ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΝΕΥΡΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΝΕΥΡΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΝΕΥΡΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ Βαΐτσα Γιαννούλη Διερεύνηση αντίληψης οπτικής και ακουστικής συμμετρίας Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία Επιβλέπων καθηγητής: Φίλιππος Καργόπουλος ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

2 Το αγόρι και ο γέροντας είχαν σταματήσει να σκέφτονται οτιδήποτε άλλο. Είχαν παραδοθεί στα όμορφα, ταιριαστά μουσικά σχήματα Ο γέροντας είπε στον φιλοξενούμενό του να προσπαθήσει να φανταστεί το ξεδίπλωμα της μουσικής όπως ένα χορό, μια συνεχή σειρά ασκήσεων ισορροπίας, μια διαδοχή μικρότερων ή μεγαλύτερων βημάτων από το κέντρο ενός συμμετρικού άξονα και να εστιάσει το νου του ολοκληρωτικά πάνω στη μορφή που σχημάτιζαν τα βήματα αυτά. Έρμαν Έσσε. Το παιχνίδι με τις χάντρες (1945) 2

3 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ-ABSTRACT.4 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...6 ΜΕΘΟΔΟΣ...31 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ...39 ΣΥΖΗΤΗΣΗ...62 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...69 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 104 3

4 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η εργασία αυτή έχει ως στόχο να διερευνήσει την αντίληψη της οπτικής και ακουστικής συμμετρίας. Στην έρευνα συμμετείχαν 28 εθελοντές, η ηλικία των οποίων ήταν ετών, εκ των οποίων οι μισοί είχαν συστηματική μουσική παιδεία, ενώ οι υπόλοιποι όχι. Οι συμμετέχοντες εξετάστηκαν ατομικά και με διαφορετική σειρά στη χορήγηση των δοκιμασιών. Οι μισοί συμμετέχοντες ενημερώθηκαν στην αρχή της εξέτασης για τα πιθανά είδη συμμετρίας. Επίσης, στους μισούς παρουσιάστηκαν πριν από τα ακουστικά ερεθίσματα, αντίστοιχου είδους συμμετρίας οπτικά ερεθίσματα. Ως υλικό προς εξέταση χρησιμοποιήθηκαν: η δοκιμασία κατοπτρικής αναστροφής γραμμάτων από το PALPA, το τεστ διπλώματος χαρτιού του ETS, το τεστ χωρικής ικανότητας του ETS, η δοκιμασία εντοπισμού κατεύθυνσης γραμμών του Benton, η μνήμη ψηφίων (προχωρητική και οπισθοχωρητική) και μια νέα αυτοσχέδια δοκιμασία, η οποία περιλαμβάνει μια σειρά συμμετρικών και μη-συμμετρικών, μεγάλων και μικρών, οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων. Παράλληλα με την καταγραφή του χρόνου αντίδρασης και της ορθότητας των απαντήσεων των συμμετεχόντων, έγιναν και μετρήσεις με χρήση κλιμάκων Likert του μεταγνωστικού αισθήματος δυσκολίας και του μεταγνωστικού αισθήματος βεβαιότητας, αλλά και καταγραφή αισθητικών κρίσεων για κάθε ένα από τα οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η πλειονότητα των συμμετεχόντων (νέοιμεσήλικες, γυναίκες-άνδρες, μουσικοί-μη μουσικοί), δεν παρουσίασαν στατιστικά σημαντική διαφορά στις επιδόσεις τους στις οπτικοχωρικές δοκιμασίες και στις μνημονικές δοκιμασίες, ενώ παρουσίασαν και ομοιόμορφα υψηλή επίδοση (με σχεδόν μηδενική διακύμανση) για το σύνολο των οπτικών συμμετρικών και μησυμμετρικών ερεθισμάτων. Για το σύνολο των ακουστικών ερεθισμάτων βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά υπέρ των συμμετεχόντων με μουσική παιδεία, τόσο στη γνωστική επεξεργασία, όσο και στη μεταγνωστική. Ακόμη δεν επιβεβαιώθηκε η προτεινόμενη από τη βιβλιογραφία προτίμηση (ορθότητα και χρόνος αντίδρασης) για τους συμμετρικούς καθρεπτισμούς ως προς κάθετο άξονα για τα οπτικά ερεθίσματα, αλλά ούτε και προτίμηση για τις επαναλήψεις για τα ακουστικά ερεθίσματα. Βρέθηκαν όμως πιο θετικές αισθητικές κρίσεις για τους συμμετρικούς σχηματισμούς έναντι των μη-συμμετρικών και για τις δύο αισθήσεις. Τέλος, δεν βρέθηκε διαισθητηριακή επίδραση ευόδωσης, αλλά ούτε και επίδραση της εξήγησης των ειδών συμμετρίας. Τα προηγούμενα υποστηρίζουν ανεξαρτησία του μηχανισμού οπτικής και ακουστικής επεξεργασίας της συμμετρίας, με τη δεύτερη να αποτελεί μια μάλλον μη αυτόματη και πιθανώς μαθημένη διεργασία. Λέξεις κλειδιά: οπτική αντίληψη συμμετρίας, ακουστική αντίληψη συμμετρίας, μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας, μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας, αισθητικές κρίσεις. 4

5 ABSTRACT The aim of this paper is to investigate the perception of optic and acoustic symmetry. Twenty-eight volunteers aged participated in the study, of whom half had a systematic music education and the other half had no music education. The participants were examined individually and the tests were administered in varying order to the various participants. Half of the participants were informed at the beginning of the examination for the possible kinds of symmetry. Also, half of the participants were presented before the acoustic stimuli, with a similar kind of symmetry for the optic stimuli. The examination material were: the mirror reversal letter task from PALPA, the paper folding task from ETS, the spatial ability test from ETS, Benton s judgment of line orientation test, digit span (forward and backward) and a newly constructed test, that includes a series of symmetrical and asymmetrical, big and small, optic and acoustic stimuli. Except for the registration of participants response time (RT) and the correctness of their responses, measurements were also taken with the use of Likert scales for the metacognitive feeling of difficulty and the metacognitive feeling of confidence and measurements of the aesthetic judgments for each and every one of the optic and acoustic stimuli. Results indicated that the majority of the participants (young - middle-aged, women - men, individuals with music education and without music education) did not show statistically significant differences in their scores in the visuospatial tests and the memory tests, while at the same time they had a homogeneously high performance (with almost zero deviation) for all the optic symmetrical and asymmetrical stimuli. For all the acoustic stimuli, a statistically significant difference was found for the participants with music education, not only for the cognitive processing of symmetry, but also for the metacognitive. The proposed (on the basis of the literature) preference (correctness of responses and reaction time) for the mirror symmetrical around a vertical axis optic stimuli was not confirmed and neither there was any confirmation for the preference for repetitive acoustic stimuli. What was found were more positive aesthetic judgments for the symmetrical formations versus the asymmetrical ones for both senses. Finally, no cross-modal interaction of priming was found, nor influence of prior explanation of the kinds of symmetry. The above provide support for the independence of the underlying mechanism of optic and acoustic perception of symmetry, with the second one probably being a non-automatic and possibly learned process. Key words: optic symmetry perception, acoustic symmetry perception, metacognitive feeling of difficulty, metacognitive feeling of confidence, aesthetic judgments. 5

6 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η συμμετρία αποτελεί κομμάτι του φυσικού κόσμου που μας περιβάλει. Αν και ως έννοια είναι δανεισμένη από τα μαθηματικά (γεωμετρία, βιβλίο Χ των Στοιχείων του Ευκλείδη) και μελετάται με τη Θεωρία συνόλων (Carter, Miller, 1972), εμφανίζεται και σε άλλους επιστημονικούς τομείς, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη συμμετρία στη φυσική {πχ. κατοπτρική ανάκλαση (χωρική συμμετρία) και διάδοση ηχητικών και μαγνητικών κυμάτων (ακτινωτή συμμετρία)}, στη χημεία {κρυσταλλικές δομές και μοριακές δομές (ακτινωτή συμμετρία) και με τα ισομερή (συμμετρία θέσης)}, αλλά και στη βιολογία {σχήματα έμβιων όντων (σώματα φυτικών και ζωικών οργανισμών με συμμετρία δεξιού-αριστερού ως προς άξονα) και ακτινωτά σχήματα στη φύση (αστερίες, χιονονιφάδες, άνθη κτλ.) } (Darvas, Gould, Jaeger, Meshkov, Nicholle, Rosen, Shubnikov & Koptsik, Weyl, Wigner, 1970). Αυτή η προτίμηση για την επιστημονική περιγραφή της φύσης με βάση τη συμμετρία ξεκινά ήδη από τον Πλάτωνα, ο οποίος στον «Τίμαιο», αναπτύσσει τη θεωρία ότι οι δομικές μονάδες του σύμπαντος είναι συμμετρικά πολύεδρα, που αντιστοιχούν στα στοιχεία του Εμπεδοκλή όπως είναι το τετράεδρο για το πυρ, ο κύβος για τη γη, το οκτάεδρο για τον αέρα, το δωδεκάεδρο για τον αιθέρα και το εικοσάεδρο για το ύδωρ. Η «συμμετρία» είναι θεμελιώδης τόσο για την κατανόηση της φύσης, όσο και της τέχνης (Boas, Field & Golubitsky, Stevens, Redies, Hasenstein & Denzler, Voloshinov, Washburn & Crowe, 1988). Παλαιοανθρωπολογικές μελέτες αναφέρουν την εμμονή στην κατασκευή συμμετρικών εργαλείων από διάφορα είδη ανθρωποειδών, κάτι που ίσως 6

7 μετεξελίχθηκε στην προτίμηση για αισθητικά συμμετρικές κατασκευές στους ανθρώπους (Hodgson, Saragusti et al., Toth, 1990). Χαρακτηριστικά παραδείγματα βρίσκουμε διαχρονικά και διαπολιτισμικά στην τέχνη της ζωγραφικής (χωρική συμμετρία, χρωματική συμμετρία), στη γλυπτική (με συμμετρία στα σώματα αγαλμάτων ή ζωφόρων), στην αρχιτεκτονική (με συμμετρία και στο σύνολο των έργων-κτηρίων, όσο και στην επιμέρους διακόσμηση τους), στον έντεχνο λόγο (με επαναλήψεις λέξεων ή φράσεων στη λογοτεχνία-ποίηση και με ηχητικά-γραπτά καρκινικά παλίνδρομα), αλλά και στη μουσική (με αυτούσιες ή μετασχηματισμένες επαναλήψεις μουσικών μοτίβων τόσο στο μικρο-επίπεδο των συνθέσεων, όσο και στο μακρο-επίπεδο). Έτσι, αν και αρχικά η έννοια της συμμετρίας αφορούσε μια ειδική κατηγορία οπτικών μετασχηματισμών, δηλαδή έναν τρόπο μετακίνησης ενός αντικειμένου στο χώρο, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν περιορίζεται μόνο σε αντικείμενα στο χώρο (Hargittai & Hargittai, Tarasov, 1986). Το συνώνυμο (ή καλύτερα η υπερκείμενη έννοια) αρμονία, περιγράφει το καλά διαρθρωμένο όλο, που έχει μια σαφώς καθορισμένη δομή τόσο ως προς τα μέρη του, όσο και προς το σύνολο αυτών των μερών (Καϊμάκης, 2005), τονίζοντας όμως περισσότερο τις ηχητικές και μουσικές, παρά τις γεωμετρικές εφαρμογές της συμμετρίας (Wyle, 1952). Βέβαια, τα αντιληπτικά συστήματα, όπως αυτά της όρασης και της ακοής φαίνεται να διαφέρουν ριζικά ως προς τη φύση τους, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει να θεωρούνται τελείως ανεξάρτητα μεταξύ τους και ότι δεν ισχύουν κάποιοι γενικοί κανόνες στο σύνολο των αισθήσεών μας (Bregman, Calvert, Brammer & Iversen, Cronly-Dillon, Persaud & Blore, Cronly-Dillon, Persaud & Gregory, Peeples, Rosenblum, Stein & Meredith, 1993). 7

8 Ένα τέτοιο παράδειγμα πιθανής σύγκλισης στην αντίληψη (οπτική και ακουστική) είναι η συμμετρία. Ορισμός συμμετρίας και είδη συμμετρίας Η συμμετρία αναφέρεται στην αντιστοιχία μεγέθους, σχήματος και θέσης αλληλοσχετιζόμενων μερών ενός όλου σε αναφορά προς έναν άξονα ή προς ένα σημείο (οπτικό ή ακουστικό). Η συμμετρία, λοιπόν, είναι η ιδιότητα ενός αντικειμένου ή συστήματος να παραμένει αναλλοίωτο μετά από ένα σύνολο αλλαγών (μετασχηματισμών) (Ghyka, 1946). Η συμμετρία ως αφηρημένη ιδιότητα συγκεκριμένων οπτικών μορφών περιλαμβάνει τις έννοιες της ομοιότητας και της ισότητας, όπως η ασυμμετρία περιλαμβάνει τις έννοιες της διαφοράς και της ανισότητας (VandenBos, Παπαδόπουλος, 2005). Αν στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στις συμμετρίες στο επίπεδο, δηλαδή στους μετασχηματισμούς που διατηρούν ίση τη γεωμετρική απόσταση (ισομετρίες), τότε αναγνωρίζουμε τρεις τύπους μετασχηματισμών (μεταφορά, περιστροφή και καθρεπτισμό), που οδηγούν σε τέσσερις μορφές συμμετρίας: α) τη μεταβατική συμμετρία (translational symmetry-μετακίνηση/μετατόπιση ενός αντικειμένου χωρίς να το περιστρέψουμε ή να το καθρεφτίσουμε), β) την περιστροφική συμμετρία (rotational symmetry-στρέψη ενός αντικειμένου με κάποια επιλεγμένη γωνία και κέντρο περιστροφής), γ) την κατοπτρική συμμετρία (reflectional/ bilateral/ mirror symmetry-προβολή της εικόνας του αντικειμένου σαν σε καθρέπτη). Υπάρχουν επίσης και πιο σύνθετοι τύποι συμμετρίας, όπως δ) η ολισθαίνουσα κατοπτρική (glide-reflectional symmetry-που είναι ουσιαστικά συνδυασμός καθρεπτισμού και μεταφοράς κατά μήκος του άξονα) (εικόνα 1), αλλά και πιο σύνθετοι συνδυασμοί των 8

9 προηγούμενων (Armstrong Δρίβας, Stewart & Golubitsky, Weyl, 1952). Αντίληψη συμμετρίας στους ανθρώπους Η προτίμηση των ανθρώπων για συμμετρικά σχέδια αναφέρεται ήδη από τον Αριστοτέλη στο έργο του Μετά τα Φυσικά, αλλά παρόμοια παρατήρηση γίνεται και από τον Δαρβίνο στο έργο του Η καταγωγή του ανθρώπου. Η σημασία της συμμετρίας ως οργανωτικού παράγοντα της ανθρώπινης οπτικής αντίληψης τονίζεται ιδιαίτερα στο χώρο της πειραματικής ψυχολογίας (Baylis & Driver, 1995a. 1995b. Rock, 1983). Αυτό συμβαίνει ήδη από τις αρχές του 20 ου αιώνα με τη σχολή Gestalt, η οποία υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τα αντικείμενα περισσότερο ως καλά οργανωμένες ομάδες σχηματισμών, παρά σαν το άθροισμα των μεμονωμένων μερών τους (Koffka, Kohler, 1929). Αυτή η οργάνωση του ανθρώπινου οπτικού αντιληπτικού συστήματος γίνεται με βάση κάποιες αρχές (όπως η εγγύτητα, η ομοιότητα, η συμμετρία, η συνέχεια και η κοινή μοίρα). Έχει αποδειχθεί πειραματικά ότι η ομοιότητα και η εγγύτητα μάλλον προηγούνται της συμμετρίας κατά την επεξεργασία ενός ερεθίσματος (Labonté et al., 2002), αλλά αυτό δεν μας περιορίζει να γενικεύσουμε την εφαρμογή αυτών των αρχών και για την ακουστική αντίληψη (Shepard & Levitin, 2002). Σε γενικές γραμμές η αντίληψη της συμμετρίας στους ενηλίκους γίνεται γρήγορα, χωρίς ιδιαίτερη καταβολή προσπάθειας και με μεγάλη ακρίβεια (Adams, Fitts, Rappaport & Weinstein, Arnheim, Barlow & Reeves, Belyne, Evans, Wenderoth & Cheng, Garner & Sutliff, Julesz,

10 Koffka, Pomerantz, Quinlan, Tyler, Valentine, Wagemans, Wenderoth, 1994). Στους ανθρώπους, όμως, φαίνεται να περιορίζεται κυρίως σε συγκεκριμένους μετασχηματισμούς στον Ευκλείδειο δυσδιάστατο χώρο, όπως είναι η μεταφορά (μεταβατική συμμετρία), η περιστροφή (περιστροφική συμμετρία) και ο κατοπτρισμός (αμφίπλευρη ή κατοπτρική συμμετρία), τα οποία γίνονται αντιληπτά κυρίως ως επαναλήψεις, περιστροφές και (αντ)ανακλάσεις (Wagemans, Wyle, 1952). Κατοπτρική (ως προς κάθετο άξονα) συμμετρία Οι κατοπτρισμοί ως προς κάποιον κάθετο άξονα y αφορούν τα σημεία εκείνα (x, y) που ισχύει f (x, y) = f (-x, y) (Mancini, Sally & Gurnsey, Tjan & Liu, 2005). Οι κατοπτισμοί ως προς κάθετο άξονα είναι η περισσότερο μελετημένοι και θεωρούνται οι πιο σημαντικοί και εύκολοι στην αναγνώριση για την ανθρώπινη αντίληψη (Baylis & Driver,1995. Beck, Pinsk & Kastner, Braitenberg, Deregowski, Enquist & Arak, Fisher & Fracasso, Fitts & Simon, Fitts & Simon, Fitts et al., Goldmeier, Grammer & Thornhill,1994. Johnstone, Julesz, Kirkpatrick & Rosenthal, Leyton, Masame, Munsinger & Forsman, Palmer & Hemenway, Pennisi, Szilagyi & Baird, Swaddle, Thomas, Thornhill, Thornhill & Gangestad, Tyler, Vetter, Poggio, & Bulthoff, Wagemans, Wenderoth, 1994). Οι κατοπτρισμοί ως προς κάθετο άξονα είναι οι πιο εύκολοι να εντοπιστούν (Mach effect), ακόμη και παρουσιαζόμενοι σε ερεθίσματα που διαρκούν από ms (Barlow & Reeves, Carmody, Nodine & Locher, Corballis & Roldan, Julesz,

11 Locher & Nodine, Palmer & Hemenway, Tyler, Hardage & Miller, Wagemans, van Gool & d Ydewalle, 1992). Το πλεονέκτημά μας στο να αντιλαμβανόμαστε καθρεπτισμούς ως προς κάθετο άξονα άμεσα (pop-out) και χωρίς ενεργοποίηση συνειδητών διεργασιών (όπως της προσοχής), είναι εμφανές σε σύγκριση με τη μειωμένη ικανότητά μας (ταχύτητα αντίδρασης) στο να εντοπίζουμε τις επαναλήψεις ή τις περιστροφές (σε γωνίες 90 ο έως και 180 ο ) ή ακόμη και τους καθρεπτισμούς ως προς άλλους άξονες (οριζόντιους ή διαγώνιους) (Carmody, Nodine & Locher, Corballis & Beale, Goldmeier, Herbert & Humphrey, Locher & Nodine, Locher & Wagemans, Mach, Rock & Leaman, Royer, Wagemans, Wenderoth, Zimmer, 1984). Η προτίμηση αυτή της κατοπτρικής (ως προς κάθετο άξονα) συμμετρίας, δεν επιβεβαιώνεται από όλες τις έρευνες (Corballis, Miller & Morgan, Pothos & Ward, 2000). Τέλος, η προτίμηση για τους καθρεπτισμούς ως προς κάθετο άξονα φαίνεται ότι ισχύει και για άλλα πρωτεύοντα, όπως οι πίθηκοι και μάλιστα σχετίζεται με αύξηση της ενεργοποίησης του κάτω κροταφικού φλοιού (Rollenhagen & Olson, 2000). Αντίληψη συμμετρίας σε βρέφη και παιδιά Η αντίληψη της συμμετρίας στους ανθρώπους φαίνεται να ξεκινά ήδη από την βρεφική ηλικία, καθώς από την ηλικία των 4 μηνών τα βρέφη είναι ικανά να ξεχωρίσουν το είδος της κατοπτρικής συμμετρίας γύρω από κάθετο άξονα, από άλλες μορφές συμμετρίας (Baylis, Bornstein, Ferdinasen & Gross, Bornstein & Krinsky, Fisher et al., Humphrey & Humphrey Rhodes et al., 2002). Η πρόωρα εμφανιζόμενη και πιθανώς έμφυτη δυνατότητα (Pinker, 1997) γρήγορης εξοικείωσης στην κατοπτρική συμμετρία ως προς κάθετο άξονα, σε 11

12 σύγκριση με την οριζόντια συμμετρία ή την ασυμμετρία, δεν συνοδεύεται από προτίμηση για την κάθετη κατοπτρική συμμετρία (Fantz, Fagan & Miranda, Spears, 1964). Η προτίμηση αυτή εμφανίζεται διαπολιτισμικά περίπου μετά την ηλικία των 12 μηνών (Bentley, Bornstein, Ferdinandsen & Gross, Boswell, Chipman & Mendelson, Deregowski, Paraskevopoulos, 1968). Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι αν και η αντίληψη της κάθετης συμμετρίας είναι έμφυτη ή μαθαίνεται πολύ πρώιμα, η προτίμηση για αυτό το είδος συμμετρίας εμφανίζεται αργότερα και αποτελεί μάλλον προϊόν ωρίμανσης ή/και σχετικής εμπειρίας (Bornstein, Ferdinandsen & Gross, Braine, 1978). Η παρατηρούμενη προτίμηση συμμετρίας για αφηρημένα σχέδια στα βρέφη, δεν έχει επιβεβαιωθεί απόλυτα και για τα ανθρώπινα συμμετρικά πρόσωπα (Rhodes et al., Samuels et al., 1994). Η γνώση των παιδιών σχολικής ηλικίας και η επίδοσή τους ποικίλλει σε διαφορετικού τύπου και βαθμού δυσκολίας έργα, τα οποία εξετάζουν οπτική συμμετρία (Tuckey, Xistouri, 2007). Η δυνατότητα περαιτέρω εξοικείωσης παιδιών προσχολικής και σχολικής ηλικίας με την έννοια της συμμετρίας, μπορεί να γίνει είτε ενθαρρύνοντας το παιδί να παρατηρήσει διάφορα αντικείμενα τα οποία έχουν κατασκευαστεί με βάση τη συμμετρία (κεντήματα, κεραμικά, κοσμήματα κλπ.) (Hoyles & Healy, Τζεκάκη & Χριστοδούλου, 2004), είτε με πραγματικές πράξεις όπως είναι το καθρέφτισμα ή το δίπλωμα (Knuchel, Seidel, Leikin, Berman & Zaslavsky, Servatius, Τζεκάκη, 1996). 12

13 Αντίληψη συμμετρίας σε ηλικιωμένους Η μοναδική έρευνα που ασχολήθηκε με ηλικιακές διαφορές, αναφέρει ότι υγιείς νεαροί ενήλικες, μεσήλικες και ηλικιωμένοι κάνουν καλύτερη αναγνώριση κατοπτρικής συμμετρίας ως προς κάθετο άξονα, ενώ ακολουθούν η αναγνώριση ως προς οριζόντιο και διαγώνιο άξονα. Αυτό όμως που διαφοροποιεί νέους (ηλικίας 19-39), μεσήλικες (ηλικίας 40-60), νέους ηλικιωμένους (61-70) και μεγαλύτερους ηλικιωμένους (71-80), είναι η μεγαλύτερη ευαισθησία (ορθότητα αναγνώρισης) των δύο πρώτων ομάδων έναντι των δύο τελευταίων, δηλαδή των ατόμων τρίτης ηλικίας στα οποία παρουσιάζεται έκπτωση της επίδοσης (Herbert, Overbury, Singh & Faubert, 2002). Συμμετρία και αισθητικές κρίσεις Πάντως η συμμετρία (ως προς διάφορους άξονες) αποτελεί τον κύριο καθοριστικό παράγοντα κατά τις αισθητικές κρίσεις (ομορφιάς), ακόμη και τεχνητών δυσδιάστατων αντικειμένων (Eisenman, Eisenman & Gellens, Jacobsen & Hofel, Jacobsen, Schubotz, Hofel & van Cramon, Tinio & Leder, 2009). Η συνθετότητα του ερεθίσματος ακολουθεί ως προβλεπτικός παράγοντας, αλλά και επηρεάζεται η επίδρασή της (σε αντίθεση με την ανεπηρέαστη επίδραση της συμμετρίας) από την εξοικείωση με τα ερεθίσματα (Tinio & Leder, 2009). Η αισθητική προτίμηση για τη συμμετρία, ίσως να σχετίζεται με την ευκολότερη και πιο αποτελεσματική επεξεργασία από το γνωστικό-αντιληπτικό μας σύστημα για τα αντικείμενα που χαρακτηρίζονται ως συμμετρικά (Reber, Schwarz & Wienkielman, Reber, Wienkielman & Schwarz, 1998). 13

14 Αντίληψη συμμετρίας και άλλες γνωστικές διεργασίες Η αντίληψη συμμετρίας επηρεάζει τον διαχωρισμό μορφής-περιβάλλοντος, καθώς τα συμμετρικά σημεία του χώρου τείνουν να θεωρούνται ενιαία αντικείμενα, ενώ τα μη-συμμετρικά σημεία θεωρούνται φόντο (Bahnsen, Driver & Baylis, Machilesen, Pauwels & Wagemans, Marshall & Halligan, 1994). Ακόμη, οι κρίσεις για την ταυτότητα διφορούμενων αντικειμένων επηρεάζονται από τη συμμετρία σε συνδυασμό με άλλες αρχές της Μορφολογικής θεωρίας Gestalt (Hong & Pavel, 2002). Η συμμετρία, λοιπόν, αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην διεργασία αναγνώρισης τρισδιάστατων αντικειμένων (Herbert, Humphrey & Jolicoeur, Large, Macmullen & Hamm, Liu & Kersten, Pashler, Sekuler & Swimmer, Vetter & Poggio, Vetter, Poggio & Bultoff, 1994) και στην διεργασία αναγνώρισης δυσδιάστατων σχημάτων (Dinnerstein & Wertheimer, Giaquinto, Marr & Nishihara, Palmer, 1985), καθώς για τα αντικείμενα που είναι συμμετρικά, πέρα από την διευκόλυνση κατά την αναγνώρισή τους, θεωρείται ότι δίνει και πληροφορίες αιτιακού τύπου στον παρατηρητή (πχ. για το αν τους έχουν ασκηθεί φυσικές δυνάμεις στο παρελθόν) (Leyton, 1992). Επίσης, συμβάλει στην διεργασία της αντίληψης του προσανατολισμού αντικειμένων στο χώρο (Howard & Templeton, Szlyck, Rock & Fisher, Wagemans, Wilson, Wilkinson, Lin & Castillo, Wenderoth, 1997b), ενώ ο βαθμός ευκολίας στην ανίχνευση του άξονα συμμετρίας ενός σχήματος τείνει να αυξάνεται όταν το υπό εξέταση σχήμα συνοδεύεται ή περικλείεται από άλλα σχήματα που έχουν την ίδια διεύθυνση άξονα συμμετρίας (Palmer, 1985). Έχει, επίσης, προταθεί ότι η αντίληψη συμμετρίας μπορεί να λειτουργεί (και) ανεξάρτητα από την αντίληψη του προσανατολισμού των αντικειμένων, δηλαδή μπορούμε να αναγνωρίσουμε συμμετρικά αντικείμενα άσχετα από τις συντεταγμένες τους από εμάς 14

15 ή από προηγούμενες εμπειρίες μας με τα αντικείμενα αυτά από κάποια άλλη προοπτική. Αυτό υποστηρίζει μια object-centered προσέγγιση της όρασης, παρά μια viewer-centered προσέγγιση (Enquist & Arak, Marr, 1982). Για την αντίληψη συμμετρίας φαίνεται ότι απαιτείται μικρή ποσότητα πληροφορίας, καθώς αρκεί η ύπαρξη ζευγαριών σημείων μόνο κοντά στον συμμετρικό άξονα (κυρίως κάθετο ή/και οριζόντιο) και όχι η ύπαρξη αντίστοιχων συμμετρικών ζευγαριών σημείων σε όλο τον υπόλοιπο χώρο της δυσδιάστατης επιφάνειας (Barlow & Reeves, Bruce & Morgan, Dakin & Herbert, Gurnsey, Herbert & Kenemy, Held & Richards, Jenkins, Julesz, Wenderoth, ). Ο εντοπισμός συμμετρίας είναι ευκολότερος όταν ο άξονας συμμετρίας (συνήθως κάθετος ή οριζόντιος) είναι στο κέντρο εστίασης του οπτικού πεδίου του παρατηρητή (Barlow & Reeves, Locher & Nodine, Saarinen, 1988), με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται ο αυτόματος χαρακτήρας της όταν τα ερεθίσματα δεν είναι στο κέντρο εστίασής μας ή όταν υπάρχουν άλλοι διασπαστικοί ερεθισμοί (Herbert, Saarinen, 1988). Βέβαια, σε μερικές περιπτώσεις ίσως απαιτείται και ανάλυση-σύγκριση πληροφοριών που βρίσκονται διαμοιρασμένες σε μεγάλες αποστάσεις στο οπτικό πεδίο (Tyler & Hardage, 2002) και κυρίως κοντά στα περιγράμματα των αντικειμένων (Barlow & Reeves, Carmody et al., Wenderoth, ). Επίσης, επιβεβαιώνεται με βάση την καταγραφή των κινήσεων των ματιών μια σημείο-προς-σημείο, και άρα μη αυτόματη, σύγκριση σε πολύπλοκα παρουσιαζόμενα οπτικά ερεθίσματα (Herbert et al., 2006). Γενικά, αυτή η μη-αναγκαιότητα πληροφοριών για το σύνολο του χώρου, θα μπορούσε να επεκταθεί και για τον χρόνο, καθώς φαίνεται ότι υπάρχει 15

