ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΑΡΧΑΙΟΒΟΤΑΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΦΑΣΗΣ 3 ΣΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ ΚΥΡΙΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Α ΚΥΚΛΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ: ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΕΛΕΝΗ ΤΕΛΙΟΡΙΔΟΥ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ Σ. Μ. ΒΑΛΑΜΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

2 Ελένη Τελιορίδου Τίτλος Μεταπτυχιακής εργασίας Η αρχαιοβοτανική έρευνα της φάσης 3 στο Αρχοντικό Γιαννιτσών. Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Σ. Μ. Βαλαμώτη Ημερομηνία έγκρισης:14/05/2013 «Η έγκριση της παρούσας Μεταπτυχιακής Εργασίας από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τμήμα τις γνώμες του συγγραφέα» (Ν. 5343/1932, άρθρο 22, παρ. 2). 2

3 Ευχαριστίες Καταρχήν, θα ήθελα να ευχαριστήσω την επιβλέπουσα καθηγήτρια μου Σ. Μ. Βαλαμώτη που μου παραχώρησε το υλικό για την παρούσα μεταπτυχιακή εργασία. Την ευχαριστώ για τις πολύτιμες συμβουλές και την καθοδήγησή της. Επίσης, ευχαριστώ την ανασκαφέα Αικ. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου και την Δόμνα Ισαακίδου για την παραχώρηση των ημερολογίων και των φωτογραφιών. Η αρχαιοβοτανική αυτή μελέτη διεξήχθη στο εργαστήριο στο γραφείο του καθηγητή Κ. Κωτσάκη. Τον ευχαριστώ για την παραχώρηση του στερεοσκοπίου και τις συλλογές αναφοράς με τους σύγχρονους σπόρους. Ευχαριστώ τα κορίτσια στο εργαστήριο που με βοήθησαν και μου παρείχαν όλα τα απαραίτητα για τη μελέτη του υλικού. Ευχαριστώ όλους τους καθηγητές του μεταπτυχιακού στο ΑΠΘ, τον καθηγητή μου Σ. Νανόγλου για τις γνώσεις και τις συμβουλές του, την Αγγελική Καραθάνου και τη Χρύσα Πετρίδου για τη βοήθειά τους. Τέλος, θα ήθελα να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στους φίλους και συναδέλφους μου, και στην οικογένειά μου για την ψυχολογική υποστήριξη. 3

4 Περιεχόμενα Κεφάλαιο 1: Το φυσικό περιβάλλον της Μακεδονίας κατά τη Νεολιθική και την Εποχή του Χαλκού 1.1 Μορφολογία του εδάφους Κλιματολογικές συνθήκες Χλωρίδα Πανίδα..19 Κεφάλαιο 2: Η μετάβαση στην Πρώιμη Εποχή Χαλκού στη Μακεδονία 2.1 Οργάνωση και χρήση του χώρου Οικονομία και ανταλλαγές Κεραμική, ειδώλια και πηλοκατασκευές Ταφικά έθιμα 41 Κεφάλαιο 3: Τα ανασκαφικά δεδομένα από το Αρχοντικό Γιαννιτσών 3.1 Η θέση του οικισμού Ιστορικό ανασκαφής Διαδικασία της ανασκαφής Ανατολικός τομέας Νότιος τομέας Πηλοκατασκευές Πήλινα μικροαντικείμενα Παλυνολογικά δεδομένα Αρχαιοζωολογικά δεδομένα Ταφικές πρακτικές..56 Κεφάλαιο 4:Η ιστορία της αρχαιοβοτανικής

5 Κεφάλαιο 5: Τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα από το Αρχοντικό και από οικισμούς της ευρύτερης περιοχής των Γιαννιτσών 5.1 Αρχοντικό Γιαννιτσών Οικισμοί της ευρύτερης περιοχής των Γιαννιτσών.58 Κεφάλαιο 6: Μεθοδολογία της αρχαιοβοτανικής ανάλυσης 6.1 Επεξεργασία στο πεδίο Επεξεργασία στο εργαστήριο..61 Κεφάλαιο 7: Η αρχαιοβοτανική ανάλυση των δεδομένων από το Αρχοντικό Γιαννιτσών 7.1 Τα είδη των φυτών Ανάλυση στο χώρο Τομή ΣΤ Τομή Ε Συνολική εικόνα της αρχαιοβοτανικής σύστασης των δειγμάτων Η προέλευση του αρχαιοβοτανικού υλικού στο Αρχοντικό...84 Κεφάλαιο 8: Η σύνθεση των αρχαιοβοτανικών δεδομένων από το Αρχοντικό Γιαννιτσών 8.1 Οι χρήσεις των φυτών Πρακτικές καλλιέργειας Επεξεργασία της σοδειάς Αποθήκευση και περίσσευμα Νέα είδη φυτών και δίκτυα ανταλλαγών.93 Κεφάλαιο 9: Επίλογος Βιβλιογραφία Εικόνες Πίνακες Παράρτημα 5

6 Η δομή της εργασίας Η παρούσα μεταπτυχιακή εργασία είχε ως στόχο τη μελέτη αρχαιοβοτανικού υλικού από τον νότιο τομέα του Αρχοντικού Γιαννιτσών. Το υλικό προέρχεται από στρώματα της Πρώιμης Εποχής Χαλκού, που αναγνωρίστηκαν σε δύο τομές στον νότιο τομέα του οικισμού. Πριν την αρχαιοβοτανική ανάλυση του υλικού θεώρησα χρήσιμο να αφιερώσω ένα κεφάλαιο που εισάγει τον αναγνώστη στο γενικότερο περιβάλλον της περιοχής που αναπτύχθηκε η τούμπα του Αρχοντικού. Έτσι, λοιπόν το κεφάλαιο 1 αναφέρεται στο φυσικό περιβάλλον της Μακεδονίας κατά τη Νεολιθική και την Εποχή του Χαλκού. Γίνεται λόγος για τη μορφολογία του εδάφους, τις κλιματολογικές συνθήκες, τη χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής. Στη συνέχεια, στο κεφάλαιο 2 γίνεται μια αναφορά στη μετάβαση από τη Νεολιθική στην ΠΕΧ, μετάβαση που παρατηρείται και στο Αρχοντικό Γιαννιτσών. Τονίζονται συνοπτικά οι μεταβολές που αφορούν την οργάνωση και τη χρήση του χώρου, την οικονομία και τις ανταλλαγές, την κεραμική και τις πηλοκατασκευές, αλλά και τα ταφικά έθιμα. Στο κεφάλαιο 3 παρουσιάζονται τα ανασκαφικά δεδομένα από το Αρχοντικό Γιαννιτσών. Γίνεται λόγος για τη θέση του οικισμού, το ιστορικό και τη διαδικασία της ανασκαφής, τον ανατολικό και το νότιο τομέα, την κεραμική και τις πηλοκατασκευές, τα πήλινα μικροαντικείμενα, τα αρχαιοζωολογικά δεδομένα και τις ταφικές πρακτικές. Στο κεφάλαιο 4 γίνεται μια σύντομη ανασκόπηση της ιστορίας της αρχαιοβοτανικής ως επιστήμης και στο κεφάλαιο 5 παρατίθενται τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα από το Αρχοντικό, αλλά και από οικισμούς της ευρύτερης περιοχής των Γιαννιτσών. Το κεφάλαιο 6 αναφέρεται στη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στο πλαίσιο αυτής της μελέτης. Στην πρώτη ενότητα γίνεται αναφορά στην επεξεργασία των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων στο πεδίο και στη δεύτερη ενότητα αναφέρεται η επεξεργασία τους στο εργαστήριο. Στο κεφάλαιο 7 παρουσιάζεται η αρχαιοβοτανική ανάλυση των δεδομένων από το Αρχοντικό. Αρχικά, αναφέρονται συνοπτικά τα είδη των φυτών που αναγνωρίστηκαν. Έπειτα, αναφέρονται οι φάσεις της ΠΕΧ στις δύο τομές, καθώς και η προέλευση των δειγμάτων. Γίνεται μια προσπάθεια ανίχνευσης και ερμηνείας της προέλευσης του αρχαιοβοτανικού υλικού από το Αρχοντικό μέσα από τη μελέτη της σύστασης των δειγμάτων. Στο κεφάλαιο 8 γίνεται η σύνθεση των δεδομένων από το Αρχοντικό. Στην πρώτη ενότητα αναφέρονται οι χρήσεις των φυτών από τους κατοίκους του Αρχοντικού, ενώ στη δεύτερη ενότητα οι πρακτικές καλλιέργειας που πιθανόν εφαρμόζονταν από τους κατοίκους του οικισμού. Επίσης, το ενδιαφέρον στρέφεται στην επεξεργασία της σοδειάς, στην αποθήκευση του προϊόντος, στις αποθηκευτικές κατασκευές που 6

7 εντοπίστηκαν στις τομές ΣΤ και Ε, και στη δημιουργία πλεονάσματος από τους κατοίκους του Αρχοντικού. Και τέλος στα πιθανά δίκτυα ανταλλαγών με άλλους οικισμούς που υποδηλώνουν τα νέα είδη που αναγνωρίστηκαν στα δείγματα. Το κεφάλαιο 9 κλείνει με έναν μικρό επίλογο. Κατάλογος εικόνων Εικόνα 1: Η πεδιάδα των Γιαννιτσών και ο οικισμός του Αρχοντικού (Syrides et al. 2009). Εικόνα 2: Η παλαιογεωγραφική εξέλιξη των βόρειων περιοχών της πεδιάδας Θεσσαλονίκης-Γιαννιτσών σε σχέση με τον οικισμό του Αρχοντικού (Syrides et al. 2009). Εικόνα 3: Η άποψη της τούμπας-τράπεζας του Αρχοντικού και της χαμηλής νεολιθικής τούμπας (Αρχοντικό Β) (Ισαακίδου 2011). Εικόνα 4: Η άποψη του νότιου τομέα της τούμπας του Αρχοντικού (Ισαακίδου 2011). Εικόνα 5: Αρχοντικό. Τοπογραφικό σχέδιο με τις τομές της ανασκαφής (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 2010). Εικόνα 6: Αρχιτεκτονική αποτύπωση των οικιστικών οριζόντων Ι και ΙΙ του ανατολικού τομέα (Ισαακίδου 2011). Εικόνα 7: Αρχιτεκτονική αποτύπωση των οικιστικών οριζόντων ΙΙΙ και IV του ανατολικού τομέα (Ισαακίδου 2011). Εικόνα 8: Αρχιτεκτονική αποτύπωση της φάσης με τη λίθινη θεμελίωση του νότιου τομέα (Ισαακίδου 2011). Εικόνα 9: Αρχιτεκτονική αποτύπωση των φάσεων της ΠΕΧ του νότιου τομέα (Ισαακίδου 2011). Εικόνα 10: Στρωματογραφική αποτύπωση της τομής ΣΤ (βόρεια παρειά) (Ισαακίδου 2011). Εικόνα 11: Στρωματογραφική αποτύπωση της τομής ΣΤ (δυτική παρειά) (Ισαακίδου 2011). Εικόνα 12: Η αρχαιοβοτανική σύσταση του δείγματος ΝΚ 1700 (#6019). 7

8 Εικόνα 13: Η αρχαιοβοτανική σύσταση του δείγματος ΝΚ 1702 και τα δείγματα ΝΚ 1701, 1703, 1704 και 1705 (#6020). Εικόνα 14: Η αρχαιοβοτανική σύσταση του δείγματος ΝΚ 1706 (#6022). Εικόνα 15: Το δείγμα ΝΚ 1711 (#6027). Εικόνα 16: Η αρχαιοβοτανική σύσταση των δειγμάτων ΝΚ 1714, 1716, 1717, 1718, 1719 και 1720 (#6028). Εικόνα 17: Στρωματογραφική αποτύπωση της τομής Ε (Ισαακίδου 2011). Εικόνα 18: Τα δείγματα ΝΚ 1603 και 1604 (#5032). Εικόνα 19: Τα δείγματα ΝΚ 1605 και 1607 (#5033). Εικόνα 20: Η αρχαιοβοτανική σύσταση των δειγμάτων ΝΚ 1610 και 1612, και τα δείγματα ΝΚ 1609 και 1611 (#5034). Εικόνα 21: Η αρχαιοβοτανική σύσταση του δείγματος ΝΚ 1613 (#5035). Κατάλογος πινάκων Πίνακας 1: Τομή ΣΤ. Η περιεκτικότητα σε αρχαιοβοτανικά μέρη ανά δείγμα χώματος. Πίνακας 2: Τομή Ε. Η περιεκτικότητα σε αρχαιοβοτανικά μέρη ανά δείγμα χώματος. Πίνακας 3: Τομή ΣΤ. Ο όγκος ανά δείγμα χώματος. Πίνακας 4: Τομή Ε. Ο όγκος ανά δείγμα χώματος. Πίνακας 5: Ενοποιήσεις κατηγοριών προσδιορισμού. Πίνακας 6: Η αναλογία λεπύρων/σπόρων ανά δείγμα χώματος. Πίνακας 7: Τα είδη των φυτών που αναγνωρίστηκαν από τις τομές ΣΤ και Ε. Πίνακας 8: Οι χρονολογικές φάσεις που ανήκουν τα δείγματα της τομής ΣΤ. Πίνακας 9: Οι χρονολογικές φάσεις που ανήκουν τα δείγματα της τομής Ε. Κατάλογος πινάκων παραρτήματος Πίνακας 1: Αναλυτικός κατάλογος με την σύσταση των δειγμάτων. Πίνακας 2: Αναλυτικός κατάλογος με την σύσταση των δειγμάτων. 8

9 Πίνακας 3: Αναλυτικός κατάλογος με την σύσταση των δειγμάτων. Πίνακας 4: Κατάλογος με τη σύσταση των δειγμάτων. Πίνακας 5: Κατάλογος με τη σύσταση των δειγμάτων. Πίνακας 6: Κατάλογος με τη σύσταση των δειγμάτων. 9

10 Κεφάλαιο 1 Το φυσικό περιβάλλον της Μακεδονίας κατά τη Νεολιθική και την Εποχή του Χαλκού 1.1 Μορφολογία του εδάφους Η Μακεδονία αποτελεί τμήμα της αιγαιακής κλιτύος του συνόλου των Δειναρίδων, που διασχίζει το δυτικό Αιγαίο από τα Βαλκάνια ως την Κρήτη με ομαλή ΒΒΔ-ΝΝΑ κατεύθυνση και ονομάζεται οροσειρά των Ελληνίδων. Οι περισσότερες οροσειρές αποτελούν και τα φυσικά σύνορά της με τις άλλες γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας. Το φυσικό περιβάλλον της Μακεδονίας χαρακτηρίζεται από την επανάληψη δύο συγκεκριμένων χαρακτηριστικών, τα σχετικά ψηλά βουνά και τα λεκανοπέδια που περικλείονται συνήθως με βουνά. Τα λεκανοπέδια της Μακεδονίας βρίσκονται συνήθως σε πολύ χαμηλό υψόμετρο, ίσο με την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ λιγοστά είναι αυτά που βρίσκονται σε μεγάλο υψόμετρο. Κατά τα προϊστορικά χρόνια, στα λεκανοπέδια αυτά υπήρχαν λίμνες, πολύ περισσότερες από αυτές που υπάρχουν σήμερα (Bottema 1974, Athanasiadis et al. 2000, Κούλη 2008, Ghilardi 2008b). Οι γνώσεις μας για το περιβάλλον κατά τους προϊστορικούς χρόνους δεν είναι τόσο λεπτομερείς και δεν μας επιτρέπουν να διαμορφώσουμε μία αρκετά καλή εικόνα. Τις φυσικές μεταβολές τις γνωρίζουμε μάλλον αποσπασματικά σε ορισμένες περιοχές (Κωτσάκης 2006). Οι γεωμορφολογικές μελέτες υποδεικνύουν μεγάλα επεισόδια προσχώσεων. Στο Θερμαϊκό κόλπο εντοπίζεται εκτεταμένο επεισόδιο προσχώσεων που τον μετέτρεψε σε λιμνοθάλασσα (Βουβαλίδης κ.ά. 2003:314). Η ιστορική υπόθεση του Struck επιβεβαιώθηκε από μεταγενέστερες συστηματικές έρευνες στην περιοχή (Bintliff 1976), οι οποίες υποδεικνύουν ένα εκτεταμένο επεισόδιο προσχώσεων. Επίσης, η Βόρεια Πιερία έχει υποστεί συνεχείς προσχώσεις και διαβρώσεις και ιδιαίτερα στην πεδινή περιοχή της Κατερίνης οι αποθέσεις ξεπερνούν τα δέκα μέτρα (Κωτσάκης 2006). 10

11 Το μορφολογικό περιβάλλον της Μακεδονίας φαίνεται πως διέφερε σημαντικά από το σημερινό. Οι φυσικές μεταβολές που έχουν υποστεί οι παράκτιες και παρόχθιες περιοχές της Μακεδονίας προκλήθηκαν από τις σχετικές μεταβολές της θαλάσσιας στάθμης, από τη διάβρωση και τις εναποθέσεις ιζημάτων (Παπαγεωργίου κ.ά. 1996:247). Οι μελετητές για την εκτίμηση της παλιάς θαλάσσιας στάθμης χρησιμοποιούσαν την καμπύλη του Erol (Kraft et al. 1982). Η προσέγγιση αυτή δεν θεωρείται πλέον ικανοποιητική και οι μελέτες που προσπαθούν να ανακατασκευάσουν τις προϊστορικές ακτογραμμές με βάση την καμπύλη του Erol δεν προσφέρουν αξιόπιστες πληροφορίες (Andreou et al. 1996:564). Η καμπύλη βασίζεται μόνο σε τρεις ραδιοχρονολογήσεις που καλύπτουν χρονικό διάστημα ετών (Παπαγεωργίου κ.ά. 1996:251) και η χρήση της, όπως τονίζουν και οι ίδιοι οι συγγραφείς (Kraft et al. 1982), βοηθά στη μελέτη μόνο τοπικών φαινομένων. Με την αρχή του Ολόκαινου η στάθμη της θάλασσας ανυψώθηκε με ταχύτατους ρυθμούς και το π.χ. βρισκόταν στα 20 μέτρα πάνω από το σημερινό επίπεδο (Faugeres 1996:113). Κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική, η θαλάσσια στάθμη υπολογιζόταν περίπου 30 μ. ή 34 μ. πάνω από τη σημερινή, με αποτέλεσμα να αλλάξει η μορφολογία των παράκτιων περιοχών, και κυρίως των πεδιάδων (Ψυχογιού-Smith 1992:25). Σε περιοχές, όπως η πεδιάδα των Γιαννιτσών και η περιοχή της Έδεσσας, υπήρχαν λίμνες, ενώ τα νερά των σημερινών λιμνών ήταν βαθύτερα, όπως αυτά της Χειμαδίτιδας (Bottema 1974: ). Κατά τη Μέση Νεολιθική τα λιμνάζοντα νερά περιορίστηκαν, ενώ παράλληλα εμφανίστηκαν ιζηματογενή εύφορα εδάφη (Ψυχογιού-Smith 1992:27). Στις πεδινές περιοχές τα ποσοστά της υγρασίας αυξήθηκαν και κάποιες από αυτές καλύφθηκαν από τη θάλασσα (Bottema 1974:159). Η άνοδος της θαλάσσιας στάθμης συνεχίστηκε και στη Νεότερη Νεολιθική, αν και στο δεύτερο μισό της περιόδου ήταν σχετικά στάσιμη (Ψυχογιού-Smith 1992:27). Στην Εποχή του Χαλκού, ωστόσο, αρχίζει ξανά η ανοδική πορεία της θάλασσας. Η αναζήτηση των αιτιών που οδήγησαν στην αλλαγή της θαλάσσιας στάθμης αποτελεί περίπλοκο ζήτημα. Παλαιότερα επικρατούσε ακόμη και σήμερα πολλοί την υιοθετούν- η άποψη ότι η μεταβολή του παράκτιου ανάγλυφου ήταν κυρίως αποτέλεσμα των κλιματικών αλλαγών. Μεταξύ του και π.χ., η μέση 11

12 θερμοκρασία του πλανήτη είχε φτάσει σε μια μέγιστη τιμή. Η περίοδος αυτή έχει χαρακτηριστεί ως το κλιματικό optimum (Optimum Climatique) του Ολόκαινου, κατά την οποία είχαν λάβει χώρα έντονα κλιματικά φαινόμενα μικρής διάρκειας, όπως ξηρασία, υγρασία, πάγοι, πλημμύρες (Λυριτζής 2005β:286). Σύμφωνα με μια ομάδα κλιματικών θεωριών, οι ανυψωμένες απολιθωμένες ακτές που παρατηρούνται στο βόρειο Αιγαίο είναι τα υπολείμματα εποχών με υψηλότερη θαλάσσια στάθμη και το ύψος τους είναι ενδεικτικό της ηλικίας τους (Παπαγεωργίου κ.ά. 1996:247). Οι ακτές αυτές, όμως, έχουν διάφορες ηλικίες που δεν συμπίπτουν με το κλιματικό optimum και το ύψος τους δεν έχει σχέση με την ηλικία τους, ενώ γίνεται φανερό πως αντιστοιχούν σε τεκτονική ανύψωση της ξηράς (Παπαγεωργίου κ.ά. 1996). Εάν πράγματι η μεταβολή του παράκτιου ανάγλυφου οφείλεται στις κλιματικές αλλαγές, τότε θα πρέπει να συνέβη μια σημαντική θαλάσσια επίκλυση. Αν και θαλάσσια επίκλυση δεν έχει παρατηρηθεί σε περιφερειακή κλίμακα, δεν αποκλείεται η πιθανότητα να συνέβη και να οφειλόταν σε τοπικό τεκτονισμό (Παπαγεωργίου κ.ά. 1996:248). Επομένως, οι εκτιμήσεις του ύψους της θαλάσσιας στάθμης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη και τις τεκτονικές κινήσεις, όπως η ανύψωση και καταβύθιση τμημάτων του εδάφους λόγω σεισμών (Λυριτζής 2005α:113). Οι εναποθέσεις αλλουβίων, όπως καταδεικνύουν στρωματογραφικές μελέτες, δε συνέπιπταν με περιόδους κλιματικών αλλαγών (Παπαγεωργίου κ.ά. 1996:247), αλλά ήταν αποτέλεσμα και άλλων παραγόντων, όπως η εξέλιξη των δέλτα, τα ηφαιστειακά φαινόμενα, η αλληλεπίδραση ξηράς και θάλασσας, αλλά και οι ανθρωπογενείς παράγοντες (Van Andel et al. 1990). Οι ανθρώπινες παρεμβάσεις αφορούν την εκτεταμένη αποψίλωση των δασών, τη διάβρωση του εδάφους και τη μεταφορά ιζημάτων από τις πλαγιές σε χαμηλότερα στρώματα (Παπαγεωργίου κ.ά. 1996:251). Στα τέλη περίπου της ΠΕΧ ή στις αρχές της ΥΕΧ, στη δυτική Μακεδονία σημειώθηκε μια μείωση στην έκταση της δασικής βλάστησης που εν μέρει οφειλόταν σε ανθρώπινη παρέμβαση (Andreou et al. 1996:576). Επιπλέον, τα παλαιότερα ίχνη γεωργικών δραστηριοτήτων παρατηρούνται μόνο από τα μέσα ή το τέλος της Εποχής Χαλκού (Faugeres 1996:116). Από τις εκβολές του Στρυμόνα υπάρχουν ενδείξεις εκτεταμένης αποψίλωσης, που πιθανώς χρονολογούνται στο τέλος της 2 ης ή στην αρχή της 1 ης χιλιετίας π.χ. (Andreou et al. 1996:576). 12

13 1.2 Κλιματολογικές συνθήκες Το παλαιοκλίμα προσδιορίζεται από μετρήσεις που διεξάγονται προσεγγιστικά ή έμμεσα σε διάφορα υλικά, όπως σε μαλάκια, σε δενδροδακτυλίους, σε πάγους των πολικών περιοχών, αλλά και από τον ρυθμό ιζηματογένεσης των λιμναίων και ωκεάνιων ιζημάτων, από την ποσοτική μεταβολή της γύρης, από την μαγνητική επιδεκτικότητα σε ιζήματα λιμνών και ωκεανών, από τη μεταβολή της ραδιενέργειας σε ιζήματα κ.ά. (Λυριτζής 2005α: 24). Μέσα από τις παλυνολογικές μελέτες και την εξέταση ιζηματογενών αποθέσεων μπορούμε να έχουμε μια σχετικά λεπτομερή εικόνα των παλαιοκλιματολογικών συνθηκών της Μακεδονίας. Τα δεδομένα των παλυνολογικών αναλύσεων υπαινίσσονται ένα μεσογειακό κλίμα, με βροχερούς χειμώνες και ξηρά, θερμά καλοκαίρια (Γαλλής 1996:32). Από το τέλος της περιόδου των Παγετώνων το κλίμα έγινε το θερμότερο και το υγρότερο που υπήρξε ποτέ και διατηρήθηκε έτσι έως περίπου το 5600 π.χ. (αρχή της Μέσης Νεολιθικής), οπότε ακολούθησε μείωση των βροχοπτώσεων και το κλίμα μετατράπηκε σε υπομεσογειακό (submediterranean) με πιο θερμά και ξηρά καλοκαίρια (Bottema 1974:161). Προς το τέλος της Μέσης Νεολιθικής το κλίμα άρχισε να πλησιάζει στο ιδανικό (Optimum climatique) και η μείωση των βροχοπτώσεων προκάλεσε αποξήρανση των πεδιάδων, με αποτέλεσμα να υπάρχουν εύφορα ιζηματογενή εδάφη για καλλιέργεια (Σαμψών 2007:407). Κατά τη διάρκεια της Νεότερης Νεολιθικής, το Optimum Climatique κορυφώθηκε και οι θερμοκρασίες ανέβηκαν περίπου 2 βαθμούς πάνω από τις σημερινές, ενώ παράλληλα αυξήθηκαν και οι βροχοπτώσεις (Bottema 1974:159). Οι ίδιες συνθήκες επικρατούσαν ως το τέλος της Νεότερης Νεολιθικής (Ψυχογιού-Smith 1992:28). Κατά την 2 η και στην αρχή της 1 ης χιλιετίας το κλίμα παρέμεινε υγρό και ψυχρό (Lespez 2003). Προς το τέλος της Εποχής Χαλκού φαίνεται πως υπήρχε μια φάση ξηρασίας (Κοκκινίδου 1990:16). Ο Bintliff (1977:51) δεν αποκλείει την παρουσία περιόδων ξηρασίας κατά τα προϊστορικά χρόνια. Ειδικότερα, κατά το πρώτο μισό του Ολόκαινου, στη Δυτική Μακεδονία οι θερμοκρασίες συνέχισαν να ανεβαίνουν και στην 5 η χιλιετία τα καλοκαίρια στα υψίπεδα πιθανόν να ήταν θερμότερα απ ότι σήμερα κατά 4 ο C (Andreou et al. 1996:562). Κυρίως μετά το π.χ., άρχισαν να επικρατούν ψυχρότερες και υγρότερες συνθήκες, σχεδόν ίδιες με τις σημερινές (Andreou et al. 1996:562). 13

14 Αντιθέτως, στην Κεντρική Μακεδονία δεν καταγράφονται σημαντικές αλλαγές τα τελευταία χρόνια, χωρίς να αποκλείονται τοπικές διαφοροποιήσεις (Andreou et al. 1996, Ζαφειριάδης 2008). Το βασικό πρόβλημα στην αποκατάσταση του προϊστορικού κλίματος είναι η αδυναμία καταγραφής πιθανών διαφοροποιήσεων με σύντομη διάρκεια, αλλά και των επιπτώσεων τους στην οικονομία των οικισμών (Κοκκινίδου 1990:16). Ορισμένες κλιματικές μεταβολές εξαιτίας της μικρής διάρκειάς τους ή της χαμηλής έντασής τους δεν αφήνουν ίχνη, με αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζονται κατά τη μελέτη των πυρήνων θαλάσσιων ή λιμναίων ιζημάτων (Γκιώνη 2005:241). Επομένως, δεν είναι εφικτή η συσχέτισή τους με τις πολιτισμικές μεταβολές (van Andel & Tzedakis 1996:495). 1.3 Χλωρίδα Οι παλυνολογικές μελέτες αποτελούν τη βασική πηγή πληροφοριών για την ιστορία της βλάστησης στη Μακεδονία και επιβεβαιώνουν αλλαγές στο είδος και την πυκνότητα της βλάστησης (Halstead 1994:196). Η μετάβαση από το Πλειστόκαινο στο Ολόκαινο χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή μεταβολή των κλιματικών αλλαγών, που ευνόησαν την ανάπτυξη της δασικής βλάστησης. Κατά τη Νεολιθική εποχή, η δασική βλάστηση ήταν πυκνή (Bottema 1974, Κούλη 2002). Πυρήνες από την Ήπειρο και τη Μακεδονία δείχνουν μια συνεχόμενη ανανέωση των δασών μετά το Πλειστόκαινο και μια κορύφωση στην εξάπλωση δασών με δρύες, φτελιές, φλαμουριές, κίτρα και φουντουκιές, και με πεύκα στις πλαγιές (Demoule & Perlès 2003:359). Κατά τη διάρκεια της Αρχαιότερης και στην αρχή της Μέσης Νεολιθικής, τα κωνοφόρα δάση απλώθηκαν σε πλατύτερες ζώνες και κάλυπταν πλέον τα βουνά των παράκτιων περιοχών (Ψυχογιού-Smith 1992:29). Το είδος του ελληνικού έλατου (Abies cephallonica) υπήρχε σε ζώνες πάνω από 800 μ., ενώ το πεύκο διείσδυσε στα φυλλοβόλα δάση, που εκείνη την εποχή πύκνωσαν και μετέβαλαν τη σύστασή τους (Ψυχογιού-Smith 1992:29). Οι δρύες αντικαταστάθηκαν σταδιακά από φιλύρες, φτελιές, άρκενθους και φουντουκιές (Ψυχογιού-Smith 1992:29). Κατά τη Μέση και Νεότερη Νεολιθική παρατηρείται μια μεταβολή της βλάστησης, η οποία πιθανότατα συνδέεται με μια μείωση της υγρασίας. Τα δάση 14

15 εξακολουθούσαν να είναι πυκνά ως τη ζώνη των 750 μ. και στις χαμηλότερες ζώνες περιλάμβαναν κυρίως δρύες, μελιές, σφενδάμους και ανατολικούς γαύρους (Ψυχογιού-Smith 1992:29). Σημαντική ήταν η μεταβολή στη φυτική κάλυψη στην αρχή της ΠΕΧ με την εξασθένιση των δρυμώνων, τη σαφή ανάπτυξη ρεικίων και την πιθανή εμφάνιση λόχμης μεσογειακού τύπου (Faugeres 1996:116). Η μορφή της βλάστησης κατά την ΠΕΧ είναι αποτέλεσμα της δράσης του ανθρώπου και του εδάφους, αλλά και άλλων παραγόντων, όπως η κλιματική μεταβολή και οι κληρονομούμενες ιδιαιτερότητες της βλάστησης κάθε περιοχής (Κούλη 2002:18). Από τη 2 η χιλιετία και έπειτα, οι ανθρωπογενείς παρεμβάσεις και επιδράσεις στη βλάστηση γίνονται εντονότερες, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να εξελιχθεί στον κυριότερο ρυθμιστή του φυσικού περιβάλλοντος (Gerasimidis et al. 2009). Μεταξύ της αρχής της καλλιέργειας και της μεγάλης αποψίλωσης υπάρχει μια καθυστέρηση, η οποία πιθανόν να οφείλεται στην εμφάνιση της μεταλλουργίας, αλλά και «εξελιγμένων» χωραφιών ικανών να υποστηρίξουν μεγάλης κλίμακας καλλιέργεια (Lawson et al. 2005:884-5). Ωστόσο, δεν υπάρχει καμιά περίοδος κατά τη διάρκεια του Ολόκαινου που απουσίαζαν οι ανθρωπογενείς επιδράσεις και η εξαφάνιση φυλλοβόλων δέντρων (φλαμουριά και φτελιά) ίσως οφείλεται στον συνδυασμό κλιματικών μεταβολών και ανθρώπινου παράγοντα (Atherden & Hall 1994:128). Παρόλη τη σημασία της αποψίλωσης για τη διαμόρφωση του σύγχρονου τοπίου, αξίζει να σημειωθεί πως, σε σύγκριση με άλλες περιοχές στην Ελλάδα, ο βοράς παραμένει σχετικά δασώδης (Lawson et al. 2005:885). Από τα διαθέσιμα παλυνολογικά δεδομένα προκύπτει ότι η ανθρώπινη επίδραση στη βλάστηση είναι λιγότερο έντονη και εμφανής στη βόρεια απ ότι στη νότια Ελλάδα (Gerasimidis 2000:31). Γενικά, η διακύμανση της αποψίλωσης κατά τα μέσα/τέλη του Ολόκαινου ποικίλει τοπικά με τις βροχοπτώσεις στην Ελλάδα (Lawson et al. 2005:885). Τα παλυνολογικά δεδομένα από περιοχές κοντά στην Κεντρική Μακεδονία (ανάμεσα στον Αξιό και τον Στρυμόνα) δείχνουν μια συνεχόμενη εξάπλωση των δασών με φυλλοβόλα στην αρχή του Ολόκαινου, και στις πεδιάδες και στα βουνά (Andreou et al. 1996:576). Ειδικότερα, η περιοχή του Αξιού χαρακτηριζόταν από πλούσια δασώδη βλάστηση που συνεχιζόταν στις πλαγιές του όρους Πάικου και η βλάστηση αυτή έφτασε στην ακμή της γύρω στο π.χ. (Πιπέλιας 2009:33). Μετά τη δασική εξάπλωση παρατηρήθηκε μια μείωση, η οποία στους Φιλίππους 15

16 τοποθετείται χρονικά περίπου στην ΠΕΧ και στα Γιαννιτσά περίπου στη Νεότερη Νεολιθική με ΠΕΧ και οφείλεται εν μέρει στον ανθρώπινο παράγοντα (Andreou et al. 1996:576). Ενδείξεις για εκτεταμένη αποψίλωση στα πεδινά, που πιθανώς χρονολογείται από το τέλος της 2 ης ή την αρχή της 1 ης χιλιετίας, προέρχονται από τις εκβολές του Στρυμόνα (Andreou et al. 1996:576). Δύο πυρήνες με ιζήματα από το Ολόκαινο κοντά στη λίμνη Δοϊράνη δείχνουν αρχικά ένα φυσικό και αδιατάρακτο τοπίο και στη συνέχεια ένα διαφοροποιημένο/αλλοιωμένο λόγω των αυξημένων ανθρωπογενών επιδράσεων. Στην περίοδο από το έως το 830 π.χ., στα χαμηλά υψόμετρα κυριαρχούσε η δρυς και σε μεγαλύτερα υψόμετρα κυριαρχούσαν το πεύκο, το έλατο και οξιά (Athanasiadis et al. 2000:341). 1.4 Πανίδα Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την πανίδα της Μακεδονίας προέρχονται κυρίως από τα ευρήματα συστηματικά ανασκαμμένων οικισμών. Ωστόσο, τα ευρήματα αυτά αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό ποσοστό των ζώων που υπήρχαν σε κάθε περιοχή και προέρχονται από ζώα που μεταφέρθηκαν εντός των οικισμών ζωντανά ή νεκρά, χωρίς να συγκαταλέγονται όσα ζούσαν έξω από αυτούς (Ψυχογιού- Smith 1992:30). Εξημέρωση Η μελέτη της εξημέρωσης των ζώων επικεντρώνεται στις οστεολογικές ενδείξεις εξημέρωσης και στο πλαίσιο (context) που εντάσσονται τα κατάλοιπα των ζώων. Μπορεί να συμβάλει στην αναγνώριση αλλαγών στο μέγεθος, στην αναλογία, στη μορφολογία και τη δημογραφία. Η αναγνώριση των οστεολογικών καταλοίπων εξημερωμένων ζώων από τους προϊστορικούς οικισμούς βασίζεται κυρίως στο μέγεθος και τη μορφολογία τους, καθώς τα εξημερωμένα ζώα έχουν μικρότερο μέγεθος από αυτό των προγόνων τους (Μαυρίδης 1995:20). Αν και μια μείωση στο μέγεθος είναι αρκετά εμφανής, δεν μπορούμε να προβλέψουμε τον άγριο ή εξημερωμένο χαρακτήρα ενός μεμονωμένου δείγματος (Rackham 1994:47). Η κατάταξή των οστών των ζώων σε εξημερωμένα ή μη παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες και τα οστεολογικά κατάλοιπα από τους νεολιθικούς οικισμούς δε διατηρούνται πάντοτε σε καλή κατάσταση για τη εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. 16

17 Ενδείξεις πρώιμης εξημέρωσης γενικότερα από τον ελλαδικό χώρο προέρχονται από τις θέσεις Άργισσα Μαγούλα, Σέσκλο, Πρόδρομος, Σέρβια, Νέα Νικομήδεια, Αγ. Πέτρος, Λέρνα και Φραγχθί (Μαυρίδης 1995:21). Η ύπαρξη εξημερωμένων ζώων στη Μακεδονία είναι βεβαιωμένη από την αρχή της Νεολιθικής (Ψυχογιού-Smith 1992:30). Τα αιγοπρόβατα είχαν ήδη μικρότερο ανάστημα σε σχέση με αυτό των άγριων μορφών του είδους, αλλά το σχήμα των κεράτων στα αρσενικά παρέμεινε σχεδόν ίδιο. Φαίνεται πως τα ζώα αυτά εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο εξημέρωσης (Bökönyi 1973:173). Η παρουσία σε άγρια μορφή βονάσων και αγριόχοιρων ενισχύει την υπόθεση ότι στη Μακεδονία θα πρέπει να είχε επιτευχθεί η πρώιμη εξημέρωσή τους (Ψυχογιού-Smith 1992:30). Κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική, τα βοοειδή έμοιαζαν κατά πολύ με την άγρια μορφή του είδους, ήταν σχεδόν αντίγραφα των βονάσων αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Κτηνοτροφία Από την αρχή της Νεολιθικής στον ελλαδικό χώρο, παράλληλα με τα άγρια είδη, άρχισαν να διαδίδονται τα εξημερωμένα είδη: αιγοπρόβατα, βοοειδή και χοίροι (Treuil 1996:158). Κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική, το κύριο εκτρεφόμενο είδος ήταν τα αιγοπρόβατα που εκτρέφονταν και για το μαλλί και το γάλα τους, ενώ οι χοίροι εκτρέφονταν αποκλειστικά για το κρέας τους (Ψυχογιού-Smith 1992:243, Greenfield & Fuller 2005:110). Τα ποσοστά των βοοειδών αυξήθηκαν από το τέλος της Αρχαιότερης Νεολιθικής. Η αύξηση των βοοειδών συνεχίστηκε στη Μέση και στην Νεότερη Νεολιθική (Μαυρίδης 1995:22). Στη Μέση Νεολιθική παρατηρείται διαφοροποίηση στην αναλογία των εκτρεφόμενων ζώων, που πιθανόν οφείλεται σε καλύτερη προσαρμογή της κτηνοτροφίας στις τοπικές κλιματολογικές και γεωμορφολογικές συνθήκες (Ψυχογιού-Smith 1992:243) ή και σε συνδυασμό με την πληθυσμιακή αύξηση. Αρκετές πληροφορίες για την πανίδα κατά τη Μέση Νεολιθική παρέχει η μελέτη του οστεολογικού υλικού της φάσης Ι στους Σιταγρούς. Στη φάση αυτή το ποσοστό των αιγοπροβάτων δεν ξεπερνούσε το 50%, ενώ αναγνωρίστηκαν και 27 είδη άγριων ζώων, εκ των οποίων τα περισσότερα ήταν θηλαστικών (Bökönyi 1986). Έντονη ήταν η παρουσία ελαφοειδών και βονάσων, ενώ εμφανίστηκαν και πλατόνια. Στα Σέρβια παρατηρείται μείωση του ποσοστού εμφάνισης αιγοπροβάτων κατά 40 % σε σχέση 17

18 με παλαιότερες φάσεις (Ridley & Wardle 1977: ). Η γενικότερη μείωση του ποσοστού των αιγοπροβάτων στη Μακεδονία δε σημαίνει αναγκαστικά και την αριθμητική μείωσή τους, αλλά ίσως μεταφέρονταν πλέον λιγότερα εντός των οικισμών (Ψυχογιού-Smith 1992:31). Κατά τη Νεότερη Νεολιθική δε σημειώνεται διαφοροποίηση στην πανίδα της Μακεδονίας. Σε θέσεις της Μακεδονίας αυτή την περίοδο εμφανίζονται ελάφια, αγριόχοιροι, βοοειδή, αλεπούδες, λαγοί, κάστορες, πουλιά και ψάρια, αλλά είναι πάντοτε σπάνια (Demoule & Perlès 1993:361). Σε μερικούς οικισμούς, όμως, τα άγρια είδη καταναλώνονται περισσότερο. Αντιθέτως, στους Σιταγρούς παρατηρείται αύξηση των χοίρων (Bökönyi 1986). Η μελέτη του οστεολογικού υλικού της νεότερης φάσης (ΙΙ) από τη θέση Σταυρούπολη δίνει μια εικόνα για την πανίδα της θέσης κατά την Τελική Νεολιθική. Ανάμεσα στα οικόσιτα ζώα τα αιγοπρόβατα καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό (47,30% κατά αριθμό οστών / 53,62% κατά αριθμό ατόμων) και ακολουθούν οι χοίροι (26,37% / 23,98%) και τα βοοειδή (25,33% / 13,80%), ενώ ο αριθμός των θηραμάτων είναι περιορισμένος (Γιαννούλη 2002:490, 497). Η μετάβαση από τη Νεολιθική στην Εποχή του Χαλκού χαρακτηρίζεται από μια σημαντική διατροφική καινοτομία, δηλαδή τη χρήση των γαλακτοκομικών προϊόντων. Έχει διατυπωθεί η άποψη πως στην ΠΕΧ συντελείται η «επανάσταση των δευτερογενών προϊόντων» (Secondary Products Revolution), δηλαδή η χρήση των ζώων όχι μόνο για το κρέας τους, αλλά και για το μαλλί και το γάλα τους (Τουλούμης 1999:125, Runnels & Murray 2001:68). Ωστόσο, υπάρχουν δεδομένα από κάποιους οικισμούς που υποδεικνύουν ότι κάτι τέτοιο δεν είναι απόλυτο. Στον οικισμό Μεγάλο Νησί Γαλάνης αυτή η αλλαγή παρατηρείται, όσον αφορά τα κατάλοιπα των βοοειδών, ήδη από τη Νεότερη Νεολιθική (Greenfield & Fuller 2005). Παρόμοιες ενδείξεις υπάρχουν και σε σύγχρονες αποθέσεις στους Σιταγρούς (Bökönyi 1986). Κυνήγι Συχνή είναι η παρουσία των οστών του κόκκινου ελαφιού και του λαγού, καθώς πρέπει να ήταν τα πιο περιζήτητα θηράματα (Treuil 1996:158). Έχουν βρεθεί οστά αγριόχοιρων, χελωνών, βουβαλιών, πλατονιών και ζαρκαδιών. Εκτός από το κρέας 18

19 τους, τα ζώα αυτά προμήθευαν δέρματα, ενώ εξημερωμένα βοοειδή και χοίροι μπορούσαν να αναπαραχθούν από ντόπια άγρια είδη (Dickinson 2003:60). Υπάρχουν μαρτυρίες και για αρκετά είδη πουλιών, στα οποία περιλαμβάνονται υδρόβια και αρπακτικά (Dickinson 2003:60). Τα άγρια σαρκοφάγα γενικά αντιπροσωπεύουν ένα μικρό ποσοστό οστών από δείγματα μη εξημερωμένων ζώων (Yannouli 2003). Σε αρκετούς οικισμούς της Μακεδονίας έχουν αναγνωριστεί οστά από λύκους, αλεπούδες, αρκούδες, ασβούς, κουνάβια, αγριόγατες και λιοντάρια (Yannouli 2003, Dickinson 2003:60). Οστά λύκων βρίσκονται μεμονωμένα ή σε μικρές συστάδες και το έως τώρα μεγαλύτερο δείγμα προέρχεται από τους Σιταγρούς (Yannouli 2003:178). Στην ίδια θέση έχουν βρεθεί και οστά της καφέ αρκούδας (Yannouli 2003:184). Ενώ, στον Καστανά υπάρχει το μεγαλύτερο δείγμα από οστά αλεπούς με 92 δείγματα (Yannouli 2003:182). Σε σχέση με τα εξημερωμένα είδη τα άγρια ήταν πιο σπάνια κατά τη Νεολιθική. Από την αρχή της Εποχής Χαλκού, όμως, αυξάνονται τα ποσοστά των άγριων ειδών, αν και η πλειονότητα των οστών εξακολουθούσε να προέρχεται από τα εξημερωμένα ζώα (Hamilakis 2003:241). Σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνει ο Halstead (1999), καθώς το νοικοκυριό «απομονώθηκε» σταδιακά, η υποχρέωση του μοιράσματος της τροφής μεταξύ των κατοίκων του οικισμού μειώθηκε επιτρέποντας στους ανθρώπους να κυνηγούν και να καταναλώνουν τα θηράματα εντός του νοικοκυριού. Ο Χαμηλάκης δίνει μια εναλλακτική εξήγηση που ενσωματώνει κάποια βασικά στοιχεία της ερμηνείας του Halstead. Η σχετική αύξηση στο ποσοστό των άγριων ζώων από τη Μέση Νεολιθική και έπειτα υποδεικνύει την ενασχόληση μερικών μελών της κοινότητας με την «κοινωνικά νοηματοδοτημένη πρακτική του κυνηγιού», που είχε σχέση με κοινωνικές και ιδεολογικές εξελίξεις, όπως η ανάπτυξη της θεσμοποιημένης εξουσίας, η εντατικοποίηση στη διαπραγμάτευση των ρόλων των φύλων και οι πιθανές μετατροπές στην κοινωνική και «ιδεολογική παραγωγή/αντίληψη του χώρου και του χρόνου» (Hamilakis 2003:242). Αλιεία Τα ψάρια, τα όστρεα και τα οστρακόδερμα πρέπει να συμπλήρωναν τη διατροφή (Τουλούμης 1999:82). Η παρουσία των θαλάσσιων ειδών συνάγεται και από την 19

