ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ"

Transcript

1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ «ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΓΕΛΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ.» Διπλωματική Εργασία για το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Ναυτιλία, Μεταφορές και Διεθνές Εμπόριο ΝΑ.Μ.Ε.» Eυανθία Ι. Ζομπάκη Σεπτέμβρης 2005 ΧΙΟΣ

2 Ευανθία Ι. Ζομπάκη «ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΓΕΛΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ.» Σεπτέμβρης 2005 Διπλωματική Εργασία για το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Ναυτιλία, Μεταφορές και Διεθνές Εμπόριο ΝΑ.Μ.Ε.» Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών Συγγραφέας: Ευανθία Ζομπάκη. Επιβλέπων: Α.Μπεχλιβάνης. Διευθυντής Σπουδών: Α.Πολυδωροπούλου. ΧΙΟΣ 2

3 Περιεχόμενα Περιεχόμενα... 3 Λέξεις Κλειδιά:... 6 Περίληψη... 7 Κεφάλαιο 1 ο :Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας Εισαγωγικές έννοιες Η ασφάλιση, η ασφαλιστική σύμβαση και τα ασφαλιστικά βάρη εν γένει Τα ασφαλιστικά βάρη στην ασφαλιστική σύμβαση γενικά α Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας ή δήλωσης β Το ασφαλιστικό βάρος της μη μεταβολής ή επιτάσεως του κινδύνου γ Το ασφαλιστικό βάρος της αποφυγής ή μείωσης της ζημίας δ Το ασφαλιστικό βάρος της ειδοποίησης του ασφαλιστή για την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου ε Το ασφαλιστικό βάρος της μη πρόκλησης της ασφαλιστικής περίπτωσης στ. Άλλα ασφαλιστικά βάρη Η έννοια του βάρους και ειδικότερα του ασφαλιστικού βάρους Διάκριση από άλλους κανόνες συμπεριφοράς Διακρίσεις των ασφαλιστικών βαρών και υπαγωγή σ αυτές του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας Το καθήκον της προσυμβατικής αναγγελίας ως ασφαλιστικό βάρος και η νομική του βάση Η έννοια της καλής πίστης και το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας Λόγοι καθιέρωσης του καθήκοντος της προσυμβατικής αναγγελίας Περιεχόμενο του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας Υποκείμενα του ασφαλιστικού βάρους: Υπόχρεος εκτέλεσης του καθήκοντος της προσυμβατικής αναγγελίας. Παραλήπτης της προσυμβατικής αναγγελίας Χρόνος εκτελέσεως του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας Οι επιμέρους υποχρεώσεις που εμπεριέχει το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας Η έννοια του «στοιχείου ή περιστατικού» του αρ.3 παρ.1 ν.2496/1997 εδ.α Το ερωτηματολόγιο του αρ. 3 παρ.1 εδ.β επ. του ν.2496/ Συνέπειες παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας Συνέπειες της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας ελλείψει υπαιτιότητας Συνέπειες της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας από αμέλεια Συνέπειες της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας από δόλο Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας στην αντασφάλιση και συμφωνίες

4 Κεφάλαιο 2 ο :Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση Η θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση Τα ασφαλιστικά βάρη στην θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση α Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας ή δήλωσης στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση β Το ασφαλιστικό βάρος της μη μεταβολής ή επιτάσεως του κινδύνου στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση γ Το ασφαλιστικό βάρος της αποφυγής ή μείωσης της ζημίας στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση δ Το ασφαλιστικό βάρος της ειδοποίησης του ασφαλιστή για την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση ε Το ασφαλιστικό βάρος της μη πρόκλησης της ασφαλιστικής περίπτωσης στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση Χρόνος εκτέλεσης και υποκείμενα του ασφαλιστικού βάρους : Υπόχρεος εκτέλεσης του καθήκοντος της προσυμβατικής αναγγελίας. Παραλήπτης της προσυμβατικής αναγγελίας Οι επιμέρους υποχρεώσεις που εμπεριέχει το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση Εισαγωγικά Η έννοια του «περιστατικού» στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση και ο θαλάσσιος κίνδυνος Συνέπειες παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση Ανάλογες ρυθμίσεις στο αγγλικό δίκαιο Η αρχή της καλής πίστης (good faith) Η υποχρέωση μη αποσιώπησης / απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων γεγονότων (non-disclosure) Η υποχρέωση μη εσφαλμένης απεικόνισης στοιχείων / γεγονότων (misrepresentation) Κεφάλαιο 3 ο : Οι εγγυήσεις στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση Εισαγωγικά Οι εγγυήσεις στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Οι ρυθμίσεις του ελληνικού δικαίου Ορισμός και φύση των εγγυήσεων (Δηλώσεων) Εισαγωγικά Η έννοια της εγγύησης γενικά στη θαλάσσια ασφάλιση Η προβληματική του προσδιορισμού της νομικής φύσης των εγγυήσεων, διάκριση από άλλους κανόνες δικαίου και συνέπειες αθέτησης τους Οι ρητές και σιωπηρές εγγυήσεις ειδικότερα Οι εγγυήσεις στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Οι ρυθμίσεις του αγγλικού δικαίου Εισαγωγικά Ορισμός και φύση των εγγυήσεων (Warranties/Δηλώσεις-Υποσχέσεις)

5 3.3.2 Συνέπειες αθέτηση των εγγυήσεων. Πότε συγχωρείται και πότε επιτρέπεται η αθέτησή τους Τα είδη των εγγυήσεων αναλυτικότερα Οι ρητές εγγυήσεις Οι σιωπηρές εγγυήσεις Συμπεράσματα Βιβλιογραφία:

6 Λέξεις Κλειδιά: 1.Ιδιωτική ασφάλιση. 2.Θαλάσσια ασφάλιση. 3.Ασφαλιστικό βάρος προσυμβατικής αναγγελίας. 4.Εγγυήσεις. 6

7 Περίληψη Αντικείμενο της παρούσας διπλωματικής εργασίας αποτελεί το «ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας» στην ασφαλιστική σύμβαση γενικά και κατόπιν ειδικότερα στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Στο τελευταίο κεφάλαιο, επιπλέον, παρατίθεται και μία σημαντική παράμετρος της θαλάσσιας ασφαλιστικής σύμβασης, οι «εγγυήσεις». Πιο συγκεκριμένα, εισαγωγικά διασαφηνίζονται τρεις βασικές για την κατανόηση του θέματος έννοιες, δηλαδή οι έννοιες της ασφάλισης, της ασφαλιστικής σύμβασης και αυτής των ασφαλιστικών βαρών, τα κυριότερα εκ των οποίων αναφέρονται συγκεντρωτικά και περιληπτικά. Ως προς την τελευταία, μάλιστα, έννοια των ασφαλιστικών βαρών, γίνεται διαχωρισμός της από άλλους κανόνες δικαίου, παρατίθενται οι δυνατές διακρίσεις της, βάσει διάφορων κριτηρίων. και τέλος γίνεται υπαγωγή σ αυτές του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας. Η ανάλυση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας εκκινεί ουσιαστικά με την αναζήτηση της νομικής του βάσης., την παράθεση των απόψεων αναφορικά με το λόγο καθιέρωσής του και την ανάλυση της έννοιας της καλής πίστης σε σχέση με αυτό. Στην συνέχεια εντοπίζονται τα υποκείμενα που εμπλέκονται στην εκτέλεση του, δηλαδή οι βαρυνόμενοι και οι παραλήπτες της προσυμβατικής αναγγελίας, και ο χρόνος που πρέπει να λάβει χώρα. Αμέσως μετά αναλύεται το περιεχόμενό του συγκεκριμένου ασφαλιστικού βάρους, δηλαδή τα δύο επιμέρους καθήκοντα που το συνιστούν, με διεξοδική ερμηνεία των όρων, των εννοιών και των παραμέτρων που θέτει το θεσμικό πλαίσιο, που το διέπει.κατόπιν, αναλύονται οι συνέπειες της παράβασής του. Μάλιστα η παράθεση τους γίνεται ανάλογα με το αν αυτή προκύπτει ελλείψει υπαιτιότητας, από αμέλεια ή από δόλο. Στο τέλος του κεφαλαίου εντοπίζεται το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας στην περίπτωση της αντασφάλισης καθώς και οι δυνατότητες σύναψης συμφωνιών, που αποκλίνουν από τις σχετικές διατάξεις, ανάμεσα στα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Στο επόμενο κεφάλαιο εξειδικεύεται το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας στην περίπτωση της θαλάσσιας ασφαλιστικής σύμβασης. Αρχικά ορίζεται και εδώ η έννοια της θαλάσσιας ασφάλισης, της θαλάσσιας ασφαλιστικής σύμβασης και των ασφαλιστικών βαρών στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση, τα οποία και παρατίθενται περιληπτικά. Κατόπιν αναφέρονται τα υποκείμενα, ο χρόνος εκτέλεσης και τα επιμέρους καθήκοντα που συνιστούν το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελία, όπως αυτά διαμορφώνονται βάσει του ιδιαίτερου «θαλάσσιου» χαρακτήρα της θαλάσσιας ασφαλιστικής σύμβασης και οι συνέπειες της παράβασής του. Στο τμήμα αυτό παρατίθεται και το αντίστοιχο αγγλικό θεσμικό πλαίσιο, η αγγλική νομοθεσία, νομολογία και πρακτική, καθώς κάτι τέτοιο κρίνεται σκόπιμο, λόγω της παγκόσμιας κυριαρχίας της αγγλικής ασφαλιστικής αγοράς, οπότε και του αγγλικού δικαίου. Άλλωστε, και τα ελληνικά δικαστήρια καλούνται να το εφαρμόσουν σε πολλές περιπτώσεις κατά την εκδίκαση υποθέσεων με αντικείμενο τη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. 7

8 Το τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο έχει ως αντικείμενο τις «εγγυήσεις» στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Οι εγγυήσεις, αναλύονται, λόγω του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν, μιας και στην πράξη συναντώνται διαρκώς, αποτελώντας ουσιαστικά αναπόσπαστο τμήμα της θαλάσσιας ασφαλιστικής σύμβασης. Εντοπίζεται, λοιπόν, η προέλευσή, η φύση τους και παράλληλα παρατίθεται η προβληματική σχετικά με τη νομική βάση τους, ενώ γίνεται και διάκρισή τους από άλλους κανόνες δικαίου. Κατόπιν, αφού αναφέρονται οι συνέπειες αθέτησης των εγγυήσεων, αναλύεται ξεχωριστά τόσο η περίπτωση των ρητών όσο και η περίπτωση των σιωπηρών εγγυήσεων. Τέλος, και σ αυτό το κεφάλαιο, κρίνεται σκόπιμη η αναφορά στην αγγλική νομοθεσία, νομολογία και πρακτική, καθώς αυτή ρυθμίζει κατ εξοχήν τις σχετικές με το ζήτημα των εγγυήσεων περιπτώσεις, είτε αυτούσια, κατ επιλογή των συμβαλλόμενων μερών είτε επηρεάζοντας μέσα από τη μακρόχρονη εφαρμογή της τις αντίστοιχες θεσμικές ρυθμίσεις των άλλων δικαίων, οπότε και του ελληνικού, μιας και στη θαλάσσια ασφαλιστική αγορά έχει κυριαρχήσει παγκοσμίως, δεδομένου και του παγκόσμιου χαρακτήρα των θαλάσσιων μεταφορών και δραστηριοτήτων. 8

9 Κεφάλαιο 1 ο :Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας. 1.1 Εισαγωγικές έννοιες Η ασφάλιση, η ασφαλιστική σύμβαση και τα ασφαλιστικά βάρη εν γένει. Η έννοια της ασφάλισης, αντικείμενο της ασφαλιστικής επιστήμης και απαραίτητο προαπαιτούμενο για την ασφαλιστική σύμβαση, είναι ένα θέμα που δεν βρίσκει ενιαίο προσδιορισμό 1. Σε κάθε περίπτωση πάντως διακρίνεται σε κοινωνική και ιδιωτική 2, η δε τελευταία διακρίνεται στην κεφαλαιουχική ασφάλιση και στην αλληλασφάλιση 3, 4. 1 Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1986, σελ.27επ. «Η έννοια της ασφαλιστικής σύμβασης διαφοροποιείται από αυτή της ασφάλισης (Ως ασφάλιση ορίζεται η κοινωνία ομοίων κινδύνων, που παρέχει στα μέλη της, με αντάλλαγμα, αυτόνομη αξίωση για κάλυψη οικονομικής ανάγκης.)». Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ 2-3. «Η ασφάλιση καθορίζεται σαν μία κοινωνία κινδύνων που αποτελείται από άτομα τα οποία υπόκεινται σε όμοιους κινδύνους, σαν μια κοινωνία κινδύνων με νομικές αξιώσεις για κάλυψη ανάγκης κατόπιν καταβολής ασφαλίστρου ή εισφοράς». Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, , σελ.. 1 «Ασφάλιση είναι η σύμβαση με την οποία επιδιώκεται η αντιμετώπιση του κινδύνου του σχετικού με την περιουσία ή τη ζωή ενός ανθρώπου». 2 Α.Πουλάκου-Ευθυμιάτου, «Στοιχεία Εμπορικού Δικαίου», Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1996, σελ.363. Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1986, σελ Γ.Μπεχρή-Κεχαγιόγλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Εμπορικού Δικαίου IV- Ασφαλιστικό Δίκαιο, Νομική Σχολή Δ.Π.Θ, Κομοτηνή, Α.Πουλάκου-Ευθυμιάτου, «Στοιχεία εμπορικού Δικαίου», Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1996, σελ.365. Η ιδιωτική ασφάλιση διακρίνεται σε δύο βασικούς κλάδους βάσει άλλων κριτηρίων. 9

10 Η έννοια της ασφαλιστικής συμβάσεως 5, προσδιορίζεται στον ορισμό του πρώτου άρθρου του νόμου 2496/97 «Περί ασφαλιστικής συμβάσεως» ως εξής, Με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει έναντι ασφαλίστρου στον συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση). Ανεξάρτητα από τις διακρίσεις των ασφαλίσεων βάσει διαφόρων κριτηρίων, η σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης δεν παύει να είναι σύναψη σύμβασης, καθώς αφορά σε σχέση ατόμων (διμερής δικαιοπραξία) που περιλαμβάνει «υποχρέωση προς παροχή» 6, ενοχικής 7 ή και παράλληλα εταιρικής στην περίπτωση του αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού, διαρκούς, επαχθούς, αμφοτεροβαρούς και ανταλλακτικής. Η ασφαλιστική σύμβαση συνάπτεται ανάμεσα στον ασφαλιστή 8 από τη μια, που δραστηριοποιείται είτε με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας είτε με αυτή του συνεταιρισμού, εφόσον διαθέτει νόμιμη άδεια 9, και το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο από την άλλη (αντισυμβαλλόμενος). Το τελευταίο μάλιστα καταρτίζει την ασφαλιστική σύμβαση είτε για ίδιο λογαριασμό είτε για λογαριασμό τρίτου (συγκεκριμένου ή όποιου ανήκει) 10. Βάσει αυτής της προαιρετικής ή υποχρεωτικής, ως προς τη σύναψη, άτυπης 11 σύμβασης, υποχρεώνεται ο ασφαλιστής να φέρει τον κίνδυνο που εξατομικεύθηκε και περιορίστηκε, και το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο να πληρώσει το ασφάλιστρο 12, Β.Κιάντος, «Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου», Εκδόσεις Αφοι Π.Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη-Αθήνα, 1972, σελ.3επ.ο ορισμός της ασφαλιστικής σύμβασης εξαρτάται από τον προσδιορισμό της νομικής φύσης της παροχής του ασφαλιστή, για τον οποίο και έχουν αναπτυχθεί πολλές θεωρίες, εκ των οποίων οι δύο σημαντικότερες είναι η θεωρία της «χρηματικής παροχής» και η θεωρία της «αναλήψεως του κινδύνου». Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ.7. 6 Μ.Σταθόπουλος, «Γενικό Ενοχικό Δίκαιο», Τρίτη έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 1998, σελ.2. 7 Α.Πουλάκου-Ευθυμιάτου, «Στοιχεία εμπορικού Δικαίου», Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1996, σελ.384. Χαρακτηρίζεται ως πράξη εμπορική για την επιχείρηση που την συνάπτει και για τον ασφαλισμένο, όταν έχει την εμπορική ιδιότητα είτε η πράξη βρίσκεται σε σχέση με άλλη κύρια αντικειμενικά εμπορική πράξη. Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1986, σελ.38, όπου και χαρακτηρίζεται ως πράξη εμπορική η ασφάλιση στις ίδιες περιπτώσεις. 8 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ.56 επ. Βοηθητικά πρόσωπα του ασφαλιστή είναι οι πράκτορες και οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι και οι μεσίτες ασφαλίσεων. Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1986, σελ 42 «Ιδιαίτερα για την θαλάσσια ασφάλιση τα σχετικά με την άσκηση μεσιτείας από τα γραφεία των αντιπροσωπειών μεσιτών του Λλόϋδ Λονδίνου ρυθμίζονται στη χώρα μας από το αρ.24 ν.δ 400/1970 (αρ.19 π.δ.118/1985). ΕΦΠΕΙΡ 525/2003 ΕΕΜΠΔ 118/ ΕΦΠΕΙΡ 735/1984, Δ/ΝΗ 291/ ΕΦΠΕΙΡ 694/1995, ΕΕΜΠΔ 456/ Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ.63. Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1986, σελ. 48, Α.Πουλάκου-Ευθυμιάτου, «Στοιχεία εμπορικού Δικαίου», Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1996, σελ Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. 8,9. 13 Αυτές είναι οι κύριες υποχρεώσεις, καθώς υφίστανται και άλλα καθήκοντα που αναλαμβάνουν οι συμβαλλόμενοι, δηλ. τα ασφαλιστικά βάρη, που θα εκτεθούν αμέσως παρακάτω. 10

11 1.1.2 Τα ασφαλιστικά βάρη στην ασφαλιστική σύμβαση γενικά. Οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από την ασφαλιστική σύμβαση και προαναφέρθηκαν, δεν είναι και οι μόνες για το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο. Υπάρχουν και άλλα επιμέρους καθήκοντα ή αλλιώς κανόνες συμπεριφοράς, που επιβάλλονται στο τελευταίο, η παράβαση των οποίων έχει δυσμενείς για αυτό συνέπειες. Συγκεντρωτικά, κατωτέρω, θα αναφερθούν περιληπτικά τα ασφαλιστικά βάρη 14, ενώ ανάλυση της έννοια και της λειτουργία τους ως τέτοια θα ακολουθήσει κατά την παράθεση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας, το οποίο και θα εξετασθεί διεξοδικά κατωτέρω α Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας ή δήλωσης 15. Βάσει αυτού του ασφαλιστικού βάρους ο λήπτης της ασφάλειας υποχρεούται να περιγράψει στον ασφαλιστή τον κίνδυνο. Σύμφωνα με το αρ. 3 παρ.1 εδ.α και β. του ν.2496/1997 «κατά τη σύναψη της σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου, καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. Στοιχεία και περιστατικά, για τα οποία ο ασφαλιστής έθεσε σαφείς γραπτές ερωτήσεις, τεκμαίρεται ότι είναι τα μόνα τα οποία επηρεάζουν την από μέρους του εκτίμηση και αποδοχή του κινδύνου.» Περαιτέρω και διεξοδική ανάλυση του συγκεκριμένου ασφαλιστικού βάρους θα ακολουθήσει κατωτέρω. 14 Γ.Μπεχρή-Κεχαγιόγλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Εμπορικού Δικαίου IV- Ασφαλιστικό Δίκαιο, Νομική Σχολή Δ.Π.Θ, Κομοτηνή, Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ

12 1.1.2β Το ασφαλιστικό βάρος της μη μεταβολής ή επιτάσεως του κινδύνου 16. Βάσει του συγκεκριμένου ασφαλιστικού βάρους, το οποίο και αποτελεί αντικείμενο του αρ.4 παρ.1 του ν.2496/1997 «Κατά τη διάρκεια της σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες από τότε που περιήλθε σε γνώση του, κάθε στοιχείο ή περιστατικό, το οποίο μπορεί να επιφέρει σημαντική επίταση του κινδύνου σε βαθμό που, αν ο ασφαλιστής το γνώριζε, δε θα είχε συνάψει τη σύμβαση ή δεν θα την είχε συνάψει με τους ίδιους όρους.» Το συγκεκριμένο ασφαλιστικό βάρος στηρίζεται στο «δικαίωμα» του ασφαλιστή να διατηρηθεί το «ισοζύγιο» μεταξύ της ασφαλιστικής κάλυψης και του ασφαλίστρου. Αν, συνεπώς, αυτό ανατραπεί εξαιτίας περιστατικού, πράξης ή παράλειψης, που μεταβάλει ή επιτάσσει τον κίνδυνο σημαντικά και αφορά στο ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο ή στον ασφαλισμένο 17, θα επισύρει τις ίδιες συνέπειες που προκύπτουν από την παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας. Πιο συγκεκριμένα 18, ελλείψει υπαιτιότητας του ασφαλισμένου, ο ασφαλιστής με προθεσμία 1 μήνα, αφ ότου έλαβε γνώση της επίτασης του κινδύνου, μπορεί να ζητήσει τροποποίηση ή να καταγγείλει τη σύμβαση (η καταγγελία ενεργεί 15 μέρες μετά τη λήψη της από τον ασφαλισμένο μέρες-).αν σ αυτό το διάστημα επέλθει ο ασφαλισμένος κίνδυνος, τότε αν δεν υπάρχει υπαιτιότητα του ασφαλισμένου, ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα Σε περίπτωση επίτασης ή μεταβολής του κινδύνου από αμέλεια του ασφαλισμένου, ο ασφαλιστής μπορεί να προτείνει τροποποίηση της ασφαλιστικής σύμβασης μέσα σε ένα μήνα από τότε που έλαβε γνώση αυτής. Ο ασφαλιστής απαλλάσσεται αφ ότου παρέλθει ένας ακόμη μήνας και λήπτης της ασφάλισης δεν αποφανθεί επ αυτής, οπότε η τροποποίηση θεωρείται καταγγελία και ο ασφαλιστής απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη. Αν στο ενδιάμεσο διάστημα μέχρι να απαντήσει ο ασφαλισμένος επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, τότε ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα μειωμένο κατά το ποσό του ασφαλίσματος που θα είχε συμφωνηθεί εξ αρχής αν γνώριζε την επίταση ή την μεταβολή του κινδύνου. Τέλος, σε περίπτωση δόλιας παράβασης του βάρους, ο ασφαλιστής έχει δικαίωμα καταγγελίας μέσα σε ένα μήνα από τη στιγμή που έλαβε γνώση της επίτασης ή μεταβολής του κινδύνου. Αν κατά το διάστημα των δεκαπέντε ημερών που χρειάζεται για την ενεργοποίηση της καταγγελίας, επέλθει ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται. Αν ο ασφαλιστής δεν προβεί σε καμία ενέργεια (ούτε καταγγελία, ούτε τροποποίηση), τότε η ασφαλιστική σύμβαση ισχύει ως έχει. 16 ΕΙΡΘΕΣΣΑΛ 7608/2002, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 329/2003. ΕΦΑΘ 3061/1996, ΑΡΧΝ 316/ ΕΦΑΘ 11860/1988, Δ/ΝΗ 868/1990 «ο ασφαλιστής απαλλάσσεται και όταν ο κίνδυνος επιταθεί ή μεταβληθεί από ενέργεια βοηθητικού προσώπου του ασφαλισμένου». 18 Γ.Μπεχρή-Κεχαγιόγλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Εμπορικού Δικαίου IV- Ασφαλιστικό Δίκαιο, Νομική Σχολή Δ.Π.Θ, Κομοτηνή,

13 1.1.2γ Το ασφαλιστικό βάρος της αποφυγής ή μείωσης της ζημίας 19. Το συγκεκριμένο ασφαλιστικό βάρος 20 βαρύνει τον λήπτη της ασφάλισης πριν και κατά τη διάρκεια της πραγματοποίησης του κινδύνου μέχρι την ολοκλήρωσή της ως προς τη διάσταση της αποφυγής της ζημίας και κατά τη διάρκεια ή αφού πραγματοποιηθεί ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος και μέχρι την επέλευση της ζημίας, ως προς τη διάσταση της μείωσης της ζημίας.. Σ αυτό το διάστημα πρέπει να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή ή τη μείωση της ζημίας και να ακολουθεί τις οδηγίες του ασφαλιστή, σύμφωνα με το αρ.7 παρ.3 του ν. 2496/1997.Αν μάλιστα κατά τις ενέργειες αυτές ο λήπτης της ασφάλισης προβεί σε δαπάνες, αυτές καλύπτονται από τον ασφαλιστή ακόμη και αν το ποσό των δαπανών μαζί με το οφειλόμενο ασφάλισμα υπερβαίνουν το ύψος του ασφαλιστικού ποσού. Σε περίπτωση παράβασης του ασφαλιστικού βάρους, οπότε και ο λήπτης της ασφάλισης αν και μπορούσε να αποφύγει ή να περιορίσει τη ζημία δεν το έπραξε, οι συνέπειες διαφέρουν ανάλογα με το αν η παράβαση δεν οφείλεται σε υπαίτια συμπεριφορά ή αν υπάρχει δόλος ή αμέλεια. Στην πρώτη περίπτωση ο ασφαλιστής δεν απαλλάσσεται, ενώ στη δεύτερη ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται σε αποζημίωση του ασφαλιστή δ Το ασφαλιστικό βάρος της ειδοποίησης του ασφαλιστή για την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου 21. Το συγκεκριμένο ασφαλιστικό βάρος αφορά στο χρόνο μετά την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου, οπότε και ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να ειδοποιήσει τον ασφαλιστή εντός οχτώ ημερών από τότε που έλαβε γνώση της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, σύμφωνα με το αρ.7 παρ.1 του ν.2496/1997. Ο δικαιολογητικός λόγος αυτού του βάρους βρίσκεται στο ενδιαφέρον του ασφαλιστή να εξακριβώσεις εγκαίρως τα πραγματικά περιστατικά και να διαπιστώσει έτσι, αν αλήθεια ευθύνεται και σε ποια έκταση Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ Αντίθετα «Το καθήκον αποφυγής και μειώσεως της ζημίας διαμορφώνεται σαν ασφαλιστική υποχρέωση, αφού η παράβασή του επιφέρει κατά το αρ. 7 παρ.4 του ν.2496/1997 αποζημίωση.». 20 ΑΠ 1401/1999, Δ/ΝΗ 63/ ΕΦΘΕΣΣΑΛ 2825/2003, ΔΕΕ 919/2004. ΑΠ 1401/1999, Δ/ΝΗ 63/2000. ΑΠ 345/1995, Δ/ΝΗ 325/1996. ΠΠΡΘΕΣΣΑΛ 814/1989, ΑΡΜ 1229/1989. ΕΦΑΘ 11047/ Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1986, σελ

14 Σε περίπτωση που ο λήπτης της ασφάλισης παραβιάσει την οχταήμερη προθεσμία, ο ασφαλιστής σε καμία περίπτωση δεν απαλλάσσεται. Ακόμα και αν στην πράξη το ζήτημα διευθετείται με συμβατικές ρήτρες, συνήθως με την μορφή γενικών όρων, που προβλέπουν έκπτωση του ασφαλισμένου, δηλαδή απαλλαγή του ασφαλιστή σε περίπτωση μη έγκαιρης ειδοποίησης ή μειώνουν το χρόνο ειδοποίησης 23, θα πρέπει να θεωρηθούν άκυρες ως ανήθικες και καταπλεονεκτικές (αρ.178,179 ΑΚ), γεγονός δεκτό και νομολογιακά 24.Ενδεχομένως σε περίπτωση υπαιτιότητας του λήπτη της ασφάλισης, επέρχεται μείωση του ασφαλίσματος, καθώς ο νόμος δημιουργεί δικαίωμα του ασφαλιστή για αποζημίωση 25.Αν πάντως ο ασφαλιστής έμαθε τα σχετικά με την πραγματοποίηση του κινδύνου κατ άλλο τρόπο, δεν χρειάζεται ειδοποίηση από τον λήπτη της ασφάλισης ε Το ασφαλιστικό βάρος της μη πρόκλησης της ασφαλιστικής περίπτωσης 26. Το καθήκον του λήπτη της ασφάλισης να μην προκαλέσει υπαίτια 27 την ασφαλιστική περίπτωση και η νομική του φύση αποτελούν αντικείμενο ζωηρής συζητήσεως. Έτσι, έχει υποστηριχθεί ότι αποτελεί ασφαλιστικό βάρος, ότι είναι αρνητική προϋπόθεση της ευθύνης του ασφαλιστή και τέλος ότι η απαλλαγή του τελευταίου από την ευθύνη του αποτελεί συνέπεια της μη εκπληρώσεως του καθήκοντος του ασφαλισμένου να μην προκαλέσει την ασφαλιστική περίπτωση. Οι προϋποθέσεις του συγκεκριμένου καθήκοντος προβλέπονται στο αρ.7 παρ.5 του ν.2496/1997. Το συγκεκριμένο καθήκον διαφέρει εννοιολογικά από το καθήκον του ενεργούντος την ασφάλιση προσώπου να μην επιτείνει τον κίνδυνο, καθώς η παράβασή του έχει ως αποτέλεσμα την πραγματοποίηση του κινδύνου και των ζημιογόνων επακόλουθων της. Η πρόκληση της ασφαλιστικής περίπτωσης από το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο έχει ως συνέπεια την απαλλαγή του ασφαλιστή ΜΠΡΑΘ 2368/2001, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 417/ Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1986, σελ Γ.Μπεχρή-Κεχαγιόγλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Εμπορικού Δικαίου IV- Ασφαλιστικό Δίκαιο, Νομική Σχολή Δ.Π.Θ, Κομοτηνή, Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ.133 και ΑΠ 978/2001, ΕΕΜΠΔ 100/2003. ΑΠ 816/2001, ΕΕΜΠΔ 99/ ΑΠ 1/2001, ΕΕΜΠΔ 293/2001 «Απαλλαγή του ασφαλιστή, όταν η ζημία οφείλεται σε πταίσμα είτε του ασφαλισμένου είτε του πράκτορα και του επιφορτισμένου με τη φύλαξη του ασφαλισμένου αντικειμένου. Νομοθετική μεταβολή του καθεστώτος περί απαλλαγής της ευθύνης του ασφαλιστή. Ο τελευταίος απαλλάσσεται πλέον μόνο για δόλο ή για βαριά αμέλεια του ασφαλισμένου.». ΑΠ 816/2001, ΕΕΜΠΔ 99/2003 «Ευθύνη του ασφαλιστή. Αυτός απαλλάσσεται, αν η ζημία ή η απώλεια οφείλεται σε πταίσμα του ασφαλισμένου. Ως πταίσμα νοείται ο δόλος και η αμέλεια.» 14

15 1.1.2 στ. Άλλα ασφαλιστικά βάρη 29. Κατά τη διάρκεια ασφαλιστικής σχέσης ο λήπτης της ασφάλισης έχει επιπλέον καθήκον να μην συνάψει άλλες ασφαλίσεις για τον ίδιο κίνδυνο σε άλλα ασφαλιστική εταιρία 30, χωρίς προηγούμενη έγκριση του πρώτου ασφαλιστή και παράλληλα οφείλει να του παρουσιάζει κάθε έγγραφο που του κοινοποιείται εξώδικα ή δικαστικά και κάθε κλήση δικαστηρίου και κάθε αρχής γενικά, μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εφόσον έχει σχέση με την συγκεκριμένη ασφάλιση. 29 Α.Πουλάκου-Ευθυμιάτου, «Στοιχεία εμπορικού Δικαίου», Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1996, σελ ΕΦΑΘ 2241/1993, ΕΕΜΠΔ 441/

16 1.2 Η έννοια του βάρους και ειδικότερα του ασφαλιστικού βάρους Διάκριση από άλλους κανόνες συμπεριφοράς. Η ασφαλιστική σύμβαση, όπως προαναφέρθηκε είναι άτυπη 31, οι όροι 32 της, ωστόσο, προσδιορίζονται στην πράξη στο αποδεικτικό έγγραφο 33 του ασφαλιστηρίου. Συνέπεια της ασφαλιστικής σύμβασης είναι η ανάληψη υποχρεώσεων από τα συμβαλλόμενα μέρη. Δηλαδή, εκ μέρους του ασφαλιστή η υποχρέωση παροχής ασφαλιστικής κάλυψης και καταβολής του ασφαλίσματος, μετά την πραγματοποίηση του ασφαλιζόμενου κινδύνου και από την πλευρά του λήπτη της ασφάλισης η υποχρέωση καταβολής του ασφαλίστρου. Ο τελευταίος 34 βαρύνεται και με επιπλέον, επιμέρους «υποχρεώσεις»- καθήκοντα 35, τα ασφαλιστικά βάρη ΠΠΡΑΘ 5101/2001, ΕΕΜΠΔ 525/ ΑΠ 324/2005 «Δέσμευση του ασφαλισμένου από τους ενσωματωμένους στο ασφαλιστήριο όρους περί απαλλαγής του ασφαλιστή (περίπτωση μέθη υπαιτίου οδηγού). Η αποδοχή των όρων μπορεί να γίνει και σιωπηρά. Συνιστά σιωπηρά αποδοχή η παραλαβή του ασφαλιστηρίου, η καταβολή του ασφαλίστρου, η επικόλληση στο παρ-μπρίζ του αυτοκινήτου του ειδικού σήματος, η δήλωση του επιγενομένου ατυχήματος.» ΕΦΠΕΙΡ 525/2003, ΕΕΜΠΔ 118/2004 «Η επίκληση από τον ασφαλισμένο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου σημαίνει και αποδοχή των όρων του. Οι γενικοί και ειδικοί όροι του ασφαλιστηρίου συμβολαίου είναι υποχρεωτικοί έστω και αν δεν καλύπτονται από την υπογραφή των συμβαλλομένων αρκεί να γίνεται σαφής παραπομπή σ` αυτούς στη σύμβαση ασφαλίσεως» ΕΦΑΘ 4902/2001, ΕΕΜΠΔ 855/2002/855 «Έντυποι και χειρόγραφοι όροι ασφαλιστηρίου. Μεταξύ αυτών υπερισχύουν οι χειρόγραφοι όροι.»εφπειρ 690/2000, ΕΕΜΠΔ 550/2000 «Γνώση του όρου ακόμα και σε περίπτωση υπογραφής χωρίς ανάγνωση του κειμένου της συμφωνίας, μιας και θεωρείται ως υπαίτια άγνοια». ΜΠΡΔΡΑΜ 45/1989, ΕΕΜΠΔ 267/1990 «Δέσμευση του ασφαλισμένου από επισυναπτόμενους όρους ασφαλιστικής σύμβασης,, ακόμη και όταν δεν καλύπτονται με την υπογραφή του, γίνεται όμως μνεία στο κύριο περιεχόμενο ότι η ασφαλιστική σύμβαση συνάπτεται με τους παραπάνω όρους. Εξάλλου η επίκληση και προσκόμιση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου στο δικαστήριο αποτελεί αποδοχή αυτού και των όρων που περιλαμβάνονται σ' αυτό.».εφαθ 11640/1986, ΕΕΜΠΔ 297/1988, «Γενικοί και ειδικοί όροι ασφαλιστηρίου. Οι ειδικοί υπερισχύουν σε περίπτωση αντίθεσης. Οι έντυποι γενικοί όροι δεσμεύουν τον αντισυμβαλλόμενο έστω και αν δεν έχουν υπογραφεί απ' αυτόν, εφόσον δεν αντέλεξε μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.» ΕΦΑΘ 3641/1978, ΑΡΜ 136/1980. ΕΦΑΘ 7230/1977, ΑΡΜ 255/1978 «Οι έντυποι και χειρόγραφοι όροι, που δεν παρέχονται στην πρώτη, αλλά στις επόμενες σελίδες του ασφαλιστηρίου εγγράφου και που δεν καλύπτονται με την υπογραφή των συμβαλλομένων μερών, είναι υποχρεωτικοί για τον ασφαλιζόμενο που υπέγραψε την πρώτη μόνο σελίδα, αν στη σελίδα αυτή γίνεται μνεία ότι η ασφάλιση συμφωνείται και υπό τους όρους αυτούς των επομένων σελίδων. Η δέσμευση ισχύει έστω και αν ο ασφαλιζόμενος δεν έλαβε προηγουμένως γνώση των όρων αυτών.» 33 ΕΦΑΘ 11640/1986, ΕΕΜΠΔ 297/ Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1986, σελ. 60. Τα ασφαλιστικά βάρη απευθύνονται κατά περίπτωση στον αντισυμβαλλόμενο, στον ασφαλισμένο, στο δικαιούχο ή και σε άλλα πρόσωπα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν εκπρόσωποι ενός από αυτούς, γιατί συγκατοικούν μαζί του ή τους έχει ανατεθεί η διαχείριση ή η φύλαξη του αντικειμένου, που αφορά η ασφάλιση, ή γιατί είναι νόμιμοι αντιπρόσωποι ή διευθυντές του νομικού προσώπου. 35 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. 8, 9. 16

17 Υπάρχουν, λοιπόν, κανόνες συμπεριφοράς στο δίκαιο, οι οποίοι μπορούν να ονομασθούν καθήκοντα. Τα καθήκοντα αυτά υποδιαιρούνται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις ή τα νομικά καθήκοντα (πλήρης ενοχή), ενώ στη δεύτερη τα ασφαλιστικά βάρη 37. Η δεύτερη περίπτωση, ιδωμένη από τη σκοπιά του γενικού ενοχικού δικαίου 38, υφίσταται σε σχέσεις, στις οποίες προβλέπεται παροχή από ένα πρόσωπο σε άλλο, χωρίς όμως να είναι ενοχές, γιατί δεν υπάρχει ένα βασικό στοιχείο:η παροχή δεν είναι (νομικά) υποχρεωτική και εξαναγκαστή. Το ενδιαφέρον, από νομική άποψη, στις περιπτώσεις αυτές είναι ότι : α. για ορισμένες από αυτές, αν οικειοθελώς καταβληθεί η μη υποχρεωτική και εξαναγκαστή παροχή, θεωρείται πως αυτή αποκτήθηκε από τον λήπτη νομίμως και όχι «αχρεωστήτως», δηλ. πως ο λήπτης μπορεί να την κρατήσει (ατελείς ενοχές) και β. για άλλες περιπτώσεις, αν δεν γίνει η παροχή, δεν υπάρχει βέβαια δυνατότητα εξαναγκασμού με μία από τις εκτεθείσες μορφές του, αλλά επέρχονται ορισμένες άλλες μειωμένης έντασης δυσμενείς συνέπειες για τον μη παρέχοντα (βάρη) 39. Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις όπου η ενοχική ευθύνη μπορεί να περιοριστεί στην έκτασή της, χωρίς να χάσει τον χαρακτήρα της ως ενοχικής ευθύνης. Η παραπάνω διάκριση, μπορεί να εντοπιστεί και στο ασφαλιστικό δίκαιο ως ακολούθως 40. Η απαίτηση του ασφαλιστή για καταβολή του ασφαλίστρου και αντίστροφα η απαίτηση του λήπτη της ασφάλισης για την καταβολή του ασφαλίσματος, συνιστούν πλήρεις ενοχές. Παρέχουν το δικαίωμα άσκησης αγωγής κατά του οφειλέτη με σκοπό την έκδοση καταψηφιστικής δικαστικής απόφασης, με την εκτέλεση της οποίας θα ικανοποιηθεί ο δικαιούχος. Ατελείς ενοχές στο ασφαλιστικό δίκαιο δεν υπάρχουν. Τα ασφαλιστικά βάρη θα αναλυθούν κατωτέρω, αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η έννοια και η εφαρμογή των βαρών πρωτοέγινε γνωστή στο ασφαλιστικό δίκαιο. Η τήρησή τους πάντως είναι μάλλον προς το συμφέρον των ασφαλισμένων, ενώ η εκπλήρωση κάθε γνήσιας υποχρέωσης είναι καταρχήν προς το συμφέρον του δανειστή 41. Πιο συγκεκριμένα, τώρα, τα βάρη θα μπορούσαν να θεωρηθούν ενδιάμεση έννοια, ανάμεσα στις ατελείς ενοχές και στις πλήρεις (υποχρεώσεις). Η διαφορά από τις ατελείς ενοχές 42 είναι ότι, ενώ στις τελευταίες η μη εκπλήρωση δεν θα είχε συνέπειες για τον οφειλέτη-λήπτη της ασφάλειας, η μη εκπλήρωση του βάρους συνεπάγεται ορισμένες 36 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ Αναπτύσσονται οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί σχετικά με την νομική φύση των ασφαλιστικών βαρών. 37 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. 77επ. 38 Μ.Σταθόπουλος, «Γενικό Ενοχικό Δίκαιο», Τρίτη έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 1998, σελ Ευθύνη με την στενή έννοια, δηλ. ενοχική ευθύνη (υποβολή σε εξαναγκασμό για συμμόρφωση και εκπλήρωση της υποχρέωσης ή υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης για μη εκπλήρωση) δεν υπάρχει σε καμία από τις δύο αυτές περιπτώσεις των ατελών ενοχών και των βαρών, αντίστοιχη της περίπτωσης πλήρους ενοχής. Ωστόσο, υπάρχει ευθύνη υπό ευρεία έννοια (σε βάρος του παρέχοντος, στην πρώτη, του μη παρέχοντος, στη δεύτερη περίπτωση).θα πρόκειται βέβαια για άλλο είδος ευθύνης, ηπιότερης και όχι για ενοχική ευθύνη. 40 Γ.Μπεχρή-Κεχαγιόγλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Εμπορικού Δικαίου IV- Ασφαλιστικό Δίκαιο, Νομική Σχολή Δ.Π.Θ, Κομοτηνή, Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1986, σελ Μ.Σταθόπουλος, «Γενικό Ενοχικό Δίκαιο», Τρίτη έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 1998, σελ

