ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠ. ΕΤΟΣ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠ. ΕΤΟΣ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠ. ΕΤΟΣ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗ ΕΦΗΒΩΝ ΚΑΙ ΝΕΑΡΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ: ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟ-ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΣΤΕΝΕΣ ΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΣΚΑΛΟΥ Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2006

2 ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΑΣΚΑΛΟΥ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗ ΕΦΗΒΩΝ ΚΑΙ ΝΕΑΡΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ: ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟ-ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΣΤΕΝΕΣ ΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Ηµεροµηνία Προφορικής Υποστήριξης: 12 Οκτωβρίου 2006 Εξεταστική Επιτροπή Καθηγήτρια Ε. Συγκολλίτου (Επιβλέπουσα) Αν. Καθηγήτρια Α. Λεονταρή (Μέλος Τριµελούς Συµβουλευτικής Επιτροπής) Επικ. Καθηγήτρια Π. Βορριά (Μέλος Τριµελούς Συµβουλευτικής Επιτροπής) Καθηγήτρια Α. Ευκλείδη (Εξετάστρια) Καθηγήτρια Μ. ικαίου (Εξετάστρια) Καθηγητής. Μαρκουλής (Εξεταστής) Επικ. Καθηγήτρια Ζ. Παπαλήγούρα (Εξετάστρια)

3 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ H ολοκλήρωση της παρούσας διατριβής θα ήταν ανέφικτη χωρίς τη βοήθεια και ουσιαστική συµβολή των ανθρώπων που έχουν συνεισφέρει σε αυτή την προσπάθεια, τους οποίους ευχαριστώ για όλα όσα µου έχουν προσφέρει κατά τη διάρκεια αυτής της προσπάθειας. Αρχικά ευχαριστώ θερµά την Καθηγήτρια κ. Ευθυµία Συγκολλίτου, η οποία είναι η βασική επόπτρια της παρούσας διατριβής, για τη βοήθεια και καθοδήγηση που µου προσέφερε, για τις γνώσεις, τις πολύτιµες συµβουλές και την υποστήριξη σε όλη τη διάρκεια αυτής της προσπάθειας. Κάθε φορά που αντιµετώπιζα κάποιο πρόβληµα και δυσκολία µου πρόσφερε αφειδώς συµβουλές και υποδείξεις, µεταδίδοντάς µου δύναµη και κουράγιο. Την ευχαριστώ µέσα από την καρδιά µου για όλα όσα µου πρόσφερε. Ευχαριστώ πολύ την Αναπληρώτρια καθηγήτρια, κ. Αγγελική Λεονταρή, µέλος της τριµελούς επιτροπής, για την ουσιαστική βοήθειά της στη µετάφραση των ερωτηµατολογίων καθώς και για τις υποδείξεις, τις παραινέσεις τις συµβουλές και τη συµπαράστασή της. Ευχαριστώ πολύ την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, κ. Βορριά Παναγιώτα, µέλος της τριµελούς επιτροπής, για τις υποδείξεις και παραινέσεις της, καθώς και για την προθυµία της να µου παρέχει καθοδήγηση. Επίσης, ευχαριστώ πολύ την Επίκουρη Καθηγήτρια κ. Ελευθερία Γωνίδα για τη βοήθεια που µου πρόσφερε στην κατανόηση των στατιστικών αναλύσεων. Θερµά ευχαριστώ τον Αναπληρωτή Καθηγητή κ. Γρηγόρη Κιοσέογλου, για τις γνώσεις και την καθοδήγηση που µου πρόσφερε. Τον ευχαριστώ πολύ για την ουσιαστική συµβολή του στη στατιστική επεξεργασία των δεδοµένων καθώς και τη βοήθειά του στην κατανόηση των στατιστικών µεθόδων. Ευχαριστώ πάρα πολύ τον Επίκουρο Καθηγητή, κ. Κώστα Καφέτσιο, για την ουσιαστική βοήθειά του στη βιβλιογραφική µου ενηµέρωση και στο σχεδιασµό της έρευνας, καθώς και για την αδιάκοπη βοήθεια και συµπαράσταση σε όλη τη διάρκεια αυτών των χρόνων. Ευχαριστώ πολύ τους ανθρώπους που συµµετείχαν σε αυτή την έρευνα και αφιέρωσαν τον προσωπικό τους χρόνο για τη συµπλήρωση του ερωτηµατολογίου. Ευχαριστώ πολύ τους καθηγητές και εκπαιδευτές των διαφόρων τµηµάτων που µου παραχώρησαν τη διδακτική ώρα και µε βοήθησαν στη διεξαγωγή της έρευνας. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τον κ. Μπαµνίο, Καθηγητή του Τµήµατος Ηλεκτρολόγων του Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης, τον κ. 1

4 Πατσάκα, υπεύθυνο σπουδών του Πολιτιστικού Ι.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης, τον Βασίλη Αναγνωστόπουλο, καθηγητή του Ι.Ε.Κ. Πολυγύρου. Ευχαριστώ πολύ τη Μαρία Ιωαννίδου, τον Χρήστο Ευσταθίου, τον Σάββα Κυριακίδη, τον Βασίλη Σπυριδωνίδη και τον Γιάννη Ταρνανά για την ενεργή βοήθειά τους στη συλλογή βιβλιογραφίας και δεδοµένων. Ευχαριστώ τους συναδέλφους µου στο χώρο της εργασίας µου για την κατανόηση και βοήθειά τους. Επίσης, ευχαριστώ πολύ το διοικητικό προσωπικό για τη θετική στάση του και την Επιτροπή ιοίκησης, µε πρόεδρο τον κ. Παναγιώτη Γρηγορίου για την έγκριση της εκπαιδευτικής µου άδειας, απαραίτητης για την ολοκλήρωση της διατριβής. Ευχαριστώ πολύ το Ίδρυµα Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.) για την υποτροφία που µου χορήγησε. Τέλος, ευχαριστώ αγαπηµένα µου πρόσωπα µε τα οποία µοιράστηκα τις σκέψεις µου, τις ανησυχίες και τις αγωνίες µου όλα αυτά τα χρόνια. Ιδιαίτερα ευχαριστώ την Εύα όβα, την Ελένη Βαφειάδου, τον Νίκο Καραγκούνη, την Ελένη Κιοσσέ, την Ευαγγελία Νακοπούλου, την Τέτη Τάζογλου, τον Γιώργο Ζάικο, τον Θοδωρή. Με αγάπη ευχαριστώ τους γονείς µου για τη βοήθεια, τη συµπαράσταση και υποστήριξή τους στις δύσκολες στιγµές. 2

5 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος.. 19 ΜΕΡΟΣ Α: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ...24 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 : Η ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ Βασικές θεωρήσεις Ταξινόµηση και τυπολογία προσκολλησης Το αλληλεπιδραστικό µοντέλο ενεργοποίησης του συστήµατος προσκόλλησης και της δυναµικής του των Shaver και Mikulincer (2002) Η ανάπτυξη στρατηγικών που βασίζονται στην ασφαλή προσκόλληση: Τα εξελικτικά στάδια της «συρρύθµισης» και της «αυτο-ρύθµισης» Σηµείωση: απόδοση των όρων attachment και working models...45 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 : Η ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΝΕΟΤΗΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 : ΕΝ ΟΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ Εξελικτική συνέχεια και σταθερότητα των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης στο πέρασµα του χρόνου Πολλαπλά µοντέλα προσκόλλησης Σφαιρικό µοντέλο προσκόλλησης και συγκεκριµένα µοντέλα προσκόλλησης προς τις διαφορετικές σχέσεις Ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης, προς τις διαφορετικές στενές σχέσεις κατά την ενήλικη ζωή Οργάνωση των σφαιρικών µοντέλων προσκόλλησης και των συγκεκριµένων µοντέλων προσκόλλησης προς τις διαφορετικές στενές σχέσεις Ανασκόπηση ερευνών της ενδοπροσωπικής διαφοροποίησης της προσκόλλησης.77 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 : Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ Βασικές θεωρήσεις της Έννοιας του Εαυτού Σχέση της έννοιας του εαυτού µε την προσκόλληση κατά την εφηβική ηλικία και την πρώτη νεότητα..80 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 : Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ

6 1.Ορισµός συναισθήµατος Η σχέση της προσκόλλησης µε το συναίσθηµα 86 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 : Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΓΧΟΓΟΝΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Προσκόλληση και διαχείριση αγχογόνων καταστάσεων Λειτουργικότητα και αποτελεσµατικότητα των στρατηγικών αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων Επίδραση των µοντέλων προσκόλλησης στις γνωστικές συναισθηµατικές και συµπεριφορικές αντιδράσεις του ατόµου ΜΕΡΟΣ Β : Η ΕΡΕΥΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 : ΣΤΟΧΟΙ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή Σχέση των µοντέλων προσκόλλησης µε τις αυτοαντιλήψεις το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και τις στρατηγικές αντιµετώπισης των αγχογόνων καταστάσεων Προβλεπτική αξία των µοντέλων προσκόλλησης για τις αυτοαντιλήψεις, το συναίσθηµα και τους τρόπους αντιµετώπισης των αγχογόνων καταστάσεων Στόχοι και υποθέσεις της παρούσας έρευνας..113 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 : ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ Συµµετέχοντες Μέθοδος συλλογής δεδοµένων ιαδικασία Εργαλεία µέτρησης.125 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 : ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΕΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΩΝ Εγκυρότητα και αξιοπιστία των επιµέρους κλιµάκων του Ερωτηµατολογίου Tennessee Έλεγχος των ψυχοµετρικών χαρακτηριστικών της Κλίµακας PANAS στο δείγµα της παρούσας έρευνας Ψυχοµετρικά δεδοµένα της Κλίµακας RQ Ψυχοµετρικά χαρακτηριστικά της Κλίµακας ECR Ψυχοµετρικά χαρακτηριστικά του Ερωτηµατολογίου RSQ

7 6. Έλεγχος ψυχοµετρικών ιδιοτήτων του Ερωτηµατολογίου COPE..172 ΜΕΡΟΣ Γ : ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 : ΕΝ ΟΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ: ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΣΦΑΙΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ Παραγοντική ανάλυση αντιστοιχιών (Π.Α.Α.) Ιεραρχική Ανάλυση Συστάδων (Ι.Α.Σ.) Προβολή των δευτερευόντων µεταβλητών Σχέση µεταξύ των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους και προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 : ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΡΩΤΙΚΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ, ΤΟΥ ΘΕΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΕΩΝ Παρουσίαση του µοντέλου που τέθηκε υπο εξέταση Οι διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως προβλεπτικοί παράγοντες των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων Οι διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως προβλεπτικοί παράγοντες του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος Σχέση του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος µε τις αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους ικανοτήτων και τις γενικές αυτο-αντιλήψεις Ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής µε τις αυτο-αντιλήψεις Σύνοψη αποτελεσµάτων..256 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 : Η ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΑΓΧΟΓΟΝΩΝ ΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ, ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗ, ΤΟ ΘΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΝΗΤΙΚΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ Εισαγωγή Σχέση µεταξύ των στρατηγικών αντιµετώπισης αγχογόνων διαπροσωπικών καταστάσεων και των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους για τις στρατηγικές και τους παράγοντες διαχείρισης προβληµάτων στενών διαπροσωπικών σχέσεων 262 5

8 4. Σχέση µεταξύ των στρατηγικών αντιµετώπισης αγχογόνων διαπροσωπικών καταστάσεων και του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος Προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος για τις στρατηγικές και τους παράγοντες διαχείρισης προβληµάτων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων Σχέση µεταξύ των στρατηγικών αντιµετώπισης αγχογόνων διαπροσωπικών καταστάσεων και των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων του εαυτού Προβλεπτική δυνατότητα των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων ικανοτήτων για τις στρατηγικές και τους παράγοντες διαχείρισης προβληµάτων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων Παράγοντες διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, επιµέρους αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων ΜΕΡΟΣ : ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 : ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ Μέρος 1 ο : Ενδοπροσωπική διαφοροποίηση των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης κατά την ύστερη εφηβεία και την πρώτη ενήλικη ζωή Ενδοπροσωπική διαφοροποίηση µεταξύ των γενικών µοντέλων προσκόλλησης και των συγκεκριµένων µοντέλων προσκόλλησης προς τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, µε τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Ενδοπροσωπική διαφοροποίηση µεταξύ των συγκεκριµένων µοντέλων προσκόλλησης προς τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Μέρος 2 ο : Προβολή χαρακτηριστικών στις οµάδες ασφαλούς, έµµονης-φοβικής και απορριπτικής προσκόλλησης Αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων και γενικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς Θετικό και αρνητικό συναίσθηµα Στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων µε γονείς στενούς φίλους και ερωτικούς/ές συντρόφους ηµογραφικά χαρακτηριστικά των τριών οµάδων της ασφαλούς, της έµµονης- φοβικής και της απορριπτικής προσκόλλησης 320 Μέρος 3 ο 1. Σχέση της προσκόλλησης µε τις αυτο-αντιλήψεις Σχέση της προσκόλλησης µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα 330 6

9 3. Ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση της προσκόλλησης µε (α) τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις, και (β) τις γενικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και τηςσυµπεριφοράς Σχέση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µε στρατηγικές αντιµετώπισης προβληµάτων στενών διαπροσωπικών σχέσεων Ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος και των αυτοαντιλήψεων των επιµέρους ικανοτήτων στη σχέση της προσκόλλησης µε τις στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων..338 ΕΠΙΛΟΓΟΣ α. Συµπεράσµατα της παρούσας έρευνας β. Περιορισµοί της έρευνας 349 γ. Προτάσεις για µελλοντική έρευνα - χρησιµότητα και πιθανή εφαρµογή των αποτελεσµάτων Βιβλιογραφικές Αναφορές Παράρτηµα : Πίνακες και διαγράµµατα της ερευνας..381 Ερωτηµατολόγιο έρευνας

10 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 1. Κατανοµή των συµµετεχόντων ως προς την ηλικία και το φύλο Πίνακας 2. Κατανοµή συµµετεχόντων ως προς την επαγγελµατική τους ιδιότητα Πίνακας 3. Τόπος διαµονής συµµετεχόντων Πίνακας 4. Επαγγελµατικό επίπεδο γονέων Πίνακας 5. Μορφωτικό επίπεδο γονέων Πίνακας 6. Οικογενειακή κατάσταση συµµετεχόντων Πίνακας 7. Ζεστές διαπροσωπικές σχέσεις Πίνακας 8. Κατηγορίες των απαντήσεων που δόθηκαν στην ερώτηση «πως θα χαρακτηρίζατε την προηγούµενη σχέση σας». Πίνακας 9. Τελικές κατηγορίες των απαντήσεων που δόθηκαν στην ερώτηση «πώς θα χαρακτηρίζατε την προηγούµενη σχέση σας» Πίνακας 10. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις των χαρακτηρισµών της συναισθηµατικής διάθεσης Πίνακας 11. οµή και επιµέρους κλίµακες του ερωτηµατολογίου Tennessee (Fitts & Warren, 1996) Πίνακας 12. Συγκριτική παρουσίαση της παραγοντικής ανάλυσης του ερωτηµατολογίου αυτο-αντίληψης του Tennessee σε δύο παράγοντες θετικών και αρνητικών δηλώσεων για τον εαυτό (Ν= 460) 146 Πίνακας 13. Παραγοντική ανάλυση των συστατικών µερών της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς, των πέντε επιµέρους αυτο-αντιλήψεων του φυσικού, ηθικού, προσωπικού, οικογενειακού και του κοινωνικουύ εαυτού Πίνακας 14. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις και εσωτερική αξιοπιστία α του Cronbach των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων Πίνακας 15. Συσχετίσεις µεταξύ των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων του Tennessee (Fitts & Warren, 1996) Πίνακας 16. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, και τιµές t test των αυτο-αντιλήψεων του ερωτηµατολογίου Tennessee σε συνάρτηση µε το φύλο Πίνακας 17. Ανάλυση διακύµανσης των µέσων όρων της αυτο-αντίληψης του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού και της ενδοπροσωπικής σύγκρουσης ως προς την ηλικία Πίνακας 18. Παραγοντική ανάλυση του ερωτηµατολογίου Θετικού και Αρνητικού Συναισθήµατος (PANAS)

11 Πίνακας 19. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις και εσωτερική αξιοπιστία των ερωτήσεων και των επιµέρους κλιµάκων του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος της κλίµακας PANAS Πίνακας 20. Κατανοµή των τύπων προσκόλλησης προς τους γονείς Πίνακας 21. Κατανοµή των τύπων προσκόλλησης προς τους φίλους Πίνακας 22. Έλεγχος διαφοράς McNemar µεταξύ των τεσσάρων τύπων προσκόλλησης προς τους γονείς και τους φίλους Πίνακας 23. Παραγοντική ανάλυση του ερωτηµατολογίου εµπειριών στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις Πίνακας 24. Εσωτερική αξιοπιστία α του Cronbach των δύο διαστάσεων άγχους και αποφυγής που προκύπτουν απο το ερωτηµατολόγιο ECR (Brennan et al., 1998) Πίνακας 25. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, και τιµές t-test των διαστάσεων της αποφυγής και του άγχους της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, του ερωτηµατολογίου ECR ως συνάρτηση του φύλου. 163 Πίνακας 26. Έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων Tukey (HSD) στις κατηγορίες του χαρακτηρισµού της προηγούµενης ερωτικής σχέσης Πίνακας 27. Παραγοντική ανάλυση των δύο διαστάσεων άγχους και αποφυγής που προκύπτουν από το ερωτηµατολόγιο RSQ Πίνακας 28. Εσωτερική αξιοπιστία α του Cronbach των δύο διαστάσεων άγχους και αποφυγής που προκύπτουν από το ερωτηµατολόγιο RSQ. Πίνακας 29. Παραγοντική ανάλυση του ερωτηµατολογίου RSQ Πίνακας 30. Συσχετίσεις µεταξύ των διαστάσεων άγχους-αποφυγής, των τύπων προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους και των διαστάσεων άγχους και αποφυγής προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους Πίνακας 31. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, και τιµές t-test των διαστάσεων της αποφυγής και του άγχους της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους, του ερωτηµατολογίου RSQ ως συνάρτηση του φύλου Πίνακας 32. Ανάλυση διακύµανσης των µέσων όρων των διάστασεων του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους ως προς την ηλικία Πίνακας 33. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις των στρατηγικών της κλίµακας COPE Πίνακας 34. Εσωτερική αξιοπιστία των 15 στρατηγικών της κλίµακας COPE Πίνακας 35. είκτες συσχέτισης µεταξύ των 15 στρατηγικών της κλίµακας COPE Πίνακας 36. Παραγοντική ανάλυση των 15 στρατηγικών του COPE Πίνακας 37. Εσωτερική αξιοπιστία των τεσσάρων παραγόντων της κλίµακας COPE

12 Πίνακας 38. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, και τιµές t-test των στρατηγικών και των παραγόντων διαχείρισης της αγχογόνας κατάστασης ως συνάρτηση του φύλου Πίνακας 39. Ανάλυση διακύµανσης των µέσων όρων των στρατηγικών του σχεδιασµού και της συναισθηµατικής εκτόνωσης ως προς την ηλικία Πίνακας 40. Κατηγορίες των απαντήσεων που δόθηκαν στην ερώτηση περιγραφής µιας πρόσφατης δύσκολης κατάστασης που αφορά τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις προς τους γονείς, τους φίλους και τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους Πίνακας 41. Τελικές κατηγορίες των απαντήσεων που δόθηκαν στην ερώτηση περιγραφής µιας πρόσφατης δύσκολης κατάστασης που αφορά τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις προς τους γονείς, τους φίλους και τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους Πίνακας 42. Έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων Tukey (HSD) στους παράγοντες αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων σε συνάρτηση µε το αναφερόµενο πρόβληµα της στενής διαπροσωπικής σχέσης Πίνακας 43. Έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων Tukey (HSD) στους παράγοντες αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων σε συνάρτηση µε το αναφερόµενο πρόβληµα της στενής διαπροσωπικής σχέσης Πίνακας 44. Μέσοι όροι και διάµεσοι των επιµέρους κλιµάκων των ερωτηµατολογίων ECR (Brennan, Clark & Shaver, 1998) και RSQ (Griffin & Bartholomew, 1994) Πίνακας 45. Ιδιοτιµές των δέκα παραγόντων Πίνακας 46. Πλήθος παραγόντων που χρήζουν ερµηνείας βάσει αντικειµενικών µεθόδων πολλαπλών παλινδροµήσεων Πίνακας 47. Σχετικές συνεισφορές και συνάφειες των 16 κύριων στοιχείων στους δύο πρώτους παράγοντες Πίνακας 48. Συνάφεια των τριών συστάδων µε τους τρεις πρώτους παράγοντες της παραγοντικής ανάλυσης αντιστοιχιών Πίνακας 49. Μέσοι όροι και διάµεσοι των επιµέρους κλιµάκων του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος της κλίµακας PANAS (Watson, Clark & Tellegen, 1988) Πίνακας 50. Μέσοι όροι και διάµεσοι των επιµέρους κλιµάκων του ερωτηµατολογίου COPE (Carver & Scheier, 1989) Πίνακας 51. Μέσοι όροι και διάµεσοι των τύπων ασφαλούς, φοβικής, έµµονης και απορριπτικής προσκόλλησης του ερωτηµατολογίου RSQ (Griffin & Bartholomew, 1994). 200 Πίνακας 52. Προβολή επιπέδων των µεταβλητών στη θετική πλευρά του πρώτου παράγοντα (υψηλού βαθµού συνάφεια (r =.999) µε τη 3 η συστάδα φοβικής έµµονης προσκόλλησης) Πίνακας 53. Προβολή επιπέδων των µεταβλητών στην αρνητική πλευρά του πρώτου παράγοντα (µέτριου βαθµού συνάφεια (r =.644) µε τη 1 η συστάδα ασφαλούς προσκόλλησης)

13 Πίνακας 54. Προβολή επιπέδων των µεταβλητών στη θετική πλευρά του δεύτερου παράγοντα (µέτριου βαθµού συνάφεια (r =. 354) µε τη 1 η συστάδα ασφαλούς προσκόλλησης) Πίνακας 55. Προβολή επιπέδων των µεταβλητών στην αρνητική πλευρά του δεύτερου παράγοντα (υψηλού βαθµού συνάφεια (r =.964) µε τη 2 η συστάδα απορριπτικής προσκόλλησης) Πίνακας 56. Συσχέτιση r του Pearson µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους (RSQ) και της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους (ECR) Πίνακας 57. Κατά βήµα ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης µε ανεξάρτητες µεταβλητές τις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους και εξαρτηµένη τη διάσταση άγχους προς τους άλλους γενικά Πίνακας 58. Κατά βήµα ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης µε ανεξάρτητες µεταβλητές τις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους και εξαρτηµένη τη διάσταση της αποφυγής προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους Πίνακας 59. Συσχετίσεις µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους, του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος και των επιµέρους πτυχών της αυτο-αντίληψης Πίνακας 60. Ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα µε ανεξάρτητες µεταβλητές τις διαστάσεις άγχους και αποφυγής και εξαρτηµένες µεταβλητές τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων και τις γενικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς Πίνακας 61. Ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα µε ανεξάρτητες µεταβλητές τις διαστάσεις άγχους και αποφυγής και εξαρτηµένες µεταβλητές το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα Πίνακας 62. Ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα µε εξαρτηµένες µεταβλητές το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και ανεξάρτητες τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις και τις γενικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς Πινακας 63. Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης τριών βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της αυτο-αντίληψης του φυσικού εαυτού (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Πίνακας 64. Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης τριών βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τςερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της αυτο-αντίληψης του ηθικού εαυτού (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Πίνακας 65. Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της αυτοαντίληψης του προσωπικού εαυτού (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα)

14 Πίνακας 66. Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της αυτοαντίληψης του οικογενειακού εαυτού (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Πίνακας 67.Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της αυτοαντίληψης του κοινωνικού εαυτού (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Πίνακας 68. Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης τριών βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της αυτο-αντίληψης του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Πίνακας 69.Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της αυτοαντίληψης ταυτότητας (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα).252 Πίνακας 70. Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της αυτοαντίληψης ικανοποίησης (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Πίνακας 71. Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της αυτοαντίληψης της συµπεριφοράς (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Πίνακας 72. Συσχέτιση r του Pearson µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους και των στρατηγικών και παραγόντων διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων διαπροσωπικών σχέσεων Πίνακας 73. Αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα µε ανεξάρτητες µεταβλητές τις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους και εξαρτηµένες µεταβλητές τις στρατηγικές άρνησης και παραίτησης και τον παράγοντα αποφυγής προβλήµατος στενών διαπροσωπικών σχέσεων Πίνακας 74. Αναλύσεις απλής γραµµικής παλινδρόµησης µε ανεξάρτητη µεταβλητή τη διάσταση άγχους και εξαρτηµένες µεταβλητές τις στρατηγικές (α) της συναισθηµατικής εκτόνωσης, (β) της συναισθηµατικής στήριξης, (γ) της νοητικής αποδέσµευσης, (δ) της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών, (ε) της χρήσης ουσιών και (στ) του παράγοντα κοινωνικής στήριξης Πίνακας 75. Συσχέτιση r του Pearson µεταξύ του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος και των στρατηγικών διαχείρισης διαπροσωπικών αγχογόνων καταστάσεων Πίνακας 76. Αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα µε ανεξάρτητες µεταβλητές το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και εξαρτηµένες µεταβλητές τις στρατηγικές (α) της άρνησης, (β) της παραίτησης, (γ) της χρήσης ουσιών και (δ) τον παράγοντα αποφυγής προβλήµατος στενών διαπροσωπικών σχέσεων

15 Πίνακας 77. Αναλύσεις απλής γραµµικής παλινδρόµησης µε ανεξάρτητη µεταβλητή το θετικό συναίσθηµα και εξαρτηµένες µεταβλητές τις στρατηγικές (α) της λήψης µέτρων, (β) του σχεδιασµού, (γ) της θετικής επανεκτίµησης και (δ) του παράγοντα αντιµετώπισης Πίνακας 78. Αναλύσεις απλής γραµµικής παλινδρόµησης µε ανεξάρτητη µεταβλητή το αρνητικό συναίσθηµα και εξαρτηµένη µεταβλητή τη στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης Πίνακας 79. Συσχέτιση r του Pearson µεταξύ των στρατηγικών διαχείρισης διαπροσωπικών αγχογόνων καταστάσεων και των αυτο-αντιλήψεων Πίνακας 80. Αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα µε ανεξάρτητες µεταβλητές τις έξι αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του εαυτού, και εξαρτηµένες µεταβλητές τις στρατηγικές (α) της λήψης µέτρων, (β) της θετικής επανεκτίµησης, (γ) της άρνησης, (δ) της παραίτησης, (ε) της χρήσης ουσιών και (δ) του σχεδιασµού Πίνακας 81. Αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα µε ανεξάρτητες µεταβλητές τις έξι επιµέρους αυτο-αντιλήψεις και εξαρτηµένες µεταβλητές τις στρατηγικές της λήψης µέτρων, της θετικής επανεκτίµησης, της άρνησης, της παραίτησης, της χρήσης ουσιών και του σχεδιασµού Πίνακας 82. Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης του παράγοντα της αποφυγής (διαµεσολαβούσα µεταβλητή: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα)282 Πίνακας 83. Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της στρατηγικής της άρνησης (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Πίνακας 84. Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της στρατηγικής της παραίτησης (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Πίνακας 85. Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της διάστασης του άγχους της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της στρατηγικής της συναισθηµατικής εκτόνωσης (διαµεσολαβούσα µεταβλητή: αρνητικό συναίσθηµα) Πίνακας 86. Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης του παράγοντα της αποφυγής (διαµεσολαβούσα µεταβλητή: αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού) Πίνακας 87. Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της στρατηγικής της άρνησης (διαµεσολαβούσα µεταβλητή: αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού) Πίνακας 88. Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της 13

16 στρατηγικής της παραίτησης (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: αυτο-αντιλήψεις του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και του προσωπικού εαυτού) Πίνακας 89. Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης τριών βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης του παράγοντα της αποφυγής (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: (α) θετικό και αρνητικό συναίσθηµα, (β) αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού) Πίνακας 90. Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης τριών βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης του παράγοντα της αποφυγής (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: (α) θετικό συναίσθηµα, (β) αυτοαντιλήψεις του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και του προσωπικού εαυτού) ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΧΗΜΑΤΩΝ Σχήµα 1: Οι δύο διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής και η σχέση τους µε τους τέσσερις τύπους προσκόλλησης της Bartholomew (1990) Σχήµα 2. Μοντέλο ιεραρχικής οργάνωσης των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης που επιβεβαιώθηκε στην έρευνα του Overall και των συνεργατών του (Overall et al., 2003)

17 Σχήµα 3. Θεωρητικό µοντέλο σύνδεσης των εσωτερικών ενεργών µοντέλων της προσκόλλησης µε πρότυπα γνωστικών, συναισθηµατικών και συµπεριφορικών αντιδράσεων (Collins, 1996) Σχήµα 4. Μοντέλο των εξεταζόµενων σχέσεων της προσκόλλησης, του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος και των επιµέρους πτυχών της αυτο-αντίληψης Σχήµα 5. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού Σχήµα 6. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους και την αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού Σχήµα 7. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους και την αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού Σχήµα 8. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους και την αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού Σχήµα 9. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους και την αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού Σχήµα 10. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους και την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού Σχήµα 11. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους και τις αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς Σχήµα 12. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους και το θετικό συναίσθηµα Σχήµα 13. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους και το αρνητικό συναίσθηµα Σχήµα 14. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού Σχήµα 15. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού Σχήµα 16. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού

18 Σχήµα 17. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού Σχήµα 18. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού Σχήµα 19. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού Σχήµα 20. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη της ταυτότητας Σχήµα 21. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης Σχήµα 22. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς Σχήµα 23. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τιςερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού Σχήµα 24. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού Σχήµα 25. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού Σχήµα 26. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού Σχήµα 27. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού Σχήµα 28. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού Σχήµα 29. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη της ταυτότητας

19 Σχήµα 30. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης Σχήµα 31. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς Σχήµα 32. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και τον παράγοντα της αποφυγής Σχήµα 33. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και τη στρατηγική της άρνησης Σχήµα 34. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και τη στρατηγική της παραίτησης Σχηµα 35. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στη διάσταση του άγχους της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το αρνητικό συναίσθηµα και τη στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης Σχήµα 36. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού και τον παράγοντα της αποφυγής αντιµετώπισης µιας αγχογόνας κατάστασης Σχήµα 37. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού και τη στρατηγική της άρνησης Σχήµα 38. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, τις αυτο-αντιλήψεις του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και του προσωπικού εαυτού και τη στρατηγική της παραίτησης Σχήµα 39. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, το θετικό συναίσθηµα και τον παράγοντα της αποφυγής Σχήµα 40. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, το θετικό συναίσθηµα και τη στρατηγική της παραίτησης

20 18

21 -Πρόλογος- ΠΡΟΛΟΓΟΣ Έναυσµα για την ενασχόληση µε τις σχέσεις προσκόλλησης των εφήβων και των νεαρών ενηλίκων αποτέλεσε η διερεύνηση της σχέσης των στενών διαπροσωπικών σχέσεων µε την εικόνα του εαυτού όπως την αντιλαµβάνονται τα ίδια τα άτοµα. Η θεωρία της προσκόλλησης τονίζει τη σηµαντικότητα των στενών διαπροσωπικών σχέσεων για τη γνωστική και συναισθηµατική ανάπτυξη των ατόµων σε όλα τα στάδια της ζωής (Bowlby, Parkes, Hinde, & Marris, 1991), καθώς και την άρρηκτη σχέση τους µε τη ψυχική υγεία και ευεξία των ατόµων (Hammen, Burge, Daley, Davila, Paley & Rudolph, 1995). Σύµφωνα µε πολλούς ερευνητές, το σύστηµα προσκόλλησης επηρεάζει τη συµπεριφορά, τη σκέψη και τα συναισθήµατα σε όλη τη διάρκεια της ζωής (Fraley & Shaver, 2000). Τα βιβλιογραφικά δεδοµένα δείχνουν την επίδραση των σχέσεων της προσκόλλησης στα προσωπικά χαρακτηριστικά των ατόµων και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Φαίνεται ότι κατά το τέλος της εφηβείας διαµορφώνονται νέες σχέσεις προσκόλλησης και οι στενές διαπροσωπικές σχέσεις αποκτούν ιδιαίτερη σηµασία (Allen & Land, 1999). Τα άτοµα διαφοροποιούνται ως προς τις σχέσεις προσκόλλησης που συνάπτουν, βάσει της αίσθησης της προσωπικής τους αξίας και της οικειότητας που αναπτύσσουν προς τους άλλους. Ωστόσο, τα ερωτήµατα σχετικά µε το αν και κατά πόσο οι σχέσεις προσκόλλησης προς διαφορετικά πρόσωπα είναι συνεπείς µεταξύ τους φαίνεται να µην απαντώνται επαρκώς από τα βιβλιογραφικά δεδοµένα. Τα ερευνητικά δεδοµένα υποστηρίζουν ότι οι σχέσεις προσκόλλησης επηρεάζουν τα προσωπικά χαρακτηριστικά του ατόµου όπως και τις διαπροσωπικές του σχέσεις, και πιθανώς η συνέπεια και η διαφοροποίηση των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης προς τις διαφορετικές σχέσεις να συνδέονται µε διαφορετικά προσωπικά χαρακτηριστικά των νεαρών ατόµων, όπως για παράδειγµα µε θετικές και αρνητικές αυτο-αντιλήψεις, διαφορετικά επίπεδα θετικού και αρνητικού συναισθήµατος προς τον εαυτό, όπως και µε τους τρόπους που υιοθετεί για την αντιµετώπιση δύσκολων και αγχογόνων καταστάσεων. Παρόλο που η έρευνα της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή έχει αναζωπυρωθεί τα τελευταία χρόνια, επικεντρώνεται στο µεγαλύτερο µέρος της στις σχέσεις αλληλεπίδρασης του ατόµου παρά στα προσωπικά του χαρακτηριστικά. Κατά συνέπεια, το ενδιαφέρον εστιάστηκε αρχικά στη διερεύνηση της σχέσης µεταξύ των διαφορετικών σχέσεων προσκόλλησης κατά την ύστερη εφηβική ηλικία και την πρώτη νεότητα. Σύµφωνα µε τη θεωρία προσκόλλησης (Bowlby, 1982), τα άτοµα διαµορφώνουν ένα γενικό µοντέλο προσκόλλησης το οποίο ενεργοποιείται προς τα πρόσωπα προσκόλλησης σε δύσκολες και αγχογόνες καταστάσεις. Ωστόσο παραµένει το ερώτηµα για το αν το γενικό 19

22 -Πρόλογος- µοντέλο της προσκόλλησης του ατόµου είναι συνεπές προς όλες τις διαφορετικές σχέσεις προσκόλλησης ή αν το άτοµο συνάπτει διαφορετικές, ποιοτικά, σχέσεις προσκόλλησης σε συνάρτηση µε τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των προσώπων και των σχέσεων προσκόλλησης. Επίσης το ενδιαφέρον προσελκύσθηκε από τη σκιαγράφηση του προφίλ των ατόµων που έχουν διαφορετικά ενεργά µοντέλα προσκόλλησης. Το ερώτηµα που τίθεται είναι αν τα άτοµα µε διαφορετικά ενεργά µοντέλα προσκόλλησης διαφοροποιούνται ως προς προσωπικά τους χαρακτηριστικά, όπως είναι οι αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του εαυτού, το συναίσθηµα προς τον εαυτό και τις συµπεριφορές αντιµετώπισης προβληµάτων στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Κατά τα χρόνια της ύστερης εφηβείας και της πρώτης ενήλικης ζωής η ερωτική σχέση φαίνεται να έχει το προβάδισµα και να θεωρείται η πιο αντιπροσωπευτική σχέση προσκόλλησης (Fraley & Davis, Hazan & Zeifman, 1999). Για το λόγο αυτό ενδιαφέρον παρουσιάζει να διερευνηθεί αν τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους προβλέπουν τις γνωστικές, συναισθηµατικές και συµπεριφορικές συνιστώσες του εαυτού, και συγκεκριµένα τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις, στο συναίσθηµα προς τον εαυτό και τους τρόπους που ένα νεαρό άτοµο χρησιµοποιεί για να χειριστεί µία δύσκολη κατάσταση των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Γνωρίζοντας πως οι σχέσεις αυτές που ενδεχοµένως προκύψουν δεν είναι απλά γραµµικές παρά αποτελούν σύνθετα ψυχολογικά φαινόµενα, επιχειρούµε να διερευνήσουµε το µεσολαβητικό ρόλο κάποιων παραγόντων. Καθώς η βασική λειτουργία που τελούν τα µοντέλα προσκόλλησης είναι η ρύθµιση των συναισθηµάτων, θεωρήθηκε ενδιαφέρον να διερευνηθεί αν το συναίσθηµα προς τον εαυτό µεσολαβεί στη σχέση της προσκόλλησης µε τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις. Επίσης, αναφορικά µε την επίδραση της προσκόλλησης στους τρόπους αντιµετώπισης που υιοθετεί το άτοµο για να χειριστεί µία δύσκολη κατάσταση, θεωρήθηκε σηµαντικό να διερευνηθεί αν οι γνωστικές-αξιολογητικές και οι συναισθηµατικές πτυχές του εαυτού µεσολαβούν σε αυτή τη σχέση. Με βάση αυτόν τον προβληµατισµό, η παρούσα έρευνα έχει ως πρωταρχικό στόχο τη διερεύνηση της ενδοπροσωπικής διαφοροποίησης των εσωτερικών ενεργών µοντέλων προσκόλλησης κατά την πρώτη νεότητα, ως προς συγκεκριµένες σχέσεις προς τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, καθώς και γενικά προς τους άλλους. Ο δεύτερος στόχος αφορά τη διερεύνηση της σχέσης των διαφορετικών µοντέλων προσκόλλησης µε τις γνωστικές και συναισθηµατικές πτυχές του εαυτού καθώς και µε τις συµπεριφορικές τεχνικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων που αφορούν τις στενές 20

23 -Πρόλογοςδιαπροσωπικές σχέσεις των νεαρών ατόµων µε τους γονείς, τους φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Ο τρίτος στόχος που τέθηκε, αφορούσε τη διερεύνηση της προβλεπτικής αξίας των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους για τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και τις στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων. Συγκεκριµένα, τέθηκαν ως επιµέρους στόχοι (α) ο προβλεπτικός ρόλος των ενεργών µοντέλων της προσκόλλησης στις αυτο-αντιλήψεις των πτυχών του εαυτού, στο θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και στις στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων διαπροσωπικών καταστάσεων, (β) ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στη πιθανή σχέση µεταξύ της προσκόλλησης και των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων, και (γ) ο διαµεσολαβητικός ρόλος των αυτό-αντιλήψεων, του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στη πιθανή σχέση της προσκόλλησης µε τις στρατηγικές διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Τέλος, εξετάστηκαν οι διαφορές µεταξύ των τριών οµάδων ηλικίας των συµµετεχόντων, της ύστερης εφηβικής ηλικίας (18-20 χρονών), της πρώτης ενήλικης ζωής (21-22 χρονών) και της κυρίως ενήλικης ζωής (22-25 χρονών) ως προς τις εξεταζόµενες µεταβλητές, καθώς και οι διαφορές φύλου. Σε γενικές γραµµές αναµένεται τα άτοµα να διαφοροποιούνται ως προς τις διαφορετικές σχέσεις προσκόλλησης που αναπτύσσουν, καθώς επίσης αναµένεται τα άτοµα µε διαφορετικά µοντέλα προσκόλλησης να χαρακτηρίζονται από διαφορετικά επίπεδα αυτοαντιλήψεων και συναισθηµάτων προς τον εαυτό τους. Επίσης είναι πιθανόν να υιοθετούν διαφορετικούς τρόπους για να αντιµετωπίσουν µια δύσκολη κατάσταση που αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις. Η ασφαλής ή ανασφαλής σχέση προσκόλλησης των νεαρών ατόµων προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µπορεί να προβλέψει τις θετικές και αρνητικές αυτοαντιλήψεις, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα προς τον εαυτό και τον τρόπο αντιµετώπισης µιας δύσκολης κατάστασης. Καθώς οι σχέσεις που µπορεί να προκύψουν αφορούν σύνθετα ψυχολογικά φαινόµενα, αναµένεται στη σχέση της προσκόλλησης µε τις αυτο-αντιλήψεις να µεσολαβεί το συναίσθηµα προς τον εαυτό, όπως επίσης αναµένεται στη πιθανή σχέση της προσκόλλησης µε την αντιµετώπιση αγχογόνων καταστάσεων να µεσολαβούν τόσο οι αυτο-αντιλήψεις όσο και το συναίσθηµα του ατόµου προς τον εαυτό του. Στο πρώτο µέρος της παρούσας µελέτης επιχειρείται η βιβλιογραφική ανασκόπηση των βασικών θεωρητικών και ερευνητικών δεδοµένων της θεωρίας προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή, καθώς και της σχέσης της προσκόλλησης µε την έννοια του εαυτού, το συναίσθηµα και τους τρόπους αντιµετώπισης δύσκολων καταστάσεων. Στο πρώτο κεφάλαιο 21

24 -Πρόλογοςεπιχειρείται µια σύντοµη παρουσίαση των βασικών αρχών της θεωρίας της προσκόλλησης και της εξελικτικής της πορείας κατά την ύστερη εφηβεία και την πρώτη ενήλικη ζωή. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται ερευνητικά ευρήµατα για τις σχέσεις προσκόλλησης µε τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους κατά την εφηβική ηλικία και την πρώτη νεότητα. Στο τρίτο κεφάλαιο επιχειρείται η ανασκόπηση των ερευνών σχετικά µε την ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης. Το τέταρτο κεφάλαιο αφορά τη σχέση της προσκόλλησης µε τις αυτο-αντιλήψεις του ατόµου και γενικότερα µε την έννοια του εαυτού, ενώ το πέµπτο κεφάλαιο αφορά την ανασκόπηση ερευνών της σχέσης της προσκόλλησης µε το συναίσθηµα. Στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζονται ευρήµατα που αφορούν τη σχέση της προσκόλλησης µε τις στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων. Η βιβλιογραφική ανασκόπηση ολοκληρώνεται µε την παρουσίαση του µοντέλου της επίδρασης των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης στις γνωστικές, συναισθηµατικές και συµπεριφορικές αντιδράσεις του ατόµου. Στο δεύτερο µέρος της έρευνας παρουσιάζεται η συλλογιστική της έρευνας και διατυπώνονται οι στόχοι και οι επιµέρους υποθέσεις της. Παρουσιάζεται η µεθοδολογία που θα ακολουθηθεί για τη συλλογή του υλικού και περιγράφεται το δείγµα της έρευνας και τα βασικά δηµογραφικά χαρακτηριστικά του. Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα εργαλεία συλλογής των δεδοµένων της έρευνας και περιγράφονται ως προς τα βασικά ψυχοµετρικά χαρακτηριστικά τους. Στο τρίτο µέρος της έρευνας παρουσιάζονται τα αποτελέσµατα των στατιστικών αναλύσεων βάσει των στόχων και των υποθέσεων που τέθηκαν κατά το σχεδιασµό της έρευνας. Στο τέταρτο µέρος παρουσιάζεται η συζήτηση των ευρηµάτων της έρευνας και η αποτίµησή τους µε βάση ευρήµατα άλλων ερευνών. Η παρουσίαση της έρευνας ολοκληρώνεται στον επίλογο, όπου αναγράφονται τα βασικά συµπεράσµατα, τα οποία οριοθετούνται µε γνώµονα τους περιορισµούς της παρούσας έρευνας, και τέλος προτείνεται η πιθανή χρησιµότητα τους στο ερευνητικό, συµβουλευτικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο. Η συµβολή της έρευνας αυτής συνίσταται στο ότι µελετά το θέµα της ενδοπροσωπικής διαφοροποίησης των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης κατά την ύστερη εφηβεία και την πρώτη ενήλικη ζωή, για το οποίο τα ερευνητικά δεδοµένα είναι ανεπαρκή. Στην Ελλάδα για πρώτη φορά διερευνάται το θέµα της ενδοπροσωπικής διαφοροποίησης µεταξύ των διαφορετικών σχέσεων του ατόµου. Η πρωτοτυπία της έρευνας έγκειται στο ότι για πρώτη φορά γίνεται συστηµατική διερεύνηση της σχέσης των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης µε τις αυτο-αντιλήψεις των 22

25 -Πρόλογοςεπιµέρους πτυχών της έννοιας του εαυτού. Επίσης διερευνάται για πρώτη φορά ο διαµεσολαβητικός ρόλος των συναισθηµάτων προς τον εαυτό στη σχέση της προσκόλλησης και των αυτο-αντιλήψεων, όπως επίσης και ο διαµεσολαβητικός ρόλος του συναισθήµατος και των αυτο-αντιλήψεων στη σχέση της προσκόλλησης µε τις στρατηγικές διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων που αφορούν τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις. 23

26 -Θεωρητική Εισαγωγή- ΜΕΡΟΣ Α: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Η ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗ 1 ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ 1. Βασικές θεωρήσεις Η θεωρία προσκόλλησης, όπως διαµορφώθηκε από τον Bowlby (1973, 1980, 1982), έχει ως πυρήνα την πανανθρώπινη ανάγκη δηµιουργίας στενών συναισθηµατικών δεσµών. Αποτελεί στην ουσία της µια θεωρία κινήτρων για το πώς το έµφυτο σύστηµα προσκόλλησης λειτουργεί πανανθρώπινα, αλλά και ως µια θεωρία ατοµικών διαφορών των στρατηγικών προσκόλλησης που υιοθετούνται από τους ανθρώπους, βάσει των διαφορετικών εµπειριών ζωής (Hazan & Shaver, 1994). εσµοί προσκόλλησης χαρακτηρίζονται οι έντονοι συναισθηµατικοί δεσµοί βασικά στοιχεία των οποίων είναι η σταθερότητα, η ασφάλεια, η αλληλεξάρτηση και η µοναδικότητα των ατόµων (Brehm, 1992). Η κλασική τριλογία του Bowlby (1969/1982, 1973, 1980), η οποία αναφέρεται στην προσκόλληση, τον αποχωρισµό και την απώλεια, διαµόρφωσε τις βασικές πτυχές της θεωρίας, ενώ οι έρευνες της Ainsworth (1978) πρόσφεραν την εµπειρική της τεκµηρίωση. Ο Bowlby αναφέρεται στη σχέση της προσκόλλησης ως µια ειδική κατηγορία σχέσης που εντάσσεται µέσα σε µια ευρύτερη κατηγορία, την οποία µαζί µε την Ainsworth (1978) ονόµασαν συναισθηµατικούς δεσµούς (affectional bonds). Η Ainsworth (1989) έθεσε πέντε κριτήρια κοινά για τους συναισθηµατικούς δεσµούς και για τη σχέση προσκόλλησης, και ένα έκτο κριτήριο που θα πρέπει να πληροί η σχέση της προσκόλλησης. Σύµφωνα µε τα κριτήρια της Ainsworth (1989), πρώτον, ο συναισθηµατικός δεσµός θα πρέπει να είναι σταθερός και όχι παροδικός. εύτερον, θα πρέπει να αφορά κάποιο συγκεκριµένο άτοµο το οποίο είναι αναντικατάστατο για το άτοµο. Τρίτον, οι συναισθηµατικοί δεσµοί και η προσκόλληση αφορούν σχέσεις που χαρακτηρίζονται ως πολύ σηµαντικές για το άτοµο. Τέταρτον, χαρακτηρίζονται από την επιθυµία του ατόµου και την καταβολή ενεργών προσπαθειών για τη διατήρηση επαφής µε το άτοµο προς το οποίο συνάπτεται το συναισθηµατικό δέσιµο. Πέµπτον, το άτοµο καταβάλλεται από έντονο άγχος και ψυχολογική δυσφορία κατά το µη οικειοθελή αποχωρισµό του από το άτοµο µε το οποίο έχει συναισθηµατικό δεσµό. Το έκτο συµπληρωµατικό στοιχείο που πραγµατικά χαρακτηρίζει τη σχέση προσκόλλησης και τη 24

27 -Θεωρητική Εισαγωγήδιακρίνει από τους λοιπούς συναισθηµατικούς δεσµούς είναι ότι το άτοµο αναζητά ανακούφιση και ασφάλεια στα πλαίσια αυτής της σχέσης (Ainsworth, 1989). Η θεωρία της προσκόλλησης τονίζει ότι η φυσιολογική ανθρώπινη ανάπτυξη εξαρτάται από τη δηµιουργία αµοιβαίων ικανοποιητικών διαπροσωπικών σχέσεων, και εξετάζει τον τρόπο µε τον οποίο διαµορφώνεται η σχέση γονέα-παιδιού από τη βρεφική κιόλας ηλικία (Bowlby, 1979, 1982). Υποστηρίζει ένα αναπτυξιακό µοντέλο, σύµφωνα µε το οποίο η ποιότητα της σχέσης µε τους γονείς στα πρώτα χρόνια της ζωής επηρεάζει τη γνωστική και συναισθηµατική εξέλιξη σε όλα τα στάδια της εξέλιξης του ατόµου (Parkes, Hinde, & Marris, 1991). Στη βρεφική και πρώτη παιδική ηλικία η διαπροσωπική αλληλεπίδραση µε τους γονείς στα πλαίσια ασφαλών και ανασφαλών σχέσεων, και ειδικά το πώς η τροφός 2 ανταποκρίνεται στις συµπεριφορές προσκόλλησης του νηπίου, διαµορφώνουν εσωτερικά ενεργά 3 µοντέλα προσκόλλησης ( internal working models of attachment ) ή προσδοκίες τόσο για τον εαυτό και τους άλλους, όσο και για τις διαπροσωπικές σχέσεις (Hinde, 1995). Τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης έχουν συναισθηµατικές και γνωστικές συνιστώσες οι οποίες γενικεύονται στις διαπροσωπικές σχέσεις, επηρεάζοντας και τα υπόλοιπα στάδια εξέλιξης του ατόµου (Collins & Read,1994. Hazan & Shaver, Main, Kaplan, & Cassidy, 1985). Οι ατοµικές διαφορές που παρατηρούνται στη συµπεριφορά των βρεφών σε σχέση µε τις πρώτες τροφούς τους (Ainsworth, Blehar, Waters, & Wall, 1978), στις αναπαραστάσεις των ενηλίκων για τις σχέσεις τους µε τους γονείς κατά την παιδική ηλικία, και τέλος στις αναπαραστάσεις τους µε τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, αποδίδονται στις διαφορές των µοντέλων που ο καθένας µας έχει για τον εαυτό του και τους άλλους (Collins & Read, Main et al., 1985) Εξελικτική θεώρηση και ατοµικές διαφορές του συστήµατος της ασφαλούς προσκόλλησης Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η θεωρία προσκόλλησης (Bowlby, 1982/1969, 1973) αποτελεί ένα σηµαντικό θεωρητικό πλαίσιο κατανόησης της διαδικασίας ρύθµισης των συναισθηµάτων. Αρχικά ο Bowlby (1982/1969) σηµατοδότησε την προστατευτική λειτουργία 1 Για τη χρησιµοποίηση του ελληνικού όρου «προσκόλληση» βλέπε τέλος 1 ου Κεφαλαίου, σελ Ο όρος «τροφός» αφορά το πρωταρχικό πρόσωπο προς το οποίο αναπτύσσεται η σχέση προσκόλλησης. Αναφέρεται στο πρόσωπο που αναλαµβάνει την ανατροφή του βρέφους και στη συνηθέστερη περίπτωση είναι η µητέρα. Για το λόγο αυτό χρησιµοποιείται το θηλυκό γένος. 3 Για τη χρησιµοποίηση του ελληνικού όρου «ενεργά µοντέλα προσκόλλησης» βλέπε τέλος 1 ου Κεφαλαίου, σελ

28 -Θεωρητική Εισαγωγήτων στενών διαπροσωπικών σχέσεων, θεωρώντας την αναζήτηση εγγύτητας ως εναλλακτική λύση στις αντιδράσεις µάχης ή φυγής στα αγχογόνα ερεθίσµατα και έδωσε ιδιαίτερη έµφαση στη σηµαντικότητα των διαπροσωπικών εµπειριών ως βάση ατοµικών διαφορών της ρύθµισης των συναισθηµάτων σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Συγκεκριµένα, ο Bowlby (1973) περιέγραψε διαφορετικές στρατηγικές συνδεόµενες µε την προσκόλληση που αφορούν τη ρύθµιση συναισθηµάτων, οι οποίες απορρέουν από διαφορετικά πρότυπα αλληλεπιδράσεων µε τους σηµαντικούς άλλους. Στην κλασική τριλογία του, Προσκόλληση και Απώλεια, ο Bowlby (1969/1982, 1973, 1980) ανέπτυξε την ηθολογική θεωρία ρυθµιστικών λειτουργιών και συνεπειών διατήρησης εγγύτητας µε τους σηµαντικούς άλλους. Πρότεινε ότι τα βρέφη γεννιούνται µε ένα ρεπερτόριο συµπεριφορών (συµπεριφορές προσκόλλησης) οι οποίες αποβλέπουν στην αναζήτηση και διατήρηση εγγύτητας προς τους σηµαντικούς άλλους που παρέχουν φροντίδα (πρόσωπα προσκόλλησης) (βλ. Εικόνα 1, Παράρτηµα). Με αυτή τη θεώρηση, η αναζήτηση εγγύτητας είναι µια εγγενής λειτουργία ρύθµισης των συναισθηµάτων (πρωτογενής στρατηγική προσκόλλησης) καθορισµένη να προστατεύει το άτοµο από φυσικές και ψυχολογικές απειλές και κινδύνους και να µειώνει την ψυχολογική δυσφορία. Ο Bowlby (1988) υποστήριξε ότι η επιτυχηµένη επίτευξη αυτών των λειτουργιών ρύθµισης των συναισθηµάτων καταλήγει στην αίσθηση της ασφαλούς προσκόλλησης, µια αίσθηση ότι ο κόσµος είναι ένα ασφαλές µέρος όπου κάποιος µπορεί να βασιστεί στους άλλους, και κατά συνέπεια µπορεί να διερευνήσει το περιβάλλον του και να αλληλεπιδράσει αποτελεσµατικά µε τους άλλους ανθρώπους. Σύµφωνα µε τον Bowlby (1982/1969) οι συµπεριφορές αναζήτησης εγγύτητας είναι µέρη του συµπεριφορικού συστήµατος προσαρµογής (σύστηµα προσκόλλησης). Αυτό το σύστηµα αναδύεται κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, διότι αυξάνει την πιθανότητα επιβίωσης των βρεφών που γεννιούνται µε ανώριµες ικανότητες λήψης τροφής, κίνησης και άµυνας. Καθώς τα βρέφη χρειάζονται ένα µεγάλο διάστηµα φροντίδας και προστασίας, γεννιούνται µε ένα ρεπερτόριο συµπεριφορών διατήρησης εγγύτητας µε τους άλλους οι οποίοι έχουν την ικανότητα να παρέχουν βοήθεια και να ρυθµίσουν τα συναισθήµατα ψυχολογικής δυσφορίας και άγχους. Παρόλο που το σύστηµα προσκόλλησης είναι ιδιαίτερα κρίσιµο κατά τα πρώτα χρόνια της βρεφικής ηλικίας, θεωρείται (Bowlby, 1988) ότι παραµένει ενεργό κατά τη διάρκεια όλης της ζωής, και οι ενδείξεις του είναι εµφανείς στις σκέψεις, στα συναισθήµατα και στις συµπεριφορές που συνδέονται µε την αναζήτηση υποστήριξης. Πέρα από το γεγονός ότι η αίσθηση ασφαλούς προσκόλλησης διαµορφώνει τα αποθέµατα ενός ατόµου για τις δύσκολες στιγµές, συνεισφέρει στη διεύρυνση των 26

29 -Θεωρητική Εισαγωγήπροοπτικών, ικανοτήτων και δεξιοτήτων του. Σύµφωνα µε τον Bowlby (1982/ 1969) η αίσθηση της ασφαλούς προσκόλλησης επιτρέπει την ενεργοποίηση και άλλων συµπεριφορικών συστηµάτων, όπως της εξερεύνησης, της εµπιστοσύνης και της φροντίδας προς τους άλλους. Μέσα από τα ερευνητικά δεδοµένα φαίνεται ότι οι στρατηγικές που βασίζονται στην ασφαλή προσκόλληση διευκολύνουν την ανάπτυξη της αυτονοµίας και ατοµικότητας (Kobak & Sceery 1988). Πέρα από την περιγραφή των βασικών αρχών της πανανθρώπινης λειτουργίας του συστήµατος προσκόλλησης, ο Bowlby (1973) καθόρισε και τις ατοµικές διαφοροποιήσεις της λειτουργίας αυτού του συστήµατος. Οι αλληλεπιδράσεις µε τους σηµαντικούς άλλους οι οποίοι είναι διαθέσιµοι στις περιπτώσεις ανάγκης και ευαισθητοποιηµένοι στο αίτηµα προσκόλλησης δείχνοντας ανταπόκριση και προσφέροντας εγγύτητα, διευκολύνει την λειτουργία του συστήµατος προσκόλλησης και ενισχύει τη διαµόρφωση της αίσθησης της ασφαλούς προσκόλλησης. Ως αποτέλεσµα, διαµορφώνονται θετικές προσδοκίες για τη διαθεσιµότητα των άλλων και τη θεώρηση του εαυτού ως ικανού και άξιου προσοχής και βοήθειας, και γύρω από αυτές τις θετικές πεποιθήσεις οργανώνονται οι στρατηγικές ρύθµισης των συναισθηµάτων. Στην περίπτωση όµως κατά την οποία οι σηµαντικοί άλλοι δεν είναι διαθέσιµοι και δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες του ατόµου, τότε η αναζήτηση εγγύτητας αποτυχαίνει να εκπληρώσει το στόχο της, δηλαδή να ανακουφίσει το άγχος και τη δυσφορία. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί το αίσθηµα της ασφαλούς προσκόλλησης. Συνειρµικά, διαµορφώνονται αρνητικές αναπαραστάσεις του εαυτού και των άλλων (ανησυχίες σχετικά µε την καλή θέληση των άλλων και αµφιβολίες σχετικά µε την αίσθηση αυτοαξίας) καθώς και κατά ανάλογο τρόπο αναπτύσσονται στρατηγικές ρύθµισης συναισθηµάτων και αναζήτησης εγγύτητας (δευτερογενείς στρατηγικές προσκόλλησης). Φαίνεται, λοιπόν, ότι η διαθεσιµότητα του προσώπου προσκόλλησης είναι µία από τις πρωταρχικές αιτίες διαφοροποίησης των στρατηγικών ρύθµισης των συναισθηµάτων Ενεργά µοντέλα προσκόλλησης Τα εσωτερικά ενεργά µοντέλα προσκόλλησης, κατά την ενήλικη ζωή, αντιπροσωπεύουν την εσωτερικευµένη αναπαράσταση της σχέσης που έχει διαµορφωθεί µεταξύ της τροφού και του µικρού παιδιού κατά τη νηπιακή ηλικία. Μόλις τα βρέφη διαµορφώσουν τη σχέση προσκόλλησης προς τη µητέρα-τροφό, συνήθως κατά τη διάρκεια των πρώτων έξι µηνών, αναπτύσσεται ένας συγχρονισµός µεταξύ του βρέφους και της µητέρας τροφού. Τα νήπια µαθαίνουν ότι ορισµένες συµπεριφορές αναµένονται όταν παρουσιάζονται ορισµένα ερεθίσµατα κατά τον ίδιο σχεδόν τρόπο, ενώ η µητέρα µαθαίνει ότι 27

30 -Θεωρητική Εισαγωγήορισµένες ενέργειες που εκτελούνται από το νήπιο απαιτούν ορισµένους τύπους συµπεριφορών. Με το πέρασµα του χρόνου, τα µικρά παιδιά αναπτύσσουν τα εσωτερικά ενεργά µοντέλα τα οποία εµπεριέχουν τις µαθηµένες προσδοκίες για την ανταπόκριση του προσώπου προσκόλλησης. Αυτά τα ενεργά µοντέλα δεν οριοθετούνται µόνο στις αλληλεπιδράσεις µε τη µητέρα τροφό, αλλά γενικεύονται σε νέες καταστάσεις, προς πρόσωπα µε τα οποία συνάπτεται µια σχέση προσκόλλησης (Miller, 1993). Οι ατοµικές διαφορές που παρατηρούνται στη συµπεριφορά των βρεφών σε σχέση µε τους πρώτους τροφούς τους (Ainsworth, Blehar, Waters, & Wall, 1978), στις αναπαραστάσεις των ενηλίκων για τις σχέσεις τους µε τους γονείς κατά την παιδική ηλικία, και τέλος στις αναπαραστάσεις τους µε τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, αποδίδονται στις διαφορές των µοντέλων που ο καθένας µας έχει για τον εαυτό του και τους άλλους (Collins & Read, Main et al., 1985). Σύµφωνα µε τους Feeney, Noller, και Roberts (1999), τα ενεργά µοντέλα τίθενται σε λειτουργία προκειµένου να προβλέψει το άτοµο τη συµπεριφορά των άλλων αλλά και για να προγραµµατίσει τη δική του συµπεριφορά προκειµένου να επιτύχει τους στόχους του µέσα στα πλαίσια µιας στενής διαπροσωπικής σχέσης προσκόλλησης. Τα ενεργά µοντέλα συνίστανται στο µοντέλο του εαυτού και στο µοντέλο του άλλου, τα οποία αντίστοιχα αφορούν τα θετικά ή αρνητικά σχήµατα για τις προσωπικές ικανότητες του ατόµου και τις προσδοκίες του από το πρόσωπο προσκόλλησης. Σύµφωνα µε τον Bowlby (1973), αυτά τα δύο µοντέλα διαµορφώνονται έχοντας συµπληρωµατικό ρόλο µεταξύ τους. Συνεπώς, εάν η τροφός ήταν αδιάφορος στις ανάγκες του µικρού παιδιού κατά τη νηπιακή ηλικία, στη συνέχεια το άτοµο µεγαλώνοντας αναπτύσσει αρνητικό µοντέλο για τον εαυτό του και για τους άλλους. Τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης δύσκολα µεταβάλλονται, και γενικεύονται στις σχέσεις πέρα από την παιδική ηλικία και σε διαφορετικούς τύπους σχέσεων στην εφηβεία και ενηλικίωση (Bretherton, 1991). Σε διαχρονική έρευνα τεσσάρων χρόνων, οι Kirkpatrick και Hazan (1994) βρήκαν ότι το 70% του δείγµατός τους παρουσίασε τον ίδιο τύπο προσκόλλησης, ενώ το 30% του δείγµατος παρουσίασε αλλαγή η οποία ήταν συνυφασµένη µε αλλαγές στις σχέσεις των ατόµων αυτών. Η αλλαγή από τους ανασφαλείς προς τον ασφαλή τύπο προσκόλλησης φαίνεται ότι βασίζεται στη σταθερή και επαναλαµβανόµενη βίωση θετικών συναισθηµάτων και στη σταδιακή αναδόµηση των ενεργών µοντέλων της προσκόλλησης, µέσω δύο διόδων: του γνωστικού και του συναισθηµατικού. Φαίνεται, ωστόσο, ότι το συναισθηµατικό συστατικό των ενεργών µοντέλων της προσκόλλησης είναι περισσότερο επιρρεπές στην αλλαγή, παρά το γνωστικό συστατικό (Fredrickson, Kafetsios, 2003). 28

31 -Θεωρητική Εισαγωγή Βασικές αρχές της θεωρίας της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή Σύµφωνα µε τη θεωρία της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή, οι εσωτερικευµένες αναπαραστάσεις του εαυτού και του άλλου, οι οποίες συνθέτουν τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης, συνεχίζουν να επιδρούν στη δηµιουργία νέων σχέσεων προσκόλλησης σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Βάσει της βιβλιογραφικής ανασκόπησης προκύπτουν οι ακόλουθες βασικές διαπιστώσεις σχετικά µε την προσκόλληση κατά την ενήλικη ζωή, στις οποίες συγκλίνουν οι ερευνητικές απόψεις, παρά τις διαφορετικές µεθοδολογικές προσεγγίσεις: (α) Οι συναισθηµατικές και συµπεριφορικές δυναµικές των σχέσεων βρέφους-τροφού καθώς και των ενήλικων ερωτικών σχέσεων ρυθµίζονται από το ίδιο βιολογικό σύστηµα. Σύµφωνα µε τον Bowlby (1982), η συµπεριφορά προσκόλλησης του βρέφους ρυθµίζεται από ένα εγγενές σύστηµα κινητοποίησης, το «συµπεριφορικό σύστηµα προσκόλλησης», σχεδιασµένο για την παροχή ασφάλειας και επιβίωσης στο βρέφος. Οι Hazan και Shaver (1988) παρατήρησαν ότι οι σχέσεις κατά την ενήλικη ζωή χαρακτηρίζονται από τις ίδιες δυναµικές. Τα συναισθήµατα και οι συµπεριφορές που χαρακτηρίζουν τις ερωτικές σχέσεις και τις σχέσεις µητέρας-βρέφους µοιράζονται παρόµοιες συνθήκες ενεργοποίησης και εµφανίζονται να παρουσιάζουν τις ίδιες δυναµικές. Συνεπώς, τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης τα οποία διαµορφώνονται κατά τη βρεφική και παιδική ηλικία είναι ιδιαίτερα χρήσιµα στην περιγραφή των ατοµικών διαφορών των στενών σχέσεων των ενηλίκων. Παρόλο που υπάρχει ένας σηµαντικός αριθµός µεθοδολογικών και θεωρητικών διαφωνιών και προβληµάτων, υπάρχει ωστόσο συναίνεση για τα αρχέτυπα χαρακτηριστικά των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης (Collins & Read, Feeney, Noller & Flanrahan, Griffin & Bartholomew, Hazan & Shaver, 1987, 1993). (β) Οι ατοµικές διαφορές που παρατηρούνται στη συµπεριφορά της προσκόλλησης των ενηλίκων («τύποι προσκόλλησης») είναι οι απεικονίσεις των προσδοκιών και πεποιθήσεων που οι άνθρωποι δηµιουργούν για τον εαυτό τους και για τις στενές τους σχέσεις, βάσει της ιστορίας των προσκολλήσεων που έχουν ήδη δηµιουργήσει. Η δηµιουργία των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης έχει τα θεµέλιά της στη βρεφική προσκόλληση προς τη µητέρατροφό (Bretherton & Munholland,1999). (γ) Σύµφωνα µε τα ευρήµατα των Hazan και Shaver (1987), τα ενεργά µοντέλα της προσκόλλησης συνεχίζουν να καθοδηγούν τη συµπεριφορά του ατόµου στις στενές σχέσεις καθόλη τη διάρκεια της ζωής (Collins & Read, 1994). Υποστήριξη σε αυτήν την τοποθέτηση παρέχεται από έναν σηµαντικό αριθµό ερευνών οι οποίες δείχνουν ότι οι ενήλικες µε 29

32 -Θεωρητική Εισαγωγήδιαφορετικά µοντέλα προσκόλλησης διαφέρουν σε σηµαντικό βαθµό µεταξύ τους ως προς την αντίληψη του εαυτού και του κοινωνικού κόσµου ( Carnelley & Jannoff-Bulman, Collins & Read, Feeney & Noller, 1990, Hazan & Shaver, 1987). Καθώς τα άτοµα εµπλέκονται σε νέες σχέσεις, βασίζονται ως ένα βαθµό στις προηγούµενες προσδοκίες σχετικά µε το πώς είναι πιθανόν οι άλλοι να συµπεριφέρονται και πώς οι ίδιοι αισθάνονται για αυτούς. Επίσης, είναι πιθανόν να χρησιµοποιούν αυτά τα µοντέλα για να ερµηνεύσουν τις προθέσεις και τους σκοπούς των άλλων. Βάσει αυτών των θέσεων, η θεωρία εξηγεί την συνέχεια και συνέπεια στον τρόπο που οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν µε τα πρόσωπα προσκόλλησης, στα πλαίσια διαφορετικών σχέσεων, τονίζοντας τη σηµαντικότητα των πρώιµων εµπειριών ζωής, καθώς συνεισφέρουν σε µεγάλο βαθµό στη διαµόρφωση των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης Χαρακτηριστικά ασφαλούς προσκόλλησης Παρόλο τη κοινή παραδοχή πως η ανάγκη για ασφάλεια είναι πανανθρώπινη, οι ενήλικες διαφέρουν συστηµατικά στις πεποιθήσεις τους σχετικά µε τις σχέσεις της προσκόλλησης και τον τρόπο µε τον οποίο ρυθµίζουν και διατηρούν το αίσθηµα ασφάλειας. Οι διαφορές στους τύπους προσκόλλησης είναι ριζωµένες στις υποθάλπουσες διαφορές στα ενεργά µοντέλα του εαυτού και του άλλου. Τα ενεργά µοντέλα θεωρείται ότι διαµορφώνονται, τουλάχιστον κατά το πιο σηµαντικό µέρος τους, από τις αλληλεπιδράσεις µε τα αρχικά πρόσωπα προσκόλλησης, και εφόσον διαµορφωθούν, θεωρείται ότι καθοδηγούν τη συναισθηµατική ρύθµιση του ατόµου κατά την παιδική, την εφηβική και την ενήλικη ζωή (Ainsworth et al., Bowlby, Collins & Read, Main et al., 1985). Οι στρατηγικές οι οποίες βασίζονται στην ασφάλεια είναι χαρακτηριστικές ατόµων µε θετικό µοντέλο του εαυτού και του άλλου. Τα ερευνητικά δεδοµένα δείχνουν ότι τα χαµηλά επίπεδα άγχους και αποφυγής συνδέονται µε αισιόδοξες πεποιθήσεις για τη διαχείριση του άγχους, θετικές αντιλήψεις του εαυτού και του άλλου, καθώς και διατήρηση της ψυχικής υγείας και αποτελεσµατικής λειτουργίας σε περιόδους άγχους (Collins & Read, Mikulincer, Mikulincer & Florian, 1998). Τα χαµηλά επίπεδα του άγχους και της αποφυγής επίσης συνδέονται µε την επίγνωση και αποκάλυψη των συναισθηµάτων (Fuendeling, 1998), µε την αναζήτηση βοήθειας σε περιπτώσεις ανάγκης, εξερεύνηση νέων ερεθισµάτων του περιβάλλοντος και ευελιξία σκέψης, αναθεώρηση δηλαδή της υπάρχουσας γνώσης, βάσει των νέων δεδοµένων που προκύπτουν (Mikulincer, Mikulincer & Arad, 1999). Πιο πρόσφατα δεδοµένα τονίζουν ότι τα άτοµα µε χαµηλά επίπεδα άγχους και αποφυγής επιδεικνύουν πιο φιλική συµπεριφορά σε άτοµα που δεν ανήκουν στην οµάδα τους 30

33 -Θεωρητική Εισαγωγή- και δείχνουν µεγαλύτερη ενσυναίσθηση και κοινωνικό ενδιαφέρον στις ανάγκες των άλλων ατόµων (Mikulincer et al., Mikulincer & Shaver, 2001). 2. Ταξινόµηση και τυπολογία προσκόλλησης Μέσα από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας προκύπτει ότι το µεγαλύτερο µέρος της ερευνητικής προσπάθειας έχει επικεντρωθεί στα χαρακτηριστικά του τύπου προσκόλλησης ενός ατόµου και αφορά το συστηµατικό µοντέλο των προσδοκιών του από τις σχέσεις, των συναισθηµάτων και των συµπεριφορών του, το οποίο στην ουσία απορρέει από την εσωτερίκευση του ιστορικού εµπειριών προσκόλλησης και την άρρηκτα δεµένη και επακόλουθη υιοθέτηση κάποιας συγκεκριµένης στρατηγικής ρύθµισης των συναισθηµάτων (Flarey & Shaver, Shaver & Mikulincer, 2002). Αρχικά η έρευνα της προσκόλλησης βασίστηκε στην τυπολογία προσκόλλησης, ασφαλούς, αγχώδους και αποφυγής, κατά τη βρεφική ηλικία, η οποία είχε προταθεί από την Ainsworth και τους συνεργάτες της (Ainsworth, Blehar, Waters & Wall, 1978), και τη θεώρηση παράλληλων τύπων προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους (Hazan & Shaver, 1987, Bartholomew, 1990). Ωστόσο, από τις έρευνες που επακολούθησαν (Bartholomew & Horowitz, 1991.Brennan, Clark & Shaver, 1998) διαφαίνεται ότι οι τύποι προσκόλλησης της ενήλικης ζωής θεωρητικά τοποθετούνται στις δύο διαστάσεις του άγχους προσκόλλησης και της αποφυγής προσκόλλησης, οι οποίες µπορούν να εκτιµηθούν µε αξιόπιστες και έγκυρες κλίµακες αυτοαναφοράς (Brennan et al., 1998) και, µε συναίνεση προς τη θεωρία του Bowlby (1982/1969), συνδέονται στενά µε τη λειτουργία των στενών διαπροσωπικών σχέσεων και τη ρύθµιση των συναισθηµάτων (Mikulincer & Shaver, Shaver & Clark, Shaver & Hazan, 1993) Ταξινόµηση των τεσσάρων τύπων της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή Τα µοντέλα του εαυτού και του άλλου απεικονίζουν γενικές προσδοκίες σχετικά µε την αίσθηση αξίας το εαυτού και της διαθεσιµότητας των άλλων. Χτίζοντας πάνω σε αυτή τη πρωταρχική οπτική προσκόλλησης, η οποία αφορά τις πρώτες σχέσεις, και δηµιουργώντας την αντίστοιχη προοπτική για την προσκόλληση της ενήλικης ζωής (Hazan & Shaver, Main et al., 1985), η Bartholomew (1990) συστηµατικοποίησε τον ορισµό του Bowlby σχετικά µε τα εσωτερικά ενεργά µοντέλα σε µια ταξινόµηση τεσσάρων κατηγοριών. Βασισµένοι στα θετικά και αρνητικά δοµικά µοντέλα του εαυτού και του άλλου, οι Bartholomew και Horowitz (1991) έχουν προτείνει τέσσερις τύπους συναισθηµατικών σχέσεων προσκόλλησης, όπου φαίνεται ότι τα µοντέλα του εαυτού και του άλλου τείνουν να 31

34 -Θεωρητική Εισαγωγήείναι συµπληρωµατικά αλλά και διαφορετικά µεταξύ τους ως προς το βαθµό θετικότητας. ιαφαίνεται επίσης πως ο κάθε τύπος προσκόλλησης που προκύπτει από το συνδυασµό των µοντέλων του εαυτού και του άλλου, συνυφαίνεται µε συνεπείς γνωστικές, συναισθηµατικές και συµπεριφορικές αντιδράσεις σε συγκεκριµένα γεγονότα (Collins, Collins & Read, Feeney et al., 1999), καθώς καθένα από αυτά τα µοντέλα χαρακτηρίζονται από ένα διακριτό, ξεχωριστό µοντέλο συναισθηµατικής ρύθµισης και διαπροσωπικής συµπεριφοράς (Bartholomew, 1990, Mikulincer et al., 2003). Τέσσερα αρχέτυπα σχέδια προσκόλλησης ορίστηκαν βάσει των δύο διαστάσεων, της θετικότητας του µοντέλου που το άτοµο έχει για τον εαυτό του και της θετικότητας του µοντέλου που το άτοµο έχει για τα πιθανά πρόσωπα προσκόλλησης (Bartholomew & Horowitz,1991. Brennan, Clark & Shaver, Fraley & Walter, 1998) (βλ. Σχήµα 1). Υψηλή αποφυγή Φοβικός Τύπος Απορριπτικός Τύπος Yψηλό Άγχος Χαµηλό Άγχος Έµµονος τύπος Ασφαλής Τύπος Χαµηλή Αποφυγή Σχήµα 1: Οι δύο διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής και η σχέση τους µε τους τέσσερις τύπους προσκόλλησης της Bartholomew (1990). Στον χώρο όπου οι δύο διαστάσεις άγχους και αποφυγής τέµνονται, ο τύπος που ονοµάζεται ασφαλής βρίσκεται σε εκείνη την περιοχή όπου και το άγχος και η αποφυγή βρίσκονται σε χαµηλά επίπεδα. Η περιοχή αυτή καθορίζεται από εσωτερικευµένη αίσθηση αυτοαξίας, µια αίσθηση ασφάλειας και άνεσης µε τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις αλλά και από εµπιστοσύνη στην αναζήτηση κοινωνικής υποστήριξης και άλλων εποικοδοµητικών µέσων αντιµετώπισης του άγχους. 32

35 -Θεωρητική Εισαγωγή- Ο αγχώδης τύπος αναφέρεται σε µια περιοχή όπου τα επίπεδα του άγχους είναι υψηλά και της αποφυγής χαµηλά. Η περιοχή αυτή καθορίζεται από έλλειψη ασφαλούς προσκόλλησης, και µια ισχυρή ανάγκη για πολύ στενές διαπροσωπικές σχέσεις σε συνδυασµό µε ανησυχία και φόβο απόρριψης. Ο τύπος αποφυγής αναφέρεται στην περιοχή εκείνη όπου η αποφυγή βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα. Η περιοχή αυτή χαρακτηρίζεται από έλλειψη ασφάλειας προσκόλλησης, εµπιστοσύνη µόνο στον εαυτό, και προτίµηση συναισθηµατικής απόστασης από τους άλλους. Τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση, αποφεύγουν επίσης την εγγύτητα και την οικειότητα προς τους άλλους εξαιτίας των αρνητικών τους προσδοκιών Στην ουσία διατηρούν τη θετική αίσθηση της αυτοαξίας τους µε το να αρνούνται την αξία των στενών σχέσεων και µεγεθύνοντας τη σηµαντικότητα της ανεξαρτησίας τους. Τα άτοµα που εντάσσονται στους δύο τύπους της αγχώδους προσκόλλησης και της προσκόλλησης τύπου αποφυγής, χαρακτηρίζονται από αποτυχία αναζήτησης εγγύτητας κατά την προσπάθεια ανακούφισης από το άγχος, και κατά συνέπεια υιοθετούν δευτερογενείς στρατηγικές προσκόλλησης. Στο πρωτότυπο διάγραµµα των δύο διαστάσεων άγχους και αποφυγής της Ainsworth (Ainsworth et al., 1978), τα βρέφη µε προσκόλληση τύπου αποφυγής καταλαµβάνουν την περιοχή εκείνη όπου η αποφυγή βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα και το άγχος σε χαµηλά επίπεδα. Στην έρευνα της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή, οι Bartholomew και Horowitz (1991) κάνουν µια σηµαντική διάκριση µεταξύ δύο τύπων της προσκόλλησης τύπου αποφυγής, της απορριπτικής προσκόλλησης τύπου αποφυγής, µε υψηλό επίπεδο αποφυγής και χαµηλό επίπεδο άγχους, και της φοβικής προσκόλλησης τύπου αποφυγής, µε υψηλά επίπεδα αποφυγής και άγχους. Τα άτοµα µε φοβική προσκόλληση είναι σε υψηλό βαθµό εξαρτώµενα από τους άλλους προκειµένου να καταστήσουν έγκυρη την προσωπική τους αξία. Εξαιτίας όµως των αρνητικών προσδοκιών τους από τους άλλους, αποφεύγουν την οικειότητα προκειµένου να αποφύγουν την πιθανή απώλεια ή απόρριψη. Τα άτοµα µε έµµονη προσκόλληση, όπως και αυτά µε φοβική προσκόλληση, έχουν µια ενδόµυχη αίσθηση απαξίωσης του εαυτού τους. Ωστόσο, το θετικό µοντέλο που έχουν για τους άλλους τους κινητοποιεί να επικυρώσουν την αυτοαξία τους µέσα από µια πολύ στενή σχέση, αφήνοντας τον εαυτό τους ευάλωτο σε δεινό άγχος όταν οι ανάγκες οικειότητας δεν ικανοποιούνται. Σε τρεις ερευνητικές µελέτες των Griffin και Bartholomew (1994), όπου χρησιµοποιήθηκαν πέντε διαφορετικές µέθοδοι µέτρησης (ερωτηµατολόγια αυτοαναφορών, 33

36 -Θεωρητική Εισαγωγήαναφορές ερωτικών συντρόφων, αξιολογήσεις εκπαιδευµένων κριτών για την προσκόλληση προς την οικογένεια και προς τους συνοµηλίκους, συµπεριλαµβανοµένων των φίλων και των ερωτικών συντρόφων) φαίνεται να παρέχεται αξιόπιστη στήριξη για την κατασκευαστική εγκυρότητα των δύο διαστάσεων της προσκόλλησης, του µοντέλου του εαυτού και του µοντέλου του άλλου. Και στις τρεις έρευνες διαφαίνεται τόσο η διακριτική εγκυρότητα (οι µετρήσεις των δύο δοµών είναι ουσιαστικά ανεξάρτητες) όσο και η επαναληπτική εγκυρότητα (οι χρονικά διαφορετικές µετρήσεις των δύο δοµών είναι σε υψηλό βαθµό συσχετισµένες) και των δύο διαστάσεων. Στη δεύτερη έρευνα επιβεβαιώνεται η προβλεπτική εγκυρότητά τους. Η θετικότητα του µοντέλου του εαυτού του συστήµατος προσκόλλησης συσχετίζεται σε πολύ υψηλό βαθµό µε τη θετικότητα των αυτο-αντιλήψεων, καθώς επίσης η θετικότητα του µοντέλου του άλλου συσχετίζεται σε πολύ υψηλό βαθµό µε τη διαπροσωπική προοπτική του άλλου (Griffin & Bartholomew, 1994). Συνοψίζοντας, θα λέγαµε ότι από τότε που οι Hazan και Shaver (1987) εισήγαγαν τη µέτρηση των τριών κατηγοριών της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή ως µια αναλογική στο σύστηµα µέτρησης της Ainsworth (Ainsworth, Blehar, Water & Walk, 1978), σύµφωνα µε το οποίο ταξινοµούνται τα βρέφη και τα µικρά παιδιά σε τρεις κατηγορίες, ασφαλούς, αγχώδους-αµφιθυµικής προσκόλλησης και προσκόλλησης τύπου αποφυγής, η έρευνα της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή επικεντρώθηκε αποκλειστικά στις συσχετίσεις των ατοµικών διαφορών της προσκόλλησης. Αυτό στάθηκε ιδιαίτερα εποικοδοµητικό, καθώς οι ατοµικές διαφορές των στρατηγικών της προσκόλλησης εξετάστηκαν σε σχέση µε πολλές παραµέτρους της ανθρώπινης συµπεριφοράς, όπως είναι η ευεξία, η ικανοποίηση από τις διαπροσωπικές σχέσεις, η αναζήτηση υποστήριξης, η αυτοαποκάλυψη, οι εθιστικές συµπεριφορές, οι θρησκευτικές αντιλήψεις του ατόµου (Griffin & Bartholomew, 1994). Πέρα από τα εντυπωσιακά ευρήµατα που αφορούν την προβλεπτική εγκυρότητα των στρατηγικών προσκόλλησης πάνω στις διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης συµπεριφοράς, µεγάλη προσοχή προκάλεσε η µεθοδολογική προσέγγιση της προσκόλλησης. Τα µοντέλα ή οι στρατηγικές της προσκόλλησης έχουν υπολογιστεί µε µετρήσεις οι οποίες ταξινοµούν την προσκόλληση σε τρεις ή σε τέσσερις κατηγορίες, βάσει διαδικασιών συνέντευξης (Bartholomew & Horowitz, Main, Kaplan & Cassidy, 1985), σε τρεις ή τέσσερις κατηγορίες βάσει των ερωτηµατολογίων αυτοαναφοράς (Bartholomew & Horowitz, Hazan & Shaver, 1987), και σε κλίµακες οι οποίες δηµιουργούν δύο ή τρεις παράγοντες, βάσει εµπειρικής έρευνας (Simpson, Rholes & Nelligan, Collins & Read, 1990). Από την απαρχή των ερευνητικών προσπαθειών για τους τύπους προσκόλλησης ενηλίκων, υπήρχε διχογνωµία για το αν οι τύποι είναι τρεις (ασφαλής, αγχώδης-αµφυθυµικός, αποφυγής, Hazan 34

37 -Θεωρητική Εισαγωγήand Shaver, 1987) ή τέσσερις (ασφαλής, τύπος εµµονής, φοβικός-αποφυγής, απορριπτικόςαποφυγής, Bartholomew, 1990). Η διαφορετική µεθοδολογική προσέγγιση έχει θέσει φραγµό στη σύγκριση των ερευνητικών δεδοµένων που προκύπτουν από τις διαφορετικές ταξινοµήσεις. Ωστόσο, οι πιο πρόσφατες µελέτες και επιχειρηµατολογία πάνω στο θέµα της ταξινόµησης συναινούν στο ότι οι τρεις και οι τέσσερις τύποι προσκόλλησης ενηλίκων εξηγούνται από τις ίδιες δύο διαστάσεις αποφυγής (θετικό-αρνητικό µοντέλο του άλλου) και του άγχους (θετικό - αρνητικό µοντέλο του εαυτού) (Brennan, Clark & Shaver, Fraley & Waller, Crowell, Fraley, & Shaver, 1999). Το µοντέλο των δύο διαστάσεων παρέχει ένα ικανοποιητικό θεωρητικό πλαίσιο που µπορεί να εµπεριέχει και να οργανώνει τις ταξινοµήσεις πολλών ερευνητών, καθιστώντας, παράλληλα, τα ερευνητικά δεδοµένα συγκρίσιµα µεταξύ τους. 3. Το αλληλεπιδραστικό µοντέλο ενεργοποίησης του συστήµατος προσκόλλησης και της δυναµικής του των Shaver και Mikulincer (2002) Στη προσπάθεια να χαρακτηριστούν οι στρατηγικές ρύθµισης συναισθηµάτων οι οποίες συνδέονται µε τη λειτουργία του συστήµατος προσκόλλησης, δόθηκε ιδιαίτερη έµφαση στο µοντέλο ενεργοποίησης και δυναµικής των Shaver και Mikulincer (Shaver & Mikulincer, 2002). Το µοντέλο αυτό συνενώνει τα πρόσφατα ευρήµατα ερευνών µε τις σχετικά παλαιότερες θεωρητικές προτάσεις του Bowlby (1982/ 1969, 1973), της Ainsworth (1991), των Cassidy και Kobak (1988) και τέλος των Fraley και Shaver (2000). Το µοντέλο αυτό περιλαµβάνει τρία βασικά συστατικά. Το πρώτο συστατικό περιλαµβάνει τον έλεγχο και την αποτίµηση των απειλητικών συµβάντων, το οποίο είναι υπεύθυνο για την ενεργοποίηση της πρωταρχικής στρατηγικής προσκόλλησης, δηλαδή της αναζήτησης εγγύτητας. Το δεύτερο συστατικό περιλαµβάνει τον έλεγχο και την αποτίµηση της διαθεσιµότητας των υπαρκτών ή των εσωτερικευµένων προσώπων προσκόλλησης. Το συστατικό αυτό είναι στην ουσία υπεύθυνο για τις ατοµικές διαφορές στην αίσθηση ασφαλούς προσκόλλησης καθώς και για την ανάπτυξη των στρατηγικών εκείνων που έχουν ως έρεισµα την ασφάλεια. Το τρίτο συστατικό εµπεριέχει τον έλεγχο και την αποτίµηση της εγκυρότητας της αναζήτησης εγγύτητας ως µέσου αποτελεσµατικού χειρισµού της ανασφάλειας και της ψυχολογικής δυσφορίας. Το συστατικό αυτό είναι στην ουσία υπεύθυνο για τις ατοµικές διαφορές στην ανάπτυξη των συγκεκριµένων δευτερογενών στρατηγικών προσκόλλησης (στρατηγικές υπερενεργοποίησης και απενεργοποίησης του συστήµατος της προσκόλλησης). 35

38 -Θεωρητική Εισαγωγή Ενεργοποίηση του συστήµατος προσκόλλησης Οι Shaver και Mikulincer (2002) υποθέτουν ότι ο έλεγχος των συµβάντων καταλήγει στην ενεργοποίηση του συστήµατος προσκόλλησης όταν ένας πιθανός ή πραγµατικός κίνδυνος γίνεται αντιληπτός. Η ιδέα αυτή συµπλέει µε τη δήλωση του Bowlby ότι τα µικρά παιδιά αναζητούν το πρόσωπο προσκόλλησης όταν είναι πεινασµένα, κουρασµένα, άρρωστα, ή αναστατωµένα επειδή δε γνωρίζουν πού βρίσκεται η µητέρατροφός (Bowlby, 1982/1969). Αυτό συµβαίνει γιατί, κατά την αντιµετώπιση φυσικών και ψυχολογικών απειλών, το σύστηµα προσκόλλησης ενεργοποιείται και η πρωτογενής στρατηγική προσκόλλησης τίθεται σε λειτουργία. Αυτή η στρατηγική ωθεί τα άτοµα να εσωτερικεύσουν αναπαραστάσεις προσώπων προσκόλλησης ή τους ωθεί να αναζητήσουν πραγµατική στήριξη στους άλλους, και κυρίως στο να διατηρούν συµβολική ή πραγµατική εγγύτητα προς τα άτοµα που αποτελούν πρόσωπα προσκόλλησης. Μια υπόθεση είναι ότι η ηλικία και η ανάπτυξη οδηγούν σε µεγαλύτερη ικανότητα να νιώθει κανείς ανακούφιση µέσω συµβολικών αναπαραστάσεων των ατόµων προς τα οποία είναι προσκολληµένος, αλλά όπως και ο Bowlby (1982/ 1969, 1972) επισηµαίνει, κανείς και σε καµία ηλικία δεν αποδεσµεύεται από την ανάγκη στήριξης και εµπιστοσύνης στους άλλους. Τα ερευνητικά δεδοµένα έχουν δείξει µε συνέπεια ότι σε καταστάσεις ανάγκης τα βρέφη δείχνουν µια έντονη προτίµηση προς τον τροφό τους, επιδεικνύοντας συµπεριφορές αναζήτησης εγγύτητας και δείχνοντας παράλληλα ανακούφιση στην παρουσία του (Ainsworth, 1973, Heinicke & Westheimer, 1966). Αντίστοιχες έρευνες που αφορούν την προσκόλληση της ενήλικης ζωής πιστοποιούν ότι ο αποχωρισµός από τον/την ερωτικό/ή σύντροφο εντείνει την εµφάνιση συµπεριφορών αναζήτησης εγγύτητας (Fraley & Shaver, 1998) και αυξάνει την πιθανότητα σύνδεσης µε κάποιο άλλο άτοµο που είναι διαθέσιµο, στη περίπτωση επικείµενης αγχογόνας κατάστασης (Shaver & Klinnert, 1982) καθώς και της στροφής προς τους άλλους για βοήθεια και υποστήριξη, κατά τη διάρκεια της εµφάνισης, ή αµέσως µετά από κάποια αγχογόνα και δύσκολη κατάσταση (Kobak & Duemmler, Lazarus & Folkman, 1984). Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι οι σκέψεις που συνδέονται µε την αναζήτηση εγγύτητας καθώς και οι νοερές αναπαραστάσεις των εσωτερικευµένων προσώπων προσκόλλησης τείνουν να ενεργοποιούνται ακόµα και σε µηδαµινές απειλητικές καταστάσεις. Ευρήµατα ερευνών τονίζουν ότι απειλητικές λέξεις (π.χ. αποτυχία), κατά τη διάρκεια πειραµατικής διαδικασίας, ωθούσαν τα άτοµα να αποκτούν γνωστικά πρόσβαση σε σκέψεις συνδεµένες µε την προσκόλληση και να αναγνωρίζουν µε µεγαλύτερη ταχύτητα 36

39 -Θεωρητική Εισαγωγήλέξεις που συνδέονται µε την εγγύτητα (π.χ. αγάπη, στενή σχέση) (Mikulincer, Birnbaum, Woddis & Nachmias, 2000). Σχετικές έρευνες επίσης επισηµαίνουν ότι παρόµοιες γνωστικές διαδικασίες αύξαναν την πρόσβαση των ατόµων στα ονόµατα των ατόµων που αποτελούσαν πρόσωπα προσκόλλησης, ενώ κάτι τέτοιο δε συνέβαινε µε άλλα άτοµα, ακόµα κι όταν υπήρχε µαζί τους στενή και σταθερή καθηµερινή σχέση (Mikulincer, Gillath & Shaver, 2002) Σκιαγράφηση της δυναµικής των στρατηγικών που συνδέονται µε την προσκόλληση Στρατηγικές προσκόλλησης βασισµένες στην ασφάλεια Μόλις το σύστηµα της προσκόλλησης ενεργοποιηθεί, το πρώτο ερώτηµα που τίθεται προς εξέταση είναι αν το πρόσωπο προσκόλλησης, υπαρκτό ή εσωτερικευµένο, είναι διαθέσιµο. Η απάντηση σε αυτό το ερώτηµα οδηγεί το άτοµο στην αίσθηση ασφάλειας και σε στρατηγικές ρύθµισης των συναισθηµάτων βασισµένες στην ασφάλεια. Αυτές οι στρατηγικές στοχεύουν στο να ανακουφίσουν το άτοµο από το άγχος και να ενισχύσουν την προσαρµογή του ατόµου µέσω εποικοδοµητικών και ευέλικτων µηχανισµών. Κυρίως δηµιουργούν αυτό που ο Fredirckson (2001) ονοµάζει έναν «ευρύ και στερεό κύκλο ασφαλούς προσκόλλησης», ο οποίος αποτελεί ένα σηµαντικό απόθεµα του κάθε ατόµου για τη διατήρηση της ψυχικής του υγείας, ευρύνοντας τις προοπτικές και τις ικανότητές του, σε περιόδους άγχους και ψυχολογικής δυσφορίας. Καθώς το άτοµο αποκτά εµπειρίες και αναπτύσσεται γνωστικά, το µεγαλύτερο µέρος του ρόλου που παίζει το άτοµο εκείνο που είναι το πρόσωπο προσκόλλησης, εσωτερικεύεται και σταδιακά αποτελεί µέρος της προσωπικής δύναµης και προσαρµοστικότητάς του. Στην ενήλικη ζωή, το ερώτηµα σχετικά µε τη πιθανή διαθεσιµότητα του προσώπου προσκόλλησης µεταλλάσσεται σε ερώτηµα που αφορά τη διαθεσιµότητα των εσωτερικών αλλά και εξωτερικών πηγών προσκόλλησης που αποτελούν απόθεµα για την αντιµετώπιση του άγχους. Σε πολλές περιπτώσεις οι εσωτερικές πηγές είναι πιθανόν να είναι επαρκείς, αλλά στην περίπτωση που δεν είναι, το άτοµο που διαθέτει ένα ιστορικό ασφαλών προσκολλήσεων είναι ικανό να βασιστεί και να ζητήσει υποστήριξη από υπαρκτά πρόσωπα προσκόλλησης. Οι στρατηγικές που βασίζονται στην ασφάλεια οδηγούν σε αισιόδοξες πεποιθήσεις για το χειρισµό ψυχολογικής δυσφορίας και άγχους, µια αίσθηση καλής θέλησης των άλλων και µια αίσθηση αυτοαποτελεσµατικότητας στην αντιµετώπιση απειλών (Shaver & Hazan, 1993). Αυτές οι πεποιθήσεις αποτελούν τα βασικά γνωστικά συστατικά της ασφαλούς προσκόλλησης και απορρέουν από θετικές αλληλεπιδράσεις µε τα πρόσωπα προσκόλλησης, κατά τις οποίες το άτοµο µαθαίνει ότι το άγχος µπορεί να τεθεί υπό χειρισµό εξωτερικά εµπόδια µπορούν να υπερνικηθούν. 37 και τα

40 -Θεωρητική Εισαγωγή ευτερογενείς στρατηγικές υπερενεργοποίησης του συστήµατος της προσκόλλησης Η µη διαθεσιµότητα του προσώπου προσκόλλησης οδηγεί στην ανασφαλή προσκόλληση, η οποία µε τη σειρά της αυξάνει την ψυχολογική δυσφορία του άγχους που βιώνει κανείς κατά την αντιµετώπιση µιας απειλής. Οι Shaver και Mikulincer (2002) υποστηρίζουν ότι αυτή η κατάσταση ανασφάλειας δοµεί την απόφαση, συνειδητά ή ασυνείδητα, σχετικά µε την αναζήτηση εγγύτητας ως µέσου ρύθµισης των συναισθηµάτων, η οποία µε τη σειρά της οδηγεί στην ενεργοποίηση µιας συγκεκριµένης δευτερογενούς στρατηγικής. Η εκτίµηση της αναζήτησης εγγύτητας ως µιας αποδοτικής στρατηγικής µπορεί να οδηγήσει σε ενεργητικές, εντατικές προσπάθειες απόκτησης εγγύτητας, υποστήριξης και αγάπης οι οποίες ονοµάζονται στρατηγικές υπερενεργοποίησης ( Hyper activating strategies", Cassidy & Kobak, 1988). Τα άτοµα τα οποία υιοθετούν αυτές τις στρατηγικές βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση, ενδιαφέρον και προσπάθεια έως ότου το πρόσωπο προσκόλλησης να γίνει αντιληπτό ως διαθέσιµο και να αποκατασταθεί το αίσθηµα ασφάλειας. Οι στρατηγικές υπερενεργοποίησης χαρακτηρίζονται από έναν έντονο προσανατολισµό προς την προσέγγιση των προσώπων προσκόλλησης και εµπεριέχουν γνωστικές και συµπεριφορικές τεχνικές που στοχεύουν στην αύξηση της αλληλεπίδρασής τους και στην ελαχιστοποίηση της απόστασης µεταξύ τους (Hazan & Shaver, 1993). Αυτές οι προσπάθειες στενού δεσίµατος δεν αφορούν µόνο τη στενή φυσική εγγύτητα και επαφή, αποσκοπούν κυρίως στην οµοιότητα µε τον/την ερωτικό/ή σύντροφο, ουσιαστικά στη συγχώνευση των δύο ατόµων σε ένα (Mikulincer & Shaver, 1993). Οι στρατηγικές αυτές επίσης σκιαγραφούνται από την έντονη αλληλεξάρτηση των ερωτικών συντρόφων η οποία αποτελεί έρεισµα προστασίας και της αντίληψης του εαυτού ως αδύναµου και αβοήθητου στη διαδικασία ρύθµισης των συναισθηµάτων (Mikulincer & Florian, 1998). Σύµφωνα µε τους Shaver και Mikulincer (2002) οι στρατηγικές υπερενεργοποίησης προκαλούν διέγερση η οποία αποσκοπεί στην αύξηση της ικανότητας ελέγχου των απειλών και στην αναζήτηση της διαθεσιµότητας των προσώπων προσκόλλησης. Οι στρατηγικές αυτές καταλήγουν στην τάση ανίχνευσης όλων των πιθανών απειλών και στη µεγιστοποίηση των πιθανών αρνητικών συνεπειών τους. Επίσης εντείνουν τις αρνητικές συναισθηµατικές αντιδράσεις και εγείρουν συλλογισµούς για αυτές τις απειλητικές καταστάσεις. Από τη στιγµή που η έλλειψη διαθεσιµότητας του προσώπου προσκόλλησης και η απόρριψη που βιώνει το άτοµο γίνονται αντιληπτά ως σοβαρές απειλές, οι στρατηγικές υπερενεργοποίησης 38

41 -Θεωρητική Εισαγωγήεντείνουν τη προσοχή του ατόµου προς τα πρόσωπα προσκόλλησης µε στόχο την επιβεβαίωση του. Το άτοµο αναζητά δείγµατα έλλειψης αποδοχής, µειωµένου ενδιαφέροντος και επικείµενης εγκατάλειψης από τα πρόσωπα προσκόλλησης. Οι στρατηγικές υπερενεργοποίησης δηµιουργούν έναν ενισχυµένο κύκλο άγχους, µέσα στον οποίο η ενεργοποίηση του συστήµατος προσκόλλησης συνδυάζεται µε ενασχόληση µε δραστηριότητες που δεν έχουν καµία σχέση µε την προσκόλληση και φαίνεται πιθανόν νέες πηγές άγχους να συγχωνεύονται µε τις υπάρχουσες, και όλες µαζί δηµιουργούν ένα χαοτικό ανοµοιογενές νοητικό κατασκεύασµα. Συνεπώς, οι στρατηγικές υπερενεργοποίησης είναι χαρακτηριστικές ατόµων που τοποθετούνται υψηλά στη διάσταση του άγχους προσκόλλησης. Τα ερευνητικά δεδοµένα δείχνουν ότι το άγχος προσκόλλησης συνδέεται µε µεγιστοποίηση της αποτίµησης των απειλών, αρνητική θεώρηση του εαυτού, και πεσιµιστικές καταστροφολογικές πεποιθήσεις σχετικά µε την συναλλαγή µε τους άλλους ανθρώπους που δεν ανήκουν στον κοινωνικό περίγυρο (Bartholomew & Horowitz, Mikulincer, Mikulincer & Florian, 1998). Τα άτοµα που βρίσκονται υψηλά στην διάσταση του άγχους αντιδρούν στις αγχογόνες καταστάσεις µε άγχος και ψυχολογική δυσφορία, µε αυξηµένες ανησυχίες σχετικά µε την αγχογόνα κατάσταση (Mikulincer & Florian, 1998). Επίσης έχουν άµεση πρόσβαση σε επώδυνες αναµνήσεις η οποία συνοδεύεται από αυτόµατη ανάκληση και του αρνητικού συναισθήµατος που προκλήθηκε από το συγκεκριµένο γεγονός (Mikulincer & Orbach, 1995). Τέλος, φαίνεται ότι οι αναπαραστάσεις των προσώπων προσκόλλησης ενεργοποιούνται ακόµα κι όταν τα άτοµα δεν διατρέχουν κάποιον πραγµατικό κίνδυνο (Mikulincer et al., Mikulincer, Gillath, & Shaver, 2002) ευτερογενείς στρατηγικές απενεργοποίησης του συστήµατος της προσκόλλησης Η αποτίµηση της αναζήτησης εγγύτητας ως µιας εξωπραγµατικής προοπτικής µπορεί να οδηγήσει σε απενεργοποίηση της αναζήτησης, αναστολή του αιτήµατος υποστήριξης αλλά και σε ενεργές προσπάθειες να χειριστεί το άτοµο την ψυχολογική δυσφορία και το άγχος µόνο του. Αυτές οι δευτερογενείς στρατηγικές ρύθµισης του συναισθήµατος µπορούν να ονοµαστούν «στρατηγικές απενεργοποίησης» ( deactivating strategies ), διότι ο πρωταρχικός στόχος τους είναι η διατήρηση του συστήµατος προσκόλλησης σε κατάσταση υπολειτουργίας µε απώτερο στόχο να αποφευχθούν το άγχος και η ψυχολογική δυσφορία που η έλλειψη του προσώπου προσκόλλησης µπορεί να προκαλέσει (Cassidy & Kobak, 1988). Ο στόχος των στρατηγικών αυτών οδηγεί σε άρνηση των αναγκών προσκόλλησης: αποφυγή της εγγύτητας, της οικειότητας, της εξάρτησης στα πλαίσια της στενής διαπροσωπικής σχέσης. Επίσης 39

42 -Θεωρητική Εισαγωγήοδηγεί στην αύξηση της γνωστικής, συναισθηµατικής και φυσικής απόστασης από τους άλλους και σε προσπάθεια αναζήτησης βοήθειας από τον ίδιο τον εαυτό. Οι στρατηγικές απενεργοποίησης συχνά ευρύνονται και περιλαµβάνουν την αποµάκρυνση του ατόµου γενικά από αγχογόνες καταστάσεις, οι οποίες ενδεχοµένως να µην συνδέονται άµεσα µε την προσκόλληση. Σύµφωνα µε τους Shaver και Mikulincer (2002) η αποµάκρυνση αυτή περιλαµβάνει τη συνειδητή έλλειψη προσοχής τόσο σε απειλητικά συµβάντα όσο και σε προσωπικές αδυναµίες, καθώς και καταπίεση σκέψεων και αναµνήσεων που εγείρουν άγχος και συναισθήµατα ευαλωτότητας. Κάποιες από αυτές τις στρατηγικές, όπως αυτές της συνειδητής έλλειψης προσοχής, έχουν χαρακτηριστεί ως προειδοποιητικές (Fraley, Garner, & Shaver, 2000) καθώς βοηθούν στην αποφυγή της εµπειρίας αδυναµίας και ψυχολογικής δυσφορίας, ενώ άλλες, όπως η καταπίεση και η απώθηση, στοχεύουν εκ των υστέρων στην ελαχιστοποίηση των αντιληπτών απειλών και αδυναµιών. Ουσιαστικά οι δύο αυτές διακριτές στρατηγικές αποτελούν δύο αµυντικούς µηχανισµούς οι οποίοι ενισχύουν την αποδέσµευση από σχετικές ενέργειες και την αποφυγή νέων πληροφοριών διότι µπορεί να αποτελούν νέες πηγές απειλών. Επίσης, η στήριξη στις προσωπικές δυνάµεις ενισχύει την αίσθηση της αυτοαξίας. Ωστόσο, µπορεί να οδηγήσει στην άρνηση των προσωπικών αδυναµιών, διότι ο εαυτός αποτελεί τη βασική πηγή προστασίας (Mikulincer, 1995) Στρατηγικές απενεργοποίησης και υψηλά επίπεδα αποφυγής της προσκόλλησης Οι στρατηγικές απενεργοποίησης είναι χαρακτηριστικές των ατόµων που βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα στη διάσταση της αποφυγής. Τα ερευνητικά ευρήµατα δείχνουν ότι η αποφυγή προσκόλλησης συνδέεται µε χαµηλά επίπεδα οικειότητας και συναισθηµατικής εµπλοκής στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, καταπίεση των επώδυνων σκέψεων, απώθηση των αρνητικών αναµνήσεων, έλλειψη γνωστικής πρόσβασης σε αρνητικές αναπαραστάσεις του εαυτού, απόδοση αρνητικών χαρακτηριστικών στους άλλους, αποτυχία επίγνωσης αρνητικών συναισθηµάτων, και άρνηση προσωπικών φόβων (Dozier & Kobak, Fraley & Shaver, Mikulincer, Mikulincer, Florian, & Tolmacz, Mikulincer & Horesh, Mikulincer & Orbach, 1995). Τα πιο πρόσφατα ευρήµατα δείχνουν ότι τα υψηλά αποτελέσµατα στη διάσταση της αποφυγής συνδέονται µε έλλειψη γνωστικής πρόσβασης σε ανησυχίες που συνδέονται µε την προσκόλληση (Mikulincer et al., 2000) και απενεργοποίηση των αναπαραστάσεων των προσώπων προσκόλλησης οι οποίες συνδέονται και υπενθυµίζουν αποχωρισµό (Mikulincer, 2002). 40

43 -Θεωρητική Εισαγωγή- Συνοψίζοντας, θα λέγαµε ότι η κάθε στρατηγική που συνδέεται µε την προσκόλληση έχει έναν συγκεκριµένο ρυθµιστικό ρόλο και οι γνωστικές και συναισθηµατικές διαδικασίες διαµορφώνονται για την επίτευξη κάποιου στόχου. Ενώ οι στόχοι των στρατηγικών που βασίζονται στην ασφάλεια στοχεύουν στο να καταπραΰνουν την ψυχολογική δυσφορία, να δοµήσουν τις διεξόδους και να διευρύνουν τις υπάρχουσες προοπτικές, οι στόχοι των δευτερογενών στρατηγικών προσκόλλησης είναι η διαχείριση της ενεργοποίησης του συστήµατος προσκόλλησης και η µείωση του πόνου που προκαλείται από τις µάταιες προσπάθειες αναζήτησης εγγύτητας. Στις δευτερογενείς στρατηγικές, η ρύθµιση της ψυχολογικής δυσφορίας παύει να είναι ο πρωταρχικός στόχος καθώς η υπερενεργοποίηση ή η απενεργοποίηση του συστήµατος προσκόλλησης αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο. Οι στρατηγικές υπερενεργοποίησης διατηρούν το σύστηµα προσκόλλησης εν ενεργεία σε χρόνια κατάσταση, διαρκώς σε εγρήγορση για ενδεχόµενες απειλές, αποχωρισµούς και απώλειες. Από την άλλη πλευρά, οι στρατηγικές απενεργοποίησης διατηρούν το σύστηµα προσκόλλησης σε ύφεση, µε σοβαρές συνέπειες για την γνωστική και συναισθηµατική δεκτικότητα του ατόµου. 4. Η ανάπτυξη στρατηγικών που βασίζονται στην ασφαλή προσκόλληση: τα εξελικτικά στάδια της «συρρύθµισης» και της «αυτο-ρύθµισης» Σύµφωνα µε το µοντέλο των Shaver και Mikulincer (Shaver & Mikulincer, 2002), η διαµόρφωση των στρατηγικών που βασίζονται στην ασφάλεια εξαρτάται από τη διαθεσιµότητα του προσώπου προσκόλλησης καθώς και από το βαθµό της ανταπόκρισης στις προσπάθειες του ατόµου να αποκτήσει εγγύτητα. Ουσιαστικά φαίνεται ότι η διαθεσιµότητα του προσώπου προσκόλλησης θέτει σε λειτουργία δύο εξελικτικά στάδια των στρατηγικών που βασίζονται στην ασφάλεια, το στάδιο της σταθεροποίησης της «συρρύθµισης» και το πέρασµα στο στάδιο της αυτόνοµης σταθεροποίησης της ρύθµισης του εαυτού. Το πρώτο στάδιο αποτελείται από τη διεύρυνση και τον εµπλουτισµό της πρωτογενούς στρατηγικής προσκόλλησης, την αναζήτηση εγγύτητας, και στην επακόλουθη βελτίωση της ρύθµισης του συναισθήµατος η οποία επιτυγχάνεται στο στάδιο αυτό µε τη βοήθεια του προσώπου προσκόλλησης («συρρύθµιση»). Το δεύτερο στάδιο αποτελείται από το πέρασµα από τη «συρρύθµιση» στην αυτόνοµη ρύθµιση του εαυτού, ο οποίος πλέον είναι υπεύθυνος για τις στρατηγικές ρύθµισης των συναισθηµάτων οι οποίες βασίζονται στην ασφάλεια. Τρεις µηχανισµοί συντελούν στο πέρασµα προς την αυτόνοµη ρύθµιση του εαυτού και των συναισθηµάτων, η διεύρυνση των προσωπικών προοπτικών και ικανοτήτων, η επέκταση της έννοιας του εαυτού καθώς και η εσωτερίκευση των λειτουργιών για τις οποίες µέχρι τότε 41

44 -Θεωρητική Εισαγωγήυπεύθυνο ήταν το πρόσωπο προσκόλλησης. Αυτό το µοντέλο βοηθά στην ερµηνεία του πώς τελικά τα µοντέλα προσκόλλησης είναι ανεξάρτητα και αυτόνοµα από τα χαρακτηριστικά και το περιεχόµενο κάθε συγκεκριµένης σχέσης την οποία το άτοµο συνάπτει κατά τη διάρκεια της ζωής του. Σύµφωνα µε τους Waters, Posada Crowell και Lay (1994), µε την εµφάνιση του αισθήµατος της ασφαλούς προσκόλλησης και τη χρησιµοποίηση της ασφαλούς βάσης της µητέρας-τροφού, κατά το τέλος του πρώτου έτους το βρέφος είναι πλέον προετοιµασµένο να διαχωρίσει τις συµπεριφορές προσκόλλησης και να προσαρµοστεί στους περιορισµούς της πραγµατικότητας. Οι ερευνητές της προσκόλλησης, βασισµένοι στη θεωρία του Bowlby (1982/1969), υποστηρίζουν ότι υπάρχει µια ιεραρχία των προσώπων προσκόλλησης στην οποία κάποιο άτοµο βρίσκεται στην κορυφή της προτίµησης στην περίπτωση που είναι διαθέσιµο, καθώς τα παιδιά και οι ενήλικες διαθέτουν πολλαπλά ενεργά µοντέλα προσώπων προσκόλλησης (Fraley & Davis, 1997). Τα βρέφη, ηλικίας 12 έως 30 µηνών, µε ασφαλή προσκόλληση, τείνουν να είναι περισσότερο υποµονετικά κατά τους προσωρινούς αποχωρισµούς τους από τη µητέρα-τροφό, από την πρώτη έως τη µέση παιδική ηλικία βελτιώνουν τις δεξιότητές τους για αναζήτηση υποστήριξης από τους άλλους οι οποίοι αποτελούν την ασφαλή τους βάση για διερεύνηση του περιβάλλοντος, και δείχνουν, από τη µέση παιδική ηλικία και µετά, µεγαλύτερη ενεργητικότητα και υπευθυνότητα στη συρρύθµιση της ψυχολογικής δυσφορίας και του άγχους. Κατά τη διάρκεια της εφηβικής ηλικίας και της πρώτης ενήλικης ζωής, οι συµπεριφορές προσκόλλησης είναι περισσότερο επιλεκτικά κατευθυνόµενες προς συγκεκριµένους συνοµηλίκους (καλούς φίλους, ερωτικούς/ές συντρόφους), οι οποίοι πλέον αποτελούν την ασφαλή βάση για το άτοµο, ενισχύοντας έτσι περισσότερο ιεραρχικά µοντέλα συρρύθµισης. Παρόλο που η συρρύθµιση της ψυχολογικής δυσφορίας και του άγχους αποτελούν το βασικό στόχο της ενεργοποίησης του συστήµατος προσκόλλησης, αποτελεί ωστόσο µόνο το πρώτο βήµα της διαµόρφωσης των στρατηγικών που βασίζονται στην ασφαλή προσκόλληση. Πέρα από την αναζήτηση υποστήριξης, οι στρατηγικές που βασίζονται στην ασφάλεια εµπεριέχουν µια ισχυρή αίσθηση κυριαρχίας, ενέργειας και αυτοκαθορισµού στη διαχείριση του άγχους όπως και στρατηγικές διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων οι οποίες εστιάζονται στην επίλυση προβληµάτων (Mikulincer & Shaver, 2003). Συνειρµικά, ένας ζωτικός στόχος αυτών των στρατηγικών είναι να δοµήσουν πηγές διατήρησης και ενίσχυσης της ψυχικής υγείας του ατόµου στις περιπτώσεις όπου το πρόσωπο προσκόλλησης απουσιάζει. Κατά συνέπεια, το δεύτερο στάδιο ανάπτυξης στρατηγικών οι οποίες βασίζονται στην ασφάλεια, 42

45 -Θεωρητική Εισαγωγή- ξεκινώντας να διαµορφώνονται από το δεύτερο χρόνο ζωής, συνίσταται στην απόκτηση και ενίσχυση των δεξιοτήτων αυτο-ρύθµισης Το εξελικτικό πέρασµα από τη «συρρύθµιση» στην «αυτο-ρύθµιση» των συναισθηµάτων Τρεις διαφορετικοί µηχανισµοί είναι αυτοί που διαµεσολαβούν στην ανάπτυξη της αυτό-ρύθµισης. Ο πρώτος µηχανισµός αφορά την ενεργοποίηση αυτού που ο Bowlby (1982/1969) ονόµαζε «σύστηµα εξερεύνησης», και οδηγεί τα παιδιά και τους εφήβους να αποµακρυνθούν ως ένα βαθµό από τους γονείς τους και να εξερευνήσουν αυτόνοµα το περιβάλλον τους. Η µάθηση αυτή ενισχύει την αίσθηση της κυριαρχίας και µπορεί να τεθεί σε εφαρµογή για τη ρύθµιση της προσωπικής ψυχολογικής δυσφορίας και άγχους, καθώς διευρύνει τις δεξιότητες ρύθµισης και δίνει στα παιδιά και στους εφήβους την αυτοπεποίθηση της αποτελεσµατικότητας των δικών τους χειρισµών για την αντιµετώπιση του άγχους. Η δεύτερη διαδικασία είναι αυτή που οι Aron και Aron (1997) αποκάλεσαν «επέκταση του εαυτού». Σύµφωνα µε τους συγγραφείς, υποστηρίζεται ότι µία πολύ σηµαντική γνωστική συνέπεια των στενών διαπροσωπικών σχέσεων είναι ο συνυπολογισµός των δυνατοτήτων και ικανοτήτων του ατόµου, προς το οποίο ενεργοποιείται το σύστηµα προσκόλλησης, στην προσωπική αντίληψη της έννοιας του εαυτού. Στη περίπτωση που η συρρύθµιση είναι αποτελεσµατική, η ανταπόκριση του προσώπου προσκόλλησης είναι συγχρονισµένη µε τις ανάγκες του ατόµου, µε γνωστική συνέπεια να θεωρείται από το άτοµο κοµµάτι του εαυτού. Ως αποτέλεσµα, το άτοµο ενσωµατώνει τις πηγές δυνατοτήτων του προσώπου προς το οποίο διαµορφώνεται η σχέση προσκόλλησης, διευκολύνοντας την ανάπτυξη της αίσθησης κυριαρχίας αλλά και πίστης στις προσωπικές ικανότητες για το χειρισµό της ψυχολογικής δυσφορίας και του άγχους. Η τρίτη διαδικασία, η οποία τίθεται σε λειτουργία καθόλη τη διάρκεια ζωής, κυρίως όµως κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, είναι αυτή που περιλαµβάνει την εσωτερίκευση λειτουργιών ρύθµισης των συναισθηµάτων κατά την εµφάνιση αγχογόνων καταστάσεων ( transmuting transference, Kohurt, 1971). Η εσωτερίκευση αυτή αναφέρεται στον καθρεπτισµό των συναισθηµάτων του προσώπου προσκόλλησης στις εκφράσεις του ατόµου και στη σταδιακή απόκτηση της ικανότητας να εκτελεί το ίδιο το άτοµο αυτές τις λειτουργίες ρύθµισης των συναισθηµάτων του αυτόνοµα. Αυτή η διαδικασία της εσωτερίκευσης των λειτουργιών ρύθµισης των συναισθηµάτων απορρέει από τη δυναµική αλληλεπίδραση µεταξύ της συρρύθµισης και της ανάπτυξης σταθερής αίσθησης αυτοαξίας. Από τη µια πλευρά, η αποτελεσµατική συρρύθµιση του άγχους ενδυναµώνει την ανάπτυξη θετικών πεποιθήσεων 43

46 -Θεωρητική Εισαγωγήγια την αυτοαξία και την αυτοαποτελεσµατικότητα (Bowlby, 1973). Από την άλλη πλευρά, η ενίσχυση µιας σταθερής αίσθησης της αυτοαξίας και της αυτοαποτελεσµατικότητας καθιστά τη συρρύθµιση λιγότερο αναγκαία, καθώς είναι ιδιαίτερα επαρκής η αίσθηση χειρισµού δύσκολων καταστάσεων βάσει προσωπικών ικανοτήτων. Θα πρέπει να επισηµανθεί ότι η λειτουργία της αυτο-ρύθµισης είναι αντίθετη από αυτή της συρρύθµισης. Παρόλο που οι δύο αυτές λειτουργίες αναπτύσσονται εξελικτικά, στην ουσία, εφόσον διαµορφωθούν, συνυπάρχουν. Στην πραγµατικότητα, η αυτό-ρύθµιση πηγάζει και βασίζεται στη διαθεσιµότητα του προσώπου προσκόλλησης. Χωρίς την αποτελεσµατική συρρύθµιση του άγχους, η ενεργοποίηση των λοιπών συµπεριφορικών συστηµάτων µπλοκάρονται και η ανάπτυξη της αυτο-ρύθµισης παρεµποδίζεται. Επίσης, η ενεργοποίηση του συστήµατος της αυτό-ρύθµισης δεν εµποδίζει τη λειτουργία της συρρύθµισης, η οποία µπορεί να ενεργοποιηθεί στις περιπτώσεις που είναι αναγκαία για το άτοµο, όπως σε µεταβατικές περιόδους ζωής ή σε τραυµατικές εµπειρίες που αποδυναµώνουν την αίσθηση της αυτοαξίας. Τα ερευνητικά δεδοµένα συναινούν στο ότι οι απειλητικές καταστάσεις ενεργοποιούν τις νοερές αναπαραστάσεις των προσώπων προσκόλλησης (Mikulincer, Gallath, & Shaver, 2002) και τα πρόσωπα προσκόλλησης ενισχύουν το θετικό συναίσθηµα του ατόµου για τον εαυτό του και τις τρέχουσες συνθήκες της ζωής του (Mikulincer, Hirschberger, Nachmias, & Gillath, Mikulincer et al., 2003). Ενδεικτική είναι η έρευνα των Solomon και των συνεργατών του (Solomon, Ginzburg, Mikulincer, Neria & Ohry, 1998) όπου φάνηκε ότι τα άτοµα που ήταν αιχµάλωτοι πολέµου, χειρίστηκαν την απειλή και το αίσθηµα αβοηθησίας της αιχµαλωσίας τους µε τη νοερή ενεργοποίηση των προσώπων προσκόλλησης. Υποστηρίζεται ότι η συνύπαρξη της συρρύθµισης µε το ρεπερτόριο των δεξιοτήτων αυτόρύθµισης αποτελεί το υψηλότερο σηµείο ανάπτυξης των στρατηγικών που υιοθετούν τα άτοµα µε ασφαλή µοντέλα προσκόλλησης (Mikulincer et al., 2003). 44

47 -Θεωρητική Εισαγωγή- 5. Σηµείωση: απόδοση των όρων attachment και working models Απόδοση του όρου attachment ως προσκόλληση Η µετάφραση στην ελληνική γλώσσα του όρου attachment, στο ερευνητικό πεδίο που αφορά την ενήλικη ζωή, παρουσιάζει δυσκολία απόδοσης της έννοιας αυτής, καθώς η ακριβής µετάφραση του όρου αποδίδει την έννοιά του κατά προσέγγιση. Μέχρι τώρα έχουν χρησιµοποιηθεί από τους έλληνες ερευνητές οι όροι «προσκόλληση» (π.χ. Λεονταρή 1999, Λεξικό Απόδοσης Ψυχολογικών Όρων ΕΛΨΕ), «πρόσδεση» (Ευθυµίου & Ευσταθίου, Μπουλουγούρης, Παπανικολάου & Ρόβλια, 1995) και «δεσµός» (π.χ. Βορριά & Παπαληγούρα, Καφέτσιος, 2005). Ο όρος προσκόλληση παρόλο που αποτελεί την ακριβή µετάφραση του όρου attachment, προσδίδει στον όρο µια αρνητική χροιά, υποδηλώνοντας πως αφορά έναν τρόπο σύναψης µιας στενής διαπροσωπικής σχέσης, µε στοιχεία εξάρτησης, τα οποία δε διέπουν τις υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις. Για αυτό το λόγο, στις πιο πρόσφατες κυρίως έρευνες έχουν χρησιµοποιηθεί για την απόδοση του όρου attachment οι ελληνικοί όροι «πρόσδεση» και «δεσµός», προκειµένου να µην αποδίδονται οι παραπάνω αρνητικές ερµηνείες. Ωστόσο, ο όρος attachment, όπως ορίζεται από τον Bowlby (1969, 1982), αναφέρεται σε συναισθηµατικές σχέσεις που η δυναµική τους χαρακτηρίζεται από στενό συναισθηµατικό δέσιµο µε βασικά στοιχεία τη σταθερότητα, την ασφάλεια, την αλληλεξάρτηση και τη µοναδικότητα των ατόµων που εµπλέκονται, αλλά και την ασφάλεια και ανακούφιση που τα άτοµα επιζητούν στα πλαίσια αυτών των σχέσεων (Ainsworth, Brehm, 1992). Συνεπώς, οι σχέσεις αυτές χαρακτηρίζονται από έντονο δέσιµο και στοιχεία εξάρτησης, καθώς τα άτοµα, όταν αντιµετωπίζουν µια αγχογόνα κατάσταση βρίσκουν «καταφύγιο ασφαλείας» στα πρόσωπα προσκόλλησης, ακόµα και µέσω νοερών αναπαραστάσεων σε περίπτωση απουσίας τους (Mikulincer, Gallath, & Shaver, Mikulincer, Shaver & Pereg, Solomon et al., 1998). Το αναντικατάστατο στοιχείο αυτών των σχέσεων και η µοναδικότητα των ατόµων που αποτελούν πρόσωπα προσκόλλησης αποδεικνύεται και µέσα από τις έρευνες που αφορούν την απώλεια και το πένθος (Bowlby, , Stroebe, 2001). Τα δοµικά χαρακτηριστικά των διαπροσωπικών σχέσεων που πληρούν τα παραπάνω κριτήρια µας οδηγούν στη θεώρηση πως οι σχέσεις αυτές εµπεριέχουν στοιχεία εξάρτησης προς το πρόσωπο προσκόλλησης, τα οποία βιώνονται και εκδηλώνονται από το άτοµο µε υγιή ή όχι τρόπο, βάσει των εσωτερικών ενεργών µοντέλων που το άτοµο έχει διαµορφώσει. Τα παραπάνω στοιχεία επικράτησαν στην επιλογή µας για τη χρησιµοποίηση του ελληνικού 45

48 -Θεωρητική Εισαγωγήόρου «προσκόλληση» διότι αυτός αποδίδει τη µοναδικότητα και την ένταση αυτής της σχέσης, καθώς και το αναντικατάστατο χαρακτηριστικό της, σεβόµενοι ωστόσο την αντίστοιχη χρησιµοποίηση των όρων δεσµού και πρόσδεσης ως συνώνυµης ορολογίας. 3 Απόδοση του όρου working models of attachment ως «ενεργά µοντέλα προσκόλλησης. Για την απόδοση του όρου working models (of attachment) στην ελληνική γλώσσα, επιλέχθηκε ο ελληνικός όρος «ενεργά µοντέλα (προσκόλλησης)» (Καφέτσιος, 2005, σελ. 60) διότι αποδίδει τον εννοιολογικό προσδιορισµό του όρου διότι τα µοντέλα αυτά είναι δυναµικά ως προς τη φύση τους και ενεργοποιούνται κατά την εµφάνιση αγχογόνων καταστάσεων που εγείρουν το σύστηµα της προσκόλλησης. 46

49 -Θεωρητική Εισαγωγή- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Η ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΝΕΟΤΗΤΑ Κατά τη διάρκεια της εφηβικής ηλικίας και της πρώτης ενήλικης ζωής, οι προσκολλήσεις που ήδη υπάρχουν προς τον γονέα (ή προς κάποιο άλλο πρόσωπο προσκόλλησης) αντικαθίστανται από κάποιο άλλο νέο πρόσωπο. Οι νέες προσκολλήσεις που αναπτύσσονται µετά την παιδική ηλικία είναι σταδιακά σχέσεις αµοιβαιότητας. Συχνά η προσκόλληση είναι διπλής κατεύθυνσης. Ο κάθε σύντροφος αποτελεί για τον άλλο σηµαντική µορφή προσκόλλησης και σιγουριάς. Υπάρχουν σηµαντικές ερευνητικές αποδείξεις για το ότι οι έφηβοι και οι ενήλικες µε ασφαλή µοντέλα αναπαράστασης της προσκόλλησης έχουν τη δυνατότητα να έχουν περισσότερο αρµονικές, ικανοποιητικές και µακρόχρονες σχέσεις οικειότητας. Η προσκόλληση τύπου αποφυγής είναι συνδεδεµένη µε έλλειψη εµπιστοσύνης, συναισθηµατική απόσταση από τους άλλους, µοναξιά και εχθρότητα. Η έµµονη προσκόλληση εµφανίζεται να συνδέεται µε πάθος, ζήλια, εξάρτηση και ασταθείς σχέσεις. Ωστόσο, κάποιες ανασφαλείς σχέσεις, αυτές που συνήθως αποτελούνται από έναν σύντροφο µε έµµονο τύπο προσκόλλησης και έναν µε προσκόλληση τύπου αποφυγής, µπορούν να είναι µακροχρόνιες. Υπάρχουν ερευνητικές ενδείξεις για το ότι τα "ασφαλή" άτοµα τείνουν να δεσµεύονται µε "αποφευκτικά" άτοµα και αντίστροφα (Feeney, 1999). Ωστόσο, η ερµηνεία των αποτελεσµάτων της προσκόλλησης εφήβων και νεαρών ενηλίκων µερικές φορές απαιτεί τη γνώση των προσδοκιών του ρόλου του φύλου. Οι έρευνες που επικεντρώνονται στις αντιδράσεις των ενηλίκων στην απώλεια ενός προσώπου προς το οποίο εκδηλώνεται προσκόλληση, λόγω θανάτου ή αποχωρισµού, ανταποκρίνονται στις αντιδράσεις που τα παιδιά έχουν στις συνθήκες µακρόχρονου αποχωρισµού από τα πρόσωπα προς τα οποία είναι προσκολληµένα: µούδιασµα, µια περίοδος διαµαρτυρίας, θυµός, νοσταλγία και µη λογική αναζήτηση του "χαµένου" προσώπου, µια περίοδος αποδιοργάνωσης και απόγνωσης, και, στο τέλος, αποδοχή και αναδιοργάνωση. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις για το ότι οι ενήλικες µε ανασφαλείς προσκολλήσεις αντιµετωπίζουν µεγαλύτερη δυσκολία στην επίλυση της κατάστασης του πένθους σε σύγκριση µε τους ασφαλείς ενήλικες (Stroebe & Stroebe, Weiss, 2001). Ακόµα και αφού διαµορφωθούν οι νέες σχέσεις προσκόλλησης, οι σχέσεις προσκόλλησης προς τους γονείς τείνουν να υπάρχουν. Αργότερα, µε το πέρασµα του χρόνου, οι σχέσεις προσκόλλησης τείνουν να αντιστρέφονται, το µεγάλο πια παιδί αποτελεί ασφαλή 47

50 -Θεωρητική Εισαγωγήβάση για το γονέα. Οι ενδείξεις τείνουν να επικεντρώνονται στο ότι η ύπαρξη µιας ασφαλούς βάσης για κάθε άτοµο, από την παιδική µέχρι την ενήλικη ζωή σε όλη τη διάρκειά της, αυξάνει τη σωµατική και συναισθηµατική ευεξία του κάθε ατόµου Προσκόλληση κατά την εφηβική ηλικία και την πρώτη νεότητα Τι ακριβώς συµβαίνει στις προσκολλήσεις κατά τη διάρκεια της εφηβείας και της πρώτης ενήλικης ζωής; Οι βασικές προσκολλήσεις της παιδικής ηλικίας παραµένουν σηµαντικές, αλλά ο νεαρός έφηβος αρχίζει να αναζητά κάποιο νέο σύντροφο που µπορεί µε το πέρασµα του χρόνου να αντικαταστήσει τον γονέα ή το άτοµο προς το οποίο υπάρχει η βασική προσκόλληση. Συµπληρωµατικά, όταν όλα βαίνουν οµαλά, κάποια στιγµή κατά τα χρόνια της ύστερης εφηβείας ή της πρώτης νεότητας, η νέα σχέση προσκόλλησης που διαµορφώνεται µπορεί να αποκτήσει την ποιότητα της αµοιβαιότητας που κατά την παιδική ηλικία οι ασυµετρικές σχέσεις προσκόλλησης δεν είχαν. Κατά τη διάρκεια της βρεφικής ηλικίας και της πρώτης παιδικής ηλικίας, το ένα µέλος της σχέσης παρείχε φροντίδα και το άλλο µέρος λάµβανε, εξαρτώµενο από αυτή τη φροντίδα. Στα µεγαλύτερα χρόνια της εφηβικής και ενήλικης ζωής, τα δύο µέλη µιας σχέσης µπορούν να δώσουν φροντίδα ο ένας στον άλλο και να αποτελούν πηγή ασφάλειας αµοιβαία µεταξύ τους. Ο στόχος του συστήµατος της προσκόλλησης για τους ενήλικες είναι η προσέγγιση της µορφής ασφαλούς προσκόλλησης (Ainsworth,1990, Bowlby,1988). Επιπλέον, για τους εφήβους και για τους ενήλικες, η σωµατική εγγύτητα δεν είναι απαραίτητη: οι γνωστικές διεργασίες αποκτούν το σηµαντικότερο ρόλο και οι νοερές αναπαραστάσεις των προσώπων προσκόλλησης αποτελούν το καταφύγιο ασφαλείας. Συνοπτικά, δύο είναι οι βασικές αλλαγές που υπόκειται η προσκόλληση κατά τα χρόνια της εφηβείας και της έναρξης της ενήλικης ζωής. Πρώτον, οι σχέσεις προσκόλλησης αποκτούν αµοιβαιότητα: ο κάθε ένας είναι προσκολληµένος αλλά αποτελεί πρόσωπο προσκόλλησης για τον άλλον. Η δεύτερη αλλαγή που επέρχεται είναι η αντικατάσταση των γονέων από κάποιο νέο πρόσωπο που αποτελεί το πρόσωπο της αµοιβαίας προσκόλλησης. Σύµφωνα µε τα κριτήρια της Ainsworth (1991), οι περισσότεροι γάµοι, µακρόχρονες ερωτικές σχέσεις, φιλίες, και οι αδερφικές σχέσεις εµπεριέχουν αυτά τα συστατικά προσκόλλησης. Η παρατήρηση της εξελικτικής πορείας των εφήβων µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι το πρώτο βήµα προς αυτού του είδους τις αλλαγές είναι η διαµόρφωση της προσκόλλησης προς τους στενούς συνοµήλικους φίλους. 48

51 -Θεωρητική Εισαγωγή ιατήρηση προσκόλλησης προς τους γονείς κατά την εφηβική ηλικία και την πρώτη νεότητα Σύµφωνα µε τον Weiss (1991) µια διαδικασία που οι έφηβοι χρησιµοποιούν προκειµένου να αποδεσµευτούν από τους γονείς είναι η καταπολέµηση των τάσεών τους να αντιλαµβάνονται τους γονείς τους ως πιο δυνατούς, ικανούς και σοφούς, σε σύγκριση µε αυτό που οι ίδιοι είναι. Η διαµάχη απέναντι στους γονείς θεωρείται µια φυσιολογική αντίδραση των εφήβων. Ωστόσο, ο βαθµός αυτής της διαµάχης και των επαναστατικών τάσεων έχει διερευνηθεί σε µικρό βαθµό µέσα από την προοπτική της θεωρίας προσκόλλησης. Οι θεωρητικές υποθέσεις που έχουν τεθεί σχετικά µε το πως η προσκόλληση προς στους γονείς µπορεί να επιδρά στις εξελικτικές αλλαγές της εφηβείας, είναι οι ακόλουθες: Οι νέοι µε προσκόλληση τύπου αποφυγής προς στους γονείς τους είναι πιθανόν να εκφράσουν τον καταπιεσµένο θυµό τους προς τους γονείς κατά τα χρόνια της εφηβείας, να καταλήγουν σε υψηλά επίπεδα αντιφατικής συµπεριφοράς, στην απόρριψη των πεποιθήσεων και αξιών των γονέων τους, και αποχώρηση από το σπίτι (σωµατική αποµάκρυνση). Για τους νέους µε ιστορικό έµµονης προσκόλλησης, συχνά, είναι πολύ πιθανόν να εγείρονται έντονες διαφωνίες, συγκρούσεις και καυγάδες. Οι νέοι µε ασφαλή προσκόλληση αναµένεται να εξερευνούν τις νέες ευκαιρίες ζωής µε µεγαλύτερη άνεση, επάρκεια, και ικανότητα κρίσης, σε σύγκριση µε συνοµηλίκους τους µε ανασφαλή µοντέλα προσκόλλησης. Φαίνεται πως έχουν λιγότερη ανάγκη να ασκήσουν κριτική ή να µαλώνουν µε τους γονείς τους καθώς οδεύουν προς την ενηλικίωση. Οι υποθέσεις σχετικά µε τις διαφορές που παρουσιάζονται στην εξελικτική πορεία λόγω διαφορετικών τύπων προσκόλλησης, δεν αφορούν µόνο τις σχέσεις που αναπτύσσει ο έφηβος µε τους γονείς και τους συνοµηλίκους του, αλλά αφορούν και τη διαµόρφωση των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας. Για παράδειγµα, όπως επισηµαίνουν πολλοί ερευνητές (Cassidy & Kobak,1988, Main et al.,1985) τα παιδιά µε προσκόλληση τύπου αποφυγής δε µαθαίνουν µόνο να «απενεργοποιούν» τη συµπεριφορά προσκόλλησης, αλλά παράλληλα να αποφεύγουν να δεχτούν και να επεξεργαστούν πιθανές αγχώδεις πληροφορίες που δέχονται από το περιβάλλον τους, και στη συνέχεια να αναπτύσσουν µια προοπτική των σχέσεών τους που ελαχιστοποιεί ή απορρίπτει τη σηµασία διαδικασιών προσκόλλησης (όπως π.χ. το να δίνει και να δέχεται φροντίδα). Κατά τα χρόνια της εφηβείας και ενήλικης ζωής, αυτά τα άτοµα είναι πιθανόν να επιδείξουν τη λεγόµενη «επίµονη αυτονοµία»" ( compulsive self-reliance ) που έχει περιγραφεί από τον Bowlby (1973). Ο Bowlby (1980) παρέχει ερευνητικές ενδείξεις για τη συνεχιζόµενη σηµαντική ύπαρξη της προσκόλλησης του παιδιού προς τους γονείς κατά τη διάρκεια της προεφηβικής 49

52 -Θεωρητική Εισαγωγήηλικίας µέχρι την πρώτη ενήλικη ζωή, υποστηρίζοντας ότι η διαθεσιµότητα των πρωταρχικών προσώπων προσκόλλησης και η υποστήριξη που προσφέρουν αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο διαµόρφωσης της προσωπικότητας και εµπιστοσύνης προς τον εαυτό. Σύµφωνα µε την θεωρία της προσκόλλησης, σε αντιπαράθεση µε άλλες θεωρίες, η επαναστατικότητα των εφήβων δεν αποδίδεται στην ανάγκη τους για αναζήτηση ταυτότητας και στη διαµόρφωση των προσωπικών τους χαρακτηριστικών. Στις πιο πρόσφατες κυρίως έρευνες υποστηρίζεται ότι οι στενές σχέσεις µε τους γονείς ενδυναµώνουν στους εφήβους την ανάπτυξη της εµπιστοσύνης προς τον εαυτό και τη διαµόρφωση των ατοµικών τους χαρακτηριστικών (Grotebant & Cooper, Steinberg, 1990). Κατά τη διάρκεια της εφηβικής ηλικίας φαίνεται να µειώνεται ο βαθµός στον οποίο οι έφηβοι απευθύνονται στους γονείς ως πρόσωπα προσκόλλησης και αυξάνεται ο βαθµός στον οποίο απευθύνονται στους συνοµηλίκους, αναζητώντας ανακούφιση σε περιόδους άγχους (Allen & Land, Carlo, Fabes, Laible & Kupanoff, Fraley & Davis, 1997). Η σχέση γονέα-παιδιού στα χρόνια της εφηβείας διέπεται από σηµαντικές µεταβατικές αλλαγές, οι οποίες περιλαµβάνουν τη µείωση του χρόνου αλληλεπίδρασης, µε αντιστάθµισµα την αύξηση χρόνου αλληλεπίδρασης µε τους συνοµηλίκους, καθώς και το πέρασµα από την εξάρτηση προς τη βαθµιαία ανάπτυξη της αµοιβαίας επικοινωνίας. Είναι ωστόσο πολύ σηµαντικό να επισηµανθεί ότι η µειωµένη εξάρτηση από τους γονείς δε σηµατοδοτεί τη µειωµένη σηµαντικότητα της σχέσης προσκόλλησης προς αυτούς, καθώς τα ευρήµατα ερευνών δείχνουν ότι η ασφαλής προσκόλληση προς τους γονείς, η οποία αφορά το συναισθηµατικό δέσιµο και όχι απαραίτητα την εγγύτητα, προβλέπει πτυχές της ψυχολογικής ευεξίας των ατόµων κατά τα χρόνια της εφηβείας και της πρώτης νεότητας (Fraley & Davis, Greenberg et al., Larson, Ritchards, Moneta, & Holmbeck, Laursen & Williams, 1997). Τα ερευνητικά δεδοµένα υποστηρίζουν ότι τα διαφορετικά ενεργά µοντέλα προσκόλλησης επηρεάζουν τη σχέση της προσκόλλησης των εφήβων προς τους γονείς τους. Ο Freeman (1997), χρησιµοποιώντας την έκδοση για την εφηβική ηλικία του εργαλείου µέτρησης SAT (Renzick, 1993) αξιολόγησε και ταξινόµησε τις απαντήσεις µαθητών γυµνασίου και λυκείου βάσει κλιµάκων οι οποίες ταυτίζονται σε µεγάλο βαθµό µε τις κλίµακες ταξινόµησης της ηµιδοµηµένης συνέντευξης προσκόλλησης για ενήλικες (Main et al., 1985), καθώς επίσης ζήτησε από τους µαθητές να κατονοµάσουν το πρωταρχική πρόσωπο προσκόλλησης. Από τα άτοµα που ταξινοµήθηκαν στον ασφαλή τύπο, το 80% των εφήβων προτίµησε να κατονοµάσει έναν από τους δύο γονείς (συνηθέστερα τη µητέρα) ως το πρωταρχικό πρόσωπο προσκόλλησης, σε σύγκριση µε τους συνοµηλίκους 50

53 -Θεωρητική Εισαγωγή- (συµπεριλαµβανοµένων και των ερωτικών συντρόφων), τους άλλους σηµαντικούς ενήλικες, και τον ίδιο τον εαυτό. Από τους εφήβους που ταξινοµήθηκαν στον απορριπτικό τύπο προσκόλλησης, το 1/3 κατονόµασε τον ίδιο τον εαυτό ως το πρωταρχικό πρόσωπο προσκόλλησης, ενώ οι υπόλοιποι έφηβοι µε απορριπτικό τύπο προσκόλλησης επέλεξαν ένα από τα αδέρφια ή από τους φίλους τους, υποδεικνύοντας παράλληλα ότι αυτές οι σχέσεις δεν είναι κατ ουσία πολύ στενά δεµένες και σηµαντικές. Οι υπόλοιποι έφηβοι µε απορριπτικό τύπο προσκόλλησης επέλεξαν ένα από τα αδέρφια ή από τους φίλους τους, υποδεικνύοντας παράλληλα ότι αυτές οι σχέσεις δεν είναι κατ ουσία πολύ στενά δεµένες και σηµαντικές. Από την άλλη πλευρά, οι έφηβοι που ταξινοµήθηκαν στον έµµονο τύπο προσκόλλησης επέλεξαν ως πρωταρχικό πρόσωπο προσκόλλησης έναν αδερφό ή αδερφή ή έναν πολύ καλό τους φίλο (2/3 των εφήβων µε έµµονο τύπο προσκόλλησης), ή έναν από τους δύο γονείς (1/3 των εφήβων) ως το πρωταρχικό πρόσωπο προσκόλλησης και απορρέουσας εµπιστοσύνης, καθώς και ένα πολύ µικρό ποσοστό επέλεξε τον ίδιο τον εαυτό. Τα ευρήµατα επίσης δείχνουν ότι οι ασφαλείς έφηβοι όχι µόνο θεωρούν έναν από τους δύο γονείς (συνηθέστερα τη µητέρα) ως το πρωταρχικό πρόσωπο προσκόλλησης, αλλά φαίνεται να συζητούν µε τους γονείς τους θέµατα σχετικά µε την προσκόλληση. Συνεπή ευρήµατα δείχνουν ότι οι έφηβοι που εντάχθηκαν στον ασφαλή τύπο, βάσει των πρωτοκόλλων της ηµιδοµηµένης συνέντευξης του AAI (Main et al., 1985), ήταν σε θέση να συζητούν, κυρίως µε τη µητέρα, περισσότερο εποικοδοµητικά και σε βάθος θέµατα που ήταν αγχογόνα και σχετικά µε την προσκόλληση, σε σύγκριση µε τους εφήβους που εντάχθηκαν στους ανασφαλείς τύπους (Kobak, Cole, Ferenz-Gillies, Fleming & Gamble, 1993). Σε περίπτωση διαφωνίας µε τη µητέρα, οι έφηβοι µε ασφαλή τύπο προσκόλλησης έδειχναν ελάχιστο δυσλειτουργικό θυµό, επικεντρώνοντας την προσοχή τους στην επίλυση του προβλήµατος παρά στην αποφυγή του δεσίµατος µε τη µητέρα και στα προβλήµατα της µεταξύ τους σχέσης. Αντιθέτως, τα άτοµα µε ανασφαλή προσκόλληση έτειναν να ερµηνεύουν τις τοποθετήσεις της µητέρας, στα πλαίσια της συζήτησης και της διαφωνίας, ως επιθέσεις προς αυτούς, ή, από την άλλη πλευρά, χρησιµοποιούσαν τη συζήτηση ως µέσο επίθεσης προς τη µητέρα. Επίσης, σύµφωνα µε την έρευνα των Levy, Blatt και Shaver (1998), οι γονικές αναπαραστάσεις των ατόµων µε ασφαλή προσκόλληση χαρακτηρίζονται από υψηλή διαφοροποίηση των χαρακτηρισµών, λεπτοµέρεια, καλή προαίρεση και έλλειψη εχθρικής ή τιµωρητικής στάσης των γονιών απέναντί τους. Οι αναπαραστάσεις των ατόµων που ταξινοµήθηκαν στον απορριπτικό τύπο, χαρακτηρίζονταν από µικρότερου βαθµού διαφοροποίηση των χαρακτηρισµών και περιείχαν χαρακτηρισµούς που δήλωναν µια έντονα 51

