ΘΕΜΑ: «Η επίδραση της εξάρτησης από τις ναρκωτικές ουσίες στον καταλογισμό του δράστη»

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΘΕΜΑ: «Η επίδραση της εξάρτησης από τις ναρκωτικές ουσίες στον καταλογισμό του δράστη»"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Β ΕΤΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ( ) ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΠΟΥΛΟΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: ΙΩ Ε. ΚΑΡΟΛΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: «Η επίδραση της εξάρτησης από τις ναρκωτικές ουσίες στον καταλογισμό του δράστη» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2007

2 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 5 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: 1. Ο ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΟΙΝΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ ΣΕ ΕΝΟΧΗ ΤΟΥ (άρθρο 14 παρ. 1 ΠΚ) ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΞΕΝΗΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟ ΦΡΟΝΗΜΑ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ ΚΑΙ Ο ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΕ ΕΝΟΧΗ ΑΥΤΟΥ Η ΝΟΜΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟ ΚΑΙ Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ Η ΑΜΙΓΩΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ Η ΑΜΙΓΩΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ Η ΜΙΚΤΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΑ ΠΟΙΝΙΚΟ ΝΟΜΟΘΕΤΗ OI ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ ΤΙΘΕΜΕΝΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟ ΟΙ ΒΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟ ΑΝΗΛΙΚΟΤΗΤΑ ΚΩΦΑΛΑΛΙΑ ΤΑ ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 34 ΠΚ «H ΝΟΣΗΡΗ ΔΙΑΤΑΡΑΞΗ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ» Η ΔΙΑΤΑΡΑΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ Η ΤΟΞΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ 24 1

3 1.5.2 ΟΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟ Η ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ ΑΠΟ ΝΑΡΚΩΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΑΔΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ 27 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: 2.1. Η ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ, ΤΗΣ ΑΝΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΘΙΣΜΟΥ ΣΕ ΝΑΡΚΩΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ Ή ΦΥΣΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗ Η ΨΥΧΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗ Η ΑΝΟΧΗ Ο ΕΘΙΣΜΟΣ Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥΣ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΝΕΥΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΔΙΕΓΕΡΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΝΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΙΟΓΟΝΑ ΚΑΝΑΒΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΟΥΣΙΕΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΒΙΑΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΨΥΧΟΔΡΑΣΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ Ο ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΣ ΧΡΗΣΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ 2

4 [ν. 1729/1987 και ήδη Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)] Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Α ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ 4 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 13 Ν. 1729/1987 [και ήδη άρθρου 30 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)] ΟΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ Β ΚΑΙ Γ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ 4 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 13 Ν. 1729/1987 [και ήδη άρθρου 30 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)] Η ΝΟΜΙΚΗ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5 ΠΑΡ. 1 ΠΕΡ. Β, ΣΤ, Ζ, Η, Ι ΚΑΙ ΙΒ ν. 1729/1987 [άρθρο 20 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)], ΟΤΑΝ ΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟ ΧΡΗΣΤΗ ΚΑΙ Ο ΝΟΜΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΤΩΝ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΩΝ ΧΡΗΣΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΖΩΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΘΩΝ ΣΥΡΡΟΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΗΣΗΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ (ΑΡΘΡΟ 10 Ν. 1729/1987) ΜΕ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ ΕΞ ΑΜΕΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΕΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ Κ.Ο.Κ., Κ.Δ.Ν.Δ. ΚΑΙ Κ.ΑΕΡ.Δ Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΕΛΑΤΤΩΜΕΝΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ ΣΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ 56 3

5 3. Η ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΝΑΡΚΩΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ Η ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ (άρθρο 13 παρ. 2 εδ. α και 3 ν. 1729/1987 [άρθρο 30 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)] και 200 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ) Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ Ο ΔΡΑΣΤΗΣ ΗΤΑΝ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΣ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ Η ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ Η ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 65 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ 67 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Ι,ΙΙ,ΙΙΙ) 70 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ 4

6 ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Αναμφίβολα το πρόβλημα των ναρκωτικών σήμερα μαστίζει ολόκληρο τον κόσμο, χωρίς να γνωρίζει σύνορα, ηλικίες, κοινωνικές τάξεις και θρησκείες. Άλλους τους ταλανίζει ως προσωπικό βίωμα, για άλλους αποτελεί απλώς πληροφορία της υπάρχουσας κοινωνικής κατάστασης στα κεντρικά δελτία των ειδήσεων και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, άλλους ως αυτόπτεις μάρτυρες πράξεων ανθρώπων που οδηγούται από την αρρώστια τους αυτή σε κοινωνική, οικονομική, σωματική και ψυχολογική εξαθλίωση, τελούν υπό την επήρεια των ναρκωτικών ουσιών ή υπό την επήρεια της στέρησής τους πράξεις βίας και προσβολής εννόμων αγαθών, φτάνουν μέχρι και στο φόνο συγγενών, και άλλους ως προσποριζόμενους εισόδημα από το εμπόριο των ναρκωτικών είτε ως έμποροι και διακινητές είτε ως εργαζόμενοι, στις χώρες του τρίτου κόσμου σε καλλιέργειες, φυτώρια και μονάδες παραγωγής και παρασκευής ναρκωτικών ουσιών. Τα αίτια για τη λήψη των ναρκωτικών είναι πολλά, κοινωνικά, οικονομικά, ψυχολογικά κλπ. Η επιλογή του ανθρώπου, για το αν τελικά θα επιλέξει το δρόμο προς το θάνατο είναι διπλή: σε ένα πρώτο επίπεδο, εάν θα μπει στη διαδικασία να τα δοκιμάσει, προκειμένου να «ξεφύγει» από το καθημερινό άγχος και την αποξένωση και σε ένα δεύτερο επίπεδο, όπου πλέον οι αντιστάσεις του είναι προφανώς κατά πολύ εξασθενημένες, εάν θα αποφασίσει μόνος με τη βοήθεια ειδικών να ξεφύγει. Η πραγματικότητα, όπως καθένας τη ζει σήμερα, βρίσκεται γύρω μας, στο δρόμο, στα μαγαζιά διασκέδασης, στις αίθουσες των δικαστηρίων, στους φίλους, στους γνωστούς μας ίσως και στην ίδια μας την οικογένεια 1. Ωστόσο, η διδαχή περί αντιμετώπισης του εξαρτημένου ως αρρώστου, δυστυχώς δεν έχει τα αποτελέσματα που θα έπρεπε. Ο εξαρτημένος έχει το προφίλ του εγκληματία, του ανθρώπου που σίγουρα θα βλάψει, θα κλέψει και θα σκοτώσει, χωρίς να κρίνεται ως άλογος και πολλές φορές παράφρων, λόγω της αποδιοργάνωσης της προσωπικότητάς του 1 Βλ. Ετήσια Έκθεση του ΕΚΤΠΝΤ για την κατάσταση των ναρκωτικών και των οινοπνευματωδών στην Ελλάδα 2006, Προβληματική χρήση και χαρακτηριστικά των εξαρτημένων χρηστών σε Παράρτημα ΙΙΙ της παρούσας. 5

7 από την κατανάλωση των διαφόρων ουσιών. Και δη αυτό αμέσως αποδεικνύεται και από τη συμπεριφορά του κάθε συγκοινωνού του: αδιαφορία, αποκλεισμός και περιθωριοποίηση και σε επίπεδο κοινωνίας και σε επίπεδο κράτους και θεσμών. Αντικείμενο της παρούσας αποτελεί η επίδραση της εξάρτησης από τις ναρκωτικές ουσίες στον καταλογισμό του δράστη. Για την επίτευξη της πληρότητας της εργασίας, θεωρήθηκε από τη γράφουσα αναγκαίο να επιχειρηθεί πρώτα μία προσέγγιση της έννοιας του καταλογισμού και κατόπιν της έννοιας της εξαρτήσεως, ο τρόπος διάγνωσής της από τη δικαιοσύνη σε σύμπραξη με τους ειδικούς προς τούτο επιστήμονες, και της επίδρασής της στην ενοχή του δράστη με τις συνεπαγόμενες νομικές συνέπειες. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: 1. Ο ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΟΙΝΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ ΣΕ ΕΝΟΧΗ ΤΟΥ (άρθρο 14 παρ. 1 ΠΚ): Σύμφωνα με το άρθρo 14 παρ.1 ΠΚ, η πράξη καταλογίζεται στον δράστη της μόνον, όταν αυτός ελεύθερα και συνειδητά επέλεξε το βλαπτικό κοινωνικό αποτέλεσμα που τυποποιείται στον Ποινικό Νόμο, όταν δηλαδή ελεύθερα και συνειδητά επέλεξε το άδικο. Ο νομοθέτης δίδει στον καταλογισμό την έννοια της απόδοσης της ευθύνης στο δράστη για την αξιόποινη πράξη, την οποία τέλεσε, και έτσι θεμελιώνεται η ενοχή του για την αντίστοιχη πράξη. Βασιζόμενος, λοιπόν, ο έλληνας ποινικός νομοθέτης στην βασική αρχή του ποινικού μας δικαίου nulla poena sine culpa, θεωρεί ότι η ποινή τότε μόνο έχει δικαίωση, όταν ο δράστης της αξιόποινης πράξης μπορούσε να πράξει διαφορετικά και σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο και συνάμα θέτει στον ποινικό νόμο τις προϋποθέσεις εκείνες, που όταν συντρέχουν, η πράξη δε μπορεί να καταλογιστεί σε ενοχή του δράστη της. Στην ελληνική θεωρία υποστηρίζεται ομόφωνα, ότι το υποκείμενο της πράξης πρέπει να είναι σε θέση α) να αξιολογήσει την πράξη του και β) ελεύθερο να την επιλέξει. Κατά συνέπεια, ο καταλογισμός είναι μια αξιολογική κρίση με υπόβαθρο οντολογικό, το οποίο συνίσταται στην πλήρωση της οικείας 6

8 υποκειμενικής υπόστασης του συγκεκριμένου εγκλήματος (υπαιτιότητα), ενώ το αξιολογικό στοιχείο βρίσκεται στη «συνείδηση του αδίκου» (με την ευρεία του όρου έννοια) από πλευράς του δράστη (και εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία του καταλογισμού). Στα πλαίσια της αξιολόγησης του υποκειμενικού σκέλους της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ο καταλογισμός σε ενοχή του δράστη, αποτελεί «την απόδοση μιας συνέπειας (ενός νομικού δέοντος) σε μία πραγματική κατάσταση, τυποποιημένη στην αφηρημένη «στιγμή» της ως προϋπόθεση αυτής της συνέπειας 2» ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΞΕΝΗΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ 3 : Περίπου στις αρχές της περιόδου της αναγεννήσεως συναντούμε για πρώτη φορά την πραγμάτωση του αξιώματος της ενοχής στην Carolina 4 του 1532 (ποινικός νόμος του Κarl V με βάση την Constitutio Criminalis Barmbergensis), όπου γίνεται δεκτό ότι η τυχαία βλάβη των άλλων δε μπορούσε πλέον να επισύρει ποινή και ότι το αξιόποινο προϋποθέτει κατά βάση τον δόλο και κατ εξαίρεση την αμέλεια και καθίσταται ως προϋπόθεση της ποινής η υπαίτια συμπεριφορά και το αξίωμα της ενοχής συνδέεται με την ποινική ευθύνη. Την περίοδο του 17 ου αιώνα η επιστήμη περνά από το κοινό δίκαιο στο φυσικό δίκαιο, το οποίο βλέπει τον πραγματικό λόγο του δικαίου στη φύση του ανθρώπου και την υπευθυνότητα αυτού και έτσι η ποινική μέθοδος αναπροσανατολίζεται και απομακρύνεται από τη νομική σκέψη του μεσαίωνα. 2 Παρασκευόπουλου Ν., Η συνταγματική διάσταση του αδίκου και της ενοχής, Υπερ 1993, σελ επ. 3 Βλ. Κοτσαλή Λ., Η ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό, Ποινικά 32, εκδ. Σάκκουλα 1990, σελ. 10 επ. 4 Constitutio Criminalis Carolina (CCC), έργο του δικαστή Johann Freiherr von Schwarzenberg und Hohenlandsberg, σε Κουράκη Ν., Ποινική Καταστολή, 1985, σελ

9 Στα πλαίσια της ως άνω θεώρησης του δικαίου, ο Pudendorf 5 ( ), ως ένας από τους κύριους εκφραστές του, μιλάει για την imputativas (διδασκαλία περί δυνατότητας καταλογισμού) και την υπευθυνότητα του ανθρώπου που στηρίζεται πάνω στο αξίωμα της ελευθερίας της βούλησης, είναι δε από τους πρώτους που «φώτισε τους πιο βαθείς λόγους της ανθρώπινης ευθύνης απέναντι στο δίκαιο και την πολιτεία που τιμωρεί» 6, επισημαίνοντας τη σχέση της ανθρώπινης πράξης με τη βούληση και το νου, καθώς και τις αντικειμενικές- ηθικές αξίες του πράξαντα, οπότε στη φυσική διάστασή της (σωματικά και ψυχικά στοιχεία αυτής) προστίθεται και μία ηθική διάσταση που προκύπτει από τη σύμπτωση ή την αντίθεση στον κανόνα δικαίου. Γίνεται λόγος πλέον για μία action moralis (action humana που αναδύεται από το μυαλό και τη βούληση με υπέρτατη αρχή την ελευθερία ως ηθικό δεσμό με έναν υπερκείμενο κανόνα), η οποία μπορεί να καταλογιστεί σε ενοχή του δράστη ή να λειτουργήσει προς όφελός του. Προϋπόθεση για τα παραπάνω αποτελεί η ελευθερία της βούλησης, υπό την έννοια ότι ο δράστης είναι υπεύθυνος για εκείνες τις πράξεις που είχε την ελευθερία να αποφασίσει για το εάν θα τις τελέσει ή όχι, ενώ με βάση τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ελευθερία καθορίζεται και η έκταση της ικανότητας για καταλογισμό και το ύψος της ποινής. Μέχρι και το πρώτο μισό του 19 ου αιώνα η διδασκαλία του Pudendorf παρέμεινε κρατούσα μέχρι και τον Paul Anselm v. Feuerbach ( ), δημιούργημα του οποίου υπήρξε ο βαυαρικός ποινικός κώδικας του 1813, νομοθέτημα στο οποίο στηρίχτηκε και ο ελληνικός ποινικός νόμος του Ο Feuerbach 8 στηριζόμενος στον Κant που είχε αιτιολογήσει την υπευθυνότητα του ανθρώπου με τη διδασκαλία του νοητικού (υποταγμένου στο νόμο της αιτιότητας) και του ιδεατού (που ανήκει στην ελευθερία) χαρακτήρα του ανθρώπου (Kant, 5 Βλ. Κοτσαλή Λ., ο.π. σελ. 14, υποσημ. 48, ο οποίος παραπέμπει για τη διδασκαλία του Pudendorf σε Schmidt E., Einfuehrung in die Geschichte der Deutschen Strafrechtspflege,1955, σελ Βλ. Κοτσαλή Λ., ο.π. σελ. 14, υποσημ. 49, ο οποίος παραπέμπει για τη διδασκαλία του Pudendorf σε Schmidt E., ο.π., σελ Βλ. Κοτσαλή Λ., ο.π. σελ. 22, υποσημ. 88, ο οποίος παραπέμπει σε Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τεύχος Α, 1974, σελ. 34 και Κουράκη Ν., ο.π. σελ. 159, Βλ. Κοτσαλή Λ. ο.π. σελ. 22, υποσημ. 90, ο οποίος παραπέμπει σε Feuerbach, L.B. des peinlichen Rechts, 1828, par. 1 επ. 8

10 Kritik der reinen Vernunft), μιλάει για την ελευθερία στο χώρο της ηθικής, «για την πολιτεία έχει σημασία μόνο το σύνολο της εξωτερικής πράξης και ποτέ ο ηθικός ή ανήθικος χαρακτήρας του φρονήματος του πράττοντος». Με την υιοθέτηση της θεωρίας αυτής, εγκαταλείφθηκε η θεωρία της προσωπικής ενοχής με την έννοια της προσωπικής ελευθερίας του «άλλως δύνασθαι» και η επιστήμη περνά στην εποχή του ψυχολογικού καταναγκασμού, όπου με την απειλή της ποινής αποσκοπείται η αποτροπή της εμφανίσεως της εγκληματικής απόφασης. Κατά συνέπεια η ικανότητα για καταλογισμό γίνεται συνώνυμη με την ικανότητα για εκφοβισμό και εκπίπτει η ποινή εναντίον ενός ανθρώπου που δεν είναι δυνατόν μέσω της απειλής του ποινικού δικαίου να αποτραπεί από την πράξη του. Ωστόσο, η θεωρία έστρεψε ξανά την άποψή της προς την ανθρώπινη ελευθερία επιλογής, η οποία έγινε και πάλι έρεισμα της ικανότητας για καταλογισμό. Στο ελληνικό ποινικό δίκαιο η ικανότητα για καταλογισμό δεν καθορίζεται θετικά, όπως αναφέρει και ο Ανδρουλάκης 9, «η ικανότητα για καταλογισμό δεν είναι πράγματι κάτι θετικό που θα πρέπει να διαπιστώνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά έγκειται στην απουσία (κατά βάση έκτακτων και εξαιρετικών) λόγων στο πρόσωπο του δράστη, των οποίων η συνδρομή θα συνεπαγόταν το ακαταλόγιστο της συγκεκριμένης πράξης σε ενοχή, είναι δηλαδή κατ ορθή διατύπωση μη- ανικανότητα προς καταλογισμό». Τόσο ο Ποινικός Νόμος του 1834 όσο και ο ισχύων Ποινικός Κώδικας του 1950 αναφέρουν τους λόγους που αποκλείουν την ικανότητα για καταλογισμό χρησιμοποιώντας πάντα τη μικτή μέθοδο, με εξαίρεση τις περιπτώσεις της ανηλικότητας για τον καθορισμό του σταδίου της απόλυτης ποινικής ανηλικότητας και της κωφαλαλίας για τον καθορισμό της ελαττωμένης ικανότητας για καταλογισμό, όπου η μέθοδος διάγνωσης είναι αμιγώς βιολογική. Η διαφορά του ποινικού νόμου του 1834 σε σχέση με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα βρίσκεται στην περίπτωση της διατάραξης της συνείδησης, όπου 9 Ανδρουλάκη Ν., Ποινικο Δίκαιο, Γενικό Μέρος, εκδ. Σάκκουλα, σελ

11 ο τότε ποινικός νομοθέτης αξίωνε αυτή να είναι αναίτια, για να αρθεί ή να ελαττωθεί ο καταλογισμός του δράστη. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 81 του Ποινικού Νόμου, για να τιμωρηθεί κάποιος για την αξιόποινη πράξη που τέλεσε, έπρεπε να είναι δυνατόν να του καταλογισθεί, ήτοι να είχε συνείδηση περί αδίκου της πράξης του και ελεύθερη βούληση. Στο άρθρο 86 παρ. 1 ο ποινικός νομοθέτης δέχεται ότι «πράξις τις δεν δύναται να καταλογισθεί εις εκείνους, οίτινες εξετέλεσαν ταύτην ενώ δεν ήσαν κύριοι της χρήσεως του λογικού». Στην παράγραφο 2 αναφέρονται οι περιπτώσεις που εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία, ήτοι όσοι πάσχουν: «1. Από μανίαν, καθολική ή μερικήν παραφροσύνην, ή εν γένει από οποιαδήποτε βλάβην του νου ή ψυχικήν ασθένειαν, αποκλείουσαν παντάπασι την ελευθέραν του λόγου χρήσιν, 2. Όσοι εκ βλακείας δεν δύνανται να κρίνουσι ορθώς των πράξεών τους τας συνέπειας, ή να κατανοησουσι το αξιόποινον αυτών. 3. Όσοι από ασθένειαν του γήρατος απέβαλον του νου των την χρήσιν. 4. Όσοι εξετέλεσαν πράξιν εις κατάστασιν αναιτίου συγχύσεως των αισθήσεων ή του νού, καθ ήν δεν ηδύνατο να έχωσι συνείδησιν της πράξεώς των ή του αξιοποίνου αυτής» Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ: Ο καταλογισμός κατά το Ποινικό μας Δίκαιο αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιας του εγκλήματος, όπως αυτό τυποποιείται στο άρθρο 14 ΠΚ, και αναγκαία προϋπόθεση επιβολής της ποινής στον τελικά καταλογιστό δράστη, η οποία ποινή με τον τρόπο αυτό θεμελιώνεται αξιολογικά, μέσα στα πλαίσια της αιτιώδους σχέσης μεταξύ του αρνητικά αξιολογούμενου βλαπτικού αποτελέσματος της πράξης του κατηγορουμένου και της εξωτερικής αυτού συμπεριφοράς, συνεκτιμωμένων και των προσωπικών περιστάσεων αυτού κατά την τέλεση της αξιόποινης πράξης. σελ Λ. Σκαραγκά Δ., Εγκληματίας Ψυχασθενής, Ένας επικίνδυνος μύθος, εκδ. Ιανός 2002, 10

12 Στα πλαίσια της έννοιας της υποκειμενικής ευθύνης του δράστη, ο καταλογισμός ως αξιολογική κρίση έχει ως αντικείμενό του την ενοχή του δράστη της άδικης πράξης, ήτοι την ψυχική του στάση απέναντι στην πράξη του αυτή. Έτσι ο αρχικός καταλογισμός σε ενοχή του δράστη αναφέρεται στη γνώση και τη θέληση να πράξει ενάντια στις επιταγές του δικαίου και ο τελικός καταλογισμός αναφέρεται στην αξιολόγηση της αρχικά ένοχης βούλησης και αναζητείται στο αξιολογικό- συγκριτικό «τι θα μπορούσε ο δράστης να ξέρει και τι θα μπορούσε να θελήσει» και εν τέλει «τι θα μπορούσε να κάνει». Σ αυτό ακριβώς το σημείο, η επιστήμη και η νομολογία συσχετίζουν τη βλαπτική συμπεριφορά του δράστη με τα «μοντέλα» του θετικού δικαίου, και αποφαίνονται εάν η πράξη μπορεί αν συγχωρεθεί στο δράστη της ή όχι, στη δεύτερη περίπτωση η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται ως έγκλημα. Σύμφωνα με το Μανωλεδάκη 11 η ουσία του καταλογισμού βρίσκεται στη συνείδηση του αδίκου, το οποίο εμπεριέχει το στοιχείο της ψυχικής στάσης του δράστη απέναντι στην πράξη του και την αξιολογική δυνατότητα της επιλογής μίας άλλης συμπεριφοράς, με βάση την αξιολόγησή του περί δικαίου. Αντικείμενο του καταλογισμού αποτελεί η ενοχή για μεμονωμένη άδικη πράξη, ουσία της οποίας είναι η συνείδηση της προσβολής. Η αποδοκιμασία της προσβολής σε συνδυασμό με την ικανότητα για καταλογισμό, τη δυνατότητα αντίληψης και αποφυγής του αδίκου και την ικανότητα- δυνατότητα επιλογής θεμελιώνουν το αξιολογικό επίμεμπτο του δράστη ΤΟ ΦΡΟΝΗΜΑ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ ΚΑΙ Ο ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΕ ΕΝΟΧΗ ΑΥΤΟΥ: Σύμφωνα με την ελληνική θεωρία ως ενοχή (κατάσταση του ενεχόμενου σε κολάσιμη ή επιλήψιμη πράξη) ορίζεται το έμπρακτα εκδηλωμένο αντικοινωνικό φρόνημα Μανωλεδάκη Ι., Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Γενικού Μέρους, Δ, εκδ. Σάκκουλα, 1997, σελ. 562 επ. 12 Βλ. Παρασκευόπουλο Ν., Φρόνημα και καταλογισμός, εκδ. Σάκκουλα, 1987, σελ. 109, ο οποίος ορίζει το φρόνημα ως «τα στοιχεία εκείνα της προσωπικότητας του ατόμου που δείχνουν τη γενικότερη ψυχική στάση του απέναντι στις συνθήκες του κοινωνικού ανταγωνισμού, 11

13 Η προσωπική μομφή του δικαίου κατά του δράστη για τη συνειδητή επιλογή του αδίκου, ενώ γνώριζε τη σημασία αυτής της προσβολής, οφείλει να αποδίδεται για τη μεμονωμένη άδικη πράξη που τελέστηκε και όχι να προσδίδεται στο δράστη μία «εγκληματική ταυτότητα», όπως σημειώνει ο Κατσαντώνης. Στα πλαίσια του ελληνικού ποινικού δικαίου, το φρόνημα το οποίο εξετάζεται από τον εφαρμοστή του δικαίου είναι μόνον εκείνο, το οποίο εκδηλώθηκε κατά την τέλεση συγκεκριμένης πράξης, και όχι η γενικότερη αξιακή τοποθέτηση του δράστη απέναντι στις κοινωνικές και ηθικές αξίες και το γενικότερο δικαιοπολιτικό και κοινωνικό status 13. Βέβαια, καθώς το ίδιο το έγκλημα συνιστά εκδήλωση συγκεκριμένης προσωπικότητας και παρ ότι συνταγματικά απαγορεύεται η τιμώρηση του φρονήματος (άρθρ. 2 Σ για τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου) και η αρχή cogitationis poenam nemo partitur συνιστά μία από τις θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου, στο περιεχόμενο της ενοχής, αλλά και της ίδιας της πράξης, αναδιαμφισβήτητα κατά την αξιολογική κρίση του εφαρμοστή του δικαίου, και μάλιστα σε πλειάδα περιπτώσεων, αν όχι σε όλες, εμφιλοχωρούν και αξιολογήσεις της προσωπικότητας και του φρονήματος του κατηγορουμένου. Συγκεκριμένα, και σε αντικειμενικό πρώτα επίπεδο, ενδιαφέρει η σύνδεση της πράξης με την προσωπικότητα του δράστη, δηλαδή το περιεχόμενο της βούλησής του, που εξωτερικεύεται με την πράξη του και όχι η προσωπικότητά του καθ εαυτή. Για το λόγο αυτό και το ποινικό μας δίκαιο, δεν χαρακτηρίζει ως πράξεις τις αντανακλαστικές κινήσεις, στις οποίες δεν έχουμε εκδήλωση του ψυχικού κόσμου του δράστη, ενώ χαρακτηρίζει ως πράξεις τις παρορμητικές κινήσεις, τις πράξεις των ψυχασθενών, αλλά και την υπνοβασία, όπου υπάρχει η αυτή εκδήλωση. ειδικότερα του ανταγωνισμού που εκδηλώνεται στο επίπεδο των οικονομικών και γενετήσιων σχέσεων». 13 Ο Μανωλεδάκης σημειώνει σχετικά, ότι το ποινικό δίκαιο δεν ενδιαφέρουν οι πολιτικές πεποιθήσεις ενός δράστη π.χ. οικονομικού εγκλήματος, αλλά αντίθετα στα πλαίσια της επιμετρητικής ποινής και της εκτίμησης της προσωπικότητας του δράστη, ο δικαστής θα λάβει υπόψη του π.χ. τη διαρκή και βάναυση συμπεριφορά του συζύγου που τελικά προξενεί σημαντική σωματική βλάβη στη σύζυγό του. 12

14 Σε υποκειμενικό επίπεδο, η υπαιτιότητα δεν είναι κάτι άσχετο με την προσωπικότητα, αλλά συνιστά εκδήλωσή της, ενδεχομένως και στιγμιαία. Ο Ανδρουλάκης 14 σημειώνει ότι η προσωπικότητα του δράστη γίνεται αντικείμενο αποδοκιμασίας σε συγκεκριμένες εκδηλώσεις της και κατ εξαίρεση στο σύνολό της, όταν συγκροτεί έναν τρόπο ζωής του δράστη, ένα ρόλο αντικοινωνικό (άρθρα 305 και 407 ΠΚ) και στην περίπτωση της επιμέτρησης της ποινής, στο μέτρο που αυτή θεωρείται επικίνδυνη. Το ελληνικό Ποινικό Δίκαιο αποδέχεται την ύπαρξη της ελευθερίας και της προσωπικής ευθύνης. Επειδή όμως αυτό δεν μπορεί ή μπορεί πολύ δύσκολα in concreto να αποδειχτεί, γι αυτό ακριβώς και αναπτύχθηκε η έννοια του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η μομφή λοιπόν είναι προσωπική ως προς το αντικείμενό της, αλλά κοινωνική ως προς το κριτήριό της 15, καθώς σε κάθε περίπτωση, όπου εξετάζεται η «ανθρώπινη δυνατότητα» αποφυγής του αδίκου, συγκρίνουμε το συγκεκριμένο υποκείμενο, εκ των πραγμάτων, με το πλάσμα του μέσου κοινωνού, οπότε εμμέσως οδηγούμαστε σε αξιολόγηση του φρονήματός του 16. Ο Κοτσαλής υποστηρίζει ότι η αναλογική αυτή διαδικασία σύγκρισης του δράστη με το μέσο κοινωνικό άνθρωπο είναι όχι μόνον αναπόφευκτη αλλά και απόλυτα θεμιτή. Αν άλλοι άνθρωποι ευρισκόμενοι στην ίδια εσωτερική και εξωτερική κατάσταση του δράστη θα είχαν αποφύγει την πράξη, τότε δικαιολογείται το συμπέρασμα ότι ο δράστης ήταν ικανός και συνεπώς έπραξε με ενοχή, η σύγκριση είναι αναγκαία για να διακριθεί το φυσιολογικό από το μη φυσιολογικό Η ΝΟΜΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ: 14 Βλ. Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, εκδ. Σάκκουλα, σελ. 452 επ. 15 Βλ. Παρασκευόπουλου Ν. Φρόνημα και Καταλογισμός στο Ποινικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα Θεσσαλονίκη, 1987, σελ Βλ. Ανδρουλάκη Ν., ο.π., ο οποίος μιλά για «κοινωνικά» και όχι «ανθρώπινα» φευκτό της υπαιτιότητας, καθώς βλ. και σωρεία ρυθμίσεων, που αφορούν τον προσδιορισμό της απειλούμενης μεταχείρισης άρθρο 38 ΠΚ «επικίνδυνοι εγκληματίες», άρθρο 69 ΠΚ «επικίνδυνοι ακαταλόγιστοι», άρθρο 84 ΠΚ «προσωπικότητα, έντιμη οικογενειακή ζωή» κλπ., άρθρο 90 ΠΚ «καθ έξη- επικίνδυνοι- υπότροποι» και φυσικά τα άρθρα 79 και 86 ΠΚ που μιλάνε για την επιμέτρηση και την εκτίμηση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, καθώς και την αναστολή με την προσδοκία, ότι ο δράστης θα αποτραπεί από την μελλοντική τέλεση άλλων εγκλημάτων που προκύπτει από την εκτίμηση της προσωπικότητάς του. 13

15 Ο Παρασκευόπουλος αποδίδει την έννοια του καταλογισμού ως «την κρίση ότι κάποιο άτομο έχει υποκειμενική ευθύνη για την άδικη πράξη που πραγματοποίησε, εκφράζει δηλαδή την έννοια του κρίνοντος προσώπου, αλλά και το αποτέλεσμά της, δηλαδή τη μομφή». Σύμφωνα με το Μαγκάκη 17 ο καταλογισμός συνιστά «εκείνο ακριβώς το στοιχείο του εγκλήματος, το οποίο αφενός κατά τρόπο άμεσο θεμελιώνει την εκφράζουσα την αποστολή του Ποινικού Δικαίου χρήση της ποινής και αφ ετέρου καθιστά την ανθρώπινη προσωπικότητα το κύριο αντικείμενο των αξιολογήσεων του Ποινικού Δικαίου», ενώ η ικανότητα για καταλογισμό ορίζεται ως «η ψυχική κατάσταση του πνευματικά ωρίμου και υγιούς ανθρώπου, ο οποίος έχει αδιατάρακτη τη συνείδηση 18» Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ: Στην ψυχιατρική πράξη η έννοια του ακαταλόγιστου έχει σχέση με την κατάσταση, κατά την οποία «ο δράστης κάποιας αξιόποινης πράξης δεν υφίσταται τον καταλογισμό της πράξης του εξαιτίας της ψυχικής του κατάστασης, δηλαδή λόγω της ψυχικής διαταραχής, την οποία εμφανίζει και η οποία έχει ως συνέπεια ο δράστης να μην αντιλαμβάνεται το άδικο της πράξης, την οποία πραγματοποίησε» 19. Η προσδιοριζόμενη από το άρθρο 34 ΠΚ έννοια της «νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών», η οποία αποτελεί νομικό προσδιορισμό, υπονοεί και εμπεριέχει στην πράξη ένα ευρύ φάσμα διαταραχών του συνόλου των ψυχικών λειτουργιών, οι οποίες συνθέτουν ψυχιατρικές διαταραχές. Ωστόσο, όσον αφορά τους βιολογικούς όρους της άρσης του καταλογισμού, εκτός από τις οργανικές ψυχικές διαταραχές και τις διανοητικές 17 Βλ. Μαγκάκη Γ., Ο καταλογισμός εις το Ποινικόν Δίκαιον, Παράρτημα επιστημονικής επετηρίδος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1962, πρόλογος, σελ. 8 και του ιδίου, Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα Γενικού Μέρους, 1982, σελ Βλ. και Λεξικό Κοινωνικών Επιστημών, εκδ. Πλούταρχος, 1960, Αθήνα, στο οποίο ως ικανότητα για καταλογισμό ορίζεται «η ψυχική κατάσταση ατόμου ωρίμου και υγιούς από διανοητική πλευρά, που δεν έχει υποστεί ούτε πρόσκαιρη διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών». 19 Βλ. Σκαραγκά Δ., Ο εγκληματίας ψυχασθενής, Ένας επικίνδυνος μύθος, Ιανός 2002, σελ

16 καθυστερήσεις, οι οποίες είναι και οι μόνες που οφείλονται σε σωματική βλάβη, οι υπόλοιπες (όπως οι νευρώσεις), δεν εμφανίζουν εξ ορισμού ένα υπόστρωμα σωματικής βλάβης 20. Για τις διαταραχές της προσωπικότητας οι παράγοντες είναι κυρίως περιβαλλοντολογικοί, ενώ στις σχιζοφρενικές, παρανοϊκές και συναισθηματικές διαταραχές τα οργανικά αίτια δεν έχουν αποδειχθεί με βεβαιότητα, αν και μπορεί να προέρχονται από γενετικά, βιοχημικά, ψυχολογικά ή κοινωνικά αίτια ή μία σύνθεση όλων αυτών (πολυπαραγοντικά αίτια). Κατά συνέπεια, βάσει των προαναφερομένων, η τεκμηρίωση των βιολογικών όρων για την άρση του καταλογισμού πραγματοποιείται με την αξιολογική κρίση του εφαρμοστή του δικαίου ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ: Στον Ποινικό μας Κώδικα τίθενται στο γενικό μέρος αυτού και συγκεκριμένα στο άρθρο 34 ΠΚ τα περιγραφικά στοιχεία της ανικανότητας προς καταλογισμό, ήτοι η «νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή η διατάραξη της συνειδήσεως», τη συνδρομή των οποίων ο δικαστής καλείται στην υπό κρίση έκαστη περίπτωση να διαγνώσει και κατόπιν να προβεί σε εκτίμηση της πληρώσεως των αξιολογικών (ψυχολογικών) στοιχείων, δηλαδή της ικανότητας 22 ή ανικανότητας του δράστη να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα προς την περί αυτού αντίληψή του. Στο άρθρο 36 ΠΚ, ορίζεται η ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό. Το δικαστήριο τότε εφαρμόζει τη διάταξη αυτή, όταν κρίνει ότι ο δράστης της άδικης πράξης «δε μπόρεσε να επιτύχει την ίδια «ποιότητα» διάκρισης του αδίκου και 20 Βλ. Λογοθέτη Ι., Εισαγωγή εις την Ψυχιατρικήν, Θεσσαλονίκη, Βλ. Παρασκευόπουλου Ν., Φρόνημα και καταλογισμός, εκδ. Σάκκουλα Θεσσαλονίκη, 1987, ο οποίος μιλά για «προσφυγή σε λογικές υποθέσεις κανονικότητας ή ομαλότητας και σε καθιερωμένες τυπολογίες». 22 Βλ. Μαγκάκη, ο.π., σελ. 111, υποσ. 5 και 6, Ο Μαγκάκης μιλά για ικανότητα του «υπόκεισθαι εις μομφήν», το «δύνασθαι και άλλως πράξαι» του δράστη, από τη σκοπιά της συγκρότησης της προσωπικότητάς του και αναφορά σε Γάφο, Ποιν. Δίκαιο, Γεν. Μέρος σελ. 156, και περί παλαιοτέρων αντιλήψεων ότι η ικανότητα για καταλογισμό είναι η ικανότητα προς τέλεση πράξης (Handlungsfaehigkeit) (Binding, Oishausen, von Hippel), ότι είναι η ικανότητα αναλήψεως νομικής υποχρέωσης (rechtliche Verpflichtungsfaehigkeit) (Merkel, Kohlrausch) και η ικανότητα προς τιμωρία (Straffaehigkeit) (Feuerbach, v. Liszt und Radbruch). 15

17 διευθέτησης της συμπεριφοράς του 23» με τον άνθρωπο που είναι ικανός για καταλογισμό και θα έπρεπε να παρουσιάσει ασύγκριτα μεγαλύτερη δύναμη νόησης και βούλησης απ ότι ο δεύτερος, προκειμένου να αντιληφθεί το άδικο και να συμμορφωθεί προς τον κανόνα δικαίου. Στα πλαίσια αυτά ο καταλογισμός έχει διττή ιδιότητα. Αφ ενός και από άποψη τυπικής λογικής, συνιστά ως στοιχείο του εγκλήματος αξιολογικό στοιχείο ή άλλως αξιολογική κρίση του Δικαίου, αφ ετέρου αποτελεί την αξιολογική κρίση του δικαστή, οποίος προβαίνει σε διαπίστωση του στοιχείου αυτού. Για το λόγο αυτό ο Παρασκευόπουλος 24 προτείνει τη χρησιμοποίηση του όρου «δεκτικότητα για καταλογισμό», ο οποίος «τονίζει τον αξιολογικό χαρακτήρα της κρίσης, ενώ δεν αποκλείει την υποδήλωση υπαρκτών ιδιοτήτων του δράστη που τεκμηριώνουν τον καταλογισμό», καθώς και το όρο «έλλειψη ενοχής» έναντι του όρου «έλλειψη καταλογισμού». Καθώς το ημέτερο ποινικό δίκαιο δε στηρίζει την ποινική ευθύνη του δράστη επί του αποτελέσματος και μόνον (αιτιοκρατική θεμελίωση της ποινής 25 ), αλλά δίδει πρωταρχική σημασία στην ανθρώπινη προσωπικότητα, ο καταλογισμός αποτελεί την προσωπική μομφή κατά του δράστη, η οποία αποδίδεται σε αυτόν κατόπιν μίας διάγνωσης και ουσιαστικής αξιολόγησης των στοιχείων που συνθέτουν την έννοια του, προκειμένου αυτός να καταφαθεί με ασφάλεια από το δικαστήριο. Κατά συνέπεια, στα πλαίσια μιας ουσιαστικής αξιολογικής θεμελίωσης της ποινής, η οποία εκκινεί από την από το Δίκαιο στάθμιση των προσωπικών περιστάσεων του δράστη, δέον είναι διερευνάται η δυνατότητά του να πράξει και 23 Κοτσαλή Λ., οπ.π., σελ Βλ. Παρασκευόπουλου Ν., Φρόνημα και Καταλογισμός, εκδ. Σάκκουλα Θεσσαλονίκη, 1987, σελ. 129, ο οποίος θεωρεί αδόκιμο και «μεθοδολογικά αποπροσανατολιστικό» τον όρο «ικανότητα για καταλογισμό» και προτείνει τον όρο «δεκτικότητα για καταλογισμό», επειδή «ο καταλογισμός ως κρίση εξυπονοεί ως δρων υποκείμενο το νομοθέτη ή το δικαστή και επομένως η ικανότητα, συντακτικά, αναφέρεται σε αυτούς που καταλογίζουν (ικανοί να καταλογίζουν), ενώ ο καταλογισμός επί της ουσία αφορά το δράστη» και διότι ο όρος ικανότητα ταυτίζεται με μία ιδιότητα του δράστη, αλλά δεν κατορθώνει να εκφράσει την αξιολογική πλευρά της έννοιας». 25 Βλ. Μαγκάκη Γ. ο.π., σελ. 26 και 36, όπου αναφέρεται στα δύο συστήματα θεμελιώσεως της ποινικής ευθύνης, το της επί του αποτελέσματος θεμελίωσης (Erfolgshaftung) και το της επί του καταλογισμού θεμελίωσης (Schuldhaftung), με σχετική παραπομπή (αρ. 23) στον Hafter, Lehrbuch, Seite 105 και στον Mezger, Studienbuch Allgemeiner Teil, Ein Studienbuch, έκδ. 9, 1960, σελ. 134 επ. 16