20 εύρεση αλιευτικών εργαλείων, όπως οστέινες βελόνες πιθανότατα για τα δίχτυα, αγκίστρια, αιχμές από καμάκια και βάρη (Θεοδωροπούλου 2008:32). Η περιορισμένη παρουσία τους οφείλεται εν μέρει στην ελλιπή συλλογή των καταλοίπων τους κατά την ανασκαφή. Τα μαλάκια θεωρούνται αξιόλογοι αρχαιοπεριβαλλοντικοί δείκτες, αλλά και αξιόπιστοι δείκτες οικονομικών επιλογών των εκάστοτε πληθυσμών. Τα όστρεα που βρέθηκαν στους οικισμούς της Μακεδονίας αποτελούν σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα, που δείχνουν τον τρόπο συλλογής και κατανάλωσης (Καραλή 2002:528). Η μελέτη του οστρεολογικού υλικού από θέσεις του Θερμαϊκού κόλπου παρέχει πληροφορίες για τα όστρεα της περιοχής. Κατά την Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική, οι κάτοικοι των οικισμών στην Κεντρική Μακεδονία συνέλεγαν όστρεα και κυρίως το είδος C. glaucum, με εξαίρεση τον οικισμό της Σταυρούπολης (Βεροπουλίδου 2011). Στη Νεότερη Νεολιθική και στην Πρώιμη Εποχή Χαλκού, η κατανάλωση των μαλακίων φαίνεται πως ήταν μια κοινή πρακτική των κοινοτήτων της Κεντρικής Μακεδονίας (Βεροπουλίδου 2011:174-8). Κεφάλαιο 2 H Μετάβαση στην Πρώιμη Εποχή Χαλκού στη Μακεδονία Το πέρασμα από τη Νεολιθική στην Εποχή του Χαλκού ερμηνεύεται ως μετάβαση, κατά την οποία θεωρείται ότι πολλά από τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ζωής μεταβάλλονται, όπως η οικονομία, η ιδεολογία, αλλά και η οργάνωση του χώρου. Φαίνεται πως δημιουργήθηκε μια νέα αντίληψη για τον χώρο και προέκυψε ένας νέος 20

21 τρόπος οργάνωσής του. Ακόμη και ο όρος «Εποχή του Χαλκού» φαίνεται να εμπεριέχει την έννοια της διακοπής, όσον αφορά τις τεχνικές (Treuil 1996:175). Ο όρος υιοθετήθηκε από τους μελετητές γιατί θεώρησαν πως η εμφάνιση του χαλκού έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των κοινωνιών. Ο χαλκός, όμως, ως αυτοφυές μέταλλο ήταν ήδη γνωστό από τη Νεολιθική (McGeehan-Liritzis 1983) και δεν ήταν το πρώτο κράμμα που κατασκευάστηκε στην Εποχή του Χαλκού (Treuil 1996:175). Οι ραγδαίες μεταβολές που παρατηρούνται στην οικονομία και την κοινωνική οργάνωση στην Κρήτη και την Πελοπόννησο αλλά και στις Κυκλάδες, είναι οι παράγοντες που οδήγησαν τις κοινωνίες εκείνες σε μία αύξηση της ιεραρχίας και της κοινωνικής πολυπλοκότητας (Renfrew 1972). Αν και ο χαρακτηρισμός της εποχής που διαδέχθηκε τη Νεολιθική ως Πρώιμη Εποχή Χαλκού (ΠΕΧ) υπονοεί μια απότομη μεταβολή, στην ηπειρωτική Ελλάδα η μετάβαση δε φαίνεται να είναι τόσο απότομη και ξαφνική (Τουλούμης 1999:115). Στη Μακεδονία ειδικότερα, οι αλλαγές που σημειώθηκαν δεν ήταν απότομες και οι προϊστορικές κοινότητες συνέχισαν χωρίς εντυπωσιακές αναπροσαρμογές τη ζωή τους (Κωτσάκης 2000). Οι περισσότεροι νεολιθικοί οικισμοί συνέχιζαν να κατοικούνται κατά την ΠΕΧ, ενώ παράλληλα ιδρύθηκαν και νέοι οικισμοί. 2.1 Οργάνωση και χρήση του χώρου - Θέση και τύπος των οικισμών Επέκταση των θέσεων Από την Νεότερη Νεολιθική και την αρχή της Εποχής του Χαλκού η κατοίκηση επεκτάθηκε σε προηγουμένως ακατοίκητες περιοχές, αλλά και σε περιοχές που δεν ευνοούσαν απόλυτα τη γεωργική παραγωγή (Demoule & Perles 1993, Halstead 1994, Andreou et al. 1996, Bailey 2000:169-70, 190). Η πλειονότητα των θέσεων εντοπίζεται σε πεδινές εκτάσεις και σε οριακά περιβάλλοντα μεταξύ πεδιάδων και περιοχών με μεγάλο υψόμετρο, αλλά και σε περιοχές κοντά στην ακτογραμμή, κυρίως κατά την ΠΕΧ. Αρκετοί ερευνητές θεωρούν πως η μετακίνηση σε περιοχές με περιορισμένες δυνατότητες για την πρακτική της καλλιέργειας ωθήθηκε από την αύξηση του αριθμού και της έκτασης των θέσεων κατά την Νεότερη Νεολιθική, και από την πληθυσμιακή αύξηση (Halstead 1978:313, Andreou et al. 1996:575, Μερούσης 1996:744). Η αύξηση του αριθμού των θέσεων και η εξάπλωση της κατοίκησης 21

22 μπορεί, όμως, να συνδέονται με μεταβολές στις διακοινοτικές και ενδοκοινοτικές σχέσεις. Ήδη από τα τέλη της Νεολιθικής είχαν διαμορφωθεί οι συνθήκες που οδήγησαν σε ιεραρχημένες σχέσεις μεταξύ οικισμών, αλλά και εντός των ίδιων (Halstead 1994). Η μετακίνηση σε περιθωριακές περιοχές φαίνεται πως χαρακτηριζόταν από ανισότητα, όσον αφορά την παραγωγή, μεταξύ των γεωργών που καλλιεργούσαν σε περιβάλλοντα με χαμηλό ρίσκο, όπως οι πεδινές εκτάσεις, και αυτών που καλλιεργούσαν σε μη ευνοϊκά περιβάλλοντα, όπως οι περιοχές σε μεγάλο υψόμετρο (Halstead 1995). Η γενική αύξηση του αριθμού των θέσεων πιθανόν αντανακλά παρόμοιες αυξήσεις στις επιθυμίες των ανθρώπων να οριοθετήσουν με μόνιμους τρόπους συγκεκριμένες περιοχές ή χώρους (Bailey 2000:172). Η αύξηση αυτή του αριθμού πιο μόνιμων οικισμών, η οριοθέτηση των θέσεων και η θέση μερικών δωματίων «βαθιά» εντός των οικημάτων υποδηλώνουν ότι η είσοδος σε ακόμη περισσότερες περιοχές είχε περιοριστεί σε σημαντικό βαθμό (Bailey 2000:190). Αν οι αγροτικές δραστηριότητες είχαν παρομοίως επεκταθεί, τότε η είσοδος σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις πρέπει να είχε περιοριστεί (Bailey 2000:190). Ο περιορισμός της εισόδου σε χώρους εντός των οικισμών και σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις πιθανόν οδήγησαν σε ενδοκοινοτικές και διακοινοτικές εντάσεις. Φαίνεται πως ήδη από τα τέλη της Νεολιθικής έγιναν ορατά τα πρώτα σημάδια της οικονομικής ανισότητας μεταξύ «πετυχημένων» και «ευάλωτων» νοικοκυριών, διαδικασία που ενισχύθηκε κατά την ΠΕΧ (Τσελίκα 2006:393). Αριθμός των οικισμών Στο χώρο της Μακεδονίας, κατά την ΠΕΧ ο αριθμός των θέσεων αυξήθηκε σημαντικά, ενώ συγχρόνως μειώθηκε η μέση έκτασή τους (Κωτσάκης 1987, Ασλάνης 1992, Halstead 1994, Andreou et al. 1996, Τουλούμης 1999). Η μέση έκταση των οικισμών της Νεότερης Νεολιθικής στην Κεντρική Μακεδονία ήταν 12 στρ., ενώ στην ΠΕΧ έφτασε τα 7 στρ. (Ζαφειριάδης 2008:88). Στην περιοχή αυτή εντοπίστηκαν 14 οικισμοί της Νεότερης Νεολιθικής και έφτασαν τους 17 κατά την ΠΕΧ, εκ των οποίων μόνο οι 4 εξακολούθησαν να κατοικούνται από τη Νεότερη Νεολιθική (Πιπέλιας 2009:53, 55). Στον ισθμό της Σιθωνίας κατά την ΠΕΧ κατοικήθηκε μόνο μια θέση της Νεολιθικής, ενώ παράλληλα ιδρύθηκαν για πρώτη φορά 7 νέοι οικισμοί δίπλα στην ακτογραμμή (Μερούσης 2009:6). 22

23 Στη Δυτική Μακεδονία, όπως και στο χώρο της Κεντρικής Μακεδονίας, ο αριθμός των οικισμών αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της ΠΕΧ. Οι θέσεις με επιχώσεις της Νεότερης Νεολιθικής ανέρχονται στις 63, ενώ αυτές της ΠΕΧ φτάνουν τις 95 (Ζαφειριάδης 2008:59). Αντίθετα, στην Ανατολική Μακεδονία και κυρίως στη λεκάνη της Δράμας, ο αριθμός των θέσεων από τη Νεολιθική στην ΠΕΧ παρουσιάζει σταθερή μείωση (Andreou et al. 1996, Κωτσάκης 2006, Μερούσης 2009). Ένας από τους βασικούς παράγοντες για την αύξηση του αριθμού των θέσεων θεωρείται η δημογραφική αύξηση, που συνδέεται με την καλύτερη εκμετάλλευση των φυσικών πηγών (Μερούσης & Στεφανή 1996:744). Η δημογραφική αύξηση φαίνεται πως ήταν αποτέλεσμα της σταθερής οικονομικής ανάπτυξης και της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης (Ασλάνης 1992:230). Όμως, η αριθμητική τιμή των θέσεων αποκλειστικά δεν μπορεί να υποστηρίξει ένα τέτοιο φαινόμενο (Ζαφειριάδης 2008:82). Τύπος των οικισμών Παράλληλα με την επέκταση των θέσεων και την αύξηση του αριθμού των οικισμών από τη Νεότερη Νεολιθική παρουσιάζεται μια ποικιλία στον τύπο των οικισμών. Ο βασικός τύπος κατοίκησης εξακολούθησε να είναι η τούμπα, αλλά με διάφορες παραλλαγές αναφορικά με τις διαστάσεις και με το σχήμα του γηλόφου. Ορισμένοι οικισμοί αναπτύχθηκαν σε φυσικά εξάρματα, σε πλαγιές λόφων, αλλά και σε σπήλαια. Το αξιοσημείωτο είναι πως παράλληλα με τις τούμπες εξακολουθούν να υπάρχουν εκτεταμένοι οικισμοί, όπως ο Μακρύγιαλος, η Θέρμη και τα Βασιλικά (Andreou et al. 1996, Γραμμένος 1991:30-1). Από τις αρχές της Εποχής του Χαλκού δημιουργήθηκαν πιο σταθερές θέσεις με τη μορφή τούμπας και με αρκετά μικρότερες διαστάσεις (Halstead 1994:200). Απουσίαζαν, όμως, οι επίπεδοι οικισμοί, καθώς όλες οι εκτεταμένες, επίπεδες θέσεις είχαν ήδη εγκαταλειφθεί (Andreou et al. 1996). Την περίοδο αυτή, παρατηρήθηκε και μια μετακίνηση της κατοίκησης σε μεγαλύτερο υψόμετρο, έως και 800 μ. (Ζαφειριάδης 2008:59). Η διαμόρφωση του τύπου της τούμπας συχνά συνδέεται με κοινωνικές μεταβολές και την ύπαρξη κοινωνικής διαστρωμάτωσης που τονίζεται μέσω της οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου (Halstead 1989, Halstead 1999, Kotsakis 1999, Bailey 2000, Κωτσάκης 2004, Halstead 2006). Χαρακτηριστικό της τούμπας είναι η εμμονή των κατοίκων στην ανοικοδόμηση των οικημάτων στον ίδιο χώρο και πάνω στα 23

24 προηγούμενα. Η εμμονή αυτή πρέπει να είχε σχέση με την ιδιαίτερη σημασία του «οίκου», καθώς δήλωνε την καταγωγή και την αρχαιότητα των κατοίκων του ή συνδεόταν με το προγονικό παρελθόν (Κωτσάκης 1999, του ίδιου 2004). Στην πορεία προς την ΠΕΧ η σημασία της μονάδας του «οίκου» αυξήθηκε και τονίστηκε ακόμα περισσότερο. Υπάρχουν μάλιστα ενδείξεις ότι στην ΠΕΧ οι «οίκοι» και τα «νοικοκυριά» τους κυριάρχησαν απόλυτα, σε βαθμό που έφτασαν να εκπροσωπούν ή και να υποκαθιστούν το σύνολο της κοινότητας (Κωτσάκης 2006). Παράλληλα, η πρόσβαση σε διάφορους χώρους των οικημάτων περιορίστηκε σημαντικά (Bailey 2000:190-1), γεγονός που πρέπει να συνέβαλε στην προσπάθεια να τονιστεί η ταυτότητα και η προσωποποίηση του «νοικοκυριού» (Nanoglou 2001:309). Η κυριαρχία αυτού του τύπου κατοίκησης κατά την ΠΕΧ, εποχή που μάλλον προέκυψαν εντάσεις εντός των οικισμών, θα μπορούσε να συνδέεται με την αυξημένη ανάγκη για τη σύνδεση με το παρελθόν και τη διαχείριση της συλλογικής μνήμης (Nanoglou 2001:312). Μέσω, λοιπόν, της εντατικοποίησης της ανοικοδόμησης στο ίδιο σημείο οι εντάσεις πιθανότατα αμβλύνθηκαν. Μάλιστα, η κεντρική θέση μερικών οικημάτων εντός των οικισμών ίσως ήταν το αποτέλεσμα της επιτυχίας των ενοίκων τους να διαχειριστούν το παρελθόν και τη μνήμη. Πρόκειται για τα γνωστά «μέγαρα» ή «μεγαροειδή» οικήματα, που έχουν συνδεθεί με τα πρώτα δείγματα κοινωνικής διαστρωμάτωσης κατά την Εποχή του Χαλκού (Demoule & Perles 1993:390, McGeehan-Liritzis 1996:212, Bailey 2000:171). Η ερμηνεία αυτών των κτισμάτων έχει αποτελέσει θέμα συζήτησης μεταξύ των μελετητών. Τα κτίσματα πιθανόν ανήκαν σε ομάδες-«ελίτ» που κατάφεραν να διακριθούν μέσα στην κοινότητα (Halstead 1994:203) ή σε εξειδικευμένες ομάδες που δεν συμμετείχαν άμεσα στην παραγωγή της τροφής (Τουλούμης 1996:60). Δεν αποκλείεται, όμως, να αποτελούσαν νοικοκυριά που διαχειρίζονταν επιτυχώς και απολάμβαναν τον έλεγχο του παρελθόντος του οικισμού ή, σε συμβολικό επίπεδο, κοινοτικές κατασκευές ως αντίδραση στην προοδευτική απομόνωση των νοικοκυριών (Nanoglou 2001:315). Όσον αφορά την οικοδόμηση των νεολιθικών οικημάτων, παρατηρείται μια ποικιλία στον τύπο τους, αλλά και στη μέθοδο κατασκευής τους, ακόμη και εντός των ίδιων των οικισμών (Θεοχάρης 1973, Halstead 1999). Πρόκειται για ορθογώνια οικήματα που διέφεραν μεταξύ τους ως προς τις διαστάσεις και τον τρόπο οικοδόμησής τους. Ο τύπος του σπιτιού δεν αντανακλούσε απλά τη διαθεσιμότητα των τοπικών 24

25 οικοδομικών υλικών, αλλά αποτελούσε και έκφραση του τρόπου που ήταν δομημένες οι νεολιθικές κοινότητες (Halstead 1999). Ειδικά κατά την Νεότερη Νεολιθική, το μεγαλύτερο μέγεθος κάποιων οικημάτων πιθανόν αντικατόπτριζε την οργάνωση σε μεγαλύτερες οικογένειες (Ασλάνης 1992:236). Από την ΠΕΧ η χρήση της ωμοπλίνθου επικράτησε στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία (Treuil 1996:183). Οι τοίχοι από αχυροπηλό δεν διέφεραν από αυτούς της Νεολιθικής, ενώ από την ΠΕΧ η χρήση της τεχνικής αυτής περιορίστηκε σε περιοχές ανατολικά του Αξιού (Treuil 1996:183). Τάφροι και περίβολοι Ένα από τα χαρακτηριστικά της οργάνωσης του χώρου είναι η παρουσία τάφρων και περιβόλων σε αρκετές θέσεις της Μακεδονίας. Λίθινο περίβολο συναντάμε στο Μάνδαλο (Πιλάλη-Παπαστερίου & Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 1989), ενώ τάφρους στον Μακρύγιαλο (Pappa & Besios 1999a) και στα Σέρβια (Wardle & Βλαχοδημητροπούλου 2000). Έχουν προταθεί διάφορες λειτουργίες για τις κατασκευές αυτές. Μια άποψη είναι πως αποτελούσαν χωροοργανωτικές κατασκευές (Χουρμουζιάδης 1979). Θα μπορούσαν, όμως, να είναι οχυρωματικά έργα. Οι κατασκευές στον Μολυβόπυργο Χαλκιδικής, στην Άσσηρο και στο Μάνδαλο έχουν ερμηνευτεί ως «τείχη» (Τουλούμης 1999:118). Δεν αποκλείεται, όμως, η πιθανότητα οι κατασκευές αυτές να είχαν συμβολικό χαρακτήρα ή να συνδέονταν με θρησκευτικές πρακτικές. Οι περίβολοι μάλλον αντιμετωπίζονταν ως συμβολική έκφραση της ταυτότητας, που εκδηλωνόταν με τον αποκλεισμό ή την ενσωμάτωση σε κοινωνικές ομάδες (Χρηστάκη 2010:13). Εναλλακτικά, οι κατασκευές ίσως να εξυπηρετούσαν πρακτικές ανάγκες, όπως η υποστήριξη των πρανών του γήλοφου ή ο αποκλεισμός άγριων ζώων. Οι τάφροι στον Μακρύγιαλο μπορεί να είχαν χρησιμοποιηθεί και ως απορριμματική περιοχή ή ως δεξαμενή για την αποθήκευση του νερού (Pappa & Besios 1999b). Αν και η ερμηνεία τους παραμένει προβληματική, πρέπει να υπήρχε ένα ξεκάθαρο νόημα που ήταν γνωστό στους κατοίκους (Κωτσάκης 2006). Στη Νεότερη Νεολιθική φαίνεται πως αυξήθηκε η παρουσία των κατασκευών αυτών, γεγονός που οφειλόταν στον τονισμό των ορίων του οικισμού, στον σαφή διαχωρισμό του οικισμένου από τον παραγωγικό χώρο (Bailey 2000:160-72) και στην 25

26 ιδεολογική διχοτόμηση του «μέσα» και του «έξω» (Demoule & Perles 1993:390). Από την ΠΕΧ οι κατασκευές πρέπει να ενισχύθηκαν για να παρέχουν προστασία, ίσως ακόμα και από επιδρομές ή εχθροπραξίες. Μερικοί οικισμοί μέσω της εργασιακής εξειδίκευσης και των ανταλλαγών θα εξελίχθηκαν σε διακοινοτικά κέντρα, με αποτέλεσμα να προσέλκυαν τις οικονομικά αδύναμες ομάδες (Ασλάνης 1990:186). 2.2 Οικονομία και ανταλλαγές Οι μεγάλες πεδιάδες της Μακεδονίας και οι δασωμένες εκτάσεις σε συνδυασμό με το βαρύ κλίμα οδήγησαν σε μια οικονομία διαφορετικής μορφής από αυτή της νότιας Ελλάδας, με πιο αργούς ρυθμούς (Τουλούμης 1999:123). Ήδη από το τέλος της Νεολιθικής περιόδου σημειώθηκαν κάποιες αλλαγές στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Γεωργία και κτηνοτροφία Κατά την ΠΕΧ παρατηρείται αύξηση της ποικιλίας των καλλιεργούμενων ειδών, εισαγωγή νέων ειδών (ελιά και αμπέλι), εκμετάλλευση νέων εδαφών και υιοθέτηση νέων τεχνικών όπως το όργωμα (Renfrew 1972, Pullen 1985, Τουλούμης 1996, Treuil 1996). Από την αρχή της Εποχής του Χαλκού η διατροφή των προϊστορικών κοινοτήτων εμπλουτίστηκε με νέα είδη, όπως το σιτάρι σπέλτα, το κεχρί και το κουκί (Valamoti 2003). Παράλληλα, έκαναν την εμφάνισή τους αρκετά ελαιοδοτικά φυτά: η μήκων η υπνοφόρος, ο κόλιαντρος, το σινάπι, η Camellina και η Lallemantia (Valamoti 2003). Αν και η ελιά εμφανίστηκε στο τέλος της Νεολιθικής στη νότια Ελλάδα, φαίνεται πως απουσίαζε από τη βόρεια Ελλάδα, και στη Νεολιθική και στην Εποχή του Χαλκού (Βαλαμώτη 2009:88). Κατάλοιπα της αμπέλου με τη μορφή απανθρακωμένων γιγάρτων που χρονολογούνται στην ΠΕΧ έχουν βρεθεί στο Ντικιλί Τας, στους Σιταγρούς, στον Καστανά, στο Μάνδαλο και στα Σέρβια (Κωτσάκης & Μαγκαφά 2001:31). Ωστόσο, οι ενδείξεις για αμπελοκαλλιέργεια έχουν βεβαιωθεί μόνο μετά την αρχή της Ύστερης Εποχής Χαλκού (Hansen 1988, Μαγκαφά κ.ά 1998). Για τον εξειδικευμένο ή μη χαρακτήρα της καλλιέργειας υπάρχουν διάφορες απόψεις. Σύμφωνα με την άποψη του Renfrew, η ελιά και η άμπελος είχαν 26

27 εξημερωθεί από την 3η χιλιετία, ενώ θεωρείται δεδομένη η επικράτηση των μονοκαλλιεργειών κριθαριού ή σιταριού ήδη από το τέλος της Νεολιθικής (Renfrew 1972:77). Άλλες απόψεις βέβαια, αν και ενστερνίζονται την ύπαρξη ευρύτερης ποικιλίας καλλιεργούμενων ειδών, θεωρούν ότι η γεωργία διατήρησε τον μη εξειδικευμένο χαρακτήρα της (Andreou et al. 1996). Ενώ, για τον Halstead, από την αρχή της Εποχής του Χαλκού προέκυψαν μεταβολές στον χαρακτήρα της γεωργικής παραγωγής και στη χρήση της γης (Halstead 1978:327). Από μια γεωργία με τη μορφή απλών κήπων εντός των οικισμών οδηγηθήκαμε σε καλλιέργεια μεγάλων εκτάσεων σε μεγαλύτερη απόσταση από τους οικισμούς. Τέλος, πρέπει να τονιστεί η αυξανόμενη σημασία των αιγοπροβάτων και των βοοειδών, όχι μόνο για το κρέας τους αλλά και τη χρήση τους για το όργωμα των χωραφιών. Ενδείξεις για την πρακτική νομαδικής κτηνοτροφίας υπάρχουν από το τέλος της Νεολιθικής. Όσον αφορά την περαιτέρω ανάπτυξής της, αυτή μπορεί να υποστηριχθεί με βάση την επέκταση των οικισμών σε μεγαλύτερο υψόμετρο, αλλά και τη χρήση βραχύβιων θέσεων και σπηλαίων (Ζαφειριάδης 2008:62). Παράδειγμα θα μπορούσε να αποτελεί και το σπήλαιο που βρέθηκε στην περιοχή Καταρράκτες Σιδηροκάστρου. Η πρώτη προϊστορική φάση εγκατάστασης (ΠΕΧ) περιλαμβάνει δάπεδα, λάκκους, πασσαλόπηκτες ή άλλες κατασκευές, in situ αγγεία, αλλά και μια εντυπωσιακή ποσότητα καμμένων οικοδομικών υλικών, καρπών και δημητριακών (Πέννος κ.ά. 2008). Όσον αφορά τη χρήση των ζώων για την παραγωγή δευτερογενών προϊόντων υπάρχουν ενδείξεις ήδη από τη Νεότερη Νεολιθική (Bailey 2000:187). Ειδικότερα, η παραγωγή μαλλιού από τα ζώα υποδηλώνεται από το πλήθος υφαντικών βαρών σε επιχώσεις του τέλους της Νεολιθικής (Demoule & Perles 1993:390). Ανταλλαγές Η μορφή των ανταλλαγών κατά την ΠΕΧ ακολουθεί και επεκτείνει την αντίστοιχη νεολιθική (Τουλούμης 1999:132). Στους τύπους αρκετών προϊόντων παρατηρείται μια ομοιομορφία που δείχνει πως υπήρχε ένα ευρύ δίκτυο ανταλλαγών σε όλο το Αιγαίο και την ηπειρωτική Ελλάδα, και έφτανε μέχρι τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία (Renfrew 1972). Η εξελισσόμενη κοινωνική διαστρωμάτωση που παρατηρείται κατά την ΠΕΧ υποδηλώνει πως οι ανταλλαγές ελέγχονταν από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες (Renfrew 1972). 27

28 Ο οψιανός, τα μεταλλικά και λίθινα αντικείμενα αλλά και αγγεία, και κοσμήματα από το όστρεο Spondylus gaederopus αποτελούσανν τα βασικά προϊόντα (Κωτσάκης 1996, McGeehan-Liritzis 1996, Τουλούμης 1999:132-3, Bailey 2000:222, Pilali 2003, Μιχαηλίδου 2005). Ήδη από την Τελική Νεολιθική ο μηλιακός οψιανός είχε φτάσει ως τη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία (σε μικρές ποσότητες), ενώ εισαγόταν και καλής ποιότητας πυριτόλιθος (Perlès & Vitelli 1999:97). Εκτός από εισαγωγές, παρατηρούνται και εξαγωγές λίθινων εργαλείων από θέσεις της Μακεδονίας. Τα Βασιλικά και η Θέρμη ίσως λειτουργούσαν ως κέντρα διακίνησης εργαλειακού εξοπλισμού (Σκουρτοπούλου 2002). Τέλος, οι ανταλλαγές διατροφικών προϊόντων δεν είναι δυνατό να εντοπιστούν, αλλά η παρουσία τους διαφαίνεται μέσα από τη διακίνηση της κεραμικής, κυρίως μεταξύ των θεσσαλικών οικισμών (Andreou et al. 1996). Εργαλεία Η Εποχή του Χαλκού χαρακτηρίζεται από την κυρίαρχη σημασία των μετάλλων στις προϊστορικές κοινωνίες, οι οποίες όμως εξακολούθησαν να χρησιμοποιούν τον οψιανό και άλλους λίθους για ειδικές κατηγορίες εργαλείων (Μιχαηλίδου 2005:31). Κατά την ΠΕΧ η χρήση του οψιανού έγινε εκτεταμένη, ενώ εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται ο πυριτόλιθος (Τουλούμης 1999:128). Σημαντική θεωρείται και η παρουσία πήλινων σφονδυλίων και υφαντικών βαρών (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1997:38). Η παρουσία των πρωιμότερων μετάλλινων εργαλείων, όπως οπείς, πελέκεις, σμίλες και εγχειρίδια, είναι εμφανής ήδη από την Νεολιθική και αυξάνεται ολοένα και περισσότερο κατά την ΠΕΧ (Μιχαηλίδου 2005:31). Η χρήση και η επεξεργασία μετάλλων στο Μάνδαλο και στους Σιταγρούς ήδη από το τέλος της Νεολιθικής υποδηλώνεται από την ύπαρξη πήλινων χωνευτηρίων και ορισμένων χάλκινων αντικειμένων (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1997:38). Ο χαλκός ως κράμμα με αρσενικό χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή εργαλείων, όπλων και κοσμημάτων και ο άργυρος για κοσμήματα και αγγεία. Ενώ, ο μπρούτζος προέκυψε όταν οι τεχνίτες από την ΠΕΧ (στο ΒΑ Αιγαίο) πρόσθεσαν κασσίτερο στον χαλκό (Μιχαηλίδου 2005:32). Πηγές χαλκού εντοπίστηκαν στη Μακεδονία, αλλά δεν υπάρχουν άμεσες ενδείξεις εκμετάλλευσής τους κατά την Τελική Νεολιθική (McGeehan-Liritzis 1983:156). Παρόλα αυτά, η εμφάνιση των χάλκινων 28

29 αντικειμένων έχει συνδεθεί με τις κοινωνικές μεταβολές της Εποχής του Χαλκού και με την εμφάνιση κοινωνικής διαστρωμάτωσης (Renfrew 1972). Μέσω της απόκτησης αντικειμένων κύρους, στην περίπτωση αυτή τα χάλκινα αντικείμενα, συγκεντρώνονταν η εξουσία και ο πλούτος σε μια κοινωνική ομάδα. Τα χάλκινα αντικείμενα, όμως, δεν είναι αρκετά σε αριθμό για να υποστηρίξουν την άποψη αυτή (McGeehan-Liritzis 1996). 2.3 Κεραμική, ειδώλια και πηλοκατασκευές Κεραμική Από τις επιφανειακές έρευνες η κεραμική της ΠΕΧ δύσκολα αναγνωρίζεται. Η μονόχρωμη χειροποίητη και συχνά αστίλβωτη κεραμική της ΠΕΧ από τα επιφανειακά δείγματα δεν διαφέρει συχνά από αυτή της Νεολιθικής (Μερούσης 2009). Στην αναγνώριση δεν βοηθά και το διαβρωμένο υλικό, αλλά και οι όχι και τόσο ξεκάθαρες φάσεις της ΠΕΧ στη Μακεδονία (Μερούσης 2009). Η κεραμική όλων των περιοχών χαρακτηρίζεται από την επιστροφή στη μονοχρωμία και από σχετικά απλά σχήματα (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1997:37). Γενικά, κατά την ΠΕΧ αυξάνεται η χονδροειδής κεραμική και τα αγγεία μεγαλύτερου μεγέθους. Εμφανίζονται πρόχοι με κυρτόκοιλα τοιχώματα, σφαιρικές και ανοιχτές φιάλες, και αρύταινες με υπερυψωμένη λαβή (Treuil 1996:202, Σαμψών 2007:489). Αντί για λαβές υπάρχουν πολλές φορές μακρόστενες ή σωληνωτές αποφύσεις (Τουλούμης 1999:126). Η χρήση κατεξοχήν πιθαριών γενικεύεται από τη Νεότερη Νεολιθική και από την ΠΕΧ παρατηρείται μια ποικιλία αποθηκευτικών αγγείων, όπως αμφορείς, απιόσχημα και πιθάρια (Τουλούμης 1994:140, Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1997:34). Η παρουσία μεγάλης ποσότητας χονδροειδών αγγείων και πιθαριών πιθανόν υπονοεί βελτίωση της κεραμικής τεχνολογίας, καθώς προορίζονταν για «ειδικότερες» χρήσεις όπως η προετοιμασία και η αποθήκευση της τροφής (Τουλούμης 1999:94). Χαρακτηριστικό γνώρισμα της ΠΕΧ θεωρείται η εγχάρακτη διακόσμηση, που αποτελείται συχνά από στικτά τρίγωνα οργανωμένα σε οριζόντιες ταινίες, ενώ η εμπίεστη διακόσμηση περιλαμβάνει κάθετες ταινίες από μικρά τρίγωνα (Treuil 1996:203-4). Βόρεια στοιχεία εμφανίζονται στην Ανατολική Μακεδονία αλλά και σχέσεις με την Τροία, ενώ χαρακτηριστικά της Θεσσαλικής κεραμικής συναντώνται στη Δυτική 29

30 Μακεδονία (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1997:37). Στα τέλη της Νεολιθικής και προς την ΠΕΧ, σε οικισμό της βόρειας όχθης του Αλιάκμονα, εμφανίζεται κεραμική του πολιτισμού Baden, ενώ οι υπόλοιποι οικισμοί χαρακτηρίζονται από τη γνωστή από τη Θεσσαλία και την Κεντρική Μακεδονία κεραμική της περιόδου (Χονδρογιάννη-Μετόκη 2009:460). Από την περιοχή της Χαλκιδικής, η χονδροειδής κεραμική της ΠΕΧ στην Τορώνη περιλαμβάνει πίθους, αμφορείς με ραβδωτές επιφάνειες, αλλά και το ιδιαίτερο «βαρελόσχημο» αγγείο που έχει αναγνωριστεί στην Τροία, στη Λέσβο, στη Λήμνο και στη Μεσημεριανή Τούμπα (Morris 2011:435, 439). Ειδώλια Τα ειδώλια κατά τη Νεότερη Νεολιθική διαφέρουν σε σύγκριση με εκείνα της Μέσης, όχι όμως σε όλες τις περιοχές (Ασλάνης 1992:221). Εξακολουθούν, ωστόσο, να υπάρχουν γυναικείες μορφές με πτηνόμορφη απόδοση της κεφαλής. Ανάμεσα στα νέα στοιχεία είναι η τριγωνική απόδοση της ελαφρά γερμένης προς τα πίσω κεφαλής και η παρουσία χαράξεων στο σώμα που αποδίδουν την ενδυμασία ή τη διακόσμηση (Ασλάνης 1992:221). Το πρώτο στοιχείο κυριαρχεί και στην Εποχή του Χαλκού, ενώ εμφανίζεται κυρίως στην Ανατολική και ελάχιστα στη Δυτική Μακεδονία (Ασλάνης 1992:221). Κατά την Τελική Νεολιθική, στη Δυτική Μακεδονία απαντούν ακρόλιθα ειδώλια, όρθια και μισοκαθιστά, με φυσιοκρατικό σώμα και σχηματισμένα πέλματα, πήλινα πτηνόμορφα, σταυρόσχημα και σχηματικά μαρμάρινα (Μαραγκού 1996:152). Από την Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία συναντάμε σχηματικά εγχάρακτα ειδώλια (Μαραγκού 1996:152). Αντιθέτως, στην Εποχή του Χαλκού τα ειδώλια δεν εμφανίζονται συχνά (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1997:34). Από την ΠΕΧ συναντάμε λίγα πήλινα ανθρωπόμορφα ειδώλια στο Μάνδαλο, τα οποία θυμίζουν ειδώλια από το Βόρειο Αιγαίο και την Τροία, ενώ συχνό εύρημα αποτελούν πήλινα αγκυρόσχημα αντικείμενα (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1997:37). Αποθηκευτικές και τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές Από τα τέλη της Νεολιθικής το περίσσευμα, και κατ επέκταση η αποθήκευση, άρχισε να έχει έναν πιο ουσιαστικό ρόλο (Τουλούμης 1994). Οι εκτάσεις που 30

31 καλλιεργούνταν μπορούσαν να δώσουν σοδειά μεγαλύτερη από αυτή που ήταν αναγκαία και η αποθήκευση του πλεονάσματος ελαχιστοποιούσε τον κίνδυνο σιτοδείας, ενώ παράλληλα καθιστούσε τα νοικοκυριά οικονομικά ανεξάρτητα. Επιπρόσθετα, το πλεόνασμα μπορούσε να μετατραπεί μέσω της αποθήκευσης σε κινητήρια δύναμη των κοινωνικών σχέσεων των προϊστορικών κοινοτήτων (Halstead & O Shea 1989). Η παρουσία του διατροφικού πλεονάσματος υποδηλώνεται από την παρουσία αποθηκευτικών χώρων και λάκκων, αλλά και από τη χρήση πιθαριών. Οι αποθηκευτικές κατασκευές μέχρι την Νεότερη Νεολιθική βρίσκονταν εντός των οικημάτων και συχνά σε άμεση συσχέτιση με την εστία ή κάποιον φούρνο (Τουλούμης 1994). Την περίοδο αυτή πιθανόν ο ρόλος της αποθήκευσης περιοριζόταν στο σχήμα «βραχύχρονη διάρκεια-άμεση χρήση» (Τουλούμης 1994:52). Με το τέλος της Νεολιθικής το σχήμα αυτό απέκτησε άλλη μορφή, «μακρόχρονη διάρκεια-προγραμματισμένη και μακροπρόθεσμη χρήση». Κατά την ΠΕΧ αυξήθηκαν οι αποθηκευτικές και οι τροφοπαρασκευαστικές παρασκευές, αλλά γενικεύτηκε και η χρήση των πιθαριών (Τουλούμης 1994:99-142). Με βάση τα ευρήματα από τους Σιταγρούς (Halstead 1999:80) και το Αρχοντικό Γιαννιτσών (Παπαευθυμίου- Παπανθίμου &Πιλάλη-Παπαστερίου 2000), υπήρχαν φούρνοι που τοποθετούνταν πλέον σε ιδιωτικούς χώρους. Το μοντέλο του Halstead που μελετά τη σημασία του «νοικοκυριού» (Halstead 1999), αν και χρησιμοποιεί δεδομένα από τη Θεσσαλία, μπορεί να μας δώσει μια εικόνα για το πλεόνασμα και την κατανάλωση της τροφής από τη Νεολιθική ως τις αρχές της ΠΕΧ. Bασίζεται στην εξέλιξη που παρατηρείται στην χωροοργάνωση, στη θέση των τροφοπαρασκευαστικών και αποθηκευτικών κατασκευών, και στις κατηγορίες της κεραμικής. Κατά την Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική, οι τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές βρίσκονταν σε ανοιχτούς χώρους ανάμεσα στα οικήματα, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούνταν μια λεπτότεχνη «επιτραπέζια» κεραμική (Halstead 1999:80). Φαίνεται λοιπόν πως η προετοιμασία και η κατανάλωση της τροφής λάμβανε χώρα εντός, αλλά και εκτός των οικημάτων. Στο στάδιο αυτό, η προσφορά τροφής πιθανότατα ενίσχυε την κοινωνική συνοχή. Στη συνέχεια, κατά τη Νεότερη Νεολιθική εμφανίστηκαν χώροι «οικοτεχνικής δραστηριότητας», όπως στο Διμήνι (Χουρμουζιάδης 1979). Οι τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές βρίσκονταν εντός και εκτός των οικημάτων και η 31

32 κεραμική πλέον διακοσμούνταν με μοτίβα τοποθετημένα σε σαφή πλαίσια και όχι συνεχή (Halstead 1999:80). Το μοίρασμα της τροφής, αλλά και η παροχή φιλοξενίας μεταξύ των άμεσων γειτόνων είχε αρχίσει να υποχωρεί. Από το τέλος της Νεολιθικής και κατά την ΠΕΧ, οι τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές περιορίστηκαν σε προκτίσματα ή στο εσωτερικών αυλών και η λεπτή διακοσμημένη κεραμική μειώθηκε αισθητά (Halstead 1999:80). Στην περίπτωση αυτή, το μοίρασμα της τροφής υποχώρησε ακόμα περισσότερο και η κατανάλωση της τροφής έφτασε να γίνεται ανάμεσα στα μέλη ενός νοικοκυριού. 2.4 Ταφικά έθιμα Κατά τη Νεολιθική είναι εμφανής η απουσία διακριτών χώρων ταφής και οργανωμένων νεκροταφείων εκτός των οικισμών. Η απουσία αυτή ίσως οφειλόταν στο ότι η συνολική εικόνα των ταφικών πρακτικών δεν είναι ορατή από τους αρχαιολόγους ή στο γεγονός ότι δεν δινόταν έμφαση στην «ορατότητα των νεκρών» (Souvatzi 2009:192). Μέσα στα όρια των οικισμών, ωστόσο, οι ενταφιασμοί ήταν συχνό φαινόμενο και τα περισσότερα ευρήματα ήταν διάσπαρτα ανάμεσα σε οικήματα, σε περιμετρικές τάφρους ή στην άκρη του οικιστικού χώρου (Γαλλής 1996, Triantaphyllou 1999, της ίδιας 2001, Ζιώτα 2007, Souvatzi 2009). Εκτός από τις ταφές ενήλικων ατόμων, έχουν βρεθεί αρκετές παιδικές ταφές μέσα στα οικήματα, κοντά σε εστίες ή κάτω από τα δάπεδα, πρακτική που συναντάμε και στο Αρχοντικό (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1998). Ο διαχωρισμός των παιδιών θα μπορούσε να θεωρηθεί ένδειξη της συμβολικής τους σύνδεσης με το νοικοκυριό ή δηλωτικό της σημασίας τους για τη φυσική και κοινωνική αναπαραγωγή του νοικοκυριού, μέσω της συμβολικής φύλαξής τους και μετά θάνατον στον κόσμο των ζωντανών (Σουβατζή 2009:194). Από τη Νεότερη Νεολιθική αρχίζουν να διαμορφώνονται τα πρώτα νεκροταφεία με ταφές που πραγματοποιούνται σε ορισμένο χώρο έξω από τον οικισμό (Ασλάνης 1992:254). Κατά την ΠΕΧ συναντάμε ταφές εντός των οικισμών, όπως οι δύο ταφές στο Αρχοντικό και κάποιες ταφές στον Κορινό, καθώς και οργανωμένα νεκροταφεία (Triantafyllou 2001:23). Οι μεταβολές στις ταφικές πρακτικές κατά την ΠΕΧ αφορούν την αυξανόμενη ποικιλία στον τύπο των ταφών, την ορατότητα του ταφικού χώρου, την ιδιαίτερη φροντίδα στους νεκρούς, μια ίσως διαφορετική αντιμετώπιση ανάλογα με το φύλο και 32

33 πιθανές ενδείξεις συγκέντρωσης πολλών τάφων στο ίδιο σημείο εντός του νεκροταφείου (Triantafyllou 2001:23). Σε αρκετές περιπτώσεις ο ταφικός χώρος πρέπει να ήταν ορατός από τους ζωντανούς, γεγονός που ενισχύει την άποψη πως μέσα από τα ορατά νεκροταφεία προβάλλονταν η μνήμη και οι δεσμοί με το προγονικό παρελθόν (Ζιώτα 2007:457). Τα νεκροταφεία φαίνεται πως παραπέμπουν σε μια οριοθέτηση του χώρου των προγόνων από την κοινότητα, αλλά και στην ιδιαίτερη σημασία κάποιων από αυτούς που όσο ζουν αποκτούν μια ιδιαίτερη κοινωνική θέση εντός της κοινότητας (Τουλούμης 1999:136). Κεφάλαιο 3 Περιοχή Θεσσαλονίκης-Γιαννιτσών και η τούμπα του Αρχοντικού Γεωμορφολογία Ανατολικά από την οροσειρά του Βερμίου βρίσκεται η μεγαλύτερη ζώνη καθίζησης της Βαλκανικής, που αποτελείται από το λεκανοπέδιο του Αξιού και τον Θερμαϊκό κόλπο. Η σημερινή περιοχή είχε διαφορετική μορφή κατά την προϊστορία (Εικ. 1), καθώς οι σταδιακές αλλουβιακές προσχώσεις των μεγάλων ποταμών στο Θερμαϊκό κόλπο (κυρίως του Αλιάκμονα) δημιούργησαν την πεδιάδα των Γιαννιτσών (Βουβαλίδης et al. 2003). Με την αρχή του Ολόκαινου η θαλάσσια στάθμη ανυψώθηκε με πολύ γρήγορους ρυθμούς και γύρω στο το ύψος της ήταν 3 μέτρα πάνω από το σημερινό (Schulz 1984:394). Η βαθμιαία ανύψωση της θαλάσσιας στάθμης είχε σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή κατάκλυση της περιοχής και τη μετατόπιση των εκβολών βορειότερα στο εσωτερικό του νέου κόλπου, στον χώρο της σημερινής πεδιάδας Θεσσαλονίκης-Γιαννιτσών (Βουβαλίδης et al. 2003:314). Ο Struck το 1908 ήταν ο πρώτος που επιχείρησε την ανασύνθεση του ευρύτερου Θερμαϊκού κόλπου από το π.χ. περίπου μέχρι το 500 μ.χ., η οποία βασίστηκε σε ιστορικές περιγραφές της περιοχής από τον Ηρόδοτο και τον Στράβωνα (Bintliff 33

34 1976:247-8). Σύμφωνα με τον Struck, η μερική πλήρωση του Θερμαϊκού κόλπου και οι ακτογραφικές συνέπειές της προέρχονταν από εποχή μεγάλων προσχώσεων κατά τους τελευταίους αιώνες της Ρωμαιοκρατίας. Το 1972 ο Hammond πρότεινε τη δική του ανασύνθεση μόνο για τους ιστορικούς χρόνους (Ghilardi et al. 2008a:116) και ουσιαστικά υιοθετούσε την υπόθεση του Struck με βάση τη διάταξη του οδικού δικτύου (Sivignon 1982:25). Ακολούθησε ο Bottema (1974), ο οποίος χρησιμοποίησε αναλύσεις πυρήνων ιζημάτων, παλυνολογικές και χρονοστρωματογραφικές μελέτες. Διέκρινε τρεις βασικές μεταβολές: η πρώτη γύρω στο π.χ., η δεύτερη περίπου το π.χ. και η τρίτη το 500 μ.χ. (Ghilardi et al. 2008a:116). Η πιο πρόσφατη ανασύνθεση του παλαιοαναγλύφου της περιοχής του Θερμαϊκού κόλπου και της πεδιάδας των Γιαννιτσών έχει γίνει από τον Ghilardi (2008). Στις αρχές του Ολόκαινου η πεδιάδα των Γιαννιτσών και ο Θερμαϊκός κόλπος αποτελούσαν μια ενιαία θαλάσσια μάζα, το βόρειο τμήμα της οποίας σταδιακά καταλήφθηκε από τις αποθέσεις των ποταμών με αποτέλεσμα να μετατοπιστεί η ακτογραμμή νοτιότερα και να δημιουργηθεί μια αλλουβιακή πεδιάδα. Από το π.χ. στο δυτικό τμήμα της πεδιάδας σχηματίζεται για πρώτη φορά η λίμνη του Λουδία (Poulos et al. 1994, Ghilardi et al. 2008a:124). Η περιοχή των Γιαννιτσών κατά την προϊστορική εποχή καταλαμβανόταν από ύδατα μέτριου βάθους, ενώ στις παρυφές της υπήρχαν αβαθή ύδατα και έλη. Λόγω της επίκλυσης του Ολόκαινου, ένα μεγάλο μέρος της πεδιάδας των Γιαννιτσών προς τα βόρεια και ανατολικά καλυπτόταν από θάλασσα (Syrides et al. 2009), στις όχθες της οποίας υπήρχαν ήδη κατοικημένες θέσεις, όπως αυτή της Νέας Νικομήδειας (Ghilardi et al. 2011). Κατά τη Μέση Νεολιθική, στην πεδιάδα των Γιαννιτσών σημειώθηκε εισβολή γλυκού νερού στο αλμυρό περιβάλλον και επανεμφανίστηκαν οι ελώδεις εκτάσεις. Σε σχέση με το Αρχοντικό Σε μελέτη της παλαιογεωγραφίας της πεδιάδας των Γιαννιτσών κατά το Ολόκαινο σε σχέση με τον οικισμό του Αρχοντικού (Syrides et al. 2009), οι συγγραφείς αναλύουν την παλαιογεωγραφική εξέλιξη των βόρειων περιοχών της πεδιάδας με βάση στρωματογραφικά, παλαιοντολογικά και χρονολογικά στοιχεία (Εικ. 2). Γύρω περίπου στο π.χ., η θάλασσα έφτασε στη λοφώδη περιοχή και δημιούργησε μια 34

