παγάκι (α): παγωµένος (β) (άκλ. επίθ.): παγάκι (β): παγερός (α) (επίθ.): παγερός (β) (άκλ. επίθ.): παγωνιά: παγίδα (για πουλιά, για ποντίκια):

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "παγάκι (α): παγωµένος (β) (άκλ. επίθ.): παγάκι (β): παγερός (α) (επίθ.): παγερός (β) (άκλ. επίθ.): παγωνιά: παγίδα (για πουλιά, για ποντίκια):"

Transcript

1 322 Π παγάκι (α): µπούζο, ο (κυριολ. πάγος) π.χ. νά χα µπούζορα, κε κουρλέ κα ντουκχάν = µην τρως παγάκια, τα λαιµά σου θα πονέσουν. παγάκι (β): παγάκι, ο π.χ. τσχου µανγκέ παγάκια α(ν)ντί καϊάβα = ρίξε µου παγάκια µες στον καφέ. παγερός (α) (επίθ.): µπουτσσουντρό-ί (κυριολ. πολύ κρύος) π.χ. µπουτ-σσουντρί µπαλµπάλ = παγερός άνεµος. Αντίθ. τατό = ζεστός, θερµός. παγερός (β) (άκλ. επίθ.): µπουτ- µπουζλού (κυριολ. πολύ κρύος). παγίδα (για πουλιά, για ποντίκια): φάκο, ο π.χ. µο φάκο ασταρντά τσιρικλί = η παγίδα µου έπιασε πουλί, ο µισσκόι αστάρντιλο κάι φάκο = το ποντίκι πιάστηκε στην παγίδα. παγιδεύω (µετβ. ρ.): ασταρνταράβ (= κάνω να πιαστεί, ασταράβ = πιάνω, κρατώ) (βλ. πιάνω (β)). παγκάκι: παγκάκι, ο π.χ. µπεσσένας κάι παγκάκια = καθόντουσαν στα παγκάκια. πάγκος: πάγκο, ο π.χ. τχο ε µανγκινά οπρά πάγκο = βάλε τα εµπορεύµατα πάνω στον πάγκο. πάγος: µπούζο, ο. παγούρι: παγούρι, ο π.χ. σι παΐ α(ν)ντό παγούρι; = έχει νερό µες στο παγούρι; παγούρι: µπαρντάκο, ο. πάγωµα: παουσαριπέ, ο Αντίθ. ταταριπέ = ζέσταµα. παγωµένος (α) (µτχ.): παουσαρντό,-ί και παουµέ (άκλ. επίθ.). π.χ. παουµέ σι ο παΐ = παγωµένο είναι το νερό. Συνών. σσουντρό = κρύος. Αντίθ. ταταρντό = ζεσταµένος. παγωµένος (β) (άκλ. επίθ.): µπουζλού (σ.α. κρύος) π.χ. πουτάρ µανγκέ εκ µπουζλού µπίρα τε παβ = άνοιξε µου µία παγωµένη µπύρα να πιω. Αντίθ. τατό = ζεστός, πφαµπαρντό = καυτός, καυτερός, καµένος, αναµµένος, ζεµατιστός, ζεµατισµένος, ασσλάκι = καυτός, ζεµατισµένος, ζεµατιστός. παγωνιά: σσουκό-σσιλ και σσουκό-σσϋλ, ο (κυριολ. ξερό κρύο) π.χ. σσουκό-σσιλ κερέλ αβρί = παγωνιά κάνει έξω. παγωνιέρα (α): µπουζγκέρα, η (από τη λέξη µπούζο, ο = πάγος, µπουζγκέρα σ.α. ψυγείο, π.χ. α(ν)ντί µπουζγκέρα σι ο παΐ = µες στο ψυγείο είναι το νερό). παγωνιέρα (β): µπουζανάβα, η (από τη λέξη µπούζο, ο = πάγος, µπουζανάβα σ.α. ψυγείο, µπουζανάβα µτφ. = παγωνιά). παγώνω (α) (µετβ. ρ.): παουσαράβ π.χ. παουσαράβ ε µπίρε α(ν)ντό ψιγίο = παγώνω τις µπύρες στο ψυγείο, πφά(ν)ντε ο ουντάρ, παουσαρντάν αµέν = κλείσε την πόρτα, µας πάγωσες. Συνών. σσουντραράβ = ψυχραίνω, κρυώνω (µετβ.). Αντίθ. ταταράβ = ζεσταίνω. παγώνω (β) (µετβ. ρ.): µπουζλανταράβ. παγώνω (αµετβ. ρ.): παουσάαβ π.χ. παουσάιλε µε βαστά κατάρ ο σσιλ = πάγωσαν τα χέρια µου από το κρύο.

2 323 Συνών. σσουντριάβ = ψυχραίνοµαι. Αντίθ. τατιάβ = ζεσταίνοµαι. παγωτατζής: ντο(ν)ντουρµατζίο, ο π.χ. νακχλό ο ντο(ν)ντουρµατζίο; = πέρασε ο παγωτατζής; παγωτό: παγοτό, ο και ντο(ν)ντουρµάβα, η π.χ. τε κινές µανγκέ παγοτό = να µου αγοράσεις παγωτό, κάταρ λιάν καγιά ντο(ν)ντουρµάβα; = από πού πήρες αυτό το παγωτό; παζάρεµα: παζαρλούκο, ο (σ.α. συµφωνία) π.χ. καλέ σσεέσκε ντα παζαρλούκο κα κεράς; = και γι αυτό το πράγµα παζάρεµα θα κάνουµε; παζαρευτής: παζαρτζίο, ο (σ.α. πωλητής στο παζάρι), θηλ. παζαρτζίκα, η. παζαρεύω (αµτβ. και µτβ. ρ.): παζαρλούκο-κεράβ (= παζάρεµα κάνω, συµφωνία κάνω). παζάρι: παζάρι, ο π.χ. τζαβ κάι παζάρι = πάω στο παζάρι, ικάλ ε µανγκινά κάι παζάρι, κα µπικί(ν)ντον = βγάλε τα εµπορεύµατα στο παζάρι, θα πουληθούν. παζαρίσιος (επίθ.): παζαρέσκο, -ι Συνών. παναηρέσκο = πανηγυριώτικος. παθαίνω (αµετβ. ρ.): πατισάαβ π.χ. ντικχλάν σο πατισάιλεµ αγκιές; = είδες τι έπαθα σήµερα; παιγµένος (µτχ.): κχελντό, -ί. παιγµένος (µουσικό όργανο, τραγούδι, µουσική) (µτχ.): µπασσαλντό, -ί. παιδάκι: χουρντορό, ο π.χ. σαό σσουκάρ χουρντορό! = τι όµορφο παιδάκι! (βλ. και µωράκι). παίδεµα: µαρντιπέ, ο π.χ. µπουτ µαρντιπέ σι κάι καγιά µπουκί = πολύ παίδεµα έχει αυτή η δουλειά. (µαρντιπέ σ.α. αγώνας). παιδεµός: µαρντιπέ, ο. παιδεύοµαι (α) (αµετβ. ρ.): µαράµαν π.χ. µαρέλπες πε νασφαλιµάσα = παιδεύεται µε την αρρώστια του. (το ρήµα µαράµαν κυριολ. σηµαίνει: δέρνοµαι (µέση διάθεση). Μτφ. µαράµαν λέµε για τα ρήµατα: πασχίζω, µοχθώ, προσπαθώ, παιδεύοµαι, αγωνίζοµαι και καταγίνοµαι). π.χ. µαράµαν τε ικαλάβ µο µαρνό = αγωνίζοµαι να βγάλω το ψωµί µου. παιδεύοµαι (β) (αµετβ. ρ.): µαρντιάβ (κυριολ. δέρνοµαι παθητ. διάθεση) π.χ. κάι κο γκού(ν)ντο τε µαρντόλ η µπουκί. = στο νου σου να παιδεύεται η δουλειά. (δηλ. να χεις το νου σου πρώτα στη δουλειά και µετά σε άλλα πράγµατα). παιδί (α): χουρντό, ο π.χ. καζόµ χουρντέ σίτουτ; = πόσα παιδιά έχεις; (βλ. και µωρό). παιδί (β): τσχαβρό (= αγόρι), τσχαβό και τσχαό, ο (= αγόρι, γιος) π.χ. κάι γκελό ο τσχαβρό; = πού πήγε το παιδί (το αγόρι); (υποκ.) τσχαβρορό, τσχαβορό και τσχαορό, ο. παιδιάστικος: (βλ. παιδικός). παιδίατρος (ο): χουρντένγκοντοκτόρι, ο (= χουρντένγκο = µωρών, παιδιών, ντοκτόρι = γιατρός). παιδίατρος (η): χουρντένγκιντοκτόρκα, η. παιδικός (α) (επίθ.): χουρντικανό,- ί π.χ. χουρντικανέ πατέ = παιδικά ρούχα, χουρντικανέ µενία = παιδικά παπούτσια. (βλ. και µωρουδίστικος).