18 δυσμενείς επιπτώσεις για τον προαναφερθέντα βαρυνόμενο,. Αυτές οι «κυρώσεις» αποτελούν οπωσδήποτε έμμεσα έναν εξαναγκασμό του βαρυνομένου να εκπληρώσει την παροχή. Έτσι, τα βάρη έχουν εντονότερο το στοιχείο του δέοντος και της ευθύνης απ ότι οι ατελείς ενοχές και πλησιάζουν περισσότερο από αυτές προς τις πλήρεις ενοχές. Διαφορές υπάρχουν και ανάμεσα στην υποχρέωση 43 και το ασφαλιστικό βάρος. Καταρχήν η εκπλήρωση της υποχρέωσης είναι δυνατόν να εξαναγκαστεί, ενώ κάτι τέτοιο δε χωρεί αμέσως στα ασφαλιστικό βάρος. Η παράβαση υποχρέωσης γεννά υποχρέωση αποζημιώσεως, ενώ το αντίθετο συμβαίνει, όταν παραβιάζεται το ασφαλιστικό βάρος. Τέλος, στην υποχρέωση η τήρηση της οφειλόμενης συμπεριφοράς αφορά στο «ξένο» συμφέρον του ασφαλιστή ή κυρίως αυτού, ενώ στην περίπτωση του ασφαλιστικού βάρους αφορά στο συμφέρον του ενεργούντος την ασφάλιση προσώπου, ενώ ενδεχόμενα αναφέρεται και στο συμφέρον του ασφαλιστή Διακρίσεις των ασφαλιστικών βαρών 44 και υπαγωγή σ αυτές του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας. Μια πρώτη διάκριση των βαρών μπορεί να γίνει με το αν επιβάλλονται από νόμο ή σύμβαση. Στην πρώτη περίπτωση υπάγεται το αρ.3 του ν.2396/1997. Ωστόσο, μπορούν να απαλειφθούν, να επεκταθούν, να περιορισθούν ή και να επιβληθούν νέα ασφαλιστικά βάρη με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία, αρκεί φυσικά να μην γίνεται καταδυνάστευση του ενεργούντος την ασφάλιση προσώπου από τον ασφαλιστή 45. Στη θεωρία διακρίνονται τα ασφαλιστικά βάρη που διαχωρίζονται από το νόμο σε lex perfecta και σε lex imperfecta.τα πρώτα επιβάλλουν κυρώσεις ενώ τα δεύτερα όχι. Στο ελληνικό δίκαιο τέτοιο ζήτημα δεν ανακύπτει καθώς την παράβαση του ασφαλιστικού βάρους ακολουθεί αντίστοιχη κύρωση. Στην περίπτωση συμβατικής 43 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ , Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1986, σελ ΕΦΑΘ 6120/2003, ΔΕΕ 682/2004 «Σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο πυρός προπαρασκευασμένος γενικός έντυπος όρος που απαλλάσσει την ασφαλιστική εταιρία λόγω πρόκλησης πυρκαϊάς από δάσος, ο οποίος δεν κατέστη από τον ασφαλιστικό πράκτορα γνωστός στον ασφαλισμένο που απέβλεπε στην ανωτέρω ασφάλεια λόγω γειτνίασης του ασφαλισμένου ακινήτου με δάσος αντίκειται στην καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και είναι καταχρηστικός και άκυρος με αποτέλεσμα την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης».εφαθ 744/2001, ΔΕΕ 1144/2001. ΑΠ 1401/1999, Δ/ΝΗ 63/2000 «Γενικοί όροι συναλλαγών στις ιδιωτικές συμβάσεις ασφαλίσεως ζωής. Γενικός όρος συναλλαγών που περιορίζει τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες του προμηθευτή. Υπό προϋποθέσεις καταχρηστικός στην περίπτωση τέτοιου όρου.». 18

19 καθιέρωσης ασφαλιστικού βάρους χωρίς ταυτόχρονη πρόβλεψη κύρωσης, γίνεται δεκτό ότι αντιστοιχεί προς «ένα τίποτα» 46. Τέλος, με κριτήριο τον χρόνο τα ασφαλιστικά βάρη μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: Σε αυτά που υφίστανται πριν από την τυπική έναρξη της ασφάλισης (Προσυμβατικά Βάρη) 47 και σε αυτά που υφίστανται κατά τη διάρκεια της ασφάλισης (πριν, κατά ή μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης). Κατόπιν των παραπάνω, ως ασφαλιστικά βάρη μπορούν να χαρακτηριστούν οι κανόνες συμπεριφοράς (θετικοί ή αρνητικοί), που επιβάλλονται στον αντισυμβαλλόμενο, στον ασφαλισμένο ή σε άλλα πρόσωπα από τον νόμο ή από την σύμβαση και που η παράβασή τους έχει συνήθως σαν συνέπεια την απαλλαγή του ασφαλιστή. Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής καταγγελίας υπάγεται στην κατηγορία των ασφαλιστικών βαρών που επιβάλλονται από το νόμο, οι κυρώσεις της παράβασής του προβλέπονται απ αυτόν και υφίσταται πριν από την τυπική έναρξη της ασφάλισης. 1.3 Το καθήκον της προσυμβατικής αναγγελίας ως ασφαλιστικό βάρος 48 και η νομική του βάση. Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας εντοπίζεται στο αρ.3 παρ.1 εδ.α και β του ν.2496/1997.σύμφωνα με αυτό «κατά τη σύναψη της σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου, καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. Στοιχεία και περιστατικά, για τα οποία ο ασφαλιστής έθεσε σαφείς γραπτές ερωτήσεις, τεκμαίρεται ότι είναι τα μόνα τα οποία επηρεάζουν την από μέρους του εκτίμηση και αποδοχή του κινδύνου.» Περιλαμβάνεται τόσο το καθήκον δήλωσης των στοιχείων και μη αποσιώπησης κάποιου σημαντικού απ αυτά, όσο και το καθήκον μη εσφαλμένης δήλωσης των παραπάνω Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. 80.Κρίνεται ως σωστότερο ότι η παραβίαση ασφαλιστικών βαρών που αναλήφθηκαν συμβατικά, ακόμα και όταν δεν προβλέπονται συνέπειες των παραβάσεών τους, έχει σαν αποτέλεσμα την ελευθέρωση του ασφαλιστή από την υποχρέωσή του για παροχή. 47 ΠΠΡΘΕΣΣΑΛ 3811/2001, ΕΤΡΑΞΧΡΔ 537/ Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. 77επ. Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1986, σελ. 60επ, Α.Πουλάκου-Ευθυμιάτου, «Στοιχεία εμπορικού Δικαίου», Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1996, σελ ΑΠ 830/2004, ΕΕΜΠΔ 779/2004. ΕΦΑΘ 7755/2002, ΕΕΜΠΔ 846/2003. ΕΦ ΑΘ 4931/2002, ΔΕΕ 310/2003.ΕΦΑΘ 7755/2002, ΕΕΜΠΔ 846/2003.ΕΦΑΘ 4932/2001, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 211/2003. ΜΠΡΘΕΣΣΑΛ 2549/1987, ΕΕΜΠΔ 306/

20 Το καθήκον της προσυμβατικής αναγγελίας αμφισβητείται αν είναι νομική υποχρέωση ή αν αποτελεί ασφαλιστικό βάρος 50, 51.Προς την τελευταία κατεύθυνση οδηγεί το γεγονός ότι το συγκεκριμένο καθήκον αποτελεί έμμεση προϋπόθεση της ασφαλιστικής αποζημίωσης, μιας και σε περίπτωση παράβασής του δίνεται η δυνατότητα στον ασφαλιστή να καταγγείλει την ασφαλιστική σύμβαση. Το αμέσως επόμενο ζήτημα που προκύπτει είναι αν το καθήκον της προσυμβατικής αναγγελίας θεμελιώνεται μόνο στο νόμο ή πηγάζει και από την ασφαλιστική σύμβαση 52.Μια άποψη υποστηρίζει ότι θεμελιώνεται και στα δύο, μιας και χωρίς τη σύμβαση δεν υπάρχει καθήκον αναγγελίας, το γεγονός δε ότι το τελευταίο προηγείται της συμβάσεως δεν δημιουργεί πρόβλημα, αφού με τη σύμβαση είναι δυνατόν να στηριχθούν καθήκοντα για το παρελθόν. Θεμελίωση στην ασφαλιστική σύμβαση, ωστόσο, δύσκολα μπορεί να αναγνωρισθεί, καθώς αυτή δεν έχει καν συναφθεί κατά το χρονικό διάστημα που υφίσταται το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας, οπότε και τα καθήκοντα προκύπτουν αμέσως μόλις αυτή συναφθεί και όχι προηγούμενα. Άλλωστε και χωρίς την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να υπάρξει το καθήκον της προσυμβατικής αναγγελίας, στηριζόμενο στην υποχρέωση του ενεργούντος την ασφάλιση προσώπου, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, να αναγγείλει τα περιστατικά κινδύνου, παρ όλο που είναι άγνωστο αν τελικά θα συναφθεί η σύμβαση ή όχι 53. Έτσι, η νομική βάση του καθήκοντος της προσυμβατικής αναγγελίας θα πρέπει να εντοπισθεί στο νόμο, με τις συνέπειες βέβαια, που επέρχονται σε περίπτωση παράβασής του, να εκκινούν μετά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι το νομικό γεγονός που «ενεργοποιεί» το καθήκον της προσυμβατικής αναγγελίας είναι η έναρξη των διαπραγματεύσεων για την σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης. 1.4 Η έννοια της καλής πίστης και το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας. Η ευρύτερη έννοια της καλής πίστης επιτάσσει στα υποκείμενα του δικαίου να ενεργούν κατά τρόπο που δεν έρχεται σε αντίθεση με την εντιμότητα και την ευπρέπεια που απαιτείται στις συναλλαγές και επιβάλλεται για την διασφάλιση ομαλής κοινωνικής συμβίωσης. Η αντικειμενική καλή πίστη, που εμπεριέχει την ευθύτητα, την εντιμότητα, 50 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ 105επ. 51 ΑΠ 830/2004, ΕΕΜΠΔ 779/2004. ΕΦΑΘ 7755/2002, ΕΕΜΠΔ 846/2003. ΕΦΑΘ 7268/2002, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 481/2003. ΜΠΡΑΘ 3428/2001, ΝΟΒ 1476/2001. ΕΦΑΘ 4161/2000, Δ/ΝΗ 1363/2001. ΑΠ 1108/1989, Δ/ΝΗ 755/ Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ Β.Κιάντος, «Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου», Εκδόσεις Αφοί Π.Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1972, σελ.290επ. 20

21 την ειλικρίνεια, που πρέπει να τηρεί κάποιος στις συναλλαγές και γενικότερα στην κοινωνική συμβίωση, αξιολογεί την εξωτερική συμπεριφορά του ατόμου και αποτελεί πηγή του δικαίου, υπαγόμενη στην ιδιότυπη κατηγορία κανόνων δικαίου, τις γενικές ρήτρες 54.Η καλή πίστη, ως γενική ρήτρα, πρέπει να συγκεκριμενοποιείται σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Μπορεί δε να επιβάλλει είτε την επιχείρηση θετικών πράξεων, είτε την παράλειψη ενεργειών 55. Η αρχή της καλής πίστης υπάρχει και στο εμπορικό δίκαιο, από την οποία και απορρέουν άλλες αρχές, όπως η αρχή pacta sunt servanda, η ευθύνη από διαπραγματεύσεις, και επιμέρους κανόνες που αφορούν στην σύναψη της σύμβασης, στην εκτέλεσή της, στην υποχρέωση πληροφόρησης του αντισυμβαλλομένου 56 κλπ. Γνωστή σ όλους τους κλάδους του εμπορικού δικαίου, η αρχή της καλής πίστης συναντάται με ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα στον κλάδο του ασφαλιστικού δικαίου. Καθώς απαιτείται μεγαλύτερος βαθμός ειλικρίνειας απ ότι συνήθως, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούν στην ασφαλιστική αγορά, και του αντικείμένου της παροχής του ασφαλιστή, η ευθύτητα και η αποφυγή παραπλάνησης από την πλευρά του ενεργούντος την ασφάλιση προσώπου, είναι κρίσιμο γεγονός, αντικατοπτρίζοντας την «υποχρέωση πρόνοιας» προς τον αντισυμβαλλόμενο. Τα καθήκοντα που προκύπτουν από την καλή πίστη 57 δεν είναι υποχρεώσεις συμβατικές, που προβλέπονται ως όροι κατά την σύναψη ή και κατά την εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης. Είναι υποχρεώσεις που βασίζονται στην ειδική σχέση εμπιστοσύνης των μερών που εμπλέκονται εν γένει στην ασφαλιστική σύμβαση. Οπότε επεκτείνονται και στο προσυμβατικό στάδιο, με αποτέλεσμα τα μέρη κατά τη φάση των διαπραγματεύσεων 58 οφείλουν αμοιβαίως να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη 59. Αντίστοιχο καθήκον μπορεί να ειπωθεί ότι είναι και το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας 60. Κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, ο ασφαλιστής πρέπει να έχει στη διάθεσή του όλες εκείνες τις πληροφορίες, που κρίνονται χρήσιμες προκειμένου να υπολογίσει όσο το δυνατόν καλύτερα τους 54 Α.Γεωργιάδης, «Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου», Δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, σελ. 15,22, Μ.Σταθόπουλος, «Γενικό Ενοχικό Δίκαιο», Τρίτη έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 1998, σελ.84επ. 56 Ε.Περάκης, «Γενικό μέρος του Εμπορικού Δικαίου», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1999, σελ ΕΦΑΘ 4931/2002, ΔΕΕ 310/2003. ΑΠ 1401/1999, Δ/ΝΗ 63/2000 «Τα ασφαλιστικά βάρη αποτελούν κανόνες συμπεριφοράς που επιβάλλει η καλή πίστη.» 58 ΕΦΠΕΙΡ 239/2003, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 211/2003.ΕΦΑΘ 3270/2001, Δ/ΝΗ 815/2003 «Κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων της ασφαλιστικής σύμβασης πρέπει ο ασφαλιζόμενος να τηρεί υποχρέωση τήρησης των αρχών της καλής πίστης, με ποινή ακυρότητας της σύμβασης.». 59 Α.Γεωργιάδης, «Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου», Δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, σελ ΕΦΑΘ 4932/2001, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 211/2003 «κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων της ασφαλιστικής σύμβασης επιβάλλεται στον ασφαλιζόμενο, με ποινή την ακυρότητα της σύμβασης και την άρση της υποχρέωσης του ασφαλιστή να καταβάλλει το ασφάλισμα, υποχρέωση τήρησης των αρχών της καλής πίστης. Σύμφωνα με αυτές έχει ειδική υποχρέωση (ασφαλιστικό βάρος) να μην κάνει στον ασφαλιστή ψεύτικη δήλωση, έστω και από πλάνη, ή να μην αποκρύψει απ` αυτόν πραγματικά περιστατικά που γνωρίζει». 21

22 κινδύνους, που πρόκειται να αναλάβει 61. Το ασφαλιζόμενο αγαθό και ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος συγκεκριμενοποιούνται από τις περιγραφές του ενεργούντος την ασφάλιση προσώπου, το οποίο άλλωστε είναι και εκείνο που είναι σε θέση να γνωρίζει και κατέχει τις πληροφορίες. Σ αυτές θα στηριχθεί ο ασφαλιστής προκειμένου να αποφασίσει αν θα προβεί ή όχι στη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης με τον συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο, αναλαμβάνοντας την κάλυψη των δεδομένων κινδύνων και με ποιο ασφάλιστρο. Έτσι, βάσει της καλής πίστης, το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο οφείλει να πράττει ό,τι προάγει και να παραλείπει ό,τι προκαλεί προβλήματα στην ομαλή σύναψη και λειτουργία της ασφαλιστικής σύμβασης. Με άλλα λόγια οφείλει να ανακοινώνει τα απαραίτητα για την ασφάλιση στοιχεία, χωρίς να τα αποσιωπά και να αποφεύγει την ανακοίνωση εσφαλμένων γεγονότων. 1.5 Λόγοι καθιέρωσης του καθήκοντος της προσυμβατικής αναγγελίας 62. Διάφορες απόψεις έχουν διατυπωθεί αναφορικά με τους λόγους που έχουν επιβάλλει το καθήκον της προσυμβατικής αναγγελίας. Μπορούν, μάλιστα, να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με το που βασίζονται. Η πρώτη βασίζεται σε παράγοντες εκτός της ασφαλιστικής σύμβασης και της παροχής του ασφαλιστή. Δηλ. στηρίζει το καθήκον της προσυμβατικής αναγγελίας στο γενικό καθήκον της εγγυοδοσίας του οφειλέτη ή στο αντίστοιχο του πωλητή. Άλλη άποψη απ αυτές το βασίζουν στις αρχές περί των νομικών αποτελεσμάτων της πλάνης και της απάτης. Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από τις απόψεις που στηρίζονται στην ασφαλιστική σύμβαση. Θεωρούν ότι το καθήκον της προσυμβατικής αναγγελίας ισχύει μιας και η ασφαλιστική σύμβαση έχει ιδιαίτερη φύση ως σιωπηρά αναλαμβανόμενη ή ως «τυχηρά» ή ως εξόχου καλής πίστεως. Κατά άλλη εκδοχή πηγάζει από τις τεχνικές βάσεις της ασφαλιστικής εργασίας και συγκρίνεται προς το καθήκον ανακοινώσεως. Τέλος, η τρίτη κατηγορία λόγων καθιέρωσης του καθήκοντος της προσυμβατικής αναγγελίας αποτελείται από γνώμες βασιζόμενες στην παροχή του ασφαλιστή. Έτσι, μια από αυτές στηρίζεται στο γεγονός ότι ο ασφαλιστής ευθύνεται για τη συμφωνημένη έκταση του ασφαλιστικού κινδύνου, την οποία, ωστόσο, περιγράφει και διευκρινίζει το βαρυνόμενο, ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο 63. Άλλη, πάλι, στηρίζεται στο γεγονός ότι οι συνθήκες του κινδύνου είναι γνωστές στο ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, , σελ Β.Κιάντος, «Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου», Εκδόσεις Αφοί Π.Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1972, σελ. 292 επ. 63 ΑΠ 1014/1991, Δ/ΝΗ 1593/ ΑΠ 1401/1999, Δ/ΝΗ 63/

23 Σε κάθε περίπτωση, όπως σε κάθε σύμβαση, έτσι και στην ασφαλιστική, οι παροχές των συμβαλλομένων πρέπει να προσδιορίζονται αντικειμενικά. Ωστόσο, προκειμένου να προσδιορισθεί ο κίνδυνος απαιτείται συγκεκριμενοποίηση, ώστε και η παροχή της κάλυψης του να είναι συγκεκριμένη αλλά και το ασφάλιστρο να προσδιοριστεί σωστά. Ο προσδιορισμός μπορεί να γίνει και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, αλλά, δεδομένου ότι το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο έχει ευκολότερη, καλύτερη, λιγότερο δαπανηρή πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες, μιας και κατέχει εκείνες που ουσιαστικά ενδιαφέρουν για την περιγραφή του είδους και της έκτασης του κινδύνου, που πρόκειται να καλυφθεί, αυτό βαρύνεται και με το σχετικό καθήκον της προσυμβατικής αναγγελίας. 1.6 Περιεχόμενο του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας Υποκείμενα του ασφαλιστικού βάρους: Υπόχρεος εκτέλεσης του καθήκοντος της προσυμβατικής αναγγελίας. Παραλήπτης της προσυμβατικής αναγγελίας. Το υπόχρεο σε εκτέλεση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας πρόσωπο εντοπίζεται στο αρ.3 παρ.1 εδ. α και β του ν.2496/1997, όπου «κατά τη σύναψη της σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου, καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. Στοιχεία και περιστατικά, για τα οποία ο ασφαλιστής έθεσε σαφείς γραπτές ερωτήσεις, τεκμαίρεται ότι είναι τα μόνα τα οποία επηρεάζουν την από μέρους του εκτίμηση και αποδοχή του κινδύνου.» Η αναγγελία, λοιπόν, γίνεται με έξοδα και κίνδυνο του υπόχρεου σε εκτέλεση του ασφαλιστικού βάρους προσώπου, μιας και αυτό βαρύνεται με το συγκεκριμένο καθήκον. Κατ αρχήν, λοιπόν, στην περίπτωση της ασφάλισης για ίδιο λογαριασμό βαρύνεται με το συγκεκριμένο ασφαλιστικό βάρος το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο (λήπτης της ασφάλισης 65 ). Αν περισσότερα πρόσωπα, συγκύριοι του αντικειμένου του ασφαλιζόμενου κινδύνου, το ασφαλίζουν από κοινού, καθένας απ αυτούς υποχρεούται σε αναγγελία, ενώ δεν μπορούν οι υπόλοιποι να επικαλεστούν την αναγγελία κάποιου ή κάποιων απ αυτούς. Κάτι τέτοιο είναι λογικό, μιας και καθένας τους μπορεί να κατέχει σχετικές πληροφορίες που ενδιαφέρουν τον ασφαλιστή. Εάν το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο συνάπτει την ασφαλιστική σύμβαση μέσω τρίτου προσώπου, προστηθέντος, για την εκπλήρωση του καθήκοντος της αναγγελίας θα ευθύνεται για την αναγγελία του 65 ΜΠΡΑΘ 3428/2001, ΝΟΒ 1476/

24 γνωστού στον προστηθέντα περιστατικού αλλά ακόμα και αγνώστου στο ίδιο. Αν ο προστηθείς, παρόλο που γνωρίζει το περιστατικό, δεν το αναγγείλει, βαρύνεται με πταίσμα, με αποτέλεσμα να ευθύνεται και το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο ως προστήσας που ευθύνεται για κάθε πταίσμα του προστηθέντος σαν δικό του πταίσμα (αρ.334 παρ.1 ΑΚ) 66. Στην περίπτωση της ασφάλισης για λογαριασμό άλλου 67, η υποχρέωση αναγγελίας βαρύνει τόσο το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο όσο και τον ασφαλισμένο (αρ.9 παρ.2 ν.2496/1997). Ο τελευταίος οφείλει να αναγγείλει όσα ο ίδιος γνωρίζει, καθώς για τα επιπλέον τούτων δύναται να γνωρίζει και βαρύνεται να αναγγείλει το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο. Είναι προφανές ότι πρόκειται για δύο ξεχωριστά καθήκοντα αναγγελίας, που αφορούν σε διαφορετικά υποκείμενα, οπότε και η εκπλήρωση του ενός δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση το άλλο. Από την μία πλευρά, λοιπόν, ο λήπτης της ασφάλισης βαρύνεται με τη δήλωση περιγραφής του κινδύνου. Από την άλλη, η προσυμβατική αναγγελία αποτελεί δήλωση γνώσης 68, η οποία και πρέπει να γίνει αποδεκτή. Εάν μάλιστα γίνει μεταξύ απόντων, πρέπει να ληφθεί από τον ασφαλιστή, προκειμένου να έχει νομική ενέργεια. Η δήλωση, συνεπώς, αυτή πρέπει να γίνει σε συγκεκριμένο πρόσωπο, τον ασφαλιστή. Αν πρόκειται να συναφθεί ασφαλιστική σύμβαση με περισσότερους ασφαλιστές, ακόμα και αν ένα μόνο ασφαλιστήριο εκδοθεί, η αναγγελία πρέπει να γίνει σε καθέναν από τους ασφαλιστές χωριστά, μιας και καθένας τους πρέπει να γνωρίζει του κινδύνους που πρόκειται να αναλάβει 69. Η μόνη εξαίρεση υφίσταται στην περίπτωση που κάποιος από τους ασφαλιστές έχει αναλάβει να πληροφορήσει και τους υπόλοιπους. 66 Β.Κιάντος, «Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου», Εκδόσεις Αφοί Π.Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1972, σελ.298 «Υποστηρίζεται ότι η εκπλήρωσις του καθήκοντος αναγγελίας δύναται να λάβη χώραν και υπό τρίτου. Δέον όμως να σημειωθή, ότι δυνατόν ο ασφαλιστής να έχη συμφέρον να εκπληρωθή το καθήκον αναγγελίας υπό του ενεργούντος την ασφάλισιν προσώπου, διότι τούτο γνωρίζει περισσότερα των περιστατικών από όσα ο τρίτος και ούτω να μη είναι δυνατή κατά τον αυτόν τρόπον εκπλήρωσις του καθήκοντος της αναγγελίας υπό τρίτου.». 67 ΕΦΑΘ 12652/1995, ΕΕΜΠΔ 546/ Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1986, σελ. 62 «Η προσυμβατική δήλωση αποτελεί λοιπόν δήλωση γνώσης (ανακοίνωση, γνωστοποίηση) και όχι δήλωση βούλησης.». 69 Β.Κιάντος, «Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου», Εκδόσεις Αφοί Π.Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1972, σελ.299 «Συναφώς υπεστηρίχθη, ότι η παραβίασις του καθήκοντος αναγγελίας έναντι ενός συνασφαλιστού επιδρά μόνον έναντι τούτου και ουχί κατά των λοιπών. Το συμπέρασμα τούτο δεν δύναται να γίνη απολύτως δεκτόν εις το ελληνικόν δίκαιον». 24

25 1.6.2 Χρόνος εκτελέσεως του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας. Το ίδιο το αρ.3 ν.2496/1997 προσδιορίζει στην πρώτη του παράγραφο πότε πρέπει να γίνει η δήλωση και ακριβέστερα «Κατά τη σύναψη της σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται».άλλωστε, η σκοπιμότητα της αναγγελίας, δηλ. η περιγραφή του κινδύνου που πρόκειται να αναληφθεί, προκειμένου και ο ίδιος να εξειδικευτεί και το ασφάλιστρο να οριστεί, θέτουν το καθήκον της αναγγελίας σε χρονικό σημείο κατά την σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης. Ακριβέστερα κατά τη διάρκεια των παραπάνω δραστηριοτήτων 70 και μάλιστα από την έναρξη των διαπραγματεύσεων μέχρι τη λήψη της αποδοχής της προτάσεως, δηλαδή μέχρι τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης 71. Πάντως εάν, πριν ολοκληρωθεί η ασφαλιστική σύμβαση, ο ασφαλιζόμενος ενημερώθηκε για την απώλεια του ασφαλιζόμενου αγαθού, αλλά δεν είχε χρόνο να ενημερώσει τον πράκτορά του, η ασφαλιστική σύμβαση είναι έγκυρη Οι επιμέρους υποχρεώσεις που εμπεριέχει το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας. Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας, που όπως έχει προαναφερθεί εντοπίζεται στο αρ.3 ν.2496/1997 αναλύεται σε δύο επιμέρους καθήκοντα - υποχρεώσεις, ένα θετικό και ένα αρνητικό 72, 73. Το πρώτο εξ αυτών, που ουσιαστικά αποτελεί υποχρέωση σε πράξη, σε θετική ενέργεια, αφορά στην υποχρέωση του βαρυνόμενου προσώπου να δηλώσει κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο και είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου, καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. Η υποχρέωση δήλωσης στοιχείων και περιστατικών θα μπορούσε να θεωρηθεί και παράλληλα ως υποχρέωση 70 ΑΠ 587/2004, ΕΕΜΠΔ 790/2004. ΕΦΑΘ 3270/2001, Δ/ΝΗ 815/2003. ΕΦΑΘ 7144/1992, ΕΕΜΠΔ 92/1993. ΑΠ 1108/1989, Δ/ΝΗ 755/ Β.Κιάντος, «Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου», Εκδόσεις Αφοί Π.Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1972, σελ.299 «Υπεστηρίχθη, εν σχέσει με την ασφάλισιν δια λογαριασμόν άλλου, ότι ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται, εάν ο ησφαλισμένος απέστειλε την αναγγελίαν και έλαβε ταύτην ο ασφαλιστής προ της συνάψεως της συμβάσεως, αλλά δεν υφίστατο ένδειξις, ώστε να εκλάβη το έγγραφον ως αναγγελίαν και ως εκ τούτου έλαβε γνώσιν μετά την σύναψιν της συμβάσεως. Προς τα ανωτέρω δεν δύναται τις να συμφωνήσει.» 72 Α.Μπεχλιβάνης, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, ΕΦΑΘ 4931/2002, ΔΕΕ 310/

26 του βαρυνομένου με το συγκεκριμένο ασφαλιστικό βάρος να μην αποσιωπήσει ή να μην αποκρύψει ουσιώδη περιστατικά ή στοιχεία. Τα έτερο καθήκον που ενυπάρχει στην έννοια του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας, συνιστά μία ειδικότερή της αρνητική υποχρέωση. Σύμφωνα με αυτήν ο βαρυνόμενος υποχρεούται να αποφύγει να ανακοινώσει στοιχεία ή περιστατικά εσφαλμένα, ουσιαστικά δηλαδή οφείλει κατά την απεικόνιση των προαναφερθέντων αντικειμενικά ουσιωδών στοιχείων και περιστατικών, να τα δηλώσει ως έχουν και όχι ψευδώς ή αλλοιωμένα 74, 75. Ως «περιστατικά» 76 έχει υποστηριχθεί από μία γνώμη ότι εννοούνται τα πραγματικά γεγονότα κάθε είδους. Γεγονότα που αναφέρονται στο παρόν, στο παρελθόν, στο μέλλον, γεγονότα θετικά ή αρνητικά, του εσωτερικού ή του εξωτερικού κόσμου. Η έννοια των περιστατικών έχει προσδιοριστεί από άλλη γνώμη ως τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία μια αιτιώδης σειρά μπορεί να οδηγήσει στην ασφαλιστική περίπτωση. Η δεύτερη περιγραφή φαίνεται ακριβέστερη και πιο κοντά στην έννοια που θέλει να αποδώσει η συγκεκριμένη διάταξη. Παράλληλα με την έννοια των περιστατικών τίθεται στη διάταξη του αρ. 3 παρ.1 ν.2496/1997 και αυτή των «στοιχείων». Τίθεται συνεπώς το ερώτημα κατά πόσο η συγκεκριμένη επιλογή πρόκειται για πλεονασμό ή όχι. Έχει υποστηριχθεί ότι τα περιστατικά είναι και στοιχεία κινδύνου. Πάντως, η ίδια η διάταξη του αρ.3 του ν.2496/1997 εντοπίζει τα περιστατικά και τα στοιχεία που έχουν σημασία και ουσιαστικά στοιχειοθετούν το αντικείμενο των επιμέρους υποχρεώσεων δήλωσης τους από τη μια και αποφυγής παραποίησης τους από την άλλη, οι οποίες και συνιστούν το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας. Άλλωστε στο ίδιο αποτέλεσμα οδηγείται κανείς αναλογιζόμενος την σκοπιμότητα του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας Η έννοια του «στοιχείου ή περιστατικού» του αρ.3 παρ.1 ν.2496/1997 εδ.α Και στις δύο περιπτώσεις των επιμέρους υποχρεώσεων του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας, που βαρύνουν τον λήπτη της ασφάλισης, ενδιαφέρουν 74 Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, , σελ Στο εξής όπου γίνεται λόγος για το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας, θα εννοούνται και τα δύο από τα επιμέρους καθήκοντα που το συνιστούν. Δηλαδή είτε αυτό της υποχρέωσης ανακοίνωσης των σχετικών περιστατικών ή στοιχείων είτε αυτό της υποχρέωσης αποφυγής ανακοίνωσης εσφαλμένων περιστατικών ή στοιχείων. 76 Β.Κιάντος, «Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου», Εκδόσεις Αφοί Π.Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1972, σελ. 302επ, Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ.109 επ. 26

27 εκείνα από τα περιστατικά ή τα στοιχεία «που γνωρίζει, τα οποία είναι αντικειμενικά ουσιώδη για την εκτίμηση του κινδύνου» (αρ.3 παρ.1 ν.2496/1997). Τρία σημαντικά σημεία προκύπτουν από τη διάταξη. Το πρώτο είναι ότι ενδιαφέρουν εκείνα μόνο τα περιστατικά και τα στοιχεία που είναι «αντικειμενικά» ουσιώδη. Με την έννοια αυτή αποκλείεται, όπως είναι λογικά επόμενο, κάθε υποκειμενικό στοιχείο εκτίμησης της βαρύτητας των στοιχείων που θα πρέπει να ανακοινωθούν. Με βάση τη σκοπιμότητα της διάταξης, που αποσκοπεί στο να έχει ο ασφαλιστής την πληρέστερη δυνατή γνώση του είδους και της έκτασης του κινδύνου, το «αντικειμενικό» του ουσιώδους των στοιχείων θα μπορούσε να αποδοθεί αναφορικά με τα στοιχεία ή τα περιστατικά που ενδιαφέρουν τον μέσο συνετό ασφαλιστή. Δηλαδή η κρισιμότητα και η βαρύτητά τους δεν θα κριθεί από την εκάστοτε υποκειμενική κρίση του λήπτη της ασφάλισης ή οποιουδήποτε άλλου εμπλεκομένου σ αυτή ή από τον εκάστοτε ασφαλιστή, ο οποίος μπορεί και να μην επηρεαστεί από την κρίσιμη πληροφορία., αλλά από το αντικειμενικό ενδιαφέρον που θα είχαν για τον μέσο, συνετό ασφαλιστή 77. Με άλλα λόγια εμπεριέχονται εκείνα τα στοιχεία ή τα περιστατικά, που αν γνώριζε ο ασφαλιστής είτε δεν θα συνήπτε την ασφαλιστική σύμβαση ή θα την συνήπτε με άλλους όρους 78. Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο αναφορικά με την διάταξη του αρ.3 παρ.1 ν.2496/199, αναφορικά με τα περιστατικά και τα στοιχεία που πρέπει να ανακοινώσει στον ασφαλιστή ο λήπτης της ασφάλισης, συνίσταται στο ότι αυτά πρέπει να είναι αντικειμενικά «ουσιώδη για την εκτίμηση του κινδύνου». Το προφανές συμπέρασμα που προκύπτει από την πρώτη ανάγνωση του συγκεκριμένου τμήματος της διάταξης είναι ότι ενδιαφέρουν αρχικά όσα είναι ουσιώδη για την εκτίμηση του κινδύνου. Συνεπώς, στοιχεία και περιστατικά, τα οποία γνωρίζει ο λήπτης της ασφάλισης, ακόμα και αν έχουν σημασία για την σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, δεν είναι υποχρεωμένος να τα αναγγείλει, εφόσον δεν παίζουν ρόλο στην εκτίμηση του κινδύνου 79. Το αμέσως επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι αν ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να αναγγείλει στοιχεία ή περιστατικά, αντικειμενικά ουσιώδη για την εκτίμηση του κινδύνου μεν, ωστόσο ευμενή για τον ίδιο. Τα αντικειμενικώς ουσιώδη περιστατικά, που ουσιαστικά ευνοούν τον λήπτη της ασφάλισης, έχουν ιδιαίτερο 77 ΑΠ 830/2004, ΕΕΜΠΔ 779/2004 «Το αντικειμενικά ουσιώδες δεν κρίνεται από το συγκεκριμένο ασφαλιστή αλλά από τις αρχές της ενδεδειγμένης ασφαλιστικής τεχνικής». ΕΦΑΘ 4932/2001, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 211/2003 «κατά τους κανόνες της λογικής και της πείρας» ΕΦΑΘ 422/1994, ΕΕΜΠΔ 447/1994 «.περιστατικά που γνωρίζει και τα οποία είναι τέτοιας φύσεως, ώστε κατά τους κανόνες της λογικής και της πείρας».απ 1014/1991, Δ/ΝΗ 1593/1992 «Είναι, επίσης, δυνατόν οι συμβαλλόμενοι να καθορίσουν συμβατικώς ότι ορισμένα ή όλα τα περιστατικά που αφορούν στην εκτίμηση του ασφαλιστικού κινδύνου, είναι ουσιώδη και, επομένως, δεν απαιτείται να αποδεικνύεται ειδικώς ότι ο ασφαλιστής, αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση του κινδύνου, δε θα προέβαινε στην κατάρτιση της συμβάσεως ασφαλίσεως ή δε θα την κατάρτιζε με τους ίδιους όρους, αφού αυτό δηλώθηκε προκαταβολικά από τον ασφαλιστή, κατά την κατάρτιση της συμβάσεως και έγινε αποδεκτό από τον αντισυμβαλλόμενό του.». 78 ΕΦΑΘ 4932/2001, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 211/2003. ΕΦΑΘ 7144/1992, ΕΕΜΠΔ 92/1993. ΑΠ 1014/1991, Δ/ΝΗ 1593/1992. ΑΠ 1160/1990, Δ/ΝΗ 532/ ΑΠ 830/2004, ΕΕΜΠΔ 779/2004. ΜΠΡΘΕΣΣΑΛ 2549/1987, ΕΕΜΠΔ 306/1988 «Προϋπόθεση είναι τα περιστατικά να είναι τέτοια που θα απέτρεπαν τον ασφαλιστή από την υπογραφή της συμβάσεως. Η αποσιώπηση της μειωμένης όρασης του δεν ασκεί επιρροή στην υπογραφή της συμβάσεως αλλά και ούτε αφήνει υπόνοιες για την εμφάνιση του καρκίνου» 27

28 ενδιαφέρον ειδικά στις περιπτώσεις που θα διαμόρφωναν ασφάλιστρο μικρότερο του συμφωνημένου. Ομόφωνα γίνεται δεκτή αρνητική απάντηση, με διαφορετική όμως θεμελίωση. Κατά μία άποψη η σχετική διάταξη αποσκοπεί στην προστασία της κοινωνίας των κινδύνων από «κακούς κινδύνους». Όταν δεν αναγγέλλεται ευμενές περιστατικό, η κοινωνία των κινδύνων δεν βλάπτεται. Κατά άλλη άποψη, η μη υποχρέωση αναγγελίας ευμενών περιστατικών προκύπτει από το είδος των αντιτιθέμενων συμφερόντων, τα οποία και προσπαθεί να εξισορροπήσει η συγκεκριμένη διάταξη. Περιστατικά, τα οποία καθιστούν τον κίνδυνο μικρότερο από ότι φαίνεται στον ασφαλιστή είναι σημαντικά από άποψη ανάληψης κινδύνου για το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο, όχι όμως και για τον ασφαλιστή. Και οι δύο θεμελιώσεις πάντως έχουν τον αντίλογό τους 80. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να διευκρινιστεί ότι είναι αδιάφορη η σχέση του περιστατικού, που ενδιαφέρει για την εκτίμηση του κινδύνου και πρέπει να αναγγελθεί, και του περιστατικού που τελικά επέφερε τον ασφαλισμένο κίνδυνο, προκαλώντας την ασφαλιστική περίπτωση 81. Αρκεί το γεγονός ότι δεν αναγγέλθηκε περιστατικό που πληρούσε τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, άσχετα αν το περιστατικό, που δεν δηλώθηκε, έμεινε χωρίς επίδραση για την πραγματοποίηση του κινδύνου ή για την έκταση της ζημίας και γενικότερα της οικονομικής ανάγκης 82 Πέρα όμως από την περίπτωση των ευμενών για το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο περιστατικών, αξίζει να εντοπιστούν οι περιπτώσεις εκείνες, που ουσιαστικά δεν υπόκεινται σε υποχρέωση αναγγελίας 83. Αρχικά, είναι τα στοιχεία εκείνα που είναι γνωστά στο μέσο άνθρωπο, όπως και εκείνα που είναι ή θα πρέπει να είναι γνωστά στον ασφαλιστή. Ο τελευταίος θεωρείται ότι γνωρίζει όσα είναι γνωστά παγκοίνως και όσα ένας ασφαλιστής στα πλαίσια της καθημερινής επαγγελματικής του δράσης έχει αποκτήσει και κατέχει ακόμα και ως γνώσεις ειδικές. Επιπλέον, σε περίπτωση που ο ασφαλιστής έχει παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα σχετικής ενημέρωσης, το αντίστοιχο καθήκον δεν βαρύνει πλέον το υπόχρεο πρόσωπο 84. Τέλος, δεν υπόκειται σε υποχρέωση αναγγελίας κάθε γεγονός ή πληροφορία που είναι περιττό να αποκαλυφθεί λόγω του ότι πρόκειται για ρητή ή σιωπηρή εγγύηση. Πρέπει επιπλέον να ελεγχθεί αν και πως το ασφαλιστικό βάρος της αναγγελίας των αντικειμενικά ουσιωδών στοιχείων και περιστατικών για την εκτίμηση του κινδύνου 80 Β.Κιάντος, «Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου», Εκδόσεις Αφοί Π.Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1972, σελ ΕΦΑΘ 4932/2001, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 211/2003 «έστω και αν τα περιστατικά που δεν δηλώθηκαν σωστά ή αποσιωπήθηκαν δεν είχαν επίδραση στον κίνδυνο που πραγματοποιήθηκε.».εφαθ 4161/2000, Δ/ΝΗ 1363/2001.ΕΦ ΑΘ 422/1994, ΕΕΜΠΔ 447/1994 «έστω και αν τα περιστατικά που δεν δηλώθηκαν σωστά ή αποσιωπήθηκαν δεν είχαν επίδραση στον κίνδυνο που πραγματοποιήθηκε». ΕΦ ΑΘ 2241/1993, ΕΕΜΠΔ 441/1993 «Άκυρη η ασφάλιση και αν η δήλωση ή αποσιώπηση αφορά σε περιστατικά μη επιδράσαντα επί της ζημίας, όπως είναι η διπλή ασφάλιση.» 82 Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1986, σελ Α.Μπεχλιβάνης, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, , σελ. 53, Β.Κιάντος, «Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου», Εκδόσεις Αφοί Π.Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1972, σελ Μπορεί να παραιτηθεί του σχετικού δικαιώματος είτε εκ των προτέρων είτε μετά την παραβίαση του καθήκοντος αναγγελίας. 28