54 -Θεωρητική Εισαγωγήτιµωρητική στάση των γονιών τους. Οι συµµετέχοντες µε φοβική προσκόλληση επίσης χαρακτήρισαν τους γονείς τους ως εχθρικούς και τιµωρητικούς µε τη διαφορά ότι οι αναπαραστάσεις τους ήταν περισσότερο διαφοροποιηµένες και πολύπλοκες στο περιεχόµενο τους. Τέλος, οι συµµετέχοντες µε αγχώδη προσκόλληση απέδωσαν διφορούµενους χαρακτηρισµούς στους γονείς τους, χαρακτηρίζοντας τους τόσο ως τιµωρητικούς όσο και ως καλοσυνάτους. Τα ερευνητικά δεδοµένα υποστηρίζουν ότι η ασφαλής προσκόλληση προς τους γονείς είναι ιδιαίτερα σηµαντική για την ενδυνάµωση της ταυτότητας και την ανάπτυξη της έννοιας του εαυτού κατά την εφηβεία (Allen & Land, 1999). Παρόλο που η εφηβεία είναι η περίοδος κατά την οποία αναπτύσσεται η αυτονοµία των εφήβων από τους γονείς, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι αυτονοµία αναπτύσσεται όχι εις βάρος της ισχυρής σχέσης µε τους γονείς, αλλά µέσα στο πλαίσιο της ασφαλούς σχέσης µε τους γονείς (Allen, Hauser, Bell & O Connor, 1994). Για αυτό το λόγο, οι ερευνητές προτείνουν ότι η ασφαλής προσκόλληση προς τους γονείς προάγει την ανάπτυξη της αυτοεκτίµησης και συνεπώς διασφαλίζει την «ασφαλή βάση», από την οποία µπορούν οι έφηβοι µπορούν να αναζητήσουν τη προσωπική τους ταυτότητα (Allen & Land, Walker & Greene, 1986). Η προσκόλληση προς τους γονείς φαίνεται ότι ασκεί επίδραση στη ψυχολογική και κοινωνική προσαρµογή κατά τα χρόνια της εφηβείας και της πρώτης ενήλικης ζωής, παρά τη µείωση του χρόνου αλληλεπίδρασης και των κοινών δραστηριοτήτων µεταξύ γονιών και εφήβων ή νεαρών ενηλίκων. Η ασφαλής προσκόλληση κατά την εφηβική ηλικία συνδέεται µε λιγότερα ψυχολογικά προβλήµατα, µικρότερα επίπεδα κατάθλιψης, άγχους και συναισθηµάτων προσωπικής ανεπάρκειας (Kerns & Stevens, Paterson, Pryor & Field, 1995). Τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση έχουν υψηλότερα επίπεδα αυτοεκτίµησης, και υιοθετούν πιο λειτουργικές στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων (Kenny & Donaldson, Papini & Roggman, 1992). Ερευνητικά δεδοµένα που εξετάζουν τη σύνδεση της προσκόλλησης µε την ευεξία κατά τη διάρκεια της εφηβείας δείχνουν ότι η προσκόλληση προς τους γονείς συνδέεται πιο ισχυρά µε την ευεξία, σε σύγκριση µε την προσκόλληση προς τους συνοµηλίκους, και αφορά το συναισθηµατικό δέσιµο και όχι την εγγύτητα προς το πρόσωπο προσκόλλησης (Greenberg, Siegel & Leitch, 1983). Οι Walker και Greene (1986) στην έρευνά τους τονίζουν το σηµαντικό ρόλο της προσκόλλησης προς τους γονείς στην αυτοεκτίµηση των εφήβων σε όλο το φάσµα της εφηβικής ηλικίας και της πρώτης νεότητας. Επιπλέον, ερευνητικά ευρήµατα δείχνουν ότι στα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση προς τους γονείς υπάρχουν µικρότερες πιθανότητες εµπλοκής σε συµπεριφορές κατάχρησης ουσιών, σε εκδηλώσεις αντικοινωνικής, επιθετικής συµπεριφοράς και 52

55 -Θεωρητική Εισαγωγήεπικίνδυνης σεξουαλικής δραστηριότητας (Cooper, Shaver & Collins, Kobak & Sceery, 1988). Επίσης, τα άτοµα αυτά φαίνεται να καταφέρνουν να αντιµετωπίζουν τις αλλαγές εκπαιδευτικής βαθµίδας και τις µεταβατικές περιόδους µε µεγαλύτερη επιτυχία και να έχουν περισσότερο θετικές σχέσεις µε τους συνοµηλίκους και την οικογένεια (Kenny & Donaldson, Papini & Roggman, 1992). Η ασφαλής προσκόλληση προς τους γονείς φαίνεται να συνδέεται µε τα επίπεδα της γνωστικής λειτουργίας των εφήβων και νεαρών ενηλίκων. Ευρήµατα τονίζουν τη σύνδεση µεταξύ ασφαλούς προσκόλλησης προς τους γονείς και της ανεπτυγµένης ικανότητας αφαιρετικής σκέψης (Jacobsen, Edelstein & Hofmann, 1994). Η γονική υποστήριξη κατά τη διάρκεια µεταβατικών περιόδων (π.χ. αλλαγή εκπαιδευτικής βαθµίδας) προβλέπει και ερµηνεύει τη θετική προσαρµογή των εφήβων (Papini & Roggman, 1992). Επιπλέον, τα ερευνητικά ευρήµατα δείχνουν ότι η ασφαλής προσκόλληση προς τους γονείς ή προς κάποιο δάσκαλο, σε συνδυασµό µε τη θετική αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού εαυτού είναι σηµαντικοί προβλεπτικοί παράγοντες των θετικών ακαδηµαϊκών κινήτρων (Learner & Kruger, 1997). Επίσης, οι έφηβοι µε ασφαλή προσκόλληση προς τους γονείς διαφοροποιούνται σε σχέση µε τους ανασφαλείς εφήβους ως προς τα χαµηλότερα επίπεδα µοναξιάς και της κοινωνικής απόρριψης που βιώνουν, αλλά και ως προς την υιοθέτηση περισσότερο ευπροσάρµοστων στρατηγικών αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων (Florian, Mikulincer & Bucholz, 1995). Τα δεδοµένα υποστηρίζουν ότι τα παιδιά σε όλο το φάσµα της εφηβικής ηλικίας επωφελούνται από τη γονική υποστήριξη, η οποία προάγει την ανάπτυξη αυτονοµίας και ενισχύει το συναισθηµατικό δεσµό. Συγκεκριµένες δεξιότητες εκ µέρους των γονέων προάγουν την ασφαλή προσκόλληση, όπως είναι η διαθεσιµότητα εκ µέρους των γονέων, η συναισθηµατική ζεστασιά, η ενεργητική ακρόαση, η παρακίνηση, η αποδοχή των προσωπικών χαρακτηριστικών του παιδιού, η διαπραγµάτευση των κανόνων και των υπευθυνοτήτων (Allen & Hauser, Karavasilis, Doyle & Margolese, Laursen & Williams, 1997). Από την άλλη πλευρά, ερευνητικά δεδοµένα δείχνουν ότι κατά τα χρόνια της εφηβείας και της πρώτης ενήλικης ζωής το στενό δέσιµο προς τους γονείς φαίνεται να βρίσκεται σε σχέση σύγκρουσης µε το στενό δέσιµο προς τους φίλους, µε αποτέλεσµα η απρόσφορη σχέση προς τους γονείς να ωθεί το άτοµο στη δηµιουργία στενής σχέσης εξάρτησης από τους φίλους και αντίστροφα (Helsen, Vollebergh & Meeus, 2000). Φαίνεται πως όταν η σχέση προσκόλλησης προς τους γονείς είναι ανασφαλής, οι έφηβοι τείνουν να 53

56 -Θεωρητική Εισαγωγήθεωρούν τους στενούς φίλους ως πρωταρχικά πρόσωπα προσκόλλησης και να εξαρτώνται από αυτούς (Freeman, 1997). Τα δεδοµένα υποστηρίζουν πως σε περιπτώσεις όπου η σχέση προς τους γονείς είναι απρόσφορη και η προσκόλληση αποδιοργανωµένη, τότε τα άτοµα απευθύνονται στους συνοµηλίκους, µεταβιβάζοντας το σύστηµα προσκόλλησης προς αυτούς, ακολουθώντας ωστόσο δυσλειτουργικά πρότυπα δηµιουργίας σχέσεων. Η ανασκόπηση των παραπάνω ερευνητικών δεδοµένων δείχνει πως παρόλο κατά τα χρόνια της εφηβείας και της πρώτης ενήλικης ζωής οι γονείς δεν αποτελούν τα πρωταρχικά πρόσωπα προσκόλλησης αλλά σταδιακά αντικαθίστανται από τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, η σχέση προσκόλλησης συνεχίζει να παραµένει ιδιαίτερα σηµαντική. Τα ερευνητικά δεδοµένα υποστηρίζουν από τη µια πλευρά ότι η προσκόλληση προς τους γονείς συνεχίζει κατά τα εφηβικά και πρώτα νεανικά χρόνια να αποτελεί µία σηµαντική δυναµική σχέση που δίνει προβάδισµα στις επόµενες σχέσεις προσκόλλησης να αναπτυχθούν, από την άλλη πλευρά όµως φαίνεται να δείχνουν ότι η σχέση προσκόλλησης προς τους γονείς αντικαθίσταται από τη σχέση προσκόλλησης προς τους συνοµηλίκους. Η αντιφατικότητα των ευρηµάτων µπορεί να αποδοθεί ση διαφοροποίηση των σχέσεων της ασφαλούς και ανασφαλούς προσκόλλησης προς τους γονείς, όπως επίσης και στο εξελικτικό στάδιο της εφηβικής ηλικίας, κατά το οποίο φαίνεται να επαναπροσδιορίζονται όλες οι σχέσεις του ατόµου. Θα πρέπει επίσης να επισηµανθεί ότι τα ερευνητικά δεδοµένα που αφορούν τις σχέσεις προσκόλλησης κατά την εφηβική ηλικία είναι ανεπαρκή και χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης Προσκόλληση προς τους στενούς φίλους Με απαρχή την εφηβική ηλικία, οι συνοµήλικοι αποτελούν πολύ σηµαντικά πρόσωπα προσκόλλησης µε αυξανόµενο επιδραστικό ρόλο (Burhmester, Carlo et al., 1999). Ενώ στα βιβλιογραφικά δεδοµένα υπάρχει διχογνωµία για το πότε οι συνοµήλικοι αποτελούν πρόσωπα προσκόλλησης (Ainsworth, 1991), τα ερευνητικά δεδοµένα υποστηρίζουν ότι κυρίως από την ηλικία της µέσης εφηβείας οι συνοµήλικοι αποτελούν σηµαντικές πηγές άντλησης υποστήριξης και ανακούφισης, αποτελούν «καταφύγιο ασφαλείας» και «ασφαλή παράδεισο», αλλά και αιτία ψυχολογικής δυσφορίας κατά την περίπτωση απώλειας ή αποχωρισµού (Hazan & Zeifman, 1999). Το γεγονός ότι η ανάγκη του εφήβου για ασφάλεια και ανακούφιση εκφράζεται προς τους συνοµηλίκους εκείνους µε τους οποίους συνάπτει ισχυρούς συναισθηµατικούς δεσµούς φιλίας, διευκολύνεται από το εξελικτικό στάδιο της µέσης εφηβείας, κατά το οποίο οι έφηβοι αγωνίζονται να αποκτήσουν βαθµούς αυτονοµίας και να δοµήσουν την προσωπική τους ταυτότητα. 54

57 -Θεωρητική Εισαγωγή- Υπό τη συνθήκη απουσίας συστηµατικής έρευνας για την προσκόλληση προς τους στενούς φίλους, κλινικά ευρήµατα προτείνουν ότι κάποια από αυτά τα πρόσωπα προσκόλλησης µπορούν να παίξουν ένα πολύ σηµαντικό ρόλο στη ζωή κάποιου ατόµου. Αυτό κυρίως συµβαίνει όταν οι έφηβοι µπορούν να βρουν σε αυτή τη νέα σχέση την ασφάλεια που δεν έχουν κατακτήσει στη σχέση που αναπτύσσεται µε τους γονείς τους. Μια τέτοιου είδους σχέση µπορεί να αποτελέσει βάση για αναθεώρηση δυσλειτουργικών µοντέλων αναπαράστασης. Επιπλέον, αυτή η βοηθητική σχέση προσκόλλησης µπορεί να έχει µεγάλη διάρκεια και αποκτά ρόλο ενεργό σε περιόδους κρίσης του εφήβου, καθώς αναζητά το πρόσωπο προσκόλλησης επιζητώντας το συναίσθηµα της ανακούφισης (Paterson, Pryor & Field, 1995). Συνεπώς, τα περισσότερα ερευνητικά δεδοµένα συγκλίνουν στο ότι οι συνοµήλικοι, ως στενοί φίλοι και ως ερωτικοί σύντροφοι αποτελούν πρόσωπα προσκόλλησης µε απαρχή τα χρόνια της µέσης εφηβικής ηλικίας (Allen & Land, Furman, Simon, Snaffer & Bouchey, Hazan & Zeifman, 1999). Επίσης τονίζεται πως το αίσθηµα ασφάλειας µεταβαίνει στις σχέσεις των συνοµηλίκων µόνο στην περίπτωση εδραίωσης µιας σταθερής και ανθεκτικής σχέσης, κάτι που µπορεί να έχει απαρχή ακόµα και στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης (Grotevant & Cooper, Steinberg & Silverberg, Youniss & Smollar, 1985). Παρόλο που οι σχέσεις προσκόλλησης προς τους γονείς και τους συνοµηλίκους είναι εντελώς διαφορετικές, φαίνεται να υπάρχουν µέτριες έως ισχυρές συσχετίσεις µεταξύ της προσκόλλησης προς τους γονείς και τους συνοµηλίκους (Lable, Carlo & Raffaelli, 2000), παρόλο που οι εµπειρίες που αποκοµίζει το άτοµο από αυτές τις δύο σχέσεις καθώς και οι αναπαραστάσεις των δύο σχέσεων είναι διακριτές και διαφορετικές (Furman et al., 2002). Ωστόσο, ερευνητικά δεδοµένα υποστήριξαν ότι ο τύπος προσκόλλησης του βρέφους προς τη µητέρα τροφό είναι προβλεπτικός παράγοντας της προσκόλλησης του ατόµου προς τους συνοµηλίκους (Suess, Grossman & Scroufe, Wartner, Grossman, Fremmer-Bombik & Suess, 1994). Τα ερευνητικά δεδοµένα συγκλίνουν στο ότι η ασφαλής προσκόλληση προς τους γονείς και τους συνοµηλίκους είναι σηµαντικοί παράγοντες διαµόρφωσης της σφαιρικής αυτοεκτίµησης των ατόµων (Black & McCartney, Fass & Tubman, Hoffman, Levy-Shiff & Ushpiz, 1993). Ωστόσο, τα δεδοµένα ερευνών για τη σχέση προσκόλλησης προς τους γονείς και των χαρακτηριστικών της στενής φιλίας κατά τη περίοδο της εφηβείας δεν είναι εκτεταµένα (Lieberman, Doyle & Markiewitz, Sroufe, Egeland & Carlson, 1999). Τα ευρήµατα σχετικά µε τις αναπαραστάσεις της στενής φιλίας κατά την εφηβική 55

58 -Θεωρητική Εισαγωγήηλικία παρουσιάζουν ένδεια, παρέχοντας ενδείξεις για το ότι οι αναπαραστάσεις των τύπων προσκόλλησης προς τους γονείς και προς τους στενούς φίλους είναι διακριτές αλλά συσχετισµένες δοµές (Furman et al., 2002) Προσκόλληση προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Πολλά από τα πιο έντονα συναισθήµατα εµφανίζονται κατά τη διάρκεια της δηµιουργίας, διατήρησης, διακοπής και αναγέννησης των σχέσεων προσκόλλησης. Η δηµιουργία ενός συναισθηµατικού δεσµού περιγράφεται όπως όταν ερωτεύεται κανείς, η διατήρηση του δεσµού όπως όταν κάποιος αγαπάει κάποιον άλλον και το χάσιµο του συντρόφου όπως το πένθος για κάποιον που χάνεται. Οµοίως, η απειλή της απώλειας δηµιουργεί άγχος και η πραγµατική απώλεια εγείρει συναισθήµατα θλίψης, καθώς και καθεµία από αυτές τις καταστάσεις είναι δυνατόν να πυροδοτήσουν συναισθήµατα θυµού. Η ήρεµη διατήρηση ενός δεσµού δίνει την εµπειρία µιας πηγής ασφάλειας και η αναγέννηση αυτού του δεσµού αποτελεί µια πηγή χαράς. Επειδή ακριβώς τα συναισθήµατα συνήθως απεικονίζουν την κατάσταση των συναισθηµατικών δεσµών ενός ανθρώπου, η ψυχολογία και ψυχοπαθολογία του συναισθήµατος εδραιώνονται κατά ένα µεγάλο µέρος στη ψυχολογία και στην ψυχοπαθολογία των συναισθηµατικών δεσµών (Bowlby,1980). Αρχικά ο Bowlby (1982/1969) σκιαγράφησε τα εφόδια τα οποία ο/η ερωτικός/ή σύντροφος παρέχει στην περίπτωση κατά την οποία αποτελεί ένα πρόσωπο προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή (Hazan & Shaver, Hazan & Zeifman, 1994). Οι ερωτικές σχέσεις θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικές σχέσεις προσκόλλησης διότι πληρούν όλες τις προϋποθέσεις των σχέσεων προσκόλλησης, µε αποτέλεσµα να αποτελέσουν το επίκεντρο του µεγαλύτερου µέρους των ερευνητικών δεδοµένων. Η προσκόλληση προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους έχει συγκεντρώσει τη συντριπτική πλειοψηφία ερευνητικών δεδοµένων, καθώς µελετήθηκε εκτενώς και πολύπλευρα, µε βασική εστίαση στην αλληλεπίδραση των ερωτικών συντρόφων, αλλά και στη σχέση της προσκόλλησης µε ατοµικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Κατά κύριο λόγο η θεωρία προσκόλλησης που αφορά την ενήλικη ζωή θεωρήθηκε το πλαίσιο για την κατανόηση της φύσης και της αιτιολογίας της µοναξιάς και της αγάπης κατά την ενήλικη ζωή. Πολλοί ερευνητές διαπίστωσαν ότι πολλοί µοναχικοί ενήλικες ανέφεραν στο ιστορικό τους διαταραγµένες σχέσεις µε τους γονείς κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, καθώς και µακρινές ή µπερδεµένες σχέσεις µε τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Αυτά τα ερευνητικά δεδοµένα επιβεβαίωσαν ότι το ιστορικό προσκόλλησης επηρεάζει τη συχνότητα και τη µορφή της µοναξιάς κατά την ενήλικη ζωή, καθώς και ότι η προσκόλληση 56

59 -Θεωρητική Εισαγωγήκατά την ενήλικη ζωή αποτελεί συνέχεια της προσκόλλησης της παιδικής ηλικίας (Shaver & Hazan,1988, Weiss,1973). Η αναζήτηση ενός ερωτικού συντρόφου και η στενή συναισθηµατική σχέση µαζί του έχει απαρχή στα χρόνια της εφηβείας. Ο/η ερωτικός/ή σύντροφος αποτελεί ασφαλή βάση προσκόλλησης προς τα τέλη της εφηβείας, λόγω, πιθανόν, της δυσκολίας διατήρησης µιας µακροχρόνιας σχέσης κατά τη διάρκεια της εφηβείας (Crowell & Waters, 1994). Σύµφωνα µε τη θεωρία της προσκόλλησης, η ερωτική αγάπη είναι, όπως οι ενστικτώδεις συµπεριφορές που δένουν το βρέφος µε τη µητέρα-τροφό, µια βιοκοινωνική διεργασία βάσει της οποίας οι συναισθηµατικοί δεσµοί διαµορφώνονται (Weiss, Shaver & Hazan, Shaver, Hazan & Bradshaw, 1988). Η βιολογική λειτουργία της ερωτικής αγάπης διευκολύνει τη δηµιουργία της σχέσης προσκόλλησης ανάµεσα στο άτοµο και στον ερωτικό σύντροφό του. Η Ainsworth (1991) έχει, επίσης, υποστηρίξει ότι, µε το πέρασµα του χρόνου, ο κάθε σύντροφος µιας ερωτικής σχέσης είναι πιθανόν να διαµορφώσει προσκόλληση προς τον άλλο. Σύµφωνα µε τους παραπάνω ερευνητές υπάρχουν κάποιες ενδιαφέρουσες οµοιότητες ανάµεσα στην εφηβική ερωτική αγάπη και στην προσκόλληση βρέφους-µητέρας. Οι διαθέσεις των εφήβων βασίζονται σε µεγάλο βαθµό στις αντιλήψεις τους για το αν το πρόσωπο για το οποίο ενδιαφέρονται ανταποκρίνεται ή τους απορρίπτει, όπως ακριβώς η χαρά ή το άγχος του βρέφους εξαρτάται από το πως αντιλαµβάνεται τη διαθεσιµότητα και ανταπόκριση της µητέρας-τροφού: επαφή, χαµόγελο, φίληµα, βλεµµατική επαφή, και παρακολούθηση. Οι έφηβοι χωρίζουν από τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους τους, όπως ακριβώς τα µικρά παιδιά αποχωρίζονται τα πρόσωπα προς τα οποία είναι προσκολληµένα: άγχονται, αναζητούν τρόπους επαναπόκτησης της επαφής µε τον/τη σύντροφο και λυπούνται σε µεγάλο βαθµό εάν η επανασύνδεση δεν επέλθει (Hazan & Shaver, 1987). Αποτελεί πλέον ερευνητική διαπίστωση ότι οι ενήλικες µε διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης διαφοροποιούνται ως προς την ποιότητα των ερωτικών τους σχέσεων (Feeney & Noller, Simpson, 1990). Τα ερευνητικά δεδοµένα µε συνέπεια δείχνουν ότι τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση αναφέρουν περισσότερες θετικές εµπειρίες σχέσεων σε σύγκριση µε άτοµα µε έµµονο τύπο προσκόλλησης καθώς και προσκόλληση τύπου αποφυγής. Τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση τείνουν να χαρακτηρίζουν τις σχέσεις τους ως σταθερές και ικανοποιητικές. Αντιθέτως, τα άτοµα µε απορριπτικό τύπο προσκόλλησης τείνουν να αναφέρουν χαµηλά επίπεδα οικειότητας, δέσµευσης και ικανοποίησης, καθώς και τα άτοµα µε έµµονο τύπο προσκόλλησης χαρακτηρίζουν τη σχέση τους αναφέροντας ζήλια, σύγκρουση καθώς και υψηλό ποσοστό αρνητικών συναισθηµατικών εµπειριών. Τα ευρήµατα αυτά θεωρούνται αξιόπιστα και εµπεριστατωµένα καθώς προκύπτουν από έρευνες που 57

60 -Θεωρητική Εισαγωγήσυνδυάζουν τις µεθόδους των ερωτηµατολογίων αυτοαναφοράς, της παρατήρησης της συµπεριφοράς (Feeney, Noller & Callan, Kobak & Hazan, Simpson, Rholes & Nelligan, 1992), της κωδικοποίησης περιεχοµένου των αφηγήσεων εµπειριών σχέσεων (Feeney & Noller, 1991) αλλά και της εφαρµογής ψυχοφυσιολογικών µεθόδων (Feeney & Kirkpatrick, 1996). Παρόλο που δε µπορούν να αρθούν σχέσεις αιτιότητας από τα συµπεράσµατα αυτών των ερευνών, καθώς αποδεικνύονται µε βεβαιότητα µόνο σχέσεις συνάφειας, προκύπτει ως βασική θεωρητική υπόθεση ότι οι τύποι προσκόλλησης άµεσα συντελούν στη ποιότητα των ερωτικών σχέσεων, χωρίς να την απεικονίζουν απλά (Brennan & Shaver, 1992, Collins & Read, Feeney & Noller, Kirkpatrick & Davis, 1994). Συνεπώς, τεκµηριώνεται µε συνέπεια η διαφοροποίηση των ατόµων µε διαφορετικά µοντέλα προσκόλλησης ως προς την ποιότητα των ερωτικών τους σχέσεων και την αλληλεπίδραση τους µε τον/την ερωτικό/ή τους σύντροφο (Bartholomew & Horowitz, Brennan, Clark & Shaver, Hazan & Shaver, 1987). Ανάµεσα στα πολυδιάστατα θεωρητικά ενδιαφέροντα ευρήµατα, τα οποία προέρχονται από τη διαδικασία της αυτοταξινόµησης των Brennan και Shaver (1998) και των σχετικών διαβαθµίσεων των ενήλικων ατόµων ως προς τον τύπο προσκόλλησης, γίνεται ανασκόπηση µερικών ευρηµάτων, ιδιαίτερα εντυπωσιακών. Σχετικά µε την αλληλεπίδραση µεταξύ των ερωτικών συντρόφων, οι Simpson, Rholes και Nelligan (1992) µελέτησαν πειραµατικά τους τύπους προσκόλλησης των ανδρών και γυναικών που έχουν συντροφική σχέση, δίνοντας ιδιαίτερη έµφαση στις συµπεριφορές παροχής και λήψης φροντίδας κατά τη συνθήκη που η γυναίκα γίνεται ο δέκτης µιας αγχογόνου πληροφορίας κατά την απουσία του συντρόφου. Κατά την επανένωση των ζευγαριών, οι γυναίκες µε ασφαλή τύπο προσκόλλησης είχαν την τάση να αναζητούν και να αποδέχονται επιβεβαίωση και ασφάλεια από τους συντρόφους τους, ενώ οι γυναίκες µε προσκόλληση δε συµπεριφέρθηκαν µε ανάλογο τρόπο. Οµοίως, οι άντρες µε ασφαλή τύπο προσκόλλησης παρείχαν περισσότερη ασφάλεια και φροντίδα µε σύγκριση µε τους άντρες µε αγχώδη τύπο προσκόλλησης, ενώ οι άντρες µε προσκόλληση τύπου αποφυγής ήταν αυτοί που παρείχαν ασφάλεια λιγότερο από όλους. Οι Mikulincer και Nachson (1991) έδειξαν ότι τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση υιοθετούσαν έναν περισσότερο επικοινωνιακό τρόπο αλληλεπίδρασης. Κατά την παρατήρηση της αλληλεπίδρασης µε ερωτικούς/ές συντρόφους, τόσο τα άτοµα µε ασφαλή όσο και τα άτοµα µε αµφιθυµική/αγχώδη προσκόλληση ήταν περισσότερο διαθέσιµα στην αυτοαποκάλυψη, σε σύγκριση µε τα άτοµα µε προσκόλληση τύπου αποφυγής. Τα άτοµα µε αµφιθυµική/αγχώδη προσκόλληση διέφεραν ωστόσο από τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση 58

61 -Θεωρητική Εισαγωγήως προς την ευελιξία τους στην αυτοαποκάλυψη και στη συζήτηση όλων των θεµάτων που τους απασχολούν µε τον/τη σύντροφό τους. Τα ερευνητικά δεδοµένα που αφορούν την προσκόλληση προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους είναι εκτεταµένα και παρέχουν σαφείς ενδείξεις σχετικά µε την αλληλεπίδραση των ερωτικών συντρόφων στα πλαίσια διάφορων διαπροσωπικών και κοινωνικών καταστάσεων. Ωστόσο, η διερεύνηση πιο σύνθετων σχέσεων και παραγόντων που ενδέχεται να εµπλέκονται στις σχέσεις που έχουν ερευνητικά τεκµηριωθεί είναι σηµαντική και απαραίτητη για την προσοδοφόρα διερεύνηση της σχέσης προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. 59

62 -Θεωρητική Εισαγωγή- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΕΝ ΟΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ Τα τελευταία 15 χρόνια, η έρευνα που χρησιµοποιεί ως θεωρητικό υπόβαθρο τη θεωρία της προσκόλλησης έχει καταδείξει ότι οι ατοµικές διαφορές στην οργάνωση της προσκόλλησης έχει σηµαντικές και ευρείες επιδράσεις στη λειτουργικότητα των στενών σχέσεων και στην ευεξία των ατόµων (Cassidy & Shaver, Shaver & Mikulincer, 2002). Κατά συνέπεια, το µεγαλύτερο µέρος των ερευνών που αφορά την προσκόλληση κατά την ενήλικη ζωή, επικεντρώθηκε στις διαπροσωπικές διαφορές των µοντέλων προσκόλλησης και στη σύνδεσή της µε τα προσωπικά και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των ατόµων. Οι περισσότερες έρευνες που επικεντρώθηκαν στις διαπροσωπικές διαφοροποιήσεις της προσκόλλησης λαµβάνουν υπόψη τους ένα σφαιρικό µοντέλο προσκόλλησης, είτε βάσει της τυπολογίας ταξινόµησης (Hazan & Shaver, 1987, Bartholomew & Horowitz, 1991), είτε βάσει δύο ξεχωριστών διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής που αντίστοιχα αντιπροσωπεύουν το µοντέλο του εαυτού (υψηλό-χαµηλό άγχος) και το µοντέλο του άλλου (υψηλή-χαµηλή αποφυγή) (Brennan, Clark & Shaver, 1998). Ενδεικτικά, τα εσωτερικά ενεργά µοντέλα της προσκόλλησης χρησιµοποιήθηκαν προκειµένου να εξηγηθούν ατοµικές διαφορές σε µια ευρεία γκάµα θεµάτων, όπως των ατοµικών, διαπροσωπικών χαρακτηριστικών υγείας, χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του ατόµου (Shaver & Brennan, 1992), διαπροσωπικών προσδοκιών, εµπιστοσύνης και εξάρτησης (Baldwin, Fehr, Keedian, Seidel & Thompson, 1993), αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων (Mikulincer & Florian, 1995), στάσεων σε θέµατα υγείας (Brennan & Shaver, 1995) και διαφόρων δεικτών ψυχολογικής και φυσικής υγείας (Feeney & Ryan, Mickelson, Kessler & Shaver, Mikulincer, Florian & Weller, 1993). Αυτό το σώµα των ερευνών σχετικά µε τις διαφοροποιήσεις των ατόµων µε διαφορετικά µοντέλα προσκόλλησης, οδήγησε στο να δοθεί έµφαση στις διαπροσωπικές διαφοροποιήσεις της προσκόλλησης, και η προσκόλληση να θεωρείται ένα προσωπικό χαρακτηριστικό. Παρά τη θεαµατική πρόοδο που έχει γίνει σε αυτή την περιοχή, σηµαντικά θέµατα που αφορούν τη θεώρηση και τη µεθοδολογία της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή παραµένουν αδιερεύνητα. Ένα σηµαντικό θέµα που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης αφορά τις πολλαπλές αναπαραστάσεις της προσκόλλησης προς τις διαφορετικές σχέσεις προσκόλλησης που συνάπτει το άτοµο κατά την ενήλικη ζωή και το βαθµό στον οποίο τα µοντέλα προσκόλλησης είναι σταθερά και συνεπή µεταξύ τους ή διαφοροποιούνται προς τις διαφορετικές σχέσεις. 60

63 -Θεωρητική Εισαγωγή- Η ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης αφορά δύο παραµέτρους, τη σταθερότητα και τη διαφοροποίηση των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης στο πέρασµα του χρόνου, αλλά και ως προς τις διαφορετικές σχέσεις προσκόλλησης που συνάπτει το άτοµο σε µια συγκεκριµένη χρονική στιγµή της ζωής του. 1. Εξελικτική συνέχεια και σταθερότητα των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης στο πέρασµα του χρόνου Σύµφωνα µε το θεωρητικό υπόβαθρο της θεωρίας προσκόλλησης, η επικέντρωση της έρευνας σε γενικούς, ή αλλιώς σφαιρικούς τύπους προσκόλλησης προέρχεται από την έµφαση που έχει δοθεί από τον ίδιο τον Bowlby (1973, 1980) στην επίδραση των πρωταρχικών µοντέλων προσκόλλησης καθόλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής, τονίζοντας ότι η λειτουργία και η δυναµική διαδικασία της προσκόλλησης, η οποία αναπτύσσεται µε τη φροντίδα των αρχικών προσώπων προσκόλλησης έχει έναν πολύ σηµαντικό βαθµό σταθερότητας στη διάρκεια του χρόνου και στις διαφορετικές σχέσεις προσκόλλησης που αναπτύσσει το άτοµο. Το θεωρητικό υπόβαθρο της προσκόλλησης τονίζει ότι οι διαφορές στους τύπους προσκόλλησης είναι σε σηµαντικό βαθµό σταθερές στο πέρασµα του χρόνου διότι τα ενεργά µοντέλα λειτουργούν αυτόµατα και ως ένα βαθµό ασυνείδητα, µε αποτέλεσµα να κατευθύνουν την προσοχή καθώς οργανώνουν και φιλτράρουν νέες πληροφορίες (Βowlby, Bretherton, 1985, Collins & Read, Shaver, Collins & Clark, 1996). Ωστόσο, ο Bowlby (1985, 1987) αναφέρεται σε «εξελικτικά µονοπάτια», µέσα από τα οποία ταξιδεύουν τα παιδιά, οι έφηβοι και οι ενήλικες, αλλάζοντας απόσταση από την ασφάλεια της προσκόλλησης, εξαιτίας σηµαντικών συναισθηµατικών συµβάντων, όπως είναι ο θάνατος πολύ σηµαντικών ανθρώπων, η ψυχοθεραπευτική υποστήριξη, η ποιότητα της σχέσης του γάµου. Καθώς το άτοµο ταξιδεύει µέσα από τα διαφορετικά µονοπάτια ζωής, είναι πιθανόν τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης προς τους γονείς να αποκλίνουν από τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, µε αποτέλεσµα το άτοµο να αισθάνεται και να συµπεριφέρεται διαφορετικά από µια σχέση προς µια άλλη. Σχετικά µε τη σταθερότητα των µοντέλων προσκόλλησης κατά τη παιδική, εφηβική και ενήλικη ζωή, ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρηµα της έρευνας των Hazan και Shaver (1987) που δείχνει ότι η κατανοµή των τριών τύπων προσκόλλησης (ασφαλούς, αγχώδους και τύπου αποφυγής) κατά την παιδική ηλικία, διατηρείται στα ίδια ποσοστά κατά την ενήλικη ζωή: ένα ποσοστό τάξεως 50-60% ταξινοµείται στον ασφαλή τύπο, ενώ οι δύο ανασφαλείς τύποι βρίσκονται περίπου σε ποσοστό 20% ο καθένας. Ωστόσο, οι έρευνες επισηµαίνουν ότι 61

64 -Θεωρητική Εισαγωγήπαρά τη σχετική σταθερότητα του τύπου προσκόλλησης, µία από τις διαφορές που παρατηρούνται στις διαχρονικές έρευνες αφορά τη διαφοροποίηση των ποσοστών ανασφαλών τύπων προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή, δείχνοντας ότι η µικρότερη ηλικία συνδέεται µε µεγαλύτερα ποσοστά του έµµονου τύπου προσκόλλησης, ενώ σε µεγαλύτερες ηλικίες συναντούµε µεγαλύτερα ποσοστά ασφαλούς και απορριπτικής προσκόλλησης (Davila, Burge, & Hammen, Zang, & Labouvie-Vief, Mickelson et al., Kafetsios, 2002). Τα ερευνητικά δεδοµένα δείχνουν ότι το µοντέλο του εαυτού των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης γίνεται θετικό σε µεγαλύτερες ηλικίες, συµβαδίζοντας µε ευρήµατα που τονίζουν ότι οι αυτο-αντιλήψεις και η αυτοεκτίµηση γίνονται περισσότερο θετικές µε το πέρασµα του χρόνου (Zhang & Labouvie-Vief, Robins, Trzesniewski, Tracy, Gosling & Potter, 2002), αλλά και πιθανώς ως συνέπεια διαδικασίας ωρίµανσης και ίσως πιο λειτουργικής ρύθµισης, αναγνώρισης και έκφρασης των συναισθηµάτων τους (Mickelson, Kessler & Shaver, 1997, Kafetsios, 2002, 2004). Βάσει της θεωρίας της κοινωνικής και συναισθηµατικής επιλεκτικότητας της Carstensen (1991), το άτοµο καθώς µεγαλώνει έχει πολύ καλύτερη επίγνωση, και κατά συνέπεια έλεγχο των συναισθηµάτων του. Συνεπώς, είναι πιθανόν τα άτοµα µεγαλύτερης ηλικίας να καταπιέζουν παρά να εκφράζουν ανεξέλεγκτα τα συναισθήµατά τους προς τα πρόσωπα προσκόλλησης. Επίσης, ερευνητικά δεδοµένα τάσσονται υπέρ της ανάπτυξης της υψηλής αυτοεκτίµησης και θετικών αυτο-αντιλήψεων µε το πέρασµα των ατόµων σε µεγαλύτερης ηλικίες ενήλικης ζωής, χαρακτηριστικό συνυφασµένο µε το θετικό µοντέλο του απορριπτικού τύπου προσκόλλησης. Η θεωρία της προσκόλλησης προβλέπει ότι οι πρώτες σχέσεις προσκόλλησης αναµένεται να ασκήσουν επίδραση στον τρόπο µε τον οποίο τα άτοµα ρυθµίζουν τις επόµενες διαπροσωπικές τους σχέσεις και συναισθήµατα. Ωστόσο, δε θα µπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οι τύποι προσκόλλησης που παρατηρούνται στην ενήλικη ζωή είναι ταυτόσηµοι µε αυτούς που διαµορφώθηκαν στη βρεφική ηλικία. Οι διαχρονικές έρευνες αποδίδουν αντιφατικά δεδοµένα σχετικά µε τη σταθερότητα των τύπων προσκόλλησης από τη βρεφική ηλικία µέχρι την πρώτη ενήλικη ζωή (Allen & Land, Crowel, Fraley & Shaver, 1999). Παρόλο που παρέχονται ερευνητικές ενδείξεις για τη σηµαντικότητα των πρώτων ενδοοικογενειακών εµπειριών για τη διαµόρφωση της δοµής της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή, αποδεικνύοντας σταθερότητα των ταξινοµήσεων στο πέρασµα του χρόνου (Crittenden, Elicker, Englund & Sroufe, 1992), καθώς και µεταξύ αρκετών γενεών οικογενειών (Benoit & Parker, Fonagy, Steele & Steele, Main, Kaplan & Cassidy, 1985), δεν υπάρχουν ερευνητικά δεδοµένα που να στηρίζουν τη γραµµική σχέση µεταξύ του παιδικού τύπου προσκόλλησης προς τους γονείς και του ενήλικου τύπου 62

65 -Θεωρητική Εισαγωγήπροσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Ωστόσο, στη διαχρονική έρευνα της Minessota, η ταξινόµηση των ενηλίκων µε τη συνέντευξη ΑΑΙ (Main et al., 1985), µετά από 20 χρόνια προέβλεπε την ταξινόµηση που είχε γίνει κατά τη βρεφική ηλικία µε τη πειραµατική διαδικασίας της «συνθήκης προς τον ξένο» της Ainswoth (1978) σε ποσοστό 70%. Επίσης φάνηκε να υπάρχει µια σηµαντική συσχέτιση µεταξύ κάποιου τραυµατικού γεγονότος και αλλαγής της ταξινόµησης (Waters, Merrick Tredux, Crowell & Albersheim, 1995). Από την άλλη πλευρά, τα ερευνητικά δεδοµένα διαχρονικών ερευνών, σχετικά µε τη συνέπεια µεταξύ των παιδικών και των ενήλικων µοντέλων προσκόλλησης, φαίνεται να υποστηρίζουν τη σταδιακή µείωση της συνέπειάς τους µε το πέρασµα του χρόνου (Hazan & Shaver, Skolnick, 1986). Η µελέτη της σταθερότητας των µοντέλων προσκόλλησης σε περιόδους που κυµαίνονται από έξι µήνες έως τέσσερα χρόνια προτείνουν πως ένα ποσοστό τάξεως 20% έως 36% των ατόµων παρουσιάζει αλλαγή στον τύπο προσκόλλησης (Baldwin & Fehr, Brennan & Shaver, Davila, Burge & Hammen, Keelan, Dion & Dion, Kirkpatrick & Hazan, Pistole, Ross & Spinner, Scarfe & Bartholomew, 1994). Λαµβάνοντας υπόψη την πιθανότητα της αναξιοπιστίας κάποιων µετρήσεων, υποστηρικτικών της αλλαγής των τύπων προσκόλλησης µε το πέρασµα του χρόνου, η οµοφωνία και η συνέπεια µεταξύ µεγάλου αριθµού διαφορετικών ευρηµάτων δίνει υπόσταση σε αυτά τα ευρήµατα. Επιπλέον, σε µια από τις λίγες διαχρονικές έρευνες της διερεύνησης των µοντέλων προσκόλλησης από τη βρεφική ηλικία έως την εφηβική ηλικία, δείχνει σύνθετες συνδέσεις µεταξύ των ταξινοµήσεων στη πειραµατική διαδικασία «συνθήκης προς τον ξένο» και των ταξινοµήσεων που προκύπτουν από την ηµιδοµηµένη συνέντευξη ΑΑΙ (Main et al., 1994) κατά την εφηβική ηλικία (Zimmermann & Grossman, 1997). Επιπλέον, οι ταξινοµήσεις των µητέρων στο ΑΑΙ προέβλεπαν τις ταξινοµήσεις των εφήβων ηλικίας 16 ετών, εκτός από τις περιπτώσεις όπου είχε συµβεί κάποιο τραυµατικό γεγονός στα πλαίσια της οικογένειας, όπως διαζύγιο γονέων, απώλεια αγαπηµένου προσώπου, χωρισµός, σοβαρές και ανίατες ασθένειες. Τέτοιου τύπου τραυµατικά γεγονότα συνδέθηκαν µε την ύπαρξη ανασφαλών τύπων προσκόλλησης, και κυρίως µε την ενεργοποίηση του συστήµατος έµµονης προσκόλλησης. Από την άλλη πλευρά, τα µοντέλα προσκόλλησης που προέκυψαν από την ταξινόµηση της πειραµατικής «συνθήκης του ξένου», προς τη µητέρα και τον πατέρα, δεν προέβλεπαν τις ταξινοµήσεις των εφήβων στο ΑΑΙ, παρά µόνο κατά την προεφηβική ηλικία των 10 ετών, όπου τα παιδιά τα οποία είχαν ασφαλή προσκόλληση προς τη µητέρα κατά τη βρεφική ηλικία ανέφεραν ότι αναζητούν τα πρωταρχικά πρόσωπα προσκόλλησης µόνο στις 63

66 -Θεωρητική Εισαγωγήπεριπτώσεις εσωτερικής αναστάτωσης, θυµού, άγχους και ψυχολογικής δυσφορίας. Σχετικά µε τα παιδιά προεφηβικής ηλικίας 10 ετών, τα οποία ταξινοµήθηκαν στην προσκόλληση τύπου αποφυγής κατά τη βρεφική ηλικία, ανέφεραν ότι χρησιµοποιούν στρατηγικές αποφυγής στις περιπτώσεις άγχους και ψυχολογικής δυσφορίας. Οι έφηβοι ίδιας ηλικίας που ταξινοµήθηκαν στον απορριπτικό τύπο προσκόλλησης στο σύστηµα ταξινόµησης του ΑΑΙ, ανέφεραν ότι αντιλαµβάνονται τη µητέρα τους ως µη διαθέσιµη και αποφευκτική στα προβλήµατα που αντιµετώπιζαν στο σχολείο. Τα αποτελέσµατα αυτής της διαχρονικής έρευνας έχουν σύνθετες ερµηνείες, ωστόσο καταφαίνεται ότι οι αλλαγές των ενεργών µοντέλων είναι ιδιαίτερα εµφανείς στις περιπτώσεις αγχογόνων και δύσκολων καταστάσεων ζωής, στα χρόνια που έπονται της βρεφικής ηλικίας. Επίσης διαφαίνεται ότι τα άτοµα µε διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης έχουν διαφορετικές νοερές αναπαραστάσεις κατά την εφηβική ηλικία και την επακόλουθη ενήλικη ζωή (Levy, Blatt & Shaver, 1998). Συνοψίζοντας, η ανασκόπηση ερευνών δείχνει ότι παρά την ένδεια δεδοµένων για την άµεση συνέχεια της προσκόλλησης από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή, τα ερευνητικά δεδοµένα στηρίζουν τη σχετική σταθερότητα των µοντέλων προσκόλλησης κατά το φάσµα της ενήλικης ζωής, σχετικά µε το αν εντάσσονται σε ασφαλή ή ανασφαλή τύπο προσκόλλησης (Feeney, 1999). Τα ερευνητικά δεδοµένα για την προσκόλληση προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους δείχνουν να υπάρχει µέτρια έως υψηλή σταθερότητα στους τύπους προσκόλλησης για διαστήµατα που κυµαίνονται από µια εβδοµάδα έως τέσσερα χρόνια (Baldwin & Fehr, Collins & Read, Davila, Burge & Hammen, Fuller & Fincham, Scharfe & Bartholomew, 1994). Η αστάθεια και η αλλαγή των µοντέλων προσκόλλησης αποδίδεται σε µεθοδολογικά προβλήµατα της έρευνας, αλλά και σε σηµαντικές αλλαγές της ζωής που επιδρούν στη δοµή των εσωτερικών ενεργών µοντέλων της προσκόλλησης (Davila, Karney & Brudbury, Zimmermann & Grossman, Fuller & Fincham, 1995). Είναι σηµαντικό να επισηµανθεί ότι οι αλλαγές που παρατηρήθηκαν στους τύπους προσκόλλησης, λόγω σηµαντικών γεγονότων ζωής και αλλαγών, φάνηκε πως συνδέονται µε σηµαντικές αλλαγές της συνολικής ψυχικής υγείας του ατόµου (Cozzarelli, Karafa, Collins & Tagler, 2003). Τα αποτελέσµατα των ερευνών σηµατοδοτούν πως παρόλο που τα µοντέλα προσκόλλησης παρουσιάζουν µια σχετική σταθερότητα στο πέρασµα του χρόνου, οι σηµαντικές αλλαγές στους τύπους προσκόλλησης συνδέονται µε την αλλαγή της κατανόησης και ερµηνείας των προσωπικών και διαπροσωπικών εµπειριών καθώς και µε κρίσιµες αλλαγές ζωής. 64

67 -Θεωρητική Εισαγωγή- Το θέµα της συνέχειας και της σταθερότητας των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης στο πέρασµα του χρόνου, συνεχίζει να βρίσκεται υπό διερεύνηση. Το πόρισµα των ερευνών έχει ως καταστάλαγµα, µέχρι στιγµής, τη θεώρηση της προσκόλλησης ως ενός σχετικά σταθερού προσωπικού χαρακτηριστικού, το οποίο είναι ευαίσθητο στις εµπειρίες της προεξέχουσας τρέχουσας σχέσης προσκόλλησης, και επιδέχεται αλλαγής στο πέρασµα του χρόνου (Feeney & Noller, 2004). Από την άλλη πλευρά, τα ερευνητικά δεδοµένα υποστηρίζουν ότι τα άτοµα κατά την ενήλικη ζωή συνάπτουν σχέσεις προσκόλλησης που εκπληρώνουν τις προσδοκίες τους, ευνοούν την οµοιόστασή τους και επιβεβαιώνουν τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης που έχουν ήδη διαµορφωθεί (Feeney, Feeney & Noller, Hazan & Shaver, 1994, Kirkpatrick & Davis, Simpson, 1990). Συνεπώς, θα µπορούσαµε να θεωρήσουµε ότι, στην περίπτωση µη σηµαντικών αλλαγών της ζωής, τα συναισθήµατα ασφάλειας έχουν την τάση να διατηρούνται κατά την ενήλικη ζωή και να ρυθµίζονται µε τη δηµιουργία στενών διαπροσωπικών σχέσεων προσκόλλησης που µπορούν να αποτελούν «ασφαλή καταφύγια» κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να έχουν σηµαντικά κοινά χαρακτηριστικά µε τις σχέσεις προσκόλλησης της παιδικής ηλικίας, ενώ οι ανασφαλείς τύποι προσκόλλησης φαίνεται να είναι περισσότερο επιρρεπείς στην αλλαγή. Τα αποτελέσµατα των ερευνών τονίζουν την ανάγκη διερεύνησης και διαφοροποίησης των παραγόντων εκείνων που προάγουν τη διατήρηση της ασφαλούς προσκόλλησης στο πέρασµα του χρόνου και εκείνων που προβλέπουν την αυξανόµενη ανασφαλή προσκόλληση στο πέρασµα του χρόνου (Cozzarelli et al., 2003). 2. Πολλαπλά µοντέλα προσκόλλησης Φαίνεται πως τα τελευταία χρόνια αναζωπυρώνεται το ερευνητικό ενδιαφέρον για την ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης, προς τις διαφορετικές στενές σχέσεις, οι οποίες πληρούν τα κριτήρια και µπορούν να χαρακτηριστούν σχέσεις προσκόλλησης (Lewis, Shaver, Collins & Clark, 1996). Μέσα από µια τέτοια οπτική, η ενεργοποίηση του συστήµατος της προσκόλλησης αποτελεί µια διαδικασία συναλλαγής (Cummings & Ciccheti, 1990) αλληλεπίδρασης του εσωτερικού ενεργού µοντέλου προσκόλλησης µε τις εµπειρίες και τις προσδοκίες του ατόµου σε µια δεδοµένη χρονική στιγµή, και η διαφοροποίηση που ενδεχοµένως υπάρχει στις σχέσεις αυτές µπορεί συστηµατικά να ερµηνευτεί από τη διαφοροποίηση της υποστήριξης και της ικανοποίησης που τα άτοµα αποκοµίζουν µέσα από τις διαφορετικές αυτές σχέσεις (Ryan, ). Οι περισσότερες θεωρήσεις της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή έχουν υποθέσει ότι τα διαφορετικά συστατικά και οι εµπειρίες της προσκόλλησης αναπαρίστανται µε συγκεκριµένες σφαιρικές και 65

68 -Θεωρητική Εισαγωγήσυναισθηµατικές δοµές οι οποίες επηρεάζουν την αντίδραση του ατόµου στα πλαίσια των συγκεκριµένων σχέσεων που συνάπτει. Κατά συνέπεια, το µεγαλύτερο µέρος των ερευνών που µελετούν την προσκόλληση κατά την ενήλικη ζωή έχει εκτιµήσει έναν τύπο προσκόλλησης ως ένα χαρακτηριστικό αναπαράστασης, ή δύο ξεχωριστές δοµές που αντιπροσωπεύουν το µοντέλο του εαυτού (υψηλό-χαµηλό άγχος) και το µοντέλο του άλλου (οικειότητα αποφυγή). Ωστόσο, όπως επισηµαίνεται µε οµοφωνία στις πρόσφατες κυρίως έρευνες, ένα άτοµο έχει την εµπειρία πολλών διαφορετικών προσώπων προσκόλλησης σε διαφορετικούς τοµείς της ζωής του και συνεπώς να διαµορφώνει πολλαπλές αναπαραστάσεις σχέσεων προσκόλλησης (Baldwin & Fehr, Bartholomew & Horowitz, Bretherton, Biringen, Ridgeway, Maslin & Sherman, Collins & Read, Fraley & Davis, Hazan & Zeifman, Shaver, Collins & Clark, Trinke & Barthlomew, 1997). Επιπλέον, τα ερευνητικά δεδοµένα τονίζουν ότι οι διαφορετικοί τύποι σχέσεων µπορεί να ικανοποιούν διαφορετικές ανάγκες προσκόλλησης και κατά συνέπεια να συνδέονται µε διαφορετικές ανησυχίες και προσδοκίες προσκόλλησης (La Guardia, Ryan, Couchman & Deci, Lewis, 1999). Ενδεχοµένως, η φύση των εσωτερικών ενεργών µοντέλων προσκόλλησης µπορεί να διαφέρει ως προς τις διαφορετικές σχέσεις του ατόµου και ως προς τους διαφορετικούς τοµείς της ζωής του, καθώς, ως ένα βαθµό, και ως προς τις συγκεκριµένες σχέσεις µέσα στους ίδιους τοµείς της ζωής του ατόµου (π.χ. οικογένεια) (Baldwin, Keelan, Fehr, Enns & Kon-Rangarajoo, Bartholomew & Horowitz, Cook, La Guardia et al., Pierce & Lyndon, Trinke & Bartholomew, 1997). Η ερευνητική τεκµηρίωση των πολλαπλών αναπαραστάσεων της προσκόλλησης δεν ακυρώνει την εγκυρότητα της θεωρίας της προσκόλλησης, καθώς ο ίδιος ο Bowlby (1980, 1988) επισηµαίνει πως τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης είναι ευέλικτα, µε µια µορφή ευελιξίας την ανάπτυξη αναπαραστάσεων και αντίστοιχων ενεργών µοντέλων, προσαρµοσµένων στις ιδιαιτερότητες της κάθε στενής διαπροσωπικής σχέσης προσκόλλησης. Οι πρόσφατες θεωρήσεις (Collins & Read, Crittenden, 1990) καθώς και η έρευνα (Balbwin et al., Klohen & Weller, Overall, Flecher & Friesen, Pierce & Lydon, 2001) µε συνέπεια προτείνουν και υποστηρίζουν ότι τα άτοµα έχουν πολλαπλές αναπαραστάσεις προσκόλλησης προς τα διαφορετικά είδη στενών σχέσεων και προς τα συγκεκριµένα άτοµα προς τα οποία συνάπτουν δεσµό προσκόλλησης. Συγκεκριµένα, διαφορετικές έρευνες κατά καιρούς έχουν λάβει υπόψη τους διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης, συµπεριλαµβάνοντας µοντέλα σχετικά (α) µε τις στενές συναισθηµατικές σχέσεις γενικά, (β) τις ερωτικές σχέσεις και άλλου τύπου σχέσεων που έχουν τα 66

69 -Θεωρητική Εισαγωγήχαρακτηριστικά προσκόλλησης (πχ. σχέση µε τους γονείς, τους πολύ στενούς φίλους) και, πιο πρόσφατα, (γ) τα συγκεκριµένα άτοµα προς τα οποία συνάπτεται η σχέση προσκόλλησης (Bartholomew & Horowitz, Brennan, Clark & Shaver, Collins & Read, Cozzarelli, Hoekstra & Bylsma, Furman, Simon, Shaffer & Bouchey Hazan & Shaver, Simpson, Rholes & Nelligan, 1992). Θεωρώντας ως κοινή παραδοχή την ύπαρξη πολλαπλών µοντέλων, οι ερευνητές είχαν να αντιµετωπίσουν πολλές κρίσιµες ερωτήσεις σχετικά µε την εκτίµηση των πολλαπλών µοντέλων, τη δοµή και λειτουργία τους καθώς και τον τρόπο οργάνωσής τους. Οι προβληµατισµοί αυτοί, παρόλο που αποτελούν τον πυρήνα της έρευνας της προσκόλλησης, διερευνήθηκαν συστηµατικά σε µικρό βαθµό µέχρι σήµερα. 3. Σφαιρικό µοντέλο προσκόλλησης και συγκεκριµένα µοντέλα προσκόλλησης ανάλογα µε το είδος της σχέσης Οι περισσότερες θεωρήσεις της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή έχουν υποθέσει ότι τα διαφορετικά συστατικά και εµπειρίες της προσκόλλησης αναπαρίστανται µε συγκεκριµένες σφαιρικές συναισθηµατικές δοµές, οι οποίες επηρεάζουν την αντίδραση του ατόµου στα πλαίσια των συγκεκριµένων σχέσεων που το άτοµο συνάπτει. Με σχετικά λίγες εξαιρέσεις, όπως αυτής της έρευνας του Baldwin (1992), τα ερευνητικά δεδοµένα τείνουν να συναινούν στο ότι υπάρχει ένα ιεραρχικά ανώτερο, σφαιρικό µοντέλο προσκόλλησης, σύµπλεγµα των µοντέλων του εαυτού και του άλλου, το οποίο αποτελεί ένα γενικευµένο και αφηρηµένο µοντέλο προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους, ανεξάρτητα από τα πλαίσια κάποιας συγκεκριµένης σχέσης προσκόλλησης. Θα πρέπει να επισηµανθεί ότι η ερευνητική τεκµηρίωση των αναπαραστάσεων των συγκεκριµένων προσκολλήσεων προς διαφορετικές σχέσεις, δεν αναιρεί την εγκυρότητα της θεωρίας προσκόλλησης και της εφαρµογής της στις σχέσεις της ενήλικης ζωής. Σύµφωνα µε το θεωρητικό υπόβαθρο του Bowlby (1980, 1988), τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης είναι ευέλικτα στην αλλαγή, µε βασική µορφή ευελιξίας την ανάπτυξη των συγκεκριµένων αναπαραστάσεων προσκόλλησης προς τις σχέσεις των αντίστοιχων ενεργών µοντέλων, η ύπαρξη των οποίων δεν αποκλείει την ύπαρξη των σφαιρικών ενεργών µοντέλων της προσκόλλησης. Οι έρευνες ωστόσο συγκλίνουν στην ύπαρξη ενός σφαιρικού µοντέλου προσκόλλησης, παρά τη διαφοροποίηση που ερευνητικά υποστηρίζεται ως προς τις συγκεκριµένες σχέσεις του ατόµου. Το σφαιρικό µοντέλο προσκόλλησης αφορά αποκλειστικά το ενεργό µοντέλο προσκόλλησης που έχει διαµορφώσει το άτοµο, ανεξάρτητα από τα πλαίσια κάθε συγκεκριµένης σχέσης και των επιδράσεων που δέχεται µέσα σε αυτή. 67

70 -Θεωρητική Εισαγωγή- Μια ενδιαφέρουσα έρευνα που διερεύνησε τη σχέση µεταξύ των σφαιρικών µοντέλων προσκόλλησης και των συγκεκριµένων µοντέλων προς τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις του ατόµου έδειξε πως τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης των διαφορετικών στενών σχέσεων είναι σε υψηλό βαθµό αλληλοσχετιζόµενα, υποστηρίζοντας κατ αυτόν τον τρόπο την ύπαρξη ενός σφαιρικού εσωτερικού ενεργού µοντέλου (Gerlsman & Lutejin, 2000). Πρόσφατες έρευνες τονίζουν ότι τα µοντέλα των σφαιρικών και συγκεκριµένων προς σχέσεις αναπαραστάσεων προσκόλλησης είναι διακριτές, αλλά αλληλοσχετιζόµενες µεταξύ τους δοµές (Pierce & Lyndon, 2001). Ένα µικρό µέρος ερευνών επικεντρώθηκε στη διερεύνηση της προσκόλλησης σε διαφορετικές στενές σχέσεις, προκειµένου να µελετηθεί αν υπάρχει ενδοπροσωπική διαφοροποίηση, δίνοντας ωστόσο αντιφατικά αποτελέσµατα τα οποία µε τη σειρά τους γεννούν νέους προβληµατισµούς σχετικά µε τη θεώρηση και τη µεθοδολογία της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή (Baldwin et al., Bartholomew & Horowitz, Brock, Sarason, Sanghvi & Gurung, Cook, Trinke & Bartholomew, 1997). Τα τελευταία 20 χρόνια, µόνο εφτά έρευνες άµεσα εξέτασαν τη δοµή και την οργάνωση των πολλαπλών µοντέλων προσκόλλησης (Balbwin et al., Cozzarelli et al., Furman et al., Overall et al., Pierce & Lydon, Ross & Spinner, Trinke & Bartholomew, 1997). Παρόλο που οι έρευνες αυτές παρέχουν σηµαντικές ενδείξεις, πολλές ερωτήσεις-κλειδιά παραµένουν αδιερεύνητες, παρακινώντας τους ερευνητές να ανανεώσουν τις εκκλήσεις τους για περαιτέρω διερεύνηση (Shaver & Mikulincer, 2002a, 2002b Simpson & Rholes, 2002). Ωστόσο, η θεώρηση ενός σφαιρικού µοντέλου προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή αφήνει σε πολλές έρευνες αδιευκρίνιστο το είδος της σχέσης προσκόλλησης που λαµβάνεται υπόψη, δηµιουργώντας συνειρµικά πρόβληµα µεθοδολογίας και σύγκρισης των αποτελεσµάτων διαφορετικών ερευνών. Επίσης, οι περισσότερες έρευνες της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή µελετούν αναδροµικά το µοντέλο προσκόλλησης, λαµβάνοντας υπόψη την πρωταρχική σχέση προσκόλλησης µε τη µητέρα-τροφό. Είναι λίγες και πρόσφατες οι έρευνες εκείνες που µελετούν τα µοντέλα προσκόλλησης κατά τη χρονική περίοδο της ενήλικης ζωής. Οι Shaver, Collins και Clark (1998) χαρακτηριστικά επισήµαναν ότι: «Οι ερευνητές της προσκόλλησης θα πρέπει να είναι περισσότερο ακριβείς σχετικά µε το ποια συγκεκριµένη αναπαράσταση του δικτύου προσκόλλησης διερευνάται σε µια συγκεκριµένη χρονική στιγµή. Όπως είναι ανακριβές να µιλούµε µόνο για ένα µοντέλο του εαυτού και ένα µοντέλο του άλλου, κατά τον ίδιο τρόπο είναι ανακριβές να µιλάµε για έναν τύπο προσκόλλησης (σελ.45). 68

71 -Θεωρητική Εισαγωγή- Προκύπτει λοιπόν να είναι ζωτικής σηµασίας η επικέντρωση σε συγκεκριµένα µοντέλα προσκόλλησης, χωρίς να λαµβάνεται υπόψη ερευνητικά το µοντέλο προσκόλλησης ως µια γενική δοµή, καθώς ενδέχεται να διαφοροποιείται ως προς τις διαφορετικές σχέσεις του ατόµου (Bardwin et al., Cozzarelli et al., 2000). 4. Ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης, προς τις διαφορετικές στενές σχέσεις κατά την ενήλικη ζωή Τα ερευνητικά ευρήµατα για την προσκόλληση κατά τη βρεφική, παιδική, εφηβική και ενήλικη ζωή δίνουν κάποια αντιφατικά δεδοµένα σχετικά µε τη διαφοροποίηση της προς τις συγκεκριµένες σχέσεις, υποστηρίζοντας τόσο τη συνέπεια και συνοχή του δεσµού προσκόλλησης όσο και τη διαφοροποίηση του προς τις συγκεκριµένες σχέσεις. Οι πρώτες ερευνητικές αποδείξεις για την ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης, παρέχονται από αναπτυξιακές έρευνες της βρεφικής και παιδικής προσκόλλησης, όπου φαίνεται ότι πολλά µικρά παιδιά αναπτύσσουν διαφορετικούς δεσµούς προσκόλλησης προς τη µητέρα και τον πατέρα, χωρίς να µπορεί η µια σχέση να προβλέψει την άλλη (Baldwin et al.,1996. Bretherton, Bridges, Connel & Belsky, Dunn, Fox, Kimmerly & Schafer, Lewis, Main & Weston, 1981) καθώς και διαφοροποίηση στον τύπο προσκόλλησης προς το πρωταρχικό πρόσωπο προσκόλλησης µε το πέρασµα του χρόνου (Egeland & Farber, Lieberman, Weston & Pawl, 1991). Μόνο στην έρευνα της Fox και των συνεργατών της (1991) διαφαίνεται να υπάρχει σχετική συνέπεια και συνοχή στην ταξινόµηση των βρεφών προς τους γονείς τους. Συµπληρωµατικά, σε παιδιά σχολικής ηλικίας τα ερευνητικά δεδοµένα έδειξαν ότι τα µοντέλα προσκόλλησης προς τους γονείς γενικεύτηκαν και στις άλλες στενές σχέσεις προσκόλλησης, προς τους στενούς φίλους και τους δασκάλους (Ryan, Stiller & Lynch, 1994). Σχετικά µε την προσκόλληση στην ενήλικη ζωή, τα ερευνητικά δεδοµένα δείχνουν ότι τα µοντέλα προσκόλλησης προς τις συγκεκριµένες σχέσεις είναι συνεπή, ως ένα βαθµό, µε το σφαιρικό ενεργό µοντέλο προσκόλλησης. Στην έρευνα του Baldwin και των συνεργατών του (1996), όπου οι συµµετέχοντες κλήθηκαν να κατονοµάσουν τις δέκα πιο σηµαντικές σχέσεις τους, φάνηκε ότι το 88% του δείγµατος ενέπιπτε σε δύο τουλάχιστον κατηγορίες της ταξινόµησης των Hazan και Shaver (1987), ενώ το 47% του δείγµατος ανέφερε και τις τρεις κατηγορίες ταξινόµησης της ασφαλούς, αγχώδους και αµφιθυµικής προσκόλλησης. Τα ευρήµατα τείνουν να υποδεικνύουν µια σχετικά µικρή συνέπεια µεταξύ των τύπων προσκόλλησης προς τις διαφορετικές σχέσεις, παρέχουν όµως σε µεγαλύτερο ποσοστό ενδείξεις ότι τα άτοµα δεν εντάσσονται στον ίδιο τύπο προσκόλλησης σε όλες τις σχέσεις 69

72 -Θεωρητική Εισαγωγήπροσκόλλησης και δε βιώνουν µέσα σε αυτές τον ίδιο βαθµό ασφάλειας (Baldwin, Keelan, Enns & Kon Rangarajoo, 1996). Σχετικά ερευνητικά δεδοµένα έχουν δείξει πως οι ενήλικες αναφέρουν διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης στους διαφορετικούς ρόλους που υιοθετούν ως παιδιά προς τους γονείς τους, ως γονείς και ως σύζυγοι (Bretherton, Biringen, Ridgeway, Maslin & Sherman, Crittenden, George & Solomon, 1989). Σύµφωνα µε τους Bartholomew και Horowitz (1991), οι σχέσεις προσκόλλησης προς τους γονείς και τους συνοµηλίκους παρουσιάζουν συσχέτιση που κυµαίνεται µεταξύ των τιµών.29 (φοβικός τύπος προσκόλλησης) έως.66 (έµµονος τύπος προσκόλλησης), δείχνοντας την ενδοσυσχέτιση των τύπων προσκόλλησης προς τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, δείχνοντας όµως παράλληλα και ένα σηµαντικό ποσοστό διαφοροποίησης της προσκόλλησης προς τους δύο διαφορετικούς τύπους σχέσεων. Στην έρευνα του Cook (2000) όπου εξετάστηκε η συνέπεια των µοντέλων προσκόλλησης σε τετραµελείς οικογένειες, διαφάνηκε ότι τα µοντέλα της προσκόλλησης διαφοροποιούνται σε συνάρτηση µε τις συγκεκριµένες ενδοοικογενειακές σχέσεις. Επίσης, έχει υποστηριχθεί ότι οι νεαροί ενήλικες, σε ένα ποσοστό 30%, διαθέτουν διαφορετικά µοντέλα προσκόλλησης για καθεµία από τις σηµαντικές οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις προσκόλλησης (Ross & Spinner, Ross, Spinner & DiTomasso, 1994). Επίσης ερευνητικά υποστηρίχθηκε πως τα διαφορετικά πρόσωπα προσκόλλησης καλύπτουν διαφορετικές ανάγκες προσκόλλησης του ατόµου. Σύµφωνα µε τους Trinke και Bartholomew (1997) η ασφαλής προσκόλληση διακυµαίνεται σε διαφορετικά ποσοστά στις διαφορετικές σχέσεις του ατόµου µε τη µητέρα, τον πατέρα, τους φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Η ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης υποστηρίχθηκε από τρεις έρευνες της La Guardia και των συνεργατών της (2000), όπου εξετάστηκε, µε τη χρήση διαφορετικών εργαλείων µέτρησης, και επιβεβαιώθηκε να υπάρχει ουσιαστική ενδοπροσωπική διαφοροποίηση ως προς τα πρωταρχικά πρόσωπα προσκόλλησης, της µητέρας και του πατέρα, αλλά και ως προς τα µεταγενέστερα πρόσωπα προσκόλλησης, του ερωτικού συντρόφου και του στενού φίλου, µε διακύµανση που κυµαίνεται µεταξύ του 19% έως 44%. Και οι τρεις έρευνες έδειξαν ότι η ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης προβλέφθηκε σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό από το βαθµό στον οποίο τα διαφορετικά πρόσωπα προσκόλλησης ικανοποιούν τις εγγενείς ψυχολογικές ανάγκες του ατόµου για αυτονοµία, άµιλλα και ικανότητα ανάπτυξης θετικής σχέσης, υποστηρίζοντας την άποψη ότι η ενδοπροσωπική διαφοροποίηση είναι συστηµατική και µάλιστα δε συνδέεται µε το αίσθηµα ευεξίας του ατόµου. Επιπλέον, διαφάνηκε ότι στα πλαίσια µιας στενής σχέσης, η 70

73 -Θεωρητική Εισαγωγήεκπλήρωση βασικών ψυχολογικών αναγκών αυτονοµίας, ικανότητας θετικής συσχέτισης µε τους άλλους καθώς και άµιλλας, παίζει πολύ σηµαντικό ρόλο στη διαµόρφωση και διατήρηση ασφαλών προσκολλήσεων προς τους άλλους, τονίζοντας παράλληλα τη σηµαντικότητα των χαρακτηριστικών µιας σχέσης για τη διαµόρφωση των µοντέλων προσκόλλησης. Στην περίπτωση όπου το άτοµο µπορεί να αποκτήσει την εµπειρία µιας ευαίσθητης ανταπόκρισης, υπάρχει το ενδεχόµενο η εµπειρία αυτή να επιδράσει σε όλο το σύστηµα της προσκόλλησης του ατόµου. Κατά συνέπεια, υπό αυτή την έννοια η ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης µπορεί να είναι ένας µηχανισµός προσαρµογής του ατόµου στη διαφορετική αίσθηση δυνατότητας εκπλήρωσης των αναγκών του στις διαφορετικές του σχέσεις (La Guardia et al., 2000). Συνυφασµένα είναι τα ευρήµατα έρευνας σε 224 νεαρά άτοµα, µε µέσο όρο ηλικίας τα 24 χρόνια, τα οποία συµπλήρωσαν ερωτηµατολόγια αυτοαναφοράς για τέσσερις συγκεκριµένες σχέσεις προσκόλλησης που επέλεξαν οι ίδιοι οι συµµετέχοντες, καθώς και για το γενικό µοντέλο προσκόλλησης, έξω από το πλαίσιο κάποιας σχέσης. Τα αποτελέσµατα για την πλειοψηφία των νεαρών ενηλίκων επιβεβαιώνουν την ύπαρξη διαφορετικών µοντέλων προσκόλλησης για τις συγκεκριµένες σχέσεις προσκόλλησης, όπως επίσης και τη διαφοροποίηση των συγκεκριµένων µοντέλων προσκόλλησης από το γενικό µοντέλο (Ross & Spinner, 2001). Επίσης, στην έρευνα της Cozzarelli και των συνεργατών της (2000) φάνηκε ότι πέρα από τη διαφοροποίηση του γενικού µοντέλου προσκόλλησης από το συγκεκριµένο προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, τα δύο µοντέλα προσκόλλησης συνδέονται µε διαφορετικές πτυχές της ζωής του ατόµου. Συγκεκριµένα, το γενικό µοντέλο προσκόλλησης, και κυρίως το µοντέλο του εαυτού, φάνηκε να συνδέεται µε τη γενική προσαρµοστική ικανότητα του ατόµου, ενώ το µοντέλο προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους συνδεόταν µε παραµέτρους που αφορούσαν τη συγκεκριµένη σχέση, όπως είναι η ικανοποίηση και τα συναισθήµατα που βίωνε το άτοµο µέσα σε αυτή (Cozzarelli, Hoekstra & Bylsma, 2000). 5. Οργάνωση των σφαιρικών µοντέλων προσκόλλησης και των συγκεκριµένων µοντέλων προσκόλλησης ανάλογα µε τις διαφορετικές στενές σχέσεις Η θεώρηση και ερευνητική τεκµηρίωση των πολλαπλών µοντέλων προσκόλλησης στο σύνολό της, υποστηρίζει την ύπαρξη ενός σφαιρικού µοντέλου προσκόλλησης, παρά τη διαφοροποίηση που ερευνητικά υποστηρίζεται ως προς τις συγκεκριµένες σχέσεις του ατόµου (Gerlsman & Lutejin, Pierce & Lydon, 2001). Το σφαιρικό µοντέλο προσκόλλησης 71

74 -Θεωρητική Εισαγωγήαφορά το γενικευµένο και αφηρηµένο ενεργό µοντέλο προσκόλλησης που έχει διαµορφώσει το άτοµο από τα πρώτα χρόνια της ζωής του και συνεχίζει να αποτελεί το βασικό µοντέλο προσκόλλησης, ανεξάρτητα από τα πλαίσια κάθε συγκεκριµένης σχέσης και των επιδράσεων που δέχεται µέσα σε αυτή (Bowlby,1988). Ενδιαφέροντα είναι τα ευρήµατα σχετικά µε τη σχέση µεταξύ των σφαιρικών µοντέλων προσκόλλησης και των συγκεκριµένων µοντέλων προς τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις του ατόµου που έχουν δείξει πως τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης των διαφορετικών στενών σχέσεων είναι σε υψηλό βαθµό αλληλοσχετιζόµενα, υποστηρίζοντας κατ αυτόν τον τρόπο την ύπαρξη ενός σφαιρικού εσωτερικού ενεργού µοντέλου (Gerlsman & Lutejin, 2000). Πρόσφατες έρευνες τονίζουν ότι τα µοντέλα των σφαιρικών και συγκεκριµένων προς σχέσεις αναπαραστάσεων προσκόλλησης είναι διακριτές, αλλά σε υψηλό βαθµό αλληλοσχετιζόµενες µεταξύ τους δοµές που βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση (Pierce & Lyndon, 2001). Η θεώρηση των πολλαπλών µοντέλων προσκόλλησης οδήγησε τους ερευνητές να προτείνουν θεωρητικά πλαίσια οργάνωσης των σφαιρικών και των συγκεκριµένων µοντέλων προς διαφορετικές σχέσεις. Σε γενικές γραµµές, η θεωρία και η έρευνα της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή προτείνει ότι τα πιο γενικά και αφηρηµένα µοντέλα προσκόλλησης λειτουργούν έτσι ώστε να συντονίζουν τα συγκεκριµένα µοντέλα προς τις στενές διαφορετικές σχέσεις (Collins & Read, Crittenden, Overall et al., Pierce & Lydon, 2001). Σύµφωνα µε τη θεωρία προσκόλλησης (Bowlby, 1969/1982), τα πιο γενικευµένα µοντέλα προσκόλλησης διαµορφώνονται µε το πέρασµα του χρόνου ως µια λειτουργία των πρώτων βιωµάτων µέσα από τις ενδοοικογενειακές σχέσεις και εν συνεχεία από τις εµπειρίες µε τους συνοµηλίκους. Καθώς τα άτοµα ωριµάζουν και επεκτείνουν το δίκτυο των σχέσεών τους, τα γενικευµένα µοντέλα ενδέχεται να επιδράσουν στα µοντέλα προσκόλλησης που έχουν πιο συγκεκριµένο περιεχόµενο, καθώς αναπτύσσονται για την εκάστοτε σχέση προσκόλλησης. Οι Collins και Read (1994) πρότειναν ένα ιεραρχικό δίκτυο µοντέλων, στο οποίο το σφαιρικό µοντέλο προσκόλλησης συνεισφέρει στη διαµόρφωση και ανάπτυξη των συγκεκριµένων µοντέλων, κυρίως στις νεοδηµιουργηθείσες σχέσεις της προσκόλλησης. Ουσιαστικά, έχουν περιγράψει αυτό το µοντέλο ως µια λανθάνουσα ιεραρχία µε επικεφαλή µια αφηρηµένη σφαιρική αναπαράσταση των µοντέλων του εαυτού και του άλλου, η οποία διαµορφώθηκε µέσα από τις εµπειρίες της πρώτης σχέσης µε τη µητέρα τροφό και µε άλλα πρόσωπα του οικογενειακού και στενού κοινωνικού περιβάλλοντος. Αυτή η σφαιρική αναπαράσταση προσκόλλησης λειτουργεί µε λανθάνοντα τρόπο, ή ασυνείδητα ως αυτόµατη 72

75 -Θεωρητική Εισαγωγήαναπαράσταση, στην οποία πιθανώς τα άτοµα να προσφεύγουν σε περιπτώσεις άγχους και µη διαθεσιµότητας των προσώπων προσκόλλησης. Οι πιο συγκεκριµένες αναπαραστάσεις µπορούν να ενεργοποιηθούν µε γνώµονα µια συγκεκριµένη σχέση και τα χαρακτηριστικά της, προσφέροντας ένα ασφαλές καταφύγιο για κάποιο συγκεκριµένο τοµέα της ζωής του ατόµου. Από την άλλη πλευρά, η Crittenden (1990) αναφέρθηκε σε µια µεταγνωστική δοµή, η οποία ενσωµατώνει ένα γενικευµένο µοντέλο, το οποίο αφορά τα συνεπή µοντέλα των σχέσεων προσκόλλησης, και κατώτερα ιεραρχικά µοντέλα συγκεκριµένων σχέσεων, τα οποία εκπροσωπούν τις µοναδικές συνεισφορές των συγκεκριµένων σχέσεων. Μόνο ο Baldwin και οι συνεργάτες του (1996) προτείνουν πως η δοµή των µοντέλων της προσκόλλησης δεν έχει ιεραρχική δοµή παρά µοιάζει µε ένα περιπλεγµένο δίκτυο, παρά µε µια ιεραρχική δοµή. Τα δύο πρώτα θεωρητικά πλαίσια ιεραρχικής δόµησης των µοντέλων της προσκόλλησης προτείνουν ότι κατά την ωρίµανση του παιδιού, είναι πιθανόν να αναπτυχθεί ένα αφηρηµένο και γενικευµένο µοντέλο αναπαράστασης των στενών σχέσεων, µε βάση το µοντέλο προσκόλλησης προς τους γονείς. Προτείνεται ότι το γενικό αυτό µοντέλο καθοδηγεί τις αντιλήψεις, τις προσδοκίες και τις συµπεριφορές του ατόµου στα πλαίσια µιας σχέσης προσκόλλησης, εν συνεχεία όµως διαµορφώνεται το µοντέλο προσκόλλησης που αφορά τη συγκεκριµένη σχέση, µέσα από τις διαπροσωπικές εµπειρίες και τη γνώση που αποκοµίζει το άτοµο (Collins & Read, Crittenden, 1990). Και τα τρία θεωρητικά πλαίσια υποστηρίζουν ότι τα άτοµα διαθέτουν διακριτά σφαιρικά και συγκεκριµένα µοντέλα προς τις διαφορετικές σχέσεις προσκόλλησης, τα οποία αλληλεπιδρούν σε ένα δίκτυο αλληλοσυνδεόµενων µοντέλων. Θα πρέπει να επισηµανθεί ότι θα ήταν ανακριβές και ίσως απλοϊκό να φανταστεί κανείς αυτές τις αναπαραστάσεις ως µια µεταβλητή ατοµικών διαφορών, παρόλο που η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή επικεντρώνεται στο µεγαλύτερο µέρος της στις ατοµικές διαφορές που ερµηνεύονται από τα σφαιρικά µοντέλα και τα συγκεκριµένα µοντέλα προσκόλλησης, κυρίως ως προς τις σχέσεις µε τους γονείς και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Μια πιο πρόσφατη σηµαντική ερευνητική προσπάθεια για τη διερεύνηση των σχέσεων του σφαιρικού και των συγκεκριµένων µοντέλων προσκόλλησης είναι αυτή των Pierce και Lydon (2001), όπου εµπειρικά τεκµηριώνεται ότι η επίδραση των διαφορετικών µοντέλων προσκόλλησης, σφαιρικών και συγκεκριµένων, µπορεί να είναι διπλής κατεύθυνσης. Το ερευνητικό τους σχέδιο περιλαµβάνει δύο έρευνες οι οποίες έδειξαν ότι τα σφαιρικά και τα συγκεκριµένα προς σχέσεις µοντέλα προσκόλλησης είναι συσχετισµένες δοµές οι οποίες όµως είναι διακριτές και δεν αλληλοκαλύπτονται. Τα συγκεκριµένα προς τις 73

76 -Θεωρητική Εισαγωγήσχέσεις µοντέλα αφορούσαν τις σηµαντικές σχέσεις, όπου το άτοµο έχει συγκεκριµένους ρόλους (µελέτη 1) και επικεντρώθηκε σε πλαίσια ανθεκτικών σχέσεων (δηλ. σχέσεις µε συχνές καθηµερινές αλληλεπιδράσεις). Η διαχρονική έρευνα (µελέτη 2) έδειξε ότι τα µοντέλα προσκόλλησης προς τις συγκεκριµένες σχέσεις γενικεύονται σε σφαιρικά µοντέλα µε το πέρασµα του χρόνου και επίσης ότι τα σφαιρικά µοντέλα είχαν µια µικρή αλλά σηµαντική επίδραση στη διαµόρφωση των µοντέλων προς τις συγκεκριµένες σχέσεις. Αντίθετα, τα συγκεκριµένα µοντέλα προς τις στενές σχέσεις φάνηκε να είναι πολύ πιο ισχυρά στη διαµόρφωση των γενικών µοντέλων στο πέρασµα του χρόνου, τεκµηριώνοντας τον τύπο επίδρασης «από κάτω προς τα πάνω» ( bottom-up effect ). Σύµφωνα µε τον Bowlby (1988), όπως οι πρώτες εµπειρίες έχουν συνεισφέρει στη µορφοποίηση των γενικών µοντέλων προσκόλλησης, τα µοντέλα αυτά µπορεί να συνεχίζουν να διαµορφώνονται σε συνάρτηση µε σηµαντικά γεγονότα ζωής, στα µεταγενέστερα στάδια της ζωής. Λαµβάνοντας υπόψη τις σηµαντικές εµπειρίες προσκόλλησης και τις σηµαντικές σταθερές σχέσεις, προβλέπεται πως είναι δυνατόν να επηρεάσουν τα γενικευµένα και πιο αφηρηµένα µοντέλα προσκόλλησης. Επίσης διαφάνηκε ότι και τα σφαιρικά και συγκεκριµένα προς σχέσεις µοντέλα προσκόλλησης εξηγούσαν την εµπειρία των καθηµερινών αλληλεπιδράσεων στα πλαίσια των σχέσεων. Συνολικά, η έρευνα των Pierce και Lydon (2001) τονίζει ότι τα µοντέλα προσκόλλησης µπορούν να θεωρηθούν και σφαιρικές και συγκεκριµένες αντιπροσωπευτικές δοµές, οι οποίες απεικονίζουν τις διαφορές των σχέσεων προσκόλλησης, όπως επίσης και τις ατοµικές διαφορές. Νεώτερα ευρήµατα τονίζουν ότι τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης µεταφέρονται στις νέες σχέσεις µε έναν επιλεκτικό τρόπο (Brumbaugh & Fraley, 2006). Τα ερευνητικά δεδοµένα που αφορούν το πώς οργανώνονται και αναπαρίστανται τα συγκεκριµένα και σφαιρικά µοντέλα είναι ανεπαρκή, µε σηµαντική ωστόσο τη συνεισφορά µιας πιο συστηµατικής διερεύνησης του Overall και των συνεργατών του (Overall, Fletcher & Fresen, 2003). Σε αυτή έρευνα συγκρίθηκαν τρία µοντέλα σχετικά µε το πώς τα πολλαπλά µοντέλα προσκόλλησης µπορούν να οργανωθούν και να αναπαρασταθούν γνωστικά. Το πρώτο µοντέλο πρεσβεύει ότι οι αναπαραστάσεις της προσκόλλησης αποτελούνται από ένα σφαιρικό µοντέλο, το οποίο περιλαµβάνει την προσκόλληση του ατόµου προς τις συγκεκριµένες σχέσεις και τους σηµαντικούς τοµείς της ζωής του. Το δεύτερο µοντέλο υποστηρίζει ότι τα άτοµα διαθέτουν τρία ανεξάρτητα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης για τις βασικές σχέσεις µε την οικογένεια, τη στενή φιλία και την ερωτική σχέση. Το τρίτο µοντέλο ενσωµατώνει τα δύο προηγούµενα µοντέλα και προτείνει µια ιεραρχική δοµή, αντιπαραθέτοντας ότι τα µοντέλα των συγκεκριµένων σχέσεων τοποθετούνται κάτω από τις βασικές αναπαραστάσεις σχέσεων του ατόµου, οι οποίες, µε τη σειρά τους, τοποθετούνται 74

77 -Θεωρητική Εισαγωγήκάτω από το θόλο ενός σφαιρικού ενεργού µοντέλου. Οι συµµετέχοντες της έρευνας, οι οποίοι ήταν 200 νεαρά άτοµα (100 γυναίκες και 100 άντρες) µε µέσο όρο ηλικίας τα 24 χρόνια και µε εµπλοκή όλων σε ερωτική σχέση, συµπλήρωσαν ερωτηµατολόγια αυτοαναφοράς για τις σχέσεις προσκόλλησης προς την οικογένεια, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, καθώς επίσης διαβάθµισαν την προσκόλλησή τους για αυτές τις σχέσεις. Όπως αναµενόταν, βάσει των υποθέσεων της έρευνας, η επιβεβαιωτική παραγοντική ανάλυση έδειξε ότι το τρίτο µοντέλο της ιεραρχικής δοµής είχε τη µεγαλύτερη στατιστική επιβεβαίωση, ανεξάρτητα από παράγοντες στατιστικής ανάλυσης, µεθοδολογίας, καθώς και δηµογραφικών και κοινωνικών στοιχείων, όπως είναι το φύλο και το επίπεδο της σχέσης Βλ. Σχήµα 2). Σύµφωνα µε αυτό το µοντέλο, στο ανώτερο επίπεδο αναπαρίσταται ένα σφαιρικό µοντέλο προσκόλλησης, το οποίο βοηθάει στην κωδικοποίηση γενικών πληροφοριών που εφαρµόζονται στο περιεχόµενο όλων των σχέσεων και ενσωµατώνει τη πιο συνεπή, σηµαντική και επιδραστική πληροφορία προσκόλλησης, µέσα στο δίκτυο των αναπαραστάσεων. Κάτω από το σφαιρικό µοντέλο προσκόλλησης εντάσσονται γενικές αναπαραστάσεις προσκόλλησης, µέσα στα συγκεκριµένα πλαίσια κυρίαρχων σχέσεων (οικογένεια, φίλοι, ερωτικοί σύντροφοι). Η θεώρηση αυτή θα πρέπει να επιτρέπει αυξηµένη συνοχή και συνέπεια στις αναπαραστάσεις της προσκόλλησης στις κυρίαρχες σχέσεις και, µε τη σειρά τους, να προάγουν ευελιξία κατά την αλληλεπίδραση αυτών των αναπαραστάσεων των κυρίαρχων σχέσεων. Τέλος, στο χαµηλότερο επίπεδο, ενταγµένα κάτω από τις αναπαραστάσεις των κυρίαρχων σχέσεων, υπάρχουν τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης προς τις συγκεκριµένες σχέσεις, όπως είναι οι σχέσεις µε τη µητέρα, τον πατέρα, τους συγκεκριµένους στενούς φίλους, τους συγκεκριµένους ερωτικούς/ές συντρόφους.. Σφαιρικό Μοντέλο Προσκόλλησης Οικογένεια Ερωτική σχέση O1 O2 O3 Φ1 Φιλία Φ2 Φ3 Ε1 Ε2 Ε3 75

78 -Θεωρητική Εισαγωγή- Σχήµα 2. Μοντέλο ιεραρχικής οργάνωσης των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης που επιβεβαιώθηκε στην έρευνα του Overall και των συνεργατών του (Overall et al., 2003). Σηµείωση: Ο1, Ο2, Ο3: οι συγκεκριµένες σχέσεις µέσα στην οικογένεια Φ1, Φ2, Φ3 : οι συγκεκριµένες στενές φιλικές σχέσεις Ε1, Ε2, Ε3 : οι συγκεκριµένες ερωτικές σχέσεις Επίσης, δεδοµένου του κεντρικού ρόλου που οι αναπαραστάσεις προσκόλλησης έχουν παίξει στην πλειοψηφία της έρευνας της προσκόλλησης, και δεδοµένης της εµπειρικής τεκµηρίωσης ότι τα συγκεκριµένα µοντέλα ενδέχεται να διαµορφώνουν τα υψηλότερα επίπεδα των γενικών µοντέλων στο πέρασµα του χρόνου, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να καθοριστεί το συγκεκριµένο µοντέλο προσκόλλησης που είναι σε ισχυρότερο βαθµό συνδεµένο µε το σφαιρικό µοντέλο προσκόλλησης. Τα ερευνητικά δεδοµένα συγκλίνουν στη στενή σύνδεση των γενικών και συγκεκριµένων µοντέλων, χωρίς όµως συστηµατικά να προσδιορίζει τη σχέση προσκόλλησης που προβλέπεται σε ισχυρότερο βαθµό µε το γενικευµένο µοντέλο προσκόλλησης. Στην έρευνα του Klohnen και των συνεργατών του (2005) διαφάνηκε, αναφορικά µε τη σύνδεση µεταξύ των γενικών και συγκεκριµένων µοντέλων (πατέρας, µητέρα, στενοί φίλοι και ερωτικοί σύντροφοι), τα µοντέλα προσκόλλησης προς τους συνοµηλίκους, δηλαδή τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και τους στενούς φίλους, είχαν τις ισχυρότερες και ανεξάρτητες µεταξύ στις συνεισφορές στα γενικά µοντέλα προσκόλλησης. Αναφορικά µε τη σύνδεση µεταξύ των συγκεκριµένων µοντέλων στις στενές σχέσεις, τα µοντέλα προσκόλλησης προς τους συνοµηλίκους (ερωτικοί σύντροφοι και στενοί φίλοι) και µοντέλα προς τους γονείς (µητέρα και πατέρας) ήταν µεταξύ τους περισσότερο σχετικά και συνυφασµένα, παρά µε οποιοδήποτε άλλο µοντέλο προσκόλλησης. Επίσης διαφάνηκε η σταθερότητα της διάστασης του άγχους των µοντέλων προσκόλλησης, σε όλο το εύρος των σχέσεων που εξετάστηκαν, σε αντίθεση µε τη διαφοροποίηση της διάστασης στις αποφυγής προς τις διαφορετικές σχέσεις (Klohnen, Weller, Luo & Choe, 2005). Συµπερασµατικά, φαίνεται πως τα ευρήµατα των ερευνών των τελευταίων χρόνων συγκλίνουν στην υποστήριξη της ύπαρξης πολλαπλών µοντέλων προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή (Baldwin et al., Bartholomew & Horowitz, Fraley & Davis, Hazan & Zeifman, La Guardia et al., Lewis, Pierce & Lydon, Trinke & Bartholomew, 1997). Επίσης φαίνεται πως τα περισσότερα ερευνητικά δεδοµένα συγκλίνουν στη διαφοροποίηση των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης ως προς τις συγκεκριµένες σχέσεις βάσει διαφορετικών προσδοκιών προσκόλλησης, ρόλων και συµπεριφοράς του εκάστοτε προσώπου προσκόλλησης (Baldwin et al., Cook, La 76

79 -Θεωρητική Εισαγωγή- Guardia et al., Pierce & Lydon, Lewis, Trinke & Bartholomew, 1997). Τα θεωρητικά µοντέλα σχετικά µε την οργάνωση των πολλαπλών µοντέλων προσκόλλησης πρεσβεύουν στην πλειοψηφία τους, µε εξαίρεση το θεωρητικό µοντέλο του Baldwin και των συνεργατών του (1996), την ιεραρχική δοµή τους, όπου στην κορυφή της ιεραρχίας βρίσκονται τα πιο γενικά ή σφαιρικά και αφηρηµένα µοντέλα προσκόλλησης. Ωστόσο τα ερευνητικά δεδοµένα τεκµηρίωσης της οργάνωσής τους δεν είναι επαρκή. Φαίνεται πως µόνο η έρευνα του Overall και των συνεργατών του (2003) εξέτασε συστηµατικά τη γνωστική αναπαράσταση των πολλαπλών ενεργών µοντέλων προσκόλλησης, µε επικέντρωση στην κατακόρυφη ιεραρχική δοµή των επιµέρους µοντέλων προσκόλλησης, ορίζοντας ανώτερα, µεσαία και κατώτερα επίπεδα ιεραρχίας και όχι στην οριζόντια οργάνωση των µοντέλων προσκόλλησης. ύο ακόµα έρευνες που είχαν αποδώσει παρόµοια δεδοµένα (Pierce & Lydon, Ross & Spinner, 2001) σχετικά µε τις αλληλοσχετίσεις των συγκεκριµένων µοντέλων, προς τις στενές σχέσεις, και των σφαιρικών µοντέλων, γενικά προς τους άλλους, επικεντρώθηκαν στο µέγεθος των αλληλοσυσχετίσεων παρά στο µοντέλο δόµησής τους. Συνεπώς, τα ερευνητικά δεδοµένα σχετικά µε το πώς τα µοντέλα προσκόλλησης είναι οργανωµένα και συνδέονται µεταξύ τους βρίσκονται υπό εξέλιξη, προκειµένου να διαφωτιστούν µεθοδολογικά θέµατα που θα διευκολύνουν την περαιτέρω έρευνα που χρησιµοποιεί ως θεωρητικό πλαίσιο τη θεωρία της προσκόλλησης. 6. Ανασκόπηση ερευνών της ενδοπροσωπικής διαφοροποίησης της προσκόλλησης Μέσα από την ανασκόπηση των ερευνών που εξέτασαν την ενδοπροσωπική διαφοροποίηση των προσκολλήσεων του ατόµου προκύπτει πως οι περισσότερες έρευνες συγκλίνουν στο ότι τα µοντέλα προσκόλλησης διαφοροποιούνται ως προς τις συγκεκριµένες σχέσεις κατά την ενήλικη ζωή. Τα δεδοµένα των ερευνών προτείνουν πως υπάρχουν σφαιρικά και συγκεκριµένα µοντέλα προς τις διαφορετικές στενές σχέσεις προσκόλλησης, τα οποία διαφοροποιούνται µεταξύ τους και αλληλοσυνδέονται. Ως προς τα συγκεκριµένα µοντέλα προσκόλλησης προς τις διαφορετικές σχέσεις φαίνεται ότι τα περισσότερα ερευνητικά δεδοµένα υποστηρίζουν τη διαφοροποίησή τους, βάσει των αλληλεπιδράσεων, των προσδοκιών τους και εµπειριών που τα άτοµα αποκοµίζουν στα πλαίσια της εκάστοτε σχέσης. Φαίνεται να υπάρχει µια κοινή παραδοχή για την ύπαρξη ενός σφαιρικού µοντέλου, ιεραρχικά ανώτερου, που δρα έχοντας συντονιστικό ρόλο στα επιµέρους µοντέλα προσκολλήσεων. Τα ερευνητικά δεδοµένα υποστηρίζουν την αλληλοσυσχέτιση τόσο µεταξύ του σφαιρικού και των συγκεκριµένων µοντέλων, όσο και µεταξύ των συγκεκριµένων 77

80 -Θεωρητική Εισαγωγή- µοντέλων. Ο βαθµός στον οποίο τα ερευνητικά δεδοµένα υποστηρίζουν την ενδοπροσωπική διαφοροποίηση ποικίλλει. Είναι σηµαντικό να επισηµανθεί πως η µεθοδολογία της κάθε έρευνας είναι διαφορετική, όπως επίσης και το σύστηµα ταξινόµησης των µοντέλων προσκόλλησης, µε συνέπεια να καθιστούν επιφυλακτικότητα στη σύγκριση και ίσως στη γενίκευση των αποτελεσµάτων τους. Μια πολύ σηµαντική ερώτηση που εγείρεται µέσα από την ανασκόπηση των ερευνητικών δεδοµένων της ενδοπροσωπικής διαφοροποίησης των µοντέλων προσκόλλησης, είναι κατά πόσο οι στενές σχέσεις που εξετάστηκαν αντιπροσωπεύουν σχέσεις προσκόλλησης. Για παράδειγµα, στην έρευνα του Baldwin και των συνεργατών του (Baldwin et al., 1996) ερευνήθηκαν δέκα σχέσεις προσκόλλησης, εγείροντας εύλογα το ερώτηµα κατά πόσο και οι δέκα σχέσεις που διερευνήθηκαν αποτελούν σχέσεις προσκόλλησης του ατόµου, και επιτείνοντας την προσοχή στην ερευνητική διερεύνηση αληθινών σχέσεων προσκόλλησης. Είναι ιδιαίτερα σηµαντικό να εξετάζεται η ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της ασφαλούς προσκόλλησης θέτοντας ως βάση σχέσεις ζωτικής σηµασίας για το άτοµο, σχέσεις προσκόλλησης. Ωστόσο η ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή φαίνεται να υποστηρίζεται στο µεγαλύτερο µέρος ερευνών που εξέτασαν συγκεκριµένες ζωτικές σχέσεις που πληρούν τα κριτήρια της προσκόλλησης. 78

81 -Θεωρητική Εισαγωγή- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ 1. Βασικές θεωρήσεις της έννοιας του εαυτού Η έννοια του εαυτού αφορά τον τρόπο µε τον οποίο αντιλαµβάνεται κανείς τον εαυτό του (Burns, 1982, Harter, 1999, Hattie, 1992) και αποτελεί µια ψυχολογική έννοια ανώτερου ιεραρχικά επιπέδου, η οποία έχει επιµέρους εκφάνσεις, όπως είναι η αυτο-αντίληψη, η αυτοεκτίµηση, η αυτοαποτελεσµατικότητα, η αυτοεικόνα, κ.ά. (βλ. Byrne, 1996). Σε πολύ γενικές γραµµές, η έννοια του εαυτού ορίζεται ως η γνώση, τα συναισθήµατα και οι ιδέες του ατόµου σχετικά µε τον εαυτό και τη ταυτότητά του (Carlson & Buskist, 1997). Υπάρχει µια γενική παραδοχή πως ο εαυτός αποτελεί ένα ενιαίο και πολύπλοκο φαινόµενο και οι θεωρητικές προσεγγίσεις τονίζουν είτε το ένα είτε το άλλο χαρακτηριστικό (Harter, 1983, James, Marsh, Rosenberg, 1972, Shavelson, Hubner & Stanton, 1976). Οι σύγχρονες έρευνες συγκλίνουν στη θεώρηση της πολυδιάστατης φύσης της έννοιας του εαυτού, καθώς η αντίληψη του εαυτού λαµβάνεται ως ένα πολυδιάστατο σύστηµα, µε ποικίλες πτυχές και αυτοεικόνες που αντανακλούν τις γνωστικές, συναισθηµατικές και συµπεριφορικές καταστάσεις στις οποίες βασίζονται (Λεονταρή, 1996). Βασικές συνιστώσες της έννοιας του εαυτού κατά τη Harter (1988), είναι (α) η αυτοαντίληψη ή αυτοεικόνα, οι γνωστικές δηλαδή πλευρές της έννοιας του εαυτού, µε συγκεκριµένα περιγραφικά χαρακτηριστικά συγκεκριµένων ικανοτήτων και αντιλήψεων για τον εαυτό, και (β) η αυτοεκτίµηση ή σφαιρική αυτοαξία, οι οποίες αντανακλούν τις συναισθηµατικές πτυχές της αξιολόγησης της σηµαντικότητας του εαυτού. Η αυτοεκτίµηση δηλώνει το βαθµό ικανοποίησης του ατόµου από την αξιολόγηση του εαυτού, περιλαµβάνει τα βασικά συναισθήµατα της αυτόαποδοχής, της αυταρέσκειας και αυτοσεβασµού και απεικονίζει τη σχέση µεταξύ του ιδανικού εαυτού (προσωπικές φιλοδοξίες) και της πραγµατικής εικόνας του εαυτού, όπως την αντιλαµβάνεται το άτοµο. Ωστόσο, οι γνωστικέςπεριγραφικές πτυχές και οι συναισθηµατικές πτυχές της έννοιας του εαυτού αλληλοκαλύπτονται σε µεγάλο βαθµό, καθώς µοιράζονται και οι δύο στοιχεία αξιολόγησης και εκτίµησης της αξίας του εαυτού ( Μακρή-Μπότσαρη, 2001). Θεωρητικά έχει υποστηριχθεί ότι η έννοια του εαυτού είναι µια δοµή µε συναισθηµατική βάση. Βάσει αυτής της θεώρησης υποστηρίζεται ότι η αυτοεκτίµηση του ατόµου αναδύεται νωρίς, κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής, προτού η γνωστική ικανότητα αξιολόγησης του εαυτού να έχει αναπτυχθεί (Rogers, Sullivan, 1953). Πολλοί θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι οι γνωστικές διαδικασίες κρίσης και αξιολόγησης απορρέουν 79

82 -Θεωρητική Εισαγωγήαπό τη σφαιρική αυτοεκτίµηση (Coopersmith, Harter, Shavelson, Hubner & Stanton, 1976), µε συνέπεια τα συναισθήµατα προς τον εαυτό να προηγούνται της κρίσης της αξιολόγησης και συνεπώς της γνωστικής πτυχής της έννοιας του εαυτού (Brown, 1993). Η έννοια του εαυτού αποτελεί µία σύνθετη εννοιολογική κατασκευή, η οποία περιλαµβάνει τρία συστατικά συνεπή µεταξύ τους, το γνωστικό (µια σειρά γνωστικών-αξιολογητικών πεποιθήσεων), το συναισθηµατικό (θετικός ή αρνητικός προσανατολισµός) και το συµπεριφορικό στοιχείο (µια προδιάθεση συµπεριφοράς). Η αρµονία µεταξύ των συστατικών στοιχείων της αυτο-αντίληψης έχει ως στόχο τη διατήρηση της ψυχολογικής συνοχής και ισορροπίας του ατόµου. Ωστόσο, έχει επίσης υποστηριχθεί ότι οι πεποιθήσεις και αξιολογήσεις για τον εαυτό αποτελούν τον πυρήνα της έννοιας του εαυτού και παίζουν διαµεσολαβητικό ρόλο για το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα του ατόµου προς τον εαυτό του, τη συµπεριφορά του και τους στόχους που θέτει προς επίτευξη (Harter, 1983, Marsh, 1994). Η έννοια του εαυτού παίζει σηµαντικό ρόλο στην καθηµερινή λειτουργικότητα των ανθρώπων, επηρεάζοντας τη συναισθηµατική διάθεση, κάνοντάς την να κυµαίνεται από την πιο χαρούµενη έως την πιο καταθλιπτική (Harter, 1992), και κατά συνέπεια επηρεάζει τα συναισθηµατικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των ατόµων (Myers, Watson, Clark, & Tellegen, 1988). Σηµαντικές συναισθηµατικές εµπειρίες που συνδέονται µε την αυτοεκτίµηση συσχετίζονται µε ένα σηµαντικό αριθµό προβληµάτων συµπεριφοράς, όπως διαταραχές διατροφής, παραβατικότητα (συµπεριλαµβανοµένης της συµµετοχής σε συµµορίες), αντικοινωνική συµπεριφορά και εφηβική εγκυµοσύνη (Harter & Marold, 1993). Σε πρόσφατες έρευνες, µε αυξανόµενο ενδιαφέρον οι ερευνητές στρέφουν την προσοχή τους στις συναισθηµατικές και συµπεριφορικές παραµέτρους της αυτοεκτίµησης, τονίζοντας ιδιαίτερα τη σύνδεση µεταξύ χαµηλής αυτοεκτίµησης και κατάθλιψης (Beck, Bracken, Coopersmith, Goleman, Harter, 1990). Τα ερευνητικά δεδοµένα, ωστόσο, συνδέουν την έννοια του εαυτού µε το συναίσθηµα, κατά µήκος όλων των διαβαθµίσεων ενός συνεχούς που εκτείνεται από τη χαρούµενη µέχρι την καταθλιπτική διάθεση (Harter & Monsour, Higgins, Klein, & Strauman, 1985). 2. Σχέση της έννοιας του εαυτού µε την προσκόλληση κατά την εφηβική ηλικία και την πρώτη νεότητα Η έννοια του εαυτού θεωρείται ένα σηµαντικό συστατικό µοντέλο των τύπων προσκόλλησης καθώς το µοντέλο του εαυτού αποτελεί δοµικό συστατικό των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης (Bartholomew & Horowitz, 1991, Bowlby, 1970). Καθώς η 80

83 -Θεωρητική Εισαγωγήθετικότητα του µοντέλου του εαυτού απεικονίζει το βαθµό στον οποίο το άτοµο νιώθει αγαπητό και άξιο φροντίδας και αγάπης, από την απαρχή της θεωρίας τα διαφορετικά µοντέλα προσκόλλησης θεωρήθηκαν να έχουν ισχυρές συνδέσεις µε την αυτο-αντίληψη και αυτοεκτίµηση του ατόµου, και οι ερευνητές έλαβαν υπόψη τους το µοντέλο του εαυτού και την έννοια του εαυτού ως αλληλοκαλυπτόµενες έννοιες (Griffin & Bartholomew, 1994). Τα ερευνητικά δεδοµένα δείχνουν ότι τα άτοµα µε υψηλή πολυπλοκότητα εαυτού, υψηλή «σαφήνεια» αυτο-αντιλήψεων και χαµηλή διαφοροποίηση των επιµέρους αυτοαντιλήψεων χαρακτηρίζονται από υψηλότερα επίπεδα αυτοεκτίµησης, υψηλότερα επίπεδα ευεξίας, µεγαλύτερη επίγνωση, καθώς επίσης από χαµηλότερα επίπεδα νευρωτισµού και κατάθλιψης. Ως σαφήνεια ( clarity ) των αυτο-αντιλήψεων έχει οριστεί ο βαθµός στον οποίο το περιεχόµενο της αυτο-αντίληψης είναι καθορισµένο, έχει εσωτερική συνέπεια και σχετική σταθερότητα (Cambel,Trophel, Heine,Katz, Lavallee & Lehman, 1996). Έρευνα σε οµάδα εφήβων (Mikulincer, 1995) επιβεβαιώνει ότι τα άτοµα µε διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης δε διαφέρουν µόνο στο περιεχόµενο αλλά και στη δοµή των νοητικών τους αναπαραστάσεων. Τα ευρήµατα δείχνουν ότι οι έφηβοι µε ασφαλή προσκόλληση, σε σύγκριση µε τους εφήβους µε ανασφαλή προσκόλληση, έχουν περισσότερο ισορροπηµένες, σύνθετες και σταθερές δοµές του εαυτού. Η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας δείχνει ότι παρόλο που η θεωρία προσκόλλησης δίνει ιδιαίτερη έµφαση στο σηµαντικό ρόλο που παίζει το µοντέλο του εαυτού στη διαµόρφωση του τύπου προσκόλλησης και στις διαπροσωπικές σχέσεις του ατόµου, το µεγαλύτερο µέρος των ερευνών αφορά τη σχέση της προσκόλλησης µε τις διαπροσωπικές σχέσεις του ατόµου (Shaver & Brennan, Baldwin, Fehr, Keedian, Seidel & Thompson, 1993), µε την αντιµετώπιση αγχογόνων καταστάσεων (Mikulincer & Florian, 1995), µε στάσεις σε θέµατα υγείας (Brennan & Shaver, 1995), καθώς και µε δείκτες ψυχολογικής και φυσικής υγείας (Feeney & Ryan, Mickelson, Kessler & Shaver, Mikulincer, Florian & Weller, 1993). Η σχέση της προσκόλλησης µε την έννοια του εαυτού θεωρήθηκε ευνόητη, και λίγες είναι οι έρευνες που συστηµατικά µελέτησαν τη σχέση των µοντέλων προσκόλλησης µε πτυχές της έννοιας του εαυτού. Οι έρευνες που αφορούν το µοντέλο του εαυτού, επικεντρώνονται κυρίως στις διαφορές του υψηλού και χαµηλού επιπέδου της αυτοεκτίµησης, δηλαδή του συναισθηµατικού-αξιολογητικού στοιχείου του εαυτού που έχουν τα άτοµα µε διαφορετικά µοντέλα προσκόλλησης (Arbona & Power, Black & McCartney, Bylsma, Cozzarelli & Sumer, Fass & Tubman, Hoffman, Levy-Shiff & Ushpiz, Laible, Carlo & Roesch, Thompson, 1999) Επίσης, οι έρευνες που εξετάζουν τη σχέση της προσκόλλησης και της αυτο-αντίληψης αφορούν κατά 81

84 -Θεωρητική Εισαγωγήκύριο λόγο κλινικά δείγµατα και συνήθως εξετάζουν την παράλληλη επίδρασή τους στις διαπροσωπικές σχέσεις και συµπεριφορές των ατόµων. Συνεπώς, η σχέση των µοντέλων προσκόλλησης µε τις αυτο-αντιλήψεις του ατόµου θεωρήθηκε µάλλον µια ευνόητη σχέση, καθώς θεωρητικά το µοντέλο του εαυτού και οι αυτο-αντιλήψεις παρουσιάζονται ως αλληλοκαλυπτόµενες έννοιες (Griffin & Bartholomew, 1994), και συνεπώς έλαβε µικρής ερευνητικής εκτίµησης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα των Park, Crocker και Mickelson (2004), µε συµµετέχοντες 795 φοιτητές κολεγίου, ηλικίας 16 έως 25 χρονών, όπου εξετάστηκαν οι διαφορές των τύπων προσκόλλησης ως προς τις πηγές της αυτοεκτίµησης. Οι πηγές της αυτοεκτίµησης που λήφθηκαν υπόψη αφορούσαν την ακαδηµαϊκή ικανότητα, την εµφάνιση, την επιδοκιµασία από τους άλλους, την οικογενειακή υποστήριξη, την πίστη προς το Θεό και τέλος την αρετή, παράγοντες που ορίστηκαν από τους Crocker, Luthanen, Cooper και Bouvrette (2003). Τα ευρήµατα έδειξαν ότι στα νεαρά άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση, η αυτοεκτίµηση προερχόταν από την οικογενειακή υποστήριξη. Τα άτοµα τόσο µε έµµονο όσο και φοβικό τύπο προσκόλλησης είχαν αυτοεκτίµηση που προερχόταν από τη φυσική τους ελκυστικότητα. Τα άτοµα µε απορριπτικό τύπο προσκόλλησης είχαν αυτοεκτίµηση που δεν προερχόταν από κανέναν από τους παράγοντες που εξετάστηκαν, επιβεβαιώνοντας ότι τα άτοµα που ταξινοµούνται στον απορριπτικό τύπο κρύβουν τα συναισθήµατα και τις αδυναµίες τους. εδοµένου ότι τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση δεν αιτιολογούν την πηγή της αυτοεκτίµησής τους, µαθαίνουµε για ένα κρυφό κίνητρό τους να αποφεύγουν να αποκαλύπτουν τις προσωπικές τους αδυναµίες. Ενώ η παρούσα έρευνα επιβεβαιώνει πως τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση έχουν υψηλή αυτοεκτίµηση, φαίνεται πως στην πραγµατικότητα έχουν αµυντική αυτοεκτίµηση, καθώς προστατεύουν τον εαυτό τους από την έκθεσή τους στους άλλους (Mikulincer & Horesh, 1999) και δίνουν µεγαλύτερη αξία στην αυτονοµία τους (Park, Crocker & Mickelson, 2004). Μια προγενέστερη έρευνα (Paterson, Pryor & Field, 1995) εξέτασε την επίδραση που ενδέχεται να έχει η προσκόλληση προς τη µητέρα, τον πατέρα και τους στενούς φίλους, σε τρεις διαφορετικές πτυχές της αυτοεκτίµησης (συνολική αυτοεκτίµηση, ικανότητες διαχείρισης καταστάσεων και κοινωνικές δεξιότητες) 493 Ζηλανδών εφήβων, ηλικίας χρονών. Ουσιαστικά εξετάστηκαν δύο διαστάσεις των σχέσεων προσκόλλησης: η αξιοποίηση της συναισθηµατικής υποστήριξης και της εγγύτητας µε τα πρόσωπα προσκόλλησης, καθώς και η ποιότητα του συναισθήµατος προς αυτούς. Τα βασικά ευρήµατα της έρευνας δείχνουν ότι η αξιοποίηση της συναισθηµατικής υποστήριξης από πλευράς της µητέρας, του πατέρα και των στενών φίλων συσχετιζόταν σε ασήµαντο βαθµό µε τη συνολική αυτοεκτίµηση, τις 82

85 -Θεωρητική Εισαγωγήικανότητες διαχείρισης καταστάσεων καθώς και τις κοινωνικές δεξιότητες των εφήβων. Η ποιότητα του συναισθήµατος προς τη µητέρα και τον πατέρα συσχετιζόταν µόνο µε τις κοινωνικές δεξιότητες των εφήβων. Τα ευρήµατα αυτά δίνουν έµφαση στο ότι η αυτοεκτίµηση των εφήβων συνδέεται σε πιο σηµαντικό βαθµό µε την ποιότητα του συναισθήµατος προς τους γονείς και τους στενούς φίλους παρά στην χρησιµοποίηση αυτών, δηλαδή των προσώπων προσκόλλησης, για συναισθηµατική υποστήριξη ή εγγύτητα. Επίσης φαίνεται πως οι γονείς και φίλοι συµβάλλουν στην ενδυνάµωση διαφορετικών πτυχών της αυτοεκτίµησης. Οι Walker και Greene (1986) στην έρευνά τους τονίζουν το σηµαντικό ρόλο της προσκόλλησης προς τους γονείς στην αυτοεκτίµηση των εφήβων σε όλο το φάσµα της εφηβικής ηλικίας και της πρώτης νεότητας. Φαίνεται πως η ασφαλής προσκόλληση προς τους γονείς είναι ιδιαίτερα σηµαντική για την ενδυνάµωση της ταυτότητας και την ανάπτυξη της έννοιας του εαυτού κατά την εφηβεία (Allen & Land, 1999). Τα ερευνητικά δεδοµένα υποστηρίζουν την άποψη ότι η ασφαλής προσκόλληση προς τους γονείς είναι στενά δεµένη µε θετικές αναπαραστάσεις του εαυτού, οι οποίες περιλαµβάνουν υψηλά επίπεδα αυτοεκτίµησης και αυτοαποτελεσµατικότητας (Arbona & Power, Thompson, 1999). Επίσης, ερευνητικά δεδοµένα εκτός του ερευνητικού πεδίου της προσκόλλησης καταλήγουν σε ισχυρές συνδέσεις µεταξύ των υποστηρικτικών και «ζεστών» σχέσεων των γονέων µε τα παιδιά τους µε τα υψηλά επίπεδα αυτοεκτίµησης κατά την εφηβική ηλικία και την πρώτη ενήλικη ζωή (Harter, Lamborn, Mounts, Steinberg & Dorndusch, 1991). Επιπλέον, τα ερευνητικά ευρήµατα δείχνουν ότι η ασφαλής προσκόλληση προς τους γονείς ή προς κάποιο δάσκαλο, σε συνδυασµό µε τη θετική αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού εαυτού είναι σηµαντικοί προβλεπτικοί παράγοντες των θετικών ακαδηµαϊκών κινήτρων (Learner & Kruger, 1997). Τα ερευνητικά δεδοµένα συγκλίνουν στο ότι η ασφαλής προσκόλληση προς τους γονείς αλλά και προς τους συνοµηλίκους είναι σηµαντική για τη διαµόρφωση της σφαιρικής αυτοεκτίµησης των ατόµων (Black & McCartney, Fass & Tubman, Hoffman, Levy-Shiff & Ushpiz, 1993). Ενδιαφέροντα είναι τα ευρήµατα της έρευνας του Laible και των συνεργατών του (2004), σε 246 εφήβους (Μ.Ο. ηλικίας: 18.6 χρόνια) όπου εξετάστηκε η άµεση και η έµµεση σχέση της προσκόλλησης προς τους γονείς και τους φίλους µε την αυτοεκτίµηση, καθώς και ο πιθανός διαµεσολαβητικός ρόλος της ενσυναίσθησης και της κοινωνικής συµπεριφοράς. Τα αποτελέσµατα επιβεβαίωσαν τη θετική σχέση των δύο σχέσεων προσκόλλησης µε την αυτοεκτίµηση των εφήβων, δείχνοντας ωστόσο πως η προσκόλληση προς τους γονείς συνδεόταν πιο άµεσα µε την αυτοεκτίµηση, συγκλίνοντας µε 83

86 -Θεωρητική Εισαγωγήτη θεωρία της προσκόλλησης όπου τονίζεται η σηµασία της προσκόλλησης προς τους γονείς για τη δόµηση υγιών µοντέλων προς τον εαυτό (Allen & Land, 1999). Ως προς την προσκόλληση προς τους συνοµηλίκους, φάνηκε πως επιδρά στην αυτοεκτίµηση διαµέσων ηθικών συναισθηµάτων, όπως αυτό της ενσυναίσθησης. Τα ευρήµατα αυτής της έρευνας σηµατοδοτούν την πολυπλοκότητα των σχέσεων της προσκόλλησης µε την αυτοεκτίµηση των ατόµων και την ανάγκη διερεύνησης πιο περίπλοκων σχέσεων (Laible, Carlo & Roesch, 2004). Σε µια ακόµα έρευνα που εξέτασε, κατά την ενήλικη ζωή, τη σχέση µεταξύ των τεσσάρων τύπων προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους (Bartholomew, 1990) και της σφαιρικής αυτοεκτίµησης (Rosenberg, 1979), οι συµµετέχοντες συµπλήρωσαν ερωτηµατολόγια αυτοαναφοράς για την αξιολόγηση των τύπων προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, τη σφαιρική αυτοεκτίµηση και την αντιλαµβανόµενη ικανότητα τους σε σηµαντικούς τοµείς της ζωής (π.χ. κοινωνικές δεξιότητες, αθλητισµός). Τα αποτελέσµατα της έρευνας έδειξαν ότι τα άτοµα µε ασφαλή και απορριπτική προσκόλληση είχαν υψηλότερα επίπεδα αυτοεκτίµησης και µεγαλύτερη αντιλαµβανόµενη ικανότητα σε σηµαντικούς τοµείς, σε σύγκριση µε τα άτοµα µε έµµονη και φοβική προσκόλληση. Ωστόσο, οι σηµαντικές διαφοροποιήσεις των ατόµων µε διαφορετικό τύπο προσκόλλησης ως προς τις αντιλαµβανόµενες ικανότητες, αφορούσαν µόνο τις κοινωνικές δεξιότητες. Φάνηκε επίσης ότι οι τύποι προσκόλλησης και η αντιλαµβανόµενη ικανότητα των ατόµων σε συγκεκριµένους τοµείς αφορούσαν ξεχωριστούς τοµείς της αυτοεκτίµησης των ατόµων (Bylsma, Cozzarelli & Sumer, 1997). Συνοψίζοντας, θα λέγαµε ότι τα ευρήµατα των ερευνών για τη σχέση της προσκόλλησης και της έννοιας του εαυτού δείχνουν ότι η ασφαλής προσκόλληση µε συνέπεια συνδέεται µε τις θετικές αυτο-αντιλήψεις και την υψηλή αυτοεκτίµηση των ατόµων της εφηβικής και πρώτης ενήλικης ζωής. Ωστόσο, τα ερευνητικά δεδοµένα δεν είναι επαρκή, καθώς η κάθε έρευνα εστιάζεται και εξετάζει διαφορετικές πτυχές της έννοιας του εαυτού, χωρίς να γίνεται µια πιο συστηµατική διερεύνηση των συγκεκριµένων πτυχών της έννοιας του εαυτού που συνδέονται µε τα διαφορετικά µοντέλα της προσκόλλησης. Επίσης, πέρα από τη γραµµική σχέση της προσκόλλησης µε πτυχές της έννοιας του εαυτού, τονίζεται η ανάγκη µελέτης περισσότερο περίπλοκων σχέσεων και παραγόντων που πιθανώς διαµεσολαβούν στη σχέση της προσκόλλησης µε την έννοια του εαυτού. Τέλος, τα δεδοµένα για την απορριπτική προσκόλληση είναι αντιφατικά: ενώ θεωρητικά υποστηρίζεται ότι τα άτοµα µε απορριπτικό τύπο προσκόλλησης χαρακτηρίζονται από θετικές αυτο-αντιλήψεις και υψηλή αυτοεκτίµηση, τα ερευνητικά δεδοµένα παρέχουν ενδείξεις για το ότι ουσιαστικά κατέχουν µια αµυντική 84

87 -Θεωρητική Εισαγωγήαυτοεκτίµηση, προστατεύοντας µε αυτό τον τρόπο τα συναισθήµατά τους και προβάλλοντας µια εικόνα αυτονοµίας και αυτεπάρκειας η οποία φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σηµαντική για αυτά (Lopez, Melendez, Sauer, Berger & Wyssmann, 1998). Συνεπώς, τα ευρήµατα σχετικά µε τη σχέση της θετικής έννοιας του εαυτού και της απορριπτικής προσκόλλησης δηµιουργούν υποψία κατά πόσο απεικονίζουν την πραγµατικότητα. 85

88 -Θεωρητική Εισαγωγή- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ 1. Ορισµός συναισθήµατος Τα συναισθήµατα ορίζονται ως η κινητήρια δύναµη των σκέψεων και πράξεων των ατόµων. Αποτελούν προδιαθέσεις του ατόµου για συγκεκριµένες δράσεις και ενσωµατώνονται σε ευρύτερες θεωρίες κινήτρων. Ο καθορισµός της δοµής των συναισθηµάτων διέπεται από δύο θεωρητικά ρεύµατα: η θεωρία των βασικών συναισθηµάτων ορίζει πως τα συναισθήµατα αποτελούν διακριτές δοµές µε ξεχωριστή οργάνωση και δοµή. Από την άλλη πλευρά, τα συναισθήµατα εκλαµβάνονται ως συνεχείς δοµές, κατά µήκος ενός διπολικού άξονα (Mayne & Ramsey, 2001). Η ψυχοεξελικτική θεωρία του Plutchik (2000), αναγνωρίζει την πολυπλοκότητα των συναισθηµάτων και τονίζει πως ερευνητικά παρέχεται η δυνατότητα να έχουµε µόνο ενδείξεις σχετικά µε τα συναισθήµατα, καθώς η υποκειµενική συναισθηµατική κατάσταση του ατόµου είναι απροσπέλαστη. Τέλος, τα συναισθήµατα ορίζονται ως συστήµατα τα οποία συνδυάζουν περίπλοκες νευρολογικές και συµπεριφορικές αντιδράσεις και υπό αυτό το πρίσµα θα πρέπει να αξιολογούνται προκειµένου να διερευνηθεί η πολυπλοκότητα της δοµής και του βιώµατος των συναισθηµάτων (Mayne & Ramsey, 2001). Τα τελευταία χρόνια έχει αναζωπυρωθεί το ερευνητικό ενδιαφέρον σχετικά µε την επίδραση του συναισθήµατος στην προσωπικότητα του ατόµου και στην ανάπτυξη δεξιοτήτων συναισθηµατικής νοηµοσύνης (Goleman, 1998). Ο ρόλος του συναισθήµατος στη ψυχική υγεία και ευεξία του ατόµου είναι αδιαµφισβήτητος. Ωστόσο, το ερευνητικό ενδιαφέρον µέχρι πρόσφατα είχε εστιαστεί στην επίδραση κυρίως των αρνητικών συναισθηµάτων σε διάφορες πτυχές της προσωπικότητας και των σχέσεων του ατόµου, χωρίς να δίνεται η ανάλογη προσοχή στην ευεργετική επίδραση των θετικών συναισθηµάτων (Fredrickson & Joiner, 2000). 2. Η σχέση της προσκόλλησης µε το συναίσθηµα Μια βασική θεώρηση της θεωρίας της προσκόλλησης είναι πως «δεν υπάρχει πιο σηµαντική επικοινωνία µεταξύ δύο ανθρώπων από αυτή στην οποία εκφράζονται συναισθηµατικά, και καµία πληροφορία πιο ζωτική για την απόκτηση και επαναδόµηση των ενεργών µοντέλων του εαυτού και του άλλου, από την πληροφορία για το πώς αισθάνεται κάποιος για κάποιον άλλο» (Bowlby,1988, σελ. 157). 86

89 -Θεωρητική Εισαγωγή- Τα µοντέλα προσκόλλησης επιτελούν το βασικό ρόλο ρύθµισης των συναισθηµάτων του ατόµου, κυρίως των αρνητικών συναισθηµάτων τόσο προς τον εαυτό του, όσο και προς τους άλλους στα πλαίσιο των στενών διαπροσωπικών σχέσεων (Fuendelling, Kobak et al., Kobak & Sceery, Mikulincer & Shaver, Mikulincer et al., 2003). Σύµφωνα µε τη θεωρία του Bowlby (1969/1982) η αναζήτηση εγγύτητας είναι µια πρωταρχική εγγενής στρατηγική ρύθµισης των συναισθηµάτων. Επιπλέον, αυτό που προτείνεται είναι ότι η αλληλεπίδραση του συστήµατος προσκόλλησης µε το συγκεκριµένο ιστορικό προσκόλλησης του κάθε ατόµου, οδηγεί στην ανάπτυξη περισσότερων και περισσότερο πολύπλοκων, καθώς και ατοµικά προσδιορισµένων, στρατηγικών ρύθµισης των συναισθηµάτων. Οι ανασκοπήσεις ερευνών έχουν µε συνέπεια δείξει ότι τα άτοµα µε διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης διαφοροποιούνται ως προς τη ρύθµιση του συναισθήµατος (Mikulincer et al., Mikulincer & Shaver, 2002). Τα εσωτερικά ενεργά µοντέλα της προσκόλλησης προβλέπεται να έχουν άµεση και έµµεση σύνδεση µε τα µοντέλα της συναισθηµατικής αντίδρασης (Collins, 1996). Αρχικά, τα εσωτερικά µοντέλα της προσκόλλησης αναµένεται να εµπεριέχουν στη δοµή τους το συναισθηµατικό στοιχείο. Ουσιαστικά το συναίσθηµα πυροδοτείται µόλις ενεργοποιηθούν τα µοντέλα προσκόλλησης, µια διαδικασία που αναφέρεται ως «σχήµα πυροδότησης (ενεργοποίησης) του συναισθήµατος» ( shema triggered effect, Collins & Read, 1994). Οι στρατηγικές επίγνωσης και ρύθµισης του συναισθηµατικού άγχους είναι επίσης ενσωµατωµένες µέσα στα εσωτερικά ενεργά µοντέλα και πυροδοτούνται επίσης αυτόµατα (Shaver, Collins & Clark, 1996). Κατά συνέπεια, τα άτοµα µε διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης είναι αναµενόµενο να διαφέρουν στις συναισθηµατικές τους αντιδράσεις στα ενδεχόµενα αρνητικά γεγονότα των διαπροσωπικών τους σχέσεων. Πιο συγκεκριµένα, θεωρητικά προβλέπεται ότι τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση έχουν τη δυνατότητα να έχουν επίγνωση του συναισθηµατικού άγχους, δεν αναµένεται ωστόσο να αναφέρουν υψηλά επίπεδα συναισθηµατικού άγχους. Από την άλλη πλευρά, τα άτοµα µε έµµονη προσκόλληση αναµένεται να αναφέρουν πολύ υψηλά επίπεδα συναισθηµατικού άγχους και αρνητικού συναισθήµατος, ενώ τα άτοµα µε προσκόλληση τύπου αποφυγής αναµένεται να αρνηθούν συναισθήµατα άγχους. Τα ερευνητικά ευρήµατα επιβεβαιώνουν ότι τα άτοµα µε ασφαλή µοντέλα προσκόλλησης φαίνεται να αντιδρούν σε περιβαλλοντικούς κινδύνους έχοντας χαµηλά επίπεδα ψυχολογικής εγρήγορσης (Feeney & Kirkpatrick, 1996). Επίσης διαθέτουν πρόσβαση τόσο στα θετικά όσο και στα αρνητικά συναισθήµατα, τείνοντας να έχουν εµπειρία του 87

90 -Θεωρητική Εισαγωγήαρνητικού συναισθήµατος µε πιο λειτουργικό τρόπο σε σχέση µε τα άτοµα που ταξινοµούνται στους ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης (Collins, 1996). Ερευνητικά δεδοµένα επίσης υποστηρίζουν ότι ενώ τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση καταφέρνουν να έχουν επίγνωση των αρνητικών συναισθηµάτων τους χωρίς να καταβάλλονται από αυτά, τα άτοµα µε υψηλά επίπεδα άγχους προσκόλλησης, τα οποία εντάσσονται στον έµµονο και φοβικό τύπο προσκόλλησης (Bartholomew, 1990), βιώνουν µια έντονη έγερση των αρνητικών συναισθηµάτων, η οποία τους καταβάλλει, καθώς και µια αδιαφοροποίητη εξάπλωση αυτών των συναισθηµάτων, ακόµα και σε µη συσχετιζόµενα συναισθηµατικά θέµατα (Mikulincer & Orbach, 1995). Τα άτοµα µε προσκόλληση τύπου αποφυγής αποστασιοποιούνται από συναισθηµατικά φορτισµένα γεγονότα και δείχνουν να έχουν περιορισµένη προσβασιµότητα στις συναισθηµατικές αναµνήσεις, κυρίως τις αρνητικές (Fraley & Shaver, 1997, Mikulincer, Dolev & Shaver, 2004). Κατά την πειραµατική διαδικασία στην οποία οι ενήλικες καθοδηγήθηκαν να συζητήσουν το ενδεχόµενο χωρισµού από τον/την σύντροφό τους, βρέθηκε ότι, ενώ τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση εκδήλωσαν στον ίδιο βαθµό φυσιολογικά συµπτώµατα άγχους, όταν καθοδηγήθηκαν να καταπιέσουν τα συναισθήµατα και τις σκέψεις τους, ήταν σε θέση να το εφαρµόσουν αποτελεσµατικά. Το εύρηµα αυτό δείχνει τη δυνατότητα των ατόµων µε απορριπτικό τύπο προσκόλλησης να «απενεργοποιούν» την ψυχολογική ένταση που βιώνουν και να ελαχιστοποιούν την προσοχή τους σε σκέψεις συνδεόµενες µε την προσκόλληση. Συνεπώς, τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση είναι σε θέση να χρησιµοποιούν την αµυντική φύση των µοντέλων προσκόλλησης προς όφελος της προσαρµογής τους, σε αντίθεση µε τα άτοµα µε φοβικό τύπο προσκόλλησης που δε δύνανται να κάνουν το ίδιο (Fraley & Shaver, 1997). Μια πιθανή ερµηνεία για τις διαφορές ρύθµισης του συναισθήµατος µεταξύ των διαφορετικών τύπων προσκόλλησης δίνεται από τις διαφορές στη σηµαντικότητα του γνωστικού και του συναισθηµατικού στοιχείου των αντιδράσεων του ατόµου στην καθοδήγηση της συµπεριφοράς. Μέχρι σήµερα, η πλειοψηφία των ερευνών της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή επικεντρώθηκε στις διαφορές των τύπων προσκόλλησης ως προς την εµπειρία και την αντιµετώπιση των αρνητικών συναισθηµατικών καταστάσεων. Όπως διατυπώνουν οι Niedenthal, Brauer, Robin και Innes-Ker (2002), «ο προσανατολισµός της προσκόλλησης µπορεί να επιδρά στον τρόπο µε τον οποίο τα άτοµα επεξεργάζονται τις συναισθηµατικές και σχετικές µε την προσκόλληση πληροφορίες που δέχονται» (σελ. 419). Αυτό σηµαίνει ότι ο τύπος προσκόλλησης µπορεί να επιδράσει στην επεξεργασία των συναισθηµατικών πληροφοριών και µπορεί να συµµετέχει στη ρύθµιση των 88

91 -Θεωρητική Εισαγωγήγνωστικών πληροφοριών, οι οποίες απορρέουν από την έγερση του αρνητικού συναισθήµατος. Τα ερευνητικά δεδοµένα των τελευταίων 20 χρόνων, σχετικά µε τη σύνδεση του συναισθηµατικού και του γνωστικού στοιχείου, έδειξαν ότι το αρνητικό συναίσθηµα µπορεί να επιδράσει στη διαµόρφωση συγκεκριµένων γνωστικών µοντέλων. Τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση συνδυάζουν καλύτερα τις γνωστικές και τις συναισθηµατικές τους αντιδράσεις κατά το σχεδιασµό της συµπεριφορικής αντίδρασης. Αντίθετα, τα άτοµα µε αγχώδη προσκόλληση βασίζονται κυρίως στους συναισθηµατικούς παράγοντες και τα άτοµα µε υψηλά επίπεδα αποφυγής στους γνωστικούς παράγοντες (Collins & Read, 1994). Η διαφοροποίηση αυτή τεκµηριώνεται ερευνητικά, καθώς διαφαίνεται ότι τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση επεξεργάζονται τόσο το θετικό όσο και το αρνητικό συναίσθηµα, τα άτοµα µε αγχώδη προσκόλληση εµµένουν στα αρνητικά τους συναισθήµατα, ενώ τα άτοµα µε προσκόλληση τύπου αποφυγής καταπιέζουν τα συναισθήµατα τους. Ενδεικτικό της καταπίεσης των συναισθηµάτων είναι το εύρηµα των Dozier και Kobak (1992) όπου φαίνεται ότι ενώ τα άτοµα µε προσκόλληση τύπου αποφυγής αρνούνται πως βιώνουν υψηλά επίπεδα ψυχολογικής δυσφορίας, οι νευροφυσιολογικές µετρήσεις έδειξαν αυξηµένα επίπεδα φυσιολογικών αντιδράσεων του άγχους και της ψυχολογικής δυσφορίας, κατά την πειραµατική συνθήκη ανάλυσης στρεσσογόνων οικογενειακών συµβάντων (Dozier & Kobak, 1992) Γνωστικές συνέπειες του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος Η ανασκόπηση ερευνών έχει δείξει πως η προσκόλληση επιτελεί το σηµαντικό ρόλο της συναισθηµατικής ρύθµισης του ατόµου. Εφόσον οι στρατηγικές της προσκόλλησης είναι ουσιαστικά τεχνικές ρύθµισης συναισθηµάτων, τότε θα πρέπει να ενεργοποιούνται από την έγερση συναισθηµάτων καθώς και να διαµορφώνουν τις γνωστικές δοµές που προκύπτουν από τη ρύθµιση των συναισθηµάτων Γνωστικές συνέπειες του αρνητικού συναισθήµατος Τα ευρήµατα των ερευνών τονίζουν ότι το αρνητικό συναίσθηµα µπορεί να επηρεάσει τους γνωστικούς παράγοντες µε πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Αρκετές έρευνες έχουν δείξει ότι τα γνωστικά µοντέλα συµφωνούν µε τη θετική ή αρνητική διάθεση, πράγµα που σηµαίνει ότι τα γνωστικά µοντέλα είναι περισσότερο αρνητικά κάτω από δυσµενείς συνθήκες σε σύγκριση µε τα γνωστικά µοντέλα που διαµορφώνονται κάτω από ουδέτερες συνθήκες. Οι Baldwin, Fehr, Keedian, Siedel και Thompson (1993) µελέτησαν τις διαφορές των γνωστικών σχηµάτων, θέτοντας ως υπόθεση ότι τα άτοµα µε διαφορετικούς τύπους 89

92 -Θεωρητική Εισαγωγήπροσκόλλησης έχουν διαφορά ταχύτητας στην αναγνώριση λέξεων οι οποίες βρίσκονται σε σύγκλιση µε τα γνωστικά σχήµατα των διαπροσωπικών τους σχέσεων. Όπως προβλέφθηκε, κατά την πειραµατική συνθήκη όπου παρουσιάστηκαν λέξεις µέσα σε κάποιο κείµενο που αφορούσε τις διαπροσωπικές σχέσεις, τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση αναγνώριζαν πιο γρήγορα τις θετικές λέξεις, ενώ τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση ανταποκρίθηκαν πολύ πιο γρήγορα στις αρνητικές λέξεις του κειµένου. Άλλες έρευνες ωστόσο αποκάλυψαν ότι τα γνωστικά µοντέλα δεν συµφωνούν ούτε επηρεάζονται από τη διάθεση (Fogras, 1995). Σε δύο πρόσφατες έρευνες, η Pereg (2001) υπέθεσε ότι οι στρατηγικές που συνδέονται µε την προσκόλληση επιδρούν στη ρύθµιση του αρνητικού συναισθήµατος και στη συνέχεια συµβάλλουν στη διαµόρφωση µοντέλων γνωστικών αντιδράσεων σε αυτό το συναίσθηµα. Ουσιαστικά θεωρήθηκε ότι αυτές οι γνωστικές αντιδράσεις διαµορφώνονται βάσει των βασικών στόχων των στρατηγικών που συνδέονται µε την προσκόλληση. Και στις δύο έρευνες οι συµµετέχοντες συµπλήρωσαν ερωτηµατολόγια αυτοαναφοράς που αφορούσαν τις δύο διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης, και στη συνέχεια εκτέθηκαν πρώτα σε συνθήκες αρνητικού συναισθήµατος (διάβασµα άρθρου για αυτοκινητιστικό δυστύχηµα) και στη συνέχεια σε συνθήκες ουδέτερου συναισθήµατος (διάβασµα άρθρου για την κατασκευή ενός παιχνιδιού). Στην πρώτη έρευνα, οι συµµετέχοντες διάβασαν ένα κείµενο µε θετική και αρνητική επικεφαλίδα και περιεχόµενο, και στη συνέχεια, τους ζητήθηκε να ανακαλέσουν όσα περισσότερα στοιχεία των δύο άρθρων µπορούσαν. Στη δεύτερη έρευνα, ζητήθηκε από τους συµµετέχοντες να σηµειώσουν τις αιτίες που αποδίδουν σε ένα υποθετικό δυσάρεστο γεγονός στενών διαπροσωπικών σχέσεων (π.χ. ο/η ερωτικός/ή σύντροφος αποκάλυψε κάτι που του ζητήθηκε να κρατήσει µυστικό). Η Pereg (2001) προέβλεψε ότι τα άτοµα µε διαφορετικό τύπο προσκόλλησης θα διαφέρουν και στις γνωστικές αντιδράσεις που προκάλεσε το αρνητικό συναίσθηµα. Συγκεκριµένα τα άτοµα που είχαν χαµηλό σκορ στις δύο διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής αναµενόταν να έχουν γνωστικές δοµές που δεν επηρεάζονται από τη διάθεση, να ανακαλούν λιγότερες αρνητικές αναµνήσεις. Αντίθετα, τα άτοµα που είχαν υψηλό σκορ στη διάσταση του άγχους προσκόλλησης αναµενόταν να έχουν διαµορφώσει γνωστικά µοντέλα που έχουν επηρεαστεί από το αρνητικό συναίσθηµα, περισσότερες αρνητικές αναµνήσεις και αρνητικές αποδόσεις στο αρνητικό συναίσθηµα που προκλήθηκε από το ανάγνωσµα. Η Pereg (2001) προέβλεψε επίσης ότι τα άτοµα που είχαν υψηλά αποτελέσµατα στη διάσταση αποφυγής της προσκόλλησης αναµενόταν να µη δείχνουν σηµαντική διαφορά στις θύµησες που ανακαλούσαν και στις αποδόσεις τους στις ιστορίες µε αρνητικά φορτισµένο περιεχόµενο και µε ουδέτερο περιεχόµενο. Τα ευρήµατα αυτών των ερευνών συµπλέουν µε 90

93 -Θεωρητική Εισαγωγήτις υποθέσεις που διατυπώθηκαν, υποδεικνύοντας ότι ο τύπος προσκόλλησης µεσολαβεί και επηρεάζει τη σύνδεση µεταξύ αρνητικού συναισθήµατος και γνωστικών παραγόντων. Η εισαγωγή του αρνητικού συναισθήµατος, σε σύγκριση µε την ουδέτερη κατάσταση, οδήγησε τους συµµετέχοντες που είχαν χαµηλή βαθµολογία στις διαστάσεις της αποφυγής και του άγχους προσκόλλησης να ανακαλέσουν λιγότερες αρνητικές δηλώσεις του κειµένου και να αποδώσουν τα αρνητικά γεγονότα σε λιγότερο σφαιρικούς και σταθερούς λόγους. Το µοντέλο της διάθεσης που δεν επηρεάζει τους γνωστικούς παράγοντες φαίνεται να είναι µια άµεση απεικόνιση του βασικού-δοµικού χαρακτηριστικού των στρατηγικών που βασίζονται στην ασφάλεια. Αυτές οι στρατηγικές φαίνεται να εµποδίζουν την εξάπλωση του αρνητικού συναισθήµατος και να ενεργοποιούν θετικές γνωστικές δοµές (θετικές φράσεις του κειµένου, θεωρήσεις ότι υπάρχει κάποια θετική πλευρά στο άτοµο που προκάλεσε τη δυσάρεστη κατάσταση και τα αρνητικά συναισθήµατα). Αυτές οι γνωστικές δοµές λειτουργούν ανταγωνιστικά στο προκληθέν αρνητικό συναίσθηµα και συνεπώς συνεισφέρουν στη διατήρηση του βασικού στόχου των στρατηγικών που βασίζονται στην ασφάλεια, δηλαδή στην ανακούφιση από την ψυχολογική δυσφορία και το άγχος. Αντίθετα, η εισαγωγή του αρνητικού συναισθήµατος, σε σχέση µε την ουδέτερη κατάσταση, οδήγησε τους συµµετέχοντες που είχαν υψηλό αποτέλεσµα στην διάσταση του άγχους να ανακαλέσουν λιγότερες θετικές φράσεις και περισσότερες αρνητικές, καθώς και να αποδώσουν το δυσάρεστο γεγονός της στενής διαπροσωπικής σχέσης σε πιο σταθερές και σφαιρικές αιτίες. Το µοντέλο σύνδεσης της διάθεσης µε τους γνωστικούς παράγοντες φαίνεται να απεικονίζει τη λειτουργία των στρατηγικών της υπερενεργοποίησης. Αυτές οι στρατηγικές, µε χαρακτηριστική την αυξηµένη επικέντρωση προσοχής στα αρνητικά συναισθήµατα και στην ανάκληση αρνητικών συλλογισµών, ευνοούν την εξάπλωση του αρνητικού συναισθήµατος σε όλη την εργαζόµενη µνήµη και διευκολύνουν τη διαδικασία της διαµόρφωσης αρνητικών γνωστικών παραγόντων. Αυτοί οι γνωστικοί παράγοντες µε τη σειρά τους εντείνουν την αρνητική διάθεση, την αρνητική θεώρηση του ερωτικού συντρόφου, όπως και τους φόβους εγκατάλειψης και απόρριψης. Ωστόσο, το βασικότερο από όλα είναι ότι συνεισφέρουν στην αδιάκοπη ενεργοποίηση του συστήµατος προσκόλλησης. Ένα σηµαντικό στοιχείο που προκύπτει από τα παραπάνω αποτελέσµατα είναι ότι οι στρατηγικές υπερενεργοποίησης οδηγούν στην αρνητική προδιάθεση προς το πρόσωπο προσκόλλησης ακόµα κι όταν δεν αποτελεί πηγή αρνητικού συναισθήµατος. Αυτό σηµαίνει ότι, το αρνητικό συναίσθηµα προς τον/τη ερωτικό/ή σύντροφο µπορεί να πυροδοτηθεί όχι µόνο όταν ο/η σύντροφος συµπεριφέρεται µε απειλητικό τρόπο προς τη σχέση, αλλά και όταν το αρνητικό συναίσθηµα εγείρεται από άλλες καταστάσεις, οι οποίες δεν έχουν την 91