3 324 παιδικός (β) (επίθ.): χουρντένγκο, -ι (= παιδιών, µωρών, σ.α. µωρουδίστικος, είναι η γενική πτώση του πληθυντικού της λέξης χουρντό, ο = παιδί, µωρό. Η λέξη χουρντό σε άλλη τσιγγάνικη διάλεκτο χρησιµοποιείται και ως επίθετο, χουρντό, -ί = µικρός, -ή επίσης και χούρντο, -ι = µικρός, -ή) π.χ. χουρντένγκο κχελιπέ = παιδικό παιχνίδι, ε χουρντένγκε σσέα σι νταά πααλΰ κατάρ ε µπαρένγκε = τα παιδικά ρούχα είναι πιο ακριβά από των µεγάλων. παιδικότητα: χουρντιπέ, ο. παιδοκτόνος: χουρντένγκο-κατίλι, ο (χουρντένγκο = παιδιών, µωρών, κατίλι, ο = φονιάς, εγκληµατίας, κακοποιός, κακούργος). παίζοµαι (α) (αµετβ. ρ.): κχελί(ν)ντιαβ π.χ. κάι σαβό κανάλι κα κχελί(ν)ντολ καβά φίλιµι; = σε ποιο κανάλι θα παιχτεί αυτή η ταινία; παίζοµαι (β) (αµετβ. ρ.): κχελντιάβ π.χ. γκαντάλ νι κχελντόλ καβά κχελιπέ = έτσι δεν παίζεται αυτό το παιχνίδι (κχελντιάβ και κχελί(ν)ντιαβ σ.α. χορεύοµαι, κχελανταράβ (ενεργ. διαµ. ρ.) = παίζω κάποιον-οια, κουνώ, κάνω να παίξει-ουν, βάζω να χορέψει-ουν, κάνω να χορέψει-ουν, π.χ. κχελαντάρ ε χουρντέ τζι τε κεράβ η ζουµί = παίξε το παιδί µέχρι να κάνω το φαγητό, νά κχελαντάρ κο βας = µην κουνάς το χέρι σου, του ζόρλαν µανγκές τε κχελανταρές µαν; = εσύ µε το ζόρι θέλεις να µε κάνεις να χορέψω;) παίζω (παιχνίδι) (αµετβ. και µετβ. ρ.): κχελάβ (σ.α. χορεύω) π.χ. ε χουρντέ κχελέν γκαραντι(ν)ντό = τα παιδιά παίζουν κρυφτό, τζας τε κχελάς τόπα = πάµε να παίξουµε ποδόσφαιρο, µο πφαλ κχελέλ λιλά κάι καβενάβα = ο αδερφός µου παίζει χαρτιά στο καφενείο. (βλ. και χορεύω, ψυχαγωγούµαι). παίζω (παιχνίδι) (µετβ. ρ.): κχελανταράβ (= κάνω κάποιον να παίξει, τον διασκεδάζω) (σ.α. κουνώ) π.χ. κχελανταράβ µε χουρντέν = παίζω τα παιδιά µου. (βλ. και ψυχαγωγώ). παίζω (µουσικό όργανο) (µετβ. ρ.): µπασσαλάβ π.χ. ο Νίκο τζανέλ τε µπασσαλέλ µπουζούκι = ο Νίκος ξέρει να παίζει µπουζούκι. (βλ. και ηχώ (µετβ.)). παίνεµα: ασσαριπέ και ασσαρντιπέ, ο (ασσαρντιπέ σ.α. δόξα). παινεµένος (επίθ.): ασσαρντό,-ί π.χ. ασσαρντό σι λεσκό αλάβ = παινεµένο είναι το όνοµά του, ασσαρντέ αναβάταρ σι = από παινεµένη οικογένεια είναι, ασσαρντό σι λεσκό ντατ = παινεµένος είναι ο πατέρας του. Συνών. ασσου(ν)νταρντό = ξακουσµένος, διαλαληµένος, διαδεδοµένος, ασσου(ν)ντό = ξακουστός, ακουστός. παινεσιά: (βλ. παίνεµα). παινεύοµαι (α) (αµετβ. ρ.): ασσαράµαν π.χ. ιν µανγκάβ τε ασσαράµαν, πούτσεν µαν αβρετχάρ = δεν θέλω να παινευτώ, ρωτήστε για µένα από αλλού, σα µανγκέλ τε ασσαρέλπες = όλο θέλει να παινεύεται. παινεύοµαι (β) (αµετβ. ρ.): ασσάρντιαβ π.χ. ασσάρντολ λεσκό αλάβ σα ε ντουνιαβάταρ = παινεύεται το όνοµά του απ όλον τον κόσµο. παινεύω (µετβ. ρ.): ασσαράβ