29 λειτουργεί σε περιπτώσεις μεταβολής 85, συμπλήρωσης, παράτασης ή και ανανέωσης της ασφαλιστικής σύμβασης. Κατ αρχήν καθήκον αναγγελίας στις προαναφερόμενες περιπτώσεις υφίσταται. Υποστηρίζεται ότι ο λήπτης της ασφάλισης πρέπει να γνωστοποιεί τα περιστατικά που έγιναν στο μεταξύ γνωστά σ αυτόν. Ακριβέστερα δεν είναι υποχρεωμένος πάντοτε να αναγγείλει τα περιστατικά αυτά. Κάτι τέτοιο είναι υποχρεωμένος να κάνει π.χ σε περίπτωση παράτασης της ασφαλιστικής σύμβασης όχι όμως και π.χ σε περίπτωση συμπλήρωσής της. Αν με την συμπλήρωση καλύφθηκε και ακάλυπτο μέρος του ασφαλιστικού συμφέροντος, ο λήπτης της ασφάλισης δεν είναι υποχρεωμένος να αναγγείλει τα περιστατικά που έγιναν στο μεταξύ γνωστά και τα οποία αφορούν το μέρος του συμφέροντος που ήδη καλύφθηκε, αλλά μόνο τα περιστατικά, τα οποία αφορούν το μέρος του συμφέροντος που καλύπτεται τώρα με τη συμπλήρωση της ασφαλιστικής συμβάσεως. Το τρίτο και τελευταίο σημαντικό στοιχείο του αρ.3 παρ.1 εδ.α αναφορικά με τα περιστατικά που υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή ο λήπτης της ασφάλισης είναι ότι πρέπει να αποτελούν στοιχεία που γνωρίζει ο τελευταίος. Απαιτείται, λοιπόν, γνώση του περιστατικού 86, συμπεριλαμβάνοντας όχι μόνο όσα ο βαρυνόμενος εκ των πραγμάτων μπορεί να γνωρίζει αλλά και όσα ουσιώδη οφείλει και πρέπει να γνωρίζει 87, 88 (πχ λόγω της καθημερινής του δραστηριότητας ή της φύσης των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων), ασχέτως αν και για ποιο λόγο τα αγνοεί. Αν περισσότερα άτομα ενεργούν την ασφάλιση, η γνώση του ενός δεν επηρεάζει άνευ ετέρου την γνώση του άλλου. Αν, επιπλέον, η ασφαλιστική σύμβαση συνάπτεται από νόμιμο αντιπρόσωπο τίθεται το ερώτημα αν λαμβάνεται υπόψη μόνο η γνώση του αντιπροσώπου ή και του αντιπροσωπευομένου. Κατά μία άποψη κατά το αρ.214 ΑΚ πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνο η γνώση του νομίμου αντιπροσώπου. Υπάρχει όμως και αντίθετη άποψη κατά την οποία θα ληφθεί υπόψη τόσο η γνώση του ενεργούντος την ασφάλιση προσώπου όσο και του αντιπροσωπευομένου 89. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να εντοπισθεί και η γνώση του ασφαλιστικού μεσίτη 90, και του πράκτορα, μιας και πάντοτε ο ασφαλισμένος πρέπει να ασκεί την παρούσα επιμέλεια αναφορικά με την επικοινωνία του με τον πράκτορά του, ενώ θεωρείται ότι γνωρίζει κάθε στοιχείο που σύμφωνα με την καθημερινή λειτουργία της επιχείρησής του, οφείλει να γνωρίζει. Σ αυτήν την κατεύθυνση έχει ενδιαφέρον η γνώση και του ασφαλιστή. Υπάρχει διχογνωμία κατά πόσο υπάρχει υποχρέωση αναγγελίας σε περίπτωση γνώσης του 85 ΜΠΡΑΘ 3727/2002, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 226/2003 «παράβαση του ασφαλιστικού βάρους περί ειλικρινούς και ακριβούς δηλώσεως, το οποίο συμπίπτει με το χρόνο υποβολής από τον βαρυνόμενο της έντυπης προτάσεως αιτήσεως μετατροπής ασφαλίσεως.» 86 ΕΦΑΘ 7755/2002, ΕΕΜΠΔ 846/2003. ΜΠΡΘΕΣΣΑΛ 2549/1987, ΕΕΜΠΔ 306/ Α.Πουλάκου-Ευθυμιάτου, «Στοιχεία εμπορικού Δικαίου», Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1996, σελ.388. «Ο αντισυμβαλλόμενος (λήπτης της ασφάλισης) έχει επίσης την υποχρέωση να μη βρίσκεται σε πλάνη σε σχέση με τα στοιχεία της ασφάλισης, τα οποία οφείλει να παράσχει στον ασφαλιστή.». 88 ΕΦΑΘ 3270/2001, Δ/ΝΗ 815/2003. ΕΦΑΘ 4932/2001, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 211/2003 «(ασφαλιστικό βάρος) να μην κάνει στον ασφαλιστή ψεύτικη δήλωση, έστω και από πλάνη, ή να μην αποκρύψει απ` αυτόν πραγματικά περιστατικά». Ωστόσο, ΠΠΡΑΘ 3870/1990, ΑΡΧΝ 802/1990 «Ευθύνη του σφαλιστή για ασθένεια που προϋπήρχε της ασφαλίσεως την οποία ο ασφαλισμένος δεν εγνώριζε.». 89 Β.Κιάντος, «Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου», Εκδόσεις Αφοί Π.Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1972, σελ ΕΦΠΕΙΡ 1033/1989, ΕΕΜΠΔ 651/1988 «Ο ασφαλειομεσίτης επέχει θέση αντιπροσώπου του ασφαλιζόμενου. Έχει και υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων στους ασφαλιστές». 29

30 περιστατικού από τον ασφαλιστή 91 ή όχι. Και οι δύο απόψεις έχουν υποστηριχθεί 92. Η μη γνώση της αληθινής κατάστασης από μέρους του ασφαλιστή εμφανίζεται ως προϋπόθεση της επέλευσης κύρωσης από την παράβαση του συγκεκριμένου ασφαλιστικού βάρους 93. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη άποψη 94 τη γνώση του ασφαλιστή επικαλείται και αποδεικνύει εκείνος που εναντίον του προβάλλει ο ασφαλιστής την απαλλαγή. Ενδιαφέρει κυρίως η γνώση του ασφαλιστή τη στιγμή που καταρτίσθηκε η σύμβαση. Μεταγενέστερη γνώση όμως μπορεί και αυτή να αποκλείσει την απαλλαγή, αν ο ασφαλιστής εξακολούθησε να εκτελεί τη σύμβαση 95. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να γίνει διαχωρισμός, ως προς την γνώση του ασφαλιστικού συμβούλου 96, του ασφαλειομεσίτη 97 και του πράκτορα ΕΦΑΘ 7755/2002, ΕΕΜΠΔ 846/2003 «αν υπάρχει εκ δόλου παράλειψη του λήπτη της ασφάλισης να ενημερώσει τον ασφαλιστή, η δυνατότητα καταγγελίας δεν θα εξαρτηθεί από το εάν ο ασφαλιστής γνώριζε την αληθινή κατάσταση των πραγμάτων (όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις έλλειψης υπαιτιότητας ή από αμέλεια αποσιώπησης), αλλά από τότε που έλαβε γνώση της παράβασης.». 92 Β.Κιάντος, «Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου», Εκδόσεις Αφοί Π.Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1972, σελ ΕΦΑΘ 3720/2001, Δ/ΝΗ 815/2003 «Ο ασφαλιστής δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη αν ο ασφαλισμένος με αντένσταση ισχυρισθεί και αποδείξει ότι ο ασφαλιστής γνώριζε την αληθινή κατάσταση.» ΑΠ 1160/1990, Δ/ΝΗ 532/1992 «γνωστά σ' αυτόν περιστατικά για τον κίνδυνο που δεν γνώριζε ο ασφαλιστής.». ΑΠ 1108/1989, Δ/ΝΗ 755/1991 «διατηρείται η υποχρέωση του ασφαλιστή για κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου, αν, με αντένσταση, αποδείξει ο ασφαλισμένος ότι ο ασφαλιστής γνώριζε την αληθινή κατάσταση των πραγμάτων. Αν η γνώση αναφέρεται σε μέρος μόνο περιστατικών που δεν δηλώθηκαν ή αποσιωπήθηκαν, και παραμένουν άλλα που αγνοούσε ο ασφαλιστής, τότε εξακολουθεί η ακυρότητα της σύμβασης αν βέβαια τα περιστατικά αυτά αυτοτελώς, είναι απ' αυτά που, σύμφωνα με τα παραπάνω, οδηγούν στην κρίση ότι αν τα γνώριζε ο ασφαλιστής δεν θα συναινούσε στη σύναψη της σύμβασης.»απ 1238/1984, ΝΟΒ 803/1985 «Δεν επηρεάζει την ακυρότητα η επιγενόμενη γνώση του ασφαλιστή για την ασθένεια του ασφαλισμένου, από την οποία επήλθε ο θάνατος αυτού, εφόσον δεν αναφέρεται σε ψευδώς δηλωθέν ή αποσιωπηθέν περιστατικό. ΕΦΑΘ 5462/1980, ΑΡΜ 564/ Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1986, σελ ΠΠΡΑΘ 1023/1989, ΕΕΜΠΔ 464/1990 «Η συνέχιση της εκτελέσεως της συμβάσεως εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρίας και μετά τη γνώση της καταστάσεως της υγείας του ασφαλισμένου υποδηλώνει ότι και αν γνώριζε τα αποσιωπηθέντα θα προέβαινε στη σύναψη της συμβάσεως και συνεπώς δεν συντρέχει πλέον λόγος απαλλαγής της.» 96 ΑΠ 587/2004, ΕΕΜΠΔ 790/2004 «Η γνώση του ασφαλιστή δεν μπορεί να κριθεί στο πρόσωπο του ασφαλιστικού συμβούλου, αφού μόνο η εν λόγω επαγγελματική ιδιότητά του, δεν προσδίδει σ αυτόν και την ιδιότητα του αντιπροσώπου ή εντολοδόχου του ασφαλιστή. Ακυρότητα της συμβάσεως και απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος για προϋπάρχουσα πάθηση την οποία ο ασφαλισμένος είχε αποκρύψει κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης.». ΑΠ 99/2003, ΕΕΜΠΔ 859/2003 «Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει καμία εξουσία εκπροσώπησης της ασφαλιστικής επιχείρησης ή του ασφαλιστικού πράκτορα ή μεσίτη. Κάθε αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη.» ΠΛΗΜΜΑΡΤ 26/1997, ΑΡΧΝ 730/1997 «Ο ασφαλιστικός σύμβουλος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας.». 97 ΑΠ 1160/1990, Δ/ΝΗ 532/1992 «Απόκρυψη ή αποσιώπηση από τον ασφαλισμένο περιστατικών αναγομένων στον ασφαλιστικό κίνδυνο τα οποία όμως γνώριζε ο ασφαλειομεσίτης και αγνοούσε η ασφαλιστική εταιρία. Εξομοίωση της γνώσεως του ασφαλειομεσίτη με γνώση ασφαλιστή, με την προϋπόθεση για την εξομοίωση ο διορισμός του ασφαλειομεσίτη ως πληρεξουσίου ή εντολοδόχου του ασφαλιστή (ασφαλιστική εταιρία).» 98 ΕΦΑΘ 744/2001, ΔΕΕ 1144/2001 «Ο ασφαλιστικός πράκτορας ενεργεί ως αντιπρόσωπος της ασφαλιστικής εταιρείας και δεν θεωρείται έναντι του ασφαλισμένου τρίτος. Ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρείας για το πταίσμα του προστηθέντος ασφαλιστικού πράκτορα.» ΕΦΑΘ 9544/1998, ΕΕΜΠΔ 773/1999 «Ο πράκτορας λειτουργεί, με εξουσιοδότηση, ως άμεσος αντιπρόσωπος της ασφαλιστικής εταιρίας και επ` ονόματι και για λογαριασμό αυτής, και όχι στο δικό του όνομα και για δικό του 30

31 Το ερωτηματολόγιο του αρ. 3 παρ.1 εδ.β επ. του ν.2496/1997. Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας, συνίσταται στην δήλωση των αντικειμενικά ουσιωδών περιστατικών για την εκτίμηση του κινδύνου που γνωρίζει ο ασφαλισμένος αλλά και στην αποφυγή ανακοίνωσης αυτών αλλοιωμένων. Και στις δύο περιπτώσεις η σχετική δήλωση μπορεί να γίνει με δύο τρόπους 99. Ο πρώτος είναι χωρίς να προηγηθούν ερωτήσεις του ασφαλιστή. Ο αντισυμβαλλόμενος βαρύνεται να γνωστοποιήσει ό,τι γνωρίζει στον ασφαλιστή, χωρίς να αποσιωπήσει γνωστά περιστατικά από τη μία και να μην ανακοινώσει εσφαλμένα περιστατικά από την άλλη. Εξετάζεται κατ αρχήν η γνώση του βαρυνόμενου. Μπορεί, λοιπόν, ο λήπτης της ασφάλισης να βαρύνεται με το καθήκον της προσυμβατικής αναγγελίας, ως γνώστης των περιστατικών που αποτελούν και αντικείμενο ενδιαφέροντος, καθώς, όμως, ο αντισυμβαλλόμενός του και άμεσος ενδιαφερόμενος, ο ασφαλιστής πρέπει να εξακριβώσει και να αποκτήσει με κάποιο τρόπο τις αντίστοιχες γνώσεις, έχει αναπτύξει έναν ασφαλέστερο τρόπο απόκτησης των συγκεκριμένων πληροφοριών. Προκειμένου να ελέγξει ο ίδιος την κατάσταση και να είναι περισσότερο σίγουρος για το περιεχόμενο και την έκταση του ασφαλιζόμενου κινδύνου, μπορεί να υποβάλλει στο ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο ορισμένο ερωτηματολόγιο 100. Στην πράξη, πλέον, αυτός, είναι και ο συνηθέστερος τρόπος που συναντάται. Αυτό δε σημαίνει ότι το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο απαλλάσσεται του καθήκοντός του. Αντίθετα, πρέπει να βοηθήσει, να συνεργαστεί με τον ασφαλιστή και να απαντήσει ορθά στις ερωτήσεις 101. Ο δεύτερος αυτός τρόπος, που συνίσταται στη δήλωση κατόπιν ερωτήσεων, αναφέρεται στη διάταξη του αρ. 3 παρ.1 εδ.β επ. του ν.2496/1997 «Στοιχεία και περιστατικά, για τα οποία ο ασφαλιστής έθεσε σαφείς γραπτές ερωτήσεις, τεκμαίρεται ότι είναι τα μόνα επηρεάζουν την από μέρους του εκτίμηση και αποδοχή του κινδύνου. Εάν ο ασφαλιστής συνάψει τη σύμβαση με βάση γραπτές ερωτήσεις, δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι α. συγκεκριμένες ερωτήσεις έμειναν αναπάντητες, β. δεν ανακοινώθηκαν περιστάσεις που δεν αποτελούσαν αντικείμενα ερώτησης, γ. δόθηκε καταφανώς ελλιπής απάντηση σε γενική ερώτηση, εκτός αν ο αντισυμβαλλόμενος ενήργησε κατά τον τρόπο αυτόν με πρόθεση να εξαπατήσει τον ασφαλιστή 2.Ο λογαριασμό.» Ωστόσο, 129/2004, «Μη νόμιμη η αγωγή ασφαλιστικής αποζημίωσης κατά ασφαλιστικού πράκτορα που ενήργησε επ ονόματι και για λογαριασμό ασφαλιστικής εταιρίας ως άμεσος αντιπρόσωπος. Μη νόμιμη αγωγή για ηθική βλάβη ασφαλισμένου κατά ασφαλιστικού πράκτορα που διέπραξε έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας υπεξαίρεση, διότι αμέσως ζημιωθείς είναι η ασφαλιστική εταιρεία». 99 Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1986, σελ ΑΠ 1119/2003, ΕΕΜΠΔ 93/2004 «Ο ασφαλισμένος οφείλει να δηλώσει κάθε περιστατικό που είναι ουσιώδες για την εκτίμηση του ασφαλιστικού κινδύνου και να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή, ΕΦΠΕΙΡ 239/2003, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 211/2003. ΜΠΡΑΘ 3727/2002, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 226/ Α.Πουλάκου-Ευθυμιάτου, «Στοιχεία εμπορικού Δικαίου», Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1996, σελ.388, «Ο αντισυμβαλλόμενος δηλαδή έχει την υποχρέωση να απαντήσει με ακρίβεια σε ό,τι ερωτηθεί από τον ασφαλιστή, καθώς επίσης και να του ανακοινώσει ό,τι γνωρίζει για την κατάσταση του κινδύνου.» 31

32 ασφαλιστής δεν μπορεί να επικαλεστεί ατέλειες ή πλημμέλειες των απαντήσεων του ερωτηματολογίου, εκτός αν έγιναν από πρόθεση». Ο λήπτης της ασφάλισης είναι κατ αρχήν υποχρεωμένος να απαντήσει μόνο στο ερωτηματολόγιο του ασφαλιστή, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να απαντήσει σε άλλες ερωτήσεις. Τεκμαίρεται 102, μάλιστα, βάσει της συγκεκριμένης διάταξης, ότι τα στοιχεία και τα περιστατικά που δήλωσε το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο στον ασφαλιστή, αφού του υποβλήθηκε ορισμένο ερωτηματολόγιο με αποκλειστικές ερωτήσεις, είναι τα μόνα τα οποία και επηρεάζουν από μέρους του τελευταίου την εκτίμηση και την αποδοχή των κινδύνων. Το νόμιμο αυτό τεκμήριο είναι μαχητό και μπορεί να καταρριφθεί με ενάντια απόδειξη του ασφαλιστή, όπως για παράδειγμα όταν αυτός αποδείξει ότι δεν μπορούσε να θέσει ειδικές ερωτήσεις στον λήπτη της ασφάλισης και όταν ο τελευταίος αποσιώπησε δόλια περιστατικά, τα οποία γνώριζε 103.Τότε πρέπει να προβεί σε δήλωση, παρ όλο ότι του υποβλήθηκε ερωτηματολόγιο από τον ασφαλιστή. Σε κάθε περίπτωση η υποβολή του ερωτηματολογίου από τον ασφαλιστή δεν σημαίνει «σιωπηρή παραίτησή» του από την εκπλήρωση στο πρόσωπό του του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι δεν αναγνωρίζει ως ουσιώδη περιστατικά και στοιχεία που είτε δεν αναφέρονται στο ερωτηματολόγιο, είτε δεν δηλώνονται ως αντικειμενικά ουσιώδη για την εκτίμηση του κινδύνου 104, Γ.Μπεχρή-Κεχαγιόγλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Εμπορικού Δικαίου IV- Ασφαλιστικό Δίκαιο, Νομική Σχολή Δ.Π.Θ, Κομοτηνή, «Η ύπαρξη του απαντημένου εντύπου του ερωτηματολογίου δημιουργεί μαχητό τεκμήριο ότι η δήλωση του ασφαλισμένου περιγράφει τον ασφαλισμένο κίνδυνο.» 103 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ.108. Άλλωστε, κατάρριψη του τεκμηρίου από μέρους του λήπτη της ασφάλισης δεν έχει νόημα, γιατί αυτός επιθυμεί τη συνέχιση της ασφαλιστικής σύμβασης με μειωμένο ασφάλιστρο. 104 ΕΦΑΘ 7144/1992 ΕΕΜΠΔ 92/1993 «Εάν δεν ανακοινώσει κάθε τι που γνωρίζει περί της καταστάσεως του κινδύνου υπάρχει αποσιώπηση γνωστών σ' αυτόν περιστατικών. Επομένως η αποσιώπηση, η οποία αναφέρεται σε περιστατικά γνωστά στον αντισυμβαλλόμενο κατά το χρόνο της καταρτίσεως της συμβάσεως, προϋποθέτει γνώση του αντισυμβαλλόμενου περί της αληθινής καταστάσεως του κινδύνου, όχι όμως και ερώτηση του ασφαλιστή.» 105 ΕΦΑΘ 4932/2001, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 211/2003 «ειδική υποχρέωση(ασφαλιστικό βάρος) να μην κάνει Η συνέπεια επέρχεται έστω και αν τα περιστατικά που δεν δηλώθηκαν σωστά ή αποσιωπήθηκαν δεν είχαν επίδραση στον κίνδυνο που πραγματοποιήθηκε είναι δε αδιάφορο αν ρωτήθηκε γενικά ή ειδικά.» ΕΦΑΘ 12652/1995, ΕΕΜΠΔ 546/

33 1.7 Συνέπειες παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας 106. Οι συνέπειες της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας προβλέπονται στο αρ.3 παρ.3, 5 και 6 του ν.2496/1997. Συστηματικά μπορούν να διακριθούν στις περιπτώσεις όπου ελλείπει πταίσμα και σ αυτές που υπάρχει αμέλεια ή δόλος. Πριν αναλυθούν οι παραπάνω περιπτώσεις πρέπει να διευκρινιστεί ως προς το βάρος απόδειξης ότι, καθώς το αρ.3 εν γένει περιέχει κανόνες δικαίου ευνοϊκούς για τον ασφαλιστή 107, αυτός οφείλει, όταν επικαλείται την εφαρμογή τους, να αποδεικνύει και τις προϋποθέσεις τους Συνέπειες της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας ελλείψει υπαιτιότητας. Τις συνέπειες της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας ελλείψει υπαιτιότητας 108 ορίζει το αρ.3 παρ.3 του ν.2496/1997 ως εξής : «Αν για οποιονδήποτε λόγο, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ασφαλιστή ή του λήπτη της ασφάλισης, δεν έχουν περιέλθει σε γνώση του ασφαλιστή στοιχεία ή περιστατικά που είναι αντικειμενικά ουσιώδη για την εκτίμηση του κινδύνου, ο ασφαλιστής δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση ή να ζητήσει την τροποποίησή της μέσα σε προθεσμία ενός μηνός αφότου έλαβε γνώση αυτών των στοιχείων ή των περιστατικών». Προκειμένου, λοιπόν, να επέλθουν οι παραπάνω συνέπειες και να αποκτήσει ο ασφαλιστής τη δυνατότητα τροποποίησης ή καταγγελίας της σύμβασης, προϋποτίθεται ότι (α) έχει λάβει γνώση, σχετικά με αντικειμενικά ουσιώδη περιστατικά και στοιχεία για την εκτίμηση του κινδύνου, την οποία δεν είχε, για οποιονδήποτε λόγο από τη μια, ο οποίος όμως δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του λήπτη της ασφάλισης ή και του ίδιου του ασφαλιστή από την άλλη (β). Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, πιο εξειδικευμένα, απαιτείται ο ασφαλιστής να λάβει γνώση, μετά τη σύναψη της σύμβασης, περιστατικών ή στοιχείων, η οποία δεν υπήρχε στους συμβαλλομένους κατά τη σύναψη της σύμβασης. Ο προσδιορισμός του 106 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ.112 επ., Β.Κιάντος, «Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου», Εκδόσεις Αφοί Π.Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1972, σελ ΕΦΠΕΙΡ 239/2003, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 211/2003. ΕΦΑΘ 422/1994, ΕΕΜΠΔ 447/ ΑΠ 7522/2002, ΕΕΜΠΔ 2003/

34 χρόνου επέλευσης της γνώσης έχει διπλή σημασία. Πρέπει να μην υφίσταται στους δύο συμβαλλομένους κατά το χρόνο σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης, αλλά πρέπει να συμβαίνει το αντίθετο στον ασφαλιστή σε χρόνο μεταγενέστερο. Γνώση ενός περιστατικού είναι η παρούσα όχι όμως και αναγκαστικά η ενσυνείδητη πεποίθηση για την ύπαρξη του. Έτσι, ο ασφαλιστής δεν μπορεί να αντιτάξει ότι γνώριζε το περιστατικό αλλά δεν το σκέφτηκε τη στιγμή που θα έπρεπε. Αντίθετα λογίζεται, ότι υπάρχει προηγούμενη γνώση που διαφεύγει της μνήμης 109.Αν υπάρχουν περισσότεροι ασφαλιστές ή λήπτες της ασφάλισης, η γνώση του ενός δε βλάπτει χωρίς άλλη προϋπόθεση τον άλλο. Η δεύτερη προϋπόθεση, που πρέπει να υφίσταται, προκειμένου να επέλθουν οι συγκεκριμένες συνέπειες της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας, είναι η έλλειψη γνώσης των επίμαχων περιστατικών ή στοιχείων να οφείλεται σε οποιονδήποτε λόγο, απαλλαγμένο όμως υπαιτιότητας του ασφαλιστή ή του λήπτη της ασφάλισης. Ή έλλειψη αυτή γνώσης θα οφείλεται είτε σε λόγο που αφορά στον λήπτη της ασφάλισης είτε στον ίδιο τον ασφαλιστή. Στην πρώτη περίπτωση τα περιστατικά αυτά ο ασφαλιστής δε θα τα γνωρίζει αρχικά γιατί δεν του τα δήλωσε ο λήπτης της ασφάλισης για οποιονδήποτε λόγο. Οπότε κρίσιμο στο συγκεκριμένο σημείο είναι ο λόγος αυτός να μην οφείλεται σε πταίσμα του λήπτη της ασφάλισης. Στη δεύτερη περίπτωση τα περιστατικά απλά δεν περιήλθαν στη γνώση του ασφαλιστή κατά τη σύναψη της σύμβασης, ο οποίος όμως δεν πρέπει να αγνοείται ότι είναι έμπορος και με ειδικές γνώσεις πρόσωπο. Είναι σωστό, συνεπώς, να ευθύνεται για ανωτέρα βία και τυχηρά 110. Οι στατιστικές, οι μελέτες και οι έρευνες που γνωρίζει, καθόσον και η εμπειρία του, του δίνουν την δυνατότητα να μπορεί να υπολογίζει αναφορικά με τις συνέπειες των δύο αυτών κατηγοριών γεγονότων. Οπότε και χρήζει πιο περιορισμένης προστασίας συγκριτικά πάντα με τον λήπτη της ασφάλισης. Κρίσιμο πάντως στοιχείο και ως προς τον λόγο άγνοιας που αφορά στον ασφαλιστή είναι η έλλειψη πταίσματός του. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως είναι αυτονόητο ότι ο λόγος έλλειψης γνώσης του ασφαλιστή πρέπει να υφίσταται μέχρι της σύναψης της σύμβασης, μιας και αν εμφανίστηκε μετά συνιστά το καθήκον της μη επίτασης του κινδύνου. Έτσι, πληρουμένων των παραπάνω όρων της διάταξης, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα 111 να τροποποιήσει ή να καταγγείλει τη σύμβαση. Σε κάτι τέτοιο θα προβεί, εφόσον δε θα συνήπτε αυτή την ασφαλιστική σύμβαση ή έστω δε θα την είχε συνάψει με τους ίδιους όρους, αν γνώριζε τα περιστατικά ή τα στοιχεία, που χωρίς υπαιτιότητα δική του ή του λήπτη της ασφάλισης, αγνοούσε. Ποια από τις δύο επιλογές, που του παρέχει ο νόμος, θα προτιμήσει έγκειται στην ελεύθερη βούλησή του. Στην καταγγελία λογικά θα καταφύγει, εφόσον τόσο η συγκεκριμένη όσο και η ενδεχόμενη 109 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ ΑΠ 1/2001, ΕΕΜΠΔ 293/2001 «Ευθύνη του ασφαλιστή για ζημίες επί των ασφαλισμένων πραγμάτων που οφείλονται σε τυχαία γεγονότα ή περιστατικά ανωτέρας βίας. Απαλλαγή του ασφαλιστή, όταν η ζημία οφείλεται σε πταίσμα είτε του ασφαλισμένου είτε του πράκτορα και του επιφορτισμένου με τη φύλαξη του ασφαλισμένου αντικειμένου. Νομοθετική μεταβολή του καθεστώτος περί απαλλαγής της ευθύνης του ασφαλιστή. Ο τελευταίος απαλλάσσεται πλέον μόνο για δόλο ή για βαριά αμέλεια του ασφαλισμένου». 111 ΕΦΑΘ 5768/1982, ΑΡΜ 319/1983 «Η διάταξη του άρθρου 202 ΕμπΝ, που εφαρμόζεται και στην ασφάλιση ζωής, είναι ενδοτικού δικαίου. Έτσι, οι συνέπειες της αναληθούς δήλωσης ή της αποσιώπησης των περιστατικών που ορίζονται στο άρθρο αυτό μπορούν να συμφωνηθούν ελεύθερα από τα μέρη. Μπορεί, π.χ. να συμφωνηθεί, ότι το ασφάλισμα, στην ασφάλιση ζωής, θα καταβάλλεται μειωμένο, ανάλογα με τα περιστατικά της αληθινής κατάστασης.» 34

35 τροποποιημένη σύμβαση δεν πληρούν τους όρους, ώστε να αποτελέσουν αντικείμενο συμφωνίας με τον αντισυμβαλλόμενο, λήπτη της ασφάλισης. Στην τροποποίηση θα καταφύγει, προκειμένου να θέσει νέους, διαφορετικούς όρους, που θα αφορούν πιθανότατα στο ασφάλιστρο ή στον αναλαμβανόμενο για κάλυψη κίνδυνο. Δεν μπορεί, πάντως, να ζητηθεί τροποποίηση ως προς θέμα στο οποίο δεν έχει επιρροή το περιστατικό που περιήλθε σε γνώση του ασφαλιστή. Το δικαίωμα αυτό τροποποίησης ή καταγγελίας της ασφαλιστικής σύμβασης παρέχεται με μηνιαία προθεσμία άσκησής του από τη στιγμή που ο ασφαλιστής θα λάβει γνώση των κρίσιμων περιστατικών ή στοιχείων. Με την παρέλευση του μήνα δεν δικαιούται πλέον να ζητήσει την τροποποίηση ή την καταγγελία της (αρ.3 παρ.3 ν.2496/1997).προκύπτει, όμως, το ερώτημα κατά πόσο δύναται να καταγγείλει μερικώς τη σύμβαση 112. Η μερική καταγγελία στην ουσία θα ισούται με τροποποίηση της σύμβασης, οπότε αντίστοιχη θα είναι η αντιμετώπιση και αυτού του ζητήματος. Σε κάθε περίπτωση η καταγγελία αποκτά ενέργεια μετά την παρέλευση άλλων 15 ημερών από τότε που θα περιέλθει στο λήπτη της ασφάλισης (αρ.3 παρ.7 εδ.α ν.2496/1997). Η πρόταση για τροποποίηση της ασφαλιστικής σύμβασης λαμβάνεται ως καταγγελία, αν ο ασφαλισμένος δεν κάνει δεκτή την πρόταση του ασφαλιστή μέσα σε ένα μήνα από τη λήψη της και αυτό αναφέρεται στο έγγραφο της πρότασης (αρ.3 παρ.4 ν.2496/1997). Σ αυτήν την περίπτωση η καταγγελία αποκτά ενέργεια μετά την παρέλευση ενός μήνα 113 από την λήψη της πρότασης τροποποίησης της σύμβασης από τον λήπτη της ασφάλισης (αρ.3 παρ.7 εδ.α ν.2496/1997). Αν, στο διάστημα του ενός μήνα μέχρι να απαντήσει ο λήπτης της ασφάλισης στην πρόταση τροποποίησης ή στο διάστημα των δεκαπέντε ημερών ή του ενός μήνα μέχρι να ενεργοποιηθεί η καταγγελία, πραγματοποιηθεί ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος, τότε ο ασφαλιστής οφείλει να καταβάλλει το ασφάλισμα 114, 115. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί προβληματισμός 116 που έχει τεθεί ως προς τη συγκεκριμένη διάταξη σχετικά με το κατά πόσο σκόπιμο είναι το γεγονός ότι το προαναφερθέν δικαίωμα καταγγελίας ή τροποποίησης της ασφαλιστικής σύμβασης χορηγείται στον ασφαλιστή. Μιας και ζήτημα πταίσματος δεν τίθεται σε κανέναν από τους συμβαλλομένους, ο λήπτης της ασφάλισης χρήζει μεγαλύτερης προστασίας, προκειμένου να καλυφθεί από αβέβαια γεγονότα, που δεν βαρύνονται από πταίσμα των συμβαλλομένων. Πέρα, όμως, από τις περιπτώσεις αυτές, ο ασφαλιστής θα έπρεπε να βαρύνεται με περιστατικά που οφείλονται σε ανωτέρα βία και τυχηρά. Με το πρόσχημα ότι ορισμένα περιστατικά είναι αντικειμενικά ουσιώδη για την ανάληψη του κινδύνου, δίνεται η δυνατότητα στον ασφαλιστή να ελευθερώνεται από την ασφαλιστική 112 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ Η καταγγελία, όπως και η τροποποίηση της ασφαλιστικής σύμβασης, μπορεί, κατόπιν συμφωνίας, να επιφέρει τα αποτελέσματά της μετά την παρέλευση προθεσμίας μεγαλύτερης από εκείνη που προβλέπεται στο νόμο, όχι όμως νωρίτερα από την προθεσμία που ο νόμος θέτει. 114 Γ.Μπεχρή-Κεχαγιόγλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Εμπορικού Δικαίου IV- Ασφαλιστικό Δίκαιο, Νομική Σχολή Δ.Π.Θ, Κομοτηνή, Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ.114 «Από την παρ.5 του αρ.3 ν.2496/1997 προκύπτει ότι στην περίπτωση της παρ.3, αν πραγματοποιηθεί η ασφαλιστική περίπτωση κτλ, δεν υπάρχει δικαίωμα μειώσεως του ασφαλίσματος.» 116 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ

36 σύμβαση. Σε κάθε περίπτωση, με συμφωνία μπορούν οι συμβαλλόμενοι να ρυθμίσουν διαφορετικά την κατάσταση Συνέπειες της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας από αμέλεια. Τις συνέπειες της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας από αμέλεια 117 ορίζει το αρ.3 παρ.5 του ν.2496/1997 ως εξής : «Σε περίπτωση παράβασης από αμέλεια της υποχρέωσης που προβλέπεται στην παρ.1 του άρθρου αυτού, ο ασφαλιστής έχει τα δικαιώματα της παρ. 3 του άρθρου αυτού και επιπλέον, αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει πριν τροποποιηθεί σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου αυτού, η ασφαλιστική σύμβαση ή πριν η καταγγελία αρχίσει να παράγει αποτελέσματα, μειώνεται κατά το λόγο του ασφαλίστρου που έχει καθορισθεί προς το ασφάλιστρο που θα είχε καθορισθεί, αν δεν υπήρχε η παράβαση.» Η συγκεκριμένη διάταξη προβλέπει τις συνέπειες της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας, εφόσον αυτή προήλθε από λόγο που οφειλόταν σε αμέλεια του βαρυνόμενου, δηλαδή του λήπτη της ασφάλισης. Στην έννοια της αμέλειας περιλαμβάνεται κάθε είδους αμέλεια, σε αντίθεση με την περίπτωση πρόκλησης της ασφαλιστικής περίπτωσης επί ασφαλίσεων ζημιών όπου και ο λήπτης της ασφάλισης ευθύνεται μόνο για βαριά αμέλεια και δόλο 118 (αρ.7 παρ.5 εδ. α ν.2496/1997). Συγκεντρωτικά, οι δυνατότητες που παρέχονται στον ασφαλιστή είναι οι ακόλουθες. Μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε ένα μήνα από τότε που έλαβε γνώση των περιστατικών ή της ψευδούς δήλωσης. Η καταγγελία επιφέρει αποτελέσματα μετά την πάροδο δεκαπέντε ημερών από τότε που θα περιέλθει στα χέρια του λήπτη της ασφάλισης. Η δεύτερη δυνατότητα που παρέχεται στον ασφαλιστή είναι να υποβάλλει πρόταση τροποποίησης της ασφαλιστικής σύμβασης μέσα σε ένα μήνα από τότε που έλαβε γνώση των περιστατικών. Αν η πρόταση γίνει αποδεκτή, η ασφαλιστική περίπτωση καλύπτεται σύμφωνα με την τροποποιημένη σύμβαση. Αν μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της πρότασης του στον λήπτη της ασφάλισης, αυτός δεν την κάνει δεκτή και αυτό αναφέρεται στο έγγραφο της πρότασης, η πρόταση τροποποίησης θεωρείται καταγγελία. Αυτή η καταγγελία επιφέρει αποτελέσματα μετά την πάροδο ενός μήνα από τότε που θα περιέλθει στα χέρια του λήπτη της ασφάλισης. Αν στο ενδιάμεσο διάστημα των ημερών μέχρι την ενεργοποίηση της καταγγελίας ή στο αντίστοιχο μέχρι την αποδοχή από τον λήπτη της ασφάλισης, ο κίνδυνος πραγματοποιηθεί, τότε ο ασφαλιστής καταβάλλει το ασφάλισμα, μειωμένο, όμως, κατά τον λόγο του ποσού του 117 ΑΠ 7522/2002, ΕΕΜΠΔ 2003/ ΑΠ 978/2001, ΕΕΜΠΔ 100/2003. ΑΠ 816/2001, ΕΕΜΠΔ 99/

37 ασφαλίσματος που θα κατέβαλλε, αν δεν υπήρχε η παράβαση (αν είχε δηλαδή γίνει η δήλωση των αντικειμενικά ουσιωδών περιστατικών ή στοιχείων ή αν έλειπε η εσφαλμένη δήλωση). Σε κάθε περίπτωση καταγγελίας και μετά την παρέλευση των σχετικών προθεσμιών, ο λήπτης της ασφάλισης δεν καλύπτεται, αφού με την καταγγελία η ασφαλιστική σύμβαση δεν υφίσταται πλέον. Στο ενδεχόμενο μεγάλης διάρκειας της ασφαλιστικής περίπτωσης προκύπτει το ζήτημα αν αρκεί η έναρξη ή αν απαιτείται και η λήξη της ασφαλιστικής περίπτωσης για να επέλθει η μείωση ασφαλίσματος του αρ. 3 παρ. 5 ν.2496/1997. Για λόγους επιείκειας προς τον αμελή λήπτη της ασφαλίσεως, γίνεται δεκτό ότι απαιτείται να έχει τελειωθεί η ασφαλιστική περίπτωση πριν η τροποποίηση ή η καταγγελία της ασφαλιστικής συμβάσεως αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της, επιφέροντας την αντίστοιχη μείωση του ασφαλίσματος. Αξίζει να σημειωθεί η ερμηνευτική προσέγγιση 119 που καταλήγει στο ότι το άρθρο 3 παρ. 5 του ν.2496/1997 πρέπει να εφαρμοστεί και όταν περιστατικό ή στοιχείο, που δεν αναγγέλθηκε εξ αμελείας του λήπτη της ασφάλισης, θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του ασφαλίστρου. Σε παρόμοια περίπτωση το δικαίωμα καταγγελίας ή τροποποίησης της ασφαλιστικής σύμβασης παρέχεται στον λήπτη της ασφάλισης. Αν υπάρχουν οι ειδικές προϋποθέσεις, πρέπει να αυξηθεί το ασφάλισμα κατά το λόγο του ασφαλίστρου που καταβλήθηκε προς το ασφάλιστρο που θα οφειλόταν. Πάντως, ο ασφαλιστής δικαιούται των ασφαλίστρων που ήταν ληξιπρόθεσμα κατά το χρόνο, κατά τον οποίο επήλθαν τα αποτελέσματα της καταγγελίας της σύμβασης ή κατά το χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου στην περίπτωση περιορισμού ή απαλλαγής της ευθύνης του (αρ.3 παρ.7 εδ.γ του ν.2496/1997) Συνέπειες της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας από δόλο. Τις συνέπειες της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας από δόλο 120 ορίζει το αρ.3 παρ.6 του ν.2496/1997 ως εξής : «Σε περίπτωση παράβασης από δόλο της υποχρέωσης που προβλέπεται στην παρ.1 του άρθρου αυτού, ο ασφαλιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από τότε που έλαβε γνώση της παράβασης. Αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει εντός της παραπάνω προθεσμίας, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσής του προς 119 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ ΑΠ 1119/2003, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 402/2003. ΑΠ 7522/2002, ΕΕΜΠΔ 846/2003. ΕΦΑΘ 7462/2002, ΕΕΜΠΔ 848/2003. ΕΦΑΘ 4931/2002, ΔΕΕ 310/2003. ΜΠΡΑΘ 3428/2001, ΝΟΒ1476/2001. ΕΦΘΕΣΣΑΛ 827/1997, ΕΕΜΠΔ 1005/

38 καταβολή του ασφαλίσματος. Ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται σε αποκατάσταση κάθε ζημίας του ασφαλιστή.» Το πρώτο αξιοσημείωτο συμπέρασμα που προκύπτει από μία πρώτη ανάγνωση της διάταξης, είναι ότι σε αυτήν την περίπτωση της δόλιας παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας, παρέχονται στον ασφαλιστή λιγότερες δυνατότητες απ αυτές που του αναγνωρίζονται στην αντίστοιχη περίπτωση παράβασης από αμέλεια. Ο ασφαλιστής με άλλα λόγια δεν διαθέτει δυνατότητα πρότασης τροποποίησης της ασφαλιστικής σύμβασης. Η δόλια παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα καταγγελίας. Η ίδια η διάταξη προϋποθέτει αποσιώπηση ή εσφαλμένη δήλωση περιστατικών αντικειμενικά ουσιωδών για την εκτίμηση του κινδύνου. Αρχικά τα περιστατικά που δεν αναγγέλθηκαν ή αποσιωπήθηκαν δεν χρειάζεται να αφορούν σε συμβάντα, τα οποία σε περίπτωση μη καταγγελίας της ασφαλίσεως, θα οδηγούσαν σε πρόκληση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Κάτι τέτοιο είναι εύλογο, αφού ο ασφαλιστής κατά τον υπολογισμό του ασφαλίστρου, στον οποίο προβαίνει κατά τη σύναψη της σύμβασης, βασίζεται στις πιθανότητες. Αν, λοιπόν, κάποιο περιστατικό, που αυξάνει τις πιθανότητες πραγματοποίησης του κινδύνου, δεν αναγγελθεί, υπολογίζεται ασφάλιστρο μικρότερο. Έτσι, ανεξάρτητα από τη διαπίστωση ότι η ζημία που πραγματοποιήθηκε οφείλεται σε περιστατικό που αναγγέλθηκε ή όχι, το ασφάλιστρο έχει υπολογιστεί. Η έννοια της αποσιώπησης των αντικειμενικά ουσιωδών για την εκτίμηση του κινδύνου στοιχείων έχει αναλυθεί ανωτέρω. Ως προς την έννοια της δόλιας δήλωσης εσφαλμένων στοιχείων θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ουσιαστικά πρόκειται για δήλωση ψευδή. Η ψευδής δήλωση προϋποθέτει ότι είναι γνωστή στο ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο η αληθινή κατάσταση, μιας και αν δεν ήταν γνωστή, τότε θα βρισκόταν σε πλάνη. Οι ατελείς ή διφορούμενες αναγγελίες πρέπει να θεωρηθούν σαν ψευδείς στην περίπτωση που, κατόπιν, αντικειμενικής θεωρήσεως των σχετικών δηλώσεων, μπορούν να συναχθούν εσφαλμένα συμπεράσματα. Για την αντικειμενική θεώρηση θα ληφθεί υπ όψη ο ασφαλιστής και όχι το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο, μιας και ενδιαφέρει πως θα την εννοήσει ο πρώτος, στον οποίο και απευθύνεται. Εάν η δήλωση έχει φανερά πολλές σημασίες, ο ασφαλιστής πρέπει να θέσει διευκρινιστικές ερωτήσεις στο ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο. Σε κάθε περίπτωση η συγκεκριμένη διάταξη που προβλέπει τη δόλια παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα της καταγγελίας της ασφαλιστικής συμβάσεως μέσα σε προθεσμία ενός μηνός, η οποία σ αυτήν την περίπτωση επιφέρει άμεσα αποτελέσματα (αρ.3 παρ.7 εδ.β ν.2496/1997). Η προθεσμία μπορεί να εκκινεί με την τυπική έναρξη της ασφάλισης, οπότε ο ασφαλιστής δε συνάπτει τη σύμβαση ή θα αλλάξει τους όρους της. Πρακτικά πάντως ο ασφαλιστής εντοπίζει την παράβαση μετά την τυπική έναρξη της ασφάλισης. Σε περίπτωση που ο ασφαλιστής αντιληφθεί σε άλλο χρονικό σημείο την παράβαση και σε άλλο μάθει τον δόλο του λήπτη της ασφάλισης, τότε η μηνιαία προθεσμία ξεκινά από το δεύτερο περιστατικό. Αν στο ενδιάμεσο διάστημα μετά την καταγγελία πραγματοποιηθεί η ασφαλιστική περίπτωση, ο ασφαλιστή απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του 38