18 διαφορετικά απ ότι πράγματι έπραξε, ήτοι να έχει ελευθερία βουλήσεως και να μπορεί έλλογα να καθορίσει και να διαμορφώσει αυτήν, έχοντας το πρώτον τη διανοητική ικανότητα να προσδίδει νόημα στα φαινόμενα και να διαμορφώνει τη βούλησή του επιλέγοντας την κοινωνική του συμπεριφορά 26. Κατά τη θεωρία του Ιντερτεμινισμού (Inderteminismus 27 ) η βούληση αποτελεί στοιχείο δημιουργικό της ανθρώπινης προσωπικότητας, ένας αυτοδύναμος παράγων της εσωτερικής στάσης του ανθρώπου, η δε μομφή που αποδίδεται σε δράστη ελεύθερο στη βούλησή του, τον βαρύνει εφόσον αυτός μπορούσε να αποφύγει την αξιόποινη πράξη, ήτοι εφόσον συνέτρεχε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης το «δύνασθαι άλλως» του δράστη. Όσον αφορά το «δύνασθαι άλλως», δυο είναι τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η κατάφαση της συνδρομής του, το πρώτο είναι το ειδικό- προσωπικό στοιχείο, καθώς σημείο αναφοράς αποτελεί ο ίδιος ο δράστης και το γενικό στοιχείο ως προς το κριτήριο της διαπίστωσης στη βάση της κοινωνικής πείρας, ήτοι το δεδομένο του «δύνασθαι άλλως» του μέσου κοινωνού. Διά της συγκρίσεως του ειδικού- προσωπικού «δύνασθαι» και του γενικού- κοινωνικού «δύνασθαι» το δίκαιο αποδίδει προσωπική μομφή στο δράστη που μέσω της πράξης του έμπρακτα εκδηλώνει την προσωπικότητά του και την ψυχική του διάθεση έναντι του δέοντος και του κανόνα που του επιβάλλει η έννομη τάξη, καθώς και έναντι της ίδιας της πράξης του, εφόσον βέβαια αντιλαμβάνεται τον άδικο χαρακτήρα αυτής. Ειδικότερα, με βάση την ουσία της ενοχής, η οποία εντοπίζεται στη συνείδηση της προσβολής, ο Μανωλεδάκης 28 διακρίνει σε αξιολόγηση της γνώσης και της αξιολόγηση της επιλογής του δράστη της προσβολής, ως αξιολογικών στοιχείων του καταλογισμού σε ενοχή του δράστη. 26 Βλ. Μαγκάκη ο.π. σελ. 48, υπ. 4. όπου αναφέρεται στους Mezger, Ueber Willensfreiheit, 1947, Welzel, Persoenlichkeit und Schuld, Z.ST. W. 60 (1941) και σημειώνει ότι «Από ψυχολογική άποψη η ανθρώπινη συμπεριφορά αντιμετωπίζεται ως αποτέλεσμα μιας ψυχικής διαδικασίας επιλογής μεταξύ πλειόνων σε σύγκρουση ευρισκομένων ψυχικών παρορμήσεων διαφόρου κατευθύνσεως και ισχύος». 27 Βλ. Plank Max, Determinismus oder Inderteminismus?, 1948 και αντίθετη άποψη Χωραφά, Γενικαί Αρχαί του Ποινικού Δικαίου, έκδ. 6, 1962, σελ. 206 επ. ο οποίος είναι υπέρ της άποψης ότι το Ποινικό Δίκαιο πρέπει να απεμπλακεί από το πρόβλημα της ελευθερίας της βούλησης. 28 Μανωλεδάκη Ι. ο.π., σελ. 273 επ. 17

19 Στα πλαίσια της αξιολόγησης της γνώσης εμπίπτουν α) η ικανότητα της γνώσης του αδίκου, υπό την έννοια ότι ο δράστης πρέπει να γνωρίζει τα στοιχεία του αδίκου και να σε θέση να τα αξιολογήσει, έχοντας έτσι πλήρη συνείδηση της προσβολής που κάνει. Στην περίπτωση αυτή ο δράστης είτε διακρίνεται από αδυναμία να συλλάβει την κοινωνική σημασία του υλικού αντικειμένου, το οποίο προσβάλλει με την πράξη του (όπως παραδείγματος χάριν ο μεθυσμένος που σπάει κάποιο πράγμα, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι αποτελεί αντικείμενο ξένης ιδιοκτησίας), είτε χαρακτηρίζεται από αξιολογική ανικανότητα εν γένει, δε δύναται να ανάγει το ον στο δέον. β) η δυνατότητα της γνώσης του αδίκου, κατά την οποία περίπτωση ο δράστης να και ικανός για καταλογισμό, δε μπόρεσε in concreto να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της συμπεριφοράς του. Αυτή η αδυναμία της αντίληψης οφείλεται το πρώτον σε ψυχολογική αδυναμία του δράστη, σε έλλειψη συγκεκριμένης αξιολογικής ετοιμότητας, υπό την έννοια ότι το υποκείμενο δεν αντιλαμβάνεται έγκαιρα την ενδεχόμενη βλάβη ή τον κίνδυνο (γι αυτό και στις περιπτώσεις αυτές κατατάσσονται από άποψη υπαιτιότητας τα εγκλήματα της μη συνειδητής αμέλειας). Η αδυναμία του επίσης μπορεί να είναι και αξιολογική, οφειλόμενη σε ελάττωμα των αισθήσεως ή σε συγγνωστή άγνοια του χώρου της απαξίας της προσβολής και γ) σε ορισμένη γνώση του χώρου της απαξίας, όπου πλέον ο συγγραφέας αναφέρεται στη λαθεμένη συνείδηση του αδίκου, ήτοι τη νομική πλάνη, η οποία εάν κριθεί συγγνωστή, αίρει τον καταλογισμό του δράστη. Στα πλαίσια της αξιολόγησης της επιλογής του δράστη ανήκουν α) η ικανότητα της επιλογής, όπου ο δράστης έχει συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης του πλην όμως, εξαιτίας κάποιας βιολογικής του ανικανότητας δε δύναται να συμμορφωθεί προς τις επιταγές του δικαίου (όπου στο ψυχολογικό υπόστρωμα της συμπεριφοράς του διακρίνουμε την αδυναμία κατεύθυνσης των μυϊκών του κινήσεων, σύμφωνα με αυτό που του υπαγορεύει η συνείδησή του και στο βιολογικό υπόστρωμα παρατηρείται η διατάραξη της συνείδησής του) και η β) δυνατότητα επιλογής, υπό την έννοια της δυνατότητας της αποφυγής του 18

20 αδίκου με κριτήριο το μέσο κοινωνό, ήτοι η ανθρώπινη δυνατότητα αποφυγής του αδίκου, το «ανθρωπίνως φευκτό της υπαιτιότητας». Κατά συνέπεια, αίρεται ο καταλογισμός του δράστη, όταν αυτός βρίσκεται υπό ψυχική πίεση από ένα εξωτερικό γεγονός (άρθρα 23 εδ. γ, 25 παρ. 1, 25 παρ. 3 και 32 παρ. 1 και 2 ΠΚ) ή σε ηθικό δίλλημα (231 παρ. 2, 232 παρ. 2, 319 παρ. 1 ΠΚ) και η αναπόφευκτα άδικη επιλογή, όπου ο δράστης, ότι και αν πράξει θα είναι άδικο ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟ ΚΑΙ Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ: Η ΑΜΙΓΩΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ: Στα πλαίσια της αμιγώς βιολογικής μεθόδου η ύπαρξη και μόνον «νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών του δράστη» ή «διατάραξης της συνείδησής του» αρκεί για την άρση του καταλογισμού του δράστη. Παράδειγμα της μεθόδου αυτής αποτελεί το έργο του Γάλλου Ποινικού Νομοθέτη, στο άρθρο 69 του Code Penal του 1810, όπου ορίζεται, ότι «δεν υπάρχει κακούργημα ούτε πλημμέλημα, εφόσον ο δράστης βρισκόταν σε κατάσταση παραφροσύνης- κατά κυριολεξία- «άνοιας» κατά το χρόνο της πράξης» 29. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτό αποκλείεται η έρευνα της ικανότητας συνείδησης του αδίκου και της επιλογής της βλαπτικής συμπεριφοράς, κατά συνέπεια ο δράστης θεωρούνταν ήδη ακαταλόγιστος από μόνη τη διάγνωση της συνδρομής του βιολογικού στοιχείου, με συνέπεια ο δικαστής να μη δύναται να επιβάλει ούτε μέτρα ασφαλείας στο δράστη, παρά μόνο διοικητικά μέτρα (εγκλεισμό του δράστη προς προστασία της δημόσιας τάξης) Η ΑΜΙΓΩΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ: Κατά την αμιγώς ψυχολογική μέθοδο η διάγνωση κάποιας ψυχικά εκδηλούμενης παθολογικής κατάστασης δεν έχει σημασία, αλλά η κρίση περί καταλογισμού του δράστη σε ενοχή του εδράζεται στην ύπαρξη των 29 Ανδρουλάκης Ν., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, εκδ. Σάκκουλα, σελ. 467 επ. 19

21 ψυχολογικών συμπτωμάτων, ήτοι στην ανικανότητα αντίληψης και συμμόρφωσης στα επιταγές του δικαίου Η ΜΙΚΤΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΑ ΠΟΙΝΙΚΟ ΝΟΜΟΘΕΤΗ: Ο έλληνας ποινικός νομοθέτης υιοθετεί ήδη από τον Ποινικό Νόμο του 1834 ένα μικτό σύστημα βιολογικών και ψυχολογικών προϋποθέσεων για την κατάφαση της μείωσης ή έλλειψης του καταλογισμού, όπου οι βιολογικοί όροι πρέπει να συνδέονται με τους ψυχολογικούς όρους με τη σχέση λόγου προς ακολουθία. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η ασφαλής εκτίμηση των κλινικών ευρημάτων (ψυχιατρικών, νευρολογικών ή παθολογικών) από μέρους του δικαστή, ο οποίος έτσι συγκεντρώνει την προσοχή του στην ψυχική κατάσταση του δράστη κατά την τέλεση του εγκλήματος και τη μείωση ή έλλειψη της ικανότητάς του να διαβλέπει τον άδικο χαρακτήρα αυτής και να κατευθύνει ελεύθερα εαυτόν (ελευθερία της βούλησης). Στο άρθρο 34 του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα αποδίδονται τα περιγραφικά στοιχεία της ανικανότητας για καταλογισμό, ήτοι η «νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών» και η «διατάραξη της συνείδησης» (άρθρα 34 και 36 ΠΚ, όπου η ικανότητα για καταλογισμό αναφέρεται στο ψυχολογικό στοιχείο και μόνο), η «κωφαλαλία» (άρθρο 33 παρ. 1) και η «ανηλικότητα» (άρθρα 121 και 126 ΠΚ), το δε αξιολογικό στοιχείο, το υπό του δικαίου κρινόμενο, είναι ακριβώς η ανικανότητα του δράστη να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την περί αυτού αντίληψή του (άρθρο 34 ΠΚ). Κατά συνέπεια, κατά την αξιολόγηση της ανικανότητάς του αυτής δέον να εκτιμάται η σημαντικού βαθμού ή εντάσεως αλλοίωση ή διατάραξη επί του νοητικού ή βουλητικού πεδίου, που αυτή συνεπάγεται. 30 Βλ. την αντίθεση της Σχολής των «αγνωστικιστών», εκπροσώπων της δικαστικής ψυχιατρικής, που υποστήριζαν ότι ο ερώτημα της ικανότητας της αντίληψης και συμμόρφωσης είναι καθ ολοκληρία ανεπίδεκτο απάντησης, καθώς είναι αδύνατη η in concreto απόδειξη της ελευθερίας της βούλησης του πράττοντα σε Ανδρουλάκη, ο.π., σελ

22 1.5. OI ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ ΤΙΘΕΜΕΝΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟ: ΟΙ ΒΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟ: Οι βιολογικοί όροι που τίθενται από το νομοθέτη στα άρθρα 33, 34 και 36 ΠΚ και 121, 126 ΠΚ, είναι όροι νομικοί, οι οποίοι πλησιάζουν την ψυχιατρική ορολογία ή αντίστοιχα γίνονται δεκτοί από αυτήν, αποτελούν στην ουσία έννοιες υπερκείμενες, στις οποίες μπορεί να ενταχθεί ένας μεγάλος αριθμός ψυχικών οχλήσεων 31. Συγκεκριμένα, ο νόμος καταγράφει βιολογικές ιδιότητες, κατά τις οποίες η ανικανότητα για καταλογισμό οφείλεται σε «ανεπαρκή ανάπτυξη των πνευματικών λειτουργιών», όπως η ανηλικότητα και η κωφαλαλία, και παράλληλα θέτει βιολογικές προϋποθέσεις, οι οποίες διαπιστώνονται το πρώτον κλινικά και αξιολογούνται ως προς την τελική επίδρασή τους στον καταλογισμό του δράστη, εφόσον καταφαθούν ως «νοσηρές διαταράξεις των πνευματικών λειτουργιών» (πνευματικές νόσοι), «ατελής ή ανεπαρκής ανάπτυξη των πνευματικών λειτουργιών» ή «διαταράξεις της συνείδησης». Κοινό παράγοντα αποτελεί η διαπίστωση υπό του εφαρμοστή του δικαίου, ότι εξαιτίας των διαταράξεων αυτών ο πράττων δεν είναι κύριος του λογικού του και δε δύναται να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να πράξει σύμφωνα με την αντίληψή του αυτή. Στις περιπτώσεις της ανηλικότητας και της κωφαλαλίας η έλλειψη της ικανότητας αντίληψης του αδίκου ή πράξης σύμφωνα με την αντίληψη αυτή είναι δεδομένη από το νόμο. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις η ψυχολογία, η ψυχιατρική και η δικαιοσύνη αξιολογούν και διαγιγνώσκουν την ικανότητα ή ανικανότητα για καταλογισμό του δράστη ΑΝΗΛΙΚΟΤΗΤΑ: Στην περίπτωση της ανηλικότητας (άρθρα 126 παρ. 1 και 121 ΠΚ) ο ποινικός νομοθέτης χρησιμοποιεί την αμιγώς βιολογική μέθοδο, καθώς η ένδειξη 31 Έτσι Schreiber H.L., Juristisce Grundlangen σε Psychiatrische Begutachtung, 1986, sel. 8, σε Κοτσαλή Λ., ο.π., σελ. 169, υποσ

23 της ηλικίας κατ αμάχητο τεκμήριο αποδείχνει την έλλειψη αξιολογικής ικανότητας, ήτοι συνείδησης του αδίκου ΚΩΦΑΛΑΛΙΑ: Στο άρθρο 33 παρ. 1 ΠΚ ορίζεται, ότι η πράξη δεν καταλογίζεται αν κριθεί ότι ο κωφάλαλος δεν είχε την απαιτούμενη πνευματική ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του γι αυτό. Προηγείται η απόφανση για πλήρη αξιολογική ανικανότητα του δράστη και οριστικοποιείται με τη βιολογική ένδειξη της κωφαλαλίας που οδηγεί εν τέλει στην άρση του καταλογισμού του ΤΑ ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 34 ΠΚ: «H ΝΟΣΗΡΗ ΔΙΑΤΑΡΑΞΗ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ»: Η νομική έννοια της «νοσηρής» διατάραξης περιλαμβάνει την stricto sensu ψυχιατρική έννοια της νόσου, αλλά και τις διεργασίες που συλλαμβάνονται μόνο ψυχικά. Περιλαμβάνει καταστάσεις έμφυτες αλλά και επίκτητες, διαρκείς, αλλά και παροδικές προσβολές, ενδογενείς αλλά και εξωγενείς ψυχώσεις 32, με αιτία οργανική και πηγή στο σωματικό και ψυχικό οργανισμό του ανθρώπου, αφορά δε και στη νοητική, συναισθηματική και βουλητική σφαίρα. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται όλες οι ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, ανεξαρτήτως της κλινικής τους ταξινόμησης, ήτοι α) οι οργανικές, άτυπες, ενδογενείς και αντιδραστικές ψυχώσεις και οι ανώμαλες ψυχικές αντιδράσεις, που δεν έχουν λάβει χαρακτήρα χρονίας και μονίμου καταστάσεως, ωστόσο επιδρούν κατά τέτοιο τρόπο στην προσωπικότητα και τον ψυχικό βίο του ανθρώπου που δικαιολογούν την ελάττωση ή την άρση του καταλογισμού β) οι χρόνιες υπολειμματικές καταστάσεις, όπως οι οργανικές, σχιζοφρενικές και κυκλοθυμικές ψυχώσεις, οι οποίες έχουν μονιμοποιηθεί, γ) οι ψυχώσεις και υποκειμένων που τελούν υπό φαρμακευτικής αγωγής δια ψυχοφαρμάκων ή υπό ψυχοθεραπεία, δ) η καθυστέρηση της νοητικής αναπτύξεως, ε) οι ψυχανώμαλες προσωπικότητες και οι ανώμαλες ψυχικές εξελίξεις η άλλες νευρώσεις. 32 Βλ. σχετικά Αλεξιάδη Σ., Οι διανοητικώς καθυστερημένοι εγκληματίαι, 1971, σελ. 14 επ. και Στριγγάρη, Ψυχιατροδικαστική, Ψυχοβιολογική και ψχοπαθολογική εγκληματολογία, 1947, σελ. 181 επ. 22

24 Η ΔΙΑΤΑΡΑΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ: Η διατύπωση ενός ορισμού της συνειδήσεως υπήρξε και αποτελεί ακόμη ένα δύσκολο εγχείρημα για ψυχολόγους και ψυχιάτρους ανά τον κόσμο. Το έτος 1940 ο ψυχολόγος H. Thomae 33 επιχείρησε να δώσει τον ορισμό της συνειδήσεως από άποψη φιλοσοφική, ψυχολογική, ψυχιατρική, νευρολογική και βιολογική. Μετά από δύο δεκαετίες και ενώ είχε επιχειρηθεί η διατύπωση του ορισμού από πλείστους όσους συγγραφείς και ψυχολόγους, όρισε τη συνείδηση «ως δραστηριότητα του εγώ». Ο θεμελιωτής της ψυχοπαθολογίας Karl Jaspers 34 αποδίδει τρεις σημασίες στον όρο συνείδηση, α) την εσωτερίκευση βιώματος, β) την αντικειμενική συνείδηση και γ) τη συνείδηση εαυτού, επί των οποίων οικοδομείται και η διάκριση υποκειμένου- αντικειμένου. Ο W. Kranefeld 35 ορίζει τη συνείδηση ως «σύστημα προσαρμογής στα συμβαίνοντα», ενώ ο Hermann Witter 36 ως «την άμεση γνώση των γενομένων στον εσωτερικό μας κόσμο και εκείνων, τα οποία συμβαίνουν σε εμάς κατά την επαφή μας προς τον έξω κόσμο». Ο Lersch 37 τονίζει ότι συνείδηση υπάρχει εκεί «όπου βιούται η διάκριση μεταξύ εγώ και μη εγώ» και ότι «η συνείδηση έχει το χαρακτηριστικό της στη λειτουργία της διαπιστώσεως». Ο Δασκαλόπουλος 38 διατυπώνει έναν νομικό ορισμό της συνείδησης ως βιολογικού στοιχείου, ήτοι «συνείδηση, την οποία ονομάζουμε «ψυχολογική» σε αντιδιαστολή με την «ηθική» συνείδηση είναι η ικανότητα το εγώ να διεγείρεται 33 Βλ. Φωτάκη Ν., Θέματα δικαστικής ψυχολογίας και δικαστικής ψυχιατρικής, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1978, σελ. 7, υποσημ. 3, όπου παραπομπή σε Thomae H., Das Bewusstseinproblem in der modernen Psychologie, Nervenarz 33 (1962) 115 και αναφορά των λοιπών συγγραφέων και των θεωριών αυτών. 34 Βλ. Φωτάκη Ν., ο.π. με αναφορά σε Jaspers Karl, Allgemeine Psychopathologie, Springer, Berlin, 1 η έκδοση, 1913, 7 η έκδοση 1959, σελ. 9) 35 Βλ. Φωτάκη Ν., ο.π. με αναφορά σε W. Kranefeld, Therapeutische Psychologie, Goschen Berlin 1954, σελ Βλ. Φωτάκη Ν., ο.π. με αναφορά σε Hermann Witter, Grundriss der gerichtlichen Psychologie und Psychiatrie, Springer, Berlin 1970, σελ Βλ. Φωτάκη Ν., ο.π., σελ. 8, υποσημ. 4 με αναφορά σε Lersch Ph., Aufbau der Person, Muenchen J. A. Barth, 9 η έκδ. 1964, σελ Βλ. Φωτάκη Ν., ο.π., σελ. 8, υποσημ. 5 με αναφορά σε Δασκαλόπουλο Ι., Στοιχεία Εγκληματολογίας, Αθήναι, Τζάκα, 1972 και Περί της βαθυτέρας φύσεως του εγκλήματος, Αθήναι 1968, σελ. 23 επ. 23

25 αφυπνιζόμενο από τις σε αυτό διά των αισθητηρίων και υπό τη μορφή ερεθισμάτων καταφθάνουσες ειδήσεις περί τα στον κόσμο συντελούμενα» 39, καθώς και «η συνείδηση αποτελεί τη λειτουργία του εγώ στο σύνολό του». Οι διαταράξεις της συνείδησης διακρίνονται σε α) οργανικές και β) ψυχογενείς, οι οποίες υπάγονται στα βιολογικά αίτια της άρσης ή ελάττωσης της ικανότητας για καταλογισμό και αποτελούν παράλληλα βιολογικές προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 34 και 36 ΠΚ. Στις οργανικές διαταράξεις συμπεριλαμβάνονται οι επιληπτικές κρίσεις με θόλωση, οι τοξικές διαταράξεις της συνείδησης είτε ως αποτέλεσμα κατανάλωσης και κατάχρησης φαρμάκων, ναρκωτικών και αλκοόλ είτε ως επακολούθημα ενδογενούς αιτίας (παραδείγματος χάρη υπογλυκαιμικές κρίσεις, αρτηριακή πίεση κλπ.). Σε κάθε περίπτωση, η μονιμοποίηση της διατάραξης και η εξέλιξή αυτής σε μόνιμη ψυχική πάθηση, λόγω των ανωτέρω καταχρήσεων, μπορεί κατά την εξέταση της κατ ιδίαν περίπτωσης, να ενταχθεί στις βιολογικές προϋποθέσεις της «νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών». Στις ψυχογενείς διαταράξεις εντάσσονται τα ισχυρά πάθη και οι αψιθυμίες, οι έντονες συγκινήσεις, οι ισχυρές ψυχικές επιβαρύνσεις επί περιστάσεων καταστροφών, θυμού, ζηλοφθονίας, φόβου, κατά τις οποίες η συμπεριφορά του ατόμου καθίσταται πρωτόγονη 40 και το πεδίο της συνείδησης αποσυντίθεται, υπάρχει δε η τάση το υποκείμενο να καταλήξει σε μία «άλογη κατάσταση», ποικίλης διάρκειας. Ο Ανδρουλάκης, αναφερόμενος στον Witter 41, διακρίνει με βάση το είδος της διατάραξης σε α) διατάραξη του συνειδέναι (της έντασης των βιωμάτων) και β) σε διατάραξη του συνειδότος (του περιεχομένου των βιωμάτωνψευδαισθήσεις). Η διατάραξη μπορεί να οφείλεται α) σε παθολογικά ή νοσηρά αίτια και να εκδηλώνεται ως «νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών», 39 Βλ. και Τζωρτζόπουλο Χ., Εγχειρίδιον του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, 1936, σελ. 299, ο οποίος μιλά για «συγκρότηση της βιώσεως των προσωπικών ψυχικών δεδομένων και του περιβάλλοντος με σύγχρονη ύπαρξη δυνατότητας του αναλογισμού γι αυτό το βίωμα». 40 Βλ. Φωτάκη Ν., ο.π., σελ. 27, υποσημ. 99 και 100 με αναφορά σε Frohlich H.D. Angst und Furcht, Handbuch der Psychologie, Goettingen, Hogrefe 1965, II, σελ. 553 και Schachtel E. G. The development of local attention and emerge of reality, Psychiatry 17 (1954), Ανδρουλάκη Ν., ο.π., σελ. 473, υπος. 25, όπου παραπομπή σε Witter, Bewusstheit und Bewusstes, σε GRUNDRISS, ΣΕΛ.16 επ. 24

26 όπως στην περίπτωση της «ζάλης» λόγω χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ, ευρισκομένου του υποκειμένου της αξιόποινης πράξης υπό τοξικής ψυχωτικής καταστάσεως ή β) σε μη νοσηρά ή φυσιολογικά αίτια, όπως είναι η έθη του ύπνου, οι προϋπνικές και μεταϋπνικές καταστάσεις, η εξάντληση και η υπερκόπωση, οι αψιθυμίες, η υπερδιέγερση των συναισθημάτων, του πάθους, της οργής, του μίσους και της ζηλοτυπίας Η ΤΟΞΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ: Η τοξική διατάραξη της συνείδησης ανήκει, όπως προαναφέρθηκε, στις οργανικές διαταράξεις της συνείδησης 42. Η χρήση του ναρκωτικού προκαλεί στο υποκείμενο την αίσθηση της αντιμετώπισης του άγχους του και της εν γένει δυσθυμίας του και συνακόλουθα την ανάγκη να επαναλάβει τη χρήση, γεγονός για το οποίο προσμένει. Έτσι αυτοματοποιούνται στην ουσία οι ψυχικοί παράγοντες που οδηγούν στη χρήση και η εξάρτηση αυξάνεται ολοένα και περισσότερο. Οι διαταραχές της συνείδησης που προκαλούνται από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών αφορούν είτε στο επίπεδο της συνείδησης είτε στο εύρος του πεδίου αυτής, είτε στα πλαίσια του συνειδησιακού πεδίου είτε είναι μικτές. Η γνωμάτευση για τη συνδρομή τοξικής διατάραξης της συνειδήσεως πρέπει να λαμβάνεται υπ όψη α) ο βαθμός της μέθης, κρινόμενος πάντα από τη συμπεριφορά του ατόμου κατά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, β) η περιεκτικότητα του αίματος στην ουσία (σε περίπτωση που η πραγματογνωμοσύνη διενεργείται, αμέσως μετά την τέλεση της πράξης και όχι κατόπιν προβολής του ισχυρισμού το πρώτον στο ακροατήριο, ήτοι σε χρόνο κατά πολύ μεταγενέστερο της τελέσεως), γ) το είδος του ναρκωτικού και οι καταγεγραμμένες παρενέργειες αυτού σε σχέση με την ψυχοπαθολογική εικόνα του δράστη, δ) και το είδος της τελεσθείσας πράξης σε σχέση με την εν γένει προσωπικότητα του δράστη, υπό την έννοια ότι εάν η πράξη είναι εντελώς αντίθετη με το ψυχολογικό προφίλ του δράστη, τότε είναι πολύ πιθανότητα 42 Φωτάκη Ν., Θέματα δικαστικής ψυχολογίας και δικαστικής ψυχιατρικής, Ιβ Ο καταλογισμός, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκημ 1978, σελ. 22 επ. 25

27 οδηγήθηκε σε αυτήν υπό την τοξική διατάραξη της συνειδήσεώς του και ε) το πόρισμα της κλινικοεργαστηριακής εξέτασης ΟΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟ: Ανίκανος θεωρείται ο δράστης της άδικης πράξης, όταν λόγω της νοσηρής διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών ή της διατάραξη της συνειδήσεώς του «δεν είχε κατά το χρόνο της πράξης του την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικό της ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό». Η ικανότητα ελέγχου και κυριαρχίας επί των ανθρωπίνων συναισθημάτων και ορμών και άρα η ικανότητα βουλητικής ενέργειας του ατόμου αποτελούν στοιχεία της προσωπικότητας του ψυχικά υγιούς ανθρώπου. Ο άνθρωπος αυτός έχει την ικανότητα να διαβλέπει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, να κατευθύνει ελεύθερα τις ενέργειες του επί τη βάσει της συνειδήσεως του αδίκου που πρόκειται να πράξει και εν τέλει να επιλέξει να μην επιχειρήσει την αξιόποινη πράξη. Οι εν γένει ψυχικές παθήσεις ελαττώνουν ή και αίρουν του «βαθμούς ελευθερίας» του ανθρώπου, με συνέπεια αυτός να θεωρείται υπό του δικαίου ακαταλόγιστος ή μειωμένου καταλογισμού, εφόσον δε μπορεί να επιλέξει σύμφωνα με την περί δικαίου συνείδησή του και να πράξει ελεύθερα, συντασσόμενος προς τους κανόνες της έννομης τάξης ή εκδηλώνοντας έμπρακτα την αντίθεσή του σε αυτούς. Στα ψυχολογικά κριτήρια, τα οποία ορίζει ο νομοθέτης ως προϋποθέσεις ανικανότητας για καταλογισμό, περιλαμβάνονται αυτά που αφορούν το διανοητικό στοιχείο (ικανότητα αντίληψης) και αυτά που εμπίπτουν στο βουλητικό στοιχείο (ικανότητα συμμόρφωσης), και τα οποία πρέπει να συντρέχουν in concerto, διάγνωση, στην οποία προχωρά ο δικαστής με τη βοήθεια του ψυχολόγου πραγματογνώμονα, εάν αυτή ζητηθεί. Στις περιπτώσεις των πασχόντων από ενεργές ψυχικές νόσους, οργανικές ή εξωγενείς ψυχώσεις, ενδογενείς ψυχώσεις, όπως η σχιζοφρένεια και η μανιοκατάθλιψη, η ικανότητα αντίληψης και συμμόρφωσης αίρεται ο καταλογισμός, αφού η συνείδηση του υποκειμένου αποδιοργανώνεται και αυτό περνά στο ακατανόητο. 26

28 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: 2. Η ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ ΑΠΟ ΝΑΡΚΩΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΑΔΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ: Μετά την παραπάνω ανάλυση της έννοιας του καταλογισμού της πράξης σε ενοχή του δράστη της, η παρούσα καταπιάνεται με το θέμα της εξάρτησης του δράστη άδικης πράξης από ναρκωτικές ουσίες και πώς αυτή επιδρά στον καταλογισμό του και στην ενοχή αυτού. Σε αυτήν την ενότητα και στα πλαίσια του νόμου περί ναρκωτικών, ν. 1729/1987, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα, κατόπιν της κωδικοποίησής του με το ν. 3459/2006 παρατίθεται η νομική και ιατρική έννοια της εξάρτησης, το αντίκτυπο αυτής στο σώμα και το πνεύμα του εξαρτημένου προσώπου, ο βαθμός εξάρτησης που προκαλούν οι πιο διαδεδομένες ναρκωτικές ουσίες, η ροπή του εξαρτημένου προς την εγκληματικότητα και τα συνήθη εγκλήματα που διαπράττει. Τέλος εξετάζονται τα νομικά ζητήματα που αφορούν τόσο τα εγκλήματα του νόμου περί ναρκωτικών όσο και τα εγκλήματα του Γενικού Ποινικού Δικαίου που διαπράττονται από εξαρτημένα άτομα και παρατίθενται τα τελικά συμπεράσματα της εργασίας Η ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗ: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ: Στην Ελλάδα η ποινικοποίηση της χρήσης των ναρκωτικών ξεκινά από το έτος Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 1681/1919 «περί αλητείας και επαιτείας», τιμωρούνταν «όστις, άεργος ων ή αποδεδειγμένως διάγων άτακτον βίον, επιδίδεται καθ έξιν εις χασισοποτίαν, φοιτών προς τούτο εις τοιούτου είδους καταγώγια ή άλλα ενδιαιτήματα με ποινή φυλάκισης ενός έτους και σε περίπτωση υποτροπής μέχρι δύο έτη». Από τη διατύπωση της ως άνω διάταξης διαφαίνεται η παλαιότερη τακτική του έλληνα νομοθέτη να ποινικοποιεί όχι μία συγκεκριμένη πράξη, όπως ορίζει αυτήν το Ποινικό μας Δίκαιο σήμερα (άρθ. 14 ΠΚ), αλλά έναν 27

29 αφηρημένο αντικοινωνικό τύπο ανθρώπου, ο οποίος δεν μπορεί να ενσωματωθεί και δεν πρέπει να γίνεται δεκτός από το σύνολο των κοινωνών 43. Οι προσθήκες στο νομοθετικό πλαίσιο της καταστολής των ναρκωτικών κατά την προπολεμική περίοδο, χαρακτηρίζονται από μία αντιλαθρεμπορική προσέγγιση, χωρίς να εμμένουν στις κοινωνικές συνέπειες του φαινομένου ως παθογένεια της κοινωνίας, η οποία έχει πλέον αποκτήσει διαχρονική αξία. Η αντιμετώπιση του χρήστη ναρκωτικών έως και το έτος 1954, οπότε και εξεδόθη το ν.δ. 3084/1954, ήταν ως ενός ανθρώπου του υποκόσμου, επικίνδυνου για το κοινωνικό σύνολο και εκ προοιμίου υπόπτου για την τέλεση πάσης φύσεως εγκληματικών πράξεων. Για πρώτη φορά με το ως άνω διάταγμα ο Έλληνας νομοθέτης αντιμετωπίζει το χρήστη ναρκωτικών ουσιών ως ασθενή, ονομάζοντάς τον «τοξικομανή», και αντιμετωπίζοντάς τον κατασταλτικά και ως τέτοιο με τη δυνατότητα εγκλεισμού του σε Ειδικό Κρατικό Κατάστημα, από το οποίο μπορούσε να απολυθεί μετά την παρέλευση εξαμήνου υφ όρον (άρθρο 122 ν.δ. 3084/1954) και εφόσον κρίνετο ότι είχε αποθεραπευθεί. Συγκεκριμένα, στην εισηγητική έκθεση του νομοθετικού διατάγματος τονίζεται ότι «[ ] Οι τοξικομανείς όμως ούτοι, ων ο αριθμός και εν Ελλάδι αυξάνει, ου μόνον ταχέως και αναποτρέπτως αυτοί εξουθενούνται, αλλ αποτελούσι και παράγοντα σπουδαίον επιτάσεως της εγκληματικότητας και ηθικής αποσυνθέσεως της κοινωνίας [ ] Επιδιώκομεν [ ] γ) την αναγκαστικήν θεραπείαν των επικινδύνων τοξικομανών αντί των σήμερον επιβαλλομένων βραχυχρονίων κατά της ελευθερίας ποινών, αίτινες είναι παντάπασιν αλυσιτελείς [ ] Τα άτομα ταύτα είναι ασθενή, μη δυνάμενα ιδία δυνάμει να αποβάλουν την κτηθείσαν έξιν και συνεπώς έχοντα ανάγκη θεραπείας. [ ] Δια της τιμωρίας επιτελούμεν μάταιον έργον Δαναϊδών [ ] Το σχέδιο ημών θεσπίζει την αντικατάστασιν της βραχείας ποινής δια θεραπευτικού μέτρου δηλαδή της εισαγωγής εν ειδικώ καταστημάτι προς θεραπεία του τοξικομανούς [ ]» Βλ. και σχετικές παρατηρήσεις επί του ν.δ. 4000/1959 σε Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικόν Δίκαιον- Ειδικόν Μέρος, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ Βλ. Εισαγωγική Έκθεση ν.δ. 3084/54 σε Κονταξή Α. Ποινικό Δίκαιο και Ναρκωτικά, Δίκαιο και Οικονομία, Σάκκουλας 1998, σελ. 280 επ. 28

30 Το ν.δ. 743/1970 περί ναρκωτικών δίνει για πρώτη φορά τον ορισμό της τοξικομανίας στο άρθρο 13 παρ.1 «Τοξικομανείς εν τη εννοία του παρόντος Ν.Δ./τος θεωρούνται όσοι, κτησάμενοι την έξιν της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών, αδυνατούν να αποβάλλουν αυτοδυνάμως ταύτην, δεόμενοι ειδικής προς τούτο θεραπευτικής μεταχειρίσεως». Η δια πραγματογνωμοσύνης διαπιστούμενη υφιστάμενη εξάρτηση (άρθ. 13 παρ. 2 ν.δ. 743/1970) δε δεσμεύει το Δικαστήριο, το οποίο όμως δε μπορεί να χαρακτηρίσει ως τοξικομανή κάποιον, που κατά την κρίση των αρμοδίων πραγματογνωμόνων, δεν είναι. Στο άρθρο 14 προβλέπονται μειωμένες ποινές για τη διάπραξη των πράξεων των άρθρων 3 και 4 από τοξικομανείς και στην παρ. 2 ορίζεται η υποχρεωτική εισαγωγή του τοξικομανή σε κατάλληλο σωφρονιστικό ή άλλο δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα προς υποβολή αυτού σε ενδεδειγμένη θεραπεία και μέχρι την αποθεραπεία του. Στο δε άρθρο 7 παρ. 2 προβλέπεται ότι ο τοξικομανής που προμηθεύεται ναρκωτικές ουσίες προς ιδία χρήση παραμένει ατιμώρητος. Το έτος 1987 πλέον και με την έκδοση του ν. 1729/1987 ο Έλληνας νομοθέτης κάνει σαφή διάκριση μεταξύ δραστών εγκλημάτων περί ναρκωτικών σε τοξικομανής και μη, αντικαθιστώντας τον όρο αυτόν και έτσι αποφορτίζοντας τα συγκεκριμένα άτομα από το κοινωνικό στίγμα που τους προσέδιδε ο ως άνω χαρακτηρισμός, σε «αποκτώντες την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών και δε μπορούν να τις αποβάλλουν με δικές τους δυνάμεις» και πρέπει για το λόγο αυτό να υποβληθούν σε ειδική μεταχείριση» 45. Επίσης, μεταβάλει τις ποινές, μειώνοντας τα πλαίσια για τους εξαρτημένους χρήστες και προβλέπει την ειδική θεραπευτική τους μεταχείριση 46 στα άρθρα 13 και 14 αντίστοιχα. Η εισαγωγή του εξαρτημένου δράστη, ακόμα και 45 Βλ. Σταθέα Γ., Ερμηνεία του νέου νόμου περί ναρκωτικών, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 1988, σελ. 84 επ. 46 Βλ. ΒουλΣυμβΠλημΘες 80/89, Αρμ επ., το οποίο παραπέμπει τον τοξικομανή δράστη σε κατάλληλο Ίδρυμα, το οποίο θεωρεί ότι είναι το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και όχι το Ψυχιατρείο Κορυδαλλού (προ της αντικατάστασης του άρθρου 14 από το άρθρο 16 ν. 2161/1993), η οποία αποτελεί παράδειγμα αποδοχής της γενικότερης άποψης ότι η θεραπεία, επειδή υπαγορεύεται από τη δεδομένη εξάρτηση, μια κατάσταση δηλαδή που εξομοιώνεται με έλλειψη καταλογισμού κατ άρθρο 34 ΠΚ, πρέπει να γίνεται σε κατάστημα θεραπευτικού και όχι σωφρονιστικού χαρακτήρα, βλ. και Κονταξή, οπ.π. σελ