4 325 π.χ. ασσαρέλ πε πφαλέ = παινεύει τον αδερφό του. παίξιµο (παιχνιδιού): κχελιπέ, ο (βλ. και παιχνίδι, χορός). παίξιµο (µουσικού οργάνου): µπασσαλιπέ, ο (βλ. και ηχώ (µετβ.)). παίρνοµαι (αµετβ. ρ.): λι(ν)ντιάβ π.χ. κολάη νι λι(ν)ντόλ αβγκιέ εκ κχερ = εύκολα δεν παίρνεται σήµερα ένα σπίτι. (λι(ν)ντιάβ µτφ. = γίνοµαι αφηρηµένος, αφαιρούµαι, αδρανώ, γίνοµαι αµήχανος). παίρνω (µετβ. ρ.): λαβ π.χ. σο µανγκέσα κα λαβ τουκέ = ό,τι θέλεις θα σου πάρω, κ αβάβ τε λαβ τουτ µε ε τοµαφιλέσα = θα `ρθω να σε πάρω εγώ µε το αυτοκίνητο, λαβ ε χουρντέ α(ν)ντί µι ανγκάλι = παίρνω το µωρό στην αγκαλιά µου, κα λαβ µε πατέ ντα κα τζάβταρ = θα πάρω τα ρούχα µου και θα φύγω. (βλ. και λαµβάνω, παραλαµβάνω) Αντίθ. νταβ = δίνω, µπαίνω. παίρνω (τον εαυτό µου) (µέσο ή αυτοπαθές ρ.): λάµαν π.χ. λέτουτ ντα τζάταρ κατάρ = πάρε τον εαυτό σου και φύγε αποδώ (λάµαν σ.α. καταπιάνοµαι π.χ. λιόµαν ε µπουκένσα, ο(ν)ντάν νασστί γκελόµ = πήρα τον εαυτό µου (καταπιάστηκα) µε τις δουλειές, γι αυτό δεν µπόρεσα να πάω, πάλε λιάν-τουτ καλέ λεκσικόσα; = πάλι πήρες τον εαυτό σου (καταπιάστηκες) µ αυτό το λεξικό;, γκαντικίν µπουτ κάι µανγκένασπες, σόσκε νι λιέπες; = τόσο πολύ που αγαπιόντουσαν, γιατί δεν παρθήκανε (παντρευτήκανε); παίρνω (ενεργ. διαµ. ρ.): λι(ν)νταράβ (= βάζω να πάρει-ουν, κάνω να πάρει-ουν, κάνω να παρθεί-ούν, κάνω έκτρωση, σ.α. ξεµυαλίζω, καταδίδω) π.χ. τζάµπα λι(ν)νταρντάν µα(ν)ντέ καλά χαµάτα. κχόνικ νι χαλά λεν = άδικα µ έβαλες να πάρω αυτά τα φαγητά. κανείς δεν τα έφαγε, κα λι(ν)νταράβ λεστέ καβά κχερ = θα τον κάνω να πάρει αυτό το σπίτι, καζόµ χουρντέ λι(ν)νταρντάν τζι ακανά; = πόσα παιδιά έκανες έκτρωση µέχρι τώρα;, λι(ν)νταρντά λεσκί γκογκί καϊά οροσπούκα = του ξεµυάλισε το µυαλό αυτή η πόρνη, λι(ν)νταρντά λε α(ν)ντρέ καβά πφουκαµτζίο = τον κατέδωσε µέσα (στην αστυνοµία) αυτός ο προδότης (λι(ν)νταρντό, -ί (µτχ.) = παρµένος, λι(ν)νταριπέ, ο = το πάρσιµο µέσο άλλου, σ.α. έκτρωση, άµβλωση) Αντίθ. ντι(ν)νταράβ = βάζω να δώσει-ουν, κάνω να δώσει-ουν, κάνω να δοθεί-ούν, σ.α. µεταδίδω, αποδίδω. παϊτόνι: παϊτόνι και παϊτόνο, ο π.χ. παϊτονέσα α(ν)ταντέ ε µπορά = µε άµαξα φέρανε τη νύφη. παιχνίδι: κχελιπέ, ο π.χ. σαό κχελιπέ µανγκές τε κχελάς; = τι παιχνίδι θέλεις να παίξουµε; (βλ. και χορός). παιχνίδια: ντουζέα, ε π.χ. λε κε ντουζέα ντα κχελ τουκέ = πάρε τα παιχνίδια σου και παίξε για σένα. (βλ. ξυριστικά). πακετάκι: πακετίσι, ο π.χ. ούτε εκ πακετίσι τζιγκάρε νι λιάν µανγκέ τζι ακανά = ούτε ένα πακετάκι τσιγάρα δεν µου πήρες µέχρι τώρα. πακετάρω (µετβ. ρ.): πακέτοκεράβ (κυριολ. πακέτο κάνω) π.χ. κερ-πακέτο καλά λιλά ντα µπιτσχάλ λεν = πακετάρισε αυτά τα χαρτιά και στείλ τα.

5 326 πακέτο: πακέτο, ο π.χ. τζα κιν µανγκέ εκ πακέτο τζιγκάρε = πήγαινε να µου αγοράσεις ένα πακέτο τσιγάρα, πουτάρ ο πακέτο, τε ντικχάς σο σι α(ν)ντρέ = άνοιξε το πακέτο να δούµε τι έχει µέσα, σόσι α(ν)ντέ καβά πακέτο; = τι έχει µέσα αυτό το πακέτο; πάκο: πάκο, ο (πληθ. πάκορα, ε) π.χ. κι(ν)ντά έκ πάκο τζιγκάρε = αγόρασε ένα πάκο τσιγάρα. παλαβιάρης (άκλ. επίθ. ως ουσ.): παλακάν και παλοκάν π.χ. παλακάν σαν, ντιλορέα! = παλαβιάρης είσαι, τρελούτσικε! παλαβοµάρα: παλοκανιπέ, ο Συνών. ντιλιπέ = τρέλα. Αντίθ. γκογκιαβεριπέ = λογική. παλαβός (α) (άκλ. επίθ.): παλοκάν π.χ. µουκ λε, παλοκάν σι = άστον, παλαβός είναι. (η λέξη είναι σύνθετη και σηµαίνει κατά λέξη: πίσω από το αυτί. Προήλθε από τη λέξη παλάλ = από πίσω (µε αποβολή του αλ της λήγουσας), το άρθρο ο και τη λέξη καν = αυτί). Συνών. ντιλό = τρελός. Αντίθ. γκογκιαβέρ = λογικός παλαβός (β) (άκλ. επίθ. ως ουσ.): παλακάν π.χ. παλακάν σι λεσκί ροµνί = παλαβή είναι η γυναίκα του. παλαβούτσικος (α) (επίθ.): παλοκανορό,-ί π.χ. σι εµπούκα παλοκανορό = είναι λίγο παλαβούτσικος. Συνών. ντιλορό = τρελούτσικος παλαβούτσικος (β) (επίθ.): παλακανορό, -ι. παλάβωµα: παλοκανισαριπέ, ο Συνών. ντιλαριπέ = τρέλαµα. παλαβωµένος (µτχ.): παλοκανισαρντό, -ί Συνών. ντιλαρντό = τρελαµένος. παλαβώνω (αµετβ. ρ.): παλοκανισάαβ π.χ. παλοκανισάιλο, ιν τζανέλ σο κερέλ = παλάβωσε, δεν ξέρει τι κάνει. Συνών. ντιλάαβ = τρελαίνοµαι. παλαβώνω (µετβ. ρ.): παλοκανισαράβ Συνών. ντιλαράβ = τρελαίνω. παλαιοπώλης: (βλ. παλιατζής). παλαιός: (βλ. παλιός). παλαιότητα: πουρανιπέ, ο (σ.α. αρχαιότητα). παλαιστής: πελιβάνο και πελιβαντζίο, ο π.χ. µπουτ ζουραλό πελιβάνο σας κάι πο τερνιπέ = πολύ γερός παλαιστής ήταν στα νιάτα του. παλάµη: πάλµα, η π.χ. (φράση) µι πάλµα χατζόλµαν, παρέ κα λαβ = µε φαγουρίζει η παλάµη µου, λεφτά θα πάρω. (βλ. και σφαλιάρα). παλάτι: σαράι, ο (προφ. µε συνίζηση άι) π.χ. κερντά εκ κχέρ σαρ σαράι = έφτιαξε ένα σπίτι σαν παλάτι. πάλεµα: (βλ. πάλη). παλεύω (α) (µετβ. ρ.): πελιβα(ν)νούκο-κεράβ (= πάλη κάνω). πάλη: πελιβα(ν)νούκο, ο παλεύω (β) (µτφ.): (βλ. αγωνίζοµαι, παιδεύοµαι). πάλι (α) (επίρρ.): πάλε π.χ. κα αβάβ πάλε τχάρα = θα έρθω πάλι αύριο, σο κερντιλό πάλε; = τι έγινε πάλι; (στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου «πάλε ρακιόλ» (= πάλι νυχτώνει)) πάλε αϊράτ νασστί κα πασσλιάβ, ε τσερινά κα γκινάβ = πάλι απόψε δε θα µπορέσω να κοιµηθώ, τα αστέρια θα µετράω. (βλ. και ξανά (επίρρ.)). Συνών. ντα-εκ-φαρέ, ντα-εκ-ντροµ και γκένε = ξανά.