39 ασφαλίσματος. Η απαλλαγή 121 επιβάλλεται σαν είδος ποινής στον παραβάτη του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας. Σε κάθε περίπτωση τυχόν ζημίας που έχει υποστεί ο ασφαλιστής πάντως, ο λήπτης της ασφάλισης οφείλει να τον αποζημιώσει. Βέβαια απαραίτητη λογική προϋπόθεση, ώστε η καταγγελία να επιφέρει τα αποτελέσματά της, είναι να ασκηθεί 122. Αυτό σημαίνει ότι σε αντίθετη περίπτωση μη άσκησης του σχετικού δικαιώματος από τον ασφαλιστή, η ασφαλιστική σύμβαση εξακολουθεί να υφίσταται και να παράγει τα αποτελέσματά της. Πρόκειται ουσιαστικά για αναγκαστική παραίτηση από το νόμο που επέρχεται από την μη άσκηση του δικαιώματος, οπότε ο ασφαλιστής εξακολουθεί να δεσμεύεται από τη σύμβαση 123. Στην ίδια κατεύθυνση μπορεί ο ασφαλιστής να παραιτηθεί από το σχετικό δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση. Κάτι τέτοιο μπορεί να πράξει είτε πριν είτε μετά την παράβαση του καθήκοντος της προσυμβατικής αναγγελίας 124. Υποστηρίζεται επίσης σχετικά με την παραίτηση εκ των υστέρων, ότι απαιτείται ακόμη να γνωρίζει ο ασφαλιστής την παράβαση του καθήκοντος της αναγγελίας. Για την νομιμότητα της παραιτήσεως μετά την παράβαση, δε γεννιέται καμία αμφισβήτηση. Ο ασφαλιστής γνωρίζει την παράβαση και τις συνέπειές της και απλά επιλέγει να παραιτηθεί. Ζήτημα τίθεται στην περίπτωση της παραίτησης κατόπιν συμφωνίας πριν από την παράβαση. Με μια τέτοια παραίτηση ο ασφαλιστής μπορεί να γίνει θύμα εκμετάλλευσης από μέρους του ενεργούντος την ασφάλιση προσώπου. Το τελευταίο μπορεί να αποσιωπήσει ή να δηλώσει ψευδή περιστατικά, προκειμένου να επιτύχει ένα δυσανάλογο ασφάλιστρο σχετικά με τον κίνδυνο που αναλαμβάνει ο ασφαλιστής. Με την παραίτηση αυτή ουσιαστικά το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο προσδιορίζει και τις δύο παροχές. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν μπορεί να είναι ανεκτό, οπότε και η σχετική παραίτηση θα είναι άκυρη. Υποστηρίχθηκε, τέλος, ότι, αν ο ασφαλιστής καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση, ενώ κατήγγειλε την ασφαλιστική σύμβαση, μπορεί να ζητήσει όσα καταβλήθηκαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. (αρ. 904επ.ΑΚ). Η άποψη αυτή έχει κριθεί ως μη απόλυτα ορθή στη γενικότητά της 125.Θα πρέπει να γίνει 121 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ.116 Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι έχει παράλληλα την έννοια της κάλυψης της ζημίας του ασφαλιστή, αφού πιθανότατα αρκεί για την κάλυψη της ζημίας που υπέστη, δύσκολα θα μπορούσε να προκληθεί και άλλη ζημία στον ασφαλιστή, ενώ δυνατότητα επίκλησης των διατάξεων του Αστικού Κώδικα για τις αδικοπραξίες δεν του παρέχεται. 122 Υπ.109. ΑΠ 830/2004, ΕΕΜΠΔ 779/2004 «Δικαίωμα του ασφαλιστή να καταγγείλει τη σύμβαση.». ΕΦΑΘ 7755/2002, ΕΕΜΠΔ 846/2003 «Δυνατότητα καταγγελίας της σύμβασης από τον ασφαλιστή σε περίπτωση της από πρόθεσης παράβασης της υποχρέωσης του λήπτη.» 123 ΕΦΑΘ 7462/2002, ΕΕΜΠΔ 848/2003 «αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία (μηνιαία) ή αν περιέλθει στο λήπτη της ασφάλισης η εν λόγω καταγγελία μετά την παρέλευσή της, παύει το δικαίωμα του ασφαλιστή για την καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης και αυτός δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση του να καταβάλει το ασφάλισμα, ακόμα και αν ο ασφαλισμένος παραβίασε τις υποχρεώσεις του εκ δόλου.» Ωστόσο, ΜΠΡΑΘ 5745/2002, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 231/2003 «Ειδικότερος όρος ασφαλιστηρίου, περί προθεσμίας 2 ετών από τη σύναψη της συμβάσεως για καταγγελία από την ασφαλιστική εταιρεία. Δε θεωρείται εκπρόθεσμη η καταγγελία εάν ο ασφαλισμένος είχε αποκρύψει προϋπάρχουσα ασθένεια διότι η σύμβαση θεωρείται άκυρη.» 124 Προφανώς κατά τη διάρκεια της μηνιαίας προθεσμίας άσκησης του δικαιώματος της καταγγελίας της ασφαλιστικής σύμβασης. 125 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ

40 διάκριση και να λεχθεί ότι αν ο ασφαλιστής δε γνώριζε εκ λάθους την άσκηση της καταγγελίας, έχει δικαίωμα πραγματικά να ζητήσει ό,τι κατέβαλε σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Από την άλλη όμως, ο ασφαλιστής δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει πίσω ό,τι κατέβαλε αν διατελούσε εν συνειδήσει της ασκήσεως του δικαιώματος της καταγγελίας. Σε αντίστοιχη περίπτωση θεωρείται ότι παραιτείται του δικαιώματος που του παρέχει η ασκηθείσα καταγγελία και συνεχίζει να δεσμεύεται από την ασφαλιστική σύμβαση. Τέλος, και στην περίπτωση της δόλιας παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας ο ασφαλιστής δικαιούται των ασφαλίστρων 126 που ήταν ληξιπρόθεσμα κατά το χρόνο, κατά τον οποίο επήλθαν τα αποτελέσματα της καταγγελίας της σύμβασης ή κατά το χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου στην περίπτωση απαλλαγής της ευθύνης του (αρ.3 παρ.7 εδ.γ του ν.2496/1997). 1.8 Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας στην αντασφάλιση και συμφωνίες 127. Το αρ. 3 ν.2496/1997 εφαρμόζεται και στις σχέσεις μεταξύ πρώτου ασφαλιστή και αντασφαλιστή 128, ώστε και για τον πρώτο να υπάρχει καθήκον αναγγελίας. Κατά κανόνα ο πρώτος ασφαλιστής οφείλει να αναγγείλει όλα τα περιστατικά, τα οποία πρέπει να ανακοινωθούν κατά την πρώτη ασφαλιστική σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται και το αντίθετο. Αυτό θα συμβεί λ.χ όταν ο αντασφαλιστής ευθύνεται περιορισμένα μόνο για τον πολεμικό κίνδυνο. Είναι όμως δυνατό ο πρώτος ασφαλιστής να είναι υποχρεωμένος να αναγγείλει και άλλα, επιπλέον, περιστατικά, όπως π.χ εκείνα τα οποία έγιναν γνωστά στο χρονικό διάστημα μεταξύ της πρώτης ασφαλίσεως και της αντασφαλίσεως και μάλιστα μέχρι του χρονικού σημείου της συνάψεως της αντασφαλίσεως. Γεννιέται σχετικά το ερώτημα, αν είναι δυνατό με συμφωνία να αποκλίνουν από τη ρύθμιση του αρ.3 ν.2496/1997. Η διάταξη του αρ.33 παρ.1 έχει ως εξής «Κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι 126 ΕΦΑΘ 7268/2002, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 481/2003 «Το αρ. 202 ΕΜΠΝ ρυθμίζει εξαντλητικά τα δικαιώματα του ασφαλιστή σε περίπτωση παράβασης του καθήκοντος του ασφαλισμένου να προβαίνει σε ακριβείς δηλώσεις κατά τη σύναψη της ασφάλισης. Δεν προβλέπεται δικαίωμα του ασφαλιστή να ζητήσει τη διαφορά μεταξύ του ασφαλίστρου που θα εισέπραττε αν γνώριζε τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν τον κίνδυνο και εκείνου που εισέπραξε. Το ασφάλιστρο που μπορεί να ζητήσει ο ασφαλιστής αν ο ασφαλισμένος τελεί σε κακή πίστη είναι αυτό που έχει συνομολογηθεί.» 127 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. 118 επ., Β.Κιάντος, «Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου», Εκδόσεις Αφοί Π.Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1972, σελ.316επ. 128 ΠΠΡ ΑΘ 2302/2004, ΕΕΜΠΔ 792/

41 άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημίας.» Πιο συγκεκριμένα τώρα τέτοιες συμφωνίες μπορεί να είναι δύο ειδών : Είτε σε βάρος του ασφαλιστή είτε σε βάρος του ενεργούντος την ασφάλιση προσώπου. Σε βάρος του ασφαλιστή θα μπορούσε να γίνει απόκλιση από τη ρύθμιση του αρ. 3 παρ.6 ν.2496/1997 κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να ορίζεται, ότι το κακόπιστο ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο, θα δικαιούται του ασφαλίσματος. Ο νομοθέτης με την πιο πάνω ρύθμιση τιμωρεί το δόλιο λήπτη της ασφαλίσεως και φέρεται με ευμένεια, όταν αυτός βαρύνεται με αμέλεια. Ο ασφαλιστής θα μπορούσε ίσως να αποξενωθεί από το δικαίωμα αυτό. Η συμφωνία όμως αυτή θα είναι άκυρη κατά το αρ.178 ΑΚ, αφού αντίκειται στα χρηστά ήθη. Πραγματικά είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη η κατάργηση της αυστηρής μεταχειρίσεως του ενεργούντος την ασφάλιση προσώπου, το οποίο τελεί σε κακή πίστη, με συμφωνία μαζί με τον ίδιο τον κακόπιστο. Δικαίωση της κακής πίστης με κατάργηση σε συγκεκριμένη περίπτωση διατάξεως του νόμου είναι ανεπίτρεπτη. Από το αρ.3 παρ.1 ν.2496/1997 θα μπορούσε να αποκλίνει και σε βάρος του ενεργούντος την ασφάλιση προσώπου. Έτσι είναι νόμιμη η συμφωνία με την οποία π.χ το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο είναι υποχρεωμένο να δηλώσει περιστατικά όχι μόνο γνωστά σ αυτό αλλά και σε άλλα πρόσωπα, όπως πχ. σε διάφορους συγγενείς, υπαλλήλους του κτλ. Μια τέτοια συμφωνία, χωρίς να επιβαρύνει ανεπίτρεπτα το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο, συντελεί στον καλύτερο προσδιορισμό του κινδύνου, που αναλαμβάνει ο ασφαλιστής, και δεν αποτελεί περίπτωση περιορισμού των δικαιωμάτων του λήπτη της ασφαλίσεως κατά το αρ.33 παρ.1 του ν.2496/1997, αλλά επεκτείνεται το καθήκον επιμέλειας του λήπτη της ασφαλίσεως. Ωστόσο, δεν μπορεί να συμφωνηθεί ότι το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο θα είναι υποχρεωμένο να καταβάλει το μη ληξιπρόθεσμο ασφάλιστρο. Μια τέτοια συμφωνία πρέπει να θεωρηθεί ανίσχυρη. Πραγματικά, πέρα από τη γνώση του ενεργούντος την ασφάλιση προσώπου, δυνατό να υπάρχουν και άλλα περιστατικά, τα οποία, αν αναγγελλόταν, θα προσδιόριζαν ακριβέστερα τον κίνδυνο και τα οποία δεν περιέχονται σε γνώση των συμβαλλομένων. Για τα περιστατικά αυτά δεν είναι υπεύθυνο το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο, αλλά ο ασφαλιστής, ο οποίος αναλαμβάνει τον κίνδυνο, ακόμη και την ενδεχόμενη αβεβαιότητα για τον προσδιορισμό του. Αν δεν είχαν έτσι τα πράγματα, θα έπρεπε σχεδόν πάντα να οφείλει το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο το ασφάλιστρο, γιατί ο ασφαλιστής θα αποκάλυπτε πολύ συχνά περιστατικά που δε δηλώθηκαν και θα είχαν σημασία για την ανάληψη του κινδύνου. Τούτο θα έκανε ευχάριστα ο ασφαλιστής, αφού η ασφάλιση θα μπορούσε να καταγγελθεί ή να τροποποιηθεί, ενώ θα απολάμβανε όλο το ασφάλιστρο. Μια παρόμοια συμφωνία εμπίπτει στο αρ.33 παρ.1 του ν.2496/1997, γιατί περιορίζει το δικαίωμα του λήπτη της ασφαλίσεως αυξάνοντας τις υποχρεώσεις του. Περιορίζεται το δικαίωμα του λήπτη της ασφαλίσεως να παραλείψει την καταβολή του μη ληξιπρόθεσμου ασφαλίστρου. 41

42 Κεφάλαιο 2 ο :Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. 2.1 Η θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Η έννοια της ασφαλιστικής σύμβασης και της ασφάλισης εντοπίσθηκε ανωτέρω 1. Πιο συγκεκριμένα, πλέον, οι ασφαλίσεις μπορούν να διακριθούν βάσει διαφόρων κριτηρίων. Μια από τις σημαντικότερες διακρίσεις τους, σύμφωνα με τη μορφή των ασφαλισμένων κινδύνων, τις επιμερίζει σε χερσαίες, θαλάσσιες και αεροπορικές 2. Στο συγκεκριμένο σημείο αυτές που αποτελούν αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι οι δεύτερες. Πιο συγκεκριμένα, θαλάσσια 3 είναι κάθε ασφάλιση, όταν αφορά σε ασφαλιζόμενους κινδύνους της «θαλασσοπλοΐας» 4 περιλαμβάνοντας όσους οφείλονται σε γεγονός (θαλάσσιο συμβεβηκός) 5 ένεκα του πλου 6.Η θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση 7 έχει όλα τα χαρακτηριστικά των συμβάσεων, διαμορφωμένη βέβαια με τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες συνθήκες που επιβάλει η ιδιομορφία και η επικινδυνότητα του «θαλάσσιου» χαρακτήρα της 8.Στη θαλάσσια ασφάλιση, λοιπόν, 1 Κεφάλαιο 1 ο, παρ ΜΠΡΠΕΙΡ 72/1983, ΠΕΙΡ.ΝΟΜΟΛ 158/ Α.Πουλάκου-Ευθυμιάτου, «Στοιχεία Εμπορικού Δικαίου», Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1996, σελ.364. Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, , σελ.1. Αξίζει να σημειωθεί η θαλάσσια ασφάλιση υπήρξε η πρώτη μορφή ιδιωτικής ασφάλισης. Υποτυπωδώς στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο με το θεσμό της συνεισφοράς σε περίπτωση αβαρίας και στη συνέχεια με τον θεσμό του ναυτικού δανείου. 4 ΕΦΠΕΙΡ 5794/2001, ΕΕΜΠΔ 61/2004. ΕΦΑΘ 6931/1990, Δ/ΝΗ 443/1994.ΕΦΘΕΣΣΑΛ 250/1984, ΑΡΜ 640/ Α.Μπεχλιβάνης, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, 2005.Τρεις οι απόψεις για την έννοια του θαλάσσιου συμβεβηκότος. 6 αρ.257, 259 ΚΙΝΔ. 7 Χ.Στυλιανέας, «Θαλάσσιοι κίνδυνοι και ζημία εν θαλάσση-στη Ναυτικά Ασφάλιση», Ελληνική Δικαιοσύνη, τ.33, 1992, σελ 725. «Ο χαρακτήρας περαιτέρω της ναυτικής ασφαλίσεως είναι σύνθετος, αποτελεί ασφάλιση τόσο κατά των ζημιών όσο και ασφάλιση ευθύνης.» 8 Β.Κιάντος, «Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου», Εκδόσεις Αφοι Π.Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη-Αθήνα, 1972, σελ.74 επ. Ειδικότερα και αναλυτικότερα για την θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση.

43 εφαρμόζονται 9 κατά κύριο λόγο οι διατάξεις των αρ.257 έως 288 ΚΙΝΔ, Κεφάλαιο Δέκατο Τέταρτο, «Περί θαλάσσιας ασφαλίσεως», όπως και γενικά διατάξεις που βρίσκονται διάσπαρτες στον ΚΙΝΔ. Συμπληρωματικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις του Β.Ν 2496/1997, οι διατάξεις για την χερσαία ασφάλιση, εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστες προς την θαλάσσια ασφάλιση (αρ. 257 ΚΙΝΔ). Παράλληλα με τις διατάξεις του νόμου, συμπληρώνοντάς τις, ή και σε αντίθεση με αυτές αντικαθιστώντας τις, όπου τούτο είναι επιτρεπτό, ισχύουν κατ εξοχήν και στη θαλάσσια ασφάλιση γενικοί όροι ασφάλισης και τυποποιημένα ασφαλιστήρια. Απ αυτά ιδιαίτερα φημισμένο είναι το θαλασσασφαλιστήριο του αγγλικού Lloyd s 10. Επειδή η αγγλική θαλάσσια ασφαλιστική αγορά έχει κυριαρχήσει παγκοσμίως, με συνέπεια την επικράτηση και εφαρμογή του αγγλικού δικαίου στα θέματα της θαλάσσιας ασφάλισης και δεδομένου του παγκόσμιου χαρακτήρα των θαλάσσιων μεταφορών 11, θα γίνει αναφορά και στο αγγλικό θεσμικό πλαίσιο και στην αγγλική νομοθεσία, νομολογία και πρακτική σε συγκεκριμένα σημεία αυτού του κεφαλαίου. Όπως έγινε αντιληπτό και ανωτέρω η θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση, αποτελεί εξειδίκευση της ευρύτερης έννοιας της ασφαλιστικής συμβάσεως, προσαρμοσμένη στους κινδύνους και στις ιδιαίτερες περιστάσεις που διαμορφώνει ο «θαλάσσιος» χαρακτήρας της. Εύλογα, λοιπόν, το ευρύτερο πλαίσιο που περιγράφηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο αναφορικά με τα ασφαλιστικά βάρη 12, την έννοια, τη λειτουργία και τις διακρίσεις τους ισχύει και στα ασφαλιστικά βάρη στις θαλάσσιες ασφαλιστικές συμβάσεις. 2.2 Τα ασφαλιστικά βάρη στην θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση Συγκεντρωτικά τα ασφαλιστικά βάρη, που αναλαμβάνει ο λήπτης της ασφάλισης στην θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση είναι τα εξής: 9 Β.Κιάντος, «Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου», Εκδόσεις Αφοι Π.Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη-Αθήνα, 1972, σελ.75 επ. 10 Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1986, σελ Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, , σελ παρ. 1.2 έως και

44 2.2α Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας ή δήλωσης στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Το συγκεκριμένο ασφαλιστικό βάρος θα αναλυθεί διεξοδικά στην επόμενη παράγραφο αυτού του κεφαλαίου. 2.2β Το ασφαλιστικό βάρος της μη μεταβολής ή επιτάσεως του κινδύνου στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση το ασφαλιστικό βάρος της μη μεταβολής ή μη επιτάσεως του ασφαλιστικού κινδύνου ρυθμίζεται ειδικά από το αρ.273 ΚΙΝΔ, όπου απαριθμούνται αποκλειστικά οι περιπτώσεις κατά τις οποίες μεταβάλλεται ο κίνδυνος από πράξη του ασφαλισμένου ως εξής «Εάν εκ της πράξεως του ησφαλισμένου επήλθεν αλλαγή της πλεύσεως, του πλου ή του πλοίου, ο ασφαλιστής έκτοτε δεν ενέχεται, αποκερδαίνει δε το ασφάλιστρον. Η αντικατάστασις του πλοιάρχου, καθ εαυτήν, δεν επάγεται την απαλλαγήν του ασφαλιστού. 13». Το αρ. 4 του ν.2496/1997, ορίζοντας για την ακρίβεια ότι «κατά τη διάρκεια της σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες από τότε που περιήλθε σε γνώση του, κάθε στοιχείο ή περιστατικό, το οποίο μπορεί να επιφέρει σημαντική επίταση του κινδύνου σε βαθμό που, αν ο ασφαλιστής το γνώριζε, δε θα είχε συνάψει τη σύμβαση ή δεν θα την είχε συνάψει με τους ίδιους όρους.», μπορεί να εφαρμοστεί συμπληρωματικά προς της διάταξη του αρ.273 ΚΙΝΔ. Ωστόσο, αυτό εφαρμόζεται σε εκείνες τις περιπτώσεις μόνο, όπου η επίταση ή η μεταβολή του κινδύνου δεν επήλθε από τον ασφαλισμένο, μιας και το αρ. 4 του ν.2496/1997, αφορά σε αυτές, ενώ το αρ.273 ΚΙΝΔ κάνοντας λόγο για «πράξη του ασφαλισμένου», εμπεριέχει περιπτώσεις που οφείλονται σε πράξη του τελευταίου. Εφόσον υπάρξει παραβίαση του συγκεκριμένου ασφαλιστικού βάρους, πραγματοποιηθέντων των προαναφερθέντων γεγονότων, ο ασφαλιστής δεν ενέχεται πλέον. Μάλιστα δεν είναι υποχρεωμένος κατά τη σύναψη της σύμβασης να επιστήσει την προσοχή του ασφαλισμένου, ότι οι μεταβολές του κινδύνου θα επιφέρουν την απαλλαγή του, καθώς άγνοια νόμου δεν επιτρέπεται. Αποκλίσεις με ειδικές συμφωνίες του ενεργούντος την ασφάλιση προσώπου και του ασφαλιστή είναι δυνατές, με την έννοια ότι θα συμφωνηθεί η μη απαλλαγή του ασφαλιστή, με δικαίωμά του όμως για 13 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ.129επ. 44

45 πρόσθετο ασφάλιστρο, μιας και κάτι τέτοιο δεν ισοδυναμεί με πρόκληση της ασφαλιστικής περίπτωσης με δόλο. 2.2γ Το ασφαλιστικό βάρος της αποφυγής ή μείωσης της ζημίας στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση 14. Στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση και ειδικότερα στην ασφάλιση φορτίου, το αρ.270 ΚΙΝΔ προβλέπει συγκεκριμένα μέτρα που συνιστούν το ασφαλιστικό βάρος της αποφυγής ή μείωσης της ζημίας ως εξής: «Εάν το πλοίον κατέστη ανίκανον προς πλουν και τα ησφαλισμένα πράγματα μετεφορτώθησαν εις άλλο πλοίον, ο ασφαλιστής ευθύνεται και δια τα έξοδα μεταφορτώσεως, εναποθέσεως, φυλάξεως, το υπερβάλλον του ναύλου και τα προς διάσωσιν έξοδα, ουχί όμως πέραν του ασφαλιστικού ποσού.» Βάσει της γραμματικής ερμηνείας της διάταξης, όριο για την αποζημίωση του ασφαλιστή θα αποτελέσει το ασφαλιστικό ποσό. Έτσι, στην περίπτωση που το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο ξόδεψε περισσότερα από το ασφαλιστικό ποσό, το τελευταίο θα αποτελέσει και το όριο της αποζημίωσης του ασφαλιστή. Στην περίπτωση αυτή του ασφαλιστικού βάρους της αποφυγής ή μείωσης της ζημίας, συμπληρωματικά μπορεί να εφαρμοστεί και το αρ. 7 του ν.2496/1997, που αναφέρει ότι αν κατά τις ενέργειες, που βαρύνεται να πράξει, ο λήπτης της ασφάλισης προβεί σε δαπάνες, αυτές καλύπτονται από τον ασφαλιστή ακόμη και αν το ποσό των δαπανών μαζί με το οφειλόμενο ασφάλισμα υπερβαίνουν το ύψος του ασφαλιστικού ποσού, εφόσον αυτές βέβαια είναι εύλογες. Το ενδιαφέρον στη συμπληρωματική εφαρμογή αυτής της διάταξης εντοπίζεται στην ρύθμιση της κάλυψης των εξόδων. Έτσι το αρ.7 του ν.2496/1997, καλύπτει όλες τις εύλογες δαπάνες του βαρυνόμενου με το συγκεκριμένο ασφαλιστικό βάρος ακόμα και αν υπερβαίνουν το ασφαλιστικό ποσό, κάτι που δεν προκύπτει και από τη γραμματική ερμηνεία του αρ.270κινδ. Γεννάται, λοιπόν το ζήτημα στη θαλάσσια ασφάλιση τι θα συμβεί στην περίπτωση που οι ζημίες από τον καλυπτόμενο κίνδυνο και η αποζημίωση για τις ζημίες και τα έξοδα διασώσεως του φορτίου ξεπερνούν το ασφαλιστικό ποσό. Η τελολογική ερμηνεία του αρ.270κινδ, που δίνει λύση ανάλογη με αυτή του αρ.7 παρ.3 του ν.2496/1997 φαίνεται σκόπιμη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο δε γνωρίζει τι θα συμβεί μετά τη λήψη μέτρων διασώσεως, ώστε να περιορίσει τα σχετικά έξοδα. Τα έξοδα διάσωσης πρέπει να καλυφθούν, χωρίς να αποκλεισθούν από την ευθύνη του ασφαλιστή οι ζημίες, γιατί τα έξοδα διασώσεως και οι ζημίες υπερβαίνουν το ασφαλιστικό ποσό. Δεν πρέπει το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο να μένει ασφαλιστικά ακάλυπτο επειδή ουσιαστικά μερίμνησε για τα συμφέροντα του ασφαλιστή. 14 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ.287επ. 45

46 Έτσι, στην ανωτέρω περίπτωση που εντοπίζεται και η προβληματική, αν τα μέτρα διασώσεως του αρ.270κινδ έγιναν πριν την πραγματοποίηση των ζημιών, αν δεν έγιναν απερίσκεπτα, θα πρέπει να καλυφθούν και τα έξοδα και οι ζημίες. Αν ληφθούν μετά την πραγματοποίηση των ζημιών, πρώτα θα καλυφθούν οι ζημίες, και μάλιστα αν δεν αφήνουν περιθώρια κάλυψης εξόδων διάσωσης, τα τελευταία δε θα καλυφθούν,. Αν ζημίες και μέτρα διασώσεως γίνονται συγχρόνως, τα μέτρα διασώσεως θα πρέπει, εφόσον δεν έγιναν απερίσκεπτα, να καλυφθούν και πέραν του ασφαλιστικού ποσού, μιας και το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο δεν γνώριζε ότι δεν έπρεπε να λάβει μέτρα διασώσεως. 2.2δ Το ασφαλιστικό βάρος της ειδοποίησης του ασφαλιστή για την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση 15. Στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση το συγκεκριμένο ασφαλιστικό βάρος εξειδικεύεται στο αρ.278 ΚΙΝΔ. ως εξής «Πραγματοποιηθέντος του κινδύνου, ο ησφαλισμένος οφείλει να γνωστοποιή αμελλητί εις τον ασφαλιστήν απάσας τας σχετικάς ειδήσεις, υποχρεούμενος άλλως εις αποζημίωσιν.» Έτσι, αν το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο παραβεί το καθήκον του να ειδοποιήσει τον ασφαλιστή χωρίς υπαίτια βραδύτητα 16, είναι υποχρεωμένο σε αποζημίωση, ενώ ο ασφαλιστής δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση να καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση. Η αποζημίωση που οφείλεται στον ασφαλιστή εξαρτάται από την ύπαρξη και την έκταση της ζημίας που προκαλείται σ αυτόν από την παραβίαση του συγκεκριμένου ασφαλιστικού βάρους. Πρέπει να σημειωθεί ότι, καθώς πρόκειται για διάταξη ενδοτικού δικαίου, είναι δυνατές αποκλίσεις σε βάρος του ασφαλιστή. Συμφωνία απαλλαγής του από την ασφαλιστική αποζημίωση δεν θα είναι νόμιμη. 15 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ.103επ. 16 Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1986, σελ

47 2.2ε Το ασφαλιστικό βάρος της μη πρόκλησης της ασφαλιστικής περίπτωσης στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση 17. Θεωρημένο το καθήκον της μη πρόκλησης της ασφαλιστικής περίπτωσης ως ασφαλιστικό βάρος εξειδικεύεται στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση στο αρ. 274 ΚΙΝΔ. ως εξής «Ο ασφαλιστής δεν απαλλάσσεται εκ μόνου του γεγονότος ότι αι απώλειαι και αι ζημίαι οφείλονται εις υπαιτιότητα του πλοιάρχου, του πληρώματος, ή άλλων προσώπων.» Αφορά δηλαδή σε περίπτωση μη υπαίτιας πρόκλησης της ασφαλιστικής περίπτωσης, από τρίτους για τους οποίους θα ευθυνόταν το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο, εφόσον δεν υπήρχε η σχετική πρόβλεψη. 2.3 Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας δεν εξειδικεύεται σε ιδιαίτερη διάταξη, όπως συμβαίνει με άλλα ασφαλιστικά βάρη (πχ. αρ. 273, 270, 278 ΚΙΝΔ). Η προσέγγιση του θα γίνει βάσει του αρ. 3 του 2496/1997, προσαρμοζόμενο στις ανάγκες της θαλάσσιας ασφαλιστικής σύμβασης και στις διατάξεις του ΚΙΝΔ. Σε κάθε περίπτωση το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας συνίσταται, και στην θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση, στο καθήκον του λήπτη της ασφάλισης, κατά τη σύναψη της σύμβασης, τόσο να δηλώσει στον ασφαλιστή και να μην αποσιωπήσει, όσο και να μην παρουσιάσει εσφαλμένα. κάθε στοιχείο και περιστατικό, που γνωρίζει, και το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου. 17 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ.267επ. 47

48 2.3.1 Χρόνος εκτέλεσης και υποκείμενα του ασφαλιστικού βάρους : Υπόχρεος εκτέλεσης του καθήκοντος της προσυμβατικής αναγγελίας. Παραλήπτης της προσυμβατικής αναγγελίας. Ο χρόνος εκτέλεσης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας ορίζεται και στην θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση από το αρ.3 ν.2496/1997, όπου προσδιορίζει στην πρώτη του παράγραφο πότε πρέπει να γίνει η δήλωση και ακριβέστερα «Κατά τη σύναψη της σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται». Οπότε, αναλογικά ισχύουν όσα προηγήθηκαν σχετικά με το χρόνο στην παρ του προηγούμενου κεφαλαίου. Προκειμένου να εντοπιστούν τα υποκείμενα, που εμπλέκονται στην εκπλήρωση του συγκεκριμένου ασφαλιστικού βάρους, κρίνεται σκόπιμο να εξειδικευθούν τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Η θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση, λοιπόν, όπως και κάθε ασφαλιστική σύμβαση συνάπτεται ανάμεσα στον ασφαλιστή από τη μία και το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο από την άλλη. Ο πρώτος μπορεί να είναι είτε ανώνυμη εταιρία είτε αλληλασφαλιστικός συνεταιρισμός 18, που κατέχουν νόμιμη άδεια 19. Κατεξαίρεση, στη θαλάσσια ασφάλιση, είναι επιτρεπτή η άσκηση ναυτικών ασφαλίσεων μέσω γραφείων αντιπροσωπείας μεσιτών του Lloyd s του Λονδίνου 20. Το δεύτερο, είναι το πρόσωπο που έχει έννομο ασφαλιστικό συμφέρον 21, ώστε να προβεί στην σχετική ασφάλιση. Αυτό είτε ενεργεί για ίδιο συμφέρον, οπότε είναι και ασφαλισμένος, είτε ενεργεί για λογαριασμό άλλου, οπότε ασφαλισμένος είναι ο τελευταίος. Σε εκπλήρωση του ασφαλιστικού βάρους είναι κατ αρχήν υποχρεωμένος ο λήπτης της ασφάλισης, το ενεργούν δηλαδή την ασφάλιση πρόσωπο. Πρέπει συνεπώς να ελεγχθεί ποιος έχει έννομο ασφαλιστικό συμφέρον στη θαλάσσια ασφάλιση. Αρχικά, ως ασφαλιστικό συμφέρον μπορεί να οριστεί η οικονομική, αποτιμητή σχέση ενός προσώπου προς ένα αγαθό 22. Η σχέση αυτή δεν είναι ανάγκη να είναι νομική αρκεί και πρέπει να είναι οικονομική. Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι πραγματικό, όχι παράνομο ή ανήθικο, αλλά σύμφωνο με τα χρηστά ήθη και τους νόμους. Σε κάθε ενεργητικό περιουσιακό στοιχείο, σε κάθε αγαθό, μπορεί να αντιστοιχεί ένα ή και περισσότερα ασφαλιστικά συμφέροντα : Για τα πράγματα το συμφέρον κυρίου, για τις αξιώσεις το συμφέρον πιστωτή, για άλλα περιουσιακά δικαιώματα π.χ το συμφέρον του ενυπόθηκου δανειστή 23, για τις ελπίδες το συμφέρον αυτού, που ελπίζει σε κέρδος ΕΙΡΠΕΙΡ 52/2003, ΕΕΜΠΔ ΠΠΡΠΕΙΡ 524/1993, ΕΝΑΥΤΔ 93/ Βοηθητικά πρόσωπα του ασφαλιστή είναι οι πράκτορες, οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι και οι μεσίτες ασφαλίσεων. 20 ΠΠΡΠΕΙΡ 1730/1995, ΕΕΜΠΔ 314/1997.ΕΦΠΕΙΡ 1033/1989, ΕΕΜΠΔ 651/1988.ΕΦΠΕΙΡ 735/1984, Δ/ΝΗ 291/ ΕΦΘΕΣΣΑΛ 2638/2003, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 417/ Α.Μπεχλιβάνης, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, ΕΦΑΘ 1541/1985, ΕΕΜΠΔ 134/ Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου»,τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1986, σελ

49 Στην ασφάλιση παθητικού αντικείμενο του ασφαλιστικού συμφέροντος αποτελεί το σύνολο της περιουσίας του ασφαλισμένου. Στην θαλάσσια ασφάλιση πιο συγκεκριμένα το αρ.259 ΚΙΝΔ ορίζει «Παν έννομον συμφέρον, περιλαμβανομένου και του ελπιζομένου κέρδους, εκτιθέμενον εις θαλάσσιους κινδύνους, δύναται ν αποτελέση αντικείμενον της θαλάσσιας ασφαλίσεως.» Προσδιορίζεται, λοιπόν, η έννοια του έννομου συμφέροντος συμπεριλαμβανομένου και του ελπιζόμενου κέρδους, που εκτίθεται σε θαλάσσιους κινδύνους, στην θαλάσσια ασφάλιση. Έτσι, καθένας που έχει αντίστοιχο έννομο συμφέρον μπορεί 25 να προβεί στη σύναψη θαλάσσιας ασφαλιστικής σύμβασης, ως ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο. Είναι λογικά επόμενο, ότι αυτό, το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο, θα βαρύνεται κατ αρχήν με το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας, από τη μία. Από την άλλη πλευρά ο βαρυνόμενος με το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας πρέπει να απευθύνει τη δήλωσή του στον αντισυμβαλλόμενό του, δηλ. τον ασφαλιστή. Σχετικά με τις περιπτώσεις περισσοτέρων συγκυρίων, σύναψης της θαλάσσιας ασφαλιστικής σύμβασης για λογαριασμό άλλου, ή μέσω τρίτου 26 και αυτές περισσοτέρων από ένα ασφαλιστών ισχύουν αναλογικά όσα προαναφέρθηκαν στην παράγραφο για την ασφαλιστική σύμβαση γενικά. Τέλος, αξίζει να εντοπιστούν οι βαρυνόμενοι με το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας στις τρεις σημαντικές κατηγορίες θαλάσσιας ασφάλισης 27, δηλ. στις ασφαλίσεις πλοίου 28, στις ασφαλίσεις φορτίου 29 και στις ασφαλίσεις ναύλου. Στην πρώτη περίπτωση των ασφαλίσεων πλοίων, πρόκειται από τη μια για ασφάλιση που συνάπτει ο κύριος ενός πλοίου κατά θαλάσσιων κινδύνων για την περίπτωση απώλειας ή ζημίας του πλοίου. Η ασφάλιση αυτή είναι μία ασφάλιση ενεργητικού, με ασφαλισμένο συμφέρον το συμφέρον κυρίου, δηλαδή το συμφέρον εκείνου, που βρίσκεται σε οικονομική σχέση κυρίου προς το πλοίο. Ταυτόχρονα με την ασφάλιση συμφέροντος κυρίου πλοίου και σε εξάρτηση απ αυτή ασφαλίζεται μερικά και η ευθύνη του πλοιοκτήτη 30. Πρόκειται για ασφάλιση παθητικού, κατά δε το αρ.269 παρ.2 ΚΙΝΔ ως ασφάλιση παθητικού ευθύνης του πλοιοκτήτη από υπαίτια σύγκρουση. Σε κάθε περίπτωση 31 ο πλοιοκτήτης κρίνεται υπεύθυνος για απόκρυψη ουσιωδών 25 Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ.58. Πληρώντας και τις αντίστοιχες προϋποθέσεις περί δικαιοπρακτικής κλπ. ικανότητας. 26 Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, , σελ 55 Σε κάθε περίπτωση, οι εντολείς ασφαλιζόμενοι «χρεώνονται» με την γνώση μόνο α. των μόνιμων πρακτόρων τους ή β. των περιστασιακών πρακτόρων τους και μόνο για την συναλλαγή για την οποία τους έχουν προσλάβει (όχι για μεταγενέστερες συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μέσω άλλων πρακτόρων.) Όταν ένας πράκτορας (agent to insure) έρχεται σε επαφή με έναν ασφαλιστή, ο τελευταίος συναλλάσσεται στηριζόμενος στο γεγονός ότι ο πράκτορας αποκαλύπτει οποιοδήποτε ουσιώδες περιστατικό βρίσκεται εν γνώσει του ανεξάρτητα αν αυτό το γνωρίζει ο εντολέας του ασφαλισμένος. 27 Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1986,σελ. 114επ. 28 ΕΦΠΕΙΡ 265/1999, ΕΕΜΠΔ 116/2000. ΕΦΠΕΙΡ 1033/1989, ΕΕΜΠΔ 651/ ΕΦΑΘ 11771/1988, ΕΝΑΥΤΔ 177/1991. ΠΠΡΑΘ 9793/1985, ΑΡΜ 500/1987. ΕΦΑΘ 10128/1983, ΕΕΜΠΔ 465/ ΕΦΠΕΙΡ 525/2003, ΕΕΜΠΔ 118/2004. ΕΦ ΑΘ 557/1982, ΕΕΜΠΔ 99/ Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, , σελ.. 51επ. 49

50 στοιχείων όχι μόνο όταν δεν αποκαλύπτει κάποιο κρίσιμο περιστατικό, που γνωρίζει, αλλά και όταν δεν το αποκαλύπτει, επειδή το αγνοεί. Παράλληλα, ο πλοιοκτήτης αναλαμβάνει την ευθύνη για όλους, όσοι κατά την καθημερινή λειτουργία της επιχείρησής του και της δραστηριότητάς του, οφείλουν να τον κρατούν ενήμερο, όπως ο πράκτοράς του 32, o πλοίαρχος ενός πλοίου του 33 κλπ. Στην περίπτωση του ενυπόθηκου πλοίου, η προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή 34 εξασφαλίζεται στην ασφαλιστική περίπτωση από την άσκηση του δικαιώματος της υποθήκης πάνω στο ασφάλισμα (αρ.198 παρ.3 ΚΙΝΔ). Χορηγείται γι αυτό στον ενυπόθηκο δανειστή από τον νόμο (αρ.198 παρ.1 ΚΙΝΔ και αρ.18 παρ.1 ν.δ 3899/1958) το δικαίωμα να ασφαλίζει το ενυπόθηκο πλοίο για λογαριασμό και με έξοδα του κυρίου μέχρι της αξίας του δανείου πλέον τριάντα στα εκατό 35, αν το πλοίο είναι ανασφάλιστο ή μερικά μόνο ασφαλισμένο. Υπάρχει ασφάλιση ξένου συμφέροντος από τη, μίας και ο ενυπόθηκος δανειστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει άμεση καταβολή του χρέους, αν ο οφειλέτης δεν καταβάλει το ασφάλιστρο ( αρ.198 παρ.2κινδ και 18 παρ.2 ν.δ3899/1958).ο ενυπόθηκος δανειστής, όμως, έχει και δικό του έννομο συμφέρον «δυνάμενο ν αποτελέση αντικείμενον της θαλασσίας ασφαλίσεως (αρ.259 ΚΙΝΔ), το λεγόμενο υποθηκικό συμφέρον, αντικείμενο του οποίου είναι το υποθηκικό δικαίωμα, που εκτίθεται σε θαλάσσιους κινδύνους. Στην ασφάλιση αυτή, που εξασφαλίζεται πληρέστερα ο ενυπόθηκος δανειστής, αλλά με δικά του έξοδα, ο ίδιος είναι αντισυμβαλλόμενος και ασφαλισμένος, δικαιούχος του ασφαλίσματος. Η ευθύνη εκναυλωτή και γενικότερα η ευθύνη από εκμετάλλευση πλοίου, καθώς και η νομική προστασία πλοιοκτήτη, εφοπλιστή ή εκναυλωτή, αποτελούν αντικείμενα θαλάσσιων ασφαλίσεων, σαν ασφαλίσεις παθητικού. Αντίστοιχα, λοιπόν, διαμορφώνεται ως προς τα παραπάνω πρόσωπα και το καθήκον της προσυμβατικής αναγγελίας που τα βαρύνει. Στη δεύτερη κατηγορία θαλάσσιων ασφαλίσεων εντάσσονται οι ασφαλίσεις φορτίου. Είναι ασφάλιση ενεργητικού με ασφαλισμένο συμφέρον το συμφέρον του κυρίου του φορτίου. Υποκείμενο του ασφαλιστικού συμφέροντος, οπότε και αρχικά βαρυνόμενο με το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας πρόσωπο, είναι εκείνο που βρίσκεται σε οικονομική σχέση κυρίου με το φορτίο. Σε περίπτωση που το φορτίο πρόκειται να αλλάξει κυρίους, η ασφαλιστική σύμβαση καταρτίζεται για λογαριασμό όποιου ανήκει. Παράλληλα με το φορτίο ή ανεξάρτητα απ αυτό μπορεί να ασφαλισθεί το ελπιζόμενο κέρδος (αρ.159κινδ). Θεωρείται και αυτή ασφάλιση ενεργητικού με αντικείμενο ασφαλισμένου συμφέροντος την ελπίδα κέρδους, που εκτίθεται έμμεσα στους θαλάσσιους κινδύνους. Και σ αυτή την περίπτωση εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις για την ασφάλιση φορτίου. Τέλος, η τρίτη κατηγορία των θαλάσσιων ασφαλίσεων που θα αναπτυχθεί στο παρόν, αφορά στις ασφαλίσεις ναύλου. Η ασφάλιση του ναύλου, που είναι το τίμημα 32 Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, , σελ.51επ. «Republic of Bolibia v.indemnity Mutual Marine Insurance Co.» 33 Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, , σελ.. 51επ.. «Gladstone v.king». 34 ΑΠ 831/1980, ΝΟΒ 85/ Α.Μπεχλιβάνης, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, ΑΠ 6/1990 «ασφάλιση πλοίου μέχρι ποσού που υπερβαίνει το ενυπόθηκο δάνειο κατά 30% όχι όμως και την αξία του πλοίου κατά το χρόνο της τελευταίας ασφαλιστικής καλύψεώς του.» 50