31 του μη τελικά καταλογιστού, ωστόσο, πριν την τροποποίηση με το άρθρο 16 του νόμου 2161/1993, ήταν κατά το γράμμα του νόμου υποχρεωτική και δη το άρθρο 14 όριζε ότι «Δράστης, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 13 παρ.1 και 2 που καταδικάζεται για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη ή κηρύσσεται ανίκανος για καταλογισμό, σύμφωνα με το άρθρο 34 του Ποινικού Κώδικα, εισάγεται υποχρεωτικά σε κατάλληλο σωφρονιστικό ή άλλο δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα, για να υποβληθεί σε ειδικό πρόγραμμα θεραπείας [ ], μέχρι να αποθεραπευθεί [ ]». Με το νόμο 2161/1993 και συγκεκριμένα με το άρθρο 16 παρ. 1 και 3, η υποχρεωτική εισαγωγή του εξαρτημένου σε ειδικό θεραπευτικό κατάστημα για σωματική απεξάρτηση, γίνεται πλέον δυνητική και επαφίεται στην προσωπική επιλογή του δράστη και δη σε περίπτωση καταδίκης, ο δράστης δύναται να εισαχθεί προς σωματική απεξάρτηση ή και προς ψυχική απεξάρτηση εφόσον το επιθυμεί και συντρέχουν και οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Σε περίπτωση που έχει καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης, η επιτυχής παρακολούθηση του προγράμματος μπορεί να οδηγήσει σε υφ όρον απόλυσή του με σχετική απόφαση του Δικαστηρίου, άλλως αφού ολοκληρώσει το πρόγραμμα στο ειδικό θεραπευτικό κατάστημα συνεχίζει την εκτέλεση της ποινής του σε σωφρονιστικό κατάστημα. Επίσης, ακόμα και εάν έχει κριθεί ατιμώρητος, ο εξαρτημένος δράστης, μπορεί πάντα να ζητήσει την εισαγωγή του προς σωματική και ψυχική απεξάρτηση. Ακολούθησαν πολλές τροποποιήσεις του νόμου περί ναρκωτικών του 1987, με τους ν. 2161/1993, 2331/1995, 2408/1996, 2479/1997 και 2721/1999, ιδίως όσον αφορά την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη και δη τους κανόνες αυτής, μέχρι να λάβει το σημερινό περιεχόμενό του και έως και την τελευταία Κωδικοποίηση με το νόμο 3459 το έτος Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ: Στο σημείο αυτό, δέον είναι, να δοθεί ο ορισμός της εξάρτησης από τις ναρκωτικές ουσίες, προκειμένου να διερευνηθεί η επιρροή της και οι πραγματικές 30

32 και νομικές επιπτώσεις στον καταλογισμό (άρθρα 34 και 36 ΠΚ) του εξαρτημένου δράστη που πράττει εγκλήματα του νόμου των ναρκωτικών, αλλά και του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα και των Ειδικών Ποινικών Νόμων, και την ειδική μεταχείριση αυτού από τον Έλληνα νομοθέτη Η ΝΟΜΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ: Σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ.1 του ν. 1729/1987, υπό τη σημερινή του μορφή, «όσοι απέκτησαν την έξη της χρήσης ναρκωτικών και δε μπορούν να την αποβάλλουν με δικές τους δυνάμεις», χρήζουν της ειδικής μεταχείρισης που ο νόμος αυτός ορίζει με τα άρθρα 13 και 14. Στοιχεία, λοιπόν, της νομικής έννοιας της εξάρτησης, όπως αυτή αποδίδεται από τον ποινικό νομοθέτη αποτελούν: α) η χρήση της ναρκωτικής ουσίας, β) η διάρκεια της χρήσης, η οποία είναι ικανή να οδηγήσει στην έξη και γ) η αδυναμία του χρήστη να αποβάλλει τη συνήθεια αυτή με δικές του δυνάμεις και δική του πρωτοβουλία. Βέβαια, ο ορισμός που δίνει ο νομοθέτης δε διευκρινίζει ακριβώς σε τι συνίσταται η «έξη της χρήσης», γι αυτό τόσο η θεωρία, όσο και η νομολογία επιλέγουν την διασάφηση της έννοιας αυτής διά της «αυθεντικής ορισμοδότησης του φαινομένου» από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας 47. Συγκεκριμένα, το υπό κρίση φαινόμενο της εξάρτησης αποδίδεται από την ανωτέρω Οργάνωση ως «μία κατάσταση ψυχική και μερικές φορές επίσης σωματική, που προκύπτει ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ ενός ζώντος οργανισμού και ενός ναρκωτικού, η οποία χαρακτηρίζεται από επιδράσεις στη συμπεριφορά ή άλλες που περιλαμβάνουν πάντοτε μία εσωτερική ώθηση για λήψη ναρκωτικού σε διαρκή ή περιοδική βάση με σκοπό τη βίωση ψυχικών εμπειριών και σε ορισμένες περιπτώσεις την αποφυγή των ενοχλήσεων που προκαλούνται από την έλλειψή της 48». Ο ανωτέρω ορισμός της εξάρτησης, σε αντίθεση με αυτόν της παραγράφου 1 του άρθρου 13 ν. 1729/1987, διακρίνει την εξάρτηση σε σωματική και ψυχική. Ωστόσο, και ο ποινικός νομοθέτης εμμέσως υιοθετεί αυτή 47 Παύλου Σ., Ναρκωτικά, Δογματικά και ερμηνευτικά προβλήματα του ν. 1729/1987, Εκδόσεις Σάκκουλα, Δίκαιο και Οικονομία, 1997, σελ. 219 επ. 48 Βλ. ορισμό σε Παρασκευόπουλου Ν., Η καταστολή της χρήσης των ναρκωτικών στην Ελλάδα, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1993, σελ

33 τη διάκριση, α) στην παράγραφο 3 του άρθρου 13, όπου ορίζει ότι οι πραγματογνώμονες πρέπει να ορίζουν το είδος της εξάρτησης (σωματική ή ψυχική) και β) στο άρθρο 14, όπου αναφέρει ότι το δικαστήριο δύναται με την καταδικαστική απόφαση (παρ. 1 και 4), ή ακόμα και με την αθωωτική απόφαση για έλλειψη καταλογισμού (παρ. 3) να διατάξει την εισαγωγή του προς σωματική απεξάρτηση σε Ειδικό Θεραπευτικό Κατάστημα ή Ειδικό Τμήμα Καταστήματος Κράτησης. Στη δεύτερη, μάλιστα, περίπτωση, της παραγράφου 3, μπορεί ο δράστης εάν το επιθυμεί να συνεχίσει τη θεραπεία και για την ψυχική του απεξάρτηση. Η ελληνική νομολογία στις περισσότερες αποφάσεις παραθέτει αυτούσιο τον ορισμό του άρθρου 13 παρ. 1 ν. 1729/87, ωστόσο σε πολλές αναλύει την έννοια της τοξικομανίας και τις προϋποθέσεις της συνδρομής της 49. Σύμφωνα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου 50, δεν αρκεί η μακροχρόνια χρήση ναρκωτικών για τη στοιχειοθέτηση της τοξικομανίας, αλλά πρέπει ακόμη να αποδειχθεί η αδυναμία αυτοδύναμης αποβολής της έξης. Ήτοι τα κρίσιμα στοιχεία για την κατάφαση της συνδρομής της εξάρτησης είναι α) η χρήση, β) για χρονικό διάστημα τέτοιο, ώστε να δύναται να προκαλέσει έξη και γ) η σταθεροποίηση της κατάστασης αυτής, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η αποβολή της έξης με ίδιες δυνάμεις. Κατ αρχήν, λοιπόν, η εξάρτηση είναι ένα φαινόμενο ιατρικά και μόνο διαπιστούμενο, που μπορεί να αποδοθεί μόνο με ιατρικούς όρους, και δη ως επί το πλείστον ψυχιατρικούς, καθώς διακρίνεται σε ψυχική και σωματική. Εξάλλου, οι περισσότεροι εξαρτημένοι χρήστες ναρκωτικών ουσιών είναι άνθρωποι είτε με διαταραγμένη προσωπικότητα, είτε με ψυχολογικά ή ψυχιατρικά προβλήματα που βρίσκονται σε συναισθηματικό αδιέξοδο, ελλείπουν αυτοεκτίμησης και για τους λόγους αυτούς οδηγούνται στην αυτοκαταστροφή 51. Στην ίδια βάση πρέπει 49 Βλ. ενδεικτικά ΕφΑθ 1587/1995, ΠοινΧρ 1996, σελ. 279, όπου η τοξικομανία αποδίδεται ως χρόνια δηλητηρίαση του οργανισμού και επισημαίνεται η ανάγκη της συνεχούς αύξησης της δόσης και η δημιουργία ψυχικής ή σωματικής εξάρτησης. 50 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 744/77, ΠοινΧρ 1978, 48, ΑΠ 979/86, ΠοινΧρ 1986, Ζαφειρίδη, Τοξικομανία ή σωστότερα εξάρτηση από φαρμακευτικές ουσίες σε ΕΝΟΒΕ: «Το πρόβλημα της χρήσης ναρκωτικών. Η ψυχολογική, κοινωνική και νομική άποψη», 1989, σελ. 22 επ., σε Παύλου Σ. οπ.π., σελ

34 να αντιμετωπίζεται και η θεραπεία της εξάρτησης, δηλαδή κατά πρώτο λόγο ιατρικά. Αποτέλεσμα του ως άνω διαχωρισμού από τον ποινικό νομοθέτη των χρηστών ναρκωτικών ουσιών σε εξαρτημένους και μη, είναι η διαφορετική ειδική μεταχείρισή τους, υποκειμένων ανάλογα είτε στη διάταξη του άρθρου 14 του ν. 1729/87 στην πρώτη περίπτωση είτε στη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 1729/87 στην περίπτωση της απλής χρήσης Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ: Η κατάσταση της εξάρτησης από κάποια ουσία εν γένει χαρακτηρίζεται από την ακατανίκητη και μη ελεγχόμενη και μη δυνάμενη να κατευνασθεί επιθυμία του ατόμου προς εύρεση και λήψη της ουσίας, στην οποία έχει εθιστεί. Η τοξικομανία έχει ακριβώς αυτό το στοιχείο του εθισμού στην ουσία, υπάγεται δε, στις ψυχανωμαλίες, οι οποίες αποτελούν διαταραχές της προσωπικότητας. Από ψυχοδυναμική δε άποψη η τοξικομανία θεωρείται «ως βαθύτερη ψυχολογική παλινδρόμηση στο στοματικό στάδιο της ψυχοσυναισθηματικής εξελίξεως του ανθρώπου» 52. Τα βασικά γνωρίσματα της εξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες είναι το πρώτον η δημιουργία του στερητικού συνδρόμου από τη διακοπή της λήψεως του ναρκωτικού και το δεύτερον το φαινόμενο της ανοχής, ήτοι η με την πάροδο του χρόνου προοδευτική αύξηση της ποσότητας που είναι αναγκαία για να επιφέρει το αποτέλεσμά τα η ναρκωτική ουσίας Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ, ΤΗΣ ΑΝΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΘΙΣΜΟΥ ΣΕ ΝΑΡΚΩΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ: Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ Ή ΦΥΣΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗ: 52 Έτσι Μπερνάρδης Ν. Προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών σε Καράμπελα, Ο τοξικομανής Εγκληματίας, Νομική Βιβλιοθήκη 1988, σελ. 65, ο οποίος αναφέρεται στον Wilker «Οσάκις ο τοξικομανής λέγει ότι αισθάνεται φυσιολογικά υπό την επήρεια της ναρκωτικής ουσίας, αισθάνεται πράγματι διότι χάρις σε αυτήν εκορέσθησαν η πείνα και οι σεξουαλικέ του επιθυμίες, εξέλιπαν ο πόνος και το άγχος, η δε επιθετικότητά του εξηφανίσθη, ή τουλάχιστον εμειώθει στο ελάχιστο», παρουσιάζοντας την εν γένει άποψη των Βρετανών που θεωρούν τον εξαρτημένο χρήστη ως άτομο, το οποίο «υπό την επίδραση των ναρκωτικών ουσιών αισθάνεται κατά φύση». Βλ. και Μπερναρδή Ν. «Εγχειρίδιο Ιατροδικαστικής», Αθήνα

35 Ως σωματική εξάρτηση θα πρέπει να νοηθεί η κατάσταση εκείνη όπου η ουσία έχει γίνει απαραίτητο στοιχείο των βιολογικών λειτουργιών του σώματος του χρήστη, ώστε η έλλειψή της να προξενεί το γνωστό «σύνδρομο αποστερήσεως», το οποίο είναι ευχερώς διαγνώσιμο σε ουσίες όπως ηρωίνη και η μορφίνη και σε μεγάλο βαθμό και τα βαρβιτουρικά, οπότε τα στερητικά φαινόμενα (withdrawal or abstinence phenomena) υποχωρούν με τη χορήγηση της ίδιας ουσίας ή άλλης, παρεμφερούς δράσεως Η ΨΥΧΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗ: Ως ψυχική εξάρτηση ορίζεται η κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από την ψυχική ικανοποίηση που προκαλεί το ναρκωτικό και την ψυχική ώθηση που οδηγεί το άτομο στην περιοδική ή συνεχή χρήση της, για να αισθάνεται καλά και χωρίς να έχει έντονες ενοχλήσεις. Η σωματική εξάρτηση ενισχύει σε πολλές περιπτώσεις τους συντελεστές της ψυχικής εξαρτήσεως. Η ψυχολογική εξάρτηση γίνεται πιο δύσκολα αντιληπτή και προσομοιάζει στην εξάρτηση από το αλκοόλ και το τσιγάρο. Το άτομο έχει υποσυνείδητα υποβληθεί στην ιδέα ότι δεν μπορεί να απόσχει της χρήσης της ουσίας χωρίς να του συμβεί κάτι κακό. Στην ψυχική σφαίρα, διαπιστώνονται διαταραχές στον ειρμό της σκέψης, της αντίληψης και του χωροχρόνου, ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις, παραληρητικές ιδέες και ψυχονευρωτικές εκδηλώσεις Η ΑΝΟΧΗ: Ανοχή ονομάζεται η κατάσταση, η οποία αναπτύσσεται με τις επαναλαμβανόμενες δόσεις μίας ουσίας. Όσο αναπτύσσεται η ανοχή, η διάρκεια της δράσης της ουσία μικραίνει, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι δόσεις σε μικρά χρονικά διαστήματα, προκειμένου η ουσία να έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Σε 53 Ως σωματική εξάρτηση ορίζεται, επίσης, η επίκτητη κατάσταση που εκδηλώνεται με έντονα ενοχλήματα σε περίπτωση διακοπής της δρόγης (αποχή). 54 Βλ. Καράμπελα Λ., Ο τοξικομανής εγκληματίας, σελ. 233, όπου στο κεφάλαιο που τιτλοφορείται ως «Η κλινική του εξέταση», σημειώνει τα βασικά συμπτώματα από τη χρήση των ναρκωτικών ουσιών, όπου αναφέρει ότι από τη χρήση της κοκαίνης, του L.S.D., των βαρβιτουρικών και του οπίου και της μορφίνης, προκαλείται άμβλυνση της αντίληψης, της βούλησης και της κρίσης, καθώς και Μπερναρδή Ν. «Εγχειρίδιο Ιατροδικαστικής», Αθήνα 1985, για τη δυσκολία της διαπίστωσης της εξάρτησης. 34

36 περίπτωση που η ανοχή συνοδεύεται από βιολογικές διαφοροποιήσεις του κυττάρου, γίνεται λόγος για εθισμό ή έξη, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις η εξάρτηση παίρνει τη μορφή της απλής συνήθειας Ο ΕΘΙΣΜΟΣ: Ο εθισμός είναι όρος ταυτόσημος με τη συνήθεια ή την έξη, έχει όμως ευρύτερη έννοια, στο το ότι εξελίσσεται, κατά τρόπο, ώστε να παίρνει τη μορφή ανάγκης, η οποία ωθεί το άτομο στην εξεύρεση μέσων για την ικανοποίησή της. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στην ιατρική σε σχέση με φάρμακα ή ναρκωτικά με την έννοια της επικτήτου αντοχής, η οποία συνοδεύεται συνήθως από φαινόμενα σωματικής εξαρτήσεως. Ως απεθισμός, μάλιστα, θεωρείται η αποβολή της συνήθειας αυτής και το γεγονός ότι αυτή «δεν εξουσιάζει πλέον τη βούληση του ατόμου» Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥΣ 55 : ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΝΕΥΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ 56 (Καταπραϋντικά, κατασταλτικά ή υπνωτικά): Στην κατηγορία αυτή υπάγονται ουσίες που έχουν σαν κοινό χαρακτηριστικό ότι καταστέλλουν το κεντρικό νευρικό σύστημα. Οι ουσίες αυτές λαμβάνονται συνήθως από το στόμα με τη μορφή χαπιού ή κάψουλας και μολονότι διαφέρουν μεταξύ τους, τόσο φαρμακολογικά όσο και στον τύπο της απορρόφησης, του μεταβολισμού και της κατανομής τους στο σώμα, προκαλούν παρόμοια σύνδρομα τοξίκωσης και στέρησης. Όσον αφορά τις επιπλοκές από την προοδευτική χρήση των ουσιών αυτών, η οξεία τοξίκωση μπορεί να οδηγήσει σε τραυματισμούς ύστερα από 55 Πηγή για της πληροφορίες αυτού του κεφαλαίου είναι το σύγγραμμα του Μάνου Ν., Βασικά στοιχεία κλινικής ψυχιατρικής, αναθεωρημένη έκδοση, University Studio Press, 1997, σελ. 531 επ., με διαγνωστικά κριτήρια (DSM IV) της Αμερικάνικης Εταιρίας Ψυχιατρικής, τα οποία ταυτίζονται με τα κριτήρια της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, βλ. και η οποία είναι ιατρική ιστοσελίδα αναγνωρισμένη από διεθνείς οργανισμούς. 56 Στο εξής ΚΝΣ χάριν συντομίας. 35

37 πτώση του ατόμου ή αυτοκινητιστικά ατυχήματα. Η άρση των αναστολών που προκαλούν οι ουσίες αυτές μπορεί να οδηγήσει σε επιθετική συμπεριφορά και σε διαπροσωπικά και νομικά προβλήματα. Η έντονη χρήση μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή κατάθλιψη και αυτοκτονία. Γενικότερα, η αντικοινωνική συμπεριφορά και η αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας συνδέονται με την κατάχρηση των παραπάνω ουσιών. Τα συμπτώματα της τοξίκωσης είναι οι δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές ή οι ψυχολογικές μεταβολές, κυρίως η επιθετική συμπεριφορά λόγω της άρσης των αναστολών, η ευμετάβλητη διάθεση και η έκπτωση της κρίσης, της κοινωνικής και επαγγελματικής λειτουργικότητας κ. α. Τα αναφερόμενα και στον κατάλογο του ΝΔ 743/1970 ναρκωτικά, τα οποία δρουν κατασταλτικά στο ΚΝΣ, είναι το όπιο, η μορφίνη, η ηρωϊνη, η μεθαδόνη, η υδροκωδόνη, η υδρομορφόνη, η οξυκωδόνη και η μεπεριδίνη. Εκ των ανωτέρω, το όπιο δε δημιουργεί ψυχική εξάρτηση, ενώ αντίθετα η λήψη μορφίνης, όταν ειδικά ο χρήστης φτάσει σε επίπεδα χρόνιας δηλητηρίασης (μορφινισμός), παρουσιάζει μειωμένη αντίληψη και παράλυση της βούλησης και της μνήμης. Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, η ψυχιατρική συμπτωματολογία είναι σοβαρή με ψευδαισθήσεις, έντονες μελαγχολικές αντιδράσεις και παραλήρημα. Ο μορφινομανής γίνεται προοδευτικά «έρμαιο της μανίας του» για το δηλητήριο, παρουσιάζοντας γενική και ηθική έκπτωση και η εγκληματική του δραστηριότητα είναι έντονη: ψευδομαρτυρίες, πλαστογραφίες, υπεξαιρέσεις, κλοπές, απάτες και διαρρήξεις φαρμακείων, η δε διάπραξη βαρυτέρων μορφών εγκλημάτων είναι σπάνια. Η ηρωίνη θεωρείται το κατ εξοχήν ναρκωτικό των τοξικομανών, θύματα της οποίας είναι συνήθως οι χασιστές. Ο εξαρτημένος χρήστης (ο οποίος φθάνει σε ημερήσιες δόσεις μέχρι 1-2 gr ηρωίνης) παραμελεί τον εαυτό του και τους γύρω του και καταλήγει στην παρανομία και ειδικά στις κλοπές, ως συμπτώματα της ψυχικής εξάρτησης καταγράφονται το άγχος, ο εκνευρισμός, οι φοβίες και οι ψευδαισθήσεις ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΔΙΕΓΕΡΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΝΣ: 36

38 Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η κοκαΐνη, οι αμφεταμίνες (και η μεθαμφεταμίνη, το λεγόμενο «speed»), η καφεΐνη, η νικοτίνη, η στρυχνίνη, η νοβοκαϊνη και η παντοκαϊνη και διάφορα κατασταλτικά της όρεξης. Η λήψη όλων των παραπάνω γίνεται από το στόμα ή και ενδοφλεβίως, η μεθαμφεταμίνη μπορεί να παρθεί και με ρούφηγμα από τη μύτη, η δε «ice» (καθαρή μορφή αυτής) μπορεί να καπνισθεί και να δώσει άμεσα και έντονα αποτελέσματα. Οι επιπλοκές από την παθολογική χρήση των ουσιών αυτών είναι πολλές, ανάμεσά τους οι αγχώδεις καταστάσεις, η επιθετική συμπεριφορά που ελκύεται και μπορεί αν οδηγήσει σε βίαιες και εγκληματικές ενέργειες. Η κατάχρηση των αμφεταμινών μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ψυχικές διαταραχές, όπως ψευδαισθήσεις- ακουστικές ή οπτικές- με συστηματοποιημένο παραλήρημα. Συχνός είναι ο παρανοειδής ιδεασμός, οι ψευδαισθήσεις, όπως συχνά είναι και τα ψυχωτικά επεισόδια που μοιάζουν με σχιζοφρένεια, παρανοϊκού τύπου και κατάθλιψη με αυτοκτονικό ιδεασμό. Η ψυχωτική διαταραχή προκαλούμενη από αμφεταμίνες ή αμφεταμινική ψύχωση χαρακτηρίζεται κυρίως από γρήγορα αναπτυσσόμενες ιδέες δίωξης και επίσης ιδέες συσχέτισης, από διαταραχή της εικόνας του σώματος και παρερμηνείες προσώπων, από εχθρικότητα και ψυχοκινητική διέγερση. Στην περίπτωση της λήψεως κοκαΐνης παρατηρείται εξασθένηση της μνήμης και γενικότερα όλων των ανώτερων πνευματικών λειτουργιών, τα συναισθήματα του κοκαϊνομανή εξαφανίζονται, παραμελεί τις υποχρεώσεις του και ρέπει προς την εγκληματική συμπεριφορά, με κύριο έγκλημα την κλοπή. Η ψυχική του εξάρτηση χαρακτηρίζεται πολύ έντονη, χωρίς όμως να παρουσιάζει και σωματική εξάρτηση. Η συμπεριφορά του γίνεται επιθετική και βίαιη, προσβάλλεται από πανικό και συμπτώματα κοινωνικής φοβίας, αυτοκτονικό ιδεασμό και ψευδαισθήσεις ή παραληρητικές ιδέες. Άτομα που κάνουν χρήση κοκαΐνης συνήθως κάνουν παθολογική χρήση και άλλων ουσιών, όπως του αλκοόλ, της κάνναβης και των βενζοδιαζεπινών. Επίσης, η εξάρτηση από την κοκαΐνη μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική καταστροφή, σε εγκληματικές ενέργειες και σε βία. 37

39 ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΙΟΓΟΝΑ: Τα ψευδαισθησιογόνα ή παραισθησιογόνα 57 χρησιμοποιήθηκαν στην ψυχιατρική μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για τη μελέτη των ψυχώσεων. Το ψυχιατρικό πρότυπο της ψύχωσης χαρακτηρίζεται από ψευδαισθήσεις οπτικές ή ακουστικές, χαλάρωση του ειρμού και σύγχυση, όπου τα ψευδαισθησιογόνα διαστρέφουν επιπλέον ή επαυξάνουν την αισθητήριο αντίληψη και μειώνουν την ικανότητα του ατόμου να διακρίνει την πραγματικότητα από τις φαντασιώσεις. Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει μία ευρεία ποικιλία ουσιών που ομαδοποιούνται αυθαίρετα, επειδή έχουν σαν κοινό χαρακτηριστικό την ικανότητα να προκαλούν αλλοιωμένες καταστάσεις ενημερότητας του ατόμου (altered states of awareness), που μοιάζουν με ψυχώσεις. Μερικά από αυτά όπως η ψιλοκυμβίνη (μανιτάρια) και η μεσκαλίνη (κάκτος peyote) προέρχονται από φυσικές πηγές, ενώ άλλα όπως το LSD, το DMT και το MDMA είναι συνθετικά. Το άτομο κάτω από την επίδραση του ψευδαισθησιογόνου παρουσιάζει ταχείες εναλλαγές διάθεσης, φόβο, άγχος και ιδιαίτερα φόβου θανάτου ή τρέλας. Οι αντιληπτικές διαταραχές και η έκπτωση της κρίσης που χαρακτηρίζουν την τοξίκωση από τα ψευδαισθησιογόνα μπορεί να οδηγήσουν σε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, σε τσακωμούς ή προσπάθειες αυτοκτονίας. Συχνά από την τοξίκωση παρατηρούνται επίσης: μεταβολές της αντίληψης που συμβαίνουν σε κατάσταση πλήρους εγρήγορσης, όπως η υποκειμενική επίταση της αντίληψης, η αποπροσωποίηση και αποπραγματοποίηση, οι ψευδαισθήσεις, σύγχυση. αίσθηση επιβράδυνσης του χρόνου, αίσθηση απώλειας ορίων του εαυτού, αισθήματα μεγαλείου, παντοδυναμίας. 57 Τα κυριότερα από αυτά είναι τα: LSD, mescaline, psilocybine, psilocne, DMT, DET, STP, DOM, bufotenine και ibogaine, βλ. Ιατρική Φαρμακολογία, Δ.Δ. Βαρώνου, 1972 που τα διαιρεί σε συμπαθομιμητικά, σε αυτά που αναστέλλουν τη δράση της ακετυλχονίνης και σε αυτά της ινδικής καννάβεως. 38

40 Σε ορισμένες περιπτώσεις που το άτομο έχει «κακό ταξίδι» τα συμπτώματα του άγχους μπορούν να φθάσουν στον πανικό, το άτομο να αρχίσει να αντιδρά παράλογα και να κάνει κακό στον εαυτό του και τους άλλους. Η χρήση της φαινκυκλιδίνης (η λεγόμενη PSP ή αλλιώς σκόνη αγγέλου) και άλλων παρόμοιας δράσης ουσιών μπορεί να προκαλέσει παραλήρημα, ψυχωτικά συμπτώματα, άγχος και πανικό, κατάθλιψη, επιθετικότητα με εκρήξεις οργής ή βίας, σύγχυση και άσκοπη περιπλάνηση. Εξαιτίας των παραπάνω συχνές είναι οι νοσηλείες, οι συλλήψεις, η κοινωνική και επαγγελματική έκπτωση ΚΑΝΑΒΗ: Η κάναβη είναι ένα φυτό από το οποίο προέρχονται διάφορες ουσίες με ενεργό συστατικό την τετραϋδροκανναβινόλη (THC). Οι γνωστότερες είναι η μαριχουάννα και το χασίς που είτε καπνίζονται είτε λαμβάνονται από το στόμα ακόμη και μαζί με τροφή. Το ναρκωτικό αυτό χρησιμοποιείται συνήθως με άλλες ουσίες, όπως η νικοτίνη, το αλκοόλ και η κοκαΐνη ή αναμειγνύεται και καπνίζεται με οπιοειδή, PCP και ψευδαισθησιογόνα. Πολλά άτομα χρησιμοποιούν τις ουσίες αυτές όπως άλλοι χρησιμοποιούν το αλκοόλ κοινωνικά. Ένας αριθμός, όμως, αυτών των ανθρώπων προχωρούν σε παθολογική χρήση, εξάρτηση ή κατάχρηση, των οποίων ο επιπολασμός υπολογίζεται στο 4%, ενώ οι χρήστες που έχουν εξάρτηση από κάνναβη εμφανίζουν κυρίως καταναγκαστική χρήση. Ανοχή παρουσιάζεται σε άτομα που κάνουν χρόνια χρήση, αλλά όσον αφορά το στερητικό σύνδρομο, αν και έχουν αναφερθεί κάποια στερητικά συμπτώματα, ωστόσο η κλινική τους σημασία είναι αβέβαιη, γι αυτό και οι ψυχίατροι δεν αναφέρονται σε διάγνωση στερητικής διαταραχής από την ουσία αυτή 58. Καμία απόδειξη δεν υπάρχει ότι η μακρόχρονη και καθημερινή χρήση κάνναβης μπορεί να προκαλέσει ψύχωση σε ανθρώπους που δεν έχουν ιστορικό ψυχωτικής συμπεριφοράς ή μια προδιάθεση ψύχωσης, αλλά ο κίνδυνος δεν 58 Βλ. Arnao G.: Το απαγορευμένο χόρτο, Έκθεση για το χασίς και τη μαριχουάνα, μετάφραση Αλιβιζάτου Ν., εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1983, σελ

41 πρέπει να αγνοείται εντελώς 59. Το 1993 σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο Άμστερνταμ μεταξύ 93 ψυχωσικών, απεδείχθη ότι το 61% που έκαναν χρήση κάνναβης για 15 μήνες, περισσότερο από μία φορά τη μέρα, ανέπτυξαν ξανά ψυχωσικό επεισόδιο. Σχεδόν κάθε χρήστης που υπέφερε από ψύχωση, είχε κάνει χρήση κάνναβης τουλάχιστον ένα χρόνο πριν την εμφάνιση της ψύχωσης 60. Τα άτομα που αναπτύσσουν εξάρτηση 61 και κατάχρηση συνήθως εγκαθιστούν έναν τύπο χρόνιας χρήσης που προοδευτικά αυξάνει σε συχνότητα και ποσότητα και συχνά μπορεί να εμφανίσουν ιστορικό διαταραχής της διαγωγής και αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας. Επίσης, στην περίπτωση της χρόνιας χρήσης, μπορεί να εμφανισθεί μία κατάσταση απώλειας των ενδιαφερόντων και ελάττωσης της στοχοκατευθυνόμενης συμπεριφοράς (σύνδρομο έλλειψης κινητοποίησης), και κατά την τοξίκωση να έχει δυσπροσαρμοστικά συμπεριφορικά αποτελέσματα, όπως κατάθλιψη, άγχος ή πανικός, καχυποψία ή παρανοειδή ιδεασμός, έκπτωση της κρίσης, της κοινωνικής ή επαγγελματικής λειτουργικότητας, έκπτωση του συντονισμού των κινήσεων. Λόγω των ανωτέρω, η νομολογία ομόφωνα, υιοθετώντας την άποψη των πραγματογνωμόνων, απορρίπτει τον ισχυρισμό της εξάρτησης από προϊόντα κάναβης. 59 Ωστόσο, στην Ινδία υπάρχουν παραδείγματα χρόνιων χρηστών άρχισαν να εμφανίζουν συμπτώματα παρόμοια με της ψύχωσης-, όπως παραισθήσεις, ψευδαισθήσεις, και πλήρη εσωστρέφεια, χωρίς όμως να υπάρχει σχετική επιστημονική απόδειξη. 60 Βλ. σχετικά υπό την επιμέλεια του Λέκτορα της Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Σκαπινάκη Πέτρου. 61 Ωστόσο, η νομολογία, αναφορικά με το συστηματικό χρήστη χασίς, σχεδόν ποτέ δεν αναγνωρίζει ως εξαρτημένους τους εν λόγω χρήστες, με την αιτιολογία ότι τα προϊόντα της κάνναβης προκαλούν μόνο ψυχική εξάρτηση και όχι σωματική. Στο ζήτημα αυτό ορθά ο Ανδρέου τοποθετείται, σημειώνοντας ότι αν η κάνναβη κρίνεται εξ αρχής απρόσφορη να προκαλέσει τοξικομανία, τότε θα έπρεπε να διαγραφεί από τους πίνακες των απαγορευμένων ναρκωτικών, βλ. Ανδρέου Φ., Ναρκωτικά, Λάρισα, 1994, σελ

42 Αντίθετο βρίσκει η θέση αυτή το Συλίκο 62, ο οποίος σημειώνει ότι η χρόνια και συστηματική χρήση προϊόντων κάνναβης, ότι η χρήση και κατάχρηση των παραπάνω ουσιών «εν- καθίσταται ως αναγκαίο πλέον οργανικό και λειτουργικό στοιχείο του συστήματος της συγκεκριμένης προσωπικότητας» και ότι «η κατάσταση της ψυχολογικής τάσης προς τη ναρκωτική ουσία ακόμα και όταν δεν έχει φτάσει στην ποσοτική ένταση της εξάρτησης, ασκεί τέτοια ψυχική πίεση πάνω στη βούληση του χρήστη, που η συμμόρφωσή του προς το νομικό δέον υπερτείνει τη δυνατότητα για συμμόρφωση που έχει ο μέσος κοινωνικός άνθρωπος» ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΟΥΣΙΕΣ: Υπάρχει περίπτωση το άτομο κατά τη διάρκεια της ίδιας δωδεκάμηνης περιόδου να έχει κάνει επανειλημμένα χρήση ουσιών που ανήκουν τουλάχιστον σε τρεις τάξεις ουσιών (πλην της καφεΐνης και της νικοτίνης), αλλά δεν προεξήρχε καμία ουσία ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΒΙΑΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΨΥΧΟΔΡΑΣΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ: Ψυχοδραστικές ουσίες υπεύθυνες για πράξεις βίας είναι το αλκοόλ και τα οπιούχα 63, οι αμφεταμίνες, τα βαρβιτουρικά, η κάνναβη το LCD και το PCP. Οι μηχανισμοί με τους οποίους μπορεί να ελκυθεί βία κάτω από την επίδραση ψυχοδραστικών ουσιών είναι κυρίως οι εξής: Α) Οι ουσίες μπορούν να άρουν τις αναστολές και τον αυτοέλεγχο του ατόμου, 62 Συλίκου Γ. Συμβολές στην Εφαρμογή του Ποινικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1997, Χρήση, κατοχή και προμήθεια προϊόντων κάνναβης από χρόνιο χρήστη: Μία περίπτωση έλλειψης του «ανθρωπίνως φευκτού της υπαιτιότητας», σελ , όπου σε αναφέρεται σε σχετική πρόταση από τον ίδιο αυτοτελούς ισχυρισμού περί εξαρτήσεως του κατηγορουμένου χρονίου χρήστη προϊόντων κάνναβης επί του οποίου το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την υπ αριθμόν 3199/1992 απόφασή του (αδημοσίευτη), εφάρμοσε το άρθρο 36 ΠΚ σε επίπεδο καταλογισμού % όλων των βίαιων εγκλημάτων διαπράττονται από άτομα που βρίσκονται κάτω από την επίδραση οπιούχων ή αλκοόλ. 41

43 Β) η τοξίκωση που προκαλούν μπορεί να οδηγήσει σε παραλήρημα ή άλλη τοξική ψύχωση, όπου η σύγχυση, οι παραληπτικές ιδέες και οι ψευδαισθήσεις παρακινούν σε βίαιη συμπεριφορά, Γ) στερητικά σύνδρομα από ψυχοδραστικές ουσίες μπορεί να οδηγήσουν σε διέγερση, σύγχυση, ψύχωση και βία Ο ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΣ ΧΡΗΣΤΗΣ: Οι εξαρτημένοι χρήστες, ευρισκόμενοι είτε σε κατάσταση τοξίκωσης υπό την επήρεια της ναρκωτικής ουσίας είτε σε κατάσταση στέρησης 64, προβαίνουν στη διάπραξη εγκλημάτων που τυποποιούνται στον ειδικό ποινικό νόμο περί ναρκωτικών, αλλά και εγκλημάτων του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα. Ήτοι ο εξαρτημένος χρήστης εγκληματίας δε βλάπτει μόνο εαυτόν, αλλά και το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον. Εκτός από την εν γένει αυτοκαταστροφική του συμπεριφορά που έχει άμεσες επιπτώσεις σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του, όπως η επαγγελματική του σταδιοδρομία, η οικονομική εξασφάλιση αυτού και της οικογένειάς του, η νοητική και συναισθηματική αυτού διαύγεια, η κοινωνικότητα, η συμμετοχή στα κοινά κλπ., ωθείται στην εγκληματικότητα, προκειμένου να μπορέσει να εξασφαλίσει τη δόση του Σύμφωνα με έρευνα του έτους 1991 του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με θέμα «Η επιθετικότητα του χρήστη ναρκωτικών όπως παρατηρείται από πρόσωπα που εργάζονται σε θεραπευτικά και σωφρονιστικά καταστήματα», κατέδειξε ότι εξαρτημένοι χρήστες τελούν εγκλήματα βίας, συνήθως κατά την περίοδο της στέρησης του ναρκωτικού, όχι όμως από χρήση ναρκωτικών, η οποία κατά κανόνα προκαλεί παθητική συμπεριφορά, οπότε είναι ασύμβατη προς την επιθετικότητα. Αντίθετα η αμφεταμίνη και άλλα συμπαθητικομιμητικά, συμπεριλαμβανομένης και της κοκαΐνης, τα ψευδαισθησιογόνα και τα PCP προκαλούν κατά τη χρήση επιθετικότητα. Βλ. όμως και Γωγούση Β. Ναρκωτικά και τοξικομανείς, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 32, όπου αναφέρεται στην εισήγηση του αξιωματικού της Χωροφυλακής κου Θεοδώρου Δακουρά, κατά τη «συζήτηση στρογγυλής τραπέζης», που έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη, στο Συνέδριο Στρατιωτικής Ψυχιατρικής (9/12/1970), ο οποίος αναφέρει τα εξής: «Υπό την επήρεια του χασίς ο τοξικομανής υπερβάλλει τας σωματικάς του δυνάμεις, γεγονός όπερ τον καθιστά λίαν επικίνδυνον. Είναι πολλαί αι περιπτώσεις κατά τας οποίαςτα εις τοιαύτην κατάστασην άομα επιτίθενται μετά μανίας εναντίον Αστυνομικών Οργάνων, συνοδεύοντα τας επιθέσεις των υπό χυδαιοτάτων ύβρεων και εντός ακόμη των Αστυνομικών καταστημάτων, αι δε μεταξύ τοξικομανών συμπλοκαί καταλήγουσι πολλάκις εις αγρίους τραυματισμούς και φόνους». 65 Βλ. Παπαζαχαρίου Ι., «Η τοξικομανία και η σχέσις αυτής προς την εγκληματικότητα», Αθήνα 1977, σελ. 11, ο οποίος αναφέρεται σε περιστατικό από τα ελληνικά δικαστηριακά χρονικά (Κακουργειοδικείο Πατρών), όπου ο δράστης, μετά από επίμονη πίεση προς τις αδερφές του και αφού είχε αποσπάσει από αυτές σημαντικά ποσά, για να αγοράζει ναρκωτικά, τις σκότωσε. 42