16 διαφοροποίηση στην ικανότητα διάκρισης του προσανατολισμού των αξόνων συμμετρίας όταν λαμβάνεται υπόψη και ο παράγοντας του χρόνου. Έτσι, για στατικά παρουσιαζόμενα οπτικά ερεθίσματα (ένα ερέθισμα ανά 853ms), σε σύγκριση με τα ίδια ερεθίσματα όταν αυτά παρουσιάζονται δυναμικά (πολλά διαφορετικά ερεθίσματα σε διαδοχική παρουσίαση για τον ίδιο χρόνο-853ms), φαίνεται ότι η δεύτερη συνθήκη έχει πλεονέκτημα - ορθότερες αποκρίσεις των συμμετεχόντων (Niimi, Watanabe & Yokosava, 2008). Ακόμη βρέθηκε ότι η δυνατότητα των παρατηρητών να αντιλαμβάνονται την ύπαρξη συμμετρίας για το ίδιο ερέθισμα (ομάδα σημείων) παραμένει ανεπηρέαστη ακόμη και όταν δίνονται κομμάτι-κομμάτι και χρονικά ασύγχρονα τα μέρη της εικόνας (van der Vloed, Csatho & Van der Helm, 2007). Επίσης, ιδιαίτερη σημασία έχει η συμμετρία και για τη μνήμη, καθώς για τα συμμετρικά αντικείμενα ισχύει καλύτερη κωδικοποίηση, μνημονική αναγνώριση και μνημονική ανάκληση (Attneave, Deregowski, Gibson, Kayaert & Wagemans, Stucchi et al., 2010). Υποστηρίζεται, όμως, ότι κατά την αναγνώριση συμμετρίας (ήδη γνωστών ή καινούριων ερεθισμάτων) έχουμε εμπλοκή μόνο της βραχύχρονης μνήμης (κατά τη σύγκριση των σημείων του ερεθίσματος) και όχι εμπλοκή της μακρόχρονης μνήμης (πχ. με ενεργοποίηση παλαιότερων αναμνήσεων για παρόμοια ερεθίσματα και των χαρακτηρισμών που τους δόθηκαν ως συμμετρικών ή μη-συμμετρικών) (Hogben, Julesz & Ross, Julesz, 1966). Αυτό ίσως έρχεται σε αντίθεση με μια έρευνα (με οκτώ συμμετέχοντες), η οποία υποστηρίζει ότι μετά από εξάσκηση τα υποκείμενα εμφανίζουν μικρότερους χρόνους αντίδρασης κατά την κρίση μη-συμμετρικών ερεθισμάτων σε σχέση με συμμετρικά (Leone et al., 2002). Οι κρίσεις συμμετρίας για εύκολα και μη-σύνθετα οπτικά ερεθίσματα δεν απαιτούν την ενεργοποίηση της προσοχής (Barlow & Reeves, Locher & 16

17 Wagemans, Wolfe & Friedman-Hill, 1992), όμως για τον εντοπισμό περισσότερο σύνθετων ή περίπλοκα σχεδιασμένων συμμετρικών ερεθισμάτων στο χώρο, απαιτείται μεγαλύτερη εμπλοκή του γνωστικού συστήματος και μάλλον καταργείται ο αυτόματος χαρακτήρας της επεξεργασίας (Barlow & Reeves, Foster, Royer, Wenderoth, 1997a). Οι άνθρωποι σε γενικές γραμμές αντιλαμβάνονται την ύπαρξη συμμετρίας ακόμη και μέσα σε μη-συμμετρικό οπτικό θόρυβο (Barlow & Reeves, Dakin & Herbert, Rainville & Kingdom, Wagemans, van Gool, Swinnen, & van Horebeek, 1993). Σύμφωνα, όμως με ερευνητικά δεδομένα τείνουν να υπερεκτιμούν τα υψηλά επίπεδα συμμετρίας (symmetry effect), ενώ αντίθετα τείνουν να υποεκτιμούν τα χαμηλά επίπεδα συμμετρίας (asymmetry effect) τόσο σε φυσικά ερεθίσματα (πχ. τα ανθρώπινα πρόσωπα τα οποία ποτέ δεν είναι τέλεια συμμετρικά, αν και γίνονται αντιληπτά ως τέτοια), όσο και σε τεχνητά οπτικά ερεθίσματα (Carmody, Nodine & Locher, Freyd & Tversky, Garner, King, Meyer, Tangey & Biederman, McBeath, Schiano & Tversky, 1997). Η υπερεκτίμηση/υποεκτίμηση για την (α)συμμετρία επηρεάζεται από την αναλογία συμμετρικών προς μη-συμμετρικών σημείων που δίνονται στα ερεθίσματα (Csatho, van der Vloed & van der Helm, 2004). Οι άνθρωποι αν και σύμφωνα με κάποιες έρευνες, σε γενικές γραμμές εντοπίζουν μικρές αποκλίσεις από την τέλεια συμμετρία (Gerbino & Zhang, Locher & Smets,1992. Wagemans, van Gool, & d Ydewalle, Wagemans, van Gool, Swinnen, & van Horebeek, 1993), ίσως σύμφωνα με άλλους ερευνητές να τείνουν στις κρίσεις τους να είναι πιο ευαίσθητοι σε μεγαλύτερες αποκλίσεις από τη συμμετρία, παρά σε μικρότερες, κάτι που θέτει ερωτήματα για τις μόλις αντιληπτές διαφορές που μπορεί να χειριστεί το γνωστικό μας σύστημα (Tjan & Liu, 2005). 17

18 Πάντως σε καμία περίπτωση η αντίληψη συμμετρίας δεν είναι του τύπου όλα ή τίποτα, δηλαδή όπως εξετάζεται σε αρκετές έρευνες σαν μια ιδιότητα που την έχει ένα αντικείμενο ή δεν την έχει (κρίση συμμετρικού ή μη-συμμετρικού), αλλά είναι ένα συνεχές χαρακτηριστικό (Masame, Zabrodsky & Algom, 2002). Η ανθρώπινη αντίληψη οπτικής συμμετρίας διαφοροποιείται από την αντίληψη χρωμάτων, καθώς ερεθίσματα με χρώμα απαιτούν επιπλέον επένδυση προσοχής και επιβράδυνση στον χρόνο αντίδρασης (Morales & Pashler, 1999). Αντίθετα, φαίνεται ότι η φωτεινότητα άσπρων και μαύρων σημείων σε σχέση με γκρίζο φόντο (και όχι το χρώμα), επηρεάζει την ευκολία αντίληψης συμμετρίας (Zhang & Gerbino, 1992). Έρευνες σε ζώα Πέρα όμως από τους ανθρώπους, έρευνες καταδεικνύουν την ικανότητα αντίληψης συμμετρικών οπτικών ερεθισμάτων και στα ζώα (κάτι που αποδεδειγμένα συμβαίνει με δελφίνια, μέλισσες, περιστέρια και πιθήκους) (Anderson et al., Benard, Stach & Giurfa, Delius & Habers, Delius & Nowak, Giurfa, Eichmann & Menzl, Horridge, Lehrer, et al., Menne & Curio, Radesater & Halldorsdottir, Rensch, von Ferson, Manos, Goldowsky & Roitblat, 1992). Η συμπεριφορά διαφόρων ζωικών ειδών υποστηρίζεται ότι επηρεάζεται από τη συμμετρία (Tyler, 1995), η οποία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο κατά την επιλογή συντρόφων (πχ. προτίμηση των περισσότερο κατοπτρικά, ως προς κάθετο άξονα, συμμετρικών προσώπων ή/και 18

19 σχεδίων στα σώματα των άλλων ζώων) (Fiske & Amundsen, Moller, Moller & Thornhill, Morris & Casey, Swaddle & Cuthill, 1994). Αντίληψη συμμετρικών προσώπων στους ανθρώπους Κάτι ανάλογο με την προτίμηση των περισσότερο συμμετρικών προσώπων ή σωμάτων στα ζώα, μάλλον συμβαίνει και για τον άνθρωπο (Berlyne, Cardenas & Harris, Grammer Fink, Juette, Ronzal & Thornhill, Grammer & Thornhill, Jacobsen & Hofel, Langlois & Roggman Little et al., Mealey et al., Penton-Voak et al., Perrett et al., Rhodes, Proffitt, Grady & Sumich, Rhodes, Sumich & Byatt, Rhodes et al., Rhodes & Zebrowitz, Scheib, Gangestad & Thornhill, Thornhill & Gangestad, Tovee, Taske & Benson, 2000), χωρίς όμως η προτίμηση αυτή για τη συμμετρία προσώπων να επηρεάζεται από τη μάθηση (Rentschler, Juttner, Unzicker & Landis, Washburn & Humphrey, 2001). Ο εντοπισμός συμμετρίας στα πρόσωπα φαίνεται να είναι καλύτερος για φυσιολογικά προσανατολισμένες φωτογραφίες, παρά για αναποδογυρισμένες, κάτι όμως που δεν μας διευκρινίζει το αν αυτή η ικανότητα είναι απόλυτα έμφυτη ή μαθημένη (Rhodes et al., 2005). Ως νευρωνικά αντίστοιχες περιοχές για την αντίληψη συμμετρίας στα πρόσωπα προτείνεται η OFA (occipital face area), ενώ για την αναγνώριση συμμετρίας σε οποιοδήποτε οπτικό ερέθισμα προτείνονται οι MOG και IOS (middle occipital gyri-μεσαίες ινιακές έλικες και intraoccipital sulci-ενδοινιακές αύλακες) (Chen, Kao & Tyler, 2007). 19

20 Η έννοια της συμμετρίας σε παθολογικούς πληθυσμούς Παθολογική παρουσίαση καθρεπτρισμών γραμμάτων εμφανίζεται σε παιδιά με δυσλεξία, τα οποία κατά την παραγωγή γραπτού λόγου κάνουν συστηματικά αντιστροφές γραμμάτων ή συλλαβών (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2005). Επίσης, ασθενείς με μετωπιαία ατροφία εμφανίζουν συνήθως λεκτικές και οπτικές εμμονές με τη μορφή επαναλήψεων (Bayles, Tomoeda & Kaszniak, Neary, Snowden, Northern & Goulding, Sandson & Albert, 1987) και ασθενείς με ψυχαναγκαστική διαταραχή εμφανίζουν συνήθως εμμονές για τη συμμετρία των πραγμάτων στο χώρο τους (Hyman & Pedrick, Radomsky & Rachman, 2004). Ασθενείς οι οποίοι υποφέρουν από μονόπλευρη χωρική παραμέληση αδυνατούν να υποδείξουν το μέσο μιας ευθείας γραμμής, δηλαδή το κέντρο συμμετρίας της (Martin, 1999) και παρά την άθικτη ικανότητα αναγνώρισης συμμετρικών ως προς οριζόντιο άξονα αντικειμένων όταν αυτά εμφανίζονται εντός του πεδίου που αντιλαμβάνονται, αδυνατούν να αναγνωρίσουν κάθετα κατοπτρικά αντικείμενα ή τις αντανακλάσεις πραγματικών αντικειμένων από την περιοχή του οπτικού πεδίου που αγνοούν (Driver, Baylis & Rafal, Priftis et al Ramachandran, Altschuler & Hillyer, 1997). Ακόμη, ασθενείς με αμβλυωπία (ετερόπλευρη, ή σπανιότερα αμφοτερόπλευρη, ελάττωση της οξύτητας που προκαλείται από μη χρησιμοποίηση του ματιού κατά τη διάρκεια της νεογνικής και βρεφικής ηλικίας), αδυνατούν να αντιληφθούν την κατοπτρική συμμετρία (Levi & Saarinen, 2004), μια ανάλογη δυσκολία που εμφανίζεται και σε ασθενείς με μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια (retinitis pigmentosa, δηλαδή σταδιακή εκφύλιση του αμφιβληστροειδούς) (Szleike, Seiple & Xie, 1995). Τέλος, άτομα που κάνουν χρήση LSD ή άλλων παραισθησιογόνων ουσιών ή που έχουν επιληπτικές κρίσεις 20

21 αναφέρουν έντονα συμμετρικές παραισθήσεις (Ermentrout & Cowan, Siegel, 1976). Φυσιολογικό υπόβαθρο Το νευρολογικό υπόβαθρο της αντίληψης οπτικά συμμετρικών ερεθισμάτων αρχικά υποστηρίχθηκε ότι βασιζόταν σε ενεργοποίηση της περιοχής V1, η οποία είναι ευαίσθητη ως προς τον εντοπισμό του προσανατολισμού ενός ερεθίσματος (Lee et al., ). Πιο πρόσφατες έρευνες υποδεικνύουν αύξηση της ενεργοποίησης στην εξωταινιωτή περιοχή του οπτικού φλοιού (Sasaki et al., van der Zwan et al., 1998). Η ενεργοποίηση μόνο του οπτικού φλοιού, και όχι άλλων εγκεφαλικών περιοχών, μάλλον θα πρέπει να ερμηνευθεί ως απόδειξη του ότι η αντίληψη συμμετρίας ακολουθεί επεξεργασία από κάτω προς τα επάνω (Sasaki et al., 2005). Αυτό ισχύει μέσω απεικόνισης fmri τόσο στους ανθρώπους (με ενεργοποίηση των φλοιϊκών περιοχών V3A, V4, V7 και πλάγιων ινιακών περιοχών-loc), όσο και στους πιθήκους του γένους Macaca mulatta (με ασθενέστερη όμως ενεργοποίηση σε σύγκριση με τους ανθρώπους των περιοχών V3A, V4, V7 και TEO) (Sasaki et al., Tyler et al., 2005). Και σε αυτό το πείραμα επιβεβαιώνεται η υπεροχή στην αντίληψη κατοπτρικής συμμετρίας ως προς κάθετο άξονα, καθώς όταν παρουσιάζονταν συμμετρικές κουκκίδες ως προς οριζόντιο άξονα (συμμετρία του πάνω και κάτω μισού της εικόνας), εμφανιζόταν ελαφρώς μικρότερη ενεργοποίηση, σε σύγκριση με τις κουκκίδες που παρουσιάζονταν συμμετρικά ως προς κάθετο άξονα (συμμετρία δεξιού και αριστερού μισού της εικόνας) (Rollenhagen & Olson, 2000). Επίσης, 21

22 επιβεβαιώνεται και πάλι η προτίμηση για τον καθρεπτισμό, έναντι της επανάληψηςμεταφοράς (Bruce & Morgan, Corballis & Roldan,1974). Πιθανή αναλογία των προηγούμενων εγκεφαλικών περιοχών με αντίστοιχα κέντρα στον ανθρώπινο φλοιό θα μπορούσε να βοηθήσει στην διαλεύκανση του νευρωνικού υποστρώματος που σχετίζεται με την αντίληψη συμμετρίας (Beck, Pinsk & Kastner, 2005). Βέβαια, αν και φαίνεται ότι η περιοχή V3A να ταυτίζεται σε ανθρώπους και πιθήκους (Tootell et al., 1997), υπάρχει διαφωνία ως προς το αν οι άλλες περιοχές μπορούν να θεωρηθούν ομόλογες ή όχι (Kastner et al., 2001.Wade et al., 2002). Άλλη περιοχή που έχει προταθεί η εμπλοκή της για την αντίληψη συμμετρίας είναι η κεντρική βρεγματική περιοχή, η οποία βρίσκεται μπροστά από τον ινιακό λοβό και θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν τοπολογική επέκτασή του (Croise et al., Jacobsen et al., 2006). Μοντέλα αντίληψης συμμετρίας Παρά το γεγονός της ύπαρξης πλήθος θεωρητικών προτάσεων για το μηχανισμό της αντίληψης συμμετρίας, μέχρι στιγμής δεν υπάρχει μια κοινά αποδεκτή θεωρία για το πώς το οπτικό σύστημα εντοπίζει και ανταποκρίνεται σε συμμετρικά σχέδια (Swaddle, Tyler, Hardage & Miller, 1995). Κάποιοι ερευνητές προτείνουν έναν γενικό μηχανισμό εντοπισμού και κωδικοποίησης της οπτικής συμμετρίας, ο οποίος λειτουργεί παράλληλα για το σύνολο των αντικειμένων του οπτικού πεδίου, ενώ άλλοι απορρίπτουν αυτήν την θέση και προτείνουν σειριακή επεξεργασία συγκρίσεων (Dakin & Herbert, Dakin & Watt, Huang, Pashler & Junge, Jenkins, Palmer & Hemenway, 1978). 22

23 Το πιο διαδεδομένο μοντέλο είναι αυτό των δύο σταδίων επεξεργασίας (twostage model), το οποίο υποστηρίζει ότι όταν ζητείται από παρατηρητές να διαχωρίσουν ένα συμμετρικό σχέδιο από ένα τυχαίο σχέδιο, τότε λαμβάνει χώρα μια αδρή ανάλυση στην οποία δεν εμπλέκεται η προσοχή. Όταν όμως ζητείται από τα υποκείμενα να κάνουν πιο εξειδικευμένες κρίσεις (πχ. να ξεχωρίσουν τέλειες συμμετρίες από ελαφρώς διαταραγμένες συμμετρίες), τότε έχουμε ενεργοποίηση της προσοχής και διεργασιών «ένα-προς-ένα» αντιστοίχισης σημείων ή ομάδων σημείων (Dakin & Hess, Gurnsey, Herbert & Kenemy, Palmer & Hemenway, Rainville & Kingdom, Royer, Tapiovaara, van der Helm & Leeuwenberg, 1996). Αυτήν την στιγμή υπάρχουν πέντε ομάδες προσέγγισης της συμμετρίας (Treder, 2010): 1) Τα αναπαραστατικά μοντέλα (Representational Models), τα οποία ασχολούνται με τις δομές και τις σχέσεις των μερών των ερεθισμάτων. Βασίζονται στα μαθηματικά και χωρίζονται σε δύο ομάδες: τη μετασχηματιστική προσέγγιση (transformational approach, TA) και την ολογραφική προσέγγιση (holographic approach, HA). Η πρώτη παρουσιάζει τις συμμετρίες ως γεωμετρικούς μετασχηματισμούς (μεταφορά, περιστροφή και αντανάκλαση) ομάδων σημείων, για τους οποίους υπάρχει μια εγγενής τάση προτίμησης και καλύτερης επεξεργασίας (Garner, Palmer, 1983), ενώ η δεύτερη προσέγγιση (ολογραφική) τονίζει τη σημασία των σημείων, έναντι των συνόλων σημείων για την αντίληψη συμμετρίας (van der Helm & Leeuwenberg, ). 2) Τα διαδικαστικά μοντέλα (Process Models) προσπαθούν να προσδιορίσουν τα βήματα επεξεργασίας που πρέπει να γίνουν στα οπτικά εισιόντα για να γίνει δυνατή η αναπαράσταση της συμμετρίας, αναφέροντας εξέταση των σχέσεων του 23

24 ερεθίσματος, σημείο προς σημείο (Jenkins, Wagemans et al., 1993). Επίσης έχουν προταθεί και παρόμοιου τύπου μοντέλα που όμως προτείνουν τεμαχισμό του χώρου σε μικρότερα κελιά που περιέχουν τις μεμονωμένες κουκκίδες (όπως συμβαίνει με τα διαγράμματα Voronoi) (Barlow & Reeves, Dry, 2008). 3) Λόγω έλλειψης πειραματικών δεδομένων για τα νευρωνικά μοντέλα (Neural Models), δεν υπάρχει μια ικανοποιητική βιολογική προσέγγιση. Παρόλα αυτά η σημασία της κάθετης συμμετρίας έχει προταθεί απλοϊκά ότι μπορεί να προκύπτει από την κάθετα συμμετρική οργάνωση-αρχιτεκτονική του οπτικού φλοιού (Mach, Julesz, 1971), πράγμα όμως που δεν εξηγεί την επιτυχή αναγνώριση και άλλων μορφών συμμετρίας γύρω από διαφορετικούς άξονες. Ακόμη υπάρχουν δύο είδη υβριδικών μοντέλων που αντλούν στοιχεία και από τα διαδικαστικά μοντέλα και από τα νευρωνικά μοντέλα. 4) Τα χωρικά μοντέλα φιλτραρίσματος (Spatial Filtering Models) είναι ουσιαστικά διαδικαστικά μοντέλα, αλλά των οποίων οι προτεινόμενες υποθετικές διεργασίες είναι νευρωνικά πιθανές, δηλαδή ικανές να συμβαίνουν σε βιολογικό επίπεδο (Dakin & Watt, Gurnsey, Herbert & Kenemy, Poirer & Wilson, 2010). 5) Τέλος, τα μοντέλα τεχνητών νευρωνικών δικτύων (Artificial Neural Network Models) προέρχονται από το χώρο της πληροφορικής. Τα ΑΝΝ προτείνουν ότι η προτίμηση των ζωικών ειδών για τη συμμετρία και η αυτοματοποίηση κατά την εντόπισή της να αποτελούν υποπροϊόν της διαδικασίας αναγνώρισης εικόνας (Enquist & Arak, Osorio, 1996), καθώς -η σύμφωνα με αυτούς- μάλλον επίκτητη μαθημένη αναγνώριση συμμετρίας να οφείλεται στην πρώιμη εμπειρία με 24

25 αντικείμενα που είναι προσανατολισμένα ως προς τον κάθετο ή και τον οριζόντιο άξονα (Latimer, Joung & Stevens, 1994). Η αρχιτεκτονική των δικτύων αυτών είναι η κλασική (για τη συνδετιστική προσέγγιση), δηλαδή στοιχειώδεις μονάδες επεξεργασίας του δικτύου (υπολογιστικοί κόμβοι-νευρώνες) τα οποία αλληλεπιδρούν μεταξύ τους στις συνάψεις, έχοντας συγκεκριμένα συναπτικά βάρη. Τα συστήματα αυτά μετά από μια φάση εκπαίδευσης με οπτικά ερεθίσματα, μαθαίνουν να εντοπίζουν συμμετρίες. Πέρα από την χρήση νευρωνικών δικτύων στο χώρο της πληροφορικής, γίνεται έρευνα για τον εντοπισμό συμμετρίας και με χρήση αλγορίθμων που αφορούν επεξεργασία συγκεκριμένων πληροφοριών, όπως είναι τα περιγράμματα των σχεδίων, τα άκρα ή σύνολα σημείων (Atallah, Bowns & Morgan, Burton, Kollias & Alexandridis, Parry- Barwick & Bowyer, Sun, Marola, Wolter, Woo & Volz, Yen & Chan, 1994). Βέβαια, οι μελετητές της συμμετρίας που ακολουθούν αυτή την προσέγγιση αν και μελετούν και αυτοί το θέμα της συμμετρίας, δεν έχουν τον ίδιο στόχο με την πειραματική ψυχολογική έρευνα, καθώς αποσκοπούν στην δημιουργία συστημάτων που θα ανιχνεύουν επιτυχώς τη συμμετρία, χωρίς να ενδιαφέρονται για την εύρεση και προσομοίωση των πραγματικών διεργασιών της ανθρώπινης αντίληψης (Latimer, Joung & Stevens, 1994). Οι συμμετρίες στη μουσική Η μουσική μπορεί να περιγραφεί και αυτή από δύο διαστάσεις, αλλά είναι δύο τελείως διαφορετικές μεταξύ τους διαστάσεις και δεν έχουν αντιστοιχία με τις ευκλείδειες διαστάσεις. Αυτές είναι η τονικότητα και η εκτύλιξη στο χρόνο, κάτι όμως που δεν απέτρεψε την εφαρμογή διαχρονικά και διαπολιτισμικά στη μουσική 25

26 των τριών θεμελιωδών τύπων μετασχηματισμού (μεταφορά, περιστροφή και καθρεπτισμός) είτε ως προς τη μία από τις δύο διαστάσεις, είτε και ως προς τις δύο ταυτόχρονα (Duffy, Hart, 2009). Αυτοί οι μετασχηματισμοί μπορούν να ανιχνευθούν μορφολογικά τόσο στο σύνολο των συνθέσεων (ανάμεσα στις μουσικές φράσεις ή τα ευρύτερα μέρη των έργων, πχ. μέρη με τη μορφή ΑΒΑ), αλλά και μέσα σε μικρές μουσικές φράσεις-μελωδίες (Aleksandrova, Bernstein, Goncharenko, Hodges, Kempf, Little, Solomon, 2002) ή ακόμη και με τη μορφή θραυστών μορφοκλασμάτων (fractals) που παρουσιάζουν αυτο-ομοιότητα διαφορετικού μεγέθους, η οποία αφορά το σύνολο της σύνθεσης και τα επιμέρους στοιχεία που την αποτελούν (Παπαϊωάννου, 1997). Στη μουσική θα μπορούσαν να περιγραφούν έξι είδη μετασχηματισμών, οι οποίοι όταν εφαρμόζονται σε ένα ηχητικό απόσπασμα, αφήνουν τουλάχιστον κάποια πλευρά του αποσπάσματος απαράλλαχτη. Αυτοί οι μετασχηματισμοί αφορούν: 1. την τονική μεταφορά (pitch translation invariance), δηλαδή τη μεταφορά της αρχικής μελωδίας από κάποια τονικότητα-κλίμακα σε άλλη, 2. την τονική μεταφορά μία οκτάβα πάνω ή μια οκτάβα κάτω (octave translation invariance), κάτι που αποτελεί υποκατηγορία του πρώτου μετασχηματισμού, 3. την ρυθμική μεταφορά (time scaling invariance), δηλαδή την αλλαγή της ταχύτητας του παιξίματος της μελωδίας (πιο γρήγορα-πιο αργά), 4. τη μεταφορά της έντασης (amplitude scaling invariance), δηλαδή την διατήρηση όλων των άλλων παραμέτρων, εκτός από την ένταση (πιο σιγά-πιο δυνατά), 5. τη μεταφορά στο χρόνο της ίδιας απαράλλαχτης μελωδίας μετατόπιση (time translation invariance) και 6. την κατοπτρική τονική μεταφορά (pitch reflection invariance) (Dorrell, 2005). 26

27 Μεθοδολογικοί προβληματισμοί Κλείνοντας θα πρέπει να αναφέρουμε ότι παρά την εκτεταμένη βιβλιογραφία που αφορά τη μελέτη της οπτικής αντίληψης συμμετρίας, οι μεθοδολογίες των αναφερόμενων ερευνών διαφοροποιούνται σε τέτοιο βαθμό, ώστε είναι σχεδόν αδύνατον να συγκριθούν μεταξύ τους, καθώς αφορούν διαφορετικά ζωικά είδη ή για τις έρευνες σε ανθρώπους αφορούν κυρίως μικρά δείγματα συμμετεχόντων, η ηλικία των οποίων κυμαίνεται κατά κύριο λόγο στο φάσμα Επίσης, διαφέρει ο τρόπος και ο χρόνος παρουσίασης των ερεθισμάτων, αλλά και τα ίδια τα οπτικά ερεθίσματα, με κάποιους ερευνητές να χρησιμοποιούν ανθρώπινα πρόσωπα (Tjan & Liu, 2005), άλλους ερευνητές να χρησιμοποιούν συμμετρικούς σχηματισμούς με κουκκίδες μέσα σε μη-συμμετρικές ομάδες κουκκίδων (Barlow & Reeves, 1979) και άλλους να μελετούν γεωμετρικά σχήματα (Freyd & Tversky, 1984), είτε στον δυσδιάστατο, είτε στον τρισδιάστατο χώρο. Ακόμη, το γεγονός ότι οι έρευνες είναι συγχρονικές και όχι διαχρονικές, αποτελεί ένα πιθανό μεθοδολογικό μειονέκτημα, καθώς δεν έχουμε μια πλήρη εικόνα για την εξέλιξη της οπτικής, αλλά και της ακουστικής ανάπτυξης όσον αφορά την αντίληψη της συμμετρίας. Επίσης, το γεγονός, ότι το σύνολο των μετασχηματισμών στη μουσική δεν έχει μια πλήρη αντιστοιχία με τους οπτικούς μετασχηματισμούς, αποτελεί περιορισμό, καθώς δεν είναι δυνατή μια πλήρης συγκριτική εξέταση και για τις δύο αισθήσεις, καθώς αν και υπάρχει εφαρμογή των βασικών τριών γεωμετρικών μετασχηματισμών, δεν υπάρχει επαρκής θεωρητική και ερευνητική βιβλιογραφία που να μας δίνει σαφώς όλα τα οπτικά αντίστοιχα (πχ. για την ηχητική ένταση). 27

28 Σκοπός Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η συμβολή σε μια πιο συστηματική προσέγγιση της ανθρώπινης αντίληψης της συμμετρίας. Η μελέτη αυτή εστιάζει στην εξέταση της οπτικής αντίληψης συμμετρίας (μεταφοράς-επανάληψης και καθερεπτισμού-κάθετου και οριζόντιου) σε δυσδιάστατο χώρο, για την οποία παρά το πλήθος των πειραματικών δεδομένων, δεν έχει διαμορφωθεί κάποια κοινή αποδεκτή θεωρία ή μοντέλο (Wagemans, 1997), τονίζοντας ταυτόχρονα και τη λιγότερο (έως καθόλου μελετημένη) ακουστική-μουσική αντίληψη συμμετρίας, η οποία αφορά την εκτύλιξη μοτίβων (τονικών και ρυθμικών) στο χρόνο. Η μελέτη προσπαθεί να συνδυάσει τόσο δεδομένα από τον χώρο της νευροψυχολογίας (με τη χρήση νευροψυχολογικών δοκιμασιών), όσο και δεδομένα από το χώρο της γνωστικής ψυχολογίας (με την εξέταση των αισθητικών κρίσεων και των μεταγνωστικών διεργασιών των εξεταζομένων). Υποθέσεις Βασικοί ερευνητικοί στόχοι της παρούσας μελέτης ήταν η στήριξη ή απόρριψη των εξής υποθέσεων: 1. Με δεδομένο το ότι η οπτική αντίληψη συμμετρίας είναι μια αυτόματη διεργασία και με βάση την αποδεδειγμένη προτίμηση των ανθρώπων για αυτήν, δεν θα πρέπει να αναμένουμε καμία διαφορά ως προς την ορθότητα, την ταχύτητα αντίδρασης, τα μεταγνωστικά αισθήματα και τις αισθητικές κρίσεις κατά την διάκριση συμμετρικών και μη-συμμετρικών, απλών (8 σημεία) και πιο σύνθετων (16 σημεία) ερεθισμάτων για το σύνολο των συμμετεχόντων. Αυτό σημαίνει μη διαφοροποίηση στις προηγούμενες μεταβλητές: α) για τους νέους έναντι των μεσηλίκων, β) των γυναικών 28

29 έναντι των ανδρών και γ) των ατόμων με μουσική παιδεία έναντι των ατόμων χωρίς μουσική παιδεία. 2. Αναμένεται μη επίδραση του φύλου, της ηλικίας και της μουσικής εκπαίδευσης στην αντίληψη της ακουστικής συμμετρίας (ορθότητα απαντήσεων, ταχύτητα αντίδρασης, μεταγνωστικά αισθήματα και αισθητικές κρίσεις), καθώς πιθανότατα και η ακουστική αντίληψη συμμετρίας αποτελεί μια αυτόματη διεργασία όπως και η οπτική. Άρα, δεν περιμένουμε διαφορά στις προηγούμενες μεταβλητές ανάμεσα: α) στις δύο ηλικιακές ομάδες, β) στα δύο φύλα και γ) στους μουσικούς μη μουσικούς, ούτε για τα απλά οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα, αλλά ούτε και για τα πιο σύνθετα. 3. Αναμένεται ότι οι συμμετρικοί καθρεπτισμοί γύρω από κάθετο άξονα, θα είναι οι πιο εύκολα εντοπίσιμοι οπτικά (χρόνος αντίδρασης και ορθότητα). Πιθανότατα, όμως, η διαφοροποίηση ανάλογα με το είδος του μετασχηματισμού, δηλαδή καλύτερη και ευκολότερη σύμφωνα με τη βιβλιογραφία αναγνώριση των καθρεπτισμών ως προς κάθετο άξονα να μην ισχύει και ακουστικά, καθώς έχει προταθεί ότι οι μουσικές επαναλήψεις είναι πιο εύκολες να αναγνωριστούν σε σύγκριση με τους μουσικούς καθερεπτισμούς (Julesz, 1971). 4. Αναμένεται, λόγω της σύνδεσης της έννοιας της συμμετρίας στην βιβλιογραφία κυρίως με την χωρική διάσταση, συσχέτιση των επιδόσεων στις επιμέρους χωρικές δοκιμασίες με τις μετρήσεις των συμμετρικών οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων (χρόνο αντίδρασης, ορθότητα απαντήσεων και αισθητικές και μεταγνωστικές κρίσεις). Αυτό σημαίνει για παράδειγμα ότι θα έχουμε άτομα τα οποία έχουν υψηλές επιδόσεις στις χωρικές δοκιμασίες και παρουσιάζουν μικρή ταχύτητα απόκρισης, σωστές κρίσεις, μειωμένο αίσθημα δυσκολίας, αυξημένο αίσθημα βεβαιότητας και 29