35 ακτογραμμή 5,5 χλμ. μακριά από την τούμπα του Αρχοντικού. Η σταδιακή άνοδος της θαλάσσιας στάθμης τα επόμενα 600 με 800 χρόνια μετατόπισε την ακτογραμμή περίπου 0,5 χλμ. ενδότερα, μειώνοντας με αυτό τον τρόπο την απόσταση μεταξύ της τούμπας και της θάλασσας. Το περίπου, η μέγιστη προέλαση της θάλασσας στην περιοχή ήταν αποτέλεσμα της τελευταίας μεταπαγετώδους ανόδου της θαλάσσιας στάθμης. Η ακτογραμμή ήταν 4,9 χλμ. μακριά από το Αρχοντικό. Μεταξύ και παρατηρείται σταδιακή μετάβαση από θαλάσσιες συνθήκες σε συνθήκες λιμνοθάλασσας. Η απότομη επέκταση των δέλτα του Αξιού και του Αλιάκμονα δημιούργησε μερικά αναχώματα, τα οποία σταδιακά μετατράπηκαν σε φυσικά φράγματα δημιουργώντας περιβάλλοντα γλυφού νερού γύρω από την ακτή. Το επίπεδο του νερού συνέχισε να ανεβαίνει και η ακτογραμμή ήρθε ακόμη πιο κοντά στο Αρχοντικό. Το υπήρχαν εκτεταμένες παραθαλάσσιες λιμνοθάλασσες περίπου 5 χλμ. προς το νότο. Η θάλασσα βρισκόταν πιο μέσα στα νότια και αβαθή κανάλια συνέδεαν τις λιμνοθάλασσες με την ανοιχτή θάλασσα. Μια απότομη παλαιοπεριβαλλοντική αλλαγή συνέβη γύρω στο περίπου και μια λίμνη δημιουργήθηκε στην περιοχή. Η λίμνη, εξαιτίας της συνεχόμενης ανόδου της στάθμης της, επεκτάθηκε με αποτέλεσμα να καλύψει την περιοχή. Σε αυτό το στάδιο, η λίμνη βρισκόταν στην ελάχιστη απόσταση από το Αρχοντικό (περίπου 3,8 χλμ.). Κλίμα της ευρύτερης περιοχής Μεταξύ του και π. Χ. παρατηρείται μια τάση βελτίωσης των κλιματικών συνθηκών προς το υγρότερο και θερμότερο και μέχρι το η κλιματική αλλαγή συνεχίζεται (Κοκκινίδου 1990:15). Από το μέχρι το δε σημειώνονται σημαντικές διακυμάνσεις και το κλίμα σταθεροποιείται στα σημερινά επίπεδα (Κοκκινίδου 1990:15, Μερούσης & Στεφανή 1996: 737). Γενικά, η θερμοκρασία και οι βροχοπτώσεις προσέγγισαν τιμές αντίστοιχες με τις σημερινές (Κοκκινίδου 1990:15-16). Χλωρίδα της ευρύτερης περιοχής Ο Bottema, συμπεριλαμβάνοντας έναν νέο πυρήνα από την παλιά λίμνη των Γιαννιτσών, επιδοκίμασε το πόσο ανοιχτή ήταν η πεδιάδα και αντ αυτού πρότεινε την ύπαρξη μεγάλης δασικής κάλυψης (Bottema 1974:146-7). Η περιοχή κατά τους προϊστορικούς χρόνους καλυπτόταν από φυλλοβόλο δάσος, που έδινε τη θέση του σε 35

36 θαμνώδη βλάστηση και λιβάδια προς τη μεριά των εκβολών των ποταμών, αλλά και στη χαρακτηριστική βλάστηση των υφάλμυρων ενδιαιτημάτων (Κωτσάκης 2000:14). Ειδικότερα, στην αρχή της Αρχαιότερης Νεολιθικής κυρίαρχα είδη ήταν η δρυς και η φουντουκιά, ενώ μικρή ήταν η παρουσία ελάτου και πεύκου (Bottema 1974:141). Κατά τη διάρκεια της Αρχαιότερης Νεολιθικής και στη Μέση Νεολιθική, εξακολουθούσε να κυριαρχεί η φουντουκιά, ενώ ισχυρή ήταν και η παρουσία του σκυλόγαυρου (Bottema 1974:141-2). Από τη Μέση Νεολιθική ως την ΠΕΧ, εμφανίστηκε και ένα είδος δρυός, η δρυς η έμμισχος, ενώ μειώθηκαν τα ποσοστά παρουσίας των κωνοφόρων (Bottema 1974:141-2). Η κατοίκηση στην ευρύτερη περιοχή Η κατοίκηση στη Δυτική Μακεδονία και ειδικά στην περιοχή των Γιαννιτσών ξεκίνησε ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική (Χρυσοστόμου 1990:173, Merousis 2004:76). Ο αριθμός των οικισμών κατά τη Νεολιθική περίοδο αυξανόταν με σταθερούς ρυθμούς, με αποκορύφωμα τη Νεότερη Νεολιθική, αλλά μειώθηκε δραματικά στην Εποχή του Χαλκού (Merousis 2004). Στην πεδιάδα της Πέλλας και της Ημαθίας, από τις 38 θέσεις της Νεολιθικής κατοικήθηκαν μόνο 13 κατά την ΠΕΧ, ενώ ιδρύθηκαν 7 νέες. Οι οικισμοί και στις δύο περιόδους απλώνονταν στην αλλουβιακή πεδιάδα και έφταναν μέχρι τους χαμηλούς αναβαθμούς στους πρόποδες των ορεινών όγκων (Μερούσης 2009:4). Αν η μείωση του αριθμού των οικισμών όντως συνέβη, οφειλόταν είτε σε πληθυσμιακή συρρίκνωση είτε σε μετακίνηση του πληθυσμού σε πρόχειρους και εφήμερους καταυλισμούς με λίγα αρχαιολογικά κατάλοιπα (Κωτσάκης 2000:22). Ο μειωμένος αριθμός των θέσεων θα μπορούσε να αποδοθεί και σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, καθώς η περιοχή κατακλύστηκε από τα νερά των ποταμών λόγω των αυξημένων βροχοπτώσεων με αποτέλεσμα οι παραποτάμιες ζώνες να πλημμυρίσουν και να εγκαταλειφθούν. Δεν αποκλείεται να συνέβαλε ένας συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων. Ο τύπος του οικισμού που προτιμούνταν ήταν η τούμπα, αλλά έχουν βρεθεί και άλλοι τύποι, όπως επίπεδοι οικισμοί και σπήλαια. Κατά τη Νεολιθική οι περισσότεροι οικισμοί ήταν αρκετά εκτεταμένοι αλλά σχετικά χαμηλοί, ενώ στην Εποχή του Χαλκού η οικιστική περιοχή μειώθηκε και το ύψος αυξήθηκε. Η αλλαγή αυτή πρέπει να συνδεόταν με την οργάνωση του εσωτερικού χώρου του οικισμού (Merousis 36

37 2004). Στη Νεολιθική περίοδο οι οικισμοί που καταλάμβαναν μια εκτεταμένη περιοχή ήταν αραιοκατοικημένοι, ενώ οι ανασκαφές έδειξαν την παρουσία, στην Νεότερη Νεολιθική, τραπεζών με μικρή έκταση αλλά παράλληλα με μεγαλύτερο ύψος (Merousis 2004). Η παρουσία τραπεζών σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση της αποθήκευσης ίσως υποδεικνύουν την ύπαρξη μιας «ελίτ» που ασκούσε τον έλεγχο μέσα στην κοινότητα (Merousis 2004). Πρόσφατες ανασκαφές από την ΙΖ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων έχουν φέρει στο φως 15 τουλάχιστον νέες προϊστορικές θέσεις στην πεδιάδα των Γιαννιτσών (Andreou et al. 1996:570). Η αρχαιότερη θέση θεωρείται η θέση του Αξού, κοντά στα σημερινά Γιαννιτσά. Η έκταση του οικισμού υπολογίζεται σε 30 περίπου στρέμματα. Στα στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής διαπιστώθηκαν οικιστικές φάσεις και τα οικήματα ήταν κατασκευασμένα με ξύλινους πασσάλους και πηλό. Στον Αξό, αλλά και στους άλλους πρώιμους οικισμούς του νομού Πέλλης, η παρουσία κεραμικής είναι έντονη (Κωτσάκης 2000:18). Ανάμεσα στα ευρήματα ξεχωρίζει μια κατηγορία ερυθρών αγγείων με λευκή γραπτή διακόσμηση, ενώ στον ίδιο οικισμό βρέθηκαν, επίσης, πήλινα ειδώλια, μικρά ομοιώματα ανθρώπινων μορφών, για την ερμηνεία των οποίων η έρευνα δεν έχει καταλήξει σε ομοφωνία (Κωτσάκης 2000:18). Στην ίδια περίοδο χρονολογείται και ο οικισμός των Γιαννιτσών Β, που βρίσκεται στη σημερινή πόλη των Γιαννιτσών και χρονολογείται στο πρώτο μισό της 6 ης χιλιετίας. Βρέθηκαν επάλληλα λείψανα οικημάτων, ένα εκ των οποίων είχε ελλειψοειδή κάτοψη, και υπολείμματα δαπέδων, τα οποία, κατά τον ανασκαφέα, ήταν στρωμένα με σκληρό ασβεστολιθικό υλικό, πρακτική που δεν ήταν διαδεδομένη στα πρώιμα νεολιθικά οικήματα. Τα οικήματα και σε αυτή τη θέση ήταν κατασκευασμένα με μεγάλους ξύλινους πασσάλους και πηλό. Τα Γιαννιτσά Β έχουν ομοιότητες με τον οικισμό της Νέας Νικομήδειας και οι δύο οικισμοί έχουν στενή συγγένεια με τη νότια έκφραση του πολιτισμού του Starcevo (Χρυσοστόμου 1994:117-8). Εγκαταλείπονται κατά τη Μέση Νεολιθική, ξανακατοικούνται στη Νεότερη Νεολιθική και εγκαταλείπονται οριστικά μετά την ΠΕΧ (Χρυσοστόμου 1994:118). Ανάμεσα στα Γιαννιτσά Β και τη Νέα Νικομήδεια εντοπίστηκε μια ακόμη θέση της Αρχαιότερης Νεολιθικής (Andreou et al. 1996:571). 37

38 Ο οικισμός της Νέας Νικομήδειας ανασκάφηκε το 1961 σε δύο τομές Α και Β με διαστάσεις 20X4 μ. και 10X5 μ. Ο οικισμός απλωνόταν πάνω σε χαμηλό έξαρμα, 8-9 μ. πάνω από τη σημερινή επιφάνεια της θάλασσας. Η έκτασή του ήταν λίγο περισσότερο από 20 στρέμματα. Ανακαλύφθηκαν 24 πασσαλόπηκτα κτίσματα με τετράγωνη ή ορθογώνια κάτοψη (Wardle 1996). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο οικισμός της Δροσιάς, που βρίσκεται κοντά στη λίμνη της Άρνισσας και χρονολογείται στην Αρχαιότερη Νεολιθική (Κωτσάκης 2000:20). Η ανασκαφή του 1992 από την ΙΖ Εφορεία αποκάλυψε τα κατάλοιπα δαπέδων φτιαγμένα από πηλό πάνω σε υποδομή από κατεργασμένα ξύλα (Andreou et al. 1996:570). Αρχαιολογικό υλικό από τη Μέση Νεολιθική έχει βρεθεί σε μια ακόμη θέση, ενώ λείψανα της Νεότερης Νεολιθικής έχουν εντοπιστεί σε περισσότερες από είκοσι θέσεις στην περιοχή (Andreou et al. 1996:571). Ανάμεσα στις θέσεις της Νεότερης Νεολιθικής διακρίνεται αυτή της Αραβησσού, που αν και δεν διασώζεται είναι η πηγή ενός τυχαίου ευρήματος. Πρόκειται για μια σειρά χρυσών αντικειμένων που προέρχονται από ταφές του τέλους της Νεολιθικής. Ανάλογα αντικείμενα έχουν βρεθεί σε νεκροταφεία αυτής της περιόδου από τη Βάρνα της Βουλγαρίας (Andreou et al. 1996:571). Ένας άλλος οικισμός της Νεότερης Νεολιθικής είναι αυτός της Αγροσυκιάς Β, ο οποίος εντοπίστηκε σε απόσταση 3 χλμ. ανατολικά της Αγροσυκιάς και βόρεια του Πλατανοπόταμου (Χρυσοστόμου 2007:19). Επιπλέον, κοντά στην όχθη του Πλατανορέματος εντοπίστηκε οικισμός της ίδιας περιόδου, ενώ ανατολικότερα ένας ακόμη της ΠΕΧ (Χρυσοστόμου 2007:20-1). Στη βορειοδυτική μεριά της πεδιάδας των Γιαννιτσών βρίσκεται ο προϊστορικός οικισμός του Μανδάλου. Η θέση, ανάμεσα σε δύο χείμαρρους, έχει τη μορφή τούμπας με έκταση τμ. και ύψος 8 μ. (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη- Παπαστερίου 1993). Στον οικισμό έχουν αναγνωριστεί δύο κύριες περίοδοι κατοίκησης, μια της Τελικής Νεολιθικής και μια της ΠΕΧ (Παπαευθυμίου- Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1997). Σύμφωνα με την ανασκαφική έρευνα, τα οικήματα χτίστηκαν με στοιβαχτό πηλόχωμα και σκελετό από μεγάλους πασσάλους. Η κεραμική της νεολιθικής χαρακτηρίζεται από μονόχρωμα, ερυθρά και κυρίως 38

39 μαύρα αγγεία καλά στιλβωμένα και σχήματα ανοιχτά, ενώ η κεραμική από τις φάσεις της ΠΕΧ χαρακτηρίζεται από αγγεία με χοντρά τοιχώματα, εδώ όμως οι επιμελημένες στιλβώσεις είναι σπάνιες. Αρχοντικό Γιαννιτσών Ο προϊστορικός οικισμός του Αρχοντικού βρίσκεται 5 χλμ. ανατολικά της σύγχρονης πόλης των Γιαννιτσών και 4,5 χλμ. βορειοδυτικά της αρχαίας Πέλλας, στις παρυφές της σημερινής εκτεταμένης πεδιάδας των Γιαννιτσών. Γύρω από τον οικισμό υπάρχουν χαμηλοί λοφίσκοι που κλιμακώνονται ομαλά μέχρι τους πρόποδες του όρους Πάικου (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 2010:257). Ο οικισμός έχει τη μορφή τούμπας-τράπεζας, με ύψος περίπου 20 μ. και έκταση 128 στρ. (Παπαευθυμίου- Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1995:151). Η τούμπα, που βρίσκεται στα νότια, έχει ύψος 20 μ. και έκταση 60 στρ. και στις νότιες παρυφές της, σε άμεση συνέχεια με αυτήν, αναπτύσσεται μια δεύτερη τούμπα, το Αρχοντικό Β (Εικ. 3) (Χρυσοστόμου & Χρυσοστόμου 1993:176). Ιστορικό ανασκαφής Η ΙΖ Εφορεία Αρχαιοτήτων κατά τα έτη είχε πραγματοποιήσει δοκιμαστικές τομές στον οικισμό του Αρχοντικού Γιαννιτσών. Η έρευνα είχε δείξει πως ο οικισμός αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους της περιοχής με συνεχή κατοίκηση από τη νεολιθική εποχή μέχρι και την υστεροβυζαντινή περίοδο (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1995: 155). Η θέση θεωρήθηκε ιδανική για αρχαιολογική διεπιστημονική έρευνα και το Σεπτέμβρη του 1992 ξεκίνησε συστηματική ανασκαφή του προϊστορικού οικισμού από την ΙΖ Εφορεία σε συνεργασία με τον αρχαιολογικό τομέα του ΑΠΘ (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1995:155). Στόχος της ανασκαφικής έρευνας ήταν εξαρχής η διερεύνηση ζητημάτων, όπως η διάρκεια της κατοίκησης, η μελέτη της οργάνωσης του χώρου, η χρονική ακολουθία, η ύπαρξη συνέχειας ή/και ασυνέχειας στον χώρο και τον χρόνο και γενικά η ανασύνθεση των κοινωνικών δομών του οικισμού. Αν και τα τελευταία χρόνια έχουν εντοπιστεί αρκετοί προϊστορικοί οικισμοί στη Μακεδονία, έχουν διερευνηθεί μόνο ορισμένες φάσεις της προϊστορίας της περιοχής (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1995). Δεν διαθέτουμε μια 39

40 λεπτομερή εικόνα για την χωροοργάνωση των οικισμών και για την στρωματογραφική ακολουθία των οικιστικών φάσεων. Στην προσπάθεια να αποσαφηνιστούν τέτοια ζητήματα συμβάλει η συστηματική ανασκαφή του Αρχοντικού. Πριν την έναρξη της ανασκαφής στο Αρχοντικό προηγήθηκε τοπογραφική αποτύπωση της τούμπας και της γύρω περιοχής, και χαράχτηκε κάνναβος 10x10 μ. με προσανατολισμό Β-Ν (Παπαδοπούλου 2002:34). Την ηλεκτρική διασκόπηση του χώρου ανέλαβε το εργαστήριο Γεωφυσικής του ΑΠΘ με την εποπτεία του επίκ. Καθηγητή Γρ. Τσόκα, το οποίο έδωσε τις πρώτες ενδείξεις για την έκταση των αρχαιολογικών λειψάνων (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1997, Savvaidis et al. 2001). Η ανασκαφική έρευνα έγινε σε δύο τομείς: ο ένας στην ανατολική πλαγιά και στην κορυφή της τούμπας, και ο άλλος στη νότια πλαγιά. Ο πρωταρχικός στόχος των δύο πρώτων ανασκαφικών περιόδων (1992 και 1993) ήταν η μελέτη της στρωματογραφικής ακολουθίας της τούμπας (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1995:153, Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη- Παπαστερίου 1997α:147). Για την επίτευξη του στόχου αυτού ανοίχτηκαν στη νότια πλαγιά οχτώ κλιμακωτές τομές (τομές Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ, Ζ και Η) διαστάσεων 3x2 μ. (Εικ. 5), χωρίς όμως η ανασκαφή να φτάσει μέχρι τον φυσικό βράχο (Παπαευθυμίου- Παπανθίμου 2010:258). Εκτός από τη διερεύνηση της στρωματογραφίας του οικισμού κρίθηκε αναγκαίος ο εντοπισμός, αλλά και η οριζόντια παρακολούθηση των φάσεων της Εποχής του Χαλκού. Ως εκ τούτου, από το 1994 και εξής, κέντρο βάρους του ερευνητικού προγράμματος υπήρξε η περιοχή αυτή, στην οποία αποκαλύφθηκαν μέχρι στιγμής τέσσερις οικιστικοί ορίζοντες (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 2010:258). Συνολικά διανοίχτηκαν 25 τομές (Εικ. 5) διαστάσεων ως επί το πλείστον 4x4 μ., ενώ μεταξύ τους παρεμβάλλονται κατά κανόνα μάρτυρες πλάτους 1 μ³. 3.1 Διαδικασία της ανασκαφής Στο Αρχοντικό εφαρμόζεται η πρακτική της κάθετης ανασκαφής και η αφαίρεση των επιχώσεων έγινε με βάση τα αρχαιολογικά στρώματα (Ισαακίδου 2011:29). Ως κύρια ανασκαφική ενότητα ορίστηκε η πάσα, δηλαδή μια στρώση χώματος που δεν υπερβαίνει τα 0,10 με 0,15 μ. σε βάθος και η έκτασή της προσπαθεί να παρακολουθήσει τις διαφοροποιήσεις του χώματος (Ισαακίδου 2011:29). Η πάσα 40

41 συμβολίζεται με το σύμβολο # και ένα νούμερο. Όσον αφορά τα βάθη, αυτά αντιστοιχούν σε απόλυτες τιμές, σύμφωνα με το σταθερό υψομετρικό σημείο της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. 3.2 Ανατολικός τομέας Αν και το αρχαιοβοτανικό υλικό της παρούσας μελέτης προέρχεται από τον νότιο τομέα, στο σημείο αυτό θα γίνει μια αναφορά των αρχαιολογικών δεδομένων από την κορυφή και την ανατολική πλαγιά, ώστε να δημιουργηθεί μια συνολική εικόνα για τον οικισμό του Αρχοντικού και τις χρονολογικές φάσεις που αναγνωρίστηκαν. Από την ανασκαφή της κορυφής και της ανατολικής πλαγιάς αποκαλύφθηκαν επιχώσεις της Εποχής του Χαλκού και αναγνωρίστηκαν τέσσερα διαφορετικά οικοδομικά επεισόδια σε πάχος 1,00 με 1,20 μ. ανεσκαμμένων επιχώσεων. Τα επεισόδια αυτά αναφέρονται ως οικιστικοί ορίζοντες που δηλώνονται με λατινικούς αριθμούς (Ι έως IV) και η αρίθμησή τους ξεκινά από τους νεότερους σε ηλικία προς τους αρχαιότερους. Η ανάλυση των δεδομένων από την κεραμική και τη χρονολόγηση με C14 έδειξε πως οι τέσσερις οικιστικοί ορίζοντες ανήκουν σε δύο διαφορετικές χρονολογικές φάσεις (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 2010:258). Η νεότερη φάση (Φάση Α) τοποθετείται στις αρχές της Ύστερης Εποχής Χαλκού ( π.χ.) και αντιπροσωπεύεται από τον οικιστικό ορίζοντα Ι, ενώ η παλαιότερη φάση (Φάση Β) ανήκει στο τέλος της ΠΕΧ και αντιπροσωπεύεται από τους οικιστικούς ορίζοντες ΙΙ, ΙΙΙ και ΙV (Παπαδοπούλου 2002). Φάση Α Η Φάση Α αντιπροσωπεύεται από τον οικιστικό ορίζοντα Ι (Εικ. 6), που ερευνήθηκε στην κορυφή της τούμπας. Καλύπτει μια επιφάνεια 124 τμ. (τομές ΙΖ, Ρ, Ζ, Σ, Τ, Ο, Ψ, Φ, Ξ) και βρίσκεται μόλις 20 εκ. από την επιφάνεια του εδάφους (Παπαδοπούλου 2002:38). Λόγω της μικρής επίχωσης που κάλυπτε τον ορίζοντα αυτό, παρουσιάζει κακή διατήρηση, ενώ σε ορισμένα σημεία έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά (Παπαδοπούλου 2002:38). Η θεμελίωση των τοίχων κτισμάτων αποτελείται από αδρές πέτρες χωρίς συνδετικό κονίαμα. Ωστόσο, το υλικό της ανωδομής τους παραμένει άγνωστο, διότι δε διατηρήθηκε η επίχωση της καταστροφής λόγω της διάβρωσης της τούμπας (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 2010:259). Το αρχιτεκτονικό 41

42 στοιχείο που διατηρήθηκε καλύτερα από τα οικοδομικά λείψανα είναι ένα μονόχωρο, σχεδόν ορθογώνιο, κτήριο, από το οποίο σώζεται μόνο η λιθόκτιστη θεμελίωση του δυτικού, νότιου και βόρειου τοίχου (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη- Παπαστερίου 1997α:147-8). Γενικά, η δόμηση στο σημείο αυτό του οικισμού ήταν πυκνή, όπως υποδηλώνεται από τα στενά περάσματα 0,30-0,40 μ. (Παπαδοπούλου 2002:41). Αξίζει να σημειωθεί η ύπαρξη τριών πηλοκατασκευών και δύο λιθόκτιστων κατασκευών, των οποίων η λειτουργία παραμένει άγνωστη. Από το σύνολο της κεραμικής του ορίζοντα Ι ξεχωρίζει η εγχάρακτη με ποικιλία γεωμετρικών μοτίβων, όπως ομάδες παράλληλων γραμμών, τρίγωνα, ρόμβοι, σπείρα, τριγωνικές εγκοπές, κύκλοι και στιγμές, που καλύπτονται με λευκή πάστα (Μερούσης κ.ά. 1996:194, 196). Ο τρόπος της εγχάραξης των γεωμετρικών μοτίβων, με ιδιαίτερα επιμελημένες εγχαράξεις, χαρακτηρίζει τις πρώιμες φάσεις της Ύστερης Εποχής Χαλκού και διαφοροποιείται από την εγχάρακτη κεραμική των ύστερων φάσεων της ίδιας περιόδου (Δελιόπουλος 2007:139). Τα σχήματα που αναγνωρίστηκαν με βεβαιότητα είναι οι φιάλες με διχαλωτές υπερυψωμένες λαβές, οι αμφορείς, κανθαροειδή αγγεία, τριποδικά αγγεία και τα μόνωτα κύπελλα (Μερούσης κ.ά. 1996:194). Η κεραμική της φάσης Α παρουσιάζει ομοιότητες με την εγχάρακτη κεραμική από θέσεις της Κεντρικής Μακεδονίας (Καστανάς, Τούμπα Θεσσαλονίκης, Αξιοχώρι, Λιμνότοπος, Περιβολάκι, Καλίνδρια), αλλά διαφέρει από αυτή των παραλίων της Χαλκιδικής (Δελιόπουλος 2007:139). Φάση Β Η Φάση Β διαφοροποιείται από την Α ως προς τον τρόπο δόμησης, την κεραμική, τον αριθμό, αλλά και την ποικιλομορφία των πηλοκατασκευών. Η χαρακτήρας της μετάβασης από τη μια φάση στην άλλη δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί. Αν και η μετάβαση μαρτυρείται σε τέσσερις τομές (Φ, Ξ, Ο και Ψ), τα στοιχεία που προέρχονται από αυτές δεν μπορούν να αποδείξουν την ύπαρξη συνέχειας χωρίς διακοπές (Παπαδοπούλου 2002:46). Αντιθέτως, οι ραδιοχρονολογήσεις της φάσης Α υποδεικνύουν ένα χρονικό κενό περίπου 400 χρόνων μεταξύ των δύο φάσεων (Ισαακίδου 2011:23). Στη φάση Β αντιστοιχούν οι οικιστικοί ορίζοντες ΙΙ (Εικ. 6), ΙΙΙ (Εικ. 7) και ΙV (Εικ. 7) που εμφανίζουν αρκετές ομοιότητες μεταξύ τους (Ισαακίδου 2011:24). Σε όλους 42

43 τους οικιστικούς ορίζοντες η τεχνική δόμησης είναι η πασσαλόπηκτη, πρακτική διαδεδομένη ήδη από την Νεολιθική (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 2010:265). Όσον αφορά τη θεμελίωση των τοίχων, οι πάσσαλοι έχουν πυκνή διάταξη και διάμετρο εκ. και το βάθος έμπηξης τους κυμαίνεται από 15 ως 30 εκ. (Παπαευθυμίου- Παπανθίμου κ.ά. 2003:463). Για την κατασκευή των τοίχων χρησιμοποιούνταν κυρίως το ξύλο με τη μορφή πασσάλων και λεπτότερων κλαδιών, ενώ η χρήση του πηλού ήταν περιορισμένη. Συχνά για την προστασία των τοίχων από την υγρασία τοποθετούνταν λίθοι κατά το μήκος τους (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 2010:265). Διαπιστώνεται, επίσης, η διαδοχική ανέγερση κτιρίων σε μια συγκεκριμένη περιοχή, πρακτική που είναι ευρέως διαπιστωμένη στις τούμπες (Παπαδοπούλου κ.ά. 2010:82). Οι κάτοικοι της οικίας Κ του ορίζοντα ΙΙ, της Θ του ορίζοντα ΙΙΙ και της Γ του IV θεμελίωναν ο ένας μετά τον άλλο τον νότιο τοίχο του σπιτιού τους σχεδόν στο ίδιο σημείο (Παπαδοπούλου κ.ά. 2010:82). Μια τρίτη παρατήρηση αφορά τις πηλοκατασκευές, που παίζουν σημαντικό ρόλο στην οργάνωση του εσωτερικού χώρου των οικιών. Φαίνεται πως ο αριθμός και η ποικιλία των πηλοκατασκευών αυξάνονται κυρίως στον ορίζοντα IV. Στον ορίζοντα αυτό εντοπίστηκαν 58 πηλοκατασκευές με ποικιλία τύπων, όπως πεταλοειδείς εστίες, κυκλικοί ή ελλειψοειδείς σιροί και πλατφόρμες (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 2010:267). Εμφανίζονται εντός των οικιών σε συστάδες, είτε στο κέντρο τους είτε σε επαφή με κάποιον τοίχο. Στα οικήματα Β, Γ και Δ (ίσως και στο ΣΤ) υπήρχαν δύο συστάδες, ενώ στα Α και Ε μία μόνο συστάδα (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 2010:268). Στον ορίζοντα ΙΙΙ βρέθηκαν μόνο 4 πηλοκατασκευές, αλλά και στον ΙΙ είναι εμφανής η παρουσία τους. Τέλος, παρατηρείται κοινός προσανατολισμός και παράλληλη διάταξη των κτιρίων, και στους τρεις οικιστικούς ορίζοντες. 3.3 Νότιος τομέας Ο τομέας αυτός χαρακτηρίζεται από μερικές ιδιαιτερότητες, καθώς η νότια πλαγιά υπέστη μεγαλύτερη φυσική διάβρωση απ ότι το κέντρο της τούμπας λόγω της μεγάλης υψομετρικής κλίσης του (Εικ. 4). Ως αποτέλεσμα της φυσικής του ιδιαιτερότητας αλλά και των ανθρωπογενών επιδράσεων, η στρωματογραφία του τομέα είναι πιο περίπλοκη και προκύπτουν προβλήματα στην παρακολούθηση της ακολουθίας των στρωμάτων (Ισαακίδου 2011:30). 43

44 Στο νότιο τομέα ανοίχτηκαν οκτώ τομές (Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ, Ζ και Η) με στόχο τη μελέτη της στρωματογραφικής ακολουθίας του οικισμού (Εικ. 5). Σε τέσσερις από αυτές (Β, Γ, Ε και ΣΤ) έγινε στρωματογραφική αποτύπωση και περιγραφή των στρωμάτων για δύο λόγους. Πρώτον, το βάθος των τομών αυτών είναι μεγάλο, μέσα στο οποίο ανιχνεύονται φάσεις της Γεωμετρικής περιόδου, του τέλους της ΥΕΧ-ΠΕΣ και ΠΕΧ (Ισαακίδου 2011:31). Και, δεύτερον, η θέση τους στο χώρο είναι σημαντική καθώς αποκαλύπτει ένα «ενιαίο» στρωματογραφικό σύνολο σε άξονα Βορρά-Νότου (Ισαακίδου 2011:31). Από την νότια πλαγιά αναγνωρίστηκαν δύο βασικές οικιστικές φάσεις, η φάση με τη λίθινη θεμελίωση (Εικ. 8) και η φάση με τα πασσαλόπηκτα οικήματα (Εικ. 9). Η πρώτη τοποθετείται χρονολογικά από το τέλος της ΥΕΧ-ΠΕΣ έως και τη γεωμετρική περίοδο, ενώ η δεύτερη στην ΠΕΧ. Ωστόσο, ανιχνεύτηκαν και επιχώσεις με αποσπασματικά αρχιτεκτονικά λείψανα της Ύστερης Νεολιθικής, φάση που πιθανόν συγχρονίζεται με τη φάση ΙΙ του Μάνδαλου (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη- Παπαστερίου 1995:153, 155). Φάση με τη λίθινη θεμελίωση Σε όλη την έκταση της νότιας πλαγιάς εντοπίστηκε η οψιμότερη φάση κατοίκησης της τούμπας του Αρχοντικού, που ονομάστηκε ως φάση με τη λίθινη θεμελίωση (Εικ. 8). Η ονομασία της οφείλεται στο κυρίαρχο δομικό υλικό της που είναι η χρήση της πέτρας, τουλάχιστον στη θεμελίωση των κτισμάτων (Ισαακίδου 2011:38). Τα οικοδομικά κατάλοιπα της φάσης αυτής εμφανίζονται σε κυμαινόμενα βάθη λόγω του διαφορετικού βαθμού διάσωσής τους ή της φυσικής κλίσης της νότιας πλαγιάς (Ισαακίδου 2011:39). Το αρχιτεκτονικό στοιχείο που διασώζεται καλύτερα είναι ένα μονόχωρο αψιδωτό κτίριο με διαστάσεις 2x1,75 μ. που αποκαλύφθηκε στην τομή Α μετά την αφαίρεση της επιφανειακής επίχωσης (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1995:154). Το κτίριο έχει προσανατολισμό Α-Δ και σχηματίζει την αψίδα του στα δυτικά. Στο εσωτερικό του αψιδωτού κτιρίου, σχεδόν σε όλη την έκτασή του, εντοπίστηκε δάπεδο από λευκωπό κονίαμα σε βάθος 70,28 μ. (Παπαευθυμίου- Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1995:154, Ισαακίδου 2011:40). Επιπλέον, η κεραμική από το εσωτερικό του κτιρίου είναι κυρίως αδρή μονόχρωμη, αν και 44

45 ξεχωρίζει μια ομάδα από καλής ποιότητας γραπτά όστρακα. Η τελευταία ομάδα εκτείνεται από το τέλος της ΥΕΧ μέχρι και τη Γεωμετρική Εποχή (Παπαευθυμίου- Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1995:155). Γενικά, ο χαρακτήρας της κεραμικής είναι ανάμεικτος και δεν επιτρέπει την ασφαλή χρονολόγηση του κτιρίου. Με την αφαίρεση του μάρτυρα Α-Β εμφανίστηκε στρώση από μεγάλες πέτρες ακανόνιστου σχήματος που ξεκινούν από το νότιο εξωτερικό άκρο της αψίδας του κτιρίου και προχωρούν διαγώνια από ΒΔ προς ΝΑ (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1995:155). Πρόκειται μάλλον για άνδηρο, προγενέστερο του κτιρίου, το οποίο συνιστά μια μεγάλη κατασκευή με το δυτικό της μέτωπο να μην έχει αποκαλυφθεί και την προς νότο συνέχειά της να έχει χαθεί οριστικά (Ισαακίδου 2011:40). Από τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά λείψανα ξεχωρίζουν τρεις κατασκευές, δύο λίθινες με αψιδωτή απόληξη και μια λιθόκτιστη κυκλική, δύο μεμονωμένοι τοίχοι και αρκετές στρώσεις από λίθους. Κατά την αφαίρεση του μάρτυρα Α-Δ αποκαλύφθηκε μια λιθόκτιστη κατασκευή με ακανόνιστο κυκλικό σχήμα, της οποίας ο νότιος τοίχος είναι κοινός με το βόρειο σκέλος του αψιδωτού κτιρίου (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1995:155). Η κεραμική από την περιοχή δεν βοηθά για τη χρονολόγηση, αλλά ούτε και για τη λειτουργία της κατασκευής αυτής. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, η κυκλική κατασκευή να αποτελούσε βοηθητικό χώρο (Ισαακίδου 2011:41). Δύο μεμονωμένοι τοίχοι αποκαλύφθηκαν στις τομές Β και Γ. Ο πρώτος εντοπίστηκε περίπου στο μέσον της τομής Β, έχει προσανατολισμό Α-Δ και αποτελείται από στρώσεις μεγάλων λίθων με πηλόχωμα για συνδετικό υλικό. Όπως φαίνεται από τη στρωματογραφική ακολουθία, ο τοίχος αυτός διατάραξε τις επιχώσεις της ΠΕΧ, που αποκαλύφθηκαν στο βόρειο μέρος της τομής (Ισαακίδου 2011:43). Ο δεύτερος μεμονωμένος τοίχος βρέθηκε στο ανατολικό τμήμα της τομής Γ και έχει κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ. Κοντά στον τοίχο αυτό αποκαλύφθηκε λάκκος διαμέτρου 0,30 μ., που περιείχε λίγα οστά, όστρεα και λίγη κεραμική. Ο λάκκος πιθανότατα αποτελούσε χώρο απόρριψης (Ισαακίδου 2011:44). Φάση με τα πασσαλόπηκτα οικήματα 45

46 Στη νότια πλαγιά αντιπροσωπεύεται ο πρωιμότερος εντοπισμένος μέχρι σήμερα ορίζοντας της ΠΕΧ στο Αρχοντικό (Εικ. 9), ο οποίος δεν έχει ακόμα ερευνηθεί στην κορυφή της τούμπας (Ισαακίδου 2011:95). Από τις τομές ΣΤ και Ε της φάσης με τα πασσαλόπηκτα οικήματα προέρχονται τα δείγματα της παρούσας εργασίας. Στις τομές αυτές εντοπίστηκαν επιχώσεις με οικιστικά κατάλοιπα της ΠΕΧ. Αλλά, και στις υπόλοιπες τομές φαίνεται πως υπάρχουν φάσεις της ΠΕΧ. Στο βόρειο τμήμα της τομής Δ υπάρχει μάλλον μια φάση της περιόδου, χωρίς όμως να είναι σίγουρο λόγω της διαταραγμένης κεραμικής του (Παπαδοπούλου 2002:34). Στην τομή Β ανιχνεύτηκε επεισόδιο καταστροφής της ΠΕΧ με βάση τη χρονολόγηση της κεραμικής του, ενώ τα στρώματα της τομής Γ χρονολογούνται είτε σε φάσεις της ΥΕΧ είτε σε μεταγενέστερες περιόδους (Ισαακίδου 2011:91, 93). Στην περίπτωση της νότιας πλαγιάς, όπως και στην ανατολική, διαπιστώνεται η πρακτική της διαδοχικής ανέγερσης οικημάτων στο ίδιο σημείο μετά από μια καταστροφή, όπως παρατηρείται και στις περισσότερες προϊστορικές τούμπες της Μακεδονίας (Παπαδοπούλου κ.ά. 2010:82). Επιπρόσθετα, η χρήση του χώρου σε όλη την ανεσκαμμένη έκταση φαίνεται πως αφιερώνεται στην κατοίκηση (Ισαακίδου 2011:95). Όλα τα αρχιτεκτονήματα και οι κατασκευές υποδηλώνουν την ύπαρξη οικιστικών συνόλων και ειδικότερα στεγασμένων οικιακών χώρων με έντονη αποθηκευτική δραστηριότητα. Η στρωματογραφική μελέτη της νότιας πλαγιάς υποδεικνύει την παρουσία μακρόστενων πασσαλόπηκτων οικημάτων, οι τοίχοι των οποίων αποτελούνται από πυκνά διατεταγμένους πασσάλους. Όλα τα οικήματα έχουν τον ίδιο προσανατολισμό, με άξονα Β-Ν και ελαφριά απόκλιση ΒΔ-ΝΑ προς την κορυφή και ΒΑ-ΝΔ προς τον νότο. 3.6 Πηλοκατασκευές Από τα οικήματα της ανατολικής πλαγιάς αναγνωρίστηκαν πέντε τύποι πηλοκατασκευών: φούρνοι, πλατφόρμες, κυκλικές κατασκευές μεγάλου μεγέθους, κυκλικές κατασκευές μικρού μεγέθους και σύνθετες πηλοκατασκευές (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου κ.ά. 2002). Οι φούρνοι είναι πεταλοειδείς κατασκευές με θολωτή κάλυψη και στόμιο στη μια στενή πλευρά τους και φαίνεται πως εξυπηρετούσαν τροφοπαρασκευαστικές δραστηριότητες, κυρίως το ψήσιμο του φαγητού (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου κ.ά. 2002). Ο δεύτερος τύπος είναι οι 46

47 πλατφόρμες με επίπεδη επιφάνεια χρήσης, αλλά χωρίς τοιχώματα, και πιθανόν να έχουν σχέση με τροφοπαρασκευαστικές δραστηριότητες. Δεν αποκλείεται να αποτελούσαν ένα είδους βοηθητικού πάγκου, καθώς βρέθηκαν κοντά σε άλλες κατασκευές, όπως δίπλα σε φούρνο ή σιρό (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου κ.ά. 2002). Στην τρίτη ομάδα πηλοκατασκευών ανήκουν οι μεγάλου μεγέθους κυκλικές ή ελαφρώς ελλειψοειδείς κατασκευές με κάθετα τοιχώματα και λόγω των μεγάλων διαστάσεων τους θεωρείται ότι εξυπηρετούσαν αποθηκευτικές ανάγκες (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου κ.ά. 2002). Πηλοκατασκευές της ομάδας αυτής εντοπίζονται και στη νότια πλαγιά. Από αποθηκευτική πηλοκατασκευή προέρχεται ένα δείγμα της παρούσας μελέτης. Τέλος, στον τέταρτο τύπο ανήκουν οι μικρών διαστάσεων κυκλικές ή ελλειψοειδείς κατασκευές (μάλλον εστίες), ενώ στον τελευταίο τύπο ανήκουν οι σύνθετες πηλοκατασκευές που συνδυάζουν αρκετά μορφολογικά στοιχεία. 3.7 Πήλινα μικροαντικείμενα Η ανασκαφή στην ανατολική πλαγιά απέδωσε συνολικά 269 πήλινα αντικείμενα και με βάση τη λειτουργία τους διακρίνονται σε οκτώ κατηγορίες: σφονδύλια, αγνύθες, αποστρογγυλεμένα όστρακα, αντικείμενα που φέρουν στην περίμετρό τους δύο εγκοπές, κοσμήματα, πεσσοί, ειδώλια και ορισμένα αδιάγνωστα (Παπαδοπούλου 2002:120). Από τη φάση Α απαντώνται 31 αντικείμενα, ενώ η φάση Β περιλαμβάνει 177 (Παπαδοπούλου 2002:120). Αυτό που μπορούμε να παρατηρήσουμε για τη φάση Α είναι οι συγκεντρώσεις σε δύο τομές, στην τομή Φ μια συγκέντρωση με σφονδύλια και στην Ξ μια άλλη με σφονδύλια και αγνύθες (Παπαδοπούλου 2002:203). Όσον αφορά την τυπολογία των πήλινων αντικειμένων, ο κολουροκωνικός τύπος αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία των σφονδυλίων, ενώ τα υφαντικά βάρη διακρίνονται σε τρεις τύπους, τον κόλουρο πυραμιδοειδή, τον κωνικό και τον παραλληλεπίπεδο (Παπαδοπούλου 2002:212-3). Επίσης, τα σφονδύλια μπορούν να κατανεμηθούν σε τρεις ομάδες με βάση το βάρος και τη διάμετρό τους: τα σχετικά βαριά (βάρος πάνω από 60 γρ. και διάμετρο 4-5 εκ.), τα μεσαία (20-60 γρ. και 3-4 εκ.) και τα ελαφριά (10-20 γρ. και 2,5-3,5 εκ.). 3.8 Παλυνολογικά δεδομένα 47

48 Την προκαταρκτική παλυνολογική μελέτη του Αρχοντικού ανέλαβε η Δρ. Ν. Δριβαλιάρη. Η δειγματοληψία έγινε σε επιφανειακές θέσεις (συνήθως στο όριο μεταξύ δαπέδων και επιχώσεων της κάθε τομής) και το χώμα εδάφους που συλλέχθηκε δεν υπερέβαινε τα 50 γρ. (Δριβαλιάρη 2003:472). Στο τέλος της ανασκαφικής περιόδου του 1995 ελήφθησαν πέντε δείγματα στις τομές Ξ, Μ, Ψ, Λ και Ω, ενώ στο τέλος της περιόδου 1996 τρία ακόμη δείγματα από την τομή Ξ (Δριβαλιάρη 2003). Τα δείγματα προέρχονται και από τις δύο φάσεις (Α και Β). Σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα, οι γυρεόκοκκοι που προσδιορίστηκαν ανήκουν σε είδη δενδρωδών φυτών, όπως πεύκων, δρυός, αριάς-πουρναριού, ειδών αρκεύθουθαμνόκεδρου-αγριοκυπαρίσσου, σκλήθρων, σφενδάμου, γαύρου, φράξου, αλλά και κάποιων ποωδών φυτών (Δριβαλιάρη 2003). 3.9 Αρχαιοζωολογικά δεδομένα Το οστεολογικό υλικό από το Αρχοντικό συλλέχθηκε σε οκτώ ανασκαφικές περιόδους από 8 τομές του νότιου και 25 του ανατολικού τομέα, και μελετήθηκε από τον Δ. Σ. Κωστόπουλο. Συνολικά αναγνωρίστηκαν 97 οστέινα εργαλεία, τουλάχιστον 40 ανθρωπολογικά ευρήματα και οστά και τμήματα οστών (Κωστόπουλος 2002:435). Από τα οικόσιτα θηλαστικά της ανατολικής πλαγιάς κυριαρχούν τα αιγοπρόβατα και ακολουθούν οι χοίροι και τα βοοειδή. Η συμβολή του κυνηγιού εμφανίζεται ιδιαίτερα αυξημένη με το ποσοστό των άγριων ειδών (ελαφοειδή, λαγοί, αγριόχοιροι) να ανέρχεται στο 20-23%, με σημαντικότερο είδος το πλατόνι (Κωστόπουλος 2002:440). Οι λαγοί και τα ψάρια συνεισέφεραν σε μικρότερο βαθμό στη διατροφή των κατοίκων (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 2010). Από την ανάλυση του αρχαιοζωολογικού υλικού της ανατολικής πλαγιάς παρατηρήθηκε αύξηση του ποσοστού των χοίρων και βοοειδών κατά 10% στη μετάβαση από τη φάση Β στην Α, με αντίστοιχη μείωση του κυνηγιού. Φαίνεται πως κατά τη φάση Α αυξήθηκαν οι χοίροι και τα βοοειδή σε βάρος των ελαφοειδών, γεγονός που μπορεί να οφείλεται τόσο στην πιθανή βελτίωση των κτηνοτροφικών τεχνικών όσο και στη μείωση των ελαφοειδών λόγω υπερθύρευσης, αποψίλωσης, εποχικότητας κτλ. (Κωστόπουλος 2002:441). 48