51 της μεταφοράς, η αντιπαροχή του ναυλωτή προς τον εκναυλωτή στα συμβατικά πλαίσια μιας ναύλωσης, στην κυριολεκτική της μορφή προϋποθέτει την ύπαρξη συμβατικού ναύλου. Ο τελευταίος οφείλεται, εκτός αντίθετης συμφωνίας, τόσο στο ελληνικό (αρ ΚΙΝΔ) όσο και στα ξένα δίκαια, μόνο σε περίπτωση αίσιας άφιξης του πλοίου και του φορτίου. Τον κίνδυνο του ναύλου (αρ.266 ΚΙΝΔ) έχει κατά κανόνα ο εκναυλωτής, που σε περίπτωση απώλειας του πλοίου ή του φορτίου χάνει και την αξίωση του ναύλου. Η ασφάλιση του πλοίου στην κανονική αυτή περίπτωση έχει αντικείμενο ασφαλισμένου συμφέροντος την αξίωση του ναύλου και υποκείμενο, φορέα του ασφαλισμένου συμφέροντος, της αξίωσης οπότε και βαρυνόμενο με το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας, τον εκναυλωτή. Αν σε περίπτωση συμφωνίας, ο ναύλος οφείλεται σε κάθε περίπτωση ή και προπληρώνεται, τον κίνδυνο τότε φέρει ο ναυλωτής, οπότε και τις παραπάνω ιδιότητες. Ο ναύλος που οφείλεται σε κάθε περίπτωση, δεν ασφαλίζεται χωριστά αλλά καλύπτεται στα πλαίσια της ασφάλισης φορτίου, το ποσό του προσαυξάνει την αξία του φορτίου. Όπως η ασφάλιση πλοίου, έτσι και η ασφάλιση ναύλου λειτουργεί μερικά και σαν ασφάλιση ευθύνης είτε του εκναυλωτή είτε του ναυλωτή ανάλογα με την περίπτωση. Αυτό συμβαίνει όταν ο ναύλος πρέπει να επιστραφεί στο ναυλωτή, να αποδοθεί σε τρίτα πρόσωπα, π.χ μετά από σύγκρουση και παραχώρηση ναύλου. Συνήθως συμφωνείται χωριστό ασφαλιστικό ποσό για την προσαρτημένη στη ναυλασφάλιση ασφάλιση ευθύνης. Συχνά, τέλος, κατά το αγγλικό πρότυπο μαζί με τον συμβατικό ασφαλίζεται και ο ελπιζόμενος ναύλος, δηλαδή η ικανότητα του πλοίου να κερδίζει ναύλο 36. Η ασφάλιση αυτή συνοδεύεται από αποτίμηση του ασφαλισμένου συμφέροντος και διαμορφώνεται συμβατικά σε ένα είδος τρέχουσας ασφάλισης συμβατικού ναύλου σε συνδυασμό με αντίστοιχα αυξομειούμενη ασφάλιση ελπιζόμενου ναύλου. Η περίπτωση ολικής απώλειας του πλοίου συμφωνείται και σαν περίπτωση ολικής απώλειας ελπιζόμενου ή συμβατικού ναύλου χωρίς ανάγκη ιδιαίτερης απόδειξης Οι επιμέρους υποχρεώσεις που εμπεριέχει το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Καθώς οι λόγοι καθιέρωσης, η νομική βάση και η διάσταση της καλής πίστης ισχύουν για το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας ανεξάρτητα από τη διάκριση που ταξινομεί τις ασφαλίσεις βάσει διαφόρων κριτηρίων, για τα προαναφερθέντα ζητήματα ισχύουν όσα αναλύθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο. 36 «freight earning capacity». 51

52 Εισαγωγικά Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας και στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση συνίσταται από δύο επιμέρους υποχρεώσεις. Δηλαδή, από το καθήκον δήλωσης, οπότε και μη αποσιώπησης, αντικειμενικά ουσιωδών περιστατικών 37 και στοιχείων, που γνωρίζει ο λήπτης της ασφάλισης, από τη μια και από την άλλη από το καθήκον να μην ανακοινώσει εσφαλμένα 38 τα παραπάνω περιστατικά. Καθώς οι συγκεκριμένες έννοιες έχουν αναλυθεί επαρκώς ανωτέρω ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο σημείο έχει να αποσαφηνιστεί η έννοια του κινδύνου που πρέπει να εκτιμηθεί κατά τη σύναψη της θαλάσσιας ασφαλιστικής σύμβασης, ώστε να εντοπιστούν και εκείνα τα περιστατικά ή στοιχεία που αποτελούν αντικείμενο του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση Η έννοια του «περιστατικού» στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση και ο θαλάσσιος κίνδυνος. Ως ασφαλιζόμενος κίνδυνος κατά τις γενικές αρχές είναι γεγονός επιζήμιο, μάλλον και αβέβαιο, εκτός της θελήσεως των συμβαλλομένων. Στην έννοια επομένως του θαλάσσιου κινδύνου περιλαμβάνεται το δυνάμενο να συμβεί περιστατικό και όχι αυτό που είναι βέβαιο ότι θα συμβεί 39. Στην θαλάσσια ασφάλιση το αρ.269 ΚΙΝΔ καθιερώνει την αρχή της καθολικότητας των θαλάσσιων κινδύνων 40. Πιο συγκεκριμένα, στο αρ.269 παρ.1 εδ.α ΚΙΝΔ ορίζεται «Ο ασφαλιστής ενέχεται δια τας απωλείας και ζημίας αίτινες προκαλούνται εξ οιουδήποτε γεγονότος συμβάντος κατά τον πλουν, συμπεριλαμβανομένης και της κλοπής.» Από τη συγκεκριμένη διάταξη 37 Χ. Στυλιανέας, «Περί του δικαίου των ρητρών της ναυτικής ασφάλισης», Ελληνική δικαιοσύνη, Αθήνα, 1982, τ.23, σελ.286 «Μη συντρεχουσών των ως άνω προϋποθέσεων, αι δηλώσεις δύνανται να θεωρηθούν ότι αναφέρονται εις μη ουσιώδη δια τον ασφαλιστήν περιστατικά, κατά το ημέτερον δε κυρίως δίκαιον, θα δύναται να αποκρουσθή η συνέπεια παραβάσεων τούτων επικαλουμένη υπό του ασφαλιστού ακυρότης, ανεξαρτήτως άλλων λόγων, και ως καταχρηστική (κατ αρθρ. 281 ΑΚ.) Χ.Στυλιανέας, «Θαλάσσιοι κίνδυνοι και ζημία εν θαλάσση-στη Ναυτικά Ασφάλιση», Ελληνική Δικαιοσύνη,τ.33,1992, σελ. 726 «καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του ασφαλιστού κατ εφαρμογή των κανόνων της καλής πίστης. Ρήτρα τεθείσα υπέρ του ασφαλιστού μη υπηρετούσα την κανονική λειτουργία της ασφαλίσεως αλλά τεθείσα λόγω της οικονομικής υπεροχής αυτού, κατ ανάγκην γενομένη αποδεκτή από τον συμβαλλόμενο-λόγω της συμβάσεως προσχωρήσεως- αντίκειται προδήλως στα χρηστά ήθη..» 38 ΕΦΑΘ 6931/1990, Δ/ΝΗ 443/ Χ.Στυλιανέας, «Θαλάσσιοι κίνδυνοι και ζημία εν θαλάσση-στη Ναυτικά Ασφάλιση», Ελληνική Δικαιοσύνη, τ.33, 1992, σελ Η αρχή της καθολικότητας των κινδύνων ισχύει κατ εξαίρεση από την αρχή του εξειδικευμένου κινδύνου. 52

53 προκύπτει η έννοια του θαλάσσιου συμβεβηκότος, το οποίο και προσδιορίζει τις διαστάσεις του θαλάσσιου κινδύνου. Τρεις είναι οι ευρύτερες απόψεις που έχουν διατυπωθεί αναφορικά με την έννοια του θαλασσίου συμβεβηκότος 41. Η πρώτη το προσδιορίζει ως το περιστατικό «το λαμβάνον χώρα κατά την θαλάσσια επιχείρηση-όχι αναγκαίως όμως ένεκα της θάλασσας- δυνάμενο να πλήξη το ασφαλισθέν συμφέρον, ενδεικτικώς δε ως τέτοια αναφέρονται 1.η τρικυμία, 2.το ναυάγιο.» 42, εκείνο δηλαδή που πραγματοποιείται «κατά τη διάρκεια του πλου» 43. Η δεύτερη άποψη προσδιορίζει τον θαλάσσιο κίνδυνο ως «παν τυχαίο περιστατικό πλήττον το πλοίο μη οφειλόμενο στην συνήθη φθορά ή ελαττωματικότητα τούτου, ή σε ενέργεια του ασφαλισμένου ή στην καθυστέρηση του πλου, επερχόμενο κατά τη διάρκεια της ναυτικής αποστολής το οποίο είναι συναφές προς την ναυσιπλοΐα προκαλεί δε ζημία στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο» 44. Δηλαδή, το γεγονός εκείνο που συμβαίνει «ένεκα του πλου». Σύμφωνα με την τρίτη άποψη, σύμφωνη με το αγγλικό δίκαιο, η έννοια του θαλάσσιου συμβεβηκότος «εμπεριέχει το στοιχείο της αβεβαιότητας και του απρόβλεπτου. Δεν είναι δηλαδή δυνατό να χαρακτηρισθεί ως θαλάσσιο συμβεβηκός ό,τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια του πλου. Το θαλάσσιο συμβεβηκός οφείλει τη γένεσή του στη θάλασσα αλλά δεν είναι ο,τιδήποτε συμβαίνει εξ αιτίας της αναπόφευκτης δράσης των ανέμων και των κυμάτων, η οποία μπορεί να έχει ως συνέπεια ζημίες που χαρακτηρίζονται ως συνήθης φθορά. Ο σκοπός της ασφαλιστικής κάλυψης κατά των θαλασσίων συμβεβηκότων είναι η αποζημίωση ζημιών που ενδέχεται να συμβούν και όχι κατ αυτών που είναι βέβαιο ότι θα συμβούν. Από την άλλη πλευρά, το θαλάσσιο συμβεβηκός δεν είναι αναγκαίο να έχει χαρακτήρα εξαιρετικού συμβάντος, που προσεγγίζει την ανωτέρα βία, προκειμένου να καλυφθεί ασφαλιστικά. Δηλαδή, το γεγονός που προκαλείται στη θάλασσα από θαλάσσιες δυνάμεις και παράλληλα εκδηλώθηκε υπό έκτακτες και ασυνήθεις συνθήκες 45. Γενομένης δεκτής της δεύτερης άποψης ως ορθότερης, καθώς αποδίδει την έννοια του θαλάσσιου συμβεβηκότος πιο κοντά στο νόημα και την γραμματική ερμηνεία των διατάξεων του ΚΙΝΔ αλλά και στη σκοπιμότητά τους, χωρίς να περιλαμβάνει περιστατικά της ευρύτατης ερμηνείας της πρώτης άποψης αλλά και χωρίς να αποκλείει περιστατικά απαιτώντας να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ιδιαιτέρως απρόβλεπτου, ασυνήθους και της αβεβαιότητας, μπορεί να προσδιοριστεί επαρκώς η έννοια του θαλάσσιου κινδύνου. Κατ επέκταση μπορούν να κατανοηθούν και εκείνα τα περιστατικά και στοιχεία που πρέπει να δηλωθούν, να μην αποσιωπηθούν, και να μην ανακοινωθούν εσφαλμένα, ως κρίσιμα για την εκτίμηση αυτού του κινδύνου, αποτελώντας το αντικείμενο του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας στη θαλάσσια ασφάλιση. 41 Α.Μπεχλιβάνης, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, Χ.Στυλιανέας, «Θαλάσσιοι κίνδυνοι και ζημία εν θαλάσση-στη Ναυτικά Ασφάλιση», Ελληνική Δικαιοσύνη,τ.33,1992, σελ Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου», Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1986, σελ Χ.Στυλιανέας, «Θαλάσσιοι κίνδυνοι και ζημία εν θαλάσση-στη Ναυτικά Ασφάλιση», Ελληνική Δικαιοσύνη, τ.33, 1992, σελ Α.Μπεχλιβάνης, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, 2005, Σημείωση Α.Μαρκάκη. 53

54 Τέλος, αφού προσδιορίστηκαν κατ αυτόν τον τρόπο τα περιστατικά που πρέπει να δηλωθούν, να μην αποσιωπηθούν ή να μην ανακοινωθούν εσφαλμένα., αξίζει να αναφερθούν τα περιστατικά που δεν εμπεριέχονται σ αυτά 46.Κατά το αρ.269 παρ. 1 ΚΙΝΔ ο ασφαλιστής ενέχεται για όλους του θαλάσσιους κινδύνους, που προκαλούνται από περιστατικά οφειλόμενα στον πλου, σύμφωνα με την άποψη που υιοθετήθηκε ανωτέρω. Ωστόσο, στη θαλάσσια ασφάλιση ο ασφαλιστής δε φέρει κάθε κίνδυνο, γιατί με διάταξη νόμου ή ρήτρα μπορεί να αποκλεισθούν ορισμένοι κίνδυνοι. Έτσι, το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο, δεν οφείλει να αναγγείλει κάθε γεγονός που έχει σημασία για τον κίνδυνο, αλλά μόνο εκείνα τα γεγονότα, που έχουν σημασία για τις ζημίες που προέρχονται από τον κίνδυνο που αναλήφθηκε και που καλύπτονται από τον ασφαλιστή. Κατ αυτόν τον τρόπο, το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο δεν είναι υποχρεωμένο να ανακοινώσει περιστατικά, που έχουν σημασία για την επέλευση ζημιών από πόλεμο, καθώς κατά τα αρ.13 παρ.1 ν.2496/1997 και 272ΚΙΝΔ, ο ασφαλιστής δεν καλύπτει τους πολεμικούς κινδύνους. Πάντως στην θαλάσσια ασφάλιση στην οποία καλύπτονται όλοι, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, οι κίνδυνοι, υπάρχουν πάρα πολλά περιστατικά που προσδιορίζουν τους κινδύνους. Τα περιστατικά αυτά το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο δεν μπορεί να τα δηλώσει όλα αλλά εκείνα μόνο που γνωρίζει Συνέπειες παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Καθώς η ρύθμιση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας στη θαλάσσια ασφάλιση είναι ανάλογη της γενικότερης έννοιας του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας στην ασφαλιστική σύμβαση, οι συνέπειες της παράβασής του είναι αυτές που έχουν αναλυθεί ανωτέρω στην παράγραφο Με δύο λόγια στην περίπτωση της παράβασής του ελλείψει υπαιτιότητας δίνεται στον ασφαλιστή δυνατότητα καταγγελίας ή πρότασης τροποποίησης της σύμβασης με συγκεκριμένους όρους, στην περίπτωση παράβασης από αμέλειας παρέχονται οι ίδιες δυνατότητες αλλά και αυτή της μείωσης του ασφαλίσματος, υπό όρους και με συγκεκριμένο τρόπο, και τέλος στην περίπτωση παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας με δόλο παρέχεται η δυνατότητα καταγγελίας της ασφαλιστικής σύμβασης από τον ασφαλιστή. 46 Γενικότερα τα περιστατικά που δεν εμπίπτουν στο ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας περιγράφονται στην παρ Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ

55 2.5 Ανάλογες ρυθμίσεις στο αγγλικό δίκαιο 48. Το αγγλικό θεσμικό πλαίσιο, που διαμορφώνει τα συγκεκριμένα ζητήματα, είναι κατά βάση το «Marine Insurance Act 1906» (Μ.Ι.Α. 1906), που ψηφίστηκε από το Αγγλικό Κοινοβούλιο στις 21 Δεκεμβρίου του 1906.Είναι ένας νόμος που στην ουσία κωδικοποίησε την μέχρι τότε νομοθεσία που αφορούσε στη ναυτική ασφάλιση. Αποτελείται από 94 άρθρα 49 και από δύο επισυναπτόμενα παραρτήματα 50. To M.I.A 1906 κινήθηκε στα πλαίσια του Lloyd s S.G.Policy, που αποτελεί τυποποιημένη μορφή ασφαλιστικού συμβολαίου που καθιερώθηκε το 1779 από τους Lloyd s 51 και ισχύει αυτούσιο ή σε τροποποιημένες μορφές του μέχρι σήμερα σε διάφορα μέρη του κόσμου 52. Σχετικοί και αντίστοιχοι με το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας που υφίσταται στο ελληνικό δίκαιο, είναι δυο σημαντικοί κανόνες του αγγλικού δικαίου, που πηγάζουν από την αρχή της καλής πίστης και αναλύονται στην υποχρέωση μη αποσιώπησης ουσιωδών στοιχείων και στην υποχρέωση μη εσφαλμένης απεικόνισης ουσιωδών γεγονότων. Στις ακόλουθες παραγράφους θα παρατεθούν οι αντίστοιχες με τα παραπάνω αναφερθέντα ζητήματα ρυθμίσεις, κατά τα άρθρα του Μ.Ι.Α, ενώ θα αναφερθούν και κάποιες σχετικές νομολογιακές αποφάσεις, μιας και στο αγγλικό δίκαιο υπάγονται πολλές υποθέσεις, που εκδικάζονται και από τα ελληνικά δικαστήρια Η αρχή της καλής πίστης (good faith) 54. Σύμφωνα με το S.17 του Μ.Ι.Α 1906 «Η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης είναι μια σύμβαση που στηρίζεται στην απόλυτη/ υπέρτατη καλή πίστη 55, και εάν αυτή δεν τηρηθεί από κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη, τότε το άλλο συμβαλλόμενο μέρος 48 Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, «section-s». 50 «schedules». 51 Επαγγελματική οργάνωση των ασφαλιστών του Λονδίνου, που το 1871 αναγνωρίστηκε με νόμο ως Σωματείο Ασφαλιστών του Λονδίνου. 52 Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, , σελ. 2επ. 53 ΕΦΠΕΙΡ 525/2003, ΕΕΜΠΔ 118/2004. ΕΦΠΕΙΡ 890/2003, ΕΕΜΠΔ 116/2004. ΕΦΠΕΙΡ 690/2000, ΕΕΜΠΔ 550/2000.ΠΠΡΠΕΙΡ 1336/1990, ΝΑΥΤΔ 6/1991. ΕΦΠΕΙΡ 1592/1989, ΕΕΜΠΔ 276/ Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, , σελ.. 48επ. 55 «utmost good faith» 55

56 μπορεί να ακυρώσει το συμβόλαιο 56.» Η αρχή αυτή, αντίστοιχη εκείνης της καλής πίστης που υφίσταται στο ελληνικό δίκαιο, αναγνωρίζεται ρητά στις διατάξεις του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου. Μάλιστα αναφέρεται ως αρχή της «απόλυτηςυπέρτατης» 57 καλής πίστης και το περιεχόμενό της εντοπίζεται στην υποχρέωση να υπολογίζονται από κάθε μέρος τα συμφέροντα του άλλου μέρους. Η απαίτηση της τήρησης της καλής πίστης βαρύνει, και εδώ, όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, καθ όλη τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης και της περιόδου των διαπραγματεύσεων 58.Εφαρμόζεται σε όλα τα ασφαλιστικά συμβόλαια, ανεξάρτητα από τον ασφαλιζόμενο κίνδυνο ή από το ασφαλιζόμενο αγαθό, χωρίς να συνιστά συμβατική υποχρέωση, πηγάζοντας, όπως προαναφέρθηκε και στην ανάλυση της έννοιας της καλής πίστης κατά το ελληνικό δίκαιο, ουσιαστικά από την ειδική σχέση εμπιστοσύνης των εμπλεκομένων στην ασφάλιση μερών 59, που κατέχει εξέχουσα θέση στο ασφαλιστικό δίκαιο, λόγω της ιδιαίτερης φύσης του. Πρόκειται σε κάθε περίπτωση για την υποχρέωση καλής συμπεριφοράς, που περιλαμβάνει το καθήκον κάθε μέρους να προβαίνει σε προσήκουσες αποκαλύψεις και όχι σε παραπλανητικές ενέργειες. Πιο συγκεκριμένα και ως προς το θέμα της συγκεκριμένης ανάλυσης, η αρχή αυτή θεμελιώνει τόσο την υποχρέωση μη αποσιώπησης ουσιωδών στοιχείων 60 όσο και την υποχρέωση μη εσφαλμένης απεικόνισης ουσιωδών γεγονότων 61. Παραβίαση της αρχής παρέχει το δικαίωμα (όχι υποχρέωση) στο θιγόμενο μέρος να ακυρώσει το συμβόλαιο 62, ενώ σύμφωνα με το S.17 του Μ.Ι.Α 1906 δεν αναφέρεται τίποτα σχετικά με δικαίωμα αποζημίωσης 63 του θιγόμενου μέρους. Έτσι, δεδομένου ότι η υποχρέωση τήρησης απόλυτης καλής πίστης πηγάζει από τον νόμο, ως παρεπόμενη ενός ασφαλιστικού συμβολαίου και όχι από κάποιον συγκεκριμένο όρο του συμβολαίου αυτού, έχει κριθεί 64 ότι η παραβίασή της είναι αδύνατον να οδηγεί σε αναγνώριση δικαιώματος λήψης αποζημίωσης από το θιγόμενο μέρος, ακόμα και εάν στηρίζεται σε απάτη «may avoid the contract» 57 ΕΦΠΕΙΡ 890/2003, ΕΕΜΠΔ 116/2004 «Κατά το αγγλικό δίκαιο η ναυτική ασφάλιση βασίζεται στην αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως. Η έννοια της απόλυτης καλής πίστης εκτείνεται πολύ πέρα από την έννοια του δόλου και έχει ως αφετηρία απλώς την αποσιώπηση ή απόκρυψη ή τη λανθασμένη ή πεπλανημένη δήλωση ή την μη τήρηση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων. Τόσο η παράλειψη ανακοινώσεως ουσιώδους περιστατικού όσο και η αναληθής απεικόνισή του έχουν σαν συνέπεια ότι καθιστούν τη σύμβαση ακυρώσιμη κατά απόλυτη διακριτική ευχέρεια του ασφαλιστή ο οποίος δικαιούται να αποστεί από το συμβόλαιο.» 58 Και όχι μόνο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων όπως συμβαίνει με τα καθήκοντα της μη αποσιώπησης ουσιωδών στοιχείων και της μη εσφαλμένης απεικόνισης ουσιωδών γεγονότων. 59 Γι αυτό και ο πράκτορας οφείλει να επιδείξει καλή πίστη προς τον εντολέα του. 60 Υπό Υπό «The contract may be avoided». 63 «Right to damages» 64 Στην απόφαση του Court of Appeal, στην υπόθεση «Good Luck». 65 Ωστόσο, στην υπόθεση «The Litsion Pride» [(1985) 1 Lloyd s Rep.437].εξετάζοντας την καθυστερημένη ειδοποίηση από τον ασφαλισμένο, υφισταμένης όμως της ρήτρας held covered, το δικαστήριο δεν απέρριψε την καθυστερημένη ειδοποίηση των πλοιοκτητών αλλά στηρίχθηκε σε στοιχεία που αποδείκνυαν ότι οι πλοιοκτήτες ουδέποτε είχαν σκοπό να δώσουν κοινοποίηση, εκτός αν υπήρχε πραγματική ολική απώλεια του πλοίου. Οι πλοιοκτήτες κρίθηκε ότι είχαν συμπεριφερθεί δολίως σε σχέση με αυτήν την απαίτηση και οι ασφαλιστές δεν ήταν υπεύθυνοι λόγω έλλειψης καλής πίστης από την πλευρά των ασφαλιζόμενων. Παράλληλα, το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι ασφαλιστές δεν δικαιούνταν σε αποζημίωση, λόγω όμως της απάτης των ασφαλιζόμενων. 56

57 2.5.2 Η υποχρέωση μη αποσιώπησης / απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων γεγονότων (non-disclosure) 66. Σύμφωνα με το S.18 του Μ.Ι.Α 1906, όπου ρυθμίζεται η πρώτη επιμέρους υποχρέωση του αντίστοιχου στο ελληνικό δίκαιο ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας, ο ασφαλισμένος οφείλει να αποκαλύπτει στον ασφαλιστή, πριν ολοκληρωθεί το ασφαλιστικό συμβόλαιο, κάθε ουσιώδες στοιχείο που του είναι γνωστό, ενώ αν δεν προβεί σε τέτοιες αποκαλύψεις, ο ασφαλιστής μπορεί να ακυρώσει το συμβόλαιο. Πιο συγκεκριμένα και βάσει του S.19 του Μ.Ι.Α 1906, ο πράκτορας 67 οφείλει να αποκαλύπτει στον ασφαλιστή : α. κάθε ουσιώδες περιστατικό που είναι γνωστό σε αυτόν. Ένας πράκτορας θεωρείται ότι γνωρίζει κάθε περιστατικό ή πληροφορία, που κατά τη συνήθη πορεία της δραστηριότητάς του, οφείλει να γνωρίζει ή έπρεπε να του είχε διοχετευθεί, και β. κάθε ουσιώδες περιστατικό που ο ασφαλισμένος οφείλει να αποκαλύψει, εκτός εάν ο τελευταίος έλαβε γνώση για αυτό με μεγάλη καθυστέρηση, ώστε να μην υπάρχει χρόνος για γνωστοποίηση των κρίσιμων στοιχείων στον πράκτορα. Στη συνέχεια το S.21 του Μ.Ι.Α 1906, αναφέρει ότι η υποχρέωση αυτή υφίσταται μόνο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, και μέχρι η πρόταση του ασφαλιζόμενου να γίνει δεκτή από τους ασφαλιστές, ανεξάρτητα από το εάν έχει εκδοθεί η ασφαλιστική σύμβαση. Είναι προφανές ότι οι ρυθμίσεις οι σχετικές με τα υποκείμενα, τα βαρυνόμενα με αυτήν την επιμέρους υποχρέωση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας, αλλά και ο χρόνος κατά τον οποίο αυτή υφίσταται, είναι ανάλογες με αυτές του ελληνικού δικαίου. Αντίστοιχη με το ελληνικό δίκαιο είναι και η ερμηνεία αναφορικά με την έννοια του «ουσιώδους» του περιστατικού ή γεγονότος ή πληροφορίας, που πρέπει να ανακοινώσει ο ασφαλιζόμενος. Ως ουσιώδες, λοιπόν, θεωρείται κάθε στοιχείο που μπορεί να επηρεάσει την κρίση ενός συνετού ασφαλιστή αναφορικά με τον καθορισμό του ασφαλίστρου ή με την απόφαση του εάν θα αναλάβει τον κίνδυνο ή όχι. Ο κανόνας αυτός είναι αντικειμενικός, οπότε είναι και αδιάφορο εάν ο εκάστοτε ασφαλιστή δεν επηρεάζεται στην κρίση του από την κρίσιμη πληροφορία, αρκεί αυτή η πληροφορία να επηρεάζει τον «συνετό» ασφαλιστή 68. Ο ασφαλιζόμενος, συνεπώς, οφείλει να μεταφέρει στον ασφαλιστή οποιαδήποτε κρίσιμη πληροφορία και δεν έχει δικαίωμα να κρίνει σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια και να αποφασίζει τι είναι ουσιώδες στοιχείο και είναι αδιάφορο εάν η πληροφορία που δεν αποκαλύφθηκε στον ασφαλιστή, είναι άσχετη με την απώλεια που υπέστη ο ασφαλιζόμενος και για την οποία ζητείται αποζημίωση από τον ασφαλιστή. Το δικαίωμα του ασφαλιστή να ακυρώσει το ασφαλιστικό συμβόλαιο είναι απόλυτο. Έτσι, εάν η πληροφορία που δεν δόθηκε στον ασφαλιστή είναι ουσιώδης, τότε αυτός έχει δικαίωμα να αρνηθεί επιτυχώς την απαίτηση 66 Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών,, Χίος, , σελ. 51 επ. 67 Πρέπει να επισημανθεί ότι η γνώση κάποιου ουσιώδους περιστατικού στο πρόσωπο κάποιου άλλου πράκτορα που δεν εμπλέκεται στην ασφάλεια είναι αδιάφορη (Blackburn v.vigors), αλλά εάν ο πράκτορας που προσλήφθηκε να πραγματοποιήσει την ασφάλιση προσλάβει έναν άλλον υποπράκτορα, τότε όλες οι ουσιώδεις πληροφορίες που είναι γνωστές στον αρχικό πράκτορα πρέπει και θεωρείται ότι έχουν διοχετευθεί στον υποπράκτορα (Blackburn v. Haslam). 68 «CTI v. Oceanus» 57

58 του ασφαλιζόμενου, όσο και αν αυτή είναι ανεξάρτητη από την μη αποκαλυφθείσα ουσιώδη πληροφορία 69. Το βάρος απόδειξης περί του ουσιώδους χαρακτήρα του περιστατικού που δεν αποκαλύφθηκε ανήκει στον ασφαλιστή. Καθώς, λοιπόν, και εδώ είναι δύσκολο να δημιουργηθεί μια λίστα με ουσιώδη και μια με μη ουσιώδη στοιχεία και όλα εξαρτώνται από τη συγκεκριμένη αγορά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ενδεικτικά θα αναφερθούν κάποια νομολογικά παραδείγματα της αγγλικής δικαστηριακής πρακτικής σχετικά με την παραπάνω επιμέρους υποχρέωση μη αποσιώπησης-απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων γεγονότων. Κρίθηκε 70 ότι το κακό βιογραφικό του πλοιάρχου αναφορικά με την επαγγελματική του δραστηριότητα δεν αποτελούσε ουσιώδες περιστατικό, για το οποίο έπρεπε να ενημερωθεί ο ασφαλιστής. Αντίστοιχα, και η υπερτιμολόγηση του ασφαλιζόμενου αγαθού δεν θεωρείται ουσιώδες περιστατικό, καθώς το ασφάλιστρο καθορίζεται σε ποσοστό επί της ασφαλιζόμενης αξίας. Η υπερβολική υπερτιμολόγηση 71,ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδες περιστατικό, ειδικά εάν συνδυάζεται και με γενικότερα κακόβουλα στοιχεία αναφορικά με το σχετικό ταξίδι. Τέλος, η μη αποκάλυψη στους ασφαλιστές των ισολογισμών ενός έτους της ασφαλιζόμενης εταιρίας, τη στιγμή που είχαν δηλωθεί οι ισολογισμοί των προηγούμενων ετών, κρίθηκε ότι δεν ήταν ουσιώδες περιστατικό, ώστε να ακυρωθεί το ασφαλιστικό συμβόλαιο, καθώς δεν θα επηρέαζε τον μέσο συνετό ασφαλιστή στην λήψη των αποφάσεών του αναφορικά με την ασφάλιση 72 Τέλος, και ως προς τα στοιχεία που εάν δεν ζητηθεί η αποκάλυψή τους ρητώς από τον ασφαλιστή δεν απαιτείται η ανακοίνωσή τους από τον ασφαλιζόμενο, μπορούν να εντοπισθούν βάσει του S.18 του Μ.Ι.Α 1906 στα γεγονότα που μειώνουν τον κίνδυνο, σε αυτά που είναι ή θα πρέπει να είναι γνωστά στον ασφαλιστή, σε αυτά για τα οποία ο ασφαλιστής παραιτήθηκε κάθε δικαιώματος σχετικής ενημέρωσης και τέλος σε αυτά που είναι περιττό να αποκαλυφθούν λόγω του ότι πρόκειται για ρητές ή σιωπηρές εγγυήσεις Η υποχρέωση μη εσφαλμένης απεικόνισης στοιχείων / γεγονότων (misrepresentation) 73. Σύμφωνα με το S.20 (1) του Μ.Ι.Α 1906, όπου ρυθμίζεται η δεύτερη επιμέρους υποχρέωση του αντίστοιχου στο ελληνικό δίκαιο ασφαλιστικού βάρους της 69 «Seaman v.fonereau» 70 «The Gunford» 71 Εκτός από τα πλοία για τα οποία υπάρχει ευρεία ενημέρωση και διαφάνεια- St Margaret s Trust v. Navigator και Piper v. Royal Exchange Assurance. 72 «Commonwealth Insurance v. Group Sprinks» 73 Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών,, Χίος, , σελ. 56 επ. 58

59 προσυμβατικής αναγγελίας, ορίζεται ότι κάθε απεικόνιση ουσιώδους περιστατικού που γίνεται από τον ασφαλισμένο ή από τον πράκτορά του στον ασφαλιστή, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων του ασφαλιστικού συμβολαίου και πριν από την ολοκλήρωση αυτού, πρέπει να είναι αληθινή. Εάν είναι εσφαλμένη, τότε ο ασφαλιστής μπορεί να ακυρώσει το συμβόλαιο. Πρόκειται δηλαδή για την υποχρέωση αποφυγής απεικόνισης αλλοιωμένων των περιστατικών αυτών, που υπάρχει κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Στο S.20 (4), αναφέρονται τριών ειδών απεικονίσεις/παρουσιάσεις : α. οι απεικονίσεις γεγονότων 74, β. οι απεικονίσεις προσδοκιών 75 και γ. οι απεικονίσεις πεποιθήσεων 76. Εάν ένας επαγγελματίας παρουσιάζει μία προσδοκία ή πεποίθηση αναφορικά με τον κλάδο του επαγγέλματός του, θεωρείται ότι έχει αποδείξεις για να το ισχυρίζεται, γι αυτό κρίνεται ότι πρόκειται περί παρουσίασης γεγονότος. Αναφορικά με την πρώτη κατηγορία, οι απεικονίσεις γεγονότων είναι αληθινές, εάν είναι ουσιωδώς σωστές, δηλαδή εάν η διαφορά μεταξύ αυτού που παρουσιάζεται και αυτού που πραγματικά ισχύει δεν θεωρείται ουσιώδες από τον μέσο, συνετό ασφαλιστή. Αναφορικά με την δεύτερη και τρίτη κατηγορία, οι απεικονίσεις προσδοκιών και πεποιθήσεων είναι ορθές-αληθινές εάν γίνονται με καλή πίστη. Σχετικά με την έννοια του ουσιώδους ισχύει ό,τι καταγράφηκε παραπάνω για την περίπτωση της μη αποκάλυψης ουσιωδών περιστατικών, ενώ στην περίπτωση της λανθασμένης απεικόνισης ουσιωδών περιστατικών είναι αδιάφορο εάν η πληροφορία που απεικονίστηκε λανθασμένα στον ασφαλιστή, είναι σχετική με την απώλεια που υπέστη ο ασφαλιζόμενος και για την οποία ζητείται αποζημίωση από τον ασφαλιστή. 74 «representation of facts». 75 «representation of expectations». 76 «representation of beliefs». 59

60 Κεφάλαιο 3 ο : Οι εγγυήσεις στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. 3.1 Εισαγωγικά. Κατά τα πρώτα στάδια της εξελίξεως του δικαίου της ναυτικής ασφαλίσεως τον κύριο λόγο είχε η ασφαλιστική σύμβαση, που συνήπταν οι συμβαλλόμενοι, ασφαλιστής και ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο. Το ασφαλιστήριο που συνέτασσαν σε αυτήν την κατεύθυνση περιελάμβανε τις συμφωνίες, οι οποίες ρύθμιζαν τις προϋποθέσεις ανάληψης του κινδύνου από τον ασφαλιστή, τον ασφαλιζόμενο κίνδυνο και γενικά όλα τα στοιχεία λειτουργίας της ασφάλισης. Οι ειδικές αυτές συμφωνίες, καθώς επαναλαμβάνονταν στην ίδια μορφή, με την πάροδο των ετών απέκτησαν χαρακτήρα ρητρών 1, στις οποίες και αποδιδόταν από τα εμπλεκόμενα μέρη ομοιόμορφη έννοια και ερμηνεία. Σ αυτό συνέβαλλε βεβαίως και η δικαστηριακή πρακτική, κυρίως των αγγλόφωνων χωρών με την ανεπτυγμένη ναυτιλιακή δραστηριότητα. Ανάμεσα σ αυτές τις ειδικές συμφωνίες συγκαταλέγονται οι (δηλώσεις-) εγγυήσεις 2. Αφορούν στο αντικείμενο της ασφάλισης και ανεξάρτητα με το αν έχουν προκύψει ρητά από συμφωνία των μερών ή από το νόμο, δεσμεύουν τους εμπλεκομένους 3. Οι κανόνες και οι αρχές που αφορούν στις δηλώσεις και στις ρήτρες και προκύπτουν από αυτή τη μακρόχρονη πρακτική, πηγάζουν, αφένος από την αρχή της καλής πίστης την οποία πρέπει κατά βάση να τηρούν οι συναλλασσόμενοι και αφετέρου από τα συναλλακτικά ήθη, που αποτελούν μια από τις πηγές του δικαίου εν γένει των ναυτιλιακών συναλλαγών 4. 1 Αντίστοιχη έννοια με αυτή των «clauses» στο αγγλικό δίκαιο. 2 Αντίστοιχη έννοια με αυτή των «warranties» του αγγλικού δικαίου. 3 Χ.Στυλιανέας, «Θαλάσσιοι κίνδυνοι και ζημία εν θαλάσση-στη Ναυτικά Ασφάλιση», Ελληνική Δικαιοσύνη, τ.33, 1992, σελ. 726 «Οι δηλώσεις-εγγυήσεις έχουν προσλάβει στερεότυπη μορφή ρητρών αποτελούν όρο λειτουργίας της ασφάλισης.» 4 Χ.Στυλιανέας, «Θαλάσσιοι κίνδυνοι και ζημία εν θαλάσση-στη Ναυτικά Ασφάλιση», Ελληνική Δικαιοσύνη, τ.33, 1992, σελ. 725

61 3.2 Οι εγγυήσεις στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Οι ρυθμίσεις του ελληνικού δικαίου Ορισμός και φύση των εγγυήσεων (Δηλώσεων) Εισαγωγικά 5. Στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361), η οποία διέπει και τις συμβάσεις θαλάσσιας ασφάλισης, είναι δυνατή η ενσωμάτωση στα ασφαλιστήρια συμβόλαια (δηλώσεων-) εγγυήσεων του ασφαλισμένου, που αφορούν στο αντικείμενο της ασφάλισης, που δεν αποτελούν 6 πρόσθετη σύμβαση, ούτε αιρέσεις, κατά την έννοια της Α.Κ. 201, αλλά όρους της ασφαλιστικής συμβάσεως, με τις οποίες (δηλώσειςεγγυήσεις) ο ασφαλισμένος υπόσχεται εκτός άλλων, ότι θα τηρήσει ορισμένη συμπεριφορά, κατά την διάρκεια της ασφαλιστικής συμβάσεως, σε σχέση με το αντικείμενο αυτής και τον κίνδυνο που ο ασφαλιστής αναλαμβάνει. Επί πλέον οι δηλώσεις αυτές, που μπορεί να είναι ρητές και σιωπηρές 7 (ή εξυπακουόμενες), πρέπει να αφορούν πραγματικά περιστατικά και να επιδρούν στον καλυπτόμενο κίνδυνο, τη φύση ή την έκτασή του και να είναι σχετικές με το αντικείμενο της ασφάλισης. Η παράβαση δε αυτών από τον ασφαλισμένο έχει ως συνέπεια (την ακυρότητα της συμβάσεως ασφάλισης και) 8 την άρση της ασφαλιστικής κάλυψης, εκτός κι αν ο ασφαλιστής παραιτήθηκε ρητώς ή σιωπηρώς από το δικαίωμά του αυτό 9. 5 Χ.Στυλιανέας, «Περί του δικαίου των ρητρών της ναυτικής ασφάλισης», Ελληνική δικαιοσύνη, Αθήνα, 1982, τ.23, σελ.281επ 6 αναλυτικότερα υπό αναλυτικότερα υπό Η συνέπεια της παράβασης της εγγύησης δεν συνίσταται ούτε σε ακυρότητα ούτε σε ακυρωσία της ασφαλιστικής σύμβασης, καθώς στην πρώτη περίπτωση δε θα παράγονταν έννομα αποτελέσματα, λογιζόμενη ως μη γενόμενη και στη δεύτερη δίνεται η δυνατότητα ακύρωσης αποκλειστικά μόνο λόγω πλάνης, απάτης, απειλής, κάτι που δεν ισχύει στην εν λόγω περίπτωση. 9 ΜΠΡΠΕΙΡ 4827/1999, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 326/

