορεί να διαπραχθεί και µε την παραπλάνηση του δικαστή, που δικάζει σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται σ" αυτόν ψευδής ισχυρισµός και υποστηρίζεται µε την εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση πλαστών ή ψευδών κατά το περιεχόµενο αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία παραπλανήθηκε ο δικαστής και εξέδωσε οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη και σε βάρος του αντιδίκου του, συνεπεία της οποίας επήλθε βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου του. Απάτη στο δικαστήριο διαπράττεται και όταν η δίκη διεξάγεται κατ' ειδική διαδικασία, στην οποία δεν δεσµεύεται το δικαστήριο από αποδεικτικούς κανόνες, ως προς τα αποδεικτικά µέσα και την αποδεικτική τους δύναµη, όπως συµβαίνει επί υποθέσεων της εκούσιας δικαιοδοσίας και εκείνες που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των [67]

68 ασφαλιστικών µέτρων (αρθρ. 682 επ. ΚΠολ ) και στις οποίες το δικαστήριο αποφασίζει κατά πιθανολόγηση των προβαλλοµένων ισχυρισµών, συντελούµενη µε οποιοδήποτε πρόσφορα αποδεικτικά µέσα. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τετελεσµένη όταν µε τους ψευδείς ισχυρισµούς που προβάλλεται ο υπαίτιος, όπως ενισχύονται από προσκοµιζόµενα αναληθή αποδεικτικά µέσα, παραπλανάται το δικαστήριο και εκδίδει απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη και σε βάρος του αντιδίκου του. Όταν η πράξη της απάτης δεν ολοκληρώθηκε και η αγωγή ή αίτηση του υπαίτιου απερρίφθη από το δικαστήριο ως νοµικά ή ουσιαστικά αβάσιµη χωρίς να επέλθει βλάβη συντρέχουν όµως οι προϋποθέσεις του άρθρου 42 παρ. 1 ΠΚ, όπως όταν ο υπαίτιος προέβη στην απατηλή συµπεριφορά µε σκοπό να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος, υπάρχει απόπειρα απάτης της οποίας άρχισε η πραγµάτωση της αντικειµενική υποστάσεως και που τιµωρείται µε ποινή ελαττωµένη (άρθρο 83). Ως γεγονότα κατά την έννοια του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ νοούνται τα πραγµατικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που θα συµβούν στο µέλλον όπως είναι οι απλές υποσχέσεις είτε η ανάληψη συµβατικών υποχρεώσεων. Όταν όµως οι τελευταίες συνδέονται ταυτόχρονα µε ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δηµιουργούν την εντύπωση της µελλοντικής εκπλήρωσης µε βάση την εµφανιζόµενη ψευδή κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειληµµένη την πρόθεση να µην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεµελιώνεται το έγκληµα της απάτης. - Το παραπεµπτικό βούλευµα έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας, ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠ, όταν αναφέρονται σ' αυτό µε πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεµελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουµένου για το αποδιδόµενο σε αυτόν έγκληµα, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά τα περιστατικά και οι σκέψεις και οι συλλογισµοί βάσει των οποίων το συµβούλιο επαρκείς ενδείξεις για την παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σχετικά µε τα αποδεικτικά µέσα αρκεί να µνηµονεύονται αυτά γενικώς κατά το είδος των, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, απαιτείται όµως να προκύπτει ότι το συµβούλιο για το σχηµατισµό της δικανικής πεποιθήσεως του έλαβε υπόψη του και συνεκτίµησε όλα τα αποδεικτικά µέσα και όχι επιλεκτικώς ορισµένα από αυτά, δεν αποτελούν όµως λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων ή η ενδεικτική αναφορά µερικών από αυτές, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων και η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ των αξιολογικής συσχετίσεως καθόσον πλήττεται σε τέτοιες περιπτώσεις η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συµβουλίου ως προς την συνδροµή επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουµένου. - Λόγο αναιρέσεως του παραπεµπτικού βουλεύµατος, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠ, συνιστά και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν το συµβούλιο αποδίδει σε τέτοια διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατική έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το συµβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρµόστηκε, περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισµα που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν [68]

69 εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να µην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής της διατάξεως που εφαρµόστηκε, οπότε το βούλευµα στερείται νοµίµου βάσεως. ΠΚ: 42, 386, ΚΠ : 484, Απάτη - Γενικά Αριθµός απόφασης: 1277 Έτος: Κακουργηµατική απάτη.υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης. Έννοια δηµοσίου εγγράφου. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 220 παρ. 1 περ. α' του ΠΚ, "όποιος πετυχαίνει µε εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δηµόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που µπορεί να έχει έννοµες συνέπειες, καθώς και όποιος χρησιµοποιεί τέτοια ψευδή βεβαίωση, για να εξαπατήσει άλλον σχετικά µε το περιστατικό αυτό, τιµωρείται µε φυλάκιση τριών µηνών µέχρι δύο ετών, αν δεν τιµωρείται βαρύτερα, κατά τις διατάξεις, για την ηθική αυτουργία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται αντικειµενικώς µεν η, µε εξαπάτηση του δηµόσιου υπαλλήλου, µε οποιαδήποτε, δηλαδή, απατηλή ενέργεια του δράστη, εξαιτίας της οποίας παρασύρεται ο υπάλληλος από ευπιστία ή και αµέλειά του, σε βεβαίωση ψευδούς περιστατικού που µπορεί να έχει έννοµες συνέπειες, υποκειµενικώς δε δόλος που συνίσταται στη θέληση να προκαλέσει ο δράστης µε οποιοδήποτε απατηλό µέσο την ψευδή βεβαίωση, και στη γνώση ότι το βεβαιούµενο σε δηµόσιο έγγραφο περιστατικό είναι αναληθές και µπορεί να έχει έννοµες συνέπειες για τον εαυτό του είτε για άλλον τρίτο, δηλαδή να επιφέρει γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώµατος ή έννοµης σχέσεως. Ενώ δηµόσιο έγγραφο, κατά το άρθρο 438 του ΚΠολ, που έχει εφαρµογή και στην περιοχή του ποινικού δικαίου, για το άρθρο 13γ του ΠΚ που δεν προσδιορίζει την έννοιά του, είναι εκείνο που έχει συνταχθεί από τον καθύλη και κατά τόπο αρµόδιο δηµόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή από πρόσωπο που ασκεί δηµόσια λειτουργία και είναι προορισµένο για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη για όλους κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται µε αυτό, ότι έγινε από το πρόσωπο που συνέταξε ως άνω το έγγραφο ή ότι έγινε ενώπιόν του. εν τελείται δε η πράξη αυτή, αν ο υπάλληλος απλώς καταχωρεί τη δήλωση του εµφανισθέντος, χωρίς να βεβαιώνει κάτι επί πλέον τούτου διαπιστωτικά περί της αληθείας, όπως όταν ο συµβολαιογράφος στηρίχτηκε απλώς στη δηλωθείσα βούληση των εµφανισθέντων ενώπιόν του να συνάψουν κάποια αδικοπραξία. Ο δόλος συνίσταται στη γνώση του δράστη ότι, το βεβαιούµενο περιστατικό είναι αναληθές και µπορούσε να έχει έννοµες συνέπειες, είτε για τον εαυτό του είτε για τρίτο και ότι η βεβαίωση αυτή γίνεται σε δηµόσιο έγγραφο, ως και να υπάρχει πρόθεση εξαπατήσεως του υπαλλήλου, γιατί αν ο υπάλληλος τελεί εν γνώσει ότι βεβαιώνει ψευδώς, πρόκειται για το αδίκηµα του άρθρου 242 του ΠΚ και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση. Η ως άνω πράξη στη βασική της µορφή τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι 2 ετών. Αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 216 παρ. 3 του ΠΚ επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον 3 µηνών, που συµβαίνει αν ο υπαίτιος της πράξης σκόπευε να προσκοµίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζηµία υπερβαίνουν [69]

70 το ποσό των ευρώ (άρθρο 5 του Ν. 2943/2001, µε το οποίο δόθηκε επίσηµη αντιστοιχία της δραχµής σε ευρώ). - Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό ή σε άλλον παράνοµο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγµατοποιήσει το όφελος αυτό, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέµιτη απόκρουση ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία ως παραγωγή αίτιο παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε επιζήµια για τον ίδιο ή άλλον συµπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσµο µε τις παραπλανητικές ενέργειες του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζηµιωθέντος και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση µειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. - Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου "επιβάλλεται κάθειρξη µέχρι δέκα ετών... β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζηµία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των ευρώ". Στην τελευταία περίπτωση, αν το έγκληµα της απάτης τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση λαµβάνεται υπόψη σύµφωνα µε το άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ χαρακτηρίζεται ως κακούργηµα, όταν το σύνολο του από το δράστη σκοπουµένου όφελος ή της επελθούσας ζηµίας τρίτου στην οποία απέβλεπε αυτός, υπερβαίνει το ποσό των ευρώ, έστω και αν τα αντικείµενα των µερικοτέρων πράξεων υπολείπονται του ανωτέρου χρηµατικού ποσού. Ακόµη, κατά το άρθρο 98 ΠΚ κατ' εξακολούθηση έγκληµα υπάρχει όταν αυτό τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες οµοειδείς πράξεις, διακρινόµενες χρονικά µεταξύ τους, που περιβάλλουν το ίδιο έννοµο αγαθό και κάθε µία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήµατος, συνδέονται δε µεταξύ τους µε την ταυτότητα της υπό εκτέλεση πράξεως. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που πρόεκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω και το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα, κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Η επιβαλλόµενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι µόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς που προβάλλονται από τον κατηγορούµενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισµοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο ικαστήριο [70]

71 της ουσίας, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοιν, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή µείωση της ικανότητας καταλογισµού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη µείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισµού, όπως είναι και ο ισχυρισµός περί πραγµατικής πλάνης που αίρει τον καταλογισµό της πράξης στο δράστη (άρθρο 30 ΠΚ) ή για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουµένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όµως, ο αυτοτελής ισχυρισµός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισµένο ή ο φερόµενος ως αυτοτελής ισχυρισµός δεν είναι στην πραγµατικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το ικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και µάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογηµένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισµό ή σε ισχυρισµό αρνητικό της κατηγορίας. ΠΚ: 13, 30, 98, 216, 220, 242, 386, ΚΠ : 170, 333, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ΚΠολ : 438, ηµοσίευση: INLAW 2010 * ΕΕµπ 2011, σελίδα 636 Απάτη - Γενικά Αριθµός απόφασης: Απάτη. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, µε σκοπό να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και, αν η ζηµία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως µεγάλη, µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνοµο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγµάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήµια για τον ίδιο ή άλλον συµπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσµο µε τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση µειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγµατικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συµβούν στο µέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συµβατικές υποχρεώσεις. Όταν όµως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα µε ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δηµιουργούν την εντύπωση της µελλοντικής εκπληρώσεως, µε βάση την εµφανιζόµενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγµάτων από το δράστη, που έχει ειληµµένη την πρόθεση να µην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεµελιώνεται το έγκληµα της απάτης. Εξάλλου κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηµατικό χαρακτήρα αν το [71]

72 περιουσιακό όφελος ή η πραξενηθείσα ζηµία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των δραχµών ή ευρώ (ΑΠ 1023/2006). - Το παραπεµπτικό βούλευµα έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠ, όταν αναφέρονται σ' αυτό µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, για τα αντικειµενικά και υποκειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι σκέψεις µε τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα κατ' είδος γενικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου εξ αυτών ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ των ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηµατισµό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται µόνο να προκύπτει ότι το δικαστικό συµβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίµησε όλα τα αποδεικτικά µέσα γιο το σχηµατισµό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι µόνο µερικά εξ αυτών κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠ. εν αποτελούν, όµως, λόγους αναίρεσης στο µέτρο που µε αυτούς πλήττεται η ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του συµβουλίου, αφού αυτοί δε διαλαµβάνονται µεταξύ των λόγων αναίρεσης κατά βουλευµάτων, που αναφέρονται περιοριστικώς στο άρθρο 484 παρ. 1 Κ.Π... ΠΚ: 386, Απάτη - Γενικά Αριθµός απόφασης: Απάτη µεταξύ συγγενών και αγχιστέων. Συναυτουργία.Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Υπέρβαση εξουσίας. - Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος µε σκοπό να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 375 και 386 του ΠΚ προκύπτει ότι αν τα εγκλήµατα της απάτης και της υπεξαίρεσης στρέφονται κατά του αυτού υλικού αντικειµένου, υφίσταται µεταξύ τους φαινοµένη πραγµατική συρροή. Στην περίπτωση δε που ο δράστης ιδιοποιήθηκε το πράγµα που περιήλθε στην κατοχή του µε την απατηλή συµπεριφορά του, όταν δηλαδή προηγηθεί η απατηλή συµπεριφορά και ακολουθήσει η ιδιοποιήση του δι'απάτης αποκτηθέντος πράγµατος, δεν τιµωρείται η υπεξαίρεση, γιατί απορροφάται από την απάτη. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 386, 393 παρ. 1 και 378 στοιχ. α' του ΠΚ, προκύπτει ότι απάτη που έγινε µεταξύ συγγενών και αγχιστέων σε ευθεία γραµµή, θετών γονέων και θετών τέκνων, συζύγων και µνηστευµένων, αδελφών καθώς και των συζύγων και των µνηστήρων τους, διώκεται µόνο ύστερα από έγκληση. Για να υπάρχει όµως ο ανωτέρω δεσµός από αγχιστεία, πρέπει το συνδέον [72]

73 πρόσωπο να βρίσκεται στη ζωή κατά τον χρόνο τέλεσης της απάτης, κατά απόκλιση του κανόνα του αστικού δικαίου κατά τον οποίο η συγγένεια από αγχιστεία διατηρείται και µετά τη λύση του γάµου. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το σκοπό της διάταξης που προϋποθέτει ύπαρξη συναισθηµατικού δεσµού µεταξύ δράστη και παθόντος, ο οποίος εκλείπει µετά τον θάνατο του εξαίµατος συγγενούς, αλλά και από τη διατύπωσή της, η οποία ενώ οµιλεί για αγχιστεία σε ευθεία γραµµή, στη συνέχεια δεν αναφέρεται και στους συγγενείς εξ αίµατος ή εξ αγχιστείας δευτέρου βαθµού, αλλά στους αδελφούς και τους συζύγους τους, ενώ περαιτέρω αναφέρεται και στους µνηστευµένους, οι οποίοι δεν είναι συγγενείς µεταξύ τους. - Κατά την έννοια της διάταξης του άρ. 45 ΠΚ, συναυτουργία είναι η σύγχρονη ή διαδοχική σύµπραξη δύο ή περισσοτέρων στην τέλεση κάποιου εγκλήµατος, το οποίο διαπράττουν µε κοινό δόλο τους, δηλαδή µε συναπόφασή τους την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεση της ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεση της και γνωρίζει ότι και ο άλλος απ' αυτούς ενεργεί µε δόλο τέλεσης της πράξης και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του µε τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγµάτωση της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος τελείται από όλους κατά τον αυτό τρόπο και µε την αυτή ενέργεια και είναι δυνατόν να πραγµατώνεται αυτό µε συγκλίνουσες επιµέρους πράξεις των συναυτουργών ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στο βούλευµα του συµβουλίου ή στην απόφαση του δικαστηρίου και οι επιµέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς. - Η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ΚΠοιν προβλεπόµενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν. προκειµένου για καταδικαστική απόφαση, αναφέρονται σ' αυτή, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά. τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι σκέψεις µε βάση τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς κατά το είδος τους. χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά χωριστά. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ'αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαµβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός και αν αξιώνονται για την υποκειµενική θεµελίωση του εγκλήµατος η εν γνώσει ορισµένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως (άµεσος δόλος) ή ορισµένος περαιτέρω σκοπός. - Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο στοιχ. Ε' ΚΠοιν, συντρέχει, όχι µόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρµόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση. [73]

74 - Υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόµος (θετική υπέρβαση) ή αρνείται να ασκήσει τη δικαιοδοσία την οποία έχει από το νόµο παρόλο ότι συντρέχουν οι όροι άσκησης της (αρνητική υπέρβαση). ΠΚ: 45, 375, 378, 386, 393, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, 510 παρ. 1 στοιχ. Η, Απάτη - Γενικά Αριθµός απόφασης: Κακουργηµατική απάτη. Συναυτουργία. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος, µε σκοπό να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και αν η ζηµία είναι ιδιαίτερα µεγάλη µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγµατοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήµια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσµο µε τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζηµιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, νοούνται τα πραγµατικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, όχι και εκείνα που πρόκειται να συµβούν στο µέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συµβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όµως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα µε ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δηµιουργούν την εντύπωση της µελλοντικής εκπληρώσεως µε βάση την εµφανιζόµενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγµάτων από τον δράστη, που έχει ειληµµένη την απόφαση να µην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεµελιώνεται το έγκληµα της απάτης. Περιουσία νοείται το σύνολο των οικονοµικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηµατική αξία, βλάβη της περιουσίας είναι η µείωση αυτής, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά µεταξύ της χρηµατικής αξίας την οποία είχε προ της διαθέσεως που προκλήθηκε µε την απατηλή συµπεριφορά και εκείνης που απέµεινε µετά από αυτήν. Βλάβη της περιουσίας υπάρχει έστω και αν ο παθών έχει ενεργό αξίωση προς ανόρθωσή της. Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συµπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος. Είναι αδιάφορος τυχόν µεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της ζηµίας του παθόντος, µε την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζηµιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του παθόντος. [74]

75 - Κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, η απάτη προσλαµβάνει κακουργηµατικό χαρακτήρα και τιµωρείται µε κάθειρξη µέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζηµία υπερβαίνουν το ποσό των δρχ. ή των ευρώ, σύµφωνα µε την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν.2943/2001 επίσηµη αντιστοιχία και β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζηµία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των δρχ. ή των ευρώ. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι για να είναι η απάτη κακούργηµα πρέπει α) ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως το συνολικό όφελος ή η συνολική ζηµία του παθόντος να υπερβαίνει το ποσό των δρχ. ή των ευρώ ή β) το όφελος που επεδίωκε ο δράστης ή η ζηµία που προξενήθηκε να υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των δρχ. ή των ευρώ. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό µε το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελµα τέλεση του εγκλήµατος συντρέχει, όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξης ή από την υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης µε πρόθεση επανειληµµένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισµό εισοδήµατος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήµατος συντρέχει, όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριµένου εγκλήµατος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι για τη συνδροµή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριµένου εγκλήµατος κατ' επάγγελµα, απαιτείται αντικειµενικώς µεν επανειληµµένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειµενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδηµα από την επανειληµµένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελµα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη µεν φορά, όχι όµως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης και την οργανωµένη ετοιµότητά του µε πρόθεση επανειληµµένης τέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισµό εισοδήµατος. Για τη συνδροµή, όµως, της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του εγκλήµατος κατά συνήθεια, απαιτείται οπωσδήποτε επανειληµµένη τέλεση αυτού, από την οποία να προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριµένου εγκλήµατος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. εν συντρέχει, λοιπόν, κατά συνήθεια τέλεση όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά. - Κατά το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιµωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειµενικά σύµπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειµενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγµάτωση της αντικειµενικής υποστάσεως του διαπραττόµενου εγκλήµατος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συµµέτοχοι πράττουν µε δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήµατος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση µε εκείνη του άλλου προς πραγµάτωση της αντικειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος. Η σύµπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης µπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγµατώνει την όλη αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος, ή στο ότι το έγκληµα πραγµατώνεται µε συγκλίνουσες επί µέρους πράξεις των συµµετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση και οι επί µέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς. - Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 187 παρ. 3 ΠΚ, συµµορία είναι η ένωση µε άλλον (δηλ. συµφωνία δύο τουλάχιστον προσώπων) προς διάπραξη ενός τουλάχιστον µη προσδιοριζόµενου κακουργήµατος ή πληµµελήµατος τιµωρουµένου [75]

76 µε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και µε το οποίο επιδιώκεται οικονοµικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωµατικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας. Υποκειµενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος ενέχει τη γνώση και τη θέληση της συµφωνίας για την τέλεση κακουργήµατος ή πληµµελήµατος, αρκεί δε και ενδεχόµενος δόλος. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠοιν, όταν αναφέρονται σ' αυτή, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όµως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγµατικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και µε τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγµατικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση από την πραγµάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόµος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισµένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισµένου πρόσθετου αποτελέσµατος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά µέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισµός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όµως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίµησε όλα και όχι µόνο µερικά από αυτά. Ακόµη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηµατισµό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισµένα από τα αποδεικτικά µέσα, δεν σηµαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. εν αποτελεί, όµως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση των µαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, εσφαλµένη δε εφαρµογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρµοσε. Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού µε το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου [76]

77 εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση (ΟλΑΠ 3/2008). ΠΚ: 13, 45, 84, 187, 386, ΚΠ : 463, 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2010 Απάτη - Γενικά Αριθµός απόφασης: Κακουργηµατική απάτη. υσφήµηση.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 386 του ΠΚ προκύπτει ότι το έγκληµα της απάτης θεµελιώνεται αντικειµενικώς και υποκειµενικώς µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει σε περιουσιακή µε πράξη, παράλειψη ή ανοχή διάθεση, η οποία έχει ως άµεσο και αναγκαίο αποτέλεσµα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον προς το σκοπό να αποκοµίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνοµο όφελος και είναι αδιάφορο αν πραγµατοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός. Ενδεχόµενος δόλος δεν αρκεί ενώ δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζονται τα πρόσωπα εκείνου που εξαπατήθηκε και εκείνου που ζηµιώθηκε. Αποτέλεσµα της µη αναγκαίας ταυτίσεως του εξαπατηθέντος και του υποστάντος τη βλάβη είναι ότι η απάτη είναι δυνατόν να τελεσθεί και µε την παραπλάνηση του δικαστηρίου (τακτικού ή διαιτητικού), όταν υποβάλλεται σ' αυτό ψευδής ισχυρισµός υποστηριζόµενος από πλαστά ή ψευδή κατά περιεχόµενο αποδεικτικά µέσα, από τα οποία παραπλανάται το δικαστήριο και εκδίδει απόφαση που έχει ως συνέπεια τη βλάβη της περιουσίας του αντιδίκου του πράξαντος (ΑΠ 1424/89 Π. Χρ. Μ, 705). Οσάκις όµως, ο νόµος αρκείται σε πιθανολόγηση, όπως συµβαίνει π.χ. στη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων (άρθρα 682 επ. ΚΠολ ), το δικαστήριο δεν υποχρεούται, κατ' άρθρο 347 ΚΠολ, να τηρήσει τις διατάξεις περί αποδεικτικής διαδικασίας, αποδεικτικών µέσων και δυνάµεως αυτών, αλλά λαµβάνει υπόψη οποιαδήποτε πρόσφορα µέσα, µε τα οποία κατά την κρίση του µπορεί να σχηµατισθεί πιθανότητα για την αλήθεια των πραγµατικών περιστατικών. Στην περίπτωση αυτή και απλός ακόµη ψευδής ισχυρισµός των διαδίκων, έστω και αν δεν στηρίζεται στη σύγχρονη προσαγωγή και επίκληση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, µπορεί να στοιχειοθετήσει το έγκληµα της απάτης στο δικαστήριο, αφού αυτό δύναται κατά νόµο, να στηριχθεί και µόνο στο ψευδή αυτό ισχυρισµό. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 386 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της µε άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, επιβάλλεται κάθειρξη µέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια και β) αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η πράξη µαρτυρούν ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση της παρ. 3, ορίσθηκε ότι επιβάλλεται κάθειρξη µέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια, αφαιρέθηκε δηλαδή η επιβαρυντική περίσταση του ιδιαίτερα επικίνδυνου. Η διάταξη όµως, αυτή αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από τις 3 Ιουνίου 1999 (άρθρο 55 του ίδιου νόµου) και ορίζει ότι επιβάλλεται κάθειρξη µέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζηµία [77]

78 υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατοµµυρίων ( ) δραχµών ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζηµία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατοµµυρίων ( ) δραχµών (73.000) ευρώ. Η διάταξη αυτή είναι ευνοϊκότερη για τον κατηγορούµενο µόνο στην περίπτωση που το συνολικό όφελος ή η συνολική ζηµία δεν υπερβαίνουν το ποσό των δραχµών ( ευρώ), οπότε η πράξη, και αν ακόµη έχει τελεσθεί κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια, φέρει χαρακτήρα πληµµελήµατος, όπως επίσης είναι ευνοϊκότερη αν το συνολικό ποσό, χωρίς τη συνδροµή της κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια τέλεσης, δεν υπερβαίνει το ποσό των δραχµών ( ευρώ). Αν όµως το ποσό του οφέλους ή της ζηµίας είναι ανώτερο των δραχµών και συντρέχουν οι ανωτέρω επιβαρυντικές περιστάσεις ή είναι απλώς ανώτερο των δραχµών (ήδη ) ευρώ, η πράξη της απάτης έχει κακουργηµατικό χαρακτήρα και µε τη νεότερη διάταξη. Το έγκληµα αυτό είναι δεκτικό απόπειρας, για την ύπαρξη της οποίας απαιτείται, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 ΠΚ, όπως ο δράστης επιχειρήσει πράξη, η οποία περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης αυτού, δηλαδή προβεί σε ενέργεια η οποία αποτελεί µέρος της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος και οδηγεί κατ' ευθεία στην πραγµάτωσή του ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άµεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τµήµα αυτής, στην οποία αµέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. - Κατά το άρθρο 362 του ΠΚ: "όποιος µε οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών ή µε χρηµατική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ, "Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών". Και κατά το άρθρο 361 ίδιου Κώδικα (εξύβριση) "όποιος προσβάλλει την τιµή άλλου µε λόγο ή έργο, ή µε οποιονδήποτε άλλον τρόπο τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι ενός έτους". Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της συκοφαντικής δυσφήµησης απαιτείται: α) ισχυρισµός ή διάδοση από τον υπαίτιο, µε οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα µπορούσε να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαµβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόµενο ή διαδιδόµενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Εξάλλου, ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριµένο περιστατικό του εξωτερικού κόσµου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριµένη σχέση ή συµπεριφορά, αναφερόµενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. - Το παραπεµπτικό βούλευµα έχει την επιβαλλόµενη από το άρθρο 93 παρ' 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειµενικά και υποκειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι σκέψεις, µε τις οποίες το συµβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά µέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συµβούλιο για την παραπεµπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισµός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση [78]

79 τους και µνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όµως να προκύπτει, ότι το συµβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίµησε όλα και όχι µόνο µερικά από αυτά. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ. Π. λόγο αναιρέσεως του βουλεύµατος υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συµβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρµόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγµα το οποίο συµβαίνει, όταν στο πόρισµα του βουλεύµατος, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να µην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρµογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρµόστηκε, οπότε το βούλευµα στερείται νόµιµης βάσης. ΠΚ: 361, 362, 363, 386, ΚΠ : 309, 484, ΚΠολ : 347, 682 επ., Απάτη - Γενικά Αριθµός απόφασης: Κακουργηµατική απάτη.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία παραπεµπτικού βουλεύµατος. Εσφαλµένη εφαρµογή ή ερµηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρµόσθηκε στο βούλευµα. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, µε σκοπό να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και, αν η ζηµία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως µεγάλη, µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνοµο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγµάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήµια γιο τον ίδιο ή άλλον συµπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσµο µε τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση µειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγµατικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συµβούν στο µέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή [79]

80 συµβατικές υποχρεώσεις. Όταν όµως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα µε ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δηµιουργούν την εντύπωση της µελλοντικής εκπληρώσεως, µε βάση την εµφανιζόµενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγµάτων από το δράστη, που έχει ειληµµένη την πρόθεση να µην εκπληρώσει την υποχρέωση του, τότε θεµελιώνεται το έγκληµα της απάτης. - Κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηµατικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζηµία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των δραχµών ή ευρώ (ΑΠ 1023/2006). - Το παραπεµπτικό βούλευµα έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠ, όταν αναφέρονται σ' αυτό µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, για τα αντικειµενικά και υποκειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι σκέψεις µε τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα κατ' είδος γενικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου εξ αυτών ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ των ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηµατισµό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται µόνο να προκύπτει ότι το δικαστικό συµβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίµησε όλα τα αποδεικτικά µέσα για το σχηµατισµό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι µόνο µερικά εξ αυτών κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠ. εν αποτελούν, όµως, λόγους αναίρεσης στο µέτρο που µε αυτούς πλήττεται η ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του συµβουλίου, αφού αυτοί δε διαλαµβάνονται µεταξύ των λόγων αναίρεσης κατά βουλευµάτων, που αναφέρονται περιοριστικώς στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠ. - Λόγο αναίρεσης του παραπεµπτικού βουλεύµατος συνιστά, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοιν, και η εσφαλµένη εφαρµογή ή ερµηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρµόσθηκε στο βούλευµα. Εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει, όταν το Συµβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρµόσθηκε, ενώ εσφαλµένη ερµηνεία υφίσταται, όταν το Συµβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ. πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στα πόρισµα του βουλεύµατος που περιλαµβάνεται στο διατακτικό ή στο συνδυασµό του διατακτικού µε το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή µη εφαρµογή του νόµου, οπότε το βούλευµα δεν έχει νόµιµη βάση. ΠΚ: 386, ΚΠ : 177, 178, 484, Απάτη - Γενικά [80]

