ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ-ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ-ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ-ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Μεταπτυχιακή φοιτήτρια: Χ. Γουρλομάτη Κύρια Μεταπτυχιακή Εργασία Θέμα: Παραστάσεις αθλητών στην πλαστική του α μισού του 5ου αι. π.χ. Γ Έτος μεταπτυχιακών σπουδών Παν/μιακό Έτος

2 Επιβλέπων καθηγητής: Εμ. Βουτυράς Ημερομηνία έγκρισης : 02/11/09 Η έγκριση της μεταπτυχιακής Εργασίας από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τμήμα τις γνώμες του συγγραφέα. 2

3 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ : 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Πανελλήνιοι Αγώνες και συμπεριλαμβανόμενα αθλήματα 5-7 Χρονικό Πλαίσιο ΑΘΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΕΣ Α. ΠΕΝΤΑΘΛΟΝ 1. ΑΛΜΑ -Τρόπος διεξαγωγής αθλήματος και αρχαίες μαρτυρίες Μνημεία ΔΙΣΚΟΣ -Τρόπος διεξαγωγής αθλήματος και αρχαίες μαρτυρίες Μνημεία Πρωτότυπα έργα Αντίγραφα ΔΡΟΜΟΣ -Τρόπος διεξαγωγής αθλήματος και αρχαίες μαρτυρίες Μνημεία ΑΚΟΝΤΙΟ -Τρόπος διεξαγωγής αθλήματος και αρχαίες μαρτυρίες Μνημεία ΠΑΛΗ -Τρόπος διεξαγωγής αθλήματος και αρχαίες μαρτυρίες Μνημεία Β. ΒΑΡΕΑ ΑΘΛΑ ΠΑΛΗ -Αρχαίες μαρτυρίες ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΝ -Τρόπος διεξαγωγής αθλήματος και αρχαίες μαρτυρίες Μνημεία Γ. ΟΠΛΙΤΗΣ ΔΡΟΜΟΣ -Τρόπος διεξαγωγής αθλήματος και αρχαίες μαρτυρίες Μνημεία Δ. ΑΘΛΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΦΑΙΡΑ -Μνημεία Ε. ΕΡΓΑ ΧΩΡΙΣ ΤΑΥΤΙΣΗ ΑΘΛΗΜΑΤΟΣ -Μνημεία ΣΤ. ΑΘΛΗΤΕΣ ΣΕ ΑΝΑΠΑΥΣΗ -Μνημεία Αθλητές σε σπονδή Αθλητές σε δέηση

4 -Αθλητές στην παλαίστρα Διαδούμενοι αθλητές Αλειφόμενοι αθλητές Ετερες απεικονίσεις αθλητών ΣΩΖΟΜΕΝΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΑΝΔΡΙΑΝΤΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ξένη Βιβλιογραφία Ελληνική Βιβλιογραφία ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΓΡΑΠΤΩΝ ΠΗΓΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΙΝΑΚΩΝ

5 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Πανελλήνιοι Αγώνες και συμπεριλαμβανόμενα αθλήματα Το θέμα, το οποίο πραγματεύεται η παρούσα εργασία, είναι οι παραστάσεις αθλητών στην πλαστική του α μισού του 5ου αι. π.χ. Το πόνημα θα δομηθεί επάνω σε δύο βασικούς άξονες, στους οποίους στηρίζεται. Οι δύο αυτοί άξονες είναι αφενός η αρχαία γραμματεία και αφετέρου τα διατηρημένα μνημεία. Οι αρχαίες γραπτές πηγές είναι ιδιαίτερα βοηθητικές, κατά κύριο λόγο για την άντληση στοιχείων αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής των αθλημάτων στην αρχαιότητα, αλλά δευτερευόντως και για την ανίχνευση χαρακτηριστικών ανδριάντων αθλητών, οι οποίοι δεν μας έχουν σωθεί. Τα σωζόμενα αγάλματα της χρονικής αυτής περιόδου που παριστάνουν με μεγάλη πιθανότητα αθλητές διατηρούνται, δυστυχώς, σε αποσπασματική κατάσταση και ενέχουν προβλήματα ερμηνείας. Συνεπώς, πολύτιμη πηγή πληροφοριών σε σχέση με τα μοτίβα απεικόνισης των αθλητών, αποτελούν τα αγαλμάτια αθλητών της εξεταζόμενης περιόδου, τα οποία σε ικανό αριθμό περιπτώσεων, έχουν διατηρηθεί ακέραια. Mε αυτό τον τρόπο μας δίνεται η δυνατότητα να συμπληρώσουμε, ως ένα βαθμό, τους κορμούς αγαλμάτων που θα μελετηθούν. Επιπροσθέτως, τα αγαλμάτια παρουσιάζουν με μεγάλη ευκρίνεια έναν ιδιαίτερα μεγάλο πλούτο μοτίβων στα οποία παριστάνονται οι αθλητές κατά το α μισό του 5ου αι. π.χ. Τα ποικίλα αυτά μοτίβα συνιστούν ουσιαστικό τμήμα μελέτης της εργασίας. Επιπλέον αντικείμενο εξέτασης συνιστούν και οι επιτύμβιες στήλες, οι οποίες εντάσσονται στο χρονικό αυτό διάστημα και εικονίζουν το νεκρό ως αθλητή. Παράλληλα, θα πραγματοποιούμε συχνές αναφορές σε αγγειογραφικές παραστάσεις της εποχής, καθώς θα ανιχνεύουμε με τον τρόπο αυτό τις αντιστοιχίες της πλαστικής με την κεραμική τέχνη και θα διαπιστώνουμε την απαρχή των συγκεκριμένων μοτίβων απεικόνισης. Αυτό συμβαίνει διότι συνήθως οι καινοτομίες επέρχονται και υιοθετούνται καταρχήν στην αγγειογραφία και λίγο αργότερα υλοποιούνται στην πλαστική. Πανελλήνιοι Αγώνες Οι αρχαιότεροι πανελλήνιοι αγώνες, οι οποίοι διέθεταν και το μεγαλύτερο κύρος, ήταν τα Ολύμπια. Λάμβαναν χώρα στην Ολυμπία, ανά τέσσερα έτη, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, μετά το θερινό ηλιοστάσιο. Οι αγώνες αρχικά διαρκούσαν μόνο μία ημέρα, γεγονός που πιθανόν ίσχυε έως το 472 π.χ., οπότε οι ημέρες αυξήθηκαν σε τρεις και το 468 π.χ. παγιώθηκαν σε πέντε1. Την πρώτη ημέρα δινόταν ο επίσημος όρκος στο Βουλευτήριο, ενώπιον του αγάλματος του Ορκίου Διός, από τους αθλητές, αλλά και από 1 D. G. Kyle 2007, 114. Σ. Α. Σουλή 2002, 20. 5

6 τους πατέρες, τους αδελφούς και τους προπονητές τους1. Η ακριβής χρονική διαδοχή των αθλημάτων δεν είναι βέβαιη και έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών διαφορετικών απόψεων από την επιστημονική κοινότητα. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι κατά τη δεύτερη ημέρα διεξάγονταν τα ιππικά αγωνίσματα, δηλαδή η αρματοδρομία με τέθριππο άρμα και ο ίππος κέλης, ενώ αργότερα προστέθηκαν η συνωρίς και το τέθριππο πωλικόν. Ωστόσο, τα ιππικά αγωνίσματα δεν θα εξεταστούν περαιτέρω στην παρούσα εργασία. Σύμφωνα με την πλειονότητα των μελετητών, ακολουθούσαν την ίδια ημέρα οι γυμνικοί αγώνες, με την έναρξη των αγωνισμάτων του πεντάθλου. Το τελευταίο περιλάμβανε τον δρόμο, τον δίσκο, το άλμα, το ακόντιο και την πάλη. Εντούτοις, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο δρόμος και η πάλη αποτελούσαν ταυτόχρονα και διακριτά αθλήματα, ανεξαρτήτως του πεντάθλου2. Οι αγώνες δρόμου, δηλαδή το στάδιον, ο δίαυλος και ο δόλιχος τελούνταν την τρίτη ημέρα, ενώ η τέταρτη ημέρα περιλάμβανε την πάλη, την πυγμή και το παγκράτιον. Ο κύκλος των αγωνισμάτων ολοκληρωνόταν με τον οπλίτη δρόμο. Η τελευταία ημέρα πιθανότατα καλυπτόταν από τη στεφάνωση των νικητών, καθώς και από εορτασμούς και συμπόσια3. Άλλοι αγώνες πανελλήνιας εμβέλειας κατά την αρχαιότητα ήταν τα Πύθια στους Δελφούς, τα οποία λάμβαναν χώρα επίσης σε τετραετή βάση, το τρίτο έτος της εκάστοτε Ολυμπιάδας, τον μήνα Βουκάτιο, δηλαδή κατά τη διάρκεια των μηνών Αυγούστου και Σεπτεμβρίου. Στην Ισθμία διεξάγονταν τα Ίσθμια, σύμφωνα με το πρότυπο των Ολυμπίων, κατά το δεύτερο και τέταρτο έτος των Ολυμπιάδων, τους μήνες Απρίλιο Μάϊο. Πανελλήνιοι αγώνες γίνονταν και στη Νεμέα με την ονομασία Νέμεα ή Νέμεια. Λάμβαναν χώρα κάθε δύο χρόνια, εκ περιτροπής με τους αγώνες της Ολυμπίας, των Δελφών και της Ισθμίας. Τέλος, τα Μεγάλα Παναθήναια τελούνταν στην Αθήνα κάθε τέσσερα χρόνια, το τρίτο έτος των Ολυμπιάδων, στο τέλος του Εκατομβαιώνος, περί τα μέσα Αυγούστου4. Βασιζόμαστε σε ορισμένες επιλεγμένες αρχαίες γραπτές πηγές για τον εντοπισμό στοιχείων όσον αφορά στον τρόπο διεξαγωγής των αθλημάτων και συγκεκριμένα στους Πυθιόνικους, τους Ολυμπιόνικους και τους Νεμεόνικους του Πινδάρου, στον Ηρόδοτο, σε ορισμένες κωμωδίες του Αριστοφάνη, στα Ελληνικά του Ξενοφώντα, αλλά και στους Νόμους του Πλάτωνα. Επίσης, σημαντικές οψιμότερες πηγές άντλησης πληροφοριών, με επιφυλάξεις βεβαίως, αποτελούν ο Παυσανίας, ο 1 ν χαρσις ή Περί Γυμνασίων του D. J. Phillips D. Pritchard 2003, 6. D. G. Kyle 2007, Ε. Σπαθάρη, Το Ολυμπιακό Πνεύμα, Αθήνα 2000, Ε. Σπαθάρη, ό. π. σημ. 3, 39, 52, 58. D. G. Kyle, ό. π. σημ. 2,

7 Λουκιανού, η Naturalis Historia του Πλινίου του πρεσβύτερου, η πραγματεία Περί γυμναστικῆς του Φιλόστρατου, καθώς και το έργο Εἰκόνες, το οποίο αποδίδεται από ορισμένους μελετητές στον ίδιο και από άλλους στον μικρανεψιό του. Δευτερεύουσες αρχαίες μαρτυρίες, οι οποίες θα αξιοποιηθούν, συνιστούν η Θηβα ς του Στάτιου, τα Αιθιοπικά του Ηλιόδωρου, ο Ζηνόβιος και οι Μεταμορφώσεις του Οβίδιου, καθώς και άλλες περαιτέρω πηγές. Χρονικό Πλαίσιο Όσον αφορά στο χρονικό πλαίσιο, το οποίο έχει τεθεί για το παρόν πόνημα, πρέπει να επισημανθεί ότι περιλαμβάνει μεν ένα μικρό τμήμα της υστεροαρχαϊκής περιόδου π..χ το μεγαλύτερο ωστόσο τμήμα του καταλαμβάνεται από την εποχή του αυστηρού ρυθμού περίπου π.χ. Κατά συνέπεια, η εργασία βρίσκεται στο μεταίχμιο της ύστερης αρχαϊκής με την πρώιμη κλασική περίοδο. Εντούτοις, θα πραγματευθεί κυρίως τις καινοτομίες τις οποίες επιφέρει ο αυστηρός ρυθμός στην παράσταση των αθλητών στην πλαστική, αλλά και τα αρχαϊκά στοιχεία που επιβιώνουν σε αυτόν και συναρμόζονται σε ένα διαλεκτικό κράμα. Το αυστηρό στιλ έδωσε το όνομά του σε μία ολόκληρη εποχή. Περί το 500 π.χ. παρατηρείται στην πλαστική, αλλά και στην αγγειογραφία, ένας νέος τρόπος στήριξης των μορφών, οι οποίες δε βρίσκονται πλέον σε απόλυτη συμμετρική ισορροπία, αλλά παρουσιάζουν μία ανισορροπία. Αναλυτικότερα, το βάρος του σώματος δεν φέρεται πια ισομερώς και από τα δύο σκέλη, καθώς μετατοπίζεται από το ένα σκέλος στο άλλο. Εμφανίζεται, συνεπώς, μία σειρά κινημένων μορφών. Το νέο αυτό μοτίβο στήριξης των μορφών σχετίζεται στο χώρο της πλαστικής με την ανάπτυξη της καινούριας τεχνικής της χαλκοχυτικής, η οποία προσέφερε νέες δυνατότητες και τρόπους απεικόνισης που δεν παρείχε η μαρμαρογλυπτική. Κατά την περίοδο του αυστηρού ρυθμού εμφανίζεται μία απλότητα και αυστηρότητα στις φόρμες, τόσο στα χαρακτηριστικά του προσώπου, όσο και στη διαμόρφωση του ανθρώπινου σώματος. Συγκεκριμένα, παρατηρείται η επίτευξη της σύλληψης της οργανικής συνάφειας και των μεμονωμένων μερών του σώματος σε κίνηση. Οι μορφές των αθλητών διαφοροποιούνται και χαρακτηρίζονται εντονότερα ως τέτοιες μέσα από τον τρόπο που απεικονίζονται, με κοντή κόμη, με την απόδοσή τους κατά τη χρονική στιγμή που εκτελούν το άθλημα ή με την προσθήκη αντικειμένων αθλητικού εξοπλισμού1. Καινοτομία συνιστά και το ενδιαφέρον για την αποτύπωση του συναισθήματος που διαπιστώνεται στο αυστηρό στιλ. 1 R. Thomas 1992, B. S. Ridgway 1970,

8 Αποτυπώνεται σε ικανό αριθμό έργων σοβαρότητα έως περισυλλογή στην έκφραση του προσώπου. Επιπροσθέτως, το νέο ενδιαφέρον για την απεικόνιση της κίνησης υλοποιείται σε μία σειρά κινημένων αγαλμάτων και αγαλματίων, στα οποία συνηθέστερα δεν αντικατοπτρίζεται η στιγμή της δράσης, αλλά η στιγμή λίγο πριν ή αμέσως μετά από αυτήν. Το νέο υλικό που χρησιμοποιείται, ο χαλκός, προσέφερε στους καλλιτέχνες μεγαλύτερη ελευθερία στο πλάσιμο των μορφών και περιθώρια για πειραματισμό. Ωστόσο, την ίδια εποχή, πραγματοποιούν την εμφάνισή τους και ήρεμα ιστάμενα αγαλμάτια αθλητών στο μοτίβο του κούρου. Διαπιστώνεται η συνέχιση της παραγωγής χάλκινων αγαλματίων αθλητών, η οποία μάλλον δε συσχετίζεται με τα αγωνίσματα που λαμβάνουν χώρα στα μεγάλα ιερά1. Η ανίχνευση της λειτουργίας των αγαλματίων αυτών θα αποτελέσει ένα από τα βασικά ζητούμενα της εργασίας. Επιπρόσθετο στόχο του παρόντος πονήματος θα αποτελέσει ο προσδιορισμός, κατά το δυνατόν, της σχέσης μεταξύ των αγαλματίων αθλητών της περιόδου με τους σύγχρονούς τους ανδριάντες μεγάλης κλίμακας. Επιπλέον σημαντικό ερώτημα συνιστά το γιατί έλαβε χώρα η αλλαγή αυτή στον τρόπο στήριξης των γλυπτών τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Πρέπει να αναζητηθεί ποιες ήταν οι συνισταμένες οι οποίες επέδρασαν ευνοϊκά ή και προκάλεσαν καταρχήν την ανάπτυξη της χαλκοπλαστικής και συνεπακόλουθα, τα καινούρια αυτά μοτίβα απεικόνισης των μορφών. Α. ΠΕΝΤΑΘΛΟΝ 1. ΑΛΜΑ Τρόπος διεξαγωγής αθλήματος και αρχαίες μαρτυρίες Το άλμα εντάσσεται στα αγωνίσματα του πεντάθλου, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν ο δρόμος, το άλμα, ο δίσκος, το ακόντιο και η πάλη. Εντούτοις, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο δρόμος και η πάλη αποτελούσαν ταυτόχρονα και διακριτά αθλήματα, ανεξαρτήτως του πεντάθλου2. Ικανός είναι ο αριθμός διαφορετικών κατατάξεων των αγωνισμάτων του πεντάθλου αναφορικά με τη σειρά που λάμβαναν χώρα. Ο S. G. Miller υποστηρίζει την ακόλουθη διαδοχή: δρόμος, δίσκος, άλμα, ακόντιο και πάλη3. Ο D. G. Kyle κλίνει προς τη σειρά άλμα, δίσκος, ακόντιο, δρόμος και πάλη4, ενώ η Σ. Α. Σουλή τάσσεται υπέρ της διαδοχής, σύμφωνα με την οποία προηγούνταν το άλμα, ακολουθούσαν ο δίσκος και ο 1 R. Thomas, 1981, 80, 83. B. S. Ridgway, 1970, 8-9. D. J. Phillips- D. Pritchard (επιμ.) 2003, 15. D. G. Kyle 2007, 119. Σ. Α. Σουλή 2002, D. J. Phillips- D. Pritchard (επιμ.), ό.π. σημ D. G. Kyle 2007,

9 δρόμος και το πένταθλο ολοκληρωνόταν με το ακόντιο και την πάλη1. Η ακριβής χρονική διαδοχή των αθλημάτων στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών αγώνων δεν είναι βέβαιη και έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών διαφορετικών απόψεων από την επιστημονική κοινότητα. Η επικρατέστερη είναι ότι το πένταθλο λάμβανε χώρα στα Ολύμπια κατά τη δεύτερη ημέρα, έπειτα από τα ιππικά αγωνίσματα2. Αναφορικά με τον τρόπο καθορισμού του τελικού νικητή του πεντάθλου, έχουν διατυπωθεί πολυάριθμες θεωρίες. Ένα χωρίο του Παυσανία αποτελεί ίσως βοηθητική μαρτυρία σχετικά με το ζήτημα αυτό3. Στο απόσπασμα αναφέρεται ότι ενώ ο Ηλείος Τισαμενός είχε νικήσει τον Ιερώνυμο τον Άνδριο στον δρόμο και στο άλμα, ηττήθηκε τελικά από τον τελευταίο, όταν ο Ιερώνυμος υπερτέρησε έναντί του στην πάλη. Δεδομένης της μαρτυρίας αυτής, έχει υποτεθεί ότι η νίκη στην πάλη συνιστούσε τον αποφασιστικό παράγοντα ως προς την ανακήρυξη του νικητή. Το άλμα, ως τμήμα του πεντάθλου, το οποίο σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα εισάχθηκε στα Ολύμπια το 708 π.χ., κατά την 18η Ολυμπιάδα, συνιστά ένα από τα παλαιότερα αθλήματα4. Η πρωιμότερη αναφορά στο αγώνισμα του άλματος ανιχνεύεται στον Όμηρο και συγκεκριμένα, στην Οδύσσεια, όπου σημειώνεται η ενασχόληση των Φαιάκων με την πυγμαχία, την πάλη, το άλμα και τον δρόμο5. Οι αρχαίες μαρτυρίες συνιστούν ιδιαίτερα σημαντικές πηγές για τον εντοπισμό στοιχείων όσον αφορά στον τρόπο διεξαγωγής των αθλημάτων γενικά και του άλματος ειδικότερα. Φαίνεται ότι το άλμα στο πένταθλον συνίστατο σε άλμα εις μήκος, από το οποίο προηγούνταν τρέξιμο για την επίτευξη της απαιτούμενης ορμής. Εντούτοις, είναι βέβαιη η ύπαρξη και έτερων μορφών άλματος, που λάμβαναν χώρα στα γυμνάσια6. Το σημείο στο οποίο πατούσε ο εκάστοτε πενταθλητής προτού πραγματοποιήσει το άλμα ονομαζόταν βατήρ, όπως συνάγεται από ορισμένες αρχαίες γραπτές μαρτυρίες7. Ο βατήρ πρέπει να ήταν κατασκευασμένος από σκληρό υλικό, ωστόσο δεν είναι γνωστό εάν ήταν φτιαγμένος από ξύλο ή από λίθο. Η θέση αυτή άφεσης στο άθλημα του άλματος υποδηλώνεται στις αγγειογραφίες είτε διαμέσου ακοντίων καρφωμένων στο έδαφος είτε 1 Σ. Α. Σουλή 2002, 27. D. J. Phillips- D. Pritchard (επιμ.), 2003, 15. D. G. Kyle, 2007, Παυσανίας, III Βλ.Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 158 αρ Σ. Α. Σουλή, ό.π. σημ. 1, Ομήρου Οδύσσεια Θ, στ Βλ.Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 158 αρ E. N. Gardiner 1967, Πολυδεύκης, III.151. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 158 αρ. 3. Επίσης, η λέξη βατήρ ως σημείο εκκίνησης του άλματος απαντά στο λεξικό του 10ου αι. μ.χ. Σούδα, όπου περιγράφεται ως ἀρχὴ τοῦ τῶν πεντάθλων σκάμματος και αντιστοίχως στον Ησύχιο, ο οποίος τον αναφέρει ως ἄκρον τοῦ σκάμματος. 2 9

10 με τη βοήθεια κιόνων1. Το έδαφος εμπρός από τον βατήρα, το οποίο ήταν σκαμμένο και επιπεδοποιημένο έως μία συγκεκριμένη απόσταση, λεγόταν σκάμμα ή τ ἐσκαμμένα. Το γεγονός αυτό έχει παραδοθεί από την αρχαία γραμματεία, λόγου χάριν από τον Πολυδεύκη, στο χωρίο το οποίο προανέφερα. Σύμφωνα με τους κανόνες του αθλήματος, το άλμα λαμβανόταν υπόψη μόνον εφόσον ο άλτης άφηνε μετά την πτώση ένα τέλειο αποτύπωμα των άκρων ποδών του2 και λόγω του κανονισμού το έδαφος του σκάμματος ήταν ελαφρό. Η μέτρηση της επίδοσης επιτυγχανόταν με ξύλινα κοντάρια, τους κανόνες, οι οποίοι υπολόγιζαν την απόσταση από το ίχνος που άφηνε ο αθλητής με τους πόδες του έως τον βατήρα και αυτό το μέγεθος συνιστούσε την επίδοση3. Τα μεμονωμένα άλματα σημειώνονταν διαμέσου πίρων στερεωμένων στο έδαφος4. Κατά τη διάρκεια του άλματος, οι αθλητές έφεραν στα δύο χέρια τους αλτήρες, οι οποίοι προσέδιδαν σταθερότητα και ώθηση στο άλμα. Οι συνήθεις αλτήρες διέθεταν βάρος από 1,5 έως 2 κιλά και διακρίνονταν σε δύο τύπους, στους μακρούς και στους σφαιροειδείς5 (Πίν.1). Ορισμένα στοιχεία σχετικά με τη μορφή των αλτήρων αντλούνται από τον Παυσανία6. Επίσης, ο Αριστοτέλης αναφέρει το πλεονέκτημα στην επίδοση των αθλητών που πηδούν με αλτήρες έναντι αυτών οι οποίοι πραγματοποιούν το άλμα άνευ αυτών7. Φαίνεται ότι προτού εκτελέσει το άλμα, ο πενταθλητής ζύγιζε τους αλτήρες εμπρός και πίσω με δύναμη, λάμβανε την απαιτούμενη ορμή και εγκατέλειπε τον βατήρα με τα χέρια τεντωμένα προς τα εμπρός. Εν συνεχεία, κατά την εναέρια φάση της εκτίναξης, τα σκέλη ακολουθούσαν τα χέρια μπροστά, ευρισκόμενα σε παράλληλη θέση με αυτά8. Κατά την τελική φάση της πτώσης, τα χέρια κατευθύνονταν προς τα πίσω παρέχοντας με τον τρόπο αυτό νέα ώθηση στο σώμα, ώστε να προωθηθεί ακόμη περισσότερο προς τα εμπρός και ο άλτης άφηνε να πέσουν οι αλτήρες προκειμένου να μην του ανακόψουν την ορμή. 1 E. N. Gardiner 1967, 144. Η δεύτερη περίπτωση απεικονίζεται σε μία οινοχόη, η οποία βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο (αρ. ευρ. Ε 561) και αποδίδεται στον Ζωγράφο του Disney. J Jüthner 1968, 188, Πίν.XLVI.b. J. D. Beazley, ARV², 1265 αρ Φιλόστρατος, Γυμναστικός ή Περ Γυμναστικ ς, 31, 35. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ αρ Σ. Α. Σουλή 2002, Οι πίροι αυτοί ονομάζονται σῆματα. Κόιντος Σμυρναίος, IV.466. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 159 αρ Σ. Α. Σουλή, ό.π. σημ. 3. E. N. Gardiner, ό.π. σημ. 1, , 146 εικ Οι αλτήρες κατασκευάζονταν τόσο από λίθο όσο και από μέταλλο. 6 Παυσανίας, V Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 159 αρ Αριστοτέλης, Περὶ πορείας ζῴων, 705a. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 159 αρ Σ. Α. Σουλή, ό. π. σημ. 3, E. N. Gardiner, ό.π. σημ. 1,

11 Όπως παρατηρούμε και από αρκετές παραστάσεις αγγείων, το άλμα συνοδευόταν με αυλό1. Κατά τον E. N. Gardiner, αυτό συνέβαινε μάλλον για να προσδώσει ρυθμό στο αγώνισμα του άλματος, το οποίο προϋπόθετε μία σύνθετη διαδικασία, άποψη με την οποία συμφωνώ. Επιπρόσθετη εξήγηση για τη χρήση του αυλού στο άθλημα παρέχεται από τον Παυσανία, που την αποδίδει στο ότι η μουσική του αυλού είναι ιερή για τον Απόλλωνα, ο οποίος πέτυχε μυθικές νίκες στα Ολύμπια2. Το στιγμιότυπο του άλματος, το οποίο εικονίζεται συχνότερα στην αγγειογραφία, είναι εκείνο της αιώρησης των αλτήρων προς τα επάνω, όπου το σώμα κλίνει ελαφρά προς τα πίσω και το προβαλλόμενο σκέλος εμφανίζεται λίγο ανασηκωμένο από το έδαφος. Ανιχνεύουμε τη φάση αυτή, μεταξύ άλλων, σε μία αττική ερυθρόμορφη κοτύλη, η οποία βρίσκεται στη Βοστόνη3. Την εναέρια φάση του άλματος, κατά την οποία τα σκέλη είναι σχεδόν παράλληλα με τα χέρια εντοπίζουμε σε μία κύλικα, η οποία εντάσσεται στη συλλογή Bourguignon4. Αναφορικά με τις αρχαίες μαρτυρίες τις σχετικές με τη διεξαγωγή του άλματος, πρέπει να γίνει ξεχωριστή μνεία σε έναν ικανό αριθμό αρχαίων γραπτών πηγών, οι οποίες μνημονεύουν το επίτευγμα του πενταθλητή Φαύλλου από τον Κρότωνα, που υποτίθεται πως υπερέβη τους 55 πόδες του σκάμματος κατά το άλμα του και έφθασε τους 55 πόδες. Ο άθλος αυτός αναφέρεται σε ένα επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας, πηγή αρκετά όψιμη, που αντλεί όμως από τον Ζηνόβιο5. Ωστόσο, η πληροφορία αυτή απαντά και σε άλλες αρχαίες μαρτυρίες, στις οποίες συνδέτεαι με τη φράση ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα. Βέβαια η ρήση αυτή απαντά στους αρχαίους συγγραφείς και ανεξαρτήτως μνείας του Φαύλλου, λόγου χάριν στον Πίνδαρο, τον Πλάτωνα, τον Λουκιανό και τον Λιβάνιο6. Η φράση συναντάται σε συνδυασμό με το άλμα του Φαύλλου, μεταξύ άλλων, στον Ζηνόβιο, στον σχολιαστή του Αριστοφάνη στους Ἀχαρνῆς και στη Σούδα7. Η ιστορικότητα του άλματος αυτού του Φαύλλου αμφισβητήθηκε με πειστικά επιχειρήματα από τον E. N. Gardiner8. 1 Παραδείγματος χάριν σε μία ερυθρόμορφη πελίκη στο Βρετανικό Μουσείο (αρ. ευρ.ε 427). Παυσανίας, V Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 160 αρ E. N. Gardiner 1967, 148 εικ.102. Η κοτύλη χρονολογείται περί το 480 π.χ. 4 E. N. Gardiner, JHS 24 (1904) 183 εικ.3. E. N. Gardiner 1967, 151 εικ E. N. Gardiner, ό. π. σημ. 3, 70. Ανθολογία Παλατινή, 297. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 160 αρ Πίνδαρος, Νεμεόνικος V Πλάτωνας, Κρατύλος, 413 Α. Λουκιανός, Ἐνύπνιον, 6. Λιβάνιος, Ὑπὲρ τῶν ὀρχηστρ Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ αρ Ζηνόβιος, Σχόλιον στον Αριστοφάνη, Ἀχαρνῆς, 213. Σούδα, λ. ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 161 αρ E. N. Gardiner, ό. π. σημ. 3,

12 Συνοψίζοντας, ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας σημειώνουν, στο Περὶ ῥητορικῆς και Ἀντερασταί αντιστοίχως, τις απαιτούμενες αρετές των πενταθλητών1. Ο Φιλόστρατος επίσης αναφέρεται στις ιδιότητες που είναι απαραίτητο να διακρίνουν τους αθλητές τους επιδιδόμενους στο πένταθλο. Παρακάτω θα εξεταστούν ορισμένα από τα διατηρημένα μνημεία αλτών στην πλαστική. Διευκρινίζεται ότι τα έργα παρατίθενται με χρονική σειρά. Μνημεία: Ανδρικό αγαλμάτιο, το οποίο εικονίζεται κατ ενώπιον και στηρίζεται σε μικρή βάση2 1. (Αρ. Κατ. 1- Πίν. 2). Φθάνει σε ύψος τα 27 εκ. και η κεφαλή του τα 3,1 εκ. Είναι κατασκευασμένο από χαλκό3. Η κατάσταση διατήρησής του είναι πολύ καλή, καθώς σώζεται ακέραιο εξαιρουμένων των αλτήρων, τους οποίους πιθανότατα έφερε στα δύο χέρια. Ορισμένες φθορές στην επιφάνεια του αγαλματίου διαπιστώνονται κατά κύριο λόγο στα σκέλη της μορφής, τόσο στην εμπρόσθια όσο και στην οπίσθια όψη, όπως επίσης στο άκρο της μύτης και στο σημείο επάνω από το αριστερό αυτί4. Προέρχεται από την Ακρόπολη των Αθηνών και εντοπίστηκε το 1888 μεταξύ του Παρθενώνα και του Μουσείου της Ακροπόλεως. Φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στην Αθήνα (αρ. ευρ. 6445)5. Τμήμα του γόμφου με τον οποίο στερεωνόταν το αγαλμάτιο στην αρχική του βάση, η οποία δε σώζεται, διατηρείται κάτω από τον άκρο πόδα. Η μορφή παριστάνεται μετωπική. Από τη στάση των χεριών, με τη χαλαρωμένη πυγμή, συνάγουμε πως έφερε κάποια αντικείμενα και στα δύο χέρια του. Εφόσον ο νέος παριστάνεται γυμνός, συμπεραίνουμε με μεγάλη πιθανότητα ότι πρόκειται για αθλητή και μάλιστα για πενταθλητή, καθώς θεωρείται ότι κρατούσε αλτήρες6. Συνεπώς, ο αθλητής παριστάνεται μάλλον κατά τη στιγμή προετοιμασίας πριν από την πραγματοποίηση άλματος. Παρουσιάζεται ακόμη στο μοτίβο του κούρου, με το αριστερό σκέλος ελαφρώς προβαλλόμενο έναντι του δεξιού, που είναι τοποθετημένο προς τα πίσω και με το βάρος του σώματός του να κατανέμεται 1 Αριστοτέλης, Περὶ ῥητορικῆς, 1361b. Πλάτωνας, Ἀντερασταί, 135c-137d. Το τελευταίο έργο μάλλον είναι νόθο και λανθασμένα αποδίδεται στον Πλάτωνα. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γ. Πηγών σ. 162 αρ H. G. Niemeyer, in Antike Plastik III, 1964, R. Thomas 1981, G. M. A. Richter 1970, 138 αρ V. Stais 1910, 283 αρ J. Charbonneaux 1958, E. Langlotz 1927, 69 αρ. 21. N. Himmelmann-Wildschütz, MarbWPr 1967, 36 και υποσ. 32. U. Hausmann 1977, , 144. W. Deonna 1909, 268 αρ. 77. G. Karo 1970, 277. K. A. Neugebauer 1921, J. Boardman 2001, 105 (μτφρ. Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά). 3 R. Thomas, ό.π. σημ. 2, H. G. Niemeyer, ό.π. σημ. 2, H. G. Niemeyer, ό.π. σημ. 4. R. Thomas, ό.π. σημ. 2, H. G. Niemeyer, ό.π. σημ

13 ισομερώς και στα δύο σκέλη1. Παρά ταύτα, είναι ευδιάκριτο το ότι το αγαλμάτιο 6445 βρίσκεται σε μία μεταγενέστερη βαθμίδα εξέλιξης σε σχέση με τους αρχαϊκούς κούρους, από τη στάση των χεριών του. Επιπλέον, η μορφή κλίνει ελαφρώς προς τα εμπρός. Σημειώνεται ότι ο αριστερός γλουτός εμφανίζεται ελαφρώς χαμηλότερα τοποθετημένος έναντι του δεξιού2. Όσον αφορά στο μοτίβο στάσης του κούρου 6445, συγγενής απεικόνιση στην αγγειογραφία εντοπίζουμε σε μορφή άλτη που απεικονίζεται στη μία όψη του επώνυμου αγγείου του Ζωγράφου του Αντιφώντος, ενός υποστατού3. Η στιλιστική διαμόρφωση του αγαλματίου 6445 της Ακρόπολης των Αθηνών δείχνει την εξαιρετική ποιότητα που το διακρίνει. Μολονότι το υπό εξέταση αγαλμάτιο εμφανίζεται ακόμη ως κάποιο βαθμό στο αρχαϊκό μοτίβο του κούρου, παρουσιάζει μία νέα διαμόρφωση δομής του σώματος4. Αναλυτικότερα, οι στερνομαστοειδείς μύες είναι δουλεμένοι κάπως συνοπτικά, ενώ το στήθος, όπου οι θηλές είναι ένθετες, διαθέτει όγκο. Το κατώτερο όριο του θώρακα διαμορφώνεται σε σχήμα ημικυκλικού τόξου, ενώ οι ανώτεροι κοιλιακοί μύες ορίζονται από δύο διασταυρούμενες γραμμές επάνω από τον ομφαλό5. Ο τελευταίος αποδίδεται λεπτομερώς. Ο έξω λοξός κοιλιακός μυς παρουσιάζεται ανεπτυγμένος και διογκωμένος επάνω από τη λαγόνια ακρολοφία. Το κατώτερο όριο της κοιλιακής χώρας κατευθύνεται σχεδόν σε ευθεία πορεία προς την περιοχή του γεννητικού οργάνου. Η οπίσθια όψη του κούρου 6445 είναι εξίσου καλά διαμορφωμένη, με τις ελαφρά προεξέχουσες ωμοπλάτες και τη γραμμή της σπονδυλικής στήλης, η οποία σχηματίζει μία στροφή σε σχήμα S6. Ο κοινός εκτείνων τη ράχη μυς αποδίδεται με ικανό βαθμό πλαστικότητας. Τα σκέλη της μορφής αποδίδονται και αυτά με αρκετή επιμέλεια. Συγκεκριμένα, ο έσω πλατύς μυς είναι ορθά σχηματισμένος και τοποθετημένος χαμηλότερα εν συγκρίσει με τον έξω πλατύ μυ. Αντιστοίχως, το έσω σφυρό βρίσκεται σε υψηλότερη θέση από ό,τι το έξω. Η σε ικανό βαθμό επιμελής επεξεργασία του αγαλματίου καθίσταται εμφανής και στους άκρους πόδες του, όπου αποδίδονται ακόμη και οι όνυχες των δακτύλων. Πρέπει να σημειωθεί εδώ η έμφαση στην 1 Σύμφωνα με τη G. M. A. Richter, 1970, 138, αρ το τσιμέντο κάτω από τα πέλματα των άκρων των ποδών αφαιρέθηκε το 1938 και αμέσως κατόπιν το αγαλμάτιο στερεώθηκε και πάλι επανω στη σύγχρονη βάση του. 2 Για τις διαφορές με τους αρχαϊκούς κούρους βλ. : G. M. A. Richter, ό.π. σημ. 1. R. Thomas 1981, J. D. Beazley, ARV², 335 αρ. 1. J. Juthner 1968, 185, Πίν.L.Το αγγείο προέρχεται από το Pomarico και βρίσκεται στο Βερολίνο (αρ. ευρ. 2325). Η μορφή των αλτήρων που πιθανόν έφερε το αγαλμάτιο φαίνεται σε μία ερυθρόμορφη κοτύλη, στη Βοστόνη, E. N. Gardiner 1967, 148 εικ U. Hausmann 1977, G. M. A. Richter, ό.π. σημ G. M. A. Richter, ό.π.. σημ

14 τεκτονική της δομής του σώματος, η οποία διαπιστώνεται στο εξεταζόμενο αγαλμάτιο, συνδυασμένη με την απόπειρα απόδοσης της λειτουργικής σχέσης των μερών του σώματος, στα πλαίσια των πειραματισμών κατά το τέλος της υστεροαρχαϊκής περιόδου. Όσον αφορά στη διαμόρφωση της κεφαλής, διαθέτει σφαιρικό σχήμα. Η κόμη, στην οποία θα επανέλθουμε, συνολικά έχει τη μορφή ενός στέρεου σκούφου, που επιτίθεται στην κεφαλή1. Στα αυτιά δηλώνονται ο τράγος και ο αντίτραγος. Οι οφθαλμοί είναι ευθύγραμμοι, ενώ η κόρη και η ίριδα δηλώνονται με εγχάραξη. Επίσης δηλώνονται η εγκανθίδα και ο έσω κανθός των οφθαλμών. Τα χείλη ορίζονται και αυτά διαμέσου οριζοντίων γραμμών2. Είναι απαραίτητες ορισμένες συγκρίσεις του κούρου 6445 προκειμένου να καταλήξουμε σε συμπέρασμα για τη χρονολόγησή του. Εμφανής είναι η συγγένεια που παρουσιάζει η διαμόρφωση της κόμης του με αυτήν ενός έργου της μεγάλης γλυπτικής, μίας κεφαλής ευρύτερα γνωστής με την ονομασία «κεφαλή Rayet»3. Ωστόσο, διαφορετικός είναι ο τρόπος απόδοσης της κατάληξης της κόμης στο αγαλμάτιο από την Ακρόπολη των Αθηνών, όπου προεξέχει προς τα έξω, εν αντιθέσει με την κόμη της «κεφαλής Rayet»4. Ομοιότητα παρουσιάζουν τα δύο γλυπτά και στην απόδοση των χαρακτηριστικών του προσώπου, ιδίως στον σχηματισμό των οφθαλμών5. Η κεφαλή αυτή χρονολογείται περί το το 520 π.χ. Εντούτοις, ο κούρος 6445 μάλλον τοποθετείται κάπως οψιμότερα, εξαιτίας της ανεπτυγμένης επεξεργασίας του μυϊκού συστήματός του, που προσεγγίζει εκείνη ενός αττικού αγαλματίου δρομέα, για το οποίο θα γίνει λόγος στο αντίστοιχο υποκεφάλαιο για το αγώνισμα του δρόμου6. Το τελευταίο αποκαλύφθηκε στην Ακρόπολη των Αθηνών και εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στην Αθήνα (αρ. ευρ. 6614). Εφόσον το αγαλμάτιο αυτό χρονολογείται περί το 480 π.χ., ο κούρος 6445 πρέπει να χρονολογηθεί στο διάστημα π.χ.7 Ο κούρος 6445 φαίνεται να έχει κατασκευαστεί σε κάποιο αττικό εργαστήριο, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται και από τη σύγκρισή του με τον αττικό δρομέα, όπως επίσης και 1 H. G. Niemeyer, in Antike Plastik III, 1964, 24. G. M. A. Richter 1970, 138 αρ H. G. Niemeyer, ό. π. σημ. 1. J. Boardman 2001, 105 (μτφρ. Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά). Η κεφαλή αυτή προέρχεται από την Αθήνα και φυλάσσεται στην Γλυπτοθήκη Ny Carlsberg (αρ. ευρ.418). Για περισσότερα βλ. J. Boardman 2001, (μτφρ. Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά), H. G. Niemeyer, ό.π. σημ J. Charbonneaux 1958, R. Thomas 1981, H. G. Niemeyer, ό. π. σημ. 1, Το αγαλμάτιο αυτό φθάνει σε ύψος τα 16,5 εκ. και είναι χάλκινο. 7 Ο J. Boardman, ό. π. σημ. 3, εικ. 140, τον χρονολογεί στο διάστημα π.χ., χρονολόγηση υψηλή. Ο N. Himmelmann-Wildschütz, MarbWPr 1967, 36 και ο U. Hausmann 1977, 144, τον τοποθετούν περί το π.χ. Η G. M. A. Richter, ό. π. σημ. 2, τον εντάσσει στο διάστημα π.χ. και τέλος, ο J. Charbonneaux, ό.π. σημ. 5, 142, περί το 470 π.χ. 2 14

15 με ένα αττικό αγαλμάτιο αθλητή που σπένδει1. Το αγαλμάτιο αυτό βρέθηκε επίσης στην Ακρόπολη των Αθηνών και φυλάσσεται και αυτό στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (αρ. ευρ. 6586). Η αττική προέλευση του κούρου 6445 συνάγεται εν πρώτοις από τη διεύρυνση του ανώτερου τμήματος του κορμού έναντι των βραχέων σκελών και τον τονισμό του θώρακα, όπως επίσης από την επίπεδη απόδοση του κατώτερου τμήματος της κοιλιακής χώρας2. Ενισχυτικός της αττικής καταγωγής του αγαλματίου είναι και ο τρόπος διαμόρφωσης της κόμμωσης και των χαρακτηριστικών του προσώπου, τα οποία απαντούν, όπως προανέφερα, στην «κεφαλή Rayet», που είναι αττική3. Το αγαλμάτιο 6445 από την Ακρόπολη των Αθηνών έχει θεωρηθεί από τον J. Boardman ότι είτε φιλοτεχνήθηκε είτε επηρεάστηκε από τον γλύπτη Ένδοιο εξαιτίας των κοινών στοιχείων που παρουσιάζει με την «κεφαλή Rayet»4. Ωστόσο, στο παρόν πόνημα δεν υιοθετούνται συνδέσεις των εξεταζόμενων γλυπτικών έργων με συγκεκριμένους καλλιτέχνες, εξαιρουμένων βεβαίως των περιπτώσεων όπου υπάρχουν απτές αποδείξεις για τον συσχετισμό τους, φερ ειπείν επιγραφές με την υπογραφή του γλύπτη. Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής, το οποίο στηρίζεται σε μία κεκλιμένη βάση5 (Αρ. Κατ Πίν. 3). Φθάνει σε ύψος τα 0,11 μ., ενώ η κεφαλή του έχει ύψος 0,015 μ. και είναι φιλοτεχνημένο σε χαλκό6. Διατηρείται σχεδόν ακέραιο, κατ εξαίρεση του δεξιού χεριού, λίγο χαμηλότερα από τον ώμο, καθώς και του αλτήρα, τον οποίο έφερε στο χέρι αυτό7. Αποκαλύφθηκε στην Αρκαδία. Βρίσκεται στην Αθήνα, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (αρ. ευρ.7404)8. Οι άκροι πόδες του αγαλματίου στερεώνονται στη βάση με τη βοήθεια γόμφων, όπως διακρίνεται σαφώς στο πέλμα του αριστερού σκέλους. Το αγαλμάτιο παριστάνεται κατ 1 R. Thomas 1981, Έχει ύψος 11,4 εκ. και είναι κατασκευασμένο από χαλκό. R. Thomas, ό. π. σημ. 1, 130. Η συσχέτιση του κούρου 6445 με αττικά γλυπτά επιχειρήθηκε εκτός από την R. Thomas, από τον de Ridder και τον W. Klein.Ο E. Langlotz τοποθετεί την κατασκευή του σε ένα εργαστήριο της βόρειας Πελοποννήσου Κλεωναί- και τέλος, ο Furtwängler θεωρεί ότι είναι αιγινήτικο. 3 Για τα λοιπά αττικά χαρακτηριστικά του έργου βλ. : J. Charbonneaux 1958, 80. Η κόμη διαθέτει τη μορφή σκούφου και φθάνει στην οπίσθια όψη έως τον αυχένα και στα δύο έργα, ενώ το άνοιγμα των τοξωτών φρυδιών είναι εξίσου ευμέγεθες. 4 J. Boardman 2001 (μτφρ. Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά), 105. Ο J. Boardman υποθέτει ότι η κεφαλή Rayet προέρχεται από το εργαστήριο του Ένδοιου ή από τον ίδιο. 5 R. Thomas, ό.π. σημ. 1, V. Stais 1910, 322 αρ A. De Ridder, BCH 24 (1900), 6-8 αρ. 2. A. De Ridder, Les Bronzes du Polytechneion, Paris 1894 αρ. 2. J. Jüthner 1968, R. Thomas, ό.π. σημ. 1, 28. A. De Ridder, ό. π. σημ. 3, 6. 7 Ο V. Stais, ό.π. σημ. 5, 322 αρ. 7404, ερμηνεύει λανθασμένα το αντικείμενο που κρατά η μορφή στο αριστερό χέρι ως τμήμα ενός τόξου. Ο A. De Ridder, ό.π. σημ. 5, 7, θεωρεί ότι πρόκειται για χανον, την εσωτερική χειρολαβή της ασπίδας στο οπίσθιο τμήμα, που ήταν μία δερμάτινη ταινία. 8 R. Thomas, ό.π. σημ. 1,

16 ενώπιον. Τα δύο του χέρια ήταν υψωμένα έως τους ώμους και τεντωμένα, ενώ τα σκέλη του βρίσκονται σε διασκελισμό, με το αριστερό του σκέλος να προβάλλεται προς τα εμπρός, εν αντιθέσει με το δεξί του σκέλος που εμφανίζεται τοποθετημένο προς τα πίσω. Το αριστερό σκέλος ανασηκώνεται ελαφρώς από το έδαφος1. Σύμφωνα με την R. Thomas, η μορφή ερμηνεύεται ως πενταθλητής, ο οποίος επιδίδεται στο αγώνισμα του άλματος2. Ο Ο άλτης εικονίζεται στη φάση του αθλήματος, κατά την οποία οι αλτήρες αιωρούνται προς τα εμπρός, το σώμα παρουσιάζει κλίση προς τα πίσω και το προβαλλόμενο σκέλος είναι ελαφρά ανασηκωμένο. Η φάση αυτή, η οποία περιγράφηκε παραπάνω, αποτελεί το συχνότερα απεικονιζόμενο στιγμιότυπο του άλματος στην αγγειογραφία, λόγου χάριν σε έναν καλυκωτό κρατήρα του Ζωγράφου του Τρωίλου, στο Εθνικό Μουσείο της Κοπεγχάγης (αρ. ευρ. 126)3. Το ίδιο μοτίβο στάσης ανιχνεύεται ακόμη σε μία οινοχόη του του Ζωγράφου του Disney, η οποία φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο (αρ. ευρ. Ε 561)4 561)4 και σε μία κύλικα του Ζωγράφου του Βερολίνου Αναφορικά με τη στιλιστική διαμόρφωση του αγαλματίου 7404, σημειώνουμε ως εμμένοντα αρχαϊκά στοιχεία την άκαμπτη στάση του και τη βραχύτητα του κορμού έναντι των μακρών σκελών. Παρόλα αυτά, αφενός η θωρακική χώρα που διατυπώνεται δυναμικά και οι ισχυροί αλλά κανονικοί μηροί και αφετέρου, η αβίαστα υψωμένη κεφαλή και τα ελαφρώς υψωμένα χέρια, παραπέμπουν σε μία μεταγενέστερη βαθμίδα εξέλιξης του αυστηρού ρυθμού σε σχέση με τον κούρο Το εξεταζόμενο αγαλμάτιο είναι αποδοσμένο περιληπτικά6. Ο άλτης 7404 εντάσσεται χρονικά με βεβαιότητα έπειτα από το αγαλμάτιο 6445, οπότε συνάγεται για αυτόν ένα terminus post quem μετά το 480 π.χ. Ωστόσο, η σύγκρισή του με ένα άλλο αγαλμάτιο άλτη, το οποίο εκτίθεται στο Μουσείο Hermitage, στο Leningrad (αρ. ευρ. Β 44)7, οδηγεί στη χρονολόγησή του πρωιμότερα από το τελευταίο. Κατά συνέπεια, 1 R. Thomas 1981, 28. A. De Ridder, BCH 24 (1900), 6-7. R. Thomas, ό. π. σημ. 1, 28 κ.ε. Αντιθέτως, το αγαλμάτιο ερμηνεύεται από παλαιότερους μελετητές ως τοξότης (V. Stais 1910, 322 αρ. 7404) ή ως πολεμιστής, που έφερε ασπίδα στο αριστερό χέρι και δόρυ στο δεξί (A. De Ridder, ό.π. σημ. 1, 7). Οι πρωιμότερες αυτές ερμηνείες δεν είναι πειστικές, διότι το αντικείμενο που κρατά η μορφή στο αριστερό χέρι προσεγγίζει περισσότερο σε έναν αλτήρα. 3 J. D. Beazley, ARV², 297, αρ J. Jüthner 1968, 188, Πίν.XLVI.b. J. D. Beazley, ARV², 1265 αρ Η κύλικα βρίσκεται στο Βερολίνο (αρ. ευρ. 2268). J. Jüthner, ό.π. σημ. 4, 191, Πίν.LXII.a. J. D. Beazley, ARV², 153 αρ. 2. Η ίδια στάση διαπιστώνεται και σε μία πελίκη του Ζωγράφου FliegenderEngel στη Villa Giulia, στη Ρώμη (J. Jüthner, ό.π., 190, Πίν.XLVIII.a, J. D. Beazley, ARV², 280 αρ. 16), σε έναν σκύφο του Ζωγράφου του Βρύγου στη Βοστόνη (αρ. ευρ , J. Jüthner, ό.π., 195, Πίν.LXV.a, J. D. Beazley, ARV², 381, 173). Επιπροσθέτως, εντοπίζεται και έναν χάλκινο δίσκο από την Αίγινα, στο Βερολίνο (J. Jüthner, ό.π., 197, Πίν.LXX). 6 Σχετικά με τη στιλιστική διαμόρφωση του αγαλματίου βλ. περαιτέρω A. De Ridder, BCH 24 (1900), 7. και R. Thomas, ό.π. σημ. 1, R. Thomas, ό.π. σημ. 1, 29, Πίν.VIII

17 δεδομένου ότι το αγαλμάτιο Β 44 χρονολογείται από την R. Thomas περί το 460 π.χ., ο άλτης 7404 μάλλον τοποθετείται χρονικά περί το 470 π.χ.1 Το αγαλμάτιο από την Αρκαδία πιθανότατα δημιουργήθηκε σε ένα τοπικό εργαστήριο της περιοχής, γεγονός στο οποίο συντείνουν τόσο η χονδροειδής ανάπτυξη των λεπτομερειών, όσο και η ακαμψία της στάσης του2. Σύνταγμα δύο ανδρικών μορφών, οι οποίες πατούν σε μία ενιαία βάση3 (Αρ. Κατ Πίν. 4). Τα αγαλμάτια έχουν ύψος 16 εκ., ενώ η βάση τους φθάνει σε μήκος τα 15,5 εκ. και σε πλάτος τα 5 εκ4. Είναι κατασκευασμένα από χαλκό και παρουσιάζουν διάβρωση σχεδόν σε ολόκληρο το σώμα τους, η οποία ωστόσο ήταν εντονότερη κατά την εύρεσή τους. Η μορφή στα αριστερά σώζεται ακέραια, ενώ από τη μορφή στα δεξιά λείπει ο πήχης του αριστερού χεριού. Επίσης, το δεξί χέρι της μορφής αυτής εμφανίζει φθορές στον ώμο, ομοίως με τα σκέλη κάτω από το ύψος των αστραγάλων. Το σύνταγμα βρέθηκε στους Δελφούς το 1939, σε αποθέτη κάτω από το πλακόστρωτο της Ιεράς Οδού, μαζί με ορισμένα θραύσματα χρυσελεφάντινων αγαλμάτων5. Σήμερα φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Δελφών (αρ. ευρ. 7722). Διατηρείται η αρχική επιμήκης βάση των δύο αγαλματίων, η οποία από ό,τι φαίνεται από τα έμβολα στο κάτω τμήμα της, ήταν ένθετη σε άλλη, μεγαλύτερου μεγέθους βάση. Η τελευταία θα ήταν μαρμάρινη6. Η μορφή που εικονίζεται στα αριστερά έχει υψωμένο και λυγισμένο στον βραχίονα το δεξί χέρι, στο οποίο φέρει στλεγγίδα και χαμηλωμένο το αριστερό χέρι, με το οποίο κρατά μάλλον αλτήρες7. Αντιστοίχως, η μορφή που παριστάνεται στα δεξιά, υψώνει το δεξί και χαμηλώνει το αριστερό μη σωζόμενο χέρι. Παρατηρείται η επιδιωκόμενη συμμετρική διάταξη των αγαλματίων. Παρόλα αυτά, δεν 1 R. Thomas 1981, 29.. R. Thomas, ό. π. σημ E. Will, BCH 63 (1939), E. Will, BCH 70 (1946), R. Thomas, ό.π. σημ. 1, Cl. Rolley 1967, 5 αρ. 45. Cl. Rolley 1969, 146 αρ Cl. Rolley 1983, 106 κ. ε. Cl. Rolley, Musée de Delphes. Bronzes, Paris 1991, 25 αρ. 30. Cl. Rolley 1994, 339. J. Charbonneaux 1958, 144. Χ. Καρούζος, Δελφοί, Αθήνα 1974, R. Thomas, ό.π. σημ. 1, 93 υποσ E. Will, BCH 70 (1946), 639. Cl. Rolley 1969, 146 αρ Χ. Καρούζος, ό. π. σημ. 3, E. Will, ό. π. σημ. 2, 642. Αντιθέτως, ο Χ. Καρούζος υποστηρίζει ότι το αντικείμενο το φερόμενο στο αριστερό χέρι πρέπει να είναι στέφανος δηλωμένος σχηματικά. Από την άλλη πλευρά, ο E. Will, ό. π., 643, θεωρεί ότι ο αθλητής φέρει στέφανο στο υψωμένο δεξί χέρι ή ακόμη καλύτερα, την ταινία με την οποία εικονίζονται σε πολυάριθμες αγγειογραφίες, οι νικηφόροι αθλητές. Ωστόσο, σημειώνεται εδώ ότι στις αγγειογραφίες αυτές ο αθλητής φέρει την ταινία συνηθέστερα στην κεφαλή ή ακόμη και δεμένη στον αριστερό βραχίονα και τον αντίστοιχο μηρό (Το γεγονός αυτό ανιχνεύεται, μεταξύ άλλων, σε έναν ερυθρόμορφο αμφορέα, αποδιδόμενο στον Δούρη και χρονολογημένο στον πρώιμο 5 ο αι. π.χ.., όπως επίσης και σε δύο ερυθρόμορφες κύλικες. Οι τελευταίες έχουν συσχετιστεί με τον Ζωγράφο του Ashby και με τον Ζωγράφο της Tarquinia. Ανήκουν στους πρώιμους χρόνους του 5ο αιώνα και στα μέσα του ίδιου αιώνα αντίστοιχα. (ό. π. D. Sansone, Greek athletics and the genesis of sport, Berkeley / Los Angeles / London 1988, εικ. 1, 4, 6). 2 17

18 επιτυγχάνεται η εξομάλυνση της παρατακτικότητας με την οποία είναι στημένα επί της βάσης τους τα δύο αγαλμάτια. Το αριστερό χέρι της μορφής στα αριστερά πιθανότατα βρισκόταν στην ίδια στάση με το αριστερό του ετέρου αγαλματίου. Η συμμετρική εντύπωση ενισχύεται από την ελαφρά στροφή των κεφαλών των μορφών προς το κέντρο1. Πρέπει να προστεθεί η γενικότερα από την επιστημονική κοινότητα αποδεκτή ερμηνεία του αριστερά εικονιζόμενου τεχνουργήματος ως νικηφόρου πενταθλητή και της μορφής στα δεξιά ως κριτή του αγώνα2. Αναφορικά με τη στιλιστική διαμόρφωση του «συντάγματος» αυτού μικρών διαστάσεων, παρόλη την εκτεταμένη διάβρωση των αγαλματίων που προαναφέρθηκε, είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν ορισμένες παρατηρήσεις. Αναλυτικότερα, είναι ευκρινής και στα δύο αγαλμάτια μία τάση για μαλακές μεταβάσεις και στρογγυλεμένες φόρμες, συνδυασμένες με ραδινές αναλογίες. Παράλληλα, καθίσταται εμφανής η ιδιαίτερα εύκαμπτη διάπλαση του μυϊκού συστήματος του συνόλου3, η οποία μας οδηγεί σε χαμηλότερη χρονολόγησή του συγκριτικά με τον άλτη 7404 από την Αρκαδία, τον οποίο μελετήσαμε παραπάνω. Η κόμμωση, η οποία διατηρείται σε καλύτερη κατάσταση, είναι πιο βοηθητική αναφορικά με την ένταξή τους στο χρονικό πλαίσιο, συγκριτικά με τη διαβρωμένη επιφάνεια του σώματος. Η κόμη είναι κοντή και διακόπτεται λίγο υψηλότερα από το επίπεδο του αυχένα. Έχει τη μορφή του στενά προσαρμοσμένου στην κεφαλή σκούφου, την οποία θα συναντήσουμε και σε άλλα αγαλμάτια της περιόδου, η οποία μας απασχολεί. Τα γλυπτικά αυτά έργα χρονολογούνται γενικότερα στο διάστημα π.χ.4 Επιπροσθέτως, την ίδια μορφή με την κόμμωση του δελφικού συντάγματος παρουσιάζει όχι μόνο η αντίστοιχη του παιδός του Κριτίου5, αλλά και το σχήμα του κρανίου του. Είναι Είναι γνωστό ωστόσο, ότι το άγαλμα αυτό με το ανόμοιο σε σχέση με παλαιότερα μοτίβο στήριξης, μάλλον τοποθετείται λίγο μετά το 490 π.χ. Συνεπώς, καταλήγουμε στην τοποθέτηση των δελφικών αγαλματίων πιθανόν περί το 460 π.χ.6 1 Χ. Καρούζος, Δελφοί, Αθήνα 1974, 175. Εντούτοις, η τελευταία έχει ταυτιστεί και με δεύτερο αθλητή, ενώ η R. Thomas υποστηρίζει ότι πρόκειται για προπονητή του αθλητή στα αριστερά (ό. π. R. Thomas 1981, 33). Κατά την άποψη του γράφοντος, είναι αρκετά σαφές ότι η δεύτερη αυτή μορφή αναδεικνύει το νικητή με τη βοήθεια του υψωμένου δεξιού χεριού. 3 Cl. Rolley 1994, Χ. Καρούζος, ό. π. σημ. 1, Μ. Μπρούσκαρη 1974, εικ H. Schräder 1939, , εικ σ.193. Τα δελφικά αγαλμάτια τοποθετούνται προς το μέσον των αγαλματίων του π..χ. 6 Λόγου χάριν τις ικανού βαθμού μαλακές μεταβάσεις που σημειώθηκαν, αλλά και την ακόμη παρατακτική διάταξή τους. 2 18

19 Το εργαστήριο από το οποίο έχουν παραχθεί τα εν λόγω αγαλμάτια διακρίνεται με σχετική ευκολία. Αυτό συμβαίνει διότι τα μικρά χάλκινα της περιόδου π.χ., όπου κατατάσσονται, χαρακτηρίζονται επιπλέον από την κοινή αττική προέλευση. Το ίδιο ισχύει εξάλλου και για τον παίδα του Κριτίου. Στην αττική κατεύθυνση συνηγορούν ακόμη η ενότητα του ανώτερου με το κατώτερο τμήμα του σώματος, που τα διακρίνει, καθώς και η ραδινή όψη τους, σε συνδυασμό με τη μικρή κεφαλή, σε ορθή εντούτοις αναλογία με τν κορμό. Διαπιστώθηκε ήδη ότι η μορφή του κρανίου, το οποίο είναι πλατύ, στερείται στρογγυλότητας και προσιδιάζει επίσης στο αττικό εργαστήριο1. 4. Επιτύμβια στήλη ανδρικής μορφής2 (Αρ. Κατ. 4 - Πίν. 5). Φθάνει σε ύψος τα 2,10 μ., ενώ έχει πλάτος 0,56 μ. και πάχος 0,20 μ. Το ύψος της μορφής ανέρχεται σε 1,54 μ. Η στήλη είναι φιλοτεχνημένη σε λευκό λεπτόκοκκο μάρμαρο. Έχει υποστεί ολιγάριθμες φθορές3. Λείπει ένα τριγωνικού σχήματος τμήμα από την αριστερή πλευρά της στήλης μαζί με τον πήχη του δεξιού χεριού. Έχουν αποσπαστεί και τμήματα της ταινίας πλαισίωσης της στήλης. Τα γόνατα της μορφής είναι συμπληρωμένα. Επίσης, έχουν φθαρεί και αποκρουστεί τα δάχτυλα τόσο του αριστερού όσο και του δεξιού χεριού. Ίχνη διάβρωσης εντοπίζονται στους οφθαλμούς, στη μύτη και στο πιγούνι. Επιπλέον, στο σημείο ένωσης του ανώτερου τμήματος του αναγλύφου, εκεί όπου ο λαιμός ενώνεται με τον κορμό και όπου υπέστη η στήλη το πρώτο σπάσιμο υπάρχει μία ευμεγέθης ρωγμή4. Αποκαλύφθηκε στην αρχαία Αλωπεκόννησο, δηλαδή στη χερσόνησο της Καλλίπολης, στη σημερινή κώμη Κüçük Anafartalar, το 1962, ενώ λίγο αργότερα, στις μεταφέρθηκε στο Μουσείο του Çanakkale (αρ. ευρ. 2039). Παριστάνεται μία ανδρική μορφή, στραμμένη προς τα αριστερά. Το αριστερό χέρι του νεκρού εκτείνεται κατά μήκος του κορμού, ενώ το δεξί είναι υψωμένο και λυγισμένο στο ύψος του αγκώνα. Ο αθλητής φέρει αλτήρα στο χαμηλωμένο αριστερό χέρι5 και με το 1 Χ. Καρούζος, Δελφοί, Αθήνα 1974, 177. Εκκρεμεί μόνο μία θεωρία, η οποία έχει διατυπωθεί αναφορικά με το δελφικό σύνταγμα και σύμφωνα με την οποία το τελευταίο αναπαράγει ένα γλυπτό σύνολο μεγάλης κλίμακας. Η άποψη αυτή δεν υιοθετείται από τον γράφοντα και μάλιστα θα αποτελέσει θέμα προβληματισμού στα τελικά συμπεράσματα της εργασίας, καθώς αποτελεί σύνηθες φαινόμενο η αναγωγή οποιουδήποτε σχετικά υψηλού ποιητικά χάλκινου αγαλματίου αθλητή σε ένα χαμένο πρωτότυπο χάλκινο έργο μεγάλης κλίμακας από μέρους ορισμένων μελετητών. 2 R. Özgan 1985, E. Akurgal, BWPr (1955), 14 κ. ε., 111. H. Hiller 1975, 57 υποσ Η στήλη βρέθηκε θραυσμένη σε τρία τμήματα, τα οποία συγκόλλησε και με τον τρόπο αυτό την αποκατέστησε, ο Ε. Akurgal (R. Özgan, ό. π. σημ. 2, 27). 4 R. Özgan, ό. π. σημ. 2, 27. Η επιφάνεια γενικότερα είναι ελαφρώς τριμμένη κατά τόπους και υποκάστανη, εξαιτίας της διάβρωσης. Ακόμη, άξιο λόγου είναι το ότι παρατηρούνται παντού αποκρούσεις εν είδη τελειών, πιθανότατα προκεκλημένες από μία αιχμηρή αξίνα. 5 R. Özgan, ό. π. σημ. 2, 28. Το ότι πρόκειται περί αλτήρος συνάγεται από τα γωνιώδη άκρα στα οποία απολήγει αφενός και από την ευρεία εμπρόσθια πλευρά του, όπου εγγίζει ο δείκτης. Εξάλλου, παρόμοια όψη έχουν οι αλτήρες στις πολυάριθμες αγγειογραφίες, όπου παριστάνονται πενταθλητές κατά την εξάσκηση του άλματος. 19

20 δεξί, πραγματοποιεί μία χαρακτηριστική των επιτύμβιων στηλών χειρονομία, δηλαδή τη χειρονομία που υποδηλώνει χαιρετισμό, όπως υποστηρίζει ο R. Özgan, ο οποίος δημοσίευσε τη στήλη1. Παρουσιάζει ενδιαφέρον να περιγραφεί ο τρόπος απεικόνισης των δακτύλων του χεριού αυτού. Το δεξί χέρι ανασηκώνεται ως το ύψος του πιγουνιού και είναι μισάνοιχτο, ενώ προτάσσεται ο δείκτης του. Από την άλλη πλευρά, το αριστερό χέρι «αγκαλιάζει» με τα τρία δάκτυλα τον αλτήρα. Όσον αφορά στο μοτίβο στήριξης της μορφής, το βάρος της φέρεται ισότιμα και από τα δύο σκέλη, αν και το δεξί σκέλος, ελαφρώς κυρτωμένο, τοποθετείται εμπρός από το αριστερό, το οποίο, αντιθέτως, πατά στο έδαφος του αναγλύφου με ολόκληρο το πέλμα. Καθίσταται προφανές από την ανωτέρω περιγραφή ότι ο νεκρός εικονίζεται κατά την ενασχόλησή του με το άλμα, άποψη, την οποία στήριξε καταρχάς ο R. Özgan και αποδέχθηκε αργότερα, με κάποιες επιφυλάξεις και ο Γ. Δεσποίνης 2. Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η παράσταση του νεαρού άλτη περιλαμβάνει τη μοναδική διαπιστωμένη έως σήμερα απεικόνιση αλτήρα σε αρχαίο ελληνικό ανάγλυφο, κατά τον R. Özgan πάντοτε. Παράλληλες παραστάσεις στην αγγειογραφία ανιχνεύουμε, μεταξύ άλλων, στο ερυθρόμορφο υποστατό του Ζωγράφου του Αντιφώντος, το οποίο πραγματευθήκαμε ήδη σε προηγούμενο έργο3, αλλά και σε μία επίσης ερυθρόμορφη πελίκη, η οποία φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο (αρ. ευρ.ε 427) και αποδίδεται στην ομάδα του Πολυγνώτου4. Η στιλιστική προσέγγιση του επιτύμβιου αναγλύφου του Çanakkale θα αποβεί χρήσιμη για την εξαγωγή ορισμένων στοιχείων για τη χρονολόγησή της. Μία προκαταρκτική 1 R. Özgan 1985, 28, Βέβαια, πρέπει να γίνει αναφορά στην παρατήρηση του N. Himmelmann κατά τη συζήτηση επάνω στη στήλη του Çanakkale, που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα πλαίσια του διεθνούς συνεδρίου με θέμα την αρχαϊκή και κλασική ελληνική πλαστική. Σύμφωνα με τον N. Himmelmann, η χειρονομία που επιτελεί ο πενταθλητής της στήλης ερμηνεύεται καλύτερα ως δηλωτική της στάσης δέησης, η οποία άλλωστε έχει ανιχνευθεί όχι μόνο στα πολυάριθμα χάλκινα αγαλμάτια, αλλά και σε ευάριθμες αγγειογραφίες. Παραπέμπει ιδίως σε μία οινοχόη ευρισκόμενη στη Ν. Υόρκη (G. Neumann 1965, 82-23, εικ.41), στο Μητροπολιτικό Μουσείο, ώστε να στηρίξει τη θέση του. Παριστάνεται ένας λατρευτής που απευθύνει δέηση εμπρός σε βωμό με άγαλμα της θεάς Αθηνάς. Η χειρονομία δέησης του αριστερού χεριού του θνητού ομοιάζει αρκετά με την αντίστοιχη του δεξιού του νέου άλτη της στήλης μας. Επανερχόμενοι και πάλι στο ανάγλυφο του Çanakkale, βλέπουμε ότι και η πρόταση του N. Himmelmann είναι θεμιτή, μολονότι τα αγγειογραφικά παράλληλα στα οποία ανατρέχει, δεν παραλληλίζονται τόσο στενά όσον αφορά στην εικόνα που παρέχει η στήλη μας. Παρόλα ταύτα, ο ίδιος ο R. Özgan αντιπαραθέτει το ότι υπήρξε πάντοτε δύσκολο να διακρίνει κανείς μεταξύ τους τη στάση χαιρετισμού και τη στάση ικεσίας. 2 Οι απόψεις για τη στήλη μας, τόσο του N. Himmelmann (βλ. σημ. 1), όσο και του Γ. Δεσποίνη διατυπώθηκαν επί τη ευκαιρία της παρουσίασης της στήλης κατά το διεθνές συνέδριο αρχαϊκής και κλασικής ελληνικής πλαστικής το 1985, στην Αθήνα και συγκεκριμένα κατά τη συζήτηση που ακολούθησε (ό. π. σημ. 1, 32-33). 3 Βλ. σ E. N. Gardiner, JHS 24 (1904), 185, εικ. 6. Ωστόσο, υπάρχει η διαφορά εν συγκρίσει με τον άλτη της στήλης μας στο ότι η μορφή στην πελίκη φέρει αλτήρες και στα δύο χέρια, ενώ και η στάση των χεριών παραλλάσσεται. Παραμένει όμως, η συγγένεια στη στάση των σκελών και στον τρόπο με τον οποίο φέρει ο άλτης και στις δύο περιπτώσεις τον αλτήρα στο αριστερό χέρι. 20

21 υπόθεση εργασίας θα μπορούσε να είναι ότι η γενική εικόνα που παρουσιάζει στον θεατή, πείθει για την κατάταξή της χρονικά, πλησίον των δύο δελφικών αγαλματίων, που μόλις πριν μελετήσαμε1. Όπως ορθά διαπιστώνει ο R. Özgan, καθίσταται διάχυτη η αίσθηση ότι η μορφή της στήλης παραμένει εγκλωβισμένη στις αρχαϊκές συμβάσεις, μολονότι διαθέτει επίσης προοδευτικά χαρακτηριστικά, τα οποία οδηγούν στον παραλληλισμό της με γλυπτές μορφές από το ναό του Δία στην Ολυμπία2. Γενικότερα ανιχνεύεται αφενός μία διάθεση για μαλακές μεταβάσεις και ρευστά, σαρκώδη περιγράμματα και αφετέρου η ένταξη της μορφής στο βάθος του αναγλύφου και επί του εδάφους του με φυσικό τρόπο, ιδιότητες, οι οποίες λείπουν ως κάποιο βαθμό στη στήλη της Νισύρου3, με την οποία προσεγγίστηκε από τη H. Hiller η στήλη μας. Η στήλη της Νισύρου επιδεικνύει μεγαλύτερη ξηρότητα, έντονη άκαμπτη στάση εν αντιθέσει με τη φυσικότερη τοποθέτηση της στήλης μας επί του βάθους του ανάγλυφου, όπως επίσης εντονότερη την εικόνα της κόμμωσης εν είδη σκούφιας που προσαρμόζεται επί του κρανίου. Ο πενταθλητής μας πλησιάζει περισσότερο, όπως προανέφερα, στα γλυπτά του ναού του Δία στην Ολυμπία. Συγκρίνεται εξίσου καλά με τη μορφή της κόμης του Κλάδεου από το ανατολικό αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία, και με την αντίστοιχη διαμόρφωση της κόμης του Ηρακλή από τη μετόπη με το λιοντάρι της Νεμέας, για μία ακόμη φορά από το ναό του Δία4. Χαρακτηρίζεται από ταυτόσημα πλαστικά περιγράμματα και στρογγυλεμένες μεταβάσεις. Κατά συνέπεια, δύναται κανείς να χρονολογήσει τη στήλη του Çanakkale κατά τη δεκαετία π.χ. Κατά την προσωπική μου άποψη, η χρονολόγηση του ανάγλυφου δεν είναι εφικτό να κατεβεί παρακάτω, παρόλο που ο R. Özgan την εντάσσει στη δεκαετία π.χ. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τόσο χαμηλή χρονολόγησή της. Συμφώνως προς την κατάταξη της στήλης μας από τον E. Akurgal, κατά την ταξινόμηση από μέρους του των επιτύμβιων στηλών του α μισού του 5ου αι. π.χ., ανήκει 1 Η H. Hiller, 1975, 57 υποσ. 184, η οποία πραγματοποιεί μία συνοπτική, ταυτοχρόνως όμως περιεκτική αναφορά στη στήλη του Çanakkale, την τοποθετεί χρονικά κοντά στη γνωστή στήλη της Νισύρου, η οποία θα μας απασχολήσει στο υποκεφάλαιο του ακοντίου. Εν προκειμένω αρκεί να σημειωθεί ότι η τελευταία πιθανότατα χρονολογείται κατά τη δεκαετία π.χ. Παρόλα ταύτα, όπως θα αποδειχθεί, η στήλη του Μουσείου του Çanakkale, πρέπει να είναι κάπως μεταγενέστερη, προς τα τέλη της εποχής που ενδιαφέρει στο παρόν πόνημα. O R. Özgan, άλλωστε, αντιτίθεται στη θέση της H. Hiller με επαρκή επιχειρήματα, τονίζοντας πως η συγγένεια μεταξύ των δύο στηλών περιορίζεται στην εικονογραφία, καθώς το μοτίβο στάσης τους, η θέση των δακτύλων του δεξιού χεριού του πενταθλητή της στήλης μας με αυτά του αριστερού χεριού της στήλης της Νισύρου αντίστοιχα και τέλος, η διαμόρφωση της κόμμωσής τους είναι περίπου πανομοιότυπη. Αντιθέτως, φαίνεται ότι η στήλη, με την οποία ασχολούμαστε τη στιγμή αυτή είναι κάπως μεταγενέστερη της στήλης της Νισύρου. 2 Η θέση αυτή αναπτύσσεται επαρκώς από τον R. Özgan στο άρθρο του. 3 Βλ. παραπάνω, υποσ. 1. Περισσότερα αναφορικά με τις διαφορές του νέου της στήλης του Çanakkale με εκείνο της Νισύρου, βλ. R. Özgan 1985, R. Özgan, ό. π. σημ. 3,

22 στην αττική ιωνική σχολή1. Αναλυτικότερα, προσεγγίζει το στιλ της σχολής της βόρειας Ιωνίας και ταυτόχρονα, το αττικό στιλ2. ΔΙΣΚΟΣ Διεξαγωγή αθλήματος και αρχαίες μαρτυρίες Ο δίσκος, ως τμήμα του πεντάθλου, το οποίο σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα εισάχθηκε στα Ολύμπια το 708 π.χ., κατά την 18η Ολυμπιάδα, συνιστά ένα από τα παλαιότερα αθλήματα3. Η πρωιμότερη αναφορά στον δίσκο ως αγώνισμα ανιχνεύεται στον Όμηρο, στην Ιλιάδα4. Στα ἄθλα ἐπί Πατρόκλῳ, τα οποία διοργάνωσε ο Αχιλλέας, ως νικητής στη ρίψη του δίσκου ανακηρύσσεται ο Πολυποίτης. Ωστόσο, στο απόσπασμα αυτό της Ιλιάδας, ο δίσκος, ο οποίος υποδήλωνε ταυτόχρονα το βάρος που έρεπε να ριχθεί και το βραβείο για τη νίκη στο αγώνισμα, ονοματίζεται σόλος (Πίν. 6). Ο σόλος αυτός ήταν απλώς μία μάζα σιδήρου. Η λέξη απαντά μόνο στον Όμηρο και σε μεταγενέστερες μιμήσεις του5. Επιπροσθέτως, στην Οδύσσεια περιγράφεται μία σκηνή κατά την οποία ο Οδυσσέας επιτυγχάνει να ρίξει σε μακρύτερη απόσταση τον δίσκο από ό,τι οι συναθλητές του, στους αγώνες τους οποίους διοργάνωσαν προς τιμήν του οι Φαίακες6. Οι αρχαίες μαρτυρίες συνιστούν ιδιαίτερα σημαντικές πηγές για τον εντοπισμό στοιχείων όσον αφορά στον τρόπο διεξαγωγής της δισκοβολίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Φιλόστρατο7, το σημείο από το οποίο έριχναν οι πενταθλητές τον δίσκο ονομαζόταν βαλβίς. Το απόσπασμα αυτό παρέχει πολύτιμες πληροφορίες, αφενός για το σημείο άφεσης του δίσκου και αφετέρου για τη διαδικασία που ακολουθούσαν οι αθλητές προτού προχωρήσουν στη ρίψη. Ο χώρος, τον οποίο καταλάμβανε η βαλβίς ήταν μικρός και επαρκής8 για ένα άτομο. Το δεξί σκέλος του δισκοβόλου παρέμενε κολλημένο στο έδαφος, ενώ το εμπρόσθιο τμήμα του σώματος, κεκλιμένο προς τα εμπρός, στήριζε ελαφρώς το αριστερό σκέλος, το οποίο ταλαντευόταν μπροστά και ακολουθούσε την κίνηση του δεξιού χεριού. Η δε κεφαλή του αθλητή στρεφόταν προς τα δεξιά σε 1 R. Özgan 1985, 27. Η στήλη μας επιδεικνύει τα στοιχεία εκείνα που προσιδιάζουν στις βόρειες περιοχές της Ελλάδας, ονομαστικά «το λεπτό ανάστημα, τα λιπόσαρκα, λεπτεπίλεπτα σώματα και τις πλαστικές στρογγυλεύσεις2».e. Langlotz, Studien zur nordostgriechischen Kunst, Mainz 1975, Σ. Α. Σουλή, 2002, Ομήρου Ιλιάδα Ψ, στ Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών. σ αρ E. N. Gardiner, JHS 27 (1907), 1. 6 Ομήρου Οδύσσεια, Θ, στ Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 163 αρ Φιλόστρατος, Εικόνες, I 24. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ αρ. 21. Στο σημείο αυτό περιγράφεται ο θάνατος του Υάκινθου. 8 E. N. Gardiner, ό.π., σημ. 5,

23 τέτοιο βαθμό ώστε να αντικρίζει τα πλευρά του σώματος. Εν συνεχεία, ο δισκοβόλος προχωρούσε στην άφεση του δίσκου. Η βαλβίς ταυτίζεται με τις λίθινες πλάκες, οι οποίες διατηρούνται κατά κύριο λόγο στα στάδια της Ολυμπίας και των Δελφών. Ήταν οριοθετημένη στις πλευρές της, αλλά όχι στην οπίσθια πλευρά. Το σημείο όπου κατέληγε ο δίσκος ονομαζόταν σῆμα. Η μέτρηση της ρίψης του δίσκου πραγματοποιούνταν από την εμπρόσθια γραμμή της βαλβίδας έως το σημείο πτώσης του δίσκου. Η φράση μὴ τέρμα προβὰς στον έβδομο Νεμεόνικο του Πινδάρου καθιστά σαφές το ότι ο αθλητής δεν επιτρεπόταν να υπερβεί την εμπρόσθια αυτή γραμμή1. Αναφορικά με τις αρχαίες μαρτυρίες για ανδριάντες αθλητών, οι οποίοι ήταν στημένοι στα σημαντικά ιερά, ο Παυσανίας περιγράφει το άγαλμα που είχε στηθεί προς τιμήν του Φαύλλου από τον Κρότωνα στο ιερό των Δελφών2. Σώζεται και μία επιγραφή νικητή στα Ολύμπια, στο πένταθλο, κατά την περίοδο, την οποία πραγματεύεται το παρόν πόνημα. Πρόκειται για τον Λακεδαιμόνιο Ακματίδα, ο οποίος νίκησε ἀσσκονικτεί3. Τέλος, στον Γυμναστικό του Φιλόστρατου σημειώνονται οι ιδιότητες, οι οποίες πρέπει να διακρίνουν ως προς τη σωματική διάπλαση τους πενταθλητές, ώστε, μεταξύ των λοιπών αγωνισμάτων του πεντάθλου, να αποφέρουν καλές επιδόσεις και στον δίσκο4. Εν συνεχεία, θα μελετηθούν ορισμένα από τα σωζόμενα μνημεία δισκοβόλων στην πλαστική. Διευκρινίζεται ότι τα πρωτότυπα έργα θα εξεταστούν ανεξάρτητα από τα αντίγραφα. Μνημεία: Πρωτότυπα έργα Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής, το οποίο στηρίζεται σε βάση αποτελούμενη από δύο 1. βαθμίδες (Αρ. Κατ. 5- Πίν.7). Φθάνει σε ύψος τα 9,5 εκ. και είναι κατασκευασμένο από χαλκό5. Διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση εξαιρουμένων των χεριών λίγο χαμηλότερα από το ύψος των πήχεων. Επιπροσθέτως, δεν σώζεται ο δίσκος, τον οποίο μάλλον έφερε η μορφή στο δεξί χέρι. Η επιφάνεια του αγαλματίου παρουσιάζει διάβρωση κατά κύριο λόγο στα δύο σκέλη. Αποκαλύφθηκε στην περιοχή του Νοτιοανατολικού 1 Πίνδαρος, Νεμεόνικος VII Η ωδή είναι γραμμένη προς τιμήν του παιδός Σωγένη του Αἰγινήτη. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 164 αρ. 22. E. N. Gardiner, JHS 27 (1907), 10 κ.ε. 2 Παυσανίας, X Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 165 αρ Suppl. Epigr. Graec. αρ Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 165 αρ Φιλόστρατος, Γυμναστικός ή Περὶ Γυμναστικῆς, 31. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 165 αρ A. Mallwitz - H.-V. Herrmann (επιμ.), 1980, 157 αρ Α. Γιαλούρη-Ν. Γιαλούρης 1993,173. Γ. Ε. Χατζή, Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας, Αθήνα

24 κτιρίου στην Άλτη1. Αποτελεί σημαντικό δεδομένο το ότι εντοπίστηκε σε ιερό, γεγονός που δηλώνει τη λειτουργία του ως αναθήματος. Φυλάσσεται στο Μουσείο της Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αρχαιότητας, στην Ολυμπία, το οποίο στεγάζεται στο κτίριο του Παλαιού Μουσείου (αρ.ευρ. Β )2. Υπάρχει στην αριστερή πλευρά του αγαλματίου χαραγμένη η επιγραφή: ΤΟ ΔΙFΟΣ ΙΜΙ. Εικονίζεται ένας αθλητής του πεντάθλου κατά τη ρίψη του δίσκου. Η μορφή παριστάνεται ιδιαίτερα φερόμενη προς τα πίσω, ώστε να εκσφενδονίσει τον δίσκο3, τον οποίο κρατούσε πιθανόν με το δεξί χαμηλωμένο χέρι, συνήθη στάση των απεικονίσεων δισκοβόλων4. Αντιθέτως, το αριστερό ήταν υψωμένο και καμπτόμενο στον αγκώνα, σχηματίζοντας ορθή γωνία. Το δεξί σκέλος της μορφής προβάλλεται προς τα εμπρός και αποδίδεται τεντωμένο, ανισομερώς με το αριστερό, το οποίο βρίσκεται τοποθετημένο πιο πίσω και λυγίζει στο γόνατο5. Το βάρος του σώματος φέρεται ισότιμα και από τα δύο σκέλη. Κύρια όψη του αγαλματίου συνιστούσε η αριστερή του μακρά πλευρά. Η μορφή αποτελούσε μαζί με ένα αγαλμάτιο δρομέα, για το οποίο θα γίνει λόγος στο επόμενο υποκεφάλαιο του παρόντος πονήματος, και τρία ακόμα αγαλμάτια, άλτη, ακοντιστή και παλαιστή, που δε σώζονται, ανάθημα κάποιου νικητή του πεντάθλου6. Παρόμοια στάση με αυτή του αγαλματίου Β 6767 ανιχνεύουμε στην αγγειογραφία σε έναν κιονωτό κρατήρα του Μύσωνα, καθώς επίσης και σε μία κύλικα του Ονησίμου από το Vulci7. Τα αγγεία αυτά εκτίθενται στο Ashmolean Museum της Οξφόρδης και στην Αρχαιολογική συλλογή του Μονάχου (αρ. ευρ. 2637) αντιστοίχως. Συγγενής φαίνεται να είναι και η παράσταση του δισκοβόλου σε μία κύλικα από την Καμπανία, η οποία βρίσκεται στο Colmar και αποδίδεται στον Ζωγράφο του Colmar8. Όσον αφορά στη στιλιστική ανάλυση του αγαλματίου, στη συνολική διαμόρφωση του σώματος, παρατηρούμε μία τάση για αρκετά πλαστική απόδοση των όγκων. Παρόλα αυτά, η διάπλαση της κοιλιακής χώρας διατηρεί ακόμη στοιχεία της πλαστικής της 1 A. Mallwitz - H.-V. Herrmann, ό.π. σημ. 5. A. Mallwitz - H.-V. Herrmann (επιμ.), 1980, 157 αρ Α. Γιαλούρη-Ν. Γιαλούρης, 1993, A. Mallwitz - H.-V. Herrmann,ό. π. σημ. 1. Α. Γιαλούρη-Ν. Γιαλούρης, ό.π. σημ E. N. Gardiner, JHS 27 (1907), A. Mallwitz - H.-V. Herrmann, ό. π. σημ.1. 6 Σχετικά με τα στοιχεία στα οποία βασίζεται ο συσχετισμός των δύο αγαλματίων βλ. A. Mallwitz -H.V. Herrmann, ό.π. σημ. 1. Α. Γιαλούρη-Ν. Γιαλούρης, ό. π. σημ. 1, J. D. Beazley, ARV², 241, αρ.52. M. Robertson 2001, 190 εικ. 129 (μτφρ. Μ. Καραμπατέα- Μ. Κόμβου). ARV, 322, αρ. 28. J. Boardman 2001, 171 εικ , 155 (μτφρ.ε. Παπουτσάκη-ΣερμπέτηΓ. Ε. Χατζή). 8 J. Jüthner 1968, 281, Πίν.100. c. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι τρεις αυτές απεικονίσεις δισκοβόλων παρεκκλίνουν από τον δισκοβόλο Β 6767 της Ολυμπίας στο γεγονός ότι οι δύο τελευταίες φέρουν τον δίσκο και με τα δύο χέρια, ενώ στον κιονωτό κρατήρα του Μύσωνα το δεξί χέρι του αθλητή είναι υψωμένο και λυγισμένο στον αγκώνα. 2 24

25 αρχαϊκής περιόδου. Το γεγονός αυτό διαπιστώνεται από τον διαχωρισμό του κοιλιακού τοιχώματος σε τέσσερα ισομερή τμήματα και τη σχετικά επίπεδη απόδοσή τους. Το στήθος δηλώνεται επίσης με σχηματικό τρόπο, ενώ το τρίγωνο της ηβικής χώρας τοποθετείται σχετικά υψηλά. Άξια λόγου είναι και η ανισομέρεια του ανώτερου και του κατώτερου τμήματος του αγαλματίου. Ο αθλητής φέρει κοντή κόμη που καλύπτει τον αυχένα και διαμορφώνεται σαν ένας «σκούφος» τοποθετημένος σαν ένα πλαστικό εξόγκωμα στην κεφαλή. Η κόμη διαρθρώνεται σε επιμέρους βοστρύχους με τη βοήθεια κυματοειδών αυλακώσεων. Οι οφθαλμοί είναι μεγάλοι, αμυγδαλωτοί και ακολουθούν το τόξο των φρυδιών1. Εν συνεχεία, θα πραγματοποιήσουμε ορισμένες συγκρίσεις του υπό εξέταση αγαλματίου με δύο αγαλμάτια δισκοβόλων, ώστε να συνάγουμε τη χρονολόγησή του. Εάν παραβάλλουμε το δισκοβόλο Β 6767 με ένα αγαλμάτιο δισκοβόλου, το οποίο προέρχεται από τις Αμύκλες και φυλάσσεται στο Μουσείο του Λούβρου (αρ. ευρ. Br.118)2, θα διαπιστώσουμε ότι ο πρώτος τοποθετείται σε μία μεταγενέστερη βαθμίδα εξέλιξης. Στην παραπάνω διαπίστωση περί χρονικής απόστασης μας οδηγεί η σχηματική απόδοση των μεμονωμένων μερών του σώματος του δισκοβόλου των Αμυκλών, συγκριτικά με τον δισκοβόλο Β Η στιλιστική και χρονική διαφορά μεταξύ των δύο μορφών γίνεται ακόμη πιο αισθητή με τη μελέτη της παρουσίασης της κόμμωσης και της κεφαλής. Η μακριά κόμη του αγαλματίου Br.118, είναι ιδιαίτερα συνοπτικά διαμορφωμένη, ενώ τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι χονδρικά αποδοσμένα3. Δεδομένου του ότι το 4 αγαλμάτιο αυτό τοποθετείται χρονικά από την R. Thomas περί το 510 π.χ., εξάγεται η πρώτη εκτίμηση για χρονολόγησή του δισκοβόλου της Ολυμπίας μετά το 510 π.χ. Είναι δυνατή η σύγκριση του αγαλματίου Β 6767 με ένα αγαλμάτιο δισκοβόλου, το οποίο αποκαλύφθηκε στο ιερό των Καβείρων της Θήβας, στη Βοιωτία και εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας (αρ. ευρ. 7412)5. Ο δισκοβόλος 7412 θα μελετηθεί και ανεξάρτητα στη συνέχεια του κεφαλαίου. Το ύψος της μορφής φθάνει τα 17,76 εκ. δίχως τη βάση και τα 19 εκ. με αυτήν, ενώ είναι φιλοτεχνημένο σε χαλκό (Αρ. Κατ. 7 - Πίν. 8). Αποκαλύφθηκε στη Βοιωτία και συγκεκριμένα, στο ιερό των Καβείρων στη Θήβα6. Παρόλο που ο δισκοβόλος απεικονίζεται εδώ σε ένα διαφορετικό μοτίβο 1 R. Thomas 1981, 25, Πίν. III.1, IV.1, V.1. R. Thomas, ό.π. σημ. 1, 30, Πίν.IX.1, XI.1-2. Το αγαλμάτιο αυτό έχει ύψος 10 εκ. και βρέθηκε στις Αμύκλες, στη Λακωνία. 3 R. Thomas, ό.π. σημ. 1, R. Thomas, ό.π. σημ R. Thomas, ό.π. σημ. 1, B. Schmaltz 1980, R. Thomas, ό.π. σημ. 1, 43. B. Schmaltz, ό.π. σημ. 5,