6 327 πάλι (β) (επίρρ.): γκένε π.χ. γκένε χας; = πάλι τρως; (σ.α. ξανά). παλιά (α) (επίρρ.): πουρανέστε π.χ. πουρανέστε σα ε µανουσσά πφιρένας γκραστένσα ντα χορένσα = παλιά όλοι οι άνθρωποι γυρνούσαν µε άλογα και γαϊδούρια. παλιά (β) (επίρρ.): εβελντέν (σ.α. αλλοτινά) π.χ. εβελντέν νι κερντόνας καλά κάι κερντόν ακανά = παλιά δεν γινόντουσαν αυτά που γίνονται τώρα. Αντίθ. ακανά = τώρα. παλιατζής: παλιατζίο, ο (θηλ. παλιατζΰκα, η). παλικάρι: µρουςς, ο π.χ. κάι πι όρµπα σι µρουςς = στο λόγο του είναι παλικάρι. (βλ. και άνδρας, αρσενικό (το)). (υποκ.) µρουσσορό, ο. παλικαριά: µρουσσιπέ, ο π.χ. καβά σας κο µρουσσιπέ; σάντε µπαρέ όρµπε τζανές τε πφενές = αυτή ήταν η παλικαριά σου; µόνο µεγάλα λόγια ξέρεις να λες. (βλ. και ανδρεία, ανδρισµός). Αντίθ. µπιµρουσσιπέ = ανανδρία. παλιός (επίθ.): πουρανό,-ί π.χ. πουρανό κχερ = παλιό σπίτι, πουρανό τοµαφίλι = παλιό αυτοκίνητο, πουρανέ πατέ = παλιά ρούχα, (φράση) σο ρόντες ακανά; ε πουρανέ κόκαλα µανγκές τε ικαλές; = τι ψάχνεις τώρα; τα παλιά κόκαλα θέλεις να βγάλεις; (Γιατί θυµίζεις παλιά, δυσάρεστα περιστατικά; για να ξαναµαλώσουµε;) Συνών. αραντό = φθαρµένος, χαλασµένος. Αντίθ. νεβό = καινούριος. παλιοσίδερο: πουρανό-σάστρι, ο π.χ. κίντελ πουρανέ-σάστρα για τε ικαλέλ πο µαρνό = µαζεύει παλιοσίδερα για να βγάλει το ψωµί του. (δηλ. ασκεί το επάγγελµα του ρακοσυλλέκτη για να επιβιώσει). πάλιωµα (α): πουραριπέ, ο Αντίθ. νεβανταριπέ = ανακαίνιση. πάλιωµα (β): πουραηπέ, ο (από το αµετβ.ρ. πουράβαβ = παλιώνω αµετβ.). πάλιωµα (γ): πουρανταριπέ, ο (από το επιτατ. µετβ.ρ. πουρανταράβ = παλιώνω µετβ.). Αντίθ. νεβαριπέ και νεβανταριπέ = καινούριωµα, ανακαίνιση, ανανέωση. παλιωµένος (µτχ.): πουραρντό,-ί Αντίθ. νεβανταρντό = ανακαινισµένος. παλιώνω (α) (µετβ. ρ.): πουραράβ π.χ. σα καλά µενία βουραβές, πουραρντάν λεν = συνέχεια αυτά τα παπούτσια φοράς, τα πάλιωσες. Αντίθ. νεβανταράβ = ανακαινίζω. παλιώνω (β) (επιτατ. µετβ. ρ.): πουρανταράβ π.χ. α(ν)ντέ τριν µπροςς πουρανταρντάν ο τοµαφίλι = σε τρία χρόνια πάλιωσες το αυτοκίνητο. Αντίθ. νεβαράβ και νεβανταράβ = καινουριώνω, ανακαινίζω, ανανεώνω. παλιώνω (αµετβ. ρ.): πουράβαβ π.χ. πουράιλε ε µενία = πάλιωσαν τα παπούτσια., πουράιλο ο τοµαφίλι = πάλιωσε το αυτοκίνητο. παλούκι: (βλ. πάσσαλος, καζίκι). παλτό: πάλτο, ο π.χ. βουράβ κο πάλτο, κα σσιλάβος = φόρα το παλτό σου, θα κρυώσεις. παµπάλαιος (επίθ.): µπουτπουρανό (= πολύ παλιός, σ.α. πανάρχαιος) π.χ. µπουτ-πουρανό σι καβά τοµαφίλι = παµπάλαιο είναι αυτό το αυτοκίνητο. Αντίθ. νεβό = καινούριος, µπουτνεβό = κατακαίνουριος.

7 328 πάµπλουτος (επίθ.): µπουτζενγκίνι-κα και µπουτ-µπαρβαλό, -ί (= πολύ πλούσιος). π.χ. µπουτ-ζενγκίνι σι λεσκό ντατ = πάµπλουτος είναι ο πατέρας του. Αντίθ. µπουτ-τσορό = πάφτωχος. παµπόνηρος (επίθ.): µπουτ-πφιρνό, -ί (κυριολ. πολύ πονηρός, σ.α. πολύ έξυπνος). πάµφτηνα: (βλ. πάµφτηνος). πάµφτηνος (άκλ. επίθ. και επίρρ.): µπουτ-ουτζούζι (κυριολ. πολύ φτηντός, πολύ φτηνά, σ.α. πάµφτηνα). πάµφτωχος (επίθ.): µπουτ-τσορό,-ί (= πολύ φτωχός). Συνών. φουκαράβα = φουκαράς. π.χ. µπουτ-τσορό σι ο ζαβα(λ)λίο = πάµφτωχος είναι ο κακοµοίρης. πανάκριβα: (βλ. πανάκριβος). πανάκριβος (άκλ. επίθ. και επίρρ.): µπουτ-πααλΰ (κυριολ. πολύ ακριβός, πολύ ακριβά, σ.α. πανάκριβα). πανάρχαιος (α) (επίθ.): γκαέτπουρανό,-ί (= υπέρ παλιός). πανάρχαιος (β) (επίθ.): µπουτπουρανό, -ί (= πολύ παλιός, σ.α. παµπάλαιος) Αντίθ. νεβό = καινούργιος. πανάσχηµος (άκλ. επίθ. και επίρρ.): µπουτ-µπέτι (= πολύ άσχηµος, πολύ άσχηµα) π.χ. µπουτ-µπέτι µανούςς = πανάσχηµος άνθρωπος (σ.α. πανάσχηµα). Αντίθ. µπούσσουκαρ = πανέµορφος, υπέροχος, υπέροχα. πανέµορφος (άκλ. επίθ. και επίρρ.): µπούσσουκαρ (σ.α. πανέµορφα) π.χ. µπούσσουκαρ σι λεσκί τσχέι = πανέµορφη είναι η κόρη του. (βλ. και υπέροχος, υπέροχα). (µπουτ = πολύ, πολύς σσουκάρ = όµορφος, ωραίος, όµορφα, ωραία). Αντίθ. µπουτ-µπέτι = πανάσχηµος. πανέξυπνος (α) (επίθ.): γκαέτ- µπουτζανγκλό,-ί π.χ. γκαέτ-µπουτζανγκλό σι, αγκαντάλ κάι ντικχές λε = πανέξυπνος είναι, έτσι που τον βλέπεις (δηλ. µην τον αψηφείς) (γκαέτ = υπέρ, µπουτζανγκλό = πολύξερος, έξυπνος). πανέξυπνος (β): µπουτ- µπουτζανγκλό, -ί (κυριολ. πολύ πολύξερος, σ.α. πολύ έξυπνος) π.χ. µπουτ-µπουτζανγκλό σι, λεσκί γκογκί σι νταάµπαρι κατάρ λεσκέ µπροσσά = πανέξυπνος είναι, το µυαλό του είναι µεγαλύτερο από τα χρόνια του (δηλ. είναι σε γνώσεις µπροστά από την ηλικία του). πανεράς: σεπε(τ)τσίο, ο (κυριολ. καλαθάς), θηλ. σεπε(τ)τσίκα, η. πανέρι (α): κόσσο, ο. πανέρι (β): σεπέτο, ο (κυριολ. καλάθι). πανέτοιµα: (βλ. πανέτοιµος). πανέτοιµος (άκλ. επίθ. και επίρρ.): µπουτ-αζούρο και µπουταζΰρι (κυριολ. πολύ έτοιµος, πολύ έτοιµα, σ.α. πανέτοιµα). πανεύκολος (άκλ. επίθ.): µπουτκολάη (= πολύ εύκολος, πολύ εύκολα) π.χ.µπουτ-κολάη σι καγιά µπουκί = πανεύκολη είναι αυτή η δουλειά. Αντίθ. ζόρι = δύσκολος, δύσκολα πανήγυρη: παναήρι, ο. πανηγύρι: παναήρι και πανιίρι, ο π.χ. κα αβές αβγκιέ κάι παναήρι; = θα έρθεις σήµερα στο πανηγύρι; πανηγυριώτικος (επίθ.): παναηρέσκο-ι Συνών. παζαρέσκο = παζαρίσιος. πανηγυρτζής: παναηρτζίο, ο (θηλ. παναηρτζίκα, η). πανί: κοτόρ, ο π.χ. λε ο κοτόρ ντα κος = πάρε το πανί και σκούπισε.