94 -Θεωρητική Εισαγωγήπαραµικρή σχέση µε θέµατα της στενής διαπροσωπικής σχέσης (Mikulincer & Orbach, 1995). Το εύρηµα αυτό είναι ιδιαίτερα σηµαντικό στην έρευνα της προσκόλλησης, διότι πολλές έρευνες της προσκόλλησης και της ρύθµισης του συναισθήµατος επικεντρώνονται στα αρνητικά συναισθήµατα τα οποία πυροδοτούνται από θέµατα σχετιζόµενα µε την προσκόλληση, όπως για παράδειγµα είναι ο φόβος της εγκατάλειψης, µε αποτέλεσµα να παραµένουν αδιερεύνητες οι σφαιρικές λειτουργίες ρύθµισης του συναισθήµατος του συστήµατος προσκόλλησης. Τα ευρήµατα αυτής της έρευνας επίσης έδειξαν ότι η αιτιατή απόδοση των ατόµων που είχαν υψηλά αποτελέσµατα στη διάσταση της αποφυγής προσκόλλησης δεν επηρεάστηκε σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό από την εισαγωγή του αρνητικού συναισθήµατος. Φαίνεται πως οι στρατηγικές απενεργοποίησης αποδυναµώνουν τη σύνδεση µεταξύ αρνητικού συναισθήµατος και γνωστικών παραγόντων. Οι στρατηγικές απενεργοποίησης, οι οποίες εµποδίζουν την εµπειρία των δυσµενών συναισθηµατικών καταστάσεων και αποκλείουν την επίγνωσή τους, φαίνεται πως αποµονώνουν την αρνητική αυτή εµπειρία και εµποδίζουν την περαιτέρω γνωστική επεξεργασία τους. Αυτή η διαδικασία αποδυναµώνει το αρνητικό συναίσθηµα, εµποδίζοντάς το να επηρεάσει τις γνωστικές δοµές, επιτελώντας έτσι το βασικό στόχο της υπολειτουργίας του συστήµατος της προσκόλλησης Γνωστικές συνέπειες του θετικού συναισθήµατος Μια πληθώρα ερευνών δείχνουν ότι η εισαγωγή θετικού συναισθήµατος επηρεάζει την επεξεργασία πληροφοριών (Isen, 1987, Mikulincer et al., 2003). Συγκεκριµένα, το θετικό συναίσθηµα επηρεάζει τα άτοµα στο να κάνουν ασυνήθιστες συνδέσεις µεταξύ γνωστικών δοµών και να χρησιµοποιούν ευρύτερα τις γνωστικές κατηγορίες µε αποτέλεσµα να παρουσιάζουν βελτιωµένη και δηµιουργική ικανότητα επίλυσης προβληµάτων ( Isen, Daudman, & Nowicki, 1987). Σε µια σειρά πρόσφατων ερευνών, οι Mikulincer και Sheffi (2000) υπέθεσαν ότι, παρόλο που οι στρατηγικές που συνδέονται µε την προσκόλληση αναπτύσσονται ουσιαστικά για τη ρύθµιση της ψυχολογικής δυσφορίας και του άγχους, µπορεί ωστόσο να διαµορφώσει και τις γνωστικές αντιδράσεις του ατόµου στο θετικό συναίσθηµα. Από τη µια πλευρά, η χρόνια επικέντρωση σε απειλές και κινδύνους, την οποία οι στρατηγικές υπερδραστηριοποίησης προκαλούν, ενδέχεται να αποτρέπει την ηρεµία και την αίσθηση της ασφάλειας, ακόµα κι όταν το άτοµο δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο. Στις τρεις έρευνές τους, οι Mikulincer και Sheffi (2000) ακολούθησαν τη διαδικασία έκθεσης των συµµετεχόντων σε θετικό και ουδέτερο συναίσθηµα, καθώς παράλληλα 92

95 -Θεωρητική Εισαγωγήεκτίµησαν την ικανότητα δηµιουργικής σκέψης και επίλυσης προβληµάτων. Οι ευεργετικές επιδράσεις του θετικού συναισθήµατος στη δηµιουργική επίλυση προβληµάτων ήταν εµφανείς στα άτοµα που σηµείωσαν χαµηλή βαθµολογία στις δύο κλίµακες άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης. Τα άτοµα αυτά, που έχουν ασφαλή προσκόλληση, αντέδρασαν στο θετικό συναίσθηµα υιοθετώντας πιο περιεκτικά κριτήρια και επιδεικνύοντας καλύτερη απόδοση και δηµιουργικότητα στην επίλυση των προβληµάτων. Στα άτοµα που σηµείωσαν υψηλή βαθµολογία στη διάσταση της αποφυγής δεν φάνηκε να παρουσιάζεται διαφορά επίδοσης µεταξύ της ουδέτερης συνθήκης και αυτής όπου έγινε η εισαγωγή του θετικού συναισθήµατος. Στα άτοµα µε υψηλή βαθµολογία στη διάσταση του άγχους, φάνηκε να υπάρχει αντίθετο αποτέλεσµα του αναµενόµενου, το οποίο θυµίζει την τυπική αντίδραση στο αρνητικό συναίσθηµα: τα άτοµα µε υψηλό άγχος προσκόλλησης αντέδρασαν στο θετικό συναίσθηµα µε µειωµένη δηµιουργικότητα και ικανότητα επίλυσης προβληµάτων. Σύµφωνα µε τους Shcwartz και Bohner (1996) η εισαγωγή του θετικού συναισθήµατος αποτελεί µια δικλείδα ασφαλείας πως το άτοµο µπορεί να εξερευνήσει και πειραµατιστεί µε νέα ερεθίσµατα κινούµενο σε ένα ήρεµο και ασφαλές πλαίσιο. Στα πλαίσια της θεωρίας προσκόλλησης, η αίσθηση της ασφαλούς προσκόλλησης διευκολύνει την ενίσχυση του θετικού συναισθήµατος ως σχετικού σήµατος για τη γνωστική επεξεργασία των πληροφοριών διότι προάγει την προδιάθεση του ατόµου για συναισθηµατικές πληροφορίες (Fuendeling, 1998). Τα αποτελέσµατα για την αποφυγή της προσκόλλησης είναι συγκρίσιµα µε αυτά που προέκυψαν για τις αντιδράσεις στο αρνητικό συναίσθηµα (Pereg, 2001). Τα άτοµα µε υψηλή αποφυγή προσκόλλησης φαίνεται να µη λαµβάνουν υπόψη τους το συναίσθηµα, και το αρνητικό και το θετικό, ως ένα στοιχείο επεξεργασίας των πληροφοριών. Η αντίδραση αυτή µπορεί να είναι ένα πρωταρχικό στοιχείο των στρατηγικών απενεργοποίησης: αµυντική απόρριψη του συναισθηµατικού περιεχοµένου (Dozier & Kobak, 1992). Τα αποτελέσµατα των ερευνών σχετικά µε την αγχώδη/έµµονη προσκόλληση αποκαλύπτουν την επίδραση της χρόνια έκθεσης του ατόµου σε αρνητικές συνθήκες, η οποία προκύπτει από την επαναλαµβανόµενη και εκτεταµένη χρησιµοποίηση των τεχνικών υπερενεργοποίησης. Για τα άτοµα που έχουν υψηλό αποτέλεσµα στη διάσταση του άγχους, η εξάπλωση των αρνητικών σκέψεων προφανώς ξεκινάει από το θετικό συναίσθηµα. Στην αρχή τα άτοµα βιώνουν θετικό συναίσθηµα, στη συνέχεια όµως ανακαλούν προηγούµενες εµπειρίες οι οποίες ξεκίνησαν θετικά αλλά κατέληξαν επώδυνα. Παρόλο που οι πειραµατικές συνθήκες στοχεύουν στην αύξηση του θετικού 93

96 -Θεωρητική Εισαγωγήσυναισθήµατος, οι στρατηγικές της υπερενεργοποίησης εµποδίζουν τα άτοµα να αισθανθούν ασφαλή και κατά συνέπεια να συλλογιστούν δηµιουργικά. Μια εναλλακτική ερµηνεία που διατυπώνεται είναι ότι η απορρύθµιση του συναισθήµατος σε συνδυασµό µε το άγχος προσκόλλησης εντείνουν όλα τα συναισθήµατα, και όχι µόνο τα αρνητικά. Κατά συνέπεια, αυτή η συναισθηµατική ενεργοποίηση δεν µπορεί να τεθεί υπό έλεγχο και βιώνεται ως αρνητική συναισθηµατική κατάσταση από το άτοµο. Συνοψίζοντας, θα λέγαµε ότι η ασφαλής προσκόλληση οδηγεί τα άτοµα να χειρίζονται ενεργά και δηµιουργικά µε το αρνητικό συναίσθηµα, έχοντας τη µεγαλύτερη δυνατή δηµιουργικότητα η οποία απορρέει από το θετικό συναίσθηµα. Η αυξηµένη δηµιουργικότητα µπορεί να βοηθήσει στο να βρεθούν νέοι και πολλές φορές ασυνήθιστοι τρόποι για να επιλυθούν τα προβλήµατα µε διατήρηση µιας θετικής διάθεσης. Η προσκόλληση τύπου αποφυγής φαίνεται να αποµακρύνει τα άτοµα από την επίγνωση των συναισθηµάτων τους, αποτρέποντας την επώδυνη εµπειρία του αρνητικού συναισθήµατος, αλλά και τις ευεργετικές συνέπειες του θετικού συναισθήµατος. Τέλος, η αγχώδης προσκόλληση φαίνεται να διαµορφώνει γνωστικές αντιδράσεις οι οποίες αυξάνουν το αρνητικό συναίσθηµα, αποκλείουν τη διατήρηση της εµπειρίας του θετικού συναισθήµατος και κατά συνέπεια προκαλούν αδιάκοπη προσοχή εστιασµένη προς πραγµατικούς και υποθετικούς κινδύνους. 94

97 -Θεωρητική Εισαγωγή- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΓΧΟΓΟΝΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ 1. Προσκόλληση και διαχείριση αγχογόνων καταστάσεων Η θεωρία προσκόλλησης αποτελεί ένα σηµαντικό θεωρητικό πλαίσιο ερµηνείας της διαφοροποίησης των ατόµων ως προς τις στρατηγικές που υιοθετούν. Έντονη στήριξη για το ρυθµιστικό ρόλο που παίζει η προσκόλληση έχει φανεί και σε έρευνες που εξετάζουν τους τρόπους διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων. Τα ερευνητικά δεδοµένα µε συνέπεια επιβεβαιώνουν τη στενή σχέση και αλληλεπίδραση των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης και της διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων κατά την ενήλικη ζωή. Όπως τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης κατά την παιδική ηλικία καθοδηγούν τη συµπεριφορά προς τους γονείς, κατά την αλληλεπίδρασή τους, έτσι και στην ενήλικη ζωή τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης διαµορφώνουν τον τρόπο µε τον οποίο οι ενήλικες εκφράζουν και ρυθµίζουν τις ανάγκες προσκόλλησης. Η θεωρία προσκόλλησης αποτελεί ένα σηµαντικό θεωρητικό πλαίσιο ερµηνείας της διαφοροποίησης των ατόµων ως προς τις στρατηγικές που υιοθετούν. Η Feeney και οι συνεργάτες της (1999) τονίζουν ότι τα ασφαλή άτοµα, επειδή έχουν δεχθεί επανατροφοδότηση τις ανάγκες προσκόλλησης, µαθαίνουν να αναγνωρίζουν και να αντιµετωπίζουν τους παράγοντες άγχους µέσω της κοινωνικής υποστήριξης. Τα άτοµα µε αγχώδη προσκόλληση, επειδή έχουν δεχθεί ασυνεπή επανατροφοδότηση, τείνουν να εστιάζουν στις αγχογόνες σκέψεις και συναισθήµατά προκειµένου να διατηρήσουν επαφή µε το πρόσωπο προσκόλλησης. Τέλος, τα άτοµα µε προσκόλληση τύπου αποφυγής µαθαίνουν να αποφεύγουν να αναγνωρίσουν ή να εκφράσουν τις αγχογόνες σκέψεις και τα συναισθήµατά τους, έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθεί η σύγκρουση που βιώνουν µε τα τα µη ευαισθητοποιηµένα πρόσωπα προσκόλλησης (Feeney et al, 1999). Μέσα από τη θεωρία προσκόλλησης προτείνεται ότι οι µηχανισµοί διαχείρισης και αντιµετώπισης των αγχογόνων καταστάσεων έχουν διαµορφωθεί από τις προηγούµενες εµπειρίες προσκόλλησης του ατόµου κατά την παιδική ηλικία του. Σύµφωνα µε το µοντέλο αλληλεπίδρασης των Shaver και Mikulincer (2002), η διαδικαστική γνώση που εµπεριέχει στρατηγικές ρύθµισης συναισθηµάτων που βασίζονται στην ασφάλεια αποτελείται από µια οµάδα κανόνων που σύµφωνα µε τους Waters, Rodriguez και Ridgeway (1998) αποτελεί το «σενάριο ασφαλούς βάσης». Το υποθετικό αυτό σενάριο διαδραµατίζεται γύρω από τις τρεις βασικές στρατηγικές χειρισµού: τη γνώση και έκθεση της 95

98 -Θεωρητική Εισαγωγήψυχολογικής δυσφορίας άγχους, την αναζήτηση στήριξης και τέλος την ενεργητική εµπλοκή σε λύση του προβλήµατος. Σε αυτό το σενάριο, τα συστατικά της αντιµετώπισης τα οποία επικεντρώνονται στη ρύθµιση συναισθηµάτων (Lazarus & Folkman, 1984) (η γνώση, η έκφραση συναισθηµάτων και η αναζήτηση συναισθηµατικής στήριξης) λειτουργούν προς χάρη των συστατικών της αντιµετώπισης τα οποία επικεντρώνονται στην επίλυση του προβλήµατος (η αναζήτηση ενεργητικής στήριξης και επίλυσης του προβλήµατος), µε αποτέλεσµα το σενάριο αυτό να διεκπεραιώνεται µε επιτυχία. Οι τάσεις αυτές φαίνονται πως προέρχονται από την επαναλαµβανόµενη επιβεβαίωση ότι η αναζήτηση εγγύτητας έχει ως αποτέλεσµα την προστασία, τη στήριξη και την ανακούφιση από το άγχος. Κατά συνέπεια, τα άτοµα µε ρεπερτόρια ασφαλούς προσκόλλησης µαθαίνουν ότι η επίγνωση και η έκθεση του άγχους εγείρει αντιδράσεις υποστήριξης από τους άλλους, αλλά παράλληλα ενδυναµώνεται και η αυτοαντίληψή τους, καθώς µαθαίνουν ότι και οι δικές τους ενέργειες µπορούν να οδηγήσουν σε µείωση του άγχους και στην αποτελεσµατική αντιµετώπιση εµποδίων. Οι τάσεις αυτές έχουν αποκαλεστεί από τους Epstein και Meier (1989) δοµικές στρατηγικές αντιµετώπισης (Constructive ways of coping), ενεργές προσπάθειες αποµάκρυνσης ή αντιµετώπισης της πηγής του άγχους και της ψυχολογικής δυσφορίας, χειρισµό της προβληµατικής κατάστασης και αποκατάσταση της συναισθηµατικής ισορροπίας χωρίς τη δηµιουργία αρνητικά φορτισµένων επιπτώσεων. Η διαµόρφωση αυτών των δοµικών ικανοτήτων µπορεί ωστόσο να βοηθά στην ενεργοποίηση κάποιων δυσπροσαρµοστικών τεχνικών αντιµετώπισης αναφορικά κυρίως µε τη συναισθηµατική αντιµετώπιση των προβληµάτων, όπως είναι η παθητική συναισθηµατική αντιµετώπιση, η υιοθέτηση στρατηγικών απόσυρσης και απόδρασης από τα προβλήµατα καθώς και να εγείρει αµυντικούς µηχανισµούς που δυσχεραίνουν τις διαπροσωπικές σχέσεις του ατόµου (Mikulincer & Shaver, 2003). Φαίνεται πως οι διαφορετικοί τύποι προσκόλλησης µπορούν να κατανοηθούν στα πλαίσια κανόνων που καθοδηγούν την αντιµετώπιση συναισθηµατικά αγχογόνων καταστάσεων (Kobak & Sceery, 1988, Mikulincer, Shaver & Pereg, 2003). Τα ερευνητικά ευρήµατα συγκλίνουν στο ότι υπάρχουν σηµαντικές σχέσεις µεταξύ των τύπων προσκόλλησης και βίωσης θετικών και αρνητικών συναισθηµάτων, και σαφώς ατοµικές διαφορές στη ρύθµισή τους (Lopez et al, 1998). Επίσης συγκλίνουν στο ότι ο τύπος προσκόλλησης έχει πρωταρχική επίδραση στη ρύθµιση του αρνητικού συναισθήµατος (Alexander, Feeney, Hohaus & Noller, 2001). Βασική πτυχή της σχετικής θεωρίας είναι η έµφυτη σύνδεση µεταξύ ενεργοποίησης του συστήµατος προσκόλλησης και ρύθµισης του άγχους, καθώς οι καταστάσεις που προκαλούν έντονο άγχος και αρνητικά συναισθήµατα πυροδοτούν το σύστηµα προσκόλλησης, το οποίο καθορίζει τη στρατηγική διαχείρισης της 96

99 -Θεωρητική Εισαγωγήεκάστοτε κατάστασης. Τα άτοµα µε διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης είναι προδιαθετιµένα να συµπεριφέρονται µε διαφορετικό τρόπο κατά τη διαχείριση αγχογόνων καταστάσεων διότι σκέφτονται και αισθάνονται διαφορετικά (Collins, 1996). Όταν τα άτοµα αντιµετωπίζουν απειλητικές ή αγχογόνες καταστάσεις, συχνά απευθύνονται σε κάποιο άτοµο για ανακούφιση, βοήθεια και στήριξη. Ένα µεγάλο µέρος ερευνών δείχνει ότι η αποδοχή κοινωνικής υποστήριξης και η ανακούφιση που είναι διαθέσιµη όταν τη χρειάζεται κανείς βοηθούν το άτοµο να αντιµετωπίσει περισσότερο αποτελεσµατικά τα αγχογόνα γεγονότα ζωής, καθώς επίσης φαίνεται να έχουν µακροπρόθεσµες συνέπειες στη σωµατική υγεία και στη ψυχική ευεξία του ατόµου (Cohen & Syme, Pierce, Sarason & Sarason, 1996). Ωστόσο, ευρήµατα ερευνών τονίζουν ότι η αποτελεσµατικότητα της διαχείρισης µιας αγχογόνας κατάστασης συνίσταται στο συνταίριασµα των απαιτήσεων της κατάστασης και της στρατηγικής αντιµετώπισης που εφαρµόζεται και συνεπώς έγκειται στην ικανότητα του ατόµου να αναγνωρίζει τις εναλλασσόµενες απαιτήσεις µιας κατάστασης και να υιοθετεί τις κατάλληλες στρατηγικές προκειµένου να ανταποκριθεί και να χειριστεί µια κατάσταση αποτελεσµατικά. Πολλά θεωρητικά µοντέλα που έχουν αναπτυχθεί για να µελετηθεί η διαδικασία αντιµετώπισης του άγχους έχουν τονίσει τη σηµαντικότητα του πλαισίου (της εµπλεκόµενης κατάστασης) και δίνουν έµφαση στο ότι η αποτελεσµατικότητα κάποιας στρατηγικής διαχείρισης του άγχους είναι µια λειτουργία που αφορά το συγκεκριµένο πλαίσιο (Carver & Scheier, Folkman, Lazarous & Folkman, Macrodimitris, Kocovski & Endler, Roussi, Miller & Shoda, 2000). Οι έρευνες που εξετάζουν τη σύνδεση της προσκόλλησης µε τη διαχείριση δύσκολων καταστάσεων εστιάζονται κυρίως στην επίδραση του τύπου προσκόλλησης στις αντιδράσεις των ατόµων σε προβλήµατα ασθένειας, σε προβλήµατα στενών διαπροσωπικών σχέσεων, εξωγενών αγχογόνων καταστάσεων (Feeney, Feeney & Ryan, Minulinker, Florian, & Weller,1993. Rokach και Brock, Schmidt, Nachtigall, Wuethrich-Martone & Strauss, Simpson, Rholes, & Nelligan, 1992). Σε µια σηµαντική έρευνα της σχέσης µεταξύ του τύπου προσκόλλησης και του τρόπου που οι άνθρωποι αντέδρασαν στην ιρακινή επίθεση πυραύλων στο Ισραήλ, κατά τη διάρκεια του πολέµου στον Κόλπο, 140 ισραηλινοί σπουδαστές πέρασαν από συνέντευξη, 2 εβδοµάδες µετά από τον πόλεµο, και ταξινοµήθηκαν σύµφωνα µε τον τύπο προσκόλλησης (ασφαλής, τύπος αποφυγής και αµφιθυµικός-αγχώδης τύπος). Οι σπουδαστές µε αµφιθυµικό τύπο προσκόλλησης ανέφεραν µεγαλύτερη ψυχολογική δυσφορία και άγχος σε σύγκριση µε τα άτοµα µε ασφαλή τύπο προσκόλλησης. Οι σπουδαστές µε προσκόλληση τύπου αποφυγής 97

100 -Θεωρητική Εισαγωγήεξέφρασαν πιο υψηλά επίπεδα σωµατοποίησης του άγχους εχθρότητας, και αποφυγής της τραυµατικής εµπειρίας σε σύγκριση µε τα ασφαλή άτοµα. Επιπλέον, τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση υιοθέτησαν στρατηγικές αναζήτησης υποστήριξης για την αντιµετώπιση του τραύµατος, τα άτοµα µε αµφιθυµική προσκόλληση υιοθέτησαν στρατηγικές εστιασµένες στη ρύθµιση των συναισθηµάτων τους, ενώ τα άτοµα µε προσκόλληση τύπου αποφυγής χρησιµοποίησαν στρατηγικές αποφυγής και αποµάκρυνσης από την τραυµατική κατάσταση (Mikulincer, Florian & Weller, 1993). Αναφορικά µε αγχογόνες καταστάσεις στενών διαπροσωπικών σχέσεων, τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση εκφράζουν σε µεγαλύτερο βαθµό θετικά συναισθήµατα και ικανοποίηση από τη σχέση τους, καθώς και αποδίδουν περισσότερο θετικά κίνητρα στα άτοµα µε τα οποία αλληλεπιδρούν, σε σύγκριση µε τα άτοµα µε ανασφαλή προσκόλληση (Feeney, 1998). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρηµα ότι τα άτοµα µε διαφορετικά µοντέλα προσκόλλησης διαφοροποιούνται ως προς την τακτική αναζήτησης βοήθειας από τους άλλους και προδιαθέτουν ανάλογα και την ανταπόκρισή τους. Κατά τη διερεύνηση των διαδικασιών αναζήτησης υποστήριξης και παροχής υποστήριξης και φροντίδας στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, οι Collins και Feeney (2000) χρησιµοποίησαν την πειραµατική µέθοδο βιντεοσκόπησης 93 ζευγαριών, στα οποία κατά την αλληλεπίδρασή τους το ένα µέλος αποκάλυπτε στο άλλο ένα προσωπικό πρόβληµα. Τα αποτελέσµατα της βιντεοσκόπησης έδειξαν ότι στις περιπτώσεις όπου το ένα µέλος παρουσίαζε το πρόβληµα ως ιδιαίτερα αγχογόνο, οδηγούσε τον/τη σύντροφο του/της σε µια ιδιαίτερη υποστηρικτική συµπεριφορά και ανταπόκριση. Ωστόσο, βρέθηκαν να υπάρχουν ατοµικές διαφορές που αποδόθηκαν στους διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης. Η προσκόλληση τύπου αποφυγής προκαλούσε αναποτελεσµατική παροχή βοήθειας, ενώ η αγχώδης προσκόλληση προκαλούσε φτωχήελλιπή παροχή υποστήριξης. Επιπλέον, φαίνεται ότι η ασφαλής προσκόλληση συνδέεται µε τη παροχή βοήθειας στους άλλους στην καθηµερινή ζωή, καθώς και στην ανάπτυξη ανιδιοτελών κινήτρων για εθελοντισµό. Πέντε πειράµατα διεξήχθησαν σε δύο χώρες (Αµερική και Ισραήλ) για να εξεταστεί η υπόθεση ότι ο τρόπος σκέψης που ενδυναµώνεται στα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση ενισχύει τη συµπόνια και την αλτρουιστική συµπεριφορά. Όπως αναµενόταν, βρέθηκε ότι η ασφαλής προσκόλληση δηµιουργεί τη βάση για συναισθήµατα ενσυναίσθησης και συµπεριφορές παροχής φροντίδας, ενώ διάφορες µορφές ανασφαλούς προσκόλλησης φαίνεται να καταπιέζουν ή να παρεµβαίνουν σε συµπεριφορές παροχής φροντίδας (Mikulincer, Shaver, Gillath & Nitzberg, 2005). 98

101 -Θεωρητική Εισαγωγή- Παρόλο που η ανθρώπινη ανάγκη για ασφάλεια θεωρείται δεδοµένη και είναι βιολογικά προσδιορισµένη, τα άτοµα διαφέρουν συστηµατικά στον τρόπο µε τον οποίο χειρίζονται το άγχος τους και ρυθµίζουν τα συναισθήµατα ασφάλειας (Ainsworth, Blehar, Waters & Wall, 1978). Αυτές οι διαφορές στον τύπο προσκόλλησης απεικονίζουν υποθάλπουσες διαφορές στα εσωτερικά ενεργά µοντέλα του εαυτού και των άλλων, και είναι κοινωνικά προσδιορισµένες, φαίνεται δηλαδή να αναπτύσσονται, τουλάχιστον εν µέρει, βάσει των αλληλεπιδράσεων µε τα σηµαντικά πρόσωπα προσκόλλησης (Ainsworth et al., Bowlby, Bretherton, Main, Kaplan & Cassidy, 1985). Εφόσον σχηµατιστούν, τα ενεργά µοντέλα αναµένεται να είναι σταθερά, να λειτουργούν ανεξάρτητα από το συνειδητό και παίζουν πολύ σηµαντικό ρόλο στο να καθοδηγούν γνωστικές διαδικασίες, συναισθήµατα και συµπεριφορά σε καταστάσεις σχετικές µε την προσκόλληση (Bowlby, Collins & Read, Shaver, Collins & Clark, 1998). Τα αποτελέσµατα των ερευνών δείχνουν σαφείς επιδράσεις του τύπου προσκόλλησης στον τρόπο µε τον οποίο τα άτοµα ρυθµίζουν τα αρνητικά τους συναισθήµατα και χειρίζονται τις δύσκολες καταστάσεις, και ουσιαστικά επιβεβαιώνουν ότι οι διαφορές των τύπων προσκόλλησης είναι περισσότερο εµφανείς υπό την επήρεια δύσκολων και αγχογόνων καταστάσεων. Τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση φαίνεται να είναι αυτά που περισσότερο επιζητούν την κοινωνική στήριξη, νιώθουν άνεση µε την οικειότητα και αναζητούν την υποστήριξη των άλλων, καθώς επίσης νιώθουν άνεση όταν οι άλλοι την παρέχουν και αναφέρουν χαµηλότερα επίπεδα ψυχολογικής δυσφορίας (Bartholomew, Collins & Feeney, 2000.Kobak & Sceery, Fraley & Shaver, 1998). Οι έρευνες αυτές έχουν δείξει ότι τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση εκτιµούν τις αγχογόνες καταστάσεις ως λιγότερο απειλητικές, σε σύγκριση µε τα άτοµα µε ανασφαλή προσκόλληση, και αντιµετωπίζουν αυτές τις καταστάσεις µε στρατηγικές αναζήτησης υποστήριξης (Mikulincer & Florian,1995. Simpson, Rholes & Nelligan, 1992). ιαφαίνεται ότι το µοντέλο του άλλου, το οποίο συνδέεται µε το διαπροσωπικό προσανατολισµό του ατόµου σε αλληλεπίδραση µε το επίπεδο των προβληµάτων, προέβλεπε την επιθυµία αναζήτησης βοήθειας και συµβουλευτικής (Lopez et al., 1998). Συνεπές είναι το εύρηµα ότι οι φοιτητές µε ήπια κατάθλιψη είχαν αρνητικά µοντέλα του εαυτού, δηλαδή υψηλά επίπεδα άγχους, σε σύγκριση µε τους συνοµηλίκους τους (Carnelley, Pietromonaco & Jaffe, 1994). Επίσης τα ευρήµατα έδειξαν ότι τα άτοµα µε αρνητικό µοντέλο του εαυτού επιδείκνυαν µεγαλύτερη προδιάθεση για ντροπή και ανεπαρκή επίλυση προβληµάτων στις σχέσεις τους (Lopez et al., 1997), καθώς επίσης βίωναν µεγαλύτερο συναισθηµατικό άγχος µετά τη λήξη των σχέσεων τους (Pistole, Simpson, 1990). Τα άτοµα µε αρνητικά 99

102 -Θεωρητική Εισαγωγή- µοντέλα του άλλου, µε υψηλά δηλαδή επίπεδα αποφυγής, φαίνεται να έχουν λιγότερη άνεση και ικανότητα να αποκαλύπτουν τον εαυτό τους και συνεπώς είναι έκδηλη η απουσία τους στην αναζήτηση θεραπευτικής βοήθειας (Bartholoew & Horowitz, Mikulincer & Nachson, Pistole, 1993). Σε αντιπαράθεση ωστόσο βρίσκονται δεδοµένα έρευνας η οποία εξέτασε τον διαµεσολαβητικό ρόλο της αντιλαµβανόµενης κοινωνικής στήριξης και του ψυχολογικού άγχους στη σχέση της προσκόλλησης µε τη συµπεριφορά αναζήτησης βοήθειας. Στην έρευνα συµµετείχαν 355 φοιτητές πανεπιστηµίου και τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι το άγχος προσκόλλησης συσχετιζόταν θετικά µε την επίγνωση της ψυχολογικής δυσφορίας και µε την αναζήτηση βοήθειας. Τα άτοµα µε υψηλό άγχος προσκόλλησης καθώς και τα άτοµα µε υψηλή αποφυγή αντιλαµβάνονταν λιγότερη κοινωνική στήριξη, η οποία ενδυνάµωνε την εµπειρία του ψυχολογικού άγχους και της δυσφορίας, και µε τη σειρά του το άγχος και η ψυχολογική δυσφορία ενίσχυε τη συµπεριφορά αναζήτησης βοήθειας (Vogel & Wei, 2005). Τα άτοµα µε έµµονο/αγχώδη τύπο προσκόλλησης και προσκόλληση τύπου αποφυγής συνδέονται µε υψηλά επίπεδα ψυχολογικής δυσφορίας (Larose & Bernier, 2001) και τείνουν να επικεντρώνονται, και ίσως να µεγαλοποιούν τις αρνητικές τους σκέψεις και γενικά την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκονται (Mikulincer & Florian, 1995).Σε έρευνα σε 253 φοιτητές κολεγίου (Μ.Ο. : 21 χρόνια) µε στόχο τη διερεύνηση της σχέσης µεταξύ των µοντέλων προσκόλλησης και των αναφερόµενων προβληµάτων, της σοβαρότητας των προβληµάτων και των στάσεων αναζήτησης θεραπευτικής βοήθειας, διαφάνηκε ότι οι φοιτητές µε θετικό µοντέλο του εαυτού, το οποίο συνδέεται µε δείκτες της αυτο-αντίληψης και της αυτοεκτίµησης του ατόµου, αναφέρουν λιγότερα προβλήµατα σε σχέση µε τους φοιτητές µε αρνητικό µοντέλο του εαυτού (Lopez, Melendez, Sauer, Berger, & Wyssmann, 1998). Συνειρµικά είναι τα αποτελέσµατα ερευνών που έχουν δείξει ότι τα άτοµα µε αρνητικά µοντέλα του εαυτού είναι πιο πιθανό να αντιµετωπίζουν προβλήµατα προσαρµογής (Bartholomew & Horowitz, Horowitz, Rosenberg & Bartholomew, 1993). Η ασφαλής προσκόλληση θεωρείται ότι αποτελεί ένα σηµαντικό εσωτερικό µέσο της συναισθηµατικής προσαρµογής και αντιµετώπισης των χρόνιων παθήσεων (Schmidt, Nachtigall, Wuethrich- Martone & Strauss, 2002). Επίσης φάνηκε ότι το θετικό µοντέλο του άλλου, το οποίο συνδέεται µε τον διαπροσωπικό προσανατολισµό του ατόµου σε αλληλεπίδραση µε το επίπεδο των προβληµάτων, προέβλεπε την επιθυµία αναζήτησης βοήθειας και συµβουλευτικής (Lopez et al., 1998). 100

103 -Θεωρητική Εισαγωγή- Τα νεαρά άτοµα ύστερης εφηβικής ηλικίας, µε έµµονο τύπο προσκόλλησης, χαρακτηρίζουν τον εαυτό τους ως λιγότερο αυτόνοµο, µε υψηλά επίπεδα άγχους προς τους συνοµηλίκους, αναφέρουν υψηλά επίπεδα ψυχολογικής δυσφορίας, ωστόσο, συγκριτικά µε τα άτοµα µε απορριπτικό τύπο προσκόλλησης, αναφέρουν περισσότερη κοινωνική στήριξη από τα µέλη της οικογένειάς τους (Kobak & Sceery, 1988). ). Τα άτοµα µε υψηλά επίπεδα αποφυγής και απορριπτικό τύπο προσκόλλησης αποστασιοποιούνται και αποµονώνονται υπό την επήρεια δύσκολων αγχογόνων καταστάσεων (Minulinker et al., 1993), υιοθετώντας στρατηγικές συναισθηµατικής αποστασιοποίησης (Mikulincer & Florian, 1995) και είναι λιγότερο πιθανό- σε σύγκριση µε τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση- να αναζητήσουν υποστήριξη προκειµένου να αντιµετωπίσουν µια αγχογόνα κατάσταση (Collins & Feeney, Miculincer & Florian, Miculincer, Florian & Weller, Ognibebe & Collins, Simpson, Rholes, & Nelligan, 1992). Πειραµατικά δεδοµένα έχουν δείξει πως τα άτοµα µε υψηλά επίπεδα αποφυγής δεν επωφελούνται από τη συναισθηµατική υποστήριξη των άλλων σε σύγκριση µε τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση (Mikulincer & Florian, 1998). Επίσης τα νεαρά άτοµα ύστερης εφηβικής ηλικίας µε υψηλά επίπεδα αποφυγής αναφέρουν χαµηλά επίπεδα αυτονοµίας, αντιλαµβανόµενη εχθρική στάση των συνοµηλίκων, αποµακρυσµένες σχέσεις µε συνοµηλίκους, υψηλά επίπεδα µοναξιάς και έλλειψη κοινωνικής στήριξης από την οικογένεια (Kobak & Sceery, 1988). Τα άτοµα µε αρνητικά µοντέλα του άλλου, µε υψηλά δηλαδή επίπεδα αποφυγής, φαίνεται να έχουν λιγότερη άνεση και ικανότητα να αποκαλύπτουν τον εαυτό τους και συνεπώς είναι έκδηλη η απουσία τους στην αναζήτηση θεραπευτικής βοήθειας (Bartholomew & Horowitz, Mikulincer & Nachson, Pistole, 1993). Συµπληρωµατικά, δύο έρευνες πεδίου (µέθοδος παρατήρησης) δείχνουν ότι η αποφυγή αναζήτησης υποστήριξης ισχύει κυρίως σε δείγµατα γυναικών µε προσκόλληση τύπου αποφυγής. Οι γυναίκες αυτές φάνηκε να έχουν λιγότερη υποστήριξη από τους συντρόφους τους σε πειραµατική αγχογόνα κατάσταση (Simpson, Rholes & Nelligan, 1992). Οµοίως, έρευνα παρατήρησης και καταγραφής ζευγαριών που αποχωρίζονται στο αεροδρόµιο δείχνει ότι οι γυναίκες που βρίσκονταν υψηλότερα στη διάσταση της αποφυγής, είχαν λιγότερη επαφή µε το σύντροφό τους (Fraley & Shaver, 1998). Η ανασφαλής προσκόλληση συνδέεται επίσης µε απαισιόδοξες αντιλήψεις και προσδοκίες σχετικά µε το ρίσκο και το κόστος αναζήτησης βοήθειας από τους άλλους (Wallace & Vaux, 1993), καθώς και µε την αντίληψη διαθεσιµότητας που είχαν για τους άλλους (Kobak & Sceery, Ognibene & Collins, Priel & Samai, 1995). Τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση τείνουν να παρουσιάζουν άνεση στη βοήθεια που δέχονται, 101

104 -Θεωρητική Εισαγωγήθεωρώντας πως είναι διαθέσιµη και εκφράζοντας ευχαρίστηση για τη στήριξη που δέχονται. Αντίθετα, τα άτοµα µε ανασφαλή προσκόλληση αναφέρουν πως έχουν λιγότερη διαθέσιµη βοήθεια και εκφράζουν λιγότερη ικανοποίηση καθώς επίσης φαίνεται να είναι µεγαλύτερο το χάσµα µεταξύ της βοήθειας που χρειάζονται και αυτής που λένε πως δέχονται. Σύµφωνα µε την έρευνα των Collins και Feeney (2000) τα υψηλά επίπεδα διάστασης αποφυγής συνδέονται µε αναποτελεσµατική συµπεριφορά αναζήτησης βοήθειας και στήριξης, ενώ τα υψηλά επίπεδα άγχους συνδέονται µε αναποτελεσµατική παροχή βοήθειας. Εάν η αποτελεσµατική αναζήτηση και παροχή στήριξης είναι σηµαντικές στη λειτουργικότητα µιας σχέσης, τότε αυτό το εύρηµα βοηθά να ερµηνευτεί ο λόγος για τον οποίο τα άτοµα µε ανασφαλή προσκόλληση διατρέχουν τον κίνδυνο να αναπτύξουν στενές σχέσεις ελάχιστα λειτουργικές. Λαµβάνοντας υπόψη τη σηµαντικότητα του πλαισίου, στο οποίο εµφανίζεται η συµπεριφορά χειρισµού δύσκολων καταστάσεων, ως σηµαντική παράµετρο, φαίνεται να υπάρχουν σαφείς αποδείξεις για τη σχέση αλληλεπίδρασης µεταξύ του τύπου προσκόλλησης και των διαφορετικών στρατηγικών που υιοθετούνται για τη διαχείριση αγχογόνων καταστάσεων (Simpson et al., Simpson & Rholes, 2002). 2. Λειτουργικότητα και αποτελεσµατικότητα των στρατηγικών αντιµετώπισης Μέσα από την ανασκόπηση των σχετικών ερευνών διαφαίνεται η σηµαντικότητα του πλαισίου, της εµπλεκόµενης κατάστασης και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της προκειµένου να χαρακτηριστεί κάποιος τρόπος αντιµετώπισης ως λειτουργικός και αποτελεσµατικός. Θα πρέπει να επισηµανθεί ότι οι παλαιότερες εµπειρικές έρευνες που εξέτασαν τη σχέση µεταξύ των στρατηγικών αντιµετώπισης και ψυχολογικής δυσφορίας συµπεριλαµβάνουν πολλές διαφορετικές στρεσσογόνες καταστάσεις µε αποτέλεσµα να µη λαµβάνεται υπόψη η επίδραση του πλαισίου στην αποτελεσµατικότητα της στρατηγικής διαχείρισης (Bombardier, D Amico & Jordan, Holahan & Moos, 1991). Πολλές από τις έρευνες αυτές υποστηρίζουν την άποψη ότι οι στρατηγικές οι οποίες επικεντρώνονται στην επίλυση του προβλήµατος (ενεργές προσπάθειες αντιµετώπισης ή εξάλειψης του προβλήµατος και των συνεπειών του) είναι ένας αποτελεσµατικός τρόπος αντιµετώπισης άγχους, ενώ οι στρατηγικές εκείνες που εστιάζονται στη ρύθµιση του συναισθήµατος, κυρίως των ενεργών προσπαθειών µείωσης των αρνητικών συναισθηµάτων που εγείρονται από την αγχογόνα κατάσταση, είναι ένας αναποτελεσµατικός τρόπος διαχείρισης (Kohn, Moos & Schaefer, 1993). Ωστόσο οι πιο πρόσφατες έρευνες λαµβάνουν υπόψη τους το πλαίσιο και 102

105 -Θεωρητική Εισαγωγήδιερευνούν τη σχέση µεταξύ πλαισίου και αντιµετώπισης (Carver & Scheier, Macrodimitris & Endler, Roussi, Miller & Shoda, 2000). Οι έρευνες αυτές δείχνουν πως πράγµατι οι στρατηγικές που επικεντρώνονται στην επίλυση του προβλήµατος είναι αποτελεσµατικές στις ελέγξιµες αγχογόνες καταστάσεις (Macrodimitris & Endler, Roussi et al., 2000). Αναφορικά µε τις στρατηγικές που επικεντρώνονται στη ρύθµιση του συναισθήµατος τα ερευνητικά δεδοµένα παρουσιάζουν ασυνεπή ευρήµατα. Πολλές έρευνες τονίζουν ότι οι στρατηγικές που επικεντρώνονται στο συναίσθηµα συνδέονται θετικά µε το άγχος ακόµα και σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις (Osowiecki & Compas, Pakenham, 1999), ενώ κάποιες άλλες έρευνες καταλήγουν σε αντίθετα ευρήµατα (Carver et al., 1993). Τα ασυνεπή αποτελέσµατα φαίνεται να απορρέουν από τη διαφορετική µέτρηση των στρατηγικών που εστιάζονται στα συναισθήµατα. Οι µετρήσεις εκείνες οι οποίες λαµβάνουν υπόψη τους τις πολλαπλές πλευρές των στρατηγικών, όπως είναι η αποδοχή, η συναισθηµατική έκφραση και η συναισθηµατική επεξεργασία των πληροφοριών, καταλήγουν στο ότι οι στρατηγικές εκείνες που εστιάζονται στο συναίσθηµα µπορεί να είναι προσαρµόσιµες µε τις ανεξέλεγκτες αγχογόνες καταστάσεις (Carver et al., Stanton, Kirk, Cameron & Dunoff-Burg, 2000) και συνδέονται όχι µόνο µε λιγότερη ψυχολογική δυσφορία αλλά και µε καλύτερη κατάσταση υγείας (Pennebaker & Seagal, Taylor, Kemeny, Reed, Bower & Gruenewald, 2000). Τα ευρήµατα τα οποία αφορούν την προσαρµοστικότητα των στρατηγικών που επικεντρώνονται στο συναίσθηµα, σε συγκεκριµένες αγχογόνες καταστάσεις, είναι συνυφασµένα µε την έµφαση που έχει δοθεί σε δύο άλλες πλευρές της διαχείρισης του άγχους, της δεσµευτικής/µη δεσµευτικής και της οικειοθελούς/αναγκαστικής διαχείρισης µιας αγχογόνας κατάστασης. Τα ευρήµατα ερευνών τονίζουν ότι ο διαχωρισµός µεταξύ των στρατηγικών που εστιάζονται στην επίλυση του προβλήµατος και αυτών που εστιάζονται στη ρύθµιση των συναισθηµάτων δεν είναι επαρκής για την κατανόηση της διαδικασίας διαχείρισης του άγχους, αλλά η περαιτέρω διαφοροποίηση, όπως µεταξύ της δεσµευτικής και µη δεσµευτικής αντιµετώπισης και/ ή της οικειοθελούς/ αναγκαστικής αντιµετώπισης είναι επίσης µια πολύ σηµαντική παράµετρος. Επίσης τα δεδοµένα ερευνών τονίζουν ότι είναι περισσότερο ουσιώδες να εξετάζονται συνδυαστικά µοντέλα διαχείρισης άγχους, παρά µεµονωµένες στρατηγικές αντιµετώπισης, µε επικέντρωση στη διάρκεια και εξέλιξη της λειτουργικότητας αυτών των µοντέλων στο πέρασµα του χρόνου (Macrodimitris, Kocovski & Endler, 2001). 103

106 -Θεωρητική Εισαγωγή- 3. Επίδραση των µοντέλων προσκόλλησης στις γνωστικές συναισθηµατικές και συµπεριφορικές αντιδράσεις του ατόµου Σύµφωνα µε πολλούς ερευνητές, µια πολύ σηµαντική πρόταση της θεωρίας είναι πως το σύστηµα προσκόλλησης, ένα σύστηµα που αρχικά προσαρµόζεται στις βρεφικές ανάγκες, συνεχίζει σε όλη τη διάρκεια της ζωής να επηρεάζει τη συµπεριφορά, τη σκέψη και τα συναισθήµατα (Fraley & Shaver, 2000). Η πρόταση αυτή έχει ισχύ ανεξάρτητα από τις διαπροσωπικές διαφορές οργάνωσης του συστήµατος της προσκόλλησης και της σταθερότητάς του, στο πέρασµα του χρόνου ή µεταξύ των διαφορετικών σχέσεων προσκόλλησης. ύο έρευνες έχουν εξετάσει τον τύπο προσκόλλησης αναφορικά µε την ερµηνεία καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, τη συναισθηµατική αντίδραση και τη συµπεριφορά (Collins, 1996). Κατά την πρώτη έρευνα, οι συµµετέχοντες έδωσαν ανοιχτού τύπου ερµηνείες για υποθετικά σενάρια σχέσεων και περιέγραψαν το πως αισθάνονται και συµπεριφέρονται στην κάθε περίπτωση. Τα άτοµα µε έµµονο τύπο προσκόλλησης, σε σύγκριση µε τα άτοµα µε ασφαλή τύπο προσκόλλησης, ερµήνευσαν τις υποθετικές ιστορίες µε έναν πιο αρνητικό τρόπο. Επίσης ανέφεραν περισσότερο συναισθηµατικό άγχος και συµπεριφορές που είναι περισσότερο πιθανό να οδηγήσουν σε σύγκρουση. Τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση επίσης έδωσαν αρνητικές ερµηνείες αλλά δεν ανέφεραν συναισθηµατικό άγχος. Τα στατιστικά αποτελέσµατα έδειξαν ότι στις διαφορές µεταξύ των ατόµων µε διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης, ως προς την αντίδραση συµπεριφοράς, διαµεσολαβούν τα µοντέλα των γνωστικών ερµηνειών που δίνονται καθώς και το συναισθηµατικό άγχος. Η δεύτερη έρευνα σχεδιάστηκε µε σκοπό να επαναληφθεί η πρώτη έρευνα καθώς και να ελεγχθεί η σηµασία του τύπου προσκόλλησης και της ποιότητας της σχέσης στην πρόβλεψη του κάθε αποτελέσµατος. Τα αποτελέσµατα επιβεβαίωσαν ότι και οι δύο µεταβλητές είναι σηµαντικοί προβλεπτικοί παράγοντες των συναισθηµάτων που εκφράστηκαν. Τα αποτελέσµατα της έρευνας συναινούν µε ευρήµατα άλλων ερευνών και υποθέσεις οι οποίες τονίζουν ότι τα άτοµα µε διαφορετικά µοντέλα προσκόλλησης είναι προδιατεθειµένοι να σκέφτονται, να αισθάνονται και να συµπεριφέρονται µε διαφορετικό τρόπο στις στενές διαπροσωπικές τους σχέσεις (Collins, 1996). Τα ευρήµατα υποστηρίζουν ότι το µοντέλο διεργασίας το οποίο προτάθηκε, δηλαδή ότι τα άτοµα µε διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης είναι προδιαθετειµένα να συµπεριφερθούν διαφορετικά στις σχέσεις τους διότι σκέφτονται και αισθάνονται διαφορετικά. Επιπλέον τονίζεται η σηµαντικότητα της ενσωµάτωσης γνωστικών και 104

107 -Θεωρητική Εισαγωγήσυναισθηµατικών διαδικασιών στα µοντέλα διαπροσωπικής συµπεριφοράς. Αυτές οι διαφορετικές γνωστικές διαδικασίες είναι πιθανόν να κινητοποιούν ένα µοντέλο συναισθηµατικών και συµπεριφορικών αντιδράσεων το οποίο διαµορφώνει τη διαπροσωπική ατµόσφαιρα και την καθηµερινή λειτουργικότητα στα πλαίσια της σχέσης. Αυτές οι διαδικασίες µπορεί να συντελούν στη διατήρηση σταθερότητας των γνωστικών δοµών προσκόλλησης, καθώς τα άτοµα δηµιουργούν περιβάλλοντα τα οποία επιβεβαιώνουν τις προσδοκίες τους, τόσο τις θετικές όσο και τις αρνητικές (Bartholomew, Collins & Read, Swan, 1983). Εντάσσοντας τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης µέσα στην ευρύτερη θεώρηση συστήµατος γνωστικών διαδικασιών και διαδικασιών κινήτρων το οποίο επιτρέπει στα άτοµα να βάζουν σε λογική σειρά τις κοινωνικές τους εµπειρίες και να λειτουργούν κατά τρόπους που καλύπτουν τις προσωπικές τους ανάγκες, η Collins (1996) προτείνει το ακόλουθο γενικό πλαίσιο κατανόησης της πιθανής λειτουργίας των εσωτερικών ενεργών µοντέλων (Σχήµα 3). Ενεργό µοντέλο προσκόλλησης ενεργοποιηµένο στη µνήµη Γνωστική αντίδραση Συµπεριφορική αντίδραση Συναισθ. αντίδραση Σχήµα 3. Θεωρητικό µοντέλο σύνδεσης των εσωτερικών ενεργών µοντέλων της προσκόλλησης µε πρότυπα γνωστικών συναισθηµατικών και συµπεριφορικών αντιδράσεων (Collins, 1996). Σύµφωνα µε αυτό το πλαίσιο, τα εσωτερικά ενεργά µοντέλα της προσκόλλησης είναι ένα σύστηµα προσβάσιµων γνωστικών δοµών το οποίο µπορεί αυτόµατα να ενεργοποιηθεί στη µνήµη ως αντίδραση σε γεγονότα σχετικά µε την προσκόλληση. Μόλις ενεργοποιηθούν προβλέπεται να έχουν άµεση επίδραση στη διαδικασία επεξεργασίας κοινωνικών πληροφοριών καθώς και στα πρότυπα συναισθηµατικών αντιδράσεων. Οι γνωστικές και συναισθηµατικές αντιδράσεις προβλέπεται µε τη σειρά τους να έχουν ιεραρχικά δοµηµένες επιδράσεις µεταξύ τους. Το αποτέλεσµα αυτών των επιδράσεων προβλέπεται ότι καθορίζει την επιλογή της στρατηγικής συµπεριφοράς που θα ακολουθηθεί. Επιπλέον, µια βασική θεωρητική υπόθεση είναι ότι τα άτοµα δεν έχουν συνείδηση αυτών των µηχανισµών του συστήµατος που ενεργοποιείται, διότι είναι στο σύνολό της µια αυτόµατη λειτουργία η οποία 105

108 -Θεωρητική Εισαγωγήστην ουσία ενεργοποιείται αυθόρµητα και η συνειδητή της επίγνωση είναι πολύ µικρή (Bargan, 1984). Οι Collins και Read (1994) αντιπροτείνουν ότι µεταξύ της επίδρασης των ενεργών µοντέλων και συµπεριφοράς διαµεσολαβούν η υποκειµενική ερµηνεία της εκάστοτε κατάστασης µαζί µε τη συναισθηµατική αντίδραση του ατόµου. Το µοντέλο αυτό αποτελεί ένα πολύ γενικό θεωρητικό πλαίσιο µέσα στο οποίο κρίνεται απαραίτητο να διαλευκανθούν οι συγκεκριµένες επιµέρους γενικές συνδέσεις συναισθήµατος, γνωστικών λειτουργιών και συµπεριφοράς. Μέχρι τώρα υπάρχει σηµαντική θεωρητική και εµπειρική τεκµηρίωση για το ότι οι συναισθηµατικές αντιδράσεις διαµορφώνουν το πώς τελικά ένα γεγονός ερµηνεύεται. Η θεωρητική και ερευνητικά τεκµηριωµένη άποψη ότι ο τύπος προσκόλλησης έχει άµεση επίδραση στα συναισθήµατα εγείρει την πιθανότητα για το ότι τα συναισθήµατα έχουν ιεραρχική επίδραση στη διαδικασία της ερµηνείας, καθώς ένα µεγάλο µέρος ερευνών τονίζει τη σηµαντική επίδραση των συναισθηµατικών επιδράσεων σε µια πληθώρα γνωστικών φαινοµένων (Bower & Cohen, Clark & Isen, Fongas, 1994). Ωστόσο, τα ερευνητικά δεδοµένα συγκλίνουν στην ύπαρξη αλληλεπίδρασης µεταξύ των γνωστικών και συναισθηµατικών αντιδράσεων και την από κοινού επίδραση στις συµπεριφορικές αντιδράσεις, δίνοντας κάποιες ενδείξεις για την ιεραρχική επίδραση των γνωστικών αντιδράσεων στις συναισθηµατικές αντιδράσεις του ατόµου (Collins, 1996). Τα γνωστικά µοντέλα που συνδέονται µε την προσκόλληση θεωρείται ότι καθοδηγούν την εκτίµηση των κοινωνικών καταστάσεων και βοηθούν τα άτοµα να έχουν µια συνεπή εικόνα για τον κόσµο και τον εαυτό τους (Bartholomew, Collins & Read, 1990, 1994). Λαµβάνοντας υπόψη τη διαφορετική συναισθηµατικο-γνωστική δοµή των διαφορετικών ενεργών µοντέλων προσκόλλησης, θα µπορούσαµε να υποθέσουµε ότι η ιεραρχική δοµή της συναισθηµατικής και της γνωστικής αντίδρασης καθορίζεται διαφορετικά µεταξύ των ατόµων µε διαφορετικά ενεργά µοντέλα προσκόλλησης µε γνώµονα τη σηµαντικότητα του συναισθήµατος. Η διαφοροποίηση αυτή τεκµηριώνεται ερευνητικά καθώς διαφαίνεται ότι τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση επεξεργάζονται τόσο το θετικό όσο και το αρνητικό συναίσθηµα, τα άτοµα µε αγχώδη προσκόλληση εµµένουν στα αρνητικά τους συναισθήµατα, ενώ τα άτοµα µε προσκόλληση τύπου αποφυγής καταπιέζουν τα συναισθήµατα τους (Collins & Read, Crittenden, Pereg & Mikulincer, 2004), µε αποτέλεσµα να εικάζουµε ότι οι γνωστικές και συναισθηµατικές αντιδράσεις ενδέχεται να έχουν διαφορετική ιεραρχία στα άτοµα µε διαφορετικά µοντέλα προσκόλλησης. 106

109 -Στόχοι και υποθέσεις της έρευνας- ΜΕΡΟΣ Β : Η ΕΡΕΥΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ΣΤΟΧΟΙ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 1. Ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή Παρόλο που η µεγάλη πληθώρα των ερευνών επικεντρώνεται στις διαπροσωπικές διαφορές των τύπων προσκόλλησης, αναζωπυρώνεται τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για την ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης (Lewis, La Guardia et al., Pierce & Lydon, Shaver, Collins & Clark, 1996). Παρόλο που τα ευρήµατα των ερευνών σχετικά µε την ενδοπροσωπική προσκόλληση δεν είναι εκτεταµένα και διαφέρουν ως προς την ερευνητική µεθοδολογία, συγκλίνουν ωστόσο στο ότι τα άτοµα διαµορφώνουν κατά την πορεία της ζωής τους πολλαπλά µοντέλα και διαφορετικές σχέσεις προσκόλλησης. Επίσης, συγκλίνουν στο ότι υπάρχει ένα σφαιρικό µοντέλο προσκόλλησης, το οποίο είναι περισσότερο σταθερά διαµορφωµένο, και τα µοντέλα προσκόλλησης προς τις συγκεκριµένες σχέσεις, τα οποία διαµορφώνονται βάσει των χαρακτηριστικών της εκάστοτε σχέσης προσκόλλησης. Η ερευνητική διχογνωµία και τα ερωτήµατα επικεντρώνονται στο αν υπάρχει συνέπεια και οµοιοµορφία µεταξύ του σφαιρικού µοντέλου και των µοντέλων προσκόλλησης προς τις συγκεκριµένες σχέσεις, όπως επίσης και µεταξύ των συγκεκριµένων µοντέλων προσκόλλησης. Ως προς την οργάνωση των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης, έχουν προταθεί και τεκµηριώθηκαν ερευνητικά ιεραρχικά µοντέλα δοµής των µοντέλων προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή (Overall et al., Pierce & Lydon, 2001). Μέσα από την ανασκόπηση των πιο πρόσφατων ερευνητικών δεδοµένων, σχετικά µε το θέµα της ενδοπροσωπικής διαφοροποίησης της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή, προκύπτουν οι ακόλουθες τοποθετήσεις: (α) Η ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης ως προς τις σηµαντικές στενές σχέσεις υποστηρίζεται ερευνητικά, καθώς ο δεσµός της προσκόλλησης διαµορφώνεται και από την ανταπόκριση του ατόµου µε το οποίο συνάπτεται ο δεσµός προσκόλλησης. Κατά συνέπεια, το άτοµο προσαρµόζεται προκειµένου να καλύψει την ανάγκη προσκόλλησης, µε γνώµονα την ανταπόκριση των άλλων και την υποστήριξη που δέχεται καθώς και την ικανοποίηση που αποκοµίζει από τις διαφορετικές στενές σχέσεις (La Guardia et al., Ryan, ). (β) Τα ερευνητικά δεδοµένα δείχνουν ότι τα σφαιρικά και τα µοντέλα προσκόλλησης προς τις συγκεκριµένες σχέσεις συσχετίζονται µεταξύ τους αλλά είναι διακριτές δοµές προσκόλλησης οι οποίες αλληλεπιδρούν µεταξύ τους (Pierce & Lydon, 2001). Τα αποτελέσµατα διαχρονικής 107

110 -Στόχοι και υποθέσεις της έρευναςέρευνας δείχνουν ότι τα συγκεκριµένα µοντέλα µπορούν να γενικευτούν σε σφαιρικά µε το πέρασµα του χρόνου, αλλά και τα συγκεκριµένα προς σχέσεις µοντέλα ασκούν επίδραση στα σφαιρικά µοντέλα προσκόλλησης. Συνεπώς διαφαίνεται πως τα µοντέλα προς τις συγκεκριµένες σχέσεις µπορούν να θεωρηθούν τόσο σφαιρικές όσο και συγκεκριµένες δοµές αναπαράστασης, απεικονίζοντας ατοµικές διαφορές και διαφορές στις διαπροσωπικές σχέσεις. (γ) Το ιεραρχικό µοντέλο προσκόλλησης το οποίο ερευνητικά τεκµηριώνεται απεικονίζει το πλέγµα των σχέσεων µεταξύ των σφαιρικών και των συγκεκριµένων προς σχέσεις µοντέλων προσκόλλησης δείχνοντας πως στο υψηλό επίπεδο ιεραρχίας τοποθετείται το σφαιρικό µοντέλο προσκόλλησης, στο µεσαίο επίπεδο τοποθετούνται οι γενικές αναπαραστάσεις προσκόλλησης στα πλαίσια κυρίαρχων σχέσεων (οικογένεια, στενοί φίλοι, ερωτικοί σύντροφοι), ενώ στο χαµηλό επίπεδο τοποθετούνται τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης προς τις συγκεκριµένες σχέσεις του ατόµου (Overall et al, 2003). (δ) Αναφορικά µε τη σύνδεση µεταξύ των σφαιρικών και των συγκεκριµένων µοντέλων (προς τον πατέρα, τη µητέρα, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους), τα µοντέλα προσκόλλησης προς τους συνοµηλίκους, δηλαδή τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και τους φίλους, φαίνεται να έχουν τις ισχυρότερες και ανεξάρτητες µεταξύ τους συνδέσεις µε τα γενικά µοντέλα προσκόλλησης. Αναφορικά µε τη σύνδεση µεταξύ των συγκεκριµένων µοντέλων προς τις στενές σχέσεις, τα µοντέλα προσκόλλησης προς τους συνοµηλίκους (ερωτικοί σύντροφοι και στενοί φίλοι) και µοντέλα προς τους γονείς (µητέρα και πατέρας) είναι µεταξύ τους περισσότερο σχετικά και συνυφασµένα, παρά µε οποιοδήποτε άλλο µοντέλο προσκόλλησης. Επίσης διαφάνηκε η σταθερότητα του µοντέλου του εαυτού (διάσταση του άγχους) των µοντέλων προσκόλλησης σε όλο το εύρος των σχέσεων που εξετάστηκαν, σε αντίθεση µε τη διαφοροποίηση του µοντέλου του άλλου (διάσταση της αποφυγής) προς τις διαφορετικές σχέσεις (Klohnen, et al., 2005). Τα ευρήµατα των ερευνών συγκλίνουν στη πλειονότητά τους στο ότι τα άτοµα διαθέτουν συγκεκριµένα προς σχέσεις µοντέλα προσκόλλησης τα οποία απεικονίζουν την προσκόλληση στα πλαίσια των χαρακτηριστικών των συγκεκριµένων σχέσεων, αλλά και σφαιρικά µοντέλα προσκόλλησης τα οποία απεικονίζουν το εσωτερικευµένο ενεργό µοντέλο της προσκόλλησης του ατόµου, ανεξάρτητα από το πλαίσιο συγκεκριµένων σχέσεων. Η ανασκόπηση των ερευνητικών δεδοµένων που προκύπτουν από αντίστοιχες έρευνες δείχνει ότι υπάρχουν αντιφατικά δεδοµένα σχετικά µε την ύπαρξη ή όχι ενδοπροσωπικής διαφοροποίησης των µοντέλων προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή, στα πλαίσια των κυρίαρχων στενών σχέσεων. Το µεγαλύτερο µέρος των ερευνών τείνει να συγκλίνει στο ότι 108

111 -Στόχοι και υποθέσεις της έρευναςυπάρχει διαφοροποίηση µεταξύ του σφαιρικού µοντέλου προσκόλλησης και των µοντέλων προσκόλλησης προς τις συγκεκριµένες σχέσεις, καθώς και διαφοροποίηση µεταξύ των συγκεκριµένων µοντέλων προσκόλλησης, τονίζοντας ωστόσο τη στενή σχέση µεταξύ τους και την αλληλεπίδρασή τους. Λαµβάνοντας υπόψη τα παραπάνω ερευνητικά δεδοµένα και τη µη επάρκεια ευρηµάτων για τον καθορισµό της ενδοπροσωπικής διαφοροποίησης της προσκόλλησης, πρωταρχικός στόχος της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνηθεί η ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης των νεαρών ενηλίκων ως προς τις συγκεκριµένες σχέσεις, δηλαδή η συνέπεια µεταξύ των προσκολλήσεων προς τις συγκεκριµένες σχέσεις αλλά και η σχέση τους µε πιο σφαιρικά µοντέλα προσκόλλησης ανεξάρτητα από τα πλαίσια κάποιας συγκεκριµένης σχέσης. Οι συγκεκριµένες σχέσεις που σκοπεύουµε να µελετήσουµε αφορούν τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, καθώς βιβλιογραφικά δεδοµένα δείχνουν πως η οικογένεια, η στενή φιλία και η ερωτική σχέση είναι τα σηµαντικότερα πλαίσια διαπροσωπικών σχέσεων κατά την εφηβική ηλικία και την πρώτη ενήλικη ζωή (Overall et al., 2003). 2. Σχέση των µοντέλων προσκόλλησης µε τις αυτο-αντιλήψεις το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και τις στρατηγικές αντιµετώπισης Ένας δεύτερος σηµαντικός στόχος της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνηθεί η σχέση µεταξύ των µοντέλων προσκόλλησης τις γνωστικές, τις συναισθηµατικές και τις συµπεριφορικές συνιστώσες του εαυτού, συγκεκριµένα µε τις αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του εαυτού, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα προς τον εαυτό, και τις στρατηγικές διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Μια βασική διαπίστωση της θεωρίας της προσκόλλησης είναι ότι σαφώς οι διαφορές µεταξύ των τύπων προσκόλλησης απορρέουν από το συνδυασµό των διαφορών του γνωστικού και του συναισθηµατικού στοιχείου του µοντέλου του εαυτού και του µοντέλου του άλλου (Collins & Read, 1994). Ένας σηµαντικός αριθµός ερευνών έχει καταδείξει ότι οι ενήλικες µε διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης διαφέρουν σε σηµαντικό βαθµό µεταξύ τους ως προς την αντίληψη του εαυτού (Carnelley & Jannof-Bulman, Collins & Read, 1990, Hazan & Shaver, 1987). Τα ερευνητικά δεδοµένα µε συνέπεια δείχνουν πως τα άτοµα µε ασφαλή τύπο προσκόλλησης έχουν υψηλότερη αυτοεκτίµηση σε σύγκριση µε τα άτοµα που εντάσσονται στους ανασφαλείς τύπους κυρίως της έµµονης και της φοβικής προσκόλλησης. Τα άτοµα που ταξινοµούνται στον απορριπτικό τύπο προσκόλλησης έχουν θετικό µοντέλο του εαυτού το οποίο σηµατοδοτεί υψηλά επίπεδα αυτοεκτίµησης και διεκδικητικής 109

112 -Στόχοι και υποθέσεις της έρευναςσυµπεριφοράς (Collins, 1996). Όπως φαίνεται από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, το µεγαλύτερο µέρος των ερευνών έχει επικεντρωθεί στη σχέση µεταξύ των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης και της αυτοεκτίµησης, της συναισθηµατικής δηλαδή πτυχής της αξιολόγησης της σηµαντικότητας του εαυτού, ενώ είναι περιορισµένος ο αριθµός των ερευνών που επικεντρώθηκαν στη διερεύνηση της σχέσης της προσκόλλησης µε τις επιµέρους αυτοαντιλήψεις, οι οποίες, σύµφωνα µε την Harter (1988) αποτελούν τις γνωστικές πλευρές της έννοιας του εαυτού, µε συγκεκριµένα περιγραφικά χαρακτηριστικά συγκεκριµένων ικανοτήτων και αντιλήψεων για τον εαυτό. Η σηµαντική και άρρηκτη σχέση µεταξύ της προσκόλλησης και των συναισθηµάτων είναι δοµικό στοιχείο της θεωρίας προσκόλλησης. Το σύστηµα προσκόλλησης ενεργοποιεί στρατηγικές ρύθµισης συναισθηµάτων µε στόχο τη λειτουργική ανταπόκρισή του σε κάποιο συναισθηµατικό ζήτηµα (Fuendelling, Kobak et al., Kobak & Sceery, Mikulincer & Shaver, Mikulincer et al., 2003). Τα ερευνητικά δεδοµένα τονίζουν κυρίως τη σχέση µεταξύ των µοντέλων προσκόλλησης και του αρνητικού συναισθήµατος, καθώς το σύστηµα προσκόλλησης πυροδοτείται από καταστάσεις που εγείρουν φόβο και ανασφάλεια, προκειµένου το άτοµο να ρυθµίσει µε λειτουργικό τρόπο τη συναισθηµατική του αντίδραση. Ευρήµατα ερευνών τονίζουν ότι τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης διαµεσολαβούν και διαµορφώνουν τα συναισθήµατα αυτοαξίας του ατόµου και το βαθµό ικανοποίησής του από τις προσωπικές του σχέσεις (Collins, Collins & Read, 1994). Τα ερευνητικά δεδοµένα µε σαφήνεια δείχνουν ότι τα άτοµα µε διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης διαφοροποιούνται ως προς τη ρύθµιση του συναισθήµατος (Mikulincer et al., Mikulincer & Shaver, 2003). Τα άτοµα µε ασφαλή τύπο προσκόλλησης χαρακτηρίζονται από υψηλό ποσοστό θετικού συναισθήµατος, ενώ τα άτοµα µε έµµονη και φοβική προσκόλληση χαρακτηρίζονται από υψηλό ποσοστό αρνητικού συναισθήµατος (Bartholomew, Kobak & Sceery, Mikulincer et al., Mikulincer & Orbach, 1995). Τέλος, τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση τείνουν να καταπιέζουν τα συναισθήµατά τους στη προσπάθειά τους να ρυθµίσουν το αρνητικό συναίσθηµα, χάνοντας ωστόσο και την ευεργετική δράση των θετικών συναισθηµάτων (Dozier & Kobak, Fraley & Shaver, 1997). Ωστόσο, το µεγαλύτερο µέρος των ερευνών εστιάζεται στη σύνδεση των µοντέλων προσκόλλησης µε τις συναισθηµατικές αντιδράσεις σε συγκεκριµένα γεγονότα και όχι µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα προς τον εαυτό (Mikulincer et al., 2003). Εποµένως, ως επόµενος στόχος της παρούσας έρευνας τίθεται η διερεύνηση της σχέσης µεταξύ των µοντέλων προσκόλλησης και του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος προς τον εαυτό, 110

113 -Στόχοι και υποθέσεις της έρευναςαναµένοντας τη διαφοροποίηση των διαφορετικών µοντέλων προσκόλλησης ως προς το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα. Η σχέση προσκόλλησης µε τους τρόπους διαχείρισης προβληµάτων που αφορούν τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις έχει υποστηριχθεί βιβλιογραφικά Από τη ανασκόπηση της βιβλιογραφίας προκύπτει η σαφής αλληλεπίδραση των µοντέλων προσκόλλησης και των στρατηγικών που υιοθετούνται για τη διαχείριση αγχογόνων καταστάσεων (Feeney, Mikulincer at al., Pereg & Mikulincer, Simpson et al., 1992). Τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση, τα οποία χαρακτηρίζονται από χαµηλά επίπεδα άγχους και αποφυγής, αναζητούν κοινωνική στήριξη προκειµένου να αντιµετωπίσουν τα προβλήµατα των στενών διαπροσωπικών σχέσεων καθώς τείνουν να παρουσιάζουν άνεση στη βοήθεια που δέχονται, θεωρώντας πως είναι διαθέσιµη και εκφράζοντας ευχαρίστηση για τη στήριξη που δέχονται από τους άλλους. Τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση, τα οποία χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα αποφυγής, ακολουθούν αποφευκτικούς τρόπους διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων και είναι λιγότερο πιθανόν, σε σύγκριση µε τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση, να αναζητήσουν υποστήριξη προκειµένου να αντιµετωπίσουν µια αγχογόνα κατάσταση (Mikulincer et al., Mikulincer & Florian, Mikulincer, Florian & Weller, Ognibebe & Collins, 1998). Τα άτοµα τα οποία χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα άγχους και ταξινοµούνται στους τύπους της έµµονης και φοβικής προσκόλλησης, τείνουν να επικεντρώνονται και ίσως να µεγιστοποιούν τις αρνητικές τους σκέψεις και τη συναισθηµατική κατάσταση, χρησιµοποιώντας πολλές φορές στρατηγικές οι οποίες αυξάνουν την ψυχολογική τους δυσφορία, αντί να τη µειώσουν (Mikulincer & Shaver, 2003). Συνεπώς, ως επόµενος στόχος τίθεται η επιβεβαίωση των παραπάνω ερευνητικών ευρηµάτων της σχέσης των προσκόλλησης µε τις στρατηγικές διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων οι οποίες αφορούν τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις. 3. Προβλεπτική αξία των µοντέλων προσκόλλησης για τις αυτο-αντιλήψεις, το συναίσθηµα και τους τρόπους αντιµετώπισης των αγχογόνων καταστάσεων Ένας τρίτος σηµαντικός στόχος της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνηθεί η επίδραση των ενεργών µοντέλων της προσκόλλησης στις αυτο-αντιλήψεις στο θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και στις στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων διαπροσωπικών καταστάσεων. Βασιζόµενοι αρχικά στο θεωρητικό µοντέλο της Collins (1996), διαφαίνεται ότι τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης είναι δοµές που απαρτίζονται από γνωστικά και συναισθηµατικά στοιχεία τα οποία δοµούνται µε διαφορετικό τρόπο µε συνέπεια οι ενήλικες να διαφέρουν σε σηµαντικό βαθµό µεταξύ τους ως προς την αντίληψη του εαυτού και του 111

114 -Στόχοι και υποθέσεις της έρευναςκοινωνικού κόσµου (Carnelley & Jannof-Bulman, Collins & Read, Feeney & Noller, 1990, Hazan & Shaver, 1987). Οι ατοµικές διαφορές που προκύπτουν στα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης φαίνεται να παίζουν πολύ σηµαντικό ρόλο στη διαµόρφωση των γνωστικών, συναισθηµατικών και συµπεριφορικών µοντέλων αντίδρασης. Ένας τρόπος διερεύνησης των ενδοπροσωπικών και διαπροσωπικών µηχανισµών της λειτουργίας των µοντέλων προσκόλλησης είναι η θεώρηση των ενεργών µοντέλων ως µέρος ενός ευρύτερου συστήµατος γνωστικών διαδικασιών και διαδικασιών κινήτρων το οποίο επιτρέπει στο άτοµο να ερµηνεύει τις κοινωνικές εµπειρίες µε τρόπο που να καλύπτουν τις προσωπικές του ανάγκες (Collins, 1996). Ένα βασικό θεωρητικό µοντέλο καταδεικνύει την επίδραση των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης στα πρότυπα των συναισθηµατικών γνωστικών και συµπεριφορικών αντιδράσεων του ατόµου (Collins, 1996). Οι Collins και Read (1994) υποστηρίζουν ότι µεταξύ της επίδρασης των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης και συµπεριφοράς διαµεσολαβούν η υποκειµενική ερµηνεία της εκάστοτε κατάστασης καθώς και η συναισθηµατική αντίδραση του ατόµου. Σύµφωνα µε το µοντέλο που προτάθηκε από την Collins (1996) τα ενεργά µοντέλα της προσκόλλησης είναι ένα σύστηµα προσβάσιµων γνωστικών δοµών το οποίο µπορεί αυτόµατα να ενεργοποιηθεί στη µνήµη ως αντίδραση σε γεγονότα σχετικά µε την προσκόλληση. Μόλις ενεργοποιηθεί, προβλέπεται να έχουν άµεση επίδραση στις γνωστικές και συναισθηµατικές αντιδράσεις του ατόµου, και αυτές προβλέπεται µε τη σειρά τους να έχουν ιεραρχικά δοµηµένες επιδράσεις µεταξύ τους. Τα αποτέλεσµα αυτών των επιδράσεων προβλέπεται ότι καθορίζουν την επιλογή της στρατηγικής συµπεριφοράς που θα ακολουθηθεί. Το µοντέλο αυτό αποτελεί ένα πολύ γενικό θεωρητικό πλαίσιο, µέσα στο οποίο κρίνεται σκόπιµο να διαλευκανθούν οι επιµέρους συνδέσεις, συναισθήµατος, γνωστικών λειτουργιών και συµπεριφοράς. Πιο πρόσφατα ερευνητικά δεδοµένα συνάδουν µε την άποψη ότι οι στρατηγικές που αφορούν την προσκόλληση είναι στην ουσία τους τεχνικές ρύθµισης των συναισθηµάτων και θα πρέπει να συµµετέχουν στη ρύθµιση των γνωστικών µοντέλων και συνεπώς στη διαµόρφωση των συµπεριφορικών τεχνικών (Niedenthal et al,, Pereg & Mikulincer, 2004). Το θεωρητικό πλαίσιο χρησιµοποιήθηκε ως έναυσµα διερεύνησης της επίδρασης των µοντέλων προσκόλλησης σε γνωστικές, συναισθηµατικές και συµπεριφορικές πτυχές του εαυτού. Ωστόσο, στην παρούσα έρευνα δεν διερευνήθηκαν οι συναισθηµατικές και οι γνωστικές αντιδράσεις του ατόµου στη διαδικασία επεξεργασίας κοινωνικών πληροφοριών, αλλά επικεντρωθήκαµε στις γνωστικές και συναισθηµατικές συνιστώσες του εαυτού, τις 112

115 -Στόχοι και υποθέσεις της έρευναςοποίες διερευνούµε θέλοντας να εξετάσουµε αν έχουν διαµεσολαβητικό ρόλο στη σχέση µεταξύ της προσκόλλησης και των συµπεριφορικών αντιδράσεων. Συγκεκριµένα, ως τρίτος βασικός στόχος της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνηθεί αν τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης ερµηνεύουν ως προβλεπτικοί παράγοντες τις αυτοαντιλήψεις, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και τους τρόπους διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων. Καθώς τα µοντέλα προσκόλλησης αποτελούν πρώτιστα, σύµφωνα µε το θεωρητικό υπόβαθρο της προσκόλλησης και τα σχετικά ερευνητικά ευρήµατα, στρατηγικές ρύθµισης του συναισθήµατος, διερευνήθηκε αρχικά ο διαµεσολαβητικός ρόλος του συναισθήµατος στην πιθανή σχέση προσκόλλησης και αυτο-αντιλήψεων. Επίσης, διερευνήθηκε ο πιθανός διαµεσολαβητικός ρόλος των αυτο-αντιλήψεων και του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος προς τον εαυτό, στη σχέση µεταξύ προσκόλλησης και τρόπων διαχείρισης προβληµάτων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. 4. Στόχοι και υποθέσεις της παρούσας έρευνας Μέσα από την ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας, προέκυψαν οι παρακάτω στόχοι και υποθέσεις τις οποίες θα επιχειρήσει να διερευνήσει η παρούσα έρευνα. (1) Ως πρωταρχικός στόχος τέθηκε η διερεύνηση της ενδοπροσωπικής διαφοροποίησης των µοντέλων προσκόλλησης προς τις συγκεκριµένες σχέσεις και των σφαιρικών µοντέλων προσκόλλησης, ως προς συγκεκριµένες σχέσεις προς τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, καθώς και γενικά προς τους άλλους, ανεξάρτητα από το πλαίσιο συγκεκριµένων σχέσεων. (2) Ο δεύτερος σηµαντικός στόχος της παρούσας έρευνας ήταν να επιχειρήσει να µελετήσει τη σχέση των διαφορετικών µοντέλων προσκόλλησης µε τις γνωστικές και συναισθηµατικές πτυχές του εαυτού καθώς και µε τις συµπεριφορικές τεχνικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων στενών διαπροσωπικών σχέσεων προς τους γονείς, τους φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. (3) Ένας τρίτος σηµαντικός στόχος της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνηθεί η προβλεπτική αξία των µοντέλων προσκόλλησης στις γνωστικές, συναισθηµατικές και συµπεριφορικές πτυχές του εαυτού. Συγκεκριµένα τέθηκαν ως επιµέρους στόχοι (α) ο προβλεπτικός ρόλος των ενεργών µοντέλων της προσκόλλησης στις αυτο-αντιλήψεις των πτυχών του εαυτού, στο θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και στις στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων διαπροσωπικών καταστάσεων, (β) ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στην πιθανή σχέση µεταξύ της προσκόλλησης και των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων και (γ) ο διαµεσολαβητικός ρόλος των αυτο-αντιλήψεων, του θετικού και του αρνητικού 113

116 -Στόχοι και υποθέσεις της έρευναςσυναισθήµατος στην πιθανή σχέση µεταξύ της προσκόλλησης και των συµπεριφορικών τεχνικών διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Τέλος, εξετάστηκαν οι διαφορές µεταξύ των τριών οµάδων ηλικίας των συµµετεχόντων, της ύστερης εφηβικής ηλικίας (18-20 χρονών), της πρώτης ενήλικης ζωής (21-22 χρονών) και της κυρίως ενήλικης ζωής (22-25 χρονών) ως προς τις εξεταζόµενες µεταβλητές της έρευνας. Τα βιβλιογραφικά δεδοµένα υποστηρίζουν ότι στις µεγαλύτερες ηλικίες συναντούµε µεγαλύτερα ποσοστά ασφαλούς και απορριπτικής προσκόλλησης και υψηλότερα επίπεδα αποφυγής, πιθανώς ως συνέπεια διαδικασίας ωρίµανσης και ίσως πιο λειτουργικής ρύθµισης συναισθηµάτων (Batles & Batles, Carstensen, Isaacowitz & Charles, Kafetsios, 2002, Mickelson, Kessler & Shaver, Zhang & Labouvie-Vief, 2004), αλλά και θετικότερου µοντέλου του εαυτού, καθώς τα ερευνητικά δεδοµένα υποστηρίζουν την αύξηση της αυτοεκτίµησης και των θετικότερων αυτοαντιλήψεων των πτυχών της έννοιας του εαυτού µε το πέρασµα της ηλικίας (Charles, Reynolds & Gatz Davila, Burge, & Hammen, Kafetsios, Mickelson et al., Robins et al., Zhang & Labouvie-Vief, 2004). Πιο συγκεκριµένα, οι υποθέσεις της παρούσας έρευνας διαµορφώνονται ως εξής: Υπόθεση 1 η : Το σφαιρικό µοντέλο προσκόλλησης διαφοροποιείται από τα συγκεκριµένα µοντέλα προσκόλλησης προς τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις µε τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Υπόθεση 2 η : Τα συγκεκριµένα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης προς τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις µε τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους διαφοροποιούνται µεταξύ τους, απεικονίζοντας ατοµικές διαφορές και διαφορές χαρακτηριστικών των σχέσεων. Αναµένεται επίσης η διάσταση του άγχους να παρουσιάζει µεγαλύτερη σταθερότητα µεταξύ των διαφορετικών στενών σχέσεων σε σύγκριση µε τη διάσταση της αποφυγής. Υπόθεση 3 η : Τα άτοµα τα οποία διαθέτουν ενεργά µοντέλα προσκόλλησης, τα οποία εµπεριέχουν θετικό µοντέλο του εαυτού και συνεπώς ταξινοµούνται στον ασφαλή και απορριπτικό τύπο προσκόλλησης, αναµένεται να έχουν θετικές αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του εαυτού, υψηλό ποσοστό θετικού συναισθήµατος και χαµηλό ποσοστό αρνητικού συναισθήµατος. Από την άλλη πλευρά, τα άτοµα τα οποία διαθέτουν ενεργά 114

117 -Στόχοι και υποθέσεις της έρευνας- µοντέλα τα οποία εµπεριέχουν αρνητικό µοντέλο του εαυτού και συνεπώς ταξινοµούνται στον έµµονο και φοβικό τύπο προσκόλλησης, αναµένεται να έχουν αρνητικές αυτοαντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του εαυτού, χαµηλό ποσοστό θετικού συναισθήµατος και υψηλό ποσοστό αρνητικού συναισθήµατος. Υπόθεση 4 η : Τα άτοµα µε διαφορετικά µοντέλα προσκόλλησης αναµένεται να υιοθετούν διαφορετικούς τρόπους διαχείρισης των στενών διαπροσωπικών προβληµάτων, προκειµένου να µετριάσουν την ψυχολογική δυσφορία και να διαχειριστούν µια δύσκολη κατάσταση αναφορικά µε τις στενές διαπροσωπικές τους σχέσεις. Υπόθεση 5 η : Το µοντέλο προσκόλλησης συνδέεται και ερµηνεύει ως προβλεπτικός παράγοντας τις αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του εαυτού καθώς και τις γενικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς (5 α ), το θετικό και κυρίως το αρνητικό συναίσθηµα(5 β ) καθώς και τους τρόπους αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων (5 γ ). Υπόθεση 6 η : Το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα διαµεσολαβούν στη πιθανή σχέση µεταξύ του ενεργού µοντέλου προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και των αυτο-αντιλήψεων των επιµέρους πτυχών και των γενικών αυτο-αντιλήψεων της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. Υπόθεση 7 η : Το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και οι αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του εαυτού, διαµεσολαβούν στη πιθανή σχέση µεταξύ του ενεργού µοντέλου προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και των τρόπων αντιµετώπισης των αγχογόνων καταστάσεων οι οποίες αφορούν τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Υπόθεση 8 η : Τα άτοµα µεγαλύτερης ηλικίας αναµένεται να έχουν µεγαλύτερο ποσοστό ασφαλούς και απορριπτικής προσκόλλησης σε σχέση µε τα άτοµα µικρότερης ηλικίας (8 α ). Τα άτοµα µικρότερης ηλικίας αναµένεται να έχουν µεγαλύτερο ποσοστό έµµονης και φοβικής προσκόλλησης σε σύγκριση µε τα άτοµα µεγαλύτερης ηλικίας (8 β ). Αναµένεται επίσης τα άτοµα µεγαλύτερης ηλικίας να έχουν θετικότερες αυτο-αντιλήψεις, υψηλότερο επίπεδο θετικού συναισθήµατος και χαµηλότερο επίπεδο αρνητικού συναισθήµατος, καθώς 115

118 -Στόχοι και υποθέσεις της έρευναςεπίσης να χρησιµοποιούν διαφορετικούς τρόπους αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, σε σύγκριση µε τα άτοµα µικρότερης ηλικίας (8 γ ). Πέρα από τις βασικές υποθέσεις της έρευνας, εξετάστηκαν οι διαφορές φύλου ως προς τη σχέση προσκόλλησης και ως προς τις εξεταζόµενες µεταβλητές των αυτοαντιλήψεων, του συναισθήµατος και των στρατηγηκών αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων. Σύµφωνα µε τα βιβλιογραφικά δεδοµένα, οι άντρες χαρακτηρίζονται σε µεγαλύτερο βαθµό από ασφαλή ή απορριπτικό τύπο προσκόλλησης, ενώ οι γυναίκες χαρακτηρίζονται σε µεγαλύτερο βαθµό κυρίως από φοβικό αλλά και έµµονο τύπο προσκόλλησης (Bartholomew & Horowitz, Brennan, Clark & Shaver, Kirkpatrick & Davis, Schafe & Bartholomew, 1994). Συνεπώς, αναµένεται οι γυναίκες να έχουν υψηλότερο ποσοστό άγχους και συνεπώς πιο αρνητικό µοντέλο εαυτού σε σύγκριση µε τους άντρες, ενώ οι άντρες αναµένεται να έχουν υψηλότερα επίπεδα αποφυγής και συνεπώς πιο αρνητικό µοντέλο του άλλου, σε σύγκριση µε τις γυναίκες. Επιπλέον, οι γυναίκες αναµένεται να έχουν πιο αρνητικές αυτο-αντιλήψεις, υψηλότερο επίπεδο αρνητικού συναισθήµατος και χαµηλότερο επίπεδο θετικού συναισθήµατος, καθώς επίσης να χρησιµοποιούν διαφορετικούς τρόπους αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, σε σύγκριση µε τους άντρες. 116

119 -Μεθοδολογία- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ 1. Συµµετέχοντες Στην παρούσα έρευνα συµµετείχαν 460 νεαρά άτοµα, 251 γυναίκες και 209 άντρες ηλικίας χρονών (βλέπε Σχήµα Α και Β, Παράρτηµα Ι). Η ηλικία των συµµετεχόντων εκτείνεται από τα χρόνια της ύστερης εφηβικής ηλικίας έως τα χρόνια της πρώτης νεότητας και, προκειµένου να διερευνηθούν οι ηλικιακές διαφορές ως προς τις µεταβλητές που εξετάζονται, οι συµµετέχοντες διακρίθηκαν σε τρεις ηλικιακές οµάδες της ύστερης εφηβικής ηλικίας, 18 έως 20 χρονών, της πρώτης νεανικής ηλικίας, 20 έως 21 χρονών και της κυρίως ενήλικης ζωής, 23 έως 25 χρονών, προκειµένου να διαφανούν οι εξελικτικές διαφορές των νεαρών ατόµων από το πέρασµα της ύστερης εφηβικής ηλικίας στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής. Στον Πίνακα 1 δίνεται η κατανοµή του φύλου ανά οµάδα ηλικίας. Πίνακας 1 Κατανοµή των συµµετεχόντων ως προς την ηλικία και το φύλο Φύλο Ηλικία Σύνολο Άντρες Γυναίκες Σύνολο Επιλογή ηλικίας των συµµετεχόντων Η παρούσα έρευνα αφορά άτοµα ύστερης εφηβικής ηλικίας και πρώτης ενήλικης ζωής, ηλικίας χρονών, µε µέσο όρο ηλικίας τα 21,25 χρόνια (Τ.Α.: 1.98). Επιλέξαµε να διερευνήσουµε τα πολλαπλά µοντέλα προσκόλλησης σε αυτό το φάσµα ηλικίας, διότι η πρώτη νεότητα αποτελεί µια σηµαντική περίοδο, της οποίας τα πρώτα χρόνια χαρακτηρίζονται ως παρατεταµένη εφηβεία κυρίως λόγω σύγχρονων κοινωνικών παραγόντων διαµονής µε την πατρική οικογένεια, οικονοµικής εξάρτησης και συνέχισης των σπουδών. Θεωρούµε, βάσει της ανασκόπησης της σχετικής βιβλιογραφίας, ότι κατά τα πρώτα χρόνια ύστερης εφηβείας και της πρώτης νεότητας συνεχίζουν να παραµένουν, έχοντας ιδιαίτερη σηµαντικότητα οι σχέσεις προσκόλλησης προς τους γονείς, καθώς αποκτούν αυξανόµενη σηµαντικότητα οι σχέσεις προσκόλλησης προς τους συνοµηλίκους, τους στενούς φίλους και κυρίως προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Bretherton & Munholland., Helsen et al., 2000). Ένας από τους στόχους της έρευνας ήταν να διερευνηθούν οι διαφορές µεταξύ των νεαρών ατόµων διαφορετικής ηλικιακής οµάδας, συγκεκριµένα της ύστερης 117

120 -Μεθοδολογίαεφηβικής ηλικίας, χρονών, της πρώτης νεανικής ηλικίας, χρονών και της κυρίως νεανικής ηλικίας, χρονών, αναµένοντας να υπάρχουν διαφοροποιήσεις µεταξύ αυτών των τριών οµάδων, καθώς πολλά δεδοµένα ερευνών υποστηρίζουν την αλλαγή των µοντέλων προσκόλλησης µε το πέρασµα της ηλικίας Ιδιότητα συµµετεχόντων Στην παρούσα έρευνα συµµετείχαν κατά κύριο λόγο σπουδαστές των Ινστιτούτων Επαγγελµατικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.), στις ειδικότητες της Προσχολικής Αγωγής, Πληροφορικής, Αισθητικής, στις πόλεις της Θεσσαλονίκης, Κοζάνης, Πολυγύρου και Σίνδου. Επίσης συµµετείχαν φοιτητές του Τµηµάτων Φυσικοθεραπείας και Ηλεκτρονικής του Τεχνολογικού Ιδρύµατος της Σίνδου (ΤΕ.Ι.) και σε ένα πολύ µικρό ποσοστό εργαζόµενοι. Οι συµµετέχοντες της παρούσας έρευνας επιλέχθηκαν µε βασικό κριτήριο την ενεργό συµµετοχή τους στην εκπαιδευτική πράξη, σε διαφορετικές ειδικότητες, προκειµένου να διερευνήσουµε την ακαδηµαϊκή/εργασιακή αυτο-αντίληψη, η οποία αποτελεί βασική παράµετρο της παρούσας έρευνας. Η κατανοµή των συµµετεχόντων ως προς την ιδιότητά τους παρουσιάζεται στον Πίνακα 2: Πίνακας 2 Κατανοµή συµµετεχόντων ως προς την επαγγελµατική τους ιδιότητα Συµµετέχοντες Ν Α Γ % Σπουδαστής/στρια Φοιτητής/τρια Εργαζόµενος/η Άνεργος/η Σύνολο % Σηµείωση: Α = Άντρας, Γ = Γυναίκα 1.3. Τόπος διαµονής Από τους 460 συµµετέχοντες, οι 216 διαµένουν στη Θεσσαλονίκη, οι 130 σε κάποια άλλη πόλη της Ελλάδας, 80 άτοµα διαµένουν σε χωριό, 15 άτοµα στην Αθήνα και 11 άτοµα στο εξωτερικό. Πέντε συµµετέχοντες δεν έδωσαν την πληροφορία του τόπου διαµονής. Η κατανοµή και το ποσοστό των συµµετεχόντων ως προς τον τόπο διαµονής παρουσιάζονται στον Πίνακα 3: Πίνακας 3 Τόπος διαµονής συµµετεχόντων Τόπος ιαµονής Ν Α Γ % Αθήνα

121 -Μεθοδολογία- Θεσσαλονίκη Άλλη Πόλη Χωριό Εξωτερικό Σύνολο % Σηµείωση: Α = Άντρας, Γ = Γυναίκα 1.4. Μορφωτικό και επαγγελµατικό επίπεδο γονέων Το κοινωνικοοικονοµικό επίπεδο των συµµετεχόντων εκτιµήθηκε βάσει του επαγγέλµατος και του µορφωτικού επιπέδου των γονέων (Πίνακες 4-5). Το επάγγελµα των γονέων δεν εντάχθηκε σε αναλυτικές κατηγορίες, παρά µόνο σε γενικές κατηγορίες για το λόγο ότι το κοινωνικοοικονοµικό επίπεδο των συµµετεχόντων δεν αποτελεί βασική µεταβλητή της παρούσας έρευνας. Από την κατανοµή της συχνότητας των επαγγελµάτων φαίνεται ότι το κοινωνικοοικονοµικό επίπεδο του δείγµατος είναι µεσαίο. Αναφορικά µε τη µητέρα, το µεγαλύτερο ποσοστό συγκεντρώνει η κατηγορία «οικιακά/άνεργη» (51.3), ενώ η δεύτερη υψηλότερη κατηγορία είναι «υπάλληλος/ελεύθερη επαγγελµατίας» (44.4%). Αναφορικά µε το επάγγελµα του πατέρα, η κατηγορία «υπάλληλος/ελεύθερος επαγγελµατίας» (87.5%) συγκεντρώνει το µεγαλύτερο ποσοστό µε σηµαντική διαφορά προς τις λοιπές κατηγορίες. Πίνακας 4 Επαγγελµατικό επίπεδο γονέων Κατηγορίες Μητέρα Πατέρας Ν % Ν % Οικιακά/Άνεργος Αγρότης/Εργάτης Υπάλληλος/Ελ. Επαγγελµατίας Επιστήµονας Σύνολο % 100% Αναφορικά µε το µορφωτικό επίπεδο των γονέων, τα ποσοστά κατανοµής της συχνότητας δείχνουν πως εντάσσεται στην κατηγορία του χαµηλού µορφωτικού επιπέδου. Αναφορικά µε το µορφωτικό επίπεδο της µητέρας, το µεγαλύτερο ποσοστό συγκεντρώνεται στη κατηγορία «Λύκειο» (32.2%), ενώ για τον πατέρα το µεγαλύτερο ποσοστό συγκεντρώνει η κατηγορία «δηµοτικό» (25.9%), ενώ µε µικρή διαφορά έπεται η κατηγορία «τεχνική σχολή» (24.8%). Συνδυάζοντας τα δεδοµένα της κατανοµής του επαγγέλµατος και του µορφωτικού επιπέδου των γονέων, θα µπορούσαµε να συµπεράνουµε ότι το δείγµα της παρούσας έρευνας εντάσσεται σε µεσαίο προς χαµηλό κοινωνικοοικονοµικό επίπεδο. 119

122 -Μεθοδολογία- Πίνακας 5 Μορφωτικό επίπεδο γονέων Κατηγορίες Μητέρα Πατέρας Ν % Ν % ηµοτικό Γυµνάσιο Λύκειο Τεχνική Σχολή Πανεπιστήµιο Μεταπτυχιακές Σπουδές Σύνολο % % 1.5. Οικογενειακή Κατάσταση Συµµετεχόντων Σχετικά µε την οικογενειακή κατάσταση των συµµετεχόντων, η κατανοµή της συχνότητας στις κατηγορίες επαγγελµατικής κατάστασης δείχνει πως τα µεγαλύτερα ποσοστά εντάσσονται στις κατηγορίες «ελεύθερος/η» (47.3) και «µε σχέση» (45.2%). Αυτές είναι οι δύο βασικές κατηγορίες οικογενειακής κατάστασης του δείγµατος, ενώ είναι πολύ µικρότερα τα ποσοστά των συµµετεχόντων που δηλώνουν πως έχουν χωρίσει, συζούν, και έχουν παντρευτεί (Πίνακας 6). Πίνακας 6 Οικογενειακή κατάσταση συµµετεχόντων Οικογενειακή κατάσταση Ν % Ελεύθερος/η Με σχέση Χωρισµένος/η 2.4 Από κοινού συµβίωση Παντρεµένος/η Σύνολο Ζεστές διαπροσωπικές σχέσεις Ένα ακόµα στοιχείο που συλλέχθηκε σχετικά µε τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις των συµµετεχόντων αφορούσε την αξιολόγηση της σηµαντικότητας των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Ζητήθηκε από τους συµµετέχοντες να σηµειώσουν µε ποιο άτοµο έχουν την πιο ζεστή σχέση, χωρίς να δοθεί ο περιορισµός της επιλογής µόνο ενός προσώπου. Χρησιµοποιήθηκε ο χαρακτηρισµός «ζεστή», προκειµένου να χαρακτηριστεί µια σχέση που παρέχει ανακούφιση και ασφάλεια, σαν µια ζεστή αγκαλιά. Σύµφωνα µε την Ainsworth (1991), η ασφάλεια και η ανακούφιση που παρέχεται στα πλαίσια µιας σχέσης είναι το βασικό διακριτικό χαρακτηριστικό των σχέσεων προσκόλλησης. Επίσης, ο χαρακτηρισµός 120

123 -Μεθοδολογία- αυτός αποδόθηκε από συνοµηλίκους προς τα άτοµα εκείνα που χαρακτηρίζονται από ασφαλή προσκόλληση, υψηλή αυτοεκτίµηση και υψηλά επίπεδα προσαρµογής (Bartholomew & Horowitz, 1991). Ως προς το χαρακτηρισµό της πιο ζεστής σχέσης, το µεγαλύτερο ποσοστό συγκεντρώνεται αρχικά στη σχέση προς τον/την ερωτικό/ή σύντροφο (35.2%) και στη συνέχεια στη σχέση προς τους φίλους (30.5%), επιβεβαιώνοντας τον προεξέχοντα ρόλο των σχέσεων µε τους συνοµηλίκους κατά την ύστερη εφηβική ηλικία και την πρώτη νεότητα (Allen & Land, Carlo, Fabes, Laible & Kupanoff, Fraley & Davis, 1997). Επίσης τα ποσοστά δείχνουν ότι οι συµµετέχοντες σε διπλάσιο βαθµό αναφέρουν πως έχουν ζεστή σχέση µε τη µητέρα, παρά µε τον πατέρα, συµφωνώντας µε το εύρηµα του Freeman (1997), ότι από τους δύο γονείς οι έφηβοι κατονοµάζουν ως πρωταρχικό πρόσωπο ασφαλούς προσκόλλησης τη µητέρα. Τα ποσοστά των απαντήσεων προς όλες τις διαπροσωπικές σχέσεις παρουσιάζονται στον Πίνακα 7. Πίνακας 7 Ζεστές διαπροσωπικές σχέσεις Σχέσεις Ν % Ζεστή σχέση προς τη µητέρα Ζεστή σχέση προς τον πατέρα Ζεστή σχέση προς τα αδέρφια Ζεστή σχέση προς τους φίλους Ζεστή σχέση προς τον/την ερωτικό/ή σύντροφο Ζεστή σχέση προς κανένα Ζεστή σχέση προς κάποιον άλλο Ν = Ερωτική σχέση και ικανοποίηση Το δείγµα της παρούσας έρευνας αποτελείται από 267 (58%) συµµετέχοντες που είχαν ερωτική σχέση και από 186 (41.1%) συµµετέχοντες που δεν είχαν ερωτική σχέση κατά τη χρονική στιγµή της διεξαγωγής της έρευνας. Οι συµµετέχοντες που είχαν ερωτική σχέση δήλωσαν στην πλειοψηφία τους (86.4%) πως είναι ικανοποιηµένοι αρκετά, έως σε µεγάλο βαθµό από την ερωτική τους σχέση. Συγκεκριµένα, 113 (43.8%) συµµετέχοντες δήλωσαν πως είναι ικανοποιηµένοι σε µεγάλο βαθµό, 110 (42.6%) δήλωσαν πως είναι αρκετά ικανοποιηµένοι, 28 (10.9%) άτοµα δήλωσαν ικανοποίηση σε µικρό βαθµό, και τέλος 7 (2.7%) άτοµα δήλωσαν πως δεν είναι ικανοποιηµένα. Ωστόσο τα ποσοστά διαφοροποιούνται όταν οι 121

124 -Μεθοδολογίασυµµετέχοντες καλούνται να δηλώσουν αν έχουν ζεστή σχέση µε τον/την ερωτικό/ή τους σύντροφο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι, παρά το υψηλό ποσοστό των ατόµων που δηλώνει ικανοποίηση από τη σχέση µε τον/την σύντροφό του, τα άτοµα µε ερωτική σχέση χαρακτηρίζουν σε µικρότερο βαθµό την ερωτική τους σχέση ως ζεστή. Φαίνεται πως 171 (54.9%) άτοµα δηλώνουν πως έχουν ζεστή ερωτική σχέση µε τον/τη σύντροφό τους, ενώ 140 (45.1%) άτοµα δηλώνουν πως έχουν ερωτική σχέση την οποία δε χαρακτηρίζουν ζεστή (βλ. Σχήµα Γ Παραρτήµατος Ι) Χαρακτηρισµός προηγούµενης σχέσης Μια ανοιχτή ερώτηση του ερωτηµατολογίου αφορούσε το χαρακτηρισµό της προηγούµενης ερωτικής σχέσης των συµµετεχόντων. Ουσιαστικά ζητήθηκε από τους συµµετέχοντες να περιγράψουν την προηγούµενη σχέση τους έτσι ώστε να διερευνηθεί αν οι θετικοί και αρνητικοί χαρακτηρισµοί τους συνδέονται µε τους τύπους προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Η προηγούµενη σχέση συνοδεύεται και από το βίωµα ενός χωρισµού και της απώλειας ενός ατόµου, συνεπώς είναι ενδιαφέρον να διερευνηθεί αν οι συµµετέχοντες επικεντρώνονται στα θετικά ή στα αρνητικά χαρακτηριστικά της προηγούµενης σχέσης. Κατηγοριοποιώντας τις απαντήσεις που δόθηκαν βάσει ανάλυσης του περιεχοµένου τους προέκυψαν 19 κατηγορίες που φαίνονται στον Πίνακα 8. Πίνακας 8 Κατηγορίες των απαντήσεων που δόθηκαν στην ερώτηση «πως θα χαρακτηρίζατε την προηγούµενη σχέση σας» Κατηγορίες απαντήσεων Συχνότητα Ποσοστό Έντονος θετικός χαρακτηρισµός ("η καλύτερη της ζωής µου) 14 3,0% Πολύ καλή (επιτυχηµένη, γεµάτη αγάπη, ικανοποιητική, πολύ όµορφη) 31 6,7% Αρκετά καλή 18 3,9% Καλή (ευχάριστη) 45 9,8% Μέτρια 9 2,0% Αποτυχία, λάθος 24 5,2% Ανώριµη, επιπόλαια 31 6,7% Άσχηµη (χάλια, απαίσια) 28 6,1% Κενή, ανούσια, (άσκοπη, βαρετή, αδιάφορη) 41 8,9% Αντιφατική απάντηση (συνδυασµός θετικού και αρνητικού 25 5,4% χαρακτηρισµού) Όχι τόσο καλή (ανεπαρκής) 20 4,3% Καθόλου η σε πολύ µικρό βαθµό ικανοποιητική 12 2,6% Έντονος αρνητικός χαρακτηρισµός (ολέθρια, καταστροφική, Βασανιστική, ολέθρια) ,5%

125 -Μεθοδολογία- Χρονικός περιορισµός σχέσης λόγω απόστασης ή διάρκειας 12 2,6% Μονόπλευρη 6 1,3% Άλλο (παράλληλη, περίεργη, πλατωνική, ιδιαίτερη, παράνοµη) 22 4,8% εν υπήρξε προηγούµενη σχέση 10 2,2% εν απαντώ 64 13,9% Σύνολο % Προκειµένου να διερευνήσουµε τη σύνδεση των κατηγοριών χαρακτηρισµού της προηγούµενης σχέσης µε τις υπόλοιπες µεταβλητές, οµαδοποιήσαµε τις απαντήσεις των συµµετεχόντων σε ευρύτερες και περισσότερο γενικές κατηγορίες έτσι ώστε η κάθε κατηγορία να περιέχει επαρκή αριθµό ατόµων για τις περαιτέρω στατιστικές αναλύσεις. Λαµβάνοντας υπόψη τη διατήρηση πληροφοριών και την αποφυγή υπεργενίκευσης, προέκυψαν τελικά οι ακόλουθες έντεκα κατηγορίες χαρακτηρισµού της προηγούµενης σχέσης: Πίνακας 9 Τελικές κατηγορίες των απαντήσεων που δόθηκαν στην ερώτηση «πως θα χαρακτηρίζατε την προηγούµενη σχέση σας» Κατηγορίες απαντήσεων Συχνότητα Ποσοστό Πάρα πολύ καλή (τέλεια, άψογη, ιδανική), έντονος θετικός % χαρακτηρισµός("η καλύτερη της ζωής µου") Πολύ καλή (επιτυχηµένη, γεµάτη αγάπη, ικανοποιητική, 49 10,7% πολύ όµορφη) έως αρκετά καλή Καλή (ευχάριστη), µέτρια 54 11,7% Αποτυχία, λάθος, % Έντονος αρνητικός χαρακτηρισµός (ολέθρια, % καταστροφική, βασανιστική, αναστατωµένη, επίπονη), άσχηµη (χάλια, απαίσια) Ανώριµη, επιπόλαια 31 6,7% Κενή, ανούσια, (άσκοπη, βαρετή, αδιάφορη) 41 8,9% Αντιφατική απάντηση (συνδυασµός θετικού και αρνητικού 25 5,4% χαρακτηρισµού) Καθόλου ή σε πολύ µικρό βαθµό ικανοποιητική % Άλλο (παράλληλη, περίεργη, πλατωνική, ιδιαίτερη, 40 8,7% παράνοµη, ερωτική, στιγµατική), χρονικός περιορισµός σχέσης λόγω απόστασης ή διάρκειας, µονόπλευρη εν απάντησε, εν υπήρξε προηγούµενη σχέση 74 16,1% Σύνολο % 1.9. Συναισθηµατική διάθεση των συµµετεχόντων κατά τη διεξαγωγή της έρευνας Πριν από τη χορήγηση των βασικών ερωτηµατολογίων της έρευνας, ζητήθηκε από τους συµµετέχοντες να διαβαθµίσουν σε µια πεντάβαθµη κλίµακα που εκτείνεται από το χαρακτηρισµό «καθόλου» έως «πάρα πολύ», έξι χαρακτηρισµούς συναισθηµατικής 123

126 -Μεθοδολογία- κατάστασης στην οποία βρίσκονται κατά τη στιγµή συµπλήρωσης των ερωτηµατολογίων, προκειµένου να σφυγµοµετρηθεί η συναισθηµατική διάθεσή τους κατά τη χρονική στιγµή της διεξαγωγής της έρευνας. Οι χαρακτηρισµοί που χρησιµοποιήθηκαν επιλέχθηκαν από αντίστοιχα ερωτηµατολόγια εκτίµησης της συναισθηµατικής κατάστασης (Kafetsios & Nezleck, 2002). Από τους έξι χαρακτηρισµούς οι τρεις αντανακλούν θετικά συναισθήµατα διάθεσης, ενώ οι υπόλοιποι τρεις απεικονίζουν συναισθήµατα αρνητικής διάθεσης. Οι µέσοι όροι των απαντήσεων επιβεβαιώνουν πως οι συµµετέχοντες διακατέχονταν από µια µάλλον ήρεµη και θετική διάθεση, καθώς οι τρεις θετικοί χαρακτηρισµοί βρίσκονταν πάνω από τη µέση τιµή της κλίµακας (2.5), ενώ οι αρνητικοί χαρακτηρισµοί βρίσκονταν κάτω από τη µέση τιµή (Πίνακας 10). ιαφαίνεται πως οι συµµετέχοντες αναφέρουν ότι σε µεγαλύτερο βαθµό νιώθουν ήρεµοι, και σε µικρότερο βαθµό νιώθουν θυµωµένοι. ιασφαλίζεται πως οι συµµετέχοντες διακατέχονται από µια θετική συναισθηµατική κατάσταση, η οποία προάγει την αδιάσπαστη συµµετοχή τους στην έρευνα και πιθανώς µε αυτό τον τρόπο συµβάλλει στην αξιοπιστία των αποτελεσµάτων. Πίνακας 10 Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις των χαρακτηρισµών της συναισθηµατικής διάθεσης Χαρακτηρισµοί Μ.Ο. Τ.Α. Ήρεµος/ η Θυµωµένος/ η Νευρικός/ η Χαρούµενος/ η Ακµαίος/ α Πικραµένος/ η Ν= Μέθοδος συλλογής δεδοµένων Η µέθοδος που επιλέχθηκε για τη διερεύνηση των στόχων της έρευνας ήταν οι αυτοαναφορές µέσω ερωτηµατολογίων. Τα µοντέλα της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή έχουν εκτιµηθεί κυρίως µέσω µετρήσεων αυτοαναφοράς, οι οποίες θεωρείται πως εκτιµούν τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης κατά την παρούσα χρονική στιγµή της ζωής του ατόµου και όχι αναδροµικά (Furman & Flanagan, Shaver, Belsky & Brennan, 2000). Αντίθετα, οι αναπαραστάσεις των ενηλίκων που αφορούν τα πρόσωπα προσκόλλησης κατά την παιδική ηλικία συνήθως αξιολογούνται µέσω συνεντεύξεων οι οποίες αποτελούν µια πιο έµµεση µέθοδο µε βασικό στόχο να «εκπλήξει» το υποσυνείδητο ώστε να εκτιµηθούν τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης της παιδικής ηλικίας (πχ. Adult Attachment Interviw, AAI, 124

127 -Μεθοδολογία- Main & Goldwyn, 1994). Φαίνεται πως οι διαφορετικές µέθοδοι είναι συµπληρωµατικές µεταξύ τους, αξιολογώντας διαφορετικά σηµαντικά συστατικά της προσκόλλησης µέσα στο ευρύ δίκτυο των ενεργών µοντέλων που έχει το κάθε άτοµο (Collins & Read, 1994). Η µέθοδος των ερωτηµατολογίων αυτοαναφοράς επιλέχθηκε κυρίως µε κριτήριο το πλεονέκτηµα που διαθέτει να παρέχει ένα σηµαντικό αριθµό δεδοµένων µε µικρό κόστος χρόνου. Επίσης συνέπλεε µε το στόχο της έρευνας να εκτιµηθούν τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης κατά την παρούσα χρονική στιγµή της διεξαγωγής της έρευνας και όχι αναδροµικά. 3. ιαδικασία Τα ερωτηµατολόγια δόθηκαν κατά τη διάρκεια µιας ακαδηµαϊκής ώρας, µε την παρουσία της ερευνήτριας, µετά από την παρουσίαση του ερωτηµατολογίου και τις απαραίτητες διασαφηνίσεις για τη σωστή συµπλήρωση των ερωτηµατολογίων. Η βασική σύσταση προς τους συµµετέχοντες ήταν να δώσουν τις απαντήσεις τους µε ειλικρίνεια και αυθόρµητα ενώ παράλληλα παρακινήθηκαν να µη διστάσουν να ρωτήσουν ο,τιδήποτε είναι δυσνόητο για αυτούς. Τα ερωτηµατολόγια δόθηκαν µε διαφορετική σειρά στους συµµετέχοντες, προκειµένου να αρθεί η πιθανότητα προκατάληψης. 4. Εργαλεία µέτρησης Προκειµένου να διερευνηθούν οι υποθέσεις της παρούσας έρευνας, χρησιµοποιήθηκαν τα παρακάτω ερωτηµατολόγια αυτοαναφοράς, τα oποία αφορούν την έννοια του εαυτού (Tenessee Self Concept Scale, Fitts & Warren, 1996), το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα (PANAS, Watson, Clark & Tellegen, 1988), την προσκόλληση προς τους γονείς (RQ, Bartholomew & Horowitz, 1991), την προσκόλληση προς τους στενούς φίλους (RQ, Bartholomew & Horowitz, 1991), την προσκόλληση προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους (ECR, Brennan, Clark & Shaver, 1998), την προσκόλληση προς τους άλλους γενικά (RQ, Griffin & Bartholomew, 1994a), και τέλος τη διαχείριση αγχογόνων καταστάσεων που αφορούν στενές διαπροσωπικές σχέσεις (COPE, Carver, Scheier & Weintraub, 1989, Προοσαρµογή Π. Ρούσση, 2001). Από τα ερωτηµατολόγια που χρησιµοποιήθηκαν, µόνο το ερωτηµατολόγιο COPE, το οποίο αφορά τη διαχείριση αχογόνων καταστάσεων, έχει προσαρµοστεί στον ελληνικό πληθυσµό (Ρούσση, 2001). Για την ελληνική απόδοση των υπόλοιπων ερωτηµατολογίων που χρησιµοποιήθηκαν ως µέσα για τον έλεγχο των υποθέσεων της παρούσας έρευνας, έχει γίνει µετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική και στη συνέχεια αντίστροφη µετάφραση 125

128 -Μεθοδολογίααπό την ελληνική στην αγγλική γλώσσα. Οι πρωταρχικές µεταφράσεις έγιναν από τη συγγραφέα της παρούσας έρευνας, µε την επιµέλεια της κύριας επόπτριας της διατριβής, της αναπληρώτριας καθηγήτριας, κ. Ε. Συγκολλίτου. Στη συνέχεια, η µετάφραση και η απόδοση του ερωτηµατολογίου στα ελληνικά ελέγχθηκε από την αναπληρώτρια καθηγήτρια κ. Α. Λεονταρή, µέλος της τριµελούς επιτροπής της διατριβής Μέτρηση της έννοιας του εαυτού: το Ερωτηµατολόγιο της Έννοιας του Εαυτού του Tennessee (Tennessee Self- Concept Scale, TSCS:2, Fitts & Warren, 1996) Προκειµένου να διερευνηθεί η έννοια του εαυτού, επιλέχθηκε το ερωτηµατολόγιο του Tennessee ως µια αξιόπιστη και έγκυρη κλίµακα που εκτιµά πολλαπλές πτυχές της έννοιας του εαυτού. Η κλίµακα αυτο-αντίληψης "Tennessee Self-Concept Scale" (TSCS) αρχικά δηµιουργήθηκε για να καλύψει την ανάγκη για την ύπαρξη µιας κλίµακας που να χορηγείται εύκολα, να βαθµολογείται και να καλύπτει την πολυδιάστατη φύση της έννοιας του εαυτού. Με το πέρασµα του χρόνου, αυτή η προσέγγιση αποδείχθηκε πολύ χρήσιµη. Η κλίµακα TSCS βοήθησε στην απόκτηση ερευνητικής και κλινικής γνώσης σχετικά µε τη σχέση αυτοαντίληψης και συµπεριφοράς, καθώς µπορούν να συνδυαστούν και να διερευνηθούν µε τη χρήση ενός κοινού εργαλείου. Έχει χρησιµοποιηθεί σε ευρεία πεδία ψυχολογικής έρευνας και κλινικής εφαρµογής (200 παραποµπές ετησίως σε δηµοσιεύσεις των τοµέων εκπαίδευσης, ψυχολογίας και κοινωνικών επιστηµών). Η δεύτερη έκδοση της κλίµακας έχει µικρότερο αριθµό ερωτήσεων και ένα περισσότερο απλοποιηµένο σύστηµα βαθµολόγησης. Ωστόσο, η πλειοψηφία των ερωτήσεων παραµένει σταθερή, και τα ψυχοµετρικά δεδοµένα δείχνουν πως η συσχέτιση των δύο εκδόσεων είναι πολύ υψηλή (r =.94). Οι διαφοροποιήσεις της ανανεωµένης έκδοσης συνίστανται: α) στην προσθήκη µιας νέας υποκλίµακας, ακαδηµαϊκής/εργασιακής αυτοαντίληψης, και β) στη νέα στάθµιση της κλίµακας σε δείγµα 3000 ατόµων ηλικίας 7-90 ετών. Επιπλέον, ένας ουσιαστικά βελτιωµένος οδηγός µετάφρασης των αποτελεσµάτων, που προκύπτουν από τη χορήγηση της κλίµακας, έχει προστεθεί στη νέα έκδοση Γενική περιγραφή του ερωτηµατολογίου Ουσιαστικά, υπάρχουν δύο µορφές της συγκεκριµένης κλίµακας, προσαρµοσµένες στην ηλικία. Η κλίµακα για τους ενήλικες µε 82 ερωτήσεις και η κλίµακα για τα παιδιά που αποτελείται από 76 θέµατα. Και οι δύο φόρµες αποτελούνται από αυτοαναφορικές δηλώσεις που επιτρέπουν στο άτοµο µικρής ή µεγαλύτερης ηλικίας να σκιαγραφήσει την εικόνα που έχει για τον εαυτό του, χρησιµοποιώντας µια πεντάβαθµη κλίµακα βαθµολόγησης των 126

129 -Μεθοδολογίαδηλώσεων που εκτείνεται από τη µη αποδοχή δήλωσης "πάντα λάθος" έως την αποδοχή της εκάστοτε δήλωσης "πάντα αληθινό". Η χορήγηση της κλίµακας µπορεί να γίνει είτε ατοµικά είτε οµαδικά, και η συµπλήρωσή της ολοκληρώνεται σε 10 έως 20 λεπτά. Η κλίµακα για ενήλικες, η οποία χρησιµοποιήθηκε στην παρούσα έρευνα, συµπληρώνεται από άτοµα ηλικίας ετών (έχει σταθµιστεί σε δείγµα 1944 ατόµων), ενώ η φόρµα για παιδιά αφορά τις ηλικίες των 7 έως 14 χρόνων (έχει σταθµιστεί σε πληθυσµό 1784 παιδιών της ίδιας ηλικιακής οµάδας). Τα βασικά αποτελέσµατα που προκύπτουν είναι: α) Συνολική Αυτο-αντίληψη και β) Σύγκρουση, γ) έξι επιµέρους αυτο-αντιλήψεις: φυσική αυτο-αντίληψη, ηθική, προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική και τέλος, ακαδηµαϊκή/εργασιακή αυτο-αντίληψη, δ) τρία συµπληρωµατικά αποτελέσµατα, που εµπεριέχουν συνδυασµένες ερωτήσεις από τις έξι επιµέρους αυτο-αντιλήψεις και αφορούν την ταυτότητα, την ικανοποίηση και τη συµπεριφορά. Επιπλέον, παρέχονται τέσσερις δείκτες ελέγχου για την εξέταση των προκατειληµµένων απαντήσεων: (α) Ασυνεπείς απαντήσεις, (β) Αυτοκριτική, (γ) Παρουσίαση ενός καλύτερου εαυτού, και (δ) ιχασµένες απαντήσεις (Πίνακας 11). Πίνακας 11 οµή και επιµέρους κλίµακες του ερωτηµατολογίου Tennessee (Fitts & Warren, 1996) ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑΣ 1. Ασυνεπείς απαντήσεις 2. Αυτοκριτική 3. Παρουσίαση καλύτερου εαυτού 4. ιχασµένες απαντήσεις ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΑ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΕΩΝ 1. Συνολική αυτοαντίληψη 2. Ηθική 1. Φυσική 3. Προσωπική 2. Σύγκρουση 4. Οικογενειακή 5. Κοινωνική 6. Ακαδηµαϊκή /Εργασιακή ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 1. Ταυτότητα 2. Ικανοποίηση 3. Συµπεριφορά 127

130 -Μεθοδολογία Συνοπτική παρουσίαση των επιµέρους κλιµάκων του ερωτηµατολογίου Tennessee 1. Κλίµακες εγκυρότητας 1.α. Ασυνεπείς απαντήσεις Το αποτέλεσµα των ασυνεπών απαντήσεων µας δείχνει εάν υπάρχει µια µεγάλη ασυµφωνία στις απαντήσεις του υποκειµένου σε ζεύγη θεµάτων µε παρόµοιο περιεχόµενο (πχ, «είµαι ένα ελκυστικό άτοµο» και «φαίνοµαι πολύ καλά, έτσι όπως είµαι»). Μια τέτοια ασυµφωνία οφείλεται συνήθως σε απρόσεκτη συµπλήρωση των απαντήσεων. Μπορεί, επίσης, να υποδεικνύει κάποια ιδιοµορφία του ατόµου ή στις συνθήκες ζωής του, κυρίως όταν προσδιορίζεται η ασυµφωνία σε συγκεκριµένες ερωτήσεις. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ένα ασυνήθιστα υψηλό αποτέλεσµα µας προειδοποιεί πως θα πρέπει να είµαστε προσεκτικοί µε την ερµηνεία των αποτελεσµάτων. Η κλίµακα των ασυνεπών απαντήσεων είναι η µόνη που δε χρησιµοποιήθηκε στην παρούσα έρευνα, διότι έχει κλινική χρησιµότητα κατά την ατοµική χορήγηση της κλίµακας. 1.β. Αυτοκριτική Το αποτέλεσµα αυτής της κλίµακας απεικονίζει σε γενικές γραµµές την ικανότητα αυτοκριτικής του ατόµου. Τα θέµατα που συνιστούν την κλίµακα της αυτοκριτικής είναι κοινές παραδοχές του τύπου "θυµώνω κάποιες φορές" τις οποίες οι άνθρωποι παραδέχονται όταν απαντούν µε ειλικρίνεια. Σε περίπτωση που το αποτέλεσµα είναι πολύ χαµηλό, η συνολική κλίµακα δε θεωρείται έγκυρη. Το πολύ υψηλό αποτέλεσµα αποτελεί ένδειξη µη προσαρµοσµένης συµπεριφοράς ή µπορεί να καταδεικνύει την κατάπτωση των τυπικών αµυντικών µηχανισµών. Ωστόσο, οι πιθανότητες α) "κραυγή για βοήθεια" και β) "προσποίηση του κακού" θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη σε αυτή την περίπτωση. 1.γ. Παρουσίαση ενός καλύτερου εαυτού Η κλίµακα αυτή αποτελεί έναν δείκτη της τάσης παρουσίασης µιας ψευδούς θετικής έννοιας του εαυτού (Stanwyck και Garrison, 1982). Ένα πολύ υψηλό αποτέλεσµα σε αυτή την περίπτωση καταδεικνύει ένα άκυρο αποτέλεσµα, κυρίως όταν διασταυρώνεται µε ένα χαµηλό αποτέλεσµα στην κλίµακα της αυτοκριτικής. Το υψηλό αποτέλεσµα σε αυτή την κλίµακα είναι ένδειξη σταθερής και δοµηµένης έννοιας του εαυτού και καλής προσαρµογής του ατόµου. Το χαµηλό αποτέλεσµα φανερώνει αρνητικές αυτο-αντιλήψεις και χαµηλή αυτοεκτίµηση του ατόµου. 128

131 -Μεθοδολογία- 2. Συνολικά αποτελέσµατα 2.α. Συνολική αυτο-αντίληψη Η συνολική αυτο-αντίληψη απεικονίζει το επίπεδο της σφαιρικής αυτοεκτίµησης του ατόµου. Η υψηλή συνολική αυτο-αντίληψη συνδέεται µε θετικά συναισθήµατα προς τον εαυτό και υψηλή αυτοαποδοχή. Επίσης συνδέεται σε µεγαλύτερο βαθµό µε την αυτοαντίληψη του προσωπικού εαυτού, η οποία αφορά την αντίληψη που έχει το άτοµο για την προσωπικότητά του. Τα άτοµα µε υψηλό επίπεδο συνολικής αυτο-αντίληψης µπορούν να χειριστούν απειλές προς συγκεκριµένες πτυχές της έννοιας του εαυτού. Ουσιαστικά, θεωρούν τους τοµείς στους οποίους δεν είναι ιδιαίτερα ικανοί πως δεν είναι ιδιαίτερα σηµαντικοί, σε αντίθεση µε τους τοµείς προς τους οποίους επιδεικνύουν τις ικανότητές τους, µε αποτέλεσµα να αντιµετωπίζουν αποτελεσµατικά τα γεγονότα και τις περιστάσεις που προσβάλλουν και µειώνουν την υψηλή αυτοεκτίµησή τους. Κατά τη διαδικασία αναζήτησης και επεξεργασίας πληροφοριών σχετικά µε τον εαυτό τους, τα άτοµα µε υψηλή συνολική αυτο-αντίληψη είναι ιδιαίτερα δεκτικά προς θετικές πληροφορίες σχετικά µε τους τοµείς που και τα ίδια πιστεύουν πως είναι µεταβαλλόµενοι. Αναζητούν πληροφορίες και περιστάσεις που αυξάνουν το επίπεδο της αυτοεκτίµησής τους. Παρουσιάζουν την τάση να αποδίδουν στον εαυτό τους τις επιτυχηµένες προσπάθειες και να αποδίδουν σε εξωτερικούς παράγοντες τις αποτυχίες τους. Τα άτοµα µε χαµηλό επίπεδο συνολικής αυτο-αντίληψης εκφράζουν αµφιβολίες και αµφισβητούν την προσωπική τους αξία. Είναι περισσότερο πιθανό να αναφερθούν στα µειονεκτήµατά τους παρά στα θετικά γνωρίσµατα της προσωπικότητάς τους. Συχνά, είναι αγχώδεις, µε χαµηλή αυτοπεποίθηση και εµπιστοσύνη στις ικανότητές τους. Τα άτοµα αυτά τείνουν να εµφανίζουν µια µεταβαλλόµενη αυτο-αντίληψη που διαφέρει από το ένα πλαίσιο στο άλλο, κυρίως όταν διαθέτουν χαµηλές αυτο-αντιλήψεις προσωπικότητας και ταυτότητας, µε συνέπεια να αρνούνται εξωτερικές πληροφορίες που τους αφορούν προσωπικά. Αυτή η στάση τους προς τον εαυτό ρυθµίζει και τη στάση προς τους άλλους: αποστασιοποιούνται από πηγές συµπαράστασης, θετικής επανατροφοδότησης και στήριξης, οριοθετώντας τον εαυτό τους και µη επιτρέποντας στους άλλους να παρέµβουν. Κατά τη διαδικασία αναζήτησης και επεξεργασίας πληροφοριών για τον εαυτό τους, επειδή τα άτοµα µε χαµηλή συνολική αυτο-αντίληψη είναι ευάλωτα σε αρνητικές πληροφορίες, συχνά χάνουν το όφελος θετικών πληροφοριών που δέχονται από τους άλλους. Στα άτοµα µε χαµηλή συνολική αυτο-αντίληψη η εκτίµηση του εαυτού είναι πιο αρνητική από την πραγµατική τους ικανότητα. 129

132 -Μεθοδολογία- 2.β. Σύγκρουση Το αποτέλεσµα της κλίµακας της σύγκρουσης αφορά τη σύγκριση του βαθµού στον οποίο το άτοµο διαφοροποιεί την αυτοαντίληψή του, µέσω της επιβεβαίωσης των θετικών δηλώσεων της κλίµακας, επικεντρώνοντας την προσοχή του στις ερωτήσεις του τύπου "ποιος /α είµαι" ή µέσω της άρνησης των αρνητικών δηλώσεων της κλίµακας, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στις ερωτήσεις τύπου "ποιος /α δεν είµαι". Οι περισσότεροι ενήλικες δίνουν παρόµοια προσοχή και στους δύο τύπους ερωτήσεων, µε µια πολύ µικρή κλίση προς τις αρνητικά διατυπωµένες ερωτήσεις. Τα παιδιά και οι έφηβοι τείνουν να επικεντρώνονται περισσότερο στις αρνητικές ερωτήσεις. Όταν το αποτέλεσµα της υποκλίµακας της σύγκρουσης είναι υψηλό, τότε είναι ενδεικτικό της επικέντρωσης του ατόµου στη συµφωνία παρά στην άρνηση, καθώς συναινεί µε πολλά θετικά χαρακτηριστικά, ενώ όµως, την ίδια στιγµή παραδέχεται πως µάλλον αρνείται τα αρνητικά χαρακτηριστικά του. Αυτό το αποτέλεσµα µπορεί να δείχνει µια ισορροπηµένη αυτοεικόνα ή να αποτελεί δείκτη για την παρουσία ή την ανάγκη σύγκρουσης. Πολύ υψηλό αποτέλεσµα είναι πιθανόν να συνδέεται µε ένα υψηλό επίπεδο σύγκρουσης ή διφορούµενης στάσης. Όταν το αποτέλεσµα αυτής της υποκλίµακας είναι χαµηλό, τότε τα άτοµα επικεντρώνονται στις αρνητικές ερωτήσεις. Τείνουν να διατηρούν αµυντική στάση, και όταν σηµειώνεται ακόµα πιο χαµηλό αποτέλεσµα υποδεικνύεται πως ο αµυντικός µηχανισµός είναι πολύ έντονος καθώς και εµφανής η αντιδραστικότητα προς τη συµπλήρωση του ερωτηµατολογίου. 3. Αυτο-αντιλήψεις επιµέρους πτυχών του εαυτού 3.α. Φυσική αυτο-αντίληψη Το αποτέλεσµα της κλίµακας της φυσικής αυτο-αντίληψης παρουσιάζει την εικόνα ενός ατόµου για το σώµα του, την κατάσταση της υγείας του, την εµφάνιση, τις δεξιότητες και τη σεξουαλικότητα. Η κλίµακα της φυσικής αυτο-αντίληψης περιέχει θέµατα όπως «µου αρέσει ο τρόπος που φαίνοµαι» και «έχω πολλές ενοχλήσεις και πόνους» Επειδή συνεχώς διατίθεται προς αξιολόγηση η φυσική εµφάνιση, είναι υψηλά συσχετισµένη µε τη σφαιρική αυτοεκτίµηση του ατόµου καθόλη τη διάρκεια της ζωής. Τα υψηλά αποτελέσµατα σε αυτή την κλίµακα βρίσκονται σε άτοµα που έχουν µια θετική άποψη για την εµφάνισή τους και για την κατάσταση της υγείας τους. Χαµηλό αποτέλεσµα υποδεικνύει την έλλειψη ικανοποίησης µε την εικόνα του σώµατος, που µπορεί να έχει σχέση µε πραγµατικά προβλήµατα αλλά και µε µη ρεαλιστικές προσδοκίες για τη λειτουργία και εικόνα του σώµατος. Τα πολύ χαµηλά αποτελέσµατα είναι δείκτης για 130

133 -Μεθοδολογία- περαιτέρω διερεύνηση πιθανών προβληµάτων κατάθλιψης, διαταραχής λήψης τροφής και συναφών διαταραχών (π.χ. διαταραχές διάθεσης και ψυχοσωµατικά συµπτώµατα). 3.β. Ηθική αυτο-αντίληψη Το αποτέλεσµα της κλίµακας της ηθικής αυτο-αντίληψης περιγράφει τον εαυτό µέσα από µια ηθική προοπτική. Περιέχει θέµατα όπως «νοµίζω πως κάνω το σωστό τις περισσότερες φορές» (+) και «δε θα έπρεπε να λέω τόσα πολλά ψέµατα» (-), εξετάζοντας τις ηθικές αξίες, τα συναισθήµατα που έχει κάποιος ως "καλός" ή "κακός" άνθρωπος, και την ικανοποίηση που αποκοµίζει από τη θρησκεία. Για τα παιδιά, τα αποτελέσµατα της ηθικής αυτο-αντίληψης τείνουν να παρουσιάζουν χρονικές διακυµάνσεις. Αντίθετα, οι έφηβοι και οι ενήλικες τείνουν να εκφράζουν πιο σταθερές απόψεις για τον εαυτό τους σχετικά µε το θέµα της ηθικής. 3.γ. Προσωπική αυτο-αντίληψη Το αποτέλεσµα της κλίµακας της προσωπικής αυτο-αντίληψης αντανακλά το αίσθηµα της προσωπικής αξίας ενός ατόµου, το συναίσθηµα της επάρκειας που έχει κανείς και την αυτοαξιολόγηση της προσωπικότητας, χωρίς να περιλαµβάνεται η σωµατική εικόνα και οι σχέσεις του ατόµου µε τους άλλους, αντανακλώντας µια συνολική προσαρµογή της προσωπικότητας.. ύο αντιπροσωπευτικά θέµατα που περικλείονται σε αυτή την κλίµακα είναι τα εξής: «Έχω µεγάλο αυτοέλεγχο» (+) και «θα µπορούσα να είµαι περισσότερο αξιόπιστος/η» (-). Όταν το αποτέλεσµα αυτής της κλίµακας είναι χαµηλό είναι πιθανόν για το άτοµο να έχει µια ευµετάβλητη αυτο-αντίληψη. Πολύ χαµηλό αποτέλεσµα αποτελεί δείκτη αρνητικών συναισθηµάτων προς τον εαυτό. Το αποτέλεσµα αυτής της υποκλίµακας αναµένεται να είναι χαµηλό, σε συνδυασµό µε χαµηλή κοινωνική και φυσική αυτο-αντίληψη, σε άτοµα µε διαταραχές διάθεσης και ψυχοσωµατικά προβλήµατα. 3.δ. Οικογενειακή αυτο-αντίληψη Το αποτέλεσµα της κλίµακας της οικογενειακής αυτο-αντίληψης υποδεικνύει τα συναισθήµατα επάρκειας και αξίας ενός ατόµου ως µέλους µιας οικογένειας. Περιλαµβάνει ερωτήσεις τύπου «η οικογένειά µου πάντα θα µε βοηθάει» (+) και «η οικογένειά µου δε µε εµπιστεύεται» (-). Τα άτοµα που σηµειώνουν ένα υψηλό αποτέλεσµα σε αυτή την κλίµακα εκφράζουν ικανοποίηση για τις οικογενειακές τους σχέσεις, φανερώνοντας πως δέχτηκαν φροντίδα και υποστήριξη στα πλαίσια του οικογενειακού περιβάλλοντος, ενώ το χαµηλό αποτέλεσµα δείχνει το αίσθηµα της αποξένωσης και απογοήτευσης που έχει κανείς από την 131

134 -Μεθοδολογίαοικογένειά του. Η πολύ χαµηλή οικογενειακή αυτο-αντίληψη πιθανόν να συνδέεται µε χαµηλή ηθική αυτο-αντίληψη σε άτοµα µε δυσκολίες και προβλήµατα διαγωγής, καθώς και σε κλινικές περιπτώσεις ατόµων µε δυσκολίες εξωτερίκευσης και έκφρασης συναισθηµάτων και σκέψεων. 3.ε. Κοινωνική αυτο-αντίληψη Η κλίµακα της κοινωνικής αυτο-αντίληψης αφορά το πώς αντιλαµβάνεται κανείς τον εαυτό του σε σχέση µε τους άλλους, αντανακλώντας το αίσθηµα επάρκειας και αξίας ενός ανθρώπου σε ένα γενικότερο πλαίσιο κοινωνικής αλληλεπίδρασης µε άλλους ανθρώπους. Η κλίµακα της κοινωνικής αυτο-αντίληψης περιλαµβάνει ερωτήσεις τύπου «έχω καλές σχέσεις µε τους άλλους ανθρώπους» (+) και «µου είναι δύσκολο να µιλάω µε ανθρώπους που δε γνωρίζω» (-). Η κοινωνική αυτο-αντίληψη φαίνεται πως είναι στενά συνδεδεµένη µε τη φυσική αυτο-αντίληψη σε άτοµα όλων των ηλικιών. Τα πολύ υψηλά αποτελέσµατα φανερώνουν προβλήµατα σε πλαίσια κοινωνικής αλληλεπίδρασης και αποφυγής τόσο της σύγκρουσης όσο και ανάπτυξης της οικειότητας µε άτοµα του κοινωνικού περίγυρου. Τα χαµηλά αποτελέσµατα φανερώνουν προβλήµατα των αντιληπτών κοινωνικών δεξιοτήτων, χαρακτηρίζοντας συχνά άτοµα µε καταθλιπτικές τάσεις και κοινωνική αποφυγή. 3.στ. Ακαδηµαϊκή /Εργασιακή αυτο-αντίληψη Η κλίµακα της ακαδηµαϊκής/εργασιακής αυτο-αντίληψης αφορά το πώς οι άνθρωποι αντιλαµβάνονται το εαυτό τους στα πλαίσια του εκπαιδευτικού πλαισίου και της εργασίας και πώς νοµίζουν πως γίνονται αντιληπτοί από τους άλλους. Περιλαµβάνει ερωτήσεις τύπου «οι άλλοι άνθρωποι πιστεύουν πως είµαι έξυπνος /η» (+) και «δεν ξέρω πώς να εργάζοµαι αποτελεσµατικά» (-). Η κλίµακα αυτή συνδέεται στενά µε την πραγµατική ακαδηµαϊκή και εργασιακή επίδοση ενός ατόµου. Το υψηλό αποτέλεσµα απεικονίζει ικανότητα σε µαθησιακές και εργασιακές καταστάσεις, άνεση στην εκµάθηση νέων δεξιοτήτων. Το πολύ υψηλό αποτέλεσµα αυτής της κλίµακας φανερώνει πως η σηµασία που δίνει κανείς σε αυτόν τον τοµέα είναι πολύ µεγάλη, µε αποτέλεσµα οι αποτυχίες να θεωρούνται σηµαντικοί κίνδυνοι για την αλλαγή της εικόνας του εαυτού και τη µείωση της αυτοεκτίµησης. Τα άτοµα µε χαµηλή ακαδηµαϊκή/εργασιακή αυτο-αντίληψη εκφράζουν δυσκολία στην επίδοσή τους στα πλαίσια σχολείου και εργασιακού χώρου, που συχνά µπορεί να αντανακλά το πραγµατικά χαµηλό επίπεδο επίδοσης, αλλά ίσως και την παρουσία µη ρεαλιστικών προσδοκιών που µπορεί να έχει 132

135 -Μεθοδολογίακανείς από τον εαυτό του. Άτοµα µε πολύ χαµηλή βαθµολογία φαίνεται πως πράγµατι έχουν σηµαντικές γνωστικές αδυναµίες και ελλείψεις, οι οποίες επιδρούν στην επίδοσή τους. 4. Συµπληρωµατικά αποτελέσµατα Οι γενικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς αντιπροσωπεύουν ένα εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς, µέσα στο οποίο το άτοµο περιγράφει τον εαυτό του. Η καθεµία από τις προαναφερθείσες αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του εαυτού αποτελείται από ερωτήσεις που αφορούν την ταυτότητα, την ικανοποίηση και τη συµπεριφορά. Το κάθε επιµέρους άθροισµα των ερωτήσεων των τις έξι επιµέρους αυτοαντιλήψεων συνθέτει τις τρεις γενικές αυτο-αντιλήψεις, της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. 4.α. Ταυτότητα Οι ερωτήσεις που συνεισφέρουν στο αποτέλεσµα της ταυτότητας είναι αυτές που απαντούν στο ερώτηµα "ποιος /α είµαι", µέσα από τις οποίες το άτοµο αξιολογεί περιγράφοντας τον εαυτό του, σχετικά µε τους τοµείς στους οποίους αναφέρονται οι επιµέρους αυτο-αντιλήψεις. Η πολύ υψηλή αυτο-αντίληψη ταυτότητας αποτελεί δείκτη ακαµψίας στην έννοια του εαυτού που µπορεί να δρα ανασταλτικά στην προσωπική ανάπτυξη. Από την άλλη πλευρά, η χαµηλή αυτο-αντίληψη της ταυτότητας είναι δείκτης αρνητικής αυτοεικόνας και αυτοκαθορισµού. 4.β. Ικανοποίηση Η αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης περιγράφει το βαθµό στον οποίο αισθάνεται κανείς ικανοποιηµένος µε την αυτο-εικόνα του, και αντανακλά τα συναισθήµατα ικανοποίησης από τον εαυτό και το επίπεδο αυτοαποδοχής σχετικά µε τους τοµείς στους οποίους αναφέρονται οι επιµέρους αυτο-αντιλήψεις. 4.γ. Συµπεριφορά Η αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς είναι ενδεικτική της αντίληψης του ατόµου για τη συµπεριφορά του και τα επίπεδα της λειτουργικότητάς του, αντανακλώντας το πόσο θετικά ή αρνητικά γίνεται αντιληπτή από το άτοµο η συµπεριφορά του, σχετικά µε τους τοµείς στους οποίους αναφέρονται οι επιµέρους αυτο-αντιλήψεις. 133

136 -Μεθοδολογία Εκτίµηση του συναισθήµατος προς τον εαυτό Προκειµένου να αξιολογηθεί το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα προς τον εαυτό, επιλέχθηκε η κλίµακα του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος PANAS (Watson, Clark & Tellegen, 1988). Η κλίµακα PANAS θεωρητικά βασίζεται στο µοντέλο το οποίο υποστηρίζει την ύπαρξη δύο ανεξάρτητων διαστάσεων συναισθήµατος, του θετικού και το αρνητικού συναισθήµατος (Diener & Emmons, 1984). Πολλές έρευνες συνεχίζουν ενεργά να διερευνούν το βαθµό ανεξαρτησίας των δύο βασικών διαστάσεων του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, ενώ άλλες υποστηρίζουν την ύπαρξη µιας συνεχούς διπολικής διάστασης. ύο έρευνες υποστηρίζουν και τις δύο προσεγγίσεις, θεωρώντας ως βασικό καθοριστικό παράγοντα αυτής της σχέσης τη γνωστική πολυπλοκότητα (Reich, Zautra & Potter, 2001). Και οι δύο έρευνες συγκλίνουν στο ότι οι συµµετέχοντες µε µεγαλύτερη γνωστική πολυπλοκότητα ανέφεραν ανεξάρτητους παράγοντες συναισθήµατος, ενώ οι συµµετέχοντες µε µικρότερη γνωστική πολυπλοκότητα ανέφεραν υψηλά και αδιαφοροποίητα συσχετισµένους παράγοντες του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος Η κλίµακα Θετικού και Αρνητικού Συναισθήµατος (Positive Affect and Negative Affect Scales, PANAS, Watson, Clark & Tellegen, 1988) Περιγραφή κλίµακας Όπως προαναφέρθηκε, η κλίµακα PANAS συνίσταται σε δύο επιµέρους κλίµακες, του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος. Το θετικό συναίσθηµα αφορά µια κατάσταση συναισθηµατικής ευεξίας στην οποία το άτοµο αναφέρει πως βιώνει συναισθήµατα ενθουσιασµού, εγρήγορσης ή χαράς, ενώ το αρνητικό συναίσθηµα αναφέρεται σε µια κατάσταση ψυχολογικής δυσφορίας η οποία συνοδεύεται από συναισθήµατα λύπης, λήθαργου ή θυµού (Ostir, Makrides, Black & Goodwin, 2000). Τα επίπεδα του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος αντιπροσωπεύουν διαφορετικές συναισθηµατικές καταστάσεις του ατόµου. Το υψηλό θετικό συναίσθηµα αντιπροσωπεύει µια κατάσταση ενέργειας, αυτοσυγκέντρωσης και ευχάριστης ενασχόλησης, ενώ το χαµηλό θετικό συναίσθηµα χαρακτηρίζεται από θλίψη και λήθαργο (Hall, Tellegen, Watson & Clark, 1984). Από την άλλη πλευρά, το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα αντιπροσωπεύει µια κατάσταση αντικειµενικής ψυχολογικής δυσφορίας, η οποία περιλαµβάνει συναισθηµατικές καταστάσεις θυµού, περιφρόνησης, ενοχής, φόβου και νευρικότητας, µη ικανοποίησης, ενώ το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα χαρακτηρίζεται από µια συναισθηµατική κατάσταση ηρεµίας και γαλήνης. 134