62 Η έννοια της εγγύησης γενικά στη θαλάσσια ασφάλιση. Με τις εγγυήσεις «ο ασφαλιζόμενος εγγυάται την παρούσαν υπόστασιν ωρισμένων γεγονότων ή ωρισμένης καταστάσεως είτε αναλαμβάνει την ευθύνην της επελεύσεως ή όχι ενός γεγονότος ή καταστάσεως ή της εκπληρώσεως μιας προϋποθέσεως είτε επιβεβαιοί την ύπαρξιν ή ανυπαρξίαν ενός συγκεκριμένου γεγονότος η καταστάσεως.» 10. Είναι, λοιπόν, προφανές, ότι οι δηλώσεις του ασφαλισμένου δεν αποτελούν πρόσθετη σύμβαση στο σώμα της ασφαλιστικής συμβάσεως, αλλά όρο αυτής. Είναι εγγυήσεις, με την έννοια της ανάληψης ευθύνης απέναντι στον ασφαλιστή. Ο ασφαλιζόμενος, όμως, ο οποίος προβαίνει στην εγγύηση, αναλαμβάνει ο ίδιος απέναντι στον αντισυμβαλλόμενο-ασφαλιστή την ευθύνη για την περίπτωση που θα επέλθει κάποιο νομικό ή πραγματικό αποτέλεσμα ή κάποια ζημία. Πιο συγκεκριμένα, ο ασφαλιζόμενος δεσμεύεται ότι κάποιο γεγονός ή όρος πρόκειται ή δεν πρόκειται να λάβει χώρα, κατά τη διάρκεια της ασφάλισης, σχετικά με το αντικείμενο αυτής και τον αναλαμβανόμενο ασφαλιστικό κίνδυνο ή την έκταση αυτού. Επιπλέον, εγγυάται κατ αυτόν τον τρόπο τη συνδρομή, την ύπαρξη ή μη ορισμένων περιστατικών ή καταστάσεων σχετικά με το αντικείμενο της ασφάλισης 11. Στην πράξη, οι εγγυήσεις καταρτίζονται πριν ή το αργότερο κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης και υπάγονται στους περιορισμούς και στους όρους, κυρίως της έγγραφης σύνταξής της. Κατά τη συναλλακτική πρακτική μπορεί να περιέχονται σε ξεχωριστό έγγραφο, που επισυνάπτεται στο κυρίως ασφαλιστήριο. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να υπάρχει σχετική αναφορά και παραπομπή στο κυρίως ασφαλιστήριο. Πάντως επίκληση συγκεκριμένης εγγύησης με παραπομπή σε γνωστή κωδικοποίηση (έστω και σε έναν αριθμό της περιεχόμενης στο κείμενο αυτής αρίθμησης) αρκεί για το κύρος της παραπομπής Χ.Στυλιανέας, «Περί του δικαίου των ρητρών της ναυτικής ασφάλισης», Ελληνική δικαιοσύνη, Αθήνα, 1982, τ.23, σελ Χ.Στυλιανέας, «Θαλάσσιοι κίνδυνοι και ζημία εν θαλάσση. Στη Ναυτική Ασφάλιση», Ελληνική δικαιοσύνη, Αθήνα, 1992, τ.33, σελ.726 «δημιουργούμενη εγγυητική ευθύνη» 12 Χ.Στυλιανέας, «Θαλάσσιοι κίνδυνοι και ζημία εν θαλάσση. Στη Ναυτική Ασφάλιση», Ελληνική δικαιοσύνη, Αθήνα, 1992, τ.33, σελ

63 Η προβληματική του προσδιορισμού της νομικής φύσης των εγγυήσεων, διάκριση από άλλους κανόνες δικαίου και συνέπειες αθέτησης τους. Υποστηρίζεται η άποψη 13 κατά την οποία οι εγγυήσεις, ως «δηλώσεις-εγγυήσεις» για την ακρίβεια, κατατάσσονται, βάσει του περιεχομένου τους, στις ακόλουθες κατηγορίες, που διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους. Αφενός είναι οι μεν δηλώσειςυποσχέσεις 14, με τις οποίες ο ασφαλισμένος είτε υπόσχεται να ενεργήσει ή να αποφύγει να ενεργήσει με ορισμένο τρόπο κατά τη διάρκεια της ασφάλισης, σε σχέση με το αντικείμενο της και τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο ή την έκτασή του. Επιπλέον είναι δε οι δηλώσεις 15 με τις οποίες αυτός εγγυάται τη συνδρομή, την ύπαρξη ή όχι ορισμένων περιστατικών ή καταστάσεων σε σχέση προς το αντικείμενο της ασφάλισης, οι οποίες μπορεί να αφορούν είτε σε προϋπάρχοντες είτε σε υφιστάμενους όρους. Αφετέρου είναι οι δηλώσεις 16 στις οποίες περιορίζεται απλά η ευθύνη του ασφαλιστή. Με αυτές ο ασφαλισμένος δεν αναλαμβάνει καμία υποχρέωση συμμόρφωσης σε σχέση προς τη δήλωση αλλά με αυτή ο ασφαλιστής εξαιρείται της ευθύνης του στις περιπτώσεις που έχουν δηλωθεί. Αυτές εκφράζονται με τις λέξεις «Free of»(ελεύθερο ) να προηγούνται. Σύμφωνα με την ίδια άποψη, οι ρυθμίσεις, οι σχετικές με το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας, ισχύουν και εντάσσονται στην ανωτέρω ταξινόμηση της έννοιας των εγγυήσεων-δηλώσεων. Μάλιστα τονίζεται ότι η μόνη θεσμική ρύθμιση των εγγυήσεων εντοπίζεται στις διατάξεις αυτές 17, προβλέποντας μόνον όσες αφορούν ή ανάγονται στο χρόνο μέχρι τη σύναψη της σύμβασης και σχετίζονται προς τον κίνδυνο που αφορά και καλύπτει ο ασφαλιστής, την έκταση και τις σχετικές με αυτόν περιστάσεις. Αυτό, σύμφωνα με την ανωτέρω άποψη, έχει ως αποτέλεσμα να μην καλύπτονται από την διάταξη όλες οι ταξινομημένες με τον παραπάνω τρόπο κατηγορίες δηλώσεων-εγγυήσεων. Δεν καλύπτονται δηλαδή οι «υποσχετικές» δηλώσεις του ασφαλισμένου, όπως και οι περιπτώσεις δηλώσεων περιορισμού της ευθύνης σε ορισμένες περιπτώσεις ή υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Οι συγκεκριμένες δηλώσεις θεωρούνται ότι πρέπει, ερμηνευόμενες βάσει του ελληνικού δικαίου, να αποτελούν μια ειδική στις ασφαλιστικές συμβάσεις μορφή επιφύλαξης του δικαιώματος υπαναχώρησης του ασφαλιστή, λόγω μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του ασφαλισμένου, στις οποίες και μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις των αρ. 397 επ. ΑΚ. Αφετέρου οι δηλώσεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν συνομολογούμενες ρήτρες περιορισμού της ευθύνης του ασφαλιστή υπό ορισμένες συνθήκες ή προϋποθέσεις. Οπότε προκειμένου να είναι έγκυρες, πρέπει να ερμηνεύονται βάσει της καλής πίστης 13 Χ.Στυλιανέας, «Περί του δικαίου των ρητρών της ναυτικής ασφάλισης», Ελληνική δικαιοσύνη, Αθήνα, 1982, τ.23, σελ.282 επ. 14 «Promissory Warranties» 15 «Conditions Precedent or Subsiquent» 16 «Executive Warranties» 17 αρ.202 Ε.Ν, που αφορά στο ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας και πλέον έχει αντικατασταθεί από το αρ.3 ν.2496/97. 63

64 και των συναλλακτικών ηθών των αρ.200 και 281 ΑΚ 18. Μάλιστα οι εν λόγω δηλώσειςεγγυήσεις πρέπει να διακρίνονται από τις απλές δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, που περιλαμβάνονται στην ασφαλιστική σύμβαση, και στερούνται σκοπού δέσμευσης, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν στην ακύρωση της σύμβασης λόγω πλάνης ή απάτης και από τις οποίες μπορεί να προκύψει και ευθύνη προς αποζημίωση κατά τις διατάξεις των αδικοπραξιών. Βάσει της προαναφερόμενης άποψης, η παράβαση των δηλώσεων-εγγυήσεων από τον ασφαλισμένο επιφέρει έκπτωση από την ασφαλιστική σύμβαση, εκτός βέβαια αν ο ασφαλιστής ρητά ή σιωπηρά έχει παραιτηθεί του σχετικού δικαιώματος. Η έκπτωση αφορά τον μετά την παράβαση χρόνο, εφόσον η δήλωση-εγγύηση αναφέρεται σε μεταγενέστερη της κατάρτισης της σύμβασης ενέργεια ή συμπεριφορά του ασφαλισμένου ή όταν τα περιστατικά που συνιστούν την παράβαση επέρχονται μετά την έναρξη του χρόνου ασφάλισης 19. Ως προς την παράβαση των δηλώσεων εγγυήσεων 20, μάλιστα, είχε υποστηριχθεί η άποψη ότι η παράβαση συνεπάγεται την ακυρότητα της σύμβασης ασφάλισης, κατά άλλη όμως άποψη δημιουργείται σχετική ακυρότητα και μάλιστα υπό τις προϋποθέσεις των διατάξεων του ΑΚ. περί πλάνης κλπ. Μπορεί όμως να έχει ήδη συνομολογηθεί ρήτρα ειδική που να παρέχει στον ασφαλιστή σε περίπτωση αθέτησης το δικαίωμα πρόσθετου ασφαλίστρου 21. Είναι προφανές ότι η ανυπαρξία θεσμικής ρύθμισης της έννοιας της εγγύησης στο ελληνικό δίκαιο δημιουργεί προβλήματα στον ακριβή εντοπισμό της. Έτσι, σύμφωνα με την ανωτέρω άποψη συγχέεται με την έννοια της εγγύησης και υπάγεται σ αυτή τόσο εκείνη του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας (αποκαλούμενη ως δήλωση-εγγύηση), όσο και εκείνη του περιορισμού της ευθύνης του ασφαλιστή βάσει συγκεκριμένων, συμφωνημένων όρων (αποκαλούμενη ως δήλωση περιορισμού ευθύνης). Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα να συγχέονται και οι συνέπειες που επέρχονται λόγω της αθέτησης των εγγυήσεων και να ερμηνεύονται οι εγγυήσεις είτε ως μια ειδική μορφή του δικαιώματος υπαναχώρησης του ασφαλιστή είτε η αθέτησή τους να επιφέρει ακυρότητα ως επακόλουθο ουσιαστικά της παραβίασης του καθήκοντος της προσυμβατικής αναγγελίας. Η έννοια της εγγύησης πρέπει να διαχωριστεί σαφώς τόσο από το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας και από την έννοια της αίρεσης 22 όσο και της ερμηνείας της ως ειδική μορφή δικαιώματος υπαναχώρησης του ασφαλιστή. Καταρχήν 18 Η άποψη συνεχίζει με την παρατήρηση ότι η άποψη που κυρίως νομολογιακά τείνει να επικρατήσει προϋποθέτει το ουσιώδες των περιστατικών που σχετίζονται με τον αναλαμβανόμενο από τον ασφαλιστή κίνδυνο, προκειμένου να επέλθει η ακυρότητα που προβλέπει το αρ.202 ΕΝ. 19 Χ.Στυλιανέας, «Θαλάσσιοι κίνδυνοι και ζημία εν θαλάσση. Στη Ναυτική Ασφάλιση», Ελληνική δικαιοσύνη, Αθήνα, 1992, τ.33, σελ του αρ.202εν. 21 Χ.Στυλιανέας, «Περί του δικαίου των ρητρών της ναυτικής ασφάλισης», Ελληνική δικαιοσύνη, Αθήνα, 1982, τ.23, σελ Χ.Στυλιανέας, «Περί του δικαίου των ρητρών της ναυτικής ασφάλισης», Ελληνική δικαιοσύνη, Αθήνα, 1982, τ.23, σελ Οι ίδιοι οι υποστηριχτές της άποψης που εκτέθηκε αναλυτικά αναγνωρίζουν ότι, ενώ η τήρηση των δηλώσεων από τον ασφαλιζόμενο αποτελεί αίρεση ή προϋπόθεση της κάλυψης της ζημίας από τον ασφαλιστή, αυτές δεν αποτελούν αιρέσεις με την έννοια των αρ.201επ ΑΚ, καθώς στην προκειμένη περίπτωση η δημιουργία των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων από τη συγκεκριμένη σύμβαση δεν αναβάλλεται ούτε εξαρτάται από το γεγονός της πραγματοποίησης της δήλωσης 64

65 οι αναφερόμενες ως δηλώσεις-εγγυήσεις, όπως αυτές αναλύονται από την ανωτέρω άποψη, ουσιαστικά συνιστούν το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας, έννοια ξεχωριστή τόσο ως προς τις προϋποθέσεις λειτουργίας της, τις συνέπειες, όσο και τη σαφή ρύθμισή της εν όψει του αρ.3 του ν.2496/ Το τελευταίο αφορά στο καθήκον αναγγελίας ή αλλιώς αποφυγής αποσιώπησης ή εσφαλμένης ανακοίνωσης των αντικειμενικά ουσιωδών, για την εκτίμηση του αναλαμβανόμενου από τον ασφαλιστή κινδύνου, περιστατικών. Επιπλέον δε συγκεκριμένες δυνατότητες παρέχονται στον ασφαλιστή σε περίπτωση παράβασής του, διαφορετικές από αυτές σε περίπτωση αθέτησης των εγγυήσεων. Όπως προαναφέρθηκε, πρέπει να διαχωριστεί η έννοια της εγγύησης και από την έννοια της αίρεσης του Αστικού Κώδικα. Όντως η αίρεση είναι όρος που προστίθεται στην δικαιοπραξία και αφορά σε γεγονός μέλλον και αβέβαιο 24. Με αυτή εξαρτάται η ενέργεια της δικαιοπραξίας από την επέλευση ενός μελλοντικού γεγονότος ή από την ενέργεια κάποιου τρίτου προσώπου. Ως πλήρωση της αίρεσης είναι η επέλευση του μελλοντικού και αβέβαιου γεγονότος και σε περίπτωση αρνητικά διατυπωμένης αίρεσης, όταν είναι βέβαιο ότι το γεγονός στο οποίο αναφέρεται δεν θα επέλθει. Με την πλήρωση της αίρεσης είτε καθίσταται οριστικά ενεργός η δικαιοπραξία και επέρχονται τα αποτελέσματά (αναβλητική) της είτε ανατρέπονται οριστικά τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας και τα πράγματα επανέρχονται στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας (διαλυτική). Η επέλευση των αποτελεσμάτων μάλιστα, που εξαρτώνται από την πλήρωση της αίρεσης, επέρχεται αυτοδικαίως και ανεξάρτητα από τη γνώση των ενδιαφερομένων. Αντίθετα οι εγγυήσεις αφορούν είτε σε μελλοντικό είτε σε υφιστάμενο γεγονός 25. Η λειτουργία της συμβατικής σχέσης, τα δικαιώματα δηλαδή και οι υποχρεώσεις του ασφαλιστή και του ασφαλιζόμενου, ούτε εξαρτάται από την εγγύηση, μιας και ισχύει η ασφαλιστική σύμβαση μέχρι τη στιγμή που τυχόν επέλθει η συνέπεια της παράβασης λόγω αθέτησης της εγγύησης, ούτε και αναβάλλεται από τη λειτουργία της εγγύησης. Επιπλέον, η συνέπεια της αθέτησης της εγγύησης και ο τρόπος που επέρχεται διαφέρουν απ αυτές της αίρεσης, καθώς στην περίπτωση της πρώτης ουσιαστικά δίνεται η δυνατότητα στον ασφαλιστή άρσης της ασφαλιστικής κάλυψης στο εξής και μη καταβολής του ασφαλίσματος, εκτός κι αν αυτός παραιτήθηκε ρητώς ή σιωπηρώς από το δικαίωμά του αυτό 26. Άλλωστε δεν μπορεί να γίνει λόγος για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, λόγω της φύσης των παροχών των αντισυμβαλλομένων και ουσιαστικά αυτής της ανάληψης της κάλυψης του κινδύνου από τον ασφαλιστή. Τέλος, και ως προς την αντιμετώπιση των εγγυήσεων ως ειδική, στις ασφαλιστικές συμβάσεις, μορφή του δικαιώματος του ασφαλιστή λόγω μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του ασφαλισμένου, με δυνατότητα εφαρμογής των αρ.397 επ ΑΚ., 23 Αναλυτικά οι προϋποθέσεις, η λειτουργία, η νομική φύση και οι συνέπειες της παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας έχουν εκτεθεί στο πρώτο κεφάλαιο. 24 Α.Γεωργιάδης «Γενικές αρχές Αστικού Δικαίου», Δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 1997, σελ 475επ. 25 Α.Γεωργιάδη, «Γενικές αρχές Αστικού Δικαίου», Δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 1997, σελ 476.Οι αιρέσεις που αφορούν σε γεγονός παρελθόν ή παρόν, το οποίο αγνοούν οι δικαιοπρακτούντες, είναι καταχρηστικές, που αντιδιαστέλλονται από τις γνήσιες 26 ΜΠΡΠΕΙΡ 4827/1999, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 236/

66 πρέπει να διευκρινιστούν τα εξής. Δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση, έχει ένας συμβαλλόμενος, είτε όταν τούτο το αναγνωρίζει σε ειδικές περιπτώσεις ο νόμος (νόμιμη υπαναχώρηση), είτε όταν το δικαίωμα αυτό προβλέφθηκε, ως δικαίωμα του ενός ή και των δύο συμβαλλομένων, στη σύμβασή τους (συμβατική επιφύλαξη του δικαιώματος υπαναχώρησης) 27. Την τελευταία μορφή θα μπορούσε να έχει προφανώς η εγγύηση, εξαρτώντας την άσκηση του δικαιώματος της συμβατικής υπαναχώρησης από τη συνδρομή όρου, που συνιστά το περιεχόμενό της. Η άσκηση του δικαιώματος της υπαναχώρησης έχει ως συνέπεια την απαλλαγή και των δύο συμβαλλομένων από τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και την αναζήτηση αυτών που τυχόν καταβλήθηκαν με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό 28. Και ναι μεν το δικαίωμα υπαναχώρησης ρυθμίζεται από τα αρ ΑΚ και εξακολουθεί υπό προϋποθέσεις να υφίσταται σε περιπτώσεις που ο δικαιούχος του έλαβε την παροχή από τον αντισυμβαλλόμενό του αλλά η ληφθείσα παροχή για φυσικούς ή νομικούς λόγους δεν μπορεί να επιστραφεί, ωστόσο κάτι αντίστοιχο δεν μπορεί να ειπωθεί με συνέπεια ότι υφίσταται, όσον αφορά στην επιστροφή της παροχής του ασφαλιστή, δηλ. της κάλυψης του αναληφθέντος κινδύνου. Τέλος, η αθέτηση της εγγύησης έχει ως συνέπεια την απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωση κάλυψης του κινδύνου και καταβολής του ασφαλίσματος, ενώ παράλληλα αποκερδαίνει τα καταβεβλημένα ασφάλιστρα, τα οποία και δεν μπορεί να ζητήσει να του επιστραφούν ο αντισυμβαλλόμενος. Με άλλα λόγια η εγγύηση είναι όρος στην ασφαλιστική σύμβαση από τη μια ανάληψης υποχρέωσης, ρητά ή κατ εξαίρεση σιωπηρά, από τον ασφαλιζόμενο ότι κάποιο γεγονός θα λάβει ή όχι χώρα, ότι δηλαδή κάποιος όρος θα πραγματοποιηθεί, και από την άλλη βεβαίωσης ή άρνησης ύπαρξης μιας κατάστασης πραγμάτων. Συνέπεια της παράβασης της αθέτησης της εγγύησης είναι η απαλλαγή του ασφαλιστή, καθώς σε περίπτωση μη πλήρωσης του όρου της εγγύησης, ο ασφαλιστής δεν υποχρεούται να καλύπτει πλέον τον κίνδυνο που έχει αναλάβει. και δεν καταβάλλει το ασφάλισμα, σε περίπτωση που επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, ενώ αποκερδαίνει τα ασφάλιστρα Μ.Σταθόπουλος, «Γενικό Ενοχικό δίκαιο», Τρίτη έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάλλουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 1998, σελ Μ.Σταθόπουλος, «Γενικό Ενοχικό δίκαιο», Τρίτη έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάλλουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 1998, σελ Α.Μπεχλιβάνης, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος,

67 Οι ρητές και σιωπηρές εγγυήσεις ειδικότερα. Οι εγγυήσεις, σύμφωνα και με τα ανωτέρω, μπορεί να αφορούν είτε σε υφιστάμενο γεγονός είτε σε μελλοντικό γεγονός, πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο λεπτομερή, σαφή και πλήρη, και μπορεί να είναι ρητές και κατ εξαίρεση σιωπηρές 30. Ως ρητή γενικά νοείται η κατηγορηματική και ανεπίδεκτη διφορούμενης έννοιας, οπότε πρέπει να αναγράφει σαφώς τις προκύπτουσες υποχρεώσεις και δεσμεύσεις του ασφαλισμένου. Πρέπει από αυτή να προκύπτει σαφώς η πρόθεση δέσμευσής του τελευταίου 31, 32. Μεταξύ των περιστατικών που μπορούν να αποτελέσουν περιεχόμενο των εγγυήσεων περιλαμβάνονται η χωρητικότητα του πλοίου, η εθνικότητα, η τάξη του και η παλαιότητά του. Επιπλέον, μπορεί να αφορούν στο είδος του φορτίου (τον τρόπο συσκευασίας ή ακόμα και την ύπαρξη κάποιων ιδιοτήτων του, που επηρεάζουν τη μεταφορά), στην πορεία του πλοίου, στον χρόνο και στον τόπο αναχώρησης, στον προορισμό, στην ύπαρξη ορισμένου εξοπλισμού ή πληρώματος (είδος εξοπλισμού ή αριθμός πληρώματος). Ζήτημα δημιουργείται στις τελευταίες περιπτώσεις σχετικά με την ευθύνη του ασφαλιστή εάν εν γνώσει του αποδέχθηκε την ασφάλιση πλοίου με ανειδίκευτο ή ανεπαρκές πλήρωμα 33 ή εξοπλισμό, κατά παράβαση νόμου, σε περίπτωση δηλαδή συνομολόγησης εγγύησης με περιεχόμενο αντίθετο προς επιτακτική ή απαγορευτική από το νόμο υποχρέωση του ασφαλισμένου 34. Ζήτημα, επίσης, ανακύπτει σε περιπτώσεις συνομολόγησης εγγύησης, για την οποία όμως υπάρχει σχετική ρητή υποχρέωση από τον νόμο, όπου και κρίθηκε ότι με την παράβασή της επέρχεται έκπτωση από την ασφαλιστική κάλυψη 35. Στις σιωπηρές εγγυήσεις περιλαμβάνονται όσες αφορούν σε βασικά στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά που περιλαμβάνονται στον ασφαλιστικό κίνδυνο και στην ασφάλιση εν γένει και θεωρούνται ως αυτονόητα υφιστάμενα. Με άλλα λόγια καθιερώνονται και ισχύουν χωρίς να αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεων, χωρίς καν να περιλαμβάνονται στη σύμβαση. Σιωπηρές εγγυήσεις υφίστανται στην κατά πλουν ασφάλιση και όχι στην κατά χρόνο ασφάλιση, μιας και η αμεσότητα του ελέγχου που υπάρχει και εννοείται στον ασφαλισμένο στην κατά πλουν ασφάλιση δεν υφίσταται 30 Α.Μπεχλιβάνης, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, Χ.Στυλιανέας, «Περί του δικαίου των ρητρών της ναυτικής ασφάλισης», Ελληνική δικαιοσύνη, Αθήνα, 1982, τ.23, σελ Χ.Στυλιανέας, «Περί του δικαίου των ρητρών της ναυτικής ασφάλισης», Ελληνική δικαιοσύνη, Αθήνα, 1982, τ.23, σελ.286 «δύναται να συνάγεται εφ όσον, εκ της καθ οιονδήποτε τρόπο διατυπωθείσης εκφράσεως προκύπτει σαφώς η προϋπόθεσις αναλήψεως δεσμεύσεως του δηλούντος ως τούτο δύναται να συμβή εκ της περιληφθείσης δηλώσεως» 33 ΠΠΡΠΕΙΡ 2988/2001, ΕΕΜΠΔ 587/2001.Απορρίφθηκε ένσταση της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας περί ακυρότητας της ενδίκου συμβάσεως θαλάσσιας ασφαλίσεως ως ουσιαστικώς αβάσιμης, λόγω ελλιπούς συνθέσεως του πληρώματος του συγκεκριμένου σκάφους, διότι η ως άνω ελλιπής σύνθεση του πληρώματος είχε γνωστοποιηθεί, κατά τη σύναψη της επίδικης ασφαλιστικής συμβάσεως από την ενάγουσα στην εναγομένη, η οποία δέχθηκε τη δηλωθείσα σε αυτήν σύνθεση του πληρώματος του σκάφους της ενάγουσας. 34 Ως παράνομη, θα είναι άκυρη. 35 Χ.Στυλιανέας, «Περί του δικαίου των ρητρών της ναυτικής ασφάλισης», Ελληνική δικαιοσύνη, Αθήνα, 1982, τ.23, σελ

68 στην κατά χρόνο, οπότε και θα ήταν επαχθής η ύπαρξη σιωπηρής εγγύησης στην δεύτερη περίπτωση 36. Ως περιεχόμενο μπορεί να έχουν το αξιόπλοο 37 του πλοίου, τη νομιμότητα της θαλάσσιας αποστολής/περιπέτειας στις ασφαλίσεις πλοίου και νομιμότητα ασφαλιστικού συμφέροντος στις ασφαλίσεις πλοίου και φορτίου. Πιο συγκεκριμένα ως προς τις τελευταίες, προαπαιτείται αφ ενός η ναυτική αποστολή να μην προσκρούει στο νόμο και αφετέρου να διεξαχθεί αυτή κατά νόμιμο τρόπο. Η νομιμότητα αυτή διακρίνεται από τη νομιμότητα του ασφαλιστικού συμφέροντος. Είναι δηλ. δυνατό το ασφαλιζόμενο συμφέρον να είναι νόμιμο (π.χ μεταφορά νόμιμου εμπορεύματος) αλλά η διεξαγωγή της ναυτικής αποστολής να καθίσταται σε ορισμένη στιγμή αντίθετη προς την έννομη τάξη (πχ. άσκηση λαθρεμπορίου) Οι εγγυήσεις στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Οι ρυθμίσεις του αγγλικού δικαίου Εισαγωγικά. Οι περισσότερες και κυρίως οι πιο πρόσφατες νομολογιακές αποφάσεις σχετικά με το ζήτημα των εγγυήσεων στις θαλάσσιες ασφαλιστικές συμβάσεις, εκκινούν εντοπίζοντας συνεπέστατα την σύγχρονη πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα οι παραπάνω αποφάσεις 39 ξεκινούν ως εξής : «Όπως παρατηρείται σχετικώς σε ορισμένους κλάδους του εμπορίου των μεταφορών, αλλά και των ασφαλίσεων, υπάρχει η τάση για διεθνή τυποποίηση ή ενοποίηση, ο σκοπός δε αυτός επιτυγχάνεται, εκτός των διεθνών συμβάσεων, με την υποβολή των σπουδαιότερων τύπων των σχετικών συμβάσεων στο ίδιο δίκαιο, ανεξαρτήτως ιθαγενείας ή κατοικίας των συμβληθέντων ή τόπου συνάψεως ή εκτελέσεως της συμβάσεως. Μάλιστα, στους προαναφερθέντες κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών και των ασφαλίσεων, όπου οι γενικώς χρησιμοποιούμενοι τύποι των συμβάσεων διατυπώνονται στην Αγγλική γλώσσα και συντάσσονται σύμφωνα με τα έθιμα του Αγγλικού εμπορίου, η υπαγωγή στο Αγγλικό 36 Α.Μπεχλιβάνης, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, Α.Κιάντου Παμπούκη, «Ναυτικό Δίκαιο», Τόμος 2, Έκδοση τέταρτη, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2003, σελ.62επ. Σχετικά με την έννοια της αξιοπλοΐας του πλοίου. 38 Χ.Στυλιανέας, «Θαλάσσιοι κίνδυνοι και ζημία εν θαλάσση. Στη Ναυτική Ασφάλιση», Ελληνική δικαιοσύνη, Αθήνα, 1992,τ.33, σελ.732 «Έχει κριθεί αντίθετα όμως ότι η φόρτωση του ασφαλισθέντος εμπορεύματος στο κατάστρωμα χωρίς την απαιτούμενη άδεια της αρχής του λιμένος φορτώσεως δεν καθιστά άκυρη την ασφάλιση. Επίσης δεν καθίσταται άκυρη η ασφάλιση εκ μόνο του λόγου ότι η αποστολή διεξήχθη κατά παράβαση του νόμου ενώ μπορούσε να διεξαχθεί νομίμως, εκτός αν ο τρόπος αυτός διεξαγωγής επέδρασε στην αύξηση των κινδύνων». 39 ΕΦΠΕΙΡ 996/2004, ΠΕΙΡΝΟΜ 65/2005. ΕΦΠΕΙΡ 1141/2004, ΠΕΙΡ.ΝΟΜ 72/

69 δίκαιο παρουσιάζεται εύλογη και φυσική.» Αναγνωρίζουν, όπως είναι προφανές, ότι η εφαρμογή του αγγλικού δικαίου στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, είναι αποτέλεσμα συναλλακτικής πρακτικής, μετά από επιλογή του στις συγκεκριμένες συναλλαγές, και εφαρμογής του επί σειρά πολλών ετών και σχεδόν ομοιόμορφα από όλους τους εμπλεκόμενους, ανεξάρτητα από ιθαγένεια ή τόπο κατοικίας ή σύναψης και εκτέλεσης της σύμβασης. Και οι αποφάσεις συνεχίζουν «Το Αγγλικό δίκαιο, το οποίο κατά διεθνή συναλλακτική συνήθεια επιλέγεται από τα συμβαλλόμενα μέρη στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές με σχετικές ρήτρες των όρων της ασφαλίσεως, ανεξαρτήτως του ουσιώδους ή μη συνδέσμου μ` αυτές, περιέχεται κωδικοποιημένο στον Αγγλικό Νόμο "Περί θαλασσίας ναυτικής ασφαλίσεως του 1906" γνωστό ως "Marine Insurance Act 1906 (ΜΙΑ 1906)" καθώς και στο κοινό δίκαιο (Common Law), εφόσον οι διατάξεις του τελευταίου δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου και στην Αγγλική πρακτική Κατά το Αγγλικό δίκαιο, όλα τα σχετικά με τη θαλάσσια ασφάλιση ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων θαλάσσιας ασφαλίσεως, ρυθμίζονται και διέπονται από το Νόμο περί θαλάσσιας ασφαλίσεως τον Marine Insurance Act1906 (εφεξής ΜΙΑ), όπως ο Νόμος αυτός ισχύει και εφαρμόζεται από τα Αγγλικά Δικαστήρια (πρόκειται περί Νόμου, ο οποίος "εκωδικοποίησε" τα μέχρι της εκδόσεως του πορίσματα της Νομολογίας των Αγγλικών Δικαστηρίων) 40». Μάλιστα, οι αποφάσεις αναγνωρίζουν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του αγγλικού δικαίου ως εξής, «Προϋπόθεση για την εφαρμογή του ΜΙΑ επί συγκεκριμένης ασφαλιστικής συμβάσεως είναι ότι το ασφαλισμένο συμφέρον εκτίθεται σε θαλασσίους κινδύνους, προϋποτίθεται, δηλαδή, η ύπαρξη θαλασσίου κινδύνου, προς αντιμετώπιση του οποίου συνομολογείται η ασφαλιστική κάλυψη. Το περιεχόμενο δε κάθε συμβάσεως ασφαλίσεως προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο και τα παραρτήματα του.» Είναι προφανές ότι το Αγγλικό δίκαιο ρυθμίζει κατ εξοχήν τις σχετικές με το ζήτημα των εγγυήσεων περιπτώσεις, είτε αυτούσιο, κατ επιλογή των συμβαλλόμενων μερών είτε επηρεάζοντας μέσα από τη μακρόχρονη εφαρμογή του τις αντίστοιχες θεσμικές ρυθμίσεις των άλλων δικαίων, μιας και στη θαλάσσια ασφαλιστική αγορά έχει κυριαρχήσει παγκοσμίως, δεδομένου και του παγκόσμιου χαρακτήρα των θαλάσσιων μεταφορών και δραστηριοτήτων. Γι αυτό το λόγο θα ακολουθήσει και ανάπτυξη του αγγλικού δικαίου και παράθεση τόσο των σχετικών διατάξεων, όσο και κάποιων αντίστοιχων νομολογιακών αποφάσεων, προκειμένου να εντοπιστεί ακριβέστερα η ευρύτερη έννοια των εγγυήσεων στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση, ανεξάρτητα από τη νομική ερμηνεία και προσέγγιση που γίνεται από το ελληνικό δίκαιο, η οποία και προηγήθηκε. 40 ΕΦΠΕΙΡ 996/2004, ΠΕΙΡΝΟΜ 65/2005. ΕΦΠΕΙΡ 1141/2004, ΠΕΙΡ.ΝΟΜ 72/2005. ΠΠΡΠΕΙΡ 1336/1990, ΕΝΑΥΤΔ 6/1991. ΕΦ.ΠΕΙΡ 1592/1989, ΕΕΜΠΔ 276/

70 3.3.1 Ορισμός και φύση των εγγυήσεων (Warranties/Δηλώσεις- Υποσχέσεις) 41. Έχει ενδιαφέρον να εντοπισθεί αρχικά πως εντάσσεται η έννοια των εγγυήσεων υπό την ευρύτερη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση στο αγγλικό δίκαιο. Οι ίδιες οι ελληνικές νομολογιακές αποφάσεις 42, κατά την εφαρμογή του αγγλικού δικαίου, αναφέρουν «...Το Αγγλικό δίκαιο διαλαμβάνει περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασφαλιστής είτε δεν δεσμεύεται από την ασφαλιστική σύμβαση, είτε απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του από την ασφάλιση. Η πρώτη ομάδα κανόνων που ρυθμίζει τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτοί του γενικού δικαίου των συμβάσεων που ισχύουν σε κάθε σύμβαση, η δεύτερη δε ομάδα κανόνων προβλέπονται από το ασφαλιστικό δίκαιο και ισχύουν ειδικώς επί των συμβάσεων ασφαλίσεως διακρίνονται δε ειδικότερα 1) στους κανόνες των άρθρων 18 έως 21 ΜΙΑ 1906, που αφορούν τις προσυμβατικές δηλώσεις και παρέχουν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί της συμβάσεως 43, στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος ή ο αντισυμβαλλόμενος παραβούν τα σχετικά προς τις προσυμβατικές δηλώσεις ασφαλιστικά βάρη 44, και 2) των κανόνων περί Warranties των άρθρων 33 επομ., ΜΙΑ 1906, των οποίων η αθέτηση απαλλάσσει τον ασφαλιστή της ευθύνης από την ασφαλιστική σύμβαση. Η απόδειξη της ως άνω παραβιάσεως βαρύνει τον ασφαλιστή.» Πιο και συγκεκριμένα και σύμφωνα με το S. 33(1) του MIA 1906, εγγυήσεις στη θαλάσσια ασφάλιση είναι οι όροι σύμφωνα με τους οποίους ο ασφαλιζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση ότι κάποιο γεγονός πρόκειται ή δεν πρόκειται να λάβει χώρα ή κάποιος όρος θα πραγματοποιηθεί ή ο ασφαλιζόμενος βεβαιώνει ή αρνείται την ύπαρξη μιας κατάστασης πραγμάτων. Οι εγγυήσεις, σύμφωνα με το S. 33 (2) του MIA 1906, μπορεί να είναι ρητές ή σιωπηρές (που εξυπακούονται). 45 Στην πράξη, και εδώ όπως και κατά την ανάλυση των εγγυήσεων σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, ο ασφαλιζόμενος, περιγράφοντας τον κίνδυνο, έναντι του οποίου πρόκειται να ασφαλιστεί, προβαίνει σε κάποιες δηλώσεις, υποσχέσεις, εγγυήσεις ότι το ασφαλιζόμενο αγαθό βρίσκεται σε μία συγκεκριμένη κατάσταση ή ότι ορισμένος όρος πρόκειται να εκπληρωθεί πλήρως 46. Οποιαδήποτε μορφή και αν έχει μια εγγύηση, η αθέτησή της από την πλευρά του ασφαλιζόμενου έχει ως αποτέλεσμα την αυτόματη απαλλαγή του ασφαλιστή από την ευθύνη του από την ημέρα που έλαβε χώρα αυτή η 41 Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών,, Χίος, , σελ. 58επ. 42 Υπ.1 κεφ.3 43 «to avoid the cοntract». 44 Που αποτέλεσαν αντικείμενο ανάλυσης στα προηγούμενα κεφάλαια. 45 «expressed warranties or implied warranties» 46 Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, , σελ. 58 «Η εγγύηση από το νόμο, αποτελεί μια αίρεση, η μη πλήρωση της οποίας παρέχει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να αρνηθεί την ύπαρξη του δικαιώματος του ασφαλιζόμενου (που απορρέει από την ασφαλιστική σύμβαση), καθώς η γέννηση αυτού εξαρτάται από την πλήρωση της αίρεσης αυτής.» Η σχετική προβληματική περί της νομικής φύσης της εγγύησης υπό

71 αθέτηση-, καθώς η εγγύηση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την κάλυψη του κινδύνου. Από την προαναφερθείσα, λοιπόν, διάταξη του S. 33 του MIA 1906 προκύπτουν τρία σημαντικά σημεία, ως προς τη λειτουργία της εγγύησης. Η εγγύηση καταρχήν δεν χρειάζεται να είναι σχετική με τον κίνδυνο. Η ακύρωση δε, που επέρχεται ως συνέπεια της αθέτησής της, με τη μορφή δικαιώματος του ασφαλιστή, ενεργεί μόνο για το μέλλον, ανεξάρτητα από τη σχέση της αθέτησης με την απώλεια που τελικά επήλθε. Το δικαίωμα αυτό μάλιστα που παρέχεται στον ασφαλιστή, είναι ανεξάρτητο από το εάν η απώλεια που επήλθε έχει σχέση ή όχι με την παραβίαση αυτή Συνέπειες αθέτηση των εγγυήσεων. Πότε συγχωρείται και πότε επιτρέπεται η αθέτησή τους. 48 Στο S. 33(3) του MIA 1906, προσδιορίζεται ότι, εάν δεν υπάρξει ακριβής συμμόρφωση με την εγγύηση, τότε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο μπορεί να ακυρωθεί, εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία στο συμβόλαιο αυτό, από την ημερομηνία αθετήσεως της εγγύησης, είτε προέκυψε απώλεια είτε όχι, λόγω της αθέτησης αυτής ή οποιασδήποτε άλλης αιτίας. Εάν υπάρχει ευθύνη προγενέστερη αυτού του χρόνου, αυτή δε θίγεται. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν η αθέτηση σχετίζεται με τμήμα μόνο του ασφαλισθέντος αντικειμένου, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται από όλη τη ευθύνη του. 49 Από τη διάταξη αυτή προκύπτουν οι δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες ουσιαστικά συγχωρείται αθέτηση της εγγύησης. Η φράση, κατ αρχήν, «εκτός εάν υπάρχει αντίθετη συμφωνία» 50 υποδηλώνει ότι τα ασφαλιστικά συμβόλαια μπορούν να περιλαμβάνουν όρους σύμφωνα με τους οποίους η παραβίαση μιας εγγύησης δεν επιφέρει ακύρωση, όπως λ.χ η ρήτρα «held covered» Για παράδειγμα στην αντιδικία «Yorkshire Ins. V Campbell (1917) A.C 218», όπου ένα αγωνιστικό άλογο είχε ασφαλιστεί κατά παντός κινδύνου για ένα ταξίδι από το Σίδνεϋ στο Φριμαντλ της Αυστραλίας. Στο ασφαλιστικό συμβόλαιο είχε τεθεί ως εγγύηση η ακριβής περιγραφή του αλόγου. Η περιγραφή ήταν ανακριβής, οπότε όταν το άλογο πέθανε κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, ο ασφαλιστής αποποιήθηκε των ευθυνών του λόγω αθέτησης της εγγύησης, παρόλο που αυτή δεν είχε καμία σχέση με την απώλεια του αλόγου. 48 Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, , σελ. 59 επ 49 Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών,, Χίος, , σελ.60 «Αυτό δικαιολογείται από την απόλυτη φύση της εγγύησης. «Overseas Commodities Ltd v. Style» [1958, Lloyd s Rep 546]. 50 «Subject to any express provision in the policy.» 51 Α.Μπεχλιβάνης, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, Σύμφωνα με αυτή τη ρήτρα ακόμα και αν αθετηθεί εγγύηση που έχει αναληφθεί με την ασφαλιστική σύμβαση, ο ασφαλιστής δεν έχει δικαίωμα να ακυρώσει την σύμβαση, αλλά συνεχίζουν να καλύπτουν τον ασφαλισμένο (will hold the assured covered), με τον 71

72 Κρίθηκε 52, λοιπόν, σε υπόθεση ασφαλιστικού συμβολαίου, όπου υπήρχε εγγύηση δραστηριοποίησης του πλοίου σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, υποκείμενη σε μία ρήτρα «held covered», οπότε έδινε τη δυνατότητα στον ασφαλισμένο να εισέλθει σε πολεμική ζώνη υπό τον όρο της προηγούμενης ειδοποίησης του ειδοποίησης του ασφαλιστή και καταβολής επασφαλίστρου, ότι η ασφαλιστική κάλυψη συνεχίζει να ισχύει ακόμα και μετά από την αθέτηση της εγγύησης από την πλευρά των πλοιοκτητών ασφαλιζόμενων και σταματά μόνο εάν οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης της ρήτρας δεν υλοποιηθούν από τους ασφαλισμένους. Το αποτέλεσμα της ακύρωσης λόγω αθέτησης της εγγύησης δεν επέρχεται πλέον αυτόματα, σύμφωνα με το S. 33(3) του MIA 1906, αλλά τίθεται υπό προϋποθέσεις 53. Η δεύτερη περίπτωση, πέρα από τις ρήτρες «held covered», κατά την οποία συγχωρείται αθέτηση της εγγύησης από την πλευρά του ασφαλιζόμενου, είναι αυτή της παραίτησης του ασφαλιστή. Ο τελευταίος δηλαδή έχει πάντα τη δυνατότητα να παραιτηθεί από το δικαίωμα να ακυρώσει την ασφαλιστική σύμβαση λόγω αθέτησης της εγγύησης 54. Το ίδιο το S. 34 του MIA 1906 προβλέπει ρητά τις άλλες δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η αθέτηση της εγγύησης. Η πρώτη είναι όταν, λόγω αλλαγής συνθηκών, η εγγύηση καθίσταται ανεφάρμοστη, όπως για παράδειγμα όταν σε ένα ασφαλιστικό συμβόλαιο υπάρχει ρητή εγγύηση ότι το πλοίο ταξιδεύει με convoy, οπότε, λήξαντος του πολέμου, η συγκεκριμένη εγγύηση καθίσταται ανεφάρμοστη. Η δεύτερη περίπτωση αφορά σε ενδεχόμενο η συμμόρφωση προς την εγγύηση να κηρύχθηκε παράνομη σύμφωνα με μεταγενέστερο νόμο. Για παράδειγμα, σε ασφαλιστικό συμβόλαιο, υπάρχει ρητή εγγύηση, το πλοίο να ταξιδεύει μόνο σε μία συγκεκριμένη περιοχή ενός κράτους, και εκδίδεται διάταγμα κήρυξης πολέμου με αυτό το κράτος από το κράτος, το δίκαιο του οποίου και εφαρμόζεται αναφορικά με τις εγγυήσεις των ασφαλιστικών συμβολαίων. Λογικό επόμενο είναι η εγγύηση να καθίσταται ανεφάρμοστη. όρο να ειδοποιηθεί ο ασφαλιστής προηγούμενα σχετικά με την παραβίαση, αμέσως μόλις γίνει αντιληπτή από τον ασφαλιζόμενο, και να καταβληθεί επασφάλιστρο. 52 Παράδειγμα της ανωτέρω ρήτρας εντοπίζεται στην υπόθεση «The Litsion Pride», όπου υπήρχε ένα trading warranty a geographical one. 53 Αν καμία held covered clause δεν είχε ενσωματωθεί στο ασφαλιστικό συμβόλαιο δεν συμβαίνει Το κάτι τέτοιο, όπως στην υπόθεση «Good Luck» (1989), όπου ο Περσικός Κόλπος ήταν μία απόλυτα απαγορευμένη περιοχή (αbsolute prohibited area) και όχι μια περιοχή επασφαλίστρου (additional premium area). Έτσι, από τη στιγμή που εισήλθε το πλοίο στην απαγορευμένη περιοχή, κατά παράβαση της ρητής εγγύησης, κατέστη ανασφάλιστο. 54 «waiver». Όπως στην υπόθεση Samuel v.dumas [(1924) 18 Lloyd s Rep.211]. 72