30 θετικές αισθητικές κρίσεις για τα συμμετρικά οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα (μικρά και μεγάλα) και το αντίστροφο. 5. Αναμένεται θετική επίδραση στον χρόνο αντίδρασης και στην ορθότητα των απαντήσεων για τα άτομα που ακριβώς πριν από το ακουστικό ερέθισμα τους παρουσιαζόταν ένα οπτικό, το οποίο χαρακτηριζόταν από το ίδιο είδος συμμετρίας (επίδραση priming) (Kersteen-Tucker, 1991). 6. Επίσης, αναμένεται για την ομάδα των ατόμων που τους εξηγήθηκαν σχηματικά τα είδη συμμετρίας πριν ξεκινήσουν τις δοκιμασίες, ότι θα υπάρχει στατιστικώς σημαντική διαφορά υπέρ τους σε όλες τις μετρήσεις, έναντι των ατόμων που δεν ευαισθητοποιήθηκαν από πριν για τα είδη συμμετρίας (Pashler, 1990). 7. Αναμένονται με βάση την βιβλιογραφία πιο θετικές αισθητικές κρίσεις για τα συμμετρικά ερεθίσματα σε σύγκριση με τα μη-συμμετρικά. Αυτό θα πρέπει να ισχύει και συγκρίνοντας τις αναφορές των συμμετεχόντων στα έργα που αφορούν τις δύο αισθήσεις και ανεξάρτητα από το μέγεθος και τη διάρκεια των ερεθισμάτων. 8. α) Αναμένεται υψηλή θετική συσχέτιση του μεταγνωστικού αισθήματος βεβαιότητας με την ορθότητα των απαντήσεων και αρνητική συσχέτιση με το αίσθημα δυσκολίας για το σύνολο των ερεθισμάτων. β) Αναμένονται επίσης λιγότερο αρνητικά μεταγνωστικά αισθήματα για τα συμμετρικά ερεθίσματα (μικρότερο αίσθημα δυσκολίας, μεγαλύτερο αίσθημα βεβαιότητας και άρα ισχυρότερες αρνητικές συσχετίσεις), καθώς η αντίληψη συμμετρίας θεωρείται μια αυτόματη γνωστική διεργασία, η οποία δεν έχει ιδιαίτερο γνωστικό φόρτο. γ) Επίσης, δεν αναμένεται διαφοροποίηση των μεταγνωστικών αισθημάτων ανάλογα με το πλήθος των οπτικών σημείων ή την διάρκεια των ακουστικών ερεθισμάτων. 30

31 ΜΕΘΟΔΟΣ Συμμετέχοντες Οι συμμετέχοντες ήταν 28 εθελοντές (14 νέοι ηλικιακά και 14 μεγαλύτεροι ηλικιακά), εκ των οποίων η πρώτη ομάδα αποτελούνταν από 8 άτομα με μουσική εκπαίδευση και 6 άτομα χωρίς κάποια συστηματική μουσική εκπαίδευση (9 άνδρες και 5 γυναίκες), ενώ η δεύτερη ομάδα αποτελούνταν από 6 άτομα με μουσική εκπαίδευση και 8 άτομα χωρίς μουσική εκπαίδευση (8 άνδρες και 6 γυναίκες). Η ηλικία του συνόλου του δείγματος κυμαινόταν μεταξύ 18 και 67 χρόνων (Μ= 41,21, SD= 19,53) (πίνακας 1). Οι συμμετέχοντες δεν είχαν κάποιο διαγνωσμένο πρόβλημα όρασης ή ακοής, ήταν όλοι δεξιόχειρες και εξετάστηκαν στο σύνολό τους ατομικά. Διαδικασία Οι 28 συμμετέχοντες ενημερώθηκαν προφορικά για το σκοπό της έρευνας. Στη συνέχεια στους μισούς από αυτούς δόθηκαν σχηματικά, με απλοποιημένο τρόπο, τα πιο διαδεδομένα είδη συμμετρίας (εικόνες 1-6) (Hodges, 2009), ενώ στους υπόλοιπους δεν εξηγήθηκαν τα είδη της συμμετρίας. Αφού δόθηκαν διευκρινήσεις για τον τρόπο απάντησης στις διάφορες δοκιμασίες, οι συμμετέχοντες εξετάστηκαν ατομικά. Η σειρά παρουσίασης των χορηγούμενων δοκιμασιών ήταν τυχαία, με τρόπο ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα έχουμε έλεγχο του φαινομένου της ακολουθίας (επίδρασης της διαδοχής) για τις χορηγούμενες δοκιμασίες. Για κάθε άτομο και για κάθε ένα από τα κατασκευασμένα οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα καταγραφόταν ο χρόνος αντίδρασης, η ορθότητα της απάντησης, το μεταγνωστικό αίσθημα 31

32 δυσκολίας και βεβαιότητας αμέσως μετά την απόκριση και η αισθητική κρίση για το εκάστοτε ερέθισμα. Έργα-Μετρήσεις Δοκιμασία κατοπτρικής αναστροφής γραμμάτων από το PALPA (Psycholingusitic Assessments of Language Processing in Aphasia) Η δοκιμασία αυτή αποτελεί μέρος μιας μεγαλύτερης συστοιχίας και σχεδιάστηκε για την εξέταση ατόμων που πιθανώς έχουν κάποια παθολογική διαταραχή ως προς την αντίληψη γραμμάτων (και γενικότερα ελλείμματα ως προς τον γραπτό και προφορικό λόγο) (Kay, Lesser & Coltheart, 1997). Σύμφωνα με τους σχεδιαστές του τεστ, φυσιολογικά άτομα δεν θα έχουν καμία δυσκολία στον επιτυχή εντοπισμό και των 18 κατοπτρικά συμμετρικών (ως προς κάθετο άξονα) γραμμάτων από τα 36 συνολικά παρουσιαζόμενα γράμματα (εικόνα 7). Έτσι, το συγκεκριμένο τεστ ήταν το πρώτο που χορηγήθηκε σε όλους τους συμμετέχοντες, καθώς λόγο του βαθμού ευκολίας του θεωρήθηκε κατάλληλο ως screening test πιθανής παθολογίας από μέρους των συμμετεχόντων και συνακόλουθα κριτήριο αποκλεισμού τους από το πείραμα. Ζητήθηκε, λοιπόν, από τους συμμετέχοντες (σε μια παραλλαγή των οδηγιών του κατασκευαστή) να υποδείξουν όσο πιο γρήγορα και πιο σωστά μπορούν τα κατοπτρικά ανεστραμμένα γράμματα. Δοκιμασία αντίληψης οπτικής και ακουστικής συμμετρίας Τα οπτικά ερεθίσματα ήταν 40 και φτιάχτηκαν ειδικά για την παρούσα έρευνα. 30 από αυτά ήταν συμμετρικά (χαρακτηριζόμενα ως οριζόντια κατοπτρικά συμμετρικά γύρω από κάθετο άξονα, κάθετα κατοπτρικά συμμετρικά γύρω από οριζόντιο άξονα και μεταβατικά συμμετρικά γύρω από κάθετο άξονα). 15 από αυτά 32

33 περιείχαν 8 σημεία και 15 περιείχαν 16 σημεία. Σε αυτά δεν χρησιμοποιήθηκαν ερεθίσματα περιστροφικά συμμετρικά, καθώς αυτό θα άλλαζε δραστικά τη μελωδία ή ερεθίσματα με οριζόντια διαστολή του μισού της εικόνας (κάτι που δεν είναι καθαρά ισομετρικό, αλλά που αφορά την ομοιότητα, καθώς δεν θα διατηρούνταν ίσες μετρικά οι αποστάσεις), για να μην δημιουργηθεί σύγχυση στους συμμετέχοντες. Τα υπόλοιπα 10 ερεθίσματα ήταν μη-συμμετρικά (τα 5 περιείχαν 8 σημεία και τα 5 περιείχαν 16 σημεία). Τα ερεθίσματα ήταν μαύρες κουκκίδες σε άσπρο φόντο (8 έως 16 σε πλήθος), διαμέτρου 0,1 cm. Ουσιαστικά οι κουκκίδες αυτές ήταν η γραφική μεταφορά της παρτιτούρας, απλά εκτός πενταγράμμου (κάτι που μοιάζει κάπως με το κείμενο που διαβάζει ένα αυτόματο πιάνο). Τέτοιου τύπου δυσδιάστατα οπτικά ερεθίσματα έχουν χρησιμοποιηθεί από παλαιότερες σχετικές έρευνες (Barlow & Reeves, Glass, Glass & Perez, Glass & Switkes, 1976), μόνο που στην έρευνα αυτή τα ερεθίσματα είναι πολύ πιο απλά (λιγότερες κουκκίδες), αλλά και αποτελούν την ακριβή μεταφορά σε οπτική εικόνα των νοτών που αποτέλεσαν τις ακουστικές μελωδίες (συμμετρικές και μη συμμετρικές). Τα ερεθίσματα παρουσιάζονταν σε καρτέλες στους συμμετέχοντες και ο χρόνος παρουσίασης τους ήταν 1 δευτερόλεπτο για το καθένα. Η καταγραφή του χρόνου απόκρισης των συμμετεχόντων γινόταν (και για τα οπτικά και για τα ακουστικά ερεθίσματα), από τους ίδιους τους συμμετέχοντες με χρονόμετρο, το οποίο σταματούσαν αμέσως μόλις αποφάσιζαν αν οι κουκκίδες ήταν σε συμμετρική διάταξη ή όχι. Αμέσως μετά χαρακτήριζαν λεκτικά τα σχήματα ως συμμετρικά ή μησυμμετρικά και αν μπορούσαν χαρακτήριζαν και το είδος της συμμετρίας ή υποδείκνυαν τον άξονα γύρω από τον οποίο συντελέστηκε ο μετασχηματισμός. 33

34 Στη συνέχεια έκαναν αισθητικές κρίσεις σε μια πεντάβαθμη κλίμακα Likert (1=καθόλου, 2=λίγο, 3=αρκετά, 4=πολύ, και 5=πάρα πολύ) απαντώντας στο ερώτημα Πόσο όμορφο σου φάνηκε;. Επιπλέον οι συμμετέχοντες απαντούσαν και σε μεταγνωστικού τύπου ερωτήσεις, όπως Πόσο δύσκολο σου φάνηκε να αποφασίσεις αν η εικόνα ήταν συμμετρική ή όχι; (αίσθημα δυσκολίας) και Πόσο βέβαιος/η αισθάνεσαι για την απάντηση που έδωσες; (αίσθημα βεβαιότητας). Τα 40 οπτικά ερεθίσματα παρουσιάζονταν εναλλάξ με 40 ακουστικά ερεθίσματα. Για τους μισούς συμμετέχοντες τα οπτικά ερεθίσματα που χαρακτηρίζονταν από συγκεκριμένο είδος συμμετρίας, προηγούνταν αντίστοιχων μουσικών ερεθισμάτων που είχαν και αυτά το ίδιο είδος συμμετρίας. Για τους υπόλοιπους συμμετέχοντες δεν ίσχυε τέτοια σχέση ανάμεσα στα οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα. Τα ηχητικά ερεθίσματα ήταν προ-ηχογραφημένα (σε πιάνο), σύντομα μουσικά αποσπάσματα (εικόνα 8). Η δοκιμασία αποτελούνταν από 40 ακουστικά ερεθίσματα, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως τα ακουστικά ανάλογα της προηγούμενης οπτικής δοκιμασίας. 30 από αυτά ήταν σαφώς συμμετρικά (χαρακτηριζόμενα ως οριζόντια κατοπτρικά συμμετρικά γύρω από κάθετο άξονα, κάθετα κατοπτρικά συμμετρικά γύρω από οριζόντιο άξονα και μεταβατικά συμμετρικά γύρω από κάθετο άξονα). Τα 15 από αυτά αποτελούνταν από 8 νότες και τα 15 αποτελούνταν από 16 νότες με την ίδια χρονική αξία ανά νότα και με το ίδιο μέτρο. Τα ερεθίσματα είχαν ταυτόχρονα και τονική και ρυθμική συμμετρία, ώστε να μην υπάρχει πρόβλημα σύγχυσης για τη διάσταση που παρουσιάζει συμμετρία κατά τις κρίσεις των ατόμων (πχ. να είναι κάτι συμμετρικό ως προς το ρυθμό, αλλά μη-συμμετρικό ως προς τη μελωδία και το αντίστροφο). Επίσης, τα ερεθίσματα δεν ανήκαν σε κάποια συγκεκριμένη κλίμακα, το μέτρο ήταν για όλα 4/4 και δεν υπήρχε μεταβολή της 34

35 έντασης. Τα υπόλοιπα 10 ερεθίσματα ήταν μη-συμμετρικά. Η ελάχιστη διάρκεια ερεθίσματος ήταν 5.5 δευτερόλεπτα και η μέγιστη 10.8 δευτερόλεπτα. Οι μεταβλητές που μας ενδιέφεραν ήταν και πάλι ο χρόνος αντίδρασης των συμμετεχόντων και η ορθότητα των απαντήσεων που έδιναν, ενώ καταγράφηκαν και πάλι αμέσως μετά, με τη βοήθεια πεντάβαθμων κλιμάκων Likert, οι αισθητικές κρίσεις των συμμετεχόντων, αλλά και οι εκ των υστέρων μεταγνωστικές εμπειρίες τους. Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στην αρχή της δοκιμασίας, από τα προηγούμενα συνολικά 50 ερεθίσματα δόθηκαν ως υλικό προς εξάσκηση 2 οπτικά ερεθίσματα (1 συμμετρικό και 1 μη-συμμετρικό) και 2 ακουστικά (1 συμμετρικό και 1 μη-συμμετρικό). Εκτίμηση μεταγνωστικών εμπειριών Οι μεταγνωστικές εμπειρίες οι οποίες εξετάστηκαν στην παρούσα έρευνα ήταν το αίσθημα δυσκολίας και το αίσθημα βεβαιότητας. Ο τρόπος μέτρησης αυτών των αισθημάτων έγινε εκ των υστέρων, αμέσως μετά τις λεκτικές κρίσεις των συμμετεχόντων για τις αυτοσχέδιες δοκιμασίες αντίληψης οπτικής και λεκτικής συμμετρίας. Ο τρόπος που επιλέχθηκε για τη μέτρησή τους ήταν πεντάβαθμες κλίμακες Likert (εικόνα 9). Αίσθημα δυσκολίας Το αίσθημα δυσκολίας (ΑΔΥ) αποτελεί μία μορφή μεταγνωστικής εμπειρίας, δηλαδή μια μορφή της τρέχουσας ενημερότητας που έχει το άτομο για τον εαυτό του (Ευκλείδη, 2005). Το ΑΔΥ αντανακλά δυσχέρεια ή διακοπή της γνωστικής επεξεργασίας και άρα πέρα από μεταγνωστική εμπειρία παρακολούθησης της 35

36 γνωστικής επεξεργασίας είναι και θυμική, με αρνητικό σθένος (Touroutoglou & Efklides, 2010). Η εμπειρία αυτή μπορεί να οδηγήσει σε ανάληψη διορθωτικών ενεργειών - καταβολή προσπαθειών ελέγχου για την αντιμετώπιση και υπέρβαση των πιθανών εμποδίων ή διακοπών όσον αφορά την γνωστική επεξεργασία και σε αλλαγή της επιλογής στρατηγικών (Efklides, Efklides, Samara & Petropoulou, Frijda, 1986). Το ΑΔΥ, επομένως, αποτελεί ένα είδος σήματος για το άτομο, ώστε να αυξήσει την προσοχή του ή να επιβραδύνει την ταχύτητα επεξεργασίας που απαιτείται για ένα έργο (Alter, Oppenheimer, Epley & Eyre, Κωσταρίδου- Ευκλείδη, 2005) και ιδιαίτερα για ένα γνωστικά απαιτητικό έργο (Efklides, 2006), χωρίς όμως αυτό απαραίτητα να σημαίνει και εγγυημένη αλλαγή στη συμπεριφορά (Efklides, Samara & Petropoulou, 1999). Αίσθημα βεβαιότητας Το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας αφορά το πόσο σίγουρο είναι το άτομο για την ορθότητα της απάντησής του, δηλαδή για το κατά πόσο είναι κάτι σωστό ή όχι (Ευκλείδη, 2005). Σε αντίθεση, όμως, με την κρίση για την ορθότητα της λύσης, η οποία εστιάζει μόνο στην ποιότητα της απάντησης (ορθή ή μη ορθή), το αίσθημα βεβαιότητας αφορά και το πώς το άτομο έφτασε στην απάντηση (με άνεση ή όχι) (Efklides, 2006). Τεστ διπλώματος χαρτιού Η δοκιμασία αυτή ανήκει σε μια σειρά τεστ του Educational Testing Service, τα οποία εξετάζουν διάφορες πτυχές της ανθρώπινης γνωστικής λειτουργίας. Το τεστ διπλώματος χαρτιού (Paper Folding) θεωρείται ότι εξετάζει οπτική αντίληψη. Το τεστ αποτελείται από 20 ζωγραφιές που αναπαριστούν ένα χαρτί το οποίο διπλώνεται και 36

37 ξεδιπλώνεται, ενώ έχει τρυπηθεί και το ζητούμενο είναι η επιλογή της σωστής εναλλακτικής από τα δοθέντα πιθανά σχήματα (εικόνα 10). Οι συμμετέχοντες θα πρέπει, λοιπόν, να φανταστούν το δίπλωμα και το ξεδίπλωμα ενός τετράγωνου κομματιού χαρτιού. Σε κάθε πρόβλημα του τεστ υπάρχουν μερικά σχήματα στα αριστερά μιας κάθετης γραμμής και μερικά στα δεξιά της. Τα σχήματα στα αριστερά αναπαριστούν ένα τετράγωνο χαρτί που διπλώνεται σταδιακά. Στο τελευταίο από τα σχήματα αυτά ένας κύκλος δείχνει το σημείο στο οποίο το διπλωμένο χαρτί τρυπήθηκε. Η τρύπα θεωρείται ότι διαπερνά όλο το πάχος, δηλαδή όλα τα διπλώματα του χαρτιού ως την άλλη μεριά. Στα δεξιά της γραμμής ένα από τα πέντε σχήματα δείχνει που θα βρίσκονται οι τρύπες όταν το χαρτί ξεδιπλωθεί εντελώς και το σωστό θα πρέπει να επιλεγεί (Ekstrom, French, Harman & Dermen, 1976). Για αυτήν την δοκιμασία δόθηκε ως χρονικό περιθώριο συνολικά 6 λεπτά και για τις δύο σελίδες της δοκιμασίας. Επίσης ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να ολοκληρώσουν την δοκιμασία στον ελάχιστο χρόνο που μπορούν, ώστε οι απαντήσεις τους να είναι σωστές. Τεστ χωρικής ικανότητας Και η δοκιμασία αυτή ανήκει στη σειρά δοκιμασιών του ETS. Οι εξεταζόμενοι βλέπουν τα σχήματα του πίνακα 1 και του πίνακα 2 τα οποία είναι ίδια, αλλά δεν βρίσκονται στην ίδια θέση, ενώ ορισμένα μπορεί να είναι και ανεστραμμένα. Το ζητούμενο είναι να βάλουν οι συμμετέχοντες δίπλα σε κάθε αριθμό (1-25) το γράμμα το οποίο αντιστοιχεί από τον πίνακα 2 και δηλώνει ότι τα δύο σχήματα είναι τα ίδια (εικόνα 11) (Ekstrom, French, Harman & Dermen, 1976). 37

38 Δοκιμασία εντοπισμού της κατεύθυνσης των γραμμών του Benton (Judgment of Line Orientation, JLO) Το JLO αποτελεί μια δοκιμασία που εξετάζει χωρική αντίληψη και προσανατολισμό. Οι οδηγίες που δόθηκαν στους συμμετέχοντες ήταν να υποδείξουν ποιες αριθμημένες γραμμές ταιριάζουν με τις δύο παρουσιαζόμενες γραμμές, οι οποίες είναι προσανατολισμένες προς διαφορετικές κάθε φορά κατευθύνσεις (Benton et al., 1983). Από τους συμμετέχοντες ζητήθηκε να ολοκληρώσουν την δοκιμασία (30 παρουσιαζόμενες κάρτες), όσο πιο γρήγορα και πιο σωστά μπορούσαν. Η μεταβλητή που μας ενδιαφέρει είναι ο αριθμός των λανθασμένων επιλογών (για να θεωρηθεί κάποια απάντηση λάθος αρκεί μία λανθασμένη επιλογή κατεύθυνσης γραμμής από τις δύο). Μνήμη ψηφίων (Digit Span) Η μνήμη ψηφίων από την Κλίμακα Νοημοσύνης για ενηλίκους του Wechsler- WAIS III εξετάζει στην προχωρητική μορφή της (digit span forward) την προσοχή και στην οπισθοχωρητική μορφή της (digit span backward) την εργαζόμενη μνήμη (εικόνα 12). Η εμπροσθοδρομική μνήμη αριθμών και η οπισθοδρομική μνήμη αριθμών αφορούν σταδιακά αυξανόμενα ζευγάρια αριθμών που διαβάζονται από τον εξεταστή με ρυθμό ενός ψηφίου ανά δευτερόλεπτο, οπότε και στις δύο δοκιμασίες θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε εμπλοκή της ακουστικής προσοχής, αλλά και της ικανότητας βραχύχρονης διατήρησης στη μνήμη (Lezak et al., 2009). 38

39 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Υπόθεση 1α Για την εξέταση του πρώτου μέρους της πρώτης υπόθεσης εφαρμόστηκε πολυμεταβλητή ανάλυση διακύμανσης (one-way MANOVA) με ανεξάρτητη μεταβλητή την ηλικιακή ομάδα και εξαρτημένες κάθε φορά: 1. τους χρόνους αντίδρασης, 2. το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας, 3. το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας, 4. την ορθότητα των απαντήσεων και 5. τις αισθητικές κρίσεις: για τα μικρά οπτικά συμμετρικά ερεθίσματα (κάθετα, οριζόντια και επαναλήψεις), τα μεγάλα οπτικά συμμετρικά ερεθίσματα (κάθετα, οριζόντια και επαναλήψεις) και για τα μικρά και μεγάλα οπτικά μη-συμμετρικά ερεθίσματα. Βρέθηκε ότι για την ηλικιακή ομάδα των νέων έναντι των μεγαλύτερων ηλικιακά να υπάρχει στατιστικώς σημαντική διαφορά στον χρόνο αντίδρασης Pilai s value=.726, F(8,19), p=.000. Πιο συγκεκριμένα, μετά από εφαρμογή της διόρθωσης Bonferoni στο επίπεδο σημαντικότητας (.05/8=.00625) βρέθηκε με εφαρμογή μονομεταβλητών αναλύσεων διακύμανσης ότι στατιστικώς σημαντική διαφορά εμφανίζεται στον χρόνο αντίδρασης για τα οπτικά μικρά κάθετα συμμετρικά ερεθίσματα με τους νέους να απαντούν γρηγορότερα (M=.526, SD=.075), σε αντίθεση με τους μεσήλικες (M=.646, SD=.038). Επίσης κάτι αντίστοιχο βρέθηκε και για το χρόνο αντίδρασης για τα μικρά επαναληπτικά συμμετρικά ερεθίσματα, με τους νέους να εντοπίζουν γρηγορότερα αυτό το είδος συμμετρίας (M=.452, SD=.031) σε σύγκριση με τους μεσήλικες (M=.494, SD=.019). Ακόμη βρέθηκε ότι για την ηλικιακή ομάδα των νέων έναντι των μεγαλύτερων ηλικιακά να υπάρχει στατιστικώς σημαντική διαφορά στον χρόνο αντίδρασης Pilai s value=.726, F(8,19), p=.000, η οποία μετά από εφαρμογή της 39

40 διόρθωσης Bonferoni στο επίπεδο σημαντικότητας (.05/8=.00625) και με εφαρμογή μονομεταβλητών αναλύσεων διακύμανσης μας υποδεικνύει στατιστικώς σημαντική διαφορά στον χρόνο αντίδρασης για τα μεγάλα συμμετρικά οριζόντια οπτικά ερεθίσματα και πάλι με τους νέους να απαντούν γρηγορότερα (M=.578, SD=.047) από τους μεσήλικες (M=.673, SD=.087). Για την εξέταση της επίδρασης της ηλικίας στη μεταγνωστική βεβαιότητα βρέθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά Pilai s value=.832, F(8,19), p=.000, με τους μεσήλικες να έχουν για τα οριζόντια μικρά οπτικά συμμετρικά ερεθίσματα μεγαλύτερο αίσθημα βεβαιότητας (M=4.75, SD=.259), σε αντίθεση με τους νέους (M=4,35, SD=.305). Αντίθετα υπεροχή βρέθηκε για τη μεταγνωστική βεβαιότητα που αναφέρουν για τα μεγάλα μη-συμμετρικά οπτικά ερεθίσματα οι νέοι (M=4.85, SD=.165), έναντι των μεσηλίκων (M=4,51, SD=.151). Το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας και η ορθότητα των απαντήσεων δεν φάνηκαν να επηρεάζονται από τον παράγοντα ηλικία, αλλά οι αισθητικές κρίσεις διαφοροποιήθηκαν Pilai s value=.810, F(8,19), p=.000. Μετά από εφαρμογή της διόρθωσης Bonferoni στο επίπεδο σημαντικότητας (.05/8=.00625) βρέθηκε ότι οι αισθητικές κρίσεις για τα μικρά μη-συμμετρικά οπτικά ερεθίσματα ήταν πιο θετικές στους νέους (M=3,71, SD=.268) σε αντίθεση με τους μεσήλικες (M=3,10, SD=.203), ενώ και ια τις αισθητικές κρίσεις για τα μεγάλα μη-συμμετρικά οπτικά ερεθίσματα βρέθηκαν πιο θετικές αισθητικές αξιολογήσεις στην ομάδα των νέων (M=4,10, SD=.203) σε σύγκριση με τους μεσήλικες (M=3,77, SD=.233).. 40

41 Υπόθεση 1β Για την εξέταση του δεύτερου μέρους της πρώτης υπόθεσης εφαρμόστηκε πολυμεταβλητή ανάλυση διακύμανσης (one-way MANOVA) με ανεξάρτητη μεταβλητή το φύλο και εξαρτημένες κάθε φορά: 1. τους χρόνους αντίδρασης, 2. το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας, 3. το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας, 4. την ορθότητα των απαντήσεων και 5. τις αισθητικές κρίσεις: για τα μικρά οπτικά συμμετρικά ερεθίσματα (κάθετα, οριζόντια και επαναλήψεις), τα μεγάλα οπτικά συμμετρικά ερεθίσματα (κάθετα, οριζόντια και επαναλήψεις) και για τα μικρά και μεγάλα οπτικά μη-συμμετρικά ερεθίσματα. Σε αυτήν την περίπτωση δεν βρέθηκε καμία στατιστικώς σημαντική διαφορά ανάμεσα στις ομάδες ανδρών και γυναικών. Υπόθεση 1γ Για την εξέταση του τρίτου μέρους της πρώτης υπόθεσης εφαρμόστηκε πολυμεταβλητή ανάλυση διακύμανσης (one-way MANOVA) με ανεξάρτητη μεταβλητή τη μουσική εκπαίδευση και εξαρτημένες κάθε φορά: 1. τους χρόνους αντίδρασης, 2. το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας, 3. το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας, 4. την ορθότητα των απαντήσεων και 5. τις αισθητικές κρίσεις: για τα μικρά οπτικά συμμετρικά ερεθίσματα (κάθετα, οριζόντια και επαναλήψεις), τα μεγάλα οπτικά συμμετρικά ερεθίσματα (κάθετα, οριζόντια και επαναλήψεις) και για τα μικρά και μεγάλα οπτικά μη-συμμετρικά ερεθίσματα. Αν και δεν βρέθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά στην ορθότητα των απαντήσεων, στο χρόνο αντίδρασης, στο μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας και στις αισθητικές κρίσεις ανάμεσα στους μουσικούς και τους μη μουσικούς, βρέθηκε όμως ότι υπάρχει στατιστικώς σημαντική διαφορά Pilai s value=.638, F(6,21), p=.001 που αφορά το 41

42 αίσθημα δυσκολίας. Πιο συγκεκριμένα, μετά από εφαρμογή της διόρθωσης Bonferoni στο επίπεδο σημαντικότητας (.05/8=.00625) βρέθηκε με εφαρμογή μονομεταβλητών αναλύσεων διακύμανσης ότι στατιστικώς σημαντική διαφορά εμφανίζεται μόνο για το αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά κάθετα συμμετρικά οπτικά ερεθίσματα, με τους μη μουσικούς να αναφέρουν για την διαδικασία χαρακτηρισμού τους ότι είναι περισσότερο δύσκολη γνωστικά (M=1,35, SD=.205) σε αντίθεση με την ομάδα των μουσικών (M=1,00, SD=.000). Υπόθεση 2α Για την εξέταση του πρώτου μέρους της δεύτερης υπόθεσης εφαρμόστηκε πολυμεταβλητή ανάλυση διακύμανσης (one-way MANOVA) με ανεξάρτητη μεταβλητή την ηλικιακή ομάδα και εξαρτημένες κάθε φορά: 1. τους χρόνους αντίδρασης, 2. το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας, 3. το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας, 4. την ορθότητα των απαντήσεων και 5. τις αισθητικές κρίσεις: για τα μικρά ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα (κάθετα, οριζόντια και επαναλήψεις), τα μεγάλα ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα (κάθετα, οριζόντια και επαναλήψεις) και για τα μικρά και μεγάλα ακουστικά μη-συμμετρικά ερεθίσματα. Δεν βρέθηκε καμία στατιστικώς σημαντική διαφορά. Υπόθεση 2β Για την εξέταση του δεύτερου μέρους της δεύτερης υπόθεσης εφαρμόστηκε πολυμεταβλητή ανάλυση διακύμανσης (one-way MANOVA) με ανεξάρτητη μεταβλητή το φύλο και εξαρτημένες κάθε φορά: 1. τους χρόνους αντίδρασης, 2. το 42