44 Σε άλλες περιπτώσεις, θολωμένος και υπό την επήρεια του ναρκωτικού, οδηγείται σε τέλεση εγκλημάτων κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας ακόμα και συγγενικών αυτού προσώπων, εξαιτίας των ψυχώσεων 66 και ψευδαισθήσεων που δημιουργούνται, του πανικού του και των φοβιών (καταστάσεις όπου νομίζει ότι ο έτερος είναι εχθρός ή λαμβάνει διαφορετική μορφή στα μάτια του π.χ. επικίνδυνο ζώο, αλλόμορφη θεότητα, ή ακόμα και αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπό του η μεγαλύτερη φοβία του) 67. Τα ερωτήματα σχετικά με την ποινική ευθύνη του εξαρτημένου χρήστη τα οποία τίθενται επί τη βάσει του γεγονότος ότι τα περισσότερα από τα ως άνω εγκλήματα είναι απόρροια ή αναγκαία συνέπεια της αρρώστιας του, γιατί δε δύναται να ενεργήσει διαφορετικά είναι τα εξής παρακάτω: εάν ο εξαρτημένος χρήστης πρέπει να κρίνεται a priori ακαταλόγιστος για όλες τις πράξεις του, εάν ο εξαρτημένος χρήστης πρέπει να κρίνεται a priori ακαταλόγιστος για μερικές από τις πράξεις του και για άλλες απλά μειωμένου καταλογισμού, εάν πρέπει να κρίνεται κατ αρχήν ψυχικά υγιής και εάν πρέπει να κρίνεται a priori ακαταλόγιστος για όλα τα εγκλήματα του νόμου περί ναρκωτικών και για τις υπόλοιπα να κρίνεται εάν είχε ικανότητα για καταλογισμό. Στην ενότητα αυτή παρατίθενται τα εγκλήματα που διαπράττουν πιο συχνά οι εξαρτημένοι χρήστες, η σχέση των ναρκωτικών με τα εγκλήματα αυτά, όσον αφορά τις παρενέργειες της κάθε ουσίας και την καταγεγραμμένη ροπή των 66 Η αμφεταμινική ψύχωση, παραδείγματος χάριν, δε διαφέρει σε τίποτα από τη σχιζοφρένεια και μπορεί να οδηγήσει σε φόνο. 67 Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση μίας ηρωινομανούς, η οποία εξομολογείται: «Γίνομαι θηρίο. Νομίζω ότι μου σκίζουν με ξυράφι την κοιλιά, μου 'ρχεται να χτυπήσω το κεφάλι μου χάμω, χάνω το φως μου, κόβεται η μιλιά μου, γίνομαι ένα ράκος και ταυτόχρονα ένα τέρας. Τίποτα άλλο δεν κυριαρχεί στο μυαλό μου, παρά πως να τρέξω να βρω την πρέζα. Και τότε αρχίζει το δράμα μου. Πουλάω ότι έχω και δεν έχω. Προχτές φώναξα τους παλιατζήδες και πούλησα ένα λαβομάνο, μια γκαρνταρόμπα και ένα μπαούλο για 500 δραχμές. Έτρεξα, τις πήγα στον Μ. για να μου δώσει πράμα κι αυτός ο άτιμος μου έδωσε σόδα. Θέλει γδάρσιμο ο κερατάς [ ] Ο Θεός να μη σώνει να γίνεται ο άνθρωπος τοξικομανής, γιατί χάνει το είναι του. Εμένα που με βλέπετε, που ήμουνα τόσο καλομαθημένη και μεγάλωσα στα χάδια, έχω κοιμηθεί στους δρόμους, στα βαγόνια, σε χωράφια και στους βόθρους ακόμα, για να κυνηγάω τους εμπόρους που το πουλάνε» σε «Τα πρεζόνια του Μεσοπολέμου», που δημοσιεύθηκε την Σαβ 31 Μάρ, :36 am, στην ηλεκτρονική διεύθυνση 43

45 χρηστών προς τη διάπραξη συγκεκριμένων εγκλημάτων υπό την επήρεια έκαστης των ναρκωτικών ουσιών ή ενώ τελούν σε στέρηση αυτών, καθώς και δίδεται μία απάντηση στα ανωτέρω ερωτήματα, σύμφωνα με τη μεταχείριση των δραστών αυτών από τον ποινικό νομοθέτη και τις επ αυτής θέσεις της επιστήμης και της νομολογίας. Τέλος, παρατίθενται τα τελικά συμπεράσματα της εργασίας και η θέση της γράφουσας την παρούσα ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ [ν. 1729/1987 και ήδη Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)]: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Α ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ 4 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 13 Ν. 1729/1987 [και ήδη άρθρου 30 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)]: Σύμφωνα με την παράγραφο 4 περ. α του άρθρου 13 ν. 1729/1987 [άρθρο 30 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)] ο εξαρτημένος χρήστης που τελεί τις πράξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 12 ν. 1729/1987 [άρθρο 29 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)] του νόμου μένει ατιμώρητος και μόνο εάν το επιθυμεί εισάγεται σε Ειδικό Θεραπευτικό Κατάστημα 68 (άρθρο 14 παρ. 3 ν. 1729/1987 και ήδη άρθρο 32 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.) ). Στην περίπτωση αυτή η εξάρτηση λειτουργεί ως λόγος άρσης του καταλογισμού και ο δράστης πρέπει να κριθεί από τον εφαρμοστή του δικαίου ως ανίκανος για καταλογισμό (μη δεκτικός για καταλογισμό). Η απόφαση που εκδίδεται από το δικαστήριο είναι αθωωτική 69. Επειδή, λοιπόν, η εξάρτηση αναιρεί κατά το νομοθέτη την ελευθερία βούλησης σε σχέση με τις πράξεις χρήσης των ναρκωτικών ουσιών (άρθ. 12 παρ. 1 [άρθρο 29 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)]), ο εξαρτημένος χρήστης θεωρείται ότι δεν έχει την κατά το νόμο απαιτούμενη ικανότητα επιλογής, δε δύναται να πράξει άλλως και κατά συνέπεια δεν είναι δεκτικός καταλογισμού, οπότε και αίρεται ο καταλογισμός του, σύμφωνα με το γενικό όρο του άρθρου 34 ΠΚ, αφού εξάρτηση 68 Ο Μανωλεδάκης τα χαρακτηρίζει ως μέτρα ασφαλείας, σε Μανωλεδάκη Ι., Γενική Θεωρία του Ποινικού Δικαίου, ΙΙ, 1978, σελ Παρασκευόπουλου Ν., ο.π., σελ

46 και ελευθερία επιλογής και ενέργειας σύμφωνα με την αντίληψη του δράστη για το άδικο αλληλοαποκλείονται 70. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εξάρτηση από τις ναρκωτικές ουσίες δεν συνεπάγεται από μόνη της το ακαταλόγιστο του δράστη, αφού ο νομοθέτης την αναγνωρίζει ρητά ως λόγο άρσης του καταλογισμού 71 μόνο στην ως άνω περίπτωση, ενώ σε άλλα εγκλήματα τελούμενα από εξαρτημένους δράστες, προς απόκτηση της δόσης τους (έμμεσα), η συνδρομή της μπορεί, σύμφωνα πάντα με τη δικαστική κρίση, να οδηγήσει είτε σε άρση (άρθ. 34 ΠΚ πλήρη ανικανότητα για καταλογισμό) είτε σε μείωση (άρθρ. 36 ΠΚ ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό) του καταλογισμού. Για το λόγο αυτό καθίσταται αναγκαία η εξέταση της επίδρασης της εξάρτησης σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όσο ακόμα ο νομοθέτης δεν έχει εκφρασθεί ρητά με κανόνα για την a priori θεώρησή της ως νόσου, συνεπαγόμενης το ποινικώς ανεύθυνο του ναρκομανούς για κάθε πράξη που αυτός τελεί ΟΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ Β ΚΑΙ Γ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ 4 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 13 Ν. 1729/1987 [και ήδη άρθρου 30 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)]: Η αντιμετώπιση των πράξεων διακίνησης από εξαρτημένους χρήστες μεταβλήθηκε αρκετές φορές. Με το ν. 1729/1987 αντιμετωπίστηκαν όλες 70 Βλ. Κονταξή Α., Ποινικό Δίκαιο και ναρκωτικά, εκδ. Σάκκουλα, 1998, σελ. 157, Παρασκευόπουλο Ν., «Η καταστολή της χρήσης των ναρκωτικών», εκδ. Σάκκουλα 2004, σελ. 64, έτσι και ΑΠ 100/94, ΠοινΧρ 1994, σελ. 327, ο οποίος σημειώνει ότι η έλλειψη του «δύνασθαι άλλως» του δράστη οφείλεται στην αδυναμία της αποβολής της έξης της χρήσης. 71 Βλ. όμως και ΣυμβΠλΛιβαδειάς 27/1991, Υπερ 1992, 127, τη θέση που διατυπώθηκε και στην παρούσα αποκρούεται ως μη ορθή, ότι δηλαδή στην περίπτωση της χρήσης ναρκωτικών από εξαρτημένο δράστη, η ατιμωρησία του οφείλεται σε προσωπικό λόγο απαλλαγής του από την ποινή. Το αντεπιχείρημα στην άποψη αυτή είναι ότι οι λόγοι απαλλαγής από την ποινή, εφόσον η ενοχή υφίσταται, είτε οδηγούν σε δυνητική απαλλαγή (δικαστική άφεση της ποινής), είτε όντας υποχρεωτικοί, στηρίζονται σε στοιχεία που λαμβάνουν πάντοτε χώρα μετά την τέλεση της πράξης, άρα πρόκειται για λόγους όπως η εξάλειψη του αξιοποίνου, η παραγραφή, η έλλειψη έγκλησης, η έμπρακτη μετάνοια και η αμνηστία. Στη δε αυτή περίπτωση η εξάρτηση δέον να υπάρχει κατά την τέλεση της πράξης και επομένως η απαλλαγή ως τέτοια αφορά την ενοχή του δράστη και όχι κάποιο εξωτερικό της πράξης, όπως αυτή τυποποιείται στο άρθρο 14 ΠΚ, στοιχείο, βλ. contra σε Παρασκευόπουλου Ν., Η καταστολή της διάδοσης των ναρκωτικών στην Ελλάδα, εκδ. Σάκκουλα, 2004, σελ Βλ. ΑΠ 861/90 ΠοινΧρ ΜΑ, σελ. 272, ΜΟΔ Αθ 193-7/82 Υπερ 1993, σελ. 927, ΑΠ 1121/86 ΠΧρ, ΕφΑθ 1186/95 Υπερ 1996, σελ. 818 με σχόλιο Καιάφα- Γκμπάντι, σελ. 818, ΕφΑθ 280/92 Υπερ 1993, σελ. 97, με σημείωμα Συλίκου Γ. 45

47 πλημμεληματικά, με το ν. 2161/1993 αντιμετωπίστηκαν όλες κακουργηματικά, ενώ με το ν. 2408/1996 διαχωρίστηκαν οι περιπτώσεις των πράξεων που ως επί το πλείστον τελούνται από εξαρτημένους μικροδιακινητές (τα λεγόμενα «βαποράκια»), οι οποίες αντιμετωπίστηκαν πλημμεληματικά (περ. γ της παρ. 4 του άρθρου 13 [άρθρο 30 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)]), ενώ οι πράξεις που προσιδιάζουν σε μεγαλεμπόρους παρέμειναν κακουργήματα (περ. γ της παρ. 4 του άρθρου 13 ν. 1729/1987 [άρθρο 30 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)]). Έτσι σήμερα, το διεθνές εμπόριο ναρκωτικών, η εισαγωγή τους σε στρατόπεδα, σωφρονιστικά καταστήματα κλπ., η ανάμειξή τους με τρόφιμα και ποτά, η παρασκευή τους, η διεύθυνση καταστήματος, στο οποίο γίνεται συστηματικά χρήση ναρκωτικών, η νόθευση ναρκωτικών και η εν γένει οργάνωση των παραπάνω πράξεων (άρθ. 5 παρ. 1 περ. α, γ, δ, ε, θ, ια, ιγ, και το άρθρο 7 ν. 1729/1987 [άρθρα 20 και 22 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)]) όταν τελούνται από εξαρτημένο χρήστη τιμωρούνται με πρόσκαιρη κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή διακοσίων χιλιάδων δραχμών έως δέκα εκατομμυρίων δραχμών και στις περιπτώσεις συνδρομής των διακεκριμένων περιπτώσεων του άρθρου 6 ή των επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθρου 8 ν. 1729/1987 [άρθρα 21 και 23 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)] προβλέπεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή τριακοσίων δραχμών έως πενήντα εκατομμυρίων δραχμών. Το δικαστήριο μπορεί και πάλι σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 ν. 1729/1987 [άρθρο 31 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)] να διατάξει την εισαγωγή του δράστη για σωματική απεξάρτηση σε Ειδικό Θεραπευτικό Κατάστημα ή Ειδικό Τμήμα Καταστήματος Κράτησης, εάν δε ο ίδιος δηλώσει ότι επιθυμεί την ψυχική του απεξάρτηση και δέχεται αν παρακολουθήσει το ειδικό πρόγραμμα, εκτίει μέρος της ποινής του στα παραπάνω Καταστήματα για δεδομένο χρονικό διάστημα που αποφασίζεται από το δικαστήριο και αφαιρείται από το χρόνο έκτισης της ποινής του. Με την παράγραφο 4 του άρθρου 4 του ν. 2408/96 ο νομοθέτης τυποποίησε ως πλημμελήματα τις πράξεις του άρθρου 5 παράγραφος 1 περ. β, στ, ζ, η, ι και ιβ ν. 1729/1987 [άρθρο 20 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)] (αγοραπωλησία, καλλιέργεια, κατοχή, μεταφορά, αποστολή, παραλαβή, συντέλεση στη διάδοση 46

48 χρήσης και πλαστογράφηση ιατρικής συνταγής χορήγησης ναρκωτικών), όταν αυτές τελούνται από εξαρτημένο χρήστη, με απειλούμενη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή διακοσίων χιλιάδων δραχμών έως πέντε εκατομμυρίων δραχμών. Στις περιπτώσεις των διακεκριμένων περιπτώσεων του άρθρου 6 ή των επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθρου 8 ν. 1729/1987 [άρθρα 21 και 23 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)] που αφορούν στις ως άνω πράξεις προβλέπεται πρόσκαιρη κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή τριακοσίων χιλιάδων δραχμών έως πενήντα εκατομμυρίων δραχμών (άρθρο 13 παρ. 4 β [άρθρο 30 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)]) Η ΝΟΜΙΚΗ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5 ΠΑΡ. 1 ΠΕΡ. Β, ΣΤ, Ζ, Η, Ι ΚΑΙ ΙΒ ν. 1729/1987 [άρθρο 20 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)], ΟΤΑΝ ΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟ ΧΡΗΣΤΗ ΚΑΙ Ο ΝΟΜΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΤΩΝ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΩΝ ΧΡΗΣΤΩΝ: Η θέση της έννοιας της εξάρτησης ως λόγου απαλλαγής των εξαρτημένων δραστών και μείωσης της ποινής των εξαρτημένων διακινητών, η οποία κρίνεται απαραίτητο να διευκρινιστεί, λόγω των εννόμων συνεπειών που αυτή επιφέρει (παραγραφή, υποτροπή, προσωρινή κράτηση- περιοριστικοί όροι, αρμοδιότητα περάτωσης κύριας ανάκρισης), προκάλεσε διχογνωμίες τόσο στη θεωρία όσο και τη νομολογία, όπως οι εκατέρωθεν απόψεις παρατίθενται αναλυτικά παρακάτω. Συγκεκριμένα, η νομολογία του Αρείου Πάγου 73 έχει θέσει ζήτημα νομικής αυτοτέλειας των εγκλημάτων του νόμου περί ναρκωτικών που τελούνται από εξαρτημένους χρήστες, μία προβληματική που συνδέεται ευθέως με τη θέση της εξάρτησης στη δομή του εγκλήματος. Σύμφωνα με την άποψη της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου στην απόφαση υπ αριθμόν 7/ , την οποία ακολούθησαν και 73 ΟλΑΠ 7/1995 ΠΧρ 1996, σελ. 474, με την οποία το δικαστήριο απεφάνθη, ότι κατ άρθρο 371 παρ. 3 ΚΠΔ έπρεπε να κριθεί πρώτα εάν ο κατηγορούμενος είχε τελέσει το έγκλημα που τυποποιείται στο νόμο περί ναρκωτικών και επέσυρε κακουργηματική ποινή και κατόπιν να αποφασίσει, εάν έχων την ιδιότητα του εξαρτημένου θα υποβαλλόταν σε τιμωρία και ποια ποινή θα του επιβαλλόταν και ΑΠ 1222/1997 ΠΧρ 1998, σελ. 454, ΑΠ 1767/2000 ΝοΒ 2001, σελ Βλ. ΟλομΑΠ 7/95 ΠΧρ 1996, σελ. 474 με αντίθετο σχόλιο Καιάφα- Γκμπάντι, σελ. 755 και την ΑΠ 257/1994 ΠΧρ 1994, 377 που παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια, καθώς και ΑΠ 1222/1997 ΠοιΧρ 1998, 454 και ΣυμβΕφΑθ 514/1997 ΠοινΔικ 1998, 62 που δέχθηκε ότι η 47

49 μεταγενέστερες αποφάσεις, η εξάρτηση δεν εντάσσεται στο έγκλημα, υπό την έννοια ότι δεν αποτελεί ούτε στοιχείο της αντικειμενικής, αλλά ούτε και της υποκειμενικής υπόστασης, δε διαφοροποιεί το έγκλημα, δε στοιχειοθετεί δηλαδή νέο ιδιαίτερο έγκλημα, διαφοροποιεί μόνον την ποινική μεταχείριση του εξαρτημένου δράστη, χωρίς να επιδρά στην πράξη. «[ ] Επομένως η διαπίστωσή της δεν οδηγεί στην κρίση, ότι «ο δράστης διέπραξε άλλη πράξη διάφορο εκείνης που θα διέπραττε, εάν δεν είχε την ιδιότητα του τοξικομανή» και ότι «η αναίρεση» (για λόγο που αφορά την ιδιότητα του δράστη ως εξαρτημένου ή όχι) «καλύπτει μόνο τη διάταξη της απόφασης για τον αυτοτελή ισχυρισμό της τοξικομανίας και την από αυτόν εξαρτώμενη διάταξη της ποινής και όχι το σύνολο της απόφασης, δηλαδή και τη διάταξη περί ενοχής». Με δικονομικά επιχειρήματα, και υπέρ της παραπάνω άποψης υποστηρίχτηκε, ότι κατά την παρ. 2 του άρθρου 13 ν. 1729/1987 [άρθρο 30 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)], η διάγνωση της εξάρτησης μπορεί να λάβει χώρα μόνο επ ακροατηρίω και να λάβει χώρα ο μεταχαρακτηρισμός των κακουργημάτων σε πλημμελήματα 75, με συνέπεια η ποινική δίωξη να ασκείται πάντα για έγκλημα σε βαθμό κακουργήματος και να αποκλείεται η διαδικασία ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων. Σε ανταπάντηση των παραπάνω θέσεων τάχθηκε το πρώτον η μειοψηφία 76 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (Σταθέας, Κατσίφας και ιδιότητα του κατηγορουμένου ως εξαρτημένου και η τιμώρησή του με πλημμεληματική ποινή για πράξεις κακουργηματικού χρακτήρα δε μεταβάλλει το χαρακτήρα της πράξης και συνεπώς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, βλ. και Ζυγούρα Α. Η επίδρασις της ιδιότητος του δράστου ως τοξικομανούς εις τον χαρακτήραν ως κακουργημάτων πράξεων του νόμου περί ναρκωτικών, Αρμ. 2000, 1019, παρατηρήσεις σε ΣυμβΠλημΧανίων 10/1999 Μαργαρίτη Λ. σε Υπεράσπιση 1999, 708 επ. καθώς και ΣυμβΑΠ 1767/2000 ΝοΒ 49, 1041, ΣυμβΑΠ 1222/1997, Π.ΧΡ.1998, 454. Βλ. και Κονταξή Α., ο.π. σελ. 164, και Παύλου Σ., Ναρκωτικά, εκδ. Σακ. 1997, σελ. 229, ο οποίος χαρακτηρίζει τα εγκλήματα αυτά ως προνομιούχες παραλλαγές και όχι ιδιώνυμα εγκλήματα, οι οποίες συνεπάγονται ηπιότερη ποινική μεταχείριση. Βλ. υπέρ της άποψης αυτής και Παύλου Σ., ο.π., σελ. 293, ο οποίος σημειώνει ότι ένας λόγος μείωσης του καταλογισμού σε αντίθεση με μία διαφοροποίηση της υπαιτιότητας δεν επιδρά στο «αξιολογικό φορτίο του νομοτυπικού κανόνα» και επομένως ο χαρακτηρισμός παραμένει κακουργηματικός». 75 Βλ. παρατηρήσεις σε ΣυμβΠλημΧανίων 10/1999 Μαργαρίτη Λ. σε Υπεράσπιση 1999, 708 επ., καθώς και ΣυμβΕφΑθ 659/1997 ΠοινΔικ 1998, σελ Υπέρ της άποψης τη μειοψηφίας ΠοινΝομΑΠ 1998, 207 και ΠοινΔικ 1999, 1194, οι οποίες έπαυσαν οριστικά την ποινική δίωξη για το λόγο ότι τα εγκλήματα αυτά ως πλημμελήματα είχαν πραγραφεί και ΑΠ 961/1998 ΠοινΝομΑΠ 1998, 340, που αναφέρει ότι ο εξαρτημένος δράστης αντιμετωπίζεται με ποινή πλημμελήματος, ΕφΑθ 901/1997 ΠοινΔικ , ΣυμβΕφΑθ 897/1997 ΠοινΔικ 1998, 68 και ΕφΑθ 2156/1996 Υπεράσπιση 1996 με σύμφωνες παρατηρήσεις 48

50 Καραγεώργης), η οποία στη συγκεκριμένη απόφαση υποστήριξε, ότι λόγω της ύπαρξης εξαρτήσεως, διαμορφώνεται αυτοτελές πλημμέλημα με αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων του αρθ. 5 του νόμου [άρθρο 20 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)] αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά, όσον αφορά τη νομοτυπική μορφή, με πρόσθετο στοιχείο την ύπαρξη εξάρτησης, η διαπίστωση της οποίας διαφοροποιεί το αδίκημα του άρθρου 13, «εντεύθεν, δε, εισάγεται νέο αδίκημα», καθώς ο συγκεκριμένος λόγος μείωσης της ποινής σχετίζεται με τον εννοιολογικό πυρήνα της ενοχής. Και αυτό διότι, όπως αιτιολόγησε, «προκειμένου να καθορισθεί η νομική αυτοτέλεια των δύο εγκλημάτων, ο νόμος εκφράζεται ρητώς σχετικώς με τους δράστες [...] των οποίων η νομική μεταχείριση είναι ευνοϊκότερη, λαμβανομένου υπόψη ότι στοιχειοθετείται αδίκημα σε βαθμό πλημμελήματος». Εφόσον, λοιπόν, προστίθεται ως ειδοποιό στοιχείο συγκεκριμένη ιδιότητα του δράστη, που αποδίδει μειωμένη ενοχή, η αναίρεση της αποφάσεως στην περίπτωση αυτή προσβάλλει και τη διάταξη του δικαστηρίου περί ενοχής του δράστη. Όσον αφορά το ως άνω διατυπωμένο στα πλαίσια της ποινικής δικονομίας επιχείρημα, ήδη με τη νομοθετική μεταρρύθμιση του 2003 (ν. 3160/2003), προστέθηκε στο άρθρο 21 παρ. 3 περ. γ εδάφιο τρίτο ν. 1729/1987, σύμφωνα με το οποίο ο Εισαγγελέας Εφετών που κρίνει ότι οι πράξεις των άρθρων 5, 6, 7 παρ.1 και 8 ν. 1729/1987 έχουν πλημμεληματικό χαρακτήρα, αποφαίνεται συναφώς με αιτιολογημένη διάταξή του και με παραγγελία προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών εισάγεται η υπόθεση από τον τελευταίο στο συμβούλιο πλημμελειοδικών. Επομένως, «σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, (κίνηση της ποινικής δίωξης, της διαδικασίας ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων και επ ακροατηρίω συζήτηση), «δημιουργείται πλήρης δικαστική πεποίθηση ότι ο δράστης είναι εξαρτημένος, δέον να γίνει αμέσως δεκτό ότι οι πράξεις του φέρουν χαρακτήρα πλημμελήματος» 77. Πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της ως άνω απόψεως της μειοψηφίας, περί νομικής αυτοτέλειας των αυτών εγκλημάτων, αποτελεί σαφώς το γεγονός, ότι Καϊάφα- Γκμπάντι Μ., σελ. 1321, Παρασκευόπουλου Ν- Κοσμάτου Κ. Ναρκωτικά, εκδ. Σάκκουλα, 2005, 147 επ. με εκεί παραπομπές σε νομολογία. 77 Παρασκευόπουλου Ν.- Κοσμάτου Κ. Ναρκωτικα, εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ

51 στην περίπτωση του εξαρτημένου χρήστη, η αδυναμία αποβολής της έξης με ίδιες δυνάμεις συνεπάγεται είτε καθόλου είτε μειωμένη ελευθερία βούλησης αυτού 78, αδυναμία διάγνωσης της ψυχικής του στάσης απέναντι στην κοινωνία και το έννομο αγαθό, το οποίο προσβάλει, με αποτέλεσμα ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος να επηρεάζεται στην παρούσα περίπτωση από όρους που αφορούν στην ενοχή Εν κατακλείδι, η εξάρτηση, ως λόγος άρσης ή μείωσης του καταλογισμού, και η συνεπαγόμενη αδυναμία διάγνωσης εκ μέρους του εφαρμοστή του δικαίου της ψυχικής στάσεως του δράστη έναντι της πράξης του, θίγει το χαρακτηρισμό του εγκλήματος σε επίπεδο ενοχής, καθώς τόσο οι θετικές (υπαιτιότητα) όσο και οι αρνητικές (λόγοι μείωσης- άρσης καταλογισμού) προϋποθέσεις αφορούν την ενοχή του δράστη Έτσι και Παρασκευόπουλος Ν., Η καταστολή της διάδοσης των ναρκωτικών στην Ελλάδα, σελ , Καιάφα- Γκμπάντι, Συλίκος, Παπαχαραλάμπους, και Ανδρέου Φ., ο οποίος διατυπώνει τη θέση, ότι δε χωρά και υποτροπή σε αυτά τα εγκλήματα, εφόσον αποτελούν πλημμελήματα, άρθρ. 18 ΠΚ, 13 παρ. 4 Ν. 2331/1995) 79 Έτσι και ΑΠ 528/1998 ΠοινΝομΑΠ 1998, σελ. 207, ΑΠ 1091/1999 ΠοινΔικ 1999, σελ. 1194, ΠεντΕφΠεΙρ 43/2000 ΠραξΛογΠΔ 2001, σελ. 235, ΑΠ 1280/2001, ΠραξΛογΠΔ 2001, σελ. 305, Διάταξη ανακριτή Γρεβενών 9/2001, ΠραξΛογΠΔ 2001, σελ. 315, ο οποίος δέχτηκε, ότι οι πράξεις διακίνησης του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β, η, ζ, ι, ιβ, όταν τελούνται από εξαρτημένους δράστες είναι πλημμεληματικές, αποτελούν ιδιώνυμα εγκλήματα, για τα οποία δεν προβλέπεται κατ άρθρο 282 ΚΠΔ προσωρινή κράτηση. Έτσι και Φαρσεδάκη Ι.- Συλίκου Γ. Ναρκωτικά: Νομική και εγκληματολογική διάσταση στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θεωρία, Νομολογία, Υποδείγματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 1996, σελ. 283 επ. οι οποίοι μιλούν για εγκλήματα sui generis τα χαρακτηρίζουν ως ρύθμιση όμοια με αυτήν του άρθρου 299 παρ. 2 ΠΚ, που οδηγεί σε μία «αληθή μετάλλαξη του αδίκου, δεδομένου ότι πρόκειται για διάφορο είδος εγκλήματος» (άρθρο 18 εδ. β ΠΚ). 80 Βλ. Εισηγητική Έκθεση του ν. 2408/96, όπου αναφέρεται ότι «[ ] Ένα σημαντικό πεδίο της πολιτικής κατά των ναρκωτικών χαρακτηριζόταν μέχρι σήμερα από μία θεμελιώδη αντίφαση: Ενώ δηλαδή θεωρητικά γινόταν δεκτό ότι ο εξαρτημένος από ναρκωτικά πρέπει να αντιμετωπίζεται προεχόντως ως άρρωστος [ ] η απειλούμενη για τους εξαρτημένους διακινητές ναρκωτικών ποινή ήταν σχεδόν εξισωμένη με την αντίστοιχη με τους μη εξαρτημένους. Η ισοπέδωση αυτή ήταν άδικη, αφού οι εξαρτημένοι που διακινούν μικρές ποσότητες ναρκωτικών ουσιών για την εξασφάλιση της δικής τους δόσης έχουν μειωμένη ενοχή και συνιστούν διαφορετική κατηγορία από τους μη διακινητές[ ]». Επίσης τα σχετικά πρακτικά της , σελ. 6147, όπου ο Υπουργός Δικαιοσύνης αναφέρει ρητά ότι «[ ] Οι πέντε περιπτώσεις που συνήθως είναι οι μορφές εμφάνισης του εγκλήματος αυτού με δράστη εξαρτημένο διακινητή, αντιμετωπίζονται πλημμεληματικά [ ]». 81 Βλ. contra Παύλου Σ., Ναρκωτικά, εκδ. Σακ. 1997, σελ. 293, ο οποίος τάσσεται υπέρ της διατήρησης του κακουργηματικού χαρακτήρα και σημειώνει ότι ένας λόγος μείωσης του καταλογισμού σε αντίθεση με μία διαφοροποίηση της υπαιτιότητας δεν επιδρά στο «αξιολογικό φορτίο του νομοτυπικού κανόνα» και επομένως ο χαρακτηρισμός παραμένει κακουργηματικός». 50

52 Όπως και ο Παρασκευόπουλος 82 τονίζει, «[ ] κάθε αυξομείωση της ενοχής που αποτυπώνεται σε συγκεκριμένη ειδική υπόσταση εγκλήματος και αντανακλάται στην απειλούμενη ποινή, διαπλάθει ένα ιδιαίτερο έγκλημα, επηρεάζει το χαρακτηρισμό του και το καθιστά αυτοτελές [ ]», εφαρμοζόμενης και της αρχής της αναλογίας μεταξύ ενοχής- ποινής και εγκλήματος- ποινικής μεταχείρισης. Σχετικά με την προβληματική της κίνησης ποινικής δίωξης για κακουργήματα, στην περίπτωση της διακίνησης από εξαρτημένο χρήστη, όταν μάλιστα υπάρχει σαφής δικανική πεποίθηση για τη συνδρομή εξάρτησης ήδη κατά την προδικασία, η Καϊάφα -Γκμπάντι 83 σημειώνει ότι «[ ] μία τέτοια πρακτική καθιστά το έργο των δικαστικών οργάνων ίσως πιο εύκολο: ασκείται ποινική δίωξη για κακούργημα, μεταχειριζόμαστε την περίπτωση δικονομικά ως κακούργημα και μπορούμε να εφησυχάζουμε. Έτσι, προάγεται, όμως, μία αντεγκληματική πολιτική αδιάκριτης καταστολής για διαφορετικά μεγέθη ενοχής και συνεπώς αξιοποίνου και σε καμία περίπτωση δεν αποδίδεται σεβασμός σε αυτό που ο Μανωλεδάκης ονόμασε «πρωταρχία του δικαίου» κατά την εφαρμογή του νόμου μέσα από μία εντελή και όχι απλή υπαγωγή» ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ: Λόγω του ηθικού εκπεσμού και της ανάγκης εξεύρεσης πόρων προς απόκτηση της επιθυμητής δόσης, οι εξαρτημένοι χρήστες διαπράττουν ποικίλα εγκλήματα, καθώς ωθούνται αναγκαστικά στην κλοπή, την εκβίαση, τη ληστεία, το λαθρεμπόριο κλπ. 82 Παρασκευόπουλου Ν., ο.π. σελ Καϊάφα- Γκμπάντι Μ., Η εφαρμογή του νόμου για την καταπολέμηση των ναρκωτικών στην πράξη: μεταξύ προώθησης και υπέρβασης των νομοθετικών επιλογών, δημοσιευμένο στα Πρακτικά του Η Πανελληνίου Συνεδρίου Ελληνικής Εταιρίας Ποινικού Δικαίου: «Ποινικό Δίκαιο και ναρκωτικά», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 2003, σελ. 102, η οποία παραπέμπει στην υποσ. 70 σε Μανωλεδάκη Ι. Πόσο χρήσιμη είναι η νομική θεωρία στην απονομή της ποινική δικαιοσύνης; Υπερ. 1991, σελ. 13 επ. 51

53 Συνήθη επίσης εγκλήματα των εξαρτημένων χρηστών είναι η ψευδομαρτυρία, λόγω εξασθενήσεως της μνήμης, και η πλαστογραφία των ιατρικών συνταγών ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ: Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας κατά συγγενών και τρίτων με σκοπό την εξεύρεση χρημάτων για την απόκτηση ναρκωτικού, τα οποία στην ουσία είναι εγκλήματα τελούμενα για να διευκολυνθεί η χρήση, είναι και τα πιο συχνά τελούμενα από εξαρτημένους δράστες 84. Το έγκλημα της κλοπής έχει ως αντικείμενο: α) ναρκωτικές ουσίες και φάρμακα από φαρμακεία ή νοσοκομεία, β) έντυπες ιατρικές συνταγές για ναρκωτικά και σφραγίδες γιατρών και γ) χρήματα, χρυσαφικά και άλλα αντικείμενα από συγγενείς και τρίτους. Συχνές είναι και οι κλοπές οχημάτων για χρήση μόνο, προκειμένου να μεταβούν στο χώρο αγοραπωλησίας ή να φύγουν από αυτόν. Σε πολύ μεγάλο ποσοστό, επίσης, διαπράττουν ληστείες και μάλιστα εναντίον γυναικών (τσαντάκηδες), με αποτέλεσμα πολλές φορές τον τραυματισμό αυτών, κατά τη βίαιη απόσπαση των υπαρχόντων τους. Στις περιπτώσεις αυτές το δικαστήριο μπορεί να δεχτεί μειωμένο καταλογισμό (άρθρ. 36 παρ. 1 ΠΚ), διότι υπάρχει συμπεριφορική εξάρτηση και ο δράστης δεν έχει πλήρη, αλλά μειωμένη, ελευθερία βούλησης, πράττει, δε, το αδίκημα ως μέσο προς σκοπό. Όταν η εξάρτηση επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό τη δεκτικότητα του δράστη για καταλογισμό, είναι δυνατόν το δικαστήριο να κρίνει ότι ο δράστης δεν ενέχεται και κατά συνέπεια να μείνει ατιμώρητος Βλ. Ελευθεροτυπία, φύλλο της 15/12/2006, άρθρο Φωτ. Ν., που τιτλοφορείται «Κομπίνα με «βιτρίνα» τοξικομανείς», στο οποίο αναφέρεται «Κομπίνα 1,2 εκατομμυρίων ευρώ στη Θεσσαλονίκη, με εγκέφαλους επιχειρηματίες κι εξιλαστήρια θύματα τοξικομανείς που έγιναν «αχυράνθρωποι» για να εξασφαλίσουν την δόση τους! Στ όνομά τους έπαιρναν δάνεια από Τράπεζες και εξέδιδαν εικονικά τιμολόγια από εταιρίες- «φαντάσματα», για να εισπράττουν την επιστροφή ΦΠΑ [ ] Όπως αποκαλύφθηκε, το κύκλωμα αποτελούσαν επτά «ηγετικά στελέχη». Στη συνέχεια προσέγγισαν δώδεκα τοξικομανείς, που τους προσέφεραν 50 με 100 ευρώ την εβδομάδα και τους έπεισαν να συμμετάσχουν ως «αχυράνθρωποι» στις εικονικές του επιχειρήσεις». 85 Βλ. άποψη Συλίκου Γ. παραπάνω καθώς και Συμβολές στην εφαρμογή του Ποινικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1997, σελ. 297 επ., όπου στα επιχειρήματα υπέρ της 52

54 ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΖΩΗΣ: Ο εξαρτημένος χρήστης συχνά διαπράττει σωματικές βλάβες με πρόθεση ή εξ αμελείας (άρθ. 308 επ. και 314 ΠΚ), κατά συγγενών του και τρίτων, είτε για να αποσπάσει χρήματα είτε λόγω παραισθήσεων και ψευδαισθήσεων. Στις ίδιες παραπάνω περιπτώσεις τις περισσότερες φορές αποτέλεσμα των πράξεων του εξαρτημένου χρήστη είναι η βλάβη του εννόμου αγαθού της ζωής (άρθ. 299 παρ. 1 και 302 ΠΚ) 86. Στη διάπραξη των ως άνω εγκλημάτων, μπορεί να διαπιστωθεί ουσιώδης μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό (36 ΠΚ), όταν προκλήθηκε στον εξαρτημένο τέτοια θόλωση της συνείδησης που δε μπορούσε να επιλέξει. Παράδειγμα αποτελεί η αναγνώριση από το δικαστήριο ελαττωμένου καταλογισμού σε εξαρτημένο ναρκομανή, ο οποίος σκότωσε το θύμα υπό το κράτος οργής και θυμού, όταν πληροφορήθηκε πως αυτό του πουλούσε νοθευμένη ηρωίνη (ΜΟΔΑθ 193/1992 Υπερ 1993, 925), επειδή «όταν ο κατηγορούμενος πήρε την απόφαση να εκτελέσει την ανθρωποκτονία, βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και μπορούσε να αντιληφθεί και να σταθμίσει τα ωθούντα και κωλύοντα την πράξη του αίτια [...] ήταν μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό (36 ΠΚ), λόγω της τοξικομανίας του και του συναισθήματος οργής, θέσπισης ρύθμισης για την ένταξη του κανόνα της μειωμένης ικανότητας των εξαρτημένων στο Γενικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα αναφέρει: Το άρθρο 21 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 εξομοιώνει την ποινική και θεραπευτική μεταχείριση των εξαρτημένων χρηστών που τελούν τα εγκλήματα του άρθρου 5 ν. 1729/87 και εγκλήματα που φέρεται ότι διαπράχθηκαν, για να διευκολυνθεί η χρήση ναρκωτικών ουσιών, δηλαδή βασικά εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας (εκτός των 374 εδ. α και β και 380 ΠΚ), ως προς το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ζητήσει από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών να μην εγγράφονται σε απόσπασμα ή αντίγραφο φύλλου Ποινικού Μητρώου, εκτός από εκείνα που προορίζονται αποκλειστικά για χρήση του Δικαστηρίου, αποφάσεις ή βουλεύματα που αφορούν τα συγκεκριμένα εγκλήματα. 86 Βλ. Μακεδονία Θεσσαλονίκη, Φύλλο της 20/1/1996, που τιτλοφορείται «Τοξικομανείς οι δολοφόνοι του κοσμηματοπώλη» και αναφέρει «[ ] Και οι έξι είναι τοξικομανείς και είχαν εισβάλει στο κοσμηματοπωλείο για να ληστέψουν τον κοσμηματοπώλη και να αγοράσουν με τα χρήματα τη δόση τους [ ] Ο ένας από τους τέσσερις δράστες που είχαν μπει στο κοσμηματοπωλείο και αμέσως μετά είχαν τραπεί σε φυγή, επέστρεψε όταν είδε τον 62χρονο να έχει ακινητοποιήσει το σύντροφό του, άρπαξε ένα καδρόνι από τη διπλανή στοά και με δύναμη κατάφερε κτυπήματα στο κεφάλι του άτυχου Ντεκελέ με αποτέλεσμα να σωριαστεί νεκρός». 53