81 Αριθµός απόφασης: Απάτη. Συναυτουργία. Πλαστογραφία. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη εφαρµογή ή ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ. "Όποιος µε σκοπό να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και αν η ζηµιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα µεγάλη, µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστου να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή η αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παρεπλανήθη κάποιος και προέβη στην επιζήµια για τον ίδιο ή τρίτο συµπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, τελούσα σε αιτιώδη συνάφεια µε τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστου, υφισταµένη και στην περίπτωση µειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός διατηρεί ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγµατικά περιστατικά, αναγόµενα στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συµβούν στο µέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συµβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όµως, οι τελευταίες συνδέονται ταυτοχρόνως και µε ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις άλλων ψευδών γεγονότων, αναγοµένων στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τοιούτο τρόπο, ώστε να δηµιουργούν την εντύπωση της µελλοντικής εκπληρώσεως συµβατικής υποχρεώσεως µε βάση την εµφανιζοµένη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγµάτων από τον δράστη που έχει ειληµµένη την πρόθεση της µη εκπληρώσεως της υποχρεώσεώς του αυτής, τότε θεµελιούται το έγκληµα της απάτης. Οι πράξεις δε της πλαστογραφίας µετά χρήσεως ή της χρήσεως πλαστού ή νοθευµένου εγγράφου, ως αυτοτελούς αδικήµατος, και της απάτης, συρρέουν αληθώς, αφού η κάθε µία από αυτές συνίσταται από ιδιαίτερα στοιχεία και δεν αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση ή µέσο διαπράξεως της άλλης, είναι δε ανεξάρτητοι µεταξύ των κατά τα αντικειµενικά των στοιχεία. - Κατά το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τιµωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειµενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγµάτωση της αντικειµενικής υποστάσεως του διαπραττοµένου εγκλήµατος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συµµέτοχοι πράττουν µε δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήµατος. Η σύµπραξη στην εκτέλεση µπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγµατώνει την όλη αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος ή στο ότι το έγκληµα πραγµατώνεται µε συγκλίνουσες επί µέρους πράξεις των συµµετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς όµως να είναι αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να εξειδικεύονται λεπτοµερέστερα στην απόφαση οι µερικότερες ενέργειες εκάστου εκ των συναυτουργών κατά την εκτέλεση της κυρίας πράξεως. - Στο άρθρο 216 παρ. 1, 2 του ΠΚ ορίζεται ότι: "1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο µε σκοπό να παραπλανήσει µε τη χρήση του άλλον σχετικά µε γεγονός που µπορεί να έχει έννοµες συνέπειες τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. 2. Mε την ίδια ποινή τιµωρείται όποιος µε τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιµοποιεί πλαστό ή νοθευµένο έγγραφο". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της πλαστογραφίας απαιτείται [81]

82 αντικειµενικώς η κατάρτιση από την αρχή εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' του Π.Κ.) από τον υπαίτιο είτε µε αποµίµηση του γραφικού χαρακτήρος είτε µε την θέση της υπογραφής του φεροµένου ως συντάκτου, είτε µε την κατάχρηση της υπογραφής (συµπλήρωση κατά το δοκούν εγγράφου που φέρει µόνον την υπογραφή τρίτου), ο οποίος το εµφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχοµένου του. Ως χρήση δε του πλαστού ή νοθευµένου εγγράφου, η οποία κατά την παράγραφο 1 εδ. β συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου τιµωρείται ως αυτοτελές έγκληµα, νοείται κάθε ενέργεια του δράστου, η οποία καθιστά προσιτό το πλαστό ή νοθευµένο έγκληµα σε εκείνον του οποίου επιδιώκεται η παραπλάνηση, παρέχουσα την δυνατότητα σ' αυτόν να λάβει γνώση του περιεχοµένου του εγγράφου, χωρίς να απαιτείται και η πραγµατική γνώση του περιεχοµένου του. Υποκειµενικώς δε για την θεµελίωση του υπό της παραγράφου 2 του άρθρου 216 του ΠΚ προβλεποµένου αυτοτελούς εγκλήµατος της χρήσεως πλαστού ή νοθευµένου εγγράφου, απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαµβάνει την γνώση και την θέληση των πραγµατικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση της εν λόγω αξιοποίνου πράξεως, και τον σκοπό του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει µε την χρήση του πλαστού ή νοθευµένου εγγράφου άλλον για γεγονός που µπορεί να έχει έννοµες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι σηµαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, µεταβολή ή απόσβεση δικαιώµατος ή εννόµου σχέσεως ή καταστάσεως, δηµοσίας ή ιδιωτικής φύσεως, ασχέτως αν επετεύχθηκε ο επιδιωκόµενος σκοπός. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' και Ε' του ΚΠ λόγο αναιρέσεως της δικαστικής αποφάσεως συνιστά και η έλλειψη της υπό των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 και 139 του ΚΠ απαιτουµένης ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, καθώς και η εσφαλµένη εφαρµογή ή ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τοιαύτη δε έλλειψη, προκειµένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σ' αυτή µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν, οι σκέψεις και οι νοµικοί συλλογισµοί, διά των οποίων έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που απεδείχθησαν στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, χωρίς να είναι αναγκαίο να εκτίθενται τι προέκυψε κεχωρισµένως από το καθένα από αυτά, ούτε να απαιτείται αξιολογική συσχέτιση µεταξύ των, αρκεί να προκύπτει, ανενδοιάστως, ότι για τον σχηµατικό του αποδεικτικού πορίσµατος περί της ενοχής του κατηγορουµένου το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και συνεξετίµησε όλα τα αποδεικτικά µέσα και όχι µόνον, επιλεκτικώς, µερικά από αυτά. Εσφαλµένη δε ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγµατικά περιστατικά που εδέχθη στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την επ' ακροατηρίου διαδικασία ή κατά την έκθεση υφίσταται αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε µεταξύ της ίδιας της αιτιολογίας που τα περιέχει και του διατακτικού, ώστε να µην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή µη εφαρµογή του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νοµίµου [82]

83 βάσεως. εν αποτελούν όµως λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδεικτικών µέσων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση του περιεχοµένου των εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των µαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά, καθώς και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως µεταξύ των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήσσεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγµάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ως προς τον δόλο δεν υπάρχει ανάγκη ειδικής και εµπερισταστωµένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των εκτιθεµένων στην απόφαση περιστατικών που απαρτίζουν την έννοια της αξιοποίνου πράξεως και εξυπακούεται, εκτός εάν ο νόµος αξιώνει για την ύπαρξη αυτού πρόσθετα στοιχεία ή είναι ενδεχόµενος. ΠΚ: 13, 45, 216, 386, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Απάτη - Γενικά Αριθµός απόφασης: Κακουργηµατική απάτη. Συναυτουργία. Κατ' εξακολούθηση έγκληµα. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας του παραπεµπτικού βουλεύµατος. - Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ. "Όποιος µε σκοπό να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και αν η ζηµιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα µεγάλη, µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστου να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η επίτευξη του περιουσιακού οφέλους, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή η αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παρεπλανήθη κάποιος και προέβη στην επιζήµια για τον ίδιο ή τρίτο συµπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, τελούσα σε αιτιώδη συνάφεια µε τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστου, υφισταµένη και στην περίπτωση µειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός διατηρεί ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγµατικά περιστατικά, αναγόµενα στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συµβούν στο µέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συµβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όµως, οι τελευταίες συνδέονται ταυτοχρόνως και µε ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις άλλων ψευδών γεγονότων, αναγοµένων στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τοιούτο τρόπο, ώστε να δηµιουργούν την εντύπωση της µελλοντικής εκπληρώσεως συµβατικής υποχρεώσεως µε βάση την εµφανιζοµένη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγµάτων από τον δράστη που έχει ειληµµένη την πρόθεση της µη εκπληρώσεως της υποχρεώσεώς του αυτής, τότε θεµελιούται το έγκληµα της απάτης. Εξάλλου, η απάτη προσλαµβάνει κακουργηµατικό χαρακτήρα σύµφωνα µε την παρ. 3 περ.β' του ιδίου άρθρου αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζηµία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των δραχµών ( ευρώ, σύµφωνα µε την επίσηµη αντιστοιχία που καθορίστηκε µε το άρθρο 5 του Ν. 2943/2001). Επί [83]

84 εξακολουθητικής δε απάτης που ετελέσθη µετά την 3/6/1999, έχει εφαρµογή η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 του ΠΚ, όπως αυτή προσετέθη µε το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 1721/1999, ορίζουσα ότι η αξία του αντικειµένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήµατος, λαµβάνονται συνολικώς υπόψη, εάν ο δράστης απέβλεπε µε τις µερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσµα αυτό, στις περιπτώσεις δ' αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται µε βάση την συνολική αξία του αντικειµένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που επήλθε ή εσκοπήθη. - Από το άρθρο 98 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκληµα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες οµοειδείς πράξεις, διακρινόµενες χρονικά µεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννοµο αγαθό και κάθε µία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήµατος, συνδέονται δε µεταξύ τους µε την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. - Κατά το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τιµωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειµενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγµάτωση της αντικειµενικής υποστάσεως του διαπραττοµένου εγκλήµατος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συµµέτοχοι πράττουν µε δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήµατος. Η σύµπραξη στην εκτέλεση µπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγµατώνει την όλη αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος ή στο ότι το έγκληµα πραγµατώνεται µε συγκλίνουσες επί µέρους πράξεις των συµµετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς όµως να είναι αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως να εξειδικεύονται µε λεπτοµέρεια σ'αυτή οι µερικότερες ενέργειες της αµέσου συµπράξεως εκάστου εκ των συναυτουργών κατά την εκτέλεση της κυρίας πράξεως. Απάτη µπορεί να τελεστεί και κατά συναυτουργία, όταν οι συναυτουργοί προβαίνουν στις ψευδείς παραστάσεις είτε συγχρόνως από κοινού είτε διαδοχικά, κατόπιν όµως κοινής συναποφάσεως, δηλαδή µε κοινό δόλο, και µε σκοπό παρανόµου περιουσιακού οφέλους. - Από το άρθρο 98 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει, ότι κατ' εξακολούθηση έγκληµα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες οµοειδείς πράξεις, διακρινόµενες χρονικά µεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννοµο αγαθό και κάθε µία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήµατος, συνδέονται δε µεταξύ τους µε την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. - Έλλειψη της απαιτουµένης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας του παραπεµπτικού βουλεύµατος, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 εδαφ. δ' ΚΠ προβλεπόµενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν στο βούλευµα του Συµβουλίου δεν εκτίθενται µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, θεµελιούντα αντικειµενικώς και υποκειµενικώς την αποδιδοµένη στον κατηγορούµενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά µέσα, από τα οποία τούτο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, οι σκέψεις και οι νοµικοί συλλογισµοί, µε τις οποίες τα υπήγαγε στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών µέσων αρκεί η γενική, κατά το είδος, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να εκτίθεται τι προέκυψε κεχωρισµένως από το καθένα από αυτά, ούτε να απαιτείται αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση µεταξύ τους, ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηµατισµό της δικαστικής κρίσεως, αρκεί να προκύπτει µε βεβαιότητα από το βούλευµα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα και όχι µόνον, [84]

85 επιλεκτικώς, ορισµένα από αυτά. Κατά δε το άρθρο 484 παρ.1 εδ.β' ΚΠ, συνιστούν λόγο αναιρέσεως του βουλεύµατος η εσφαλµένη εφαρµογή ή ερµηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρµόσθηκε στο βούλευµα. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν το Συµβούλιο αποδίδει στο νόµο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη είναι η εφαρµογή αυτού, όταν το Συµβούλιο χωρίς να παρερµηνεύει το νόµο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγµατικά περιστατικά που εδέχθη, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στο βούλευµα, κατά τρόπο σαφή, πλήρη, ορισµένο και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα περιστατικά που εδέχθη, ως προκύψαντα εκ των αποδείξεων, ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή µη εφαρµογή του νόµου, οπότε το βούλευµα στερείται νοµίµου βάσεως. εν αποτελούν όµως λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδεικτικών µέσων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση του περιεχοµένου των εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των µαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά, καθώς και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως µεταξύ των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήσσεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγµάτων κρίση του ικαστικού Συµβουλίου. ΠΚ: 45, 98, 386, ΚΠ : 484, Αποδεικτικά µέσα - Παράνοµα και παρανόµως κτηθέντα αποδεικτικά µέσα Αριθµός απόφασης: Παράνοµα ή παρανόµως αποκτηθέντα αποδεικτικά µέσα. - Κατά το άρθρο 177 παρ. 2 του ΚΠ αποδεικτικά µέσα που έχουν αποκτηθεί µε αξιόποινες πράξεις ή µέσω αυτών, δεν λαµβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη µέτρων καταναγκασµού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήµατα που απειλούνται µε ποινή ισόβιας κάθειρξης και έχει εκδοθεί για το ζήτηµα αυτό ειδικά αιτιολογηµένη απόφαση του δικαστηρίου, η χρησιµοποίηση δε στη ποινική δίκη απαγορευµένου αποδεικτικού µέσου προσβάλλει το δικαίωµα υπεράσπισης του κατηγορουµένου και επάγεται την κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ του ΚΠ απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως. Με την ως άνω διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 του ΚΠ θεσπίζεται, κατ' εξαίρεση της αρχής της ηθικής απόδειξης, που καθιερώνει η διάταξη της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, η απαγόρευση της αξιοποιήσεως αποδεικτικού µέσου, που έχει αποκτηθεί µε αξιόποινες πράξεις ή µέσω αυτών και εποµένως δεν λαµβάνονται υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη µέτρων καταναγκασµού, αποδεικτικά µέσα που έχουν αποκτηθεί µε τέτοιες πράξεις, όπως π.χ. µαγνητοταινία που αποτυπώνει ιδιωτική συνοµιλία µεταξύ του ενδιαφεροµένου και τρίτου χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, η οποία ( πράξη) προβλέπεται και τιµωρείται από τη διάταξη του άρθρου 370Α παρ. 2 του ΠΚ., η οποία (διάταξη) θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρα 2 παρ. 1,5 παρ. 1, 9Α και 19 του Συντάγµατος για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου. [85]

86 - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 358, 364 και 369 του ΚΠ, σε συνδυασµό µε εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίµηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠ λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου κώδικα δικαιώµατος του κατηγορουµένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικώς µε το αποδεικτικό µέσο. Στα πρακτικά της δηµόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτέο θέµα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόµενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά, τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, κατά τρόπο ώστε να µπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόµενό του, ώστε ο κατηγορούµενος, γνωρίζων πλήρως την ταυτότητά του, να έχει την ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 του ΚΠ ως άνω δικαιώµατά του, δεδοµένου µάλιστα ότι, εφόσον πραγµατοποιήθηκε όντως η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούµενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές µε το περιεχόµενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται µόνον από τον τρόπο κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Προκειµένου περί εγγράφων που από τη φύση τους είναι ανεπίδεκτα ανάγνωσης( όπως είναι οι φωτογραφίες, οι χάρτες, τα σχεδιαγράµµατα κτλ), αυτά δεν "αναγιγνώσκονται" κατά κυριολεξία, αλλά επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, προς τους οποίους επιδεικνύονται κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας στον κατηγορούµενο και τους λοιπούς διαδίκους από τον διευθύνοντα τη συζήτηση για να µπορούν να υποβάλλουν κατ' αυτών τυχόν αντιρρήσεις τους. ΠΚ: 370, ΚΠ : 171, 177, 329, 331, 333, 358, 364, 369, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Απόφαση - ιόρθωση απόφασης Αριθµός απόφασης: ιόρθωση απόφασης. - Από τις διατάξεις των παραγρ. 1 και 2 του αρ. 145 ΚΠ προκύπτουν τα επόµενα: Όταν στην απόφαση υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις που δεν παράγουν ακυρότητα, το δικαστήριο που την εξέδωσε και στην περίπτωση που κατ` αυτής έχει ασκηθεί ένδικο µέσο το δικαστήριο που αποφαίνεται γι` αυτό, εφόσον δεν το απέρριψε ως απαράδεκτο, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, διατάσσει τη διόρθωση ή συµπλήρωσή της, εφόσον απ` αυτή δεν επέρχεται ουσιώδης µεταβολή της αποφάσεως και δεν αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πράγµατι συνέβησαν στο ακροατήριο. Η διόρθωση ή συµπλήρωση της αποφάσεως µπορεί να αφορά, εκτός από τις άλλες παραλείψεις και από τα όσα αναφέρονται στην ταυτότητα του κατηγορούµενου, τη συµπλήρωση του ανεπαρκούς αιτιολογικού και τη διευκρίνιση του διατακτικού της απόφασης, όταν αυτό έχει ασάφειες ή είναι διαφορετικό από εκείνο που απαγγέλθηκε στο ακροατήριο ή που σηµειώθηκε στα πρακτικά. Ως διόρθωση της αποφάσεως εννοείται η αποκατάσταση της πραγµατικής βουλήσεως του δικαστηρίου, µε την αποβολή στοιχείων ξένων προς [86]

87 αυτήν που παρεισέφρησαν στο κείµενό της ή µε την παράθεση σ` αυτό στοιχείων αναγκαίων, που παραλείφθηκαν από αυτό, από παραδροµή ή αβλεψία ή από άλλη παρόµοια αιτία και όχι η άρση των σφαλµάτων που δηµιουργούν ακυρότητα, ή των ουσιαστικών σφαλµάτων, τα οποία είναι αντικείµενο της κρίσης του ανωτέρου δικαστηρίου που επιλαµβάνεται της υποθέσεως µετά από άσκηση ένδικου µέσου. Έτσι, απαραίτητη προϋπόθεση της διορθώσεως είναι η ύπαρξη ή παράλειψη τέτοιου στοιχείου και η αιτία στην οποία οφείλεται αυτό (ΑΠ 1137/2002 ΠοινΛογ , ΝοΒ ). ΚΠ : 145, Απόφαση - Εκτέλεση αποφάσεων Αριθµός απόφασης: Εκτέλεση αποφάσεων. Αντιρρήσεις. Υπέρβαση εξουσίας. - Κατά το άρθρο 565 εδ.1 του ΚΠ, κάθε αµφιβολία ή αντίρρηση σχετικά µε την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής λύεται από το δικαστήριο των πληµµελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το Τριµελές Πληµµελειοδικείο του τόπου όπου εκτίεται η ποινή, το οποίο επιλαµβάνεται της επίλυσης αµφιβολίας ή αντίρρησης σχετικά µε την εκτελεστότητα της απόφασης ύστερα από αίτηση του καταδικασµένου, περιορίζεται µόνο στο αντικείµενο της αµφιβολίας ή της αντίρρησης για το οποίο παραπονείται ο καταδικασµένος και δεν µπορεί αυτεπαγγέλτως να επιληφθεί άλλου θέµατος σχετικά µε την εκτελεστότητα της ίδιας καταδικαστικής απόφασης. Έτσι αν οι αντιρρήσεις αφορούν την εκτελεστότητα της καταδικαστικής απόφασης µόνο ως προς την επιβληθείσα µε αυτή στερητική της ελευθερίας ποινή, το Τριµελές Πληµµελειοδικείο, που δίκασε αυτές, δεν µπορεί αυτεπαγγέλτως να επιληφθεί της εκτελεστότητας τυχόν µέτρων ασφάλειας που έχουν διαταχθεί µε την ίδια απόφαση, όπως είναι και η απέλαση του αλλοδαπού καταδικασµένου. ιαφορετικά η απόφαση, για την οποία επιτρέπεται αναίρεση, σύµφωνα µε την παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου, είναι αναιρετέα, αφού έτσι το Πληµµελειοδικείο υπερβαίνει την εξουσία του και υποπίπτει στην πληµµέλεια του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠ. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ. Η, 565, υσφήµηση - Γενικά Αριθµός απόφασης: 1 - υσφήµηση. Απειλή. Σωµατική βλάβη. Επιµέτρηση ποινής. Έφεση. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 361 παρ. 1 εδ. α του ΠΚ "όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήµησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιµή άλλου, µε λόγο ή µε έργο ή µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι ενός έτους ή µε χρηµατική ποινή, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 368 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι στην περίπτωση του άρθρου 361, όπως και στις περιπτώσεις των άρθρων 362, 363, 364 και 365, η ποινική δίωξη ασκείται µόνο ύστερα από έγκληση. [87]

88 - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 333 του αυτού ως άνω Κώδικα, στοιχειοθετείται το διωκόµενο κατ' έγκληση έγκληµα της απειλής όταν "κάποιος προκαλεί σε άλλον τρόµο ή ανησυχία, απειλώντας τον µε βία ή άλλη παράνοµη πράξη ή παράλειψη" η προβλεπόµενη δε για το έγκληµα αυτό ποινή είναι µε φυλάκιση µέχρι ενός έτους ή µε χρηµατική ποινή. -Σύµφωνα µε το άρθρο 381 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος µε πρόθεση καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν µέρει) πράγµα ή µε άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών". Το έγκληµα αυτό, που διώκεται κατ' έγκληση (άρθρο 383 του ΠΚ) είναι υπαλλακτικώς µικτό, δηλαδή αν η πράξη τελεσθεί µε περισσότερους τρόπους συγχρόνως θεωρείται ένα έγκληµα και επιβάλλεται µία µόνο ποινή, αν πλήττεται η ίδια µονάδα του έννοµου αγαθού και δεν µεσολάβησε ειρήνευση, πρέπει δε στην καταδικαστική απόφαση για το εν λόγω έγκληµα να διευκρινίζεται ποιος από τους εναλλακτικώς αναφερόµενους από τη διάταξη τρόπους τελέσθηκε αυτό, για να έχει την απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. - Σύµφωνα µε το άρθρο 314 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ "όποιος από αµέλεια προκαλεί σωµατική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι τριών ετών". Και στην περίπτωση αυτή η ποινική δίωξη ασκείται µόνο ύστερα από έγκληση, εκτός αν πρόκειται για υπαίτιο της πράξης αυτής που ήταν υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας του ή του επαγγέλµατός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιµέλεια ή προσοχή (άρθρο 315 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ). Εξάλλου, έλλειψη ακρόασης, ιδρύουσα τον από το άρθρο 510 παρ. Β' ΚΠ αναιρετικό λόγο, υπάρχει σύµφωνα µε το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, όταν το δικαστήριο παρέλειψε ν' αποφανθεί επί αιτήµατος του κατηγορουµένου ν' ασκήσει δικαίωµα, που του παρέχεται από το νόµο. - Κατά το άρθρο 79 ΠΚ, η επιµέτρηση της ποινής µέσα στα όρια, τα οποία διαγράφει ο νόµος, ανήκει στην αποκλειστική και κυριαρχική κρίση του δικάζοντος δικαστηρίου και δεν αποτελεί δικαίωµα του κατηγορουµένου, που του παρέχει ο νόµος. Εποµένως, δεν παρέχεται το δικαίωµα στον κατηγορούµενο να υποβάλει, πριν από την έκδοση της απόφαση για την ποινή, αίτηµα για την επιβολή εφέσιµης ποινής, ούτε, άλλωστε, είναι λογικά εφικτό, το ικαστήριο, πριν αποφασίσει για το ύψος της ποινής, να κρίνει αν αυτή θα είναι εφέσιµη ή όχι. Για το "αίτηµα" δε αυτό (που αποτελεί "ευχή") το ικαστήριο αποφασίζει ταυτόχρονα µε την περί της ποινής απόφασή του, η σχετική δε αιτιολογία αυτής αποτελεί και την αιτιολογία για την απόρριψη ή την αποδοχή του πιο πάνω "αιτήµατος". - Κατά τη διάταξη του άρθρου 489 παρ. 1 περ. β εδ. α του ΚΠ "εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας ή ο δηµόσιος κατήγορος έχουν δικαίωµα να ασκήσουν έφεση κατά της απόφασης του µονοµελούς πληµµελειοδικείου αν µε αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούµενος σε φυλάκιση πάνω από εξήντα ηµέρες ή σε χρηµατική ποινή πάνω από χίλια ευρώ...". Η ρύθµιση αυτή δεν είναι αντίθετη προς το από έβδοµο πρωτόκολλο της Σύµβασης της Ρώµης για την προάσπιση των δικαιωµάτων του ανθρώπου και των θεµελιωδών ελευθεριών, το οποίο κυρώθηκε µε το Ν. 1705/1987. Το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου ορίζει στην παρ. 1, ότι κάθε πρόσωπο, που καταδικάστηκε για αξιόποινη πράξη, από δικαστήριο, έχει το δικαίωµα επανεξετάσεως από ανώτερο δικαστήριο. Στην παρ. 2 προβλέπεται δυνατότητα εξαιρέσεως στην περίπτωση αξιόποινων πράξεων µικρής σηµασίας ή στις περιπτώσεις που ο κατηγορούµενος κρίθηκε σε πρώτο βαθµό από ανώτερο δικαστήριο, ενώ, σύµφωνα και µε το πρώτο άρθρο του ν. 1705/1987 η κύρωση του Πρωτοκόλλου αυτού, έγινε µε την ρητή επιφύλαξη "ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Κυρουµένου Πρωτοκόλλου δε θίγει της διάταξης του άρθρου 489 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας". Ακολούθως, µε το Ν. 2462/1977, κυρώθηκε, χωρίς επιφύλαξη, το από ιεθνές Σύµφωνο για τα ατοµικά και πολιτικά δικαιώµατα [88]

89 ( ΣΑΠ ). Κατά το άρθρο 14 παρ 5 του Συµφώνου αυτού, "κάθε πρόσωπο που κρίνεται ένοχο για παράβαση, έχει δικαίωµα, η απόφαση περί της ενοχής και της καταδίκης του να εξεταστεί από ανώτερο δικαστήριο σύµφωνα µε το νόµο". Η διαλαµβανόµενη δε στη διάταξη αυτή έκφραση "σύµφωνα µε τον νόµο" υπονοεί την πιο πάνω γενόµενη επιφύλαξη του 7ου Πρωτοκόλλου. Εποµένως, οι πιο πάνω διατάξεις δεν παρέχουν δικαίωµα απεριόριστης άσκησης ενδίκων µέσων, ούτε και υφίσταται από τα παραπάνω νοµοθετήµατα καθορισµός περισσότερων βαθµών δικαιοδοσίας και χωρίς φραγµούς πρόσβασης σ' αυτούς. ΠΚ: 79, 333, 361, 362, 363, 364, 365, 381, 383, ΚΠ : 314, 315, * ΝοΒ 2011, σελίδα 1627, σχολιασµός Βασίλης Χειρδάρης υσφήµηση - υσφήµηση Εταιρείας Αριθµός απόφασης: 34 - υσφήµηση ανώνυµης εταιρείας. Συναυτουργία. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Αρχή της ηθικής απόδειξης. Απαγορευµένα αποδεικτικά µέσα. Παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνηµάτων και της προφορικής συνοµιλίας. - Κατά το άρθρο 364 του ΠΚ "όποιος ισχυρίζεται µε οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για ανώνυµη εταιρία ορισµένο γεγονός που είναι σχετικό µε τις επιχειρήσεις, την οικονοµική κατάσταση ή γενικά τις εργασίες της ή µε τα πρόσωπα που τη διοικούν ή τη διευθύνουν και που µπορεί να βλάψει την εµπιστοσύνη του κοινού στην εταιρία και γενικά στις επιχειρήσεις της, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρις ενός έτους ή µε χρηµατική ποινή. εν τιµωρείται ο κατηγορούµενος αν αποδείξει την αλήθεια του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Αν ο κατηγορούµενος γνώριζε ότι το γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέδωσε είναι ψευδές τιµωρείται µε φυλάκιση". Από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 364 του ΠΚ, που αναφέρεται περιοριστικώς στην ανώνυµη εταιρία και προστατεύει την οικονοµική πιότη και εµπιστοσύνη της, προκύπτει ότι, για την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος της συκοφαντικής δυσφηµήσεως ανώνυµης εταιρίας, που είναι έγκληµα αφηρηµένης διακινδυνεύσεως, διάφορο της συκοφαντικής δυσφηµήσεως του φυσικού προσώπου, απαιτείται, εκτός των άλλων, όπως το υπό του υπαιτίου, µε οποιοδήποτε τρόπο, ακόµη και δια του τύπου, ενώπιον τρίτου, δι ισχυρισµού ή διαδόσεως, ανακοινούµενο γεγονός, να αφορά είτε στις επιχειρήσεις ή στην οικονοµική κατάσταση ή γενικά στις εργασίες τις εταιρίας είτε στα πρόσωπα που την διοικούν ή την διευθύνουν και περαιτέρω να είναι το γεγονός αυτό πρόσφορο να βλάψει την εµπιστοσύνη του κοινού στην εταιρία και εν γένει στις επιχειρήσεις της, χωρίς να προσαπαιτείται και η επέλευση βλάβης αυτής. Κατά την διάταξη αυτή, ως γεγονός θεωρείται κάθε συγκεκριµένο συµβάν του εξωτερικού κόσµου, παρελθόν ή παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συµπεριφορά ή συγκεκριµένη σχέση που αναφέρεται στο παρελθόν ή το παρόν και υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. - O χαρακτηρισµός και η έκφραση γνώµης ή αξιολογικής κρίσεως, είναι αξιόποινος, µόνον όταν συνδέονται ή σχετίζονται µε γεγονότα, ώστε, µε την σύνδεση και σχέση τους µε αυτά, ουσιαστικά να προσδιορίζουν την έκταση της ποσοτικής και ποιοτικής βαρύτητας τους. Προστατεύεται δε µε την εν λόγω ειδική διάταξη η οικονοµική και η [89]