137 -Μεθοδολογία- Μπορεί εύκολα να υποθέσει κανείς ότι το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα είναι αντίθετες συναισθηµατικές καταστάσεις, λόγω της αρνητικής τους συσχέτισης. Στην πραγµατικότητα όµως είναι δύο διακριτές, συµπληρωµατικές διαστάσεις οι οποίες στην παραγοντική ανάλυση µπορούν να αναπαρασταθούν ως ορθογώνιες διαστάσεις του συναισθήµατος. Έρευνες που συσχετίζουν την κλίµακα PANAS µε χαρακτηριστικά προσωπικότητας, καταλήγουν πως το χαµηλό θετικό συναίσθηµα συσχετίζεται µε κατάθλιψη, ενώ το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα µε υψηλό άγχος. Οι περισσότερες έρευνες έχουν δείξει ότι το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα λειτουργούν µέσω διαφορετικών µηχανισµών και ασκούν επίδραση στην υγεία. Φαίνεται ότι τα άτοµα µε υψηλά επίπεδα θετικού συναισθήµατος είναι περισσότερο πιθανόν να συµµετέχουν σε κοινωνικές δραστηριότητες, αναφέρουν υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή τους και αντιµετωπίζουν περισσότερο αποτελεσµατικά αγχογόνες καταστάσεις (Ryff & Singer, Clark & Watson, Folkman, 1997). Από την άλλη πλευρά τα άτοµα µε υψηλά επίπεδα αρνητικού συναισθήµατος είναι περισσότερο πιθανόν να εµφανίσουν συµπτώµατα κατάθλιψης ή να αναφέρουν άλλα προβλήµατα υγείας (Watson, Clark & Carey, 1988). Η κλίµακα του θετικού συναισθήµατος αποτελείται από 10 χαρακτηρισµούς που σε γενικές γραµµές φανερώνουν µια κατάσταση ενέργειας, πλήρους συγκέντρωσης και ευχάριστης δραστηριοποίησης. Παραδείγµατα χαρακτηρισµών της κλίµακας του θετικού συναισθήµατος είναι τα εξής: δυνατός/ή, ενθουσιώδης, περήφανος/η. Η κλίµακα του αρνητικού συναισθήµατος φανερώνει διαστάσεις λύπης και δυσάρεστης δραστηριοποίησης. Παραδείγµατα χαρακτηρισµών της κλίµακας του αρνητικού συναισθήµατος είναι τα εξής: αγχωµένος/η, νευρικός/ή, φοβισµένος/ η. Η παρούσα κλίµακα είναι πεντάβαθµη µε απαντήσεις που εκτείνονται από την επιλογή "πολύ λίγο" έως "πάρα πολύ". Οι οδηγίες που δίνονται στα υποκείµενα είναι να ταξινοµούν σε µια πεντάβαθµη κλίµακα το βαθµό που έχουν βιώσει την κάθε συναισθηµατική κατάσταση, κατά τη διάρκεια ενός συγκεκριµένου χρονικού πλαισίου, σε διαφορετικές χρονικές στιγµές ("τώρα", "σήµερα", "κατά τη διάρκεια των τελευταίων ηµερών", "κατά την τελευταία εβδοµάδα", "τον τελευταίο χρόνο", "γενικά"). Όταν οι κλίµακες θετικού και αρνητικού συναισθήµατος χρησιµοποιούνται µε βραχυπρόθεσµες οδηγίες τείνουν να είναι ευαίσθητες σε διακυµάνσεις διάθεσης, ενώ τείνουν να δείχνουν σταθερότητα χαρακτηριστικών διάθεσης µε µακροπρόθεσµες οδηγίες. Υποστηρικτικά ευρήµατα τονίζουν ότι οι διαθέσεις που διατηρούνται µε το πέρασµα του χρόνου, τείνουν να γίνονται συναισθηµατικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας των ατόµων (Myers, 1999). Στην 135

138 -Μεθοδολογίαπαρούσα έρευνα χρησιµοποιήθηκε η χρονική οδηγία "γενικά", προκειµένου να εκτιµηθεί η όσο το δυνατόν πιο σταθερή συναισθηµατική διάθεση των ατόµων Τα δεδοµένα ελέγχου αξιοπιστίας από τους κατασκευαστές της κλίµακας αποδεικνύουν ότι οι δύο επιµέρους κλίµακες παρέχουν δύο ανεξάρτητα µέτρα µε ακριβή και αξιόπιστα αποτελέσµατα, ανεξάρτητα από τον πληθυσµό και τη χρονική οδηγία. Τα περιγραφικά δεδοµένα της αξιοπιστίας φανερώνουν τα εξής: α) Ο δείκτης αξιοπιστίας α του Cronbach κυµαίνεται σε υψηλά επίπεδα, από.86 έως.90 για την κλίµακα του θετικού συναισθήµατος και από.84 έως.87 για την κλίµακα του αρνητικού συναισθήµατος, ανεπηρέαστα από τη χρονική βαθµίδα. Επίσης, η συσχέτιση µεταξύ των υποκλιµάκων αποδεικνύεται ασήµαντη ( , p<.05). β) ιαφορές φύλου δεν προέκυψαν, τουλάχιστον στο δείγµα των φοιτητών που χρησιµοποιήθηκε για τη στάθµιση της κλίµακας. γ) Τα άτοµα που συµµετείχαν στην έρευνα στάθµισης (Ν=663) τείνουν να αναφέρουν περισσότερα θετικά συναισθήµατα παρά αρνητικά, ανεξάρτητα από τη χρονική βαθµίδα. (δ) Επίσης, ο µέσος όρος των απαντήσεων αυξάνει, όσο αυξάνεται το χρονικό πλαίσιο, εύρηµα που θεωρείται αναµενόµενο, καθώς µεγαλώνει η πιθανότητα βίωσης συναισθηµάτων για µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα. Η επαναληπτική εγκυρότητα των κλιµάκων του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος PANAS έχει αποδειχθεί σε µετρήσεις που έγιναν σε ασθενείς πριν και µετά τη λήψη φαρµακευτικής αγωγής (εκτίµηση µετά από 100 ηµέρες) (Ostir, Smith, Smith & Ottenbracher, 2005). Σύµφωνα, λοιπόν, µε τους Watson, Clark και Tellegen (1988), η κλίµακα PANAS παρουσιάζει εσωτερική συνέπεια και µπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο, έγκυρο και επαρκές µέσο µέτρησης των δύο σηµαντικών διαστάσεων της διάθεσης. Η χρησιµοποίησή του στην παρούσα έρευνα αποβλέπει στο να διαφανεί πιθανή σχέση µεταξύ συγκεκριµένων συναισθηµατικών διαθέσεων ενός γενικότερου και ευρύτερου χρονικού πλαισίου, της προσκόλλησης, της αυτο-αντίληψης και των στρατηγικών αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων Εκτίµηση προσκόλλησης στις στενές σχέσεις µε τους γονείς, τους φίλους, τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους. Για την εκτίµηση της προσκόλλησης στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις και γενικά προς τους άλλους χρησιµοποιήθηκαν τρία διαφορετικά ερωτηµατολόγια, προκειµένου να διασφαλιστεί η αξιοπιστία των αποτελεσµάτων και να αποφευχθούν λάθη επανάληψης. Μόνο 136

139 -Μεθοδολογίαγια τη σχέση προσκόλλησης προς τους γονείς και τους στενούς φίλους χρησιµοποιήθηκε το ίδιο ερωτηµατολόγιο, προσαρµοσµένο προς τις δύο διαφορετικές σχέσεις, διότι διευκόλυνε τις απαιτήσεις της παρούσας έρευνας, λόγω της σύντοµης µορφής του και των ικανοποιητικών ψυχοµετρικών χαρακτηριστικών του. Τα τρία ερωτηµατολόγια που επιλέχθηκαν είναι βασισµένα στο ίδιο θεωρητικό µοντέλο της ταξινόµησης των µοντέλων προσκόλλησης, βάσει της τυπολογίας της Bartholomew (1990) στους τέσσερις τύπους της ασφαλούς, φοβικής, έµµονης, και απορριπτικής προσκόλλησης, οι οποίοι διέπονται από το συνδυασµό των δύο διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής Εκτίµηση της προσκόλλησης προς τους γονείς και τους στενούς φίλους Για την εκτίµηση της προσκόλλησης προς τους γονείς και τους στενούς φίλους, χρησιµοποιήθηκε το Ερωτηµατολόγιο Σχέσεων (RQ, Relationship Questionnaire, Bartholomew & Horowitz, 1991) το οποίο προσαρµόστηκε ώστε να αφορά την κάθεµια συγκεκριµένη σχέση και χορηγήθηκε δύο φορές, µεταξύ των υπόλοιπων ερωτηµατολογίων. Η διπλή χορήγηση του ερωτηµατολογίου για την εκτίµηση των σχέσεων προσκόλλησης προς τους γονείς και τους φίλους έχει ως πλεονέκτηµα τη σύγκριση των αποτελεσµάτων, αλλά ενέχει και τον κίνδυνο επανάληψης. Για αυτό το λόγο, τα δύο ερωτηµατολόγια, προσαρµοσµένα στις σχέσεις προς τους γονείς κα τους φίλους, τοποθετήθηκαν σε απόσταση µεταξύ τους, µε δεδοµένη την παρεµβολή άλλων ερωτηµατολογίων. Το ερωτηµατολόγιο έχει ικανοποιητικά ψυχοµετρικά δεδοµένα και σύντοµη µορφή που διευκολύνει τη χορήγησή του. Έχει χρησιµοποιηθεί από ένα µεγάλο αριθµό ερευνών που µελετούν την προσκόλληση στην ενήλικη ζωή (πχ. Collins & Feeney, 2000, Kafetsios, 2000, Pierce & Lydon, 2001), δίνοντας ικανοποιητικά αποτελέσµατα αξιοπιστίας, παρά τη σύντοµη µορφή του Περιγραφή του ερωτηµατολογίου RQ (Bartholomew & Horowitz, 1991) Το Ερωτηµατολόγιο Σχέσεων αποτελείται από τέσσερις αυτοπεριγραφικές παραγράφους, η καθεµία εκ των οποίων περιγράφει ένα διαφορετικό µοντέλο σύναψης σχέσης µε το πρόσωπο προσκόλλησης. Η κλίµακα αυτή βασίζεται στο µοντέλο των δύο διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής, εκ των οποίων προκύπτουν οι τέσσερις τύποι ασφαλούς, έµµονης, φοβικής και απορριπτικής προσκόλλησης, συνδυάζοντας το µοντέλο του εαυτού (χαµηλό-υψηλό άγχος) και το µοντέλο του άλλου (χαµηλή-υψηλή αποφυγή). Κάθεµια από τις τέσσερις παραγράφους του ερωτηµατολογίου περιγράφει και ένα τύπο προσκόλλησης. Η περιγραφή του ασφαλούς τύπου αφορά την άνεση µε την εγγύτητα και την οικειότητα προς το πρόσωπο προσκόλλησης, καθώς και την έλλειψη φόβου µοναξιάς ή 137

140 -Μεθοδολογίααπόρριψης από αυτήν. Η περιγραφή του έµµονου τύπου αφορά τη δυσκολία εµπιστοσύνης προς το πρόσωπο προσκόλλησης, την έλλειψη άνεσης µε την οικειότητα και το φόβο δεσίµατος. Η περιγραφή του έµµονου τύπου αφορά την αναζήτηση πολύ στενού δεσίµατος και το µεγάλο φόβο εγκατάλειψης. Τέλος, η περιγραφή του απορριπτικού τύπου προσκόλλησης δίνει έµφαση στην ανεξαρτησία και στην αυτάρκεια του ατόµου. Σύµφωνα µε τους κατασκευαστές του ερωτηµατολογίου, η κατανοµή των ατόµων στον ασφαλή τύπο προσκόλλησης αφορά περίπου το 50%, ενώ οι τρεις ανασφαλείς τύποι µοιράζονται, σε κοντινά ποσοστά µεταξύ τους, το υπόλοιπο 50%. Ωστόσο, σε µια πρόσφατη διαπολιτισµική έρευνα όπου έλαβαν µέρος άτοµα από 62 χώρες (Ν= ) διαφάνηκε σε αντίθεση µε τις προσδοκίες των ερευνητών ότι τα ποσοστά των τύπων προσκόλλησης διαφοροποιούνται µεταξύ των διαφορετικών χωρών, και συνεπώς επηρεάζονται από τους εκάστοτε πολιτισµικούς παράγοντες και νόρµες. Ο έµµονος τύπος προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους φάνηκε να επικρατεί σε µεγαλύτερα ποσοστά στις δυτικές ασιατικές χώρες, ενώ ο ασφαλής τύπος προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους φάνηκε να διέπεται από τις ίδιες νόρµες και να βρίσκεται σε συνεπή ποσοστά στο 79% των χωρών. Τέλος, η έρευνα επιβεβαίωσε την εγκυρότητα των δύο διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής που συνιστούν τις τέσσερις παραγράφους του ερωτηµατολογίου (Schmitt et al., 2003). Η κλίµακα RQ βαθµολογείται είτε βάσει µιας εφτάβαθµης κλίµακας που εκτείνεται µεταξύ των χαρακτηρισµών «δε µου ταιριάζει καθόλου» έως «µου «ταιριάζει πολύ», είτε κατηγορικά, µε την επιλογή µιας από τις τέσσερις παραγράφους των τύπων προσκόλλησης. Στην παρούσα έρευνα η κλίµακα αξιολογήθηκε κατηγορικά, και ζητήθηκε από τους συµµετέχοντες να επιλέξουν την παράγραφο εκείνη που περιγράφει µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη δική τους σχέση προς τους γονείς και προς τους στενούς φίλους. Φαίνεται πως οι αυτοχαρακτηρισµοί παρουσιάζουν µέτρια σταθερότητα στο πέρασµα του χρόνου (Scharfe & Bartholomew, 1994), καθώς σχετικές έρευνες δείχνουν αξιοπιστία των αποτελεσµάτων και η σταθερότητα εκτείνεται από 8 µήνες έως και 4 χρόνια (Bartholomew & Horowitz,1991. Kirkpatrick & Hazan, 1994). Ωστόσο, κάποια ερευνητικά δεδοµένα υποστηρίζουν την έλλειψη σταθερότητας των τύπων στο πέρασµα του χρόνου. Σύµφωνα µε τους Baldwin και Fehr (1995), ένα ποσοστό 30% αλλάζει τον τύπο προσκόλλησης στο πέρασµα του χρόνου. Επίσης, η παράλληλη αξιολόγηση της σταθερότητας της προσκόλλησης ως συνεχής και ως κατηγορική µεταβλητή, µε τη χρήση του ερωτηµατολογίου RQ έδειξε ότι ένα ποσοστό τάξεως 17%- 36% των συµµετεχόντων παρουσίασε αλλαγή στον τύπο προσκόλλησης στο πέρασµα του χρόνου. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η διαπίστωση ότι κατά τη διάρκεια ενός 138

141 -Μεθοδολογία- µήνα, στο 40% των ατόµων διαφοροποίησε τον τύπο της γενικής προσκόλλησης τουλάχιστον µια φορά. Φάνηκε ωστόσο ότι το συγκεκριµένο µοντέλο της προσκόλλησης προς την ερωτική σχέση ήταν πιο σταθερό από το γενικό µοντέλο προσκόλλησης, εύρηµα που δείχνει ότι τα σφαιρικά µοντέλα της προσκόλλησης είναι περισσότερο ευάλωτα στις προσωρινές αλλαγές του ατόµου σχετικά µε την προσκόλληση, σε σύγκριση µε τα µοντέλα προσκόλλησης προς τις συγκεκριµένες σχέσεις (Pielage, Barelds, & Gerlsma 2006). Η διακριτική εγκυρότητα του ερωτηµατολογίου επιβεβαιώνει τη δοµή των δύο διαστάσεων άγχους και αποφυγής του ερωτηµατολογίου (Καφέτσιος, 2005). Οι διαφορές φύλου που προέκυψαν σε έρευνα που περιλάµβανε µεγάλο αριθµό φοιτητών κολεγίου έδειξαν ότι οι άντρες χαρακτηρίζονται σε µεγαλύτερο βαθµό από απορριπτική και έµµονη προσκόλληση σε σύγκριση µε τις γυναίκες, ενώ οι γυναίκες χαρακτηρίζονται σε µεγαλύτερο βαθµό από ασφαλή και φοβική προσκόλληση, σε σύγκριση µε τους άντρες (Brennan et al., 1991). Το ερωτηµατολόγιο RQ έχει χρησιµοποιηθεί σε ένα ευρύ πεδίο πρόσφατων ερευνών που αφορούν την προσκόλληση κατά την ενήλικη ζωή και τη σύνδεσή της µε άλλους ψυχολογικούς παράγοντες (Cozzarelli et al., Klohnen et al., Lopez et al., Ross & Spinner, 2000) Εκτίµηση προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Για την εκτίµηση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους χρησιµοποιήθηκε το Ερωτηµατολόγιο των Εµπειριών στις Στενές ιαπροσωπικές Σχέσεις (Experiences in Close Relationships Inventory, ECR, Brennan, Clark & Shaver, 1998), το οποίο παρουσιάζει ικανοποιητικά ψυχοµετρικά χαρακτηριστικά. Αποτελείται από 36 θέµατα, εκ των οποίων οι 18 αποσκοπούν στην εκτίµηση της διάστασης του άγχους και οι υπόλοιπες 18 αποσκοπούν στην εκτίµηση της διάστασης της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Το ερωτηµατολόγιο έχει χρησιµοποιηθεί σε ένα ευρύ πεδίο ερευνών που αφορούν την προσκόλληση προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους κατά την ενήλικη ζωή. Τα τελευταία χρόνια έχει δηµιουργηθεί η αναθεωρηµένη µορφή του ECR_R (Fraley, Waller & Brennan, 2000, προσαρµογή σε ελληνικό πληθυσµό (Tsagarakis, Kafetsios & Stalikas, under review), η οποία περιλαµβάνει κάποιες τροποποιήσεις των επιµέρους ερωτήσεων προκειµένου να εκτιµά τις δύο διαστάσεις µε µεγαλύτερη ακρίβεια. Η αναθεωρηµένη κλίµακα παρουσιάζει εξίσου ικανοποιητικές ψυχοµετρικές ιδιότητες παραγοντικής εγκυρότητας και αξιοπιστίας, µε µειονέκτηµα τη στατιστικά σηµαντική 139

142 -Μεθοδολογία- συσχέτιση µεταξύ των επιµέρους κλιµάκων της, των δύο διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής, οι οποίες είναι ουσιαστικά δύο διακριτές δοµές της προσκόλλησης Περιγραφή ερωτηµατολογίου Το Ερωτηµατολόγιο Εµπειριών στις Στενές ιαπροσωπικές Σχέσεις (Experiences in Close Relationships Inventory, ECR, Brennan, Clark & Shaver, 1998) αποτελεί ένα εργαλείο µέτρησης των διαστάσεων και των τύπων προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το οποίο αποτελείται από 36 ερωτήσεις οι οποίες αντανακλούν το πώς νιώθει κανείς για τις ερωτικές του σχέσεις. Παραδείγµατα των ερωτήσεων που εµπεριέχονται στο ερωτηµατολόγιο είναι ερ. 2 "Ανησυχώ µε την ιδέα ότι µπορεί να µε εγκαταλείψουν", ερ. 13, "Νιώθω αµηχανία όταν οι ερωτικοί σύντροφοί µου µε πλησιάζουν πολύ". Οι απαντήσεις βαθµολογούνται βάσει µιας εφτάβαθµης κλίµακας που εκτείνεται από τη δήλωση «ποτέ» έως «πολύ συχνά». Ωστόσο, στην παρούσα έρευνα οι απαντήσεις βαθµολογήθηκαν βάσει πεντάβαθµης κλίµακας προκειµένου να γίνει περισσότερο εύχρηστη για τους συµµετέχοντες. Οι ερωτήσεις του ερωτηµατολογίου αυτού συνίστανται στις δύο διαστάσεις άγχους (υψηλόχαµηλό άγχος) και αποφυγής (υψηλή-χαµηλή αποφυγή), οι οποίες συνδυαστικά συνθέτουν τους τέσσερις τύπους προσκόλλησης. έκα από τις ερωτήσεις βαθµολογούνται αντίστροφα και οι δύο διαστάσεις άγχους και αποφυγής προκύπτουν από το άθροισµα των αντίστοιχων ερωτήσεων. Οι τέσσερις τύποι προκύπτουν λαµβάνοντας συνδυαστικά τις ακραίες υψηλές και χαµηλές βαθµολογίες των δύο διαστάσεων. Το ερωτηµατολόγιο εµπειριών στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις θεωρείται ένα αξιόπιστο εργαλείο µέτρησης των διαστάσεων και των τύπων προσκόλλησης µε υψηλή αξιοπιστία και κατασκευαστική εγκυρότητα (Bartholomew & Shaver, Brennan, Clark & Shaver, 1998) Εκτίµηση της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους Για την εκτίµηση της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους, χωρίς να καθορίζεται συγκεκριµένο άτοµο προς το οποίο συνάπτεται η σχέση προσκόλλησης, επιλέχθηκε το ερωτηµατολόγιο σχέσεων RSQ (Relationship Scale Questionnaire) των Griffin και Bartholomew (1994) διότι διέπεται µεθοδολογικά από τις δύο διαστάσεις χαµηλού και υψηλού άγχους και οικειότητας-αποφυγής, εκ των οποίων προκύπτουν οι τέσσερις τύποι προσκόλλησης σύµφωνα µε το σύστηµα ταξινόµησης της Bartholomew (1990), και παρουσιάζει ικανοποιητικά ψυχοµετρικά δεδοµένα. 140

143 -Μεθοδολογία Περιγραφή ερωτηµατολογίου Το Ερωτηµατολόγιο Σχέσεων των Bartholomew και Griffin (RSQ, 1994) αφορά την προσκόλληση γενικά στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Αποτελεί ουσιαστικά µια έµµεση µέτρηση των τύπων προσκόλλησης, καθώς αποτελείται από 30 θέµατα τα οποία προέρχονται από θέµατα των ερωτηµατολογίων των Hazan και Shaver (1987), των Bartholomew και Horowitz (RQ, 1991) και της κλίµακας προσκόλλησης ενηλίκων των Collins και Read (AAS, 1990). ιαφορετικές είναι οι ερωτήσεις οι οποίες αφορούν τις διαφορετικές τυπολογίες που συνδυάζονται στο ερωτηµατολόγιο. Η κλίµακα αυτή κατασκευάστηκε από τρία διαφορετικά ερωτηµατολόγια µε στόχο να µπορεί να συσχετιστεί και να εκτιµήσει την προσκόλληση βάσει της αρχικής τυπολογίας ταξινόµησης τριών τύπων προσκόλλησης (ασφαλής, αγχώδης και τύπου αποφυγής) των Hazan και Shaver (1987), την οποία ακολουθούν και οι Collins και Read (1990) ορίζοντας τους τρεις τύπους εγγύτητας, εξάρτησης και άγχους αλλά και να µπορεί να συνδυαστεί µε την τυπολογία των διαστάσεων του άγχους και αποφυγής του Nelligan (1992), και κατά συνέπεια µε την ταξινόµηση των τεσσάρων τύπων προσκόλλησης η οποία προτάθηκε στη συνέχεια από τους Bartholomew και Horowitz (1991) (ασφαλής, φοβικός, έµµονος και απορριπτικός τύπος προσκόλλησης). Η στάθµιση του ερωτηµατολογίου σε δείγµα φοιτητών (Griffin & Bartholomew, 1994a) δίνει δείκτες αξιοπιστίας α του Cronbach.50,.73 και.73, αντίστοιχα για τους τύπους της ασφαλούς, της αγχώδους και της προσκόλλησης τύπου αποφυγής των Hazan και Shaver (1987), και δείκτες αξιοπιστίας που κυµαίνονται µεταξύ των τιµών.73 έως.78 για τις κλίµακες οικειότητας, άγχους και εξάρτησης των Collins και Read (1990). Επίσης φαίνεται να υποστηρίζεται η δοµή των δύο διαστάσεων άγχους και αποφυγής του Simpson και των συνεργατών του (1990), µε χαµηλούς ωστόσο δείκτες αξιοπιστίας για τους τέσσερις τύπους ασφαλούς, έµµονης, φοβικής και απορριπτικής προσκόλλησης οι οποίοι κυµαίνονται µεταξύ των τιµών.40 έως.70 (Bartholomew & Griffin, 1994b). Παραδείγµατα θεµάτων αυτού του ερωτηµατολογίου είναι τα εξής: ερ. 6, "Νιώθω άνετα χωρίς στενές συναισθηµατικές σχέσεις" και ερ. 8, "Θέλω να είµαι απόλυτα δεµένος συναισθηµατικά µε τους άλλους". Οι συµµετέχοντες δηλώνουν βάσει µιας πεντάβαθµης κλίµακας το βαθµό στον οποίο το κάθε θέµα ταιριάζει και περιγράφει τα συναισθήµατά τους για τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Οι τύποι προσκόλλησης προκύπτουν από το µέσο όρο συγκεκριµένων θεµάτων. Η τυπολογία που συναινεί µε τους τέσσερις τύπους των Bartholomew και Griffin προκύπτει από 20 θέµατα του ερωτηµατολογίου. Τέσσερα θέµατα συντελούν για τους τύπους έµµονης και φοβικής προσκόλλησης, ενώ πέντε θέµατα συντελούν για τους τύπους ασφαλούς και απορριπτικής προσκόλλησης. Για τις δύο 141

144 -Μεθοδολογίαδιαστάσεις αποφυγής και άγχους των Brennan et al., (1998) συντελούν 10 και 13 θέµατα αντιστοίχως. Σύµφωνα µε τους κατασκευαστές του ερωτηµατολογίου, η εσωτερική αξιοπιστία των τύπων που προκύπτουν κυµαίνονται µεταξύ των τιµών α =.40 (ασφαλής τύπος) και α =.70 (απορριπτικός τύπος). Ένας λόγος στον οποίο αποδίδονται οι χαµηλές τιµές, σύµφωνα µε τους Bartholomew και Griffin (1994), είναι ότι µέσα στον κάθε τύπο συνδυάζονται δύο διαφορετικές διαστάσεις, το µοντέλο του εαυτού και το µοντέλο του άλλου, τα οποία προέρχονται από τρία διαφορετικά ερωτηµατολόγια. Για παράδειγµα, δύο θέµατα που αθροίζονται για τη δηµιουργία του ασφαλούς τύπου είναι "αισθάνοµαι άνετα να βασίζοµαι πάνω στους άλλους", το οποίο απεικονίζει το µοντέλο του άλλου, και " ανησυχώ µήπως µείνω µόνος /η", το οποίο απεικονίζει το µοντέλο του εαυτού Εκτίµηση αγχογόνων καταστάσεων στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις Για την εκτίµηση των συµπεριφορών και των αντιδράσεων των νεαρών ατόµων σε αγχογόνες καταστάσεις που ανακύπτουν στις στενές διαπροσωπικές τους σχέσεις, χρησιµοποιήθηκε η κλίµακα COPE καθώς αποτελεί ένα µεθοδολογικό εργαλείο µε ικανοποιητικά ψυχοµετρικά χαρακτηριστικά και εµπεριέχει ένα ευρύ πεδίο στρατηγικών αντιµετώπισης των αγχογόνων καταστάσεων, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσµα συµπεριφορών, και εξυπηρετώντας τις ανάγκες της παρούσας έρευνας Περιγραφή Κλίµακας Εκτίµησης Τρόπων Αντιµετώπισης Προβληµάτων (COPE, Coping Orientation to Problems Experienced, Carver & Scheier, 1989) Το Ερωτηµατολόγιο COPE, Coping Orientation to Problems Experienced, (COPE, Carver & Scheier, 1989), εµπεριέχει 15 επιµέρους κλίµακες που σύµφωνα µε τους κατασκευαστές της καλύπτουν τους βασικούς τρόπους αντιµετώπισης των αγχογόνων καταστάσεων, σε επίπεδο συµπεριφοράς, σκέψης και συναισθήµατος, ξεπερνώντας προβλήµατα που παρουσίαζε η κλίµακα αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων ( Ways of Coping, Folkman & Lazarus, 1980) και δίνοντας µια ευρύτερη κατηγοριοποίηση στους τρόπους αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων. Θεωρητικά και ερευνητικά βασίζεται στο αλληλεπιδραστικό µοντέλο των Lazarus και Folkman (1984) για την αντιµετώπιση του άγχους, καθώς και στο µοντέλο της συναισθηµατικής ρύθµισης (Carver & Sheier, Scheier & Carver, 1988). Στην αντιµετώπιση του προβλήµατος συνυφαίνονται δύο διαφορετικές αλληλοσυµπληρούµενες διαδικασίες, η προσπάθεια επίλυσης του προβλήµατος και η ρύθµιση συναισθηµάτων Οι στρατηγικές που προτείνονται για την αντιµετώπιση αγχογόνων καταστάσεων, αφορούν είτε αυτές που εστιάζονται στην επίλυση του 142

145 -Μεθοδολογίαπροβλήµατος είτε αυτές που αφορούν τη ρύθµιση των συναισθηµάτων. Οι στρατηγικές των δύο κατηγοριών φαίνεται να λειτουργούν ταυτόχρονα, συµµεταβάλλοντας µε αυτό τον τρόπο η µία την αποτελεσµατικότητα της άλλης ( Lazarus & Folkman, 1984).. Το COPE, το οποίο έχει προσαρµοστεί στον ελληνικό πληθυσµό (Ρούσση, 2001), είναι ουσιαστικά ένα ερωτηµατολόγιο αυτοαναφοράς που αποτελείται από 52 προτάσεις και αξιολογεί το βαθµό υιοθέτησης 15 διαφορετικών στρατηγικών για την αντιµετώπιση αγχογόνων καταστάσεων. Οι συµµετέχοντες δηλώνουν βάσει µιας τετράβαθµης κλίµακας, που κυµαίνεται από τη δήλωση «συνήθως δεν ενεργώ έτσι» έως τη δήλωση «συνήθως ενεργώ µε αυτόν τον τρόπο πολύ», το βαθµό στον οποίο η κάθε πρότασή τους αντιπροσωπεύει την αντιµετώπιση αγχογόνων καταστάσεων. Η κάθε στρατηγική αναλύεται σε τέσσερις προτάσεις, οι οποίες εκφράζουν το συγκεκριµένο τρόπο αντιµετώπισης και για κάθεµια το άτοµο καλείται να δηλώσει το βαθµό που τη χρησιµοποίησε. Οι στρατηγικές οµαδοποιούνται σε τρεις παράγοντες που αφορούν τους τρόπους αντιµετώπισης του προβλήµατος, αποφυγής του προβλήµατος και της κοινωνικής στήριξης (Ρούσση, 2001). Οι οδηγίες που δίνονται κατά τη συµπλήρωση του µπορεί να αφορούν γενικά τις αγχογόνες καταστάσεις ή ένα συγκεκριµένο πρόβληµα, το οποίο οι συµµετέχοντες καλούνται να περιγράψουν. Στην παρούσα έρευνα ζητήθηκε από τους συµµετέχοντες να περιγράψουν µε συντοµία ένα συγκεκριµένο δύσκολο πρόβληµα που αντιµετώπισαν πρόσφατα, το οποίο αφορά τις στενές διαπροσωπικές τους σχέσεις µε ερωτικούς/ές συντρόφους, γονείς και φίλους. Η περιγραφή της δύσκολης κατάστασης ζητήθηκε µετά από τη συµπλήρωση του ερωτηµατολογίου, έτσι ώστε η περιγραφή και έκθεση της συγκεκριµένης κατάστασης να µην αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα συµπλήρωσης του ερωτηµατολογίου. Από τις 15 στρατηγικές, οι πέντε είναι εστιασµένες στην επίλυση του προβλήµατος (λήψη µέτρων, σχεδιασµός για την αντιµετώπιση του προβλήµατος, αναβολή άλλων δραστηριοτήτων, αυτοσυγκράτηση, κοινωνική υποστήριξη-αναζήτηση πληροφοριών), ενώ οι υπόλοιπες δέκα είναι εστιασµένες στη ρύθµιση του συναισθήµατος (θετική επανεκτίµηση, συναισθηµατική εκτόνωση, κοινωνική υποστήριξη-συναισθηµατική, αποδοχή του προβλήµατος, στροφή προς τη θρησκεία, άρνηση, παραίτηση, νοητική αποδέσµευση, χρήση ουσιών, χιούµορ). Το ερωτηµατολόγιο COPE έχει χρησιµοποιηθεί σε µια ευρεία γκάµα ερευνών εστιασµένων στη χρησιµοποίηση και στην αποτελεσµατικότητα στρατηγικών σε αγχογόνες καταστάσεις που διαφέρουν ως προς το βαθµό σοβαρότητας, όπως σε σοβαρά προβλήµατα υγείας, όπως το AIDS (Miller, Rodoletzs, Schroeder, Mangnan, Shedlacek, 1996), όπως ο καρκίνος του µαστού, (Carver, Pozo, Harris, Noriega, Scheier, Robinson,Ketcham, Moffat & 143

146 -Μεθοδολογία- Clark, Roussi, 2000), αλλά και σε διάφορες άλλες αγχογόνες καταστάσεις του εκπαιδευτικού χώρου, όπως οι πανελλαδικές εξετάσεις, τα διαγωνίσµατα προς τους φοιτητές, στην αντιµετώπιση επαγγελµατικών στρεσσογόνων καταστάσεων από καθηγητές πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης (Carver & Schier, 1994, Carver et al., Εγρές & Τζερεµές, Inglediew, Hardy, Cooper & Jemal, Μούζουρα, Roussi & Miller, 1994, Steptoe & Cropley, 1999). Σύµφωνα µε τους κατασκευαστές της κλίµακας, το COPE µπορεί να χρησιµοποιηθεί σε µια ευρεία γκάµα αγχογόνων καταστάσεων διαφορετικού βαθµού σοβαρότητας διότι εκτιµά τον προσωπικό τρόπο και τις προσπάθειες αντιµετώπισης σε συνάρτηση µε τις εκάστοτε συνθήκες (Carver et al., 1989). Επίσης ξεπερνά µεθοδολογικά προβλήµατα καθώς µετρά ένα εύρος ενεργειών και αντιδράσεων των ατόµων σε αγχογόνες καταστάσεις, και όχι µόνο κοινωνικά αποδεκτές και επιτυχηµένες ενέργειες, έτσι ώστε κατά τη συµπλήρωσή του να µη συγχέεται η αντιµετώπιση µε το βαθµό αποτελεσµατικότητας (Hepburn, 1997). Η κλίµακα COPE φαίνεται να αποτελεί ένα ερευνητικό εργαλείο µε ικανοποιητικές ψυχοµετρικές ιδιότητες εσωτερικής αξιοπιστίας, καθώς και κατασκευαστικής, συγκλίνουσας και διακριτικής εγκυρότητας που το καθιστούν έγκυρο και αξιόπιστο για την εκτίµηση αγχογόνων καταστάσεων. Στη παρούσα έρευνα χορηγήθηκε µε οδηγίες (βλ. Παράρτηµα ΙΙ) οι οποίες εστιάζουν τη προσοχή των συµµετεχόντων στην αντιµετώπιση αγχογόνων καταστάσεων που αφορούν τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις µε τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Τέλος, ζητήθηκε από τους συµµετέχοντες να περιγράψουν µε συντοµία κάποιο πρόβληµα που έχουν αντιµετωπίσει στα πλαίσια των στενών διαπροσωπικών τους σχέσεων. 144

147 -Μεθοδολογία- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΕΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΩΝ 1. Εγκυρότητα και αξιοπιστία των επιµέρους κλιµάκων του ερωτηµατολογίου Tennessee 1.1 Κατασκευαστική εγκυρότητα Το ερωτηµατολόγιο αποτελείται από δύο είδη ερωτήσεων, τις θετικές δηλώσεις και τις αρνητικές δηλώσεις βάσει των οποίων περιγράφει κανείς τον εαυτό του συναινώντας ή όχι µε τις θετικές και αρνητικές δηλώσεις. Συνεπώς, η βασική κατασκευαστική δοµή του συνίσταται σε ισόποσες αρνητικές και θετικές δηλώσεις οι οποίες συνθέτουν τις επιµέρους κλίµακες των αυτο-αντιλήψεων. Η παραγοντική ανάλυση των δύο παραγόντων παρέχει ερευνητική απόδειξη για το ότι οι ερωτήσεις της κλίµακας κατηγοριοποιούνται σε δύο διακριτούς παράγοντες, εκ των οποίων ο ένας αφορά τις θετικές δηλώσεις και ο άλλος τις αρνητικές δηλώσεις τις κλίµακας, παρέχοντας ερευνητική απόδειξη της συνεισφοράς των θετικών και αρνητικών ερωτήσεων στο ερωτηµατολόγιο TSCS:2. Επίσης, η κάθε επιµέρους αυτο-αντίληψη συνίσταται σε τρία πλαίσια αναφοράς, της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς, τα οποία αθροιστικά αποτελούν τις τρεις συµπληρωµατικές γενικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. Η παραγοντική ανάλυση του ερωτηµατολογίου παρέχει ισχυρή στήριξη για τις έξι επιµέρους κλίµακες της έννοιας του εαυτού και συνεπώς για την πολυδιάστατη φύση της έννοιας του εαυτού. Στήριξη, επίσης, παρέχει και για τα τρία πλαίσια αναφοράς της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς, τα οποία συνθέτουν την κάθε επιµέρους αυτο-αντίληψη Αρνητικές και θετικές δηλώσεις του ερωτηµατολογίου της έννοιας του εαυτού TSCS:2 Προκειµένου να διαφανεί η ύπαρξη των θετικών και των αρνητικών δηλώσεων, οι οποίες εµπεριέχονται σε κάθε επιµέρους κλίµακα της αυτο-αντίληψης, εφαρµόστηκε από τους κατασκευαστές της αναθεωρηµένης κλίµακας επιβεβαιωτική παραγοντική ανάλυση, µε ορισµένους δύο παράγοντες. Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα της παραγοντικής ανάλυσης, σε δείγµα ενηλίκων ατόµων ηλικίας χρονών (Fitts & Warren, 1993) υποστηρίζεται η ύπαρξη των θετικών και των αρνητικών δηλώσεων, σύµφωνα µε τις οποίες το κάθε άτοµο µπορεί να περιγράψει τον εαυτό του µε διττό τρόπο, συµφωνώντας ή διαφωνώντας µε τις δηλώσεις που του προσδίδουν θετικά ή αρνητικά χαρακτηριστικά. Η ύπαρξη των θετικών και 145

148 -Μεθοδολογία- των αρνητικών δηλώσεων καθιστά έγκυρη την κλίµακα της ενδοπροσωπικής σύγκρουσης, η βαθµολόγηση της οποίας προκύπτει από τη διαφορά αποτελεσµάτων των θετικών και των αρνητικών δηλώσεων. Ο Bolton (1976) στην πρώτη µέτρηση της κατασκευαστικής εγκυρότητας που εφαρµόστηκε στην αρχική έκδοση της κλίµακας τονίζει ότι η παραγοντική ανάλυση που δίνει δύο παράγοντες έδειξε ότι οι θετικές και αρνητικές δηλώσεις έτειναν να φορτίζουν σε διαφορετικούς παράγοντες και, κατά συνέπεια, να καθορίζουν µε αυτόν τον τρόπο διαφορετικές διαστάσεις της έννοιας του εαυτού. Κατά τη στάθµιση της αναθεωρηµένης κλίµακας φαίνεται πως εφτά δηλώσεις (δηλώσεις 3, 14, 30, 31, 34, 38 και 72) φορτίζουν σε στατιστικά σηµαντικό επίπεδο (>.30) και σους δύο παράγοντες των θετικών και των αρνητικών δηλώσεων. Επίσης, εφτά δηλώσεις δε φορτίζουν σε κανένα από τους δύο παράγοντες των θετικών και των αρνητικών δηλώσεων (δηλώσεις 6, 17, 23,48, 68, 71 και 81), ενώ οι δηλώσεις 2 και 26 φορτίζουν αντίστροφα. Στην επιβεβαιωτική παραγοντική ανάλυση της παρούσας έρευνας εντοπίστηκαν 34 ερωτήσεις οι οποίες δεν έδωσαν ικανοποιητική φόρτιση ή φόρτισαν αντίστροφα ή διττά και στους δύο παράγοντες και, κατά συνέπεια, δεν συνυπολογίστηκαν στη διαµόρφωση των κλιµάκων των θετικών και των αρνητικών δηλώσεων και εποµένως στις κλίµακες της συνολικής αυτο-αντίληψης και της ενδοπροσωπικής σύγκρουσης. Το δείγµα της παρούσας έρευνας είναι αρκετά µικρό (Ν = 460) και πιθανώς αυτό να συντελεί στο ότι οι φορτίσεις ων δηλώσεων είναι ασθενείς, ασταθείς και όχι ικανοποιητικές σε αυτό τον αριθµό των ερωτήσεων. Από την άλλη πλευρά, όπως προαναφέρθηκε, στην παραγοντική ανάλυση στάθµισης της κλίµακας από τους κατασκευαστές της, 16 ερωτήσεις δε δίνουν τις αναµενόµενες φορτίσεις σε ένα δείγµα πολύ µεγαλύτερο από αυτό τη παρούσας έρευνας. Από τις 74 ερωτήσεις που συνιστούν τις δύο παραπάνω κλίµακες, 40 ερωτήσεις φορτίζουν σωστά και ικανοποιητικά στους δύο παράγοντες των θετικών και αρνητικών δηλώσεων, όπως φαίνεται στον Πίνακα 12: Πίνακας 12 Συγκριτική παρουσίαση της παραγοντικής ανάλυσης του ερωτηµατολογίου Αυτο-αντίληψης του Tennessee σε δύο παράγοντες θετικών και αρνητικών δηλώσεων για τον εαυτό (Ν= 460) 1.Αυτο-αντίληψη Φυσικού Εαυτού Παράγοντες (Fitts & Warren, 1996) Παράγοντες Θετικές δηλώσεις Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση

149 -Μεθοδολογία- Ερώτηση Ερώτηση Αρνητικές δηλώσεις Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Αυτο-αντίληψη Ηθικού Εαυτού Παράγοντες (, Fitts & Warren, 1996) Παράγοντες (Ν= 460) Θετικές δηλώσεις Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Αρνητικές δηλώσεις Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Αυτο-αντίληψη Προσωπικού Εαυτού Παράγοντες (Fitts & Warren, 1996) Παράγοντες (Ν= 460) Θετικές δηλώσεις Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Αρνητικές δηλώσεις Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Αυτο-αντίληψη Οικογενειακού Εαυτού Παράγοντες (Fitts & Warren, 1996) Παράγοντες (Ν= 460) Θετικές δηλώσεις Ερώτηση

150 -Μεθοδολογία- Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Αρνητικές δηλώσεις Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Αυτο-αντίληψη Κοινωνικού εαυτού Παράγοντες (Fitts & Warren, 1996) Παράγοντες (Ν= 460) Θετικές δηλώσεις Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Αρνητικές δηλώσεις Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Αυτο-αντίληψη Ακαδηµαϊκού/ Εργασιακού Εαυτού Παράγοντες (Fitts & Warren, 1996) Παράγοντες (Ν= 460) Θετικές δηλώσεις Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Αρνητικές δηλώσεις Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ιδιοτιµή % της διακύµανσης % της συνολικής διακύµανσης 148

151 -Μεθοδολογία- Σηµείωση: εν αναγράφονται οι τιµές των φορτίσεων που βρίσκονται κάτω από τα στατιστικά σηµαντικά επίπεδα (<.30). Η παραγοντική ανάλυση σε δύο παράγοντες, προκειµένου να καταφανούν οι θετικές και οι αρνητικές δηλώσεις του ερωτηµατολογίου, επιβεβαίωσε τη διττή δοµή του ερωτηµατολογίου για 40 δηλώσεις από τις 74 δηλώσεις της κλίµακας. Φαίνεται να επιβεβαιώνονται 20 θετικές δηλώσεις και 20 αρνητικές δηλώσεις οι οποίες φορτίζουν ικανοποιητικά (>.30), έχοντας µεγαλύτερη φόρτιση στον αντίστοιχο παράγοντα. Όπως προαναφέρθηκε, η παραγοντική ανάλυση δεν επιβεβαίωσε 34 δηλώσεις του ερωτηµατολογίου, οι οποίες είτε δεν είχαν στατιστικά σηµαντική φόρτιση είτε φόρτισαν στον αντίθετο παράγοντα. Συνεπώς, συνυπολογίστηκαν αυτές οι 40 δηλώσεις προκειµένου να εκτιµηθούν οι κλίµακες της σύγκρουσης και της συνολικής αυτο-αντίληψης οι οποίες συνίστανται από τις θετικές και τις αρνητικές δηλώσεις της κλίµακας Παραγοντική ανάλυση των συστατικών των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων σε 5 παράγοντες Σχετικά µε τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις των πτυχών του εαυτού, οι κατασκευαστές της κλίµακας έχουν δείξει πως παρέχεται ισχυρή στήριξη για τους παράγοντες των αυτοαντιλήψεων του φυσικού, ηθικού, οικογενειακού, κοινωνικού και ακαδηµαϊκού εργασιακού εαυτού, ενώ ασθενέστερη είναι η φόρτιση του παράγοντα της αυτο-αντίληψης του προσωπικού εαυτού. Επιπλέον, προκειµένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη των συµπληρωµατικών αποτελεσµάτων των γενικών αυτο-αντιλήψεων της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς, διαχωρίστηκαν οι πέντε επιµέρους αυτο-αντιλήψεις, πλην της ακαδηµαϊκής/εργασιακής αυτο-αντίληψης, η οποία δεν απαρτίζεται από αυτό το πλαίσιο αναφοράς, στα τρία δοµικά συστατικά τους (ταυτότητα, ικανοποίηση και συµπεριφορά) µε αποτέλεσµα να δηµιουργηθούν και να ελεγχθούν αν οι 15 κατηγορίες οµαδοποιούνται µέσω παραγοντικής ανάλυσης στις πέντε επιµέρους αυτο-αντιλήψεις. Τα αποτελέσµατα των φορτίσεων φαίνονται στον Πίνακα 13: 149

152 -Μεθοδολογία- Πίνακας 13 Παραγοντική ανάλυση των συστατικών µερών της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς, των πέντε επιµέρους αυτο-αντιλήψεων του φυσικού, ηθικού, προσωπικού, οικογενειακού και του κοινωνικού εαυτού Συστατικά µέρη των επιµέρους αυτοαντιλήψεων Φυσικός εαυτόςταυτότητα Φυσικός εαυτόςικανοποίηση Φυσικός εαυτόςσυµπεριφορά Ηθικός εαυτόςταυτότητα Ηθικός εαυτόςικανοποίηση Ηθικός εαυτόςσυµπεριφορά Προσωπικός εαυτόςταυτότητα Προσωπικός εαυτόςικανοποίηση Προσωπικός εαυτόςσυµπεριφορά Οικογενειακός εαυτόςταυτότητα Οικογενειακός εαυτόςικανοποίηση Οικογενειακός εαυτόςσυµπεριφορά Κοινωνικός εαυτόςταυτότητα Κοινωνικός εαυτόςικανοποίηση Κοινωνικός εαυτός- Παράγοντας Παράγοντας Παράγοντας Παράγοντας Παράγοντας 5 συµπεριφορά Ιδιοτιµή % ιακύµανσης Συνολική ιακύµανση Οι φορτίσεις των συστατικών µερών των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων είναι ικανοποιητικές, κυµαινόµενες µεταξύ των τιµών.54 έως.80, και επιβεβαιωτικές για τις τρεις αυτο-αντιλήψεις του ηθικού, του οικογενειακού και του κοινωνικού εαυτού. Αναφορικά µε τις αυτο-αντιλήψεις του φυσικού εαυτού και του προσωπικού εαυτού, παρατηρούµε ότι ο παράγοντας «φυσικός εαυτός-ικανοποίηση» φορτίζει στον παράγοντα 3, της αυτο-αντίληψης του προσωπικού εαυτού, καθώς και ο παράγοντας «προσωπικός εαυτός-ταυτότητα» φορτίζει στον παράγοντα 1, της αυτο-αντίληψης του φυσικού εαυτού. Συνεπώς, οι δύο αυτοί 150

153 -Μεθοδολογία- παράγοντες αφαιρούνται από την εκτίµηση των αντίστοιχων αυτο-αντιλήψεων του φυσικού και του προσωπικού εαυτού και σαφώς δε λαµβάνονται υπόψη στις λοιπές στατιστικές αναλύσεις. Οι µέσοι όροι των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων βρίσκονται πάνω από τον µέσο όρο της κάθε επιµέρους κλίµακας και δείχνουν πως οι αυτο-αντιλήψεις των συµµετεχόντων είναι θετικές. Οι δείκτες της εσωτερικής αξιοπιστίας α του Cronbach κυµαίνονται µεταξύ των τιµών.70 έως.85 και είναι ικανοποιητικές καθώς βρίσκονται κοντά στα επίπεδα εσωτερικής αξιοπιστίας του δείγµατος στάθµισης (Πίνακας 14). Πίνακας 14 Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις και εσωτερική αξιοπιστία α του Cronbach των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων Αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών της έννοιας του εαυτού Μ.Ο. Τ.Α. α (Ν= 460) α (αµερικάνικο δείγµα n= 754) 1. Αυτο-αντίληψη Φυσικού Εαυτού Αυτο-αντίληψη Ηθικού Εαυτού Αυτο-αντίληψη Προσωπικού Εαυτού 4. Αυτο-αντίληψη Οικογενειακού Εαυτού Αυτο-αντίληψη Κοινωνικού Εαυτού 6. Αυτο-αντίληψη Ακαδηµαϊκού/ Εργασιακού Εαυτού Ταυτότητα Ικανοποίηση Συµπεριφορά Συσχετίσεις µεταξύ των επιµέρους κλιµάκων του ερωτηµατολογίου Οι συσχετίσεις µεταξύ της συνολικών κλιµάκων της συνολικής αυτο-αντίληψης, η οποία προκύπτει από το άθροισµα των έξι επιµέρους αυτο-αντιλήψεων των ικανοτήτων, της σύγκρουσης, η οποία προκύπτει από τη διαφορά των θετικών και αρνητικών δηλώσεων του ερωτηµατολογίου, των γενικότερων αυτο-αντιλήψεων της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς, των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων των ικανοτήτων, καθώς και των συµπληρωµατικών κλιµάκων της αυτοκριτικής και της παρουσίασης ενός καλύτερου εαυτού, παρουσιάζονται στον Πίνακα 15. Η συσχέτιση των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων των ικανοτήτων µε τη συνολική αυτοαντίληψη και τις αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς βρίσκονται σε ικανοποιητικά, υψηλά, επίπεδα. Η συνολική αυτο-αντίληψη συσχετίζεται θετικά µε τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων, και παρουσιάζει την πιο υψηλή θετική 151

154 -Μεθοδολογίασυσχέτιση µε την αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού, η οποία αντανακλά την αντίληψη της προσωπικότητας και της επάρκειας του ατόµου (r=.865, p<.01). Υψηλές, επίσης, είναι οι συσχετίσεις της συνολικής αυτο-αντίληψης µε την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού (r=.801, r<.01), καθώς και του ηθικού εαυτού (r=.760, p<.01). Οι αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών συσχετίζονται µεταξύ τους σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό και κυµαίνονται µεταξύ των τιµών.36 έως.69. Υψηλές είναι οι συσχετίσεις της αυτο-αντίληψης του προσωπικού εαυτού µε την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού (r=.69, p<.01) καθώς και µε την αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού (r=.63, p<.01). Η συµπληρωµατική κλίµακα της παρουσίασης ενός καλύτερου εαυτού συσχετίζεται στον υψηλότερο βαθµό µε την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού (r=.685, p<.001) και µε την αυτο-αντίληψη της ταυτότητας (r=.632, p<.001). Η συµπληρωµατική κλίµακα της αυτοκριτικής συσχετίζεται αρνητικά µε τις υπόλοιπες επιµέρους κλίµακες, εκτός των επιµέρους κλιµάκων της σύγκρουσης και της παρουσίασης ενός καλύτερου εαυτού. Σε υψηλότερο βαθµό συσχετίζεται αρνητικά µε την αυτο-αντίληψη της ταυτότητας και µε την αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού. Η επιµέρους κλίµακα της σύγκρουσης παρουσιάζει χαµηλές συσχετίσεις µε τις λοιπές επιµέρους κλίµακες. Σε ικανοποιητικό βαθµό συσχετίζεται αρνητικά µε την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/ εργασιακού εαυτού (r= -.424, p<.001), συνεπώς η θετική αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/ εργασιακού εαυτού συσχετίζεται µε χαµηλά επίπεδα σύγκρουσης, τα οποία υποδηλώνουν πως τα άτοµα ορίζουν τον εαυτό τους συναινώντας κυρίως µε τις θετικές δηλώσεις του ερωτηµατολογίου, και αντίστροφα. 152

155 -Μεθοδολογία- Πίνακας 15 Συσχετίσεις µεταξύ των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων του Tennessee (Fitts & Warren, 1996) ΑΥΤΟ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ 1. Συνολική 1.00 αυτο-αντίληψη 2. Σύγκρουση -.177** Ταυτότητα,882*** Ικανοποίηση,874*** -.171***.666*** Συµπεριφορά,873*** ***.669*** Φυσικός εαυτός,801*** -.193***.746***.687***.737*** Ηθικός εαυτός,760***.102*.692***.679***.684***.467*** Προσωπικός εαυτός,865*** -.180***.796***.782***.732***.693***.575*** Οικογενειακός εαυτός,697*** ***.636***.590***.422***.494***.483*** Κοινωνικός εαυτός,744*** -.126**.642***.694***.722***.519***.503***.632***.360*** Ακαδηµαϊκός/,710*** -.424***.473***.511***.523***.494***.424***.523***.387***.363*** 1.00 εργασιακός Εαυτός 12. Παρουσίαση ενός,586***.102*.632***.467***.481***.685***.344***.480***.441***.319***.344*** 1.00 καλύτερου εαυτού 13. Αυτοκριτική -.371*** -.094* -.343*** -.260*** -.366*** -.252*** -.360*** -.296*** -.236*** -.247*** -.178***.142** Επίπεδα σηµαντικότητας: *** p<.001, **p<.01, *p<

156 -Μεθοδολογία ιαφορές φύλου ως προς τις αυτο-αντιλήψεις του ερωτηµατολογίου Tennessee Προκειµένου να εξεταστούν αν υπάρχουν διαφορές φύλου ως προς τις επιµέρους κλίµακες του ερωτηµατολογίου Tennessee, δηλαδή τις έξι αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους ικανοτήτων, των συνολικών αυτο-αντιλήψεων της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς, και των συµπληρωµατικών κλιµάκων της αυτοκριτικής, της παρουσίασης ενός καλύτερου εαυτού και τέλος της ενδοπροσωπικής σύγκρουσης, εφαρµόστηκε η στατιστική ανάλυση διαφοράς των µέσων όρων σε ανεξάρτητα δείγµατα (t-test). Τα αποτελέσµατα της στατιστικής ανάλυσης έδειξαν πως το φύλο παρουσιάζει στατιστική διαφορά ως προς τις αυτο-αντιλήψεις του φυσικού εαυτού (t = 2.72, p =.007), του ηθικού εαυτού (t = -2.74, p =.006), του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού (t = 3.80, p =.000), της ενδοπροσωπικής σύγκρουσης (t = -4.17, p =.000) και της αυτοκριτικής (t = 2.17, p =.030). ). Συγκρίνοντας τους µέσους όρους µεταξύ των αντρών και των γυναικών, όπως φαίνεται στον Πίνακα 17 διαπιστώνουµε πως οι άντρες έχουν υψηλότερο µέσο όρο και συνεπώς θετικότερη φυσική και ακαδηµαϊκή/εργασιακή αυτο-αντίληψη, καθώς και υψηλότερα επίπεδα αυτοκριτικής, σε σύγκριση µε τις γυναίκες. Οι γυναίκες έχουν υψηλότερο µέσο όρο και συνεπώς θετικότερη ηθική αυτο-αντίληψη, υψηλότερα επίπεδα αυτοκριτικής και ενδοπροσωπικής σύγκρουσης σε σύγκριση µε τους άντρες. (βλ. Πίνακα 16). Πίνακας 16 Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, και τιµές t test των αυτο-αντιλήψεων του ερωτηµατολογίου Tennessee σε συνάρτηση µε το φύλο Άντρες (n = 209) Γυναίκες (n = 251) Επιµέρους Αυτο-αντιλήψεις Μ.Ο. T.A. Μ.Ο. T.A. t p Φυσικός Εαυτός Ηθικός Εαυτός Ακαδηµαϊκός/Εργασιακός Εαυτός Συµπληρωµατικές Κλίµακες Αυτοαντίληψης Ενδοπροσωπική σύγκρουση Αυτοκριτική Σηµείωση: Στον πίνακα συµπεριλαµβάνονται µόνο οι µεταβλητές µε στατιστικά σηµαντική διαφορά µέσων όρων ιαφορές οµάδων ηλικίας ως προς τις επιµέρους κλίµακες του ερωτηµατολογίου Tennessee Προκειµένου να εξεταστούν αν υπάρχουν διαφορές µεταξύ των οµάδων της ύστερης εφηβικής ηλικίας (18-20 χρονών), της πρώτης νεότητας (21-22 χρονών) και της κυρίως ενήλικης ζωής (23-25 χρονών), ως προς τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις του ερωτηµατολογίου 154

157 -Μεθοδολογία- Tennessee, εφαρµόστηκε η στατιστική µέθοδος ανάλυσης της διακύµανσης των µέσων όρων των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων, µε ανεξάρτητο παράγοντα την ηλικία (anova-one way). Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι δύο κλίµακες του ερωτηµατολογίου, η αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού και η κλίµακα της ενδοπροσωπικής σύγκρουσης διαφοροποιούνται σε συνάρτηση µε την ηλικία (βλ. Πίνακα 17). Προκειµένου να δούµε τις διαφοροποιήσεις των µέσων όρων των µεταβλητών στις τρεις οµάδες της ύστερης εφηβικής ηλικίας (18-20 χρονών), της πρώτης ενήλικης ζωής (21-22 χρονών) και της κυρίως ενήλικης ζωής (23-25 χρονών) εφαρµόστηκε ο έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων του Tukey (ΗSD). Ως προς την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, η στατιστική ανάλυση πολλαπλών συγκρίσεων µεταξύ των οµάδων δείχνει ότι η οµάδα της κυρίως ενήλικης ζωής, χρονών, διαφοροποιείται από τις οµάδες της ύστερης εφηβικής ηλικίας, χρονών, και της πρώτης ενήλικης ζωής, χρονών, έχοντας θετικότερη αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού. Ως προς την κλίµακα της ενδοπροσωπικής σύγκρουσης, διαφοροποιείται η οµάδα των ατόµων της ενήλικης ζωής από τις δύο άλλες οµάδες των ατόµων της πρώτης ενήλικης ζωής και της ύστερης εφηβείας, ορίζοντας τον εαυτό τους συναινώντας σε µεγαλύτερο βαθµό µε τις θετικές δηλώσεις του ερωτηµατολογίου. Πίνακας 17 Ανάλυση διακύµανσης των µέσων όρων της αυτο-αντίληψης του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού και της ενδοπροσωπικής σύγκρουσης ως προς την ηλικία Αυτο-αντιλήψεις Αυτο-αντίληψη Ακαδηµαϊκού/Εργασιακού εαυτού1*, 2** Ενδοπροσωπική Σύγκρουση1*,2* Ύστερη εφηβική ηλικία (18-20 χρονών) Μ.Ο. Τ.Α. Πρώτη ενήλικη ζωή (21-22 χρονών) Μ.Ο. Τ.Α. Κυρίως ενήλικη ζωή (23-25 χρονών) Μ.Ο. Τ.Α ** **.008 Σηµείωση: Ζεύγη συγκρίσεων: 1=ύστερη εφηβική ηλικία-κυρίως ενήλικη ζωή,, 2= πρώτη ενήλικη ζωή-κυρίως ενήλικη ζωή, 3= ύστερη εφηβική ηλικία-πρώτη ενήλικη ζωή Επίπεδο σηµαντικότητας: **p<.01 F p 2. Έλεγχος των ψυχοµετρικών χαρακτηριστικών της κλίµακας PANAS στο δείγµα της παρούσας έρευνας 2.1. Παραγοντική ανάλυση Από την επιβεβαιωτική παραγοντική ανάλυση, µε περιστροφή τύπου varimax, προκύπτουν δύο παράγοντες µε ικανοποιητικές φορτίσεις για τις 19 από τις 20 δηλώσεις. Μόνο η δήλωση 3 ("σε ένταση") της κλίµακας του θετικού συναισθήµατος φορτίζει στον 155

158 -Μεθοδολογία- παράγοντα του αρνητικού συναισθήµατος. Η απόδοση στα ελληνικά της λέξης "excited" ως «σε ένταση», αποδεικνύεται προβληµατική και της προσδίδει αρνητική χροιά, παρά τις περαιτέρω διευκρινήσεις που δόθηκαν στους συµµετέχοντες κατά τη χορήγηση του ερωτηµατολογίου. Κατά συνέπεια, η δήλωση αυτή εξαιρείται από την περαιτέρω επεξεργασία των στατιστικών δεδοµένων. Οι φορτίσεις των δύο παραγόντων του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, όπως διαµορφώνονται µε την αφαίρεση της δήλωσης 3, φαίνονται στον Πίνακα 18. Επίσης η δήλωση 17, η οποία αναφέρεται στο χαρακτηρισµό «προσεκτικός/ ή» έχει οριακά χαµηλή φόρτιση (.304), ενώ οι φορτίσεις των υπόλοιπων δηλώσεων κυµαίνονται για το θετικό συναίσθηµα µεταξύ των τιµών.417 και.713 και για το αρνητικό συναίσθηµα µεταξύ των τιµών.440 και.725. Η κλίµακα του αρνητικού συναισθήµατος ερµηνεύει το 24.3% της συνολικής διακύµανσης, ενώ η κλίµακα του θετικού συναισθήµατος ερµηνεύει το 15.4% της συνολικής διακύµανσης. Και οι δύο παράγοντες µαζί εξηγούν ένα ποσοστό τάξεως 39.4% της συνολικής διασποράς. Οι τελικές ιδιοτιµές που προκύπτουν για τους δύο παράγοντες του αρνητικού και του θετικού συναισθήµατος είναι 4.86 και 3.08 αντίστοιχα. Πίνακας 18 Παραγοντική ανάλυση του ερωτηµατολογίου θετικού και αρνητικού συναισθήµατος (PANAS) PANAS Παράγοντας 1 Αρνητικό Συναίσθηµα Παράγοντας 2 Θετικό Συναίσθηµα Ερ. 1 Άτοµο µε ενδιαφέροντα.663 Ερ. 2 Αγχωµένος/η.693 Ερ. 4 Θυµωµένος/η.722 Ερ. 5 υνατός/ή.647 Ερ. 6 Ένοχος/η.492 Ερ. 7 Φοβισµένος/η.554 Ερ. 8 Εχθρικός/ή.431 Ερ. 9 Ενθουσιώδης.527 Ερ. 10 Περήφανος/η.570 Ερ. 11 Ευέξαπτος/η.535 Ερ. 12 Σε εγρήγορση.665 Ερ. 13 Ντροπιασµένος/η.401 Ερ.14 Εµπνευσµένος/η.408 Ερ. 15 Νευρικός/ή.737 Ερ. 16 Αποφασισµένος/η.660 Ερ. 17 Προσεκτικός/ή.304 Ερ. 18 Αναστατωµένος/η.708 Ερ. 19 ραστήριος/α.714 Ερ. 20 Ανήσυχος/η.672 Ιδιοτιµή % ιακύµανσης Συνολική ιακύµανση

159 -Μεθοδολογία- Στη συνέχεια, υπολογίστηκαν ο µέσος όρος, η τυπική απόκλιση και ο δείκτης εσωτερικής συνάφειας α του Cronbach, για κάθε µια ερώτηση καθώς και για τις δύο κλίµακες του ερωτηµατολογίου (Πίνακας 19). Πίνακας 19 Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις και εσωτερική αξιοπιστία των ερωτήσεων και των επιµέρους κλιµάκων του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος της κλίµακας PANAS PANAS Μ.Ο Τ. Α. a Θετικό συναίσθηµα (ΡΑ) Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Αρνητικό συναίσθηµα (ΝΑ) Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση N= 460 Όπως φαίνεται στον Πίνακα 19, το θετικό συναίσθηµα κυµαίνεται σε υψηλότερα επίπεδα από τον µέσο όρο της κλίµακας, ενώ το αρνητικό συναίσθηµα βρίσκεται κάτω από τον µέσο όρο. Συνεπώς οι συµµετέχοντες της έρευνας αναφέρουν υψηλότερο θετικό συναίσθηµα παρά αρνητικό. Οι δείκτες αξιοπιστίας κυµαίνονται σε ικανοποιητικά επίπεδα, κοντινά µε αυτά του δείγµατος στάθµισης, και η συσχέτιση µεταξύ των δύο κλιµάκων του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος είναι αρνητική, στατιστικά σηµαντική αλλά αδύναµη, (r = -.220, p<.001), υποδεικνύοντας τη διακριτή υπόσταση των δύο διαστάσεων του θετικού 157

160 -Μεθοδολογίακαι αρνητικού συναισθήµατος. Τέλος, οι διαφορές φύλου και οι διαφορές µεταξύ των οµάδων της ύστερης εφηβείας, της πρώτης και της κυρίως ενήλικης ζωής δε βρέθηκαν να είναι στατιστικά σηµαντικές ως προς το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα. 3. Ψυχοµετρικά δεδοµένα της κλίµακας RQ 3.1. Προσκόλληση προς τους γονείς και προς τους φίλους Η προσκόλληση προς τους γονείς και τους φίλους, όπως προκύπτει από το ερωτηµατολόγιο RQ (Horowitz &Bartholomew, 1991) έχει τις ακόλουθες κατανοµές των συµµετεχόντων στους τέσσερις τύπους της ασφαλούς και ανασφαλούς προσκόλλησης (Πίνακες ): Τύπος προσκόλλησης προς τους γονείς Πίνακας 20 Κατανοµή των τύπων προσκόλλησης προς τους γονείς (Ν= 417) Συχνότητα Ποσοστό Αθροιστικό ποσοστό Bartholomew&Horowitz, 1991 Ν = 77 Ν = 69 Ασφαλής τύπος ,7% 42,7% 47% 57% Φοβικός τύπος 52 12,5% 55,2% 18% 18% Έµµονος τύπος 52 12,5% 67,6% 14% 10% Απορριπτικός τύπος ,4% 100% 21% 13% Σύνολο % 100% 100% Σηµείωση: Ο µέσος όρος ηλικίας στα δύο δείγµατα των ερευνών των Bartholomew και Horowitz είναι 19.5 χρόνια Από την κατανοµή των συχνοτήτων της προσκόλλησης προς τους γονείς, παρατηρείται ότι ο ασφαλής τύπος προσκόλλησης έχει το µεγαλύτερο ποσοστό, περίπου το µισό της συνολικής κατανοµής, και συµπλέει µε τα υπάρχοντα ερευνητικά δεδοµένα ταξινοµήσεων (Bartholomew & Horowitz, 1991, Kafetsios, ). Το ποσοστό του απορριπτικού τύπου προσκόλλησης είναι υψηλό, καθώς φτάνει το 32,4% αποκλίνοντας από τα ποσοστά των υπόλοιπων ερευνών. Το υψηλό ποσοστό απορριπτικής προσκόλλησης προς τους γονείς είναι πιθανώς ερµηνεύσιµο βάσει των δηµογραφικών χαρακτηριστικών του δείγµατος της έρευνας, καθώς ένα σηµαντικό ποσοστό των συµµετεχόντων εντάσσεται στην περίοδο της ύστερης εφηβείας και της πρώτης νεότητας, κατά την οποία βρίσκονται σε διαµάχη µε τους γονείς, στα πλαίσια της προσπάθειας καθορισµού της προσωπικής τους ταυτότητας (Weiss, 1991). Επίσης, κατά την περίοδο της ύστερης εφηβείας και της πρώτης νεότητας διαµορφώνονται οι προσκολλήσεις προς τους συνοµηλίκους και αυξάνεται ο βαθµός στον οποίο απευθύνονται προς αυτούς, αναζητώντας ανακούφιση σε περιόδους 158

161 -Μεθοδολογία- άγχους, µε αποτέλεσµα να αποστασιοποιούνται από τους γονείς τους (Allen & Land, Carlo, Fabes, Laible & Kupanoff, Fraley & Davis, 1997). Πίνακας 21 Κατανοµή των τύπων προσκόλλησης προς τους φίλους (Ν= 417) Τύπος προσκόλλησης προς τους φίλους Συχνότητα Ποσοστό Αθροιστικό ποσοστό Ασφαλής τύπος ,3% 45,3% Φοβικός τύπος 79 18,5% 63,8% Έµµονος τύπος 76 17,8% 81,5% Απορριπτικός τύπος 79 18,5% 100% Σύνολο % Ως προς την κατανοµή των συµµετεχόντων προς τους φίλους, παρατηρείται ότι το µεγαλύτερο ποσοστό των συµµετεχόντων εντάσσεται στον ασφαλή τύπο, ενώ οι υπόλοιποι ανασφαλείς τύποι προσκόλλησης µοιράζονται ποσοστό τάξεως 54,5% της συνολικής κατανοµής. Φαίνεται ότι υπάρχουν διαφορές στα ποσοστά κατανοµής των συµµετεχόντων στις διαφορετικές σχέσεις προς τους γονείς και τους φίλους. Προκειµένου να διερευνηθεί αν η διαφορά µεταξύ των ίδιων τύπων προσκόλλησης στις διαφορετικές σχέσεις προς τους γονείς και τους φίλους είναι στατιστικά σηµαντική, εφαρµόστηκε το στατιστικό κριτήριο McNemar: Όπως φαίνεται στον Πίνακα 22, η διαφορά κατανοµής της ασφαλούς προσκόλλησης προς τους γονείς και φίλους δεν είναι στατιστικά σηµαντική, ενώ ως προς την φοβική προσκόλληση η διαφορά κατανοµής είναι οριακά σηµαντική. Ωστόσο, ως προς τον τύπο έµµονης και κυρίως ως προς τον τύπο απορριπτικής προσκόλλησης τα ποσοστά κατανοµής διαφοροποιούνται σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό. Το ποσοστό της έµµονης προσκόλλησης είναι στατιστικά µεγαλύτερο στην προσκόλληση προς τους φίλους, σε σύγκριση µε το ποσοστό της έµµονης προσκόλλησης προς τους γονείς. Από την άλλη πλευρά, το ποσοστό της απορριπτικής προσκόλλησης είναι στατιστικά µεγαλύτερο στη σχέση προσκόλλησης προς τους γονείς, σε σύγκριση µε την σχέση προσκόλλησης προς τους φίλους. 159

162 -Μεθοδολογία- Πίνακας 22 Έλεγχος διαφοράς McNemar µεταξύ των τεσσάρων τύπων προσκόλλησης προς τους γονείς και τους φίλους Τύποι προσκόλλησης χ 2 p (Ν = 414) Ασφαλής προσκόλληση προς τους γονείς και τους φίλους Φοβική προσκόλληση προς τους γονείς και τους φίλους Έµµονη προσκόλληση προς τους γονείς και τους φίλους Απορριπτική προσκόλληση προς τους γονείς και τους φίλους Ψυχοµετρικά χαρακτηριστικά της κλίµακας ECR 4.1. Έλεγχος εγκυρότητας και αξιοπιστίας των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της κλίµακας ECR Η εγκυρότητα του ερωτηµατολογίου ECR έχει καταφανεί σε δύο έρευνες σε ελληνικά δείγµατα ( Ν= 238, M.O. ηλικίας 27 και 47 αντίστοιχα, Καφέτσιος, 2002). Στην παρούσα έρευνα, η παραγοντική ανάλυση µε δυο παράγοντες (άγχος-αποφυγή) έδωσε ικανοποιητικές φορτίσεις για τις 35 από τις 36 ερωτήσεις. Ικανοποιητικά δε φόρτισε η ερώτηση 29 («Νιώθω άνετα να εξαρτώµαι από τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους»), η οποία αφορά τη διάσταση της αποφυγής και ίσως η ελληνική µετάφρασή της να µην ευνόησε την πλήρη κατανόησή της και κατά συνέπεια να εκλαµβάνεται µε µια διαφορετική έννοια η οποία δε σχετίζεται µε την έννοια της υψηλής και χαµηλής αποφυγής. Έχουµε αφαιρέσει την ερώτηση 29 από την επεξεργασία των στατιστικών δεδοµένων, µε αποτέλεσµα η διάσταση της αποφυγής να αποτελείται από 17 ερωτήσεις, ενώ η διάσταση του άγχους από 18. Οι λοιπές ερωτήσεις δίνουν ικανοποιητικές φορτίσεις, µεγαλύτερες της τιµής Οι δύο παράγοντες, όπως διαµορφώθηκαν µε την αφαίρεση της µιας ερώτησης, απεικονίζονται στον Πίνακα 23. Πίνακας 23 Παραγοντική ανάλυση του Ερωτηµατολογίου Εµπειριών στις Στενές ιαπροσωπικές Σχέσεις Ερωτηµατολόγιο ECR (Brennan et al., 1998) Παράγοντας 1 ( ιάσταση άγχους) Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Παράγοντας 2 ( ιάσταση αποφυγής)

163 -Μεθοδολογία- Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ιδιοτιµή % ιακύµανσης Συνολική ιακύµανση Ο παράγοντας 1 απεικονίζει τη διάσταση του άγχους (ερωτήσεις 2, 4, 6, 8, 10, 12, 14, 16, 18, 20, 22, 24, 26, 28, 30, 32, 34, 36). Ουσιαστικά αντανακλά το µοντέλο του εαυτού, την αίσθηση της αξίας και της αυτοαποδοχής. Ο παράγοντας 2 απεικονίζει τη διάσταση της αποφυγής (ερωτήσεις 1, 3, 5, 7, 9, 11, 13, 15, 17, 19, 21, 23, 25, 27, 31, 33, 35). Ουσιαστικά αντανακλά το "µοντέλο του άλλου", αναφέρεται δηλαδή στο βαθµό στον οποίο το άτοµο επιδιώκει ή αποφεύγει την οικειότητα και την αλληλεξάρτηση µε τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Ο µέσος όρος για την κλίµακα του άγχους κυµαίνεται στην τιµή.50,61 και βρίσκεται πάνω από τον µέσο όρο της κλίµακας (Μ.Ο. = 47,5), ενώ για την κλίµακα της αποφυγής κυµαίνεται στην τιµή 38,43 και βρίσκεται κάτω από τον µέσο όρο της κλίµακας. Η εσωτερική αξιοπιστία των δύο παραγόντων βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο. Κυρίως η διάσταση του άγχους βρίσκεται πολύ κοντά στην τιµή της εσωτερικής αξιοπιστίας της διάστασης του άγχους της αρχικής κλίµακας (Πίνακας 24). 161

164 -Μεθοδολογία- Πίνακας 24 Εσωτερική αξιοπιστία α του Cronbach των δύο διαστάσεων άγχους και αποφυγής που προκύπτουν από το ερωτηµατολόγιο ECR (Brennan et al., 1998) ECR (Brennan et al., 1998, n = 1.082) α (Παρούσα έρευνα, n= 460) α ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής Τέλος, η συσχέτιση των δύο παραγόντων είναι στατιστικά σηµαντική αλλά ασθενής (r =.111, p =.018), δείχνοντας πως οι δύο διαστάσεις είναι διακριτές, καθώς δεν αλληλοκαλύπτονται ιαφορές φύλου ως προς τις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Προκειµένου να εξεταστούν οι διαφορές φύλου ως προς τις δύο διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής εφαρµόστηκε η στατιστική ανάλυση της διαφοράς των µέσων όρων σε ανεξάρτητα δείγµατα (t-test). Τα αποτελέσµατα της ανάλυσης έδειξαν πως το φύλο παρουσιάζει στατιστική σηµαντική διαφορά ως προς τις δύο διαστάσεις του άγχους (t = -3.06, p =.002) και της αποφυγής (t = 3.08, p =.002) (Πίνακας 25). Συγκρίνοντας τους µέσους όρους µεταξύ των αντρών και των γυναικών, διαπιστώνουµε ότι οι άντρες έχουν υψηλότερο µέσο όρο ως προς τη διάσταση της αποφυγής και συνεπώς υψηλότερα επίπεδα αποφυγής σε σύγκριση µε τις γυναίκες. Ως προς τη διάσταση του άγχους, οι γυναίκες έχουν υψηλότερο µέσο όρο και συνεπώς υψηλότερα επίπεδα άγχους σε σύγκριση µε τους άντρες. Το εύρηµα αυτό είναι συνεπές µε το προηγούµενο εύρηµα της παρούσας έρευνας, που προέκυψε από την παραγοντική ανάλυση αντιστοιχιών, όπου στον παράγοντα που συνίσταται από υψηλό άγχος προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, φοβική και έµµονη προσκόλλησης προς τους γονείς και φίλους, ταξινοµούνται οι γυναίκες. Ερευνητικά δεδοµένα σχετικά µε τη διαφορά φύλου ως προς τους τύπους της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους συµπλέουν, τονίζοντας ότι στον απορριπτικό τύπο προσκόλλησης, που χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα αποφυγής, ταξινοµούνται σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό άντρες, ενώ στον έµµονο και φοβικό τύπο, σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό ταξινοµούνται γυναίκες (Bartholomew & Horowitz, Brennan, Clark & Shaver, Kirkpatrick & Davis, Scharfe & Bartholomew, 1994). 162

165 -Μεθοδολογία- Πίνακας 25 Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, και τιµές t-test των διαστάσεων της αποφυγής και του άγχους της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, του ερωτηµατολογίου ECR ως συνάρτηση του φύλου ιαστάσεις Άντρες (n = 209) Γυναίκες (n = 251) προσκόλλησης Μ.Ο. Τ.Α. Μ.Ο. Τ.Α. t p ιάσταση Αποφυγής **.002 ιάσταση Άγχους ** ιαφορές οµάδων ηλικίας ως προς διαστάσεις της αποφυγής και του άγχους της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, του ερωτηµατολογίου ECR Οι διαφορές µεταξύ των τριών οµάδων της ύστερης εφηβικής ηλικίας, της πρώτης ενήλικης ζωής και της κυρίως ενήλικης ζωής ως προς τις δύο διαστάσεις άγχους και αποφυγής του ερωτηµατολογίου ECR εξετάστηκαν µε την εφαρµογή της µεθόδου ανάλυσης της διακύµανσης των µέσων όρων (one-way Anova) και δε βρέθηκαν να παρουσιάζουν στατιστική σηµαντικότητα Ανάλυση διακύµανσης των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µε ανεξάρτητη µεταβλητή το χαρακτηρισµό της προηγούµενης σχέσης Εξετάζοντας αν υπάρχει διαφοροποίηση µεταξύ των ατόµων που χαρακτήρισαν διαφορετικά την προηγούµενη σχέση τους και ανακαλούν θετικές ή αρνητικές αναµνήσεις από µια προηγούµενη ερωτική σχέση, εφαρµόστηκε η ανάλυση διακύµανσης των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µε παράγοντα το χαρακτηρισµό που έδωσαν για να περιγράψουν την προηγούµενη ερωτική σχέση τους (one-way Anova). Σύµφωνα µε τα υπάρχοντα ερευνητικά δεδοµένα τα άτοµα µε ασφαλή τύπο προσκόλλησης επικεντρώνονται κατά την περιγραφή βιωµάτων τους στα θετικά χαρακτηριστικά, ενώ τα άτοµα που ταξινοµούνται στους ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης επικεντρώνονται στα αρνητικά χαρακτηριστικά των προηγούµενων ερωτικών σχέσεων (Mikulincer et al., Perreg & Mikulincer, 2004). Τα αποτελέσµατα της στατιστικής ανάλυσης της διακύµανσης µε έναν παράγοντα έδειξαν στατιστικά σηµαντική διακύµανση της διάστασης της αποφυγής (F = 2.68, p=.003, Μ.Ο. = 38.43, Τ.Α. = ) και σε στατιστικά σηµαντικό οριακό επίπεδο, της διάστασης του άγχους (F = 1,85, p=.05, Μ.Ο. = 50.61, Τ.Α.= 12.65) προς τους/τις ερωτικούς/ές 163

166 -Μεθοδολογία- συντρόφους ως προς τη µεταβλητή του χαρακτηρισµού της προηγούµενης σχέσης. Οι αναλύσεις πολλαπλών συγκρίσεων του Tukey HSD έδειξαν ότι ως προς τη διάσταση της αποφυγής υπάρχει στατιστικά σηµαντική διαφοροποίηση µεταξύ της οµάδας των ατόµων που έδωσαν µια αντιφατική απάντηση, η οποία εµπεριέχει και θετικό και αρνητικό χαρακτηρισµό, µε τις τρεις οµάδες των ατόµων που δεν έδωσαν κάποια απάντηση, που έδωσαν έντονο αρνητικό χαρακτηρισµό αλλά και µε την οµάδα των ατόµων που χαρακτήρισε την προηγούµενη σχέση ως πολύ καλή και αρκετά καλή (Πίνακας 26). Φαίνεται ότι τα άτοµα που δίνουν µια αντιφατική απάντηση, µισή θετική και µισή αρνητική, και δεν αποφαίνονται σε κάποιο πιο ξεκάθαρο θετικό ή αρνητικό χαρακτηρισµό, έχουν µεγαλύτερα επίπεδα αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους σε σύγκριση µε την οµάδα που δε δίνει κάποια απάντηση, αλλά και µε τις οµάδες του θετικού και του έντονου αρνητικού χαρακτηρισµού. Η στατιστική ανάλυση πολλαπλών συγκρίσεων δεν έδειξε κάποια διαφοροποίηση µεταξύ των οµάδων ως προς τη διάσταση του άγχους προσκόλλησης προς τον/την ερωτικό/ή σύντροφο. Πίνακας 26 Έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων Tukey (HSD) στις κατηγορίες του χαρακτηρισµού της προηγούµενης ερωτικής σχέσης ιαστάσεις ECR ιάσταση αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Κατηγορία απάντησης Αντιφατική απάντηση Αντιφατική απάντηση Αντιφατική απάντηση Κατηγορία απάντησης ε δόθηκε απάντηση Έντονος αρνητικός χαρακτηρισµός Πολύ καλή έως αρκετά καλή ιαφορά Μ.Ο. Τυπικό σφάλµα -9.23** * 2, * Σηµείωση: στον πίνακα αναγράφονται µόνο οι µεταβλητές που παρουσίασαν στατιστική σηµαντικότητα. *p<.05, **p<.01, ***p<.001 p 5. Ψυχοµετρικά χαρακτηριστικά του ερωτηµατολογίου RSQ 5.1. Έλεγχος εγκυρότητας και αξιοπιστίας των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής του ερωτηµατολογίου RSQ Προκειµένου να επιβεβαιωθούν οι δύο διαστάσεις άγχους και αποφυγής ακολουθήθηκε το µοντέλο των Feeney και Hohaus (2001) το οποίο επιβεβαίωσε την παραγοντική δοµή των δύο διαστάσεων και προτείνεται από τους κατασκευαστές του 164

167 -Μεθοδολογία- ερωτηµατολογίου. Βάσει αυτού του µοντέλου, 10 ερωτήσεις συνιστούν τη διάσταση της αποφυγής και 13 τη διάσταση του άγχους µε ικανοποιητική αξιοπιστία. Η παραγοντική ανάλυση, µε περιστροφή Varimax, ορισµένη να δώσει δύο παράγοντες, συναινεί εν µέρει για τη διάσταση της αποφυγής (οι φορτίσεις είναι ικανοποιητικές για τα 8 από τα 10 θέµατα), ενώ για τη διάσταση της αποφυγής οι φορτίσεις των θεµάτων στο δείγµα µας είναι ταυτόσηµες µε αυτές που προτείνονται από το µοντέλο. Ικανοποιητικές φορτίσεις στη διάσταση της αποφυγής δε δίνουν οι ερωτήσεις 1 («µου είναι δύσκολο να εξαρτώµαι από άλλους ανθρώπους») και η ερώτηση 2 («είναι πολύ σηµαντικό για µένα να αισθάνοµαι ανεξάρτητος/η»). Κατά συνέπεια, η διάσταση της αποφυγής υπολογίστηκε από το µέσο όρο των 8 ερωτήσεων που είχαν ικανοποιητικές φορτίσεις, και η διάσταση του άγχους από το µέσο όρο των 13 ερωτήσεων. Οι φορτίσεις των παραγόντων της παρούσας έρευνας, καθώς και του µοντέλου των Feeney και Hohaus (2001), φαίνονται στον Πίνακα 27: Πίνακας 27 Παραγοντική ανάλυση των δύο διαστάσεων άγχους και αποφυγής που προκύπτουν από το ερωτηµατολόγιο RSQ (N=460) Ερωτηµατολόγιο RSQ Παράγοντας 1 ( ιάσταση Άγχους) Παράγοντας 2 ( ιάσταση Αποφυγής) Ερώτηση Ερώτηση4.616 Ερώτηση5.534 Ερώτηση6 (A).486 Ερώτηση7.453 Ερώτηση8.604 Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση 26 (A).452 Ερώτηση Ερώτηση Ιδιοτιµή 4,69 2,38 % της διακύµανσης 22,33% 11,36% Συνολική ιακύµανση 33,7% 165

168 -Μεθοδολογία- Η εσωτερική αξιοπιστία των δύο παραγόντων είναι υψηλή για τη διάσταση του άγχους και ικανοποιητική για τη διάσταση της αποφυγής, αποδεικνύοντας την εσωτερική συνέπεια των δύο διαστάσεων στο παρόν δείγµα (βλ. Πίνακα 28). Πίνακας 28 Εσωτερική αξιοπιστία a του Cronbach των δύο διαστάσεων άγχους και αποφυγής που προκύπτουν από το ερωτηµατολόγιο RSQ RSQ α (n = 460) α (N= 243,Kurbek, 2001) ιάσταση Άγχους ιάσταση Αποφυγής Η συσχέτιση µεταξύ των δύο διαστάσεων έχει τη τιµή -.065, αποδεικνύοντας πως η δύο διαστάσεις είναι δύο διακριτές δοµές Έλεγχος ταξινόµησης των τεσσάρων τύπων προσκόλλησης του ερωτηµατολογίου RSQ Στη παρούσα έρευνα η εσωτερική αξιοπιστία που προκύπτει για καθένα από τους τέσσερις τύπους δεν είναι ικανοποιητική και κυµαίνεται σε χαµηλές τιµές, µικρότερες του.50 και κατά συνέπεια δε διασφαλίζεται η εσωτερική αξιοπιστία των τεσσάρων τύπων που προκύπτουν από το ερωτηµατολόγιο RSQ. Το µοντέλο των τεσσάρων τύπων προσκόλλησης δεν αποδείχτηκε και δεν υποστηρίχθηκε ούτε στην επιβεβαιωτική παραγοντική ανάλυση του Kubek (2001). Προκειµένου να διασφαλιστεί η εσωτερική αξιοπιστία των τεσσάρων τύπων προσκόλλησης δε χρησιµοποιήθηκαν οι τέσσερις τύποι που ορίζουν οι κατασκευαστές του ερωτηµατολογίου και ορίστηκαν εκ νέου οι τέσσερις τύποι προσκόλλησης βάσει της ακόλουθης διαδικασίας: αρχικά εφαρµόστηκε παραγοντική ανάλυση, µε περιστροφή Varimax, όλων των θεµάτων του ερωτηµατολογίου, ελέγχθηκε η εσωτερική συνέπεια των παραγόντων που προέκυψαν µε τον υπολογισµό του δείκτη εσωτερικής αξιοπιστίας α του Cronbach και στη συνέχεια ελέγχθηκαν οι συσχετίσεις των παραγόντων µε τις δύο διαστάσεις άγχους και αποφυγής του ίδιου ερωτηµατολογίου. Η συσχέτιση καθόρισε την επιλογή παραγόντων που αντιπροσωπεύουν τους τέσσερις τύπους προσκόλλησης, έχοντας ως γνώµονα το θεωρητικό µοντέλο σύνθεσης των τεσσάρων τύπων της προσκόλλησης από το συνδυασµό των χαµηλών και των υψηλών επιπέδων των διαστάσεων άγχους και αποφυγής (Bartholomew, 1990). Σύµφωνα µε τη θεωρία της προσκόλλησης, οι τέσσερις τύποι 166

169 -Μεθοδολογία- ασφαλούς, έµµονης, φοβικής και απορριπτικής προσκόλλησης θα πρέπει να διαφοροποιούνται µεταξύ τους ως προς τα επίπεδα άγχους και αποφυγής, συναινώντας µε τα χαµηλά και υψηλά επίπεδα άγχους και αποφυγής που προτείνονται από τη θεωρία προσκόλλησης. Από την παραγοντική ανάλυση των 30 ερωτήσεων προέκυψαν 8 παράγοντες, στους οποίους λήφθηκαν υπόψη οι φορτίσεις των ερωτήσεων που είναι µεγαλύτερες της τιµής.30. Οι φορτίσεις των ερωτήσεων παρουσιάζονται στον Πίνακα 29. Πίνακας 29 Παραγοντική ανάλυση του ερωτηµατολογίου RSQ (N=460) Ερωτηµατολόγιο RSQ Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ερώτηση Ιδιοτιµή % της διακύµανσης 17.71% 9.42% 7.06% 5.03% 4.48% 4.11% 3.80% 3.40% Συνολική διακύµανση 55.12% Όπως φαίνεται στον Πίνακα 29, στον πρώτο παράγοντα έχουν ικανοποιητικές φορτίσεις έξι ερωτήσεις (9, 11, 16, 21, 23, 28), στο δεύτερο παράγοντα φορτίζουν τέσσερις ερωτήσεις (4, 6 (µε αντίστροφη βαθµολόγηση), 8, 14), στον τρίτο παράγοντα τέσσερις 167

170 -Μεθοδολογία- ερωτήσεις (1, 2, 19, 26), στον τέταρτο παράγοντα τέσσερις ερωτήσεις (5, 12, 13, 20), στον πέµπτο παράγοντα τρεις ερωτήσεις (3, 24 (µε αντίστροφη βαθµολόγηση), 30), στον έκτο παράγοντα τέσσερις ερωτήσεις (7, 17, 18, 27(µε αντίστροφη βαθµολόγηση), στον έβδοµο παράγοντα τρεις ερωτήσεις (10, 25, 29) και τέλος στον όγδοο παράγοντα φορτίζουν µόνο δύο ερωτήσεις (15, 22). Οι δείκτες εσωτερικής αξιοπιστίας α του Cronbach των έξι πρώτων παραγόντων κυµαίνονται µεταξύ των τιµών.53 έως.80, ενώ για τους δύο τελευταίους παράγοντες οι τιµές είναι µικρότερες του.50 και κατά συνέπεια δε λαµβάνονται υπόψη στις συσχετίσεις µε τις διαστάσεις άγχους και αποφυγής. Παράγοντας 1 (α=.80) (ΕΜΜΟΝΟΣ) 9. Ανησυχώ µήπως µείνω µόνος /η 11. Συχνά ανησυχώ µήπως οι ερωτικοί µου σύντροφοί δε µε αγαπούν πραγµατικά 16. Ανησυχώ ότι οι άλλοι δε µε εκτιµούν τόσο όσο τους εκτιµώ εγώ 21. Συχνά ανησυχώ µήπως οι ερωτικοί µου σύντροφοι δε θα θέλουν να µείνουν µαζί µου 23. Ανησυχώ µήπως µε εγκαταλείψουν 28. Ανησυχώ στην ιδέα ότι µπορεί οι άλλοι να µη µε αποδέχονται Παράγοντας 2 (α=.67) 4. Θέλω να γίνοµαι "ένα"(να δεθώ συναισθηµατικά) µε κάποιο άλλο άτοµο 6. Νιώθω άνετα χωρίς στενές συναισθηµατικές σχέσεις (Αντίστροφη βαθµολόγηση) 8. Θέλω να είµαι απόλυτα δεµένος συναισθηµατικά µε τους άλλους 14.Θέλω στενές συναισθηµατικές σχέσεις Παράγοντας 3 (α=.53) (ΑΠΟΡΡΙΠΤΙΚΟΣ) 1.Μου είναι δύσκολο να εξαρτώµαι από άλλους ανθρώπους 2. Είναι πολύ σηµαντικό για µένα να αισθάνοµαι ανεξάρτητος /η 19. Είναι πολύ σηµαντικό για µένα να αισθάνοµαι αυτάρκης 26. Προτιµώ να µην εξαρτώµαι από άλλους Παράγοντας 4 (α=.62) (ΦΟΒΙΚΟΣ) 5. Ανησυχώ µήπως πληγωθώ εάν αφήσω τον εαυτό µου να πλησιάσει πάρα πολύ τους άλλους 12. Μου είναι δύσκολο να εµπιστεύοµαι απόλυτα τους άλλους 13. Ανησυχώ µήπως οι άλλοι µε πλησιάσουν πάρα πολύ 20. Είµαι νευρικός /ή όταν ο οποιοσδήποτε µε πλησιάζει πολύ Παράγοντας 5 (α=.63) (ΑΣΦΑΛΗΣ) 3. Μου είναι εύκολο να πλησιάζω συναισθηµατικά τους άλλους 24. Νιώθω κάπως άβολα όταν είµαι κοντά στους άλλους (Αντίστροφη βαθµολόγηση) 30. Μου είναι σχετικά εύκολο να πλησιάσω τους άλλους Παράγοντας 6 (α=.60) 7. εν είµαι σίγουρος /η ότι µπορώ πάντα να βασίζοµαι στο ότι οι άλλοι θα είναι δίπλα µου όταν τους χρειάζοµαι 17. Οι άνθρωποι δε είναι ποτέ εκεί, όταν τους χρειάζεσαι 18. Η επιθυµία µου να γίνοµαι "ένα" µε τους άλλους(να δεθώ συναισθηµατικά) µερικές φορές τους αποµακρύνει 27. Ξέρω ότι οι άλλοι θα είναι εκεί όταν τους χρειάζοµαι (Αντίστροφη βαθµολόγηση) Παράγοντας 7 (α=. 36) 10. Αισθάνοµαι άνετα να εξαρτώµαι από άλλους ανθρώπους 25. Ανακαλύπτω ότι οι άλλοι είναι διστακτικοί να µε πλησιάσουν τόσο όσο εγώ θα ήθελα 29. Οι ερωτικοί σύντροφοί συχνά ζητούν να είµαι περισσότερο κοντά από ότι εγώ αισθάνοµαι άνετα Παράγοντας 8 (α=.46) 15. Νιώθω άνετα να έχω άλλους ανθρώπους που εξαρτώνται από µένα 22. Προτιµώ να µην έχω ανθρώπους που να εξαρτώνται από µένα (Αντίστροφη βαθµολόγηση) Οι συσχετίσεις των έξι πρώτων παραγόντων µε τις διαστάσεις άγχους και αποφυγής οι οποίες προκύπτουν από το ίδιο ερωτηµατολόγιο φαίνονται στον Πίνακα 30: 168

171 -Μεθοδολογία- Πίνακας 30 Συσχετίσεις µεταξύ των διαστάσεων άγχους-αποφυγής, των τύπων προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους και των διαστάσεων άγχους και αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ιαστάσεις RSQ ιάσταση άγχους Παράγοντας 1 Παράγοντας 2 Παράγοντας 3 Παράγοντας 4 Παράγοντας 5 Παράγοντας 6.898***.175*** *** -.260***.715*** ιάσταση αποφυγής ***.320***.257*** -.583***.074 Σηµείωση: επίπεδο σηµαντικότητας: ***p<.001 Με βάση τα επίπεδα των συσχετίσεων των παραγόντων µε τις διαστάσεις άγχους και αποφυγής, τα επίπεδα εσωτερικής αξιοπιστίας των παραγόντων, και το θεωρητικό σχήµα της Bartholomew (1990), θεωρήθηκε ότι ο πρώτος, ο τρίτος, ο τέταρτος και ο πέµπτος παράγοντας αντιστοιχούν µε µεγαλύτερη ακρίβεια στους τύπους της έµµονης, της απορριπτικής, της φοβικής και της έµµονης προσκόλλησης. Όπως φαίνεται στον Πίνακα 30, ο πρώτος παράγοντας συσχετίζεται θετικά, σε υψηλό βαθµό µε τη διάσταση του άγχους (r =.898, p = 000) και δεν παρουσιάζει στατιστικά σηµαντική συσχέτιση µε τη διάσταση της αποφυγής (r = -.082, p =.081) Κατά συνέπεια, θεωρούµε πως ο παράγοντας αυτός αφορά τον έµµονο τύπο προσκόλλησης. Η εσωτερική αξιοπιστία του παράγοντα αυτού είναι υψηλή (α =.80). Ο τρίτος παράγοντας δε συσχετίζεται σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό µε τη διάσταση του άγχους (r = -.016, p = 729), συσχετίζεται θετικά, σε µέτριο βαθµό µε τη διάσταση της αποφυγής (r =.320, p =.000). Επειδή είναι ο µόνος παράγοντας που παρουσιάζει θετική συσχέτιση µε τη διάσταση της αποφυγής, παρόλο που η συσχέτιση είναι µάλλον µέτρια παρά ισχυρή, εκλάβαµε πως αντιπροσωπεύει τον απορριπτικό τύπο προσκόλλησης. Η εσωτερική αξιοπιστία του παράγοντα αυτού είναι µέτρια (α =.53). Ο τέταρτος παράγοντας είναι ο µόνος που συσχετίζεται θετικά, σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό, και µε τις δύο διαστάσεις, εµπίπτοντας στο φοβικό τύπο προσκόλλησης. Η συσχέτιση µε τη διάσταση του άγχους είναι υψηλή (r =.661, p = 000) και η συσχέτιση του παράγοντα µε τη διάσταση της αποφυγής είναι µεν στατιστικά σηµαντική αλλά αδύναµη (r =.257, p =.001). Η εσωτερική αξιοπιστία του παράγοντα αυτού είναι µέτρια (α =.62). Τέλος, ο πέµπτος παράγοντας συσχετίζεται αρνητικά, σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό και µε τις δύο διαστάσεις, υποδηλώνοντας τα χαµηλά επίπεδα των διαστάσεων του άγχους 169

172 -Μεθοδολογίακαι της αποφυγής και συνθέτοντας τον ασφαλή τύπο προσκόλλησης. Η συσχέτιση του παράγοντα είναι ισχυρή για τη διάσταση του άγχους (r = -.583, p =.000) και χαµηλή για τη διάσταση της αποφυγής (r = -.260, p =.000). Η εσωτερική αξιοπιστία του παράγοντα αυτού είναι ικανοποιητική (α =.63). Παρόλο που οι παράγοντες αυτοί συνθέτουν τους τέσσερις τύπους προσκόλλησης ακολουθώντας και επιβεβαιώνοντας το θεωρητικό µοντέλο της προσκόλλησης, ωστόσο κάποιες συσχετίσεις στις οποίες βασιστήκαµε για τη δόµηση των τύπων δεν ήταν τόσο ισχυρές όσο θα αναµενόταν. Συνεπώς, βάσει αυτών των ασθενών συσχετίσεων, που αφορούν το φοβικό και τον ασφαλή τύπο προσκόλλησης, οι τέσσερις τύποι της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους χρησιµοποιήθηκαν µε επιφύλαξη στην παρούσα έρευνα, ως δευτερεύουσες µεταβλητές και ως επιβεβαιωτικές των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής γενικά προς τους άλλους, οι οποίες επιβεβαίωσαν το µοντέλο των Feeney και Hohaus (2001) και αποτέλεσαν τις βασικές µεταβλητές εκτίµησης της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους ιαφορές φύλου ως προς τις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους Προκειµένου να εξεταστούν οι διαφορές φύλου ως προς τις δύο διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής εφαρµόστηκε η στατιστική ανάλυση της διαφοράς των µέσων όρων σε ανεξάρτητα δείγµατα (t-test). Τα αποτελέσµατα της ανάλυσης έδειξαν πως το φύλο παρουσιάζει στατιστική σηµαντική διαφορά µόνο ως προς τη διάσταση της αποφυγής (t = 2.39, p =.017). Συγκρίνοντας τους µέσους όρους µεταξύ των αντρών και των γυναικών, διαπιστώνουµε ότι οι άντρες έχουν υψηλότερο µέσο όρο ως προς τη διάσταση της αποφυγής γενικά προς τους άλλους και συνεπώς υψηλότερα επίπεδα αποφυγής σε σύγκριση µε τις γυναίκες. Ως προς τη διάσταση του άγχους, δε φάνηκε να υπάρχει στατιστικά σηµαντική διαφοροποίηση µεταξύ των δύο φύλων (t = -1.89, p =.059). Ερευνητικά δεδοµένα σχετικά µε τη διαφορά φύλου ως προς τους τύπους της προσκόλλησης συµπλέουν, τονίζοντας ότι στον απορριπτικό τύπο προσκόλλησης, που χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα αποφυγής, ταξινοµούνται σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό άντρες (Bartholomew & Horowitz, Brennan, Clark & Shaver, Kirkpatrick & Davis, Scharfe & Bartholomew, 1994). 170

173 -Μεθοδολογία- Πίνακας 31 Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, και τιµές t-test των διαστάσεων της αποφυγής και του άγχους της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους, του ερωτηµατολογίου RSQ ως συνάρτηση του φύλου ιαστάσεις Άντρες (n = 209) Γυναίκες (n = 251) προσκόλλησης Μ.Ο. Τ.Α. Μ.Ο. Τ.Α. t p ιάσταση Αποφυγής *.017 ιάσταση Άγχους Σηµείωση: N=458, Μ.Ο = Μέσος Όρος, Τ.Α. = Τυπική Απόκλιση Επίπεδο στατιστικής σηµαντικότητας: *p< ιαφορές οµάδων ηλικίας ως προς τις τις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής του ερωτηµατολογίου RSQ Προκειµένου να εξεταστούν αν υπάρχουν διαφορές µεταξύ των οµάδων της ύστερης εφηβικής ηλικίας (18-20 χρονών), της πρώτης νεότητας (21-22 χρονών) και της κυρίως ενήλικης ζωής (23-25 χρονών), ως προς τις δύο διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους, εφαρµόστηκε η στατιστική µέθοδος ανάλυσης της διακύµανσης των µέσων όρων των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων, µε ανεξάρτητο παράγοντα την ηλικία (anova-one way). Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι από τις δύο διαστάσεις µόνο η διάσταση του άγχους διαφοροποιείται σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό σε συνάρτηση µε την ηλικία (Πίνακας 32). Προκειµένου να δούµε τις διαφοροποιήσεις των µέσων όρων των µεταβλητών στις τρεις οµάδες της ύστερης εφηβικής ηλικίας (18-20 χρονών), της πρώτης ενήλικης ζωής (21-22 χρονών) και της κυρίως ενήλικης ζωής (23-25 χρονών) εφαρµόστηκε ο έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων του Tukey (ΗSD). Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι η οµάδα της ύστερης εφηβικής ηλικίας, χρονών, διαφοροποιείται από τις δύο οµάδες της πρώτης νεότητας, χρονών, και της κυρίως ενήλικης ζωής, χρονών, παρουσιάζοντας υψηλότερα επίπεδα άγχους γενικά προς τους άλλους. Πίνακας 32 Ανάλυση διακύµανσης των µέσων όρων των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους ως προς την ηλικία ιαστάσεις Προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους ιάσταση 1*,3*** άγχους Ύστερη εφηβική ηλικία (18-20) Μ.Ο. Τ.Α. Πρώτη ενήλικη ζωή (21-22) Μ.Ο. Τ.Α. 171 Κυρίως ενήλικη ζωή (23-25) Μ.Ο. Τ.Α ***.001 F p

174 -Μεθοδολογία- ιάσταση αποφυγής Σηµείωση: Ζεύγη συγκρίσεων: 1=ύστερη εφηβική ηλικία-κυρίως ενήλικη ζωή,, 2= πρώτη ενήλικη ζωή-κυρίως ενήλικη ζωή, 3= ύστερη εφηβική ηλικία-πρώτη ενήλικη ζωή Επίπεδα σηµαντικότητας: *p<.05***p=< Έλεγχος ψυχοµετρικών ιδιοτήτων του ερωτηµατολογίου COPE 6.1. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις των 15 στρατηγικών. Όπως φαίνεται στον Πίνακα 33, οι µέσοι όροι των στρατηγικών κυµαίνονται µεταξύ των τιµών 7,2 έως 11, 6 και οι τυπικές αποκλίσεις διακυµαίνονται µεταξύ των τιµών 2,2 έως 3,6. Οι µέσοι όροι των περισσότερων στρατηγικών φαίνεται πως είναι πάνω από τη µέση τιµή, µε εξαίρεση τις στρατηγικές της παραίτησης, της άρνησης και της χρήσης ουσιών. Από τη σύγκριση των µέσων όρων προκύπτει επίσης ότι η στρατηγική που υιοθετείται σε µεγαλύτερο βαθµό στο παρόν δείγµα είναι αυτή της θετικής επανεκτίµησης, ενώ στο µικρότερο βαθµό η στρατηγική της παραίτησης. Στην παρούσα έρευνα, οι τιµές εσωτερικής αξιοπιστίας α του Cronbach στις 15 στρατηγικές κυµαίνονται σε ικανοποιητικά επίπεδα, µεταξύ των τιµών.54 έως.85 και βρίσκονται κοντά στις τιµές των δεικτών αξιοπιστίας του δείγµατος στάθµισης. ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ COPE Πίνακας 33 Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις των στρατηγικών της κλίµακας COPE Μ.Ο. (n =460) Τ.Α. Μ.Ο. ( είγµα προσαρµογής, n = 932) Τ.Α. ( είγµα προσαρµογής) 1.Λήψη µέτρων 10,9 2,3 11,4 2,7 2.Σχεδιασµός 10,6 2,6 10,4 2,8 3.Αναβολή άλλων 9,8 2,3 9,8 2,8 δραστηριοτήτων 4.Αυτοσυγκράτηση 10,5 2,5 10,2 2,9 5Αναζήτηση πληροφοριών 11,0 2,7 10,5 3,6 6. Συναισθηµατική υποστήριξη 10,9 2,8 10,7 3,6 7. Θετική επανεκτίµηση 11,6 2,2 11,2 2,6 8. Αποδοχή 10,3 2,7 10,1 3,1 9. Στροφή προς τη θρησκεία 9,4 4,0 8,3 4,4 10. Συναισθηµατική εκτόνωση 10,6 2,5 10,6 2,9 11. Άρνηση 7,8 2,3 7,3 2,5 12. Παραίτηση 7,2 2,5 6,2 2,4 13. Νοητική Αποδέσµευση 10,0 3,1 8,5 2,9 14. Χρήση ουσιών 7,6 3,5 4,5 1,9 15. Χιούµορ 8,9 3,6 N =

175 -Μεθοδολογία Εσωτερική αξιοπιστία Οι δείκτες εσωτερικής αξιοπιστίας των 15 στρατηγικών κυµαίνονται µεταξύ των τιµών.65 έως.87 στην πρωτότυπη κλίµακα (Griffin et al., 1999) και µεταξύ των τιµών.49 έως.93 στην κλίµακα που έχει προσαρµοστεί στον ελληνικό πληθυσµό (Ρούσση, 2001). Στη παρούσα έρευνα οι δείκτες εσωτερικής αξιοπιστίας κυµαίνονται µεταξύ των τιµών.54 έως.85, απεικονίζοντας ικανοποιητική έως υψηλή εσωτερική συνέπεια των επιµέρους στρατηγικών (Πίνακας 34). Πίνακας 34 Εσωτερική αξιοπιστία των 15 Στρατηγικών της κλίµακας COPE ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ COPE α α (δείγµα στάθµισης) 1.Λήψη µέτρων Σχεδιασµός Αναβολή άλλων δραστηριοτήτων Αυτοσυγκράτηση Αναζήτηση πληροφοριών Συναισθηµατική υποστήριξη Θετική επανεκτίµηση Αποδοχή Στροφή προς τη θρησκεία Συναισθηµατική εκτόνωση Άρνηση Παραίτηση Νοητική Αποδέσµευση Χρήση ουσιών Χιούµορ N = Συσχετίσεις των 15 στρατηγικών Οι δείκτες συσχέτισης µεταξύ των 15 στρατηγικών φαίνονται στον Πίνακα 35. Σε ικανοποιητικό επίπεδο βρίσκονται οι συσχετίσεις µεταξύ των στρατηγικών που εστιάζονται στην επίλυση του προβλήµατος, του σχεδιασµού µε τη στρατηγική λήψης µέτρων (r=.66, p =.000), της αναβολής άλλων δραστηριοτήτων µε τις στρατηγικές λήψης µέτρων (r =.51, p =.000) και του σχεδιασµού (r=.44, p =.000). Η θετική επανεκτίµηση και ο σχεδιασµός συσχετίζονται µεταξύ τους σε σχετικά ικανοποιητικό επίπεδο (r=.37, p =.000), όπως επίσης και οι στρατηγικές της συναισθηµατικής εκτόνωσης και της συναισθηµατικής υποστήριξης (r=..42, p =.000). Τέλος, σε ικανοποιητικό επίπεδο κυµαίνεται η συσχέτιση των στρατηγικών άρνησης και παραίτησης (r=.52, p = 000). 173

176 -Μεθοδολογία- Πίνακας 35 είκτες συσχέτισης µεταξύ των 15 στρατηγικών της κλίµακας COPE COPE 1.Λήψη µέτρων Λήψη µέτρων 1,00 Σχεδιασµός Αναβολή Αυτοσυγκράτηση Αναζήτηση Πληροφοριών Συναισθηµατική Υποστήριξη Θετική επανεκτίµηση Αποδοχή Στροφή προς τη θρησκεία Συναισθη- µατική εκτόνωση Άρνηση Παραίτηση Νοητική Αποδέσµευση Χιούµορ 2. Σχεδιασµός,667*** 1,00 3. Αναβολή,516***,444*** 1,00 4.Αυτοσυγκράτηση,338***,354***,207*** 1,00 5. Αναζήτηση Πληροφοριών 6. Συναισθηµατική Υποστήριξη 7. Θετική επανεκτίµηση,311***,244***,240***,135** 1,00,225***,121**,167***,095*,709*** 1,00,382***,372***,204***,319***,223***,226*** 1,00 8. Αποδοχή,014,027 -,059,232***,102*,115*,255*** 1,00 9. Στροφή προς τη θρησκεία 10.Συναισθηµατική εκτόνωση,111*,060,200***,048,140**,192***,076,024 1,00,144**,057,183*** -,088,341***,425***,078,106*,218*** 1, Άρνηση -,029,006,084,008,089,037 -,046,188***,219***,174*** 1, Παραίτηση - -,141** -,036 -,047,128**,095* -,166***,198***,204***,182***,52 1,00,185*** 13. Νοητική αποδέσµευση,122**,077,001,100*,232***,185***,210***,160***,154***,213***,22,136** 1, Χρήση ουσιών,005,062,043 -,118*,047,131** -,008,028 -,010,217***,22,192***,064 1, Χιούµορ,100*,191***,057,143**,091*,061,197***,288*** -,007,020,25,095*,044,140** ** Επίπεδα σηµαντικότητας ***p<.001, **p<.01, *p<.0 174

177 -Μεθοδολογία Οµαδοποίηση των στρατηγικών Η επιβεβαιωτική παραγοντική ανάλυση των στρατηγικών, µε στόχο να προκύψουν οι τρόποι αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων καθώς και να ελεγχθεί ο βαθµός στον οποίο συµπίπτουν µε τους παράγοντες που προέκυψαν από το δείγµα στάθµισης και το αµερικάνικο δείγµα, οµαδοποιεί τις στρατηγικές σε τέσσερις παράγοντες και έναν πέµπτο που αφορά µόνο τη στρατηγική της χρήσης ουσιών (Πίνακας 36). Πίνακας 36 Παραγοντική ανάλυση των 15 στρατηγικών του COPE ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ Αντιµετώπιση Κοιν. Στήριξη Αποφυγή Αποδοχή Χρήση ουσιών 1. Λήψη µέτρων, Σχεδιασµός, Αναβολή άλλων,771 δραστηριοτήτων 4. Αυτοσυγκράτηση,422,540 5.Κοιν, υποστήριξη-,803 αναζήτηση πληροφοριών 6. Συναισθηµατική,875 υποστήριξη 7. Θετική επανεκτίµηση,553 Αποδοχή, Στροφή προς τη θρησκεία, Συναισθηµατική,661 εκτόνωση Άρνηση, Παραίτηση, Νοητική αποδέσµευση, Χρήση χηµικών ουσιών, Χιούµορ,553 Ιδιοτιµές % της ιακύµανσης Συνολική ιακύµανση Ο πρώτος παράγοντας περιλαµβάνει τρεις στρατηγικές που αποσκοπούν στην επίλυση του προβλήµατος, όπως τη λήψη µέτρων, το σχεδιασµό και την αναβολή άλλων δραστηριοτήτων. Ο δεύτερος παράγοντας περιλαµβάνει τέσσερις στρατηγικές οι οποίες εκφράζουν την προσπάθεια να αντιµετωπίσει κανείς την αγχογόνα κατάσταση µέσα από την αναζήτηση της κοινωνικής στήριξης, είτε αυτό εκφράζεται µέσα από την αναζήτηση πληροφοριών είτε µέσα από την συναισθηµατική στήριξη, αλλά και µε την συναισθηµατική εκτόνωση. Επίσης εντάσσεται σε αυτόν τον παράγοντα, µε χαµηλή ωστόσο φόρτιση, και η στρατηγική της νοητικής αποδέσµευσης, η οποία είναι στρατηγική αποφυγής του προβλήµατος Ο τρίτος παράγοντας περιλαµβάνει τρεις στρατηγικές οι οποίες 175

178 -Μεθοδολογία- βοηθούν στην αποφυγή αντιµετώπισης του προβλήµατος, όπως η παραίτηση, η άρνηση και η στροφή προς τη θρησκεία. Θα πρέπει να επισηµανθεί πως η οµαδοποίηση της στρατηγικής της στροφής προς τη θρησκεία µαζί µε τις στρατηγικές της αποφυγής και της παραίτησης είναι µη αναµενόµενη, καθώς η στροφή προς τη θρησκεία υποδηλώνει την αισιόδοξη στάση του ατόµου απέναντι στο πρόβληµα και την αναζήτηση βοήθειας από την πίστη (Carver et al., 1989). Ωστόσο, στην περίπτωση αντιµετώπισης προβληµάτων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων ίσως να αντιπροσωπεύει έναν παθητικό τρόπο αντιµετώπισης των προβληµάτων, έχοντας κατά αυτό τον τρόπο κοινές συνισταµένες µε τις στρατηγικές της άρνησης και της παραίτησης Ο τέταρτος παράγοντας περιλαµβάνει τέσσερις στρατηγικές που αποσκοπούν στην αποδοχή του προβλήµατος, την αυτοσυγκράτηση, τη θετική επανεκτίµηση, την αποδοχή και το χιούµορ. Τέλος, ο πέµπτος παράγοντας αντιπροσωπεύει µία µόνο στρατηγική, τη χρήση χηµικών ουσιών και συνεπώς δε λαµβάνεται υπόψη. Οι τέσσερις πρώτοι παράγοντες, οι οποίοι αποτελούνται από συνδυασµό στρατηγικών, ερµηνεύουν το 55,41% της συνολικής διασποράς. Οι δείκτες εσωτερικής αξιοπιστίας των τεσσάρων παραγόντων κυµαίνονται µεταξύ των τιµών.51 έως.74 και βρίσκονται σε ικανοποιητικά επίπεδα (Πίνακας 37). Πίνακας 37 Εσωτερική αξιοπιστία των τεσσάρων παραγόντων της κλίµακας COPE Παράγοντες COPE a 1. Αντιµετώπιση Κοινωνική στήριξη Αποφυγή Αποδοχή.53 Από το δείγµα προσαρµογής στον ελληνικό βαθµό έχουν προκύψει τρεις παράγοντες οι οποίοι σε µεγάλο βαθµό αντιστοιχούν µε τους παράγοντες της αντιµετώπισης του προβλήµατος (παράγοντας 1), της αποφυγής του (παράγοντας 3) και της κοινωνικής στήριξης (παράγοντας 2). ε φαίνεται να προκύπτει ο παράγοντας της αποδοχής του προβλήµατος, καθώς στη προσαρµογή του ερωτηµατολογίου η στρατηγική της αποδοχής αντιπροσωπεύει µόνη της έναν παράγοντα. 176

179 -Μεθοδολογία ιαφορές φύλου ως προς τις στρατηγικές και τους παράγοντες διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων Προκειµένου να εξεταστούν αν υπάρχουν διαφορές φύλου ως προς τις στρατηγικές και τους παράγοντες που προκύπτουν από το ερωτηµατολόγιο COPE, εφαρµόστηκε η στατιστική ανάλυση διαφοράς των µέσων όρων σε ανεξάρτητα δείγµατα (t-test). Τα αποτελέσµατα της στατιστικής ανάλυσης έδειξαν πως το φύλο παρουσιάζει στατιστική διαφορά ως προς τις στρατηγικές του σχεδιασµού (t = 2.19, p =.028), της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών (t = -3.53, p =.000), της συναισθηµατικής στήριξης (t = -5.79, p =.000), της στροφής προς τη θρησκεία (t = -4.81, p =.000), της συναισθηµατικής εκτόνωσης (t = -4.26, p =.000) και της νοητικής αποδέσµευσης (t = , p =.000). Ως προς τους τέσσερις παράγοντες, το φύλο παρουσιάζει στατιστική διαφορά ως προς τον παράγοντα της κοινωνικής στήριξης (t = -5.85, p =.000) και σε οριακά σηµαντικό επίπεδο, ως προς τον παράγοντα της αντιµετώπισης (t = 2.00, p =.046). Συγκρίνοντας τους µέσους όρους µεταξύ των αντρών και των γυναικών, όπως φαίνεται στον Πίνακα 38, διαπιστώνουµε πως οι γυναίκες έχουν υψηλότερο µέσο όρο και συνεπώς υιοθετούν σε µεγαλύτερο βαθµό τις στρατηγικές της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών, της συναισθηµατικής στήριξης, της συναισθηµατικής εκτόνωσης και της νοητικής αποδέσµευσης σε σύγκριση µε τους άντρες του δείγµατος. Οι άντρες έχουν υψηλότερο µέσο όρο και συνεπώς υιοθετούν σε µεγαλύτερο βαθµό τη στρατηγική του σχεδιασµού, σε σχέση µε τις γυναίκες. Ως προς τους τέσσερις παράγοντες, οι άντρες χρησιµοποιούν περισσότερο την αντιµετώπιση ως τρόπο διαχείρισης της αγχογόνας κατάστασης, σε σύγκριση µε τις γυναίκες, ενώ η γυναίκες χρησιµοποιούν περισσότερο την κοινωνική στήριξη, σε σύγκριση µε τους άντρες (βλ. Πίνακα 38). Πίνακας 38 Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, και τιµές t-test των στρατηγικών και των παραγόντων διαχείρισης της αγχογόνας κατάστασης ως συνάρτηση του φύλου Άντρες (n = 209) Γυναίκες (n = 251) Στρατηγικές COPE Μ.Ο. T.A. Μ.Ο. T.A. t p Σχεδιασµός Κοινωνική Στήριξη Αναζήτηση Πληροφοριών Συναισθηµατική Στήριξη Στροφή προς τη θρησκεία Συναισθηµατική Εκτόνωση Νοητική Αποδέσµευση Παράγοντες COPE Αντιµετώπιση Κοινωνική Στήριξη Σηµείωση: Στον πίνακα συµπεριλαµβάνονται µόνο οι µεταβλητές µε στατιστικά σηµαντική διαφορά µέσων όρων. 177

180 -Μεθοδολογία ιαφορές οµάδων ηλικίας ως προς τις στρατηγικές και τους παράγοντες διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων Προκειµένου να εξεταστούν αν υπάρχουν διαφορές µεταξύ των οµάδων της ύστερης εφηβικής ηλικίας (18-20 χρονών), της πρώτης ενήλικης ζωής (21-22 χρονών) και της κυρίως ενήλικης ζωής (23-25 χρονών), ως προς τις στρατηγικές και τους παράγοντες που προκύπτουν από το ερωτηµατολόγιο COPE, εφαρµόστηκε η στατιστική µέθοδος ανάλυσης της διακύµανσης των µέσων όρων των στρατηγικών και των παραγόντων COPE, µε ανεξάρτητο παράγοντα την ηλικία (anova-one way). Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι δύο στρατηγικές, του σχεδιασµού και της συναισθηµατικής εκτόνωσης διαφοροποιούνται σε συνάρτηση µε την ηλικία (Πίνακας 39). Στρατηγικές COPE Πίνακας 39 Ανάλυση διακύµανσης των µέσων όρων των στρατηγικών του σχεδιασµού και της συναισθηµατικής εκτόνωσης ως προς την ηλικία Ύστερη εφηβική ηλικία (18-20 χρονών) Μ.Ο. Τ.Α. Πρώτη ενήλικη ζωή (21-22 χρονών) Μ.Ο. Τ.Α. Κυρίως ενήλικη ζωή (23-25 χρονών) Μ.Ο. Τ.Α. Σχεδιασµός 1* Συναισθηµατική εκτόνωση 2* Σηµείωση: Ζεύγη συγκρίσεων: 1=ύστερη εφηβική ηλικία-κυρίως ενήλικη ζωή,, 2= πρώτη ενήλικη ζωήκυρίως ενήλικη ζωή *p<.05, **p<.01, ***p<.001 F p Προκειµένου να δούµε τις διαφοροποιήσεις των µέσων όρων των µεταβλητών στις τρεις οµάδες της ύστερης εφηβικής ηλικίας (18-20 χρονών), της πρώτης ενήλικης ζωής (21-22 χρονών) και της κυρίως ενήλικης ζωής (23-25 χρονών) εφαρµόστηκε ο έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων του Tukey (ΗSD). Ως προς τη στρατηγική του σχεδιασµού, η στατιστική ανάλυση πολλαπλών συγκρίσεων µεταξύ των οµάδων δείχνει ότι η οµάδα της κυρίως ενήλικης ζωής, χρονών, διαφοροποιείται από την οµάδα της ύστερης εφηβικής ηλικίας, χρονών, υιοθετώντας τη στρατηγική του σχεδιασµού σε µεγαλύτερο βαθµό. Ως προς τη στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης, η στατιστική ανάλυση πολλαπλών συγκρίσεων µεταξύ των οµάδων δείχνει ότι η οµάδα της κυρίως ενήλικης ζωής, χρονών, διαφοροποιείται από την οµάδα της πρώτης ενήλικης ζωής, χρονών, υιοθετώντας τη στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης σε µικρότερο βαθµό. 178

181 -Μεθοδολογία Περιγραφή προβλήµατος στενής διαπροσωπικής σχέσης προς τους γονείς τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Μετά από την συµπλήρωση του ερωτηµατολογίου των στρατηγικών διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων COPE ζητήθηκε από τους συµµετέχοντες να περιγράψουν µε συντοµία µια δύσκολη κατάσταση που έχουν αντιµετωπίσει πρόσφατα και αφορά κάποια στενή διαπροσωπική σχέση µε τους γονείς, τους στενούς φίλους και τον/την ερωτικό/ή τους σύντροφο. Οι απαντήσεις που δόθηκαν κατηγοριοποιήθηκαν, βάσει περιεχοµένου της δύσκολης κατάστασης που ανέφεραν, στις κατηγορίες που φαίνονται στον Πίνακα 40. Πίνακας 40 Κατηγορίες των απαντήσεων που δόθηκαν στην ερώτηση περιγραφής µιας πρόσφατης δύσκολης κατάστασης που αφορά τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις προς τους γονείς, τους φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Πρόβληµα στενής διαπροσωπικής σχέσης Συχνότητα Ποσοστό 1. Θάνατος, απώλεια αγαπηµένου προσώπου 17 3,7% 2. Πρόβληµα υγείας αγαπηµένου προσώπου 33 7,2% 3. ιαπληκτισµός µε τον πατέρα 11 2,4% 4. ιαπληκτισµός µε τη µητέρα 4 0,9% 5. ιαπληκτισµός µε τους γονείς 15 3,3% 6. Κακή σχέση, µάλωµα µε στενό φίλο/ η 40 8,7 7. Συµπαράσταση σε σοβαρό πρόβληµα φίλου 14 3% 8. Προβλήµατα σχέσης µε τον/ ην ερωτικό/ ή σύντροφο 64 13,9% 9. Χωρισµός από ερωτική σχέση 50 10,9% 10. ιαπληκτισµός µε τρίτους 9 2,0% 11. Πρόβληµα απόστασης από αγαπηµένα πρόσωπα λόγω σπουδών και άλλων 13 2,8% υποχρεώσεων 12. Οικογενειακά προβλήµατα και δυσκολίες 20 4,3% 13. Άλλο: προβλήµατα µε τον εαυτό, µε όλους τους υπόλοιπους 27 5,9% 14. εν απαντώ, δεν αντιµετώπισα ,0 Σύνολο % Προκειµένου να διερευνήσουµε τη σύνδεση των κατηγοριών που διαµορφώθηκαν µε τις υπόλοιπες µεταβλητές, οµαδοποιήσαµε τις απαντήσεις των συµµετεχόντων σε ευρύτερες και περισσότερο γενικές κατηγορίες έτσι ώστε η κάθε κατηγορία να περιέχει επαρκή αριθµό ατόµων για τις περαιτέρω στατιστικές αναλύσεις. Λαµβάνοντας υπόψη τη διατήρηση πληροφοριών και την αποφυγή υπεργενίκευσης προέκυψαν τελικά έντεκα κατηγορίες χαρακτηρισµού της προηγούµενης σχέσης (Πίνακας 41). 179

182 -Μεθοδολογία- Πίνακας 41 Τελικές κατηγορίες των απαντήσεων που δόθηκαν στην ερώτηση περιγραφής µιας πρόσφατης δύσκολης κατάστασης που αφορά τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις προς τους γονείς, τους φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Πρόβληµα στενής διαπροσωπικής σχέσης Συχνότητα Ποσοστό 1. Θάνατος, απώλεια αγαπηµένου προσώπου 17 3,7% 2. Πρόβληµα υγείας αγαπηµένου προσώπου 33 7,2% 3. ιαπληκτισµός µε τους γονείς 30 6,6% 4. Κακή σχέση, µάλωµα µε στενό φίλο/ η 40 8,7 5. Συµπαράσταση σε σοβαρό πρόβληµα φίλου 14 3% 6. Προβλήµατα σχέσης µε τον/ ην ερωτικό/ ή σύντροφο 64 13,9% 7. Χωρισµός από ερωτική σχέση 50 10,9% 8. Πρόβληµα απόστασης από αγαπηµένα πρόσωπα λόγω σπουδών και άλλων 13 2,8% υποχρεώσεων 9. Οικογενειακά προβλήµατα και δυσκολίες 20 4,3% 10. Άλλο: προβλήµατα µε τον εαυτό, µε όλους τους υπόλοιπους, διαπληκτισµός 36 7,9% µε τρίτους 11. εν απαντώ, δεν αντιµετώπισα ,0% Σύνολο % Όπως φαίνεται στην κατανοµή των προβληµάτων που αναφέρθηκαν από τους συµµετέχοντες, τα µεγαλύτερο ποσοστό συγκεντρώνουν κατά σειρά οι κατηγορίες «δεν απαντώ, δεν αντιµετώπισα» (27%), προβλήµατα σχέσης µε τον/την ερωτικό/ή σύντροφο (13.9%), και χωρισµός από την ερωτική σχέση (10.9%). Φαίνεται ότι, πέρα από το µεγαλύτερο ποσοστό των ατόµων που αρνήθηκαν να δηλώσουν τη δύσκολη κατάσταση, τα άτοµα αναφέρουν σε µεγαλύτερο ποσοστό προβλήµατα που αφορούν τη σχέση τους µε τον/την ερωτικό/ή σύντροφο, δείχνοντας ότι τα προβλήµατα της σχέσης µε τον/την ερωτικό/ή σύντροφο κατά την περίοδο της ύστερης εφηβικής ηλικίας και της πρώτης ενήλικης ζωής, απασχολούν το µεγαλύτερο µέρος των συµµετεχόντων Η σχέση του αναφερόµενου προβλήµατος µε τις στρατηγικές και τους παράγοντες αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων Ελέγχοντας κατά πόσο οι κατηγορίες των αναφερόµενων προβληµάτων συνδέονται µε την υιοθέτηση διαφορετικών στρατηγικών αντιµετώπισης, εφαρµόστηκε η ανάλυση διακύµανσης των µέσων όρων των στρατηγικών και των παραγόντων που προκύπτουν από το COPE, µε ανεξάρτητο παράγοντα το αναφερόµενο πρόβληµα. Στην ανάλυση αυτή δε συµπεριλήφθηκαν οι τέσσερις κατηγορίες (1) του θανάτου αγαπηµένου προσώπου, (5) της συµπαράστασης σε σοβαρό πρόβληµα φίλο, (8) του αποχωρισµού από αγαπηµένα πρόσωπα και (9) των οικογενειακών προβληµάτων και δυσκολιών, διότι εµπεριέχουν µικρό αριθµό ατόµων. 180

183 -Μεθοδολογία- Αρχικά ελέγχθηκε η ανάλυση διακύµανσης των παραγόντων της αντιµετώπισης, της κοινωνικής στήριξης, αποφυγής και αποδοχής του προβλήµατος µε ανεξάρτητη µεταβλητή το είδος του προβλήµατος που αναφέρθηκε. Η στατιστική µέθοδος ανάλυσης διακύµανσης µε έναν παράγοντα (one-way Anova) έδειξε ότι είναι στατιστικά σηµαντική η ανάλυση διακύµανσης για τους δύο παράγοντες της κοινωνικής στήριξης (F = 3.032, p =.007, Μ.0. = 10.65, Τ.Α. = 2.00) και της αποφυγής του προβλήµατος (F =3.028, p=.007, Μ.Ο = 8.17, Τ.Α. = 2.22). Η ανάλυση πολλαπλών συγκρίσεων Tukey HSD έδειξε ότι ως προς τον παράγοντα της κοινωνικής στήριξης η διαφοροποίηση αφορά την οµάδα των ατόµων που δεν έδωσαν κάποια απάντηση και την οµάδα των ατόµων που ανέφερε προβλήµατα που αφορούν την ερωτική σχέση και τους διαπληκτισµούς στα πλαίσια αυτής της σχέσης. Η οµάδα των ατόµων που δεν έδωσε κάποια απάντηση φαίνεται ότι χρησιµοποιεί ως τεχνική διαχείρισης µιας αγχογόνας κατάστασης την αποφυγή του προβλήµατος σε στατιστικά µεγαλύτερο βαθµό σε σύγκριση µε την οµάδα ατόµων που αναφέρει τα προβλήµατα ερωτικής σχέσης. Ως προς τον παράγοντα της αποφυγής του προβλήµατος, διαφοροποιούνται σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό η οµάδα που αναφέρει το πρόβληµα διαπληκτισµού µε τους γονείς από τις οµάδες των ατόµων που δε δίνουν κάποια απάντηση και των ατόµων που αναφέρουν το πρόβληµα του χωρισµού από τον/την ερωτικό/ή τους σύντροφο. Η οµάδα των ατόµων που αναφέρει το πρόβληµα διαπληκτισµού µε τους γονείς, χρησιµοποιεί σε στατιστικά µικρότερο βαθµό την αποφυγή ως τεχνική διαχείρισης µιας αγχογόνας κατάστασης σε σύγκριση µε τις οµάδες των ατόµων που δεν απαντούν και αναφέρουν ως πρόβληµα τον χωρισµό από τον/την ερωτικό/ή τους σύντροφο. Οι διαφοροποιήσεις µεταξύ των στατιστικά σηµαντικών οµάδων παρουσιάζονται στον Πίνακα 42. Πίνακας 42 Έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων Tukey (HSD) στους παράγοντες αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων σε συνάρτηση µε το αναφερόµενο πρόβληµα της στενής διαπροσωπικής σχέσης Παράγοντες COPE Κατηγορία 1 Κατηγορία 2 ιαφορά Μ.Ο. Κοινωνική στήριξη Αποφυγή του προβλήµατος «εν απαντώ, δεν αντιµετώπισα» «ιαπληκτισµός µε γονείς» «ιαπληκτισµός µε γονείς» «Προβλήµατα ερωτικής σχέσης» «εν απαντώ, δεν αντιµετώπισα» «Χωρισµός από ερωτική σχέση» Σηµείωση: Επίπεδο σηµαντικότητας: **p<.01, * p<.05 Τυπικό σφάλµα -.902* * ** P 181

184 -Μεθοδολογία- Ως προς τις δεκαπέντε επιµέρους στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνας κατάστασης στενής διαπροσωπικής σχέσης, η ανάλυση διακύµανσης µε ανεξάρτητη µεταβλητή το είδος του προβλήµατος που αναφέρθηκε έδειξε ότι διαφοροποιούνται οι µέσοι όροι των στρατηγικών της συναισθηµατικής εκτόνωσης (F(6) = 4.02, p =.001, M.Ο. = 10.66, Τ.Α. =2.56), της άρνησης (F(6) = 3.70, p =.001, Μ.Ο = 7.85, Τ.Α. = 2.40) και της στρατηγικής του χιούµορ (F(6) = 3.71, p =.001, M.O = 8.97, T.A. = 3.65). Η στατιστική ανάλυση πολλαπλών συγκρίσεων του Tukey HSD έδειξε ότι ως προς τη στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης διαφοροποιούνται σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό ο µέσος όρος της οµάδας που αναφέρει το πρόβληµα ερωτικής σχέσης από τους µέσους όρους όλων των λοιπών οµάδων εκτός της οµάδας που αναφέρει το πρόβληµα χωρισµού από τον/την ερωτικό/ή σύντροφο. Φαίνεται ότι τα άτοµα που αναφέρουν το πρόβληµα της ερωτικής σχέσης χρησιµοποιούν τη στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης περισσότερο από όλες τις υπόλοιπες οµάδες, εκτός αυτής των ατόµων που αναφέρουν το πρόβληµα του χωρισµού από τον/την ερωτικό/ή σύντροφο. Ως προς τη στρατηγική της άρνησης, διαφοροποιείται η οµάδα των ατόµων που δε δίνουν κάποια απάντηση από τις οµάδες των ατόµων που αναφέρουν το πρόβληµα του διαπληκτισµού µε τους γονείς και της κακής σχέσης, του διαπληκτισµού µε τους στενούς φίλους. Τα άτοµα που δεν έδωσαν κάποια απάντηση χρησιµοποιούν σε στατιστικά σηµαντικό µεγαλύτερο βαθµό τη στρατηγική της άρνησης, σε σύγκριση µε τις οµάδες ατόµων που αναφέρουν τα προβλήµατα διαπληκτισµού µε τους γονείς και τους φίλους. Ως προς τη στρατηγική του χιούµορ, διαφοροποιείται η οµάδα των ατόµων που αναφέρει το πρόβληµα του χωρισµού από τον/την ερωτικό/ή σύντροφο από τις οµάδες των ατόµων που δεν απάντησαν και που αναφέρουν τα προβλήµατα διαπληκτισµού µε τους γονείς, προβλήµατα της ερωτικής σχέσης και τέλος προβλήµατα που εντάσσονται στη γενική κατηγορία (προβλήµατα µε τον εαυτό, µε όλους τους άλλους, διαπληκτισµός µε τρίτους.., κ.τ.λ.). Οι στατιστικά σηµαντικές διαφοροποιήσεις των επιµέρους οµάδων ως προς τις στρατηγικές της συναισθηµατικής εκτόνωσης, της άρνησης και της στρατηγικής του χιούµορ φαίνονται στον Πίνακα 43: 182

185 -Μεθοδολογία- Πίνακας 43 Έλεγχος πολλαπλών συγκρίσεων Tukey (HSD) στους παράγοντες αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων σε συνάρτηση µε το αναφερόµενο πρόβληµα της στενής διαπροσωπικής σχέσης Στρατηγικές COPE Συναισθηµατική εκτόνωση Άρνηση Κατηγορία 1 Κατηγορία 2 ιαφορά Μ.Ο. «Προβλήµατα ερωτικής σχέσης» «εν απαντώ, δεν αντιµετώπισα» Χιούµορ «Χωρισµός από ερωτική σχέση» Σηµείωση: επίπεδο σηµαντικότητας **p<.01, *p<.05 «εν απαντώ, δεν αντιµετώπισα» «Πρόβληµα υγείας αγ.προσώπου» «ιαπληκτισµός µε γονείς» «Κακή σχέση µε φίλο» «Άλλο» «ιαπληκτισµός µε γονείς» «Κακή σχέση µε φίλο» «εν απαντώ, δεν αντιµετώπισα» «ιαπληκτισµός µε γονείς» «Προβλήµατα ερωτικής σχέσης» 1.25* 1.76* 1.80* 1.55* 1.56* 1.76** 1.29* -2.02* -2.52* -2.25* P

186 -Αποτελέσµατα- ΜΕΡΟΣ Γ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 Ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης: σχέση µεταξύ των σφαιρικών και των συγκεκριµένων µοντέλων της προσκόλλησης 1. Παραγοντική Ανάλυση Αντιστοιχιών (Π.Α.Α.) Η αρχική υπόθεση της έρευνας αφορούσε τη διαφοροποίηση των µοντέλων προσκόλλησης προς τις συγκεκριµένες σχέσεις, δηλαδή προς τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, καθώς και τα σφαιρικά µοντέλα προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους. Προκειµένου να διερευνηθεί αυτή η υπόθεση, εφαρµόστηκε αρχικά η Παραγοντική Ανάλυση Αντιστοιχιών πάνω στην οποία εφαρµόστηκε σε δεύτερο επίπεδο η Ιεραρχική Ανάλυση Συστάδων (Hierarchical Cluster Analysis) προκειµένου να διασαφηνιστεί το πώς οµαδοποιούνται οι µεταβλητές οι οποίες αφορούν την προσκόλληση προς τις διαφορετικές σχέσεις και γενικά προς τους άλλους. Σε ένα τρίτο επίπεδο, προβλήθηκαν πάνω στους διαµορφωµένους παράγοντες τα επίπεδα των συµπληρωµατικών µεταβλητών των αυτο-αντιλήψεων, του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος και των στρατηγικών διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων, προκειµένου διερευνηθεί το προφίλ των παραγόντων ως προς τις µεταβλητές που εξετάζονται στην παρούσα έρευνα Παραγοντική ανάλυση Αντιστοιχιών-Περιγραφή της µεθόδου Η στατιστική µέθοδος της Παραγοντικής Ανάλυσης Αντιστοιχιών προσφέρεται ως η κατάλληλη µέθοδος για την περιγραφή του τρόπου µε τον οποίο συνδέονται οι κατηγορίες των µεταβλητών, στην περίπτωση όπου οι υπό διερεύνηση µεταβλητές είναι κατηγορικές και ποσοτικές. Εκτελείται µε το στατιστικό πρόγραµµα SPAD. Πρόκειται για µια περιγραφική µέθοδο στατιστικής ανάλυσης η οποία ανήκει στο χώρο των παραγοντικών µεθόδων. Όπως και η παραγοντική ανάλυση σε κύριες συνιστώσες έτσι και η ΠΑΑ είναι διερευνητική, µε την έννοια ότι χρησιµοποιείται για την ανάδειξη του τρόπου µε τον οποίο δοµούνται οι κατηγορίες των διαφόρων µεταβλητών και όχι για την επιβεβαίωση κάποιου συγκεκριµένου προτύπου δόµησής τους, ορισµένου εκ των προτέρων (Κιοσέογλου, 2004). Καθώς το ερωτηµατολόγιο ιερεύνησης Σχέσεων Προσκόλλησης RQ (Bartholomew & Horowitz, 1991), µε το οποίο αξιολογήθηκε η 184

187 -Αποτελέσµατα- προσκόλληση προς τους γονείς και τους φίλους, εµπεριέχει την κατηγορική κλίµακα τεσσάρων κατηγοριών, διενεργήθηκε αρχικά η στατιστική µέθοδος Παραγοντικής Ανάλυσης Αντιστοιχιών στις ποσοτικές µεταβλητές των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής γενικά προς τους άλλους, και στις κατηγορικές µεταβλητές της προσκόλλησης προς τους γονείς και τους στενούς φίλους. Ο στόχος της εφαρµογής στις κατηγορίες των παραπάνω µεταβλητών ήταν η οµαδοποίηση των κατηγορικών και ποσοτικών µεταβλητών µε την αναγωγή τους σε ένα µικρό αριθµό παραγόντων Κατηγορίες βασικών µεταβλητών Προκειµένου να διενεργηθεί αυτή η ανάλυση κωδικοποιήθηκαν τα δεδοµένα µας σε δυαδική µορφή µε βάση τη διάµεσό τους λόγω της ασύµµετρης κατανοµής του δείγµατος µας µε τη διχοτόµηση των ποσοτικών µεταβλητών του άγχους και αποφυγής γενικά προς τους άλλους, που προέκυψαν από το Ερωτηµατολόγιο Αξιολόγησης Σχέσεων Προκόλλησης (RSQ, Griffin & Bartholomew, 1994), καθώς και των ποσοτικών µεταβλητών του άγχους και της αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, οι οποίες προέκυψαν από το Ερωτηµατολόγιο Εµπειριών στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις (ECR, Brennan, Clark & Shaver, 1998). Η διχοτόµηση των µεταβλητών έγινε βάσει της διαµέσου των µεταβλητών. Φάνηκε ότι η διάµεσος των ποσοτικών µεταβλητών συγκλίνει, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε πολύ κοντινή τιµή µε το µέσο όρο των µεταβλητών (Πίνακας 44). Πίνακας 44 Μέσοι όροι και διάµεσοι των επιµέρους κλιµάκων των ερωτηµατολογίων ECR (Brennan, Clark & Shaver, 1998) και RSQ (Griffin & Bartholomew, 1994) Ερωτηµατολόγιο ECR M.O. ιάµεσος ιάσταση Αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση Άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Ερωτηµατολόγιο RSQ ιάσταση Αποφυγής γενικά προς τους άλλους 21, ιάσταση Άγχους γενικά προς τους άλλους Σηµείωση: Ν = 460 Οι βασικές µεταβλητές της παραγοντικής ανάλυσης αντιστοιχιών συνίστανται σε τέσσερις ποσοτικές µεταβλητές και δύο κατηγορικές µεταβλητές. Η παραγοντική ανάλυση αντιστοιχιών εφαρµόζεται στις κατηγορίες των µεταβλητών και όχι πάνω στις µεταβλητές. 185

188 -Αποτελέσµατα- Οι τέσσερις ποσοτικές µεταβλητές συνίστανται σε δύο κατηγορίες η καθεµία, διότι η κάθε µεταβλητή εµπεριέχει δύο κατηγορίες υψηλού και χαµηλού άγχους και αποφυγής προς τους άλλους γενικά, καθώς και υψηλού και χαµηλού άγχους και αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Οι δύο κατηγορικές µεταβλητές προσκόλλησης προς τους γονείς και τους φίλους συνίστανται σε τέσσερις κατηγορίες η καθεµία, της ασφαλούς, φοβικής, έµµονης και απορριπτικής προσκόλλησης προς τους γονείς και προς τους στενούς φίλους αντίστοιχα. Συνολικά, η παραγοντική ανάλυση αντιστοιχιών περιλαµβάνει 16 βασικές κατηγορίες των βασικών µεταβλητών οι οποίες συµµετέχουν ενεργά στη διαµόρφωση των παραγόντων που αναµένεται να προκύψουν από την εφαρµογή της στατιστικής µεθόδου (ΠΑΑ) Εξαγωγή βασικών παραγόντων Φαίνεται ότι από την παραγοντική ανάλυση αντιστοιχιών των 16 κατηγοριών των µεταβλητών, προέκυψαν δέκα παράγοντες, εκ των οποίων άξιοι ερµηνείας είναι οι τρεις πρώτοι, οι οποίοι συνολικά ερµηνεύουν το 66,6% της συνολικής διασποράς των µεταβλητών. Ο πρώτος παράγοντας έχει ιδιοτιµή.114 και ερµηνεύει το 33.8% της συνολικής διασποράς, ενώ ο δεύτερος παράγοντας.077 (22.8%) και ο τρίτος.034 (9.9%) αντίστοιχα. Οι ιδιοτιµές και το ποσοστό ερµηνείας, µεµονωµένα και αθροιστικά, το οποίο προσδίδουν οι παράγοντες, φαίνονται στον Πίνακα 45 και το ιστόγραµµά τους παρουσιάζεται στο γράφηµα 1: Πίνακας 45 Ιδιοτιµές των δέκα παραγόντων # Ιδιοτιµές % Αθρ. (%) Σηµείωση: Αθρ. (%) = Αθροιστικό ποσοστό 186

189 -Αποτελέσµατα- 1 0, , ,0339 0,0286 0,0245 0,02 0,0139 0,0112 0,0089 0,0064 Γράφηµα 1. Ιστόγραµµα ιδιοτιµών των δέκα παραγόντων της Π.Α.Α. Οι τρεις πρώτοι παράγοντες κρίθηκαν άξιοι ερµηνείας βάσει κριτηρίου που εξάγεται από τη µέθοδο του Cattel (1966), από την οποία προκύπτει το ιδιόγραµµα τιµών (scree test). Σε αυτό µπορούµε να δούµε ποιοι παράγοντες χρήζουν ερµηνείας µέσω αντικειµενικών µεθόδων πολλαπλών παλινδροµήσεων ELC (Expanded Linear Regression) (Πίνακας 46). Βάσει των µεθόδων αντικειµενικών κριτηρίων καταλήξαµε σε τρεις παράγοντες, αλλά και στο διάγραµµα των ιδιοτιµών (Γράφηµα 2) φαίνεται ότι, µετά τον πρώτο παράγοντα η κατεύθυνση της γραµµής κάµπτεται στον 3 ο παράγοντα και κατά συνέπεια θεωρούµε σηµαντικούς τους πρώτους τρεις παράγοντες. Ωστόσο, οι κατηγορίες των βασικών µεταβλητών προβάλλονται τοποχωρικά σε ένα τρισδιάστατο µοντέλο δύο κάθετων αξόνων των πρώτων δύο παραγόντων (Γράφηµα 2). 187