49 Το οστεολογικό υλικό από τις τομές της νότιας πλαγιάς περιλαμβάνει οστά και θραύσματα οστών, που προέρχονται από δύο ανασκαφικές περιόδους (Κωστόπουλος 2002:436). Ο προσδιορισμός των δειγμάτων έφτασε σε επίπεδο τύπου οστού με 549 δείγματα, από τα οποία τα 384 ταυτοποιήθηκαν σε επίπεδο γένους/είδους. Κυριαρχούν τα αιγοπρόβατα και ακολουθούν τα χοιροειδή και βοοειδή. Η παρουσία των ελαφοειδών είναι περιορισμένη, με σημαντικότερο είδος το πλατόνι και ακολουθεί το κόκκινο ελάφι. Αν και ο αριθμός των δεδομένων δεν επαρκεί για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, διαπιστώνεται πως οι χοίροι καλύπτουν κυρίως τις ανάγκες σε κρέας, ενώ τα αιγοπρόβατα σε κρέας και μαλλί (Κωστόπουλος 2002). Το οστρεοαρχαιολογικό υλικό από το Αρχοντικό, που μελετήθηκε από τη Δρ. Ρ. Βεροπουλίδου, φτάνει τα κατάλοιπα και έχει βάρος περίπου 20 κιλά. Το υλικό προέρχεται από την ανατολική πλαγιά. Από την ανάλυση του υλικού ταυτίστηκαν 23 διαφορετικά όστρεα, εκ των οποίων 11 δίθυρα και 7 γαστερόποδα μαλάκια του θαλάσσιου, υφάλμυρου και γλυκού νερού, καθώς και 5 χερσαία σαλιγκάρια (Βεροπουλίδου 2011:312). Το είδος C. glaucum. επικρατεί με το μεγαλύτερο ποσοστό (Βεροπουλίδου 2010). Μέσα από τη μελέτη του οστρεοαρχαιολογικού υλικού προκύπτει πως τα μαλάκια χρησιμοποιούνταν κυρίως ως τροφή, ενώ κανένα από τα είδη δεν συλλεγόταν αποκλειστικά για την κατασκευή κοσμημάτων και εργαλείων (Βεροπουλίδου 2011:314). Εξάλλου, οι κάτοικοι του οικισμού κατασκεύαζαν περίαπτα από το είδος C. glaucum, είδος που συνέλεγαν για τροφή (Βεροπουλίδου 2010:62) Ταφικές πρακτικές Στην ανατολική πλαγιά εντοπίζονται ταφές στους ορίζοντες ΙΙΙ και IV. Στον IV ανακαλύφθηκαν τέσσερις ταφές στο εσωτερικό των οικιών Β, Γ, Δ και Ε, κάτω από τα δάπεδα και κοντά σε πηλοκατασκευές (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 2010:272). Οι τρεις ταφές είχαν τη μορφή εγχυτρισμού, ενώ η άλλη ήταν ταφή σε λάκκο. Κατά την οστεολογική μελέτη προσδιορίστηκε ηλικία νηπίων, μηνών σε ταφή που βρέθηκε το 1993 και νεογνού (μικρότερου των 6-9 μηνών) σε ταφή το 1994 (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1997α:150, Παπαευθυμίου- 49

50 Παπανθίμου κ.ά. 2001:470, Παπαευθυμίου-Παπανθίμου κ.ά. 2002:429). Και στον ορίζοντα ΙΙΙ εντοπίστηκαν δύο ταφές (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 2010:272). Οι ταφές νηπίων από την ανατολική πλαγιά αποκαλύφθηκαν σε έναν περιορισμένο σχετικά χώρο, γεγονός που ίσως να δηλώνει την αυξημένη θνησιμότητα των νεαρών αυτών ατόμων (Κωστόπουλος 2002:452). Η πρακτική της ταφής βρεφών εντός των οικιών θα μπορούσε να αντικατοπτρίζει την ιδιαίτερη φροντίδα για τα απροστάτευτα μέλη της κοινότητας (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 2010:272). Μάλιστα, η παιδική ταφή σε αγγείο πλησίον εστίας υποδηλώνει πως κρατούσαν πολύ κοντά τους τα παιδιά, αλλά και κοντά στην εστία που χαρίζει ζεστασιά και θαλπωρή (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1998:88). Η πρακτική της ταφής νηπίων συναντάται και στη νότια πλαγιά. Ένας ενταφιασμός νηπίου εντοπίστηκε κάτω από δάπεδο οικίας στην τομή ΣΤ (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου κ.ά. 2002:429). Εκτός από τις βρεφικές ταφές έχουν εντοπιστεί και ανθρωπολογικά ευρήματα. Από την ταξινόμηση του αρχαιοζωολικού υλικού αναγνωρίστηκαν ευρήματα ενήλικων ατόμων, των οποίων η ηλικία εκτιμάται σε άνω των 20 ετών (Κωστόπουλος 2002). 50

51 Κεφάλαιο 4 Η ιστορία της αρχαιοβοτανικής Προτού προχωρήσουμε στην αρχαιοβοτανική ανάλυση του υλικού από το Αρχοντικό Γιαννιτσών, είναι χρήσιμο να Η αρχαιοβοτανική (ή παλαιοεθνοβοτανική) είναι η επιστήμη που μελετά τα φυτικά κατάλοιπα από αρχαιολογικές θέσεις και έχει ως στόχο την μελέτη της διατροφής των αρχαίων κατοίκων, της τροφοσυλλογής, της καλλιέργειας και της περιβαλλοντικής αλλαγής κατά το παρελθόν (Renfrew 1973, Pearsall 1989, Smith 1998, Harstorf 1999). Στον όρο περιλαμβάνονται τα μακροκατάλοιπα (σπόροι, καρποί και ξύλο/άνθρακας) και τα μικροκατάλοιπα (γύρη και φυτόλιθοι). Τα μακροκατάλοιπα αφορούν ολόκληρα ή αποσπασματικά τμήματα φυτών, τα οποία είναι ορατά είτε με γυμνό μάτι είτε με τη βοήθεια στερεοσκοπίου (Smith 1985, Wright 2010:38). Αντιθέτως, τα μικροκατάλοιπα αφορούν μικρά τμήματα φυτών που διακρίνονται μόνο μέσω υψηλής ισχύος μεγέθυνση (Smith 1985, Wright 2010:38). Μια άλλη πηγή ενδείξεων αποτελεί η χημική και μοριακή ανάλυση οργανικών καταλοίπων, τα οποία ανακαλύφθηκαν σε αγγεία, σε ρωγμές λίθινων εργαλείων και δοντιών, σε ανθρώπινα κατάλοιπα ή σε ίχνη από σωζόμενους φυτικούς ιστούς (Pearsall 1989). Παράλληλα με τη μελέτη των φυτικών καταλοίπων αυτών καθαυτών, αρκετές πληροφορίες μπορούν να παρέχουν οι ανθρωπολογικές παρατηρήσεις ομάδων, που εξακολουθούν να εφαρμόζουν παραδοσιακές μεθόδους χρήσης και καλλιέργειας των φυτών (Renfrew & Bahn 2001:276). Το ενδιαφέρον των επιστημόνων για την αρχαιοβοτανική ξεκίνησε από τα τέλη του 19 ου αιώνα με την ανακάλυψη αρχαιοβοτανικού υλικού σε αιγυπτιακούς τάφους, το οποίο μελέτησε ο Γερμανός βοτανολόγος Carl Sigmund Kunth (Renfrew 1973:1, Pearsall 1989:3-4). Το 1865 ο γεωλόγος Oswald Heer δημοσίευσε τη μελέτη του για τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα από νεολιθικούς λιμναίους οικισμούς της Ελβετίας (Renfrew 1973:1, Pearsall 1989:3-4). Εκείνη την περίοδο, η αρχαιοβοτανική δεν θεωρούνταν η βασική δουλειά των βοτανολόγων και των γεωπόνων, και συνήθως το βασικό μέλημά τους ήταν η κατάρτιση ενός καταλόγου με τα είδη που 51

52 αναγνωρίζονταν σε κάθε αρχαιολογική θέση. Η δημιουργία τέτοιων καταλόγων, που ήταν συνήθως αποκομμένοι από κάθε αρχαιολογική συνάφεια ή ενίοτε τεκμηρίωναν την εποχικότητα της θέσης ή τις σχέσεις των αρχαίων ανθρώπων με τα σύγχρονα φυτά, ανήκε στα μεθοδολογικά εργαλεία της «παραδοσιακής αρχαιολογίας». Αλλά και η δειγματοληψία των φυτικών καταλοίπων δεν ήταν εντατική και γινόταν κυρίως σε εμφανείς αποθέσεις, όπως αποθηκευτικά δωμάτια με αγγεία ή σιρούς με σπόρους που είχαν απανθρακωθεί. Τέτοιου είδους μελέτες πήραν πιο επίσημο χαρακτήρα όταν ο Volney H. Jones το 1941 δημοσίευσε το άρθρο «The Nature and Status of Ethnobotany» (Wright 2010:37). Ο Grahame Clark, στα μέσα του 20 ου αιώνα, εισήγαγε στην αρχαιολογική σκέψη μια εναλλακτική και συμπληρωματική λειτουργική προσέγγιση, ενώ παράλληλα αποκήρυξε τις μεθόδους της «ιστορικής πολιτισμικής» προσέγγισης. Υποστήριζε πως η αρχαιολογία θα έπρεπε να είναι «η μελέτη του τρόπου ζωής των ανθρώπων κατά το παρελθόν» και για να συμβεί αυτό θα πρέπει τα ευρήματα να εξετάζονται από λειτουργική σκοπιά (Clark 1939:1). Το 1952 συνέγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Prehistoric Europe: The Economic Basis». Στο βιβλίο αυτό υποστήριξε ότι η σχέση πολιτισμού και περιβάλλοντος είναι άμεση και ότι η μελέτη του τρόπου που ο άνθρωπος προσαρμόζεται στο περιβάλλον του μπορεί να διαφωτίσει σχετικά με τις διάφορες όψεις της κοινωνίας που ο ίδιος ζει και κινείται. Ουσιαστικά πρότεινε μια νέα «οικολογική» προσέγγιση στη μελέτη των αρχαίων κοινωνιών, όπου το κύριο ζήτημα που τίθεται είναι η μελέτη του αρχαίου περιβάλλοντος. Η εργαστηριακή ανάλυση και ερμηνεία των φυτικών και ζωικών υπολειμμάτων με βάση την οικονομία και το περιβάλλον είχαν διαμορφώσει μια διεπιστημονική ειδικότητα, που εν μέρει οριζόταν ως ζωοαρχαιολογία, παλαιοεθνοβοτανική και βιοαρχαιολογία (Trigger 2005:277). Πάνω στις βάσεις μιας τέτοιας προσέγγισης είχαν κινηθεί από τα μεταπολεμικά κιόλας χρόνια και άλλοι ερευνητές, των οποίων το ενδιαφέρον εστιαζόταν στις απαρχές της γεωργίας και την εξημέρωση των ειδών στην Εγγύς Ανατολή. Ανάμεσα στις πρώτες διεπιστημονικές ανασκαφικές αποστολές ήταν αυτές του Robert J. Braidwood στο Ιράκ, του Frank Hole στο Ιράν, της Kathleen Kenyon στην Παλαιστίνη και του James Melaart στην Τουρκία (Renfrew 1973:2, Pearsall 1989:4, Renfrew & Bahn 2001:284). O Braidwood ήταν από τους πρώτους που ασχολήθηκε 52

53 με το θέμα των απαρχών της γεωργίας και ξεκίνησε μια σειρά αποστολών σε περιοχές του Ιράκ. Θεώρησε πως το κλειδί ήταν η εξημέρωση των ειδών και η κατάλληλη θέση για την έρευνά του ήταν το Jarmo στο βόρειο Ιράκ (Braidwood 1974:59-83). Τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα από τη θέση αυτή μελετήθηκαν από τον Δανό αρχαιοβοτανολόγο Hans Helbaek, ο οποίος αναγνώρισε τα πρώτα είδη των εξημερωμένων σιτηρών και τις αρχικές άγριες μορφές τους (Helbaek 1959, Renfrew & Bahn 2001:284). Από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα, με την εμφάνιση της «Νέας Αρχαιολογίας», το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων για τις οικονομικές και περιβαλλοντικές πτυχές των αρχαίων κοινωνιών έγινε πιο έντονο και η ανάπτυξη των μεθόδων επίπλευσης επέτρεψε μια πιο αξιόπιστη συλλογή των φυτικών καταλοίπων. Την περίοδο αυτή αναδύθηκε η ανάγκη για μια στέρεη θεωρητική βάση στην αρχαιολογία και μια ομάδα νεώτερων αρχαιολόγων πρότεινε μια διαφορετική προσέγγιση στα προβλήματα της αρχαιολογικής ερμηνείας (Willey & Phillips 1958, Flannery 1967, Binford 1968, Clarke 1968). Σύμφωνα με τη «Νέα ή Διαδικαστική Αρχαιολογία», ο ρόλος της αρχαιολογίας είναι να ερμηνεύει τις αλλαγές που συνέβησαν στο παρελθόν και όχι μόνο να αναπλάθει το παρελθόν. Οι Νέοι Αρχαιολόγοι, σε σχέση με την παραδοσιακή (επαγωγική ή εμπειρικο-υποθετική), εφάρμοζαν μια αντίθετη μέθοδο, την υποθετικο-παραγωγική, η οποία διατυπώνει υποθέσεις, κατασκευάζει μοντέλα και τα δοκιμάζει στην πράξη. Οι υποθέσεις πρέπει να ελέγχονται και τα συμπεράσματα να βασίζονται σε λογικά επιχειρήματα και όχι μόνο στην προσωπική άποψη του μελετητή που ερμηνεύει. Η προσέγγιση της Νέας Αρχαιολογίας οδήγησε σε νέες εξελίξεις στην επιτόπια έρευνα, δίνοντας έμφαση σε αρχαιολογικά προγράμματα με προκαθορισμένους ερευνητικούς στόχους, και άνοιξε νέους ορίζοντες στην αρχαιοβοτανική λόγω του ολοένα και αυξανόμενου ενδιαφέροντος για τη μελέτη του αρχαίου περιβάλλοντος. Ενδιαφέρον που οδήγησε στη δημιουργία της Σχολής της Παλαιοοικονομίας υπό την καθοδήγηση των Eric Higgs και Michael Jarman (1975) και του μεγάλου ερευνητικού προγράμματος της Βρετανικής Ακαδημίας για την πρώιμη ιστορία της γεωργίας. Οι Higgs και Jarman υποστήριζαν πως ο βασικός παράγοντας που διαμορφώνει την ανθρώπινη συμπεριφορά είναι το φυσικό περιβάλλον και η σχέση των ανθρώπων με αυτό. Οι Joseph Caldwell και Julian Steward προώθησαν την ανάπτυξη της οικολογικής αρχαιολογίας, την οποία 53

54 εισήγαγε ο Gordon Willey στο βιβλίο του «Prehistoric Settlement Patterns in the Virú Valley, Peru» (Trigger 2005:288-90). Μέσα από την οικολογική προσέγγιση και την επίδραση της σχολής της «Παλαιοοικονομίας» δημιουργήθηκε ένας νέος κλάδος, αυτός της Περιβαλλοντικής Αρχαιολογίας. Η περιβαλλοντική αρχαιολογία αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως μέλος του φυσικού κόσμου που βρίσκεται σε συνάφεια με άλλα είδη μέσα στο οικοσύστημα (Renfrew & Bahn 2001:227). Πλέον οι αρχαιολόγοι βλέπουν τις θέσεις μέσα στο φυσικό περιβάλλον και λαμβάνουν υπόψη τους όλες τις γεωμορφολογικές και βιολογικές διαδικασίες που έλαβαν χώρα κοντά στους οικισμούς. Η ανάλυση και ερμηνεία αρχαιοβοτανικών καταλοίπων από αρχαιολογικές θέσεις, ή «παλαιοεθνοβοτανική» όπως ορίστηκε από τις Harstorf και Popper (1988:2) ήκμασε τη δεκαετία του 1970 καθώς οι συστηματικές μέθοδοι συλλογής των φυτικών καταλοίπων άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρέως από τους αρχαιολόγους. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι αρχαιοβοτανολόγοι υιοθέτησαν μια νέα προσέγγιση που χρησιμοποιεί τα εργαλεία και τις μεθόδους της Διαδικαστικής Αρχαιολογίας, θέτοντας όμως «μεταδιαδικαστικά ερωτήματα». Οι αρχαιοβοτανικές μελέτες πλέον θεωρούνται ένα βασικό εργαλείο στην κατανόηση της συμπεριφοράς και των πεποιθήσεων των ανθρώπων κατά το παρελθόν και μπορούν να προσφέρουν πληροφορίες όσον αφορά τη διατροφή, τις απαρχές και τη διάδοση της γεωργίας, την περιβαλλοντική αλλαγή και τις μακρόχρονες κοινωνικοοικονομικές αλλαγές του παρελθόντος (Wright 2010:38). Η αρχαιοβοτανική έρευνα προσπαθεί να προσεγγίσει και ζητήματα, όπως η συμβολική διάσταση της τροφής (Gosden 1999, Vaughan & Coulson 2000, Dietler 2001, Hayden 2001, Parker-Pearson 2001, Halstead & Barrett 2004), η επεξεργασία της τροφής και οι τρόποι μαγειρέματος (Valamoti 2003, Valamoti et al. 2008), την αναζήτηση και ανασύσταση των χωραφιών και βοσκοτοπίων (Halstead 1992, Halstead & Frederic 2000, Charles et al. 2002, Bogaard 2005, Valamoti 2004), τα δίκτυα σχέσεων και ανταλλαγών (Hastorf 1998, Jones & Valamoti 2005, Valamoti & Jones 2010). 54

55 Κεφάλαιο 5 Η αρχαιοβοτανική έρευνα από το Αρχοντικό Γιαννιτσών και από θέσεις της ευρύτερης περιοχής Τα τελευταία 15 χρόνια οι αρχαιοβοτανικές μελέτες από οικισμούς της Μακεδονίας προσέφεραν ένα μεγάλο σύνολο πληροφοριών για την χλωρίδα της περιοχής, τις πρακτικές καλλιέργειας και τις χρήσεις των φυτών από τους κατοίκους των οικισμών. Στο κεφάλαιο αυτό προβάλλονται τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα από το Αρχοντικό, αλλά και από άλλες προϊστορικές θέσεις της ευρύτερης περιοχής των Γιαννιτσών, με σκοπό να διαμορφωθεί μια γενική εικόνα για τα φυτά της ευρύτερης περιοχής και την χρήση τους από τους ανθρώπους. 5.1 Τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα από το Αρχοντικό Γιαννιτσών Η αρχαιοβοτανική έρευνα που εξακολουθεί να πραγματοποιείται στον οικισμό του Αρχοντικού έφερε στο φως ένα πλούσιο σύνολο φυτικών καταλοίπων (Βαλαμώτη 1993). Το αρχαιοβοτανικό υλικό από το Αρχοντικό μελετά συστηματικά η επίκουρη καθηγήτρια του ΑΠΘ Σ. Μ. Βαλαμώτη (Βαλαμώτη 1997, Βαλαμώτη κ.ά. 2005, Valamoti et al. 2008). Αν και η συλλογή του υλικού ξεκίνησε από το 1995, η συστηματική δειγματοληψία άρχισε το Τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα που εξετάστηκαν, προέρχονται από το στρώμα καταστροφής της ΠΕΧ στην ανατολική πλαγιά, στο οποίο αναγνωρίστηκαν τα πασσαλόπηκτα οικήματα. Αναγνωρίστηκε μια ποικιλία από είδη φυτών: δημητριακά, όσπρια, καρποί και φρούτα. Τα δημητριακά που εντοπίστηκαν είναι το μονόκοκκο και το δίκοκκο σιτάρι, το σιτάρι σπέλτα, το κοινό/σκληρό σιτάρι και το κριθάρι (Βαλαμώτη κ.ά. 2005:498). Στα όσπρια περιλαμβάνονται το μπιζέλι, η φακή, το λαθούρι, το κουκί, το ρόβι, αλλά και ένα φυτό που πιθανόν ανήκει στην οικογένεια των Ψυχανθών (Valamoti et al. 2008). Επιπλέον, αναγνωρίστηκαν δύο ελαιοδοτικά φυτά (λινάρι και Lallemantia sp.), βελανίδια σε πλούσιες συγκεντρώσεις και αρκετά 55

56 φρούτα (κράνο, βατόμουρο, σύκο, σαμπούκο και σταφύλι) (Βαλαμώτη κ.ά. 2005). Ανάμεσα στα κατάλοιπα εντοπίστηκαν μάζες τροφής που αποτελούνταν από θραύσματα σπόρων. Δείγματα από το εσωτερικό της οικίας Β (κατασκευή Α) και από την οικία Ε (από σύμπλεγμα κατασκευών) περιείχαν συγκεντρώσεις θραυσμάτων σπόρων δημητριακών, πιθανότατα κριθαριού (Βαλαμώτη κ.ά. 2005:499). Για το λόγο αυτό διεξήχθη πειραματική έρευνα για την προέλευση των θραυσμάτων (Valamoti 2002). Η πειραματική έρευνα έδειξε πως η συγκέντρωση θραυσμάτων από την οικία Ε προέκυψε από τη διάλυση μαζών που αποτελούνταν από χονδραλεσμένους σπόρους δημητριακών (μάλλον κριθάρι), τα οποία είχαν θρυμματιστεί πριν την απανθράκωση (Βαλαμώτη κ.ά. 2005:499). Οι συγκεντρώσεις από την οικία Β περιείχαν θραύσματα που επίσης είχαν θρυμματιστεί πριν από την απανθράκωσή τους (Valamoti et al. 2008). Από την νότια πλαγιά, το πιο εντυπωσιακό εύρημα μέχρι στιγμής αποτελεί η μεγάλη συγκέντρωση μονόκοκκου σιταριού. Προέρχεται από τον σιρό της τομής ΣΤ και περιέχει περίπου σταχίδια μονόκοκκου σιταριού (Βαλαμώτη 1997:156). Η αυξημένη παρουσία του μονόκοκκου σιταριού πιστοποιεί τη χρήση του από τους κατοίκους του οικισμού (Βαλαμώτη 1997:156). Το υλικό της παρούσας εργασίας έρχεται να προσφέρει νέες πληροφορίες στα αρχαιοβοτανικά δεδομένα από τον νότιο τομέα. Γενικά, από τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα του Αρχοντικού μπορούμε να συμπεράνουμε πως η μεγάλη ποικιλία των φυτικών ειδών σε συνδυασμό με την εισαγωγή νέων ειδών και την ύπαρξη διαφορετικών τύπων πηλοκατασκευών φανερώνουν μια ποικιλία συνταγών και διαφορετικών τροφών (Βαλαμώτη κ.ά. 2005, Valamoti et al. 2008). 5.2 Οικισμοί της ευρύτερης περιοχής των Γιαννιτσών Στην ευρύτερη περιοχή των Γιαννιτσών εντοπίζονται δύο θέσεις της Νεολιθικής περιόδου, η Νέα Νικομήδεια και η Άψαλος Γραμμή. Τα φυτικά κατάλοιπα από τους οικισμούς αυτούς υποδηλώνουν την καλλιέργεια του μονόκοκκου και δίκοκκου σιταριού αλλά και του κριθαριού (Bintliff 1976, Βαλαμώτη 2006). Στην Άψαλο, όμως, καλλιεργούνταν και το σιτάρι νέου τύπου (Βαλαμώτη 2006). Η κυριαρχία των ντυμένων δημητριακών που παρατηρείται στη Νέα Νικομήδεια και στην Άψαλο 56

57 αποτελεί γενικότερο χαρακτηριστικό των νεολιθικών οικισμών στη βόρεια Ελλάδα. Τα όσπρια που αναγνωρίστηκαν στους δύο οικισμούς είναι η φακή, το μπιζέλι και η ρόβη (Bintliff 1976, Βαλαμώτη 2006). Στην Άψαλο, η παρουσία της φακής είναι συχνότερη, ενώ σπάνια απαντώνται το μπιζέλι, το λαθούρι και το ρόβι (Βαλαμώτη 2006). Από δείγματα του ίδιου οικισμού αναγνωρίστηκε το λινάρι, αλλά και μια ποικιλία φρούτων: σύκο, χαμοσάμπουκος, κουφοξυλιά, σταφύλι, βατόμουρο και κράνο (Βαλαμώτη 2006). Στη Νέα Νικομήδεια, εκτός από φρούτα, οι κάτοικοι συνέλεγαν και βελανίδια (Bintliff 1976). Εκτός από την Νεολιθική εποχή, στην ευρύτερη περιοχή του Αρχοντικού εμφανίζονται και οικισμοί που ανήκουν στην Εποχή του Χαλκού, όπως είναι το Μάνδαλο, ο Καστανάς και το Αγγελοχώρι. Η ανάλυση των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων από τις ανασκαφές του Μάνδαλου και του Καστανά παρέχουν μια γενική εικόνα για τις χρήσεις των φυτών και τις πρακτικές καλλιέργειας που εφαρμόζονταν από τους κατοίκους κατά την διάρκεια της ΠΕΧ. Στα δείγματα από το Μάνδαλο αναγνωρίστηκε μια σειρά από δημητριακά, όσπρια και άγρια εδώδιμα φυτά. Από τα δημητριακά αναγνωρίστηκαν το μονόκοκκο, το δίκοκκο, το κοινό/σκληρό σιτάρι, και το κριθάρι (Valamoti & Jones 2003). Εξίσου σημαντική είναι η παρουσία των οσπρίων. Βρέθηκαν αποθηκευμένες ποσότητες κουκιών, λαθουριού, ρόβης και φακής, αλλά και βελανιδιών (Valamoti & Jones 2003). Υπάρχουν ενδείξεις για την πιθανή αποθήκευση και χρήση της κοπριάς ως καύσιμης ύλης, αλλά και για την καλλιέργεια του λιναριού (Valamoti & Jones 2003). Όσον αφορά τον οικισμό του Καστανά, τα είδη που καλλιεργούνταν ήταν το ντυμένο κριθάρι, το μονόκοκκο και το δίκοκκο σιτάρι, το ρόβι, ενώ σε μικρότερο βαθμό η φακή, το κουκί, το λαθούρι και το μπιζέλι (Kroll 1983). Από τα ελαιοδοτικά φυτά αναγνωρίστηκε μόνο το λινάρι, το οποίο πιθανόν καλλιεργούνταν τακτικά, όπως υποδηλώνει η παρουσία σπόρων του είδους Lolium temulentum, άγριο είδος που συνήθως σχετίζεται με το λινάρι (Kroll 1983). Επιπλέον, οι κάτοικοι του οικισμού κατά την ΠΕΧ καλλιεργούσαν αμπέλια και συκιές, γεγονός, όπως υποδηλώνει η συχνή παρουσία γιγάρτων και σπόρων σύκου, ενώ αχλάδια, κράνα, χαμοσάμπουκους και βατόμουρα πιθανόν τα συνέλεγαν στο φυσικό τους περιβάλλον (Kroll 1983). 57

58 Μια εικόνα για τα φυτά και τη χρήση τους κατά την ΥΕΧ προσφέρει το αρχαιοβοτανικό υλικό από το Αγγελοχώρι. Στα δείγματα από τον οικισμό κυριαρχούν τα δημητριακά με ποσοστό 60% και τα είδη που αναγνωρίστηκαν είναι το μονόκοκκο και το δίκοκκο σιτάρι, το σιτάρι σπέλτα, το κριθάρι και το κεχρί (Βαλαμώτη 2010:173-4). Από τα όσπρια αναγνωρίστηκαν η φακή, η ρόβη, το λαθούρι και το κουκί, ενώ από τα άγρια είδη προσδιορίστηκαν τα εξής: Rumex sp., Galium sp., Galium spurium, Ranunculus sp., Teucrium sp., Setaria sp., Carex sp., Lolium temulentum και Bromus sp., ενώ η παρουσία των φρούτων είναι πολύ περιορισμένη (Βαλαμώτη 2010). Αντιθέτως, το μόνο ελαιοδοτικό φυτό που εντοπίστηκε είναι η Lallemantia, είδος εισαγωγής που εντοπίζεται σε πλούσιες συγκεντρώσεις σε άλλες θέσεις της Εποχής του Χαλκού (Βαλαμώτη 2010). Τα φυτικά κατάλοιπα από το Αγγελοχώρι υποδηλώνουν μια συνδυασμένη ποικιλία καλλιεργούμενων δημητριακών και πιθανόν οσπρίων, η οποία με τη σειρά της υπονοεί μια ποικιλία στα διαθέσιμα συστατικά της τροφής (Βαλαμώτη 2010). Η ποικιλία αυτή των δημητριακών σε συνδυασμό με την περιορισμένη παρουσία του είδους Lallemantia στον οικισμό του Αγγελοχωρίου τονίζουν και επιβεβαιώνουν την εισαγωγή νέων ειδών που παρατηρείται στη βόρεια Ελλάδα μέσω των διακοινοτικών επαφών κατά την Εποχή του Χαλκού (Βαλαμώτη 2010). 58

59 Κεφάλαιο 6 Μεθοδολογία της αρχαιοβοτανικής ανάλυσης 6.1 Επεξεργασία στο πεδίο Δειγματοληψία Το πρώτο μέλημα κάθε αρχαιοβοτανολόγου κατά τη διάρκεια μιας ανασκαφής αποτελεί η λήψη δειγμάτων ανασκαφικού χώματος. Αν και το ιδανικό είναι να λαμβάνονται δείγματα από κάθε σημείο της κάθε πάσας, συνήθως όσα δείγματα συλλέγονται είναι όσο πιο αντιπροσωπευτικά γίνεται (Βαλαμώτη 2009). Εξίσου σημαντικό είναι να καταγράφονται η ακριβής θέση και ο όγκος (σε λίτρα) των δειγμάτων. Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής του Αρχοντικού συλλέγονταν ενδεικτικά δείγματα των πασών, αλλά και δείγματα από δάπεδα, πηλοκατασκευές, πασσαλότρυπες, εστίες, και λάκκους. Σχεδόν από κάθε ανασκαπτόμενη πάσα συλλεγόταν τουλάχιστον ένα δείγμα χώματος. Στα ημερολόγια της ανασκαφής αναγραφόταν η ακριβής θέση των δειγμάτων στο χώρο και ο αριθμός των μπαζοσακούλων (Πίν. 3 και 4). Επίπλευση Η μέθοδος της επίπλευσης αποτελεί την συνηθέστερη μέθοδο συγκέντρωσης του αρχαιοβοτανικού υλικού. Τα δείγματα από την ανασκαφή του Αρχοντικού υπέστησαν επεξεργασία με τη μέθοδο της επίπλευσης (French 1971). Για τη συλλογή του υλικού χρησιμοποιήθηκαν δύο κόσκινα με άνοιγμα βροχίδος 1 mm και 300 μm. 6.2 Επεξεργασία στο εργαστήριο Συνολικά επεξεργάστηκαν 27 δείγματα από δύο τομές. Τα είδη των φυτών από τα δείγματα προσδιορίστηκαν με τη βοήθεια στερεοσκοπίου (μεγεθύνσεις x8-x40) και η 59

60 διαλογή των φυτικών καταλοίπων έγινε σε μέρη μεγαλύτερα των 500 μm. Στα περισσότερα από αυτά μελετήθηκε το 1/8, ενώ όσα δείγματα ήταν φτωχά μελετήθηκαν στο σύνολό τους. Αντιθέτως, το βαρύ υπόλοιπο από τα δείγματα δεν μελετήθηκε στην παρούσα εργασία. Προσδιορισμοί Οι προσδιορισμοί στο υλικό από το Αρχοντικό έγιναν με βάση τους σπόρους σύγχρονων φυτών στις συλλογές αναφοράς του Τομέα Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και δημοσιευμένα κριτήρια διαμορφωμένα από αρχαιοβοτανολόγους, αλλά και υπό την καθοδήγηση της επιβλέπουσας καθηγήτριας Σ.Μ. Βαλαμώτη. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα φυτικά κατάλοιπα προσδιορίστηκαν σε επίπεδο είδους, ενώ μερικές φορές η αναγνώρισή τους έφτασε μέχρι το επίπεδο του γένους. Όσα δεν παρουσίαζαν σε ικανοποιητικό βαθμό όλα τα χαρακτηριστικά ενός είδους, αλλά έμοιαζαν αρκετά με το είδος αυτό χαρακτηρίστηκαν ως μη-ασφαλώς προσδιορισμένες κατηγορίες, με την ένδειξη cf (Jones 1998). Επιπλέον, όσα αρχαιοβοτανικά μέρη δεν μπορούσαν να προσδιοριστούν ενσωματώθηκαν στην κατηγορία των αδιάγνωστων σπόρων, με την ένδειξη indet. (indeterminata). Ποσοτικοποίηση Οι σπόροι και τα θραύσματα των δημητριακών και των οσπρίων μετρήθηκαν μόνο εφόσον έφεραν το έμβρυό τους, με σκοπό να αποφευχθεί η υπεραντιπροσώπευση των παρόντων ειδών που δεν έχουν διατηρηθεί ακέραιοι (Jones 1990). Κάθε δύο σπόροι δημητριακών, που ήταν σπασμένοι κάθετα στη μέση, μετρήθηκαν ως ένας σπόρος, διαδικασία που ακολουθήθηκε και για κάθε δύο κοτυληδόνες οσπρίων. Οι σπόροι των άγριων ειδών καταμετρήθηκαν ακόμη και όταν σώζονταν θραυσμένοι. Από τα φρούτα μετρήθηκαν μόνο τα ακέραια σωζόμενα κατάλοιπα, ενώ από τους καρπούς μετρήθηκαν οι ολόκληροι σπόροι και τα μεγάλα θραύσματα. Ενοποιήσεις κατηγοριών προσδιορισμού: Τα κατάλοιπα των μη-ασφαλώς προσδιορισμένων κατηγοριών (cf.) προστέθηκαν στις αντίστοιχες κατηγορίες των ειδών που είχαν προσδιοριστεί με βεβαιότητα, με σκοπό να αποφευχθούν οι όποιες διαφοροποιήσεις μεταξύ των δειγμάτων που 60

61 πιθανόν να οφείλονταν στον βαθμό της διατήρησης των καταλοίπων (Boardman & Jones 1990). Οι ενδιάμεσες κατηγορίες, όπως για παράδειγμα η κατηγορία μονόκοκκο/δίκοκκο, καταμερίστηκαν αναλογικά στις αντίστοιχες κατηγορίες των ασφαλώς προσδιορισμένων ειδών (Πίν. 5). Με τον ίδιο τρόπο καταμερίστηκαν οι ενδιάμεσες κατηγορίες στα λέπυρα, δηλαδή τα δίχαλα και τις βάσεις των εξωτερικών λεπύρων, αλλά και στα όσπρια. Υπολογισμός του λόγου σπόρων/λεπύρων Στην παρούσα μελέτη υπολογίστηκε ο λόγος σπόρων/λεπύρων για το σύνολο των καταλοίπων των δημητριακών (Πίν. 6). Ο στόχος είναι να διαμορφωθεί μια αναλογία ανά δείγμα με βάση τον πραγματικό αριθμό και τον ιδανικό αριθμό των λεπύρων που θα περιμέναμε αναλογικά με την παρουσία των σπόρων δημητριακών. Πίνακες και κατάλογοι Με τη μορφή πινάκων είναι συγκεντρωμένες οι βασικές πληροφορίες των δειγμάτων. Επίσης, για μια λεπτομερέστερη εικόνα των δεδομένων, δημιουργήθηκαν κατάλογοι, που παρουσιάζουν την αναλυτική σύσταση κάθε δείγματος και την ανασκαφική του συνάφεια (Πίν. Παραρτήματος 1, 2 και 3). Σύσταση των δειγμάτων και γραφήματα Η σύσταση κάθε δείγματος μελετήθηκε σε σχέση με την χωρική του κατανομή και τη χρονολογική φάση στην οποία ανήκει. Μερικά από τα δείγματα δεν συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη, καθώς προέρχονταν από διαφορετικές ή αδιάγνωστες φάσεις. Κάθε δείγμα τοποθετήθηκε με τη μορφή κύκλου στο σχέδιο της πάσας, με βάση την περιοχή από την οποία προέρχεται. Η σύσταση των δειγμάτων απεικονίζεται με τη βοήθεια γραφημάτων, τα οποία τοποθετούνται στην περιοχή προέλευσης του κάθε δείγματος. 61

62 Κεφάλαιο 7 Αρχαιοβοτανική ανάλυση των δεδομένων από το Αρχοντικό Γιαννιτσών 7.1 Τα είδη των φυτών Τα είδη ντυμένου σιταριού που αναγνωρίστηκαν στα δείγματα είναι το μονόκοκκο (T. monococcum) και το δίκοκκο σιτάρι (T. dicoccum), το σιτάρι σπέλτα (T. spelt), αλλά και το σιτάρι νέου τύπου. Η παρουσία του τελευταίου υποδηλώνεται μόνο από τα λέπυρά του, τα οποία συναντούμε σε θέσεις της ΤΝ και της Εποχής του Χαλκού από τη βόρεια Ελλάδα (Jones et al. 2000). Από τα γυμνά δημητριακά αναγνωρίστηκε το κοινό/σκληρό σιτάρι (T. aestivum/durum). Επιπλέον, ανάμεσα στα σιτηρά αναγνωρίστηκε το κεχρί (Panicum miliaceum), είδος που κάνει την εμφάνισή του στην Εποχή του Χαλκού. Εκτός από το σιτάρι, στα δείγματα βρέθηκε κριθάρι (Hordeum) με αυξημένη συχνότητα και ένα σιτάρι μη προσδιορισμένο (Triticum sp.). Από τα όσπρια αναγνωρίστηκαν η φακή (Lens sp.), η ρόβη (Vicia ervilia), το λαθούρι (Lathyrus sativus) και το κουκί (Vicia faba). Από την κατηγορία των ελαιοδοτικών φυτών αναγνωρίστηκε το είδος μήκων η υπνοφόρος (Papaver somniferum), αλλά και η Lallemantia. Πρόκειται για σπόρους που ανήκουν σε κάποιο είδος του γένους Lallemantia. Επιπλέον, τα είδη των φρούτων και των καρπών που αναγνωρίστηκαν είναι το βατόμουρο (Rubus fruticosus), το σταφύλι (Vitis sp.), το σύκο (Ficus carica), το βελανίδι (Quercus sp.) και η φιστικιά (Pistacia vera). Τέλος, από τα δείγματα του Αρχοντικού αναγνωρίστηκε μια ποικιλία άγριων ειδών και οικογενειών: Agrostemma githago, Bilderdykia convolvulus, Boraginaceae, Bromus sp., Buglossoides arvensis, Caryophyllaceae, Centaurea compositae, Chenopodiaceae, Convolvulus arvensis, Cyperaceae, Galium spurium, Graminae, 62

63 Heliotropium europaeum, Lolium sp., Lolium temulentum, Polygonaceae, Setaria sp., Setaria italica, Setaria glauca, Setaria viridis/verticillata. Εκτός από το είδος Lolium temulentum, εντοπίζονται και μικρότεροι σπόροι του ίδιου γένους που πιθανόν ανήκουν στο είδος Lolium remotum. 7.2 Ανάλυση στο χώρο Η απλή αναφορά και μόνο στα είδη των φυτών που αναγνωρίστηκαν δεν προσφέρει αρκετές πληροφορίες στην αρχαιοβοτανική ανάλυση. Για την ερμηνεία της παρουσίας και της χρήσης των καταλοίπων αυτών κρίνεται απαραίτητη η συσχέτισή τους με τα αρχαιολογικά συμφραζόμενα και την χωρική τους προέλευση. Στο υποκεφάλαιο αυτό επιχειρείται η ανίχνευση της προέλευσης του αρχαιοβοτανικού υλικού από το Αρχοντικό μέσα από τη μελέτη της σύστασης των δειγμάτων, η οποία παρουσιάζεται μέσα από στατιστικά διαγράμματα με τη μορφή της πίτας, ενώ παράλληλα δηλώνεται η κατανομή τους στο χώρο. Τα δείγματα που μελετήθηκαν προέρχονται από τις τομές ΣΤ (Εικ. 10 και 11) και Ε (Εικ. 18), και συλλέχθηκαν κατά την ανασκαφική περίοδο του Οι δύο αυτές τομές μαζί με τις υπόλοιπες της νότιας πλαγιάς ανοίχτηκαν για δεύτερη φορά το 2000 (μετά το 1992), με σκοπό να αποσαφηνιστούν ζητήματα στρωματογραφίας και να επιχειρηθεί η συσχέτιση των στρωμάτων με τις φάσεις που είχαν αποκαλυφθεί στην κορυφή της τούμπας. Η τομή ΣΤ βρίσκεται στα υψηλότερα σημεία της νότιας πλαγιάς και γειτνιάζει με την τομή Δ στα δυτικά και την τομή Ε στα νότια. Από τη ΣΤ μελετήθηκε η βόρεια (Εικ. 10), ανατολική και δυτική παρειά (Εικ. 11), ενώ από την Ε η βόρεια και ανατολική (Εικ. 18). Εν μέρει λόγω της μεγάλης κλίσης των επιχώσεων του νότιου τομέα και της έντονης διάβρωσης, δεν αντιπροσωπεύονται ικανοποιητικά οι στρωματογραφικοί ορίζοντες της μιας τομής στην αμέσως νοτιότερη (Ισαακίδου 2011:31-2). Στις δύο αυτές τομές εντοπίστηκαν επιχώσεις με οικιστικά κατάλοιπα της ΠΕΧ. Σε αυτό συνηγορούν και δύο ραδιοχρονολογήσεις από το εργαστήριο αρχαιομετρίας του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος». Η ραδιοχρονολόγηση από την ΣΤ έδωσε τιμή π.χ. (DEM 354), ενώ η δεύτερη από την Ε μεταξύ π.χ. (DEM 1108) (Ισαακίδου 2011). 63

64 7.2.1 Τομή ΣΤ Τα δείγματα της τομής ΣΤ ανήκουν στις φάσεις της ΠΕΧ που αναγνωρίστηκαν στην τομή, με εξαίρεση ένα δείγμα από λάκκο των ιστορικών χρόνων (Πίν. 8). Το πρώτο στρώμα της ΠΕΧ εντοπίστηκε σε βάθος 71,65-71,35 μ., το οποίο αντιστοιχεί με ένα επεισόδιο καταστροφής στο στρώμα 4 (Εικ. 10 και 11). Το επεισόδιο καταστροφής συσχετίζεται με μια πήλινη κατασκευή (στρώμα 6) που αντιστοιχεί στο δάπεδο δύο μεγάλων συνενωμένων σιρών. Ακριβώς κάτω από την πήλινη κατασκευή αποκαλύφθηκε το στρώμα 8 με πάχος 0,20 μ. και έντονα ίχνη καύσης. Αποτελεί στρώμα καταστροφής που σφράγισε ένα οικιστικό επεισόδιο στο στρώμα 9, στο οποίο αντιστοιχούν δάπεδο, μια πλατφόρμα και ένας σιρός (ΝΚ 1700) μιας πασσαλόπηκτης οικίας. Κάτω από το επεισόδιο αυτό εντοπίστηκε ένα παχύ στρώμα επιχωμάτωσης (στρώμα 10), μέσα στο οποίο βρέθηκε ένας αδιατάρακτος ενταφιασμός νηπίου, 0,25 μ. κάτω από την πλατφόρμα του υπερκείμενου επεισοδίου. Το παραπάνω στρώμα επιχωμάτωσης και ένας απορριματικός λάκκος των ιστορικών χρόνων Λ1 (ΝΚ 1709) διαταράσσουν μια επιφάνεια χρήσης (στρώμα 12) σε βάθος 70,39-70,86 μ., που αποτελεί το δάπεδο πασσαλόπηκτης οικίας (ΝΚ 1701, 1702, 1703, 1704, 1705 και 1706). Σύμφωνα με την κεραμική του, το επεισόδιο αυτό τοποθετείται στην ΠΕΧ. Ένα ακόμα στρώμα καταστροφής (στρώμα 18) εντοπίζεται σε βάθος 70,50-70,35 μ. (ΝΚ 1711, 1714, 1716, 1717, 1718, 1719 και 1720) και φαίνεται πως καλύπτει ένα παλαιότερο δάπεδο πασσαλόπηκτης οικίας. Το δάπεδο αυτό βρέθηκε σε βάθος 70,53-70,43 μ. και οριοθετούνταν προς νότο από μια σειρά πασσαλότρυπων, οι οποίες όριζαν πασσαλόπηκτο τοίχο με προσανατολισμό ΒΑ-ΝΔ. Κάτω από το δάπεδο αναγνωρίστηκαν λεπτές διαδοχικές στρώσεις δαπέδων που πιθανόν αποτελούσαν ανακατασκευές μικρής κλίμακας. Δείγματα των φάσεων της ΠΕΧ Πάσα #6019 Το δείγμα ΝΚ 1700 προέρχεται από την ανασκαφή της πάσας #6019 (Εικ. 12). Πρόκειται για μια μικρή πάσα που καταλαμβάνει τη ΒΑ γωνία της τομής και στα πλαίσιά της αφαιρέθηκε η πηλοκατασκευή-σιρός, που είχε αποκαλυφθεί στην #6016 κατά την ανασκαφική περίοδο του Ο σιρός έχει εν μέρει αποκαλυφθεί, καθώς 64