43 μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας, 3. το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας, 4. την ορθότητα των απαντήσεων και 5. τις αισθητικές κρίσεις: για τα μικρά ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα (κάθετα, οριζόντια και επαναλήψεις), τα μεγάλα ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα (κάθετα, οριζόντια και επαναλήψεις) και για τα μικρά και μεγάλα ακουστικά μη-συμμετρικά ερεθίσματα. Και για αυτήν την ανεξάρτητη μεταβλητή δεν βρέθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά στις εξαρτημένες μετρήσεις που αφορούσαν τις ακουστικές μεταβλητές. Υπόθεση 2γ Για την εξέταση του τρίτου μέρους της δεύτερης υπόθεσης εφαρμόστηκε και πάλι πολυμεταβλητή ανάλυση διακύμανσης (one-way MANOVA) με ανεξάρτητη μεταβλητή τη μουσική εκπαίδευση και εξαρτημένες κάθε φορά: 1. τους χρόνους αντίδρασης, 2. το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας, 3. το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας, 4. την ορθότητα των απαντήσεων και 5. τις αισθητικές κρίσεις: για τα μικρά ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα (κάθετα, οριζόντια και επαναλήψεις), τα μεγάλα ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα (κάθετα, οριζόντια και επαναλήψεις) και για τα μικρά και μεγάλα ακουστικά μη-συμμετρικά ερεθίσματα. Αυτή τη φορά βρέθηκαν πλήθος διαφοροποιήσεων Pilai s value=.949, F(8,19), p=.000. Πιο συγκεκριμένα, μετά από εφαρμογή της διόρθωσης Bonferoni στο επίπεδο σημαντικότητας (.05/8=.00625) βρέθηκε με εφαρμογή μονομεταβλητών αναλύσεων διακύμανσης ότι στατιστικώς σημαντικές διαφορές εμφανίζονται στον χρόνο αντίδρασης υπέρ των μουσικών για όλα τα ερεθίσματα. Για τα μικρά κάθετα συμμετρικά ερεθίσματα η ομάδα των μουσικών απαντούσε γρηγορότερα (M=.554, SD=.051) έναντι των μη μουσικών (M=.817, SD=.096), για τα μεγάλα κάθετα 43

44 συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=.617, SD=.049) έναντι των μη μουσικών (M=.927, SD=.084), για τα μικρά επαναληπτικά συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=.440, SD=.034) έναντι των μη μουσικών (M=.527, SD=.026), για τα μεγάλα επαναληπτικά συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=.446, SD=.030) έναντι των μη μουσικών (M=.556, SD=.031), για τα μικρά οριζόντια συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=.507, SD=.045) έναντι των μη μουσικών (M=.642, SD=.104), για τα μεγάλα οριζόντια συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=.599, SD=.039) έναντι των μη μουσικών (M=.922, SD=.219), για τα μικρά μη συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=.455, SD=.043) έναντι των μη μουσικών (M=.527, SD=.031) και για τα μεγάλα μη-συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=.536, SD=.049) έναντι των μη μουσικών (M=.779, SD=.148). Άλλες διαφοροποιήσεις που βρέθηκαν Pilai s value=.950, F(6,21), p=.000, μετά από εφαρμογή της διόρθωσης Bonferoni στο επίπεδο σημαντικότητας (.05/8=.00625) με εφαρμογή μονομεταβλητών αναλύσεων διακύμανσης υποδεικνύουν εμφάνιση στατιστικώς σημαντικής διαφοράς στην ορθότητα των απαντήσεων για τα μεγάλα κάθετα συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα, με τους μη μουσικούς να δίνουν περισσότερες λανθασμένες απαντήσεις (M=.428, SD=.233) σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες που είχαν μουσική παιδεία(m=1, SD=.00). Διαφορά βρέθηκε και στην ορθότητα των απαντήσεων για τα μικρά οριζόντια συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα, με τους μη μουσικούς να δίνουν περισσότερες λανθασμένες απαντήσεις (M=.178, SD=.248) σε αντίθεση με την απόλυτη επιτυχία στις απαντήσεις για την ομάδα των μουσικών (M=1, SD=.00). Τέλος, και διαφορά υπέρ των μουσικών υπάρχει και στην ορθότητα των κρίσεων για τα μεγάλα μη-συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα, με τους πρώτους να σκοράρουν υψηλότερα (M=1, SD=.00) από τους μη μουσικούς (M=.657, SD=.145). 44

45 Οι αισθητικές κρίσεις επηρεάστηκαν και αυτές από τη μουσική εκπαίδευση Pilai s value=.888, F(8,19), p=.000. Πιο συγκεκριμένα, μετά από εφαρμογή της διόρθωσης Bonferoni στο επίπεδο σημαντικότητας (.05/8=.00625) βρέθηκε με εφαρμογή μονομεταβλητών αναλύσεων διακύμανσης ότι στατιστικώς σημαντική διαφορά εμφανίζεται στις αισθητικές κρίσεις για τα κάθετα μικρά συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα υπέρ των μουσικών (M=4,55, SD=.274) έναντι των μη μουσικών (M=3,86, SD=.328) και για τα κάθετα μεγάλα συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα υπέρ των μουσικών (M=4,25, SD=.297) έναντι των μη μουσικών (M=3,82, SD=.230). Για τα μεγάλα επαναληπτικά ακουστικά ερεθίσματα βρέθηκε υψηλότερη αισθητική αξιολόγηση από τους μη μουσικούς (M=4,33, SD=.221) σε αντίθεση με τους μουσικούς (M=3,96, SD=.169), ενώ και για τα μικρά οριζόντια ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα οι αισθητικές κρίσεις των μη μουσικών ήταν υψηλότερες (M=4,53, SD=.365) έναντι της ομάδας των μη μουσικών (M=3,75, SD=.612). Οι κρίσεις μεταγνωστικής βεβαιότητας βρέθηκαν και αυτές να διαφοροποιούνται Pilai s value=.984, F(8,19), p=.000. Μετά από εφαρμογή της διόρθωσης Bonferoni στο επίπεδο σημαντικότητας (.05/8=.00625) βρέθηκε με εφαρμογή μονομεταβλητών αναλύσεων διακύμανσης ότι στατιστικώς σημαντική διαφορά εμφανίζεται στην αναφερόμενη βεβαιότητα από μέρους των συμμετεχόντων για όλα τα είδη των ακουστικών ερεθισμάτων. Δηλαδή οι μουσικά εκπαιδευμένοι αισθάνονταν πιο βέβαιοι κατά τις κρίσεις τους για τα μικρά κάθετα συμμετρικά ερεθίσματα (M=4,98, SD=.044) έναντι των μη μουσικών (M=3,58, SD=.214), για τα μεγάλα κάθετα συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=4,89, SD=.124) έναντι των μη μουσικών (M=3,37, SD=.225), για τα μικρά επαναληπτικά συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=5, SD=.00) έναντι των μη μουσικών (M=4,80, SD=.144), για τα 45

46 μεγάλα επαναληπτικά συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=5, SD=.00) έναντι των μη μουσικών (M=4,67, SD=.162), για τα μικρά οριζόντια συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=4,46, SD=.498) έναντι των μη μουσικών (M=3,25, SD=.427), για τα μεγάλα οριζόντια συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=4,53, SD=.365) έναντι των μη μουσικών (M=3,42, SD=.385), για τα μικρά μη-συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=4,82, SD=.132) έναντι των μη μουσικών (M=3,61, SD=.298) και για τα μεγάλα μη-συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=4,88, SD=.170) έναντι των μη μουσικών (M=3,22, SD=.219). Αντίστοιχα διαφοροποίηση βρέθηκε και για τις κρίσεις μεταγνωστικής δυσκολίας Pilai s value=.990, F(8,19), p=.000. Μετά από εφαρμογή της διόρθωσης Bonferoni στο επίπεδο σημαντικότητας (.05/8=.00625) βρέθηκε με εφαρμογή μονομεταβλητών αναλύσεων διακύμανσης ότι στατιστικώς σημαντική διαφορά εμφανίζεται στην αισθανόμενη δυσκολία από μέρους των συμμετεχόντων για όλα τα είδη των ακουστικών ερεθισμάτων. Δηλαδή οι μη μουσικά εκπαιδευμένοι αισθάνονταν περισσότερη δυσκολία κατά τις κρίσεις τους για τα μικρά κάθετα συμμετρικά ερεθίσματα (M=2,16, SD=.284) έναντι των μουσικών (M=1, SD=.00), για τα μεγάλα κάθετα συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=2,70, SD=.286) έναντι των μουσικών (M=1,11, SD=.101), για τα μικρά επαναληπτικά συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=1,17, SD=.114) έναντι των μουσικών (M=1, SD=.00), για τα μεγάλα επαναληπτικά συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=1,40, SD=.192) έναντι των μουσικών (M=1, SD=.00), για τα μικρά οριζόντια συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=3,28, SD=.468) έναντι των μουσικών (M=1,10, SD=.212), για τα μεγάλα οριζόντια συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=3,42, SD=.432) έναντι των μουσικών (M=1,17, SD=.248), για τα μικρά μη-συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=2,25, SD=.297) έναντι των μουσικών (M=1,14, SD=.165) και για τα μεγάλα μη- 46

47 συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=2,68, SD=.203) έναντι των μουσικών (M=1,10, SD=.170). Υπόθεση 3 Αν και δεν έχει νόημα να μιλάμε για διαφορές-διακυμάνσεις για τα τρία οπτικά διαφορετικά είδη συμμετρίας ως προς την ορθότητα απόκρισης, υπάρχει στατιστικώς σημαντική διαφορά για τον χρόνο αντίδρασης ως προς το οπτικό υλικό. Ειδικότερα, μετά από εφαρμογή ελέγχου ισότητας δύο μέσων τιμών σε συζευγμένα δείγματα (paired samples t-test) βρέθηκε ότι t (27) = 3,46, p=.002, με τους συμμετέχοντες να χρειάζονται περισσότερο χρόνο για την αναγνώριση των κάθετα μικρών συμμετρικών ερεθισμάτων (M=.586, SD=.084) έναντι του χρόνου για τα οριζόντια μικρά συμμετρικά ερεθίσματα (M=.527, SD=.072). Επίσης βρέθηκε ότι t (27) = 9,64, p=.000, με τον χρόνο αντίδρασης για τα κάθετα μικρά συμμετρικά οπτικά ερεθίσματα να είναι μεγαλύτερος (M=.586, SD=.084) έναντι του χρόνου για τις μικρές οπτικές επαναλήψεις (M=.473, SD=.033). Ο χρόνος αντίδρασης για τα μεγάλα οπτικά συμμετρικά ερεθίσματα βρέθηκε να διαφοροποιείται και αυτός στατιστικώς σημαντικά t (27) = 9,27, p=.000. Τα μεγάλα κάθετα συμμετρικά οπτικά ερεθίσματα χρειάζονταν περισσότερο χρόνο γνωστικής επεξεργασίας (M=.606, SD=.042) σε σύγκριση με τον δαπανώμενο χρόνο επεξεργασίας για τα μεγάλα επαναληπτικά συμμετρικά οπτικά ερεθίσματα (M=512, SD=.032). Για τα ακουστικά ερεθίσματα βρέθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά t (27) = 8,99, p=.000, με τους συμμετέχοντες να χρειάζονται περισσότερο χρόνο για την 47

48 αναγνώριση των κάθετα μικρών συμμετρικών μοτίβων (M=.686, SD=.153) έναντι των μικρών επαναληπτικών ακουστικών μοτίβων (M=.484, SD=.053). Επίσης βρέθηκε ότι ισχύει στατιστικώς σημαντική διαφοροποίηση t (27) = 4,14, p=.000 και πάλι με τα κάθετα μικρά συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα να χρειάζονται περισσότερο χρόνο ώστε να χαρακτηριστούν ως συμμετρικά (M=.686, SD=.153), έναντι των οριζόντια συμμετρικών μικρών ακουστικών ερεθισμάτων (M=.575, SD=.105). Για τα μεγάλα κάθετα συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα είχαμε και πάλι στατιστικώς σημαντική διαφοροποίηση t (27) = 12,1, p=.000, με τους συμμετέχοντες να δαπανούν για την αναγνώρισή των προηγούμενων περισσότερο χρόνο (M=.772, SD=.171), σε αντίθεση με τον χρόνο αναγνώρισης για τα μεγάλα επαναληπτικά συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=.501, SD=.063). Για την ορθότητα των αποκρίσεων στα ακουστικά ερεθίσματα βρέθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά t (27) = 4,81, p=.000 υπέρ της ορθότητας για τα κάθετα συμμετρικά μικρά ακουστικά ερεθίσματα (M=.988, SD=.043), έναντι της ορθότητας για τα οριζόντια συμμετρικά μικρά ακουστικά ερεθίσματα (M=.589, SD=.452). Ενώ για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα t (27) = 4,54, p=.000 βρέθηκε ότι υπερίσχυσε η ορθότητα των απαντήσεων για τα μεγάλα επαναληπτικά μοτίβα (M=1, SD=.000), έναντι της ορθότητας για τα μεγάλα κάθετα συμμετρικά μοτίβα (M=.714, SD=.332). Τέλος, βρέθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά t (27) = 3,14, p=.004 της ορθότητας των αποκρίσεων για τα μεγάλα οριζόντια ακουστικά ερεθίσματα (M=.910, SD=.237), σε σύγκριση με την ορθότητα των κρίσεων για τα μεγάλα ακουστικά κάθετα συμμετρικά ερεθίσματα (M=.714, SD=.332). 48

49 Υπόθεση 4 Για το τεστ διπλώματος χαρτιού βρέθηκε ότι συσχετίζεται θετικά με το τεστ χωρικής ικανότητας (r=.410, p=.030), με την δοκιμασία εντοπισμού της κατεύθυνσης των γραμμών του Benton (r=.377, p=.048), με την εμπροσθοδρομική μνήμη ψηφίων (r=.600, p=.001) και με την οπισθοδρομική μνήμη ψηφίων (r=.428, p=.023). Επίσης το τεστ διπλώματος χαρτιού συσχετίζεται αρνητικά με το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά οπτικά ερεθίσματα, δηλαδή για το σύνολο των οπτικών συμμετρικών ερεθισμάτων που αποτελούνταν από 8 σημεία (r=-.379, p=.047). Για το τεστ χωρικής ικανότητας βρέθηκε θετική συσχέτιση με το τεστ διπλώματος χαρτιού (r=.410, p=.030), θετική συσχέτιση με το αίσθημα μεταγνωστικής δυσκολίας για το σύνολο των μεγάλων σε αριθμό σημείων (16 τελείες) οπτικά συμμετρικών ερεθισμάτων (r=.470, p=.012) και αρνητική συσχέτιση με την ορθότητα των αποκρίσεων για τα μεγάλα σε αριθμό νοτών ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα (r=-.426, p=.024). Για την δοκιμασία εντοπισμού της κατεύθυνσης των γραμμών του Benton βρέθηκε θετική συσχέτιση με το τεστ διπλώματος χαρτιού (r=.377, p=.048), με την εμπροσθοδρομική μνήμη ψηφίων (r=.683, p=.000) και με την οπισθοδρομική μνήμη ψηφίων (r=.766, p=.000). Επίσης βρέθηκε θετική συσχέτιση με το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας για το σύνολο των μικρών σε αριθμό σημείων οπτικών συμμετρικών ερεθισμάτων (r=.546, p=.003) και για την ορθότητα της απόκρισης για το σύνολο των ακουστικά μικρών συμμετρικών ερεθισμάτων (r=.520, p=.005). Για την εμπροσθοδρομική μνήμη ψηφίων υπήρχε θετική συσχέτιση με το τεστ διπλώματος χαρτιού (r=.600, p=.001), με την δοκιμασία εντοπισμού της κατεύθυνσης των γραμμών του Benton (r=.683, p=.000) και με την οπισθοδρομική μνήμη ψηφίων 49

50 (r=.912, p=.000). Αντίθετα βρέθηκε αρνητική συσχέτιση της εμπροσθοδρομικής μνήμης ψηφίων με το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά οπτικά συμμετρικά ερεθίσματα (r=-.435, p=.021) και θετική συσχέτιση με το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας για το σύνολο των μεγάλων συμμετρικών ακουστικών ερεθισμάτων (r=.393, p=.039). Η οπισθοδρομική μνήμη ψηφίων συσχετίζεται θετικά με το τεστ διπλώματος χαρτιού (r=.428, p=.023), με το τεστ του Benton (r=.766, p=.000), με την εμπροσθοδρομική μνήμη ψηφίων (r=.912, p=.000). Επίσης συσχετίζεται αρνητικά με το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά οπτικά συμμετρικά ερεθίσματα (r=-.407, p=.032) και με το αίσθημα μεταγνωστικής δυσκολίας για τα μεγάλα ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα (r=-.403, p=.034), ενώ συσχετίζεται θετικά με το αίσθημα βεβαιότητας για τα μεγάλα ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα (r=.383, p=.044) και με την ορθότητα των αποκρίσεων για τα ακουστικά μικρά συμμετρικά ερεθίσματα (r=.420. p=.026). Ο χρόνος απόκρισης στα μικρά συμμετρικά οπτικά ερεθίσματα βρέθηκε ότι έχει θετική συσχέτιση μόνο με το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας για αυτά τα ερεθίσματα (r=.500, p=.007). Το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά συμμετρικά οπτικά ερεθίσματα έχει αρνητική συσχέτιση με το τεστ διπλώματος χαρτιού (r=-.379, p=.047), την εμπροσθοδρομική μνήμη ψηφίων (r=-.435, p=.021), την οπισθοδρομική μνήμη ψηφίων (r=-.407, p=.032), το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας για τα μικρά ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα (r=-583, p=.001), το αίσθημα βεβαιότητας για τα μεγάλα ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα (r=-.642, p=.000), την ορθότητα των απαντήσεων για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=--.473, p=.011) και την ορθότητα 50

51 των αποκρίσεων των μεγάλων ακουστικών ερεθισμάτων (r=-.570, p=.002). Βρέθηκε, όμως θετική συσχέτιση με τον συνολικό χρόνο απόκρισης για τα μικρά ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα (r=.445, p=.018), με το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας για τα ακουστικά μικρά συμμετρικά ερεθίσματα (r=.515, p=.005), με τον χρόνο απόκρισης των μεγάλων ακουστικών ερεθισμάτων (r=.464, p=.013) και με το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=582, p=.001). Το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας για τα μικρά συμμετρικά οπτικά ερεθίσματα παρουσιάζει θετική συσχέτιση με το τεστ προσανατολισμού γραμμών του Benton (r=.546, p=.003) και των χρόνο απόκρισης για τα μικρά οπτικά ερεθίσματα (r=.500, p=.007). Οι αισθητικές κρίσεις για τα μικρά οπτικά ερεθίσματα καμία στατιστικώς σημαντική συσχέτιση, κάτι που συνέβη και για τον χρόνο απόκρισης για τα μεγάλα οπτικά συμμετρικά ερεθίσματα. Το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας για τα μεγάλα οπτικά ερεθίσματα συσχετίζεται θετικά μόνο με την επίδοση στο τεστ χωρικής ικανότητας (r=.470, p=0.05), ενώ για το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας και τις αισθητικές κρίσεις για τα μεγάλα οπτικά ερεθίσματα δεν εμφανίστηκε καμία συσχέτιση. Ο χρόνος απόκρισης για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα συσχετίζεται θετικά με το αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά οπτικά ερεθίσματα (r=.445, p=.018), με το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=.874, p=.000), με τις αισθητικές κρίσεις για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=.409, p=.031), με τον χρόνο απόκρισης στα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=.795, p=.000), με το αίσθημα δυσκολίας για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=.908, 51

52 p=.000). Βρέθηκαν ακόμη αρνητικές συσχετίσεις ανάμεσα στον χρόνο απόκρισης για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα και στο μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=-.934, p=.000), στην μεταγνωστική βεβαιότητα για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=-.839, p=.000), στην ορθότητα των απαντήσεων για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=-.862, p=.000) και στην ορθότητα των απαντήσεων για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=-.709, p=.000). Το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα συσχετίζεται θετικά με το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά οπτικά ερεθίσματα (r=.515, p=.005), με τον χρόνο απόκρισης για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=.874, p=.000), με τις αισθητικές κρίσεις για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=.447, p=.017), με τον χρόνο απόκρισης για τα ακουστικά μεγάλα ερεθίσματα (r=.875, p=.000) και με το αίσθημα δυσκολίας για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=.972, p=.000). Αρνητικές συσχετίσεις εμφανίστηκαν ανάμεσα στο μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα και το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=-.910, p=.000), το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=-.948, p=.000), την ορθότητα των απαντήσεων για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=-.843, p=.000) και την ορθότητα των απαντήσεων για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=-.712, p=.000). Το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα συσχετίζεται αρνητικά με το αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά οπτικά ερεθίσματα (r=-.583, p=.001), με τον χρόνο απόκρισης για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=-.934, p=.000), με την μεταγνωστική δυσκολία για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=-.910, p=.000), με τον χρόνο αντίδρασης για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=-.860, p=.000) και με το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας για τα μεγάλα ακουστικά 52

53 ερεθίσματα (r=-.928, p=.000). Θετικές συσχετίσεις βρέθηκαν με το αίσθημα βεβαιότητας για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=.905, p=.000), με την ορθότητα των απαντήσεων για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=.832, p=.000) και με την ορθότητα των απαντήσεων για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=.729, p=.000). Για τις αισθητικές κρίσεις για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα υπάρχουν θετικές συσχετίσεις με τον χρόνο αντίδρασης για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=.409, p=.031), με το αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=.447, p=.017) και με το αίσθημα δυσκολίας για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=.457, p=.015) και αρνητική συσχέτιση με το αίσθημα με το αίσθημα βεβαιότητας για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=-.430, p=.022). Ο χρόνος αντίδρασης για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα συσχετίζεται θετικά με το αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά οπτικά ερεθίσματα (r=.464, p=.013), με τον χρόνο αντίδρασης για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=.795, p=.000), με το αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=.875, p=.000) και με το αίσθημα δυσκολίας για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=.871, p=.000). Αρνητικές συσχετίσεις είχαμε με το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=-.860, p=.000), με το αίσθημα βεβαιότητας για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=-.876, p=.000), με την ορθότητα των αποκρίσεων για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=-.816, p=.000) και με την ορθότητα των αποκρίσεων για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=-.603, p=.001). Το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα συσχετίζεται αρνητικά με την οπισθόδρομη μνήμη ψηφίων (r=-.403, p=.034), με το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=-.928, p=.000), με το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας για τα μεγάλα ακουστικά 53

54 ερεθίσματα (r=-.951, p=.000), με την ορθότητα των αποκρίσεων για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=-.893, p=.000) και με την ορθότητα των αποκρίσεων για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=-.759, p=.000). Θετικές συσχετίσεις βρέθηκαν ως προς το αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά οπτικά ερεθίσματα (r=.582, p=.001), τον χρόνο αντίδρασης για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=.908, p=.000), το αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=.972, p=.000), τις αισθητικές κρίσεις για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=.457, p=.015) και τον χρόνο αντίδρασης για τα ακουστικά μεγάλα ερεθίσματα (r=.871, p=.000). Το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα συσχετίζεται θετικά με την εμπροσθοδρομική μνήμη ψηφίων (r=.393, p=.039), την οπισθοδρομική μνήμη ψηφίων(r=.383, p=.044), το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=.905, p=.000), την ορθότητα των κρίσεων για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=.840, p=.000) και την ορθότητα των κρίσεων για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=684, p=.000). Αρνητικές συσχετίσεις του αισθήματος βεβαιότητας για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα βρέθηκαν με το αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά οπτικά ερεθίσματα (r=-.642, p=.000), με τον χρόνο αντίδρασης για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=-.839, p=.000), με το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=-.948, p=.000), με τις αισθητικές κρίσεις για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=-.430, p=.022), με τον χρόνο αντίδρασης για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=-.876, p=.000) και με το αίσθημα δυσκολίας για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=-.951, p=.000). Οι αισθητικές κρίσεις για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα δεν συσχετίζονταν με καμία μεταβλητή, ενώ ως προς την ορθότητα των απαντήσεων για 54

55 τα μικρά και μεγάλα οπτικά ερεθίσματα παρατηρήθηκε μηδενική διακύμανση στις επιδόσεις των συμμετεχόντων. Αυτό σημαίνει ότι στα οπτικά όλοι πέτυχαν το μέγιστο της βαθμολογίας (40/40), με εξαίρεση τρεις συμμετέχοντες, δύο εκ των οποίων έκαναν 1 λάθος και ένας έκανε δύο λάθη, με αποτέλεσμα την αδυναμία εξαγωγής συσχετίσεων. Για την ορθότητα όμως των κρίσεων για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα είχαμε θετικές συσχετίσεις με την δοκιμασία εντοπισμού της κατεύθυνσης των γραμμών του Benton (r=.520, p=.005), την οπισθοδρομική μνήμη (r=.420, p=.026), το αίσθημα βεβαιότητας για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=.832, p=.000), το αίσθημα βεβαιότητας για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=.840, p=.000) και την ορθότητα των απαντήσεων για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=.775, p=.000). Αρνητικές συσχετίσεις της ορθότητας των κρίσεων για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα βρέθηκαν με το αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά οπτικά ερεθίσματα (r=-.473, p=.011), τον χρόνο αντίδρασης για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=-.862, p=.000), το αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=-.843, p=.000), τον χρόνο αντίδρασης για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=-.816, p=.000) και το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=-.893, p=.000). Τέλος, για την ορθότητα των απαντήσεων για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα είχαμε αρνητικές συσχετίσεις με το τεστ χωρικής ικανότητας (r=-.426, p=.024), το αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά οπτικά ερεθίσματα (r=-.570, p=.002), τον χρόνο αντίδρασης για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=-.709, p=.000), το αίσθημα δυσκολίας για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=-.712, p=.000), τον χρόνο αντίδρασης για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=-.603, p=.001) και την δυσκολία για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=-.759, p=.000). Θετικές συσχετίσεις 55

56 βρέθηκαν ως προς το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=.729, p=.000), το αίσθημα βεβαιότητας για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=.684, p=.000) και την ορθότητα των απαντήσεων για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=.775, p=.000). Υπόθεση 5 Η πολυμεταβλητή ανάλυση διακύμανσης (one-way MANOVA) με ανεξάρτητη μεταβλητή τη συνθήκη prime και εξαρτημένες κάθε φορά: 1. τους χρόνους αντίδρασης, 2. το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας, 3. το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας, 4. την ορθότητα των απαντήσεων και 5. τις αισθητικές κρίσεις: για τα μικρά ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα (κάθετα, οριζόντια και επαναλήψεις), τα μεγάλα ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα (κάθετα, οριζόντια και επαναλήψεις) και για τα μικρά και μεγάλα ακουστικά μη-συμμετρικά ερεθίσματα δεν οδήγησε σε καμία στατιστικώς σημαντική διαφορά ανάμεσα στην ομάδα των ατόμων που ακριβώς πριν από το ακουστικό ερέθισμα τους παρουσιαζόταν ένα ίδιου είδους συμμετρίας οπτικό ερέθισμα, σε σχέση με την ομάδα των συμμετεχόντων που τους παρουσιάζονταν τυχαία τα διάφορα είδη των οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων. Υπόθεση 6 Πάλι με εφαρμογή πολυμεταβλητής ανάλυσης διακύμανσης (one-way MANOVA) με ανεξάρτητη μεταβλητή τη συνθήκη εξήγηση των ειδών συμμετρίας και εξαρτημένες κάθε φορά: 1.τους χρόνους αντίδρασης, 2.το μεταγνωστικό αίσθημα δυσκολίας, 3. το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας, 4. την ορθότητα των 56

57 απαντήσεων και 5. τις αισθητικές κρίσεις: για τα μικρά οπτικά-ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα (κάθετα, οριζόντια και επαναλήψεις), τα μεγάλα οπτικάακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα (κάθετα, οριζόντια και επαναλήψεις) και για τα μικρά και μεγάλα οπτικά-ακουστικά μη-συμμετρικά ερεθίσματα, δεν βρέθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά για την ομάδα των ατόμων που τους εξηγήθηκαν πριν την εξέταση τα βασικά είδη συμμετρίας ως προς τις προηγούμενες μεταβλητές για το σύνολο και των οπτικών, αλλά και των ακουστικών ερεθισμάτων. Υπόθεση 7 Με εφαρμογή ελέγχου ισότητας δύο μέσων τιμών σε συζευγμένα δείγματα (paired samples t-test) βρέθηκε ότι t (27) = 12,9, p=.000, με τους συμμετέχοντες να αναφέρονται στην πεντάβαθμη κλίμακα Likert πιο θετικά αισθητικά για το σύνολο των μικρών οπτικά συμμετρικών ερεθισμάτων (M=4,65, SD=.128), σε σύγκριση με τις κρίσεις τους για το σύνολο των μικρών ακουστικών συμμετρικών ερεθισμάτων (M=4,23, SD=.166). Επίσης δι-αισθητηριακή στατιστικώς σημαντική διαφοροποίηση βρέθηκε και σε σχέση με το μέγεθος των ερεθισμάτων ότι t (27) = 13,7, p=.000, με τα οπτικά μικρά συμμετρικά ερεθίσματα να θεωρούνται ωραιότερα (M=4,65, SD=.128) από τα ακουστικά μεγάλα συμμετρικά ερεθίσματα (M=4,06, SD=.215). Για τα μικρά συμμετρικά οπτικά ερεθίσματα βρέθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά t (27) = 23,3, p=.000, με αυτά να βαθμολογούνται ως ωραιότερα (M=4,65, SD=.128), σε σύγκριση με τα ακουστικά μικρά μη-συμμετρικά ερεθίσματα (M=3,34, SD=.276). Επίσης βρέθηκε ότι t (27) = 2,05, p=.049, δηλαδή το σύνολο των μικρών συμμετρικών ερεθισμάτων θεωρήθηκε ωραιότερο (M=4,65, SD=.128) σε σύγκριση με το σύνολο των μη-συμμετρικών μεγάλων ακουστικών ερεθισμάτων (M=4,06, 57