8 329 (βλ. και ύφασµα). (υποκ.) κοτορορό, ο πανικοβάλλοµαι: (βλ. τροµοκρατούµαι). πανικοβάλλω: (βλ. τροµοκρατώ). πανικοβληµµένος: (βλ. τροµαγµένος). πανικόβλητος: (βλ. τροµαγµένος). πανικός: (βλ. φόβος). πανουργία: σαπαλιπέ, ο (παράγεται από τη λέξη σαπ = φίδι) (σ.α. κακότητα) Συνών. τζουνγκαλιπέ = δολιότητα, υπουλότητα, µπενγκαλιπέ = διαβολικότητα. πανούργος (επίθ.): σαπαλό,-ί (κυριολ. φιδίσιος) (σ.α. κακός) π.χ. (φράση) τζανές σο σαπαλό, σο πφιρνό σι καβά; λεσκί γκογκί κάι αβέλα ρεσέλ, σα ο νασουλιπέ α(ν)ντέ λέστε σι = ξέρεις τι πανούργος, τι πονηρός είναι αυτός; το µυαλό του παντού φτάνει, όλη η κακοσύνη µέσα του είναι. (βλ. λήµµα φιδίσιος). Συνών.τζουνγκαλό = δόλιος, µπενγκαλό = διαβολεµένος, πφιρνό = πονηρός, νασούλ, φενά = κακός. Αντίθ. µπιπφιρνό = απονήρευτος. πάντα (επίρρ.): σα π.χ. σα λατσχό τζάλας µάνσα = πάντα καλά πήγαινε µαζί µου. (βλ. και συνέχεια, όλος, όλο). Αντίθ. ιτσ = ποτέ, καθόλου. πάντα (για) (επίρρ.): έπτενιµάσκε (σ.α. οριστικά) π.χ. αβιλόµταρ έπτενιµάσκε = ήρθα για πάντα. παντελόνι: πα(ν)τόλι και πα(ν)τούλι, ο π.χ. µελάιλο κο πα(ν)τόλι = λερώθηκε το παντελόνι σου. παντζάρι: πα(ν)τσάρι, ο π.χ. (φράση) κερντιλό λεσκό µούι σαρ πα(ν)τσάρι ε λατζάταρ = έγινε το πρόσωπό του σαν παντζάρι από την ντροπή, κιραβάβ ε παντσάρα = βράζω τα παντζάρια. (υποκ.) πα(ν)τσαρίσι, ο. παντζούρι: παντσούρι, ο π.χ. πφά(ν)ντε ε παντσούρα = κλείσε τα παντζούρια. παντοδυναµία (του Θεού): ουσουµναλιπέ, ο. παντοδύναµος (ο) (µόνο για το Θεό): ουσουµνάλ, ο π.χ. (φράση) ο ουσουµνάλ Ντελ τζανέλ σο κερέλ = ο παντοδύναµος Θεός ξέρει τι κάνει. παντοπωλείο: ντικιάνο, ντικάνο και ντουκιάνο, ο (κυριολ. µαγαζί) π.χ. τζα κιν µανγκέ κατάρ ντικιάνο εκ µαρνό = πήγαινε να µου αγοράσεις από το παντοπωλείο ένα ψωµί. παντού (επίρρ.): κάι-αβέλα (κυριολ. οπουδήποτε) π.χ. νά τσχούτουτ κάι-αβέλα = µη ρίχνεσαι (ανακατεύεσαι) παντού. παντόφλα: πα(ν)ντόφλα, η π.χ. κον λιά µε πα(ν)ντόφλε; = ποιος πήρε τις παντόφλες µου; παντοφλάς: πα(ν)ντόφλατζίο, ο παντρειά (α): ζζενιπέ και ζζενισαριπέ, ο π.χ. σικνιντέρα ζζενιπέ µανγκέλ = από µικρός παντρειά θέλει. παντρειά (β): εβλενµέκο, ο π.χ. εβλενµέκο µανγκές; = παντρειά θέλεις; παντρειά (γ): εβλιλίκο, ο (η ζωή του (της) παντρεµένου (-ης), η κατάσταση του γάµου) π.χ. σαρ σι ο εβλιλίκο, αµάλα; = πώς είναι η παντρειά, φίλε; Αντίθ. µπεκιαρλούκο = αγαµία (η κατάσταση του άγαµου), εργενιλίκι. πάντρεµα (α): εβλετιρµέκο, ο. πάντρεµα (β): ζζενισαριπέ, ο (σ.α. παντρειά).

9 330 παντρεµένος (α) (επίθ.): ζζενισαρντό,-ί και ζζενιµέ (άκλ. επίθ.) π.χ. ζζενιµέ σι λεσκό τσχαβό = παντρεµένος είναι ο γιός του. Συνών. βεντσιµέ = στεφανωµένος. Αντίθ. µπιζζενιµέ = ανύπαντρος. παντρεµένος (β) (επίθ.): εβλίο, - ίκα π.χ. εβλίο σαν του; = παντρεµένος είσαι εσύ; Αντίθ. µπεκιάρι = άγαµος, ανύπαντρος, εργένης. παντρεύοµαι (α) (αµετβ. ρ.): ζζενισάαβ π.χ. καβά κουρκό ζζενισάαβ = αυτή την εβδοµάδα παντρεύοµαι. Συνών. βεντσισάαβ = στεφανώνοµαι. Αντίθ. χορισάαβ = χωρίζω (αµετβ.). παντρεύοµαι (β) (αµετβ. ρ.): εβλενίαβ π.χ. κάνα κα εβλενίος του; = πότε θα παντρευτείς εσύ; παντρεύω (α) (µετβ. ρ.): ζζενισαράβ π.χ. ζζενισαρέλ πε τσχεά = παντρεύει την κόρη της. Συνών. βεντσισαράβ = στεφανώνω. παντρεύω (β) (µετβ.ρ): εβλε(ν)τιρίαβ και εβλετιρίαβ π.χ. εβλε(ν)τιρίορ πε τσχαβέ = παντρεύει τον γιο του. πάνω: (βλ. επάνω). παξιµαδάκι: πισεµετίσι, ο. παξιµάδι: πισεµέτο, ο π.χ. λε µανγκέ πισεµέτορα, τε χαβ τφουντέσα = πάρε µου παξιµάδια, να φάω µε γιαούρτι. παπαγάλος: παπαγκάλο και παπαγάλο, ο. παπαδιά: παπαζέσκι-ροµνί, η. παπαδίστικος (επίθ.): παπαζένγκο, -ι. παπάκι: παπινορί, η. παπάς (α): παπάζι, ο π.χ. τσουµιντόµ ε παπαζέσκο βας = φίλησα το χέρι του παπά, ρά(ν)ντε καλά σακάλα, σαρ παπάζι κερντιλάν = ξύρισε αυτά τα γένια, σαν παπάς έχεις γίνει. παπάς (β): παπάζο, ο. παπατζής: παπατζίο, ο π.χ. τζανές σο παπατζίο σι καβά! = ξέρεις τι παπατζής είναι αυτός! Συνών. χοχαµντό = ψεύτης, ψεύτικος, χοχαµτζίο = ψεύτης. παπατζίδικος (επίθ.): παπατζιένγκο, -ι. παπατζού: παπατζΰκα, η Συνών. χοχαµντί = ψεύτρα, ψεύτικη, χοχαµτζίκα = ψεύτρα. παπί: (βλ. πάπια). πάπια: παπίν, η π.χ. η παπίν µπια(ν)ντά αρνέ = η πάπια γέννησε αυγά, (µτφ.) κερντιλόµ παπίν κατάρ ο µπρουσσούµ = έγινα πάπια από τη βροχή (δηλ. έγινα µούσκεµα). παπιόν: παπιόνι και παπιόν, ο. παπίσιος (επίθ.): παπινάκο,-ι π.χ. παπινάκε αρνέ = παπίσια αυγά. πάπλωµα: γιοργκάνο, ο π.χ. ουτσχάρτουτ ε γιοργκανέσα = σκεπάσου µε το πάπλωµα. παπλωµατάκι: γιοργκανίσι, ο. παπλωµατάς: γιοργκαντζίο, ο. παπουτσάκι: µενιίσι, ο π.χ. κι(ν)ντόµ λεσκέ µενιίσα = του αγόρασα παπουτσάκια. παπούτσι: µενίο, µινίο και ποστάλι, ο π.χ. τζουβλικανέ µενία = γυναικεία παπούτσια, µρουσσικανέ ποστάλια = ανδρικά παπούτσια, χουρντικανέ µινία = παιδικά παπούτσια. πάππος: πάπο, ο (πληθ. πάπορα, ε). παππούλης: παπορό, ο π.χ. µουλό µο παπορό = πέθανε ο παππούλης µου. παππούς: πάπο και πάπου, ο