73 3.3.3 Τα είδη των εγγυήσεων 55 αναλυτικότερα. Οι εγγυήσεις, όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με το S. 33 (2) του MIA 1906, μπορεί να είναι ρητές ή σιωπηρές (που εξυπακούονται) Οι ρητές εγγυήσεις. Το S. 35 του MIA 1906 αφορά στις ρητές εγγυήσεις. Πιο συγκεκριμένα, ορίζει ότι οι ρητές εγγυήσεις πρέπει να αναφέρονται στο ασφαλιστήριο ή σε ενσωματωμένο σε αυτό έγγραφο, μνημονευόμενο στο ασφαλιστήριο και μπορεί να διατυπωθούν με οποιεσδήποτε λέξεις που φανερώνουν την πρόθεση εγγύησης, χωρίς να είναι απαραίτητη η αναφορά της λέξης «warranted» πριν από τη διατύπωση των όρων της εγγύησης. Συνήθως, βέβαια, η λέξη αυτή υπάρχει. Η εκπλήρωση της ρητής εγγύησης πρέπει να είναι απόλυτη και ακριβής. Προκειμένου να δοθεί στον ασφαλιστή το δικαίωμα να ακυρώσει τη σύμβαση ασφάλισης, δεν απαιτείται να συντρέχει δόλος στην αθέτηση της εγγύησης, αρκεί να έχει λάβει χώρα η αθέτησή της. Ισχύει δηλαδή το δόγμα της αυστηρής συμμόρφωσης 57.Γενικός κανόνας είναι ότι καμία αιτία, όσο επαρκής και εάν είναι, και καμία ανάγκη, όσο μεγάλη και αν είναι, δεν μπορεί να συγχωρήσει την μη εκπλήρωση ρητής εγγύησης. Ακόμα και η μη αναχώρηση του πλοίου τη συμφωνηθείσα (από τον όρο εγγύησης) ημέρα, λόγω εντολής απαγόρευσης του απόπλου από τις τοπικές αρχές, θεωρείται αθέτηση ρητής εγγυήσεως, που παρέχει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να ακυρώσει την ασφαλιστική σύμβαση. Μια ρητή εγγύηση, επιπλέον, δεν καταργεί μία σιωπηρή, εκτός αν αυτή είναι αντίθετη. Κάποια νομολογιακά παραδείγματα ρητών εγγυήσεων είναι τα παρακάτω : 1. Warranted no other insurance which includes total loss of vessel. [The Sea Breeze (1987) 1 Lloyd s Rep 372]. 2. Warranted no to sail for North America after 15 August. [Cochrane v. Fisher (1935) 1 CrM & R 809]. 3. Sailing on or after 1 March [Insurance Co v. Blogg (1898) 1 QB 27]. 4. Warranted all tins marked by manufacturers with a code for verification of date of manufacture. [Overseas Commodities Ltd v. Style (1958) 1 Lloyd s Rep 546]. 5. Warranted German flag, ownership and management. [The Tiburon (1990) 2]. 55 Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, , σελ. 61επ. 56 «Expressed warranties or implied warranties». 57 «Τhe doctrine of strict compliance.». 73

74 6. Warranted the master of the insured vessel shall be Captain C T Chism. [The Cristie (1975) Lloyd s Rep 100]. 7. Warranted subject to satisfactory survey by approved surveyors. [The Al Jubail IV (1982) 2 Lloyd s Rep 637]. 8. Warranted class maintained. [The Mata Hari (1983) 2 Lloyd s Rep 449] Οι σιωπηρές εγγυήσεις 58. Σιωπηρές εγγυήσεις, στην πράξη, αποτελούν, οι βασικές υποχρεώσεις του ασφαλιζόμενου αναφορικά με τον ασφαλιζόμενο κίνδυνο, όπως αυτές έχουν αναπτυχθεί από την αγγλική νομολογία κατά το πέρασμα των χρόνων. Αυτές αναφέρονται στα S του ΜΙΑ Πιο αναλυτικά και κατά άρθρο, στο S. 36 του ΜΙΑ 1906 εντοπίζεται η σιωπηρή εγγύηση της ουδετερότητας. Έτσι, όπου ορίζεται ρητά σε ένα ασφαλιστικό συμβόλαιο ότι το ασφαλιζόμενο αγαθό, πλοίο ή φορτίο, είναι ουδέτερο, υπάρχει σιωπηρή υποχρέωση ότι το αγαθό αυτό θα έχει ουδέτερο χαρακτήρα κατά την έναρξη του κινδύνου και θα διατηρεί την ουδετερότητά του καθόλη τη διάρκεια του κινδύνου, όσο αυτό είναι στα πλαίσια των δυνατοτήτων του ασφαλιζόμενου. Σύμφωνα με το S. 37 του ΜΙΑ 1906, δεν υπάρχει καμία σιωπηρή εγγύηση αναφορικά με την εθνικότητα του πλοίου ή ότι η εθνικότητα του πλοίου δεν πρόκειται να αλλάξει κατά τη διάρκεια του ασφαλιστικού κινδύνου. Με βάση το S. 38 του ΜΙΑ 1906, ως προς το ασφαλιζόμενο αγαθό, υφίσταται σιωπηρή εγγύηση ότι συγκεκριμένη μέρα αυτό βρίσκεται σε καλή και ασφαλή κατάσταση 59, αρκεί αυτό να είναι ασφαλές οποιαδήποτε στιγμή της μέρας αυτής. Υπάρχει, άλλωστε, πάντοτε, σύμφωνα με το S.41 του ΜΙΑ 1906 η σιωπηρή εγγύηση νομιμότητας της ναυτικής περιπέτειας (ταξίδι) της ασφαλιστικής κάλυψης, η οποία περιλαμβάνει την υποχρέωση του ασφαλιζόμενου να διατηρεί την δραστηριότητα αυτή νόμιμη καθόλη τη διάρκεια που αυτός έχει τον έλεγχό της. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ασφαλιστής δεν μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμά του να ακυρώσει την ασφαλιστική σύμβαση, σε περίπτωση αθέτησης της συγκεκριμένης σιωπηρής εγγύησης. Τέλος, ως πιο σημαντική σιωπηρή εγγύηση θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτή του S. 39 του ΜΙΑ 1906, δηλαδή, της αξιοπλοΐας. Στις ασφαλίσεις ταξιδίου 60, αρχικά, υπάρχει πάντα η συγκεκριμένη σιωπηρή εγγύηση κατά την έναρξη κάθε ταξιδιού και για τους σκοπούς του συγκεκριμένου ταξιδιού. Όταν, λοιπόν, η ασφαλιστική κάλυψη ξεκινά σε χρονικό σημείο όπου το πλοίο βρίσκεται σε λιμάνι, υπάρχει επίσης σιωπηρή εγγύηση ότι το πλοίο είναι αξιόπλοο αναφορικά με τους συνήθεις κινδύνους του λιμανιού. Όταν η ασφαλιστική κάλυψη αφορά σε ένα ταξίδι που πρόκειται να 58 Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, , σελ. 62επ. 59 «Well or in good safety». 60 «voyage policies». 74

75 υλοποιηθεί σε στάδια, κατά τα οποία το πλοίο απαιτείται να προετοιμάζεται κατά διαφορετικό τρόπο και να διαθέτει διαφορετικά εξαρτήματα, υπάρχει σιωπηρή εγγύηση ότι το πλοίο πρέπει να είναι αξιόπλοο σε σχέση με τις απαιτήσεις του καθενός απ αυτά τα στάδια. Από την άλλη, στις κατά χρόνο ασφαλίσεις 61, δεν υπάρχει σιωπηρή εγγύηση αξιοπλοΐας του πλοίου, αλλά, όποτε εν γνώσει του ασφαλιζόμενου 62, το πλοίο αποπλέει σε κατάσταση αναξιοπλοΐας, ο ασφαλιστής δεν είναι υπεύθυνος για οποιαδήποτε απώλεια μπορεί να αποδοθεί σ αυτή την αναξιοπλοΐα, βάσει του S.39(5) του ΜΙΑ Αναφορικά με το φορτίο, δεν υπάρχει καμία σιωπηρή εγγύηση, ότι το ασφαλιζόμενο φορτίο πρέπει να είναι δηλαδή ακίνδυνο για την συγκεκριμένη ναυτική περιπέτεια, σύμφωνα με το S. 40 του ΜΙΑ Ωστόσο, στα ασφαλιστικά συμβόλαιο φορτίων, περιλαμβάνεται μια σιωπηρή εγγύηση ότι το πλοίο πρέπει να είναι αξιόπλοο για το συγκεκριμένο ταξίδι, εγγύηση που περιλαμβάνει και την μεταφορά του ασφαλιζόμενου φορτίου και συνεπώς και τις συνέπειες που μπορεί να έχει αυτό πάνω στο πλοίο. Έτσι, κρίθηκε σε υπόθεση 64, όπου είχε συναφθεί μια ασφαλιστική σύμβαση για την κάλυψη της μεταφοράς κρασιού μέσα σε βαρέλια και επέτρεπε την φόρτωσή του στο κατάστρωμα, όπως και πράγματι έγινε, οπότε και το πλοίο κατέστη ασταθές και έτσι αναξιόπλοο, με αποτέλεσμα το κρασί να χαθεί στη θάλασσα κατά τη διάρκεια μιας θαλασσοταραχής, ότι οι ασφαλιστές είχαν δικαίωμα να αποποιηθούν των ευθυνών τους, στηριζόμενοι σε αθέτηση της εγγύησης της αξιοπλοΐας. 61 «time policies». 62 «with the privity of the assured». 63 Στην υπόθεση Eurysthenes (1979) μάλιστα κρίθηκε από τον Lord Denning ότι ο ασφαλιζόμενος παραβιάζει την εγγύηση αξιοπλοΐας, εάν γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει την αναξιοπλοΐα ή κάνει τα στραβά μάτια αναφορικά με αυτήν (privity is actual knowledge or construct knowledge, to turn a blind eye on he unseaworthiness). 64 «Daniels v. Harris» 1874 L.R

76 Συμπεράσματα. Κατόπιν των ανωτέρω κατέστη σαφές ότι, με την ασφαλιστική σύμβαση ο ασφαλιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να καλύψει τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο και να καταβάλει έναντι ασφαλίστρου στον αντισυμβαλλόμενό του, λήπτη της ασφάλισης, ή σε τρίτον, το ασφάλισμα, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση. Ωστόσο, οι υποχρεώσεις του λήπτη της ασφάλισης δεν εξαντλούνται στα παραπάνω, που ορίζει το αρ.1 του ν.2496/1997, καθώς υπάρχουν και άλλα επιμέρους καθήκοντα ή αλλιώς κανόνες συμπεριφοράς, που του επιβάλλονται, η παράβαση των οποίων έχει δυσμενείς για εκείνον συνέπειες. Αυτά είναι τα ασφαλιστικά βάρη, κανόνες δηλαδή συμπεριφοράς (θετικοί ή αρνητικοί), που πρέπει να διαχωριστούν από την έννοια των ατελών ενοχών και στα οποία συμπεριλαμβάνονται αυτό της μη μεταβολής ή επιτάσεως του κινδύνου, της αποφυγής ή μείωσης της ζημίας, της ειδοποίησης του ασφαλιστή για την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, της μη πρόκλησης της ασφαλιστικής περίπτωσης και φυσικά αυτό που αποτέλεσε και αντικείμενο της παρούσας εργασίας, δηλαδή της προσυμβατικής αναγγελίας. Ο ορισμός του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας δίνεται από το αρ.3 του ν.2496/1997. Περιλαμβάνει τόσο το καθήκον δήλωσης και μη αποσιώπησης, όσο και καθήκον μη εσφαλμένης δήλωσης κάθε στοιχείου και περιστατικού, το οποίο είναι αντικειμενικά, σύμφωνα με την κρίση του μέσου συνετού ασφαλιστή, ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου, το οποίο και είναι ή θα έπρεπε να είναι γνωστό στον βαρυνόμενο. Πάντως και η γνώση του ασφαλιστή, που συμπεριλαμβάνει αυτή του εξουσιοδοτημένου ασφαλειομεσίτη και ασφαλιστικού πράκτορα και διαχωρίζεται από αυτή του ασφαλιστικού συμβούλου, δεν είναι αδιάφορη.το συγκεκριμένο ασφαλιστικό βάρος υφίσταται κατά τη σύναψη της σύμβασης, δηλαδή από την έναρξη των διαπραγματεύσεων μέχρι τη λήψη της αποδοχής της προτάσεως, δηλαδή μέχρι τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης. Βαρύνει μάλιστα τον λήπτη της ασφάλισης και πιο συγκεκριμένα το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο στην περίπτωση της ασφάλισης για ίδιο λογαριασμό, τους συγκυρίους που ασφαλίζουν από κοινού, τον τρίτοπροστηθέντα του ενεργούντος την ασφάλιση προσώπου, ή τον τρίτο για λογαριασμό του οποίου γίνεται η ασφαλιστική σύμβαση. Ως προς τις συνέπειες της παράβασης του, αυτές εντοπίζονται στην αναγνώριση συγκεκριμένων δυνατοτήτων στον ασφαλιστή, ανάλογα με το αν η παράβαση προκύπτει ελλείψει υπαιτιότητας, από δόλο ή από αμέλεια. Έτσι, στην περίπτωση της παράβασής του ελλείψει υπαιτιότητας δίνεται στον ασφαλιστή δυνατότητα καταγγελίας ή πρότασης τροποποίησης της σύμβασης με συγκεκριμένους όρους, στην περίπτωση παράβασης από αμέλειας παρέχονται οι ίδιες δυνατότητες αλλά και αυτή της μείωσης του ασφαλίσματος, υπό όρους και με συγκεκριμένο τρόπο, και τέλος στην περίπτωση παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας με δόλο παρέχεται η δυνατότητα καταγγελίας της ασφαλιστικής σύμβασης από τον ασφαλιστή. Ως προς τη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση, αυτή αποτελεί ουσιαστικά εξειδίκευση της ευρύτερης έννοιας της ασφαλιστικής συμβάσεως, προσαρμοσμένη στους κινδύνους και στις ιδιαίτερες περιστάσεις που διαμορφώνει ο «θαλάσσιος» χαρακτήρας της. Έτσι, το ευρύτερο πλαίσιο που αφορά στα ασφαλιστικά βάρη γενικά, στην έννοια, στη λειτουργία, στις διακρίσεις τους και ειδικότερα στους λόγους καθιέρωσης, στη νομική βάση και στη διάσταση της καλής πίστης του ασφαλιστικού 76

77 βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας, ισχύει και στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Μάλιστα ενώ αυτή υπάγεται ουσιαστικά στα αρ.257 έως 288 ΚΙΝΔ, συμπληρωματικά μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις του ν.2496/1997, εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστες προς την θαλάσσια ασφάλιση. Η αναγκαιότητα αυτή προβάλλει ειδικότερα στην περίπτωση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας, το οποίο δεν εξειδικεύεται σε ιδιαίτερη διάταξη, όπως συμβαίνει με άλλα ασφαλιστικά βάρη. Αντίστοιχα πρέπει να αντιμετωπιστούν από τη μια τα επιμέρους καθήκοντα του συγκεκριμένου ασφαλιστικού βάρους, με την έννοια ωστόσο του περιστατικού να διαγράφεται βάσει αυτής του θαλάσσιου κινδύνου και του θαλάσσιου συμβεβηκότος, όπως και ο χρόνος εκπλήρωσης του βάρους. Από την άλλη δε ανάλογα πρέπει να προσεγγισθούν και τα εμπλεκόμενα υποκείμενά του, που προσδιορίζονται ακριβέστερα κατόπιν εντοπισμού του ασφαλιστικού συμφέροντος στις κυριότερες μορφές της θαλάσσιας ασφάλισης, δηλ στις ασφαλίσεις πλοίου, φορτίου και ναύλου, όσο και οι συνέπειες παράβασης του. Τέλος, επιτακτική εμφανίζεται η ανάγκη ανάλυσης και γνώσης της σχετικής αγγλικής νομοθεσίας, νομολογίας και πρακτικής, λόγω της παγκόσμιας κυριαρχίας της αγγλικής ασφαλιστικής αγοράς, οπότε και του αγγλικού δικαίου, το οποίο άλλωστε και τα ελληνικά δικαστήρια καλούνται να το εφαρμόσουν σε πολλές περιπτώσεις κατά την εκδίκαση υποθέσεων με αντικείμενο τη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Ως προς τις εγγυήσεις, είναι προφανές ότι η ανυπαρξία θεσμικής ρύθμισής τους στο ελληνικό δίκαιο δημιουργεί προβλήματα στον ακριβή εντοπισμό της έννοιάς τους. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να διαχωριστούν σαφώς τόσο από το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας και από την έννοια της αίρεσης όσο και της ερμηνείας τους ως ειδική μορφή δικαιώματος υπαναχώρησης του ασφαλιστή. Οι εγγυήσεις είναι όροι στην ασφαλιστική σύμβαση από τη μια ανάληψης υποχρέωσης, ρητά ή κατ εξαίρεση σιωπηρά, από τον ασφαλιζόμενο ότι κάποιο γεγονός θα λάβει ή όχι χώρα, ότι δηλαδή κάποιος όρος θα πραγματοποιηθεί, και από την άλλη βεβαίωσης ή άρνησης ύπαρξης μιας κατάστασης πραγμάτων. Συνέπεια της αθέτησης των εγγυήσεων είναι η απαλλαγή του ασφαλιστή, καθώς σε περίπτωση μη πλήρωσης των όρων των εγγυήσεων, ο ασφαλιστής δεν υποχρεούται να καλύπτει πλέον τον κίνδυνο που έχει αναλάβει. και δεν καταβάλλει το ασφάλισμα, σε περίπτωση που επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, ενώ αποκερδαίνει τα ασφάλιστρα. Η σκοπιμότητα της προσέγγισης της έννοιας των εγγυήσεων βάσει του αγγλικού δικαίου φαίνεται συνεπής επιλογή, μιας και έτσι αυτή αποδίδεται ακριβέστερα, βάσει της σύγχρονης πραγματικότητας, που εντοπίζεται και από τις ελληνικές νομολογιακές αποφάσεις, και θέλει το αγγλικό δίκαιο να ρυθμίζει κατ εξοχήν τις σχετικές με το ζήτημα των εγγυήσεων περιπτώσεις, είτε αυτούσιο, κατ επιλογή των συμβαλλόμενων μερών είτε επηρεάζοντας μέσα από τη μακρόχρονη εφαρμογή του τις αντίστοιχες θεσμικές ρυθμίσεις των άλλων δικαίων, εκ των πραγμάτων και του ελληνικού, μιας και στη θαλάσσια ασφαλιστική αγορά έχει κυριαρχήσει παγκοσμίως. 77

78 Συγγράμματα: Βιβλιογραφία: Α.Αργυριάδης, «Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου»,τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Α.Γεωργιάδης «Γενικές αρχές Αστικού Δικαίου», Δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, Α.Καλαντζής, «Το δίκαιο της ιδιωτικής ασφαλίσεως. Όπως διαμορφώνεται από τη νομολογία.» Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, Β.Κιάντος, «Ασφαλιστικό δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, Β.Κιάντος, «Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου», Εκδόσεις Αφοι Π.Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη-Αθήνα, Α.Κιάντου Παμπούκη, «Ναυτικό Δίκαιο», Τόμος 2, Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Α.Μπεχλιβάνης, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, Ε.Περάκης, «Γενικό μέρος του Εμπορικού Δικαίου», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, Α.Πουλάκου-Ευθυμιάτου, «Στοιχεία Εμπορικού Δικαίου», Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, Μ.Σταθόπουλος, «Γενικό Ενοχικό δίκαιο», Τρίτη έκδοση, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, Ε.Φουρνατζοπούλου, Πανεπιστημιακές παραδόσεις Ναυτασφαλίσεων, Π.Μ.Σ ΝΑ.Μ.Ε., Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Χίος, Αρθρογραφία: Χ. Στυλιανέας, «Θαλάσσιοι κίνδυνοι και ζημία εν θαλάσση. Στη Ναυτική Ασφάλιση», Ελληνική δικαιοσύνη, τ.33, Αθήνα, Χ. Στυλιανέας, «Περί του δικαίου των ρητρών της ναυτικής ασφάλισης», Ελληνική δικαιοσύνη, τ.23, Αθήνα,1982. Ηλεκτρονικές Διευθύνσεις: 78

79 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΝΑ.Μ.Ε». «Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας στην ασφαλιστική σύμβαση εν γένει και στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση ειδικότερα.» Εισηγήτρια: Ε. Ζομπάκη Επιβλέπων: Α. Μπεχλιβάνης. Χίος, Οκτώβρης 2005

80 Περιεχόμενα παρουσίασης (1). Ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας: Α. Γενικά στην ασφαλιστική σύμβαση. Έννοια και διακρίσεις βαρών. Τα ασφαλιστικά βάρη. Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας. Λόγοι καθιέρωσης. Νομική βάση. Η αρχή της καλής πίστης. Υποκείμενα. Χρόνος εκτέλεσης. Επιμέρους υποχρεώσεις. Συνέπειες παράβασης.

81 Περιεχόμενα παρουσίασης (2). Β. Ειδικότερα στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Έννοια, διακρίσεις βαρών. Τα ασφαλιστικά βάρη. Λόγοι καθιέρωσης. Νομική βάση. Η αρχή της καλής πίστης. Υποκείμενα. Χρόνος εκτέλεσης. Επιμέρους υποχρεώσεις. Συνέπειες παράβασης. Αντίστοιχες ρυθμίσεις στο Αγγλικό δίκαιο. Εγγυήσεις. Έννοια, προβληματική προσδιορισμού νομικής φύσης, είδη και συνέπειες παραβάσεων. Αντίστοιχες ρυθμίσεις στο Αγγλικό δίκαιο.

82 Η έννοια του ασφαλιστικού βάρους. Ασφαλιστική σύμβαση: Σύμβαση που υποχρεώσεις για τους αντισυμβαλλομένους. διαμορφώνει Ασφαλιστικό Βάρος: Βάρος. Επιμέρους καθήκον - υποχρέωση. Διάκριση από πλήρεις και ατελείς ενοχές. Κριτήρια διάκρισης:τρόπος επιβολής, κυρώσεις, χρόνος. Ορισμός ασφαλιστικού βάρους: «Κανόνες συμπεριφοράς (θετικοί ή αρνητικοί), που επιβάλλονται στον αντισυμβαλλόμενο, στον ασφαλισμένο ή σε άλλα πρόσωπα από τον νόμο ή από την σύμβαση και που η παράβασή τους έχει δυσμενείς συνέπειες γι αυτούς.»

83 Ασφαλιστικό βάρος: Τα ασφαλιστικά βάρη. «Της προσυμβατικής αναγγελίας ή δήλωσης». «Της μη μεταβολής ή επιτάσεως του κινδύνου». «Της αποφυγής ή μείωσης της ζημίας». «Της ειδοποίησης του ασφαλιστή για την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου». «Της μη πρόκλησης της ασφαλιστικής περίπτωσης». Άλλα ασφαλιστικά βάρη: α. Αποφυγής σύναψης άλλης ασφάλισης για τον ίδιο κίνδυνο σε άλλη ασφαλιστική εταιρία, χωρίς προηγούμενη έγκριση του πρώτου ασφαλιστή. β. Παρουσίασης σχετικών εγγράφων.

84 Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας γενικά στην ασφαλιστική σύμβαση. Αρ.3 παρ.1 εδ. α και β του ν.2496/1997. «Κατά τη σύναψη της σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου, καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. Στοιχεία και περιστατικά, για τα οποία ο ασφαλιστής έθεσε σαφείς γραπτές ερωτήσεις, τεκμαίρεται ότι είναι τα μόνα τα οποία επηρεάζουν την από μέρους του εκτίμηση και αποδοχή του κινδύνου.»

85 Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας γενικά στην ασφαλιστική σύμβαση. Λόγοι καθιέρωσης: Τρεις απόψεις που βασίζονται: 1.Λόγοι εκτός ασφαλιστικής σύμβασης & παροχής ασφαλιστή. 2.Λόγοι που στηρίζονται στην ασφαλιστική σύμβαση. 3.Λόγοι που στηρίζονται στην παροχή του ασφαλιστή. Νομική βάση: Ασφαλιστικό βάρος, όχι νομική υποχρέωση. Θεμελίωση στο νόμο. Εκκίνηση συνεπειών παράβασης μετά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης. Αρχή καλής πίστης: Γενική ρήτρα με ιδιαίτερη βαρύτητα στο Ασφαλιστικό Δίκαιο. Διαμορφώνει σχετικές υποχρεώσεις στους αντισυμβαλλομένους.

86 Χρόνος εκτέλεσης Αρ.3 παρ.1 εδ α & β ν.2496/1997. «Κατά τη σύναψη της σύμβασης ο λήπτης» Από την έναρξη των διαπραγματεύσεων μέχρι της λήψη της αποδοχής της προτάσεως, δηλ. τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης.

87 Τα υποκείμενα. Αρ.3 παρ.1 εδ α & β ν.2496/1997. «Κατά τη σύναψη της σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή» Βαρυνόμενος: 1. Ασφάλιση για ίδιο λογαριασμό: ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο (λήπτης). 2. Ασφάλιση από κοινού από συγκυρίους : καθένας ξεχωριστά. 3. Ασφάλιση μέσω τρίτου, προστηθέντος : ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο (προστήσας) και προστηθείς. 4. Ασφάλιση για λογαριασμό άλλου : ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο και ασφαλισμένος. Λήπτης: Ασφαλιστής ή καθένας από τους ασφαλιστές.

88 Επιμέρους Υποχρεώσεις (1) Αρ.3 εδ. α ν.2496/1997. «υποχρεούται να δηλώσει κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου, καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή.» Υποχρέωση για : 1. Πράξη, θετική ενέργεια. Υποχρέωση αναγγελίας. 2. Παράληψη, αρνητική. Υποχρέωση αποφυγής εσφαλμένης ή αλλοιωμένης ή ψευδούς αναγγελίας.

89 Επιμέρους Υποχρεώσεις (2) Περιστατικά ή στοιχεία: πραγματικά γεγονότα από τα οποία μια αιτιώδης σειρά μπορεί να οδηγήσει στην ασφαλιστική περίπτωση. Αντικειμενικά : Για τον μέσο, συνετό ασφαλιστή. Ουσιώδη : Για την εκτίμηση του κινδύνου. Εξαιρούνται τα ευμενή για τον λήπτη της ασφάλισης. Αδιάφορη η σχέση με το περιστατικό που τελικά επέφερε την ασφαλιστική περίπτωση. Γνωστά : στον λήπτη της ασφάλισης. Υποστηρίζεται ως προϋπόθεση η άγνοια του ασφαλιστή.

90 Περιπτώσεις: Εξαιρέσεις από καθήκον προσυμβατικής αναγγελίας. Περιστατικών γνωστών στον μέσο άνθρωπο. Περιστατικών που είναι ή που θα έπρεπε να είναι γνωστά στον ασφαλιστή. Περιστατικών που συνιστούν ρητή ή σιωπηρή εγγύηση. Παραίτησης ασφαλιστή.

91 Το ερωτηματολόγιο (1). Αρ.3 παρ.1 εδ. β επ. του ν.2496/1997. «Στοιχεία και περιστατικά, για τα οποία ο ασφαλιστής έθεσε σαφείς γραπτές ερωτήσεις, τεκμαίρεται ότι είναι τα μόνα επηρεάζουν την από μέρους του εκτίμηση και αποδοχή του κινδύνου. Εάν ο ασφαλιστής συνάψει τη σύμβαση με βάση γραπτές ερωτήσεις, δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι α. συγκεκριμένες ερωτήσεις έμειναν αναπάντητες, β. δεν ανακοινώθηκαν περιστάσεις που δεν αποτελούσαν αντικείμενα ερώτησης γ. δόθηκε καταφανώς ελλιπής απάντηση σε γενική ερώτηση, εκτός αν ο αντισυμβαλλόμενος ενήργησε κατά τον τρόπο αυτόν με πρόθεση να εξαπατήσει τον ασφαλιστή 2.Ο ασφαλιστής δεν μπορεί να επικαλεστεί ατέλειες ή πλημμέλειες των απαντήσεων του ερωτηματολογίου, εκτός αν έγιναν από πρόθεση»

92 Το ερωτηματολόγιο (2) Νόμιμο Τεκμήριο: Ό,τι δηλώθηκε και μόνο επηρεάζει την εκτίμηση του ασφαλιστή. Μαχητό: Κατάρριψη με ενάντια απόδειξη ασφαλιστή.

93 Συνέπειες παράβασης (1). Αρ.3 παρ.. 3, 5, 6 του ν /1997. Ελλείψει υπαιτιότητας. Δυνατότητες ασφαλιστή: : 1. Πρόταση τροποποίησης ή 2. Καταγγελία ασφαλιστικής σύμβασης. Εντός 1 μήνα από γνώση των κρίσιμων περιστατικών. Αποκτούν ενέργεια: Σε 1 μήνα από λήψη πρότασης τροποποίησης ή Σε 15 ημέρες από τότε που περιήλθε η καταγγελία στον λήπτη της ασφάλισης. Ασφαλιστική περίπτωση: Καταβολή ασφαλίσματος.

94 Από αμέλεια (κάθε είδους). Συνέπειες παράβασης (2). Δυνατότητες ασφαλιστή: : 1. Πρόταση τροποποίησης ή 2. Καταγγελία ασφαλιστικής σύμβασης. Εντός 1 μήνα από γνώση των κρίσιμων περιστατικών. Αποκτούν ενέργεια: Σε 1 μήνα από λήψη πρότασης τροποποίησης ή Σε 15 ημέρες από τότε που περιήλθε η καταγγελία στον λήπτη της Ασφάλισης. Ασφαλιστική περίπτωση : Καταβολή ασφαλίσματος, μειωμένου κατά τον λόγο του ποσού που θα καταβαλλόταν, αν δεν υπήρχε η παράβαση. Ασφάλιστρα: Ο ασφαλιστής αποκερδαίνει τα ληξιπρόθεσμα.

95 Από δόλο (ψευδής δήλωση). Συνέπειες παράβασης (3). Δυνατότητα ασφαλιστή: : 1. Καταγγελία ασφαλιστικής σύμβασης. Εντός 1 μήνα από γνώση της παράβασης. Αποκτά ενέργεια: Επιφέρει άμεσα αποτελέσματα, εφόσον ασκηθεί. Ασφαλιστική περίπτωση : Απαλλαγή από υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος. Ασφάλιστρα: Ο ασφαλιστής αποκερδαίνει τα ληξιπρόθεσμα.

96 Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Διάκριση ασφαλίσεων: Κριτήριο ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος : Θαλάσσια, χερσαία, αεροπορική. Θαλάσσια ασφάλιση: Αφορά σε ασφαλιζόμενους κινδύνους «θαλασσοπλοΐας». Θεσμικό πλαίσιο: 1.Αρ.257 έως 288 ΚΙΝΔ, «Περί θαλάσσιας ασφαλίσεως». 2.Συμπληρωματικά ο ν.2496/ Γενικοί όροι ασφάλισης & τυποποιημένα ασφαλιστήρια (Lloyd s)).

97 Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Αντίστοιχα ισχύουν ως προς τα ασφαλιστικά βάρη : 1. Έννοια και λειτουργία. 2. Διακρίσεις: Διαφοροποιημένη ρύθμιση για το ασφαλιστικό βάρος α. της μη μεταβολής ή επιτάσεως του κινδύνου β. της αποφυγής ή μείωσης της ζημίας Μη εξειδίκευση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας σε ιδιαίτερη διάταξη του ΚΙΝΔ. Αντίστοιχα ισχύουν ως προς το συγκεκριμένο ασφαλιστικό βάρος: 1. Λόγοι καθιέρωσης. Νομική βάση. Αρχή καλής πίστης. 2. Χρόνος εκτέλεσης. 3. Συνέπειες Παραβάσεως. 4. Υποκείμενα. 5. Επιμέρους υποχρεώσεις. Εντοπισμός «περιστατικού».

98 Υποκείμενα Παραλήπτης: Ο ασφαλιστής. Κατ εξαίρεση στη θαλάσσια ασφάλιση αναγνωρίζονται τα γραφεία αντιπροσωπείας μεσιτών Lloyd s του Λονδίνου. Βαρυνόμενος: Ο λήπτης της ασφάλισης, έχων έννομο- ασφαλιστικό συμφέρον. Για παράδειγμα: 1.Ασφαλίσεις πλοίου: Ο κύριος, ο ενυπόθηκος δανειστής. Ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο εκναυλωτής 2.Ασφαλίσεις φορτίου: Ο κύριος. 3.Ασφαλίσεις ναύλου: Ο εκναυλωτής ή ο ναυλωτής.

99 Επιμέρους υποχρεώσεις. Ασφαλιστικό βάρος προσυμβατικής αναγγελίας: Δύο επιμέρους υποχρεώσεις. Περιστατικό: Γνωστό στον βαρυνόμενο, αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου. Αρχή καθολικότητας κινδύνων: «Ο ασφαλιστής ενέχεται δια τας απωλείας και ζημίας προκαλούνται εξ οιουδήποτε γεγονότος συμβάντος κατά τον πλουν, συμπεριλαμβανομένης και της κλοπής.» Θαλάσσιο συμβεβηκός: 3 απόψεις : Το περιστατικό που προκύπτει 1.«Κατά την διάρκεια του πλου». 2.«Ένεκα του πλου». 3.«Ένεκα του πλου, με χαρακτήρα αβέβαιο και απρόβλεπτο». Εξαιρούνται: Όσοι κίνδυνοι αποκλείστηκαν με διάταξη νόμου ή ρήτρα.

100 Ανάλογες ρυθμίσεις στο αγγλικό δίκαιο Θεσμικό πλαίσιο: Marine insurance act 1906, (MIA 1906). Η αρχή της καλής πίστης: Απόλυτη και υπέρτατη. Μη τήρηση παρέχει δυνατότητα ακύρωσης. Θεμελιώνει υποχρέωση : 1.Μη ουσιωδών στοιχείων: non-disclosure. 2.Μη ουσιωδών στοιχείων: misrepresentation. αποσιώπησης εσφαλμένης /απόκρυψης απεικόνισης Αντίστοιχα τα σχετικά με το υποκείμενα, το χρόνο εκτέλεσης. περιεχόμενο των εννοιών, τα Συνέπεια παράβασης:παρέχεται ασφαλιστικής σύμβασης. δυνατότητα ακύρωσης της

101 Οι εγγυήσεις στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Ασφαλιστήριο: Συμφωνίες συμβαλλομένων. Αρχή ελευθερίας των συμβάσεων. Ρήτρες: Ομοιόμορφη επανάληψη των ειδικών συμφωνιών & δικαστηριακή πρακτική. Πηγάζουν από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Εγγυήσεις: Όροι σύμβασης. Όχι πρόσθετη σύμβαση ή αίρεση. Ανυπαρξία θεσμικής ρύθμισης: Προβλήματα ερμηνείας. Προσέγγιση βάσει του αγγλικού δικαίου: Συνεπέστερη απόδοση της έννοιας των εγγυήσεων λόγω α. Αυτούσιας εφαρμογής του κατ επιλογή συμβαλλομένων β. Μακροχρόνιας, ομοιόμορφης παγκόσμια πρακτικής εφαρμογής.

102 Εγγυήσεις. Οι ρυθμίσεις του αγγλικού δικαίου Θεσμικό πλαίσιο: 1. "Μarine Insurance Αct 1906"(ΜΙΑ 1906). 2. "Common Law ". Περιπτώσεις: 1.Μη δέσμευσης από την ασφαλιστική σύμβαση. 2.Απαλλαγής από υποχρεώσεις. α. Γενικό δίκαιο των συμβάσεων β. Διατάξεις ασφαλιστικού βάρους προσυμβατικής αναγγελίας. γ. Διατάξεις για εγγυήσεις.

103 Οι εγγυήσεις στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Σύναψη:Πριν ή το αργότερο κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης. Στο ίδιο ή ξεχωριστό, επισυναπτόμενο έγγραφο με σχετική αναφορά-παραπομπή παραπομπή. Περιεχόμενο: Δέσμευση και εγγύηση ως προς: 1. Κάποιο γεγονός ή όρο ότι πρόκειται ή δεν πρόκειται να λάβει χώρα, κατά τη διάρκεια της ασφάλισης, 2.Τη συνδρομή, την ύπαρξη ή μη ορισμένων περιστατικών σχετικών με την ασφάλιση. Γεγονός: Μελλοντικό ή υφιστάμενο.

104 Οι εγγυήσεις στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. Συνέπειες αθέτησης: Απαλλαγή ασφαλιστή από α. Υποχρέωση κάλυψης ασφαλισμένου κινδύνου β. Υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος. Αποκερδαίνει τα ληξιπρόθεσμα ασφάλιστρα. Εξαιρέσεις: 1. Αντίθετη συμφωνία συμβαλλομένων. 2. Παραίτηση ασφαλιστή. 3. Ανεφάρμοστη εγγύηση: Αλλαγή συνθηκών. 4. Παράνομη εγγύηση: Με μεταγενέστερο νόμο.

105 Οι εγγυήσεις στη θαλάσσια ασφαλιστική σύμβαση. 1.Ρητές Ρητές: Λεπτομερείς, σαφείς και πλήρεις. Π.χ. Ως προς το α.πλοίο: χωρητικότητα, εθνικότητα, τάξη, παλαιότητα, πορεία, προορισμό, λιμένες, εξοπλισμό. β.φορτίο: τρόπος συσκευασίας ή ιδιότητες του, που επηρεάζουν τη μεταφορά. 2.Σιωπηρές Σιωπηρές: Στοιχεία και περιστατικά του ασφαλιστικού κινδύνου και της ασφάλισης, αυτονόητα υφιστάμενα. Ισχύς χωρίς διαπραγματεύσεις και συμπερίληψη στο ασφαλιστήριο. Στην κατά πλου και όχι στην κατά χρόνο ασφάλιση. Π.χ Ως προς το α.πλοίο: αξιόπλοο, νομιμότητα θαλάσσιας αποστολής /περιπέτειας, νομιμότητα ασφαλιστικού συμφέροντος. β.φορτίο: νομιμότητα ασφαλιστικού συμφέροντος.

106 Εγγυήσεις. Η προβληματική του προσδιορισμού της νομικής τους φύσης. «Δηλώσεις-εγγυήσεις»: 1. Δηλώσεις-υποσχέσεις υποσχέσεις: πράξης ή παράληψης. 2. Δηλώσεις-εγγυήσεις εγγυήσεις: συνδρομής ή όχι ορισμένων όρων. 3. Δηλώσεις περιορισμού ευθύνης. Εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας (2), ως μόνη θεσμική ρύθμιση. (1)&(3): ειδική στις ασφαλιστικές συμβάσεις μορφή επιφύλαξης του δικαιώματος υπαναχώρησης του ασφαλιστή, λόγω μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του ασφαλισμένου. Συνέπεια παράβασης: έκπτωση από την ασφαλιστική σύμβαση. Ακυρότητα ή ακυρωσία ασφαλιστικής σύμβασης.