58 SD=1,49). Ακόμη βρέθηκε για τα μικρά συμμετρικά οπτικά ερεθίσματα ότι t (27) = 15,4, p=.000, με τα πρώτα να παίρνουν υψηλότερες βαθμολογίες αισθητικά (M=4,65, SD=.128) σε σύγκριση με μη-συμμετρικά οπτικά μικρά ερεθίσματα (M=3,40, SD=.390) και αντίστοιχα παρατηρήθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά t (27) = 12,13, p=.000, με το σύνολο των οπτικά μικρών συμμετρικών ερεθισμάτων να θεωρείται αισθητικά καλύτερο (M=4,65, SD=.128) σε σχέση με το σύνολο των μεγάλων μη-συμμετρικών οπτικών ερεθισμάτων (M=3,93, SD=.272). Για τα οπτικά μεγάλα συμμετρικά ερεθίσματα βρέθηκε ότι t (27) = 10,13, p=.000, με τους συμμετέχοντες να τα θεωρούν ωραιότερα (M=4,60, SD=.122) σε σύγκριση με τα μικρά συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=4,23, SD=.166). Επίσης για τα οπτικά μεγάλα συμμετρικά ερεθίσματα ισχύει t (27) = 10,89, p=.000, με (M=4,60, SD=.122) σε σύγκριση με τις αισθητικές κρίσεις των ίδιων ατόμων για συμμετρικά ακουστικά μεγάλα ερεθίσματα (M=4,06, SD=.215). Ακόμη βρέθηκε t (27) = 15, 90, p=.000, με τις αισθητικές κρίσεις για τα οπτικά μεγάλα συμμετρικά ερεθίσματα (M=4,60, SD=.122) να υπερέχουν αυτές για τα μη-συμμετρικά μικρά οπτικά ερεθίσματα (M=3,40, SD=.390). Παρόμοια αισθητική διαφοροποίηση t (27) = 11,80, p=.000, βρέθηκε και κατά τη σύγκριση οπτικά μεγάλων συμμετρικών ερεθισμάτων (M=4,60, SD=.122) με τα μη-συμμετρικά μεγάλα οπτικά ερεθίσματα (Μ=3,93, SD=.272). Για τα οπτικά μεγάλα συμμετρικά ερεθίσματα παρατηρείται αισθητική υπεροχή t (27) = 22,66, p=.000, και κατά τη σύγκριση με τις κρίσεις για τα μη-συμμετρικά μικρά ακουστικά ερεθίσματα (M=3,34, SD=.276). Για τα ακουστικά μικρά συμμετρικά ερεθίσματα βρέθηκε στατιστικώς σημαντική διαφοροποίηση t (27) = 12,97, p=.000. Οι συμμετέχοντες βαθμολόγησαν ως ωραιότερα τα οπτικά μικρά συμμετρικά ερεθίσματα (M=4,65, SD=.128) σε σύγκριση με τα μικρά ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα (M=4,23, SD=.166). 58

59 Ανάλογη δι-αισθητηριακή υπεροχή των οπτικών έναντι των ακουστικών αισθητικών κρίσεων βρέθηκε t (27) = 12,97, p=.000 και κατά τη σύγκριση των Μ.Ο. των μεγάλων συμμετρικών ερεθισμάτων (M=4,60, SD=.122), έναντι των αισθητικών κρίσεων για τα ακουστικά μικρά συμμετρικά ερεθίσματα (M=4,23, SD=.166). διαφοροποίηση όμως των αισθητικών κρίσεων είχαμε και για την ίδια την αίσθηση της ακοής t (27) = 3,23, p=.003, καθώς για τα μικρά συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα είχαμε πιο θετικές αισθητικές κρίσεις (M=4,23, SD=.166), σε σύγκριση με τα μεγάλα συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=4,06, SD=.215). Ακόμη ισχύει t (27) = 9,62, p=.000, με το σύνολο των αισθητικών κρίσεων για τα ακουστικά μικρά συμμετρικά ερεθίσματα να είναι μεγαλύτερο (M=4,23, SD=.166) από τις αισθητικές κρίσεις για τα μη-συμμετρικά μικρά οπτικά ερεθίσματα (M=3,40, SD=.390). Επίσης ισχύει t (27) = 5,37, p=.000, με τους συμμετέχοντες να δίνουν μεγαλύτερες αισθητικές βαθμολογίες για τα ακουστικά μικρά συμμετρικά ερεθίσματα (M=4,23, SD=.166), έναντι των μη-συμμετρικών μεγάλων οπτικών ερεθισμάτων (M=3,93, SD=.272). Τέλος, βρέθηκε t (27) = 13,33, p=.000, με τις αισθητικές κρίσεις για τα μικρά ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα να είναι μεγαλύτερες (M=4,23, SD=.166) από αυτές για μικρά μη-συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα (M=3,34, SD=.276). Τέλος, για τα ακουστικά μεγάλα συμμετρικά ερεθίσματα πέρα από τις ήδη αναφερόμενες διαφοροποιήσεις, βρέθηκε στατιστικώς σημαντική διαφοροποίηση t (27) = 11,03, p=.000, με τους συμμετέχοντες να τα βαθμολογούν ως περισσότερο θετικά (M=4,06, SD=.215) σε σύγκριση με τα ακουστικά μικρά μη-συμμετρικά ερεθίσματα (M=3,34, SD=.276). Δι-αισθητηριακή προτίμηση της συμμετρίας φάνηκε και από το εύρημα t (27) = 8,85, p=.000, με τα ακουστικά μεγάλα συμμετρικά ερεθίσματα (M=4,06, SD=.215) να θεωρούνται ωραιότερα από τα μη-συμμετρικά μικρά οπτικά ερεθίσματα (M=3,40, SD=.390). 59

60 Υπόθεση 8α Το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας για τα μικρά κάθετα συμμετρικά οπτικά ερεθίσματα βρέθηκε ότι συσχετίζεται αρνητικά με το αίσθημα δυσκολίας για τα ίδια ερεθίσματα (r=-.603, p=.001). Το μεταγνωστικό αίσθημα βεβαιότητας για τα μεγάλα συμμετρικά οπτικά ερεθίσματα που έχουν επαναληπτική μορφή συσχετίζεται αρνητικά με το αίσθημα δυσκολίας για τα ίδια ερεθίσματα ( r=-.375, p=.049). Η ορθότητα των απαντήσεων για τα μικρά κάθετα συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα συσχετίζεται αρνητικά με το αίσθημα δυσκολίας (r=-.414, p=.029), ενώ και το αίσθημα δυσκολίας για αυτού του τύπου τα ερεθίσματα συσχετίζεται αρνητικά με το αντίστοιχο αίσθημα βεβαιότητας (r=-.962, p=.000). Για τα μεγάλα κάθετα συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα βρέθηκε αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στην ορθότητα των απαντήσεων και το αίσθημα δυσκολίας για αυτά τα ερεθίσματα (r=-.789, p=.000), θετική συσχέτιση ανάμεσα στην ορθότητα των απαντήσεων και στο αίσθημα βεβαιότητας (r=.870, p=.000) και τέλος αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στο αίσθημα δυσκολίας για αυτά τα ερεθίσματα και στο αντίστοιχο αίσθημα βεβαιότητας (r=-.956, p=.000). Στα μικρά ακουστικά συμμετρικά επαναληπτικά ερεθίσματα υπήρχε μόνο μία αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στο αίσθημα δυσκολίας και στο αίσθημα βεβαιότητας (r=-.836, p=.000) και για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα επαναληπτικού τύπου βρέθηκε αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στο αίσθημα δυσκολίας και το αντίστοιχο αίσθημα βεβαιότητας για την συγκεκριμένη ομάδα ερεθισμάτων (r=-.775, p=.000). Για τα μικρά οριζόντια συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα υπήρχε αρνητική συσχέτιση της ορθότητας των απαντήσεων με το αντίστοιχο αίσθημα δυσκολίας (r=-.825, p=.000) και θετική με το αίσθημα βεβαιότητας (r=.757, p=.000), ενώ και το αίσθημα δυσκολίας συσχετίζεται αρνητικά με το αίσθημα βεβαιότητας για την συγκεκριμένη ομάδα ερεθισμάτων (r=-.712, p=.000). Τέλος, το αίσθημα 60

61 βεβαιότητας για τα μεγάλα οριζόντια συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα συσχετίζεται μόνο αρνητικά με το αίσθημα βεβαιότητας για αυτά τα ερεθίσματα (r=-. 809, p=.000). Για τα μη-συμμετρικά μικρά ακουστικά ερεθίσματα βρέθηκε αρνητική συσχέτιση μόνο ανάμεσα στο αίσθημα βεβαιότητας και δυσκολίας για αυτήν την ομάδα ερεθισμάτων (r=-.928, p=.000), ενώ για τα μεγάλα μη-συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα βρέθηκε αρνητική συσχέτιση του αισθήματος δυσκολίας με το αίσθημα βεβαιότητας (r=-.950, p=.000) και με την ορθότητα των απαντήσεων (r=-.807, p=.000). Επίσης το αίσθημα βεβαιότητας για τα μεγάλα μη-συμμετρικά ακουστικά ερεθίσματα συσχετίζεται θετικά με την ορθότητα των απαντήσεων (r=.831, p=.000). Υπόθεση 8β και Υπόθεση 8γ Για την υπόθεση 8β και όπως φαίνεται και στον πίνακα 2 δεν παρατηρείται ιδιαίτερα μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο μέγεθος των συσχετίσεων ανάμεσα στα συμμετρικά και τα μη συμμετρικά ερεθίσματα. Για την υπόθεση 8γ όμως φαίνεται ότι σταθερά οι συσχετίσεις των μεταγνωστικών αισθημάτων είναι ισχυρότερα αρνητικές για τα μικρά συμμετρικά ερεθίσματα έναντι των μεγάλων συμμετρικών ερεθισμάτων, με μοναδικές εξαιρέσεις τις τιμές των συσχετίσεων για τα ακουστικά συμμετρικά οριζόντια μεγάλα ερεθίσματα (r =-.809) έναντι των ακουστικά συμμετρικά οριζόντια μικρών ερεθισμάτων (r =-.712). Παρόμοια μη αναμενόμενες σύμφωνα με την υπόθεση 8γ τιμές βρέθηκαν και για τα μη-συμμετρικά μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα (r=-.950), σε αντίθεση με τα μη-συμμετρικά μικρά ακουστικά ερεθίσματα (r=-.928). 61

62 ΣΥΖΗΤΗΣΗ Η υπόθεση 1 επιβεβαιώνεται για τα οπτικά ερεθίσματα, καθώς άσχετα από το είδος της συμμετρίας ή την ύπαρξη-απουσία συμμετρίας, το σύνολο των συμμετεχόντων απάντησε σωστά. Παράγοντες όπως το φύλο, η ηλικία και η μουσική εκπαίδευση θεωρούνται ήσσονος σημασίας για την αντίληψη οπτικής συμμετρίας. H μη επίδραση της ηλικίας στην αντίληψη οπτικής συμμετρίας, ειδικά ανάμεσα σε ομάδα νέων έναντι μεσηλίκων, επιβεβαιώνεται (Herbert, Overbury, Singh & Faubert, 2002), ενώ και η μη επίδραση του φύλου στην οπτική αντίληψη συμμετρίας (ταχύτητα και ορθότητα απαντήσεων), θα μπορούσε να αποτελέσει προέκταση του ευρήματος της μη επίδρασης του φύλου στην επίδοση παιδιών ετών σε έργα συμμετρίας (Xistouri & Pitta-Pantazi, 2006). Ακόμη ενδιαφέρον έχει ότι για το σύνολο των συμμετεχόντων του δείγματος δεν βρέθηκε διαφυλική διαφορά στις οπτικοχωρικές δοκιμασίες (τεστ διπλώματος χαρτιού, τεστ χωρικής ικανότητας και δοκιμασία εντοπισμού της κατεύθυνσης των γραμμών του Benton), κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την υποτιθέμενη επίδραση του φύλου στα έργα που εξετάζουν χωρική ικανότητα (Jacklin, 1989). Όμως το ίδιο δεν συνέβη και για την υπόθεση 2, καθώς αν και επιβεβαιώνονται οι υποθέσεις 2α και 2β περί μη επίδρασης της ηλικίας και του φύλου στις διάφορες μετρήσεις των συμμετεχόντων για την ακουστική συμμετρίαασυμμετρία, φαίνεται ότι η μουσική εκπαίδευση (2γ) αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ακουστική αντίληψη συμμετρίας, καθώς επηρεάζει το σύνολο των μετρήσεων που αφορούν την γνωστική και μεταγνωστική τους επεξεργασία. Η μουσική εκπαίδευση ίσως να αποτελεί μέσο εξοικείωσης των ατόμων με αυτού του 62

63 είδους το υλικό και ειδικότερα με τους ακουστικούς μετασχηματισμούς και έτσι να εξηγείται η υπεροχή των μουσικά εκπαιδευμένων (νέων και μεσηλίκων) συμμετεχόντων. Παρόλα αυτά η εύρεση μη στατιστικώς σημαντικών διαφορών στους χρόνους αντίδρασης και στην ορθότητα των αποκρίσεων για την οπτική αντίληψη, σε αντίθεση με τη μουσική που είχαμε στατιστικώς σημαντικές διαφορές, θα μπορούσε να σημαίνει είτε γνωστικά απαιτητικές σημείο-προς-σημείο σειριακές συγκρίσεις, είτε αναποτελεσματική παράλληλη επεξεργασία (Baylis & Driver, 1995b. 2001) για την ακουστική αντίληψη συμμετρίας. Αυτό πιθανότατα δεν εμπλέκει άμεσα την βραχύχρονη και εργαζόμενη μνήμη, καθώς για το σύνολο του δείγματος δεν υπήρχε διαφορά ως προς αυτήν τη μεταβλητή. Για την υπόθεση 3 αν και δεν είναι δυνατόν λόγω του φαινομένου της οροφής (ceiling effect) να εντοπίσουμε κάποια προτίμηση για τους καθρεπτισμούς στην ορθότητα των αποκρίσεων για τα οπτικά ερεθίσματα (μικρά και μεγάλα σε αριθμό σημείων), μπορούμε να πούμε ότι για το ακουστικό υλικό επίσης δεν παρουσιάζεται και κατά συνέπεια δεν επιβεβαιώνεται η προτεινόμενη συστηματική υπεροχή των επαναλήψεων (Julesz, 1971), καθώς βρέθηκε υπεροχή των καθρεπτισμών μόνο για τα μικρά ακουστικά ερεθίσματα και υπεροχή των επαναλήψεων μόνο για τα μεγάλα ακουστικά ερεθίσματα. Ακόμη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι με βάση τα ευρήματα για τον χρόνο αντίδρασης-επεξεργασίας τόσο για τα οπτικά, όσο και για τα ακουστικά ερεθίσματα παρατηρείται κάτι το παράδοξο. Ανεξάρτητα από το τον τύπο (οπτικά ή ακουστικά), αλλά και το μέγεθος-διάρκεια (οπτικά: πολλά ή λίγα σημεία και ακουστικά: μεγάλα ή μικρά σε διάρκεια μοτίβα), οι συμμετέχοντες ανάλωσαν περισσότερο χρόνο στον εντοπισμό των καθρεπτισμών. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την αρχική υπόθεση περί 63

64 ευκολίας εντοπισμού της κάθετα κατοπτρικής συμμετρίας, αλλά και με το σύνολο της υπάρχουσας βιβλιογραφίας για την εξέταση της οπτικής κυρίως συμμετρίας. Μια πιθανή εξήγηση ίσως θα μπορούσε να είναι ότι παρατηρήθηκε μεγαλύτερη αφιέρωση χρόνου στο συγκεκριμένο είδος μετασχηματισμού, λόγω της υποτιθέμενης σημασίας του για το αντιληπτικό μας σύστημα (Barlow & Reeves, 1978). Η προσήλωση αυτή όμως δεν εξηγεί την παρατηρούμενη βραδύτητα στην επεξεργασία (αν δεχτούμε ότι ο χρόνος αντίδρασης σχετίζεται με την διεργασία της γνωστικής επεξεργασίας και αποτελεί βασικό δείκτη της ταχύτητας της γνωστικής επεξεργασίας). Για την υπόθεση 4 φαίνεται ότι εμφανίζονται κάποιες σχέσεις συσχέτισης, όπως μας δείχνει ο συντελεστής συσχέτισης Pearson ανάμεσα σε ορισμένες μεταβλητές, όμως δεν μπορούμε να πούμε ότι επιβεβαιώνεται πλήρως η υπόθεση αυτή, καθώς η επίδοση ως προς την οπτική συμμετρία μάλλον είναι ανεξάρτητη από την επίδοση ως προς την ακουστική συμμετρία. Αν και εμφανίζονται στατιστικώς σημαντικές συσχετίσεις των χωρικών δοκιμασιών με κάποιες μεταβλητές, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε σχέση της χωρικής ικανότητας των συμμετεχόντων με την ικανότητά τους να εντοπίζουν ακουστικά συμμετρικούς σχηματισμούς, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την διαδεδομένη πίστη ότι η μουσική ικανότητα έχει συνάφεια και με την χωρική (Rauscher, Shaw & Ky, 1993). Στα οπτικά ερεθίσματα έχουμε σε υγιείς συμμετέχοντες ceiling effect, δηλαδή μη-διακύμανση στην επίδοση, ενώ στα ακουστικά έχουμε μάλλον κάποιον άλλον μηχανισμό γνωστικής επεξεργασίας της συμμετρίας. Αυτό αναιρεί την υπόθεση για δια-αισθητηριακά κοινά σημεία στον τρόπο που επεξεργάζονται οι ίδιες ιδιότητες από διαφορετικές αισθήσεις. Για την υπόθεση 5 αν και αναμενόταν επίδραση priming (Kersteen-Tucker, 1991) και συνακόλουθα αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα αισθητηριακά συστήματα (cross-modal interactions) (Romei et al., 2009), δεν βρέθηκε κάτι που να επιβεβαιώνει 64

65 αυτές τις θεωρητικές προτάσεις. Πιθανώς στην περίπτωση σύντομα εμφανιζόμενων οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων να μην συμβαίνει δι-αισθητηριακή μετατροπή (πχ. μετατροπή των οπτικών εικόνων σε παρόμοιου είδους ακουστικά σήματα και αντίστοιχα ευόδωση). Για την υπόθεση 6 παραδόξως δεν έχουμε επιβεβαίωση. Τα άτομα που τους εξηγήθηκαν από την αρχή της εξέτασης τα είδη της συμμετρίας, δεν εμφάνισαν μικρότερους χρόνους αντίδρασης σε αυτά, σωστότερες απαντήσεις, ανάλογα θετικότερα μεταγνωστικά αισθήματα ως προς αυτά ή θετικότερες αισθητικές κρίσεις, κάτι που ίσως υποδεικνύει μη επιρροή βραχύχρονων επιδράσεων (όπως συνέβη και με το priming) στην επεξεργασία της συμμετρίας τόσο για τα ακουστικά όσο και για τα οπτικά έργα. Το γεγονός ότι δεν βλέπουμε μεμονωμένα απλά στοιχεία, αλλά ότι βλέπουμε καλά οργανωμένα σύνολα στα οποία εμφανίζεται άμεσα ή όχι η συμμετρία, σύμφωνα με την θεωρία Gestalt, φαίνεται ότι ισχύει και για τις μουσικές μορφές (πχ. μελωδίες) (Snyder, Temperley, 2001), μόνο που εξαιτίας της εκτύλιξης των μουσικών σχημάτων στον χρόνο δεν έχουμε την ίδια αμεσότητα με το οπτικό σύστημα, κάτι που φαίνεται και από τους αντίστοιχους χρόνους αντίδρασης, αλλά και από τις στατιστικές δι-αισθητηριακές συγκρίσεις των αισθητικών κρίσεων. Δηλαδή οπτικά συμμετρικά ερεθίσματα τείνουν να θεωρούνται πιο όμορφα από τα αντίστοιχα ακουστικά συμμετρικά ερεθίσματα. Πέρα από αυτό βρέθηκε ότι υπάρχει και θετικότερος χαρακτηρισμός των μικρών ή/και σύντομων συμμετρικών ερεθισμάτων και στις δύο αισθήσεις, κάτι που ίσως δικαιολογείται από τον μειωμένο γνωστικό φόρτο που έχει μια συμμετρική εικόνα η οποία αποτελείται από λίγα στοιχεία-σημεία ή μια σύντομη χρονικά και όχι σύνθετη μορφολογικά συμμετρική μελωδία. Παρόλο όμως που παρατηρούνται μεγαλύτερες βαθμολογίες στην κλίμακα Likert για τα 65

66 οπτικά συμμετρικά ερεθίσματα (συμπεριλαμβανομένων και των τριών συμμετρικών μετασχηματισμών) έναντι των ακουστικών αισθητικά συμμετρικών ερεθισμάτων, η υπόθεση 7 μάλλον επιβεβαιώνεται. Η προτίμηση του γνωστικού συστήματος για αυτού του είδους τις οργανώσεις έναντι της ασυμμετρίας, επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα άσχετα από την εξεταζόμενη αίσθηση (όραση, ακοή) και άσχετα από το μέγεθος-διάρκεια των ερεθισμάτων, καθώς το σύνολο των συμμετρικών μετασχηματισμών υπερείχε στις αισθητικές κρίσεις των συμμετεχόντων σε σύγκριση με τα μη-συμμετρικά ερεθίσματα. Για την υπόθεση 8α σε γενικές γραμμές και για το σύνολο των ερεθισμάτων φαίνεται ότι υπάρχει συμφωνία των μεταγνωστικών αισθημάτων με τις αποκρίσεις των συμμετεχόντων. Αυτό μπορεί να υποστηριχθεί κυρίως για τα ακουστικά ερεθίσματα, καθώς για τα οπτικά η άριστη επίδοση του συνόλου των εξεταζομένων δεν επιτρέπει τέτοιες συσχετίσεις. Η ύπαρξη σχέσεων συσχέτισης κυρίως ανάμεσα στην ορθότητα για τα ακουστικά ερεθίσματα με τα αντίστοιχα μεταγνωστικά αισθήματα ίσως να υποδεικνύει έναν διαφορετικό, μη αυτόματο μηχανισμό γνωστικής επεξεργασίας για την ακουστική συμμετρία και άρα μια πιθανή νευρωνικά και γνωστικά ενεργειοβόρα διαδικασία που δεν προσομοιάζει με την οπτική. Η υπόθεση 8β και αυτή σε γενικές γραμμές φαίνεται να επιβεβαιώνεται, αλλά η υπόθεση 8γ δεν επιβεβαιώνεται. Η μη επιβεβαίωση της τελευταίας υπόθεσης ίσως να οφείλεται στον γνωστικό φόρτο που έχει η επεξεργασία ακόμη και ελαφρώς μεγάλων ερεθισμάτων, σε σύγκριση με τα μικρότερα ερεθίσματα και για τις δύο αισθήσεις. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι οι συμμετέχοντες είναι περισσότερο σίγουροι και δυσκολεύονται λιγότερο να διαμορφώσουν μια κρίση συμμετρίας για τα σχετικά απλά και όχι για τα πιο σύνθετα ερεθίσματα. 66

67 Μελλοντικές έρευνες θα μπορούσαν να γίνουν όχι μόνο με τεχνητά οπτικά ερεθίσματα, αλλά με περισσότερο οικολογικά έγκυρα σχήματα (Wislon & Wilkinson, 2002). Ακόμη η χρήση οπτικών ερεθισμάτων σε δύο διαστάσεις και αντίστοιχα μονοφωνικών μελωδιών, θα μπορούσε να ερευνηθεί και σε σχέση με τρισδιάστατα οπτικά ερεθίσματα και πολυφωνικές μελωδίες, αλλά και με χρήση διασπαστικών ερεθισμών-θορύβου, κάτι που θα μοιάζει περισσότερο το επίπεδο απαιτητικότηταςφόρτου που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινή μας ζωή. Ακόμη χρήσιμη θα ήταν η διερεύνηση και των υπόλοιπων ειδών συμμετρίας, αλλά και των συνδυασμών τους. Επιπλέον, βοηθητική θα ήταν η εξέταση σαφώς μεγαλύτερων δειγμάτων πληθυσμού, για τα οποία θα έχουμε επιπλέον πληροφορίες για τις γνωστικές τους επιδόσεις σε διαφορετικούς τομείς γνωστικών λειτουργιών. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να εξεταστεί η προσοχή και η τρισδιάστατη χωρική αντίληψη των συμμετεχόντων, ή θα μπορούσε να γίνει μια πιο ενδελεχής εξέταση των ήδη εξεταζομένων λειτουργιών, όπως της μνήμης ή ακόμη και πλήρη εξέταση του γνωστικού δυναμικού των ατόμων με τη μορφή του Δείκτη Νοημοσύνης τους. Αναγκαία για μια πληρέστερη νευροψυχολογική εκτίμηση θεωρείται και η δημιουργία ειδικών δοκιμασιών που θα μετρούν τη λειτουργία που προσπαθούμε να εκτιμήσουμε, καθώς οι παρούσες δοκιμασίες δεν εξετάζουν μια αποκλειστικά λειτουργία, αλλά η επιτυχής ολοκλήρωσή τους μπορεί να βασίζεται σε πολλαπλές ικανότητες (Κοσμίδου, 2008). Απαραίτητες θεωρούνται οι έρευνες σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες όπως παιδιά προσχολικής ηλικίας ή υπερήλικες ή ακόμη και η διαχρονική εκτίμηση των ίδιων ατόμων με εναλλακτικές μορφές των δοκιμασιών με επανειλημμένη χορήγηση, για την διερεύνηση τυχόν ενδο-ατομικής διακύμανσης. Τέλος, ενδιαφέρον θα είχε η εξέταση της οπτικής και ακουστικής αντίληψης συμμετρίας σε ανθρώπους που 67

68 ανήκουν σε ειδικούς πληθυσμούς. Θα μπορούσε να διερευνηθεί, λοιπόν, σε άτομα όχι μόνο με κάποια νευρολογική παθολογία, αλλά και σε άτομα που έχουν απόλυτη αντίληψη του τονικού ύψους ( απόλυτο αυτί ), σε άτομα με αμουσία (δηλαδή άτομα που δεν αναγνωρίζουν το τονικό ύψος των μελωδιών, αλλά που μπορούν να αναγνωρίσουν τυχόν επαναλαμβανόμενα ρυθμικά συμμετρικά και μη-συμμετρικά μοτίβα) ή σε άτομα με συναισθησία (Sacks, 2007), ενώ θα μπορούσε να γίνει και παράλληλη διερεύνηση με απεικονιστικές μεθόδους του νευρωνικού μηχανισμού που υποστηρίζει την αντίληψη συμμετρίας. 68

69 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Adams, O. S., Fitts, P. M., Rappaport, M., & Weinstein, M. (1954). Relations among some measures of pattern discriminability. Journal of Experimental Psychology, 48, Aleksandrova, L. V. (1995). Order and symmetry in musical art: Logical and historical aspect. Novosibirsk: State Conservatory. Alter, A., Oppenheimer, D., Epley, N., & Eyre, R. (2007). Overcoming intuition: Difficulty activates analytic reasoning. Journal of Experimental Psychology, 136(4), Anderson, J. R., Kuwahata, H., Kuroshima, F., Leighty, K. A. & Fujita, K. (2005). Are monkeys aesthetists? Rensch (1957) revisited. Journal of Experimental Psychology, 31, Armstrong, M. A. (1988). Groups and symmetry. New York: Springer. Arnheim, R. (1974). Art and visual perception. Berkeley: University of California Press. Atallah, M. I. (1985). On symmetry detection. IEEE Transactions on Computers, 34(7), Attneave, F. (1955). Symmetry, information, and memory for patterns. American Journal of Psychology, 68, Bahnsen, P (1928). Eine untersuchung über symmetrie und asymmetrie bei visuellen wahrnehmungen. Zeitschrift fiir Psychologie, 108,

70 Barlow, H. B., & Reeves, B. C. (1979). The versatility and absolute efficiency of detecting mirror symmetry in random dots displays. Vision Research, 19, Baylis, G. C. (1998). Visual parsing and object-based attention: A developmental perspective. In J. Richards (Ed.), The cognitive neuroscience of attention: A developmental perspective. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates Inc. Baylis, G. C., & Driver, J. (1995a). One-sided edge assignment in vision: I. Figureground segmentation and attention to objects. Current Directions in Psychological Science, 4, Baylis, G. C., & Driver, J. (1995b). Obligatory edge assignment in vision: The role of figure and part segmentation in symmetry detection. Journal of Experimental Psychology. Human Perception and Performance, 21, Baylis, G. C., & Driver, J. (2001). Perception of symmetry and repetition within and across visual shapes: Part-descriptions and object-based attention. Visual Cognition, 8(2), Bayles, K. A., Tomoeda, C. K., & Kaszniak, A.W. (1985) Verbal perseveration of dementia patients. Brain and Language, 25, Beck, D. M., Pinsk, M. A., & Kastner, S. (2005). Symmetry perception in humans and macaques. Trends in Cognitive Sciences, 9(9), Benard, J., Stach, S., & Giurfa, M. (2006). Categorization of visual stimuli in the honeybee Apis mellifera. Animal Cognition, 9,

71 Bentley, A. M. (1977). Symmetry in pattern reproduction by Scottish and Kenyan children. Journal of Cross-Cultural Psychology, 8, Benton, A. L., Sivan, A. B., Hamsher, K. des., Varney, N. R., & Spreen, O. (1983). Judgment of line orientation. Contributions to neuropsychological assessment. New York: Oxford University Press. Berlyne, D. E. (1971). Aesthetics and psychobiology. New York: Appleton. Bernstein, L. (1976). The unanswered question: Six talks at Harvard. Cambridge, Massachusetts, London, England: Harvard University Press. Boas, F. (1955). Primitive art. New York: Dover Publications. Bornstein, M., Ferdinandsen, K., & Gross, C. (1981). Perception of symmetry in infancy. Developmental Psychology, 17, Bornstein, M. H., & Krinsky, S. J. (1985). Perception of symmetry in infancy: The salience of vertical symmetry and the perception of pattern wholes. Journal of Experimental Child Psychology, 39, Boswell, S. L. (1976). Young children s processing of asymmetrical and symmetrical patterns. Journal of Experimental Child Psychology, 22, Bowns, L., & Morgan, M. J. (1993). Facial features and axis of symmetry extracted using natural orientation information. Biological Cybernetics, 70, Braine, L. G. (1978). A new slant on orientation perception. American Psychologist, 33, Braitenberg, V. (1990). Reading the structure of brains. Network, 1,

72 Bregman, A. S. (1990). Auditory scene analysis. Cambridge, Massachusetts, London, England: MIT Press. Bruce, V. G., & Morgan, M. J. (1975). Violations of symmetry and repetition in visual patterns. Perception, 4, Burton, F. W., Kollias, J. G., & Alexandridis, N. A. (1984). An implementation of the exponential pyramid data structure with application to determination of symmetries in pictures. Computer Vision, Graphics, and Image Processing, 25, Calvert, G. A., Brammer, M. J., & Iversen, S. D. (1998). Crossmodal identification. Trends in Cognitive Science, 2(7), Cardenas, R. A., & Harris, L. J. (2006). Symmetrical decorations enhance the attractiveness of faces and abstract designs. Evolution and Human Behaviour, 27, Cardenas, R. A., & Harris, L. J. (2007). Do women s preferences for symmetry change across the menstrual cycle? Evolution and Human Behaviour, 28, Carmody, D. P., Nodine, C. F., & Locher, P. (1977). Global detection of symmetry. Perceptual and Motor Skills, 45, Carter, N. C. (2009). Visual group theory: Classroom resource materials series, Washington, D.C.: Mathematical Association of America. Chen, C. C., Kao, K-L. C., & Tyler, C. W. (2007). Face configuration processing in the human brain: The role of symmetry. Cerebral Cortex, 17,