190 -Αποτελέσµατα- Πίνακας 46 Πλήθος παραγόντων που χρήζουν ερµηνείας βάσει αντικειµενικών µεθόδων πολλαπλών παλινδροµήσεων ELR Μέθοδος Πολλαπλών Γραµµικών Παλινδροµήσεων (ELR) (1,2): -.037, (3,..,10): (#2) ιαφορά = (1,2,3): -.041, (4,..,10): (#3) ιαφορά = (1,..,4): -.030, (5,..,10): (#4) ιαφορά = (1,..,5): -.023, (6,..,10): (#5) ιαφορά = (1,..,6): -.018, (7,..,10): (#6) ιαφορά = ,14 0,12 0,1 Ιδιοτιµές 0,08 0,06 0,04 0, Παράγοντες Γράφηµα 2. ιάγραµµα ιδιοτιµών Στον Πίνακα 47 φαίνονται οι µεγαλύτερες συνεισφορές (CTR) των 16 κατηγοριών των βασικών µεταβλητών στη δηµιουργία και συνεπώς στην ερµηνεία των δύο παραγόντων καθώς και οι συνάφειές τους (COR) µε τους παράγοντες οι οποίες δείχνουν το βαθµό στον οποίο εντάσσονται στο πλαίσιο ερµηνείας τους. Στις τιµές συνάφειας COR επίσης εµφανίζεται το πρόσηµο των κατηγοριών µε το οποίο δηλώνεται η πλευρά, θετική ή αρνητική, του παράγοντα στην οποία βρίσκεται η κατηγορία. Η ιδιαιτερότητα της Π.Α.Α. 188

191 -Αποτελέσµατα- είναι ότι στο σύνολο των κατηγοριών που προβάλλονται πάνω σε κάθε παράγοντα, επίκεντρο αποτελεί το σηµείο 0. Αυτό συνεπάγεται ότι απαραιτήτως πάνω σε κάθε παράγοντα υπάρχουν κατηγορίες σε κάθε πλευρά του, και στη θετική και στην αρνητική, δίνοντας µας το προνόµιο να εντοπίζουµε αντιθέσεις µεταξύ των κατηγοριών που βρίσκονται πάνω στους πόλους κάποιου παράγοντα (Clausen, 1998). Πίνακας 47 Σχετικές συνεισφορές και συνάφειες των 16 κύριων στοιχείων στους δύο πρώτους παράγοντες CTR1 COR1 CTR2 COR2 1.Χαµηλή αποφυγή προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους 2. Υψηλή αποφυγή προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους 3. Χαµηλό άγχος προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους 4. Υψηλό άγχος προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους 5. Ασφαλής προσκόλληση προς τους γονείς 6. Φοβική προσκόλληση προς τους γονείς 7. Έµµονη προσκόλληση προς τους γονείς 8. Απορριπτική προσκόλληση προς τους γονείς 9. Ασφαλής προσκόλληση προς τους φίλους 10. Φοβική προσκόλληση προς τους φίλους 11. Έµµονη προσκόλληση προς τους φίλους 12. Απορριπτική προσκόλληση προς τους φίλους 13 Χαµηλή αποφυγή γενικά προς τους άλλους 14. Υψηλή αποφυγή γενικά προς τους άλλους 15. Χαµηλό άγχος γενικά προς τους άλλους 16. Υψηλό άγχος γενικά προς τους άλλους Σηµείωση: CTR = σχετικές συνεισφορές των κατηγοριών των βασικών µεταβλητών COR = συνάφειες των κατηγοριών των βασικών µεταβλητών στη θετική και αρνητική πλευρά των δύο παραγόντων 189

192 -Αποτελέσµατα- Για την ερµηνεία των αποτελεσµάτων της Π.Α.Α., ουσιαστικά εστιάζουµε την προσοχή µας στα εξαγόµενα γραφήµατα, τα οποία παίζουν ιδιαίτερα σηµαντικό ρόλο και χρησιµεύουν ως ένα είδος «ακτινογραφίας» ή «χαρτογράφησης» του τρόπου σύνδεσης των διάφορων κατηγοριών. Στο γράφηµα 3 εµφανίζονται οι θέσεις των διαφόρων κατηγοριών στο επίπεδο των δύο πρώτων παραγόντων, οι οποίοι αναπαρίστανται µε άξονες (ευθείες γραµµές) που τέµνονται κάθετα στο σηµείο 0 επειδή είναι µεταξύ τους ασυσχέτιστοι. Με βάση τις παραγοντικές συντεταγµένες βλέπουµε πώς προβάλλονται οι 16 κύριες κατηγορίες των βασικών µεταβλητών στο παραγοντικό επίπεδο των δύο πρώτων παραγόντων. Ουσιαστικά µας ενδιαφέρει το πλέγµα σχέσεων των κατηγοριών το οποίο δοµείται στις ακραίες τιµές των συντεταγµένων των δύο παραγόντων και όχι οι κατηγορίες οι οποίες τοποθετούνται κοντά στο σηµείο τοµής των αξόνων (µέσος όρος), διότι αφορούν το µέσο όρο των κατηγοριών και όχι τις ακραίες υψηλές ή χαµηλές τιµές τους. Τα σηµεία που έχουν υψηλή συνάφεια µε τα άκρα των αξόνων των παραγόντων είναι αυτά που ουσιαστικά διαµορφώνουν τους άξονες. Θα πρέπει να επισηµανθεί ότι δεν έχει σηµασία αν οι κατηγορίες προβάλλονται στη θετική ή αρνητική πλευρά κάποιου παράγοντα, αλλά χρήζουν σηµασίας οι συγκεντρώσεις και οµαδοποιήσεις που δείχνουν ότι οι κατηγορίες οµοιάζουν. Παρατηρώντας τις γειτνιάσεις των κατηγοριών των βασικών παραγόντων, φαίνεται ότι στην αρνητική πλευρά του πρώτου παράγοντα αλλά και στη θετική πλευρά του δεύτερου και έχοντας συνεπώς διπλή τοποθέτηση, γειτνιάζουν η ασφαλής προσκόλληση προς τους γονείς και φίλους, το χαµηλό άγχος προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους και η χαµηλή αποφυγή προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους. Ο συνδυασµός των διαστάσεων της χαµηλής αποφυγής και του χαµηλού άγχους συνιστά την ασφαλή προσκόλληση προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους. Συνεπώς φαίνεται πως οµαδοποιούνται οι ασφαλείς προσκολλήσεις προς όλες τις στενές σχέσεις που εξετάστηκαν. Στη θετική πλευρά του πρώτου παράγοντα, και αντίθετα από την πρώτη οµάδα της ασφαλούς προσκόλλησης, γειτνιάζουν η φοβική και έµµονη προσκόλληση προς τους γονείς, η φοβική και έµµονη προσκόλληση προς τους φίλους και η διάσταση του υψηλού άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους. Τέλος, στην αρνητική πλευρά του δεύτερου παράγοντα, και επίσης αντίθετα στην πρώτη οµάδα της ασφαλούς προσκόλλησης, συγκεντρώνονται οι κατηγορίες της απορριπτικής προσκόλλησης προς τους γονείς και φίλους, καθώς και η διάσταση της υψηλής αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους. 190

193 -Αποτελέσµατα- F2+ Ασφαλής (Φ) Αποφυγή (Ε) Αποφυγή (Α) Ασφαλής (Γ) Άγχος (Α) Άγχος (Ε) Έµµονος (Φ) Έµµονος (Γ) Άγχος (Ε) Άγχος (Α) Φοβικός (Γ) F1+ Φοβικός (Φ) Αποφυγή (Α) Απορριπτικός (Γ) Αποφυγή (Ε) Απορριπτικός (Φ) F1- F1- Γράφηµα 3. Προβολή των 16 κατηγοριών στο παραγοντικό επίπεδο (1, 2). 2. Ιεραρχική Ανάλυση συστάδων (Ι.Α.Σ.) Σε ένα δεύτερο επίπεδο, προκειµένου να διαφανούν κατά καλύτερο τρόπο και µε µεγαλύτερη σαφήνεια οι σχέσεις µεταξύ των κατηγοριών των βασικών µεταβλητών, εφαρµόστηκε επιβεβαιωτικά η στατιστική µέθοδος της ιεραρχικής ανάλυσης συστάδων (Ι.Α.Σ.) (Hair, Anderson, Zatham & Black, 1998) µε βάση τις παραγοντικές συντεταγµένες των κατηγοριών πάνω στους τρεις πρώτους, από τους δέκα, παράγοντες που εξήχθησαν από την Παραγοντική Ανάλυση Αντιστοιχιών, και οι οποίοι ερµηνεύουν το µεγαλύτερο µέρος της συνολικής διασποράς (66,6%). Σκοπός της εφαρµογής της Ι.Α.Σ. ήταν η οµαδοποίηση του συνόλου των κατηγοριών σε οµοιογενείς και διακριτές µεταξύ τους συστάδες,. Η συγκεκριµένη ανάλυση επιλέχθηκε διότι δίνει τη δυνατότητα να δηµιουργούµε οµοιογενείς οµάδες ατόµων, χρησιµοποιώντας επιλεγµένα χαρακτηριστικά, µεταβλητές ή κατηγορίες µεταβλητών. 191

194 -Αποτελέσµατα- Ως µέθοδος δηµιουργίας των συστάδων χρησιµοποιήθηκε η µέθοδος Ward (1963), η οποία συγκρινόµενη µε άλλες µεθόδους θεωρείται ότι δίνει τα καλύτερα αποτελέσµατα (Blashfield, Everitt, 1993). Η ιεραρχική ανάλυση των συστάδων έγινε πάνω στους άξονες των παραγόντων που προέκυψαν από την παραγοντική ανάλυση των αντιστοιχιών και πάνω σε αυτούς τους άξονες των παραγόντων απεικονίζεται το κέντρο βάρους, δηλαδή ο µέσος όρος των συστάδων (Γράφηµα 4) , , ,0003 0,0006 0, , , , , , , , , , ,08888 Συντελεστής συγχώνευσης των συστάδων Γράφηµα 4. Ιεραρχική ταξινόµηση ανάλυσης συστάδων µε βάση τους τρεις πρώτους παράγοντες της Παραγοντικής Ανάλυσης Αντιστοιχιών Όπως φαίνεται στο γράφηµα 5, η ιεραρχική ανάλυση συστάδων, µετά από δύο διαµερισµούς, µας δίνει τρεις συστάδες κατηγοριών οι οποίες προβάλλονται στο παραγοντικό επίπεδο των δύο πρώτων παραγόντων. Στο δενδρόγραµµα της ιεραρχικής ταξινόµησης των κατηγοριών των µεταβλητών φαίνεται η οµαδοποίησή τους σε τρεις συστάδες: Αρχικά οι κατηγορίες των µεταβλητών διχοτοµήθηκαν σε δύο συστάδες. Στη µια συστάδα οµαδοποιήθηκαν οι ασφαλείς τύποι προσκόλλησης προς τις συγκεκριµένες σχέσεις, δηλαδή προς τους γονείς, τους φίλους και προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους, ενώ στη δεύτερη συστάδα οµαδοποιήθηκαν όλοι οι ανασφαλείς τύποι προσκόλλησης προς τις συγκεκριµένες σχέσεις και τους άλλους γενικά. Στο δεύτερο βήµα της ιεραρχικής ανάλυσης διχοτοµήθηκε η δεύτερη συστάδα και δηµιουργήθηκαν εκ νέου δύο οµάδες κατηγοριών των µεταβλητών. Στην πρώτη συστάδα 192

195 -Αποτελέσµατα- οµαδοποιήθηκαν οι απορριπτικοί τύποι προσκόλλησης προς τους γονείς και τους φίλους καθώς και η διάσταση της αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και τους άλλους γενικά, ενώ στη δεύτερη συστάδα οµαδοποιήθηκαν ο έµµονος και φοβικός τύπος προσκόλλησης προς τους γονείς και τους φίλους, καθώς και η διάσταση του υψηλού άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους. C1 Ασφαλής (Γονείς) Ασφαλής (Φίλους) Άγχος (Ερωτικούς συντρόφους) Άγχος (Άλλους γενικά) Αποφυγή Ερωτικούς συντρόφους ) Αποφυγή (άλλους γενικά) C2 Απορριπτικός (Γονείς) Απορριπτικός (Φίλους) Αποφυγή (Ερωτικούς συντρόφους) Αποφυγή (Άλλους γενικά) C3 Φοβικός (Γονείς) Φοβικός (Φίλους) Έµµονος (Γονείς) Έµµονος (Φίλους) Άγχος (Ερωτικούς συντρόφους) Άγχος (Άλλους γενικά) Γράφηµα 5. ενδρόγραµµα της Ιεραρχικής Ταξινόµησης Συστάδων Σηµείωση: C1, C2, C3 = οι τρεις εξαγόµενες συστάδες της ιεραρχικής ανάλυσης Περαιτέρω κατάτµηση των κατηγοριών κρίθηκε στατιστικά ανούσια µε αποτέλεσµα να παραµείνουµε στις τρεις συστάδες οι οποίες προέκυψαν από την ιεραρχική διχοτόµηση των δύο βηµάτων των κατηγοριών των µεταβλητών. Θα πρέπει να επισηµανθεί ότι, σε γενικές γραµµές, ανεξάρτητα από τη µέθοδο δηµιουργίας των συστάδων, δεν υπάρχουν απόλυτα ικανοποιητικές µέθοδοι για τον προσδιορισµό του ακριβούς αριθµού των ερµηνεύσιµων συστάδων (Block, Everitt, Hartigan, 1985). Μια από τις πλέον χρήσιµες τεχνικές είναι η επισκόπηση του διαγράµµατος των συντελεστών συγχώνευσης των συστάδων, η οποία γίνεται µε τρόπο ανάλογο µε αυτήν του διαγράµµατος των ιδιοτιµών των παραγόντων που προκύπτουν από τη µέθοδο της Παραγοντικής Ανάλυσης. Στην παρούσα έρευνα, από την επισκόπηση του διαγράµµατος των συντελεστών συγχώνευσης των συστάδων φάνηκε ότι η επιλογή των τριών πρώτων ερµηνεύσιµων συστάδων ήταν ικανοποιητική. Περαιτέρω διάσπαση των συστάδων θεωρήθηκε και 193

196 -Αποτελέσµατα- κρίθηκε στατιστικά ανούσια, βάσει δύο κριτηρίων. Η τιµή του συντελεστή συγχώνευσης, η οποία στην ουσία είναι συνάρτηση της διασποράς εντός της συστάδας, έπαυε να µειώνεται σηµαντικά µετά από τους δύο πρώτους διαµερισµούς (ποσοτικό κριτήριο). Επιπλέον, η περαιτέρω κατάτµηση των συστάδων διχοτοµεί την πρώτη συστάδα της ασφαλούς προσκόλλησης διασπώντας την οµοιογένειά της (ποιοτικό κριτήριο). Βάσει των παραπάνω κριτηρίων φάνηκε ότι οι τρεις συστάδες ήταν επαρκώς οµοιογενείς, και ταυτόχρονα διαφοροποιηµένες µεταξύ τους Περιγραφή του προφίλ των συστάδων Ειδικότερα, εξετάζοντας το προφίλ των τριών εξαγόµενων συστάδων προκύπτουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά (Γράφηµα 5): Στην πρώτη συστάδα εντάσσονται τα άτοµα εκείνα τα οποία χαρακτηρίζονται από ασφαλή προσκόλληση προς τους γονείς, ασφαλή προσκόλληση προς τους φίλους, χαµηλή αποφυγή και χαµηλό άγχος προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους. Συνθέτοντας τις δύο διαστάσεις άγχους και αποφυγής προκύπτει ότι τα άτοµα που εντάσσονται στην πρώτη συστάδα έχουν ασφαλή προσκόλληση προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους. Η οµάδα των ατόµων που εντάσσονται σε αυτή τη συστάδα διέπεται από ασφαλή προσκόλληση, παρουσιάζοντας οµοιοµορφία στις διαφορετικές σχέσεις προσκόλλησης προς συγκεκριµένα άτοµα (γονείς, στενοί φίλοι, ερωτικοί σύντροφοι) αλλά και γενικά προς τους άλλους. Στη δεύτερη συστάδα εντάσσονται άτοµα τα οποία χαρακτηρίζονται από απορριπτική προσκόλληση προς τους γονείς και τους φίλους, καθώς και από υψηλή αποφυγή στη διάσταση της αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους. Φαίνεται ότι τα άτοµα τα οποία εντάσσονται σε αυτή τη συστάδα παρουσιάζουν οµοιοµορφία προσκόλλησης ως προς τις σχέσεις που εξετάστηκαν. Εντάσσονται στον απορριπτικό τύπο προσκόλλησης µε βασικό χαρακτηριστικό την υψηλή αποφυγή προς τους συγκεκριµένους άλλους και γενικά προς τους άλλους. Στην τρίτη οµάδα εντάσσονται τα άτοµα εκείνα τα οποία χαρακτηρίζονται από έµµονη προσκόλληση προς τους γονείς και τους φίλους, φοβική προσκόλληση προς τους γονείς και τους φίλους, καθώς και από υψηλό επίπεδο άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και τους άλλους γενικά. Η συστάδα αυτή είναι ανοµοιογενής καθώς εµπεριέχει δύο τύπους ανασφαλούς προσκόλλησης και χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους, ζωτικό χαρακτηριστικό των δύο τύπων έµµονης και φοβικής προσκόλλησης (Bartholomew, 1991). 194

197 -Αποτελέσµατα- Θα µπορούσαµε να εικάσουµε, βάσει αυτών αποτελεσµάτων, ότι το υψηλό άγχος είναι το βασικό χαρακτηριστικό αυτών των δύο τύπων προσκόλλησης. Η συστάδα αυτή χαρακτηρίζεται από ανοµοιογένεια, καθώς εµπεριέχει δύο διακριτούς τύπους προσκόλλησης, µε κοινό γνώρισµα τα υψηλά επίπεδα άγχους, το οποίο αφορά το µοντέλο του εαυτού, αλλά µε διαφορετικότητα ως προς τη διάσταση της αποφυγής προς τους άλλους. Παρατηρούµε ότι οι δύο πρώτες συστάδες, οι οποίες αφορούν την ασφαλή και την απορριπτική προσκόλληση παρουσιάζουν συνέπεια και οµοιοµορφία ως προς το δεσµό προσκόλλησης προς τις διαφορετικές σχέσεις και γενικά προς τους άλλους, ενώ η τρίτη οµάδα παρουσιάζει ανοµοιογένεια. Εµπεριέχει δύο τύπους ανασφαλούς προσκόλλησης, την έµµονη και τη φοβική, µε κοινό χαρακτηριστικό τα υψηλά επίπεδα άγχους αλλά µε διαφορετικότητα ως προς το βαθµό αποφυγής προς τους άλλους. Αξίζει να τονιστεί ότι η οµοιογένεια αφορά τις οµάδες προσκόλλησης που ενέχουν θετικό µοντέλο εαυτού και χαµηλά επίπεδα άγχους (ασφαλής και απορριπτικός τύπος), ενώ η ανοµοιογένεια των διαφορετικών τύπων προσκόλλησης που εµπεριέχονται στην ίδια συστάδα αφορά µοντέλα προσκόλλησης µε αρνητικό µοντέλο εαυτού και υψηλά επίπεδα άγχους (έµµονος και φοβικός τύπος ) Προβολή συστάδων πάνω στους άξονες των παραγόντων Στη συνέχεια εξετάστηκε ο βαθµός συνάφειας των τριών συστάδων µε τους τρεις πρώτους παράγοντες που προέκυψαν από την Π.Α.Α., προκειµένου να διαφανεί η τοποθέτηση και προβολή τους πάνω στις παραγοντικές συντεταγµένες των δύο αξόνων (Πίνακας 48). Πίνακας 48 Συνάφεια των τριών συστάδων µε τους τρεις πρώτους παράγοντες της Παραγοντικής Ανάλυσης Αντιστοιχιών C1 (n= 6) C2 (n= 4) C3 (n=6) COR COR COR Παράγοντας F Παράγοντας F Παράγοντας F Σηµείωση: C1, C2, C3 = εξαγόµενες συστάδες, n = αριθµός κατηγοριών των βασικών µεταβλητών, COR = βαθµός συνάφειας των συστάδων µε τους παράγοντες. 195

198 -Αποτελέσµατα- Όπως φαίνεται και στον παραπάνω πίνακα (Πίνακας 48), οι στατιστικά σηµαντικές συνάφειες αφορούν τους δύο πρώτους παράγοντες. Η πρώτη συστάδα συσχετίζεται κυρίως µε την αρνητική πλευρά του πρώτου παράγοντα (r=.644) και κατά δεύτερο λόγο µε τη θετική πλευρά του δεύτερου παράγοντα (r=.354). Η δεύτερη συστάδα συσχετίζεται σε πολύ υψηλό βαθµό µε την αρνητική πλευρά του δεύτερου παράγοντα (r=.964) και η τρίτη συστάδα, σε επίσης πολύ υψηλό βαθµό, µε τη θετική πλευρά του πρώτου παράγοντα (r =.999). Εποµένως, βάσει των συναφειών επιβεβαιώνεται ότι η πρώτη συστάδα προβάλλεται στη θετική πλευρά του πρώτου παράγοντα και στην αρνητική πλευρά του δεύτερου. Η δεύτερη συστάδα προβάλλεται εξολοκλήρου στη θετική πλευρά του δεύτερου παράγοντα, ενώ η τρίτη συστάδα προβάλλεται εξολοκλήρου στην αρνητική πλευρά του δεύτερου παράγοντα. Η προβολή και τοποθέτηση των συστάδων κατ αυτόν τον τρόπο είναι αιτιολογηµένη καθώς µας δείχνει, µέσω της διπλής προβολής της πρώτης συστάδας στη θετική πλευρά του πρώτου παράγοντα και στην αρνητική πλευρά του δεύτερου, τη διπλή αντίθεση της πρώτης συστάδας της ασφαλούς προσκόλλησης προς τις άλλες δύο συστάδες των ανασφαλών τύπων προσκόλλησης. Η συνάφεια των συστάδων µε τους δύο πρώτους παράγοντες αιτιολογεί την προβολή των παραγόντων και τη δηµιουργία του πλέγµατος των σχέσεων στις παραπάνω τοποθετήσεις τους. Επισηµαίνεται, επίσης, ότι οι προβολές των παραγόντων και οι συνάφειές τους µε τους παράγοντες επιβεβαιώνουν ότι οι συστάδες δεν προβάλλονται και ούτε συσχετίζονται σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό µε τον τρίτο παράγοντα, παρόλο που είναι στατιστικά σηµαντικός και άξιος ερµηνείας. Οι µηδενικές συνάφειες των συστάδων µε τον τρίτο παράγοντα πιθανώς να υποδηλώνουν την ύπαρξη κάποιας µορφής ενδοσυνάφειας µεταξύ της δεύτερης και τρίτης συστάδας, που από το περιεχόµενό τους φαίνεται να αφορούν τους δύο ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης. Επίσης, αξίζει να σηµειωθεί ότι η πρώτη συστάδα έχει διπλή τοποθέτηση και κατά συνέπεια διπλή αντίθεση µε τις υπόλοιπες δύο, γι αυτό προβάλλεται στη θετική πλευρά του πρώτου παράγοντα και στην αρνητική πλευρά του δεύτερου. 3. Προβολή των δευτερευόντων µεταβλητών Ένας δεύτερος στόχος της έρευνας ήταν να διερευνηθεί η σχέση των τύπων προσκόλλησης µε την αυτο-αντίληψη των επιµέρους ικανοτήτων, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα, καθώς και µε τις στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων που αφορούν τις στενές διαπροσωπικές τους σχέσεις. Για τη διερεύνηση της 196

199 -Αποτελέσµατα- σχέσης αυτής ακολουθήθηκε η στατιστική µέθοδος προβολής των επιπέδων των παραπάνω µεταβλητών της αυτο-αντίληψης, του συναισθήµατος και των στρατηγικών διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων, πάνω στους παράγοντες που διαµορφώθηκαν από τα επίπεδα των διαστάσεων άγχους και αποφυγής και των τύπων προσκόλλησης προς τις διαφορετικές στενές σχέσεις καθώς και γενικά προς τους άλλους. Ουσιαστικά, όπως προαναφέρθηκε, διαµορφώθηκε ο πρώτος παράγοντας, ονοµαζόµενος ως παράγοντας της ασφαλούς προσκόλλησης, όπου τα άτοµα τα οποία αντιπροσωπεύονται στον παράγοντα αυτό χαρακτηρίζονται από χαµηλή αποφυγή και άγχος και από ασφαλή σφαιρικά και συγκεκριµένα προς σχέσεις µοντέλα προσκόλλησης προς όλες τις στενές σχέσεις που εξετάστηκαν και γενικά προς τους άλλους. Ο δεύτερος παράγοντας, αποκαλούµενος ως παράγοντας απορριπτικής προσκόλλησης, περικλείει τα άτοµα εκείνα που χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα αποφυγής και κατά συνέπεια απορριπτικά µοντέλα προσκόλλησης προς τους άλλους γενικά και προς τις συγκεκριµένες σχέσεις. Τέλος, ο τρίτος παράγοντας, ο αποκαλούµενος ως παράγοντας φοβικής-έµµονης προσκόλλησης, περικλείει άτοµα τα οποία χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους, φοβικό και έµµονο τύπο προσκόλλησης προς τους γονείς και τους στενούς φίλους. Ο παράγοντας αυτός παρουσιάζει ανοµοιογένεια, καθώς περικλείει δύο τύπους προσκόλλησης οι οποίοι χαρακτηρίζονται από εξίσου υψηλά επίπεδα άγχους, διαφέρουν ωστόσο ως προς το επίπεδο της αποφυγής. Τα άτοµα τα οποία εντάσσονται σε αυτήν την οµάδα φαίνεται να παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις στις στενές διαπροσωπικές τους σχέσεις, συνάπτοντας τόσο δεσµό φοβικής όσο και έµµονης προσκόλλησης, µε βασικό χαρακτηριστικό το υψηλό άγχος. Η οµαδοποίηση των δύο τύπων φοβικής και έµµονης προσκόλλησης στον ίδιο παράγοντα, ίσως να υποδηλώνει πως στο δικό µας δείγµα, το υψηλό άγχος είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό αυτών των δύο τύπων προσκόλλησης. Προβάλλοντας τις µεταβλητές της αυτο-αντίληψης, του συναισθήµατος και των στρατηγικών διαχείρισης των αγχογόνων καταστάσεων, µε στόχο να διερευνηθεί η σχέση τους µε τους παράγοντες της προσκόλλησης, δίνεται η δυνατότητα να σχηµατίσουµε µια περισσότερο ολοκληρωµένη εικόνα των χαρακτηριστικών του προφίλ των παραγόντων ασφαλούς, απορριπτικής και φοβικής-έµµονης προσκόλλησης, ως προς βασικά χαρακτηριστικά τα οποία αφορούν την έννοια του εαυτού, το συναίσθηµα προς τον εαυτό καθώς και συµπεριφορικές στρατηγικές διαχείρισης αγχογόνων διαπροσωπικών καταστάσεων. Πάνω στις συντεταγµένες των βασικών παραγόντων έγινε η προβολή των µεταβλητών (αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων, θετικό και αρνητικό συναίσθηµα, στρατηγικές 197

200 -Αποτελέσµατα- διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων), προκειµένου να διαφανεί ποιες µεταβλητές οµαδοποιούνται στις ακραίες τιµές των συντεταγµένων και αποτελούν σηµαντικούς παράγοντες συνάφειας προς τους βασικούς παράγοντες που διαµορφώθηκαν από τις πρωτεύουσες µεταβλητές. Οι µεταβλητές που προβάλλονται πάνω στους βασικούς παράγοντες ορίζονται ως δευτερεύουσες και ουσιαστικά, όπως προαναφέρθηκε, ενδιαφέρον παρουσιάζει η ακραία τοποθέτηση των επιπέδων των µεταβλητών καθώς αυτή υποδηλώνει την υψηλότερη συνάφεια µε τον εκάστοτε παράγοντα. Εποµένως, όσο πιο υψηλή είναι η τιµή του δείκτη συνάφειας, τόσο υψηλότερη συνάφεια υποδηλώνεται. Οι ακραίες τιµές των συντεταγµένων προβολής είναι η µονάδα, από την αρνητική έως τη θετική τιµή της. Ως βάση στατιστικά σηµαντικής συνάφειας των δευτερευόντων µεταβλητών µε τους βασικούς παράγοντες ορίστηκε η τιµή Ορισµός επιπέδων δευτερευόντων µεταβλητών Επίπεδα µεταβλητών Η προβολή των κατηγοριών των µεταβλητών που δίνουν τα συµπληρωµατικά χαρακτηριστικά των παραγόντων έγινε εφόσον διαχωρίστηκαν τα υψηλά και χαµηλά επίπεδά τους, προκειµένου να διαφανούν οι διαφοροποιήσεις τους. Αναφορικά µε τις µεταβλητές που προκύπτουν από την κλίµακα της αυτοαντίληψης (αυτο-αντιλήψεις φυσικού εαυτού, ηθικού εαυτού, προσωπικού εαυτού, οικογενειακού εαυτού, κοινωνικού εαυτού, ακαδηµαϊκού εαυτού, ταυτότητας, ικανοποίησης, συµπεριφοράς, αυτοκριτικής, παρουσίασης ενός καλύτερου εαυτού, σύγκρουσης και τέλος της συνολικής αυτο-αντίληψης), διαχωρίστηκαν τα τρία επίπεδα χαµηλής, µέτριας και υψηλής αυτο-αντίληψης των επιµέρους ικανοτήτων, βάσει των τιµών που προτείνουν οι κατασκευαστές της κλίµακας TSCS (Fitts & Warren, 1996). Η υψηλή, ή θετική αυτο-αντίληψη ορίζεται βάσει βαθµολογίας ίσης και µεγαλύτερης από τους 60 βαθµούς και η χαµηλή, ή αρνητική αυτο-αντίληψη ορίζεται βάσει βαθµολογίας ίσης και χαµηλότερης από τους 40 βαθµούς. Η µέση, ή µέτρια αυτο-αντίληψη κυµαίνεται µεταξύ των τιµών 40 έως 60, υποδεικνύοντας την αυτο-αντίληψη του ατόµου που συγκλίνει στο µέσο όρο. Όσον αφορά τις µεταβλητές του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος που προκύπτουν από το ερωτηµατολόγιο PANAS, καθώς και τις 15 στρατηγικές διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων και τους τέσσερις τρόπους αντιµετώπισης που προέκυψαν από τις 15 στρατηγικές του ερωτηµατολογίου COPE, τα υψηλά και χαµηλά επίπεδά τους προκύπτουν από τη διχοτόµηση των µεταβλητών βάσει της διαµέσου, λόγω της 198

201 -Αποτελέσµατα- ασύµµετρης κατανοµής του δείγµατος της παρούσας έρευνας (Κιοσέογλου, 2004). Φάνηκε ότι η διάµεσος και ο µέσος όρος των επιµέρους κλιµάκων των ερωτηµατολογίων PANAS και COPE στις περισσότερες περιπτώσεις συνέκλιναν σε πολύ κοντινή τιµή (πίνακες 49 και 50). Πίνακας 49 Μέσοι όροι και διάµεσοι των επιµέρους κλιµάκων του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος της κλίµακας PANAS (Watson, Clark & Tellegen, 1988) Κλίµακα PANAS Μ.Ο. ιάµεσος Θετικό συναίσθηµα Αρνητικό συναίσθηµα Σηµείωση: Ν = 460 Πίνακας 50 Μέσοι όροι και διάµεσοι των επιµέρους κλιµάκων του ερωτηµατολογίου COPE (Carver & Scheier, 1989). ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ COPE Μ.Ο. ιάµεσος 1.Λήψη µέτρων 10, Σχεδιασµός 10, Αναβολή άλλων δραστηριοτήτων 9, Αυτοσυγκράτηση 10, Αναζήτηση πληροφοριών 11, Συναισθηµατική υποστήριξη 10, Θετική επανεκτίµηση 11, Αποδοχή 10, Στροφή προς τη θρησκεία 9, Συναισθηµατική εκτόνωση 10, Άρνηση 7, Παραίτηση 7, Νοητική Αποδέσµευση 10, Χρήση ουσιών 7, Χιούµορ 8, Α. Παράγοντας Αντιµετώπισης Β. Παράγοντας Κοινωνικής στήριξης Γ. Παράγοντας Αποφυγής Παράγοντας Αποδοχής Σηµείωση: Ν = 460 Όσον αφορά την ποιότητα των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, συµπεριλήφθηκε η µεταβλητή τη ερωτικής σχέσης, στην οποία ορίστηκαν τρία επίπεδα: α) ζεστή σχέση µε τον/την ερωτικό/ή σύντροφο, β) όχι ζεστή σχέση µε τον/την ερωτικό/ή σύντροφο, και γ) όχι ερωτική σχέση. Συµπεριλήφθηκαν ακόµα οι τέσσερις µεταβλητές της ζεστής σχέσης 199

202 -Αποτελέσµατα- προς τον πατέρα, τη µητέρα, τα αδέρφια, τους φίλους, ορισµένες σε δύο επίπεδα : 1) ζεστή σχέση, 2) όχι ζεστή σχέση. Τέλος συµπεριλήφθηκαν και οι µεταβλητές του φύλου, µε δύο επίπεδα (άντραςγυναίκα) και της ηλικίας, καθορισµένη σε τρία επίπεδα 18-20, και 23 έως 25 χρονών, προκειµένου να διερευνηθούν διαφοροποιήσεις µεταξύ των τριών ηλικιακών οµάδων αλλά κυρίως µεταξύ των ακραίων οµάδων της ύστερης εφηβείας (18-20) και της κυρίως ενήλικης ζωής (23-25). Σε συµπληρωµατικό επίπεδο, συµπεριλήφθηκαν και οι κατηγορίες των µεταβλητών των τεσσάρων τύπων της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους, ορισµένες σε δύο επίπεδα χαµηλού και υψηλού επιπέδου ασφαλούς, φοβικής, έµµονης και απορριπτικής προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους. Τα χαµηλά και υψηλά επίπεδα των µεταβλητών αυτών εισήχθησαν στη στατιστική ανάλυση της προβολής των συµπληρωµατικών µεταβλητών, µε στόχο την επιβεβαίωση της τοποθέτησης και οµαδοποίησης των χαµηλών και υψηλών επιπέδων των αντίστοιχων διαστάσεων άγχους και αποφυγής γενικά προς τους άλλους. Οι κατηγορίες των µεταβλητών ορίστηκαν βάσει της διαµέσου, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις βρισκόταν σε πολύ κοντινή τιµή µε τον µέσο όρο (Πίνακας 51). Πίνακας 51 Μέσοι όροι και διάµεσοι των τύπων ασφαλούς, φοβικής, έµµονης και απορριπτικής προσκόλλησης του ερωτηµατολογίου RSQ (Griffin & Bartholomew, 1994) Ερωτηµατολόγιο RSQ Μ.Ο. ιάµεσος Ασφαλής τύπος προσκόλλησης Φοβικός τύπος προσκόλλησης Έµµονος τύπος προσκόλλησης Απορριπτικός τύπος προσκόλλησης Σηµείωση: Ν = Προβολή των συµπληρωµατικών µεταβλητών πάνω στους βασικούς παράγοντες Προβάλλοντας τις συµπληρωµατικές µεταβλητές πάνω στις συντεταγµένες των δύο παραγόντων διαφαίνεται η τοποθέτησή τους στις θετικές και αρνητικές πλευρές τους και ο βαθµός της συνάφειάς τους µε τις συστάδες που διαµορφώθηκαν από τις βασικές µεταβλητές. Αδύναµες και µη στατιστικά σηµαντικές φορτίσεις είχαν τα επίπεδα των µεταβλητών που αφορούν την ποιότητα της διαπροσωπικής σχέσης προς τη µητέρα, τον πατέρα, τα αδέρφια και τους φίλους. Επίσης, από τις δεκαπέντε στρατηγικές διαχείρισης των αγχογόνων διαπροσωπικών προβληµάτων, τρεις στρατηγικές, της αποδοχής, της αυτοσυγκράτησης και της αναβολής άλλων δραστηριοτήτων, οι οποίες αποσκοπούν στη 200

203 -Αποτελέσµατα- ρύθµιση στης συµπεριφοράς δεν προβλήθηκαν σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό. Έχοντας ως κριτήριο της στατιστικής σηµαντικότητας των συναφειών την τιµή.30, ορίζουµε ως υψηλού βαθµού συνάφεια αυτή που βρίσκεται σε τιµή ίση και µεγαλύτερη του.65, ενώ µετρίου βαθµού συνάφεια ορίζουµε αυτή που κυµαίνεται µεταξύ των τιµών.30 και.65. Τα σηµαντικά επίπεδα των επιπέδων των µεταβλητών που προβάλλονται παρουσιάζονται στους παρακάτω πίνακες (Πίνακες 52-55) Προβολή επιπέδων των µεταβλητών στη θετική πλευρά του πρώτου παράγοντα Όπως φάνηκε παραπάνω, στο σχετικό πίνακα συνάφειας των παραγόντων µε τις συστάδες των βασικών µεταβλητών (βλ. Πίνακα 48), στη θετική πλευρά του πρώτου παράγοντα παρουσιάζει συνάφεια και κατά συνέπεια προβάλλεται η τρίτη συστάδα της φοβικής έµµονης προσκόλλησης προς τους γονείς και τους στενούς φίλους, υψηλού άγχους προς τους άλλους γενικά και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Ο συντελεστής συνάφειας της συστάδας αυτής µε τη θετική πλευρά του πρώτου παράγοντα είναι πολύ υψηλή (r=.999). Οι κατηγορίες των συµπληρωµατικών µεταβλητών που προβάλλονται στη θετική πλευρά του πρώτου παράγοντα και παρουσιάζουν υψηλή συνάφεια µε αυτήν, συνδέονται µε την τρίτη συστάδα και αποτελούν χαρακτηριστικά της οµάδας των ατόµων που εµπεριέχονται σε αυτήν. ιαφαίνεται ότι τα άτοµα που οµαδοποιούνται στη συστάδα της φοβικής-έµµονης προσκόλλησης, µε βασικό χαρακτηριστικό το υψηλό άγχος, έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά των µεταβλητών που εξετάστηκαν στην παρούσα έρευνα (Πίνακας 52): Ως προς τα δηµογραφικά χαρακτηριστικά, τα άτοµα που εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία είναι γυναίκες, ύστερης εφηβικής ηλικίας (18-20 χρονών) που δεν έχουν κάποια ερωτική σχέση. Ως προς τους τέσσερις τύπους προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους, οι οποίοι εξετάστηκαν επιβεβαιωτικά για την εντόπιση των σφαιρικών µοντέλων προσκόλλησης, υψηλή συνάφεια παρουσιάζουν οι τύποι φοβικής και έµµονης προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους. Η συνάφεια αυτή επιβεβαιώνει την κατηγορία του υψηλού άγχους, της βασικής µεταβλητής του άγχους γενικά προς τους άλλους, η οποία εµπεριέχεται στην αντίστοιχη συστάδα και αποτελεί δοµικό συστατικό των τύπων της φοβικής και της έµµονης προσκόλλησης. Ως προς τις µεταβλητές της αυτο-αντίληψης, µε γνώµονα τη στατιστική σηµαντικότητα της συνάφειας των κατηγοριών των συµπληρωµατικών µεταβλητών, τα άτοµα της φοβικής-έµµονης προσκόλλησης χαρακτηρίζονται πρώτιστα από αρνητικές 201

204 -Αποτελέσµατα- αυτο-αντιλήψεις του φυσικού, ηθικού, προσωπικού και ακαδηµαϊκού εαυτού. Χαρακτηρίζονται επίσης από αρνητική αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης και της συνολικής αυτο-αντίληψης. Έχουν υψηλά επίπεδα αυτοκριτικής και υψηλή ενδοπροσωπική σύγκρουση. Κατά δεύτερο λόγο, τα άτοµα που εντάσσονται σε αυτή την οµάδα έχουν αρνητικές αυτο-αντιλήψεις οικογενειακού και κοινωνικού εαυτού σε µέτριο στατιστικά βαθµό. Ως προς το συναίσθηµα, παρουσιάζεται υψηλή συνάφεια µε το χαµηλό θετικό συναίσθηµα και το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα. Σχετικά µε τη διαχείριση αγχογόνων διαπροσωπικών καταστάσεων, από τις δεκαπέντε στρατηγικές που εξετάστηκαν διαφαίνεται ότι σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό συνάφεια παρουσιάζουν οι στρατηγικές της στροφής προς τη θρησκεία, της άρνησης, της παραίτησης. Κατά δεύτερο λόγο, µέτριου βαθµού συνάφεια παρουσιάζουν οι στρατηγικές της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών, της συναισθηµατικής εκτόνωσης, της νοητικής αποδέσµευσης και της χρήσης των ουσιών, όπως επίσης και η µη χρήση των στρατηγικών του σχεδιασµού και του χιούµορ. Από τους τέσσερις παράγοντες που προκύπτουν από την οµαδοποίηση των στρατηγικών, υψηλή συνάφεια παρουσιάζει ο παράγοντας της αποφυγής. Συµπερασµατικά, λαµβάνοντας υπόψη τις υψηλές συνάφειες, τα άτοµα που εντάσσονται σε αυτή την οµάδα είναι σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό γυναίκες, ύστερης εφηβικής ηλικίας, χρονών, χωρίς ερωτική σχέση. Χαρακτηρίζονται από αρνητικές αυτο-αντιλήψεις επιµέρους πτυχών του φυσικού, προσωπικού, ηθικού και ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, χαµηλή αυτο-αντίληψη ικανοποίησης, υψηλά επίπεδα αυτοκριτικής, καθώς και από υψηλά επίπεδα ενδοπροσωπικής σύγκρουσης, εύρηµα που υποδηλώνει ότι χαρακτηρίζουν τον εαυτό τους µέσω άρνησης, συναινώντας µε τις αρνητικές δηλώσεις και χαρακτηρισµούς. Χαρακτηρίζονται από χαµηλό θετικό συναίσθηµα και υψηλό αρνητικό συναίσθηµα. Χρησιµοποιούν, σε στατιστικά υψηλό σηµαντικό βαθµό, ως στρατηγικές διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων αυτές που αποσκοπούν στη ρύθµιση του συναισθήµατος µέσω αποφυγής, όπως είναι η παραίτηση, η άρνηση, αλλά και η στροφή προς τη θρησκεία. 202

205 -Αποτελέσµατα- Πίνακας 52 Προβολή επιπέδων των µεταβλητών στη θετική πλευρά του πρώτου παράγοντα (υψηλού βαθµού συνάφεια (r =.999) µε τη 3 η συστάδα φοβικής έµµονης προσκόλλησης) Επίπεδα Μεταβλητών COR Φύλο: Γυναίκες +.63 Ηλικία: χρονών «Όχι σχέση» +.35 Α. Προσκόλληση γενικά προς τους άλλους Φοβική προσκόλληση γενικά προς τους άλλους +.71 Έµµονη προσκόλληση γενικά προς τους άλλους +.87 Β. Αυτο-αντίληψη Χαµηλή αυτο-αντίληψη φυσικού εαυτού +.75 Χαµηλή αυτο-αντίληψη ηθικού εαυτού +.74 Χαµηλή αυτο-αντίληψη προσωπικού εαυτού +.80 Χαµηλή αυτο-αντίληψη οικογενειακού εαυτού +.56 Χαµηλή αυτο-αντίληψη κοινωνικού εαυτού +.42 Χαµηλή αυτο-αντίληψη ακαδηµαϊκού εαυτού +.65 Χαµηλή αυτο-αντίληψη ταυτότητας +.51 Χαµηλή αυτο-αντίληψη ικανοποίησης +.72 Χαµηλή αυτο-αντίληψη συµπεριφοράς +.60 Υψηλή αυτοκριτική +.76 Χαµηλή παρουσίαση ενός καλύτερου εαυτού +.55 Υψηλή σύγκρουση +.68 Χαµηλή συνολική αυτο-αντίληψη +.68 Γ. Συναίσθηµα Χαµηλό θετικό συναίσθηµα +.79 Υψηλό αρνητικό συναίσθηµα ιαχείριση αγχογόνων καταστάσεων Χαµηλό επίπεδο στρατηγικής σχεδιασµού +.38 Υψηλό επίπεδο στρατηγικής κοινωνικής στήριξηςαναζήτησης +.33 πληροφοριών Υψηλό επίπεδο στρατηγικής στροφής προς τη θρησκεία +.73 Υψηλό επίπεδο στρατηγικής συναισθηµατικής εκτόνωσης

206 -Αποτελέσµατα- Υψηλό επίπεδο στρατηγικής άρνησης +.78 Υψηλό επίπεδο στρατηγικής παραίτησης +.81 Υψηλό επίπεδο στρατηγικής νοητικής αποδέσµευσης +.62 Υψηλό επίπεδο στρατηγικής χρήσης ουσιών +.58 Χαµηλό επίπεδο στρατηγικής χιούµορ +.43 Υψηλό επίπεδο παράγοντα «αποφυγής» +.87 Σηµείωση: COR = βαθµός συνάφειας των κατηγοριών των µεταβλητών µε θετική πλευρά του πρώτου παράγοντα Προβολή επιπέδων των µεταβλητών στην αρνητική πλευρά του πρώτου παράγοντα Βάσει του Πίνακα συνάφειας των παραγόντων µε τις συστάδες των βασικών µεταβλητών (βλ. Πίνακα 48), στην αρνητική πλευρά του πρώτου παράγοντα παρουσιάζει συνάφεια και κατά συνέπεια προβάλλεται η συστάδα της ασφαλούς προσκόλλησης προς τους γονείς, τους φίλους, τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους. Ο συντελεστής συνάφειας της συστάδας αυτής µε τον πρώτο παράγοντα είναι µέτρια προς υψηλή (r=.644). Επίσης παρουσιάζεται µέτριου βαθµού συνάφεια της συστάδας αυτής µε τη θετική πλευρά του δεύτερου παράγοντα (r=.354). Εποµένως οι κατηγορίες των µεταβλητών που προβάλλονται και έχουν σηµαντική συνάφεια µε την αρνητική πλευρά του πρώτου παράγοντα, καθώς και µε τη θετική πλευρά του δεύτερου παράγοντα, αποτελούν χαρακτηριστικά που συνδέονται µε την οµάδα της ασφαλούς προσκόλλησης. Οι κατηγορίες των µεταβλητών, µε στατιστικά σηµαντική συνάφεια (>.30) παρουσιάζονται στους Πίνακες 53 και 54. Στον Πίνακα 53 παρουσιάζονται οι στατιστικά σηµαντικές συνάφειες των κατηγοριών των συµπληρωµατικών µεταβλητών οι οποίες προβάλλονται στην αρνητική πλευρά του πρώτου παράγοντα. Φαίνεται λοιπόν ότι, ως προς τα δηµογραφικά χαρακτηριστικά, τα άτοµα που εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία είναι άντρες πρώτης ενήλικης ζωής (21-23 χρονών) που έχουν κάποια ερωτική σχέση την οποία χαρακτηρίζουν ζεστή. Ως προς τους τέσσερις τύπους προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους, τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση χαρακτηρίζονται από χαµηλά επίπεδα φοβικής και έµµονης προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους, σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό. Ως προς τις πτυχές της αυτο-αντίληψης, υψηλή συνάφεια παρουσιάζουν οι θετικές αυτο-αντιλήψεις του φυσικού, ηθικού, οικογενειακού και ακαδηµαϊκού/ εργασιακού εαυτού. Υψηλή συνάφεια επίσης παρουσιάζουν οι αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της 204

207 -Αποτελέσµατα- ικανοποίησης και της συνολικής αυτο-αντίληψης και της χαµηλής αυτοκριτικής. Μέτριου βαθµού συνάφεια παρουσιάζουν οι θετικές αυτο-αντιλήψεις του προσωπικού και του κοινωνικού εαυτού, η θετική αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς και η υψηλή παρουσίαση ενός καλύτερου εαυτού. Ως προς το συναίσθηµα, υψηλή συνάφεια παρουσιάζουν το υψηλό θετικό συναίσθηµα και το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα. Ως προς τις στρατηγικές διαχείρισης αγχογόνων διαπροσωπικών καταστάσεων, υψηλή συνάφεια παρουσιάζουν η µη χρήση των στρατηγικών της παραίτησης, της άρνησης και της στροφής προς τη θρησκεία. Μέτριου βαθµού συνάφεια παρουσιάζουν η µη χρήση των στρατηγικών της νοητικής αποδέσµευσης, της συναισθηµατικής εκτόνωσης, της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών, της χρήσης ουσιών, καθώς και η χρήση των στρατηγικών του σχεδιασµού και του χιούµορ. Από τους τέσσερις παράγοντες που προκύπτουν από την οµαδοποίηση των δεκαπέντε στρατηγικών, υψηλού βαθµού συνάφεια παρουσιάζει η µη χρήση του παράγοντα της παραίτησης. Συµπερασµατικά, λαµβάνοντας υπόψη τις υψηλές συνάφειες (>.65), θα λέγαµε ότι τα άτοµα της ασφαλούς προσκόλλησης είναι σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό άντρες, πρώτης ενήλικης ζωής, χρονών, που έχουν ζεστή ερωτική σχέση. εν έχουν έµµονη και φοβική προσκόλληση γενικά προς τους άλλους, σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό. Χαρακτηρίζονται από θετικές αυτο-αντιλήψεις του οικογενειακού, ακαδηµαϊκού/ εργασιακού, φυσικού και ηθικού εαυτού. Επίσης χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα αυτο-αντιλήψεων της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συνολικής αυτο-αντίληψης, καθώς και από χαµηλά επίπεδα αυτοκριτικής. Χαρακτηρίζονται από υψηλό θετικό συναίσθηµα και χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα. Ως προς τις στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων διαπροσωπικών καταστάσεων, φαίνεται πως τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση δε χρησιµοποιούν τις στρατηγικές που αποσκοπούν στη ρύθµιση του συναισθήµατος µέσω της αποφυγής, δηλαδή δε χρησιµοποιούν σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό τις στρατηγικές της άρνησης, της παραίτησης και της στροφής προς τη θρησκεία. Φαίνεται να ακολουθούν, σε µέτριο στατιστικό βαθµό, τις στρατηγικές του σχεδιασµού και του χιούµορ. 205

208 -Αποτελέσµατα- Πίνακας 53 Προβολή επιπέδων των µεταβλητών στην αρνητική πλευρά του πρώτου παράγοντα (µετρίου βαθµού συνάφεια (r =.644) µε τη 1 η συστάδα ασφαλούς προσκόλλησης) Επίπεδα Μεταβλητών COR Φύλο: Άντρες -.63 Ηλικία: χρονών -.65 Ζεστή σχέση µε τον/την ερωτικό/ή σύντροφο -.37 Α. Προσκόλληση γενικά προς τους άλλους Όχι φοβική προσκόλληση γενικά προς τους άλλους -.71 Όχι έµµονη προσκόλληση γενικά προς τους άλλους -.87 Β. Αυτο-αντίληψη Υψηλή αυτο-αντίληψη φυσικού εαυτού -.89 Υψηλή αυτο-αντίληψη ηθικού εαυτού -.71 Υψηλή αυτο-αντίληψη προσωπικού εαυτού -.59 Υψηλή αυτο-αντίληψη οικογενειακού εαυτού -.91 Υψηλή αυτο-αντίληψη κοινωνικού εαυτού -.43 Υψηλή αυτο-αντίληψη ακαδηµαϊκού εαυτού -.91 Υψηλή αυτο-αντίληψη ταυτότητας -.84 Υψηλή αυτο-αντίληψη ικανοποίησης -.84 Υψηλή αυτο-αντίληψη συµπεριφοράς -.64 Χαµηλή αυτοκριτική -.72 Υψηλή παρουσίαση ενός καλύτερου εαυτού -.56 Υψηλή συνολική αυτο-αντίληψη -.89 Γ. Συναίσθηµα Υψηλό θετικό συναίσθηµα -.79 Χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα ιαχείριση αγχογόνων καταστάσεων Υψηλό επίπεδο στρατηγικής σχεδιασµού -.38 Χαµηλό επίπεδο στρατηγικής κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης -.33 πληροφοριών Χαµηλό επίπεδο στρατηγικής στροφής προς τη θρησκεία -.73 Χαµηλό επίπεδο στρατηγικής συναισθηµατικής εκτόνωσης -.50 Χαµηλό επίπεδο στρατηγικής άρνησης

209 -Αποτελέσµατα- Χαµηλό επίπεδο στρατηγικής παραίτησης -.81 Χαµηλό επίπεδο στρατηγικής νοητικής αποδέσµευσης -.62 Χαµηλό επίπεδο στρατηγικής χρήσης ουσιών -.58 Υψηλό επίπεδο στρατηγικής χιούµορ -.43 Χαµηλό επίπεδο παράγοντα «αποφυγής» -.87 Σηµείωση: COR = βαθµός συνάφειας των κατηγοριών των µεταβλητών µε την αρνητική πλευρά του πρώτου παράγοντα Προβολή επιπέδων των µεταβλητών στη θετική πλευρά του δεύτερου παράγοντα Στον Πίνακα 54 παρουσιάζονται οι στατιστικά σηµαντικές συνάφειες των κατηγοριών των συµπληρωµατικών µεταβλητών οι οποίες προβάλλονται στη θετική πλευρά του δεύτερου παράγοντα. Φαίνεται ότι τα άτοµα τα οποία εντάσσονται στη συστάδα της ασφαλούς προσκόλλησης ανήκουν στον ασφαλή τύπο προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους και όχι στον απορριπτικό τύπο προσκόλλησης, σε στατιστικά υψηλό βαθµό. Η συνάφεια αυτή είναι επιβεβαιωτική για τις βασικές µεταβλητές των διαστάσεων άγχους και αποφυγής γενικά προς τους άλλους, οι οποίες διαµορφώνουν το προφίλ της συστάδας. Ως προς τις επιµέρους πτυχές της αυτο-αντίληψης, υψηλή συνάφεια παρουσιάζει η µέτρια συνολική αυτο-αντίληψη. Μέτριου βαθµού συνάφειες παρουσιάζουν και οι µέτριες αυτο-αντιλήψεις του φυσικού, του ηθικού, καθώς και οι µέτριες αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης, της συµπεριφοράς και της ενδοπροσωπικής σύγκρουσης. Μέτριου βαθµού συνάφεια παρουσιάζει η αρνητική αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού. Ως προς τις στρατηγικές διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων, υψηλού βαθµού συνάφεια παρουσιάζει η χρήση της στρατηγικής της συναισθηµατικής στήριξης, και µέτριου βαθµού συνάφεια παρουσιάζει η χρήση των στρατηγικών της θετικής επανεκτίµησης, της συναισθηµατικής εκτόνωσης, της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών, και της στρατηγικής λήψης µέτρων. Από τους τέσσερις παράγοντες που προκύπτουν από την οµαδοποίηση των δεκαπέντε στρατηγικών διαχείρισης αγχογόνων διαπροσωπικών καταστάσεων, µέτριου βαθµού συνάφεια παρουσιάζουν οι παράγοντες της κοινωνικής στήριξης και της αντιµετώπισης. Συµπερασµατικά, στη συστάδα της ασφαλούς προσκόλλησης προβάλλεται ένα σύνολο κατηγοριών των συµπληρωµατικών µεταβλητών που εξετάστηκαν. Φαίνεται 207

210 -Αποτελέσµατα- λοιπόν, κατά κύριο λόγο, ότι τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση χαρακτηρίζονται από µέτρια συνολική αυτο-αντίληψη, η οποία συγκλίνει στο µέσο όρο. Κατά δεύτερο λόγο χαρακτηρίζονται από µέτριες αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του φυσικού, ηθικού εαυτού, της ταυτότητας, της ικανοποίησης, της συµπεριφοράς, της ενδοπροσωπικής σύγκρουσης, και τέλος, από αρνητική αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού. Σε γενικές γραµµές, πέραν της αρνητικής κοινωνικής αυτο-αντίληψης, τα άτοµα που εντάσσονται σε αυτή την οµάδα χαρακτηρίζεται από επιµέρους αυτο-αντιλήψεις οι οποίες συγκλίνουν στο µέσο όρο, χωρίς να έχουν θετική ή αρνητική χροιά. Αναφορικά µε τις στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων διαπροσωπικών καταστάσεων, τα άτοµα αυτής της οµάδας χρησιµοποιούν σε υψηλό στατιστικά σηµαντικό βαθµό τη στρατηγική της συναισθηµατικής στήριξης. Σε µέτριο στατιστικά σηµαντικό βαθµό χρησιµοποιούν τη κοινωνική και συναισθηµατική στήριξη, τη συναισθηµατική εκτόνωση, τη θετική επανεκτίµηση και τη στρατηγική της λήψης µέτρων που αποσκοπεί στη ρύθµιση της συµπεριφοράς. Η αντιµετώπιση και η κοινωνική στήριξη είναι δύο τρόποι διαχείρισης του άγχους που αυτή η οµάδα της ασφαλούς προσκόλλησης χρησιµοποιεί. Πίνακας 54 Προβολή επιπέδων των µεταβλητών στη θετική πλευρά του δεύτερου παράγοντα (µέτριου βαθµού συνάφεια (r =. 354) µε τη 1 η συστάδα ασφαλούς προσκόλλησης) Επίπεδα Μεταβλητών COR Α. Προσκόλληση γενικά προς τους άλλους Ασφαλής προσκόλληση γενικά προς τους άλλους +.69 Όχι απορριπτική προσκόλληση γενικά προς τους άλλους +.66 Β. Αυτο-αντίληψη Μέτρια αυτο-αντίληψη φυσικού εαυτού +.42 Μέτρια αυτο-αντίληψη ηθικού εαυτού +.42 Χαµηλή αυτο-αντίληψη κοινωνικού εαυτού +.42 Μέτρια αυτο-αντίληψη ταυτότητας +.51 Μέτρια αυτο-αντίληψη ικανοποίησης +.55 Μέτρια αυτο-αντίληψη συµπεριφοράς +.40 Μέτρια σύγκρουση +.29 Μέτρια συνολική αυτο-αντίληψη +.67 Γ. ιαχείριση αγχογόνων καταστάσεων 208

211 -Αποτελέσµατα- Υψηλό επίπεδο στρατηγικής λήψης µέτρων +.29 Υψηλό επίπεδο στρατηγικής κοινωνικής στήριξηςαναζήτησης +.41 πληροφοριών Υψηλό επίπεδο στρατηγικής συναισθηµατικής στήριξης +.67 Υψηλό επίπεδο στρατηγικής συναισθηµατικής εκτόνωσης +.41 Υψηλό επίπεδο στρατηγικής θετικής επανεκτίµησης +.46 Υψηλό επίπεδο παράγοντα «αντιµετώπισης» +.45 Υψηλό επίπεδο παράγοντα «κοινωνικής στήριξης» +.48 Σηµείωση: COR = βαθµός συνάφειας των κατηγοριών των µεταβλητών µε τη θετική πλευρά του δεύτερου παράγοντα Συνδυασµός των κατηγοριών των συµπληρωµατικών µεταβλητών που συνδέονται µε τη συστάδα της ασφαλούς προσκόλλησης Συνυφαίνοντας τις κατηγορίες των µεταβλητών που προβάλλονται στις δύο πλευρές των δύο παραγόντων και συνδέονται µε την ασφαλή προσκόλληση, θα µπορούσαµε να καταλήξουµε, χρησιµοποιώντας ένα γενικό πλαίσιο αναφοράς και λαµβάνοντας κυρίως υπόψη τις σηµαντικότερες συνάφειες, στο ότι στην κατηγορία της ασφαλούς προσκόλλησης εντάσσονται δύο οµάδες ατόµων, εκ των οποίων η πρώτη παρουσιάζει την υψηλότερη συνάφεια. Τα ευρήµατα της έρευνας δείχνουν ότι η πρώτη οµάδα ατόµων βρίσκεται ηλικιακά στην πρώτη ενήλικη ζωή (18-20 χρονών), και είναι άντρες οι οποίοι έχουν µια ζεστή σχέση µε την ερωτική τους σύντροφο. Χαρακτηρίζονται από θετική συνολική αυτο-αντίληψη, καθώς και θετικές αυτο-αντιλήψεις των διαφορετικών πτυχών του εαυτού, κυρίως του οικογενειακού και του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, της ταυτότητας και της ικανοποίησης. Χαρακτηρίζονται από υψηλό θετικό και χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα. ε χρησιµοποιούν στρατηγικές οι οποίες αποσκοπούν στην αποφυγή του προβλήµατος, µέσω παραίτησης, άρνησης και στροφής προς τη θρησκεία. Η δεύτερη οµάδα των ατόµων της ασφαλούς προσκόλλησης, χαρακτηρίζεται από µέτρια συνολική αυτο-αντίληψη, χαµηλή αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού και µέτριες αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του εαυτού. Χρησιµοποιεί κατά κύριο λόγο τη στρατηγική της συναισθηµατικής στήριξης και κατά δεύτερο λόγο τις λοιπές στρατηγικές οι οποίες αποβλέπουν τόσο στην αντιµετώπιση του προβλήµατος όσο και στη κοινωνική στήριξη. 209

212 -Αποτελέσµατα Προβολή επιπέδων των µεταβλητών στην αρνητική πλευρά του δεύτερου παράγοντα Βάσει του πίνακα συνάφειας των παραγόντων µε τις συστάδες των βασικών µεταβλητών (βλ. Πίνακα 48), στην αρνητική πλευρά του δεύτερου παράγοντα παρουσιάζει συνάφεια και κατά συνέπεια προβάλλεται η συστάδα της απορριπτικής προσκόλλησης προς τους γονείς, τους φίλους, τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους. Ο συντελεστής συνάφειας της συστάδας αυτής µε την αρνητική πλευρά του δεύτερου παράγοντα είναι πολύ υψηλή (r=.964). Εποµένως οι κατηγορίες των µεταβλητών που προβάλλονται και έχουν σηµαντική συνάφεια µε την αρνητική πλευρά του δεύτερου παράγοντα αποτελούν χαρακτηριστικά που συνδέονται µε την οµάδα της απορριπτικής προσκόλλησης. Οι κατηγορίες των µεταβλητών, µε στατιστικά σηµαντική συνάφεια (>.30) παρουσιάζονται στον Πίνακα 55. Ως προς τους τέσσερις τύπους προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους, τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση χαρακτηρίζονται από χαµηλά επίπεδα ασφαλούς προσκόλλησης και υψηλά επίπεδα απορριπτικής προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους, σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό. Η συνάφεια αυτή επιβεβαιώνει τις βασικές µεταβλητές των διαστάσεων άγχους και αποφυγής γενικά προς τους άλλους, οι οποίες συντελούν στη διαµόρφωση της συστάδας της απορριπτικής προσκόλλησης, καθώς επίσης δίνει έµφαση στην αντιδιαστολή της µε το σφαιρικό µοντέλο της ασφαλούς προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους. Αναφορικά µε τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις, µέτριου βαθµού συνάφειες παρουσιάζουν η αρνητική αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού, η µέτρια αυτοκριτική και η χαµηλή ενδοπροσωπική σύγκρουση. Αναφορικά µε τις στρατηγικές αντιµετώπισης των αγχογόνων διαπροσωπικών καταστάσεων, υψηλή συνάφεια παρουσιάζει η µη χρήση της στρατηγικής της συναισθηµατικής στήριξης. Μέτριου βαθµού συνάφειες παρουσιάζουν η µη χρήση των στρατηγικών της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών, της θετικής επανεκτίµησης, της συναισθηµατικής εκτόνωσης, και οριακή στατιστικά σηµαντική συνάφεια παρουσιάζει η µη χρήση της στρατηγικής λήψης µέτρων. Από τους τέσσερις παράγοντες στους οποίους οµαδοποιήθηκαν οι δεκαπέντε στρατηγικές, µέτριου αλλά ικανοποιητικού βαθµού συνάφεια παρουσιάζει η µη χρήση της αντιµετώπισης. Συµπερασµατικά, λαµβάνοντας καταρχήν υπόψη τις πιο σηµαντικές συνάφειες (r>.65) η συστάδα της απορριπτικής προσκόλλησης συνδέεται µε τις λιγότερες κατηγορίες των συµπληρωµατικών µεταβλητών που εξετάστηκαν, και κατά συνέπεια της αποδίδονται 210

213 -Αποτελέσµατα- λιγοστά χαρακτηριστικά. Τα άτοµα αυτής της οµάδας χαρακτηρίζονται από αρνητική αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού, αυτοκριτική που συγκλίνει στο µέσο όρο, και χαµηλά επίπεδα ενδοπροσωπικής σύγκρουσης. Συνάφειες µε τις υπόλοιπες πτυχές της αυτο-αντίληψης δε φαίνεται να υπάρχουν. Ως προς το επίπεδο του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος δεν υπάρχουν επίσης συνάφειες και ως προς τις στρατηγικές αντιµετώπισης των αγχογόνων καταστάσεων, τα άτοµα αυτής της οµάδας δε χρησιµοποιούν τη στρατηγική της συναισθηµατικής στήριξης σε υψηλό στατιστικά σηµαντικό βαθµό. Σε µέτριο στατιστικά σηµαντικό βαθµό, δε χρησιµοποιούν τις στρατηγικές της θετικής επανεκτίµησης, της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών, της συναισθηµατικής εκτόνωσης, της λήψης µέτρων, και κατά συνέπεια, δε χρησιµοποιούν ως τρόπους διαχείρισης διαπροσωπικών προβληµάτων την κοινωνική στήριξη και την αντιµετώπιση. Πίνακας 55 Προβολή επιπέδων των µεταβλητών στην αρνητική πλευρά του δεύτερου παράγοντα (υψηλού βαθµού συνάφεια (r =.964) µε τη 2 η συστάδα απορριπτικής προσκόλλησης) Επίπεδα Μεταβλητών COR Α. Προσκόλληση γενικά προς τους άλλους Χαµηλό επίπεδο ασφαλούς προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους -.69 Υψηλό επίπεδο απορριπτικής προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους -.66 Β. Αυτο-αντίληψη Χαµηλή αυτο-αντίληψη κοινωνικού εαυτού -.42 Μέτρια αυτοκριτική -.34 Χαµηλή σύγκρουση -.43 Γ. ιαχείριση αγχογόνων καταστάσεων Χαµηλό επίπεδο στρατηγικής λήψης µέτρων -.29 Χαµηλό επίπεδο στρατηγικής κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης -.41 πληροφοριών Χαµηλό επίπεδο στρατηγικής συναισθηµατικής στήριξης -.67 Χαµηλό επίπεδο στρατηγικής συναισθηµατικής εκτόνωσης +.41 Χαµηλό επίπεδο στρατηγικής θετικής επανεκτίµησης -.46 Χαµηλό επίπεδο παράγοντα «αντιµετώπισης» -.45 Χαµηλό επίπεδο παράγοντα «κοινωνικής στήριξης»

214 -Αποτελέσµατα- Σηµείωση: COR = βαθµός συνάφειας των κατηγοριών των µεταβλητών µε την αρνητική πλευρά του δεύτερου παράγοντα 4. Σχέση µεταξύ των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους και προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Προκειµένου να διαφανεί η σχέση των διαστάσεων της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους και προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, µε απώτερο σκοπό τον έλεγχο της σχέσης των επιµέρους διαστάσεων της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους (υπόθεση 1 α ), ελέγχθηκε αρχικά η συσχέτιση των διαστάσεων των προσκολλήσεων και εφαρµόστηκε στη συνέχεια πολλαπλή ανάλυση παλινδρόµησης της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, πάνω στη προσκόλληση γενικά προς τους άλλους Συσχετίσεις µεταξύ των διαστάσεων της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους και προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Συσχετίζοντας τις διαστάσεις της προσκόλλησης προς τους άλλους και προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους διαφαίνεται να υπάρχει στατιστικά σηµαντική θετική συσχέτιση µετρίου βαθµού µεταξύ των µεταβλητών των διαστάσεων της αποφυγής γενικά προς τους άλλους και προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους (r=.420, p<.01). ιαφαίνεται επίσης να υπάρχει υψηλή συσχέτιση µεταξύ των κλιµάκων των διαστάσεων άγχους γενικά προς τους άλλους και προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους (r=.711, p<.001). Τα αποτελέσµατα παρουσιάζονται στον Πίνακα 56. Πίνακας 56 Συσχέτιση r του Pearson µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους (RSQ) και της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους (ECR) ιαστάσεις άγχους και αποφυγής των ερωτηµατολογίων ECR και RSQ 1. ιάσταση αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους 1 (ECR) 2. ιάσταση άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους.111* 1 (ECR) 3. ιάσταση αποφυγής προς τους άλλους γενικά (RSQ).420*** -.223** 1 4. ιάσταση άγχους προς τους άλλους γενικά (RSQ).245**.711*** Σηµείωση: Επίπεδο σηµαντικότητας: *p<.05, ** p<.001, *p<.05 N=

215 -Αποτελέσµατα Προβλεπτική αξία των διαστάσεων της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους για τις διαστάσεις της προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους Στη συνέχεια, βάσει των συσχετίσεων που βρέθηκαν εφαρµόστηκε η κατά βήµα ανάλυση της πολλαπλής γραµµικής παλινδρόµησης προκειµένου να δούµε αν οι διαστάσεις της αποφυγής και του άγχους γενικά προς τους άλλους, οι οποίες αφορούν τα µοντέλα της προσκόλλησης, ερµηνεύονται από τις διαστάσεις της αποφυγής και του άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, οι οποίες αφορούν µια συγκεκριµένη αλλά, σύµφωνα µε τη βιβλιογραφία, αντιπροσωπευτική σχέση της προσκόλλησης. Τα αποτελέσµατα φαίνονται στον παρακάτω Πίνακα 57. Πίνακας 57 Κατά βήµα ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης µε ανεξάρτητες µεταβλητές τις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και εξαρτηµένη τη διάσταση άγχους προς τους άλλους γενικά Ανεξάρτητη Μεταβλητή Beta t p R R². ιάσταση άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους F (2, 458) = , p= Η κατά βήµα ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης του άγχους προς τους άλλους γενικά µε ανεξάρτητες µεταβλητές τις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους έδειξε ότι τόσο το άγχος όσο και η αποφυγή προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους αποτελούν προβλεπτικούς παράγοντες της διάστασης του άγχους προς τους άλλους γενικά. Κύριος προβλεπτικός παράγοντας είναι το άγχος προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, του οποίου η αρχική τιµή του συντελεστή παλινδρόµησης ήταν beta=.692 και µειώθηκε στην τιµή beta=.168 καθώς προστέθηκε η διάσταση της αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Η συσχέτιση του άγχους προς τους άλλους και του άγχους και της αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους είναι θετική, εποµένως, όσο υψηλότερο είναι το άγχος προς τους άλλους γενικά τόσο υψηλότερο φαίνεται να είναι το άγχος και η αποφυγή προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Όπως φαίνεται και στον πίνακα 58 η αρχική τιµή του R είναι.711 και αυξάνεται στην τιµή.730 µε την εισαγωγή της αποφυγής προς τους/τις 213

216 -Αποτελέσµατα- ερωτικούς/ές συντρόφους. Το άγχος προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ερµηνεύει ένα ποσοστό τάξεως 50%, το µισό ουσιαστικά της συνολικής διασποράς του άγχους προς τους άλλους, ενώ η διάσταση της αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους συµβάλλει µε ένα αρκετά µικρότερο ποσοστό ερµηνείας τάξεως 3%. Ο συνδυασµός των δύο µεταβλητών ερµηνεύει ουσιαστικά ένα ποσοστό τάξεως 53% της συνολικής διασποράς του άγχους προς τους άλλους γενικά. Πίνακας 58 Κατά βήµα ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης µε ανεξάρτητες µεταβλητές τις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και εξαρτηµένη τη διάσταση της αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Ανεξάρτητη µεταβλητή Beta t p R R² ιάσταση αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους F (2, 457) = 76.17, p= Η κατά βήµα ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης της αποφυγής προς τους άλλους γενικά πάνω στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους δείχνει ότι πρώτη η αποφυγή και δεύτερο το άγχος προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους αποτελούν προβλεπτικούς παράγοντες της διάστασης της αποφυγής προς τους άλλους γενικά. Φαίνεται ότι σηµαντικότερος προβλεπτικός παράγοντας της αποφυγής προς τους άλλους είναι η διάσταση αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, ενώ συµβάλλει, ως δεύτερος προβλεπτικός παράγοντας το άγχος προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Η συσχέτιση της αποφυγής γενικά προς τους άλλους είναι θετική µε την αποφυγή προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και αρνητική προς το άγχος προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, εποµένως, όσο υψηλότερη είναι η αποφυγή προς τους άλλους τόσο υψηλότερη είναι η αποφυγή προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, αλλά χαµηλότερο το άγχος προς αυτούς. Στον πίνακα 58 βλέπουµε πως η αρχική τιµή R είναι.420 και αυξάνεται στην τιµή.500 καθώς προστίθεται ο δεύτερος προβλεπτικός παράγοντας. Η αποφυγή προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ερµηνεύει ένα ποσοστό τάξεως 17%, ενώ το άγχος προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους προσθέτει ένα ποσοστό ερµηνείας τάξεως 8%. Ο συνδυασµός των δύο µεταβλητών ερµηνεύει συνολικά ένα 214

217 -Αποτελέσµατα- ποσοστό τάξεως 25%, το ¼ δηλαδή της συνολικής διασποράς του άγχους γενικά προς τους άλλους. Συνοπτικά, τα αποτελέσµατα των κατά βήµα αναλύσεων των πολλαπλών παλινδροµήσεων δείχνουν ότι τα επίπεδα των διαστάσεων άγχους και αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους αποτελούν προβλεπτικούς παράγοντες των διαστάσεων άγχους και αποφυγής γενικά προς τους άλλους. Κυρίως το άγχος προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους αποτελεί έναν ισχυρό προβλεπτικό παράγοντα του άγχους γενικά προς τους άλλους. Η αποφυγή προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους εξηγεί ένα µικρότερο µέρος της διασποράς της διάστασης την αποφυγής γενικά προς τους άλλους. Τα αποτελέσµατα είναι επιβεβαιωτικά του προβλεπτικού ρόλου της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους για την προσκόλληση γενικά προς τους άλλους και ενδεικτικά της ισχυρότερης σχέσης µεταξύ των διαστάσεων του άγχους και συνεπώς της υψηλότερης συνέπειάς τους. 215

218 -Αποτελέσµατα- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗΣ, ΤΟΥ ΘΕΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΕΩΝ 1. Παρουσίαση του µοντέλου που τέθηκε υπό εξέταση Προκειµένου να ελεγχθεί η 6 η υπόθεση της έρευνας, σύµφωνα µε την οποία διερευνάται ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και των αυτοαντιλήψεων των επιµέρους πτυχών και των γενικών αυτο-αντιλήψεων της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς, ελέγχθηκε αρχικά το µοντέλο σύµφωνα µε το οποίο τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης επιδρούν στις αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του εαυτού (υπόθεση 5 α ) και στο θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα (υπόθεση 5 β ). Επίσης, ελέγχθηκε και η επίδραση του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στις αυτο-αντιλήψεις των πτυχών του εαυτού. Από τα µοντέλα προσκόλλησης, τα οποία εξετάστηκαν προς τις διαφορετικές σχέσεις (προς τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους) καθώς και γενικά προς τους άλλους, επιλέχθηκε το µοντέλο προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, διότι περιλαµβάνει ένα ευρύτερο σύνολο των πλευρών της προσωπικότητας του ατόµου και σύµφωνα µε ερευνητικά δεδοµένα είναι η πιο αντιπροσωπευτική σχέση προσκόλλησης κατά την ύστερη εφηβική και την πρώτη ενήλικη ζωή (Fraley & Davis, Hazan & Zeifman, Trinke & Bartholomew, 1997). Η ιεραρχική παλινδρόµηση αποτελεί µια ιδιαίτερα ισχυρή µέθοδο επεξεργασίας των ποσοτικών δεδοµένων, η οποία µας επιτρέπει να εξετάσουµε την επίδραση ποικίλων παραγόντων στην εξαρτηµένη µεταβλητή και να διερευνήσουµε και την προβλεπτική τους αξία, ελέγχοντας παράλληλα τη διαµεσολάβηση των εµπλεκόµενων µεταβλητών (Βουλαλά, Γωνίδα & Κιοσέογλου, 2004). Θα πρέπει να επισηµανθεί πως η επίδραση δεν υποδηλώνει αιτιώδη σχέση µεταξύ των µεταβλητών αλλά ουσιαστικά δείχνει την κατεύθυνση της σχέσης µεταξύ των εξεταζόµενων µεταβλητών. Με µεγαλύτερη σαφήνεια θα λέγαµε πως η στατιστική µέθοδος της ιεραρχικής παλινδρόµησης εξετάζει την προβλεπτική αξία των ανεξάρτητων µεταβλητών πάνω στην εξαρτηµένη και διερευνά το ποσοστό της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής που εξηγείται από τις ανεξάρτητες µεταβλητές. 216

219 -Αποτελέσµατα- Επειδή στο υπό έλεγχο θεωρητικό µοντέλο προβλέπεται ότι κάποιες από τις εξαρτηµένες µεταβλητές θα έχουν διαµεσολαβητικό ρόλο στη σχέση µεταξύ άλλων, θα πρέπει να πληρούνται µια σειρά κριτηρίων προκειµένου να αποδειχθεί µια σχέση διαµεσολάβησης. Τα κριτήρια αυτά, προϋποθέσεις, ύπαρξης σχέσης διαµεσολάβησης στην ιεραρχική παλινδρόµηση, είναι τα ακόλουθα (Baron & Kenny, 1986): Α) θα πρέπει να υπάρχει στατιστικά σηµαντική σχέση εξάρτησης ανάµεσα στους προβλεπτικούς παράγοντες και τις εξαρτηµένες µεταβλητές. Β) θα πρέπει να υπάρχουν στατιστικά σηµαντικές σχέσεις µεταξύ των προβλεπτικών και διαµεσολαβητικών µεταβλητών. Γ) Θα πρέπει οι διαµεσολαβούσες µεταβλητές να προβλέπουν τις εξαρτηµένες µεταβλητές, όταν όλες οι µεταβλητές, προβλεπτικές και διαµεσολαβητικές, εξετάζονται στο ίδιο µοντέλο. Αν οι παραπάνω προϋποθέσεις ισχύουν, τότε η «καθαρή» επίδραση των προβλεπτικών µεταβλητών στην εξαρτηµένη µεταβλητή µειώνεται ή δεν υπάρχει καθόλου στο τελευταίο µοντέλο. Το µοντέλο που τέθηκε υπό διερεύνηση παρουσιάζεται στο Σχήµα 4. Σύµφωνα µε την υπόθεση της έρευνάς µας, οι διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους επιδρούν, έχοντας προβλεπτική αξία, στις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις, µε τη διαµεσολάβηση του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος. Προσκόλληση ιάσταση άγχους προς τους/τις ερωτικούς συντρόφους ιάσταση αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς συντρόφους Μεταβλητές ελέγχου: Φύλο Ηλικία Συναίσθηµα Θετικό συναίσθηµα Αρνητικό συναίσθηµα Επιµέρους πτυχές της αυτο-αντίληψης: Φυσικός εαυτός Ηθικός εαυτός Προσωπικός εαυτός Οικογενειακός εαυτός Κοινωνικός εαυτός Ακαδηµαϊκός/ εργασιακός εαυτός Συνολικές αυτοαντιλήψεις Ταυτότητα Ικανοποίηση Συµπεριφορά 217

220 -Αποτελέσµατα- Σχήµα 4. Μοντέλο των εξεταζόµενων σχέσεων της προσκόλλησης, του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος και των επιµέρους πτυχών της αυτο-αντίληψης. Προκειµένου να διερευνηθεί το µοντέλο που παρουσιάζεται στο Σχήµα 4, ελέγχθηκαν αρχικά οι συσχετίσεις µεταξύ των µεταβλητών πρόβλεψης (διαστάσεις άγγους και αποφυγής, θετικό και αρνητικό συναίσθηµα), και των εξαρτηµένων µεταβλητών (επιµέρους αυτο-αντιλήψεις). Στη συνέχεια ελέγχθηκε µε τη µέθοδο της κατά βήµα πολλαπλής παλινδρόµησης η προβλεπτική αξία της καθεµιάς από τις δύο οµάδες µεταβλητών πρόβλεψης, αρχικά των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής και στη συνέχεια του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, για καθεµία από τις εξαρτηµένες µεταβλητές, δηλαδή τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις. Τέλος, ελέγχθηκε η προβλεπτική αξία της πρώτης οµάδας µεταβλητών πρόβλεψης, των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής, στις διαµεσολαβούσες µεταβλητές, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα, προκειµένου να διασφαλιστούν τα κριτήρια-προϋποθέσεις της ιεραρχικής παλινδρόµησης των Baron και Kenny (1986) Συσχετίσεις µεταξύ των µεταβλητών Για την εφαρµογή της ιεραρχικής παλινδρόµησης απαραίτητη είναι η διασφάλιση σηµαντικών συσχετίσεων µεταξύ των εµπλεκόµενων µεταβλητών. Η σχέση αυτή µεταξύ των µεταβλητών εξετάστηκε µε τον συντελεστή συνάφειας r του Pearson. Έπειτα από την εξέταση της συσχέτισης των εµπλεκόµενων µεταβλητών, συµπεριλήφθηκαν στις αναλύσεις παλινδρόµησης µόνο οι µεταβλητές εκείνες που έχουν στατιστικά σηµαντική συσχέτιση µε τις υπόλοιπες. Οι δείκτες συνάφειας (Pearson r) µεταξύ των εξεταζόµενων µεταβλητών παρουσιάζονται στον Πίνακα 59. Πίνακας 59 Συσχετίσεις µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος και των επιµέρους πτυχών της αυτο-αντίληψης Μεταβλητές ιάσταση άγχους 2. ιάσταση αποφυγής 3. Θετικό συναίσθηµα -.238*** -.247*** 218

221 -Αποτελέσµατα- 4. Αρνητικό συναίσθηµα.415***.291*** 5. Φυσικός εαυτός -.329*** -.239*.461*** -.461*** 6. Ηθικός εαυτός -.210*** -.270*.395*** -.384*** 7. Προσωπικός εαυτός -.340*** -.323*.524*** -.541*** 8. Οικογενειακός εαυτός -.320*** -.186***.310*** -.387*** 9. Κοινωνικός εαυτός -.191*** -.373***.418*** -.439*** 10.Ακαδηµαϊκός/εργασιακός -.350*** -.154***.522*** -.325*** εαυτός 11. Ταυτότητα -.249*** -.309***.462***.534*** 12. Ικανοποίηση -.445*** -.345***.509*** -.508*** 13. Συµπεριφορά -.277*** -.322***.502*** -.517*** Σηµείωση: Επίπεδο σηµαντικότητας: * p<.001 Οι συσχετίσεις µεταξύ των τριών οµάδων των µεταβλητών των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής, του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος και των πτυχών της αυτο-αντίληψης είναι στατιστικά σηµαντικές και αναµενόµενες, σύµφωνα µε το θεωρητικό υπόβαθρο (Bartholomew, 1991, Collins & Read, 1996). Όπως φαίνεται στον Πίνακα 59, οι συσχετίσεις του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος µε τις αυτο-αντιλήψεις είναι µέτριες προς υψηλές. Οι συσχετίσεις των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µε τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις, αλλά και µε το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα είναι µέτριου βαθµού. 2. Οι διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως προβλεπτικοί παράγοντες των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων Προκειµένου να δούµε αν οι διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής αποτελούν προβλεπτικούς παράγοντες των επιµέρους πτυχών της αυτο-αντίληψης (υπόθεση 5 α ) εφαρµόστηκε µια σειρά από εννέα αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα, έτσι ώστε να ελεγχθεί αν και οι δύο διαστάσεις αποτελούν προβλεπτικούς παράγοντες των έξι αυτο-αντιλήψεων των επιµέρους ικανοτήτων και των τριών γενικών αυτο-αντιλήψεων της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς (βλ. Πίνακα 60). 219

222 -Αποτελέσµατα- Πίνακας 60 Ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα µε ανεξάρτητες µεταβλητές τις διαστάσεις άγχους και αποφυγής και εξαρτηµένες µεταβλητές τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων και τις γενικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς Εξαρτηµένη µεταβλητή: Φυσικός Εαυτός Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής F(2, 457)= 41,58, p=.000 Εξαρτηµένη µεταβλητή: Ηθικός Εαυτός Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 ιάσταση αποφυγής ιάσταση άγχους F(2, 457)= p=.000 Εξαρτηµένη µεταβλητή :Προσωπικός Εαυτός Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής F(2, 457)= Εξαρτηµένη µεταβλητή: Οικογενειακός Εαυτός Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής F(2, 457)= 33.20, p=.000 Εξαρτηµένη µεταβλητή: Κοινωνικός Εαυτός Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 ιάσταση αποφυγής ιάσταση άγχους F(2, 457)= 45.51, p=.000 Εξαρτηµένη µεταβλητή: Ακαδηµαϊκός/ Εργασιακός Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής F(2, 457)= 36.59, p=

223 -Αποτελέσµατα- Εξαρτηµένη µεταβλητή: Ταυτότητα Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 ιάσταση αποφυγής ιάσταση άγχους F(2, 457)= 36.64, p=.000 Εξαρτηµένη µεταβλητή: Ικανοποίηση Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής F(2, 457)= 83.81, p=.000 Εξαρτηµένη µεταβλητή: Συµπεριφορά Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 ιάσταση αποφυγής ιάσταση άγχους F(2, 457)= 40.90, p=.000 Όπως φαίνεται στον Πίνακα 60, οι δύο διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους πράγµατι αποτελούν αρνητικούς προβλεπτικούς παράγοντες των έξι αυτο-αντιλήψεων των επιµέρους ικανοτήτων αλλά και των συνολικών αυτο-αντιλήψεων της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. Αυτό σηµαίνει ότι τα χαµηλά επίπεδα του άγχους και της αποφυγής, και κατά συνέπεια η ασφαλής προσκόλληση προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους που προκύπτει από αυτές, προβλέπουν τις θετικές αυτο-αντιλήψεις που εξετάστηκαν, και αντίστροφα, τα υψηλά επίπεδα των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής, και κυρίως ο φοβικός τύπος προσκόλλησης που προκύπτει από αυτές, σύµφωνα µε την ταξινόµηση της Bartholomew (1990) προβλέπουν τις αρνητικές αυτο-αντιλήψεις που εξετάστηκαν. Το εύρηµα αυτό επιβεβαιώνει την 5 η υπόθεση της έρευνας (5 α ), καθώς τα χαµηλά επίπεδα των διαστάσεων του άγχους και αποφυγής συσχετίζονται και προβλέπουν τις θετικές αυτο-αντιλήψεις, ενώ τα υψηλά επίπεδα των δύο διαστάσεων συσχετίζονται και προβλέπουν τις αρνητικές αυτο-αντιλήψεις που εξετάστηκαν. Πιο συγκεκριµένα, όσον αφορά την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού, η διάσταση του άγχους είναι ο πρώτος προβλεπτικός παράγοντας και η διάσταση της αποφυγής ο δεύτερος αρνητικός παράγοντας που αρνητικά προβλέπουν την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού και από κοινού εξηγούν το 16% της διασποράς της (Σχήµα 5). 221

224 -Αποτελέσµατα- ιάσταση Άγχους ιάσταση Αποφυγής -.317*** -.211*** Αυτο-αντίληψη Φυσικού Εαυτού Σχήµα 5. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης (beta). ***p<.001. Αναφορικά µε την αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού, η διάσταση της αποφυγής είναι ο πρώτος, ενώ η διάσταση του άγχους ο δεύτερος προβλεπτικός παράγοντας. Από κοινού οι δύο διαστάσεις της προσκόλλησης εξηγούν το 11.2% της συνολικής διασποράς της αυτο-αντίληψης του ηθικού εαυτού (Σχήµα 6). ιάσταση Αποφυγής ιάσταση Άγχους -.256*** -.183*** Αυτο-αντίληψη Ηθικού Εαυτού Σχήµα 6. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και την αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης (beta). ***p<.001. Αναφορικά µε την αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού, η διάσταση του άγχους είναι ο πρώτος προβλεπτικός παράγοντας και η διάσταση της αποφυγής ο δεύτερος προβλεπτικός παράγοντας και µαζί αρνητικά προβλέπουν την αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού. Από κοινού οι δύο διαστάσεις της προσκόλλησης εξηγούν το 20.8% της συνολικής διασποράς της αυτο-αντίληψης του προσωπικού εαυτού (Σχήµα 7). ιάσταση Άγχους ιάσταση Αποφυγής -.319*** -.295*** Αυτο-αντίληψη Προσωπικού Εαυτού Σχήµα 7. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και την αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης (beta). ***p<

225 -Αποτελέσµατα- Αναφορικά µε την αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού, η διάσταση του άγχους είναι ο πρώτος προβλεπτικός παράγοντας ενώ η αυτο-αντίληψη της αποφυγής είναι ο δεύτερος προβλεπτικός παράγοντας. Οι δύο διαστάσεις προβλέπουν αρνητικά την αυτοαντίληψη του οικογενειακού εαυτού και από κοινού εξηγούν το 13.3% της συνολικής διασποράς της (Σχήµα 8). ιάσταση Άγχους ιάσταση Αποφυγής -.313*** -.160*** Αυτο-αντίληψη Οικογενειακού Εαυτού Σχήµα 8. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και την αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης (beta). ***p<.001. Αναφορικά µε την αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού, πρώτος προβλεπτικός παράγοντας είναι η διάσταση της αποφυγής και δεύτερος η διάσταση του άγχους. Οι δύο διαστάσεις προβλέπουν αρνητικά την αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού, εξηγώντας από κοινού το 17.1% της συνολικής της διασποράς (Σχήµα 9). ιάσταση Αποφυγής ιάσταση Άγχους -.366*** -.159*** Αυτο-αντίληψη Κοινωνικού Εαυτού Σχήµα 9. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και την αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης (beta). ***p<.001. Τέλος, αναφορικά µε την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, ο πρώτος προβλεπτικός παράγοντας είναι η διάσταση του άγχους και ο δεύτερος η διάσταση της αποφυγής. Οι δύο διαστάσεις προβλέπουν αρνητικά την αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού, εξηγώντας από κοινού το 17.1% της συνολικής της διασποράς (Σχήµα 9). 223

226 -Αποτελέσµατα- ιάσταση Άγχους ιάσταση Αποφυγής -.345*** -.120** Αυτο-αντίληψη Ακαδηµαϊκού/Εργασιακού Εαυτού Σχήµα 10. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης (beta). ***p<.001, **p<.01. Συνολικά φαίνεται ότι η διάσταση του άγχους είναι πιο ισχυρός προβλεπτικός παράγοντας τεσσάρων αυτο-αντιλήψεων, του φυσικού, του προσωπικού, του οικογενειακού και του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, ενώ η διάσταση της αποφυγής είναι πιο ισχυρός προβλεπτικός παράγοντας δύο αυτο-αντιλήψεων, του ηθικού και του κοινωνικού εαυτού. Επίσης, οι τιµές των τυποποιηµένων συντελεστών παλινδρόµησης beta δείχνουν ότι οι δύο διαστάσεις της προσκόλλησης αποτελούν περισσότερο ισχυρούς προβλεπτικούς παράγοντες για την αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού, σε σχέση µε την προβλεπτική τους αξία για τις υπόλοιπες αυτο-αντιλήψεις. Αναφορικά µε τις συνολικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς, η διάσταση της αποφυγής είναι ο πρώτος προβλεπτικός παράγοντας και το άγχος ο δεύτερος, των αυτο-αντιλήψεων της ταυτότητας και της συµπεριφοράς. Η διάσταση του άγχους είναι ο πρώτος προβλεπτικός παράγοντας και η αποφυγή ο δεύτερος για την αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης (Σχήµα 11). Οι τιµές των τυποποιηµένων συντελεστών παλινδρόµησης beta δείχνουν ότι οι δύο διαστάσεις της προσκόλλησης αποτελούν περισσότερο ισχυρούς προβλεπτικούς παράγοντες για την αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης, σε σχέση µε την προβλεπτική αξία που έχουν για τις αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας και της συµπεριφοράς. Μαζί οι δύο διαστάσεις της προσκόλλησης προβλέπουν αρνητικά τις συνολικές αυτο-αντιλήψεις, εξηγώντας από κοινού το 14.2% της συνολικής διασποράς της ταυτότητας, το 28.5% της συνολικής διασποράς της ικανοποίησης και το 16.2% της συνολικής διασποράς της συµπεριφοράς. ιάσταση Αποφυγής ιάσταση Άγχους -.285*** -.218*** Αυτο-αντίληψη Ταυτότητας 224

227 -Αποτελέσµατα- ιάσταση Άγχους ιάσταση Αποφυγής -.410*** -.296*** Αυτο-αντίληψη Ικανοποίησης ιάσταση Αποφυγής ιάσταση Άγχους -.294*** -.242*** Αυτο-αντίληψη Συµπεριφοράς Σχήµα 11. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και τις αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης (beta). ***p< Οι διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης ως προβλεπτικοί παράγοντες του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος Προκειµένου να δούµε αν οι διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής αποτελούν προβλεπτικούς παράγοντες για το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα (υπόθεση 5 β ), εφαρµόστηκαν δύο αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα, ώστε να διαπιστωθεί αν και οι δύο διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής έχουν προβλεπτική αξία για το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα, δηλαδή τη διαµεσολαβούσα µεταβλητή του µοντέλου που πρόκειται να εξετάσουµε στη συνέχεια (βλ. Σχήµα 4). Τα αποτελέσµατα της ανάλυσης της πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα, που εφαρµόστηκε πρώτα για το θετικό και εν συνεχεία για το αρνητικό συναίσθηµα, φαίνονται στον Πίνακα 61. Πίνακας 61 Ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα µε ανεξάρτητες µεταβλητές τις διαστάσεις άγχους και αποφυγής και εξαρτηµένες µεταβλητές το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα Εξαρτηµένη µεταβλητή: Θετικό συναίσθηµα Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 ιάσταση αποφυγής ιάσταση άγχους F(2, 457)= 27.08, p=

228 -Αποτελέσµατα- Εξαρτηµένη µεταβλητή: Αρνητικό συναίσθηµα Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής F(2, 457)= 69.50, p=.000 Τα αποτελέσµατα της ανάλυσης δείχνουν ότι οι διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής αποτελούν προβλεπτικούς παράγοντες τόσο του θετικού όσο και του αρνητικού συναισθήµατος, επιβεβαιώνοντας την υπόθεση της έρευνας. Συγκεκριµένα, όσον αφορά το θετικό συναίσθηµα, φαίνεται ότι προβλέπεται αρνητικά πρώτα από τη διάσταση της αποφυγής (beta= -.223, p=.000) και στη συνέχεια από τη διάσταση του άγχους (beta= -.214, p=.000). Αυτό σηµαίνει πως τα χαµηλά επίπεδα των δύο διαστάσεων προβλέπουν το υψηλό επίπεδο του θετικού συναισθήµατος και αντίστροφα, τα υψηλά επίπεδα των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής προβλέπουν το χαµηλό επίπεδο του θετικού συναισθήµατος. Από κοινού οι δύο διαστάσεις της προσκόλλησης εξηγούν το 10.6% της συνολικής διασποράς του θετικού συναισθήµατος (Σχήµα 12). ιάσταση Αποφυγής ιάσταση Άγχους -.223*** -.214*** Θετικό Συναίσθηµα Σχήµα 12. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και το θετικό συναίσθηµα. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης (beta). ***p<.001. Όσον αφορά το αρνητικό συναίσθηµα, φαίνεται ότι προβλέπεται θετικά πρώτα από τη διάσταση του άγχους (beta=.388, p=.000) και στη συνέχεια από τη διάσταση της αποφυγής (beta=.248, p=.000). Αυτό σηµαίνει πως τα χαµηλά επίπεδα των δύο διαστάσεων προβλέπουν το χαµηλό επίπεδο του αρνητικού συναισθήµατος και αντίστροφα, τα υψηλά επίπεδα των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής προβλέπουν το υψηλό επίπεδο του αρνητικού συναισθήµατος. Από κοινού οι δύο διαστάσεις της προσκόλλησης εξηγούν το 23.3% της συνολικής διασποράς του αρνητικού συναισθήµατος (Σχήµα 13). 226

229 -Αποτελέσµατα- ιάσταση Άγχους ιάσταση Αποφυγής.388***.248*** Αρνητικό Συναίσθηµα Σχήµα 13. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και το αρνητικό συναίσθηµα. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης (beta). ***p<.001. Εποµένως, τα ευρήµατα των αναλύσεων επιβεβαιώνουν την υπόθεσή µας για την προβλεπτική ισχύ των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής πάνω στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα. Φαίνεται ακόµα πως η προβλεπτική αξία των διαστάσεων της προσκόλλησης είναι περισσότερο ισχυρή για το αρνητικό συναίσθηµα, εύρηµα το οποίο συγκλίνει µε την υπόθεσή µας, βασισµένη σε δεδοµένα που δείχνουν πως τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης αφορούν και επικεντρώνονται κυρίως στη ρύθµιση του αρνητικού συναισθήµατος (Mikulincer et al., 2003). 4. Σχέση του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος µε τις αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους ικανοτήτων και τις γενικές αυτο-αντιλήψεις Προκειµένου να ελέγξουµε την προβλεπτική ισχύ του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος πάνω στις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων και πάνω στις συνολικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς, εφαρµόστηκαν εννέα αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα, για καθεµία από τις αυτοαντιλήψεις. Ουσιαστικά µέσω αυτής της ανάλυσης διερευνήθηκε η επίδραση της διαµεσολαβούσας µεταβλητής πάνω στην εξαρτηµένη µεταβλητή του µοντέλου που θα εξετάσουµε στη συνέχεια (βλ. Σχήµα 4). Τα αποτελέσµατα των αναλύσεων της πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα, οι οποίες εφαρµόστηκαν για καθεµία από τις εννέα αυτοαντιλήψεις, φαίνονται στον Πίνακα

230 -Αποτελέσµατα- Πίνακας 62 Ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα µε εξαρτηµένες µεταβλητές το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και ανεξάρτητες τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις και τις γενικές αυτοαντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς Εξαρτηµένη µεταβλητή: Φυσικός Εαυτός Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Αρνητικό Συναίσθηµα Θετικό Συναίσθηµα F(2, 438)= 126,27, p=.000 Εξαρτηµένη µεταβλητή: Ηθικός Εαυτός Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Θετικό Συναίσθηµα Αρνητικό Συναίσθηµα F(2, 435)= 77,22 p=.000 Εξαρτηµένη µεταβλητή :Προσωπικός Εαυτός Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Αρνητικό Συναίσθηµα Θετικό Συναίσθηµα F(2, 446)= 206,69 Εξαρτηµένη µεταβλητή: Οικογενειακός Εαυτός Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Αρνητικό Συναίσθηµα Θετικό Συναίσθηµα F(2, 432)= 58,12, p=.000 Εξαρτηµένη µεταβλητή: Κοινωνικός Εαυτός Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Αρνητικό Συναίσθηµα Θετικό Συναίσθηµα F(2, 440)= 100,58, p=.000 Εξαρτηµένη µεταβλητή: Ακαδηµαϊκός/ Εργασιακός Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Θετικό Συναίσθηµα Αρνητικό Συναίσθηµα F(2, 440)= 107,51, p=.000 Εξαρτηµένη µεταβλητή: Ταυτότητα Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Αρνητικό Συναίσθηµα Θετικό Συναίσθηµα F(2, 442)= 153,40, p=.000 Εξαρτηµένη µεταβλητή: Ικανοποίηση Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Θετικό Συναίσθηµα Αρνητικό Συναίσθηµα F(2, 421)= 150,22, p=

231 -Αποτελέσµατα- Εξαρτηµένη µεταβλητή: Συµπεριφορά Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Αρνητικό Συναίσθηµα Θετικό Συναίσθηµα F(2, 424)= 156,03, p=.000 Τα αποτελέσµατα των παραπάνω αναλύσεων επιβεβαιώνουν ότι το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα αποτελούν προβλεπτικούς παράγοντες των έξι επιµέρους αυτοαντιλήψεων ικανοτήτων και των συνολικών αυτο-αντιλήψεων της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. Σε όλες τις αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα, φαίνεται ότι το θετικό συναίσθηµα αποτελεί θετικό παράγοντα πρόβλεψης ενώ το αρνητικό συναίσθηµα αποτελεί αρνητικό παράγοντα πρόβλεψης των αυτο-αντιλήψεων που εξετάστηκαν. Συγκεκριµένα, φαίνεται ότι ο πιο ισχυρός προβλεπτικός παράγοντας της αυτοαντίληψης του φυσικού εαυτού είναι το αρνητικό συναίσθηµα, ενώ δεύτερος προβλεπτικός παράγοντας, µε µικρότερη προβλεπτική ισχύ είναι το θετικό συναίσθηµα. Τα αρνητικό συναίσθηµα προβλέπει αρνητικά την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού και το θετικό συναίσθηµα την προβλέπει θετικά, συνεπώς, το υψηλό θετικό συναίσθηµα µαζί µε το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα προβλέπουν την θετική αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού. Αντίστροφα, το χαµηλό θετικό συναίσθηµα σε συνδυασµό µε το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα προβλέπουν την αρνητική αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού. Ένα ποσοστό τάξεως 36% της συνολικής διασποράς της αυτο-αντίληψης του φυσικού εαυτού ερµηνεύεται από το συνδυασµό του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος (Σχήµα 14). Αρνητικό Συναίσθηµα Θετικό Συναίσθηµα.382*** -.390*** Αυτο-αντίληψη του Φυσικού Εαυτού Σχήµα 14. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης (beta). ***p<.001. Αναφορικά µε την αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού, πρώτος προβλεπτικός παράγοντας είναι το θετικό συναίσθηµα και δεύτερος προβλεπτικός παράγοντας το αρνητικό συναίσθηµα. Οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta δείχνουν ότι το 229

232 -Αποτελέσµατα- υψηλό θετικό συναίσθηµα κατά κύριο λόγο και το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα κατά δεύτερο λόγο προβλέπουν τη θετική αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού, και αντίστροφα, το χαµηλό θετικό συναίσθηµα και το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα προβλέπουν την αρνητική αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού. Από κοινού οι δύο προβλεπτικοί παράγοντες του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος εξηγούν το 26.2% της συνολικής διασποράς της αυτο-αντίληψης του ηθικού εαυτού (Σχήµα 15). Θετικό Συναίσθηµα 336*** *** Αρνητικό Συναίσθηµα Αυτο-αντίληψη του Ηθικού Εαυτού Σχήµα 15. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης (beta). ***p<.001. Αναφορικά µε την αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού, πρώτος προβλεπτικός παράγοντας είναι το αρνητικό συναίσθηµα και δεύτερος προβλεπτικός παράγοντας το θετικό συναίσθηµα. Οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta δείχνουν ότι πρώτα το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα και δεύτερο, µε εξίσου σηµαντικό συντελεστή παλινδρόµησης beta, το υψηλό θετικό συναίσθηµα προβλέπουν τη θετική αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού, και αντίστροφα, το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα µαζί µε το χαµηλό θετικό συναίσθηµα προβλέπουν την αρνητική αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού. Από κοινού οι δύο προβλεπτικοί παράγοντες του αρνητικού και θετικού συναισθήµατος εξηγούν ένα πολύ σηµαντικό ποσοστό, το 48.1%, της συνολικής διασποράς της αυτο-αντίληψης του προσωπικού εαυτού (Σχήµα 16). Αρνητικό Συναίσθηµα Θετικό Συναίσθηµα -.461***.427*** Αυτο-αντίληψη του Προσωπικού Εαυτού Σχήµα 16. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης (beta). ***p<

233 -Αποτελέσµατα- Αναφορικά µε την αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού, πρώτος προβλεπτικός παράγοντας είναι το αρνητικό συναίσθηµα και δεύτερος προβλεπτικός παράγοντας το θετικό συναίσθηµα. Οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta δείχνουν ότι το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα κατά κύριο λόγο και το υψηλό θετικό συναίσθηµα κατά δεύτερο λόγο προβλέπουν τη θετική αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού, και αντίστροφα, το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα και το χαµηλό θετικό συναίσθηµα προβλέπουν την αρνητική αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού. Μαζί οι δύο προβλεπτικοί παράγοντες του αρνητικού και θετικού συναισθήµατος εξηγούν το 21.2%, της συνολικής διασποράς της αυτο-αντίληψης του οικογενειακού εαυτού (Σχήµα 17). Αρνητικό Συναίσθηµα Θετικό Συναίσθηµα -.342***.240*** Αυτο-αντίληψη του Οικογενειακού Εαυτού Σχήµα 17. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης (beta). ***p<.001. Αναφορικά µε την αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού, πρώτος προβλεπτικός παράγοντας είναι το αρνητικό συναίσθηµα και δεύτερος προβλεπτικός παράγοντας το θετικό συναίσθηµα. Οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta δείχνουν ότι πρώτο το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα και δεύτερο το υψηλό θετικό συναίσθηµα, µε µικρή διαφορά τιµών των συντελεστών παλινδρόµησης beta, προβλέπουν τη θετική αυτοαντίληψη του κοινωνικού εαυτού, και αντίστροφα, το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα µαζί µε το χαµηλό θετικό συναίσθηµα προβλέπουν την αρνητική αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού. Μαζί οι δύο προβλεπτικοί παράγοντες του αρνητικού και θετικού συναισθήµατος εξηγούν το 31.4%, της συνολικής διασποράς της αυτο-αντίληψης του κοινωνικού εαυτού (Σχήµα 18). 231

234 -Αποτελέσµατα- Αρνητικό Συναίσθηµα Θετικό Συναίσθηµα -.372***.344*** Αυτο-αντίληψη του Κοινωνικού Εαυτού Σχήµα 18. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης (beta). ***p<.001. Αναφορικά µε την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, πρώτος προβλεπτικός παράγοντας είναι το θετικό συναίσθηµα και δεύτερος το αρνητικό συναίσθηµα. Οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta δείχνουν ότι το υψηλό θετικό συναίσθηµα κατά κύριο λόγο και το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα κατά δεύτερο λόγο, προβλέπουν τη θετική αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, και αντίστροφα, το χαµηλό θετικό συναίσθηµα και το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα προβλέπουν την αρνητική αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού. Μαζί, οι δύο προβλεπτικοί παράγοντες του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, εξηγούν το 32.8%, της συνολικής διασποράς της αυτο-αντίληψης του ακαδηµαικού/εργασιακού εαυτού (Σχήµα 19). Θετικό Συναίσθηµα Αρνητικό Συναίσθηµα.477*** -.230*** Αυτο-αντίληψη του Ακαδηµαϊκού/Εργασιακού Εαυτού Σχήµα 19. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης (beta). ***p<.001. Αναφορικά µε τις συνολικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα αποτελούν σηµαντικούς προβλεπτικούς παράγοντες, εξηγώντας ένα ποσοστό της συνολικής τους διασποράς (βλ. Πίνακα 62). 232

235 -Αποτελέσµατα- Συγκεκριµένα, όσον αφορά την αυτο-αντίληψη της ταυτότητας, οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta δείχνουν ότι το αρνητικό συναίσθηµα, έχοντας ισχυρότερη προβλεπτική αξία σε σχέση µε το θετικό συναίσθηµα, προβλέπει αρνητικά την αυτο-αντίληψη της ταυτότητας (Σχήµα 20). Ακολουθεί το θετικό συναίσθηµα το οποίο προβλέπει θετικά την αυτο-αντίληψη της ταυτότητας. Συνεπώς, το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα και το χαµηλό θετικό συναίσθηµα προβλέπουν το χαµηλό επίπεδο της αυτοαντίληψης της ταυτότητας και αντίστροφα, τα χαµηλά επίπεδα του αρνητικού συναισθήµατος και τα υψηλά επίπεδα του θετικού συναισθήµατος προβλέπουν την υψηλή αυτο-αντίληψη της ταυτότητας, εξηγώντας ένα σηµαντικό ποσοστό της διασποράς της, τάξεως 41%. Αρνητικό Συναίσθηµα Θετικό Συναίσθηµα -.455***.361*** Αυτο-αντίληψη της Ταυτότητας Σχήµα 20. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη της ταυτότητας. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης (beta). ***p<.001. Όσον αφορά την αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης, οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta δείχνουν ότι πρώτα το θετικό συναίσθηµα και στη συνέχεια το αρνητικό συναίσθηµα, µαζί προβλέπουν την αυτο-αντίληψη της ταυτότητας (Σχήµα 21). Θετικό Συναίσθηµα Αρνητικό Συναίσθηµα.410*** -.409*** Αυτο-αντίληψη της Ικανοποίησης Σχήµα 21. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης (beta). ***p<.001. Οι τιµές των συντελεστών παλινδρόµησης beta δείχνουν ότι οι δύο προβλεπτικοί παράγοντες έχουν την ίδια προβλεπτική ισχύ. Φαίνεται λοιπόν ότι, το υψηλό θετικό συναίσθηµα µαζί µε το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα προβλέπουν τη θετική αυτο- 233

236 -Αποτελέσµατα- αντίληψη της ικανοποίησης και αντίστροφα, τα χαµηλά επίπεδα του θετικού συναισθήµατος µαζί µε τα υψηλά επίπεδα του αρνητικού συναισθήµατος προβλέπουν την αρνητική αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης, εξηγώντας ένα σηµαντικό ποσοστό της διασποράς της, τάξεως 41.6%. Τέλος, όσον αφορά την αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς, οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta δείχνουν ότι πρώτα το αρνητικό συναίσθηµα και στη συνέχεια το θετικό συναίσθηµα, προβλέπουν την αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς (Σχήµα 22). Φαίνεται λοιπόν ότι το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα µαζί µε το χαµηλό θετικό συναίσθηµα προβλέπουν την αρνητική αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς και αντίστροφα, τα χαµηλά επίπεδα του αρνητικού συναισθήµατος µαζί µε τα υψηλά επίπεδα του θετικού συναισθήµατος προβλέπουν την θετική αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς, εξηγώντας ένα σηµαντικό ποσοστό της διασποράς, της τάξεως 42.4%. Αρνητικό Συναίσθηµα Θετικό Συναίσθηµα -.426***.406*** Αυτο-αντίληψη της Συµπεριφοράς Σχήµα 22. Σχηµατική αναπαράσταση των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης (beta). ***p<.001. Συνοψίζοντας, οι παραπάνω αναλύσεις έδειξαν ότι το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα είναι δύο σηµαντικοί προβλεπτικοί παράγοντες των αυτο-αντιλήψεων των επιµέρους ικανοτήτων καθώς και των συνολικών αυτο-αντιλήψεων. Όσον αφορά τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων, το αρνητικό συναίσθηµα είναι ο πιο ισχυρός προβλεπτικός παράγοντας τεσσάρων αυτο-αντιλήψεων, του φυσικού, του προσωπικού, του οικογενειακού και του κοινωνικού εαυτού, ενώ το θετικό συναίσθηµα είναι ο πιο ισχυρός προβλεπτικός παράγοντας του ηθικού και του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού. Η προβλεπτική ισχύς των δύο παραγόντων του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος είναι ικανοποιητική και αρκετά σηµαντική στο µοντέλο παλινδρόµησης του προσωπικού εαυτού, όπου ερµηνεύεται το µισό περίπου της διακύµανσής της (48.1%) από το συνδυασµό του αρνητικού και θετικού συναισθήµατος. 234

237 -Αποτελέσµατα- Όσον αφορά τις συνολικές αυτο-αντιλήψεις, οι παραπάνω αναλύσεις έδειξαν ότι τόσο το θετικό όσο και αρνητικό συναίσθηµα είναι δύο σηµαντικοί προβλεπτικοί παράγοντες των συνολικών αυτο-αντιλήψεων της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. Το αρνητικό συναίσθηµα είναι ο πιο ισχυρός προβλεπτικός παράγοντας των αυτο-αντιλήψεων της ταυτότητας και της ικανοποίησης, ενώ το θετικό συναίσθηµα, έχοντας ίδια προβλεπτική ισχύ µε το αρνητικό συναίσθηµα, προβλέπει την αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης. 235

238 -Αποτελέσµατα- 5. Ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης µε τις αυτοαντιλήψεις Όπως έδειξαν οι παραπάνω στατιστικές αναλύσεις πολλαπλών παλινδροµήσεων κατά βήµα, οι διαστάσεις άγχους και αποφυγής, καθώς και το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα προβλέπουν τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις των πτυχών του εαυτού. Ακόµα, οι στατιστικές αναλύσεις έδειξαν ότι οι επιµέρους αυτο-αντιλήψεις προβλέπουν το θετικό και αρνητικό, µε συνέπεια να διαφαίνεται η αλληλεπίδραση του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος µε τις αυτο-αντιλήψεις. Τέλος, διαφάνηκε η προβλεπτική αξία των διαστάσεων άγχους και αποφυγής στο θετικό και αρνητικό συναίσθηµα. Εφόσον διασφαλίστηκαν οι παραπάνω σχέσεις µεταξύ των ζευγών των ανεξάρτητων µεταβλητών µε την εξαρτηµένη, αλλά και η επίδραση της πρώτης ανεξάρτητης µεταβλητής πάνω στη δεύτερη, η οποία είναι ουσιαστικά η διαµεσολαβούσα µεταβλητή του µοντέλου που παρουσιάστηκε στο Σχήµα 4, θεωρήθηκε πως πληρούνται τα κριτήρια των Baron και Kenny (1986), βάσει των οποίων µπορούν να ελεγχθούν οι σχέσεις διαµεσολάβησης στο εξεταζόµενο µοντέλο. Συγκεκριµένα, πρόκειται να διερευνηθεί η υπόθεση της έρευνας σχετικά µε το διαµεσολαβητικό ρόλο του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση µεταξύ διαστάσεων άγχους και αποφυγής, της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και σε καθεµία από τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις των πτυχών του εαυτού, καθώς και τις συνολικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. Συγκεκριµένα, σύµφωνα µε την υπόθεσή µας, οι διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους αναµένεται να επιδρούν στο θετικό και στο αρνητικό συναίσθηµα, και αυτό µε τη σειρά του τις αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του εαυτού. Συνεπώς, αναµένεται το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα να έχει διαµεσολαβητικό ρόλο στη σχέση των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και στις επιµέρους αυτοαντιλήψεις. Για τον έλεγχο της 6 ης υπόθεσης της έρευνας, πραγµατοποιήθηκε µια σειρά από εννέα ιεραρχικές παλινδροµήσεις, για να ελεγχθεί η επίδραση των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης, καθώς και του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος για καθεµία από τις έξι επιµέρους αυτο-αντιλήψεις και τις τρεις συνολικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. Εποµένως, ως ανεξάρτητες µεταβλητές θεωρήθηκαν α), οι διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και β) το θετικό και 236

239 -Αποτελέσµατα- το αρνητικό συναίσθηµα. Στο µοντέλο που παρουσιάστηκε στο Σχήµα 4, οι διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής αποτελούν τις µεταβλητές πρόβλεψης, ενώ το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα αποτελούν τις µεταβλητές διαµεσολάβησης. Ως εξαρτηµένη µεταβλητή ορίστηκε σε κάθε ιεραρχική παλινδρόµηση µια πτυχή της αυτο-αντίληψης, ελέγχοντας αρχικά τις έξι αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του φυσικού, ηθικού, προσωπικού, οικογενειακού, ακαδηµαϊκού/εργασιακού και κοινωνικού εαυτού, ενώ στη συνέχεια ελέγχθηκαν οι πιο συνολικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης, της συµπεριφοράς,. Σε κάθε µοντέλο αναλύσεων παρουσιάζεται η µεταβολή του R 2 (Rc), δηλαδή το ποσοστό της συνολικής διακύµανσης της εξαρτηµένης µεταβλητής που εξηγείται από καθεµία από τις µεταβλητές που παίρνουν µέρος στην ανάλυση, µετά από αφαίρεση της οποιασδήποτε επίδρασης των προηγούµενων ανεξάρτητων µεταβλητών πάνω στην εξαρτηµένη µεταβλητή, η αντίστοιχη µεταβολή της κατανοµής F(Fc), δηλαδή το ποσοστό της συνολικής διακύµανσης που εξηγείται από τις µεταβλητές πρόβλεψης και τέλος, η στατιστική σηµαντικότητα p του µοντέλου. Παρουσιάζονται επίσης οι τυποποιηµένοι συντελεστές της παλινδρόµησης beta, οι οποίοι δείχνουν ποιες από τις ανεξάρτητες µεταβλητές επιδρούν στις εξαρτηµένες µεταβλητές και τις εξηγούν, καθώς και η θετική και αρνητική κατεύθυνση αυτής της σχέσης και σηµειώνεται η στατιστική σηµαντικότητα τους Μεταβλητές ελέγχου Σε κάθε µοντέλο παλινδρόµησης συµπεριλήφθηκαν ως µεταβλητές ελέγχου εκείνα τα δηµογραφικά στοιχεία του δείγµατος τα οποία συσχετίζονται σε σηµαντικό βαθµό µε τις εξαρτηµένες µεταβλητές της παλινδρόµησης, έτσι ώστε να διερευνηθεί η σχέση που ενδέχεται να υπάρχει µεταξύ των εξεταζόµενων µεταβλητών, πέρα από την οποιαδήποτε επίδραση των δηµογραφικών στοιχείων. Τα δηµογραφικά στοιχεία που ελέγχθηκαν ήταν το φύλο, η ηλικία και το µορφωτικό επίπεδο του πατέρα και της µητέρας. Για τον έλεγχο της σχέσης του φύλου µε τις εξαρτηµένες µεταβλητές εφαρµόστηκε η στατιστική µέθοδος διαφοράς των µέσων όρων σε ανεξάρτητα δείγµατα (t-test), ενώ για τον έλεγχο της σχέσης των υπόλοιπων δηµογραφικών στοιχείων (ηλικία, µορφωτικό επίπεδο πατέρα και µητέρας) µε τις εξαρτηµένες µεταβλητές, υπολογίστηκε ο συντελεστής συσχέτισης r του Pearson. Εξετάζοντας αρχικά τη σχέση της φύλου µε τις εξαρτηµένες µεταβλητές, η εφαρµογή της στατιστικής µεθόδου διαφοράς του Μ.Ο. σε ανεξάρτητα δείγµατα (t-test) απέδωσε στατιστικά σηµαντικά αποτελέσµατα για τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις του 237

240 -Αποτελέσµατα- φυσικού εαυτού (t(458) = 2.72, p =.007), του ηθικού εαυτού (t(458) = -2.74, p =.006) και του εργασιακού/ ακαδηµαϊκού εαυτού (t(458) = 2.17, p =.000). Τα αποτελέσµατα δείχνουν ότι τα αγόρια (Μ.Ο.= 53.31, Τ.Α.= 7.07) έχουν θετικότερη αυτο-αντίληψη φυσικού εαυτού σε σύγκριση µε τα κορίτσια (Μ.Ο.= 51.49, Τ.Α.= 7.19), πιο αρνητική αυτοαντίληψη του ηθικού εαυτού (Μ.Ο.=44.80, Τ.Α.=6.64), σε σχέση µε τα κορίτσια (Μ.Ο.= 46.41, Τ.Α.= 5.92), και θετικότερη αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού (Μ.Ο.= 44.90, Τ.Α. =6.46) σε σχέση µε τα κορίτσια (Μ.Ο.= 42.54, Τ.Α.= 6.71). Εξετάζοντας στη συνέχεια τη σχέση της ηλικίας και του µορφωτικού επίπέδου του πατέρα και της µητέρας µε τις εξαρτηµένες µεταβλητές του µοντέλου παλινδρόµησης, φάνηκε ότι ο δείκτης r της συσχέτισης του Pearson ήταν στατιστικά σηµαντικός µόνο για τη συσχέτιση της ηλικίας µε την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού (r =.105, p=.025). Φαίνεται ότι τα άτοµα µικρότερης ηλικίας, στο φάσµα ηλικίας 18 έως 25 χρονών, έχουν πιο αρνητική αυτο-αντίληψη ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού σε σύγκριση µε τα άτοµα µεγαλύτερης ηλικίας, και αντίστροφα. Εποµένως, από τα δηµογραφικά στοιχεία του δείγµατος συµπεριλήφθηκαν µόνο το φύλο και η ηλικία, σε εκείνα τα µοντέλα της ιεραρχικής παλινδρόµησης όπου διαφάνηκε να υπάρχει στατιστικά σηµαντική συσχέτιση µε την εκάστοτε αυτο-αντίληψη που τέθηκε υπό έλεγχο. Σε καθεµία από τις παρακάτω αναλύσεις, οι µεταβλητές εισήχθησαν ανά οµάδες. Σε όλες τις αναλύσεις πρώτη οµάδα αποτέλεσαν οι µεταβλητές ελέγχου, δηλαδή το φύλο και η ηλικία, στις περιπτώσεις όπου φάνηκε να υπάρχει στατιστικά σηµαντική σχέση µε την εξαρτηµένη µεταβλητή. Εποµένως διερευνήθηκαν οι σχέσεις των εµπλεκόµενων µεταβλητών πέρα από την πιθανή επίδραση των δηµογραφικών χαρακτηριστικών και του ποσοστού διασποράς που µπορεί να ερµηνεύουν. Ως δεύτερη οµάδα εισήχθηκε το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα. Τρίτη οµάδα αποτέλεσαν οι διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Παρακάτω παρουσιάζονται τα αποτελέσµατα που προέκυψαν για καθεµία από τις αυτο-αντιλήψεις που εξετάστηκαν Το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα ως διαµεσολαβητικοί παράγοντες στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής και της αυτο-αντίληψης του φυσικού εαυτού Στην πρώτη ανάλυση της ιεραρχικής παλινδρόµησης τριών βηµάτων (βλ. Πίνακα 63), µε εξαρτηµένη µεταβλητή την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού, ελέγχθηκε αρχικά η επίδραση του φύλου, ως µεταβλητή ελέγχου, και φάνηκε να έχει στατιστική 238

241 -Αποτελέσµατα- σηµαντικότητα (Fc= 7.44, p=.007). Ωστόσο, ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης (β = -.070, p =.071) δεν είναι στατιστικά σηµαντικός δείχνοντας ότι δεν υπάρχει στατιστικά σηµαντική διαφοροποίηση των δύο φύλων στο µοντέλο που εξετάστηκε. Στη συνέχεια ακολούθησε η είσοδος της οµάδας των µεταβλητών που αποτέλεσαν το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα, όπου φάνηκε ότι το µοντέλο έχει στατιστική σηµαντικότητα (Fc= p=.000). Φαίνεται λοιπόν ότι, βάσει των τυποποιηµένων συντελεστών παλινδρόµησης, το θετικό συναίσθηµα προβλέπει θετικά (β =.348, p =.000) και αρνητικό συναίσθηµα προβλέπει αρνητικά (β = -333, p =.000) την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού. Συνεπώς, το υψηλό θετικό συναίσθηµα µαζί µε το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα προβλέπουν τη θετική αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού, ενώ αντίστροφα, το χαµηλό θετικό συναίσθηµα µαζί µε το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα προβλέπουν την αρνητική αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού. Η αλλαγή της τιµής του R 2 που προκύπτει από την εισαγωγή του δεύτερου σώµατος µεταβλητών, µετά από την αφαίρεση της επίδρασης της µεταβλητής ελέγχου, µας πληροφορεί ότι από κοινού το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα εξηγούν το 38.3% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. Η εισαγωγή του τρίτου σώµατος µεταβλητών, την οποία αποτέλεσαν οι δύο διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, φαίνεται να προβλέπει σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού (Fc = 4.29, p=.014). Ωστόσο, οι τιµές των τυποποιηµένων συντελεστών beta δείχνουν ότι µόνο η διάσταση του άγχους προβλέπει σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού (β = -.105, p =.012). Συνεπώς, η διάσταση του χαµηλού άγχους προβλέπει τη θετική αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού και αντίστροφα η διάσταση του υψηλού άγχους προβλέπει την αρνητική αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού, εξηγώντας ένα µικρό ποσοστό τάξεως 1,2% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. Το µοντέλο της ιεραρχικής παλινδρόµησης στο σύνολό της µας δείχνει ότι η διάσταση του άγχους της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους προβλέπει την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση της µε το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα, δείχνοντας έτσι τη µερική διαµεσολάβηση του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος στο µοντέλο που εξετάστηκε (βλ. Σχήµα 23). Αντίθετα, η διάσταση της αποφυγής προβλέπει την αυτο-αντίληψη µόνο µέσα από τη σχέση της µε το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα, φανερώνοντας την ολική διαµεσολάβηση του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση της διάστασης της 239

242 -Αποτελέσµατα- αποφυγής και της αυτο-αντίληψης του φυσικού εαυτού. Συνολικά, η διάσταση του άγχους και το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα εξηγούν 36.6% της συνολικής διασποράς της αυτο-αντίληψης του φυσικού εαυτού. Πίνακας 63 Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης τριών βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της αυτο-αντίληψης του φυσικού εαυτού (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Εξαρτηµένη µεταβλητή Αυτο-αντίληψη φυσικού εαυτού Μεταβλητές Πρόβλεψης Μ1 Beta Βήµα 1 ο Φύλο -.129** Βήµα 2 ο Θετικό συναίσθηµα Αρνητικό συναίσθηµα Βήµα 3ο ιάσταση αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Μ2 Beta Μ3 Beta -.072* *** -.286***.348*** -.333*** * R 2 c Fc 7.44** *** 4.29* R Σηµείωση: Ν = 460, Φύλο: 1 = Άντρες, 2 = Γυναίκες. Οι συντοµογραφίες Μ1, Μ2 και Μ3 αντιστοιχούν στα τρία µοντέλα τα οποία ελέγχθηκαν (Μ1: το Μοντέλο 1 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα του φύλου, Μ2: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος µετά από την αφαίρεση των µεταβλητών ελέγχου, και Μ3: το Μοντέλο 3 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων αποφυγής και άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µετά από την αφαίρεση της επίδρασης της µεταβλητής ελέγχου και των διαµεσολαβουσών µεταβλητών). R 2 c: η µεταβολή της τιµής R 2, Fc: η αντίστοιχη µεταβολή της τιµής F, Βeta: ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης *** p <.001, **p<.01, *p<

243 -Αποτελέσµατα * ιάσταση άγχους ιάσταση Αποφυγής -.214*** Θετικό.348***.388*** Συναίσθηµα -.223*** Αρνητικό 248*** Συναίσθηµα -.333*** Αυτοαντίληψη του Φυσικού Εαυτού Σχήµα 23. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta. *p <.05, **p <.01, ***p< Το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα ως διαµεσολαβητικοί παράγοντες στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής και της αυτο-αντίληψης του ηθικού εαυτού Στη δεύτερη ανάλυση της ιεραρχικής παλινδρόµησης τριών βηµάτων (βλ. Πίνακα 64), µε εξαρτηµένη µεταβλητή την αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού, ελέγχθηκε αρχικά η επίδραση του φύλου ως µεταβλητή ελέγχου και βρέθηκε να είναι στατιστικά σηµαντική (Fc= 7.53, p <.01). Ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης (beta =.170, p <.001) δείχνει ότι οι γυναίκες έχουν θετικότερη αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού σε σύγκριση µε τους άντρες. Ακολούθησε η είσοδος της οµάδας που αποτέλεσαν το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα, και φάνηκε ότι το µοντέλο έχει υψηλή στατιστική σηµαντικότητα (Fc= 85.86, p <.001). Φαίνεται ότι το θετικό συναίσθηµα προβλέπει θετικά (β =.328, p <.001) και το αρνητικό συναίσθηµα προβλέπει αρνητικά (β = -.300, p <.001) την αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού. Η αλλαγή της τιµής του R 2 που προκύπτει από την εισαγωγή του δεύτερου σώµατος µεταβλητών, µετά από την αφαίρεση της επίδρασης του φύλου, µας πληροφορεί ότι ερµηνεύεται το 27.9% της συνολικής διασποράς της αυτο-αντίληψης του ηθικού εαυτού. Πέρα από την επίδραση του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος, η εισαγωγή του τρίτου µοντέλου, αποτελούµενου από τις διαστάσεις άγχους και αποφυγής φάνηκε να µην είναι στατιστικά σηµαντική (Fc= 2.17, p=.115). Συνεπώς, φάνηκε ότι η «καθαρή» επίδραση των δύο διαστάσεων της προσκόλλησης στην αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού είναι στατιστικά ασήµαντη και οι δύο διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής 241

244 -Αποτελέσµατα- προβλέπουν την αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού έµµεσα, µόνο δια µέσου της σχέσης µε το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα (Σχήµα 24). Συνολικά η θεώρηση του µοντέλου της ιεραρχικής παλινδρόµησης επιβεβαιώνει την υπόθεσή µας, αποδεικνύοντας την ολική διαµεσολάβηση του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής και αυτοαντίληψης του ηθικού εαυτού. Τα φύλο µαζί µε το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα εξηγούν ένα ποσοστό τάξεως 29.6% της συνολικής διασποράς της αυτο-αντίληψης του ηθικού εαυτού. Πίνακας 64 Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης τριών βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της αυτο-αντίληψης του ηθικού εαυτού (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Εξαρτηµένη µεταβλητή Αυτο-αντίληψη ηθικού εαυτού Μεταβλητές Πρόβλεψης Μ1 Beta Μ2 Beta Μ3 Beta Βήµα 1 ο Φύλο.130**.184***.170*** Βήµα 2 ο Θετικό συναίσθηµα Αρνητικό συναίσθηµα Βήµα 3ο ιάσταση αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους.349*** -.328***.328*** -.300*** R 2 c Fc 7.53** 85.86*** 2.17 R Σηµείωση: Ν = 460, Φύλο: 1 = Άντρες, 2 = Γυναίκες. Οι συντοµογραφίες Μ1, Μ2 και Μ3 αντιστοιχούν στα τρία µοντέλα τα οποία ελέγχθηκαν (Μ1: το Μοντέλο 1 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα του φύλου, Μ2: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος µετά από την αφαίρεση της µεταβλητής ελέγχου, και Μ3: το Μοντέλο 3 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων αποφυγής και άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µετά από την αφαίρεση της επίδρασης της µεταβλητής ελέγχου και των διαµεσολαβουσών µεταβλητών). R 2 c: η µεταβολή της τιµής R 2, Fc: η αντίστοιχη µεταβολή της τιµής F, Βeta: ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης *** p <.001, **p<.01, *p<

245 -Αποτελέσµατα- ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής -.214*** Θετικό.328*** συναίσθηµα.388*** -.223*** Αρνητικό.248*** Συναίσθηµα -.300*** Αυτο-αντίληψη Ηθικού Εαυτού Σχήµα 24. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta.. ***p< Το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα ως διαµεσολαβητικοί παράγοντες στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής και της αυτο-αντίληψης του προσωπικού εαυτού Στην τρίτη ανάλυση της ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων (βλ. Πίνακα 65), µε εξαρτηµένη µεταβλητή την αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού, ελέγχθηκε αρχικά η επίδραση του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος και βρέθηκε να είναι στατιστικά σηµαντική (Fc = , p<.001). Οι τυποποιηµένοι συντελεστές της παλινδρόµησης δείχνουν ότι η αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού προβλέπεται θετικά από το θετικό συναίσθηµα (β =.396, p<.001) και αρνητικά από το αρνητικό συναίσθηµα (β = -.404, p<.001). Η τιµή του R 2 που προκύπτει από την εισαγωγή του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, µας δείχνει ότι ερµηνεύεται το 48.1% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. Πέρα από την επίδραση του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, φαίνεται στο δεύτερο βήµα της παλινδρόµησης ότι η αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού προβλέπεται άµεσα από τις διαστάσεις άγχους και αποφυγής (Fc =.5.92, p<.01). Οι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι η διάσταση της αποφυγής (β = -.100, p<.01) και η διάσταση του άγχους (β = -.082, p<.05) προβλέπουν αρνητικά την αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού και η αλλαγή της τιµής r 2 δείχνει πως µαζί εξηγούν ένα µικρό ποσοστό τάξεως 1.3% της συνολικής διασποράς της. Συνεπώς φαίνεται ότι και οι δύο διαστάσεις της προσκόλλησης επιδρούν άµεσα στην αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού (Σχήµα 25). Επιβεβαιώνεται λοιπόν η µερική διαµεσολάβηση του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, καθώς διαφαίνεται ότι οι 243

246 -Αποτελέσµατα- διαστάσεις άγχους και αποφυγής προβλέπουν τόσο άµεσα, όσο και µέσα από τη σχέση τους µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα την αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού. Συνολικά, το παραπάνω στατιστικά σηµαντικό µοντέλο εξηγεί ένα σηµαντικό ποσοστό τάξεως 49.5% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. Πίνακας 65 Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της αυτο-αντίληψης του προσωπικού εαυτού (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Εξαρτηµένες µεταβλητές Αυτο-αντίληψη προσωπικού εαυτού Μεταβλητές Πρόβλεψης Μ1 Beta Βήµα 1 ο Θετικό συναίσθηµα Αρνητικό συναίσθηµα Βήµα 2ο ιάσταση αποφυγής προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση άγχους προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους.427*** -.461*** Μ2 Beta.396*** -.404*** -.100** -.082* R 2 c Fc *** 5.92** R Σηµείωση: Ν = 460. Οι συντοµογραφίες Μ1 και Μ2 αντιστοιχούν στα τρία µοντέλα τα οποία ελέγχθηκαν (Μ1: το Μοντέλο 1 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, και Μ2: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων αποφυγής και άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µετά από την αφαίρεση της επίδρασης της διαµεσολαβούσας µεταβλητής). R 2 c: η µεταβολή της τιµής R 2 Fc: η αντίστοιχη µεταβολή της τιµής F Βeta: ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης *** p <.001, ** p<.01, *p< * ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής -.214***.388*** Θετικό συναίσθηµα.396*** -.223***.248*** Αρνητικό Συναίσθηµα -.404*** Αυτοαντίληψη Προσωπικού Εαυτού -.100** 244

247 -Αποτελέσµατα- Σχήµα 25. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta.. *p<.05, **p<.01, ***p< Το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα ως διαµεσολαβητικοί παράγοντες στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής και της αυτο-αντίληψης του οικογενειακού εαυτού Στην τέταρτη ανάλυση της ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων (βλ. Πίνακα 66), µε εξαρτηµένη µεταβλητή την αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού, ελέγχθηκε αρχικά η επίδραση του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος και φάνηκε ότι το µοντέλο έχει υψηλή στατιστική σηµαντικότητα (Fc= 55.12, p=.000), καθώς η αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού προβλέπεται θετικά από το θετικό συναίσθηµα (β =.206, p<.001) και αρνητικά από το αρνητικό συναίσθηµα (β = -.269, p<.001). Η τιµή του R 2 µας πληροφορεί ότι ερµηνεύεται το 21.2% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. Μετά την αφαίρεση της οµάδας του συναισθήµατος, φάνηκε ότι η επίδραση του µοντέλου των διαστάσεων της προσκόλλησης είναι στατιστικά σηµαντική (Fc = 6.77, p =.001). Ωστόσο η στατιστική σηµαντικότητα των συντελεστών παλινδρόµησης έδειξαν ότι µόνο η διάσταση του άγχους (β = -.167, p<.001) επιδρά αρνητικά, τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση της µε το συναίσθηµα, στην αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού, ενώ η διάσταση της αποφυγής (β = -.046, p =.302) φαίνεται πως δεν προβλέπει άµεσα την αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού, παρά µόνο µέσα από τη σχέση της µε το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα. Η µεταβολή της τιµής του R 2 µας πληροφορεί ότι από το δεύτερο µοντέλο η διάσταση του άγχους εξηγεί ένα µικρό ποσοστό τάξεως 2.4% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. Συνεπώς φαίνεται ότι το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα καθώς και η διάσταση άγχους της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους προβλέπουν την αυτοαντίληψη του οικογενειακού εαυτού (Σχήµα 26). Το µοντέλο επιβεβαιώνει τη µερική διαµεσολάβηση του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση της διάστασης άγχους και της αυτο-αντίληψης του οικογενειακού εαυτού. Συνολικά, το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα και η διάσταση άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους εξηγούν ένα ποσοστό τάξεως 23.6% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. 245

248 -Αποτελέσµατα- Πίνακας 66 Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της αυτο-αντίληψης του οικογενειακού εαυτού (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Εξαρτηµένη µεταβλητή Αυτο-αντίληψη οικογενειακού εαυτού Μεταβλητές Πρόβλεψης Μ1 Beta Βήµα 1 ο Θετικό συναίσθηµα Αρνητικό συναίσθηµα Βήµα 2ο ιάσταση αποφυγής προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση άγχους προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους.240*** -.342*** Μ2 Beta.206*** -.269*** *** R 2 c Fc 58.12*** 6.77*** R Σηµείωση: Ν = 460 Οι συντοµογραφίες Μ1 και Μ2 αντιστοιχούν στα τρία µοντέλα τα οποία ελέγχθηκαν (Μ1: το Μοντέλο 1 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, και Μ2: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων αποφυγής και άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µετά από την αφαίρεση της επίδρασης των διαµεσολαβουσών µεταβλητών). R 2 c: η µεταβολή της τιµής R 2 Fc: η αντίστοιχη µεταβολή της τιµής F Βeta: ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης *** p <.001, ** p<.01, *p< *** ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής -.214*** Θετικό.206*** συναίσθηµα 388*** -.223*** Αρνητικό.248*** -.269*** Συναίσθηµα Αυτοαντίληψη Οικογενειακού Εαυτού Σχήµα 26. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta.. *p<.05, **p<.01, ***p<

249 -Αποτελέσµατα Το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα ως διαµεσολαβητικοί παράγοντες στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής και της αυτο-αντίληψης του κοινωνικού εαυτού Στην πέµπτη ανάλυση της ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων (βλ. Πίνακα 67), µε εξαρτηµένη µεταβλητή την αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού, ελέγχθηκε αρχικά η επίδραση της οµάδας του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος και φάνηκε ότι το µοντέλο έχει υψηλή στατιστική σηµαντικότητα (Fc= , p=.000). Οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι το θετικό συναίσθηµα προβλέπει θετικά (β =.311, p =.000) και το αρνητικό συναίσθηµα προβλέπει αρνητικά (β = -.331, p =.000) την αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού. Η τιµή του R 2 που προκύπτει από την εισαγωγή του πρώτου σώµατος µεταβλητών µας πληροφορεί ότι ερµηνεύεται το 31.4% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. Μετά την αφαίρεση της οµάδας του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, φάνηκε ότι η επίδραση του µοντέλου των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, είναι στατιστικά σηµαντική (Fc= 15.22, p=.000). Ωστόσο οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι από τις δύο διαστάσεις της προσκόλλησης µόνο η αποφυγή προβλέπει αρνητικά την αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού (β = -.220, p=.000). Η µεταβολή της τιµής του R 2, µετά από την αφαίρεση της στατιστικά σηµαντικής επίδρασης του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος, µας πληροφορεί ότι το δεύτερο µοντέλο, και συγκεκριµένα η διάσταση της αποφυγής, εξηγεί ένα ποσοστό τάξεως 4.5% της συνολικής διασποράς της αυτοαντίληψης του κοινωνικού εαυτού. Συνεπώς, το µοντέλο της ιεραρχικής παλινδρόµησης επιβεβαιώνει µερικώς την υπόθεσή µας δείχνοντας ότι οι µεταβλητές του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος έχουν µερική διαµεσολάβηση στη σχέση µεταξύ της διάστασης της αποφυγής και της αυτο-αντίληψης του κοινωνικού εαυτού, καθώς η διάσταση της αποφυγής επιδρά τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση της µε το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα. Η υπόθεσή µας δεν επιβεβαιώνεται για τη διάσταση του άγχους, που φαίνεται να προβλέπει την αυτοαντίληψη του κοινωνικού εαυτού µέσα από τη σχέση της µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα (Σχήµα 27). Συνολικά, η διάσταση της αποφυγής, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα εξηγούν ένα ποσοστό τάξεως 35.9% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. 247

250 -Αποτελέσµατα- Πίνακας 67 Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της αυτο-αντίληψης του κοινωνικού εαυτού (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Εξαρτηµένη Μεταβλητή Αυτο-αντίληψη Κοινωνικού Εαυτού Μεταβλητές Πρόβλεψης Μ1 Beta Βήµα 1 ο Θετικό συναίσθηµα.344*** Αρνητικό συναίσθηµα -.372*** Βήµα 2ο ιάσταση αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Μ2 Beta.311*** -.331*** -.220***.033 R 2 c Fc *** 15.22*** R Σηµείωση: Ν = 460 Οι συντοµογραφίες Μ1 και Μ2 αντιστοιχούν στα δύο µοντέλα τα οποία ελέγχθηκαν (Μ1: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, και Μ2: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων αποφυγής και άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µετά από την αφαίρεση της επίδρασης της διαµεσολαβούσας µεταβλητής). R 2 c: η µεταβολή της τιµής R 2 Fc: η αντίστοιχη µεταβολή της τιµής F Βeta: ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης *** p <.001, ** p<.01, * p<.05 ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής -.214*** Θετικό συναίσθηµα 311***.388*** -.223*** Αρνητικό.248*** Συναίσθηµα -.331*** Αυτο-αντίληψη Κοινωνικού Εαυτού -.220*** Σχήµα 27. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta.. *p<.05, **p<.01, ***p<

251 -Αποτελέσµατα Το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα ως διαµεσολαβητικοί παράγοντες στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής και της αυτο-αντίληψης του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού Στην έκτη ανάλυση της ιεραρχικής παλινδρόµησης (βλ. Πίνακα 68), µε εξαρτηµένη µεταβλητή την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, ελέγχθηκαν αρχικά οι επιδράσεις των µεταβλητών ελέγχου, του φύλου και της ηλικίας, η οποίες φάνηκαν να είναι στατιστικά σηµαντικές (Fc= 11.15, p =.000). Οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι οι άντρες (β = -.114, p =.004) έχουν θετικότερη αυτοαντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού σε σύγκριση µε τις γυναίκες, όπως επίσης ότι η µεγαλύτερη ηλικία (β =.096, p =.013) σε σχέση µε τη µικρότερη, µέσα στο εύρος των 18 έως 25 χρόνων, προβλέπει τη θετική αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού. Η τιµή του R 2 µας πληροφορεί ότι το πρώτο µοντέλο των µεταβλητών ελέγχου εξηγεί ένα ποσοστό τάξεως 4.8% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. Πέρα από την επίδραση των µεταβλητών ελέγχου, φαίνεται στο δεύτερο βήµα της παλινδρόµησης ότι η αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού προβλέπεται σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό από το µοντέλο του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος (Fc = , p =.000). Οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι το θετικό συναίσθηµα (β =.440, p =.000) προβλέπει θετικά ενώ το αρνητικό συναίσθηµα προβλέπει αρνητικά (β = -.162, p =.000) την εξαρτηµένη µεταβλητή. Οι τιµές των συντελεστών παλινδρόµησης δείχνουν τη µεγαλύτερη προβλεπτική ισχύ του θετικού συναισθήµατος, έναντι του αρνητικού συναισθήµατος. Η µεταβολή της τιµής του R 2, µετά από την αφαίρεση της στατιστικά σηµαντικής επίδρασης των µεταβλητών ελέγχου, µας πληροφορεί το δεύτερο µοντέλο εξηγεί ένα ποσοστό τάξεως 30.5% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. Στο τρίτο βήµα ακολούθησε η είσοδος του µοντέλου των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης και η επίδραση του φαίνεται να είναι στατιστικά σηµαντική (Fc = 6.39, p =.002), εξηγώντας ένα µικρό ποσοστό τάξεως 1.8% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. Οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι από τις δύο διαστάσεις της προσκόλλησης µόνο η διάσταση του άγχους (β =.-.154, p =.000) αποτελεί αρνητικό προβλεπτικό παράγοντα της αυτο-αντίληψης του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, ενώ η διάσταση της αποφυγής (β = -.001, p =.981) φαίνεται πως προβλέπει την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού µόνο µέσα από τη σχέση της µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα. 249