55 από το οποίο είχε καταληφθεί εξαιτίας προηγούμενης ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος» 87. Τα ψευδαισθησιογόνα LSD, DET, DMT, DOM, και MDA συνδέονται με αυτοκτονικές ή ανθρωποκτονικές τάσεις. Στις περιπτώσεις αυτές το δικαστήριο μπορεί να διαγνώσει μείωση ή άρση του καταλογισμού, αν έγινε η πράξη έγινε χωρίς τη θέληση του υποκειμένου ή από τρίτους (ανυπαίτια από την πλευρά του δράστη). Διαφορετικά μπορεί να πρόκειται για πράξη ελεύθερη στην αιτία της (άρθρο 35 ΠΚ) ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΟΣ: Το συνηθέστερα τελούμενο έγκλημα είναι η πλαστογραφία και δη η πλαστογραφία των υπογραφών των γιατρών σε ιατρικές συνταγές, προκειμένου να μπορέσει ο εξαρτημένος χρήστης να εξασφαλίσει φάρμακα και ναρκωτικές ουσίες που δε χορηγούνται άνευ ιατρικής συνταγής, καθώς και η χρήση πλαστού σε φαρμακεία και νοσοκομεία, από όπου θα προμηθευτεί και την ουσία ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΘΩΝ: Συνήθης είναι και η διάπραξη του εγκλήματος του βιασμού και της αιμομιξίας ή της άμεσης συνέργειας σε αυτά, όπου έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα παράδοσης ανηλίκων από τους γονείς τους προς βιασμό 88, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη δόση τους, προώθηση ανηλίκων στην πορνεία, αιμομιξίες λόγω της διέγερσης της σεξουαλικής διάθεσης λόγω της λήψεως ναρκωτικών (ιδίως από την κοκαΐνη) ΣΥΡΡΟΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΗΣΗΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ (ΑΡΘΡΟ 10 Ν. 1729/1987) ΜΕ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ ΕΞ ΑΜΕΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΕΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ Κ.Ο.Κ., Κ.Δ.Ν.Δ. ΚΑΙ Κ.ΑΕΡ.Δ.: 87 Βλ. όμως και ΣυμβΑΠ 283/1988, στην οποία το δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμό για διατάραξη της συνείδησης από χρήση ηρωίνης και τέλεση της πράξης υπό την επήρεια ναρκωτικών. 88 Βλ. Καράμπελα Λ., ο.π. σελ. 248, όπου αναφέρεται δημοσίευμα της Βραδινής, φύλλο της , σύμφωνα με το οποίο «μια Αμερικανίδα μητέρα κρατούσε ακίνητη την εξάχρονη κόρη της, ενώ τη βίαζαν δύο νεαροί 20 και 21 χρόνων [ ] όπως είπε παρέδωσε την κόρη της στους βιαστές, για να πάρει χρήματα και να προμηθευτεί ναρκωτικά [ ]». 54

56 Στο άρθρο 10 του Ν. 1729/87 τυποποιείται το έγκλημα της οδήγησης μεταφορικών μέσων υπό την επίδραση ναρκωτικών, ως έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης της ζωής και της υγείας αορίστου αριθμού ανθρώπων, τυποποιείται δε ως κακούργημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης στην περίπτωση που προέκυψε τέτοιος κίνδυνος. Το έγκλημα αυτό συνήθως συρρέει αληθινά κατ ιδέα με το έγκλημα της εξ αμελείας πρόκλησης σωματικής βλάβης και το έγκλημα της εξ αμελείας ανθρωποκτονίας και τις αντίστοιχες παραβάσεις του Κ.Δ.Ν.Δ. και του Κ.Αερ.Δ. Στην περίπτωση της συρροής με το άρθρο 42 Κ.Ο.Κ. που αφορά στην οδήγηση οχήματος υπό την επήρεια «τοξικών ουσιών, φαρμάκων και αλκοόλ», ανάλογα με την αναγραφή της ουσίας στον κατάλογο του νόμου περί ναρκωτικών ή όχι τυγχάνει εφαρμογής και η ανάλογη διάταξη. Είναι δε επικίνδυνος ο δράστης κατά την οδήγηση υπό την επήρεια του ναρκωτικού, λόγω της αδυναμίας του να αντιληφθεί αποστάσεις, ταχύτητα, και λόγω μείωσης των αντανακλαστικών του και των αντιδράσεών του σε πιθανή σύγκρουση. Παρακάτω ακολουθεί ένας πίνακας που παρουσιάζει τα εγκλήματα που διαπράττουν οι εξαρτημένοι χρήστες 89, ανάλογα με την ουσία, υπό την επήρεια της οποίας, τελούν: ΟΥΣΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΒΙΑΣ, ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΕΣ, ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΙ, ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΒΛΑΒΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΗΘΩΝ: ΒΙΑΣΜΟΙ, ΑΙΜΟΜΙΞΙΑ, ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΚΛΟΠΕΣ, ΑΠΑΤΕΣ, ΔΙΑΡΡΗΞΕΙΣ, ΨΕΥΔΟΡΚΙΑ, ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, ΕΞΥΒΡΙΣΗ ΧΑΣΙΣ Σπάνια Σπάνια Συχνά ΗΡΩΙΝΗ Πολύ σπάνια Συνήθως όχι Πολύ συχνά ΜΟΡΦΙΝΗ Αραιά Συχνά Πολύ συχνά ΚΟΚΑΙΝΗ Συχνά Συχνά Πολύ συχνά ΑΜΦΕΤΑΜΙΝΕΣ ΒΑΡΒΙΤΟΥΡΙΚΑ Αραιά Αραιά Συχνά ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΙΟΓΟΝΑ Συχνά Συχνά Συχνά 89 Ο πίνακας αυτός παρατίθεται, όπως ακριβώς εμπεριέχεται στο έργο των Παπαναστασίου Ν., Σπύρογλου Σ. και Γιατρά Κ., Ναρκωτικά και Τοξικομανία, Αθήνα 1980, σελ. 83, βλ. 55

57 Σε όλες τις παραπάνω κατ ιδία περιπτώσεις τέλεσης εγκλημάτων του Ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα και σύμφωνα με το ημέτερο ποινικό δίκαιο, ο καταλογισμός σε ενοχή του εξαρτημένου δράστη κρίνεται κατά τις γενικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 34 και 36 ΠΚ) και η ευθύνη του εξαρτάται από την απόδειξη της εξάρτησης (άρθρα 183, 80 παρ. 1 και 2, 200 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ), το βαθμό της εξάρτησης αυτού και το βαθμό της θόλωσης της συνειδήσεώς του, της ικανότητάς του να διακρίνει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του και να κατευθύνει ελεύθερα τις πράξεις του σύμφωνα με αυτήν. 2.8 Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΕΛΑΤΤΩΜΕΝΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ ΣΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ: Στην αυτή ενότητα που εξετάζεται η επίδραση της εξάρτησης στον καταλογισμό του δράστη, δέον να παρατεθεί και η άποψη περί εισαγωγής σχετικής ρύθμισης στο Γενικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα, προς ένταξη του κανόνα της κατ αμάχητο τεκμήριο ελαττωμένης ικανότητας καταλογισμού του εξαρτημένου δράστη (36 ΠΚ). Την πρόταση αυτή έχει εισηγηθεί με εμπεριστατωμένη επιχειρηματολογία ο Συλίκος 90, ως ακολουθεί: Η ratio του νόμου, όπως ο συγγραφέας σημειώνει, είναι η ρεαλιστική αναγνώριση της μη ύπαρξης του ανθρωπίνως φευκτού της υπαιτιότητας στην περίπτωση της τέλεσης άδικης πράξης από εξαρτημένο δράτση. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι «[ ] Η βούληση αποβαίνει ανίσχυρη και ανίκανη στο να συγκρατήσει το άτομο, δεν υπάρχει κυριολεκτικά αβουλία αλλά αγεφύρωτη διάσπαση ανάμεσα στη φρόνηση και την επιθυμία [ ]» και ότι το έγκλημα αποτελεί μέσο προς σκοπό, την εξεύρεση της επιθυμητής δόσης. 90 Βλ. Γ. Συλίκου, Εφαρμογή του άρθρου 13 Ν. 1729/87, Υπερ 1993, σελ. 421 και Συμβολές στη εφαρμογή του Ποινικού Δικαίου, Νομ. Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1997, 297 επ. και ΠεντΕφΑθ 280/1992 Υπερ 1993, σελ. 97, στην οποία σημειώνεται ότι όταν ο τοξικομανής υπό την επήρεια του στερητικού συνδρόμου τελεί αξιόποινες πράξεις, του επιβάλλεται μειωμένη ποινή κατ άρθρο 36 ΠΚ και ΑΠ 100/1994 ΠΧρ ΜΔ 327, ΑΠ 1121/1986 ΠΧρ ΛΣΤ 979, ΕφΑθ 280/1992 Υπερ 1993, 97 και ΕφΑθ 1186/1995 Υπερ 1996,

58 Μία βασική θέση από την οποία εκκινεί ο Συλίκος 91 είναι ότι η κατάσταση του εξαρτημένου είναι μία «ιδιότυπη ψυχολογικοσωματική «κατάσταση ανάγκης», και συμπληρώνει, ότι το κοινωνικό σύνολο είναι συνυπεύθυνο για την τέλεση των εγκλημάτων των εξαρτημένων, διότι «θεσπίζεται άδικο χωρίς να θεσμίζεται η δυνατότητα αποφυγής του αδίκου, δηλαδή το άλλως δύνασθαι είναι και πράττειν», υπό την έννοια ότι η κοινωνική κατάσταση αναπαράγει και συντηρεί την εξάρτηση από τα ναρκωτικά και τη συνεπαγόμενη εγκληματικότητα, δημιουργώντας αίτια και παράγοντες που ωθούν τα άτομα στη χρήση και την παραμονή τους σε αυτήν μέχρι τελικής εξαθλίωσής τους. Κατά συνέπεια, «εφόσον δεν υφίσταται δυνατότητα για τον εξαρτημένο να αποφύγει το άδικο, το συγκεκριμένο άδικο πρέπει να είναι μειωμένο». Υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να εισαχθεί σχετική ρύθμιση στο Γενικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα προς ένταξη του κανόνα της κατ αμάχητο τεκμήριο ελαττωμένης ικανότητας καταλογισμού του εξαρτημένου δράστη, προσφέρει μία σειρά επιχειρημάτων και δη: ότι η πλημμεληματική αντιμετώπιση της διακίνησης από εξαρτημένους είναι ένας κανόνας νεότερος και ειδικότερος του κανόνα του άρθρου 36 ΠΚ, διότι αφορά ειδικά τους εξαρτημένους δράστες και υπερισχύει του 36 ΠΚ στο ειδικό πεδίο των πράξεων που τείνουν στην άμεση απόκτηση ή έμμεση πρόσκτηση της ναρκωτικής ουσίας. Επιπλέον, ότι η εξάρτηση αποτελεί γενικό λόγο ελάττωσης του καταλογισμού και αφορά όλα τα εγκλήματα που τελούνται με αντικειμενική τελολογία την άμεση προμήθεια του ναρκωτικού ή των οικονομικών μέσων για την απόκτησή του Βλ. και Συλίκου, ο.π., σελ. 283, όπου τίθεται υπό συζήτηση και το ζήτημα ότι οι επιβαλλόμενες από το Δικαστήριο ποινές δεν έχουν σοβαρό εγκληματοπροληπτικό αποτέλεσμα, καθώς η ειδικοπροληπτική και γενικοπροληπτική λειτουργία της ποινής στους εξαρτημένους είναι προβληματική και η λειτουργία της δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά το πρόβλημα, το επιτείνει, είναι δυσλειτουργική. 92 Βλ. Συλίκου, Η ποινική αντιμετώπιση των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας που τελούνται από εξαρτημένους χρήστες ναρκωτικών ουσιών, σε Συμβολές στη εφαρμογή του Ποινικού Δικαίου, Νομ. Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1997, 297 επ, όπου αναφέρεται σε ένα επίπεδο αξιολογικών αντινομιών της έννομης τάξης (βλ. Engish, Εισαγωγή στην έννομη σκέψη σε μετάφραση Σπινέλλη), όταν η διακίνηση και η πώληση τιμωρούνται με χαμηλότερα πλαίσια ποινών από ένα έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας με τελικό σκοπό τη χρήση. 57

59 Βάσει της θέσης του: α) στα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας πρέπει να εφαρμόζεται η ρύθμιση του 13 παρ. 4 του 1729/87 και τα ειδικά ποινικά πλαίσια που προβλέπει, εφόσον είναι ευνοϊκότερα σε σχέση με εκείνα του τελούμενου εγκλήματος, β) εάν τα ποινικά πλαίσια του τελούμενου εγκλήματος είναι ευνοϊκότερα, τότε να εφαρμόζεται το 36 ΠΚ υποχρεωτικά και κατά συνέπεια να μειώνεται η ποινή λόγω εξάρτησης ως ειδικής εκφάνσεως της ελαττωμένης ικανότητας για καταλογισμό, ως λειτουργικό ισοδύναμο με το νόμο περί ναρκωτικών. Σχετικά με την παραπάνω άποψη ο Παρασκευόπουλος 93 επισημαίνει ότι το κοινό δεν είναι ακόμα έτοιμο για μια τέτοια ρύθμιση, καθώς το φρόνημα του τοξικομανούς εμφανίζεται επιβαρυμένο ως προς το ενδεχόμενο να διαπράξει στο μέλλον παρόμοια εγκλήματα παρά την μειωμένη του ενοχή για την συγκεκριμένη ενδεχομένως πράξη π.χ. κλοπή. Επιπλέον, το δικαστήριο έχει σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα να εφαρμόσει το 36 ή και το 34 ΠΚ, όποτε το κρίνει σκόπιμο (κατά κανόνα εφαρμόζει το άρθρ. 36 ΠΚ) 94. Ως αντεπιχείρημα μπορεί ακόμα να προταθεί ότι εάν η εξάρτηση αναιρούσε a priori την ικανότητα για καταλογισμό, δεν θα έπρεπε να επιβάλλεται καμία ποινή στους εξαρτημένους δράστες. Τουναντίον, η ελευθερία και συνεπακόλουθα η ευθύνη ενός προσώπου σε σχέση με μια συγκεκριμένη πράξη δεν είναι πάντοτε η ίδια. Επομένως, πρέπει κάθε φορά να κρίνεται in concreto η δυνατότητα του άλλως πράττειν και η δεκτικότητα για καταλογισμό της πράξης σε ενοχή του εξαρτημένου δράστη. Με ως άνω άποψη συντάσσεται και ο Κονταξής, οποίος σημειώνει ότι άλλως δημιουργείται αυθαίρετα λόγος μειωμένου καταλογισμού και μόνο για όλα 93 Βλ. Παρασκευόπουλου Ν., ο.π. σελ Βλ. ενδεικτικά, ΜΟΔΑθ 193/1992, Υπερ 1993, 925 Ομόφωνα, όμως, το δικαστήριο κρίνει ότι ο κατηγορούμενος κατά την τέλεση των πράξεων ήταν μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό (αρθ. 36 ΠΚ), αφού λόγω της τοξικομανίας του και του συναισθήματος οργής, από το οποίο είχε καταληφθεί λόγω προηγούμενης ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος [ ] δεν είχε στερηθεί μεν την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, είχε όμως ουσιωδώς μειωθεί η ικανότητά του αυτή [ ]». 58

60 τα εγκλήματα, επειδή κάποιος είναι τοξικομανής, «χωρίς να ερευνάται εάν ενήργησε υπό την επήρεια της ναρκωτικής ουσίας και τούτο καταφάσκεται 95». 3. Η ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΝΑΡΚΩΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ: 3.1. Η ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ (άρθρο 13 παρ. 2 εδ. α και 3 ν. 1729/1987 [άρθρο 30 Ν. 3459/2006 (Κ.Ν.Ν.)] και 200 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ): Για τη διαπίστωση της συνδρομής της εξάρτησης στο πρόσωπο του κατηγορουμένου και άρα της συνδρομής των όρων του άρθρου 13 παρ. 1 ν. 1729/1987, προκαλείται από το δικαστήριο διενέργεια ειδικής ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, όπως η παράγραφος 2 εδ. α του άρθρου 13 ν. 1729/1987 ορίζει. Η διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης είναι δυνητική (άρθ. 13 παρ. 2 εδ. β) και διατάσσεται είτε αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε περίπτωση που από τα στοιχεία προκύψει ανάγκη διερευνήσεως είτε προκύπτει από την προβολή σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού του δράστη, οπότε με βάση το άρθρο 200 παρ. 2,3 ΚΠΔ, λόγω ανάγκης ιδιαζουσών γνώσεων επιστήμης, διατάσσεται η εξέταση από πραγματογνώμονα ιατροδικαστή. Γίνεται ομόφωνα δεκτό τόσο από τη νομολογία, όσο και από τη θεωρία, ότι ο ισχυρισμός του δράστη ότι τελούσε υπό την εξάρτηση ναρκωτικών ουσιών κατά τη διάπραξη της πράξης του ή/και ακόμη είναι εξαρτημένος, είναι αυτοτελής ισχυρισμός, ο οποίος πρέπει να προβάλλεται ειδικά αιτιολογημένα και εμπεριστατωμένα, προκειμένου το δικαστήριο να λάβει υπόψη του τον ισχυρισμό και να απαντήσει σε αυτόν αιτιολογημένα. Εάν το δικαστήριο παραβλέψει τον οικείο ισχυρισμό ή τον απορρίψει χωρίς την απαιτούμενη αιτιολογία, τότε δημιουργείται λόγος αναίρεσης της απόφασής του, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στ. β ΚΠΔ) ή 95 Βλ. Κονταξή Α., ο.π., σελ Ωστόσο, στην ίδια παράγραφο αναφέρει ότι ο νομοθέτης επέλεξε την άρση του καταλογισμού του εξαρτημένου εγκληματία στα εγκλήματα του άρθρου 12, λόγω της «εξοικείωσης του τοξικομανούς» με αυτά, εξού και η επιεικής αντιμετώπισή του. Πλην όμως, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι και με τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας και της πλαστογράφησης ιατρικών συνταγών είναι «εξοικειωμένος» ο εξαρτημένος χρήστης, καθώς αποτελούν μέσο προς σκοπό ως προς την απόκτηση της δόσης του. 59

61 λόγω ελλείψεως ακροάσεως 96 (άρθρο 170 στ. 2 σε συνδυασμό με 510 παρ. 1 στ. β ΚΠΔ), και η αναίρεση στην περίπτωση αυτή καλύπτει όχι μόνο τη διάταξη της απόφασης για τον αυτοτελή ισχυρισμό της εξάρτησης και την από αυτόν εξαρτώμενη διάταξη της απόφασης περί της ποινής αλλά και τη διάταξη περί ενοχής. Εκτός από τη διενέργεια ειδικής πραγματογνωμοσύνης, το δικαστήριο δύναται να δεχθεί τη συνδρομή της εξάρτησης αξιολογώντας και άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως οι μαρτυρικές καταθέσεις, η απολογία του κατηγορουμένου, ιατρικές βεβαιώσεις κλπ., τα οποία αξιολογεί στα πλαίσια της ηθικής απόδειξης (άρθρο 177 ΚΠΔ). Μετά τη μεταρρύθμιση του ν. 2161/1993, εισάγεται μία εξαίρεση από το δυνητικό χαρακτήρα της πραγματογνωμοσύνης, όταν ο κατηγορούμενος προβάλει μέσα σε 24 ώρες από τη σύλληψή του ή κατά την απολογία του, τον αυτοτελή ισχυρισμό της εξάρτησης 97 (άρθρο 13 παρ. 3). Στην αυτή περίπτωση, ο ενεργών την κύρια ανάκριση ή προανάκριση είναι υποχρεωμένος να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εντός 48 ωρών, άλλως δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας με βάση το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠΔ. Η θεωρία παρατηρεί πως το δικαίωμα του κατηγορουμένου προς προβολή του ανωτέρω ισχυρισμού εντός μόνο 24 ωρών από τη σύλληψή του, είναι υπερβολικό, καθώς αυτός βρίσκεται ακόμη υπό κράτηση και πιθανότατα δεν έχει καν επικοινωνήσει με το δικηγόρο του. Στην ουσία η ρύθμιση αυτή βοηθά τους μεγαλέμπορους ναρκωτικών και αδικεί τους φτωχούς χρήστες μικροδιακινητές, οι οποίοι αγνοούν στις περισσότερες περιπτώσεις το δικαίωμά τους αυτό 98. Ο Παρασκευόπουλος θεωρεί ότι το δικαστήριο θα έπρεπε να απαντά ακόμη και σε εκπρόθεσμο ισχυρισμό του δράστη για εξάρτηση αυτού, άλλως προσβάλλεται σαφώς το δικαίωμα ακρόασής του. 96 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 257/1994 ΠοινΧρ 1994, , 49/1994 ΠοινΧρ 1994, Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 982/1991 ΠοινΧρ 1992 σελ. 169 επ., ΑΠ 916/1995 ΠοινΧρ 1995, σελ. 303, ΑΠ 49/1994 ΠοινΧρ 1994 σελ. 295 και Καϊάφα- Γκμπάντι, Αυτοτελείς ισχυρισμοί στην ποινική δίκη. Η δυναμική ενός νομολογιακού θεσμού, Υπερ 1992, 159 επ. και 181 επ., Παύλου Σ. ο.π., σελ Παρασκευόπουλου Ν., Η καταστολή της διάδοσης των ναρκωτικών στην Ελλάδα, εκδ. Σάκκουλα, 2004, σελ , Κονταξή Α.,ο.π., σελ

62 Ο ως άνω ισχυρισμός, προβαλλόμενος προς άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό του κατηγορουμένου, επηρεάζει τα πλαίσια της ποινικής τιμωρίας του δράστη, κατά συνέπεια, εφόσον είναι ειδικός και αιτιολογημένος, αναφερόμενος σε πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν, πρέπει να απαντηθεί από το δικαστήριο ειδικά και εμπεριστατωμένα 99, άλλως δημιουργείται λόγος αναίρεσης της απόφασής του λόγω ελλείψεως αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στ. β ΚΠΔ) ή λόγω ελλείψεως ακροάσεως 100 (άρθρο 170 παρ. 2 περ. δ σε συνδυασμό με 510 παρ. 1 στ. β ΚΠΔ) Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ Ο ΔΡΑΣΤΗΣ ΗΤΑΝ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΣ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ: Το ζήτημα του προσδιορισμού του χρόνου κατά τον οποίο ο δράστης τελούσε υπό εξάρτηση, πρέπει να διευκρινίζεται πλήρως στη δικαστική απόφαση, κατά την κατάφαση της συνδρομής αυτής (ΑΠ 67/2000 ΠΧρ 2000, σελ. 204). Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή ο δράστης απολαμβάνει επιεικέστερης ποινικής μεταχείρισης, εφόσον ήταν εξαρτημένος κατά την τέλεση του εγκλήματος (μένει ατιμώρητος ή αντιμετωπίζει ποινή πλημμελήματος, όπως πραοαναφέρθηκε στην οικεία ενότητα). Επειδή, όμως, το άρθρο 14 για την επιβολή των θεραπευτικών μέτρων, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 13 ν. 1729/1987, απαιτεί ο δράστης να ήταν εξαρτημένος και κατά το χρόνο επιβολής τους, δηλαδή κατά το χρόνο που εκδικάζεται η υπόθεση, δέον να συνεκτιμάται και ο η συνδρομή της εξάρτησης κατά το χρόνο εκδίκασης 101. Πέραν των ανωτέρω πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις σχετικά με το χρόνο της εξάρτησης: 99 Η υποχρέωση αυτή του δικαστηρίου απορρέει ευθέως από το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ακροάσεως του κατηγορουμένου (άρθρο 20 παρ. 3 Συντ.) και από τη γενική υποχρέωση αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων (άρθρο 93 παρ. 3 Συντ.). Βλ. ΑΠ 1690/2003 ΠοινΧρ 2004, 529, ΑΠ 1413/2003 ΠΛογ2003, 1565 και ΑΠ 890/2000 ΠΧρ 2001, 162. Σε κάθε περίπτωση και εάν ο ισχυρισμός αυτός δεν προβληθεί από τον κατηγορούμενο, είναι δυνατόν να προκύψει από το σύνολο της δικογραφίας ότι η διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης είναι απαραίτητη προς διαπίστωση της συνδρομής εξάρτησης, οπότε και πάλι το δικαστήριο δύναται να διατάξει πραγματογνωμοσύνη. 100 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 257/1994 ΠοινΧρ 1994, , 49/1994 ΠοινΧρ 1994, ΤριμΕφΑθ 951/1988 Υπερ 1992, 600 επ. με παρατηρήσεις Καίάφα- Γκμπάντι Μ. και Παρασκευόπουλος Ν., Η καταστολή της διάδοσης των ναρκωτικών στην Ελλάδα, σελ

63 α) σε περίπτωση που ο δράστης ήταν εξαρτημένος κατά τη διάπραξη και έχει απεξαρτητοποιηθεί κατά την εκδίκαση της πράξης και παρακολουθεί ειδικό θεραπευτικό πρόγραμμα, τότε είναι δυνατή είτε η αναβολή της δίωξης για ορισμένο χρόνο ή η αναβολή της δίκης μέχρις αποθεραπείας του (άρθρο 349 ΚΠΔ) και επ αυτού εφαρμόζονται και πάλι οι ρυθμίσεις της παρ. 4 του άρθρου 13 ν. 1729/1987 και του άρθρου 21 ν. 2331/1995, δικαιούται εφαρμογής των ειδικές διατάξεων της υφ όρον απολύσεως και β) εάν ο δράστης δεν ήταν εξαρτημένος κατά την τέλεση της πράξης, αλλά έχει αποκτήσει την έξη κατά την εκδίκαση, αντιμετωπίζει την πλήρη ποινή, αλλά μπορεί να εφαρμοστούν τα θεραπευτικά μέτρα του άρθρου 14 παρ. 1 και να ληφθεί η εισαγωγή και παραμονή του στο θεραπευτικό κατάστημα ως χρόνος έκτισης της ποινής που του επιβλήθηκε, χωρίς να έχει το δικαίωμα της ειδικής υφ όρον απόλυσης Η ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ: Η ειδική πραγματογνωμοσύνη διεξάγεται από τα αρμόδια ειδικά δημόσια κέντρα απεξάρτησης, τις ψυχιατρικές κλινικές και τα Εργαστήρια Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας των ΑΕΙ της χώρας, τις Ιατροδικαστικές υπηρεσίες εφόσον διαθέτουν ειδικά εργαστήρια ή από τα νομαρχιακά ή περιφερειακά νοσοκομεία που έχουν τη σχετική δυναμικότητα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται η ανάθεση της πραγματογνωμοσύνης σε τρεις πραγματογνώμονες γιατρούς, από τους οποίους ο ένας τουλάχιστον ψυχίατρος, κατά προτίμηση κρατικούς λειτουργούς ή από τον πίνακα των πραγματογνωμόνων του άρθρου 185 ΚΠΔ (άρθρ. 13 παρ. 3). Σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση Α2 Β/3892/1987 (Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων) 102 στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης πρέπει να αναφέρεται α) ότι έγινε εργαστηριακός έλεγχος, δηλαδή τοξικολογική εξέταση σωματικών υγρών (ούρα και αίμα), σε χρόνο μικρότερο από ώρες από τη λήψη της ναρκωτικής ουσίας από τον εξεταζόμενο, β) ότι αυτός εισήχθη σε 102 ΥΑ Α2/οικ (Κοινωνικών Ασφαλίσεων) της 7.10/ (ΦΕΚ Β 577) και σχετική νομολογία σε Παρασκευόπουλου Ν.- Κοσμάτου Κ., ο.π., σελ και σελ.155, ΑΠ 67/2000 ΠΧρ 2000, 204 και ΑΠ 37/1998 ΠΧρ 1998,

64 δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα επί τουλάχιστον 5 ημέρες για κλινικό έλεγχο (άρθρο 1 της ΥΑ). Στο άρθρο 2 της ΥΑ που τιτλοφορείται ως «διάγνωση», ορίζεται ότι ο εξεταζόμενος χαρακτηρίζεται ως εξαρτημένος από ναρκωτικές ουσίες όταν πληροί τρία τουλάχιστον από τα εκεί αναφερόμενα κριτήρια. Εφόσον καταφαθεί η συνδρομή εξάρτησης στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, η έκθεση πρέπει να περιέχει το είδος και το βαθμό αυτής, σε συνάρτηση με το είδος της λαμβανόμενης ναρκωτικής ουσίας, του χρονικού διαστήματος κατανάλωσης αυτής, της ημερήσιας δόσης που κατά κανόνα καταναλώνει ένας χρήστης (προκειμένου να δικαιολογηθεί η ποσότητα ως καλύπτουσα την ιδία χρήση), και εάν ζητείται ειδικώς από το δικαστήριο την προτεινόμενη θεραπευτική αγωγή και την επίδραση της εξάρτησης στον καταλογισμό του δράστη 103. Το πόρισμα της ειδικής πραγματογνωμοσύνης 104 δε δεσμεύει το δικαστήριο, απλά υποβοηθά τη δικανική κρίση 105, καθώς ο ποινικός νομοθέτης δε στερεί τον κατηγορούμενο από το φυσικό του δικαστή, υποκαθιστώντας τον με τον πραγματογνώμονα (άρθρο 8 του Συντάγματος) 106. Σε κάθε περίπτωση, η νομολογία ορθά έχει αποφασίσει, ότι όταν το δικαστήριο δεν υιοθετεί το θετικό συμπέρασμα της πραγματογνωμοσύνης περί συνδρομής εξάρτησης, πρέπει να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία βασιζόμενο, αρνείται την 103 Παρασκευόπουλου Ν.- Κοσμάτου Κ., ο.π. σελ Για τη γενικότερη δομή της ειδικής πραγματογνωμοσύνης βλ. Φαρσεδάκη Ι.- Συλίκου Γ., Ναρκωτικά: Νομική και εγκληματολογική διάσταση στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θεωρία, Νομολογία, Υποδείγματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 1996, σελ , όπου αναφέρονται αναλυτικά τα βασικά στάδια της δομής, ήτοι α) το αφηγηματικό μέρος με λήψη ιστορικού της περίπτωσης, β) τα κλινικά ευρήματα του πραγματογνώμονα από τη σωματική και ψυχιατρική εξέταση, γ) η εξέταση εγγράφων, όπως ιατρικές βεβαιώσεις κλπ. και τέλος δ) το σκεπτικόαξιολόγηση των ευρημάτων και το τελικό συμπέρασμα. 105 Βλ. και αντίθετη άποψη που υποστηρίζει ότι το πόρισμα πρέπει να είναι δεσμευτικό, καθώς ο δικαστής ως μη ειδικός επί τέτοιας φύσεως θεμάτων δε μπορεί να αξιολογήσει κλινικά ευρήματα και να αντιτάξει επιχειρήματα, επί των οποίων εδραζόμενος να αιτιολογήσει επαρκώς την αντίθεσή του προς το πόρισμα της οικείας εκθέσεως, σε Καϊάφα- Γκμπάντι Μ., Θα πρεπε μήπως το πόρισμα της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης να είναι δεσμευτικό για το ποινικό δικαστήριο; Αρμ. 1983, σελ επ. 106 Υπέρ της άποψης της μη δεσμευτικότητας της πραγματογνωμοσύνης βλ. ΑΠ 1287/2002 ΠΛογ 2002, 1378, ΑΠ 797/2001 ΠοινΔικ 2001, 983, Παρασκευόπουλου Ν., Η καταστολή της διάδοσης των ναρκωτικών στην Ελλάδα, ο.π., σελ. 181, Δημήτραινα Γ., Παρατηρήσεις σε ΤριμΕφΚακΘρ 260/2002 ΠοινΔικ2003, σελ

65 απόδειξη της συνδρομής 107 (ενδεικτικά ΑΠ 1902/1987 ΠοινΧρ 1988, σελ. 409, ΑΠ 1165/1989 ΠοινΧρ 1990, σελ. 446). Ωστόσο, στην πράξη παρατηρείται ότι η εξάρτηση του δράστη τότε μόνον καταφάσκεται, όταν επιβεβαιώνεται από προηγούμενη ειδική ιατρική πραγματογνωμοσύνη. Τέλος, σε κάθε υπό κρίση περίπτωση, ο εφαρμοστής του δικαίου πρέπει να ζητεί τη συμπλήρωση της πραγματογνωμοσύνης ή την αντικατάσταση των πραγματογνωμόνων που τη διεξήγαγαν, όταν κρίνει ότι αυτή συνηγορεί μεν υπέρ τη εξάρτησης του κατηγορουμένου, αλλά κρίνεται είναι ελλιπής ή ασαφής (αρχή in dubio pro reo) Η ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: Το μέγιστο πρόβλημα που αφορά στην πράξη της διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης, είναι οι πλημμέλειες στη διεξαγωγή αυτής 109 και η ανασφάλεια των πορισμάτων της, όπως οι ειδικοί επιστήμονες που καλούνται να την πραγματοποιήσουν, σημειώνουν, λόγω ελλείψεως υλικοτεχνικής υποδομής και εξειδικευμένου προσωπικού. Συγκεκριμένα, στη συνεδρίαση της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής σχετικά με το θέμα των ναρκωτικών, που πραγματοποιήθηκε στις 10 Μαΐου , οι συμμετέχοντες ειδικοί επιστήμονες αναφέρθηκαν στην προβληματική της εφαρμογής ταχείας τοξικολογικής εξέτασης των συλληφθέντων, σημειώνοντας ότι η υπουργική απόφαση Α2β/οικ.3982 (Κοινωνικών Ασφαλίσεων)/ δεν εφαρμόζεται ποτέ στο σύνολό της. 107 Βλ. Παύλου Σ., ο.π., σελ Βλ. παραδείγματα στη νομολογία σε ΑΠ 6/1995 ΠοινΧρ 1995 σελ. 303, όπου η πραγματογνωμοσύνη αναφερόταν σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο του εγκλήματος, ΑΠ 243/1995 ΠοινΧρ 1995, σελ. 591, όπου δεν αναφέρεται ο κρίσιμος χρόνος της χρήσης των ναρκωτικών ουσιών και σύμφωνη με την παραπάνω άποψη γνώμη του Δημήτραινα Γ. ο.π. σελ Βλ. και Συλίκου Γ.- Φαρσεδάκη Ι., Ναρκωτικά, Νομική και εγκληματολογική διάσταση στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1996, σε Πρόλογο, σελ. ΧΙΙΙ, οι οποίοι φωτίζουν την πραγματικότητα και στην πόλη των Αθηνών, ήτοι την έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής και προσωπικού. 110 Βλ. σχετικά Παράρτημα Ι της παρούσης, όπου παρατίθεται αυτούσιο το άρθρο της Έλενας Φυντανίδου στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», το οποίο τιτλοφορείται ως «ΕΜΠΟΡΟΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ «ΒΑΠΤΙΖΟΝΤΑΙ» ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΕΙΣ», Φύλλο της 28/5/2006, σελ. 44, όπως αυτό εκτυπώθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση της εφημερίδας, 64

66 Συγκεκριμένα, αναφέρουν ότι «όταν συλλαμβάνεται κάποιος, για παράδειγμα, την Παρασκευή και έρχεται για εξέταση σε δέκα ημέρες, το θέμα έχει λήξει [ ] ουδέποτε εφαρμόστηκε η απόφαση του 1987, η οποία έλεγε ότι με το που θα συλληφθεί κάποιος θα εισάγεται σε ειδικό κέντρο όπου θα εξετάζεται από γιατρούς. Το δικαστήριο ή ο εισαγγελέας ζητεί από ψυχίατρο ή ιατροδικαστή να διατυπώσει γνώμη. Γίνεται πραγματογνωμοσύνη, η οποία όμως δεν περιλαμβάνει αποτελέσματα τοξικολογικών εξετάσεων». Ο αναπληρωτής καθηγητής Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ. Μ. Τσούγκας σε επιστολή του προς τον προϊστάμενο της Εισαγγελείας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης συμπληρώνει: «Εξαρτημένοι και μη, γνωρίζουν τι θα απαντήσουν στις τυποποιημένες ερωτήσεις και όλοι χαρακτηρίζονται ως τοξικομανείς, οπότε τυγχάνουν των σχετικών ευεργετικών διατάξεων». Την παραπάνω προβληματική θίγει και ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης με το υπ αριθμόν πρωτοκόλλου 4694/ υπόμνημά του προς τη Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή «Για την Μελέτη και Αντιμετώπιση του προβλήματος των Ναρκωτικών», με την εφαρμογή του Ν. 1729/1987, που αφορά στην διενέργεια τοξικολογικών εξετάσεων στους χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών 111. Στο ως άνω υπόμνημά του ο Δικηγορικός Σύλλογος αναφέρεται στις συνθήκες, που επικρατούν στην περιφέρεια του Εφετείου Θεσσαλονίκης, λόγω της μη λειτουργίας Τοξικολογικού Εργαστηρίου στην νεοσύστατη Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης και της υπολειτουργίας και ανεπάρκειας του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ελλείψει χρηματοδοτήσεως των δραστηριοτήτων του. 4. ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Οι εξαρτημένοι χρήστες είναι και αυτοί «μέσοι κοινωνικοί άνθρωποι», οι οποίοι λόγω αδυναμίας προσωπικής και συνθηκών ζωής, επέλεξαν την επιστολή. 111 Βλ. Παράρτημα ΙΙ της παρούσας, το οποίο περιλαμβάνει αυτούσια την ως άνω 65

67 αυτοκαταστροφή, μέσω ενός αργού και άλλες φορές γρήγορου και επώδυνου θανάτου. Η αρρώστια τους είναι δεδομένη και η έλλειψη δυνατότητάς και ικανότητάς τους να πράξουν το σωστό, όταν αντιμετωπίζουν την επιλογή της προσβολής των εννόμων αγαθών και της συμμόρφωσης με το δίκαιο, στις περισσότερες περιπτώσεις ισχνή. Παρ όλα ταύτα ο πιο ασφαλής τρόπος αντιμετώπισης των περιπτώσεων τέλεσης εγκλημάτων από εξαρτημένους δράστες είναι η in concreto διάγνωση της επίδρασης της εξάρτησης στον καταλογισμό τους και η απόφαση του εφαρμοστή του δικαίου για τη συνδρομή ή μη λόγων άρσης ή μείωσης της ενοχής τους, εκτός από τις παραπάνω περιπτώσεις, όπου ο νομοθέτης προχωρεί σε ρητή άρση του καταλογισμού του εξαρτημένου δράστη εντάσσοντας την εξάρτηση στη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος, τυποποιεί αυτοτελή εγκλήματα με μειωμένη ενοχή του δράστη, λόγω εξάρτησης. Αναντίρρητα, η προβληματική του όλου φαινομένου είναι τεράστια. Η κοινωνία που παράγει και συντηρεί το φαινόμενο της κατανάλωσης ναρκωτικών, δε βοηθά την επανένταξη των πρώην εξαρτημένων χρηστών στους κόλπους της, η πολιτεία δε μεριμνά ως όφειλε γι αυτούς και εν τέλει ούτε και ο νομοθέτης δια της καταστολής μπορεί να δώσει μία ικανοποιητική λύση. Όσον αφορά δε την πρόληψη, πολλά προτείνονται και λίγα πραγματώνονται. Τα πινάκια των δικαστηρίων βρύθουν από υποθέσεις διάπραξης εγκλημάτων από εξαρτημένους δράστες και η αντιμετώπιση είναι πάντοτε η ίδια. Οι ίδιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται από το συνήγορο υπεράσπισης, η μέθοδος της αποστήθισης της απολογίας ενώπιον του ακροατηρίου καλά κρατεί και ο δικαστής τις περισσότερες φορές βασίζεται σε μία πραγματογνωμοσύνη αμφίβολη για το πόρισμά της. Οι αρχές της αποδεικτικής διαδικασίας καταστρατηγούνται, οι έμποροι «βαφτίζονται» εξαρτημένοι και οι πραγματικά εξαρτημένοι οδηγούνται στις κοινές φυλακές σαν «μέσοι κοινωνοί». Ίσως η νέα γενιά εάν καταφέρει να μείνει ανέπαφη από αυτή τη μάστιγα, να μπορέσει να επιδείξει έργο, τόσο σε επίπεδο πρόληψης όσο και επίπεδο καταστολής και επανένταξης. 66