90 επιχειρηµατική οντότητα, η φήµη και η επαγγελµατική πίστη του νοµικού προσώπου της ανώνυµης εταιρίας. - Κατά την έννοια του άρθρου 45 του ΠΚ, το οποίο ορίζει ότι "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιµωρείται ως αυτουργός", µε τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειµενική σύµπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειµενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συµµέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγµάτωση της αντικειµενικής υποστάσεως του διαπραττοµένου εγκλήµατος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συµµέτοχοι πράττουν µε δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήµατος. Η σύµπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως µπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγµατώνει την όλη αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος ή ότι το έγκληµα πραγµατώνεται µε συγκλίνουσες επί µέρους πράξεις των συµµετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Η πράξη κάθε συµµετόχου (συναυτουργού) νοµικώς επιτηρείται ως πράξη όλων των συµπραξάντων, έτσι ώστε καθένας των συναυτουργών υπέχει ποινική ευθύνη για το συνολικό εγκληµατικό αποτέλεσµα, το οποίο επέρχεται από την κοινή δράση, ενώ είναι αδιάφορο αν η ατοµική συµβολή κάποιου από αυτούς υπήρξε τυχόν µικρή. - H κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν, απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν, προκειµένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούµενος, τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόµενων πραγµατικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε στη συγκεκριµένη περίπτωση. Ειδικά όµως για τη θεµελίωση της υποκειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος της συκοφαντικής δυσφηµήσεως, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας αναφορικά µε το δόλο, που πρέπει να είναι άµεσος και δεν αρκεί ο ενδεχόµενος, να εκτίθεται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγµατικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούµενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο αποδεικτικό µέσο αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. εν αποτελούν όµως λόγος αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγµατα κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 177 του ΚΠ η οποία προστέθηκε µε την παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 1408/1996 "αποδεικτικά µέσα που έχουν αποκτηθεί µε αξιόποινες πράξεις ή µέσω αυτών, δεν λαµβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη µέτρων καταναγκασµού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήµατα που απειλούνται µε ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτηµα αυτό αιτιολογηµένη απόφαση του δικαστηρίου. Μόνη όµως η ποινική δίωξη των υπαιτίων των πράξεων αυτών δεν εµποδίζει την πρόοδο της δίκης". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, κατ εξαίρεση της αρχής της ηθικής αποδείξεως, που [90]

91 καθιερώνει η διάταξη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, θεσπίζεται η απαγόρευση της αξιοποιήσεως αποδεικτικού µέσου που έχει αποκτηθεί µε αξιόποινες πράξεις ή µέσω αυτών και εποµένως, αυτή δεν µπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη µέτρων καταναγκασµού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήµατα που απειλούνται µε ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτηµα αυτό ειδικά αιτιολογηµένη απόφαση του δικαστηρίου και περαιτέρω, ότι το δικαστήριο αποστερείται της δυνατότητας να θεωρήσει το ζήτηµα του αξιοποίνου ή µη της κτήσεως του αποδεικτικού µέσου, ως προδικαστικό και να αναβάλλει τη δίκη κατά το άρθρο 59 του ΚΠ µέχρι να περατωθεί αµετάκλητα η δίκη που θα κρίνει, αν το επίµαχο αποδεικτικό µέσο αποκτήθηκε µε αξιόποινη πράξη. - Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 370 Α του ΠΚ, όπως αυτή ίσχυε πριν αντικατάσταση της µε το άρθρο 3 του Ν. 3090/ "όποιος αθέµιτα παρακολουθεί µε ειδικά µέσα ή µαγνητοφωνεί προφορική συνοµιλία µεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δηµόσια ή µαγνητοσκοπεί µη δηµόσιες πράξεις τρίτων, τιµωρείται µε φυλάκιση. Με την ίδια ποινή τιµωρείται και όποιος µαγνητοφωνεί ιδιωτική συνοµιλία µεταξύ αυτού και τρίτου χωρίς συναίνεση του τελευταίου". Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η οποία θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στην άνθρωπο από τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ 1, 9, 9 Α και 19 παρ. 1 και 3 του Συντάγµατος, αναφορικώς µε την προσωπική και ιδιωτική ζωή και την προσωπικότητά του, η απαγόρευσή της, µε ειδικά µέσα µαγνητοφώνησης αθεµίτως, ιδιωτικής συνοµιλίας, αποσκοπεί στην προστασία των εννόµων αγαθών του ατόµου που προστατεύονται από τις παραπάνω συνταγµατικές διατάξεις µε την υποχρέωση της ανάγκης δικαστικής διερεύνησης της ουσιαστικής αλήθειας και της αξίας της αποτελεσµατικής λειτουργίας της ποινικής διαδικασίας (ΟλΑΠ 1/2001 Πολιτική). - Από το άρθρο εδ. δ' του ΚΠοιν, προκύπτει ότι η χρησιµοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευµένου αποδεικτικού µέσου προσβάλλει το δικαίωµα υπερασπίσεως του κατηγορουµένου και επάγεται απόλυτη ακυρότητα που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως. ΠΚ: 45, 364, 370 Α, ΚΠ : 177, 510 παρ. 1 στοιχ., * ΝοΒ 2011, σελίδα 1637, σχολιασµός Στάθης Ευσταθίου υσφήµηση - Συκοφαντική δυσφήµηση Αριθµός απόφασης: 5 Έτος: Συκοφαντική δυσφήµηση. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων "όποιος µε οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών ή µε χρηµατική ποινή" και κατά τη δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούµενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών", προκύπτει ότι το έγκληµα της συκοφαντικής δυσφηµήσεως [91]

92 προϋποθέτει είτε ισχυρισµό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος που µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουµένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριµένο περιστατικό του εξωτερικού Κόσµου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριµένη σχέση ή συµπεριφορά, αναφερόµενη στο παρόν ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειµενική θεµελίωση του εν λόγω εγκλήµατος απαιτείται άµεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθεληµένη ενέργεια του ισχυρισµού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του άλλου. εν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόµενος δόλος. - Έλλειψη της απαιτούµενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικοί συλλογισµοί µε βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαµβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όµως αξιώνονται από το νόµο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος, όπως, κατά τα ανωτέρω, επί του εγκλήµατος της συκοφάντες δυσφηµήσεως, η "εν γνώσει" ορισµένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, άµεσος δηλαδή δόλος, πρέπει, η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση µε παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Επίσης, για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις [92]

93 περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόµενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι µόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς που προβάλλονται από τον κατηγορούµενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισµοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο ικαστήριο της ουσίας, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοιν, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή µείωση της ικανότητας καταλογισµού ήτην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη µείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισµού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όµως, ο αυτοτελής ισχυρισµός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισµένο ή ο φερόµενος ως αυτοτελής ισχυρισµός δεν είναι στην πραγµατικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το ικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και µάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογηµένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισµό ή σε ισχυρισµό αρνητικό της κατηγορίας. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν ο ικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΠΚ: 362, 363, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2010 υσφήµηση - Συκοφαντική δυσφήµηση Αριθµός απόφασης: Ψευδής καταµήνυση. Συκοφαντική δυσφήµηση. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη εφαρµογή ή ερµηνεία ουσιαστική ποινικής διάταξης. - Υπαίτιος της πράξεως που προβλέπεται, από το άρθρο 229 παρ. 1 του ΠΚ, δηλαδή της ψευδούς καταµήνυσης, είναι εκείνος, που εν γνώσει καταµηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, µε σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν. Έτσι, για τη θεµελίωση του εγκλήµατος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειµενική του υπόσταση, και άµεσος δόλος, που περιλαµβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταµήνυση είναι ψευδής. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση µε παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόµενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδικής [93]

94 και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ΚΠ. - Κατά το άρθρο 362 του ΠΚ, "όποιος µε οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψή του τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών ή µε χρηµατική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ, "Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών". Και κατά το άρθρο 361 ίδιου Κώδικα (εξύβριση) "όποιος προσβάλλει την τιµή άλλου µε λόγο ή έργο, ή µε οποιονδήποτε άλλον τρόπο τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι ενός έτους". Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της συκοφαντικής δυσφήµησης απαιτείται: α) ισχυρισµός ή διάδοση από τον υπαίτιο, µε οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα µπορούσε να βλάψει την τιµή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαµβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόµενο ή διαδιδόµενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριµένο περιστατικό του εξωτερικού κόσµου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριµένη σχέση ή συµπεριφορά, αναφερόµενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. - Η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του Κ.Π., απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειµένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούµενος, τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόµενων πραγµατικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε στη συγκεκριµένη περίπτωση. Ειδικά, όµως, για τη θεµελίωση της υποκειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος της συκοφαντικής δυσφηµήσεως, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας αναφορικώς µε το δόλο, να εκτίθενται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγµατικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούµενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά µέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. εν αποτελούν, όµως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγµατα κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ή ερµηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π., υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας, αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από [94]

95 εκείνη, που έχει πράγµατι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρµόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισµα της απόφασης (αναγόµενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήµατος), που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού µε το σκεπτικό, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή µη εφαρµογή του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. ΠΚ: 229, 361, 362, 363, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, υσφήµηση - Συκοφαντική δυσφήµηση Αριθµός απόφασης: Συκοφαντική δυσφήµηση. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων, "όποιος µε οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψή του τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών ή µε χρηµατική ποινή" και κατά τη δεύτερη, "αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών", προκύπτει ότι για τη θεµελίωση του εγκλήµατος της συκοφαντικής δυσφηµήσεως απαιτείται, αντικειµενικώς µεν ισχυρισµός ή διάδοση από το δράστη για κάποιο άλλο πρόσωπο, καθ' οιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος το οποίο µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειµενικώς δε άµεσος δόλος, ο οποίος περιλαµβάνει αναγκαία, αφενός µεν τη γνώση του δράστη µε την έννοια της βεβαιότητας ότι το ισχυρισθέν ή διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές και ότι η τέτοια διάδοση µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριµένο περιστατικό του εξωτερικού κόσµου που ανάγεται στο παρόν ή το παρελθόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως καθώς και κάθε συγκεκριµένη σχέση ή συµπεριφορά, αναφερόµενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και, σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα, πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και [95]

96 όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαµβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όµως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόµο την έννοια αυτής και ορισµένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισµένων περιστατικών, άµεσος δηλαδή δόλος από µέρους του υπαιτίου, όπως συµβαίνει και στο έγκληµα της συκοφαντικής δυσφηµήσεως, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, µε παράθεση των περιστατικών που τη δικαιολογούν. Η επιβαλλόµενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία πρέπει να υπάρχει και για τους αυτοτελείς ισχυρισµούς που προβάλλονται από τον κατηγορούµενο ή από το συνήγορό του, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠοιν, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως όπως είναι και ο ισχυρισµός για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρµοσε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΠΚ: 362, 363, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Επανάληψη της διαδικασίας - Επανάληψη σε όφελος του καταδικασµένου Αριθµός απόφασης: 31 - Επανάληψη διαδικασίας σε όφελος κατηγορουµένου. - Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 περ. 2 του ΚΠ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε µε αµετάκλητη απόφαση επαναλαµβάνεται προς το συµφέρον του καταδικασµένου για πληµµέληµα ή κακούργηµα στις περιπτώσεις που προβλέπονται περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο, µεταξύ των οποίων είναι και αν µετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία µόνα τους ή σε συνδυασµό µε εκείνα, που είχαν προσκοµιστεί προηγουµένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκληµα βαρύτερο από εκείνο που πραγµατικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν [96]

97 στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηµατίζει το δικαστήριο, που επιλαµβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούµενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις µπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων µαρτύρων ή νεότερες καταθέσεις, συµπληρωµατικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αµφίβολα σηµεία της υποθέσεως, µε την προϋπόθεση όµως ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιµώµενες, είτε µόνες τους, είτε σε συνδυασµό µε εκείνες που είχαν προσκοµιστεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασµένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκληµα βαρύτερο από εκείνο που πραγµατικά τέλεσε. ΚΠ : 525, Εργατικά εγκλήµατα - Εργατικό ατύχηµα Αριθµός απόφασης: Ανθρωποκτονία από αµέλεια. Εργατικό ατύχηµα. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 ΠΚ "όποιος επιφέρει, από αµέλεια το θάνατο άλλου, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ "από αµέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεµελίωση του εγκλήµατος της ανθρωποκτονίας από αµέλεια απαιτείται α) να µην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόµενη κατ' αντικειµενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλλει υπό τις ίδιες πραγµατικές περιστάσεις, µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων, πείρα και λογική, β) να µπορούσε ο δράστης, σύµφωνα µε τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και ιδίως εξαιτίας της υπηρεσίας ή του επαγγέλµατός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόµενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όµως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να ύπαρχε ι αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσµατος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αµέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης από αµέλεια συνίσταται στη µη καταβολή της προσοχής, δηλαδή, σε παράλειψη. Όταν, όµως, η αµέλεια δεν συνίσταται σε ορισµένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συµπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσµατος, τότε για τη θεµελίωση της ανθρωποκτονίας από αµέλεια, ως εγκλήµατος που τελείται µε παράλειψη, απαιτείται η συνδροµή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, κατά το οποίο "όπου ο νόµος, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξεως, απαιτεί να έχει επέλθει ορισµένο αποτέλεσµα, η µη αποτροπή του τιµωρείται όπως η πρόκληση του µε ενέργεια, αν ο [97]

98 υπαίτιος της παραλείψεως είχε ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση να παρεµποδίσει την επέλευση του αποτελέσµατος". Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρµογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή, ειδικής και όχι γενικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια που τείνει στην παρεµπόδιση του αποτελέσµατος, για την επέλευση του οποίου ο νόµος απειλεί ορισµένη ποινή. Η ιδιαίτερη αυτή υποχρέωση του υπαιτίου να παρεµποδίσει την επέλευση του αποτελέσµατος µπορεί να πηγάζει είτε από ρητή διάταξη νόµου ή από σύµβαση ή από σύµπλεγµα νοµικών καθηκόντων που συνδέονται µε ορισµένη έννοµη σχέση του υπαιτίου ή από ορισµένη προηγούµενη συµπεριφορά του, από την οποία δηµιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληµατικού αποτελέσµατος και πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στην απόφαση, επιπροσθέτως δε, αν πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου, να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός. Περαιτέρω, ενόψει της διακρίσεως της αµέλειας σε συνειδητή και άνευ συνειδήσεως, το ικαστήριο της ουσίας όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκληµα από αµέλεια, πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του µε σαφήνεια ποιο από τα είδη αµέλειας συνέτρεξε στη συγκεκριµένη περίπτωση, γιατί, αν δεν εκθέτει τούτο σαφώς ή δέχεται και τα δύο είδη, δηµιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή µη εφαρµογή της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και ιδρύεται απ' αυτό λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόµιµης βάσης κατά το άρθρο στοιχ. Ε' ΚΠοιν. - Με τα άρθρ. 1, 78 και 79 του Π 1073/81 "περί µέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν εργασιών εις εργοτάξια οικοδοµών και πάσης φύσεως έργων αρµοδιότητας Πολιτικού Μηχανικού" ορίζεται ότι "Επί των πάσης φύσεως εργοταξιακών έργων αρµοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού, συµπεριλαµβανοµένων και των οικοδοµικών τοιούτων, τηρούνται υπό των κατά νόµον υπευθύνων, πέραν των διατάξεων του Π της και του Π 778/1980 "περί των µέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδοµικών εργασιών", και οι ειδικαί διατάξεις των εποµένων άρθρων (αρ. 1). ια την πρόληψιν ατυχηµάτων από άµεσον ή έµµεσον επαφήν ή προσέγγισιν προς δίκτυα ή λοιπά στοιχεία ηλεκτρικών εγκαταστάσεων υπό τάσιν, πρέπει ειδικότερον: α) Να λαµβάνονται όλα τα επιβαλλόµενα µέτρα ώστε να αποκλείεται η προσέγγισις εργαζοµένων εις ηλεκτροφόρους αγωγούς ή στοιχεία, ασχέτως τάσεως των... δ) οιαδήποτε απαιτουµένη επέµβασις εις τα δίκτυα της ΕΗ (όπως ανύψωσις, διακοπή ρεύµατος κ.τλ.) να πραγµατοποιείται υπό ταύτης, µετά έγγραφον αίτησιν του ενδιαφεροµένου... (αρ. 78). Εάν πλησίον εργοταξίου διέρχονται αγωγοί ηλεκτρικού ρεύµατος, ειδοποιείται εγγράφως, υπό του εκτελούντος το έργον, προ της ενάρξεως των εργασιών, η αρµόδια υπηρεσία της ΕΗ. Τα µέτρα ασφαλείας, τα οποία πρέπει να ληφθούν, εξετάζονται από κοινού υπό της ΕΗ, του εκτελούντος το έργον και του επιβλέποντος τούτο µηχανικού. Κατόπιν δε της εγγράφου εγκρίσεως της αρµόδιας υπηρεσίας της ΕΗ λαµβάνονται όλα τα κατά περίπτωσιν ενδεικνυόµενα περαιτέρω προστατευτικά µέτρα και ιδίως κατασκευή προστατευτικών σανιδωµάτων (αρ. 79)''. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι: 1) ο πολιτικός µηχανικός που επιβλέπει την κατασκευή οικοδοµικού έργου έχει νοµική υποχρέωση να δίνει οδηγίες στον εργολάβο (και τον τυχόν υπάρχοντα υπεργολάβο) για τη λήψη των ενδεικνυόµενων µέτρων ασφάλειας προς πρόληψη ατυχήµατος από την επαφή ή προσέγγιση των εργαζοµένων προς πλησίον διερχόµενο ηλεκτροφόρο αγωγό, ανεξαρτήτως του αν προ της ενάρξεως των εργασιών ειδοποιήθηκε εγγράφως η αρµόδια υπηρεσία της ΕΗ από τον εκτελούντα το έργο και αν τα ενδεικνυόµενα µέτρα ασφαλείας εξετάσθηκαν από κοινού από τη ΕΗ, τον ίδιο και τον εκτελούντα το έργο και 2) ο εργολάβος που ανέλαβε την εκτέλεση του οικοδοµικού έργου (και ο τυχόν υπεργολάβος τµήµατος αυτού) έχει επίσης νοµική υποχρέωση να λαµβάνει τα ενδεικνυόµενα µέτρα [98]

99 ασφαλείας προς πρόληψη ατυχήµατος από την προεκτεθείσα αιτία, ασχέτως αν του δόθηκαν ή µη σχετικές οδηγίες από τον επιβλέποντα µηχανικό. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. 1 ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα, εποµένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής για ανθρωποκτονία από αµέλεια αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή ή αλληλοσυµπλήρωση του σκεπτικού µε το διατακτικό της αποφάσεως. - Λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν, και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, εσφαλµένη δε εφαρµογή συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών, που δέχθηκε ως αποδεδειγµένα, στη διάταξη που εφήρµοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΠΚ: 15, 28, 302, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Π : 778/1980, Π : 1073/1981, άρθ. 1, 78, 79, Εργατικά εγκλήµατα - Εργατικό ατύχηµα Αριθµός απόφασης: Σωµατική βλάβη από αµέλεια. Ασφάλεια στην εργασία. Εργατικό ατύχηµα.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 314 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, "όποιος από αµέλεια προκαλεί σωµατική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι τριών ετών", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, "από αµέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεµελίωση της αξιόποινης πράξεως της σωµατικής βλάβης από αµέλεια απαιτείται η διαπίστωση, αφενός µεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούµενη κατά αντικειµενική κρίση προσοχή, την [99]

100 οποία οφείλει να καταβάλει κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγµατικές καταστάσεις, µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων, αφετέρου δε ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειµενικό αιτιώδη σύνδεσµο µε την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια ενυπάρχει σε κάθε είδος αµέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη µη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όµως, η αµέλεια συνίσταται σε σύνολο συµπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσµατος, για τη θεµελίωση της σωµατικής βλάβης από αµέλεια, ως εγκλήµατος που τελείται µε παράλειψη, απαιτείται η συνδροµή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ. - Κατά το άρθρο 7 παρ. 8 του Π 17/1996 "Μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζοµένων κατά την εργασία σε συµµόρφωση µε τις οδηγίες 89/391/ΕΟΚ και 91/383/ΕΟΚ", "Με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων του παρόντος διατάγµατος, ο εργοδότης οφείλει, λαµβάνοντας υπόψη τη φύση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης: α)... δ)να φροντίζει ώστε να έχουν πρόσβαση στις ζώνες σοβαρού και ειδικού κινδύνου µόνο οι εργαζόµενοι που έχουν λάβει τις κατάλληλες οδηγίες". Κατά δε το άρθρο 4 παρ.1 του ίδιου Π -του οποίου οι διατάξεις, κατά το άρθρο 1 παρ.3, εφαρµόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις, εγκαταστάσεις, εκµεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δηµόσιου τοµέα (βιοµηχανίες κλπ)-, "Στις επιχειρήσεις που απασχολούν 50 και άνω εργαζοµένους, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να χρησιµοποιεί τις υπηρεσίες τεχνικού ασφαλείας και γιατρού εργασίας, σύµφωνα µε το κεφ. Α' του Ν.1568/ ". Ο εν λόγω δε τεχνικός ασφαλείας έχει τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 6 του Ν. 1586/1985 και "υπάγεται απευθείας στη διοίκηση της επιχείρησης" (άρθρο 5 παρ.4 του εν λόγω νόµου). Ακόµη κατά τη διάταξη του άρθρου 78 του Π της 12/16 Σεπτεµβρίου 1981 "Περί µέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν εργασιών σε εργοτάξια οικοδοµών και πάσης φύσεως έργων αρµοδιότητος πολιτικού µηχανικού", η οποία περιλαµβάνεται στο τµήµα V: Ηλεκτροδότηση Εργοταξίων", και ειδικότερα στο Κεφάλαιο Α αυτού " ια την πρόλειψιν ατυχηµάτων, από άµεσον ή έµµεσον επαφήν ή προσέγγισιν προς δίκτυο ή λοιπά στοιχεία ηλεκτρικών εγκαταστάσεων υπό τάσιν, πρέπει ειδικότερον... β) αι µεταφοραί, χειρωνακτικοί ή µη, σιδηροπλισµού σωλήνων, κιγκλιδωµάτων κ.α. και οι εγκαταστάσεις µηχανηµάτων, τροχιών, αναβατορίων, πυραύλων κ.α. ως και αι προσεγγίσεις αντλιών σκυροδέµατος, να πραγµατοποιούνται µακράν από ηλεκτροφόρους αγωγούς ασχέτως τάσεως". Κατά δε το άρθρο 111 του ίδιου Π.. " ια την διαρκή επίβλεψιν και επιµέλειαν της εφαρµογής του παρόντος ως και του Π. /τος 778/80 "περί µέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδοµικών εργασιών" εις τας οικοδοµικός και εν γένει εργοταξιακάς εργασίας, παρίσταται, ανελλιπώς καθ' όλην την διάρκειαν της ηµερησίας εργασίας οι νόµω υπόχρεοι εργοδόται ή οι εκπρόσωποι τούτων". - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Η αιτιολογία δε αυτή, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς, τους οποίους προτείνει ο κατηγορούµενος ή ο συνήγορος του στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή εκείνους που [100]

101 τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητος προς καταλογισµό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη µείωση της ποινής. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά µέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. εν αποτελεί όµως λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εµφιλοχωρήσει στο πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. ΠΚ: 15, 28, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Οδηγίες: 89/391/ΕΟΚ, 91/383/ΕΟΚ, Π : 1073/1981, άρθ. 78, Νόµοι: 1568/1985, άρθ. 6, Π : 17/1996, άρθ. 4, 7, ηµοσίευση: INLAW 2010 Εργατικά εγκλήµατα - Εργατικό ατύχηµα Αριθµός απόφασης: Εργατικό ατύχηµα. Υποχρεωση αναγγελία εντός 24 ωρών. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 στοιχ. β' του Π 17/1996 "Μέτρα ασφάλειας - υγείας εργαζοµένων" ορίζει ότι ο εργοδότης οφείλει να αναγγέλλει στις αρµόδιες επιθεωρήσεις εργασίας και στις αρµόδιες υπηρεσίες "στις πλησιέστερες αστυνοµικές αρχές" του ασφαλιστικού οργανισµού στον οποίο υπάγεται ο εργαζόµενος εντός 24 ωρών όλα τα εργατικά ατυχήµατα και εφόσον πρόκειται περί σοβαρού τραυµατισµού ή θανάτου, να τηρεί αµετάβλητα όλα τα στοιχεία που δύνανται να χρησιµεύσουν για εξακρίβωση των αιτιών του ατυχήµατος". Την έννοια του εργοδότη, εν προκειµένω ορίζει το άρθρο 2 παρ. 2 του ίδιου Προεδρικού ιατάγµατος, που ορίζει ότι "Για την εφαρµογή του παρόντος νοείται: Εργοδότης: Κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο, το οποίο συνδέεται µε σχέση εργασίας µε τον εργαζόµενο και έχει την ευθύνη για την επιχείρηση ή και την εγκατάσταση". Το άρθρο 16 παρ. 2 του ίδιου Π.. ορίζει ότι "σε κάθε εργοδότη, κατασκευαστή, παρασκευαστή, εισαγωγέα ή προµηθευτή, που παραβαίνει από αµέλεια ή πρόθεση τις διατάξεις του παρόντος διατάγµατος επιβάλλονται οι ποινικές κυρώσεις του άρθρου 25 του Ν. 2224/1994", το οποίο ορίζει ότι "κάθε εργοδότης, κατασκευαστής ή παρασκευαστής, εισαγωγέας ή προµηθευτής, [101]

102 που παραβαίνει µε πρόθεση τις διατάξεις της νοµοθεσίας για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας του νόµου αυτού και των κανονιστικών πράξεων, που εκδίδονται µε εξουσιοδότησή της τιµωρείται µε φυλάκιση ή µε χρηµατική ποινή τουλάχιστον εκατό χιλιάδων ( ) δραχµών ή και µε τις δύο αυτές ποινές". Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι την ιδιότητα του εργοδότη έναντι του εργαζοµένου ως εργάτη έχει κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο, το οποίο έχει την ευθύνη για την επιχείρηση των εργασιών, υποχρεούµενο, σε περίπτωση εργατικού ατυχήµατος να αναγγείλει τούτο στην αρµόδια αρχή. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά µέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. εν αποτελεί όµως λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Εφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εµφιλοχωρήσει στο πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στον συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. - Με τις παραδοχές της, η πληττόµενη απόφαση δεν περιέλαβε την απαιτούµενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγµατος και του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Ειδικότερα η αιτιολογία δεν έχει πληρότητα αναφορικά µε τη δυνατότητα της αναιρεσείουσας να αναγγείλει το ατύχηµα, εφόσον µόνο το γεγονός ότι αυτή (αναιρεσείουσα) επί πολλά χρόνια διηύθυνε µία εταιρεία µε αρκετούς εργαζοµένους, δεν είναι επαρκές στοιχείο, εφόσον δεν αιτιολογείται επί πλέον ότι ως εκ της φύσεως της επιχειρήσεώς της, η οποία συνίστατο στην προώθηση βιβλίων, απαιτούσε τη χρησιµοποίηση µεταφορικών µέσων, που συνεπάγονται κινδύνους. Εποµένως είναι βάσιµα τα όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα µε τους δύο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' και Ε' του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας λόγους αναιρέσεως και πρέπει οι λόγοι αυτοί να γίνουν δεκτοί. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Π : 17/1996, άρθ. 8, [102]

103 Εργατικά εγκλήµατα - Μη εµπρόθεσµη καταβολή µισθού Αριθµός απόφασης: 1748 Έτος: Μη εµπρόθεσµη καταβολή αποδοχών. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά τη διάταξη του άρθρου µόνου παρ.1 του ΑΝ 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιµωρείται µε τις αναφερόµενες σ' αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραµµένος ή µε οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκµετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εµπρόθεσµα στους απασχολούµενους σε αυτόν τις οφειλόµενες συνεπεία της σύµβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύµβαση εργασίας είτε από συλλογικές συµβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόµο ή έθιµο, είτε σύµφωνα µε το άρθρο 10 του Ν. 3198/1995, συνεπεία της θέσεως των εργαζοµένων σε κατάσταση διαθεσιµότητας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόµενο από αυτή ως άνω πληµµέληµα τιµωρείται ως γνήσιο έγκληµα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο µισθωτό τις οφειλόµενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, µέσα στην προθεσµία που ορίζεται είτε από τη σύµβαση είτε από το νόµο ή το έθιµο, είτε από τις διοικητικές πράξεις. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά µε τα αντικειµενικά και υποκειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που θεµελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οικονοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν την ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διατάξεως του ΑΝ 690/1945, για να έχει ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, πρέπει, να εκτίθενται σ' αυτή µε πληρότητα και σαφήνεια, πλην των προαναφεροµένων, η ιδιότητα του κατηγορουµένου (εργοδότης, διευθυντής κλπ), ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύµβαση εργασίας, οι µηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόµενο έναντι αυτών, ώστε µε την αφαίρεση αυτού από το σύνολο των δικαιουµένων να προκύπτει το οφειλόµενο υπόλοιπο, ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόµενες από τον κατηγορούµενο εργοδότη αποδοχές στον εργαζόµενο, αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατοµική σύµβαση εργασίας ή από συλλογική σύµβαση ή διαιτητική απόφαση ή από το νόµο ή από το έθιµο. Νόµοι: 690/1945, Νόµοι: 2336/1995, άρθ. 8, Εργατικά εγκλήµατα - Μη εµπρόθεσµη καταβολή µισθού Αριθµός απόφασης: 374 Έτος: 2010 [103]

104 - Μη εµπρόθεσµη καταβολή αποδοχών. Νοµικά πρόσωπα. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά τη διάταξη του άρθρου µόνου παρ.1 του ΑΝ 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 8 παρ.1 του Ν. 2336/1995, τιµωρείται µε τις αναφερόµενες σ' αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραµµένος ή µε οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκµετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εµπρόθεσµα στους απασχολούµενους σε αυτόν τις οφειλόµενες συνεπεία της σύµβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύµβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συµβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόµο ή έθιµο, είτε σύµφωνα µε το άρθρο 10 του Ν. 3198/1995 συνεπεία της θέσεως των εργαζοµένων σε' κατάσταση διαθεσιµότητας. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά µε τα αντικειµενική και υποκειµενικά στοιχεία, σχετικά µε τα αντικειµενικά και υποκειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που θεµελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διατάξεως του ΑΝ 690/1945 για να έχει ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, πρέπει, να εκτίθενται σ' αυτή µε πληρότητα και σαφήνεια, ενόψει του περιεχοµένου της άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεως, τα κρίσιµα για την θεµελίωση του αναφεροµένου εγκλήµατος περιστατικά, που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύµβαση εργασίας, οι µηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόµενο έναντι αυτών και ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν. Περαιτέρω, επί νοµικού προσώπου, φερόµενου ως εργοδότη, πρέπει να προσδιορίζεται και η µορφή του νοµικού προσώπου, και, αν πρόκειται για εταιρία και η εταιρική αυτής µορφή, καθώς και τα πραγµατικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα που είχε ο κατηγορούµενος στην εταιρία αυτή, κατά τον κρίσιµο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για καταβολή των αποδοχών. εν αρκεί, δηλαδή, ο χαρακτηρισµός του κατηγορουµένου ως εργοδότη ή ως νόµιµου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης. ΚΠ : 510 παρ.1 στοιχ., ΑΝ: 690/1945, Νόµοι: 2336/1995, άρθ. 8, ηµοσίευση: INLAW 2010 Εργατικά εγκλήµατα - Μη εµπρόθεσµη καταβολή µισθού Αριθµός απόφασης: 795 Έτος: Μη εµπρόθεσµη καταβολή αποδοχών. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως. [104]