10 331 π.χ. ντικ ο πάπο σο λιά τούκε = κοίτα ο παππούς τι σου πήρε. παππούς (που έχει δισέγγονο-α): µπαρό-πάπο και µπαρό-πάπου, ο (κυριολ. µεγάλος παππούς). παρά (συνδ.): παρά (χρησιµοποιείται µόνο ως συγκριτικό για να δείξει αντίθεση) π.χ. νταά-λατσχό τε µεράβ παρά τε ντικχέν µε γιακχά γκασαβό σσέι = καλύτερα να πεθάνω παρά να δουν τα µάτια µου τέτοιο πράγµα. παραγγελία: παρανγκελία, η π.χ. α(ν)ταντάν µι παρανγκελία; = έφερες την παραγγελία µου; παραγγέλνω (µετβ. ρ.): παρανγκελία-νταβ (= παραγγελία δίνω) και παρανγκελία-κεράβ (= παραγγελία κάνω) π.χ. σο ντιάν-παρανγκελία τε α(ν)ταβέλ τουκέ; = τι παρήγγειλες να σου φέρει; παραγίνοµαι (αµετβ. ρ.): γκαέτκερντιάβ (= υπέρ γίνοµαι) και γκαέτ-φαζλά-κερντιάβ (= υπέρ παραπάνω γίνοµαι) π.χ. γκαέτ-φαζλά-κερντιλί σσουκάρ η ζουµί = παραέγινε ωραία (νόστιµο) το φαγητό. παραγίνωµα: γκαέτ-κερντιπέ, ο (= υπέρ γίνωµα). παραγινωµένος (µτχ.): γκαέτκερντό, -ί (= υπέρ γινωµένος). παράγκα: µπαράνκα, η (σ.α. περίπτερο). παραγκούλα: µπαρανκίσα, η. παράγοµαι (αµετβ. ρ.): ικλάβ (κυριολ. βγαίνω, ανεβαίνω, σ.α. σκαρφαλώνω, καβαλάω, φυτρώνω) π.χ. κάι Ατίνα ικλέν καλά µανγκινά = στην Αθήνα παράγονται αυτά τα προϊόντα. παράγω (µετβ. ρ.): ικαλάβ (= βγάζω). π.χ. σο ικαλέλ καγιά φάφρικα; = τι παράγει αυτό το εργοστάσιο;, καβά γκαβ µπουτ σσουκάρ ζετίε ικαλέλ = αυτό το χωριό πολύ ωραίες ελιές παράγει. παραδεγµένος (µτχ.): καµπούλικερντό, -ί (καµπούλι = δεκτός, αποδεκτός, παραδεκτός, κερντό = γινωµένος, φτιαγµένος). παράδειγµα: παράδιγµα, ο π.χ. λε παράδιγµα κατάρ κο πφαλ κατάρ καγιά µπουκί γκελό ανγκλέ βο = πάρε παράδειγµα από τον αδερφό σου απ' αυτήν τη δουλειά πήγε µπροστά αυτός. παραδειγµατίζω (µετβ. ρ.): παράδιγµα-νταβ (= παράδειγµα δίνω). παραδεισένιος (επίθ.): τζε(ν)νετλικέσκο,-ι π.χ. τζε(ν)νετλικέσκο τχαν = παραδεισένιο µέρος. παράδεισος: τζε(ν)νετλίκο, ο π.χ. σαό σσουκάρ τχαν σι καβά, σαρ τζε(ν)νετλίκο = τι ωραίο µέρος είναι αυτό, σαν παράδεισος. Αντίθ. τζεε(ν)ντέµο = κόλαση και τζε(ν)ντέµο = κόλαση. παραδεκτός: (βλ. δεκτός). παραδέχοµαι (µετβ. ρ.): καµπούλικεράβ (σ.α. καταδέχοµαι, δέχοµαι, συµφωνώ) π.χ. νι κερέλ καµπούλι πι ντοςς = δεν παραδέχεται το φταίξιµό του. (βλ. και δέχοµαι). παραδίδοµαι (α) (αµετβ. ρ.): ντάµαν (= δίνοµαι, νταβ = δίνω, µαν = εµένα) (σ.α. αφοσιώνοµαι, αφιερώνοµαι). παραδίδοµαι (β): ντι(ν)ντιάβ (= δίνοµαι). παραδίδω (µετβ. ρ.): νταβ (= δίνω) π.χ. ρακχαντά παρέ κάι ο ντροµ ντα γκελό ντα ντιά λεν κάι σσεραλέ = βρήκε λεφτά στο δρόµο και πήγε και τα παρέδωσε στους αστυνοµικούς (στην αστυνοµία). παραδίνοµαι: (βλ. παραδίδοµαι).