252 -Αποτελέσµατα- Συνεπώς, η διάσταση του άγχους επιδρά τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση της µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα στην αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού (Σχήµα 28). Επιβεβαιώνεται, λοιπόν, η µερική διαµεσολάβηση του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση µεταξύ της διάστασης του άγχους και στην αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού. Συνολικά, το φύλο, η ηλικία, η διάσταση του άγχους της προσκόλλησης, του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος εξηγούν ένα ποσοστό τάξεως 37.2% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. Πίνακας 68 Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης τριών βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της αυτο-αντίληψης του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Εξαρτηµένη µεταβλητή Αυτο-αντίληψη Ακαδηµαϊκού/Εργασιακού εαυτού Μεταβλητές Πρόβλεψης Βήµα 1 ο Φύλο Ηλικία Μ1 Beta -.193***.129** Μ2 Beta -.128***.111** Μ3 Beta -.114**.096* Βήµα 2 ο Θετικό συναίσθηµα Αρνητικό συναίσθηµα Βήµα 3ο ιάσταση αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους.466*** -.219***.440*** -.162*** *** R 2 c Fc 11.15*** *** 6.39** R Σηµείωση: Ν = 460, Ηλικία: χρονών, Φύλο: 1 = Άντρες, 2 = Γυναίκες. Οι συντοµογραφίες Μ1, Μ2 και Μ3 αντιστοιχούν στα τρία µοντέλα τα οποία ελέγχθηκαν (Μ1: το Μοντέλο 1 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα της ηλικίας και του φύλου, Μ2: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος µετά από την αφαίρεση των µεταβλητών ελέγχου, και Μ3: το Μοντέλο 3 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων αποφυγής και άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µετά από την αφαίρεση της επίδρασης των µεταβλητών ελέγχου και των διαµεσολαβουσών µεταβλητών). R 2 c: η µεταβολή της τιµής R 2, Fc: η αντίστοιχη µεταβολή της τιµής F, Βeta: ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης *** p <.001, ** p<.01, * p<

253 -Αποτελέσµατα *** ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής -.214*** Θετικό.440*** συναίσθηµα.388*** -.233*** Αρνητικό.248*** Συναίσθηµα -.162*** Αυτο-αντίληψη Ακαδηµαϊκού/ Εργασιακού Εαυτού Σχήµα 28. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta.. *p<.05, **p<.01, ***p< Το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα ως διαµεσολαβητικοί παράγοντες στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και των αυτο-αντιλήψεων της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. Σύµφωνα µε την υπόθεσή µας, αναµένεται το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα να διαµεσολαβούν στη σχέση ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και στις συνολικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. Για τη διερεύνηση αυτής της σχέσης διενεργήθηκαν τρεις ιεραρχικές παλινδροµήσεις δύο βηµάτων, για καθεµιά από τις τρεις συνολικές αυτοαντιλήψεις, όπου στο πρώτο βήµα εισήχθησαν οι διαµεσολαβούσες µεταβλητές, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα, ενώ στο δεύτερο βήµα εισήχθησαν οι δύο διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Πριν από την εισαγωγή των µεταβλητών πρόβλεψης δεν προηγήθηκε η εισαγωγή των µεταβλητών ελέγχου που συνίστανται από τα δηµογραφικά χαρακτηριστικά του δείγµατος, διότι δε βρέθηκε να συνδέονται µε τις εξαρτηµένες µεταβλητές, δηλαδή τις αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. Στην πρώτη ιεραρχική παλινδρόµηση, µε εξαρτηµένη µεταβλητή την αυτοαντίληψη της ταυτότητας, τα δεδοµένα του Πίνακα 69 δείχνουν ότι το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα αποτελούν στατιστικά σηµαντικούς παράγοντες πρόβλεψης (Fc = , p =.000). Το θετικό συναίσθηµα προβλέπει θετικά (β =.348, p =.000) ενώ το αρνητικό συναίσθηµα προβλέπει αρνητικά (β = -.444, p =.000) την αυτο-αντίληψη της ταυτότητας και από κοινού εξηγούν το 41% της συνολικής της διασποράς. Πέρα από την επίδραση του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος, το δεύτερο µοντέλο που εξετάζει 251

254 -Αποτελέσµατα- την «καθαρή» επίδραση των δύο διαστάσεων προσκόλλησης είναι επίσης στατιστικά σηµαντικό (Fc = 3.84, p =.022). Η στατιστική σηµαντικότητα των συντελεστών beta δείχνει ότι µόνο η διάσταση της αποφυγής (β = -.100, p =.012) αποτελεί στατιστικά σηµαντικό, αρνητικό παράγοντα πρόβλεψης της αυτο-αντίληψης της ταυτότητας, καθώς, τόσο µέσα από τη σχέση της µε το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα, όσο και άµεσα, προβλέπει την αυτο-αντίληψη της ταυτότητας, εξηγώντας ένα µικρό ποσοστό τάξεως 1% της συνολικής της διασποράς. Η διάσταση του άγχους προβλέπει την αυτο-αντίληψη της ταυτότητας µόνο µέσα από τη σχέση του µε το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα. Συνεπώς, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα διαµεσολαβούν µερικώς στη σχέση µεταξύ διάστασης της αποφυγής και αυτο-αντίληψης της ταυτότητας, δείχνοντας ότι η χαµηλή αποφυγή προβλέπει τη θετική αυτο-αντίληψη της ταυτότητας, τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση της µε το υψηλό θετικό και το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα (Σχήµα 29). Συνολικά η διάσταση της αποφυγής, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα εξηγούν το 42% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. Πίνακας 69 Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της αυτο-αντίληψης ταυτότητας (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Εξαρτηµένη µεταβλητή Αυτο-αντίληψη ταυτότητας Μεταβλητές Πρόβλεψης Μ1 Beta Βήµα 1 ο Θετικό συναίσθηµα Αρνητικό συναίσθηµα Βήµα 2ο ιάσταση αποφυγής προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση άγχους προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους.361*** -.455*** Μ2 Beta.348*** -.444*** -.100*.037 R 2 c Fc *** 3.84* R Σηµείωση: Ν = 460. Οι συντοµογραφίες Μ1 και Μ2 αντιστοιχούν στα δύο µοντέλα τα οποία ελέγχθηκαν (Μ1: το Μοντέλο 1 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, και Μ2: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων αποφυγής και άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µετά από την αφαίρεση της επίδρασης των διαµεσολαβουσών µεταβλητών). R 2 c: η µεταβολή της τιµής R 2 Fc: η αντίστοιχη µεταβολή της τιµής F Βeta: ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης. *** p <.001, ** p<

255 -Αποτελέσµατα- ιάσταση Άγχους ιάσταση Αποφυγής -.214*** Θετικό.348*** Συναίσθηµα.388*** -.223*** Αρνητικό.248*** Συναίσθηµα -.444*** Αυτο-αντίληψη της Ταυτότητας -.100* Σχήµα 29. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη της ταυτότητας. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta.. *p<.05, **p<.01, ***p<.001. Στη δεύτερη ιεραρχική παλινδρόµηση, µε εξαρτηµένη µεταβλητή την αυτοαντίληψη της ικανοποίησης, τα δεδοµένα του Πίνακα 70 δείχνουν ότι το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα αποτελούν στατιστικά σηµαντικούς παράγοντες πρόβλεψης (Fc = , p =.000). Το θετικό συναίσθηµα προβλέπει θετικά (β =.348, p =.000), ενώ το αρνητικό συναίσθηµα προβλέπει αρνητικά (β = -.288, p =.000) την αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης εξηγώντας από κοινού εξηγούν το 41.6% συνολικής της διασποράς. Πέρα από την επίδραση του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος, το δεύτερο µοντέλο που εξετάζει την «καθαρή» επίδραση των δύο διαστάσεων προσκόλλησης είναι επίσης στατιστικά σηµαντικό (Fc= 23.12, p=.000). Φαίνεται ότι και οι δύο διαστάσεις του άγχους (β = -.225, p =.000) και της αποφυγής (β = -.147, p =.000) προβλέπουν αρνητικά, σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό, την αυτο-αντίληψη της ταυτότητας, εξηγώντας από κοινού ένα ποσοστό τάξεως 5.8% της συνολικής της διασποράς. Συνεπώς, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα διαµεσολαβούν µερικώς στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής και της αυτο-αντίληψης της ταυτότητας, καθώς και οι δύο διαστάσεις προβλέπουν τόσο άµεσα, όσο και µέσα από τη σχέση τους µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα, την αυτο-αντίληψη της ταυτότητας (Σχήµα 30). Συνολικά οι διαστάσεις άγχους και αποφυγής µαζί µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα εξηγούν ένα σηµαντικό ποσοστό τάξεως 47.4% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. 253

256 -Αποτελέσµατα- Πίνακας 70 Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της αυτο-αντίληψης ικανοποίησης (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Μεταβλητές Πρόβλεψης Μ1 Beta Βήµα 1 ο Θετικό συναίσθηµα.410*** Αρνητικό συναίσθηµα -.409*** Βήµα 2ο ιάσταση αποφυγής προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση άγχους προς τους Εξαρτηµένη µεταβλητή Αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης Μ2 Beta.348*** -.288*** -.147*** -.225*** ερωτικούς/ές συντρόφους R 2 c Fc *** 23.12*** R Σηµείωση: Ν = 460 Οι συντοµογραφίες Μ1 και Μ2 αντιστοιχούν στα δύο µοντέλα τα οποία ελέγχθηκαν (Μ1: το Μοντέλο 1 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, και Μ2: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων αποφυγής και άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µετά από την αφαίρεση της επίδρασης των διαµεσολαβουσών µεταβλητών). R 2 c: η µεταβολή της τιµής R 2 Fc: η αντίστοιχη µεταβολή της τιµής F Βeta: ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης *** p <.001, ** p< *** ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής -.214*** Θετικό συναίσθηµα.348***.388*** -.223*** Αρνητικό.248*** Συναίσθηµα -.288*** Αυτοαντίληψη Ικανοποίησης -.147*** Σχήµα 30. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta.. *p<.05, **p<.01, ***p<

257 -Αποτελέσµατα- Στην τρίτη ιεραρχική παλινδρόµηση, µε εξαρτηµένη µεταβλητή την αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς, τα δεδοµένα του Πίνακα 71 δείχνουν ότι το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα αποτελούν στατιστικά σηµαντικούς παράγοντες πρόβλεψης (Fc = ,p =.000). Το θετικό συναίσθηµα προβλέπει θετικά (β =.379, p =.000) ενώ το αρνητικό συναίσθηµα προβλέπει αρνητικά (β = -.395, p =.000) την αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς και από κοινού εξηγούν το 42.4% της συνολικής της διασποράς. Πέρα από την επίδραση του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος, το δεύτερο µοντέλο που εξετάζει την «καθαρή» επίδραση των δύο διαστάσεων προσκόλλησης είναι επίσης στατιστικά σηµαντικό (Fc = 4.88 p=.008). Φαίνεται όµως ότι µόνο η διάσταση της αποφυγής προβλέπει αρνητικά (β = -.121, p =.002), σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό, την αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς, εξηγώντας ένα µικρό ποσοστό τάξεως 1.3% της συνολικής της διασποράς, ενώ η διάσταση του άγχους προβλέπει την αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς µόνο µέσα από τη σχέση της µε το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα. Συνεπώς, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα διαµεσολαβούν µερικώς στη σχέση µεταξύ της διάστασης της αποφυγής και της αυτο-αντίληψης της συµπεριφοράς (Σχήµα 31). Συνολικά, η διάσταση της αποφυγής, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα εξηγούν το 43.7% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. Πίνακας 71 Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της αυτο-αντίληψης της συµπεριφοράς (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Εξαρτηµένη µεταβλητή Αυτο-αντίληψη Συµπεριφοράς Μεταβλητές Πρόβλεψης Μ1 Beta Βήµα 1 ο Θετικό συναίσθηµα Αρνητικό συναίσθηµα Βήµα 2ο ιάσταση αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους.406*** -.426*** Μ2 Beta.379*** -.395*** -.121** R 2 c Fc *** 4.88** R

258 -Αποτελέσµατα- Σηµείωση: Ν = 460. Οι συντοµογραφίες Μ1 και Μ2 αντιστοιχούν στα δύο µοντέλα τα οποία ελέγχθηκαν (Μ1: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, και Μ2: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων αποφυγής και άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µετά από την αφαίρεση της επίδρασης των διαµεσολαβουσών µεταβλητών). R 2 c: η µεταβολή της τιµής R 2, Fc: η αντίστοιχη µεταβολή της τιµής F, Βeta: ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης *** p <.001, ** p<.01, * p<.05 ιάσταση Άγχους ιάσταση Αποφυγής -.214*** Θετικό Συναίσθηµα.379***.388*** -.223*** Αρνητικό Συναίσθηµα.248*** -.395*** Αυτοαντίληψη Συµπεριφοράς -.121** Σχήµα 31. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και την αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta.. *p<.05, **p<.01, ***p< Σύνοψη αποτελεσµάτων Τα αποτελέσµατα των ιεραρχικών παλινδροµήσεων που εξέτασαν το διαµεσολαβητικό ρόλο του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής, των ενεργών µοντέλων της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, και των αυτο-αντιλήψεων των πτυχών του εαυτού, επιβεβαιώνουν τη σχέση πλήρους διαµεσολάβησης µόνο για την αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού. Φαίνεται ότι τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης προβλέπουν την αυτοαντίληψη του ηθικού εαυτού µόνο µέσα από τη σχέση τους µε το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα. Τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης επιδρούν στο θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα, και αυτά µε τη σειρά τους επιδρούν στην αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού, δείχνοντας πως υπάρχει ιεραρχική δοµή κατά την οποία οι διαστάσεις της προσκόλλησης επιδρούν στη συναισθηµατική πτυχή του εαυτού, θετική και αρνητική, και αυτή µε τη σειρά της επιδρά στη γνωστική-αξιολογητική πτυχή του ηθικού εαυτού. Στη σχέση των διαστάσεων της προσκόλλησης και της αυτο-αντίληψης του ηθικού εαυτού υπάρχει πλήρη µεσολάβηση του θετικού και το αρνητικού συναισθήµατος, το οποίο αποτελεί τον συνδετικό κρίκο τους. 256

259 -Αποτελέσµατα- Τα αποτελέσµατα επιβεβαιώνουν τη µερική διαµεσολάβηση του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος για τις αυτο-αντιλήψεις του φυσικού, του προσωπικού, του οικογενειακού, του κοινωνικού, του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, αλλά και για της συνολικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. Πιο συγκεκριµένα, φαίνεται ότι οι επιµέρους αυτο-αντιλήψεις του προσωπικού και του οικογενειακού εαυτού, αλλά και η αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης προβλέπονται και από τις δύο διαστάσεις της προσκόλλησης άµεσα, καθώς και µέσα από τη σχέση τους µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα. Τα χαµηλά επίπεδα των διαστάσεων άγχους και αποφυγής, τα οποία σύµφωνα µε το µοντέλο της Bartholomew (1990) συνθέτουν τον ασφαλή τύπο προσκόλλησης, προβλέπουν άµεσα, έχοντας µικρή ωστόσο προβλεπτική ισχύ, αλλά και µέσα από τη σχέση τους µε το υψηλό θετικό και το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα, τις θετικές αυτο-αντιλήψεις του προσωπικού και του οικογενειακού εαυτού αλλά και της ικανοποίησης που το άτοµο βιώνει από τον τρόπο που αντιλαµβάνεται τον εαυτό του. Τα αποτελέσµατα επιβεβαιώνουν τη µερική διαµεσολάβηση του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος για τη σχέση της διάστασης του άγχους µε τις αυτο-αντιλήψεις του φυσικού και ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού καθώς και για τη σχέση της διάστασης της αποφυγής µε την αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού. Φαίνεται ότι διάσταση του άγχους άµεσα, αλλά και µαζί µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα προβλέπουν τις αυτο-αντιλήψεις του φυσικού εαυτού και του ακαδηµαϊκού/εργασικού εαυτού. Επίσης, η διάσταση της αποφυγής άµεσα, αλλά και µαζί µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα, προβλέπουν την θετική αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού. Τέλος, οι συνολικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας και της συµπεριφοράς προβλέπονται άµεσα από τη διάσταση της αποφυγής, καθώς και µέσα από τη σχέση τους µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα, αποδεικνύοντας κατά αυτόν τον τρόπο τη µερική διαµεσολάβησή του συναισθήµατος Προβλεπτική ισχύς των διαστάσεων άγχους και αποφυγής Όπως δείχνουν οι συντελεστές παλινδρόµησης των ιεραρχικών παλινδροµήσεων, η προβλεπτική ισχύς των διαστάσεων άγχους και αποφυγής για τις αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του εαυτού καθώς και για τις συνολικές αυτο-αντιλήψεις, δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρή, εξηγώντας ένα µικρό ποσοστό της συνολικής διασποράς της εκάστοτε εξαρτηµένης µεταβλητής. Συγκρίνοντας τα µοντέλα της ιεραρχικής παλινδρόµησης µε τα µοντέλα πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα, όπου εξετάστηκε η προβλεπτική 257

260 -Αποτελέσµατα- δυνατότητα των διαστάσεων προσκόλλησης πάνω στις αυτο-αντιλήψεις, διαπιστώνουµε µια σηµαντική µείωση των τιµών των τυποποιηµένων συντελεστών παλινδρόµησης του άγχους και της αποφυγής, η οποία υποδεικνύει τη σηµαντική επίδραση και το διαµεσολαβητικό ρόλο που παίζει το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα στις αυτοαντιλήψεις. Στα επιµέρους µοντέλα ιεραρχικής παλινδρόµησης φάνηκε ότι σηµαντική προβλεπτική αξία έχει η διάσταση της αποφυγής, η οποία απεικονίζει την τάση της αναζήτησης ή της αποφυγής της οικειότητας στις στενές συναισθηµατικές σχέσεις, για την αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού καθώς και για την αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης. Η διάσταση του άγχους, παρόλο που προβλέπει το µεγαλύτερο µέρος των αυτο-αντιλήψεων που εξετάστηκαν, είναι ένας στατιστικά σηµαντικός, ασθενής όµως παράγοντας πρόβλεψης. 258

261 -Αποτελέσµατα- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 Η ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΑΓΧΟΓΟΝΩΝ ΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗ, ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ 1. Εισαγωγή Σύµφωνα µε το µοντέλο που προτάθηκε από την Collins (1996) και µε σχετικά ερευνητικά ευρήµατα (Mikulincer et al., 2003), διαφαίνεται ότι τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης ασκούν επίδραση και διαµορφώνουν τις στρατηγικές αντιµετώπισης τις οποίες τα άτοµα υιοθετούν σχετικά µε προβλήµατα που αφορούν τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Στην ενότητα αυτή θα εξεταστεί αρχικά η σχέση και η προβλεπτική δυνατότητα των δοµικών διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους πάνω στις στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων που αφορούν τις στενές διαπροσωπικές τους σχέσεις (Υπόθεση 5 γ ). Στη συνέχεια, θα εξεταστεί αν τα συναισθηµατικά και γνωστικά-αξιολογητικά στοιχεία του εαυτού, δηλαδή το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα προς τον εαυτό και οι αυτο-αντιλήψεις, έχουν διαµεσολαβητικό ρόλο στη σχέση µεταξύ προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και των στρατηγικών διαχείρισης προβληµάτων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων (Υπόθεση 7 η ). Προκειµένου να διερευνηθεί αυτό το µοντέλο, απαραίτητο ερευνητικό βήµα ελέγχου της διαµεσολαβητικής σχέσης αποτελεί η διερεύνηση της προβλεπτικής δυνατότητας των αυτο-αντιλήψεων και του συναισθήµατος για τις στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων (Baron & Kenny, 1986). Στην παρούσα ενότητα θα ελεγχθεί αρχικά η συσχέτιση των στρατηγικών και των παραγόντων διαχείρισης των αγχογόνων διαπροσωπικών καταστάσεων µε τις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης, µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα, καθώς και µε τις αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του εαυτού, και τέλος µε τις συνολικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. Στη συνέχεια θα ελεγχθεί η προβλεπτική δυνατότητα της προσκόλλησης, του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος και των αυτο-αντιλήψεων για εκείνες τις στρατηγικές όπου προηγουµένως διασφαλίστηκε να υπάρχει στατιστικά σηµαντική συσχέτιση. Τέλος, θα ελεγχθεί η προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων της προσκόλλησης για τους παράγοντες διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων και ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος και των αυτο-αντιλήψεων. 259

262 -Αποτελέσµατα- 2. Σχέση µεταξύ των στρατηγικών αντιµετώπισης αγχογόνων διαπροσωπικών καταστάσεων και των διαστάσεων άγχους και αποφυγής Προκειµένου να διερευνηθεί η συσχέτιση µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής των ενεργών µοντέλων της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και των 15 στρατηγικών αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων, καθώς και των τεσσάρων παραγόντων της αντιµετώπισης, της κοινωνικής στήριξης, της αποδοχής και της αποφυγής, στους οποίους οµαδοποιούνται οι 15 στρατηγικές, υπολογίστηκε ο συντελεστής συσχέτισης r του Pearson. Τα αποτελέσµατα φαίνονται στον Πίνακα 72. Πίνακας 72 Συσχέτιση r του Pearson µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και των στρατηγικών και παραγόντων διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων διαπροσωπικών σχέσεων Στρατηγικές διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων (COPE) ιάσταση αποφυγής ιάσταση άγχους 1.Λήψη µέτρων -.134*** Σχεδιασµός Αναβολή άλλων δραστηριοτήτων * 4.Αυτοσυγκράτηση Κοινωνική στήριξη-αναζήτηση *** πληροφοριών 6. Συναισθηµατική στήριξη -.162***.293*** 7. Θετική επανεκτίµηση Αποδοχή Στροφή προς τη θρησκεία *** 10. Συναισθηµατική εκτόνωση -.114*.372*** 11. Άρνηση 245***.265*** 12. Παραίτηση.283***.295*** 13. Νοητική Αποδέσµευση.116*.289*** 14. Χρήση ουσιών.108*.241*** 15. Χιούµορ.139** -.091* Παράγοντες COPE A. Αντιµετώπιση B. Κοινωνική στήριξη *** Γ. Αποφυγή.210***.311***. Αποδοχή.113*.000 Σηµείωση: ***p>.001, **p<.01, *p<.05 Όπως φαίνεται στον Πίνακα 72, η διάσταση της αποφυγής, η οποία απεικονίζει το βαθµό οικειότητας και αποφυγής προς τον/την ερωτικό/ή σύντροφο, συσχετίζεται θετικά σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό µε τις στρατηγικές της παραίτησης (r =.283, p<.001) και 260

263 -Αποτελέσµατα- της άρνησης (r =.245 p<.001) και αναµενόµενα µε τον παράγοντα της αποφυγής (r =.210, p<.001), ο οποίος περιλαµβάνει τις στρατηγικές της άρνησης της αποφυγής και της στροφής προς τη θρησκεία. Φαίνεται, λοιπόν, ότι τα υψηλά επίπεδα αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους συσχετίζονται σε µέτριο στατιστικά βαθµό µε την αποφυγή αντιµετώπισης αγχογόνων διαπροσωπικών προβληµάτων. Επίσης συσχετίζεται αρνητικά, σε χαµηλό όµως βαθµό, µε τις στρατηγικές της λήψης µέτρων (r = -.134, p =.000) και της συναισθηµατικής υποστήριξης (r = p =.000), και θετικά µε τη στρατηγική του χιούµορ (r =.139, p =.003). Εποµένως, η χαµηλή αποφυγή προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους συσχετίζεται µε την υιοθέτηση στρατηγικών λήψης µέτρων και συναισθηµατικής υποστήριξης ενώ η υψηλή αποφυγή µε τη µη υιοθέτηση αυτών των στρατηγικών. Τέλος η υψηλή αποφυγή συσχετίζεται µε τη στρατηγική του χιούµορ. Η διάσταση του άγχους, η οποία απεικονίζει το βαθµό θετικότητας του µοντέλου του εαυτού, συσχετίζεται θετικά µε τις στρατηγικές της συναισθηµατικής εκτόνωσης (r =.372, p =.000), της παραίτησης (r =.295, p =.000), της συναισθηµατικής υποστήριξης (r =.293, p =.000), της νοητικής αποδέσµευσης (r =.289, p =.000), της κοινωνικής υποστήριξης-αναζήτησης πληροφοριών (r =.275, p=.000),της άρνησης (r =.265, p =.000) της χρήσης ουσιών (r =.241, p =.000), της στροφής προς τη θρησκεία (r =.163, p =.000). Από τους παράγοντες που προκύπτουν από τις 15 στρατηγικές, στατιστικά σηµαντική θετική συσχέτιση έχει η διάσταση του άγχους µε την κοινωνική στήριξη (r =.429, p =.000) και µε τον παράγοντα της αποφυγής (r =.311, p =.000). Φαίνεται λοιπόν ότι το υψηλό άγχος προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους συσχετίζεται µε την κοινωνική στήριξη αλλά και µε την αποφυγή διαχείρισης µιας αγχογόνας διαπροσωπικής κατάστασης. Οι συσχετίσεις που προέκυψαν µεταξύ των στρατηγικών και των διαστάσεων προσκόλλησης είναι µάλλον χαµηλές προς µέτριες. Φαίνεται ότι η διάσταση του άγχους, που απεικονίζει το βαθµό της αυτοαξίας και αυτοαποδοχής, συσχετίζεται µε περισσότερες στρατηγικές που αποσκοπούν στη ρύθµιση των συναισθηµάτων, σε σύγκριση µε τη διάσταση της αποφυγής. Και οι δύο διαστάσεις συσχετίζονται µε τις στρατηγικές της άρνησης και της παραίτησης, της νοητικής αποδέσµευσης και µε τον παράγοντα της αποφυγής. Τα υψηλά επίπεδα άγχους και αποφυγής συσχετίζονται µε τη χρήση στρατηγικών χρήση στρατηγικών άρνησης και αποφυγής, αποφυγής της δύσκολης κατάστασης και νοητικής αποδέσµευσης, ενώ τα χαµηλά επίπεδα άγχους και αποφυγής, που συνυφαίνουν τον ασφαλή τύπο προσκόλλησης συσχετίζονται µε τη µη χρήση των παραπάνω στρατηγικών. 261

264 -Αποτελέσµατα- 3. Προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης για τις στρατηγικές και τους παράγοντες διαχείρισης προβληµάτων Στη συνέχεια εξετάστηκε η προβλεπτική αξία των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής για εκείνες τις στρατηγικές και τους παράγοντες διαχείρισης που διαφάνηκε να υπάρχει στατιστική σηµαντικότητα. Ουσιαστικά εξετάστηκε η προβλεπτική δυνατότητα των δύο διαστάσεων της προσκόλλησης για τις στρατηγικές της άρνησης και της παραίτησης, για τον παράγοντα της αποφυγής διαχείρισης της αγχογόνας κατάστασης, καθώς και η προβλεπτική δυνατότητα της διάστασης του άγχους για τις στρατηγικές της συναισθηµατικής εκτόνωσης, της συναισθηµατικής στήριξης, της νοητικής αποδέσµευσης, της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών και της χρήσης ουσιών, καθώς και για τον παράγοντα της κοινωνικής στήριξης. Οι υπόλοιπες στρατηγικές δεν ελέγχθηκε αν προβλέπονται από τις διαστάσεις της προσκόλλησης, καθώς είτε δε συσχετίζονται είτε έχουν πολύ χαµηλή συσχέτιση µε τις δύο διαστάσεις άγχους και αποφυγής. 1. Εξετάζοντας την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων άγχους και αποφυγής για τις στρατηγικές της άρνησης, της παραίτησης και του παράγοντα της αποφυγής διαχείρισης της αγχογόνας κατάστασης, εφαρµόστηκαν τρεις αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόµησης για καθεµία από τις δύο στρατηγικές και τον έναν παράγοντα. Όπως φαίνεται στον Πίνακα 73, στην πρώτη ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα, διαφαίνεται πως η στρατηγική της άρνησης προβλέπεται θετικά, πρώτα από τη διάσταση του άγχους (β =.240, p =.000) και στη συνέχεια από τη διάσταση της αποφυγής (β =.219, p =.000). Όπως δείχνουν οι τυποποιηµένοι δείκτες παλινδρόµησης, τα υψηλά επίπεδα άγχους και αποφυγής προβλέπουν την υιοθέτηση της στρατηγικής της άρνησης, εξηγώντας από κοινού το 11.7% της συνολικής της διασποράς. Στη δεύτερη ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα, διαφαίνεται πως η στρατηγική της παραίτησης προβλέπεται θετικά, πρώτα από τη διάσταση του άγχους (β =.267, p =.000) και στη συνέχεια από τη διάσταση της αποφυγής (β =.257, p =.000). Όπως δείχνουν οι τυποποιηµένοι δείκτες παλινδρόµησης, τα υψηλά επίπεδα άγχους και αποφυγής προβλέπουν την υιοθέτηση της στρατηγικής της παραίτησης, εξηγώντας από κοινού το 15.7% της συνολικής της διασποράς. Στην τρίτη ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα, διαφαίνεται πως ο παράγοντας της αποφυγής διαχείρισης της αγχογόνας κατάστασης προβλέπεται θετικά, 262

265 -Αποτελέσµατα- κατά κύριο λόγο από τη διάσταση του άγχους (β =.291, p =.000) και κατά δεύτερο λόγο από τη διάσταση της αποφυγής (β =.178, p =.000). Όπως δείχνουν οι τυποποιηµένοι δείκτες παλινδρόµησης, τα υψηλά επίπεδα άγχους και αποφυγής προβλέπουν την αποφυγή διαχείρισης της αγχογόνας κατάστασης που αφορά τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, εξηγώντας από κοινού το 12.8% της συνολικής της διασποράς. Πίνακας 73 Αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα µε ανεξάρτητες µεταβλητές τις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και εξαρτηµένες µεταβλητές τις στρατηγικές άρνησης και παραίτησης και τον παράγοντα αποφυγής προβλήµατος στενών διαπροσωπικών σχέσεων (α) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική Άρνησης Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 ιάσταση Άγχους ιάσταση Αποφυγής F(2, 457) = 30.36, p=.000 (β) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική Παραίτησης Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 ιάσταση Άγχους ιάσταση Αποφυγής F(2, 457) = 26.09, p=.000 (γ) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Παράγοντας Αποφυγής προβλήµατος στενής διαπροσωπικής σχέσης Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 ιάσταση Άγχους ιάσταση αποφυγής F(2, 457) = 33.48, p=.000 Τα τρία µοντέλα πολλαπλής παλινδρόµησης επιβεβαιώνουν την προβλεπτική αξία των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης για την υιοθέτηση των στρατηγικών της άρνησης, της παραίτησης και του τρόπου της αποφυγής για τη διαχείριση αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Φαίνεται ότι οι στρατηγικές της άρνησης της παραίτησης και ο παράγοντας της αποφυγής προβλέπονται πρώτιστα από την υψηλή διάσταση του άγχους, η οποία αφορά το αρνητικό µοντέλο του εαυτού, τη θεώρηση του εαυτού ως ανάξιου φροντίδας και αγάπης και παροχής ασφάλειας, και δευτερευόντως από την υψηλή διάσταση της αποφυγής, η οποία αφορά το αρνητικό µοντέλο του άλλου και τον υψηλό βαθµό αποφυγής του στη σχέση προσκόλλησης. 263

266 -Αποτελέσµατα- 2. Εξετάζοντας την προβλεπτική δυνατότητα της διάστασης του άγχους για τις στρατηγικές της συναισθηµατικής εκτόνωσης, της συναισθηµατικής στήριξης, της νοητικής αποδέσµευσης, της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών και της χρήσης ουσιών, καθώς και για τον παράγοντα της κοινωνικής στήριξης. εφαρµόστηκαν έξι αναλύσεις απλής γραµµικής παλινδρόµησης (Πίνακας 74). Στην πρώτη ανάλυση γραµµικής παλινδρόµησης διαφαίνεται ότι η στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης προβλέπεται θετικά από τη διάσταση του άγχους. Ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης (β =.372, p =.000), δείχνει ότι το υψηλό άγχος προβλέπει την υιοθέτηση της στρατηγικής της συναισθηµατικής εκτόνωσης, εξηγώντας το 13.8% της συνολικής της διασποράς. Στη δεύτερη ανάλυση γραµµικής παλινδρόµησης διαφαίνεται ότι η στρατηγική της συναισθηµατικής στήριξης προβλέπεται θετικά από τη διάσταση του άγχους. Ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης (β =.293, p =.000), δείχνει ότι το υψηλό άγχος προβλέπει την υιοθέτηση της στρατηγικής της συναισθηµατικής στήριξης, εξηγώντας το 8.6% της συνολικής της διασποράς. Στην τρίτη ανάλυση γραµµικής παλινδρόµησης διαφαίνεται ότι η στρατηγική της νοητικής αποδέσµευσης προβλέπεται θετικά από τη διάσταση του άγχους. Ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης (β =.289, p =.000), δείχνει ότι το υψηλό άγχος προβλέπει την υιοθέτηση της στρατηγικής της νοητικής αποδέσµευσης, εξηγώντας το 8.4% της συνολικής της διασποράς. Στην τέταρτη ανάλυση γραµµικής παλινδρόµησης διαφαίνεται ότι η στρατηγική της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών προβλέπεται θετικά από τη διάσταση του άγχους. Ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης (β =.275, p =.000), δείχνει ότι το υψηλό άγχος προβλέπει την υιοθέτηση της στρατηγικής της κοινωνικής στήριξηςαναζήτησης πληροφοριών, εξηγώντας το 7.6% της συνολικής της διασποράς. Στην πέµπτη ανάλυση γραµµικής παλινδρόµησης διαφαίνεται ότι η στρατηγική της χρήσης ουσιών προβλέπεται θετικά από τη διάσταση του άγχους. Ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης (β =.241, p =.000), δείχνει ότι το υψηλό άγχος προβλέπει την υιοθέτηση της στρατηγικής της χρήσης ουσιών, εξηγώντας το 5.8% της συνολικής της διασποράς. Στην έκτη ανάλυση γραµµικής παλινδρόµησης διαφαίνεται ότι ο παράγοντας της κοινωνικής στήριξης προβλέπεται επίσης θετικά από τη διάσταση του άγχους. Ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης (β =.429, p =.000), δείχνει ότι το υψηλό 264

267 -Αποτελέσµατα- άγχος προβλέπει την αναζήτηση της κοινωνικής στήριξης, εξηγώντας το 18.4% της συνολικής της διασποράς. Πίνακας 74 Αναλύσεις απλής γραµµικής παλινδρόµησης µε ανεξάρτητη µεταβλητή τη διάσταση άγχους και εξαρτηµένες µεταβλητές τις στρατηγικές (α) της συναισθηµατικής εκτόνωσης, (β) της συναισθηµατικής στήριξης, (γ) της νοητικής αποδέσµευσης, (δ) της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών, (ε) της χρήσης ουσιών και (στ) του παράγοντα κοινωνικής στήριξης (α) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική Συναισθηµατικής Εκτόνωσης Ανεξάρτητη µεταβλητή beta t p R R2 ιάσταση Άγχους F(457) = 73.49, p=.000 (β) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική Συναισθηµατικής Στήριξης Ανεξάρτητη µεταβλητή beta t p R R2 ιάσταση Άγχους F(457) = 43.09, p=.000 (γ) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική Νοητικής Αποδέσµευσης Ανεξάρτητη µεταβλητή beta t p R R2 ιάσταση Άγχους F(457) = 41.78, p=.000 (δ) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική Κοινωνικής Στήριξης-Αναζήτησης πληροφοριών Ανεξάρτητη µεταβλητή beta t p R R2 ιάσταση Άγχους F(457) = 37.51, p=.000 (ε) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική Χρήσης ουσιών Ανεξάρτητη µεταβλητή beta t p R R2 ιάσταση Άγχους F(457) = 28.20, p=.000 (στ) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Παράγοντας Κοινωνικής Στήριξης Ανεξάρτητη µεταβλητή beta t p R R2 ιάσταση Άγχους F(457) =103.24, p=.000 Τα µοντέλα γραµµικής παλινδρόµησης επιβεβαιώνουν ότι η υψηλή διάσταση του άγχους, η οποία απεικονίζει αρνητικό µοντέλο του εαυτού, µικρό βαθµό αυτοαποδοχής και 265

268 -Αποτελέσµατα- αυτοαξίας του ατόµου, προβλέπει την υιοθέτηση στρατηγικών που αποσκοπούν στη ρύθµιση του συναισθήµατος, συγκεκριµένα της συναισθηµατικής εκτόνωσης, της συναισθηµατικής στήριξης, της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών, της νοητικής αποδέσµευσης, της χρήσης ουσιών και του παράγοντα κοινωνικής στήριξης. Συγκρίνοντας τα µοντέλα µεταξύ τους, οι τιµές των τυποποιηµένων συντελεστών παλινδρόµησης δείχνουν ότι η προβλεπτική αξία της διάστασης του άγχους έχει µεγαλύτερη προβλεπτική ισχύ για τη στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης και για τον παράγοντα της κοινωνικής στήριξης. 4. Σχέση µεταξύ των στρατηγικών αντιµετώπισης αγχογόνων διαπροσωπικών καταστάσεων και του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος Προκειµένου να διερευνηθεί η σχέση µεταξύ του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος και των 15 στρατηγικών αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων, καθώς και των τεσσάρων παραγόντων της αντιµετώπισης, της κοινωνικής στήριξης, της αποδοχής και της αποφυγής, στους οποίους οµαδοποιήθηκαν οι 15 στρατηγικές, υπολογίστηκε ο συντελεστής συσχέτισης r toy Pearson. Τα αποτελέσµατα φαίνονται στον Πίνακα 75. Πίνακας 75 Συσχέτιση r του Pearson µεταξύ του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος και των στρατηγικών διαχείρισης διαπροσωπικών αγχογόνων καταστάσεων Στρατηγικές διαχείρισης αγχογόνων Θετικό Αρνητικό καταστάσεων (COPE) Συναίσθηµα Συναίσθηµα 1. Λήψη µέτρων.345*** Σχεδιασµός.270*** Αναβολή άλλων δραστηριοτήτων.093* Αυτοσυγκράτηση.138** -.108* 5. Αναζήτηση πληροφοριών Συναισθηµατική υποστήριξη Θετική επανεκτίµηση.336*** -.116* 8. Αποδοχή Στροφή προς τη θρησκεία ** 10. Συναισθηµατική εκτόνωση -.094*.217*** 11. Άρνηση -.188***.218*** 12. Παραίτηση -.405***.261*** 13. Νοητική Αποδέσµευση * 14. Χρήση ουσιών -.182***.259*** 15. Χιούµορ Παράγοντες COPE A. Αντιµετώπιση.286*** B. Κοινωνική στήριξη *** 266

269 -Αποτελέσµατα- Γ. Αποφυγή -.266***.262***. Αποδοχή.186*** -.122** Σηµείωση: ***p>.001, **p<.01, *p<.05 Όπως φαίνεται στον Πίνακα 75, το θετικό συναίσθηµα συσχετίζεται αρνητικά µε τη στρατηγική της παραίτησης σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό (r =.405, p =.000). Επίσης συσχετίζεται θετικά µε τις στρατηγικές της λήψης µέτρων (r =.345, p =.000) και της θετικής επανεκτίµησης (r =.336 p =.000). Τα άτοµα µε υψηλό θετικό συναίσθηµα δε χρησιµοποιούν τη στρατηγική της παραίτησης για να αντιµετωπίσουν αγχογόνες διαπροσωπικές καταστάσεις, επανεκτιµούν θετικά τη κατάσταση και ακολουθούν τη στρατηγική της λήψης µέτρων. Χαµηλές αλλά στατιστικά σηµαντικές, αρνητικές συσχετίσεις έχει το θετικό συναίσθηµα µε τις στρατηγικές της άρνησης (r = -.188, p =.000) και της χρήσης ουσιών (r = -.182, p =.000), και θετική συσχέτιση µε τη στρατηγική του σχεδιασµού(r =.270, p =.000). Το θετικό συναίσθηµα συσχετίζεται θετικά σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό µε τον παράγοντα της αντιµετώπισης (r =.286, p =.000) που στοχεύει στη ρύθµιση της συµπεριφοράς. Επίσης συσχετίζεται αρνητικά µε τον παράγοντα της αποφυγής (r =.266, p =.000). Το αρνητικό συναίσθηµα συσχετίζεται θετικά σε χαµηλό, αλλά στατιστικά σηµαντικό βαθµό µε τις στρατηγικές της παραίτησης (r =.269, p =.000), της χρήσης ουσιών (r =.259, p =.000), της άρνησης (r = 218, p =.000) και της συναισθηµατικής εκτόνωσης (r = 217, p =.000). ε συσχετίζεται καθόλου µε τις στρατηγικές εκείνες που αποσκοπούν στη ρύθµιση της συµπεριφοράς. Συσχετίζεται επίσης θετικά µε τους παράγοντες της αποφυγής (r =.262, p =.000) και της κοινωνικής στήριξης (r =.162, p =.000) και αρνητικά, σε µικρό βαθµό, µε τον παράγοντα της αποδοχής (r = -.122, p =.009). Όπως φαίνεται από τις παραπάνω συσχετίσεις, τόσο το θετικό όσο και το αρνητικό συναίσθηµα συσχετίζονται µε τις στρατηγικές της άρνησης, της παραίτησης και της χρήσης ουσιών, καθώς και µε τον παράγοντα της αποφυγής. 267

270 -Αποτελέσµατα- 5. Προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος για τις στρατηγικές και τους παράγοντες διαχείρισης προβληµάτων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων Στη συνέχεια εξετάστηκε η προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος για εκείνες τις στρατηγικές και τους παράγοντες διαχείρισης που διαφάνηκε να υπάρχει στατιστική σηµαντικότητα. Ουσιαστικά εξετάστηκε (α) η προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος για τις στρατηγικές της θετικής επανεκτίµησης, της άρνησης, της παραίτησης. και της χρήσης ουσιών, για τον παράγοντα της αποφυγής προβλήµατος στενής διαπροσωπικής σχέσης, ενώ στη συνέχεια εξετάστηκε (α) η προβλεπτική δυνατότητα του θετικού συναισθήµατος για τις στρατηγικές της λήψης µέτρων και του σχεδιασµού, καθώς και για τον παράγοντα της αντιµετώπισης και (β) η προβλεπτική δυνατότητα του αρνητικού συναισθήµατος για τη στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης. Οι υπόλοιπες στρατηγικές δεν ελέγχθηκε αν προβλέπονται από το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα, καθώς, είτε δε συσχετίζονται είτε έχουν πολύ χαµηλή συσχέτιση µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα Εξετάζοντας την προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος για τις στρατηγικές της άρνησης, της παραίτησης., της χρήσης ουσιών, καθώς και για τον παράγοντα της αποφυγής προβλήµατος στενής διαπροσωπικής σχέσης, εφαρµόστηκαν τέσσερις αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα, για καθεµία από τις τρεις παραπάνω στρατηγικές και για τον έναν παράγοντα. Όπως φαίνεται στον Πίνακα 76, στην πρώτη ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης διαφαίνεται ότι η στρατηγική της άρνησης προβλέπεται θετικά πρώτα από το αρνητικό συναίσθηµα (β =.186, p =.000) και στη συνέχεια προβλέπεται αρνητικά από το θετικό συναίσθηµα (β = -.147, p =.002). Φαίνεται ότι τα υψηλά επίπεδα του αρνητικού συναισθήµατος και τα χαµηλά επίπεδα του θετικού συναισθήµατος προβλέπουν την υιοθέτηση της στρατηγικής της άρνησης, εξηγώντας από κοινού το 6.8% της συνολικής της διασποράς. Στη δεύτερη ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης διαφαίνεται ότι η στρατηγική της παραίτησης προβλέπεται αρνητικά πρώτα από το θετικό συναίσθηµα (β = -.365, p =.000) και κατά δεύτερο λόγο προβλέπεται θετικά από το αρνητικό συναίσθηµα (β =.181, p =.000). Οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι τα χαµηλά επίπεδα του θετικού συναισθήµατος και τα υψηλά επίπεδα του αρνητικού συναισθήµατος προβλέπουν την υιοθέτηση της στρατηγικής της παραίτησης, εξηγώντας από κοινού το 19.5% της συνολικής της διασποράς. 268

271 -Αποτελέσµατα- Στην τρίτη ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης διαφαίνεται ότι η στρατηγική της χρήσης ουσιών προβλέπεται θετικά πρώτα από το αρνητικό συναίσθηµα (β =.230, p =.000) και κατά δεύτερο λόγο προβλέπεται θετικά από το θετικό συναίσθηµα (β = -.131, p =.004). Οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι τα υψηλά επίπεδα του αρνητικού συναισθήµατος και τα χαµηλά επίπεδα του θετικού συναισθήµατος προβλέπουν την υιοθέτηση της στρατηγικής της χρήσης ουσιών, εξηγώντας από κοινού το 8.4% της συνολικής της διασποράς. Στην τέταρτη ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης διαφαίνεται ότι ο παράγοντας της αποφυγής προβλήµατος στενής διαπροσωπικής σχέσης προβλέπεται αρνητικά πρώτα από το θετικό συναίσθηµα (β = -.219, p =.000) και κατά δεύτερο λόγο προβλέπεται θετικά από το αρνητικό συναίσθηµα (β =.214, p =.000). Οι τιµές των τυποποιηµένων συντελεστών παλινδρόµησης δεν έχουν σηµαντική διαφορά, δείχνοντας ότι το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα έχουν την ίδια προβλεπτική ισχύ. Το µοντέλο παλινδρόµησης δείχνει ότι τα χαµηλά επίπεδα του θετικού συναισθήµατος µαζί µε τα υψηλά επίπεδα του αρνητικού συναισθήµατος προβλέπουν την αποφυγή του προβλήµατος της στενής διαπροσωπικής σχέσης,, εξηγώντας από κοινού το 11.5% της συνολικής της διασποράς. Πίνακας 76 Αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα µε ανεξάρτητες µεταβλητές το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και εξαρτηµένες µεταβλητές τις στρατηγικές (α) της άρνησης, (β) της παραίτησης, (γ) της χρήσης ουσιών και (δ) τον παράγοντα αποφυγής προβλήµατος στενών διαπροσωπικών σχέσεων (α) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική Άρνησης Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Αρνητικό Συναίσθηµα Θετικό Συναίσθηµα F(2, 457) = 16.72, p=.000 (β) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική Παραίτησης Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Θετικό Συναίσθηµα Αρνητικό Συναίσθηµα F(2, 457) = 55.35, p=.000 (γ) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική Χρήσης Ουσιών Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Αρνητικό Συναίσθηµα Θετικό Συναίσθηµα F(2, 457) = 20.82, p=

272 -Αποτελέσµατα- (δ) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Παράγοντας Αποφυγής προβλήµατος στενής διαπροσωπικής σχέσης Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Θετικό Συναίσθηµα Αρνητικό Συναίσθηµα F(2, 457) = 29.59, p=.000 Εξετάζοντας την προβλεπτική δυνατότητα του θετικού συναισθήµατος για τις στρατηγικές της λήψης µέτρων, του σχεδιασµού και της θετικής επανεκτίµησης, καθώς και για τον παράγοντα της αντιµετώπισης εφαρµόστηκαν τέσσερις αναλύσεις απλής γραµµικής παλινδρόµησης (Πίνακας 77). Στην πρώτη ανάλυση γραµµικής παλινδρόµησης διαφαίνεται ότι η στρατηγική της λήψης µέτρων προβλέπεται θετικά από το θετικό συναίσθηµα. Ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης (β =.345 p =.000), δείχνει ότι το υψηλό θετικό συναίσθηµα προβλέπει την υιοθέτηση της στρατηγικής της λήψης µέτρων και, έχοντας ικανοποιητική προβλεπτική ισχύ, εξηγεί το 11.9%της συνολικής της διασποράς. Στη δεύτερη ανάλυση γραµµικής παλινδρόµησης διαφαίνεται ότι η στρατηγική του σχεδιασµού προβλέπεται θετικά από το θετικό συναίσθηµα. Ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης (β =.270, p =.000), δείχνει ότι το υψηλό θετικό συναίσθηµα προβλέπει την υιοθέτηση του σχεδιασµού, εξηγώντας το 7.3%της συνολικής της διασποράς. Στην τρίτη ανάλυση πολλαπλής παλινδρόµησης διαφαίνεται ότι η στρατηγική της θετικής επανεκτίµησης προβλέπεται θετικά από το θετικό συναίσθηµα (β =.336, p =.000). Όπως δείχνει ο τυποποιηµένος δείκτης παλινδρόµησης, τα υψηλά επίπεδα του θετικού συναισθήµατος προβλέπουν την υιοθέτηση της στρατηγικής της θετικής επανεκτίµησης, εξηγώντας το 11.3% της συνολικής της διασποράς. Στην τέταρτη ανάλυση γραµµικής παλινδρόµησης διαφαίνεται ότι ο παράγοντας της αντιµετώπισης προβλέπεται επίσης θετικά από το θετικό συναίσθηµα. Ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης (β =.286, p =.000), δείχνει ότι το υψηλό θετικό συναίσθηµα προβλέπει την αντιµετώπιση του προβλήµατος της στενής διαπροσωπικής της σχέσης, εξηγώντας το 8.2%της συνολικής της διασποράς. 270

273 -Αποτελέσµατα- Πίνακας 77 Αναλύσεις απλής γραµµικής παλινδρόµησης µε ανεξάρτητη µεταβλητή το θετικό συναίσθηµα και εξαρτηµένες µεταβλητές τις στρατηγικές (α) της λήψης µέτρων, (β) του σχεδιασµού, (γ) της θετικής επανεκτίµησης και (δ) του παράγοντα αντιµετώπισης (α) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική Λήψης µέτρων Ανεξάρτητη µεταβλητή beta t p R R2 Θετικό Συναίσθηµα F(458) = 61.91, p=.000 (β) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική Σχεδιασµού Ανεξάρτητη beta t p R R2 µεταβλητή Θετικό Συναίσθηµα F(458) = 36.14, p=.000 (γ) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική θετικής Επανεκτίµησης Ανεξάρτητη µεταβλητή beta t p R R2 Θετικό συναίσθηµα F(2, 458) = 58.24, p=.000 (δ) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Παράγοντας Αντιµετώπισης Ανεξάρτητη µεταβλητή beta t p R R2 Θετικό Συναίσθηµα F(458) =40.66, p=.000 Τέλος, εξετάζοντας την προβλεπτική δυνατότητα του αρνητικού συναισθήµατος για τη στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης, εφαρµόστηκε η ανάλυση απλής γραµµικής παλινδρόµησης η οποία αποδεικνύει ότι η υιοθέτηση της στρατηγικής της συναισθηµατικής εκτόνωσης προβλέπεται από το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα (β =.217, p =.000), το οποίο εξηγεί το 4.7% της συνολικής της διασποράς (Πίνακας 78). Πίνακας 78 Αναλύσεις απλής γραµµικής παλινδρόµησης µε ανεξάρτητη µεταβλητή το αρνητικό συναίσθηµα και εξαρτηµένη µεταβλητή τη στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική Συναισθηµατικής Εκτόνωσης Ανεξάρτητη µεταβλητή beta t p R R2 Αρνητικό Συναίσθηµα F(458) = 22.65, p=.000 Συνοψίζοντας, τα µοντέλα της πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα, έχουν δείξει ότι πράγµατι το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα είναι προβλεπτικοί παράγοντες των στρατηγικών της άρνησης, της παραίτησης, της χρήσης ουσιών και του παράγοντα της 271

274 -Αποτελέσµατα- αποφυγής του προβλήµατος της στενής διαπροσωπικής σχέσης. Τα µοντέλα της γραµµικής παλινδρόµησης αποδεικνύουν ότι το θετικό συναίσθηµα προβλέπει τις στρατηγικές της λήψης µέτρων, του σχεδιασµού, της θετικής επανεκτίµησης και τον παράγοντα της αντιµετώπισης ενώ το αρνητικό συναίσθηµα προβλέπει τη στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης. Συγκρίνοντας τα µοντέλα παλινδρόµησης που εξετάστηκαν, φαίνεται ότι το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα είναι περισσότερο ισχυροί προβλεπτικοί παράγοντες κυρίως της στρατηγικής της παραίτησης και του παράγοντα της αποφυγής. Επίσης, το θετικό συναίσθηµα είναι περισσότερο ισχυρός προβλεπτικός παράγοντας της στρατηγικής της θετικής επανεκτίµησης και της λήψης µέτρων. 6. Σχέση µεταξύ των στρατηγικών αντιµετώπισης αγχογόνων διαπροσωπικών καταστάσεων και των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων του εαυτού Προκειµένου να διερευνηθεί η σχέση µεταξύ των αυτο-αντιλήψεων και των 15 στρατηγικών αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων, καθώς και των τεσσάρων παραγόντων της αντιµετώπισης, της κοινωνικής στήριξης, της αποδοχής και της αποφυγής, οι οποίοι προέκυψαν από τις 15 στρατηγικές, υπολογίστηκε ο συντελεστής συσχέτισης r του Pearson. Τα αποτελέσµατα φαίνονται στον Πίνακα 79. Όπως φαίνεται και στον πίνακα συσχετίσεων (βλ. Πίνακα 79), οι συσχετίσεις που προκύπτουν µεταξύ των στρατηγικών και των παραγόντων, στους οποίους οµαδοποιούνται οι στρατηγικές, µε τις αυτο-αντιλήψεις είναι αρκετά χαµηλές και εκτείνονται µέχρι την τιµή Από όλες τις στρατηγικές φαίνεται πως τις υψηλότερες συσχετίσεις µε τις αυτο-αντιλήψεις έχει η στρατηγική της παραίτησης η οποία συσχετίζεται αρνητικά µε όλες τις αυτο-αντιλήψεις που εξετάστηκαν και σε µεγαλύτερο βαθµό µε την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού (r =-.356, r =.000). Με όλες τις αυτο-αντιλήψεις συσχετίζονται θετικά, σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό, οι στρατηγικές της λήψης µέτρων, έχοντας σηµαντικότερες συσχετίσεις µε τις αυτο-αντιλήψεις του ηθικού εαυτού(r = 254, p =.000) και της συµπεριφοράς (r =.281, r =.000), της θετικής επανεκτίµησης, έχοντας σηµαντικότερες συσχετίσεις µε τις αυτο-αντιλήψεις της συµπεριφοράς (r = 346, p =.000) και του προσωπικού εαυτού (r =.305, p =.000), και σε αρνητική συσχέτιση η στρατηγική της άρνησης, µε σηµαντικότερη συσχέτιση µε την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαικού/εργασιακού εαυτού (r = -.237, p =.000). Επίσης φαίνεται ότι οι στρατηγικές της αποδοχής και της νοητικής αποδέσµευσης και του χιούµορ δε συσχετίζονται µε καµία από τις αυτο-αντιλήψεις που εξετάστηκαν. 272

275 -Αποτελέσµατα- Πίνακας 79 Συσχέτιση r του Pearson µεταξύ των στρατηγικών διαχείρισης διαπροσωπικών αγχογόνων καταστάσεων και των αυτο-αντιλήψεων Στρατηγικές διαχείρισης αγχογόνων διαπροσωπικών καταστάσεων (COPE) Φυσικός Εαυτός Ηθικός Εαυτός Προσωπικός Εαυτός Αυτο-αντιλήψεις επιµέρους πτυχών του εαυτού Οικογενεια κός Εαυτός Κοινωνικός Εαυτός Ακαδηµα ϊκός Εαυτός Ταυτότητ α Ικανοποί ηση 1.Λήψη µέτρων.209***.254***.236***.106*.196***.209***.259***.192***.281*** 2.Σχεδιασµός.217***.186***.146** ***.130**.150**.155*** 3.Αναβολή άλλων δραστηριοτήτων *.096* ** *** 4.Αυτοσυγκράτηση ***.097* * *** 5Αναζήτηση πληροφοριών -.107*.155*** * -.107* Συναισθηµατική υποστήριξη -.097*.179*** *** -.097*.119* * 7. Θετική επανεκτίµηση.235***.265***.305***.153***.275***.235***.286***.266***.346*** 8. Αποδοχή Στροφή προς τη θρησκεία *** ** Συναισθηµατική εκτόνωση -.155* *** *** * 11. Άρνηση -.139** -.167*** -.215*** -.185*** -.160*** -.237*** -.191*** -.204*** -.220*** 12. Παραίτηση -.241*** -.232*** -.340*** -.251*** -.281*** -.356*** -.272*** -.328*** -.327*** 13. Νοητική Αποδέσµευση Χρήση ουσιών -.167*** -.210*** -.222*** -.237*** *** -.118*.269*** 15. Χιούµορ.103* *.061 Παράγοντες COPE A. Αντιµετώπιση.202***.222***.191*** **.200***.204*.151**.242*** B. Κοινωνική στήριξη *** ** Γ. Αποφυγή -.122* *** -.145** -.173*** -.310*** -.145** -.194*** -.167***. Αποδοχή.203***.128**.186*** ***.104*.121*.191***.215*** Σηµείωση: ***p>.001, **p<.01, *p<.05 Συµπερι φορά 273

276 -Αποτελέσµατα- Σχετικά µε τις υπόλοιπες στρατηγικές, φαίνεται ότι η στρατηγική του σχεδιασµού συσχετίζεται θετικά σε µεγαλύτερο βαθµό µε τις αυτο-αντιλήψεις του ηθικού (r =.217 p =.000) και του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού (r =.217, p =.000). Η στρατηγική της αναβολής άλλων δραστηριοτήτων συσχετίζεται θετικά κυρίως µε την αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς (r =.173, p =.000). Η στρατηγική της αυτοσυγκράτησης συσχετίζεται θετικά µε την αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού (r =.192, p =.000) και της συµπεριφοράς (r =.168, p =.001) χωρίς να έχει άλλες σηµαντικές συσχετίσεις µε τις λοιπές αυτο-αντιλήψεις. Η στρατηγική της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών συσχετίζεται θετικά µόνο µε την αυτοαντίληψη του ηθικού εαυτού (r =.155, p =.001). Η στρατηγική της στροφής προς τη θρησκεία συσχετίζεται θετικά µόνο µε τις αυτο-αντιλήψεις του ηθικού (r =.170, p =.000) και αρνητικά µε την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού (r = -.137, p =.004). Η στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης συσχετίζεται αρνητικά µόνο µε τις αυτοαντιλήψεις του προσωπικού (r = -.159, p =.001) και του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού (r =-.178, p =.000). Η στρατηγική της χρήσης ουσιών συσχετίζεται αρνητικά κυρίως µε τις αυτοαντιλήψεις του οικογενειακού εαυτού (-.237), της ταυτότητας (r = -.240, p =.000) και της συµπεριφοράς (r = -.269, p =.000). Σχετικά µε τους παράγοντες, στους οποίους οµαδοποιήθηκαν οι 15 στρατηγικές, φαίνεται ότι ο παράγοντας της αντιµετώπισης συσχετίζεται αρνητικά µε όλες τις αυτοαντιλήψεις που εξετάστηκαν, πλην του οικογενειακού εαυτού, και σε µεγαλύτερο βαθµό µε την αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς (r = -.242, p =.000). Ο παράγοντας της κοινωνικής στήριξης συσχετίζεται αρνητικά, σε χαµηλό βαθµό, µε την αυτο-αντίληψη του ηθικού (r =.159, p =.001), και αρνητικά µε την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού (r = -.129, p =.007). Ο παράγοντας της αποφυγής συσχετίζεται αρνητικά µε όλες τις αυτο-αντιλήψεις πλην του ηθικού εαυτού, έχοντας σηµαντικότερες συσχετίσεις µε την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού (r = -.310, p =.000) και του προσωπικού εαυτού (r = -.240, p =.000). Τέλος, ο παράγοντας της αποδοχής συσχετίζεται θετικά µε όλες τις αυτο-αντιλήψεις, πλην του οικογενειακού εαυτού, έχοντας σηµαντικότερες συσχετίσεις µε την αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς (r =.215, r =.000) και του φυσικού εαυτού (r =.203, p =.000). Στη συνέχεια, προκειµένου να ελεγχθεί κατά πόσο οι στρατηγικές και οι παράγοντες, οι οποίοι συσχετίζονται σε σηµαντικότερο βαθµό µε τις αυτο-αντιλήψεις, δηλαδή οι στρατηγικές της λήψης µέτρων, της θετικής επανεκτίµησης, της άρνησης και της παραίτησης, της χρήσης ουσιών καθώς και οι παράγοντες της αντιµετώπισης, της αποφυγής και της αποδοχής προβλέπονται από αυτές, εφαρµόστηκε η ανάλυση της πολλαπλής γραµµικής παλινδρόµησης κατά βήµα, µε εξαρτηµένη µεταβλητή την εκάστοτε στρατηγική και παράγοντα διαχείρισης 274

277 -Αποτελέσµατα- αγχογόνας κατάστασης, και ανεξάρτητες µεταβλητές τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις που συσχετίζονται µε την εξαρτηµένη µεταβλητή. 7. Προβλεπτική δυνατότητα των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων ικανοτήτων για τις στρατηγικές και τους παράγοντες διαχείρισης προβληµάτων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων Αρχικά εξετάστηκε η προβλεπτική ισχύς των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων των ικανοτήτων για τις στρατηγικές εκείνες µε τις οποίες και οι έξι αυτο-αντιλήψεις συσχετίζονται, δηλαδή για τις στρατηγικές της λήψης µέτρων, της θετικής επανεκτίµησης, της άρνησης και της παραίτησης. Στη συνέχεια εξετάστηκε η προβλεπτική ισχύς των αυτο-αντιλήψεων για τις στρατηγικές της χρήσης ουσιών και του σχεδιασµού, όπου ελέγχθηκαν οι αυτο-αντιλήψεις εκείνες που συσχετίζονται µε τις εξεταζόµενες στρατηγικές. Οι υπόλοιπες στρατηγικές δεν εξετάστηκε αν προβλέπονται από τις αυτο-αντιλήψεις, είτε γιατί οι συσχετίσεις είναι πολύ χαµηλές, είτε γιατί, όπως προαναφέρθηκε, δε συσχετίζονται καθόλου µε τις στρατηγικές διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων. Προκειµένου να δούµε αν και κατά πόσο οι επιµέρους αυτο-αντιλήψεις των πτυχών του εαυτού αποτελούν προβλεπτικούς παράγοντες των παραπάνω στρατηγικών, εφαρµόστηκαν έξι στατιστικές αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα. Τα αποτελέσµατα των στατιστικών αναλύσεων φαίνονται στον Πίνακα 80. Η στατιστική ανάλυση της πρώτης πολλαπλής παλινδρόµησης, µε εξαρτηµένη µεταβλητή τη στρατηγική της λήψης µέτρων και εξαρτηµένες και τις έξι αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων, έδειξε ότι από τις έξι αυτο-αντιλήψεις που συσχετίζονται µε τη συγκεκριµένη στρατηγική, µόνο οι αυτο-αντιλήψεις του φυσικού και του ηθικού εαυτού προβλέπουν θετικά τη στρατηγική της λήψης µέτρων. Όπως δείχνουν οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta oι θετικές αυτο-αντιλήψεις κυρίως του φυσικού (β =.210, p =.000) και κατά δεύτερο λόγο του ηθικού εαυτού (β = 158, p =.004) προβλέπουν την υιοθέτηση της στρατηγικής λήψης µέτρων, και από κοινού εξηγούν το 10% της συνολικής της διασποράς. Η στατιστική ανάλυση της δεύτερης πολλαπλής παλινδρόµησης, µε εξαρτηµένη µεταβλητή την στρατηγική της θετικής επανεκτίµησης και εξαρτηµένες και τις έξι αυτοαντιλήψεις ικανοτήτων, έδειξε ότι από τις έξι αυτο-αντιλήψεις που συσχετίζονται µε τη συγκεκριµένη στρατηγική, µόνο οι αυτο-αντιλήψεις του προσωπικού και του φυσικού εαυτού προβλέπουν θετικά τη στρατηγική της θετικής επανεκτίµησης. Όπως δείχνουν οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta, η προβλεπτική δυνατότητα της αυτοαντίληψης του φυσικού εαυτού έχει οριακή στατιστική σηµαντικότητα (β =.134, p =.046) και 275

278 -Αποτελέσµατα- γι αυτό το λόγο δε λαµβάνεται υπόψη. Εποµένως, η θετική αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού (β =.239, p =.000) προβλέπει την υιοθέτηση της στρατηγικής της θετικής επανεκτίµησης, και εξηγεί το 11,1% της συνολικής της διασποράς. Η στατιστική ανάλυση της τρίτης πολλαπλής παλινδρόµησης, µε εξαρτηµένη µεταβλητή την στρατηγική της άρνησης και εξαρτηµένες και τις έξι αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων, έδειξε ότι από τις έξι αυτο-αντιλήψεις που συσχετίζονται µε τη συγκεκριµένη στρατηγική, µόνο οι αυτο-αντιλήψεις του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και του οικογενειακού εαυτού προβλέπουν αρνητικά τη στρατηγική της άρνησης. Όπως δείχνουν οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta, η προβλεπτική δυνατότητα της αυτο-αντίληψης του οικογενειακού εαυτού έχει οριακή στατιστική σηµαντικότητα (β = -.106, p =.050) και γι αυτό το λόγο δε λαµβάνεται υπόψη. Εποµένως, η αρνητική αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού (β = -.188, p =.001) προβλέπει την υιοθέτηση της στρατηγικής της άρνησης, και εξηγεί το 5,3% της συνολικής της διασποράς. Η στατιστική ανάλυση της τέταρτης πολλαπλής παλινδρόµησης, µε εξαρτηµένη µεταβλητή την στρατηγική της παραίτησης και εξαρτηµένες και τις έξι αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων, έδειξε ότι από τις έξι αυτο-αντιλήψεις που συσχετίζονται µε τη συγκεκριµένη στρατηγική, µόνο οι αυτο-αντιλήψεις του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και του προσωπικού εαυτού προβλέπουν αρνητικά τη στρατηγική της παραίτησης. Όπως δείχνουν οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta, oι αρνητικές αυτο-αντιλήψεις κατά πρώτο λόγο του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού (β = -.247, p =.000), και κατά δεύτερο του προσωπικού εαυτού (β =-.221, p =.004) προβλέπουν την υιοθέτηση της στρατηγικής της παραίτησης για τη διαχείριση προβληµάτων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, και από κοινού εξηγούν το 16,8% της συνολικής της διασποράς. Η στατιστική ανάλυση της πέµπτης πολλαπλής παλινδρόµησης, µε εξαρτηµένη µεταβλητή την στρατηγική της χρήσης ουσιών, και ανεξάρτητες µεταβλητές τις αυτοαντιλήψεις του φυσικού, ηθικού, προσωπικού και οικογενειακού εαυτού, έδειξε ότι από τις τέσσερις αυτο-αντιλήψεις που συσχετίζονται µε τη συγκεκριµένη στρατηγική, οι δύο αυτοαντιλήψεις του οικογενειακού και του προσωπικού εαυτού προβλέπουν αρνητικά τη στρατηγική της χρήσης ουσιών. Όπως δείχνουν οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta, oι αρνητικές αυτο-αντιλήψεις κατά πρώτο λόγο του οικογενειακού εαυτού (β = -.172, p =.002), και κατά δεύτερο του προσωπικού εαυτού (β =-.138, p =.013) προβλέπουν την υιοθέτηση της στρατηγικής της χρήσης ουσιών για τη διαχείριση προβληµάτων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, και από κοινού εξηγούν το 7.2% της συνολικής της διασποράς. 276

279 -Αποτελέσµατα- Η στατιστική ανάλυση της έκτης πολλαπλής παλινδρόµησης, µε εξαρτηµένη µεταβλητή την στρατηγική του σχεδιασµού, και ανεξάρτητες µεταβλητές τις αυτο-αντιλήψεις του φυσικού, ηθικού, προσωπικού και ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, έδειξε ότι από τις τέσσερις αυτο-αντιλήψεις που συσχετίζονται µε τη συγκεκριµένη στρατηγική, µόνο η αυτοαντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού προβλέπει θετικά τη στρατηγική του σχεδιασµού. Όπως δείχνει ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης beta, η θετική αυτοαντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού (β =.216, p =.000), προβλέπει την υιοθέτηση της στρατηγικής του σχεδιασµού για τη διαχείριση προβληµάτων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, εξηγώντας το 4.7% της συνολικής της διασποράς. Πίνακας 80 Αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα µε ανεξάρτητες µεταβλητές τις έξι αυτοαντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του εαυτού, και εξαρτηµένες µεταβλητές τις στρατηγικές (α) της λήψης µέτρων, (β) της θετικής επανεκτίµησης, (γ) της άρνησης, (δ) της παραίτησης, (ε) της χρήσης ουσιών και (δ) του σχεδιασµού (α) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική Λήψης Μέτρων Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Φυσικός Εαυτός Ηθικός Εαυτός F(2, 437)= 21.33, p=.000 (β) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική θετικής Επανεκτίµησης Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Προσωπικός Εαυτός (Φυσικός εαυτός) (.134) (2.00) (.046) (.346) (.120) F(2, 437)= 26.09, p=.000 (γ) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική της Άρνησης Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Ακαδηµαϊκός/Εργ. Εαυτός (Οικογενειακός Εαυτός) (-.106) (-1.96) (.050) (.250) (.062) F(2, 437)= 12.74, p=.000 (δ) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική της Παραίτησης Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Ακαδηµαϊκός/Εργ. Εαυτός Προσωπικός Εαυτός F(2, 437)= 38.55, p=.000 (ε) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική της Χρήσης Ουσιών Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Οικογενειακός εαυτός Προσωπικός Εαυτός F(2, 437)= 15.65, p=

280 -Αποτελέσµατα- (στ) Εξαρτηµένη µεταβλητή: Στρατηγική του Σχεδιασµού Ανεξάρτητη µεταβλητή beta t p R R2 Ακαδηµαϊκός/Εργ. Εαυτός F(1, 437)= 19.85, p= Παράγοντες διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, επιµέρους αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων Προκειµένου να δούµε αν και κατά πόσο οι επιµέρους αυτο-αντιλήψεις των πτυχών του εαυτού αποτελούν προβλεπτικούς παράγοντες των παραγόντων διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, εφαρµόστηκαν τρεις στατιστικές αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα για κάθε έναν από τους παράγοντες της αντιµετώπισης, της αποφυγής και της αποδοχής, µε ανεξάρτητες µεταβλητές τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις που συσχετίζονται σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό µε αυτούς τους παράγοντες. εν εξετάσαµε την προβλεπτική δυνατότητα των αυτο-αντιλήψεων για τον παράγοντα της κοινωνικής στήριξης, καθώς δε συσχετίζεται µε καµία από τις επιµέρους αυτοαντιλήψεις. Τα αποτελέσµατα των στατιστικών αναλύσεων φαίνονται στον πίνακα 81. Η στατιστική ανάλυση της πρώτης πολλαπλής παλινδρόµησης, µε εξαρτηµένη µεταβλητή τον παράγοντα της αντιµετώπισης, και ανεξάρτητες µεταβλητές τις αυτο-αντιλήψεις του φυσικού, ηθικού, προσωπικού, κοινωνικού και ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, έδειξε ότι από τις πέντε αυτο-αντιλήψεις που συσχετίζονται µε τον συγκεκριµένο παράγοντα, οι δύο αυτο-αντιλήψεις του φυσικού και του ηθικού εαυτού προβλέπουν θετικά τον παράγοντα της αντιµετώπισης. Όπως δείχνουν οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta, η θετικές αυτο-αντιλήψεις κυρίως του φυσικού εαυτού (β =.170, p =.002) και κατά δεύτερο λόγο του ηθικού εαυτού (β =.149, p =.006) προβλέπουν την αντιµετώπιση της αγχογόνας κατάστασης των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, εξηγώντας από κοινού το 7.4% της συνολικής της διασποράς. Η στατιστική ανάλυση της δεύτερης πολλαπλής παλινδρόµησης, µε εξαρτηµένη µεταβλητή τον παράγοντα της αποφυγής, και ανεξάρτητες µεταβλητές τις αυτο-αντιλήψεις του φυσικού, προσωπικού, οικογενειακού, κοινωνικού και ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, έδειξε ότι από τις πέντε αυτο-αντιλήψεις που συσχετίζονται µε τον συγκεκριµένο παράγοντα, µόνο η αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού προβλέπει αρνητικά τον παράγοντα της αποφυγής. Όπως δείχνει ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης beta, η αρνητική αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού (β =.-.302, p =.000) προβλέπει την αποφυγή της αγχογόνας κατάστασης των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, εξηγώντας το 9.1% της συνολικής της διασποράς. 278

281 -Αποτελέσµατα- Η στατιστική ανάλυση της τρίτης πολλαπλής παλινδρόµησης, µε εξαρτηµένη µεταβλητή τον παράγοντα της αποδοχής, και ανεξάρτητες µεταβλητές τις αυτο-αντιλήψεις του φυσικού, ηθικού, προσωπικού, κοινωνικού και ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, έδειξε ότι από τις πέντε αυτο-αντιλήψεις που συσχετίζονται µε τον συγκεκριµένο παράγοντα, µόνο η αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού προβλέπει θετικά τον παράγοντα της αποδοχής. Όπως δείχνει ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης beta, η θετική αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού (β =.218, p =.000) προβλέπει την αποδοχή της αγχογόνας κατάστασης των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, εξηγώντας το 4.7% της συνολικής της διασποράς. Πίνακας 81 Αναλύσεις πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα µε ανεξάρτητες µεταβλητές τις έξι επιµέρους αυτο-αντιλήψεις και εξαρτηµένες µεταβλητές τις στρατηγικές της λήψης µέτρων, της θετικής επανεκτίµησης, της άρνησης, της παραίτησης, της χρήσης ουσιών και του σχεδιασµού Εξαρτηµένη µεταβλητή: Παράγοντας Αντιµετώπισης Ανεξάρτητες µεταβλητές beta t p R R2 Φυσικός Εαυτός Ηθικός Εαυτός F(2, 437)= 15.90, p=.000 Εξαρτηµένη µεταβλητή: Παράγοντας Αποφυγής Ανεξάρτητη µεταβλητή beta t p R R2 Ακαδηµαϊκός/Εργ. Εαυτός F(1, 437)= 39.37, p=.000 Εξαρτηµένη µεταβλητή: Παράγοντας Αποδοχής Ανεξάρτητη µεταβλητή beta t p R R2 Φυσικός εαυτός F(1, 437)= 19.81, p=.000 Συνοψίζοντας, τα αποτελέσµατα δείχνουν πως έξι στρατηγικές (της λήψης µέτρων, της θετικής επανεκτίµησης, της άρνησης, της παραίτησης, της χρήσης ουσιών και του σχεδιασµού) προβλέπονται από συγκεκριµένες επιµέρους αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων, καθώς και οι τρεις παράγοντες της αντιµετώπισης, της αποφυγής και της αποδοχής. Η προβλεπτική δυνατότητα των αυτο-αντιλήψεων είναι περισσότερο ισχυρή για τη στρατηγική της παραίτησης, η οποία προβλέπεται από τις αυτο-αντιλήψεις του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και του προσωπικού εαυτού, για τη στρατηγική της θετικής επανεκτίµησης, η οποία προβλέπεται από την αυτοαντίληψη του προσωπικού εαυτού, και για τον παράγοντα της αποφυγής, που προβλέπεται από την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού. 279

282 -Αποτελέσµατα- 9. Ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης και των στρατηγικών και παραγόντων διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων. Βάσει (α) των συσχετίσεων και των σχέσεων πρόβλεψης του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος µε τις στρατηγικές και τους παράγοντες COPE, (β) των συσχετίσεων και των σχέσεων πρόβλεψης των διαστάσεων άγχους και αποφυγής µε τις στρατηγικές και τους παράγοντες του COPE, και (γ) των συσχετίσεων και των σχέσεων πρόβλεψης των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα, θα εξεταστεί, µε την στατιστική µέθοδο της ιεραρχικής παλινδρόµησης, ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος, στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων της προσκόλλησης και των στρατηγικών και παραγόντων διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων. Στις αναλύσεις θα συµπεριληφθούν οι µεταβλητές εκείνες για τις οποίες οι παραπάνω συσχετίσεις και σχέσεις πρόβλεψης πληρούνται και θεωρήθηκαν πως είναι σηµαντικές για περαιτέρω στατιστική διερεύνηση Ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης και των στρατηγικών της άρνησης και της παραίτησης Για να διερευνηθεί ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης µε τον παράγοντα της αποφυγής και µε τις στρατηγικές της άρνησης και της παραίτησης, διεξήχθησαν τρεις ιεραρχικές παλινδροµήσεις δύο βηµάτων µε εξαρτηµένες µεταβλητές τον παράγοντα της αποφυγής και τις στρατηγικές της άρνησης και της παραίτησης. Οι ανεξάρτητες µεταβλητές εισήχθησαν ανά οµάδες. Πρώτη οµάδα αποτέλεσαν το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα. εύτερη οµάδα αποτέλεσαν οι διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Τα δηµογραφικά στοιχεία της ηλικίας, του φύλου, του µορφωτικού επιπέδου της µητέρας και του πατέρα δε συµπεριλήφθηκαν ως µεταβλητές ελέγχου, καθώς δε βρέθηκε να υπάρχει στατιστικά σηµαντική σχέση µε τον παράγοντα της αποφυγής καθώς και τις στρατηγικές της άρνησης και της παραίτησης. Στην πρώτη ανάλυση της ιεραρχικής παλινδρόµησης (Πίνακας 82), µε εξαρτηµένη µεταβλητή τον παράγοντα της αποφυγής, ελέγχθηκε αρχικά η οµάδα των µεταβλητών που αποτέλεσαν το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα, όπου φάνηκε ότι το µοντέλο έχει στατιστική σηµαντικότητα (Fc= p=.000). Όπως δείχνουν οι τυποποιηµένοι συντελεστές 280

283 -Αποτελέσµατα- παλινδρόµησης, το θετικό συναίσθηµα προβλέπει αρνητικά (β = -.164, p =.000) και αρνητικό συναίσθηµα προβλέπει θετικά (β =.103, p =.000) την τον παράγοντα της αποφυγής. Συνεπώς, το χαµηλό θετικό συναίσθηµα µαζί µε το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα προβλέπουν την υιοθέτηση της αποφυγής για την διαχείριση µιας αγχογόνας κατάστασης σχετικά µε τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, και από κοινού εξηγούν το 11.5% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. Πέρα από την επίδραση του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, φαίνεται στο δεύτερο βήµα της παλινδρόµησης ότι ο παράγοντας της αποφυγής προβλέπεται άµεσα από τις διαστάσεις άγχους και αποφυγής, καθώς το δεύτερο µοντέλο που συνίσταται από τις διαστάσεις αποφυγής και άγχους είναι στατιστικά σηµαντικό (Fc = 12.89, p=.000). Οι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι οι διαστάσεις της αποφυγής (β =.115, p=.037) και του άγχους (β =.216, p=.000) προβλέπουν θετικά τον παράγοντα της αποφυγής. Συνεπώς, η υψηλή αποφυγή και το υψηλό άγχος προβλέπουν την υιοθέτηση της αποφυγής για τη διαχείριση µιας αγχογόνας κατάστασης και η αλλαγή της τιµής του R 2, µας πληροφορεί πως από κοινού εξηγούν ένα ποσοστό τάξεως 4.7% της συνολικής διασποράς της. Συνολικά, το µοντέλο της ιεραρχικής παλινδρόµησης στο σύνολό του δείχνει ότι οι διαστάσεις της αποφυγής και του άγχους προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, προβλέπουν τον παράγοντα της αποφυγής τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση τους µε το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα, δείχνοντας έτσι τη µερική διαµεσολάβηση του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος (βλ. Σχήµα 32). Συνολικά, το παραπάνω στατιστικά σηµαντικό µοντέλο εξηγεί ένα ποσοστό τάξεως 16.2% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. 281

284 -Αποτελέσµατα- Πίνακας 82 Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης του παράγοντα της αποφυγής (διαµεσολαβούσα µεταβλητή: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Εξαρτηµένη µεταβλητή Παράγοντας Αποφυγής Μεταβλητές Πρόβλεψης Μ1 Beta Βήµα 1 ο Θετικό συναίσθηµα -.219*** Αρνητικό συναίσθηµα.214*** Βήµα 2ο ιάσταση αποφυγής προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση άγχους προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους Μ2 Beta -.164***.103*.115*.216*** R 2 c Fc 29.59*** 12.89*** R Σηµείωση: Ν = 460 Οι συντοµογραφίες Μ1 και Μ2 αντιστοιχούν στα δύο µοντέλα τα οποία ελέγχθηκαν (Μ1: το Μοντέλο 1 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, και Μ2: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων αποφυγής και άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µετά από την αφαίρεση της επίδρασης των διαµεσολαβουσών µεταβλητών). R 2 c: η µεταβολή της τιµής R 2 Fc: η αντίστοιχη µεταβολή της τιµής F Βeta: ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης *** p <.001, ** p< *** ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής -.214*** Θετικό -.164*** συναίσθηµα.388*** -.223*** Αρνητικό.248*** Συναίσθηµα.103* Παράγοντας Αποφυγής.115* Σχήµα 32. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και τον παράγοντα της αποφυγής. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta.. *p<.05, **p<.01, ***p<

285 -Αποτελέσµατα- Στη δεύτερη ανάλυση της ιεραρχικής παλινδρόµησης (βλ. Πίνακα 83), µε εξαρτηµένη µεταβλητή τη στρατηγική της άρνησης, ελέγχθηκε αρχικά η οµάδα των µεταβλητών που αποτέλεσαν το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα, όπου φάνηκε ότι παρόλο που το µοντέλο έχει στατιστική σηµαντικότητα (Fc= 16.72, p=.000), οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι µόνο το θετικό συναίσθηµα (β = -.081, p =.000) και όχι το αρνητικό (β =.064, p =.200) αποτελεί στατιστικά σηµαντικό προβλεπτικό παράγοντα της στρατηγικής της άρνησης. Στο δεύτερο βήµα της παλινδρόµησης, µετά την αφαίρεση της επίδρασης του θετικού συναισθήµατος, το µοντέλο που εξετάζει την «καθαρή» επίδραση των διαστάσεων άγχους και αποφυγής δείχνει ότι η στρατηγική της άρνησης προβλέπεται άµεσα από τις διαστάσεις της προσκόλλησης (Fc = 15.32, p=.000). Οι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι η διάσταση της αποφυγής (β =.185, p=.000) και η διάσταση του άγχους (β =.198, p=.000) προβλέπουν θετικά τη στρατηγική της άρνησης. Συνεπώς, η υψηλή αποφυγή και το υψηλό άγχος προβλέπουν την υιοθέτηση της στρατηγικής της άρνησης για τη διαχείριση µιας αγχογόνας κατάστασης διαπροσωπικών σχέσεων, και η αλλαγή της τιµής του R 2, µας πληροφορεί πως από κοινού εξηγούν ένα µικρό ποσοστό τάξεως 5.9% της συνολικής διασποράς της. Συνολικά, το µοντέλο της ιεραρχικής παλινδρόµησης στο σύνολό της δείχνει ότι οι διαστάσεις της αποφυγής και του άγχους προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, προβλέπουν άµεσα τη στρατηγική της άρνησης, αλλά και µέσα από τη σχέση τους µε το θετικό συναίσθηµα (Σχήµα 33). 283

286 -Αποτελέσµατα- Πίνακας 83 Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της στρατηγικής της άρνησης (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Εξαρτηµένη µεταβλητή Στρατηγική της άρνησης Μεταβλητές Πρόβλεψης Μ1 Beta Βήµα 1 ο Θετικό συναίσθηµα Αρνητικό συναίσθηµα Βήµα 2ο ιάσταση αποφυγής προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση άγχους προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους -.147**.186*** Μ2 Beta -.081*** ***.198*** R 2 c Fc.16.72*** 15.32*** R Σηµείωση: Ν = 460 Οι συντοµογραφίες Μ1 και Μ2 αντιστοιχούν στα δύο µοντέλα τα οποία ελέγχθηκαν (Μ1: το Μοντέλο 1 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, και Μ2: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων αποφυγής και άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µετά από την αφαίρεση της επίδρασης των διαµεσολαβουσώνς µεταβλητών). R 2 c: η µεταβολή της τιµής R 2 Fc: η αντίστοιχη µεταβολή της τιµής F Βeta: ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης *** p <.001, ** p< *** ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής -.214*** Θετικό συναίσθηµα -.081***.388*** -.223***.248*** Αρνητικό Συναίσθηµα Στρατηγική της άρνησης.185*** Σχήµα 33. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και τη στρατηγική της άρνησης. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta.. *p<.05, **p<.01, ***p<

287 -Αποτελέσµατα- Στην τρίτη ανάλυση της ιεραρχικής παλινδρόµησης (Πίνακας 84), µε εξαρτηµένη µεταβλητή τη στρατηγική της παραίτησης, η πρώτη οµάδα των µεταβλητών του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος φάνηκε να έχει στατιστική σηµαντικότητα (Fc= 55.35, p=.000). Οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι µόνο το θετικό συναίσθηµα προβλέπει αρνητικά σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό (β = -.306, p =.000) τη στρατηγική της παραίτησης. Το χαµηλό θετικό συναίσθηµα προβλέπει την υιοθέτηση της στρατηγικής της παραίτησης για την διαχείριση µιας αγχογόνας κατάστασης σχετικά µε τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, εξηγώντας το 19.5% της συνολικής διασποράς της. Πέρα από την επίδραση του θετικού συναισθήµατος, φαίνεται στο δεύτερο βήµα της παλινδρόµησης ότι η στρατηγική της παραίτησης προβλέπεται άµεσα από τις διαστάσεις της προσκόλλησης, καθώς το δεύτερο µοντέλο που συνίσταται από τις διαστάσεις αποφυγής και άγχους είναι στατιστικά σηµαντικό (Fc = 13.98, p=.000). Οι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι οι διαστάσεις της αποφυγής (β =.167, p=.000) και του άγχους (β =.173, p=.000) προβλέπουν θετικά τη στρατηγική της παραίτησης. Συνεπώς, η υψηλή αποφυγή και το υψηλό άγχος προβλέπουν άµεσα την υιοθέτηση της στρατηγικής της παραίτησης για τη διαχείριση µιας αγχογόνας κατάστασης και η αλλαγή της τιµής r2, µας πληροφορεί πως από κοινού εξηγούν ένα ποσοστό τάξεως 4.7% της συνολικής διασποράς της. Συνολικά, το µοντέλο της ιεραρχικής παλινδρόµησης στο σύνολό της δείχνει ότι οι διαστάσεις της αποφυγής και του άγχους προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, προβλέπουν τη στρατηγική της παραίτησης τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση τους µε το θετικό συναίσθηµα, δείχνοντας έτσι τη µερική διαµεσολάβηση του θετικού συναισθήµατος (Σχήµα 34). Συνολικά, το παραπάνω στατιστικά σηµαντικό µοντέλο εξηγεί ένα ποσοστό τάξεως 24.2% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. 285

288 -Αποτελέσµατα- Πίνακας 84 Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της στρατηγικής της παραίτησης (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: θετικό και αρνητικό συναίσθηµα) Εξαρτηµένη µεταβλητή Στρατηγική της Παραίτησης Μεταβλητές Πρόβλεψης Μ1 Beta Βήµα 1 ο Θετικό συναίσθηµα Αρνητικό συναίσθηµα Βήµα 2ο ιάσταση αποφυγής προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση άγχους προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους -.365***.181*** Μ2 Beta -.306*** *** 173*** R 2 c Fc 55.35*** 13.98*** R Σηµείωση: Ν = 460 Οι συντοµογραφίες Μ1 και Μ2 αντιστοιχούν στα δύο µοντέλα τα οποία ελέγχθηκαν (Μ1: το Μοντέλο 1 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, και Μ2: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων αποφυγής και άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µετά από την αφαίρεση της επίδρασης των διαµεσολαβουσών µεταβλητών). R 2 c: η µεταβολή της τιµής R 2, Fc: η αντίστοιχη µεταβολή της τιµής F Βeta: ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης *** p <.001, ** p< *** ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής -.214*** Θετικό -.306*** συναίσθηµα.388*** -.223***.248*** Αρνητικό Συναίσθηµα Στρατηγική της παραίτησης.167*** Σχήµα 34. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και τη στρατηγική της παραίτησης. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta.. *p<.05, **p<.01, ***p<

289 -Αποτελέσµατα- Συνοψίζοντας, τα παραπάνω µοντέλα επιβεβαιώνουν τη µερική διαµεσολάβηση του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και στον παράγοντα της αποφυγής. Επίσης επιβεβαιώνουν τη µερική διαµεσολάβηση του θετικού συναισθήµατος στη σχέση των διαστάσεων προσκόλλησης και των στρατηγικών της άρνησης και της παραίτησης Ο διαµεσολαβητικός ρόλος του αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση µεταξύ της διάστασης άγχους της προσκόλλησης και της στρατηγικής της συναισθηµατικής εκτόνωσης Για να διερευνηθεί ο διαµεσολαβητικός ρόλος του αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση µεταξύ της διάστασης του άγχους της προσκόλλησης και της στρατηγικής της συναισθηµατικής εκτόνωσης, διεξήχθη µια ιεραρχική παλινδρόµηση δύο βηµάτων, µε µεταβλητή πρόβλεψης τη διάσταση του άγχους και διαµεσολαβούσα µεταβλητή το αρνητικό συναίσθηµα. Όπως φαίνεται στον Πίνακα 85, το µοντέλο παλινδρόµησης είναι στατιστικά σηµαντικό τόσο για τη διάσταση του άγχους (Fc = 51.14, p =.000) όσο και για το αρνητικό συναίσθηµα (Fc = 22.65, p =.000). Ωστόσο, οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι µόνο η διάσταση του άγχους (β =.340, p =.000) είναι στατιστικά σηµαντικός θετικός παράγοντας πρόβλεψης της στρατηγικής της συναισθηµατικής εκτόνωσης. Συνεπώς, συνολικά το µοντέλο παλινδρόµησης δείχνει πως δεν υπάρχει σχέση διαµεσολάβησης του αρνητικού συναισθήµατος. Φαίνεται ότι το υψηλό άγχος, που απεικονίζει το αρνητικό µοντέλο του εαυτού, προβλέπει άµεσα, χωρίς να αποδεικνύεται η διαµεσολάβηση του αρνητικού συναισθήµατος, την υιοθέτηση της στρατηγικής της συναισθηµατικής εκτόνωσης, εξηγώντας στο παρόν µοντέλο το 9.6% της συνολικής διασποράς της συναισθηµατικής εκτόνωσης (Σχήµα 35). 287

290 -Αποτελέσµατα- Πίνακας 85 Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της διάστασης του άγχους της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της στρατηγικής της συναισθηµατικής εκτόνωσης (διαµεσολαβούσα µεταβλητή: αρνητικό συναίσθηµα) Εξαρτηµένη µεταβλητή Στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης Μεταβλητές Πρόβλεψης Μ1 Beta Μ2 Beta Βήµα 1 ο Αρνητικό συναίσθηµα.217***.076 Βήµα 2ο ιάσταση άγχους προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους.340*** R 2 c Fc 22.65*** 51.14*** R Σηµείωση: Ν = 460 Οι συντοµογραφίες Μ1 και Μ2 αντιστοιχούν στα δύο µοντέλα τα οποία ελέγχθηκαν (Μ1: το Μοντέλο 1 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, και Μ2: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων αποφυγής και άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µετά από την αφαίρεση της επίδρασης της διαµεσολαβούσας µεταβλητής). R 2 c: η µεταβολή της τιµής R 2 Fc: η αντίστοιχη µεταβολή της τιµής F Βeta: ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης *** p <.001, ** p< *** ιάσταση άγχους.388*** Αρνητικό Συναίσθηµα Στρατηγική συναισθηµατικής εκτόνωσης Σχήµα 35. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στη διάσταση του άγχους της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, το αρνητικό συναίσθηµα και τη στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta.. *p<.05, **p<.01, ***p<

291 -Αποτελέσµατα Ο διαµεσολαβητικός ρόλος των αυτο-αντιλήψεων στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης και (α) του παράγοντα αποφυγής και (β) των στρατηγικών της άρνησης και της παραίτησης Για να διερευνηθεί ο διαµεσολαβητικός ρόλος των αυτο-αντιλήψεων στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης και του παράγοντα της αποφυγής και των στρατηγικών της άρνησης και της παραίτησης, διεξήχθησαν τρεις ιεραρχικές παλινδροµήσεις δύο βηµάτων για τον παράγοντα της αποφυγής και τις στρατηγικές της άρνησης και της παραίτησης. Οι ανεξάρτητες µεταβλητές εισήχθησαν ανά οµάδες. Πρώτη οµάδα αποτέλεσαν οι αυτο-αντιλήψεις εκείνες που συσχετίστηκαν και αποτέλεσαν παράγοντες πρόβλεψης των στρατηγικών που εξετάζονται. εύτερη οµάδα αποτέλεσαν οι διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, που όπως ήδη επιβεβαιώθηκε αποτελούν προβλεπτικούς παράγοντες των αυτο-αντιλήψεων και των στρατηγικών που εξετάζονται. Τα δηµογραφικά στοιχεία της ηλικίας, του φύλου, του µορφωτικού επιπέδου της µητέρας και του πατέρα δε συµπεριλήφθηκαν ως µεταβλητές ελέγχου, καθώς δε βρέθηκε να υπάρχει στατιστικά σηµαντική σχέση µε τον παράγοντα της αποφυγής καθώς και τις στρατηγικές της άρνησης και της παραίτησης. Στην πρώτη ανάλυση της ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων (Πίνακας 86), µε εξαρτηµένη µεταβλητή τον παράγοντα της αποφυγής, ελέγχθηκε αρχικά η αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, η οποία φάνηκε να έχει στατιστική σηµαντικότητα (Fc= p=.000). Ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης δείχνει ότι η αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργργασιακού εαυτού προβλέπει αρνητικά (β = -.213, p =.000) τον παράγοντα της αποφυγής. Συνεπώς, η αρνητική αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού προβλέπει την υιοθέτηση της αποφυγής για την διαχείριση µιας αγχογόνας κατάστασης σχετικά µε τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, εξηγώντας το 9.6% της συνολικής της διασποράς. Πέρα από την επίδραση του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, φαίνεται στο δεύτερο βήµα της παλινδρόµησης ότι ο παράγοντας της αποφυγής προβλέπεται άµεσα από τις διαστάσεις άγχους και αποφυγής, καθώς το δεύτερο µοντέλο που συνίσταται από τις διαστάσεις αποφυγής και άγχους είναι στατιστικά σηµαντικό (Fc = 15.67, p=.000). Οι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι οι διαστάσεις της αποφυγής (β =.138, p=.002) και του άγχους (β =.211, p=.000) προβλέπουν θετικά τον παράγοντα της αποφυγής. Συνεπώς, τα υψηλά επίπεδα της αποφυγής και του άγχους, που χαρακτηρίζουν τους ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης, προβλέπουν την υιοθέτηση της αποφυγής για τη διαχείριση µιας αγχογόνας 289

292 -Αποτελέσµατα- κατάστασης και η αλλαγή της τιµής R 2, µας πληροφορεί πως από κοινού εξηγούν ένα ποσοστό τάξεως 6% της συνολικής της διασποράς. Συνολικά, το µοντέλο της ιεραρχικής παλινδρόµησης στο σύνολό του δείχνει ότι οι διαστάσεις της αποφυγής και του άγχους προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, προβλέπουν τον παράγοντα της αποφυγής τόσο άµεσα όσο και έµµεσα, διαµέσου της σχέσης τους µε την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, δείχνοντας έτσι τη µερική διαµεσολάβηση της ακαδηµαϊκής αυτο-αντίληψης (Σχήµα 36). Συνολικά, το παραπάνω στατιστικά σηµαντικό µοντέλο εξηγεί ένα ποσοστό τάξεως 15.6% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. Πίνακας 86 Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης του παράγοντα της αποφυγής (διαµεσολαβούσα µεταβλητή: αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού) Εξαρτηµένη µεταβλητή Παράγοντας Αποφυγής Μεταβλητές Πρόβλεψης Μ1 Beta Μ2 Beta Βήµα 1 ο Ακαδηµαϊκός/Εργασιακός Εαυτός -.310*** -.213*** Βήµα 2ο ιάσταση αποφυγής προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση άγχους προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους.138**.211** R 2 c Fc 46.91*** 15.67*** R Σηµείωση: Ν = 460 Οι συντοµογραφίες Μ1 και Μ2 αντιστοιχούν στα δύο µοντέλα τα οποία ελέγχθηκαν (Μ1: το Μοντέλο 1 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα της αυτο-αντίληψης του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, και Μ2: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων αποφυγής και άγχους της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µετά από την αφαίρεση της επίδρασης της διαµεσολαβούσας µεταβλητής). R 2 c: η µεταβολή της τιµής R 2 Fc: η αντίστοιχη µεταβολή της τιµής F Βeta: ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης *** p <.001, ** p<

293 -Αποτελέσµατα-.211** ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής -.345*** -.120** Αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/ εργασιακού εαυτού *** Παράγοντας Αποφυγής.138** Σχήµα 36. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού και τον παράγοντα της αποφυγής αντιµετώπισης µιας αγχογόνας κατάστασης. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta.. *p<.05, **p<.01, ***p<.001. Στη δεύτερη ανάλυση της ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων (Πίνακας 87), µε εξαρτηµένη µεταβλητή τη στρατηγική της άρνησης, ελέγχθηκε στο πρώτο µοντέλο η επίδραση της αυτο-αντίληψης του ακαδηµαικού/εργασιακού εαυτού η οποία φάνηκε να έχει στατιστική σηµαντικότητα (Fc= p=.000). Ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης δείχνει ότι η αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργργασιακού εαυτού προβλέπει αρνητικά (β = -.143, p =.003) τη στρατηγική της άρνησης και συνεπώς, αρνητική αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού προβλέπει την υιοθέτηση της αποφυγής για την διαχείριση µιας αγχογόνας κατάστασης σχετικά µε τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, εξηγώντας το 5.6% της συνολικής της διασποράς. Το δεύτερο βήµα της παλινδρόµησης έδειξε ότι η στρατηγική της άρνησης προβλέπεται άµεσα από τις διαστάσεις άγχους και αποφυγής σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό (Fc = 17.54, p=.000). Οι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι οι διαστάσεις της αποφυγής (β =.203, p=.000) και του άγχους (β =.174, p=.000) προβλέπουν θετικά σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό τη στρατηγική της άρνησης. Συνεπώς, τα υψηλά επίπεδα της αποφυγής και του άγχους, που χαρακτηρίζουν τους ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης, προβλέπουν την υιοθέτηση της στρατηγικής της άρνησης για τη διαχείριση µιας αγχογόνας κατάστασης και η αλλαγή της τιµής R 2, µας πληροφορεί πως από κοινού εξηγούν ένα ποσοστό τάξεως 7% της συνολικής της διασποράς. Συνολικά, το µοντέλο της ιεραρχικής παλινδρόµησης στο σύνολό του δείχνει ότι οι διαστάσεις της αποφυγής και του άγχους προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, προβλέπουν τη στρατηγική της άρνησης τόσο άµεσα όσο και έµµεσα, διαµέσου 291

294 -Αποτελέσµατα- της σχέσης τους µε την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, δείχνοντας έτσι τη µερική διαµεσολάβηση της αυτο-αντίληψης (βλ. Σχήµα 37). Συνολικά, το παραπάνω στατιστικά σηµαντικό µοντέλο εξηγεί ένα ποσοστό τάξεως 12.6% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. Πίνακας 87 Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της στρατηγικής της άρνησης (διαµεσολαβούσα µεταβλητή: αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού) Εξαρτηµένη µεταβλητή Στρατηγική της άρνησης Μεταβλητές Πρόβλεψης Μ1 Beta Μ2 Beta Βήµα 1 ο Ακαδηµαϊκός/Εργασιακός Εαυτός -.237*** -.143** Βήµα 2ο ιάσταση αποφυγής προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση άγχους προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους.203***.174*** R 2 c Fc 26.31*** 17.54*** R Σηµείωση: Ν = 460. Οι συντοµογραφίες Μ1 και Μ2 αντιστοιχούν στα δύο µοντέλα τα οποία ελέγχθηκαν (Μ1: το Μοντέλο 1 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα της αυτοαντίληψης του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, και Μ2: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων αποφυγής και άγχους της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µετά από την αφαίρεση της επίδρασης της διαµεσολαβούσας µεταβλητής). R 2 c: η µεταβολή της τιµής R 2 Fc: η αντίστοιχη µεταβολή της τιµής F Βeta: ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης. *** p <.001, ** p< *** ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής -.345*** -.120** Αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/ εργασιακού εαυτού -.143** Στρατηγική της άρνησης.203*** Σχήµα 37. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού και την στρατηγική της 292

295 -Αποτελέσµατα- άρνησης. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta.. *p<.05, **p<.01, ***p<.001. Στην τρίτη ανάλυση της ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων (Πίνακας 88), µε εξαρτηµένη µεταβλητή τη στρατηγική της παραίτησης, ελέγχθηκε αρχικά η οµάδα αυτοαντιλήψεων του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και προσωπικού εαυτού η οποία φάνηκε να έχει στατιστικά σηµαντική προβλεπτική ισχύ (Fc= 41.05, p=.000). Οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι οι αυτο-αντιλήψεις του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και προσωπικού εαυτού προβλέπουν αρνητικά (β = -.218, p =.000, β = -.117, p =.031 αντίστοιχα) τη στρατηγική της παραίτησης και συνεπώς, οι αρνητικές αυτο-αντιλήψεις κυρίως του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και κατά δεύτερο λόγο του προσωπικού εαυτού προβλέπουν την υιοθέτηση της παραίτησης ως τρόπου διαχείρισης µιας αγχογόνας κατάστασης σχετικά µε τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, εξηγώντας από κοινού το 16% της συνολικής της διασποράς. Το δεύτερο βήµα της παλινδρόµησης έδειξε ότι η στρατηγική της παραίτησης προβλέπεται άµεσα από τις διαστάσεις άγχους και αποφυγής σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό (Fc = 11.90, p=.000). Οι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι οι διαστάσεις της αποφυγής (β =.175, p=.000) και του άγχους (β =.143, p=.003) προβλέπουν θετικά τη στρατηγική της παραίτησης. Συνεπώς, τα υψηλά επίπεδα της αποφυγής και του άγχους, που χαρακτηρίζουν τους ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης, προβλέπουν την υιοθέτηση της στρατηγικής της παραίτησης για τη διαχείριση µιας αγχογόνας κατάστασης και η αλλαγή της τιµής r2, µας πληροφορεί πως από κοινού εξηγούν ένα ποσοστό τάξεως 4.4% της συνολικής της διασποράς. Συνολικά, το µοντέλο της ιεραρχικής παλινδρόµησης στο σύνολό του δείχνει ότι οι διαστάσεις της αποφυγής και του άγχους προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, προβλέπουν τη στρατηγική της άρνησης τόσο άµεσα όσο και έµµεσα, διαµέσου της σχέσης τους µε τις αυτο-αντιλήψεις του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και προσωπικού εαυτού, επιβεβαιώνοντας έτσι τη µερική διαµεσολάβηση των παραπάνω αυτο-αντιλήψεων (βλ. Σχήµα 38). Συνολικά, το παραπάνω µοντέλο εξηγεί ένα ποσοστό τάξεως 20.4% της συνολικής διασποράς της εξαρτηµένης µεταβλητής. 293

296 -Αποτελέσµατα- Πίνακας 88 Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης δύο βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης της στρατηγικής της παραίτησης (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: αυτο-αντιλήψεις του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και του προσωπικού εαυτού) Εξαρτηµένη Μεταβλητή Στρατηγική της Παραίτησης Μεταβλητές Πρόβλεψης Μ1 Beta Βήµα 1 ο Ακαδηµαϊκός/Εργασιακός Εαυτός Προσωπικός εαυτός Βήµα 2ο ιάσταση αποφυγής προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση άγχους προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους -.250*** -.208*** Μ2 Beta -.218*** -.117*.175***.143** R 2 c Fc 41.05*** 11.90*** R Σηµείωση: Ν = 460. Οι συντοµογραφίες Μ1 και Μ2 αντιστοιχούν στα δύο µοντέλα τα οποία ελέγχθηκαν (Μ1: το Μοντέλο 1 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των αυτοαντιλήψεων του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και του προσωπικού εαυτού, και Μ2: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων αποφυγής και άγχους της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µετά από την αφαίρεση της επίδρασης της διαµεσολαβούσας µεταβλητής). R 2 c: η µεταβολή της τιµής R 2 Fc: η αντίστοιχη µεταβολή της τιµής F Βeta: ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης *** p <.001, ** p< ** ιάσταση άγχους ιάσταση αποφυγής -.319*** -.345*** Αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού -.295*** -.120** Αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/ εργασιακού εαυτού -.117*.175*** *** Στρατηγική της παραίτησης Σχήµα 38. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, τις αυτοαντιλήψεις του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και του προσωπικού εαυτού και την στρατηγική της παραίτησης. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta.. *p<.05, **p<.01, ***p<.001.

297 -Αποτελέσµατα Ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος και της αυτο-αντίληψης του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης και του παράγοντα αποφυγής Αναφορικά µε τη σχέση της προσκόλλησης µε τον παράγοντα της αποφυγής, τα παραπάνω µοντέλα ιεραρχικής παλινδρόµησης έδειξαν ότι το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα καθώς και η αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, έχουν διαµεσολαβητικό ρόλο στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης και του παράγοντα της αποφυγής. Παρακάτω θα εξεταστεί σε ένα µοντέλο ιεραρχικής παλινδρόµησης ο διαµεσολαβητικός ρόλος τόσο του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος όσο και της αυτο-αντίληψης του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και του παράγοντα της αποφυγής. Στο µοντέλο παλινδρόµησης τριών βηµάτων (Πίνακας 89), µε εξαρτηµένη µεταβλητή τον παράγοντα της αποφυγής, ελέγχθηκε στο πρώτο βήµα η επίδραση του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού και η βρέθηκε να είναι στατιστικά σηµαντική (Fc = 46.91, p =.000). Ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης δείχνει ότι ο παράγοντας της αποφυγής προβλέπεται αρνητικά από την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού (β = -.144, p =.008), συνεπώς, η αρνητική αυτο-αντίληψη προβλέπει την υιοθέτηση της αποφυγής ως τρόπου διαχείρισης µιας αγχογόνας κατάστασης. Πέρα από την επίδραση του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, στο δεύτερο βήµα της ιεραρχικής παλινδρόµησης φαίνεται ότι η επίδραση του συναισθήµατος είναι στατιστικά σηµαντική (Fc = 9.82, p =.000). Οι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι µόνο το θετικό συναίσθηµα (β =.-.122, p =.020) αποτελεί αρνητικό προβλεπτικό παράγοντα της αποφυγής. Το χαµηλό επίπεδο του θετικού συναισθήµατος προβλέπει την υιοθέτηση της αποφυγής ως τρόπου διαχείρισης µιας αγχογόνας κατάστασης. Στο τρίτο βήµα της παλινδρόµησης φαίνεται ότι η επίδραση των διαστάσεων της προσκόλλησης είναι στατιστικά σηµαντική (Fc = 9.01, p =.000). Οι διαστάσεις του άγχους (β =.183, p =.000) και της αποφυγής (β =.106, p =.023) προβλέπουν θετικά τον παράγοντα της αποφυγής, συνεπώς τα υψηλά επίπεδα τους, που συνιστούν τους ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης, προβλέπουν την υιοθέτηση της αποφυγής ως τρόπου διαχείρισης µιας αγχογόνας κατάστασης. Συνολικά, το µοντέλο παλινδρόµησης δείχνει ότι οι διαστάσεις άγχους και αποφυγής, το θετικό συναίσθηµα και η αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού αποτελούν προβλεπτικούς παράγοντες της αποφυγής. Συγκρίνοντας τους συντελεστές παλινδρόµησης 295

298 -Αποτελέσµατα- φαίνεται ότι διάσταση του άγχους είναι ο πιο σηµαντικός προβλεπτικός παράγοντας της αποφυγής διαχείρισης µιας αγχογόνας κατάστασης. Φαίνεται ότι το θετικό συναίσθηµα και η αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού διαµεσολαβούν µερικώς στη σχέση µεταξύ προσκόλλησης και αποφυγής, καθώς οι διαστάσεις του υψηλού άγχους και της υψηλής αποφυγής προβλέπουν τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση τους µε το χαµηλό θετικό συναίσθηµα και την αρνητική αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού την αποφυγή, ως τρόπο διαχείρισης µιας αγχογόνας κατάστασης που αφορά τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις (Σχήµα 39). Συνολικά το µοντέλο της ιεραρχικής παλινδρόµησης εξηγεί ένα ποσοστό τάξεως 16.9% της εξαρτηµένης µεταβλητής. Πίνακας 89 Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης τριών βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης του παράγοντα της αποφυγής (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: (α) θετικό και αρνητικό συναίσθηµα, (β) αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού) Εξαρτηµένη Μεταβλητή Παράγοντας της αποφυγής Μεταβλητές Πρόβλεψης Μ1 Beta Μ2 Beta Βήµα 1 ο Ακαδηµαϊκός/Εργασιακός Εαυτός -.310*** - Βήµα 2 ο Θετικό Συναίσθηµα Αρνητικό Συναίσθηµα Βήµα 3 ο ιάσταση αποφυγής προς τους ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση άγχους προς τους.178*** -.158**.146** Μ3 Beta -.144** -.122* *.183*** ερωτικούς/ές συντρόφους R 2 c Fc 46.91*** 9.82*** 9.01*** R Σηµείωση: Ν = 460. Οι συντοµογραφίες Μ1, Μ2 και Μ3 αντιστοιχούν στα τρία µοντέλα τα οποία ελέγχθηκαν (Μ1: το Μοντέλο 1 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα της αυτο-αντίληψης του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, Μ2: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος, µετά την αφαίρεση της πρώτης διαµεσολαβούσας µεταβλητής, δηλαδή του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, και Μ3: το Μοντέλο 3 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων αποφυγής και άγχους της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µετά από την αφαίρεση της επίδρασης των δύο διαµεσολαβουσών µεταβλητών). R 2 c: η µεταβολή της τιµής R 2 Fc: η αντίστοιχη µεταβολή της τιµής F Βeta: ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης *** p <.001, ** p<

299 -Αποτελέσµατα-.183*** ιάσταση Άγχους ιάσταση αποφυγής -.214*** Θετικό Συναίσθηµα *.106* Αυτοαντίληψη.477*** ακαδηµαϊκού/ -.144** εργασιακού Παράγοντας Αποφυγής Σχήµα 39. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, το θετικό συναίσθηµα και τον παράγοντα της αποφυγής. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta.. *p<.05, **p<.01, ***p< Ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού συναισθήµατος και των αυτο-αντιλήψεων του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και του προσωπικού εαυτού στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης και της στρατηγικής της παραίτησης Αναφορικά µε τη σχέση της προσκόλλησης µε τη στρατηγική της παραίτησης, τα παραπάνω µοντέλα ιεραρχικής παλινδρόµησης έδειξαν ότι το θετικό συναίσθηµα καθώς και οι αυτο-αντιλήψεις του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και του προσωπικού εαυτού, έχουν διαµεσολαβητικό ρόλο στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης και του παράγοντα της αποφυγής. Παρακάτω θα εξεταστεί σε ένα µοντέλο παλινδρόµησης ο διαµεσολαβητικός ρόλος τόσο του θετικού συναισθήµατος όσο και των αυτο-αντιλήψεων του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και του προσωπικού εαυτού στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και του παράγοντα της αποφυγής. Στο µοντέλο παλινδρόµησης τριών βηµάτων (Πίνακας 90), µε εξαρτηµένη µεταβλητή τη στρατηγική της παραίτησης, ελέγχθηκε στο πρώτο βήµα η επίδραση των αυτο-αντιλήψεων του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και του προσωπικού εαυτού και η βρέθηκε να είναι στατιστικά σηµαντική (Fc = 41.05, p =.000). Οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης δείχνουν ότι η στρατηγική της παραίτησης προβλέπεται αρνητικά µόνο από την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού (β = -.127, p =.018), συνεπώς, η αρνητική αυτο-αντίληψη προβλέπει την υιοθέτηση της στρατηγικής της παραίτησης ως τρόπου διαχείρισης µιας αγχογόνας κατάστασης. Πέρα από την επίδραση του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, στο 297

300 -Αποτελέσµατα- δεύτερο βήµα της ιεραρχικής παλινδρόµησης φαίνεται ότι η επίδραση του θετικού συναισθήµατος είναι στατιστικά σηµαντική (Fc = 28.58, p =.000). Ο συντελεστής παλινδρόµησης δείχνει ότι το θετικό συναίσθηµα (β =.-.267, p =.000) αποτελεί αρνητικό προβλεπτικό παράγοντα της στρατηγικής της παραίτησης. Το χαµηλό επίπεδο του θετικού συναισθήµατος προβλέπει την υιοθέτηση της παραίτησης ως τρόπου διαχείρισης µιας αγχογόνας κατάστασης. Στο τρίτο βήµα της παλινδρόµησης φαίνεται ότι η επίδραση των διαστάσεων της προσκόλλησης είναι στατιστικά σηµαντική (Fc = 10.43, p =.000). Οι διαστάσεις του άγχους (β =.143, p =.002) και της αποφυγής (β =.149, p =.001) προβλέπουν θετικά τη στρατηγική της παραίτησης, συνεπώς τα υψηλά επίπεδα τους, που συνιστούν τους ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης, προβλέπουν την υιοθέτηση της παραίτησης ως τρόπου διαχείρισης µιας αγχογόνας κατάστασης. Συνολικά, το µοντέλο παλινδρόµησης δείχνει ότι οι διαστάσεις άγχους και αποφυγής, το θετικό συναίσθηµα και η αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού αποτελούν προβλεπτικούς παράγοντες της παραίτησης. Συγκρίνοντας τους συντελεστές παλινδρόµησης φαίνεται ότι το θετικό συναίσθηµα είναι ο πιο σηµαντικός προβλεπτικός παράγοντας της αποφυγής. Φαίνεται ότι το θετικό συναίσθηµα και η αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού διαµεσολαβούν µερικώς στη σχέση µεταξύ προσκόλλησης και παραίτησης, καθώς οι διαστάσεις του υψηλού άγχους και της υψηλής αποφυγής προβλέπουν τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση τους µε το χαµηλό θετικό συναίσθηµα και την αρνητική αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού την παραίτηση, ως τρόπο διαχείρισης µιας αγχογόνας κατάστασης που αφορά τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις (Σχήµα 40). Συνολικά το µοντέλο της ιεραρχικής παλινδρόµησης εξηγεί ένα ποσοστό τάξεως 24.9% της εξαρτηµένης µεταβλητής. 298

301 -Αποτελέσµατα- Πίνακας 90 Αποτελέσµατα ιεραρχικής παλινδρόµησης τριών βηµάτων για τη διερεύνηση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους ως παράγοντα πρόβλεψης του παράγοντα της αποφυγής (διαµεσολαβούσες µεταβλητές: (α) θετικό συναίσθηµα, (β) αυτοαντιλήψεις του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και του προσωπικού εαυτού) Εξαρτηµένη Μεταβλητή Στρατηγική της παραίτησης Μεταβλητές Πρόβλεψης Μ1 Beta Βήµα 1 ο Ακαδηµαϊκός/Εργασιακός Εαυτός Προσωπικός Εαυτός -.250*** -.208*** Βήµα 2 ο Θετικό Συναίσθηµα - Μ2 Beta -.152** -.107*.287*** Μ3 Beta -.127* *** Βήµα 3 ο ιάσταση αποφυγής προς τους.149*** ερωτικούς/ές συντρόφους ιάσταση άγχους προς τους.143** ερωτικούς/ές συντρόφους R 2 c Fc R Σηµείωση: Ν = 460. Οι συντοµογραφίες Μ1, Μ2 και Μ3 αντιστοιχούν στα τρία µοντέλα τα οποία ελέγχθηκαν (Μ1: το Μοντέλο 1 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των αυτο-αντιλήψεων του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και του προσωπικού εαυτού, Μ2: το Μοντέλο 2 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα του θετικού συναισθήµατος, µετά την αφαίρεση της πρώτης διαµεσολαβούσας µεταβλητής, δηλαδή του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και του προσωπικού εαυτού, και Μ3: το Μοντέλο 3 το οποίο ελέγχει την προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων αποφυγής και άγχους της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µετά από την αφαίρεση της επίδρασης των δύο διαµεσολαβουσών µεταβλητών). R 2 c: η µεταβολή της τιµής R 2 Fc: η αντίστοιχη µεταβολή της τιµής F Βeta: ο τυποποιηµένος συντελεστής παλινδρόµησης *** p <.001, ** p< ** ιάσταση Άγχους ιάσταση αποφυγής -.214*** Θετικό Συναίσθηµα -.223*** -.267*** Αυτο-αντίληψη.477*** ακαδηµαϊκού/ -.127* εργασιακού εαυτού Στρατηγική της Παραίτησης.149*** Σχήµα 40. Σχηµατική αναπαράσταση του µοντέλου των σχέσεων που επιβεβαιώθηκαν ανάµεσα στις διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, το θετικό συναίσθηµα και την στρατηγική της παραίτησης. Οι τιµές στα βέλη είναι οι τυποποιηµένοι συντελεστές παλινδρόµησης beta.. *p<.05, **p<.01, ***p<

302 -Συζήτηση- ΜΕΡΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ Μέρος 1 ο Ενδοπροσωπική διαφοροποίηση των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης κατά την ύστερη εφηβεία και την πρώτη ενήλικη ζωή 1. Ενδοπροσωπική διαφοροποίηση µεταξύ των γενικών µοντέλων προσκόλλησης και των συγκεκριµένων µοντέλων προσκόλλησης προς τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, µε τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους 2. Ενδοπροσωπική διαφοροποίηση µεταξύ των συγκεκριµένων µοντέλων προσκόλλησης προς τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους 300

303 -Συζήτηση- Ο πρώτος βασικός στόχος της παρούσας έρευνας ήταν να διαφανεί η συνέπεια ή η ενδοπροσωπική διαφοροποίηση των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης, γενικά προς τους άλλους και προς τις συγκεκριµένες στενές διαπροσωπικές σχέσεις του ατόµου, προς τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, κατά την ύστερη εφηβεία και την πρώτη ενήλικη ζωή. Το πρώτο ερώτηµα που τέθηκε αφορούσε τη συνέπεια µεταξύ των γενικών µοντέλων προσκόλλησης και των συγκεκριµένων προς σχέσεις µοντέλων. Το δεύτερο ερώτηµα που τέθηκε αφορούσε τη σχέση µεταξύ των συγκεκριµένων µοντέλων προσκόλλησης προς τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Οι συγκεκριµένες σχέσεις που διερευνήθηκαν αφορούσαν τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, καθώς τα ερευνητικά δεδοµένα τις σηµατοδοτούν ως τις πιο σηµαντικές σχέσεις προσκόλλησης κατά τη διάρκεια της πρώτης ενήλικης ζωής (Fraley & Davis, Hazan & Zeifman, 1999, Trinke & Bartholomew, 1997). Σύµφωνα µε τα βιβλιογραφικά δεδοµένα που εξέτασαν µέχρι τώρα την ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή, διαµορφώθηκαν οι υποθέσεις της έρευνας, σύµφωνα µε τις οποίες αναµένεται να διαφοροποιούνται τα γενικά µοντέλα προσκόλλησης από τα συγκεκριµένα µοντέλα προσκόλλησης προς τις συγκεκριµένες σχέσεις, καθώς τα βιβλιογραφικά δεδοµένα συγκλίνουν στο ότι τα γενικά µοντέλα είναι περισσότερο σταθερά και ιεραρχικά ανώτερα σε σχέση µε τα συγκεκριµένα προς σχέσεις µοντέλα, τα οποία διαµορφώνονται βάσει των αλληλεπιδράσεων µε το άτοµο προς το οποίο συνάπτεται η σχέση προσκόλλησης (La Guardia et al., 2000, Overall et al., 2003, Pierce & Lydon, 2001). Επίσης, αναµένεται να διαφοροποιούνται τα µοντέλα προσκόλλησης µεταξύ των συγκεκριµένων στενών σχέσεων που εξετάστηκαν. Επειδή οι γονείς και οι συνοµήλικοι (στενοί φίλοι και ερωτικοί σύντροφοι) καλύπτουν διαφορετικές ανάγκες προσκόλλησης και επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες, είναι πιθανόν να διαφοροποιούνται µεταξύ τους µε το πέρασµα του χρόνου και να διαφαίνεται µεγαλύτερη οµοιότητα και σύνδεση µεταξύ των προσκολλήσεων προς τους συνοµηλίκους, δηλαδή προς τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, καθώς και διαφοροποίησή τους από τα µοντέλα προσκόλλησης προς τους γονείς. Τα αποτελέσµατα των αναλύσεων έδειξαν να διαµορφώνονται τρεις οµάδες µεταβλητών: η πρώτη οµάδα συµπεριλάµβανε τα άτοµα εκείνα τα οποία είχαν ασφαλή µοντέλα προσκόλλησης προς τους στενούς φίλους και προς τους γονείς, και χαµηλά επίπεδα των διαστάσεων άγχους και αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους, τα οποία συνθέτουν ασφαλή µοντέλα προσκόλλησης προς αυτούς. Συνεπώς, η πρώτη οµάδα ενέχει άτοµα τα οποία διαφαίνεται να παρουσιάζουν οµοιοµορφία και συνέπεια προς 301

304 -Συζήτηση- όλες τις σχέσεις προσκόλλησης που εξετάστηκαν. ιαφαίνεται να υπάρχει συνέπεια µεταξύ του γενικού µοντέλου και των συγκεκριµένων µοντέλων προσκόλλησης, καθώς επίσης παρατηρείται να υπάρχει συνέπεια και µεταξύ των συγκεκριµένων σχέσεων προς τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Το παρόν εύρηµα επιβεβαιώνει τη θεώρηση του Bowlby (1988), σύµφωνα µε την οποία το είδος προσκόλλησης προς τους γονείς προσδιορίζει τις κατοπινές σχέσεις του ατόµου µε τους συνοµηλίκους (φίλους και ερωτικούς/ές συντρόφους). Συνεπώς, επιβεβαιώνεται πως η ασφαλής προσκόλληση προς τους γονείς καθορίζει την ικανότητα του ατόµου να δηµιουργεί και να διατηρεί ασφαλείς σχέσεις προσκόλλησης (Feeney & Noller, Pistole, 1993). Η δεύτερη οµάδα που διαµορφώθηκε περιλάµβανε τα άτοµα που είχαν απορριπτική προσκόλληση προς τους γονείς και τους φίλους, υψηλή αποφυγή προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και υψηλή αποφυγή και απορριπτικό µοντέλο προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους. ιαφάνηκε ότι και η δεύτερη οµάδα περιλαµβάνει άτοµα τα οποία παρουσιάζουν συνέπεια και οµοιοµορφία προς το γενικό και τα συγκεκριµένα µοντέλα προσκόλλησης προς τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Σαφώς συνάγεται πως η οµοιοµορφία και η συνέπεια αφορά και τις συγκεκριµένες σχέσεις προς τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Η τρίτη οµάδα που διαµορφώθηκε συµπεριέλαβε τα άτοµα εκείνα που είχαν υψηλό επίπεδο της διάστασης άγχους γενικά προς τους άλλους, καθώς και τα µοντέλα φοβικής και έµµονης προσκόλλησης. Ως προς τις συγκεκριµένες σχέσεις, τα άτοµα είχαν υψηλή αποφυγή προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, έµµονη και φοβική προσκόλληση προς τους γονείς και έµµονη και φοβική προσκόλληση προς τους φίλους. Η τρίτη οµάδα φαίνεται να παρουσιάζει ενδοπροσωπική διαφοροποίηση στα µοντέλα προσκόλλησης, καθώς συνδυάζει δύο διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης, τον έµµονο και το φοβικό, µε κοινό χαρακτηριστικό την υψηλή διάσταση του άγχους, το αρνητικό δηλαδή µοντέλο του εαυτού, µε διαφοροποίηση όµως ως προς τη διάσταση της αποφυγής, το µοντέλο δηλαδή του άλλου. Ωστόσο πέρα από τη διαφοροποίηση, το εύρηµα αυτό επιβεβαιώνει πως η ανασφαλής προσκόλληση προς τους γονείς προσδιορίζει τη δηµιουργία ανασφαλών σχέσεων προσκόλλησης προς τους συνοµηλίκους, (Bowlby, Feeney & Noller, Pistole, 1993). Ο συνδετικός κρίκος των διαφορετικών τύπων προσκόλλησης διαφαίνεται να είναι το αρνητικό µοντέλο του εαυτού, η υψηλή διάσταση άγχους που εµπεριέχεται στους δύο τύπους σχέσεων προσκόλλησης αυτής της οµάδας. εδοµένου ότι η διαµόρφωση της σχέσης προσκόλλησης βασίζεται στην αλληλεπίδραση του ατόµου µε τα πρόσωπα προσκόλλησης και στην εκπλήρωση των προσδοκιών του µέσα από τις διαφορετικές σχέσεις, τα αποτελέσµατα δείχνουν ότι τα άτοµα 302

305 -Συζήτηση- µε υψηλή διάσταση άγχους αναπτύσσουν εναλλακτικά είτε οικειότητα, γνώρισµα του έµµονου τύπου προσκόλλησης, είτε υψηλή αποφυγή, γνώρισµα του φοβικού τύπου προσκόλλησης προς τα διαφορετικά πρόσωπα προσκόλλησης, φανερώνοντας πως είναι περισσότερο επιρρεπή, σε σύγκριση µε τις άλλες δύο οµάδες, στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε διαφορετικής σχέσης. Επίσης, τα αποτελέσµατα δείχνουν µε σαφήνεια ότι τα άτοµα µε χαµηλή διάσταση άγχους (θετικό µοντέλο του εαυτού) διαµορφώνουν µε σταθερότητα ασφαλή ή απορριπτικά µοντέλα προσκόλλησης προς όλες τις διαφορετικές στενές σχέσεις και προς τους άλλους γενικά, οδηγώντας στο συµπέρασµα πως τα άτοµα µε θετικό µοντέλο του εαυτού αναπτύσσουν σταθερά είτε οικειότητα προς τους άλλους, προς τους οποίους συνάπτεται η σχέση προσκόλλησης, είτε υψηλή αποφυγή, µε αποτέλεσµα να διαµορφώνουν σταθερά ασφαλή µοντέλα προσκόλλησης ή απορριπτικά µοντέλα προσκόλλησης. Αντίθετα, στα άτοµα µε αρνητικό µοντέλο του εαυτού διαφαίνεται ότι οι σχέσεις προσκόλλησης µπορεί να κυµαίνονται µεταξύ οικειότητας και αποφυγής παρουσιάζοντας ενδοπροσωπική διαφοροποίηση µεταξύ τους. Συµπερασµατικά, τα αποτελέσµατα της παρούσας έρευνας είναι ενδεικτικά για τη συνέπεια και σταθερότητα του γενικού και των συγκεκριµένων προς σχέσεις µοντέλων προσκόλλησης, για τα άτοµα εκείνα της ύστερης εφηβικής ηλικίας και της πρώτης ενήλικης ζωής που έχουν θετικό µοντέλο του εαυτού, χαµηλό επίπεδο άγχους και συνεπώς ταξινοµούνται στον ασφαλή και απορριπτικό τύπο προσκόλλησης. Τα άτοµα αυτά φαίνεται να έχουν µε συνέπεια υψηλή ή χαµηλή αποφυγή σε όλες τις σχέσεις προσκόλλησης προς τους γονείς, τους φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, καθώς επίσης φαίνεται ότι οι συγκεκριµένες σχέσεις παρουσιάζουν συνέπεια µε το γενικό µοντέλο προσκόλλησης. Από την άλλη πλευρά, διαφαίνεται να υπάρχει ενδοπροσωπική διαφοροποίηση στα άτοµα εκείνα που έχουν αρνητικά µοντέλο του εαυτού, υψηλό επίπεδο άγχους και συνεπώς εντάσσονται στους δύο τύπους φοβικής και έµµονης προσκόλλησης. Τα µοντέλα αυτά παρουσιάζουν συνέπεια ως προς το µοντέλο του εαυτού, ενώ διαφοροποιούνται προς τη διάσταση οικειότητας-αποφυγής προς τους άλλους. Τα παρόντα ευρήµατα επιβεβαιώνουν τα αποτελέσµατα προηγούµενων ερευνών τα οποία έδειξαν ότι η διάσταση του άγχους είναι περισσότερο σταθερή και συνεπής ως προς τις διαφορετικές σχέσεις προσκόλλησης (Klohnen et al., Pierce & Lydon, 2001). Η ισχυρότερη σχέση και η µεγαλύτερη προβλεπτική δυνατότητα της διάστασης άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους για τη διάσταση άγχους γενικά προς τους άλλους επιβεβαιώνει τα βιβλιογραφικά δεδοµένα σχετικά µε τη σταθερότητα του µοντέλου του 303

306 -Συζήτηση- εαυτού. Πιθανώς το εύρηµα αυτό να συνυφαίνεται µε την άποψη ότι η διάσταση του άγχους αφορά τις ατοµικές διαφορές σχετικά µε το πόσο αποδεκτός και αξιαγάπητος αισθάνεται κανείς καθώς και άξιος να λάβει τη βοήθεια των άλλων, και συνειρµικά αφορά τις ατοµικές διαφορές στην εκτίµηση των απειλητικών γεγονότων και στην έναρξη ανησυχιών που πυροδοτούν το σύστηµα της προσκόλλησης (Klohnen et al., 2005). Η διάσταση της αποφυγής, η οποία ενέχει το µοντέλο του άλλου, αφορά τις διαφορές τάσεων για εγγύτητα ή αποφυγή συµπεριφορών προσκόλλησης, οι οποίες φαίνεται να ποικίλλουν βάσει της αλληλεπίδρασης µε το συγκεκριµένο άτοµο προς το οποίο διαµορφώνεται η προσκόλληση και αναµένεται να είναι διαφοροποιηµένες κατά µήκος των διαφορετικών σχέσεων (La Guardia et al., 2000). Επίσης, η παρούσα έρευνα παρέχει ερευνητικές ενδείξεις για το ότι ο βαθµός θετικότητας του µοντέλου του εαυτού ρυθµίζει τη σταθερότητα και συνέπεια του µοντέλου του άλλου µεταξύ των διαφορετικών στενών σχέσεων της προσκόλλησης, καθώς και µεταξύ του γενικού και των συγκεκριµένων προς σχέσεις µοντέλων, µε αποτέλεσµα το θετικό µοντέλο του εαυτού να συνδυάζεται σταθερά κατά µήκος των διαπροσωπικών σχέσεων της προσκόλλησης µε το θετικό µοντέλο του άλλου και µε το αρνητικό µοντέλο του άλλου συνθέτοντας αντίστοιχα την ασφαλή και την απορριπτική προσκόλληση. Από την άλλη πλευρά, το αρνητικό µοντέλο του εαυτού συνδυάζεται εναλλακτικά µε το θετικό και µε το αρνητικό µοντέλο του άλλου (χαµηλό και υψηλό επίπεδο αποφυγής), συνθέτοντας τον έµµονο και το φοβικό τύπο προσκόλλησης προς τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Βάσει των βιβλιογραφικών δεδοµένων που υποστηρίζουν την ενδοπροσωπική διαφοροποίηση των µοντέλων προσκόλλησης, διαφαίνεται ότι τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή διαµορφώνονται βάσει της αλληλεπίδρασης µε τα πρόσωπα προσκόλλησης, τα οποία µπορεί να ικανοποιούν διαφορετικές ανάγκες της προσκόλλησης, σε διαφορετικούς τοµείς της ζωής του ατόµου και συνεπώς συνδέονται µε διαφορετικές ανησυχίες και προσδοκίες προσκόλλησης (La Guardia et al., Lewis, Trinke & Bartholomew, 1997). Στην παρούσα έρευνα, η ερευνητική εκτίµηση στην οποία οι περισσότερες έρευνες συγκλίνουν (Baldwin, et al., Bartholomew & Horowitz, La Guardia et al., Pierce & Lydon, Trinke & Bartholomew, 1997) ότι η δοµή και η φύση των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης µπορεί να διαφέρει µεταξύ των διαφορετικών σχέσεων του ατόµου, ακόµα και µέσα στους ίδιους τους τοµείς της ζωής του ατόµου (π.χ. πλαίσιο οικογένειας, στενής φιλίας, ερωτικών σχέσεων), φαίνεται να επιβεβαιώνεται µερικώς µέσα από τα παρόντα ευρήµατα, µόνο για τα άτοµα εκείνα που αξιολογούν τον εαυτό τους ως ανάξιο αγάπης, υποστήριξης και φροντίδας, καθώς τα εσωτερικά ενεργά µοντέλα προσκόλλησης ενέχουν αρνητικό µοντέλο του εαυτού, υψηλή δηλαδή διάσταση του άγχους, και συνάπτουν τόσο 304

307 -Συζήτηση- έµµονη όσο και φοβική προσκόλληση, βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των διαφορετικών προσώπων και σχέσεων προσκόλλησης. Φαίνεται ότι τα νεαρά άτοµα µε αρνητικό µοντέλο του εαυτού, τα οποία ταξινοµούνται στην έµµονη και φοβική προσκόλληση, είναι πιο ευέλικτα στο βαθµό οικειότητας και αποφυγής προς τα πρόσωπα προσκόλλησης, µε αποτέλεσµα να διαφοροποιούνται ως προς τις διαφορετικές σχέσεις τους Εικάζουµε πως µπορεί να διαφοροποιούνται ακόµα και µέσα στην ίδια τη σχέση προσκόλλησης προς το ίδιο πρόσωπο προσκόλλησης. Η αστάθεια αυτή µπορεί να αποσκοπεί στο να έχουν τη δυνατότητα να εκπληρώσουν τις ανάγκες προσκόλλησης µέσα στα πλαίσια της εκάστοτε σχέσης προσκόλλησης (La Guardia et al., 2000). Τα αποτελέσµατα της έρευνας µας οδηγούν να συνάγουµε το συµπέρασµα πως το µοντέλο του εαυτού των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης, αποτελεί τον εσωτερικό ρυθµιστή της ενδοπροσωπικής σταθερότητας ή διαφοροποίησης των µοντέλων προσκόλλησης προς τις διαφορετικές στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Τα παρόντα ευρήµατα παρέχουν ερευνητικές ενδείξεις για την εσωτερική οργάνωση των µοντέλων προσκόλλησης, επιτρέποντάς µας να συνάγουµε το συµπέρασµα πως τα άτοµα µε µοντέλα προσκόλλησης τα οποία εµπεριέχουν θετικό µοντέλο του εαυτού είναι «αυτοκαθοριζόµενα», ενώ τα άτοµα µε ενεργά µοντέλα προσκόλλησης, τα οποία εµπεριέχουν αρνητικό µοντέλο του εαυτού, παρουσιάζουν ενδοπροσωπική διαφοροποίηση και πιθανώς θα µπορούσαν να χαρακτηριστούν «ετεροκαθοριζόµενα» ως προς τις σχέσεις προσκόλλησης, καθώς η δυναµική αυτών των σχέσεων καθορίζεται από την αλληλεπίδραση µε το εκάστοτε πρόσωπο προσκόλλησης. Λαµβάνοντας υπόψη το ότι τα περισσότερα πρόσφατα ευρήµατα συγκλίνουν υπέρ της ενδοπροσωπικής διαφοροποίησης των µοντέλων προσκόλλησης των ενηλίκων, θα πρέπει να επιστήσουµε την προσοχή µας στη διαφορετική ερευνητική µεθοδολογία που έχει ακολουθηθεί στις διαφορετικές έρευνες. Ακόµα, ένα σηµαντικό ερώτηµα που προκύπτει είναι κατά πόσο οι εξετασθείσες σχέσεις αποτελούν σχέσεις προσκόλλησης. Ακόµα και µέσα στα πλαίσια του οικογενειακού περιβάλλοντος, θα πρέπει να προβληµατιστεί κανείς κατά πόσο όλες οι σχέσεις, για παράδειγµα οι αδερφικές, αποτελούν σχέσεις προσκόλλησης, είναι αναντικατάστατες για το άτοµο και αποτελούν το λεγόµενο «καταφύγιο ασφαλείας», ακόµα και νοερά, στις περιπτώσεις όπου ελλοχεύει κάποιος κίνδυνος για το άτοµο, πραγµατικός ή υποθετικός, και πυροδοτεί το σύστηµα της προσκόλλησης, ενεργοποιώντας το, υπερενεργοποιώντας το, ή υποενεργοποιώντας το (Mikulincer et al., 2003). Συνεπώς, τα παρόντα ευρήµατα επιβεβαιώνουν µερικώς τις δύο πρώτες υποθέσεις της έρευνας, υποστηρίζοντας τη συνέπεια µεταξύ των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους και προς τις συγκεκριµένες σχέσεις, αλλά και µεταξύ των µοντέλων 305

308 -Συζήτηση- προσκόλλησης προς τις διαφορετικές σχέσεις που εξετάστηκαν για τις οµάδες των ατόµων µε ασφαλή προσκόλληση και απορριπτική προσκόλληση υψηλής αποφυγής οι οποίες ενέχουν θετικό µοντέλο του εαυτού. Τα ευρήµατα υποστηρίζουν τη διαφοροποίηση των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης για την οµάδα των ατόµων µε φοβική και έµµονη προσκόλληση, στην οποία ενέχεται αρνητικό µοντέλο του εαυτού. 306

309 -Συζήτηση- ΜΕΡΟΣ 2 ο Προβολή χαρακτηριστικών στις οµάδες ασφαλούς, έµµονης-φοβικής και απορριπτικής προσκόλλησης 1. Αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων και γενικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς 2. Θετικό και αρνητικό συναίσθηµα 3. Στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων µε γονείς στενούς φίλους και ερωτικούς/ές συντρόφους 4. ηµογραφικά στοιχεία (φύλο, ηλικία, ερωτική σχέση) των τριών οµάδων της ασφαλούς, φοβικής- έµµονης και απορριπτικής προσκόλλησης 307

310 -Συζήτηση- 1. Αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων και γενικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς εύτερος στόχος της παρούσας έρευνας ήταν να διαφανεί η σχέση των τριών οµάδων της ασφαλούς, απορριπτικής και φοβικής έµµονης προσκόλλησης µε τις θετικές και τις αρνητικές αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους ικανοτήτων, των γενικών αυτο-αντιλήψεων της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς, καθώς και µε κάποιες συµπληρωµατικές πτυχές της έννοιας του εαυτού, όπως είναι η αυτοκριτική, η παρουσίαση ενός καλύτερου εαυτού και η ενδοπροσωπική σύγκρουση. Σύµφωνα µε την υπόθεση που τέθηκε (υπόθεση 3) και τα σχετικά ερευνητικά δεδοµένα, αναµένεται να υπάρχει διαφοροποίηση µεταξύ των τριών οµάδων ως προς τις αυτο-αντιλήψεις που εξετάστηκαν καθώς επίσης αναµένεται τα άτοµα µε ασφαλή και απορριπτική προσκόλληση να έχουν θετικότερες αυτο-αντιλήψεις σε σχέση µε τα άτοµα µε φοβική και έµµονη προσκόλληση. Τα αποτελέσµατα των στατιστικών αναλύσεων έδειξαν ότι η οµάδα της ασφαλούς προσκόλλησης, προς τις σχέσεις προς τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους καθώς και γενικά προς τους άλλους, συνδέεται µε όλες τις θετικές αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους ικανοτήτων, µε τις θετικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς, µε χαµηλά επίπεδα αυτοκριτικής αλλά και µε υψηλά επίπεδα παρουσίασης ενός καλύτερου εαυτού. Εναρµονισµένο είναι το εύρηµα ότι η ασφαλής προσκόλληση προς τους γονείς και τους φίλους συµβάλλει στην ενδυνάµωση διαφορετικών πτυχών της έννοιας του εαυτού (Paterson et al., 1995). Επίσης, σε ένα δευτερεύον επίπεδο, διαφαίνεται ότι η οµάδα της ασφαλούς προσκόλλησης συνδέεται και µε τις µέτριες αυτοαντιλήψεις του φυσικού και του ηθικού εαυτού, µε τις µέτριες αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς, της ενδοπροσωπικής σύγκρουσης. Πιο συγκεκριµένα, από τις έξι επιµέρους αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων, πολύ σηµαντική σύνδεση µε την οµάδα της ασφαλούς προσκόλλησης έχουν, κατά σειρά, οι αυτο-αντιλήψεις του ακαδηµαϊκού/εργασιακού, του οικογενειακού, του φυσικού και του ηθικού εαυτού. Κατά δεύτερο λόγο η ασφαλής προσκόλληση συνδέεται µε τις θετικές αυτο-αντιλήψεις του προσωπικού και του κοινωνικού εαυτού. Ως προς τη θετική αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, σε συναίνεση βρίσκονται ερευνητικά δεδοµένα που έχουν δείξει ότι τα άτοµα µε ασφαλείς σχέσεις προσκόλλησης έχουν µεγαλύτερα κίνητρα επίδοσης σε γνωστικές δεξιότητες, καθώς έχουν µάθει να χειρίζονται ενεργά και δηµιουργικά το αρνητικό συναίσθηµα, έχουν τη µεγαλύτερη 308