105 - Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου µόνου του ΑΝ 690/1945 όπως αυτή αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 8 παρ. 1 του N. 2336/1995"κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραµµένος ή µε οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκµετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εµπρόθεσµα στους απασχολούµενους σε αυτόν τις οφειλόµενες συνεπεία της σύµβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύµβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συµβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόµο ή έθιµο, είτε σύµφωνα µε το άρθρο 10 του Ν. 3198/1955 συνεπεία της θέσεως των εργαζοµένων σε κατάσταση διαθεσιµότητας, τιµωρείται κατόπιν µηνύσεως των ενδιαφεροµένων κ.λ.π.". από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόµενο από αυτή ως άνω πληµµέληµα τιµωρείται ως γνήσιο έγκληµα παραλείψεως, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο µισθωτό τις οφειλόµενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, µέσα στην προθεσµία που ορίζεται είτε από τη σύµβαση είτε από το νόµο ή το έθιµο, είτε από διοικητικές πράξεις (άρθρ. 655 ΑΚ). - Η απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν, προκειµένου για καταδικαστική απόφαση περιέχονται σ' αυτή, µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι σκέψεις και οι νοµικοί συλλογισµοί µε βάση τους οποίους υπήχθησαν τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριµένη περίπτωση εφαρµόσθηκε. Ειδικότερα η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διατάξεως του αν. Ν. 690/1945 για να έχει ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία πρέπει να εκτίθενται σ' αυτή µε πληρότητα και σαφήνεια, πλην των παραπάνω, και η ιδιότητα του κατηγορουµένου, καθώς και αν οι οφειλόµενες αποδοχές καθορίζονταν από ατοµική ή συλλογική σύµβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από τον νόµο ή έθιµο, καθώς επίσης αν αυτές δεν καταβλήθηκαν εµπροθέσµως, πότε έπρεπε να πληρωθούν µε βάση τη συµφωνία, τον νόµο ή το έθιµο κ.λ.π. ΑΚ: 655, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., ΑΝ: 695/1945, Νόµοι: 2336/1995, άρθ. 8, Εργατικά εγκλήµατα - Μη εµπρόθεσµη καταβολή µισθού Αριθµός απόφασης: 2066 Έτος: Μη εµπρόθεσµη καταβολή αποδοχών. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως. - Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου µόνου του ΑΝ 690/1945 όπως αυτή αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995«κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραµµένος ή µε οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκµετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εµπρόθεσµα στους απασχολούµενους σε αυτόν τις οφειλόµενες συνεπεία της σύµβασης ή της σχέσης [105]

106 εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύµβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συµβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόµο ή έθιµο, τιµωρείται κατόπιν µηνύσεως των ενδιαφεροµένων κ.λ.π.». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόµενο από αυτή πληµµέληµα τιµωρείται ως γνήσιο έγκληµα παραλείψεως, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο µισθωτό τις οφειλόµενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, µέσα στην προθεσµία που ορίζεται είτε από τη σύµβαση είτε από το νόµο ή το έθιµο, είτε από διοικητικές πράξεις. - Η απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν, προκειµένου για καταδικαστική απόφαση περιέχονται σ' αυτή, µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι σκέψεις και οι νοµικοί συλλογισµοί µε βάση τους οποίους υπήχθησαν τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριµένη περίπτωση εφαρµόσθηκε. Ειδικότερα η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διατάξεως του ΑΝ. 690/1945 για να έχει ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία πρέπει να εκτίθενται σ' αυτή µε πληρότητα και σαφήνεια, πλην των παραπάνω, και η ιδιότητα του κατηγορουµένου, καθώς και αν οι οφειλόµενες αποδοχές καθορίζονταν από ατοµική ή συλλογική σύµβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από τον νόµο ή έθιµο, καθώς επίσης αν αυτές δεν καταβλήθηκαν εµπροθέσµως, πότε έπρεπε να πληρωθούν µε βάση τη συµφωνία, τον νόµο ή το έθιµο κ.λ.π. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., ΑΝ: 690/1945, Νόµοι: 2336/1995, άρθ. 8, ηµοσίευση: INLAW 2010 Εργατικά εγκλήµατα - Μη εµπρόθεσµη καταβολή µισθού Αριθµός απόφασης: 1966 Έτος: Μη εµπρόθεσµη καταβολή αποδοχών. Έλλειψηειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εφαρµοστέο δίκαιο. παραγραφή. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά τη διάταξη του άρθρου µόνου παρ.1 του ΑΝ 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιµωρείται µε τις αναφερόµενες σ' αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραµµένος ή µε οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκµετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εµπρόθεσµα στους απασχολούµενους σε αυτόν τις οφειλόµενες συνεπεία της σύµβασης ή της σχέσης εργασίας πόσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύµβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συµβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόµο ή έθιµο, είτε σύµφωνα µε το όρθρο 10 του Ν.3198/1995 συνεπεία της θέσεως των εργαζοµένων σε κατάσταση διαθεσιµότητας. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, [106]

107 η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενό τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά µε τα αντικειµενική και υποκειµενικά στοιχεία, σχετικό µε τα αντικειµενικό και υποκειµενικό στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που θεµελίωσαν τα περιστατικά αυτό και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικό που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διατάξεως του ΑΝ 690/1945 για να έχει ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, πρέπει, να εκτίθενται σ' αυτή µε πληρότητα και σαφήνεια, ενόψει του περιεχοµένου της άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεως, τα κρίσιµα για την θεµελίωση του αναφεροµένου εγκλήµατος περιστατικά, που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύµβαση εργασίας, οι µηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόµενο έναντι αυτών και ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν Περαιτέρω, επί νοµικού προσώπου, φερόµενου ως εργοδότη, πρέπει να προσδιορίζεται και η µορφή του νοµικού προσώπου, και, αν πρόκειται για εταιρία και η εταιρική αυτής µορφή, καθώς και τα πραγµατικό περιστατικά από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα που είχε ο κατηγορούµενος στην εταιρία αυτή, κατά τον κρίσιµο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για καταβολή των αποδοχών. εν αρκεί, δηλαδή, ο χαρακτηρισµός του κατηγορουµένου ως εργοδότη ή ως νόµιµου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης. - Εφόσον ο κατηγορούµενος, ως διαχειριστής, φορέας των συµφερόντων και εκπρόσωπος της εργοδότριας και ο εγκαλών είναι Έλληνες, η γλώσσα που χρησιµοποιήθηκε κατά την κατάρτιση και λειτουργία της σύµβασης είναι η ελληνική, ο τόπος της κατάρτισης της συµφωνίας είναι η Ελλάδα, ο τόπος πληρωµής του εγκαλούντα είναι η Ελλάδα, εφαρµοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο. Εξάλλου οι διατάξεις των συλλογικών συµβάσεων εργασίας που καθορίζουν τα ελάχιστα όρια αποδοχών των επί µέρους κατηγοριών εργαζοµένων, καθώς και αυτές περί αποζηµιώσεως λόγω καταγγελίας της εργασιακής συµβάσεως είναι αναγκαστικού δικαίου και έχουν εφαρµογή όταν βάσει των πιο πάνω διατάξεων είναι εφαρµοστέο το ελληνικό δίκαιο (ΟλΑΠ 47/1987 ΕΝ , ΑΠ 668/1985 ΕΝ ΕΠ 520/1993 ΕΝ , ΕΠ 667/1997, 1254/1997 αδηµ. Σχετικά µε την εφαρµογή των ελληνικών ΣΣΝΕ και επί αλλοδαπών ναυτικών βλ. ΟλΑΠ 47/1987 ΕΝ , ΑΠ 668/1985 ΕΝ 34.76, βλ.. Καµβύση, Ναυτεργατικό ίκαιο, έκδ. δεύτερη, σελ. 356 επ.). Εξάλλου, παρά το ότι ο εγκαλών ισχυρίζεται ότι διετέλεσε αρχιηλεκτρολόγος, τούτο δεν αποδείχθηκε. Ειδικότερα, κατά την έννοια του εδαφίου α' του άρθρου 2 της ιεθνούς Συµβάσεως της Ουασιγκτώνος "περί περιορισµού των ωρών εργασίας εν ταις βιοµηχανικαίς επιχειρήσεις", που κυρώθηκε µε τον ν. 2269/1920, ως πρόσωπα τα οποία κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διευθύνσεως ή εµπιστοσύνης, επί των οποίων κατά τη σύµβαση αυτή δεν εφαρµόζονται οι διατάξεις αυτής, θεωρούνται εκείνα στα οποία, ως εκ των εξαιρετικών προσόντων τους ή της ιδιάζουσας εµπιστοσύνης του εργοδότη προς αυτά, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διευθύνσεως όλης της επιχειρήσεως ή σηµαντικού τοµέα αυτής και εποπτείας του προσωπικού, κατά τρόπο ώστε όχι µόνο να επηρεάζουν αποφασιστικώς τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχειρήσεως, αλλά και να διακρίνονται εµφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, λόγω της ασκήσεως των δικαιωµάτων του εργοδότη, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνεται και η πρόσληψη και η απόλυση του προσωπικού, έναντι του οποίου επέχουν θέση εργοδότη, διαθέτουν πρωτοβουλία και επωµίζονται ενίοτε και ποινικές ευθύνες για την τήρηση των διατάξεων, που έχουν θεσπισθεί προς το συµφέρον των εργαζοµένων, αµειβόµενοι συνήθως µε µισθό, ο οποίος υπερβαίνει κατά πολύ τα [107]

108 νόµιµα ελάχιστα όρια και τις καταβαλλόµενες στους λοιπούς υπαλλήλους αποδοχές. Γιαυτό και τα ως άνω πρόσωπα, αν και δεν παύουν να είναι µισθωτοί, εξαιρούνται της εφαρµογής των διατάξεων της εργατικής νοµοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, εβδοµαδιαίας αναπαύσεως, αποζηµιώσεως ή προσαυξήσεως για την υπερωριακή ή κατά τις Κυριακές και εορτές εργασία, οι οποίες είναι ασυµβίβαστες προς την εξέχουσα θέση τους και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων, που ανέλαβαν µε τη σύµβαση τους. Η έννοια δε της διευθυντικής θέσεως, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόµενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, προσδιορίζεται µε βάση τα αντικειµενικά κριτήρια της καλής πίστεως και της κοινής πείρας και της λογικής από τη φύση και το είδος των παρεχοµένων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαίως, καθώς και από την ιδιάζουσα σχέση εκείνου, ο οποίος τις παρέχει, τόσο προς τον εργοδότη όσο και προς τους λοιπούς εργαζοµένους (ΑΠ 406/1998). - Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ. 2 ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται µε την παραγραφή, ο χρόνος της οποίας για τα πληµµελήµατα είναι πέντε ετών και αρχίζει από την ηµέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και µέχρι να γίνει αµετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όµως πέραν των τριών ετών για τα πληµµελήµατα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδάφ. β', 370 στοιχ. β' και 511 (όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν. 3160/2003) του ΚΠοιν, προκύπτει ότι η παραγραφή εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόµη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συµπλήρωση της παραγραφής και εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερόµενους στο άρθρο 510 παρ.1 ΚΠοιν, ο οποίος κρίθηκε βάσιµος, οφείλει να αναιρέσει την απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη (ΟλΑΠ 7/2005). ΠΚ: 111, 112, 113, ΚΠ : 310, 370, 470, 510 παρ. 1 στοιχ., ΚΙΝ : 37 επ., 53 επ., Νόµοι: 2269/1920, ΑΝ: 539/1945, άρθ. 1, 2, 3, 4, 5, ΑΝ: 690/1945, Νόµοι: 2336/1995, άρθ. 8, Νόµοι: 3198/1995, άρθ. 10, ηµοσίευση: INLAW 2010 Εργατικά εγκλήµατα - Μη εµπρόθεσµη καταβολή µισθού Αριθµός απόφασης: ΜΗ καταβολή µισθών. Ευθύνη σε νοµικά πρόσωπα. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. - Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου µόνου του ΑΝ 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιµωρείται µε τις αναφερόµενες σ' αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραµµένος ή µε οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκµετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εµπρόθεσµα στους απασχολούµενους σε αυτόν ως οφειλόµενες, συνεπεία της σύµβασης ή της σχέσης εργασίας, πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύµβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συµβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόµο ή έθιµο, είτε [108]

109 σύµφωνα µε το άρθρο 10 του Ν. 3198/1995, συνεπεία της θέσεως των εργαζοµένων σε καταστάσεις διαθεσιµότητας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόµενο από αυτή ως άνω πληµµέληµα, τιµωρείται ως γνήσιο έγκληµα παραλείψεως, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλλει στο δικαιούχο µισθωτό τις οφειλόµενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, µέσα στην προθεσµία που ορίζεται είτε από τη σύµβαση, είτε από το νόµο ή το έθιµο, είτε από διοικητικές πράξεις. - Ασχέτως του άρθρου 655 του ΑΚ το οποίο ορίζει πότε καταβάλλεται ο µισθός, για τα επιδόµατα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδοµα αδείας τάσσεται από το νόµο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945, του Ν. 4504/1961 και 1 παρ. 3 του Ν /1966) επακριβώς καθορισµένη ηµέρα καταβολής (η 31η εκεµβρίου, η 30η Απριλίου και η τελευταία το αργότερο ηµέρα του οικείου έτους, αντιστοίχως), ώστε µε µόνη την πάροδο της δήλης αυτής ηµέρας να γίνεται ο εργοδότης υπερήµερος. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ΚΠ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά µε τα αντικειµενικά και υποκειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που θεµελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτοµερές και εκτίθενται στο περιεχόµενό του µε σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγµατικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της ως άνω διάταξης του ΑΝ 690/1945, για να έχει ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, πρέπει να εκτίθενται σ' αυτή µε πληρότητα και σαφήνεια, πλην των προαναφερόµενων, η ιδιότητα του κατηγορουµένου (εργοδότης, διευθυντής κλπ), ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύµβαση εργασίας, οι µηνιαίες τακτικές αποδοχές και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόµενο έναντι αυτών, ώστε µε την αφαίρεση αυτού από το σύνολο των δικαιουµένων να προκύπτει το οφειλόµενο υπόλοιπο, ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόµενες από τον κατηγορούµενο αποδοχές στον εργαζόµενο, αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε οριστεί από ατοµική σύµβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόµο ή από το έθιµο. Περαιτέρω, επί νοµικού προσώπου, φεροµένου ως εργοδότη, πρέπει να προσδιορίζεται και η µορφή του νοµικού προσώπου, και αν πρόκειται για εταιρία και η εταιρική αυτής µορφή, καθώς και τα πραγµατικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα που είχε ο κατηγορούµενος στην εταιρία αυτή, κατά τον κρίσιµο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για καταβολή των αποδοχών. εν αρκεί δηλαδή ο χαρακτηρισµός του κατηγορουµένου ως εργοδότη ή ως νοµίµου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης. ΑΚ: 655, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., ΑΝ: 690/1945, ΑΝ: 539/1945, άρθ. 4, Νόµοι: 1082/1980, [109]

110 Νόµοι: 2336/1995, άρθ. 8, Νόµοι: 3198/1995, άρθ. 10, Εργατικά εγκλήµατα - Μη εµπρόθεσµη καταβολή µισθού Αριθµός απόφασης: Μη εµπρόθεσµη καταβολή µισθού. Νοµικό πρόσωπο εργοδότη. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά τη διάταξη του άρθρου µόνου παρ.1 του ΑΝ 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιµωρείται µε τις αναφερόµενες σ' αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραµµένος ή µε οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκµετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εµπρόθεσµα στους απασχολούµενους σε αυτόν τις οφειλόµενες συνεπεία της σύµβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύµβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συµβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόµο ή έθιµο, είτε σύµφωνα µε το άρθρο 10 του Ν. 3198/1995 συνεπεία της θέσεως των εργαζοµένων σε κατάσταση διαθεσιµότητας. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά µε τα αντικειµενικά και υποκειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που θεµελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διατάξεως του ΑΝ 690/1945 για να έχει ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, πρέπει, να εκτίθενται σ' αυτή µε πληρότητα και σαφήνεια, ενόψει του περιεχοµένου της άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεως, τα κρίσιµα για την θεµελίωση του αναφεροµένου εγκλήµατος περιστατικά, που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύµβαση εργασίας, οι µηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόµενο έναντι αυτών και ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν. Περαιτέρω, επί νοµικού προσώπου, φερόµενου ως εργοδότη, πρέπει να προσδιορίζεται και η µορφή του νοµικού προσώπου, και, αν πρόκειται για εταιρία και η εταιρική αυτής µορφή, καθώς και τα πραγµατικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα που είχε ο κατηγορούµενος στην εταιρία αυτή κατά τον κρίσιµο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωση του για καταβολή των αποδοχών. εν αρκεί, δηλαδή, ο χαρακτηρισµός του κατηγορουµένου ως εργοδότη ή ως νόµιµου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., ΑΝ: 690/1945, Νόµοι: 2336/1995, άρθ. 8, [110]

111 Εργατικά εγκλήµατα - Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών Αριθµός απόφασης: 913 Έτος: Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ΑΝ 86/1967, όποιος υπέχει νόµιµη υποχρέωση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόµενους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως οργανισµούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφαλίσεως ή ειδικούς λογαριασµούς και δεν καταβάλει αυτές εντός µηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές προς τους ως άνω οργανισµούς, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και χρηµατική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχµών, ενώ, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζοµένων σε αυτόν, µε σκοπό απόδοσης στους κατά την παρ. 1 οργανισµούς και δεν καταβάλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω οργανισµούς εντός µηνός αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιµωρείται για υπεξαίρεση µε φυλάκιση τουλάχιστον έξι µηνών και χρηµατική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχµών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ.1 και 5 του ΑΝ 1846/1951, όπως έχουν τροποποιηθεί, προκύπτει ότι, για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισµένων, επί παρεχόντων εξαρτηµένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωµή των µισθών, να παρακρατεί τα τµήµατα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισµένους. Ως εργοδότης νοείται, σύµφωνα µε το άρθρο 8 παρ.5 του ΑΝ 1846/195, ένα ή περισσότερα φυσικά ή νοµικά πρόσωπα για λογαριασµό των οποίων, τα υπαγόµενα στην ασφάλιση πρόσωπα, παρέχουν την εργασία τους. Τέλος, κατά το άρθρο 16 του κανονισµού ασφαλίσεως του ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται, το ηµερολογιακό τέλος του µηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, κατά δε το άρθρο 26 παρ.3 του ΑΝ 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ, µέχρι το τέλος του επόµενου µηνός από το χρόνο που έχει ορισθεί. Κατ' ακολουθία αυτών, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967 αποφάσεως, για καθυστέρηση δηλαδή καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ, πρέπει, ενόψει του περιεχοµένου των πιο πάνω ουσιαστικών διατάξεων, να περιέχονται σε αυτήν τα πιο πάνω κρίσιµα περιστατικά για τη θεµελίωση των δύο προαναφεροµένων εγκληµάτων. Ειδικότερα πρέπει να εκτίθεται η κατά συγκεκριµένο χρόνο απασχόληση του προσωπικού που είναι ασφαλισµένο στο ΙΚΑ µε σχέση εξαρτηµένης εργασίας - εκ του οποίου (χρόνου απασχόλησης), προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως- και τα χρηµατικά ποσά που βάσει των τακτικών αποδοχών του προσωπικού όφειλε ο κατηγορούµενος εργοδότης να καταβάλει στο ΙΚΑ, ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε. εν αποτελεί, όµως, στοιχείο προς θεµελίωση τη αντικειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος που προβλέπεται και τιµωρείται από τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του ΑΝ 86/1967, ο καθορισµός του αριθµού των απασχοληθέντων µισθωτών, ποίοι ήταν αυτοί, και πόσο χρόνο εργάστηκε ο καθένας τους στον υπόχρεο, ούτε οι τακτικές αποδοχές του καθενός εξ αυτών. Ο χρόνος απασχολήσεως και καταβολής των µηνιαίων αποδοχών του προσωπικού, που συµπλέκεται αµέσως µε το χρόνο των δύο αξιοποίνων πράξεων είναι κρίσιµος όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξαλείψεως του αξιοποίνου των πράξεων αυτών λόγω παραγραφής. ΚΠ : 329, 331, 333, 358, 364, 369, 510 παρ.1 στοιχ. Α, 510 παρ.1 στοιχ., [111]

112 ΑΝ: 1846/1951, άρθ. 8, 26, ΑΝ: 86/1967, άρθ. 1, ηµοσίευση: INLAW 2007 Εργατικά εγκλήµατα - Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών Αριθµός απόφασης: 704 Έτος: Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά την παραγρ. 1 του άρθρου 1 του AN 86/1967, τιµωρείται µε τις στη διάταξη αυτή ποινές, όποιος υπέχει νόµιµη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόµενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισµούς Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή Ειδικούς Λογαριασµούς και δεν τις καταβάλλει στους Οργανισµούς αυτούς εντός µηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου και νόµου τιµωρείται για υπεξαίρεση, µε τις στην εν λόγω διάταξη ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζοµένων σ' αυτόν (εργατικές), µε σκοπό αποδόσεως τους στους κατά την παράγρ. 1 Οργανισµούς, και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές στους Οργανισµούς αυτούς εντός µηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές. Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ.1 και 5 του AN 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισµένων, επί παρεχόντων εξαρτηµένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωµή των µισθών, να παρακρατεί τα τµήµατα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισµένους. Ως εργοδότης κατά τις ως άνω διατάξεις και σύµφωνα µε το άρθρο 8 παρ. 5 του ίδιου AN 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νοµικά πρόσωπα, για λογαριασµό των οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόµενα στην ασφάλιση πρόσωπα. Κατά το άρθρο 16 του Κανονισµού Ασφαλίσεως ΙΚΑ ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ηµερολογιακό τέλος του µηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του AN 1846/1951 ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ µέχρι το τέλος του επόµενου µήνα από το χρόνο που έχει ορισθεί. - Η απόφαση έχει την απαιτουµένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 130 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούµενος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ενόψει αυτών, για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής για παράβαση του άρθρου 1 του AN 86/1967 αποφάσεως, πρέπει να περιέχονται σ' αυτήν τα κρίσιµα περιστατικά για τη θεµελίωση των δύο ως άνω αξιόποινων πράξεων, που είναι η κατά συγκεκριµένο χρόνο απασχόληση, µε σχέση εξαρτηµένης εργασίας, ασφαλισµένου στους ως άνω Οργανισµούς προσωπικού και τα χρηµατικά ποσά, τα οποία, µε βάση τις τακτικές αποδοχές του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούµενος εργοδότης να καταβάλει στον Ασφαλιστικό Οργανισµό ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε (ΟλΑΠ 1/1996) και αναφορά, επί φυσικού προσώπου, [112]

113 φεροµένου ως εργοδότη εκ της ασκήσεως επιχειρήσεως, των πραγµατικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει η θέση τούτου στην επιχείρηση αυτή, καθώς και αν πρόκειται για προσωπική ή εταιρική επιχείρηση και ποία η νοµική µορφή της τελευταίας και η θέση του κατηγορουµένου σ' αυτήν, ώστε να ανακύπτει υποχρέωση του για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. - Λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν, και η εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρµοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ΑΝ: 1846/1951, άρθ. 26, ΑΝ: 86/1997, άρθ. 1, ηµοσίευση: INLAW 2008 Εργατικά εγκλήµατα - Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών Αριθµός απόφασης: Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών.πτώχευση εργοδότη. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Αυτοτελείς ισχυρισµοί. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Η πτώχευση του οφειλέτη ασκεί έννοµη επιρροή επί της ποινικής ευθύνης του υπόχρεου υπό την προϋπόθεση ότι η κήρυξη της πτωχεύσεως έλαβε χώρα πριν από την βεβαίωση του χρέους ή το ληξιπρόθεσµο αυτού, ενόψει του ότι το µεν, κατ' άρθρο 2 του ΑΝ 635/1937, ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας και είναι άκυρη ως προς την οµάδα των πιστωτών κάθε δικαιοπραξία αυτού που αφορά την πτωχευτική περιουσία, το δε, κατ' άρθρο 679 του Εµπορικού Νόµου, καθιερώνεται ποινική ευθύνη του πτωχεύσαντος από την πληρωµή των πιστωτών του µετά την παύση των πληρωµών. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγον αναιρέσεως, όταν σε αυτήν περιέχονται µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά µε τα υποκειµενικά και αντικειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεµελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις µε τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρµοσθείσα ποινική διάταξη. - Η επιβαλλοµένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 Συντάγµατος και 139 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει, όχι µόνον ως προς τα περιστατικά που απαρτίζουν την κατηγορία, [113]

114 αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς. Είναι δε αυτοτελείς οι ισχυρισµοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται, σύµφωνα µε τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούµενο ή τον συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, τον αποκλεισµό ή τη µείωση της ικανότητας προς καταλογισµό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή την µείωση της ποινής. ΚΠ : 170, 510 παρ. 1 στοιχ., ΑΝ: 635/1937, άρθ. 2, Εργατικά εγκλήµατα - Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών Αριθµός απόφασης: Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών. Άσκηση δύο δύο διαδοχικών ποινικών διώξεων για την ίδια αξιόποινη πράξη. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Υπέρβαση εξουσίας. - Κατά µεν την παρ. 1 του όρθρου 1 του ΑΝ 86/1967, τιµωρείται, µε τις στη διάταξη αυτή οριζόµενες αθροιστικώς ποινές, όποιος υπέχει νόµιµη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών αυτόν ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους στο Υπουργείο Εργασίας υπαγόµενους κάθε φύσεως Οργανισµούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς Λογαριασµούς και δεν τις καταβάλλει στους παραπάνω Οργανισµούς, εντός ενός µηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, κατά δε την παρ. 2 της προδιαληφθείσας διάταξης, τιµωρείται για υπεξαίρεση, µε τις στην εν λόγω διάταξη προβλεπόµενες αθροιστικώς ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των σ' αυτόν εργαζοµένων, µε σκοπό να τις αποδώσει στους ανωτέρω, κατά τη παρ. 1 Οργανισµούς και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους Οργανισµούς τούτους εντός ενός µηνός, αφότου κατέστησαν απαιτητές. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι, προς στοιχειοθέτηση του µη γνησίου εγκλήµατος παραλείψεως της µη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, απαιτείται να προσδιορίζεται η οφειλή του υπόχρεου, η ιδιότητα αυτού, ως εργοδότη που απασχολεί προσωπικό για ασφαλιστικές εισφορές που τον βαρύνουν ατοµικώς καθώς και εκείνων που προέρχονται από παρακράτηση υπό τούτου των βαρυνουσών εργατικών εισφορών και η µη καταβολή τους εντός ενός µηνός, αφότου κατέστησαν απαιτητές προς τον Ασφαλιστικό Οργανισµό, στον οποίο είναι ασφαλισµένο το απασχολούµενο προσωπικό, ενώ, ως χρόνος καταβολής των τοιούτων εισφορών και συγκεκριµένα προς το ΙΚΑ ορίζεται, κατά µεν το άρθρο 16 του Κανονισµού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, το ηµερολογιακό τέλος του µηνός, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία, κατά δε το άρθρο 26 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951, το ότι ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλλει προς το ΙΚΑ τις εισφορές µέχρι το τέλος του επόµενου από τον ορισθέντα χρόνο µηνός. Για την καταβολή των πιο πάνω εισφορών, όταν πρόκειται για ανώνυµη εταιρεία, υπόχρεος είναι ο διευθύνων σύµβουλος, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 115 N. 2238/1994 και 4 παρ. 4 N. 2556/1997, όπως αντικ. από το άρθρο 61 παρ. 2 N. 2676/1999. Από τα προπαρατεθέντα προκύπτει, ότι δεν αποτελεί στοιχείο προς θεµελίωση της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος που προβλέπεται και τιµωρείται από το άρθρο 1 παρ. 1 και άρθρο 2 του ΑΝ. 86/1967, ο καθορισµός του αριθµού των απασχοληθέντων µισθωτών, ποίοι ήταν αυτοί και πόσο χρόνο εργάσθηκε ο καθένας τους στον υπόχρεο, ούτε οι τακτικές αποδοχές καθενός απ' αυτούς. Ο χρόνος [114]