73 Chipman, S. F., & Mendelson, M. J. (1975). The development of sensitivity to visual structure. Journal of Experimental Child Psychology, 20, Corballis, M. C., & Beale, I. L. (1976). The psychology of left and right. Hillsdale, N.J.: Lawrence Erlbaum Associates. Corballis, M. C., Miller, A., & Morgan, M. J. (1971). The role of left-right orientation in interhemispheric matching of visual information. Perception & Psychophysics, 10, Corballis, M. C., & Roldan, C. E. (1974). On the perception of symmetrical and repeated patterns. Perception and Psychophysics, 16, Corballis, M. C., & Roldan, C. E. (1975). Detection of symmetry as a function of angular orientation. Journal of Experimental Psychology: Human Perception and Performance, 1, Croize, A. C., Ragot, R., Garnero, L., Ducorps, A., Pelegrini-Issac, M., Dauchot, K., Benali, H., Burnod, Y. (2004). Dynamics of parietofrontal networks underlying visuospatial short-term memory encoding. NeuroImage, 23, Cronly-Dillon, J., Persaud, K., & Blore, R. (2000). Blind subjects construct conscious mental images of visual scenes encoded in musical form. Proceedings of the Royal Society of London B, 267, Cronly-Dillon, J., Persaud, K., & Gregory, R. P. F. (1999). The perception of visual images encoded in musical form: A study of cross-modality information transfer. Proceedings of the Royal Society of London B, 266,

74 Csatho, A., van der Vloed, G., & van den Helm, P. A. (2004). The force of symmetry revisited: Symmetry-to-noise ratios regulate (a)symmetry effects. Acta Psychologica, 117, Dakin, S. C., & Herbert, A. M. (1998). The spatial region of integration for visual symmetry detection. Proceedings of the Royal Society of London B, 265, Dakin, S. C., & Hess, R. F. (1997). The spatial mechanisms mediating symmetry perception. Vision Research, 37, Dakin, S. C., & Watt, R. J. (1994). Detection of bilateral symmetry using spatial filters. Spatial Vision, 8, Darvas G. (2007). Symmetry. Basel-Boston-Berlin: Birkhäuser. Delius, J. D., & Habers, G. (1978). Symmetry: Can pigeons conceptualize it? Behavioural Biology, 22, Delius, J. D., & Nowak, B. (1982). Visual symmetry recognition by pigeons. Psychological Research, 44, Deregowski, J. B. (1971). Symmetry, Gestalt and information theory. Quarterly Journal of Experimental Psychology, 23, Deregowski, J. B. (1972). The role of symmetry in pattern reproduction by Zambian children. Journal of Cross-Cultural Psychology, 3, Dinnerstein, D., & Wertheimer, M. (1957). Some determinants of phenomenal overlapping. American Journal of Psychology, 70,

75 Dorrell, P. (2005). Symmetries. In P. Dorrell (Ed.), What is music? Solving a scientific mystery (pp ). Retrieved from Δρίβας, Β. (2009). Συμμετρία και επίπεδο. Ανασύρθηκε από την ιστοσελίδα Driver, J., Baylis, G. C., & Rafal, R. (1992). Preserved figure-ground segregation and symmetry detection in visual neglect. Nature, 360, Dry, M. J. (2008). Using relational structure to detect symmetry: A Voronoi tessellation based model of symmetry perception. Acta Psychologica 128, Driver, J., Baylis, G. C., & Rafal, R. D. (1992). Preserved figure-ground segregation and symmetry perception in visual neglect. Nature, 360, Duffy, C. (2001). Symmetrical musical pieces. Retrieved from Efklides, A. (2006). Metacognition and affect: What can metacognitive experiences tell us about the learning process? Educational Research Review, 1, Efklides, A., Samara, A., & Petropoulou, M. (1999). Feeling of difficulty: An aspect of monitoring that influences control. European Journal of Psychology of Education, XIV(4), Eisenman, R. (1967). Complexity simplicity: I. Preference for symmetry and rejection of complexity. Psychonomic Science, 8, Eisenman, R., & Gellens, H. K. (1968). Preference for complexity simplicity and symmetry asymmetry. Perceptual & Motor Skills, 26,

76 Ekstom, R. B., French, J. W., Harman, H. H., & Dermen, D. (1976). Kit of factorreferenced cognitive tests. Priceton, N.J.: Educational Testing Service. Enquist, M., & Arak, A. (1994). Symmetry, beauty and evolution. Nature, 372, Ermentrout, G. B., & Cowan, J. D. (1979). A mathematical theory of visual hallucination patterns. Biological Cybernetics, 34, Evans, C., Wenderoth, P., & Cheng, K. (2000). Detection of bilateral symmetry in complex biological images. Perception, 29, Fantz, R. L., Fagan, H. F., & Miranda, S. B. (1975). Early visual selectivity as a function of pattern variables, previous exposure, age from birth and conception, and expected cognitive deficit. In B. Cohen & P. Salapatek (Eds.), Infant Perception (Vol. 1). New York: Academic Press. Field, N., & Golubitsky, M. (1992). Symmetry in chaos. A search for pattern in mathematics, art and science. New York: Oxford University Press. Fisher, C. B., Ferdinandsen, K., Bornstein, M. H. (1981). The role of symmetry in infant form discrimination. Child Development, 52, Fisher, C. B., & Fracasso, M. P. (1987). The Goldmeier effect in adults and children: Environmental, retinal, and phenomenal influences on judgments of visual symmetry. Perception, 16, Fiske, P., & Amundsen, T. (1997). Female bluethroats prefer males with symmetric colour bands. Animal Behaviour, 54,

77 Fitts, P. M., & Simon, C. W. (1952). Some relations between stimulus and performance in a continuous dual-pursuit task. Journal of Experimental Psychology, 43, Fitts, P. M., Weinstein, M., Rappaport, M., Anderson, N., & Leonard, J. A. (1956). Stimulus correlates of visual pattern recognition: A probability approach. Journal of Experimental Psychology, 51, Foster, D. H. (1991). Operating on spatial operations. In R. J. Watt (Ed.), Pattern recognition by man and machine (pp ). Basingstoke, UK: Macmillan. Freyd, J., & Tversky, B. (1984). Force of symmetry in form perception. American Journal of Psychology, 97(1), Frijda, N. (1986). The emotions. Cambridge, UK: Cambridge University Press. Garner, W. R. (1970). Good patterns have few alternatives. American Scientist, 58, Garner, W.R. (1974). The Processing of Information and Structure. Potomac, MD, USA: Erlbaum. Garner, W. R., & Sutliff, D. (1974). The effect of goodness on encoding time in visual pattern discrimination. Perception and Psychophysics, 16, Gerbino, W., & Zhang, L. (1991). Visual orientation and symmetry detection under affine transformations. Bulletin of the Psychonomic Society, 29, 480. Ghyka, M. (1946). The geometry of art and life. New York: Dover Publications. 77

78 Giaquinto, M. (2005). From symmetry perception to basic geometry. In P. Mancosu, K. F. Jorgensen & S. A. Pendersen (Eds.), Visualization, explanation and reasoning styles in mathematics (pp ). New York: Springer. Gibson, J. J. (1929). The reproduction of visually perceived forms. Journal of Experimental Psychology, 12, Giurfa, M., Eichmann, B., & Menzl, R., (1996). Symmetry perception in an insect. Nature, 382, Glass, L. (1969). Moiré effect from random dots. Nature, 223, Glass, L., & Perez, R. (1973). Perception of random dot interference patterns. Nature, 246, Glass, L., & Switkes, E. (1976). Pattern recognition in humans: Correlations which cannot be perceived. Perception, 5, Goldmeier, E. (1972). Similarity in visually perceived forms. Psychological Issues, 8(1), Gonchanenko, S. S. (1993). Mirror symmetry in music. Novosibirsk: State Conservatory. Gould, L. I. (2004). Seeing science through symmetry. An interdisciplinary multimedia course. Symmetries in Science, 9, Grammer, K., Fink, B., Juette, A., Ronzal, G., & Thornhill, R. (2002). Female faces and bodies: n-dimensional feature space and attractiveness. In G. Rhodes & L. Zebrowitz, (Eds.), Facial attractiveness: Evolutionary, cognitive, and social 78

79 perspectives. Advances in visual cognition, vol. 1 (pp ). Westport, CT: Ablex Publishing. Grammer, K., & Thornhill, R. (1994). Human (Homo sapiens) facial attractiveness and sexual selection: The role of symmetry and averageness. Journal of Comparative Psychology, 108(3), Gurnsey, R., Herbert, A. M., & Kenemy, J. (1998). Bilateral symmetry embedded in noise is detected accurately only at fixation. Vision Research, 38, Hann, M. A., & Thomas, B. G. (2007 November). Beyond the bilateral- symmetry in two dimensional design. Paper presented at the meeting of the International Association of Societies of Design Research. The Hong Kong Polytechnic University. Hargittai, I., & Hargittai, M. (1994). Symmetry: A unifying concept. Bolinas, California: Shelter Publications, Inc. Hart, V. (2009 July). Symmetry and transformations in the musical plane. Paper presented at the 12th Annual Bridges Conference: Mathematics, Music, Art, Architecture and Culture. Canada. Held, R., & Richards, W. (1976). Recent progress in the perception. Readings from Scientific American. San Francisco: W. H. Freeman & Company. Herbert, A. (2008, March). Visual perception: Bilateral symmetry detection and possible implications. Retrieved from 79

80 Herbert, A. M., Humphrey, G. K., & Jolicoeur, P. (1994). The detection of bilateral symmetry: Effects of surrounding frames. Canadian Journal of Experimental Psychology, 48, Herbert, A., Overbury, O., Singh, J., & Faubert, J. (2002). Aging and bilateral symmetry detection. Journal of Gerontology: Psychological Sciences, 57(3), Herbert, A., Pelz, J. F., Calderwood, L., Cook, M., Curtis, M., DeAngelis, C., & Garrison, B. (2006). Searching for symmetry: Eye movements during a difficult symmetry detection task. Paper presented at the Optical Society of America Fall Vision Meeting. Rochester New York. Hodges, W. (2003). The geometry of music. In J. Fauvel, R. Flood & R. Wilson (Eds.), Music and mathematics: From Pythagoras to fractals (pp ). New York: Oxford University Press. Hodges, W. (2009, November). The geometry of music. Retrieved from Hodgson, D. (2011). The first appearance of symmetry in the human lineage: Where perception meets art. Symmetry, 3, Hogben, J. H., Julesz, B. & Ross, J. (1976). Short-term memory for symmetry. Vision Research, 16, Hong, S., & Pavel, M. (2002). Determinants of symmetry perception.. In C. W. Tyler (Ed.), Human symmetry perception and its computational analysis (pp ). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. 80

81 Horridge, G. A. (1996). The honeybee (apis mellifera) detects bilateral symmetry and discriminates its axis. Journal of Insect Physiology, 42, Howard, I. P., & Templeton, W. B. (1966). Human spatial orientation. Oxford, England: John Wiley & Sons. Hoyles, C., & Healy, L. (1997). Unfolding meanings for reflective symmetry. International Journal of Computers in Mathematical Learning, 2(1), Huang, L. Q., Pashler, H., & Junge, J. (2004). Are there capacity limitations in symmetry perception? Psychonomic Bulletin & Review, 11(5), Humphrey, G. K., & Humphrey, D. E. (1989). The role of structure in infant visual pattern perception. Canadian Journal of Psychology, 43, Hyman, B. M., & Pedrick, C. (1999). The OCD workbook. Oakland: New Harbinger Publications. Jacklin, C. N. (1989). Female and male: Issues of gender. American Psychologist, 44, Jacobsen, T., & Hofel, L. (2001). Aesthetics electrified: An analysis of descriptive symmetry and evaluative aesthetic judgment processes using event-related brain potentials. Empirical Studies in the Arts, 19, Jacobsen, T., & Hofel, L. (2002). Aesthetics judgments of novel graphic patterns: Analyses of individual judgments. Perceptual and Motor Skills, 95, Jacobsen, T., & Hofel, L. (2003). Descriptive and evaluative judgment processes: Behavioral and electrophysiological indices of processing symmetry and aesthetics. Cognitive, Affective and Behavioral Neuroscience, 3,

82 Jacobsen, T., Schubotz, R. I., Hofel, L., & van Cramon, D. Y. (2006). Brain correlates of aesthetic judgment of beauty. NeuroImage, 29, Jaeger, F. M. (1917). Lectures on the principle of symmetry and its applications on natural science. Amsterdam: Elsevier. Jenkins, B. (1982). Redundancy in the perception of bilateral symmetry in dot textures. Perception and Psychophysics, 32, Jenkins, B. (1983). Component processes in the perception of bilaterally symmetric dot textures. Perception and Psychophysics, 34, Johnstone, R. A. (1994). Female preference for symmetrical males as a by-product of selection for mate recognition. Nature, 372, Julesz, B. (1966). Binocular disappearance of monocular symmetry. Science, 153, Julesz, B. (1971). Foundations of cyclopean perception. Chicago: University of Chicago Press. Julesz, B. (1981). Figure and ground perception in briefly presented isodipole textures. In M. Kubovy, & J. Pomenrantz (Eds.), Perceptual organization (pp ). Hillsdale: Erlbaum. Καϊμάκης, Π. (2005). Φιλοσοφία και μουσική: Η μουσική στους Πυθαγορείους, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Πλωτίνο. Αθήνα: Μεταίχμιο. Κάκουρος, Ε., & Μανιαδάκη, Κ. (2005). Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων: Αναπτυξιακή προσέγγιση. Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω. 82

83 Kastner, S., De Weerd, P., Pinsk, M. A., Elizondo, M. I., Desimone, R., & Ungerleider, L. G. (2001). Modulation of sensory suppression: Implications for receptive field sizes in the human visual cortex. Journal of Neuropshysiology, 86, Kay, J., Lesser, R., & Coltheart, M. (1997). Psycholinguistic Assessments of Language Processing in Aphasia. Sussex: Psychology Press. Kayaert G., & Wagemans, J. (2009). Delayed shape matching benefits from simplicity and symmetry. Vision Research, 49, Kempf, D. (1996). What is symmetry in music? International Review of the Aesthetics and Sociology of Music, 27(2), Kersteen-Tucker, Z. (1991). Long-term repetition priming with symmetrical polygons and words. Memory & Cognition, 19, King, M., Meyer, G. E., Tangey, J., & Biederman, I. (1976). Shape constancy and a perceptual bias toward symmetry. Perception and Psychophysics, 19(2), Kirkpatrick, M., & Rosenthal,G. G. (1994). Animal behaviour. Symmetry without fear. Nature, 372, Knuchel, C. (2004). Teaching Symmetry in the Elementary Curriculum. The Montana Mathemnatics Enthusiast, 1(1), 3-8. Koffka, K. (1935). Principles of Gestalt Psychology. Harcourt Brace: New York. Kolher, W. (1929). Gestalt Psychology. Liveright: New York. 83

84 Κοσμίδου, Μ. (2008). Κλινική Νευροψυχολογική Εκτίμηση. Αθήνα: Επιστημονικές Εκδόσεις Παρισιάνου. Κωσταρίδου-Ευκλείδη, Α. (2005). Μεταγνωστικές διεργασίες και αυτορύθμιση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Labonté, F., Shapira, Y., Cohen, P., & Faubert, J. (2002). A model for global symmetry detection in dense images. In C. W. Tyler (Ed.), Human symmetry perception and its computational analysis (pp ). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. Langlois, J. H., Roggman, L. A., & Musselman, L. (1994). What is average and what is not average about attractive faces? Psychological Science, 5, Large, M. E., McMullen, P. A., & Hamm, J. P. (2003). The role of axes of elongation and symmetry in rotated object naming. Perception and Psychophysics, 65, Latimer, C., Joung, W., & Stevens, C. (1994) Modelling symmetry detection with back-propagation networks. Spatial Vision, 8, Lee, T. S., Mumford, D., Romero, R., & Lamme, V. A. (1998). The role of the primary visual cortex in higher level vision. Vision Research, 38, Lee, T. S., Mumford, D., & Schiller, P. H. (1995). Neural correlates of boundary and medial axis representations in primate striate cortex. Investigative Ophthalmology and Visual Science, 36,

85 Lehrer, M., Horridge, G. A., Zhang, S. W. & Gadagkar, R. (1995). Shape vision in bees: Innate preference for flower-like patterns. Philosophical Transactions of the Royal Society of London B, 347, Leikin, R., Berman, A., & Zaslavsky, O. (2000). Learning through teaching: The case of symmetry. Mathematics Education Research Journal, 12(1), Leone, G., Lipshits, M., McIntyre, G., & Gurfinkel, V. (2002). Independence of bilateral symmetry detection from a gravitational reference frame. In C. W. Tyler (Ed.), Human symmetry perception and its computational analysis (pp ). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. Levi, D. M., & Saarinen, J. (2004). Perception of mirror symmetry in amblyopic vision. Vision Research, 44, Leyton, M. (1992). Symmetry, causality, mind. Cambridge, Massachusetts, London, England: MIT Press. Lezak, M. D., Howieson, D. B., Loring, D. W., Hannay, H. J., & Fischer, J. S. (2009). Neuropsychological assessment. New York: Oxford University Press. Little, J. B. (2006, November). Mathematics and music. Retrieved from Little, A. C., Burt, D. M., Penton-Voak, I. S., & Perrett, D. I. (2001). Self-perceived attractiveness influences human female preferences for sexual dimorphism and symmetry in male faces. Proceedings of the Royal Society of London B, 268,

86 Liu, Z., & Kersten, D. (2003). Three-dimensional symmetric shapes are discriminated more efficiently than asymmetric ones. Journal of Optical Society of America, 20, Locher, P. J., & Nodine, C. F. (1989). The perceptual value of symmetry. Comptutational and Mathematics Applied, 17, Locher, P. J., & Smets, G. (1992). The influence of stimulus dimensionality and viewing orientation on detection of symmetry in dot patterns. Bulletin of the Psychonomic Society, 30, Locher, P. J., & Wagemans, J. (1993). The effects of element type and spatial grouping on symmetry detection. Perception, 22, Mach, E. (1959). The analysis of sensations. New York: Dover Publications. Machilsen, B., Pauwels, M., & Wagemans, J. (2009). The role of vertical mirror symmetry in visual shape detection. Journal of Vision, 9(12), Mancini, S., Sally, S. L., & Gurnsey, R. (2005). Detection of symmetry and antisymmetry. Vision Research, 45, Marola, G. (1989). Using symmetry for detecting and locating objects in a picture. Computer Vision, Graphics, and Image Processing, 46, Marr, D. (1982). Vision: A computational investigation into the human representation and processing of visual information. San Francisco: W. H. Freeman. Marr, D., & Nishihara, H. K. (1978). Representation and recognition of the spatial organization of three-dimensional shapes. Proceedings of the Royal Society of London B, 200,

87 Marshall, J. C., & Halligan, P. W. (1994). The Yin and the Yang of visuo-spatial neglect: A case study. Neuropsychologia, 32, Martin, G. N. (2006). Human neuropsychology. New Jersey: Prentice Hall. Masame, K. (1983). Detection of symmetry in complex patterns: Is symmetrical projection to the visual system necessary for the perception of symmetry? Tohoku Psychologica Folia, 42, Masame, K. (1984). Detection of symmetry in relatively simple patterns. Tohoku Psychologica Folia, 43, Masame, K. (1985). Perception of symmetry in patterns constructed from two kinds of elements. Tohoku Psychologica Folia, 44, Masame, K. (1986). Rating of symmetry as continuum. Tohoku Psychologica Folia 45, Masame, K. (1987). Judgment of degree of symmetry in block patterns. Tohoku Psychologica Folia, 46, Masame, K. (1988). Sampling of patterns varying on degree of symmetry with subject-generating method. Tohoku Psychologica Folia, 47, McBeath, M. K., Schiano, D. J., & Tverksy, B. (1997). Three-dimensional bilateral symmetry bias in judgments of figural identity and orientation. Psychological Science, 8, Mealey, L., Bridgestock, R., & Townsend, G. C., (1999). Symmetry and perceived facial attractiveness: A monozygotic co-twin comparison. Journal of Personality & Social Psychology, 76,

88 Menne, M., & Curio, E. ( Untersuchungen zum symmetriekonzept bei kohlmeisen (Parus major L.). Zeitschrift für Tierpsychologie, 47, Meshkov, S. (2009). The symmetries of nature. Journal of Physics: Conference Series, 196, 1-7. Miller, W. (1972). Symmetry groups and their applications. London: Academic Press. Moller, A. P. (1992). Female swallow preference for symmetrical male sexual ornaments. Nature, 357, Moller, A. P., & Thornhill, R. (1998). Bilateral symmetry and sexual selection: A meta-analysis. American Naturalist, 151, Morales, D., & Pashler, H. (1999). No role for colour in symmetry perception. Nature, 399(6732), Morris, M. R., & Casey, K. (1998). Female swordtail prefer symmetrical sexual signal. Animal Behaviour, 52, Munsinger, H., & Forsman, R. (1966). Symmetry, development, and tachistoscopic recognition. Journal of Experimental Child Psychology, 3, Neary, D., Snowden, J. S., Northern, B., & Goulding, P. J. (1988). Dementia of frontal lobe type. Journal of Neurology, Neurosurgery and Psychiatry, 51, Nicholle, J. (1950). La symétrie et ses applications. Paris: Albin Michell. Niimi, R., Watanabe, K., & Yokosawa, K. (2008). The dynamic-stimulus advantage of visual symmetry perception. Psychological Research, 72,

89 Osorio, D. (1996). Symmetry detection by categorization of spatial phase, a model. Proceedings of the Royal Society of London B, 263, Palmer, S. E. (1983). Human and machine vision. New York: Academic Press. Palmer, S. E. (1985). The role of symmetry in shape perception. Acta Psychologica, 59, Palmer, S. E., & Hemenway, K. (1978). Orientation and symmetry: effects of multiple, rotational, and near symmetries. Journal of Experimental Psychology: Human Perception and Performance, 4, Παπαδόπουλος, Ν. (2005). Λεξικό της ψυχολογίας. Αθήνα: Σύγχρονη Εκδοτική. Παπαϊωάννου, Γ. Γ. (1997). Νίκος Σκαλκώτας. Τόμος Β Επίμετρο. Αθήνα: Μουσικός Εκδοτικός Οίκος Παπαγρηγορίου-Νάκα. Paraskevopoulos, I. (1968). Symmetry, recall, and preference in relation to chronological age. Journal of Experimental Child Psychology, 6, Parry-Barwick, S., & Bowyer, A. (1993). Symmetry analysis and geometric modeling. In K. K. Fung and A. Ginige (Eds.), Digital image computing: Techniques and applications, Vol. I. (pp ). Australia: Australian Pattern Recognition Society. Pashler, H. (1990). Coordinate frame for symmetry detection and object recognition. Journal of Experimental Psychology: Human Perception and Performance, 16(1), Peoples, L. (2010). Making scents of sounds. Scientific American, 302(4), Pennisi, E. (1995). Not simply symmetry. Science News, 147,

90 Penton-Voak, I. S., Jones, B. C., Little, A. C., Baker, S., Tiddeman, B., Burt, D. M., & Perrett, D. I. (2001). Symmetry, sexual dimorphism facial proportions and male facial attractiveness. Proceedings of the Royal Society of London B, 268, 1-7. Perrett, D. I., Burt, D. M., Penton-Voak, I., Lee, K., Rowland, D., & Edwards, R. (1999). Symmetry and human facial attractiveness. Evolution and Human Behaviour, 20, Pinker, S. (1997). How the mind works. New York: Norton. Poirer, F., & Wilson, H. R. (2010). A biologically plausible model of human shape symmetry perception. Journal of Vision, 10(1), Pomerantz, J. R. (1977). Pattern goodness and speed of encoding. Memory and Cognition, 5, Pothos, E., & Ward, R. (2000). Symmetry, repetition, and figural goodness: An investigation of the Weight of Evidence theory. Cognition, 75, Priftis, K., Rusconi, E., Umilta, C., & Zorzi, M. (2003). Pure agnosia for mirror stimuli after right inferior parietal lesion. Brain, 126, Quinlan, P. T. (2002). Evidence for the use of scene-based frames of reference in twodimensional shape recognition. In C. W. Tyler (Ed.), Human symmetry perception and its computational analysis (pp ). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. Radesiter, T., & Halldorsdottir, H. (1993). Fluctuating asymmetry and forceps size in earwigs, Forficula auricularia. Animal Behaviour, 45,

91 Radomsky, A. S., & Rachman, S. (2004). Symmetry, ordering and arranging compulsive behaviour. Behaviour Research and Therapy, 42, Rainville, S. J. M., & Kingdom, F. A. A. (2000). The functional role of oriented spatial filters in the perception of mirror symmetry. Psychophysics modeling. Vision Research, 40, Rainville, S. J. M., & Kingdom, F. A. A. (2002). Scale invariance is driven by stimulus density. Vision Research, 42, Ramachandran, V. S., Altschuler, E. L., & Hillyer, S. (1997). Mirror agnosia. Proceedings of Biological Sciences, 264, Rauscher, F. H., Shaw, G. L. & Ky, K. N. (1993). Music and spatial task performance. Nature, 365, 611. Reber, R., Schwarz, N., & Winkielman, P. (2004). Processing fluency and aesthetic pleasure: Is beauty in the perceiver s processing experience? Personality and Social Psychology Review, 8, 364. Reber, R., Winkielman, P., & Schwarz, N. (1998). Effects of perceptual fluency on affective judgements. Psychological Science, 9, Redies, C., Hasenstein, J., & Denzler, J. (2007). Fractal-like image statistics in visual art: Similarity to natural scenes. Spatial Vision, 21, Rensch, B. (1958). Die wirksankeit äesthetischer faktoren bei wirbeltieren. Zeitschrift für Tierpsychologie, 15, Rentschler, I., Juttner, M., Unzicker, A., & Landis, T. (1999). Innate and learned components of human visual preference. Current Biology, 9,

92 Rhodes, G., Geddes, K., Jeffery, L., Dziurawiec, S., & Clark, A. (2002). Are average and symmetric faces attractive to infants? Discrimination and looking preferences. Perception, 31, Rhodes, G., Peters, M., Lee, K., Morrone, M. C., & Burr, D. (2005). Higher-level mechanisms detect facial symmetry. Proceedings of the Royal Society of London B, 272, Rhodes, G., Proffitt, F., Grady, J., & Sumich, A. (1998). Facial symmetry and the perception of beauty. Psychonomic Bulletin and Review, 5, Rhodes, G., Sumich, A., & Byatt, G. (1999). Are average facial configurations only attractive because of their symmetry? Psychological Science, 10, Rhodes, G., Yoshikawa, S., Clark, A., Lee, K., MacKay, R., & Akamatsu, S. (2001). Attractiveness of facial averageness and symmetry in non-western cultures: In search of biologically based standards of beauty. Perception, 30(5), Rhodes, G., & Zebrowitz, L. A. (2002). Advances in visual cognition (Volume1) Facial attractiveness: Evolutionary, cognitive and social perspectives. Westport, CT: Ablex. Rock, I. (1983). The logic of perception. Cambridge, Massachusetts, London, England: MIT Press. Rock, I., & Leaman, R. (1963). An experimental analysis of visual symmetry. Acta Psychologica, 21, Rollenhagen, J. E., & Olson, C. R. (2000). Mirror-image confusion in single neurons of the macaque inferotemporal cortex. Science, 287,

93 Romei, V., Murray, M. M., Cappe, C., & Thut, G. (2009). Preperceptual and stimulusselective enhancement of low-level human visual cortex excitability by sounds. Current Biology 19, Rosen, J. (1975). Symmetry discovered. Concepts and applications in nature and science. New York: Dover Publications. Rosen, J. (2009) Commentary: Symmetry at the foundation of science and nature. Symmetry, 1, 3 9. Rosenblum, L. D. (2010). See what I m saying: The extraordinary powers of our five senses. New York: W. W. Norton & Company. Royer, F. L. (1981). Detection of symmetry. Journal of Experimental Psychology: Human Perception and Performance. 7(6), Saarinen, J. (1988). Detection of mirror symmetry in random dot patterns at different eccentricities. Vision Research, 28(6), Sacks, O. (2007). Musicophilia. Tales of music and the brain. New York: Alfred A. Knopf. Samuels, C. A., Butterworth, G., Roberts, T., Graupner, L., & Hole, G. (1994). Facial aesthetics babies prefer attractiveness to symmetry. Perception, 23, Sandson, J., & Albert, M. L. (1987). Perseveration in behavioral neurology. Neurology, 37, Saragusti, I., Karasik, A., Sharon, I., & Smilansky, U. (2004). Symmetry and roughness of pre-historical tools: Archaeological evidence on the development of the human capability to produce symmetric and smooth-edged tools during 93

94 the Lower Paleolithic. Paper presented at Kimmel Centre for archaeological studies. The Weizmann Institute of Science, Israel. Sasaki, Y., Vanduffel, W., Knutsen, T., Tyler, C., & Tootell, R. (2005). Symmetry activates extrastriate visual cortex in human and nonhuman primates. Proceedings of the National Academy of Sciences of the U.S.A. 102, Scheib, J. E., Gangestad, S. W., & Thornhill, R. (1999). Facial attractiveness, symmetry and cues of good genes. Proceedings of the Royal Society of London B, 266, Seidel, J. (1998). Symmetry in season. Teaching Children Mathematics, 4, Sekuler, A. B., & Swimmer, M. B. (2000). Interactions between symmetry and elongation in determining reference frames for object perception. Canadian Journal of Psychology, 54, Servatius, B. (1997). The geometry of folding paper dolls. The Mathematical Gazette, 81(490), Shepard, R. N., & Levitin, D. J. (2002). Cognitive psychology and music. In D. J. Levitin (Ed.), Foundations of cognitive psychology: Core Readings. (pp ). Cambridge, Massachusetts, London, England: MIT Press. Shubnikov, A. V., & Koptsik, V. A. (1974). Symmetry in science and art. New York: Plenum Press. Siegel, R. (1976). Hallucinations in the mind's eye. Readings from Scientific American. New York: W. H. Freeman & Co. 94

95 Snyder, B. (2000). Music and memory: An introduction. Cambridge, Massachusetts, London, England: MIT Press. Solomon, L. J. (2002). Symmetry as a compositional determinant. Retrieved from Spears, W. C. (1964). Assessment of visual preference and discrimination in the fourmonth-old infant. Journal of Comparative and Physiological Psychology, 57, Stein, B. A., & Meredith, M. A. (1993). The merging of the senses. Cambridge, Massachusetts, London, England: MIT Press. Stevens, P. (1981). Handbook of regular patterns: An introduction to symmetry in two dimensions. Cambridge, Massachusetts: MIT Press. Stewart, I., & Golubitsky, M. (1992). Fearful symmetry: Is god a geometer? Cambridge, MA: Blackwell. Stucchi, N., Graciô, V., Toneatto, C., & Scocchi, L. (2010). The perceptual salience of symmetrical and asymmetrical sections of a line. Perception, 39, Sun, C. (1995). Symmetry detection using gradient information. Pattern Recognition Letters, 16, Swaddle, J. P. (1999). Visual signalling by asymmetry: A review of perceptual processes. Philosοphical Transactions of the Royal Society of London B, 354,