65 το υπόλοιπο τμήμα του διεισδύει τόσο στο βόρειο όσο και στον ανατολικό μάρτυρα, και ως εκ τούτου το σχήμα του μας διαφεύγει. Το περιχείλωμα του σιρού εμφανίστηκε σε βάθος 71,09 μ. και το δάπεδό του σε βάθος 71,07 μ. Το ΝΚ 1700 συλλέχθηκε μέσα από τις παρειές, αλλά και εξωτερικά του σιρού. Η πυκνότητα των σπόρων ήταν ιδιαίτερα αυξημένη στη βόρεια παρειά, έξω από το περιχείλωμα. Το ΝΚ 1700 αποτελεί το πιο πλούσιο δείγμα από το σύνολο του υλικού. Το 80% του δείγματος αφορά τους σπόρους των δημητριακών, ενώ το 13% τα λέπυρά τους. Η παρουσία των σπόρων πέντε ειδών δημητριακών (μονόκοκκο, δίκοκκο, σιτάρι, κριθάρι και σπέλτα) και λεπύρων του νέου τύπου σιταριού αποτελεί ένδειξη της μικτής καλλιέργειάς τους. Από το σύνολο των σπόρων των δημητριακών, το μονόκοκκο σιτάρι είναι το είδος που αντιπροσωπεύεται στο μεγαλύτερο ποσοστό (61%). Ακολουθεί το άγνωστο σιτάρι με ποσοστό 26%, το δίκοκκο με 8% και το σιτάρι σπέλτα με 5%, ενώ το κριθάρι δεν αντιπροσωπεύεται από ποσοστό. Φαίνεται πως το μονόκοκκο και το άγνωστο σιτάρι καλλιεργούνταν παράλληλα, ενώ το δίκοκκο και το σπέλτα πιθανόν πιο περιορισμένα ή με διαφορετικές αναλογίες το καθένα. Η αυξημένη παρουσία των σπόρων δημητριακών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το δείγμα προέρχεται από το εσωτερικό ενός σιρού δείχνει πως αποτελούσαν αποθηκευμένη ποσότητα. Επίσης, η γενικότερη παρουσία των λεπύρων των ντυμένων δημητριακών υποδηλώνει την επεξεργασία τους και, ως εκ τούτου, την κατανάλωσή τους. Με βάση την παρουσία των λεπύρων, το μονόκοκκο σιτάρι έρχεται πρώτο με ποσοστό 66% και ακολουθεί το δίκοκκο με 26%. Ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό παίρνουν τα αδιάγνωστα λέπυρα (7%) και το νέου τύπου σιτάρι μόνο 1%. Αντιθέτως, τα όσπρια και τα ζιζάνια εμφανίζονται με χαμηλά ποσοστά (3% όσπρια και 4% ζιζάνια). Από το σύνολο των οσπρίων κυριαρχεί η φακή (180 σπόροι), ενώ σημαντική είναι και η παρουσία το λαθουριού. Δεν αποκλείεται η πιθανότητα τα δύο είδη να καλλιεργούνταν από τους κατοίκους του Αρχοντικού, ίσως σε περιορισμένη βάση. Τα υπόλοιπα όσπρια πιθανόν αποτελούσαν τυχαίες προσμίξεις μέσα στην καλλιέργεια της φακής (Jones & Halstead 1995). Μεταξύ των άγριων ειδών που εντοπίστηκαν στο δείγμα αναγνωρίστηκαν τα είδη Heliotropium europaeum, Agrostemma githago, Lolium temulentum, Lolium remotum Bilderdykia convolvulus και Bromus sp. Οι σπόροι του είδους Heliotropium europaeum δεν είναι 65

66 απανθρακωμένοι και δεν είναι βέβαιο ότι αποτελούν προϊστορικούς σπόρους. Τα είδη Lolium temulentum, Bromus sp. και Bilderdykia convolvulus είναι ετήσια χειμερινά ζιζάνια και απαντώνται σε φθινοπωρινές καλλιέργειες, π.χ. στα χειμερινά σιτηρά (Ελευθεροχωρινός 1992). Ειδικότερα, το είδος Lolium remotum συνήθως σχετίζεται με το λινάρι και την καλλιέργειά του (Kroll 1983). Φαίνεται πως τα παραπάνω είδη αποτελούν ζιζάνια της καλλιέργειας. Επίσης, οι σπόροι των ειδών Agrostemma githago, Bilderdykia convolvulus και Lolium temulentum ανήκουν στην κατηγορία των «μεγάλων, ελεύθερων και βαρέων» σπόρων και λόγω των μιμητικών ιδιοτήτων που παρουσιάζουν ως προς τις φυσικές ιδιότητες των σπόρων του προϊόντος, συχνά το συνοδεύουν μέχρι το τελικό στάδιο της αλυσίδας επεξεργασίας (Jones 1987). Η παρουσία τους, επομένως, υποδηλώνει την επεξεργασία των δημητριακών. Τέλος, τα φρούτα και οι καρποί δεν εκπροσωπούνται από κάποιο ποσοστό λόγω του πολύ μικρού απόλυτου αριθμού των καταλοίπων τους. Πάσα #6020 Η ανασκαφή της πάσας #6020 ξεκίνησε από το βόρειο τμήμα της, απ όπου αφαιρέθηκε το δάπεδο της #6016, και στη συνέχεια προχώρησε στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα της. Κατά την ανασκαφή της αποκαλύφθηκε ένα λευκωπό δάπεδο (10YR 8/1 white), στην επιφάνεια του οποίου υπήρχαν πολλά, διάσπαρτα κομμάτια από άνθρακες. Το δάπεδο εκτεινόταν στο βόρειο (70,87 μ.) και κεντρικό (70,82 μ.) κυρίως τμήμα της τομής, ενώ απουσίαζε από τη ΒΑ γωνία της και τη ΝΑ και νότια περιοχή της πάσας. Τμήμα του ίδιου δαπέδου εντοπίστηκε και στη ΝΔ γωνία της πάσας σε βάθος 70,79 μ. Από την πάσα αυτή προέρχονται τα δείγματα ΝΚ 1701, 1702, 1703, 1704 και 1705 (Εικ. 13). Με βάση τη σύστασή τους αλλά και τη χωρική τους προέλευση, οι σπόροι των δειγμάτων 1701, 1703, 1704, 1705 πιθανόν να βρέθηκαν τυχαία στο δάπεδο, με εξαίρεση το ΝΚ 1702 (>200 σπόροι). Η υπόθεση αυτή στηρίζεται κυρίως στον μικρό απόλυτο αριθμό των σπόρων, καθώς τα περισσότερα από τα δείγματα είναι φτωχά. Συγκεκριμένα, το ΝΚ 1701 περιέχει 34 σπόρους, το ΝΚ σπόρους, το ΝΚ σπόρους και το ΝΚ σπόρους. Το ΝΚ 1702 είναι το χώμα που κάλυπτε το ΒΔ τμήμα του δαπέδου (Εικ. 13). Στο δείγμα αυτό κυριαρχούν τα δημητριακά με ποσοστό 81% (77% σπόροι και 4% 66

67 λέπυρα). Η παρουσία των σπόρων τεσσάρων δημητριακών (μονόκοκκο, δίκοκκο, σπέλτα, κοινό/σκληρό) αποτελεί ένδειξη της πιθανής μικτής καλλιέργειάς τους. Η μειωμένη παρουσία των λεπύρων, όπως δείχνει και ο λόγος λεπύρων/σπόρων (Πίν. 6), θα μπορούσε να οφείλεται στην απανθράκωσή τους μαζί με τους σπόρους των δημητριακών, καθώς ένα μικρό ποσοστό λεπύρων μπορεί να συνοδεύσει τους σπόρους των δημητριακών μέχρι το τελικό καθαρισμένο προϊόν (Hillman 1984). Όσον αφορά τα όσπρια, αυτά έχουν πολύ χαμηλή συμμετοχή, με ποσοστό 3% και με κυρίαρχο είδος τη φακή. Αντιθέτως, τα άγρια είδη έχουν μια σημαντική παρουσία (16%) στο δείγμα. Ανάμεσά τους αναγνωρίστηκαν τα είδη Heliotropium europaeum, Lolium temulentum, Lolium remotum και Setaria viridis/verticillata. Οι σπόροι του είδους Heliotropium europaeum δεν είναι απανθρακωμένοι και δεν είναι βέβαιο ότι αποτελούν προϊστορικούς σπόρους. Το είδος Setaria viridis/verticillata θεωρείται ζιζάνιο της καλλιέργειας και φανερώνει ανοιξιάτικη σπορά (Λόλας 1999). Γενικότερα, τα είδη της Setaria sp. φυτρώνουν από την άνοιξη μέχρι το καλοκαίρι και απαντώνται σε ανοιξιάτικα φυτά μεγάλης καλλιέργειας (Ελευθεροχωρινός 1992). Ωστόσο, το σκάλισμα και το ξεβοτάνισμα αποτελούν πρακτικές που ευνοούν την παρουσία των ανοιξιάτικων ζιζανίων στα χωράφια (Jones et al. 1999). Από την άλλη, το είδος Lolium remotum συνήθως σχετίζεται με το λινάρι και την καλλιέργειά του (Kroll 1983), αν και δεν έχουν βρεθεί σπόροι λιναριού στο δείγμα. Τέλος, τα φρούτα και οι καρποί δεν εκπροσωπούνται από κάποιο ποσοστό λόγω του πολύ μικρού απόλυτου αριθμού των καταλοίπων τους. Το ΝΚ 1703 προέρχεται από το δάπεδο στη ΝΔ γωνία (Εικ. 13) και πρόκειται για ένα φτωχό δείγμα (28 σπόροι). Από τα δημητριακά αναγνωρίστηκαν το μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι (25 σπόροι), και 3 σπόροι από άγρια είδη. Ενώ, απουσιάζουν εντελώς τα όσπρια, τα φρούτα και οι καρποί. Από τη ΒΑ γωνία της πάσας, όπου δεν εντοπίστηκε το δάπεδο, έχουμε το ΝΚ 1705 (Εικ. 13). Το δείγμα αυτό περιέχει 41 σπόρους τριών δημητριακών (μονόκοκκο, δίκοκκο και σιτάρι μη προσδιορισμένο). Στο σύνολο των δημητριακών υπερτερεί το μονόκοκκο έναντι των άλλων δύο σιταριών. Η παρουσία των λεπύρων, όμως, είναι αρκετά μειωμένη (4 σπόροι), όπως δείχνει και ο λόγος λεπύρων/σπόρων (Πίν. 6). Θα μπορούσε να οφείλεται στην απανθράκωσή τους μαζί με τους σπόρους των δημητριακών, καθώς ένα μικρό ποσοστό λεπύρων μπορεί να συνοδεύσει τους 67

68 σπόρους των δημητριακών μέχρι το τελικό καθαρισμένο προϊόν (Hillman 1984). Επίσης, αναγνωρίστηκαν 3 σπόροι οσπρίων και 2 σπόροι άγριων ειδών. Ένα σύνολο από 14 πασσαλότρυπες συσχετιζόταν με το παραπάνω δάπεδο. Το ΝΚ 1701 συλλέχθηκε από πασσαλότρυπα (ΠΣ 1) στα ΒΔ της πάσας (Εικ. 13). Πρόκειται για φτωχό δείγμα (34 σπόροι). Το δείγμα αυτό περιέχει 26 σπόρους δημητριακών (κυρίως μονόκοκκο σιτάρι) και 4 σπόρους λεπύρων. Η παρουσία των άγριων ειδών είναι αρκετά μειωμένη (3 σπόροι), ενώ τα φρούτα και οι καρποί απουσιάζουν από το δείγμα αυτό. Τέλος, το ΝΚ 1704 προέρχεται από πασσαλότρυπα (ΠΣ 8) στο κέντρο της πάσας #6020 (Εικ. 13) και είναι ένα αρκετά φτωχό δείγμα (3 σπόροι). Τα λιγοστά κατάλοιπα από το δείγμα αυτό φαίνεται πως βρέθηκαν τυχαία εντός της πασσαλότρυπας. Πάσα #6022 Στα ΝΑ της πάσας βρέθηκε πασσαλότρυπα (ΠΣ 13), το χώμα της οποίας κρατήθηκε ως ΝΚ 1706 (Εικ. 14). Στα δυτικά της ΠΣ 13, σχεδόν σε επαφή με το χείλος της, βρέθηκε απανθρακωμένο κομμάτι ξύλου, το οποίο πιθανόν αποτελούσε τον πάσσαλό της. Η ΠΣ 13 βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με τις πασσαλότρυπες της #6020. Το δείγμα 1706 κυριαρχείται από τους σπόρους των δημητριακών με ποσοστό 79%. Η παρουσία των σπόρων έξι δημητριακών (μονόκοκκο, δίκοκκο, κοινό/σκληρό, σιτάρι μη προσδιορισμένο, σπέλτα και κριθάρι) και των λεπύρων του νέου τύπου σιταριού αποτελεί ένδειξη της μικτής καλλιέργειάς τους. Το 36% των σπόρων των δημητριακών αφορά το μονόκοκκο σιτάρι, ενώ δεύτερο σε ποσοστά έρχεται το κριθάρι με 26%. Ακολουθεί το δίκοκκο με ποσοστό 19%, το μη προσδιορισμένο σιτάρι με 11%, το κεχρί με 5%, το κοινό/σκληρό σιτάρι με 2% και το σιτάρι σπέλτα με 1%. Τα λέπυρα, ωστόσο, εμφανίζονται με πολύ χαμηλό ποσοστό (5%). Η μειωμένη παρουσία τους θα μπορούσε να οφείλεται στην απανθράκωσή τους μαζί με τους σπόρους των δημητριακών, καθώς ένα μικρό ποσοστό λεπύρων μπορεί να συνοδεύσει τους σπόρους των δημητριακών μέχρι το τελικό καθαρισμένο προϊόν (Hillman 1984). Τα όσπρια εμφανίζονται με ποσοστό 6% και, επομένως, η παρουσία τους είναι μάλλον τυχαία. Το υπόλοιπο 10% του δείγματος αποτελείται από άγρια είδη. Ανάμεσά τους αναγνωρίστηκαν τα είδη Buglossoides arvensis, Lolium temulentum, Setaria sp. και Setaria viridis/verticillata. Το είδος Lolium temulentum 68

69 ανήκει στα ετήσια χειμερινά ζιζάνια και απαντάται σε φθινοπωρινές καλλιέργειες, π.χ. στα χειμερινά σιτηρά, ενώ το γένος Setaria sp. ανήκει στα ετήσια θερινά ζιζάνια, τα οποία φυτρώνουν την άνοιξη και συμπληρώνουν τον βιολογικό τους κύκλο το φθινόπωρο (Ελευθεροχωρινός 1992). Τα είδη Buglossoides arvensis και Setaria viridis/verticillata θεωρούνται ζιζάνια της καλλιέργειας και φανερώνουν ανοιξιάτικη σπορά (Λόλας 1999). Ωστόσο, το σκάλισμα και το ξεβοτάνισμα αποτελούν πρακτικές που ευνοούν την παρουσία των ανοιξιάτικων ζιζανίων στα χωράφια (Jones et al. 1999). Παρόλα αυτά, η μειωμένη παρουσία των άγριων ειδών και γενών στο δείγμα δείχνει ότι μάλλον δεν αποτελούν ζιζάνια της καλλιέργειας. Τέλος, τα φρούτα και οι καρποί απουσιάζουν εντελώς από το δείγμα αυτό. Πάσα #6027 Η πάσα #6027 καλύπτει όλη την επιφάνεια της τομής, εκτός του λάκκου στο μέσο του δυτικού τμήματός της, και στα πλαίσια της αφαιρέθηκε η φάση με τις πασσαλότρυπες, που αποκαλύφθηκε στις #6020 και #6022. Από τη ΒΑ γωνία της πάσας, όπου δεν εντοπίστηκε το δάπεδο, προέρχεται το ΝΚ 1711 (Εικ. 15), ένα αρκετά φτωχό δείγμα (17 σπόροι). Περιέχει 8 σπόρους δημητριακών (μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι), 6 σπόρους οσπρίων και 3 σπόρους άγριων ειδών. Πάσα #6028: Από την #6028 (κάτω από την #6027) συλλέχθηκαν τα δείγματα ΝΚ 1714, 1716, 1717, 1718, 1719 και 1720 (Εικ. 16). Στη ΒΑ περιοχή της τομής αποκαλύφθηκε λευκό δάπεδο σε βάθος 70,50 μ. Στην επιφάνειά του υπήρχαν ενσωματωμένα κομμάτια ανθράκων. Στο ΝΚ 1717 συλλέχθηκε το καμμένο χώμα που αφαιρέθηκε αμέσως πάνω από το λευκό δάπεδο (Εικ. 16). Στο δείγμα αυτό κυριαρχούν τα δημητριακά με τη μορφή των σπόρων, με ποσοστό 91%. Η παρουσία των σπόρων πέντε δημητριακών (μονόκοκκο, δίκοκκο, κοινό/σκληρό, μη προσδιορισμένο σιτάρι και κριθάρι) και των λεπύρων του νέου τύπου σιταριού υποδηλώνει τη μικτή καλλιέργειά τους. Ωστόσο, τα ποσοστά του μονόκοκκου και δίκοκκου σιταριού (65% και 30% αντίστοιχα) είναι μεγαλύτερα από τα ποσοστά των υπόλοιπων δημητριακών. Πιθανότατα τα υπόλοιπα δημητριακά να μην καλλιεργούνταν εντατικά. Παρόλα αυτά, ο απόλυτος αριθμός των σπόρων των δημητριακών είναι μεγάλος, γεγονός που υποδηλώνει τη χρήση τους και ίσως την αποθήκευσή τους. Αντιθέτως, τα λέπυρα 69

70 κατέχουν ένα πολύ χαμηλό ποσοστό (2%), όπως φαίνεται και από τον λόγο λεπύρων/σπόρων (Πίν. 6). Η μειωμένη παρουσία τους θα μπορούσε να οφείλεται στην απανθράκωσή τους μαζί με τους σπόρους των δημητριακών, καθώς ένα μικρό ποσοστό λεπύρων μπορεί να συνοδεύσει τους σπόρους των δημητριακών μέχρι το τελικό καθαρισμένο προϊόν (Hillman 1984). Οι σπόροι των άγριων ειδών που εντοπίστηκαν έχουν μικρή παρουσία (6%) και μπορεί να είναι ζιζάνια της καλλιέργειας. Στο σύνολο των άγριων ειδών που εντοπίστηκαν στο δείγμα υπερτερούν τα είδη Lolium temulentum και Lolium remotum, εκ των οποίων το πρώτο ανήκει στα ετήσια χειμερινά ζιζάνια και απαντάται σε φθινοπωρινές καλλιέργειες, π.χ. στα χειμερινά σιτηρά (Ελευθεροχωρινός 1992). Γενικά, το είδος Lolium remotum συνήθως σχετίζεται με το λινάρι και την καλλιέργειά του (Kroll 1983), χωρίς βέβαια να έχουν βρεθεί σπόροι λιναριού στο δείγμα. Τα όσπρια έχουν ένα πολύ μικρό ποσοστό (1%) και πιθανόν αποτελούν τυχαίες προσμίξεις. Τέλος, τα φρούτα και οι καρποί απουσιάζουν εντελώς από το δείγμα. Το ΝΚ 1718 προέρχεται από την αφαίρεση του δαπέδου που βρέθηκε στην #6020 στο ΝΔ τμήμα της τομής (Εικ. 16). Στο δείγμα αυτό είναι έκδηλη η υπεροχή των σπόρων των δημητριακών (87%). Η παρουσία των σπόρων πέντε δημητριακών (μονόκοκκο, δίκοκκο, κοινό/σκληρό, μη προσδιορισμένο σιτάρι και κριθάρι) θα μπορούσε να υποδηλώνει τη μικτή καλλιέργειά τους. Από το σύνολο των σπόρων των δημητριακών, το κυρίαρχο είδος είναι το μονόκοκκο σιτάρι (51%) και ακολουθεί το δίκοκκο (26%). Επίσης, το κριθάρι κατέχει ένα σημαντικό ποσοστό (15%), γεγονός που δείχνει πως πιθανόν καλλιεργούνταν παράλληλα με τα δύο πρώτα, ίσως πιο περιορισμένα. Ωστόσο, από το δείγμα απουσιάζουν τα ραχίδια του φυτού που προέρχονται από το αρχικό στάδιο της επεξεργασίας του. Η απουσία τους πιθανόν οφείλεται στο ότι τα ραχίδια είναι ευάλωτα στη θερμότητα (Βαλαμώτη 2006). Το κεχρί, το μη προσδιορισμένο σιτάρι και το κοινό/σκληρό σιτάρι καλύπτουν το υπόλοιπο 8%. Τα είδη αυτά πιθανόν καλλιεργούνταν περιοδικά ή σε περιορισμένη βάση. Τα λέπυρα εμφανίζονται με πολύ χαμηλό ποσοστό (5%) και ο λόγος λεπύρων/σπόρων είναι 0,05 (Πίν. 6). Η μειωμένη παρουσία τους θα μπορούσε να οφείλεται στην απανθράκωσή τους μαζί με τους σπόρους των δημητριακών, καθώς ένα μικρό ποσοστό λεπύρων μπορεί να συνοδεύσει τους σπόρους των δημητριακών μέχρι το τελικό καθαρισμένο προϊόν (Hillman 1984). Τα όσπρια, επίσης, έχουν μια 70

71 περιορισμένη παρουσία (5%) και μάλλον αποτελούν τυχαίες προσμίξεις. Ενώ, τα άγρια είδη κατέχουν μόνο το 2%. Η μειωμένη παρουσία των άγριων ειδών και γενών στο δείγμα δείχνει ότι μάλλον δεν αποτελούν ζιζάνια της καλλιέργειας, ενώ μπορεί να οφείλεται στις εντατικές μεθόδους καθαρισμού των χωραφιών που εφαρμόζονταν από τους κατοίκους του Αρχοντικού. Τέλος, το υπόλοιπο 1% του δείγματος αφορά τα φρούτα, που εκπροσωπούνται από έναν μόνο σπόρο γίγαρτου. Από το μέσον του βόρειου τμήματος της τομής κρατήθηκε το ΝΚ 1714 (Εικ. 16). Στο δείγμα αυτό κυριαρχούν τα δημητριακά με τη μορφή των σπόρων με ποσοστό 87%. Η παρουσία των σπόρων πέντε δημητριακών (μονόκοκκο, δίκοκκο, κοινό/σκληρό, μη προσδιορισμένο σιτάρι και κριθάρι) υποδηλώνει την πιθανή μικτή καλλιέργειά τους. Κυρίαρχο είδος είναι και πάλι το μονόκοκκο, σε δεύτερη θέση βρίσκεται το δίκοκκο και ακολουθεί το κοινό/σκληρό σιτάρι. Τα τρία αυτά είδη πιθανόν καλλιεργούνταν παράλληλα, ενώ το άγνωστο σιτάρι και το κριθάρι καλλιεργούνταν περιοδικά ή σε περιορισμένη βάση. Αντιθέτως, τα λέπυρα κατέχουν μόνον 2%, όπως δείχνει και ο λόγος λεπύρων/σπόρων (Πίν. 6), γεγονός που ίσως οφείλεται στην απανθράκωσή τους μαζί με τους σπόρους των δημητριακών, καθώς ένα μικρό ποσοστό λεπύρων μπορεί να συνοδεύσει τους σπόρους των δημητριακών μέχρι το τελικό καθαρισμένο προϊόν (Hillman 1984). Τα όσπρια εμφανίζονται με ένα πολύ χαμηλό ποσοστό (1%) και μάλλον αποτελούν τυχαίες προσμίξεις μέσα στα δημητριακά. Η παρουσία των άγριων ειδών είναι σχετικά μειωμένη (9%). Μεταξύ των άγριων ειδών που εντοπίστηκαν στο δείγμα, αναγνωρίστηκαν τα είδη Buglossoides arvensis και Lolium temulentum. Η παρουσία των «μεγάλων, ελεύθερων και βαρέων» σπόρων, όπως το είδος Lolium temulentum, υποδηλώνει την επεξεργασία των δημητριακών, καθώς συχνά συνοδεύουν το καλλιεργούμενο είδος μέχρι το τελικό στάδιο της αλυσίδας επεξεργασίας (Jones 1987). Αντιθέτως, οι σπόροι του είδους Buglossoides arvensis ανήκουν στην κατηγορία των «μικρών, ελεύθερων και βαρέων» σπόρων, οι οποίοι απομακρύνονται από το καλλιεργούμενο είδος κατά το λεπτό κοσκίνισμα (Jones 1987). Αν και δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος ο απόλυτος αριθμός των άγριων ειδών, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ζιζάνια της καλλιέργειας. Το είδος Lolium temulentum ανήκει στα ετήσια χειμερινά ζιζάνια και απαντάται σε φθινοπωρινές καλλιέργειες, π.χ. στα χειμερινά σιτηρά (Ελευθεροχωρινός 1992), ενώ το είδος Buglossoides arvensis αποτελεί ζιζάνιο της 71

72 καλλιέργειας και φανερώνει ανοιξιάτικη σπορά (Λόλας 1999). Ωστόσο, το σκάλισμα και το ξεβοτάνισμα αποτελούν πρακτικές που ευνοούν την παρουσία των ανοιξιάτικων ζιζανίων στα χωράφια (Jones et al. 1999). Στο δείγμα, επίσης, περιέχονται σε πολύ χαμηλό ποσοστό φρούτα (1%). Ο απόλυτος αριθμός των καταλοίπων των φρούτων είναι εξαιρετικά μικρός για να προσφέρει πληροφορίες ως προς τη χρήση τους. Από το μέσον του ανατολικού τμήματος της τομής σε βάθος 70,51 μ. συλλέχθηκε το ΝΚ 1716 (Εικ. 16). Από το δείγμα αυτό, το μεγαλύτερο ποσοστό κατέχουν τα δημητριακά με τη μορφή σπόρων (74%). Η παρουσία των σπόρων πέντε δημητριακών (μονόκοκκο, δίκοκκο, κοινό/σκληρό, μη προσδιορισμένο σιτάρι και κριθάρι) αποτελεί ένδειξη της μικτής καλλιέργειάς τους. Από το σύνολο των δημητριακών, το μονόκοκκο σιτάρι αποτελεί το κυρίαρχο είδος (69%). Ακολουθεί το δίκοκκο με ποσοστό 24%, το άγνωστο σιτάρι με 4%, το κριθάρι με 2% και το κοινό/σκληρό σιτάρι με 1%. Φαίνεται πως το μονόκοκκο και το δίκοκκο σιτάρι καλλιεργούνταν παράλληλα και με άλλα σιτηρά, σε διαφορετικές πιθανόν αναλογίες το καθένα. Τα λέπυρα, όμως, απουσιάζουν εντελώς από το δείγμα. Αντιθέτως, τα άγρια είδη έχουν ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό (20%). Τα είδη Lolium temulentum και Setaria viridis/verticillata, που αναγνωρίστηκαν στο δείγμα, αποτελούν ζιζάνια της καλλιέργειας (Ελευθεροχωρινός 1992, Λόλας 1999). Όσον αφορά τα όσπρια, αυτά έχουν μια μειωμένη συμμετοχή στο δείγμα (5%) και μάλλον αποτελούν τυχαίες προσμίξεις. Τέλος, τα φρούτα κατέχουν μόνον 1% και ο απόλυτος αριθμός των καταλοίπων τους είναι εξαιρετικά μικρός για να προσφέρει πληροφορίες ως προς τη χρήση τους. Το ΝΚ 1719 προέρχεται από τη ΝΔ γωνία της τομής (Εικ. 16). Το δείγμα αυτό κυριαρχείται από τα δημητριακά με τη μορφή σπόρων (92%). Αναγνωρίστηκε μια ποικιλία σιτηρών: μονόκοκκο, δίκοκκο, κοινό/σκληρό, κριθάρι, σπέλτα και κεχρί. Η παρουσία των σπόρων πέντε δημητριακών (μονόκοκκο, δίκοκκο, κοινό/σκληρό, σπέλτα και κριθάρι) αποτελεί ένδειξη της μικτής καλλιέργειάς τους. Στο σύνολο των δημητριακών με τη μορφή των σπόρων, πρώτο σε ποσοστά έρχεται το κριθάρι (33%) και ελαφρώς πιο χαμηλό είναι το ποσοστό του δίκοκκου (31%). Ακολουθεί το μονόκοκκο με ποσοστό 26%, το κοινό/σκληρό σιτάρι με 5%, το κεχρί με 4% και το σπέλτα με 1%. Φαίνεται πως το κριθάρι καλλιεργούνταν παράλληλα με το 72

73 μονόκοκκο και το δίκοκκο, ενώ τα υπόλοιπα σιτάρια καλλιεργούνταν σε περιοδική βάση ή πιο περιορισμένα. Τα λέπυρα εμφανίζονται με ένα χαμηλό ποσοστό (4%) και ο λόγος λεπύρων/σπόρων είναι αρκετά μικρός (0,04, Πίν. 6). Η μειωμένη παρουσία τους πιθανόν οφείλεται στην απανθράκωσή τους μαζί με τους σπόρους των δημητριακών, καθώς ένα μικρό ποσοστό λεπύρων μπορεί να συνοδεύσει τους σπόρους των δημητριακών μέχρι το τελικό καθαρισμένο προϊόν (Hillman 1984). Στο δείγμα, επίσης, περιέχονται σε πολύ χαμηλό ποσοστό όσπρια (4%), εκ των οποίων υπερτερεί το λαθούρι. Ο απόλυτος αριθμός των οσπρίων είναι πολύ μικρός και, επομένως, η παρουσία τους είναι μάλλον τυχαία. Επιπλέον, τόσο τα άγρια είδη όσο και τα φρούτα και οι καρποί απουσιάζουν από το δείγμα. Η παντελής απουσία των άγριων ειδών μπορεί να οφείλεται στην απομάκρυνσή τους σε κάποιο προγενέστερο στάδιο επεξεργασίας των δημητριακών ή να αποτελεί ένδειξη ενός συγκεκριμένου τρόπου συγκομιδής της σοδειάς. Το ΝΚ 1720 είναι το χώμα που συλλέχθηκε μέσα από πασσαλότρυπα (ΠΣ 9) σε βάθος 70,56 μ (Εικ. 16). Τα δημητριακά με τη μορφή σπόρων κυριαρχούν στο δείγμα με ποσοστό 71%. Η παρουσία των σπόρων πέντε δημητριακών (μονόκοκκο, δίκοκκο, κοινό/σκληρό, μη προσδιορισμένο σιτάρι και κριθάρι) και των λεπύρων του νέου τύπου σιταριού αποτελεί ένδειξη της μικτής καλλιέργειάς τους. Αν και οι απόλυτες τιμές των σπόρων των δημητριακών είναι σχετικά μικρές, κυρίαρχο είδος είναι το μονόκοκκο σιτάρι (35%). Δεύτερο σε ποσοστά έρχεται το δίκοκκο (20%), τρίτο το κριθάρι (19%), τέταρτο το άγνωστο σιτάρι (15%), πέμπτο το κεχρί (8%) και τελευταίο το κοινό/σκληρό σιτάρι (3%). Φαίνεται πως το μονόκοκκο και το δίκοκκο σιτάρι καλλιεργούνταν παράλληλα με το κριθάρι και το άγνωστο σιτάρι. Ενώ, το κεχρί και το κοινό/σκληρό σιτάρι πιθανότατα δεν καλλιεργούνταν συστηματικά. Τα λέπυρα εμφανίζονται με ένα χαμηλό ποσοστό (5%), όπως φαίνεται και από τον λόγο λεπύρων/σπόρων (Πίν. 6). Η μειωμένη παρουσία τους πιθανόν οφείλεται στην απανθράκωσή τους μαζί με τους σπόρους των δημητριακών, καθώς ένα μικρό ποσοστό λεπύρων μπορεί να συνοδεύσει τους σπόρους των δημητριακών μέχρι το τελικό καθαρισμένο προϊόν (Hillman 1984). Όσον αφορά τα όσπρια, η παρουσία τους είναι μειωμένη (8%) και φαίνεται ότι αποτελούν τυχαίες προσμίξεις μέσα στα δημητριακά. Αν και τα άγρια είδη κατέχουν ένα σημαντικό ποσοστό (15%), δεν θεωρούνται ζιζάνια της καλλιέργειας λόγω του μικρού απόλυτου αριθμού των 73

74 σπόρων τους. Τέλος, τα φρούτα κατέχουν μόνον 1% και ο απόλυτος αριθμός των καταλοίπων τους είναι εξαιρετικά μικρός για να προσφέρει πληροφορίες ως προς τη χρήση τους Τομή Ε Τα περισσότερα δείγματα της τομής Ε προέρχονται από τα στρώματα της ΠΕΧ (Πίν. 9). Ανάμεσα στο υλικό, όμως, υπάρχουν δείγματα που προέρχονται από δύο πάσες στα στρώματα 6 (ΝΚ 1600 και 1601) και 12 (ΝΚ 1602), τα οποία δεν μπορούν να χρονολογηθούν, καθώς είναι διαταραγμένα και στα εγκλείσματά τους περιέχεται κεραμική από διάφορες περιόδους. Σύμφωνα με τη μελέτη της στρωματογραφικής ακολουθίας στην τομή Ε (Εικ. 18), το πρώτο επεισόδιο καταστροφής της ΠΕΧ εντοπίζεται στο στρώμα 8 (ΝΚ 1603, 1604, 1605 και 1607) σε βάθος 69,45-69,15 μ. Πρόκειται για ένα παχύ στρώμα, μέσα στο οποίο ενσωματώνονται κατεστραμμένα οικοδομικά υλικά και διαλυμένα τοιχώματα πηλοκατασκευών. Κάτω από το επεισόδιο αυτό ανακαλύφθηκε δάπεδο οικήματος (στρώμα 9, ΝΚ 1609, 1610, 1611 και 1612) σε βάθος 69,25-69,05 μ., στο οποίο παρατηρούνται πιθανές ανακατασκευές, όπως και στην τομή ΣΤ. Το δάπεδο αυτό έχει επαλειφτεί από μια λεπτή στρώση καστανού πηλού, ο οποίος φέρει μια υπόλευκη κρούστα εξαιτίας της απανθράκωσης οργανικών υλικών στην άνω επιφάνειά του. Κάτω από το δάπεδο εμφανίζεται και η υποδομή του με μέγιστο πάχος 0,10 μ. που μεσολαβεί ανάμεσα στο στρώμα αυτό και στο υποκείμενο στρώμα καταστροφής (στρώμα 11). Το στρώμα 11 αποτελεί το δεύτερο επεισόδιο καταστροφής που αποκαλύφθηκε σε βάθος 69,15-69,05 μ. έως τα 68,85 μ., όπου και σταμάτησε η ανασκαφή στην τομή αυτή. Το επεισόδιο αυτό σφραγίζει μια οικιστική φάση, στο δάπεδο της οποίας εδράζονταν έξι κυκλικές και ελλειψοειδείς κατασκευές, πιθανότατα σιροί (ΝΚ 1613). Σύμφωνα με τη ραδιοχρονολόγηση τμήματος απανθρακωμένου ξύλου από την επίχωση του στρώματος, το επεισόδιο αυτό χρονολογείται μεταξύ π.χ. (DEM 1108). Τα εγκλείσματα του στρώματος 11 αποτελούνται κυρίως από τμήματα της ανωδομής του οικήματος, όπως και το απανθρακωμένο τμήμα ξύλου. Επιπλέον, αξιοσημείωτη είναι η παρουσία ενός υποστρώματος με μεγάλα όστρακα στη ΒΔ περιοχή της τομής. Το υπόστρωμα, που εντοπίζεται σε βάθος 69,10 μ., φαίνεται πως υποδηλώνει μια προσπάθεια 74

75 εξομάλυνσης της περιοχής αυτής, ώστε να δομηθεί με ασφαλή τρόπο το οικιστικό επεισόδιο στο στρώμα 9. Δείγματα των φάσεων της ΠΕΧ Πάσα #5032 Κατά την ανασκαφή της #5032 αποκαλύφθηκαν ένα δεύτερο τμήμα δαπέδου στο κέντρο περίπου της τομής σε βάθος 69,18 μ. και μια μικρή κυκλική κατασκευή (φουρνάκι;) στη δυτική παρειά σε βάθος 69,27 μ. Από την κατασκευή εμφανίστηκε το κυκλικό της χείλος με διάμετρο ~0,20 μ. και πάχος τοιχωμάτων ~0,02 μ. Από την περιοχή της κατασκευής αυτής συλλέχθηκε το ΝΚ 1603 (Εικ. 19). Ενώ, από την περιοχή καύσης γύρω από την κατασκευή προέρχεται το ΝΚ 1604 (Εικ. 19). Τα δείγματα αυτά είναι τα πιο φτωχά από το σύνολο των δειγμάτων. Το 1603 αποτελείται από έναν μόνο σπόρο δημητριακού και το 1604 δεν περιέχει σπόρους. Πάσα # 5033 Από την πάσα #5033 προέρχονται δύο δείγματα (Εικ. 20). Το ένα, ΝΚ 1605, συλλέχθηκε μέσα από βάση αγγείου στο μέσον περίπου της δυτικής παρειάς. Το δεύτερο, το ΝΚ 1607, προέρχεται από πασσαλότρυπα στο μέσον του δυτικού τμήματος της τομής. Πλησίον της πασσαλότρυπας έχουν εντοπιστεί αποσπασματικό τμήμα δαπέδου και δύο πήλινες κατασκευές (η μία είναι από την #5032). Το ΝΚ 1605 είναι ένα φτωχό δείγμα (14 σπόροι). Το δείγμα περιέχει 6 σπόρους μονόκοκκου σιταριού, 1 μόνον σπόρο κεχριού και 6 σπόρους οσπρίων. Όσον αφορά τα άγρια είδη πρόκειται ουσιαστικά για έναν σπόρο. Το δείγμα αυτό, που προέρχεται από το εσωτερικό αγγείου, θα μπορούσε να αποτελεί ένα μέρος αποθηκευμένης ποσότητας ή, εναλλακτικά, καύσιμη ύλη. Ωστόσο, ο απόλυτος αριθμός των σπόρων στο δείγμα αυτό είναι εξαιρετικά μικρός για να επιβεβαιώσει τέτοιου είδους υποθέσεις. Το ΝΚ 1607 είναι, επίσης, ένα αρκετά φτωχό δείγμα. Αναγνωρίστηκε ένας μόνο σπόρος φακής που μάλλον βρέθηκε τυχαία στην πασσαλότρυπα. Πάσα #5034 Κατά την ανασκαφή της #5034 αφαιρέθηκε το στρώμα καταστροφής στη βόρεια περιοχή της τομής. Σε όλη την έκταση της πάσας σώζεται δάπεδο, το οποίο έχει 75

76 επίστρωση λευκού επιχρίσματος. Τα δείγματα ΝΚ 1609, 1611 και 1612 προέρχονται από την ανατολική περιοχή της πάσας, όπου τα ίχνη καύσης ήταν εντονότερα (Εικ. 21). Ειδικότερα, το ΝΚ 1609 συλλέχθηκε από τη ΒΑ περιοχή της πάσας και είναι ένα εξαιρετικά φτωχό δείγμα. Από το σύνολο των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων του δείγματος αναγνωρίστηκαν ένας σπόρος μονόκοκκου, δύο σπόροι κριθαριού και ένας σπόρος ρόβης. Το ΝΚ 1611 προέρχεται από την ΝΑ γωνία της πάσας. Το δείγμα είναι και αυτό φτωχό, και περιέχει 22 σπόρους δημητριακών (μονόκοκκο, μη προσδιορισμένο σιτάρι, κριθάρι και κεχρί). Επίσης, αναγνωρίστηκαν 2 σπόροι οσπρίων, 2 σπόροι φρούτων και 7 σπόροι άγριων ειδών. Το ΝΚ 1612 προέρχεται από τη ΒΑ γωνία της πάσας #5034 (Εικ. 21). Στο δείγμα αυτό κυριαρχούν τα δημητριακά με τη μορφή των σπόρων (95%). Τα άγρια είδη έχουν μια πολύ περιορισμένη παρουσία (3%), τα όσπρια και τα φρούτα κατέχουν από 1% η κάθε κατηγορία. Η παρουσία των σπόρων πέντε δημητριακών (μονόκοκκο, κοινό/σκληρό, μη προσδιορισμένο σιτάρι, κριθάρι και σπέλτα) αποτελεί ένδειξη της μικτής καλλιέργειάς τους. Από το σύνολο των δημητριακών, το κριθάρι αντιπροσωπεύεται από το μεγαλύτερο ποσοστό (80%). Ακολουθούν το μονόκοκκο με 16% και το μη προσδιορισμένο σιτάρι με 4%. Είναι πολύ πιθανό το κριθάρι να καλλιεργούνταν παράλληλα με το μονόκοκκο σιτάρι. Τα υπόλοιπα δημητριακά ίσως συμμετείχαν στις καλλιέργειες σε περιορισμένη βάση και με διαφορετικές αναλογίες. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί πως από το δείγμα απουσιάζει το δίκοκκο σιτάρι. Η παντελής απουσία του ίσως υποδηλώνει μια διατροφική προτίμηση των κατοίκων του οικσμού. Τα άγρια είδη από το δείγμα αυτό, λόγω του σχετικά μεγάλου απόλυτου αριθμού των σπόρων τους, θα μπορούσαν να αποτελούν ζιζάνια της καλλιέργειας που δεν απομακρύνθηκαν στα διάφορα στάδια επεξεργασίας της σοδειάς. Ανάμεσά τους αναγνωρίστηκαν τα είδη Bilderdykia convolvulus, Galium spurium και σπόροι του γένους Setaria sp. Οι σπόροι των δύο πρώτων ανήκουν στην κατηγορία των «μεγάλων, ελεύθερων και βαρέων» σπόρων που συχνά συνοδεύουν το καλλιεργούμενο είδος μέχρι το τελικό στάδιο στην αλυσίδα επεξεργασίας (Jones 1987). Επίσης, το είδος Bilderdykia convolvulus είναι ετήσιο ζιζάνιο χειμερινών και ανοιξιάτικων καλλιεργειών, ενώ το γένος Setaria sp. ανήκει στα ετήσια θερινά ζιζάνια (Ελευθεροχωρινός 1992). Τέλος, η παρουσία των οσπρίων είναι αρκετά μειωμένη και πιθανόν αποτελούσαν τυχαίες προσμίξεις μέσα στις καλλιέργειες. 76

77 Το ΝΚ 1610 προέρχεται από την κεντρική περιοχή της πάσας #5034 (Εικ. 21). Το δείγμα αυτό κυριαρχείται από τα δημητριακά με τη μορφή των σπόρων, με ποσοστό 93%. Η παρουσία των σπόρων πέντε δημητριακών (μονόκοκκο, δίκοκκο, κοινό/σκληρό, μη προσδιορισμένο σιτάρι και κριθάρι) αποτελεί ένδειξη της μικτής καλλιέργειάς τους, ίσως με διαφορετικές αναλογίες. Όπως δείχνουν τα ποσοστά των σπόρων των δημητριακών, κυρίαρχο είδος είναι το κριθάρι με ποσοστό 70%. Με σημαντικά μειωμένο ποσοστό, το μονόκοκκο έρχεται δεύτερο (22%). Έπειτα, ακολουθούν το μη προσδιορισμένο σιτάρι και το δίκοκκο με 7% και 1% αντίστοιχα. Η κυριαρχία του κριθαριού και ο μεγάλος απόλυτος αριθμός των σπόρων του παραπέμπουν σε αποθηκευμένη ποσότητα. Το υπόλοιπο 7% του δείγματος αφορά τα άγρια είδη, τα οποία λόγω του μεγάλου απόλυτου αριθμού των σπόρων τους αποτελούν ζιζάνια της καλλιέργειας, που δεν απομακρύνθηκαν στα διάφορα στάδια επεξεργασίας της σοδειάς. Συγκεκριμένα, οι σπόροι των ειδών Bilderdykia convolvulus και Galium spurium, που αναγνωρίστηκαν στο δείγμα, ανήκουν στην κατηγορία των «μεγάλων, ελεύθερων και βαρέων» σπόρων που συχνά συνοδεύουν το καλλιεργούμενο είδος μέχρι το τελικό στάδιο στην αλυσίδα επεξεργασίας (Jones 1987). Επίσης, εντοπίστηκαν δύο ελαιοδοτικά φυτά, η μήκων η υπνοφόρος και η Lallemantia, τα οποία υπερτερούν στο σύνολο των άγριων ειδών. Δεν αποκλείεται τα είδη αυτά να συλλέχθηκαν σκόπιμα από τους κατοίκους του οικισμού, καθώς ο απόλυτος αριθμός των σπόρων τους είναι σχετικά μεγάλος. Με βάση όλα τα παραπάνω, είναι αρκετά πιθανό τα κατάλοιπα από το δείγμα αυτό να αποτελούν μέρος αποθηκευμένης ποσότητας που με κάποιο τρόπο κατέληξε στο δάπεδο της οικίας. Πάσα #5035 Με την ανασκαφή της #5035 αφαιρέθηκαν δύο στρώσεις του δαπέδου της #5034. Το κεντρικό και ανατολικό τμήμα της #5035 καταλαμβάνει μια κυκλική κατασκευή, από την οποία σώζεται μόνο το Ν-ΝΔ τμήμα. Από τη ΒΑ γωνία της πάσας, όπου εντοπίζονται ίχνη καύσης, προέρχεται το ΝΚ 1613 (Εικ. 22). Στο δείγμα αυτό, τα δημητριακά με τη μορφή των σπόρων αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο ποσοστό (87%). Τα άγρια κατέχουν το 9%, ενώ τα λέπυρα και τα φρούτα/καρποί μοιράζονται εξίσου το υπόλοιπο 4%. Από το σύνολο των δημητριακών με τη μορφή των σπόρων αναγνωρίστηκαν τρία είδη, το μονόκοκκο, το κριθάρι και ένα μη προσδιορισμένο 77