68 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ: -Αλεξιάδη Σ., Οι διανοητικώς καθυστερημένοι εγκληματίαι, Ανδρέου Φ., Ναρκωτικά, Λάρισα, Arnao G.: Το απαγορευμένο χόρτο, Έκθεση για το χασίς και τη μαριχουάνα, μετάφραση Αλιβιζάτου Ν., εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα, Γωγούση Β., Ναρκωτικά και τοξικομανείς, Θεσσαλονίκη, Δασκαλόπουλου Ι., Στοιχεία Εγκληματολογίας, Αθήναι, Τζάκα, 1972 και του ιδίου Περί της βαθυτέρας φύσεως του εγκλήματος, Αθήναι Δημήτραινα Γ., Παρατηρήσεις σε ΤριμΕφΚακΘρ 260/2002 ΠοινΔικ2003, σελ Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Αγωγής (Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά και την Τοξικομανία), Ετήσια Έκθεση του ΕΚΤΠΝΤ για την κατάσταση των ναρκωτικών και των οινοπνευματωδών στην Ελλάδα 2006, Προβληματική χρήση και χαρακτηριστικά των εξαρτημένων χρηστών, εκδίδεται ετησίως στην ιστοσελίδα -Ζαφειρίδη, Τοξικομανία ή σωστότερα εξάρτηση από φαρμακευτικές ουσίες σε ΕΝΟΒΕ: «Το πρόβλημα της χρήσης ναρκωτικών. Η ψυχολογική, κοινωνική και νομική άποψη», 1989, 22 επ. -Ζυγούρα Α. Η επίδρασις της ιδιότητος του δράστου ως τοξικομανούς εις τον χαρακτήραν ως κακουργημάτων πράξεων του νόμου περί ναρκωτικών, Αρμ. 2000, Καϊάφα- Γκμπάντι Μ., Η εφαρμογή του νόμου για την καταπολέμηση των ναρκωτικών στην πράξη: μεταξύ προώθησης και υπέρβασης των νομοθετικών επιλογών, δημοσιευμένο στα Πρακτικά του Η Πανελληνίου Συνεδρίου Ελληνικής Εταιρίας Ποινικού Δικαίου: «Ποινικό Δίκαιο και ναρκωτικά», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα Καϊάφα- Γκμπάντι Μ., Παρατηρήσεις σε ΕφΑθ 2156/1996, Υπεράσπιση 1996, σελ

69 -Καϊάφα- Γκμπάντι Μ., Αυτοτελείς ισχυρισμοί στην ποινική δίκη. Η δυναμική ενός νομολογιακού θεσμού, Υπερ 1992, 159 επ -Καράμπελα Λ., Ο τοξικομανής Εγκληματίας, Νομική Βιβλιοθήκη, Κονταξή Α., Ποινικό Δίκαιο και Ναρκωτικά, Δίκαιο και Οικονομία, Σάκκουλας Κοτσαλή Λ., Η ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό, Ποινικά 32, εκδ. Σάκκουλα Λεξικό Κοινωνικών Επιστημών, εκδ. Πλούταρχος, Αθήνα, Λογοθέτη Ι., Εισαγωγή εις την Ψυχιατρικήν, Θεσσαλονίκη, Μαγκάκη Γ., Ο καταλογισμός εις το Ποινικόν Δίκαιον, Παράρτημα επιστημονικής επετηρίδος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1962, πρόλογος, σελ. 8 και του ιδίου, Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα Γενικού Μέρους, Μάνος Ν., Βασικά στοιχεία κλινικής ψυχιατρικής, αναθεωρημένη έκδοση, University Studio Press, Μανωλεδάκη Ι., Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Γενικού Μέρους, Δ, εκδ. Σάκκουλα, Μανωλεδάκη Ι. Πόσο χρήσιμη είναι η νομική θεωρία στην απονομή της ποινική δικαιοσύνης; Υπερ. 1991, σελ. 13 επ. -Μανωλεδάκη Ι., Γενική Θεωρία του Ποινικού Δικαίου, ΙΙ, εκδ. Σάκκουλα,1978 -Μαργαρίτη Λ., Παρατηρήσεις σε ΣυμβΠλημΧανίων 10/1999 σε Υπεράσπιση 1999, 708 επ. -Μπερναρδή Ν. «Εγχειρίδιο Ιατροδικαστικής», Αθήνα Παπαζαχαρίου Ι., «Η τοξικομανία και η σχέσις αυτής προς την εγκληματικότητα», Αθήνα, Παπαναστασίου Ν., Σπύρογλου Σ. και Γιατρά Κ., Ναρκωτικά και Τοξικομανία, Αθήνα Παρασκευόπουλου Ν., Η συνταγματική διάσταση του αδίκου και της ενοχής, Υπερ 1993, σελ επ. -Παρασκευόπουλου Ν., Φρόνημα και καταλογισμός, εκδ. Σάκκουλα, Παρασκευόπουλου Ν., Η καταστολή της χρήσης των ναρκωτικών στην Ελλάδα, Εκδόσεις Σάκκουλα,

70 -Παρασκευόπουλου Ν., «Η καταστολή της χρήσης των ναρκωτικών», εκδ. Σάκκουλα, Παρασκευόπουλου Ν- Κοσμάτου Κ., Ναρκωτικά, εκδ. Σάκκουλα, 2005Παύλου Σ., Ναρκωτικά, Δογματικά και ερμηνευτικά προβλήματα του ν. 1729/1987, - Εκδόσεις Σάκκουλα, Δίκαιο και Οικονομία, Σκαραγκά Δ., Εγκληματίας Ψυχασθενής, Ένας επικίνδυνος μύθος, εκδ. Ιανός Σταθέα Γ., Ερμηνεία του νέου νόμου περί ναρκωτικών, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα Στριγγάρη, Ψυχιατροδικαστική, Ψυχοβιολογική και ψχοπαθολογική εγκληματολογία, Συλίκου Γ., Εφαρμογή του άρθρου 13 Ν. 1729/87, Υπερ 1993, σελ Συλίκου Γ. Συμβολές στην Εφαρμογή του Ποινικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα Τζωρτζόπουλου Χ., Εγχειρίδιον του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, Φαρσεδάκη Ι.- Συλίκου Γ. Ναρκωτικά: Νομική και εγκληματολογική διάσταση στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θεωρία, Νομολογία, Υποδείγματα, - Νομική Βιβλιοθήκη, Φυντανίδου Ε. στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», το οποίο τιτλοφορείται ως «ΕΜΠΟΡΟΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ «ΒΑΠΤΙΖΟΝΤΑΙ» ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΕΙΣ», Φύλλο της 28/5/2006, σελ. 44 -Φωτάκη Ν., Θέματα δικαστικής ψυχολογίας και δικαστικής ψυχιατρικής, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, Χωραφά Ν., Γενικαί Αρχαί του Ποινικού Δικαίου, έκδ. 6, 1962 ΠΗΓΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΔΥΚΤΙΟ:

71 ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Ι, ΙΙ ΚΑΙ ΙΙΙ 70

72 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι 71

73 Ο νόμος για ταχεία τοξικολογική εξέταση των συλληφθέντων δεν εφαρμόζεται σωστά Εμποροι ναρκωτικών «βαπτίζονται» τοξικομανείς Σοβαρές καταγγελίες κατά τη συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής ΕΛΕΝΑ ΦΥΝΤΑΝΙΔΟΥ Εμποροι ναρκωτικών «βαπτίζονται» τοξικομανείς και «τη γλιτώνουν» στα ποινικά δικαστήρια... Οι τοξικολογικές εξετάσεις, που είναι απαραίτητες για τον διαχωρισμό του εμπόρου από τον χρήστη, δεν γίνονται στα εργαστήρια τοξικολογίας, π.χ. στη Θεσσαλονίκη, διότι δεν καλύπτονται τα έξοδα λειτουργίας του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας. Και στην Αθήνα, οι συλληφθέντες δεν οδηγούνται εγκαίρως για έλεγχο αίματος και ούρων. Επίσης, όπως προκύπτει από τα όσα ελέχθησαν κατά τη συνεδρίαση της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής σχετικά με το θέμα των ναρκωτικών, στις 10 Μαΐου υπάρχει μεγάλη έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού. Σύμφωνα με την υπουργική απόφαση 3982/ , ο έλεγχος της χρήσης ναρκωτικών ουσιών διενεργείται με τοξικολογική ανάλυση σωματικών υγρών του εξεταζομένου (αίμα - ούρα) σε χρονικό διάστημα μικρότερο των ωρών από την τελευταία λήψη της ναρκωτικής ουσίας. Επίσης γίνεται κλινικός έλεγχος. Ο εξεταζόμενος εισάγεται άμεσα για κλινική παρακολούθηση σε δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα ή σε ειδικό σωφρονιστικό κατάστημα για πέντε τουλάχιστον ημέρες. Κατά τη διάρκεια του κλινικού ελέγχου διενεργείται συμπληρωματικά και πλήρης σωματικός έλεγχος για την ανακάλυψη συνοδών στοιχείων, όπως ουλές από νύξεις των φλεβών. 72

74 Ωστόσο η απόφαση δεν εφαρμόζεται στο σύνολό της. Οπως επισημαίνουν οι ειδικοί επιστήμονες οι οποίοι παρέστησαν στη συνεδρίαση της επιτροπής, δεν λειτουργούν ιδρύματα για πενθήμερη παρακολούθηση των συλληφθέντων. Οι δε τοξικολογικές εξετάσεις δεν διενεργούνται σε όσους συλλαμβάνονται για κατοχή και χρήση ναρκωτικών ουσιών εντός ωρών. «Οταν συλλαμβάνεται κάποιος, για παράδειγμα, την Παρασκευή και έρχεται για εξέταση σε δέκα μέρες, το θέμα έχει λήξει» δηλώνει στο «Βήμα» ένας εκ των ειδικών που συμμετείχαν στη συνεδρίαση. Επαναλαμβάνει ότι «ουδέποτε εφαρμόστηκε η απόφαση του 1987 η οποία έλεγε ότι με το που θα συλληφθεί κάποιος θα εισάγεται σε ειδικό κέντρο όπου θα εξετάζεται από γιατρούς. Το δικαστήριο ή ο εισαγγελέας» εξηγεί «ζητεί από ψυχίατρο ή ιατροδικαστή να διατυπώσει γνώμη. Γίνεται πραγματογνωμοσύνη, η οποία όμως δεν περιλαμβάνει αποτελέσματα τοξικολογικών εξετάσεων». Το πρόβλημα θίγει και ο αναπληρωτής καθηγητής Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ. M. Τσούγκας σε παλαιότερη επιστολή του προς τον προϊστάμενο Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. «Οι εξετάσεις οι οποίες διεξάγονται σύμφωνα με τον νόμο 1729/87, είναι κυριολεκτικώς αίολες και εκτός πάσης επιστημονικής τεκμηριώσεως» αναφέρει, διευκρινίζοντας ότι οι εξετάσεις γίνονται κατόπιν εντολής εισαγγελέως που «βασίζει την τοξικοεξάρτηση ή μη εις την ορθότητα των απαντήσεων εκ μέρους των εξεταζομένων τριών εκ των εννέα ερωτήσεων». Συνεχίζοντας ο κ. Τσούγκας διαπιστώνει: «Εξαρτημένοι και μη, γνωρίζουν τι θα απαντήσουν στις τυποποιημένες ερωτήσεις και όλοι χαρακτηρίζονται ως τοξικομανείς οπότε τυγχάνουν των σχετικών ευεργετικών διατάξεων». Ο ίδιος ο κ. Τσούγκας δηλώνει σήμερα προς «Το Βήμα», ότι δεν έχει υπάρξει πρόοδος. «Πέντε χρόνια δεν έχει δοθεί ούτε μία δραχμή για τη λειτουργία του Εργαστηρίου. Δεν δεχόμαστε να βάζουμε την υπογραφή μας σε γνωματεύσεις χωρίς να έχουν γίνει οι απαραίτητες εξετάσεις». Με μελανά χρώματα περιγράφουν την κατάσταση οι επιστήμονες Στη συνεδρίαση της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής «για τη μελέτη και αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών», στις 10 Μαΐου, παρέστησαν οι ειδικοί επιστήμονες κυρίες Χάιδω Σπηλιοπούλου και Φωτεινή Σκεπάρνη και οι κκ. Φ. Κουτσάφτης, E. Μανωλόπουλος και Δ. Ψαρούλης. Οι ειδικοί περιέγραψαν με μελανά χρώματα την κατάσταση που επικρατεί: ΧΑΪΔΩ ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ (αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιατροδικαστικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών) «Σε μένα η Εισαγγελία Αθηνών, στην οποία είμαι πραγματογνώμονας, ουδέποτε μου έχει αναθέσει πραγματογνωμοσύνη για τα ναρκωτικά. Το εργαστήριό μας έχει λάβει εντολές για πραγματογνωμοσύνη που αφορά χρήστες που κυρίως προέρχονται από τις Ενοπλες 73

75 Δυνάμεις. Θεωρείται αδιανόητο να διαπιστώσουμε ότι κάποιος είναι χρήστης, αν δεν έχουμε κάνει τοξικολογική εξέταση. Το εργαστήριό μας θεωρεί ότι έτσι όπως είναι διατυπωμένα τα κριτήρια, με βάση τα οποία διαπιστώνουμε αν ένας άνθρωπος είναι εξαρτημένος ή όχι, στηρίζονται περισσότερο στη δήλωση που κάνει ο εξεταζόμενος, η οποία τις περισσότερες φορές δεν είναι ακριβής - για λόγους που καταλαβαίνουμε όλοι, δηλαδή για την ευνοϊκότερη μεταχείριση από τον νόμο». ΦΩΤΕΙΝΗ ΣΚΕΠΑΡΝΗ (διευθύντρια του Εργαστηρίου Τοξικολογίας στο Νοσοκομείο «Αγιος Ανδρέας» Πατρών) «Παίρνουμε εντολές που μας απασχολούν για ναρκωτικά, όχι όμως γενικευμένα. Για παράδειγμα, παίρνουμε εντολές από Τρίπολη, Μεγαλόπολη, Αιτωλοακαρνανία κ.λπ. Παρ' ότι έχουμε πάρει εντολή από την Εισαγγελία Εφετών και τις ανακριτικές αρχές να γίνονται οι τοξικολογικές εξετάσεις για τους χρήστες και τους εξαρτημένους γενικότερα, δεν έχει ενεργοποιηθεί». Φ. ΚΟΥΤΣΑΦΤΗΣ (προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών) «Διαθέτουμε ένα πλήρες εργαστήριο από τεχνικής απόψεως, αλλά δυστυχώς έχουμε τεράστιο πρόβλημα έμψυχου υλικού. Εδώ και 15 χρόνια λειτουργεί μόνο με μία χημικό που δίνει τεράστιο αγώνα σε ένα ωραίο και άδειο εργαστήριο. Πριν από περίπου πέντε - έξι χρόνια πήραμε και έναν τεχνολόγο, και αυτή τη στιγμή πρέπει να καλύψουμε όλες μας τις ανάγκες με αυτούς τους δύο ανθρώπους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αδυνατούμε να καλύψουμε σωστά και έγκαιρα όλες τις ανάγκες που υπάρχουν. H υπηρεσία μας ποτέ δεν έχει πάρει εντολή να κάνει τοξικολογική εξέταση σε άνθρωπο ο οποίος έρχεται να εξεταστεί για ναρκωτικά. Απλώς η εντολή είναι υπό τύπον πραγματογνωμοσύνης, δεν απευθύνεται στην υπηρεσία μας, αλλά στους ιατροδικαστές που υπηρετούν, αν είναι γραμμένοι στον πίνακα πραγματογνωμόνων. Λόγω αυτού του περίεργου καθεστώτος, το σύνολο των συναδέλφων έχει ήδη διαγραφεί από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων. Κανένας δηλαδή ιατροδικαστής της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών δεν κάνει πλέον πραγματογνωμοσύνες, γιατί κινδυνεύει να βρεθεί κατηγορούμενος». Δ. ΨΑΡΟΥΛΗΣ (αναπληρωτής καθηγητής και διευθυντής του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) «Εχουμε έναν νόμο 20 ετών και τώρα καταλάβαμε ότι δεν εφαρμόζεται. Ποτέ δεν έχει εφαρμοστεί στην ολότητά του, ενώ έχει τροποποιηθεί». E. ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ (διευθυντής του Εργαστηρίου Φαρμακολογίας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης) «Θεωρώ απαραίτητο αυτό το κομμάτι της εξέτασης. Αν οι άνθρωποι αυτοί θέλουν να "παίξουν" τον ρόλο του τοξικομανή, ξέρουν. Επίσης, ξέρουν πώς να κρύψουν ότι είναι αλκοολικοί. Με εντυπωσιάζει το γεγονός της απουσίας εξετάσεων στην Αθήνα. Κυρίως αυτό που χρειάζονται οι έμποροι είναι να βγαίνουν θετικοί, ώστε να κάνουν χρήση 74

76 κάποιων ευεργετημάτων του νόμου για τους χρήστες». Το ΒΗΜΑ, 28/05/2006, Σελ.: A44 Κωδικός άρθρου: B14773A441 ID:

77 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ 76

78 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Αριθμ. Πρωτ Θεσσαλονίκη Προς Τον Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή «Για την Μελέτη και Αντιμετώπιση του προβλήματος των Ναρκωτικών» ΣΧΕΤΙΚΑ: Με την εφαρμογή του Ν. 1729/1987, που αφορά στην διενέργεια τοξικολογικών εξετάσεων στους χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών. Εκθέτοντας και εγγράφως τις, επί του ανωτέρω ζητήματος, απόψεις του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, προς ενημέρωση των μελών της Επιτροπής Σας, διαλαμβάνουμε τα ακόλουθα: I.- Γενική αναφορά στις συνθήκες, που επικρατούν στην περιφέρεια του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Μη λειτουργία Τοξικολογικού Εργαστηρίου στην νεοσύστατη Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης. Υπολειτουργία και ανεπάρκεια του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ελλείψει χρηματοδοτήσεως των δραστηριοτήτων του. Όπως ευθέως προκύπτει και απ το, συνημμένα συνυποβαλλόμενο, υπ αριθμ. πρωτ / , έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης/ Γενική Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης, οι προδιαληφθείσες τοξικολογικές εξετάσεις διεξάγονται, μέχρι τούδε, υπό το εξής, ειδικώτερα, καθεστώς και τις άμεσα συνυφασμένες μ αυτό, ιδιαίτερα δυσμενείς και προβληματικές συνθήκες: 1.- Μέχρι το έτος 1999 λειτουργούσαν Ιατροδικαστικές Υπηρεσίες στις έδρες των Εφετείων Αθηνών, Πειραιώς και στην Κρήτη. Με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 2721/1999 συστήθηκαν Ιατροδικαστικές Υπηρεσίες και στις έδρες των λοιπών Εφετείων της χώρας, ήτοι: Λαρίσης, Ναυπλίου, Θεσσαλονίκης, 77

79 Θράκης, Πατρών, Δυτικής Μακεδονίας, Δωδεκανήσου, Κέρκυρας, Ιωαννίνων και Αιγαίου. Με τις ίδιες διατάξεις συστήθηκαν σε κάθε Υπηρεσία, δύο (2) θέσεις Ιατροδικαστών, τις οποίες καταλαμβάνουν Ιατροί, κάτοχοι του τίτλου ειδικότητας «Ιατροδικαστικής» και τέσσερις (4) θέσεις βοηθητικού προσωπικού. Το έτος 2004 ιδρύθηκε Ιατροδικαστική Υπηρεσία και στην έδρα του Εφετείου Λαμίας (άρθρο 6 Ν. 3258/2004, ΦΕΚ 144/Α ) για τη στελέχωση και έναρξη λειτουργίας της οποίας κινήθηκαν άμεσα οι σχετικές διαδικασίες. 2.- Για την στελέχωση και έναρξη λειτουργίας των συσταθεισών με το Νόμο 2721/99 Υπηρεσιών ζητήθηκε η έγκριση από την Κυβερνητική Επιτροπή για την πλήρωση είκοσι μιας (21) θέσεων Ιατροδικαστών. Τελικά εγκρίθηκε η πλήρωση δέκα πέντε (15) θέσεων Ιατροδικαστών, οι οποίες προκηρύχθηκαν τον Οκτώβριο του Κατά τον χρόνο έκδοσης της προκήρυξης αυτής το Υπουργείο Δικαιοσύνης διεπίστωσε, ότι στην αγορά εργασίας οι Ιατροί κατέχοντες την ειδικότητα της Ιατροδικαστικής ήταν πολύ λιγότεροι από τις θέσεις, που επρόκειτο, να προκηρυχθούν. Εν όψει του γεγονότος αυτού κρίθηκε ως προεξάρχουσας σημασίας η άμεση στελέχωση και έναρξη λειτουργίας Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών στις έδρες των Εφετείων, όπου δεν λειτουργούσαν Πανεπιστημιακά Εργαστήρια Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας (Δωδεκάνησα, Αιγαίο, Κέρκυρα, Λάρισα, Κοζάνη, Πάτρα, Θράκη). Αντίθετα στη Θεσσαλονίκη και στα Ιωάννινα, όπου λειτουργεί Πανεπιστημιακό εργαστήριο, θεωρήθηκε, ότι δεν ήταν άμεση η ανάγκη έναρξης λειτουργίας Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας. 3.- Περί τα τέλη Ιουλίου 2004 ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες διορισμού δέκα (10) νέων Ιατροδικαστών, για την πληρέστερη στελέχωση των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών, αλλά και την άμεση έναρξη λειτουργίας της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης. Από τους δέκα (10) διορισθέντες, ο ένας Ιατροδικαστής διορίσθηκε στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης. Η δεύτερη θέση του Ιατροδικαστή έχει πληρωθεί με μετάθεση Ιατροδικαστού από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία Λάρισας. Ηδη από τις αρχές του Σεπτεμβρίου, τυπικά η Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης εγκαταστάθηκε στο επί της Πλατείας Δημοκρατίας 1, οίκημα, όπου στεγάζονται η Γραμματεία, οι Διοικητικές Υπηρεσίες, τα εξεταστήρια, καθώς και τα Γραφεία των Ιατρών. Στελεχώνεται δε, από δύο έμπειρους στο χώρο της 78

80 Ιατροδικαστικής επιστήμονες, την κ. Ζαγγελίδου Ελένη, Ιατροδικαστή στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Λάρισας από το έτος 2000 και τον κ. Γεωργιάδη Μηνά, ο οποίος εκτελούσε, επί δεκαετία και πλέον, όλες τις Ιατροδικαστικές πράξεις στο Νομό Σερρών. Ανέλαβαν επίσης τα καθήκοντά τους, από την 20 Σεπτεμβρίου 2004, ένας Νεκροτόμος και μία Νοσοκόμα, που έχουν διορισθεί από το έτος Λόγω του ότι, όμως, δεν είχε λειτουργήσει η Ιατροδικαστική Υπηρεσία, προσέφεραν υπηρεσία στη Δικαστική Φυλακή Διαβατών. Τέλος, καθ όσον γνωρίζουμε, εκκρεμεί στο ΑΣΕΠ η διαδικασία πρόσληψης δύο (2) ακόμη υπαλλήλων, ενός (1) σε θέση υπαλλήλου ΔΕ γενικών καθηκόντων και ενός (1) υπαλλήλου κατηγορίας ΔΕ δακτυλογράφου. 4.- Παρά ταύτα, όμως, δεν λειτουργεί, δυστυχώς, Τοξικολογικό Εργαστήριο στην, κατά τα ανωτέρω, νεοσύστατη Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης, προκειμένου, να καλύψει τις άμεσες και ζωτικές ανάγκες της εν γένει περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Η ίδρυση του εν λόγω τοξικολογικού εργαστηρίου είχε εξαρτηθεί, εκ μέρους του Υπουργείου Δικαιοσύνης, απ τον τρόπο λειτουργίας του εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. (Βλ. και πάλι στο υπ αριθμ. πρωτ / έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης). 5.- Όπως, όμως, επίσημα ομολογείται και με το προαναφερθέν υπ αριθμ. πρωτ / έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης/ Γενική Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης, η λειτουργία του εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ήταν από το έτος 1998 και εξακολουθεί να είναι μέχρι σήμερα ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ, με αποτέλεσμα, να μην είναι δυνατόν, να καλύψει, ουδέ καν τις στοιχειώδεις ανάγκες απονομής της Δικαιοσύνης στην έδρα του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Βασική αιτία του ανωτέρω προβλήματος είναι το γεγονός, ότι το ανωτέρω Εργαστήριο υπάγεται στο Υπουργείο Παιδείας, το οποίο δεν χρηματοδοτεί τοξικολογικές και λοιπές εξετάσεις, που υπερβαίνουν τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες αυτού. Παράλληλα, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (Ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού») δεν προβλέπεται ετήσια επιχορήγηση στο ανωτέρω 79

81 εργαστήριο από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης, πράγμα, το οποίο, έχει, ως συνέπεια, να μην μπορεί και το τελευταίο, να το χρηματοδοτήσει και να καλύψει τις, αντιστοιχούσες στις ανάγκες απονομής της Δικαιοσύνης στην περιφέρεια του Εφετείου Θεσσαλονίκης, δαπάνες των τοξικολογικών και λοιπών εξετάσεων. 6.- Αμεση και αναπόφευκτη συνέπεια όλων των ανωτέρω είναι να καθυστερεί ή να μην εκτελείται καθόλου ένας πολύ μεγάλος αριθμός τοξικολογικών εξετάσεων, με αποτέλεσμα, να στερούνται οι κατηγορούμενοι, για παραβάσεις του Ν. 1729/1987, στοιχειωδών υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων και να νοθεύεται σε μέγα βαθμό το έργο της ορθής απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης επί των υποθέσεων αυτών. Εξυπακούεται, ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, καταργείται στην ουσία η αυτόφωρη διαδικασία σε υποθέσεις του νόμου περί ναρκωτικών, αφού είναι προφανές, ότι αποκλειομένης της αμέσου εξετάσεως των κατηγορουμένων, είναι αντικειμενικά αδύνατη η διαπίστωση της ιδιότητάς τους, ως τοξικομανών, κατά τον κρίσιμο χρόνο της τελέσεως του αδικήματος, ενώ η οποιαδήποτε μεταγενέστερη (σε δύο ή τρία χρόνια) εξέτασή τους και ο αντίστοιχος χρόνος, που μεσολαβεί μέχρι την εκδίκαση εκάστης υποθέσεως αλλοιώνει την όλη εικόνα του τοξικομανούς και δεν μπορεί, φυσικά, να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα. 7.- Προκειμένου να καταστεί ακόμη περισσότερο σαφής και κατάδηλη η σοβαρότητα του όλου προβλήματος, Σας καθιστούμε γνωστό, ότι στις δικάζονται στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης έξι (6), συνολικά, υπάλληλοι του εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κατηγορούμενοι για παράβαση καθήκοντος κατ εξακολούθηση. Η κατηγορία, που τους βαρύνει, είναι, ότι ΓΙΑ ΕΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΧΡΟΝΟ, δηλαδή από τον Απρίλιο του 2003 έως τον Απρίλιο του 2004, ενώ όφειλαν σύμφωνα με το Ν. 1117/1944, όταν παραγγέλλονταν από Δικαστικές ή Ανακριτικές αρχές της περιφέρειας του Ν. Θεσσαλονίκης, αλλά και άλλων περιφερειών της Β. Ελλάδος, να διενεργούν τοξικολογικές εξετάσεις, ως πραγματογνώμονες, αρνήθηκαν παντελώς την διενέργεια τοξικολογικών εξετάσεων, αν και παραγγέλθηκαν προς τούτο από τις αρμόδιες Δικαστικές Ανακριτικές και Αστυνομικές Αρχές της Θεσσαλονίκης και άλλων περιφερειών της Βόρειας Ελλάδας κατ επανάληψη και για όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα. 80

82 Σύμφωνα δε με το ίδιο πάντοτε κατηγορητήριο, αποτέλεσμα των ανωτέρω παραλείψεων των προδιαληφθέντων υπαλλήλων (τοξικολόγων) ήταν να καθίσταται αδύνατη η εργαστηριακή ανίχνευση ουσιών σε υπό εξέταση υπαιτίους ή κατηγορούμενους για παράβαση του Ν. 1729/1987, ως ισχύει, περί «καταπολέμησης της διάδοσης των ναρκωτικών ουσιών» ή για παράβαση του άρθρου 42 του Κ.Ο.Κ. ή σε υπό εξέταση θύματα, για τα οποία υπήρχε η υποψία ή η πιθανότητα, ότι δηλητηριάστηκαν και έτσι να μην ολοκληρώνονται οι ποινικές δικογραφίες, που βρίσκονταν, εξ αιτίας αυτού, σε εκκρεμότητα και αφορούσαν τις προαναφερόμενες περιπτώσεις και να παρεμποδίζεται το ανακριτικό έργο και το έργο της δικαιοσύνης, στο οποίο όφειλαν να συνδράμουν. 8.- Τονίζεται, ότι, ως προσωρινή λύση έκτακτης ανάγκης, υποδείχθηκε απ την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης η ανάθεση περιορισμένου αριθμού εξετάσεων στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών και στα Εργαστήρια Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας των Πανεπιστημίων Αθηνών και Κρήτης. Η «λύση» αυτή, όμως, ουδόλως κατέστη δυνατό, να καλύψει έστω και ένα πολύ μικρό αριθμό των αναγκών απονομής της Δικαιοσύνης στην ευρύτερη περιφέρεια του Εφετείου Θεσσαλονίκης. 9.- Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από σωρεία εγγράφων αυτού τούτου του εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με τα οποία ευθέως δηλώνεται, ότι «η αδυναμία κάλυψης των εξόδων (των εργαστηριακών εξετάσεων) οδηγεί σε στάση εργασίας», καθώς επίσης και αντίστοιχων εγγράφων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τα οποία Σας προσκομίζουμε. Ακρως υποτιμητικά, τέλος, για τον τρόπο διεκπεραιώσεως των ανωτέρω τοξικολογικών εξετάσεων τυγχάνουν και τα κατά καιρούς σχόλια του Ημερήσιου Τύπου, ορισμένα εκ των οποίων ενδεικτικά, επίσης, Σας συνυποβάλλουμε με το παρόν υπόμνημά μας Τέλος, θα πρέπει, να τονισθεί, ότι το όλο πρόβλημα ήδη από την εντονώτατα είχε επισημανθεί με το ομοίως προσαγόμενο υπ αριθμ. πρωτ. 4803/ έγγραφο του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης προς τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Φίλιππο Πετσάλνικο, χωρίς, όμως, να σημειωθεί, μέχρι σήμερα, καμμία απολύτως θετική εξέλιξη. Σε ακολουθία, λοιπόν, όλων των ανωτέρω και με δεδομένο, ότι, όπως προαναφέρθηκε, η ίδρυση, ο εξοπλισμός και η λειτουργία Τοξικολογικού Εργαστηρίου στην νεοσύστατη Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης εξαρτήθηκε εκ μέρους του Υπουργείου Δικαιοσύνης απ τον τρόπο 81

83 λειτουργίας του εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σαφέστατο και αδιαμφισβήτητο καθίσταται το γεγονός, ότι θα πρέπει άμεσα και χωρίς καμμία άλλη καθυστέρηση, να λειτουργήσει, επί τέλους, ουσιαστικά η Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης, με δικό της Εργαστήριο και εξοπλισμό. Κι αυτό γιατί, για τους λόγους, που διεξοδικά πιο πάνω αναπτύχθηκαν, το εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έχει οδηγηθεί πλέον σε πλήρες αδιέξοδο και δεν μπορεί να καλύψει ουδέ καν υποτυπωδώς τις τοξικολογικές εξετάσεις, που είναι απαραίτητες, για την εύρυθμη απονομή της Δικαιοσύνης στην ευρύτερη περιφέρεια του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Διαφορετικά, θα πρέπει, να εξευρεθεί νόμιμος τρόπος χρηματοδοτήσεως του ανωτέρω Εργαστηρίου, είτε απ το Υπουργείο Παιδείας, είτε απ το Υπουργείο Δικαιοσύνης, πράγμα, το οποίο, όμως, όπως η μέχρι σήμερα εμπειρία απέδειξε, τυγχάνει νομικώς ανέφικτο και πρακτικώς αδύνατο. II.- Διενέργεια τοξικολογικής εξετάσεως στους χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών Υιοθέτηση ενιαίων αντικειμενικών κριτηρίων. Ανεξάρτητα, όμως, από όλα τα παραπάνω, κρίσιμης και αποφασιστικής σημασίας είναι το ζήτημα του τρόπου, της διαδικασίας και των κριτηρίων των τοξικολογικών εξετάσεων, που διενεργούνται στους χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών. Προεισαγωγικά, ρητά στον Ν. 1729/1987 ορίζεται, ότι η συνδρομή ή όχι των στοιχείων εξάρτησης στο πρόσωπο του κατηγορουμένου «διαπιστώνεται από το δικαστήριο». Φυσικά και εδώ μπαίνει το θέμα της ειδικής πραγματογνωμοσύνης και των Ιατροδικαστών. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα, που έχει να κάνει με ιδιότητες ανθρώπων, οι οποίες ποικίλλουν. Για να αναφερθούμε μόνο σε ένα γνωστό παράδειγμα, υπενθυμίζουμε, ότι η Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης διχάζεται, για το εάν η κάνναβη προκαλεί εθισμό ή όχι και αν η εξέταση τριχών της κεφαλής μπορεί να αποκαλύψει την χρήση σκληρών ναρκωτικών ουσιών, όπως η κοκαίνη και η ηρωίνη. 82

84 Εξειδικεύοντας λεπτομερώς τις σκέψεις, προτάσεις και εισηγήσεις μας, ως προς το ανωτέρω ζήτημα, διαλαμβάνουμε, αναλυτικά, τα εξής: 1.- Ο Ν. 1729/1987 ορίζει την εξάρτηση στο άρθρο 13. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, «όσοι απέκτησαν την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορούν να την αποβάλλουν με τις δικές τους δυνάμεις, υποβάλλονται σε ειδική μεταχείριση, κατά τους όρους του νόμου αυτού». Τα κριτήρια αυτά της εξάρτησης αναφέρονται στην Υπουργική Απόφαση Α2β/οικ (Κοινωνικών Ασφαλίσεων) της 7.10/ (ΦΕΚ Β' 577) «Ενιαία επιστημονικά κριτήρια για τη διάγνωση της εξάρτησης». Σύμφωνα με το άρθρο 2 (Διάγνωση) της παραπάνω Υπουργικής Απόφασης, «ο εξεταζόμενος χαρακτηρίζεται ως εξαρτημένος από ναρκωτικές ουσίες όταν πληροί τρία (3) τουλάχιστον από τα παραπάνω κριτήρια». Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι ο κατηγορούμενος είναι εξαρτημένος από ναρκωτικές ουσίες, όταν πληροί τρία (3) τουλάχιστον από τα προβλεπόμενα κριτήρια της Υπουργικής Απόφασης, σύμφωνα με την Έκθεση Ψυχιατρικής Πραγματογνωμοσύνης, επί πλέον δε, το πόρισμα αυτό, περί της εξάρτησης του, επιβεβαιώνεται και από το συνδυασμό και άλλων εγγράφων. 2.- Με βάση τα παραπάνω, ο κατηγορούμενος θα πρέπει, να κριθεί, ως «χρήστης ναρκωτικών, που υποβάλλεται σε ειδική μεταχείριση», σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 4 β' του Ν. 1729/87, όπως αυτός τροποποιήθηκε, και, στην περίπτωση που κριθεί ένοχος των πράξεων, που κατηγορείται (εξαιρουμένης της κατηγορίας για χρήση, η οποία θα πρέπει να μείνει ατιμώρητη, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 α'), με την προβλεπόμενη ελαττωμένη ποινή του ίδιου άρθρου. 3.- Η διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης κατά το στάδιο της προανάκρισης ή της κύριας ανάκρισης διατάσσεται υποχρεωτικά (το αργότερο εντός 24 ωρών), εάν υποβληθεί σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι είναι τοξικομανής, εντός 24 ωρών από τη σύλληψη του ή κατά την αρχική απολογία του, ο οποίος καταχωρείται στην έκθεση σύλληψης, εξέτασης ή απολογίας (άρθρο 13 παρ. 3). Η μη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, κατά παράβαση του άρθρου 13 παρ. 3, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 2 περ. δ' ΚΠοινΔ (Σ. Παύλου: Ναρκωτικά, σελ. 279). Δυνατότητα για διενέργεια 83

85 πραγματογνωμοσύνης παρέχεται και στο δικαστήριο της ουσίας, στο μέτρο που υποβληθεί σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός. Κατά τη διάρκεια της δίκης, η εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει την πραγματογνωμοσύνη προβλέπεται ως δυνητική (άρθρο 13 παρ. 2 εδ. δεύτερο). Η σχετική πρωτοβουλία μπορεί να είναι αυτεπάγγελτη, είτε να προκύψει μετά από προβολή αυτοτελούς ισχυρισμού. Αίτημα κατηγορουμένου, που ισχυρίζεται, ότι είναι εξαρτημένος, για την διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί η, κατά τον χρόνο τέλεσης των αποδιδόμενων σε αυτόν αξιόποινων πράξεων, ύπαρξη ή μη της παραπάνω ιδιότητας, η οποία επηρεάζει την ποινική του μεταχείριση, για την αντίληψη της οποίας (ιδιότητας) απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης, είναι νομικά βάσιμο. Συνεπώς, κατ' άρθρο 200 παρ. 2, 3 ΚΠοινΔ, θα πρέπει να διαταχθεί η εξέταση του από πραγματογνώμονα ιατροδικαστή. 4.- Έχει παρατηρηθεί στην καθημερινή δικαστική πρακτική το φαινόμενο ορισμένοι δικαστές και αποφάσεις, να αποδέχονται τα αποτελέσματα της εξέτασης του τοξικομανούς, που εδράζεται στην Υπουργική απόφαση Α2β/οικ (Κοινωνικών Ασφαλίσεων) της 7.10/ (ΦΕΚ Β 1 577) που καθιερώνει «Ενιαία επιστημονικά κριτήρια για την διάγνωση της εξάρτησης), όπου στο άρθρο 2 νομοθετείται, ότι «... ο εξεταζόμενος χαρακτηρίζεται ως εξαρτημένος από ναρκωτικές ουσίες όταν πληροί τρία (3) τουλάχιστον από τα εννέα (9) κριτήρια...». Αντίθετα, άλλοι δικαστές του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης εκδίδουν τελείως διαφορετικές αποφάσεις, απορρίπτοντας την παραπάνω Υπουργική Απόφαση. Αυτό έχει, ως αποτέλεσμα, να έχουμε την έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και τον διαχωρισμό «καλών - κακών δικαστών» και, περαιτέρω, τον καταλογισμό βαρύτατων καθείρξεων εις βάρος τοξικομανών - ασθενών, αποτέλεσμα που ουσιαστικά εξουδετερώνει τη φιλοσοφία, το πνεύμα και την νομοθετική παρέμβαση στην ευμενή μεταχείριση των χρηστών των εξαρτησιογόνων ουσιών. 5.- Ειδικά στη Θεσσαλονίκη, παρατηρείται το φαινόμενο του διαχωρισμού των Ιατροδικαστών, που υπηρετούν στην αντίστοιχη υπηρεσία, όπου ο Ιατροδικαστής αποφαίνεται, ότι «...Ελήφθησαν ούρα για τοξικολογική εξέταση. Τα ούρα παραμένουν στο εργαστήριο. Υπάρχει πρόβλημα φύλαξης -αποθήκευσης. Σε σχέση με τα υπ' αριθμ. 1,2,3,4,5,6,7,8,9 (της υπ' αριθμ. 84