26 στάσης, φέροντας τον δίσκο και με τα δύο χέρια υψωμένα επάνω από την κεφαλή και με ελαφρώς προβαλλόμενο το δεξί σκέλος, εν αντιθέσει με το αριστερό που είναι τοποθετημένο προς τα πίσω1, οι δύο μορφές δισκοβόλων αποτελούν συγκρίσιμα μεγέθη. Η διαμόρφωση του μυϊκού συστήματος των αγαλματίων παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες, τόσο στον τρόπο απόδοσης του στήθους, όσο και στην επεξεργασία της κοιλιακής χώρας, μολονότι οι κοιλιακοί μύες δηλώνονται σαφέστερα και πιο λεπτομερειακά στον δισκοβόλο της Ολυμπίας. Επιπλέον, τα δύο αγαλμάτια ομοιάζουν όσον αφορά στην άκαμπτη στάση τους. Εντούτοις, ο δισκοβόλος του ιερού των Καβείρων παρεκκλίνει στον τρόπο απόδοσης της κόμης, ο οποίος είναι αναλυτικότερος και πολυπλοκότερος από ό,τι αυτός του αγαλματίου Β Ενώ η κόμη μορφοποιείται και πάλι σε ένα είδος καλύμματος της κεφαλής, σφιχτά τοποθετημένου σε αυτήν, η εγχάραξη των μεμονωμένων βοστρύχων είναι πιο επιμελής2. Ο δισκοβόλος 7412 χρονολογείται δεδομένων των όσων προαναφέρθηκαν περί το π.χ.3. Συνάγεται ότι το υπό εξέταση αγαλμάτιο, εντάσσεται χρονικά ανάμεσα στον δισκοβόλο των Αμυκλών και το αγαλμάτιο του ιερού των Καβείρων. Συνεπώς, σύμφωνα και με την άποψη του W. Fuchs, πρέπει να χρονολογηθεί στο διάστημα από το 500 π.χ. και πάντως όχι αργότερα από το 490 π.χ.4 Αναφορικά με την ανίχνευση του εργαστηρίου στο οποίο κατασκευάστηκε ο δισκοβόλος Β 6767, ο κοντός, ισχυρός λαιμός του και ο βραχύς, συγκριτικά με τα σκέλη, κορμός του, μας κατευθύνουν στην προέλευσή του από κάποιο πελοποννησιακό εργαστήριο5. Εξάλλου, ο δρομέας Β 26, με τον οποίο συμπεριλαμβάνονται στο ανάθημα ενός πενταθλητή, έχει και αυτός συσχετιστεί με πελοποννησιακή προέλευση. Κατά τον W. Fuchs, τα δύο αγαλμάτια προέρχονται από αργίτικο εργαστήριο6. 2. Ανδρικό αγαλμάτιο, το οποίο πατά σε βάση, που βρέθηκε αργότερα (Αρ. Κατ. 6Πίν. 9)7. Το ύψος της μορφής αγγίζει τα 20,1 εκ. και το ύψος της κεφαλής φθάνει τα 2,4 1 R. Thomas 1981, 43. B. Schmaltz 1980, 154. Αναλυτικότερα, η διαμόρφωση των μαλλιών, με σημείο εκκίνησης τη ρίζα τους, είναι ακτινωτή και διακρίνεται σε δύο τμήματα. Το πρώτο εκτείνεται επάνω στο μέτωπο και πίσω από τα αυτιά με κομψούς μικρούς κυκλικούς βοστρύχους, οι οποίοι έχουν υποστεί επεξεργασία με τρυπάνι στο κέντρο τους, ενώ το δεύτερο καταλαμβάνει το τμήμα επάνω από το μέτωπο, καθώς και το οπίσθιο μέρος της κεφαλής, με τους μακρείς βοστρύχους δηλωμένους με εγχαράξεις. 3 R. Thomas, ό. π. σημ. 1, 44. Ο B. Schmaltz, ό.π. σημ. 1, 155, τον τοποθετεί πρωιμότερα χρονικά, περί το τέλος του 6ου αι. π.χ., χρονολογία πάντως που φαίνεται πολύ υψηλή. 4 A. Mallwitz - H.-V. Herrmann 1980 (επιμ.), 157 αρ R. Thomas, ό. π. σημ. 1, 23, A. Mallwitz - H.-V. Herrmann, ό. π. σημ. 4, Γ. Ε. Χατζή, Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας, Αθήνα 2008, εικ. σ R. Thomas 1981, 32-34, 39. R. Thomas 1992, Ι. Κ. Κωνσταντίνου 1957, 8-9, 35, H. G. Niemeyer in Antike Plastik III, 1964, 27. J. Charbonneaux 1958, 91. W. v. Massow, AM 51 (1926), 44. W. Lamb 1969, 154. U. Hausmann 1977, 122, , 144. J. Charbonneaux, Mon Piot 45 (1951), H. G. E. White, JHS 36 (1916), 16 κ. ε. 2 26

27 εκ., ενώ η βάση έχει ύψος 1,4 εκ., πλάτος έως 5,1 εκ. και μήκος έως 8,5 εκ.1. Tο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο, είναι ο χαλκός. Διατηρείται ακέραιο εκτός από το δεξί κατώτερο σκέλος, το δεξί χαμηλωμένο χέρι κάτω από τον βραχίονα και τον δίσκο, τον οποίο κρατούσε με αυτό. Το αριστερό χέρι είναι υψωμένο στο επίπεδο της κεφαλής. Αποκαλύφθηκε στον περσικό αποθέτη της Ακρόπολης των Αθηνών και εν προκειμένω φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στην Αθήνα (αρ. ευρ. 6615). Επισημαίνεται η εύρεση του σε ιερό, η οποία καταδεικνύει τη λειτουργία του ως αναθήματος. Ο αθλητής χαρακτηρίζεται πλέον ομόφωνα από την επιστημονική κοινότητα ως δισκοβόλος2. Η παλαιότερη, προγενέστερη της ανεύρεσης της βάσης του αποκατάσταση, δεν ήταν ικανοποιητική και δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Συμφώνως προς αυτήν, παριστανόταν κατ ενώπιον3. Εντούτοις, έπειτα από τον εντοπισμό της βάσης του, αποκαταστάθηκε η παράστασή του σε στάση τριών τετάρτων4. Συνεπώς, σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά και καθώς ο συσχετισμός της προαναφερόμενης βάσης με το αγαλμάτιο από την Ακρόπολη των Αθηνών δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, η μορφή ήταν τοποθετημένη στη διαγώνιο της πλίνθου, οπότε ο δισκοβόλος 6615 απεικονιζόταν σε στάση τριών τετάρτων5. Πιο συγκεκριμένα, η μορφή αποδίδεται με τα σκέλη σε διασκελισμό και ελαφρώς καμπτόμενα στα γόνατα. Το αγαλμάτιο εικονίζεται ισχυρά κινημένο. Το επάνω τμήμα του σώματος είναι στραμμένο προς τη πλευρά του δεξιού ώμου. Το αριστερό χέρι είναι υψωμένο και λυγισμένο στο ύψος του αγκώνα προς την κεφαλή, με τα δάκτυλα επίσης λυγισμένα, ενώ το δεξί χέρι, που έφερε τον δίσκο, είναι χαμηλωμένο και παράλληλο προς τον κορμό6. Η δεξιά πλευρά της μορφής παρουσιάζεται χαμηλωμένη, με τον ώμο τεταμένο προς το χέρι, εν αντιθέσει με την αριστερή της πλευρά που εικονίζεται ανυψωμένη7. Παρατηρείται, δηλαδή, ένα χιαστός τρόπος απεικόνισης της 1 H. G. Niemeyer, ό.π. σημ. 7, R. Thomas 1981, 32. Ι.Κ. Κωνσταντίνου 1957, Ι. Κ. Κωνσταντίνου, ό. π. σημ. 1, 9, Πίν J. Charbonneaux, MonPiot 45 (1951), Η βάση αυτή φέρει δύο διαμπερείς ακανόνιστες οπές υποδοχής γόμφων κοντά στις γωνίες της διαγωνίου της (Ι. Κ. Κωνσταντίνου, ό. π., 37 εικ. 16). Η ταύτισή της με τον δισκοβόλο 6615 προέκυψε από την ακριβή αντιστοιχία του πλάτους της μίας από τις οπές με το πλάτος του αποσπασματικά σωζόμενου γόμφου κάτω από την πτέρνα του αριστερού σκέλους της μορφής. Ο γόμφος με τον οποίο στερεωνόταν το δεξί κατώτερο σκέλος στη βάση, χαμένο σήμερα, προσαρμοζόταν στη δεύτερη οπή, που διαθέτει περίπου το σχήμα και το μέγεθος του πέλματος. Οπότε, το βάρος του σώματος κατανέμονταν εξίσου και στα δύο σκέλη (Ι. Κ. Κωνσταντίνου, ό. π., 8-9, 37-39). 5 Ι. Κ. Κωνσταντίνου, ό. π. σημ. 1, 9. 6 R. Thomas 1992, R. Thomas 1981,

28 μορφής, γεγονός που ενισχύεται από τη στάση των γωνιασμένα τοποθετημένων σκελών1. Η κεφαλή είναι τοποθετημένη λοξά προς την αριστερή πλευρά. Σχετικά με το μοτίβο στάσης του δισκοβόλου 6615, έχουν καταγραφεί διαφορετικές θέσεις για το ποια στιγμή του αθλήματος του δίσκου αντικατοπτρίζεται σε αυτό. Υιοθετώ την άποψη της R. Thomas, η οποία θεωρεί ότι παριστάνεται η χρονική στιγμή κατά την οποία ο δισκοβόλος μεταθέτει το σώμα του προς τα πίσω για να αποκτήσει η ρίψη του μεγαλύτερη ένταση και ότι αυτή η στιγμή εντάσσεται σε μία σειρά κινήσεων προς αυτή την κατεύθυνση2. Προς αυτή την ερμηνεία συνάδουν η κυρτωμένη πλάτη του αγαλματίου και η στάση του υψωμένου αριστερού χεριού, η οποία μάλλον αποσκοπεί στην επίτευξη ισορροπίας. Κατά τα φαινόμενα, στο ίδιο μοτίβο στάσης παριστάνεται και ένα αγαλμάτιο δισκοβόλου στη Βοστόνη3, στο οποίο σώζεται και ο δίσκος στο δεξί του χέρι. Ο δισκοβόλος αυτός εκτίθεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών, στη Βοστόνη. Διακρίνεται, εντούτοις, η πολυπλοκότητα της απόδοσης της στάσης στον δισκοβόλο 6615 έναντι αυτής του αθλητή στη Βοστόνη. Απεικονίσεις δισκοβόλων που δύνανται να παραλληλιστούν με αυτήν του υπό εξέταση αγαλματίου, αντλούνται και από την αγγειογραφία, λόγου χάριν σε μία κύλικα στη Νεάπολη, όπως επίσης και σε μία οινοχόη, η οποία βρίσκεται στη Βαρσοβία (αρ. ευρ ), στο Μουσείο Czartoryski, στη συλλογή Goluchow. Η οινοχόη αυτή προέρχεται από το Cervetri και αποδίδεται στον Ζωγράφο του Goluchow4, ενώ η κύλικα της Νεάπολης συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή Bourguignon5 και έχει αποδοθεί στον Ευφρόνιο6. Όσον αφορά στη στιλιστική διαμόρφωση του αγαλματίου, διαπιστώνουμε το ενδιαφέρον του δημιουργού του έργου για τις προοπτικές συντμήσεις και βραχύνσεις. Η υψηλή ποιότητα του δισκοβόλου 6615 είναι εμφανής. Εντούτοις, δεν έχει απαλλαγεί ακόμα από τον αρχαϊκό τονισμό των μεμονωμένων μελών του σώματος, τα οποία δεν διαρθρώνονται σε μία οργανική ενότητα7. Πιο συγκεκριμένα, η λεπτότητα της μέσης έρχεται σε αντίθεση με την ευρύτητα των ώμων. Επιπροσθέτως, η τονισμένη κοιλιακή 1 Ι. Κ. Κωνσταντίνου, ό.π. σημ. 4. R. Thomas 1981, Αντιθέτως, ο E. N. Gardiner υπέθεσε ότι αποδίδεται η στάση της προς τα πίσω ορμής, η οποία μεσολαβεί μεταξύ της στάσης με τα δύο χέρια επάνω από την κεφαλή και της στάσης του δισκοβόλου του Μύρωνα, κάτι που δεν συνάδει με το στραμμένο προς τα έξω δεξί χέρι. Η Ι. Κ. Κωνσταντίνου συμφωνεί, υποστηρίζοντας και αυτή ότι απεικονίζεται η στιγμή του υπολογισμού της απόστασης από το σ μα, τα δίσκουρα. Ο B. Schröder καθώς και ο J. Juthner, κρίνουν τη στάση του δισκοβόλου 6615 ως αρμόζουσα πιο πολύ σε μία αρχική θέση του δισκοβόλου. 3 R. Thomas, ό. π. σημ. 2, 32, Πίν.XII.1-2. U. Hausmann, 1977, 145. Η προέλευση του αγαλματίου είναι άγνωστη. Έχει ύψος 14,9 εκ. Είναι κατασκευασμένο από χαλκό. 4 J. D. Beazley, ARV², 10 αρ. 1. CVA Warsaw 3, Πίν E. N. Gardiner, JHS 27 (1907), 19-20, 20 εικ E. N. Gardiner, ό.π. σημ. 5, 16. Για παραπάνω σχετικά στοιχεία βλ. R. Thomas, ό.π. σημ. 1, R. Thomas, ό. π. σημ

29 χώρα, αλλά και οι ισχυρά δομημένοι μηροί εξαίρονται σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι η περιοχή του ισχίου. Το στήθος δηλώνεται με ικανή πλαστικότητα. Γενικότερα, ο δισκοβόλος 6615 δεν εμφανίζει ιδιαίτερα μαλακές μεταβάσεις μεταξύ των μελών του σώματός του1. Παρόλα ταύτα, η μορφή είναι δουλεμένη με λεπτότητα και επιμέλεια, γεγονός ιδιαίτερα ευδιάκριτο στη διαμόρφωση του αριστερού χεριού και στο υπογάστριο2. Η κόμη ξεκινά επάνω από το μέτωπο και εκτείνεται έως και τον αυχένα. Ωστόσο, δεν είναι προσαρμοσμένη επάνω στην κεφαλή στο σύνολο της μάζας της, όπως συνέβαινε στο αγαλμάτιο της Ολυμπίας, για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω. Είναι άξιο παρατήρησης το ότι ο λοβός του αυτιού είναι τοποθετημένος επάνω στη μάζα των μαλλιών, όπως παρατηρείται και σε ορισμένες αγγειογραφίες3. Η κόμη αποδίδεται με κάπως συνοπτικό τρόπο, χωρίς τη δήλωση μεμονωμένων βοστρύχων. Αναφορικά με τα χαρακτηριστικά του προσώπου της μορφής, οι κόρες των οφθαλμών είναι ιδιαίτερα ευμεγέθεις και προεξέχουν ελαφρώς από την επιφάνεια του προσώπου. Η μύτη εμφανίζεται σχετικά λεπτή, ενώ τα χείλη διαθέτουν ικανό πάχος. Ωστόσο, το χαρακτηριστικό εκείνο, το οποίο κυριαρχεί στο πρόσωπο, είναι το οξύ πιγούνι4. Στην πορεία της μελέτης του αγαλματίου της Ακρόπολης των Αθηνών, ορισμένες συγκρίσεις του με άλλα γλυπτά, τόσο μικρής όσο και μεγάλης κλίμακας, θα αποβούν χρήσιμες για τη χρονολόγησή του. Εν πρώτοις, ο δισκοβόλος θα μελετηθεί ως προς τα στιλιστικά δεδομένα σε αντιπαραβολή με ένα αγαλμάτιο δισκοβόλου, το οποίο βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι (αρ. ευρ. Br.122)5. Ο δισκοβόλος αυτός συμπεριλαμβάνεται σε μία ομάδα αγαλματίων, τα οποία παριστάνουν τον αθλητή σε στάση ανάπαυσης, κρατώντας τον δίσκο με το αριστερό υψωμένο χέρι στο ύψος της κεφαλής, ενώ το δεξί εικονίζεται είτε χαμηλωμένο είτε όπως και στην περίπτωσή μας λυγισμένο στο ύψος του αγκώνα και προτεινόμενο προς τα εμπρός, με την παλάμη στραμμένη προς τα κάτω και προς τα πλάγια. Η σχεδίαση αυτή του σώματος του αγαλματίου είναι συγκρίσιμη με τον δισκοβόλο 6615 όσον αφορά στη λεπτή μέση, συνδυασμένη με το προεξέχον υπογάστριο, και στους τονισμένους έναντι του ισχίου 1 R. Thomas 1981, 34. H. G. E. White, JHS 36 (1916), H. G. E. White, ό.π. σημ 2, Σχηματίζει σε κάθε πλευρά του προσώπου μία μορφή σε σχήμα S, διαμέσου μίας στροφής προς τα επάνω και μαζί με τη γραμμή των παρειών και το ανώτερο οστό των ζυγωματικών H. G. E. White, ό.π., R. Thomas, ό. π. σημ. 1, 38, Πίν.XIII.1.Το αγαλμάτιο φθάνει σε ύψος τα 12,4 εκ. και είναι χάλκινο. Ο τόπος προέλευσής του είναι άγνωστος. 5 R. Thomas, ό.π. σημ. 1,

30 μηρούς1. Ωστόσο, οι μεταβάσεις μεταξύ των μεμονωμένων μελών του σώματος εμφανίζονται ομαλότερες στον δισκοβόλο του Λούβρου συγκριτικά με τον δισκοβόλο της Ακρόπολης των Αθηνών, οπότε πρέπει να τοποθετηθεί έπειτα από αυτόν χρονικά. Ο δισκοβόλος Br.122 πιθανότατα χρονολογείται μεταξύ του π.χ.2, συνεπώς συμπεραίνουμε καταρχήν μία χρονολόγηση του αγαλματίου των Αθηνών πριν από το 480 π.χ. Εν συνεχεία, θα συγκρίνουμε τον εξεταζόμενο δισκοβόλο με ένα αγαλμάτιο (Αρ. Κατ Πίν. 10), το οποίο απεικονίζει με μεγαλύτερη πιθανότητα έναν πενταθλητή επιδιδόμενο στο αγώνισμα του δρόμου. Τα δυο γλυπτικά έργα παρουσιάζουν στενή συγγένεια, αν και παριστάνουν διαφορετικά αθλήματα. Το αγαλμάτιο αυτό, που θα μας απασχολήσει και ανεξάρτητα στο κεφάλαιο για το αγώνισμα του δρόμου, έχει σωζόμενο ύψος 16,5 εκ. και είναι χάλκινο. Αποκαλύφθηκε επίσης στην Ακρόπολη των Αθηνών, νότια του Παρθενώνα, και επί του παρόντος φυλάσσεται και αυτό στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στην Αθήνα (αρ. ευρ. 6614)3. Τα δύο έργα δε φαίνεται να χωρίζονται από μεγάλη χρονική απόσταση. Καταρχάς, σημειώνεται μία πιο λεπτομερειακή επεξεργασία, καθώς και ένα ορθότερο σύστημα αναλογιών στη μορφή του δρομέα έναντι αυτής του δισκοβόλου. Το τελευταίο στοιχείο είναι εντονότερο στην περιοχή των μηρών. Υπάρχει μία αρτιότητα στη διαμόρφωση στο αγαλμάτιο 6614 που λείπει από το υπό μελέτη έργο, ιδίως ορατή στα σκέλη και στην πλάτη της μορφής4. Κάπως ανόμοια είναι και η απόδοση της κοιλιακής χώρας μεταξύ των δύο έργων. Εντούτοις, παρόλο που η μορφή του δρομέα είναι πιο εξελιγμένη από άποψη σύνθεσης και ζωηρότητας και παρά το γεγονός ότι παρουσιάζεται ως πραγματικά περίοπτη μορφή, ο κορμός και των δύο χαρακτηρίζεται από βραχύτητα. Επίσης, στην κατασκευή της κεφαλής, τα μάτια και τα χείλη έχουν δηλωθεί με παρόμοιο τρόπο. Ομοιότητα ανιχνεύεται και στον τρόπο απόδοσης της κόμης ως κράνους που προσαρτάται στην κεφαλή έως και την οπίσθια όψη, όπου αποσπάται από αυτήν5. Εδώ είναι σημαντικό να προστεθεί πως η διαμόρφωση του μυϊκού συστήματος είναι πιο εξομαλυμένη στον δισκοβόλο 6615 συγκριτικά με το μυϊκό σύστημα του δρομέα, που είναι πιο άκαμπτο6. Σύμφωνα με όλα τα τα ανωτέρω ειπωμένα, συνάγουμε ότι οι μορφές δισκοβόλου 6615 και δρομέα 1 R. Thomas, 1981, 39. R. Thomas, ό. π. σημ H. G. Niemeyer in Antike Plastik III, 1964, 26. R. Thomas, ό. π. σημ. 1, H. G. E. White, JHS 36 (1916), H. G. E. White, ό. π. σημ. 3, H. G. E. White, ό.π. σημ. 3, Αυτό οφείλεται μάλλον στις διαφορετικές στάσεις που αποτυπώνουν. 2 30

31 παρουσιάζουν στενή συγγένεια, με κάποιο μικρό μόνο προβάδισμα του τελευταίου1. Ο δρομέας τοποθετείται χρονικά πιθανότατα περί το 480 π.χ. Κατά συνέπεια, ο δισκοβόλος 6615 μάλλον χρονολογείται περί το 490 π.χ.2 Όσον αφορά στα μνημειώδη έργα της πλαστικής, ο δισκοβόλος 6615 έχει παραβληθεί από ορισμένους μελετητές με έναν μαρμάρινο κορμό από τη Δήλο (Αρ. Κατ Πίν. 11), ο οποίος ανήκει σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό σύνολο τεσσάρων κορμών αθλητών, που καταλαμβάνει ικανό τμήμα του παρόντος πονήματος3. Σε τέτοιου είδους συγκρίσεις βέβαια πρέπει να λαμβάνονται πάντοτε υπόψη τα στοιχεία της διαφορετικής κλίμακας των έργων και εν προκειμένω του διαφορετικού υλικού. Ο κορμός αυτός φυλάσσεται στο Μουσείο της Δήλου (αρ. ευρ. Α 4276) και είναι κατασκευασμένος από μάρμαρο. Έχει ερμηνευθεί ως ένας δισκοβόλος. Συγκεκριμένα, ο δισκοβόλος 6615 έχει συνδεθεί με τον κορμό αυτό από τον J. Charbonneaux και από την Ι. Κ. Κωνσταντίνου4. Ο κορμός της Δήλου τοποθετείται σε μεταγενέστερη βαθμίδα εξέλιξης από το αγαλμάτιο, κάτι που είναι ευδιάκριτο στον τρόπο διαμόρφωσης του μυϊκού του συστήματος. Ομοιότητες ανάμεσα στα δύο έργα γίνονται εμφανείς στον τρόπο απόδοσης του λαιμού, του δεξιού χεριού, στο βαθμό που διατηρείται, στον κορμό, καθώς και στο σχεδιασμό του στήθους και της κοιλιακής χώρας. Επιπροσθέτως, ακόμα πιο αισθητή καθίσταται η συγγένεια των δύο γλυπτών έπειτα από την παρατήρηση της οπίσθιας όψης, όπου η διάπλαση της ωμοπλάτης, η έντονη απόκλιση της σπονδυλικής στήλης από την κατακόρυφο, η οποία δηλώνει τη στροφή του κορμού, όπως επίσης και ο διαχωρισμός των γλουτών, αναπαράγονται με ταυτόσημο τρόπο5. Εφόσον είναι πιθανή η χρονολόγηση του κορμού Α Α 4276 περί το 470 π.χ., είναι δυνατόν να εντάξουμε τον δισκοβόλο 6615 πρωιμότερα, 1 Ο H. G. E. White, JHS 36 (1916), 19, αναφέρει, με κάθε επιφύλαξη, ότι ίσως ούτε αυτή η μικρή χρονική απόσταση να υφίσταται μεταξύ των δύο αγαλματίων εάν υποτεθεί ότι προήλθαν από ένα εργαστήριο, του οποίου οι γλύπτες ακολουθούσαν ταυτόχρονα πιο αρχαϊκές και πιο προοδευτικές τάσεις. 2 R. Thomas 1981, 26, 34. O H. G. Niemeyer in Antike Plastik III, 1964, 27, χρονολογεί τον δρομέα μία δεκαετία πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, δηλαδή τον τοποθετεί περί το 490 π.χ., ομοίως με τον δισκοβόλο 6615, ενώ τον τελευταίο τον τοποθετεί στη δεκαετία π.χ., ομοίως με τη W. Lamb 1969, 154, χρονολόγηση αρκετά όψιμη, κατά την άποψή μου για τον χαρακτήρα και την όλη σύνθεση του αγαλματίου. Ο U. Hausmann 1977, 144, χρονολογεί τον δισκοβόλο στο διάστημα π.χ. και τέλος, ο J. Charbonneaux 1958, 143 περί το 470 π.χ. 3 A. Hermary, 1984, J. Marcadé (επιμ.), 1996, J. Charbonneaux, MonPiot 45 (1951), 44. Ο Charbonneaux παραβάλλει πρωτίστως το αγαλμάτιο με τον κορμό που είναι γνωστός ως «Pollux», είναι αντίγραφο και βρίσκεται στο Λούβρο. Ωστόσο, θεωρούμε ότι η σύγκρισή του με ένα αντίγραφο δεν είναι πολύ ασφαλής. Η Ι. Κ. Κ.ωνσταντίνου, 1957, 43 θεωρεί ότι παρουσιάζει στενή ομοιότητα με τον κορμό Α 4276 και μάλιστα, υποστηρίζει ότι τα δύο έργα αποτελούσαν αντίγραφα ενός χάλκινου ανδριάντα δισκοβόλου, μεγαλύτερου του φυσικού μεγέθους. Ο κορμός της Δήλου χρονολογείται από αυτήν πριν από το αγαλμάτιό μας, κάτι που διαψεύδεται, κατά τη γνώμη μου από τη στιλιστική διαμόρφωση του κορμού. 5 Ι. Κ. Κωνσταντίνου, ό.π. σημ. 4,

32 διότι είναι ευδιάκριτος ο μεγαλύτερος βαθμός πλαστικότητας και η ευρύτητα, με την οποία εικονίζονται, λόγου χάριν, το στήθος και οι γλουτοί στον κορμό της Δήλου. Επιπλέον, πραγματοποιούμε τη διαπίστωση ότι υπάρχει οργανική ενότητα και συνάφεια μεταξύ των μελών του σώματος, γεγονός που βρίσκεται σε αντίθεση με τη σύλληψη του σώματος του αγαλματίου1. Προκειμένου για τον προσδιορισμό του εργαστηρίου στο οποίο δημιουργήθηκε ο δισκοβόλος 6615, βοηθητική είναι η σύγκριση με τον δρομέα 6614, ο οποίος φαίνεται να αποτελεί προϊόν του ίδιου εργαστηρίου. Τα κοινά τους στοιχεία, τα οποία μας κατευθύνουν στην απόδοσή τους σε ένα κοινό εργαστήριο, είναι η τάση για βράχυνση του κορμού, που διαπιστώνεται σε αμφότερα τα έργα και κάποια στοιχεία επεξεργασίας των κοιλιακών μυών από τη μία πλευρά και ο ίδιος τρόπος απόδοσης της κόμης εν είδη ενός κράνους στα δύο αγαλμάτια από την άλλη, όπως επίσης και η ταυτόσημη μορφή οφθαλμών και χειλέων. Διαπιστώνεται βεβαίως ότι κάποια από τα στοιχεία αυτά αποτελούν ίδιον του αττικού εργαστηρίου2. Έτερα στοιχεία του δισκοβόλου 6615 που είναι αττικά, είναι η εύκαμπτη στάση του, η στενή του μέση και η διεύρυνση του κορμού του κατά την πορεία μετάβασης από πάνω προς τα κάτω3. Επιπρόσθετα δεδομένα, τα οποία συνηγορούν στην απόδοση των δύο χάλκινων έργων σε αττικό εργαστήριο, συνιστούν αφενός η παρόμοια επεξεργασία του εμπρόσθιου τμήματος της κόμης τους με την αντίστοιχη της κεφαλής του λεγόμενου «ξανθού εφήβου»4 και αφετέρου, η αντιστοιχία του συνόλου της διαμόρφωσης της κόμης με αυτή των μορφών σε έναν αττικό 1 Ι. Κ. Κωνσταντίνου 1957, 43. Η Ι. Κ. Κωνσταντίνου, ό. π., 44, κρίνει ότι ο δισκοβόλος 6615 ταξινομείται στον ίδιο αγαλματικό τύπο με μία σειρά αγαλμάτων: τους κορμούς Α 4276 και Α 4277 της Δήλου, ο οποίος πιθανόν παριστάνει και αυτός δισκοβόλο, έναν κορμό από τη Θάσο και έτερο κορμό στο Λούβρο (τον γνωστό ως κορμό Cordier), τη στήλη του Α νητου από τις Αμύκλες και ορισμένα ακόμη έργα, τα οποία δεν πραγματεύεται το παρόν πόνημα. Το πρότυπο στο οποίο βασίστηκαν θεωρεί ότι ήταν από χαλκό. Μάλιστα, απέδωσε ένα δεξί χέρι (αρ. 6758) και έναν δεξιό πόδα που εντοπίστηκαν στην Ακρόπολη των Αθηνών, σε θραύσματα ενός αγάλματος του ίδιου τύπου. Οι θέσεις αυτές δεν υιοθετούνται στο παρόν κείμενο, διότι δεν μπορεί να αποδειχθεί με βεβαιότητα ότι το σύνολο αυτών των έργων αναπαράγει τον ίδιο τύπο, καθώς τα περισσότερα από αυτά σώζονται αποσπασματικά. 2 H. G. E. White, JHS 36 (1916), 20. Ο White σημειώνει, ωστόσο, την ύπαρξη και ορισμένων διαφορών και διευκρινίζει ότι, εάν υποτεθεί ότι είναι έργα του ίδιου εργαστηρίου, πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι το εργαστήριο αυτό βρισκόταν σε μία μεταβατική περίοδο. Ο De Ridder επιχείρησε ανεπιτυχώς να αποδείξει ότι η προέλευση των δύο αγαλματίων είναι από την Αίγινα, συγκρίνοντάς τα με τον Απόλλωνα του Strangford, και με τη μορφή του άρπαγα του Ανατολικού αετώματος του ναού της Αφαίας, στην Αίγινα. Παρόλα αυτά, τόσο η κόμμωση όσο και η εμπρόσθια απόδοση του κορμού, όπου στήριξε τον παραλληλισμό αυτό, είναι ανόμοια στα αγαλμάτια 6615 και 6614 συγκριτικά με τις αιγινήτικες αυτές μορφές. 3 J. Charbonneaux 1957, H. G. E. White, ό. π. σημ. 2, 21. Η κεφαλή φθάνει σε ύψος τα 0,245 μ. και είναι φιλοτεχνημένη σε μάρμαρο (Μ. Μπρούσκαρη 1974, 128, εικ. 234). Φυλάσσεται στο Μουσείο της Ακροπόλεως (αρ. ευρ. 689). 32

33 μελανόμορφο κιονωτό κρατήρα1. Ένα περαιτέρω στοιχείο σύνδεσης των έργων με μία αττική προέλευση αποτελεί η ιδιαίτερα προσεγγίζουσα διάπλαση της κοιλιακής χώρας τους με την αντίστοιχη της μορφής του Ηρακλή της μετόπης με την Κερυνίτιδα έλαφο στο θησαυρό των Αθηναίων, στους Δελφούς, αλλά και των άλλων μετοπών2. Δεδομένων όσων προανέφερα, η απόδοση του δισκοβόλου 6615, αλλά και του δρομέα 6614 σε αττικό εργαστήριο, μπορεί να θεωρηθεί αρκετά ασφαλής. Ανδρικό αγαλμάτιο δισκοβόλου, υψηλής ποιότητας (Αρ. Κατ. 7 - Πίν. 8)3. Διαθέτει 3. ύψος 19 εκ. μαζί με τη βάση και 17,76 εκ. χωρίς αυτήν. Είναι φτιαγμένο από χαλκό. Διατηρείται σχεδόν ακέραιο, εκτός από τον δεξιό άκρο πόδα και μία στρώση που έχει αποσπαστεί από την κορυφή της κεφαλής, στη ρίζα των μαλλιών. Κατά την ανεύρεση του αγαλματίου, η επιφάνειά του ήταν ιδιαίτερα παραμορφωμένη. Επιπρόσθετες φθορές εντοπίζονται στους οφθαλμούς, τη μύτη και τα χείλη του αγαλματίου4. Αποκαλύφθηκε στη Βοιωτία, στο ιερό των Καβείρων, στη Θήβα, μαζί με την πλειονότητα των υπόλοιπων μετάλλινων αγαλματίων των προερχόμενων από το ιερό κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του χειμώνα του Βρέθηκαν στην περιοχή βόρεια του ναού5. Εφόσον εντοπίστηκε σε ιερό, λειτουργούσε ως ανάθημα. Εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας (αρ. ευρ. 7412). Υπάρχει χαραγμένη μία επιγραφή στον αριστερό μηρό του: ΚΑΒΙΡΟΝ6. Ο δισκοβόλος εικονίζεται μετωπικός σε μία στάση, η οποία έχει πιστοποιηθεί σε ορισμένα χάλκινα αγαλμάτια που παριστάνουν δισκοβόλους, αλλά και σε πλήθος αγγειογραφιών, συγκεκριμένα λίγο προτού προβεί στη ρίψη του δίσκου, όπου πριν τον κρατούσε στο αριστερό του χέρι και επί του παρόντος τον αρπάζει και με το δεξί και τον υψώνει με τα δύο χέρια συγχρόνως επάνω από την κεφαλή. Πρέπει να αναφερθεί ότι ο δισκοβόλος από το ιερό των Καβείρων συνιστά την πρωιμότερη γνωστή απόδοση του μοτίβου αυτού στην πλαστική. Το αριστερό χέρι αποτίθεται στο δίσκο, που στηρίζεται σε αυτό επίπεδα, ενώ τα άκρα δάχτυλα του δεξιού χεριού, το οποίο κρατά τον δίσκο, τον συγκρατούν στο άκρο του. Παρατηρείται ότι ο αντίχειρας του δεξιού χεριού είναι στραμμένος προς τα έσω και 1 H. G. E. White, JHS 36 (1916), 21. Ο κρατήρας εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο (αρ. ευρ. Ε 261). E. N. Gardiner, JHS 27 (1907), 15 εικ H. G. E. White, ό. π. σημ. 1, P. de la Coste-Messelière 1957, , Πίν Βλ. σ B. Schmaltz 1980, 4-5, , R. Thomas 1981, 43-44, V. Stais 1910, 32, αρ E. N. Gardiner 1967, 163. J. Jüthner 1968, 282. E. Langlotz 1927, 32 αρ. 36. U. Hausmann 1977, 144. F. Weege, JdI 31 (1916), B. Schmaltz, ό. π. σημ. 3, B. Schmaltz, ό. π. σημ. 3, 4. 6 R. Thomas, ό. π. σημ. 3, 43 υποσ B. Schmaltz, ό.π. σημ. 3,

34 τα υπόλοιπα δάχτυλά του αντιστοίχως προς τα έξω1. Το δεξί χέρι απεικονίζεται ευθύγραμμο, ενώ το αριστερό ελαφρά λυγισμένο. Το δεξί σκέλος προβάλλει προς τα εμπρός, εν αντιθέσει με το αριστερό, που είναι τοποθετημένο προς τα πίσω2. Η στάση αυτή αποτελεί την αρχική, καθώς την επόμενη στιγμή ο πενταθλητής θα αφήσει το σώμα του να πέσει προς τα εμπρός, ενώ ταυτόχρονα θα οδηγήσει το δεξί του χέρι σε τοξοειδή κίνηση προς τα πίσω, ώστε να καταλήξει στη ρίψη3. Το βάρος του σώματος κατανέμεται ισομερώς στα δύο σκέλη. Είναι άξιο λόγου το γεγονός ότι η κίνηση στην οποία αποδίδεται ο αθλητής δεν διακατέχει ολόκληρο το σώμα του, αλλά περιορίζεται στα χέρια και αυτό στοιχειοθετείται από την οριζόντια τοποθετημένη λεκάνη του και τον κάθετα εικονιζόμενο κορμό4. Μόνο ο δεξιός ώμος και γλουτός παριστάνονται ελαφρώς χαμηλωμένοι, εν αντιστοιχία με το προβαλλόμενο σκέλος. Η άκαμπτη αυτή στάση διαπιστώνεται εξίσου στην κεφαλή5. Το μοτίβο στάσης του δισκοβόλου 7412 είναι συγκρίσιμο με αυτό ενός αγαλματίου, το οποίο φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο (αρ. ευρ. 675)6, με τη διαφορά ότι στο τελευταίο παριστάνεται το λίγο μεταγενέστερο στιγμιότυπο της μετάβασης στην εκτίναξη του δίσκου προς τα πίσω. Ο δίσκος φέρεται και σε αυτή την περίπτωση με τα δύο χέρια όχι όμως επάνω από την κεφαλή- από τα οποία το δεξί χέρι κρατά τον κρατά επίπεδο στην παλάμη του, ενώ το αριστερό απλώς τον αγγίζει ελαφρά και βρίσκεται στο σημείο να τον αφήσει7. Αναφορικά με τη στιλιστική ανάλυση του υπό εξέταση αγαλματίου και τη χρονολόγησή του, έχω ήδη αναφέρει ορισμένα στοιχεία παραπάνω, όταν έγινε λόγος για τον δισκοβόλο Β 6767 της Ολυμπίας8. Θα πραγματοποιήσω όμως, κάποιες επιπλέον συγκρίσεις. Είναι δυνατή η σύγκριση του εξεταζόμενου αγαλματίου με τον προαναφερόμενο κούρο Ομοιότητες στη στιλιστική επεξεργασία των δύο αγαλματίων διαφαίνονται τόσο στον σχηματισμό του στήθους και της λεκάνης, όσο και στην απόδοση των κνημών. Όσον αφορά στα χαρακτηριστικά του προσώπου, διακρίνονται σε αμφότερα τα έργα η οξεία 1 B. Schmaltz 1980, 154. E. N. Gardiner 1930, 163. R. Thomas 1981, 43. Σε αυτή την ομάδα παραστάσεων δισκοβόλων σε ορισμένες περιπτώσεις προβάλλεται το δεξί και σε άλλες το αριστερό σκέλος. 3 B. Schmaltz, ό. π. σημ B. Schmaltz, ό. π., σημ Β. Schmaltz, ό. π. σημ. 1. R. Thomas, ό. π. σημ E. N. Gardiner, ό. π. σημ. 1. E. N. Gardiner, JHS 27 (1907), 21-22, 22 εικ. 11. J. Jüthner 1968, Πίν. 74.b. Το αγαλμάτιο έχει ύψος 16 εκ. και είναι χάλκινο. Προέρχεται από την Ετρουρία και χρονολογείται περί το 500 π.χ. (E. N. Gardiner, ό. π., 164). 7 E. N. Gardiner, ό. π. σημ. 6, Βλ. σ Βλ. σ B. Schmaltz, ό. π. σημ. 1,

35 προεξοχή του τόξου των φρυδιών, αλλά και η ομοιάζουσα, λεπτομερής απόδοση των αυτιών. Συνεπακόλουθα, φαίνεται ότι τα δύο αγαλμάτια βρίσκονται σχετικά κοντά στη χρονολόγηση. Φυσικά η ανώτερη ποιότητα του αγαλματίου 6445 είναι έκδηλη1. Το τελευταίο τοποθετείται χρονικά στο διάστημα π.χ. Από την άλλη πλευρά, η σύγκριση του δισκοβόλου 7412 με ένα αγαλμάτιο από την Ανδρίτσαινα2, είναι μεν δυνατή δυνατή αναφορικά με τη διαμόρφωση της περιοχής του στήθους και της λεκάνης, ωστόσο τα στοιχεία αυτά μοιάζουν ελαφρώς πιο εξελιγμένα στο αγαλμάτιό μας. Η απόδοση της κόμης των δύο έργων βρίσκεται επίσης σε συγγενή συσχετισμό. Δεδομένου του γεγονότος ότι το αγαλμάτιο από την Ανδρίτσαινα έχει χρονολογηθεί από την R. Thomas περί το 490 π.χ.3, θεωρώ πως ο δισκοβόλος από το ιερό των Καβείρων μπορεί να ενταχθεί χρονικά στο διάστημα π.χ., λίγο προγενέστερα δηλαδή του αγαλματίου 6445 και οψιμότερα από το αγαλμάτιο Η οριοθέτηση της δημιουργίας του αγαλματίου 7412 όχι πέραν του 480 π.χ. ενισχύεται από τη σύγκρισή του με ένα αγαλμάτιο δισκοφόρου, το οποίο βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Ν. Υόρκης (αρ. ευρ. 78)5 και θα μελετηθεί και αυτό στην παρούσα εργασία (Αρ. Κατ. 9 - Πίν. 12). Τα δύο χάλκινα αγαλμάτια συγγενεύουν ως προς την σε ικανό βαθμό πλαστική δήλωση των μυών, αλλά και τον κυρτό σχηματισμό του στήθους. Μολαταύτα, ο δισκοφόρος της Ν. Υόρκης, διαφέρει στην πιο ισχυρά δομημένη περιοχή των σκελών. Χρονολογείται περί το π.χ.6, οπότε ο δισκοβόλος 7412 πρέπει να καταταχθεί πρωιμότερα από το 480 π.χ. Η προέλευση του δισκοβόλου 7412 μπορεί να συναχθεί σε συνάρτηση με την αντιπαραβολή του με έναν μαρμάρινο κορμό από την Εύτρηση της Βοιωτίας7. Συνεπώς, καθίσταται πολύ πιθανή η σύνδεσή του με ένα τοπικό βοιωτικό εργαστήριο8. 1 B. Schmaltz 1980, 155. B. Schmaltz, ό.π. σημ. 1. R. Thomas 1981, 105, Πίν.LVII.2. Διαθέτει ύψος 9,7 εκ. και είναι κατασκευασμένο από χαλκό. Βρέθηκε στην Ανδρίτσαινα, ενώ σήμερα φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στην Αθήνα (αρ. ευρ ). 3 R. Thomas, ό.π., σημ. 2, Η χρονολόγησή του από τον B. Schmaltz περί το τέλος του 6ου αι. π.χ. μάλλον είναι πρώιμη σε σχέση με τα δεδομένα του αγαλματίου. Επιπλέον, η στάση του δεν είναι τόσο άκαμπτη όσο αυτή του αγαλματίου R. Thomas, ό.π. σημ. 2, Το ύψος του αγγίζει τα 23,5 εκ. και είναι χάλκινο. Θεωρείται ότι η προέλευσή του είναι πελοποννησιακή. 6 R. Thomas, ό.π. σημ. 2, R. Thomas, ό.π. σημ. 2, 43. G. M. A. Richter 1960, 134 αρ. 156, Πίν Ο κορμός του αγαλματίου από το ιερό των Καβείρων ομοιάζει με αυτόν από την Εύτρηση αφενός στην επίπεδη συνολική απόδοση των μυών της κοιλιακής χώρας και αφετέρου στην ευρύτητα των ώμων έναντι των γοφών. 8 R. Thomas, ό.π., σημ

36 Αποσπασματικά σωζόμενο ανδρικό άγαλμα1 (Αρ. Κατ. 8- Πίν. 13). Σώζεται σε 4. ύψος 80 εκ., μήκος 59 εκ. και πάχος 34 εκ., ενώ από τη βάση του λαιμού έως την βουβωνική περιοχή, φθάνει σε ύψος τα 58 εκ. Είναι κατασκευασμένο από κυκλαδικό μάρμαρο. Διατηρείται ο κορμός του αγάλματος, από το οποίο δεν σώζονται η κεφαλή, τα χέρια κάτω από το ύψος των ώμων και τα σκέλη από την αρχή των μηρών. Το φύλο είναι σπασμένο στη βάση του. Επιπλέον, τμήμα των όρχεων έχει αποσπαστεί. Επιφανειακές ρωγμές εντοπίζονται στην αριστερή πλευρά του στήθους, αλλά και την αριστερή μασχάλη. Η επιφάνεια του μαρμάρου παρουσιάζει ικανό βαθμό διάβρωσης2. Στο σημείο απόσπασης των μηρών έχει διατηρηθεί μόνο η αρχική επιφάνεια του μαρμάρου, χονδρικά επεξεργασμένη με τη χρήση βελονιού. Δεν μας είναι γνωστά ο τόπος και ο χρόνος κατά τον οποίο αποκαλύφθηκε3. Βρίσκεται στο Μουσείο της Δήλου (αρ. ευρ. Α 4277). Ανήκει σε ένα σημαντικό σύνολο τεσσάρων κορμών, οι οποίοι εντοπίστηκαν στη Δήλο και απεικονίζουν αθλητές4. Οι κορμοί αυτοί έχουν δεχθεί σωρεία ερμηνειών, έχοντας συχνά διχάσει την επιστημονική κοινότητα. Εντούτοις, η εξέχουσα σημασία τους, η οποία έγκειται στη σπανιότητα μεγάλης κλίμακας ανδριάντων αθλητών, τους καθιστά βασικό αντικείμενο μελέτης του παρόντος πονήματος, ακόμη και για την εξαγωγή των τελικών συμπερασμάτων. Η φύση τους βέβαια είναι αρκετά προβληματική, αφενός εξαιτίας της αποσπασματικής κατάστασης διατήρησής τους και αφετέρου λόγω του γεγονότος ότι αποκαλύφθηκαν σε ένα ιερό, το οποίο δεν φημίζεται ιδιαίτερα για τη διοργάνωση αθλητικών αγώνων5. Το ζήτημα αυτό θα διερευνηθεί. Οι κορμοί καλύπτουν, όπως θα επιδειχθεί, το χρονικό διάστημα π.χ. Ο κορμός Α 4277 εικονίζεται κατ ενώπιον. Η στάση των χεριών της μορφής είναι δυνατόν να συναχθεί από τη συμπαγή όψη της ωμοπλάτης στη δεξιά πλευρά της οπίσθιας όψης, όπως επίσης και από τη διόγκωση του δελτοειδούς μυός. Άλλο δεδομένο συνιστά το πολύ ανοιχτό τρίγωνο, το οποίο σχηματίζεται από τους θωρακικούς μυς, τη δεξιά κλείδα και τη μασχάλη. Κατά συνέπεια, συμπεραίνουμε ότι το δεξί χέρι θα παριστανόταν απομακρυσμένο από το σώμα, παράγοντας την ενέργεια της κίνησης του αθλητή, εν 1 A. Hermary 1984, 9-11, J. Marcadè (επιμ.), 1996, 60 αρ. 21. E. Walter-Karydi 1987, 88 αρ. 1. E. Langlotz 1927, 110, 112. P. Bruneau- J. Ducat (επιμ.), 1983, 68. Cl. Rolley 1994, A. Hermary, ό. π. σημ. 1, 9. 3 Ωστόσο, εφόσον ο κορμός Α 4276 ταυτίζεται με τον κορμό που αναφέρει ο ανασκαφέας Homolle στο ημερολόγιο ανασκαφών, κατά πάσα πιθανότητα και οι κορμοί Α 4277 και Α 4275 προέρχονται επίσης από τις ανασκαφές αυτές στο ιερό, καθώς οι δύο τελευταίοι έχουν τον ίδιο τύπο αρίθμησης με μπλε χρώμα (βλ. A. Hermary, ό.π. σημ. 1, 11, υποσ.5). 4 P. Bruneau- J. Ducat, ό. π. σημ. 1, 68. J. Marcadè, ό. π. σημ. 1, Cl. Rolley, ό. π. σημ. 1,

37 αντιθέσει με το αριστερό, το οποίο θα βρισκόταν πλησίον του σώματος, σε ανάπαυση1. Το αριστερό σκέλος θα ήταν το στάσιμο, ενώ το δεξί θα ήταν άνετο, όπως φαίνεται από την αρχή του δεξιού μηρού, καθώς και από την προεξοχή και καμπυλότητα του δεξιού γλουτού, που παρουσιάζει κλίση προς τα εμπρός και ταυτόχρονα στροφή προς τα έξω. Σχετικά με την ερμηνεία του μοτίβου στάσης του κορμού2, πιο πειστική είναι η ερμηνεία του από τον A. Hermary ως δισκοβόλου, ο οποίος ετοιμάζεται να ρίξει τον δίσκο. Στην περίπτωση αυτή, η διόγκωση του δεξιού δελτοειδούς μυός υποδεικνύει ότι ο πενταθλητής έφερε τον δίσκο στο δεξί χέρι, όπως ακριβώς απεικονίζεται η μορφή ενός δισκοβόλου στο λαιμό ενός αμφορέα του Ζωγράφου του Κλεοφράδου3. Εντούτοις, η στάση των σκελών πιθανότατα υποδεικνύει το αριστερό χέρι ως αυτό που κρατούσε τον δίσκο, ομοίως με την παράσταση δισκοβόλου που παρατηρείται σε μία κύλικα, η οποία βρίσκεται στη Ν. Υόρκη4. Εξίσου πιθανή είναι η αποκατάσταση του δηλιακού κορμού Α 4277 ως ενός αθλητή παριστανόμενου όχι κατά τη διάρκεια εκτέλεσης αγωνίσματος, αλλά ευρισκόμενου σε ανάπαυση. Σύμφωνα με τον A. Hermary, ο εικονιζόμενος εν προκειμένω αποδίδεται είτε κρατώντας στλεγγίδα είτε πραγματοποιώντας σπονδή5. Παράλληλη παράσταση αθλητή με στλεγγίδα στην αγγειογραφία ανιχνεύονται στις εξωτερικές όψεις μίας ερυθρόμορφης κύλικας, η οποία προέρχεται από τη Spina και βρίσκεται στη Ferrara. Η κύλικα αυτή αποδίδεται στον Ζωγράφο της Ορλεάνης6. Επιπροσθέτως, παράδειγμα αθλητή, ο οποίος πραγματοποιεί σπονδή, ιδιαίτερα συγγενές στον εξεταζόμενο κορμό, συνιστά ένα αγαλμάτιο, το οποίο φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού, στην Cabinet des Medailles7 (αρ. ευρ. 928). Το αγαλμάτιο συγκρίνεται με τον ανδριάντα της Δήλου ως προς τη δομή του κορμού και τη στάση των σκελών. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη η έμφαση στο επάνω τμήμα του κορμού Α 4277, η οποία ενισχύει την ερμηνεία του ως δισκοβόλου. 1 A. Hermary 1984, 10. A. Hermary, ό.π. σημ. 1, Η ερμηνεία του από τον L. Curtius ως πυγμάχου δεν υποστηρίζεται από βάσιμα επιχειρήματα και οι συγκρίσεις που επιχειρεί για να τη στηρίξει δεν είναι ενδεικτικές. Ακόμη, η αποκατάσταση αυτή δε λαμβάνει καθόλου υπόψη την ένταση με την οποία αποδίδεται το ανώτερο τμήμα του κορμού. 3 A. Hermary, ό.π. σημ. 1, 11. Ο αμφορέας αυτός βρίσκεται στο Μόναχο και προέρχεται από το Vulci. J. Jüthner 1968, 292, Πίν.LVII.b. 4 A. Hermary, ό.π. σημ. 1, 9 υποσ. 4, 11. J. Jüthner, ό.π. σημ. 3, 263, Πίν.LXVI.b. Η κύλικα προέρχεται απ το Chiusi και βρίσκεται κοντά στην τέχνη του Ζωγράφου του Αντιφώντος. 5 J. Marcadè (επιμ.), 1996, A. Hermary, ό. π. σημ. 1, 11 υποσ. 3. G. Ricci, MonAnt 42 (1955), 242, , εικ J. D. Beazley, ARV¹, 545 αρ. 7. Η κύλικα αποκαλύφθηκε μεταξύ άλλων αγγείων στις ανασκαφές της νεκρόπολης της Spina και συγκεκριμένα στον τάφο 9 του μεγάλου τύμβου 1. 7 A. Hermary, ό.π. σημ. 1, 11. R. Thomas 1981, , Πίν.LXIII.2, LXIV.1-2. C. Rolley 1969, 144. Το αγαλμάτιο φθάνει σε ύψος τα 17,7 εκ. και είναι χάλκινο. Ο τόπος προέλευσής του είναι άγνωστος. 2 37

38 Όσον αφορά στη στιλιστική διαμόρφωση του κορμού Α 4277, παρατηρούμε την αξιόλογη ευρύτητα και το πάχος των ώμων, οι οποίοι έλκονται προς τα πίσω, με αποτέλεσμα να διευρύνονται οι θωρακικοί μύες. Οι τελευταίοι δεν εμφανίζονται ορθά διαχωρισμένοι ο ένας έναντι του άλλου. Αναλυτικότερα, ο μεγάλος δεξιός θωρακικός μυς, με τη μορφή μίας καμπυλότητας επάνω από τον αντίστοιχο μηρό, τονίζεται από το ίχνος ενός θωρακικού τόξου στην κορυφή του. Επιπλέον, δηλώνεται συνοπτικά και η ξιφοειδής απόφυση, σχηματίζοντας ένα κοίλωμα. Η διαίρεση της κοιλιακή χώρας στους μεμονωμένους μύες - που είναι ελαφρώς απότομη - πραγματοποιείται από δύο οριζόντιες γραμμές, τις απονευρωτικές ραφές και μία κάθετη, αυτή του ορθού κοιλιακού μυός1. Η τελευταία εκτείνεται έως το εφήβαιο. Το επάνω τμήμα του ομφαλού υπογραμμίζεται από μία αναδίπλωση. Ο κορμός διευρύνεται στην περιοχή της λεκάνης και καμπυλώνει, ενώ το γεννητικό όργανο από κοινού με το τρίχωμα της ηβικής χώρας διαμορφώνονται σε σχήμα άστρου. Παρατηρείται ότι βρίσκονται τοποθετημένα λίγο πιο υψηλά από ό,τι θα έπρεπε. Επίσης, ο δεξιός όρχις είναι κολλημένος επάνω στον αντίστοιχο μηρό. Γενικότερα, όσον αφορά στην κατασκευή της εμπρόσθιας όψης του κορμού, είναι οστεώδης, κατ εξαίρεση της δεξιάς κλείδας, που όμως αποκλίνει μόνον ελαφρά2. Από την άλλη πλευρά, η συνολική παρουσίαση της οπίσθιας όψης είναι ευδιάκριτα σε πιο μεγάλο βαθμό ρεαλιστική. Ο όγκος των μυών της πλάτης υπογραμμίζεται από μία πολύ ισχυρή καμάρα, η οποία αποτελεί συνέπεια της κίνησης του σώματος. Η πλάτη αναδεικνύεται μέσω τραπεζιόσχημων όγκων και του μεγάλου ραχιαίου μυός, από όπου οι ωμοπλάτες προβάλλουν προς τα έξω, υπογραμμίζοντας με αυτό τον τρόπο τον μυϊκό μόχθο. Η θέση των νεφρών επισημαίνεται από δύο επιμήκεις βαθύνσεις, ενώ οι γλουτοί, ισχυρά δομημένοι και επιμήκεις συνάμα, επιδεικνύουν μία ελαφρά ασυμμετρία, οφειλόμενη στην προβολή του δεξιού σκέλους. Ακόμη, είναι σκαμμένοι με επιμέλεια στις πλάγιες όψεις του κορμού, στο σημείο εκκίνησης του μηριαίου οστού3. Ορισμένες συγκρίσεις των στιλιστικών δεδομένων του υπό εξέταση κορμού καθίστανται ουσιαστικές προκειμένου για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικών με τη χρονολόγησή του. Έχει υιοθετηθεί η ομαδοποίηση από μέρους του L. Curtius του συνόλου των κορμών της Δήλου σε δύο επιμέρους υποσύνολα. Το πρώτο από αυτά συμπεριλαμβάνει τους κορμούς Α 4275 και Α 4277, ενώ το δεύτερο τους δύο δηλιακούς κορμούς, οι οποίοι παριστάνονται με το ένα χέρι υψωμένο, δηλαδή τους κορμούς Α 4276 και Α Η 1 A. Hermary 1984, 10. A. Hermary, ό. π. σημ. 1, A. Hermary, ό. π. σημ. 2. J. Marcadè (επιμ.), 1996,

39 συγγένεια των δύο πρώτων είναι εμφανής, παρόλη τη διαφορά του εικονογραφικού μοτίβου, αλλά και της ανάπτυξης του μυϊκού συστήματος που επιδεικνύουν1 (Πίν. 14). Η όψη που παρουσιάζουν οι κορμοί Α 4275 και Α 4277 είναι κοντόχοντρη και υπογραμμίζεται σε αυτούς η περιοχή της κοιλιακής χώρας. Το τελευταίο στοιχείο συνδέεται με την «απελευθέρωση» από την αρχαϊκή όψη των κούρων, στους οποίους τα χέρια βρίσκονταν «κολλημένα» στον κορμό. Επίσης εξαλείφεται στους δηλιακούς κορμούς το άκαμπτο της στάσης του σώματος και εμπλουτίζονται οι γοφοί με τις διογκώσεις απάνω από την ηβική χώρα. Όσον αφορά στην έμφαση στην κοιλιακή χώρα που αναφέρθηκε, ο κορμός Α 4277 είναι δυνατόν να παραλληλιστεί με ορισμένα από τα γλυπτά των μετοπών του Θησαυρού των Αθηναίων στου Δελφούς2. Αρχικά ο P. de la Coste-Messelière και μεταγενέστερα ο A. Hermary παραλληλίζουν τους κορμούς Α 4277 και Α 4275 με τα γλυπτά των μετοπών του Θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς, τα οποία χρονολογούνται το π.χ.3. Ιδιαίτερα ευδιάκριτη καθίσταται η ομοιότητα στη διαμόρφωση της κοιλιακής χώρας μεταξύ των δύο κορμών και των γλυπτών των μετοπών, στη μορφή του Σίνη της μετόπης 1 με τον Θησέα, στον Μινώταυρο της μετόπης 7 και σε δύο μορφές Ελλήνων στην παράσταση της Αμαζονομαχίας της μετόπης 11. Κατά τον A. Hermary, σημειώνεται σε αυτές η ίδια απομόνωση της κοιλιακής χώρας από τον υπόλοιπο κορμό, η οποία διαπιστώνεται στους δηλιακούς κορμούς, καθώς επίσης και η ταυτόσημη σύλληψη και μοτίβο σχεδιασμού του μυϊκού συστήματος ως μία επίπεδη επιφάνεια διαιρούμενη από γραμμές μάλλον, παρά διακατεχόμενη από όγκο4. Επιπρόσθετο κοινό στοιχείο, το οποίο μοιράζονται οι δύο κορμοί με τα γλυπτά των μετοπών και συγκεκριμένα, με τον Μινώταυρο της μετόπης 7, τον πολεμιστή της μετόπης 11 και τη μορφή του Ηρακλή των μετοπών 15 και 16, είναι η διαμόρφωση του υπογαστρίου και των λεγόμενων «αθλητικών διογκώσεων»5. Η περιοχή αυτή η κατώτερη του ομφαλού είναι αυτή που διακρίνει την απόδοση της κοιλιακής περιοχής των κορμών Α 4275 και Α 4277 από εκείνη του κορμού Α 4276, που θα εξεταστεί στην πορεία του 1 A. Hermary 1984, 14. Η σύγκριση των δηλιακών κορμών με τα γλυπτά των μετοπών του Θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς πραγματοποιείται στο παρόν πόνημα με κάθε επιφύλαξη, εφόσον διακρίνονται από αρκετά μεγάλη χρονική απόσταση και σε κάθε περίπτωση, ο κορμός Α 4275, ο οποίος είναι ο πρωιμότερος του δηλιακού συνόλου -περί το 490 π.χ.- βρίσκεται πλησιέστερα σε αυτά από ό,τι οι υπόλοιποι κορμοί από τη Δήλο. 3 P.de la Coste-Messelière 1957, 205, 211, 219, 258, Πίν.8, 22-26, A. Hermary, ό. π. σημ. 1,1517. Ο P. de la Coste-Messelière τα χρονολογεί, στη δημοσίευση του Θησαυρού, στο διάστημα π.χ., βασιζόμενος μόνο στα στιλιστικά χαρακτηριστικά τους, γεγονός που δεν είναι δόκιμο. Πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα ιστορικά δεδομένα. 4 A. Hermary, ό. π. σημ. 1, Στον A. Hermary, ό. π. σημ. 1, 16, αποκαλούνται «bourrelets athlétiques». 2 39

40 κεφαλαίου. Η διαγραφή των περιγραμμάτων της βουβωνικής χώρας στον Α 4275 και σε μεγαλύτερο βαθμό, στον Α 4277, απομονώνει τις αθλητικές διογκώσεις, οι οποίες αποκτούν τη μορφή απλών αποφύσεων της σάρκας1. Ο A. Hermary καταλήγει, συμφώνως προς την προσέγγιση των δύο κορμών στα γλυπτά των μετοπών του Θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς, στο ότι η χρονολόγησή τους δεν μπορεί να απομακρύνεται ιδιαίτερα από το 490 π.χ. Βέβαια θεωρεί ότι ο κορμός Α 4275 είναι κάπως προγενέστερος του Α 4277, στο διάστημα π.χ.2, ενώ τοποθετεί τον κορμό Α 4277 περί το 480 π.χ.3 Ο A. Hermary και προγενέστερα από αυτόν, ο L. Curtius, παραβάλλουν τον κορμό Α 4277 με ένα φημισμένο κορμό4, ο οποίος είναι ευρύτερα γνωστός με την ονομασία «κορμός της Μιλήτου»5 (Αρ. Κατ. 31-Πίν.15). Το αποσπασματικά διατηρημένο άγαλμα βρέθηκε στις ανασκαφές του ελληνιστικού Θεάτρου της Μιλήτου. Εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι6 (αρ. ευρ. Ma.2792). Πράγματι, οι δύο κορμοί πλησιάζουν όσον όσον αφορά στη στιλιστική επεξεργασία τους, τόσο στη γενική διαμόρφωση της κοιλιακής χώρας, με τις δύο γραμμές των απονευρωτικών ραφών και την κάθετο του ορθού κοιλιακού μυός, όσο και στον τρόπο απόδοση της πλάτης, που είναι παρόμοιος εκτός βέβαια από την κάθετο της σπονδυλικής στήλης, η οποία δεν σχηματίζεται με την έντονη καμπύλη του κορμού μας. Επίσης ανόμοια είναι η εικόνα του στήθους, το οποίο δηλώνεται πιο λεπτομερειακά, αλλά και στην οπίσθια όψη, η μορφή των γλουτών, που διαμορφώνονται πιο σφαιρικοί αν αντιθέσει με τους επιμήκεις γλουτούς του δηλιακού κορμού. Όλα τα παραπάνω αναφερόμενα συνηγορούν στο ότι, αν και οι δύο κορμοί βρίσκονται χρονικά κοντά, ο κορμός της Μιλήτου φαίνεται πιο εξελιγμένος. Ο τελευταίος χρονολογείται περί το π.χ. Επομένως, είναι δυνατόν να συναχθεί για τον κορμό Α 4277 καταρχήν μία χρονολόγηση πριν το 470 π.χ. Ο κορμός πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά περί το 480 π.χ. Ετέρα σύγκριση είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί με έναν 1 A. Hermary 1984, 16. A. Hermary, ό. π. σημ. 1, Ο A. Hermary, ό. π. σημ. 1, 16, χρονολογεί και τους δύο κορμούς Α 4275 και Α 4277 στο διάστημα π.χ. Ωστόσο, σε μεταγενέστερο άρθρο του: J. Marcadè (επιμ.), 1996, 60, τοποθετεί ακριβέστερα τον Α4277 περί το 480 π.χ. Στο παρόν πόνημα υιοθετείται η πιο πρόσφατη άποψη περί χρονολόγησής του. 4 A. Hermary, ό. π. σημ. 1, Ο A. Hermary, ό. π., σημ. 1, 15-16, παραλληλίζει τον κορμό Α 4277 μαζί με τον Α 4275 και με τα γλυπτά των μετοπών του θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς. Ωστόσο, θεωρεί ότι πλησιέστερα σε αυτά βρίσκεται ο Α 4275, ο οποίος είναι λίγο πρωιμότερος του Α Πάντως, θα αναφερθούμε στη σύγκριση αυτή όταν φθάσουμε στον κορμό Α 4275, στο κεφάλαιο του ακοντίου. 6 G. M. A. Richter 1960, Olympia Bericht, 1938/1939 (E. Kunze - R. Schleif), 130. M. Hamiaux 1992, Το σωζόμενο ύψος του είναι 1,32 μ. και είναι κατασκευασμένος από νησιωτικό μάρμαρο, πιθανόν παριανό. 2 40

41 κορμό από την Ερέτρια, ο οποίος εκτίθεται στο Μουσείο της Χαλκίδας1 (αρ. ευρ. 3). Ο E. Langlotz έχει κατατάξει τον κορμό Α 4277 στην τέταρτη ομάδα των «ιωνικών Απολλώνων» του, στην οποία συμπεριλαμβάνει τον δηλιακό κορμό Α 4275, τον «κούρο της Ερέτριας» και τον κορμό 4075 της Ακρόπολης, στον οποίο θα επανέλθουμε2. Κατά την αντιπαραβολή του εξεταζόμενου κορμού και του κούρου της Ερέτριας, ανιχνεύονται αρκετές διαφορές αναφορικά με τον τρόπο επεξεργασίας τους. Συγκεκριμένα, η απόδοση του μυϊκού συστήματος στον τελευταίο είναι εμφανώς πιο συνοπτική από ό,τι στον δηλιακό κορμό. Eντοπίζουμε την ομοιότητα των δύο έργων σε μεγαλύτερο βαθμό στην οπίσθια όψη τους, όπου η καμάρα, την οποία σχηματίζει η σπονδυλική στήλη είναι παρόμοια, όπως επίσης και στην επιμήκη διαμόρφωση των γλουτών. Εφόσον η σύγκριση των στιλιστικών δεδομένων των δύο κορμών επέδειξε ότι ο κούρος της Ερέτριας φαίνεται να είναι πρωιμότερος από τον κορμό Α 4277 και δεδομένου ότι ο πρώτος τοποθετείται χρονικά ίσως λίγο πριν από το 490 π.χ.,3 καταλήγουμε και πάλι σε μία χρονολόγηση περί το 480 π.χ. για τον υπό μελέτη κορμό4. Σχετικά με τον προσδιορισμό του εργαστηρίου με το οποίο συνδέεται ο δηλιακός κορμός Α 4277, όπως φυσικά και οι υπόλοιποι τρεις κορμοί του συνόλου, έχει υποστηριχθεί από ικανό αριθμό μελετητών η προέλευσή τους από την Πάρο5. Η σύνδεσή τους με κάποιο εργαστήριο της Πάρου συνάγεται από ορισμένα χαρακτηριστικά, λόγου χάριν τη ζωτικότητα που τους διακρίνει, την απαλότητα της σάρκας, την έλλειψη της αντίληψης για αυστηρή και στέρεη κατασκευή του σώματος, καθώς και τη λιτή κατασκευή6. Βέβαια, ο κορμός Α 4277 δε διαθέτει συγκεντρωμένες όλες τις προαναφερόμενες ιδιότητες, αλλά περισσότερο αυτές της ζωτικότητας και της λιτότητας της δόμησης. 5. Ανδρικό αγαλμάτιο δισκοφόρου (Αρ. Κατ. 9- Πίν. 12), διατηρημένο σε αρκετά καλή κατάσταση, κατ εξαίρεση του δεξιού χεριού, λίγο πιο κάτω από το ύψος του ώμου, 1 G. M. A. Richter 1960, , εικ Ο κορμός έχει ύψος 77 εκ. και είναι φιλοτεχνημένος σε νησιωτικό μάρμαρο. Βρέθηκε στην Ερέτρια, στην περιοχή του ναού του Απόλλωνα Δαφνηφόρου. 2 E. Langlotz 1927, G. M. A. Richter, ό.π. σημ. 1, Η E. Walter-Karydi 1987, 88 αρ. 1, χρονολογεί τον κορμό Α 4277 στο διάστημα π.χ., χρονολόγηση πάντως πολύ πρώιμη. 5 J. Marcadè (επιμ.), 1996, 60. E. Walter-Karydi, ό. π. σημ. 4. Α. Κώστογλου -Δεσποίνη 1979, 190. Π. Ι. Χατζηδάκης, Δήλος, Αθήνα 2001, 158. P. Bruneau- J. Ducat (επιμ.), 1983, 68 (A. Hermary). Βέβαια η E. Walter-Karydi έχει καταλήξει σε μία προέλευση από την Πάρο αποκλειστικά για τον κορμό Α 4277 από το σύνολο των τεσσάρων δηλιακών κορμών, ενώ σχετικά με τους κορμούς Α 4275 και Α 4276 έχει υποστηρίξει ότι προέρχονται από κάποιο εργαστήριο της Νάξου. Ωστόσο, κατά την άποψή μου, οι δηλιακοί κορμοί δεν πρέπει να διαχωριστούν, καθώς αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο και διακρίνονται από σχετικά μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους. 6 Α. Κώστογλου Δεσποίνη, ό. π. σημ

42 και του αριστερού κατώτερου σκέλους, τα οποία δεν σώζονται1. Έχει ύψος 23,5 εκ. και είναι χάλκινο. Θεωρείται ότι βρέθηκε στην Πελοπόννησο. Σήμερα φυλάσσεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Ν. Υόρκης (αρ. ευρ. 78). Διακρίνεται από ιδιαίτερα καλή ποιότητα. Εντάσσεται σε μία ομάδα αγαλματίων δισκοφόρων, οι οποίοι έχουν το δεξί χέρι χαμηλωμένο. Το αριστερό χέρι, το οποίο φέρει τον διατηρημένο δίσκο, είναι οριζόντια εκτεταμένο στο ύψος του ώμου και καμπτόμενο στον αγκώνα, σχηματίζοντας κατά αυτό τον τρόπο μία οξεία γωνία. Τα δύο σκέλη του αγαλματίου βρίσκονται σε διασκελισμό. Το βάρος του σώματος φέρεται μάλλον από το αριστερό σκέλος, γεγονός το οποίο πιστοποιείται και από την υψηλότερη θέση όπου βρίσκονται ο αριστερός γλουτός και ο αντίστοιχος μηρός. Αναφορικά με την ερμηνεία της στάσης του δισκοφόρου της Ν. Υόρκης, βρίσκεται σε μία προκαταρκτική στάση, προγενέστερη της ρίψης του δίσκου, η οποία θα ακολουθηθεί από το στιγμιότυπο εκείνο, κατά το οποίο ο αθλητής θα υψώσει και τα δύο χέρια του επάνω από την κεφαλή2, ομοίως με τον δισκοβόλο από το ιερό των Καβείρων, στη Βοιωτία, στον οποίο αναφερθήκαμε εκτενώς παραπάνω3. Ορισμένες παράλληλες παραστάσεις με αυτήν του δισκοφόρου 78 εντοπίζουμε στην αγγειογραφία, φερ ειπείν σε έναν ερυθρόμορφο αμφορέα του Φιντία, ο οποίος βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου (αρ. ευρ. G 42), στο Παρίσι4. Σχετικά με τη στιλιστική διαμόρφωση του δισκοφόρου της Ν. Υόρκης, θα πραγματοποιηθεί μία συμπληρωματική ανάλυση, δεδομένου ότι ορισμένα στοιχεία έχουν σημειωθεί ήδη κατά την πραγμάτευση του δισκοβόλου Παρατηρούμε την ως κάποιο βαθμό συνοπτική απόδοση του στήθους και την αντιστοίχως όχι τόσο λεπτομερειακή διαμόρφωση των κοιλιακών μυών. Ωστόσο, η διόγκωση του εκτεινόμενου δεξιού βραχίονα δηλώνεται με σαφήνεια. Επιπροσθέτως, οι ισχυρά δομημένοι και μακριοί μηροί παρουσιάζουν ανισομέρεια με τον βραχύτερο κορμό. Παρόλο που η απόδοση του μυϊκού συστήματος εν συνόλω είναι αρκετά πλαστική, ορισμένες αρχαϊκές μορφές εμμένουν, λόγου χάριν ο τονισμός των μεμονωμένων μελών του σώματος. Το γεγονός 1 R. Thomas 1981, W. Lamb 1969, 147 G. Lippold 1950, 131. E. Homann-Wedeking, AM 60/61 (1936/36), 210. V. H. Poulsen 1937, 103. W. Fuchs 1983, αρ. 42. E. Buschor - R. Hamann 1924, 33. E. Langlotz 1927, 89 αρ. 61, 97. J. Jüthner 1968, 298. W. Lamb 1969, G. M. A. Ricnter, A Handnbook of Greek Art, London 1959, J. Charbonneaux 1958, 90 κ. ε. 2 W. Lamb 1969, G. M. A. Ricnter 1959, G. Lippold 1950, Βλ. σ J. Jüthner 1968, 299, Πίν.LXXIX.a. Ο αμφορέας προέρχεται από το Vulci. 5 Βλ. σ

43 αυτό διαπιστώνεται τόσο στον τονισμό των χεριών και των σκελών της μορφής, όσο και στην άκαμπτη μορφή του οστού της κνήμης1. Τα δεδομένα αυτά μας κατευθύνουν στην τοποθέτηση του αγαλματίου περί το π.χ., σύμφωνα με τα παραπάνω και κατά την R. Thomas2. Είναι δυνατή η κατάταξή του έπειτα από τον δισκοβόλο της Ακρόπολης των Αθηνών 6615 και πιθανότατα προγενέστερα ενός αγαλματίου δισκοβόλου, το οποίο βρίσκεται στη Βαλτιμόρη3. Η στάση του δισκοφόρου δεν είναι τόσο άκαμπτη όσο αυτή των προαναφερόμενων δισκοβόλων και το αριστερό χέρι δεν είναι ευρισκόμενο σε ορθή γωνία όπως στο αγαλμάτιο της Βαλτιμόρης, αλλά σχηματίζει οξεία γωνία4. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο δισκοφόρος της Ν. Υόρκης φαίνεται να βρίσκεται σε μία μεταγενέστερη βαθμίδα εξέλιξης συγκριτικά με τον δισκοβόλο 6615 της Ακρόπολης λόγω της πλαστικότερης επεξεργασίας του συνόλου σε αυτόν. Όσον αφορά στο αγαλμάτιο της Βαλτιμόρης, ανιχνεύουμε σε αυτό μία οργανικότερη αντίληψη του σώματος και σύνδεσης των μεμονωμένων μελών του, οπότε θα τοποθετήσουμε το εξεταζόμενο αγαλμάτιο λίγο πρωιμότερα από αυτό5. Η κατασκευή του δισκοφόρου της Ν. Υόρκης έχει εντοπιστεί από την επιστημονική κοινότητα είτε σε κάποιο πελοποννησιακό εργαστήριο από ορισμένους μελετητές6 με ορισμένες αττικές επιρροές και δάνεια7, είτε σε κάποιο λακωνικό εργαστήριο από άλλη μερίδα μελετητών8. Η R. Thomas υποστηρίζει την πελοποννησιακή προέλευσή του9. Από Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μία μερίδα υποστηρικτών της προέλευσής του από αττικό εργαστήριο10. Ο E. Langlotz προβαίνει σε μία σύγκριση του δισκοφόρου με τον «παῖδα του Κριτίου» και την εικονιζόμενη μορφή στο ανάγλυφο του Σουνίου11. Διαμέσου της σύγκρισης αυτής, διαπιστώνει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά για τα τρία γλυπτικά έργα, 1 R. Thomas 1981, Βλ. σ R. Thomas, ό. π. σημ. 1, Το αγαλμάτιο φυλάσσεται στη Walters Art Gallery (αρ. ευρ ), φθάνει σε ύψος τα 8,3 εκ. και είναι χάλκινο. Ο τόπος προέλευσής του παραμένει άγνωστος. 4 R. Thomas, ό. π. σημ. 1, 41, Πίν.XIII, XIV. 5 Η ίδια χρονολόγηση εφαρμόζεται και από τη W. Lamb, 1969, 147. Η G. Μ. Α. Richter, A Handnbook of Greek Art, London 1959, 182, τοποθετεί τον δισκοφόρο γενικότερα στην περίοδο του πρώιμου 5ου αι. π.χ.. Η χρονολόγηση από τον U. Hausmann, 1977, 145, είναι μάλλον όψιμη ( π.χ.), ενώ ο W. Fuchs 1983, 57, τον τοποθετεί μεταξύ του 470 και 460 π.χ. 6 R. Thomas, ό. π. σημ. 1, 40. W. Fuchs, ό. π. σημ. 4, 57. W. Lamb, ό.π. σημ. 5, 147. E. HomannWedeking, AM 60/61 (1936/36), E. Langlotz 1927, 97. Ο E. Langlotz, ωστόσο ταξινομεί το έργο στα προϊόντα του λακωνικού εργαστηρίου, ομοίως και ο J. Charbonneaux, 1958, 90 κ. ε. 8 E. Langlotz, ό.π. σημ. 7, 89 αρ. 61. J. Charbonneaux, ό. π. σημ. 7. Ο V. H. Poulsen 1937, 103, ωστόσο θεωρεί ότι πρέπει να αποδοθεί σε εργαστήριο της Μεγάλης Ελλάδας. 9 Για τα επιχειρήματα υπέρ του πελοποννησιακού εργαστηρίου βλ. R. Thomas, ό.π. σημ. 1, Αναλυτικότερα βλ. W. Lamb, ό.π., σημ. 5, E. Langlotz, ό.π., σημ. 7,

44 οπότε κατατάσσει και τον δισκοφόρο στα προϊόντα του αττικού εργαστηρίου1. Ορισμένα από τα στοιχεία αυτά, που προσιδιάζουν στην αττική πλαστική, αναφέρονται και από τον J.Charbonneuax2. Δεν θα επιχειρηθεί στο παρόν πόνημα η συσχέτιση του αγαλματίου 78 του Μητροπολιτικού Μουσείου της Ν. Υόρκης με ένα συγκεκριμένο καλλιτέχνη, σύνδεση η οποία έχει προταθεί από μεγάλο τμήμα της επιστημονικής κοινότητας 3, διότι η συσχέτιση αυτή θεωρείται παρακινδυνευμένη λόγω της έλλειψης απτών αποδείξεων. Αναθηματική στήλη, η οποία εικονίζει ανδρική μορφή4 (Αρ. Κατ. 10- Πίν. 16). 6. Σώζεται αποσπασματικά. Διατηρείται μόνο η αρχή του υψωμένου χεριού, καθώς και το αριστερό τμήμα του στήθους και η αριστερή πλευρά του σώματος. Επίσης, έχει σωθεί μέρος των μυών της δεξιάς πλευράς του στήθους και το εσωτερικό τελείωμα της δεξιάς κλείδας, ενώ διατηρούνται ακόμη ίχνη της αρχής του λαιμού. Έχει ύψος 34 εκ., πλάτος 41,5 εκ., ενώ το βάθος του εδάφους της στήλης είναι 11,5 έως 12 εκ. Είναι κατασκευασμένη από μάρμαρο άριστης ποιότητας, με υποκίτρινη πατίνα5. Βρέθηκε στις Αμύκλες της Σπάρτης, στο ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα, κατά τη διάρκεια των ανασκαφών από τον E. Fiechter, το Εκτίθεται στο Μουσείο της Σπάρτης (αρ. ευρ. 940). Επισημαίνεται για μία ακόμη φορά η ανεύρεση σε χώρο ιερού, όπως και στην πλειονότητα των γλυπτών, τα οποία έχουν εξεταστεί έως τώρα. Προφανώς λειτουργούσε ως ανάθημα στο ιερό. Ερμηνεύθηκε αρχικά ως τμήμα του θρόνου του Απόλλωνα, ούτως ειπείν ως αρχιτεκτονικό μέλος. Επιπλέον, θεωρήθηκε πως απεικόνιζε τη δεξιά ωμοπλάτη και το στέρνο πιθανόν ενός κάπρου ή βοός6. Αργότερα διορθώθηκε η παρερμηνεία και αναγνωρίστηκε ότι το ανάγλυφο παρίστανε τμήμα μίας ανδρικής μορφής7. Η οπίσθια όψη όψη του αναγλύφου παρουσιάζεται ακατέργαστη. Η στήλη έχει επιγραφή στη δεξιά πλευρά της, πλάτους 24 εκ., η οποία δε διατηρείται ολόκληρη8: -] ας δέκα κα(ὶ) hένατον 1 E. Langlotz 1927, 97. Ο E. Langlotz ταξινομεί και χρονικά τον δισκοφόρο της Ν. Υόρκης πλησίον των δύο προαναφερόμενων αττικών έργων. 2 Για λεπτομέρειες βλ. J. Charbonneaux 1958, Ο γλύπτης με τον οποίο έχει συνδεθεί ο δισκοφόρος είναι ο Πυθαγόρας από το Ρήγιο (E. Langlotz 1927, 147. ). Παρόλα αυτά η απόδοση αυτή έχει αμφισβητηθεί από την B. S. Ridgway 1970, W. v. Massow, AM 51 (1926), E. Fiechter, JdI 33 (1918), 220. Α. Ν. Σκιάς, ΠΑΕ 1907, Φ. Βερσάκης, ΑΕ 1912, 188. F. Studniczka, ΑΑ 36 (1921), 328 κ.ε. M. N. Tod-A. J. B. Wace, A Catalogue of the Sparta Museum, Oxford 1906, 60 αρ A. Hermary 1984, 13. Ι. Κ. Κωνσταντίνου 1957, 44. J. Dörig 1987, αρ. 17. E. Buschor, Vom Amyklaion, AM 52 (1927), W. v. Massow, ό.π. σημ. 4, E. Fiechter, ό.π. σημ. 4, 220 αρ. 2. Α. Ν. Σκιάς, ό.π. σημ. 4, 106. Φ. Βερσάκης, ό.π. σημ. 4, Για παραπάνω στοιχεία σχετικά με την αναθεώρηση βλ. W. v. Massow, ό. π. σημ. 4, W. v. Massow, ό.π. σημ. 4,

45 ] κε[ Το σωζόμενο ανώτερο τμήμα του σώματος εικονίζεται μετωπικά, με την αριστερή πλευρά να παριστάνεται υψωμένη προς τα επάνω. Τα διατηρημένα ίχνη του λαιμού της μορφής αποδεικνύουν ότι η κεφαλή της στρεφόταν ελαφρά. Το αριστερό χέρι της μορφής ήταν υπερυψωμένο, γεγονός που είναι ευδιάκριτο από τη θέση της αριστερής μασχάλης. Ως συνέπεια, ο αριστερός δελτοειδής μυς εμφανίζεται διογκωμένος. Τμήμα του εδάφους της στήλης είναι ορατό μεταξύ του τελευταίου και του ίχνους του λαιμού. Τρεις δερματικές αυλακώσεις αποδίδονται μέσα από οξείες λεπτές γραμμές στην περιοχή της κόγχης, την οποία σχηματίζει η μασχάλη. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με τη συνολική μυϊκή δομή της μορφής, δείχνει ότι πρόκειται για έναν ενήλικο άνδρα1. Όσον αφορά στην αποκατάσταση του αθλήματος και του μοτίβου της στάσης, στο οποίο παριστανόταν η μορφή της επιτύμβιας στήλης των Αμυκλών, ο W. v. Massow, μεταξύ των δύο μοναδικών λογικών αποκαταστάσεων, αυτήν του δισκοβόλου και του πυγμάχου, καταλήγει στην πρώτη έπειτα από την αντιπαραβολή της εικονιζόμενης μορφής της στήλης με έναν από τους κορμούς της Δήλου, τον Α (Πίν. 11) και τον κορμό3, ο οποίος είναι γνωστός ως «Pollux»4 (Πίν. 17). Αμφότεροι οι κορμοί αυτοί θα αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης ανεξάρτητα στη συνέχεια του κεφαλαίου. Οι κορμοί αυτοί, από τους οποίους ο δεύτερος βέβαια αποτελεί αντίγραφο, έχουν ερμηνευθεί ως δισκοβόλοι και όχι ως πυγμάχοι. Εξαιτίας του γεγονότος ότι η μορφή της υπό εξέταση στήλης παρουσιάζεται σε συγγενή στάση με τα δύο αυτά γλυπτικά έργα, με το αριστερό χέρι υψωμένο και το δεξί χαμηλωμένο κατά μήκος του κορμού, συμπεραίνουμε ότι παριστάνεται και αυτή κατά την ενασχόληση με το αγώνισμα του δίσκου5. Σύγκριση της εικονιζόμενης μορφής της στήλης ως προς τη στάση είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί και με δύο αγαλμάτια, τα οποία έχουν ήδη μελετηθεί στην παρούσα εργασία και μάλιστα, σε συνάρτηση το ένα με το άλλο. Πρόκειται για τον δισκοβόλο (Πίν. 9) και για το αγαλμάτιο δισκοβόλου της Βοστόνης7. 1 W. v. Massow, AM 51 (1926), 42. A. Hermary 1984, 11-13, J. Marcadè (επιμ.), 1996, Ο κορμός σώζεται σε ύψος 1,24 μ. και είναι φιλοτεχνημένος σε μάρμαρο. Αποκαλύφθηκε το 1878 και φυλάσσεται, όπως και οι υπόλοιποι τρεις, στο Μουσείο της Δήλου (αρ. ευρ. Α 4276). Ο δηλιακός κορμός παραβάλλεται ως προς τη στάση με τη στήλη των Αμυκλών και από τον A. Hermary, ό. π., W. v. Massow, ό.π., σημ. 1, J. Charbonneax, MonPiot 45 (1951), J. Charbonneaux 1963, 22 αρ Ο κορμός έχει ύψος 1,23 μ., είναι μαρμάρινος και εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου (αρ. ευρ. Ma.889). 5 J. Charbonneax, ό.π. σημ. 4, Βλ. σ W. v. Massow, ό. π. σημ. 1, Βλ. σ. 28. W. v. Massow, ό. π. σημ. 1,

46 Συνεπώς, κατά πάσα πιθανότητα, στη στήλη από τις Αμύκλες απεικονιζόταν ένας δισκοβόλος, ο οποίος έφερε τον δίσκο στο δεξί χέρι και ισορροπούσε με το αριστερό χέρι του υψωμένο, προτού ρίξει τον δίσκο. Η στήλη από τις Αμύκλες έχει ταυτιστεί με μία στήλη, την οποία περιγράφει ο Παυσανίας κατά την περιήγησή του στις Αμύκλες1. Σύμφωνα με τον Παυσανία, η στήλη αυτή παρίστανε έναν πενταθλητή, ο οποίος ονομαζόταν Α ἴνητος και είχε αναγορευθεί νικητής στα Ολύμπια. Ο W. v. Massow παρατηρεί από τη σύντομη αυτή περιγραφή του Παυσανία, στην οποία αναφέρεται ο θάνατος του ολυμπιονίκη Αἴνητου, ότι η επιτύμβια στήλη μάλλον ανατέθηκε από τους Σπαρτιάτες στο ιερό του Απόλλωνα έπειτα από το θάνατό του, προκειμένου να τον τιμήσουν2. Επίσης, είναι σημαντικό να αναφερθεί το ότι η σημείωση των χαλκῶν τριπόδων από τον Παυσανία υποδηλώνει πως ο περιηγητής πρόσεξε τη στήλη εντός του χώρου του ιερού του Αμυκλαίου Απόλλωνος. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε την ύπαρξη μίας στήλης στο Μουσείο της Σπάρτης (αρ. ευρ. 386), στην οποία συναντάται και πάλι το όνομα του Α νητου. Η στήλη είναι ακόσμητη και περιλαμβάνει τη χαραγμένη επιγραφή: Αἴνετος ἐν πολέμοι.3 Η στιλιστική ανάλυση της επιτύμβιας στήλης του Αἴνητου από τις Αμύκλες αναδεικνύει τα κοινά της στοιχεία, αφενός με τη μορφή από το ανάγλυφο του Σουνίου4 και αφετέρου με τον κορμό δισκοβόλου Α 4276 της Δήλου. Αναλυτικότερα, μπορεί να παραβληθεί με το νέο του αναγλύφου του Σουνίου κυρίως ως προς τον τρόπο διαμόρφωσης της μασχάλης. Μάλιστα, ο W. v. Massow θεωρεί ότι και οι δύο στήλες πρέπει να ενταχθούν στα μέσα του α μισού του 5ου αι. π.χ., δηλαδή περί το 475 π.χ. Παρόμοιος φαίνεται να είναι ο τρόπος απόδοσης των σωζόμενων μυών της στήλης του Αἴνητου και με αυτόν του δισκοβόλου από τη Δήλο. Η τεντωμένη μορφή του σώματος μαζί με την επεξεργασία των μυών του στήθους, όπως επίσης οι απαλές μεταβάσεις και η άριστη απόδοση της απαλότητας του δέρματος της μορφής στη στήλη των Αμυκλών, πράγματι προσεγγίζουν κατά πολύ τον κορμό Α 4276 στα αντίστοιχα χαρακτηριστικά 1 Παυσανίας, III, 18, 5. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 165 αρ. 26 Άλλωστε οι νίκες των Λακεδαιμονίων τη χρονική περίοδο του α μισού του 5ου αι. π.χ., ήταν τόσο ολιγάριθμες, ώστε θα ήταν εύλογη κάθε ιδιαίτερη απόδοση τιμής σε κάποιο νικητή από τη Σπάρτη, πόσο μάλλον για κάποιον όπως ο Αίνητος, ο οποίος έχασε τη ζωή του ηρωικά στον πόλεμο. 3 M. N. Tod - A. J. B. Wace, A Catalogue of the Sparta Museum, Oxford 1906, 60 αρ Η στήλη φθάνει σε ύψος τα 46 εκ. και είναι φτιαγμένη από γκρίζο μάρμαρο. Το πλάτος της είναι 24 εκ. και το πάχος της 12 εκ. Υπάρχει μία κυκλική βάθυνση στην άνω πλευρά της. Βρέθηκε στη Μαγούλα. Το όνομα στην επιγραφή είναι δυνατόν να διαβαστεί εξίσου καλά Αίνετος ή Αίνητος. 4 W. v. Massow, AM 51 (1926),