78 είδος σιταριού. Ο απόλυτος αριθμός των σπόρων του μονόκοκκου (15 σπόροι) και του κριθαριού (28 σπόροι) δείχνει πως αποτελούσαν καλλιεργούμενα είδη. Ενώ, το μη προσδιορισμένο σιτάρι αποτελούσε τυχαία πρόσμιξη στις καλλιέργειες ή καλλιεργούνταν σε πολύ περιορισμένη βάση. Όσον αφορά τα λέπυρα, η παρουσία τους είναι αρκετά μειωμένη και μάλλον οφείλεται στην απανθράκωσή τους μαζί με τους σπόρους των δημητριακών, διότι ένα μικρό ποσοστό λεπύρων μπορεί να συνοδεύσει τους σπόρους των δημητριακών μέχρι το τελικό καθαρισμένο προϊόν (Hillman 1984). Ένα από τα άγρια είδη που αναγνωρίστηκαν στο δείγμα είναι η παπαρούνα και συγκεκριμένα το είδος μήκων η υπνοφόρος. Λόγω του πολύ μικρού απόλυτου αριθμού των σπόρων της (3 σπόροι), είναι αρκετά δύσκολο να προκύψουν συμπεράσματα ως προς τη χρήση της. Το ίδιο ισχύει για τα φρούτα και τους καρπούς Συνολική εικόνα της αρχαιοβοτανικής σύστασης των δειγμάτων Από τη μελέτη της σύστασης των δειγμάτων προέκυψε μια σειρά από γενικές παρατηρήσεις. Στο σύνολο των δειγμάτων 1 κυριαρχούν τα δημητριακά με 92% (91% σπόροι και 9% λέπυρα). Έπειτα, τα άγρια είδη/ζιζάνια εμφανίζονται με μικρότερο ποσοστό (5%), ενώ το ποσοστό των οσπρίων είναι σε γενικές γραμμές πολύ χαμηλό (3%). Τέλος, τα φρούτα και οι καρποί εμφανίζονται σπάνια και σε πολύ μικρές ποσότητες. Τομή ΣΤ Η τομή ΣΤ συγκριτικά με την Ε είναι πλουσιότερη σε αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα. Στα δείγματα της τομής ΣΤ κυριαρχούν τα δημητριακά με τη μορφή των σπόρων και των λεπύρων, με ποσοστό 92% (89% σπόροι και 11% λέπυρα), ενώ τα όσπρια κατέχουν ένα χαμηλό ποσοστό (3%). Στο υπόλοιπο 5% των δειγμάτων εντοπίζονται τα άγρια είδη/ζιζάνια. Τα φρούτα και οι καρποί δεν εκπροσωπούνται από ποσοστό, καθώς οι σπόροι τους είναι λιγοστοί (13 σπόροι). Τομή Ε 1 Στην αρχαιοβοτανική ανάλυση δεν συμπεριλήφθησαν τα δείγματα που προέρχονταν από αδιάγνωστες ή μεταγενέστερες φάσεις (ΝΚ 1709, 1600, 1601, 1602). 78

79 Στα δείγματα της τομής Ε υπερτερούν τα δημητριακά, με τη μορφή των σπόρων, με ποσοστό 93%. Τα λέπυρά τους δεν αντιπροσωπεύονται από ποσοστό, καθώς είναι ελάχιστα (3 κατάλοιπα). Δεύτερα σε ποσοστά έρχονται τα άγρια είδη/ζιζάνια με 6% και τρίτα τα όσπρια με μόνο 1%. Τα φρούτα και οι καρποί δεν εκπροσωπούνται από ποσοστό, καθώς οι σπόροι τους είναι λιγοστοί (8 σπόροι) Η προέλευση του αρχαιοβοτανικού υλικού στο Αρχοντικό Στο σημείο αυτό επιχειρείται μια ερμηνεία της προέλευσης των δειγμάτων με βάση τη χωρική τους προέλευση και την αρχαιοβοτανική τους σύσταση. Τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα από το Αρχοντικό που κατέληξαν στις επιχώσεις των τομών έχουν προκύψει από διάφορες δραστηριότητες των κατοίκων του οικισμού. Διερευνώντας την προέλευση των δειγμάτων μπορούμε να διαμορφώσουμε μια γενική εικόνα για τις δραστηριότητες αυτές. Τομή ΣΤ Στην τομή ΣΤ εντοπίστηκε ένα οικιστικό επεισόδιο της ΠΕΧ, στο οποίο αντιστοιχούν το δάπεδο, μια πλατφόρμα και ένας σιρός μιας πασσαλόπηκτης οικίας. Από τον σιρό προέρχεται το πιο πλούσιο δείγμα του αρχαιοβοτανικού υλικού (ΝΚ 1700). Τα φυτικά κατάλοιπα που βρέθηκαν στον σιρό αποτελούσαν αποθηκευμένη ποσότητα, καθώς ο απόλυτος αριθμός των καταλοίπων των καλλιεργούμενων ειδών είναι αρκετά μεγάλος. Φαίνεται πως στην οικία αυτή αποθηκευόταν το προϊόν στον σιρό και λάμβανε μέρος ένα στάδιο της επεξεργασίας της σοδειάς, ενδεχομένως πάνω στην πλατφόρμα. Στη συνέχεια, ένα στρώμα επιχωμάτωσης και ένας απορριμματικός λάκκος των ιστορικών χρόνων διαταράσσουν ένα δεύτερο οικιστικό επεισόδιο της ΠΕΧ. Το επεισόδιο αυτό αποτελεί το δάπεδο πασσαλόπηκτης οικίας, από το οποίο συλλέχθηκαν έξι δείγματα. Με βάση την αρχαιοβοτανική σύσταση τους αλλά και τη χωρική τους προέλευση, οι σπόροι των δειγμάτων από την πασσαλόπηκτη οικία πιθανόν να βρέθηκαν τυχαία στο δάπεδο της, με εξαίρεση ένα δείγμα (ΝΚ 1702). Τα περισσότερα δείγματα είναι αρκετά φτωχά και ο αριθμός των καταλοίπων τους είναι πολύ μικρός. Επιπρόσθετα, κανένα από αυτά δε βρέθηκε κοντά σε πηλοκατασκευές, ώστε να υποθέσουμε ότι τα κατάλοιπα αυτά σχετίζονταν με την επεξεργασία της 79

80 σοδειάς, την προετοιμασία ή την αποθήκευση της τροφής. Το πιθανότερο είναι να είχαν μεταφερθεί από τους ανθρώπους ή τα ζώα και να βρέθηκαν τυχαία στο δάπεδο. Ένα τρίτο στρώμα καταστροφής της ΠΕΧ φαίνεται πως καλύπτει ένα παλαιότερο λευκό δάπεδο πασσαλόπηκτης οικίας. Τα δείγματα από το λευκό δάπεδο ίσως περιείχαν αποθηκευμένες ποσότητες δημητριακών, όπως φανερώνουν οι απόλυτοι αριθμοί των σπόρων τους. Από το βόρειο τμήμα της τομής που διατηρήθηκε το λευκό δάπεδο και βρέθηκαν τρεις πασσαλότρυπες προέρχονται δύο δείγματα με μεγάλο αριθμό σπόρων δημητριακών (το 1714 με 222 σπόρους και το 1717 με σπόρους). Από την αφαίρεση του δαπέδου (από το δεύτερο οικιστικό επεισόδιο της ΠΕΧ) στη ΝΔ γωνία της τομής συλλέχθηκαν δύο δείγματα (το 1718 με 116 σπόρους δημητριακών και το 1719 με 314 σπόρους δημητριακών). Ένα άλλο δείγμα προέρχεται από το ανατολικό τμήμα της τομής με τη σειρά των παλιών πασσαλότρυπων (από το δεύτερο οικιστικό επεισόδιο της ΠΕΧ) και περιέχει 98 σπόρους δημητριακών (ΝΚ 1716). Τέλος, από μια από αυτές τις πασσαλότρυπες προέρχεται ένα δείγμα με 65 σπόρους δημητριακών (ΝΚ 1720). Ωστόσο, κοντά στα δείγματα δεν βρέθηκαν αποθηκευτικές κατασκευές για να θεωρηθούν τα δείγματα με βεβαιότητα αποθηκευμένες ποσότητες. Ένας λόγος θα μπορούσε να είναι ότι το αποθηκευμένο προϊόν βρισκόταν μέσα σε σκεύη από φθαρτό υλικό, το οποίο λόγω της φωτιάς δεν άφησε ίχνη. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η πληθώρα εργαλείων που βρέθηκαν στο παραπάνω οικιστικό επεισόδιο. Πρόκειται για μυλόπετρες, τριπτήρες, φολίδες, μια αιχμή, λεπίδες, οπείς, ένα απολέπισμα, ένα πυρήνα, ένα χάλκινο ακόνι, ένα πήλινο αντικείμενο, ένα λίθινο εργαλείο (μάλλον κρουστήρας) και έναν οψιανό. Τομή Ε Από το πρώτο επεισόδιο καταστροφής της ΠΕΧ προέρχονται τέσσερα δείγματα που είναι φτωχά, όπως φαίνεται από τον μικρό απόλυτο αριθμό των σπόρων τους. Τα δύο από αυτά προέρχονται από πηλοκατασκευή, το ένα από το εσωτερικό (ΝΚ 1603 με 1 σπόρο) και το άλλο εξωτερικά αυτής (ΝΚ 1604 χωρίς σπόρους). Φαίνεται πως η πηλοκατασκευή ήταν άδεια και πιθανόν δεν είχε αποθηκευτεί ακόμη το προϊόν. Δεν αποκλείεται, όμως, το αποθηκευμένο προϊόν να μην άφησε ίχνη. Το τρίτο δείγμα συλλέχθηκε από τη βάση αγγείου με 14 σπόρους (ΝΚ 1605). Αν και είναι μικρός ο 80

81 απόλυτος αριθμός των καταλοίπων του, θα μπορούσε να θεωρηθεί αποθηκευμένη ποσότητα. Ενώ, το τέταρτο δείγμα (ΝΚ 1607) προέρχεται από πασσαλότρυπα στο μέσον του δυτικού τμήματος της τομής. Το δείγμα αυτό περιέχει ένα σπόρο που μάλλον βρέθηκε τυχαία εντός της πασσαλότρυπας. Κάτω από το επεισόδιο αυτό ανακαλύφθηκε δάπεδο οικήματος, στο οποίο παρατηρούνται πιθανές ανακατασκευές, όπως και στην τομή ΣΤ. Από το δάπεδο αυτό προέρχονται τέσσερα δείγματα. Τα δύο περιείχαν αποθηκευμένες ποσότητες δημητριακών, όπως φαίνεται από τον μεγάλο απόλυτο αριθμό των σπόρων τους (το 1610 με σπόρους και το 1612 με 739 σπόρους). Αντιθέτως, τα άλλα δύο δείγματα έχουν λιγότερους σπόρους δημητριακών (το 1609 με 3 σπόρους και το 1611 με 22 σπόρους). Παρόλα αυτά, δεν βρέθηκαν αποθηκευτικές κατασκευές στο δάπεδο, ώστε να θεωρηθούν με βεβαιότητα οι ποσότητες των δημητριακών αποθηκευμένες. Πιθανότατα το αποθηκευμένο προϊόν βρισκόταν μέσα σε κεραμικά σκεύη, καθώς βρέθηκαν αρκετά όστρακα, ή σε σκεύη από φθαρτό υλικό, το οποίο λόγω της φωτιάς δεν άφησε ίχνη. Επίσης, κατά την ανασκαφή στην περιοχή με το δάπεδο βρέθηκε μια μυλόπετρα, αντικείμενο που σχετίζεται με την προετοιμασία της τροφής. Το δεύτερο επεισόδιο καταστροφής της ΠΕΧ που αποκαλύφθηκε στην τομή Ε σφραγίζει μια οικιστική φάση, στο δάπεδο της οποίας εδράζονταν έξι κυκλικές και ελλειψοειδείς κατασκευές, πιθανότατα σιροί. Κοντά σε μια από τις κυκλικές κατασκευές συλλέχθηκε ένα δείγμα (ΝΚ 1613). Αν και ο αριθμός των καταλοίπων είναι μικρός (53 σπόροι), θα μπορούσαν να αποτελούν αποθηκευμένη ποσότητα. Κεφάλαιο 8 Σύνθεση των αρχαιοβοτανικών δεδομένων από το Αρχοντικό Γιαννιτσών 8.1 Χρήσεις των φυτών Τα φυτά που αναγνωρίστηκαν στα δείγματα από το Αρχοντικό θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους. Φαίνεται πως κάλυπταν τις διατροφικές 81

82 ανάγκες των κατοίκων του οικισμού, αλλά και ανάγκες σε καύσιμη ύλη ή φαρμακευτικές ουσίες. Δημητριακά Ντυμένα δημητριακά Στα δείγματα από το Αρχοντικό εντοπίστηκαν τρία είδη ντυμένων δημητριακών: το μονόκοκκο, το δίκοκκο και το σιτάρι σπέλτα. Η παρουσία των σπόρων τους σχεδόν σε όλα τα δείγματα δείχνει πως αποτελούσαν καλλιεργούμενα είδη, που χρησιμοποιούνταν ως τρόφιμα. Η χρήση τους υποδηλώνεται και από την παρουσία των καταλοίπων τους, δηλαδή των λεπύρων. Από τρία αυτά είδη, το μονόκοκκο αποτελεί το κυρίαρχο είδος. Η αυξημένη παρουσία του εντός ή κοντά σε πηλοκατασκευές υποδηλώνει την αποθήκευσή του και την κατανάλωσή του από τους κατοίκους του Αρχοντικού. Η κυριαρχία αυτή του μονόκοκκου σιταριού από φάσεις της ΠΕΧ του Αρχοντικού ενισχύει την άποψη πως τα ντυμένα δημητριακά, και κυρίως το μονόκοκκο, συνεχίζουν να κυριαρχούν κατά την Εποχή του Χαλκού σε αποθηκευτικούς χώρους σε οικισμούς της βόρειας Ελλάδας (Kroll 1983, Halstead 1994). Θεωρείται πως το είδος αυτό προσδιόριζε πολιτισμικά τους κατοίκους μιας ευρύτερης περιοχής, και αποτελούσε δείκτη των κοινωνικών ανισοτήτων και του κοινωνικού ανταγωνισμού (Hamilakis 2000). Από την άλλη πλευρά, το δίκοκκο σιτάρι έχει μια ελαφρώς μειωμένη παρουσία. Πιθανότατα καλλιεργούνταν παράλληλα με το μονόκοκκο, σε διαφορετικές όμως αναλογίες. Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο το δίκοκκο σιτάρι να αντιπροσώπευε μια διαφορετική πολιτισμική επιλογή των κατοίκων του οικισμού (Βαλαμώτη 2009). Ένα ακόμη είδος ντυμένου δημητριακού που αναγνωρίστηκε στο υλικό από το Αρχοντικό είναι το σιτάρι σπέλτα. Η παρουσία του στα δείγματα υποδηλώνει ότι το φυτό καλλιεργούνταν, αλλά σε περιορισμένη βάση σύμφωνα με τον αριθμό των σπόρων του. Σπόροι του σιταριού σπέλτα έχουν εντοπιστεί, επίσης, σε αποθέσεις του τέλους της 3ης χιλιετίας π.χ. από τις προηγούμενες ανασκαφικές περιόδους (Valamoti 2007, Valamoti et al. 2008). Γυμνά δημητριακά Το κοινό/σκληρό σιτάρι, που ανήκει στα γυμνά δημητριακά, εμφανίζεται σχεδόν σε όλα τα δείγματα. Αν και η παρουσία του είναι αρκετά περιορισμένη, δεν αποκλείεται 82

83 να καλλιεργούνταν ή να καταναλωνόταν σε μικρή κλίμακα στο Αρχοντικό. Επιπλέον, το κοινό/σκληρό σιτάρι μοιάζει αρκετά ως προς τις ιδιότητες του σπόρου με το δίκοκκο και μπορούμε να υποθέσουμε ότι είχε ανάλογες χρήσεις με αυτό (Βαλαμώτη 2009:63). Κριθάρι Το κριθάρι εντοπίζεται με τη μορφή των σπόρων σχεδόν σε όλα τα δείγματα και έχει μια σημαντική παρουσία στο αρχαιοβοτανικό υλικό. Απουσιάζουν, όμως, τα ραχίδια του φυτού, τα οποία προέρχονται από το αρχικό στάδιο της επεξεργασίας του. Η απουσία των ραχιδίων οφείλεται πιθανόν στο ότι τα ραχίδια είναι ευάλωτα στη θερμότητα (Βαλαμώτη 2006). Η αυξημένη παρουσία του κριθαριού δείχνει πως το φυτό αυτό καλλιεργούνταν και καταναλωνόταν από τους κατοίκους του Αρχοντικού. Εξάλλου το είδος αυτό εμφανίζεται και σε προηγούμενες ανασκαφικές περιόδους. Κεχρί Σε αντίθεση με το κριθάρι, το κεχρί εντοπίζεται για πρώτη φορά σε αρχαιοβοτανικό υλικό από το Αρχοντικό. Συγκεκριμένα, οι σπόροι του κεχριού αναγνωρίστηκαν σε εννιά δείγματα, εκ των οποίων τα έξι προέρχονται από στρώματα της ΠΕΧ. Φαίνεται πως το είδος αυτό καλλιεργούνταν σε πολύ περιορισμένη βάση ή σε διαφορετική αναλογία από τα υπόλοιπα δημητριακά. Ωστόσο, ο μικρός αριθμός των σπόρων του δεν μπορεί να επιβεβαιώσει μια τέτοια άποψη. Αν και το κεχρί απαντά στην Εποχή του Χαλκού, στη βόρεια Ελλάδα εμφανίζεται ως καλλιεργούμενο είδος κατά την ΥΕΧ (Valamoti 2007, Βαλαμώτη 2009). Συγκεκριμένα, σπόροι κεχριού αναγνωρίστηκαν σε αρχαιοβοτανικό υλικό από τον Καστανά, το Αγγελοχώρι Ημαθίας, τον Άγιο Μάμαντα και την Άσσηρο (Βαλαμώτη 2009). Το κεχρί φαίνεται πως καταναλωνόταν από τους ανθρώπους κατά την ΥΕΧ, όπως έδειξαν και οι χημικές αναλύσεις ισοτόπων σε σκελετούς από τη βόρεια Ελλάδα (Triantafyllou 2001). Το κεχρί πιθανότατα έφτασε στον ελλαδικό χώρο μέσω των επαφών των κατοίκων με κοινότητες που καλλιεργούσαν το φυτό σε προϊστορικούς οικισμούς της Ρουμανίας και της Ουκρανίας (Βαλαμώτη 2010:181). Το είδος εμφανίστηκε πριν το π.χ. σε θέσεις της βόρειας Κίνας, περιοχή που μάλλον εξημερώθηκε, στη δυτική Ασία και την Ευρώπη (Hunt et al. 2008). Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να 83

84 έλαβαν χώρα ξεχωριστές εξημερώσεις του είδους σε διαφορετικές περιοχές, ακόμη και μετά το π.χ. (Hunt et al. 2008:15). Όσπρια Η παρουσία των οσπρίων είναι αρκετά περιορισμένη στα δείγματα, ώστε να μπορούμε να υποθέσουμε τη χρήση τους ως τρόφιμα. Εξαίρεση αποτελεί η φακή, η οποία εμφανίζεται συχνά και με σχετικά υψηλότερα ποσοστά. Αντιθέτως, η ρόβη, το κουκί και το λαθούρι εμφανίζονται με πολύ χαμηλά ποσοστά. Επομένως, δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε αν τα τρία αυτά είδη είχαν πράγματι χρησιμοποιηθεί από τους κατοίκους του οικισμού ή αν καταναλώνονταν πολύ περιορισμένα. Δεν αποκλείεται η παρουσία τους ήταν τυχαία μέσα στην καλλιέργεια της φακής ως τυχαίες προσμίξεις (Jones & Halstead 1995). Ελαιοδοτικά φυτά Τα ελαιοδοτικά φυτά που αναγνωρίστηκαν στο υλικό από το Αρχοντικό είναι η παπαρούνα, και συγκεκριμένα το είδος μήκων η υπνοφόρος (Papaver somniferum), και η Lallemantia. Οι σπόροι της μήκωνος της υπνοφόρου βρέθηκαν σε δύο μόνο δείγματα της τομής Ε που προέρχονται από στρώματα της ΠΕΧ και, συγκεκριμένα, από την επιφάνεια δαπέδου μιας οικίας. Είναι σχετικά λίγοι σε αριθμό και συχνά δε διατηρούνται ολόκληροι. Επομένως, δε μπορούμε να γνωρίζουμε αν οι κάτοικοι του Αρχοντικού συνέλεγαν και χρησιμοποιούσαν το φυτό αυτό. Εκτός από το Αρχοντικό Γιαννιτσών, η μήκων η υπνοφόρος συναντάται στο Μάνδαλο και στον Καστανά (Valamoti 2003:100). Το εύρημα από το Μάνδαλο θεωρείται το πρωιμότερο στον ελλαδικό χώρο, καθώς προέρχεται από στρώμα καταστροφής του δεύτερου μισού της 5ης χιλιετίας π.χ. (Βαλαμώτη 2009:117). Ωστόσο, λόγω του μικρού αριθμού των σπόρων δεν γνωρίζουμε κατά πόσο το είδος αυτό χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους του οικισμού (Valamoti 2003:100). Αντιθέτως, τα πλούσια κατάλοιπα της μήκωνος της υπνοφόρου από τον Καστανά υποδηλώνουν την κατανάλωση του φυτού κατά την ΥΕΧ (Kroll 1983, Arnott 1996, Βαλαμώτη 2009). Η παρουσία της παπαρούνας σε αρχαιολογικές αποθέσεις είναι πιο έντονη στη νότια Ελλάδα. Μια σειρά από ευρήματα προσφέρει αρκετές πληροφορίες για τη χρήση της 84

85 από τον Μινωικό, αλλά και το Μυκηναϊκό πολιτισμό. Το είδος μήκων η υπνοφόρος, που εμφανίζεται στην τέχνη της Μινωικής και Μυκηναϊκής περιόδου, δείχνει πως οι Μινωίτες γνώριζαν το φυτό και τους τρόπους εξαγωγής του οπίου (Askitopoulou et al. 2002). Η χρήση του οπίου υποδηλώνεται από την ύπαρξη αντικειμένων της καθημερινής ζωής, που έχουν την ακριβή μορφή της κάψας της παπαρούνας, ή από απεικονίσεις του φυτού σε αγγεία και κοσμήματα (Askitopoulou et al. 2002:29). Η μέθοδος παραγωγής του οπίου φαίνεται πως ήταν γνωστή στην Κρήτη τουλάχιστον από το π.χ. (Arnott 1996:268). Το όπιο πιθανόν χρησιμοποιούνταν από τους Μινωίτες σε τελετουργίες ή για θεραπευτικούς σκοπούς (Askitopoulou et al. 2002:24). Ενδείξεις για τη χρήση του οπίου προέρχονται και από την Κύπρο. Στη θέση Κίτιο βρέθηκε οστέινη «πίπα», πιθανόν για την εισπνοή οπίου (Merlin 2003:309, fig. 8). Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για την καταγωγή της μήκωνος της υπνοφόρου. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, το συγκεκριμένο είδος εξημερώθηκε και καλλιεργήθηκε στη δυτική Μεσόγειο (Sherratt 1991), και στη συνέχεια διαδόθηκε στην ανατολική Μεσόγειο (Zohary & Hopf 2000). Διαθέτει παυσίπονες και παραισθησιογόνες ιδιότητες, εξαιτίας των αλκαλοειδών που περιέχει, όπως μορφίνη, κωδεϊνη, παπαβερίνη κ.ά. (Sherratt 1997:407). Παρόλα αυτά, δεν είναι βέβαιο πως οι προϊστορικοί άνθρωποι γνώριζαν τόσο καλά τις φαρμακευτικές ιδιότητες του είδους αυτού, και το ενδεχόμενο να είχαν μια τέτοια γνώση δεν μπορεί να υποστηριχθεί εύκολα από τις αρχαιολογικές μαρτυρίες. Επιπλέον, οι γνώσεις που έχουμε για τα φάρμακα στη σύγχρονη εποχή πρέπει να διέφεραν από τις προϊστορικές έννοιες της γνώσης, σύμφωνα με τις οποίες οι θεραπευτικές ιδιότητες συνδέονταν εγγενώς με τις υπερφυσικές και τις προγονικές δυνάμεις (Edmonds 1999:21). Οι αρχαιολογικές ενδείξεις για την παρουσία της παπαρούνας συνήθως προέρχονται από την κεραμική και τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα. Ο αριθμός των σπόρων της παπαρούνας, που εντοπίζονται κατά τη διαλογή αρχαιοβοτανικού υλικού στο στερεοσκόπιο, είναι τις περισσότερες φορές μικρός για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων όσον αφορά τη χρήση της. Οι σπόροι είναι εξαιρετικά ευάλωτοι στην επαφή με την φωτιά και γι αυτό το λόγο μερικές φορές σώζονται αποσπασματικά (Märkle & Rösch 2008). Ενίοτε είναι δύσκολο να προσδιοριστούν οι σπόροι σε επίπεδο είδους, ή να επιβεβαιωθεί η υποτιθέμενη χρήση τους από τους 85

86 ανθρώπους (Merlin 2003:297). Από την άλλη, τα αγγεία αποτελούν ένα είδος έμμεσης ένδειξης της παρουσίας της παπαρούνας (Sherratt 1997:407). Από το βορειοελλαδικό χώρο, όμως, δεν έχουν έως τώρα αναφερθεί αγγεία που να σχετίζονται με τη μεταφορά και την κατανάλωση των προϊόντων της μήκωνος της υπνοφόρου (Βαλαμώτη 2009:117). Πιθανότατα, στο μέλλον να δοθούν απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα μέσα από τις χημικές αναλύσεις των αγγείων. Το δεύτερο ελαιοδοτικό φυτό που αναγνωρίστηκε στα δείγματα από το Αρχοντικό είναι η Lallemantia. Αποτελεί είδος εξωτικής προέλευσης και είναι γνωστό από τους νεολιθικούς χρόνους (Βαλαμώτη 2009:83). Το είδος αυτό έχει μια φυσική κατανομή εκτός της Ευρώπης σε περιοχές που εκτείνονται μεταξύ του Ιράν, της Ανατολίας, της Ιορδανίας, της Παλαιστίνης και του Ισραήλ (Valamoti & Jones 2010). Στο αρχαιοβοτανικό υλικό από το Αρχοντικό, η Lallemantia εντοπίστηκε σε δύο μόνο δείγματα που προέρχονται από την τομή Ε και συγκεκριμένα από στρώματα των φάσεων της ΠΕΧ. Ο απόλυτος αριθμός των σπόρων της είναι μικρός και δεν μπορεί να προσφέρει πληροφορίες όσον αφορά την καλλιέργειά και τη χρήση της. Ωστόσο, η περιορισμένη παρουσία της Lallemantia και η ποικιλία των δημητριακών στο Αρχοντικό επιβεβαιώνουν με τη σειρά τους την εισαγωγή νέων ειδών που παρατηρείται στη βόρεια Ελλάδα μέσω των διακοινοτικών επαφών κατά την Εποχή του Χαλκού. Εκτός από το Αρχοντικό, σπόροι του φυτού έχουν βρεθεί στο Μάνδαλο και στην Άσσηρο (Jones & Valamoti 2005). Φρούτα και καρποί Από το σύνολο των δειγμάτων αναγνωρίστηκαν τρία είδη φρούτων (σύκο, σταφύλι και βατόμουρο) και θραύσματα καρπών (βελανίδι και φιστικιά). Η πολύ περιορισμένη παρουσία των φρούτων και των καρπών στα δείγματα δεν επιτρέπει τη διεξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων ως προς τη χρήση τους. Η παρουσία τους στα δείγματα θα μπορούσε να είναι τυχαία και τα κατάλοιπά τους να μεταφέρθηκαν από τους ανθρώπους ή τα ζώα εντός των οικιών. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο οι κάτοικοι του Αρχοντικού να συνέλεγαν και να κατανάλωναν διάφορους καρπούς και φρούτα. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποδειχθεί με βεβαιότητα από τα τωρινά δεδομένα. 86

87 Παρόλα αυτά, το βατόμουρο, που αναγνωρίστηκε σε κάποια από τα δείγματα του Αρχοντικού, θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί στα τρόφιμα. Θα μπορούσε να αποξηρανθεί και να αποθηκευτεί για μεταγενέστερη χρήση (Βαλαμώτη 2009:102). Η παρουσία του στα δείγματα, όμως, είναι πολύ σπάνια και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί αποθηκευμένο είδος. Εμφανίζεται σε τέσσερα δείγματα, από έναν μόνον σπόρο στο καθένα. 8.2 Πρακτικές καλλιέργειας Οι ταφονομικοί παράγοντες συχνά δυσκολεύουν την λεπτομερέστερη ανάλυση του αρχαιοβοτανικού υλικού, καθώς τα φυτικά κατάλοιπα μπορεί να απανθρακώθηκαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες (Jones 1981). Οι διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των δειγμάτων θα μπορούσαν να είναι, τουλάχιστον εν μέρει, το αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων επεξεργασίας της σοδειάς (Hillmann 1973, Dennell 1974). Ως εκ τούτου, είναι μάλλον δύσκολο να διακρίνουμε ένα σκόπιμα καλλιεργούμενο φυτό από ένα κοινό ζιζάνιο, όταν και τα δύο έχουν βρεθεί σε απορριματική περιοχή (Jones 1981). Είναι σημαντικό, όμως, να γνωρίζουμε και πώς τα άγρια είδη έχουν τροποποιηθεί μέσω του θερισμού, του καθαρισμού της σοδειάς κ.ά., προτού θεωρήσουμε τα είδη αυτά ως δείκτες των πρακτικών καλλιέργειας (Jones 1981). Για να υποστηριχθεί η άποψη ότι τα άγρια είδη είχαν το ρόλο ζιζανίων της καλλιέργειας χρειάζεται να πληρούνται δύο βασικοί όροι. Πρώτον, οι σπόροι των άγριων ειδών θα πρέπει να εμφανίζονται σε μεγάλες συγκεντρώσεις και, δεύτερον, η παρουσία τους να είναι συχνή στο σύνολο των δειγμάτων (Behre 2008). Στο αρχαιοβοτανικό υλικό από το Αρχοντικό, η παρουσία των άγριων ειδών, αν και ελαφρώς περιορισμένη, είναι αρκετά συχνή. Οπότε, στην παρούσα μελέτη θεωρήθηκαν ζιζάνια της καλλιέργειας. Από τα ζιζάνια που αναγνωρίστηκαν στα δείγματα, τα είδη Lolium temulentum, Galium spurium, Bromus sp. και Bilderdykia convolvulus ανήκουν στα ετήσια χειμερινά ζιζάνια, τα οποία συμπληρώνουν το βιολογικό τους κύκλο σε χρονική διάρκεια μικρότερη από ένα έτος και φυτρώνουν το φθινόπωρο ή το χειμώνα και παράγουν σπόρο την άνοιξη ή στις αρχές του θέρους (Ελευθεροχωρινός 1992, Radosevich et al. 1997). Απαντώνται σε φθινοπωρινές καλλιέργειες, π.χ. στα χειμερινά σιτηρά. Ενώ, το είδος Setaria sp. ανήκει στην 87

88 κατηγορία των ετήσιων θερινών ζιζανίων, τα οποία φυτρώνουν την άνοιξη και συμπληρώνουν τον βιολογικό τους κύκλο το φθινόπωρο (Ελευθεροχωρινός 1992, Radosevich et al. 1997). Επίσης, το είδος Convolvulus arvensis ανήκει στα πολυετή ζιζάνια, δηλαδή αυτά ζουν πάνω από δύο έτη (Ελευθεροχωρινός 1992). Η διάρκεια ζωής των άγριων ειδών ίσως να σχετίζεται με μια πιθανή διατάραξη του φυσικού περιβάλλοντος κατά την προϊστορική εποχή. Ειδικότερα, σε ξηρά εδάφη εντοπίζονται περισσότερο ετήσια χειμερινά ζιζάνια, ενώ σε υγρότερα περιβάλλοντα εντοπίζονται περισσότερα πολυετή ζιζάνια (Charles et al. 1997). Στους παραδοσιακούς τρόπους αντιμετώπισης των ζιζανίων της καλλιέργειας συγκαταλέγονται το ξεβοτάνισμα, το τσάπισμα/σκάλισμα του χώματος και διάφορα καλλιεργητικά μέτρα. Επομένως, τα ζιζάνια της καλλιέργειας είναι ενδεικτικά των εντατικών μεθόδων καλλιέργειας (Maier 1999). Τα ζιζάνια από τα δείγματα του Αρχοντικού, που αποτελούνται κυρίως από ετήσια, δείχνουν πως τα εδάφη πρέπει να είχαν καλλιεργηθεί μέσω του τσαπίσματος και του εντατικού σκαλίσματος (Maier 1999:91). Επιπλέον, δεν αποκλείεται οι κάτοικοι να εφάρμοζαν πρακτικές, όπως το ξεβοτάνισμα και η συγκομιδή με το χέρι για την απομάκρυνση και δηλητηριωδών ζιζανίων. Σε αυτό συνηγορεί η ελάχιστη παρουσία του δηλητηριώδους άγριου είδους Agrostemma githago στα δείγματα. Είναι πιθανό να συνέλεγαν με το χέρι το είδος αυτό και γι αυτό δεν εμφανίζεται στα δείγματα. Εκτός από το ξεβοτάνισμα και το τσάπισμα, οι κάτοικοι του οικισμού μπορεί να στράφηκαν σε διάφορα καλλιεργητικά μέτρα για να αντιμετωπίσουν τα ζιζάνια. Ένα αποτελεσματικό καλλιεργητικό μέτρο είναι η μικτή καλλιέργεια. Είναι γεγονός πως τα φυτά στη μικτή καλλιέργεια (ή συγκαλλιέργεια) ευδοκιμούν καλύτερα από αυτά σε μονοκαλλιέργεια. Δεν αποκλείεται οι κάτοικοι του οικισμού να είχαν μια τέτοια γνώση και να εφάρμοζαν την μικτή καλλιέργεια στα χωράφια τους. Η παρουσία των σπόρων μιας ποικιλίας δημητριακών και των λεπύρων του νέου τύπου σιταριού στα δείγματα αποτελεί ένδειξη της μικτής καλλιέργειά τους. Το μονόκοκκο και το δίκοκκο σιτάρι, που εμφανίζονται σε όλα τα δείγματα και σε μεγάλες ποσότητες, φαίνεται πως καλλιεργούνταν παράλληλα και εντατικά. Η καλλιέργεια του μονόκοκκου υποδηλώνεται και από την παρουσία του ζιζανίου Galium spurium στα δείγματα. Η τακτική και εντατική καλλιέργεια του μονόκοκκου σιταριού συμβάλει στην εξάπλωση του Galium spurium, αλλά και άλλων ειδών σιταριού που 88

89 συνυπάρχουν στο ίδιο χωράφι, όπως το σιτάρι σπέλτα (Kroll 1983:244). Παράλληλα με το μονόκοκκο και το δίκοκκο σιτάρι πιθανόν καλλιεργούνταν το κριθάρι και η φακή, αλλά με διαφορετικές αναλογίες. Επιπλέον, το σιτάρι σπέλτα, το κοινό/σκληρό και το άγνωστο σιτάρι λόγω του μικρού αριθμού των σπόρων τους πιθανόν καλλιεργούνταν σποραδικά ή σε πολύ περιορισμένη βάση. Παρόλα αυτά, τα ζιζάνια μπορεί να έχουν και ευεργετικές επιδράσεις, όπως για παράδειγμα να συμβάλλουν στην ισορροπία των οικολογικών συστημάτων, να περιορίζουν τη διάβρωση του εδάφους από το νερό της βροχής, να αυξάνουν τη γονιμότητα του εδάφους, να χρησιμοποιούνται για τις φαρμακευτικές και τις αρωματικές τους ιδιότητες, και να συλλέγονται και να χρησιμοποιούνται ως λαχανικά (Ελευθεροχωρινός 1992:18). Αν και δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί εάν οι κάτοικοι του οικισμού είχαν τέτοιες γνώσεις για τα ζιζάνια, δεν αποκλείεται να συνέλεγαν και να κατανάλωναν κάποια από αυτά, ίσως σε περιορισμένη βάση. 8.3 Επεξεργασία της τροφής Οι βασικές ενδείξεις της σκόπιμης χρήσης των φυτών θεωρούνται η επεξεργασία και η αποθήκευσή τους. Στην περίπτωση του Αρχοντικού, η παρουσία των καταλοίπων των ντυμένων δημητριακών και συγκεκριμένων ζιζανίων της καλλιέργειας αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για την επεξεργασία και τη χρήση των δημητριακών από τους κατοίκους του οικισμού. Ειδικότερα, η παρουσία των ζιζανίων της καλλιέργειας στα δείγματα αποτελεί ένδειξη της εφαρμογής μεθόδων επεξεργασίας της σοδειάς. Οι σπόροι των ειδών Galium spurium, Agrostemma githago, Bilderdykia convolvulus, Convolvulus arvensis, Lolium temulentum και Lolium sp., που αναγνωρίστηκαν από το αρχαιοβοτανικό υλικό, ανήκουν στην κατηγορία των «μεγάλων, ελεύθερων και βαρέων» σπόρων και λόγω των μιμητικών ιδιοτήτων που παρουσιάζουν ως προς τις φυσικές ιδιότητες των σπόρων του προϊόντος, συχνά το συνοδεύουν μέχρι το τελικό στάδιο της αλυσίδας επεξεργασίας (Jones 1987). Αντιθέτως, οι σπόροι των ειδών Buglossoides arvensis και Setaria viridis/verticillata ανήκουν στην κατηγορία των «μικρών, ελεύθερων και βαρέων» σπόρων, οι οποίοι, σύμφωνα με εθνογραφικές μελέτες, απομακρύνονται από το καλλιεργούμενος είδος κατά το λεπτό κοσκίνισμα (Jones 1987). 89

90 Μια ακόμη ένδειξη, λιγότερο άμεση, της επεξεργασίας της σοδειάς ή της προετοιμασίας της τροφής είναι τα εργαλεία που βρέθηκαν κοντά σε αρκετά από τα δείγματα. Πρόκειται για ξέστρα, τριπτήρες, μυλόπετρες, λεπίδες και, διάφορα λίθινα και οστέινα εργαλεία. Οι τριπτήρες, για παράδειγμα, μπορεί να χρησιμοποιήθηκαν για την επεξεργασία άγριων φυτών, κρέατος, χόνδρων, αλατιού ή βαφών (Renfrew & Bahn 2001:281). Ωστόσο, δεν είναι επαρκείς δείκτες της καλλιέργειας δημητριακών ή της ύπαρξης συγκεκριμένων ειδών και της χρήσης τους από τους κατοίκους του οικισμού. Παρά την κυριαρχία των σπόρων στα δείγματα, έντονη είναι και η παρουσία των λεπύρων. Αν και είναι αρκετά ευαίσθητα κατά την απανθράκωση σε σύγκριση με τους σπόρους των δημητριακών (Boardman & Jones 1990), διατηρήθηκαν σε σχετικά μεγάλες ποσότητες. Το γεγονός αυτό έρχεται σε αντίθεση με την άποψη ότι η παρουσία λεπύρων είναι το βασικό χαρακτηριστικό σε εκτεταμένους οικισμούς και όχι σε τούμπες, όπως το Αρχοντικό. Οι περισσότερες τούμπες που έχουν διερευνηθεί αρχαιοβοτανικά φαίνεται πως διαφοροποιούνται από τους εκτεταμένους οικισμούς ως προς την παρουσία των λεπύρων των ντυμένων σιτηρών (Valamoti & Jones 2003, Valamoti 2004, Valamoti 2005). Το αρχαιοβοτανικό υλικό από τις τούμπες αυτές κυριαρχείται από τους σπόρους των φυτών, ενώ τα λέπυρα είναι ελάχιστα. Ωστόσο, η διαφοροποίηση μεταξύ του τύπου του οικισμού και της αρχαιοβοτανικής σύστασης δε συναντάται σε όλους τους προϊστορικούς οικισμούς της βόρειας Ελλάδας. Τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα από το Αρχοντικό δείχνουν πως δεν υφίσταται τέτοιου είδους διαφοροποίηση, καθώς ο αριθμός των λεπύρων ντυμένων δημητριακών που αναγνωρίστηκαν στις τομές ΣΤ και Ε του νότιου τομέα του οικισμού είναι μεγάλος. Συνολικά, τα δείγματα περιείχαν λέπυρα. Το αξιοσημείωτο είναι πως ο αριθμός των λεπύρων (1.165 λέπυρα), που εντοπίστηκαν στην τομή ΣΤ, είναι μεγαλύτερος σε σχέση με αυτόν από την Ε (μόλις 3 λέπυρα). Η διαφοροποίηση μεταξύ των δύο τομών ως προς τον αριθμό των λεπύρων ίσως σχετίζεται με τα διαφορετικά στάδια επεξεργασίας της σοδειάς. Ανάμεσα στις δύο τομές παρεμβάλλεται μια σειρά από πασσαλότρυπες που διαχωρίζει τον οικιστικό χώρο σε δύο μέρη. Είναι πιθανό να υπήρχαν δύο αποθηκευτικοί χώροι. Στον έναν χώρο (τομή ΣΤ) αποθηκευόταν το προϊόν πριν το 90

91 στάδιο του κοπανίσματος και κοσκινίσματος, ενώ στον άλλον (τομή Ε) το τελικό προϊόν. 8.4 Αποθήκευση της τροφής και περίσσευμα Τα καλλιεργούμενα είδη (κυρίως δημητριακά) που βρέθηκαν στα δείγματα φαίνεται πως είχαν αποθηκευτεί εντός πηλοκατασκευών και άλλων σκευών που πλέον δεν διασώζονται. Ωστόσο, λίγα είναι τα δείγματα με μεγάλες και πυκνές συγκεντρώσεις σπόρων δημητριακών και οσπρίων που να παραπέμπουν σε αποθηκευμένες ποσότητες. Επιπλέον, τα περισσότερα δείγματα δεν προέρχονται από το εσωτερικό αποθηκευτικών πηλοκατασκευών (σιροί), με εξαίρεση ίσως τρία. Το ένα δείγμα, το ΝΚ 1700, προέρχεται από τις παρειές του εσωτερικού και εξωτερικά ενός σιρού και αποτελεί το πιο πλούσιο δείγμα από το υλικό. Η μεγάλη ποσότητα των καλλιεργούμενων ειδών (6.857 σπόροι) και η ύπαρξη των υποπροϊόντων τους που εντοπίστηκαν στο δείγμα φαίνεται πως αποτελούσαν αποθηκευμένη ποσότητα. Αντιθέτως, το δεύτερο, το ΝΚ 1603, αν και προέρχεται από το εσωτερικό μιας πηλοκατασκευής, είναι αρκετά φτωχό (1 σπόρος). Στην περίπτωση αυτή, είναι πολύ πιθανό η πηλοκατασκευή να ήταν άδεια τη στιγμή που καταστράφηκε το οίκημα ή το αποθηκευμένο είδος να μην είχε αφήσει ίχνη. Φυτά που βράζονται, τρώγονται ωμά ή χρησιμοποιούνται για χυμούς και για την κατασκευή ποτών μπορεί να μην απανθρακωθούν και γι αυτό να απουσιάζουν ή να υποαντιπροσωπεύονται στο σύνολο (Renfrew & Bahn 2001:280). Και το τρίτο δείγμα, το ΝΚ 1613, συλλέχθηκε από περιοχή κοντά σε μια κυκλική κατασκευή. Εντός της κατασκευής εντοπίστηκε υπόστρωμα οστράκων που πιθανότατα βοηθούσε στη στεγανοποίηση του εσωτερικού για να προστατεύεται το αποθηκευμένο προϊόν. Τα φυτικά κατάλοιπα από το δείγμα ΝΚ 1613 πιθανόν βρίσκονταν εντός της πηλοκατασκευής και με κάποιο τρόπο κατέληξαν στο δάπεδο. Ωστόσο, υπάρχουν δείγματα που περιέχουν σχετικά μεγάλες ποσότητες σπόρων δημητριακών, που θα μπορούσαν να είχαν σκόπιμα αποθηκευτεί, αλλά δεν προέρχονται από το εσωτερικό πηλοκατασκευών (το ΝΚ 1717 με σπόρους, το ΝΚ 1719 με 314 σπόρους και το ΝΚ 1714 με 222 σπόρους). Ένας πιθανός λόγος 91

92 είναι ότι το αποθηκευμένο προϊόν βρισκόταν μέσα σε σκεύη από φθαρτό υλικό, το οποίο με την πάροδο του χρόνου ή εξαιτίας της φωτιάς χάθηκε εντελώς. Συνολικά από όλα τα οικιστικά επεισόδια της ΠΕΧ των δύο τομών αναγνωρίστηκαν τμήματα δαπέδου, τρεις σιροί (οι δύο συνενωμένοι), μια πλατφόρμα, και έξι κυκλικές και ελλειψοειδείς κατασκευές (πιθανότατα σιροί), ενώ δεν ανιχνεύτηκε καμία τροφοπαρασκευαστική κατασκευή. Οι σιροί και η πλατφόρμα που εντοπίστηκαν στην τομή ΣΤ, καθώς και οι έξι σιροί στην τομή Ε, δεν βρίσκονταν σε άμεση συσχέτιση με φούρνο ή εστία. Ανάμεσα στις δύο τομές παρεμβάλλεται μια σειρά από πασσαλότρυπες που χωρίζουν τον οικιστικό χώρο σε δύο μέρη. Η έντονη παρουσία και η πυκνή συγκέντρωση αποθηκευτικών κατασκευών εντός του οικιστικού χώρου υποδηλώνουν πως αυτοί οι χώροι είχαν αποθηκευτική χρήση και πιθανόν συγκέντρωναν μεγάλη ποσότητα προϊόντος, πολύ παραπάνω από τις ανάγκες ενός νοικοκυριού. Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε τα σαφή όρια του οικήματος, τη διάταξη των δωματίων και τη θέση των αποθηκευτικών αυτών χώρων για να μπορούμε να υποθέσουμε ότι το οίκημα αποτελούσε κοινοτικό αποθηκευτικό χώρο και σε ποιο βαθμό ήταν ελεγχόμενη η πρόσβαση στο προϊόν. Επίσης, δεν έχει αποκαλυφθεί ολόκληρο το σπίτι ώστε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν υπήρχαν τροφοπαρακευαστικές κατασκευές και αν αυτές βρίσκονταν κοντά σε σιρούς. Γενικότερα, τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα από τις τούμπες του βορειοελλαδικού χώρου δείχνουν μια έμφαση στην αποθήκευση εντός των σπιτιών (Valamoti & Jones 2003, Valamoti 2004). Η έμφαση αυτή θα μπορούσε να υπογραμμίζει τη διαδικασία «εξατομίκευσης του νοικοκυριού» που συνδέθηκε με τις τούμπες και τον τρόπο διαμόρφωσής τους (Kotsakis 1999). Η εμμονή των κατοίκων στην ανοικοδόμηση των οικημάτων στο ίδιο σημείο αποτελεί ένα είδος «συμβολικής μεταφοράς της γενεαλογίας και της καταγωγής», η οποία παραπέμπει σε μια ιδεολογία συνέχειας που θεμελιώνει τα δικαιώματα κάθε νοικοκυριού (Κωτσάκης 2004:65). Μια ακόμα πρακτική χρήσης του χώρου που τονίζει τη γενεαλογία αποτελεί η ταφή των νεκρών στο εσωτερικό των σπιτιών, πρακτική που συναντούμε και στο Αρχοντικό. Το νοικοκυριό ως μια ανεξάρτητη οικιακή μονάδα πιθανόν ανταγωνίζεται τα υπόλοιπα νοικοκυριά μέσα από τη συγκέντρωση πλεονάσματος, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση ανάγκης ή ως ανταλλάξιμο είδος. 92