86 ΑεΒ/θ(κ Υπουργικής Απόφασης) κριτήρια έγιναν οι σχετικές ερωτήσεις και οι απαντήσεις που μας εδόθηκαν είναι υποκειμενικές και δεν μπορούν να αξιολογηθούν, να ελεγχθούν ή να επαληθευθούν από εμάς...». Όλες οι Ιατροδικαστικές εξετάσεις του υπηρετούντος στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης Αναπληρωτή - Καθηγητή κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ είναι ταυτόσημες και φέρουν την ίδια ορολογία, επί σειρά ετών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία της κρίσεως από το Δικαστήριο και την διαφορετική αντιμετώπιση από άλλους κατηγορούμενους - χρήστες που είχαν την τύχη... να εξεταστούν από άλλους συναδέλφους του, που εφαρμόζουν την παραπάνω Υπουργική Απόφαση. Καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες τέτοιων φαινομένων, που εκθέτουν την Δικαιοσύνη και δημιουργούν προβλήματα «πληρότητας των φυλακών». 6.- Ήδη σήμερα, με τις υπάρχουσες διατάξεις, προβλέπεται ως υποχρεωτική η προσαγωγή και η εξέταση του συλληφθέντος χρήστη στην αρμόδια Ιατροδικαστική Υπηρεσία, προκειμένου αυτός να υποβληθεί σε εξετάσεις για τη διαπίστωση της τοξικομανίας, το αργότερο εντός 24 ωρών από τη σύλληψη του. Παρατηρείται, όμως, συχνά, το φαινόμενο, να μη προσάγεται ο κατηγορούμενος, για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, παρά το γεγονός, ότι έχει εμφανή σημεία τοξικολογικής εξάρτησης (πολλών ετών). Είναι, λοιπόν, επιβεβλημένο, να θεσπιστεί μία διάταξη, που να επιφέρει ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ Ή ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥΣ, να μετάγουν τον κατηγορούμενο στην αρμόδια Ιατροδικαστική Υπηρεσία. Στα ίδια πλαίσια, θα πρέπει τα Δικαστήρια, να αναβαθμίσουν την σπουδαιότητα της τοξικολογικής πραγματογνωμοσύνης και η έλλειψή της, να θεσπίζει λόγο απόλυτης ακυρότητας της προδικασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 1 δ', 173 ΚΠΔ. 7.- Κρίνεται, τέλος, αναγκαίο, να προβλεφθεί μία σχετική διάταξη, η οποία να καθιστά ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟ το αποτέλεσμα της τοξικολογικής εξέτασης για το 85

87 Δικαστήριο, μέσα, βέβαια, στα πλαίσια της ηθικής, ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων, που καθιερώνεται στα άρθρα 177 ΚΠΔ. Η τοξικολογική εξέταση, ως «ακριβής διάγνωση και κρίση» για την εξάρτηση του κατηγορουμένου από ναρκωτικές ουσίες, απαιτεί ειδικές γνώσεις της Ιατρικής Επιστήμης και της Φαρμακολογίας και αποτελεί πραγματογνωμοσύνη, προερχόμενη από την αρμόδια Δημόσια Υπηρεσία (183 ΚΠΔ). Εφ όσον, λοιπόν, δεν αποδειχθεί στο Δικαστήριο, ότι αυτή δεν προέρχεται από αξιόποινη πράξη του συντάκτη της ή ότι δεν είναι προϊόν απάτης, τότε θα πρέπει το περιεχόμενο της να είναι δεσμευτικό για το Δικαστήριο και να εφαρμόζονται, κατά συνέπεια, οι ευεργετικές περιστάσεις που ήδη προβλέπονται. III.- Εξυπακούεται, ότι τα παραπάνω αποτελούν βασικές σκέψεις, σχετικά με το ζήτημα, για το οποίο ζητήθηκαν οι απόψεις του Συλλόγου μας, στα στενά χρονικά πλαίσια, τα οποία μας δόθηκαν για την μελέτη και αξιολόγησή του. Εφ όσον απαιτηθεί, είμαστε στην διάθεση της Επιτροπής, και επί πλέον αναλυτική και λεπτομερή ανάπτυξη των θέσεών μας, στις οποίες εγγράφως και προφορικώς επιφυλασσόμεθα να επανέλθουμε. Με τιμή Ο Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας Δημήτριος Αθ. Γαρούφας Ευάγγελος Απ. Γωγάκος ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ: 1) κ. Υπουργό Δικαιοσύνης 2) κ. Υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 3) κ. Προϊστάμενο Εισαγγελίας Εφετών Θεσσαλονίκης 86

88 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ 87

89 4 ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΩΝ ΧΡΗΣΤΩΝ 1. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΩΝ ΧΡΗΣΤΩΝ Από το 2002, ο πιθανός αριθμός προβληματικών χρηστών υπολογίζεται κάθε χρόνο με την εφαρμογή της διεθνώς προτιμώμενης μεθόδου των πολλαπλών εγγραφών (multiple records ή capture-recapture), στα ετήσια δεδομένα του Δείκτη Αίτησης Θεραπείας. Σε αυτή τη μεθοδολογία η προσαρμογή ενός κατάλληλου στατιστικού μοντέλου στις εγγραφές χρηστών από τρεις πηγές πληροφόρησης (ΚΕΘΕΑ, «18 ΑΝΩ», λοιπό δίκτυο) επιτρέπει την εκτίμηση του μεγέθους του «κρυμμένου πληθυσμού» των χρηστών που δεν παρουσιάστηκαν σε καμία θεραπευτική υπηρεσία κατά τη διάρκεια του έτους. Σύμφωνα με αυτή τη διαδικασία, ως προβληματικός χρήστης ορίζεται εκείνος ο οποίος κάποια στιγμή θα ζητήσει τη βοήθεια μιας θεραπευτικής υπηρεσίας για τη χρήση ηρωίνης. Για το έτος 2006, η εκτίμηση του συνολικού αριθμού χρηστών ηλικίας ετών με κύρια ουσία χρήσης την ηρωίνη είναι με 95% διάστημα εμπιστοσύνης (δ.ε.) Αυτή η εκτίμηση φαίνεται να είναι αυξημένη σε σχέση με την αντίστοιχη εκτίμηση για το έτος 2005, η οποία ήταν (95% δ.ε ), αλλά η διαφορά, όπως υποδεικνύει το μεγάλο εύρος των διαστημάτων εμπιστοσύνης, δεν θεωρείται στατιστικά σημαντική. Ο Πίνακας 11 παρουσιάζει την ανάλυση του αριθμού προβληματικών χρηστών κατά φύλο και ηλικία. Ο Πίνακας 12 παρουσιάζει τις αντίστοιχες εκτιμήσεις του αριθμού χρηστών που κάνουν ενέσιμη χρήση κατά τον τελευταίο μήνα. Η συνολική εκτίμηση των (95% δ.ε ) είναι πολύ κοντά στην εκτίμηση των το Όπως έχει επισημανθεί και σε προηγούμενες Ετήσιες Εκθέσεις, η έλλειψη στοιχείων στην απαιτούμενη μορφή από άλλες πηγές πληροφόρησης εκτός υπηρεσιών θεραπείας, όπως είναι οι ιατρικές υπηρεσί- 2 Διάστημα εμπιστοσύνης. ες και η Αστυνομία, δυσχεραίνει τη δυνατότητα διασταύρωσης και βελτίωσης των παραπάνω εκτιμήσεων. Πίνακας 11: Εκτιμήσεις του αριθμού των προβληματικών χρηστών ηλικίας ετών με κύρια ουσία την ηρωίνη, ανά φύλο και ηλικία (2006) Εγγραφές Κρυμμένος πληθυσμός 1 Εκτίμηση του συνολικού πληθυσμού Πληθυσμός 95% δ.ε. 2 Σύνολο Φύλο Άνδρες Γυναίκες Ηλικία Τόπος διαμονής Αττική Εκτίμηση του αριθμού των χρηστών οι οποίοι δεν κατεγράφησαν κατά το έτος Διάστημα εμπιστοσύνης. 3 Παρουσιάζονται ξεχωριστές εκτιμήσεις μόνο στην περίπτωση που ο αριθμός των εγγραφών το επιτρέπει. Πίνακας 12: Εκτιμήσεις του αριθμού των προβληματικών χρηστών ηλικίας ετών που έκαναν ενέσιμη χρήση κατά τον τελευταίο μήνα, ανά φύλο και ηλικία (2006) Εγγραφές Κρυμμένος πληθυσμός 1 Εκτίμηση του συνολικού πληθυσμού Πληθυσμός 95% δ.ε. 2 Σύνολο Φύλο Άνδρες Γυναίκες Ηλικία Τόπος διαμονής Αττική Εκτίμηση του αριθμού των χρηστών οι οποίοι δεν κατεγράφησαν κατά το έτος Παρουσιάζονται ξεχωριστές εκτιμήσεις μόνο στην περίπτωση που ο αριθμός των εγγραφών το επιτρέπει. ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΚΤΕΠΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΩΔΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

90 Προβληματική χρήση και χαρακτηριστικά εξαρτημένων χρηστών 2. ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΧΡΗΣΤΩΝ ΠΟΥ ΖΗΤΟΥΝ ΒΟΗΘΕΙΑ 2.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η καταγραφή των κοινωνικο-δημογραφικών χαρακτηριστικών και των συμπεριφορών χρήσης των ατόμων που ζητούν «θεραπεία» για προβλήματα που σχετίζονται με τη χρήση ναρκωτικών ή και ξεκινούν θεραπεία στους εξειδικευμένους φορείς / «θεραπευτικά κέντρα» γίνεται μέσω του Δείκτη Αίτησης Θεραπείας (ΔΑΘ). Ο ΔΑΘ εφαρμόζεται στην Ελλάδα από το ΕΚΤΕΠΝ από το Η συλλογή των στοιχείων γίνεται σε συνεργασία με το Εθνικό Δίκτυο του Δείκτη (βλ. Σχεδιάγραμμα 1 στο τέλος του Κεφαλαίου) και στηρίζεται στην εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Πρωτοκόλλου (Standard Protocol 2.0) του Δείκτη. Ως θ ε ρ α π ε ί α για τις ανάγκες του Δείκτη Αίτησης Θεραπείας ορίζεται οποιαδήποτε δραστηριότητα απευθύνεται άμεσα σε άτομα που έχουν προβλήματα με τη χρήση ναρκωτικών και η οποία στοχεύει στο να βελτιώσει την ψυχολογική, σωματική ή κοινωνική κατάσταση όσων με δική τους πρωτοβουλία ζητούν βοήθεια για το πρόβλημά τους με τα ναρκωτικά. Η θεραπεία παρέχεται συνήθως από εξειδικευμένες υπηρεσίες, για χρήστες, αλλά μπορεί επίσης να δοθεί και από γενικές υπηρεσίες που προσφέρουν ιατρική και ψυχολογική βοήθεια σε άτομα που αντιμετωπίζουν πρόβλημα ναρκωτικών. Ο παραπάνω ορισμός υπό την ευρεία του έννοια περιλαμβάνει: α) παρεμβάσεις οι οποίες στοχεύουν στη μείωση της βλάβης από τα ναρκωτικά σε ενεργούς χρήστες, όπως επίσης και εκείνες που κύριος σκοπός τους είναι η αποτοξίνωση και η αποχή, β) μη ιατρικές, αλλά και ιατρικές παρεμβάσεις, γ) βραχείες παρεμβάσεις σε κρίση ή συμβουλευτική παρέμβαση ή υποστήριξη, καθώς επίσης και περισσότερο δομημένα μακροχρόνια προγράμματα. ΠΗΓΗ: ΕΚΤΕΠΝ/ΕΠΙΨΥ, Το 2006, το δίκτυο του Δείκτη διευρύνθηκε περαιτέρω περιλαμβάνοντας νέα προγράμματα και προγράμματα, τα οποία έδωσαν για πρώτη φορά στοιχεία Ως θ ε ρ α π ε υ τ ι κ ό κ έ ν τ ρ ο για τις ανάγκες του το Τα προγράμματα αυτά είναι τα παρακάτω: η Μονάδα Υποκατάστασης Βουπρενορφίνης Δείκτη Αίτησης Θεραπείας ορίζεται η υπηρεσία η οποία παρέχει θεραπεία, όπως αυτή ορίζεται παραπάνω, σε άτομα με προβλήματα ναρκωτικών. Τα θεραπευτικά κέντρα μπορεί Αγρινίου (ΟΚΑΝΑ), η Μονάδα Υποκατάστασης να βασίζονται σε δομές που είναι ιατρικές ή μη ιατρικές, Βουπρενορφίνης Ρόδου (ΟΚΑΝΑ), το Κέντρο Υποδοχής και Επανένταξης Αποφυλακισμένων «ΕΝ κυβερνητικές ή μη κυβερνητικές, δημόσιες ή ιδιωτικές, ειδικευμένες ή όχι. ΔΡΑΣΕΙ» στην Αθήνα (ΚΕΘΕΑ), και το Συμβουλευτικό Κέντρο Λασιθίου «ΑΡΙΑΔΝΗ» στον Άγιο Νικό- ΠΗΓΗ: ΕΚΤΕΠΝ/ΕΠΙΨΥ, λαο Κρήτης (ΚΕΘΕΑ). Το 2006 κατεγράφησαν από τον ΔΑΘ άτομα (αύξηση 14,1% σε σχέση με το 2005, Ν = 4.248). Από τα άτομα αυτά τα (74,7%) απευθύνθηκαν σε Στεγνά Προγράμματα, τα 888 (18,3%) σε Προγράμματα Υποκατάστασης και τα 339 (7%) σε Κέντρα Άμεσης Πρόσβασης (Γράφημα 7). Οι μεταβολές στα χαρακτηριστικά των χρηστών, οι οποίες καταγράφονται όταν αυτά εξετάζονται διαχρονικά, ενδεχομένως εξηγούνται και από τις αυξομειώσεις που παρατηρούνται μεταξύ των ετών στην ποσοστιαία συμμετοχή καθενός από τους τρεις τύπους προγραμμάτων στα στοιχεία του ΔΑΘ. Τα στοιχεία του Εθνικού Δικτύου ΔΑΘ παρουσιάζονται παρακάτω (βλ. Ενότητα 4.2.2). Γράφημα 7: Αριθμός και ποσοστό ατόμων που καταγράφηκαν από τον ΔΑΘ ανά τύπο κέντρου και έτος (2005, 2006) ΠΗΓΗ: ΕΚΤΕΠΝ, Στην Ενότητα παρουσιάζονται ξεχωριστά τα στοιχεία του Κέντρου Υποδοχής, Ενημέρωσης και Προσανατολισμού του ΟΚΑΝΑ (εφεξής Κέντρο Υποδοχής). Ο πληθυσμός του Κέντρου Υποδοχής αποτελείται από χρήστες οι οποίοι τη στιγμή της καταγραφής δεν εντάσσονται άμεσα σε κάποιο από τα ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΚΤΕΠΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΩΔΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

91 Προβληματική χρήση και χαρακτηριστικά εξαρτημένων χρηστών στάδια της θεραπευτικής διαδικασίας, αλλά υποβάλλουν αίτηση για την εισαγωγή τους σε κάποιο από τα προγράμματα υποκατάστασης της Αθήνας και του Πειραιά. Εκτός από τις περιπτώσεις εκείνων οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια επείγουσας εισαγωγής, η εισαγωγή των ατόμων στα προγράμματα υποκατάστασης πραγματοποιείται συνήθως μετά από χρόνια, οπότε και θα καταγραφούν στο σύστημα καταγραφής του Δείκτη Αίτησης Θεραπείας. 2.2 ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΧΡΗΣΤΩΝ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΤΟΥ ΔΕΙΚΤΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ 1 (N = 4.847) «Ό λ ο ι» : το σύνολο των ατόμων που ζήτησαν θεραπεία από το δίκτυο του ΔΑΘ το έτος αναφοράς, ανεξάρτητα από το αν έχουν ξαναπροσπαθήσει να κάνουν θεραπεία απεξάρτησης ή όχι τα προηγούμενα έτη. «Ν έ ο ι π ε λ ά τ ε ς» : από το σύνολο των ατόμων που κατεγράφησαν από το δίκτυο του ΔΑΘ το έτος αναφοράς, η ομάδα εκείνων που δήλωσαν ότι κάνουν για πρώτη φορά στη ζωή τους προσπάθεια απεξάρτησης. Κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά Φ ύ λ ο : Η συντριπτική πλειοψηφία των χρηστών (84,5%) είναι άνδρες. Μεταξύ 2005 και 2006, η ποσοστιαία αύξηση του αριθμού των ανδρών είναι μεγαλύτερη από αυτή των γυναικών στην κατηγορία του «όλοι» (14,4% των ανδρών και 12,4% των γυναικών, αντίστοιχα). Στους «νέους πελάτες», η ποσοστιαία αύξηση του αριθμού των γυναικών είναι υψηλότερη, όχι ωστόσο στατιστικά σημαντική (9,9% των γυναικών και 7,1% των ανδρών, αντίστοιχα). Σε κάθε περίπτωση, τα τελευταία χρόνια, αφενός οι άνδρες αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία (σχεδόν το 85%) των ατόμων που κάνουν αίτηση για θεραπεία ετησίως, αφετέρου η ποσοστιαία αύξηση του αριθμού τους είναι κατά κανόνα μεγαλύτερη από αυτήν των γυναικών (Γράφημα 8). Γράφημα 8: Αριθμός και ποσοστιαία μεταβολή του αριθμού των ατόμων στις κατηγορίες «όλοι» και «νέοι πελάτες», ανά έτος και ανά φύλο ( ) ΠΗΓΗ: ΕΚΤΕΠΝ, Γράφημα 9: Κατανομή των ατόμων ανά ηλικιακή ομάδα στις κατηγορίες «όλοι» και «νέοι πελάτες» (2005, 2006) ΠΗΓΗ: ΕΚΤΕΠΝ, Η λ ι κ ί α : Οι περισσότεροι χρήστες (60,5%) είναι νέοι ηλικίας ετών. Το 26,7% είναι ηλικίας ετών, ενώ έφηβοι (18 ετών ή και μικρότεροι) είναι το 3,8%. Η μέση ηλικία είναι τα 29 έτη (τυπική απόκλιση 7,6 έτη). Η μέση ηλικία των γυναικών είναι χαμηλότερη (27,8 έτη) από αυτήν των ανδρών (29,3 έτη). Η τάση μείωσης που είχε καταγραφεί στη σύγκριση των ετών 2002 και 2005 στο ποσοστό και στον απόλυτο αριθμό των εφήβων που έκαναν αίτηση θεραπείας (ΕΚΤΕΠΝ 2006) συνεχίζεται και το 2006, τόσο στο σύνολο των πελατών («όλοι») (από 4,7% το 2005 στο 3,8% το 2006) όσο και στους «νέους πελάτες» (από 6,7% το 2005 στο 5,4% το 2006) (Γράφημα 9). 1 Δεν συμπεριλαμβάνονται τα στοιχεία του Κέντρου Υποδοχής, Ενημέρωσης και Προσανατολισμού του ΟΚΑΝΑ. ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΚΤΕΠΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΩΔΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

92 Προβληματική χρήση και χαρακτηριστικά εξαρτημένων χρηστών Ε κ π α ι δ ε υ τ ι κ ό ε π ί π ε δ ο : Ως προς το ανώτερο ολοκληρωμένο εκπαιδευτικό επίπεδο, το μεγαλύτερο αναλογικά ποσοστό (38,3%) είναι απόφοιτοι Λυκείου, ενώ το 31,8% είναι απόφοιτοι Γυμνασίου. Το 21,9% είναι απόφοιτοι Δημοτικού, ενώ το 6,2% έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους σε ίδρυμα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Υ π η κ ο ό τ η τ α : Σχεδόν όλοι είναι Έλληνες, ενώ αλλοδαποί με βάση την υπηκοότητα είναι το 3,3%. Το ποσοστό των ατόμων που καταγράφηκαν από τον ΔΑΘ με βάση τη δήλωση υπηκοότητας ως αλλοδαποί δεν μεταβάλλεται μεταξύ 2005 και 2006 για το σύνολο των χρηστών (3,3%), ενώ στους «νέους» χρήστες από 4,1% το 2005 γίνεται 4,5% το 2006, συνεχίζοντας την αυξητική τάση που καταγράφεται από τις αρχές τις δεκαετίας (2,6% το 2002, 3,2% το 2003, 4% το 2004). Ε ρ γ α σ ι α κ ή κ α τ ά σ τ α σ η : Οι περισσότεροι είναι άνεργοι (57,6%), ο ένας στους τέσσερις (25%) έχει σταθερή εργασία και ο ένας στους δέκα (10,5%) περιστασιακή. Ένα ποσοστό 5,4% συνεχίζουν τις σπουδές τους. Δ ι α μ ο ν ή : Με τους γονείς ζει το υψηλότερο ποσοστό (66,9%), με σύζυγο / σύντροφο με ή χωρίς παιδιά ζει το 11,5%, ενώ μόνοι ζουν το 11,9%. Εννέα στους δέκα (92,1%) αναφέρουν σταθερή στέγη και το 7,8% δηλώνουν προσωρινή στέγη ή άστεγοι. Το 17,5% των χρηστών συγκατοικούν με τουλάχιστον άλλον ένα χρήστη. Από αυτούς το 59,2% δηλώνει ότι ζει με τη γονεϊκή οικογένεια, δηλαδή τουλάχιστον 475 οικογένειες της ελληνικής επικράτειας έχουν περισσότερους από έναν χρήστες ναρκωτικών. Επιπλέον, το 12,1% (Ν = 97) όσων συγκατοικούν με χρήστες δηλώνει ότι ζει με σύζυγο / σύντροφο χωρίς παιδιά και το 8,8% (Ν = 71) με σύζυγο / σύντροφο με παιδιά. Ιστορικό θεραπείας Οι μισοί ερωτώμενοι (ποσοστό 49,7%) αναφέρουν ότι δεν έχουν υποβληθεί ποτέ σε θεραπεία κατά το παρελθόν. Ένα στα τρία άτομα (32,4%) δηλώνει ότι πήρε μόνο του την πρωτοβουλία να ζητήσει θεραπεία. Περίπου ένα στα τέσσερα άτομα είχε την παρότρυνση από την οικογένεια (23,5%) ή από φίλους (22,6%) (πιθανόν και άλλους χρήστες που παρακολουθούν ή έχουν ολοκληρώσει κάποιο πρόγραμμα απεξάρτησης). Το 13,9% παραπέμπονται από άλλους φορείς υγείας και κοινωνικές υπηρεσίες (συμπεριλαμβανομένων και άλλων κέντρων θεραπείας). Το 1,2%, τέλος, παραπέμφθηκαν από τις δικαστικές υπηρεσίες και την Αστυνομία. Χαρακτηριστικά χρήσης Η συνηθέστερη κ ύ ρ ι α ο υ σ ί α κ α τ ά χ ρ η σ η ς είναι η ηρωίνη / άλλα οπιούχα (87,8%). Ακολουθεί η κάνναβη (7,3%), η κοκαΐνη (2,6%) και τα χάπια 2 (1,3%). Οι απόλυτοι αριθμοί των χρηστών που ζήτησαν βοήθεια για ηρωίνη / οπιούχα, κάνναβη και κοκαΐνη παρουσίασαν όλοι αύξηση μεταξύ 2005 και 2006 και στις δύο ομάδες χρηστών (Γραφήματα 10 και 11). Ως εκ τούτου, η αναλογία των χρηστών που δήλωσαν κατάχρηση ηρωίνης, κάνναβης και κοκαΐνης δεν μεταβλήθηκε σημαντικά μεταξύ 2005 και Εξαίρεση αποτελεί το ποσοστό των «νέων» χρηστών Γράφημα 10: Αριθμός «όλων» των ατόμων ανά κύρια ουσία κατάχρησης και έτος και ποσοστιαία μεταβολή τους (2005, 2006) ΠΗΓΗ: ΕΚΤΕΠΝ, Τα χ ά π ι α στο Κεφάλαιο αυτό αφορούν τις ουσίες που κατατάσσονται στην κατηγορία Υπνωτικά / Κατασταλτικά (βαρβιτουρικά, βενζοδιαζεπίνες κτλ.). ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΚΤΕΠΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΩΔΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

93 Προβληματική χρήση και χαρακτηριστικά εξαρτημένων χρηστών κάνναβης, που εμφανίζει οριακή αύξηση μεταξύ 2005 και 2006 (από 10,1% στο 11,6%) (Γράφημα 12) και των εφήβων (ιδιαίτερα στους «νέους πελάτες») με κάνναβη ή κοκαΐνη ως κύρια ουσία κατάχρησης, των οποίων το ποσοστό αυξάνεται, ενώ αυτό της ηρωίνης / άλλων οπιούχων μειώνεται σημαντικά (από 35,8% το 2005 σε 25,6% το 2006). Σε σχέση με το 2005, η μεγαλύτερη συγκριτικά ποσοστιαία αύξηση αριθμού χρηστών το 2006 στην κατηγορία «όλοι» (35,3%) αφορά τους χρήστες «άλλων ναρκωτικών» 3 ιδιαίτερα τους χρήστες διεγερτικών (αμφεταμίνες, άλλα διεγερτικά του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος και διεγερτικά τύπου «Έκσταση») ενώ η μικρότερη την ηρωίνη / άλλα οπιούχα (13,7%) και την κάνναβη (12,1%). Ο αριθμός, ωστόσο, των ατόμων που αναφέρουν ως κύρια ουσία κατάχρησης τα «άλλα ναρκωτικά» παραμένει, συγκριτικά με τις άλλες κατηγορίες ναρκωτικών, σχετικά χαμηλός (Γράφημα 10). Γράφημα 11: Αριθμός των «νέων πελατών» ανά κύρια ουσία κατάχρησης και έτος και ποσοστιαία μεταβολή τους (2005, 2006) ΠΗΓΗ: ΕΚΤΕΠΝ, Γράφημα 12: Κύρια ουσία κατάχρησης στις κατηγορίες «όλοι» και «νέοι πελάτες» (2005, 2006) ΠΗΓΗ: ΕΚΤΕΠΝ, Στους «νέους πελάτες», οι μεγαλύτερες ποσοστιαίες αυξήσεις μεταξύ των δύο ετών καταγράφονται στους χρήστες με κύρια ουσία κατάχρησης την κάνναβη (23,1%) και την κοκαΐνη (21,5%). Λιγότεροι, σε σύγκριση με το 2005, «νέοι πελάτες» ανέφεραν πρόβλημα με τα χάπια (μείωση κατά 24,2%) (Γράφημα 11). Να σημειωθεί για τα παραπάνω ότι, με δεδομένο το μικρό αριθμό των περιπτώσεων στην κατηγορία χρηστών με κύρια ουσία κατάχρησης τα ά λ λ α ν α ρ κ ω - τ ι κ ά (στην περίπτωση της κατηγορίας «όλοι» και τα χ ά π ι α (στην περίπτωση της κατηγορίας «νέοι πελάτες»), οι μεταβολές στα ποσοστά που καταγράφονται διαχρονικά αποτελούν μονάχα ενδείξεις και πρέπει να προσεγγίζονται με επιφύλαξη. Κ α θ η μ ε ρ ι ν ή χ ρ ή σ η τ η ς κ ύ ρ ι α ς ο υ σ ί α ς κ α τ ά χ ρ η σ η ς τ ι ς τ ε λ ε υ τ α ί ε ς 3 0 η μ έ ρ ε ς (ενδεικτική της σοβαρότητας της εξάρτησης) αναφέρει η πλειοψηφία των χρηστών (66,3%). Πιο συγκεκριμένα, καθημερινή χρήση αναφέρουν επτά στους δέκα (70,3%) χρήστες ηρωίνης / οπιούχων και παρόμοιο ποσοστό (70,5%) οι εξαρτημένοι από χάπια. Καθημερινή χρήση κάνει ο ένας στους τρεις χρήστες κάνναβης (33,5%), ενώ μεταξύ των χρηστών κοκαΐνης καθημερινή χρήση αναφέρει μόλις ο ένας στους τέσσερις (25,4%). Μεταξύ των χρηστών ηρωίνης / άλλων οπιούχων, οριακά μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών (78,5%) από ό,τι ανδρών (77,2%) αναφέρει καθημερινή χρήση τον τελευταίο μήνα. Το ίδιο ισχύει και για τους χρήστες 3 Τα ά λ λ α ν α ρ κ ω τ ι κ ά αφορούν τις κατηγορίες: Άλλα διεγερτικά (αμφεταμίνες, διεγερτικά τύπου ουσίας «Έκσταση»), Εισπνεόμενα, Παραισθησιογόνα και Άλλα ναρκωτικά. ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΚΤΕΠΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΩΔΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

94 Προβληματική χρήση και χαρακτηριστικά εξαρτημένων χρηστών κάνναβης, με τις γυναίκες να αναφέρουν καθημερινή χρήση σε ποσοστό 45,5% έναντι ποσοστού 41,1% των ανδρών. Η μύτη (41,7%) και η χρήση με ένεση (39,3%) είναι οι επικρατέστεροι σ υ ν ή θ ε ι ς τ ρ ό π ο ι χ ρ ή - σ η ς τ η ς κ ύ ρ ι α ς ο υ σ ί α ς. Το κάπνισμα ή η εισπνοή από το στόμα αναφέρεται από το 16,9% των χρηστών. Το 44,4% των χρηστών ηρωίνης / άλλων οπιούχων κάνουν συνήθως ενέσιμη χρήση της ουσίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στους χρήστες κοκαΐνης είναι πολύ μικρότερο (8,9%). Σε σύγκριση με το 2005, η χρήση από τη μύτη στους χρήστες οπιούχων παρουσιάζει αύξηση (42,7% το 2005 και 45,6% το 2006). Το 69,7% των χρηστών κάνουν χρήση και άλλων ουσιών εκτός από την κύρια ουσία κατάχρησης. Συνηθέστερες δ ε υ τ ε ρ ε ύ ο υ σ ε ς ο υ σ ί ε ς χ ρ ή σ η ς 4 είναι η κάνναβη (61,7%), τα χάπια (49,4%) και η κοκαΐνη (31,5%), ενώ με χαμηλότερα ποσοστά αναφέρονται τα άλλα διεγερτικά (13,2%), τα παραισθησιογόνα (8,1%), τα οπιούχα (7,7%) και το αλκοόλ (6%). Η μεγάλη πλειοψηφία των χρηστών (82,2%) αναφέρουν την κάνναβη ως την ο υ σ ί α π ρ ώ τ η ς χ ρ ή - σ η ς ναρκωτικών ουσιών με μέσο όρο την ηλικία των 15,8 ετών, το 6,2% τα οπιούχα με μέσο όρο την ηλικία των 19,2 ετών, ενώ το 5,5% ξεκίνησε με χάπια στην ηλικία των 15,2 ετών κατά μέσο όρο. Μεγαλύτερο ποσοστό ανδρών (83,6%) από ό,τι γυναικών (75%) αναφέρουν στο ιστορικό τους την κάνναβη ως πρώτη ουσία χρήσης. Αντίθετα, μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών από ό,τι ανδρών αναφέρουν τα οπιούχα (11,4% των γυναικών και 5,2% των ανδρών, αντίστοιχα) ή την κοκαΐνη (1,8% των γυναικών και 0,9% των ανδρών, αντίστοιχα) ως πρώτες ουσίες χρήσης. Συμπεριφορά υψηλού κινδύνου Γράφημα 13: Ενέσιμη χρήση τις τελευταίες 30 ημέρες στις κατηγορίες «όλοι» και «νέοι πελάτες», ανά φύλο (2005, 2006) Τρεις στους τέσσερις χρήστες (74,3%) έχουν κάνει ε ν έ σ ι μ η χ ρ ή σ η τουλάχιστον μία φορά σε όλη τους τη ζωή. Από αυτούς, περισσότεροι από τους μισούς (56,1%) έχουν κάνει και κοινή χρήση σύριγγας. Λιγότεροι από τους μισούς (44,6%) δηλώνουν ότι κάνουν ενέσιμη χρήση τις τελευταίες 30 ημέρες. Από αυτούς, το 32,7% έκανε κοινή χρήση σύριγγας. ΠΗΓΗ: ΕΚΤΕΠΝ, Γράφημα 14: Κοινή χρήση σύριγγας τις τελευταίες 30 ημέρες μεταξύ ενδοφλεβίων χρηστών στις κατηγορίες «όλοι» και «νέοι πελάτες», ανά φύλο (2005, 2006) ΠΗΓΗ: ΕΚΤΕΠΝ, Η σταθερή μείωση της ενέσιμης χρήσης, η οποία παρατηρήθηκε μεταξύ 2002 και 2005 (ΕΚΤΕΠΝ 2006), ανακόπτεται το 2006, με μικρή αύξηση, τόσο στην κατηγορία «όλοι» όσο και στην κατηγορία «νέοι πελάτες», και στα δύο φύλα (Γράφημα 13). Τα ποσοστά κ ο ι ν ή ς χ ρ ή σ η ς σ ύ - ρ ι γ γ α ς τις τελευταίες 30 ημέρες ανάμεσα σε αυτούς που δηλώνουν ενέσιμη χρήση μειώνονται μεταξύ 2005 και 2006 (Γράφημα 14). Η μείωση είναι μεγάλη μεταξύ των γυναικών, και ιδιαίτερα στους «νέους πελάτες». 4 Οι χρήστες μπορούν να δηλώσουν από μία έως τέσσερις δευτερεύουσες ουσίες χρήσης. ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΚΤΕΠΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΩΔΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

95 Προβληματική χρήση και χαρακτηριστικά εξαρτημένων χρηστών Μέσοι όροι ηλικίας «Ό λ ο ι» : Ο μέσος όρος ηλικίας των ατόμων τα οποία κατεγράφησαν από το Δείκτη το 2006 είναι τα 29 έτη (τυπική απόκλιση 7,6 έτη). Ο μέσος όρος ηλικίας έναρξης της παράνομης χρήσης είναι τα 16 έτη (τυπική απόκλιση 3,4 έτη), της έναρξης χρήσης της κύριας ουσίας κατάχρησης τα 20 έτη (τυπική απόκλιση 5,2 έτη) και της πρώτης ενέσιμης χρήσης τα 21,6 έτη (τυπική απόκλιση 5,1 έτη). Γράφημα 15: Μέσοι όροι ηλικίας έναρξης ενέσιμης χρήσης, κύριας ουσίας κατάχρησης και παράνομης χρήσης, στο σύνολο των «νέων πελατών» και ανά φύλο (2005, 2006) «Ν έ ο ι π ε λ ά τ ε ς» : Ο μέσος όρος ηλικίας των «νέων πελατών» οι οποίοι κατεγράφησαν από το Δείκτη το 2006 είναι τα 28,6 έτη (τυπική απόκλιση 7,9 έτη), οριακά αυξημένος σε σύγκριση με το 2005 (28,1 έτη, τυπική απόκλιση 7,6 έτη). Ο μέσος όρος ηλικίας έναρξης της παράνομης χρήσης είναι τα 16,4 ΠΗΓΗ: ΕΚΤΕΠΝ, έτη (τυπική απόκλιση 3,7 έτη), της έναρξης χρήσης της κύριας ουσίας κατάχρησης τα 20,8 έτη (τυπική απόκλιση 5,6 έτη) και της πρώτης ενέσιμης χρήσης τα 22,5 έτη (τυπική απόκλιση 5,6 έτη) (Γράφημα 15). Οι άνδρες, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2006 για τους «νέους πελάτες», ξεκινούν την παράνομη χρήση ουσιών σε σχετικά μικρότερη ηλικία (16,3 έτη) σε σύγκριση με τις γυναίκες (17 έτη). Ωστόσο, ακολούθως, γυναίκες και άνδρες καταγράφουν σχεδόν ίδιους μέσους όρους ηλικίας έ ν α ρ ξ η ς χ ρ ή σ η ς τ η ς κ ύ ρ ι α ς ο υ σ ί α ς κ α τ ά χ ρ η σ η ς (20,5 έτη και 20,8 για τους άνδρες) και ηλικίας π ρ ώ τ η ς ε ν έ σ ι μ η ς χ ρ ή σ η ς (22,3 έτη για τις γυναίκες και 22,6 για τους άνδρες), ενώ οι γυναίκες εμφανίζουν χαμηλότερο μέσο όρο η λ ι κ ί α ς (δηλαδή ηλικίας προσέγγισης των φορέων του Δικτύου για απεξάρτηση) (27,9 έτη έναντι του 28,8 των ανδρών) (Γράφημα 15). 2.3 Τα χαρακτηριστικα των χρηστων του ΚΕντρου ΥποδοχΗς, ΕνημΕρωσης ΚΑΙ ΠροσανατολισμοΥ του ΟΚΑΝΑ (Ν = 502) Κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά Το 82,5% των αιτούντων είναι άνδρες και το 17,5% γυναίκες. Ο μέσος όρος ηλικίας των χρηστών είναι τα 33,7 έτη (τυπική απόκλιση 8,6), 34,5 έτη των ανδρών και 29,9 έτη των γυναικών. Το 42,5% είναι νέοι ετών. Το 33,8% είναι άτομα ηλικίας ετών, ενώ το 23,7% είναι άτομα άνω των 41 ετών. Ένας στους δύο χρήστες (47,2%) μένει με την οικογένειά του, ένας στους πέντε (21,6%) μένει με σύζυγο / σύντροφο (με ή χωρίς παιδιά) και το 16,7% μένουν μόνοι. Η συντριπτική πλειοψηφία (93,4%) μένουν σε σταθερή στέγη. Το 18,4% των ατόμων δηλώνουν ότι συγκατοικούν με χρήστες. Ένα ποσοστό 4,2% είναι αλλοδαπής υπηκοότητας. Το 56,8% δηλώνουν άνεργοι. Σταθερή απασχόληση έχει το 26,7%, ενώ το 13,9% αναφέρει περιστασιακή απασχόληση. Το 42,1% έχουν αποφοιτήσει από το Λύκειο, το 27,2% από το Γυμνάσιο και το 23,3% από το Δημοτικό. Τέλος, ένα ποσοστό 4,8% έχει ολοκληρώσει κάποια σχολή Ανώτερης ή Ανώτατης Εκπαίδευσης. ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΚΤΕΠΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΩΔΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

96 Προβληματική χρήση και χαρακτηριστικά εξαρτημένων χρηστών Ιστορικό θεραπείας Ποσοστό 53,3% δεν έχουν υποβληθεί ποτέ σε θεραπεία. Η συντριπτική πλειοψηφία (89,3%) πήραν οι ίδιοι την πρωτοβουλία να ζητήσουν την εισαγωγή σε πρόγραμμα υποκατάστασης, ενώ το 6,6% ύστερα από προτροπή φίλων. Για το 2,9% η οικογένεια αναφέρεται ως η κύρια πηγή παραπομπής. Χαρακτηριστικά χρήσης Σχεδόν όλοι (99,8%) αναφέρουν την ηρωίνη / οπιούχα ως κύρια ουσία κατάχρησης (ούτως ή άλλως προαπαιτούμενο για εισαγωγή στα προγράμματα υποκατάστασης). Για τη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων (96,2%) η χρήση της κύριας ουσίας είναι καθημερινή. Ο πιο δημοφιλής συνήθης τρόπος χρήσης της κύριας ουσίας είναι από τη μύτη (58,8%). Ένας στους τρεις αναφέρει ενέσιμη χρήση (30,5%), ενώ κάπνισμα / εισπνοή αναφέρει το 10,2%. Μόλις ένας στους τέσσερις (26,6%) αναφέρει χρήση μίας μόνο ουσίας. Ένας στους δύο (50,7%) αναφέρει χρήση τριών ή περισσοτέρων ουσιών. Η έναρξη της χρήσης γίνεται στους περισσότερους χρήστες με κάνναβη (76,1%) στην ηλικία των 15,8 ετών. Ακολουθούν, με σαφώς μικρότερα ποσοστά, ηρωίνη / οπιούχα (9,6%) στην ηλικία των 21,8 ετών. Έναρξη παράνομης χρήσης με κοκαΐνη όπως και με άλλα ναρκωτικά αναφέρει ίδιο ποσοστό (6,6%) σε μέση ηλικία 21,5 και 14,7 ετών αντίστοιχα. Η μέση ηλικία έναρξης της παράνομης χρήσης είναι τα 16,5 έτη. Συμπεριφορά υψηλού κινδύνου Η συντριπτική πλειοψηφία (84,3%) έχουν κάνει ενέσιμη χρήση τουλάχιστον μία φορά σε όλη τους τη ζωή και από αυτούς ο ένας στους δύο (50,2%) αναφέρει κοινή χρήση σύριγγας σε όλη του τη ζωή. Το 47% έχει κάνει ενέσιμη χρήση τον τελευταίο μήνα και από αυτούς ο ένας στους πέντε (19,4%) έχει κάνει και κοινή χρήση σύριγγας. Ο μέσος όρος ηλικίας της πρώτης ενέσιμης χρήσης είναι τα 22,7 έτη (τυπική απόκλιση 6,3 έτη). Το κοινωνικοδημογραφικό προφίλ και οι συμπεριφορές χρήσης του πληθυσμού των χρηστών του Κέντρου Υποδοχής του ΟΚΑΝΑ μοιάζουν με αυτά των χρηστών που καταγράφονται στα Κέντρα Άμεσης Πρόσβασης και στα Προγράμματα Υποκατάστασης. Αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο επειδή στην πραγματικότητα οι χρήστες των τριών αυτών πηγών έχουν ένα κοινό βασικό χαρακτηριστικό, το οποίο είναι η συνήθως μακροχρόνια χρήση οπιούχων. Και τα τρία είδη υπηρεσιών (Κέντρο υποδοχής του ΟΚΑΝΑ, προγράμματα υποκατάστασης, κέντρα άμεσης πρόσβασης) έχουν σχεδιαστεί προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες αυτού του πληθυσμού. Φωτίου Αναστάσιος, Κοντογεωργίου Κατερίνα Μαλέττου Ευαγγελία, Richardson Clive ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΚΤΕΠΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΩΔΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

97 Προβληματική χρήση και χαρακτηριστικά εξαρτημένων χρηστών Σχεδιάγραμμα 1: ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΤΟΥ ΔΕΙΚΤΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΚΤΕΠΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΩΔΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ.. ΧΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Ι. ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ... ΧXI II. ΞΕΝΕΣ... XXI 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 1 1.1. Έννοια και αποστολή της Δικαστικής Ψυχιατρικής. Υπευθυνότητα του

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ)

ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ) ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ) ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΙΝΗ ΚΑΙ Η ΙΚΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΒΑΣΗ H ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΟΙΝΩΝ. NULLUM CRIMEN, NULLA POENA SINE LEGE ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΒΑΘΜΙ ΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 3: Ποινικό Αγγελική Γ. Πιτσελά, Αν. Καθηγήτρια Εγκληματολογίας- Σωφρονιστικής Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ... ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Ι. ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ... ΧVII II. ΞΕΝΕΣ... XVII

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ... ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Ι. ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ... ΧVII II. ΞΕΝΕΣ... XVII ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ... ΙΧ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Ι. ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ... ΧVII II. ΞΕΝΕΣ... XVII 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 1 1.1. Δικαστική Ψυχολογία και Ψυχολογία... 1 1.2. Ιδιαίτερη προβληματική της Δικαστικής Ψυχολογίας...