115 απασχόλησης και καταβολής των µηνιαίων αποδοχών του προσωπικού που συµπλέκεται αµέσως µε το χρόνο των δύο αξιοποίνων πράξεων, είναι κρίσιµος, όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξάλειψης του αξιοποίνου των πράξεων αυτών, λόγω παραγραφής. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 36, 43, 125, 132, 310 και 370 σε συνδυασµό µε εκείνη του άρθρου 57 του ΚΠ, προκύπτει ότι αν για την ίδια αξιόποινη πράξη ασκήθηκαν κατά του αυτού προσώπου δύο διαδοχικές ποινικές διώξεις, κηρύσσεται απαράδεκτη η µεταγενέστερη (αυτή που έπεται διαδικαστικά), λόγω της υφιστάµενης από την άσκηση της προγενέστερης ποινικής δίωξης εκκρεµοδικίας, αποτέλεσµα της οποίας είναι η απαγόρευση της εκ νέου άσκησης ποινικής δίωξης και της διεξαγωγής δύο διαδικασιών για την ίδια αξιόποινη πράξη, υπό την προϋπόθεση όµως ότι πράγµατι η πρώτη ποινική δίωξη προηγείται διαδικαστικά της δεύτερης, δηλαδή έχει εισέλθει σε προχωρηµένο στάδιο δικονοµικής έρευνας. Για την εκκρεµοδικία απαιτούνται οι ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις, όπως και για το δεδικασµένο, πλην της αµετάκλητης απόφασης. Αν η προηγηθείσα ποινική δίωξη, έχει κριθεί οριστικά, όχι όµως και αµετάκλητα, η δεύτερη ποινική δίωξη πρέπει να κηρύσσεται απαράδεκτη. Αν παρά την ύπαρξη της εκκρεµοδικίας το δικαστήριο προχωρήσει στην εκδίκαση της µεταγενέστερης κατηγορίας, τότε ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος της υπέρβασης εξουσίας. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά µέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. εν αποτελούν όµως λόγο αναίρεσης η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγµατα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. - Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠ λόγο αναίρεσης υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας, τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρµόζει στη συγκεκριµένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόµο και όταν η παραβίαση της διάταξης αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εµφιλοχωρήσει στο πόρισµα της απόφασης που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής η µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. - Υπέρβαση εξουσίας, ως λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠ, υπάρχει όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόµος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται, κατά το νόµο, για την άσκηση της ή [115]

116 όταν παραλείπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόµος, αν και συντρέχουν οι απαιτούµενες, για την άσκηση της, προϋποθέσεις. ΚΠ : 36, 43, 57, 125, 132, 310, 370, 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, 510 παρ. 1 στοιχ. Η, ΑΝ: 1846/1951, άρθ. 26, ΑΝ: 86/1967, άρθ. 1, Νόµοι: 2238/1994, άρθ. 115, Νόµοι: 2556/1997, άρθ. 4, Νόµοι: 2676/1999, άρθ. 61, Εργατικά εγκλήµατα - Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών Αριθµός απόφασης: Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας καταδικαστικής απόφασης. - Κατά µεν την παρ. 1 του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967, τιµωρείται, µε τις στη διάταξη αυτή οριζόµενες αθροιστικώς ποινές, όποιος υπέχει νόµιµη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών αυτόν ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους στο Υπουργείο Εργασίας υπαγόµενους κάθε φύσεως Οργανισµούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς Λογαριασµούς και δεν τις καταβάλλει στους παραπάνω Οργανισµούς, εντός ενός µηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, κατά δε την παρ. 2 της προδιαληφθείσας διάταξης, τιµωρείται για υπεξαίρεση, µε τις στην εν λόγω διάταξη προβλεπόµενες αθροιστικώς ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των σ' αυτόν εργαζοµένων, µε σκοπό να τις αποδώσει στους ανωτέρω, κατά τη παρ. 1 Οργανισµούς και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους Οργανισµούς τούτους εντός ενός µηνός, αφότου κατέστησαν απαιτητές. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι, προς στοιχειοθέτηση του µη γνησίου εγκλήµατος παραλείψεως της µη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, απαιτείται να προσδιορίζεται η οφειλή του υπόχρεου, η ιδιότητα αυτού, ως εργοδότη που απασχολεί προσωπικό για ασφαλιστικές εισφορές που τον βαρύνουν ατοµικώς καθώς και εκείνων που προέρχονται από παρακράτηση υπό τούτου των βαρυνουσών εργατικών εισφορών και η µη καταβολή τους εντός ενός µηνός, αφότου κατέστησαν απαιτητές προς τον Ασφαλιστικό Οργανισµό, στον οποίο είναι ασφαλισµένο το απασχολούµενο προσωπικό, ενώ, ως χρόνος καταβολής των τοιούτων εισφορών και συγκεκριµένα προς το ΙΚΑ ορίζεται, κατά µεν το άρθρο 16 του Κανονισµού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, το ηµερολογιακό τέλος του µηνός, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία, κατά δε το άρθρο 26 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951, το ότι ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλλει προς το ΙΚΑ τις εισφορές µέχρι το τέλος του επόµενου από τον ορισθέντα χρόνο µηνός. Από τα προπαρατεθέντα προκύπτει, ότι δεν αποτελεί στοιχείο προς θεµελίωση της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος που προβλέπεται και τιµωρείται από το άρθρο 1 παρ. 1 και άρθρο 2 του ΑΝ. 86/1967, ο καθορισµός του αριθµού των απασχοληθέντων µισθωτών, ποιοί ήταν αυτοί και πόσο χρόνο εργάσθηκε ο καθένας τους στον υπόχρεο, ούτε οι τακτικές αποδοχές καθενός απ' αυτούς. Ο χρόνος απασχόλησης και καταβολής των µηνιαίων αποδοχών του προσωπικού που συµπλέκεται αµέσως µε το χρόνο των δύο αξιοποίνων πράξεων, είναι κρίσιµος, όταν ασκεί επιρροή στην έρευνα της εξάλειψης του αξιοποίνου των πράξεων αυτών, λόγω παραγραφής. [116]

117 - Η έλλειψη της απαιτουµένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ, ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας καταδικαστικής απόφασης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠ λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν δεν περιέχονται σ' αυτή µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία και θεµελιώνουν την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις µε τις οποίες έγινε η υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ. ΚΠ, ΑΝ: 86/1967, άρθ. 1, Εργατικά εγκλήµατα - Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών Αριθµός απόφασης: Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία.εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, - Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ΑΝ 86/1967, όποιος υπέχει νόµιµη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγοµένους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως Οργανισµούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφάλισης ή ειδικούς λογαριασµούς και δεν καταβάλλει αυτές εντός µηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές προς τους ως άνω Οργανισµούς, τιµωρείται µε φυλάκιση τριών τουλάχιστον µηνών και χρηµατική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχµών. Κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου του ως άνω νόµου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζοµένων σ'αυτόν µε σκοπό αποδόσεως στους κατά την παρ. Ι Οργανισµούς και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω Οργανισµούς εντός µηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιµωρείται για υπεξαίρεση, µε φυλάκιση τουλάχιστον έξι µηνών και χρηµατική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχµών. Κατά το άρθρο 56 του Κανονισµού Ασφαλίσεως ΙΚΑ ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το τέλος του µηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του α.ν.1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ µέχρι το τέλος του επόµενου µήνα από το χρόνο που έχει ορισθεί. - Από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 και 5 του Ν.1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι, για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισµένων επί παρεχόντων εξαρτηµένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωµή των µισθών να παρακρατεί τα τµήµατα των εισφορών που βαρύνουν τους ασφαλισµένους. Ως εργοδότης κατά τις πιο πάνω διατάξεις και σύµφωνα µε το άρθρο 8 παρ. 5 του ΑΝ 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νοµικά πρόσωπα για λογαριασµό των οποίων τα υπαγόµενα στην ασφάλιση πρόσωπα προσφέρουν την εργασία τους. Εν όψει του περιεχοµένου των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, η πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για παράβαση του άρθρου του ΑΝ 86/1967, για καθυστέρηση, δηλαδή, καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών εργοδότη που απασχολεί προσωπικό, προς υπαγοµένους στο Υπουργείο Εργασίας ασφαλιστικούς οργανισµούς προϋποθέτει την αναφορά των κρισίµων για τη θεµελίωση των αναφεροµένων δύο εγκληµάτων περιστατικών, που είναι η κατά συγκεκριµένο χρόνο απασχόληση προσωπικού, [117]

118 ασφαλισµένου σε υπαγόµενους στο Υπουργείο Εργασίας ασφαλιστικούς οργανισµούς µε σχέση εξαρτηµένης εργασίας, από τον οποίο (χρόνο απασχολήσεως) προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως και τα χρηµατικά ποσά, που βάσει των τακτικών αποδοχών του προσωπικού όφειλε ο κατηγορούµενος εργοδότης να καταβάλει στον ασφαλιστικό οργανισµό ως εργοδοτικές ή ως εργατικές εισφορές, και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε, καθώς και αναφορά αν πρόκειται για προσωπική (ατοµική) ή εταιρική επιχείρηση και ποια η νοµική µορφή της τελευταίας και η θέση του κατηγορουµένου σ'αυτήν ώστε να προκύπτει η ιδιότητα του φερόµενου ως υποχρέου για παρακράτηση ή απόδοση των εισφορών. Όσον αφορά το δόλο που απαιτείται για τη θεµελίωση της υποκειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος, ο οποίος συνίσταται στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόµο απαρτίζουν την έννοια της αξιοποίνου πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει από αυτή, όταν µάλιστα ο νόµος στη συγκεκριµένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου είτε ως αµέσου είτε ως ενδεχοµένου. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις που προβλέπουν σε βάρος των εργοδοτών που καθυστερούν την καταβολή και την απόδοση των εισφορών, που οφείλουν στο ΙΚΑ, προκύπτει ότι τα προβλεπόµενα αδικήµατα θεωρούνται ότι διαπράχθηκαν, µε συνέπεια να διώκεται ποινικώς κάθε υπόχρεος εργοδότης, όταν δεν καταβάλλει τις εισφορές αυτές αφού παρέλθει µήνας από το ηµερολογιακό τέλος του µηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε από τους µισθωτούς η εργασία τους. Η ποινική δίωξη κατά των υπόχρεων ασκείται αυτεπάγγελτα από τον αρµόδιο Εισαγγελέα κατόπιν υποβολής µηνυτήριας αναφοράς από το ΙΚΑ, η οποία συντάσσεται ταυτόχρονα µε τη σύνταξη της καταλογιστικής πράξεως επιβολής εισφορών (Π.Ε.Ε.) κατά των νόµο υπευθύνων της επιχειρήσεως. Πρόκειται δηλαδή, για γνήσια εγκλήµατα παραλείψεως, τα οποία τελούνται µε την παράλειψη της εµπρόθεσµης καταβολής των οφειλοµένων εισφορών. - Η απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠοιν υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούµενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και οι συλλογισµοί βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο. - Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρµοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισµένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρµογή της συγκεκριµένης ποινικής διατάξεως ή ακόµη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόµο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση µεταξύ τους ή µε το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόµο και να στερείται έτσι η απόφαση νοµίµου βάσεως. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Νόµοι: 1846/1951, άρθ. 26, [118]

119 ΑΝ: 86/1967, άρθ. 1, Εργατικά εγκλήµατα - Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών Αριθµός απόφασης: Μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών. Εφαρµογή επιεικέστερου νόµου. - Κατά το άρθρο 33 του Ν. 3346/2005, όπως ισχύει µετά την αντικατάστασή του µε το άρθρο 30 του νόµου 3904/ , για την εφαρµογή των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών) να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, ενώ των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζοµένων που παρακρατούνται να υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. - Κατά το άρθρο 2 του ΠΚ, αν από την τέλεση της πράξης έως την αµετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόµοι, εφαρµόζεται αυτός που περιέχει τις ευµενέστερες για τον κατηγορούµενο διατάξεις. Αν ο µεταγενέστερος νόµος χαρακτήρισε την πράξη όχι αξιόποινη, παύει και η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 511 εδ. τελευταίο και 518 παρ. 1 του ΚΠ, προκύπτει ότι αν κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναιρέσεως και εµφανιστεί εκείνος που την άσκησε, ο Άρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως εφαρµόζει τον επιεικέστερο νόµο που ισχύει µετά τη δηµοσίευση της προσβαλλόµενης απόφασης και αν δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, κηρύσσει αθώο τον κατηγορούµενο. ΠΚ: 2, ΚΠ : 511, 518, ΑΝ: 86/1967, άρθ. 1, Νόµοι: 3346/2005, άρθ. 33, Ευρωπαϊκό ένταλµα σύλληψης - Έφεση Αριθµός απόφασης: Ευρωπαϊκό ένταλµα σύλληψης. Έφεση. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠ όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 2408/1996, όταν το ένδικο µέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε δικαίωµα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύµατος για τα οποία δεν προβλέπεται από το νόµο η άσκησή του... το ικαστικό Συµβούλιο ή το δικαστήριο (ως συµβούλιο) που είναι αρµόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εµφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο µέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύµατος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο µέσο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό ένταλµα σύλληψης κλπ", όταν ο εκζητούµενος συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλµατος, αρµόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της αποφάσεως εκτέλεσης του εντάλµατος είναι ο Πρόεδρος Εφετών στην Περιφέρεια του οποίου διαµένει ή συλλαµβάνεται ο εκζητούµενος. Σύµφωνα δε µε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όταν ο εκζητούµενος δεν [119]

120 συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλµατος, αρµόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της αποφάσεως εκτέλεσης του εντάλµατος είναι το Συµβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαµένει ή συλλαµβάνεται ο εκζητούµενος. Περαιτέρω, από το άρθρο 22 του ίδιου Νόµου, προκύπτει ότι, κατά της οριστικής απόφασης του Συµβουλίου Εφετών, είναι επιτρεπτή η άσκηση εφέσεως στον εκζητούµενο ή τον Εισαγγελέα µέσα σε προθεσµία 24 ωρών από τη δηµοσίευση της απόφασης ενώπιον του Αρείου Πάγου, ο οποίος αποφαίνεται σε Συµβούλιο µετά από κλήτευση του εκζητουµένου. Για την έφεση συντάσσεται έκθεση ενώπιον του Γραµµατέα Εφετών. Από τις παραπάνω διατάξεις, που είναι ειδικές και καθορίζουν την αρµόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της αποφάσεως εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού Εντάλµατος Σύλληψης προκύπτει ότι.ενόψει και του επιδιωκόµενου σκοπού της ταχείας εκδόσεως της αποφάσεως για την εκτέλεση αυτού επιτρέπεται στον εκζητούµενο η άσκηση εφέσεως µόνο κατά της οριστικής αποφάσεως του Συµβουλίου Εφετών, η οποία εκδίδεται στην περίπτωση κατά την οποία δεν συγκατατίθεται ο εκζητούµενος να προσαχθεί στο Κράτος έκδοσης του εντάλµατος και όχι και κατά της αποφάσεως του Προέδρου Εφετών, η έκδοση της οποίας προϋποθέτει την ύπαρξη προηγούµενης συγκαταθέσεως του εκζητουµένου (ΑΠ 2310/2007). ΚΠ : 476, Νόµοι: 3251/2004, άρθ. 9, 22, Ευρωπαϊκό ένταλµα σύλληψης - Έφεση Αριθµός απόφασης: Ευρωπαϊκό ένταλµα σύλληψης. - Από τις διατάξεις των άρθρων 9 και 18 του Ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό ένταλµα σύλληψης κλπ" προκύπτει ότι, αρµόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλµατος σύλληψης, αν ο εκζητούµενος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλµατος, είναι το Συµβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου αυτός διαµένει ή συλλαµβάνεται. Από δε τη διάταξη του άρθρου 22 του ίδιου νόµου προκύπτει ότι, κατά της οριστικής απόφασης του Συµβουλίου Εφετών, είναι επιτρεπτή η άσκηση εφέσεως στον εκζητούµενο ή τον εισαγγελέα µέσα σε προθεσµία είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δηµοσίευση της απόφασης ενώπιον του Αρείου Πάγου, ο οποίος αποφαίνεται σε Συµβούλιο µετά από κλήτευση του εκζητουµένου. Συνεπώς, η υπ' αριθ. 5/ έφεση του εκζητουµένου Χ. Κ. του Χ., Κύπριου υπηκόου, από τις Αρχές της Κύπρου κατά της 17/ απόφασης του Συµβουλίου Εφετών Πειραιά, µε την οποία αποφασίστηκε η κατ' αυτού εκτέλεση του αναφεροµένου ευρωπαϊκού εντάλµατος σύλληψης, ασκήθηκε νοµοτύπως ενώπιον του Γραµµατέα του άνω Συµβουλίου και εµπροθέσµως. Όθεν, πρέπει να ερευνηθεί κατά το παραδεκτό και βάσιµο των λόγων της, ως και η από αίτηση του εκζητουµένου, που παραπέµφθηκε µε το 7/ 2011 βούλευµα του Συµβουλίου Εφετών Πειραιά, ενώπιον του ικαστηρίου τούτου, µε την οποία ζητεί την άρση άλλως την αντικατάσταση τη^ κρατήσεως του που διατάχθηκε µε την προσβαλλόµενη απόφαση µε περιοριστικούς όρους κατ' άρθρο 16 του άνω νόµου. - Από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 3251/2004 προκύπτει ότι, το ευρωπαϊκό ένταλµα σύλληψης είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής Κράτους [120]

121 Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εκδίδεται µε σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλους Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καταζητείται από τις αρµόδιες αρχές τού Κράτους έκδοσης του εντάλµατος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, είτε για να ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για πράξη που του αποδίδεται είτε για να εκτελεστεί στερητική της ελευθερίας ποινή ή µέτρο ασφαλείας και µε την επιφύλαξη της µη προσβολής µε την έκδοση του θεµελιωδών δικαιωµάτων και αρχών, που απορρέουν από το ισχύον Σύνταγµα και το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από δε τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του ίδιου νόµου προκύπτει ότι το ευρωπαϊκό ένταλµα σύλληψης, για το τυπικό κύρος του, πρέπει να περιέχει α) την ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητουµένου, β) το όνοµα, διεύθυνση, αριθµό τηλεφωνικής και τηλεοµοιοτυπικής σύνθεσης και ηλεκτρονική διεύθυνση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλµατος, γ) µνεία της εκτελεστής δικαστικής απόφασης του εντάλµατος σύλληψης ή της συναφούς διάταξης δικαστικής αρχής, δ) την φύση και το νοµικό χαρακτηρισµό του εγκλήµατος, ε) περιγραφή των περιστάσεων τελέσεως του στις οποίες περιλαµβάνονται ο χρόνος και τόπος τέλεσης καθώς και η µορφή συµµετοχής του εκζητουµένου, στ) την επιβληθείσα ποινή αν πρόκειται για αµετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται την αξιόποινη πράξη από τη νοµοθεσία του Κράτους Μέλους έκδοσης του εντάλµατος και ζ) στο µέτρο του δυνατού κάθε άλλη πληροφορία σχετικά µε την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειες της. Προϋπόθεση της έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλµατος σύλληψης, κατά το άρθρο 5 του άνω νόµου, είναι οι πράξεις για τις οποίες πρόκειται να ασκηθεί η ποινική δίωξη να τιµωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόµους µε στερητική της ελευθερίας ποινή ή µε στερητικό της ελευθερίας µέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα µηνών... Το ένταλµα τούτο, σύµφωνα µε την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του ιδίου νόµου εκτελείται υπό την επιφύλαξη περαιτέρω των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 του νόµου τούτου, εφόσον η αξιόποινη πράξη για την οποία έχει εκδοθεί συνιστά έγκληµα σύµφωνα και µε τους ελληνικούς ποινικούς νόµους, ανεξαρτήτως του νοµικού χαρακτηρισµού, το οποίο τιµωρείται σύµφωνα µε το δίκαιο του κράτους έκδοσης µε στερητική της ελευθερίας ποινή ή µε στερητικό της ελευθερίας µέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα µηνών. Κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου η εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλµατος σύλληψης επιτρέπεται χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου για τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλµατος εφόσον τιµωρούνται στο κράτος αυτό µε στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας µέτρο ασφαλείας το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών ετών. α)... γ) εµπορία ανθρώπων και σωµατεµπορία...θ) νοµιµοποίηση εσόδων από εγκληµατικές δραστηριότητες...ιγ) παροχή βοήθειας για παράνοµη είσοδο και διαµονή στη χώρα....περαιτέρω, κατά το άρθρο 11 του αυτού νόµου, η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλµατος σύλληψης, αρνείται την εκτέλεση του εντάλµατος στις ακόλουθες περιπτώσεις α)...ζ) αν το ευρωπαϊκό ένταλµα σύλληψης έχει εκδοθεί για αξιόποινη πράξη, η οποία: ί) θεωρείται κατά τον ελληνικό ποινικό νόµο ότι τελέστηκε εξ ολοκλήρου ή εν µέρει στο έδαφος της Ελλάδας ή σε εξοµοιούµενο προς αυτό τόπο ή ιι) τελέστηκε εκτός του εδάφους του κράτους - µέλους έκδοσης του εντάλµατος και κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόµους απαγορεύεται η δίωξη για το ίδιο έγκληµα που διαπράττεται εκτός του εδάφους της Ελλάδας. - Κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του ιδίου νόµου η αρµόδια δικαστική αρχή µπορεί, αφού αποφασίσει την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλµατος σύλληψης να αναβάλει την προσαγωγή του εκζητουµένου ώστε να διωχθεί στο ελληνικό κράτος ή, αν έχει ήδη [121]

122 καταδικαστεί, να εκτίσει στο ελληνικό έδαφος καταγνωσθείσα ποινή για έγκληµα διαφορετικό από εκείνο για το οποίο εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλµα σύλληψης. ΠΚ: 394, Νόµοι: 3251/2004, άρθ. 1, 9, 18, 22, 28, Καταδολίευση δανειστών - Στοιχεία εγκλήµατος Αριθµός απόφασης: Καταδολίευση δανειστών. Τρίµηνη προθεσµία υποβολής έγκλησης. Έλλειψη της απαιτούµενης ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης. - Κατά το άρθρο 397 παρ. 1 ΠΚ, ο οφειλέτης που µε πρόθεση µαταιώνει ολικά ή εν µέρει την ικανοποίηση του δανειστή του απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιµο και αξιόχρεο αντάλλαγµα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο, κατασκευάζοντας ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο (2) ετών ή µε χρηµατική ποινή, αν η πράξη δεν υπόκειται σε βαρύτερη ποινή σύµφωνα µε άλλη διάταξη. Κατά δε την παράγραφο 3, η ποινική δίωξη ασκείται µόνον ύστερα από έγκληση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 του ίδιου ως άνω Κώδικα, όταν ο νόµος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση µέσα σε τρεις (3) µήνες από την ηµέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέσθηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συµµέτοχους. - Έλλειψη της απαιτούµενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σε αυτή µε πληρότητα και σαφήνεια τα πραγµατικά περιστατικά που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για το σχηµατισµό της κρίσης του περί της συνδροµής των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις µε τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρµόστηκαν. Ειδικότερα, για τα εγκλήµατα που διώκονται µόνον κατ' έγκληση, όπως είναι και το ως άνω της καταδολίευσης δανειστών, εφόσον η έγκληση υποβλήθηκε µετά την παρέλευση τριµήνου από την τέλεση του, πρέπει η καταδικαστική απόφαση να διαλαµβάνει ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία και ως προς το χρόνο κατά τον οποίο ο δικαιούµενος εις έγκληση έλαβε γνώση για την πράξη που τελέσθηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συµµέτοχους της. Αν λείπει τέτοια αιτιολογία, αν δηλαδή στην απόφαση δεν εκτίθεται ο χρόνος γνώσεως της πράξεως που τελέσθηκε και του προσώπου του δράστη από το πρόσωπο που δικαιούται εις έγκληση, δηµιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ΚΠ λόγος αναιρέσεως. - Με τις παραδοχές της, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό η προσβαλλόµενη απόφαση στερείται της απαιτούµενης κατά τα προαναφερθέντα ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, αφού, παρά το ότι από την επισκόπηση των στοιχείων της δικογραφίας, προκύπτει ότι η έγκληση υποβλήθηκε µετά την παρέλευση τριµήνου από τους χρόνους που το δικαστήριο δέχθηκε ότι έγιναν οι καταδολιευτικές δικαιοπραξίες, εντούτοις δεν διαλαµβάνεται στην προσβαλλόµενη απόφαση καµία αιτιολογία σχετικά µε τον χρόνο που η πολιτικώς ενάγουσα εταιρία έλαβε γνώση των [122]

123 δικαιοπραξιών αυτών, έτσι ώστε να κριθεί το εµπρόθεσµο ή µη της εγκλήσεώς της. Συνεπώς, αφού γίνει δεκτός, ως βάσιµος, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' τρίτος λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόµενη απόφαση. ΠΚ: 117, 397, ΚΠ : 145, 510 παρ. 1 στοιχ., Λαθρεµπορία - Γενικά Αριθµός απόφασης: Λαθρεµπορία. Πετρελαιοειδή. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 155 παρ. 1α' και β' του Ν. 2960/2001 (Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας), λαθρεµπορία είναι α) η εντός του τελωνειακού εδάφους εισαγωγή ή εξ αυτού εξαγωγή εµπορευµάτων, υποκειµένων σε δασµούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα Τελωνεία, χωρίς γραπτή άδεια της αρµοδίας τελωνειακής αρχής ή σε άλλον από τον ορισµένο παρ' αυτής τόπο και χρόνο, β) οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό ηµόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των υπ' αυτών εισπρακτέων δασµών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόµενα ή εξαγόµενα εµπορεύµατα, και αν ακόµη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόµος. Κατά την παράγραφο 2 εδαφ. ζ' του ως άνω άρθρου 155 του ιδίου νόµου, ως λαθρεµπορία θεωρείται και η αγορά, πώληση και κατοχή εµπορευµάτων που έχουν εισαχθεί ή τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκηµα της λαθρεµπορίας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση καθιδρύεται και κατά τις διατάξεις του ισχύοντος Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, αυτοτελής νοµοτυπική µορφή του εγκλήµατος της λαθρεµπορίας του οποίου η αντικειµενική υπόσταση συνίσταται στην αγορά, πώληση ή κατοχή από πρόσωπα εκτός του εισαγωγέα εµπορευµάτων που υπόκεινται σε εισαγωγικό δασµό, τέλος, φόρο, δικαίωµα, που έχουν εισαχθεί εντός των συνόρων του Ελληνικού Κράτους χωρίς άδεια της τελωνειακής αρχής, υποκειµενικώς δε, για τη στοιχειοθέτηση στην περίπτωση αυτή του εγκλήµατος της λαθρεµπορίας, απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση, κατά τον κρίσιµο χρόνο, του υπαιτίου ότι το εµπόρευµα που αγόρασε, πώλησε ή κατέχει είναι προϊόν λαθρεµπορίας, κατά την πιο πάνω έννοια, καθώς και στη θέληση αυτού να αποστερήσει το Ελληνικό ηµόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση από τον οφειλόµενο δασµό, τέλος ή δικαίωµα και λοιπές επιβαρύνσεις επί αυτών των προϊόντων και εµπορευµάτων. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 53 του άνω Ν. 2960/2001, η ισχύς του οποίου άρχισε από κατά το άρθρο 185 αυτού, επιβάλλεται ειδικός φόρος καταναλώσεως στα πετρελαιοειδή, στην αλκοόλη και αλκοολούχα ποτά και στα βιοµηχανοποιηµένα καπνά και καθορίζονται τα περί παραγωγής, µεταποίησης, κατοχής, κυκλοφορίας και ελέγχου των προϊόντων αυτών σύµφωνα µε τις διατάξεις του ανωτέρω Τελωνειακού Κώδικα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 118 παρ. 5 του ίδιου νόµου η µε οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλοµένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η µη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το τρίτο µέρος του παρόντος Κώδικα, µε σκοπό τη µη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, χαρακτηρίζονται και τιµωρούνται διοικητικώς και ποινικώς ως λαθρεµπορία κατά τις διατάξεις των [123]

124 άρθρων 142 και επόµενα του Κώδικα αυτού και επισύρουν την επιβολή κατά των µε οποιονδήποτε τρόπο συµµετεχόντων στην παράβαση των διατυπώσεών του που αναφέρονται στο άρθρο 142 και στα άρθρα 152 και 155 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα προστίµων και πολλαπλών τελών. Από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασµό µε εκείνη του άνω άρθρου 155 του ιδίου νόµου που καθορίζει την έννοια της λαθρεµπορίας προκύπτει ότι και υπό την ισχύ του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα η καθοιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής του οφειλόµενου για τα πετρελαιοειδή προϊόντα ειδικού φόρου καταναλώσεως είναι πράξη ποινικώς κολάσιµη, χαρακτηριζόµενη ως λαθρεµπορία, η οποία τιµωρείται κατά τα οριζόµενα στο εδάφιο α' της παρ. 1 του άρθρου 157 του ανωτέρω νόµου µε φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) µηνών, εκτός αν το αντικείµενο της λαθρεµπορίας δεν έχει σηµαντική αξία και προορίζεται για ατοµική χρήση ή ανάλωση του υπαιτίου, οπότε το ελάχιστο της ποινής µειώνεται στο ένα έκτο και κατά τα οριζόµενα στο εδάφιο β' της αυτής παραγράφου του ίδιου άρθρου µε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους εάν διαπράχθηκε καθ' υποτροπή...εάν οι δασµοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το ηµόσιο ή η Ευρωπαϊκή 'Ενωση ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των ευρώ και άνω... - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' Κ.Ποιν.. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι σκέψεις µε τις οποίες υπήχθησαν τα αποδειχθέντα περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρµόσθηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του σκεπτικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι αναγκαίο να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Πρέπει όµως να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισµένα µόνον από αυτά κατ' επιλογή, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. - Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην εφαρµοσθείσα διάταξη αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εµφιλοχωρήσει στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νοµίµου βάσεως. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Νόµοι: 2960/2001, άρθ. 53, 118, 142, 152, 155, 185, Πλαστογραφία - Γενικά Αριθµός απόφασης: 1865 [124]