311 -Συζήτηση- δυνατή δηµιουργικότητα σε γνωστικές διαδικασίες και αναφέρουν τη θετικότερη αυτοαντίληψη νοητικής ικανότητας, σε σχέση µε τα άτοµα µε ανασφαλή προσκόλληση (Cooper et al, Mikulincer et al., 2003). Πολλά ερευνητικά δεδοµένα τονίζουν την ισχυρή σύνδεση της ασφαλούς προσκόλλησης, προς τους γονείς και τους δασκάλους, µε τη θετική ακαδηµαϊκή και εργασιακή αυτο-αντίληψης καθώς και µε τα υψηλά κίνητρα επίτευξης όπως και µε την πραγµατική ακαδηµαϊκή και εργασιακή επίδοση των ατόµων (Hammaneck, Huitt, Learner & Kruger, 1997). Ωστόσο θα πρέπει να επισηµανθεί πως η ακαδηµαϊκή/εργασιακή αυτο-αντίληψη που εστιάζεται σε κάποιο συγκεκριµένο γνωστικό αντικείµενο είναι ένας ισχυρός προβλεπτικός παράγοντας της επίδοσης του ατόµου στο αντικείµενο αυτό, παρά η γενική ακαδηµαϊκή/εργασιακή αυτο-αντίληψη (Marsh, 1992, Marsh & Yeung, 1998). Ως προς τη σύνδεση της ασφαλούς προσκόλλησης µε τη θετική οικογενειακή αυτοαντίληψη, συναφή είναι τα ευρήµατα των Walker και Greene (1986), οι οποίοι στην έρευνά τους τονίζουν τη σηµαντικότητα της ασφαλούς προσκόλλησης προς τους γονείς στην αυτοεκτίµηση των εφήβων και τη διάρκεια αυτής της σηµαντικότητας για όλο το φάσµα της εφηβικής ηλικίας και της πρώτης νεότητας. Τα άτοµα που έχουν ασφαλή µοντέλα προσκόλλησης αποδίδουν θετικούς χαρακτηρισµούς σχετικά µε την υποστήριξη που δέχονται και την ελευθερία ανταλλαγής απόψεων και συναισθηµάτων, τόσο για την τωρινή οικογένεια όσο και για την οικογένεια καταγωγής (Diehl et al., 1998). Σε συµφωνία επίσης βρίσκεται η έρευνα του Park και των συνεργατών του (2004), όπου εξετάστηκε η σύνδεση των διαφορετικών τύπων προσκόλλησης και πηγών αυτοεκτίµησης, και βρέθηκε ότι η ασφαλής προσκόλληση συνδέεται µε αυτοεκτίµηση η οποία απορρέει από την οικογενειακή υποστήριξη (Park, Croker & Mickelson, 2004). Οι υψηλές συνδέσεις της ασφαλούς προσκόλλησης µε τις αυτο-αντιλήψεις του φυσικού και του ηθικού εαυτού υποδεικνύουν ότι τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση αντιλαµβάνονται και αξιολογούν θετικά τον εαυτό τους ως προς την εµφάνιση και τη φυσική τους κατάσταση, αλλά και ως προς την ηθική προοπτική και τις ηθικές αξίες τους. Ως προς τις γενικές αυτο-αντιλήψεις, τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση έχουν κυρίως θετική αυτο-αντίληψη της ταυτότητας και της ικανοποίησης. Η αυτο-αντίληψη της ταυτότητας αφορά τη γνωστική πτυχή της έννοιας του εαυτού, τους περιγραφικούς χαρακτηρισµούς που αποδίδει ένα άτοµο στον εαυτό του, ενώ η αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης αφορά το συναίσθηµα που το άτοµο αποκοµίζει από την αυτοαξιολόγηση του (Fitts & Warren, 1996). Τα ευρήµατα συνυφαίνονται µε το θεωρητικό υπόβαθρο και τα ερευνητικά ευρήµατα σύνδεσης της ασφαλούς προσκόλλησης µε τις θετικές αναπαραστάσεις του εαυτού, τις θετικές αυτο- 309

312 -Συζήτηση- αντιλήψεις και την υψηλή αυτοεκτίµηση (Bartholomew & Horowitz, Bartholomew & Griffin, Collins & Read, Cooper et al, Feeney & Noller, 1990). Άξιο προσοχής είναι πως τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση τείνουν να παρουσιάζουν µια θετικότερη εικόνα για τον εαυτό τους και να παρουσιάζουν χαµηλή ικανότητα αυτοκριτικής. Το εύρηµα αυτό πιθανώς είναι ενδεικτικό της θετικής αυτοεικόνας και της παρουσίασης ενός καλύτερου, επιθυµητού εαυτού. Φαίνεται, λοιπόν, ότι τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση δεν κρίνουν αυστηρά τον εαυτό τους, πιθανώς διακατεχόµενα από υψηλή ικανοποίηση, θετικά συναισθήµατα προς τον εαυτό και θετικές γνωστικές εκτιµήσεις. Αναφορικά µε την οµάδα των ατόµων µε φοβική και έµµονη προσκόλληση και υψηλά επίπεδα άγχους προς τις στενές διαπροσωπικές τους σχέσεις και γενικά προς τους άλλους, τα παρόντα αποτελέσµατα δείχνουν ότι χαρακτηρίζονται από αρνητικές αυτο-αντιλήψεις των έξι επιµέρους ικανοτήτων που εξετάστηκαν καθώς και από αρνητικές γενικές αυτο-αντιλήψεις, της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. Συµπληρωµατικά, χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα ενδοπροσωπικής σύγκρουσης, δηλαδή ορίζουν τον εαυτό τους περιγράφοντας σε µεγαλύτερο βαθµό «ποιοι δεν είναι» παρά «ποιοι είναι». Επίσης χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα αυτοκριτικής και χαµηλά επίπεδα παρουσίασης ενός καλύτερου εαυτού. Λαµβάνοντας υπόψη τις πιο σηµαντικές σχέσεις µε τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις, διαφαίνεται ότι τα άτοµα µε έµµονη και φοβική προσκόλληση έχουν, κατά σειρά, αρνητικές αυτο-αντιλήψεις του προσωπικού, του φυσικού, του ηθικού και του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού. Το εύρηµα αυτό υποδεικνύει ότι τα άτοµα µε έµµονη και φοβική προσκόλληση έχουν κυρίως αρνητικές αυτο-αντιλήψεις για την προσωπικότητά τους, για την εµφάνιση και τη φυσική τους κατάσταση, για τις ηθικές αξίες και για την ακαδηµαϊκή ή εργασιακή τους ικανότητα. Σε συναίνεση βρίσκονται τα ευρήµατα άλλων ερευνών, όπου διαφάνηκε ότι τα άτοµα µε αρνητικό µοντέλο του εαυτού, τα οποία εντάσσονται στο φοβικό και έµµονο τύπο προσκόλλησης, έχουν χαµηλότερες βαθµολογίες σε συγκεκριµένες διαστάσεις τις προσωπικότητας, όπως είναι ο αυτοέλεγχος, η ενσυναίσθηση, η κοινωνικότητα και η αυτοαποδοχή (Diehl et al., 1998). Επίσης συνάδουν τα ευρήµατα ερευνών τα οποία τονίζουν τη χαµηλότερη ακαδηµαϊκή και εργασιακή αυτο-αντίληψη των ατόµων µε αρνητικό µοντέλο του εαυτού (Hamachek, Huitt, Learner & Kruger, 1997). Επιβεβαιωτικά είναι και τα ευρήµατα έρευνας σε εφηβικό πληθυσµό, όπου διαφαίνεται ότι τα άτοµα µε αγχώδη προσκόλληση αναφέρουν το χαµηλότερο επίπεδο νοητικής ικανότητας, φυσικής εµφάνισης και εικόνας του σώµατος, σε σχέση µε τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση και προσκόλληση τύπου αποφυγής (Cooper et al., 1998). Επίσης, σε συναίνεση βρίσκεται το εύρηµα που δείχνει ότι η 310

313 -Συζήτηση- έµµονη και η φοβική προσκόλληση συνδέονται µε αυτοεκτίµηση η οποία απορρέει από την φυσική ελκυστικότητα (Park et al., 2004). Ως προς τις γενικές αυτο-αντιλήψεις, διαφαίνεται πως τα άτοµα αυτής της οµάδας διακατέχονται κυρίως από χαµηλά επίπεδα ικανοποίησης από την αντιληπτή εικόνα τους και συνεπώς από χαµηλά επίπεδα αυτοαποδοχής (Fitts & Warren, 1996). Η χαµηλή αυτή ικανοποίηση απεικονίζεται και στα υψηλά επίπεδα αυτοκριτικής και της ενδοπροσωπικής σύγκρουσης. Τα άτοµα µε υψηλό επίπεδο διάστασης άγχους στις σχέσεις προσκόλλησης, φαίνεται πως περιγράφουν το πώς αντιλαµβάνονται τον εαυτό τους ορίζοντας στην ουσία ποιοι δεν είναι, δίνοντας ενδείξεις για τη χαµηλή αυτο-αντίληψη, αυτοεκτίµηση και έλλειψη αυτοαποδοχής. Επίσης, κρίνουν αυστηρά τον εαυτό τους, λόγω του χαµηλού αισθήµατος ικανοποίησης που αποκοµίζουν από την αντιλαµβανόµενη εικόνα τους. Σε συνέπεια µε τα παραπάνω ευρήµατα βρίσκονται δεδοµένα προηγούµενων ερευνών τα οποία έχουν δείξει ότι τα χαµηλά επίπεδα αυτο-αντιλήψεων συνδέονται µε τα υψηλά επίπεδα της διάστασης του άγχους προσκόλλησης (Shaver & Hazan, 1993). Τα αποτελέσµατα επιβεβαιώνουν ευρήµατα άλλων ερευνών που έχουν δείξει, σε εφηβικό πληθυσµό, ότι τα άτοµα µε αγχώδη προσκόλληση έχουν τις πιο αρνητικές αυτο-αντιλήψεις αλλά και τα πιο υψηλά επίπεδα προβληµατικής και επικίνδυνης συµπεριφοράς, σε σχέση µε τα άτοµα που έχουν διαφορετική δοµή σχέσεων προσκόλλησης (Cooper et al., 1998). Αναφορικά µε την οµάδα των ατόµων µε υψηλή διάσταση αποφυγής της προσκόλλησης και απορριπτικό τύπο προσκόλλησης, ως προς τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις και γενικά προς τους άλλους, τα αποτελέσµατα δείχνουν ότι από όλες τις αυτο-αντιλήψεις που εξετάστηκαν, τόσο τις γενικές όσο και των επιµέρους ικανοτήτων, µόνο η χαµηλή αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού συνδέεται, σε µέτριο βαθµό, και χαρακτηρίζει την οµάδα αυτή των νεαρών ατόµων. Συµπληρωµατικά, τα άτοµα αυτά χαρακτηρίζονται από µέτρια ικανότητα αυτοκριτικής, η οποία συγκλίνει στο µέσο όρο, και από χαµηλό επίπεδο ενδοπροσωπικής σύγκρουσης, η οποία υποδηλώνει την αµυντική στάση των ατόµων και την υψηλή αντιδραστικότητα ως προς τη συµπλήρωση του σχετικού ερωτηµατολογίου (Fitts & Warren, 1996). Σε άµεση σχέση και συµφωνία βρίσκονται τα ερευνητικά δεδοµένα που συγκλίνουν στο ότι τα άτοµα µε προσκόλληση τύπου αποφυγής έχουν λίγες στενές διαπροσωπικές σχέσεις, έχουν µια αρνητική στάση απέναντι στους άλλους, είναι κοινωνικά αποστασιοποιηµένα και χαρακτηρίζονται από έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων (Collins & Read, Hazan & Shaver, 1987). Συναφές είναι και το εύρηµα έρευνας σε εφηβικό πληθυσµό που τονίζει ότι οι έφηβοι µε προσκόλληση υψηλής αποφυγής έχουν τα χαµηλότερα επίπεδα κοινωνικής αυτοαντίληψης, σε σχέση µε τα άτοµα µε ασφαλή και αγχώδη προσκόλληση (Cooper et al, 1998). 311

314 -Συζήτηση- Επίσης, παρόλο που ο απορριπτικός τύπος προσκόλλησης ενέχει θετικό µοντέλο του εαυτού, η παρούσα έρευνα δεν επιβεβαιώνει τη σύνδεση του µε θετικές αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών που εξετάστηκαν. Πιθανώς τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση να µην χαρακτηρίζονται από θετικές αυτο-αντιλήψεις ή το παρόν εύρηµα είναι ενδεικτικό µεθοδολογικής αδυναµίας της έρευνας να ανιχνεύσει τα επίπεδα αυτο-αντιλήψεων των ατόµων αυτής της οµάδας. Προς αυτή τη κατεύθυνση, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ευρήµατα ερευνών που έδειξαν ότι η υψηλή αυτοεκτίµηση των ατόµων µε απορριπτική προσκόλληση δεν απορρέει από κάποια πηγή, εύρηµα που πιθανώς επιβεβαιώνει την αµυντική τους αυτοεκτίµηση, δηλαδή τη παρουσίαση µιας θετικής εικόνας του εαυτού εξαιτίας του φόβου τους να µην εκτεθούν στους άλλους, διασφαλίζοντας τα συναισθήµατα και τις αδυναµίες τους (Lopez et al., Mikulincer & Horesh, Park et al., 2004). Τα αποτελέσµατα της σχέσης των οµάδων προσκόλλησης επιβεβαιώνουν µερικώς την τρίτη υπόθεση της έρευνας, δείχνοντας πως µόνο τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση χαρακτηρίζονται από θετικές αυτο-αντιλήψεις, κυρίως του ακαδηµαϊκού/εργασιακού, οικογενειακού και φυσικού εαυτού, και όχι τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση, τα οποία χαρακτηρίζονται από αρνητική αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού. Τα άτοµα µε έµµονο και φοβικό τύπο προσκόλλησης επιβεβαιώθηκε πως χαρακτηρίζονται από αρνητικές αυτοαντιλήψεις, κυρίως του προσωπικού, του φυσικού και του ηθικού εαυτού. 2. Θετικό και αρνητικό συναίσθηµα Η τρίτη υπόθεση της παρούσας έρευνας αφορούσε επίσης τη διαφοροποίηση του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος µεταξύ των τριών οµάδων ασφαλούς, απορριπτικής και φοβικής έµµονης προσκόλλησης. Σύµφωνα µε τις υποθέσεις µας και τα σχετικά ερευνητικά δεδοµένα αναµένεται τα άτοµα µε ασφαλή και απορριπτική προσκόλληση να έχουν υψηλότερο επίπεδο θετικού συναισθήµατος και χαµηλότερο επίπεδο αρνητικού συναισθήµατος προς τον εαυτό, σε σχέση µε τα άτοµα µε φοβική και έµµονη προσκόλληση. Τα αποτελέσµατα των στατιστικών αναλύσεων επιβεβαίωσαν µερικώς την υπόθεση της έρευνας, δείχνοντας ότι πράγµατι η οµάδα της ασφαλούς προσκόλλησης χαρακτηρίζεται από υψηλό επίπεδο θετικού συναισθήµατος και χαµηλό επίπεδο αρνητικού συναισθήµατος προς τον εαυτό. Παράλληλα επιβεβαιώνουν τα δεδοµένα προηγούµενων ερευνών τα οποία έδειξαν ότι τα άτοµα µε ασφαλή µοντέλα προσκόλλησης, έχοντας πρόσβαση τόσο στα θετικά όσο και στα αρνητικά συναισθήµατα τους, έχουν υψηλότερα επίπεδα θετικών συναισθηµάτων προς τον εαυτό και προς τους άλλους. Στα πλαίσια της θεωρίας προσκόλλησης, η αίσθηση της ασφαλούς προσκόλλησης διευκολύνει την ενίσχυση του θετικού συναισθήµατος ως σχετικού 312

315 -Συζήτηση- σήµατος για τη γνωστική επεξεργασία των πληροφοριών διότι προάγει την προδιάθεση του ατόµου για συναισθηµατικές πληροφορίες (Bartholomew, Fuendeling, Kobak & Sceery, Leondari & Kiosseoglou, Mikulincer & Shaver, Mikulincer et al., 2003). Αναφορικά µε το αρνητικό συναίσθηµα προς τον εαυτό, τα ευρήµατα άλλων ερευνών δείχνουν ότι τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση έχουν επίγνωση των αρνητικών τους συναισθηµάτων καταφέρνοντας να µην καταβληθούν από αυτά (Bartholomew, Mikulincer & Orbach, 1995), καθώς επίσης τείνουν να τα βιώνουν µε πιο λειτουργικό τρόπο, σε σχέση µε τα άτοµα µε ανασφαλή προσκόλληση (Collins, 1996). Τα αποτελέσµατα της παρούσας έρευνας επίσης δείχνουν ότι τα άτοµα µε έµµονη και φοβική προσκόλληση χαρακτηρίζονται από χαµηλό επίπεδο θετικού συναισθήµατος και υψηλό επίπεδο αρνητικού συναισθήµατος προς τον εαυτό. Φαίνεται ότι όταν τα άτοµα χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα άγχους και από οικειότητα ή αποφυγή προς το πρόσωπο προσκόλλησης, τότε χαρακτηρίζονται και από υψηλό αρνητικό και χαµηλό θετικό συναίσθηµα προς τον εαυτό. Τα ερευνητικά δεδοµένα επισηµαίνουν ότι τα άτοµα µε χαµηλά επίπεδα του θετικού συναισθήµατος και υψηλά επίπεδα αρνητικού συναισθήµατος χαρακτηρίζονται από θλίψη και λήθαργο, καθώς και από ψυχολογική δυσφορία που απορρέει από αρνητικά συναισθήµατα, όπως θυµού, νευρικότητας, ενοχών και φόβου (Watson et al., 1988). Ο συνδυασµός του χαµηλού θετικού και το υψηλού αρνητικού συναισθήµατος αποτελεί ένα από τα πιο διακριτά χαρακτηριστικά γνωρίσµατα της καταθλιπτικής διάθεσης αλλά και της αγχώδους διαταραχής (Hall, Tellegen, Watson et al., 1988). Το παρόν εύρηµα συµπλέει µε προηγούµενα ερευνητικά δεδοµένα που καταδεικνύουν πως τα άτοµα µε αγχώδη µοντέλα προσκόλλησης, βιώνουν µια έντονη διέγερση των αρνητικών τους συναισθηµάτων, καθώς και µια αδιαφοροποίητη εξάπλωση και γενίκευση αυτών των αρνητικών συναισθηµάτων σε µη συσχετιζόµενα συναισθηµατικά θέµατα (Mikulincer & Orbach, 1995). Τα ερευνητικά δεδοµένα τονίζουν ότι τα άτοµα µε αγχώδη προσκόλληση δίνουν έµφαση στα αρνητικά στους συναισθήµατα τόσο ως προς τον εαυτό τους όσο και ως προς τους άλλους (Bartholomew, 1990). Επίσης τα άτοµα µε αγχώδη προσκόλληση φαίνεται να χαρακτηρίζονται από προβλήµατα ψυχικής υγείας, αγχώδους και καταθλιπτικής συµπτωµατολογίας σε µεγαλύτερο βαθµό, από ότι τα άτοµα που εντάσσονται στους λοιπούς τύπους προσκόλλησης, κυρίως κατά τα χρόνια της πρώτης ενήλικης ζωής (Burge, et al., Hammen et al., Mikulincer & Florian, 2001). Τα άτοµα αυτά χαρακτηρίζονται από 313

316 -Συζήτηση- υψηλά επίπεδα αρνητικού συναισθήµατος, το οποίο επίσης συνδέεται µε τα χαρακτηριστικά του άγχους και του νευρωτισµού (Tellegen, 1985, Watson & Clark, 1984). Ως προς την οµάδα της απορριπτικής προσκόλλησης η οποία χαρακτηρίζεται από χαµηλά επίπεδα άγχους και υψηλή αποφυγή προς τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, η παρούσα έρευνα δεν επιβεβαιώνει την υπόθεση που τέθηκε καθώς δεν παρέχει κάποιες ενδείξεις για τα επίπεδα του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος προς τον εαυτό. Επιβεβαιώνει ωστόσο δεδοµένα άλλων ερευνών τα οποία συγκλίνουν στο ότι τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση δεν αποκαλύπτουν τα συναισθήµατά τους, τα καταπιέζουν και έχουν περιορισµένη προσβασιµότητα, κυρίως στα αρνητικά τους συναισθήµατα (Bartholomew, 1990, Fraley & Shaver, 1997). Ωστόσο, τα δεδοµένα ερευνών επισηµαίνουν ότι η αποστασιοποίηση των ατόµων µε απορριπτική προσκόλληση από αρνητικά κυρίως συναισθηµατικά φορτισµένα γεγονότα, πιθανώς να µην προϋποθέτει και την ουσιαστική αποστασιοποίησή τους. (Carnelley et al, Collins & Read, Feeney & Noller, 1990), καθώς παρέχουν ενδείξεις αυξηµένων επίπεδων της νευροφυσιολογικής τους εγρήγορσης (Dozier & Kobak, Feeney & Kirkpatrick, 1996, Fraley & Shaver, 1997). Πιθανή ερµηνεία δίνουν ευρήµατα συναφών ερευνών που τονίζουν ότι τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση έχουν το µικρότερο βαθµό αυτοαποκάλυψης προσωπικών τους θεµάτων σε σύγκριση µε τα άτοµα που εντάσσονται στους λοιπούς τύπους προσκόλλησης (Mikulincer & Nachson, Snell, Weisser & Read, 2002), καταπιέζοντας τις σκέψεις και τις αναµνήσεις που συνδέονται µε θέµατα προσκόλλησης (Fraley, Garner & Shaver, Fraley & Shaver, Mikulincer & Orbach, 1995). Τα ευρήµατα της παρούσας έρευνας είναι συνεπή µε σχετικά ευρήµατα προηγούµενων ερευνών που καθιστούν καταφανή το ρυθµιστικό ρόλο των µοντέλων προσκόλλησης για τα συναισθήµατα του ατόµου, έτσι ώστε τα άτοµα µε διαφορετικό τύπο προσκόλλησης να διαφοροποιούνται ως προς το συναισθηµατικό τόνο προς τον εαυτό και προς τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις (Fuendelling, 1998, Mikulincer & Shaver, Shaver & Mikulincer, 2002). Τα αποτελέσµατα της παρούσας έρευνας και των προηγούµενων ερευνών συγκλίνουν στο συµπέρασµα ότι τα ενεργά µοντέλα της προσκόλλησης είναι δυναµικές δοµές που επικεντρώνονται στο συναίσθηµα, καθώς η ενεργοποίηση του συστήµατος προσκόλλησης πυροδοτεί τα συναισθήµατα και µέσω αυτών επηρεάζουν τις γνωστικές ερµηνείες και τις συµπεριφορικές αντιδράσεις. Οι διαφορές στη ρύθµιση των συναισθηµάτων οδηγεί τα άτοµα µε διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης να βιώνουν µε διαφορετικό τρόπο τα συναισθήµατα τους, τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά. 314

317 -Συζήτηση- 3. Στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων µε γονείς στενούς φίλους και ερωτικούς/ές συντρόφους Η τέταρτη υπόθεση της παρούσας έρευνας είχε ως στόχο να διαφανεί η διαφοροποίηση των στρατηγικών διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων µεταξύ των οµάδων µε διαφορετικά µοντέλα προσκόλλησης προς τις στενές διαπροσωπικές τους σχέσεις. Σύµφωνα µε την υπόθεση που τέθηκε και τη σχετική βιβλιογραφία, αναµένεται να υπάρχει διαφοροποίηση µεταξύ των οµάδων της ασφαλούς, έµµονης-φοβικής και απορριπτικής προσκόλλησης. Τα αποτελέσµατα της έρευνας δείχνουν ότι τα άτοµα που χαρακτηρίζονται από ασφαλή προσκόλληση προς τις στενές σχέσεις προς τους γονείς, τους φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους, δεν υιοθετούν σε σηµαντικό βαθµό τις στρατηγικές της παραίτησης, της άρνησης και της στροφής προς τη θρησκεία, οι οποίες συνθέτουν τον παράγοντα της αποφυγής ως τρόπου διαχείρισης µιας αγχογόνας κατάστασης, ενώ φαίνεται πως υιοθετούν σε σηµαντικό βαθµό τη στρατηγική της συναισθηµατικής στήριξης. Κατά δεύτερο λόγο, τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση δεν υιοθετούν τις στρατηγικές της νοητικής αποδέσµευσης, της χρήσης ουσιών και της συναισθηµατικής εκτόνωσης. Υιοθετούν τις στρατηγικές του σχεδιασµού, της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών, της θετικής επανεκτίµησης της χρήσης χιούµορ, οι οποίες συνθέτουν τους παράγοντες της αντιµετώπισης και της κοινωνικής στήριξης ως τρόπους αντιµετώπισης µιας αγχογόνας κατάστασης. Συµπερασµατικά, διαφαίνεται ότι τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση δε χρησιµοποιούν στρατηγικές οι οποίες αποσκοπούν στην αποφυγή του προβλήµατος, µέσω παραίτησης, άρνησης και στροφής προς τη θρησκεία. Χρησιµοποιούν στρατηγικές που αποσκοπούν στην αντιµετώπιση του προβλήµατος και δέχονται κοινωνική στήριξη, υιοθετώντας κατά κύριο λόγο τη στρατηγική της συναισθηµατικής στήριξης. Τα ευρήµατά µας συνυφαίνονται µε τα δεδοµένα προηγούµενων ερευνών τα οποία έδειξαν ότι τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση εκτιµούν τις αγχογόνες καταστάσεις ως λιγότερο απειλητικές, σε σχέση µε τα άτοµα µε ανασφαλή προσκόλληση, και τις αντιµετωπίζουν υιοθετώντας στρατηγικές αναζήτησης υποστήριξης (Mikulincer & Florian, Kobak & Sceery, Simpson et al., 1992). Η Feeney και οι συνεργάτες της (1999) τονίζουν ότι τα ασφαλή άτοµα, επειδή έχουν δεχθεί επανατροφοδότηση στις πρωτογενείς ανάγκες προσκόλλησης, µαθαίνουν να αναγνωρίζουν και να αντιµετωπίζουν τους παράγοντες άγχους µέσω της κοινωνικής και συναισθηµατικής υποστήριξης. Οι τάσεις αυτές φαίνονται πως προέρχονται από την επαναλαµβανόµενη επιβεβαίωση ότι η αναζήτηση εγγύτητας έχει ως αποτέλεσµα την προστασία, τη στήριξη και την ανακούφιση από το άγχος. Κατά συνέπεια, τα άτοµα µε ρεπερτόρια ασφαλούς προσκόλλησης µαθαίνουν ότι η επίγνωση και η έκθεση του άγχους εγείρει αντιδράσεις 315

318 -Συζήτηση- υποστήριξης από τους άλλους, αλλά παράλληλα ενδυναµώνεται και η αυτοαντίληψή τους, καθώς µαθαίνουν ότι και οι δικές τους ενέργειες µπορούν να οδηγήσουν σε µείωση του άγχους και στην αποτελεσµατική αντιµετώπιση εµποδίων (Mikulincer et al., 2003). Είναι σηµαντικό να επισηµανθεί ότι οι στρατηγικές της αναζήτησης συναισθηµατικής υποστήριξης, αλλά και της κοινωνικής, αναδύονται ως ξεχωριστές στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων, διότι καλύπτουν την πρωταρχική ανάγκη για ανθρώπινη επαφή στην κατάσταση ψυχολογικής δυσφορίας. Παρόλο που η αναζήτηση κοινωνικής στήριξης αφορά αντιµετώπιση που εστιάζεται στο πρόβληµα παρά στο συναίσθηµα, εµπεριέχει την έναρξη επαφής µε ένα άτοµο µε το οποίο µοιράζεται ή αναγνωρίζει το πρόβληµα αλλά και τα συναισθήµατα ψυχολογικής δυσφορίας που συνδέονται µε αυτό το πρόβληµα (Carver et al., Thompson, 2000). Τα παρόντα ευρήµατα επιβεβαιώνουν ότι τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση επιδιώκουν την ανθρώπινη επαφή και το συναισθηµατικό µοίρασµα, αναζητώντας συναισθηµατική στήριξη στη κατάσταση ψυχολογικής δυσφορίας και άγχους µιας δύσκολης διαπροσωπικής κατάστασης. Τα άτοµα που χαρακτηρίζονται από έµµονη και φοβική προσκόλληση προς τους γονείς και φίλους και γενικά προς τους άλλους, καθώς και από υψηλά επίπεδα αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, υιοθετούν σε µεγαλύτερο βαθµό τις στρατηγικές της παραίτησης, της άρνησης και της στροφής προς τη θρησκεία, οι οποίες συνθέτουν τον παράγοντα αποφυγής του προβλήµατος διαπροσωπικών σχέσεων. Προηγούµενες έρευνες τονίζουν ότι οι στρατηγικές της άρνησης, της παραίτησης και της στροφής προς τη θρησκεία συνδέονται θετικά µε το υψηλό άγχος, ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του ατόµου, ενώ αρνητικά συνδέονται η υψηλή αυτοεκτίµηση του ατόµου και η αισιοδοξία, το αίσθηµα ότι µια αγχογόνα κατάσταση µπορεί να έχει θετική έκβαση (Carver et al., 1989). Ερευνητικά δεδοµένα υποστηρίζουν ότι οι στρατηγικές που αποσκοπούν στην αποφυγή του προβλήµατος συνδέονται αρνητικά µε την ευεξία (Deisinger, Cassisi & Whitaker, 1996), ενώ κάποια άλλα δεν καταλήγουν σε σύνδεση αποφυγής και ευεξίας του ατόµου (Petrosky & Birkimer, 1991). Τα πιο πρόσφατα ερευνητικά δεδοµένα τονίζουν ότι η λειτουργικότητα των στρατηγικών αφορά το πλαίσιο µέσα στο οποίο υιοθετούνται, µε αποτέλεσµα να µη µπορεί να γενικευτεί η χρησιµότητα και η λειτουργικότητα των στρατηγικών. Για παράδειγµα, ερευνητικά δεδοµένα στηρίζουν την άποψη ότι οι στρατηγικές της αποφυγής µπορεί να αποβούν λειτουργικές κατά την έναρξη µιας αγχογόνας κατάστασης στην περίπτωση που συνοδεύονται από στρατηγικές που αποσκοπούν στην αντιµετώπιση του προβλήµατος, διότι µπορούν να ελέγξουν τα υψηλά επίπεδα αρνητικών συναισθηµάτων τα οποία ενδέχεται να εµποδίζουν την ενεργητική 316

319 -Συζήτηση- αντιµετώπιση του προβλήµατος (Levine et al., Mullen & Suls, Roth & Cohen, Suls & Fletcher, 1985). Τα δεδοµένα της παρούσας έρευνας καταλήγουν στο ότι οι στρατηγικές που συνθέτουν τον παράγοντα της αποφυγής της αγχογόνας κατάστασης συνδέονται µε ανασφαλή µοντέλα προσκόλλησης, τα οποία κυρίως χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα άγχους, από υψηλό αρνητικό συναίσθηµα, χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα και αρνητικές αυτο-αντιλήψεις επιµέρους ικανοτήτων, καθώς και από αρνητικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. Ερευνητικά δεδοµένα τα οποία εξέτασαν τη σύνδεση µεταξύ διαπροσωπικών προβληµάτων, αντιµετώπισης και κινδύνου αυτοκτονικού ιδεασµού σε 71 ενήλικους ψυχιατρικούς ασθενείς που βρίσκονται σε στάδιο αποθεραπείας, έδειξαν ότι η τάση της αποφυγής απειλητικών ή άβολων καταστάσεων είναι ο τρόπος αντιµετώπισης που συνδέεται σε µεγαλύτερο βαθµό, σε σχέση µε τους άλλους εφτά τρόπους που εκτιµήθηκαν, µε τον κίνδυνο απόπειρας αυτοκτονίας (Joshefo & Plutsik, 1994). Η αποφυγή, ως ο µόνος τρόπος αντιµετώπισης προβληµάτων, αποδεικνύεται να συνδέεται αρνητικά µε τη ψυχική υγεία των ατόµων (Thompson, 2000). Κατά δεύτερο λόγο, τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι τα άτοµα µε έµµονη και φοβική προσκόλληση υιοθετούν τις στρατηγικές της νοητικής αποδέσµευσης, της χρήσης ουσιών, της συναισθηµατικής εκτόνωσης και τέλος της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών. Φαίνεται επίσης πως δεν υιοθετούν τις στρατηγικές της χρήσης χιούµορ και του ενεργού σχεδιασµού. Συνοψίζοντας, τα άτοµα µε έµµονη και φοβική προσκόλληση υιοθετούν στρατηγικές που αποσκοπούν στην µη αντιµετώπιση του προβλήµατος, υιοθετώντας κυρίως στρατηγικές αποφυγής όπως είναι η άρνηση, η παραίτηση, η στροφή προς τη θρησκεία και κατά δεύτερο λόγο η νοητική αποδέσµευση, η χρήση ουσιών, η συναισθηµατική εκτόνωση και τέλος, σε µικρό βαθµό, η κοινωνική στήριξη-αναζήτηση πληροφοριών. Όλες οι στρατηγικές που υιοθετούνται από τα άτοµα µε έµµονη και φοβική προσκόλληση αποσκοπούν στη ρύθµιση του συναισθήµατος, αντιµετώπιση που επιβεβαιώνει τα υψηλά επίπεδα άγχους της οµάδας αυτής καθώς η εστιασµένη στα συναισθήµατα αντιµετώπιση συνδέεται µε συνέπεια µε τη παρουσία υψηλών επιπέδων ψυχολογικής δυσφορίας και άγχους (Endler & Parker, Carver et al., Heppner, Cook, Strozier & Heppner, Higgins & Endler, Leong, Bonz & Zachar, 1997). Τα δεδοµένα προηγούµενων ερευνών συνάδουν µε τα παρόντα ευρήµατα, δείχνοντας ότι τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης παίζουν ρυθµιστικό ρόλο στους τρόπους διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων (Pereg & Mikulincer, 2004). Ενδιαφέρον είναι να επισηµανθεί ότι τα 317

320 -Συζήτηση- προηγούµενα ερευνητικά δεδοµένα δείχνουν πως τα άτοµα µε αποφευκτικό µοντέλο προσκόλλησης τείνουν να υιοθετούν στρατηγικές αποστασιοποίησης και αποµάκρυνσης από την αγχογόνα κατάσταση (Feeney et al., Fraley & Shaver, Mikulincer & Florian, 1995, Mikulincer et al., 1993, Schmidt et al., 2002). Στην παρούσα έρευνα, τα αποτελέσµατα δείχνουν πως τα άτοµα τα οποία χαρακτηρίζονται από έµµονη και φοβική προσκόλληση, καθώς και από υψηλά επίπεδα άγχους προς τις διαφορετικές στενές και γενικά προς τους άλλους, χρησιµοποιούν ως επί το πλείστον τις στρατηγικές της αποφυγής προκειµένου να διαχειριστούν µια αγχογόνα διαπροσωπική κατάσταση. Μόνο το µοντέλο της φοβικής προσκόλλησης προς τους γονείς και τους φίλους, το οποίο ενέχει την υψηλή αποφυγή, βρίσκεται σε συµφωνία µε τα ευρήµατα των προηγούµενων ερευνών, ενώ τα ευρήµατά µας σηµατοδοτούν πως και τα άτοµα µε έµµονη προσκόλληση και υψηλά επίπεδα άγχους χρησιµοποιούν τις στρατηγικές της αποφυγής. Μια ερµηνεία πιθανώς µπορεί να δοθεί από τα ευρήµατα των Snyder και Pulvers (2001), οι οποίοι επισηµαίνουν ότι η αποφευκτική αντιµετώπιση δεν περιλαµβάνει µόνο την άρνηση, την απόσυρση και τις παθητικές δραστηριότητες όπως έχει προταθεί (Rokach & Brock, Rubenstein Shaver, 1982), αλλά και την επίµονη σκέψη ή αλλιώς, την "παράδοξη εντατική προσοχή στον παράγοντα άγχους". Η υιοθέτηση της στρατηγικής της συναισθηµατικής εκτόνωσης συµπλέει µε προηγούµενα ερευνητικά δεδοµένα, τα οποία έχουν δείξει ότι τα άτοµα µε ανασφαλή µοντέλα προσκόλλησης τείνουν να εκτιµούν τις αγχογόνες καταστάσεις ως περισσότερο απειλητικές µε συνέπεια να επικεντρώνονται, και πιθανώς να µεγιστοποιούν τις αρνητικές τους σκέψεις και τη συναισθηµατική κατάσταση στην οποία βρίσκονται (Mikulincer & Florian, 1995). Φαίνεται ότι η επικέντρωση αυτή µεγεθύνει τα επίπεδα άγχους µε αποτέλεσµα να δυσχεραίνεται η αντιµετώπισή του. Ως προς την υιοθέτηση της στρατηγικής της κοινωνικής υποστήριξης, τα δεδοµένα άλλων ερευνών τονίζουν πως πιθανόν αποτελεί µια σηµαντική διέξοδο στα συναισθήµατα του ατόµου. Ωστόσο, έχει θεωρηθεί ότι η στρατηγική της κοινωνικής υποστήριξης, συνδυασµένη µε όλες τις προηγούµενες στρατηγικές που αποσκοπούν στην αποφυγή του προβλήµατος, µπορεί να αποτελέσει πηγή κοινωνικής πληροφόρησης επιβεβαιωτικής για το υψηλό άγχος που προκαλεί µία κατάσταση, και συνεπώς να πιστοποιεί την υιοθέτηση της παραίτησης ή την άρνησης (Carver et al., 1989). Τέλος, τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση προς τους γονείς, φίλους, γενικά προς τους άλλους και υψηλά επίπεδα αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, φαίνεται πως δεν υιοθετούν σε σηµαντικό βαθµό τη στρατηγική της συναισθηµατικής στήριξης. Κατά δεύτερο λόγο, δεν υιοθετούν τις στρατηγικές της θετικής επανεκτίµησης, της συναισθηµατικής 318

321 -Συζήτηση- εκτόνωσης, της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών και της λήψης µέτρων. Συνεπώς δε χρησιµοποιούν τους παράγοντες της αντιµετώπισης ούτε της κοινωνικής στήριξης προκειµένου να αντιµετωπίσουν µια αγχογόνα κατάσταση. Τα αποτελέσµατα µας δίνουν πληροφορίες σχετικά µε το ποιες στρατηγικές δεν υιοθετούν τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση, ενώ δεν έχουµε κάποιο εύρηµα που να σηµατοδοτεί µε ποιον τρόπο αντιµετωπίζουν µια δύσκολη κατάσταση των στενών διαπροσωπικών τους σχέσεων. ιαφαίνεται πως σε µεγαλύτερο βαθµό δεν αναζητούν συναισθηµατική στήριξη, εύρηµα που δίνει ενδείξεις για την αναστολή των αρνητικών τους σκέψεων και συναισθηµάτων που υποστηρίζεται από παρεµφερείς έρευνες (Fraley & Shaver, Mikulincer & Florian, 1995). Τα παρόντα ευρήµατά επιβεβαιώνουν ευρήµατα άλλων ερευνών που έχουν δείξει ότι τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση χαρακτηρίζονται από έλλειψη εµπιστοσύνης προς τους άλλους (Brartholomew, Griffin & Bartolomew, 1994), αποµακρυσµένες σχέσεις, υψηλότερα επίπεδα µοναξιάς και έλλειψη κοινωνικής στήριξης από την οικογένεια (Kobak & Sceery, 1988). Ακόµα, συναινούν µε τα ερευνητικά δεδοµένα που τονίζουν το πολύ µικρό βαθµό της αυτοαποκάλυψης, η οποία απεικονίζει το βαθµό της οικειότητας στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις (Mikulincer & Nachson, Snell, Weissert & Read, 2002). Τα προηγούµενα ερευνητικά δεδοµένα τονίζουν ότι τα άτοµα µε µοντέλα προσκόλλησης τα οποία ενέχουν υψηλή αποφυγή χρησιµοποιούν στρατηγικές αποφυγής και αποµάκρυνσης από την δύσκολη κατάσταση και δεν είναι καθόλου πιθανόν να αναζητήσουν κοινωνική και συναισθηµατική στήριξη (Collins & Feeney, Mikulincer & Florian, Simpson et al., 1992). Επίσης, το παρόν εύρηµα της µη αναζήτησης κοινωνικής στήριξης συµπλέει µε προηγούµενα ερευνητικά δεδοµένα τα οποία έδειξαν πως τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση έχουν απαισιόδοξες σκέψεις και προσδοκίες µε το ρίσκο και το κόστος αναζήτησης βοήθειας από τους άλλους (Wallace & Vaux, 1993) καθώς και την αντίληψη της µη διαθεσιµότητας των άλλων (Collins & Read, Kobak & Sceery, Oghibene & Collins, Priel & Shamai, 1995). Το παρόν εύρηµα επιβεβαιώνει τα χαρακτηριστικά του υψηλού επίπεδου της αυτονοµίας και αυτεπάρκειας, τη µη αποτελεσµατική αναζήτηση βοήθειας και την έλλειψη του κοινωνικού δικτύου των ατόµων µε απορριπτική προσκόλληση. Ωστόσο, υφίστανται ερευνητικά δεδοµένα που υποστηρίζουν πως τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση συσχετίζονται θετικά µε τα υψηλά επίπεδα άγχους και όταν λαµβάνονται υπόψη οι στρατηγικές διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων, τα επίπεδα της συναισθηµατικής τους ευεξίας είναι πολύ πιο χαµηλά από αυτά των ατόµων µε έµµονο και φοβικό τύπο προσκόλλησης, επιβεβαιώνοντας τη δυσκολία διαχείρισης δύσκολων καταστάσεων και 319

322 -Συζήτηση- δικαιώνοντας το παρόν εύρηµα της έλλειψης προτίµησης σε κάποια από τις στρατηγικές αντιµετώπισης (Birnbaum, Orr, Mikulincer, & Florian, 1997; Kotler, Buzwell, Romeo, & Bowland, Larose & Bernier, 2001). Συνοψίζοντας, τα ευρήµατα της παρούσας έρευνας µε σαφήνεια δείχνουν ότι τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση και υψηλά επίπεδα αποφυγής απέφυγαν να δηλώσουν τις στρατηγικές που χρησιµοποιούν όταν εµπλέκονται σε µια δύσκολη διαπροσωπική κατάσταση, παρέχοντας µόνο ερευνητικές ενδείξεις για το ότι δεν αναζητούν κοινωνική στήριξη ούτε χρησιµοποιούν στρατηγικές εστιασµένες στην επίλυση του προβλήµατος. Συνεπώς, τα ευρήµατα δεν είναι επαρκή να σκιαγραφήσουν το προφίλ των ατόµων µε απορριπτική προσκόλληση και υψηλά επίπεδα αποφυγής, ως προς τις στρατηγικές που ακολουθούν για την αντιµετώπιση µιας δύσκολης κατάστασης, παρέχοντας µόνο πληροφόρηση σχετικά µε τα «αρνητικά» χαρακτηριστικά των ατόµων αυτών, δηλαδή τι «δεν κάνουν», προκειµένου να αντιµετωπίσουν ένα πρόβληµα µιας στενής διαπροσωπικής σχέσης, και επιβεβαιώνοντας συναφή ευρήµατα της βιβλιογραφίας για την αµυντική στάση τους και το µικρό βαθµό αυτοαποκάλυψής τους. 4. ηµογραφικά χαρακτηριστικά των τριών οµάδων της ασφαλούς, της έµµονης φοβικής και της απορριπτικής προσκόλλησης ιαφορές µεταξύ των τριών οµάδων της ασφαλούς, έµµονης και φοβικής και απορριπτικής προσκόλλησης διερευνήθηκαν ως προς την ηλικία, το φύλο, την ύπαρξη ερωτικής σχέσης καθώς και της ικανοποίησης που τα άτοµα αποκοµίζουν από αυτή καθώς και από τις στενές διαπροσωπικές τους σχέσεις µε τους γονείς, τα αδέρφια και τους στενούς φίλους. Σύµφωνα µε τις υποθέσεις της έρευνας και τη σχετική βιβλιογραφία, αναµένεται να βρεθούν διαφορές φύλου, ηλικίας, ύπαρξης ερωτικής σχέσης καθώς της ικανοποίησης των ατόµων από αυτή Ποιότητα σχέσεων προς τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Σχετικά µε τη σύναψη στενών σχέσεων και την ποιότητά τους, φαίνεται πως τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση έχουν ερωτική σχέση την οποία χαρακτηρίζουν ζεστή, ενώ τα άτοµα που εντάσσονται στις υπόλοιπες οµάδες χαρακτηρίζονται από έλλειψη ερωτικής σχέσης. Ευρήµατα τονίζουν ότι οι ενήλικες µε διαφορετικούς τύπους προσκόλλησης διαφέρουν ως 320

323 -Συζήτηση- προς την ποιότητα των ερωτικών τους σχέσεων και ότι οι τύποι προσκόλλησης άµεσα συντελούν στη ποιότητα της σχέσης και όχι απλά την απεικονίζουν (Collins, Feeney & Noller, 1990). Τα ερευνητικά δεδοµένα επιβεβαιώνουν τα ευρήµατά µας, καθώς µε συνέπεια δείχνουν ότι τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση αναφέρουν περισσότερες θετικές εµπειρίες σχέσεων, υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης και περισσότερο ποιοτικά χαρακτηριστικά σχέσεων, όπως εµπιστοσύνη και σταθερότητα στο πέρασµα του χρόνου, σε σύγκριση µε τα άτοµα που εντάσσονται στους λοιπούς τύπους προσκόλλησης (Bartholomew & Horowitz, Kobak & Sceery, Mikulincer & Horesh, Rholes, Simpson & Orina, 1999). Αξίζει να σηµειωθεί ότι τα άτοµα που εντάσσονται στη δεύτερη οµάδα της απορριπτικής προσκόλλησης χαρακτηρίζονται από την έλλειψη ζεστής σχέσης µε τον πατέρα και τα αδέρφια, καθώς και από την έλλειψη ερωτικής σχέσης, επιβεβαιώνοντας δοµικά χαρακτηριστικά του τύπου της απορριπτικής προσκόλλησης (Bartholomew & Horowitz, Collins & Read, Griffin & Bartholomew, 1994). Σύµφωνα µε τους Bartholomew και Horowitz (1991), τα άτοµα που εντάσσονται στον απορριπτικό τύπο προσκόλλησης αισθάνονται βολικά χωρίς στενές συναισθηµατικές σχέσεις, έχοντας έντονη την ανάγκη να αισθανθούν ανεξάρτητοι και αυτάρκεις, χωρίς να βασίζονται σε άλλους, και οι άλλοι σε αυτούς. Τα ερευνητικά δεδοµένα µε συνέπεια δείχνουν ότι τα άτοµα µε απορριπτικό τύπο προσκόλλησης τείνουν να αναφέρουν χαµηλά επίπεδα οικειότητας, δέσµευσης και ικανοποίησης από τις στενές διαπροσωπικές τους σχέσεις (Brennan & Shaver, Collins & Read, 1994). Το ερώτηµα για το αν η έλλειψη στενών διαπροσωπικών σχέσεων αποτελεί ένδειξη αυτονοµίας ή δείγµα ευαλωτότητας και προσαρµογής στα δεδοµένα ζωής που τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση έχουν διαµορφώσει, παραµένει ερευνητικά ανοιχτό (Fraley, Davis & Shaver, 1998). Τα άτοµα που εντάσσονται στην οµάδα της έµµονης και φοβικής προσκόλλησης χαρακτηρίζονται από έλλειψη ερωτικής σχέσης, εύρηµα που συµπλέει µε τα ευρήµατα άλλων ερευνών. Τα άτοµα µε υψηλά επίπεδα άγχους εκφράζουν µικρή ικανοποίηση από τις ερωτικές τους σχέσεις και αρνητικά συναισθήµατα, καθώς επίσης συνάπτουν σχέσεις µικρής διάρκειας (Grich & Ickes, Kafetsios & Nezleck, Mikulincer & Moresch, Simpson, Kirkpatrick & Davis, 1994). Επίσης οι άντρες µε προσκόλληση τύπου αποφυγής και οι γυναίκες µε αγχώδη προσκόλληση αναφέρουν περισσότερες αρνητικές προσδοκίες από τον εαυτό τους και από τον σύντροφό τους, στα πλαίσια µιας ερωτικής σχέσης (Pietromonaco & Carnelley, 1994). 321

324 -Συζήτηση ιαφορά των οµάδων της ύστερης εφηβικής ηλικίας, της πρώτης νεότητας και της κυρίως ενήλικης ζωής ως προς τις τρεις οµάδες ασφαλούς, έµµονης-φοβικής και απορριπτικής προσκόλλησης Εξετάζοντας τις διαφορές της ηλικίας, έρευνες επισηµαίνουν ότι η µικρή ηλικία συνδέεται µε µεγαλύτερα ποσοστά εµφάνισης του έµµονου τύπου προσκόλλησης, ενώ στις µεγαλύτερες ηλικίες διαπιστώνουµε πως υπάρχουν µεγαλύτερα ποσοστά ασφαλούς και απορριπτικής προσκόλλησης καθώς το µοντέλο του εαυτού τείνει να γίνεται θετικότερο µε το πέρασµα της ηλικίας. Πράγµατι, στην παρούσα έρευνα η µικρότερη ηλικία, 18 έως 20 χρόνων, συνδέεται µε τον έµµονο και µε το φοβικό τύπο προσκόλλησης, καθώς και µε υψηλά επίπεδα της διάστασης άγχους, ενώ τα άτοµα µεγαλύτερης ηλικίας, χρονών εντάσσονται στην οµάδα της ασφαλούς προσκόλλησης, επιβεβαιώνοντας τις υποθέσεις της έρευνας µας (υπόθεση 8 α και 8 β ). Στις µεγαλύτερες ηλικίες συναντούµε µεγαλύτερα ποσοστά ασφαλούς και απορριπτικής προσκόλλησης και υψηλότερα επίπεδα αποφυγής, πιθανώς ως συνέπεια διαδικασίας ωρίµανσης και ίσως πιο λειτουργικής ρύθµισης συναισθηµάτων (Batles & Batles, Carstensen, Isaacowitz & Charles, Kafetsios, 2002, Mickelson, Kessler & Shaver, Zhang & Labouvie-Vief, 2004), αλλά και θετικότερου µοντέλου του εαυτού, καθώς τα ερευνητικά δεδοµένα υποστηρίζουν την αύξηση της αυτοεκτίµησης και των θετικότερων αυτο-αντιλήψεων των πτυχών της έννοιας του εαυτού µε το πέρασµα της ηλικίας (Charles, Reynolds & Gatz Davila, Burge, & Hammen, Kafetsios, Mickelson et al., Robins et al., Zhang & Labouvie-Vief, 2004). Σύµφωνα µε τη θεωρία της κοινωνικής και συναισθηµατικής επιλεκτικότητας της Carstensen (1991), το άτοµο καθώς µεγαλώνει έχει πολύ καλύτερη επίγνωση, και κατά συνέπεια έλεγχο των συναισθηµάτων του. Επίσης, συναφές είναι το εύρηµα ότι τα άτοµα µεγαλύτερης ηλικίας έχουν σταθερά υψηλότερη βαθµολογία σε δοκιµασίες συναισθηµατικής νοηµοσύνης οι οποίες απεικονίζουν τη σωστή αναγνώριση και έκφραση των συναισθηµάτων τους (Kafetsios, 2004) ιαφορά των οµάδων της ύστερης εφηβικής ηλικίας, της πρώτης νεότητας και της κυρίως ενήλικης ζωής ως προς τις αυτο-αντιλήψεις επιµέρους πτυχών του εαυτού, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και τις στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων Τα αποτελέσµατα της έρευνας υποστηρίζουν τη διαφοροποίηση δύο πτυχών της έννοιας του εαυτού και δύο στρατηγικών αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων σε συνάρτηση µε την ηλικία των συµµετεχόντων. Τα αποτελέσµατα δεν υποστηρίζουν τη διαφοροποίηση του 322

325 -Συζήτηση- θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος µεταξύ των τριών οµάδων της ύστερης εφηβείας, της πρώτης νεότητας και της κυρίως ενήλικης ζωής, επιβεβαιώνοντας µερικώς την υπόθεση της έρευνας, σύµφωνα µε την οποία αναµενόταν τα άτοµα µεγαλύτερης ηλικίας να έχουν θετικότερες αυτο-αντιλήψεις, υψηλότερο ποσοστό θετικού συναισθήµατος και χαµηλότερο ποσοστό αρνητικού συναισθήµατος, καθώς επίσης να χρησιµοποιούν διαφορετικούς τρόπους αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, σε σύγκριση µε τα άτοµα µικρότερης ηλικίας (υπόθεση 8 γ ). Συγκεκριµένα, ως προς την έννοια του εαυτού διαφαίνεται πως η αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού και η κλίµακα της ενδοπροσωπικής σύγκρουσης διαφοροποιούνται σε συνάρτηση µε την ηλικία επιβεβαιώνοντας µερικώς την υπόθεση της έρευνας. Συγκεκριµένα, η οµάδα της κυρίως ενήλικης ζωής, χρονών, διαφοροποιείται από τις οµάδες της ύστερης εφηβικής ηλικίας, χρονών, και της πρώτης νεότητας, χρονών, έχοντας θετικότερη αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού. Τα αποτελέσµατα των διαφορών µεταξύ των οµάδων ηλικίας σχετικά µε την θετικότερη αυτοαντίληψη του ακαδηµαϊκού εαυτού της κυρίως ενήλικης ζωής, επιβεβαιώνουν σχετικά ευρήµατα ερευνών που έχουν δείξει την αύξηση των επιπέδων της αυτοεκτίµησης και των αυτο-αντιλήψεων κατά την ενήλικη ζωή (Zhang & Labouvie-Vief, 2004). Οι έρευνες που αφορούν τις εξελικτικές διαφορές της έννοιας του εαυτού κατά την ενήλικη ζωή είναι λιγοστές, συγκρινόµενες µε τις αντίστοιχες έρευνες που αφορούν την περίοδο της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, εξετάζοντας εξελικτικές διαφορές µεταξύ µεγάλων χρονικών διαστηµάτων, όπως για παράδειγµα µεταξύ της πρώτης ενήλικης ζωής, της µέσης και της ύστερης ενήλικης ζωής (Gove, Ortega & Style, Helson & Wink, Jaquish & Ripple, Lall, Jain & Johnson, Roberts & Bengtson, 1996). Ωστόσο, σε έρευνα όπου συµµετείχαν άτοµα ηλικίας 9-90 ετών (N= ), εξετάστηκαν οι εξελικτικές διαφορές της έννοιας του εαυτού µεταξύ κοντινότερων χρονικών διαστηµάτων και επιβεβαιώθηκαν τα ευρήµατα των προηγούµενων ερευνών. ιαφάνηκε ότι η αυτοεκτίµηση και οι επιµέρους αυτο-αντιλήψεις είναι θετικές κατά την παιδική ηλικία, πέφτουν σε χαµηλότερα επίπεδα κατά την εφηβική ηλικία, αυξάνονται σταδιακά κατά την ενήλικη ζωή και έχουν µια απότοµη πτώση κατά τα χρόνια της ύστερης ενήλικης ζωής (60-75) και της κατοπινής γεροντικής ηλικίας (Robins, Trzesniewski, Tracy, Gosling & Potter, 2002). Ως προς την κλίµακα της ενδοπροσωπικής σύγκρουσης, η οµάδα των ατόµων της κυρίως ενήλικης ζωής συναινεί σε µεγαλύτερο βαθµό µε τις θετικές δηλώσεις του ερωτηµατολογίου της έννοιας του εαυτού, σε σύγκριση µε τις δύο άλλες οµάδες των ατόµων της πρώτης ενήλικης ζωής και της ύστερης εφηβείας Το αποτέλεσµα αυτό είναι αναµενόµενο 323

326 -Συζήτηση- καθώς τα άτοµα της µικρότερης ηλικίας τείνουν να περιγράφουν τον εαυτό τους µέσω συναίνεσης µε τις αρνητικές δηλώσεις του ερωτηµατολογίου, ορίζοντας ουσιαστικά το «ποιος δεν είµαι» (Fitts & Warren, 1996). Ως προς τις στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων, τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι δύο στρατηγικές, του σχεδιασµού και της συναισθηµατικής εκτόνωσης διαφοροποιούνται σε συνάρτηση µε την ηλικία. Συγκεκριµένα, ως προς την στρατηγική του σχεδιασµού, η οµάδα της κυρίως ενήλικης ζωής, χρονών, διαφοροποιείται από την οµάδα της ύστερης εφηβικής ηλικίας, χρονών, υιοθετώντας τη στρατηγική του σχεδιασµού σε µεγαλύτερο βαθµό, ενώ ως προς τη στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης, η οµάδα της κυρίως ενήλικης ζωής, χρονών, διαφοροποιείται από την οµάδα της πρώτης ενήλικης ζωής, χρονών, υιοθετώντας τη στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης σε µικρότερο βαθµό. Τα συναφή ερευνητικά δεδοµένα υποστηρίζουν την υιοθέτηση της στρατηγικής του σχεδιασµού σε µεγαλύτερες ηλικίες, ενώ παράλληλα φαίνεται πως η µικρότερη ηλικία συνδέεται µε την εστίαση στα συναισθήµατα του άγχους και τη συναισθηµατική έκφραση σε µεγαλύτερο βαθµό (Carver et al., 1989, Mikulincer et al., 2003) ιαφορές φύλου ως προς τις τρεις οµάδες ασφαλούς, έµµονης-φοβικής και απορριπτικής προσκόλλησης Τα αποτελέσµατα δείχνουν πως οι άντρες χαρακτηρίζονται από ασφαλή προσκόλληση ενώ οι γυναίκες χαρακτηρίζονται από ανασφαλή προσκόλληση φοβικού και έµµονου τύπου. Οι επιπλέον αναλύσεις επιβεβαιώνουν πως οι άντρες έχουν υψηλότερα επίπεδα αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους, σε σύγκριση µε τις γυναίκες, ενώ οι γυναίκες έχουν υψηλότερα επίπεδα άγχους της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, σε σύγκριση µε τους άντρες. Τα ευρήµατα αυτά επιβεβαιώνουν την υπόθεση της έρευνας, σύµφωνα µε την οποία αναµενόταν οι γυναίκες να έχουν υψηλότερο ποσοστό άγχους και συνεπώς πιο αρνητικό µοντέλο εαυτού σε σύγκριση µε τους άντρες, ενώ οι άντρες αναµενόταν να έχουν υψηλότερα επίπεδα αποφυγής και συνεπώς πιο αρνητικό µοντέλο του άλλου, σε σύγκριση µε τις γυναίκες (υπόθεση 9 α ). Τα ευρήµατά µας συµπλέουν µε τα σχετικά δεδοµένα της βιβλιογραφίας. Εξετάζοντας τις διαφορές φύλου µεταξύ των τύπων προσκόλλησης, οι άντρες χαρακτηρίζονται σε µεγαλύτερο βαθµό από ασφαλή ή απορριπτικό τύπο προσκόλλησης, ενώ οι γυναίκες χαρακτηρίζονται σε µεγαλύτερο βαθµό κυρίως από φοβικό αλλά και έµµονο τύπο προσκόλλησης (Bartholomew & Horowitz, Brennan, Clark & Shaver, Kirkpatrick & Davis, Schafe & Bartholomew, 1994). 324

327 -Συζήτηση ιαφορές φύλου ως προς τις αυτο-αντιλήψεις επιµέρους πτυχών του εαυτού, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και τις στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων Τα αποτελέσµατα της έρευνας υποστηρίζουν τη διαφοροποίηση επιµέρους πτυχών της έννοιας του εαυτού και επιµέρους στρατηγικών αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων σε συνάρτηση µε το φύλο των συµµετεχόντων, χωρίς ωστόσο να υποστηρίζουν τη διαφοροποίηση των αντρών και των γυναικών ως προς το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα. Συνεπώς, τα αποτελέσµατα αυτά επιβεβαιώνουν µερικώς την υπόθεση της έρευνας, σύµφωνα µε την οποία αναµενόταν οι γυναίκες να έχουν αρνητικότερες αυτο-αντιλήψεις, υψηλότερο ποσοστό αρνητικού συναισθήµατος και χαµηλότερο ποσοστό θετικού συναισθήµατος, καθώς επίσης να χρησιµοποιούν διαφορετικούς τρόπους αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, σε σύγκριση µε τους άντρες (9 β ). Ως προς την έννοια του εαυτού, τα αποτελέσµατα δείχνουν πως οι αυτο-αντιλήψεις του φυσικού, του ηθικού και του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, όπως και της ενδοπροσωπικής σύγκρουσης και της αυτοκριτικής διαφοροποιούνται σε συνάρτηση µε το φύλο των συµµετεχόντων. Συγκεκριµένα, φαίνεται πως οι άντρες έχουν υψηλότερο θετικότερη φυσική και ακαδηµαϊκή/εργασιακή αυτο-αντίληψη, καθώς και υψηλότερα επίπεδα αυτοκριτικής, σε σύγκριση µε τις γυναίκες. Οι γυναίκες έχουν θετικότερη ηθική αυτο-αντίληψη, υψηλότερα επίπεδα αυτοκριτικής και ενδοπροσωπικής σύγκρουσης σε σύγκριση µε τους άντρες. Τα στατιστικά αποτελέσµατα σχετικά µε τη διαφορά των δύο φύλων υπέρ των αντρών, σχετικά µε τις αυτο-αντιλήψεις του φυσικού και του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού έρχονται σε συµφωνία µε βιβλιογραφικά δεδοµένα που πιστοποιούν τα χαµηλότερα επίπεδα αυτοεκτίµησης των γυναικών, τις αρνητικότερες αντιλήψεις των ικανοτήτων τους, κυρίως των ακαδηµαϊκών, και µάλιστα ανεξάρτητα από τις επιδόσεις τους (Harter, 1988, Markus & Oyserman, Muijs, 1997). Οι γυναίκες, ακόµα και σε περιπτώσεις στις οποίες έχει µετρηθεί υψηλότερη ικανότητα, έχουν χαµηλότερη αυτο-αντίληψη σε σύγκριση µε τους άντρες (Crain, Markus & Oyserman,1989). Αναφορικά µε το θέµα του φυσικού εαυτού, η οποία απεικονίζει την αντίληψη της εµφάνισης και γενικά την αίσθηση του «φαίνεσθαι», τα ερευνητικά δεδοµένα συγκλίνουν στο ότι οι γυναίκες έχουν χαµηλότερες αυτο-αντιλήψεις της εξωτερικής τους εµφάνισης σε σύγκριση µε τους άντρες, ως απόρροια πιθανώς των κοινωνικών πληροφοριών και προτύπων που δέχονται αναφορικά µε το θέµα της εµφάνισης (Harter, 1992). Φαίνεται επίσης πως οι άντρες έχουν υψηλότερα επίπεδα αυτοκριτικής και συνεπώς απαντούν µε µεγαλύτερη ειλικρίνεια σε σύγκριση µε τις γυναίκες, τα οποία τείνουν να παρουσιάζουν µια πιο επιθυµητή εικόνα του εαυτού τους. Σε συναίνεση βρίσκονται ερευνητικά 325

328 -Συζήτηση- δεδοµένα που τονίζουν πως οι γυναίκες ακολουθούν κοινωνικές νόρµες και συγκλίνουν στο µέσο, κοινωνικά αποδεκτό, όρο (Guilligan, 1982, Harter & Moncour, 1992). Ως προς τις γυναίκες, τα αποτελέσµατα δείχνουν ότι έχουν υψηλότερη αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού σε σύγκριση µε τους άντρες, η οποία απεικονίζει την αντίληψη µιας ηθικής συµπεριφοράς, σύµφωνης µε τις ηθικές αντιλήψεις του ατόµου. Επίσης έχουν υψηλότερα επίπεδα ενδοπροσωπικής σύγκρουσης, δηλαδή ορίζουν τον εαυτό τους σε µεγαλύτερο βαθµό µέσα από τη συµφωνία µε τις θετικές δηλώσεις του ερωτηµατολογίου, δηλώνοντας αυτό που αντιλαµβάνονται πως είναι, και όχι αυτό που δεν είναι, σε σύγκριση µε τους άντρες. Συνεπώς, οι άντρες έχουν µια περισσότερο αµυντική στάση απέναντι στη δήλωση των προσωπικών τους στοιχείων, ενώ για τις γυναίκες, τα υψηλά επίπεδα ενδοπροσωπικής σύγκρουσης σηµατοδοτούν µια ισορροπηµένη εικόνα για τον εαυτό, πιθανώς όµως παρέχοντας και ενδείξεις για την ύπαρξη αντίθετων, αµφιθυµικών συναισθηµάτων προς τον εαυτό (Fitts & Warren, 1996). Ως προς τις στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι οι γυναίκες υιοθετούν σε µεγαλύτερο βαθµό τις στρατηγικές της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών, της συναισθηµατικής στήριξης, της συναισθηµατικής εκτόνωσης και της νοητικής αποδέσµευσης σε σύγκριση µε τους άντρες. Από την άλλη πλευρά, οι άντρες έχουν υψηλότερο µέσο όρο και συνεπώς υιοθετούν σε µεγαλύτερο βαθµό τη στρατηγική του σχεδιασµού, σε σχέση µε τις γυναίκες. Ως προς τους τέσσερις παράγοντες, οι άντρες χρησιµοποιούν περισσότερο την αντιµετώπιση ως τρόπο διαχείρισης της αγχογόνας κατάστασης, σε σύγκριση µε τις γυναίκες, ενώ η γυναίκες χρησιµοποιούν περισσότερο την κοινωνική στήριξη, σε σύγκριση µε τους άντρες. 326

329 -Συζήτηση- ΜΕΡΟΣ 3 ο Η προβλεπτική αξία της προσκόλλησης για τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και τις στρατηγικές αντιµετώπισης αγγογόνων καταστάσεων. Ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση της προσκόλλησης και αυτο-αντιλήψεων. Ο διαµεσολαβητικός ρόλος του συναισθήµατος και των αυτο-αντιλήψεων στη σχέση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και τις στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. 1. Σχέση της προσκόλλησης µε τις αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του εαυτού και τις γενικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς 2. Σχέση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα 3. Ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, µε (α) τις αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους ικανοτήτων, και (β) τις γενικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς 4. Σχέση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µε στρατηγικές αντιµετώπισης προβληµάτων στενών διαπροσωπικών σχέσεων. 5. Ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος και των αυτοαντιλήψεων των επιµέρους ικανοτήτων στη σχέση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µε τις στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. 327

330 -Συζήτηση- 1. Σχέση της προσκόλλησης µε τις αυτο-αντιλήψεις Ο επόµενος στόχος της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνηθεί η προβλεπτική αξία της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους για τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων, καθώς και τις γενικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς (υπόθεση 5 α ). Από όλες τις σχέσεις προσκόλλησης που εξετάστηκαν, επιλέχθηκε να διερευνηθεί ο προβλεπτικός ρόλος της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους λόγω του προεξέχοντα ρόλου της στην αίσθηση ασφάλειας και συναισθηµατικής σταθερότητας των νεαρών ατόµων κατά την ύστερη εφηβική ηλικία και τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής (Fraley & Davis, Hazan & Zeifman, Trinke & Bartholomew, 1997). Τα ερευνητικά δεδοµένα συγκλίνουν στον προεξέχοντα ρόλο της ερωτικής σχέσης κυρίως κατά τα πρώτα χρόνια της νεότητας, ως πρωταρχικής πηγής εκπλήρωσης των αναγκών προσκόλλησης, χωρίς αυτό να σηµαίνει πως οι σχέσεις προσκόλλησης προς τους γονείς και τους φίλους παύουν να αποτελούν σηµαντικές σχέσεις προσκόλλησης, επιτελώντας ωστόσο άλλες λειτουργίες και καλύπτοντας διαφορετικές ανάγκες προσκόλλησης (Allen & Land, Carlo et al., Fraley & Davis, 1997). Για τη µελέτη των µοντέλων πρόβλεψης εφαρµόστηκε η στατιστική µέθοδος της πολλαπλής παλινδρόµησης. Η υπόθεση που τέθηκε υποστηρίζει τη στενή σχέση µεταξύ προσκόλλησης και αυτοαντιλήψεων καθώς και την προβλεπτική αξία της προσκόλλησης για τις αυτο-αντιλήψεις. Τα παρόντα ευρήµατα υποστηρίζουν την υπόθεση ότι οι διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους συνδέονται µε τις επιµέρους αυτοαντιλήψεις του ατόµου, καθώς και µε τις γενικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς εξηγώντας ως αρνητικοί προβλεπτικοί παράγοντες ένα ποσοστό της διακύµανσης τους. Αυτό σηµαίνει ότι τα χαµηλά επίπεδα των διαστάσεων άγχους και αποφυγής, τα οποία συνθέτουν τον ασφαλή τύπο προσκόλλησης εξηγούν τις θετικές επιµέρους αυτο-αντιλήψεις, και αντίστροφα, τα υψηλά επίπεδα του άγχους και αποφυγής, τα οποία συνθέτουν τους ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης, εξηγούν τις αρνητικές επιµέρους αυτο-αντιλήψεις. Από τις δύο διαστάσεις των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης, η διάσταση του άγχους, η οποία απεικονίζει τη θετικότητα του µοντέλου του εαυτού αποτελεί τον πρώτο προβλεπτικό παράγοντα των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων του φυσικού, του προσωπικού, του οικογενειακού και του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, ενώ η διάσταση της αποφυγής, η οποία απεικονίζει την οικειότητα ή την αποφυγή προς τα πρόσωπα προσκόλλησης (µοντέλο του άλλου) αποτελεί τον πρώτο προβλεπτικό παράγοντα των αυτο-αντιλήψεων του ηθικού και το κοινωνικού εαυτού. 328

331 -Συζήτηση- Οι δύο διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής αποτελούν περισσότερο ισχυρούς προβλεπτικούς παράγοντες για την αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού σε σχέση µε τις υπόλοιπες αυτο-αντιλήψεις. Η θετική αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού απεικονίζει το αίσθηµα επάρκειας του ατόµου ως προς την αξιολόγηση της προσωπικότητας του αντανακλώντας την υψηλή προσαρµοστικότητα του ατόµου (Fitts & Warren, 1996), χωρίς να περιλαµβάνεται η σωµατική εικόνα και οι σχέσεις µε τους άλλους και εξηγείται από την προσκόλληση προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους σε µεγαλύτερο βαθµό από ότι οι λοιπές επιµέρους αυτο-αντιλήψεις. Είναι σηµαντικό να επισηµανθεί πως στη παρούσα έρευνα η αυτοαντίληψη του προσωπικού εαυτού αποτελεί τον πρώτο και περισσότερο σηµαντικό προβλεπτικό παράγοντα της συνολικής αυτο-αντίληψης. Σχετικά µε τις γενικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς, τα αποτελέσµατα δείχνουν ότι και οι δύο διαστάσεις άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους αποτελούν προβλεπτικούς παράγοντες τους. Τα άτοµα µε χαµηλά επίπεδα άγχους και αποφυγής (ασφαλής προσκόλληση) προβλέπεται να έχουν θετικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς, ενώ τα άτοµα µε υψηλά επίπεδα άγχους και αποδοχής (ανασφαλής προσκόλληση) προβλέπεται να έχουν αρνητικές αυτο-αντιλήψεις. Παρατηρούµε ότι οι αυτοαντιλήψεις της ταυτότητας («εσωτερικός εαυτός») και της συµπεριφοράς («περιγραφή του εαυτού που παρατηρείται από τους άλλους») επηρεάζονται πρώτιστα από τη διάσταση της οικειότητας-αποφυγής προς τους άλλους, ενώ η διάσταση της ικανοποίησης («αίσθηµα ικανοποίησης και αυτοαποδοχής») εξηγείται πρώτιστα από τη διάσταση του άγχους. Τα αποτελέσµατα δείχνουν ότι η προσκόλληση έχει ισχυρότερη επίδραση κυρίως στην αυτοαντίληψη της ικανοποίησης, η οποία απεικονίζει τη διαφορά του πραγµατικού και του ιδανικού εαυτού, το αίσθηµα της ευχαρίστησης από την αντίληψη του εαυτού και το επίπεδο της αυτοαποδοχής του ατόµου. Σε συνέπεια βρίσκονται πολλά προγενέστερα ερευνητικά δεδοµένα που έχουν δείξει τη στενή σχέση της προσκόλλησης και της αυτοεκτίµησης κατά την εφηβική και πρώτη ενήλικη ζωή (Arbona & Power, Allen & Land, Bartholomew, Bartholomew & Griffin, Black & McCartney, Bylsma et al., Cooper et al, Fass & Tubman, Hoffman et al., Laible et al., Thompson, 2000). 329

332 -Συζήτηση- 2. Σχέση της προσκόλλησης µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα Ο επόµενος στόχος της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνηθεί η προβλεπτική αξία της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους για το θετικό και για το αρνητικό συναίσθηµα προς τον εαυτό. Σύµφωνα µε την υπόθεση της έρευνας, το µοντέλο προσκόλλησης αναµενόταν να συνδέεται και ερµηνεύει ως προβλεπτικός παράγοντας το θετικό και κυρίως το αρνητικό συναίσθηµα (υπόθεση 5 β ). Οι στατιστικές αναλύσεις, επιβεβαιώνοντας την υπόθεσή µας, έδειξαν ότι οι διαστάσεις προσκόλλησης συνδέονται µε το αρνητικό και θετικό συναίσθηµα και είναι σηµαντικοί προβλεπτικοί παράγοντές του. Φάνηκε ότι τα χαµηλά επίπεδα της αποφυγής και του άγχους, που συνθέτουν τον ασφαλή τύπο προσκόλλησης, προβλέπουν τα υψηλά επίπεδα του θετικού συναισθήµατος και τα χαµηλά επίπεδα του αρνητικού συναισθήµατος και αντίστροφα, τα υψηλά επίπεδα του άγχους και αποφυγής, που συνθέτουν τους ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης, προβλέπουν το χαµηλά επίπεδα του θετικού συναισθήµατος και τα υψηλά επίπεδα του αρνητικού συναισθήµατος. Το εύρηµα αυτό επιβεβαιώνει το ότι ο ασφαλής τύπος προσκόλλησης συνδέεται και προβλέπει το υψηλό θετικό συναίσθηµα και χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα, ενώ οι ανασφαλείς τύποι προσκόλλησης συνδέονται και προβλέπουν το χαµηλό θετικό και υψηλό αρνητικό συναίσθηµα προς τον εαυτό. Στα πλαίσια της θεωρίας προσκόλλησης, η αίσθηση της ασφαλούς προσκόλλησης διευκολύνει την ενίσχυση του θετικού συναισθήµατος, ως σχετικού σήµατος για τη γνωστική επεξεργασία των πληροφοριών διότι προάγει τη προδιάθεση του ατόµου για συναισθηµατικές πληροφορίες (Bartholomew, Collins, Fuendeling, Kafetsios, 2001). Φάνηκε επίσης ότι η προβλεπτική αξία των διαστάσεων προσκόλλησης είναι περισσότερο ισχυρή για το αρνητικό συναίσθηµα, εύρηµα που συγκλίνει µε δεδοµένα που δείχνουν ότι τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης επικεντρώνονται περισσότερο στη ρύθµιση του αρνητικού συναισθήµατος (Mikulincer et al., 2003) καθώς οι στρατηγικές που συνδέονται µε την προσκόλληση αναπτύσσονται ουσιαστικά για τη ρύθµιση της ψυχολογικής δυσφορίας και του άγχους (Mikulincer & Sheffi, 2000). Ακόµα διαφάνηκε ότι η διάσταση του άγχους, που αφορά τη θετικότητα του µοντέλου του εαυτού, είναι πιο ισχυρός προβλεπτικός παράγοντας του αρνητικού συναισθήµατος, σε σχέση µε την αποφυγή. Αντίθετα το θετικό συναίσθηµα προβλέπεται πρώτιστα από τη διάσταση της αποφυγής και δευτερευόντως από τη διάσταση του άγχους, µε µικρή όµως διαφορά της προβλεπτικής αξίας των δύο διαστάσεων. Μπορούµε να πούµε, συγκρίνοντας την προβλεπτική αξία των δύο διαστάσεων, ότι κυρίως η διάσταση του άγχους, δηλαδή ο βαθµός θετικότητας του µοντέλου του εαυτού επηρεάζει το αρνητικό συναίσθηµα, ενώ η διάσταση 330

333 -Συζήτηση- οικειότητας-αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους κυρίως επηρεάζει το θετικό συναίσθηµα του ατόµου. Τα αποτελέσµατα σχετικών ερευνών σχετικά µε τα υψηλά επίπεδα του άγχους προσκόλλησης συγκλίνουν στην επίδραση της χρόνιας έκθεσης του ατόµου σε αρνητικές συνθήκες, οι οποίες οδηγούν στην επαναλαµβανόµενη και εκτεταµένη χρήση στρατηγικών υπερδραστηριοποίησης της προσκόλλησης οι οποίες διατηρούν τα υψηλά επίπεδα του αρνητικού συναισθήµατος (Feeney et al., Mikulincer & Shaver, Mikulincer et al., 2003). Τα δεδοµένα αυτά συγκλίνουν µε τη θεώρηση της προσκόλλησης ως ενός σηµαντικού πλαισίου κατανόησης της διαδικασίας της ρύθµισης των συναισθηµάτων. Με απαρχή τις θεωρητικές τοποθετήσεις του Bowlby (1982/1969), δόθηκε έµφαση στη προστατευτική λειτουργία των διαπροσωπικών σχέσεων και στη σηµαντικότητά τους ως βάση ατοµικών διαφορών της ρύθµισης των συναισθηµάτων σε όλη τη διάρκεια της ζωής Η σχέση του συναισθήµατος µε τις αυτο-αντιλήψεις Παρόλο που δεν τέθηκε άµεσα ο στόχος της διερεύνησης της προβλεπτικής αξίας του συναισθήµατος προς τον εαυτό πάνω στις εξεταζόµενες αυτο-αντιλήψεις, ωστόσο αποτέλεσε έµµεσο στόχο της παρούσας έρευνας και απαραίτητο βήµα για τη διερεύνηση των ιεραρχικών µοντέλων που εξετάστηκαν, βάσει των υποθέσεων 6 και 7. Ο ισχυρή προβλεπτική αξία του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος για τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων καθώς και για τις γενικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς βρίσκεται σε συνέπεια µε την άποψη ότι η αυτο-αντίληψη είναι µια δοµή µε συναισθηµατική βάση, µε συνέπεια τα συναισθήµατα προς τον εαυτό να προηγούνται της κρίσης της αξιολόγησης (Brown, 1993.Coopersmith, Harter, Rogers, Shavelson et al., Sullivan, 1953). Τα ερευνητικά δεδοµένα τονίζουν την άρρηκτη σχέση µεταξύ των συναισθηµάτων προς τον εαυτό και των αυτοαντιλήψεων, δίνοντας σαφή στοιχεία για την αλληλεπίδρασή τους και ερευνητικές ενδείξεις για την κατεύθυνση αυτών των σχέσεων (Harter, Λεονταρή, Μακρή-Μπότσαρη, 2001). 3. Ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση της προσκόλλησης µε (α) τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις, και (β) τις γενικές αυτοαντιλήψεις της ταυτότητας της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς Ο στόχος διερεύνησης της 6 ης υπόθεσης της έρευνας αφορούσε το διαµεσολαβητικό ρόλο του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων 331

334 -Συζήτηση- προσκόλλησης και των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων ικανοτήτων, καθώς και των γενικών αυτοαντιλήψεων της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. Η υπόθεση της έρευνας υποστήριζε το διαµεσολαβητικό ρόλο του συναισθήµατος στη σχέση της προσκόλλησης και αυτο-αντιλήψεων, διότι η προσκόλληση είναι άµεσα συνυφασµένη µε τη ρύθµιση των συναισθηµάτων του ατόµου (Fuendelling, 1998). και θεωρητικά υποστηρίζεται ότι τα συναισθήµατα προς τον εαυτό προηγούνται των αυτοαξιολογητικών δοµών της αυτοεκτίµησης και της αυτο-αντίληψης και ρυθµίζουν τόσο τις θετικές όσο και τις αρνητικές αυτο-αντιλήψεις σε επιµέρους τοµείς της ζωής του ατόµου (Brown, 1993). Ως προς την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού, τα αποτελέσµατα επιβεβαιώνουν µερικώς την υπόθεσή µας δείχνοντας τη µερική διαµεσολάβηση του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση της διάστασης του άγχους και της αυτο-αντίληψης του φυσικού εαυτού. Φαίνεται ότι µόνο η διάσταση του άγχους, η οποία αφορά το µοντέλο του εαυτού, προβλέπει την αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση της µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα. Συνεπώς, η χαµηλή διάσταση άγχους προβλέπει τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση της µε το υψηλό θετικό συναίσθηµα και το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα τη θετική αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού. Από την άλλη πλευρά, τα υψηλά επίπεδα άγχους προβλέπουν άµεσα, όσο και µέσα από τη σχέση τους µε το χαµηλό θετικό συναίσθηµα και το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα, την αρνητική αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού. Τα άτοµα µε χαµηλή αυτο-αντίληψη του φυσικού εαυτού έχουν µια αρνητική εικόνα και θεωρούν τον εαυτό τους ως λιγότερο επιθυµητό βάσει των κοινωνικών δεδοµένων για την οµορφιά (Krueger & Trussoni, 2005). Καθώς η φυσική εµφάνιση συνεχώς διατίθεται προς αξιολόγηση, είναι υψηλά συσχετισµένη µε τη σφαιρική αυτοεκτίµηση του ατόµου καθόλη τη διάρκεια της ζωής (Fitts & Warren, 1996).Τα ευρήµατά µας υποστηρίζουν ότι ο βαθµός θετικότητας του µοντέλου του εαυτού, µαζί µε το επίπεδο του θετικού συναισθήµατος επηρεάζουν τα επίπεδα της αυτο-αντίληψης του φυσικού εαυτού. Ως προς την αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού, η οποία απεικονίζει την αντίληψη του ατόµου για την ηθική οπτική του και την ικανοποίηση του από τη πίστη και εφαρµογή των ηθικών και θρησκευτικών αξιών, τα αποτελέσµατα επιβεβαιώνουν την υπόθεσή µας δείχνοντας την ολική διαµεσολάβηση του συναισθήµατος στη σχέση προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και στην αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού. Επιβεβαιώνουν επίσης το ιεραρχικό µοντέλο, σύµφωνα µε το οποίο οι διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής επηρεάζουν το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και αυτό επηρεάζει την αυτο-αντίληψη του ηθικού εαυτού. Εποµένως, χωρίς τη διαµεσολάβηση του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος προς τον εαυτό φαίνεται πως δεν υφίσταται η σχέση µεταξύ προσκόλλησης και 332

335 -Συζήτηση- αυτο-αντίληψης του ηθικού εαυτού στο µοντέλο που εξετάστηκε. Συνυφασµένα µε τη σχέση ανασφαλούς προσκόλλησης και χαµηλής ηθικής αυτο-αντίληψης είναι τα δεδοµένα ερευνών που δείχνουν ότι τα άτοµα µε ανασφαλείς τύπους προσκόλλησης έχουν περισσότερες πιθανότητες να εµφανίσουν συµπτώµατα απροσάρµοστης συµπεριφοράς, καθώς και προβλήµατα διαγωγής (Bartholomew, Mikulincer et al., 2003). Ως προς την αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού, τα αποτελέσµατα επιβεβαιώνουν την υπόθεση µας δείχνοντας ότι και οι δύο διστάσεις άγχους και αποφυγής προβλέπουν τον προσωπικό εαυτό τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση τους µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα. Η αυτο-αντίληψη της προσωπικότητας αντανακλά την αντίληψη του ατόµου για την επάρκεια της προσωπικότητας του, πέρα από τη σωµατική του εικόνα και τις κοινωνικές του σχέσεις και αποτελεί δείκτη θετικών συναισθηµάτων προς τον εαυτό (Fitts & Warren, 1996). Φαίνεται ότι στα άτοµα µε χαµηλά επίπεδα άγχους και αποφυγής, η ασφαλής προσκόλληση προβλέπει τη θετική αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση της µε το υψηλό θετικό και το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα. Αντίθετα, στα άτοµα µε υψηλά επίπεδα άγχους και αποφυγής, η ανασφαλής προσκόλληση προβλέπει την αρνητική αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση της µε το χαµηλό θετικό και το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα. Ως προς την αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού, τα αποτελέσµατα επιβεβαιώνουν µερικώς την υπόθεσή µας, δείχνοντας ότι µόνο η διάσταση του άγχους προβλέπει τον οικογενειακό εαυτό άµεσα, όσο και µέσα από τη σχέση της µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα. Φαίνεται ότι στα άτοµα µε χαµηλό επίπεδο άγχους, το µοντέλο προσκόλλησης προβλέπει τη θετική αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση της µε το υψηλό θετικό και το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα. Αντίθετα, στα άτοµα µε υψηλά επίπεδα άγχους, το µοντέλο προσκόλλησης προβλέπει την αρνητική αυτο-αντίληψη του οικογενειακού εαυτού τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση τους µε το χαµηλό θετικό και το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα. Ως προς την αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού, τα αποτελέσµατα επιβεβαιώνουν µερικώς την υπόθεσή µας δείχνοντας ότι µόνο η διάσταση της αποφυγής προβλέπει τον κοινωνικό εαυτό άµεσα, όσο και µέσα από τη σχέση της µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα. Φαίνεται ότι στα άτοµα µε υψηλά επίπεδα οικειότητας, το µοντέλο προσκόλλησης προβλέπει τη θετική αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση της µε το υψηλό θετικό και το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα. 333

336 -Συζήτηση- Αντίθετα, στα άτοµα µε υψηλά επίπεδα αποφυγής, το µοντέλο προσκόλλησης προβλέπει την αρνητική αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση τους µε το χαµηλό θετικό και το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα. Σαφώς η διάσταση της αποφυγής αντικατοπτρίζει το βαθµό στον οποίο οι άλλοι αναµένεται να είναι διαθέσιµοι και υποστηρικτικοί και είναι συνυφασµένη µε την τάση της αναζήτησης ή της αποφυγής της οικειότητας και εγγύτητας στις στενές συναισθηµατικές σχέσεις προσκόλλησης του ατόµου. Τα ευρήµατα επιβεβαιώνουν την επίδρασή της στην αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού τόσο µέσα από το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα προς τον εαυτό όσο και άµεσα. Ως προς την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, τα αποτελέσµατα επιβεβαιώνουν µερικώς την υπόθεση δείχνοντας πως µόνο η διάσταση του άγχους προβλέπει αρνητικά τον ακαδηµαϊκό/εργασιακό εαυτό τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση της µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα. Στα άτοµα µε υψηλά επίπεδα άγχους, το µοντέλο προσκόλλησης προβλέπει τη θετική αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/ εργασιακού εαυτού τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση της κυρίως µε το υψηλό θετικό και δευτερευόντως το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα. Αντίθετα, στα άτοµα µε υψηλά επίπεδα άγχους, το µοντέλο προσκόλλησης προβλέπει την αρνητική αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση τους µε το χαµηλό θετικό και το υψηλό αρνητικό συναίσθηµα. Ως προς τη γενική αυτο-αντίληψη της ταυτότητας, τα αποτελέσµατα δείχνουν ότι µόνο η διάσταση της αποφυγής προβλέπει την αυτο-αντίληψη της ταυτότητας µέσα από τη σχέση της µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα. Φαίνεται ότι στα άτοµα µε υψηλή οικειότητα, το µοντέλο της προσκόλλησης προβλέπει τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση της µε το υψηλό θετικό και το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα την αυτο-αντίληψη της ταυτότητας. Αντίθετα, στα άτοµα µε υψηλά επίπεδα αποφυγής, το µοντέλο προσκόλλησης προβλέπει άµεσα και µέσα από τη σχέση του µε το υψηλό αρνητικό και µε το χαµηλό θετικό συναίσθηµα την αρνητική αυτο-αντίληψη της ταυτότητας. Ως προς τη γενική αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης, τα αποτελέσµατα επιβεβαιώνουν την υπόθεση µας δείχνοντας ότι και οι δύο διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής προβλέπουν την αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση τους µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα. Φαίνεται ότι στα άτοµα µε χαµηλό άγχος και υψηλή οικειότητα, το ασφαλές µοντέλο της προσκόλλησης προβλέπει τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση της µε το υψηλό θετικό και το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα την αυτοαντίληψη της ικανοποίησης. Αντίθετα, στα άτοµα µε υψηλά επίπεδα άγχους και αποφυγής, το µοντέλο της ανασφαλούς προσκόλλησης προβλέπει άµεσα και µέσα από τη σχέση του µε το 334

337 -Συζήτηση- υψηλό αρνητικό και µε το χαµηλό θετικό συναίσθηµα την αρνητική αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης. Θα πρέπει να επισηµανθεί ότι η αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης απεικονίζει τη θετική αξιολόγηση που το άτοµο κάνει για τον εαυτό του απεικονίζοντας συναισθήµατα, όπως είναι η αυτοαποδοχή, η αυταρέσκεια, και δε θεωρούµε πως απεικονίζει συγκεκριµένα περιγραφικά χαρακτηριστικά συγκεκριµένων χαρακτηριστικών και αντιλήψεων για τον εαυτό. Καθώς πολλές έρευνες συνδέουν την αυτοεκτίµηση µε τα ενεργά µοντέλα της προσκόλλησης, (π.χ. Bartholomew & Horowitz, Feeney & Noller, 1990) είναι σε µεγαλύτερο βαθµό αναµενόµενο να προβλέπεται έµµεσα και άµεσα από τις δυο διαστάσεις της προσκόλλησης, που βασικός τους στόχος είναι η ρύθµιση του συναισθήµατος προς τον εαυτό και προς τις διαπροσωπικές καταστάσεις (Mikulincer et al., Shaver & Mikulincer, 2002). Τέλος, ως προς τη γενική αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς, τα αποτελέσµατα επιβεβαιώνουν µερικώς την υπόθεσή µας δείχνοντας ότι η διάσταση της αποφυγής προβλέπει την αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση της µε το αρνητικό και το θετικό συναίσθηµα. Φαίνεται ότι στα άτοµα µε χαµηλά επίπεδα αποφυγής, το µοντέλο προσκόλλησης προβλέπει τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση του µε το υψηλό θετικό και το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα την αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς. Αντίθετα, στα άτοµα µε υψηλά επίπεδα αποφυγής, το µοντέλο της ανασφαλούς προσκόλλησης προβλέπει άµεσα και µέσα από τη σχέση του µε το υψηλό αρνητικό και µε το χαµηλό θετικό συναίσθηµα την αρνητική αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης. Τα αποτελέσµατα παρέχουν σαφείς ενδείξεις για το διαµεσολαβητικό ρόλο του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος προς τον εαυτό, στη σχέση προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και αυτο-αντιλήψεων. Τα αποτελέσµατα δείχνουν πως πράγµατι και το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα έχουν διαµεσολαβητικό ρόλο στη σχέση της προσκόλλησης µε όλες τις αυτο-αντιλήψεις που ερευνήθηκαν. Ωστόσο το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα έχουν πλήρη διαµεσολάβηση µόνο στη σχέση προσκόλλησης και της αυτο-αντίληψης του ηθικού εαυτού. Αναφορικά µε τις υπόλοιπες αυτο-αντιλήψεις, φαίνεται πως η διαµεσολάβηση είναι µερική, εύρηµα που δείχνει πως οι διαστάσεις προσκόλλησης επηρεάζουν τις λοιπές αυτο-αντιλήψεις µέσα από το συναίσθηµα προς τον εαυτό αλλά και άµεσα. Συγκεκριµένα, στις σχέσεις µερικής διαµεσολάβησης του συναισθήµατος και οι δύο διαστάσεις της αυτο-αντίληψης επηρεάζουν άµεσα την αυτο-αντίληψη του προσωπικού εαυτού, ενώ η διάσταση του άγχους επηρεάζει άµεσα τις αυτο-αντιλήψεις του φυσικού, του οικογενειακού, του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού. Τέλος, η διάσταση της αποφυγής επηρεάζει άµεσα την αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού. 335

338 -Συζήτηση- Ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρηµα ότι οι συνολικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας και της συµπεριφοράς προβλέπονται άµεσα από τη διάσταση της αποφυγής στα µοντέλα διαµεσολάβησης του συναισθήµατος προς τον εαυτό. Συνολικά η χαµηλή αποφυγή, το υψηλό θετικό συναίσθηµα και το χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα προβλέπουν τις αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας και της συµπεριφοράς. Η αυτο-αντίληψη της ταυτότητας αφορά τον εσωτερικό εαυτό, απεικονίζοντας τις περιγραφικές αξιολογήσεις του ατόµου και προβλέπεται άµεσα από τη διάσταση της οικειότητας-αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Ωστόσο, θα αναµενόταν να προβλέπεται άµεσα από τη διάσταση του άγχους η οποία ενέχει το µοντέλο του εαυτού και συνδέεται µε την αυτοεκτίµηση και τη θετική εικόνα του ατόµου. Ως προς την αυτο-αντίληψη της συµπεριφοράς, η οποία αφορά τη συµπεριφορά του ατόµου που παρατηρείται από τους άλλους, η συναισθηµατική ασφάλεια προς τους άλλους αναµενόµενα φαίνεται να την προβλέπει. Ενώ στις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων φαίνεται πως είναι σηµαντικότερη η σχέση µε τη διάσταση του άγχους, επιβεβαιώνοντας τη δοµική διάσταση των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης και των χαρακτηριστικών τους (Bartholomew, 1990), αναφορικά µε τις γενικές αυτο-αντιλήψεις τα αποτελέσµατα παρέχουν ενδείξεις για τη σηµαντικότητα και των δύο διαστάσεων της προσκόλλησης, του άγχους και της αποφυγής στη πρόβλεψη των αυτο-αντιλήψεων του ατόµου. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η αποφυγή του ατόµου προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους έχει τη σηµαντικότερη προβλεπτική αξία για τις αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της συµπεριφοράς και του κοινωνικού εαυτού. Επίσης τα ευρήµατα παρέχουν στήριξη στη θεώρηση πως τα µοντέλα προσκόλλησης εφόσον επιτελούν ως βασικό έργο τη ρύθµιση των συναισθηµάτων θα πρέπει να έχουν και γνωστικές συνέπειες (Mikulincer et al., 2003), υπό το πρίσµα αναφοράς στις συναισθηµατικές και γνωστικές-αξιολογητικές πτυχές του εαυτού. 4. Σχέση της προσκόλλησης µε στρατηγικές αντιµετώπισης προβληµάτων στενών διαπροσωπικών σχέσεων 4.1. Προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους στις στρατηγικές και παράγοντες αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων Τα τρία µοντέλα πολλαπλής παλινδρόµησης επιβεβαιώνουν την προβλεπτική αξία των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης για την υιοθέτηση των στρατηγικών της άρνησης, της παραίτησης και του τρόπου της αποφυγής για τη διαχείριση αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Φαίνεται ότι οι στρατηγικές της άρνησης 336

339 -Συζήτηση- της παραίτησης και ο παράγοντας της αποφυγής προβλέπονται πρώτιστα από την υψηλή διάσταση του άγχους, η οποία αφορά το αρνητικό µοντέλο του εαυτού, τη θεώρηση του εαυτού ως ανάξιου φροντίδας και αγάπης και παροχής ασφάλειας, και δευτερευόντως από την υψηλή διάσταση της αποφυγής, η οποία αφορά το αρνητικό µοντέλο του άλλου και τον υψηλό βαθµό αποφυγής του στη σχέση προσκόλλησης. Τα µοντέλα γραµµικής παλινδρόµησης επιβεβαιώνουν ότι η υψηλή διάσταση του άγχους, η οποία απεικονίζει αρνητικό µοντέλο του εαυτού, µικρό βαθµό αυτοαποδοχής και αυτοαξίας του ατόµου, προβλέπει την υιοθέτηση στρατηγικών που αποσκοπούν στη ρύθµιση του συναισθήµατος, συγκεκριµένα της συναισθηµατικής εκτόνωσης, της συναισθηµατικής στήριξης, της κοινωνικής στήριξης-αναζήτησης πληροφοριών, της νοητικής αποδέσµευσης, της χρήσης ουσιών και του παράγοντα κοινωνικής στήριξης. Συγκρίνοντας τα µοντέλα µεταξύ τους, οι τιµές των τυποποιηµένων συντελεστών παλινδρόµησης δείχνουν ότι η προβλεπτική αξία της διάστασης του άγχους έχει µεγαλύτερη προβλεπτική ισχύ για τη στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης και για τον παράγοντα της κοινωνικής στήριξης, επιβεβαιώνοντας ευρήµατα που συνδέουν την αγχώδη προσκόλληση µε υψηλή συναισθηµατική διέγερση (Mikulincer et al., 2003) Προβλεπτική δυνατότητα του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος για τις στρατηγικές και τους παράγοντες διαχείρισης προβληµάτων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων Τα µοντέλα της πολλαπλής παλινδρόµησης κατά βήµα, έχουν δείξει ότι πράγµατι το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα µαζί είναι προβλεπτικοί παράγοντες των στρατηγικών της άρνησης, της παραίτησης, της χρήσης ουσιών και του παράγοντα της αποφυγής του προβλήµατος της στενής διαπροσωπικής σχέσης. Τα µοντέλα της γραµµικής παλινδρόµησης αποδεικνύουν ότι το θετικό συναίσθηµα προβλέπει τις στρατηγικές της λήψης µέτρων, του σχεδιασµού, της θετικής επανεκτίµησης και τον παράγοντα της αντιµετώπισης ενώ το αρνητικό συναίσθηµα προβλέπει τη στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης. Συγκρίνοντας τα µοντέλα παλινδρόµησης που εξετάστηκαν, φαίνεται ότι το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα είναι περισσότερο ισχυροί προβλεπτικοί παράγοντες κυρίως της στρατηγικής της παραίτησης και του παράγοντα της αποφυγής. Επίσης, το θετικό συναίσθηµα είναι περισσότερο ισχυρός προβλεπτικός παράγοντας της στρατηγικής της θετικής επανεκτίµησης και της λήψης µέτρων. 337

340 -Συζήτηση Προβλεπτική δυνατότητα των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων ικανοτήτων για τις στρατηγικές και τους παράγοντες διαχείρισης προβληµάτων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων Τα αποτελέσµατα δείχνουν πως έξι στρατηγικές (της λήψης µέτρων, της θετικής επανεκτίµησης, της άρνησης, της παραίτησης, της χρήσης ουσιών και του σχεδιασµού) προβλέπονται από συγκεκριµένες επιµέρους αυτο-αντιλήψεις ικανοτήτων, καθώς και οι τρεις παράγοντες της αντιµετώπισης, της αποφυγής και της αποδοχής. Η προβλεπτική δυνατότητα των αυτο-αντιλήψεων είναι περισσότερο ισχυρή για τη στρατηγική της παραίτησης, η οποία προβλέπεται από τις αυτο-αντιλήψεις του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και του προσωπικού εαυτού, για τη στρατηγική της θετικής επανεκτίµησης, η οποία προβλέπεται από την αυτοαντίληψη του προσωπικού εαυτού, και για τον παράγοντα της αποφυγής, που προβλέπεται από την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού. 5. Ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος και των αυτο-αντιλήψεων στη σχέση της προσκόλλησης µε τις στρατηγικές αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων 5.1. Ο διαµεσολαβητικός ρόλος του των αυτο-αντιλήψεων στη σχέση της προσκόλλησης και των στρατηγικών της άρνησης, της παραίτησης και του παράγοντα αποφυγής του προβλήµατος της στενής διαπροσωπικής σχέσης Εξετάζοντας το διαµεσολαβητικό ρόλο του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και των στρατηγικών και παραγόντων του COPE, λάβαµε υπόψη µας την εξέταση των δύο στρατηγικών της άρνησης και της παραίτησης και τον παράγοντα αποφυγής διαχείρισης της δύσκολης κατάστασης, διότι πληρούν τις προϋποθέσεις εξέτασης σχέσης διαµεσολάβησης (Baron & Kenny, 1986). Τα αποτελέσµατα δείχνουν ότι οι διαστάσεις της αποφυγής και του άγχους προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους προβλέπουν τον παράγοντα της αποφυγής τόσο άµεσα όσο και µέσα από τη σχέση τους µε το θετικό και αρνητικό συναίσθηµα, δείχνοντας έτσι τη µερική διαµεσολάβηση του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος. Συνεπώς, η αποφυγή υιοθετείται ως τρόπος διαχείρισης ενός προβλήµατος στενής διαπροσωπικής σχέσης από νεαρά άτοµα µε υψηλά επίπεδα άγχους και αποφυγής προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, αλλά και από άτοµα µε υψηλά επίπεδα άγχους και αποφυγής που βιώνουν υψηλό αρνητικό και χαµηλό θετικό συναίσθηµα προς τον εαυτό τους. 338

341 -Συζήτηση- ιαφαίνεται επίσης ότι οι διαστάσεις της αποφυγής και του άγχους προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, προβλέπουν άµεσα τις στρατηγικές της άρνησης και της παραίτησης, αλλά και µέσα από τη σχέση τους µε το θετικό συναίσθηµα. Τα νεαρά άτοµα µε υψηλά επίπεδα άγχους και αποφυγής που έχουν χαµηλό θετικό συναίσθηµα προς τον εαυτό τους υιοθετούν τις στρατηγικές της άρνησης και της παραίτησης για τη διαχείριση ενός προβλήµατος των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Είναι σηµαντικό να επισηµανθεί ότι η προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων προσκόλλησης και του συναισθήµατος είναι περισσότερο ισχυρή για τη στρατηγική της παραίτησης. Τέλος, τα ευρήµατά µας επιβεβαιώνουν πως το αρνητικό συναίσθηµα δε µεσολαβεί στη σχέση του αρνητικού µοντέλου του εαυτού και της υιοθέτησης της στρατηγικής της συναισθηµατικής εκτόνωσης. Φαίνεται πως τα άτοµα µε υψηλά επίπεδα άγχους, τα οποία εντάσσονται στον έµµονο ή φοβικό τύπο προσκόλλησης, υιοθετούν τη στρατηγική της συναισθηµατικής εκτόνωσης, χωρίς απαραίτητα να βιώνουν υψηλό αρνητικό συναίσθηµα προς τον εαυτό τους Ο διαµεσολαβητικός ρόλος του των αυτο-αντιλήψεων στη σχέση µεταξύ της προσκόλλησης και των στρατηγικών της άρνησης, της παραίτησης και του παράγοντα αποφυγής του προβλήµατος της στενής διαπροσωπικής σχέσης Εξετάζοντας το διαµεσολαβητικό ρόλο των αυτο-αντιλήψεων στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και των στρατηγικών και παραγόντων του COPE, λάβαµε υπόψη µας τις δύο στρατηγικές της άρνησης και της παραίτησης και τον παράγοντα αποφυγής διαχείρισης της δύσκολης κατάστασης, διότι πληρούν τις προϋποθέσεις εξέτασης σχέσης διαµεσολάβησης (Baron & Kenny, 1986). Συνολικά, το µοντέλο της ιεραρχικής παλινδρόµησης στο σύνολό της δείχνει ότι οι διαστάσεις της αποφυγής και του άγχους προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, προβλέπουν τον παράγοντα της αποφυγής και τη στρατηγική της παραίτησης τόσο άµεσα όσο και έµµεσα, διαµέσου της σχέσης τους µε την αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού. Επίσης, προβλέπουν τη στρατηγική της άρνησης τόσο άµεσα όσο και έµµεσα, διαµέσου της σχέσης τους µε τις αυτο-αντιλήψεις του ακαδηµαϊκού/εργασιακού και προσωπικού εαυτού, αυτο-αντιλήψεων, επιβεβαιώνοντας έτσι τη µερική διαµεσολάβηση των παραπάνω αυτο-αντιλήψεων. Τα ευρήµατά µας παρέχουν ενδείξεις ότι τα νεαρά άτοµα µε υψηλά επίπεδα άγχους και αποφυγής που έχουν αρνητική 339

342 -Συζήτηση- αυτο-αντίληψη για τις ακαδηµαϊκές και τις εργασιακές τους ικανότητες, υιοθετούν την αποφυγή του προβλήµατος µιας στενής διαπροσωπικής σχέσης. Τα νεαρά άτοµα µε υψηλά επίπεδα άγχους και αποφυγής που έχουν αρνητικές αυτο-αντιλήψεις για τις ακαδηµαϊκές και τις εργασιακές τους ικανότητες και για την προσωπικότητά τους, υιοθετούν την αποφυγή του προβλήµατος µιας στενής διαπροσωπικής σχέσης. Τα µοντέλα πρόβλεψης δείχνουν ότι η προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων προσκόλλησης και των αυτο-αντιλήψεων είναι περισσότερο ισχυρή για τη στρατηγική της παραίτησης Ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού συναισθήµατος και της αυτοαντίληψης του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού στη σχέση µεταξύ των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης και των στρατηγικών της άρνησης, της παραίτησης και του παράγοντα αποφυγής του προβλήµατος της στενής διαπροσωπικής σχέσης Τέλος, εξετάζοντας παράλληλα το διαµεσολαβητικό ρόλο του θετικού συναισθήµατος και των αυτο-αντιλήψεων στη σχέση των διαστάσεων προσκόλλησης και του παράγοντα αποφυγής και της στρατηγικής της παραίτησης, τα αποτελέσµατα επιβεβαίωσαν τη µερική διαµεσολάβηση του θετικού συναισθήµατος και της αυτο-αντίληψης του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού. Τα άτοµα µε υψηλά επίπεδα διαστάσεων άγχους και αποφυγής, που έχουν χαµηλό θετικό συναίσθηµα και αρνητική αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, υιοθετούν αποφυγή ως τρόπο διαχείρισης του προβλήµατος της στενής διαπροσωπικής σχέσης, και κυρίως τη στρατηγική της παραίτησης. Φαίνεται πως η προβλεπτική δυνατότητα των διαστάσεων προσκόλλησης, του θετικού συναισθήµατος και της αυτο-αντίληψης του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού είναι περισσότερο ισχυρή για τη στρατηγική της παραίτησης. Τα αποτελέσµατα επιβεβαιώνουν ότι µεταξύ του ενεργού µοντέλου προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και τις στρατηγικές άρνησης και παραίτησης, καθώς και του τρόπου αποφυγής µερικώς µεσολαβούν το θετικό συναίσθηµα και η αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού. Γενικότερα, το µοντέλο που επιβεβαιώθηκε προτείνει πως τα επίπεδα άγχους και αποφυγής προβλέπουν άµεσα την αποφυγή και παραίτηση από το πρόβληµα διαπροσωπικής σχέσης, αλλά επίσης προβλέπουν το χαµηλό επίπεδο του θετικού συναισθήµατος, που µε τη σειρά του προβλέπει την αρνητική αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού, η οποία µε τη σειρά της προβλέπει την υιοθέτηση της στρατηγικής της παραίτησης και γενικότερα του παράγοντα της αποφυγής. Ίσως η 340

343 -Συζήτηση- µεσολάβηση του θετικού συναισθήµατος να µην ήταν αναµενόµενη καθώς τα µοντέλα προσκόλλησης εστιάζονται κυρίως στη ρύθµιση των αρνητικών συναισθηµάτων (Mikulincer et al., 2003). Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια τα ερευνητικά δεδοµένα επικεντρώνονται στις ευεργετικές επιδράσεις του θετικού συναισθήµατος, το οποίο φαίνεται να αποτελεί ασπίδα της ψυχικής υγείας των ατόµων (Fredickson, 2003, 2001). Σε σύγκλιση βρίσκονται ευρήµατα που δείχνουν ότι το θετικό συναίσθηµα βρίσκεται σε χαµηλό επίπεδο, τότε αναµένεται το άτοµο να βρίσκεται σε κατάσταση λύπης και λήθαργου (Watson & Clark, Watson, Clark & Tellegen, 1988). Φαίνεται πως τα χαµηλά επίπεδα του θετικού συναισθήµατος µεσολαβούν µεταξύ των ενεργών µοντέλων της προσκόλλησης και της παραίτησης, και γενικότερα της αποφυγής του προβλήµατος. Από τις έξι αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του εαυτού, ενδιαφέρουσα και µη αναµενόµενη φαίνεται πως είναι και η µερική µεσολάβηση της αυτο-αντίληψης του ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού στη σχέση της προσκόλλησης µε την παραίτηση και τον παράγοντα της αποφυγής. Ωστόσο, τα ευρήµατα δείχνουν πως η αρνητική αυτο-αντίληψη των ακαδηµαϊκών και εργασιακών ικανοτήτων, η οποία αντανακλά την αξιολόγηση του εαυτού ως µη ικανοποιητικά ικανού στην διεκπεραίωση των ακαδηµαϊκών και εργασιακών υποχρεώσεων, επιδρά στην υιοθέτηση στρατηγικών που αποσκοπούν στην µη αντιµετώπιση του προβλήµατος, κυρίως της παραίτησης και γενικότερα της αποφυγής των διαπροσωπικών προβληµάτων. Χωρίς να µπορούµε να χαρακτηρίσουµε τη στρατηγική της παραίτησης και τον παράγοντα της αποφυγής ως µη λειτουργικούς τρόπους διαχείρισης αγχογόνων καταστάσεων διαπροσωπικών σχέσεων, καθώς λαµβάνουµε υπόψη τη σηµασία του πλαισίου καθώς και τη βραχυπρόθεσµη λειτουργικότητα αυτών των στρατηγικών, κυρίως για τη κατηγορία των «µόνιµων» προβληµάτων, όπως αυτών των ανίατων ασθενειών, της απώλειας αγαπηµένου προσώπου, οι οποίες περιλαµβάνονται στα αναφερόµενα προβλήµατα της παρούσας έρευνας, θα τολµούσαµε ωστόσο να συµπεράνουµε πως η στρατηγική της παραίτησης και ο παράγοντας της αποφυγής συνδέονται και προβλέπονται από τα αρνητικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η ανασφαλής προσκόλληση, το χαµηλό θετικό συναίσθηµα, η αρνητική αυτο-αντίληψη του ακαδηµαϊκού /εργασιακού εαυτού, δείχνοντας µας µε αυτό τον τρόπο πως δεν αποτελούν θετικούς τρόπους αντιµετώπισης των αγχογόνων καταστάσεων. Εξετάζοντας το διαµεσολαβητικό ρόλο του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος και των αυτο-αντιλήψεων στη σχέση µεταξύ των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης και των στρατηγικών αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, φάνηκε πως επιβεβαιώνεται για τον παράγοντα της αποφυγής και για τις στρατηγικές 341

344 -Συζήτηση- παραίτησης και άρνησης το θεωρητικό µοντέλο της Collins (1996), σχετικά µε τις γνωστικές, συναισθηµατικές και συµπεριφορικές συνέπειες των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης, αναφορικά όµως µε τις γνωστικές-αξιολογητικές, συναισθηµατικές και συµπεριφορικές πτυχές του εαυτού. 342

345 -Επίλογος- ΕΠΙΛΟΓΟΣ Α. Συµπεράσµατα παρούσας έρευνας Ο βασικός στόχος της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνηθεί η ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης προς τους άλλους γενικά και προς τις συγκεκριµένες σχέσης προσκόλλησης προς τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, όπως και µεταξύ των συγκεκριµένων σχέσεων. Το ενδιαφέρον για αυτό το ερώτηµα απέρρεε από τα βιβλιογραφικά δεδοµένα που αφήνουν ανοιχτό αυτό το ζήτηµα, δίνοντας ερευνητικές ενδείξεις υπέρ της ενδοπροσωπικής διαφοροποίησης των συγκεκριµένων σχέσεων προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή, και της διαφοροποίησης τους από τα γενικά ενεργά µοντέλα προσκόλλησης, λόγω της προσαρµογής του ατόµου σε διαφορετικούς ρόλους καθώς και της διαφορετικής δυναµικής της κάθε στενής διαπροσωπικής σχέσης, βάσει διαφορετικών προσδοκιών, αναγκών και συµπεριφοράς του εκάστοτε προσώπου προσκόλλησης. Μεθοδολογικά, υιοθετήθηκε το ταξινοµικό σύστηµα των τεσσάρων τύπων προσκόλλησης της Bartholomew (1990), το οποίο διέπεται από τα δύο µοντέλα του εαυτού (διάσταση άγχους) και του άλλου (διάσταση αποφυγής). Τα ευρήµατα της παρούσας έρευνας υποστηρίζουν τόσο τη συνέπεια όσο και τη διαφοροποίηση µεταξύ των γενικών και συγκεκριµένων σχέσεων, καθώς και µεταξύ των συγκεκριµένων σχέσεων, µε γνώµονα τη θετικότητα του µοντέλου του εαυτού. Τα ευρήµατα δείχνουν τη συνέπεια των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης στα άτοµα από ασφαλή προσκόλληση και απορριπτική προσκόλληση υψηλής αποφυγής. ιαφάνηκε ότι τα µοντέλα προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους και προς τις συγκεκριµένες σχέσεις, καθώς και µεταξύ των συγκεκριµένων σχέσεων προς τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, είναι συνεπή µεταξύ τους και ταξινοµούνται στον ίδιο τύπο προσκόλλησης. Τα άτοµα µε ασφαλή τύπο προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους, έχουν ασφαλείς προσκολλήσεις προς όλες τις σχέσεις που εξετάστηκαν, και τα άτοµα µε υψηλή αποφυγή γενικά προς τους άλλους, τα οποία ταξινοµούνται στον απορριπτικό τύπο προσκόλλησης, έχουν υψηλή διάσταση αποφυγής και ταξινοµούνται στον απορριπτικό τύπο προσκόλλησης προς τις σχέσεις τους προς τους γονείς, τους στενούς φίλους και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Από την άλλη πλευρά, τα ευρήµατα υποστηρίζουν τη διαφοροποίηση του τύπου προσκόλλησης για τα άτοµα µε φοβικό και έµµονο τύπο προσκόλλησης. Φαίνεται πως τα άτοµα µε αρνητικό µοντέλο του εαυτού κα υψηλό επίπεδο άγχους, έχουν φοβικό και έµµονο 343

346 -Επίλογος- τύπο προσκόλλησης γενικά προς τους άλλους, προς τους γονείς και τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και υψηλά επίπεδα άγχους προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους. Το παρόν εύρηµα υποδηλώνει πως τα άτοµα µε θετικό µοντέλο του εαυτού έχουν συνεπή µοντέλα προσκόλλησης προς τις συγκεκριµένες στενές διαπροσωπικές σχέσεις, τα οποία βρίσκονται σε συνέπεια µε τα γενικό και περισσότερο αφηρηµένο µοντέλο προσκόλλησης, ενώ τα άτοµα αρνητικό µοντέλο εαυτού φαίνεται να διακυµαίνονται µεταξύ φοβικής κα έµµονης προσκόλλησης εκδηλώνοντας χαµηλή αποφυγή και υψηλή αποφυγής προς τα πρόσωπα προσκόλλησης στις διαφορετικές στενές σχέσεις, καθώς επίσης φαίνεται να έχουν στο γενικό µοντέλο προσκόλλησης ενσωµατωµένους και τους δύο τύπους προσκόλλησης. Συνεπώς, τα νεαρά άτοµα µε αρνητικό µοντέλο του εαυτού φαίνεται να διαφοροποιούνται ως προς τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις µε γνώµονα τα διαφορετικά πρόσωπα προς τα οποία συνάπτεται η σχέση προσκόλλησης. Τα διαφορετικά πρόσωπα προσκόλλησης φαίνεται να παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ποιότητα και δυναµική του ενεργού µοντέλου προσκόλλησης που θα διαµορφωθεί. Τα ευρήµατά µας υποδεικνύουν παράλληλα πως το µοντέλο του εαυτού παραµένει σταθερό σε όλες τις οµάδες ατόµων που διαµορφώθηκαν, δείχνοντας πως ο βαθµός στον οποίο αισθάνεται κάποιος αγαπητός και άξιος φροντίδας και ασφάλειας είναι µια σταθερά σε όλο το µήκος των σχέσεων προσκόλλησης της ενήλικης ζωής, συναινώντας µε σχετικά ερευνητικά ευρήµατα (Klohnen et al., 2005, Pierce & Lydon, 2001). Ο βαθµός σταθερότητας της διάστασης του άλλου, δηλαδή της διάστασης οικειότητας-αποφυγής, φαίνεται να καθορίζεται βάσει της θετικότητας του µοντέλου του εαυτού, δηλαδή της διάστασης χαµηλού-υψηλού άγχους. Τα ευρήµατα αυτά, σχετικά µε την ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης, συγκλίνουν µερικώς µε ευρήµατα της πρόσφατης βιβλιογραφίας, όπου τονίζεται η ενδοπροσωπική διαφοροποίηση της προσκόλλησης ως προς τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις προσκόλλησης. Πολλές έρευνες, ωστόσο, έχουν δείξει την υψηλή συσχέτιση και στενή αλληλεξάρτηση µεταξύ των προσκολλήσεων προς τις διαφορετικές σχέσεις, όχι όµως τη συνέπειά τους σε µοντέλα προσκόλλησης που ενέχουν θετικό µοντέλο του εαυτού (Klohnen et al., Overall et al., Pierce & Lydon, 2001). Ωστόσο, η µεθοδολογία των ερευνών είναι διαφορετική και η εξέταση συγκρίσεων χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Γενικότερα η µελέτη της ενδοπροσωπικής διαφοροποίησης είναι ένα ερευνητικό θέµα που παραµένει ανοιχτό, λόγω της περιορισµένης συστηµατικής διερεύνησής του και είναι ιδιαίτερα σηµαντικό και καθοριστικό για την κατεύθυνση της µελλοντικής έρευνας και της σύνδεσης των µοντέλων προσκόλλησης µε άλλες ψυχολογικές παραµέτρους κατά την ενήλικη ζωή. Τα ευρήµατα της 344

347 -Επίλογος- παρούσας έρευνας δείχνουν ότι ο βαθµός θετικότητας του µοντέλου του εαυτού των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης είναι ο καθοριστικός παράγοντας της ενδοπροσωπικής συνέπειας ή διαφοροποίησης των µοντέλων προσκόλλησης προς της διαφορετικές σχέσεις. Το εύρηµα αυτό είναι πρωτότυπο και αξιοποιήσιµο για µελλοντική ερευνητική διερεύνηση. Η µελέτη της ενδοπροσωπικής διαφοροποίησης είναι σηµαντική, καθώς αφορά ένα δοµικό κοµµάτι της θεωρίας της προσκόλλησης και µπορεί να καθοδηγήσει το σχεδιασµό ερευνών που εξετάζουν τη σχέση των µοντέλων προσκόλλησης µε συνισταµένες προσωπικών και διαπροσωπικών χαρακτηριστικών. Επίσης, µας βοηθά στην κατανόηση των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης των νεαρών ατόµων της ύστερης εφηβικής ηλικίας και της πρώτης ενήλικης ζωής, και συνεπώς συνεισφέρει στον πιο αποτελεσµατικό σχεδιασµό προγραµµάτων συµβουλευτικής και υποστήριξης. Είναι σαφές µέσα από τα βιβλιογραφικά δεδοµένα πως τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης είναι εσωτερικευµένα και διαµορφωµένα στο µεγαλύτερο βαθµό τους από τις πρώτες εµπειρίες του ατόµου µε τη µητέρα τροφό, καθώς και από τις πρώιµες εµπειρίες της πρώτης παιδικής ηλικίας, και συνεπώς ανθίστανται στην αλλαγή. Κατά την πρώτη ενήλικη ζωή, τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης είναι ήδη διαµορφωµένα, «µεταφέροντας» τις εµπειρίες της προηγούµενης ζωής, οι οποίες φαίνεται να επιδρούν ως ένα βαθµό και συνεπώς να µην αποκλείουν τη θεραπευτική δύναµη της διορθωτικής εµπειρίας. Ο µεγαλύτερος προβληµατισµός αφορά την οµάδα των ατόµων που εντάσσονται στον απορριπτικό τύπο προσκόλλησης και χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα αποφυγής, τα οποία διατηρούν τις αποστάσεις τους προς τους άλλους, και προς τη παρούσα έρευνα, όπως θα φανεί παρακάτω. Ο δεύτερος στόχος της παρούσας έρευνας αφορούσε τη διερεύνηση του προφίλ των οµάδων της ασφαλούς, απορριπτικής-υψηλής αποφυγής και φοβικής-έµµονης-υψηλού άγχους προσκόλλησης ως προς τις γνωστικές, συναισθηµατικές και συµπεριφορικές συνιστώσες του εαυτού. Συγκεκριµένα, διερευνήθηκε η σχέση των οµάδων µε τις αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών του εαυτού, µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και τις στρατηγικές αντιµετώπισης των αγχογόνων καταστάσεων σχετικά µε τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι τα άτοµα της οµάδας της ασφαλούς προσκόλλησης χαρακτηρίζονται από θετικές αυτο-αντιλήψεις, κυρίως του ακαδηµαϊκού/εργασιακού, του οικογενειακού και του φυσικού εαυτού, υψηλό θετικό συναίσθηµα και χαµηλό αρνητικό συναίσθηµα προς τον εαυτό και υιοθετούν τη στρατηγική της συναισθηµατικής στήριξης ενώ δεν υιοθετούν στρατηγικές που αποσκοπούν στην αποφυγή του προβλήµατος. Η δεύτερη οµάδα της απορριπτικής προσκόλλησης-υψηλής αποφυγής, χαρακτηρίζεται, σε µέτριο βαθµό από αρνητική κοινωνική αυτο-αντίληψη και από τη µη υιοθέτηση της 345

348 -Επίλογος- στρατηγικής συναισθηµατικής στήριξης, χωρίς τα ευρήµατα να παρέχουν κάποια άλλα στοιχεία για αυτή την οµάδα. Τέλος, η οµάδα της έµµονης-φοβικής-υψηλού άγχους προσκόλλησης, χαρακτηρίζεται από αρνητικές αυτο-αντιλήψεις, κυρίως του προσωπικού, φυσικού και ηθικού εαυτού εποµένως τα νεαρά άτοµα αυτής της οµάδας αντιλαµβάνονται και αξιολογούν αρνητικά την προσωπικότητα τους, την εµφάνιση και την ηθική τους υπόσταση. Χαρακτηρίζονται από υψηλό αρνητικό συναίσθηµα, χαµηλό θετικό συναίσθηµα και υιοθετούν σε µεγαλύτερο βαθµό στρατηγικές που αποσκοπούν στην αποφυγή κάποιας αγχογόνας κατάστασης των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Τα ευρήµατα αυτά παρέχουν ερευνητικές ενδείξεις για το ότι η οµάδα των νεαρών ατόµων της έµµονης-φοβικής-υψηλού άγχους προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους χαρακτηρίζονται από ένα προφίλ αρνητικών χαρακτηριστικών, σχετικά µε τον εαυτό τους και την αντιµετώπιση των προβληµάτων τους. Επίσης, τα ευρήµατά µας δεν προσφέρουν πληροφορίες επαρκείς για την οµάδα των νεαρών ατόµων της απορριπτικής προσκόλλησης, επιβεβαιώνοντας συναφή ερευνητικά δεδοµένα µη έκφρασης των συναισθηµάτων και σκέψεών τους, και πιθανώς παρέχοντας ενδείξεις για το ότι η µεθοδολογική προσέγγιση της παρούσας έρευνας δεν είναι η καταλληλότερη για την οµάδα των ατόµων µε απορριπτική προσκόλληση υψηλής αποφυγής και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Ωστόσο, η µεθοδολογική προσέγγιση που ακολουθήθηκε παρείχε τη δυνατότητα να σκιαγραφηθεί το προφίλ των οµάδων ως προς τα χαρακτηριστικά που εξετάστηκαν, δηλαδή ως προς τα επίπεδα των επιµέρους αυτο-αντιλήψεων και του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, καθώς και ως προς τους διαφορετικούς τρόπους αντιµετώπισης προβληµάτων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Ο τρίτος στόχος της έρευνας συνίσταται στη διερεύνηση της προβλεπτικής αξίας της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους για τις πτυχές της έννοιας του εαυτού, το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα και τις στρατηγικές αντιµετώπισης των αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Κυρίως ελέγχθηκε ο διαµεσολαβητικός ρόλος του συναισθήµατος στη σχέση προσκόλλησης και των επιµέρους πτυχών της έννοιας του εαυτού, καθώς και ο διαµεσολαβητικός ρόλος του συναισθήµατος και των αυτοαντιλήψεων στη σχέση προσκόλλησης και στρατηγικών αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Τα ευρήµατα υποστηρίζουν τον προβλεπτικό ρόλο των διαστάσεων άγχους και αποφυγής της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους για τις αυτο-αντιλήψεις των επιµέρους πτυχών της φυσικής, ηθικής, προσωπικής, οικογενειακής κοινωνικής και ακαδηµαϊκής/εργασιακής αυτο-αντίληψης, καθώς και για τις γενικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. 346

349 -Επίλογος- Επίσης επιβεβαιώνουν τον προβλεπτικό ρόλο της προσκόλλησης για το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα προς τον εαυτό, για τις στρατηγικές της άρνησης, της παραίτησης και του τρόπου αποφυγής αντιµετώπισης µιας αγχογόνας κατάστασης στενών διαπροσωπικών σχέσεων. ιαφάνηκε ότι το θετικό µοντέλο του εαυτού των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης προβλέπει κυρίως την υιοθέτηση της στρατηγικής της συναισθηµατικής εκτόνωσης και του παράγοντα της κοινωνικής στήριξης. Εξετάζοντας το διαµεσολαβητικό ρόλο του θετικού και αρνητικού συναισθήµατος, τα ευρήµατα επιβεβαιώνουν ότι διαµεσολαβούν µερικώς στη σχέση προσκόλλησης και των επιµέρους έξι αυτο-αντιλήψεων, έχοντας πλήρη διαµεσολαβητικό ρόλο µόνο στη σχέση της προσκόλλησης µε την ηθική αυτο-αντίληψη. Πιο συγκεκριµένα, φαίνεται ότι οι επιµέρους αυτο-αντιλήψεις του προσωπικού και του οικογενειακού εαυτού, αλλά και η αυτο-αντίληψη της ικανοποίησης προβλέπονται αρνητικά και από τις δύο διαστάσεις της προσκόλλησης άµεσα, καθώς και µέσα από τη σχέση τους µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα. Τα αποτελέσµατα επιβεβαιώνουν τη µερική διαµεσολάβηση του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος για τη σχέση της διάστασης του άγχους µε τις αυτο-αντιλήψεις του φυσικού και ακαδηµαϊκού/εργασιακού εαυτού καθώς και για τη σχέση της διάστασης της αποφυγής µε την αυτο-αντίληψη του κοινωνικού εαυτού. Οι συνολικές αυτο-αντιλήψεις της ταυτότητας και της συµπεριφοράς προβλέπονται άµεσα από τη διάσταση της αποφυγής, καθώς και µέσα από τη σχέση τους µε το θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα. Τα ευρήµατα επιβεβαιώνουν πλήρως το διαµεσολαβητικό ρόλο του συναισθήµατος προς τον εαυτό στη σχέση προσκόλλησης και ηθικής αυτο-αντίληψης και µερικώς στη σχέση της προσκόλλησης µε τις λοιπές αυτοαντιλήψεις που εξετάστηκαν, επιβεβαιώνοντας τη σηµαντικότητα του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος προς τον εαυτό στη σχέση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µε τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις, καθώς και µε τις γενικές αυτοαντιλήψεις της ταυτότητας, της ικανοποίησης και της συµπεριφοράς. Συνεπώς τα αποτελέσµατα τονίζουν ότι το συναίσθηµα προς τον εαυτό κατέχει µία σηµαντική θέση στη σχέση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και των αυτο-αντιλήψεων του ατόµου. Κυρίως στη σχέση της προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και στην ηθική αυτο-αντίληψη των νεαρών ατόµων, το συναίσθηµα προς τον εαυτό φαίνεται πως παίζει καθοριστικό ρόλο. Τα ευρήµατά µας επιβεβαιώνουν τη θεώρηση του ρυθµιστικού ρόλου των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης στα συναισθήµατα του ατόµου. Τέλος, τα ευρήµατά µας επιβεβαιώνουν τη µερική διαµεσολάβηση του θετικού συναισθήµατος και της ακαδηµαϊκής/εργασιακής αυτο-αντίληψης στη σχέση προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και (α) της στρατηγικής της παραίτησης και (β) του 347

350 -Επίλογος- τρόπου της αποφυγής της αγχογόνας κατάστασης των στενών διαπροσωπικών σχέσεων επιβεβαιώνοντας την άµεση προβλεπτική δυνατότητα της προσκόλλησης για τη στρατηγική της παραίτησης και του παράγοντα της αποφυγής, αλλά την ιεραρχική δοµή που εξετάστηκε, κατά την οποία οι διαστάσεις προσκόλλησης προβλέπουν το θετικό συναίσθηµα και αυτό µε τη σειρά του την ακαδηµαϊκή/εργασιακή αυτο-αντίληψη, που µε τη σειρά της προβλέπει τόσο τη στρατηγική της παραίτησης όσο και την αποφυγή ως τρόπου διαχείρισης µιας στρεσσογόνας κατάστασης των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Το εύρηµα αυτό σηµατοδοτεί τη σηµαντικότητα της αρνητικής ακαδηµαϊκής/εργασιακής αυτο-αντίληψης και του χαµηλού θετικού συναισθήµατος στη σχέση της ανασφαλούς προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µε την υψηλή αποφυγή κάποιου προβλήµατος των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Παρόλο που θα αναµενόταν η µεσολάβηση να αφορά την αυτο-αντίληψη κάποιας πτυχής της έννοιας του εαυτού που να σχετίζεται µε τις διαπροσωπικές σχέσεις των ατόµων (πχ. κοινωνική αυτο-αντίληψη), διαφαίνεται ότι η χαµηλή ακαδηµαϊκή/εργασιακή αυτοαντίληψη µεσολαβεί στη σχέση της προσκόλλησης µε την αποφυγή ως τρόπου αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων και την προβλέπει. Πιθανώς το εύρηµα αυτό να υποδεικνύει ότι η ακαδηµαϊκή/εργασική αυτο-αντίληψη συνδέεται µε τους τρόπους διαχείρισης προβληµάτων και θεµάτων, ακόµα και όταν αυτά ανήκουν στη σφαίρα των διαπροσωπικών σχέσεων, και σαφώς χρήζει περαιτέρω διερεύνηση. Ως προς τα δηµογραφικά στοιχεία των συµµετεχόντων, τα ευρήµατά µας υποστηρίζουν ότι οι άντρες χαρακτηρίζονται από ασφαλή προσκόλληση σε µεγαλύτερο βαθµό από τις γυναίκες, οι οποίες χαρακτηρίζονται σε µεγαλύτερο βαθµό από έµµονη και φοβική προσκόλληση. Επίσης διαφάνηκαν εξελικτικές διαφοροποιήσεις σύµφωνα µε τις οποίες τα νεαρά άτοµα της ύστερης εφηβικής ηλικίας (18-20 χρονών) χαρακτηρίζονται από έµµονη και φοβική προσκόλληση ενώ τα άτοµα της κυρίως νεανικής ηλικίας (23-25 χρονών) χαρακτηρίζονται από ασφαλή προσκόλληση. Τα άτοµα µε ασφαλή προσκόλληση αναφέρουν πως έχουν ερωτική σχέση, την οποία χαρακτηρίζουν ζεστή, ενώ τα άτοµα που εντάσσονται στις δύο οµάδες ανασφαλούς προσκόλλησης αναφέρουν πως δεν έχουν ερωτική σχέση. Τέλος, τα άτοµα µε απορριπτική προσκόλληση υψηλής αποφυγής, δηλώνουν πως δεν έχουν ζεστή σχέση µε τον πατέρα και µε τα αδέρφια τους. Τα ευρήµατα αυτά συµπλέουν και επιβεβαιώνουν τα σχετικά ευρήµατα προηγούµενων ερευνών, καθώς επίσης επιστήνουν τη προσοχή µας στην περαιτέρω διερεύνηση των ενδοοικογενειακών σχέσεων των ατόµων που χαρακτηρίζονται από απορριπτική προσκόλληση υψηλής αποφυγής.. 348

351 -Επίλογος- Β. Περιορισµοί της έρευνας Η παρούσα έρευνα τίθεται σε περιορισµούς που συνοψίζονται στα ακόλουθα σηµεία: (α) Ένας πρώτος σηµαντικός περιορισµός της παρούσας έρευνας αφορά τα µεθοδολογία συλλογής των δεδοµένων. Η πρώτη σκέψη µεθοδολογικής προσέγγισης της προσκόλλησης αφορούσε την ποιοτική συλλογή δεδοµένων µέσω συνέντευξης, καθώς υπάρχουν πλευρές στα µοντέλα προσκόλλησης που δεν είναι προσβάσιµες στη συνείδηση και δεν µπορούν να µετρηθούν µε ερωτηµατολόγια αυτοαναφοράς (Crowell & Tredux, 1995). Ωστόσο όµως η εκπαίδευση σε τεχνικές συνέντευξης και αποκωδικοποίησης των απαντήσεων λαµβάνει χώρα εκτός Ελλάδας, είναι αρκετά δαπανηρή και συνεπώς στάθηκε ανέφικτη. Η µέθοδος που επιλέχθηκε για τη διεξαγωγή της έρευνας ήταν τα ερωτηµατολόγια αυτοαναφοράς. Η µέθοδος αυτή είναι ίσως η πιο συνηθισµένη και πρακτική µέθοδος συλλογής ποσοτικών δεδοµένων, εξασφαλίζοντας ένα σηµαντικό αριθµό δεδοµένων. Ωστόσο έχει αρκετά µειονεκτήµατα σύµφωνα µε την κριτική που έχει ασκηθεί, όπως το ότι δεν παρέχει εξωτερική εγκυρότητα, µε αποτέλεσµα τα ευρήµατα που προκύπτουν να µη µπορούν να γενικευτούν σε καταστάσεις της πραγµατικότητας. Ωστόσο, τα ευρήµατα που ανακύπτουν µπορούν να είναι συγκρίσιµα µε συναφή ευρήµατα άλλων ερευνών, λόγω της εκτεταµένης χρήσης των ερωτηµατολογίων αυτοαναφοράς στο ερευνητικό πεδίο της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή. Επίσης, τα ερωτηµατολόγια της παρούσας έρευνας έχει αποδειχθεί ότι βρίσκονται σε σύγκλιση µε τη µέθοδο της συνέντευξης που εκτιµά τα µοντέλα προσκόλλησης κατά τη δεδοµένη χρονική στιγµή της συνέντευξης και όχι αναδροµικά (Scharfe & Bartholomew, 1994). Στην έρευνα της προσκόλλησης κατά την ενήλικη ζωή έχουν χρησιµοποιηθεί ως βασικές µέθοδοι η συλλογή ποσοτικών δεδοµένων µέσω ερωτηµατολογίων αυτοαναφοράς, η µέθοδος ταξινόµησης καρτών (Q-sort), η συλλογή ποιοτικών δεδοµένων µέσω συνέντευξης, κατά τη δεδοµένη χρονική στιγµή και αναδροµικά, η πειραµατική µέθοδος και η παρατήρηση (πχ. Shaver & Fralley, Mikulincer et al., 2002). Επίσης, έχει χρησιµοποιηθεί και η µέθοδος του ηµερολογίου (Kafetsios & Nezeck, 2002), η οποία δίνει τη δυνατότητα καταγραφής συµπεριφορών στα πραγµατικά πλαίσια της ζωής του ατόµου, δίνοντας ωστόσο την ερευνητική δυνατότητα πρόσβασης σε συγκεκριµένο ρεπερτόριο συµπεριφορών και αντιδράσεων. (β) Η µεθοδολογική προσέγγιση της προσκόλλησης ως ποσοτική µεταβλητή στις σχέσεις προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους και γενικά προς τους άλλους, και ως κατηγορική µεταβλητή για τις σχέσεις προσκόλλησης προς τους γονείς και τους στενούς φίλους, δηµιούργησε προβληµατισµό σχετικά στατιστική επεξεργασία των δεδοµένων 349

352 -Επίλογος- µας. Η χρήση της στατιστικής µεθόδου της παραγοντικής ανάλυσης αντιστοιχιών διευκόλυνε τη στατιστική επεξεργασία των δεδοµένων µας, ωστόσο τα βιβλιογραφικά δεδοµένα τονίζουν πως είναι προτιµότερη η θεώρηση της προσκόλλησης ως µιας ποσοτικής µεταβλητής, κυµαινόµενη στο εύρος ενός συνεχούς, παρά ως κατηγορικής µεταβλητής (Bartholomew & Horowitz, 1991 Bartholomew & Shaver, 1998). Ουσιαστικά η επιλογή της χορήγησης του αντίστοιχου ερωτηµατολογίου ως µιας κατηγορικής κλίµακας έγινε για λόγους συντόµευσης του ερωτηµατολογίου, και αποτελεί µειονέκτηµα της παρούσας έρευνας, καθώς αντιτίθεται στην τρέχουσα θεωρητική προσέγγιση της προσκόλλησης. (γ) Η χρήση της κλίµακας RSQ µε την οποία εκτιµήθηκε η προσκόλληση γενικά προς τους άλλους, δεν απέδωσε ικανοποιητικά ψυχοµετρικά χαρακτηριστικά σχετικά µε τους τέσσερις τύπους προσκόλλησης, µε αποτέλεσµα να διαµορφωθούν οι παράγοντες των τεσσάρων τύπων προσκόλλησης βάσει της παραγοντικής ανάλυσης στο δείγµα της παρούσας έρευνας και της συσχέτισής τους µε τις δύο διαστάσεις άγχους και αποφυγής, βάσει του θεωρητικού υπόβαθρου της προσκόλλησης. Συνεπώς, κρίνεται σκόπιµο να ελεγχθούν τα ψυχοµετρικά δεδοµένα των µεταβλητών που αντιστοιχούν στους τέσσερις τύπους και σε άλλα ερευνητικά δείγµατα. (δ) Μια ακόµα αδυναµία αφορά την εκτίµηση της προσκόλλησης προς τους γονείς χωρίς να γίνει διαχωρισµός της προσκόλλησης προς τη µητέρα και προς τον πατέρα. Η ξεχωριστή διερεύνηση των σχέσεων προς τους γονείς θα µας έδινε αναλυτικότερη και ακριβέστερη πληροφορία, χρήσιµη καθώς στην παρούσα έρευνα διαφάνηκε πως οι συµµετέχοντες αξιολογούν θετικά τη σχέση τους µε τη µητέρα (28.8) σε µεγαλύτερο ποσοστό από τη σχέση τους µε τον πατέρα (13.3%). Τα ερευνητικά δεδοµένα συµπλέουν δίνοντας ευρήµατα διαφοροποίησης της προσκόλλησης προς τις δύο διαφορετικές σχέσεις (Baldwin et al., Cook, 2000). (ε) Τέλος, µια αδυναµία της παρούσας έρευνας, η οποία προκύπτει από τα ευρήµατα, αφορά την οµάδα των νεαρών ατόµων µε απορριπτική προσκόλληση υψηλής αποφυγής, για την οποία δε βρέθηκαν σηµαντικές σχέσεις µε τις µεταβλητές που εξετάστηκαν. Σαφώς η έλλειψη σηµαντικών σχέσεων µπορεί να υποδεικνύει πως εντάσσονται στο µέσο όρο, µπορεί ωστόσο να σηµατοδοτεί την ανάγκη χρησιµοποίησης πιο έµµεσων µεθοδολογικών προσεγγίσεων για τη σκιαγράφηση των χαρακτηριστικών τους, καθώς τα βιβλιογραφικά δεδοµένα επισηµαίνουν την καταπίεση των σκέψεων και των συναισθηµάτων τους και τη βίωση άγχους που µέχρι στιγµής µόνο µέσω νευροφυσιολογικών µετρήσεων έχει εκτιµηθεί (Dozier & Kobak, 1992, Lopez et al., 1998). 350

353 -Επίλογος- (στ) Σαφώς η παρούσα έρευνα αφορά ένα δείγµα συµµετεχόντων µε συγκεκριµένα δηµογραφικά χαρακτηριστικά. Τα ευρήµατα που εκτέθηκαν αφορούν το συγκεκριµένο δείγµα χωρίς να µπορούν να γενικευτούν στον ευρύτερο πληθυσµό. Γ. Προτάσεις για µελλοντική έρευνα - χρησιµότητα και πιθανή εφαρµογή των αποτελεσµάτων Μια πρόταση για µελλοντική διερεύνηση που ανακύπτει από τα ευρήµατα της παρούσας έρευνας αφορά τη διερεύνηση της ενδοπροσωπικής διαφοροποίησης της προσκόλλησης µε τη χρήση άλλων µεθοδολογικών εργαλείων, όπως της συνέντευξης, των έµµεσων αναφορών και των πειραµατικών µεθόδων, προκειµένου να ελεγχθούν οι σχέσεις των µοντέλων που προέκυψαν. Μια δεύτερη πρόταση µελλοντικής διερεύνησης αφορά την πληρέστερη διερεύνηση των σχέσεων και της κατεύθυνσης αυτών των σχέσεων µεταξύ της προσκόλλησης, του συναισθήµατος προς τον εαυτό, των πτυχών της έννοιας του εαυτού, και των τρόπων αντιµετώπισης αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, µέσω της στατιστικής µεθόδου ανάλυσης διαδροµών (path analysis). Επίσης, θα ήταν πραγµατικά ενδιαφέρον να προστεθούν ως µεταβλητές οι συναισθηµατικές, γνωστικές και συµπεριφορικές αντιδράσεις προς τα πρόσωπα προσκόλλησης, προκειµένου να διερευνηθεί περισσότερο ολιστικά το πώς τα ενεργά µοντέλα προσκόλλησης επηρεάζουν τις γνωστικές, συναισθηµατικές και συµπεριφορικές αντιδράσεις του ατόµου προς τον εαυτό και προς τους άλλους. Τα ευρήµατα της έρευνας παρέχουν ενδείξεις για την ενδοπροσωπική διαφοροποίηση των νεαρών ατόµων ως προς τις στενές διαπροσωπικές τους σχέσεις. Επίσης σκιαγραφούν το προφίλ των νεαρών ατόµων ως προς τα προσωπικά τους χαρακτηριστικά που συνίστανται στις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις, στο θετικό και το αρνητικό συναίσθηµα προς τον εαυτό τους, και στις στρατηγικές που υιοθετούν για την αντιµετώπιση αγχογόνων καταστάσεων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Τα αποτελέσµατα της έρευνας µπορούν να συνεισφέρουν στην κατανόηση των στενών διαπροσωπικών σχέσεων των νεαρών ατόµων και στην ερµηνεία της συνέπειας και της διαφοροποίησης των στενών σχέσεων που συνάπτουν προς τα διαφορετικά πρόσωπα προσκόλλησης, µε γνώµονα τη θετικότητα του µοντέλου του εαυτού των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης που τα άτοµα έχουν διαµορφώσει. Συνεπώς, θα µπορούσαν να είναι αξιοποιήσιµα και εφαρµόσιµα σε προγράµµατα συµβουλευτικής των νεαρών εφήβων και ψυχοθεραπευτικής παρέµβασης. Μέσα από τα βιβλιογραφικά δεδοµένα προκύπτει πως οι 351

354 -Επίλογος- στενές διαπροσωπικές σχέσεις προσκόλλησης αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο της ανάπτυξης σε όλα τα στάδια της ζωής και δείκτη ψυχικής υγείας. Παρόλο ότι τα ενεργά µοντέλα δύσκολα µεταβάλλονται, τα νεότερα ερευνητικά δεδοµένα παρέχουν ενδείξεις για την ευεργετική δράση διορθωτικών συναισθηµατικών εµπειριών. Τα προφίλ των οµάδων της ασφαλούς προσκόλλησης, της απορριπτικής προσκόλλησης υψηλής αποφυγής και της έµµονης-φοβικής προσκόλλησης υψηλού άγχους, σχετικά µε τις αυτο-αντιλήψεις, το συναίσθηµα προς τον εαυτό και τις τεχνικές αντιµετώπισης προβληµάτων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, προσφέρουν σηµαντικές πληροφορίες που επίσης µπορούν να είναι χρήσιµες και αξιοποιήσιµες στη συµβουλευτική πράξη. Τα ευρήµατα επίσης τονίζουν το σηµαντικό µεσολαβητικό ρόλο του θετικού και του αρνητικού συναισθήµατος στη σχέση της προσκόλλησης µε τις επιµέρους αυτο-αντιλήψεις. Τα νεότερα ερευνητικά δεδοµένα τονίζουν πως τα προγράµµατα παρέµβασης και βελτίωσης της ψυχικής υγείας έχουν ως βασικό στόχο τα συναισθήµατα των ατόµων. Εποµένως, η ενίσχυση του θετικού συναισθήµατος του ατόµου µπορεί να επιδρά στη διαµόρφωση θετικότερων αυτοαντιλήψεων και να αποτελεί στόχο προαγωγής µιας πιο θετικής αντίληψης του εαυτού. ιαφαίνεται επίσης µέσα από τα ευρήµατα ο διαµεσολαβητικός ρόλος του θετικού συναισθήµατος προς τον εαυτό και της ακαδηµαϊκής/εργασιακής αυτο-αντίληψης στη σχέση της ανασφαλούς προσκόλλησης προς τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους µε την αποφυγή αντιµετώπισης προβληµάτων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Το εύρηµα αυτό είναι αξιοποιήσιµο στα πλαίσια της συµβουλευτικής και της εκπαιδευτικής πράξης, καθώς σηµατοδοτεί τη σηµαντικότητα του θετικού συναισθήµατος των νεαρών ατόµων προς τον εαυτό τους όσο και της ακαδηµαϊκής/εργασιακής αυτο-αντίληψης στον τρόπο διαχείρισης προβληµάτων των διαπροσωπικών σχέσεων. Η ενίσχυση του θετικού συναισθήµατος και της ακαδηµαϊκής/εργασιακής αυτο-αντίληψης φαίνεται να είναι σηµαντική προκειµένου τα νεαρά άτοµα να µην αποφεύγουν την αντιµετώπιση των προβληµάτων των στενών διαπροσωπικών σχέσεων και να υιοθετούν πιο ενεργητικούς τρόπους αντιµετώπισης. 352