47 του1. Εντούτοις, ο τελευταίος παρουσιάζεται πιο πλαστικά αποδοσμένος. Δεδομένου και του γεγονότος ότι ο κορμός Α 4276 χρονολογείται περί το 470 π.χ.2, η τοποθέτηση της στήλης των Αμυκλών περί το 475 π.χ. επιβεβαιώνεται3, με κάθε βέβαια επιφύλαξη. Η προέλευση της στήλης του Αἴνητου δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με ακρίβεια, λόγω της ιδιαίτερα αποσπασματικής της κατάστασης. Οι ισχυρότερες πιθανότητες εντοπίζονται σε κάποιο πελοποννησιακό ή ιωνικό εργαστήριο, βάσει των χαρακτηριστικών της στήλης που σημειώσαμε παραπάνω4. Ανδρικό αγαλμάτιο δισκοβόλου αρκετά υψηλής ποιότητας5 (Αρ. Κατ. 11- Πίν. 18), 7. στο οποίο είναι ευδιάκριτη η μετάβαση σε μεταγενέστερη βαθμίδα εξέλιξης, όχι μόνο σε χρονικό επίπεδο, αλλά και στον εμπλουτισμό ενός παλαιότερου μοτίβου. Λείπουν τα χέρια από το ύψος των ώμων, το αριστερό άκρο του ποδιού και ο δίσκος, τον οποίο έφερε η μορφή και με τα δύο χέρια. Η γενικότερη κατάσταση διατήρησης είναι καλή, κατ εξαίρεση ορισμένων επιφανειακών φθορών, κατά κύριο λόγο στην περιοχή του στήθους, την κοιλιακή χώρα και τους μηρούς. Φθάνει σε ύψος τα 18,6 εκ. και είναι κατασκευασμένο από χαλκό. Η προέλευσή του είναι άγνωστη. Επί του παρόντος φυλάσσεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι6 (αρ. ευρ. Br.4246). Η στάση είναι η ίδια με αυτή του δισκοβόλου από το ιερό των Καβείρων, αλλά έχει εξελιχθεί σε αυτή την περίπτωση σε πιο δυναμική και φυσική. Συγκεκριμένα, ολόκληρο το σώμα του δισκοβόλου έλκεται προς τα επάνω, ενώ στην περίπτωση του δισκοβόλου 7412, η στάση του σώματος είναι ήρεμη και σταθερή. Επιπροσθέτως, ο κορμός του αγαλματίου είναι ευλύγιστος, εν αντιθέσει με την άκαμπτη στάση του δισκοβόλου Η μορφή του αγαλματίου του Λούβρου με τη συνολική στάση της αποκτά ένα σχήμα σε μορφή S. Τα δύο χέρια του αγαλματίου ήταν και πάλι υψωμένα επάνω από το επίπεδο της κεφαλής, όπου έφεραν τον δίσκο. Ωστόσο, έχει 1 W. v. Massow, ό.π., σημ. 4, 46. A. Hermary 1984, 17. J. Marcadè (επιμ.), 1996, Περί του αγαλματικού τύπου στον οποίο ανήκει η στήλη των Αμυκλών, η Ι. Κ. Κ.ωνσταντίνου 1957, 44, έχει στηρίξει την ένταξη της στον ίδιο τύπο με αυτόν του δισκοβόλου 6615, του κορμού Α 4276 της Δήλου, καθώς και των κορμών τη Θάσου και της Πάρου, για τους οποίους θα γίνει εκτενώς λόγος σε ακόλουθο κεφάλαιο της εργασίας. 4 Όσον αφορά στον καλλιτέχνη, ο W. v. Massow δεν προχωρεί στη σύνδεση του έργου με τον γλύπτη Βαθυκλή, στον οποίο έχει καταχωρηθεί η κατασκευή του γλυπτικού διακόσμου του θρόνου του Αμυκλαίου Απόλλωνος. Δεν αποκλείει πάντως το ενδεχόμενο κάποιος από τους μαθητές του Βαθυκλή, ο οποίος παρέμεινε στη Λακωνία, να εμπνεύστηκε την υπό εξέταση στήλη, αν και δεν υπάρχει ικανός όγκος ευρημάτων την περίοδο αυτή από τη Λακωνία που να πιστοποιεί την ύπαρξη ενός εγχώριου δραστήριου εργαστηρίου. 5 R. Thomas 1981, R. Thomas 1992, 81, 83. C. Devès, MonPiot 39 (1943), G. Hafner, AA 1952, R. Thomas 1981,

48 επέλθει ουσιαστική αλλαγή στη σύλληψη του μοτίβου όσον αφορά στη στάση της κεφαλής, η οποία είναι στραμμένη προς τα πλάγια, με βλέμμα χαμηλωμένο και χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση1. Όσον αφορά στη στιλιστική ανάλυση του δισκοβόλου του Λούβρου Br.4246, ανιχνεύεουμε την επιμέλεια στην απόδοση του συνόλου του μυϊκού συστήματος και την οργανικότητα της σύνθεσης του σώματος, χωρίς τον τονισμό των μεμονωμένων μελών. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι αποδοσμένα με λεπτομέρεια2. Ο δισκοβόλος του Λούβρου μπορεί να συγκριθεί με τον δισκοβόλο του ιερού των Καβείρων, καθώς επίσης και με ένα αγαλμάτιο δισκοβόλου, το οποίο βρίσκεται στη Στουτγάρδη3. Η σύγκριση του υπό εξέταση έργου με τον πρώτο από τους δισκοβόλους αποδεικνύει ότι το αγαλμάτιο στο Λούβρο τοποθετείται σε μεταγενέστερη χρονική περίοδο από αυτόν4. Αυτό οφείλεται τόσο στον μεγαλύτερο βαθμό πλαστικότητας, τον οποίο παρουσιάζει συγκριτικά με τον δισκοβόλο 7412 όσο και στην απελευθέρωση του μοτίβου στάσης, τη διαπιστωμένη στο υπό μελέτη αγαλμάτιο. Κατά συνέπεια και εφόσον, ο δισκοβόλος του ιερού των Καβείρων χρονολογείται στο διάστημα π.χ,, εξάγουμε ένα terminus post quem για τον δισκοβόλο μας μετά από το 480 π.χ. Από την άλλη πλευρά, η σύγκριση του αγαλματίου του Λούβρου με αυτό της Στουτγάρδης, οδηγεί στην κατάταξη του δισκοβόλου μας πριν από τη δημιουργία του δισκοβόλου Το γεγονός αυτό αποδίδεται στο ότι φαίνεται ελαφρώς πιο πλαστικά αποδοσμένο. Ο δισκοβόλος της Στουτγάρδης χρονολογείται στο διάστημα π.χ.5 Δεδομένων όσων είπαμε, ο δισκοβόλος Br.4246 πρέπει να τοποθετηθεί περί το 470 π.χ. Η R. Thomas υποστηρίζει ότι το αγαλμάτιο του Λούβρου είναι δυνατόν να έχει δημιουργηθεί σε ένα πελοποννησιακό εργαστήριο εξαιτίας της εύσαρκης διαμόρφωσής του. Σε κάθε περίπτωση, αποκλείει την πιθανότητα να αποτελεί προϊόν ενός κατωιταλιωτικού εργαστηρίου6. Δεν θα αναλυθεί η συσχέτιση του δισκοβόλου του Λούβρου Br.4246 με τον γλύπτη Πυθαγόρα που επιχειρήθηκε από τον G. Hafner7. 1 R. Thomas 1981, 44. R. Thomas, 1992, 81, 83. R. Thomas 1981, R. Thomas 1981, 44-45, Πίν. XIX. G. Hafner, AA 1952, 74. R. Thomas, 1992, 81. Το αγαλμάτιο αυτό διαθέτει ύψος 14,6 εκ. και είναι κατασκευασμένο από χαλκό. Η προέλευσή του είναι άγνωστη. Φυλάσσεται στο Κρατικό Μουσείο της Βυρτεμβέργης (αρ. ευρ. 3.16). 4 R. Thomas 1981, R. Thomas 1981, 45. U. Hausmann 1977, Σχετικά με το θέμα αυτό βλ. R. Thomas1981, G. Hafner, ό.π. σημ. 3,

49 Ανδρικό άγαλμα, το οποίο διατηρείται σε αποσπασματική κατάσταση1. Δεν σώζονται 8. η κεφαλή και η κορυφή του λαιμού, το αριστερό υψωμένο χέρι από το ύψος της αρχής της μασχάλης, το δεξί χέρι κάτω από τον δικέφαλο μυ, καθώς και το δεξί σκέλος από την αρχή του μηρού, ενώ το αριστερό σκέλος σώζεται έως το ύψος του γονάτου2 (Αρ. Κατ. 12- Πίν. 11). Το διατηρημένο ύψος του είναι 1,24 μ., ενώ διαθέτει μήκος 52 εκ. και πάχος 30 εκ. Το ύψος του δηλιακού κορμού από τη βάση του λαιμού έως το φύλο αγγίζει τα 65 εκ. Τμήμα της επιφάνειας του αριστερού μηρού είναι αποσπασμένο, στο σημείο της ανώτερης εσωτερικής γωνίας του. Επιπροσθέτως, το γεννητικό όργανο και οι όρχεις έχουν εκριζωθεί. Διάβρωση της επιφάνειας του μαρμάρου εντοπίζεται στην κοιλιακή χώρα. Το υλικό του είναι κυκλαδικό μάρμαρο. Η στίλβωση της επιφάνειας του μαρμάρου διατηρείται στη δεξιά πλευρά της πλάτης, στο σημείο επαφής με το χέρι3. Βρέθηκε το 1878 «εμπρός από το ναό της Άρτεμης», στη Δήλο, από τον Homolle4. Φυλάσσεται στο Μουσείο της Δήλου (αρ. ευρ. Α 4276)5 και συνιστά τμήμα του συνόλου των κορμών από τη Δήλο που προαναφέρθηκε. Μάλιστα, ο κορμός Α 4276 αποτελεί αναμφίβολα τον πιο πολυσυζητημένο από τους τέσσερις δηλιακούς κορμούς. Από το σύνολο των κορμών αθλητών από τη Δήλο, ο Α 4276 συνιστά αυτόν του οποίου η αποκατάσταση στην αρχική του μορφή ενέχει τον μικρότερο βαθμό δυσκολίας. Ανιχνεύεται με βεβαιότητα ότι παριστάνεται ένας πενταθλητής που έφερε τον δίσκο στο χαμηλωμένο δεξί του χέρι, ενώ με το υψωμένο αριστερό χέρι ισορροπούσε προκειμένου να προβεί στη ρίψη του6. Το σώμα της μορφής είναι απεικονισμένο κατ ενώπιον. Αναλυτικότερα, το δεξί χέρι είναι ελαφρά τεντωμένο προς τα εμπρός. Η κεφαλή ήταν στραμμένη προς τα αριστερά, γεγονός το οποίο δηλώνεται από το τέντωμα του 1 A. Hermary 1984, 11-13, J. Marcadè (επιμ.), 1996, P. Bruneau- J. Ducat (επιμ.), 1983, 68. P. Devambez, BCH 57 (1933), J. Charbonneaux, MonPiot 45 (1951), 43, 44, 50. Ι. Κ. Κωνσταντίνου 1957, Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979, (διδ. διατρ.), E. Walter-Kαrydi 1987, 88 αρ. 4. L. Curtius, JdI 49/50 (1944/45), 26, A. Furtwängler, Intermezzi : Kunstgeschichtliche studien, Leipzig 1896, A. Hermary, ό. π. σημ. 1, 11. Το αριστερό σκέλος σωζόταν κατά την εύρεση του κορμού έως το ύψος της αρχής του μηρού, αλλά συμπληρώθηκε αργότερα, χάρη στη μελέτη του L. Curtius για τον κορμό, με το υπόλοιπο τμήμα του αριστερού μηρού, το οποίο ανευρέθηκε. Ως συνέπεια, το αρχικό σωζόμενο ύψος του κορμού μεταβλήθηκε σε 1,24 μ. 3 A. Hermary, ό.π. σημ. 1, A. Hermary, ό. π. σημ. 1, 11. Ο «ανδρικός κορμός», ο οποίος αναφέρεται στο ημερολόγιο των ανασκαφών του Homolle, 87-89, στις 20 Ιουνίου 1878, μεταξύ άλλων 30 αγαλμάτων, είναι αμφίβολα ο κορμός Α 4276 πριν από την επανασυγκόλληση του αριστερού μηρού. Σύμφωνα με τα προηγούμενα (βλ. σ. 36 υποσ. 2), ο ίδιος τύπος αρίθμησης με αυτόν του Α 4276 με μπλε χρώμα στους κορμούς Α 4277 και Α 4275 υποδηλώνει την κοινή προέλευσή τους από τις ανασκαφές του Homolle στην περιοχή του ιερού. 5 A. Hermary, ό. π. σημ. 1, 11. Ο προγενέστερος ταξινομικός του αριθμός ήταν 40, στον κατάλογο του Καββαδία, με μπλε χρώμα δηλωμένος και με αυτόν αναφερόταν στην παλαιότερη του A. Hermary βιβλιογραφία. 6 A. Hermary, ό. π. σημ. 1, 11. J. Marcadè, ό. π. σημ. 1,

50 στερνοκλειδομαστοειδούς μυός. Είναι άξιο παρατήρησης το ότι η κίνηση των χεριών έχει αντίκτυπο στη συνολική εικόνα του κορμού, με την αριστερή πλευρά της κοιλιακής χώρας να είναι ελαφρώς πιο διογκωμένη και τις πλάγιες όψεις του κορμού να είναι σαφώς πιο ευδιάκριτες από τα αριστερά από ό,τι από τα δεξιά1. Αναφορικά με τη στάση του δισκοβόλου Α 4276, το βάρος του φέρεται από το αριστερό σκέλος. Αντιθέτως το δεξί σκέλος θα ήταν το άνετο, απομακρυνόταν από τον κορμό και θα προβαλλόταν προς τα εμπρός. Η στάση στην οποία παριστάνεται ο δισκοβόλος Α 4276 έχει απεικονιστεί πολλάκις στην αγγειογραφία, αλλά και στην πλαστική. Παραθέτουμε την απεικόνιση ενός δισκοβόλου στην οινοχόη στη συλλογή Goluchow, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω2 και σε μία κύλικα από το Vulci στη Ρώμη, η οποία βρίσκεται κοντά στην τέχνη του Ζωγράφου του Επελειού3. Παράλληλα της στάσης αυτής στη γλυπτική ανιχνεύονται, όπως προειπώθηκε, στο αγαλμάτιο του δισκοβόλου της Ακρόπολης των Αθηνών 66154, στην αποσπασματικά σωζόμενη στήλη με τη μορφή δισκοβόλου από τις Αμύκλες5, καθώς καθώς επίσης και στον προαναφερόμενο «Pollux»6, στο Λούβρο. Αναμφίβολα ωστόσο, η πιο συγγενής παράσταση δισκοβόλου με αυτήν του κορμού Α 4276, είναι αυτή του αγαλματίου δισκοβόλου στη Βοστόνη, για το οποίο έγινε λόγος κατά τη μελέτη του δισκοβόλου Σε όλα τα παραπάνω γλυπτικά έργα απεικονίζεται ένας δισκοβόλος στο στιγμιότυπο κατά το οποίο φέρει τον δίσκο με το δεξί χέρι, ενώ το αριστερό καμπτόμενο και υψωμένο χέρι επιχειρεί να κρατήσει ισορροπία προτού ρίξει τον δίσκο8. Αναφορικά με τη στιλιστική διαμόρφωση του δηλιακού κορμού, διαπιστώνουμε καταρχάς τις ραδινές αναλογίες του και την ακριβή απόδοση της μυϊκή ανατομίας, την οποία εμφανίζει. Πιο συγκεκριμένα, οι μύες του λαιμού και του αυχένα παριστάνονται με ορθό και φυσιοκρατικό τρόπο. Η διόγκωση των θωρακικών μυών, οι οποίοι είναι σαφώς διαχωρισμένοι ο ένας από τον άλλο, δεν αποδίδεται με υπερβολή. Ωστόσο, η κοιλιακή 1 A. Hermary 1984, 11. Βλ. σ J. Jüthner 1968, 287, Πίν.92 d. Η κύλικα βρίσκεται στη Ρώμη, στο Μουσείο του Βατικανού (αρ. ευρ.504). 4 Βλ. σ Βλ. σ Βλ. υποσ. 7 σ. 31. Οι κίνδυνοι που προκύπτουν από τη σύγκριση πρωτοτύπου έργου και αντιγράφου έχουν ήδη επισημανθεί. Η θέση του H. Lechat, Pythagoras de Rhegion, Ann. de l Univ. De Lyon, 1905, 105, ότι ο κορμός Α 4276 αποτελούσε ένα αντίγραφο του ίδιου πρωτοτύπου με τον «Pollux» δεν ισχύει και έχει απορριφθεί και από τον J. Charbonneaux, MonPiot 45 (1951), 43. Ο κορμός συνιστά αναμφίβολα πρωτότυπο έργο. 7 Βλ. σ. 28. Η τεχνική επεξήγηση της στάσης αυτής δίνεται στον E. N. Gardiner, JHS 27 (1907), και στον J. Jüthner 1968, A. Hermary, ό.π. σημ. 1, 12,

51 χώρα αναπτύσσεται σε μία ευρύτερη περιοχή εν συγκρίσει με τον υπόλοιπο κορμό1. Η χάραξη του θωρακικού τόξου, με τη φθαρμένη, όμως ορατή ξιφοειδή απόφυσή του, η διαμόρφωση των απονευρωτικών ραφών, όπως επίσης και εκείνη της linea alba, είναι υπερτονισμένες. Επίσης, ο ομφαλός διαπερνάται από μία πτυχή εν είδη περισπωμένης. Ακόμη, ανιχνεύεται η ύπαρξη μίας φλέβας, η οποία, αποδοσμένη σε πολύ χαμηλό ανάγλυφο, ξεκινά κατά ένα τμήμα της κάτω από τη δεξιά κλείδα, ανέρχεται προς την εσωτερική καμπή της μασχάλης και απολήγει στον δικέφαλο μυ. Σχετικά με την απόδοση της βουβωνικής χώρας, είναι επίπεδη, το φύλο βρίσκεται τοποθετημένο χαμηλά και η ηβική χώρα, αρκετά φθαρμένη, δηλώνεται μέσω μίας επιμήκους οριζόντιας γραμμής. Οι διογκώσεις οι παρατηρούμενες συνήθως επάνω από την ηβική περιοχή στους κορμούς αθλητών, αποδίδονται με ικανό βαθμό ρεαλισμού. Αν και η διαμόρφωση του διατηρημένου μηρού είναι χονδρική, ο εκτεταμένος εσωτερικός μυς του είναι χαραγμένος με ακρίβεια2. Η διαμόρφωση της επιγονατίδας είναι επίσης ρεαλιστική. Δύο αυλακώσεις δηλώνονται στο οπίσθιο τμήμα του γονάτου. Από ό,τι επιτρέπει να διακριθεί το σωζόμενο τμήμα του δεξιού χεριού, το μυϊκό σφρίγος της μορφής εκφράζεται εξίσου καλά διαμέσου της ισχυρής διόγκωσης του δικέφαλου μυός. Στην οπίσθια όψη του κορμού Α 4276, η πλάτη παρουσιάζει μία έντονη κάμψη, με την κλίση της βαθιάς σπονδυλικής στήλης να υποδηλώνει τον μυϊκό μόχθο του πενταθλητή. Η ακανθώδης απόφυση του έβδομου αυχενικού σπονδύλου αναδεικνύεται με τη βοήθεια μίας μικρής σφαιρικής προεξοχής στο ανώτερο άκρο της σπονδυλικής στήλης. Επιπροσθέτως, η σχεδίαση των ωμοπλατών είναι ακριβής, ενώ η κοιλότητα των νεφρών σημειώνεται από τα τις οσφυϊκές αυλακώσεις. Ο μυϊκός όγκος πιστοποιείται σε ολόκληρο τον μεγάλο ραχιαίο3. Ο ρυθμός του σώματος καθορίζεται από έναν συγκρατημένο εσωτερικό δυναμισμό4. Είναι απαραίτητη η πραγματοποίηση ορισμένων συγκρίσεων του κορμού Α 4276 από στιλιστικής απόψεως, προκειμένου να εξαχθούν ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με τη χρονολόγησή του. Σύμφωνα με τον A. Hermary, ο κορμός Α 4276 είναι δυνατόν να συγκριθεί με ένα σύνολο προκλασικών αθλητικών κορμών5, οι οποίοι θα αποτελέσουν και και μεμονωμένα αντικείμενο μελέτης στο παρόν πόνημα. Ωστόσο, αρχικά θα τον αντιπαραβάλλουμε με τον δηλιακό κορμό Α 4277, τον οποίο προσεγγίσαμε 1 A. Hermary 1984, 11. J. Marcadè (επιμ.), 1996, 62. A. Hermary, ό. π. σημ. 1, A. Hermary, ό. π. σημ. 1, Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979, (διδ. διατρ.), A. Hermary, ό.π., σημ. 1,

52 προηγουμένως στο κεφάλαιο1. Καθίσταται εμφανής η χρονική απόσταση μεταξύ των δύο κορμών, παρόλο που αυτή δεν είναι τόσο μεγάλη. Η ανομοιότητα είναι πιο ευδιάκριτη στην εμπρόσθια όψη, στην περιοχή του στήθους και στην κοιλιακή χώρα, που πλάθονται με μεγαλύτερη φυσικότητα στον κορμό Α 4276 εν συγκρίσει με τον κορμό Α Η κοιλιακή χώρα εμφανίζεται πιο σχηματοποιημένη στον κορμό Α Εντούτοις, η διαφορά στην απόδοση δεν είναι τόσο έντονη. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ένταξη του κορμού Α 4277 περί το 480 π.χ, οδηγεί σε ένα terminus post quem για τη χρονολόγηση του Α 4276, μετά το 480 π.χ., ίσως περί το 470 π.χ., λόγω της σχετικά μικρής χρονικής απόστασης που πρέπει να χωρίζει τους δύο κορμούς. Εν συνεχεία, θα πραγματοποιηθεί η σύγκριση του υπό εξέταση κορμού με τους αθλητικούς κορμούς, οι οποίοι ανήκουν στο σύνολό τους στην προκλασική περίοδο. Στους κορμούς αυτούς συμπεριλαμβάνονται ο κορμός της Μιλήτου, ο οποίος αντιπαραβλήθηκε και προηγουμένως με τον κορμό Α 42772, ο κορμός που είναι γνωστός με την επωνυμία «κορμός Cordier»3 (Πίν. 19), ο «κορμός Arundel»4 (Πίν. 20), ένας κορμός προερχόμενος από τη Θάσο5 (Πίν. 21) και η επιτύμβια στήλη η ευρύτερα γνωστή με την ονομασία «στήλη του αποξυομένου»6 (Πίν. 22). Το κοινό στοιχείο ως προς τον τρόπο διαμόρφωσης του σώματος, το οποίο συνδέει τους κορμούς αυτούς μεταξύ τους7, αλλά και με τον δηλιακό κορμό Α 4276, είναι η όμοια αντίληψη της αθλητικής ανατομίας και συγκεκριμένα, των σωμάτων αθλητών ευρισκομένων σε ορμητική κίνηση. Η προσπάθεια αποτύπωσης μίας συγκεκριμένης χρονικής στιγμής στους κορμούς αυτούς επιδρά λιγότερο στο ισχυρό μυϊκό σύστημα των μορφών και σε μεγαλύτερο βαθμό στην εσωτερική ορμή που ενδυναμώνει τις μορφές8. Αναλυτικότερα, παρόμοια επεξεργασμένες επεξεργασμένες είναι οι ανατομικές λεπτομέρειες των πλευρών και των σκελών του 1 Βλ. σ Βλ. σ Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979, (διδ. διατρ.), , 154, 187, 197, 203. G. M. A. Richter 1970, 150 αρ Ο κορμός έχει ύψος 0,725 μ. και είναι κατασκευασμένος από παριανό μάρμαρο. Η προέλευσή του είναι επίσης από την Πάρο. Φυλάσσεται στο Μουσείο του Λούβρου (αρ. ευρ.862). 4 A. Michaelis 1882, 554 αρ. 52. G. M. A. Richter, ό.π., σημ. 3, 150 αρ Ο κορμός φθάνει σε ύψος τα 0,82 μ. και είναι φιλοτεχνημένος σε νησιωτικό μάρμαρο. Ως τόπος προέλευσής του έχει θεωρηθεί η Πάρος. Βρίσκεται στο Ashmolean Museum, στην Οξφόρδη. 5 P. Devambez, BCH 57 (1933), Ο κορμός αυτός διαθέτει ύψος 1,147 μ. Το υλικό από το οποίο έχει φτιαχτεί είναι θασιακό λεπτόκοκκο μάρμαρο. Εκτίθεται στο Μουσείο της Θάσου (αρ. ευρ.14). 6 M. A. Zagdoun 1977, Πρώτος ο L. Curtius συσχέτισε το ανάγλυφο με τον δισκοβόλο Α Η στήλη σώζεται σε ύψος 1,32 μ. και είναι κατασκευασμένη από μάρμαρο. Βρέθηκε στους Δελφούς και φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών (αρ. ευρ ). 7 Ο A. Hermary 1984, 17, συμπεριλαμβάνει στους κορμούς αυτούς τους συγγενείς με τον κορμό μας και τον «Pollux». 8 P. Devambez, ό. π..σημ. 5,

53 κορμού μας με τις αντίστοιχες των κορμών του συνόλου, στους οποίους σώζονται και τα σκέλη εκτός των πλευρών. Ιδιαίτερα έντονη είναι η ομοιότητα αυτή μεταξύ του δισκοβόλου και της μορφής του αποξυομένου άνδρα της στήλης των Δελφών, όπου τα σκέλη των δύο μορφών ταυτίζονται σχεδόν γενικότερα στην απόδοση των πλαστικών λεπτομερειών, αλλά και στον επιμέρους σχεδιασμό του μηρού, περισσότερο εμφανώς όμως στην περιοχή του γονάτου, με τις επιμήκεις διαστάσεις και την απιόσχημη μορφή του οστού της επιγονατίδας1. Έτερο ομοιάζον χαρακτηριστικό στην ανατομική διαμόρφωση των κορμών από τη μία πλευρά και του δισκοβόλου Α 4276 από την άλλη πλευρά, συνιστά η έντονα δηλωμένη linea alba, που τέμνει κάθετα την περιοχή του ορθού κοιλιακού μυός2. Εκπληκτική είναι επίσης η ομοιότητα στον τρόπο διατύπωσης της περιοχής της πλάτης στην πλειονότητα των έργων αυτών, συγκριτικά με τον δηλιακό κορμό. Στον κορμό Α 4276, στον κορμό Cordier και στον κορμό της Μιλήτου, τα δύο οστά της ωμοπλάτης, τα οποία είναι ακόμη πρόστυπα και διατηρούν αρχαϊκό χαρακτήρα, προσδιορίζονται διαμέσου μίας περιφερειακής κοίλανσης. Επιπροσθέτως, το κατώτερο τμήμα του τραπεζοειδούς, πλαισιώνοντας τη σπονδυλική στήλη στο επάνω μέρος, στο σημείο κάτω από την ωμοπλάτη, επεκτείνεται λοξά προς τις εξωτερικές πλευρές του κορμού, αποδιδόμενο κάπως συνοπτικά. Η κάθετη ραχιαία αύλακα παρουσιάζει βάθυνση, πλάτυνση ή στένωση περίπου στα ίδια σημεία των κορμών Α 4276, Cordier, Μιλήτου και Θάσου3. Σύμφωνα με τον P. Devambez, ο κορμός της Θάσου ειδικότερα εμφανίζει στενή συγγένεια με τον κορμό Α 4276, παρόλη τη διαφορετικότητα της στάσης των δύο εικονιζόμενων μορφών, καθώς στον θασιακό κορμό το δεξί χέρι είναι υψωμένο αντί του αριστερού. Η φαινομενική λεπτότητα του κορμού από τη Θάσο έναντι του δηλιακού έργου οφείλεται στην ευρύτητα του στήθους του τελευταίου, το αρκετά χαμηλό σημείο τοποθέτησης του ομφαλού και της κορυφής των λαγόνων, όπως επίσης και το μικρό μέγεθος του υπογαστρίου4. Αντιθέτως, στον θασιακό κορμό η κοιλιακή χώρα κατέχει ευρύτερη περιοχή συγκριτικά με το στήθος, με την αντίστοιχη οριοθέτηση του ομφαλού και της κορυφής των λαγόνων σε υψηλότερη θέση και την επιμήκυνση του υπογαστρίου. Παρόμοια είναι όμως η εικόνα των αναλογιών αμφότερων των κορμών, με τους ιδιαίτερα ευρείς ώμους και τη ραδινότητα του σώματος. Στοιχείο αρχαϊσμού, το οποίο μοιράζονται οι κορμοί Δήλου και Θάσου συνιστά η ισχυρή καμάρα των νεφρών, ευδιάκριτη στην 1 Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, 1979, (διδ. διατρ.), Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, ό. π., σημ. 1, Η συνάφεια του κορμού Α 4276 με τον κορμό από τη Θάσο επισημάνθηκε ορθά και στη δημοσίευση του τελευταίου από τον P. Devambez, BCH 57 (1933), 425.Τα κατατάσσει μάλιστα στην ίδια «οικογένεια» γλυπτών, που ταξινομούνται κάτω από το όνομα του Πυθαγόρα από το Ρήγιο. 4 P. Devambez, BCH 57 (1933),

54 πλάγια όψη1. Συν τοις άλλοις, επισημαίνεται η υπογράμμιση συγκεκριμένων τμημάτων του σώματος στους δύο αθλητές εν συγκρίσει με άλλα, δηλαδή της κοιλιακής χώρας, του σημείου σύνδεσης των χεριών καθώς και του κατώτερου τμήματος της πλάτης. Η επεξεργασία των πλευρών είναι απλή, το στήθος σχετικά επίπεδο και η απόδοση των πλευρών περιληπτική. Μολονότι η παρουσία των απονευρωτικών ραφών, οι οποίες δεν αποδίδονται με σφρίγος, στην περιοχή των πλευρών είναι αβάσιμη, τα τέσσερα πλευρά προεξέχουν πλαστικά κάτω από τη σάρκα στις πλάγιες όψεις. Οι κλείδες των μορφών τονίζουν τον μόχθο της κίνησης και οι ώμοι είναι ελαφρώς κυρτωμένοι2. Επιπροσθέτως, σημειώνουμε την ομαλή μετάβαση από τον θωρακικό μυ στον δελτοειδή μυ και στους δικεφάλους, όπως και την ακρίβεια της εκτέλεσής της. Η ευρωστία αμφότερων των γλυπτών αναδεικνύεται αναμφίβολα στην πλάτη. Τέλος, οι γλουτοί συμμετέχοντας στην κίνηση του σώματος, διαθέτουν μικρό μέγεθος και εμφανή κοίλανση, εν αντιθέσει με τους παχείς μηρούς, οι οποίοι διαχωρίζονται σαφώς από το υπόλοιπο σώμα μέσω της βουβωνικής γραμμής και της κορυφής των λαγόνων3. Οι συσχετιζόμενοι με τον δισκοβόλο Α 4276 της Δήλου κορμοί χρονολογούνται γενικά περί το 470 π.χ. κατά την άποψη του A. Hermary. Δεδομένης της χρονικής αυτής τοποθέτησης, αλλά και των στιλιστικών παρεμφερών στοιχείων μεταξύ αυτών και του εξεταζόμενου έργου, το τελευταίο χρονολογείται περί το 470 π.χ.4 Ενισχυτική της χρονικής αυτής τοποθέτησης είναι η σχεδίαση της κοιλιακής χώρας, η οποία είναι ενδεικτική μίας σχετικής προσκόλλησης του δημιουργού του κορμού στην αρχαϊκή παράδοση και υποδεικνύει για μία ακόμη φορά τη χρονολόγηση του 470 π.χ.5 Από τον κύκλο της επιστημονικής κοινότητας αναδείχθηκαν ορισμένες διαφορετικές απόψεις για τον τόπο στον οποίο δημιουργήθηκε ο κορμός Α 4276 και βέβαια οι υπόλοιποι τρεις δηλιακοί κορμοί. Η επικρατέστερη άποψη, υποστηριζόμενη από τον A. Hermary και την Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, εντάσσει τον κορμό Α 4276 σε κάποιο εργαστήριο της Πάρου6. Η τελευταία βασίζει την παριανή καταγωγή του κορμού στα κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία παρουσιάζει με έναν κορμό από την Πάρο, τον οποίο θα 1 P. Devambez, BCH 57 (1933), 428. P. Devambez, ό. π. σημ. 1, P. Devambez, ό. π. σημ. 1, Η στήλη του αποξυομένου των Δελφών βρίσκεται ελαφρώς χαμηλότερα χρονικά, γύρω στο π.χ. Άλλωστε, εξαιτίας της στενής συγγένειάς της με τον κορμό της Δήλου Α 4276, δεν είναι δυνατόν να κατεβεί χαμηλότερα από τη δεκαετία αυτή (Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979, (διδ. διατρ.), 155). 5 J. Marcadè (επιμ.), 1996, Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, ό.π. σημ. 4, 153, 190. P. Bruneau- J. Ducat (επιμ.), 1983,

55 μελετήσουμε σε επόμενο κεφάλαιο1 (Πίν. 23). Κατά τα λεγόμενά της, παρόλη τη χρονική απόσταση που χωρίζει τα δύο γλυπτικά έργα2 και την ανόμοια στάση τους, ανιχνεύεται συγγένεια στη διαμόρφωση των ανατομικών λεπτομερειών, ιδίως της πλάτης. Εν συνεχεία παραθέτει τα στοιχεία του σχεδιασμού της πλάτης, για τα οποία έγινε λόγος προηγουμένως, κατά τη σύγκριση του Α 4276 με τους προκλασικούς κορμούς3. Παρόλα αυτά, ο δηλιακός κορμός έχει συνδεθεί και με το ναξιακό εργαστήριο από την E. WalterKαrydi4, χωρίς όμως αυτό να στοιχειοθετείται. Επιπλέον, η H. Hiller επιχείρησε να τον συνδέσει με το σαμιακό εργαστήριο μέσα από τη σύγκρισή του με το θραύσμα μίας στήλης από τη Σάμο5. Πιθανότερη είναι μάλλον η προέλευση του κορμού Α 4276, καθώς και των άλλων τριών κορμών αθλητών από τη Δήλο, από το εργαστήριο της Πάρου. Η συσχέτιση του δισκοβόλου Α 4276 της Δήλου με τον γλύπτη Πυθαγόρα από το Ρήγιο, την οποία πρότεινε ο L. Curtius, απορρίφθηκε από τους νεότερους μελετητές, τον A. Hermary και την Α. Κώστογλου-Δεσποίνη6. Η τελευταία θεώρησε πιθανό ο καλλιτέχνης του δηλιακού κορμού να εργάστηκε στο ίδιο εργαστήριο με τον γλύπτη του κορμού της Πάρου 167 και μάλιστα δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο οι δύο αυτοί καλλιτέχνες να ταυτίζονται7. Οπωσδήποτε αξίζει να σημειωθεί η παρατήρηση του A. Hermary ότι ο κορμός Α 4276 είναι δυνατόν να συγκριθεί με τους σύγχρονούς του χάλκινους ανδριάντες αθλητών, ορισμένων από τους οποίους διατηρούνται οι βάσεις, κατά κύριο λόγο στην Ολυμπία. Αναφέρει ακόμη ότι ο γλύπτης του μελετώμενου κορμού μάλλον με το δημιούργημα του αυτό θέλησε να ανταγωνιστεί με υλικό το μάρμαρο, τα αντίστοιχα αγάλματα αθλητών σε χαλκό, που επιχειρούσαν να αποτυπώσουν την κίνηση του δισκοβόλου κατά τη χρονική στιγμή πριν από τη ρίψη του δίσκου8. 1 Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, (διδ. διατρ.), , Πίν.35α, 36α-β. Ο κορμός σώζεται σε ιδιαίτερα αποσπασματική κατάσταση, με διατηρημένο ύψος μόλις 44 εκ. Είναι φτιαγμένος από κυκλαδικό μάρμαρο. Αποκαλύφθηκε στην Παροικιά της Πάρου. Φυλάσσεται στο Μουσείο της Πάρου (αρ. ευρ. 167) 2 Η Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, ό. π. σημ. 1, 123, χρονολογεί τον κορμό 167 της Πάρου περί το 490 π.χ. Δεδομένου ότι καθορίζει μία διαφορά δέκα χρόνων μεταξύ τους και εντάσσει τον κορμό Α 4276 στην άμεση παράδοση του κορμού 167, τοποθετεί τον κορμό μας περί το 480 π.χ. 3 Βλ. σ E. Walter-Kαrydi 1987, 88 αρ Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, ό.π. σημ. 1, A. Hermary 1984, 17. P. Bruneau- J. Ducat (επιμ.), 1983, 68. Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, ό.π. σημ. 1, 152. Η Ι. Κ. Κωνσταντίνου 1957, 44, κατατάσσει τον κορμό στον ίδιο αγαλματικό τύπο με τον δισκοβόλο 6615, τον κορμό Cordier στο Λούβρο, τον κορμό της Θάσου και την επιτύμβια στήλη των Αμυκλών. 7 Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, ό.π. σημ. 1, J. Marcadè (επιμ.), 1996, 62 (A. Hermary). 55

56 Αντίγραφα 1. Ανδρικός κορμός, ο οποίος έχει καταστεί ευρύτερα γνωστός με την ονομασία «Pollux» και εικονίζεται κατ ενώπιον1 (Αρ. Κατ. 13- Πίν. 17). Δεν διατηρούνται η κεφαλή και ο λαιμός από τη βάση του, τα χέρια κάτω από το ύψος των ώμων, ενώ όσον αφορά στα σκέλη της μορφής, το δεξί σώζεται έως το γόνατο και το αριστερό επάνω από το ύψος του γονάτου. Ο κορμός αυτός είχε σε προγενέστερη περίοδο συσχετιστεί και συμπληρωθεί αυθαίρετα από τον H. Lechat με μία κεφαλή, η οποία δεν είναι δυνατόν να συνανήκει με τον κορμό, διότι ήταν μικρότερης κλίμακας από τον κορμό, ήταν κατασκευασμένη από διαφορετικό μάρμαρο εν συγκρίσει με εκείνο του σώματος και εμφανώς ήταν οψιμότερη. Η αποκατάσταση των χεριών ήταν επίσης ανακριβής2. Το σωζόμενο ύψος του είναι 1,23 μ. και είναι κατασκευασμένος από μάρμαρο. Φυλάσσεται στο Μουσείο του Λούβρου (αρ. ευρ. Ma.889), ενώ κατά το παρελθόν συμπεριλαμβανόταν στη συλλογή Borghese3. Πρόκειται για αντίγραφο, του οποίου το πρωτότυπο έργο, όπως θα δειχθεί, ανάγεται πιθανότατα περί το π.χ.4. Το αντίγραφο είναι έργο των αυτοκρατορικών χρόνων5. Βάσει της σύγχρονης αποκατάστασης του έργου, ερμηνεύεται ως δισκοβόλος6, ο οποίος οποίος αποτυπώνεται τη στιγμή προετοιμασίας ρίψης του δίσκου, και όχι, όπως παλαιότερα θεωρήθηκε, ως πυγμάχος. Η ονομασία με την οποία αναφέρεται στη βιβλιογραφία Πολυδεύκης - οφείλεται στην παλαιότερη αυτή ερμηνεία του. Η μορφή είναι στραμμένη προς τα δεξιά, ενώ το αριστερό χέρι θα ήταν υψωμένο ώστε να κρατά ισορροπία. Αντιθέτως, το χαμηλωμένο δεξί χέρι της μορφής, θα έφερε τον δίσκο. Η κάμψη των γοφών και του αριστερού γλουτού συνοδεύεται από την κλίση της linea alba και της σπονδυλικής στήλης, καθώς και από μία ελαφρά ανύψωση του αριστερού ώμου7. Το βάρος του σώματος μάλλον φέρεται από το αριστερό σκέλος, ενώ το δεξί προβάλλεται προς τα εμπρός. Ο πενταθλητής απεικονίζεται στο μοτίβο που έχει ήδη περιγραφεί, κατά 1 J. Charbonneaux, MonPiot 45 (1951), J. Charbonneaux 1963, 22. Ι. Κ. Κωνσταντίνου 1957, 45. A. Hermary, 1984, 17. P. Devambez, BCH 57 (1933), 433. L Curtius, Die Antike Kunst. Die klassische kunst Grieechenlands, Berlin 1959, J. Charbonneaux, MonPiot 45 (1951), 42-43, 43 εικ. 6. Η συσχέτιση της κεφαλής αυτής με το σώμα έγινε αποδεκτή και από τον A. Furtwängler 1964, 172. Η κεφαλή αυτή έχει σωζόμενο ύψος 0,28 μ. και εκτίθεται και αυτή στο Μουσείο του Λούβρου (αρ. ευρ. Ma.889 bis). J. Charbonneaux 1963, J. Charbonneaux 1963, J. Charbonneaux, MonPiot 45 (1951), A. Hermary, ό.π. σημ. 1, Πρώτος ο L Curtius εγκατέλειψε την ερμηνεία του κορμού ως πυγμάχου και υιοθέτησε αυτήν του δισκοβόλου, ο οποίος ετοιμάζεται να ρίξει τον δίσκο. 7 J. Charbonneaux, MonPiot 45 (1951),

57 το οποίο λαμβάνει την απαιτούμενη ορμή προκειμένου να προβεί στη ρίψη του δίσκου1. Το μοτίβο απεικόνισής του προσεγγίζει στενά αυτό του δηλιακού κορμού Α 4276, όπως προαναφέρθηκε. Σύμφωνα με τον J. Charbonneaux, προσεγγίζουν στο μοτίβο στάσης του «Πολυδεύκη», το αγαλμάτιο δισκοβόλου 6615 από την Ακρόπολη των Αθηνών2 και ο δισκοβόλος Α 4276 της Δήλου. Εξάλλου, διαπιστώσαμε προηγουμένως ότι η συγγένεια αυτή μεταξύ των τριών έργων υποστηρίχτηκε αργότερα και από τον A. Hermary κατά τη μελέτη του κορμού Α Μάλιστα, ο δισκοβόλος 6615 χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο για την ορθή αποκατάσταση του κορμού Ma.889 στο Λούβρο4. Ορισμένες διαφορές, οφειλόμενες οφειλόμενες στην ελαφρώς παραλλαγμένη στάση του σώματος, γίνονται αισθητές εάν προβούμε στη σύγκριση του δηλιακού κορμού με τον κορμό Ma.889 στο Λούβρο. Κάποιες από αυτές είναι το ότι η κλίση του ανώτερου τμήματος του κορμού είναι μικρότερη εν συγκρίσει με τη λεκάνη στον Α 4276 από ό,τι εκείνη στον υπό εξέταση κορμό και ότι η θωρακική καμάρα βρίσκεται τοποθετημένη πιο χαμηλά σε σχέση με τον ομφαλό5. Ο κορμός μπορεί ακόμη να συγκριθεί ως προς το μοτίβο της στάσης με το αγαλμάτιο δισκοβόλου της Βοστόνης6, καθώς και με τη στήλη του Αἴνητου7, έργα για τα τα οποία έγινε ήδη λόγος. Αναφορικά με τη στιλιστική προσέγγιση του «Pollux», συγκρίσεις είναι εφικτό να πραγματοποιηθούν με τον δισκοβόλο Α 4276, τον κορμό της Μιλήτου, τον κορμό Cordier στο Λούβρο, και τον κορμό της Θάσου8, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη το γεγονός ότι επιχειρείται μία σύγκριση μεταξύ πρωτοτύπων έργων και ενός αντιγράφου. Κατά τη σύγκριση του κορμού μας με τον δηλιακό δισκοβόλο, παρατηρούμε στον πρώτο μία πιο πλαστική διατύπωση της περιοχής του στήθους και της κοιλιακής χώρας, όπως επίσης και μία πιο λεπτομερή απόδοση του τριχώματος της ηβικής χώρας. Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά είναι πιθανόν να οφείλονται στις μεταγενέστερες προσθήκες στο πρωτότυπο άγαλμα από 1 J. Charbonneaux 1963, 22. Βλ. σ και ιδίως σ. 31 υποσ Βλ. σ. 50 και υποσ Ο J. Charbonneaux, MonPiot 45 (1951), 44 θεωρεί ότι το αγαλμάτιο 6615 είναι πιθανόν να αποτελεί μία ελεύθερη παραλλαγή του πρωτοτύπου του κορμού «Pollux» και όχι ακριβές αντίγραφό του εξαιτίας του ότι οι αναλογίες και ο τρόπος διαμόρφωσης του αγαλματίου είναι πολύ ανόμοιες σε σχέση με αυτές του κορμού. Εντούτοις, είναι χρήσιμο, προς αποφυγή παρανοήσεων, να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι στη μελέτη του υπό εξέταση κορμού από τον J. Charbonneaux, υιοθετήθηκε η παλαιότερη απεικόνιση του αγαλματίου της Ακρόπολης των Αθηνών, η προγενέστερη της ανεύρεσης της βάσης του, δηλαδή η μετωπική παράστασή του, που είναι λανθασμένη. 5 J. Charbonneaux, ό. π. σημ. 4, Βλ. σ Βλ. σ J. Charbonneaux, ό. π. σημ. 4,

58 μέρους του αντιγραφέα, οπότε μπορεί να χρησιμοποιήθηκαν χαρακτηριστικά οψιμότερα, εφόσον το έργο αντιγράφηκε σε μεταγενέστερη χρονική περίοδο. Τα δύο γλυπτά είναι συγγενή σε μεγαλύτερο βαθμό όσον αφορά στην οπίσθια όψη τους, όπου διαπιστώνεται η διαμόρφωση της πλάτης, με την έντονα υπογραμμισμένη καμάρα, τις αυλακώσεις των νεφρών και τους εύσαρκους γλουτούς. Οι υπόλοιποι από τους αναφερόμενους κορμούς μπορεί μεν να μη βρίσκονται τόσο κοντά στον «Πολυδεύκη» όσο ο κορμός Α 4276, ωστόσο εντάσσονται στο ίδιο ρεύμα αναζητήσεων της περιόδου του αυστηρού ρυθμού, η οποία μελετάται στο παρόν πόνημα1. Από τη σύγκριση του κορμού μας με τους κορμούς αυτούς, συνάγονται περίπου τα ίδια συμπεράσματα. Πρέπει να επισημανθεί η προσκόλληση σε ορισμένα αρχαϊκά στοιχεία, την οποία παρουσιάζει ο κορμός του «Πολυδεύκη». Φαίνεται να μην έχουν εκλείψει οριστικά στον αποσπασματικά σωζόμενο ανδριάντα κάποια στοιχεία αρχαϊκής καλλιγραφίας2. Κατά τον J. Charbonneaux, το σύνολο των κορμών αυτών, στου οποίους επιχειρείται η αποτύπωση της στιγμιαίας ορμητική κίνησης, αποδεικνύει την ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων νησιωτικών εργαστηρίων κατά την χρονική αυτή περίοδο, τα οποία χειρίζονται με δεξιοτεχνία τα κινημένα αθλητικά μοτίβα. Κατατάσσει τους αθλητικούς αυτούς κορμούς, κατ εξαίρεση του κορμού της Μιλήτου3, στο διάστημα μεταξύ του 480 π.χ. και του π.χ.4. Εάν γίνει αποδεκτή η θέση του J. Charbonneaux και δεδομένης της στενής συγγένειας που προϋποθέτει μεταξύ του δηλιακού κορμού και του «Pollux», το πρωτότυπο του τελευταίου θα πρέπει να αναχθεί στο π.χ. Παρόλα αυτά, κατά τον A. Hermary και την Ι. Κ. Κωνσταντίνου5, το πρωτότυπο στο οποίο ανάγεται ο κορμός του «Pollux», είναι πιθανό να δημιουργήθηκε περί το 470 π.χ6, τοποθέτηση ίσως πιο εύλογη δεδομένων όσων προανέφερα. Σχετικά με το εργαστήριο από το οποίο προήλθε το πρωτότυπο του εξεταζόμενου έργου, αναφέρθηκε κιόλας η άποψη για την προέλευσή του από ένα ακμαίο νησιωτικό εργαστήριο, με επιρροή και στον ιωνικό χώρο, κέντρο του οποίου κατά πάσα πιθανότητα 1 J. Charbonneaux, MonPiot 45 (1951), 47. Βλ. αναλυτικότερα J. Charbonneaux, ό.π. σημ. 1, Ο κορμός της Μιλήτου χρονολογείται από τον J. Charbonneaux, ό. π., 50, αμέσως πριν από το 494 π.χ, έτος καταστροφής της Μιλήτου. Η χρονολόγηση αυτή φαίνεται πολύ πρώιμη. Ο κορμός μάλλον χρονολογείται περί το π.χ, όπως θα επιδειχθεί σε επόμενο κεφάλαιο της εργασίας, όπου θα μελετηθεί ανεξάρτητα. 4 J. Charbonneaux, ό. π. σημ. 1, 50. Μάλιστα ο J. Charbonneaux τοποθετεί τον δηλιακό κορμό Α 4276 στο τέλος αυτής της σειράς των κορμών αθλητών, δηλαδή περί το π.χ. Κατά την άποψη μου, η χρονολόγηση του Α 4276 από τον A. Hermary περί το 470 π.χ. είναι πλησιέστερη στην πραγματικότητα και η συνολική εικόνα του δηλιακού έργου δεν επιτρέπει μία χαμηλότερη χρονολόγηση. 5 Ι. Κ. Κωνσταντίνου 1957, A. Hermary 1984,

59 υπήρξε η Πάρος. Έτερο χαρακτηριστικό του πρωτοτύπου, το οποίο υποστηρίζουν δύο μελετητές συνιστά το ότι μπορεί να ήταν κατασκευασμένο από χαλκό1. Η Ι. Κ. Κωνσταντίνου εικάζει ότι η ακτινοβολία του κοινού πρωτοτύπου του «Πολυδεύκη», του κορμού Α 4276 και του αγαλματίου 6615, έφθασε έως τα κατωιταλιωτικά εργαστήρια, στα οποία είχαν επιδράσει οι ανατολικοιωνικές πλαστικές αντιλήψεις και επαναλήφθηκε σε μεταγενέστερους χρόνους. Θεωρεί ότι ο νεότερος αντιγραφέας του κορμού του Λούβρου 889 είχε υπόψη του το αντίγραφο αυτό. Αξίζει να παρατεθεί η απόδοση από ικανό αριθμό μελετητών του «Πολυδεύκη» στον Πυθαγόρα2, αν και δεν υιοθετείται η άποψη αυτή στην παρούσα εργασία. Ο Δισκοβόλος του Μύρωνα3. Το πρωτότυπο έργο, το οποίο δεν έχει σωθεί, μας είναι 2. γνωστό μέσα από μαρμάρινα αντίγραφα των ρωμαϊκών χρόνων, με τα οποία ταυτίστηκε με τη βοήθεια της γραπτής μαρτυρίας του Λουκιανού, όπου δύο συνομιλητές συζητούν για ένα άγαλμα, το οποίο διέθετε υποτιθέμενες θαυματουργές ιδιότητες4. Ο ένας εξ αυτών αυτών αναρωτάται εάν ο συνομιλητής του αναφέρεται στο άγαλμα ενός δισκοβόλου του οποίου περιγράφεται η στάση στην οποία απεικονιζόταν και συσχετίζει το έργο αυτό με τον γλύπτη Δημήτριο. Ο έτερος συζητητής όμως, παρατηρεί αφενός ότι δεν πρόκειται για το αναφερόμενο άγαλμα και αφετέρου ότι ο δισκοβόλος αυτός είναι έργο του Μύρωνα. Συνεπώς, το αρχαίο αυτό απόσπασμα μας παρέχει τόσο την ταύτιση του περιγραφόμενου δισκοβόλου με τα σωζόμενα αντίγραφα, όσο και την απόδοση του έργου στον Μύρωνα. Ο Μύρων καταγόταν από τις Ελευθερές5 και ήταν μαθητής του γλύπτη Αγελάδα. Σύμφωνα με την αρχαία μαρτυρία, ο δισκοβόλος απεικονιζόταν στο στιγμιότυπο ακριβώς πριν από την άφεση. Η κεφαλή του ήταν στραμμένη προς το χέρι, το οποίο έφερε τον δίσκο και το ένα σκέλος του που παριστανόταν ελαφρώς λυγισμένο, την επόμενη στιγμή θα ερχόταν σε κάθετη θέση για την εκτέλεση της εκσφενδόνισης του δίσκου. Συνοπτικές αναφορές του έργου αυτού στην αρχαία γραμματεία εντοπίζονται επίσης στη Naturalis Historia του Πλίνιου του Πρεσβύτερου6 και στον Κοϊντιλιανό1. Το πρωτότυπο χρονολογείται γύρω στο 1 J. Charbonneaux, MonPiot 45 (1951), 47. Ι. Κ. Κωνσταντίνου 1957, 45. J. Charbonneaux, ό. π. σημ. 1, 42, 48. Ι. Κ. Κωνσταντίνου, ό. π. σημ. 1, 45. A. Furtwängler 1964, 346. L. Curtius, JdI 59/60 (1944/45), R. Lullies-M. Hirmer 1979, αρ A. Giuliano (επιμ.), 1979, 180 αρ. 117, αρ E. Paribeni 1953, αρ. 20. A. Furtwängler, ό. π. σημ. 2, Cl. Rolley 1994, W. Fuchs 1983, αρ. 69. H. Bulle 1922, αρ B. S Ridgway 1970, G. M. A. Richter 1960, E. N. Gardiner, JHS 27 (1907), 13-14, 36. J. Jüthner 1968, L. Alscher 1982, Ι. Κ. Κωνσταντίνου 1957, 42 κ. ε., Λουκιανός, Φιλοψευδῆς c.18. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 166 αρ Αττική κώμη στον Κιθαιρώνα. 6 Plinius, Naturalis Historia XXXIV.57. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 166 αρ. 28. Ο Πλίνιος απλώς αναφέρει τον δισκοβόλο ανάμεσα στα υπόλοιπα έργα του Μύρωνα. 2 59

60 στο π.χ. Ήταν κατασκευασμένο από χαλκό2. Εντούτοις, δε γνωρίζουμε την τοποθεσία όπου ήταν στημένο3. Στα πλαίσια του παρόντος πονήματος θα εξεταστούν τα δύο αντίγραφα, τα οποία βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση διατήρησης και συνεπώς, παρέχουν τις περισσότερες δυνατές λεπτομέρειες αναφορικά με την ανασύνθεση του χαμένου πρωτοτύπου4. Το καλύτερα διατηρημένο και περισσότερο πιστό αντίγραφο, γνωστό ως «δισκοβόλος Lancelotti», αποκαλύφθηκε το 1781 στη Villa Palombara, στον Εσκυλίνο λόφο (Αρ. Κατ. 14.α- Πίν. 24). Το υλικό του είναι παριανό μάρμαρο. Έχει ύψος 1,55 μ. εξαιρουμένης της βάσης. Αρχικά βρισκόταν στο Palazzo Massimo Lancelotti, στη Ρώμη, οπότε αποτελούσε ιδιοκτησία της οικογένειας Lancelotti, ενώ το 1938 μεταφέρθηκε στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου5. Επιστράφηκε στην Ιταλία το 1948 και φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Ρώμης από το 1953 (αρ. ευρ ). Συμπληρώσεις συνιστούν η βάση, η οποία συμπεριλαμβάνει τμήμα της αρχικής πλίνθου του αγάλματος, ο δεξιός μηρός, τα δάχτυλα του αριστερού χεριού6, το κατώτερο τμήμα του δίσκου, ορισμένα «μπαλώματα» στο σώμα της μορφής, καθώς επίσης και στον κορμό. Επιπροσθέτως, έχουν παραμείνει δύο εξογκώματα, τα οποία αποτελούσαν σημάδια μέτρησης από τον αντιγραφέα, στην κόμη του αγάλματος, επάνω από το μέτωπο.7 Η διατήρησή τους είναι ενδεικτική του μη ολοκληρωμένου χαρακτήρα του αντιγράφου. Έχει διατηρηθεί τμήμα του πουντέλλου στο αριστερό χέρι, ενώ ίχνη του αντιστοίχου πουντέλλου στο δεξί χέρι δεν έχουν σωθεί παρά μόνο σε ένα σχέδιο του Guattani8. Υπάρχει ένα πρόσθετο στήριγμα κορμού φοινικιάς, προκειμένου το άγαλμα να στέκεται καλά επάνω στην πλίνθο, δεδομένου του ασταθούς μοτίβου στήριξης. 1 Κοϊντιλιανός, Inst. orat Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 166 αρ. 29. Η κριτική του Κουιντιλιανού ως προς τη στάση του δισκοβόλου του Μύρωνα τη χαρακτηρίζει ως τεχνητή και τεταμένη. 2 B. S. Ridgway 1970, Cl. Rolley 1994, Άλλα αντίγραφα του δισκοβόλου του Μύρωνα συμπεριλαμβάνουν ένα άγαλμα από το Tivoli ευρισκόμενο στο Βρετανικό Μουσείο, ένα γλυπτό επίσης προερχόμενο από το Tivoli και εκτιθέμενο στο Βατικανό, έναν κορμό που αποκαταστάθηκε ως πολεμιστής στο Μουσείο του Καπιτωλίνου, στη Ρώμη και τέλος, ένα χάλκινο αγαλμάτιο στο Μόναχο, του οποίου η κεφαλή είναι δουλεμένη σε οψιμότερη τεχνοτροπία (G. M. A. Richter 1960, 161). Η κεφαλή του δισκοβόλου μας είναι γνωστή από το άγαλμα Massimi, την κεφαλή που φυλάσσεται στο Μουσείο του Bâle, την κεφαλή της συλλογής Catajo και την κεφαλή, η οποία βρίσκεται στο Βερολίνο (A. Furtwängler, 1964, 168, με βιβλιογραφία των κεφαλών). 5 R. Lullies-M. Hirmer, 1979, R. Lullies-M. Hirmer, ό.π. σημ. 5, 80. Ωστόσο, τμήμα της στήριξης με τη βοήθεια ήλων του μικρού δαχτύλου και του παράμεσου είναι αρχαίο. 7 R. Lullies-M. Hirmer, ό.π., σημ A. Giuliano (επιμ.) 1979, 184 αρ

61 Ο δισκοβόλος παριστάνεται κατά την τελική φάση πριν από τη ρίψη του δίσκου. Ορισμένες παραστάσεις σε αγγεία και νομίσματα πιστοποιούν ότι ο η άφεση του δίσκου πραγματοποιούνταν έπειτα από μία σειρά διαδοχικών ταλαντεύσεων από εμπρός προς τα πίσω, κατά τη διάρκεια των οποίων το δεξί σκέλος παρέμενε κολλημένο στο έδαφος. Στον Δισκοβόλο του Μύρωνα παριστάνεται η τελευταία ταλάντευση, η στιγμή ακριβώς κατά την οποία, ενώ το δεξί χέρι έχει φθάσει στο τελικό σημείο προς τα πίσω, ένα απότομο τέντωμα του λυγισμένου σκέλους θα ωθήσει προς τα εμπρός το βραχίονα και το δίσκο1. Ο αθλητής, σκυμμένος, στρέφει την κεφαλή προς το χέρι με τον δίσκο, λυγίζει ελαφρά το δεξί σκέλος, με το τέντωμα του οποίου, θα ωθήσει εν συνεχεία προς τα εμπρός τον βραχίονα και τον δίσκο. Το χωρίο του Λουκιανού αποσκοπεί στο να αποδώσει το μοτίβο αυτό παράστασης του Δισκοβόλου του Μύρωνα. Πρέπει να επισημανθεί ότι στο σχήμα αυτό άφεσης του δίσκου, το δεξί σκέλος συνιστά τον άξονα γύρω από τον οποίο ταλαντεύεται το σώμα του δισκοβόλου. Αντιθέτως, τα χέρια δεν έχουν λειτουργικό ρόλο κατά την εκτέλεση της κίνησης, καθώς η ορμή δεν προέρχεται από αυτά, αλλά από τη στιβαρή βαρύτητα των μηρών και από την αιώρηση του σώματος2. Κατά τον E. N. Gardiner, το σχήμα αυτό απεικόνισης του Δισκοβόλου του Μύρωνα δεν είναι πλήρως ικανοποιητικό, διότι δεν είναι σύμφωνο προς τις πολυάριθμες αγγειογραφίες, στις οποίες ο δισκοβόλος εμφανίζεται με το αριστερό σκέλος προβαλλόμενο3. Το σχήμα απεικόνισης του Δισκοβόλου του Μύρωνα ήταν πιθανώς πιο αποτελεσματικό εάν το άγαλμα βρισκόταν στημένο σε αρκετά υψηλό σημείο. Αξιοσημείωτη είναι η γεωμετρική δόμηση του Δισκοβόλου του Μύρωνα, η οποία είναι περισσότερο εμφανής στο καλύτερα διατηρημένο αντίγραφο Lancelotti. Ο Δισκοβόλος σχηματίζεται από τρία τρίγωνα, τα οποία είναι περίπου ορθογώνια ισοσκελή, τοποθετημένα το ένα επάνω από το άλλο, ενώ το σύνολο σχηματίζει επίσης ένα μεγάλο τρίγωνο, στηριζόμενο σε μία γωνία του. Η οπτική γωνία από την οποία είναι ιδωμένη το άγαλμα είναι πολύπλοκη και σκόπιμα αλλοιωμένη σε σχέση με την πραγματικότητα4. Η κεφαλή του δισκοβόλου Lancelotti 1 Cl. Rolley 1994, 379. E. N. Gardiner, JHS 27 (1907), E. N. Gardiner, ό.π. σημ. 2, Cl. Rolley, ό. π. σημ. 1, 380. B. S Ridgway 1970, 85. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, έχει υποστηριχθεί από την Ι. Κ. Κωνσταντίνου 1957, 46, πως το πρωτότυπο του Δισκοβόλου του Μύρωνα βρισκόταν διαγωνίως τοποθετημένο επί της βάσης του και όχι όπως σώζεται στα δύο εξεταζόμενα αντίγραφα, ομοίως με το προγενέστερο αγαλμάτιο του δισκοβόλου 6615, το οποίο ο Μύρων είχε σίγουρα υπόψη. Κατά την Ι. Κ. Κωνσταντίνου, η τοποθέτηση από μέρους του αντιγραφέα του έργου του όχι επί της διαγωνίου της πλίνθου, αλλά επί της αντιθέτου, οφείλεται σε αμέλεια ή σε πρακτική αναγκαιότητα. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού παρατηρείται στα αντίγραφα η εξουδετέρωση του χιασμού των επιπέδων του σώματος, το υπερβολικό άνοιγμα μεταξύ των σκελών, το μη δικαιολογημένο μήκος του προς τα πίσω συρόμενου αριστερού σκέλους και η γενικότερη διάσπαση της όψης του συνόλου. 2 61

62 παρουσιάζεται πολύ χαμηλωμένη και στραμμένη προς τα πίσω, ενώ θα έπρεπε να προηγείται της απότομης τελικής ώθησης και να αρχίζει τη διαδικασία ανασήκωσης, ώστε να έλξει κατά κάποιο τρόπο το σώμα προς τα εμπρός. Όσον αφορά στον τρόπο τοποθέτησης της κεφαλής, ο Μύρων δεν ακολούθησε την ακριβή θέση που θα έπρεπε να είχε αυτή συμφώνως προς τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή του αγωνίσματος του δίσκου που παρίστανε, αλλά προτίμησε μία κλειστή μορφή1. Ο Δισκοβόλος Lancelotti χρονολογείται τον 2ο αι. μ.χ. Άλλο αντιπροσωπευτικό αντίγραφο του Δισκοβόλου του Μύρωνα συνιστά εκείνο το οποίο βρέθηκε το 1906 στο Castel Porziano, στο Laurentum και συγκεκριμένα στη Villa Reale (Αρ. Κατ. 14.β- Πίν. 25). Η κατάσταση διατήρησής του είναι αρκετά αποσπασματική. Δεν σώζονται η κεφαλή, το δεξί χέρι από το ύψος του ώμου, τα άκρα δάκτυλα του αριστερού χεριού, που έφερε τον επίσης μη διατηρημένο δίσκο και οι άκροι πόδες του αγάλματος. Το σωζόμενο ύψος του είναι 1,53 μ., είναι φτιαγμένο από μάρμαρο και βρίσκεται επίσης στο Μουσείο των Θερμών, στη Ρώμη (αρ. ευρ )2. Εικονίζεται στο ίδιο σχεδόν μοτίβο με αυτό του αντιγράφου Lancelotti, με μόνη τη διαφορά ότι ο κορμός δεν είναι στραμμένος με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Εντούτοις, η στάση του δισκοβόλου Castel - Porziano παρουσιάζεται φυσικότερη εν συγκρίσει με εκείνη του αντιγράφου Lancelotti3. Το αντίγραφο Castel - Porziano βρέθηκε σε μία οικία, η οποία χρονολογείται στην περίοδο του Αυγούστου. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους δέχτηκε μία αποκατάσταση, η οποία πρέπει να τοποθετηθεί στην εποχή των Αντωνίνων. Κατά την D. Candilio, η ασυμφωνία του κατώτερου τμήματος του σώματος με το βάθρο, στο οποίο στηρίζεται, πρέπει να οφείλεται σε αυτή την αρχαία αποκατάσταση. Επιπλέον, το πουντέλλο, το οποίο βρίσκεται στον κορμό του αγάλματος, διακρίνεται από μία επεξεργασία χαρακτηριστική της περιόδου του αυτοκράτορα Αδριανού4. Παρατηρείται ακόμη η ύπαρξη διαφορετικού μαρμάρου στον δισκοβόλο, μεταξύ του ανώτερου και του κατώτερου τμήματός του. Ορισμένοι μελετητές τάσσονται υπέρ της άποψης ότι το αντίγραφο του Castel Porziano είναι πλησιέστερο στο χάλκινο πρωτότυπο του Δισκοβόλου του Μύρωνα5, εν αντιθέσει με Ωστόσο, θεωρεί ότι είναι ορθή ως κύρια όψη του γλυπτού, εκείνη της στενής πλευράς της πλίνθου, από την οποία είναι ορατός ο κορμός των δύο αντιγράφων 1 Cl. Rolley 1994, A. Giuliano (επιμ.), 1979, 180 αρ. 117 (D. Candilio). 3 A. Giuliano, ό. π. σημ A. Giuliano, ό. π. σημ A. Andrén in Opuscula Archaeologica, III, 1944, 29 κ.ε. 62

63 την πλειονότητα των μελετητών, οι οποίοι κρίνουν το αντίγραφο Lancelotti ως πιστότερη αναπαραγωγή του1. Όσον αφορά στη στιλιστική διαμόρφωση των δύο αντιγράφων, έχοντας πάντοτε κατά νου ότι πρόκειται για μη πρωτότυπα έργα, τα οποία φυσικά δεν αποτυπώνουν με ακρίβεια την τεχνοτροπική επεξεργασία του χαμένου πρωτοτύπου, είναι ευδιάκριτη η αυστηρή δομή τους, με τη διαμόρφωση της μυολογίας να είναι πιο ανεπτυγμένη στο αντίγραφο Castel Porziano. Το γεγονός αυτό διαπιστώνεται, λόγου χάριν, στη λεπτομερή απόδοση της πλάγιας όψης του δεξιού μηρού και του γλουτού, η οποία ανιχνεύεται στο δεύτερο αντίγραφο. Σύμφωνα με τον Cl. Rolley, το χαρακτηριστικό αυτό μπορεί να ανάγεται στο πρωτότυπο. Η σκληρή γωνία του θωρακικού τόξου και η σχεδίαση των εντομών των πλευρών αποδεικνύουν το ότι ο Μύρων ήταν συνεπής στο σημείο αυτό στη διαμόρφωση του μυϊκού συστήματος, η οποία συνηθιζόταν στην Αθήνα γύρω στο π.χ.2 Επίσης, δεν υπογράμμισε αρκετά την ασυμμετρία των θωρακικών μυών και την ανόμοια προεξοχή των δελτοειδών μυών, όπως επέβαλε η στάση του Δισκοβόλου. Η διαμόρφωση της κόμης δείχνει ακόμη ένα βαθμό προσκόλλησης στο αρχαϊκό παρελθόν, ομοιάζοντας με σκούφο, ο οποίος είναι δομημένος από ρηχά σκαλισμένους βοστρύχους3. Ο Δισκοβόλος του Μύρωνα εν συνόλω μάλλον αντικατόπτριζε την κατάληξη και την υπέρβαση των αναζητήσεων του αυστηρού ρυθμού4, ο οποίος προσέγγιζε το τέλος του. Σχετικά με τα χαρακτηριστικά του προσώπου, τα χείλη παρουσιάζονται εύσαρκα, η μύτη είναι λεπτή και οι οφθαλμοί έχουν αμυγδαλωτό σχήμα, ενώ τα φρύδια δεν ακολουθούν το τόξο τους και είναι ευθύγραμμα. Το σχήμα του προσώπου είναι σχεδόν ωοειδές5. Η χρονολόγηση του χαμένου πρωτοτύπου του Δισκοβόλου του Μύρωνα περί το π.χ. οφείλεται εν μέρει στη σύγκριση των αντιγράφων του με τα αντίστοιχα αντίγραφα του έτερου περίφημου δημιουργήματός του, του συντάγματος της Αθηνάς και του Μαρσύα. Οι μορφές της Αθηνάς και του σατύρου δε σώζονται ως σύνταγμα, αλλά ως μεμονωμένες μορφές. Η αντιπαραβολή των αντιγράφων των μορφών του συντάγματος με αυτά του Δισκοβόλου αναδεικνύουν την πιο αυστηρή σύνθεση, την οποία θα εμφάνιζε το πρωτότυπο του τελευταίου. Κατά συνέπεια, το υπό μελέτη έργο πρέπει να ενταχθεί χρονικά λίγο πρωιμότερα του συντάγματος, το οποίο χρονολογείται περί το 450 π.χ. 1 E. Paribeni 1953, αρ. 21. Cl. Rolley 1994, J. Boardman 2002 (μτφρ. Δ. Τσουκλίδου), Cl. Rolley, ό. π. σημ. 2, R. Lullies - M. Hirmer 1979, 80 κ. ε. Δε θα προβούμε σε συγκρίσεις της κεφαλής του αντιγράφου Lancelotti με τις συγγενείς στο πρωτότυπο κεφαλές αγαλμάτων - βλ. υποσ. 4 σ οι οποίες προαναφέρθηκαν. 2 63

64 Πρέπει ακόμη να ληφθεί υπόψη η χρονική περίοδος κατά την οποία δραστηριοποιείται ο Μύρων, στο διάστημα π.χ.1 3. ΔΡΟΜΟΣ Τρόπος διεξαγωγής αθλήματος και αρχαίες μαρτυρίες Ο δρόμος συνιστά το αρχαιότερο εξακριβωμένο αγώνισμα πριν ακόμη από την καθιέρωση του ως ολυμπιακό άθλημα. Η αρχαιότερη σωζόμενη γραπτή αναφορά στον δρόμο ανιχνεύεται στην Ιλιάδα, όπου ο Οδυσσέας υπερνικά τον Αίαντα τον Λοκρό και τον Αντίλοχο, στα ἄθλα ἐπί Πατρόκλῳ2, όπου εντοπίζεται για πρώτη φορά ο όρος νύσσα3. Πρόκειται για ετέρα ονομασία του καμπτήρα. Επιπροσθέτως, στον Όμηρο απαντά και ο όρος τέρματα, τον οποίο συναντήσαμε και στο υποκεφάλαιο του δίσκου. Τα τέρματα επιδεικνύονται από τον Αχιλλέα στους διαγωνιζόμενους δρομείς. Ο δρόμος έγινε ολυμπιακό αγώνισμα το 776 π.χ. Την περίοδο εκείνη, το αγώνισμα του δρόμου διαρκούσε μία ολόκληρη ημέρα, εφόσον ήταν και το μοναδικό άθλημα. Ο δρόμος, όπως είναι γνωστό στο επίπεδο των επίσημων πανελληνίων αγώνων και μάλιστα, στα Ολύμπια, διακρινόταν από τη μία πλευρά στην παλαιότερα καθιερωμένη μορφή του, όπου συμπεριλάμβανε το στάδιον, τον δίαυλο και τον δόλιχο και από την άλλη πλευρά στην κάπως μεταγενέστερη μορφή που απέκτησε με την ένταξή του στα πλαίσια του πεντάθλου. Ακόμη και και έπειτα από την προσθήκη των λοιπών αθλημάτων, ωστόσο, ο δρόμος εξακολούθησε να συνιστά το κύριο αγώνισμα των Ολυμπιάδων, στις οποίες μάλιστα ο νικητής έδινε το όνομά του4. Διευκρινίζεται στο σημείο αυτό ότι οι δύο αυτές εκφάνσεις του δρόμου συνυπήρχαν έπειτα από την εγκαθίδρυση του πεντάθλου. Χρήσιμο είναι να αναφερθεί ότι, ως αναπόσπαστο τμήμα του πεντάθλου, διέθετε τη μορφή του σταδίου δρόμου, δηλαδή η επικράτηση σε αυτό προϋπέθετε την κάλυψη της απόστασης των 192,27 μ. στην Ολυμπία. Υπήρχαν κάποιες διαφοροποιήσεις στην απαιτούμενη απόσταση από στάδιο σε στάδιο, διότι το μήκος του σταδίου των φημισμένων αρχαίων ελληνικών ιερών ποίκιλλε5. Το στάδιον, το οποίο έλαβε την ονομασία του από την ομώνυμη μονάδα μέτρησης μήκους, που αντιστοιχούσε σε B. S Ridgway 1970, 85. Ομήρου Ιλιάδα, στ , Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γ. Πηγών, σ αρ Στ Ε. Σπαθάρη 2000, 95 κ. ε. 5 Λόγου χάριν, το μήκος του σταδίου των Δελφών έφθανε τα 177,36 μ.. και το στάδιο της Αθήνας τα 184,96 μ. (Ε. Σπαθάρη 2000, 77). 2 64

65 αρχαίους πόδες, πρέπει να ήταν το πρώτο κατά σειρά αγώνισμα με το οποίο ξεκινούσε το πένταθλο. Οι αγώνες δρόμου, δηλαδή το στάδιον, ο δίαυλος και ο δόλιχος τελούνταν την τρίτη ημέρα των Ολυμπίων. Ο οπλίτης δρόμος, ο οποίος προστέθηκε στα Ολύμπια το 520 π.χ, θα εξεταστεί ανεξάρτητα, εξαιτίας του ότι αποτελεί κάτι τελείως διαφορετικό και ακόμη επειδή με αυτό ολοκληρωνόταν το πρόγραμμα των ολυμπιακών αγώνων, οπότε επιδιώκεται στο παρόν πόνημα η μελέτη των ολυμπιακών αθλημάτων κατά τη σειρά που ακολουθούσαν και τότε. Προτού πραγματευθούμε τον δρόμο ως τμήμα του πεντάθλου, θα πούμε εν συντομία κάποια πράγματα για την ανεξάρτητη μορφή του. Ο ισόπεδος χώρος όπου στέκονταν οι δρομείς πριν από την εκκίνηση ονομάστηκε αργότερα σφενδόνη. Όσον αφορά στην αφετηρία, οριζόταν από λίθινες πλάκες, οι οποίες ήταν στημένες όρθιες. Στην αφετηρία τώρα, οι αθλητές χωρίζονταν μεταξύ τους με πασσάλους, οι οποίοι έμειναν γνωστοί με τα ονόματα ὕσπληξ1, καμπτὴρ, βαλβίς και γραμμή2. Ο Λουκιανός αναφέρει σχετικά με την ὕσπληγα ότι έπεφτε ταυτοχρόνως με την άφεση των δρομέων, οπότε μας παρέχει μία πρόγευση του μηχανισμού με τον οποίο δινόταν το σύνθημα εκκίνησης (Πίν. 26). Συνεπώς, το σχοινί πρέπει να βρισκόταν υπερυψωμένο επάνω από το έδαφος και να ήταν τεντωμένο σφιχτά. Παράλληλα με τη σήμανση της άφεσης, το σχοινί αφηνόταν να πέσει χαλαρό με μία απότομη κίνηση, ώστε να μην πέσουν οι δρομείς προτού ακόμη ξεκινήσουν. Η αιφνίδια αυτή χαλάρωση της ὕσπληγος συνοδευόταν από έναν ευκρινή ήχο, σύμφωνα με ένα επίγραμμα που παρατίθεται στην Παλατινή Ανθολογία για τον Περικλή3. Ακόμη, σε μία επιγραφή από τον οίκο των Ανδρίων στη Δήλο σώζεται μία σύνοψη ορισμένων στοιχείων του μηχανισμού αφετηρίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η ὕσπληξ4. Σύμφωνα με τον Π. Βαλαβάνη, τα πρωιμότερα συστήματα ὕσπληγος εμφανίστηκαν αρχικά σε ιπποδρόμους και υιοθετήθηκαν με ορισμένες παραλλαγές και στα στάδια κατά το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.χ. Οι πρώτες ὕσπληγες στα κλασικά στάδια αποτελούνταν από μεμονωμένους ξύλινους πασσάλους, έναν για κάθε δρομέα, οι οποίοι στερεώνονταν ανά κανονικές αποστάσεις σε εντορμίες της βαλβίδος. Οι 1 Λουκιανός, Περὶ τοῦ μὴ ρᾳδίως πιστεύειν διαβολῇ, 12. Βλ Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 167 αρ Σ. Α. Σουλή 2002, 21 κ. ε. 3 Παλατινή Ανθολογία, XI.86. Βλ Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 167 αρ ID 1409, Ba II Βλ Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 167 αρ

66 πάσσαλοι αυτοί έφεραν στο άνω μέρος τους οριζόντιο ξύλινο εμπόδιο, το οποίο με την παρέμβαση του αφέτη έπεφτε μόνο με τη βοήθεια της βαρύτητας, σημαίνοντας την εκκίνηση1. Παράσταση σε έναν παναθηναϊκό αμφορέα του άρχοντα Λυκίσκου2 αποδεικνύει ότι από τα μέσα του 4ου αι. π.χ. επινοήθηκε ένα νέο σύστημα ὕσπληγος με τρεις πασσάλους - δύο ακραίους και έναν τρίτο στο μέσον που έφεραν δύο οριζόντια σχοινιά τεντωμένα εμπρός από όλους τους δρομείς. Η ὕσπληξ αυτή μάλλον λειτουργούσε με τη μέθοδο δημιουργίας και απελευθέρωσης της έντασης, δηλαδή με τη χρήση της προεντεταμένης νευράς, την οποία γνωρίζουμε από τους καταπέλτες της αρχαιότητας. Αναλυτικότερα, το κάτω άκρο, η πτέρνα, καθενός από τους δύο ακραίους πασσάλους της ὕσπληγος, τους ἀγκώνες, εμφυτευόταν στο μέσον οριζόντιας νευράς, δηλαδή σε πλέγμα από τένοντες ή νεύρα ζώων3. Αυτά τεντώνονταν μέσα σε ορθογώνια ξύλινα πλαίσια, τα πλινθία, που ήταν εγκιβωτισμένα μέσα στις λίθινες βάσεις εμπρός ή δίπλα στις βαλβίδες των σταδίων. Έπειτα, με τη βοήθεια συστήματος, το οποίο αποτελούνταν από τα μεταλλικά εξαρτήματα χοινικίδα, επιζυγίδα, σύριγγα και χειρολαβή, στριβόταν για μία και μοναδική φορά η νευρά μέσα στο πλινθίο, παρέχοντας με αυτό τον τρόπο σε όλο το σύστημα τόση ένταση ώστε να αποκτήσει την αναγκαία ροπή προκειμένου να μπορεί να ρίξει τον κατακόρυφο αγκώνα απότομα προς τα εμπρός. Η άφεση θα πρέπει να δινόταν από αφέτη, που στεκόταν πίσω από τους αθλητές, ο οποίος με μία προς τα επάνω κίνηση των χεριών του απελευθέρωνε κρίκους που δέσμευαν το άνω άκρο των αγκώνων στην κορυφή παρακείμενου κιονίσκου. Οι αγκώνες με την πτώση τους συμπαρέσυραν προς το έδαφος και τα μεταξύ τους τεντωμένα οριζόντια σχοινιά. Έτσι, άφηναν ελεύθερη την εκκίνηση στους δρομείς4. Βέβαια, ο πρωιμότερος τρόπος οριοθέτησης της γραμμής άφεσης ήταν απλούστερος, όπως μας πληροφορεί ένας σχολιαστής της ένατης πυθικής ωδής του Πινδάρου. Διέθετε τη μορφή μίας γραμμής που χαρασσόταν επάνω στην άμμο5. Μία επιγραφή, η οποία σχετίζεται με επισκευές στο στάδιο της Αθήνας καθιστά ακόμη πιο σαφή τον μηχανισμό, διαμέσου της φράσης: «ἀφέσεις τάς ὑπο τῶν ὑσπλήγων τοῦ παναθηναΐκοῦ σταδίου»6. Ο Πλούταρχος παραθέτει ένα απόφθεγμα του Λάκωνα Λέοντος, υιού του Ευρυκρατίδα, ο 1 P. Valavanis 1999, 175. P. Valavanis, ό. π. σημ. 1, εικ P. Valavanis, ό. π. σημ. 1,, 33-34, P. Valavanis, ό. π. σημ. 1, Σχόλιον στον Πνδαρο, Πυθικά, IX.118. Βλ Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 167 αρ Αρχ. Εφημ. 1884, 169. Βλ Παράρτ. Αρχ. Γ. Πηγών, σ. 167 αρ

67 οποίος περιγράφει τους αθλητές ως: «σπουδὰζοντας περὶ τὴν ἄφεσιν ἵνα πλεονεκτήσωσιν»1. Παρόλα ταύτα, κατά τον E. N. Gardiner, η ὕσπληξ και ο γενικότερος μηχανισμός που τη διήπε, αναφορικά με το αγώνισμα του δρόμου πάντοτε, αποτέλεσε ύστερη σχετικά εφεύρεση, όπως αναφέραμε ήδη. Υπήρχε ένας άλλος τρόπος εκκίνησης, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε κατεξοχήν για τον δρόμο, κατά τον οποίο οι νύσσαι, που ήταν λίθινες πλάκες με ειδικές βαθύνσεις για την τοποθέτηση των ποδών και οι οποίες ήταν διακριτές μεταξύ τους, ώστε να αντιστοιχεί μία σε κάθε δρομέα, απάρτιζαν τον μηχανισμό άφεσης. Στις λίθινες αυτές πλάκες βρίσκονταν οι βαλβίδες, όρος ο οποίος, όπως είδαμε στα ανωτέρω, χρησιμοποιείται και για το σημείο άφεσης του δίσκου, κατά το απόσπασμα του Φιλόστρατου με τον Υάκινθο. Τέλος, γραμμαί καλούνταν οι εγχαράξεις που όριζαν τη θέση των ποδών των πενταθλητών επάνω στις βαλβίδες. Ο όρος γραμμή απαντά και στους Αχαρνῆς του Αριστοφάνη2. Μπορεί ο στάδιος δρόμος να συνιστούσε το κυριότερο άθλημα από άποψης ταχύτητας τουλάχιστον, εντούτοις ο δίαυλος, που αντιστοιχούσε σε διπλό δρόμο σταδίου και συγκεκριμένα σε 384,5 μ. στην Ολυμπία, ανερχόταν στην κλίμακα δυσκολίας. Ο αθλητής διέτρεχε το στάδιο κατά μήκος και όταν έφθανε στο άκρο του, έστριβε γύρω από τον καμπτῆρα και επανερχόταν στην αφετηρία, τρέχοντας από την άλλη πλευρά του σταδίου. Τέλος, θα γίνει σύντομη σημείωση και του δόλιχου, δρόμου μεγάλων αποστάσεων, ο οποίος απαιτούσε περισσότερη αντοχή. Στα Ολύμπια, ο δόλιχος θεωρείται ότι ισούνταν με 24 στάδια κατά προσέγγιση, δηλαδή μ., ανάλογος με τον σημερινό δρόμο των 5 χλμ.3 Όσον αφορά στις αρετές που έπρεπε να διακατέχουν τους υποψηφίους δρομείς, μας διαφωτίζει ο Φιλόστρατος4, κατά τον οποίο αυτές διαφοροποιούνται για έναν καλό δολιχοδρόμο και έναν καλό σταδιοδρόμο αντιστοίχως. Επίσης, πραγματοποιεί και τη διάκριση των φυσικών χαρακτηριστικών που είναι απαραίτητα για καλές επιδόσεις στον οπλίτη δρόμο, έναντι των δύο προηγούμενων. 1 Πλούταρχος, Αποφθέγματα βασιλέων και στρατηγών. Αποφθέγματα Λακωνικά (Λέων ο Ευρυκρατίδα, 2). Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 167 αρ Αριστοφάνης, Αχαρνῆς, στ Βλ Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 168 αρ Ο αρχαίος δίαυλος αντιστοιχεί στον σημερινό δρόμο 400 μ. Αρχικά ο δίαυλος προοριζόταν μόνο φια τους έφηβους αθλητές, αλλά από την 37η Ολυμπιάδα αγωνίζονταν και παίδες σε αυτόν. 4 Φιλόστρατος, Γυμναστικός, Βλ Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 168 αρ

68 Μνημεία: 1. Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής (Αρ. Κατ. 15- Πίν. 27). Φθάνει σε ύψος τα 10,2 εκ. και είναι φιλοτεχνημένο σε χαλκό1. Πρόκειται για μία από τις πιο χαρακτηριστικές και γνωστές απεικονίσεις αθλητών στην αρχαιότητα. Διατηρείται σε άριστη σχεδόν κατάσταση, εν συγκρίσει και με το αγαλμάτιο δισκοβόλου Β 6767, μαζί με το οποίο, όπως περιγράφηκε εκτενώς στο υποκεφάλαιο του δίσκου, συναπάρτιζαν ανάθημα κάποιου πένταθλου αθλητή στον Δία, στο ιερό της Ολυμπίας, όπου και βρέθηκε. Το γεγονός αυτό στοιχειοθετείται και από την ύπαρξη της ίδιας με εκείνη του δισκοβόλου αναθηματικής επιγραφής στον δεξιό μηρό του αγαλματίου : ΤΟ ΔΙFΟΣ ΙΜΙ 2. Συγκεκριμένα, αποκαλύφθηκε στην περιοχή του βόρειου πρανούς του Σταδίου3. Σήμερα φυλάσσεται στο επονομαζόμενο Μουσείο της Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αρχαιότητας, δηλαδή το Παλαιό Μουσείο της Ολυμπίας, ομοίως με τον δισκοβόλο Β (αρ. ευρ. Β 26). Κύρια όψη του αθλητή Β 26 της Ολυμπίας αποτελούσε μάλλον η πλάγια δεξιά όψη, εφόσον αυτή ήταν η πλευρά από την οποία γινόταν ευδιάκριτη για τον θεατή η αναθηματική επιγραφή. Η μορφή παριστάνεται κεκλιμένη προς τα εμπρός, ομοίως με τα χέρια της, τα οποία φέρονται επίσης προς τα εμπρός. Σημειώνεται ότι το δεξί χέρι βρίσκεται τοποθετημένο ελαφρώς υψηλότερα από το αριστερό. Αναφορικά με το μοτίβο στάσης της μορφής, επιβαρύνεται το δεξί σκέλος, ενώ το αριστερό είναι άνετο, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα ο αριστερός γοφός να παρουσιάζεται ελαφρώς πιο ανασηκωμένος από τον δεξιό5. Το κατώτερο μέρος του αριστερού ποδός στερεώνεται στη βάση με ένα γόμφο6. 1 A. Mallwitz H. V. Herrmann 1980, 156 (W. Fuchs). R. Thomas 1981, A. Mallwitz, Olympia und Seine Bauten, München 1972, H. V. Herrmann, Olympia. Heiligtum und Wettkampefstatte, München 1972, εικ. 3.a-b. Olympia Bericht I, (A. v. Gerkan), (R. Hampe U. Jantzen). Α. Γιαλούρης Ν. Γιαλούρη 1991, Cl. Rolley 1967, 6 αρ. 56. U. Hausmann 1977, 55, 98, 144. G. M. A. Richter, A Handbook of Greek Art, London 1959, 182, εικ Ε. Σπαθάρη 1992, 99, 147. Δ. Καλοκύρης (επιμ.), Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας, Αθήνα W. Fuchs 1983, 62. G. Lippold 1950, 100 υποσ Το αγαλμάτιο βρέθηκε μαζί με την αρχική του βάση, συμπεριλαμβανομένης της οποίας αγγίζει σε ύψος τα 10,2 εκ. Η βάση του αποτελείται από δύο βαθμίδες, ομοίως με εκείνη του δισκοβόλου Β A. Mallwitz H. V. Herrmann, ό. π. σημ.1, Το Παλαιό Μουσείο, αφότου ανιδρύθηκε το νέο και μεταφέρθηκαν σε αυτό τα περισσότερα εκθέματα, στεγάζει από το 2004, μία μεγάλη έκθεση σχετική με τα ολυμπιακά αγωνίσματα, αλλά και συλλογές αντικειμένων που αφορούν στα λοιπά μεγάλα ιερά της αρχαιότητας, στους Δελφούς, στην Αθήνα και στη Νεμέα. 5 R. Thomas 1981, 25. A. Mallwitz H. V. Herrmann, ό. π. σημ R. Thomas, ό. π. σημ