93 8.5 Νέα είδη φυτών και δίκτυα ανταλλαγών Στο αρχαιοβοτανικό υλικό από τις δύο τομές του νότιου τομέα εντοπίστηκαν και είδη που εισάγονται για πρώτη φορά στο βορειοελλαδικό χώρο κατά την Εποχή του Χαλκού, όπως το σιτάρι σπέλτα, το κεχρί, το κουκί, η Lallemantia και η μήκων η υπνοφόρος. Τα διαθέσιμα αρχαιοβοτανικά δεδομένα από την βόρεια Ελλάδα δείχνουν πως τα είδη αυτά δεν εμφανίστηκαν ταυτόχρονα με τη μορφή «πακέτου» και τα περισσότερα από αυτά εντοπίζονται χρονικά νωρίτερα σε περιοχές της κεντρικής Ευρώπης (Βαλαμώτη 2009: ). Η Lallemantia, η μήκων η υπνοφόρος, το κεχρί και το σιτάρι σπέλτα αποτελούν είδη που εισάγονται είτε από το Βορρά και την κεντρική Ευρώπη, είτε από την Ανατολή. Η Lallemantia προέρχεται από την κεντρική Ασία, την Υπερκαυκασία και τη Μέση Ανατολή (Jones & Valamoti 2005). Η παρουσία της στα δείγματα του Αρχοντικού θα μπορούσε να θεωρηθεί ένδειξη των ανταλλαγών των κοινωνιών της βόρειας Ελλάδας με πολιτισμούς του Ιράν, της Ανατολίας, της Ιορδανίας, της Παλαιστίνης και του Ισραήλ (Valamoti & Jones 2010). Από την άλλη, η μήκων η υπνοφόρος και το σιτάρι σπέλτα, που επίσης αναγνωρίστηκαν στο υλικό, εντοπίζονται αρχικά στην κεντρική Ευρώπη, και τα οποία πιθανόν ταξίδεψαν προς το νότο και έφτασαν στο βορειοελλαδικό χώρο (Renfrew 1986, Zohary & Hopf 2000, Βαλαμώτη 2009). Ωστόσο, το σιτάρι σπέλτα που ανήκει στα ντυμένα σιτηρά (μονόκοκκο, δίκοκκο) δεν πρέπει να ήταν τόσο «ξένο» όσο το κεχρί (Βαλαμώτη 2009:121). Το κεχρί, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ίσως έφτασε στον ελλαδικό χώρο μέσω ενός δικτύου ανταλλαγών με πολιτισμούς της Ρουμανίας και της Ουκρανίας (Βαλαμώτη 2010:181). Με βάση τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα δεν μπορούμε να υποθέσουμε πως τα νέα αυτά είδη έφτασαν στη βόρεια Ελλάδα μέσω του Αρχοντικού. Ωστόσο, φαίνεται πως υπήρχε μια αλληλεπίδραση μεταξύ των κοινωνιών του βορειοελλαδικού χώρου, καθώς τα είδη που αναγνωρίστηκαν στο Αρχοντικό έχουν βρεθεί και σε άλλους οικισμούς (Μάνδαλο, Καστανάς, Σιταγροί). Δεν αποκλείεται να υπήρχε ένα δίκτυο ανταλλαγών μεταξύ των οικισμών αυτών και τα είδη αυτά αποτελούσαν προϊόντα «πολυτελείας» λόγω της σπανιότητας τους όταν πρωτοεμφανίστηκαν Η παρουσία των νέων ειδών ίσως συνδέεται με την εισαγωγή νέων συστατικών και συνταγών 93

94 στην «κουζίνα» των κατοίκων του Αρχοντικού. Λόγω της εξωτικής τους προέλευσης θεωρούνταν είδη που προορίζονταν και καταναλώνονταν από μια συγκεκριμένη ομάδα του οικισμού. Κεφάλαιο 9 Επίλογος Η μελέτη του αρχαιοβοτανικού υλικού από το Αρχοντικό Γιαννιτσών της φάσης 3 (ΠΕΧ) φανερώνει μια ποικιλία καλλιεργούμενων και άγριων ειδών. Ανάμεσα στα είδη που αναγνωρίστηκαν είναι το μονόκοκκο και το δίκοκκο σιτάρι, η φακή, το λαθούρι, η ρόβη, το βελανίδι, το σταφύλι και το βατόμουρο, που κάνουν την εμφάνιση τους στην Νεολιθική, αλλά συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται στην Εποχή του Χαλκού. Ενώ, εντοπίστηκαν και είδη που εισάγονται για πρώτη φορά στο βορειοελλαδικό χώρο κατά την Εποχή του Χαλκού, όπως το σιτάρι σπέλτα, το κεχρί, το κουκί, η Lallemantia και η μήκων η υπνοφόρος. Με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής, οι κάτοικοι του οικισμού φαίνεται πως χρησιμοποιούσαν και πιθανόν αποθήκευαν τα είδη αυτά. Δεδομένου ότι η συνηθέστερη χρήση των φυτών από τους ανθρώπους αφορά την κατανάλωσή τους ως τροφή (Earle Smith 1985), δεν αποκλείεται να κατανάλωναν αρκετά από αυτά. Ωστόσο, τα φυτά αυτά θα μπορούσαν να έχουν και άλλες χρήσεις. Η Lallemantia και η μήκων η υπνοφόρος, για παράδειγμα, διαθέτουν και άλλες ιδιότητες (φαρμακευτικές ή αρωματικές), οι οποίες πιθανόν να ήταν γνωστές στους κατοίκους του οικισμού. Μια τέτοια υπόθεση, όμως, είναι παρακινδυνευμένη και δεν μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα από τα αρχαιολογικά δεδομένα. Η παρούσα εργασία προσπάθησε να προσεγγίσει ζητήματα, όπως είναι η χρήση και η επεξεργασία των φυτών, η αποθήκευση των προϊόντων και οι πρακτικές 94

95 καλλιέργειας στον οικισμό του Αρχοντικού. Η εικόνα που έχουμε για τη χρήση των φυτών από τον νότιο τομέα του οικισμού είναι ακόμα αποσπασματική. Το υλικό της παρούσας μελέτης προέρχεται από το εσωτερικό ενός οικήματος, και συνεπώς δεν μπορεί να παρέχει πληροφορίες για το σύνολο των οικημάτων του νότιου τομέα. Μια λεπτομερή και συνολική εικόνα για τα φυτά και τις χρήσεις τους κατά την ΠΕΧ θα μπορούσαν να προσφέρουν στο μέλλον παρόμοιες μελέτες από τις υπόλοιπες τομές του νότιου τομέα. 95

96 Βιβλιογραφία Ξενόγλωσση βιβλιογραφία Andreou, St., M. Fotiadis and K. Kotsakis (1996) Review of Aegean Prehistory V: The Neolithic and Bronze Age of Northern Greece, American Journal of Archaeology, vol. 100, pp Arnott, R. (1996) Healing and medicine in the Aegean Bronze Age, Journal of the Royal Society of Medicine, vol. 89 (5), pp Askitopoulou, H., Ramoutsaki, I. A. and E. Konsolaki (2002) Archaeological evidence on the use of opium in the Minoan world, International Congress Series (The history of anesthesia), vol. 1242, pp Aslanis, I. (1990) Befestingungslagen in Nordgriechenland von dem Chalkolithikum bis zum Beggin der frühen Bronzezeit in Vinca and its world: International Symbosium. The Danubian Region from 6000 to 3000 b.c., Smederevska Palanka, Beograd, pp Athanasiadis, N., Tonkov S., Atanassova J. and E. Bozilova (2000) Palynological study of Holocene sediments from Lake Doirani in northern Greece, Journal of Paleolimnology, vol. 24, pp Atherden, M. A. & J. A. Hall (1994) Holocene pollen diagrams from Greece, Historical Biology: An International Journal of Paleobiology, vol. 9 (1-2), pp Bailey, D. (2000) Balkan Prehistory. Exclusion, Incorporation and Identity, London & New York. Behre, K-E. (2008) Collected seeds and fruits from herbs as prehistoric food, Vegetation, History and Archaeobotany, vol. 17, pp Binford, L. R. (1968) Archaeological Perspectives in S. R. Binford & L. R. Binford (eds) New Perspectives in Archaeology, Chicago: Aldine, pp Bintliff, J. (1976) The Plain of Western Macedonia and the Neolithic Site of Nea Nikomedeia, Proceedings of the Prehistoric Society, vol. 42, pp

97 Bintliff, J. (1977) Natural environment and human settlement in prehistoric Greece based on original fieldwork, BAR Supplementary Series 28. Boardman, S. & G. Jones (1990) Experiments on the effects of charring cereal plant components, Journal of Archaeological Science, vol. 17, pp Bogaard, A. (2005) Garden agriculture and the nature or early farming in Europe and the Near East, World Archaeology, vol. 37 (2), pp Bökönyi, S. (1986) Faunal Remains, in C.Renfrew, M. Gimbutas and E.S. Elster (eds) Excavations at Sitagroi - A Prehistoric village in Northeast Greece, Vol. I, Los Angeles, pp Bottema, S. (1974) Late Quaternary Vegetation History of Northwestern Greece. PhD Thesis. Rjiksuniversiteit te Groningen, Groningen. Braidwood, R. J. (1974) The Iraq Jarmo Project in G. R. Willey & J. A. Sabloff A History of American Archaeology, London: Thames and Hudson, pp Charles, M., Jones, G. and J. G. Hodgson (1997) FIBS in Archaeobotany: Functional Interpretation of Weed Floras in Relation to Husbandry Practices, Journal of Archaeological Science, vol. 24, pp Charles, M., A. Bogaard, G. Jones, J. G. Hodgson and P. Halstead (2002) Towards the archaeobotanical identification of intensive cereal cultivation: present-day ecological investigation in the mountains of Asturias, northwest Spain, Vegetation, History and Archaeobotany, vol. 11, pp Clark, J. G. D. (1939) Archaeology and Society, London: Methuen. Clark, J. G. D. (1952) Prehistoric Europe: The Economic Basis, London: Methuen. Clarke, D. L. (1968) Analytical Archaeology, London: Methuen. Demoule, J. P. & C. Perles (1993) The Greek Neolithic: A New Review, Journal of World Prehistory 7 (4), pp Dennell, R. W. (1974) Botanical evidence for prehistoric crop processing activities, Journal of Archaeological Science, vol. 1, pp

98 Dietler, M. (2001) Theorizing the feast: rituals of consumption, commensal politics and power in African contexts in M. Dietler and B. Hayden (eds) Feasts: archaeological and ethnographic perspectives on Food, Politics and Power, Washington: Smithsonian Institution Press, pp Edmonds, M. R. (1999) Ancestral geographies of the Neolithic: landscape, monuments and memory, New York: Routledge. Flannery, K. V. (1967) Culture history vs. cultural process: a debate in American Archaeology, Scientific American, vol. 217, pp French, D. H. (1971) An experiment in water-sieving, Anatolian Studies, vol. 21, pp Gerasimidis, A. & N. Athanasiadis (1995) Woodland history of northern Greece from the mid Holocene to recent time based on evidence from peat pollen profiles, Vegetation, History and Archaeobotany, vol. 4, pp Gerasimidis, A. (2000) Palynological Evidence for Human Influence on the Vegetation of Mountain Regions in Northern Greece: The Case of Lialias, Serres in P. Halstead and C. Frederick (eds.) Landscape and Land Use in Postglacial Greece, Sheffield, pp Gerasimidis, A., Panajiotidis S., Fotiadis G. and G. Korakis (2009) Review of the Late Quaternary vegetation history of Epirus (NW Greece), Phytologia Balcanica, vol. 15 (1), pp Ghilardi, M., Fouache E., Queyrel F., Syrides G., Vouvalidis K., Kunesch S., Styllas M. and S. Stiros (2008a.) Human occupation and geomorphological evolution of the Thessaloniki Plain (Greece) since Mid Holocene, Journal of Archaeological Science, vol. 35 (1), pp Ghilardi, M., Kunesch S., Styllas M. and E. Fouache (2008b.) Reconstruction of Mid-Holocene sedimentary environments in the central part of the Thessaloniki Plain (Greece), based on microfaunal identification, magnetic susceptibility and grain-size analyses, Geomorphology, vol. 97 (3-4), pp Ghilardi, M., Psomiadis, D., Cordier S., Delanghe-Sabatier D., Demory F., Hamidi F., Paraschou T., Dotsika E. and E. Fouache (2011) The impact of rapid early- to mid- 98

99 Holocene palaeoenvironmental changes on Neolithic settlement at Nea Nikomideia, Thessaloniki Plain, Greece, Quaternary International, In Press. Gosden, C. (1999) Introduction in C. Gosden and J. Hather (eds) The Prehistory of Food, Appetites for change, London: Routledge, pp Halstead, P. (1978) Counting sheep in Neolithic and Bronze Age Greece in I. Hodder, G. Isaac and N. Hammond (eds.) Pattern of the past, Studies in honour of David Clarke, Cambridge, pp Halstead, P. & J. O'Shea (1989) Bad year economies: Cultural responses to risk and uncertainty, Cambridge. Halstead, P. (1992) Agriculture in the Bronze Age Aegean. Towards a model of Palatial economy in B. Wells (ed) Agriculture in Ancient Greece, Stockholm: Swedish Institute at Athens, pp Halstead, P. (1994) The North-South Divide: Regional Paths to Complexity in Prehistoric Greece, in C. Mathers & S. Stoddart (eds.) Development and Decline in the Mediterranean Bronze Age, Sheffield, pp Halstead, P. (1995) From sharing to hoarding: the neolithic foundations of Aegean Bronze Age society?, in R. Laffineur & W. D. Niemeier (eds.) Politeia: Society and State in the Aegean Bronze Age, vol. 1, Liege, pp Halstead, P. (1996) Pastoralism or household herding? Problems of scale and specialisation in early Greek animal husbandry, World Archaeology, vol. 28, pp Halstead, P. (1999) Neighbours from Hell? The Household in Neolithic Greece, in P. Halstead (ed.) Neolithic Society in Greece, Sheffield, pp Halstead, P. & C. Frederick (2000) Landscape and Land Use in Postglacial Greece, Sheffield. Halstead, P. & J. Barrett (2004) Food, Cuisine and Society in Prehistoric Greece, (Sheffield Studies in Aegean Archaeology 5) Oxford: Oxbow Books. 99

100 Hamilakis, Y. (2000) The anthropology of food and drink consumption and Aegean archaeology, in S. J. Vaughn & W. D. E. Coulson (eds.) Paleodiet in the Aegean, pp , Oxford: Oxbow Books. Hamilakis, Y. (2003) The sacred geography of hunting: wild animals, social power and gender in early farming societies, in E. Kotjabopoulou, Y. Hamilakis, P. Halstead, C. Gamble and P. Elefanti (eds.) Zooarchaeology in Greece: Recent Advances, British School at Athens Studies, vol. 9, pp Hansen, J. M. (1988) Agriculture in the Prehistoric Aegean: Data versus Speculation, American Journal of Archaeology, vol. 92 (1), pp Hastorf, C. A. & V. S. Popper (1988) Current paleoethnobotany: analytical methods and cultural interpretations of archaeological plant remains, Chicago: University of Chicago Press. Hastorf, C. A. (1998) The cultural life of early domestic plant use, Antiquity, vol. 72, pp Hastorf, C. A. (1999) Recent research and innovations in paleoethnobotany, Journal of Archaeological Research, vol. 7, pp Hayden, B. (2001) Fabulous Feasts: A Prolegomenon to the Importance of Feasting in M. Dietler and B. Hayden (eds) Feasts: archaeological and ethnographic perspectives on Food, Politics and Power, Washington: Smithsonian Institution Press, pp Helbaek, H. (1959) Domestication of Food Plants in the Old World, Science, vol. 130, pp Higgs, E. S. & M. R. Jarman (1975) Paleoeconomy in E. S. Higgs (ed) Paleoeconomy, London: Cambridge University Press, pp Hillman, G. (1973) Crop Husbandry and Food Production: modern basis for the interpretation of plant remains, Anatolian Studies, vol. 23, pp Holzner, W. (1978) Weed species and weed communities, Vegetatio, vol. 38 (1), pp

101 Hubbard, R. N. L. B. (1976) Crops and Climate in Prehistoric Europe, World Archaeology, vol. 8 (2), pp Hunt, H. V., Linden, M. V., Liu, X., Motuzaite-Matuzeviciute, G., Colledge, S. and M. K. Jones (2008) Millets across Eurasia: chronology and context of early records of the genera Panicum and Setaria from archaeological sites in the Old World, Vegetation, History and Archaeobotany, vol. 17 (1), pp Jones, G. (1981) Crop Processing at Assiros Toumba a Taphonomic Study, Zeitschrift fόr Morphologie und Anthropologie, vol. 15, pp Jones, G. (1987) A statistical approach to the archaeological identification of crop processing, Journal of Archaeological Science, vol. 14, pp Jones, G. & P. Halstead (1995) Maslins, Mixtures and Monocrops: on the Interpertation of Archaeobotanical Crop Samples of Heterogeneous Composition, Journal of Archaeological Science, vol. 22, pp Jones, G. (1998) Wheat grain identification Why bother?, Environmental Archaeology, vol. 2, pp Jones, G., Bogaard, A., Halstead, P., Charles, M. and H. Smith (1999) Identifying the intensity of crop husbandry practices on the basis of weed floras, Annual of British School at Athens, vol. 94, pp Jones, G. & S. M. Valamoti (2005) Lallemantia, an imported or introduced oil plant in Bronze Age northern Greece, Vegetation, History and Archaeobotany, vol. 14, pp Karkanas, P., Pavlopoulos K., Kouli K., Ntinou M., Tsartsidou G., Facorellis Y. and T. Tsourou (2011) Palaeoenvironments and site formation processes at the Neolithic Lakeside settlement of Dispilio, Kastoria, Northern Greece, Geoarchaeology, vol. 26 (1), pp Kotsakis, K. (1999) What Tells Can Tell: Social Space and Settlement in the Greek Neolithic in P. Halstead (ed.) Neolithic Society in Greece, Sheffield, pp

102 Kraft, J.C., Kayan, I., and O. Erol (1982) Geology and Paleogeographic Reconstructions in the Vicinity of Ancient Troy, in G. Rapp, Jr. & J. Gifford (eds.) Geology of Troy, Princeton, pp Kroll, H. J. (1983) Die Pflanzenfunde, in B. Hänsel (ed.) Kastanas. Aufgrabungen in einem Siedlungshugel der Bronze und Eisenzeit Makedoniens , Berlin: Spiess. Lespez, L. (2003) Geomorphic responses to long-term land use changes in Eastern Macedonia (Greece), Catena, vol. 51(3-4), pp Lespez, L., Malamidou D., Papadopoulos S. and R. Davidson (2004) Archaeological and environmental changes in northern Greece since the Neolithic: a multiscalar approach, 5 th International Symposium on Eastern Mediterranean Geology (14-20 April 2004), Thessaloniki. Lawson, I. T., Al-Omari S., Tzedakis P. C., Bryant C. L. and K. Christaniss (2005) Lateglacial and Holocene vegetation history at Nisi Fen and the Boras mountains, northern Greece, The Holocene, vol. 15 (6), pp Maier, U. (1999) Agricultural activities and land use in a Neolithic village around 3900 B.C.: Hornstaad Hörnle I A, Lake Constance, Germany, Vegetation, History and Archaeobotany, vol. 8, pp Maniatis, Y. & Ch. Ziota (2011) Systematic 14C dating of a unique Early and Middle Bronze Age cemetery at Xeropigado Koiladas, West Macedonia, Greece, Radiocarbon, vol. 53 (3), pp Märkle, T. & M. Rösch (2008) Experiments on the effects of carbonization on some cultivated plant seeds, Vegetation, History and Archaeobotany, vol. 17 (1), pp McGeehan-Liritzis, V. (1983) The relationship between metalwork, copper sources and the evidence for settlement in the Greek Late Neolithic and Early Bronze Age, Oxford Journal of Archaeology, vol. 2 (2), pp McGeehan-Liritzis, V. (1996) The role and development of metallurgy in the LN and EBA of Greece, Angered. 102

103 Merlin, M. D. (2003) Archaeological evidence for the tradition of psychoactive plant use In the old world, Economic Botany, vol. 57 (3), pp Merousis, N. (2004) Settlement patterns in prehistoric Imathia and Pella, western Macedonia, Greece Mediterranean Archaeology and archaeometry, vol. 4 (1), pp Nanoglou, S. (2001) Social and monumental space in Neolithic Thessaly, Greece, European Journal of Archaeology, vol. 4, pp Pappa, M. & M. Besios (1999a) The Makriyalos project: Rescue excavations at the Neolithic site of Makriyalos, Pieria, Northern Greece in P. Halstead (ed.) Neolithic Society in Greece, Sheffield, pp Pappa, M. & M. Besios (1999b) The Neolithic settlement at Makriyalos, Northern Greece: Preliminary report on the excavations, Journal of Field Archaeology, vol. 26, pp Parker-Pearson, M. (2003) Food, identity and culture: an introduction and overview in M. Parker-Pearson (ed) Food, Culture and Identity in the Neolithic and Early Bronze Age, Oxford: Archaeopress, pp Pavlides, S. (1996) First Palaeoseismological results from Greece, Annali Di Geofisica, vol. 34, pp Pavlopoulos, K., Kapsimalis V., Theodorakopoulou K. and I. P. Panagiotopoulos (2011) Vertical displacement trends in the Aegean coastal zone (NE Mediterranean) during the Holocene, The Holocene, vol. 22 (6), pp Pearsall, D. M. (1989) Palaeoethnobotany: A handbook of procedures, San Diego: Academic Press. Perles, C. & K. D. Vitelli (1999) Craft specialization in the Neolithic of Greece, in P. Halstead (ed.) Neolithic society in Greece, Sheffield University Press, pp Pirazzoli, P. A., Stiros, S. C., Laborel, J., Laborel-Deguen, F., Arnold, M., Papageorgiou, S. and C. Morhange (1994) Late-Holocene shoreline changes related to palaeoseismic events in the Ionian Islands, Greece, The Holocene, vol. 4, pp

104 Poulos, S., Papadopoulos A., and M. B. Collins (1994) Deltaic progradation in Thermaikos Bay, Northern Greece and its socio-economical implications, Ocean and Coastal Management, vol. 22, pp Rackham, D. J. (1994) Animal Bones, London. Radovich, S. R., Holt, J. S. and C. Ghersa (1997) Weed ecology: implications for management, New York: J. Wiley. Rapp, G. Jr. & J. C. Kraft (1994) Holocene Coastal Change in Greece and Aegean Turkey, in P. N. Kardulias (ed.) Beyond the Site: Regional Studies in the Aegean Area, Lanham, pp Reitz, E. J. & E. S. Wing (1999) Zooarchaeology, New York. Renfrew, A. C. (1972) The Emergence of Civilisation: The Cyclades and the Aegean in The Third Millennium BC, London. Renfrew, A. C. (1973) Palaeoethnobotany: the prehistoric Food Plants of the Near East and Europe, New York: Columbia University Press. Ridley, C. & K. Wardle (1979) Servia, Rescue excavations : a preliminary report, British School at Athens, vol. 74, pp Ridley, C., Wardle K. and C. Mould (2000) Servia I, The Stratigraphy, Structures, Small Finds, and Plant Remains, British School at Athens, Supplement vol. 32. Runnels, C. N. & P. Murray (2001) Greece before history: an archaeological companion and guide, Calif. : Stanford University Press. Savvaidis, A., Tsokas, G., Tsourlos, P., Vargemezis, G., Chrysostomou, A. and P. Chrysostomou (2001) A geophysical survey in the archaeological site of Archontiko, Yannitsa, Proceedings of the 9th International Congress (September 2001), Bulletin of the Geological Society of Greece, vol. XXXIV (4), pp Schulz, H. D. (1989) Die geologische Entwincklung der Bucht von Kastanas im Holozän Kastanas: Ausgrabungen in einem Siedlungshügel der Bronze und Eisenzeit Makedoniens, : Die Grabung und der Baubefund. B. Hänsel, Prähistorische Archäologie in Südosteuropa 7, pp

105 Sherratt, A. (1991) Sacred and Profane Substances: the Ritual Use of Narcotics in Later Neolithic Europe, in P. Garwood, P. Jennings, R. Skeates and J. Toms (eds.) Sacred and Profane. Proceedings of a Conference on Archaeology, Ritual and Religion, 1989 (Monograph No. 32), pp Sherratt, A. (1997) Economy and Society in prehistoric Europe: changing perspectives, Edinburgh University Press. Smith, B. D. (1998) The Emergence of Agriculture, New York: Scientific American Library. Syrides, G., Albanakis K., Vouvalidis K., Pilali A., Papasteriou A., Papaefthimiou- Papanthimou A., Ghilardi M., Fouache E., Paraschou T. and D. Psomiadis (2009) Holocene palaeogeography of the Northern margins of Giannitsa Plain in relation to the Prehistoric Site of Archontiko (Macedonia-Greece), Zeichrift für Geomorphologie, vol. 53 (1), pp Triantaphyllou, S. (2001) A bioarchaeological approach to prehistoric cemetery population from Central and Western Macedonia, BAR Intrenational Series 976. Turner, J. & J. R. A. Greig (1975) Some Holocene pollen diagrams from Greece, Review of Palaeobotany and Palynology, vol. 20, pp Valamoti, S. M. (2002) Food remains from Bronze Age Archondiko and Mesimeriani Toumba in northern Greece?, Vegetation, History and Archaeobotany, vol. 11, pp Valamoti, S. M. (2003) Neolithic and early Bronze Age food from northern Greece: the archaeobotanical enidence, in M. Parker-Pearson (ed.) Food, Culture and Identity in The Neolithic and Early Bronze Age, BAR International Series 1117, Oxford, pp Valamoti, S. M. & G. Jones (2003) Plant diversity and storage at Mandalo, Macedonia, Greece: archaeobotanical evidence from the Final Neolithic and Early Bronze Age, The Annual of the British School of Archaeology at Athens, vol. 98, pp

106 Valamoti, S. M. (1994) Plants and People in Late Neolithic and Early Bronze Age Northern Greece: An Archaeobotanical Investigation, Oxford: British Archaeological Reports. Valamoti, S. M. (2005) Grain versus chaff: identifying a contrast between grain-rich chaff-rich sites in the Neolithic of northern Greece, Vegetation, History and Archaeobotany, vol. 14 (4), pp Valamoti, S. M. (2007) Traditional foods and culinary novelties in Neolithic and Bronze Age northern Greece: an overview of the archaeobotanical evidence, in C. Mee & J. Renard (eds.) Cooking up the Past: Food and Culinary Practices in the Neolithic and Bronze Age Aegean, pp , Oxbow Books. Valamoti, S. M., Papanthimou, A. and Α. Pilali (2008) Cooking ingredients from Bronze Age Archondiko: the archaeobotanical evidence, in Y. Fakorellis, N. Zacharias and K. Polykreti (eds) Proceedings of the 4 th Symposium of the Greek Archaeometric Society,National Hellenic Research Foundation, Athens Mey 2003, BAR International Series 1746, pp Valamoti, S. M. & G. Jones (2010) Bronze and Oil: A Possible Link between the Introduction of Tin and Lallemantia to Northern Greece, The Annual of the British School at Athens, vol. 105, pp van Andel, T. H., Zangger E. and A. Demitrack (1990) Land Use and Soil Erosion in Prehistoric and Historical Greece, Journal of Field Archaeology, vol. 17, pp van Andel, T.H. & P. C. Tzedakis (1996) Palaeolithic landscapes of Europe and environs 150,000 25,000 years ago: an overview, Quaternary Science Reviews, vol. 15, pp Vaughan, S. J. & W. D. E. Coulson (2000) Palaeodiet in the Aegean, Oxford: Oxbow Books. Wardle, K. (1996) Nea Nikomedeia I: The excavation of an Early Neolithic village in Northern Greece , Supplementary Vol. 25, Oxford. 106

107 Warren, C. P. (1970) Some aspects of medicine in the Greek Bronze Age, Medical History, vol. 14 (4), pp Willey, G. R. & P. Phillips (1958) Method and Theory in American Archaeology, Chicago: University of Chicago Press. Willis, K.J. (1994) The vegetational history of the Balkans, Quaternary Science Reviews, vol. 13 (8), pp Wright, P. J. (2010) Methodological Issues in Paleoethnobotany: A Consideration of Issues, Methods, and Cases in Integrating Zooarchaeology and Paleoethnobotany: A Consideration of Issues, Methods, and Cases, Springer Science+Business Media, pp Yannouli, E. (2003) Non-domestic Carnivores in Greek Prehistory: Α Review, in E. Kotjabopoulou, Y. Hamilakis, P. Halstead, C. Gamble and P. Elefanti (eds.) Zooarchaeology in Greece: Recent Advances, British School at Athens Studies, vol. 9, pp Zohary, D. & M. Hopf (2000) Domestication of Plants in the Old World, Oxford: Oxford University Press. Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία Α ά,. (1992) ϊ ί ί,. ή ή, ή. ί,., ά. Σ. ά (1998) ό ύ ί ά ύ ή, ό Έ ί ά (....) 12, Βαλαμώτη, Σ. Μ. (1997) Αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα από τον οικισμό του Αρχοντικού: ανασκαφική περίοδος Σεπτεμβρίου 1993, Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 7, σελ Βαλαμώτη, Σ. Μ., Παπανθίμου, Α. και Α. Πιλάλη (2005) Προϊστορικά μαγειρέματα στην τούμπα του Αρχοντικού Γιαννιτσών: τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα, Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 17, σελ

108 Βαλαμώτη, Σ. Μ. (2006) Η συμβολή των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων στη διερεύνηση των εκτεταμένων οικισμών: τα δεδομένα από το νεολιθικό οικισμό Άψαλος-Γραμμή, Εγνατία 10, σελ Βαλαμώτη, Σ. Μ. (2009) Η αρχαιοβοτανική έρευνα της διατροφής στην προϊστορική Ελλάδα, Θεσ/νίκη. Βεροπουλίδου, Ρ. (2010) Η διατροφή στο Αρχοντικό Γιαννιτσών: Προκαταρκτικά συμπεράσματα από τη μελέτη του οστρεοαρχαιολογικού υλικού της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, στο Ν. Μερούσης, Ε. Στεφανή και Μ. Νικολαίδου (επιμ.) Ίρις: μελέτες στη μνήμη της καθηγήτριας Αγγελικής Πιλάλη-Παπαστερίου, σελ Βεροπουλίδου, Ρ. (2011) Όστρεα από τους οικισμούς του Θερμαϊκού κόλπου. Ανασυνθέτοντας την κατανάλωση των μαλακίων στη Νεολιθική και την Εποχή του Χαλκού. Διδακτορική διατριβή, Θεσ/νίκη. Βουβαλίδης, Κ., Συρίδης Γ. και Κ. Αλμπανάκης (2003) Γεωμορφολογικές μεταβολές στον κόλπο της Θεσσαλονίκης εξαιτίας της ανύψωσης της στάθμης της θάλασσας τα τελευταία χρόνια, Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 17, σελ Γαλλής, Κ. (1996) Ο νεολιθικός κόσμος, στο Γ. Α. Παπαθανασόπουλος (επιμ.) Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα, Ίδρυμα Ν.Π. Γουλανδρή, σελ Γιαννούλη, Ε. (2002) Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης: νεότερα δεδομένα από την αρχαιοπανίδα του νεολιθικού οικισμού, στο Δ. Γραμμένος και Σ. Κώτσος (επιμ.) Σωστικές ανασκαφές στο νεολιθικό οικισμό Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη, σελ Γκιώνη, Μ. (2005) Το παλαιοπεριβάλλον των σπηλαίων της Ελλάδας. Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα. έ,. Β. (1991) έ έ ή ή ί, ή. Γραμμένος, Δ. Β. & Σ. Κώτσος (2002) Σωστικές ανασκαφές στο νεολιθικό οικισμό Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη: Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Βόρειας Ελλάδας. 108

109 Δαλιάνης, Κ. (1976) Χειμερινά σιτηρά, Αθήνα. Δελιόπουλος, Γ. (2007) Η κεραμική της φάσης των οικημάτων με λίθινα θεμέλια στον προϊστορικό οικισμό του Αρχοντικού Γιαννιτσών. Μεταπτυχιακή εργασία, Θεσ/νίκη. Δριβαλιάρη, Ν. (2003) Προκαταρκτική παλυνολογική μελέτη του Αρχοντικού Γιαννιτσών, ό Έ ί ά ( ) 15, σελ Δουκέλλης, Π. Ν. (2005) Το Ελληνικό Τοπίο Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τόπου, Αθήνα. Ελευθεροχωρινός, Η. (1992) Ζιζανολογία: βιολογία και καταπολέμηση ζιζανίων, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ. Ζαφειριάδης, Π. (2008) Η μετάβαση από την Τελική Νεολιθική στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στην Κεντρική-Δυτική Μακεδονία και Θεσσαλία: η οργάνωση του χώρου. Μεταπτυχιακή εργασία, Θεσ/νίκη. Ζιώτα, Χ. (2007) Ταφικές πρακτικές και κοινωνίες της εποχής του χαλκού στη Δυτική Μακεδονία: τα νεκροταφεία στην Κοιλάδα και τις Γούλες Κοζάνης, Διδακτορική Διατριβή, Θεσ/νίκη. Ζιώτα, Χ. και Α. Χονδρογιάννη-Μετόκη (1997) Αλιάκμων Προϊστορική έρευνα, Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 7, Θεοδωροπούλου, Τ. (2008) Ο άνθρωπος και η λίμνη: Ψαράδες και ψαρέματα στο Προϊστορικό Δισπηλιό, Ανάσκαμμα, τ. 2, σελ ά,.. (2000) ό ό, ύ ό ή ό ώ, ή. Ισαακίδου, Δ. (2011) Η στρωματογραφική ακολουθία του νότιου τομέα του προϊστορικού οικισμού του Αρχοντικού Γιαννιτσών. Αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, Θεσ/νίκη. Καραλή, Λ. (2002) Ανασκαφή Σταυρούπολης: μαλακολογικό υλικό, στο Δ. Γραμμένος και Κ. Κώτσος (επιμ.) Σωστικές ανασκαφές στο νεολιθικό οικισμό Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη, σελ

110 Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Γ. & Κ. Παπαγιαννάκης (1999) Αιανή. Σωστικές ανασκαφές προϊστορικών χρόνων, Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 11, σελ Καρκάνας, Π. (2008) Εισαγωγικές έννοιες της γεωαρχαιολογίας, Ανάσκαμμα, τ. 1, σελ ί,. (1990) ϊ ί ώ ύ έ. ί ό ά ή ή ύ, Έ. Κούλη, Κ. (2002) Παλαιοπεριβαλλοντική και Παλαιοοικολογική αναπαράσταση της περιοχής του Νεολιθικού οικισμού Δισπηλιό στη λίμνη Καστοριάς. Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα. Κούλη, Κ. & Μ. Δ. Δερμιτζάκης (2006) Πέρα από τους γυρεόκοκκους: τα παλυνόμορφα και η σημασία τους στην ερμηνεία του παλαιοπεριβάλλοντος Δελτίο της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας, τ. ΧΧΙΧ (Ι), σελ Κούλη, Κ. (2008) Βλάστηση και Άνθρωπος: η εξέλιξη του παλαιοπεριβάλλοντος του λιμναίου οικισμού του Δισπηλιού από την οπτική της παλυνολογίας, Ανάσκαμμα, τ. 1, σελ Κωστόπουλος, Δ. Σ. (2002) Η αρχαιο-πανίδα του προϊστορικού οικισμού Αρχοντικού Πέλλας, Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 14, σελ Κωτσάκης, Κ. & Σ. Ανδρέου (1986) Διαστάσεις του χώρου στην Κεντρική Μακεδονία, στο Αμητός -Χαριστήριο στον καθηγητή Μ. Ανδρόνικο, Θεσ/νίκη, σελ Κωτσάκης, Κ. (2000) Πέλλα. Οι προϊστορικοί χρόνοι, στο Πέλλα. Μια διαδρομή στην Ιστορία, τον Πολιτισμό και το φυσικό περιβάλλον του νομού, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Πέλλας, σελ Κωτσάκης, Κ. & Μ. Μαγκαφά (2001) Πειραματική απανθράκωση προϊόντων της αμπέλου και διερεύνηση της χρήσης της κατά την Αρχαιότητα, Αρχαιομετρικές μελέτες για την Ελληνική Προϊστορία και Αρχαιότητα, Αθήνα. Κωτσάκης, Κ. (2004) Ο Νεολιθικός οικισμός. Χώρος παραγωγής και ιδεολογίας, στο Α. Φ. Λαγόπουλος (επιμ.) Η ιστορία της Ελληνικής πόλης, Αθήνα, σελ

111 Κωτσάκης, Κ. (2006) Η προϊστορική Μακεδονία, στο (Ηλεκτρονική έκδοση), Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα. Λόλας, Π. (1999) Τα συνηθισμένα ζιζάνια στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη: Agrosilva corp. Μαγκαφά, Μ., Κωτσάκης Κ. και Σ. Ανδρέου (1998) Αμπελοκαλλιέργεια στην προϊστορική Μακεδονία. Τα δεδομένα της προϊστορικής Τούμπας Θεσσαλονίκης, στο Αμπελοοινική Ιστορία στο Χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης, Ε Τριήμερο Εργασίας, Νάουσα, 17-19/9/1993. Μαραγκού, Χ. (1996) Ειδωλοπλαστική, στο Γ. Παπαθανασόπουλος (επιμ.) Νεολιθικός πολιτισμός στην Ελλάδα, Αθήνα, σελ Μαυρίδης, Φ. (1995) Πρώιμη νεολιθική οικονομία στον αιγαιακό χώρο: η εξημέρωση των ζώων, Αρχαιολογία και Τέχνες, τ. 54, σελ ύ,. & Λ. ή (1996) ί ό ά ϊ ή ί : ά έ ό ή έ ώ , ί ί VI, Έ έ ό, ί, Μερούσης, Ν., Μποβόλη, Α. και Λ. Στεφανή (1996) Κεραμική με εγχάρακτη διακόσμηση από το Αρχοντικό Ν. Πέλλας, Μακεδονικά Λ, σελ Μερούσης, Ν. (2009) Η κατοίκηση στην Εποχή του Χαλκού, Προ-ιστορήματα (Ηλεκτρονική έκδοση), τ. 2. Μιχαηλίδου, Α. (2005) Τεχνολογία του μετάλλου και εμπόριο στην Εποχή του Χαλκού, Αρχαιολογία και Τέχνες, τ. 94, σελ Παπαγεωργίου, Σ., Στείρος Σ., Παπαβασιλείου Π. και Μ. Μούτσουλας (1996) Διερεύνηση της σχέσης μεταξύ μεταβολής της παράκτιας τοπογραφίας και της ιστορίας της κατοίκησης στη Μακεδονία και Θράκη, στο Πρακτικά Β Συμποσίου Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας (26-28 Μαρτίου 1996), Θεσ/νίκη, σελ

112 Παπαδόπουλος, Ε. (1997) Νεότερη Νεολιθική και Πρώιμη Εποχή Χαλκού στην Ανατολική Μακεδονία: η μεταβολή της κεραμικής. Διδακτορική Διατριβή, Θεσ/νίκη. Παπαδοπούλου, Ε. (2002) Πήλινα μικροαντικείμενα από το Αρχοντικό Γιαννιτσών. Αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, Θεσ/νίκη. Παπαδοπούλου, Ε. (2010) Οι πηλοκατασκευές του προϊστορικού στο Αρχοντικό Γιαννιτσών: Συμβολή στη μελέτη της τεχνολογίας της τροφής. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Θεσ/νίκη. Παπαδοπούλου, Ε, Παπαευθυμίου-Παπανθίμου, Α. και Ι. Μανιάτης (2010) Ζητήματα οργάνωσης του χώρου στο τέλος της πρώιμης εποχής χαλκού: τα νέα δεδομένα από το Αρχοντικό Γιαννιτσών, Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 21, σελ Παπαευθυμίου-Παπανθίμου, Α. & Πιλάλη-Παπαστερίου Α. (1997) Οδοιπορικό στην Προϊστορική Μακεδονία, Θεσ/νίκη. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου, Α. & Α. Πιλάλη-Παπαστερίου (2000) Ένας προϊστορικός οικισμός στο Αρχοντικό Γιαννιτσών: νέα στοιχεία από την καθημερινή ζωή των προϊστορικών κατοίκων της Μακεδονίας, Αρχαιολογία και Τέχνες, τ. 74, σελ Παπαευθυμίου-Παπανθίμου, Α. (2010) Η ανασκαφική έρευνα στον προϊστορικό οικισμό του Αρχοντικού Γιαννιτσών, Εγνατία 14, σελ ό,. (1996) ό ό ά, ή. ά,. (1992) ύ ί ά ή. ή ί, ό Έ ί ά ( ) 6, Παππά, Μ. (2008) Οργάνωση του χώρου και οικιστικά στοιχεία στους νεολιθικούς οικισμούς της Κεντρικής Μακεδονίας. Διδακτορική Διατριβή, Θεσ/νίκη. Πέννος, Χ., Βαξεβανόπουλος Μ., Σύρος Α., Μυτελέτσης Μ., Πεχλιβανίδου Σ. και Ι. Βλασταρίδης (2008) Γένεση και εξέλιξη των σπηλαίων στην περιοχή Καταρράκτες Σιδηρόκαστρου, Ν. Σερρών. Γεωαρχαιολογική προσέγγιση, 5ο Συμπόσιο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας (8 10 Οκτωβρίου 2008), Αθήνα. 112

113 Πιλάλη-Παπαστερίου, Α. & Α. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου (1989) Νέες ανασκαφικές έρευνες στο Μάνδαλο Δ. Μακεδονίας ( ), Εγνατία, τ. 1, σελ ά - ί,. & Α. ί - ί (1996) ϊ ί ί ά ό έ, ό Έ ί ά ( ) 10, Πιπέλιας, Χ. (2009) Η συμβολή των συστημάτων γεωγραφικών πληροφοριών στη μελέτη της διάταξης των προϊστορικών οικισμών. Το παράδειγμα της κοιλάδας του Αξιού. Μεταπτυχιακή εργασία, Θεσ/νίκη. Σαββάκη, Γ. (2011) Οι ταφές στη Μακεδονία από την ΠΕΧ έως την ΠΕΣ. Μεταπτυχιακή εργασία, Θεσ/νίκη. Σαμψών, Α. (2007) Προϊστορική αρχαιολογία της Μεσογείου, Αθήνα. Σκουρτοπούλου, Κ. (2002) Οι λιθοτεχνίες απολεπισμένου λίθου από τον οικισμό της Σταυρούπολης, στο Δ. Γραμμένος και Κ. Κώτσος (επιμ.) Σωστικές ανασκαφές στο νεολιθικό οικισμό Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη, σελ Σουβατζή, Σ. (2009) Νοικοκυριό και καθημερινή ζωή κατά τη Νεολιθική και την ΠΕΧ, Προιστορήματα (Ηλεκτρονική έκδοση), τ. 2. Στεφανή, Ε. & Σ. Μ. Βαλαμώτη (2010) Αγγελοχώρι Ημαθίας: οικισμός της ύστερης εποχής χαλκού, τ. 1, 17η Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Θεσσαλονίκη : Αφοί Κυριακίδη. Συροπούλου, Ε. Α. (2010) Παλυνολογική έρευνα σε αρχαιολογική τομή της περιοχής Λιμνοχωρίου (ν. Φλώρινας). Μεταπτυχιακή εργασία, Θεσ/νίκη. Τουλούμης, Κ. (1994) Το περίσσευμα στην προϊστορία και η αρχαιολογία της αποθήκευσης. Διδακτορική διατριβή, Θεσ/νίκη. ύ,. (1996) ί ϊ ί : ϊ ή ί ά έ, ί. 113

114 Τουλούμης, Κ. (1999) Πριν από την Ιστορία: Μια Εισαγωγή στην Προϊστορική Αρχαιολογία, Θεσ/νίκη. Τουλούμης, Κ. (2002) Χωρίς Αγορά. αρχαιολογικές προσεγγίσεις στη νεολιθική κοινωνία και οικονομία, Θεσ/νίκη. Τσαρουχάς, Α. Γ. (2001) Η χρήση και ο ρόλος των μεταλλικών αντικειμένων της Τελικής Νεολιθικής-Χαλκολιθικής Εποχής ( π.χ.) στην ηπειρωτική Ελλάδα. Μεταπτυχιακή εργασία, Θεσ/νίκη. Τσελίκα, Β. Γ. (2006) Η μορφή και η εξέλιξη των προϊστορικών οικισμών στον ελλαδικό χώρο: χωροταξικό πλαίσιο και πολεοδομία. Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη. Τσούγγαρης, Χ., Σαλωνίδης Θ., Δουμά Α. και Χ. Σαρηγιαννίδου (2002) Κολοκυνθού: Ένας νέος παραποτάμιος νεολιθικός οικισμού του Ν. Καστοριάς, Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 16, σελ Χονδρογιάννη-Μετόκη, Α. (2002) Αλιάκμων Σωστική ανασκαφή σε δύο οικισμούς της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής περιόδου, Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 16, σελ Χονδρογιάννη-Μετόκη, Α. (2009) Αλιάκμων : η αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου (κοιλάδα μέσου ρου του Αλιάκμονα), αποτελέσματα και προοπτικές, Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 20χρόνια, Επετειακός τόμος, σελ Χουρμουζιάδης, Γ. (1979) Το Νεολιθικό Διμήνι, Βόλος. Χρηστάκη, Φ. (2010) Οι οχυρωμένοι οικισμοί της πρώιμης Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο. Μεταπτυχιακή εργασία, Θεσ/νίκη. Χρυσοστόμου, Π. & Π. Χρυσοστόμου (1993) Νεολιθικές έρευνες στα Γιαννιτσά και στην περιοχή τους, ό Έ ί ά ( ) 4, σελ Χρυσοστόμου, Π. (1994) Οι νεολιθικές έρευνες στην πόλη και την επαρχία Γιαννιτσών κατά το 1991, Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 5, σελ

115 Χρυσοστόμου, Α., Πολουκίδου, Χ. και Α. Προκοπίδου (2003) Επαρχιακή οδός Αψάλου-Αριδαίας: η ανασκαφή του νεολιθικού οικισμού στη θέση Γραμμή, Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 15, σελ Χρυσοστόμου, Π. (2007) Αγροσυκιά. Ο χώρος και η ανασκαφή, στο Π. Χρυσοστόμου, Ι. Ασλάνης και Α. Χρυσοστόμου (επιμ.) Αγροσυκιά: ένας οικισμός των προϊστορικών και ιστορικών χρόνων, Βέροια, σελ Bökönyi, S. (1973) Κτηνοτροφία, στο Λ.Ρ. Θεοχάρης, Νεολιθική Ελλάς, σελ Faugeres, L. (1996) Το γεωγραφικό πλαίσιο, στο R. Treuil, P. Darcque, J. Cl. Poursat και G. Touchais (επιμ.), Οι Πολιτισμοί του Αιγαίου, Αθήνα, σελ Morris, S. P. (2011) Προϊστορική Τορώνη ( ): προκαταρκτικά αποτελέσματα των ανασκαφών στη θέση «Λήκυθος», Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 22, σελ Renfrew, C. & P. Bahn (2001) ί. ί, ί έ έ, ή. Sivignon, M. (1982) Η γεωγραφική εικόνα της Μακεδονίας, στο Μ. Β. Σακελλαρίου (επιμ.) Μακεδονία, 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Αθήνα, σελ Treuil, R. (1996) Νεολιθική Εποχή και Πρώιμη Χαλκοκρατία, στο R. Treuil, P. Darcque, J. C. Poursat και G. Touchais (επιμ.) ί ί, ή, σελ Trigger, B. G. (2005) Μια Ιστορία της Αρχαιολογικής Σκέψης, Αθήνα. Wardle, K. & Β. Βλαχοδημητροπούλου (2000) Ανασκαφή Σερβίων Κοζάνης : Αποτελέσματα, Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ) 12, σελ

116 116

117 Εικόνες 117

118 118

119 119

120 120

121 121

122 122

123 123

124 124

125 125

126 126

127 127

128 128

129 129

130 130

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Προϊστορικές Κοινωνίες Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Νεολιθική εποχή μόνιμη εγκατάσταση Νεολιθική εποχή Αρχή της παραγωγής της τροφής. Νεολιθική εποχή Αρχή της καλλιέργειας

Διαβάστε περισσότερα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Προϊστορικές Κοινωνίες Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr «Νεολιθική επανάσταση» και η καταγωγή της Νεολιθικής στην Ελλάδα Στο θέμα της προέλευσης του παραγωγικού τρόπου

Διαβάστε περισσότερα

γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ)

γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ) γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ) Α Κεφ. αβιοτικό κάθε στοιχείο που δεν έχει ζωή 4 αιολική διάβρωση Η διάβρωση που οφείλεται στον άνεμο 5 ακρωτήριο ακτογραμμή

Διαβάστε περισσότερα

προϊστορικά και πρωτοϊστορικά χρόνια: τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα

προϊστορικά και πρωτοϊστορικά χρόνια: τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα Η καλλιέργεια των φυτών στην Ελλάδα στα προϊστορικά και πρωτοϊστορικά χρόνια: τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα Τάνια Βαλαμώτη, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

Νεολιθική Μακεδονία περιβάλλον και άνθρωπος

Νεολιθική Μακεδονία περιβάλλον και άνθρωπος ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Νεολιθική Μακεδονία περιβάλλον και άνθρωπος Ηλίας Πατρινός Αλλαγές στη γεωμορφολογία και την ακτογραμμή στον ελλαδικό χώρο. Η Αιγαΐς. 30.000.000 χρόνια πριν

Διαβάστε περισσότερα

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή.