96 Swaddle, J. P., & Cuthill, I. C. (1994). Preference for symmetric males by female zebra finches. Nature, 367, Szilagyi, P. G., & Baird, J. C. (1977). A quantitative approach to the study of visual symmetry. Perception and Psychophysics, 22, Szlyck, J. P., Rock, I., & Fisher, C. B. (1995). Level of processing in the perception of symmetrical forms viewed from different angles. Spatial Vision, 9(1), Szlyk, J. P., Seiple, W., & Xie, W. (1995). Symmetry discrimination in patients with retinitis pigmentosa. Vision Research, 35(11), Tapiovaara, M. (1990). Ideal observer and absolute efficiency of detecting mirror symmetry in random images. Journal of Optical Society of America, 7, Tarasov, L. V. (1986). This amazingly symmetrical world. Symmetry around us. Symmetry at the heart of everything. New York: Mir Publishers. Temperley, D. (2001). The cognition of basic musical structures. Cambridge, Massachusetts, London, England: MIT Press. Τζεκάκη, Μ. (1996). Μαθηματικές δραστηριότητες για την προσχολική ηλικία. Αθήνα: Gutenberg. Τζεκάκη, Μ., & Χριστοδούλου, Ι. (2004). Τα μαθηματικά, ένα παιχνίδι. Στο Π. Χατζηκαμάρη & Μ. Κοκκίδου (Eπιμ.), Το παιχνίδι στην εκπαιδευτική διαδικασία, Πρακτικά διημερίδας, (σ ). Θεσσαλονίκη: University Press. 96

97 Thomas, A. L. R. (1993). On avian asymmetry: The evidence of natural selection for symmetrical tails and wings in birds. Proceedings of the Royal Society of London B. Biological Sciences, 252, Thornhill, R. (1992). Fluctuating asymmetry and the mating system of the Japanese scorpionfly, Panorpa japonica. Animal Behaviour, 44, Thornhill, R., & Gangestad, S. W. (1993). Human facial beauty: Averageness, symmetry, and parasite resistance. Human Nature, 4, Thornhill, R., & Gangestad, S. W. (1994). Human fluctuating asymmetry and sexual behavior. Psychological Science, 5, Thornhill, R., & Gangestad, S. W. (1999). Facial attractiveness. Trends in Cognitive Sciences, 3, Tinio, P. P. L., & Leder, H. (2009). Just how stable are stable aesthetic features? Symmetry, complexity, and the jaws of massive familiarization. Acta Psychologica, 130, Tjan, B. S., & Liu, Z. (2005). Symmetry impedes symmetry discrimination. Journal of Vision, 5, Tootell, R. B. H., Mendola, J. D., Hadjikhani, N. K., Ledden, P. J., Liu, A. K., Reppas, J. B., Sereno, M. I., & Dale, A. M. (1997). Functional analysis of V3A and related areas in human visual cortex. The Journal of Neuroscience, 17(18), Toth, N. (1990). The prehistoric roots of a human concept of symmetry. Symmetry: Culture and Science, 1(3),

98 Touroutoglou, A., & Efklides, A. (2010). Cognitive interruption as an object of metacognitive monitoring: Feeling of difficulty and surprise. In A. Efklides & P. Misailidi (Eds.), Trends and prospects in metacognition research (pp ). New York: Springer. Tovee, M. J., Tasker, K., & Benson, P. J. (2000). Is symmetry a visual cue to attractiveness in the human female body? Evolution and Human Behaviour, 21, Treder, M. S. (2010). Behind the looking-glass: A review on human symmetry perception. Symmetry, 2, Tuckey, S. F. (2005). Mind the tempo: Children s conceptions of symmetry in time. Paper presented at the North American Chapter of the International Group for the Psychology of Mathematics Education. Tyler, C.W. (1995). Empirical aspects of symmetry perception. Spatial Vision, 9, 1 7. Tyler, C. W. (2002). Human symmetry perception and its computational analysis. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. Tyler, C. W., Baseler, H. A., Kontsevich, L. L., Likova, L. T., Wade, A. R., & Wandell, B. A. (2005). Predominantly extra-retinotopic cortical response to pattern symmetry. NeuroImage, 24, Tyler, C.W., & Hardage, L. (2002). Mirror symmetry detection: Predominance of second-order pattern processing throughout the visual field. In C. W. Tyler (Ed.), Human symmetry perception and its computational analysis (pp ). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. 98

99 Tyler, C. W., Hardage, L., & Miller, R. T. (1995). Multiple mechanisms for the detection of mirror symmetry. Spatial Vision, 9(1), Valentine, C. W. (1925). An introduction to the experimental psychology of beauty. London: Jack. VandenBos, G. (2002). APA dictionary of psychology. Washington D.C.: American Psychological Association. van der Helm, P. A., & Leeuwenberg, E. L. (1996). Goodness of visual regularities: A nontransformational approach. Psychological. Review, 103, van der Helm, P.A., & Leeuwenberg, E. L. (1999). A better approach to goodness: Reply to Wagemans. Psychological Review, 106, Van der Vloed, G., Csatho, A., & van der Helm, P. A. (2007). Effects of asynchrony on symmetry perception. Psychological Research, 71, van der Zwan, R., Leo, E., Joung, W., Latimer, C., & Wenderoth, P. (1998). Evidence that both area V1 and extrastriate visual cortex contribute to symmetry perception. Current Biology, 8, Vetter, T., & Poggio, T. (1994). Symmetrical 3D objects are an easy case for 2D object. Spatial Vision, 8(4), Vetter, T., Poggio, T., & Bultoff, H. H. (1994). The importance of symmetry and virtual views in three dimensional object recognition. Current Biology, 4, Voloshinov, A. V. (1996). Symmetry as a superprinciple of science and art. Leonardo, 29(2),

100 von Ferson, L., Manos, C. S., Goldowsky, B., & Roitblat, H. (1992). Marine mammal sensory systems. New York: Plenum. Wade, A. R., Brewer, A. A., Rieger, J. W., & Wandell, B. A. (2002). Functional measurements of human ventral occipital cortex: Retinotopy and colour. Philosοphical Transactions of the Royal Society of London B. Biological Sciences, 357, Wagemans, J. (1993). Skewed symmetry: Α nonaccidental property used to perceive visual forms. Journal of Experimental Psychology: Human Perception and Performance, 19(2), Wagemans, J. (1995). Detection of visual symmetries. Spatial Vision 9, Wagemans, J. (1997). Characteristics and models of human symmetry detection. Trends in Cognitive Science, 1(9), Wagemans, J. (1999). Parallel visual processing in symmetry perception: Normality and pathology. Documenta Ophthalmologica, 95, Wagemans, J., van Gool, L., & d Ydewalle, G. (1991). Detection of symmetry in tachistoscopically presented dot patterns: Effects of multiple axes and skewing. Perception & Psychophysics, 50, Wagemans, J., van Gool, L., & d Ydewalle, G. (1992). Orientational effects and component processes in symmetry detection. Quarterly Journal of Experimental Psychology, 44, Wagemans, J., van Gool, L., Swinnen, V., & van Horebeek, J. (1993). Higher-order structure in regularity detection. Vision Research, 33,

101 Washburn, D. K., & Crowe, D. S. (1988). Symmetries of Culture. Seattle: University of Washington Press. Washburn, D., & Humphrey, D. (2001). Symmetries in the mind: Production, perception, and preference for seven one-dimensional patterns. Visual Arts Research, 70, Wenderoth, P. (1994). The salience of vertical symmetry. Perception, 23, Wenderoth, P. (1995). The role of pattern outline in bilateral symmetry detection with briefly flashed dot patterns. Spatial Vision, 9, Wenderoth, P. (1996). The effects of dot pattern parameters and constraints on the relative salience of vertical bilateral symmetry. Vision Research, 36, Wenderoth, P. (1997a). The effects on bilateral symmetry detection of multiple symmetry, near symmetry, and axis orientation. Perception, 26, Wenderoth, P. (1997b). The role of implicit axes of bilateral symmetry in orientation processing. Australian Journal of Psychology, 49(3), Wenderoth, P. (2002). The role of pattern outline in bilateral symmetry detection with briefly flashed dot patterns. In C. W. Tyler (Ed.), Human symmetry perception and its computational analysis (pp ). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. Weyl, H. (1952). Symmetry. New Jersey: Princeton University Press. Wislon, H. R., & Wilkinson, F. (2002). Symmetry perception: A novel approach for biological shapes. Vision Research, 42,

102 Wilson, H. R., Wilkinson, F., Lin, L. M., & Castillo, M. (2000). Perception of head orientation. Vision Research, 40(5), Wigner, E. O. (1970). Symmetries and reflections. Scientific essays. Cambridge, Massachusetts, London, England: MIT Press. Wolfe, J. M., & Friedman-Hill, S. R. (1992). On the role of symmetry in visual search. Psychological Science, 3, Wolter, J. D., Woo, T. C., & Volz, R. A. (1985). Optimal algorithms for symmetry detection in two and three dimensions. The Visual Computer, 1, Xistouri, X. (2007). Students ability in solving line symmetry tasks. CERME, 5, Xistouri, Χ., & Pitta-Pantazi, D. (2006). Spatial rotation and perspective taking abilities in relation to performance in reflective symmetry tasks. In J. Novotná, H. Moraová, M. Krátká & N. Stehlíková (Eds.), Proceedings 30th Conference of the International Group for the Psychology of Mathematics Education, Vol. 5, (pp ). Prague: PME. Yuen, K. S. Y., & Chan, W. W. (1994). Two methods for detecting symmetries. Pattern Recognition Letters, 15, Zabrodsky, H., & Algom, D. (2002). Continuous symmetry: A model for human figural perception. In C. W. Tyler (Ed.), Human symmetry perception and its computational analysis (pp ). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. 102

103 Zhang, L., & Gerbino, W. (1992). Symmetry in opposite-contrast dot patterns. Perception, 21(2), 95. Zimmer, A. C. (1984). Foundations for the measurement of phenomenal symmetry. Gestalt Theory, 6,

104 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 104

105 Πίνακας 1. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις δημογραφικών στοιχείων του δείγματος. Φύλο Ν Μέσος όρος ηλικίας Με μουσική παιδεία Γυναίκες 11 43, Άνδρες 17 40, Χωρίς μουσική παιδεία Πίνακας 2. Στατιστικώς σημαντικές συσχετίσεις μεταγνωστικού αισθήματος βεβαιότητας και αισθήματος δυσκολίας για το σύνολο των οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων. Ερεθίσματα r Οπτικά συμμετρικά μικρά κάθετα Οπτικά συμμετρικά μεγάλα επανάληψη Ακουστικά συμμετρικά μικρά κάθετα Ακουστικά συμμετρικά μεγάλα κάθετα Ακουστικά συμμετρικά μικρά επανάληψη Ακουστικά συμμετρικά μεγάλα επανάληψη Ακουστικά συμμετρικά μικρά οριζόντια Ακουστικά συμμετρικά μεγάλα οριζόντια Μη-συμμετρικά ακουστικά μικρά Μη-συμμετρικά ακουστικά μεγάλα

106 Εικόνα 1. Παραδείγματα ειδών συμμετρίας Εικόνα 2. Παράδειγμα οριζόντιας κατοπτρικής συμμετρίας γύρω από κάθετο άξονα 106

107 Εικόνα 3. Παράδειγμα κάθετης κατοπτρικής συμμετρίας γύρω από οριζόντιο άξονα 107

108 Εικόνα 4. Παράδειγμα περιστροφικής συμμετρίας 180 μοιρών γύρω από κάθετο άξονα 108

109 Εικόνα 5. Παράδειγμα μεταβατικής συμμετρίας γύρω από κάθετο άξονα 109

110 Εικόνα 6. Παράδειγμα οριζόντιας διαστολής 110

ΟΠΤΙΚΉ ΑΝΤΊΛΗΨΗ ΣΥΜΜΕΤΡΊΑΣ

ΟΠΤΙΚΉ ΑΝΤΊΛΗΨΗ ΣΥΜΜΕΤΡΊΑΣ ΟΠΤΙΚΉ ΑΝΤΊΛΗΨΗ ΣΥΜΜΕΤΡΊΑΣ ΒΑΐΤΣΑ ΓΙΑΝΝΟΎΛΗ* Περίληψη Η παρούσα εργασία αποτελεί μία ανασκόπηση ερευνών σχετικών με την οπτική αντίληψη συμμετρίας σε ανθρώπους και ζώα. Ειδικότερα, παρουσιάζονται δεδομένα

Διαβάστε περισσότερα

Κλινική Νευροψυχολογία του παιδιού

Κλινική Νευροψυχολογία του παιδιού Κλινική Νευροψυχολογία του παιδιού Α εξάμηνο Διδάσκων : Α. Β. Καραπέτσας Ακαδημαϊκό έτος 2015-2016 1 ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ 2 Μία από τις πρώτες έρευνες που μελετούν και επιβεβαιώνουν ότι τα άτομα με μουσική

Διαβάστε περισσότερα

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32)

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32) Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32) Διάλεξη 7 Προσεγγίσεις στη μελέτη της αντίληψης Πέτρος Ρούσσος Προσεγγίσεις στη μελέτη της αντίληψης Ανωφερείς (bottom up) και κατωφερείς (top down) προσεγγίσεις Αντίληψη για

Διαβάστε περισσότερα

710 -Μάθηση - Απόδοση

710 -Μάθηση - Απόδοση 710 -Μάθηση - Απόδοση Διάλεξη 6η Ποιοτική αξιολόγηση της Κινητικής Συμπεριφοράς Παρατήρηση III Η διάλεξη αυτή περιλαμβάνει: Διαδικασία της παρατήρησης & της αξιολόγησης Στόχοι και περιεχόμενο παρατήρησης

Διαβάστε περισσότερα

710 -Μάθηση - Απόδοση

710 -Μάθηση - Απόδοση 710 -Μάθηση - Απόδοση Διάλεξη 6η Ποιοτική αξιολόγηση της Κινητικής Παρατήρηση Αξιολόγηση & Διάγνωση Η διάλεξη αυτή περιλαμβάνει: Διαδικασία της παρατήρησης & της αξιολόγησης Στόχοι και περιεχόμενο παρατήρησης

Διαβάστε περισσότερα

Γνωστική-Πειραµατική Ψυχολογία

Γνωστική-Πειραµατική Ψυχολογία Γνωστική-Πειραµατική Ψυχολογία ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2018 Γνωστική λειτουργία & φλοιός. Γνωστική λειτουργία & φλοιός. Γνωστικές λειτουργίες à επεξεργασία πληροφοριών από διαφορετικές περιοχές (µεγαλύτερη ( αποκλειστική)

Διαβάστε περισσότερα

Αντίληψη. Αντίληψη είναι η γνωστική διεργασία που µας επιτρέπει να έχουµε µία εικόνα του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού περιβάλλοντος.

Αντίληψη. Αντίληψη είναι η γνωστική διεργασία που µας επιτρέπει να έχουµε µία εικόνα του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού περιβάλλοντος. Αντίληψη Αντίληψη εί η γνωστική διεργασία που µας επιτρέπει να έχουµε µία εικόνα του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού περιβάλλοντος. Ηαντίληψηαποτελείκρίσιµη και αναγκαία προϋπόθεση για οποιαδήποτε γνωστική

Διαβάστε περισσότερα

Διάλεξη 8. Η Φυσική της Μουσικής Τ.Ε.Ι. Ιονίων Νήσων. Αντιληπτό ύψος καθαρού τόνου Απόλυτο ύψος

Διάλεξη 8. Η Φυσική της Μουσικής Τ.Ε.Ι. Ιονίων Νήσων. Αντιληπτό ύψος καθαρού τόνου Απόλυτο ύψος Η Φυσική της Μουσικής Τ.Ε.Ι. Ιονίων Νήσων Διάλεξη 8 Αντιληπτό ύψος καθαρού τόνου Απόλυτο ύψος Ανασκόπηση της Διάλεξης 7 Το αν ένας ήχος είναι ακουστός ή όχι εξαρτάται κυρίως από την έντασή του και τη συχνότητα.

Διαβάστε περισσότερα

Οδηγίες σχεδίασης στο περιβάλλον Blender

Οδηγίες σχεδίασης στο περιβάλλον Blender Οδηγίες σχεδίασης στο περιβάλλον Blender Στον πραγματικό κόσμο, αντιλαμβανόμαστε τα αντικείμενα σε τρεις κατευθύνσεις ή διαστάσεις. Τυπικά λέμε ότι διαθέτουν ύψος, πλάτος και βάθος. Όταν θέλουμε να αναπαραστήσουμε

Διαβάστε περισσότερα

Μονοπαραγοντική Ανάλυση Διακύμανσης Ανεξάρτητων Δειγμάτων

Μονοπαραγοντική Ανάλυση Διακύμανσης Ανεξάρτητων Δειγμάτων Μονοπαραγοντική Ανάλυση Διακύμανσης Ανεξάρτητων Δειγμάτων 1 Μονοπαραγοντική Ανάλυση Διακύμανσης Παραμετρικό στατιστικό κριτήριο για τη μελέτη της επίδρασης μιας ανεξάρτητης μεταβλητής στην εξαρτημένη Λογική

Διαβάστε περισσότερα

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32)

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32) Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32) Διάλεξη 6 Μηχανισμοί επεξεργασίας οπτικού σήματος Οι άλλες αισθήσεις Πέτρος Ρούσσος Η αντιληπτική πλάνη του πλέγματος Hermann 1 Πλάγια αναστολή Η πλάγια αναστολή (lateral inhibition)

Διαβάστε περισσότερα

των αποτελεσμάτων της έρευναςσυμπεράσματα-επαναληψιμότητα

των αποτελεσμάτων της έρευναςσυμπεράσματα-επαναληψιμότητα ΣΥΓΓΡΑΦΗ: Παρουσίαση Αποτελεσμάτωνσυζήτηση των αποτελεσμάτων της έρευναςσυμπεράσματα-επαναληψιμότητα έρευνας Καμπάς Αντώνης Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Εξειδίκευσης του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας

Διαβάστε περισσότερα

Οπτική αντίληψη. Μετά?..

Οπτική αντίληψη. Μετά?.. Οπτική αντίληψη Πρωτογενής ερεθισµός (φυσικό φαινόµενο) Μεταφορά µηνύµατος στον εγκέφαλο (ψυχολογική αντίδραση) Μετατροπή ερεθίσµατος σε έννοια Μετά?.. ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΟΡΑΣΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΟΥΜΕ

Διαβάστε περισσότερα

Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Πειραμάτων

Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Πειραμάτων Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Πειραμάτων Πρώτο στάδιο: λειτουργικοί ορισμοί της ανεξάρτητης και της εξαρτημένης μεταβλητής Επιλογή της ανεξάρτητης μεταβλητής Επιλέγουμε μια ανεξάρτητη μεταβλητή (ΑΜ), την οποία

Διαβάστε περισσότερα

ΟΠΤΙΚΟΚΙΝΗΤΙΚO ΣYΣΤΗΜΑ. Αθανασιάδης Στάθης φυσικοθεραπευτής NDT

ΟΠΤΙΚΟΚΙΝΗΤΙΚO ΣYΣΤΗΜΑ. Αθανασιάδης Στάθης φυσικοθεραπευτής NDT ΟΠΤΙΚΟΚΙΝΗΤΙΚO ΣYΣΤΗΜΑ Αθανασιάδης Στάθης φυσικοθεραπευτής NDT ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜOΣ ΤΗΣ ΟΡΑΣΗΣ «κοιτάζουμε με τα μάτια αλλά βλέπουμε με τον εγκέφαλο» 90% των πληροφοριών που φθάνουν στον εγκέφαλο περνούν μέσα

Διαβάστε περισσότερα

1 ο ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Α ΡΙΑΝΟΥ 114 10558 ΑΘΗΝΑ Τηλέφωνο: 2103231788 - Fax: 2103223296

1 ο ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Α ΡΙΑΝΟΥ 114 10558 ΑΘΗΝΑ Τηλέφωνο: 2103231788 - Fax: 2103223296 1 ο ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Α ΡΙΑΝΟΥ 114 10558 ΑΘΗΝΑ Τηλέφωνο: 2103231788 - Fax: 2103223296 Πολιτιστικό πρόγραµµα: Επίσκεψη στο Μουσείο Ηρακλειδών 21/2/2012 Σ.Πατσιοµίτου Η επίσκεψη στο Μουσείο

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (# 252) Ε ΕΞΑΜΗΝΟ 9 η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΛΙΓΗ ΘΕΩΡΙΑ Στην προηγούμενη διάλεξη μάθαμε ότι υπάρχουν διάφορες μορφές έρευνας

Διαβάστε περισσότερα

Χωρικές σχέσεις και Γεωμετρικές Έννοιες στην Προσχολική Εκπαίδευση

Χωρικές σχέσεις και Γεωμετρικές Έννοιες στην Προσχολική Εκπαίδευση Χωρικές σχέσεις και Γεωμετρικές Έννοιες στην Προσχολική Εκπαίδευση Ενότητα 7: Κανονικότητες, συμμετρίες και μετασχηματισμοί στο χώρο Δημήτρης Χασάπης Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία

Διαβάστε περισσότερα

Διδάσκων : Αργύρης Καραπέτσας Καθηγητής Νευροψυχολογίας Νευρογλωσσολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Διδάσκων : Αργύρης Καραπέτσας Καθηγητής Νευροψυχολογίας Νευρογλωσσολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Διδάσκων : Αργύρης Καραπέτσας Καθηγητής Νευροψυχολογίας Νευρογλωσσολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 1 Δυσαριθμησία Αξιολόγηση Διάγνωση 2 Όροι και Ορισμοί των Μαθηματικών Διαταραχών Έχουν χρησιμοποιηθεί όροι

Διαβάστε περισσότερα

Β. ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΙΣΤΙΚΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ 2. ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ

Β. ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΙΣΤΙΚΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ 2. ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ Β. ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΙΣΤΙΚΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ 2. ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ Η συμμετρική και η ασύμμετρη οργάνωση Κάθε καλλιτεχνικό έργο μπορεί να έχει συνθετική ενότητα και να είναι ολοκληρωμένο ως σύνολο, αλλά χρειάζεται

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΙΧΝΟΥΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΚΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ: ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΟΠΗΣ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΥ ΤΟΥ ΣΧΗΜΑΤΟΣ

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΙΧΝΟΥΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΚΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ: ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΟΠΗΣ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΥ ΤΟΥ ΣΧΗΜΑΤΟΣ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΙΧΝΟΥΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΚΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ: ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης

Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης Clements & Sarama, 2009; Sarama & Clements, 2009 Χωρική αντίληψη και σκέψη Προσανατολισμός στο χώρο Οπτικοποίηση (visualization) Νοερή εικονική αναπαράσταση Νοερή

Διαβάστε περισσότερα

Μια από τις σημαντικότερες δυσκολίες που συναντά ο φυσικός στη διάρκεια ενός πειράματος, είναι τα σφάλματα.

Μια από τις σημαντικότερες δυσκολίες που συναντά ο φυσικός στη διάρκεια ενός πειράματος, είναι τα σφάλματα. Εισαγωγή Μετρήσεις-Σφάλματα Πολλές φορές θα έχει τύχει να ακούσουμε τη λέξη πείραμα, είτε στο μάθημα είτε σε κάποια είδηση που αφορά τη Φυσική, τη Χημεία ή τη Βιολογία. Είναι όμως γενικώς παραδεκτό ότι

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΕΤΟΣΦΑΙΡΙΣΗ ΚΜ: : 305 ΠΑΤΣΙΑΟΥΡΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ

ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΕΤΟΣΦΑΙΡΙΣΗ ΚΜ: : 305 ΠΑΤΣΙΑΟΥΡΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΕΤΟΣΦΑΙΡΙΣΗ ΚΜ: : 305 ΠΑΤΣΙΑΟΥΡΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΑΘΗΣΗΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ ΣΤΟ ΒΟΛΕΪ Η μάθηση μιας κίνησης είναι το σύνολο των εσωτερικών

Διαβάστε περισσότερα

29. Βοηθητικό ρόλο στους μαθητές με δυσγραφία κατέχει η χρήση: Α) ηλεκτρονικών υπολογιστών Β) αριθμομηχανών Γ) λογογράφων Δ) κανένα από τα παραπάνω

29. Βοηθητικό ρόλο στους μαθητές με δυσγραφία κατέχει η χρήση: Α) ηλεκτρονικών υπολογιστών Β) αριθμομηχανών Γ) λογογράφων Δ) κανένα από τα παραπάνω ΔΥΣΓΡΑΦΙΑ Ερωτήσεις 1. Η δυσγραφία μπορεί να χωριστεί στις δύο ακόλουθες κατηγορίες: Α) γενική και μερική Β) γενική και ειδική Γ) αναπτυξιακή και επίκτητη Δ) αναπτυξιακή και μαθησιακή 2. Η αναπτυξιακή

Διαβάστε περισσότερα

Βετεράνοι αθλητές. Απόδοση & Ηλικία. Βασικά στοιχεία. Αθλητισμός Επιδόσεων στη 2η και 3η Ηλικία. Γενικευμένη θεωρία για τη

Βετεράνοι αθλητές. Απόδοση & Ηλικία. Βασικά στοιχεία. Αθλητισμός Επιδόσεων στη 2η και 3η Ηλικία. Γενικευμένη θεωρία για τη Αθλητισμός Επιδόσεων στη 2η και 3η Ηλικία. Γενικευμένη θεωρία για τη Διατήρηση η της αθλητικής απόδοσης 710: 8 η Διάλεξη Μιχαλοπούλου Μαρία Ph.D. Περιεχόμενο της διάλεξης αυτής αποτελούν: Αγωνιστικός αθλητισμός

Διαβάστε περισσότερα

Χωρικές σχέσεις και Γεωμετρικές Έννοιες στην Προσχολική Εκπαίδευση

Χωρικές σχέσεις και Γεωμετρικές Έννοιες στην Προσχολική Εκπαίδευση Χωρικές σχέσεις και Γεωμετρικές Έννοιες στην Προσχολική Εκπαίδευση Ενότητα 1: Η αίσθηση, η αντίληψη και η νόηση του χώρου Δημήτρης Χασάπης Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία Χώρος Η αίσθηση

Διαβάστε περισσότερα

4.1 Εύρεση του Συνόλου των ιεργασιών Συμμετρίας ενός Μορίου

4.1 Εύρεση του Συνόλου των ιεργασιών Συμμετρίας ενός Μορίου 4. Ομάδες Σημείου ιδακτικοί στόχοι Μετά την ολοκλήρωση της μελέτης του κεφαλαίου αυτού θα μπορείτε να... o ορίζετε την έννοια της ομάδας σημείου ενός μορίου o διακρίνετε τις βασικές κατηγορίες ομάδων σημείου

Διαβάστε περισσότερα

Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

Κωνσταντίνος Π. Χρήστου 1 Κριτήρια: Διδακτική διαδικασία Μαθητοκεντρικά Δασκαλοκεντρικά Αλληλεπίδρασης διδάσκοντα διδασκόµενου Είδος δεξιοτήτων που θέλουν να αναπτύξουν Επεξεργασίας Πληροφοριών Οργάνωση-ανάλυση πληροφοριών, λύση

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00) ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00) Πέτρος Ρούσσος ΔΙΑΛΕΞΗ 6 Τι είναι Νοημοσύνη; Η ικανότητα του ατόμου να αφομοιώνει νέες πληροφορίες, να επωφελείται από τις εμπειρίες του και να προσαρμόζεται ρμ σε νέες

Διαβάστε περισσότερα

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας: Στόχος της ψυχολογικής έρευνας: Συστηματική περιγραφή και κατανόηση των ψυχολογικών φαινομένων. Η ψυχολογική έρευνα χρησιμοποιεί μεθόδους συστηματικής διερεύνησης για τη συλλογή, την ανάλυση και την ερμηνεία

Διαβάστε περισσότερα

Ζητήματα μεθοδολογίας στη διαπολιτισμική έρευνα

Ζητήματα μεθοδολογίας στη διαπολιτισμική έρευνα Ζητήματα μεθοδολογίας στη διαπολιτισμική έρευνα Θεωρητικές μεθοδολογικές επιπτώσεις από την προσθήκη του πολιτισμού ως επιπέδου ανάλυσης Πολιτισμική προκατάληψη και ισοτιμία στη διαπολιτισμική σύγκριση

Διαβάστε περισσότερα

Μοντεσσόρι: Ένας κόσμος επιτευγμάτων. Το πρώτο μου βιβλίο για τους ΑΡΙΘΜΟΥΣ. με πολλά φανταστικά αυτοκόλλητα

Μοντεσσόρι: Ένας κόσμος επιτευγμάτων. Το πρώτο μου βιβλίο για τους ΑΡΙΘΜΟΥΣ. με πολλά φανταστικά αυτοκόλλητα Μοντεσσόρι: Ένας κόσμος επιτευγμάτων Το πρώτο μου βιβλίο για τους ΑΡΙΘΜΟΥΣ με πολλά φανταστικά αυτοκόλλητα ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΡΙΘΜΟΥΣ Η απόκτηση μιας δεξιότητας ή η ανάπτυξη της γνώσης απαιτεί

Διαβάστε περισσότερα

Κλίμακες για ανίχνευση αναπτυξιακών διαταραχών. Ζωή Καραμπατζάκη, Δρ Ειδικής Αγωγής, Σχολική Σύμβουλος Π.Α.

Κλίμακες για ανίχνευση αναπτυξιακών διαταραχών. Ζωή Καραμπατζάκη, Δρ Ειδικής Αγωγής, Σχολική Σύμβουλος Π.Α. Κλίμακες για ανίχνευση αναπτυξιακών διαταραχών Ζωή Καραμπατζάκη, Δρ Ειδικής Αγωγής, Σχολική Σύμβουλος Π.Α. (Αναπτυξιακή Ανιχνευτική Δοκιμασία,των Frankenburg & Dodds, 1967) Ανιχνεύει προβλήματα νοητικής

Διαβάστε περισσότερα

Γνωστική Ανάπτυξη Ενότητα 7: Ανάπτυξη Αντίληψης

Γνωστική Ανάπτυξη Ενότητα 7: Ανάπτυξη Αντίληψης Γνωστική Ανάπτυξη Ενότητα 7: Ανάπτυξη Αντίληψης Διδάσκουσα: Ειρήνη Σκοπελίτη Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και της Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία Σκοποί ενότητας Παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο αναπτύσσεται

Διαβάστε περισσότερα

13 ο ΠΑΓΚΥΠΡΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2010 Εργαστήριο

13 ο ΠΑΓΚΥΠΡΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2010 Εργαστήριο 13 ο ΠΑΓΚΥΠΡΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2010 Εργαστήριο «Δυσλεξία: Μια λέξη δύσκολη και μόνο να την πεις φαντάσου το μαρτύριο όμως να τη ζεις» Μαρία Χριστοπούλου, Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΙΖΩ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ

ΠΑΙΖΩ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ 1oς ΚΥΚΛΟΣ - ΠΑΙΖΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΑΡΙΘΜΟΥΣ Α Ενότητα Ανακαλύπτουμε τις ιδιότητες των υλικών μας, τα τοποθετούμε σε ομάδες και διατυπώνουμε κριτήρια ομαδοποίησης Οι μαθητές μαθαίνουν να αναπτύσσουν

Διαβάστε περισσότερα

6. ΠΡΟΣΟΧΗ. Ο William James (1890) και άλλοι από τους πρώτους ψυχολόγους μελέτησαν την προσοχή με τη μέθοδο της ενδοσκόπησης.