69 Εικονίζεται ένας δρομέας κατά τη στιγμή της άφεσης1, όπως καθίσταται εμφανές από τη στάση του κεκλιμένου προς τα εμπρός σώματος, καθώς επίσης και από τη χαρακτηριστική θέση των χεριών, που προσιδιάζει στους δρομείς. Μπορούμε να συγκρίνουμε τον τρόπο με τον οποίο είναι στημένο το αγαλμάτιο με ικανό αριθμό αγγειογραφιών, λόγου χάριν με την παράσταση ενός δρομέα σε έναν ερυθρόμορφο κωδωνόσχημο κρατήρα, στο Μουσείο του Λούβρου2 (αρ. ευρ. G.502), όπως επίσης και σε μία αττική ερυθρόμορφη κύλικα, η οποία βρισκόταν αρχικά στη Νεάπολη, ενώ πλέον είναι στη Βοστόνη3. Δεδομένου ότι ισχύουν τα ίδια κατά προσέγγιση χαρακτηριστικά με το αγαλμάτιο Β 6767 της Ολυμπίας, από στιλιστικής απόψεως και για τον δρομέα που εξετάζουμε, εφόσον συνιστούν τμήμα ενός αναθήματος πενταθλητή, θα ειπωθούν συνοπτικά ορισμένα επιπρόσθετα στοιχεία. Παρατηρείται και πάλι η τάση για ικανώς πλαστική διαμόρφωση των όγκων, η οποία ωστόσο περιορίζεται από την επιμονή σε ορισμένες συμβάσεις της αρχαϊκής εποχής. Γενικότερα, διαπιστώνεται ο συνοπτικός τρόπος απόδοσης των μεμονωμένων μερών και μυών του σώματος. Περισσότερο αξιοπρόσεκτη είναι η κόμμωση της μορφής, όπου οι επιμέρους βόστρυχοι δηλώνονται με προσεγμένα επεξεργασμένες αυλακώσεις, οι οποίες ενδυναμώνονται από εγχαράξεις, διαρθρώνοντας τον γνωστό «σκούφο» της μελετώμενης περιόδου, του α μισού του 5ου αι. π.χ.4. Η κόμη εμφανίζεται κοντή και αναδιπλωμένη στο ύψος του αυτιού, ενώ στο εμπρόσθιο τμήμα σταματά λίγο χαμηλότερα από την αρχή του μετώπου. Εάν προβούμε στη μελέτη της τεχνοτροπίας, η οποία ακολουθείται για την επεξεργασία των χαρακτηριστικών του προσώπου του δρομέα Β 26 της Ολυμπίας, θα ανιχνεύσουμε το γεγονός ότι διαθέτει ακόμη στοιχεία, που παραπέμπουν σε πρωιμότερους δρομείς, παραδείγματος χάριν σε ένα αγαλμάτιο δρομέα της συλλογής Kolb, το οποίο έχει τοποθετηθεί χρονικά από την R. Thomas περί το 500 π.χ. 5. Οι δύο δρομείς μοιράζονται τους ευμεγέθεις, αμυγδαλωτού σχήματος οφθαλμούς και τη σχέση αναλογίας, την οποία παρουσιάζουν οι τελευταίοι με την κεφαλή. Επιπροσθέτως, συγγενική είναι και η αναλογία της κεφαλής με το σώμα στα 1 A. Mallwitz H. V. Herrmann, ό. π. σημ. 1. Olympia Bericht I, 77, 79 (R. Hampe U. Jantzen). J. Jüthner 1968, 71, Πίν. XXXIV. Μολονότι ο E. N. Gardiner θεώρησε ότι στον κρατήρα παριστάνεται ένας άλτης, ο οποίος προετοιμάζεται να πραγματοποιήσει ένα είδος άλματος χωρίς αλτήρες, κατά την άποψή μου είναι πιθανότερη η περίπτωση ενός δρομέα διότι δεν είναι εξακριβωμένο πως πράγματι ασκούνταν και άλμα δίχως τη βοήθεια αλτήρων. Χρονολογείται περί το 400 π.χ. 3 E. N. Gardiner 1967, εικ. 88. Χρονολογείται περί το 460 π.χ. και μέχρι προσφάτως είχε χαθεί. 4 R. Thomas 1981, R. Thomas, ό. π. σημ. 3, Η R. Thomas κατατάσσει τον αρκετά πρώιμο αυτό δρομέα στην ομάδα κούρων του Πτώου, την οποία έχει εντοπίσει και εντάξει σε χρονικό πλαίσιο η G. M. A. Richter. 2 69

70 δύο αγαλμάτια, καθώς και οι ισχυροί μηροί1. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, ο δρομέας Β 26 πρέπει να χρονολογηθεί όχι πολύ μεταγενέστερα του 500 π.χ. Παρόλα ταύτα, η πλαστικότητα που ανιχνεύθηκε στη διάπλαση του αγαλματίου, συνοδευόμενη από την ομοιότητα της τελευταίας με την αντίστοιχη διαμόρφωση του περίφημου αγαλματίου, γνωστού ως «οπλιτοδρόμος του Tübingen» που τοποθετείται περί το 490 π.χ. οδηγεί στη χρονολόγηση του δρομέα της Ολυμπίας στους χρόνους αμέσως μετά το 490 π.χ.2. Όσον αφορά στον εντοπισμό του εργαστηρίου στο οποίο κατασκευάστηκε το αγαλμάτιο Β 26, αρκούν όσα έχουν διαπιστωθεί για τον δισκοβόλο Β 6767 στην υποενότητα του δίσκου, όπου καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι τα δύο έργα, τμήματα του ίδιου αναθήματος, αποτελούν προϊόντα του αργειακού εργαστηρίου3. 2. Ανδρικό αγαλμάτιο, του οποίου δεν σώζεται η βάση4 (Αρ. Κατ. 16- Πίν. 10). Πρόκειται για ένα επίσης ιδιαίτερα γνωστό έργο, που συνδέεται στενά με προηγούμενο αγαλμάτιο, το οποίο εξετάστηκε λεπτομερώς στο υποκεφάλαιο του δίσκου, τον δισκοβόλο 6615 από την Ακρόπολη των Αθηνών. Μάλιστα, έχουμε κιόλας αναφέρει αρκετά σε σχέση με το εν λόγω αγαλμάτιο, το αγαλμάτιο δρομέα 6614 της Ακρόπολης των Αθηνών, ώστε δεν είναι απαραίτητα παρά ορισμένα συμπληρωματικά στοιχεία για να συμπληρωθεί η μελέτη του. Ήδη αναφέρθηκε ότι το ύψος του αγγίζει τα 16,5 εκ. και είναι κατασκευασμένο από χαλκό. Το ύψος της κεφαλής έως τη χωρίστρα φθάνει τα 1,95 εκ. Γνωρίζουμε ακόμη, πως αποκαλύφθηκε στην Ακρόπολη, νότια του Παρθενώνα5, ενώ εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στην Αθήνα (αρ. ευρ. 6614). Αναφορικά με την κατάσταση στην οποία μας σώθηκε, λείπει το δεξί χέρι κάτω από τον πήχη και το αριστερό λίγο χαμηλότερα από τον ώμο. Επιπροσθέτως, δεν διατηρούνται οι άκροι πόδες 1 R. Thomas, ό. π. σημ. 3, A. Mallwitz H. V. Herrmann 1980, 156 (W. Fuchs). R. Thomas 1981, 25. Το παρόν πόνημα πραγματεύεται και το γνωστό αυτό αγαλμάτιο στο υποκεφάλαιο του οπλίτη δρόμου. Έχουν διατυπωθεί αποκλίνουσες προτάσεις για τη χρονολόγηση του δρομέα Β26. Η G. M. A. Richter, A Handbook of Greek Art, London 1959, 182, τον τοποθετεί γενικά στον πρώιμο 5ο αι. π.χ., ομοίως σχεδόν και ο U. Hausmann 1977, 144, που τον εντάσσει στην περίοδο π..χ. Τέλος, ο H. V. Herrmann, Heiligtum und Wettkampefstatte, München 1972, εικ. 3.a-b, τον χρονολογεί κατά τη δεκαετία π.χ 3 A. Mallwitz H. V. Herrmann, ό. π. σημ. 1, (W. Fuchs). Ταυτόσημη είναι και η άποψη της R. Thomas, η οποία δεν καθορίζει με τόση ακρίβεια την προέλευσή τους, αλλά τα αποδίδει σε πελοποννησιακό εργαστήριο γενικότερα. 4 H. G. Niemeyer in Antike Plastik III, 1964, H. G. E. White, JHS 36 (1916), R. Thomas, ό. π. σημ. 1, U. Hausmann, ό. π. σημ. 1, V. Stais 1910, 267. Olympia Bericht I (1936/1937) 79 υποσ. 2, (R. Hampe - U. Jantzen). G. Lippold 1950, 82 υποσ. 4. A. Hekler, JdI 31 (1916), 100. E. Langlotz 1927, 185. E. Buschor - R. Hamann 1924, 30. Κ. Δ. Μυλωνάς, ΑΕ 1884, 46 αρ. 6. Αναφέρεται από την H. G. E. White ότι λόγω του ότι δεν διατηρήθηκε η βάση του αγαλματίου, τοποθετήθηκε αρχικά λανθασμένα σε νέα βάση, τοποθέτηση η οποία αργότερα εγκαταλείφθηκε. 5 H. G. E. White, ό. π. σημ. 3,

71 του αγαλματίου και το ήμισυ κατά προσέγγιση του φύλου1. Υπάρχει διάβρωση καθ όλη την περιοχή του σώματος, αλλά προπάντων στην περιοχή του προσώπου2. Παριστάνεται ένας δρομέας σε παρόμοια στάση με αυτή του δρομέα της Ολυμπίας Β 26, δηλαδή στη στάση εκκίνησης3. Εντούτοις, το σώμα του αγαλματίου παρουσιάζει μάλλον μία ώθηση προς τα επάνω και όχι τόσο προς τα εμπρός, όσο το ανωτέρω έργο4. Αναλυτικότερα, τα χέρια του δρομέα 6614 βρίσκονται σχεδόν σε ορθή γωνία με το σώμα του, φερόμενα προς τα εμπρός, ενώ τα σκέλη του είναι και τα δύο λυγισμένα στα γόνατα. Επισημαίνουμε ότι υπάρχει στικτά χαραγμένη επιγραφή από τα αριστερά προς τα δεξιά, η οποία εκτείνεται από τον ώμο έως τη γαστροκνημία. Στη δεξιά πλευρά σημειώνεται ότι πρόκειται για ιδιοκτησία του ιερού της Αθηνάς: ἱερὸς τες Ἀθεναίας, ενώ στην αριστερή πλευρά αναφέρεται το όνομα του αθλητή, που ανέθεσε το αγαλμάτιο στο ιερό: Φίλαιθ Δεκάτεν. Η επιγραφή αυτή μας παρέχει πολύτιμη πληροφόρηση για την ενδεχόμενη ταύτιση του αναθέτη του αγαλματίου με έναν άνδρα, ο οποίος ονομαζόταν Φίλαιθος και το όνομά του συμπεριλαμβάνεται σε μία επιγραφή με κατάλογο πεσόντων σε μάχη. Ο περί ου ο λόγος ανήκε στη φυλή Ερεχθηίδα5. Μολοντούτο, παραμένει αβέβαιο εάν ταυτίζονται τα δύο πρόσωπα, η εικονιζόμενη μορφή στον δρομέα 6614, με τον πεσόντα στη μάχη Φίλαιθο. Μεταξύ των αγγειογραφιών, οι οποίες παρουσιάζουν ομοιάζουσα στάση με αυτήν του αγαλματίου 6614, κατατάσσονται και πάλι αυτές που συγκρίθηκαν στα προηγούμενα με τον δρομέα Β 26 της Ολυμπίας, δηλαδή η παράσταση δρομέα στον κωδωνόσχημο κρατήρα στο Παρίσι και εκείνη της κύλικας στη Βοστόνη, αφού η στάση των δύο αγαλματίων είναι παρόμοια. Εάν εξετάσουμε το έργο από τεχνοτροπική σκοπιά, συνάγουμε ως πρώτο συμπέρασμα πως φαίνεται με βεβαιότητα να είναι οψιμότερο από το αγαλμάτιο της Ολυμπίας, εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι λεπτομερέστερα αποδοσμένο από αυτό και εμφανίζει μία συγκεκριμένη διαμόρφωση των μεμονωμένων μελών του σώματος, τα οποία είναι σχηματισμένα επιπλέον με λεπτότερο τρόπο, ενώ και οι αναλογίες του αγαλματίου είναι ομολογουμένως πιο ισορροπημένες6. Τα διάφορα, ξεχωριστά μέλη που απαρτίζουν το 1 H. G. Niemeyer, ό. π. σημ. 3, 26. H. G. E. White, ό. π. σημ Βέβαια παλαιότερα ερμηνεύθηκε τόσο από τον Κ. Δ. Μυλωνά, όσο και από τους E. A. Gardner και τον Β. Στάη ως αρματηλάτης, κατ αναλογία με τον οπλιτοδρόμο του Tübingen, ο οποίος είχε επίσης λανθασμένα θεωρηθεί ηνίοχος κατά την εύρεσή του. Επίσης, ο H. G. Niemeyer, in Antike Plastik III, 1964, 26, θεώρησε επίσης λαθεμένα ότι επρόκειτο για δισκοβόλο. 4 R. Thomas 1981, IG.I² 929, R. Thomas, ό. π. σημ

72 σώμα, ενώνονται μεταξύ τους με ρέουσες, φυσικές μεταβάσεις. Παρόλα ταύτα, καθίσταται εμφανής η στιλιστική ομοιότητα των δύο πραγματευόμενων έως τώρα δρομέων, οπότε δεν μπορεί να απέχουν πάρα πολύ χρονικά. Ακόμη πιο έκδηλη, ωστόσο, είναι η συγγένεια των αγαλματίων από την Ακρόπολη 6614 και 6615, η οποία μελετήθηκε εξαντλητικά όταν έγινε λόγος για τον δισκοβόλο Χρειάζεται να προστεθεί μόνο η προσέγγιση του αγαλματίου από τον H. G. Niemeyer, ο οποίος εντάσσει τον δρομέα της Ακρόπολης των Αθηνών βάσει της μορφής των οφθαλμών του, του φύλου του και της κόμμωσής του, στο χρονικό πλαίσιο μίας δεκαετίας πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, περί το 490 π.χ.1. Εντούτοις, τα στοιχεία αυτά, αλλά και η συνολική πραγμάτευση του σώματος, οδηγούν, κατά την άποψή μου, σε λίγο οψιμότερη χρονολόγησή του, περί το 480 π.χ. Τα σχετικά με τον προσδιορισμό του εργαστηρίου από το οποίο προήλθε έχουν εξεταστεί με λεπτομέρεια στη συζήτηση για τον δισκοβόλο Σύμφωνα με αυτά, ο δρομέας 6614 είναι αναμφίβολα αττικό έργο2. Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής3 (Αρ. Κατ. 17- Πίν. 28). Το έργο αυτό 3. συμπεριλαμβάνεται και ολοκληρώνει το παρόν υποκεφάλαιο περισσότερο διότι επιχειρούμε να επιδείξουμε την επόμενη βαθμίδα εξέλιξης, τόσο σε στιλιστικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο εξέλιξης των μοτίβων στάσης των αγαλματίων. Έχει ύψος 14,8 εκ. και είναι χάλκινο. Διατηρείται σε άριστη σχεδόν κατάσταση. Εντοπίστηκε κοντά στον Τάραντα, ενώ σήμερα φυλάσσεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Ν. Υόρκης (αρ. ευρ )4. Αναφορικά με τη στάση του αγαλματίου της Ν. Υόρκης, η κεφαλή έχει κατεύθυνση προς τα εμπρός χωρίς ίχνος κλίσης, ενώ τα χέρια κινούνται μεν και εκτείνονται προς τα εμπρός, αλλά με άκαμπτο τρόπο, με το αριστερό να βρίσκεται ελαφρώς υψηλότερα από το δεξί. Επισημαίνεται ότι ο κορμός παρουσιάζει ελαφρά κλίση προς τα εμπρός, γεγονός που υπογραμμίζεται από τους φερόμενους προς τα εμπρός ώμους και ως συνέπεια, τις σφιγμένες από την ένταση ωμοπλάτες. Τα σκέλη κάμπτονται και τα δύο στα γόνατα, με το 1 H. G. Niemeyer in Antike Plastik III, 1964, 27. Βλ. σ R. Thomas 1981, S. Reinach, Repertoire de la statuaire IV, Roma 1969, 345, 9. U. Jantzen 1937, 28 αρ. 35, 45 κ. ε. G. Lippold 1950, 131 υποσ. 10. C. H. Young, AJA 30 (1926), 427. Για το εν λόγω αγαλμάτιο υπάρχουν διαφορετικές θέσεις στην επιστημονική κοινότητα. Οι υποστηρικτές της ερμηνείας του έργου ως δρομέα είναι αρχικά ο U. Jantzen και ο H. A. Harris και μετέπειτα, ο η R. Thomas. Υπέρ της άποψης ότι παριστάνεται σε αυτό ένας άλτης είναι ο C. H. Young, ό. π., 427. Πειστικότερη είναι όμως, η ανάγνωσή του ως δρομέα, όπως θα αποδειχθεί εν συνεχεία. 4 R. Thomas, ό. π. σημ. 3, 27. U. Jantzen, ό. π. σημ. 3, 28 αρ

73 δεξί να είναι τοποθετημένο λίγο πιο πίσω από το αριστερό1. Το βάρος της μορφής επιβαρύνει το δεξί σκέλος, καθώς το αριστερό φαίνεται να μην πατά επί της βάσης με ολόκληρο το πέλμα. Αγγειογραφικά παράλληλα δεν θα παρατεθούν, καθώς ισχύουν οι συγκρίσεις που πραγματοποιήθηκαν και για τους δύο προηγούμενους δρομείς. Από στιλιστικής απόψεως, ο δρομέας από τον Τάραντα μάλλον προσεγγίζει το τέλος της περιόδου που εξετάζουμε, δεδομένων των ομαλών μεταβάσεων των μελών του σώματος, συνδυαζόμενων με την πλαστικά αποδοσμένη κόμμωση και τις πλαστικά επεξεργασμένες κόρες των οφθαλμών2. Εάν ληφθούν υπόψη όλα τα παραπάνω, πρέπει να χρονολογήσουμε το αγαλμάτιο της Ν. Υόρκης περί το 450 π.χ. Ο επαρχιακός χαρακτήρας του εν λόγω έργου ανιχνεύεται από την αλύγιστη στάση του. Επιπροσθέτως, τόσο ο τόπος προέλευσης του αγαλματίου όσο και η εμφανής ομοιότητα με ένα δρομέα προερχόμενο κατά πάσα πιθανότητα από την Κάτω Ιταλία, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για κατωιταλιωτικό έργο3. 4. AKONTIO Τρόπος διεξαγωγής αθλήματος και αρχαίες μαρτυρίες: Το ακόντιο, πέρα από τη διάκρισή του ως αγώνισμα συμπεριλαμβανόμενο στο πένταθλο, ανιχνεύεται από αρχαιοτάτων χρόνων σε παραστάσεις, τόσο σε πολεμικές σκηνές, όσο και σε σκηνές κυνηγιού. Στον Όμηρο, η ρίψη του ακοντίου πραγματοποιείται με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με αυτόν του ολυμπιακού αθλήματος4. Μεταγενέστερες γραπτές πηγές5 μας παραδίδουν ένα έτερο είδος τεχνικής ρίψεως του ακοντίου, στο οποίο μία λεπτή δερμάτινη λουρίδα μήκους 0,40 μ., η ἀγκύλη, που προσαρμοζόταν με μία θηλιά στο κέντρο βάρους του ακοντίου, αύξανε τη φόρα του αθλητή και ενίσχυε τη σταθερότητα της λαβής. Είχε μήκος ενός ποδός περίπου. Επίσης, βοηθούσε στο να αποκτήσει μία περιστροφική κίνηση το ακόντιο και παρείχε στον αθλητή μία λαβή, την οποία μπορούσε να χειριστεί με ευκολία. Ο ακοντιστής περνούσε ένα ή δύο δάκτυλά του 1 R. Thomas, ό. π. σημ. 4. R. Thomas 1981, R. Thomas, ό. π. σημ. 1, Πίν. II.1-2. Πρόκειται για ένα χάλκινο αγαλμάτιο ύψους 10,2 εκ. του οποίου η προέλευση είναι μεν άγνωστη, ωστόσο οι στερεά κατασκευασμένοι μύες, τα λεπτά χέρια και ο μακρύς λαιμός μας επιτρέπουν να υποθέσουμε με αρκετή βεβαιότητα ότι ο τόπος παραγωγής του είναι η Κάτω Ιταλία. Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Βασιλείας (αρ. ευρ. ME 14). 4 Ομήρου Ιλιάς, Π στ , Ψ στ.637, 884, 893. Οδύσσεια, Θ, στ. 229, Ξ στ.225, Σ, στ Η ρίψη εκτελούνταν με το ελεύθερο χέρι. Βλ Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ αρ Plinius Secundus, Naturalis Historia VII Βλ Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 169 αρ

74 μέσα στην αγκύλη, την τέντωνε και τα έσφιγγε1. Με τα άλλα τρία δάκτυλα κρατούσε το ακόντιο. Σε μία ερυθρόμορφη κύλικα, η οποία βρίσκεται στο Würtzburg, παριστάνεται η προσαρμογή της αγκύλης γύρω από τον κορμό του ακοντίου2. Ο Φιλόστρατος, σε ένα χωρίο του Γυμναστικού, το οποίο έχουμε ήδη μελετήσει στο υποκεφάλαιο του δίσκου, αναφέρει ότι ο ακοντιστής αγγίζει το άνω μέρος της αγκύλης του ακοντίου με τα δάκτυλα, τα οποία δεν είναι μικρά3. Ο ακοντισμός γενικότερα διακρίνεται σε ἐκηβόλο ρίψη σε μακρά απόσταση - και στοχαστικὸ ρίψη σε συγκεκριμένο στόχο4. Το ακόντιο του πεντάθλου περιλάμβανε το πρώτο είδος5. Το αρχαίο ακόντιο διέθετε ποικίλες ονομασίες, όπως ἄκων, ἀκόντιον, μεσάγκυλον, σίγυννος και ἀποτομάς. Ήταν ένα ξύλινο κοντάρι του οποίου το ύψος άγγιζε περίπου το ύψος ενός άνδρα - 1,5 έως 2 μ. - ελαφρύτερο από το πολεμικό, με λεπτυνόμενο αιχμηρό άκρο. Αποτελεί ένα από τα συνηθέστερα αντικείμενα στις σκηνές παλαίστρας που παριστάνονται στην αγγειογραφία, είτε κατά την εξάσκηση στο άθλημα είτε απλώς φερόμενο στο χέρι του πενταθλητή είτε καρφωμένο στο έδαφος προκειμένου να υποδηλώσει τη γραμμή άφεσης του αθλητή για να εκτελέσει το άλμα ή τη ρίψη του δίσκου6. Σε έναν ερυθρόμορφο ψυκτήρα, αποδιδόμενο στον Φιντία7, εικονίζεται μία σκηνή παλαίστρας, στην οποία μία ομάδα ακοντιστών προπονείται για τη ρίψη του ακοντίου υπό την επίβλεψη ενός παιδοτρίβη και του βοηθού του, ενώ δύο ακόμη παιδοτρίβες δίνουν εντολές σε ένα ζεύγος παλαιστών. Δύο από τους παριστάμενους ακοντιστές ελέγχουν την πρόσδεση των αγκυλών στα ακόντιά τους, ο τρίτος πρόκειται να περάσει τα δάχτυλά του μέσα από τη θηλιά, ενώ ένας τέταρτος, κρατώντας το ακόντιο υπερυψωμένο οριζόντια, στο ύψος του στήθους του, το πιέζει προς τα εμπρός με το αριστερό του χέρι ώστε να προσαρμόσει σταθερά την αγκύλη στο σώμα του ακοντίου. Όσον αφορά στον τρόπο ρίψης του ακοντίου από τους αθλητές, προτού προχωρήσουμε στη διαπίστωσή της διαμέσου των ίδιων των μνημείων στην πλαστική, σημειώνουμε την 1 Σ. Α. Σουλή 2002, 30. R. Thomas, ό. π. σημ. 1, 45. J. Jüthner 1968, 40 εικ Φιλόστρατος, Γυμναστικός, 31. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 165 αρ Ο στοχαστικός ακοντισμός λάμβανε χώρα στα Παναθήναια και στα Ηραία του Άργους. Η συνηθέστερη μορφή του ήταν ο εφιππος ή αφ ιππου ακοντισμός, στον οποίο η ρίψη του ακοντίου γινόταν από ιππείς, που έπρεπε να σημαδέψουν ένα στρογγυλό στόχο, συχνότερα μία ασπίδα, την οποία έστηναν στην κορυφή ενός ψηλού πασσάλου. Μάλλον το συγκεκριμένο αγώνισμα είχε πολεμική καταγωγή, με την οποία ασχολήθηκε ο Ξενοφών στα συγγράμματά του Ἱππαρχικὸς και Περὶ Ἱππικῆς. 5 Σ. Α. Σουλή 2002, E. N. Gardiner, JHS 27 (1907), E. N. Gardiner, ό. π. σημ. 4, 259 εικ

75 ανίχνευσή του σε έναν παναθηναϊκό αμφορέα στο Leiden1, όπου ο ακοντιστής έχει το χέρι λυγισμένο και το ακόντιο να γλιστρά από το μέσον και κάτω επάνω από τον ώμο ή κατά μήκος του σώματος και με την αιχμή στραμμένη προς τα κάτω. Έπειτα δύναται να έλξει το ακόντιο προς τα πίσω, όπως ο έτερος ακοντιστής του αγγείου ή να υψώσει τον αγκώνα του έως ότου έρθει στο ίδιο επίπεδο με την κεφαλή του και να αποκτήσει έτσι την κατάλληλη στάση προκειμένου να ρίξει το ακόντιο2. Νικητής στο αγώνισμα του ακοντίου αναδεικνυόταν ο αθλητής εκείνος που επιτύγχανε τη μακρύτερη βολή. Η βολή έπρεπε να πέσει μέσα σε ορισμένο χώρο του στίβου του σταδίου, ειδάλλως ήταν άκυρη3. Εντούτοις, ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι η νίκη καθοριζόταν και με κριτήριο την ευστοχία. Ως ενισχυτική της άποψής τους χρησιμοποιούν μία αρχαία μαρτυρία, ένα απόσπασμα της Δεύτερης Τετραλογίας του Αντιφώντος4, στην οποία ο Αντιφών υπερασπίζεται ένα νέο αθλητή, που κατηγορείται για για το φόνο ενός συναθλητή του στο γυμνάσιο. Ο Αντιφών ισχυρίζεται ότι ο κατηγορούμενος δεν ευθύνεται για το θάνατό του, εφόσον κατά τη στιγμή εκείνη που είχε ήδη ρίξει το ακόντιο, το θύμα ξαφνικά εισχώρησε στην πορεία την οποία ακολουθούσε το εν πτήσει ακόντιο και χτυπήθηκε. Μάλιστα αναφέρει ότι ο νέος που κατηγορείται δεν χτύπησε κανέναν που να είχε μείνει εκτός της πορείας του στόχου του. Οπότε, φαίνεται να υπονοείται και να προϋποτίθεται κάποιο είδος ευστοχίας, το οποίο ίσως να έπαιζε ρόλο επίσης στον προσδιορισμό του νικητή. Μνημεία: 1. Αρχικά θα ασχοληθούμε στο παρόν υποκεφάλαιο με την εξέταση μίας επιτύμβιας στήλης, η οποία έχει καταστεί ευρύτερα γνωστή με την ονομασία στήλη του Λεώξου5 (Αρ. Κατ. 18- Πίν. 29). Πρόκειται για αμφίγλυφη επιτύμβια στήλη, συνεπώς περιλαμβάνει ανάγλυφες απεικονίσεις τόσο στην εμπρόσθια όσο και στην οπίσθια όψη της. Φθάνει σε ύψος τα 0,47 μ. στην αριστερή πλευρά και τα 0,66 μ. στη δεξιά πλευρά, ενώ έχει πλάτος 0,36 μ. και πάχος 0,12-0,13 μ.6. Το ανάγλυφο του Λεώξου έχει υποστεί καταστροφές στο ανώτερο τμήμα του, όπου δεν διατηρείται η κεφαλή της εικονιζόμενης 1 E. N. Gardiner, ό. π. σημ. 4, 260 εικ. 6. E. N. Gardiner, JHS 27 (1907), Ν. Γ. Λάσκαρης 2004, Αντιφών, Δεύτερη Τετραλογία, 2. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ αρ Γ. Μπακαλάκης 1946, 39-40, H. Hiller 1975, 44-46, K. F. Johansen 1951, 128 υποσ. 1. M. F. Vos 1963, H. Möbius, Gnomon 24 (1952), E. Berger 1970, 40 κ. ε. B. V. Farmakovskiy, Izwestija Arch. Komm. 58 (1915), E. Buschor R. Hamann 1924, 36. E. Langlotz 1924, 127 αρ. 22. H. Möbius, RE III A (1929), λ. Stele, Για την επιγραφή της στήλης βλ. W. Peek, Griechische Versinschriften I. Grabepigramme, Berlin Suppl. Epigr. grace. III, 117 αρ Γ. Μπακαλάκης, ό. π. σημ. 4,

76 μορφής, καθώς και η επίστεψη της στήλης, η οποία απέληγε σε ανθέμιο1, όπως επίσης και το κατώτερο τμήμα της στήλης, από το οποίο δεν μας έχει σωθεί η μορφή κάτω από το ύψος των μηρών. Για την ακρίβεια, το αριστερό σκέλος της μορφής σώζεται - στην όψη όπου παριστάνεται ως πενταθλητής έως επάνω από το γόνατο, ενώ το δεξί σκέλος διατηρείται έως το μέσον περίπου του μηρού. Διακρίνονται και άλλες φθορές στην επιφάνεια του μαρμάρου της στήλης, συγκεκριμένα διάβρωση, η οποία είναι εντονότερη στην περιοχή του στήθους και της κοιλιακής χώρας της μορφής. Είναι κατασκευασμένη από νησιωτικό χονδρόκοκκο μάρμαρο. Η άνω λοξή ακμή του διασωθέντος τμήματος της στήλης, η οποία φέρει αναθύρωση και τόρμο, καθιστά εμφανές το γεγονός ότι η στήλη του Λεώξου αποτελούνταν αρχικά από δύο τεμάχια μαρμάρου, τα οποία συναρμόζονταν μεταξύ τους2. Φυλάσσεται στο Μουσείο της Χερσώνος, στην Ουκρανία, ενώ είχε αποκαλυφθεί το 1895 στην ελληνιστική νεκρόπολη της Ολβίας, τη σημερινή κώμη του Parutino3. Υπάρχουν υπολείμματα επιγραφών και στους δύο κροτάφους της στήλης, όπως στα πρωιμότερα πρότυπα του αμφιγλύφων. Η τελική αποκατάσταση του κειμένου των επιγραφών, έπειτα από αρκετές απόπειρες, έχει ως εξής: [ ἐνθάδε σῆμ ἔστ ] ηκα λέ [ γ ] ω δ ὅτι τῆλε πόλε [ ώς που ] [ ἐν Σκυθίῃ ; κεῖτ ] αι Λέωξος ὁ Μολγαπόρεω. Το επίγραμμα αυτό βρίσκεται στη δεξιά, ως προς τον θεατή, στενή πλευρά της κύριας όψης της στήλης, ενώ στην αριστερή στενή πλευρά διακρίνεται ετέρα επιγραφή: [ Μνῆμ ] ά εἰ [ μι Λεώξου τοῦ Μολ] γ [ α ] π [ όρ ] εω4. Κατά συνέπεια, οι επιγραφές αυτές μας πληροφορούν αφενός για την ταυτότητα του απεικονιζόμενου αθλητή και αφετέρου μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο νέος, ο οποίος παριστάνεται σε αθλητική γυμνότητα στην εμπρόσθια όψη της στήλης, ταυτίζεται με τη μορφή επί της οπίσθιας όψης της στήλης, που φέρει σκυθική περιβολή. Αυτό συμβαίνει διότι η ξένη ενδυμασία που φέρει η μορφή στην οπίοσθια όψη δεν σχετίζεται στους αρχαϊκούς χρόνους με την ελληνική εθνικότητα των εικονιζόμενων, αλλά πρόκειται για περιβολή, η οποία συνηθίζεται στους κύκλους των ευγενών της Αθήνας της εποχής. Είναι απαραίτητο να προσθέσουμε εδώ ως ενισχυτικό επιχείρημα, ότι καθεμία από τις δύο 1 Γ. Μπακαλάκης, ό.π. σημ. 4, 39 κ. ε. Γ. Μπακαλάκης 1946, H. Hiller 1975, Γ. Μπακαλάκης, ό. π. σημ. 1, Suppl. Epigr. grace. III, 117 αρ

77 επιγραφές, με τον τρόπο που βρίσκεται στον κάθε κρόταφο της στήλης, ανταποκρίνεται κατά κάποιο τρόπο στην αντίστοιχη στραμμένη προς αυτήν μορφή1. Ο νέος παρουσιάζεται κατ ενώπιον στην όψη εκείνη όπου εικονίζεται με την ιδιότητα του αθλητή, στηριζόμενος στο ακόντιό του και στραμμένος προς τα αριστερά, ενώ στην ετέρα όψη του ανάγλυφου, όπου αποδίδεται με την πολεμική του ιδιότητα, ως τοξότης ενδεδυμένος αναλόγως, φέροντας τόξο και φαρέτρα2. Στην πρώτη όψη, η οποία κυρίως μας ενδιαφέρει, στηρίζει το αριστερό χέρι στο ισχίο του, ενώ το δεξί χέρι του είναι υπερυψωμένο, κρατώντας μάλλον ακόντιο. Το βάρος του σώματος φέρεται από τον αριστερό πόδα, με το οποίο θα πατούσε με ολόκληρο το πέλμα, ενώ το δεξί σκέλος του είναι άνετο και προβαλλόμενο ελαφρά προς τα εμπρός. Φαίνεται πως το κατώτερο αριστερό σκέλος ήταν ιδωμένο κατ ενώπιον και το δεξί ιδωμένο πλαγίως3. Παριστάνεται, κατά πάσα πιθανότητα, ο νεκρός ως πενταθλητής ενασχολούμενος με το ακόντιο. Αγγειογραφικά παράλληλα της στάσης στην οποία αποδίδεται, ανιχνεύονται καταρχάς στο μετάλλιο μίας ερυθρόμορφης κύλικας, στην οποία εικονίζεται ο Λέαγρος4. Η κύλικα πιθανόν να προέρχεται από το Chiusi. Βρίσκεται στη Βαλτιμόρη5 και έχει αποδοθεί από τον J. D. Beazley στο Ζωγράφο του Φιλιού. Χρονολογείται περί το 500 π.χ. Η μορφή του Λεάγρου παραλληλίζεται με αυτήν του Λεώξου ως προς το σχήμα των κάτω άκρων. Άλλη συγγενής παράσταση, όπου οι εικονιζόμενοι είναι δυνατόν να συγκριθούν 1 Γ. Μπακαλάκης, ό. π. σημ. 1, 39. Μπορεί βέβαια να εικονίζεται και ο ακόλουθος του νεκρού στη δεύτερη όψη και να μην ταυτίζονται οι μορφές των δύο όψεων. 2 Η ασυνήθιστη πλευρά από την οποία είναι ιδωμένη η μορφή στην πλευρά αυτή ενδεχομένως να οφείλεται στην επιθυμία να αποδοθεί έμφαση στη φαρέτρα, η οποία προβάλλεται σε πρώτο επίπεδο. Αρχικά, εξαιτίας της πρώτης εσφαλμένης συμπλήρωσης της επιγραφής της στήλης, η απεικονιζόμενη μορφή εκλήφθηκε λανθασμένα ως γυναικεία και ερμηνεύθηκε ως Αμαζόνα. Ως παράλληλες παραστάσεις είχαν προταθεί τότε η πληγωμένη Αμαζόνα του μικρού ανάγλυφου από αέτωμα της Θήβας, η Αμαζόνα Ludovisi του Μουσείου dei Conservatori, καθώς επίσης και η Αμαζόνα που εικονίζεται σε ένα αλάβαστρο του Ψίακα, ευρισκόμενο στην Οδησσό (E. Pfuhl, Meisterwerke Griechischer Zeichnung und Malerei, München 1924, εικ. 344). Η μορφή στη δεύτερη όψη, η οποία φέρει σκυθική περιβολή, φορά αναξυρίδες. Κρατά το βέλος και με τα δύο χέρια του και είναι στραμμένος προς τα αριστερά. Το βάρος του σώματός του κατανέμεται ισομερώς στα δύο σκέλη. Επίσης, φέρει φαρέτρα, στο ύψος της μέσης, από την οποία προεξέχει το τόξο. Είναι αξιοσημείωτο το ότι η φαρέτρα κρέμεται από μία λουρίδα περασμένη στον ώμο, ομοίως με τις απεικονίσεις Σκυθών στα αττικά αγγεία και όχι από τη ζώνη, όπως ίσως ήταν ο πραγματικός τρόπος με τον οποίο φερόταν από τους Σκύθες. 3 Γ. Μπακαλάκης 1946, CVA Baltimore 2, III.1, 13 κ. ε., Πίν J. D. Beazley, ARV, 54 αρ. 3. A. E. Raubitschek, Hesperia 8 (1939), 161 εικ. 1. Η κύλικα περιέχει την επιγραφή : Λέαγρος καλός και έχει ως αναθέτη τον Λέαγρο. Εικονίζεται μια ανδρική μορφή στα αριστερά, ίσως προπονητής και ένας έφηβος, η μορφή που μας απασχολεί, στα δεξιά. Δεν παριστάνεται ο ίδιος ο Λέαγρος, αλλά μάλλον ο ανδριάντας του ως νικητή στο πένταθλο, στηριζόμενος σε ορθογώνια βάση, με το δεξί σκέλος να προβάλλεται. Φέρει ακόντιο στο δεξί χέρι, ομοίως με τον Λέωξο, ενώ κρατά αρύβαλλο και, με επιφύλαξη, σπόγγο ή θήκη για δίσκο στο αριστερό. Φέρει δάφνινο στέφανο στην κεφαλή. 5 Baltimore Society of the Archaeological Institute of America. Έχει δανειστεί στη Robinson Collection. 77

78 με τη μορφή της στήλης μας ως προς το σύνολο της στάσης, διακρίνεται σε έναν αμφορέα του Ζωγράφου του Βερολίνου Το αγγείο αυτό βρίσκεται στη Βιέννη (αρ. ευρ. 654) και χρονολογείται αμέσως μετά από το 500 π.χ.1 Η στιλιστική ανάλυση της στήλης του Λεώξου μας κατευθύνει προς μία σχετικά πρώιμη τοποθέτηση και ένταξή της στα χρονικά πλαίσια της περιόδου υπό μελέτη. Ο κορμός του αθλητή στην πρώτη όψη είναι αποδοσμένος με αρκετή πλαστικότητα, ιδίως στην περιοχή του στήθους και των μηρών. Μολοντούτο, η κοιλιακή χώρα υπογραμμίζεται με τους κάπως επίπεδα διακρινόμενους κοιλιακούς μύες με τη βοήθεια του ορθού κοιλιακού μυός και μίας οριζόντιας γραμμής. Ως συνέπεια, οι μύες της κοιλιακής χώρας χωρίζονται σε τεταρτημόρια. Βοηθητική για τη χρονολόγηση της στήλης είναι και η αντιπαραβολή της με το ανάγλυφο του Σουνίου2. Η μορφή του αυτοστεφανούμενου νέου είναι αναμφίβολα οψιμότερη από αυτήν του Λεώξου, καθώς το στήθος είναι επεξεργασμένο πιο ρεαλιστικά, οι μύες των χεριών και της η περιοχή της λεκάνης δίνονται πιο πλαστικά, αλλά και οι μεταβάσεις συνολικά είναι μαλακότερες. Δεδομένου ότι το ανάγλυφο του Σουνίου χρονολογείται περί το 470 π.χ., καθίσταται εύλογο να τοποθετήσουμε το νέο της στήλης από την Ολβία πρωιμότερα, περί το 490 π.χ.3 Το υπό μελέτη ανάγλυφο προέρχεται από ιωνικό εργαστήριο. Τα χαρακτηριστικά τα οποία το συσχετίζουν με τον ιωνικό χώρο είναι αφενός η αοριστία των περιγραμμάτων της εικονιζόμενης μορφής και αφετέρου, η έλλειψη οργανικής συνοχής μεταξύ των μεμονωμένων μελών του σώματος. Εξάλλου, η ικανή ξηρότητα της επιδερμίδας του Λεώξου, όπως επίσης και η έλλειψη της γνωστής ιωνικής απαλότητας, μας κατευθύνουν στη ναξιακή καταγωγή της στήλης4. 1 Γ. Μπακαλάκης, ό. π. σημ. 2. J. D. Beazley, Der Berliner Maler, Berlin 1930, Πίν Ο πολεμιστής, ο οποίος εικονίζεται στον αμφορέα συγγενεύει με τον Λέωξο όσον αφορά στο ότι στηρίζεται με το ένα χέρι του στην οσφύ και με το άλλο στο δόρυ του. 2 R. Lullies M. Hirmer 1979, Πίν Η H. Hiller συγκρίνει τη στήλη του Λεώξου με εκείνη του Ανάξανδρου, καθώς θεωρεί ότι παρουσιάζουν συγγενικά στοιχεία, αλλά τοποθετεί τη στήλη μας οψιμότερα από αυτήν, περί το 480 π.χ. (ό. π. H. Hiller 1975, 44-45). Ο B. V. Farmakovskiy, ο οποίος δημοσίευσε τη στήλη, τη χρονολογεί περί το π.χ. [B. V. Farmakovskiy, Izwestija Arch. Komm. 58 (1915), 97]. Ο Μπακαλάκης τη χρονολογεί κατά το 490 π.χ. (Γ. Μπακαλάκης 1946, 50). Ο E. Langlotz εντάσσει το ανάγλυφο στη στροφή του 6ου προς τον 5ο αι. π.χ. (E. Langlotz 1924, 130). Ο H. Möbius κατατάσσει τη στήλη στη σειρά των στηλών του αυστηρού ρυθμού γενικότερα [H. Möbius, RE III A (1929), λ. Stele, 2316]. O E. Akurgal την τοποθετεί πολύ όψιμα, κατά την άποψή μου, περί το 440 π.χ. [E. Akurgal, Zwei Grabstelen der vorklassischer zeit aus Sinope, BWPr (1955), 27 αρ. 17]. Ο W. Peek τη χρονολογεί περί το π.χ. (W. Peek, GVI αρ. 1172), ενώ τέλος η χρονολόγηση της L. Mănsowa συμπίπτει με αυτή του W. Peek (L. Mănsowa, BlBulg 32 (1970), 270 εικ. 14). 4 Γ. Μπακαλάκης, ό. π. σημ

79 2. Αποσπασματικά σωζόμενο ανδρικό άγαλμα1 (Αρ. Κατ. 19- Πίν. 14). Διατηρείται σε ύψος 0,77 μ., οπότε είναι λίγο μικρότερο του φυσικού μεγέθους2. Το μήκος του φθάνει τα 0,58 μ. και το πάχος του τα 0,23 μ., ενώ το ύψος της μορφής από τη βάση του λαιμού έως το φύλο αγγίζει τα 0,505 μ. Το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένο είναι κυκλαδικό μάρμαρο3. Λείπουν η κεφαλή, ο λαιμός, τα δύο χέρια κάτω από τον δελτοειδή μυ4, το φύλο, το οποίο ήταν πρόσθετο, καρφωμένο, το μεγαλύτερο τμήμα των μηρών και οι άκροι πόδες. Στην οπίσθια όψη, οι γλουτοί και το ανώτερο τμήμα των μηρών έχουν αποσπαστεί. Η επιφάνεια του μαρμάρου σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση, κατ εξαίρεση μίας λίγο βαθιάς ρωγμής επάνω στην αριστερή ωμοπλάτη, τη σχεδόν ολοκληρωτική διάβρωση της επιφάνειας των όρχεων και ορισμένες αμυχές, από τις οποίες η μία, αρκετά επιμήκης, εκτείνεται από τη δεξιά κλείδα έως την αρχή του ώμου5. Ο τόπος και ο χρόνος ανεύρεσης του δηλιακού γλυπτού μας είναι άγνωστα. Εκτίθεται στο Μουσείο της Δήλου (αρ. ευρ. Α 4275). Ανήκει στο σύνολο των τεσσάρων αθλητικών κορμών από τη Δήλο, οι οποίοι συνιστούν ουσιαστικό τμήμα της παρούσας εργασίας. Ο κορμός αποδίδεται μετωπικά, αλλά το σώμα χαρακτηρίζεται από έντονη κινητικότητα. Η κεφαλή της μορφής ήταν στραμμένη προς τα αριστερά, όπως συνάγεται από το τέντωμα του δεξιού στερνοκλειδομαστοειδούς μυός. Το δεξί χέρι και σκέλος ήταν απομακρυσμένα από τον κορμό, ενώ το αριστερό χέρι ήταν έντονα τεντωμένο προς τα πίσω6. Το αριστερό σκέλος, το οποίο φέρει το βάρος του σώματος, στρέφεται από την προσπάθεια προς τα έσω. Αντιθέτως, το δεξί άνετο σκέλος μάλλον εκτεινόταν και ελαφρώς προβαλλόταν. Το δεξί χέρι επίσης απομακρυνόταν και πιθανότατα κατευθυνόταν προς τα κάτω, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό μία μικρή κλίση του κορμού7. Τέλος, το αριστερό χέρι, όπως είπαμε ήδη, θα απομακρυνόταν πολύ από το σώμα και θα τεντωνόταν προς τα πίσω, όπως δείχνουν η κατεύθυνση του ώμου και το λίγο χαμηλό ανάγλυφο της αριστερής κλείδας εν συγκρίσει με τη δεξιά. Ο γλύπτης επιχειρεί να αποτυπώσει τις συνέπειες των κινήσεων των μελών του σώματος επάνω στη δομή του κορμού. Στα πλαίσια της προσπάθειας αυτής, στην οπίσθια όψη, η αριστερή ωμοπλάτη τοποθετείται 1 A. Hermary 1984, 8-9, J. Marcadé (επιμ.), 58 αρ. 20 (A. Hermary). Cl. Rolley 1994, E. Walter-Karydi 1987, 88 αρ. 2. P. Bruneau J. Ducat (επιμ.), 1983, 68. E. Langlotz 1924, 110, 112. P. Devambez, BCH 57 (1933), 428 υποσ Ο L. Curtius συνήγαγε από το γεγονός αυτό ότι παριστάνεται ένας έφηβος, κάτι που δε γίνεται αποδεκτό από τον A. Hermary (A. Hermary, ό. π. σημ. 4, 19 υποσ. 6). 3 A. Hermary, ό. π. σημ. 2, 8. 4 Ο αριστερός ώμος είναι επανακολλημένος από τον J. Marcadé. 5 A. Hermary 1984, 8. 6 A. Hermary, ό. π. σημ A. Hermary, ό. π. σημ

80 σε υψηλή θέση και η σπονδυλική στήλη παρουσιάζει κλίση1. Πιθανότερη είναι η ερμηνεία του εικονιζόμενου αθλητή ως ακοντιστή, όπως υποστήριξε πρώτος ο L. Curtius και αργότερα ο A. Hermary. Εντούτοις, υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των μελετητών ως προς το ποιο στιγμιότυπο του αγωνίσματος παριστάνεται2. Πιο εύλογη φαίνεται, κατά την άποψή μου, η πρόταση του A. Hermary, κατά τον οποίο ο αθλητής παριστάνεται κατά τη στιγμή προετοιμασίας πριν από τη ρίψη του ακοντίου και ακριβέστερα, κατά την ώρα που προσαρμόζει την αγκύλη στον κορμό του ακοντίου3. Η στιγμή αυτή αντιπροσωπεύεται σε ικανό αριθμό αγγείων, λόγου χάριν στον ψυκτήρα του Φιντία από το Orvieto, στη Βοστόνη, στον οποίο αναφερθήκαμε ξανά παραπάνω, καθώς επίσης και σε μία άλλη ερυθρόμορφη κύλικα στο Βερολίνο (αρ. ευρ. 2728)4. Επιπροσθέτως, το στιγμιότυπο αυτό παριστάνεται σε ένα αγαλμάτιο, το οποίο βρίσκεται στο Μόναχο και αποτελεί τμήμα της Αρχαιολογικής Συλλογής Kolb (αρ. ευρ )5. Όσον αφορά στην τεχνοτροπική επεξεργασία του κορμού Α 4275 από τη Δήλο, η διάπλαση του μυϊκού συστήματος είναι σχολαστική και μικρογραφική, αλλά αρκετά συμβατική. Παρόλο που η ανατομική διαμόρφωση του κορμού διακρίνεται από καινοτομίες, ο γλύπτης φαίνεται ακόμα προσκολλημένος σε ορισμένες αρχαϊκές συμβάσεις. Το γεγονός αυτό παρατηρείται στην πλειονότητα των γλυπτών, οι οποίοι δουλεύουν σε μάρμαρο κατά τους χρόνους π.χ., διάστημα κατά το οποίο αρχίζουν να λαμβάνουν τη σκυτάλη και να υπερτερούν οι χαλκοπλάστες. Ταυτόχρονα, διαπιστώνεται μία έντονη προσπάθεια από μέρους των μαρμαρογλυπτών να πειραματιστούν στο πλάσιμο σωμάτων σε έντονη κίνηση6, όπως σημειώθηκε στην εισαγωγή του πονήματος. Στον κορμό Α 4275, οι ώμοι αποδίδονται με εμφανή ένταση έναντι του υπόλοιπου κορμού και διακρίνεται από την πλευρά του καλλιτέχνη μεγαλύτερη επιμονή στην επεξεργασία της δεξιάς κλείδας και του δεξιού δελτοειδούς μυός. Η διαμόρφωση της περιοχής του στήθους και της κοιλιάς υστερεί συγκριτικά και είναι 1 A. Hermary, ό. π. σημ. 2. Ο A. Hermary απέδειξε με πειστικά επιχειρήματα ότι δεν μπορεί να ισχύει η πρόταση του L. Curtius, σύμφωνα με την οποία πρόκειται για την αποτύπωση του πενταθλητή τη στιγμή που έχει «οπλίσει» το χέρι του, στο τέλος της διαδρομής που έχει πραγματοποιήσει ώστε να λάβει φόρα, προτού εκσφενδονίσει το τόξο. Η ερμηνεία αυτή δεν είναι ικανοποιητική διότι το πλησιέστερο αγγειογραφικό παράλληλο που χρησιμοποιεί για να στηρίξει την άποψή του ο L. Curtius2, δεν εμφανίζει την εικόνα του κορμού Α 4275, καθώς τα σκέλη της μορφής είναι σταυρωτά, σε μία αφύσικη στάση και ο κορμός του ισχυρά κεκλιμένος. 3 A. Hermary 1984, 9. 4 E. N. Gardiner, JHS 27 (1907), 268 εικ. 15. J. Jüthner 1968, 324, Πίν. LIV.3. Το αγγείο έχει αποδοθεί στον Ζωγράφο του Cambridge 72 και προέρχεται από το Vulci. 5 A. Hermary, ό. π. σημ. 1, 9 υποσ. 3. R. Thomas 1981, Πίν. XX.1. Το αγαλμάτιο είναι φιλοτεχνημένο σε χαλκό και διαθέτει ύψος 12 εκ. Η προέλευσή του μας είναι άγνωστη. 6 J. Marcadé (επιμ.), 1996, 58 αρ. 20 (A. Hermary). 2 80

81 σκληρή και ξηρή. Παρόλα ταύτα, η απόδοση εν συνόλω των μυών του σώματος δεν παύει να είναι σχεδιασμένη επιμελώς1. Αυτό φαίνεται ιδιαιτέρως στον σχεδιασμό του θωρακικού τόξου και στη διαίρεση των «μαξιλαριών» της κοιλιακής χώρας, αλλά και από την πολύ υψηλή τοποθέτηση των γεννητικών οργάνων, σε συνδυασμό με τη λεπτομερή επεξεργασία του δέρματος της ηβικής χώρας. Ακόμη, ο ομφαλός δεσπόζει στην κοιλιακή χώρα μέσω μίας αναδίπλωσης. Η απόδοση της μυολογίας ωστόσο, στην οπίσθια όψη δεν είναι το ίδιο ρεαλιστική. Διακρίνεται από επιπεδότητα, ενώ οι μοναδικές μυϊκές ενδείξεις εντοπίζονται στον μεγάλο ραχιαίο μυ και σε έναν υποθετικό μυ, ο οποίος πλαισιώνει την εξωτερική πλευρά των οσφυϊκών αυλακώσεων. Επίσης, το διάστημα μεταξύ ωμοπλάτης και σπονδυλικής στήλης είναι πολύ βαθιά «σκαμμένο»2. Το κράμα αυτό «αρχαϊσμού» - ορατό στην αδέξια πραγμάτευση της οπίσθιας πλευράς και «νεωτερισμού» που διαπιστώνεται στον δηλιακό κορμό Α 4275, χαρακτηρίζει κατεξοχήν τα δύο μεγάλα αρχιτεκτονικά γλυπτικά σύνολα της υστεροαρχαϊκής περιόδου, τα γλυπτά του Θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς και τα αετωματικά γλυπτά του ναού της Αφαίας στην Αίγινα. Εχουμε ήδη συζητήσει σχετικά με τα κοινά στοιχεία των δύο πρωιμότερων κυρίως δηλιακών κορμών με τα γλυπτά του Θησαυρού των Αθηναίων στην υποενότητα του δίσκου. Θα προστεθούν απλώς ορισμένα στοιχεία. Εάν ανατρέξουμε στα προηγούμενα, θα δούμε ότι ο παραλληλισμός των δύο κορμών Α 4275 και Α 4277 από τον P. de la Coste-Messelière και τον A. Hermary με ορισμένα γλυπτά των μετοπών του Θησαυρού των Αθηναίων, μας είχε οδηγήσει στη χρονολόγηση αφενός του Α 4275 λίγο πρωιμότερα, στο διάστημα π.χ και αφετέρου του Α 4277 κάπως οψιμότερα, περί το 480 π.χ.3. Η πρόταση αυτή χρονολόγησης ενισχύεται ακόμη περισσότερο εάν συγκρίνουμε τον κορμό Α 4275 με τον γνωστό ως «κούρο της Ιλισσού»4. Πράγματι, η μορφή των γεννητικών οργάνων και του τριχώματος της περιοχής παρουσιάζουν ομοιότητα. Η χρονολόγηση του κορμού αυτού εμπίπτει στους υστεροαρχαϊκούς χρόνους. Τέλος, βοηθά και η σύγκριση του κορμού μας Α 4275 με τον κορμό Α 4075 από την 1 A. Hermary, ό. π. σημ. 1, 8. A. Hermary 1984, 8. 3 A. Hermary, ό. π. σημ. 1, B. S. Ridgway 1970, 20, εικ. 17. Ο κορμός είναι φτιαγμένος από μάρμαρο. Ο Χ. Καρούζος διέκρινε μία ομάδα γλυπτών, βάσει της μορφής και της θέσης του τριχώματος της ηβικής χώρας, στην οποία συμπεριλαμβάνει τους δηλιακούς κορμούς Α 4275 και Α 4277, μαζί με τον κούρο της Ιλισσού», τον «κούρο της Ερέτριας» και άλλους κορμούς της περιόδου του τέλους του αρχαϊσμού και της αρχής του αυστηρού στιλ (A. Hermary, ό. π. σημ. 1, 15). Βέβαια, το κριτήριο αυτό δεν επαρκεί μόνο του για τη χρονολόγηση των έργων αυτών. 2 81

82 Ακρόπολη των Αθηνών1. Χρονολογείται από τον H. Schrader κατά το π.χ. Δεδομένων των όσων είπαμε, είναι εύλογη η τοποθέτηση του κορμού από τη Δήλο περί το π.χ. Εν κατακλείδι, η κατασκευή του κορμού Α 4275 πρέπει να πραγματοποιήθηκε σε εργαστήριο της Πάρου2, ομοίως με τους υπόλοιπους τρεις δηλιακούς κορμούς και όχι της Νάξου, όπως θεωρεί η E. Walter-Karydi3. 3. Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής4 (Αρ. Κατ. 20- Πίν. 30). Έχει ύψος 13,1 εκ. 5 και είναι φιλοτεχνημένο σε χαλκό. Κατά την εύρεσή του ήταν ιδιαίτερα διαβρωμένο. Έπειτα από τις εργασίες καθαρισμού και συντήρησης στους πρώτους χρόνους της δεκαετίας , αποκαταστάθηκε και φάνηκε η υψηλή ποιότητα, η οποία το διακρίνει. Σώζεται ακέραιο εκτός από το ακόντιο, το οποίο έφερε στο δεξί του χέρι. Αποκαλύφθηκε στο ιερό της Αθηνάς Χαλκιοίκου, στη Σπάρτη6, κατά τις ανασκαφές του 19077, σε βάθος 0,80 μ. Σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο της Σπάρτης. Η μορφή εικονίζεται σε στάση τριών τετάρτων. Το αριστερό χέρι του αθλητή, κλειστό σε πυγμή, το οποίο κρατούσε σωληνοειδές αντικείμενο διαμέτρου 0,15 εκ., κρέμεται χαλαρά στο άκρο. Έφερε το εξάρτημα αυτό προς τα κάτω και ταυτόχρονα προς τα έξω. Το δεξί χέρι έχει επίσης λίγο σφιγμένα τα δάκτυλα, είναι λυγισμένο προς τα επάνω και έφερε ένα μεγάλο σωληνοειδές αντικείμενο, διαμέτρου 0,3 εκ., στραμμένο ελαφρά προς τα άνω. Η μορφή έχει τα γόνατά της ελαφρώς λυγισμένα και το αριστερό κατώτερο σκέλος προβαλλόμενο ελαφρώς προς τα εμπρός. Οι άκροι πόδες, στους οποίους δεν σώζεται κανένα ίχνος στερέωσης σε μία βάση, είναι γυρισμένοι λίγο προς τα επάνω8. Το αριστερό σκέλος είναι άνετο, συνεπώς το βάρος του σώματος επιβαρύνει το δεξί σκέλος. Στο δεξί χέρι, ο βραχίονας υψώνεται έως τον ώμο, ενώ ο πήχης κάμπτεται προς τα έσω και προς τα επάνω. Το ακόντιο, όπως ειπώθηκε παραπάνω, θα βρισκόταν στο χέρι αυτό, το οποίο έχει λυγισμένα τα δάκτυλά του και είναι μισάνοικτο. Η οπή στο σφιγμένο σε 1 H. Schrader 1969, 201 αρ. 305, εικ Ο κορμός φθάνει σε ύψος τα 0,765 μ. και είναι κατασκευασμένος από νησιωτικό μάρμαρο. Ιδιαίτερα έντονη είναι η συγγένεια των δύο κορμών στην οπίσθια όψη, καθώς και στον κορμό της Ακρόπολης ανιχνεύεται η ίδια επιφανειακή μεταχείριση των όγκων. 2 J. Marcadé (επιμ.), 1996, 58 αρ. 20 (A. Hermary). P. Bruneau J. Ducat (επιμ.) 1983, E. Walter-Karydi 1987, 88 αρ R. Thomas 1981, G. Dickins, BSA 13 ( ), J. Dörig 1987, 10, 15, 22. W. Lamb 1969, 151. E. Langlotz 1924, 89. N. Himmelmann-Wildsütz, MarWPr (1967), Το ύψος της κεφαλής του αγγίζει τα 2 εκ., ο κορμός του τα 4,2 εκ. και τα σκέλη του τα 6,9 εκ. Το μήκος των άκρων ποδών του είναι 1,7 εκ.. Τέλος, το πλάτος των ώμων του ισούται με 3,5 εκ. και των γοφών του με 2,2 εκ. 6 G. Dickins, ό. π. σημ. 1, 146. Το ιερό της Αθηνάς Χαλικοίκου ανασκάφηκε στην Ακρόπολη της Σπάρτης. 7 W. Lamb, ό. π. σημ. 1, G. Dickins, ό. π. σημ. 1, 146 κ. ε. 82

83 πυγμή χαμηλωμένο αριστερό χέρι πιθανόν εξυπηρετούσε στη λαβή ενός επιπλέον ακοντίου κατά την R. Thomas1. Ο αθλητής από τη Σπάρτη θεωρήθηκε αρχικά λανθασμένα ως παίκτης σάλπιγγας από τον G. Dickins2, παρερμηνεία που αργότερα διορθώθηκε από την R. Thomas3. Πρόκειται Πρόκειται για έναν ακοντιστή, ο οποίος με ανυψωμένο το ένα χέρι, κρατά ισορροπημένο το ακόντιο και βρίσκεται σε μία προκαταρκτική στάση του αθλήματος. Το άλλο χέρι είναι ακόμη στραμμένο προς τα κάτω. Η στιγμή αυτή του αγωνίσματος του ακοντίου δεν αντιπροσωπεύεται από την αγγειογραφία4. Παρόλο που το αγαλμάτιο από τη Σπάρτη χαρακτηρίζεται ως μία «κλειστή» σύνθεση, με περιορισμένη την αίσθηση της κίνησης, έχει ως ίδιον μία εσωτερική ελαστικότητα και αρκετά μαλακές μεταβάσεις5. Διαπιστώνεται η αναμφισβήτητη ομοιότητά του με τα γλυπτά του ναού του Δία στην Ολυμπία και κατά κύριο λόγο με τις μορφές του Πέλοπα και του Οινόμαου του Ανατολικού αετώματος. Συγγενεύουν ως προς την κλειστή σύνθεση, αλλά και την πλήρη εσωτερικής έντασης μορφή. Επίσης, συνδέονται μεταξύ τους μέσω της ζωηρής και όμως συγκρατημένης έκφρασής τους. Η στιλιστική τους συσχέτιση καθίσταται φανερή από τα μακρά σκέλη και τις περιορισμένες, αλλά ρέουσες φόρμες6. Επιπροσθέτως, η κόμη του ακοντιστή από τη Σπάρτη, η οποία έχει τη μορφή της της στενά προσαρμοσμένης στην κεφαλή σκούφιας, όπως επίσης και το κρανίο, είναι πανομοιότυπα με εκείνα της μορφής του Κλάδεου από το Ανατολικό αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία Εντούτοις, πρέπει να τοποθετείται λίγο πρωιμότερα από τα γλυπτά του ναού, διότι ομοιάζει και με τον δισκοβόλο από το ιερό των Καβείρων στη Θήβα, τον οποίο εξετάσαμε στα παραπάνω. Ο δισκοβόλος 7412 χρονολογείται περί το 490 π.χ Εάν ληφθεί υπόψη και η συγγένεια όσον αφορά στην κίνηση των χεριών και των σκελών με τον δισκοφόρο της Ν. Υόρκης - που χρονολογείται περί το π.χ. - ο ακοντιστής 1 R. Thomas, ό.π. σημ. 1, 48. Η ερμηνεία του G. Dickins υιοθετήθηκε και από τη W. Lamb, ό.. σημ. 1, 150 κ. ε. Ο J. Dörig, ό. π. σημ. 1, 10, υποστήριξε ότι η μορφή βρίσκεται σε δέηση λόγω του υψωμένο δεξιού χεριού. Ωστόσο, η ερμηνεία αυτή δε λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ο νέος ολοφάνερα έφερε κάποιο εξάρτημα στο δεξί του χέρι. 3 G. Dickins, ό. π. σημ. 1, 147. R. Thomas, ό. π. σημ. 1, 47. Αρχικά ο G. Dickins υπέθεσε πως θα μπορούσε το φερόμενο αντικείμενο να ταυτίζεται και με ένα κύπελλο. 4 Στις αγγειογραφίες, το αριστερό χέρι είναι είτε τεντωμένο προς τα πίσω είτε κρατά ακόμη το ακόντιο σε οριζόντια θέση. 5 R. Thomas 1981, J. Dörig 1987, 10,

84 της Σπάρτης ενδεχομένως κατασκευάστηκε λίγο πρωιμότερα, δηλαδή λίγο πριν το 480 π.χ.1 Το έργο συνιστά δημιούργημα του εγχώριου λακωνικού εργαστηρίου, εφόσον τα μακρά σκέλη, η περιστροφική σύνθεση και η υπογράμμιση των μυών αποτελούν ιδιότητες του εργαστηρίου αυτού2. 4. Ανδρικός κορμός3 (Αρ. Κατ. 21- Πίν. 31). Πρόκειται για τον τελευταίο από τους τέσσερις κορμούς της Δήλου. Διατηρείται σε ύψος 0,82 μ., μήκος 0,56 μ., πάχος 0,28 μ. και το ύψος του από τη βάση του λαιμού έως και το φύλο αγγίζει τα 0,61 μ. Είναι κατασκευασμένος από κυκλαδικό μάρμαρο. Δεν σώζονται η κεφαλή, ο λαιμός, ολόκληρο το δεξί χέρι, το αριστερό χέρι κάτω από τον δικέφαλο μυ4, καθώς και ολόκληρο το δεξί σκέλος, μαζί με το εμπρόσθιο τμήμα του μηρού. Το φύλο5, το οποίο ήταν κολλημένο, έχει έχει χαθεί και οι όρχεις είναι σχεδόν ολοκληρωτικά εκριζωμένοι. Υπάρχει μία ρωγμή στο ύψος του δεξιού γλουτού. Η επιφάνεια του μαρμάρου έχει διαβρωθεί σε βάθος6. Βρέθηκε 10 μ. νότια του οικήματος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στη Δήλο, τον Σεπτέμβριο του Εκτίθεται μαζί με τους υπόλοιπους δηλιακούς κορμούς στο Μουσείο της Δήλου (αρ. ευρ. Α 1740). Η παρουσίαση του κορμού είναι σχεδόν μετωπική. Θεωρείται πως διακρίνεται μία πολύ ελαφρά στροφή προς τα αριστερά. Η κεφαλή ήταν στραμμένη προς τα δεξιά. Το δεξί χέρι της μορφής θα ήταν υπερυψωμένο και εκτεινόμενο λίγο περισσότερο προς τα εμπρός από ό,τι το αριστερό, το οποίο θα χαμηλωμένο και ελαφρώς απομακρυσμένο από το σώμα7. Η θέση των σκελών είναι κάπως δύσκολο να αποκατασταθεί. Το δεξί σκέλος μάλλον θα ήταν ελαφρώς πιο προβαλλόμενο από το αριστερό. Ο Κοντολέων και η U. Knigge ερμήνευσαν τον κορμό Α 1740 ως δισκοβόλο. Όμως, το μοτίβο αυτό στάσης, με τον δίσκο να φέρεται στο αριστερό χέρι και το δεξί χέρι 1 Για τον δισκοβόλο 7412 βλ. σ R. Thomas, ό. π. σημ. 2, 49. H W. Lamb 1969, 150, κατέταξε τον ακοντιστή γενικά στο α τέταρτο του 5ου αι. π.χ. Ο E. Langlotz 1924, 89 αρ. 57, θεώρησε πως δεδομένης της ομοιότητας με τα αετωματικά γλυπτά του ναού του Δία στην Ολυμπία, πρέπει να τοποθετηθεί στα μέσα του 5ου αι. π.χ. Η χρονολόγηση αυτή, ωστόσο, είναι μάλλον πολύ όψιμη. Ο J. Dörig, ό. π. σημ. 3, 22, υιοθέτησε τη χρονολόγηση του E. Langlotz. 2 J. Dörig, ό. π. σημ. 3, A. Hermary 1984, P. Bruneau J. Ducat (επιμ.), 68 (A. Hermary). Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό, πως ο εν λόγω κορμός δεν έχει προκαλέσει τόσο έντονο ενδιαφέρον στην επιστημονική κοινότητα όσο οι «αδελφοί» του και ότι υπάρχει ένα κενό στη δημοσίευση μελετών επάνω σε αυτό. 4 A. Hermary 1984, 13. Το χέρι αυτό εντοπίστηκε αργότερα και επανακολλήθηκε από τον J. Marcadè στο σώμα. Το θραύσμα του αριστερού χεριού διατηρεί σχεδόν το αρχικό χρώμα του μαρμάρου. 5 Διαστάσεις εντομής: 3 επί 3,5, βάθους 1 εκ. 6 A. Hermary, ό. π. σημ A. Hermary, ό. π. σημ

85 τοποθετημένο υψηλά1, δεν έχει ανιχνευθεί έως τώρα. Ο A. Hermary πρότεινε ως πιθανότερη λύση να εικονίζεται ένας ακοντιστής, παρόλο που δεν αποκλείει και το ενδεχόμενο να παριστάνεται δισκοβόλος. Θα έπρεπε όμως, στην περίπτωση αυτή να υποθέσουμε ότι ο δίσκος φερόταν από το αριστερό χέρι - για λόγους ισορροπίας της μορφής - και το έργο θα ήταν σχεδόν συμμετρικό με τον κορμό δισκοβόλου Α 4276 της Δήλου2. Ο A. Hermary προχωρά παραπάνω και προτείνει ως ακόμη πειστικότερη, την ερμηνεία του κορμού Α 1740 ως αθλητή, ο οποίος πραγματοποιεί χειρονομία νίκης. Ωστόσο, στο παρόν πόνημα υιοθετούμε ως αληθοφανέστερη την ερμηνεία του ως ακοντιστή, χωρίς να αποκλείουμε και τη δεύτερη υπόθεση εργασίας. Ως παράλληλα για τη θεωρία του ακοντιστή, χρησιμοποιούνται από μέρους του A. Hermary, παραδείγματα από την πλαστική, λόγου χάριν ένα χάλκινο αγαλμάτιο ακοντιστή στο Βερολίνο, στο οποίο σώζεται και τμήμα του ακοντίου3. Επιπροσθέτως, παραθέτει το αγαλμάτιο ακοντιστή από τη Σπάρτη, για το οποίο έγινε λόγος προ ολίγου, όπως επίσης και ένα προγενέστερό του αγαλμάτιο, το οποίο προέρχεται από τον Άγιο Φλώρο, στη Μεσσηνία και βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας (αρ. ευρ )4. Αναφορικά με τη στιλιστική διαμόρφωση του κορμού Α 1740 της Δήλου, καθίσταται εμφανές ότι είναι πιο προηγμένος εν συγκρίσει με τους προηγούμενους κορμούς Α 4277, Α 4275 και Α Οι αναλογίες του κορμού είναι μάλλον ραδινές, οι μύες της θωρακικής και κοιλιακής χώρας διογκωμένοι και η καμάρα της πλάτης αδρά επεξεργασμένη. Οι λεπτομέρειες της ανατομικής διάπλασης πλησιάζουν περισσότερο σε εκείνες του κορμού Α 4276, γεγονός το οποίο γίνεται ευδιάκριτο τόσο στη διαμόρφωση του υπογαστρίου και στη θέση του φύλου, όσο και στη βάθυνση της σπονδυλικής στήλης στην οπίσθια όψη5. Εφόσον, όπως προειπώθηκε, οι δύο δηλιακοί κορμοί Α 4276 και Α 1740 αποτελούν τη δεύτερη ομάδα, η οποία διακρίνεται στο σύνολο των τεσσάρων κορμών, κατά τον A. Hermary συγγενεύουν περισσότερο με τα γλυπτά των αετωμάτων του ναού της Αφαίας στην Αίγινα παρά με εκείνα του Θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς, που παρουσιάζουν στιλιστική συγγένεια με τους δύο πρωιμότερους κορμούς Α 1 Μοναδικά παραδείγματα, στα οποία το δεξί χέρι βρίσκεται σε σχετικά υψηλή θέση, είναι μία κύλικα, η οποία προέρχεται από το Vulci και βρίσκεται στη Ρώμη (J. Jüthner 1968, 338, Πίν. LXXXV.b) και σε άλλη κύλικα [E. N. Gardiner 24 (1904), 190 εικ. 10], η οποία βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο (αρ. ευρ. Ε.58). Οι παραστάσεις που συζητώνται αφορούν στις εξωτερικές όψεις των δύο αυτών αγγείων. 2 A. Hermary, ό. π. σημ. 1, J. Jüthner 1968, Πίν. LXXXVII.b. 4 A. Hermary 1984, 14 υποσ. 4. Το αγαλμάτιο είναι χάλκινο. Προστίθεται στις συγκρίσεις και το αγαλμάτιο ακοντιστή στο Μόναχο, στο οποίο αναφερθήκαμε ήδη (αρ. ευρ ). 5 A. Hermary, ό. π. σημ. 2,

86 4277 και Α Αναφέρεται ενδεικτικά η συγγένεια που παρουσιάζουν οι δύο οψιμότεροι δηλιακοί κορμοί και κατά κύριο λόγο ο κορμός Α 4276, με ορισμένες μορφές του Ανατολικού αετώματος του ναού της Αφαίας. Οι μορφές αυτές είναι ο γνωστός ως «δεξιός πρόμαχος», ο οποίος είναι αριθμημένος ως Ο.ΙΙ και ο «αντίπαλος του δεξιού προμάχου», ταξινομημένος ως Ο.ΙΙΙ2. Δεδομένου ότι τα γλυπτά του Ανατολικού αετώματος ναού της Αφαίας στην Αίγινα χρονολογούνται περί το π.χ. και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κορμός Α 4276 χρονολογείται περί το 470 π.χ, το υπό εξέταση έργο μάλλον χρονολογείται περί το 470 π.χ.3 Ο κορμός Α 1740, προέρχεται, ομοίως με τους «αδελφούς» του από το παριανό εργαστήριο4. 5. Επιτύμβια στήλη, η οποία παριστάνει ανδρική μορφή5 (Αρ. Κατ. 22- Πίν. 32). Είναι ευρύτερα γνωστή με την επωνυμία «στήλη της Νισύρου», από τον τόπο καταγωγής της. Έχει ύψος 1,83 μ., πλάτος στο κάτω τμήμα της 0,625 μ. και στο επάνω τμήμα της 0,545 μ., ενώ το πάχος της φθάνει τα 0,19 μ. στο κάτω τμήμα και τα 0,12 μ. στο επάνω. Η μορφή της στήλης έχει ύψος 1,70 μ6. Έχει υποστεί ικανό αριθμό φθορών, από τις οποίες η η εμφανέστερη είναι ότι είναι σπασμένη σε δύο κομμάτια, τα οποία συνενώθηκαν. Επίσης, δεν σώζεται η επίστεψη της στήλης, η οποία θα ήταν πιθανότατα ένα ανθέμιο λαξευμένο ξεχωριστά και λείπουν τμήματα από το ανώτερο μέρος της αριστερής και δεξιάς πλευράς της. Είναι κατασκευασμένη από χονδρόκοκκο νησιωτικό μάρμαρο. Βρέθηκε το 1897 σε έναν αγρό, στη Νίσυρο, ενώ επί του παρόντος εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης (αρ. ευρ. 1142)7. Κατά τον K. F. Johansen, το ανάγλυφο από τη Νίσυρο αντιπροσωπεύει στην καλύτερη έκφρασή του το μοτίβο της περιόδου που μας ενδιαφέρει, σύμφωνα με το οποίο οι νεκροί 1 A. Hermary, ό. π. σημ. 2, 16. D. Ohly D. Ohly, ό. π. σημ. 4, 33-50, 33 εικ , 44 εικ Είναι προφανής η στιλιστική συγγένεια μεταξύ των δύο αετωματικών μορφών και του ζεύγους των δηλιακών κορμών Α 1740 και Α 4276, ιδίως του Α 4276, αφενός στη διαμόρφωση της κοιλιακής χώρας - λεπτομερής, αλλά ακόμη κάπως γραμμική - και της περιοχής των γεννητικών οργάνων και αφετέρου στην ιδιαίτερα πλαστικά και ρεαλιστικά αποδοσμένη οπίσθια όψη. 3 A. Hermary, ό. π. σημ. 2, 17. P. Bruneau J. Ducat (επιμ.), 68 (A. Hermary). 4 A. Hermary, ό. π. σημ. 2, 19. P. Bruneau J. Ducat (επιμ.), ό. π. σημ K. F. Johansen 1951, 127. H. Hiller 1975, 90-91, 161, 177. E. Berger 1970, 38. E. Buschor R. Hamann 1924, 36. E. Buschor, AM 74 (1959), 9. E. Akurgal, BWPr 1955, 16, 26 αρ. 10. W. Fuchs 1983, 481 αρ Ch. Picard, Manuel d Archeologie Grecque. La Sculpture I. Periode archaïque, Paris 1935, 307. P. Jacobsthal, Die Melischen Reliefs, Berlin Wilmersdorf 1931, 157. H. Schuchaardt in Antike Plastik VII, 80. G. Lippold 1950, 123 υποσ. 5. R. Lullies M. Hirmer 1960 (μτφρ. M. Bullock), 75. H. Bulle 1922, Πίν E. Langlotz 1924, 23, 140, 144. V. H. Poulsen 1937, 86. G. Despinis in Antike Plastik VII, 85 υποσ. 89. B. S. Ridgway 1970, H. Hiller, ό. π. σημ. 1, H. Hiller, ό. π. σημ

87 εικονίζονται στην ενασχόλησή τους με τα αθλήματα στην παλαίστρα. Η μορφή, αποδιδόμενη κατά κρόταφον όσον αφορά στο κατώτερο τμήμα του σώματός της, και στην κεφαλή, είναι στραμμένη προς τα δεξιά. Αντιθέτως, το ανώτερο τμήμα του σώματός της στρέφεται προς τον θεατή σε στάση τριών τετάρτων1. Η κεφαλή του νέου πενταθλητή παρουσιάζει κλίση. Η μορφή στηρίζεται με το αριστερό χέρι, το οποίο κάμπτεται στον αγκώνα, σε ακόντιο, ενώ το δεξί χέρι, επίσης ελαφρώς λυγισμένο στον αγκώνα, είναι χαμηλωμένο2. Το βάρος κατανέμεται ισομερώς και στα δύο σκέλη, παρόλο που το αριστερό είναι ελαφρώς λυγισμένο στο γόνατο. Διακρίνεται ακόμη ένας δίσκος, ο οποίος, φτιαγμένος σε πολύ χαμηλό ανάγλυφο, βρίσκεται στο υπόβαθρο της στήλης, κοντά στον αριστερό άκρο πόδα της μορφής3. Εικονίζεται ένας πενταθλητής ενασχολούμενος με το ακόντιο. Το μοτίβο αυτό επαναλαμβάνεται σε ικανό αριθμό στηλών της εποχής που μας απασχολεί, όπως θα φανεί και από το επόμενο έργο, το οποίο θα μας απασχολήσει. Αγγειογραφικά παράλληλα της στάσης αυτής δεν έχουν ανιχνευθεί. Η στήλη της Νισύρου έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας μεγάλου αριθμού μελετητών. Αναφορικά με την τεχνοτροπική της επεξεργασία, φαίνεται να προσεγγίζει τα γλυπτά του ναού του Δία στην Ολυμπία4. Το περίγραμμα της μορφής είναι σχεδιασμένο με οξύτητα. Οι μύες του σώματος αποδίδονται με φυσικότητα και λεπτομέρεια, ιδίως στην περιοχή των σκελών, όπου οι φλέβες των μηρών, οι αρθρώσεις των γονάτων, αλλά και οι γαστροκνημίες είναι διαμορφωμένες με ακρίβεια. Η κόμμωση του ακοντιστή από τη Νίσυρο διαθέτει την πολυσυζητημένη σε ικανό αριθμό έργων μας, μορφή του στενά προσαρμοσμένου στην κεφαλή σκούφου. Μάλιστα, είναι πανομοιότυπη με την κόμμωση του Κλάδεου από το Ανατολικό αέτωμα του ναού του Δία5. Ο οφθαλμός είναι φυσιοκρατικά αποδοσμένος, με την κόρη να τοποθετείται κοντά στον δακρυϊκή κόγχη και το πιγούνι έχει όγκο και είναι στρογγυλεμένο6. Η στήλη της Νισύρου συγκρίνεται και με τη λεγόμενη στήλη του Βατικανού, για την οποία θα γίνει λόγος σε επόμενο υποκεφάλαιο, διότι εμφανίζουν αρκετές στιλιστικές ομοιότητες, κατά κύριο λόγο στη διαμόρφωση των 1 R. Lullies M. Hirmer, ό. π. σημ. 1, 76. K. F. Johansen, ό. π. σημ. 1, K. F. Johansen, ό. π. σημ. 5. Ο δίσκος αυτός θα ήταν αρχικά δηλωμένος και με χρώμα, γεγονός που θα είχε σαν αποτέλεσμα να καθίσταται πιο ευδιάκριτος. 4 R. Lullies M. Hirmer 1960 (μτφρ. M. Bullock), P. Jacobsthal, Die Melischen Reliefs, Berlin Wilmersdorf 1931, 157. Ο R. Lullies αναφέρει ότι οι λεπτομέρειες της κόμης θα υπογραμίζονταν και αυτές με τη βοήθεια του χρώματος, λόγου χάριν οι επιμέρους βόστρυχοι. 6 Για τον τρόπο απόδοσης των χαρακτηριστικών του προσώπου βλ. :R. Lullies M. Hirmer, ό. π. σημ

88 χεριών και των σκελών, αλλά και των χαρακτηριστικών του προσώπου. Βέβαια η στήλη του Βατικανού χρονολογείται λίγο οψιμότερα από αυτή της Νισύρου1. Η στήλη μας έχει χρονολογηθεί από τον K. F. Johansen και από τον W. Fuchs στη δεκαετία π.χ., άποψη που φαίνεται αρκετά πειστική2. Όσον αφορά στον προσδιορισμό του εργαστηρίου στο οποίο κατασκευάστηκε η στήλη της Νισύρου, οι E. Buschor R. Hamann την κατατάσσουν στις ανατολικοϊωνικές στήλες3, ενώ ο E. Langlotz την τοποθετεί στα συμφραζόμενα μίας όχι απόλυτα ομοιογενούς βορειοελλαδικής σχολής4. Αποσπασματικά διατηρημένη επιτύμβια στήλη ανδρικής μορφής5 (Αρ. Κατ Πίν. 33). Το σωζόμενο ύψος της στήλης είναι 0,57 μ., το πλάτος της 0,43 μ. και το πάχος της 0,10 μ. Διατηρούνται μόνο τα σκέλη της μορφής και τμήμα του ακοντίου, στο οποίο στηριζόταν. Το μάρμαρο από το οποίο είναι φτιαγμένη είναι χονδρόκοκκο, κατά τα φαινόμενα παριανό. Βρέθηκε στην Ερέτρια, στο Μουσείο της οποίας φυλάσσεται (αρ. ευρ.49)6. Ο νεκρός παριστάνεται στο ίδιο μοτίβο με αυτό της στήλης της Νισύρου. Ο τρόπος στήριξης της μορφής είναι επίσης σχεδόν ταυτόσημος7, με μόνη τη διαφορά ότι το αριστερό κατώτερο σκέλος δεν πατά με ολόκληρο το πέλμα επί του εδάφους της στήλης, οπότε είναι άνετο και το δεξί αντιστοίχως στάσιμο. Μπορούμε να υποθέσουμε με μεγάλη πιθανότητα ότι το ανώτερο τμήμα του σώματος της μορφής θα παριστανόταν, ομοίως με το νέο της στήλης της Νισύρου, σε στάση τριών τετάρτων. Ο τρόπος απόδοσης των σκελών είναι ακόμη φυσικότερος από ό,τι στον ακοντιστή της Νισύρου. Η οπίσθια κνημιαία χώρα και το έξω σφυρό έχουν απαλλαχθεί από την ελαφρώς σχηματική διαμόρφωση στη στήλη της Νισύρου, στην οποία οι ημιτενοντώδεις μύες υπογραμμίζονταν υπερβολικά. 1 R. Lullies M. Hirmer, ό. π. σημ. 1. K. F. Johansen, 1951, 127. W. Fuchs 1983, 481 αρ Ο R. Lullies την τοποθετεί γενικά κατά την εποχή των γλυπτών του ναού του Δία στην Ολυμπία (R. Lullies M. Hirmer, ό. π. σημ. 1). Η H. Hiller 1975, 161, τη χρονολογεί στα μέσα του 5ου αι. π.χ. Ο P. Jacobsthal, ό. π. σημ. 2, την εντάσσει στην αρχή της πέμπτης δεκαετίας του 5ου αι. π.χ. O H. V. Poulsen τη χρονολογεί κατά το β τέταρτο του 5ου αι. π.χ. Ο E. Akurgal, BWPr 1955, 26 αρ. 10, την τοποθετεί περί το 460 π.χ, ενώ, τέλος, ο E. Buschor, AM 74 (1959), 9, στην αρχή της έκτης δεκαετίας του 5 ου αι. π.χ. 3 E. Buschor R. Hamann 1924, E. Langlotz 1924, 140 αρ H. Schuchardt in Antike Plastik VII, 80. E. Buschor, ΑΜ 74 (1959), 36. K. F. Johansen, 1951, 127 υποσ. 1. H. Hiller 1975, 90-91, 93, 96, 120, 122, 128, 177. E. Buschor R. Hamann, ό. π. σημ. 1, 36. H. Möbius, RE III A (1929), λ. Stele, E. Pfuhl, JdI 50 (1935), 17. G. Despinis in Antike Plastik VII, H. Hiller, ό. π. σημ. 1, K. F. Johansen, ό. π. σημ

89 Κατά συνέπεια, η στήλη της Ερέτριας χρονολογείται λίγο πιο μετά από αυτήν της Νισύρου, περί τα μέσα του 5ου αι. π.χ.1 Η H. Hiller κατατάσσει τη στήλη της Ερέτριας από κοινού στη νησιωτική ιωνική εργαστηριακή παράδοση, για την ακρίβεια του νησιού της Πάρου2 και στην ηπειρωτική παράδοση, συγκεκριμένα την αττική, καθώς προσεγγίζει στιλιστικά εκτός από τη στήλη της Νισύρου και το αττικό ανάγλυφο του Σουνίου. Είναι πιθανό να κατασκευάστηκε σε ένα εγχώριο εργαστήριο της Ερέτριας, πάντοτε κάτω από την επίδραση των δύο κατευθύνσεων που προαναφέρθηκαν, της παριανής και της αττικής, οι οποίες συναντήθηκαν στη στήλη αυτή και αξιοποιήθηκαν δημιουργικά από τον καλλιτέχνη του γλυπτού3. 5. ΠΑΛΗ Τρόπος διεξαγωγής αθλήματος και αρχαίες μαρτυρίες: Η πάλη, όπως προαναφέρθηκε, διακρίνεται από τη μία πλευρά στην πάλη ως αναπόσπαστο τμήμα του πεντάθλου και από την άλλη πλευρά, στην πάλη ως ανεξάρτητο αγώνισμα. Πρέπει να διευκρινιστεί ωστόσο, ότι διέθετε διαφορετική μορφή αφενός στο πένταθλο και αφετέρου ως ξεχωριστό άθλημα. Αναλυτικότερα, στα πλαίσια του πεντάθλου, η πάλη αποκαλούνταν ὀρθία πάλη ή ὀρθὴ ή ὀρθοπάλη ή σταδαία πάλη, ένα απλούστερο είδος πάλης, στο οποίο οι αθλητές αγωνίζονταν όρθιοι και ο αγώνας έληγε όταν ο ένας από τους δύο αντιπάλους κατόρθωνε να ρίξει τον άλλο κάτω. Για την ακρίβεια, νικητής αναδεικνυόταν εκείνος, ο οποίος έριχνε κάτω τον αντίπαλό του τρεις φορές, τριακτήρ4. Η αρχική στάση των παλαιστών ονομαζόταν σύστασις ή παράθεσις. Οι δύο αντίπαλοι, ο ένας απέναντι στον άλλο, εφάρμοζαν αρχικά λαβές χεριών, τον γνωστό ως ἀκροχειρισμὸ και στη συνέχεια λαβές στον κορμό. Σύμφωνα με τους κανόνες του αγωνίσματος, απαγορεύονταν τα χτυπήματα και το δάγκωμα5. Επίσης, δεν επιτρεπόταν η διεξαγωγή του αθλήματος εκτός του χώρου του σκάμματος. Αντιθέτως, η πάλη ως ανεξάρτητο του πεντάθλου αγώνισμα, συμπεριλαμβανόταν στα βαρέα ἄθλα 1 H. Hiller, ό. π. σημ. 1, 177. Επισημαίνεται ότι το μάρμαρο της στήλης προέρχεται από την Πάρο. 3 H. Hiller, ό. π. σημ. 1, Πρώτη θεωρούνταν η πρηνηδόν, η ύπτια έκταση του αντιπάλου παλαιστή και η ακινητοποίησή του με κάποια λαβή. M. Poliakoff 1987, M. Poliakoff, ό. π. σημ. 1,

90 και ονομαζόταν κάτω πάλη, κύλισις ή ἀλίνδησις. Σε αυτήν ο αγώνας εξακολουθούσε μέχρι ο ένας, αυτός που είχε καταβληθεί να ἀπαγορεύσει, δηλαδή να αναγκαστεί να παραδεχθεί την ήττα του υψώνοντας το ένα ή τα δύο δάκτυλα του ενός χεριού1. Οι αθλητές άλειφαν το σώμα τους με λάδι και το έτριβαν με λεπτή σκόνη, ώστε να γλιστρούν τα χέρια των αντιπάλων και να μη δύνανται να τους εφαρμόσουν λαβή. Η λάσπη που δημιουργούνταν ανάγκαζε τους αθλητές να επιχειρούν να πιάσουν σφικτά τον αντίπαλό τους, ενώ η σκόνη απορροφούσε τον ιδρώτα2. Η πάλη εισάχθηκε στα Ολύμπια κατά την 18η Ολυμπιάδα, το 708 π.χ. Η πάλη παίδων καθιερώθηκε αργότερα, το 632 π.χ., κατά την 37η Ολυμπιάδα. Το γεγονός ότι ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές άθλημα στον αρχαίο ελληνικό κόσμο αποδεικνύεται από τις πολυάριθμες παραστάσεις στα μελανόμορφα ήδη αγγεία, στις οποίες έχουμε στιγμιότυπα πάλης μυθολογικού περιεχομένου, λόγου χάριν την πάλη του Ηρακλή με τον Ανταίο, αλλά και με τον Αχελώο, τον Τρίτωνα και το λιοντάρι της Νεμέας3. Τα ζεύγη των παλαιστών καθορίζονταν με κλήρωση. Οι κλήροι διαλέγονταν από ένα αργυρό κράνος μέσα στο οποίο βρίσκονταν. Οι κλήροι περιείχαν γράμματα του αλφαβήτου, ένα ζεύγος από το καθένα, ώστε να προσδιορίζονται τα ζεύγη των αντιπάλων. Σε περίπτωση που υπήρχε περιττός αριθμός παλαιστών, αυτός ο οποίος πλεόναζε αποτελούσε τον ἕφεδρο, ο οποίος έμπαινε στο αγώνισμα όποτε ο ένας από κάποιο ζεύγος αντιπάλων ηττώνταν. Συνεπώς, είχε το πλεονέκτημα ότι διέθετε πληθώρα δυνάμεων. Γίνεται κατανοητό πως ο παράγοντας τύχη στις κληρώσεις έπαιζε σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του τελικού νικητή4. Μία επιγραφή από την Ολυμπία αφιερωμένη στον Αρίστωνα, αναφέρει σχετικά ότι δεν είχε ποτέ την τύχη να τραβήξει κλήρο εφέδρου και ήταν ἀνέφεδρος5. Οι σωματικές αρετές, τις οποίες έπρεπε να συγκεντρώνει ένας καλός παλαιστής μας δίνονται από τον Φιλόστρατο, στον Γυμναστικό του. Κατά τον Φιλόστρατο, ο πρότυπος παλαιστής διαθέτει ωραίο παράστημα, δεν είναι πολύ υψηλός, έχει μακρύ και ευκίνητο αυχένα, δυνατούς ώμους, μυώδη χέρια όπου οι φλέβες να είναι καλοσχηματισμένες, ογκώδες, προτεταμένο στέρνο, με γραμμωμένους μύες. Πρέπει να έχει επίπεδο υπογάστριο, δυνατό ισχίο, ευθεία αλλά εύκαμπτη σπονδυλική στήλη και γεμάτους 1 Σ. Α Σουλή 2002, 32. Ν. Γ. Λάσκαρης 2004, Ν. Γ. Λάσκαρης, ό. π. σημ. 3, E. N. Gardiner, JHS 25 (1905), E. N. Gardiner, ό. π. σημ. 1, K. Purgold W. Dittenberger 1966, Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 170 αρ