355 -Βιβλιογραφικές αναφορές- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Ainsworth, M. D. S. (1989). Attachments beyond infancy. American Psychologist, 44, Ainsworth, M.D.S. (1991). Attachments and other affectional bonds across the life cycle. In C.M. Parkes, J. Stevenson-Hinde, & P. Marris (Eds.), Attachment across the life cycle (pp ). London: Routledge. Ainsworth, M. D. S., Blehar, M., Waters, E. and Wall, S. (1978). Patterns of Attachment. Hillsdale, NJ: Erlbaum. Allen, J.P., & Hauser, S.T. (1996). Autonomy and relatedness in adolescent-family interactions as predictors of young adults' states of mind regarding attachment. Development and Psychopathology, 8, Allen, J., Hauser, S., Bell, K. and O Connor, T., Longitudinal assessment of autonomy and relatedness in adolescent family interactions as predictors of adolescent ego development and self-esteem. Child Development, 64, pp Allen, J.P., & Land, D. (1999). Attachment in adolescence. In J. Cassidy & P.R. Shaver (Eds.), Handbook of attachment (pp ). New York: Guilford Alexander, R., Feeney, J.A., Hohaus, L. & Noller, P. (2001). Attachment style and coping resources as predictors of coping strategieis in the transition to parenthood. Personal Relationships, 8, Aron, A., & Aron, E. N. (1997). Self-expansion motivation and including other in the self. In S. Duck (Ed.), Handbook of personal relationships: Theory, research, and interventions (2nd ed., pp ). New York: Wiley. Arbona, C., & Power, T.G. (2003). Parental attachment, self-esteem, and antisocial behaviors among African American, European American, and Mexican American adolescents. Journal of Counseling Psychology, 50, Baldwin, M.W. (1992). Relational schemas and the processing of social information. Psychological Bulletin, 112, Baldwin, M.W., & Fehr, B. (1995). On the instability of attachment style ratings. Personal Relationships, 2, Baldwin, M.W., Fehr, B., Keedian, E., Siedel, M., & Thompson, D.W. (1993). An exploration of the relational schemas underlying attachment styles: Self-report and lexical decision approaches. Personality and Social Psychology Bulletin, 19, 353

356 -Βιβλιογραφικές αναφορές Baldwin,M.W., Keelan, J. P. R., Fehr, B., Enns, V.,&Koh-Rangarajoo, E. K. (1996). Social-cognitive conceptualization of attachment working models: Availability and accessibility effects. Journal of Personality and Social Psychology, 71, Baron, R.M., & Kenny, D.A. (1986). The moderator-mediator variable distinction in social psychological research: Conceptual, strategic and statistical considerations. Journal of Personality and Social Psychology, 51, Βartholomew, K. (1990). Avoidance of intimacy: An attachment perspective. Journal of Social and Personal Relationships, 7, Bartholomew, K., & Horowitz, L. M. (1991). Attachment styles among young adults: A test of a four-category model. Journal of Personality and Social Psychology, 61, Bartholomew, K. & Shaver, P.R. (1998). Methods of assessing adult attachment: Do they converge? In J.A. Simpson & W.S. Rholes (eds), Attachment theory and close relationships (pp ). New York: Guilford. Baltes, P.B., & Baltes, M.M. (1990). Psychological perspectives on successful aging: The model of selective optimization with compensation. In P. B. Baltes & M. M. Baltes (Eds.), Successful aging: Perspectives from the behavioural sciences (pp. 1 34). Cambridge, England: Cambridge University Press. Beck, A. T. (1975). Depression: Causes and treatments. Philadelphia: University of Pennsylvania Press. Benoit, D., & Parker, K.C.H. (1994). Stability and transmission of attachment across three generations. Child Development, 65, 5, Birnbaum, G.E., Orr, I., Mikulincer, M., & Florian, V. (1997). When marriage breaks up Does attachment style contribute to coping and mental health? Journal of Social and Personal Relationships, 14,, Black, K. A., & McCartney, K. (1997). Adolescent females' security with parents predicts the quality of peer interactions. Social Development, 6, Blashfield, R. (1976). Mixture model tests of cluster analysis: Accuracy of four agglomerative hierarchical models. Psychological Bulletin, 83, Block, H.H. (1985). On some sifnificant tests in cluster analysis. Journal of Classification, 2, Bombardier, C.H., D'Amico, C., & Jordan, J.S. (1990). The relationship of appraisal and coping to chronic illness adjustment. Behaviour Research and Therapy, 28,

357 -Βιβλιογραφικές αναφορές Βορριά, Π. & Παπαληγούρα, Ζ. (2000) Η θεωρία του δεσµού. Παιδί και Έφηβος: Ψυχική Υγεία και Ψυχοπαθολογία 1(2): Bracken, B.A. (1996). Handbook of self-concept: Developmental, social and clinical considerations. New York: Wiley. Bolton, B. (1976). Factorial validity of the Tennessee self-concept scale. Psychological reports, 39, Bower, G.H., & Cohen, P.R. (1982). Emotional influences in memory and thinking: data and theory. In Clark, M.S., & Fiske, S.T. (Eds.) Affect and Cognition: The 17th Annual Carnegie Symposium on Cognition. Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum. Bowlby, J. (1969/1982). Attachment and Loss: Attachment (Vol.1.). N.Y: Basic Books. Bowlby, J. (1972). Pathological mourning and childhood mourning. Journal of American Psychoanalytical Association, Bowlby, J. (1973). Attachment and Loss: Separation: Anxiety and Anger (Vol.2). NY Basic Books. Bowlby, J. (1977). The making and breaking of affectional bonds. British Journal of Psychiatry, 130, ) Bowlby, J. (1979). The Making and Breaking of Affectional Bonds. London: Tavistock. Bowlby, J. (1980). Attachment and loss: Loss. (Vol. 3). New York: Basic Books. Bowlby, J.M. (1985). Interview with John Bowlby. Bethlem and Maudsley Gazette, 32, 4, Bowlby, J.M. (1987). Colloquium presented at the University of Virginia. Bowlby, J. (1988). A secure base: Parent-child attachment and healthy human development. New York: Basic Books. Brehm, S.S. (1992). Interpersonal attraction. In S.S. Brehm (Eds). Intimate Relationships (chapter 3). New York: McGraw-Hill. Brennan, K.A., Clark, C.L., & Shaver, P. R. (1998). Self-report measurement of adult attachment: An integrative overview. In J. A. Simpson & W. S. Rholes (Eds.). Attachment theory and close relationships (pp ). New York: The Guilford Press. Brennan, K.A., & Shaver, P.R. (1995). Dimensions of adult attachment, affect regulation, and romantic relationship functioning. Personality and Social Psychology Bulletin, 21, Brennan, K.A., Shaver, P.R., & Tobey, A.E. (1991). Attachment styles, gender, and 355

358 -Βιβλιογραφικές αναφορές- parental problem drinking. Journal of Social and Personal Relationships, 8, Bretherton, I. (1985). Attachment theory: Retrospect and prospect. In I. Bretherton & E. Waters (Eds.), Growing points of attachment theory and research. Monographs of the Society for Research in Child Development, 50, Bretherton, I. (1987). New perspectives on attachment relations: Security, communication, and internal working models. In J. Osofsky (Ed.), Handbook of infant development (pp ). New York: Wiley. Bretherton, I. (1991). The roots and growing points of attachment theory. In C. M. Parker, J. S. Hinde and P. Marris (Eds.), Attachment Across the Life Cycle (pp. 9-32). London: Tavistock/ Routledge. Bretherton, I., Biringen, Z., Ridgeway, D., Maslin, M., & Sherman, M. (1989). Attachment: The parental perspective. Infant Mental Health Journal (Special Issue), 10, Bretherton, I., & Munholland, K.A. (1999). Internal working models in attachment relationships: A construct revisited. In J. Cassidy & P. R. Shaver (Eds.), Handbook of attachment: Theory, research, and clinical applications (pp ). New York: Guilford Press. Bridges, L.G., Connel, J.P., & Belsky, J. (1988). Similarities and differences in infantmother interaction in lhe Strange Situation: A component process analysis. Developmental Psychology, 24, Brock, D.M., Sarason, I.G., Sanghvi, H., & Gurung, R.A.R. (1998). The perceived acceptance scale: Development and validation. Journal of Personality and Social Psychology,15, Brumbaugh, C.C. & Fraley, R.C. (2006). Transference and attachment: How do attachment patterns get carried forward from one relationship to the next? Personality and Social Psychology Bulletin, 32, Burhmester, D. (1990). Intimacy of friendship, interpersonal competence and adjustment during preadolescence and adolescence, Child Development, 61, Burns, R. (1982). Self-concept development and education. London: Rinehart & Winston. Bylsma, W.H.,, C., & N. (1997). Between Adult Attachment Styles and Global Self-Esteem. Basic and Applied Social Psychology, 19, Byrne, B. M. (1996). Measuring self-concept across the life span. Washington, DC: American Psychological Association. 356

359 -Βιβλιογραφικές αναφορές- Campbell, J.D., Trapnell, P.D., Heine, S.J., Katz, I.M., Lavallee, L.F., & Lehman, D.R. (1996). Self-concept clarity: Measurement, personality correlates, and cultural boundaries. Journal of Personality and Social Psychology, 70, Carlo, G., Fabes, R. A., Laible, D., & Kupanoff, K. (1999). Early adolescence and prosocial/ moral behavior II: The role of social and contextual influences. Journal of Early Adolescence. 19 (2), Carlson, N., & Buskist, W. (1997). Psychology: The science of behavior (5th ed.). Boston: Allyn & Bacon. Carnelley, K.B., & Janoff-Bulman, R. (1992). Optimism about love relationships: General vs. specific lessons from one's personal experiences. Journal of Social and Personal Relationships, 9, Carnelley, K.Β., Piertomonaco, P.R., & Jaffe, K. (1994). Depression, working models of others, and relationship functioning. Journal of Personality and Social Psychology, 66, Carstensen, L.L. (1991). Socioemotional selectivity theory: Social activity in life-span context. Annual Review of Gerontology and Geriatrics, 11, Carstensen, L.L., Isaacowitz, D.M., & Charles, S.T. (1999). Taking time seriously: A theory of socioemotional selectivity. American Psychologist, 54, Carver, C.S., & Scheier, M.F. (1994). Situational coping and coping dispositions in a stressful transaction. Journal of Personality and Social Psychology, 66, Carver, C. S., Scheier, M. F., & Weintraub, J. K. (1989). Assessing coping strategies: A theoretically based approach. Journal of Personality and Social Psychology, 56, Carver, C.S., Pozo, C., Harris, S.D., Noriega, V. Scheier, M.F., & Robinson, D.S. (1993). How coping mediates the effect of optimism on distress: A study of women with early stage breast cancer. Journal of Personality and Social Psychology, 65, Cassidy, J., Kobak, R. R. (1988). Avoidance and its relation to other defensive processes. In Belsky, J. and T. Nezworski (Eds.), Clinical Implications of Attachment (pp ). London: Erlbaum. Cassidy, J., & Shaver, P. R. (Eds.). (1999). Handbook of attachment: Theory, research, and clinical applications. New York: Guilford. Cattel, RB. (1966). The meaning and the strategic use of factor analysis. In R.B. Cattel (ed), Handbook of Multivariate Experimental Psychology, Chicago, RandMcNally. 357

360 -Βιβλιογραφικές αναφορές- Charles, S.T., Reynolds, C.A., & Gatz, M. (2001). Age-related differences and change in positive and negative affect over twenty-three years. Journal of Personality and Social Psychology, 80, Clark, M., & Isen, A. (1982). Toward understanding the relationship between feeling states and social behavior. In A. Hastorf & A. Isen (Eds.), Cognitive social psychology (pp ). New York. Clark, L.A., & Watson, D. (1986, August). Diurnal variation in mood: Interaction with daily events and personality. Paper presented at the meeting of the American Psychological Association, Washington, DC. Clark, L.A., & Watson, D. (1988). Mood and the mundane: Relations between daily life events and self-reported mood. Journal of Personality and Social Psychology, 54, Clausen, C.E. (1998). Applied Correspondence Analysis: An introduction. Thousand Oakes, CA: Sage. Cohen S, Syme S.L. (1985). Issues in the application and study of social support. In: Cohen S, Syme SL, (eds.). Social Support and Health. Academic Press, pp Collins, N.L. (1996). Working models of attachment: Implications for explanation, emotion, and behavior. Journal of Personality and Social Psychology, 71, Collins, N. L., & Feeney, B. C. (2000). A safe heaven: An attachment theory perspective on support seeking and caregiving in intimate relationships. Journal of Personality and Social Psychology, 78, Collins, N., & Read, S. (1990). Adult attachment relationships, working models and relationship quality in dating couples. Journal of Personality and Social Psychology, 58, Collins, N. L., & Read, S. J. (1994). Cognitive representations of attachment: The structure and function of working models. Advances in Personal Relationships, 5, Cook, W. (2000). Understanding attachment security in family context. Journal of Personality and Social Psychology, 7, 2, Cooper, L., Shaver, P., & Collins, N. (1998). Attachment styles, emotion regulation, and adjustment in adolescence. Journal of Personality and Social Psychology, 74, Coopersmith, S. (1967). The Antecedents of Self-Esteem. San Francisco, CA: W.H. Freeman & Company. Cozzarelli, C., Karafa, J.A., Collins, N.L., & Tagler, M.J. (2003). Stability and change in 358

361 -Βιβλιογραφικές αναφορές- adult attachment styles: Associations with personal vulnerabilities, life events, and global construal of self and others. Journal of Social and Clinical Psychology, 22, Crain, R.M. (1996). The influence of age, race and gender on child and adolescent multidimensional self-concept. In B.A. Bracken (Ed.), Handbook of self-concept: Developmental, social, and clinical considerations (pp ). New York: Wiley. Crittenden, P.M. (1988). Relationships at risk. In J. Belsky & T. Nezworski (Eds), The clinical applications of attachment, (pp ). Hillsdale, N.J. : Lowrence Erlbaum. Crittenden, P.M. (1990). Internal representational models of attachment relationships. Infant Mental Health Journal, 11, Crocker, J., Luthanen, R.K., Cooper, M.L., & Bouvrette, A. (2003). Contingencies of Self- Worth in College Students: Theory and Measurement. Journal of Personality and Social Psychology, 85, Crowell, J. A., Fraley, R. C., & Shaver, P. R. (1999). Measures of individual differences in adolescent and adult attachment. In J. Cassidy & P. R. Shaver (Eds.), Handbook of attachment: Theory, research, and clinical applications (pp ). New York: Guilford. Crowell, J., & Waters, E. (1994). Bowlby's theory grown up: The role of attachment in adult love relations. Psychological Inquiry: An International Journal of Peer Commentary and Review, 5(1), Cozzarelli, C., Hoekstra, S. J., & Bylsma,W. H. (2000). General versus specific mental models of attachment: Are they associated with different outcomes? Personality and Social Psychology Bulletin, 26, Crittenden, P.M. (1990). Internal representational models of attachment relationships. Infant Mental Health Journal, 11, Cummings, E.M., & Cicchetfi, D. (1990). Toward a transactional model of relations between attachment and depression. In M. T. Greenberg, D. Cicchetti, & E. M. Cummings (eds.), Attachment the preschool years: Theory, research, and intervention (pp ). Chicago: University of Chicago Press. Davila, J., Burge, D., & Hammen, C. (1997). Why does attachment style change? Journal of Personality and Social Psychology, 73, Davila, J., Karney, B. R., & Bradbury, T. N. (1999). Attachment change processes in the 359

362 -Βιβλιογραφικές αναφορές- early years of marriage. Journal of Personality and Social Psychology, 76, Deisinger, J.A., Cassisi, J.E., & Whitaker, S.L. (1996). Relationships between coping styles and PAI profiles in a community sample. Journal of Clinical Psychology, 52, Diehl, M., Elnick, A.B., Bourbeau, L.S., & Labouvie-Vief, G. (1998). Adult attachment styles: Their relations to family context and personality. Journal of Personality and Social Psychology, 74, Diener, E., & Emmons, R.A. (1984). The independence of positive and negative affect. Journal of Personality and Social Psychology, 47, Dozier, M. & Kobak, R. R. (1992). Psychophysiology and adolescent attachment interviews: Converging evidence for repressing strategies. Child Development, 63, Dunn, J. (1992). Sisters and brothers: Current issues in developmental research. In F. Boer, & J. Dunn (Eds.), Children's sibling relationships: Developmental and clinical issues (pp. 1-18). Hillsdale: LEA. Egeland, B., & Farber, E.A. (1984). Infant-mother attachment: Factors related to its development and changes over time, Child Development, 55, Elicker, J., Eglund, M., & Sroufe, L.A. (1992). Predicting peer competence and peer relationships in childhood from early parent-child relationships. In R. Parke & G. Ladd (Eds.), Family-peer relationships: Modes of linkage (pp ). Hillsdale, NJ: Erlbaum. Endler, N.S., Kocovski, N.L., & Macrodimitris, S.D. (2001). Coping, efficacy, and perceived control in acute versus chronic illness. Personal and Individual Differences, 30, Endler, N.S., &Parker, J.D.A. (1990).Multidimensional assessment of coping: A critical. evaluation. Journal of Personality and Social Psychology, 58, Epstein S. & Meier P. (1989). Constructive thinking: a broad coping variable with specific components. Journal of Personality and Social Psychology, 57, Ευθυµίου, K., & Ευσταθίου, Γ. (2001). Οι διαταραχές της σεξουαλικής επιθυµίας από τη σκοπιά της θεωρίας της πρόσδεσης (attachment). Περιοδικό της Ελληνικής Ανδρολογικής Εταιρείας «Ανήρ» 3, Everitt, B.S. (1979). Unresolved problems in cluster analysis. Biometrics, 35, Everitt, B.S. (1993). Cluster Analysis. London. Heinemann. 360

363 -Βιβλιογραφικές αναφορές- Fass, M. E., Tubman, J. G. (2002). The influence of parental and peer attachment on college student's academic achievement. Psychology in the Schools, Vol. 39, 5, Feeney, J.A. (1998). Adult attachment and relationship-centred anxiety: Responses to physical and emotional distancing. In J.A. Simpson & W.S. Rholes (Eds.), Attachment theory and close relationships (pp ). New York: Guilford. Feeney, J.A. (1999). Adult romantic attachment and couple relationships. In J. Cassidy & P.R. Shaver (Eds.), Handbook of attachment (pp ). New York: Guilford. Feeney, J.A., & Hohaus, L. (2001). Attachment and spousal caregiving. Personal Relationships, 8, Feeney, J.A. & Kirkpatrick, L.E. (1996). Effects of adult attachment and presence of romantic partners on physiological responses to stress. Journal of Personality and Social Psychology, 70, 2, Feeney, J.A., & Noller, P. (1990). Attachment styles as a predictor of adult romantic relationships. Journal of Personality and Social Psychology, 58, Feeney, J.A., & Noller, P. (1991). Attachment styles and verbal descriptions of romantic partners. Journal of Social and personal Relationships, 8, Feeney, J. A., Noller, P. & Callan, V. J. (1994). Attachment style, communication and satisfaction in the early years of marriage. Advances in Personal Relationships, 5, Feeney, J.A., Noller, P., & Roberts, N. (1999). Attachment and close relationships. In C.Hendrick, & S.S. Hendrick (Eds.), Close relationships: A sourcebook (pp ). London: Sage Publications. Feeney, J.A., & Ryan, S. M. (1994). Attachment style and affect regulation: Relationships with health behavior and family experiences of illness in a student sample. Health Psychology, 13, Fitts, W.H., & Warren, W.L., (1996). Tennessee Self-Concept Scale, TSCS:2, Manual, Second Edition, Western Psychological Services. Florian, V., Mikulincer, M., & Bucholtz, I. (1995). Effects of adult attachment style on the perception and search for social support. Journal of Psychology, 129, Folkman, S. (1992). Making the case for coping. Personal coping: Theory, research, and application. B. Carpenter. New York, Praeger: Folkman, S. (1997). Positive psychological states and coping with severe stress. Social 361

364 -Βιβλιογραφικές αναφορές- Science and Medicine, 8, Folkman, S., & Lazarus, R.S. (1985). If it chnges it must be a process: Study of emotion and coping during three steges of a college examination. Journal of Personality and Social Psychology, 48, Fonagy, P., Steele, H., & Steele, M. (1991). Maternal representations of attachment during. pregnancy predict the organization of infant mother attachment at one year of age. Child Development, 62, Forgas, J.P. (1994). Sad and guilty? Affective influences on the explanation of conflict episodes. Journal of Personality and Social Psychology, 66, Forgas, J.P. (1995). Mood and judgment: The Affect Infusion Model (AIM). Psychological Bulletin, 11, Fox, N., Kimmerly, N.L., & Schafer, W.D. (1991). Attachment to mother/attachment to father: A meta-analysis. Child Development, 62, Fraley, R.C., & Davis, K.E. (1997). Attachment formation and transfer in young adults' close friendships and romantic relationships. Personal Relationships, 4, Fraley, R.C., Davis, K.E., & Shaver, P.R. (1998). Dismissing-avoidance and the defensive organization of emotion, cognition, and behavior. In J. A. Simpson & W. S. Rholes (Eds.), Attachment theory and close relationships (pp ). New York: Guilford Press. Fraley, R. C., Garner, J. P., & Shaver, P. R. (2000). Adult attachment and the defensive regulation of attention and memory: Examining the role of preemptive and postemptive defensive processes. Journal of Personality and Social Psychology, 79, Fraley, R. C., & Shaver, P. R. (1997). Adult attachment and the suppression of unwanted thoughts. Journal of Personality and Social Psychology, 73, Fraley, R. C., & Shaver, P. R. (1998). Airport separations: A naturalistic study of adult attachment dynamics in separating couples. Journal of Personality and Social Psychology, 75, Fraley, R. C., & Shaver, P. R. (2000). Adult romantic attachment: Theoretical developments, emerging controversies, and unanswered questions. Review of General Psychology, 4, Fraley, R. C. & Waller, N. G. (1998). Adult attachment patterns: A test of the typological model. In J. A. Simpson & W. S. Rholes (Eds.), Attachment theory and close relationships (pp ). New York: Guilford Press. Fraley, R. C., Waller, N. G., & Brennan, K. A. (2000). An item-response theory analysis of 362

365 -Βιβλιογραφικές αναφορές- self-report measures of adult attachment. Journal of Personality and Social Psychology, 78, Fredrickson, B. L. (2001). The role of positive emotions in positive psychology: The broaden-and-build theory of positive emotions. American Psychologist, 56, Fredrickson, B.L., & Joiner, T. (2002). Positive emotions trigger upward spirals toward emotional well-being. Psychological Science, 13, 2, Fredrickson, B.L. (2003). The value of positive emotions. American Scientist, 91, Freeman, H. (1997, Apr.). Who do you turn to? Parents and peers as attachment figures during adolescence. Paper presented at Society for Research and Child Development, Washington, DC. Fuendeling, J. M. (1998). Affect regulation as a stylistic process within attachment style. Journal of Social and Personal Relationships, l5, 3, Fuller T.L., & Fincham F.D. (1995). Attachment style in married couples: Relation to current marital functioning, stability over time, and method of assessment, Personal Relationships, 2, Furman, W. & Flanagan, (1997). The influence of earlier relationships on marriage: An attachment perspective. In Halford, W. & Markman, H. (Eds.) Clinical handbook of marriage and couples interventions (pp ). New York, NY, US: John Wiley & Sons, Inc. Furman W., Simon V.A., Shaffer L., Bouchey H.A. (2002). Adolescents' working models and styles for relationships with parents, friends, and romantic partners. Child Development, 73, 1, George, C., & Solomon, J. (1989). Internal working models of caregiving and security of attachment at age six. Infant Mental Health Journal, 10, Gerlsma, C., & Lutejin, F. (2000). Attachment style in the context of clinical and health psychology: A proposal for the assessment of valence, incongruence, and accessibility of attachment representations in various working models. British Journal of Medical Psychology, 73, Gilligan, C. (1982). In a different voice. Cambridge, MA: Harvard University Press. Greenberg, M. T., Seigal, J. M., and Leitch, C. J. (1983). The nature and importance of attachment relationships to parents and peers during adolescence.j. Youth Adolescence, 12,

366 -Βιβλιογραφικές αναφορές- Goleman, D. (1998). Συναισθηµατική νοηµοσύνη (Α. Παπασταύρου, Μετάφ., Ι. Νέστορος & Χ. Ξενάκη, Επιµ. Μετάφ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. Gove, W.R., Ortega, S.T., & Style, C.B. (1989). The maturational and role perspectives on aging and self through the adult years: An empirical evaluation. American Journal of Sociology, 94, Gradman, A., Smith, S., Allen, S., & Cascione, R. (1987). The role of denial in recovery from coronary heart disease. Psychosomatic Medicine, 49, Griffin, D., & Bartholomew, K. (1994a). Models of self and other: Fundamental dimensions underlying measures of adult attachment. Journal of Personality and Social Psychology, 67, Griffin, D., & Bartholomew, K. (1994b). The metaphysics of measurement: The case of adult attachment. In K. Bartholomew and D. Perlman (Eds.), Attachment processes in adulthood: Advances in personal relationships (Vol. 5, pp ). London: Jessica Kingsley. Grotevant, H. D., and Cooper, C. R. (1986). Individuation in family relationships. Human Development, 29, Hair, J., Anderson, R., Zatham, R., & Black, W. (1998). Multivariate data analysis. London: Prentice Hall. Hall, C.A. (1977). Differential relationships of pleasure and distress with depression and anxiety over a past, present and future time framework. Unpublished Doctoral Dissertation, University of Minnesota, Minneapolis. Hamachek, D. (1995). Self-concept and school achievement: Interaction dynamics and a tool for assessing the self-concept component. Journal of Counselling & Development, 73, Hammen, C.L., Burge, D., Daley, S.E., Davila, J., Paley, B., & Rudolph, K.D. (1995). Interpersonal attachment cognitions and prediction of symptomatic responses to interpersonal stress. Journal of Abnormal Psychology, 104, Harter, S. (1983). Processes underlying the construction, maintenance and enhancement of the self-concept in children. In J. Juls & A. G. Greenwald (Eds.), Psychological perspectives of the self. (Vol. 3). Hillsdale, NJ: Erlbaum. Harter, S. (1988). Manual for Adolescent Self-Perception Profile. Denver, CO: University of Denver. Harter, S. (1990). Causes, correlates and the functional role of global self-worth: A lifespan perspective. In R. J. Sternberg & J. J. Kolligian (Eds.), Competence considered 364

367 -Βιβλιογραφικές αναφορές- (pp ). New Haven, CT: Yale University Press. Harter, S. (1992). Visions of self: Beyond the Me and the mirror. Paper presented at the Nebraska Symposium on Motivation, Nebraska, Minnesota. Harter, S. (1999). The construction of the self: A developmental perspective. New York: Guilford. Harter, S., & Marold, D.B. (1993). The directionality of the link between self-esteem and affect: Beyond casual modeling. In D. Ciccheti & S. L. Toth (Eds.), Rochenster Symposium on Developmental Psychopathology: Disorders and dysfunctions of the self (Vol. 5, pp ). New York: University of Rochester Press. Harter, S., & Monsour, A. (1992). Developmental analysis of conflict caused by opposing attributes in the adolescent self-portrait. Unpublished manuscript, University of Denver. Hartigan, J.A. (1985). Statistical theory in clustering. Journal of Classification, 2, Hattie, J. (1992). Self-concept. Hillsdale, NJ: Erlbaum. Hazan, C., & Shaver, P.R. (1987). Romantic love conceptualized as an attachment process. Journal of Personality and Social Psychology, 52, Hazan, C., & Shaver, P. (1994). Attachment as an organizational framework for research on close relationships. Psychological Inquiry: An International Journal of Peer Commentary and Review. Hazan, C., & Zeifman, D. (1994). Sex and the psychological tether. Advances in Personal Relationships, 5, Hazan, C., & Zeifman, D. (1999). Pair bonds as attachments: Evaluating the evidence. In J. Cassidy & P.R. Shaver (Eds.), Handbook of attachment (pp ). New York: Guilford. Heinicke, C., & Westheimer, I. (1966). Brief separations. New York: International Universities Press. Isabella, R. A., & Belsky, J. (1991). Interactional synchrony and the origins of infant mother attachment: A replication study. Child Development, 62, Helsen, M., Vollebergh, W., & Meeus, W. (2000). Social support form parents and friends and emotional problems in adolescence.c: Journal of Youth and Adolescence, 29, Helson, W., & Wink, P. (1992). Personality change in women from the early 40s to the early 50s. Psychology and Aging, 7, Heppner, P.P., Cook, S.W., Strozier, A.L., & Heppner, M.J. (1991). An investigation of 365

368 -Βιβλιογραφικές αναφορές- coping styles and gender differences with farmers in career transition. Journal of Counseling Psychology, 38, Higgins, T.E., Klein, R., & Strauman, T. (1985). Self-concept discrepancy theory: A psychological model for distinguishing among different aspects of depression and anxiety. Social Cognition, 3, Hinde, R.A. (1995). A suggested structure for a science of relationships. Personal Relationships, 2, Hoffman, M. A., Levy-Shiff, R., & Ushpiz, V. (1993). Moderating effects of adolescent social orientation on the relation between social support and self-esteem. Journal of Youth and Adolescence, 22, Holahan, C.J., & Moos, R.H. (1991). Life stressors personal and social resources and depression: A 4-year structural model. Journal of Abnormal Psychology,100, Higgins, J.E., & Endler, N.S. (1995). Coping, life stress, and psychological and. somatic distress. European Journal of Personality, 9, Horowitz, L.M., Rosenberg, S.E., & Bartholomew, K. (1993). Interpersonal problems, attachment styles, and outcome in brief dynamic psychotherapy. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 61, Huitt, W. (2004). Becoming a Brilliant Star: An introduction. In W. Huitt (Ed.), Becoming a Brilliant Star: A holistic model of human development. Retrieved: March 2004, from Isen, A. M. (1987). Positive affect facilitates creative problem solving. Journal of personality and Social Psychology, 52, Isen, A.M., Daubman, K.A., & Nowicki, G.P. (1987). Positive affect facilitates creative problem solving. Journal of Personality and Social Psychology, 52, Jacobsen T., Edelstein W.& Hofmann V. (1994). A longitudinal study of the relation between representation of attachment in childhood and cognitive functioning in childhood and adolescence. Developmental Psychology, 30, James, W. (1890). Principles of psychology (Vol. 1). New York: Henry Holt. Jaquish, G.A., & Ripple, R.E. (1981). Cognitive creative abilities and self-esteem across the adult life-span. Human Development, 24, Kafetsios, K. (2000, June). Comparative results from Greece and the UK. Comparative 366

369 -Βιβλιογραφικές αναφορές- results from Greece and the UK. Abstracts of the International Conference in Personal Relationships, University of Queensland, Australia, pp Kafetsios, K. (2001). Attachment styles and emotion regulation: Evidence from relational and individual levels of analysis. In K. Kafetsios (Convenor) Individuals and Relationships. Symposium conducted at the Annual conference of the Social Psychology Section of the British Psychological Society, University of Surrey, UK. Kafetsios, K. (2002). Emotional intelligence abilities, attachment and satisfaction in longterm marital relationships. Paper presented at the 12 th Conference of the International Society for Research on Emotions, Cuenca, Spain. Kafetsios, K. (2003). Attachment, emotion regulation and psychological well being: Review and clinical applications. Encephalos, 40, Kafetsios, K. (2004). Attachment and emotional intelligence abilities across the life course. Personality and Individual differences, 37, 1, Καφέτσιος Κ. (2005). εσµός. Αθήνα: Τηπωθήτω. Kafetsios, K., & Nezlek, J.B. (2002). Attachment in everyday social interaction. European Journal of Social Psychology, 32, 5, Karavasilis, K., Doyle, A.B., & Margolese, S.K. (1999) Links between parenting styles and adolescent attachment. Poster presented at the biennial meetings of the Society for Research in Child Development, Albuquerque, March. Kenny, M.E., & Donaldson, G.A. (1991). Contributions of parental attachment and family structure to the social and psychological functioning of first-year college students. Journal of Counseling Psychology, 38, Kerns, K.A., & Stevens, A.C. (1996). Parent-child attachment in late adolescence: Links to social relations and personality. Journal of Youth and Adolescence, 25, Κιοσέογλου, Γ. (2004). Παραγοντική ανάλυση αντιστοιχιών: µια διερευνητική στατιστική µέθοδος για την ανάλυση ενός συνόλου από ποιοτικές µεταβλητές. Στο Α. Ευκλείδη, Γ. Κιοσέογλου & Γ. Θεοδωράκης (εκδ), Ποιοτική και ποσοτική έρευνα στην ψυχολογία, τόµος 2, Ελληνικά Γράµµατα. Kirkpatrick, L. A., & Davis, K. E. (1994). Attachment style, gender, and relationship stability: A longitudinal analysis. Journal of Personality and Social Psychology, 66, Kirkpatrick, L.A., & Hazan, C. (1994). Attachment styles and close relationships: A four year prospective study. Personal Relationships, 1, Klohnen, E.C., Weller, J.A., Luo, S., & Choe, M. (2005). Organization and predictive 367

370 -Βιβλιογραφικές αναφορές- power of general and relationship-specific attachment models: One for all, and all for one? Personality and Social Psychology Bulletin,. 31, 12, Kobak, R.R., Cole, H.E., Ferenz-Gillies, R., Fleming, W.S., & Gamble, W. (1993). Attachment and emotional regulation during mother-teen problem solving: A control theory analysis. Child Development, 64, Kobak, R.R., & Duemmler, S. (1994). Attachment and conversation: Toward a discourse analysis of adolescent and adult security. In K. Bartholomew & D. Perlman (Eds.), Attachment processes in adulthood (pp ). London: Jessica Kingsley. Kobak, R.R. and Hazan, C. (1991). Attachment in marriage: effects of security and accuracy of working models. Journal of Personality and Social Psychology, 60, Kobak, R.R., & Sceery, A., (1988). Attachment in late adolescence: Working models, affect regulation, and representations of self and others. Child Development, 59, Kobak, R.R., Sudler, N. & Gamble, W., Attachment in late adolescence: A developmental pathway analysis. Development and Psychopathology, 3, Kohn, P.M. (1996). On coping adaptively with daily hassles. In M. Zeidner & N.S. Endler (Eds.), Handbook of coping: Theory, research, application. New York: Wiley. Kohut, H. (1971). The analysis of the self. New York: International Universities Press. Kotler, T, Buzwell, S., Romeo, Y., & Bowland, J. (1994). Avoidant attachment as a risk factor for health. British Journal of Medical Psychology, 67, Krueger, C., & Trussoni K. (2005). Women s self concept and the effects of positive and negative labelling behaviours. Journal of Undergraduate Research, 8, 1-4. La Guardia, J.G., Ryan, R.M., Couchman, C.E., & Deci, E.L. (2000). Within -person variation in security of attachment: A self-determination theory perspective on attachment, need fulfillment, and well-being. Journal of Personality and Social Psychology, 79, Laible, D. J., Carlo, G., & Raffaelli, M. (2000). The differential relations of parent and peer attachment to adolescent adjustment. Journal of Youth and Adolescence, 29(1), Laible, D.J., Carlo, G., Roesch, S.C.(2004). Pathways to self-esteem in late adolescence: The role of parent and peer attachment, empathy, and social behaviors. Journal of Adolescence,27, 6, Lall, R., Jain, V. K., & Johnson, W. B. (1996). Contemporary norms for the Coopersmith 368

371 -Βιβλιογραφικές αναφορές- Self-Esteem Inventory - Adult Form. Perceptual and Motor Skills, 82, Lamborn, S.D., Mounts, N.S., Steinberg, L., & Dornbusch, S.M. (1991). Patterns of competence and adjustment among adolescents from authoritative, authoritarian, indulgent, and neglectful families. Child Development, 62, Larose, S. & Bernier, A. (2001). Social support processes: mediators of attachment state of mind and adjustment in late adolescence. Attachment and Human Development, 3, Larson, R.W., Richards, M.H., Moneta, G., & Holmbeck, G.C. (1996). Changes in adolescents' daily interactions with their families from ages 10 to 18: Disengagement and transformation. Developmental Psychology, 32, Laursen, B., & Williams, V.A. (1997). Perceptions of interdependence and closeness in family and peer relationships among adolescents with and without romantic partners. In S. Shulman & W.A. Collins (Eds.), Romantic relationships in adolescence: Developmental perspectives. New directions for child development, 78, San Francisco, CA: Jossey-Bass. Lazarus, R. S., & Folkman, S. (1984). Stress, appraisal, and coping. New York: Springer. Learner, D. G., & Kruger, L. J. (1997). Attachment, self-concept, and academic motivation in high school students. American Journal of Orthopsychiatry, 67, Λεονταρή, Α. (1996). Αυτο-αντίληψη. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. Leondari, A., & Kiosseoglou, G. (2002). Parental psychological control and attachment in late adolescents and young adults. Psychological Control, 90, Leong, F.T.L., Bonz, M.H., & Zachar, P. (1997). Coping styles as predictors of college adjustment among freshmen. Counseling Psychology Quarterly, 10, Levine, J., Warrenburg, S., Kerns, R., Schwanz, G., Delaney, R., Fontana, A., Gradman, A., Smith, S., Allen, S., & Cascione, R. (1987). The role of denial in recovery from coronary heart disease. Psychosomatic Medicine, 49, Levy, K N., Blatt, S.J., & Shaver, P.R. (1998). Attachment styles and parental rejection. Journal of Personality and Social Psychology, 74, Lewis, M. (1994). Does attachment imply a relationship or multiple relationships? Psychological Inquiry, 5, Lieberman, M., Doyle, A., & Markiewitz, D. (1999). Developmental patterns in security of attachment to mother and father in late childhood and early adolescence: 369

372 -Βιβλιογραφικές αναφορές- Associations with peer relations. Child Development, 70, 1, Lieberman, A.F., Weston, D.R., & Pawl, J.H. (1991). Preventive intervention and outcomes with anxiously attached dyads. Child Development, 62, Lopez, F.G., Melendez, M.C., Sauer, E.M., Berger, E., & Wyssmann, J. (1998). Internal working models, self-reported problems, and help-seeking attitudes among college students. Journal of Counseling Psychology, 45, Macrodimitris, S.D., & Endler, N.S. (2001). Coping, control, and. adjustment in type 2 diabetes. Health Psychology, 20, Main M. & Goldwyn R. (1994). Adult Attachment Rating and Classification System, Manual in Draft: Version 6.0. Unpublished manuscript, University of California at Berkeley. Main, M., Kaplan, N., and Cassidy, J. (1985). Security in infancy, childhood, and adulthood: a move to the level of representation. In I. Bretherton and Waters (Eds). Growing points of Attachment theory and Research. Monograph of the society for research in child. Main, M., & Weston, D. (1981). Security of attachment to mother and father: Related to conflict behavior and readiness to establish new relationships. Child Development, 52, Μακρή-Μπότσαρη, Ε. (2001). Αυτο-αντίληψη και αυτοεκτίµηση: Μοντέλα, ανάπτυξη, λειτουργικός ρόλος και αξιολόγηση. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. Markus, H.R., & Oyserman, D. (1989). Gender and thought: The role of self-concept. In M. Crawford and M. Gentry (Eds.), Gender and Thought: Psychological Perspectives (pp ). New York, NY: Sringer Verlag New York, Inc. Marsh, H.W. (1992). The content specificity of relations between academic achievement and academic self-concept. Journal of Educational Psychology, 84, Marsh, H. W. (1994). Using the national longitudinal study of 1988 to evaluate theoretical models of self-concept: The Self-Description Questionnaire. Journal of Educational Psychology, 86, Marsh, H.W., & Yeung, A.S. (1998). Longitudinal structural equation models of academic self-concept and achievement: Gender differences in the development of math and English constructs. American Educational Research Journal, 35, Mayne, T.J., & Ramsey, J. (2001). The structure of emotion. In T.J. Mayne & G.A. Bonanno (Eds.), Emotion: Current issues and future directions (pp. 1 37). New 370

373 -Βιβλιογραφικές αναφορές- York: Guilford. Mickelson, K.D., Kessler, R.C., & Shaver, P.R. (1997). Adult attachment in a nationally representative sample. Journal of Personality and Social Psychology,71, Mikulincer, M. (1995). Attachment style and the mental representation of the self. Journal of Personality and Social Psychology, 69, Mikulincer, M. (1997). Adult attachment style and information processing: Individual differences in curiosity and cognitive closure. Journal of Personality and Social Psychology, 72, Mikulincer, M., & Arad, D. (1999). Attachment working models and cognitive openness in close relationships: A test of chronic and temporary accessibility effects. Journal of Personality and Social Psychology, 77, Mikulincer, M., Birnbaum, G., Woddis, D., & Nachmias, O. (2000). Stress and accessibility of proximity-related thoughts: Exploring the normative and intraindividual components of attachment theory. Journal of Personality and Social Psychology, 78, Mikulincer, M., Dolev, T., Shaver, P.R., (2004). Attachment-related strategies during thought-suppression: ironic rebounds and vulnerable self-representations. Journal of Personality and Social Psychology, 87, Mikulincer, M., & Florian, V. (1995). Appraisal and coping with a real-life stressful situation: The contribution of attachment styles. Personality and Social Psychology Bulletin, 21, Mikulincer, M. & Florian, V. (1998). The relationship between adult attachment styles and emotional and cognitive reactions to stressful events. In J. A. Simpson & W. S. Rholes (Eds.). Attachment theory and close relationships (pp ). New York: Guilford Press. Mikulincer, M. & Florian, V. (2001). Attachment style and affect regulation: Implications for coping with stress and mental Health. In G. J. O. Fletcher & M. S. Clark (Eds.) Blackwell Handbook of Social Psychology: Interpersonal Processes (pp ). Oxford: Blackwell. Mikulincer, M., Florian, V., & Tolmasz, R. (1990). Attachment styles and fear of personal death: A case study of affect regulation. Journal of Personality and Social Psychology, 8, Mikulincer, M., Florian, V., & Weller, A. (1993). Attachment styles, coping strategies, and posttraumatic psychological distress: The impact of the Gulf War in Israel. Journal 371

374 -Βιβλιογραφικές αναφορές- of Personality and Social Psychology, 64, Mikulincer, M., Gillath, O., & Shaver, P. R. (2002). Activation of the attachment system in adulthood: Threat-related primes increase the accessibility of mental representations of attachment figures. Journal of Personality and Social Psychology, 83, Mikulincer, M., Hirschberger, G., Nachmias, O., & Gillath, O. (2001). The affective component of the secure base schema: Affective priming with representations of attachment security. Journal of Personality and Social Psychology, 81, Mikulincer, M., & Horesh, N. (1999). Adult attachment style and the perception of others: The role of projective mechanisms. Journal of Personality and Social Psychology, 76, Mikulincer, M. & Nachson, O. (1991). Attachment styles and patterns of self-disclosure. Journal of Personality and Social Psychology,61, Mikulincer, M., & Orbach, I. (1995). Attachment styles and repressive defensiveness: The ccessibility and architecture of affective memories. Journal of Personality and Social Psychology, 68, Mikulincer, M., & Shaver, P. R. (2003). The attachment behavioural system in adulthood: Activation, psychodynamics, and interpersonal processes. In M. Zanna (Ed.), Advances in experimental social psychology (Vol. 35). New York: Academic Press. Mikulincer, M., Shaver, P.R., Gillath, O., & Nitzberg, R.A.. (2005). Attachment, Caregiving, and Altruism: Boosting Attachment Security Increases Compassion and Helping. Journal of Personality and Social Psychology. 89, 5, Mikulincer, M., Shaver, P.R., & Pereg, D. (2003). Attachment theory and affect regulation: the dynamics, development and cognitive consequences of attachment-related strategies. Motivation and Emotion, 27, Mikulincer, M., & Sheffi, E. (2000). Adult attachment style and cognitive reactions to positive affect: A test of mental categorization and creative problem solving. Motivation and Emotion, 24, Miller, P.H. (1993). Theories of developmental psychology (3 rd ed.). US: Worth Publishers. Miller,S. M., Rodoletzs, M., Schroeder, C.M., Mangnan, C.E., & Shedlacek, T.V. (1996). Applications of the monitoring process model to coping with severe long-term medical threats. Health Psychology, 15, Moos, R., & Schaefer, J.A. (1993). Coping resources and processes: Current concepts and 372

375 -Βιβλιογραφικές αναφορές- measures. In L. Goldberg, & S. Breznitz (Eds.), Handbook of Stress: Theoretical and Clinical Aspects, (2nd ed, pp ). New York: Free Press. Μπουλουγούρης, Γ. (1996). Συµπεριφορά του ενήλικα και η θεωρία της πρόσδεσης. Στο Γ. Μπουλουγούρης (Επιµ.), Θέµατα γνωσιακής και συµπεριφοριστικής θεραπείας, Τόµος Γ, (σελ ). Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. Muijs, R.D. (1997). Predictors of academic achievement and academic self-concept: A longitudinal perspective. British Journal of Educational Psychology, 67, Mullen, B., and Suls, J. (1982). The effectiveness of attention and reflection as coping styles: A meta-analysis of temporal differences. Journal of Psychosomatic Research, 26, Myers, D.G. (1999). Social psychology. Boston, MA: McGraw Hill. Niedenthal, P.M., Brauer, M., Robin, L., & Innes-Ker, A.H. (2002). Adult attachment and the perception of facial expression of emotion. Journal of Personality & Social Psychology, 82, Ognibene, T.C., & Collins, N.L. (1998). Adult attachment styles, perceived social support and coping strategies. Journal of Social and Personal Relationships, 15, Osowiecki, D.M. & Compas, B.E. (1998). Psychological adjustment to cancer: control beliefs and coping in adult cancer patients. Cognitive Therapy and Research, 22, Ostir, G.V., Markides, K.S., Black, S.A., & Goodwin, J.S. (2000). Emotional well-being predicts subsequent functional independence and survival. Journal of the American Geriatrics Society, 48, Ostir, G.V., Smith, P.M., Smith D., & Ottenbacher, K.J. (2005). Reliability of the positive and negative affect schedule (PANAS) in medical rehabilitation. Clinical Rehabilitation, 19, Overall, N.C., Fletcer, G.J.O., & Friesen, M.D. (2003). Mapping the intimate relationship mind: Comparisons between three models of attachment representations. Personality and Social Psychology Bulletin, 29, 12, Pakenham, K.I. (1999). Adjustment to multiple sclerosis: Application of a stress and coping model. Health Psychology, 18, Παπανικολάου, Κ. & Ρόβλια, Τ. (1995). Θεωρία της πρόσδεσης: Ανασκόπηση της 373

376 -Βιβλιογραφικές αναφορές- βιβλιογραφίας. Στο Γ. Μπουλουγούρης (Επιµ.), Θέµατα γνωσιακής και συµπεριφοριστικής θεραπείας, Τόµος Β, (σελ ). Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. Papini, D.R., & Roggman, L.A. (1992). Adolescent Perceived Attachment to Parents in Relation to Competence, Depression, and Anxiety: A Longitudinal Study. Journal of Early Adolescence, 12, Park, L.E., Crocker, J., & Mickelson, K.D. (2004). Attachment styles and contingencies of self-worth. Personality and Social Psychology Bulletin, 30 (10) Parkes, C. M., Hinde, J. S., & Marris, P. (1991). Attachment Across the Life Cycle. London Routledge. Paterson, J., Pryor, J. and Field, J., (1995). Adolescent attachment to parents and friends in relation to aspects of self-esteem. Journal of Youth and Adolescence 24, pp Pennebaker, J.W., & Seagal, J.D. (1998). Forming a story: The health benefits of narrative. Journal of Clinical Psychology, 55, Pereg, D. (2001). Mood and cognition: The moderating role of attachment style. Unpublished doctoral dissertation, Bar-Ilan University, Israel. Pereg, D., & Mikulincer, M. (2004). Attachment style and the regulation of negative affect: Exploring individual differences in mood congruency effects on memory and judgement. Personality and Social Psychology Bulletin, 30, Petrosky, M.J., & Birkimer, J.C. (1991). The relationship among locus of control, coping styles, and psychological symptom reporting. Journal of Clinical Psychology, 47, Pielage, S.B, Barelds, D.P.H. & Gerlsma, C. (2006). The instability of the Relationship Questionnaire. Manuscript submitted for publication. Pierce, T., & Lydon, J.E. (2001). Global and specific relational models in the experience of social interaction. Journal of Personality and Social Psychology, 80, Pierce, G.R., Sarason, B.R., & Sarason, I.G. (1996). The handbook of social support and the family. New York: Plenum. Pietromonaco, P.R., & Carnelley, K.B. (1994). Gender and working models of attachment: Consequences for perceptions of self and romantic relationships. Personal Relationships, 1, Pistole, M.C. (1993). Attachment relationships: Self-disclosure and trust, Journal of Mental Health Counseling, 15, Pistole, M.C. (1995). College students' ended love relationships: Attachment style and emotion, Journal of College Student Development, 36,

377 -Βιβλιογραφικές αναφορές- Plutchik, R. (2000). Emotions in the Practice of Psychotherapy. American Psychological Association. Priel, B. & Shamai, D. (1995). Attachment style and perceived social support: Effects on affect regulation, Personality and Individual Differences, 19, Reich, J.W., Zautra, A.J., & Potter, P.T. (2001). Cognitive structure and the independence of positive and negative affect. Journal of Social and Clinical Psychology, 20, Rholes, W.S., Simpson, J.A., & Orina, M.M. (1999). Attachment and anger in an anxietyprovoking situation. Journal of Personality and Social Psychology, 76, Roberts, R.E.L., & Bengtson, V.L. (1996). Affective ties to parents in early adulthood and self-esteem. Social Psychology. Quarterly, 59, Robins, R.W., Trzesniewski, K., Tracy, J.L., Gosling, S., & Potter, J. (2002). Global. selfesteem across the lifespan. Psychology and Aging, 17, Rogers, C. (1951). Client centered therapy. Boston, ΜΑ: Houghton Mifflin. Rokach, A. & Brock, H. (1998). Coping with loneliness. Journal of Psychology, 132, Rosenberg, M. (1972). Society and the adolescent self-image. Princeton, NJ: Princeton University Press. Rosenberg, M. (1979). Conceiving the self. New York: Basic Books. Ross, L.R., & Spinner, B. (1995). Impact of adult relationship experiences on adult attachment styles. Poster presented at the annual meeting of the Canadian Psychological Association, Charlottetown, P.E.I., Canada. Ross, L. R., & Spinner, B. (2001). General and specific attachment representations in dulthood: Is there a relationship? Journal of Social and Personal Relationships, 18, Ross, L.R., Spinner, B., & DiTommaso, E. (1994). Childhood experiences, adult attachment styles and social adjustment. Poster presented at the annual meeting of the Canadian Psychological Association, Penticton, B.C., Canada. Roth, S., & Cohen, L.J. (1986). Approach, avoidance, and coping with stress. American Psychology, 41, Rubenstein, C., & Shaver, P.R. (1982). The experience of loneliness. In L. A. Peplau & D. Perlman (Eds.), Loneliness: A sourcebook of current theory, research, and therapy (pp ). New York: Wiley-Interscience. Ρούσση, Π. (2001). Η Προσαρµογή της Κλίµακας "Coping Orientation to Problems 375

378 -Βιβλιογραφικές αναφορές- Experienced, (COPE)" στον Ελληνικό Πληθυσµό. Στο Ε. Βασιλάκη, Σ. Τριλίβα & Ι. Μπεζεβέγκης, Το Στρες, το Άγχος και η Αντιµετώπισή τους ( ). Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. Roussi, P., & Miller, S.M., (1994). Flexibility in coping and its relation to psychological distess. Annals of Behavioral Medicine, 17, Roussi, P., Miller, S.M., & Shoda, Y. (2000). Discriminative facility in the face of threat: Relationship to psychological distress. Psychology and Health, 15, Ryan, R.M. (1993). Agency and organization: Intrinsic motivation, autonomy, and the self in psychological development. In J. Jacobs (Ed.), Nebraska symposium on motivation: Vol. 40. Developmental perspectives on motivation (pp. 1-56). Lincoln: University of Nebraska Press. Ryan, R.M. (1995). Psychological needs and the facilitation of integrative processes. Journal of Personality, 63, Ryan, R.M., Stiller, J., & Lynch, J.H. (1994). Representations of relationships to teachers, parents, and friends as predictors of academic motivation and self-esteem. Journal of Early Adolescence, 14, Ryff, C.D., & Singer, B. (1998). The contours of positive human health. Psychological Inquiry, 9, Scharfe, E., & Bartholomew, K. (1994). Reliability and stability of adult attachment patterns. Personal Relationships, 1, Shavelson, R.J., Hubner, J.J., & Stanton G.C. (1976). Self-concept: Validation of construct interpretations. Review of Educational Research, 46, Shaver, P.R., Belsky, J., & Brennan, K.A. (2000). Comparing measures of adult attachment: An examination of interview and self-report methods. Personal Relationships, 7, Shaver, P., & Brennan, K.A. (1992). Attachment styles and the 'Big Five' personality traits: Their connections with each other and with romantic relationships outcomes. Personality and Social Psychology Bulletin, 18, Shaver, P.R., & Clark, C.L. (1994). The psychodynamics of adult romantic attachment. In J.M. Masling & R.F. Bornstein (Eds.), Empirical perspectives on object relations theories (pp ). Washington, DC: American Psychological Association. Shaver, P. R., Collins, N., & Clark, C. L. (1996). Attachment styles and internal working models of self and relationship partners. In G. Fletcher & J. Fitness (Eds.), 376

379 -Βιβλιογραφικές αναφορές- Knowledge structures in close relationships: A social psychological approach (pp ). Hillsdale, N.J. : Lawrence, Erlbaum. Shaver, P.R., & Hazan, C. (1988). A biased overview of the study of love. Journal of Social and Personal Relationships, 5, Shaver, P.R., & Hazan, C. (1993). Adult romantic attachment: Theory and evidence. Advances in personal relationships, 4, Shaver, P.R., Hazan C., & Bradshaw, D. (1987). Love as attachment: the integration of three behavioural systems. In R.J. Sternberg & M. Barnes (eds), The Anatomy of Love (pp ). New Haven, CT: Yale University Press. Shaver, P. R., & Klinnert, M. (1982). Schachter s theories of affiliation and emotions: Implications of developmental research. In L. Wheeler (Ed.), Review of personality and social psychology (Vol. 3, pp ). Beverly Hills, CA: Sage Publications. Shaver, P. R., & Mikulincer, M. (2002). Attachment-related psychodynamics. Attachment and Human Development, 4, Schmidt, S., Nachtigall, C., Wuethrich-Martone, O., Strauss, B. (2002). Attachment and coping with chronic disease. Journal of Psychosomatic Research, 53, Schwarz, N., & Bohner, G. (1996). Feelings and their motivational implications: Moods and the action sequence. In P. M. Gollwitzer & J. A. Bargh (Eds.), The psychology of action: Linking cognition and motivation to behavior (pp ). New York: Guilford. Simpson, J. (1990). The influence of attachment styles on romantic relationships. Journal of Personality and Social Psychology, 59, Simpson, J.A., Ickes, W., & Grich, J. (1999). When accuracy hurts: Reactions of anxiouslyattached dating partners to a relationship-threatening situation. Journal of Personality and Social Psychology, 76, Simpson, J.A., Rholes, W.S., & Nelligan, J.S. (1992). Support seeking and support giving in couples in an anxiety-provoking situation: The role of attachment styles. Journal of Personality and Social Psychology, 62, Simpson, J.A., & Rholes, W.S. (2002). Attachment orientations, marriage, and the transition to parenthood. Journal of Research in Personality, 36, Skolnick, A. (1986). Theories of human development. In A. Skolnick (Ed), The psychology of human development (pp ; ). Harcourt Brace Jovanovich. Snell, W.E., Weissert, V. L., & Reed, J. K. (2002). Discussing past loves with current 377

380 -Βιβλιογραφικές αναφορές- loves: Gender and attachment styles. In W. E. Snell, Jr. (Ed.), New directions in the psychology of intimate relations: Research and theory (chapter 20). Cape Girardeau, MO: Snell Publications. Snyder, C.R., & K.M. Pulvers (2001). Dr. Seuss, the coping machine, and "Oh the Places You'll Go." In CR Snyder (ed.), Coping with Stress: Effective People and and Processes (pp. 3-29). Oxford: Oxford University Press. Solomon, Z., Ginzburg, K., Mikulincer, M., Neria, Y., & Ohry, U. (1998). Attachment style and long-term adjustment to captivity in war. European Journal of Personality, 12, Sroufe, L. A., Egeland, B., & Carlson, E. A. (1999). One social world : The integrated development of parent-child and peer relationships. In Collins, W. A. & Laursen, B. (Eds.). Relationships as developmental contexts. The Minnesota symposia on child psychology, Vol. 30. (pp ). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates, Inc. Steinberg, L. (1990). Autonomy, conflict, and harmony in the family relationship. In S. S. Feldman & G. R. Elliott (Eds.), At the threshold: The developing adolescent (pp ). Cambridge, MA: Harvard University Press. Stanton, A.L., Kirk, S.B., Cameron, C.L., & Danoff-Burg, S. (2000). Coping through emotional approach. Journal of Personality and Social Psychology, 78, Stanwyck, D.J., & Garrison, W.M. (1982). Detection of faking on the Tennessee selfconcept scale. Journal of Personality Assessment, 46, Steinberg, L., & Silverberg, S.B. (1986). The vicissitudes of autonomy in early adolescence. Child Development, 57, Stroebe, M.S. (2001). Bereavement research and theory: Retrospective and prospective. American Behavioral Scientist, 44, Suess, G.J., Grossmann, K.E., & Sroufe, L.A. (1992). Effects of infant attachment to mother and father on quality of adaptation in preschool: From dyadic to individual organisation of self. International Journal of Behavioral Development, 15, Sullivan, H.S. (1953). The interpersonal theory of psychiatry. New York: Norton. Suls, J. & Fletcher, B. (1985). The relative efficacy of avoidant and nonavoidant coping strategies: A meta-analysis. Health Psychology, 4, Taylor S.E., Kemeny, M.E., Reed G., Bower J.E., & Gruenewald T.L. (2000). Psychological resources, positive illusions, and health. American Psychologist 55, Tellegen, A. (1985). Structures of mood and personality and their relevance to assessing 378

381 -Βιβλιογραφικές αναφορές- anxiety, with an emphasis to self-report. In A. H. Tuma & J. D., Maser (Eds.), Anxiety and the anxiety disorders (pp ). Hillsdale, NJ: Erlbaum. Thompson, R.A. (1999). Early attachment and later development. In J. Cassidy & P. R. Shaver (Eds.), Handbook of attachment: Theory, research, and clinical applications (pp ). New York: Guilford Press. Thompson, M. (2000). Life after rape: A chance to speak? Sexual and Relationship Therapy, 15,, Trinke, S. J. & Bartholomew, K. (1997). Hierarchies of attachment relationships in young adulthood. Journal of Social and Personal Relationships, 14, Tsagarakis, M., Kafetsios, K., & Stalikas, A. (under review). Factor structure, validity and reliability of the Greek version of the Revised Experiences in Close Relationships (ECR-R) measure of adult attachment. Youniss, J., & Smollar, J. (1985). Adolescent relations with mothers, fathers, and friends. Chicago: University of Chicago Press. Vogel, DL, & Wei, M. (2005). Adult attachment and help-seeking intent: The mediating roles of psychological distress and perceived social support. Journal of Councelling Psychology, 52, Walker, L., & Greene, J. (1986). The social context of adolescent self-esteem. Journal of Youth and Adolescence, 15, Wallace, J.L., & Vaux, A. (1993). Social support network orientation: The role of adult attachment style. Journal of Social and Clinical Psychology, 12, Ward, J.H. (1963). Hierarchical grouping to optimize an objective function. Journal of American Statistical Association, 58, Wartner, U.G., Grossmann, K., Fremmer-Bombik, E., & Suess, G. (1994). Attachment patterns at age six in south Germany: Predictability from infancy and implications for preschool behavior. Child Development, 65, Waters, E., Merrick, S. K., Albersheim, L., & Treboux, D. (1995). Attachment security from infancy to early adulthood: A 20-year longitudinal study. Poster presentation at the biennial meeting of the Society for Research in Child Development, Indianapolis, Indiana. Waters, E., Posada, G., Crowell, J. A., & Lay, K. L. (1994). The development of 379

382 -Βιβλιογραφικές αναφορές- attachment: From control system to working models. Psychiatry: Interpersonal and Biological Processes, 57, Watson, D., & Clark, L.A. (1984). Negative affectivity: The disposition to experience aversive emotional states. Psychological Bulletin, 96, Watson, D., Clark, L.A., & Carey, G. (1988). Positive and negative affect and their relation to anxiety and depressive disorders. Journal of Abnormal Psychology, 97, Watson, D., Clark L.A., & Tellegen, A. (1988). Development and validation of brief measures of positive and negative affect: The PANAS Scales. Journal of Personality and Social Psychology, 50, Weiss, R.S. (1973). Loneliness: The experience of emotional and social isolation. Cambridge, MA: MIT Press. Weiss, R.S. (1991). The attachment bond in childhood and adulthood. In C. M. Parkes, J. Stevenson-Hinde, & P. Marris (Eds.), Attachment across the life cycle (pp ), London: Routledge. Wills, T.A. (1986). Stress and coping in early adolescence: Relationships to substance use in urban school samples. Health Psychology, 5, Zhang, F., & Labouvie-Vief, G. (2004). Stability and fluctuation in adult attachment style over a 6-year period. Attachment and Human Development, 6, 4, Zimmermann, P., & Grossmann, K.E. (1997). Attachment and adaptation in adolescence. In W. Koops, J.B. Hoeksma, & D.C. Van Den Boom (Eds.), Development of interaction and attachment: Traditional and non-traditional approaches (pp ). Amsterdam: North Holland. 380

383 -Παράρτηµα- ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. ΣΧΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 2. ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΕΡΕΥΝΑΣ 381

384 -Παράρτηµα- Γυναίκες 236 Άνδρες 178 Σχήµα Α.. Κατανοµή συµµετεχόντων ως προς το φύλο Σχήµα Β. Κατανοµή συµµετεχόντων ως προς την ηλικία Σχήµα Γ. Κατανοµή των συµµετεχόντων ως προς την ερωτική σχέση Σηµείωση : 171 = «ζεστή ερωτική σχέση», 140 = «όχι ζεστή ερωτική σχέση», 103 = «όχι ερωτική σχέση» 382

385 -Παράρτηµα- ΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Το παρόν ερωτηµατολόγιο που αφορά τη διερεύνηση των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, διεξάγεται από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης στα πλαίσια διδακτορικής διατριβής. Η συµβολή σας στην έρευνα µας, µε τη συµπλήρωση αυτού του ερωτηµατολογίου, είναι πολύτιµη. Το ερωτηµατολόγιο συµπληρώνεται ανώνυµα και κανείς πέρα από τους ερευνητές δεν έχει πρόσβαση στο συµπληρωµένο υλικό. Θα πρέπει να τονίσουµε πως δεν υπάρχουν σωστές και λάθος απαντήσεις. Παρακαλείστε να απαντήσετε µε ειλικρίνεια στις ερωτήσεις που ακολουθούν βοηθώντας τη προσπάθεια µας. Σε περίπτωση που θέλετε να σας αποσταλεί περίληψη των αποτελεσµάτων της παρούσας ερευνητικής διατριβής ή για άλλες διευκρινήσεις, µπορείτε να επικοινωνήσετε στην εξής ηλεκτρονική διεύθυνση ( ) vasod@egnatia.ee.auth.gr Ευχαριστούµε πολύ για τη συνεργασία σας 383

386 -Παράρτηµα- Α. ηµογραφικά στοιχεία : 1. Φύλο : Άντρας Γυναίκα 2. Ηλικία: Κύρια απασχόληση: Φοιτητής/ τρια... Σπουδαστής/ τρια.... Εργαζόµενος/ η... Άνεργος/ η Εκπαίδευση -Γυµνάσιο... -Λύκειο... -Ιδιωτική σχολή...ειδικότητα... -Τ.Ε.Ε....Ειδικότητα... -Τ.Ε.Ι....Σχολή... -Ι.Ε.Κ.... Ειδικότητα... -Πανεπιστήµιο...Σχολή... -Μεταπτυχιακές σπουδές Τόπος που µεγαλώσατε Αθήνα... Θεσσαλονίκη... Πόλη...Χωριό... Εξωτερικό Τόπος που διαµένετε Οικογενειακή κατάσταση Ελεύθερος/ η... Με σχέση... Χωρισµένος/ η... Συζείτε...Παντρεµένος/ η Μόρφωση Γονέων (κυκλώστε τον αντίστοιχο αριθµό) ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΗΤΕΡΑ 1. ηµοτικό 1. ηµοτικό 2. Γυµνάσιο 2. Γυµνάσιο 3. Λύκειο 3. Λύκειο 4. Τεχνική σχολή 4. Τεχνική σχολή 5. Πανεπιστήµιο 5. Πανεπιστήµιο 6. Μεταπτυχιακές σπουδές 6. Μεταπτυχιακές σπουδές 9. Επάγγελµα γονέων Πατέρας... Μητέρα Με ποιον/α έχετε την πιο 'ζεστή' σχέση αυτό το χρονικό διάστηµα; Με τη µητέρα µου Με τον πατέρα µου Με τον αδερφό µου Με την αδερφή µου Με τους φίλους µου Με τον/ την σύντροφό µου Με κανένα Άλλο : ιαβάστε κάθε µία λέξη και σηµειώστε το βαθµό στον οποίο σας εκφράζει αυτή τη στιγµή (τώρα) ο καθένας από τους παρακάτω χαρακτηρισµούς. Μπορείτε να δώσετε µία από τις παρακάτω απαντήσεις (συµπληρώνοντας στον κενό χώρο το αντίστοιχο νούµερο): πολύ λίγο λίγο µέτρια αρκετά πάρα πολύ -Ήρεµος/ η... -Θυµωµένος/ η... -Νευρικός/ η... -Χαρούµενος/ η... -Ακµαίος/ α... Πικραµένος/ η

387 -Παράρτηµα- Β. Οδηγίες: Σε αυτό το ερωτηµατολόγιο καλείστε να περιγράψετε πως αισθάνεστε για τον εαυτό σας. εν υπάρχουν σωστές και λάθος απαντήσεις, γι' αυτό περιγράψτε τον εαυτό σας όσο πιο ειλικρινά µπορείτε. Όταν είστε έτοιµοι να ξεκινήσετε, διαβάστε κάθε πρόταση προσεκτικά και αποφασίστε πόσο καλά ταιριάζει σε εσάς. Στη συνέχεια, κυκλώστε ένα νούµερο σε κάθε πρόταση, χρησιµοποιώντας την παρακάτω κλίµακα για να εκφράσετε την επιλογή σας. 1 = πάντοτε λάθος, 2 = τις περισσότερες φορές λάθος, 3= άλλοτε λάθος και άλλοτε σωστό, 4 = τις περισσότερες φορές σωστό, 5 = πάντοτε σωστό. 1. Είµαι ένα ελκυστικό άτοµο Είµαι ένα έντιµο άτοµο Είµαι µέλος µιας ευτυχισµένης οικογένειας Εύχοµαι να µπορούσα να είµαι περισσότερο αξιόπιστος /η ε νιώθω άνετα µε άλλους ανθρώπους Τα µαθηµατικά είναι δύσκολα για µένα Είµαι ένα φιλικό άτοµο Είµαι ικανοποιηµένος /η από την ηθική µου συµπεριφορά εν είµαι τόσο έξυπνος /η όσο οι άλλοι γύρω µου εν ενεργώ µε τον τρόπο που η οικογένειά µου πιστεύει πως θα έπρεπε Είµαι τόσο ευχάριστος /η όσο θα έπρεπε Είναι εύκολο για µένα να µαθαίνω νέα πράγµατα Είµαι ικανοποιηµένος /η από τη σχέση µου µε την οικογένειά µου εν είµαι το άτοµο που θα ήθελα να είµαι Καταλαβαίνω την οικογένειά µου τόσο καλά όσο θα έπρεπε 16. Απεχθάνοµαι τον εαυτό µου ε νιώθω τόσο καλά όσο θα έπρεπε Πηγαίνω καλά στα µαθηµατικά Είµαι ικανοποιηµένος /η να είµαι αυτό που είµαι Τα πηγαίνω αρκετά καλά µε τους άλλους ανθρώπους Έχω ένα υγιές σώµα Θεωρώ τον εαυτό µου ένα απεριποίητο άτοµο Είµαι ένα αξιοπρεπές άτοµο Προσπαθώ να ξεφεύγω από τα προβλήµατά µου Είµαι ένα χαρούµενο άτοµο Είµαι ένα τίποτα Η οικογένειά µου θα µε βοηθούσε πάντα σε κάθε είδους πρόβληµα

388 -Παράρτηµα- 28. Θυµώνω µερικές φορές Είµαι γεµάτος /η ενοχλήσεις και πόνους Είµαι ένα άρρωστο άτοµο Είµαι ένα ηθικά αδύνατο άτοµο Οι άλλοι άνθρωποι πιστεύουν πως είµαι έξυπνος /η Είµαι ένα µισητό άτοµο Χάνω το µυαλό µου ε µε αγαπάει η οικογένειά µου Νοµίζω ότι η οικογένειά µου δε µε εµπιστεύεται εν είµαι καλός /η στη δουλειά που κάνω Είµαι πολύ θυµωµένος /η µε όλο τον κόσµο υσκολεύοµαι να είµαι φιλικός /ή Μερικές φορές σκέφτοµαι για πράγµατα υπερβολικά άσχηµα, ώστε να µη µπορώ να µιλήσω για αυτά 41. Μερικές φορές, όταν δεν αισθάνοµαι καλά, είµαι κακόκεφος /η εν είµαι ούτε πολύ παχύς /ιά, ούτε πολύ αδύνατος /η Ποτέ δε θα είµαι τόσο έξυπνος /η όσο οι άλλοι άνθρωποι Μου αρέσει να δουλεύω µε αριθµούς Είµαι τόσο κοινωνικός /ή όσο θέλω να είµαι υσκολεύοµαι να κάνω πράγµατα που είναι σωστά Μερικές φορές γελάω µε ένα χυδαίο ανέκδοτο Θα έπρεπε να έχω περισσότερο σεξ απήλ ε θα έπρεπε να λέω τόσα πολλά ψέµατα ε µπορώ να διαβάσω πολύ καλά Συµπεριφέροµαι στους γονείς µου τόσο καλά όσο θα έπρεπε Είµαι υπερβολικά ευαίσθητος /η σε όσα λένε τα άτοµα της οικογένειάς µου 53. Θα έπρεπε να αγαπώ την οικογένειά µου περισσότερο Είµαι ικανοποιηµένος /η από τον τρόπο που συµπεριφέροµαι στους άλλους ανθρώπους 55. Θα έπρεπε να τα πηγαίνω καλύτερα µε τους άλλους ανθρώπους. 56. Μερικές φορές κουτσοµπολεύω Μερικές φορές νιώθω την ανάγκη να βρίσω Φροντίζω καλά τη φυσική µου κατάσταση Προσπαθώ να είµαι προσεκτικός /ή µε την εµφάνισή µου

389 -Παράρτηµα- 60. Είµαι συνεπής µε τις θρησκευτικές µου αρχές στις καθηµερινές µου δραστηριότητες 61. Μερικές φορές κάνω πολύ άσχηµα πράγµατα Μπορώ πάντα να φροντίζω τον εαυτό µου σε κάθε περίσταση Τα καταφέρνω όσο καλά θελήσω σχεδόν σε οποιαδήποτε δουλειά 64. Νιώθω καλά τις περισσότερες φορές Ενδιαφέροµαι πραγµατικά για την οικογένειά µου Προσπαθώ να κατανοήσω τις απόψεις των άλλων ανθρώπων Προτιµώ να κερδίζω σε ένα παιχνίδι παρά να χάνω εν είµαι καλός/ή στα παιχνίδια και στις αθλητικές δραστηριότητες 69. είχνω καλά έτσι όπως είµαι εν ξέρω πώς να δουλεύω καλά υσκολεύοµαι να κοιµηθώ Κάνω αυτό που είναι σωστό τις περισσότερες φορές εν είµαι καθόλου καλός/ή στις κοινωνικές καταστάσεις Λύνω τα προβλήµατά µου σχετικά εύκολα Είµαι ένα κακό άτοµο Είµαι ικανοποιηµένος/η από τη σχέση µου µε το Θεό Φιλονικώ µε την οικογένειά µου Βλέπω κάτι καλό σε όποιον συναντώ Μου είναι δύσκολο να µιλάω µε αγνώστους Μερικές φορές αναβάλλω για αύριο αυτό που πρέπει να κάνω σήµερα 81. Μου είναι εύκολο να καταλαβαίνω αυτό που διαβάζω Έχω πολύ αυτοέλεγχο

390 -Παράρτηµα- Γ. Ο ΗΓΙΕΣ: ιαβάστε τις παρακάτω προτάσεις και βαθµολογείστε τις, ανάλογα µε το βαθµό που πιστεύετε πως η κάθε µία περιγράφει τα συναισθήµατα σας για τις στενές σχέσεις. 1 = ε µου ταιριάζει καθόλου 2 = Μου ταιριάζει λίγο 3 = Μου ταιριάζει κάπως 4 = Μου ταιριάζει αρκετά 5 =Μου ταιριάζει πάρα πολύ 1. Μου είναι δύσκολο να εξαρτώµαι απο άλλους ανθρώπους Είναι πολύ σηµαντικό για µένα να αισθάνοµαι ανεξάρτητος /η Μου είναι εύκολο να πλησιάζω συναισθηµατικά τους άλλους Θέλω να γίνοµαι "ένα"(να δεθώ συναισθηµατικά) µε κάποιο άλλο άτοµο Ανησυχώ µήπως πληγωθώ εάν αφήσω τον εαυτό µου να πλησιάσει πάρα πολύ τους άλλους 6. Νιώθω άνετα χωρίς στενές συναισθηµατικές σχέσεις εν είµαι σίγουρος /η ότι µπορώ πάντα να βασίζοµαι στο ότι οι άλλοι θα είναι δίπλα µου όταν τους χρειάζοµαι 8. Θέλω να είµαι απόλυτα δεµένος συναισθηµατικά µε τους άλλους Ανησυχώ µήπως µείνω µόνος /η Αισθάνοµαι άνετα να εξαρτώµαι από άλλους ανθρώπους Συχνά ανησυχώ µήπως οι ερωτικοί µου σύντροφοί δε µε αγαπούν πραγµατικά 12. Μου είναι δύσκολο να εµπιστεύοµαι απόλυτα τους άλλους Ανησυχώ µήπως οι άλλοι µε πλησιάσουν πάρα πολύ Θέλω στενές συναισθηµατικές σχέσεις Νιώθω άνετα να έχω άλλους ανθρώπους που εξαρτώνται από µένα Ανησυχώ ότι οι άλλοι δε µε εκτιµούν τόσο όσο τους εκτιµώ εγώ Οι άνθρωποι δε είναι ποτέ εκεί, όταν τους χρειάζεσαι Η επιθυµία µου να γίνοµαι "ένα" µε τους άλλους(να δεθώ συναισθηµατικά) µερικές φορές τους αποµακρύνει 19. Είναι πολύ σηµαντικό για µένα να αισθάνοµαι αυτάρκης Είµαι νευρικός /ή όταν ο οποιοσδήποτε µε πλησιάζει πολύ Συχνά ανησυχώ µήπως οι ερωτικοί µου σύντροφοι δε θα θέλουν να µείνουν µαζί µου 22. Προτιµώ να µην έχω ανθρώπους που να εξαρτώνται από µένα Ανησυχώ µήπως µε εγκαταλείψουν Νιώθω κάπως άβολα όταν είµαι κοντά στους άλλους Ανακαλύπτω ότι οι άλλοι είναι διστακτικοί να µε πλησιάσουν τόσο όσο εγώ θα ήθελα 26. Προτιµώ να µην εξαρτώµαι από άλλους Ξέρω ότι οι άλλοι θα είναι εκεί όταν τους χρειάζοµαι Ανησυχώ στην ιδέα ότι µπορεί οι άλλοι να µη µε απο δέχονται 29. Οι ερωτικοί σύντροφοί συχνά ζητούν να είµαι περισσότερο κοντά από ότι εγώ αισθάνοµαι άνετα 30. Μου είναι σχετικά εύκολο να πλησιάσω τους άλλους

391 -Παράρτηµα-. Ο ΗΓΙΕΣ : Οι παρακάτω προτάσεις αφορούν το πώς νιώθεις για τις ερωτικές σου σχέσεις. Αυτό που µας ενδιαφέρει είναι πως βιώνεις γενικά τις σχέσεις σου, και όχι τι συµβαίνει σε µία συγκεκριµένη σχέση. Απάντησε σε κάθε πρόταση βαθµολογώντας την ανάλογα µε το βαθµό που συµφωνείς ή διαφωνείς µε το περιεχόµενο της. Ποτέ δε νιώθω έτσι Σπάνια νιώθω έτσι Μερικές φορές νιώθω έτσι Συχνά νιώθω έτσι Πολύ συχνά νιώθω έτσι Προτιµώ να µη δείχνω στο σύντροφό µου πώς νιώθω πραγµατικά Ανησυχώ µε την ιδέα ότι µπορεί να µε εγκαταλείψουν Αισθάνοµαι πολύ άνετα όταν είµαι κοντά σε ερωτικούς/ές συντρόφους Ανησυχώ αρκετά για τις σχέσεις µου Έχω συνειδητοποιήσει ότι µόλις ο/ η σύντροφός µου αρχίζει να µε προσεγγίζει, αποτραβιέµαι από αυτόν Ανησυχώ ότι οι ερωτικοί µου σύντροφοι δε νοιάζονται για µένα τόσο όσο εγώ νοιάζοµαι για αυτούς ε νιώθω άνετα όταν ο ερωτικός µου σύντροφος θέλει να είναι πολύ κοντά µου Ανησυχώ αρκετά µε την ιδέα ότι µπορεί ο/η σύντροφος µου να µε αφήσει εν νιώθω άνετα να ξανοίγοµαι σε ερωτικούς/ές συντρόφους Συχνά εύχοµαι τα συναισθήµατα του /της συντρόφου µου για µένα να ήταν τόσο δυνατά όσο τα δικά µου για αυτόν /ήν Θέλω να πλησιάσω τον/την σύντροφο µου, αλλά συνεχίζω να αποτραβιέµαι Συχνά θέλω να γίνω "ένα"(να δεθώ συναισθηµατικά) µε τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους, αλλά αυτό µερικές φορές τους αποµακρύνει από µένα Νιώθω αµηχανία όταν οι σύντροφοι µου µε πλησιάζουν πολύ Ανησυχώ µήπως θα µείνω µόνος /η Νιώθω άνετα να µοιράζοµαι προσωπικές σκέψεις και συναισθήµατα µε τον /τη σύντροφο µου Η επιθυµία µου να πλησιάζω πολύ τους άλλους µερικές φορές τους αποµακρύνει Προσπαθώ να αποφεύγω να προσεγγίζω πολύ τον /τη σύντροφό µου Χρειάζοµαι αρκετή επιβεβαίωση από τον /τη σύντροφό µου ότι µε αγαπάει Μου είναι σχετικά εύκολο να προσεγγίσω τον /τη σύντροφο µου Μερικές φορές αισθάνοµαι ότι αναγκάζω τον/τη σύντροφο µου να δείξει περισσότερο συναίσθηµα και µεγαλύτερη δέσµευση Μου είναι δύσκολο να αφήσω τον εαυτό µου να εξαρτηθεί από ερωτικούς/ές συντρόφους

392 -Παράρτηµα- Ποτέ δε νιώθω έτσι Σπάνια νιώθω έτσι Μερικές φορές νιώθω έτσι Συχνά νιώθω έτσι Πολύ συχνά νιώθω έτσι Συνήθως δεν ανησυχώ ότι θα µε εγκαταλείψουν Προτιµώ να µη δένοµαι συναισθηµατικά µε τους/τις ερωτικούς/ές συντρόφους Αν δεν µπορώ να κάνω τον /τη σύντροφό µου να δείξει ενδιαφέρον, εκνευρίζοµαι ή θυµώνω Λέω στον /στη σύντροφό µου σχεδόν τα πάντα ιαπιστώνω ότι οι σύντροφοι µου δε θέλουν να έρθουν τόσο κοντά µου όσο εγώ θα ήθελα Συνήθως συζητώ τα προβλήµατα και τα ενδιαφέροντα µου µε τον /τη σύντροφο µου Όταν δεν έχω κάποια σχέση, νιώθω κάπως αγχώδης και ανασφαλής Νιώθω άνετα να εξαρτώµαι από ερωτικούς/ές συντρόφους Απογοητεύοµαι όταν ο /η σύντροφός µου αποµακρύνεται περισσότερο από όσο εγώ θα ήθελα ε µε ενοχλεί να ζητώ από ερωτικούς/ές συντρόφους άνεση, συµβουλή ή βοήθεια Απογοητεύοµαι όταν οι ερωτικοί σύντροφοι δεν είναι διαθέσιµοι τη στιγµή που τους χρειάζοµαι Βοηθάει να απευθύνοµαι στον/στη ερωτικό/ή µου σύντροφο σε στιγµές ανάγκης Όταν οι ερωτικοί σύντροφοι µε αποδοκιµάζουν, νιώθω πραγµατικά άσχηµα για τον εαυτό µου Αναζητώ στον /στη σύντροφό µου πολλά πράγµατα, όπως άνεση και επιβεβαίωση Με πειράζει όταν ο /η σύντροφος µου περνάει το χρόνο του µακριά από µένα Ε. Ο ΗΓΙΕΣ: Ακολουθούν οι γενικές περιγραφές από τέσσερα είδη σχέσεων τα οποία αναφέρονται συχνά από τους ανθρώπους. ιαβάστε προσεχτικά κάθε περιγραφή και κυκλώστε το γράµµα εκείνης της περιγραφής(α,β,γ, ) που ταιριάζει -ή βρίσκεται πιο κοντά- στον τρόπο που εσείς, σε γενικές γραµµές, συµπεριφέρεστε στη σχέση µε τους γονείς σας. Α. Μου είναι εύκολο να πλησιάζω συναισθηµατικά µε τους γονείς µου. Νιώθω άνετα να εξαρτώµαι από αυτούς και εκείνοι να εξαρτώνται από µένα. εν ανησυχώ µήπως µείνω µόνος /η ή µήπως οι γονείς µου δε µε αποδέχονται Β. Νιώθω άβολα να πλησιάζω τους γονείς µου. Θέλω στενές συναισθηµατικές σχέσεις αλλά µου είναι δύσκολο να τους εµπιστευτώ απόλυτα, ή να εξαρτώµαι από αυτούς. Ανησυχώ ότι θα πληγωθώ αν αφήσω τον εαυτό µου να συνδεθεί τόσο στενά µε τους γονείς µου Γ. Θέλω να είµαι τελείως δεµένος /η συναισθηµατικά µε τους γονείς µου αλλά συχνά διαπιστώνω ότι αυτοί διστάζουν να µε πλησιάσουν όσο εγώ θα ήθελα. ε νιώθω άνετα χωρίς στενές σχέσεις, αλλά µερικές φορές ανησυχώ µήπως οι γονείς µου δε µε εκτιµούν τόσο όσο εγώ τους εκτιµώ. Νιώθω άνετα χωρίς στενές συναισθηµατικές σχέσεις. Είναι πολύ σηµαντικό για µένα να αισθάνοµαι ανεξάρτητος /η και αυτάρκης και προτιµώ να µην εξαρτώµαι από τους γονείς µου ή αυτοί να εξαρτώνται από µένα 390

393 -Παράρτηµα- ΣΤ. Ο ΗΓΙΕΣ : Παρακάτω υπάρχει ένας αριθµός λέξεων όπου περιγράφονται διαφορετικές συναισθηµατικές καταστάσεις. ιαβάστε κάθε µία λέξη και σηµειώστε το βαθµό στον οποίο σας εκφράζει γενικά (συνήθως) ο καθένας από τους παρακάτω χαρακτηρισµούς. Μπορείτε να δώσετε µία από τις παρακάτω απαντήσεις (συµπληρώνοντας στον κενό χώρο το αντίστοιχο νούµερο): πολύ λίγο λίγο µέτρια αρκετά πάρα πολύ άτοµο µε ενδιαφέροντα ευέξαπτος /η αγχωµένος / η σε εγρήγορση σε ένταση ντροπιασµένος / η θυµωµένος / η εµπνευσµένος /η δυνατός / ή νευρικός / ή ένοχος / η αποφασισµένος /η φοβισµένος / η προσεκτικός / ή εχθρικός / ή αναστατωµένος / η ενθουσιώδης δραστήριος / α περήφανος/ η ανήσυχος / η Ζ. Ο ΗΓΙΕΣ: Ακολουθούν οι γενικές περιγραφές από τέσσερα είδη σχέσεων τα οποία αναφέρονται συχνά από τους ανθρώπους. ιαβάστε προσεχτικά κάθε περιγραφή και κυκλώστε το γράµµα εκείνης της περιγραφής (Α, Β, Γ, ) που ταιριάζει -ή βρίσκεται πιο κοντά- στον τρόπο που εσείς, σε γενικές γραµµές, συµπεριφέρεστε στη σχέση µε τον /τους στενό /ούς φίλο /ους σας. Α. Μου είναι εύκολο να πλησιάζω συναισθηµατικά µε τους φίλους µου. Νιώθω άνετα να εξαρτώµαι από αυτούς και εκείνοι να εξαρτώνται από µένα. εν ανησυχώ µήπως µείνω µόνος /η ή µήπως οι φίλοι µου δε µε αποδέχονται Β. Νιώθω άβολα να πλησιάζω τους φίλους µου. Θέλω στενές συναισθηµατικές σχέσεις αλλά µου είναι δύσκολο να τους εµπιστευτώ απόλυτα, ή να εξαρτώµαι από αυτούς. Ανησυχώ ότι θα πληγωθώ αν αφήσω τον εαυτό µου να συνδεθεί τόσο στενά µε τους φίλους µου Γ. Θέλω να είµαι τελείως δεµένος /η συναισθηµατικά µε τους φίλους µου αλλά συχνά διαπιστώνω ότι αυτοί διστάζουν να µε πλησιάσουν όσο εγώ θα ήθελα. ε νιώθω άνετα χωρίς στενές σχέσεις, αλλά µερικές φορές ανησυχώ µήπως οι φίλοι µου δε µε εκτιµούν τόσο όσο εγώ τους εκτιµώ. Νιώθω άνετα χωρίς στενές συναισθηµατικές σχέσεις. Είναι πολύ σηµαντικό για µένα να αισθάνοµαι ανεξάρτητος /η και αυτάρκης και προτιµώ να µην εξαρτώµαι από τους φίλους µου ή αυτοί να εξαρτώνται από µένα 391

394 -Παράρτηµα- Η. Ο ΗΓΙΕΣ: Υποδείξτε κατά πόσο ενεργήσατε όπως περιγράφει η κάθε πρόταση, σε µία δύσκολη κατάσταση που αφορά τις στενές διαπροσωπικές σας σχέσεις( µε γονείς, µε φίλους ή µε τον/την σύντροφο σας). Απαντήστε προσεκτικά αλλά και αυθόρµητα, σύµφωνα µε τις πραγµατικές σας απόψεις, κυκλώνοντας τον αντίστοιχο αριθµό που σας εκφράζει. 1 = συνήθως δεν ενεργώ κατ' αυτόν τον τρόπο 2 = συνήθως ενεργώ κατ' αυτόν τον τρόπο λίγο 3 = συνήθως ενεργώ κατ' αυτόν τον τρόπο αρκετά 4= συνήθως ενεργώ κατ' αυτόν τον τρόπο πολύ δεν ενεργώ ενεργώ λίγο ενεργώ αρκετά ενεργώ πολύ 1. Προσπάθησα να βελτιωθώ σαν άτοµο ως αποτέλεσµα της εµπειρίας αυτής 2. Στράφηκα προς τη δουλειά και άλλα πράγµατα που είχα να κάνω για να ξεχάσω το πρόβληµα µου 3. Αναστατώθηκα και άφησα τα συναισθήµατα µου να εκφραστούν 4. Ζήτησα συµβουλές από άλλους για το τι να κάνω Επικέντρωσα όλη µου τη προσπάθεια στο να κάνω κάτι γι' αυτό το πρόβληµα 6. Μερικές φορές σκεφτόµουν ότι αυτό που µου συνέβαινε δεν ήταν η πραγµατικότητα 7. Προσευχήθηκα πολύ Παραδέχτηκα πως δεν µπορούσα να αντιµετωπίσω την κατάσταση και τα παράτησα 9. Συγκρατήθηκα έτσι ώστε να µην ενεργήσω βιαστικά Μίλησα για τα συναισθήµατα µου µε κάποιον/ α Χρησιµοποίησα το κάπνισµα για να νιώσω καλύτερα έχτηκα την ιδέα ότι αυτό συνέβαινε Συζήτησα το θέµα µε άλλους για να µάθω περισσότερα για την κατάσταση 14. εν επέτρεψα να διασπαστεί η προσοχή µου από άλλες σκέψεις ή δραστηριότητες 15.Έκανα διάφορα πράγµατα για να ξεχαστώ. Πήγα σινεµά, είδα τηλεόραση, ονειροπόλησα, κ.α. 16. Αναστατώθηκα πάρα πολύ και συνειδητοποίησα πως είχα αναστατωθεί 17. Κατέστρωσα ένα σχέδιο δράσης Γέλασα µε την όλη κατάσταση Αποδέχτηκα αυτό που µου συνέβαινε και το γεγονός ότι δε θα µπορούσε ν αλλάξει 20. Συγκρατήθηκα να µην ενεργήσω προς την επίλυση του προβλήµατος, µέχρι να παρουσιαστεί η κατάλληλη στιγµή 21. Ζήτησα συναισθηµατική υποστήριξη από φίλους και συγγενείς Εγκατέλειψα κάθε προσπάθεια για να πετύχω το σκοπό µου

395 -Παράρτηµα- δεν ενεργώ ενεργώ λίγο ενεργώ αρκετά ενεργώ πολύ 23. Πήρα πρόσθετα µέτρα στη προσπάθεια µου να λύσω το πρόβληµα 24. Προσπάθησα να ξεχάσω το πρόβληµα προσωρινά µε ποτό ή και µε εθιστικές ουσίες 25. Αρνήθηκα να πιστέψω αυτό που µου συνέβαινε Άφησα τα συναισθήµατα µου ελεύθερα Προσπάθησα να το δω µε έναν διαφορετικό τρόπο, προσπάθησα να βρω κάτι θετικό στην όλη κατάσταση 28. Μίλησα µε κάποιον ο οποίος θα µπορούσε να κάνει κάτι συγκεκριµένο για το πρόβληµα 29. Κατέστρωσα ένα στρατηγικό σχέδιο για το τι να κάνω Συγκεντρώθηκα στην αντιµετώπιση της κατάστασης και θεώρησα ότι ήταν αναγκαίο άλλα πράγµατα να περιµένουν 31. έχτηκα συµπόνια και κατανόηση από τους άλλους Αστειεύτηκα για το πρόβληµα µου Εγκατέλειψα κάθε προσπάθεια για να καταφέρω αυτό που ήθελα 34. Έψαξα να βρω κάτι καλό σ αυτό που µου συνέβαινε Σκέφτηκα πώς να χειριστώ καλύτερα την κατάσταση Ενέργησα λες και δε µου συνέβαινε τίποτα Προσπάθησα να µη χειροτερέψω τα πράγµατα µε το να πράξω βιαστικά 38. Προσπάθησα πολύ να σταµατήσω άλλα προβλήµατα που εµπόδιζαν τις προσπάθειες µου προς την επίλυση της συγκεκριµένης κατάστασης 39. Αποδέχτηκα την πραγµατικότητα για αυτό που µου συνέβαινε 40. Ρώτησα άλλους ανθρώπους µε παρόµοιες εµπειρίες τι κάνανε 41. Αισθάνθηκα πολύ αναστατωµένος/ η και πρόσεξα ότι συχνά εξέφραζα τα συναισθήµατα µου 42. Έλαβα άµεσα µέτρα για να λύσω το πρόβληµα Προσπάθησα να βρω ανακούφιση στην πίστη µου στο Θεό 44. Υποχρέωσα τον εαυτό µου να περιµένει την κατάλληλη στιγµή για να δράσει 45. Ελάττωσα την προσπάθεια που είχα καταβάλλει για να λύσω το πρόβληµα 46. Συζήτησα µε άλλους για το πως αισθάνθηκα για την κατάσταση 47. Αποδέχτηκα το γεγονός ότι θα έπρεπε να µάθω να ζω µε το πρόβληµα 48. Έβαλα στην άκρη άλλα πράγµατα που είχα να κάνω, για να συγκεντρωθώ στο πρόβληµα αυτό 49. Σκέφτηκα πολύ τα βήµατα που έπρεπε να κάνω για να χειριστώ το πρόβληµα 50. Συµπεριφέρθηκα σα να µην είχε συµβεί τίποτα Έκανα ότι µπορούσε να γίνει, βήµα προς βήµα Έµαθα κάτι χρήσιµο από αυτή την εµπειρία

396 -Παράρτηµα- Θ. Σκεφτείτε και περιγράψτε µε συντοµία µία δύσκολη κατάσταση που αντιµετωπίσατε πρόσφατα και αφορά κάποια στενή διαπροσωπική σας σχέση ( π.χ. µε τους γονείς, τους φίλους, τον/την σύντροφο) I. Όταν αντιµετωπίζετε µία σοβαρή δυσκολία ή πρόβληµα, σε ποιον απευθύνεστε για να συζητήσετε το πρόβληµα σας;... Κ. Έχετε κάποια ερωτική σχέση αυτό το διάστηµα; Ναι Όχι -Αν ναι, πόση διάρκεια έχει µέχρι τώρα;... -Πόσες φορές συναντιέστε µε τον/την σύντροφο σας στη διάρκεια µιας εβδοµάδας;... -Σε ποιο βαθµό νιώθετε ικανοποιηµένος/ η από τη σχέση που έχετε; Καθόλου ικανοποιηµένος/ η Σε µικρό βαθµό ικανοποιηµένος/ η Αρκετά ικανοποιηµένος/ η Σε µεγάλο βαθµό ικανοποιηµένος/ η -Η προηγούµενη σχέση σας τι διάρκεια είχε;... -Πως θα χαρακτηρίζατε την προηγούµενη σχέση σας; Σε ποιο βαθµό νιώθατε ικανοποιηµένος/ η από τη προηγούµενη σχέση που είχατε; Καθόλου ικανοποιηµένος/ η Σε µικρό βαθµό ικανοποιηµένος/ η Αρκετά ικανοποιηµένος/ η Σε µεγάλο βαθµό ικανοποιηµένος/ η 394

397 -Παράρτηµα- Εικόνα 1. Η ανταπόκριση της τροφού στις ανάγκες του βρέφους είναι καθοριστική για τη διαµόρφωση των ενεργών µοντέλων προσκόλλησης. 395

Βασιλική Δασκάλου Τμήμα Ψυχολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Βασιλική Δασκάλου Τμήμα Ψυχολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Προσκόλληση και στρατηγικές αντιμετώπισης αγχογόνων καταστάσεων στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις: Ο διαμεσολαβητικός ρόλος των αυτο-αντιλήψεων και του συναισθήματος Βασιλική Δασκάλου Τμήμα Ψυχολογίας,

Διαβάστε περισσότερα

ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: ΔΙΑΦΥΛΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: ΔΙΑΦΥΛΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: ΔΙΑΦΥΛΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Μυρτώ Λεμονούδη και Έλλη Κουβαράκη MSc Κλινική Ψυχολογία Παν/μίου Αθηνών -Ψυχοθεραπεύτριες Επόπτης: Γιώργος Ευσταθίου Διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας Παν/μίου Αθηνών-Ψυχοθεραπευτής

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ Χ Α Ρ Α Λ Α Μ Π Ο Σ Σ Α Κ Ο Ν Ι Δ Η Σ, Δ Π Θ Μ Α Ρ Ι Α Ν Ν Α Τ Ζ Ε Κ Α Κ Η, Α Π Θ Α. Μ Α Ρ Κ Ο Υ, Δ Π Θ Α Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο 2 0 17-2018 2 ο παραδοτέο 8/12/2016

Διαβάστε περισσότερα

Γονεϊκές αντιλήψεις για τη δομή της παιδικής προσωπικότητας σε Ελλάδα και Κύπρο

Γονεϊκές αντιλήψεις για τη δομή της παιδικής προσωπικότητας σε Ελλάδα και Κύπρο Γονεϊκές αντιλήψεις για τη δομή της παιδικής προσωπικότητας σε Ελλάδα και Κύπρο Βασίλης Παυλόπουλος Τομέας Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών Ανακοίνωση στο 7 ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας, Λευκωσία,

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ' Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Ψυχολογίας Α.Π.Θ.

ΙΑ' Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Ψυχολογίας Α.Π.Θ. Στην Ευθυμία Συγκολλίτου Ομότιμη Καθηγήτρια του Τμήματος Ψυχολογίας του Α.Π.Θ. i Πρόλογος Ο ενδέκατος τόμος της Επιστημονικής Επετηρίδας του Τμήματος Ψυχολογίας είναι αφιερωμένος στη συνάδελφο κ. Ευθυμία

Διαβάστε περισσότερα

Μεταπτυχιακή φοιτήτρια: Τσιρογιαννίδου Ευδοξία. Επόπτης: Πλατσίδου Μ. Επίκουρη Καθηγήτρια Β Βαθμολογητής: Παπαβασιλείου-Αλεξίου Ι.

Μεταπτυχιακή φοιτήτρια: Τσιρογιαννίδου Ευδοξία. Επόπτης: Πλατσίδου Μ. Επίκουρη Καθηγήτρια Β Βαθμολογητής: Παπαβασιλείου-Αλεξίου Ι. Μεταπτυχιακή φοιτήτρια: Τσιρογιαννίδου Ευδοξία Επόπτης: Πλατσίδου Μ. Επίκουρη Καθηγήτρια Β Βαθμολογητής: Παπαβασιλείου-Αλεξίου Ι.- Λέκτορας Συναισθηματική Νοημοσύνη - Μια μορφή κοινωνικής νοημοσύνης, η

Διαβάστε περισσότερα

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ. @ Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ. @ Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ @ Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης ί>ηγο^η 26 Επιστήμες της Αγωγής 26 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ ΤΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Κατάλογος Πινάκων... 8 Κατάλογος Σχημάτων... 11 Αντί προλόγου... 13 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΤΟ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ΕΝΕΝΗΝΤΑ Ανασκόπηση Βιβλιογραφίας

Διαβάστε περισσότερα

Τίτλος Αντιλήψεις για το γάμο, οικογενειακές αξίες και ικανοποίηση από την οικογένεια: Μια εμπειρική μελέτη

Τίτλος Αντιλήψεις για το γάμο, οικογενειακές αξίες και ικανοποίηση από την οικογένεια: Μια εμπειρική μελέτη Τίτλος Αντιλήψεις για το γάμο, οικογενειακές αξίες και ικανοποίηση από την οικογένεια: Μια εμπειρική μελέτη Συγγραφέας Βασίλης Γ. Παυλόπουλος Περίληψη Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις του γάμου και της οικογένειας

Διαβάστε περισσότερα

Α. Τηλεοπτικές συνήθειες-τρόπος χρήσης των Μ.Μ.Ε.

Α. Τηλεοπτικές συνήθειες-τρόπος χρήσης των Μ.Μ.Ε. 38 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Ένας από τους βασικούς στόχους της παρούσας έρευνας ήταν η εύρεση εκείνων των χαρακτηριστικών των εφήβων τα οποία πιθανόν συνδέονται με τις μελλοντικές επαγγελματικές τους επιλογές. Ως

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Πίνακας Περιεχοµένων 5 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 11 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 13 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΝΤΡΟΠΑΛΟΤΗΤΑ: Η ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ 1.1 Η έννοια της ντροπαλότητας... 24

Διαβάστε περισσότερα

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995)

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995) ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Μεταπτυχιακό πρόγραμμα ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ Μάθημα: Ψυχολογική Υποστήριξη σε Κλινικούς Πληθυσμούς Γνωστικοί & συναισθηματικοί παράγοντες Γνωστική Ψυχική ευεξία λειτουργία Υγεία & fittness

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Μέρος Α. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Θεωρία και Εφαρµογές Υπολογιστικοί αλγόριθµοι στον MS-Excel: υπολογισµός και ερµηνεία στατιστικών ευρηµάτων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Μέρος Α. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Θεωρία και Εφαρµογές Υπολογιστικοί αλγόριθµοι στον MS-Excel: υπολογισµός και ερµηνεία στατιστικών ευρηµάτων ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος... vii Μέρος Α ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Θεωρία και Εφαρµογές Υπολογιστικοί αλγόριθµοι στον MS-Excel: υπολογισµός και ερµηνεία στατιστικών ευρηµάτων Πρόλογος Α Μέρους... 3 Αρχικές πληροφορίες και

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Πρόλογος... 15

Περιεχόμενα. Πρόλογος... 15 Περιεχόμενα Πρόλογος... 15 Κεφάλαιο 1 ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ... 17 Το θεμελιώδες πρόβλημα των κοινωνικών επιστημών...

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Αναπτυξιακή Ψυχολογία Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Θέματα διάλεξης Η σημασία της αυτοαντίληψης Η φύση και το περιεχόμενο της αυτοαντίληψης Η ανάπτυξη της αυτοαντίληψης Παράγοντες

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ Αίαντος 3, 15235 Βριλήσσια Τηλ. 210-8063665, 6129290, Fax 210-8062113, e-mail: info@ergastirio.eu Site: www.ergastirio.eu Εισαγωγικό Πρόγραμμα σε Βασικές Έννοιες

Διαβάστε περισσότερα

Παρουσίαση Διπλωματικής Εργασίας

Παρουσίαση Διπλωματικής Εργασίας Παρουσίαση Διπλωματικής Εργασίας Όνομα Φοιτήτριας: Κουρεμάδη Ισμήνη Όνομα Επιβλέποντα Καθηγητή: Καλούρη Ουρανία ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο : ΨΥΧΙΚΗ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ο : ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΨΥΧΙΚΗ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΡΙΑΣ ΒΑΪΡΑΜΗ ΦΙΛΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΑΙ ΙΩΝ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ: ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ

ΜΑΡΙΑΣ ΒΑΪΡΑΜΗ ΦΙΛΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΑΙ ΙΩΝ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ: ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ & ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠ. ΕΤΟΣ 2004-05 ΜΑΡΙΑΣ ΒΑΪΡΑΜΗ ΦΙΛΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΑΙ ΙΩΝ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ: ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Παντελής Γεωργογιάννης) 19

Περιεχόμενα. ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Παντελής Γεωργογιάννης) 19 έσπω Κυπριανού 5 Περιεχόμενα ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Παντελής Γεωργογιάννης) 19 ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 23 ιατύπωση του προβλήµατος 25 Οριοθέτηση του προβλήµατος 28 Αναγκαιότητα και χρησιµότητα της έρευνας 29 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Διαβάστε περισσότερα

Η αυθεντική ηγεσία και ο ρόλος της στις αλλαγές. Ονοματεπώνυμο: Μουμτζής Ευάγγελος- Δημήτριος Σειρά: 9 Επιβλέπων Καθηγητής: Ολίβια Κυριακίδου

Η αυθεντική ηγεσία και ο ρόλος της στις αλλαγές. Ονοματεπώνυμο: Μουμτζής Ευάγγελος- Δημήτριος Σειρά: 9 Επιβλέπων Καθηγητής: Ολίβια Κυριακίδου Η αυθεντική ηγεσία και ο ρόλος της στις αλλαγές Ονοματεπώνυμο: Μουμτζής Ευάγγελος- Δημήτριος Σειρά: 9 Επιβλέπων Καθηγητής: Ολίβια Κυριακίδου Δεκέμβριος 2012 Στόχος Έρευνας Στόχος της έρευνας είναι να σκιαγραφηθούν

Διαβάστε περισσότερα

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης Συγγραφή ερευνητικής πρότασης 1 o o o o Η ερευνητική πρόταση είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα της έρευνας. Η διατύπωσή της θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεγμένη, περιεκτική και βασισμένη στην ανασκόπηση

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΥΨΗΛΗΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΥΨΗΛΗΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΥΨΗΛΗΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ Ονοματεπώνυμο: Σιαλμά Μαριλένα Σειρά: 11 Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Κυριακίδου Ολίβια Δεκέμβριος 2014

Διαβάστε περισσότερα

Παρουσίαση του προβλήματος

Παρουσίαση του προβλήματος Εισαγωγή Κατά τον Martin (2013) ο φίλαθλος χρησιμοποιεί το άθλημα που παρακολουθεί και συγκεκριμένα την ομάδα ή τον αθλητή ως μέσο απόδρασης από τη καθημερινότητα, ως μέσο διασκέδασης, αίσθηση του επιτεύγματος,

Διαβάστε περισσότερα

Η σχέση χαρακτηριστικών της δομής και της λειτουργίας της οικογένειας με τις γονεϊκές αντιλήψεις για την προσωπικότητα των παιδιών

Η σχέση χαρακτηριστικών της δομής και της λειτουργίας της οικογένειας με τις γονεϊκές αντιλήψεις για την προσωπικότητα των παιδιών Η σχέση χαρακτηριστικών της δομής και της λειτουργίας της οικογένειας με τις γονεϊκές αντιλήψεις για την προσωπικότητα των παιδιών Βασίλης Παυλόπουλος, Ηλίας Γ. Μπεζεβέγκης, Κωνσταντίνα Λυκιτσάκου, Πανεπιστήμιο

Διαβάστε περισσότερα

Πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα και εκδηλώσεις θυμού σε ενήλικο πληθυσμό Έφη Αλεξανδρή, Σοφία Βασιλειάδου, Όλγα Πάβλοβα, Γρηγόρης Σίμος

Πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα και εκδηλώσεις θυμού σε ενήλικο πληθυσμό Έφη Αλεξανδρή, Σοφία Βασιλειάδου, Όλγα Πάβλοβα, Γρηγόρης Σίμος ΣΤΡΟΓΓΥΛΟ ΤΡΑΠΕΖΙ Πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα, αρνητικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας και διαπροσωπικές στάσεις στην ενήλικη ζωή Προεδρείο: Γρηγόρης Σίμος, Νικόλας Νικολαΐδης Ελληνική Εταιρεία Γνωστικής

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.) Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ- ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.) Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ- ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.) Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ- ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΖΩΗΣ Το Πρόγραμμα συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και

Διαβάστε περισσότερα

Σ.Κ.Ε.Π. - Σύνδεσμος Κοινωνικής Ευθύνης για Παιδιά και Νέους Αθήνα, Ιούνιος 2015

Σ.Κ.Ε.Π. - Σύνδεσμος Κοινωνικής Ευθύνης για Παιδιά και Νέους Αθήνα, Ιούνιος 2015 Η Επίδραση της Επαφής και της Διαδραστικής Συνεργασίας με Νέους με Αναπηρίες στη Στάση των Μαθητών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης: Ένα Πιλοτικό Πρόγραμμα Παρέμβασης Σ.Κ.Ε.Π. - Σύνδεσμος Κοινωνικής

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΧΟΛΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ (ΠΕΣΥΠ) ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ ΜΑΘΗΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Ερευνας στη ΜΕ

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Ερευνας στη ΜΕ Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Ερευνας στη ΜΕ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΑΚΟΝΙΔΗΣ, ΔΠΘ ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΕΚΑΚΗ, ΑΠΘ Α ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ 201 6-2017 2 ο παραδοτέο Περιεχόμενο 1. Εισαγωγή: το θέμα και η σημασία του, η σημασία διερεύνησης του

Διαβάστε περισσότερα

Συμβουλευτικό Κέντρο Φοιτητών Πανεπιστημίου Αθηνών

Συμβουλευτικό Κέντρο Φοιτητών Πανεπιστημίου Αθηνών Συμβουλευτικό Κέντρο Φοιτητών Πανεπιστημίου Αθηνών Ομαδικές Παρεμβάσεις Β. Καραδήμας Δραστηριότητες Συμβουλευτικού Κέντρου Φοιτητών ΕΚΠΑ! Έρευνα! Δημοσιεύσεις! Ατομική παρέμβαση! Ομαδικές παρεμβάσεις!

Διαβάστε περισσότερα

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΗΓΕΤΙΚΟΥ ΣΤΥΛ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΣΤΙΣ ΕΠΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΗΓΕΤΙΚΟΥ ΣΤΥΛ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΣΤΙΣ ΕΠΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΗΓΕΤΙΚΟΥ ΣΤΥΛ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΣΤΙΣ ΕΠΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ Ανδρέας Κυθραιώτης- Πέτρος Πασιαρδής Τμήμα Επιστημών της Αγωγής Πανεπιστήμιο Κύπρου Συνέδριο Παιδαγωγικής

Διαβάστε περισσότερα

«Καθοριστικοί παράγοντες της αποτελεσματικότητας της από στόμα-σε-στόμα επικοινωνίας στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης»

«Καθοριστικοί παράγοντες της αποτελεσματικότητας της από στόμα-σε-στόμα επικοινωνίας στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης» «Καθοριστικοί παράγοντες της αποτελεσματικότητας της από στόμα-σε-στόμα επικοινωνίας στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης» Ονοματεπώνυμο: Ταχταρά Κατερίνα Σειρά: 8 η Επιβλέπων Καθηγητής: Βρεχόπουλος Αδάμ

Διαβάστε περισσότερα

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας: Στόχος της ψυχολογικής έρευνας: Συστηματική περιγραφή και κατανόηση των ψυχολογικών φαινομένων. Η ψυχολογική έρευνα χρησιμοποιεί μεθόδους συστηματικής διερεύνησης για τη συλλογή, την ανάλυση και την ερμηνεία

Διαβάστε περισσότερα

H παρούσα έρευνα έχει συγχρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο - ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους μέσω του Επιχειρησιακού

H παρούσα έρευνα έχει συγχρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο - ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους μέσω του Επιχειρησιακού H παρούσα έρευνα έχει συγχρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο - ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του Εθνικού

Διαβάστε περισσότερα

Η παιδαγωγική σχέση: αλληλεπίδραση και επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή

Η παιδαγωγική σχέση: αλληλεπίδραση και επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ αλληλεπίδραση και επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή Ενότητα 8 η : Η σημασία της ποιότητας της σχέσης εκπαιδευτικού-μαθητή Κωνσταντίνος

Διαβάστε περισσότερα

Ποιότητα ζωής ασθενών µετά από Διαδερµική Εµφύτευση Αορτικής Βαλβίδας: Σύγκριση µε υγιή πληθυσµό στην Κύπρο

Ποιότητα ζωής ασθενών µετά από Διαδερµική Εµφύτευση Αορτικής Βαλβίδας: Σύγκριση µε υγιή πληθυσµό στην Κύπρο Ποιότητα ζωής ασθενών µετά από Διαδερµική Εµφύτευση Αορτικής Βαλβίδας: Σύγκριση µε υγιή πληθυσµό στην Κύπρο Απόστολος Γατίδης, RN, BSc, MSc, ILSP(ERC), Εργαστήριο Καθετηριασμών, Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΗΣΗΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΗΡΕΙΑ ΑΛΚΟΟΛ ΤΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΗ ΔΗΜΗΤΡΑ

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΗΣΗΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΗΡΕΙΑ ΑΛΚΟΟΛ ΤΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΗ ΔΗΜΗΤΡΑ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΥΠΟΔΟΜΗΣ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΗΣΗΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΗΡΕΙΑ ΑΛΚΟΟΛ ΤΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ

Διαβάστε περισσότερα

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ Δέσποινα Σιδηροπούλου-Δημακάκου Καθηγήτρια Ψυχολογίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών 1 ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ Αναφέρεται

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Θεμέλια. της αθλητικής ψυχολογίας 11. Τα κίνητρα στον αθλητισμό και στην άσκηση 43. Κεφάλαιο 2

Περιεχόμενα. Θεμέλια. της αθλητικής ψυχολογίας 11. Τα κίνητρα στον αθλητισμό και στην άσκηση 43. Κεφάλαιο 2 Πρόλογος x Πρόλογος ελληνικής έκδοσης xiv Ευχαριστίες 1 xiii Θεμέλια της αθλητικής ψυχολογίας 1 Κεφάλαιο 1 Αθλητική ψυχολογία: επιστήμη και επάγγελμα 3 Ορισμός της ψυχολογίας της άσκησης και του αθλητισμού

Διαβάστε περισσότερα

Περίληψη...vii Περιεχόμενα...ix Κατάλογος πινάκων...xv Πρόλογος...xxv

Περίληψη...vii Περιεχόμενα...ix Κατάλογος πινάκων...xv Πρόλογος...xxv Περιεχόμενα ix Περιεχόμενα Περίληψη...vii Περιεχόμενα...ix Κατάλογος πινάκων...xv Πρόλογος...xxv 1o ΜΕΡΟΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Ρόλοι στην οικογένεια και την εργασία...3 Α.1. Ισορροπία και σύγκρουση ρόλων σε εργασία-οικογένεια...3

Διαβάστε περισσότερα

Ποιότητα ζωής ασθενών μετά από διαδερμική εμφύτευση αορτικής βαλβίδας (TAVI) στην Κύπρο

Ποιότητα ζωής ασθενών μετά από διαδερμική εμφύτευση αορτικής βαλβίδας (TAVI) στην Κύπρο Ποιότητα ζωής ασθενών μετά από διαδερμική εμφύτευση αορτικής βαλβίδας (TAVI) στην Κύπρο Απόστολος Γατίδης, RN, BSc, MSc, ILSP(ERC), Εργαστήριο Καθετηριασμών, Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας Μιχαήλ Δρακομαθιουλάκης,

Διαβάστε περισσότερα

ΜΈΡΟΣ I ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ Μορφές, Μοντέλα, Ατομικοί, Ψυχοκοινωνικοί, Σχολικοί, Οικογενειακοί παράγοντες

ΜΈΡΟΣ I ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ Μορφές, Μοντέλα, Ατομικοί, Ψυχοκοινωνικοί, Σχολικοί, Οικογενειακοί παράγοντες ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΌΛΟΓΟΣ... 15 ΕΙΣΑΓΩΓΉ Βασικές παραδοχές, δεδομένα και προβληματισμοί σε σχέση με τις συμπεριφορικές και συναισθηματικές δυσκολίες/διαταραχές στην παιδική ηλικία... 17 Παιδιά με διάφορες μορφές

Διαβάστε περισσότερα

Ελεύθερη Έκφραση Απόψεων: Εμπειρική μελέτη σε εργαζόμενους σε οργανισμούς πληροφόρησης

Ελεύθερη Έκφραση Απόψεων: Εμπειρική μελέτη σε εργαζόμενους σε οργανισμούς πληροφόρησης Ελεύθερη Έκφραση Απόψεων: Εμπειρική μελέτη σε εργαζόμενους σε οργανισμούς πληροφόρησης Πτυχιακή Εργασία Λαγογιάννη Ευσταθία (Α.Μ. 11005) Επιβλέπουσα: Δρ Ευτυχία Βραϊμάκη Μάιος, 2017 Κίνητρο& Σκοπός Έρευνας

Διαβάστε περισσότερα

Διαδερμική Εμφύτευση Αορτικής Βαλβίδας (TAVI) στην Κύπρο: Σύγκριση μετεπεμβατικής ποιότητας ζωής ασθενών με υγιή πληθυσμό

Διαδερμική Εμφύτευση Αορτικής Βαλβίδας (TAVI) στην Κύπρο: Σύγκριση μετεπεμβατικής ποιότητας ζωής ασθενών με υγιή πληθυσμό Διαδερμική Εμφύτευση Αορτικής Βαλβίδας (TAVI) στην Κύπρο: Σύγκριση μετεπεμβατικής ποιότητας ζωής ασθενών με υγιή πληθυσμό Απόστολος Γατίδης, RN, BSc, MSc, ILSP(ERC), Εργαστήριο Καθετηριασμών, Γενικό Νοσοκομείο

Διαβάστε περισσότερα

Α. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ. Επιμορφωτικό Πρόγραμμα. Ακαδημαϊκά Υπεύθυνος/η. Υπεύθυνος/η Επικοινωνίας

Α. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ. Επιμορφωτικό Πρόγραμμα. Ακαδημαϊκά Υπεύθυνος/η. Υπεύθυνος/η Επικοινωνίας Α. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Επιμορφωτικό Πρόγραμμα Σχολική Ψυχολογία Title School Psychology Έναρξη - Λήξη 2 Σεπτεμβρίου 2019 έως 2 Απριλίου 2020 (Μήνας/Έτος) Διάρκεια σε Μήνες 7 μήνες Ώρες 420 Επιμόρφωσης Ονοματεπώνυμο

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση Πρόλογος στην πρώτη έκδοση Εισαγωγή Τι είναι η μεθοδολογία έρευνας Οι μέθοδοι έρευνας ΜEΡOΣ A : ΓNΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜOΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙO 1: Γενικά για την επιστημονική

Διαβάστε περισσότερα

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά»

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά» «Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά» Θεοδώρα Πάσχου α.μ 12181 Τμήμα Λογοθεραπείας-Τ.Ε.Ι ΗΠΕΙΡΟΥ Εισαγωγικές επισημάνσεις 1) η εκδήλωση διαταραχών στην κατάκτηση μαθησιακών δεξιοτήτων προκαλεί

Διαβάστε περισσότερα

Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης

Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης http://users.uoa.gr/~dhatziha Αριθμός: 1 Η εισαγωγή σε μια επιστήμη πρέπει να απαντά σε δύο ερωτήματα: Ποιον τομέα και με ποιους τρόπους

Διαβάστε περισσότερα

1. Μετρήσεις και τεστ... 21

1. Μετρήσεις και τεστ... 21 Περιεχόμενα Πρόλογος........................................................ 13 Πρόλογος στη νεότερη έκδοση.................................... 17 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΤΕΣΤ, ΙΣΤΟΡΙΑ, ΘΕΩΡΙΕΣ, ΑΝΑΛΥΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

Οργανωσιακή Ψυχολογία

Οργανωσιακή Ψυχολογία Οργανωσιακή Ψυχολογία Ιωάννης Νικολάου Επίκουρος Καθηγητής Οργανωσιακής Συμπεριφοράς Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Τμήμα ιοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας Ψυχολογία των ατομικών διαφορών Ψυχομετρική

Διαβάστε περισσότερα

«ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΓΟΝΕΙΣ & ΦΡΟΝΤΙΣΤΕΣ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΝΟΗΤΙΚΗ ΥΣΤΕΡΗΣΗ»

«ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΓΟΝΕΙΣ & ΦΡΟΝΤΙΣΤΕΣ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΝΟΗΤΙΚΗ ΥΣΤΕΡΗΣΗ» Τ Ζ Ο Υ Α Ν Α Κ Η Σ Ι Ω Α Ν Ν Η Σ, Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ Ο Σ M SC Κ Ο Ι. Κ Ε. Ψ Υ Π Ε Β Ε Ν Ι Ζ Ε Λ Ε Ι Ο Υ Ν Ο Σ Ο Κ Ο Μ Ε Ι Ο Υ Κ Ρ Η Τ Η Σ. ΡΑ Ϊ Κ Ο Υ Μ Α Ρ Ι Α, Κ Α Θ Η Γ Η Τ Ρ Ι Α Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ι Κ Η Σ Ε

Διαβάστε περισσότερα

Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α

Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α ΝΕΟ βιβλιο_layout 1 23/9/2016 4:25 μμ Page 7 Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α Πρόλογος... 13 Ευχαριστίες... 17 Εισαγωγή... 19 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΚΕφαλαιΟ 1 Διαθεματικότητα και η διαθεματική προσέγγιση της γνώσης 1.1. Ενιαιοποιημένα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΠΗΡΕΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΙΚΡΩΝ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΠΗΡΕΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΙΚΡΩΝ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΠΗΡΕΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΙΚΡΩΝ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Ονοματεπώνυμο: Μαρίνος Σταύρος Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Κυριακίδου Ολίβια Διευθυντής προγράμματος: Σιώμκος Γεώργιος

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ. Προώθηση και συµπεριφορά καταναλωτή. Μελέτη περίπτωσης: Toyota Auris. Εισηγητής: Φιλιώ Πλέστη. Επιβλέπων Καθηγητής: Μαρία Αντωνάκη

ΘΕΜΑ. Προώθηση και συµπεριφορά καταναλωτή. Μελέτη περίπτωσης: Toyota Auris. Εισηγητής: Φιλιώ Πλέστη. Επιβλέπων Καθηγητής: Μαρία Αντωνάκη ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ Ι ΡΥΜΑ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ & ΙΑΦΗΜΙΣΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ Προώθηση και συµπεριφορά καταναλωτή. Μελέτη περίπτωσης: Toyota Auris Εισηγητής: Φιλιώ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝΟΙΚΙΑΖΟΜΕΝΩΝ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟ ΑΘΗΝΑΙΩΝ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝΟΙΚΙΑΖΟΜΕΝΩΝ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟ ΑΘΗΝΑΙΩΝ Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σχολή Πολιτικών Μηχανικών Τομέας Μεταφορών και Συγκοινωνιακής Υποδομής ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝΟΙΚΙΑΖΟΜΕΝΩΝ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΤΣΟΛΑΚΗ ΑΘΗΝΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή 1. Γενικά... 25 2. Έννοια και Είδη Μεταβλητών... 26 3. Κλίμακες Μέτρησης Μεταβλητών... 29 3.1 Ονομαστική κλίμακα... 30 3.2. Τακτική κλίμακα... 31 3.3 Κλίμακα ισοδιαστημάτων... 34 3.4

Διαβάστε περισσότερα

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο Διδάσκοντες Χατζηγεωργιάδης Αντώνης / Zουρμπάνος Νίκος ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Μορφή

Διαβάστε περισσότερα

Ανάλυση Ερωτημάτων σε Ερωτηματολόγια Πολλαπλής Επιλογής

Ανάλυση Ερωτημάτων σε Ερωτηματολόγια Πολλαπλής Επιλογής Ανάλυση Ερωτημάτων σε Ερωτηματολόγια Πολλαπλής Επιλογής Άγγελος Μάρκος, Επίκουρος Καθηγητής ΠΤΔΕ, ΔΠΘ Μάθημα: Μέτρηση στην Εκπαίδευση (Η εξ.) *Το υλικό βρίσκεται αναρτημένο στο http://www.amarkos.gr/material/itemaalysis.pdf

Διαβάστε περισσότερα

18 ο ΠΑΓΚΥΠΡΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΑΙΕΥΤΙΚΗΣ. Έρευνα με θέμα: Ο βαθμός Οργανωσιακής Δέσμευσης των Νοσηλευτών Ψυχικής Υγείας

18 ο ΠΑΓΚΥΠΡΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΑΙΕΥΤΙΚΗΣ. Έρευνα με θέμα: Ο βαθμός Οργανωσιακής Δέσμευσης των Νοσηλευτών Ψυχικής Υγείας 18 ο ΠΑΓΚΥΠΡΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΑΙΕΥΤΙΚΗΣ Έρευνα με θέμα: Ο βαθμός Οργανωσιακής Δέσμευσης των Νοσηλευτών Ψυχικής Υγείας Ηρακλής Ηρακλέους, Ανώτερος Νοσηλευτικός Λειτουργός, Υπηρεσίες Ψυχικής

Διαβάστε περισσότερα

«Η Γενιά Χ και οι στάσεις της απέναντι στην αξιολόγηση της εργασίας»

«Η Γενιά Χ και οι στάσεις της απέναντι στην αξιολόγηση της εργασίας» «Η Γενιά Χ και οι στάσεις της απέναντι στην αξιολόγηση της εργασίας» Ονοματεπώνυμο: Παππάς Ορέστης-Σταύρος Σειρά: 9 Επιβλέπουσα Καθηγήτρια : Ο. Κυριακίδου Δεκέμβριος 2013 η Υπόθεσ Η1 Η2 Η3 Η4 Η5 Περιγραφή

Διαβάστε περισσότερα

Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΓΟΝΙΟΥ-ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΜΜΕ

Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΓΟΝΙΟΥ-ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΜΜΕ Εισήγηση στο 12 ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας (Μάιος, 2009) Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΓΟΝΙΟΥ-ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΜΜΕ Μπετίνα Ντάβου, Πανεπιστήμιο Αθηνών Κατερίνα Σπετσιώτου, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Διαβάστε περισσότερα

Ηλικιωμένοι στην Κοινότητα και το Ίδρυμα - στον Αστικό Ιστό και την Ύπαιθρο. Γνωστικές Λειτουργίες και Ποιότητα Ζωής (ΠΖ)

Ηλικιωμένοι στην Κοινότητα και το Ίδρυμα - στον Αστικό Ιστό και την Ύπαιθρο. Γνωστικές Λειτουργίες και Ποιότητα Ζωής (ΠΖ) Ηλικιωμένοι στην Κοινότητα και το Ίδρυμα - στον Αστικό Ιστό και την Ύπαιθρο Γνωστικές Λειτουργίες και Ποιότητα Ζωής (ΠΖ) Μητράκη Μαριλένα Κοινωνική Λειτουργός Ένα από τα χαρακτηριστικά της Παγκόσμιας Κοινωνίας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος των συγγραφέων για την ελληνική έκδοση... xxiii ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Κεφάλαιο 1. Παρουσίαση της ψυχολογίας της ανάπτυξης...

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος των συγγραφέων για την ελληνική έκδοση... xxiii ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Κεφάλαιο 1. Παρουσίαση της ψυχολογίας της ανάπτυξης... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή της επιμελήτριας της έκδοσης... xix Πρόλογος των συγγραφέων για την ελληνική έκδοση... xxiii Πρόλογος... xxv ΜΑΘΗΜΑΤΑ Κεφάλαιο 1. Παρουσίαση της ψυχολογίας της ανάπτυξης... 1 1. Επιστημολογικά

Διαβάστε περισσότερα

Η Έρευνα Στην Πράξη: Μαθαίνοντας Να ιαβάζουµε Ερευνητικά Άρθρα (Academic Reading-Listening)

Η Έρευνα Στην Πράξη: Μαθαίνοντας Να ιαβάζουµε Ερευνητικά Άρθρα (Academic Reading-Listening) Η Έρευνα Στην Πράξη: Μαθαίνοντας Να ιαβάζουµε Ερευνητικά Άρθρα (Academic Reading-Listening) Κοκαρίδας ηµήτρης Πατσιαούρας Αστέριος Ερευνητικά Άρθρα Ακαδηµαϊκά Περιοδικά Η εκάστοτε έρευνα που έχει διεξαχθεί,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΙΧΝΕΥΤΙΚΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ (ΑΔΜΕ) ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ. Σ. Παπαϊωάννου, Α. Μουζάκη Γ. Σιδερίδης & Π. Σίμος

ΑΝΙΧΝΕΥΤΙΚΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ (ΑΔΜΕ) ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ. Σ. Παπαϊωάννου, Α. Μουζάκη Γ. Σιδερίδης & Π. Σίμος ΑΝΙΧΝΕΥΤΙΚΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ (ΑΔΜΕ) ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Σ. Παπαϊωάννου, Α. Μουζάκη Γ. Σιδερίδης & Π. Σίμος ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ Αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης δραστηριότητας Βασικό στοιχείο

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΝΤΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ

ΚΕΝΤΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΕΝΤΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΧΡΗΣΗ ΛΟΓΙΣΜΙΚΩΝ (SPSS, EXCEL) ΣΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ (ΚΩΔ: SPSS)» Η ΚΥΚΛΟΣ To Κέντρο Συνεχιζόμενης

Διαβάστε περισσότερα

Θεμελιώδεις αρχές επιστήμης και μέθοδοι έρευνας

Θεμελιώδεις αρχές επιστήμης και μέθοδοι έρευνας A. Montgomery Θεμελιώδεις αρχές επιστήμης και μέθοδοι έρευνας Καρολίνα Δουλουγέρη, ΜSc Υποψ. Διαδάκτωρ Σήμερα Αναζήτηση βιβλιογραφίας Επιλογή μεθοδολογίας Ερευνητικός σχεδιασμός Εγκυρότητα και αξιοπιστία

Διαβάστε περισσότερα

Εγκυρότητα και Αξιοπιστία. Χριστίνα Καραμανίδου, PhD

Εγκυρότητα και Αξιοπιστία. Χριστίνα Καραμανίδου, PhD Εγκυρότητα και Αξιοπιστία Χριστίνα Καραμανίδου, PhD Η έννοια της εγκυρότητας Η εγκυρότητα της έρευνας είναι το βασικό κριτήριο με βάση το οποίο θα ληφθεί η απόφαση για αξιοποίηση ή όχι των ευρημάτων. Η

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΕ ΝΕΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ

ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΕ ΝΕΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σχολή Πολιτικών Μηχανικών Τομέας Μεταφορών & Συγκοινωνιακής Υποδομής ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΕ ΝΕΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ Εμμανουήλ

Διαβάστε περισσότερα

«Άγχος στην εφηβεία και ο ρόλος των γονέων»

«Άγχος στην εφηβεία και ο ρόλος των γονέων» «Άγχος στην εφηβεία και ο ρόλος των γονέων» ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΓΟΝΕΩΝ N. ΣΜΥΡΗΣ 15.11.2017 Ελένη K. Τζαβέλα, MSc. Αναπτυξιακής Ψυχολογίας Γνωσιακή-Συμπεριφορική Θεραπεύτρια Επιστημονική συνεργάτης της Μονάδας Εφηβικής

Διαβάστε περισσότερα

ΦΟΡΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ. Βαρβάρα Δερνελή ΕΚΠ/ΚΟΥ. Β Τάξη Λυκείου

ΦΟΡΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ. Βαρβάρα Δερνελή ΕΚΠ/ΚΟΥ. Β Τάξη Λυκείου ΦΟΡΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ Βαρβάρα Δερνελή ΕΚΠ/ΚΟΥ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΠΕ02 (φιλόλογος) ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΟΜΙΛΟΥ ΟΜΙΛΟΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ: ΜΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΦΗΒΩΝ ΤΑΞΗ ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΑΘΗΤΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Διάλεξη 8 Εφαρμογές της στατιστικής στην έρευνα - Ι. Υπεύθυνος Καθηγητής Χατζηγεωργιάδης Αντώνης

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Διάλεξη 8 Εφαρμογές της στατιστικής στην έρευνα - Ι. Υπεύθυνος Καθηγητής Χατζηγεωργιάδης Αντώνης ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ Διάλεξη 8 Εφαρμογές της στατιστικής στην έρευνα - Ι Υπεύθυνος Καθηγητής Χατζηγεωργιάδης Αντώνης 1 Μέρη της Έρευνας Περιγραφική στατιστική Πολυδιάστατη στατιστική Σχέσεις μεταξύ μεταβλητών

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ 17 ΠΡΟΛΟΓΟΣ 19 ΠΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ 25 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 27

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ 17 ΠΡΟΛΟΓΟΣ 19 ΠΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ 25 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 27 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ 17 ΠΡΟΛΟΓΟΣ 19 ΠΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ 25 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 27 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 37 1.1. Λειτουργικός ορισµός των εννοιών 38 1.1.1. Λειτουργικός ορισµός της έννοιας παλιννοστούντες 38 1.1.2.

Διαβάστε περισσότερα

Αξιολόγηση του Προγράμματος Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων - Νεοεισερχομένων

Αξιολόγηση του Προγράμματος Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων - Νεοεισερχομένων Αξιολόγηση του Προγράμματος Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων - Νεοεισερχομένων. Ταυτότητα της Έρευνας Το Πρόγραμμα της Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων και Νεοεισερχομένων Εκπαιδευτικών προσφέρεται κάθε

Διαβάστε περισσότερα

ΤσικολάταςΑ. (2015) Review. Public awareness, attitudes and beliefs regarding intellectual disability. Αθήνα

ΤσικολάταςΑ. (2015) Review. Public awareness, attitudes and beliefs regarding intellectual disability. Αθήνα ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗ Συμβουλευτική ψυχολογία σε ειδικές κοινωνικές ομάδες, με έμφαση

Διαβάστε περισσότερα

«Η Επαγγελματική Εξουθένωση των Εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και ο Ρόλος της Συμβουλευτικής» Αθήνα 2017

«Η Επαγγελματική Εξουθένωση των Εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και ο Ρόλος της Συμβουλευτικής» Αθήνα 2017 «Η Επαγγελματική Εξουθένωση των Εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και ο Ρόλος της Συμβουλευτικής» Της φοιτήτριας: Γκολφινοπούλου Πελαγίας Επιτροπή Εξέτασης Δήμητρα Πάντα Καλλιόπη

Διαβάστε περισσότερα

ιπλωµατική εργασία: Νικόλαος Ματάνας Επιβλέπων Καθηγήτρια: Μπούσιου έσποινα

ιπλωµατική εργασία: Νικόλαος Ματάνας Επιβλέπων Καθηγήτρια: Μπούσιου έσποινα ιπλωµατική εργασία: Νικόλαος Ματάνας Επιβλέπων Καθηγήτρια: Μπούσιου έσποινα ΤµήµαΕφαρµοσµένης Πληροφορικής Πανεπιστήµιο Μακεδονίας Θεσσαλονίκη Ιούνιος 2006 εισαγωγικού µαθήµατος προγραµµατισµού υπολογιστών.

Διαβάστε περισσότερα

Προσανατολισμός των Millennials απέναντι στην καριέρα σε περίοδο οικονομικής κρίσης

Προσανατολισμός των Millennials απέναντι στην καριέρα σε περίοδο οικονομικής κρίσης Προσανατολισμός των Millennials απέναντι στην καριέρα σε περίοδο οικονομικής κρίσης Ονοματεπώνυμο: Πανοπούλου Ελένη Σειρά: 13 Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Κυριακίδου Ολίβια Δεκέμβριος, 2016 Στόχοι Εργασίας

Διαβάστε περισσότερα

Διερεύνηση των αναγκών των φοιτητών από μια Συμβουλευτική Υπηρεσία. Αποτελέσματα έρευνας στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Θράκης

Διερεύνηση των αναγκών των φοιτητών από μια Συμβουλευτική Υπηρεσία. Αποτελέσματα έρευνας στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Θράκης Διερεύνηση των αναγκών των φοιτητών από μια Συμβουλευτική Υπηρεσία. Αποτελέσματα έρευνας στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Θράκης Γ. Ευσταθίου*, Κ. Ευθυμίου** & Α. Καλαντζή Azizi* *Συμβουλευτικό Κέντρο Φοιτητών

Διαβάστε περισσότερα

ΟΔΗΓΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΣΤΗ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ

ΟΔΗΓΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΣΤΗ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΟΔΗΓΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΣΤΗ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ 1 ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΣΤΗ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΟΔΗΓΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ Α. ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Το πρόγραμμα ειδίκευσης στη συστημική διάγνωση που προσφέρει το Λόγω Ψυχής Ινστιτούτο

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜEΡOΣ A : ΓNΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜOΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜEΡOΣ A : ΓNΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜOΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση........................................... 13 Πρόλογος στην πρώτη έκδοση............................................ 17 Εισαγωγή................................................................

Διαβάστε περισσότερα

2000-2006 ( 2) 4, 4.1, 4.1.1, 4.1.1.

2000-2006 ( 2) 4, 4.1, 4.1.1, 4.1.1. 2000-2006 ( 2) 4, 4.1, 4.1.1, 4.1.1. : - :. : : ( /,, ) :...., -, -.,,... 1.,, 2,,,....,,,...,, 2008 1. 2. - : On Demand 1. 9 2. 9 2.1 9 2.2 11 2.3 14 3. 16 3.1 16 3.1.1 16 3.1.1. 16 3.1.1. 25 3.1.2 26

Διαβάστε περισσότερα

Η βασική μας εκπαίδευση στο WISC-V GR αποτελείται από 2 μέρη:

Η βασική μας εκπαίδευση στο WISC-V GR αποτελείται από 2 μέρη: Κ Υ Π Ρ Ι Α Κ Ο Ι Ν Σ Τ Ι Τ Ο Υ Τ Ο Ψ Υ Χ Ο Θ Ε Ρ Α Π Ε Ι Α Σ ΒΑΣΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥΣ WISC-V G R Το WISC-V (Wechsler Intelligence Scale fr

Διαβάστε περισσότερα

Δειγματική διδασκαλία στο μάθημα της Οικιακής Οικονομίας

Δειγματική διδασκαλία στο μάθημα της Οικιακής Οικονομίας Δειγματική διδασκαλία στο μάθημα της Οικιακής Οικονομίας Β Λυκείου Καθηγήτρια: Καζέλα Αργυρώ Σχολείο: Λύκειο Αγίας Φυλάξεως 27/2/2018 ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Ενότητα ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1: ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

Αναγνώριση και Διεκδίκηση των Δικαιωμάτων των Παιδιών σε Σχέση με την Πίστη σε Ένα Δίκαιο Κόσμο

Αναγνώριση και Διεκδίκηση των Δικαιωμάτων των Παιδιών σε Σχέση με την Πίστη σε Ένα Δίκαιο Κόσμο Αναγνώριση και Διεκδίκηση των Δικαιωμάτων των Παιδιών σε Σχέση με την Πίστη σε Ένα Δίκαιο Κόσμο Χρύσα Μαλανδράκη, Βασίλης Παυλόπουλος Τομέας Ψυχολογίας Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Δικαιώματα

Διαβάστε περισσότερα

«Μύθοι» και αλήθειες(;) του γάμου: κοινωνιοψυχολογική προσέγγιση

«Μύθοι» και αλήθειες(;) του γάμου: κοινωνιοψυχολογική προσέγγιση «Μύθοι» και αλήθειες(;) του γάμου: κοινωνιοψυχολογική προσέγγιση Βασίλης Παυλόπουλος Τομέας Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών Στο συμπόσιο «Στενές διαπροσωπικές σχέσεις», συνέδριο «Ψυχολογία και Κοινωνία»,

Διαβάστε περισσότερα

Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

Κωνσταντίνος Π. Χρήστου 1 Κριτήρια: Διδακτική διαδικασία Μαθητοκεντρικά Δασκαλοκεντρικά Αλληλεπίδρασης διδάσκοντα διδασκόµενου Είδος δεξιοτήτων που θέλουν να αναπτύξουν Επεξεργασίας Πληροφοριών Οργάνωση-ανάλυση πληροφοριών, λύση

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΧΟΛΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ (ΠΕΣΥΠ) ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ ΜΑΘΗΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

Θετική Ψυχολογία. Καρακασίδου Ειρήνη, MSc. Ψυχολόγος-Αθλητική Ψυχολόγος Υποψήφια Διδάκτωρ Κλινικής και Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, Πάντειο Παν/μιο

Θετική Ψυχολογία. Καρακασίδου Ειρήνη, MSc. Ψυχολόγος-Αθλητική Ψυχολόγος Υποψήφια Διδάκτωρ Κλινικής και Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, Πάντειο Παν/μιο Θετική Ψυχολογία Καρακασίδου Ειρήνη, MSc Ψυχολόγος-Αθλητική Ψυχολόγος Υποψήφια Διδάκτωρ Κλινικής και Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, Πάντειο Παν/μιο Εισαγωγή Θετική-Αρνητική Ψυχολογία Στόχοι της Ψυχολογίας

Διαβάστε περισσότερα

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση)

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση) 18 Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση) Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο John Turner και οι συνεργάτες του (Turner, 1985, Turner et al. 1987), θεωρητικοί και ερευνητές

Διαβάστε περισσότερα

Διάρκεια: 180 ώρες (40 ώρες θεωρία, 50 ώρες εποπτεία, 90 ώρες πρακτική)

Διάρκεια: 180 ώρες (40 ώρες θεωρία, 50 ώρες εποπτεία, 90 ώρες πρακτική) ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ, ΕΦΗΒΩΝ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΩΝ: Rorschach, Thematic Apperception Test T.A.T., Children s Apperception Test C.A.T., Ιχνογράφημα, Μύθοι της Duss, Συμπλήρωση Προτάσεων.

Διαβάστε περισσότερα

Μάθημα:υμβουλευτική στη Δια Βίου Ανάπτυξη. Καθηγήτρια: Ρ. Καλούρη

Μάθημα:υμβουλευτική στη Δια Βίου Ανάπτυξη. Καθηγήτρια: Ρ. Καλούρη Μάθημα:υμβουλευτική στη Δια Βίου Ανάπτυξη Καθηγήτρια: Ρ. Καλούρη Εργασία: «Παρουσίαση Επιστημονικού Άρθρου από την Επιθεώρηση υμβουλευτικής και Προσανατολισμού» Υοιτήτρια: Γιάου Ευαγγελία ΠΕΤΠ Β εξάμηνο

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΕ ΗΜΕΡΙΔΑ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΕ ΗΜΕΡΙΔΑ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΕ ΗΜΕΡΙΔΑ Το Γενικό Λύκειο Μίκρας σε συνεργασία με το Τμήμα Ψυχολογίας του Α.Π.Θ. δ ι ο ρ γ α ν ώ ν ε ι επιμορφωτική ημερίδα για εκπαιδευτικούς Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με θέμα

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 5. Σύνθετα μέτρα 5-1

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 5. Σύνθετα μέτρα 5-1 Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα Earl Babbie Κεφάλαιο 5 Σύνθετα μέτρα 5-1 Σύνοψη κεφαλαίου Δείκτες και κλίμακες Κατασκευή δεικτών Κατασκευή κλιμάκων Τυπολογίες Κουίζ 5-2 Εισαγωγή Γιατί χρησιμοποιούνται σύνθετα

Διαβάστε περισσότερα

Η βασική μας εκπαίδευση στο WAIS-IV GR αποτελείται από 2 μέρη:

Η βασική μας εκπαίδευση στο WAIS-IV GR αποτελείται από 2 μέρη: Κ Υ Π Ρ Ι Α Κ Ο Ι Ν Σ Τ Ι Τ Ο Υ Τ Ο Ψ Υ Χ Ο Θ Ε Ρ Α Π Ε Ι Α Σ ΒΑΣΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ ΓΙΑ ΕΝΗΛΙΚΕΣ WAIS-IV G R Το WAIS-IV (Wechsler Adult Intelligence Scale Fourth

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΑμεΑ

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΑμεΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΑμεΑ Καρτασίδου Λευκοθέα Τμήμα Εκπαιδευτικής & Κοινωνικής Πολιτικής Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Αλλαγή φιλοσοφίας (Laragy, 2004) σχεδιασμός για το άτομο με αναπηρία

Διαβάστε περισσότερα

Η στάση των Ελλήνων οδηγών απέναντι στην επιθετική οδήγηση ΣΤΕΦΑΤΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ Επιβλέπων: Γεώργιος Γιαννής, Καθηγητής EMΠ

Η στάση των Ελλήνων οδηγών απέναντι στην επιθετική οδήγηση ΣΤΕΦΑΤΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ Επιβλέπων: Γεώργιος Γιαννής, Καθηγητής EMΠ Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σχολή Πολιτικών Μηχανικών Τομέας Μεταφορών και Συγκοινωνιακής Υποδομής Η στάση των Ελλήνων οδηγών απέναντι στην επιθετική οδήγηση ΣΤΕΦΑΤΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ Επιβλέπων: Γεώργιος Γιαννής,

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΛΑΤΦΟΡΜΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ

ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΛΑΤΦΟΡΜΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Διπλωματική Εργασία ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΛΑΤΦΟΡΜΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΙΛΚΟΥ Επιβλέπων καθηγητής:

Διαβάστε περισσότερα

Ισορροπία επαγγελματικής-προσωπικής ζωής: Αποτελέσματα ποσοτικής έρευνας

Ισορροπία επαγγελματικής-προσωπικής ζωής: Αποτελέσματα ποσοτικής έρευνας Ισορροπία επαγγελματικής-προσωπικής ζωής: Αποτελέσματα ποσοτικής έρευνας Μαρία Ξέστερου Λέκτωρ Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Παναγιώτης Καλογεράκης Ερευνητής Αθανάσιος Κατσής Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου

Διαβάστε περισσότερα

Η βασική μας εκπαίδευση στο WPPSI-III GR αποτελείται από 2 μέρη:

Η βασική μας εκπαίδευση στο WPPSI-III GR αποτελείται από 2 μέρη: Κ Υ Π Ρ Ι Α Κ Ο Ι Ν Σ Τ Ι Τ Ο Υ Τ Ο Ψ Υ Χ Ο Θ Ε Ρ Α Π Ε Ι Α Σ ΒΑΣΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ WPPSI-III G R Η Κλίμακα WPPSI (Wechsler Preschool and Primary Scale

Διαβάστε περισσότερα