107 Εγγυήσεις. Διάκριση από άλλους κανόνες δικαίου Διάκριση από: 1.Ασφαλιστικό βάρος προσυμβατικής αναγγελίας: Περιεχόμενο, λειτουργία, συνέπειες παράβασης. Αρ.3 ν.2496/ Αίρεση Αίρεση:α.Γεγονός μέλλον και αβέβαιο. β.εξάρτηση ενέργειας ή ανατροπή δικαιοπραξίας. γ.αυτοδίκαιη επέλευση αποτελεσμάτων, ανεξάρτητα από γνώση ενδιαφερομένων. δ.συνέπειες αθέτησης εγγύησης. Επαναφορά πραγμάτων. 3.Δικαίωμα υπαναχώρησης του ασφαλιστή: Συμβατικός όρος απαλλαγής και των δύο συμβαλλομένων από τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και αναζήτησης αυτών που τυχόν καταβλήθηκαν με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ Ι. Ανώμαλη Εξέλιξη της Ενοχής στις Αμφοτεροβαρείς Συμβάσεις 1. Έννοια Αμφοτεροβαρούς Σύμβασης Οι Αμφοτεροβαρείς Συμβάσεις δημιουργούν ενοχικές υποχρεώσεις

Διαβάστε περισσότερα

«Βασικές Αρχές Ασφάλισης Ζημιών»

«Βασικές Αρχές Ασφάλισης Ζημιών» «Βασικές Αρχές Ασφάλισης Ζημιών» Δρ Βαγγέλης Τσουκάτος 1 Τι είναι Ασφάλιση Ζημιών Ασφάλιση ζημιών είναι: η ασφάλιση περιουσιακών στοιχείων ή ενεργητικού, η ασφάλιση κινδύνων που απειλούν την δημιουργία

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΥ ΖΩΗΣ

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΥ ΖΩΗΣ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΥ ΖΩΗΣ ΆΡΘΡΟ 1o: ΟΡΙΣΜΟΙ Στο κείμενο του Ασφαλιστηρίου και στα συνημμένα σ αυτό έγγραφα ονομάζονται: «ΕΤΑΙΡΙΑ» (Ασφαλιστής) : η Ανώνυμη Ελληνική Εταιρία Γενικών Ασφαλειών «Η ΕΘΝΙΚΗ»,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ KAI ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΟΥ 4.1 Κατά τη σύναψη της ασφάλισης 4.2 Κατά τη διάρκεια της ασφάλισης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ KAI ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΟΥ 4.1 Κατά τη σύναψη της ασφάλισης 4.2 Κατά τη διάρκεια της ασφάλισης ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΖΩΗΣ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΡΘΡΟ 1 ΑΡΘΡΟ 2 ΑΡΘΡΟ 3 ΑΡΘΡΟ 4 ΑΡΘΡΟ 5 ΑΡΘΡΟ 6 ΑΡΘΡΟ 7 ΑΡΘΡΟ 8 ΑΡΘΡΟ 9 ΑΡΘΡΟ 10 ΟΡΙΣΜΟΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΣ 2.1 Δικαιώματα συμβαλλόμενου 2.2 Αλλαγή συμβαλλόμενου 2.3 Υποκατάστατος

Διαβάστε περισσότερα

Ασφαλιστικές Εταιρείες 2007

Ασφαλιστικές Εταιρείες 2007 Ασφαλιστικές Εταιρείες 2007 1. Να αναφερθεί το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για τις ασφαλιστικές εταιρείες. Το δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλισης που ισχύει σήμερα αποτελείται από το νομοθετικό διάταγμα Ν.Δ.

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Ι. Εκπλήρωση της Παροχής από τον Οφειλέτη Εκπλήρωση της Παροχής είναι το σύνολο των πράξεων με τις οποίες (ή των παραλείψεων χωρίς τις οποίες)

Διαβάστε περισσότερα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 50/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 50/2014 Αθήνα, 09-05-2014 ΑΠ: Γ/ΕΞ/2025-1/09-05-2014 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Ταχ. /νση: ΚΗΦΙΣΙΑΣ 1-3 115 23 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210-6475600 FAX: 210-6475628 Α Π Ο Φ Α Σ Η 50/2014

Διαβάστε περισσότερα

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ 1 Ποια είναι τα είδη διάρκειας της ασφαλιστικής σύμβασης; α Τυπική - είναι το χρονικό διάστημα για το οποίο ισχύει η ασφαλιστική

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ 1 Ποια είναι τα είδη διάρκειας της ασφαλιστικής σύμβασης; α Τυπική - είναι το χρονικό διάστημα για το οποίο ισχύει η ασφαλιστική 1 Ποια είναι τα είδη διάρκειας της ασφαλιστικής σύμβασης; α Τυπική - είναι το χρονικό διάστημα για το οποίο ισχύει η ασφαλιστική σύμβαση και υπάρχουν έννομες σχέσεις, δικαιώματα και υποχρεώσεις ανάμεσα

Διαβάστε περισσότερα

2.3. Η σημασία της ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης για. τον ζημιούμενο Εκούσια και υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης

2.3. Η σημασία της ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης για. τον ζημιούμενο Εκούσια και υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ (ΓενΕισ) αρ. 1. Η αστική ευθύνη γενικά... 1-7 1.1. Η δέσμευση του προσώπου από τις πράξεις του... 1 1.2. Δικαιολογία της δεσμεύσεως του προσώπου... 2-3 1.3. Δέσμευση και

Διαβάστε περισσότερα

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2018 Λούης Παρλάς Συμβάσεις Κεφ. 149 Επιμέλεια Έκδοσης: Λούης Παρλάς Β.Α. (ECO) Copyright ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΚΟΝΟΜΟΣ ISBN: 978-9925-558-08-7

Διαβάστε περισσότερα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 49/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 49/2014 Αθήνα, 09-05-2014 ΑΠ: Γ/ΕΞ/2912/09-05-2014 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Ταχ. /νση: ΚΗΦΙΣΙΑΣ 1-3 115 23 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210-6475600 FAX: 210-6475628 Α Π Ο Φ Α Σ Η 49/2014

Διαβάστε περισσότερα

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων Ιούλιος 2017 Η ευθύνη του εργοδότη κατά το Ν. 551/1915 Η ευθύνη του εργοδότη κατά τη νομοθεσία του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ΙΝΕ - ΓΣΕΕ www.inegsee.gr info@inegsee.gr

Διαβάστε περισσότερα

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων ΙΝΕ - ΓΣΕΕ www.inegsee.gr info@inegsee.gr Περιεχόμενα 3 4 1. Ορισμός 2. Προϋποθέσεις άσκησης 3. Τρόπος άσκησης 4. Καταχρηστική άσκηση

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ 1. Έννοια και Στοιχεία Ενοχής Ενοχή είναι η σχέση με την οποία ένα πρόσωπο έχει υποχρέωση προς ένα άλλο σε παροχή. Η παροχή μπορεί να συνίσταται

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ Έκδ.1 αναθ.4ηµ/νία έγκρ.20/3/2015 ΠΡΟ-ΠΣΠ 001 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΗΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΑΙ ΕΙΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ Ταχ. /νση: Ανδρόγεω 2 Τ.Κ: 712 02 Τηλ.:2813 409232 Fax: 2810

Διαβάστε περισσότερα

Επίσης καταργείται το προσωπικό και μόνιμο αυτοκόλλητο σήμα ασφάλισης του αυτοκινήτου και θα αντικατασταθεί από την απόδειξη πληρωμής του συμβολαίου.

Επίσης καταργείται το προσωπικό και μόνιμο αυτοκόλλητο σήμα ασφάλισης του αυτοκινήτου και θα αντικατασταθεί από την απόδειξη πληρωμής του συμβολαίου. Σημαντικές αλλαγές στον τρόπο που ασφαλίζεις το αυτοκίνητο σου θα δεις μέσα στο προσεχές χρονικό διάστημα, μιας και θα ισχύσει νέο καθεστώς, το οποίο καταργεί το αυτοκόλλητο σήμα ασφάλισης, ενώ οι ασφαλιστικές

Διαβάστε περισσότερα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 137/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 137/2014 Αθήνα, 02-10-2014 ΑΠ: Γ/ΕΞ/576-2/02-10-2014 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Ταχ. /νση: ΚΗΦΙΣΙΑΣ 1-3 115 23 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210-6475600 FAX: 210-6475628 Α Π Ο Φ Α Σ Η 137/2014

Διαβάστε περισσότερα

Βασικοί Όροι Προγραμμάτων Ασφαλίσεων Υγείας και Περίθαλψης. Προστατεύουν Άριστα το Πολυτιμότερο Αγαθό της Ζωής μας

Βασικοί Όροι Προγραμμάτων Ασφαλίσεων Υγείας και Περίθαλψης. Προστατεύουν Άριστα το Πολυτιμότερο Αγαθό της Ζωής μας Βασικοί Όροι Προγραμμάτων Ασφαλίσεων Υγείας και Περίθαλψης Προστατεύουν Άριστα το Πολυτιμότερο Αγαθό της Ζωής μας Τα προγράμματα ασφαλίσεων υγείας της INTERAMERICAN καλύπτουν κάθε βαθμίδα υγειονομικού

Διαβάστε περισσότερα

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη Εργασιακά Θέματα Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη Ιούλιος 2015 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Διαβάστε περισσότερα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 90/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 90/2014 Αθήνα, 22-07-2014 ΑΠ: Γ/ΕΞ/4181-1/22-07-2014 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Ταχ. /νση: ΚΗΦΙΣΙΑΣ 1-3 115 23 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210-6475600 FAX: 210-6475628 Α Π Ο Φ Α Σ Η 90/2014

Διαβάστε περισσότερα

Υ Π Ο Δ Ε Ι Γ Μ Α Σ Υ Μ Β Α Σ ΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ. για (περιγραφή αντικειμένου σύμβασης) για την κάλυψη αναγκών της Βουλής.

Υ Π Ο Δ Ε Ι Γ Μ Α Σ Υ Μ Β Α Σ ΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ. για (περιγραφή αντικειμένου σύμβασης) για την κάλυψη αναγκών της Βουλής. Υ Π Ο Δ Ε Ι Γ Μ Α Σ Υ Μ Β Α Σ ΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ για (περιγραφή αντικειμένου σύμβασης) για την κάλυψη αναγκών της Βουλής. Στην Αθήνα σήμερα,... 2012, ημέρα.., στο Μέγαρο της Βουλής των Ελλήνων, ανάμεσα : 1. αφενός

Διαβάστε περισσότερα

Project Group. Restatement of European Insurance Contract Law. Established by: Prof. Dr. Fritz Reichert-Facilides ( ), LL.M., Innsbruck.

Project Group. Restatement of European Insurance Contract Law. Established by: Prof. Dr. Fritz Reichert-Facilides ( ), LL.M., Innsbruck. Project Group Restatement of European Insurance Contract Law Established by: Prof. Dr. Fritz Reichert-Facilides ( ), LL.M., Innsbruck Chairman: Prof. Dr. Helmut Heiss, LL.M., Zurich www.restatement.info

Διαβάστε περισσότερα

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2018 Λούης Παρλάς Συμβάσεις Κεφ. 149 Επιμέλεια Έκδοσης: Λούης Παρλάς Β.Α. (ECO) Copyright ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΚΟΝΟΜΟΣ ISBN: 978-9925-558-08-7

Διαβάστε περισσότερα

Γ. ΠΕΡΙ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠ ΑΡΙΘ. ΔΠΜ-Θ/ΠΚΑΣΤ/

Γ. ΠΕΡΙ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠ ΑΡΙΘ. ΔΠΜ-Θ/ΠΚΑΣΤ/ Γ. ΠΕΡΙ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠ ΑΡΙΘ. ΔΠΜ-Θ/ΠΚΑΣΤ/ Αντικείμενο: «ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΤΗΣ ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ»

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016 ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016 Ευθύνη του Δημοσίου Έννοια ευθύνης του Δημοσίου υποχρέωση του Δημοσίου, των ΟΤΑ, των ΝΠΔΔ, να αποζημιώσουν τρίτα πρόσωπα για ζημίες που έχουν

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΥΧΟΣ ΣΤ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΕΕΔ- 22 ΣΥΜΒΑΣΗ :

ΤΕΥΧΟΣ ΣΤ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΕΕΔ- 22 ΣΥΜΒΑΣΗ : ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε Διεύθυνση Ειδικών Εγκαταστάσεων Δικτύου Λ Αθηνών 72 185 47, Ν. Φάληρο ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΕΕΔ- 22 ΣΥΜΒΑΣΗ : ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ : «Καθαρισμός εσωτερικών

Διαβάστε περισσότερα

2. ΟΡΙΣΜΟΙ Στη Σύμβαση χρησιμοποιούνται για συντομία ορισμοί που έχουν τη παρακάτω έννοια:

2. ΟΡΙΣΜΟΙ Στη Σύμβαση χρησιμοποιούνται για συντομία ορισμοί που έχουν τη παρακάτω έννοια: ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ (Κωδ.3006) 1. ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Η παρούσα Σύμβαση έχει θεμελιωθεί και βασίζεται στην Αίτηση Ασφάλισης, στις γραπτές δηλώσεις του Συμβαλλομένου και Ασφαλισμένου, και διέπεται

Διαβάστε περισσότερα

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών Το εμπορικό δίκαιο διακρίνεται σε: Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών Προσωπικές εταιρείες: οι εταιρείες στις οποίες λαμβάνεται υπόψη το προσωπικό στοιχείο, τα πρόσωπα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 457 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΟΣ Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ.. 9 1. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ. 11 Ι. Το ασφαλιστικό δίκαιο ως κλάδος του εμπορικού δικαίου.. 11 1. Γενικά. 11 2. Περιεχόμενο..

Διαβάστε περισσότερα

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων Εργασιακά Θέματα ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων «Αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης» ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης 3 1.1 Γενικά 6 1.2 Δικαιούχοι 6 α) Ιδιωτικοί

Διαβάστε περισσότερα

DRAFT COMMON FRAME OF REFERENCE CHAPTER III, SECTION IX INSURANCE CONTRACT

DRAFT COMMON FRAME OF REFERENCE CHAPTER III, SECTION IX INSURANCE CONTRACT Project Group Restatement of European Insurance Contract Law Established by: Prof. Dr. Fritz Reichert-Facilides ( ), LL.M., Innsbruck Chairman: Prof. Dr. Helmut Heiss, LL.M., Zurich www.restatement.info

Διαβάστε περισσότερα

ΤΜΗΜΑ ΙΙ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΙΙ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ Περιεχόµενα ΤΜΗΜΑ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 1. Ασφάλιση και ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο 1.1. Έννοιες 1.1.Α. Το ασφαλιστικό δίκαιο Σελ. 3 1.1.Β. Ειδικότερα: Το δίκαιο της ασφαλιστικής σύµβασης Σελ. 4 1.2.

Διαβάστε περισσότερα

7 E I ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ. Τ Μ η μ A (ΕΚΔΟΣΕΩΝ & ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣϊ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

7 E I ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ. Τ Μ η μ A (ΕΚΔΟΣΕΩΝ & ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣϊ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΣΧΟΛΗ: ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ: ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΚΤΙΚΗΣ 7 E I ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ Τ Μ η μ A (ΕΚΔΟΣΕΩΝ & ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣϊ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: «ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

Διαβάστε περισσότερα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 59 /2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η 59 /2015 Αθήνα, 03-06-2015 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2959-1/03-06-2015 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Ταχ. /νση: ΚΗΦΙΣΙΑΣ 1-3 115 23 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210-6475600 FAX: 210-6475628 Α Π Ο Φ Α

Διαβάστε περισσότερα

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ENNOIA ΔΙΚΑΙΟΥ Ι) Ορισμός, έννοια του κανόνα δικαίου, διάκριση από συγγενείς έννοιες ΙΙ) Δίκαιο-ηθική-εθιμοτυπία-συναλλακτικά ήθη ΙΙΙ) Βασικές διακρίσεις του

Διαβάστε περισσότερα

Πρόγραμμα Νοσοκομειακής Περίθαλψης Full [Health] Ειδικό

Πρόγραμμα Νοσοκομειακής Περίθαλψης Full [Health] Ειδικό Πρόγραμμα Νοσοκομειακής Περίθαλψης Full [Health] Ειδικό Προσυμβατική Ενημέρωση (όπως ορίζεται στο Ν. 4364/2016, άρθρο 152) Το παρόν έγγραφο δεν αποτελεί νομικά δεσμευτική προσφορά. Τα τυχόν αναφερόμενα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Άρθρο 1 ο. Αντικείμενο της Σύμβασης

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Άρθρο 1 ο. Αντικείμενο της Σύμβασης ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ Άρθρο 1 ο Αντικείμενο της Σύμβασης 1. Αντικείμενο της σύμβασης είναι σύμφωνα με τις υποδείξεις της ΑΔΜΗΕ ΑΕ η θαλάσσια μεταφορά των υλικών της που αναφέρονται στο Παράρτημα

Διαβάστε περισσότερα

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/3336-2/ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ. Ταχ. /νση: ΚΗΦΙΣΙΑΣ ΑΘΗΝΑ

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/3336-2/ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ. Ταχ. /νση: ΚΗΦΙΣΙΑΣ ΑΘΗΝΑ 2 Αθήνα, 22-07-2014 ΑΠ: Γ/ΕΞ/3336-2/22-07-2014 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Ταχ. /νση: ΚΗΦΙΣΙΑΣ 1-3 115 23 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210-6475600 FAX: 210-6475628 Α Π Ο Φ Α Σ Η 89/2014

Διαβάστε περισσότερα

Επαγγελματική Αστική Ευθύνη Διαμεσολαβητών

Επαγγελματική Αστική Ευθύνη Διαμεσολαβητών Επαγγελματική Αστική Ευθύνη Διαμεσολαβητών 29/5/2014 Μάνος Δημήτριος AGENDA 1. Νομοθεσία/Κάλυψη 2. Εφαρμογές νομοθεσίας/προβληματισμοί 3. Στατιστικά 4. Παραδείγματα ζημιών 2 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ/ΚΑΛΥΨΗ Νομοθεσία

Διαβάστε περισσότερα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 92/2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η 92/2015 ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 03-08-2015 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4271/03-08-2015 Α Π Ο Φ Α Σ Η 92/2015 Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνήλθε στην έδρα της την Τρίτη 28.07.2015

Διαβάστε περισσότερα

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/427-1/

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/427-1/ Αθήνα, 11-02-2016 ΑΠ: Γ/ΕΞ/427-1/11-02-2016 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Ταχ. /νση: ΚΗΦΙΣΙΑΣ 1-3 115 23 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210-6475600 FAX: 210-6475628 Α Π Ο Φ Α Σ Η 11/2016

Διαβάστε περισσότερα

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές 21.4.93 Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Αριθ. L 95/29 ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 Π.Δ. 190/2006 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΣΑΣ

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 Π.Δ. 190/2006 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΣΑΣ E-Real Estates Πανελλαδικό Δίκτυο Κτηματομεσιτών & Μεσίτες Ασφαλίσεων - Αντασφαλίσεων Ανώνυμη Εταιρεία Βαλαωρίτου 17-106 71 Αθήνα Α.Φ.Μ: 800740194- Δ.Ο.Υ: ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ Γ.Ε.Μ.Η 139121903000 E: info@e-realestates.gr,

Διαβάστε περισσότερα

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα: Νοµική Υπηρεσία ΣΑΤΕ Σταµάτης Σ. Σταµόπουλος, ικηγόρος, Νοµικός Σύµβουλος ΣΑΤΕ Αθήνα, 23.3.2013 ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ ΘΕΜΑ: Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ...VII ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ... XV 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 1 Ι. Αντικείμενο της έρευνας... 1 ΙΙ. Η διάρθρωση της ύλης... 5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΕ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ (Λήξη προθεσμίας διαβούλευσης 30-11-2010) ΘΕΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΕ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ (Λήξη προθεσμίας διαβούλευσης 30-11-2010) ΘΕΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΕ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ (Λήξη προθεσμίας διαβούλευσης 30-11-2010) ΘΕΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ Λαμβάνοντας υπόψη: 1. Το Ν. 3229/04 «Εποπτεία και έλεγχος ιδιωτικής

Διαβάστε περισσότερα

Π Ι Ν Α Κ Α Σ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ω Ν

Π Ι Ν Α Κ Α Σ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ω Ν Π Ι Ν Α Κ Α Σ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ω Ν 1. Γενικοί Οροι Ασφάλισης 2. Γενικοί Οροι Ασφαλιστηρίων Συµβολαίων 3. Ασφάλιση Αστικής Ευθύνης έναντι Τρίτων 3.1 Ειδικοί όροι 3.2 Αντικείµενο ασφάλισης 3.3 Ορια αποζηµίωσης

Διαβάστε περισσότερα

N. 2496/1997 (ΦΕΚ Α 87/ ) Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις.

N. 2496/1997 (ΦΕΚ Α 87/ ) Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις. N. 2496/1997 (ΦΕΚ Α 87/16-5-1997) Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις. [Άρθρα 1-33] ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ασφάλιση Οχήματος Ασφάλιση Αυτοκινήτων Ιδιωτικής Χρήσης ΑΝΥΤΙΜΕ AUTO Εταιρία: ΑΡ.Μ.Α.Ε.: Γ.Ε.Μ.Η.: Με έδρα στην Ελλάδα, Εφαρμοστέο Δίκαιο:

Ασφάλιση Οχήματος Ασφάλιση Αυτοκινήτων Ιδιωτικής Χρήσης ΑΝΥΤΙΜΕ AUTO Εταιρία: ΑΡ.Μ.Α.Ε.: Γ.Ε.Μ.Η.: Με έδρα στην Ελλάδα, Εφαρμοστέο Δίκαιο: Ασφάλιση Οχήματος Έγγραφο πληροφοριών για το ασφαλιστικό προϊόν Ασφάλιση Αυτοκινήτων Ιδιωτικής Χρήσης ΑΝΥΤΙΜΕ AUTO Εταιρία: ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΖΗΜΙΩΝ Α.Ε. ΑΡ.Μ.Α.Ε.: 12865/05/Β/86/4,

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΔΠΚΕ/ΠΕΡΙΟΧΗ ΒΟΛΟΥ 8021022Α/26-05-2015

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΔΠΚΕ/ΠΕΡΙΟΧΗ ΒΟΛΟΥ 8021022Α/26-05-2015 ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΠΕΡΙΟΧΗ ΒΟΛΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ-ΤΖΑΒΕΛΑ 38334 ΒΟΛΟΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΔΠΚΕ/ΠΕΡΙΟΧΗ ΒΟΛΟΥ 8021022Α/26-05-2015 ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΤΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΔΠΚΕ/

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ Μοίρες, Οκτώβριος 2018 ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ για την: «Έλεγχος και επικαιροποίηση των γεωμετρικών και υδραυλικών στοιχείων της «Μελέτη διαμόρφωσης πλέγματος πεζοδρόμων περιοχής πλατείας

Διαβάστε περισσότερα

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών ΕΝΟΧΗ Α. ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΝΟΧΗΣ Έννοια. Ενοχή είναι η νομική σχέση μεταξύ δύο προσώπων, του οφειλέτη αφ ενός και του δανειστή

Διαβάστε περισσότερα

Tsibanoulis & Partners: Τι σημαίνει αστική ευθύνη οικονομικών διευθυντών για τις Α.Ε.

Tsibanoulis & Partners: Τι σημαίνει αστική ευθύνη οικονομικών διευθυντών για τις Α.Ε. Tsibanoulis & Partners: Τι σημαίνει αστική ευθύνη οικονομικών διευθυντών για τις Α.Ε. Οι διατάξεις περί ευθύνης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου εφαρμόζονται και σε πρόσωπα που δεν είναι μέλη, αλλά

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. «Άσκηση ενδίκων μέσων» ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ Γενικό Έγγραφο: Ε40/338/27-10-06 ΣΧΕΤ. : Το με αριθ. 15176/19-10-06 έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. Σας διαβιβάζουμε το ανωτέρω

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ- ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ-ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ-ΠΕΛΑΤΩΝ

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ- ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ-ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ-ΠΕΛΑΤΩΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ- ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ-ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ-ΠΕΛΑΤΩΝ Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΦΑΡΜΑΚΑΠΟΘΗΚΗ EL-PHARM ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και με το διακριτικό τίτλο «El-Pharm Α.Ε»,

Διαβάστε περισσότερα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 47/2016

Α Π Ο Φ Α Σ Η 47/2016 Αθήνα, 16-06-2016 ΑΠ: Γ/ΕΞ/3027-2/16-06-2016 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Ταχ. /νση: ΚΗΦΙΣΙΑΣ 1-3 115 23 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210-6475600 FAX: 210-6475628 Α Π Ο Φ Α Σ Η 47/2016

Διαβάστε περισσότερα

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας». ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 7 Απριλίου 2009 Αριθ. Πρωτ.: 734 Προς: κ Νίκο Βασιλάκο. Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) Πανεπιστημίου 69 και Αιόλου, 105 64, Αθήνα. Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας

Διαβάστε περισσότερα

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015 ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015 «1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις

Διαβάστε περισσότερα

ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘ Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις. (ΦΕΚ 87/τ.Α /16.5.

ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘ Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις. (ΦΕΚ 87/τ.Α /16.5. ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘ. 2496 Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ 87/τ.Α /16.5.1997) Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο

Διαβάστε περισσότερα

PENSION MASTER PLAN ΣΥΝΤΑΞΗ MΕ ΕΓΓΥΗΜΕΝΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ

PENSION MASTER PLAN ΣΥΝΤΑΞΗ MΕ ΕΓΓΥΗΜΕΝΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΒΑΣΙΚΗ ΠΑΡΟΧΗ PENSION MASTER PLAN ΣΥΝΤΑΞΗ MΕ ΕΓΓΥΗΜΕΝΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟ Το παρόν Ασφαλιστήριο συνάπτεται σύμφωνα με την ισχύουσα Νομοθεσία και όλα τα παρακάτω αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του: οι Γενικοί

Διαβάστε περισσότερα

Έντυπο Επιπλέον Ασφάλισης

Έντυπο Επιπλέον Ασφάλισης Έντυπο Επιπλέον Ασφάλισης ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΕΛΑΤΗ (Ιδιώτης) Φυσικό Πρόσωπο Νομικό πρόσωπο δημόσιος Οργανισμός Ελεύθερος Επαγγελματίας Άλλο Ονοματεπώνυμο: Επάγγελμα: ΑΦΜ: ΟΥ: Ημ. Γέννησης: ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ /

Διαβάστε περισσότερα

Νέο Νομοθετικό Πλαίσιο για την Υποχρεωτική Ασφάλιση Οχημάτων

Νέο Νομοθετικό Πλαίσιο για την Υποχρεωτική Ασφάλιση Οχημάτων Νέο Νομοθετικό Πλαίσιο για την Υποχρεωτική Ασφάλιση Οχημάτων Νέες ρυθμίσεις Θέσπιση νέων ρυθμίσεων Ν.4261/2014 (άρθρο 169) με τον οποίο επέρχονται σημαντικές αλλαγές (τροποποίηση του Π.Δ.237/1986, με το

Διαβάστε περισσότερα

«ΑΠΟΚΟΠΕΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΦΟΡΕΣ ΛΟΓΩ ΧΡΕΟΥΣ ΠΑΡΟΧΩΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΛΟΓΩ ΧΡΕΟΥΣ & ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΠΕΛΑΤΗ- ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΕ ΜΕΤΡΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

«ΑΠΟΚΟΠΕΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΦΟΡΕΣ ΛΟΓΩ ΧΡΕΟΥΣ ΠΑΡΟΧΩΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΛΟΓΩ ΧΡΕΟΥΣ & ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΠΕΛΑΤΗ- ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΕ ΜΕΤΡΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ» ιεύθυνση Περιφέρειας Μακεδονίας Θράκης Περιοχή Δυτικής Θεσσαλονίκης Αισώπου 20, 546 27 Θεσσαλονίκη «ΑΠΟΚΟΠΕΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΦΟΡΕΣ ΛΟΓΩ ΧΡΕΟΥΣ ΠΑΡΟΧΩΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΛΟΓΩ ΧΡΕΟΥΣ & ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΠΕΛΑΤΗ-

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΙΤΙΑΣΕΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΙΤΙΑΣΕΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΙΤΙΑΣΕΩΝ 1. Αντικείμενο Σύμφωνα με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 89/05.04.2016 της Τράπεζας της Ελλάδος με τίτλο «Εξέταση αιτιάσεων από ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές» (Φ.Ε.Κ. υπ.

Διαβάστε περισσότερα

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important Avis juridique important 31987L0344 Οδηγία 87/344/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1987 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την ασφάλιση νομικής προστασίας

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΟΜΗΣΗΣ, ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ & ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ. Βικέλα 4, Τ.Κ , Βέροια. Γραμματεία: , Fax:

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΟΜΗΣΗΣ, ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ & ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ. Βικέλα 4, Τ.Κ , Βέροια. Γραμματεία: , Fax: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΗΜΑΘΙΑΣ Βέροια, 4-07-2018 ΓΡΑΦΕΙΟ : ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ * : ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ?: ΤΗΛΕΦΩΝΟ (: Fax: e-mail: Δ3 Βικέλα 4, 591 32 Βέροια B. Καραγκιόζογλου Χ. Σαπλαχίδου 2331050589 23313 50611 23310

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΜΗΜΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κεφάλαιο πρώτο

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΜΗΜΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κεφάλαιο πρώτο ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΜΗΜΑ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κεφάλαιο πρώτο Σελ. 1. Ασφάλιση και ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο... 1 1.1. Έννοιες... 1 1.1.Α. Το ασφαλιστικό δίκαιο... 1 1.1.Β. Ειδικότερα: Το δίκαιο της ασφαλιστικής

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ 2011-2012 ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ 2011-2012 ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ) ΕΠΙ ΧΕΙΡ Η ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ 2011-2012 ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ) ΜΑΤΙ ΚΟ ΤΗ ΤΑ Το έργο υλοποιείται στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράµµατος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση»

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 Π.Δ. 190/2006 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΣΑΣ. Η επιχείρηση με την επωνυμία «ΒΕΣΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΟΥ

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 Π.Δ. 190/2006 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΣΑΣ. Η επιχείρηση με την επωνυμία «ΒΕΣΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 Π.Δ. 190/2006 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΣΑΣ 1.ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Η επιχείρηση με την επωνυμία «ΒΕΣΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ», (χάριν συντομίας ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑΚΗΡΥΞΗ Ν/ 50130/ ΦΥΛΑΞΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Ε ΡΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΡΗΤΗΣ ΤΗΣ Ν ΣΥΜΒΑΣΗ Ν/

ΙΑΚΗΡΥΞΗ Ν/ 50130/ ΦΥΛΑΞΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Ε ΡΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΡΗΤΗΣ ΤΗΣ Ν ΣΥΜΒΑΣΗ Ν/ ιεύθυνση ιαχείρισης Νησιών Υπηρεσίες Κρήτης - Ρόδου Οδός Καστοριάς Κατσαµπάς 713 07 Ηράκλειο Κρήτης Τ.Θ. 1168, 711 10 Ηράκλειο ΙΑΚΗΡΥΞΗ Ν/ 50130/12.05.2015 ΦΥΛΑΞΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Ε ΡΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΡΗΤΗΣ ΤΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Γιατί ν ασφαλιστώ; Τι είναι και πως λειτουργεί η ασφάλιση;

Γιατί ν ασφαλιστώ; Τι είναι και πως λειτουργεί η ασφάλιση; Γιατί ν ασφαλιστώ; Η απάντηση είναι απλή. Σου την προσφέρουν καθημερινά οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση. Τροχαία ατυχήματα, εργατικά ατυχήματα, πυρκαγιές, κλοπές, πλημμύρες, σεισμοί, αεροπορικά

Διαβάστε περισσότερα

«Η προστασία του ασφαλισμένου ως καταναλωτή: δυνατότητες και ελλείμματα»

«Η προστασία του ασφαλισμένου ως καταναλωτή: δυνατότητες και ελλείμματα» ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Διπλωματική εργασία Β έτους με θέμα: «Η προστασία του ασφαλισμένου ως

Διαβάστε περισσότερα

Working Paper. Title: «Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας» Georgios K. Karametos

Working Paper. Title: «Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας» Georgios K. Karametos Working Paper Title: «Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας» Georgios K. Karametos Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας Του Γεωργίου Κ. Καραμέτου Φοιτητή Νομικής Του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου Abstract-Summary

Διαβάστε περισσότερα

16SYMV

16SYMV Αθήνα, 15/02/2016 Αρ. Πρωτ:4473 Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας Σύμβαση παροχής υπηρεσιών για την προβολή των κοινών θέσεων του ΤΕΕ και των λοιπών επιστημονικών φορέων στους Μηχανικούς και την κοινή γνώμη

Διαβάστε περισσότερα

Κατευθυντήριες γραμμές για τα όρια των συμβάσεων

Κατευθυντήριες γραμμές για τα όρια των συμβάσεων EIOPA-BoS-14/165 EL Κατευθυντήριες γραμμές για τα όρια των συμβάσεων EIOPA Westhafen Tower, Westhafenplatz 1-60327 Frankfurt Germany - Tel. + 49 69-951119-20; Fax. + 49 69-951119-19; email: info@eiopa.europa.eu

Διαβάστε περισσότερα

Καταχρηστικές ρήτρες σε συµβάσεις: Τι πρέπει να προσέχουν οι αγοραστές ακινήτων

Καταχρηστικές ρήτρες σε συµβάσεις: Τι πρέπει να προσέχουν οι αγοραστές ακινήτων 24 Οκτωβρίου 2018 Καταχρηστικές ρήτρες σε συµβάσεις: Τι πρέπει να προσέχουν οι αγοραστές ακινήτων Χαράλαµπος Ρούσος Αναπληρωτής ιευθυντής Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή Κυπριακή ηµοκρατία Περιεχόµενα παρουσίασης:

Διαβάστε περισσότερα

16SYMV

16SYMV Αθήνα, 11/08/2016 Αρ. Πρωτ: 19851 Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας Σύμβαση παροχής υπηρεσιών με απευθείας ανάθεση για τη νομική υποστήριξη του ΤΕΕ σε διενεργούμενο έλεγχο από την Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου

Διαβάστε περισσότερα

Κάλυψη Πολεμικών Κινδύνων

Κάλυψη Πολεμικών Κινδύνων ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΕΝΙΑΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΝΑΥΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗ Καθηγητής: Κος Δ. Χριστοδούλου Φοιτητής: Στέφανος Μιχαηλίδης Ηµεροµηνία:

Διαβάστε περισσότερα

αναφέρεται στη Σελίδα Ειδικών Στοιχείων του Ασφαλιστηρίου ή σε σχετική Πρόσθετη Πράξη.

αναφέρεται στη Σελίδα Ειδικών Στοιχείων του Ασφαλιστηρίου ή σε σχετική Πρόσθετη Πράξη. ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ ΛΟΓΩ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ 1. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΟΡΟΙ To Συμπληρωματικό αυτό Συμβόλαιο αποτελεί μέρος του Βασικού Ασφαλιστηρίου στο οποίο είναι προσαρτημένο. Ισχύει

Διαβάστε περισσότερα

Γενικοί και Ειδικοί Όροι Κάλυψης Νοµικής Προστασίας (Ολοκληρωµένης ).

Γενικοί και Ειδικοί Όροι Κάλυψης Νοµικής Προστασίας (Ολοκληρωµένης ). Γενικοί και Ειδικοί Όροι Κάλυψης Νοµικής Προστασίας (Ολοκληρωµένης ). ΙΣΧΥΟΥΝ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΚΛΑ ΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΕΙ ΙΚΟΥΣ ΟΡΟΥΣ. Σε οποιαδήποτε περίπτωση ο ασφαλισµένος

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Ο θεσμός της υπερασφάλισης στο ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο, με ιδιαίτερη αναφορά στη θαλάσσια ασφάλιση Διπλωματική

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Αναφορών 1.9.2009 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Αναφορά 0586/2005, του Ιωάννη Βουτινόπουλου, ελληνικής ιθαγένειας, σχετικά με εικαζόμενες παράνομες χρηματιστηριακές συναλλαγές

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠ. ΑΡΙΘ. Στην Καβάλα σήμερα την 21 Ιανουαρίου του έτους 2016, οι πιο κάτω συμβαλλόμενοι: Αφενός

ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠ. ΑΡΙΘ. Στην Καβάλα σήμερα την 21 Ιανουαρίου του έτους 2016, οι πιο κάτω συμβαλλόμενοι: Αφενός ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠ. ΑΡΙΘ Στην Καβάλα σήμερα την 21 Ιανουαρίου του έτους 2016, οι πιο κάτω συμβαλλόμενοι: Αφενός Το Γενικό Νοσοκομείο Καβάλας που εδρεύει στην Καβάλα, και εκπροσωπείται νόμιμα για την υπογραφή της

Διαβάστε περισσότερα

ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ (Αφορά Διακηρύξεις για σύναψη Συμβάσεων Παροχής Υπηρεσιών)

ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ (Αφορά Διακηρύξεις για σύναψη Συμβάσεων Παροχής Υπηρεσιών) ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ - ΘΡΑΚΗΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ : ΔΠΜ-Θ/ΤΥ/7/2017 Για την ανάδειξη Αναδόχου για τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ» «ΦΥΛΑΞΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Σύμβαση εκπόνησης ειδικής αναλογιστικής μελέτης, ποσού έξι πεντακοσίων ευρώ (6.500,00 ) πλέον Φ.Π.Α

Σύμβαση εκπόνησης ειδικής αναλογιστικής μελέτης, ποσού έξι πεντακοσίων ευρώ (6.500,00 ) πλέον Φ.Π.Α Αθήνα, 03.04.2018 Αρ. Πρωτ. 9537 Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας Σύμβαση εκπόνησης ειδικής αναλογιστικής μελέτης, ποσού έξι πεντακοσίων ευρώ (6.500,00 ) πλέον Φ.Π.Α χιλιάδων Στην Αθήνα σήμερα, 03/04/2018,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΥΧΟΣ 3 ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟΥ

ΤΕΥΧΟΣ 3 ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟΥ ΤΕΥΧΟΣ 3 ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔAΠΜ 41701 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΩΝ ΣΤΗΝ ΑΔΜΗΕ ΑΕ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Άρθρο 1 - Τεύχη της Σύμβασης Άρθρο 2 - Αντικείμενο Σύμβασης Άρθρο

Διαβάστε περισσότερα

PRODUCT PROFILE ΕΊΣΠΡΑΞΗ ΛΗΞΙΠΡΌΘΕΣΜΩΝ ΑΠΑΙΤΉΣΕΩΝ

PRODUCT PROFILE ΕΊΣΠΡΑΞΗ ΛΗΞΙΠΡΌΘΕΣΜΩΝ ΑΠΑΙΤΉΣΕΩΝ PRODUCT PROFILE ΕΊΣΠΡΑΞΗ ΛΗΞΙΠΡΌΘΕΣΜΩΝ ΑΠΑΙΤΉΣΕΩΝ Η συστηματική, μεθοδική και στρατηγικά σχεδιασμένη προσέγγιση που ακολουθούν τα καταρτισμένα στελέχη της εταιρίας μας, αποτελεί το καθοριστικό στοιχείο

Διαβάστε περισσότερα

16SYMV

16SYMV Αθήνα, 28/06/2016 Αρ. Πρωτ: 16077 Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας Σύμβαση για τη δημιουργία πιστών αντιγράφων από ηλεκτρονικό εξοπλισμό της Τράπεζας Πληροφοριών του ΤΕΕ (7.200,00 ) πλέον Φ.Π.Α Στην Αθήνα

Διαβάστε περισσότερα

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002 ΠολΠρωτΑθ 528/2002 Προστασία καταναλωτή. Προστασία προσωπικών δεδομένων. Τράπεζες. Συλλογική αγωγή. Ενώσεις καταναλωτών. Νομιμοποίηση. (..) Ι. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των αρ. 4 παρ. 2, 6, 12 παρ.

Διαβάστε περισσότερα

Κλάδος Γενικής Αστικής Ευθύνης Προγράμματα Επαγγελματικής Αστικής Ευθύνης

Κλάδος Γενικής Αστικής Ευθύνης Προγράμματα Επαγγελματικής Αστικής Ευθύνης Κλάδος Γενικής Αστικής Ευθύνης Προγράμματα Επαγγελματικής Αστικής Ευθύνης 2 Περιεχόμενα 01 Επαγγελματική Αστική Ευθύνη Επαγγελματική Αστική Ευθύνη Λογιστών...04 Επαγγελματική Αστική Ευθύνη Διαμεσολαβούντων...06

Διαβάστε περισσότερα

16SYMV

16SYMV Αθήνα, 15/02/2016 Αρ. Πρωτ:4472 Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας Σύμβαση παροχής υπηρεσιών για την ενημέρωση των μελών του ΤΕΕ και της κοινής γνώμης σχετικά με τις κοινές θέσεις του ΤΕΕ και των λοιπών επιστημονικών

Διαβάστε περισσότερα

E.E. Παρ. I (I), Αρ. 2721, Ν. 5ί(Ι)/92

E.E. Παρ. I (I), Αρ. 2721, Ν. 5ί(Ι)/92 E.E. Παρ. I (I), Αρ. 2721, 3.7.92 799 Ν. 5ί(Ι)/92 Ο περί Ρύθμισης των Σχέσεων Εμπορικού Αντιπροσώπου και Αντιπροσωπεύαμε νου Νόμος του 1992 εκδίδεται με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής

Διαβάστε περισσότερα

ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1. Γενικοί Όροι Ασφάλισης 2. Γενικοί Όροι Ασφαλιστηρίων Συµβολαίων 3. Ειδικότερο περιεχόµενο Ασφαλιστηρίων Συµβολαίων 3.1 Ασφάλιση Αστικής Ευθύνης του Αναδόχου έναντι Τρίτων

Διαβάστε περισσότερα

Για όλους τους ανωτέρω κινδύνους εφαρμόζονται οι Γενικοί Όροι Ασφάλισης που επισυνάπτονται.

Για όλους τους ανωτέρω κινδύνους εφαρμόζονται οι Γενικοί Όροι Ασφάλισης που επισυνάπτονται. ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Για όλους τους ανωτέρω κινδύνους εφαρμόζονται οι Γενικοί Όροι Ασφάλισης που επισυνάπτονται. ΕΙΔΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Για όλους τους ανωτέρω κινδύνους εφαρμόζονται κατά πρόγραμμα ειδικά

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΥΧΟΣ ΣΤ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ

ΤΕΥΧΟΣ ΣΤ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΙΚΤΥΟΥ ΙΑΚΗΡΥΞΗ -208 ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ: «ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟΥ - ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ( ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ) ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΗΛΕΜΕΤΡΗΣΗΣ ΜΕΣΗΣ ΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Ανακοίνωση. Απάντηση σε ερώτημα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Αρ. Πρωτ. 3945/ )

Ανακοίνωση. Απάντηση σε ερώτημα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Αρ. Πρωτ. 3945/ ) Ανακοίνωση Απάντηση σε ερώτημα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Αρ. Πρωτ. 3945/12.10.2016) Σε απάντηση ερωτημάτων που περιλαμβάνονται στην από 12.10.2016 επιστολή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με Αρ. Πρωτ. 3945,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Ι. Ενοποίηση του ευρωπαϊκού δικαίου.. 1 1. Ο εθνικός χαρακτήρας του αστικού δικαίου 1 2. Προώθηση της ενοποιήσεως μέσω της Ευρωπαϊκής Ενώσεως...

Διαβάστε περισσότερα

ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΑΟΠΡΑΞΙΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ουρανία Χατζηνικολάου-Αγγελίδου Σταματία Κορδή- Αντωνοπούλου Νικόλαος Ελευθεριάδης ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΑΓΓΕΛΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ Στην Αθήνα σήμερα την 12η του μήνα Σεπτεμβρίου του έτους 2014 μεταξύ των συμβαλλομένων αφ ενός μεν του στην Αθήνα (Ακαδημίας αριθμ. 22) εδρεύοντος Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Διεύθυνση Περιφέρειας Μακεδονίας-Θράκης ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠ ΑΡΙΘ:.. Αρ. SAP: Α.Δ.Α.Μ.:. Ανάδειξη Αναδόχων με ανοιχτή διαδικασία, για: 1. Εκτέλεση εργασιών κλαδεμάτων ή κοπής δέντρων που γειτνιάζουν

Διαβάστε περισσότερα