91 μηρούς. Επίσης, καλό είναι να έχει ευλύγιστα πλευρά, μέτριους γεροδεμένους γλουτούς, ενώ τα σκέλη πρέπει να διαθέτουν ίσιες κνήμες επάνω από τα σφυρά για ευστάθεια και οι μηροί να βρίσκονται σε ευθεία με το υπόλοιπο σκέλος, να είναι σφιχτοδεμένοι και μυώδεις1. Στον Ανάχαρση του Λουκιανού, στον διάλογο μεταξύ Λουκιανού και Ανάχαρση, περιγράφονται τα στάδια της πάλης, από τη στιγμή της προπόνησης, την επάλειψη με λάδι και την ίδια τη διεξαγωγή του αθλήματος έως την αναγνώριση της λήξης του αγώνα από τον ηττημένο αντίπαλο2. Στους ομηρικούς χρόνους, οι παλαιστές φορούσαν ακόμη μία λουρίδα, γνωστή ως περίζωμα3. Ωστόσο, φαίνεται ότι οι αθλητές ήδη πριν από τον 5ο αι. π.χ πάλευαν γυμνοί. Έχει θεωρηθεί ότι η ρίψη του αντιπάλου στο έδαφος προσμετρώνταν μόνον όταν έπεφτε με την πλάτη στο έδαφος, δηλαδή σε ύπτια έκταση. Ίσως όμως η αντίληψη αυτή να οφείλεται στην τάση να συσχετίζεται απόλυτα η αρχαία ελληνική πάλη με τη σύγχρονη «ελληνορωμαϊκή», όπου ισχύει ο κανόνας αυτός. Ως ενισχυτικό της άποψης αυτής θεωρούν ορισμένοι μελετητές ένα χωρίο από τις Ικέτιδες του Αισχύλου, στο οποίο εντοπίζεται η φράση πίπτει ἀσφαλὲς ἐπὶ νώτῳ4. Εντούτοις, το χωρίο αυτό δεν αποδεικνύει ότι η ρίψη στο έδαφος συνιστούσε τη μοναδική που ίσχυε. Αντιθέτως, ένα άλλο χωρίο του Αισχύλου, από τους Πέρσες, αποδεικνύει ότι και η πτώση του αντιπάλου στο ένα γόνατο θεωρούνταν αποφασιστική και παρείχε τη νίκη στον παλαιστή, τον οποίο την επιτύγχανε5. Η φράση ἐπὶ γόνυ κέκλιται παραπέμπει αναμφίβολα στην πάλη και δηλώνει μία αποφασιστική πτώση, εντελώς αντίθετη ως προς τη φράση πίπτει ἀσφαλὲς, ενώ επιπλέον η λέξη αἰνῶς, η οποία επαναλαμβάνεται δύο φορές, υπογραμμίζει το γεγονός ότι η ήττα του αντιπάλου είναι στην περίπτωση αυτή ολοκληρωτική. Η δεύτερη θεώρηση των κανόνων της πάλης ενισχύεται ακόμη περισσότερο από ένα μικρό απόσπασμα της Ιστορίας του Ηροδότου, στο οποίο γίνεται λόγος για την ήττα των κατοίκων της Χίου και χρησιμοποιείται και πάλι η φράση ὲς γόνυ τὴν πόλιν ἔβαλε6. Τα δύο αυτά αποσπάσματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι όποιος από τους δύο αντιπάλους έπεφτε με το ένα γόνατο στο έδαφος, ηττώνταν. Μία ακόμη αποφασιστική πτώση φαίνεται πως ήταν εκείνη με τον έναν ώμο. Αυτό συνάγεται 1 Φιλόστρατος, Γυμναστικός, 35. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ αρ. 44. Λουκιανός, Ανάχαρσις, 1-8, Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ αρ Όμηρος, Ιλιάς, Ψ. 683, 700. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ αρ E. N. Gardiner, JHS 25 (1905), 20. Αισχύλος, Ικέτιδες, Ι.90. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 176 αρ Αισχύλος, Πέρσαι, Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 176 αρ Ηρόδοτος, Ιστορία, VI.27. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 176 αρ

92 από μία φράση στους Ἱππῆς του Αριστοφάνη, «πέσοιεν ὲς τὸν ὦμον ἐν μάχῃ τινί»1. Το μοναδικό γνήσιο παράδειγμα ὀρθὴς πάλης, το οποίο παρέχει πολύτιμη πληροφόρηση, απαντά κατεξοχήν στον Όμηρο2, στην πάλη που λαμβάνει χώρα μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα του Τελαμώνιου, όπου οι αντίπαλου λαμβάνουν την αρχική θέση με τους ώμους κεκλιμένους προς τα εμπρός και τα χέρια σε λαβή. Εν συνεχεία, εφόσον κανείς από τους δύο δεν κατορθώνει να επιτύχει αποφασιστική πτώση του άλλου, ο Αίας προτείνει να επιχειρήσουν να υψώσουν ο ένας τον άλλο επάνω από το έδαφος- ἤ μ ἀνάειρ ἤ ἐγὼ σέ - και να ρίξουν τον αντίπαλο πίσω από την πλάτη τους, μία καθόλα δίκαιη κίνηση της ὀρθὴς πάλης. Κατά την απόπειρα του Αίαντα να τον σηκώσει, ο Οδυσσέας βάζει το γόνατό του πίσω από το γόνατο του Αίαντα, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του και έπειτα πέφτει επάνω του, ένα είδος λαβής που χρησιμοποιείται και στη σύγχρονη πάλη από τον ελαφρύτερο αντίπαλο προκειμένου να εξουδετερώσει το πλεονέκτημα του βαρύτερου. Αντιστοίχως, όταν ο Οδυσσέας αποπειράται να σηκώσει τον Αίαντα δεν τα καταφέρνει και ως συνέπεια, βάζει τα γόνατά του πίσω από εκείνα του αντιπάλου - ἐν δὲ γόνυ γνάμψεν -, ώστε αμφότεροι πίπτουσιν πλάγιοι, κίνηση που καλούνταν μεταπλασμός ή παρακαταγωγή, στην οποία περίπτωση κανείς από τους παλαιστές δεν υπερτέρησε έναντι του άλλου. Ο Αχιλλέας στο σημείο αυτό δίνει τέλος στον αγώνα και παρέχει στον καθένα ισάξιο έπαθλο. Έχει τεθεί το ζήτημα εάν ο όρος τρὶα παλαίσματα, που απαντά στους αρχαίος συγγραφείς αντιστοιχεί σε τρεις γύρους ή σε τρεις πτώσεις, που επέφεραν τη νίκη. Ο E. N. Gardiner θωρεί ότι είτε το πρώτο είτε το 1 Αριστοφάνης, Ἱππῆς, Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 176 αρ. 50. Όμηρος, Ιλιάς, Ψ Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ αρ. 46. Τα παραδείγματα πάλης τα οποία περιγράφονται από μεταγενέστερους συγγραφείς, όπως ο Νόννος και ο Κόιντος Σμυρναίος απλώς αντιγράφουν τον Όμηρο και αφορούν κατά κύριο λόγο σε τροποποιήσεις της πάλης ως δάνεια από το παγκράτιον. Εξάλλου, η όψιμη χρονολόγηση των συγγραφέων αυτών καθιστά τις περιγραφές τους λιγότερο αξιόπιστες ακόμη και από εκείνες των Λατίνων ποιητών, λόγου χάριν του Οβίδιου, του Στάτιου και του Λουκανού. Οπωσδήποτε οι τελευταίοι παραθέτουν σκηνές παγκρατίου και όχι πάλης, στις οποίες θα επανέλθουμε στο αντίστοιχο υποκεφάλαιο. Στην περιγραφή του Κόιντου Σμυρναίου, IV.215, όπου παλεύουν οι Αίας και Διομήδης, ο Διομήδης εξουδετερώνει την προσπάθεια του Αίαντα να τον σηκώσει και να τον λυγίσει προς τα πίσω ἄξαι σηκώνοντάς τον ο ίδιος, στρέφοντας τους ώμους του προς τα κάτω και ταυτοχρόνως περιπλέκοντας τα σκέλη του γύρω από καθένα από τα σκέλη του αντιπάλου, νικώντας τον πρώτο γύρο. Στον επόμενο γύρο, αφού ο Αίας μάταια επιχειρεί να πιέσει τον Διομήδη στο έδαφος, καταφέρνει λαβή γύρω από τη μέση του και τον αναποδογυρίζει, με τρόπο παρόμοιο με εκείνο στον οποίο αποδίδεται συνήθως η νίκη του Θησέα έναντι των διαφόρων αντιπάλων του στην αρχαία ελληνική τέχνη. Κατόπιν, ο αγώνας λήγει και πάλι με την παρέμβαση του Αχιλλέα, ο οποίος κηρύττει ισοπαλία. Δεύτερο ζεύγος παλαιστών αποτελούν έπειτα ο Αρισταίος και ο Αιακός, όπου η πάλη μεταρέπεται κατά τη διάρκεια του αγώνα σε παγκράτιο και παρεμβαίνουν οι κριτές για να σώσουν από τον θάνατο τον Αρισταίο. Τα ίδια ισχύουν περίπου και στην περίπτωση του Νόννου και τις σκηνές πάλης που εντοπίζονται στα Διονυσιακά του, XXXVII Επίσης, παρόμοια είναι τα περιγραφόμενα στον Απολλόδωρο, Οι ύστεροι αυτοί συγγραφείς πολύ λίγο συνεισφέρουν στο να μας διαφωτίσουν σχετικά με τις αρχές της πάλης. 2 92

93 δεύτερο, δηλαδή το να υπερτερήσει κανείς στους τρεις από τους πέντε γύρους πάλης ή να επιτύχει να ρίξει τον αντίπαλο τρεις φορές, αναδείκνυε το νικητή. Στηρίζει την άποψή του αυτή για τον λεγόμενο τριαγμό τόσο σε ένα απόσπασμα έργου του Σοφοκλή 678 : «τίν οὐ παλαίουσ ἐς τρὶς ἐκβάλλει θεῶν;» όσο και σε έτερο χωρίο του Απολλόδωρου : «ἕτι δὲ ἐπὶ τὸ τρίτον καταβαλὼν ὥσπερ πὰλαισμα ὥρμα τὸν νεανίσκον»1. Οι λαβές στην πάλη ονομάζονταν με κριτήριο το σημείο του σώματος όπου εφαρμόζονταν. Αναλυτικότερα, η λαβή σε κόμπο λεγόταν ἆμμα, ο αποπνιγμός του αντιπάλου καλούνταν ἄγχειν, η τρικλοποδιά ἀγκυρίζειν και όπως θα δούμε σε ένα εκ των εξεταζομένων μνημείων, η λαβή στον τράχηλο λεγόταν τραχηλίζειν. Επιπλέον, υπήρχε η μεσολαβή διαλαμβάνειν η υπερύψωση του αντιπάλου ἀναβαστάσαι εἰς ὕψος και η πτώση στο έδαφος - ράσσειν2. Μνημεία: 1. Σύμπλεγμα δύο παλαιστών, το οποίο δυστυχώς σώζεται σε ιδιαιτέρως αποσπασματική κατάσταση3 (Αρ. Κατ. 24- Πίν. 34). Διατηρείται σε ύψος 7,5 εκ. και είναι φιλοτεχνημένο σε χαλκό. Πρόκειται για πολύ σημαντικό έργο, καθώς συνιστά το μοναδικό σύμπλεγμα, στο οποίο έχουν σωθεί, έστω αποσπασματικά, και οι δύο μορφές των αντιπάλων. Τα αγαλμάτια παρουσιάζουν διάβρωση σχεδόν σε όλη την έκτασή τους, γεγονός το οποίο καθιστά δύσκολη τη διαπίστωση λεπτομερειών αναφορικά με τη διαμόρφωσή τους. Λείπουν τα σκέλη της μίας μορφής, από το ύψος των γονάτων. Το σύμπλεγμα προέρχεται από την Ακρόπολη των Αθηνών, οπότε αποτελούσε ανάθημα. Φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας (αρ. ευρ. 6605). Παριστάνονται δύο παλαιστές στο μοτίβο κατά το οποίο ο ένας έχει ανασηκώσει τον αντίπαλό του από το έδαφος προκειμένου να τον ρίξει την επόμενη στιγμή πίσω από την πλάτη του. Η στάση αυτή της πάλης περιγράφηκε ήδη λεπτομερώς παραπάνω. Το μοτίβο αυτό ανιχνεύεται και σε αγγειογραφικές παραστάσεις, λόγου χάριν σε έναν ερυθρόμορφο αμφορέα του Ζωγράφου του Ανδοκίδου, ο οποίος βρίσκεται στο Βερολίνο (αρ. ευρ. 2159)4. Ομοίως με το σύμπλεγμα της Ακρόπολης, ο παλαιστής στα αριστερά αρπάζει τον αριστερό καρπό του αντιπάλου, αλλά ο τελευταίος ορμώντας γρήγορα προς τα εμπρός έχει αχρηστεύσει το δεξί χέρι του πρώτου, το οποίο θα έπρεπε να έχει αιχμαλωτίσει τον 1 Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, II Ε. Σπαθάρη 2000, R. Thomas 1981, W. Fuchs 1983, 341 αρ U. Hausmann 1977, 145. V. Stais 1910, R. Thomas, ό. π. σημ. 2, 51. E. N. Gardiner, JHS 25 (1905), 270 εικ

94 βραχίονα. Εν συνεχεία, στην επόμενη σκηνή της πάλης, που απεικονίζεται δεξιότερα στο αγγείο, ο δεύτερος παλαιστής, περνώντας το χέρι του πίσω από την πλάτη του αντιπάλου του, αρπάζει το δεξί του χέρι κάτω από τον αγκώνα και τον σηκώνει από το έδαφος1. Το σύμπλεγμά μας εμψυχώνει τη δεύτερη σκηνή του αμφορέα στο Βερολίνο. Το παριστώμενο μοτίβο είναι σύνηθες και σε υστεροαρχαϊκές παραστάσεις μυθικών μαχών σε σύνολα αρχιτεκτονικών γλυπτών, όπως για παράδειγμα στο σύμπλεγμα του Θησέα και της Αντιόπης στο Ανατολικό αέτωμα του ναού του Απόλλωνα Δαφνηφόρου, στην Ερέτρια2. Εάν ληφθούν υπόψη η δομή του σώματος των δύο μορφών του συμπλέγματος 6605, οι αναλογίες και τα φυσιοκρατικά αποδοσμένα, σε κίνηση μέλη του σώματος, το έργο πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά μαζί με το αγαλμάτια δισκοβόλων 4246 στο Λούβρο και στη Στουτγάρδη 3.163, καθώς και με τον άλτη του Λένινγκραντ Β 44. Συνεπώς, σύμφωνα με την R. Thomas, το σύμπλεγμα χρονολογείται περί το 460 π.χ.4 Όσον αφορά στην καταγωγή του, προφανώς πρόκειται για αττικό έργο, γεγονός που συνάγεται και από τον τόπο ανεύρεσής του. 2. Αγαλμάτιο, το οποίο αποτελούσε τμήμα συμπλέγματος παλαιστών5 (Αρ Κατ. 25- Πίν. 35). Η αντίπαλη μορφή δεν έχει διατηρηθεί. Η σωζόμενη μορφή ανέρχεται σε ύψος 6,7 εκ. και είναι κατασκευασμένη από χαλκό. Από αυτήν μόνο το αριστερό χέρι από το ύψος του πήχη δεν διατηρείται. Το μήκος της διαγωνίου που σχηματίζει η μορφή με τον τρόπο με τον οποίο έχει τοποθετηθεί επί της βάσης, φθάνει τα 8,6 εκ.6. Ίχνη του αντιπάλου του παλαιστή διατηρούνται στην εσωτερική πλευρά του αριστερού χεριού, της αριστερής πλευράς του στήθους και της αριστερής πυγμής. Η απόσταση μεταξύ δεξιού και αριστερού χεριού θα ήταν 1,3 εκ., οπότε θα επαρκούσε για να βρίσκεται εκεί η κεφαλή του ετέρου παλαιστή. Υπάρχει μία λεπτή στρώση πράσινης πατίνας στην 1 E. N. Gardiner, ό. π. σημ. 3, 270. R. Thomas, ό. π. σημ. 2. G. Lippold 1950, 73, Πίν Βλ. σ R. Thomas 1981, 51. Ο W. Fuchs 1983, 341 αρ. 377, το χρονολογεί το π.χ., ο U. Hausmann 1977, 145, το εντάσσει στο διάστημα 460/440 π.χ. και τέλος, ο V. Stais 1910, 280, το χρονολογεί κατά τον 4ο αι. π.χ., χρονολόγηση πολύ όψιμη κατά την άποψη του γράφοντος. 5 R. Thomas, ό. π. σημ. 2, K. A. Neugebauer, AA 1937, D. G. Mitten - S. F. Doeringer 1968, 100 αρ. 97. U. Hausmann, ό. π. σημ. 2, Ο K. A. Neugebauer, ό. π. σημ. 3, 497, προτείνει ότι το αγαλμάτιο πρέπει να βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο ακριβώς με το έδαφος, τοποθετημένο σε γωνία 30. Στην περίπτωση αυτή, το ύψος αλλάζει σε 4,4 εκ. 2 94

95 επιφάνεια του αγαλματίου1. Το αγαλμάτιο θεωρείται ότι προέρχεται από τη Δωδώνη. Αγοράστηκε από ιδιώτη συλλέκτη το 1937 στην Αθήνα2. Ο παλαιστής μας στέκεται ενάντια στον αντίπαλό του και μεταθέτει το βάρος του σε αυτόν, καθώς στηρίζεται στο έδαφος με τα άκρα των δακτύλων των ποδών του. Το αριστερό σκέλος του, το οποίο είναι λυγισμένο, είναι τοποθετημένο σε υψηλότερο σημείο από ό,τι το τεντωμένο δεξί του σκέλος, που βρίσκεται προς τα πίσω3. Ο K. A. Neugebauer υποστήριξε ότι το σύμπλεγμα χρησίμευε ως προσάρτημα των λαβών ενός αγγείου4. Ο παλαιστής υπό μελέτη ερμηνεύθηκε αρχικά από τον K. A. Neugebauer ως Ηρακλής, ο οποίος παλεύει με τον Αχελώο, κατ αναλογία με πολυάριθμες αγγειογραφίες, οι οποίες εικονίζουν το συγκεκριμένο θέμα5. Ωστόσο, είναι πολύ πιο εύλογο να υποθέσουμε ότι πρόκειται για ένα σύμπλεγμα αθλητών, άποψη την οποία υιοθετούμε στο παρόν πόνημα6. Το μοτίβο στο οποίο θα αποδίδονταν οι δύο παλαιστές, ανιχνεύεται και σε πολυάριθμες αγγειογραφίες, όπως λόγου χάριν σε έναν μελανόμορφο αμφορέα στο Μόναχο, όπου εικονίζεται η πάλη του Ηρακλή με τον Ανταίο7. Επιπρόσθετη συναφής παράσταση ανιχνεύεται σε ένα μελανόμορφο αμφορέα στο Βρετανικό Μουσείο (αρ. ευρ. B 234), στον οποίο εικονίζεται η πάλη του Ηρακλή με το λιοντάρι της Νεμέας8. Συνεπώς, οι αγγειογραφίες που αναφέρθηκαν μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι η κίνηση της πάλης, η οποία αντανακλάται στο σύμπλεγμα της Δωδώνης είναι αυτή του τραχηλίζειν. Πρόκειται για τη λαβή που εφαρμόζει ο ένας από τους αντιπάλους στον άλλο, έχοντας αιχμαλωτίσει και με τα δύο χέρια του την κεφαλή του9. Η στιλιστική επεξεργασία του αγαλματίου, με τον λεπτομερή σχεδιασμό της επιφάνειας του κορμού του, σε συνδυασμό με την κόμμωση, η οποία ήδη παραπέμπει 1 D. G. Mitten S. F. Doeringer, ό. π. σημ. 3. R. Thomas, ό. π. σημ R. Thomas, ό. π. σημ Για τα επιχειρήματα υπέρ της άποψης αυτής,που πρέπει να ισχύει, βλ. : K. A. Neugebauer, AA 1937, K. A. Neugebauer, ό. π. σημ. 3, D. G. Mitten S. F. Doeringer 1968, 100 αρ. 97. R. Thomas 1981, E. N. Gardiner, JHS 25 (1905), 276 εικ. 15. Ο K. A. Neugebauer πραγματοποίησε τη σύγκριση αυτή και συμπέρανε ότι στο αγαλμάτιο της Δωδώνης και στον αμφορέα αυτό, όπως και στις αρχές του αυστηρού ερυθρόμορφου ρυθμού γενικότερα, έχει ενσωματωθεί ένας «αρχαϊσμός», δηλαδή η στάση των κυρτωμένων προς τα έσω άκρων δακτύλων των ποδών του. Ωστόσο, με την πάροδο των χρόνων, οι αθλητές στα ερυθρόμορφα αγγεία δεν παρουσιάζονται πλέον με σε στάση άλματος, αλλά και με τα δύο σκέλη τους να πατούν στο έδαφος (βλ. E. N. Gardiner, ό. π., 274 εικ. 11). Στην περίπτωση όμως του αγαλματίου μας, ο τρόπος απόδοσης των άκρων δακτύλων οφείλεται σε λόγους πρακτικούς, ώστε να στερεώνεται η μορφή επάνω στην κυρτή επιφάνεια του σκεύους, του οποίου αποτελούσε προσάρτημα. Οπότε, το μοτίβο στάσης του παλαιστή της Δωδώνης δύναται να παραλληλιστεί μόνο σε γενικές γραμμές με το υστεροαρχαϊκό σχήμα του αγγείου στο Μόναχο. 8 E. N. Gardiner, ό.π. σημ. 2, 276 εικ R. Thomas, ό. π. σημ. 1, 53 κ. ε. 2 95

96 στην κόμμωση των αθλητών του Πολυκλείτου, ανάγει τον παλαιστή της Δωδώνης μάλλον περί τα μέσα του 5ου αι. π.χ1 Αναφορικά με την εργαστηριακή προέλευση του αγαλματίου, μάλλον προέρχεται από τη Δωδώνη, όπως υποστηρίζει η R. Thomas, εξαιτίας του χαρακτηριστικού χρώματος της πατίνας του, της στιλπνής γαλαζοπράσινης σκωρίας, η οποία επιχωριάζει στον τοπικό χαλκό της Δωδώνης. Εξάλλου, το έργο διαθέτει ιδιότητες, οι οποίες ανάγονται στο στιλ των γλυπτών της περιοχής. Η πρόταση του K. A. Neugebauer, σύμφωνα με την οποία ο παλαιστής είναι κορινθιακός, δεν υποστηρίζεται από ισχυρά επιχειρήματα2. Β. ΒΑΡΕΑ ΑΘΛΑ ΠΑΛΗ Πρέπει να διευκρινιστεί στο σημείο αυτό ότι η πάλη ως ανεξάρτητο αγώνισμα δεν αντιπροσωπεύεται από κάποιο μνημείο στο παρόν πόνημα, διότι δεν υπάρχουν συμπλέγματα κάτω πάλης, τα οποία να χρονολογούνται την περίοδο την οποία μελετάμε. Τα σωζόμενα έργα είναι πολύ ύστερα και ανήκουν κατά κύριο λόγο στην ελληνιστική περίοδο. Θα αναφερθούν συνοπτικά ορισμένα στοιχεία για την ανεξάρτητη πάλη. Στα βαρέα ἄθλα συγκαταλέγονται ακόμη η πυγμή και το παγκράτιον. Τα βαρέα ἄθλα λάμβαναν χώρα κατά την τέταρτη ημέρα των Ολυμπίων. Εφόσον η πυγμή δεν αντιπροσωπεύεται από έργα χρονολογημένα κατά το α μισό του 5ου αι. π..χ., αλλά από οψιμότερα, δεν θα συμπεριληφθεί στην εργασία. Θα εξεταστεί, ωστόσο, το παγκράτιο. Σημειώθηκε ήδη ότι η πάλη συνιστούσε και διακριτό από το πένταθλο αγώνισμα. Πρόκειται για την κάτω πάλη, κύλισι ή ἀλίνδησι, η οποία συγκαταλεγόταν στα βαρέα ἄθλα. Στην κάτω πάλη οι πτώσεις δεν υπολογίζονταν ως ήττα και εξακολουθούσαν έως ότου ο αντίπαλος παραδεχθεί την ήττα του ἀπαγορεύοντας, πράγμα το οποίο δεν γινόταν εύκολα. Αυτό γινόταν υψώνοντας το χέρι με τον δείκτη ή με 1 Λόγου χάριν προσεγγίζει την κόμμωση του Δορυφόρου του Πολυκλείτου [J. Boardman 2002 (μτφρ. Δ. Τσουκλίδου), εικ. 184], καθώς οι μεμονωμένοι βόστρυχοι αποκτούν κυκλική μορφή και οι βόστρυχοι στην αρχή του μετώπου αρχίζουν διακριτικά να χωρίζονται στο μέσον σε δύο ομάδες μέσω μίας χωρίστρας. 2 R. Thomas, ό. π. σημ. 1,

97 τον δείκτη και το μέσο δάκτυλο τεντωμένο ώστε να ενημερωθεί ο κριτής και να σημάνει τη λήξη του αγώνα1. Οι παλαιστές της κάτω πάλης έπρεπε να διαθέτουν διαφορετικό σωματότυπο από εκείνο των παλαιστών της άνω πάλης. Συγκεκριμένα, στα προσόντα τους συμπεριλαμβάνονταν το υπερβολικό ύψος. Επίσης, υπήρχε ειδικό διαιτολόγιο που έπρεπε να ακολουθούν προκειμένου να διατηρούν το βάρος που χρειαζόταν, με πρωτεΐνες κυρίως τυριού και κρέατος2. Ένα στιγμιότυπο κάτω πάλης ανιχνεύεται στο μετάλλιο μίας ερυθρόμορφης κύλικας, η οποία βρίσκεται στην Αθήνα, στο Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς3. Έτερες απεικονίσεις της βαριάς μορφής πάλης εντοπίζονται στην εξωτερική όψη μίας ερυθρόμορφης κύλικας στο Βρετανικό Μουσείο (αρ. ευρ. E 94), καθώς και στο μετάλλιο μίας ακόμη κύλικας στο Παρίσι4. Φαίνεται πως η παράσταση σε μία μελανόμορφη στάμνο, που φυλάσσεται στη Ρώμη, στο Μουσείο του Βατικανού, εμψυχώνει ένα στιγμιότυπο κάτω πάλης, γεγονός που συνάγεται από τα βαριά σώματα των παριστανόμενων παλαιστών5. Το ίδιο συμβαίνει και στη μετόπη του Θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς, στην οποία εικονίζεται ο Θησέας με την Αντιόπη. ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΝ Τρόπος διεξαγωγής αθλήματος και αρχαίες μαρτυρίες: Το παγκράτιο αποτελούσε τον συνδυασμό των αγωνισμάτων της πάλης και της πυγμαχίας. Θεωρούνταν ως ένα από τα δυσκολότερα αθλήματα. Σύμφωνα με τη γραπτή παράδοση, ο πρώτος διδάξας του παγκρατίου ήταν ο Θησέας, ο οποίος κατέβαλε τον Μινώταυρο με παγκράτιο, ενώ άλλοι αρχαίοι συγγραφείς αποδίδουν την εφεύρεσή του στον Ηρακλή και άλλοι στον Ακαρνάνα Λεύκαρο. Ο Φιλόστρατος στον Γυμναστικό του, θεωρεί το παγκράτιον ως το καλύτερο για άνδρες αγώνισμα στα Ολύμπια. Το παγκράτιον καθιερώθηκε στα Ολύμπια το 648 π.χ., κατά την 33η Ολυμπιάδα και αργότερα ακολούθησε το παγκράτιον των παίδων6. Οι παγκρατιαστές, όπως και οι παλαιστές, αγωνίζονταν γυμνοί, με το σώμα τους αλειμμένο με λάδι και επικαλυμμένο με άμμο. Το παγκράτιο διακρινόταν σε νω ή ὀρθοστάνδην παγκράτιον, όταν ο αγώνας διεξαγόταν με τους αντιπάλους σε όρθια 1 Ε. Σπαθάρη 2000, 125. Ε. Σπαθάρη, ό. π. σημ Ε. Σπαθάρη, ό. π. σημ. 1, εικ. σ E. N. Gardiner, JHS 25 (1905), 268 εικ. 4, 5. Ο εντός ολίγου νικητής, με βυθισμένα και τα δύο ή το ένα μόνο γόνατο, έχει ανασηκώσει τον αντίπαλο από το έδαφος και τον πετάει πίσω από την πλάτη του. Η λαβή αυτή ονομάζεται «η ιπτάμενη φοράδα» στη σύγχρονη πάλη. 5 E. N. Gardiner, JHS 25 (1905), 287, 288 εικ Σ. Α. Σουλή 2002, 35. Ε. Σπαθάρη 2000,

98 θέση. Όταν όμως οι αντίπαλοι έπεφταν στο έδαφος και ο αγώνας συνεχιζόταν, επρόκειτο για το κάτω παγκράτιον. Το τελευταίο ήταν αυτό που λάμβανε χώρα στα Ολύμπια και τους λοιπούς πανελλήνιους αγώνες, ενώ το ἄνω ή ὀρθοστάνδην παγκράτιον συνηθιζόταν στις προπονήσεις και στους φιλικούς αγώνες1. Μολονότι το παγκράτιον ήταν ιδιαίτερα σκληρό άθλημα, υπήρχαν βέβαια και σε αυτό κανόνες και απαγορευτικές διατάξεις. Οι αντίπαλοι εφάρμοζαν όλες τις λαβές της πάλης που προαναφέρθηκαν και τα χτυπήματα της πυγμαχίας, αλλά χωρίς τους ιμάντες, με γυμνά χέρια. Γι αυτό το λόγο απαγορευόταν να χρησιμοποιούν τα νύχια τους. Επίσης, μπορούσε ο ένας αθλητής να τρίβει τα χέρια του άλλου, να του κρατά τους αστραγάλους, να τον χτυπάει, να τον κρατά με το ένα χέρι και να τον χτυπά με τον άλλο, όμως απαγορευόταν να του βάλει τα δάκτυλα στους οφθαλμούς ή στη μύτη. Ακόμη, δεν επιτρεπόταν το δάκνειν παρά μόνο στη Σπάρτη2. Η απαγόρευση αυτή μνημονεύεται και από τον Φιλόστρατο, στις Εικόνες του3. Το παγκράτιον είχε πολυάριθμα τεχνάσματα και λαβές. Στην αρχή του αγώνα οι αντίπαλοι επιχειρούσαν να εφαρμόσουν λαβές ο ένας εις βάρος του άλλου, στριφογυρίζοντας χέρια και δάκτυλα, εφαρμόζοντας δηλαδή τον γνωστό μας ἀκροχειρισμό. Η λαβή του ἀποπνιγμοῦ, στην οποία ο αθλητής περνούσε το χέρι του κάτω από τον λαιμό του αντιπάλου που τον είχε ρίξει μπρούμυτα, εφαρμοζόταν συχνά. Το ίδιο δημοφιλής ήταν και η λαβή του κλιμακίζειν, στην οποία πραγματοποιόταν πνιγμός του αντιπάλου με τα δύο χέρια, ενώ είχε πηδήσει επάνω στην πλάτη του. Το λάκτισμα ήταν επίσης πολύ σύνηθες και όταν εφαρμοζόταν στο στομάχι καλούνταν γαστρίζειν. Εάν ο ένας παγκρατιαστής έπιανε το πόδι του αντιπάλου με δύναμη, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του, τότε χρησιμοποιούσε το τέχνασμα του άποπτερνίζειν. Το μεγαλύτερο διάστημα του αγώνα εκτυλισσόταν στο έδαφος4. Ο Φιλόστρατος σημειώνει στον Γυμναστικό του ότι η χρήση του κώρυκου είναι απαραίτητη για τους αθλητές, οι οποίο ασχολούνται με το παγκράτιον. Ο κώρυξ ήταν ένας σάκος που χρησιμοποιούσαν οι παγκρατιαστές κατά την προπόνηση5. Ειπώθηκε ήδη ότι η ουσιαστική διαφορά μεταξύ πάλης και παγκρατίου ήταν το πότε έληγε ο αγώνας. Στην πάλη τελείωνε όταν ο ένας από τους δύο κατόρθωνε να ρίξει τρεις φορές τον 1 Σ. Α. Σουλή, ό. π. σημ. 2, Ε. Σπαθάρη, ό. π. σημ. 2. Σ. Α. Σουλή, ό. π. σημ. 2, Ε. Σπαθάρη, ό. π. σημ Φιλόστρατος, Εικόνες, 2.6. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ αρ Σ. Α. Σουλή 2002, 36. Ε. Σπαθάρη 2000, Φιλόστρατος, Γυμναστικός, 57. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 178 αρ

99 αντίπαλό του ή νικούσε στους τρεις από τους πέντε γύρους. Στο παγκράτιον αντίθετα, ο αγώνας έληγε μόνο όταν ο ένας από τους δύο παραδεχόταν την ήττα του ἀπαγορεύοντας1 και το αγώνισμα μπορεί να συνέχιζε έως ότου ένας από τους δύο παγκρατιαστές να πεθάνει. Η ακριβέστερη περιγραφή του τρόπου διεξαγωγής και των προαναφερόμενων κανονισμών του παγκρατίου παρέχονται από το χωρίο των Εικόνων του Φιλόστρατου, το οποίο εξετάσαμε ήδη2. Το εν λόγω χωρίο μας πληροφορεί πως απαγορεύεται το δάκνειν και το ὀρύττειν, σύμφωνα με τα προηγούμενα. Αντιθέτως, επιτρέπεται η πάλη, τα χτυπήματα και το λάκτισμα. Το ὀρύττειν σχετίζεται με το να βάλει ο ένας από τους δύο το χέρι ή τα δάκτυλά του βαθιά σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος του αντιπάλου και περιλαμβάνει, όπως είδαμε, το να βάλει κανείς τα δάκτυλά του στους οφθαλμούς του άλλου3. Στην εξωτερική όψη μίας ερυθρόμορφης κύλικας στο Βρετανικό Μουσείο (αρ. ευρ. Ε 78)4 παριστάνεται ο ένας παγκρατιαστής να έχει βάλει τον αντίχειρά του στον οφθαλμό του άλλου και να προσπαθεί να τον εξορύξει, ενώ ο διαιτητής παρεμβαίνει και ετοιμάζεται να τον ραβδίσει προκειμένου να τιμωρήσει την παρέκκλιση από τους κανονισμούς. Η κύλικα αυτή αποδίδεται στον Ζωγράφο του Χυτηρίου. Ο Πλάτωνας στους Νόμους του θεωρεί το παγκράτιο ως άχρηστο για την εκμάθηση της πολεμικής τέχνης στους άνδρες, καθώς δεν τους διδάσκει να στέκονται όρθιοι στα σκέλη τους, αλλά να εκτείνονται ύπτια στο έδαφος, να στέκονται με λυγισμένα τα γόνατά τους και ποικίλες άλλες στάσεις5. Ο Αριστοφάνης αναφέρει στην Ειρήνη ότι οι αντίπαλοι παλεύουν στο έδαφος και μερικές φορές στέκονται στα γόνατα6. Σκηνές του κάτω παγκρατίου δεν απεικονίζονται συχνά στην αγγειογραφία, παρά μόνο σε μυθικές παραστάσεις, λόγου χάριν στην πάλη του Ηρακλή με τον Τρίτωνα, τον Αχελώο ή τον Ανταίο. Ο Ηρακλής με τον Αχελώο παριστάνονται σε σκηνή παγκρατίου, εν πρώτοις σε έναν ερυθρόμορφο στάμνο του Παμφαίου7, όπου αντανακλάται η λαβή του κλιμακίζειν, κλιμακίζειν, που προαναφέρθηκε. Στην τραγωδία του Σοφοκλή Τραχίνιαι περιγράφεται ακριβώς η σκηνή αυτή της πάλης του Ηρακλή με τον Τρίτωνα, όπου παρουσιάζεται σαν 1 Φιλόστρατος, Γυμναστικός, 9. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 179 αρ. 53. Φιλόστρατος, Εικόνες, 2.6. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ αρ E. N. Gardiner, JHS 26 (1906), 5. 4 E. N. Gardiner, ό. π. σημ. 5, 6 εικ. 1. Η κύλικα προέρχεται από το Vulci. J. D. Beazley, ARV 401, αρ Πλάτων, Νόμοι, 796, 834. Θεόκριτος, XXIV.112. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 179 αρ Αριστοφάνης, Ειρήνη, 895. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 179 αρ E. N. Gardiner, JHS 26 (1906), 16 εικ. 7. Ο στάμνος φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο (αρ. ευρ. Ε 437). 2 99

100 αγώνας1. Επίσης, σε μία ακόμη απεικόνιση του Ηρακλή με τον Ανταίο αυτή τη φορά, εικονίζεται το στιγμιότυπο ενός ὑπτιασμοῦ του αντιπάλου, σε μία μελανόμορφη υδρία στο Μόναχο2. Μνημεία: 1. 3 Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής (Αρ. Κατ. 26- Πίν. 36). Σώζεται ακέραιο. Φθάνει σε ύψος τα 11 εκ. και είναι φιλοτεχνημένο σε χαλκό. Προέρχεται από την Κέρκυρα, ενώ φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο (αρ. ευρ. 212)4. Εικονίζεται ένας ενήλικος άνδρας, γεγονός το οποίο συνάγεται από την ύπαρξη γενειάδας. Η μορφή παριστάνεται με το σώμα μετωπικό, αλλά η κεφαλή αποδίδεται σε τρία τέταρτα. Από τα δύο χέρια του αθλητή, τα οποία είναι σφιγμένα σε πυγμή, το αριστερό είναι υψωμένο, σχηματίζοντας ορθή γωνία με το σώμα, ενώ το δεξί εικονίζεται χαμηλωμένο και ελαφρώς λυγισμένο στον αγκώνα. Επίσης, απομακρύνεται από τον κορμό. Το αριστερό σκέλος, λυγισμένο στο γόνατο, προβάλλεται προς τα εμπρός, στραμμένο πλάγια, ενώ το τεντωμένο δεξί τοποθετείται προς τα πίσω5. Όσον αφορά στο μοτίβο στάσης της μορφής, το βάρος του σώματος φαίνεται να φέρεται από το δεξί σκέλος. Αυτό συμπεραίνεται και από το ότι στην οπίσθια όψη, ο αριστερός γοφός βρίσκεται σε κάπως υψηλότερη θέση από τον δεξιό. Το αγαλμάτιο διακρίνεται από υψηλή ποιότητα. Εφόσον ο εικονιζόμενος αποδίδεται με τα χέρια σφιγμένα σε πυγμές και οι πυγμές αυτές δεν είναι τυλιγμένες με ιμάντες, πρόκειται για παγκρατιαστή. Θα έπρεπε να αντιστοιχεί στην προτεταμένη αριστερή πυγμή του το αντίστοιχα προτεταμένο δεξί χέρι σε πυγμή του αντιπάλου του, ομοίως με τις ανάλογες παριστανόμενες σκηνές άνω παγκρατίου στην αγγειογραφία6. Δεν υπάρχει κάποιο ακριβώς όμοιο αγγειογραφικό παράλληλο. Η μοναδική παράσταση που προσεγγίζει κάπως το αγαλμάτιο από την Κέρκυρα είναι ίσως αυτή σε έναν αττικό ερυθρόμορφο αμφορέα παναθηναϊκού σχήματος, με πολλές παρεκκλίσεις όμως7. Η στιλιστική διαμόρφωση του αγαλματίου είναι αποδοσμένη με ικανό βαθμό πλαστικότητας. Το γεγονός αυτό διαπιστώνεται κατά κύριο λόγο στη μυολογία της κοιλιακής χώρας του παγκρατιαστή, καθώς επίσης και στη λεπτομερή απόδοση του 1 Σοφοκλής, Τραχίνιαι, Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ αρ. 56. E. N. Gardiner, ό. π. σημ. 3, 21 εικ R. Thomas 1981, E. Laglotz 1924, 32. G. Lippold 1950, 105. U. Hausmann 1977, 144. J. Dörig 1987, αρ. 12. N. Himmelmann-Wildschütz, MarWPr 1967, R. Thomas, ό. π. σημ. 6, R. Thomas 1981, R. Thomas, ό. π. σημ. 1, E. N. Gardiner 1967, 217 εικ Ο αμφορέας βρίσκεται στη Βιέννη και χρονολογείται στον ύστερο 6ο αι. π.χ

101 τριχώματος της ηβικής χώρας. Οι μύες της οσφύος υπογραμμίζονται πλαστικά με τη μορφή διογκώσεων. Το ίδιο προσεγμένη είναι και η διαμόρφωση της κόμμωσης της μορφής. Ωστόσο, το μυϊκό σύστημα της μορφής δεν έχει ακόμη απαλλαγεί από τις τεντωμένες φόρμες και την επιπεδότητα. Συνεπώς, εάν μάλιστα συγκρίνουμε το αγαλμάτιό μας με το αγαλμάτιο δισκοφόρου της Ν. Υόρκης, το οποίο έχουμε εξετάσει, πρέπει να το χρονολογήσουμε περί το 480 π.χ., κατά την R. Thomas, διότι παρουσιάζουν τον ίδιο περίπου βαθμό πλαστικότητας1. Ο παγκρατιαστής από την Κέρκυρα έχει αποδοθεί από την R. Thomas σε κάποιο εγχώριο εργαστήριο της Κέρκυρας2. Γ. ΟΠΛΙΤΗΣ ΔΡΟΜΟΣ Τρόπος διεξαγωγής αθλήματος και αρχαίες μαρτυρίες Ο οπλίτης δρόμος εισάχθηκε στο πρόγραμμα των ολυμπιακών αγώνων οψιμότερα σε σχέση με τα έως τώρα εξεταζόμενα αθλήματα, το 520 π.χ., κατά την 65η Ολυμπιάδα. Ακολουθούσε μετά από τα βαρέα ἄθλα. Αποτελούσε το αγώνισμα με το οποίο έληγαν τα Ολύμπια. Οι οπλιτοδρόμοι έπρεπε να φέρουν οπλισμό ενώ έτρεχαν. Ο οπλισμός αυτός αρχικά περιλάμβανε κράνος, πανοπλία, ασπίδα και περικνημίδες. Ωστόσο, με την πάροδο των χρόνων τα απαραίτητα στοιχεία οπλισμού, τα οποία έφεραν οι αθλητές, μειώνονταν σταδιακά, ώσπου τελικά ήταν απαραίτητα μόνο το κράνος, η ασπίδα και οι κνημίδες. Η χρήση των κνημίδων καταργήθηκε μετά από το 450 π.χ.3. Η απόσταση που κάλυπταν οι δρομείς στον οπλίτη δρόμο ποίκιλε από τόπο σε τόπο, καθώς υπήρχαν πολυάριθμες παραλλαγές του οπλίτη δρόμου, όπως μας πληροφορεί και ο Φιλόστρατος4. Στην Ολυμπία Ολυμπία αντιστοιχούσε σε ένα δίαυλο, δηλαδή δύο στάδια, ενώ στις Πλαταιές η διαδρομή ήταν η μεγαλύτερη όλων και ισούνταν με δεκαπέντε στάδια, σχεδόν δύο μίλια. Ο νικητής καλούνταν στη Σπάρτη «ο άριστος των Ελλήνων»5. Ο οπλίτης δρόμος, ο οποίος λειτουργούσε ουσιαστικά ως πολεμική άσκηση, εισάχθηκε στους πανελλήνιους αγώνες μάλλον ως μέρος της προσπάθειας να αποκτήσουν ξανά οι αγώνες τον πρακτικό χαρακτήρα τους, που είχαν απωλέσει με την άνοδο του ανταγωνισμού των αθλητών. Συνιστούσε ένα δρώμενο, το οποίο χρησίμευε ως πόλος έλξης κυρίως των πολιτών-οπλιτών και όχι τόσο των επαγγελματιών αθλητών6. Η 1 R. Thomas, ό. π. σημ. 1, 59. Ο U. Hausmann 1977, 144, το τοποθετεί στο διάστημα π.χ. Βλ. σ R. Thomas, ό. π. σημ E. N. Gardiner 1967, 140, Φιλόστρατος, Γυμνστικός, 7. Βλ Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ αρ E. N. Gardiner ό. π. σημ. 1, 140. Στη Νεμέα η απαιτούμενη απόσταση ήταν τέσσερα στάδια. 6 E. N. Gardiner, ό. π. σημ

102 γραφικότητά του το κατέστησε ένα από τα δημοφιλέστερα αθλήματα στις παραστάσεις αγγείων. Η στάση των αθλητών στην εκκίνηση αποδίδεται πιστότερα σε ένα φημισμένο αγαλμάτιο οπλιτοδρόμου, το οποίο θα εξετάσουμε αμέσως παρακάτω, τον γνωστό ως «οπλιτοδρόμο του Tübingen»1. Το αγαλμάτιο εικονίζει έναν γενειοφόρο αθλητή, με το δεξί σκέλος λίγο πιο πίσω από το αριστερό, τα δύο γόνατα ελαφρώς λυγισμένα και τον κορμό κεκλιμένο επίσης ελαφρώς προς τα εμπρός. Το αριστερό χέρι, το οποίο έφερε τη μη σωζόμενη ασπίδα, είναι λυγισμένο και φερόμενο λίγο προς τα πίσω, ενώ το δεξί προτείνεται προς τα εμπρός και λίγο προς τα κάτω2. Ένα από τα δύο πλησιέστερα αγγειογραφικά παράλληλα της στάσης της μορφής ανιχνεύεται σε έναν αττικό ερυθρόμορφο αμφορέα από τη Νεάπολη, ο οποίος φυλάσσεται στο Λούβρο (αρ. ευρ. G.214)3. Μία αττική ερυθρόμορφη κύλικα στο Βερολίνο (αρ. ευρ. 2307)4 και μία ακόμη κύλικα του Ευφρόνιου5 αναπαράγουν την πλήρη εικόνα του αγωνίσματος. Στη μία εξωτερική όψη του αγγείου, στα δεξιά, παριστάνεται ένας αθλητής σε στάση εκκίνησης, ενώ στα αριστερά ένας δρομέας, ο οποίος έχει φθάσει στο τέρμα του σταδίου και βρίσκεται στη στάση της στροφής του διαύλου. Ένας τρίτος οπλιτοδρόμος, στο κέντρο, έχει ολοκληρώσει τη στροφή και ξεκινάει ώστε να καλύψει το υπόλοιπο μισό της διαδρομής. Στην κύλικα του Ευφρονίου, διακρίνονται δύο ομάδες, μία των δύο δρομέων αριστερά και μία αποτελούμενη από τρεις δρομείς δεξιά, εκατέρωθεν μίας ενδεδυμένης με ιμάτιο μορφής. Η κεντρική μορφή από τη δεύτερη ομάδα φοράει της περικνημίδες της. Πράγματι, ο Ηλιόδωρος στα Αιθιοπικά του αναφέρει ότι η πράξη αυτή λάμβανε χώρα ακριβώς πριν από την έναρξη του αγώνα6. Οι δύο μορφές εκατέρωθεν αυτής, με το ένα χέρι υπερυψωμένο και το σώμα καμπτόμενο προς τα πίσω, εικονίζονται πιθανότατα τη στιγμή που σταματούν προτού στραφούν πίσω για να ξαναδιατρέξουν το στάδιο. Το στιγμιότυπο αυτό του οπλίτη δρόμου περιγράφεται από τον Στάτιο, στη Θηβαϊδα7. Άξια λόγου είναι επίσης η παραπομπή του Αριστοφάνη με κωμικό τρόπο στο άθλημα του οπλίτη δρόμου, όταν ο Πισθέταιρος παρατηρώντας τον χορό των πουλιών, αναρωτιέται προσέχοντας το λοφίο τους μήπως ήρθαν από τον δίαυλο, τα παρομοιάζει 1 E. N. Gardiner, JHS 23 (1903), 270. U. Hausmann 1977, Πίν. 2. U. Hausmnann, ό. π. σημ. 5, E. N. Gardiner, ό. π. σημ. 5, 270 εικ. 1. Χρονολογείται περί το 470 π.χ. Στην άλλη όψη του αγγείου παριστάνεται ο επόπτης του αγώνα ή ο προπονητής, ο οποίος τον προειδοποιεί να περιμένει το σύνθημα της άφεσης. 4 E. N. Gardiner 1967, 141 εικ. 96. Η κύλικα χρονολογείται περί το 480 π.χ. 5 E. N. Gardiner, JHS 23 (1903), 278 εικ Ηλιόδωρος, Αιθιοπικά, IV.3. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 181 αρ Στάτιος, Θηβαϊς, IV

103 δηλαδή με οπλιτοδρόμους1. Εν κατακλείδι, ο σχολιαστής στους Ἀχαρνῆς του Αριστοφάνη, μνημονεύει στο χωρίο που είδαμε στα προηγούμενα, τον ήδη γνωστό μας Φάυλλο, ο οποίος εκτός από τις πυθικές νίκες του στο πένταθλο, ήταν επιπλέον περι νυμος αθλητής του οπλίτη δρόμου2. Μνημεία 1. Ο «οπλιτοδρόμος του Tübingen»3 (Αρ. Κατ. 27- Πίν. 37). Το φημισμένο αγαλμάτιο φθάνει σε ύψος τα 16,35 εκ. και είναι κατασκευασμένο από χαλκό. Διατηρείται σχεδόν ακέραιο, εξαιρουμένης της πρόσθετης ασπίδας που κρατούσε στο αριστερό του χέρι και του υψηλού λοφίου του κράνους του. Επίσης, λείπουν τα άκρα των δακτύλων του δεξιού χεριού και το οπίσθιο άκρο της κεντρικής επιφάνειας του δεξιού άκρου ποδός4. Ανιχνεύονται ορισμένες φθορές στην επιφάνεια του αγαλματίου, κατά κύριο λόγο στο δεξιό τμήμα του ισχίου, τους δύο μηρούς, το προβαλλόμενο αριστερό γόνατο, τη δεξιά κνήμη και την οπίσθια πλευρά του δεξιού μηρού. Επιπλέον φθορές διαπιστώνονται στον βολβό του δεξιού οφθαλμού, βυθισμένου στο μέσον, στο σχεδόν εξολοκλήρου απόν δεξί πτερύγιο της μύτης, στο διαβρωμένο δεξιό άκρο του κάτω χείλους, στην οπή στη δεξιά παρειά κοντά στο σημείο συνάντησης με τη γενειάδα, στο ημίεργο αριστερό τμήμα του άκρου της γενειάδας και, τέλος, στο σημείο επάνω από τον καρπό του δεξιού χεριού. Οι μικρές εντομές, οι οποίες παρατηρούνται κυρίως στην εμπρόσθια πλευρά του αριστερού μηρού, αλλά και στην πλάτη, στο στήθος, ακόμη και στα χέρια, ίσως οφείλονται σε μεταγενέστερες τεχνικές αλλοιώσεις. Ωστόσο, η αρχική επιφάνεια του γλυπτού καθίσταται εύκολα ανιχνεύσιμη και μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε την υψηλή ποιότητά του5. Ο τόπος προέλευσης του οπλιτοδρόμου είναι άγνωστος. Αρχικά αποτέλεσε τμήμα της ιδιωτικής συλλογής ενός βαρόνου, του Tux. Φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Tübingen από τον 18ο αιώνα. 1 Αριστοφάνης, Ὄρνιθες Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 181 αρ. 59. Σχόλιον στον Αριστοφάνη, 214. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 161 αρ U. Hausmann R. Thomas 1981, W. Lamb 1969, G. Lippold 1950, 107. E. Walter-Karydi 1987, 95. Cl. Rolley 1994, 330. E. N. Gardiner, ό. π. σημ. 2, 270. F. Hauser, JdI (2), 1887, C. C. Mattusch, Greek Bronze Statuary. From the beginnings through the fifth century B.C., Ithaca -London1988, 115. K. Schefold 1960, 221 εικ U. Hausmann, 1977, U. Hausmann, ό. π. σημ. 1, Οι σύγχρονες εργασίες συντήρησης άφησαν επίσης τα ίχνη τους επάνω στο αγαλμάτιο, συγκεκριμένα φθορές στο αριστερό βλέφαρο, στη δεξιά πλευρά του προσώπου, στη γενειάδα, στο κάτω άκρο του αυχένα, στο οπίσθιο τμήμα του αριστερού χεριού, στις μασχάλες, στη linea alba, αλλά και γύρω από τον ομφαλό, στο αριστερό ισχίο, στην αριστερή βουβωνική γραμμή, στην εμπρόσθια όψη του αριστερού μηρού, μεταξύ των γλουτών και τέλος, στην επιφάνεια της βάσης του γλυπτού

104 Στη σύγχρονη εποχή, διατρυπήθηκε η αρχική βάση του αγαλματίου, την οποία σώζει, στις δύο ελεύθερες γωνίες της προκειμένου να στηριχθεί το αγαλμάτιο. Εντούτοις, ετέρα οπή στο εσωτερικό του αριστερού άκρου ποδός, που κλείνεται διαμέσου ενός γόμφου, πρέπει να είναι αρχαία, λόγω των υπολειμμάτων κόκκινου χαλκού που έχουν διατηρηθεί κάτω από την επιφάνεια του γόμφου. Ανοίχθηκαν ακόμη τρεις οπές στο κάτω τμήμα της βάσης το 1886 για τη δειγματοληψία χαλκού1. Το αγαλμάτιο του Tübingen χύθηκε εξολοκλήρου με την τεχνική του χαμένου κεριού, όπως έδειξε η ακτινογράφησή του. Η ασπίδα και η βάση του όμως, κατασκευάστηκαν χωριστά2. Όσον αφορά στο μη σωζόμενο λοφίο του κράνους της μορφής, υπάρχουν τρία διαδοχικά πρόσθετα σημεία επάνω στον «σκούφο» του, με τη βοήθεια των οποίων στερεωνόταν το λοφίο επάνω στο σώμα του κράνους. Πίσω από το μέτωπο και το ινίο διατηρήθηκε μία μικρή τριγωνική προεξοχή, με μέγιστο πλάτος 0,3 εκ., ανάλογο περίπου με το πλάτος του άκρου του λοφίου, το οποίο εντοπίζεται στην πλάτη του αγαλματίου και ενδιάμεσα ένα πλαγίως τοποθετημένο ορθογώνιο, μήκους 0,75 εκ, πλάτους 0,46 εκ. και ύψους 0,46 εκ.3 Σύμφωνα με τον U. Hausmann, το λοφίο είχε μάλλον οφιοειδή μορφή4. O F. Hauser παρατήρησε στην εξωτερική πλευρά του αριστερού χεριού ιδίως στον δελτοειδή μυ, στην περιοχή του αγκώνα, αλλά και στην παλάμη του, μικρές λειασμένες επιφάνειες, σε συνάρτηση με αμβλυμένα άκρα. Το γεγονός αυτό τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το χέρι είχε επεξεργαστεί έτσι προκειμένου να τοποθετηθεί σε αυτό μία ασπίδα και συγκεκριμένα, η αργίτικη ασπίδα των οπλιτών5. Το αγαλμάτιο στερεώθηκε στη βάση διαμέσου δύο γόμφων, προσαρμοσμένων στους τόρμους που υπήρχαν κάτω από τα πέλματα των άκρων σκελών. Κατά τον U. Hausmann, η σωζόμενη πλίνθος της μορφής, μάλλον ήταν στερεωμένη επάνω σε μία μεγαλύτερη, χάλκινη βάση, αποτελούμενη είτε από μία είτε από περισσότερες βαθμίδες6. 1 U. Hausmann, ό. π. σημ. 1, 46. U. Hausmann, ό. π. σημ. 1, U. Hausmann 1977, 49. Ο F. Weege, Bronzestatuette eines antiken Waffenlaüfers. Rekonstruktion in Bronze mit Steinsockel. Ausgeführt und zu beziehen durch Württemb, 1921, αναδόμησε το λοφίο του οπλιτοδρόμου μας με τον πιο επιτυχημένο τρόπο, κατά τον U. Hausmann, ό. π., 49, με πρότυπο τα κράνη ορισμένων πολεμιστών από το Ανατολικό αέτωμα του ναού της Αφαίας στην Αίγινα, με ορισμένες πάντως επισημάνσεις και διορθώσεις από μέρους του τελευταίου. 4 Θεωρεί μάλιστα, ότι πρέπει να ανακατασκευαστεί με βάση το αντίστοιχο κράνος της Αθηνάς από το Ανατολικό και το Δυτικό αέτωμα του ναού της Αφαίας στην Αίγινα [J. Boardman 2001, (μτφρ. Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά), εικ ]. 5 Η αρχική διάμετρος της ασπίδας θα ήταν 6,8 εκ., εάν ληφθεί υπόψη το μήκος του πήχη μαζί με αυτό του χεριού, ενώ το πλάτος του άκρου της θα άγγιζε τα 0,4 εκ. (U. Hausmann, ό. π. σημ. 1, 51). 6 U. Hausmann 1977,

105 Σημειώθηκε ήδη ότι παριστάνεται ένας οπλιτοδρόμος σε στάση εκκίνησης1 και πραγματοποιήθηκε η εικονογραφική περιγραφή του. Το αριστερό χέρι, σφιγμένο σε πυγμή, περιέκλειε τη λαβή της ασπίδας. Επισημαίνεται ότι το βάρος της μορφής φέρεται από το αριστερό σκέλος, γεγονός που αντανακλάται και στον δεξιό γλουτό, ο οποίος βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση από τον αριστερό. Ακόμη, η αντίθετη στάση των δύο χεριών επιδρά στη διαμόρφωση της πλάτης. Η εικόνα που εμφανίζει ο οπλιτοδρόμος χαρακτηρίζεται από έναν χιασμό. Η κεφαλή μοιάζει να κινείται ελαφρώς προς τα αριστερά2. Μένει μόνο να προστεθεί το έτερο πλησιέστερο αγγειογραφικό παράλληλο του αγαλματίου. Πρόκειται για την παράσταση ενός οπλιτοδρόμου σε στάση εκκίνησης σε μία ερυθρόμορφη κύλικα του Ζωγράφου του Αλκιμάχου από το Vulci, στο Leiden3. Η στάση της εικονιζόμενης μορφής είναι σχεδόν ταυτόσημη με αυτή του υπό εξέταση έργου. Όσον αφορά στη στιλιστική διαμόρφωση του αγαλματίου, θα προστεθούν ορισμένα στοιχεία σε εκείνα που έχουν ήδη επισημανθεί στα ανωτέρω κεφάλαια. Το μυϊκό σύστημα της μορφής είναι εξαιρετικά ανεπτυγμένο, με τους έντονα σχηματισμένους μύες της φερόμενης προς τα έσω κοιλιακής χώρας, τους ογκώδεις, με γωνίες, μηρούς, τα τοξοειδή πλευρά και τους λεπτούς, αδύνατους, γοφούς. Οι οφθαλμοί, ευρισκόμενοι σε οριζόντια θέση, με τις κόρες κάπως βυθισμένες στις κόγχες, δεν είναι ομοιογενώς προσεκτικά επεξεργασμένοι. Το επάνω μέρος της λεπτής μύτης οδηγεί στην έντονη γραμμή των τοξωτών φρυδιών4. Επάνω στο μέτωπο δεσπόζουν οι τρεις επάλληλες σειρές από μικρούς κυρτωμένους βοστρύχους, οι οποίοι εκτείνονται έως το ύψος των αυτιών. Τέλος, ο «σκούφος» του κράνους είναι σφιχτά προσαρμοσμένος στην κεφαλή. Το βλέμμα του οπλιτοδρόμου κατευθύνεται προς τον δρόμο, τον οποίο εντός ολίγου θα διατρέξει5. Οι πρώιμοι μελετητές θέλησαν να ταυτίσουν το αγαλμάτιο με μυθολογικές μορφές όπως ο Οδυσσέας, ο τοξότης Πάνδαρος, ο Μενέλαος, ο Βάτων ή ο Αμφιάραος6. Εάν ο οπλιτοδρόμος του Tübingen τοποθετηθεί πλάι στον δρομέα της Ακρόπολης των Αθηνών 6614, καθίσταται εμφανής η έντονη συγγένεια που παρουσιάζουν ως προς τη μυϊκή τους διάπλαση. Η ομοιότητα είναι πιο έντονη στην κοιλιακή χώρα των δύο μορφών, καθώς επίσης και στη διαμόρφωση της ηβικής τους χώρας. Υπενθυμίζεται πως ο δρομέας 1 Αρχικά, το αγαλμάτιο είχε ερμηνευθεί λανθασμένα ως αρματηλάτης και αργότερα ο F. Hauser, JdI (2), 1887, , πρώτος υποστήριξε ότι πρόκειται για οπλιτοδρόμο. 2 U. Hausmann, ό. π. σημ. 1, F. Hauser, ό. π. σημ. 5, εικ. σ U. Hausmann 1977, U. Hausmann, ό. π. σημ. 1, C. Grüneisen, Die altgriechische Bronze des Tux schen Kabinnetts in Tübingen, Stuttgart O C. Grüneisen θεώρησε ότι το αγαλμάτιο παρίστανε αρματηλάτη. 105

106 6614 είχε χρονολογηθεί περί το 480 π.χ. Το υπό μελέτη έργο παραλληλίστηκε ακόμη από τον U. Hausmann, περισσότερο ως προς τη στάση, με ένα αγαλμάτιο οπλιτοδρόμου από την Κυρήνη1. Εξάλλου, είναι ευδιάκριτο το γεγονός ότι το αγαλμάτιο της Κυρήνης είναι οψιμότερο από αυτό του Tübingen. Αυτό συνάγεται τόσο από την απελευθέρωση του πρώτου από την υστεροαρχαϊκή, τεντωμένη κίνηση του δευτέρου, όσο και από τις ομαλότερες μεταβάσεις μεταξύ των μελών του σώματος που παρουσιάζει ο οπλιτοδρόμος της Κυρήνης. Η R. Thomas τοποθετεί τον τελευταίο περί το 460 π.χ.2 Έτερο γλυπτικό έργο με το οποίο προσεγγίζεται ο οπλιτοδρόμος του Tübingen από τον U. Hausmann, τη φορά αυτή από τη μεγάλη πλαστική, είναι ένας κορμός οπλιτοδρόμου από την Πάρο 3. Τα δύο έργα εμφανίζουν στενή στιλιστική συνάφεια όσον αφορά στη διαμόρφωση του θώρακα. Η U. Knigge χρονολογεί τον κορμό περί το 480 π.χ., ενώ ο Hausmann τον κατατάσσει λίγο έπειτα από τον οπλιτοδρόμο μας και λίγο πριν από τον κορμό Cordier, στο Λόύβρο, τον οποίο αναφέραμε παραπάνω και θα μελετήσουμε και ανεξάρτητα. Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το αγαλμάτιο του Tübingen πρέπει να ενταχθεί στο διάστημα μεταξύ π.χ., σύμφωνα και με τον Hausmann4, άποψη την την οποία υιοθετεί και η R. Thomas5. Αξίζει να επισημανθεί πως ο οπλιτοδρόμος μας συσχετίστηκε πολύ συχνά από την επιστημονική κοινότητα με ένα άγαλμα από την Ακρόπολη των Αθηνών, το οποίο δεν σώζεται και συνιστούσε ανάθημα του οπλιτοδρόμου Επιχαρίνου. Η ύπαρξή του αποδεικνύεται κατά κύριο λόγο από τη διατηρημένη βάση του6 και κατά δεύτερο λόγο από τις αναφορές του Παυσανία σε αυτό7. Το άγαλμα αυτό ήταν έργο του Κριτίου και του του Νησιώτη. Διατυπώθηκε η άποψη αρχικά από τον F. Hauser, που αργότερα ανασκεύασε και κατόπιν από τον G. Lippold, ότι το αγαλμάτιό μας αποτελεί πιστή 1 Το αγαλμάτιο αυτό είναι δυστυχώς χαμένο και μας είναι γνωστό μόνο από δύο απεικονίσεις. U. Hausmann, ό. π. σημ. 1, Πίν E. Paribeni 1953, αρ. 465, Πίν Το αγαλμάτιο συσχετίζεται από τον U. Hausmann με ένα νικητή αρματοδρομίας στα Πύθια, το 474 π.χ., τον Τελεσικράτη, τον οποίο εξυμνεί ο Πίνδαρος στην 9η Πυθική ωδή του. Γνωρίζουμε ότι στους Δελφούς ήταν στημένος ένας ανδριάντας του αθλητή, στον οποίο παριστανόταν ως οπλιτοδρόμος. Λέγεται ότι ο Τελεσικράτης ανέθεσε μετά τη νίκη του ένα αγαλμάτιο στο ιερό του Απόλλωνα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κυρήνη (U. Hausmann, ό. π., 60). 2 R. Thomas 1981, U. Hausmann, ό. π. σημ. 1, 61-62, Πίν Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.), αρ. 14. Ο αποσπασματικά διατηρημένος κορμός είναι φτιαγμένος από μάρμαρο και φθάνει σε ύψος τα 42,5 εκ. 4 U. Hausmann 1977, 107 κ. ε. 5 R. Thomas 1981, U. Hausmann, ό. π. σημ. 1, Πίν Παυσανίας, Ι Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 181 αρ

107 αναπαραγωγή του χαμένου ανδριάντα του Επιχαρίνου1. Ωστόσο, αυτή η θεωρία δε βασίζεται σε ισχυρές αποδείξεις και είναι μάλλον αυθαίρετη. Αναφορικά με την εργαστηριακή προέλευση του αγαλματίου μας, συνδέθηκε κατά καιρούς με το αιγινίτικο2, το αττικό, αλλά και το κορινθιακό εργαστήριο. Ο F. Hauser και ο U. Hausmann κυρίως υποστήριξαν τη συνάφεια που παρουσιάζει το υπό μελέτη έργο με ορισμένες από τις μορφές του Ανατολικού αετώματος του ναού της Αφαίας στην Αίγινα. Συγκεκριμένα, πλησιέστερες θεωρούνται η μορφή Ο.ΙΙ του δεξιού προμάχου, η μορφή του πεσμένου πολεμιστή Ο.ΙΙΙ και αυτή του βοηθού Ο.IV3. Η κεφαλή της μορφής συγκρίνεται συγκρίνεται από τον U. Hausmann αφενός με τη μορφή O.XI του τοξότη Ανατολικού αετώματος4 και αφετέρου με δύο κεφαλές από την Ολυμπία5. Επίσης, παραθέτει ως παράλληλο και μία κεφαλή από την Ακρόπολη των Αθηνών6. Κατά συνέπεια, είναι αδύνατο να ανευρεθεί ακριβώς το εργαστήριο από το οποίο παράχθηκε ο οπλιτοδρόμος του Tübingen, καθώς συναπαρτίζεται από στοιχεία, τα οποία μοιράζονται εξίσου το αιγινίτικο, το αττικό και το πελοποννησιακό εργαστήριο7. Δεν θα επεκταθούμε στη συσχέτιση του έργου, η οποία επιχειρήθηκε, με τον Πυθαγόρα από το Ρήγιο8. ΑΘΛΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΦΑΙΡΑ Μνημεία: 1. Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής, το οποίο είναι γνωστό ως «σφαιριστής από το 1 F. Hauser, Zur Tübingen Bronze, JdI 10 (1895), 202 κ. ε. G. Lippold 1950, 107. Η βάση αυτή, η οποία θα εξεταστεί στο αντίστοιχο υποκεφάλαιο της εργασίας για τις βάσεις ανδριάντων αθλητών, βρίσκεται σχεδόν in situ, μεταξύ του Βραυρωνείου και της Αθηνάς Προμάχου, στη νότια πλευρά του δρόμου της πομπής από τα Προπύλαια προς τον Παρθενώνα. Αποκαλύφθηκε στις 10 Μαΐου 1838 και είναι κατασκευασμένη από πεντελικό μάρμαρο. Στη μία στενή της πλευρά βρίσκεται χαραγμένη η επιγραφή : Ἐπιχαρῖνος [ ἀνέ ]θηκεν ὁ Κριτίος καὶ Νησιώτης ἐπο[ ιης ]άτην. (E. Lowey 1885, αρ. 39. A. E. Raubitschek 1949, αρ. 124). 2 Επιπροσθέτως, συσχετίστηκε με το σικυωνικό και το πελοποννησιακόεργαστήριο γενικότερα, καθώς και με κάποιο εργαστήριο της Μεγάλης Ελλάδας. 3 D. Ohly 1976, 33-59, εικ , 37-38, D. Ohly, ό. π. σημ. 7, , εικ. 78. U. Hausmann, ό. π. σημ. 1, U. Hausmann 1977, 62-65, Πίν , Οι κεφαλές προέρχονται από την Ολυμπία, ενώ σήμερα φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας (αρ. ευρ. Α-Β). Είναι κατασκευασμένες από μάρμαρο. 6 U. Hausmann, ό. π. σημ. 1, Η κεφαλή βρέθηκε στην Ακρόπολη των Αθηνών και εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας (αρ. ευρ. 6446). Είναι φιλοτεχνημένη σε χαλκό. 7 R. Thomas 1981, U. Hausmann, ό. π. σημ. 1,

108 Λιγουριό»1 (Αρ. Κατ. 28- Πίν. 38). Έχει ύψος 14,7 εκ. συμπεριλαμβανομένης της βάσης του και 13,5 εκ. χωρίς αυτήν. Είναι χάλκινο. Βρέθηκε στο Λιγουριό, μία κώμη κοντά στην Επίδαυρο. Φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου (αρ. ευρ. 8089)2. Το αγαλμάτιο διατηρείται ακέραιο. Η μορφή αποδίδεται μετωπικά. Το αριστερό χέρι προτείνεται προς τα εμπρός, λυγισμένο στον αγκώνα, κρατώντας πιθανόν σφαίρα3 εν αντιθέσει με το δεξί, το οποίο είναι χαμηλωμένο και με σφιγμένη πυγμή. Το δεξί χέρι σφίγγει τα δάκτυλα με τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματιστεί μία ευμεγέθης οπή, οπότε κρατούσε κάποιο αντικείμενο και με αυτό. Το βάρος φέρεται μάλλον από το αριστερό σκέλος, ενώ το δεξί κάμπτεται ελαφρώς στο γόνατο. Η κεφαλή είναι λίγο κεκλιμένη, ενώ ο δεξιός ώμος είναι τοποθετημένος υψηλότερα από τον αριστερό. Το αγαλμάτιο στηρίζεται στη βάση με δύο γόμφους προσαρμοσμένους σε δύο οπές στη βάση και στερεωμένους με μικρούς ήλους4. Το αγαλμάτιο ερμηνεύεται ως παίκτης ενός είδους hockey5. Απεικόνιση αθλήματος με σφαίρα έχει διαπιστωθεί στην αποκαλούμενη «βάση Πουλοπούλου», η οποία ανήκει σε έναν κούρο μη σωζόμενο. Η βάση αποκαλύφθηκε εντοιχισμένη στο Θεμιστόκλειο τείχος και διαθέτει ύψος 28 εκ. Φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας (αρ. ευρ. 3477)6. Τα αθλήματα με τη σφαίρα μπορεί να μην περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα των πανελληνίων αγώνων, αλλά ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στα γυμνάσια και τις παλαίστρες. Αρκετά είδη αθλημάτων με σφαίρα μας έχουν παραδοθεί από τις γραπτές πηγές. Εντούτοις, δεν γνωρίζουμε ποιοι ήταν οι κανόνες τους. Στην Οδύσσεια, οι Φαίακες Λαοδάμας και Άγις παίζουν προς τιμήν του Οδυσσέα ένα άθλημα με σφαίρα, που καλούνταν οὐρανία και στο οποίο κάποιος από τους παίκτες πετά ψηλά τη σφαίρα και οι άλλοι προσπαθούν να την πιάσουν ή την πετούν μεταξύ τους, χωρίς όμως να την αφήσουν να πέσει στο έδαφος7. Επίσης, υπήρχε και ένα άλλο είδος σφαιροβολίας, το οποίο καλούνταν κερητίζειν. Αυτό μοιάζει με το σημερινό hockey8. 1 R. Thomas, ό. π. σημ. 3, J. Charbonneux 1967, 73. H. V. Poulsen 1937, 28. E. Langlotz 1924, 56 αρ. 43. W. Lamb 1969, G. Lippold 1950, 104. K. A. Neugebauer, AA 1942, Cl. Rolley 1969, 162. U. Hausmann, ό. π. σημ. 1, 145. W. Fuchs 1983, 86 αρ R. Thomas, ό. π. σημ. 3, Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι η μορφή κρατά μήλο. 4 W. Lamb, ό. π. σημ. 5, R. Thomas, ό. π. σημ AA 1922, Παράρτ. ΙΙ. J. Bordman 2004, (μτφρ. Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά), εικ Όμηρος, Οδύσσεια, Θ Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών, σ. 181 αρ. 61. Ε. Σπαθάρη 2000, Ε. Σπαθάρη, ό. π. σημ. 2,

109 Η πλαστική απόδοση της μυολογίας του σφαιριστή από το Λιγουριό το εντάσσει κοντά στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου. Η κόμη της μορφής διαμορφώνεται απλά, αναδιπλωμένη στο πίσω τμήμα και επάνω από το μέτωπο, με τους βοστρύχους να δηλώνονται με εγχαράξεις. Πρέπει να χρονολογηθεί στο διάστημα π.χ.1 Το μελετώμενο αγαλμάτιο προέρχεται αναμφίβολα από πελοποννησιακό εργαστήριο και πιο συγκεκριμένα από το αργίτικο. Αυτό συνάγεται από τις βαριές αναλογίες του γλυπτού, τον κοντόχοντρο κορμό του και τους γεροδεμένους μηρούς, χαρακτηριστικά προσιδιάζοντα στη γλυπτική τέχνη της Πελοποννήσου2. Ε. ΕΡΓΑ ΧΩΡΙΣ ΤΑΥΤΙΣΗ ΑΘΛΗΜΑΤΟΣ Μνημεία: 1. 3 Κορμός ανδρικής μορφής (Αρ. Κατ. 29- Πίν. 23). Το σωζόμενο ύψος του είναι 0,44 μ. και είναι κατασκευασμένος από κυκλαδικό μάρμαρο. Διατηρείται μόνο το ανώτερο τμήμα της μορφής, έως τη μέση, εξαιρουμένης της κεφαλής και των χεριών, από τα οποία το δεξί λείπει από την αρχή του βραχίονα και το αριστερό από το ύψος της μασχάλης, μαζί με το εμπρόσθιο τμήμα του ώμου. Διαπιστώνεται ικανός βαθμός διάβρωσης στην επιφάνεια του μαρμάρου, κατά κύριο λόγο στην πλάτη. Βρέθηκε στην Παροικιά της Πάρου και συγκεκριμένα στο κτήμα Ι. Αναγνωστάκη. Φυλάσσεται στο Μουσείο της Πάρου (αρ. ευρ.167)4. Ο κορμός αυτός μάλλον απεικονίζει αθλητή, αλλά η κακή κατάσταση διατήρησής του δεν επιτρέπει τη συγκεκριμενοποίηση του αθλήματος, το οποίο ασκούσε. Παρουσιάζεται μετωπικά. Φαίνεται ότι το αριστερό χέρι ήταν υψωμένο εν αντιθέσει με το, δεξί το οποίο ήταν χαμηλωμένο. Ο κορμός της Πάρου 167 πρέπει να είναι ο πρωιμότερος στη σειρά των κορμών του 5ου αι. π.χ., οι οποίοι αποκαλύφθηκαν στο νησί5. Το γεγονός αυτό συνάγεται αφενός από την την πρόστυπη απόδοση των κοιλιακών μυών, μαζί με τη σχηματική απόδοση της σπονδυλικής στήλης και των ωμοπλατών στην οπίσθια όψη και αφετέρου, από τη σύγκρισή του με τον κορμό Α 4276, η οποία πραγματοποιήθηκε στην υποενότητα του 1 Ο J. Charbonneux 1967, 73, το χρονολογεί περί το τα μέσα του 5ου αι. π.χ., η W. Lamb 1969, 147, περί το π.χ., ο U. Hausmann 1977, 145, στο διάστημα π.χ. και τέλος, ο E. Langlotz 1924, 62, το π.χ. 2 E. Langlotz, ό. π. σημ. 4, 56 αρ Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.), , 153, 183, 190. E. Buschor, AM 54 (1929), 151. B. S. Ridgway 1977, 81. Cl. Rolley, BCH 102 (1978), 48 σημ Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.), Α. Κώστογλου-Δεσποίνη,.ό. π. σημ

110 δίσκου1. Ο παριανός κορμός προσεγγίζει περισσότερο σε έναν κορμό από την Ακρόπολη της Αθήνας (αρ. ευρ. 692), ο οποίος τοποθετείται περί το 490 π.χ2. Οπότε, ο κορμός 167 της Πάρου χρονολογείται επίσης περί το 490 π.χ. Όσον αφορά στον προσδιορισμό της καταγωγής του κορμού, σημειώθηκε ήδη ότι αποτελεί προϊόν του παριανού εργαστηρίου. Κατά την Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, αυτό συμπεραίνεται από τη σύγκρισή του με τον όψιμο κούρο από την Εύτρηση, στο Μουσείο της Θήβας3. Ο κορμός υπό εξέταση διαθέτει τα χαρακτηριστικά των παριανών έργων των αρχών του 5ου αι. π.χ., καθώς διακρίνεται από λεπτότητα, συμμετρία και διακριτική ζωντάνια4. 2. Ανδρικός κορμός, ο οποίος εικονίζεται κατ ενώπιον και καλείται συνήθως «κορμός Cordier»5 (Αρ. Κατ. 30- Πίν. 19). Διαθέτει ύψος 0,74 μ. και είναι φιλοτεχνημένος σε παριανό μάρμαρο. Δεν σώζονται η κεφαλή, το αριστερό χέρι από τη ρίζα, το δεξί χέρι κάτω από τον ώμο και τα σκέλη της μορφής από την αρχή των μηρών6. Η επιδερμίδα του μαρμάρου είναι δυστυχώς αρκετά φθαρμένη, ιδίως στην κοιλιακή χώρα, εκτός βέβαια από την πλάτη, όπου διατηρείται η αρχική επιφάνεια. Αποκρούσεις και φθορές ανιχνεύονται σε αρκετά σημεία, λόγου χάριν στους όγκους της δεξιάς βουβωνικής χώρας και των γλουτών, που έχουν αποσπαστεί7. Προέρχεται από την Πάρο. Εντούτοις, αγοράστηκε από τον Ch. Cordier, ο οποίος το 1862 τον δώρησε στο Μουσείο του Λούβρου, όπου και εκτίθεται (αρ. ευρ. Ma 862)8. Ο κορμός είναι έντονα κινημένος, με κάμψη και στροφή προς τα αριστερά. Διαθέτει σφρίγος και ζωτικότητα. Ο δεξιός ώμος, συνεπώς και το χέρι, φέρεται προς τα εμπρός, ενώ το αριστερό χέρι προς τα πίσω. Η κίνηση του αριστερού χεριού έχει ως συνέπεια την ισχυρή κάμψη της linea alba και της ραχιαίας αύλακας. Το δεξί χέρι, απομακρυνόμενο προς τα πλάγια, θα κατευθυνόταν ελαφρώς προς τα κάτω, ενώ αντιθέτως, το αριστερό χέρι θα ήταν υπερυψωμένο, με προσπάθεια, η οποία τεντώνει τους μύες στην αριστερή 1 Βλ. σ Τότε είχε διαπιστωθεί η χρονική απόσταση, η οποία χωρίζει τον κορμό της Πάρου 167 από τον δηλιακό κορμό, τον χρονολογημένο περί το 470 π.χ. 2 Μ. Μπρούσκαρη 1974, 137 κ. ε., εικ Σχετικά με τα παριανά χαρακτηριστικά βλ. περαιτέρω : Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, ό. π. σημ. 1. Ωστόσο, το έργο μας διακρίνςεται από υψηλότερη ποιότητα. 4 Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, ό. π. σημ. 1, Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, ό. π. σημ. 1, , 154, 187, 197, 203. G. M. A. Richter 1960, 150, αρ A. Hermary 1984, M. Hamiaux 1992, 103 αρ. 91, εικ. σ J. Charbonneaux 1963, 21 αρ J. Charbonneaux, MonPiot 45 (1951), 50. P. Devambez, BCH 57 (1933), L. Curtius, JdI 59/60 (1944/45), 37 υποσ. 2. G. Lippold 1950, 114 σημ. 10. H. Hiller 1975, 31 κ. ε., 74 υποσ. 28.5, 77, 83, 102. D. Willers,. AM 4 (1975), 12 υποσ. 16. U. Hasmann 1977, G. M. A. Richter, ό. π. σημ P. Devambez, BCH 57 (1933), 430 κ. ε. Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.), Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, ό. π. σημ

111 πλάγια όψη. Παρόλο που τα σκέλη δεν έχουν διατηρηθεί, μπορεί κανείς να καταλάβει από τη θέση των γλουτών ότι το βάρος του αθλητή στηριζόταν στο δεξί σκέλος, ενώ το αριστερό προβαλλόταν λίγο προς τα εμπρός1. Η κεφαλή ήταν στραμμένη προς τα αριστερά2. Η αποσπασματική κατάσταση της μορφής δε μας επιτρέπει να καθορίσουμε με ακρίβεια σε ποια αθλητική ενασχόληση παριστανόταν η μορφή. Ο P. Devambez υποθέτει ότι εικονίζεται ένας δισκοβόλος, ο οποίος βρίσκεται ωστόσο σε ένα πιο ήρεμο στιγμιότυπο από ό,τι εκείνο στους κορμούς Α 4276 της Δήλου και της Θάσου3. Κατά την άποψη μου, είναι παρακινδυνευμένο να εξάγουμε κάποιο συμπέρασμα εφόσον δεν διαθέτουμε αρκετά δεδομένα. Η τεχνοτροπική επεξεργασία του κορμού 862 από την Πάρο έχει αναλυθεί επαρκώς στη συζήτηση για τον κορμό Α 4276 της Δήλου4. Χρειάζεται απλώς να προστεθεί ότι οι θωρακικοί μύες, αρκετά επίπεδοι από τη μετωπική άποψη, αποκτούν την πραγματική τους διάσταση αν ιδωθούν σε προφίλ, ότι ο ομφαλός, με ρομβοειδές σχήμα, είναι αποδοσμένος με μεγαλύτερη φροντίδα συγκριτικά με τους κορμούς της Δήλου Α 4276 και της Θάσου και ότι το περίγραμμα της κοιλιακής χώρας κυρτώνει στο υψηλότερο σημείο του, ομοίως με τον δηλιακό κορμό. Επισημαίνουμε ότι δόθηκε από την πλευρά του καλλιτέχνη μεγαλύτερη προσοχή στις πλάγιες όψεις του γλυπτού και κατά κύριο λόγο, στην αριστερή. Δεδομένων όλων των ανωτέρω, ο παριανός κορμός 862 χρονολογείται πιθανότατα στο διάστημα π.χ.5 Η εργαστηριακή προέλευση του κορμού Cordier από την Πάρο είναι βέβαιη. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα των ανατολικοϊωνικών επιδράσεων στην παριανή τέχνη, καθώς είναι πιο σαρκωμένος από τους υπόλοιπους παριανούς κορμούς και εμφανίζει στενότερη συγγένεια με τον κορμό της Μιλήτου6, τον οποίο σημειώσαμε επίσης στη συζήτηση για τον δηλιακό κορμό Α Ακόμη, αχώριστος από αυτόν τόσο χρονικά όσο και στιλιστικά είναι ο «κορμός Arundel», που ανήκει και αυτός, όπως είδαμε, στην ίδια ομάδα 1 G. M. A. Richter, 1960, 150, αρ P. Devambez, ό. π. σημ P. Devambez, ό. π. σημ. 1, Βλ. σ Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.), 131. Η χρονολόγηση αυτή προτείνεται από την Α. Κώστογλου-Δεσποίνη και τη M. Hamiaux 1992, 103 αρ. 91. Κατά την άποψή μου, ίσως πρέπει να καταταχθεί ακριβώς δίπλα στον δηλιακό κορμό Α 4276, με κάποια βέβαια επιφύλαξη, διότι παρουσιάζει πληθώρα παρόμοια διαμορφωμένων στιλιστικών χαρατηριστικών. Η άποψη του U. Hausmann 1977, 109, ότι είναι νεότερος από το δηλιακό έργο, είναι μάλλον υπερβολική. Ο ίδιος τοποθετεί το υπό εξέταση έργο έπειτα και από τον κορμό οπλιτοδρόμου 756 της Πάρου, που προαναφέρθηκε. 6 Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, ό. π. σημ. 1, 154,

112 προκλασικών νησιωτικών κορμών. Η συνάφειά τους καθίσταται προφανής μέσω μίας σύγκρισης όλων των όψεών τους1. Η καλλιτεχνική άνθηση του νησιού της Πάρου μαρτυράται, συν τοις άλλοις, και από τους δύο προσεγμένους αθλητικούς κορμούς 862 και Arundel2. 3. Αποσπασματικά σωζόμενο ανδρικό άγαλμα3 (Αρ. Κατ. 31- Πίν. 15). Το σωζόμενο ύψος του είναι 1,32 μ., δηλαδή το μέγεθός του ήταν μεγαλύτερο του φυσικού. Η μορφή διατηρείται από τη βάση του λαιμού έως το ύψος του γονάτου στο δεξί σκέλος και έως την αρχή του μηρού στο αριστερό. Ακόμη, λείπουν τα χέρια από το ύψος των ώμων. Ίχνη διάβρωσης του γλυπτού διαπιστώνονται κατά κύριο λόγο στη δεξιά πλευρά του στήθους και στην κοιλιακή χώρα, ενώ στην οπίσθια όψη έχει αποσπαστεί μεγάλο τμήμα του δεξιού γλουτού. Επιπροσθέτως, ο κορμός είχε σπάσει κατά την αρχαιότητα και είχε αποκατασταθεί αργότερα για να χρησιμοποιηθεί στη διακόσμηση του ελληνιστικού Θεάτρου της Μιλήτου4, κατά τις ανασκαφές του οποίου και αποκαλύφθηκε5, από τον O. Rayet και τον A. Thomas. Οι G. και E. Rothschild δώρησαν τον κορμό το 1873 στο Λούβρο όπου και εκτίθεται (αρ. ευρ. Ma 2792). Θεωρείται ότι ο κορμός προέρχεται από το ιερό του Απόλλωνα στη Μίλητο, το οποίο καταστράφηκε από τους Πέρσες, καθώς και ολόκληρη η πόλη της Μιλήτου, το 494 π..χ. Είναι κατασκευασμένος από νησιωτικό μάρμαρο, πιθανόν παριανό6. Μολονότι η μορφή εικονίζεται σχεδόν κατ ενώπιον, παρουσιάζει μία ελαφρά στροφή προς τα αριστερά. Το δεξί χέρι μάλλον φερόταν προς τα εμπρός, ενώ το αριστερό κατευθυνόταν προς τα πίσω και ήταν υψωμένο. Επίσης, το αριστερό σκέλος μάλλον εμφάνιζε μία μικρή κάμψη, οπότε το βάρος της μορφής θα φερόταν από το στάσιμο δεξί 1 Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, ό. π. σημ. 1, 154. Αναφέρεται στο σημείο αυτό η σύνδεση των κορμών Cordier και Arundel με τον γλύπτη Πυθαγόρα, η οποία ωστόσο φαίνεται αβάσιμη στον γράφοντα. Προστίθεται η άποψη της Α. Κώστογλου-Δεσποίνη ότι τα δύο έργα προήλθαν πιθανότατα από το ίδιο χέρι (ό. π. 197). 2 Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, ό. π. σημ. 1, D. Willers, AM 4 (1975), M. Hamiaux 1992, 100 αρ. 90. A. Hermary 1984, 14, P. Devambez, BCH 57 (1933), 435. J. Charbonneuax 1967, 22. Olympia Bericht 1938/39, (E. Kunze H. Schleif), υποσ. 1. G. M. A. Richter 1960, αρ E. Buschor, AM 54 (1929/30), E. Buschor, AM 55 (1930), 190. E. Pfuhl, JdI 50 (1935), 16. E. Homann-Wedeking, AM 60/61 (1935/36), 208. H. A. Kahn, Die Münzen des sechtsten und des fünften jahrhunderts v. Chr., Berlin 1970, 142. E. Berger 1970, 38. E. Buschor R. Hamann 1924, 11. K. Schefold, ΑΕ 1953/54, E. Langlotz 1927, E. Bulle 1970, 66 αρ. 103, 197, 202. W. Fuchs 1983, 50-52, αρ Ch. Picard, Manuel d Archéologie Grecque. La Sculpture I. Periode archaïque, Paris 1935, 490. H. Hiller 1975, 31. Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979, ό. π. σημ. 1, 154, 187, Τα ίχνη της αρχαίας αυτής αποκατάστασης είναι ορατά, ιδίως στα χέρια και στον δεξιό μηρό (M. Hamiaux, ό. π. σημ. 3, 100). 5 Συγκεκριμένα βρέθηκε στη σκηνή του Θεάτρου. 6 G. M. A. Richter 1960, 150. M. Hamiaux 1992,

113 σκέλος1. Αυτό συνάγεται από την υψηλότερη θέση στην οποία βρίσκεται ο δεξιός γλουτός έναντι του αριστερού. Αναφορικά με τη στιλιστική διαμόρφωση του κορμού από τη Μίλητο, έχουμε επισημάνει ήδη ορισμένα στοιχεία κατά τη συζήτηση επάνω στον δηλιακό κορμό Α 4275 καταρχάς και έπειτα στον Α Ωστόσο, είναι απαραίτητο να αναφερθεί η ισχυρή διαμόρφωση του κορμού, στον οποίο οι κλείδες, ο θώρακας, ο ορθός κοιλιακός μυς, οι πλάγιες όψεις, το κατώτερο όριο της κοιλιακής χώρας, οι ωμοπλάτες, αλλά και η σπονδυλική αύλακα είναι επεξεργασμένοι με φυσιοκρατικό τρόπο3. Το τρίχωμα της ηβικής χώρας είναι δουλεμένο συμβατικά4. Όπως απέδειξε ο A. Hermary, οι κορμοί Α 4276 και Α 1740 της Δήλου είναι συγγενείς με τους τρεις κορμούς της Πάρου, τον κορμό της Μιλήτου και τον κορμό της Θάσου. Οπότε, το υπό εξέταση έργο τοποθετείται, ομοίως με τον κορμό 862 της Πάρου, στο διάστημα π.χ.5 Ο κορμός της Μιλήτου συνδέθηκε από τον E. Langlotz καταρχάς και από τον P. Devambez αργότερα, με τον Σικυώνιο γλύπτη Κάναχο, άποψη την οποία δεν απορρίπτει η H. Hiller6. Η Α. Κώστογλου-Δεσποίνη αποκλείει αποφασιστικά την πιθανότητα να έχει φιλοτεχνηθεί από παριανό γλύπτη, αλλά υποστηρίζει ότι ο καλλιτέχνης του είχε οπωσδήποτε κάποιες σχέσεις με τα παριανά εργαστήρια. Ως εγχώριο προϊόν της Μιλήτου θεωρείται από τον J. Charbonneaux και από τον E. Pfuhl7. Ερμηνεύθηκε ακόμη και σαν παριανό έργο8. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα επί του παρόντος είναι ότι εντάσσεται στα έργα του ανατολικοϊωνικού χώρου και μπορεί να αποδοθεί σε ένα ηπειρωτικό στιλ. 4. Ανδρικός κορμός, ευρύτερα γνωστός με την ονομασία «κορμός Arundel»9 (Αρ. Κατ. 32- Πίν. 20). Το διατηρημένο ύψος του ανέρχεται σε 0,82 μ. και είναι φτιαγμένος από νησιωτικό μάρμαρο. Λείπουν η κεφαλή, τα χέρια, από τα οποία το αριστερό από τη ρίζα του ώμου, ενώ το δεξί λίγο πιο κάτω από τον ώμο, ολόκληρο το αριστερό σκέλος και το δεξί λίγο χαμηλότερα από την αρχή του μηρού. Η επιφάνεια του 1 M. Hamiaux, ό. π. σημ. 3, 100 αρ. 90. Βλ. πργμ. σ G. M. A. Richter, ό. π. σημ. 3, G. M. A. Richter, ό. π. σημ Βέβαια, ο κορμός της Μιλήτου πλησιάζει περισσότερο στον δηλιακό κορμό Α E. Langlotz 1927, 113. P. Devambez, BCH 57 (1933), 435. H. Hiller 1975, J. Charbonneaux 1963, 22. E. Pfuhl, JdI 50 (1935), E. Buschor, AM 54 (1929/30), 152. Olympia Bericht ΙΙΙ, 1938/39, (E. Kunze H. Schleif), A. Michaelis 1889, 554 αρ. 52. G. M. A. Richter 1960, 150 αρ A. Hermary 1984, 14, D. Willers, AM 4 (1975), J. Charbonneuax, MonPiot 45 (1951), 50. L. Curtius, JdI 59/60 (1944/45), 37 υποσ. 2. Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.), 154, 187, 197. H. Hiller 1975, 75 υποσ. 28 αρ. 5a