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή. Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ (3000-1100π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή. - Ο σημαντικότερος οικισμός ήταν η... - Κατά τη 2 η και 3 η χιλιετία

Διαβάστε περισσότερα

Η ΟΡΕΙΝΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΚΑΜΤΣΑΤΚΑ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΚΑΜΤΣΑΤΚΑ Η ΟΡΕΙΝΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΚΑΜΤΣΑΤΚΑ ΔΠΜΣ «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΟΡΕΙΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ» ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2014 2015 ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΟΥΡΑΣ ΒΑΝΕΣΣΑ ΜΠΟΥΓΙΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ Το κλίμα μιας γεωγραφικής περιοχής διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο από τους 3 παρακάτω παράγοντες: 1)το γεωγραφικό πλάτος 2)την αναλογία ξηράς/θάλασσας 3)το

Διαβάστε περισσότερα

Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα

Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα Προϊστορικές Κοινωνίες Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Οι περίοδοι της Προϊστορίας στην Ελλάδα: Παλαιολιθική εποχή (800.000-10.500 ΠΣ) Μεσολιθική εποχή

Διαβάστε περισσότερα

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. διαιρεί τη δράση του ανθρώπου σε: (πριν τη χρήση γραφής) Β. Εποχή των μετάλλων. μέταλλα. Εποχή του χαλκού

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. διαιρεί τη δράση του ανθρώπου σε: (πριν τη χρήση γραφής) Β. Εποχή των μετάλλων. μέταλλα. Εποχή του χαλκού Σελίδα 1 από 14 η διαιρεί τη δράση του ανθρώπου σε: Α. Εποχή του λίθου ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (πριν τη χρήση γραφής) ΙΣΤΟΡΙΑ (από την επινόηση και χρήση της γραφής) κατασκευή εργαλείων από λίθο (2.500.000-3.000 π.χ.)

Διαβάστε περισσότερα

Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά

Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΕΠΙΛΕΞΑΜΕ: Η χλωρίδα και η πανίδα στην χώρα μας είναι ένα πολύ σημαντικό

Διαβάστε περισσότερα

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ 1 ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ Μάθημα 1: Οι έννοιες και θέση 1. Τι ονομάζεται σχετική θέση ενός τόπου; Να δοθεί ένα παράδειγμα. Πότε ο προσδιορισμός της σχετικής θέσης

Διαβάστε περισσότερα

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας Τί είναι ένα Οικοσύστημα; Ένα οικοσύστημα είναι μια αυτο-συντηρούμενη και αυτορυθμιζόμενη κοινότητα ζώντων

Διαβάστε περισσότερα

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ Οι επιμέρους μελέτες ανέδειξαν τον πλούτο των φυσικών πόρων που διαθέτει η χώρα μας αλλά και τους κινδύνους που απειλούν το φυσικό

Διαβάστε περισσότερα

Το τσακάλι, τόσο κοντινό μα τόσο ντροπαλό! (Ανακαλύπτοντας το τσακάλι)

Το τσακάλι, τόσο κοντινό μα τόσο ντροπαλό! (Ανακαλύπτοντας το τσακάλι) Το τσακάλι, τόσο κοντινό μα τόσο ντροπαλό! (Ανακαλύπτοντας το τσακάλι) ΗΛΙΚΙΑ: 7-12 ΕΠΟΧΗ: Φ, Χ, Α, Κ. ΙΑΡΚΕΙΑ: 1 ώρα προετοιμασία στην τάξη, 1 ώρα έρευνα στο σπίτι, 3-4 εβδομάδες έρευνας. ΥΛΙΚΑ: Ερωτηματολόγιο,

Διαβάστε περισσότερα

Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Σ. Μ. Βαλαμώτη. Ημερομηνία έγκρισης:

Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Σ. Μ. Βαλαμώτη. Ημερομηνία έγκρισης: Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Σ. Μ. Βαλαμώτη Ημερομηνία έγκρισης: «Η έγκριση της Μεταπτυχιακής εργασίας από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το τμήμα τις

Διαβάστε περισσότερα

Ε λ Νίνιο (El Niño) ονοµάζεται το θερµό βόρειο θαλάσσιο ρεύµα που εµφανίζεται στις ακτές του Περού και του Ισηµερινού, αντικαθιστώντας το ψυχρό νότιο ρεύµα Humboldt. Με κλιµατικούς όρους αποτελει µέρος

Διαβάστε περισσότερα

Το σύνολο των βραχογραφιών και κάτω λεπτομέρεια

Το σύνολο των βραχογραφιών και κάτω λεπτομέρεια ΠΡΟΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΚΡΗΤΗ Πριν από τις επιφανειακές έρευνες στην περιοχή του Πλακιά και της Πρεβέλης στη νότια Κρήτη, τα μόνα γνωστά προνεολιθικά ευρήματα προέρχονταν από το εσωτερικό του σπηλαίου Ασφέντου στο

Διαβάστε περισσότερα

Νεοφυτικός αιώνας (περίοδος των Αγγειοσπέρμων)

Νεοφυτικός αιώνας (περίοδος των Αγγειοσπέρμων) Νεοφυτικός αιώνας (περίοδος των Αγγειοσπέρμων) Η κυριαρχία των Αγγειοσπέρμων αρχίζει από το Mέσο Kρητιδικό (πριν 100 εκ. χρόνια) και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Υπάρχουν περίπου 250.000 είδη Αγγειοσπέρμων.

Διαβάστε περισσότερα

Kεφάλαιο 11 (σελ ) Ζώνες βλάστησης

Kεφάλαιο 11 (σελ ) Ζώνες βλάστησης Β Ενότητα «Το φυσικό περιβάλλον» 1 Kεφάλαιο 11 (σελ. 43 45) Ζώνες βλάστησης Στόχοι: -να γνωρίσουµε την έννοια της βλάστησης -να παρατηρήσουµε την κατανοµή της βλάστησης στην επιφάνεια της Γης -να συνδέουµε

Διαβάστε περισσότερα

Αθανασίου Έκτωρ, Ζαμπέτογλου Αθανάσιος, Μπογκντάνι Φίντο, Πάνος Δημήτριος, Παπαλεξίου Ευαγγελία Μαθητές Α Λυκείου, Αριστοτέλειο Κολλέγιο

Αθανασίου Έκτωρ, Ζαμπέτογλου Αθανάσιος, Μπογκντάνι Φίντο, Πάνος Δημήτριος, Παπαλεξίου Ευαγγελία Μαθητές Α Λυκείου, Αριστοτέλειο Κολλέγιο Αθανασίου Έκτωρ, Ζαμπέτογλου Αθανάσιος, Μπογκντάνι Φίντο, Πάνος Δημήτριος, Παπαλεξίου Ευαγγελία Μαθητές Α Λυκείου, Αριστοτέλειο Κολλέγιο Επιβλέπουσες Καθηγήτριες: Δρ. Κοκκίνου Ελένη Φυσικός Παπαχρήστου

Διαβάστε περισσότερα

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ ΗΓΕΩΡΓΙΚΗΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΒΙΩΣΙΜΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΑΡΑΣΑΒΒΑ Α 2 H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής τέχνης:

Διαβάστε περισσότερα

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Μέρος της οχύρωσης Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που διενεργούνται στην περιοχή της La Bastida (Totana, Murcia στην Ισπανία) έχουν αποκαλύψει ένα επιβλητικό οχυρωματικό

Διαβάστε περισσότερα

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΤΑ KOPPEN Το κλίμα μιας γεωγραφικής περιοχής διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο από τους 3 παρακάτω παράγοντες: 1) το

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΤΑ KOPPEN Το κλίμα μιας γεωγραφικής περιοχής διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο από τους 3 παρακάτω παράγοντες: 1) το ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΤΑ KOPPEN Το κλίμα μιας γεωγραφικής περιοχής διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο από τους 3 παρακάτω παράγοντες: 1) το γεωγραφικό πλάτος 2) την αναλογία ξηράς/θάλασσας 3) το

Διαβάστε περισσότερα

Ενότητα 2 Η Προϊστορική Ανασκαφή

Ενότητα 2 Η Προϊστορική Ανασκαφή Ενότητα 2 Η Προϊστορική Ανασκαφή Α.Μουνδρέα-Αγραφιώτη Προϊστορικές ανασκαφές Αφορούν ανθρώπινες εγκαταστάσεις, από 2,3 εκ. χρόνια πριν, μέχρι 1000 π.χ. 2.300.000-5.000 πριν (Παλαιολιθική, Μεσολιθική και

Διαβάστε περισσότερα

Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χ

Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χ Β. Π. Γ. Π. Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χιλιόμετρα, ενώ με τα νησιά φτάνει τα 30,2

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Τίτλος Ερευνητικού Έργου «Η καθημερινή ζωή στις κοινότητες της 5ης

Διαβάστε περισσότερα

Κλιματική αλλαγή και συνέπειες στον αγροτικό τομέα

Κλιματική αλλαγή και συνέπειες στον αγροτικό τομέα Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Περιφέρεια Κρήτης Ημερίδα: «Κλιματική Αλλαγή και Γεωργία» Ηράκλειο, Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019 Κλιματική αλλαγή και συνέπειες στον αγροτικό τομέα Μιχαήλ Σιούτας,

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2018 2019 ΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ- ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1 Περιεχόμενα ΕΝΟΤΗΤΑ Α : ΧΑΡΤΕΣ Α1.4 Ποιον χάρτη να διαλέξω;. 3 Α1.3 Η χρήση των χαρτών στην καθημερινή

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Η Παλαιοανακτορική Κρήτη (ΜΜΙΒ ΜΜΙΙΙΑ)

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Η Παλαιοανακτορική Κρήτη (ΜΜΙΒ ΜΜΙΙΙΑ) ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10 Η Παλαιοανακτορική Κρήτη (ΜΜΙΒ ΜΜΙΙΙΑ) Ίδρυση των πρώτων ανακτορικών κέντρων Κύριο χαρακτηριστικό στην κεραμική η εμφάνιση του καμαραϊκού ρυθμού, ο οποίοςαποτελεί προϊόν των

Διαβάστε περισσότερα

Προνεολιθική και Νεολιθική Κύπρος

Προνεολιθική και Νεολιθική Κύπρος Προνεολιθική και Νεολιθική Κύπρος Προνεολιθική Περίοδος ή Φάση Ακρωτηρίου: 11000/10000 8200 π.χ. Νεολιθική Περίοδος: 8200 3900/ 3700 π.χ. Ακεραμεική Νεολιθική: 8200 5500 π.χ. Πρωτοκεραμεική Νεολιθική («lacuna»

Διαβάστε περισσότερα

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ Το κλίμα της Ευρώπης Το κλίμα της Ευρώπης Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ και ΚΛΙΜΑ Καιρός: Οι ατμοσφαιρικές συνθήκες που επικρατούν σε μια περιοχή, σε

Διαβάστε περισσότερα

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής.

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής. Ντ. Ούρεμ-Κώτσου, Ά. Παπαϊωάννου, T. Silva, Φ. Αδακτύλου, Μ. Μπέσιος Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής. Στην εργασία αυτή επιχειρείται

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΡΥΜΟΣ ΠΙΝΔΟΥ

ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΡΥΜΟΣ ΠΙΝΔΟΥ ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΡΥΜΟΣ ΠΙΝΔΟΥ Γεωγραφικά στοιχεία Ο Εθνικός Δρυμός Πίνδου, γνωστός και ως Βάλια Κάλντα βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσπρόσιτη περιοχή της οροσειράς της Πίνδου στα όρια μεταξύ των νομών Γρεβενών και

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΗ -ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΑ

ΦΥΣΙΚΗ -ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΑ Γιάννης Λ. Τσιρογιάννης Γεωργικός Μηχανικός M.Sc., PhD Επίκουρος Καθηγητής ΤΕΙ Ηπείρου Τμ. Τεχνολόγων Γεωπόνων Κατ. Ανθοκομίας Αρχιτεκτονικής Τοπίου ΦΥΣΙΚΗ -ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΑ Κλιματική αλλαγή

Διαβάστε περισσότερα

Προϊστορικό Σπήλαιο Θεόπετρας

Προϊστορικό Σπήλαιο Θεόπετρας Προϊστορικό Σπήλαιο Θεόπετρας Στα δυτικά της εθνικής οδού Τρικάλων - Ιωαννίνων, 3χλμ πριν από τα Μετέωρα, ορθώνεται πάνω από το χωριό Θεόπετρα ένας βραχώδης ασβεστολιθικός όγκος, στη βορειοανατολική πλευρά

Διαβάστε περισσότερα

«Η ΠΟΙΚΙΛΙΑΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ»

«Η ΠΟΙΚΙΛΙΑΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ» «Η ΠΟΙΚΙΛΙΑΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ» ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Δρ ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΙΜΑΚΗΣ ΧΗΜΙΚΟΣ - ΟΙΝΟΛΟΓΟΣ Η Ήπειρος υπήρξε από παλιά μεγάλη αμπελουργική ζώνη σε έκτασή που δεν έχει καμία σχέση με την σημερινή κατάσταση.

Διαβάστε περισσότερα

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο /Ελληνικός χώρος Τα ελληνικά βουνά (και γενικότερα οι ορεινοί όγκοι της

Διαβάστε περισσότερα

Α1.5 «Aνακρίνοντας» τους χάρτες

Α1.5 «Aνακρίνοντας» τους χάρτες Α1.5 «Aνακρίνοντας» τους χάρτες Ποιο Χάρτη θα χρησιμοποιήσω αν θέλω να μάθω τη θέση της Αφρικής στον κόσμο; Θα χρησιμοποιήσω τον Παγκόσμιο Χάρτη Ποια είναι η θέση της Αφρικής στον κόσμο; Η απάντηση μπορεί

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη Θεωρία και τη Μέθοδο της Προϊστορικής Αρχαιολογίας. - Επιφανειακή έρευνα Renfrew & Bahn 2001, κεφ. 3

Εισαγωγή στη Θεωρία και τη Μέθοδο της Προϊστορικής Αρχαιολογίας. - Επιφανειακή έρευνα Renfrew & Bahn 2001, κεφ. 3 Εισαγωγή στη Θεωρία και τη Μέθοδο της Προϊστορικής Αρχαιολογίας - Επιφανειακή έρευνα Renfrew & Bahn 2001, κεφ. 3 Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Βασική βιβλιογραφία για την παρούσα διάλεξη Renfrew,

Διαβάστε περισσότερα

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για μη εμπορικούς σκοπούς με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή (Παρατηρητήριο ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.).

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για μη εμπορικούς σκοπούς με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή (Παρατηρητήριο ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.). Στην παρούσα Θεματική Έκθεση εξετάζεται και αναλύεται, για την περίοδο 2009-2014 (και ανάλογα με τη διαθεσιμότητα των πιο πρόσφατων στοιχείων), η εξέλιξη εξειδικευμένων δεικτών, οι οποίοι εκφράζουν και

Διαβάστε περισσότερα

a. Οι βαθιές θάλασσες της Ευρώπης δημιουργήθηκαν όταν έλιωσαν οι παγετώνες. β. Η Νορβηγική Θάλασσα βρέχει τις βορειοανατολικές ακτές

a. Οι βαθιές θάλασσες της Ευρώπης δημιουργήθηκαν όταν έλιωσαν οι παγετώνες. β. Η Νορβηγική Θάλασσα βρέχει τις βορειοανατολικές ακτές EΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ Επαναληπτικό διαγώνισμα στα μαθήματα 12-18 1. Χαρακτήρισε τις παρακάτω προτάσεις με το γράμμα (Σ), αν είναι σωστές, και a. Οι βαθιές θάλασσες της Ευρώπης δημιουργήθηκαν όταν έλιωσαν

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ Στατιστική επεξεργασία και ανάλυση: Λεωνίδας Σπανέλλης

Διαβάστε περισσότερα

Τρίκαλα, 27/12/2011. Συνεντεύξεις. «Μεγαλύτερες σε διάρκεια ξηρασίες»

Τρίκαλα, 27/12/2011. Συνεντεύξεις. «Μεγαλύτερες σε διάρκεια ξηρασίες» Τρίκαλα, 27/12/2011 Συνεντεύξεις «Μεγαλύτερες σε διάρκεια ξηρασίες» Τι επισημαίνει στην ΕΡΕΥΝΑ για την περιοχή μας ο κ. Σοφοκλής Ε. Δρίτσας, ερευνητής στο Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων

Διαβάστε περισσότερα

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Οι οργανισμοί αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους σε πολλά επίπεδα στα πλαίσια ενός οικοσυστήματος Οι φυσικές

Διαβάστε περισσότερα

Εφαρμογή των σύγχρονων τεχνολογιών στην εκτίμηση των μεταβολών στη παράκτια περιοχή του Δέλτα Αξιού

Εφαρμογή των σύγχρονων τεχνολογιών στην εκτίμηση των μεταβολών στη παράκτια περιοχή του Δέλτα Αξιού Εφαρμογή των σύγχρονων τεχνολογιών στην εκτίμηση των μεταβολών στη παράκτια περιοχή του Δέλτα Αξιού Μελιάδου Βαρβάρα: Μεταπτυχιακός Τμημ. Γεωγραφίας Πανεπιστημίου Αιγαίου Μελιάδης Μιλτιάδης: Υποψήφιος

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΘΕΜΑΤΑ. ήταν ο κάθε ένας από αυτούς και σε ποιον από αυτούς σχηματίστηκε η Ελλάδα;

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΘΕΜΑΤΑ. ήταν ο κάθε ένας από αυτούς και σε ποιον από αυτούς σχηματίστηκε η Ελλάδα; ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΜΑ 1 ο (Μονάδες 3,3) 1. Ποια είναι η διοικητική ιεραρχία των πόλεων στην Ελλάδα; Πως λέγεται ο διοικητής του κάθε διοικητικού τομέα; 2. Ποιους γεωλογικούς αιώνες περιλαμβάνει η γεωλογική

Διαβάστε περισσότερα

- Η νεολιθική στην Θεσσαλία -

- Η νεολιθική στην Θεσσαλία - Νεολιθική περίοδος στην Β. Ελλάδα - Η νεολιθική στην Θεσσαλία - Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Χρήστος Τσούντας 1901 Alan Wace 1912 Δημήτριος Ρ. Θεοχάρης 1956-1977 Vladimir Milojčić 1955-1977

Διαβάστε περισσότερα

ΑΣΚΗΣΗ. Πυκνότητα και πορώδες χιονιού. Ποια είναι η σχέση των δυο; Αρνητική ή Θετική; Δείξτε τη σχέση γραφικά, χ άξονας πυκνότητα, ψ άξονας πορώδες

ΑΣΚΗΣΗ. Πυκνότητα και πορώδες χιονιού. Ποια είναι η σχέση των δυο; Αρνητική ή Θετική; Δείξτε τη σχέση γραφικά, χ άξονας πυκνότητα, ψ άξονας πορώδες ΑΣΚΗΣΗ Πυκνότητα και πορώδες χιονιού. Ποια είναι η σχέση των δυο; Αρνητική ή Θετική; Δείξτε τη σχέση γραφικά, χ άξονας πυκνότητα, ψ άξονας πορώδες Για πιο λόγο είναι η σχέση είναι Θετική ή Αρνητική (δικαιολογήστε

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΕΚΑΝΩΝ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΥΓΡΟΤΟΠΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΕΚΑΝΩΝ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΥΓΡΟΤΟΠΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΕΚΑΝΩΝ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΥΓΡΟΤΟΠΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ Ε. Ντόνου 1, Γ. Ζαλίδης 1, A. Μαντούζα 2 1 Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Γεωπονική Σχολή, Εργαστήριο

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται ΜΑΘΗΜΑ 1 Π. Γ Κ Ι Ν Η Σ 1. Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται 2. Να μπορείς να δώσεις την σχετική γεωγραφική θέση ενός τόπου χρησιμοποιώντας τους όρους

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΤΡΟΦΙΜΑ βιολογικά τρόφιμα Ως προς τη θρεπτική αξία των τροφίμων

ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΤΡΟΦΙΜΑ βιολογικά τρόφιμα Ως προς τη θρεπτική αξία των τροφίμων ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΤΡΟΦΙΜΑ Ως βιολογικά τρόφιμα χαρακτηρίζονται τα τρόφιμα που προκύπτουν από ένα ειδικό είδος παραγωγής, τη βιολογική παραγωγή. Η βιολογική παραγωγή αποτελεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χλωρίδα και Πανίδα ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ Ερωτήσεις της µορφής σωστό-λάθος Σηµειώστε αν είναι σωστή ή λάθος καθεµιά από τις παρακάτω προτάσεις περιβάλλοντας µε ένα κύκλο το αντίστοιχο

Διαβάστε περισσότερα

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Εισαγωγικά: ΟΡΙΣΜΟΣ: Με τον όρο μυκηναϊκός πολιτισμός χαρακτηρίζεται ο προϊστορικός πολιτισμός της ΎστερηςΕποχήςτουΧαλκούαπότο1600-1100 π. Χ. που αναπτύχθηκε κυρίως στην κεντρική

Διαβάστε περισσότερα

Πρόλογος...11. 1. Οργανισμοί...15

Πρόλογος...11. 1. Οργανισμοί...15 Περιεχόμενα Πρόλογος...11 1. Οργανισμοί...15 1.1 Οργανισμοί και είδη...15 1.1.1 Ιδιότητες των οργανισμών...15 1.1.2 Φαινότυπος, γονότυπος, οικότυπος...17 1.1.3 Η έννοια του είδους και ο αριθμός των ειδών...19

Διαβάστε περισσότερα

ΘΑ ΓΙΝΕΙ Η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΜΠΑΝΙΕΡΑ; (Σεπτέμβριος 2012)

ΘΑ ΓΙΝΕΙ Η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΜΠΑΝΙΕΡΑ; (Σεπτέμβριος 2012) ΘΑ ΓΙΝΕΙ Η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΜΠΑΝΙΕΡΑ; (Σεπτέμβριος 2012) Συγγραφέας: ΛΑΛΙΝΑ ΦΑΦΟΥΤΗ Ακούμε ότι η μέση θερμοκρασία του πλανήτη ανεβαίνει και, όταν φθάνει το καλοκαίρι και ζούμε τους όλο και εντονότερους καύσωνες,

Διαβάστε περισσότερα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα - Νεότερη και Τελική Νεολιθική (5300 π.χ π.χ.)

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα - Νεότερη και Τελική Νεολιθική (5300 π.χ π.χ.) Προϊστορικές Κοινωνίες Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα - Νεότερη και Τελική Νεολιθική (5300 π.χ. 3200 π.χ.) Ντούσκα Ούρεµ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Νεότερη Νεολιθική στην Ελλάδα Η Νεότερη νεολιθική, δηλαδή

Διαβάστε περισσότερα

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ - ΜΟΡΦΗ ΕΡΓΟΥ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Προέλευση Μορφή έργων Χρήση Επιφανειακό νερό Φράγματα (ταμιευτήρες) Λιμνοδεξαμενές (ομβροδεξαμενές) Κύρια για

Διαβάστε περισσότερα

Ο Οικισμός Σκάρκος της Ίου

Ο Οικισμός Σκάρκος της Ίου Ο Οικισμός Σκάρκος της Ίου Εργασία στο μάθημα: Το Νησιωτικό Αιγαίο κατά την 3 η Χιλιετία π.χ. Παναγιώτης Καπλάνης Επιβλέπων Καθηγητής: Βλαχόπουλος Ανδρέας Εαρινό Εξάμηνο 2015 Η Θέση Η Ίος βρίσκεται στο

Διαβάστε περισσότερα

Iδεολογία κατά την Εποχή του Χαλκού. Κική Πιλάλη, Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας (1945-2008)

Iδεολογία κατά την Εποχή του Χαλκού. Κική Πιλάλη, Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας (1945-2008) Iδεολογία κατά την Εποχή του Χαλκού Κική Πιλάλη, Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας (1945-2008) Με την αρχή της ΕΧ παρατηρείται μια αλλαγή στη συμβολική έκφραση των προϊστορικών κοινοτήτων στο βόρειο

Διαβάστε περισσότερα

«Οι επιπτώσεις της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής στο περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία της Ελλάδος»

«Οι επιπτώσεις της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής στο περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία της Ελλάδος» «Οι επιπτώσεις της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής στο περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία της Ελλάδος» Χρήστος Σ. Ζερεφός Ακαδημαïκός Ακαδημία Αθηνών 28 Νοεμβρίου 2017 Χωρίς την παρουσία των αερίων

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ, ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ, ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε. ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ, ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε. Ιαν. 2016 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ: Χωρική διάρθρωση και εξέλιξη της οικοδομικής δραστηριότητας στη Ζώνη Επιρροής της Εγνατίας Οδού, 2004-2014 ΓΕΩΧΩΡΟΣ Α.Ε., Σύμβαση: Παροχή υπηρεσιών

Διαβάστε περισσότερα

Απειλούμενα είδη vs Ανάπτυξη: Αξίζει η προστασία σε καιρό κρίσης;

Απειλούμενα είδη vs Ανάπτυξη: Αξίζει η προστασία σε καιρό κρίσης; Απειλούμενα είδη vs Ανάπτυξη: Αξίζει η προστασία σε καιρό κρίσης; Προστασία άγριας πανίδας = προστασία περιοχών Συνεπώς το ερώτημα «Προστασία αγριας πανίδας ή ανάπτυξη;» σημαίνει «προστασία περιοχών ή

Διαβάστε περισσότερα

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία. Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία. Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Σκοποί ενότητας Σκοπός της ενότητας είναι η εξοικείωση με τους κλάδους της ιστορικής γεωλογίας.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ. Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Το Ελληνικό τόξο

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ. Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Το Ελληνικό τόξο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Το Ελληνικό τόξο ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Ο Ελλαδικός χώρος µε την ευρεία γεωγραφική έννοια του όρου, έχει µια σύνθετη γεωλογικοτεκτονική

Διαβάστε περισσότερα

Η ΖΩΗ ΣΤΙΣ ΠΟΛΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ

Η ΖΩΗ ΣΤΙΣ ΠΟΛΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ Η ΖΩΗ ΣΤΙΣ ΠΟΛΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ Οι πολικές περιοχές, όπως βλέπεις και στον παραπάνω παγκόσμιο χάρτη, βρίσκονται βορειότερα από το Βόρειο Πολικό Κύκλο και νοτιότερα από το Νότιο Πολικό Κύκλο. Συγκεκριμένα ανήκουν

Διαβάστε περισσότερα

Η Δανία είναι μια χώρα που βρίσκεται στη Σκανδιναβία, στη βόρεια Ευρώπη. Συνορεύει από ξηρά μόνο με τη Γερμανία, ενώ από θάλασσα γειτνιάζει με τη

Η Δανία είναι μια χώρα που βρίσκεται στη Σκανδιναβία, στη βόρεια Ευρώπη. Συνορεύει από ξηρά μόνο με τη Γερμανία, ενώ από θάλασσα γειτνιάζει με τη Η Δανία είναι μια χώρα που βρίσκεται στη Σκανδιναβία, στη βόρεια Ευρώπη. Συνορεύει από ξηρά μόνο με τη Γερμανία, ενώ από θάλασσα γειτνιάζει με τη Σουηδία, τη Βόρεια Θάλασσα και τη Βαλτική. Απλώνεται πάνω

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET15: ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET15: ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης εκτιμά στην αξία των εισαγωγών και εξαγωγών ανά Περιφέρεια από και προς τις χώρες της ΕΕ ή τρίτες χώρες, καθώς και τη σχέση των εξαγωγών ως προς

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΕΩΣ ΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ. Χρονολογία. 100.000 ως 20.000 10.000. 7000 ως 6000. Νεότερη

ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΕΩΣ ΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ. Χρονολογία. 100.000 ως 20.000 10.000. 7000 ως 6000. Νεότερη ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΕΩΣ ΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ Χρονολογία Ελλάδα - Αιγαίο 100.000 ως 20.000 Μέση και Νεότερη Παλαιολιθική 10.000 Μεσολιθική εποχή 7000 ως 6000 Έναρξη Νεολιθικής 5600 Μέση

Διαβάστε περισσότερα

Άνθρωπος και δοµηµένο περιβάλλον

Άνθρωπος και δοµηµένο περιβάλλον ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Άνθρωπος και δοµηµένο περιβάλλον Α. Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής Επιλέξετε τη σωστή από τις παρακάτω προτάσεις, θέτοντάς την σε κύκλο. 1. Το περιβάλλον γίνεται ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΣ α) όταν µέσα

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET03: ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET03: ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης καταγράφει το εργατικό δυναμικό σύμφωνα με το μέγεθος του οικονομικώς ενεργού πληθυσμού ανά Περιφέρεια και το ποσοστό του επί του πληθυσμού άνω

Διαβάστε περισσότερα

1. Το φαινόµενο El Niño

1. Το φαινόµενο El Niño 1. Το φαινόµενο El Niño Με την λέξη Ελ Νίνιο, προσφωνούν οι Ισπανόφωνοι το Θείο Βρέφος. Η ίδια λέξη χρησιµοποιείται για να εκφράσει µια µεταβολή του καιρού στις ακτές του Περού, που εµφανίζεται εδώ και

Διαβάστε περισσότερα

Μία νέα οπτική στο τοπίο και στην οικιστική οργάνωση της Νεολιθικής Θεσσαλίας μέσα από τη συνεισφορά των γεωφυσικών διασκοπήσεων.

Μία νέα οπτική στο τοπίο και στην οικιστική οργάνωση της Νεολιθικής Θεσσαλίας μέσα από τη συνεισφορά των γεωφυσικών διασκοπήσεων. Μία νέα οπτική στο τοπίο και στην οικιστική οργάνωση της Νεολιθικής Θεσσαλίας μέσα από τη συνεισφορά των γεωφυσικών διασκοπήσεων. Σαρρής Απόστολος, Καλογηροπούλου Εβίτα, Kalayci Tuna, Simon François, Donati

Διαβάστε περισσότερα

Θέμα μας το κλίμα. Και οι παράγοντες που το επηρεάζουν.

Θέμα μας το κλίμα. Και οι παράγοντες που το επηρεάζουν. Θέμα μας το κλίμα. Και οι παράγοντες που το επηρεάζουν. 1 Που συμβαίνουν οι περισσότερες βροχοπτώσεις; Κυρίως στη θάλασσα. Και μάλιστα στο Ισημερινό. Είδαμε γιατί στο προηγούμενο μάθημα. Ρίξε μία ματιά.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ & Κλίµα / Χλωρίδα / Πανίδα της Κύπρου

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ & Κλίµα / Χλωρίδα / Πανίδα της Κύπρου ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ & Κλίµα / Χλωρίδα / Πανίδα της Κύπρου Παρουσίαση Γιώργος Σέκκες Καθηγητής Γεωγραφίας Λευκωσία 2017 Ερώτηση! Ποια η διάφορα µεταξύ του κλίµατος

Διαβάστε περισσότερα

Από τους πρώτους ανθρώπους ως το νεολιθικό πολιτισμό 2.000.000--3000 π.χ. περίπου

Από τους πρώτους ανθρώπους ως το νεολιθικό πολιτισμό 2.000.000--3000 π.χ. περίπου Απο τουσ Πρωτουσ Ανθρωπουσ ωσ το Νεολιθικο Πολιτισμο Κεφάλαιο 1 Από τους πρώτους ανθρώπους ως το νεολιθικό πολιτισμό 2.000.000--3000 π.χ. περίπου H εξέλιξη του ανθρώπου κράτησε εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια

Διαβάστε περισσότερα

Καφέ αρκούδα (Ursus arctos), ο εκτοπισμένος συγκάτοικός μας

Καφέ αρκούδα (Ursus arctos), ο εκτοπισμένος συγκάτοικός μας 19 Αυγούστου 2018 Καφέ αρκούδα (Ursus arctos), ο εκτοπισμένος συγκάτοικός μας Επιστήμες / Περιβάλλον - Οικολογία Μέσα από μία πορεία εξέλιξης 35 εκατομμυρίων χρόνων η καφέ αρκούδα, ζώο ιδιαίτερα προσαρμοστικό,

Διαβάστε περισσότερα

Αγρανάπαυση. Κομισιόν: Τέλος στην αγρανάπαυση στα δημητριακά λόγω ανόδου των τιμών. Αμειψισπορά

Αγρανάπαυση. Κομισιόν: Τέλος στην αγρανάπαυση στα δημητριακά λόγω ανόδου των τιμών. Αμειψισπορά Αγρανάπαυση Αγρανάπαυση ονομάζεται η προσωρινή διακοπή της καλλιέργειας ενός αγρού για να αποκτήσει ξανά την παραγωγικότητα του. Συνήθως διαρκεί ένα χρόνο και εξαρτάται από το είδος του εδάφους και τις

Διαβάστε περισσότερα

Πως επηρεάζεται το μικρόκλιμα μιας περιοχής από την τοπογραφία (πειραματική έρευνα) Ομάδα Μαθητών: Συντονιστής καθηγητής: Λύκειο Αγίου Αντωνίου

Πως επηρεάζεται το μικρόκλιμα μιας περιοχής από την τοπογραφία (πειραματική έρευνα) Ομάδα Μαθητών: Συντονιστής καθηγητής: Λύκειο Αγίου Αντωνίου 1 Πως επηρεάζεται το μικρόκλιμα μιας περιοχής από την τοπογραφία (πειραματική έρευνα) Ομάδα Μαθητών: Ζαντής Γιώργος, Παρεκκλησίτης Ορέστης, Ιωάννου Γιώργος Συντονιστής καθηγητής: Νικόλας Νικολάου Λύκειο

Διαβάστε περισσότερα

Η βόρεια ράχη του Χατζή

Η βόρεια ράχη του Χατζή Η βόρεια ράχη του Χατζή Το Χατζή αποτελεί ένα μεγάλο ορεινό όγκο στο νοτιοδυτικό τμήμα του Νομού Τρικάλων με ψηλότερη κορυφή το Χατζή 2038μ και άλλες ψηλές κορυφές όπως το Κάστρο 1963μ, η Βρωμέρη 1955μ

Διαβάστε περισσότερα

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΑΝΙΔΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΣΕ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΑΝΙΔΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΣΕ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΑΝΙΔΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΣΕ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ Αναστάσιος Λεγάκις Ζωολογικό Μουσείο, Τμ. Βιολογίας, Παν. Αθηνών 5 ο Πανελλήνιο

Διαβάστε περισσότερα

Εξωγενείς. παράγοντες ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ

Εξωγενείς. παράγοντες ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Κεφάλαιο 3 ο : Αποσάθρωση Εξωγενείς παράγοντες Ονοµάζονται εκείνοι οι παράγοντες που συντελούν στην καταστροφή του αναγλύφου Ο φυσικός τους χώρος είναι η επιφάνεια της γης. Έχουν σαν έδρα τους την ατµόσφαιρα

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΚΟ-Π-4: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΚΟ-Π-4: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τον πληθυσμό και τη μεταβολή του ανά Περιφέρεια, Νομό και Δήμο της Ζώνης IV. Η σκοπιμότητα του δείκτη αφορά στην γνώση των μακροσκοπικών

Διαβάστε περισσότερα

ΠαναγιώταΚαραφέρη, Εκπαιδευτικό Α/θμιας εκπαίδευσης, Μsc οργάνωσηςκαι διοίκησης εκπαίδευσης, μέλος της Παιδαγωγικής Ομάδας τουκπε Στυλίδας,

ΠαναγιώταΚαραφέρη, Εκπαιδευτικό Α/θμιας εκπαίδευσης, Μsc οργάνωσηςκαι διοίκησης εκπαίδευσης, μέλος της Παιδαγωγικής Ομάδας τουκπε Στυλίδας, Από: Dr.rer.nat.Η. Δ. Μαριολάκο, Ομοτ. Καθηγητή Γεωλογίας, Παν/μίου Αθηνών, Εύαγγελο Μαρκατσέλη, Καθηγητή Β/θμιας εκπαίδευσης, Υπεύθυνο ΚΠΕ Στυλίδας, και του εθνικού σχολικού θεματικού δικτύου Π.Ε. «Γεωπεριβαλλοντικά-Γεωμυθολογικά

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Τίτλος Ερευνητικού Έργου «Από τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες στους

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET03: ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET03: ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης καταγράφει το εργατικό δυναμικό σύμφωνα με το μέγεθος του οικονομικώς ενεργού πληθυσμού ανά Περιφέρεια και το ποσοστό του επί του πληθυσμού άνω

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ 3 Ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ (2 Ο κεφάλαιο) ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΜΑ Α Να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό καθεμιάς από τις παρακάτω ημιτελείς προτάσεις Α1 έως Α5 και δίπλα το γράμμα που αντιστοιχεί

Διαβάστε περισσότερα

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ:

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ: ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗ 2009 11-13 ΜΑΡΤΙΟΥ 2010, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ: ΧΩΡΟΣ ΤΑΦΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΟΙΚΙΣΜΟ ΑΥΓΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ Γεωργία Στρατούλη, Σέβη Τριανταφύλλου,

Διαβάστε περισσότερα

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει χαρακτηριστικά «Mare Mediterraneum» ως μεταξύ δύο ηπείρων

Διαβάστε περισσότερα

Α.1.1.α.6 ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΛΟΙΠΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Α.1.1.α.6 ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΛΟΙΠΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ Α.1.1.α.6 ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΛΟΙΠΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ 1. ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ 1.1 Πληθυσµός Κατά την εκπόνηση του

Διαβάστε περισσότερα

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η και αξίες των υγροτόπω 03/12/10 Εαρινό 2010 2011 Εμπλουτισμός των υπόγειων υδροφόρων στρωμάτων Ρόλο παίζουν οι φυσικές ιδιότητες του εδάφους και του γεωλογικού

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντικά Συστήματα

Περιβαλλοντικά Συστήματα Περιβαλλοντικά Συστήματα Ενότητα 9: Μεγαδιαπλάσεις Χερσαία Οικοσυστήματα (I) Χαραλαμπίδης Γεώργιος Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος και Μηχανικών Αντιρρύπανσης Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης προσδιορίζει τον πληθυσμό και τη μεταβολή του ανά Περιφέρεια, Νομό και ΟΤΑ. Η βελτίωση της μεταφορικής υποδομής επηρεάζει άμεσα την κινητικότητα

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Μαρία Κιτριλάκη ΠΕ04.04

ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Μαρία Κιτριλάκη ΠΕ04.04 ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ Μαρία Κιτριλάκη Διαχείριση φυσικών περιοχών Η σύγχρονη αντίληψη για τη διαχείριση των φυσικών περιοχών δεν κυριαρχείται από την παλαιότερη τακτική της εξάντλησης αλλά από

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Το ανάκτορο της Ζάκρου

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Το ανάκτορο της Ζάκρου ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10 Το ανάκτορο της Ζάκρου Ανάκτορο της Κάτω Ζάκρου Το ανάκτορο της Κάτω Ζάκρου βρίσκεται στο ΝΑ άκρο της Κρήτης στον ομώνυμο ευρύχωρο όρμο. Η θέση ήταν γνωστή από τον 19 ο αι.

Διαβάστε περισσότερα

Ταξιδεύοντας στην ηπειρωτική Ελλάδα. Τάξη Φύλλο Εργασίας 1 Μάθημα Ε Δημοτικού Διαιρώντας την Ελλάδα σε διαμερίσματα και περιφέρειες Γεωγραφία

Ταξιδεύοντας στην ηπειρωτική Ελλάδα. Τάξη Φύλλο Εργασίας 1 Μάθημα Ε Δημοτικού Διαιρώντας την Ελλάδα σε διαμερίσματα και περιφέρειες Γεωγραφία Ταξιδεύοντας στην ηπειρωτική Ελλάδα Τάξη Φύλλο Εργασίας 1 Μάθημα Ε Δημοτικού Διαιρώντας την Ελλάδα σε διαμερίσματα και περιφέρειες Γεωγραφία Ταξιδεύουμε στην ηπειρωτική Ελλάδα, χρησιμοποιώντας διαφορετικά

Διαβάστε περισσότερα

Πανεπιστήμιο Κύπρου Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος Πρόγραμμα Αρχιτεκτονικής ΠΕΡΑ ΟΡΕΙΝΗΣ.

Πανεπιστήμιο Κύπρου Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος Πρόγραμμα Αρχιτεκτονικής ΠΕΡΑ ΟΡΕΙΝΗΣ. Πανεπιστήμιο Κύπρου Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος Πρόγραμμα Αρχιτεκτονικής ΠΕΡΑ ΟΡΕΙΝΗΣ Βασιλένα Πετκόβα ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ Το χωριό βρίσκεται σε απόσταση

Διαβάστε περισσότερα

Η ΣΤΑΘΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ

Η ΣΤΑΘΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΠΗΛΑΙΟΛΟΠΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Σίνα 32, Αθήνα 106 72, τηλ.210-3617824, φαξ 210-3643476, e- mails: ellspe@otenet.gr & info@speleologicalsociety.gr website: www.speleologicalsociety.gr ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΚΟ-Ε-5: ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΚΟ-Ε-5: ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΚΟ-Ε-5: ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ Ο δείκτης εκτιμά την αξία των εισαγωγών και εξαγωγών ανά Περιφέρεια της Ζώνης IV από και προς τις χώρες της ΕΕ ή τρίτες χώρες, καθώς και τη σχέση των εξαγωγών

Διαβάστε περισσότερα