125 Έτος: Πλαστογραφία. Ηθική αυτουργία. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ποινικής διατάξεως. - Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο µε σκοπό να παραπλανήσει µε τη χρήση τον άλλον σχετικά µε γεγονός που µπορεί να έχει έννοµες συνέπειες τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών, η δε χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειµενικώς µεν η κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εµφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας αυτού δια µεταβολής του περιεχοµένου του, υποκειµενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαµβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγµατικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπό του υπαιτίου να παραπλανήσει µε τη χρήση του πλαστού ή νοθευµένου εγγράφου άλλον για γεγονός που µπορεί να έχει έννοµες συνέπειες, οι οποίες µπορεί να αφορούν τον παραπλανώµενο ή τρίτο. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 1 ΠΚ, όποιος µε σκοπό να διευκολύνει την άµεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ίδιου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή µαρτυρικό ή άλλο έγγραφο, που µπορεί να χρησιµεύσει συνήθως για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του χρησιµοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευµένο έγγραφο τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρις ενός έτους ή µε χρηµατική ποινή. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αντικείµενο του εν λόγω εγκλήµατος της πλαστογραφίας πιστοποιητικού µπορεί να είναι δηµόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο (άρθρο 13 εδ. γ' ΠΚ), που ανήκει στην κατηγορία των πιστοποιητικών ή µαρτυρικών, όπως είναι µεταξύ άλλων και βεβαιώσεις σπουδών ή πιστοποιητικά που αναφέρονται στην οικογενειακή κατάσταση, την υγεία, τα προσόντα ή τις ιδιότητες προσώπων, πρέπει δε ο σκοπός του δράστη να στοχεύει στο να διευκολύνει µε τη χρήση του πλαστού ή νοθευµένου πιστοποιητικού ή µαρτυρικού την άµεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού ή άλλου, δηλαδή να έχει κάποια ωφέλεια αυτός ή άλλος σχετικά µε τις συγκεκριµένες βιοτικές ανάγκες, χωρίς, όµως, εντεύθεν να βλάπτεται άλλος ευθέως στις έννοµες σχέσεις του, και όχι στο να παραπλανήσει µε τη χρήση του άλλον για γεγονός που µπορεί να έχει έννοµες συνέπειες, οπότε έχει εφαρµογή η διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ. - Κατά το άρθρο 46 παρ. 1 περ. α' του ΠΚ, µε την ποινή του αυτουργού τιµωρείται και όποιος µε πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειµενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισµένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειµενική υπόσταση ορισµένου εγκλήµατος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση και παραγωγή της αποφάσεως αυτής µπορεί να γίνει µε οποιοδήποτε τρόπο ή µέσο, όπως, µε συµβουλές, απειλή ή µε εκµετάλλευση οποιαδήποτε πλάνης, πραγµατικής ή νοµικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια, ή µε τη διέγερση µίσους κατά του παθόντος, µε πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή µε την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητος και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του µε το φυσικό αυτουργό. Υποκειµενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του ηθικού αυτουργού ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισµένης πράξεως στην οποία παρακινείται ο φυσικός αυτουργός, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισµός της πράξεως αυτής µέχρι λεπτοµερειών, αρκεί δε και ενδεχόµενος δόλος, εκτός εάν για την υποκειµενική θεµελίωση του οικείου [125]

126 εγκλήµατος απαιτείται άµεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι νοµικοί συλλογισµοί, µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά µέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. - Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠ, συνιστά και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρµόστηκε. Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση µε σαφήνεια, πληρότητα και ορισµένο τρόπο τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαµατική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία είτε µεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να µην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή µη εφαρµογή του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. ΠΚ: 46, 216, 217, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2010 Πλαστογραφία - Γενικά Αριθµός απόφασης: Κακουργηµατική πλαστογραφία. Κατ' εξακολούθηση έγκληµα. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο µε σκοπό να παραπλανήσει µε τη χρήση του άλλον σχετικά µε γεγονός που µπορεί να έχει έννοµες συνέπειες, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Κατά την παράγραφο 3 εδάφιο β' του ίδιου άρθρου, όπως προστέθηκε µε το άρθρο 14 παρ. 2β' του Ν. 2721/1999, µε την ποινή καθείρξεως µέχρι δέκα ετών τιµωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζηµία υπερβαίνουν το ποσό ήδη των ευρώ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειµενικώς µεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εµφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου ή [126]

127 αλλοίωση της εννοίας του περιεχοµένου του µε υλική επέµβαση σε υφιστάµενο ήδη έγγραφο, υποκειµενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαµβάνει τη γνώση και τη θέληση (ή αποδοχή) πραγµατώσεως των πραγµατικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και τον σκοπό του δράστη να παραπλανήσει άλλον µε τη χρήση του πλαστού ή νοθευµένου εγγράφου για γεγονός που µπορεί να έχει έννοµες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι σηµαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, µεταβολή ή απόσβεση δικαιώµατος ή εννόµου σχέσεως, αδιαφόρου όντος εάν ο σκοπός επιτεύχθηκε. Ως έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13γ' του ΠΚ, θεωρείται και ο αριθµός πλαισίου, που είναι χαραγµένος στο αυτοκίνητο για να προσδιορίσει την ταυτότητά του σε σχέση µε κάθε άλλο αυτοκίνητο (ΟλΑΠ 180/1990). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελµα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειληµµένη τέλεση αυτής ή από την υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης µε πρόθεση επανειληµµένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισµό εισοδήµατος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήµατος συντρέχει όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριµένου εγκλήµατος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Στην περίπτωση της τελέσεως των πράξεων της παρ. 1 και 2 του άρθρου 216 ΠΚ µε την επιβαρυντική περίσταση του εδαφίου β' της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού πρέπει ο υπαίτιος να την διαπράττει υπό την αντικειµενική προϋπόθεση της κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια τελέσεως υπό την προαναφερθείσα έννοια και να συνοδεύεται αυτή η προϋπόθεση από τον υποκειµενικό σκοπό του δράστη να επιτύχει συνολικό όφελος ή να προκαλέσει συνολική ζηµία άνω των ευρώ. - Από το άρθρο 98 παρ. 1 ΠΚ, προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκληµα είναι εκείνο το οποίο αποτελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες οµοειδείς πράξεις, διακρινόµενες χρονικά µεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννοµο αγαθό και κάθε µία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήµατος, συνδέονται δε µεταξύ τους µε την ταυτότητά της προς εκτέλεση αποφάσεως. Από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ, όπως συµπληρώθηκε µε το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999 και ισχύει από , προκύπτει ότι η αξία του αντικειµένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήµατος λαµβάνονται συνολικά υπόψη αν από τις µερικότερες πράξεις ο δράστης απέβλεπε στο αποτέλεσµα αυτό. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται µε βάση τη συνολική αξία του αντικειµένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα µε το έγκληµα επήλθε ή σκοπήθηκε. Κατά τα οριζόµενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 90 του Ν. 2696/1999 δεν επιτρέπεται σε κανένα µηχανοκίνητο όχηµα ρυµουλκούµενο να κυκλοφορεί οπουδήποτε στη Χώρα, αν δεν φέρει τις πινακίδες αριθµού κυκλοφορίας οι οποίες χορηγήθηκαν νόµιµα. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου απαγορεύεται για οποιαδήποτε αιτία αντικατάσταση των πινακίδων που καθορίζονται στην παραγρ. 1 του άρθρου αυτού µε άλλες που δεν έχουν χορηγηθεί νόµιµα, ή παραποίηση αυτών µε οποιαδήποτε µορφή ή µετάθεση από του ενός οχήµατος σε άλλο ή κατασκευή από άλλον πλην του κατά τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα οριζοµένου και κατά τρόπο διάφορο.... Οι παραβάτες της διατάξεως της παραγράφου αυτής και ως και αυτοί που υποβάλλουν ψευδή στοιχεία, για τη λήψη ανταλλακτικών πινακίδων για το σκοπό παράνοµης χρησιµοποίησής τους, τιµωρούνται µε φυλάκιση µέχρι ενός έτους. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' [127]

128 ΚΠοιν, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι νοµικοί συλλογισµοί, µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Η απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται όχι µόνον στην κρίση για την ενοχή αλλά και στην παραδοχή επιβαρυντικών περιστάσεων όπως είναι οι προαναφερθείσες του άρθρου 216 παρ. 3 σε συνδυασµό µε το άρθρο 13 στοιχ. στ' ΠΚ, µε αναφορά των πραγµατικών περιστατικών που µπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους, όπως και τους προβαλλόµενους από τον κατηγορούµενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισµούς. Αυτοτελείς ισχυρισµοί είναι αυτοί οι οποίοι κατατείνουν στην άρση του άδικου της πράξεως ή αποκλείουν ή µειώνουν την ικανότητα προς καταλογισµό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στην µείωση της ποινής. Πρέπει, όµως, αυτοί οι ισχυρισµοί να προτείνονται κατά τρόπο ορισµένο µε όλα τα πραγµατικά περιστατικά που κατά το νόµο απαιτούνται για τη θεµελίωσή τους, έτσι ώστε να µπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούµενο αποτέλεσµα. ιαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση του ικαστηρίου να αποφανθεί επί των ισχυρισµών αυτών, που προβάλλονται αορίστως ή δεν συνιστούν αυτοτελείς αλλά αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισµούς µε ιδιαίτερη αιτιολογία για να τους απορρίψει. Επίσης η απαιτούµενη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως πρέπει να περιλαµβάνει αναφορά των αποδεικτικών µέσων από τα οποία οδηγήθηκε το δικαστήριο στην καταδικαστική κρίση του µε αναφορά των αποδεικτικών µέσων κατά το είδος τους, χωρίς αναλυτική παράθεση των και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα. Τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους από το δικαστήριο και όχι µόνον ορισµένα από αυτά. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. - Λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έκανε ορθή υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφάρµοσε αλλά και όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό σκεπτικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος για το οποίο πρόκειται έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νοµίµου βάσεως. ΠΚ: 98, 216, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ., Πλαστογραφία - Επιταγή Αριθµός απόφασης: 1670 Έτος: Πλαστογραφία. Επιταγή. - Για την στοιχειοθέτηση του κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΠΚ εγκλήµατος της πλαστογραφίας µετά χρήσεως του πλαστού εγγράφου, η οποία (χρήση), αποτελεί [128]

129 επιβαρυντική περίπτωση του εγκλήµατος της πλαστογραφίας, όταν πλαστογράφος και χρήστης του πλαστού εγγράφου, είναι το ίδιο πρόσωπο, απαιτείται η κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου, µε σκοπό να παραπλανηθεί µε τη χρήση του άλλος, σχετικά µε γεγονός, που µπορεί να έχει έννοµες συνέπειες. Πρόκειται δηλαδή για σωρευτικώς µικτό έγκληµα, µε την έννοια ότι οι πλείονες κατά το νόµο τρόποι πραγµατώσεώς του (δηλαδή η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου), δεν µπορεί να εναλλαχθούν, κάθε τρόπος συνιστά αυτοτελή µορφή τελέσεως της πράξεως και σε περίπτωση συνδροµής και των δύο αυτών τρόπων, υπάρχει συρροή εγκληµάτων, αφού στην πραγµατικότητα πρόκειται για δύο αυτοτελείς εγκληµατικές πράξεις, που συνδέθηκαν νοµοτεχνικά στο ίδιο νοµοθετικό κείµενο. Ειδικότερα, η αντισυµβατική συµπλήρωση του περιεχοµένου τραπεζικής επιταγής, που έχει εκδοθεί λευκή, κατά τα στοιχεία που είναι συστατικά του κύρους της και είναι εποµένως άκυρη δυνάµενη να καταστεί έγκυρη µε τη συµπλήρωσή της, η συµπλήρωση δηλαδή της επιταγής παρά την συµφωνία που έχει καταρτισθεί µεταξύ των εξ' αυτής δικαιούχου και υπόχρεου, µπορεί ενδεχοµένως να αποτελέσει πλαστογραφία, µε τη µορφή της ''νόθευσης εγγράφου'', εφόσον αυτή γίνεται µε το σκοπό, να παραπλανηθεί άλλος, σχετικά µε γεγονός, που µπορεί να έχει έννοµες συνέπειες. Βέβαια η συµπλήρωση της επιταγής σύµφωνα (και όχι αντίθετα) µε τη συµφωνία, δεν συνιστά πλαστογραφία (ανεξαρτήτως σκοπού). Ενώ η αναγραφή στην επιταγή του ονόµατος και κατ' αποµίµηση της υπογραφής τρίτου, ως οπισθογράφου ενεχόµενου εκ της επιταγής, χωρίς τη συναίνεση αυτού, συνιστά πλαστογραφία, µε τη µορφή όµως της ''κατάρτισης πλαστού εγγράφου'' και όχι της ''νόθευσης εγγράφου''. Είναι δε επιτρεπτή κατ' αρχήν η µεταβολή της κατηγορίας, από ''κατάρτιση'' πλαστού, σε ''νόθευση'' εγγράφου και το αντίθετο. ΠΚ: 216, ΚΠ : 510 παρ. 1 περ. Ε, Πλαστογραφία - Πλαστογραφία σε βάρος του ηµοσίου Αριθµός απόφασης: Πλαστογραφία µετά χρήσεως από κοινού και κατ' εξακολούθηση. Νοµιµοποιήση εσόδων από εγκληµατικές δραστηριότητες. Συνεκδίκαση συναφών εγκληµάτων. - Στη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. β' ΚΠ, που προστέθηκε µε το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν. 1738/1987, ορίζεται ότι στα εγκλήµατα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, όπως ήδη αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 2408/1996, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το Συµβούλιο Εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αµέσως, µετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα Εφετών ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δε χρειάζεται συµπλήρωση, την εισάγει µε πρόταση του στο Συµβούλιο Εφετών, το οποίο αποφαίνεται αµετακλήτως, ακόµη και για τα συναφή πληµµελήµατα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι κατά των παραπεµπτικών βουλευµάτων για εγκλήµατα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του Ν. 1608/1950 και εκδόθηκαν κατά την οριζόµενη στη διάταξη αυτή διαδικασία δεν επιτρέπεται στον κατηγορούµενο το ένδικο µέσο της αναιρέσεως και ότι ο περιορισµός αυτός καταλαµβάνει όχι µόνο τα αµιγώς παραπεµπτικά βουλεύµατα, αλλά και εκείνα τα οποία µαζί µε την παραπεµπτική διάταξη περιέχουν και απαλλακτικές υπέρ του κατηγορουµένου διατάξεις και αυτό λόγω του σκοπού του νόµου, ο οποίος είναι η ταχεία περαίωση [129]

130 των υποθέσεων αυτών που αφορούν κατάχρηση του δηµόσιου χρήµατος, εκτείνεται δε και στα συναφή εγκλήµατα ανεξάρτητα από το χαρακτήρα τους ως κακουργήµατα ή πληµµελήµατα. Μεταξύ των εγκληµάτων που προβλέπονται από το παραπάνω άρθρο είναι και το υπό του άρθρου 216 του ΠΚ προβλεπόµενο, εφόσον αυτό στρέφεται κατά του ηµοσίου ή των νοµικών προσώπων ηµοσίου ικαίου ή κατά άλλου νοµικού προσώπου, εκ των αναφεροµένων στο άρθρο 263 Α' του ΠΚ. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 128 παρ. 1 του ΠΚ "Τα συναφή εγκλήµατα ανακρίνονται και εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο, αν η συνεκδίκαση δεν προκαλεί βλάβη. Το ικαστήριο που δικάζει το βαρύτερο έγκληµα είναι στην περίπτωση αυτή αρµόδιο και για τα άλλα συναφή". Κατά δε τις διατάξεις των εδαφίων α' και γ' του άρθρου 129 του ΚΠ, θεωρούνται συναφή "όσα γίνονται από το ίδιο πρόσωπο είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους" και "όσα γίνονται µε σκοπό να διευκολύνουν ή να κάνουν πιο εύστοχη την εκτέλεση ή να αποκρύψουν ένα από αυτά". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠ, όπως ισχύει µετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 2 παρ. 18 του Ν. 2408/1996, όταν το ένδικο µέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων και εναντίον βουλεύµατος για το οποίο δεν προβλέπεται, όπως είναι το αµετάκλητο βούλευµα, το δικαστικό συµβούλιο ή το δικαστήριο (σε συµβούλιο), που είναι αρµόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εµφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο µέσο και διατάσσει την εκτέλεση του βουλεύµατος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο µέσο. - Στην προκειµένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες παραπέµφθηκαν µε το προσβαλλόµενο βούλευµα, µαζί µε άλλους, στο ακροατήριο του Τριµελούς (για τα κακουργήµατα) Εφετείου Αθηνών, προκειµένου να δικασθούν για τα εγκλήµατα: α) της πλαστογραφίας µετά χρήσεως από κοινού και κατ' εξακολούθηση, από την οποία το όφελος που πέτυχαν οι δράστες, οι οποίοι εξακολούθησαν επί µακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήµατος, µε αντίστοιχη ζηµία του ηµοσίου υπερβαίνει το ποσό των ευρώ και είναι ιδιαίτερα µεγάλης αξίας [άπαντες] και β) της νοµιµοποιήσεως εσόδων από εγκληµατικές δραστηριότητες [οι εξ αυτών 1ος και 2ος] (άρθρα 1, 12, 13 στοιχ. γ', 14, 18, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, σε συνδυασµό µε το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, όπως αυτό αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 4 παρ. 5 του Ν. 1738/1987 και τροποποιήθηκε µε τα άρθρα 2 του Ν. 1877/1990, 36 του Ν. 2172/1993 και 4 παρ. 3 εδ. α' και β' του Ν. 2408/1996, άρθρα 1 παρ. 1α, περ. αιγ', και 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995). Το έγκληµα της νοµιµοποιήσεως εσόδων από εγκληµατικές δραστηριότητες για το οποίο παραπέµπονται να δικασθούν οι αναιρεσείοντες κατηγορούµενοι 1ος και 2ος, µη περιλαµβανόµενο µεταξύ των εγκληµάτων του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, είναι συναφές, κατά την έννοια του άρθρου 129 εδ. α' και γ' του ΚΠ, µε το βασικό έγκληµα της πλαστογραφίας µετά χρήσεως από κοινού και κατ' εξακολούθηση σε βάρος του ηµοσίου (από το οποίο προέρχονταν τα έσοδα), και ως εκ τούτου η παραποµπή τους στο αµέσως πιο πάνω δικαστήριο είναι αµετάκλητη. Συνεπώς, εφόσον οι αναιρεσείοντες παραπέµφθηκαν κατά την προαναφερόµενη διαδικασία για έγκληµα που προβλέπεται από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950, όπως ισχύει σήµερα, οι κρινόµενες αιτήσεις αναιρέσεως ασκήθηκαν κατά βουλεύµατος που δεν υπόκειται σε αναίρεση και για το οποίο γενικά δεν προβλέπεται η άσκηση ενδίκου µέσου από τον κατηγορούµενο και πρέπει κατόπιν τούτου να κηρυχθούν απαράδεκτες και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 του ΚΠ ). ΠΚ: 1, 12, 13, 14, 18, 26, 27, 45, 94, 98, 216, 128, 216, 263, ΚΠ : 129, 308, [130]

131 Ποινές και παρεπόµενες ποινές - Επιµέτρηση ποινής Αριθµός απόφασης: Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Αυτοτελείς ισχυρισµοί. σφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αναιρείται µερικώς η προσβαλλόµενη απόφαση. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόµενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι νοµικοί συλλογισµοί, µε βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του σκεπτικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, η επιβαλλοµένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 Συντάγµατος και 139 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει, όχι µόνον ως προς τα περιστατικά που απαρτίζουν την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς. - Είναι αυτοτελείς οι ισχυρισµοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται, σύµφωνα µε τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούµενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, τον αποκλεισµό ή τη µείωση της ικανότητας προς καταλογισµό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή την µείωση της ποινής. Στους αυτοτελείς ισχυρισµούς περιλαµβάνονται και οι αναφερόµενοι στη συνδροµή ορισµένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην επιβολή µειωµένης ποινής, κατά το µέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ θεωρούνται, µεταξύ άλλων, "το ότι ο υπαίτιος στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από µεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή µε το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης" (περ. β), και ότι "έδειξε ειλικρινή µετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να µειώσει τις συνέπειες της πράξεις του" (περ. δ). Όµως, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισµών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήµατα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ. 2 ΚΠοιν, αν οι ισχυρισµοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισµένοι και µάλιστα µε την επίκληση των πραγµατικών περιστατικών, που τους θεµελιώνουν. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν ο ικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά [131]

132 που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρµόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΠΚ: 83, 84, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. E, Ποινές και παρεπόµενες ποινές - Επιµέτρηση ποινής Αριθµός απόφασης: 32 - Επιµέτρηση και συγχώνευση ποινών. ΠΚ: 94, 97, 105, 108, 109, ΚΠ : 473, 376, 510 παρ. 1 στοιχ., 551, Πολιτική αγωγή - Ενεργητική νοµιµοποίηση Αριθµός απόφασης: 201 Έτος: Παράσταση πολιτικής αγωγής. Οµόρρυθµη εταιρεία. ικαιούνται να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες µόνον εκείνοι που ζηµιώνονται αµέσως από το έγκληµα ή υφίστανται ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από αυτό και όχι και εκείνοι που βλάπτονται εµµέσως, όπως τα µέλη του νοµικού προσώπου. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 171 του ΚΠ, που προστέθηκε µε το άρθρο 34 παρ. 3 του Ν. 2172/1993, ο οποίος άρχισε να ισχύει από (άρθρο 52 αυτού), απόλυτη ακυρότητα που δηµιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1Α του ίδιου Κώδικα, η οποία λαµβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, και στον Άρειο Πάγο, ακόµη, επιφέρει η παρά το νόµο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει, όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νοµιµοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠ και όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά µε τον τρόπο και το χρόνο της ασκήσεως και της υποβολής αυτής, κατά το άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 63 του ΚΠ, 914 και 932 του ΑΚ, προκύπτει ότι δικαιούνται να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες µόνον εκείνοι που ζηµιώνονται αµέσως από το έγκληµα ή υφίστανται ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από αυτό και όχι και εκείνοι που βλάπτονται εµµέσως, όπως τα µέλη του νοµικού προσώπου, τα οποία δεν νοµιµοποιούνται ενεργητικώς στην άσκηση πολιτικής αγωγής από το αδίκηµα που στρέφεται κατά νοµικού προσώπου, το οποίο και µόνο [132]

133 ζηµιώνεται αµέσως από αυτό (ΟλΑΠ 5/1994). Ειδικότερα, κατά αξιοποίνου πράξεως που στρέφεται κατά οµόρρυθµης εταιρείας, η οποία αποτελεί νοµικό πρόσωπο, διαφορετικό από τα φυσικά πρόσωπα των εταίρων της, µόνον η εταιρεία δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα στη σχετική ποινική διαδικασία, όχι δε και οι εταίροι της που υφίστανται έµµεση υλική ζηµία ή ηθική βλάβη από την εν λόγω πράξη και, συνεπώς, δεν νοµιµοποιούνται ενεργητικώς να προβούν στην παράσταση αυτή ατοµικώς. ΚΠ : 63, 64, 171, 515, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, ΑΚ: 914, 932, ηµοσίευση: INLAW 2008 Πτώχευση - Ποινική ευθύνη Αριθµός απόφασης: Πτώχευση νοµικού προσώπου (ανώνυµης εταιρείας). Ευθύνη διευθύνοντος συµβούλου.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Η πτώχευση του οφειλέτη ασκεί έννοµη επιρροή επί της ποινικής ευθύνης του υπόχρεου υπό την προϋπόθεση ότι η κήρυξη της πτωχεύσεως έλαβε χώρα πριν από την βεβαίωση του χρέους ή το ληξιπρόθεσµο αυτού, ενόψει του ότι το µεν, κατ' άρθρο 2 του ΑΝ 635/1937, ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας και είναι άκυρη ως προς την οµάδα των πιστωτών κάθε δικαιοπραξία αυτού που αφορά την πτωχευτική περιουσία, το δε, κατ1 άρθρο 679 του Εµπορικού Νόµου, καθιερώνεται ποινική ευθύνη του πτωχεύσαντος από την πληρωµή των πιστωτών του µετά την παύση των πληρωµών. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. 1 του ίδιου Κώδικα λόγον αναιρέσεως, όταν σε αυτήν περιέχονται µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά µε τα υποκειµενικά και αντικειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεµελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις µε τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρµοσθείσα ποινική διάταξη. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., ΕµπΝ: 679, ΑΝ: 635/1937, άρθ. 2, Υπεξαίρεση - Γενικά Αριθµός απόφασης: Υπεξαίρεση. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. - Από τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1α του ΠΚ, στην οποία ορίζεται ότι "όποιος ιδιοποιείται παρανόµως ξένο (ολικά ή εν µέρει) κινητό πράγµα που περιήλθε στην [133]

134 κατοχή του µε οποιονδήποτε τρόπο τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών...", προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως απαιτείται : α) το υλικό αντικείµενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγµα, όπως είναι και το χρήµα, β) να είναι αυτό ολικά ή µερικά ξένο, µε την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγµατος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει µε οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, δ) παράνοµη ιδιοποίηση του πράγµατος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη δικαιώµατος ή άλλου νόµιµου δικαιολογητικού λόγου, και ε) δολία προαίρεση του δράστη, που σηµαίνει συνείδηση του δράστη ότι το πράγµα είναι ξένο και θέληση ιδιοποιήσεως, που εκδηλώνεται µε οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εµφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεως του να ενσωµατώσει το πράγµα, χωρίς νόµιµο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Η ιδιοποίηση εκδηλώνεται τόσο µε την κατακράτηση όταν υπάρχει νόµιµη ή συµβατική υποχρέωση για απόδοση, πχ επί εισπράξεως χρηµάτων από άµεσο αντιπρόσωπο για λογαριασµό του δικαιούχου αντιπροσωπευόµενου, όσο και µε την άρνηση αποδόσεως στον ιδιοκτήτη όταν ζητηθεί το πράγµα. Χρόνος τελέσεως της υπεξαιρέσεως θεωρείται, σύµφωνα µε το άρθρο 17 του ΠΚ, ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεση του για παράνοµη ιδιοποίηση του ξένου πράγµατος. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαµβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. ΠΚ: 375, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., Υπεξαίρεση - Υπεξαίρεση αντικειµένων ιδιαίτερα µεγάλης αξίας Αριθµός απόφασης: 1800 Έτος: Υπεξαίρεση. -Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόµως ξένο (ολικά ή εν µέρει) κινητό πράγµα που περιήλθε στην κατοχή του µε οποιοδήποτε τρόπο, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δυο ετών και, αν το αντικείµενο της υπεξαιρέσεως [134]

135 είναι ιδιαιτέρως µεγάλης αξίας, µε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της υπεξαιρέσεως, απαιτείται το ξένο κινητό πράγµα να περιέλθει µε οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί παράνοµα αυτό, καθ' όν χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται µε οποιαδήποτε ενέργειά του, που εµφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωµατώσει στην περιουσία του. Περαιτέρω, η υπεξαίρεση αναβαθµίζεται σε κακούργηµα, που τιµωρείται µε κάθειρξη µέχρι δέκα ετών, εάν υπάρχουν όλα τα στοιχεία της απλής υπεξαίρεσης και επί πλέον µία από τις ακόλουθες περιοριστικά απαριθµούµενες δυο επιβαρυντικές περιστάσεις, δηλαδή, εάν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των ευρώ, (παρ. 1 περ. β που προστέθηκε µε το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2721/ ), ή αν πρόκειται για αντικείµενο ιδιαίτερα µεγάλης αξίας, που το έχουν εµπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεµόνα του παθόντος ή ως µεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. ιαχείριση δε ξένης περιουσίας έχει κάποιος, όταν έχει εξουσία από το νόµο ή από τη σύµβαση να ενεργεί για λογαριασµό άλλου ( του εντολέα του) επί της περιουσίας του όχι απλώς υλικές πράξεις, αλλά νοµικές πράξεις, µε εξουσία αντιπροσωπεύσεως αυτού. ΠΚ: 375, ΚΠ : 484, Υπεξαίρεση - Υπεξαίρεση αντικειµένων ιδιαίτερα µεγάλης αξίας Αριθµός απόφασης: 1522 Έτος: Κακουργηµατική υπεξαίρεση. Ηθικός αυτουργός. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά τη διάταξη της παρ. 1 εδ. α του άρθρου 375 ΠΚ "Όποιος ιδιοποιείται παρανόµως ξένο (ολικά ή εν µέρει) κινητό πράγµα που περιήλθε στην κατοχή του µε οποιονδήποτε τρόπο τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών και αν το αντικείµενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα µεγάλης αξίας, µε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της υπεξαίρεσης απαιτούνται α) ξένο ολικά ή εν µέρει κινητό πράγµα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγµα που βρίσκεται σε (ξένη) αναφορικά µε τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγµα να περιήλθε στο δράστη µε οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνοµα, δηλαδή να το ενσωµάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωµα που του παρέχει ο νόµος και δ) δολία προαίρεση του δράστη, περιλαµβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγµα είναι ξένο και τη θέληση ή αποδοχή να το ιδιοποιηθεί παράνοµα, η οποία εκδηλώνεται και µε την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεως του στον ιδιοκτήτη. Το προαναφερόµενο έγκληµα προσλαµβάνει κακουργηµατικό χαρακτήρα: 1) Αν η συνολική αξία του αντικειµένου αυτής υπερβαίνει το ποσό των εβδοµήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (τελευταίο εδάφιο της ίδιας ως άνω παραγράφου του άρθρου 375 ΠΚ) όπως τούτο προστέθηκε µε το άρθρο 14 παρ. 3α' του ν. 2721/1999 και ισχύει από και 2) το αντικείµενο αυτής είναι ιδιαίτερα µεγάλης αξίας και το έχουν εµπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ανάγκης ή λόγω µίας από τις περιοριστικά [135]