114 μαρμάρου είναι ιδιαίτερα κατεστραμμένη στην εμπρόσθια όψη1, εν αντιθέσει με την οπίσθια όψη, όπου σώζεται σε καλύτερη κατάσταση. Θεωρείται ότι προέρχεται από την Πάρο, ενώ φυλάσσεται στο Ashmolean Museum, στην Οξφόρδη. Η μορφή του αθλητή παριστάνεται μετωπικά. Το δεξί χέρι θα ήταν χαμηλωμένο, ενώ το αριστερό, από ό,τι συνάγεται από τη γένεσή του, εμφανιζόταν υψωμένο και απομακρυσμένο από το σώμα. Ο κορμός Arundel στηρίζεται κυρίως στο δεξί σκέλος, πράγμα που φαίνεται και από την σε υψηλότερο σημείο τοποθέτηση του δεξιού γλουτού. Το αριστερό προβαλλόταν ελαφρώς προς τα εμπρός2. Τα στοιχεία, τα οποία μας παρέχει το γλυπτό, δεν επαρκούν προκειμένου να οδηγηθούμε σε διαπίστωση του αγωνίσματος, στο οποίο διέτριβε. Ομοίως με τον κορμό Cordier, το υπό μελέτη γλυπτό, είναι διαμορφωμένο με φυσιοκρατικό τρόπο. Έχει πραγματοποιηθεί αναφορά στα στιλιστικά χαρακτηριστικά του κορμού Arundel, τόσο όταν έγινε λόγος για τον κορμό από τη Δήλο Α 42763, όσο και παραπάνω, στη συζήτηση σχετικά με τον κορμό 862 από την Πάρο. Επισημάνθηκε ήδη η στενή συγγένεια μεταξύ των δύο αυτών κορμών. Χρονολογείται και αυτός περί το π.χ. Ο κορμός Arundel συνιστά αναμφίβολα έργο του παριανού εργαστηρίου, σύμφωνα και με την Α. Κώστογλου-Δεσποίνη4. 5. Αποσπασματικά διατηρημένο άγαλμα ανδρικής μορφής5 (Αρ. Κατ. 33- Πίν. 21). Φθάνει σε ύψος τα 1,147 μ., ενώ το ύψος της μορφής από τη βάση του λαιμού έως το φύλο αγγίζει τα 0,62 μ. Είναι κατασκευασμένος από θασιακό λεπτόκοκκο μάρμαρο. Δεν έχουν σωθεί η κεφαλή, η οποία ήταν πρόσθετη6, ο λαιμός, τα δύο χέρια, από τα οποία το αριστερό είναι σπασμένο λίγο πιο κάτω από τον ώμο και το δεξί από τη γένεση του ώμου, το δεξί σκέλος λίγο χαμηλότερα από την αρχή του μηρού και το αριστερό κάτω από το γόνατο. Ο κορμός παρουσιάζει εκτεταμένες φθορές, κυρίως στην εμπρόσθια όψη του, 1 A. Michaelis, ό. π. σημ. 3. G. M. A. Richter, ό. π. σημ Βλ. σ Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, ό. π. σημ P. Devambez, BCH 57 (1933), A. Hermary 1984, Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.), Η κεφαλή προσαρμοζόταν στο σώμα με τη βοήθεια ενός μεταλλικού γόμφου, ο οποίος βρίσκεται ακόμη στη θέση του

115 αλλά και στην οπίσθια όσον αφορά στα σκέλη. Αποκαλύφθηκε στη Θάσο το 1932 από τον M. Launey. Βρίσκεται στο Μουσείο της Θάσου (αρ. ευρ. 14)1. Εικονίζεται ένας νέος ακόμη, εύρωστος άνδρας σε πλήρη δράση, με τον κορμό του τεντωμένο από την προσπάθεια και το στήθος φερόμενο ελαφρώς προς τα πίσω. Το δεξί του χέρι θα ήταν υπερυψωμένο και το αριστερό απομακρυσμένο από τον κορμό προς τα πλάγια, κάνοντας τον ώμο να προεξέχει. Το αριστερό σκέλος είναι στάσιμο, ενώ το δεξί θα προβαλλόταν ελαφρώς προς τα εμπρός και θα καμπτόταν. Η κεφαλή, όπως συνάγεται από το σπάσιμο, ήταν στραμμένη προς το υψωμένο δεξί χέρι. Η μορφή προκαλεί στον θεατή την εντύπωση μίας ασταθούς ισορροπίας, με την ασύμμετρη κίνηση των χεριών να δεσπόζει και να προσδίδει την ένταση στον κορμό2. Δεν είναι βέβαιο το άθλημα στο οποίο επιδιδόταν ο εικονιζόμενος. Σύμφωνα με τον P. Devambez, παριστανόταν είτε ένας παλαιστής είτε ένας πυγμάχος3. Πληθώρα ανάλογων στάσεων εντοπίζεται σε σύνολα αρχιτεκτονικών γλυπτών, λόγου χάριν στις απεικονίσεις του Ηρακλή από τις μετόπες του ναού του Δία στην Ολυμπία. Συγκεκριμένα προσεγγίζουν περισσότερο τη στάση του θασιακού κορμού οι παραστάσεις του τόσο στη μετόπη με τον Ταύρο της Κρήτης, όσο και σε εκείνη με τον τρισώματο Γηρυόνη4. Η ανατομική σύνθεση της μορφής αναλύθηκε αρκετά με αφορμή τον δηλιακό κορμό Α Ο κορμός πρέπει να καταταχθεί μαζί με τους υπόλοιπους προκλασικούς κορμούς κορμούς που εξετάστηκαν, οι οποίοι, σύμφωνα με τον A. Hermary, χρονολογούνται περί το 470 π.χ.6. Συνεπώς, ο θασιακός κορμός τοποθετείται και αυτός περί το 470 π.χ. Είναι προφανής η καταγωγή του υπό μελέτη έργου από κάποιο εγχώριο εργαστήριο της Θάσου7. Είναι απαραίτητο στο σημείο αυτό του παρόντος πονήματος να διευκρινιστεί ότι η ομάδα των προκλασικών κορμών που πραγματευθήκαμε στο κεφάλαιο αυτό, συνιστά ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα της εργασίας και θα συντελέσει αρκετά ακόμη και στην εξαγωγή των γενικών συμπερασμάτων, καθώς συνδέονται άρρηκτα και με δύο τουλάχιστον από τους βασικούς για εμάς κορμούς από τη Δήλο. 1 P. Devambez, ό. π. σημ. 1, Ο κορμός εντοπίστηκε στο δυτικό τμήμα της νήσου, πολύ κοντά στο τόξο του Καρακάλλα. Συγκεκριμένα βρέθηκε στην κλίμακα πρόσβασης ενός αρχαϊκού ανδήρου (ό. π. 422). 2 P. Devambez, ό. π. σημ. 1, P. Devambez, ό. π. σημ J. Boardman 2002 (μτφρ. Δ. Τσουκλίδου), εικ. 22.4, Βλ. πργμ. σ A. Hermary 1984, Συγκεκριμένα με ένα θραύσμα θασιακού κορμού, το οποίο φυλάσσεται στο Μουσείο της Θάσου. Για τον κορμό αυτό βλ. P. Devambez, ό. π. σημ. 1, 436 υποσ. 2, εικ

116 6. Επιτύμβια στήλη, η οποία εικονίζει ανδρική μορφή, που συνοδεύεται από μία παιδική μορφή1 (Αρ. Κατ. 34- Πίν. 39). Έχει ύψος πλέον 2,07 μ., αφότου αποκαλύφθηκε το κατώτερο τμήμα της, ενώ πριν έφθανε τα 1,395 μ. και είναι φτιαγμένη από πεντελικό πιθανότατα μάρμαρο. Η προέλευσή της είναι άγνωστη. Γνωρίζουμε ότι τον 16ο αι. μ. Χ. σωζόταν ακέραιη. Τότε βρισκόταν στη Villa Cesi, στο Borgo. Το 1622 χάθηκε και ξαναεμφανίστηκε σε αποσπασματική κατάσταση. Τέλος, συμπληρώθηκε από το κατώτερο τμήμα της, το οποίο εντοπίστηκε στη γειτονική περιοχή της Villa Cesi2. Δεν σώζεται ακόμη η επίστεψη της στήλης, η οποία θα ήταν ανθεμωτή3. Αποσπασματικά διατηρημένη είναι και η μορφή του δούλου, από την οποία λείπει η αριστερή πλευρά. Επιπροσθέτως, το ανάγλυφο έχει σπάσει στην αριστερή και δεξιά πλευρά εκατέρωθεν της κεφαλής του αθλητή. Σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο του Βατικανού (αρ. ευρ. 421)4. Στην περίπτωση αυτή, το μοτίβο του εικονιζόμενου στην παλαίστρα νέου έχει εμπλουτιστεί με μία βοηθητική μορφή, εκείνη του μικρού δούλου. Ο εμπλουτισμός αυτός λαμβάνει χώρα περί τα μέσα του 5ου αι. π..χ,, σε ανάγλυφα τα οποία έχουν μεγαλύτερο πλάτος, ώστε να λάβουν μια ή και περισσότερες συμπληρωματικές μορφές5. Η εικονιζόμενη μορφή είναι στραμμένη προς τα δεξιά, με την κεφαλή κεκλιμένη. Η κεφαλή αποδίδεται σε προφίλ, ομοίως με τα σκέλη του νέου, αλλά το ανώτερο τμήμα του σώματός του παριστάνεται σε στάση τριών τετάρτων. Το δεξί χέρι του νέου είναι λυγισμένο στον αγκώνα, ενώ το αριστερό υψώνεται σε χειρονομία, με ανοιχτή την παλάμη. Στο δεξί του χέρι έχει υποτεθεί από τον W. Amelung ότι έφερε στλεγγίδα6. Το βάρος του αθλητή φέρεται από το δεξί σκέλος, ενώ το αριστερό κάμπτεται στο γόνατο. Ο δούλος κρατά αρύβαλλο στο δεξί χέρι. Δεν είναι εφικτή η εξακρίβωση του αθλήματος στο οποίο επιδιδόταν η εικονιζόμενη μορφή. Δύο επιτύμβιες στήλες, από τις οποίες η πρώτη εντοπίστηκε στα Μέγαρα και η δεύτερη στη Ν. Ρωσία, συνδέονται πολύ στενά τόσο εικονογραφικά όσο και στιλιστικά, με τη στήλη του Βατικανού. Οι στήλες αυτές σώζουν μόνο το ανώτερο τμήμα τους, χωρίς την επίστεψη πάλι, την κεφαλή και τους ώμους7. 1 W. Fuchs 1983, αρ K. F. Johansen 1951, 128 και υποσ E. Buschor R. Hamann 1924, 36. W. Amelung, JdI 18 (1903), W. Amelung, JdI 24 (1909), E. Pfuhl, JdI 41 (1926), K. F. Johansen, ό. π. σημ. 3, W. Fuchs, ό. π. σημ. 3, 481 κ. ε. 4 K. F. Johansen, ό. π. σημ. 3, 128 και υποσ K. F. Johansen, ό. π. σημ W. Amelung, JdI 1909, Βλ. σχετικά K. F. Johansen, ό. π. σημ. 1, υποσ. 2. C. Blümel 1928, Belin III, αρ. K 18, Πίν. 26. G. v. Kieseritzky C. Watzinger 1909, 78 αρ. 441, Πίν. XXXI. 116

117 Η παρατήρηση του τρόπου απόδοσης της μορφής οδηγεί στη χρονολόγηση της μορφής κοντά στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου, λίγο πριν τα μέσα του 5ου αι. π..χ. Αυτό συνάγεται αφενός από την ανεπτυγμένη μυολογία της μορφής, με το ρεαλιστικά διαμορφωμένο στήθος, τα χέρια, τους μηρούς και τον ορατό δεξιό γλουτό της και αφετέρου από την κόμμωση της μορφής, η οποία προετοιμάζει για την αντίστοιχη κόμμωση των γλυπτών του Παρθενώνα. Η στήλη του Βατικανού δεν πρέπει να απέχει πολύ χρονικά από την προαναφερόμενη στήλη της Νισύρου, είναι όμως μάλλον μεταγενέστερη. Επίσης, η στήλη μας πρέπει να καταταχθεί χρονικά από κοινού με τις στήλες των Μεγάρων και της Ν. Ρωσίας, οι οποίες χρονολογούνται κοντά στα μέσα του 5ου αι. π.χ., δεδομένης της στιλιστικής συγγένειας αφενός της κόμμωσής τους και αφετέρου των χαρακτηριστικών του προσώπου τους. Επομένως, η στήλη του Βατικανού χρονολογείται περί τα μέσα του 5ου αι. π..χ.1 Ο K. F. Johansen θεωρεί ότι προέρχεται από ένα κατωιταλιωτικό εργαστήριο και ότι αποτελεί επαρχιακή προσαρμογή προτύπων προερχόμενων από τα εργαστήρια των Κυκλάδων2. ΣΤ. ΑΘΛΗΤΕΣ ΣΕ ΑΝΑΠΑΥΣΗ Μνημεία: Αθλητές σε σπονδή: 1. Ανδρικό αγαλμάτιο3 (Αρ. Κατ. 35- Πίν. 40). Φθάνει σε ύψος τα 26,4 εκ. και είναι φιλοτεχνημένο σε χαλκό. Εντοπίστηκε στα σύνορα μεταξύ Φωκίδας και Βοιωτίας. Φυλάσσεται στο Μουσείο του Λούβρου (αρ. ευρ. 4236). Η μορφή αποδίδεται με μικρή στροφή του κορμού προς τα δεξιά, με το δεξί χέρι να προτείνεται προς τα εμπρός και το αριστερό να είναι χαμηλωμένο. Τα αντικείμενα, τα οποία έφερε με τα δύο χέρια δυστυχώς δεν σώζονται. Το βάρος κατανέμεται μάλλον ισότιμα και στα δύο σκέλη. Απεικονίζεται πιθανότατα αθλητής, ο οποίος πραγματοποιεί σπονδή. Υποθέτουμε ότι κρατούσε φιάλη με το προτεινόμενο δεξί χέρι και ένα αθλητικό εξάρτημα με το αριστερό. Υπάρχει ένα αγαλμάτιο που πραγματοποιεί σπονδή, το οποίο διατηρεί τη στλεγγίδα στο 1 K. F. Johansen 1951, 128. Οι E. Buschor R. Hamann 1924, 36, χρονολογούν τη στήλη στο β μισό του 5ου αι. π.χ. Ο W. Fuchs 1983, 48, την τοποθετεί μαζί με τη στήλη της Νισύρου, στο διάστημα π..χ 2 Για το θέμα αυτό βλ. K. F. Johansen, ό. π. σημ. 1, υποσ R. Thomas 1981, N. Himmemann-Wildschütz, MarbWPr 1967, 36 και υποσ. 36. J. Charbonneaux 1958, 74. U. Hausmann 1977, 145. E. Langlotz 1927, 32 αρ. 32. H. V. Poulsen 1937, 104. G. Lippold 1950, 130 υποσ

118 αριστερό χέρι1. Συνεπώς, είναι δυνατόν να συναχθεί το ίδιο και για το αγαλμάτιό μας, κατ αναλογία με το βεβαιωμένο παράδειγμα και πιθανότατα παριστάνεται και στην περίπτωση αυτή αθλητής. Η σπονδή συνιστά ένα από τα βασικά και συνηθέστερα θέματα στην τέχνη του α μισού του 5ου αι. π.χ.2. Αναφορικά με τις απεικονίσεις αθλητών, οι οποίοι σπένδουν, απαντούν συχνότερα στην πλαστική εν είδη μικρής κλίμακας αναθημάτων, κατά το διάστημα π.χ. Το αγαλμάτιο διακρίνεται από υψηλή ποιότητα. Ανάγεται σε μία χρονολόγηση περί το 480 π.χ. Η εργαστηριακή προέλευση του αγαλματίου έχει εγείρει πληθώρα συζητήσεων3. Πιθανότερη φαίνεται η καταγωγή του από τη Βοιωτία, γεγονός που συνάγεται από τη συγγένειά του με άλλα βοιωτικά έργα, λόγου χάριν με μία γυναικεία μορφή, η οποία χρησίμευε ως στήριγμα κατόπτρου4. Αθλητές σε δέηση 1. Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής, επίσης υψηλής ποιότητας5 (Αρ. Κατ. 36- Πίν. 41). Φθάνει σε ύψος τα 29,8 εκ. και είναι χάλκινο. Διατηρείται ακέραιο, εξαιρουμένου του άκρου του αριστερού του χεριού. Η επιφάνεια του αγαλματίου είναι διαβρωμένη σε όλη την έκταση του γλυπτού. Προέρχεται από τη Σμύρνη, όπου πωλήθηκε από το Εμπόριο Έργων Τέχνης στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Ν. Υόρκης, όπου και φυλάσσεται (αρ. ευρ )6. Η κεφαλή της μορφής είναι ελαφρώς χαμηλωμένη. Το δεξί χέρι εικονίζεται λυγισμένο στον αγκώνα και υψωμένο, στο επίπεδο του στέρνου, με τα δάκτυλα κλειστά και την παλάμη προς την κατεύθυνση του στήθους. Σε αντιδιαστολή με το δεξί, το αριστερό χέρι είναι χαμηλωμένο και λυγισμένο επίσης στον αγκώνα, με μικρή απομάκρυνση από τον κορμό. Το βάρος της μορφής επιβαρύνει το δεξί σκέλος, το οποίο προβάλλεται προς τα εμπρός, ενώ το αριστερό, κατευθυνόμενο προς τα πίσω, είναι άνετο7. 1 K. Schefold, Meisterwerke Griechischer Kunst, Basel 1960, 64, εικ. σ Πρόκειται για ένα αγαλμάτιο αθλητή, το οποίο βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή, στο Lugano και διατηρεί τον ιμάντα στη μία πυγμή του, ενώ σπένδει, οπότε ερμηνεύεται αναμφίβολα ως αθλητής. 2 Ωστόσο, η σπονδή δεν συσχετίζεται αποκλειστικά με παραστάσεις αθλητών και περιλαμβάνει ακόμη μυθικά πρόσωπα. Για το θέμα αυτό βλ. περαιτέρω R. Thomas, ό. π. σημ. 1, Βλ. λεπτομέρειες για το θέμα αυτό: R. Thomas, ό. π. σημ. 1, Το αγαλμάτιο εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου (αρ. ευρ. Br. 1688). Εντοπίστηκε στη Θήβα. 5 R. Thomas, ό. π. σημ. 1, 97. E. Langlotz, ό. π. σημ. 1, 149. G. Neumann 1965, 81 και υποσ H. V. Poulsen, ό. π. σημ. 1, 102. P. Jantzen 1937, 55 αρ. 13. W. Lamb 1969, Πίν. 56.b. G. Lippold, ό. π. σημ. 1, 123 υποσ. 1. E. Buschor R. Hamann 1924, R. Thomas 1981, Βλ περαιτέρω για τη στάση του αγαλματίου R. Thomas, ό. π. σημ

119 Η παριστανόμενη μορφή έχει ερμηνευθεί αρχικά από τον G. Neumann και αργότερα από την R. Thomas, ως αθλητής ευρισκόμενος σε στάση δέησης. Το γεγονός ότι πρόκειται για αθλητή συνάγεται κυρίως από τη μυώδη ανατομία του. Το αγαλμάτιο από τη Σμύρνη χρονολογείται πιθανότατα λίγο αργότερα από το 480 π.χ.1 Έχει χαρακτηριστεί από τη μία πλευρά, ως προϊόν εργαστηρίου της Ανατολικής Σικελίας2 και από την άλλη πλευρά, ως μικρασιατικό ή ως έργο του Πυθαγόρα3. Αθλητές στην παλαίστρα 1. Επιτύμβια στήλη αποσπασματικά σωζόμενη, η περίφημη «στήλη του αποξυομένου» των Δελφών4 (Αρ. Κατ. 37- Πίν. 22). Διατηρείται σε ύψος 1,32 μ., πλάτος 0,01, πάχος 0,18 μ., διαθέτει μέγιστη προεξοχή από την επιφάνεια του ανάγλυφου 0,05 μ. μ. και είναι κατασκευασμένη από μάρμαρο της Πάρου. Το μεγαλύτερο τμήμα του αναγλύφου επαναχρησιμοποιήθηκε ως οικοδομικό υλικό. Το ανώτερο τμήμα του έργου, το οποίο περιλαμβάνει τον κορμό της ανδρικής μορφής και τα χέρια, βρέθηκε μεταξύ του 1840 και Όσον αφορά στο κατώτερο δεξιό τμήμα της στήλης, μας είναι άγνωστα ο τόπος και ο χρόνος κατά τον οποίο εντοπίστηκε. Το ανώτερο αριστερό τμήμα αποκαλύφθηκε στις 16 Ιουλίου 1901, στους Δελφούς, στην ανατολική νεκρόπολη5, ενώ σήμερα φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Δελφών (αρ. ευρ )6. Σημειώθηκε ήδη ότι η στήλη είχε σπάσει σε τρία μεγαλύτερα τμήματα και άλλα μικρότερα7. Από τις δύο απεικονιζόμενες μορφές, την ανδρική και την παιδική, λείπουν η κεφαλή και τα σκέλη λίγο πιο κάτω από τα γόνατα στην ανδρική και από το μέσον των μηρών στην παιδική. Επίσης, από τον σκύλο, ο οποίος παρεμβάλλεται μεταξύ των δύο μορφών, διατηρείται μόνο η κεφαλή. Τέλος, λείπουν τα άκρα των δακτύλων των χεριών της μορφής του αθλητή, το εξάρτημα που έφερε με αυτά, ίσως μία στλεγγίδα, καθώς και το αντικείμενο που κρατούσε η μορφή του δούλου. 1 R. Thomas, ό. π. σημ. 1. Ο H. V. Poulsen 1937, 102, το χρονολογεί στο διάστημα π.χ., ενώ ο G. Lippold 1950, 123, πολύ όψιμα, περί το 450 π.χ. 2 H. V. Poulsen ό. π. σημ G. Lippold, ό. π. σημ. 3. E. Langlotz 1927, 149. Σχετικά με το θέμα αυτό βλ. την παραπάνω και την παρούσα υποσημείωση. 4 M. A. Zagdoun 1977, K. F. Johansen 1951, E. Langlotz, ό. π. σημ. 5, 133. W. Fuchs 1983, 477. E. Akurgal, Grabstelen, 16, 27 αρ. 15. P. Devambez, BCH 57 (1933), 435. Th. Homolle, Mémoires de la Société Nationale des Anrtiquaires de France pour son centenaire, Paris 1904, Guide de Delphes. Le Musée, Paris 1991, H. Bulle 1922, 176, Πίν E. Buschor R. Hamann 1924, 36. A. Hermary 1984, 17. Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.), , 190. Cl. Rolley 1994, Οπότε δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειται για επιτύμβιο ανάγλυφο και όχι, όπως θεώρησαν ορισμένοι ερευνητές, για αναθηματικό ανάγλυφο. 6 M. A. Zagdoun 1977, Κατά τη M. A. Zagdoun, η στήλη συναποτελείται από πέντε θραύσματα. 119

120 Όσον αφορά στην ανδρική μορφή, η οποία μας απασχολεί κατά κύριο λόγο, το επάνω τμήμα του κορμού της αποδίδεται, με μικρή στροφή προς τα αριστερά, σε στάση τριών τετάρτων και το κάτω τμήμα της, τα σκέλη, κατ ενώπιον. Η παιδική μορφή παριστάνεται μετωπική και τέλος, ο σκύλος, κατά κρόταφον1. Ο αθλητής παρουσιάζεται και με τα δύο χέρια του προτεταμένα. Το αριστερό μάλιστα είναι λυγισμένο στον αγκώνα. Φαίνεται ότι η μορφή έφερε το αθλητικό εξάρτημα στο δεξί χέρι2. Εικονίζεται και πάλι μία σκηνή της παλαίστρας. Η σκηνή έχει εμπλουτιστεί με την παρεμβολής ενός σκύλου ανάμεσα στην κύρια και τη δευτερεύουσα μορφή. Σύμφωνα με την επικρατέστερη ερμηνεία, ο παριστανόμενος αθλητής έφερε στλεγγίδα, με την οποία απόξεε τον αριστερό πήχη του. Τον αθλητή συνοδεύει ο μικρός δούλος του, ο οποίος κρατούσε αρύβαλλο στο δεξί του χέρι. Επιπροσθέτως, αποθέτει το αριστερό του χέρι επάνω στον δεξιό του ώμο3. Η τεχνοτροπική επεξεργασία του αναγλύφου αναλύθηκε προκαταρκτικά κατά τη σύγκρισή του με τον δηλιακό κορμό Α 4276, με τον οποίο όπως διαπιστώθηκε, η στήλη των Δελφών επιδεικνύει στενή στιλιστική και όχι μόνο, συγγένεια4. Προστίθεται ότι οι μορφές είναι αποδοσμένες σε πολύ χαμηλό ανάγλυφο, με αρκετά σχεδιαστικό τρόπο. Εντούτοις, η μυολογία του αθλητή διαμορφώνεται αρκετά ρεαλιστικά, ιδίως στην περιοχή των σκελών5. Η στήλη του αποξυομένου των Δελφών έχει χρονολογηθεί από τη M. A. Zagdoun, η οποία τη δημοσίευσε, περί τα μέσα του 5ου αι. π.χ., χρονολόγηση μάλλον όψιμη. Ο Cl. Rolley και η Α. Κώστογλου-Δεσποίνη τοποθετούν το έργο στο διάστημα π..χ, λόγω της αναλογίας του με τον κορμό Α 4276 της Δήλου6. Η χρονολόγηση αυτή μάλλον συμβαδίζει περισσότερο με τα δεδομένα, τα οποία παρέχει το υπό μελέτη ανάγλυφο. Η εργαστηριακή της προέλευση έχει διχάσει την επιστημονική κοινότητα. Μία μερίδα μελετητών, μεταξύ των οποίων και η Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, έχει αποδώσει το έργο στο παριανό εργαστήριο7. Διαδούμενοι αθλητές 1 M. A. Zagdoun, ό. π. σημ. 1, 17. Έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι ο νέος αθλητής κρατούσε λαγό, ως ερωτικό δώρο ή ως θήραμα για τον σκύλο (Guide de Delphes. Le Musée, Paris 1991, 66). 3 M. A. Zagdoun, ό. π. σημ Βλ. πργμ. σ. 54. Για τη συγγένεια με τον κορμό 862 Λούβρου και 756 Πάρου, βλ. Α. ΚώστογλουΔεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.), Βλ. περισσότερα για την ανατομική διάπλαση Guide de Delphes. Le Musée, Paris 1991, M. A. Zagdoun 1977, 17. Cl. Rolley 1994, Για τους λόγους απόδοσης βλ. Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.), Ωστόσο, η παριανή προέλευση της στήλης απορρίπτεται από τον Cl. Rolley. Κατά την άποψη μου, τα επιχειρήματα της Α. Κώστογλου-Δεσποίνη είναι πειστικά

121 Ανδρικό αγαλμάτιο, μετωπικά αποδιδόμενο1 (Αρ. Κατ. 38- Πίν. 42). Φθάνει σε 1. ύψος τα 12,5 εκ. και είναι φιλοτεχνημένο σε χαλκό. Διατηρείται ακέραιο κατ εξαίρεση του αριστερού του χεριού, κάτω από το αντιβράχιο. Το αγαλμάτιο παρουσιάζει διάβρωση κυρίως στην εμπρόσθια όψη του. Αποκαλύφθηκε στη Σπάρτη, ενώ φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου (αρ. ευρ. 8576). Διακρίνεται από υψηλή ποιότητα2. Οι κόρες των οφθαλμών, όπως επίσης και οι θηλές, ήταν πρόσθετες. Τα σκέλη προσαρμόζονται στη βάση με τη βοήθεια γόμφων, τοποθετημένων στα πέλματα του αγαλματίου3. Η κεφαλή του αθλητή είναι στραμμένη προς τα δεξιά και ελαφρώς χαμηλωμένη. Το αριστερό χέρι ήταν υψωμένο και καμπτόταν στο ύψος του αγκώνα, ενώ το δεξί λύγιζε επίσης στον αγκώνα, σχηματίζοντας γωνία με το σώμα της μορφής και κατευθυνόταν προς το στήθος, στο ύψος του πιγουνιού. Το δεξί σκέλος είναι στάσιμο και στρέφεται προς τα έξω, ενώ το αριστερό είναι άνετο και στραμμένο ελαφρώς προς τα πλάγια4. Σύμφωνα με την R. Thomas, παριστάνεται κατά πάσα πιθανότητα ένας διαδούμενος αθλητής. Οι αθλητές απεικονίζονται στην παραλλαγή αυτή ιδίως προς τα τέλη της πρώιμης κλασικής περιόδου. Το παρόν αγαλμάτιο αποτελεί μία από τις πρωιμότερες παραστάσεις αυτού του είδους. Η διάπλαση του μυϊκού συστήματος του διαδούμενου αθλητή από τη Σπάρτη είναι διακριτικά αποδοσμένη. Η οπίσθια όψη επιδεικνύει ελαφρώς πλαστικότερη επεξεργασία5. επεξεργασία5. Το αγαλμάτιο από τη Σπάρτη πρέπει να ενταχθεί χρονικά λίγο πριν από το 460 π.χ. εξαιτίας της ποιότητάς του και του κράματος υστεροαρχαϊκών και πρώιμων κλασικών χαρακτηριστικών που εμπεριέχει6. Η κατασκευή του μελετώμενου έργου στη Σπάρτη, όπου και βρέθηκε, δεν αποκλείεται, καθώς εμφανίζει ουσιαστικές ομοιότητες με τον ακοντιστή από τη Σπάρτη που εξετάστηκε στο αντίστοιχο υποκεφάλαιο7. Αλειφόμενοι αθλητές 1 R. Thomas 1981, E. Pernice, AA 1904, 33 κ. ε. K. A. Neugebauer, AA 1942, 482. W. Lamb 1969, 151. E. Laglotz 1927, 70 αρ. 27. U. Hausmann 1977, R. Thomas, ό. π. σημ. 3, R. Thomas, ό. π. σημ R. Thomas, ό. π. σημ Επάνω από τα αυτιά, στο ύψος των κροτάφων, κάπως βαθιά, παρατηρείται μία φυσική ανωμαλία, στην οποία χάνεται το κάτω άκρο της κόμμωσης. 6 Σχετικά με το θέμα αυτό, βλ. περαιτέρω R. Thomas 1981, R. Thomas, ό. π. σημ. 1, 91 κ. ε. 121

122 1. Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής εικονιζόμενο μετωπικά1 (Αρ. Κατ. 39- Πίν. 43). Έχει ύψος 10,2 εκ. και είναι κατασκευασμένο από χαλκό. Σώζεται ακέραιο εκτός από το δεξί χέρι κάτω από το αντιβράχιο. Ο τόπος προέλευσής του είναι άγνωστος. Βρίσκεται στην Αρχαιολογική Συλλογή Kolb, ιδιωτική συλλογή, στο Μόναχο (αρ. ευρ ). Ο δεξιός βραχίονας είναι υψωμένος έως το ύψος των ώμων με το αντιβράχιο γωνιασμένο, ενώ το αριστερό αντιβράχιο φέρεται οριζόντια εμπρός από το σώμα.. Το σώμα κλίνει ελαφρά προς τα δεξιά και το βλέμμα είναι αόριστο και κατευθυνόμενο προς το έδαφος. Η κεφαλή παρουσιάζει ελαφρά κλίση. Το βάρος του σώματος επιβαρύνει το δεξί σκέλος, ενώ το αριστερό είναι άνετο, κατευθυνόμενο προς τα πλάγια και προς τα έξω, με τα δάκτυλα των άκρων ποδών ελαφρώς ανασηκωμένα. Η μορφή αυτή ερμηνεύεται κατά πάσα πιθανότητα ως αλειφόμενος αθλητής2. Παριστάνεται, ούτως ειπείν, στο στιγμιότυπο κατά το οποίο ο αθλητής, πριν από την έναρξη του αγώνα, αλείφει το σώμα του με λάδι. Αυτό εξάγεται από τη χειρονομία που πραγματοποιεί το αγαλμάτιο με το αριστερό του χέρι, το οποίο εγγίζει την κοιλιακή χώρα, με ανοικτά τα δάκτυλα και ελαφρώς κυρτωμένα. Το αγαλμάτιο μάλλον χρονολογείται περί το 460 π..χ.3. Ο αλειφόμενος του Μονάχου πιθανότατα προέρχεται από εργαστήριο της βόρειας Πελοποννήσου4. Έτερες απεικονίσεις αθλητών 1. Θραυσμένη επιτύμβια στήλη5 (Αρ. Κατ. 40- Πίν. 44). Το σωζόμενο ύψος της φθάνει τα 0,90 μ. και το πλάτος της τα 0,49 μ. Η κατάσταση διατήρησής της δεν είναι καλή. Λείπει το επάνω τμήμα της στήλης και συγκεκριμένα δεν σώζονται η κεφαλή και ο λαιμός της μορφής του αθλητή που εικονίζει, το ανώτερο τμήμα του δένδρου, που βρίσκεται στο αριστερό άκρο του αναγλύφου, καθώς επίσης και η επίστεψή του. Ανιχνεύονται πολυάριθμα σημάδια από χτυπήματα με αιχμηρό εργαλείο σε όλη σχεδόν 1 R. Thomas, ό. π. σημ. 1, R. Lullies M. Hirmer, 73 αρ Η ερμηνεία αυτή δόθηκε από τον K. A. Neugebauer και υιοθετήθηκε και από την R. Thomas, ό. π. σημ. 2, R. Thomas, ό. π. σημ. 1, Σχετικά με το θέμα αυτό βλ. περαιτέρω R. Thomas, ό. π. σημ. 1, 91 κ. ε. 5 S. Benton, JHS 57 (1937), 42. Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.),

123 την επιφάνειά του. Είναι φτιαγμένο από μάρμαρο ιδιαίτερα λευκό. Βρέθηκε μάλλον στο Σταυρωμένο, στην Κρήτη, ενώ σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο του Ρεθύμνου (αρ. ευρ. 81)1. Παριστάνεται ανδρική μορφή, συνοδευόμενη από σκύλο και ευρισκόμενη δίπλα σε δένδρο, ευρισκόμενο στα αριστερά. Επισημαίνουμε εδώ ότι το μοτίβο του νέου άνδρα, που εικονίζεται στις επιτύμβιες στήλες μάλλον στα πλαίσια της άθλησης στην παλαίστρα και λιγότερο χαρακτηριζόμενος ως αθλητής, εξελίσσεται στο τέλος της περιόδου που εξετάζουμε, εμπλουτιζόμενο με νέα επιπλέον στοιχεία, όπως αποδεικνύει η παρούσα στήλη. Η μορφή φέρει στλεγγίδα και αρύβαλλο στο αριστερό χέρι και πουλί στο δεξί2. Αποδίδεται σε προφίλ, στραμμένη προς τα αριστερά. Το δεξί σκέλος προβάλλεται προς τα εμπρός, ενώ το αριστερό, το οποίο φέρει και το βάρος του σώματος, είναι τοποθετημένο λίγο πιο πίσω. Η απεικόνιση του νεκρού με στλεγγίδα και αρύβαλλο τον χαρακτηρίζει ως αθλητή. Η στήλη χρονολογείται περί το 450 π.χ., γεγονός που εξάγεται αφενός από τα πολυάριθμα συμπληρωματικά στοιχεία που εμπεριέχει η στήλη, ίδιον του τέλος της εξεταζόμενης περιόδου και αφετέρου, από τον ικανό βαθμό πλαστικότητας απόδοσης της ανδρικής μορφής3. Το ανάγλυφο πρέπει να αποτελεί προϊόν του παριανού εργαστηρίου, σύμφωνα με την S. Benton4. ΣΩΖΟΜΕΝΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΑΝΔΡΙΑΝΤΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ Θα ακολουθήσει μία σύντομη παρουσίαση επιλεγμένων διατηρημένων βάσεων από ανδριάντες αθλητών. Το σύνολο αυτό των βάσεων είναι μόνο βοηθητικό όσον αφορά στο αντικείμενο του παρόντος πονήματος, οπότε δε θα μακρηγορήσουμε. Οι μεμονωμένες αυτές βάσεις παρέχουν δύο ειδών πληροφορίες. Καταρχάς, μπορεί κάποιος να συνάγει από αυτές το μοτίβο στήριξης του αγάλματος, που ήταν τοποθετημένο επ αυτών. Επιπροσθέτως, εφόσον διατηρείται η επιγραφή στην εμπρόσθια πλευρά, πληροφορούμαστε το όνομα του αθλητή, ο οποίος απεικονιζόταν. 1 Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.), 162. Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, ό. π. σημ. 1, 162. S. Benton, JHS 57 (1937), Η S. Benton, ό. π. σημ. 2, την τοποθετεί περί το 460 π.χ., χρονολόγηση αρκετά υψηλή. Αντιθέτως, η Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, ό. π. σημ. 1, 162, θεωρεί ότι η χρονολόγησή της πρέπει να κατεβεί στο διάστημα π..χ. Κατά την άποψη μου, το ανάγλυφο βρίσκεται ενδιάμεσα, περί το 450 π.χ.. 4 S. Benton, ό. π. σημ. 2. Όσον αφορά στην ερμηνεία που έχει επιχειρηθεί για την ύπαρξη του δένδρου στη στήλη, χωρίς αντίστοιχο παράδειγμα σε επιτύμβια μνημεία των χρόνων αυτών, βλ. σχετικά Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, ό. π. σημ. 1, 162. Προσωπικά θεωρώ ότι πρόκειται απλώς για μία από τις πρωιμότερες τοπιογραφικές ενδείξεις σε επιτύμβιο μνημείο

124 Βάσεις από την Ακρόπολη Αθηνών Αποσπασματικά σωζόμενη βάση1. Βρέθηκε το Είναι άγνωστο το πού 1. ακριβώς εντοπίστηκε. Φυλάσσεται στο Επιγραφικό Μουσείο της Αθήνας (αρ. ευρ. 6398). Το σωζόμενο μήκος της ανέρχεται σε 0,12 μ., το ύψος της σε 0,14 μ. και το πλάτος της 0,055 μ. Το αρχικό μήκος της βάσης πρέπει να ήταν 0,40 μ. Υπάρχει στην εμπρόσθια όψη του θραύσματος χαραγμένη στοιχηδόν η επιγραφή : [ ˉ τἀθεν ] αίαι [ ˉ ˉ αν ] έθεκε [ ˉ ˉ χε ] ρσὶν [ ˉ ˉ ] παῖς. Η μορφή των γραμμάτων υποδεικνύει τη χρονολόγηση της βάσης στις αρχές του 5ου αι. π..χ Η τετράπλευρη αυτή βάση, με επίστεψη από κυμάτιο, στήριζε ανάθημα νικητή σε γυμνικούς αγώνες, ίσως και ανδριάντα. Μπορεί να στήριζε είτε χάλκινο είτε μαρμάρινο άγαλμα2. 2. Δύο θραύσματα κίονα, ο οποίος αποτελούσε βάση για ανάθημα3 (Πίν. 45). Το πρώτο θραύσμα εντοπίστηκε το 1865, είτε κοντά στα Προπύλαια της Ακρόπολης των Αθηνών, είτε κοντά στο νότιο τείχος, ενώ μας είναι άγνωστο σε ποια περιοχή βρέθηκε το θραύσμα, πριν από το Το πρώτο θραύσμα έχει ύψος 0,22 μ. και σώζει υπολείμματα έξι ραβδώσεων. Το δεύτερο θραύσμα, ύψους 0,48 μ., διαθέτει διάμετρο 0,30 μ. και δεκαέξι ραβδώσεις, πλάτους 0,058 μ. Το υλικό είναι πεντελικό μάρμαρο. Το άγαλμα επί του κίονα ήταν μαρμάρινο. Τα τμήματα της βάσης εκτίθενται στο Επιγραφικό Μουσείο της Αθήνας (αρ. ευρ ). Στην εμπρόσθια όψη τους διατηρείται απόσπασμα χαραγμένης επιγραφής4 [ ˉ ˉ ˉ ˉ ˉ ] ισι παίδον Καλλία [ ς ˉ ˉ ˉ Διδυ } μίο. Η πιθανότερη αποκατάσταση είναι : Καλλίας ἀνέθεκεν Ἀθεναίαι Διδυμίο. Φαίνεται ότι πρόκειται για αναθηματική επιγραφή ενός νικητή αγώνων παίδων. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το μνημείο αυτό ανεγέρθηκε έπειτα από μία νίκη του προαναφερόμενου 1 A. E. Raubitschek 1949, 172 αρ. 154, εικ. σ. 172 (αρ. 154). IG, I², 676. A. E. Raubitschek, ό. π. σημ A. E. Raubitschek, ό. π. σημ. 1, αρ A. E. Raubitschek 1949,

125 Καλλία, σε παιδική ηλικία, στα Μεγάλα Παναθήναια1. Τα θραύσματα τοποθετούνται αμέσως μετά το 482 π..χ., οπότε νίκησε ο Καλλίας στους αγώνες παίδων2. 3. Βάση αγάλματος, η οποία δεν σώζεται ακέραιη3 (Πίν. 46). Αποκαλύφθηκε το 1869 στην Ακρόπολη της Αθήνας, νοτιοανατολικά των Προπυλαίων. Σήμερα βρίσκεται μεταξύ του Παρθενώνα και των Προπυλαίων. Διατηρείται σε μήκος 0,64 μ., ύψος 0,30 μ. και πλάτος 0,55μ. Είναι κατασκευασμένη από πεντελικό μάρμαρο. Στην εμπρόσθια όψη της βάσης υπάρχει σχηματισμένο πλαίσιο, πλάτους 0,02-0,025 μ. Είναι κατασκευασμένη από πεντελικό μάρμαρο. Επάνω της ανιχνεύονται τέσσερις υποδοχές γόμφων, ελλειπτικού σχήματος, οι οποίες χρησίμευαν για τη στήριξη των σκελών ενός χάλκινου αγάλματος, σε όρθια στάση. Τα σκέλη της μορφής αυτής βρίσκονταν κοντά το ένα στο άλλο. Η μορφή αυτή δεν θα βρισκόταν σε κίνηση. Στην εμπρόσθια όψη της βάσης υπάρχει χαραγμένη επιγραφή4 : Καλλίας hιππονίκο ἀνέθ εκ [ ε ] ν. Μας είναι γνωστός ο αθλητής που παρίστανε, ο οποίος μάλλον ταυτίζεται με τον περίφημο Αθηναίο Καλλία, γιο του Ιππονίκου, που ήταν νικητής στο παγκράτιον κατά την 77η Ολυμπιάδα, το 472 π.χ. Η μορφή των γραμμάτων της επιγραφής υποδεικνύει μία χρονολόγηση περί το 480 π..χ Αποσπασματικά σωζόμενη βάση6 (Πίν. 47). Βρέθηκε το 1889 στον Παρθενώνα ή μεταξύ του τελευταίου και του εκατόμπεδου ναού. Φθάνει σε μήκος τα 0,53 μ., σε ύψος τα 0,24 μ. και πλάτος 0,27 μ. Το υλικό της είναι πεντελικό μάρμαρο. Φυλάσσεται στο Επιγραφικό Μουσείο της Αθήνας (αρ. ευρ. 6379). Ανιχνεύεται επιγραφή στην εμπρόσθια όψη της: [ Τόνδε θεοι ] σι Φάυλ [ λος ἔθεκε hο νι ] κōν τρὶς [ ἐν ] [ εὐρυχόροι ] Πυθοῖ κα [ ὶ ˉ ] ασασι σκ [ ˉ ]. Η επιγραφή υποδεικνύει ότι το μνημείο αποτελούσε ανάθημα του Φαύλλου από τον Κρότωνα, σε ανάμνηση των τριών νικών που έλαβε στους πυθικούς αγώνες των Δελφών. Η βάση στήριζε τον ανδριάντα του. Υπάρχει επάνω της μία σκαλισμένη υποδοχή γόμφου 1 Έχει θεωρηθεί ότι ο «παις του Κριτίου» συνανήκει με τα θραύσματα αυτά, δηλαδή ότι αποτελεί το άγαλμα, το οποίο ήταν στημένο επάνω στον κίονα ως απεικόνιση του νικητή Καλλία. 2 A. E. Raubitschek, ό. π. σημ. 1, A. E. Raubitschek, ό. π. σημ. 1, αρ Loewy 1885, 282 κ. ε., αρ A. E. Raubitschek, ό. π. σημ. 1, A. E. Raubitschek, ό. π. σημ. 1, 114, A. E. Raubitschek, ό. π. σημ. 1, 80-82, αρ

126 κοντά στο αριστερό άκρο της, βάθους 0,025 μ., σε απόσταση από την εμπρόσθια όψη 0,10 μ. και από τη δεξιά πλαϊνή όψη 0,43 μ. Ολόκληρη η βάση θα είχε μήκος 1,30 μ.1 Η βάση στήριζε μαρμάρινο άγαλμα από ό,τι δείχνει ο διατηρημένος τόρμος2. Ο ανδριάντας αυτός παρίστανε τον αθλητή εν κινήσει και όχι στατικό. Χρονολογείται λίγο μετά το 480 π.χ. βάσει της μορφής των γραμμάτων της επιγραφής. 5. Βάση, η οποία σώζεται σχεδόν ακέραιη3 (Πϊν. 48). Αποκαλύφθηκε στις 10 Μαρτίου του 1838, κοντά στην παρούσα της θέση, στην Ακρόπολη της Αθήνας, μεταξύ του Παρθενώνα και των Προπυλαίων. Διαθέτει μήκος 0,62 μ., ύψος 032 μ. και πλάτος 0,74 μ. Είναι κατασκευασμένη από πεντελικό μάρμαρο. Στην επάνω πλευρά της ανιχνεύονται δύο τετράπλευρες υποδοχές γόμφων. Σώζεται στην εμπρόσθια όψη η επιγραφή : Ἐπιχαρῖνος ἀνέθεκεν hο Ὀφ [ ολ ] ο [ νίδο ]. Κριτιος καὶ Νεσιότες επο [ ιε ]σάτεν. Ο αναφερόμενος στην επιγραφή Επιχαρίνος, τον οποίο ήδη είδαμε στη μελέτη του οπλιτοδρόμου του Tübingen, ανέθεσε το μνημείο έπειτα από τη νίκη του στον οπλίτη δρόμο σε κάποιους πανελλήνιους αγώνες. Οι γλύπτες ήταν οι γνωστοί Κριτίος και Νησιώτης. Το άγαλμα που στερεωνόταν στη βάση πιθανότατα τον παρίστανε ως οπλιτοδρόμο και ήταν χάλκινο. Η βάση χρονολογείται από τη μορφή των γραμμάτων της επιγραφής περί το 475 π.χ.4 6. Βάση αγάλματος καλά διατηρημένη5 (Πίν. 49). Βρέθηκε το 1838 κοντά στα Προπύλαια της Ακρόπολης της Αθήνας, ενώ σήμερα είναι τοποθετημένη ανατολικά των Προπυλαίων. Η διάμετρος του τυμπάνου της βάσης αγγίζει τα 0,78 μ. και το ύψος της τα 0,56 μ. Στην επάνω πλευρά της βάσης διατηρούνται υπολείμματα ενός τόρμου, τα οποία μάλλον ανήκουν στο δεξί σκέλος ενός χάλκινου ανδριάντα. Αναγιγνώσκουμε στην επιγραφή : Καλλίας Δ [ ιδυμίο ἀνεθεκεν ]. Νῖκαι Ὀλυ [ μ ] πίασι 1 A. E. Raubitschek 1949, Ο A. E. Raubitschek υποθέτει ότι επάνω στη βάση του Φάυλλου θα στερεωνόταν το άγαλμα στο οποίο ανήκει η κεφαλή του «ξανθού εφήβου», διότι η ερμηνεία αυτή συμβαδίζει τόσο με τα δεδομένα των γλυπτών θραυσμάτων, όσο και με αυτά της βάσης. Ωστόσο, είναι η απόδοση αυτή είναι ιδιαίτερα επισφαλής. 3 A. E. Raubitschek, ό. π. σημ. 1, αρ A. E. Raubitschek, ό. π. σημ. 1, A. E. Raubitschek, ό. π. σημ. 1,

127 Πύθια : δὶς Ἴσθμια : πεντάκις Νέμεια : τετράκις Παναθέναια με γ άλ [ α ]. Η βάση στήριζε έναν ακόμη ανδριάντα του αθλητή Καλλία και περιλαμβάνει αναλυτικά τις νίκες του στις σημαντικότερες πανελλήνιες διοργανώσεις. Η βάση χρονολογείται αμέσως μετά το 450 π.χ. 1 Βάσεις από το ιερό της Ολυμπίας 1. Βάση ανδριάντα αθλητή, διατηρημένη σε καλή κατάσταση2 (Πίν. 50). Βρέθηκε βόρεια του ναού του Δία στην Ολυμπία, στις 5 Μαρτίου του Φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας (αρ. ευρ. 357). Έχει ύψος 0,333-0,336 μ., μήκος 0,882-0,884 μ. και πλάτος 0,86 μ. Είναι κατασκευασμένη από πεντελικό μάρμαρο. Σώζονται στην εμπρόσθια πλευρά της οι επιγραφές : Εὔθυμος Λοκρὸς Ἀστυκλέος τρις Ὀλύμπι ἐνίκαν εικόνα δ ἔστησεν τήνδε βροτοῖς ἐσορᾶν. Εὔθυμος Λοκρὸς ἀπὸ Ζεφυρίου ἀνέθηκε. Πυθαγόρας Σάμιος ἐποίησεν.3 Πρόκειται για τη βάση του ανδριάντα, τον οποίο ανέθεσε στο ιερό της Ολυμπίας ο Εύθυμος από τους Επιζεφύριους Λοκρούς, ο περίφημος πυγμάχος. Γνωρίζουμε από τον Παυσανία ότι είχε αναγορευθεί τρεις φορές ολυμπιονίκης στην πυγμή, κατά τα 74α, 76α και 77α Ολύμπια, στα έτη 484, 476 και 472 π.χ. αντιστοίχως. Ο ανδριάντας του στην Ολυμπία είχε φιλοτεχνηθεί από τον Πυθαγόρα, όπως μαρτυρούν τόσο η επιγραφή της βάσης του, όσο και ο Παυσανίας4. 2. Βάση ανδριάντα αθλητή5 (Πίν. 51). Αποκαλύφθηκε στις 27 Ιανουαρίου του 1887, βόρεια της βάσης του Φιλέσιου. Φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας (αρ. ευρ. 119). Φθάνει σε ύψος τα 0,312 μ. και πλάτος τα 0,775 μ. Είναι κατασκευασμένη από πεντελικό μάρμαρο. Αναγιγνώσκονται στην κύρια όψη της οι επιγραφές : Καλλίας Διδυμίου Ἀθηναῖος παγκράτιον. 1 A. E. Raubitschek 1949, K. Purgold W. Dittenberger 1966, αρ K. Purgold W. Dittenberger, ό. π. σημ. 2, Παυσανίας VI.6.4. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 182 αρ K. Purgold W. Dittenberger 1966,

128 Μίκων ἐποίησεν Ἀθηναῖος1. Πρόκειται για τον ανδριάντα που είχαν στήσει στην Ολυμπία προς τιμήν του Αθηναίου αθλητή Καλλία, για τον οποίο έχει γίνει λόγος. Πρέπει να ήταν χάλκινος. Ο Παυσανίας σημειώνει τη νίκη του Καλλία στο παγκράτιο κατά τα 77α Ολύμπια2. 3. Βάση αγάλματος3. Εντοπίστηκε στις 1 Δεκεμβρίου του 1877, εμπρός από το βυζαντινό τείχος, νοτιότερα του ανδήρου του ναού. Το ύψος του ανέρχεται στα 0,48 μ., το πλάτος του στα 0,57 μ. και το πάχος του στα 0,66 μ. Η βάση αυτή στήριζε χάλκινο ανδριάντα, από ότι συνάγεται από τα ίχνη πελμάτων που διατηρεί. Φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας (αρ. ευρ. 254). Είναι φτιαγμένη από μάρμαρο. Διατηρείται η επιγραφή : Τέλλων τὸνδ ἀνέθηκε Δαήμονος υἱ [ ός ἀγαυοῦ ] Ἀρκάς Ὀρεσθάσιος παῖ [ ς ἀπό πυγμαχίας ]4. Ο Παυσανίας σημειώνει ότι είχε ανατεθεί ένας ανδριάντας στο ιερό της Ολυμπίας προς τιμήν του Τέλλωνα, ο οποίος ανακηρύχθηκε ολυμπιονίκης κατά την 77η διοργάνωση των αγώνων, το 472 π.χ.5 4. Πέντε θραύσματα βάσης ανδριάντα6 (Πίν. 52). Αποκαλύφθηκαν στις 2 Δεκεμβρίου του 1880 στο Μητρώο, βόρεια του χώρου των ανασκαφών. Βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας (αρ. ευρ ). Η βάση ήταν κατασκευασμένη από μάρμαρο. Αναγιγνώσκεται σε αυτήν συμπληρωμένη η επιγραφή : Δια [ γόρ ] ας Δαμ [αγ ] ήτου Ῥό [ διος ] 7. Πρόκειται για το ανάθημα στην Ολυμπία του περίφημου αθλητή Διαγόρα, ο οποίος είχε διακριθεί στην πυγμή κατά την 79η Ολυμπιάδα του 464 π.χ. Είχε νικήσει επίσης τέσσερις φορές στα Ίσθμια, δύο φορές στα Νέμεια εκτός από τη νίκη του στα Ολύμπια, ήταν δηλαδή περιοδονίκης8. Το άγαλμα αυτό ήταν μάλλον χάλκινο. 5. Βάση αγάλματος9 (Πίν. 53). Εντοπίστηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1879 κάτω από τους λίθους του βυζαντινού τείχους. Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας (αρ. ευρ. 712). Έχει ύψος 0,216 μ., πλάτος 0,627 μ. και πάχος 0,54 μ. Επάνω της 1 K. Purgold W. Dittenberger, ό. π. σημ. 2, , αρ Παυσανίας, VI.6.1.Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 182 αρ K. Purgold W. Dittenberger, ό. π. σημ. 2, , αρ. 148, εικ. σ K. Purgold W. Dittenberger, ό. π. σημ Παυσανίας, VI Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 182 αρ K. Purgold W. Dittenberger, ό. π. σημ. 2, αρ Το μέγιστο ύψος τους αγγίζει τα 0,15 μ., το μέγιστο μήκος τους τα 0,50 μ. και το πάχος τους τα 0,22 μ. 7 K. Purgold W. Dittenberger 1966, Παυσανίας, VI.7.1. Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 182 αρ K. Purgold W. Dittenberger, ό. π. σημ. 1, αρ

129 υπάρχουν ίχνη πελμάτων, τα οποία μας δείχνουν ότι η βάση στήριζε χάλκινο ανδριάντα. Σώζεται η επιγραφή : Ἀριστίων Θεοφίλεος Ἐπιδαύριος. Πολύκλειτος ἐποίησε. Συμπεραίνουμε από την επιγραφή ότι ο εικονιζόμενος ολυμπιονίκης ήταν ο Αριστίων, ο οποίος νίκησε στην πυγμή το 452 π.χ., κατά τα 82α Ολύμπια1. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Τόσο στην εισαγωγή, όσο και καθ όλη την έκταση της εργασίας, κατά τη μελέτη των μεμονωμένων έργων, τέθηκε ως βασικό ζήτημα προς επίλυση το ποια είναι η σχέση, η οποία συνδέει τα αγαλμάτια με τους ανδριάντες αθλητών μεγάλης κλίμακας της εποχής. Όπως είδαμε στο σύνολο του πονήματος, ορισμένοι μελετητές υποστήριξαν ότι πρόκειται για μία σχέση εξάρτησης και μίμησης. Αναλυτικότερα, θεώρησαν ότι τα έργα μικρής κλίμακας αναπαρήγαν τους ανδριάντες αθλητών μεγάλης κλίμακας, οι οποίοι ανατίθενταν στα μεγάλα ιερά έπειτα από τη νίκη τους στους πανελλήνιους αγώνες. Κατά την άποψή τους, οι νικητές των αγώνων ανέθεταν και προσωπικά στο πάτριο ιερό, στον τόπο 1 K. Purgold W. Dittenberger, ό. π. σημ. 3. Παυσανίας, VI Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ. 182 αρ

130 καταγωγής τους, ένα χάλκινο αγαλμάτιο, το οποίο άλλοτε μιμούνταν πιστότερα και άλλοτε παράλλασσε το πρότυπό του. Έχει διαπιστωθεί η γενικότερη τάση να εφαρμόζουν τη θεωρία αυτή κυρίως σε αγαλμάτια, τα οποία διακρίνονται από υψηλή ποιότητα, συγκριτικά με τα λιγότερο προσεγμένα έργα. Λόγου χάριν, αυτό συνέβη στην περίπτωση του περίφημου οπλιτοδρόμου του Tübingen, τον οποίο εξετάσαμε, όσον αφορά στη συσχέτισή του με τον ανδριάντα, τον οποίο στήριζε άλλοτε η γνωστή μας βάση του Επιχαρίνου από την Ακρόπολη των Αθηνών. Ωστόσο, ο αντίλογος στον τρόπο αυτό σύνδεσης των αγαλματίων με τους ανδριάντες συνίσταται στο γεγονός ότι αυτό δεν είναι δυνατόν να ισχύει για όλα τα χάλκινα αγαλμάτια του α μισού του 5ου αι. π.χ., των οποίων ο όγκος είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Επιπροσθέτως, η ερμηνεία αυτή προϋποθέτει πως το σύνολο των έργων μικρής κλίμακας αφιερωνόταν από «επαγγελματίες» αθλητές, οι οποίοι είχαν διακριθεί αποκλειστικά σε πανελλήνιας εμβέλειας αγώνες. Αυτό είναι όμως εξ ορισμού αδύνατο, διότι αφενός η παρουσία των επαγγελματιών αθλητών γίνεται εντονότερη κατά την ελληνιστική περίοδο1 και αφετέρου, αγνοείται με αυτό τον τρόπο ένα πολυάριθμο σύνολο αγαλματίων αθλητών, τα οποία προέρχονται από τοπικά ιερά. Αναφέρονται ενδεικτικά η επιτύμβια στήλη του Αἴνητου, η οποία βρέθηκε στο τοπικό ιερό του Απόλλωνα, στις Αμύκλες και το αγαλμάτιο ακοντιστή, που αποκαλύφθηκε στο εγχώριο ιερό της Αθηνάς Χαλκιοίκου, στη Σπάρτη. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, η πλειονότητα των νέων στην αρχαία Ελλάδα, κατά την περίοδο που μας απασχολεί, διέτριβε καθημερινά στην άθληση, στις κατά τόπους παλαίστρες και τα γυμνάσια. Η άθληση αποτελούσε βασικό τμήμα της καθημερινής τους ζωής. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι μπορούμε με ασφάλεια να υιοθετήσουμε τον συλλογισμό πως τα αγαλμάτια αυτά, με πιθανές εξαιρέσεις βέβαια, συνιστούσαν στον μεγαλύτερο όγκο τους, αναθήματα των καθημερινών, «ερασιτεχνών» αθλητών, στα διάφορα κατά τόπους ελληνικά ιερά και όχι αποκλειστικά στα λαμπρά και σημαντικότερα. Επιπλέον, ο ικανός αριθμός αγαλματίων απεικονιζόμενων ως αθλητών εξηγείται και από το ότι κατά το α μισό του 5ου αι. π.χ. προσέλαβε μεγάλο κύρος η αποτύπωση στην τέχνη γενικότερα, με χαρακτηριστικά αθλητή και έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής. Γι αυτό τον λόγο έχουμε και τις πολυπληθείς αυτές απεικονίσεις. Κατά την άποψη μου, έχει δοθεί υπερβολική έκταση στη σχέση που συνδέει τα μεν με τους δε, τους ανδριάντες, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικό έρεισμα για αυτήν. Βέβαια, δεν αποκλείεται ο συσχετισμός αναπαραγωγής και μίμησης να ισχύει για μεμονωμένες περιπτώσεις αγαλματίων, όπως λόγου χάριν μπορεί να ισχύει στην 1 S. G. Miller 1991,

131 περίπτωση του μικρής κλίμακας δισκοβόλου από την Ακρόπολη των Αθηνών Παρόλα ταύτα, δεν πρέπει να ήταν ο γενικός κανόνας. Έτερο ουσιαστικό ζήτημα, το οποίο έθιξε το παρόν πόνημα, αποτελεί η εξήγηση της ύπαρξης του συνόλου των τεσσάρων αθλητικών κορμών στη Δήλο, ενώ το ιερό της νήσου δεν φημίζεται για τους αθλητικούς του αγώνες. Ας ανατρέξουμε καταρχάς στις ιστορικές συνθήκες που επικρατούσαν στο νησί την περίοδο την οποία μελετάμε. Έπειτα από τη λήξη των περσικών πολέμων και με την εγκαθίδρυση της «δηλιακής συμμαχίας» το 475 π.χ., η κυριαρχία της Αθήνας στο νησί, η οποία υφίστατο ήδη από τους αρχαϊκούς χρόνους, συνεχίζεται. Πρέπει απαραιτήτως να σημειωθεί επιπλέον μία αρχαία μαρτυρία, την οποία παραθέτει δευτερογενώς και ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του. Πρόκειται για ένα χωρίο του Ομηρικού Ύμνου εις Απόλλωνα, στο οποίο γίνεται μνεία σε κάποιους αθλητικούς αγώνες στη Δήλο, οι οποίοι καλούνται «Δήλια» και οι οποίοι αποτελούσαν τμήμα μίας σημαντικής πανιώνιας πανήγυρης1. Το χωρίο αυτό συνιστά τη μοναδική αρχαία μαρτυρία για την ύπαρξη αθλητικών αγώνων στη Δήλο. Ο Θουκυδίδης παραπέμπει σε αυτό προκειμένου να πιστοποιήσει τη δημιουργία των Δηλίων το 426 π.χ. Εντούτοις, οι δηλιακοί κορμοί αθλητών παραμένουν ένα μεμονωμένο σύνολο στη νήσο, δεδομένου ότι δεν έχει βρεθεί καμία αγωνιστική επιγραφή έως σήμερα στη Δήλο κατά τον Hermary. Κατά τον ίδιο, ίσως οι τέσσερις κορμοί πρέπει να ιδωθούν ως λογική συνέχεια της σειράς των αρχαϊκών κούρων του νησιού, λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη τη δημοφιλία της παράστασης των αναθετών ως αθλητών κατά την εξεταζόμενη περίοδο2. Πάντως, δεν πρέπει να παραλείπεται η παρατήρηση των τεχνικών προόδων και της εξέλιξης των μοτίβων στάσης που επιδεικνύουν οι δηλιακοί αθλητικοί κορμοί, στα πλαίσια των καινοτόμων στοιχείων που εισάγει ο αυστηρός ρυθμός, αλλά παλαιότερα και η όψιμη αρχαϊκή περίοδος. Εξάλλου, η σημαντική αυτή ομάδα αθλητών από τη Δήλο δεν εξηγείται ικανοποιητικά απλώς ως επίδραση των εικονογραφικών τάσεων της εποχής. Τέλος, ως έτερος στόχος του παρόντος πονήματος είχε τεθεί η εξήγηση της εμφάνισης της χαλκοχυτικής και χαλκοπλαστικής κατά τη μελετώμενη περίοδο. Η αξιοποίηση του νέου υλικού, το οποίο αρχικά παραγκωνίζει και τελικά περιορίζει την παραγωγή μαρμάρινων γλυπτών, υλοποιείται με πειραματισμούς στην αποτύπωση της κίνησης και συγκεκριμένα στους ανδριάντες αθλητών, οι οποίοι απεικονίζονται σε έντονα κινημένα μοτίβα. Αντλούμε βέβαια στοιχεία για τις καινοτομίες αυτές από τα αγαλμάτια της 1 Ομηρικός Ύμνος εις Απόλλωνα, στ Βλ. Παράρτ. Αρχ. Γρ. Πηγών σ αρ. 67. Θουκυδίδης, Ιστορία, III A. Hermary 1984,

132 περιόδου που μελετήσαμε, καθώς παριστάνονται σε ποικιλία στάσεων και μοτίβων, αναπληρώνοντας ως ένα βαθμό την έλλειψη σωζόμενων χάλκινων ανδριάντων αθλητών μεγάλης κλίμακας. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί λογικά η δημιουργία και ανάπτυξη της χαλκοπλαστικής ειδικά την περίοδο αυτή και όχι κάποια άλλη. Πάντως, φαίνεται ότι ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από την Αίγινα, όπου οι Αιγινήτες άρχισαν να δουλεύουν το νέο υλικό1. Όπως διαπιστώσαμε από τη μελέτη των δηλιακών κορμών, των κορμών της Μιλήτου, της Θάσου, των κορμών Cordier και Arundel, οι μαρμαρογλύπτες των χρόνων π..χ. πειραματίστηκαν και αυτοί, πλάθοντας στο μάρμαρο αθλητές σε ιδιαιτέρως ζωηρά μοτίβα και στάσεις. Οι τέσσερις κορμοί από τη Δήλο, μαζί με τον παριανό κορμό 167, τον κορμό της Μιλήτου, τον κορμό Cordier, τον κορμό Arundel και τον θασιακό κορμό, αντιπροσωπεύουν τα σημαντικά νησιωτικά εργαστήρια της εποχής, με πρωτεύον το παριανό, τα οποία κυριαρχούν παροδικά, δοκιμαζόμενα στην απεικόνιση τολμηρών στάσεων, παριστανόμενων για πρώτη φορά στο μάρμαρο. Ωστόσο, τα εργαστήρια αυτά, αποτελώντας τους τελευταίους υπερασπιστές της κατασκευής μαρμάρινων έργων, υποσκελίζονται με την πάροδο του χρόνου από τους χαλκοπλάστες, με συνέπεια τη μείωση των μαρμάρινων έργων κατά την περίοδο αυτή. Ο χαλκός αποκτά το προβάδισμα σε σχέση με το μάρμαρο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι σταματά η παραγωγή αξιόλογων μαρμάρινων έργων. Εξάλλου, αυτό πιστοποιείται από το καίριας βαρύτητας σύνολο των μαρμάρινων κορμών που εξετάσαμε στην εργασία. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΝΗΜΕΙΩΝ : 1) Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής (Πίν.2). Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα (αρ. ευρ. 6445) π.χ. Βιβλιογραφία : 1. J. Boardman, Ελληνική Πλαστική. Η Αρχαϊκή Περίοδος, Αθήνα 2001, 105 (μτφρ. Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά). 2. J. Charbonneaux, Les Bronzes Grecs, Paris 1958, W. Deonna, Les Apollons archaïques. Etude sur le type masculine de ka statuaire grecque au VIe siècle avant notre ère, Paris 1909, 268 αρ E. Walter-Karydi

133 4. U. Hausmann, Der Tübinger Waffenlaufer in Tübinger Studien zur Archäologie und Kunstgeschichte 4, Tübingen 1977, , N. Himmelmann-Wildschütz, Die Schrittstellung des polykletischen Diadumenos, MarbWPr 1967, 36 και υποσ G. Karo, Greek personality in Archaic Sculpture, Westport 1970, E. Langlotz, Fruehgriechische Bildhauerschulen, Nuernberg 1927, 69 αρ K. A. Neugebauer, Antike Bronzestatuetten, Berlin 1921, H. G. Niemeyer, Attische Bronzestatuetten der spätarchaischen und fruklassischen Zeit, Berlin 1964, G. M. A. Richter, Kouroi. Archaic Greek Youths. A study of the development of the kouros type in Greek sculpture, London 1960, 138 αρ V. Stais, Marbres et Bronzes du Musée National, Athénes 1910, 283 αρ R. Thomas, Athletenstatuetten der Spatärchaik und des Strengen Stils, Rome 1981, ) Ανδρικό αγαλμάτιο (Πίν. 3). Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα (αρ. ευρ. 7404). Περί το 470 π..χ. Βιβλιογραφία : 1. J. Jüthner, Die Athletischen Leibesübungen der Griechen II, Wien 1968, A. De Ridder, Les Bronzes du Polytechneion, Paris 1894 αρ A. De Ridder, Bronzes du Musée National, BCH 24 (1900), 6-8 αρ V. Stais, Marbres et Bronzes du Musée National, Athénes 1910, 322 αρ R Thomas, Athletenstatuetten der Spatärchaik und des Strengen Stils, Rome 1981, ) Σύνταγμα δύο ανδρικών μορφών (Πίν. 4). Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών (αρ. ευρ. 7722). Περί το 460 π.χ. Βιβλιογραφία : 1. J. Charbonneaux, Les Bronzes Grecs, Paris 1958, Cl. Rolley, Griechische Kleinekunst. Die Bronzen, Leiden 1967, 5 αρ Cl. Rolley, FD V. Monuments figurés. Les statuettes de bronze, Paris 1969, 146 αρ Cl. Rolley, Les Bronzes Grecs, Paris 1983, 106 κ. ε. 5. Cl. Rolley, Musée de Delphes. Bronzes, Paris 1991, 25 αρ Cl. Rolley, La Sculpture Grecque I. Des origines au milieu du Ve siècle, Paris 1994, R. Thomas, Athletenstatuetten der Spatärchaik und des Strengen Stils, Rome 1981, E. Will, in P. Amandry, Rapport préliminaire sur les statues chrysélephantines de Delphes, BCH 63 (1939),

134 9. E. Will, Groupe de bronze du Ve siècle trouvé a Delphes, BCH 70 (1946), Χ. Καρούζος, Δελφοί, Αθήνα 1974, ) Επιτύμβια στήλη, η οποία παριστάνει ανδρική μορφή (Πίν. 5). Μουσείο Çanakkale (αρ. ευρ. 2039). Περί το 460 π.χ. Βιβλιογραφία : 1. Akurgal, Grabstelen, BWPr (1955), 14 κ. ε., H. Hiller, Ionische Grabreliefs der Ersten Halfte des 5 Jahrhunderts v. Chr., Tübingen 1975, 57 υποσ R. Özgan, Zwei Grabreliefs im Museum von Çanakkale in Archaische und Klassische Griechische Plastik, Akten des internationalen Kolloquiums, April 1985, Athen, ) Ανδρικό αγαλμάτιο (Πίν. 7). Μουσείο της Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αρχαιότητας, Ολυμπία (αρ. ευρ.β ) π.χ. Βιβλιογραφία: 1. A. Mallwitz-H.-V. Herrmann (επιμ.), Die Funde aus Olympia. Ergebnisse hundertjähriger Ausgrabungstätigkeit, Athen 1980, 157 αρ (W. Fuchs). 2. Α. Γιαλούρη-Ν. Γιαλούρης, Ολυμπία. Το Μουσείο και το Ιερό, Αθήνα 1993, Γ. Ε. Χατζή, Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας, Αθήνα ) Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής (Πίν. 9). Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα (αρ. ευρ. 6615). Περί το 490 π.χ. Βιβλιογραφία: 1. E. Buschor - R. Hamann, Die Skulpturen des Zeustempels zu Olympia, Marburg 1924, J. Charbonneaux, Quatre Marbres Antiques au Musée du Louvre, MonPiot 45 (1951), J. Charbonneaux, Les Bronzes Grecs, Paris 1958, U. Hausmann, Der Tübinger Waffenlaufer in Tübinger Studien zur Archäologie und Kunstgeschichte 4, Tübingen 1977, 122, , W. Lamb, Ancient Greek and Roman Bronzes, Chicago 1969, W. v. Massow, Die Stele des Ainetos in Amyklai, AM 51 (1926), H. G. Niemeyer, Attische Bronzestatuetten der spätarchaischen und fruklassischen Zeit, in Antike Plastik III, 1964, K. Schefold, Orient, Hellas und Rom in der archäologischen Forschung seit 1939, Bern 1949, R. Thomas, Athletenstatuetten der Spatärchaik und des Strengen Stils, Rome 1981, 3234, R. Thomas, Griechische Bronzestatuetten, Darmstadt 1992, H. G. E. White, Two Athletic Bronzes at Athens, JHS 36 (1916),

135 12. Ι. Κ. Κωνσταντίνου, Ρυθμοί κινήσεων και λοξαί στάσεις εις την αρχαιοτέραν ελληνικήν πλαστικήν, Αθήνα 1957, 8-9, 35, ) Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής (Πίν. 8). Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα (αρ. ευρ. 7412) π.χ. Βιβλιογραφία: 1. E. N. Gardiner, Athletics of the ancient world, Oxford 1967, U. Hausmann, Der Tübinger Waffenlaufer in Tübinger Studien zur Archäologie und Kunstgeschichte 4, Tübingen 1977, J. Jüthner, Die Athletischen Leibesübungen der Griechen II, Wien 1968, E. Langlotz, Fruehgriechische Bildhauerschulen, Nuernberg 1927, 32 αρ B. Schmaltz, Das Kabirenheiligtum bei Theben VI. Metallfiguren aus dem Kabirenheiligtum bei Theben, Berlin 1980, 4-5, V. Stais, Marbres et Bronzes du Musée National I, Athènes 1910, 32, αρ R. Thomas, Athletenstatuetten der Spatärchaik und des Strengen Stils, Rome 1981, F. Weege, Etruskische Gräber mit Gemälden in Corneto, JdI 31 (1916), ) Αποσπασματικά σωζόμενο ανδρικό άγαλμα (Πίν. 13). Μουσείο της Δήλου (αρ. ευρ. Α 4277). Περί το 480 π.χ. Βιβλιογραφία: 1. P. Bruneau- J. Ducat (επιμ.), Guide de Délos, Paris 1983, (A. Hermary) A. Hermary, La Sculpture Archaïque et Classique I. Catalogue des sculptures classiques de Délos, EAD 34, Paris 1984, 9-11, J. Marcadè (επιμ.), 1996, Sculptures Déliennes, Paris 1996, 60 αρ. 21 (A. Hermary). 4. E. Langlotz, Fruehgriechische Bildhauerschulen, Nuernberg 1927, 110, Cl. Rolley, La Sculpture Grecque I. Des origines au milieu du Ve siècle, Paris 1994, E. Walter-Karydi, Alt - Ägina II.2. Die Aginetische Bildhauerschule. Werke und schriftliche Quellen, Mainz 1987, 88 αρ. 1. 9) Ανδρικό αγαλμάτιο (Πίν. 12). Μητροπολιτικό Μουσείο Ν. Υόρκης (αρ. ευρ. 78) π.χ. Βιβλιογραφία: 1. E. Buschor - R. Hamann, Die Skulpturen des Zeustempels zu Olympia, Marburg 1924, J. Charbonneaux, Les Bronzes Grecs, Paris 1958, 90 κ.ε. 3. W. Fuchs, Die Skulptur der Griechen, München 1983, αρ

136 4. E. Homann-Wedeking, Torsen, AM 60/61 (1935/36), J. Jüthner, Die Athletischen Leibesübungen der Griechen II, Wien 1968, W. Lamb, Ancient Greek and Roman Bronzes, Chicago 1969, E. Langlotz, Fruehgriechische Bildhauerschulen, Nuernberg 1927, 89 αρ. 61, G. Lippold, Handbuch der Archäologie. Die Griechische Plastik, München 1950, V. H. Poulsen, Der Strenge Stil. Studien zur Geschichte der Griechischen Plastik , Kopenhagen 1937, G. M. A. Richter, A Handnbook of Greek Art, London 1959, R. Thomas, Athletenstatuetten der Spatärchaik und des Strengen Stils, Rome 1981, ) Στήλη, η οποία εικονίζει ανδρική μορφή (Πίν. 16). Μουσείο Σπάρτης (αρ. ευρ. 940). Περί το 475 π.χ. Βιβλιογραφία: 1. E. Buschor, Vom Amyklaion, AM 52 (1927), J. Dörig, The Olympia Master and his collaborators, Leiden - N. York E. Fiechter, Amyklai. Der Thron des Apollon, JdI 33 (1918), A. Hermary, La Sculpture Archaïque et Classique I. Catalogue des sculptures classiques de Délos, EAD 34, Paris 1984, W. v. Massow, Die Stele des Ainetos in Amyklai, AM 51 (1926), F. Studniczka, Archäologisches aus Griechenland, ΑΑ 36 (1921), 328 κ.ε. 7. M. N. Tod-A. J. B. Wace, A Catalogue of the Sparta Museum, Oxford 1906, 60 αρ Φ. Βερσάκης, Ο θρόνος του Αμυκλαίου Απόλλωνος, ΑΕ 1912, Ι. Κ. Κωνσταντίνου, Ρυθμοί κινήσεων και λοξαί στάσεις εις την αρχαιοτέραν ελληνικήν πλαστικήν, Αθήνα 1957, Α. Ν. Σκιάς, Ανασκαφαί εν Αμύκλαις, ΠΑΕ 1907, ) Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής (Πίν. 18). Μουσείο Λούβρου, Παρίσι (αρ. ευρ. Br. 4246). Βιβλιογραφία: 1. C. Devès, Une statuette de bronze de la collection Henri de Nanteuil, MonPiot 39 (1943), G. Hafner, Zwei Meisterwerke der vorklassik, AA 1952, R. Thomas, Athletenstatuetten der Spatärchaik und des Strengen Stils, Rome 1981, R. Thomas 1992, Griechische Bronzestatuetten, Darmstadt 1992, 81,

137 12) Ανδρικός κορμός (Πίν. 11). Μουσείο Δήλου (αρ. ευρ. Α 4276). Γύρω στο 470 π.χ. Βιβλιογραφία: 1. P. Bruneau- J. Ducat (επιμ.), Guide de Délos, Paris 1983, (A. Hermary) J. Charbonneaux, Quatre Marbres Antiques au Musée du Louvre, MonPiot 45 (1951), 43, 44, L. Curtius, Zu Einem Kopf im Museo Chiaramonti, JdI 49/50 (1944/45), 26, P. Devambez, Un torse pythagoreen à Thasos, BCH 57 (1933), A. Furtwängler, Intermezzi : Kunstgeschichtliche studien, Leipzig 1896, A. Hermary, La Sculpture Archaïque et Classique I. Catalogue des sculptures classiques de Délos, EAD 34, Paris 1984, 11-13, J. Marcadè (επιμ.), Sculptures Déliennes, 1996, αρ. 22 (A. Hermary). 8. E. Walter-Kαrydi, Alt - Ägina II.2. Die Äginetische Bilhdauerschule. Werke und Schriftliche Quellen, Mainz 1987, 88 αρ Ι. Κ. Κωνσταντίνου, Ρυθμοί κινήσεων και λοξαί στάσεις εις την αρχαιοτέραν ελληνικήν πλαστικήν, Αθήνα 1957, Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, Προβλήματα της Παρηανής Πλαστικής του 5ου αι. π.χ. (διδ. διατρ.), Θεσσαλονίκη 1979, ) Αποσπασματικά σωζόμενο άγαλμα ανδρικής μορφής (Πίν. 17). Αντίγραφο. Μουσείο Λούβρου, Παρίσι (αρ. ευρ. Ma.889). Χρονολόγηση αντιγράφου: αυτοκρατορικοί χρόνοι. Χρονολόγηση πρωτοτύπου του έργου: π.χ. Βιβλιογραφία: 1. J. Charbonneaux, Quatre Marbres Antiques au Musée du Louvre, MonPiot 45 (1951), J. Charbonneaux, Les Bronzes Grecs 1963, L Curtius, Die Antike Kunst. Die klassische kunst Grieechenlands, Berlin 1959, P. Devambez, Un torse pythagoreen à Thasos, BCH 57 (1933), A. Hermary, La Sculpture Archaïque et Classique I. Catalogue des sculptures classiques de Délos, EAD 34, Paris 1984, Ι. Κ. Κωνσταντίνου, Ρυθμοί κινήσεων και λοξαί στάσεις εις την αρχαιοτέραν ελληνικήν πλαστικήν, Αθήνα 1957, ) Ο Δισκοβόλος του Μύρωνα. Αντίγραφα α. Lancelotti (Πίν. 24) και β. Castel- Porziano (Πίν. 25) στο Μουσείο των Θερμών, Ρώμη (αρ. ευρ ). Χρονολόγηση πρωτοτύπου: γύρω στο 450 π.χ. 137

138 Βιβλιογραφία: 1. L. Alscher, Griechische Plastik II. Klassik, Berlin 1982, H. Bulle, Der Schöne Mensh im Altertum. Eine geshichte des korperideals bei Ägyptern - Orientalen Griechen, München 1922, αρ A. Furtwängler, Masterpieces of Greek Sculpture. A series of essays on the history of art, Chicago 1964, W. Fuchs, Die Skulptur der Griechen, München 1983, αρ E. N. Gardiner, Throwing the diskos, JHS 27 (1907), 13-14, A. Giuliano (επιμ.), Museo Nazionale Romano. Le Sculture I.1, Roma 1979, 180 αρ. 117, αρ J. Jüthner, Die Athletischen Leibesübungen der Griechen II, Wien 1968, R. Lullies-M. Hirmer, Griechische Plastik. Von der Anafangen bis zum Beginn der Römischen Kaiserzeit, München 1979, αρ E. Paribeni, Museo Nazionale Romano - Sculture greche del V secolo, Roma 1953, αρ G. M. A. Richter, The Sculpture and Sculptors of the Greeks, New Haven- London 1970, B. S Ridgway, The Severe Style in Greek Sculpture, Princeton 1970, Cl. Rolley, La Sculpture Grecque I. Des origines au milieu du Ve siècleparis Ι. Κ. Κωνσταντίνου, Ρυθμοί κινήσεων και λοξαί στάσεις εις την αρχαιοτέραν ελληνικήν πλαστικήν, Αθήνα 1957, 42 κ.ε., ) Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής (Πίν. 27). Μουσείο της Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αρχαιότητας (αρ. ευρ. Β 26). Αμέσως μετά το 490 π.χ. Βιβλιογραφία: 1. W. Fuchs, Die Skulptur der Griechen, München 1983, U. Hausmann, Der Tübinger Waffenlaufer in Tübinger Studien zur Archäologie und Kunstgeschichte 4, Tübingen 1977,, 55, 98, H. V. Herrmann, Olympia. Heiligtum und Wettkampefstatte, München 1972, εικ. 3.αa-b. 4. G. Lippold, Handbuch der Archäologie. Die Griechische Plastik, München 1950, 100 υποσ A. Mallwitz, Olympia und Seine Bauten, München 1972, A. Mallwitz H. V. Herrmann, (επιμ.), Die Funde aus Olympia. Ergebnisse hundertjähriger Ausgrabungstätigkeit, Athen 1980,, Olympia Bericht I, (A. v. Gerkan), (R. Hampe U. Jantzen). 8. G. M. A. Richter, A Handbook of Greek Art, London 1959, 182 εικ Cl. Rolley, Griechische Kleinekunst. Die Bronzen, Leiden 1967, 6 αρ

139 10. R. Thomas, Athletenstatuetten der Spatärchaik und des Strengen Stils, Rome 1981, Α. Γιαλούρης Ν. Γιαλούρη, Ολυμπία. Το Μουσείο και το Ιερό, Αθήνα 1993, Δ. Καλοκύρης (επιμ.), Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας, Αθήνα Ε. Σπαθάρη, Το ολυμπιακό πνεύμα, Αθήνα 1992, 99, ) Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής (Πίν. 10). Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα (αρ. ευρ. 6614). Περί το 480 π.χ. Βιβλιογραφία: 1. E. Buschor - R. Hamann, Die Skulpturen des Zeustempels zu Olympia, Marburg 1924, U. Hausmann, Der Tübinger Waffenlaufer in Tübinger Studien zur Archäologie und Kunstgeschichte 4, Tübingen 1977, A. Hekler, JdI 31 (1916), E. Langlotz, Fruehgriechische Bildhauerschulen, Nuernberg 1927, G. Lippold, Handbuch der Archäologie. Die Griechische Plastik, München 1950, 82 υποσ Olympia Bericht I, 1936/1937, (R. Hampe- U. Jantzen) 79 υποσ H. G. Niemeyer, Attische Bronzestatuetten der spätarchaischen und fruklassischen Zeit, in Antike Plastik III, in Antike Plastik III, 1964, V. Stais, Marbres et Bronzes du Musée National I, Athènes 1910, R. Thomas, Athletenstatuetten der Spatärchaik und des Strengen Stils, Rome 1981, H. G. E. White, Two athletic bronzes at Athens, JHS 36 (1916), Κ. Δ. Μυλωνάς, Ευρήματα της εν τη Ακροπόλει ανασκαφής, ΑΕ 1884, 46 αρ ) Ανδρικό αγαλμάτιο (Πίν. 28). Μητροπολιτικό Μουσείο Ν. Υόρκης (αρ. ευρ ). Περί το 450 π.χ. Βιβλιογραφία: 1. U. Jantzen, Bronzewerkstätten in Grossgriechenland und Sizilien, Berlin 28 αρ. 35, 45 κ. ε. 2. G. Lippold, Handbuch der Archäologie. Die Griechische Plastik, München 1950, 131 υποσ S. Reinach, Repertoire de la statuaire grecque et romaine IV, Roma 1969, 345, R. Thomas, Athletenstatuetten der Spatärchaik und des Strengen Stils, Rome 1981, C. H. Young, AJA 30 (1926), ) Επιτύμβια στήλη. Μουσείο της Χερσώνος (Πίν. 29). Περί το 490 π..χ. 139

140 Βιβλιογραφία: 1. E. Berger, Das Basler Artztrelief. Studien zum griechischen Grab - und Votivrelief um 500 v. Chr. Und zur vorhippokratischen Medizin, Basel 1970, 40 κ. ε. 2. E. Buschor R. Hamann, Die Skulpturen des Zeustempels zu Olympia, Marburg 1924, B. V. Farmakovskiy, Izwestija Arch. Komm. 58 (1915), H. Hiller, Ionische Grabreliefs der Ersten Halfte des 5 Jahrhunderts v. Chr., Tübingen 1975, 44-46, K. F. Johansen, The Attic Grave-Reliefs of the Classical Period, Copenhagen 1951, 128 υποσ E. Langlotz, Fruehgriechische Bildhauerschulen, Nuernberg 1924, 127 αρ H. Möbius, RE III A (1929), λ. Stele, H. Möbius, Gnomon 24 (1952), W. Peek, Griechische Versinschriften I. Grabepigramme, Berlin Suppl. Epigr. grace. III, 117 αρ M. F. Vos, Scythian Archers in Attic vase-painting, Groningen 1963, Γ. Μπακαλάκης, Ελληνικά Αμφίγλυφα, Θεσσαλονίκη 1946, (διδ. διατρ.), 39-40, ) Αποσπασματικά διατηρημένο ανδρικό άγαλμα (Πίν. 14). Μουσείο Δήλου (αρ. ευρ. Α 4275) π.χ. Βιβλιογραφία: 1. P. Bruneau J. Ducat, (επιμ.), Guide de Délos, Paris 1983, P. Devambez, Un torse pythagoreen à Thasos, BCH 57 (1933), 428 υποσ A. Hermary, La Sculpture Archaïque et Classique I. Catalogue des sculptures classiques de Délos, EAD 34, Paris 1984, 8-9, E. Langlotz, Fruehgriechische Bildhauerschulen, Nuernberg 1924, 110, J. Marcadé (επιμ.), Sculptures Déliennes, 1996, 58 αρ. 20 (A. Hermary). 6. Cl. Rolley, La Sculpture Grecque I. Des origines au milieu du Ve siècleparis 1994, E. Walter-Karydi, Alt - Ägina II.2. Die Aginetische Bildhauerschule. Werke und schriftliche Quellen, Mainz 1987, 88 αρ ) Ανδρικό αγαλμάτιο (Πίν. 30). Μουσείο Σπάρτης. Λίγο πριν το 480 π.χ. Βιβλιογραφία: 1. G. Dickins, The Hieron of Athena Chalkioikos, BSA 13 ( ), J. Dörig, The Olympia Master and his collaborators, Leiden N. York 1987, 10, 15, N. Himmelmann-Wildsütz, Die Schrittstellung des polykletischen Diadumenos, 140

141 MarWPr (1967), W. Lamb, Ancient Greek and Roman Bronzes, Chicago 1969, E. Langlotz, Fruehgriechische Bildhauerschulen, Nuernberg 1924, R. Thomas, Athletenstatuetten der Spatärchaik und des Strengen Stils, Rome 1981, ) Ανδρικός κορμός (Πίν. 31). Μουσείο Δήλου (αρ. ευρ. 1740). Περί το 470 π.χ Βιβλιογραφία: 1. P. Bruneau J. Ducat (επιμ.), Guide de Délos, Paris 1983, 68 (A. Hermary). 2. A. Hermary, La Sculpture Archaïque et Classique I. Catalogue des sculptures classiques de Délos, EAD 34, Paris 1984, ) Επιτύμβια στήλη (Πίν. 32). Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινουπόλεως (αρ. ευρ. 1142) π..χ. Βιβλιογραφία: 1. E. Akurgal, BWPr 1955, 16, 26 αρ E. Berger, Das Basler Artztrelief. Studien zum griechischen Grab - und Votivrelief um 500 v. Chr. und zur vorhippokratischen Medizin, Basel 1970, H. Bulle, Der Schöne Mensch im Altertum. Eine geshichte des korperideals bei Ägyptern - Orientalen - Griechen, München 1922, Πίν E. Buschor R. Hamann, Die Skulpturen des Zeustempels zu Olympia, Marburg 1924, E. Buschor, AM 74 (1959), G. Despinis in Antike Plastik VII, 85 υποσ W. Fuchs, Die Skulptur der Griechen, München 1983, 481 αρ H. Hiller, Ionische Grabreliefs der Ersten Halfte des 5 Jahrhunderts v. Chr., Tübingen 1975, 90-91, 161, P. Jacobsthal, Die Melischen Reliefs, Berlin Wilmersdorf 1931, K. F. Johansen,The Attic Grave-Reliefs of the Classical Period, Copenhagen 1951, E. Langlotz, Fruehgriechische Bildhauerschulen, Nuernberg 1924, 23, 140, G. Lippold, Handbuch der Archäologie. Die Griechische Plastik, München 1950, 123 υποσ R. Lullies M. Hirmer, Griechische PLastik. Von der Anfangen bis zum Beginn der Römischen Kaiserzeit, München 1960 (μτφρ. M. Bullock),