11 332 παραδίνω: (βλ. παραδίδω). παραδοπιστία: (βλ. φιλοχρηµατία). παραδόπιστος: (βλ. φιλοχρήµατος, φιλάργυρος, τσιγγούνης). παράδοση: ντιιπέ, ο (κυριολ. δόσιµο), αντέτι, ο (κυριολ. έθιµο) και πουρανιπέ, ο (κυριολ. παλαιότητα) Αντίθ. λιιπέ = πάρσιµο, λήψη, παραλαβή παραδόσιµος (επίθ.): ντι(ν)ντιµάσκο,-ι παραδοχή: (βλ. δέξιµο). παραείµαι (συνδετ.ρ.): γκαέτ-σοµ, γκαέτ-σεµ (= υπέρ είµαι) και γκαέτφαζλά-σεµ, γκαέτ-φαζλά-σοµ (= υπέρ παραπάνω είµαι) π.χ. γκαέτ-φαζλά λατσχό, νι κ αβές αν καγιά ντουνιάβα = δε θα παραείσαι καλός, σ αυτόν τον κόσµο, γκαέτ τφουλό σαν, νά χα µπουτ = παραείσαι παχύς, µην τρως πολύ. παραθυράκι: πεντζεραβίσα και πεντζορκίσα, η π.χ. πφά(ν)ντε η πεντζεραβίσα = κλείσε το παραθυράκι. παράθυρο: πέντζεραβα και πέντζορκα, η π.χ. πουτάρ η πέντζεραβα τε λας µπαλβάλ = άνοιξε το παράθυρο να πάρουµε αέρα. παραιτηµένος (µτχ.): µουκλι(ν)ντό, -ί (βλ. και απολυµένος). παραίτηση: µουκλιπέ, ο. παραιτούµαι (αµετβ. ρ.): µουκλιάβ π.χ. µε µουκλιάβ κατάρ καγιά µπουκί = εγώ παραιτούµαι απ αυτή τη δουλειά. (βλ. και απολύοµαι, αφήνοµαι). παρακάλεσµα: µολισαριπέ, ο (βλ. και προσευχή). παρακαλεσµένος (µτχ.): µολισαρντό,-ί παρακαλετό: (βλ. παρακάλεσµα). παρακαλώ (µετβ. ρ.): µολισαράβ π.χ. µολισαράβ τουτ, άλε τούντα αµένσα = σε παρακαλώ, έλα κι εσύ µαζί µας. (βλ. και προσεύχοµαι). παρακάνω (µετβ. ρ.): γκαέτ-κεράβ (= υπέρ κάνω) και γκαέτ-φαζλάκεράβ (= υπέρ παραπάνω κάνω) π.χ. γκαέτ-κερντάν, χαλάν µο γκι! = το παράκανες, µου έφαγες την ψυχή!, γκαέτ-φαζλά-κερντάν, ο(ν)ντάν µαρντέ τουτ = το παράκανες, γι αυτό σε έδειραν. παρακάτω (επίρρ.): νταάτελε (= πιο κάτω) π.χ. νταάτελε νι κερντόλ τε µουκές λε µάνγκε; = παρακάτω δε γίνεται να µου το αφήσεις; (δηλ. σε χαµηλότερη τιµή). Αντίθ. νταάοπρε = παραπάνω. παρακολούθηση: ντικχιπέ, ο (κυριολ. κοίταγµα, βλέµµα, όραση, σ.α. φροντίδα, εξέταση, προσοχή, παρατήρηση) παρακολουθώ (αµετβ.ρ. και µετβ.ρ.): ντικχάβ (κυριολ. κοιτάζω, βλέπω, σ.α. φροντίζω, προσέχω, εξετάζω, παρατηρώ) π.χ. ντικχάβ τόπα = παρακολουθώ ποδόσφαιρο παραλαβή: λιιπέ, ο π.χ. ο λιιπέ ε µανγκινένγκο = η παραλαβή των εµπορευµάτων. (σ.α. πάρσιµο, λήψη). Αντίθ. ντιιπέ = δόσιµο, µπάσιµο, εισβολή, είσοδος. παραλαµβάνω (µετβ. ρ.): λαβ (= παίρνω, λαµβάνω) π.χ. λιόµ κο µεκτούπο = παρέλαβα το γράµµα (την επιστολή) σου. Αντίθ. µπιτσχαλάβ = στέλνω, αποστέλλω. παραλείπω (ακούσια) (µετβ.ρ): µπισταράβ (κυριολ. ξεχνώ)

12 333 π.χ. µπισταρντόµ τε µπιτσχαλάβ ο µεκτούπο = παρέλειψα να στείλω το γράµµα. παραλία: παραλία, η π.χ. πφιράβ κάι παραλία = περπατώ στην παραλία. Συνών. ντενιζέσκο-κενάρι (θάλασσας άκρη), ακροθαλασσιά. παράλογα: (βλ. αλογίκευτα). παράλογος: (βλ. αλογίκευτος). παράλυση: µπανγκιπέ, ο (σ.α. στράβωµα, σκύψιµο). παράλυτος (επίθ.): µπανγκό,-ί π.χ. µπανγκί σι λεσκί τσανκ = παράλυτο είναι το πόδι του. (σ.α. στραβός, κουτσός, σκυφτός) παραλύω (αµετβ. ρ.): µπανγκιάβ (σ.α. γέρνω (αµετβ.), σκύβω αµετβ., λυγίζω αµετβ.). παραλύω (µετβ. ρ.): µπανγκιαράβ και µπανγκαράβ π.χ. ο νασφαλιπέ µπανγκιαρντά λεσκέ τσανγκά = η αρρώστια του παρέλυσε τα πόδια (σ.α. στραβώνω (µετβ.), λυγίζω (µετβ.), γέρνω (µετβ.), σκύβω (µετβ.)). παραµάσχαλα (επίρρ.): ταλάλκχακ (ταλάλ = από κάτω, κχακ = µασχάλη). παραµελώ (τον εαυτό µου) (αµετβ. ρ.): µουκάµαν (= αφήνω τον εαυτό µου, αφήνοµαι) π.χ. σόσταρ µουκέστουτ αγκαντάλ; βουράβτουτ, ρά(ν)ντετουτ = γιατί παραµελείς τον εαυτό σου έτσι; ντύσου, ξυρίσου. παραµελώ (µετβ. ρ.): µουκάβ (= αφήνω, παρατώ, εγκαταλείπω, σ.α. επιτρέπω, αµολάω) π.χ. κιρνί µπουκί µουκές ντα κερές αβερένγκι µπουκί = τη δική σου δουλειά παραµελείς και κάνεις αλλωνών δουλειά. παραµένω (αµετβ. ρ.): ατσχάβ (σ.α. µένω, διαµένω, στέκοµαι, σταµατώ αµετβ., παύω αµετβ.) π.χ. κα ατσχάβ ντα τριν γκιβέ κατέ ντα σορά κα τζάβταρ = θα παραµείνω ακόµα τρεις µέρες εδώ και µετά θα φύγω. παραµικρό (µε το) (επίρρ.): εµπουκάκε π.χ. εµπουκάκε χολάολ = µε το παραµικρό θυµώνει, εµπουκάκε ροβέλ = µε το παραµικρό κλαίει. παραµιλητό: µορµισαριπέ, ο (σ.α. γκρίνια, µουρµούρισµα). παραµιλώ (αµετβ. ρ.): µορµισαράβ π.χ. µορµισαρέλας κατάρ πι χολί = παραµιλούσε απ το θυµό του. (βλ. και µουρµουρίζω, γκρινιάζω). παραµονή: ατσχιπέ, ο (σ.α. διαµονή, στάση, σταµατηµός, παύση, διάλειµµα). παραµυθάκι: µασαλίσι, ο. παραµυθάς: µασαλτζίο, ο π.χ. µασαλτζίο σι, νά πακιά λε = παραµυθάς είναι, µην τον πιστεύεις. παραµυθού: µασαλτζίκα, η. παραµυθένιος (επίθ.): µασαλέσκο,-ι. παραµύθι: µασάλι, ο π.χ. µι µάµι ερ ράτ πφενέλ µανγκέ µασάλα = η γιαγιά µου κάθε βράδυ µου λέει παραµύθια. παραπάνω (επίρρ.): νταάοπρε (= πιο πάνω), νταάµπουτ (= πιο πολύ) και φαζλά π.χ. φαζλά σι κατάρ εκ κίλο = παραπάνω είναι από ένα κιλό (νταάµπουτ σ.α. περισσότερος, βλ. και περισσότερος) (φαζλά σ.α. περισσότερος, παραπανίσιος, βλ. και παραπανίσιος, περισσότερος). παραπανίσιος (άκλ. επίθ.): φαζλά π.χ. (φράση) φαζλά µαρνό γιακ νι ικαλέλ = παραπανίσιο ψωµί µάτι δε βγάζει (σ.α. περισσότερος, παραπάνω) Αντίθ. εσίκι = λειψός, λειψά. παραπέµπω: (βλ. στέλνω).