136 αναφερόµενες ιδιότητες του δράστη, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας (παρ. 2 του αυτού ως άνω άρθρου, όπως αυτή αντικ. µε το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996 και το εδ. β' αυτής που ορίζει ότι "Αν το συνολικό αντικείµενο της πράξης του προηγούµενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα εβδοµήντα τρεις χιλιάδες (73.000) ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση" προστέθηκε µε το άρθρο 14 παρ. 3β'του Ν. 2721/1999. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως της παρ, 2 του άρθρου 375 ΠΚ, για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει να ενεργεί διαχείρηση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νοµικές πράξεις µε εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, την οποία µπορεί να έχε" είτε από το νόµο, είτε από τη σύµβαση, χωρίς να αποκλείεται και η πραγµατική (de facto) άσκηση αυτής. Για να έχουµε δε κακουργηµατική υπεξαίρεση λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούµενο από αυτόν πράγµα, όπως είναι και το χρήµα, να περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητας του αυτής. ιαχειριστής µπορεί να είναι και ο εντολοδόχος, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ προκύπτει ότι, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή που απέκτησε από την εκτέλεση της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρηµάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής. Σε περίπτωση υπεξαιρέσεως κατ εξακολούθηση που τελέσθηκε µετά την έναρξη ισχύος του Ν. 2721/1999 για την κρίση σχετικά µε την αξία του πράγµατος (αν είναι ιδιαίτερα µεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως, λαµβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειµένου όλων των επί µέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε µε τις µερικότερες πράξεις στο αποτέλεσµα αυτό (άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, όπως προστέθηκε στο όρθρο αυτό µε το άρ. 14 παρ. 1 εδ. 1 του Ν. 2721/1999). Όταν το έγκληµα της υπεξαίρεσης έχει αντικείµενο ιδιαίτερα µεγάλης αξίας, απαιτείται ο προσδιορισµός της αξίας αυτού, διότι τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, επί συνδροµής της οποίας προβλέπεται µεγαλύτερη ποινή. - Από τη διάταξη του άρ. 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "µε την ποινή του αυτουργού τιµωρείται επίσης: α) όποιος µε πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειµενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισµένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειµενική υπόσταση ορισµένου εγκλήµατος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής µπορεί να γίνει µε οποιοδήποτε τρόπο ή µέσο, όπως, µε συµβουλές, απειλή ή µε εκµετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγµατικής ή νοµικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή µε τη διέγερση µίσους κατά του θύµατος, µε πειθώ ή φορτικότητα ή µε την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του µε το φυσικό αυτουργό. Υποκειµενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του ηθικού αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισµένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισµός της πράξεως αυτής µέχρι λεπτοµερειών, αρκεί δε και ενδεχόµενος, εκτός αν για την υποκειµενική θεµελίωση του οικείου εγκλήµατος απαιτείται άµεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. - Στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούµενη από τα 93 παρ, 3 του Συντ. και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν ο τρόπος και τα µέσα, µε τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να [136]

137 εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, κα-θώς και τα πραγµατικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε µε τον τρόπο και τα µέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεµελίωση της υποκειµενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας, όταν για την τέλεση του οικείου εγκλήµατος αρκεί και ενδεχόµενος, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί ο δόλος αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγµατικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος τετελεσµένου ή σε απόπειρα, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός από το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγµάτωση των περιστατικών αυτών. Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 Κποιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κποιν λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν ο ικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΠΚ: 46, 98, 375, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ΑΚ: 719, ηµοσίευση: INLAW 2010 Υπεξαίρεση - Υπεξαίρεση αντικειµένων ιδιαίτερα µεγάλης αξίας [137]

138 Αριθµός απόφασης: Κακουργηµατική υπεξαίρεση.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογί. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόµως ξένο (ολικά ή εν µέρει) κινητό πράγµα που περιήλθε στην κατοχή του µε οποιοδήποτε τρόπο, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δυο ετών και, αν το αντικείµενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως µεγάλης αξίας, µε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της υπεξαιρέσεως, απαιτείται το ξένο κινητό πράγµα να περιέλθει µε οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί παράνοµα αυτό, κατά τον χρόνο που βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται µε οποιαδήποτε ενέργειά του, που εµφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωµατώσει στην περιουσία του. Περαιτέρω, η υπεξαίρεση αναβαθµίζεται σε κακούργηµα, που τιµωρείται µε κάθειρξη µέχρι δέκα ετών, εάν υπάρχουν όλα τα στοιχεία της απλής υπεξαίρεσης και επί πλέον µία από τις ακόλουθες περιοριστικά απαριθµούµενες δυο επιβαρυντικές περιστάσεις, δηλαδή εάν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των ευρώ, (παρ. 1 περ. β που προστέθηκε µε το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2721/ ), ή, κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, αν πρόκειται για αντικείµενο ιδιαίτερα µεγάλης αξίας, που το έχουν εµπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεµόνα του παθόντος ή ως µεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. ιαχείριση δε ξένης περιουσίας έχει κάποιος, όταν έχει εξουσία από το νόµο ή από τη σύµβαση να ενεργεί για λογαριασµό άλλου (του εντολέα του) επί της περιουσίας του όχι απλώς υλικές πράξεις, αλλά νοµικές πράξεις, µε εξουσία αντιπροσωπεύσεως αυτού. - Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειµένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι σκέψεις µε τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Εξάλλου είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαίωση δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε από το καθένα. Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτή από εκείνη που πράγµατι έχει, εσφαλµένη δε εφαρµογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρµόστηκε. - Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει, όπως και οι παραπάνω πληµµέλειες, τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση εκείνη λαµβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση µε σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριµένο τρόπο τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε µεταξύ της αιτιολογίας και του [138]

139 διατακτικού, ώστε να µην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή µη εφαρµογή του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. ΠΚ: 375 ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Υπεξαίρεση - Υπεξαίρεση στην υπηρεσία Αριθµός απόφασης: 2443 Έτος: Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Απόλυτη ακυρότητα. Παραβίαση δικαιωµάτων κατηγορουµένου. Ανάγνωση εγγράφων. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 258 περ.β του ΠΚ υπάλληλος ο οποίος παράνοµα ιδιοποιείται χρήµατα ή άλλα κινητά πράγµατα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόµα δεν ήταν αρµόδιος γι' αυτό, αν το αντικείµενο της πράξης είναι ιδιαίτερα µεγάλης αξίας, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος αυτού, που περιλαµβάνει την αντικειµενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ υπεξαιρέσεως, απαιτείται όπως το παράνοµα ιδιοποιούµενο πράγµα είναι ξένο (ολικά ή εν µέρει), τέτοιο δε θεωρείται αυτό που βρίσκεται σε ξένη σε σχέση µε το δράστη κυριότητα, µε την έννοια που εκλαµβάνεται αυτή στο αστικό δίκαιο, το οποίο ο υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13α και 263α του ίδιου Κώδικα, έλαβε ή κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, έστω και αν είναι αναρµόδιος γι' αυτό, ιδιοποίηση δε αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη η οποία εκδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και διαθέτει τα χρήµατα ή το πράγµα σαν να είναι κύριος. Υποκειµενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου που ενέχει τη γνώση ότι το πράγµα είναι ξένο (ολικά ή εν µέρει), και ότι έλαβε ή κατέχει τούτο υπό την υπαλληλική του ιδιότητα ως και τη θέληση να ιδιοποιηθεί τούτο παράνοµα, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Όταν το έγκληµα της υπεξαιρέσεως έχει αντικείµενο ιδιαίτερα µεγάλης αξίας, απαιτείται ο προσδιορισµός της αξίας αυτού, διότι τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, επί συνδροµής της οποίας προβλέπεται µεγαλύτερη ποινή. - Η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτό µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία και θεµελιώνουν την ύπαρξη ενοχής του κατηγορουµένου για το έγκληµα που διώχθηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και νοµικοί συλλογισµοί µε βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών, που προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που προβλέπει και τιµωρεί το έγκληµα, για το οποίο και καταδικάστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται πιο βαρύνει περισσότερο για το σχηµατισµό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται µόνο να προκύπτει ότι το ικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίµησε για το σχηµατισµό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά µέσα και όχι µόνο [139]

140 µερικά από αυτά. εν αποτελούν όµως λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου. Η επιβαλλόµενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγµατος και του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, πρέπει να υπάρχει και όταν απορρίπτονται παραδεκτά υποβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισµοί, όπως είναι και προβληθείσα από τον κατηγορούµενο ένσταση παραγραφής. - Από τη διάταξη του άρθρου 333 παρ.1 του ΚΠοιν, προκύπτει ότι αν ο κατηγορούµενος ζητήσει και λάβει το λόγο για να υποβάλει αίτηση ή ένσταση για οποιοδήποτε θέµα που αφορά την υπόθεση που συζητείται και µετά από αυτόν λάβει το λόγο ο εισαγγελέας ή άλλος διάδικος, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δεν υποχρεούται να δώσει εκ νέου το λόγο στον κατηγορούµενο, εκτός αν τον ζητήσει ο ίδιος. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠοιν, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίµηση από το ικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' σε συνδυασµό µε το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα δικαιώµατος του κατηγορουµένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά µε το αποδεικτικό µέσο. H ακυρότητα αυτή δεν επέρχεται αν το περιεχόµενο του εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο προκύπτει από άλλα έγγραφα που αναγνώσθηκαν ή από άλλα αποδεικτικά µέσα (έγγραφα, καταθέσεις µαρτύρων, απολογία κατηγορουµένου κλπ) και το παραπάνω έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε αναφέρεται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της αποφάσεως, χωρίς να έχει ληφθεί αµέσως υπόψη από το ικαστήριο της ουσίας για το σχηµατισµό της δικανικής του πεποίθησης, σε σχέση µε τη συνδροµή περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούµενο. ΠΚ: 13α, 258, 263α, 375, ΚΠ : 329, 331, 333, 364, 369, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, ηµοσίευση: INLAW 2008 Φοροδιαφυγή - Εικονικά φορολογικά στοιχεία Αριθµός απόφασης: Περιπτώσεις φοροδιαφυγής. Εικονικά τιµολόγια. - Ο νόµος 2523/1997 " ιοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νοµοθεσία και άλλες διατάξεις", τυποποιεί ως εγκλήµατα τρεις βασικές περιπτώσεις φοροδιαφυγής: α) τη µη υποβολή ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήµατος (άρθρο 17), β) τη µη απόδοση ΦΠΑ και άλλων παρακρατουµένων φόρων ή εισφορών (άρθρο 18), και γ) την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, την αποδοχή εικονικών και τη νόθευση τέτοιων στοιχείων (άρθρο 19). Ειδικότερα το άρθρο 19 παρ. 1 του πιο πάνω νόµου (όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση της µε το άρθρο 40 παρ.1 του ν.3220/2004), ορίζει ότι: "1. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή µη [140]

141 την πληρωµή φόρου, τιµωρείται µε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών µηνών Το αδίκηµα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήµατα που προβλέπονται και τιµωρούνται µε τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόµου Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για µέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγµατοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, µε την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύµατός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρµόδια, σύµφωνα µε την αναγραφόµενη στο στοιχείο διεύθυνση, δηµόσια οικονοµική υπηρεσία...". Κατά το άρθρο δε 20 παρ. 1α του ίδιου νόµου "Στα νοµικά πρόσωπα ως αυτουργοί του αδικήµατος της φοροδιαφυγής θεωρούνται: α) στις ηµεδαπές: ανώνυµες εταιρίες, οι πρόεδροι των.σ., οι διευθύνοντες ή εντεταλµένοι ή συµπράττοντες σύµβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλµένο είτε άµεσα από το νόµο είτε από ιδιωτική βούληση είτε µε δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα µέλη των διοικητικών συµβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγµατι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω". Κατά την παράγραφο δε 6 του ίδιου άρθρου "Οι ανωτέρω αυτουργοί και συνεργοί τιµωρούνται, εφόσον κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήµατος είχαν την ιδιότητα αυτή και εφόσον γνώριζαν ή από την ιδιότητα τους και εν όψει των συγκεκριµένων περιστάσεων γίνεται φανερό ότι γνώριζαν για τις πράξεις ή παραλείψεις, µε τις οποίες εκπληρώθηκαν οι όροι των αδικηµάτων του παρόντος". Κατά τη διάταξη δε τέλος του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. γ του ίδιου νόµου, όπως το τρίτο εδάφιο αντικαταστάθηκε µε την παρ.3 αρθρ.12 Ν. 2753/1999 "... Κατ' εξαίρεση, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόµου η ποινική δίωξη ασκείται άµεσα µε βάση τα πορίσµατα του φορολογικού ελέγχου και τη µηνυτήρια αναφορά του προϊσταµένου της αρµόδιας δηµόσιας οικονοµικής υπηρεσίας (.Ο.Υ.) ή του προϊσταµένου της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο, σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώµατος ίωξης Οικονοµικού Εγκλήµατος (Σ..Ο.Ε.) ή των Ελεγκτικών Κέντρων του άρθρου 3 του ν. 2343/1995. Στις περιπτώσεις του προηγούµενου εδαφίου η µηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται µέσα σε ένα (1) µήνα από την πάροδο άπρακτης της προθεσµίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς επί της οικείας απόφασης επιβολής προστίµου (Α.Ε.Π.) του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.), ανεξάρτητα αν κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του αρµόδιου διοικητικού πρωτοδικείου". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήµατος, της φοροδιαφυγής, απαιτείται αντικειµενικώς έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή νόθευση γνήσιων φορολογικών στοιχείων, υποκειµενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαµβάνει τη γνώση, έστω και µε την έννοια της αµφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και επί νοθεύσεως της γνησιότητας αυτών και περαιτέρω τη θέληση η αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή στη νόθευση γνήσιων στοιχείων. Η αυτή ως άνω γνώση της πλαστότητας ή εικονικότητας πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του νοµίµου εκπροσώπου του νοµικού προσώπου, όπως είναι και η ανώνυµη εταιρία όταν το νοµικό πρόσωπο εξέδωσε ή αποδέχθηκε τα εικονικά φορολογικά στοιχεία. Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται πλέον, ως πρόσθετο στοιχείο, για τη θεµελίωση της υποκειµενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήµατος σε αντίθεση προς το άρθρο 31 παρ.1 περ. η' του Ν. 1591/1986, που απαιτούσε για την υποκειµενική θεµελίωσή του, πλην του βασικού δόλου, αναφορικά µε τα στοιχεία της αντικειµενικής του [141]

142 υποστάσεως και σκοπό του δράστη να αποκρύψει τη φορολογητέα ύλη. Από τις αυτές διατάξεις προκύπτει περαιτέρω ότι, στις περιπτώσεις που το αδίκηµα της φοροδιαφυγής τελείται µε τους ανωτέρω τρόπους (έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, αποδοχή εικονικών ή νόθευση), η ποινική δίωξη ασκείται άµεσα µε βάση τα πορίσµατα του φορολογικού ελέγχου και τη µηνυτήρια αναφορά και δεν έχει ως προϋπόθεση την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε και σε περίπτωση µη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, µε την παρέλευση της νόµιµης προθεσµίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής, όπως ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της αυτής διατάξεως, για τις λοιπές περιπτώσεις φοροδιαφυγής. Τέλος στην περίπτωση ηµεδαπής ανωνύµου εταιρίας, όπως σαφώς προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1α του ως άνω νόµου, µε την έννοια του προέδρου του.σ. της εταιρίας, ως αυτουργού του εγκλήµατος της φοροδιαφυγής, εξοµοιώνεται και ο αντιπρόεδρος του.σ., εφόσον αυτός ενεργεί στις υποθέσεις της εταιρίας αντί του προέδρου, ενώ κατά την ίδια διάταξη, στην έννοια του αυτουργού εµπίπτει κι αυτός υπό την άνω ιδιότητά του, εφόσον ως εντεταλµένος, είτε άµεσα από το νόµο είτε από ιδιωτική βούληση, συµπράττει στη διοίκηση ή διαχείριση της εταιρίας. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Νόµοι: 2343/1995, άρθ. 3, Νόµοι: 2523/1997, άρθ. 17, 19, Νόµοι: 2753/1999, άρθ. 12, Νόµοι: 3220/2004, άρθ. 40, Φοροδιαφυγή - Εικονικά φορολογικά στοιχεία Αριθµός απόφασης: Έκδοση και αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. - Ο Ν. 2523/1997 " ιοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νοµοθεσία και άλλες διατάξεις", τυποποιεί ως εγκλήµατα τρεις βασικές περιπτώσεις φοροδιαφυγής: α) τη µη υποβολή ή τη υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήµατος (άρθρο 17), β) τη µη απόδοση ΦΠΑ και άλλων παρακρατουµένων φόρων ή εισφορών (άρθρο 18), και γ) την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, την αποδοχή εικονικών και τη νόθευση τέτοιων στοιχείων (άρθρο 19). Ειδικότερα το άρθρο 19 παρ.1 του πιο πάνω νόµου (όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της µε το άρθρο 40 παρ.1 του Ν. 3220/2004), ορίζει ότι. "1. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή µη την πληρωµή φόρου, τιµωρείται µε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών µηνών Το αδίκηµα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήµατα που προβλέπονται και τιµωρούνται µε τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόµου. 3. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί µε οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί και όταν το περιεχόµενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού, είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. 4. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για µέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγµατοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που [142]

143 αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, µε την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύµατός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρµόδια, σύµφωνα µε την αναγραφόµενη στο στοιχείο διεύθυνση, δηµόσια οικονοµική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε µορφής επιχείρηση ή από φυσικό νοµικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο µε τη συγκεκριµένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγµατικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγµατικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόµου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία µεγαλύτερη της πραγµατικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το µέρος της µεγαλύτερης αυτής αξίας". Περαιτέρω, κατά τις παρ.1α και 6 του άρθρου 20 του ίδιου ν. 2523/1997, "1. Στα νοµικά πρόσωπα ως αυτουργοί του αδικήµατος της φοροδιαφυγής θεωρούνται: α) Στις ηµεδαπές ανώνυµες εταιρίες, οι πρόεδροι των.σ., οι διευθύνοντες ή εντεταλµένοι ή συµπράττοντες σύµβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλµένο είτε άµεσα από το νόµο είτε από ιδιωτική βούληση είτε µε δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα µέλη των διοικητικών συµβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγµατι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω Οι ανωτέρω αυτουργοί και συνεργοί τιµωρούνται εφόσον κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήµατος είχαν την ιδιότητα αυτή και εφόσον γνώριζαν ή από την ιδιότητά τους και εν όψει των συγκεκριµένων περιστάσεων γίνεται φανερό ότι γνώριζαν για τις πράξεις ή παραλείψεις, µε τις οποίες εκπληρώθηκαν οι όροι των αδικηµάτων του παρόντος". Από τις πιο πάνω διατάξεις, προκύπτει, πλην άλλων, ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήµατος, της φοροδιαφυγής, απαιτείται, αντικειµενικώς, η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, υποκειµενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαµβάνει τη γνώση, έστω και µε την έννοια της αµφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και επί αποδοχής, της εικονικότητας αυτών και περαιτέρω τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά φορολογικά στοιχεία. Στην περίπτωση δε κατά την οποία η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων που αφορούν ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για µέρος αυτής υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων ( ) ευρώ, η µηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αµέσως µε την ολοκλήρωση του ελέγχου, σύµφωνα µε τη δικονοµικού χαρακτήρα διάταξη της παρ.2 του άρθρου 40 του Ν. 3220/2004 µε την οποία προστέθηκε εδάφιο δ' στην παράγραφο 2 του παραπάνω άρθρου 21 του Ν. 2523/ Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' ΚΠ, λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και η αξιολόγησή τους και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που [143]

144 αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηµατισµό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται µόνο να προκύπτει ότι το ικαστικό Συµβούλιο (ή το ικαστήριο) έλαβε υπόψη του και συνεκτίµησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηµατισµό της δικής του πεποιθήσεως και όχι µερικά από αυτά κατ' επιλογήν. Εξάλλου, πάγια η νοµολογία και η επιστήµη δέχονται ότι η αιτιολογία δεν δύναται να είναι "επιλεκτική", να στηρίζεται δηλαδή σε ορισµένα πραγµατικά δεδοµένα της προδικασίας ή της ακροαµατικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιµά άλλα που εισφέρθηκαν σ' αυτή, γιατί τότε δηµιουργούνται λογικά κενά και δεν µπορεί να κρίνεται µια τέτοια αιτιολογία ως εµπεριστατωµένη. Έτσι, για να είναι ειδική και εµπεριστατωµένη η αιτιολογία της αποφάσεως ή του βουλεύµατος, δεν αρκεί η τυπική ρηµατική αναφορά των κατ' είδος αποδεικτικών µέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται ότι το ικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίµησε όλα τα αποδεικτικά µέσα και όχι µόνον µερικά εξ' αυτών κατ' επιλογή. Η δε υποχρέωση για συγκριτική στάθµιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχοµένου όλων των αποδεικτικών µέσων, επιβάλλεται από τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠ. Βεβαίως το αποτέλεσµα του συσχετισµού, της συνεκτίµησης, της συγκριτικής στάθµισης και της συναξιολόγησης των αποδεικτικών µέσων, δηλαδή από ποιό αποδεικτικό µέσο πείσθηκε τελικά το ικαστήριο, δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πλην, όµως, πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται, γιατί πείσθηκε από το συγκεκριµένο αποδεικτικό µέσο και όχι από άλλο αντίθετο, αντιφατικό ή απλώς διαφορετικό. Ο δε αναιρετικός έλεγχος επ' αυτού εστιάζεται, στο αν το ικαστήριο πραγµατοποίησε λειτουργικό συσχετισµό, συνεκτίµηση και συναξιολόγηση του περιεχοµένου όλων των αποδεικτικών µέσων και όχι επιλεκτική λήψη µερικών µόνο από αυτά. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., Νόµοι: 2523/1997, άρθ. 17, 18, 19, 20, Νόµοι: 3220/2004, Φοροδιαφυγή - Εικονικά φορολογικά στοιχεία Αριθµός απόφασης: Έκδοση πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων. Προηγούµενη ακρόαση.έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Εσφαλµένη εφαρµογή νόµου. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Νόµοι: 2523/1997, άρθ. 19, 21, Νόµοι: 3220/2004, άρθ. 40, Φορολογικό Ποινικό - Μη καταβολή χρεών στο ηµόσιο Αριθµός απόφασης: 969 [144]

145 - Μη καταβολή χρεών προς το ηµόσιο. Εφαρµογή ηπιότερου νόµου. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Ν. 1882/1990, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του µε το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997, η παραβίαση της προθεσµίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το ηµόσιο, που είναι βεβαιωµένα στις αρµόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη µη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή, προκειµένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση πέραν των δύο µηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται, ύστερα από αίτηση του προϊσταµένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους, και τιµωρείται µε ποινή φυλακίσεως, κατά τις διακρίσεις των επόµενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, ανάλογα µε το είδος του οφειλοµένου χρέους και το ποσό της ληξιπρόθεσµης οφειλής. Με τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις ενάρξεως της ποινικής ευθύνης από τη µη καταβολή χρεών προς το ηµόσιο, ήτοι αυτή της µη καταβολής του χρέους που η εξόφληση του έχει ρυθµισθεί σε δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσµία καταβολής της τρίτης δόσεως και εκείνη της µη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίµηνο από το τέλος της προθεσµίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Έτσι για την καθεµία από τις περιπτώσεις αυτές απαιτούνται διαφορετικά στοιχεία για τη συγκρότηση της αντίστοιχης αξιόποινης πράξεως. Περαιτέρω, µε το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 αντικαταστάθηκε το ως άνω άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 και, αφενός µεν ποινικοποιήθηκε η µη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δηµόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του ποσού, το οποίο, όταν οφείλεται, καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής του και έτσι οι πράξεις που προηγουµένως ήταν αξιόποινες καθίστανται πλέον ανέγκλητες, αν το ύψος της ληξιπρόθεσµης οφειλής δεν υπερβαίνει το όριο του δρχ. προκειµένου για δάνεια και παρακρατούµενους ή επιρριπτόµενους φόρους και τα δρχ. όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Εποµένως, κρίσιµα στοιχεία για τη θεµελίωση του προβλεπόµενου από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997 εγκλήµατος της µη καταβολής χρεών προς το ηµόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωµής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος-(χρόνος καταβολής) δεν συµπίπτει αναγκαστικά µε το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ο νόµος ως βεβαίωση χρεών εννοεί εκείνη που γίνεται από την αρµόδια οικονοµική αρχή και έχει ως περιεχόµενο τον προσδιορισµό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσµο του χρέους συνάπτεται µε τη λεγόµενη ταµειακή βεβαίωση, οπότε και µπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η µη πληρωµή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο µηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του, ενώ αν το χρέος είναι καταβλητέο σε δύο δόσεις, απαιτείται η πάροδος διµήνου από τη λήξη του χρόνου καταβολής της δεύτερης δόσης. Τέλος µε το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την , αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον µε αυτό ότι "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωµένων στις δηµόσιες οικονοµικές υπηρεσίες ( ΟΥ) και τα τελωνεία χρεών προς το ηµόσιο, τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισµούς του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα, για χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο των τεσσάρων µηνών, διώκεται [145]

146 ύστερα από αίτηση του προϊσταµένου της ΟΥ ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιµωρείται µε ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον µηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συµπεριλαµβανοµένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων µέχρι την ηµεροµηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον µηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων ( ) ευρώ. Με το ανωτέρω άρθρο 34 του Ν. 3220/2004, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου, επέρχονται ορισµένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. Ειδικότερα, µε την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού: 1) Το ποινικό αδίκηµα της µη καταβολής χρεών προς το ηµόσιο και λοιπών βεβαιωµένων και ληξιπρόθεσµων εσόδων στις ΟΥ και τα Τελωνεία αντιµετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς τον χρόνο διαπράξεως του, ανεξαρτήτως του τρόπου καταβολής των χρεών, σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσµο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται µαζί µε τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσµης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσµης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους χρέους (παρακρατούµενοι ή επιρριπτόµενοι φόροι, δάνεια µε εγγύηση του Ελληνικού ηµοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη µη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Σύµφωνα µε τα ανωτέρω, κατά το µέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση εξοφλήσεως ορισµένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαµβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεµελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους, είναι δυσµενέστερες και συνεπώς για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρµογής τους, εφαρµόζονται ως ευµενέστερες οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεως τους. Αντιθέτως, όταν το χρέος ή τα περισσότερα χρέη είναι καταβλητέα εφάπαξ και αφορούν πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη εφαρµογής του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, υπερβαίνει δε το καθένα από αυτά το τασσόµενο µε τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικ. µε το άρθρο 23 παρ.1 του Ν /1997, κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη ( δρχ. προκειµένου περί παρακρατούµενων ή επιρριπτόµενων φόρων και δρχ. προκειµένου περί λοιπών φόρων και χρεών γενικά), ενώ συγχρόνως υπερβαίνουν τα ίδια χρέη συνολικά το ποσό των ευρώ, είναι οι διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004 ευµενέστερες για τους οφειλέτες του ηµοσίου και τυγχάνουν εφαρµογής, σύµφωνα µε το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, καθόσον αυξάνεται µε αυτές το όριο της ποινικής ευθύνης του οφειλέτη στο ποσό των ευρώ και ορίζεται ως χρόνος ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του η παρέλευση τετραµήνου και όχι διµήνου από το τέλος της προθεσµίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ενώ συγχρόνως αυξάνονται και τα όρια του χρέους για τη µη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη και διαφοροποιείται η ποινική µεταχείριση, ανάλογα µε το ύψος του χρέους. - Η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ΚΠοιν προβλεπόµενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν. προκειµένου για καταδικαστική απόφαση, αναφέρονται σ' αυτή, µε σαφήνεια, [146]

147 πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά. τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι σκέψεις µε βάση τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς κατά το είδος τους. χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά χωριστά. Η ανωτέρω αιτιολογία απαιτείται και για τους αυτοτελείς ισχυρισµούς που προβάλλονται από τον κατηγορούµενο ή το συνήγορό του, εφόσον οι ισχυρισµοί αυτοί είναι νόµιµοι. Τέτοιοι ισχυρισµοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή µείωση της ικανότητας για καταλογισµό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη µείωση της ποινής. - Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Ε ΚΠοιν, συντρέχει, όχι µόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρµόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως. που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Νόµοι: 1882/1990, άρθ. 25, Νόµοι: 2523/1997, άρθ. 23, Νόµοι: 3220/2004, άρθ. 34, [147]

148 ιδότου 9-11, Αθήνα, τηλ , Fax: [148]

www.inlaw.gr Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-261 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-261 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-261 [ 2 ] ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ ιονυσοπούλου Αθανασία: Προγνωστικές αποφάσεις στο ποινικό δικονοµικό δίκαιο. Το παράδειγµα της προσωρινής κράτησης

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 01-02/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-127 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 01-02/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-127 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 01-02/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-127 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία εξ αµελείας Αριθµός απόφασης: 540 Έτος: 2009 - Ανθρωποκτονία από αµέλεια. Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 2440/2008 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: WPyfb8Gf6LeV&apof=2440_2008

Αρείου Πάγου 2440/2008 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:   WPyfb8Gf6LeV&apof=2440_2008 Αρείου Πάγου 2440/2008 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=wuniryoznykefu01l6 WPyfb8Gf6LeV&apof=2440_2008 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-192 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικήµατα - Αγορανοµικά αδικήµατα Αριθµός απόφασης: 524 Έτος: 2009 - Παραβίαση αγορανοµικών διατάξεων. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-140 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Επανάληψη της διαδικασίας Επανάληψη σε όφελος του καταδικασµένου. Αριθµός απόφασης: 757 Έτος: 2011 - Επανάληψη διαδικασίας σε όφελος

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-180 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-180 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-180 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικήµατα - Ανακριβής δήλωση περιουσιακής κατάστασης Αριθµός απόφασης: 1468 Έτος: 2012 - Ανακριβής δήλωση περιουσιακής κατάστασης

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 1914/2008 (Α, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: ZJh9qcqtFcGW&apof=1914_2008

Αρείου Πάγου 1914/2008 (Α, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  ZJh9qcqtFcGW&apof=1914_2008 Αρείου Πάγου 1914/2008 (Α, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=rkka5b7u5asbqcxeh6 ZJh9qcqtFcGW&apof=1914_2008 Θέμα Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία,

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 1486/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) NOD4SMH0L3OT8&apof=1486_2009

Αρείου Πάγου 1486/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)  NOD4SMH0L3OT8&apof=1486_2009 Αρείου Πάγου 1486/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=e4vui42uxuc0qrscy NOD4SMH0L3OT8&apof=1486_2009 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Εργατικού ατυχήματος αναγγελία.

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός 4/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός 4/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Απόφαση 4 / 2018 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Αριθμός 4/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

Διαβάστε περισσότερα

Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υγιεινή και ασφάλεια εργασίας.

Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υγιεινή και ασφάλεια εργασίας. Αρείου Πάγου 1989/2008 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=8zxtk6eu6yi8bmz7rhpu TmH2f8qoFo&apof=1989_2008 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία,

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-201 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-201 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-201 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικήµατα - Αγορανοµικά αδικήµατα Αριθµός απόφασης: 433 Έτος: 2012 - Αγορανοµικά αδικήµατα. Πώληση ακατάλληλων τροφίµων. Έλλειψη

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-155 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-155 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-155 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικήµατα - Αγορανοµικά αδικήµατα Αριθµός απόφασης: 819 Έτος: 2011 - Αγορανοµικά αδικήµατα. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία.

Διαβάστε περισσότερα

Υπόχρεος επί Α.Ε ο Διευθύνων Σύμβουλος (ΑΠ 404/2008). Πτώχευση εταιρίας...

Υπόχρεος επί Α.Ε ο Διευθύνων Σύμβουλος (ΑΠ 404/2008). Πτώχευση εταιρίας... Πίνακας περιεχομένων ΘΕΜΑ: Μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ. Έννοια. Στοιχεία. Υπόχρεος επί Α.Ε ο Διευθύνων Σύμβουλος (ΑΠ 404/2008). Πτώχευση εταιρίας. Συνέπεια στο αξιόποινο της πράξεως και δη

Διαβάστε περισσότερα

Θέμα. Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου, Δόλος. Περίληψη:

Θέμα. Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου, Δόλος. Περίληψη: Αρείου Πάγου 1115/2010 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=m287y5yfgbkax1e82y V81DT4DJWAZN&apof=1115_2010 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου,

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου: 310/1994 Πηγή: Ποιν.Χρ. Μ '1994 σελ. 485

Αρείου Πάγου: 310/1994 Πηγή: Ποιν.Χρ. Μ '1994 σελ. 485 Αρείου Πάγου: 310/1994 Πηγή: Ποιν.Χρ. Μ '1994 σελ. 485 Περίληψη: Έννοια µη συνειδητής αµέλειας και ιδιαίτερης νοµικής υποχρέωσης στα µη γνήσια εγκλήµατα παραλείψεως. Η ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση πρέπει

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου: 39/1996 Πηγή: Ποιν. Χρ. ΜΣΤ'/96, σελ. 1429

Αρείου Πάγου: 39/1996 Πηγή: Ποιν. Χρ. ΜΣΤ'/96, σελ. 1429 Αρείου Πάγου: 39/1996 Πηγή: Ποιν. Χρ. ΜΣΤ'/96, σελ. 1429 Περίληψη: Πότε στοιχειοθετείται µη γνήσιο έγκληµα παραλείψεως. Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και πότε νοµίµου βάσεως. Ορθή και αιτιολογηµένη

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 302/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: 8SCXOBEZZ2A7&apof=302_2010

Αρείου Πάγου 302/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  8SCXOBEZZ2A7&apof=302_2010 Αρείου Πάγου 302/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=b8p6vd5el2sogqasl9 8SCXOBEZZ2A7&apof=302_2010 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 07-08/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

www.inlaw.gr Newsletter 07-08/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ www.inlaw.gr Newsletter 07-08/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-203 [- 2 -] Αδικήµατα - Αγορανοµικά αδικήµατα Αριθµός απόφασης: 46 Έτος: 2010 - Τρόφιµα ακατάλληλα προς βρώση που διατέθηκαν σε καταναλωτή. Ειδική

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος: 678/1998 Πηγή: Ποιν. Χρονικά ΜΘ/99, σελ. 321

Άρειος Πάγος: 678/1998 Πηγή: Ποιν. Χρονικά ΜΘ/99, σελ. 321 Άρειος Πάγος: 678/1998 Πηγή: Ποιν. Χρονικά ΜΘ/99, σελ. 321 Στοιχεία ανθρωποκτονίας εξ άνευ συνειδήσεως αµελείας. -Όταν η αµέλεια αποτελεί σύνολο συµπεριφοράς απαιτείται η συνδροµή όχι µόνο των όρων του

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-107 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-107 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-107 [ 2 ] ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία από πρόθεση Αριθµός απόφασης: 338 - Ανθρωποκτονία από πρόθεση. Αναίρεση κατά βουλεύµατος.

Διαβάστε περισσότερα

Ευγένιος Αρ. Γιαρένης Αντεισαγγελέας του Στρατοδικείου Ιωαννίνων ρ. ηµοσίου ικαίου Παντείου Πανεπιστηµίου

Ευγένιος Αρ. Γιαρένης Αντεισαγγελέας του Στρατοδικείου Ιωαννίνων ρ. ηµοσίου ικαίου Παντείου Πανεπιστηµίου Η µη αναγραφή του άρθρου 15 ΠΚ επί του κλητηρίου θεσπίσµατος, σε περίπτωση ανθρωποκτονίας από αµέλεια µε παράλειψη από έχοντα ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση να παρεµποδίσει την επέλευση του αποτελέσµατος δράστη,

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 2366/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) NMJNC9NJD8R7&apof=2366_2009

Αρείου Πάγου 2366/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)  NMJNC9NJD8R7&apof=2366_2009 Αρείου Πάγου 2366/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=taynm0n4ntrip5ibex NMJNC9NJD8R7&apof=2366_2009 Θέμα Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Ασφαλείας μέτρα. Περίληψη:

Διαβάστε περισσότερα

Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.

Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Αρείου Πάγου 1680/2010 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=xooymhz97g4qe64jr YHG19G756C374&apof=1680_2010 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 535/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: AL3mpqVnjW&apof=535_2009

Αρείου Πάγου 535/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  AL3mpqVnjW&apof=535_2009 Αρείου Πάγου 535/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=b5bbdofgrx70b2qvz0pg AL3mpqVnjW&apof=535_2009 Θέμα Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός 994/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. ΣΤ` Ποινικό Τμήμα

Αριθμός 994/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. ΣΤ` Ποινικό Τμήμα Αριθμός 994/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ` Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Τακτικού

Διαβάστε περισσότερα

Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.

Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Αρείου Πάγου 1431/2013 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή : http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=zu4rnue9dk1e6njtc4 H6XKLLNR8AWA&apof=1431_2013 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 1005/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: 4L2FSEJJZD9RK78RY0&apof=1005_2010

Αρείου Πάγου 1005/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  4L2FSEJJZD9RK78RY0&apof=1005_2010 Αρείου Πάγου 1005/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=etkvyjdg64a5 4L2FSEJJZD9RK78RY0&apof=1005_2010 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 2073/2009 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: 5PGYCYHPW792&apof=2073_2009

Αρείου Πάγου 2073/2009 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  5PGYCYHPW792&apof=2073_2009 Αρείου Πάγου 2073/2009 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=oedimqabuiyrjg586j 5PGYCYHPW792&apof=2073_2009 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 521/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: GLYOM6ARBHFFB&apof=521_2013

Αρείου Πάγου 521/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  GLYOM6ARBHFFB&apof=521_2013 Αρείου Πάγου 521/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=w90cro39rkwqu3e6t GLYOM6ARBHFFB&apof=521_2013 Θέμα Σωματική βλάβη από αμέλεια, Εργατικό ατύχημα.

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-44 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-44 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-44 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικήµατα - Εγκλήµατα κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών Αριθµός απόφασης: 337 Έτος: 2010 - ιατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών.

Διαβάστε περισσότερα

Published on TaxExperts (

Published on TaxExperts ( Πίνακας περιεχομένων ΘΕΜΑ: Ποινική ευθύνη νόμιμου εκπροσώπου ανώνυμης εταιρείας ο οποίος προέβη σε αποδοχή εικονικών τιμολογίων για ανύπαρκτες συναλλαγές, με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης. Η παραγραφή

Διαβάστε περισσότερα

Ιατρική Ευθύνη &Βιοηθική Μαρτίου Ζητήματα απόδειξης στην ποινική ιατρική ευθύνη

Ιατρική Ευθύνη &Βιοηθική Μαρτίου Ζητήματα απόδειξης στην ποινική ιατρική ευθύνη Ιατρική Ευθύνη &Βιοηθική 14 15 Μαρτίου 2014 Ζητήματα απόδειξης στην ποινική ιατρική ευθύνη Υποκειμενικό Στοιχείο ΑΠ 45/2013: Από το συνδυασμό των διατάξεων 302 παρ.1 και 28 ΠΚ προκύπτει ότι απαιτείται:

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου: 1578/1993 Πηγή: Ποιν.Χρ. Μ ' 1994, σ. 28

Αρείου Πάγου: 1578/1993 Πηγή: Ποιν.Χρ. Μ ' 1994, σ. 28 Αρείου Πάγου: 1578/1993 Πηγή: Ποιν.Χρ. Μ ' 1994, σ. 28 Περίληψη: Ο κατηγορούµενος, ο οποίος κατά την διενέργεια προανακρίσεως είχε προβεί σε δήλωση της κατοικίας ή διαµονής του θεωρείται κατά πλάσµα του

Διαβάστε περισσότερα

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ Προεδρεύων ο κ. Κ. ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, αντιπρόεδρος Εισηγητής ο κ. Θ. ΛΑΦΑΖΑΝΟΣ, αρεοπαγίτης Δικηγόροι οι κ.κ. Γ. Τσιπινιάς, Ι. Αποστολίδης Επιταγή. Αθλητισμός. Ακυρότητα. Είναι άκυρη

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΘΜΟΣ 569/2011 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ 569/2011 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΑΡΙΘΜΟΣ 569/2011 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά

Διαβάστε περισσότερα

Ναρκωτικά, Ανθρωποκτονία από αµέλεια, Σωµατική βλάβη από αµέλεια, Πρόσθετοι λόγοι.

Ναρκωτικά, Ανθρωποκτονία από αµέλεια, Σωµατική βλάβη από αµέλεια, Πρόσθετοι λόγοι. Απόφαση 134 / 2012 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Θέµα Ναρκωτικά, Ανθρωποκτονία από αµέλεια, Σωµατική βλάβη από αµέλεια, Πρόσθετοι λόγοι. Περίληψη: Οδήγηση µεταφορικού µέσου υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών από την οποία

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 1620/2009 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: 7S9UVMCZOXILN&apof=1620_2009

Αρείου Πάγου 1620/2009 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  7S9UVMCZOXILN&apof=1620_2009 Αρείου Πάγου 1620/2009 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=oyeolneuzy4z1syoh 7S9UVMCZOXILN&apof=1620_2009 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ανθρωποκτονία

Διαβάστε περισσότερα

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών Δικάσιμος: 01.10.2015 ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ (που αναπτύχθηκαν προφορικώς και καταχωρίζονται στα πρακτικά της συνεδρίασης κατ άρθρ. 141 παρ. 2 ΚΠΔ) Των:

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός 231/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός 231/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Αριθμός 231/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Μαρία

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-127 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-127 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-127 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικήµατα - Αγορανοµικά αδικήµατα Αριθµός απόφασης: 215 Έτος: 2011 - Παράβαση αγορανοµικών διατάξεων. Έλλειψη αιτιολογίας και έλλειψη

Διαβάστε περισσότερα

Συγκροτήθηκε από τους ικαστές: ηµήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Χαράλαµπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο- Εισηγητή, Παναγιώτη

Συγκροτήθηκε από τους ικαστές: ηµήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Χαράλαµπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο- Εισηγητή, Παναγιώτη Απόφαση 172 / 2010 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Θέµα Αιτιολογίας επάρκεια, Νόµου εφαρµογή και ερµηνεία, Ναρκωτικά. Περίληψη: Αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών (ηρωίνης). Η αγορά και η κατοχή συντελείται και µε τη µεσολάβηση

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-142 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-142 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-142 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικήµατα - Αγορανοµικά αδικήµατα Αριθµός απόφασης: 1911 Έτος: 2010 - Παρότρυνση ή παρενόχληση προσώπου ή οµάδας προσώπων να

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου: 108/2000 Πηγή: Ποιν. Χρονικά Ν/00, σελ. 313

Αρείου Πάγου: 108/2000 Πηγή: Ποιν. Χρονικά Ν/00, σελ. 313 Αρείου Πάγου: 108/2000 Πηγή: Ποιν. Χρονικά Ν/00, σελ. 313 Στοιχεία ανθρωποκτονίας εξ άνευ συνειδήσεως αµελείας. - Όταν η αµέλεια αποτελεί σύνολο συµπεριφοράς απαιτείται η συνδροµή όχι µόνο των όρων του

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 1050/2010 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: PZSWN19XHYD3&apof=1050_2010

Αρείου Πάγου 1050/2010 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  PZSWN19XHYD3&apof=1050_2010 Αρείου Πάγου 1050/2010 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=03b020fgpabtq9mlla PZSWN19XHYD3&apof=1050_2010 Θέμα Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό,

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996

Άρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996 Άρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996 Περίληψη: ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ. ΟΛΟΣ ΕΡΓΟ ΟΤΗΣ - ΤΗΡΗΣΗ ΟΡΩΝ ΥΓΙΕΙΝΗΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ - ΑΜΕΛΕΙΑ ΕΙ ΙΚΗ. Εκείνος που υπέστη ανικανότητα εξαιτίας εργατικού

Διαβάστε περισσότερα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Στυλιανό Μοσχολέα Αντιπρόεδρο, Θεόδωρο Μπάκα και Γεώργιο Σαραντινό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Στυλιανό Μοσχολέα Αντιπρόεδρο, Θεόδωρο Μπάκα και Γεώργιο Σαραντινό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Αριθμός 1273 /2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Στυλιανό Μοσχολέα Αντιπρόεδρο, Θεόδωρο Μπάκα και Γεώργιο Σαραντινό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 1037/2009 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: hgdbsqrhu6&apof=1037_2009

Αρείου Πάγου 1037/2009 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  hgdbsqrhu6&apof=1037_2009 Αρείου Πάγου 1037/2009 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=dkloqopj4fd5wza1zwlt hgdbsqrhu6&apof=1037_2009 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα, 01/12/2014 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 3928 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ Ε. Συμεωνίδου Καστανίδου Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου στο ΑΠΘ ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ Συχνή η ενασχόληση των δικαστηρίων με την ποινική ευθύνη των γιατρών από αμέλεια, τόσο περισσότερο όσο η

Διαβάστε περισσότερα

Η Δεοντολογία διδάσκει τη σωστή, την άψογη στάση και συμπεριφορά του γιατρού απέναντι στον άρρωστο συνάνθρωπό του, απέναντι στο συνάδελφό του και

Η Δεοντολογία διδάσκει τη σωστή, την άψογη στάση και συμπεριφορά του γιατρού απέναντι στον άρρωστο συνάνθρωπό του, απέναντι στο συνάδελφό του και Η Δεοντολογία διδάσκει τη σωστή, την άψογη στάση και συμπεριφορά του γιατρού απέναντι στον άρρωστο συνάνθρωπό του, απέναντι στο συνάδελφό του και στην κοινωνία μέσα στην οποία ζει και αναπτύσσεται. Οι

Διαβάστε περισσότερα

εφημερίδα, δεν αποτελεί αναφορά του κατηγορουμένου προς την αρχή.

εφημερίδα, δεν αποτελεί αναφορά του κατηγορουμένου προς την αρχή. ΑΠ 1643/1998 Περίληψη Κήρυξη της αθωότητας του αναιρεσείοντος από τον ίδιο τον Άρειο Πάγο σε περίπτωση καταδίκης του από το δικαστήριο της ουσίας κατ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου για το έγκλημα

Διαβάστε περισσότερα

Published on TaxExperts (https://www.taxexperts.gr)

Published on TaxExperts (https://www.taxexperts.gr) Πίνακας περιεχομένων ΘΕΜΑ: Επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής με αντιπρόσωπο, δράστης (αυτουργός) του εν λόγω εγκλήματος είναι ο αντιπρόσωπος, ενώ ο αντιπροσωπευόμενος τρίτος, για λογαριασμό του οποίου εκδίδεται

Διαβάστε περισσότερα

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999 ΟλΑΠ 18/1999 Παροχή δικηγορικών υπηρεσιών. Ευθύνη δικηγόρου για ζημία πελάτη. - Η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών δεν υπάγεται στο ν. 2251/1994. Η ευθύνη των δικηγόρων για ζημία που προκλήθηκε κατά την παροχή

Διαβάστε περισσότερα

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015 ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015 «1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-55 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-55 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-55 [ 2 ] ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Μπέκας Γιάννης: Οικονοµικό έγκληµα και ποινική δικονοµία ηµοσίευση: Αρχείο Νοµολογίας, 2010, σελίδα 507 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικήµατα

Διαβάστε περισσότερα

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων Η σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας, όπου τα άτομα περνούν τις περισσότερες ώρες της ημέρας τους, είναι πλέον σύνηθες φαινόμενο. Ως σεξουαλική παρενόχληση ορίζεται κάθε ανεπιθύμητη λεκτική, μη λεκτική

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα, 11/04/2014 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 750 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 -

Διαβάστε περισσότερα

Αριθµός 263/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθµός 263/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Απόφαση 263 / 2018 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Αριθµός 263/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δηµήτριο Γεώργα,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ 2017-2018 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΘΕΜΑ 1 Ο Τι γνωρίζετε για την συντιμωρητή πρότερη και συντιμωρητή ύστερη πράξη; Η

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 444/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) PMUODPLRK17J&apof=444_2010

Αρείου Πάγου 444/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)  PMUODPLRK17J&apof=444_2010 Αρείου Πάγου 444/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=65d8dbye7ssfuz5p37 PMUODPLRK17J&apof=444_2010 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 990/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: Z9M9YYZ93HVHYG&apof=990_2013

Αρείου Πάγου 990/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  Z9M9YYZ93HVHYG&apof=990_2013 Αρείου Πάγου 990/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=mrtqgprnnqe653rv Z9M9YYZ93HVHYG&apof=990_2013 Θέμα Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια,

Διαβάστε περισσότερα

Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης.

Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης. Αριθμός 1/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Πέππα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αγγελική

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος: 230/1998 Πηγή: Ποιν. Χρονικά ΜΗ/98, σελ. 808

Άρειος Πάγος: 230/1998 Πηγή: Ποιν. Χρονικά ΜΗ/98, σελ. 808 Άρειος Πάγος: 230/1998 Πηγή: Ποιν. Χρονικά ΜΗ/98, σελ. 808 Στοιχεία εξ αµελείας εµπρησµού. - Πότε υπάρχει αιτιολογία στην δικαστική απόφαση. - Αιτιολογηµένη καταδίκη για εµπρησµό εξ αµελείας του αναιρεσείοντος,

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος Ανακριβής Δήλωση Περιουσιακής Καταστάσ. πρόθεση (άρθρο 27 παρ. 3 του Ν. 2429/1996).

Άρειος Πάγος Ανακριβής Δήλωση Περιουσιακής Καταστάσ. πρόθεση (άρθρο 27 παρ. 3 του Ν. 2429/1996). Πίνακας περιεχομένων ΘΕΜΑ: Ανακριβής Δήλωση Περιουσιακής Καταστάσεως (Πόθεν Έσχες) από πρόθεση (άρθρο 27 παρ. 3 του Ν. 2429/1996) ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Άρειος Πάγος 611-2010

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός 1146/2009 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ -----

Αριθμός 1146/2009 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ----- Αριθμός 1146/2009 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ----- Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή,

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008

Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008 Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008 Περίληψη: Η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, κατά τα άρθρα 648 και 669 ΑΚ, και όταν η διάρκειά της δεν ορίσθηκε ρητά, πλην όμως από το

Διαβάστε περισσότερα

Απόφαση 1381 / 2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα, Πλάνη νομική.

Απόφαση 1381 / 2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα, Πλάνη νομική. Απόφαση 1381 / 2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα, Πλάνη νομική. Περίληψη: Δίχως δικαίωμα η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, με τη

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου: 364/1995 Πηγή: Ποιν. Χρ. ΜΕ'/95 σελ. 743

Αρείου Πάγου: 364/1995 Πηγή: Ποιν. Χρ. ΜΕ'/95 σελ. 743 Αρείου Πάγου: 364/1995 Πηγή: Ποιν. Χρ. ΜΕ'/95 σελ. 743 Περίληψη: Έννοια εγκλήµατος δια παραλείψεως τελουµένου. Επιβάλλεται η έρευνα της ιδιαιτέρας νοµικής υποχρεώσεως. Πηγές αυτής. Πότε υφίσταται αιτιώδης

Διαβάστε περισσότερα

Α του ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Α. Π. του Ε. κατά της υπ' αριθμ.

Α του ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Α. Π. του Ε. κατά της υπ' αριθμ. ΑΠ 124/2011 Περίληψη Κήρυξη αθωότητας από τον ίδιο τον Άρειο Πάγο για το έγκλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (: άρθρο 309 ΠΚ) σε περίπτωση όπου το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα δέχτηκε αληθινή συρροή

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος Αδίκημα φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος διαπράττει όποιος...

Άρειος Πάγος Αδίκημα φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος διαπράττει όποιος... Πίνακας περιεχομένων ΘΕΜΑ: Αδίκημα φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος διαπράττει όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος υποβάλει ανακριβή δήλωση, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 1683/2009 (Α, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: J2H5G1L1J07M&apof=1683_2009

Αρείου Πάγου 1683/2009 (Α, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:   J2H5G1L1J07M&apof=1683_2009 Αρείου Πάγου 1683/2009 (Α, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=bk9d2xmbiw19bsoj0a J2H5G1L1J07M&apof=1683_2009 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ανθρωποκτονία

Διαβάστε περισσότερα

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της εισόδου και διαμονής αυτών στη χώρα καθώς και της ασκήσεως

Διαβάστε περισσότερα

Ευθύνες και ποινές στην άσκηση της Επίβλεψης. Η Νοµολογία των Ελληνικών ικαστηρίων.

Ευθύνες και ποινές στην άσκηση της Επίβλεψης. Η Νοµολογία των Ελληνικών ικαστηρίων. Ειρήνη Τσιάντη, ικηγόρος. Ευθύνες και ποινές στην άσκηση της Επίβλεψης. Η Νοµολογία των Ελληνικών ικαστηρίων. Εισαγωγή Έχει επανειληµµένως αποδειχτεί ότι η ποιότητα του οµηµένου Περιβάλλοντος καθρεπτίζει

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. «Άσκηση ενδίκων μέσων» ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ Γενικό Έγγραφο: Ε40/338/27-10-06 ΣΧΕΤ. : Το με αριθ. 15176/19-10-06 έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. Σας διαβιβάζουμε το ανωτέρω

Διαβάστε περισσότερα

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία ΕΝ ΙΚΑ ΜΕΣΑ, ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Οι δικαστικές αποφάσεις υπόκεινται σε αιτήσεις διόρθωσης ουσιαστικών

Διαβάστε περισσότερα

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Αρείου Πάγου 1107/2011 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/, ΕΕΔ τομος 72/2013 σελ. 437 Προσβολή προσωπικότητας από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένωνχωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. MEΡOΣ A Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. MEΡOΣ A Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ MEΡOΣ A Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας Περ. αριθ. Σελ. Κεφ. Ι. Γενική εισαγωγή 1. Η ιδιοκτησία ως αντικείμενο προσβολής... 1-4 1 2. Xαρακτηριστικά των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας... 5-7

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : Στέφανος Φακής, Δικηγόρος, Ms Ποινικού Δικαίου ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΔΟΚΙΜΩΝ ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΩΝ ΛΙΜΕΝΙΚΟΥ 2011 ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1) Ποια τα στοιχεία της κλοπής; Κλοπή : άρθρο 372 Στοιχεία:

Διαβάστε περισσότερα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 153/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 153/2014 ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 15-10-2014 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4686-1/15-10-2014 Α Π Ο Φ Α Σ Η 153/2014 Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνήλθε στην έδρα της την Τρίτη

Διαβάστε περισσότερα

Μ. Πλάνη. φορά ποινής των εγκληµάτων µε δόλο από τα εγκλήµατα που τιµωρούνται µε αµέλεια είναι σηµαντική (βλ. π.χ. 299, 302 ΠΚ).

Μ. Πλάνη. φορά ποινής των εγκληµάτων µε δόλο από τα εγκλήµατα που τιµωρούνται µε αµέλεια είναι σηµαντική (βλ. π.χ. 299, 302 ΠΚ). φορά ποινής των εγκληµάτων µε δόλο από τα εγκλήµατα που τιµωρούνται µε αµέλεια είναι σηµαντική (βλ. π.χ. 299, 302 ΠΚ). δ) Εγκλήµατα διακρινόµενα εκ του αποτελέσµατος Επειδή η τιµωρία ορισµένων περιπτώσεων

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016 ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016 Ευθύνη του Δημοσίου Έννοια ευθύνης του Δημοσίου υποχρέωση του Δημοσίου, των ΟΤΑ, των ΝΠΔΔ, να αποζημιώσουν τρίτα πρόσωπα για ζημίες που έχουν

Διαβάστε περισσότερα

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων Ιούλιος 2017 Η ευθύνη του εργοδότη κατά το Ν. 551/1915 Η ευθύνη του εργοδότη κατά τη νομοθεσία του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ΙΝΕ - ΓΣΕΕ www.inegsee.gr info@inegsee.gr

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ)

ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ) ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ) ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΙΝΗ ΚΑΙ Η ΙΚΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΒΑΣΗ H ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΟΙΝΩΝ. NULLUM CRIMEN, NULLA POENA SINE LEGE ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΒΑΘΜΙ ΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα 12-12-2013 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ Αριθμός απόφασης: 148 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176

Διαβάστε περισσότερα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 66/2017 (Τµήµα)

Α Π Ο Φ Α Σ Η 66/2017 (Τµήµα) ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 13-06-2017 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4234-1/13-06-2017 Ταχ. /νση: ΚΗΦΙΣΙΑΣ 1-3 115 23 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210-6475600 FAX: 210-6475628 Α Π Ο Φ Α

Διαβάστε περισσότερα

Αθήνα, 29 Οκτωβρίου 2007 Αριθ. Πρωτ. : 1491. ΠΡΟΣ: ΤΟΝ κ. ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑΣ ΠΛΗΜ/ΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ Πρώην Σχολή Ευελπίδων

Αθήνα, 29 Οκτωβρίου 2007 Αριθ. Πρωτ. : 1491. ΠΡΟΣ: ΤΟΝ κ. ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑΣ ΠΛΗΜ/ΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ Πρώην Σχολή Ευελπίδων ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αρμόδιος: Γ. Δίελλας Αναπληρωτής Συνήγορος του Καταναλωτή Xειρίστρια: Φ. Μιστριώτη Ειδική Επιστήμονας Ηλεκτρον. Δ/νση: fmistrioti@synigoroskatanaloti. gr Αθήνα, 29 Οκτωβρίου 2007 Αριθ.

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠ 1528/2005. Περίληψη

ΑΠ 1528/2005. Περίληψη ΑΠ 1528/2005 Περίληψη Κήρυξη αθωότητας του αναιρεσείοντος από τον ίδιο τον Άρειο Πάγο για το έγκλημα της απιστίας στην υπηρεσία (: άρθρο 256 ΠΚ), για το οποίο κατ εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του Νόμου

Διαβάστε περισσότερα

Θέμα Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Εργατικό ατύχημα.

Θέμα Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Εργατικό ατύχημα. Αρείου Πάγου 549 / 2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή : http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=l3b0mhx4nlh28xjzgj X53IOF1EW51E&apof=549_2013 Θέμα Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Εργατικό ατύχημα.

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός Αποφάσεως 268/2015 ΤΟ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ SUPER LEAGUΕ ΕΛΛΑΔΑ

Αριθμός Αποφάσεως 268/2015 ΤΟ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ SUPER LEAGUΕ ΕΛΛΑΔΑ Αριθμός Αποφάσεως 268/2015 ΤΟ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ SUPER LEAGUΕ ΕΛΛΑΔΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Σπυρίδωνα Ν. Καποδίστρια, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε από την ΕΠΟ, ως τακτικό πειθαρχικό

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα, 28-12-2016 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 4534 ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ Α6 Ταχ.

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 932/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: GIPROZC37VE0L&apof=932_2013

Αρείου Πάγου 932/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  GIPROZC37VE0L&apof=932_2013 Αρείου Πάγου 932/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=nqey6wvs7fgsa6ma1 GIPROZC37VE0L&apof=932_2013 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια,

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Ι. Εκπλήρωση της Παροχής από τον Οφειλέτη Εκπλήρωση της Παροχής είναι το σύνολο των πράξεων με τις οποίες (ή των παραλείψεων χωρίς τις οποίες)

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1 Σκοπός 1. Σκοπός του νόμου είναι η καταπολέμηση ιδιαίτερα σοβαρών εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας, που μπορούν να διασαλεύσουν

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-288

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-288 www.inlaw.gr Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-288 [ 2 ] ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Γεωργιάδης Απόστολος: Η διάσταση των συζύγων και το διαζύγιο από άποψη κληρονοµικού δικαίου ηµοσίευση: Χρονικά Ιδιωτικού

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-71 [ 2 ]

Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-71 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-71 [ 2 ] ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Αδικήµατα - Αγορανοµικά αδικήµατα Αριθµός απόφασης: 851 Έτος: 2009 - Αγορανοµικά αδικήµατα. Νόθευση καυσίµων. Έλεγχος.

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 1850/2008 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: 87HKjLkhcz&apof=1850_2008

Αρείου Πάγου 1850/2008 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  87HKjLkhcz&apof=1850_2008 Αρείου Πάγου 1850/2008 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=kdd32ut8br4z2xebsl1c 87HKjLkhcz&apof=1850_2008 Θέμα Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία,

Διαβάστε περισσότερα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Απόφαση 1764 / 2016 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Αριθμός 1764/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου

Διαβάστε περισσότερα

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΓΙΑΤΡΩΝ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ Ή ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΓΙΑΤΡΩΝ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ Ή ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ Ε. Συμεωνίδου Καστανίδου Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου στο ΑΠΘ Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΓΙΑΤΡΩΝ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ Ή ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ Συχνή η ενασχόληση των δικαστηρίων με την ποινική ευθύνη των γιατρών

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 1660/2010 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: H86H84FCY9BXR&apof=1660_2010

Αρείου Πάγου 1660/2010 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  H86H84FCY9BXR&apof=1660_2010 Αρείου Πάγου 1660/2010 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=m3fn1lz2o1mgs4atx H86H84FCY9BXR&apof=1660_2010 Θέμα Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Περιβάλλοντος προστασία.

Διαβάστε περισσότερα