142 14. Ch. Picard, Manuel d Archeologie Grecque. La Sculpture I. Periode archaïque, Paris 1935, V. H. Poulsen, Der Strenge Stil. Studien zur Geschichte der Griechischen Plastik , Kopenhagen 1937, B. S. Ridgway, The Severe Style in Greek Sculpture, Princeton 1970, H. Schuchaardt in Antike Plastik VII, ) Επιτύμβια στήλη αποσπασματικά σωζόμενη (Πίν. 33). Μουσείο Ερέτριας (αρ. ευρ. 49). Περί τα μέσα του 5ου αι. π.χ. Βιβλιογραφία: 1. E. Buschor R. Hamann, E. Buschor, ΑΜ 74 (1959), G. Despinis in Antike Plastik VII, H. Hiller 1975, 90-91, 93, 96, 120, 122, 128, K. F. Johansen, 1951, 127 υποσ H. Möbius, RE III A (1929), λ. Stele, E. Pfuhl, JdI 50 (1935), H. Schuchardt in Antike Plastik VII, ) Σύμπλεγμα δύο ανδρικών μορφών (Πίν. 34). Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα (αρ. ευρ. 6605) π.χ. Βιβλιογραφία: 1. W. Fuchs, Die Skulptur der Griechen, München 1983, 341 αρ U. Hausmann, Der Tübinger Waffenlaufer in Tübinger Studien zur Archäologie und Kunstgeschichte Tübingen1977, 3. V. Stais, Marbres et Bronzes du Musée National, Athénes 1910, R. Thomas, Athletenstatuetten der Spatärchaik und des Strengen Stils, Rome 1981, ) Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής, το οποίο αποτελούσε τμήμα συμπλέγματος παλαιστών (Πίν. 35). Σε ιδιωτική συλλογή. Περί τα μέσα του 5ου αι. π..χ. Βιβλιογραφία: 1. U. Hausmann 1977, D. G. Mitten S. F. Doeringer 1968, 100 αρ K. A. Neugebauer, AA 1937, R. Thomas, Athletenstatuetten der Spatärchaik und des Strengen Stils, Rome

143 26) Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής (Πίν. 36). Βρετανικό Μουσείο (αρ. ευρ. 212). Περί το 480 π.χ. Βιβλιογραφία: 1. J. Dörig, The Olympia Master and his collaborators, Leiden N. York 1987, αρ U. Hausmann, Der Tübinger Waffenlaufer in Tübinger Studien zur Archäologie und Kunstgeschichte Tübingen 1977, N. Himmelmann-Wildschütz, Die Schrittstellung des polykletischen Diadumenos MarWPr 1967, E. Laglotz, Fruehgriechische Bildhauerschulen, Nuernberg 1924, G. Lippold, Handbuch der Archäologie. Die Griechische Plastik, München 1950, R. Thomas, Athletenstatuetten der Spatärchaik und des Strengen Stils, Rome ) Ανδρικό αγαλμάτιο (Πίν. 37). Αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Tübingen. Περί το π..χ. Βιβλιογραφία: 1. E. N. Gardiner, Notes on the Greek footrace, JHS 23 (1903), F. Hauser, JdI (2), 1887, U. Hausmann, Der Tübinger Waffenlaufer in Tübinger Studien zur Archäologie und Kunstgeschichte Tübingen W. Lamb, Ancient Greek and Roman Bronzes, Chicago 1969, G. Lippold, Handbuch der Archäologie. Die Griechische Plastik, München 1950, C. C. Mattusch, Greek Bronze Statuary. From the beginnings though the fifth century B.C., Ithaca London 1988, Cl. Rolley 1994, R. Thomas, Athletenstatuetten der Spatärchaik und des Strengen Stils, Rome E. Walter-Karydi, Alt - Ägina II.2. Die Aginetische Bildhauerschule. Werke und schriftliche Quellen, Mainz 1987, ) Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής (Πίν. 38). Αρχαιολογικό Μουσείο Βερολίνου (αρ. ευρ. 8089) π.χ. Βιβλιογραφία: 1. J. Charbonneux, Les Bronzes Grecs 1967, W. Fuchs, Die Skulptur der Griechen, München 1983, 86 αρ U. Hausmann, Der Tübinger Waffenlaufer in Tübinger Studien zur Archäologie und Kunstgeschichte, Tübingen 1977, W. Lamb, Ancient Greek and Roman Bronzes, Chicago 1969,

144 5. E. Langlotz, Fruehgriechische Bildhauerschulen, Nuernberg 1924, 56 αρ G. Lippold, Handbuch der Archäologie. Die Griechische Plastik, München 1950, K. A. Neugebauer, AA 1942, V. H. Poulsen, Der Strenge Stil. Studien zur Geschichte der Griechischen Plastik , Kopenhagen 1937, Cl. Rolley, FD V. Monuments figures. Les statuettes de bronze, Paris 1969, R. Thomas, Athletenstatuetten der Spatärchaik und des Strengen Stils, Rome, ) Ανδρικός κορμός (Πίν. 23). Μουσείο Πάρου (αρ. ευρ. 167). Περί το 490 π.χ. Βιβλιογραφία: 1. E. Buschor, AM 54 (1929), B. S. Ridgway 1970, Cl. Rolley, BCH 102 (1978), 48 σημ Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.), , 153, 183, ) Αποσπασματικά σωζόμενο ανδρικό άγαλμα (Πίν. 19). Μουσείο Λούβρου, Παρίσι (αρ. ευρ. Ma.862) π.χ. Βιβλιογραφία: 1. J. Charbonneaux, Quatre Marbres Antiques au Musée du Louvre, MonPiot 45 (1951), J. Charbonneaux, Les Bronzes Grecs, Paris 1963, 21 αρ L. Curtius, Zu einem kopf im Museo Chiaramonti, JdI 59/60 (1944/45), 37 υποσ P. Devambez, Un torse pythagoreen à Thasos, BCH 57 (1933), M. Hamiaux, Les Sculptures Grecques I. Des origins à la fin du IVe siècle avant J.-C. Paris 1992, 103 αρ. 91, εικ. σ U. Hausmann, Der Tübinger Waffenlaufer in Tübinger Studien zur Archäologie und Kunstgeschichte Tübingen 1977, A. Hermary 1984, H. Hiller 1975, 31 κ. ε., 74 υποσ. 28.5, 77, 83, G. Lippold 1950, 114 σημ G. M. A. Richter 1960, 150, αρ D. Willers, AM 4 (1975), 12 υποσ Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.), , 154, 187, 197, ) Ανδρικός κορμός (Πίν. 15). Μουσείο Λούβρου (αρ. ευρ. Ma.2792) π.χ. Βιβλιογραφία: 1. E. Berger 1970, E. Bulle 1970, 66 αρ. 103, 197,

145 3. E. Buschor R. Hamann 1924, E. Buschor, AM 54 (1929/30), E. Buschor, AM 55 (1930), J. Charbonneuax 1967, P. Devambez, BCH 57 (1933), W. Fuchs 1983, 50-52, αρ M. Hamiaux 1992, 100 αρ A. Hermary 1984, 14, H. Hiller 1975, E. Homann-Wedeking, AM 60/61 (1935/36), H. A. Kahn, Die Münzen des sechtsten und des fünften jahrhunderts v. Chr., Berlin 1970, E. Langlotz 1927, Olympia Bericht 1938/39, (E. Kunze H. Schleif), υποσ Ch. Picard, Manuel d Archéologie Grecque. La Sculpture I. Periode archaïque, Paris 1935, E. Pfuhl, JdI 50 (1935), G. M. A. Richter 1960, αρ K. Schefold, ΑΕ 1953/54, D. Willers, AM 4 (1975), Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.), 154, 187, ) Αποσπασματικά σωζόμενο ανδρικό άγαλμα (Πίν. 20). Ashmolean Museum, Oxford π.χ. Βιβλιογραφία: 1. J. Charbonneuax, MonPiot 45 (1951), L. Curtius, JdI 59/60 (1944/45), 37 υποσ A. Hermary 1984, 14, H. Hiller 1975, 75 υποσ. 28 αρ. 5a. 5. A. Michaelis 1889, 554 αρ G. M. A. Richter 1960, 150 αρ D. Willers, AM 4 (1975), Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.), 154, 187, ) Ανδρικός κορμός (Πίν. 21). Μουσείο Θάσου (αρ. ευρ. 14) π.χ. Βιβλιογραφία: 1. P. Devambez, BCH 57 (1933), A. Hermary 1984,

146 3. Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.), ) Επιτύμβια στήλη (Πίν. 39). Μουσείο Βατικανού (αρ. ευρ. 421). Λίγο πριν τα μέσα του 5ου αι. π.χ. Βιβλιογραφία: 1. W. Amelung, Griechische Grabstele, JdI 18 (1903), W. Amelung, Zu der grabstele eines palästriten im vatikanischen museum, JdI 24 (1909), W. Fuchs 1983, αρ K. F. Johansen 1951, 128 και υποσ E. Pfuhl, Attische und Ionische Kunst des fünften Jahrhunderts, JdI 41 (1926), ) Ανδρικό αγαλμάτιο (Πίν. 40). Μουσείο Λούβρου (αρ. ευρ. 4236). Περί το 480 π.χ. Βιβλιογραφία: 1. J. Charbonneaux 1958, U. Hausmann 1977, N. Himmemann-Wildschütz, MarbWPr 1967, 36 και υποσ E. Langlotz 1927, 32 αρ G. Lippold 1950, 130 υποσ H. V. Poulsen 1937, R. Thomas 1981, ) Αγαλμάτιο ανδρικής μορφής (Πίν. 41). Μητροπολιτικό Μουσείο Ν. Υόρκης (αρ. ευρ ). Λίγο μετά το 480 π.χ. Βιβλιογραφία: 1. E. Buschor R. Hamann 1924, P. Jantzen 1937, 55 αρ W. Lamb 1969, Πίν. 56.b. 4. E. Langlotz 1927, G. Lippold 1950, 123 υποσ G. Neumann 1965, 81 και υποσ H. V. Poulsen 1937, R. Thomas 1981, ) Επιτύμβια στήλη (Πίν. 22). Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών (αρ. ευρ ) π.χ. Βιβλιογραφία: 1. E. Akurgal, Grabstelen, 16, 27 αρ H. Bulle 1922, 176, Πίν E. Buschor R. Hamann 1924, P. Devambez, BCH 57 (1933),

147 5. W. Fuchs 1983, Guide de Delphes. Le Musée, Paris 1991, A. Hermary 1984, Th. Homolle, Mémoires de la Société Nationale des Anrtiquaires de France pour son centenaire, Paris 1904, K. F. Johansen 1951, E. Langlotz 1927, Cl. Rolley 1994, 12. M. A. Zagdoun 1977, Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.), , ) Ανδρικό αγαλμάτιο (Πίν. 42). Αρχαιολογικό Μουσείο Βερολίνου (αρ. ευρ. 8576). Λίγο πριν το 460 π.χ. Βιβλιογραφία: 1. U. Hausmann 1977, W. Lamb 1969, E. Langlotz 1927, 70 αρ K. A. Neugebauer, AA 1942, E. Pernice, AA 1904, 33 κ. ε. 6. R. Thomas 1981, ) Ανδρικό αγαλμάτιο (Πίν. 43). Στην ιδιωτική Αρχαιολογική Συλλογή Kolb, στο Μόναχο (αρ. ευρ ). Περί το 460 π.χ. Βιβλιογραφία: 1. R. Lullies M. Hirmer 1979, 73 αρ R. Thomas 1981, ) Επιτύμβια στήλη (Πίν. 44). Μουσείο Ρεθύμνου (αρ. ευρ. 81). Περί τα μέσα του 5ου αι. π.χ. Βιβλιογραφία: 1. S. Benton, JHS 57 (1937), Α. Κώστογλου-Δεσποίνη 1979 (διδ. διατρ.), ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. E. Akurgal BWPr (1955) E. Akurgal, Zwei Grabstelen vorklassischer zeit aus Sinope, BWPr (1955). 147

148 2. L. Alscher 1982 L. Alscher, Griechische Plastik II. Klassik, Berlin W. Amelung W. Amelung, Griechische Grabstele, JdI 18 (1903) JdI 18 (1903) 4. W. Amelung JdI 24 (1909) W. Amelung, Zu der Grabstele eines Palästriten im vatikanischen Museum, JdI 24 (1909) ARV² J. D. Beazley, Attic Red-Figure Vase Painters II, Oxford αρ. 1, 241 αρ. 52, 322 αρ. 28, 545 αρ J. Boardman 2001 (μτφρ. Μ. Καραμπατέα- J. Boardman, Αθηναϊκά Ερυθρόμορφα Αγγεία. Αρχαϊκή Περίοδος. Αθήνα 2001 (μτφρ. Μ. Καραμπατέα - Μ. Κόμβου) Μ. Κόμβου) 7. P. Bruneau- J. Ducat (επιμ.), H. Bulle 1922 P. Bruneau- J. Ducat (επιμ.), Guide de Délos, Paris 1983 (A. Hermary). H. Bulle, Der Schöne Mensch im Altertum. Eine geshichte des korperideals bei Ägyptern- Orientalen Griechen, München E. Buschor-R. Hamann E. Buschor-R. Hamann, Die Skulpturen des Zeustempels zu Olympia, Marburg CVA Warsaw 3 Corpus Vasorum Antiquorum Warsaw 3, Musée Czartoryski Πίν J. Charbonneaux, MonPiot 45 (1951) 12. J. Charbonneaux 1958 Quatre Marbres Antiques au Musée du Louvre, MonPiot 45 (1951), J. Charbonneaux, Les Bronzes Grecs, Paris

149 13. P. de la Coste-Messeliere P. de la Coste Messeliere, Fouilles de Delphes IV figurés: Sculpture. Sculptures du Trésor des Athéniens Paris L. Curtius, JdI 59/60 (1944/45) 15. P. Devambez, BCH 57 (1933) L. Curtius, Zu Einem Kopf im Museo Chiaramonti, JdI 59/60 (1944/45), P. Devambez, Un torse pythagoreen à Thasos, BCH 57 (1933) C. Devès, C. Devès, Une statuette de bronze de la collection Henri de MonPiot 39 (1943) Nanteuil, MonPiot 39 (1943), W. Dittenberger W. Dittenberger K- Purgold, Die Inschriften von Olympia K- Purgold J. Dörig 1987 Amsterdam J. Dörig, The Olympia Master and his collaborators Leiden N. York E. Fiechter, JdI 33 (1918) E. Fiechter, Amyklai. Der Thron des Apollon JdI 33 (1918), 220, W. Fuchs 1983 W. Fuchs, Die Skulptur den Griechen, München A. Furtwängler 1964 A. Furtwängler, Masterpieces of Greek Sculpture. A series of essays on the history of art. Chicago E. N. Gardiner JHS 23 (1903) E. N. Gardiner, The Method of Deciding the Pentathlon JHS 23 (1903) E. N. Gardiner E. N. Gardiner, Notes on the Greek Foot Race 149

150 JHS 23 (1903) JHS 23 (1903) E. N. Gardiner JHS 24 (1904) E. N. Gardiner, Phayllus and his Record Jump JHS 24 (1904) E. N. Gardiner JHS 24 (1904) E. N. Gardiner, Further Notes on the Greek Jump JHS 24 (1904) E. N. Gardiner JHS 25 (1905) 27. E. N. Gardiner JHS 27 (1907) 28. E. N. Gardiner JHS 27 (1907) 29. E. N. Gardiner 1967 E. N. Gardiner, Wrestling, JHS 25 (1905) E. N. Gardiner, Throwing the Diskos, JHS 27 (1907), E. N. Gardiner, Throwing the Javelin, JHS 27 (1907) E. N. Gardiner, Athletics of the Ancient World, Oxford A. Giuliano (επιμ.), 1979 A. Giuliano (επιμ.), Museo Nazionale Romano. Le Sculture I.1, Roma 1979, 180 αρ. 117, αρ G. Hafner AA M. Hamiaux 1992 G. Hafner, Zwei Meisterwerke der vorklassik, AA 1952, M. Hamiaux, Les Sculptures Grecques I. Des origins à la fin du IVe siècle avant J.-C., Paris U. Hausmann 1977 U. Hausmann, Der Tübinger Waffenlaufer in Tübinger 150

151 Studien zur Archäologie und Kunstgeschichte 4, Tübingen A. Hermary 1984 A. Hermary, La Sculpture Archaïque et Classique I. Catalogue des sculptures classiques de Délos, EAD 34, Paris H. Hiller 1975 H. Hiller, Ionische Grabreliefs der Ersten Halfte des 5 Jahrhunderts v. Chr., Tübingen E. Homann-Wedeking, AM 60/61 (1935/36) 37. U. Jantzen 1937 E. Homann-Wedeking, Torsen, AM 60/61 (1935/36), 210. U. Jantzen, Bronzewerkastätten in Grossgriechischenland und Sizilien. Berlin αρ. 35, 45 κ. ε. 38. H. S. Jones 1966 H. S. Jones, Select Passages from Ancient Writers, illustrative of the history of Greek Sculpture Chicago J. Jüthner 1968 J. Jüthner, Die Athletischen Leibesübungen der Griechen II, Wien D. G. Kyle 2007 D. G. Kyle, Sport and Spectacle in the Ancient World Oxford W. Lamb 1969 W. Lamb, Ancient Greek and Roman Bronzes Chicago E. Langlotz 1927 E. Langlotz, Fruehgriechische Bildhauerschulen Nuernberg

152 43. G. Lippold 1950 G. Lippold, Handbuch der Archäologie. Die Griechische Plastik, München R. Lullies-M. Hirmer 1979 R. Lullies-M. Hirmer, Griechische PLastik. Von der Anfangen bis zum Beginn der Römischen Kaiserzeit. München E. Loewy 1885 E. Loewy, Inschriften Griechischen Bildhauer Leipzig A. Mallwitz-H.-V. Herrmann A. Mallwitz-H.-V. Herrmann, Die Funde aus (επιμ.), 1980 Olympia. Ergebnisse hundertjähriger Ausgrabungstätigkeit, Athen αρ (W. Fuchs). 47. J. Marcadé (επιμ.), 1996 J. Marcadé (επιμ.), Sculptures Déliennes Paris αρ (A. Hermary). 48. W. v. Massow AM 51 (1926), P. de la Coste-Messelière 1957 W. v. Massow, Die Stele des Ainetos in Amyklai, AM 51 (1926), P. de la Coste-Messelière, FD IV. Monuments figurés. Sculpture IV. Sculptures du Trésor des Athéniens, Paris A. Michaelis 1882 A. Michaelis, Ancient Marbles in Great Britain Cambridge S. G. Miller 1991 S. G. Miller, Arete. Greek Sports from Ancient Sources, Berkeley Los Angeles Oxford K. A. Neugebauer K. A. Neugebauer, Antike Bronzestatuetten Berlin

153 53. K. A. Neugebauer K. A. Neugebauer, Archäologische Gesellschaft zu Berlin, AA 1942, G. Neumann 1965 G. Neumann, Gesten und Gebärden in der Griechischen Kunst, Berlin H. G. Niemeyer H. G. Niemeyer, in Antike Plastik III, Attische in Antike Plastik III Bronzestatuetten der spätarchaischen 1964 und fruklassischen Zeit, Berlin 1964, D. Ohly D. Ohly, Die Aigineten. Die Marmorskulpuren des temples der Aphaia auf Aigina I. Die Ostgiebelgruppe. München Olympia Bericht Bericht über die ausgrabungen in Olympia. 1936/37 Herbst 1936 Frühjahr 1937 (A. v. Gerkan) (A. v. Gerkan) (R. Hampe U. Jantzen) (R. Hampe U. Jantzen). 58. E. Paribeni 1953 E. Paribeni, Museo Nazionale Romano- Sculture greche del V secolo, Roma 1953, αρ D. J. Phillips-D. Pritchard (επιμ.), 2003 D. J. Phillips-D. Pritchard (επιμ.), Sport and Festival in the Ancient Greek World Wales M. B. Poliakoff 1987 M. B. Poliakoff, Combat Sports in the Ancient World, New Haven London A. E. Raubitschek 1949 A. E. Raubitschek, Dedications from the Athenian Acropolis. A catalogue of the inscriptions of the sixth and fifth centuries B.C. 153

154 Cambridge G. Ricci, MonAnt 1955 G. Ricci, Necropoli della Banditaccia zona A Del Recinto, MonAnt 1955, G. M. A. Richter 1960 G. M. A. Richter, Kouroi. Archaic Greek Youths. A study of the development of the kouros type in Greek sculpture, London G. M. A. Richter 1970 G. M. A. Richter, The Sculpture and Sculptors the Greeks, N. Haven London A. De Ridder BCH 24 (1900) A. De Ridder, Bronzes du Musée Narional BCH 24 (1900) 6-8 αρ B. S Ridgway 1970 B. S Ridgway, The Severe Style in Greek Sculpture, Princeton M. Robertson 2001 M. Robertson, Η Τέχνη της Αγγειογραφίας στην κλασική Αθήνα, Αθήνα 2001 (μτφρ. Μ. Καραμπατέα Μ. Κόμβου) 190 εικ Cl. Rolley 1969 Cl. Rolley, FDV. Monuments figurés. Les statuettes de bronze. Paris Cl. Rolley 1994 Cl. Rolley, La Sculpture Grecque I. Des origines au milieu du Ve siècle Paris K. Schefold 1960 K. Schefold, Meisterwerke griechischer Kunst Basel

155 71. B. Schmaltz 1980 B. Schmaltz, Das Kabirenheiligtum bei VI. Metallfiguren bei Theben, Berlin , H. Schrader 1939 H. Schrader, Die Archaischen Marmorbildwerk der Akropolis Frankfurt V. Stais 1910 V. Stais, Marbres et Bronzes du Musée National Athénes F. Studniczka ΑΑ 36 (1921) 75. R. Thomas 1981 F. Studniczka, ΑΑ 36 (1921), Archäologisches aus Griechenland, 328 κ.ε. R. Thomas, Athletenstatuetten der Spatärchaik und des Strengen Stils, Rome R. Thomas 1992 R. Thomas, Griechische Bronzestatuetten Darmstadt P. Valavanis 1999 P. Valavanis, The Starting Mechanism in Ancient Stadia. A Contribution to Ancient Greek Technology Berkeley Los Angeles London E. Walter-Kαrydi 1987 E. Walter-Kαrydi, Alt - Ägina II.2. Die Aginetische Bilhdauerschule. Werke und Schriftliche Quellen. Mainz 1987, 88 αρ. 1, F. Weege F. Weege, Etruskische Gräber mit Gemälden 155

156 JdI 31 (1916) in Corneto, JdI 31 (1916), E. Will E. Will, Rapport préliminaire sur les statues chryséléphantines de Delphes, BCH 63 (1939) E. Will E. Will, Groupe de bronze du Ve siècle trouvé BCH 70 (1946) a Delphes, BCH 70 (1946) D. Willers D. Willers, Zu den anfängen der archaistischen plastic in Griechenland, AM H. G. E. White H. G. E. White, Two Athletic Bronzes at Athens JHS 36 (1916) JHS 36 (1916) M. A. Zagdoun 1977 M. A. Zagdoun, Fouilles de Delphes IV. Monuments figurés: Sculpture 6. Reliefs. Paris 1977, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: 1. Φ. Βερσάκης, ΑΕ 1912 Φ. Βερσάκης, Ο θρόνος του Αμυκλαίου Απόλλωνος, ΑΕ 1912, Α. Γιαλούρη Ν. Γιαλούρης Α. Γιαλούρη Ν. Γιαλούρης, Ολυμπία. Το 1993 Μουσείο και το Ιερό, Αθήνα

157 Ι. Κ. Κωνσταντίνου 1957 Ι. Κ. Κωνσταντίνου, Ρυθμοί κινήσεων και λοξαί στάσεις εις την αρχαιοτέραν ελληνικήν πλαστικήν Αθήνα Α. Κώστογλου- Δεσποίνη (διδ. διατρ.) 1979 Α. Κώστογλου- Δεσποίνη, Προβλήματα της παριανής πλαστικής του 5ου αιώνα π.χ (διδ. διατρ.) Θεσσαλονίκη Ν. Γ. Λάσκαρης 2004 Ν. Γ. Λάσκαρης, Στέφανος. Το Ολυμπιακό πνεύμα στην αρχαία Ελλάδα, Αθήνα Μ. Μπρούσκαρη 1974 Μ. Μπρούσκαρη, Μουσείον Ακροπόλεως. Περιγραφικός Κατάλογος, Αθήνα Α. Ν. Σκιάς, ΠΑΕ 1908 Α. Ν. Σκιάς, Ανασκαφαί εν Αμύκλαις ΠΑΕ 1908, Σ. Α. Σουλή 2002 Σ. Α. Σουλή, Αρχαίοι Ολυμπιονίκες. Αθήνα Ε. Σπαθάρη 2000 Ε. Σπαθάρη, Το Ολυμπιακό πνεύμα. Αθήνα Γ. Ε. Χατζή 2008 Γ. Ε. Χατζή, Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας. Αθήνα

158 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΓΡΑΠΤΩΝ ΠΗΓΩΝ : ΠΕΝΤΑΘΛΟΝ : 1. Παυσανίας, ΙΙΙ.11.6 «Τισαμενῷ δὲ ὄντι ἡλείῳ τῶν Ἰαμιδῶν λόγιον ἐγένετο ἀγῶνας ἀναιρήσεσθαι πέντε επιφανεστάτους αὐτόν. Οὕτω πένταθλον Ὀλυμπίασιν ἀσκήσας ἀπῆλθεν ἡττηθείς, καίτοι τὰ δύο γε ἦν πρῶτος καὶ γάρ δρόμῳ τε ἐκράτει καὶ πηδήματι Ἱερώνυμον τὸν ἄνδριον. Καταπαλαισθεὶς δὲ ὑπ αὐτοῦ καὶ ἂμαρτὼν τῆς νίκης συνίησι τοῦ 158

159 χρησμοῦ, διδόναι οἱ τὸν θεὸν μαντευομένῳ πέντε ἀγῶνας πολέμῳ κρατῆσαι.» ΑΛΜΑ : 2. Ομήρου Οδύσσεια, Θ «νῦν δ ἐξέλθωμεν καὶ ἀέθλων πειρηθῶμεν (100) πάντων, ὥς χ ὁ ξεῖνος ἐνίσπῃ οἷσι φίλοισιν οἴκαδε νοστήσας, ὅσσον περιγινόμεθ ἄλλων πύξ τε παλαιμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν ἠδὲ πόδεσσιν.» 3. Πολυδεύκης, III.151 πένταθλος ὁ τὰ πέντε ἀγωνιζόμενος. ἴδια δ αὐτῷ πηδᾶν, ἅλλεσθαι, πηδητικός, ἁλτικός. πηδητικῶς, ἁλτικῶς. καὶ ὅθεν ἅλλεται, βατήρ, ἀφ οὗ καὶ τὸ τὸν βατῆρα κέκρουκεν τὸ δὲ μέτρον τοῦ πηδήματος κανών, ὁ δ ὅρος τὰ ἐσκαμμένα, ὅθεν ἐπὶ τῶν τὸν ὅρον ὑπερπηδώντων οἱ παροιμιαζόμενοι λέγουσι πηδᾶν ὑπὲρ τὰ (5) ἐσκαμμένα. ἀκοντιστικός, ἀκοντιστικῶς καὶ τὸ ἀκόντιον τῶν πεντάθλων καλεῖται ἀποτομάς. τὸ δὲ δίσκον ἀφεῖναι, δίσκον ἐκπέμψαι, δίσκον ῥῖψαι, δίσκῳ ὑποφέρεσθαι. ἐπὶ δὲ πεντάθλου τὸ νικῆσαι ἀποτριάξαι λέγουσιν. ὁπλίτης δρόμος, καὶ ὁ τὸν ὁπλίτην δίαυλον θέων, καὶ ὁπλιτοδρόμος. 4. Φιλόστρατος, Γυμναστικός, 55 (55.) Ἁλτὴρ δὲ πεντάθλων μὲν εὕρημα, εὕρηται δὲ ἐς τὸ ἅλμα, ἀφ οὗ δὴ καὶ ὠνόμασται, οἱ γὰρ νόμοι τὸ πήδημα χαλεπώτερον ἡγούμενοι τῶν ἐν ἀγῶνι τῷ τε αὐλῷ προσεγείρουσι τὸν πηδῶντα καὶ τῷ ἁλτῆρι προσελαφρύνουσι, πομπός τε γὰρ τῶν χειρῶν (5) ἀσφαλὴς καὶ τὸ βῆμα ἑδραῖόν τε καὶ εὔσημον ἐς τὴν γῆν ἄγει. τουτὶ δὲ ὁπόσου ἄξιον οἱ νόμοι δηλοῦσιν οὐ γὰρ ξυγχωροῦσι διαμετρεῖν τὸ πήδημα, ἢν μὴ ἀρτίως ἔχῃ τοῦ ἴχνους. γυμνάζουσι δὲ οἱ μὲν μακροὶ τῶν ἁλτήρων ὤμους τε καὶ χεῖρας, οἱ δὲ (10) σφαιροειδεῖς καὶ δακτύλους. παραληπτέοι δὲ καὶ κούφοις ὁμοίως καὶ βαρέσιν ἐς πάντα γυμνάσια, πλὴν τοῦ ἀναπαύοντος. 5. Κόιντος Σμυρναίος, IV.466 «τῶν δ ἄρ ὑπέρθορε πολλὸν ἐυμμελίης Ἀγαπήνωρ σήματα» 159

160 6. Παυσανίας, V.26.3 «αὖθις Ἀσκληπιὸν καὶ Ὑγείαν. Ἀγών τε ἐν τοῖς ἀναθήμασίν ἐστι τοῖς Μικύθου φέρων ἁλτῆρας, οἱ δὲ ἁλτῆρες οὗτοι παρέχονται σχῆμα τοιόνδε κύκλου παραμηκεστέρου καὶ οὐκ ἐς τὸ ἀκριβέστατον περιφεροῦς εἰσιν ἥμισυ, πεποίηται δὲ ὡς καὶ τοὺς δακτύλους τῶν (5) χειρῶν διιέναι καθάπερ δι ὀχάνων ἀσπίδος. τούτων μὲν δὴ σχῆμά ἐστι τὸ εἰρημένον» 7. Αριστοτέλης, Περὶ πορείας ζῴων, 705.α (705a.) γὰρ αὐτὸ δοκεῖ κινεῖν αὑτό, ἀλλ ὑπ ἄλλου κινεῖσθαι τὸ ὑπό τινος φερόμενον. Τούτων δὲ διωρισμένων λέγωμεν τὰ τούτων ἐφεξῆς. τῶν δὴ ζῴων ὅσα μεταβάλλει κατὰ τόπον, τὰ μὲν ἀθρόῳ παντὶ τῷ σώματι μεταβάλλει, καθάπερ τὰ ἁλλόμενα, (5) τὰ δὲ μορίοις, καθάπερ τῶν πορευομένων ἕκαστον. ἐν ἀμφοτέραις δὲ ταῖς μεταβολαῖς ταύταις ἀεὶ μεταβάλλει τὸ κινούμενον ἀποστηριζόμενον πρὸς τὸ ὑποκείμενον αὐτῷ. διόπερ ἐάν τε ὑποφέρηται τοῦτο θᾶττον ἢ ὥστ ἔχειν ἀπερείσασθαι τὸ ποιούμενον ἐπ αὐτοῦ τὴν κίνησιν, ἐάν θ ὅλως μηδεμίαν (10) ἔχῃ τοῖς κινουμένοις ἀντέρεισιν, οὐθὲν ἐπ αὐτοῦ δύναται κινεῖν ἑαυτό. καὶ γὰρ τὸ ἁλλόμενον καὶ πρὸς αὐτὸ ἀπερειδόμενον τὸ ἄνω καὶ πρὸς τὸ ὑπὸ τοὺς πόδας ποιεῖται τὴν ἅλσιν ἔχει γάρ τινα ἀντέρεισιν πρὸς ἄλληλα τὰ μόρια ἐν ταῖς καμπαῖς, καὶ ὅλως τὸ πιέζον πρὸς τὸ πιεζόμενον. (15) διὸ καὶ οἱ πένταθλοι ἅλλονται πλέον ἔχοντες τοὺς ἁλτῆρας ἢ μὴ ἔχοντες, καὶ οἱ θέοντες θᾶττον θέουσι παρασείοντες τὰς χεῖρας γίνεται γάρ τις ἀπέρεισις ἐν τῇ διατάσει πρὸς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς καρπούς. 8. Παυσανίας, V.7.10 «Τούτου δὲ ἕνεκα καὶ τὸ αὔλημα πυθικόν φασι τῷ πηδήματι ἐπεισαχθῆναι τῶν πεντάθλων, ὡς τὸ μὲν ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος τό αὔλημα ὄν, τὸν Ἀπόλλωνα δὲ ἀνῃρημένον ὀλυμπικὰς νίκας.» 9. Ανθολογία Παλατινή, 297 «Πέντ ἐπὶ πεντήκοντα πόδας πήδησε Φάϋλλος δίσκευσεν δ ἑκατὸν πέντ ἀπολειπομένων.» 10. Πίνδαρος, Νεμεόνικος V

161 «εἰ δ ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι (19) αὐτόθεν ἅλμαθ ὑποσκά- (20) πτοι τις» 11. Πλάτων, Κρατύλος, 413.Α (a.) γεῖται τοῦτο εἶναι τὸ δίκαιον ἐγὼ δέ, ὦ Ἑρμόγενες, ἅτε λιπαρὴς ὢν περὶ αὐτοῦ, ταῦτα μὲν πάντα διαπέπυσμαι ἐν ἀπορρήτοις, ὅτι τοῦτό ἐστι τὸ δίκαιον καὶ τὸ αἴτιον δι ὃ γὰρ γίγνεται, τοῦτ ἔστι τὸ αἴτιον καὶ Δία καλεῖν ἔφη τις τοῦτο ὀρθῶς ἔχειν διὰ ταῦτα. ἐπειδὰν δ ἠρέμα αὐτοὺς (5) ἐπανερωτῶ ἀκούσας ταῦτα μηδὲν ἧττον Τί οὖν ποτ ἔστιν, ὦ ἄριστε, δίκαιον, εἰ τοῦτο οὕτως ἔχει; δοκῶ τε ἤδη μακρότερα τοῦ προσήκοντος ἐρωτᾶν καὶ ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα (b.) ἅλλεσθαι. ἱκανῶς γάρ μέ φασι πεπύσθαι [ἀκηκοέναι] καὶ» 12. Λουκιανός, Ἐνύπνιον, 6 Δύο γυναῖκες λαβόμεναι ταῖν χεροῖν εἷλκόν με πρὸς ἑαυτὴν ἑκατέρα μάλα βιαίως καὶ καρτερῶς μικροῦ γοῦν με διεσπάσαντο πρὸς ἀλλήλας φιλοτιμούμεναι καὶ γὰρ καὶ ἄρτι μὲν ἂν ἡ ἑτέρα ἐπεκράτει καὶ παρὰ μικρὸν ὅλον εἶχέ με, ἄρτι δ (5) ἂν αὖθις ὑπὸ τῆς ἑτέρας εἰχόμην. ἐβόων δὲ πρὸς ἀλλήλας ἑκατέρα, ἡ μὲν ὡς αὐτῆς ὄντα με κεκτῆσθαι βούλοιτο, ἡ δὲ ὡς μάτην τῶν ἀλλοτρίων ἀντιποιοῖτο. ἦν δὲ ἡ μὲν ἐργατικὴ καὶ ἀνδρικὴ καὶ αὐχμηρὰ τὴν κόμην, τὼ χεῖρε (10) τύλων ἀνάπλεως, διεζωσμένη τὴν ἐσθῆτα, τιτάνου καταγέμουσα, οἷος ἦν ὁ θεῖος ὁπότε ξέοι τοὺς λίθους ἡ ἑτέρα δὲ μάλα εὐπρόσωπος καὶ τὸ σχῆμα εὐπρεπὴς καὶ κόσμιος τὴν ἀναβολήν. Τέλος δ οὖν ἐφιᾶσί μοι δικάζειν ὁποτέρᾳ βου- (15) λοίμην συνεῖναι αὐτῶν. προτέρα δὲ ἡ σκληρὰ ἐκείνη καὶ ἀνδρώδης ἔλεξεν 13. Λιβάνιος, Πρ ς ριστε δην περ τ ν ρχηστ ν «καὶ ἡ μὲν παροιμία φησὶν ὑπὲρ τὸ σκάμμα θαυμάζουσα τοὺς τῷ πηδήματι τὸ μέτρον παριόντας.» 14. Ζηνόβιος,

162 «Ὑ π ὲ ρ τ ὰ ἐ σ κ α μ μ έ ν α : Φάϋλλος ἐγένετο πένταθλος * Πόντιος, ὃς ἐδόκει μέγιστα δισκεύειν καὶ ἅλλεσθαι ἐπειδὴ οὖν ὑπὲρ τοὺς ἐσκαμμένους πεντήκοντα πόδας εἰς τὸ στερεὸν ἥλατο, τὸ συμβὰν εἰς παροιμίαν περιέστη.» 15. Σχόλιον στον Αριστοφάνη, Ἀχαρνῆς, 214 (214.) Φ α ΰ λ λ ῳ : ὁ Φάυλλος δρομεὺς ἄριστος Ὀλυμπιονίκης, ὁπλιτοδρόμος περιώνυμος, ὃν ἐκάλουν ὁδόμετρον ἦν δὲ καὶ πένταθλος. ἐφ οὗ καὶ ἐπίγραμμα τοιόνδε πέντ ἐπὶ πεντήκοντα πόδας πήδησε Φάυλλος, πέντ ἐπὶ πεντήκοντα πόδας πήδησε Φάυλλος, δίσκευσεν δ ἑκατὸν πέντ ἀπολειπομένων. (5) ἐγένετο δὲ καὶ ἕτερος ἀθλητής, ὀγδόην Ὀλυμπιάδα νικήσας καὶ τρίτος λωποδύτης. 16. Σούδα, λ. «ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα» «Ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα πηδᾶν : ἐπὶ τῶν καθ ὑπερβολήν τι πραττόντων. διότι ὁ Φάϋλλος ὑπὲρ τοὺς πεντήκοντα πόδας πηδήσας ἐπηρώθη τὸ σκέλος.» 17. Αριστοτέλης, Ρητορική, 1361.b «νέου μὲν οὖν κάλλος τὸ πρὸς τοὺς πόνους χρήσιμον ἔχειν τὸ σῶμα τούς τε πρὸς δρόμον καὶ πρὸς βίαν, ἡδὺν ὄντα ἰδεῖν πρὸς ἀπόλαυσιν διὸ οἱ πένταθλοι κάλλιστοι, ὅτι πρὸς βίαν καὶ (10) πρὸς τάχος ἅμα πεφύκασιν ἀκμάζοντος δὲ πρὸς μὲν πόνους τοὺς πολεμικούς, ἡδὺν δ εἶναι δοκεῖν μετὰ φοβερότητος γέροντος δὲ πρὸς μὲν πόνους τοὺς ἀναγκαίους ἱκανόν, ἄλυπον δὲ διὰ τὸ μηδὲν ἔχειν ὧν τὸ γῆρας λωβᾶται. ἰσχὺς δ ἐστὶ μὲν δύναμις τοῦ κινεῖν ἕτερον ὡς βούλεται, (15) ἀνάγκη δὲ κινεῖν ἕτερον ἢ ἕλκοντα ἢ ὠθοῦντα ἢ αἴροντα ἢ πιέζοντα ἢ συνθλίβοντα, ὥστε ὁ ἰσχυρὸς ἢ πᾶσιν ἢ τούτων τισίν ἐστιν ἰσχυρός. μεγέθους δὲ ἀρετὴ τὸ ὑπάρχειν κατὰ μῆκος καὶ βάθος καὶ πλάτος τῶν πολλῶν τοσούτῳ μείζον ὥστε μὴ βραδυτέρας ποιεῖν τὰς κινήσεις διὰ τὴν (20) ὑπερβολήν. ἀγωνιστικὴ δὲ σώματος ἀρετὴ σύγκειται ἐκ μεγέθους καὶ ἰσχύος καὶ τάχους (καὶ γὰρ ὁ ταχὺς ἰσχυρός 162

163 ἐστιν) ὁ γὰρ δυνάμενος τὰ σκέλη ῥιπτεῖν πως καὶ κινεῖν ταχὺ καὶ πόρρω δρομικός, ὁ δὲ θλίβειν καὶ κατέχειν παλαιστικός, ὁ δὲ ὦσαι τῇ πληγῇ πυκτικός, ὁ δ ἀμφοτέροις (25) τούτοις παγκρατιαστικός, ὁ δὲ πᾶσι πένταθλος.» 18. Πλάτων, Ἀντερασταί, 135.e-136.b «Κἀγώ, ἔτι γὰρ αὐτοῦ ἠμφεγνόουν τὸν λόγον ὅτι ἐβούλετο, (e.) Ἆρ ἐννοῶ, ἔφην, οἷον λέγεις τὸν φιλόσοφον ἄνδρα; δοκεῖς γάρ μοι λέγειν οἷοι ἐν τῇ ἀγωνίᾳ εἰσὶν οἱ πένταθλοι πρὸς τοὺς δρομέας ἢ τοὺς παλαιστάς. καὶ γὰρ ἐκεῖνοι τούτων μὲν λείπονται κατὰ τὰ τούτων ἆθλα καὶ δεύτεροί εἰσι πρὸς τούτους, τῶν δ ἄλλων ἀθλητῶν πρῶτοι καὶ νικῶσιν αὐτούς. (5) τάχ ἂν ἴσως τοιοῦτόν τι λέγοις καὶ τὸ φιλοσοφεῖν ἀπεργάζεσθαι τοὺς ἐπιτηδεύοντας τοῦτο τὸ ἐπιτήδευμα τῶν μὲν 136. (a.) πρώτων εἰς σύνεσιν περὶ τὰς τέχνας ἐλλείπεσθαι, τὰ δευτερεῖα δ ἔχοντας τῶν ἄλλων περιεῖναι, καὶ οὕτως γίγνεσθαι περὶ πάντα ὕπακρόν τινα ἄνδρα τὸν πεφιλοσοφηκότα τοιοῦτόν τινά μοι δοκεῖς ἐνδείκνυσθαι. Καλῶς γέ μοι, ἔφη, ὦ Σώκρατες, φαίνῃ ὑπολαμβάνειν (5) τὰ περὶ τοῦ φιλοσόφου, ἀπεικάσας αὐτὸν τῷ πεντάθλῳ. ἔστιν γὰρ ἀτεχνῶς τοιοῦτος οἷος μὴ δουλεύειν μηδενὶ πράγματι, μηδ εἰς τὴν ἀκρίβειαν μηδὲν διαπεπονηκέναι, ὥστε διὰ τὴν τοῦ ἑνὸς τούτου ἐπιμέλειαν τῶν ἄλλων ἁπάντων (b.) ἀπολελεῖφθαι, ὥσπερ οἱ δημιουργοί, ἀλλὰ πάντων μετρίως ἐφῆφθαι.» ΔΙΣΚΟΣ : 19. Ομήρου Ιλιάς, Ψ Αὐτὰρ Πηλεΐδης θῆκεν σόλον αὐτοχόωνον ὃν πρὶν μὲν ῥίπτασκε μέγα σθένος Ἠετίωνος ἀλλ ἤτοι τὸν ἔπεφνε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς, τὸν δ ἄγετ ἐν νήεσσι σὺν ἄλλοισι κτεάτεσσι. στῆ δ ὀρθὸς καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν (830) ὄρνυσθ οἳ καὶ τούτου ἀέθλου πειρήσεσθε. εἴ οἱ καὶ μάλα πολλὸν ἀπόπροθι πίονες ἀγροί, ἕξει μιν καὶ πέντε περιπλομένους ἐνιαυτοὺς χρεώμενος οὐ μὲν γάρ οἱ ἀτεμβόμενός γε σιδήρου ποιμὴν οὐδ ἀροτὴρ εἶσ ἐς πόλιν, ἀλλὰ παρέξει. (835) Ὣς ἔφατ, ὦρτο δ ἔπειτα μενεπτόλεμος Πολυποίτης, 163

164 ἂν δὲ Λεοντῆος κρατερὸν μένος ἀντιθέοιο, ἂν δ Αἴας Τελαμωνιάδης καὶ δῖος Ἐπειός. ἑξείης δ ἵσταντο, σόλον δ ἕλε δῖος Ἐπειός, ἧκε δὲ δινήσας γέλασαν δ ἐπὶ πάντες Ἀχαιοί. (840) δεύτερος αὖτ ἀφέηκε Λεοντεὺς ὄζος Ἄρηος τὸ τρίτον αὖτ ἔρριψε μέγας Τελαμώνιος Αἴας χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, καὶ ὑπέρβαλε σήματα πάντων. ἀλλ ὅτε δὴ σόλον εἷλε μενεπτόλεμος Πολυποίτης, ὅσσόν τίς τ ἔρριψε καλαύροπα βουκόλος ἀνήρ, (845) ἣ δέ θ ἑλισσομένη πέτεται διὰ βοῦς ἀγελαίας, τόσσον παντὸς ἀγῶνος ὑπέρβαλε τοὶ δὲ βόησαν. ἀνστάντες δ ἕταροι Πολυποίταο κρατεροῖο νῆας ἔπι γλαφυρὰς ἔφερον βασιλῆος ἄεθλον. 20. Ομήρου Οδύσσεια, Θ ἦ ῥα, καὶ αὐτῷ φάρει ἀναΐξας λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον, στιβαρώτερον οὐκ ὀλίγον περ ἢ οἵῳ Φαίηκες ἐδίσκεον ἀλλήλοισι. τόν ῥα περιστρέψας ἧκε στιβαρῆς ἀπὸ χειρός βόμβησεν δὲ λίθος κατὰ δ ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ (190) Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσικλυτοὶ ἄνδρες, λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς ὁ δ ὑπέρπτατο σήματα πάντων, ῥίμφα θέων ἀπὸ χειρός ἔθηκε δὲ τέρματ Ἀθήνη ἀνδρὶ δέμας εἰκυῖα, ἔπος τ ἔφατ ἔκ τ ὀνόμαζε καί κ ἀλαός τοι, ξεῖνε, διακρίνειε τὸ σῆμα (195) ἀμφαφόων, ἐπεὶ οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ, ἀλλὰ πολὺ πρῶτον. σὺ δὲ θάρσει τόνδε γ ἄεθλον 21. Πίνδαρος, Νεμεόνικος VII Εὐξένιδα πάτραθε Σώγενες, ἀπομνύω (70) μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ ὥτε χαλκοπάραον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν, ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον, αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν. (73) εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται. ἔα με νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθείς (75) 22. Φιλόστρατος, Εικόνες, I.24 ΥΑΚΙΝΘΟΣ (1.) Ἀνάγνωθι τὴν ὑάκινθον, γέγραπται γὰρ καί 164

165 φησιν ἀναφῦναι τῆς γῆς ἐπὶ μειρακίῳ καλῷ καὶ θρηνεῖ αὐτὸ ἅμα τῷ ἦρι γένεσιν οἶμαι παρ αὐτοῦ λαβοῦσα, ὅτε ἀπέθανε. καὶ μή σε λειμὼν ἀναβάλῃ τοῦτο, καὶ γὰρ ἐνταῦθα ἐκπέφυκεν, ὁποία τῆς γῆς (5) ἀνέσχε. λέγει δὲ ἡ γραφὴ καὶ ὑακινθίνην εἶναι τῷ μειρακίῳ τὴν κόμην καὶ τὸ αἷμα ἔμβιον τῇ γῇ γινόμενον εἰς οἰκεῖόν τι χρῶσαι τὸ ἄνθος. ῥεῖ δὲ ἀπ αὐτῆς τῆς κεφαλῆς ἐμπεπτωκότος αὐτῇ τοῦ δίσκου. δεινὴ μὲν ἡ διαμαρτία καὶ οὐδὲ πιστὴ λέγεται (10) κατὰ τοῦ Ἀπόλλωνος ἐπεὶ δὲ οὐ σοφισταὶ τῶν μύθων ἥκομεν οὐδὲ ἀπιστεῖν ἕτοιμοι, θεαταὶ δὲ μόνον τῶν γεγραμμένων, ἐξετάσωμεν τὴν γραφὴν καὶ πρῶτόν γε τὴν βαλβῖδα τοῦ δίσκου. (2.) βαλβὶς διακεχώρισται μικρὰ καὶ ἀποχρῶσα ἑνὶ ἑστῶτι, εἰ μὴ τὸ κατόπιν καὶ τὸ δεξιὸν σκέλος ἀνέχουσα, πρανῆ τὰ ἔμπροσθεν, καὶ κουφίζουσα θάτερον τοῖν σκελοῖν, ὃ χρὴ συναναβάλλεσθαι καὶ συμπορεύεσθαι τῇ δεξιᾷ. (5) τὸ δὲ σχῆμα τοῦ δίσκον ἀνέχοντος ἐξαλλάξαντα τὴν κεφαλὴν ἐπὶ δεξιὰ χρὴ κυρτοῦσθαι τόσον, ὅσον ὑποβλέψαι τὰ πλευρά, καὶ ῥιπτεῖν οἷον ἀνιμῶντα καὶ προσεμβάλλοντα τοῖς δεξιοῖς πᾶσι. (3.) καὶ ὁ Ἀπόλλων οὕτω πως ἐδίσκευσεν, οὐ γὰρ ἂν ἄλλως ἀφῆκεν, ἐμπεσὼν δὲ ὁ δίσκος ἐς τὸ μειράκιον τὸ μὲν κεῖται καὶ ἐπ αὐτοῦ γε τοῦ δίσκου Λακωνικὸν μειράκιον καὶ τὴν κνήμην ὀρθὸν καὶ δρόμων οὐκ ἀγύ- (5) μναστον καὶ βραχίονα ὑπεγεῖρον ἤδη καὶ τὴν ὥραν τῶν ὀστῶν ὑπεκφαῖνον ἀπέστραπται δὲ Ἀπόλλων ἔτι ἐφεστὼς τῇ βαλβῖδι καὶ κατὰ γῆς βλέπει. πεπηγέναι φήσεις αὐτόν, τοσοῦτον αὐτῷ τῆς ἐκπλήξεως ἐμπέπτωκεν. (4.) ἀμαθής γε ὁ Ζέφυρος νεμεσήσας αὐτῷ καὶ τὸν δίσκον ἐς τὸ μειράκιον παρείς, καὶ γέλως δοκεῖ τῷ ἀνέμῳ ταῦτα καὶ τωθάζει περιωπὴν ἔχων. ὁρᾷς δὲ οἶμαι αὐτὸν ἐν πτηνῷ τῷ κροτάφῳ καὶ ἁβρῷ τῷ εἴδει, καὶ στέφανον φέρει (5) πάντων ἀνθέων, μικρὸν δὲ ὕστερον καὶ τὴν ὑάκινθον αὐτοῖς ἐμπλέξει. 23. Παυσανίας, X.9.2 «τῶν μνήμην. ἀθλητὰς μὲν οὖν καὶ ὅσαι ἀγωνισταὶ μουσικῆς τῶν ἀνθρώπων τοῖς πλείοσιν ἐγίνοντο μετὰ οὐδενὸς λογισμοῦ, [μετὰ τῆς] <οὐ πάνυ τι ἡγοῦμαι> σπουδῆς <ἀξίους> ἀθλητὰς δὲ ὁπόσοι τι καὶ ὑπελεί165

166 ποντο ἐς δόξαν, ἐν λόγῳ σφᾶς ἐδήλωσα τῷ ἐς Ἠλείους. (5) Φαΰλῳ δὲ Κροτωνιάτῃ Ὀλυμπίασι μὲν οὐκ ἔστιν αὐτῷ νίκη, τὰς δὲ Πυθοῖ πεντάθλου δύο ἀνείλετο καὶ σταδίου τὴν τρίτην ἐναυμάχησε δὲ καὶ ἐναντία τοῦ Μήδου ναῦν τε παρασκευασάμενος οἰκείαν καὶ Κροτωνιατῶν ὁπόσοι ἐπεδήμουν τῇ Ἑλλάδι ἀνεβίβασεν (10) τούτου ἐστὶν ἀνδριὰς ἐν Δελφοῖς. τὰ μὲν δὴ ἐς τὸν» 24. Supplementum Epigraphicum Graecum, αρ «Ἀκματίδας Λακεδαιμόνιος νικōν ἀ νέθεκε τὰ πέντε ἀσσκονικτεί.» 25. Φιλόστρατος, Γυμναστικός, 31 (31.) τάζειν ἔστω ὁ μὲν τὰ πέντε ἀγωνιούμενος βαρὺς μᾶλλον ἢ οἱ κοῦφοι, καὶ κοῦφος μᾶλλον ἢ οἱ βαρεῖς, εὐμήκης εὐπαγὴς ἀνεστηκώς, ἀπέριττος τὰ μυώδη (καὶ) μὴ κεκολασμένος. ἐχέτω καὶ τοῖν σκελοῖν μακρῶς μᾶλλον ἢ ξυμμέτρως καὶ τῆς ὀσφύος ὑγρῶς τε καὶ (5) εὐκόλως διά τε τὰς περιστροφὰς τοῦ ἀκοντίου ἢ καὶ τοῦ δίσκου διά τε τὸ ἅλμα ἀλυπότερον γὰρ πηδήσει καὶ ῥήξει οὐδὲν τοῦ σώματος, ἢν ὑποκαθεὶς τὸ ἰσχίον ἐγκατερείσῃ τῇ βάσει. καὶ μακρόχειρα χρὴ εἶναι αὐτὸν καὶ εὐμήκη τοὺς δακτύλους, δισκεύσει γὰρ πολλῷ (10) ἄμεινον, ἢν διὰ μέγεθος τῶν δακτύλων ἐκ κοιλοτέρας τῆς χειρὸς ἀναπέμπηται ἡ ἴτυς τοῦ δίσκου, καὶ εὐκολώτερον κινήσει τὸ ἀκόντιον, ἢν τοῦ μεσαγκύλου ἄνω ψαύωσιν οἱ δάκτυλοι μὴ σμικροὶ ὄντες.» 26. Παυσανίας, III.18.7 «ἥγηνται. τὰ δὲ ἐν Ἀμύκλαις θέας ἄξια ἀνὴρ [γὰρ] πένταθλός ἐστιν ἐπὶ στήλης ὄνομα Αἴνητος τούτῳ νικήσαντι Ὀλυμπίασι καὶ ἔτι στεφανουμένῳ γενέσθαι τοῦ βίου τὴν τελευτὴν λέγουσι. τούτου τε οὖν ἐστιν εἰκὼν καὶ τρίποδες χαλκοῖ τοὺς δὲ ἀρχαιοτέρους» 27. Λουκιανός, Φιλοψευδῆς, c.18 «παρ αὑτῷ ἐπ ἐξουσίας; Τὸ γοῦν περὶ τοῦ ἀνδριάντος, ἦ δ ὃς ὁ Εὐκράτης, ἅπασι τοῖς ἐπὶ τῆς οἰκίας ὅσαι νύκτες φαινόμενον καὶ παισὶ καὶ νεανίαις καὶ γέρουσι, τοῦτο οὐ παρ ἐμοῦ μόνον ἀκούσειας ἂν ἀλλὰ καὶ παρὰ τῶν ἡμετέρων ἁπάν- (5) των. Ποίου, ἦν δ ἐγώ, ἀνδριάντος; 166

167 Οὐχ ἑώρακας, ἔφη, εἰσιὼν ἐν τῇ αὐλῇ ἀνεστηκότα πάγκαλον ἀνδριάντα, Δημητρίου ἔργον τοῦ ἀνθρωποποιοῦ; Μῶν τὸν δισκεύοντα, ἦν δ ἐγώ, φής, τὸν ἐπικεκυφότα κατὰ τὸ σχῆμα (10) τῆς ἀφέσεως, ἀπεστραμμένον εἰς τὴν δισκοφόρον, ἠρέμα ὀκλάζοντα τῷ ἑτέρῳ, ἐοικότα συναναστησομένῳ μετὰ τῆς βολῆς; Οὐκ ἐκεῖνον, ἦ δ ὅς, ἐπεὶ τῶν Μύρωνος ἔργων ἓν καὶ τοῦτό ἐστιν, ὁ δισκοβόλος ὃν λέγεις οὐδὲ τὸν παρ αὐτόν φημι, (15)» 28 Plinius, Naturalis Historia, XXXIV.57 «Myronem Eleutheris natum, Ageladae et ipsum discipulum, bucula maximae Fecit et canem et discobolum et Perseum» 29. Κοϊντιλιανός, Inst. Orat., II «Quid tam distortum et elaboratum, quam est ille discobolus Myronis» ΔΡΟΜΟΣ : 30. Ομήρου Ιλιάς, Ψ , «στὰν δὲ μεταστοιχί, σήμηνε δὲ τέρματ Ἀχιλλεὺς τηλόθεν ἐν λείῳ πεδίῳ παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν ἀντίθεον Φοίνικα ὀπάονα πατρὸς ἑοῖο, (360) ὡς μεμνέῳτο δρόμους καὶ ἀληθείην ἀποείποι.» «στὰν δὲ μεταστοιχί σήμηνε δὲ τέρματ Ἀχιλλεύς. τοῖσι δ ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος ὦκα δ ἔπειτα ἔκφερ Ὀϊλιάδης ἐπὶ δ ὄρνυτο δῖος Ὀδυσσεὺς ἄγχι μάλ, ὡς ὅτε τίς τε γυναικὸς ἐϋζώνοιο (760) στήθεός ἐστι κανών, ὅν τ εὖ μάλα χερσὶ τανύσσῃ πηνίον ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον, ἀγχόθι δ ἴσχει στήθεος ὣς Ὀδυσεὺς θέεν ἐγγύθεν, αὐτὰρ ὄπισθεν ἴχνια τύπτε πόδεσσι πάρος κόνιν ἀμφιχυθῆναι κὰδ δ ἄρα οἱ κεφαλῆς χέ ἀϋτμένα δῖος Ὀδυσσεὺς (765) αἰεὶ ῥίμφα θέων ἴαχον δ ἐπὶ πάντες Ἀχαιοὶ νίκης ἱεμένῳ, μάλα δὲ σπεύδοντι κέλευον.» 31. Λουκιανός, Περὶ τοῦ μὴ ρᾳδίως πιστεύειν διαβολῇ, 12 «κἀκεῖ γὰρ ὁ μὲν ἀγαθὸς δρομεὺς τῆς ὕσπληγγος εὐθὺς καταπεσούσης μόνον τοῦ πρόσω ἐφιέμενος καὶ τὴν διάνοιαν ἀποτείνας πρὸς τὸ τέρμα 167

168 κἀν τοῖς ποσὶ τὴν ἐλπίδα τῆς νίκης ἔχων τὸν πλησίον οὐδὲν κακουργεῖ οὐδέ τι τῶν κατὰ τοὺς ἀγωνιστὰς πολυπραγμονεῖ» 32. Ανθολογία Παλατινή, XI.86 τὸ στάδιον Περικλῆς εἴτ ἔδραμεν, εἴτ ἐκάθητο οὐδεὶς οἶδεν ὅλως δαιμόνιος βραδυτής ὁ ψόφος ἦν ὕσπληγος ἐν οὔασι καὶ στεφανοῦτο ἄλλος καὶ Περικλῆς δάκτυλον οὐ προέβη. 33. ID 1409.Βα ΙΙ «οὐκ ἔχον τρυτάνην παλαιὰν πλάστινγας ἔχουσαν ξυλίνας ἄλλη[ν] παλαιὰν πλάστινγας ἔχουσαν σιδηρᾶς πύξου κορμια δύο σφ[ ηκίσ ]κους μείζους δύο ἄλλον ἐλάττονα βουκέφαλα ἐν θήκηι ξυλίνηι καὶ λια δύο ἄλλα βουκέφαλα ἐν θήκηι ΠΙ ὕσπληγος ἀνκῶνας ΙΙΙ [ παρα ]στάδας ὕσπλήγων ΙΙΙΙ κανόνας ΙΙ ἀετοὺς δύο ξύλα τοῦ φοιλι σειον» 34. Σχόλιον στον Πίνδαρο, Πυθικά, IX.118 «ἐχάρασσον δὲ ἀγωνιζόμενοι.» γραμμήν τινα, ἥν ἀρχὴν καὶ τέλος εἶχον οἱ 35. Αρχ. Εφημ. 1884, 169 «ἀφέσεις τάς ὑπο τῶν ὑσπλήγων τοῦ παναθηναΐκοῦ σταδίου» 36. Πλούταρχος, Αποφθέγματα βασιλέων και στρατηγών. Αποφθέγματα Λακωνικά ΛΕΩΝ Ο ΕΥΡΥΚΡΑΤΙΔΑ 2. Ὁρῶν δὲ τοὺς ἐν Ὀλυμπίᾳ δρομεῖς σπουδάζοντας περὶ τὴν ἄφεσιν ἵνα πλεονεκτήσωσιν, «Ὅσῳ μᾶλλον, ἔφη, οἱ δρομεῖς σπουδάζουσι περὶ τῆς ταχυτῆτος ἢ τῆς δικαιοσύνης». 37. Αριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, 481 Πρόβαινέ νυν, ὦ θυμέ γραμμὴ δ αὑτηί. 38. Φιλόστρατος, Γυμναστικός, Ὁ δὲ ἄριστα δολιχοδρομήσων τοὺς μὲν ὤμους καὶ τὸν αὐχένα κεκρατύσθω παραπλησίως πεντάθλω, σκελῶν τε λεπτῶς ἐχέτω καὶ κούφως ὥσπερ οἱ τοῦ σταδίου δρομεῖς ἐκεῖνοι μὲν γὰρ σκέλη χερσὶ 168

169 κινοῦσιν ἐς τὸν ὀξὺν δρόμον οἷον πτερούμενοι ὑπὸ τῶν χειρῶν, δολιχοδρόμοι δὲ τουτὶ μὲν περὶ τέρμα πράττουσι, τὸν [δ ] ἄλλον χρόνον σχεδὸν οἷον δια βαίνουσιν ἀνέχοντες ἐν προβολῇ τὰς χεῖρας, ὅθεν ἐρρωμενεστέρων τῶν ὤμων δέονται. 33. Ὁπλίτου δὲ καὶ σταδίου ἀγωνιστὴν καὶ διαύλου διακρίνει μὲν οὐδεὶς ἔτι ἐκ χρόνων, οὓς Λεωνίδας ὁ Ῥόδιος ἐπ ὀλυμπιάδας τέτταρας ἐνίκα τὴν τριττὺν ταύτην, διακριτέοι δ ὅμως οἱ τε καθ ἐν ἀγωνιούμενοι ταῦτα καί ὁμοῦ πάντα. τὸν μὲν δὴ ὁπλιτεύσοντα πλευρά τε εὐμήκη παραπεμπέτω ὦμος τ εὐτραφὴς καὶ σιμὴ ἐπιγουνίς, ἵν εὖ φοροῖτο ἡ ἀσπὶς ἀνεχόντων αὐτὴν τούτων. σταδιοδρόμοι δέ, τὸ κουφότατον τὸ ἐν ἀγωνίᾳ, κράτιστοι μὲν καὶ οἱ ξύμμετροι, βελτίους δὲ τούτων οἱ μὴ ὑπερμήκεις, ἀλλὰ μικρὸν τῶν ξυμμέτρων εὐμηκέστεροι τὸ γὰρ ὑπερβάλλον μῆκος ἀμαρτάνει τοῦ βεβαίου καθάπερ τῶν φυτῶν τὰ ὑψοῦ ἀνεστηκότα. συγκείσθων δὲ εὐπαγεῖς, ἀρχὴ γὰρ τοῦ εὖ δραμεῖν τὸ εὖ στῆναι. ἀρμονία δὲ αὐτῶν ἥδε τὰ σκέλη ἰσόῤῥοπα εἶναι τοῖς ὤμοις, τὸν θώρακα εἶναι μείω ξυμμέτρου καὶ εὔσπλαγχνον, ἐλαφρὰν ἐπιγουνίδα, κνήμην ὀρθήν, χεῖρας ὑπερ τὸν λόγον ἔστω δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ μυῶδες ξύμμετρον, οἱ γὰρ περιττοὶ μύες δεσμοὶ τοῦ τάχους. διαύλου δὲ ἀγωνισταὶ κατασκευάσθων ἐῤῥωμενέστεροι μὲν ἣ οἱ τὸ στάδιον, κουφότεροι δὲ τῶν ὁπλιτευόντων, οἱ δὲ τῶν τριῶν ἀγωνισταὶ δρόμων ἀριστίνδην συντετάχθων συγκείμενοι ἐκ πλεονεκτημάτων, ὧν οὗτοι κατὰ ἕνα. τουτὶ δὲ μὴ τῶν ἀπόρων ἡγείσθω τις δρομεῖς γὰρ δὴ καὶ ἐφ ἡμῶν τοιοῦτοι ἐγένοντο. AKONTIO 39. Ομήρου Ιλιάς, Π , Ψ. 637, 884, 893 «Αἴας δ ὃ μέγας αἰὲν ἐφ Ἕκτορι χαλκοκορυστῇ ἵετ ἀκοντίσσαι ὃ δὲ ἰδρείῃ πολέμοιο ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος εὐρέας ὤμους (360) σκέπτετ ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων. ἦ μὲν δὴ γίγνωσκε μάχης ἑτεραλκέα νίκην ἀλλὰ καὶ ὧς ἀνέμιμνε, σάω δ ἐρίηρας ἑταίρους.» «δουρὶ δ ὑπειρέβαλον Φυλῆά τε καὶ Πολύδωρον.» «Αὐτὰρ Πηλεΐδης κατὰ μὲν δολιχόσκιον ἔγχος» «ἔρχευ, ἀτὰρ δόρυ Μηριόνῃ ἥρωϊ πόρωμεν» 40. Ομήρου Οδύσσεια, Θ. 229, Ξ. 225, Σ. 262 «δουρὶ δ ἀκοντίζω ὅσον οὐκ ἄλλος τις ὀϊστῷ» 169

170 «καὶ πόλεμοι καὶ ἄκοντες ἐῢξεστοι καὶ ỏϊστοί» «ἠμὲν ἀκοντιστὰς ἠδὲ ῤυτῆρας ỏϊστῶν» 41. Plinius, Naturalis Historia, VII.201 «arcum et sagittam Scythem lovis filium, alli sagitas Persen Persei filium invenisse dicunt, lanceas Aetolos, iaculum cum ammento Aetolum Martis filium, hastas velitares Tyrrenum, eundem pilum» 42. Αντιφών, Δεύτερη Τετραλογία, 2 (3.) Ἐδόκουν μὲν οὖν ἔγωγε ταῦτα παιδεύων τὸν υἱὸν ἐξ ὧν μάλιστα τὸ κοινὸν ὠφελεῖται, ἀμφοῖν τι ἡμῖν ἀγαθὸν ἀποβήσεσθαι συμβέβηκε δέ μοι πολὺ παρὰ γνώμην τούτων. Τὸ γὰρ μειράκιον οὐχ ὕβρει οὐδὲ ἀκολασίᾳ, ἀλλὰ μελετῶν μετὰ τῶν ἡλίκων ἀκοντίζειν ἐν τῷ γυμνασίῳ, ἔβαλε μὲν, (5) οὐκ ἀπέκτεινε δὲ οὐδένα κατά γε τὴν ἀλήθειαν ὧν ἔπραξεν, ἄλλου δ εἰς αὑτὸν ἁμαρτόντος εἰς ἀκουσίους αἰτίας ἦλθεν. (4.) Εἰ μὲν γὰρ τὸ ἀκόντιον ἔξω τῶν ὅρων τῆς αὑτοῦ πορείας ἐπὶ τὸν παῖδα ἐξενεχθὲν ἔτρωσεν αὐτόν, οὐδεὶς <ἂν> ἡμῖν λόγος ὑπελείπετο μὴ φονεῦσιν εἶναι τοῦ δὲ παιδὸς ὑπὸ τὴν τοῦ ἀκοντίου φορὰν ὑποδραμόντος καὶ τὸ σῶμα προστήσαντος, <ὁ μὲν διεκωλύθη> τοῦ σκοποῦ τυχεῖν, ὁ δὲ (5) ὑπὸ τὸ ἀκόντιον ὑπελθὼν ἐβλήθη, καὶ τὴν αἰτίαν οὐχ ἡμετέραν οὖσαν προσέβαλεν ἡμῖν. (5.) Διὰ δὲ τὴν ὑποδρομὴν βληθέντος τοῦ παιδὸς, τὸ μὲν μειράκιον οὐ δικαίως ἐπικαλεῖται, οὐδένα γὰρ ἔβαλε τῶν ἀπὸ τοῦ σκοποῦ ἀφεστώτων ὁ δὲ παῖς εἴπερ ἑστὼς φανερὸς ὑμῖν ἐστὶ μὴ βληθείς, ἑκουσίως <δ > ὑπὸ τὴν φορὰν τοῦ ἀκοντίου ὑπελθών, ἔτι (5) σαφεστέρως δηλοῦται διὰ τὴν αὑτοῦ ἁμαρτίαν ἀποθανών οὐ γὰρ ἂν ἐβλήθη ἀτρεμίζων καὶ μὴ διατρέχων. (6.) Ἀκουσίου δὲ τοῦ φόνου ἐξ ἀμφοῖν [ὑμῖν] ὁμολογουμένου γενέσθαι, ἐκ τῆς ἁμαρτίας, ὁποτέρου αὐτῶν ἐστίν, [ἔτι δὲ σαφέστερον] ὁ φονεὺς <ἂν> ἐλεγχθείη. Οἵ τε γὰρ ἁμαρτάνοντες ὧν ἂν ἐπινοήσωσί τι δρᾶσαι, οὗτοι πράκτορες τῶν ἀκουσίων εἰσίν οἵ τε ἑκούσιόν τι δρῶντες ἢ πάσχον- (5) τες, οὗτοι τῶν παθημάτων αἴτιοι γίγνονται. (7.) Τὸ μὲν τοίνυν μειράκιον περὶ οὐδένα οὐδὲν ἥμαρτεν. Οὔτε γὰρ τοίνυν μειράκιον περὶ οὐδένα οὐδὲν ἥμαρτεν. Οὔτε γὰρ ἀπειρημένον ἀλλὰ προστεταγμένον ἐμελέτα, οὔτε ἐν 170

171 γυμναζομένοις ἀλλ ἐν τῇ τῶν ἀκοντιζόντων τάξει ἠκόντιζεν, οὔτε τοῦ σκοποῦ ἁμαρτών, εἰς τοὺς ἀφεστῶτας (5) ἀκοντίσας, τοῦ παιδὸς ἔτυχεν, ἀλλὰ πάντα ὀρθῶς ὡς ἐπενόει δρῶν ἔδρασε μὲν οὐδὲν ἀκούσιον, ἔπαθε δὲ διακωλυθεὶς τοῦ σκοποῦ τυχεῖν. (8.) Ὁ δὲ παῖς βουλόμενος προδραμεῖν, τοῦ χώρου διαμαρτὼν ἐν ᾧ διατρέχων οὐκ ἂν ἐπλήγη, περιέπεσεν οἷς οὐκ ἤθελεν, ἀκουσίως δὲ ἁμαρτὼν εἰς ἑαυτὸν οἰκείαις συμφοραῖς κέχρηται, τῆς δ ἁμαρτίας τετιμωρημένος ἑαυτὸν ἔχει τὴν δίκην, οὐ (5) συνηδομένων μὲν οὐδὲ συνεθελόντων ἡμῶν, συναλγούντων δὲ καὶ συλλυπουμένων. Τῆς δὲ ἁμαρτίας εἰς τοῦτον ἡκούσης, τό <τ > ἔργον οὐχ ἡμέτερον ἀλλὰ τοῦ ἐξαμαρτόντος ἐστί, τό τε πάθος εἰς τὸν δράσαντα ἐλθὸν ἡμᾶς μὲν ἀπολύει τῆς αἰτίας, τὸν δὲ δράσαντα δικαίως ἅμα τῇ (10) ἁμαρτίᾳ τετιμώρηται ΠΑΛΗ : 43. Επιγραφή Αρίστωνα στην Ολυμπία «τρίσσα κατ ἀντιπάλων ἆθλα κονεισἀμενος. οὐ γὰρ ἐν εὐτυχίῃ κλήρου στέφος ἀλλ ἐφεδρείης χωρὶς ἀπ Ἀλφειοῦ καὶ Διὸς ἠσπασάμην.» 44. Φιλόστρατος, Γυμναστικός, 35 (35.) κατὰ λόγον εὐμήκης μὲν ἔστω μᾶλλον ἢ ξύμμετρος, ἡρμόσθω δὲ ὥσπερ οἱ ξύμμετροι, μήτε ὑψαύχην μήτε ὤμοις τὸν αὐχένα ἐπεζευγμένος, τουτὶ γὰρ δὴ προσφυὲς μέν, παραπλήσιον δὲ κεκολασμένῳ μᾶλλον ἢ γεγυμνασμένῳ τῷ γε ξυνιέντι καὶ τῶν Ἡρακλείων (5) ἀγαλμάτων, ὅσῳ ἡδίω καὶ θεοειδέστερα τὰ ἐλευθέριά τε καὶ μὴ ξυντράχηλα. ἀλλ ἔστω αὐχὴν μὲν ἀνεστηκώς, ὥσπερ ἐν ἵππῳ καλῷ καὶ ἑαυτοῦ ξυνιέντι, καθήκουσα δὲ ἐς κλεῖν ἑκατέραν ἡ βάσις τῆς δειρῆς, συναγωγοὶ δὲ ἐπωμίδες [κεφαλαὶ ὤμων] καὶ ἀνε- (10) στηκυῖαι μέγεθός τε ξυμβάλλονται τῷ παλαίσοντι καὶ γενναιότητα εἴδους καὶ ἰσχὺν καὶ τὸ παλαίειν ἄμεινον οἱ γὰρ τοιοίδε ὦμοι καὶ καμπτομένου τοῦ αὐχένος καὶ στρεβλουμένου ὑπὸ τῆς πάλης ἀγαθοὶ φύλακες προσερείδοντες τὴν κεφαλὴν ἐκ τῶν βραχιόνων. (15) βραχίων εὔσημος (πλεονέκτημα) πάλης βραχίονα δὲ 171

172 καλῶ εὔσημον τὸν τοιόνδε, (οὗ) εὐρεῖαι φλέβες ἄρχουσαι μὲν ἐξ αὐχένος καὶ δειρῆς μία ἑκατέρωθεν ἐπιβᾶσα τοῦ ὤμου, κατιοῦσαι δὲ ἐπὶ τὼ χεῖρε βραχίοσι τε καὶ ὠλέναις ἐμπρέπουσαι. οἷς μὲν δὴ ἐπιπόλαιοί τ (20) εἰσὶ καὶ τοῦ μετρίου ἐπιφανέστεραι, οὔτ ἰσχὺν παρ αὐτῶν ἄρνυνται ἀηδεῖς τ ἰδεῖν αἵδε φλέβες, ὥσπερ οἱ κιρσοί, οἷς δὲ ἂν βαθεῖαι τύχωσι καὶ ὑποκυμαίνουσαι, ἐκθερμαίνουσι τούτοις τὸ εὔδιον τῶν χειρῶν αἷμα καὶ τὸν βραχίονα προηκόντων μὲν ὑπονεάζειν, (25) νεαζόντων δὲ ποιοῦσιν ὁρμητήν τε φαίνεσθαι καὶ ἐν ἐπαγγελίᾳ πάλης. στέρνα δὲ ἀμείνω τὰ προέχοντά τε καὶ ἐκκείμενα, τὰ γὰρ σπλάγχνα αὐτοῖς ὥσπερ ἐν οἰκίσκῳ στερεῷ τε καὶ εὐσχήμονι ἵδρυται γενναῖα ἰσχυρὰ ἄνοσα θυμοειδῆ ξὺν καιρῷ, [καὶ] χαρίεντα (30) δὲ τῶν στέρνων καὶ τὰ μετρίως μὲν ἐκκείμενα, περιεσκληκότα δὲ σὺν γραμμαῖς, ἰσχυρά τε γὰρ ταῦτα καὶ εὔφορα καὶ παλαῖσαι μὲν (τῶν προεχόντων) ἥττονα, παλαιστικώτερα δὲ τῶν ἄλλων. μικρὰ δὲ στέρνα καὶ ἐσέχοντα (οἷς ἂν τύχῃ), οὔτε ἀποδύειν (35) ἀξιῶ, οὔτε γυμνάζειν, καὶ γὰρ κακοστόμαχοι ἁλίσκονται καὶ οὐκ εὔσπλαγχνοι καὶ τὸ πνεῦμα στενοί. γαστὴρ δὲ ὑπεστάλθω μὲν πρὸς τὸ ἦτρον, οὐ γὰρ χρηστὸν ἄχθος ἡ γαστὴρ τῷ παλαίοντι, ἐποχείσθω δὲ μὴ κενοῖς τοῖς βουβῶσιν, ἀλλ ἔστω τι κἀκείνων (40) εὐτραφές οἱ γὰρ τοιοίδε βουβῶνες ξυνδῆσαί τε ἱκανοὶ πᾶν ὅπερ (ἂν) ἡ πάλη παραδιδῷ, καὶ ξυνδεθέντες ἀνιάσουσι μᾶλλον ἢ ἀνιάσονται. νῶτα δὲ χαρίεντα μὲν ὀρθά, γυμναστικώτερα δὲ τὰ ὑπόγυρα, ἐπειδὴ καὶ προσφυέστερα τῷ τῆς πλάτης ὀχήματι (45) γυρῷ τε ὄντι καὶ προνεύοντι. κρινέτω δὲ αὐτὰ μὴ κοίλη ῥάχις, ἐπιλείψει γὰρ μυελὸν τοῦτον καὶ οἱ σπόνδυλοι ἐκεῖ κάμπτοιντ ἂν καὶ προσαναγκάζοιντο ὑπὸ τῶν παλαισμάτων καὶ ὀλισθῆσαί τί ποτε ἐς τὸ ἔσω, ἀλλ ὑπονοείσθω τάδε μᾶλλον ἢ ἔστω. τὸ δὲ (50) ἰσχίον οἷον ἄξονα ἐμβεβλημένον τοῖς ἄνω τε καὶ κάτω μέλεσιν ὑγρόν τε εἶναι χρὴ καὶ εὔστροφον καὶ ἐπιστρεφές. τουτὶ δὲ ἐργάζεται μῆκός τε αὐτοῦ καί, νὴ Δί, εὐσαρκία περιττοτέρα τοῦ λόγου. τὰ δὲ ὑπὸ τῷ ἰσχίῳ μήτε ὑπόλισπα ἔστω, μήτ αὖ περιττά, (55) τὸ μὲν γὰρ ἀσθενές, τὸ δὲ ἀγύμναστον, ἀλλ ἐκκείσθω σφοδρῶς τε καὶ προσφυῶς τῷ παλαίσοντι. πλευρὰ δὲ εὐκαμπὴς καὶ προσεγείρουσα τὸ στέρνον ἱκανοὺς ποιεῖ παλαίειν τε καὶ παλαίεσθαι. καὶ γὰρ 172

173 ὑποκείμενοι τοῖς ἀντιπάλοις δυσάλωτοι οἱ τοιοίδε (60) καὶ οὐκ εὔφοροι ὑποκειμένοις. γλουτοὶ δὲ οἱ μὲν στενοὶ ἀσθενεῖς, οἱ δὲ εὐρύτεροι ἀργοί, οἱ δ εὐάγωγοι ἱκανοὶ ἐς πάντα. μηρὸς δὲ εὐπαγὴς καὶ ἐς τὸ ἔξω ἐπεστραμμένος ξὺν ὥρᾳ ἔῤῥωται καὶ ἀνέχει εὖ πάντα, καὶ μᾶλλον, εἰ μηδαμοῖ ἐκκλίνουσα ἡ κνήμη (65) φέροιτο, ἀλλ ὀρθὸς ὁ μηρὸς ἐποχοῖτο τῇ ἐπιγουνίδι. σκέλη δὲ μὴ ὀρθὰ (ἐκ) τῶν σφυρῶν, ἀλλὰ λοξά τε καὶ ἐς τὸ ἔσω διανενευκότα σφάλλει τὸ σῶμα, καθάπερ τοὺς ἑδραίους τῶν κιόνων μὴ ὀρθαὶ οὖσαι βάσεις. 45. Λουκιανός, Ανάχαρσις, 1-8, {1.) {ΑΝΑΧΑΡΣΙΣ} Ταῦτα δὲ ὑμῖν, ὦ Σόλων, τίνος ἕνεκα οἱ νέοι (1) ποιοῦσιν; οἱ μὲν αὐτῶν περιπλεκόμενοι ἀλλήλους ὑποσκελίζουσιν, οἱ δὲ ἄγχουσι καὶ λυγίζουσι καὶ ἐν τῷ πηλῷ συναναφύρονται κυλινδούμενοι ὥσπερ σύες. καίτοι κατ ἀρχὰς εὐθὺς ἀποδυσάμενοι (5) ἑώρων γάρ λίπα τε ἠλείψαντο καὶ κατέψησε μάλα εἰρηνικῶς ἅτερος τὸν ἕτερον ἐν τῷ μέρει. μετὰ δὲ οὐκ οἶδ ὅ τι παθόντες ὠθοῦσί τε ἀλλήλους συννενευκότες καὶ τὰ μέτωπα συναράττουσιν ὥσπερ οἱ κριοί. καὶ ἢν ἰδοὺ ἀράμενος ἐκεινοσὶ τὸν ἕτερον (10) ἐκ τοῖν σκελοῖν ἀφῆκεν εἰς τὸ ἔδαφος, εἶτ ἐπικαταπεσὼν ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ, συνωθῶν κάτω εἰς τὸν πηλόν τέλος δὲ ἤδη περιπλέξας αὐτῷ τὰ σκέλη κατὰ τὴν γαστέρα τὸν πῆχυν ὑποβαλὼν τῷ λαιμῷ ἄγχει ἄθλιον, ὁ δὲ παρακροτεῖ εἰς (15) τὸν ὦμον, ἱκετεύων οἶμαι, ὡς μὴ τέλεον ἀποπνιγείη. καὶ οὐδὲ τοῦ ἐλαίου ἕνεκα φείδονται μὴ μολύνεσθαι, ἀλλ ἀφανίσαντες τὸ χρῖσμα καὶ τοῦ βορβόρου ἀναπλησθέντες ἐν ἱδρῶτι ἅμα πολλῷ γέλωτα ἐμοὶ γοῦν παρέχουσιν ὥσπερ αἱ ἐγχέλυες (20) ἐκ τῶν χειρῶν διολισθαίνοντες. (2.) Ἕτεροι δὲ ἐν τῷ αἰθρίῳ τῆς αὐλῆς τὸ αὐτὸ τοῦτο δρῶσιν, οὐκ ἐν πηλῷ οὗτοί γε, ἀλλὰ ψάμμον ταύτην βαθεῖαν ὑποβαλόμενοι ἐν τῷ ὀρύγματι πάττουσίν τε ἀλλήλους καὶ αὐτοὶ ἑκόντες ἐπαμῶνται τὴν κόνιν ἀλεκτρυόνων δίκην, ὡς ἀφυκτό- (5) τεροι εἶεν ἐν ταῖς συμπλοκαῖς, οἶμαι, τῆς ψάμμου τὸν ὄλισθον ἀφαιρούσης καὶ βεβαιοτέραν ἐν ξηρῷ 173

174 παρεχούσης τὴν ἀντίληψιν. 3.) Οἱ δὲ ὀρθοστάδην κεκονιμένοι καὶ αὐτοὶ παίουσιν ἀλλήλους προσπεσόντες καὶ λακτίζουσιν. οὑτοσὶ γοῦν καὶ τοὺς ὀδόντας ἔοικεν ἀποπτύσειν ὁ κακοδαίμων, οὕτως αἵματος αὐτῷ καὶ ψάμμου ἀναπέπλησται τὸ στόμα, πύξ, ὡς ὁρᾷς, παταχθέντος (5) εἰς τὴν γνάθον. ἀλλ οὐδὲ ὁ ἄρχων οὑτοσὶ διίστησιν αὐτοὺς καὶ λύει τὴν μάχην τεκμαίρομαι γὰρ τῇ πορφυρίδι τῶν ἀρχόντων τινὰ τοῦτον εἶναι ὁ δὲ καὶ ἐποτρύνει καὶ τὸν πατάξαντα ἐπαινεῖ. (10) (4.) Ἄλλοι δὲ ἀλλαχόθι πάντες ἐγκονοῦσι καὶ ἀναπηδῶσιν ὥσπερ θέοντες ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ μένοντες καὶ εἰς τὸ ἄνω συναλλόμενοι λακτίζουσιν τὸν ἀέρα. (5.) Ταῦτα οὖν ἐθέλω εἰδέναι τίνος ἀγαθοῦ ἂν εἴη ποιεῖν ὡς ἔμοιγε μανίᾳ μᾶλλον ἐοικέναι δοκεῖ τὸ πρᾶγμα, καὶ οὐκ ἔστιν ὅστις ἂν ῥᾳδίως μεταπείσειέ με ὡς οὐ παραπαίουσιν οἱ ταῦτα δρῶντες. {ΣΟΛΩΝ} (4) (6.) Καὶ εἰκότως, ὦ Ἀνάχαρσι, τοιαῦτά σοι τὰ γιγνόμενα φαίνεται, ξένα γε ὄντα καὶ πάμπολυ τῶν Σκυθικῶν ἐθῶν ἀπᾴδοντα, καθάπερ καὶ ὑμῖν πολλὰ εἰκὸς εἶναι μαθήματα καὶ ἐπιτηδεύματα τοῖς Ἕλλησιν ἡμῖν ἀλλόκοτα εἶναι δόξαντα ἄν, (5) εἴ τις ἡμῶν ὥσπερ σὺ νῦν ἐπισταίη αὐτοῖς. πλὴν ἀλλὰ θάρρει, ὦγαθέ οὐ γὰρ μανία τὰ γιγνόμενά ἐστιν οὐδ ἐφ ὕβρει οὗτοι παίουσιν ἀλλήλους καὶ κυλίουσιν ἐν τῷ πηλῷ ἢ ἐπιπάττουσιν τὴν κόνιν, ἀλλ ἔχει τινὰ χρείαν οὐκ ἀτερπῆ τὸ πρᾶγμα καὶ (10) ἀκμὴν οὐ μικρὰν ἐπάγει τοῖς σώμασιν ἢν γοῦν ἐνδιατρίψῃς, ὥσπερ οἶμαί σε ποιήσειν, τῇ Ἑλλάδι, ἐνδιατρίψῃς, ὥσπερ οἶμαί σε ποιήσειν, τῇ Ἑλλάδι, οὐκ εἰς μακρὰν εἷς καὶ αὐτὸς ἔσῃ τῶν πεπηλωμένων ἢ κεκονιμένων οὕτω σοι τὸ πρᾶγμα ἡδύ τε ἅμα καὶ λυσιτελὲς εἶναι δόξει. (15) {ΑΝΑΧΑΡΣΙΣ} (15) Ἄπαγε, ὦ Σόλων, ὑμῖν ταῦτα γένοιτο τὰ ὠφέλιμα καὶ τερπνά, ἐμὲ δὲ εἴ τις ὑμῶν τοιοῦτό τι διαθείη, εἴσεται ὡς οὐ μάτην παρεζώσμεθα τὸν (7.) ἀκινάκην. ἀτὰρ εἰπέ μοι, τί ὄνομα ἔθεσθε τοῖς γιγνομένοις, ἢ τί φῶμεν ποιεῖν αὐτούς; {ΣΟΛΩΝ} (2) Ὁ μὲν χῶρος αὐτός, ὦ Ἀνάχαρσι, γυμνάσιον 174

175 ὑφ ἡμῶν ὀνομάζεται καὶ ἔστιν ἱερὸν Ἀπόλλωνος τοῦ Λυκείου. καὶ τὸ ἄγαλμα δὲ αὐτοῦ ὁρᾷς, τὸν (5) ἐπὶ τῇ στήλῃ κεκλιμένον, τῇ ἀριστερᾷ μὲν τὸ τόξον ἔχοντα, ἡ δεξιὰ δὲ ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς ἀνακεκλασμένη ὥσπερ ἐκ καμάτου μακροῦ ἀναπαυό(8.) μενον δείκνυσι τὸν θεόν. τῶν γυμνασμάτων δὲ τούτων τὸ μὲν ἐν τῷ πηλῷ ἐκεῖνο πάλη καλεῖται, οἱ δ ἐν τῇ κόνει παλαίουσι καὶ αὐτοί, τὸ δὲ παίειν ἀλλήλους ὀρθοστάδην παγκρατιάζειν λέγομεν. καὶ ἄλλα δὲ ἡμῖν ἐστι γυμνάσια τοιαῦτα πυγμῆς (5) καὶ δίσκου καὶ τοῦ ὑπεράλλεσθαι, ὧν ἁπάντων ἀγῶνας προτίθεμεν, καὶ ὁ κρατήσας ἄριστος εἶναι δοκεῖ τῶν καθ αὑτὸν καὶ ἀναιρεῖται τὰ ἆθλα. (28.) Ὁ πηλὸς δὲ καὶ ἡ κόνις, ἅπερ σοι γελοιότερα ἐξ ἀρχῆς ἔδοξεν, ἄκουσον, ὦ θαυμάσιε, ὅτου ἕνεκα ὑποβέβληται. πρῶτον μέν, ὡς μὴ ἐπὶ τὸ κραταιὸν ἡ πτῶσις αὐτοῖς γίγνοιτο, ἀλλ ἐπὶ τὸ μαλακὸν ἀσφαλῶς πίπτοιεν ἔπειτα καὶ τὸν ὄλι- (5) σθον ἀνάγκη πλείω γίγνεσθαι, ἱδρούντων ἐν τῷ πηλῷ, ὃ σὺ ταῖς ἐγχέλεσιν εἴκαζες, οὐκ ἀχρεῖον οὐδὲ γελοῖον ὄν, ἀλλὰ καὶ τοῦτο εἰς ἰσχὺν καὶ τόνον οὐκ ὀλίγα συντελεῖ, ὁπόταν οὕτως ἐχόντων ἀλλήλων ἀναγκάζωνται ἐγκρατῶς ἀντιλαμβά- (10) νεσθαι καὶ συνέχειν διολισθάνοντας αἴρεσθαί τε ἐν πηλῷ ἱδρωκότα μετ ἐλαίου, ἐκπεσεῖν καὶ διαρρυῆναι τῶν χειρῶν σπουδάζοντα, μὴ μικρὸν εἶναι νόμιζε. καὶ ταῦτα πάντα, ὥσπερ ἔφην ἔμπροσθεν, εἰς τοὺς πολέμους καὶ χρήσιμα, εἰ δέοι φίλον (15) εἰς τοὺς πολέμους καὶ χρήσιμα, εἰ δέοι φίλον (15) τρωθέντα ῥᾳδίως ἀράμενον ὑπεξενεγκεῖν ἢ καὶ πολέμιον συναρπάσαντα ἥκειν μετέωρον κομίζοντα. καὶ διὰ τοῦτο εἰς ὑπερβολὴν ἀσκοῦμεν, τὰ χαλεπώτερα προτιθέντες ὡς τὰ μικρότερα μακρῷ εὐκολώτερον φέροιεν. (20) (29.) Τὴν μέντοι κόνιν ἐπὶ τὸ ἐναντίον χρησίμην οἰόμεθα εἶναι, ὡς μὴ διολισθάνοιεν συμπλεκόμενοι. ἐπειδὰν γὰρ ἐν τῷ πηλῷ ἀσκηθῶσιν συνέχειν τὸ διαδιδρᾶσκον ὑπὸ γλισχρότητος, ἐθίζονται ἐκφεύγειν αὐτοὶ ληφθέντες ἐκ τῶν χειρῶν, καὶ ταῦτα (5) ἐν ἀφύκτῳ ἐχόμενοι. καὶ μὴν καὶ τὸν ἱδρῶτα συνέχειν δοκεῖ ἡ κόνις ἀθρόον ἐκχεόμενον ἐπιπαττομένη, καὶ ἐπὶ πολὺ διαρκεῖν ποιεῖ τὴν 175