6. ΠΡΟΣΟΧΗ. Ο William James (1890) και άλλοι από τους πρώτους ψυχολόγους μελέτησαν την προσοχή με τη μέθοδο της ενδοσκόπησης. 6. ΠΡΟΣΟΧΗ Σε τι αναφέρεται η προσοχή; Η προσοχή είναι μία αυτόνομη διεργασία του κεντρικού νευρικού συστήματος κατά την οποία οι αισθήσεις εστιάζουν σε συγκεκριμένα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. ΙΣΤΟΡΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα 9

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα 9 Περιεχόμενα Προλογικό Σημείωμα 9 1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.1. Εισαγωγή 14 1.2 Τα βασικά δεδομένα των Μαθηματικών και οι γνωστικές απαιτήσεις της κατανόησης, απομνημόνευσης και λειτουργικής χρήσης τους 17 1.2.1. Η

Διαβάστε περισσότερα

1 η ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΣΚΗΣΗ

1 η ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΑΕΙ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΤ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Τ.Ε. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ Σκοπός της άσκησης 1 η ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΣΚΗΣΗ Σκοπός αυτής της άσκησης είναι η εξοικείωση των σπουδαστών με τα σφάλματα που

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 5: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: III

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 5: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: III ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες Θεματική Ενότητα 5: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: III Θεματική Ενότητα 5: Στόχοι: Η εισαγωγή των φοιτητών στην ψυχολογική προσέγγιση της Σχολής

Διαβάστε περισσότερα

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΝΕΥΡΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ. Ευανθία Σούμπαση. Απαρτιωμένη Διδασκαλία

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΝΕΥΡΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ. Ευανθία Σούμπαση. Απαρτιωμένη Διδασκαλία Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΝΕΥΡΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ Ευανθία Σούμπαση Απαρτιωμένη Διδασκαλία ΠΕΔΙΟ ΝΕΥΡΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΟΡΙΣΜΟΣ Η επιστήμη που ασχολείται με τον προσδιορισμό της λειτουργικής κατάστασης του εγκεφάλου

Διαβάστε περισσότερα

Μουσική Παιδαγωγική Θεωρία και Πράξη

Μουσική Παιδαγωγική Θεωρία και Πράξη Μουσική Παιδαγωγική Θεωρία και Πράξη Σκοποί Στόχοι - Δραστηριότητες Ζωή Διονυσίου Χρηματοδότηση Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό έχει αναπτυχθεί στα πλαίσια του εκπαιδευτικού έργου του διδάσκοντα. Το έργο «Ανοικτά

Διαβάστε περισσότερα

Γεωργική Εκπαίδευση. Θεματική ενότητα 10 1/2. Όνομα καθηγητή: Αλέξανδρος Κουτσούρης Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης

Γεωργική Εκπαίδευση. Θεματική ενότητα 10 1/2. Όνομα καθηγητή: Αλέξανδρος Κουτσούρης Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης Γεωργική Εκπαίδευση Θεματική ενότητα 10 1/2 Όνομα καθηγητή: Αλέξανδρος Κουτσούρης Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης ΜΑΘΗΣΙΑΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ Οι φοιτητές/τριες πρέπει να είναι ικανοί/ες: α) να αναφέρουν

Διαβάστε περισσότερα

Εντοπισμός νοητικών ελλειμμάτων από απόσταση μέσω του εικονικού σούπερ μάρκετ

Εντοπισμός νοητικών ελλειμμάτων από απόσταση μέσω του εικονικού σούπερ μάρκετ Εντοπισμός νοητικών ελλειμμάτων από απόσταση μέσω του εικονικού σούπερ μάρκετ Virtual Super Market Remote Assessment Routine (VSM-RAR) Στέλιος Ζυγούρης MSc Ψυχολόγος Μάγδα Τσολάκη, MD, PhD Νευρολόγος Εικονική

Διαβάστε περισσότερα

Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας;

Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας; Για τους γονείς και όχι μόνο από το Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας; Ακουστικός, οπτικός ή μήπως σφαιρικός; Ανακαλύψτε ποιος είναι ο μαθησιακός τύπος του παιδιού σας, δηλαδή με ποιο τρόπο μαθαίνει

Διαβάστε περισσότερα

Χωρικές σχέσεις και Γεωμετρικές Έννοιες στην Προσχολική Εκπαίδευση

Χωρικές σχέσεις και Γεωμετρικές Έννοιες στην Προσχολική Εκπαίδευση Χωρικές σχέσεις και Γεωμετρικές Έννοιες στην Προσχολική Εκπαίδευση Ενότητα 6: Γεωμετρικά σχήματα και μεγέθη δύο και τριών διαστάσεων Δημήτρης Χασάπης Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ 10ο ΜΕΡΟΣ Γ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ

ΜΑΘΗΜΑ 10ο ΜΕΡΟΣ Γ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ ΜΑΘΗΜΑ 10ο ΜΕΡΟΣ Γ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ Πρόσφατες εργασίες έχουν αποδείξει ότι στη μνήμη παρεμβαίνουν πολλές περιοχές του εγκεφάλου Παρ όλα αυτά, υπάρχουν διαφορετικοί τύποι μνήμης και ορισμένες

Διαβάστε περισσότερα

Η ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ. Μαθήτριες: Μακρή Κωνστάντια, Μητσοτάκη Ναταλία, Πανταζοπούλου Υβόνη, Παντελή Ιωάννα

Η ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ. Μαθήτριες: Μακρή Κωνστάντια, Μητσοτάκη Ναταλία, Πανταζοπούλου Υβόνη, Παντελή Ιωάννα Η ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ Μαθήτριες: Μακρή Κωνστάντια, Μητσοτάκη Ναταλία, Πανταζοπούλου Υβόνη, Παντελή Ιωάννα Τι είναι συμμετρία; Η ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ Η λέξη «συμμετρία» χρησιμοποιείται στην καθημερινότητα

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστηριακή Άσκηση Β3: Πειράματα περίθλασης από κρύσταλλο λυσοζύμης

Εργαστηριακή Άσκηση Β3: Πειράματα περίθλασης από κρύσταλλο λυσοζύμης Βιοφυσική & Νανοτεχνολογία Εργαστηριακή Άσκηση Β3: Πειράματα περίθλασης από κρύσταλλο λυσοζύμης Ημερομηνία εκτέλεσης άσκησης... Ονοματεπώνυμα... Περίληψη Σκοπός της άσκησης είναι η εξοικείωση με την χρήση

Διαβάστε περισσότερα

Η προσέγγιση του γραπτού λόγου και η γραφή. Χ.Δαφέρμου

Η προσέγγιση του γραπτού λόγου και η γραφή. Χ.Δαφέρμου Η προσέγγιση του γραπτού λόγου και η γραφή Πώς μαθαίνουν τα παιδιά να μιλούν? Προσπαθώντας να επικοινωνήσουν Πώς μαθαίνουν τα παιδιά να γράφουν? Μαθαίνoυν να γράφουν γράφοντας Η γραφή λύνει προβλήματα

Διαβάστε περισσότερα

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών Πηγή: Δημάκη, Α. Χαϊτοπούλου, Ι. Παπαπάνου, Ι. Ραβάνης, Κ. Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών: μια ποιοτική προσέγγιση αντιλήψεων μελλοντικών νηπιαγωγών. Στο Π. Κουμαράς & Φ. Σέρογλου (επιμ.). (2008).

Διαβάστε περισσότερα

Μουσικοκινητική Αγωγή

Μουσικοκινητική Αγωγή Μουσικοκινητική Αγωγή Τι είναι η Μουσικοκινητική Αγωγή Αρχές της Μουσικοκινητικής Αγωγής (Carl Orff) Παιδαγωγικές βάσεις της Μουσικοκινητικής Αγωγής Ποιοι οι στόχοι της Μουσικοκινητικής Αγωγής Αυτοσχεδιασμός

Διαβάστε περισσότερα

Ανάγνωση. Ικανότητα γρήγορης και αυτόματης αναγνώρισης λέξεων. Γνώση γραμμάτων και αντιστοιχίας γραμμάτων φθόγγων. Κατανόηση κειμένου

Ανάγνωση. Ικανότητα γρήγορης και αυτόματης αναγνώρισης λέξεων. Γνώση γραμμάτων και αντιστοιχίας γραμμάτων φθόγγων. Κατανόηση κειμένου Ανάγνωση Ικανότητα γρήγορης και αυτόματης αναγνώρισης λέξεων Γνώση γραμμάτων και αντιστοιχίας γραμμάτων φθόγγων Γνώση σημασίας λέξεων (λεξιλόγιο πρόσληψης) Κατανόηση κειμένου Οικειότητα με γραπτέςλέξειςκαι

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00) ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00) Πέτρος Ρούσσος ΔΙΑΛΕΞΗ 4 Γνωστική ψυχολογία Οι πληροφορίες του περιβάλλοντος γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας από τον εγκέφαλο μέσω γνωστικών διαδικασιών (αντίληψη, μνήμη,

Διαβάστε περισσότερα

Η συμβολή των απεικονιστικών μεθόδων στη διάγνωση μαθησιακών και αναπτυξιακών διαταραχών. Φοιτήτρια: Νούσια Αναστασία

Η συμβολή των απεικονιστικών μεθόδων στη διάγνωση μαθησιακών και αναπτυξιακών διαταραχών. Φοιτήτρια: Νούσια Αναστασία Η συμβολή των απεικονιστικών μεθόδων στη διάγνωση μαθησιακών και αναπτυξιακών διαταραχών Φοιτήτρια: Νούσια Αναστασία Απεικονιστικές μέθοδοι Οι νευροαπεικονιστικές μέθοδοι εμπίπτουν σε δύο μεγάλες κατηγορίες:

Διαβάστε περισσότερα

1: Λογισμικό μετατροπής λόγου σε κείμενο (Ελληνική γλώσσα) Δυνατότητα αναγνώρισης προηχογραφημένης ομιλίας και από αρχεία wav

1: Λογισμικό μετατροπής λόγου σε κείμενο (Ελληνική γλώσσα) Δυνατότητα αναγνώρισης προηχογραφημένης ομιλίας και από αρχεία wav 1: Λογισμικό μετατροπής λόγου σε κείμενο (Ελληνική γλώσσα) Προϋπολογισμός: 120 (με φπα) Σετ Ακουστικών (με Μικρόφωνο) Ενσωματωμένο λεξικό με τουλάχιστον 600.000 λέξεις Δωρεάν αναβαθμίσεις 2: Λογισμικό

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00) ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00) Πέτρος Ρούσσος ΔΙΑΛΕΞΗ 3 Ορισμός της Ψυχολογίας Η επιστήμη που σκοπό έχει να περιγράψει και να εξηγήσει τη συμπεριφορά και τις νοητικές διεργασίες του ανθρώπου (κυρίως)

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Είδη μεταβλητών Ποσοτικά δεδομένα (π.χ. ηλικία, ύψος, αιμοσφαιρίνη) Ποιοτικά δεδομένα (π.χ. άνδρας/γυναίκα, ναι/όχι) Διατεταγμένα (π.χ. καλό/μέτριο/κακό) 2 Περιγραφή ποσοτικών

Διαβάστε περισσότερα

«Η ομορφιά εξαρτάται από τα μάτια εκείνου που τη βλέπει»

«Η ομορφιά εξαρτάται από τα μάτια εκείνου που τη βλέπει» «Η ομορφιά εξαρτάται από τα μάτια εκείνου που τη βλέπει» Γνωστική Νευροεπιστήμη Πώς γίνεται αντιληπτή η αισθητική πληροφορία; Πώς σχηματίζονται οι μνήμες; Πώς μετασχηματίζονται σε λόγο οι αντιλήψεις και

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΦΟΡΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΙΑΣ. January 1. Ανάλυση έτους 2012

ΑΝΑΦΟΡΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΙΑΣ. January 1. Ανάλυση έτους 2012 ΑΝΑΦΟΡΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΙΑΣ January 1 2012 Σύγκριση έτους 2012 με έτος 2011 Ανάλυση έτους 2012 Περιγραφή του Δείγματος της Έρευνας Στον Πίνακα 1 και στο Σχήμα 1 που ακολουθούν παρουσιάζεται η κατανομή του δείγματος

Διαβάστε περισσότερα

Διάλεξη 10η Διαταραχές Αισθητηρίων

Διάλεξη 10η Διαταραχές Αισθητηρίων ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ, ΠΘ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ Διάλεξη 10η Διαταραχές Αισθητηρίων Κοκαρίδας Δημήτριος Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα Αισθητηριακές Διαταραχές Διαταραχές κατά

Διαβάστε περισσότερα

Γεωµετρικές έννοιες και µετρήσεις µεγεθών. (ή, διαφορετικά, αντίληψη του χώρου)

Γεωµετρικές έννοιες και µετρήσεις µεγεθών. (ή, διαφορετικά, αντίληψη του χώρου) Γεωµετρικές έννοιες και µετρήσεις µεγεθών (ή, διαφορετικά, αντίληψη του χώρου) αντιλήψεις παιδιών (κι όχι µόνο) τι είναι γεωµετρία; Όταν αντιμετωπίζω προβλήματα γεωμετρίας νιώθω σαν να κάνω ένα είδος μεταγνωστικής

Διαβάστε περισσότερα

1 Ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΠΕΥΚΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ : ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ : Τρασανίδης Γεώργιος, διπλ. Ηλεκ/γος Μηχανικός Μsc ΠΕ12 05

1 Ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΠΕΥΚΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ : ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ : Τρασανίδης Γεώργιος, διπλ. Ηλεκ/γος Μηχανικός Μsc ΠΕ12 05 1 Ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΠΕΥΚΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ : ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ : Τρασανίδης Γεώργιος, διπλ. Ηλεκ/γος Μηχανικός Μsc ΠΕ12 05 2. ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ -ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ Όλες οι έρευνες αναφέρονται σε μεταβλητές

Διαβάστε περισσότερα

Γνωστική Ψυχολογία ΙΙ (ΨΧ 05) Γλώσσα (2)

Γνωστική Ψυχολογία ΙΙ (ΨΧ 05) Γλώσσα (2) Γνωστική Ψυχολογία ΙΙ (ΨΧ 05) Γλώσσα (2) Αντίληψη της ομιλίας Απεικόνιση της πρότασης «θα σας διηγηθώ την ιστορία των δύο νέων» κυματομορφή Φασματόγραμμα Συνάρθρωση Οι φθόγγοι αλληλεπικαλύπτονται μέσα

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 14. Ανάλυση ιακύµανσης Μονής Κατεύθυνσης. Ανάλυση ιακύµανσης Μονής Κατεύθυνσης

Κεφάλαιο 14. Ανάλυση ιακύµανσης Μονής Κατεύθυνσης. Ανάλυση ιακύµανσης Μονής Κατεύθυνσης Κεφάλαιο 14 Ανάλυση ιακύµανσης Μονής Κατεύθυνσης 1 Ανάλυση ιακύµανσης Μονής Κατεύθυνσης Παραµετρικό στατιστικό κριτήριο για τη µελέτη της επίδρασης µιας ανεξάρτητης µεταβλητής στην εξαρτηµένη Λογική παρόµοια

Διαβάστε περισσότερα

Πρόλογος Πρόλογος ελληνικής έκδοσης Ευχαριστίες. Κεφάλαιο 1 Έργο και γνωστική αποκατάσταση 3

Πρόλογος Πρόλογος ελληνικής έκδοσης Ευχαριστίες. Κεφάλαιο 1 Έργο και γνωστική αποκατάσταση 3 Πρόλογος Πρόλογος ελληνικής έκδοσης Ευχαριστίες xiii xiv xvii ΜΈΡΟΣ 1 Γνωστικές λειτουργίες και εργοθεραπευτική διαδικασία 1 Κεφάλαιο 1 Έργο και γνωστική αποκατάσταση 3 Ο σκοπός της γνωστικής αποκατάστασης

Διαβάστε περισσότερα

Ενδεικτική πολυ-εργασία 1 - εφαρμογή στην υπολογιστική όραση

Ενδεικτική πολυ-εργασία 1 - εφαρμογή στην υπολογιστική όραση Ενδεικτική πολυ-εργασία 1 - εφαρμογή στην υπολογιστική όραση Εντοπισμός ενός σήματος STOP σε μια εικόνα. Περιγράψτε τη διαδικασία με την οποία μπορώ να εντοπίσω απλά σε μια εικόνα την ύπαρξη του παρακάτω

Διαβάστε περισσότερα

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Μεταπτυχιακό πρόγραμμα ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ Μάθημα: Ψυχολογική Υποστήριξη σε Κλινικούς Πληθυσμούς Βασιλική Ζήση, PhD Φυσική δραστηριότητα: είναι οποιαδήποτε κίνηση του σώματος παράγεται

Διαβάστε περισσότερα

Προτιμήσεις εκπαιδευτικών στην επίλυση προβλημάτων με συμμετρία. Στόχος έρευνας

Προτιμήσεις εκπαιδευτικών στην επίλυση προβλημάτων με συμμετρία. Στόχος έρευνας Προτιμήσεις εκπαιδευτικών στην επίλυση προβλημάτων με συμμετρία Πουλιτσίδου Νιόβη- Χριστίνα Τζιρτζιγάνης Βασίλειος Φωκάς Δημήτριος Στόχος έρευνας Να διερευνηθούν οι παράγοντες, που επηρεάζουν την επιλογή

Διαβάστε περισσότερα

ΌΡΑΣΗ. Εργασία Β Τετράμηνου Τεχνολογία Επικοινωνιών Μαρία Κόντη

ΌΡΑΣΗ. Εργασία Β Τετράμηνου Τεχνολογία Επικοινωνιών Μαρία Κόντη ΌΡΑΣΗ Εργασία Β Τετράμηνου Τεχνολογία Επικοινωνιών Μαρία Κόντη Τι ονομάζουμε όραση; Ονομάζεται μία από τις πέντε αισθήσεις Όργανο αντίληψης είναι τα μάτια Αντικείμενο αντίληψης είναι το φως Θεωρείται η

Διαβάστε περισσότερα

Οπτική οδός. Έξω γονατώδες σώµα. Οπτική ακτινοβολία

Οπτική οδός. Έξω γονατώδες σώµα. Οπτική ακτινοβολία Όραση Γ Όραση Οπτική οδός Έξω γονατώδες σώµα Οπτική ακτινοβολία Οπτικό χίασµα: Οι ίνες από το ρινικό ηµιµόριο περνούν στην αντίπλευρη οπτική οδό ενώ τα κροταφικά ηµιµόρια δεν χιάζονται. Εποµένως κάθε οπτική

Διαβάστε περισσότερα

Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Γεωχωρικές Τεχνολογίες» Ψηφιακή Επεξεργασία Εικόνας. Εισηγητής Αναστάσιος Κεσίδης

Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Γεωχωρικές Τεχνολογίες» Ψηφιακή Επεξεργασία Εικόνας. Εισηγητής Αναστάσιος Κεσίδης Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Γεωχωρικές Τεχνολογίες» Ψηφιακή Επεξεργασία Εικόνας Εισηγητής Αναστάσιος Κεσίδης Τμηματοποίηση εικόνας Τμηματοποίηση εικόνας Γενικά Διαμερισμός μιας εικόνας σε διακριτές περιοχές

Διαβάστε περισσότερα

Μαθηση και διαδικασίες γραμματισμού

Μαθηση και διαδικασίες γραμματισμού Μαθηση και διαδικασίες γραμματισμού Τι είδους δραστηριότητα είναι ο γραμματισμός; Πότε, πώς και γιατί εμπλέκονται οι άνθρωποι σε δραστηριότητες εγγραμματισμού; Σε ποιες περιστάσεις και με ποιο σκοπό; Καθημερινές

Διαβάστε περισσότερα

Μηχανισµοί της όρασης. Βασική ανατοµία του µατιού

Μηχανισµοί της όρασης. Βασική ανατοµία του µατιού Μηχανισµοί της όρασης Βασική ανατοµία του µατιού Σχέση οπτικής γωνίας και µεγέθους/απόστασης Οπτική γωνία είναι η γωνία που σχηµατίζεται από τις πλευρές ενός αντικειµένου, µε κορυφήτοµάτι µας. Όσο το µέγεθος

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Αναπτυξιακή Ψυχολογία Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Θέματα διάλεξης Η σημασία της αυτοαντίληψης Η φύση και το περιεχόμενο της αυτοαντίληψης Η ανάπτυξη της αυτοαντίληψης Παράγοντες

Διαβάστε περισσότερα

Αγωγιάτου Χριστίνα, Ψυχολόγος, Α.Π.Θ. Ελληνική Εταιρεία Νόσου Alzheimer

Αγωγιάτου Χριστίνα, Ψυχολόγος, Α.Π.Θ. Ελληνική Εταιρεία Νόσου Alzheimer Αγωγιάτου Χριστίνα, Ψυχολόγος, Α.Π.Θ. Ελληνική Εταιρεία Νόσου Alzheimer Νευροψυχολογία Η νευροψυχολογία είναι η επιστήμη που μελετά τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου και τη σχέση του με τη συμπεριφορά

Διαβάστε περισσότερα

Χορεία Huntington : Νευροψυχολογική εκτίμηση

Χορεία Huntington : Νευροψυχολογική εκτίμηση Χορεία Huntington : Νευροψυχολογική εκτίμηση Λαζάρου Ιουλιέττα 1, Τσολάκη Μάγδα 2,3 1Ιατρική Σχολή Α.Π.Θ 2 3η Πανεπιστημιακή νευρολογική Κλινική «Γ.Ν. Παπανικολάου, Ιατρική Σχολή Α.Π.Θ» 3 Ελληνική Εταιρεία

Διαβάστε περισσότερα

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο Διδάσκοντες Χατζηγεωργιάδης Αντώνης / Zουρμπάνος Νίκος ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Μορφή

Διαβάστε περισσότερα

Η βασική μας εκπαίδευση στο WPPSI-III GR αποτελείται από 2 μέρη:

Η βασική μας εκπαίδευση στο WPPSI-III GR αποτελείται από 2 μέρη: Κ Υ Π Ρ Ι Α Κ Ο Ι Ν Σ Τ Ι Τ Ο Υ Τ Ο Ψ Υ Χ Ο Θ Ε Ρ Α Π Ε Ι Α Σ ΒΑΣΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ WPPSI-III G R Η Κλίμακα WPPSI (Wechsler Preschool and Primary Scale

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόµενα: 5 Ο στάδιο: γράφω και διαβάζω τρισύλλαβες λέξεις 6 ο στάδιο: γράφω και διαβάζω λέξεις που αρχίζουν µε φωνήεν 7 ο στάδιο: γράφω και διαβάζω λέξεις που έχουν τελικό σίγµα (-ς) 8 ο στάδιο: γράφω

Διαβάστε περισσότερα

Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΜΑΘΗΜΑ 1: Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ Τίποτε δεν θεωρώ μεγαλύτερο αίνιγμα από το χρόνο και το χώρο Εντούτοις, τίποτε δεν με απασχολεί λιγότερο από αυτά επειδή ποτέ δεν τα σκέφτομαι Charles

Διαβάστε περισσότερα

12 Σταθμισμένα διερευνητικά ανιχνευτικά εργαλεία κριτήρια μαθησιακών δυσκολιών

12 Σταθμισμένα διερευνητικά ανιχνευτικά εργαλεία κριτήρια μαθησιακών δυσκολιών 12 Σταθμισμένα διερευνητικά ανιχνευτικά εργαλεία κριτήρια μαθησιακών δυσκολιών Διαδικασίες διαχείρισης περίπτωσης Στάδιο 1 Εντοπισμός Στάδιο 2 Αξιολόγηση Στάδιο 3 Παρέμβαση Στάδιο 4 Υποστήριξη Παρακολούθηση

Διαβάστε περισσότερα

Κλινική Νευροψυχολογία του Παιδιού Διδάσκων: Α.Β. Καραπέτσας

Κλινική Νευροψυχολογία του Παιδιού Διδάσκων: Α.Β. Καραπέτσας WECHLER INTELLIGENCE SCALE FOR CHILDREN III (WISC -III) Κλινική Νευροψυχολογία του Παιδιού Διδάσκων: Α.Β. Καραπέτσας Υποκλίμακες του WISC Λεκτικές υποκλίμακες Πληροφορίες Λεξιλόγιο Ομοιότητες Κατανόηση

Διαβάστε περισσότερα

Υλικά, Γραμμές και Τεχνικές στο Ελεύθερο Σχέδιο

Υλικά, Γραμμές και Τεχνικές στο Ελεύθερο Σχέδιο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Α Υλικά, Γραμμές και Τεχνικές στο Ελεύθερο Σχέδιο Σκοπός Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να γνωρίσουν οι μαθητές τα υλικά που χρειάζονται για το ελεύθερο σχέδιο και τον τρόπο που θα τα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΑΝΩ ΤΩΝ 65 ΕΤΩΝ ΜΕ ΑΝΟΙΑ

ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΑΝΩ ΤΩΝ 65 ΕΤΩΝ ΜΕ ΑΝΟΙΑ Σχολή Επιστημών Υγείας Πτυχιακή εργασία ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΑΝΩ ΤΩΝ 65 ΕΤΩΝ ΜΕ ΑΝΟΙΑ Παναγιώτα Παπαϊωάννου Λεμεσός, Μάιος 2018 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ Χαρτογραφία Ι 1 ΟΡΙΣΜΟΙ Φαινόμενο: Ο,τιδήποτε υποπίπτει στην ανθρώπινη αντίληψη Γεωγραφικό (Γεωχωρικό ή χωρικό) φαινόμενο: Ο,τιδήποτε υποπίπτει στην ανθρώπινη αντίληψη

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Τίτλος Ονοματεπώνυμο συγγραφέα Πανεπιστήμιο Ονοματεπώνυμο δεύτερου (τρίτου κ.ο.κ.) συγγραφέα Πανεπιστήμιο Η κεφαλίδα (μπαίνει πάνω δεξιά σε κάθε σελίδα): περιγράφει το θέμα

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΝΕΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΣΕ ΑΣΤΙΚΗ ΟΔΟ. Δανάη Βουτσινά

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΝΕΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΣΕ ΑΣΤΙΚΗ ΟΔΟ. Δανάη Βουτσινά Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σχολή Πολιτικών Μηχανικών Τομέας Μεταφορών και Συγκοινωνιακής Υποδομής ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΝΕΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΣΕ ΑΣΤΙΚΗ ΟΔΟ Δανάη

Διαβάστε περισσότερα

Ασκήσεις Φροντιστηρίου «Υπολογιστική Νοημοσύνη Ι» 5 o Φροντιστήριο

Ασκήσεις Φροντιστηρίου «Υπολογιστική Νοημοσύνη Ι» 5 o Φροντιστήριο Πρόβλημα ο Ασκήσεις Φροντιστηρίου 5 o Φροντιστήριο Δίνεται το παρακάτω σύνολο εκπαίδευσης: # Είσοδος Κατηγορία 0 0 0 Α 2 0 0 Α 0 Β 4 0 0 Α 5 0 Β 6 0 0 Α 7 0 Β 8 Β α) Στον παρακάτω κύβο τοποθετείστε τα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00) ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00) Πέτρος Ρούσσος ΔΙΑΛΕΞΗ 5 Έννοιες και Κλασική Θεωρία Εννοιών Έννοιες : Θεμελιώδη στοιχεία από τα οποία αποτελείται το γνωστικό σύστημα Κλασική θεωρία [ή θεωρία καθοριστικών

Διαβάστε περισσότερα

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης; ΕΘΝΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ Παραδοχές Εκπαίδευση ως μηχανισμός εθνικής διαπαιδαγώγησης. Καλλιέργεια εθνικής συνείδησης. Αίσθηση ομοιότητας στο εσωτερικό και διαφοράς στο εξωτερικό Αξιολόγηση ιεράρχηση εθνικών ομάδων.

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ ΈΡΕΥΝΑΣ: Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ

ΘΕΜΑ ΈΡΕΥΝΑΣ: Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ Μαθήτρια: Αίγλη Θ. Μπορονικόλα Καθηγητής : Ιωάννης Αντ. Παπατσώρης ΜΑΘΗΜΑ: ΈΡΕΥΝΑ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΘΕΜΑ ΈΡΕΥΝΑΣ: Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΓΩΝΙΑ ΚΕΚΛΙΜΕΝΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΕΛΞΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΙΣΟΡΡΟΠΗΣΕΙ ΕΝΑ ΣΩΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

Στην ρίζα της δυσλεξίας, της ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπέρ-κινητικότητα και άλλων μαθησιακών δυσκολιών υπάρχει ένα χάρισμα, ένα ταλέντο.

Στην ρίζα της δυσλεξίας, της ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπέρ-κινητικότητα και άλλων μαθησιακών δυσκολιών υπάρχει ένα χάρισμα, ένα ταλέντο. Πώς ένα χάρισμα μπορεί να προκαλέσει δυσλειτουργία Στην ρίζα της δυσλεξίας, της ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπέρ-κινητικότητα και άλλων μαθησιακών δυσκολιών υπάρχει ένα χάρισμα, ένα ταλέντο. Αυτό

Διαβάστε περισσότερα

Προσοχή. Ηπροσοχήείναιµία κεντρική λειτουργία του γνωστικού συστήµατος.

Προσοχή. Ηπροσοχήείναιµία κεντρική λειτουργία του γνωστικού συστήµατος. Προσοχή Ηπροσοχήείναιµία κεντρική λειτουργία του γνωστικού συστήµατος. Ηπροσοχήεµπλέκεται στην επιλογή των στοιχείων του περιβάλλοντος που επιθυµούµε να επεξεργαστούµε, και παράλληλα στην αγνόηση στοιχείων

Διαβάστε περισσότερα

17-Φεβ-2009 ΗΜΥ Ιδιότητες Συνέλιξης Συσχέτιση

17-Φεβ-2009 ΗΜΥ Ιδιότητες Συνέλιξης Συσχέτιση ΗΜΥ 429 7. Ιδιότητες Συνέλιξης Συσχέτιση 1 Μαθηματικές ιδιότητες Αντιμεταθετική: a [ * b[ = b[ * a[ παρόλο που μαθηματικά ισχύει, δεν έχει φυσικό νόημα. Προσεταιριστική: ( a [ * b[ )* c[ = a[ *( b[ * c[

Διαβάστε περισσότερα

Γνωστική Ψυχολογία 3

Γνωστική Ψυχολογία 3 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Γνωστική Ψυχολογία 3 Ενότητα #10: Αναπαραστάσεις Διδάσκων: Οικονόμου Ηλίας ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ Χ Α Ρ Α Λ Α Μ Π Ο Σ Σ Α Κ Ο Ν Ι Δ Η Σ, Δ Π Θ Μ Α Ρ Ι Α Ν Ν Α Τ Ζ Ε Κ Α Κ Η, Α Π Θ Α. Μ Α Ρ Κ Ο Υ, Δ Π Θ Α Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο 2 0 17-2018 2 ο παραδοτέο 8/12/2016

Διαβάστε περισσότερα

Γνωστική Ψυχολογία 3

Γνωστική Ψυχολογία 3 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Γνωστική Ψυχολογία 3 Ενότητα #9: Κατηγοριοποίηση Διδάσκων: Οικονόμου Ηλίας ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΗΣΗΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΣΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΤΗ ΟΔΗΓΗΣΗΣ

ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΗΣΗΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΣΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΤΗ ΟΔΗΓΗΣΗΣ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗΣ ΥΠΟΔΟΜΗΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΗΣΗΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΣΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ

Διαβάστε περισσότερα