Διαβάστε περισσότερα

Το ποινικό φαινόμενο και η τυποποίησή του

Το ποινικό φαινόμενο και η τυποποίησή του Το ποινικό φαινόμενο και η τυποποίησή του Μαρία Μ. Μηλαπίδου ΔρΝ, Δικηγόρος Ι. Έγκλημα - Τυποποίηση Έγκλημα = πράξη Άρθρα 1 & 14 ΠΚ και 7 Σ (Όχι φρόνημα) Πράξη ανθρώπου (όχι κινήσεις ζώων, ενέργειες στοιχείων

Διαβάστε περισσότερα

23η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ - ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

23η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ - ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ 23η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ - ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ Παρατηρήσεις - Σχόλια - Επεξηγήσεις Το σύστηµα της ποινικής µεταχείρισης

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Ι. Εκπλήρωση της Παροχής από τον Οφειλέτη Εκπλήρωση της Παροχής είναι το σύνολο των πράξεων με τις οποίες (ή των παραλείψεων χωρίς τις οποίες)

Διαβάστε περισσότερα

24η ιδακτική Ενότητα ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ- ΕΓΚΛΗΜΑ. Παρατηρήσεις - Σχόλια - Επεξηγήσεις

24η ιδακτική Ενότητα ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ- ΕΓΚΛΗΜΑ. Παρατηρήσεις - Σχόλια - Επεξηγήσεις 24η ιδακτική Ενότητα ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ- ΕΓΚΛΗΜΑ Παρατηρήσεις - Σχόλια - Επεξηγήσεις ιακρίσεις των ποινών Οι ποινές διακρίνονται σε κύριες και παρεπόµενες. Κύριες ποινές είναι εκείνες που µπορούν να επιβληθούν

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19 Α. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ι. Εισαγωγή...25 ΙΙ. Ιστορική επισκόπηση του θεσμού της ασφάλισης και των νομοθετικών μέτρων που τιμωρούν την απάτη

Διαβάστε περισσότερα

1.1 Δικανική ψυχιατρική Δικανική ψυχιατρική νοσηλευτική 5 2 Θυμός, επιθετικότητα και εγκληματικότητα 7

1.1 Δικανική ψυχιατρική Δικανική ψυχιατρική νοσηλευτική 5 2 Θυμός, επιθετικότητα και εγκληματικότητα 7 IX ΠεΡιεχΟμενα 1 Εισαγωγή 1 1.1 Δικανική ψυχιατρική 2 1.2 Δικανική ψυχιατρική νοσηλευτική 5 2 Θυμός, επιθετικότητα και εγκληματικότητα 7 2.1 Γενικότητες 7 2.2 Υποκείμενα συναισθήματα και συμπεριφορές 9

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχολογία ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια στο Γενικό Νοσοκομείο

Ψυχολογία ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια στο Γενικό Νοσοκομείο Ψυχολογία ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια στο Γενικό Νοσοκομείο ΤΖΙΝΕΒΗ ΜΥΡΤΩ - ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ ΦΑΝΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΕΣ Τ.Ε. Β & Γ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Η καρδιακή ανεπάρκεια

Διαβάστε περισσότερα

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ 2017-2018 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΘΕΜΑ 1 Ο Τι γνωρίζετε για την συντιμωρητή πρότερη και συντιμωρητή ύστερη πράξη; Η

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2003-2004 ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΘΕΜΑ: ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 1 1. Ο συγκρητικός χαρακτήρας του 14 ου κεφαλαίου του Δεύτερου βιβλίου του ΠΚ...1 2. Η ατελής αναγνώριση και προστασία κοινωνικών εννόμων αγαθών στην νεοελληνική πραγματικότητα...3

Διαβάστε περισσότερα

Η Δεοντολογία διδάσκει τη σωστή, την άψογη στάση και συμπεριφορά του γιατρού απέναντι στον άρρωστο συνάνθρωπό του, απέναντι στο συνάδελφό του και

Η Δεοντολογία διδάσκει τη σωστή, την άψογη στάση και συμπεριφορά του γιατρού απέναντι στον άρρωστο συνάνθρωπό του, απέναντι στο συνάδελφό του και Η Δεοντολογία διδάσκει τη σωστή, την άψογη στάση και συμπεριφορά του γιατρού απέναντι στον άρρωστο συνάνθρωπό του, απέναντι στο συνάδελφό του και στην κοινωνία μέσα στην οποία ζει και αναπτύσσεται. Οι

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ Προλογικό σημείωμα...5. Ι. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα»...

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ Προλογικό σημείωμα...5. Ι. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα»... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Προλογικό σημείωμα...5 ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ 2019 Ι. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα»...17 ΙΙ. Ν. 4619/2019 «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα»...215 Πρώτο βιβλίο: Γενικό

Διαβάστε περισσότερα

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων Φάκελος Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων Προβλήματα Συρροής Σχετικός με το ζήτημα του προστατευόμενου έννομου αγαθού είναι και ο προβληματισμός για τη συρροή 1 ανάμεσα στην πορνογραφία

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΤΟ ΞΕΠΛΥΜΑ ΒΡΟΜΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΩΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 1. Εισαγωγή...5 2. Η επιρροή του αμερικανικού

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

Στον χρόνιο αλκοολισμό, παρουσιάζονται διαταραχές ποικίλου βαθμού του νευρικού συστήματος (τρεμούλιασμα, πολυνευρίτιδα, διανοητική σύγχυση,

Στον χρόνιο αλκοολισμό, παρουσιάζονται διαταραχές ποικίλου βαθμού του νευρικού συστήματος (τρεμούλιασμα, πολυνευρίτιδα, διανοητική σύγχυση, Αλκοολισμός ΟΡΙΣΜΟΣ Ο όρος αναφέρεται για πρώτη φορά από έναν Ολλανδό γιατρό στα τέλη της δεκαετίας του 1840, ενώ αναλύθηκε σε νόσο το 1972 από το γιατρό John Coakley Lettson. Αλκοολισμός σημαίνει δηλητηρίαση

Διαβάστε περισσότερα

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΑΣΘΕΝ-Ν ΣΤΗ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤ-ΠΙΣΗ

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΑΣΘΕΝ-Ν ΣΤΗ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤ-ΠΙΣΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΑΣΘΕΝ-Ν ΣΤΗ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤ-ΠΙΣΗ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ ΦΑΝΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ Τ.Ε. Β Γ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Η στεφανιαία µονάδα είναι ένας χώρος

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΟ STRESS STRESS: ΠΙΕΣΗ

ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΟ STRESS STRESS: ΠΙΕΣΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΟ STRESS STRESS: ΠΙΕΣΗ Στρεσσογόνος παράγοντας Οτιδήποτε κάνει τον άνθρωπο να βιώνει στρες Είναι μια αλλαγή στην ομοιόσταση του ατόμου Παράγοντες που προκαλούν στρες Ενδογενείς Εξωγενείς Ενδογενείς

Διαβάστε περισσότερα

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 5: Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο ανηλίκων

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 5: Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο ανηλίκων ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 5: Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο ανηλίκων Αγγελική Γ. Πιτσελά, Αν. Καθηγήτρια Εγκληματολογίας- Σωφρονιστικής Άδειες Χρήσης Το παρόν

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ Ε. Συμεωνίδου Καστανίδου Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου στο ΑΠΘ ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ Συχνή η ενασχόληση των δικαστηρίων με την ποινική ευθύνη των γιατρών από αμέλεια, τόσο περισσότερο όσο η

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016 ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016 Ευθύνη του Δημοσίου Έννοια ευθύνης του Δημοσίου υποχρέωση του Δημοσίου, των ΟΤΑ, των ΝΠΔΔ, να αποζημιώσουν τρίτα πρόσωπα για ζημίες που έχουν

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΥΝΗΘΗ ΛΑΘΗ ΚΑΙ ΑΣΤΟΧΙΕΣ

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΥΝΗΘΗ ΛΑΘΗ ΚΑΙ ΑΣΤΟΧΙΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΥΝΗΘΗ ΛΑΘΗ ΚΑΙ ΑΣΤΟΧΙΕΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΛΟΓΙΚΗ ΔΟΜΗ Καθαρότητα στη σκέψη Σαφήνεια στην έκφραση Η μία σκέψη να εισάγει την άλλη Η προηγούμενη σκέψη να τεκμηριώνει την επόμενη

Διαβάστε περισσότερα

Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο

Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 1: Η εγκληματολογία (ορισμοί, σχολές, διακρίσεις) Αγγελική Πιτσελά, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εγκληματολογίας- Σωφρονιστικής Σχολή

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΙΝΑΚΑΣ... 2 ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ... 4 1. Κατηγορίες δικαιούχων... 4 1.1 Βαριά αναπηρία... 4 1.2 Συνήθης αναπηρία... 4 1.3 Μερική αναπηρία... 5 1.4 Προϋπάρχουσα αναπηρία... 5 2. Εκτίμηση αναπηρίας...

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟΥ ΠΟΔΙΟΥ

ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟΥ ΠΟΔΙΟΥ ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟΥ ΠΟΔΙΟΥ Δρ. Νίκη Παπαγεωργίου Αν. Καθηγήτρια Κοινωνιολογίας Α.Π.Θ. ΟΙ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟΥ ΠΟΔΙΟΥ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ Τα προβλήματα υγείας ενός

Διαβάστε περισσότερα

ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ. Ευαγγελία Ανδρουλάκη Χριστίνα Κατάκη Χρήστος Παπαδόπουλος. Επιστημονικά Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Χριστίνα Ζαραφωνίτου

ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ. Ευαγγελία Ανδρουλάκη Χριστίνα Κατάκη Χρήστος Παπαδόπουλος. Επιστημονικά Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Χριστίνα Ζαραφωνίτου ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ Ευαγγελία Ανδρουλάκη Χριστίνα Κατάκη Χρήστος Παπαδόπουλος ΠΜΣ «Η σύγχρονη εγκληματικότητα και η αντιμετώπισή της» Πάντειο Πανεπιστήμιο Επιστημονικά Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Χριστίνα Ζαραφωνίτου

Διαβάστε περισσότερα

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος Η Ιστορία, όπως τονίζει ο Μεγαλοπολίτης ιστορικός Πολύβιος σε μια ρήση του, μας διδάσκει ότι τίποτα δεν γίνεται στην τύχη

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ Για τον Αριστοτέλη, όλες οι ενέργειες των ανθρώπων γίνονται για κάποιο τέλος, δηλαδή για κάποιο σκοπό που είναι ο ανώτερος όλων των αγαθών, την ευδαιμονία. Σύμφωνα

Διαβάστε περισσότερα

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο Έ να πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που αντιμετωπίζουν έντονο άγχος, δυσθυμία, «κατάθλιψη» έχει την «τάση» να αποδίδει λανθασμένα τις ψυχικές αυτές καταστάσεις, σε έναν «προβληματικό εαυτό του», (μία δυστυχώς

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ Θέµα:

Διαβάστε περισσότερα

Γεωργία Ζαβράκα, MSc. Ψυχολόγος Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια

Γεωργία Ζαβράκα, MSc. Ψυχολόγος Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια 5 ο Συμπόσιο Νοσηλευτικής Ογκολογίας "Οι Ψυχολογικές Επιπτώσεις στον Ογκολογικό Ασθενή και ο Πολυδιάστατος Ρόλος της Συμβουλευτικής στην Αντιμετώπισής τους" Γεωργία Ζαβράκα, MSc. Ψυχολόγος Ψυχοδυναμική

Διαβάστε περισσότερα

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών Δικάσιμος: 01.10.2015 ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ (που αναπτύχθηκαν προφορικώς και καταχωρίζονται στα πρακτικά της συνεδρίασης κατ άρθρ. 141 παρ. 2 ΚΠΔ) Των:

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχωτικές διαταραχές και θεραπευτική αντιμετώπιση - Ο Δρόμος για την Θεραπεία Σάββατο, 10 Ιούλιος :29

Ψυχωτικές διαταραχές και θεραπευτική αντιμετώπιση - Ο Δρόμος για την Θεραπεία Σάββατο, 10 Ιούλιος :29 Γράφει: Νικόλαος Βακόνδιος, Ψυχολόγος Η λέξη «ψύχωση» είναι μία λέξη η οποία χρησιμοποιείται υπερβολικά συχνά από τον κόσμο με λάθος νόημα και περιεχόμενο. Στο κείμενο αυτό, γίνεται μία προσπάθεια να δοθεί

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Πρόλογος... V ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ Η ΠΟΙΝΗ Κεφ. 20 ό : Έννοια, φύση και σκοποί της ποινής Ι. Η έννοια της ποινής...4 1. Η ποινή ως κύρωση του νόμου...4 2. Η ποινή ως κριτήριο του εγκλήματος...5

Διαβάστε περισσότερα

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων Ιούλιος 2017 Η ευθύνη του εργοδότη κατά το Ν. 551/1915 Η ευθύνη του εργοδότη κατά τη νομοθεσία του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ΙΝΕ - ΓΣΕΕ www.inegsee.gr info@inegsee.gr

Διαβάστε περισσότερα

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 4: Βασικές Αρχές της απονομής δικαιοσύνης σε ανηλίκους

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 4: Βασικές Αρχές της απονομής δικαιοσύνης σε ανηλίκους ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 4: Βασικές Αρχές της απονομής δικαιοσύνης σε ανηλίκους Αγγελική Γ. Πιτσελά, Αν. Καθηγήτρια Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής Άδειες

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ Επιμέλεια: Μαρία Καρ. Μάρκου Δικηγόρος Αθηνών Απόσπασμα σημειώσεων 3ης Συνάντησης Ποινική δικονομία: σύνολο κανόνων δικαίου που καθορίζουν τα όργανα απονομής της δικαιοσύνης και η διαδικασία που μέσω αυτής

Διαβάστε περισσότερα

Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο

Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 3: Μέθοδοι μέτρησης της εγκληματικότητας Αγγελική Πιτσελά, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εγκληματολογίας- Σωφρονιστικής Σχολή Νομικής

Διαβάστε περισσότερα

Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΓΕΩΡΓΙΛΑ ΕΛΕΝΗ Απαρτιωμένη Διδασκαλία ΕΙΣΑΓΩΓΗ Διάγνωση: είναι η πολύπλοκη διαδικασία αναγνώρισης και ταυτοποίησης μιας διαταραχής που γίνεται

Διαβάστε περισσότερα

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 6: Το αυτοτελές σύστημα των εννόμων συνεπειών του ποινικού δικαίου ανηλίκων

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 6: Το αυτοτελές σύστημα των εννόμων συνεπειών του ποινικού δικαίου ανηλίκων ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 6: Το αυτοτελές σύστημα των εννόμων συνεπειών του ποινικού δικαίου ανηλίκων Αγγελική Γ. Πιτσελά, Αν. Καθηγήτρια Εγκληματολογίας

Διαβάστε περισσότερα

Διπολική διαταραχή μανιοκατάθλιψη,

Διπολική διαταραχή μανιοκατάθλιψη, ΨΥΧΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ Ο όρος ψυχική διαταραχή περιλαμβάνει ένα μεγάλο εύρος προβλημάτων που έχουν σχέση με την ψυχική κατάσταση και την συμπεριφορά ενός ατόμου. Οι διάφορες ψυχικές διαταραχές εκδηλώνονται

Διαβάστε περισσότερα

32η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ - ΑΣΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΙΚΑΙΟΥ (ΠΡΟΣΩΠΑ) ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

32η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ - ΑΣΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΙΚΑΙΟΥ (ΠΡΟΣΩΠΑ) ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις 32η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ - ΑΣΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΙΚΑΙΟΥ (ΠΡΟΣΩΠΑ) ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις Κατηγορίες προσώπων ανάλογα µε την ικανότητα για δικαιοπραξία Από πλευράς

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχικές διαταραχές στην περιγεννητική περίοδο. Δέσποινα Δριβάκου Ψυχολόγος Msc Οικογενειακή θεραπεύτρια

Ψυχικές διαταραχές στην περιγεννητική περίοδο. Δέσποινα Δριβάκου Ψυχολόγος Msc Οικογενειακή θεραπεύτρια Ψυχικές διαταραχές στην περιγεννητική περίοδο Δέσποινα Δριβάκου Ψυχολόγος Msc Οικογενειακή θεραπεύτρια με τον όρο περιγεννητική περίοδος αναφερόμαστε στο χρονικό διάστημα της κύησης, της λοχείας και των

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΓΡΑΦΗ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΠΟΙΕΣ ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ

ΑΝΑΓΡΑΦΗ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΠΟΙΕΣ ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΝΑΓΡΑΦΗ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΠΟΙΕΣ ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ Α Ν Ν Α Τ Σ Ι Τ Ο Υ Ρ Α Δ Ι Κ Η Γ O Ρ Ο Σ D E S S Δ Ι Κ Α Ι Ο Τ Η Σ Υ Γ Ε Ι Α Σ Ν Ο Μ Ι Κ Η Σ Υ Μ Β Ο Υ Λ Ο Σ Ι. Σ. Α.

Διαβάστε περισσότερα

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1 Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1 Μια σύνοψη του Βιβλίου (ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ): Η πλειοψηφία θεωρεί πως η Νόηση είναι μια διεργασία που συμβαίνει στον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Διαβάστε περισσότερα

Εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών - Οι λόγοι ποινικοποίησής τους

Εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών - Οι λόγοι ποινικοποίησής τους Εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών - Οι λόγοι ποινικοποίησής τους Μαρία Μ. Μηλαπίδου ΔρΝ, Δικηγόρος Προϊστορία ΒΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ Στις προπολεμικές ρυθμίσεις η ποινικοποίηση εμπνεόταν

Διαβάστε περισσότερα

ΙΙ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΙΙ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΙΙ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΠΡΟΛΟΓΟΣ...VII ΙΙ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...ΙΧ ΙΙΙ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...XV ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 1 ΙΙ. ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

1η συνάντηση: Γνωριμία, σπάσιμο πάγου, αυτοπαρουσίαση μελών ομάδας, κανόνες λειτουργίας ομάδας, ονοματοδοσία ομάδας.

1η συνάντηση: Γνωριμία, σπάσιμο πάγου, αυτοπαρουσίαση μελών ομάδας, κανόνες λειτουργίας ομάδας, ονοματοδοσία ομάδας. Από τον Σεπτέμβριο του 2011 συγκροτούνται ομάδες αυτοβοήθειας ψυχικά ασθενών (πχ πάσχοντες από κατάθλιψη, διάφορα είδη σχιζοφρένειας, σχιζοσυναισθηματική διαταραχή, διάφορα είδη διπολικής διαταραχής ή

Διαβάστε περισσότερα

Αθήνα, 4 Iουνίου 2010 Αρ. Πρωτ. : 122406/14910/2010 Χειριστές: Μαρία Βουτσίνου

Αθήνα, 4 Iουνίου 2010 Αρ. Πρωτ. : 122406/14910/2010 Χειριστές: Μαρία Βουτσίνου Αθήνα, 4 Iουνίου 2010 Αρ. Πρωτ. : 122406/14910/2010 Χειριστές: Μαρία Βουτσίνου Προς Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Γενική Διεύθυνση Σωφρονιστικής Πολιτικής Μεσογείων 96 115

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ Κεφάλαιο 2: Ατομικά & Κοινωνικά Δικαιώματα Περιεχόμενα 1. Δικαιώματα & υποχρεώσεις 2. Άσκηση & κατάχρηση δικαιώματος 3. Τα ατομικά δικαιώματα 4. Τα πολιτικά δικαιώματα

Διαβάστε περισσότερα

Στυλιανός Παπαγεωργίου -Γονατάς,

Στυλιανός Παπαγεωργίου -Γονατάς, Στυλιανός Παπαγεωργίου -Γονατάς, Aναπληρωτής Καθηγητής Ποινικού Δικαίου Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ. Έτος γέννησης: 1958 Τόπος γέννησης: Αθήνα Απόφοιτος : Νομικής Σχολής Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Πτυχίο

Διαβάστε περισσότερα

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου Μεταπτυχιακό ίπλωµα ηµοσίου ικαίου Μάθηµα : Συνταγµατικό ίκαιο Καθηγητής:

Διαβάστε περισσότερα

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 6 η : Αρχή της αναλογικότητας Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Αναπτυξιακή Ψυχολογία Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Θέματα διάλεξης Η σημασία της αυτοαντίληψης Η φύση και το περιεχόμενο της αυτοαντίληψης Η ανάπτυξη της αυτοαντίληψης Παράγοντες

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 25ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 25ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 25ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ Δεύτερο Στάδιο Α/ Α ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕ Σ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΜΗΜ ΑΤΑ ΠΡΟ- ΒΛΕΠΟ ΜΕΝΑ ΔΙΩΡΑ 1 Ζητήματα Γενικού Ποινικού Δίκαιου (α. Χρονικά και τοπικά όρια ισχύος

Διαβάστε περισσότερα

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο Ιδιοκτησία Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Σχολής Α.Π.Θ. Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες

Διαβάστε περισσότερα

Σελίδα 1 από 5. Τ

Σελίδα 1 από 5. Τ Σελίδα 1 από 5 ΔΕΟ 10 ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ- ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΤΟΜΟΙ Α & Α1 & Β ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ 1. Τι είναι κράτος; Κράτος: είναι η διαρκής σε νομικό πρόσωπο οργάνωση λαού

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος. Συντομογραφίες..

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος. Συντομογραφίες.. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος Συντομογραφίες.. VII XV Α. Εγκλήματα κατά της τιμής (ά. 361-369 ΠΚ) Βασική βιβλιογραφία... 1 Ι. Εισαγωγή. 1 1. Το έννομο αγαθό της τιμής (1-26)... 3 1.1. Τι προστατεύεται.. 3 1.1.1.

Διαβάστε περισσότερα

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015 ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015 «1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή. Τι είναι ''social media''; Τι είναι ο εθισμός; Τι είναι εθισμός στο διαδίκτυο;

Εισαγωγή. Τι είναι ''social media''; Τι είναι ο εθισμός; Τι είναι εθισμός στο διαδίκτυο; Εισαγωγή Τι είναι ''social media''; Ως μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) ορίζονται τα μέσα, τα οποία αλληλεπιδρούν μεταξύ ομάδων ανθρώπων μέσω των διαδικτυακών κοινοτήτων. Υπάρχουν διάφορες μορφές

Διαβάστε περισσότερα

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. διδάκτορος Παν/μίου Αθηνών ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. διδάκτορος Παν/μίου Αθηνών ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. διδάκτορος Παν/μίου Αθηνών ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Ικανότητα δικαίου έχει κάθε πρόσωπο, φυσικό και νομικό. Η φράση αυτή σημαίνει ότι όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα

Διαβάστε περισσότερα

Τι προβλέπει ο νόμος για την Δικαστική συμπαράσταση (Μέρος Α )

Τι προβλέπει ο νόμος για την Δικαστική συμπαράσταση (Μέρος Α ) Τι προβλέπει ο νόμος για την Δικαστική συμπαράσταση (Μέρος Α ) Με τα άρθρα 1666 έως 1688 του ΑΚ, όπως αυτά αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 13 του ν. 2447/1996 και ισχύουν από 20.12.1996, εισάγεται ο θεσμός

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. Νικόλαος

Διαβάστε περισσότερα

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της εισόδου και διαμονής αυτών στη χώρα καθώς και της ασκήσεως

Διαβάστε περισσότερα

Είναι υποειδικότητα της ψυχιατρικής που διαμεσολαβεί μεταξύ της ψυχιατρικής και υπόλοιπης ιατρικής Αντικείμενο της ο ασθενής του γενικού νοσοκομείου

Είναι υποειδικότητα της ψυχιατρικής που διαμεσολαβεί μεταξύ της ψυχιατρικής και υπόλοιπης ιατρικής Αντικείμενο της ο ασθενής του γενικού νοσοκομείου Είναι υποειδικότητα της ψυχιατρικής που διαμεσολαβεί μεταξύ της ψυχιατρικής και υπόλοιπης ιατρικής Αντικείμενο της ο ασθενής του γενικού νοσοκομείου που αντιμετωπίζει ψυχικά προβλήματα λόγω της σωματικής

Διαβάστε περισσότερα

Μ. Πλάνη. φορά ποινής των εγκληµάτων µε δόλο από τα εγκλήµατα που τιµωρούνται µε αµέλεια είναι σηµαντική (βλ. π.χ. 299, 302 ΠΚ).

Μ. Πλάνη. φορά ποινής των εγκληµάτων µε δόλο από τα εγκλήµατα που τιµωρούνται µε αµέλεια είναι σηµαντική (βλ. π.χ. 299, 302 ΠΚ). φορά ποινής των εγκληµάτων µε δόλο από τα εγκλήµατα που τιµωρούνται µε αµέλεια είναι σηµαντική (βλ. π.χ. 299, 302 ΠΚ). δ) Εγκλήµατα διακρινόµενα εκ του αποτελέσµατος Επειδή η τιµωρία ορισµένων περιπτώσεων

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Πρόλογος... VII Εισαγωγή... 1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Τα προς δόμηση υλικά για τη δογματική κατασκευή της εξ αμελείας δια παραλείψεως τέλεσης ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η δογματική ύλη της μη γνήσιας παράλειψης

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ Ο λόγος που ο Αριστοτέλης μελέτησε την έννοια της αρετής στα Ηθικά Νικομάχεια είναι γιατί αυτή αποτελεί προϋπόθεση όχι μόνο για την ευδαιμονία του ατόμου αλλά και ολόκληρης

Διαβάστε περισσότερα

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ. Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό υλικό,

Διαβάστε περισσότερα

Έφηβος και Διαδίκτυο Ο Ρόλος του Γονέα

Έφηβος και Διαδίκτυο Ο Ρόλος του Γονέα Έφηβος και Διαδίκτυο Ο Ρόλος του Γονέα 22 Μαρτίου 2014 Ανδρέας Ευαγόρου Ψυχολόγος Εφηβεία Ψυχική και σωματική ανάπτυξη Πέρασμα από την παιδική στην ενήλικη ζωή Ενδοψυχικές αναδομήσεις Ανάγκη αυτονομίας

Διαβάστε περισσότερα

Κυριακή Γ. Γιώτα Ψυχολόγος MSc., Ph.D. Η Ψυχαναλυτική Θεωρία του Freud για την Προσωπικότητα

Κυριακή Γ. Γιώτα Ψυχολόγος MSc., Ph.D. Η Ψυχαναλυτική Θεωρία του Freud για την Προσωπικότητα Κυριακή Γ. Γιώτα Ψυχολόγος MSc., Ph.D. Η Ψυχαναλυτική Θεωρία του Freud για την Προσωπικότητα Sigmund Freud (1856-1939) Το 1873 ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στη σχολή του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Το 1886

Διαβάστε περισσότερα

16/11/2016. Εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών - Οι λόγοι ποινικοποίησής τους

16/11/2016. Εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών - Οι λόγοι ποινικοποίησής τους Εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών - Οι λόγοι ποινικοποίησής τους Μαρία Μ. Μηλαπίδου ΔρΝ, Δικηγόρος Επιστημονικός Συνεργάτις Νομικής Σχολής ΑΠΘ ΒΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ Προϊστορία Στις προπολεμικές

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή 1. Προβληματισμός... 1 2. Μεθοδολογία... 5 3. Ιστορική και συγκριτική προσέγγιση... 11 α. Ιστορική προσέγγιση... 11 β. Συγκριτική προσέγγιση... 16 i. Γαλλία... 16 ii. Γερμανία... 20

Διαβάστε περισσότερα

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 9: Η σχέση μεταξύ νόμου και ελευθερίας. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 9: Η σχέση μεταξύ νόμου και ελευθερίας. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Ενότητα 9: Η σχέση μεταξύ νόμου και ελευθερίας Παρούσης Μιχαήλ Τμήμα Φιλοσοφίας 1 Σκοποί ενότητας 1. Διττός χαρακτήρας Συντάγματος 2. Διάκριση θεσμού-κανόνα 3. Η σχέση λόγου - πνεύματος

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Α) Η θεωρητική και νοµολογιακή προσέγγιση πριν από το Ν 2408/1996 (Υπεράσπιση 1992, 357)... 9

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Α) Η θεωρητική και νοµολογιακή προσέγγιση πριν από το Ν 2408/1996 (Υπεράσπιση 1992, 357)... 9 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ I. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ 1. Ο ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ (άρθρα 1-13 ΠΚ) Η έκταση ισχύος του άρθρου 2 2 ΠΚ (Υπεράσπιση 1999, 314)... 3 Η έννοια της «εµπορίας ναρκωτικών» στο άρθρο 8 ΠΚ (Υπεράσπιση

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ «Τροποποίηση του ν. 927/1979 (Α 139) και προσαρµογή του στην απόφαση πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεµβρίου 2008,

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1 Σκοπός 1. Σκοπός του νόμου είναι η καταπολέμηση ιδιαίτερα σοβαρών εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας, που μπορούν να διασαλεύσουν

Διαβάστε περισσότερα

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας Τ.Ε.Ι. Πειραιά Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών στην Λογιστική και Χρηματοοικονομική Ειδικά θέματα Δικαίου Δρ. Μυλωνόπουλος Δ. Αν. Καθηγητής δίκαιο άδικο ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το

Διαβάστε περισσότερα

DRUGOMANIA ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ

DRUGOMANIA ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ DRUGOMANIA ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ Ποια είναι τα συμπτώματα που εμφανίζει ο χρήστης; Η χρήση ναρκωτικών ουσιών διαταράσσει τη λειτουργία εγκεφαλικών περιοχών που είναι κρίσιμες για την κίνηση, τη μνήμη, τη μάθηση, την

Διαβάστε περισσότερα

ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ

ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ Λογικοθυμική προσέγγιση (Rational-Emotive Therapy) Αναπτύχθηκε από τον Albert Ellis τη δεκαετία του 1950. Πεποίθηση πως οι συναισθηματικές δυσκολίες οφείλονται σε λανθασμένες

Διαβάστε περισσότερα

Διαταραχές συμπεριφοράς στην Άνοια

Διαταραχές συμπεριφοράς στην Άνοια Διαταραχές συμπεριφοράς στην Άνοια Κώστας Νικολάου ψυχίατρος Παρουσίαση βασισμένη στο: BPSD Educational Pack, International Psychogeriatric Association (IPA) 2002 Τα Συμπεριφορικά και Ψυχολογικά συμπτώματα

Διαβάστε περισσότερα

Δικαστική συμπαράσταση. Ποιοι υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση:

Δικαστική συμπαράσταση. Ποιοι υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση: Δικαστική συμπαράσταση (Άρθρο 1666) Ποιοι υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση: Σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλεται ο ενήλικος όταν λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας

Διαβάστε περισσότερα

[όπως ισχύει μετά το ν. 2447/1996] ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Ι Κ Α Σ Τ Ι Κ Η Σ Υ Μ Π Α Ρ Α Σ Τ Α Σ Η

[όπως ισχύει μετά το ν. 2447/1996] ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Ι Κ Α Σ Τ Ι Κ Η Σ Υ Μ Π Α Ρ Α Σ Τ Α Σ Η Αστικός Κώδικας [όπως ισχύει μετά το ν. 2447/1996] ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Ι Κ Α Σ Τ Ι Κ Η Σ Υ Μ Π Α Ρ Α Σ Τ Α Σ Η Άρθρο 1666 - Ποιοί υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση "Σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλεται

Διαβάστε περισσότερα

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995) Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου Μεταπτυχιακό ίπλωµα ηµοσίου ικαίου Μάθηµα : Συνταγµατικό ίκαιο Καθηγητής:

Διαβάστε περισσότερα

Γενοκτονία και Εγκλήµατα κατά της Ανθρωπότητας 23 Μαΐου Μ. Βάγιας

Γενοκτονία και Εγκλήµατα κατά της Ανθρωπότητας 23 Μαΐου Μ. Βάγιας Γενοκτονία και Εγκλήµατα κατά της Ανθρωπότητας 23 Μαΐου 2017 Μ. Βάγιας M.Vagias@hhs.nl Δοµή l Εγκλήµατα κατά της Ανθρωπότητας l Γενοκτονία Εγκλήµατα κατά της Ανθρωπότητας l Ορισµός: Δεν υπάρχει µια σύµβαση

Διαβάστε περισσότερα

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχοθεραπεία και θέματα σεξουαλικής ταυτότητας. Τσαμπίκα Μπαφίτη, M.Sc., Ph.D., Κλινική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια (ECP)

Ψυχοθεραπεία και θέματα σεξουαλικής ταυτότητας. Τσαμπίκα Μπαφίτη, M.Sc., Ph.D., Κλινική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια (ECP) Ψυχοθεραπεία και θέματα σεξουαλικής ταυτότητας Τσαμπίκα Μπαφίτη, M.Sc., Ph.D., Κλινική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια (ECP) ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ Οι βασικές κατηγορίες θεωριών για την ομοφυλοφιλία Φυσιολογικές

Διαβάστε περισσότερα

Παράγοντες Προστασίας και Κινδύνου

Παράγοντες Προστασίας και Κινδύνου Η ψυχική ζωή του παιδιού οικοδομείται μέσα από μια σχέση αλληλεπίδρασης με τους σημαντικούς Άλλους, τη μητέρα και τον πατέρα αρχικά και το ευρύτερο περιβάλλον στη συνέχεια. Μέσα από αυτήν τη συναισθηματική

Διαβάστε περισσότερα

Η ποινική αξιολόγηση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης του ανηλίκου θύματος στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρ. 226 Α Κ.Π.Δ.

Η ποινική αξιολόγηση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης του ανηλίκου θύματος στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρ. 226 Α Κ.Π.Δ. Η ποινική αξιολόγηση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης του ανηλίκου θύματος στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρ. 226 Α Κ.Π.Δ.) Υπό Χριστίνα-Μαρία Α. Νικολοπούλου, Δικηγόρο, Δρ.Ν. ΕΚΠΑ Άρθρο

Διαβάστε περισσότερα

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου Αγγελική Γ. Πιτσελά, Αν. Καθηγήτρια Εγκληματολογίας- Σωφρονιστικής Άδειες Χρήσης Το παρόν

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΟ 22 2 ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΟ 22 2 ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΟ 22 2 ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο ορθολογισμός έχει βασικό κριτήριο γνώσης την ανθρώπινη νόηση και όχι την εμπειρία.η νόηση με τις έμφυτες και τους λογικούς νόμους αποτελεί αξιόπιστη πηγή γνώσης. Σύμφωνα

Διαβάστε περισσότερα

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 11: Η επίσημα βεβαιωμένη εγκληματικότητα

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 11: Η επίσημα βεβαιωμένη εγκληματικότητα ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 11: Η επίσημα βεβαιωμένη εγκληματικότητα Αγγελική Γ. Πιτσελά, Αν. Καθηγήτρια Εγκληματολογίας - Σωφρονιστικής Άδειες Χρήσης Το

Διαβάστε περισσότερα

Κάποιες ναρκωτικές ουσίες δρουν µόνο στο βιολογικό υπόστρωµα και άλλες δρουν σε βιολογικό και σε ψυχικό επίπεδο συγχρόνως, προκαλούν αλλαγές στις σωµα

Κάποιες ναρκωτικές ουσίες δρουν µόνο στο βιολογικό υπόστρωµα και άλλες δρουν σε βιολογικό και σε ψυχικό επίπεδο συγχρόνως, προκαλούν αλλαγές στις σωµα Ψυχοδιεγερτικά Παραισθησιογόνα Ηρεµιστικά ναρκωτικά Κάποιες ναρκωτικές ουσίες δρουν µόνο στο βιολογικό υπόστρωµα και άλλες δρουν σε βιολογικό και σε ψυχικό επίπεδο συγχρόνως, προκαλούν αλλαγές στις σωµατικές

Διαβάστε περισσότερα

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω Το όνειρο Ένα ζευγάρι περιμένει παιδί. Τότε αρχίζει να ονειρεύεται αυτό το παιδί. Κτίζει την εικόνα ενός παιδιού μέσα στο μυαλό του. Βάσει αυτής της εικόνας, κάνει

Διαβάστε περισσότερα

Άρθρο 1. Άρθρο 2. Άρθρο 3. Άρθρο 4. Επίσημα κείμενα και διδακτικό υλικό. Ορισμός του παιδιού. Παιδί θεωρείται ένα άτομο κάτω των 18 ετών.

Άρθρο 1. Άρθρο 2. Άρθρο 3. Άρθρο 4. Επίσημα κείμενα και διδακτικό υλικό. Ορισμός του παιδιού. Παιδί θεωρείται ένα άτομο κάτω των 18 ετών. Ορισμός του παιδιού Παιδί θεωρείται ένα άτομο κάτω των 18 ετών. Άρθρο 1 Απαγόρευση διακρίσεων Κάθε παιδί πρέπει να αντιμετωπίζεται χωρίς διακρίσεις λόγω χρώματος, φύλου, γλώσσας, θρησκείας, άποψης, χώρας

Διαβάστε περισσότερα