176 δύναμιν, καὶ κώλυμα γίγνεται μὴ βλάπτεσθαι ὑπὸ τῶν ἀνέμων ἀραιοῖς τότε καὶ ἀνεῳγόσιν τοῖς (10) σώμασιν ἐμπιπτόντων. ἄλλως τε καὶ τὸν ῥύπον ἀποσμᾷ καὶ στιλπνότερον ποιεῖ τὸν ἄνδρα. καὶ ἔγωγε ἡδέως ἂν παραστησάμενος πλησίον τῶν τε λευκῶν τινα ἐκείνων καὶ ὑπὸ σκιᾷ δεδιῃτημένων καὶ ὃν ἂν ἕλῃ τῶν ἐν τῷ Λυκείῳ γυμναζομένων, (15) ἀποπλύνας τὴν κόνιν καὶ τὸν πηλόν, ἐροίμην ἄν σε ποτέρῳ ἂν ὅμοιος εὔξαιο γενέσθαι οἶδα γὰρ ὡς αὐτίκα ἕλοιο ἂν ἐκ πρώτης προσόψεως, εἰ καὶ μὴ ἐπὶ τῶν ἔργων πειραθείης ἑκατέρου, συνεστηκὼς καὶ συγκεκροτημένος εἶναι μᾶλλον ἢ (20) θρύπτεσθαι καὶ διαρρεῖν καὶ λευκὸς εἶναι ἀπορίᾳ καὶ φυγῇ εἰς τὰ εἴσω τοῦ αἵματος.» 46. Ομήρου Ιλιάς, Ψ. 683, 702, «ζῶμα δέ οἱ πρῶτον παρακάββαλεν, αὐτὰρ ἔπειτα» «Πηλεΐδης δ αἶψ ἄλλα κατὰ τρίτα θῆκεν ἄεθλα (700) δεικνύμενος Δαναοῖσι παλαισμοσύνης ἀλεγεινῆς» «ὄρνυσθ οἳ καὶ τούτου ἀέθλου πειρήσεσθον. ὣς ἔφατ, ὦρτο δ ἔπειτα μέγας Τελαμώνιος Αἴας, ἂν δ Ὀδυσεὺς πολύμητις ἀνίστατο κέρδεα εἰδώς. ζωσαμένω δ ἄρα τώ γε βάτην ἐς μέσσον ἀγῶνα, (710) ἀγκὰς δ ἀλλήλων λαβέτην χερσὶ στιβαρῇσιν ὡς ὅτ ἀμείβοντες, τούς τε κλυτὸς ἤραρε τέκτων δώματος ὑψηλοῖο βίας ἀνέμων ἀλεείνων. τετρίγει δ ἄρα νῶτα θρασειάων ἀπὸ χειρῶν ἑλκόμενα στερεῶς κατὰ δὲ νότιος ῥέεν ἱδρώς, (715) πυκναὶ δὲ σμώδιγγες ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον οἳ δὲ μάλ αἰεὶ νίκης ἱέσθην τρίποδος πέρι ποιητοῖο οὔτ Ὀδυσεὺς δύνατο σφῆλαι οὔδει τε πελάσσαι, οὔτ Αἴας δύνατο, κρατερὴ δ ἔχεν ἲς Ὀδυσῆος. (720) ἀλλ ὅτε δή ῥ ἀνίαζον ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς, δὴ τότε μιν προσέειπε μέγας Τελαμώνιος Αἴας διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν Ὀδυσσεῦ ἤ μ ἀνάειρ, ἢ ἐγὼ σέ τὰ δ αὖ Διὶ πάντα μελήσει. Ὣς εἰπὼν ἀνάειρε δόλου δ οὐ λήθετ Ὀδυσσεύς (725) κόψ ὄπιθεν κώληπα τυχών, ὑπέλυσε δὲ γυῖα, κὰδ δ ἔβαλ ἐξοπίσω ἐπὶ δὲ στήθεσσιν Ὀδυσσεὺς 176

177 κάππεσε λαοὶ δ αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε. δεύτερος αὖτ ἀνάειρε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς, κίνησεν δ ἄρα τυτθὸν ἀπὸ χθονός, οὐδ ἔτ ἄειρεν, (730) ἐν δὲ γόνυ γνάμψεν ἐπὶ δὲ χθονὶ κάππεσον ἄμφω πλησίοι ἀλλήλοισι, μιάνθησαν δὲ κονίῃ. καί νύ κε τὸ τρίτον αὖτις ἀναΐξαντ ἐπάλαιον, εἰ μὴ Ἀχιλλεὺς αὐτὸς ἀνίστατο καὶ κατέρυκε μηκέτ ἐρείδεσθον, μὴ δὲ τρίβεσθε κακοῖσι (735) νίκη δ ἀμφοτέροισιν ἀέθλια δ ἶσ ἀνελόντες ἔρχεσθ, ὄφρα καὶ ἄλλοι ἀεθλεύωσιν Ἀχαιοί. Ὣς ἔφαθ, οἳ δ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδὲ πίθοντο, καί ῥ ἀπομορξαμένω κονίην δύσαντο χιτῶνας.» 47. Αισχύλος, Ικέτιδες, 90 «πίπτει δ ἀσφαλὲς οὐδ ἐπὶ νώτωι» 48. Αισχύλος, Πέρσαι, 914 «Ἀσία δὲ χθών, βασιλεῦ γαίας, αἰνῶς, αἰνῶς ἐπὶ γόνυ κέκλιται.» 49. Ηρόδοτος, Ιστορία, VI.27 «μετὰ δὲ ταῦτα ἡ ναυμαχίη ὑπολαβοῦσα ἐς γόνυ τὴν πόλιν ἔβαλε.» 50. Αριστοφάνης, Ἱππῆς «εἰ δέ που πέσοιεν εἰς τὸν ὦμον ἐν μάχῃ τινί» 51. Φιλόστρατος, Εικόνες, 2.6 ΑΡΡΙΧΙΩΝ (1.) Ἐς αὐτὰ ἥκεις Ὀλύμπια καὶ τῶν ἐν Ὀλυμπίᾳ τὸ κάλλιστον τουτὶ γὰρ δὴ ἀνδρῶν τὸ παγκράτιον. στεφανοῦται δὲ αὐτὸ Ἀρριχίων ἐπαποθανὼν τῇ νίκῃ καὶ στεφανοῖ αὐτὸν οὑτοσὶ Ἑλλανοδίκης ἀτρεκὴς δὲ προσειρήσθω διά τε τὸ ἐπιμελεῖσθαι (5) ἀληθείας διά τε τὸ ὡς ἐκεῖνοι γεγράφθαι στάδιόν τε ἡ γῆ δίδωσιν ἐν ἁπλῇ αὐλῶνι καὶ εἰσεχούσῃ τοσοῦτον, καὶ τὸ τοῦ Ἀλφειοῦ νᾶμα ἐξέρχεται κοῦφον ταῦτά τοι καὶ μόνος ποταμῶν ἐπὶ τῆς θαλάττης ὀχεῖται κότινοί τε αὐτῷ περιτεθήλασιν ἐν (10) γλαυκῷ εἴδει καλοὶ καὶ κατὰ τὴν τῶν σελίνων οὐλό177

178 τητα. (2.) ταυτὶ μὲν οὖν μετὰ τὸ στάδιον ἐπισκεψόμεθα καὶ πολλὰ ἕτερα, τὸ δὲ ἔργον τοῦ Ἀρριχίωνος, πρὶν ἢ παύσασθαι αὐτό, σκοπῶμεν. ἔοικε γὰρ μὴ πρὶν ἢ παύσασθαι αὐτό, σκοπῶμεν. ἔοικε γὰρ μὴ τοῦ ἀντιπάλου μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ κεκρατηκέναι βοῶσι γοῦν ἀναπηδήσαντες τῶν θάκων (5) καὶ οἱ μὲν τὼ χεῖρε ἀνασείουσιν, οἱ δὲ τὴν ἐσθῆτα, οἱ δὲ αἴρονται ἀπὸ τῆς γῆς, οἱ δὲ τοῖς πλησίον ἱλαρὸν προσπαλαίουσι τὰ γὰρ ὄντως ἐκπληκτικὰ οὐ συγχωρεῖ τοῖς θεαταῖς ἐν τῷ καθεκτῷ εἶναι. ἢ τίς οὕτως ἀναίσθητος, ὡς μὴ ἀνακραγεῖν ἐπὶ τῷ ἀθλητῇ; (10) μεγάλου γὰρ δὴ αὐτῷ ὑπάρχοντος τοῦ δὶς ἤδη νικῆσαι τὰ Ὀλύμπια μεῖζον τοῦτο νυνί, ὅτε καὶ τῆς ψυχῆς αὐτὰ κτησάμενος εἰς τὸν τῶν ὀλβίων πέμπεται χῶρον αὐτῇ κόνει. μὴ δὲ συντυχία νοείσθω τοῦτο σοφώτατα γὰρ προυνοήθη τῆς νίκης. (3.) καὶ τὸ πάλαισμα; οἱ παγκρατιάζοντες, ὦ παῖ, κεκινδυνευμένῃ προσχρῶνται τῇ πάλῃ δεῖ γὰρ αὐτοῖς ὑπωπιασμῶν τε, οἳ μή εἰσιν ἀσφαλεῖς τῷ παλαίοντι, καὶ συμπλοκῶν, ἐν αἷς περιγίνεσθαι χρὴ οἷον πίπτοντα, δεῖ (5) δὲ αὐτοῖς καὶ τέχνης ἐς τὸ ἄλλοτε ἄλλως ἄγχειν, οἱ δὲ αὐτοὶ καὶ σφυρῷ προσπαλαίουσι καὶ τὴν χεῖρα στρεβλοῦσι προσόντος τοῦ παίειν καὶ ἐνάλλεσθαι ταυτὶ γὰρ τοῦ παγκρατιάζειν ἔργα πλὴν τοῦ δάκνειν ἢ ὀρύττειν. Λακεδαιμόνιοι μὲν οὖν καὶ ταῦτα νομί- (10) ζουσιν ἀπογυμνάζοντες οἶμαι ἑαυτοὺς ἐς τὰς μάχας, Ἠλεῖοι δὲ [καὶ] ἀγῶνες ταυτὶ μὲν ἀφαιροῦσι, τὸ δὲ ἄγχειν ἐπαινοῦσιν. (4.) ὅθεν τὸν Ἀρριχίωνα μέσον ἤδη ᾑρηκὼς ὁ ἀντίπαλος ἀποκτεῖναι ἔγνω καὶ τὸν μὲν πῆχυν τῇ δειρῇ ἤδη ἐνέβαλεν ἀποφράττων αὐτῷ τὸ ἆσθμα, τὰ σκέλη δὲ τοῖς βουβῶσιν ἐναρμόσας καὶ περιδιείρας ἐς ἑκατέραν ἀγκύλην ἄκρω τὼ πόδε (5) τῷ μὲν πνίγματι ἔφθη αὐτὸν ὑπνηλοῦ τὸ ἐντεῦθεν θανάτου τοῖς αἰσθητηρίοις ἐντρέχοντος, τῇ δὲ ἐπιθανάτου τοῖς αἰσθητηρίοις ἐντρέχοντος, τῇ δὲ ἐπιτάσει τῶν σκελῶν ἀνειμένῃ χρησάμενος οὐκ ἔφθη τὸν λογισμὸν τοῦ Ἀρριχίωνος ἐκλακτίσας γὰρ τὸν ταρσὸν τοῦ ποδὸς Ἀρριχίων, ὑφ οὗ ἐκινδύνευεν (10) αὐτῷ τὰ δεξιὰ κρεμαννυμένης ἤδη τῆς ἀγκύλης, ἐκεῖνον μὲν συνέχει τῷ βουβῶνι ὡς οὐκέτ ἀντίπαλον, τοῖς δέ γε ἀριστεροῖς ἐνιζήσας καὶ τὸ περιττὸν ἄκρον τοῦ ποδὸς ἐναποκλείσας τῇ ἀγκύλῃ οὐκ ἐᾷ μένειν τῷ σφυρῷ τὸν ἀστράγαλον ὑπὸ τῆς εἰς τὸ ἔξω (15) 178

179 βιαίου ἀποστροφῆς ἡ γὰρ ψυχὴ ἀπιοῦσα τοῦ σώματος ἀδρανὲς μὲν αὐτὸ ἐργάζεται, δίδωσι δὲ αὐτῷ ἰσχύειν εἰς ὃ ἀπερείδεται. (5.) γέγραπται δὲ ὁ μὲν ἀποπνίξας νεκρῷ εἰκάσαι καὶ τὸ ἀπαγορεῦον ἐπισημαίνων τῇ χειρί, ὁ δὲ Ἀρριχίων ὅσα οἱ νικῶντες γέγραπται καὶ γὰρ τὸ αἷμα ἐν τῷ ἄνθει καὶ ὁ ἱδρὼς ἀκραιφνὴς ἔτι, καὶ μειδιᾷ καθάπερ οἱ ζῶντες, ἐπει- (5) δὰν νίκης αἰσθάνωνται. 52. Φιλόστρατος, Γυμναστικός, 36 (36.) Τοιόσδε μὲν ὁ παλαιστής, καὶ παγκρατιάσει γε ὁ τοιοῦτος τὸ κάτω παγκράτιον ἀκροχειριεῖταί τε οὐχ ἧττον. τελεώτεροι δὲ τῶν παγκρατιαστῶν οἱ ξυγκείμενοι παλαιστικώτερον (μὲν) ἢ οἱ πύκται, πυκτικώτερον δὲ ἢ οἱ παλαίσοντες. γενναῖοι τῶν ἀθλητῶν (5) καὶ οἱ ἐν μικρῷ μεγάλοι τούτους δὲ ἡγώμεθα τοὺς ὑποδεεστέρους μὲν τὸ μέγεθος ἢ οἱ τετράγωνοι τε καὶ σύμμετροι, τὸ δὲ σῶμα διηρθρωμένους μεγαλοειδῶς τε καὶ ὑπερφυεστέρως τοῦ μήκους, καὶ μᾶλλον, ἢν μὴ κατεσκληκέναι δοκῶσιν, ἀλλὰ καὶ τοῦ (10) εὐσάρκου τι ὑποφαίνωσι. κηρύττει δὲ αὐτοὺς πάλη μᾶλλον, εὔστροφοί τε γὰρ καὶ πολύτροποι καὶ σφοδροὶ καὶ κοῦφοι καὶ ταχεῖς καὶ ὁμότονοι, καὶ πολλὰ τῶν ἀπόρων τε καὶ δυσπαλαίστων διαφεύγουσιν ἐπιστηριζόμενοι τῇ κεφαλῇ, καθάπερ βάσει, παγκρατίου δὲ (15) καὶ πυγμῆς οὐκ ἀγαθοὶ προστάται, τῷ τε πλήττοντι ὑποκείμενοι καὶ γελοίως ἀπὸ τῆς γῆς ἑαυτοὺς ἐπαίροντες, ὁπότε αὐτοὶ πλήττοιεν. παράδειγμα δὲ ποιώμεθα τῶν ἐν μικρῷ μεγάλων τὰς εἰκόνας τοῦ παλαιστοῦ Μάρωνος, ὃν Κιλικία ποτὲ ἤνεγκε. παραιτητέον δὲ τού- (20) των καὶ τοὺς μακροθώρακας διαφυγεῖν μὲν γὰρ πάλης (τὰ δυσφύλακτα) ἱκανοὶ καὶ οἵδε, καταπαλαῖσαι δὲ ἀχρεῖοι διὰ τὸ ἐπικαθῆσθαι τοῖς σκέλεσι. 53. Φιλόστρατος, Γυμναστικός, 9 9. Πυγμὴ δὲ Λακωνικὸν εὕρημα καὶ εἰς Βέβρυκάς ποτε βαρβάρους ἦλθεν ἄριστα τε αὐτῇ Πολυδεύκης ἐχρῆτο, ὅθεν οἱ ποιηταὶ αὐτὸν ἐκ τούτων ᾖδον. ἐπύκτευον δὲ οἱ ἀρχαῖοι Λακεδαιμόνιοι διὰ τάδε κράνη Λακεδαιμονίοις οὐκ ἦν οὐδ ἐγχώριον ἡγοῦντο τὴν ὑπ αὐτοῖς μάχην ἀλλ ἦν ἀσπὶς ἀντὶ κράνους τῷ μετ ἐπιστήμης φέροντι. ὡς οὗν φυλάττοιντο μὲν τὰς κατὰ τοῦ προσώπου πληγάς, πληττόμενοι δὲ ἀνέχοιντο, πυγμὴν 179

180 ἐπήσκησαν καὶ τὰ πρόσωπα οὕτως ἐξεγυμνάζοντο. προϊόντες δὲ μεθῆκαν τὸ πυκτεύειν καὶ τὸ παγκρατιάζειν ὁμοίως αἰσχρὸν ἡγούμενοι διαγωνίζεσθαι ταῦτα, ἐν οἷς ἔστιν ἑνὸς ἀπειπόντος διαβεβλῆσθαι τὴν Σπάρτην ὡς μὴ εὔψυχον. 54. Θεόκριτος, XXIV.112 «ὅσσα δ ἀπὸ σκελέων ἑδροστρόφοι Ἀργόθεν ἄνδρες ἀλλάλους σφάλλοντι παλαίσμασιν, ὅσσα τε πύκται δεινοὶ ἐν ἱμάντεσσιν ἅ τ ἐς γαῖαν προπεσόντες πάμμαχοι ἐξεύροντο σοφίσματα σύμφορα τέχνᾳ» 55. Αριστοφάνης, Ειρήνη, 895 [ἐπὶ γῆς παλαίειν, τετραποδηδὸν ἑστάναι,] (896a) πλαγίαν καταβάλλειν, εἰς γόνατα κῦβδ ἱστάναι, (896b) καὶ παγκράτιόν γ ὑπαλειψαμένοις νεανικῶς (897) παίειν, ὀρύττειν, πὺξ ὁμοῦ καὶ τῷ πέει 56. Σοφοκλής, Τραχίνιαι, μέγα τι σθένος ἁ Κύπρις ἐκφέρεται νίκας ἀεί. {72 στρ.}72 καὶ τὰ μὲν θεῶν παρέβαν, καὶ ὅπως Κρονίδαν ἀπάτασεν οὐ (500) λέγω (500,bis) οὐδὲ τὸν ἔννυχον Ἅιδαν, (501) ἢ Ποσειδάωνα τινάκτορα γαίας ἀλλ ἐπὶ τάνδ ἄρ ἄκοιτιν <τίνες> ἀμφίγυοι κατέβαν πρὸ γάμων, τίνες πάμπληκτα παγκόνιτά τ ἐξ- (505) ῆλθον ἄεθλ ἀγώνων; ὁ μὲν ἦν ποταμοῦ σθένος, ὑψίκερω τετραόρου {72ἀντ.}72 φάσμα ταύρου, Ἀχελῷος ἀπ Οἰνιαδᾶν, ὁ δὲ Βακχίας ἄπο (510) Ἀχελῷος ἀπ Οἰνιαδᾶν, ὁ δὲ Βακχίας ἄπο (510) ἦλθε παλίντονα Θήβας τόξα καὶ λόγχας ῥόπαλόν τε τινάσσων, παῖς Διός οἳ τότ ἀολλεῖς ἴσαν ἐς μέσον ἱέμενοι λεχέων μόνα δ εὔλεκτρος ἐν μέσῳ Κύπρις (515) 180

181 ῥαβδονόμει ξυνοῦσα. τότ ἦν χερός, ἦν δὲ τό- {72ἐπ.}72 ξων πάταγος, ταυρείων τ ἀνάμιγδα κεράτων ἦν δ ἀμφίπλεκτοι κλίμακες, ἦν δὲ μετώ- (520) πων ὀλόεντα πλήγματα καὶ στόνος ἀμφοῖν. ἁ δ εὐῶπις ἁβρὰ τηλαυγεῖ παρ ὄχθῳ ἧστο τὸν ὃν προσμένουσ ἀκοίταν. (525) ἐγὼ δὲ μάτηρ μὲν οἷα φράζω τὸ δ ἀμφινείκητον ὄμμα νύμφας ἐλεινὸν ἀμμένει <τέλος> κἀπὸ ματρὸς ἄφαρ βέβαχ, ὥστε πόρτις ἐρήμα. (530) 57. Φιλόστρατος, Γυμναστικός, 7 (7.) Οἱ δρόμοι δὲ (οἱ) ὁπλῖται ποικίλοι μέν, καὶ μάλιστα (οἱ) κατὰ Νεμέαν, οὓς ἐνόπλους τε καὶ ἱππίους ὀνομάζουσιν, ἀνάκειται δὲ τοῖς ἀμφὶ Τυδέα τοῖς ἑπτά. ὁ δέ γε Ὀλυμπιακὸς ὁπλίτης, ὡς μὲν Ἠλεῖοί φασιν, ἐτέθη διὰ ταῦτα πόλεμον Ἠλεῖοι Δυμαίοις ξυ- (5) νῆψαν οὕτω τι ἀκήρυκτον, ὡς μηδὲ τὰ Ὀλύμπια ἀνοχὰς εἶναι, νικώντων δὲ αὐτῶν [Ἠλείων] κατ (αὐτὴν) τὴν τῶν ἄθλων ἡμέραν ὁπλίτης λέγεται τῶν ἀπὸ τῆς μάχης ἐσδραμεῖν ἐς τὸ στάδιον εὐαγγέλια ἀπάγων τῆς νίκης. ταυτὶ δὲ πιθανὰ μέν, ἀκούω δ αὐτὰ καὶ (10) Δελφῶν, ἐπειδὴ πρὸς ἐνίας τῶν Φωκίδων (πόλεων) ἐπολέμησαν, καὶ Ἀργείων, ἐπειδὴ πολέμῳ συνεχεῖ πρὸς Λακεδαιμονίους ἐτρίβοντο, καὶ Κορινθίων, ἐπειδὴ καὶ ἐν αὐτῇ (τῇ) Πελοποννήσῳ καὶ ὑπὲρ τὰ ὅρια τοῦ Ἰσθμοῦ ἐπολέμουν ἐμοὶ δὲ ἕτερα περὶ (τοῦ) (15) ὁπλίτου δοκεῖ φημὶ γὰρ νενομίσθαι μὲν αὐτὸν ἐκ πολεμικῆς αἰτίας, παριέναι δὲ ἐς τοὺς ἀγῶνας πολέμου ἀρχῆς ἕνεκα, δηλούσης τῆς ἀσπίδος, ὅτι πέπαυται ἐκεχειρία, δεῖ δὲ ὅπλων. εἰ δὲ μὴ ῥᾳθύμως ἀκούεις τοῦ κήρυκος, ὁρᾷς ὡς ἐπὶ πάντων (τελευτῆς) (20) κηρύττει λήγειν μὲν τὸν τῶν ἄθλων ταμίαν ἀγῶνα, τὴν σάλπιγγα δὲ τὰ τοῦ Ἐνυαλίου σημαίνειν προκαλουμένην τοὺς νέους ἐς ὅπλα. κελεύει δὲ τουτὶ τὸ κήρυγμα καὶ τοὔλαιον ἀραμένους ἐκποδών ποι 181

182 φέρειν, οὐχ ὡς ἀλειψομένους, ἀλλ ὡς πεπαυμένους (25) τοῦ ἀλείφεσθαι. ἄριστος δὲ ὁ κατὰ Βοιωτίαν καὶ» 58. Ηλιόδωρος, Αιθιοπικά, IV.3 «ἐδήλου καὶ τοῦ δρόμου τὴν χώραν ἐκεκλήρωτο καὶ τὴν πανοπλίαν ἐνδὺς ἐφειστήκει τῇ βαλβῖδι τὸν» 59. Αριστοφάνης, Όρνιθες, 291 Ἀλλὰ μέντοι τίς ποθ ἡ λόφωσις ἡ τῶν ὀρνέων; Ἦ πὶ τὸν δίαυλον ἦλθον; 60. Παυσανίας, I.23.9 «αὐτοῦ, προσέτι δὲ καὶ οἱ παῖδες οἱ Θησέως. ἀνδριάντων δὲ ὅσοι μετὰ τὸν ἵππον ἑστήκασιν Ἐπιχαρίνου μὲν ὁπλιτοδρομεῖν ἀσκήσαντος τὴν εἰκόνα ἐποίησε Κ ρ ι τ ί α ς, Οἰνοβίῳ δὲ ἔργον ἐστὶν ἐς Θουκυδίδην τὸν Ὀλόρου χρηστόν ψήφισμα γὰρ ἐνίκησεν Οἰνόβιος κατελθεῖν ἐς (5) Ἀθήνας Θουκυδίδην, καί οἱ δολοφονηθέντι ὡς κατῄει.» 61. Ομήρου Οδύσσεια, Θ Ἀλκίνοος δ Ἅλιον καὶ Λαοδάμαντα κέλευσε (370) μουνὰξ ὀρχήσασθαι, ἐπεί σφισιν οὔ τις ἔριζεν. οἱ δ ἐπεὶ οὖν σφαῖραν καλὴν μετὰ χερσὶν ἕλοντο, πορφυρέην, τήν σφιν Πόλυβος ποίησε δαΐφρων, τὴν ἕτερος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα ἰδνωθεὶς ὀπίσω ὁ δ ἀπὸ χθονὸς ὑψόσ ἀερθεὶς (375) ῥηϊδίως μεθέλεσκε, πάρος ποσὶν οὖδας ἱκέσθαι. αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σφαίρῃ ἀν ἰθὺν πειρήσαντο, ὀρχείσθην δὴ ἔπειτα ποτὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ ταρφέ ἀμειβομένω κοῦροι δ ἐπελήκεον ἄλλοι ἑσταότες κατ ἀγῶνα, πολὺς δ ὑπὸ κόμπος ὀρώρει. (380) δὴ τότ ἄρ Ἀλκίνοον προσεφώνεε δῖος Ὀδυσσεύς Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν, ἠμὲν ἀπείλησας βητάρμονας εἶναι ἀρίστους, ἠδ ἄρ ἑτοῖμα τέτυκτο σέβας μ ἔχει εἰσορόωντα. 62. Παυσανίας, VI.6.4 «ἕκτη δὲ Ὀλυμπιάδι επί ταις εβδομήκοντα καὶ ἐπ ἐκείνης τε αὐτῆς καὶ ἐπὶ τῆς μετ ἐκείνην Ὀλυμπιάδος τὸν ἐπὶ πυγμῇ στέφανον ἀνείλετο ὁ 182

183 Εὔθυμος. ὁ δέ οἱ ἀνδριὰς τέχνη τέ ἐστι Πυθαγόρου καὶ θέας ἐς τὰ μάλιστα ἄξιος.» 63. Παυσανίας, VI.6.1 «ἐν δὲ Ὀλυμπίᾳ παρὰ τοῦ Πουλυδάμαντος τὸν ἀνδριάντα δύο τέ ἐκ τῆς Ἀρκάδων καὶ Ἀττικὸς ὁ τρίτος ἕστηκεν ἀθλητής, τὸν μὲν δὴ Μαντινέα Πρωτόλαον Διαλκοῦς πυγμῇ παῖδας κρατήσαντα ὁ Ῥηγῖνος Πυθαγόρας Καλλίᾳ δὲ Ἀθηναίῳ παγκρατιαστῇ τὸν ἀνδριάντα ἀνὴρ Ἀθηναῖος Μίκων ἐποίησεν ὁ ζωγράφος.» 64. Παυσανίας, VI.10.9 «καὶ Ἐπικράδιον Μαντινέα καὶ Τέλλωνα Ὀρεσθάσιον καὶ Ἠλεῖον Ἀγιάδαν, ἐν παισὶν ἀνελομένους νίκας τοὺς δὲ ἐπ αὐτῷ κατειλεγμένους πυγμῆς, Ἐπικράδιον μὲν καὶ Ἀγιάδαν, τὸν μὲν αὐτῶν Πτόλιχος Αἰγινήτης ἐποίησε, τὸν δὲ Ἀγιάδαν Σήραμβος, γένος καὶ οὗτος Αἰγινήτης τὸν δὲ Τέλλωνα ὅστις εἰργάσατο, οὐ μνημονεύουσιν.» 65. Παυσανίας, VI.7.2 «ἐπὶ δὲ αὐτοῖς κεῖται καὶ ὁ Διαγόρας, πυγμῆς ἐν ἀνδράσιν ἀνελόμενος νίκην : τοῦ Διαγόρου δὲ τὴν εἰκόνα Μεγαρεὺς εἰργάσατο Καλλικλῆς» 66. Παυσανίας, VI.13.6 «καὶ Ἀριστίωνα Θεοφίλους Ἐπιδαύριον, τὸν μὲν ἀνδρῶν πυγμῆς» 67. Ομηρικός Ύμνος εις Απόλλωνα, V ἀλλὰ σὺ Δήλῳ Φοῖβε μάλιστ ἐπιτέρπεαι ἦτορ, ἔνθα τοι ἑλκεχίτωνες Ἰάονες ἠγερέθονται αὐτοῖς σὺν παίδεσσι καὶ αἰδοίῃς ἀλόχοισιν. οἱ δέ σε πυγμαχίῃ τε καὶ ὀρχηθμῷ καὶ ἀοιδῇ μνησάμενοι τέρπουσιν ὅταν στήσωνται ἀγῶνα. (150) φαίη κ ἀθανάτους καὶ ἀγήρως ἔμμεναι αἰεὶ ὃς τότ ἐπαντιάσει ὅτ Ἰάονες ἀθρόοι εἶεν πάντων γάρ κεν ἴδοιτο χάριν, τέρψαιτο δὲ θυμὸν ἄνδρας τ εἰσορόων καλλιζώνους τε γυναῖκας νῆάς τ ὠκείας ἠδ αὐτῶν κτήματα πολλά. (155) 183

184 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ : Πίν. 1 : α. Αλτήρες. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο. E. N. Gardiner, JHS 24 (1904), 182 εικ

185 β. Αλτήρας του Αρματίδου από την Ολυμπία. Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας. Ε. Σπαθάρη 2000, εικ. σ Πίν. 2 : Αγαλμάτιο άλτη από την Ακρόπολη Αθηνών. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο H. G. Niemeyer, in Antike Plastik III, 1964, Πίν.17, Πίν. 3 : Αγαλμάτιο άλτη από την Αρκαδία. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο R. Thomas 1981, Πίν. VIII.1-IX.1-2. Πίν. 4 : Σύνταγμα δύο αγαλματίων από τους Δελφούς. Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών Cl. Rolley 1969, Πίν.XLII-XLIII. Πίν. 5 : Επιτύμβια στήλη από την αρχαία Αλωπεκόννησο. Μουσείο Çanakkale Ö. Ramazan 1985, Πίν Πίν. 6 : Χάλκινος ενεπίγραφος, εγχάρακτος δίσκος, ανάθημα στον Δία από τον Πόπλιο Ασκληπιάδη, από την Ολυμπία. Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας. Ε. Σπαθάρη 2000, εικ. σ Πίν. 7 : Αγαλμάτιο δισκοβόλου από την Ολυμπία. Ολυμπία, Μουσείο της Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων Β A. Mallwitz-H.-V. Herrmann 1980, Πίν Πίν. 8 : Αγαλμάτιο, το οποίο παριστάνει δισκοβόλο, από το Ιερό των Καβείρων στη Βοιωτία. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο B. Schmaltz 1980, Πίν Πίν. 9 : Ανδρικό αγαλμάτιο δισκοβόλου από την Ακρόπολη των Αθηνών. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο H. G. Niemeyer, in Antike Plastik III, 1964, Πίν Πίν. 10 : Αγαλμάτιο δρομέα από την Ακρόπολη των Αθηνών. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο H. G. Niemeyer, in Antike Plastik III, 1964, Πίν.21.α. R. Thomas 1981, Πίν.III.2, IV.2. Πίν. 11 : Ανδρικός κορμός δισκοβόλου από το ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο. Μουσείο Δήλου Α A. Hermary 1984, Πίν.VII.1, 3, 5. Πίν. 12 : Αγαλμάτιο δισκοφόρου. Θεωρείται ότι βρέθηκε στην Πελοπόννησο. Ν. Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο 78. R. Thomas 1981, Πίν.XV.1. E. Buschor-R. Hamann εικ.13. Πίν. 13 : Ανδρικός κορμός από το ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο. Μουσείο Δήλου Α J. Marcadé (επιμ.), 1996, εικ. σ. 61. A. Hermary 1984, Πίν.VI.2, 4. Πίν. 14 : Αποσπασματικά σωζόμενο άγαλμα από το ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο. Μουσείο Δήλου Α A. Hermary 1984, Πίν.V

186 Πίν. 15 : Ανδρικός κορμός από τη Μίλητο. Παρίσι, Μουσείο Λούβρου Ma M. Hamiaux 1992, εικ. σ. 100, 101β. Πίν. 16 : Επιτύμβια στήλη που εικονίζει ανδρική μορφή, από το ιερό του Απόλλωνος, στις Αμύκλες. Μουσείο Σπάρτης 940. J. Dörig 1987, Πίν.66. Πίν. 17 : Ανδρικός κορμός γνωστός με την ονομασία «Pollux». Αντίγραφο. Παρίσι, Μουσείο Λούβρου Ma 889. A. Hermary 1984, Πίν.VIII.1-3. Πίν. 18 : Αγαλμάτιο δισκοβόλου. Άγνωστος ο τόπος προέλευσης. Παρίσι, Μουσείο Λούβρου Br R. Thomas 1981, Πίν.XVIII.1. C. Devès, MonPiot 39 (1943), Πίν.III.3. Πίν. 19 : Κορμός Cordier από την Πάρο. Παρίσι, Μουσείο Λούβρου 862. M. Hamiaux 1992, εικ. σ ,4. Πίν. 20 : Κορμός Arundel πιθανόν από την Πάρο. Οξφόρδη, Ashmolean Museum. G. M. A. Richter 1960, Πίν Πίν. 21 : Ανδρικός κορμός από τη Θάσο. Θάσος, Μουσείο 14. A. Hermary 1984, Πίν.ΙΧ.5. P. Devambez, BCH 57 (1933) Πίν.XX. Πίν. 22 : Επιτύμβια στήλη, γνωστή ως «στήλη του αποξυομένου» από τους Δελφούς. Δελφοί, Αρχαιολογικό Μουσείο H. Bulle 1922, Πίν.265. Πίν. 23 : Ανδρικός κορμός από την Πάρο. Μουσείο Πάρου 167. Α. Κώστογλου-Δεσποίνη, Πίν. 35α, 36.α-β. Πίν. 24 : Αντίγραφο του Δισκοβόλου του Μύρωνα. Δισκοβόλος Lancelotti. Ρώμη, Μουσείο Θερμών R. Lullies-M. Hirmer 1979, Πίν.127.β Πίν. 25 : Αντίγραφο Castel Porziano. Ρώμη, Μουσείο Θερμών A. Giuliano (επιμ.), 1979, 181, εικ Πίν. 26 : α. Σχηματική αναπαράσταση σπληγος του σταδίου της Νεμέας. P. Valavanis 1999, 37 εικ. 28. β. Αποκατάσταση σπληγος του σταδίου της Νεμέας. P. Valavanis 1999, 164, εικ Πίν. 27 : Αγαλμάτιο δρομέα από την Ολυμπία. Μουσείο της Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αρχαιότητας Β 26. R. Thomas 1981, Πίν. III.1, IV.1, V.I. Πίν. 28 : Αγαλμάτιο δρομέα από τον Τάραντα. Μητροπολιτικό Μουσείο Ν. Υόρκης R. Thomas 1981, Πίν. VI.1-VII. Πίν. 29 : Επιτύμβια στήλη από την Ολβία. Μουσείο Χερσώνος. E. Langlotz 1927, Πίν

187 Πίν. 30 : Αγαλμάτιο ακοντιστή από τη Σπάρτη. Μουσείο Σπάρτης. J. Dorig 1987, Πίν. 41.1, Πίν. 31 : Ανδρικός κορμός από το ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο. Μουσείο Δήλου Α A. Hermary 1984, Πίν. VIII.4-VIII.5. Πίν. 32 : Επιτυμβια στήλη από τη Νίσυρο. Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινουπόλεως H. Hiller 1975, Πίν Πίν. 33 : Επιτύμβια στήλη από την Ερέτρια. Μουσείο Ερέτριας 49. H. : Σύμπλεγμα δύο παλαιστών από την Ακρόπολη των Αθηνών. Hiller 1975, Πίν Πίν. 34 Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο W. Fuchs 1983, εικ. 377 σ Πίν. 35 : Αγαλμάτιο παλαιστή από τη Δωδώνη. Σε ιδιωτική συλλογή, στην Αθήνα. K. A. Neugebauer, AA 1942, εικ. 1-3 σ Πίν. 36 : Αγαλμάτιο παγκρατιαστή από την Κέρκυρα. Βρετανικό Μουσείο 212. J. Dörig 1987, Πίν Πίν. 37 : Αγαλμάτιο οπλιτοδρόμου με άγνωστη προέλευση. Αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Tübingen. U. Hausmann 1977, Πίν. 1-2, 4, 6. Πίν. 38 : Αγαλμάτιο σφαιριστή από το Λιγουριό. Αρχαιολογικό Μουσείο Βερολίνου R. Thomas 1981, Πίν. XXXIII.1-2, XXXIV.1. Πίν. 39 : Επιτύμβια στήλη με άγνωστη προέλευση. Μουσείο του Βατικανού 421. W. Fuchs 1983, εικ. 564 σ Πίν. 40 : Ανδρικό αγαλμάτιο, το οποίο πραγματοποιεί σπονδή. Λούβρο R. Thomas 1981, Πίν. LX.1-2. Πίν. 41 : Ανδρικό αγαλμάτιο δεόμενου αθλητή. Μητροπολιτικό Μουσείο Ν. Υόρκης J. Dörig 1987, Πίν , Πίν. 42 : Αγαλμάτιο διαδούμενου αθλητή. Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου R. Thomas 1981, Πίν. XLVI.1-2, IL.1. Πίν. 43 : Αγαλμάτιο αλειφόμενου αθλητή. Αρχαιολογική Συλλογή στο Μόναχο R. Thomas 1981, Πίν. XLIII.1. R. Lullies M. Hirmer 1979, Πίν. 78. Πίν. 44 : Επιτύμβια στήλη από το Σταυρωμένο Κρήτης. Μουσείο Ρεθύμνου 81. S. Benton JHS 57 (1937), Πίν. IV. Πίν. 45 : Θραύσματα κίονα που λειτουργούσε ως βάση αγάλματος από την Ακρόπολη των Αθηνών. Επιγραφικό Μουσείο Αθήνας A. E. Raubitschek 1949, εικ. σ (αρ. 21). 187

188 Πίν. 46 : Αποσπασματικά σωζόμενη βάση αγάλματος από την Ακρόπολη των Αθηνών. Μεταξύ Παρθενώνα και Προπυλαίων. A. E. Raubitschek 1949, εικ. σ. 115 (αρ. 111). Πίν. 47 : Αποσπασματικά σωζόμενη βάση αγάλματος από την Ακρόπολη των Αθηνών. Επιγραφικό Μουσείο Αθήνας A. E. Raubitschek 1949, εικ. σ. 81 (αρ. 76). Πίν. 48 : Βάση αγάλματος διατηρημένη σχεδόν ακέραιη, από την Ακρόπολη των Αθηνών. Μεταξύ Παρθενώνα και Προπυλαίων. A. E. Raubitschek 1949, εικ. σ. 125 (αρ. 120). Πίν. 49 : Βάση αγάλματος από την Ακρόπολη των Αθηνών. Ανατολικά των Προπυλαίων. A. E. Raubitschek 1949, εικ. σ Πίν. 50 : Βάση ανδριάντα αθλητή από την Ολυμπία. Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας 357. K. Purgold W. Dittenberger 1966, εικ. σ Πίν. 51 : Βάση ανδριάντα αθλητή από την Ολυμπία. Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας 119. K. Purgold W. Dittenberger 1966, εικ. σ Πίν. 52 : Πέντε συνανήκοντα θραύσματα βάσης ανδριάντα αθλητή από την Ολυμπία. Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας K. Purgold W. Dittenberger 1966, εικ. σ Πιν. 53 : Βάση από την ανδριάντα αθλητή από την Ολυμπία. Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας 712. K. Purgold W. Dittenberger 1966, εικ. σ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΙΝΑΚΩΝ : 188

189 Πίνακας 1.α 1.β 189

190 Πίνακας 2.α 190

191 2.β 191

192 2.γ 192

193 2.δ 193

194 Πίνακας 3.α 194

195 3.β 195

196 3.γ 196

197 Πίνακας 4.α 197

198 4.β 198

199 Πίνακας 5 199

200 Πίνακας 6 200

201 Πίνακας 7.α 201

202 7.β 202

203 Πίνακας 8.α 203

204 8.β 204

205 8.γ 205

206 8.δ 206

207 Πίνακας 9.α 207

208 9.β 208

209 9.γ 209

210 Πίνακας 10.α 210

211 10.β 211

212 10.γ 212

213 Πίνακας 11.α 213

214 11.β 214

215 11.γ 215

216 Πίνακας 12.α 216

217 12.β 217

218 Πίνακας 13.α 218

219 13.β 219

220 13.γ 220

221 Πίνακας 14.α 221

222 14.β 222

223 14.γ 223

224 Πίνακας 15.α 224

225 15.β 225

226 15.γ 226

227 15.δ 227

228 Πίνακας

229 Πίνακας 17.α 229

230 17.β 230

231 17.γ 231

232 Πίνακας 18.α 232

233 18.β 233

234 18.γ 234

235 18.δ 235

236 Πίνακας 19.α 236

237 19.β 237

238 19.γ 238

239 19.δ 239

240 Πίνακας 20.α 240

241 20.β 241

242 20.γ 242

243 20.δ 243

244 Πίνακας 21.α 244

245 21.β 245

246 Πίνακας

247 Πίνακας 23.α 23.β 247

248 23.γ 23.δ 248

249 Πίνακας

250 Πίνακας

251 Πίνακας 26.α 251

252 26.β 252

253 Πίνακας 27.α 253

254 27.β 254

255 27.γ 255

256 Πίνακας 28.α 256

257 28.β 257

258 Πίνακας 29.α 258

259 29.β 259

260 Πίνακας 30.α 260

261 30.β 261

262 30.γ 262

263 30.δ 263

264 Πίνακας 31.α 264

265 31.β 265

266 Πίνακας

267 Πίνακας

268 Πίνακας

269 Πίνακας 35.α 269

270 35.β 270

271 Πίνακας 36.α 271

272 36.β 272

273 Πίνακας 37.α 273

274 37.β 274

275 37.γ 275

276 37.δ 276

277 Πίνακας 38.α 277

278 38.β 278

279 38.γ 279

280 Πίνακας

281 Πίνακας 40.α 281

282 40.β 282

283 Πίνακας 41.α 283

284 41.β 284

285 41.γ 285

286 Πίνακας 42.α 286

287 42.β 287

288 42.γ 288

289 Πίνακας 43.α 289

290 43.β 290

291 Πίνακας

292 Πίνακας

293 Πίνακας 46.α 46.β 293

294 Πίνακας 47.α 47.β 294

295 Πίνακας 48.α 48.β 295

296 Πίνακας 49.α 49.β 296

297 Πίνακας 50 Πίνακας

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «Αγώνες: δράση και θέαμα»

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «Αγώνες: δράση και θέαμα» Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «Αγώνες: δράση και θέαμα» Υλικό για προαιρετική ενασχόληση των μαθητών πριν και μετά την επίσκεψη στο Μουσείο Ακρόπολης. Κατά την επίσκεψη της σχολικής σας ομάδας στο Μουσείο Ακρόπολης,

Διαβάστε περισσότερα

1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 1. το αρχαιολογικό μουσείο ιωαννίνων

1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 1. το αρχαιολογικό μουσείο ιωαννίνων 1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 1 το αρχαιολογικό μουσείο ιωαννίνων 1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 2 1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 3 ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΠΥΡΡΟΣ αντίγραφο από πρωτότυπο του 3ου π.χ. αι. της

Διαβάστε περισσότερα

Να συμπληρώσετε τα παρακάτω κείμενα με τις λέξεις που σας δίνονται στην παρένθεση

Να συμπληρώσετε τα παρακάτω κείμενα με τις λέξεις που σας δίνονται στην παρένθεση ΠΗΓΕΣ 1 2 Φύλλο εργασίας:1 Να συμπληρώσετε τα παρακάτω κείμενα με τις λέξεις που σας δίνονται στην παρένθεση 1) Ο Ηρακλής πρώτος, κατά την παράδοση, έφερε την -- -- -- -- -- -- -- -- στο χώρο της Ολυμπίας

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕ 04-03 ΤΕΣΤ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ

ΚΕ 04-03 ΤΕΣΤ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΚΕ 04-03 ΤΕΣΤ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ 1. Στο ελεύθερο η είσοδος του χεριού πρέπει να γίνεται α με το χέρι ελαφρώς λυγισμένο έξω από το ύψος του ώμου β με το χέρι τεντωμένο έξω από το ύψος του ώμου γ με το χέρι

Διαβάστε περισσότερα

Σχεδιασμός Προγραμμάτων

Σχεδιασμός Προγραμμάτων Σχεδιασμός Προγραμμάτων Ευλυγισία & Ισορροπία Μ. Μιχαλοπούλου Δ. Π. Θράκης Διατάσεις με καρέκλα Κάθισμα σε καρέκλα και Αυτί στον ώμο (κατέβασμα του αυτιού προς τον ώμο). Το σαγόνι βλέπει τον ώμο. Κυκλικές

Διαβάστε περισσότερα

ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΑΓΓΕΛΗ ΕΥΓΕΝΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΒΙΛΛΗ ΕΦΗ ΓΕΩΡΒΑΣΙΛΗ ΤΖΟΥΛΙΑ

ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΑΓΓΕΛΗ ΕΥΓΕΝΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΒΙΛΛΗ ΕΦΗ ΓΕΩΡΒΑΣΙΛΗ ΤΖΟΥΛΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΑΓΓΕΛΗ ΕΥΓΕΝΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΒΙΛΛΗ ΕΦΗ ΓΕΩΡΒΑΣΙΛΗ ΤΖΟΥΛΙΑ Από την Αρχαία Ελλάδα στο Σήμερα 900 π.χ: η πρώτη γραπτή μαρτυρία 6 ος 5 ος αι.: σημαντική εξέλιξη

Διαβάστε περισσότερα

Αθηναϊκή επιτύμβια βάση αγάλματος Κούρου με ανάγλυφες παραστάσεις αλητών (510 500 π.χ.)

Αθηναϊκή επιτύμβια βάση αγάλματος Κούρου με ανάγλυφες παραστάσεις αλητών (510 500 π.χ.) 1 Αθηναϊκή επιτύμβια βάση αγάλματος Κούρου με ανάγλυφες παραστάσεις αλητών (510 500 π.χ.) Στην παρούσα μελέτη πραγματευόμαστε μία μαρμάρινη βάση που φέρει ανάγλυφες παραστάσεις και στήριζε το άγαλμα ενός

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη Τμήμα: Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 8. Πανελλήνια Ιερά. Δελφοί και Ολυμπία Τα Πανελλήνια

Διαβάστε περισσότερα

Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης

Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης Μάθημα: Φυσική Αγωγή Υπ. Καθηγητής: Λάμπρος Αθανασόπουλος Τμήμα: Α1 Σχολικό έτος: 2013-2014 Από τους μαθητές του τμήματος Α1 Αρχαίοι Ολυμπιακοί Αγώνες

Διαβάστε περισσότερα

Ολυμπιακοί αγώνες ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ Α2

Ολυμπιακοί αγώνες ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ Α2 Ολυμπιακοί αγώνες ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ Α2 ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ Η ΑΡΧΗ Σύμφωνα με την παράδοση, πρώτοι οι θεοί αγωνίστηκαν στην Ολυμπία! Επίσης κάποιες πηγές αναφέρουν αρκετούς ήρωες ως ιδρυτές των αγώνων. Η

Διαβάστε περισσότερα

ΣΩΜΑΤΟΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

ΣΩΜΑΤΟΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΣΩΜΑΤΟΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ Εξέταση και αξιολόγηση των κυρτωμάτων της σπονδυλικής στήλης 1 1. Κατακόρυφος άξονας 2 3 2. Λοβίο του αυτιού 3. Ακρώμιο 4 5 6 7 8 4. Ομφαλός 5. Πρόσθια

Διαβάστε περισσότερα

Πώς άρχισαν οι Ολυμπιακοί αγώνες;

Πώς άρχισαν οι Ολυμπιακοί αγώνες; Πώς άρχισαν οι Ολυμπιακοί αγώνες; Οι Ολυμπιακοί αγώνες είναι μία σειρά αγώνων μεταξύ εκπροσώπων και ένας από τους πανελλήνιους αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα. Oι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν η πιο σημαντική διοργάνωση

Διαβάστε περισσότερα

Λύσεις των δραστηριοτήτων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

Λύσεις των δραστηριοτήτων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΜΙΛΛΑΣ στην αρχαία Ελλάδα Λύσεις των δραστηριοτήτων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε για τα φύλλα εργασίας προέρχεται εξολοκλήρου από το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης Διαβάζουμε: Οι Κυκλάδες οφείλουν το όνομά τους στη γεωγραφική

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη Τμήμα: Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 1. Εισαγωγικό Μάθημα Αρχιτεκτονική/Τοπογραφία-Γλυπτική-Αγγειογραφία.

Διαβάστε περισσότερα

Ο δίαυλος: επίσης δρόμος ταχύτητας, με διπλή διαδρομή του σταδίου. Αντιστοιχεί με το σημερινό δρόμο των 400 μ.

Ο δίαυλος: επίσης δρόμος ταχύτητας, με διπλή διαδρομή του σταδίου. Αντιστοιχεί με το σημερινό δρόμο των 400 μ. Στάδιο, πένταθλο, ακόντιο,πάλη, πυγμαχία, παγκράτιο και ιππικοί αγώνες ήταν τα αγωνίσματα των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων. Όλα ξεκίνησαν από τον δρόμο (στάδιον) που υπήρξε το παλαιότερο και σημαντικό άθλημα.

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη Τμήμα: Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 7. O Πολύκλειτος και η σχολή χαλκοπλαστικής

Διαβάστε περισσότερα

1. Λίθινοι ναοί 2. Λίθινα αγάλματα σε φυσικό και υπερφυσικό μέγεθος

1. Λίθινοι ναοί 2. Λίθινα αγάλματα σε φυσικό και υπερφυσικό μέγεθος ΑΡΧΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ 1. Λίθινοι ναοί 2. Λίθινα αγάλματα σε φυσικό και υπερφυσικό μέγεθος Επίδραση από τέχνη Ανατολής και Αιγύπτου μνημειακοί ναοί Πέτρα, μάρμαρο Το σχήμα θυμίζει μέγαρο ΜΕΡΗ

Διαβάστε περισσότερα

Αγωνίσματα που ταξίδεψαν στο χρόνο

Αγωνίσματα που ταξίδεψαν στο χρόνο ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΜΙΛΛΑΣ στην αρχαία Ελλάδα 3 Αγωνίσματα που ταξίδεψαν στο χρόνο Πολλά αγωνίσματα της αρχαιότητας άντεξαν στο πέρασμα των αιώνων συνεχίζοντας να υπάρχουν μέχρι σήμερα θυμίζοντας τους μακρινούς

Διαβάστε περισσότερα

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «παιδιά, έφηβοι, νέοι»

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «παιδιά, έφηβοι, νέοι» Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «παιδιά, έφηβοι, νέοι» Υλικό για προαιρετική ενασχόληση των μαθητών πριν και μετά την επίσκεψη στο Μουσείο Ακρόπολης. Κατά την επίσκεψη της σχολικής σας ομάδας στο Μουσείο Ακρόπολης,

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνικά χαρακτηριστικά και µεθοδική διδασκαλία των αλµάτων στο σχολείο

Τεχνικά χαρακτηριστικά και µεθοδική διδασκαλία των αλµάτων στο σχολείο ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΚΛΑΣΙΚΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Τεχνικά χαρακτηριστικά και µεθοδική διδασκαλία των αλµάτων στο σχολείο Εισηγητής: Γούλας Παναγιώτης, ΚΦΑ ΤΑ ΑΛΜΑΤΑ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ ΚΑΘΕΤΑ ΑΛΜΑ ΣΕ ΜΗΚΟΣ ΑΛΜΑ ΤΡΙΠΛΟΥΝ ΑΛΜΑ ΣΕ ΥΨΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής

Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής δομής

Διαβάστε περισσότερα

Έλλη Τσουρβάκα Χρήστος Χατζηγάκης

Έλλη Τσουρβάκα Χρήστος Χατζηγάκης Έλλη Τσουρβάκα Χρήστος Χατζηγάκης Εργασίες-Δημιουργίες μαθητών Σχολικού Έτους 2014-2015(στο πλαίσιο καινοτόμου εκπαιδευτικού προγράμματος για τα Μουσεία στο Διαδίκτυο) «Εκφάνσεις Μουσειοπαιδαγωγικής στο

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Τα αθλήματα: Δρόμος Το παλαιότερο και σημαντικότερο άθλημα των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν ο δρόμος. Ο νικητής του σταδίου δρόμου ήταν εκείνος που έδινε και το όνομά

Διαβάστε περισσότερα

Ολυμπιακοί Αγώνες. Νεφέλη Μπάρκα Α2

Ολυμπιακοί Αγώνες. Νεφέλη Μπάρκα Α2 Ολυμπιακοί Αγώνες Νεφέλη Μπάρκα Α2 Πώς άρχισαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες ποιος ήταν ο ιδρυτής τους; Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, όπως είναι γνωστοί σήμερα, είναι αθλητική διοργάνωση πολλών αγωνισμάτων που γίνεται

Διαβάστε περισσότερα

Κυκλαδική τέχνη και σύγχρονη αφηρημένη τέχνη

Κυκλαδική τέχνη και σύγχρονη αφηρημένη τέχνη ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Κυκλαδική τέχνη και σύγχρονη αφηρημένη τέχνη Νάγια Οικονομίδου 2014-2015 1 Περιεχόμενα Πρόλογος...3 1. Γνωρίσματα Κυκλαδικής Τέχνης...4 Πτυόσχημα ειδώλια.5 Βιολόσχημα ειδώλια 6

Διαβάστε περισσότερα

Τι είναι οι Ολυμπιακοί αγώνες;

Τι είναι οι Ολυμπιακοί αγώνες; Αλεξία Σκουρτσή Περιεχόμενα Τι είναι οι Ολυμπιακοί αγώνες Πώς άρχισαν οι Ολυμπιακοί αγώνες; Σε ποια αθλήματα αγωνίζονταν οι παίδες; Ποιο ήταν το πρόγραμμα των αγώνων (5 ημέρες); Πότε ξεκίνησε η αναβίωση

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ Επικοινωνία και συνεννόηση μεταξύ καθηγητή Φ.Α και μαθητών Καλύτερη συνεργασία Εξοικονόμηση

Διαβάστε περισσότερα

ΑΣΚΗΣΙΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΕΤΡΑΚΕΦΑΛΩΝ ΚΑΙ ΜΥΩΝ ΤΩΝ ΙΣΧΙΩΝ

ΑΣΚΗΣΙΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΕΤΡΑΚΕΦΑΛΩΝ ΚΑΙ ΜΥΩΝ ΤΩΝ ΙΣΧΙΩΝ ΑΣΚΗΣΙΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΕΤΡΑΚΕΦΑΛΩΝ ΚΑΙ ΜΥΩΝ ΤΩΝ ΙΣΧΙΩΝ 1. ΑΡΣΕΙΣ ΑΠΟ ΒΑΘΥ ΚΑΘΙΣΜΑ ΜΕ ΑΛΤΗΡΕΣ 2. ΑΡΣΕΙΣ ΑΠΟ ΒΑΘΥ ΚΑΘΙΣΜΑ ΜΕ ΜΠΑΡΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΧΗΛΟ 3. ΑΡΣΕΙΣ ΑΠΟ ΒΑΘΥ ΚΑΘΙΣΜΑ ΜΕ ΜΠΑΡΑ ΠΙΣΩ

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη Τμήμα: Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 9. Ναοί του 4 ου αι. π.χ. στην ηπειρωτική Ελλάδα

Διαβάστε περισσότερα

Μυρτώ Παπαδοπούλου Ισαβέλλα Παπαδοπούλου Ά3α

Μυρτώ Παπαδοπούλου Ισαβέλλα Παπαδοπούλου Ά3α Μυρτώ Παπαδοπούλου Ισαβέλλα Παπαδοπούλου Ά3α Πρόλογος Ναοί της Αρχαϊκής εποχής Οι κίονες και τα μαθηματικά τους-σχεδίαση Υλοποίηση Επίλογος Πηγές Αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό, που μπορεί

Διαβάστε περισσότερα

Αφιερώνω αυτή τηνεργασία στην αγαπηµένη µου δασκάλα, κυρία Ειρήνη Καραγιάννη, που µας δίδαξε µε τόση αγάπη και χαρά όλα τα µαθήµατα της Γ και Τάξης

Αφιερώνω αυτή τηνεργασία στην αγαπηµένη µου δασκάλα, κυρία Ειρήνη Καραγιάννη, που µας δίδαξε µε τόση αγάπη και χαρά όλα τα µαθήµατα της Γ και Τάξης 6ο Γυµνάσιο Νέας Ιωνίας Τάξη:Α Τµήµα:2 Μάθηµα:Αρχαία Ιστορία ιδάσκουσα:ελ.σάρδη Η ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΡΙΑΣ:ΣΕΒΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΪΟΣ 2015 Αφιερώνω αυτή τηνεργασία στην αγαπηµένη µου

Διαβάστε περισσότερα

Διάλεξη 11η Αποκλίσεις Σπονδυλικής Στήλης

Διάλεξη 11η Αποκλίσεις Σπονδυλικής Στήλης ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ, ΠΘ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ Διάλεξη 11η Αποκλίσεις Σπονδυλικής Στήλης Κοκαρίδας Δημήτριος Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα Στάση Σώματος Ο όρος σωστή στάση

Διαβάστε περισσότερα

10 ΤΟ ΑΘΛΗΜΑ - Η ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΣΤΥΛ ΚΟΛΥΜΒΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

10 ΤΟ ΑΘΛΗΜΑ - Η ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΣΤΥΛ ΚΟΛΥΜΒΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ 10 ΤΟ ΑΘΛΗΜΑ - Η ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΣΤΥΛ ΚΟΛΥΜΒΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΤΟ ΑΘΛΗΜΑ - Η ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΣΤΥΛ ΚΟΛΥΜΒΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ 11 ΜΕΡΟΣ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΥΜΒΗΣΗ 62 ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ 63 λάκτισμα" τα γόνατα

Διαβάστε περισσότερα

Διοργάνωση. Ίδρυση-Μυθολογία

Διοργάνωση. Ίδρυση-Μυθολογία "Όπως το νερό είναι το πολυτιμότερο από τα στοιχεία, και όπως ο χρυσός προβάλλει σαν το πιο ακριβό ανάμεσα σε όλα τα αγαθά, και όπως, τέλος, ο ήλιος φωτοβολεί περισσότερο από κάθε άλλο άστρο, έτσι και

Διαβάστε περισσότερα

Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης ΙI

Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης ΙI ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης ΙI Η τέχνη του 4ου αι. π.χ.: ή όψιμη κλασική περίοδος Διδάσκων: Αναπλ. Καθηγητής Νικόλαος Θ. Κατσικούδης Άδειες Χρήσης

Διαβάστε περισσότερα

Σο ναυάγιο των Αντικυθήρων. Γωγώ Κουλούρη

Σο ναυάγιο των Αντικυθήρων. Γωγώ Κουλούρη Σο ναυάγιο των Αντικυθήρων Γωγώ Κουλούρη Ευρήματα: Ο «Έφηβος των Αντικυθήρων» Άγαλμα Ερμή Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων Εμπορικοί αμφορείς Σα νομίσματα Ο «Έφηβος των Αντικυθήρων» Υλικό: Χαλκός Διαστάσεις:

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 7. Kλασική Εποχή. Οι Τέχνες και τα Γράμματα

Κεφάλαιο 7. Kλασική Εποχή. Οι Τέχνες και τα Γράμματα Κεφάλαιο 7 Kλασική Εποχή Οι Τέχνες και τα Γράμματα Στόχοι: Mε το τέλος της ενότητας οι μαθητές να είναι σε θέση να διαπιστώσουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ελληνικής τέχνης σε συνδυασμό με τις πολιτικές

Διαβάστε περισσότερα

Βασικές ασκήσεις. Άσκηση 1

Βασικές ασκήσεις. Άσκηση 1 Το πρόγραμμα ασκήσεων που ακλουθεί έχει δημιουργηθεί για να ανακτηθεί η κινητικότητα στην άρθρωση του ώμου και να βελτιωθεί η ελαστικότητα των μυών οι οποίοι την κινούν. Σε περίπτωση τραυματισμού στην

Διαβάστε περισσότερα

Ακρόπολη. Υπεύθυνος Καθηγητής: Κος Βογιατζής Δ. Οι Μαθητές: Τριτσαρώλης Γιώργος. Τριαντόπουλος Θέμης. Ζάχος Γιάννης. Παληάμπελος Αλέξανδρος

Ακρόπολη. Υπεύθυνος Καθηγητής: Κος Βογιατζής Δ. Οι Μαθητές: Τριτσαρώλης Γιώργος. Τριαντόπουλος Θέμης. Ζάχος Γιάννης. Παληάμπελος Αλέξανδρος Ακρόπολη Υπεύθυνος Καθηγητής: Κος Βογιατζής Δ. Οι Μαθητές: Τριτσαρώλης Γιώργος Τριαντόπουλος Θέμης Ζάχος Γιάννης Παληάμπελος Αλέξανδρος Ακρόπολη - Ιστορία Η Αθηναϊκή ακρόπολη κατοικήθηκε από τα νεολιθικά

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ Ενότητα 10. Σταθερά γυμναστικά όργανα: Τα πολύζυγα Μπαρκούκης Βασίλειος, Αναστασιάδης Θεοφύλακτος Άδειες Χρήσης

Διαβάστε περισσότερα

Κρόουλ. Ανάλυση τεχνικής

Κρόουλ. Ανάλυση τεχνικής Κρόουλ Ανάλυση τεχνικής (di Prampero 1986; Toussaint and Hollander 1994; Vilas-Boas et al., 2011) Γιατί είναι το crawl το γρηγορότερο στιλ; Είναι και το οικονομικότερο Περιεχόμενα Περιγραφή τεχνικής χεριών

Διαβάστε περισσότερα

Ανάγνωση - Περιγραφή Μνημείου: Ναός του Ηφαίστου

Ανάγνωση - Περιγραφή Μνημείου: Ναός του Ηφαίστου ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ Εργαστήριο Συγκοινωνιακής Τεχνικής Σχολή Αγρονόμων-Τοπογράφων Μηχανικών Τομές Τοπογραφίας Αποτυπώσεις Μνημείων Υπεύθυνος Διδάσκων: Γεωργόπουλος Ανδρέας Ανάγνωση - Περιγραφή

Διαβάστε περισσότερα

Τοξοβολία αναψυχής. Ανάλογα με το είδος του τόξου που χρησιμοποιείται, διαχωρίζονται τα διάφορα είδη τοξοβολίας. Έτσι έχουμε: 1.

Τοξοβολία αναψυχής. Ανάλογα με το είδος του τόξου που χρησιμοποιείται, διαχωρίζονται τα διάφορα είδη τοξοβολίας. Έτσι έχουμε: 1. Τοξοβολία αναψυχής Η τοξοβολία ξεκίνησε την πορεία της σαν προσπάθεια του ανθρώπου να επιβληθεί στο περιβάλλον του και να επιβιώσει. Στους ιστορικούς χρόνους, επικράτησε σαν μέθοδος κυνηγιού, στρατιωτική

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ, ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ Είδη άσκησης άθλησης

Διαβάστε περισσότερα

Λύσεις των δραστηριοτήτων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης

Λύσεις των δραστηριοτήτων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΜΙΛΛΑΣ στην αρχαία Ελλάδα Λύσεις των δραστηριοτήτων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ. Μετά τα Μηδικά κατακευάστηκε το 478 π.χ το Θεμιστόκλειο τείχος που χώρισε την κατοικημένη περιοχή από το νεκροταφείο.

ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ. Μετά τα Μηδικά κατακευάστηκε το 478 π.χ το Θεμιστόκλειο τείχος που χώρισε την κατοικημένη περιοχή από το νεκροταφείο. ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ Η περιοχή ΒΔ της Αγοράς μέχρι το τείχος της πόλης, όπου το Δίπυλο, αλλά και πέρα από το τείχος, όπου και το σημαντικότερο νεκροταφείο της Αθήνας. Η ονομασία της οφείλεται στις εγκαταστάσεις

Διαβάστε περισσότερα

Η κεραμική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα

Η κεραμική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα Θέμα της διδακτικής πρότασης Η κεραμική τέχνη στην αρχαία Ελλάδα Τάξη: Α Γυμνασίου Στοχοθεσία Επιδιώκεται οι μαθητές/τριες να εξοικειωθούν με τους τύπους, τα ονόματα και τις χρήσεις των αγγείων της αρχαιότητας.

Διαβάστε περισσότερα

Θέμα: Άθληση στην αρχαία Ελλάδα

Θέμα: Άθληση στην αρχαία Ελλάδα Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία Αρσάκειο Γενικό Λύκειο Ψυχικού Σχολικό έτος: 2013-2014 Από την αρχαία Ελλάδα στη σύγχρονη εποχή, ο αθλητισμός και τα φαινόμενα της βίας και του ντόπινγκ Θέμα: Άθληση στην αρχαία

Διαβάστε περισσότερα

Θεματική ενότητα: Μηχανική Τεχνική των ασκήσεων

Θεματική ενότητα: Μηχανική Τεχνική των ασκήσεων Θεματική ενότητα: Μηχανική Τεχνική των ασκήσεων ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 1. Ο όρος «σε ισορροπία» στην ενόργανη γυμναστική δηλώνει ότι το Κ.Β.Σ. βρίσκεται: α) πλησίον του σημείου ή της βάσης στήριξης

Διαβάστε περισσότερα

ΤΜΗΜΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΈΝΩΝ ΤΕΧΝΏΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Μάθημα: Τεχνολογία Υλικών. Όνομα: Νικόλαος Καρναμπατίδης ΑΕΜ:438

ΤΜΗΜΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΈΝΩΝ ΤΕΧΝΏΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Μάθημα: Τεχνολογία Υλικών. Όνομα: Νικόλαος Καρναμπατίδης ΑΕΜ:438 ΤΜΗΜΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΈΝΩΝ ΤΕΧΝΏΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Μάθημα: Τεχνολογία Υλικών Όνομα: Νικόλαος Καρναμπατίδης ΑΕΜ:438 Εξάμηνο: 8 ο (εικ.1) Νίκη της ΣαμοθράκηςParis, Musée du Louvre Φθορά:

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη Τμήμα: Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 5. Τα εναέτια γλυπτά του Παρθενώνος Tα αετωματικά

Διαβάστε περισσότερα

Α.Π.Θ. Α.Π.Θ. Διά Βίου Μάθησης. Μάθησης. Ποίηση και Θέατρο Αρχαία Ελλάδα

Α.Π.Θ. Α.Π.Θ. Διά Βίου Μάθησης. Μάθησης. Ποίηση και Θέατρο Αρχαία Ελλάδα Α.Π.Θ. Α.Π.Θ. Πρόγραµµα Πρόγραµµα Διά Βίου Μάθησης Μάθησης Ποίηση και Θέατρο στην Ποίηση και Θέατρο στην Αρχαία Ελλάδα Αρχαία Ελλάδα + Στόχος του προγράμματος Το πρόγραμμα επιμόρφωσης Ποίηση και Θέατρο

Διαβάστε περισσότερα

Ευρήματα της ανασκαφής Στέλλα Χρυσουλάκη και Γιώργος Πέππας

Ευρήματα της ανασκαφής Στέλλα Χρυσουλάκη και Γιώργος Πέππας Ημερίδα Η έρευνα των αρχαίων συστημάτων ύδρευσης του Πειραιά στο πλαίσιο των έργων του ΜΕΤΡΟ. Μια πρώτη θεώρηση Ευρήματα της ανασκαφής Στέλλα Χρυσουλάκη και Γιώργος Πέππας 1 Πρώιμη φάση της πόλης Λουτροφόρος

Διαβάστε περισσότερα

710 -Μάθηση - Απόδοση. Κινητικής Συμπεριφοράς: Προετοιμασία

710 -Μάθηση - Απόδοση. Κινητικής Συμπεριφοράς: Προετοιμασία 710 -Μάθηση - Απόδοση Διάλεξη 5η Ποιοτική αξιολόγηση της Κινητικής Συμπεριφοράς: Προετοιμασία Περιεχόμενο ενοτήτων Ποιοτική αξιολόγηση Ορισμός και στάδια που περιλαμβάνονται Περιεχόμενο: στοιχεία που τη

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΜΙΑ ΟΜΑΔΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ Α 2

ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΜΙΑ ΟΜΑΔΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ Α 2 ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΜΙΑ ΟΜΑΔΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ Α 2 ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΑΝ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΠΙΛΟΓΟ: ΝΙΚΗΦΟΡΑΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Στάδια Ε.Ε. 1. Κριτήρια επιλογής θέματος. . Ενδιαφέρον θέμα

Στάδια Ε.Ε. 1. Κριτήρια επιλογής θέματος. . Ενδιαφέρον θέμα Στάδια Ε.Ε. 1. Κριτήρια επιλογής θέματος. Ενδιαφέρον θέμα. Μας δίνετε η ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα τους Ολυμπιακούς αγώνες και την παιδεία μέσα από αυτούς.. Επίσης μπορούμε να γνωρίζουμε και να μάθουμε

Διαβάστε περισσότερα

ψ Ρ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ -N^ ->5^ **' ΑΣΗΜΙΝΑ ΛΕΟΝΤΗ

ψ Ρ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ -N^ ->5^ **' ΑΣΗΜΙΝΑ ΛΕΟΝΤΗ ψ Ρ ' '.'."» *?' Ρ -N^ ->5^ ι"*** **' "HSf % ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ ΑΣΗΜΙΝΑ ΛΕΟΝΤΗ Το Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων της Υπηρεσίας Συντήρησης Μνημείων

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ Ενότητα 8. Σταθερά γυμναστικά όργανα: Οι Γυμναστικοί πάγκοι Μπαρκούκης Βασίλειος, Αναστασιάδης Θεοφύλακτος Άδειες

Διαβάστε περισσότερα

ΚΡΟΥΣΕΙΣ. γ) Δ 64 J δ) 64%]

ΚΡΟΥΣΕΙΣ. γ) Δ 64 J δ) 64%] 1. Μικρή σφαίρα Σ1, μάζας 2 kg που κινείται πάνω σε λείο επίπεδο με ταχύτητα 10 m/s συγκρούεται κεντρικά και ελαστικά με ακίνητη σφαίρα Σ2 μάζας 8 kg. Να υπολογίσετε: α) τις ταχύτητες των σωμάτων μετά

Διαβάστε περισσότερα

Η µουσική και ο χορός στην αρχαία Ελλάδα

Η µουσική και ο χορός στην αρχαία Ελλάδα ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΟΥΣΕΙΩΝ TMHMA ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Η µουσική και ο χορός στην

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΛΑΘΟΣΦΑΙΡΙΣΗΣ Ι

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΛΑΘΟΣΦΑΙΡΙΣΗΣ Ι ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΛΑΘΟΣΦΑΙΡΙΣΗΣ Ι Ενότητα 3. Κινήσεις με μπάλα (Υποδοχή πιάσιμο της μπάλας ασκήσεις εξοικείωσης θέση τριπλής απειλής) Γαλαζούλας

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟY & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟY & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟY & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΟΥΣΕΙΩΝ, ΕΚΘΕΣΕΩΝ & ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ Αθήνα, 25.11.2010 ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Ο Βιτρούβιος Άντρας του Λεονάρντο Ντα Βίντσι

Ο Βιτρούβιος Άντρας του Λεονάρντο Ντα Βίντσι Ο Βιτρούβιος Άντρας του Λεονάρντο Ντα Βίντσι Ο Άνθρωπος του Βιτρούβιου είναι ένα διάσημο σχέδιο με συνοδευτικές σημειώσεις του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, που φτιάχτηκε περίπου το 1490 σε ένα από τα ημερολόγιά

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑΣ 2014-2015 ΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΥΛΗ ΚΑΙ ΜΟΡΦΗ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑΣ 2014-2015 ΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΥΛΗ ΚΑΙ ΜΟΡΦΗ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑΣ 2014-2015 ΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΥΛΗ ΚΑΙ ΜΟΡΦΗ ΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ: Η ΥΛΗ Μεταμορφωμένα πετρώματα 3 ΠΙΕΣΗ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ Το μάρμαρο της Πάρου Η Αφροδίτη της Μήλου Ενδεικτικά

Διαβάστε περισσότερα

Αξιολόγηση στάσης. Τυπικές στάσεις & βασικά χαρακτηριστικά αυτών

Αξιολόγηση στάσης. Τυπικές στάσεις & βασικά χαρακτηριστικά αυτών Αξιολόγηση στάσης Τυπικές στάσεις & βασικά χαρακτηριστικά αυτών Εικόνα 1. Τυπικές όρθιες στάσεις. Τέλια όρθια στάση (Α), κυφω-λορφωτική στάση (Β), στάση επίπεδης ράχης (C) & χαλαρή στάση (D). Τέλεια όρθια

Διαβάστε περισσότερα

Μάθημα 12ο : Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΜΕ ΒΑΡΗ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΟΙΛΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΡΑΧΙΑΙΟΥΣ ΜΥΕΣ

Μάθημα 12ο : Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΜΕ ΒΑΡΗ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΟΙΛΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΡΑΧΙΑΙΟΥΣ ΜΥΕΣ ΑΣΚΗΣΗ ΜΕ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ (Κ.Μ. Μ 161) Μάθημα 12ο : Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΜΕ ΒΑΡΗ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΟΙΛΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΡΑΧΙΑΙΟΥΣ ΜΥΕΣ Με την ολοκλήρωση του μαθήματος οι φοιτητές πρέπει να είναι σε θέση

Διαβάστε περισσότερα

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΠΑΓΚΟΡΑΣΙ ΩΝ 8-9 ΚΑΙ 10 ΕΤΩΝ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΠΑΓΚΟΡΑΣΙ ΩΝ 8-9 ΚΑΙ 10 ΕΤΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΠΑΓΚΟΡΑΣΙ ΩΝ 8-9 ΚΑΙ 10 ΕΤΩΝ ΑΛΜΑ: Χειροκυβίστηση Αρχική αξία:10.00β. -Επιτρέπεται η εκτέλεση δύο αλμάτων και μετράει ο βαθμός του καλύτερου άλματος. Επιτρέπεται επιπλέον

Διαβάστε περισσότερα

Βουβωνική Χώρα. Ι. Βουβωνικός Χώρα

Βουβωνική Χώρα. Ι. Βουβωνικός Χώρα Βουβωνική Χώρα Ι. Βουβωνικός Χώρα Α. Βουβωνικός Σύνδεσµος (του Poupart) Δεν είναι πραγµατικός σύνδεσµος Είναι η αναδίπλωση προς τα έσω του ελευθέρου κάτω χείλους του έξω λοξού µυός από την εκφυσή του από

Διαβάστε περισσότερα

Τα Ολυμπιακά αγωνίσματα Παρασκευή, 06 Φεβρουάριος :59. Δρόμος

Τα Ολυμπιακά αγωνίσματα Παρασκευή, 06 Φεβρουάριος :59. Δρόμος Δρόμος Το παλαιότερο και σημαντικότερο άθλημα των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν ο δρόμος. Ο νικητής του σταδίου δρόμου ήταν εκείνος που έδινε και το όνομά του στην Ολυμπιάδα. Εφευρέτες του αγωνίσματος θεωρούνται

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ Την Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016, οι μαθητές της Α Λυκείου του 2 ου ΓΕΛ Αγίου Δημητρίου επισκέφθηκαν το Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά, με συνοδούς καθηγητές, τις

Διαβάστε περισσότερα

Μηχανική των κινήσεων στον αέρα και στο νερό

Μηχανική των κινήσεων στον αέρα και στο νερό Μηχανική των κινήσεων στον αέρα και στο νερό Νίκος Αγγελούσης Σκοπός αυτής της διάλεξης είναι η εξοικείωση με τις βασικές έννοιες και τις εφαρμογές της μηχανικήςστιςκινήσειςπουπραγματοποιείτο σώμα του

Διαβάστε περισσότερα

ιάπλασn ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΙΟΥΛΙΟΣ νέα Μπολατίου

ιάπλασn ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΙΟΥΛΙΟΣ νέα Μπολατίου : Κυριακής Μεγαλομ. : Ευφημίας Μεγαλομ. : Μαρίνης Μεγαλομ. : Προφήτου Ηλία : Παρασκευής Οσιομ. : Παντελεήμονος Μεγαλομ. Χάλκινο αγαλματίδιο του Οφέλτη, του οποίου ο θάνατος ήταν η αιτία της ίδρυσης των

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π. Το αρχαίο θέατρο, το επωνοµαζόµενο χάριν συντοµίας «θέατρο της Πλατιάνας», βρίσκεται εντός των τειχών της αρχαίας Ακρόπολης στην κορυφή του όρους Λαπίθα. Η αρχαία ονοµασία της πόλης στην οποία ανήκε θεωρείται

Διαβάστε περισσότερα

Ασκήσεις εμπιστοσύνης, ισορροπίας και ενδυνάμωσης

Ασκήσεις εμπιστοσύνης, ισορροπίας και ενδυνάμωσης Ασκήσεις εμπιστοσύνης, ισορροπίας και ενδυνάμωσης.. τα δύο σώματα γίνονται ένα σύστημα σωμάτων κι αποκτούν κοινό κέντρο βάρους, με ισοκατανομή δυνάμεων το κεφάλι, η πλάτη, η κοιλιά και οι γλουτοί βρίσκονται

Διαβάστε περισσότερα

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Δημογραφία Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση Μιχάλης Αγοραστάκης Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας &

Διαβάστε περισσότερα

Ελληνική μνημειακή ζωγραφική. Δ. Πλάντζος

Ελληνική μνημειακή ζωγραφική. Δ. Πλάντζος Ελληνική μνημειακή ζωγραφική Δ. Πλάντζος Διάρθρωση μαθημάτων 1. Εισαγωγικά 2. Πηγές και μεθοδολογία 3. Υλικά και τεχνικές 4. Πρώιμες εκφάνσεις: 7 ος -6 ος αι. π.χ. 5. 5 ος αι. π.χ.: τετραχρωμία και σκιαγραφία

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ. Θεματική ενότητα Στίβου

ΝΕΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ. Θεματική ενότητα Στίβου ΝΕΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Θεματική ενότητα Στίβου Ομάδα Νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων Φυσικής Αγωγής Φεβρουάριος 2013 Η Μαθησιακή Πορεία Όλα τα παιδιά έχουν ίση και ισότιμη αντιμετώπιση στη

Διαβάστε περισσότερα

Ολυμπιακοί Αγώνες. Νίκος Παπουτσόπουλος, Α 2

Ολυμπιακοί Αγώνες. Νίκος Παπουτσόπουλος, Α 2 Ολυμπιακοί Αγώνες Νίκος Παπουτσόπουλος, Α 2 Η αρχή των Ολυμπιακών Αγώνων Οι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν μία σειρά αθλητικών αγώνων μεταξύ εκπροσώπων των πόλεων-κρατών και ένας από τους πανελλήνιους αγώνες στην

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο δεύτερο Βασικές έννοιες αθλητικής εμβιομηχανικής

Κεφάλαιο δεύτερο Βασικές έννοιες αθλητικής εμβιομηχανικής Κεφάλαιο δεύτερο Βασικές έννοιες αθλητικής εμβιομηχανικής Περιγραφή κεφαλαίου Στο εν λόγω κεφάλαιο παρουσιάζονται οι βασικές έννοιες της αθλητικής εμβιομηχανικής. Ειδικότερα, αναφέρονται στοιχεία για τα

Διαβάστε περισσότερα

[IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β

[IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β [IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 30 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Δ. Πλάντζος, Ελληνική τέχνη και αρχαιολογία 1200-30 π.χ. Εκδόσεις Καπόν: Αθήνα, 2016

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ. ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΘΛΗΤΡΙΩΝ Ρ.Γ. Έτη γέννησης 1994-1995-1996-1997 ΙΟΥΛΙΟΣ 2009

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ. ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΘΛΗΤΡΙΩΝ Ρ.Γ. Έτη γέννησης 1994-1995-1996-1997 ΙΟΥΛΙΟΣ 2009 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΘΛΗΤΡΙΩΝ Ρ.Γ. Έτη γέννησης 99-99-996-997 ΙΟΥΛΙΟΣ 009 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ Σωματομετρικός έλεγχος Μέτρηση ύψους Μέτρηση βάρους Έλεγχος άρθρωσης

Διαβάστε περισσότερα

Μέτρηση μηκών και ακτίνων καμπυλότητας σφαιρικών επιφανειών

Μέτρηση μηκών και ακτίνων καμπυλότητας σφαιρικών επιφανειών Μ7 Μέτρηση μηκών και ακτίνων καμπυλότητας σφαιρικών επιφανειών 1. Σκοπός Τα διαστημόμετρα, τα μικρόμετρα και τα σφαιρόμετρα είναι όργανα που χρησιμοποιούνται για την μέτρηση της διάστασης του μήκους, του

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνικές Πρώτων Βοηθειών

Τεχνικές Πρώτων Βοηθειών 3 Τεχνικές Πρώτων Βοηθειών 3.1 Θέση Ανάνηψης Ενηλίκων Αυτή η θέση βοηθάει ένα άτομο, ημιλιπόθυμο ή αναίσθητο, να αναπνεύσει, αφού εμποδίζει τη γλώσσα να πέσει στο πίσω μέρος του λαιμού, ενώ επιτρέπει τα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΘΛΗΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ (ΕΠΑΣ)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΘΛΗΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ (ΕΠΑΣ) ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΘΛΗΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ (ΕΠΑΣ) ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΤΩΝ Κ14 & Κ16 Βασικός στόχος του ΣΕΓΑΣ ήταν και είναι η ενίσχυση και η υποστήριξη της προπονητικής διαδικασίας

Διαβάστε περισσότερα

Τρόποι βελτίωσης της ταχύτητας. Τεστ ελέγχου και πρόγνωσης για τα αγωνίσματα των ρίψεων

Τρόποι βελτίωσης της ταχύτητας. Τεστ ελέγχου και πρόγνωσης για τα αγωνίσματα των ρίψεων Τρόποι βελτίωσης της ταχύτητας Προπόνηση με όργανα διαφορετικού βάρους Τεστ ελέγχου και πρόγνωσης για τα αγωνίσματα των ρίψεων Φανή Μπερμπερίδου PhD. Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, ΤΕΦΑΑ/ΔΠΘ Βασικά στοιχεία

Διαβάστε περισσότερα

ασκήσεις για τη μέση

ασκήσεις για τη μέση ασκήσεις για τη μέση 1 η άσκηση ύπτια θέση (ανάσκελα) Λυγίζουμε τα δύο γόνατα και τα τραβάμε με τα χέρια δυνατά προς το στήθος. Μετράμε αργά μέχρι το 5 και επαναφέρουμε τα πόδια στην αρχική θέση. Χαλαρώνουμε

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη Τμήμα: Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 12. Γλύπτες του 4 ου αι. π.χ. Σκόπας, Ευφράνωρ,

Διαβάστε περισσότερα

ΗΤΕΧΝΗΤΗΣΑΡΧΑΪΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ: Π.Χ. ΣΕΡ ΑΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ - Η ΑΡΧΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ 1

ΗΤΕΧΝΗΤΗΣΑΡΧΑΪΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ: Π.Χ. ΣΕΡ ΑΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ - Η ΑΡΧΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ 1 ΗΤΕΧΝΗΤΗΣΑΡΧΑΪΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ: 800 479 Π.Χ. ΣΕΡ ΑΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ - Η ΑΡΧΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ 1 ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Κατασκευάζονται ναοίµεγάλουµεγέθους (ανατολική επιρροή ) από πέτρα, και, συχνά, µάρµαρο. Γεννιέται ηµεγάληγλυπτική,

Διαβάστε περισσότερα

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΣΠΑΡΤΗ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος 2017-2018 ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: κα ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΤΣΙΡΙΓΩΤΗ Πίνακας

Διαβάστε περισσότερα

1. Σχεδιασμός κίονα-δοκιμίου και αποσβεστήρα σωματιδίων

1. Σχεδιασμός κίονα-δοκιμίου και αποσβεστήρα σωματιδίων Ενίσχυση Ερευνητικών Ομάδων στο ΤΕΙ Πάτρας» με MIS 383592 του Ε.Π. «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» που συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση «Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ)» και Εθνικούς Πόρους

Διαβάστε περισσότερα

Ο ρόλος του συνδυασμού επιπέδων και ελικοειδούς πλυντηρίου στο οικονομικό αποτέλεσμα της τήξης του αργυρίτη

Ο ρόλος του συνδυασμού επιπέδων και ελικοειδούς πλυντηρίου στο οικονομικό αποτέλεσμα της τήξης του αργυρίτη Κ. Γ. Τσάιμου Αρχαιολόγος, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Ε.Μ.Π. Ο ρόλος του συνδυασμού επιπέδων και ελικοειδούς πλυντηρίου στο οικονομικό αποτέλεσμα της τήξης του αργυρίτη TΑ ΜΕΤΑΛΛΕYΜΑΤΑ που εκμεταλλεύτηκαν

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΕΤΟΣΦΑΙΡΙΣΗ ΚΜ: : 305 ΠΑΤΣΙΑΟΥΡΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ

ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΕΤΟΣΦΑΙΡΙΣΗ ΚΜ: : 305 ΠΑΤΣΙΑΟΥΡΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΕΤΟΣΦΑΙΡΙΣΗ ΚΜ: : 305 ΠΑΤΣΙΑΟΥΡΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΤΟ ΣΕΡΒΙΣ Το σερβίς είναι το στοιχείο της τεχνικής με το οποίο αρχίζει το παιχνίδι Το

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΠΕΝΤΑΘΛΟ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΝΑ PROJECT.

ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΠΕΝΤΑΘΛΟ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΝΑ PROJECT. ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΠΕΝΤΑΘΛΟ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΝΑ PROJECT. 1. Γεώργιος Ράπτης, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, gioraptis@sch.gr 2. Γεωργία Δελημπανίδου, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 3. Ζήσης Ράπτης, Πανεπιστήμιο

Διαβάστε περισσότερα

Βασικοί κανόνες σύνθεσης στη φωτογραφία

Βασικοί κανόνες σύνθεσης στη φωτογραφία Βασικοί κανόνες σύνθεσης στη φωτογραφία Πάτρα, Δεκέμβρης 2012 Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην τέχνη και την πληροφόρηση; Πώς μπορεί η φωτογραφία να είναι τέχνη, εάν είναι στενά συνδεδεμένη με την αυτόματη

Διαβάστε περισσότερα

Σχήμα 2.1α. Πτυσσόμενη και περιελισσόμενη μετρητική ταινία

Σχήμα 2.1α. Πτυσσόμενη και περιελισσόμενη μετρητική ταινία 2. ΟΡΓΑΝΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΧΑΡΑΞΗΣ 2.1 Μετρητικές ταινίες Οι μετρητικές ταινίες, πτυσσόμενες (αρθρωτές) ή περιελισσόμενες σε θήκη, είναι κατασκευασμένες από χάλυβα ή άλλο ελαφρύ κράμα και έχουν χαραγμένες υποδιαιρέσεις

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΜΙΛΛΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΜΙΛΛΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΜΙΛΛΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΟΜΒΟΥ 1 Τα ταυροκαθάψια, τοιχογραφία από το ανάκτορο της Κνωσού, 1500-1400 π.χ., Ηράκλειο, Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Photo ΥΠ.ΠΟ.Α../ΤΑΠ 2 Ακροβάτης

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ο Κεφάλαιο: Στατιστική ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Πληθυσμός: Λέγεται ένα σύνολο στοιχείων που θέλουμε να εξετάσουμε με ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά. Μεταβλητές X: Ονομάζονται

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΓΕΑ. Γνωριμία με μια πόλη της αρχαίας Αρκαδίας ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΞΕΝΑΓΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΕΓΕΑ

ΤΕΓΕΑ. Γνωριμία με μια πόλη της αρχαίας Αρκαδίας ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΞΕΝΑΓΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΕΓΕΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΞΕΝΑΓΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΕΓΕΑ ΤΕΓΕΑ Γνωριμία με μια πόλη της αρχαίας Αρκαδίας Εύη Αργυροπούλου Αρχαιολόγος MA- Διπλωματούχος ξεναγός Τ: 697.323.2989 email: evan.argyropoulou@gmail.com Στάση 1η Αρχαιολογικό

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΣΚΕΛΕΤΟΣ ΤΗΣ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ

Ο ΣΚΕΛΕΤΟΣ ΤΗΣ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ Ο ΣΚΕΛΕΤΟΣ ΤΗΣ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ Αυχενικοί σπόνδυλοι 7 Θωρακικοί σπόνδυλοι 12 Οσφυϊκοί σπόνδυλοι 5 Ιερό οστό 5 συνοστεομένοι σπόνδυλοι Κόκκυγας Φυσιολογικά Κυρτώματα Σ.Σ. Η σπονδυλική στήλη δεν είναι

Διαβάστε περισσότερα