13 334 παραπλάνηση: χοχανταριπέ, ο (κυριολ. ξεγέλασµα). παραπλανώ (µετβ.): χοχανταράβ (κυριολ. ξεγελώ). παραπονιέµαι (αµετβ. ρ.): παράπονο-κεράβ (= παράπονο κάνω) π.χ. παράπονο-κερέλ πε τσοριµάσταρ = παραπονιέται για τη φτώχια του. παράπονο: παράπονο, ο π.χ. σο µανγκέσα λαβ τούκε σίτουτ οπράλ ντα παράπονο; = ό,τι θέλεις σου παίρνω έχεις από πάνω και παράπονο; παράτηµα: µουκιπέ, ο (σ.α. αµόληµα, άφηµα, εγκατάλειψη). παρατηµένος (µτχ.): µουκλό,-ί (= αφηµένος) (σ.α. αµοληµένος, εγκαταλειµµένος). παρατήρηση: (βλ. παρακολούθηση). παρατηρητικός (επίθ.): ντικχαηµάσκο, -ι. παρατηρώ (αµετβ. και µετβ. ρ): ντικχάβ (κυριολ. κοιτάζω, βλέπω, σ.α. φροντίζω, εξετάζω, παρακολουθώ, προσέχω) π.χ. ντικχλάν σαρ βαζντά πι τσάνκ; = παρατήρησες πώς σήκωσε το πόδι του; παρατσούκλι: χοχαµντό-αλάβ, ο (κυριολ. ψεύτικο όνοµα) π.χ. λεσκό χοχαµντό-αλάβ σι καβά = το παρατσούκλι του είναι αυτό. παρατώ (µετβ. ρ.): µουκάβ (σ.α. εγκαταλείπω, αµολάω) π.χ. µουκλά πε ροµνά, πε χουρντέν ντα γκελόταρ = παράτησε τη γυναίκα του, τα παιδιά του κι έφυγε. (βλ. και αφήνω, εγκαταλείπω) (µουκάβ κυριολ. αφήνω). παρέα (α): αµαλιπέ, ο (κυριολ. φιλία, αµάλ = φίλος) π.χ. κερ µανγκέ αµαλιπέ = κάνε µου παρέα. παρέα (β): παρέα, η π.χ. νι κα κερές παρέα καλέ αλίτιζέσα = δεν θα κάνεις παρέα µ' αυτόν τον αλήτη. παρέλαση: παρέλασι, η π.χ. τζαβ τε ντικχάβ η παρέλασι = πάω να δω την παρέλαση. παρελαύνω (αµετβ. ρ.): παρέλασικεράβ (κυριολ. παρέλαση κάνω). παρεξηγιέµαι: (βλ. θυµώνω αµετβ.). παρευρίσκοµαι (αµετβ. ρ.): αρακχάντιαβ, αρακχί(ν)ντιαβ, ρακχάντιαβ και ακχάντιαβ (κυριολ. βρίσκοµαι, σ.α. εντοπίζοµαι). παρέχω (µετβ. ρ.): νταβ (= δίνω). παρθένα: τσχέι, η (= κορίτσι). π.χ. νι ικλιλί τσχέι = δεν βγήκε παρθένα. Συνών. µπιασταρντί = άπιαστη, ανέγγιχτη. Αντίθ. ασταρντί = ξεπαρθενεµένη, πιασµένη, πφιβλί = ξεπαρθενεµένη, χήρα. παρθενιά: τσχεηπέ, ο (σ.α. εφηβική ηλικία κοριτσιού). παρηγοριά: παριγοριά, η π.χ. ντε λε εµπούκα παριγοριά = δώσε του λίγη παρηγοριά. παρηγοριέµαι (αµετβ. ρ.): παριγοριά-ντάµαν (= παρηγοριά δίνω στον εαυτό µου). παρηγορώ (µετβ. ρ.): παριγοριάνταβ (= παρηγοριά δίνω). παριστάνω (µετβ. ρ.): κεράµαν (κεράµαν κυριολ. κάνω τον εαυτό µου, κεράβ = κάνω, µαν = εµένα) π.χ. κερέλπες µπουτζανγκλό = παριστάνει τον πολύξερο. (βλ. και καµώνοµαι). πάρκο: πάρκο, ο π.χ. ινγκαράβ ε χουρντέν κάι πάρκο = πάω τα παιδιά στο πάρκο. παρµένος (µτχ.): λι(ν)ντό,-ί

14 335 π.χ. λι(ν)ντέ σι ε µανγκινά = παρµένα είναι τα εµπορεύµατα. (λι(ν)ντό (µτφ.) = αφηρηµένος, αδέξιος). Αντίθ. ντι(ν)ντό = δοσµένος. παροιµία: παριµία, η π.χ. κάταρ ασσου(ν)ντάν καγιά παριµία; = από πού την άκουσες αυτή την παροιµία; παροµοιάζω (αµετβ. και µετβ. ρ.): µπενζετιρίαβ και µεησανταράβ π.χ. µπενζετιρντίµ τουτ κάι µο ντατ = σε παροµοίασα µε τον πατέρα µου. παροµοίωση: µπενζετιρµέκο, ο. παροντικός (επίθ.): ακανουτνό, -ί (κυριολ. τωρινός). παρουσιάζοµαι (αµετβ. ρ.): σικάντιαβ (= φαίνοµαι, εµφανίζοµαι). παρουσιάζω (µετβ. ρ.): σικανταράβ (σ.α. επιδεικνύω, φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω, διαφηµίζω, αναδεικνύω). (σικανταράβ κυριολ. σηµαίνει: κάνω να φανεί-ούν). παρουσίαση: σικανταριπέ, ο (σ.α. επίδειξη, φανέρωµα, προβολή, αποκάλυψη, διαφήµιση, ανάδειξη). παρουσιαστικό: σουλούπο, ο (βλ. και σουλούπι). παροχή: ντιιπέ, ο (= δόσιµο). πάρσιµο: λιιπέ, ο π.χ. ε παρένγκο λιιπέ λατσχό σι, αµά ο ντιιπέ ντα λατσχό τε αβέλ = των χρηµάτων το πάρσιµο καλό είναι, αλλά και το δόσιµο καλό να είναι (λέγεται για εκείνους που δανείζοναι χρήµατα). Αντίθ. ντιιπέ = δόσιµο. πάρτι: πάρτι, ο π.χ. µο αµάλ κα κερέλ αϊράτ πάρτι κάι πο κχερ = ο φίλος µου θα κάνει πάρτι απόψε στο σπίτι του. πάσα: πάσα, η π.χ. πουτάρ πάσα τε τσχαβ γκόλι = άνοιξε πάσα να ρίξω γκολ. πασαλείβω: (βλ. πασαλείφω). πασάλειµµα: µακχιπέ, ο (= άλειµµα, βάψιµο, επίχρισµα, επάλειψη). πασαλειµµένος (επίθ.): µακχλό, -ί (= αλειµµένος, βαµµένος, επιχρισµένος, επαλειµµένος). πασαλείφοµαι (αµετβ. ρ.): µακχάµαν (= αλείφοµαι, βάφοµαι). πασαλείφω (µετβ. ρ.): µακχάβ (= αλείφω, βάφω, επιχρίω, επαλείφω). πασαλίκι: πασσαλούκο, ο π.χ. πασσαλούκο σι κατέ! = πασαλίκι (υπέροχα) είναι εδώ! πασάς: πασσά, ο π.χ. πασσά σοµ ακανά = πασάς (µια χαρά) είµαι τώρα. πασίγνωστος (επίθ.): µπουτπιντζαρντό, -ί (κυριολ. πολύ γνωστός, πολύ γνώριµος). πασίδηλος: (βλ. ολοφάνερος). πάσσαλος: κιλό, ο π.χ. τσαλάβ ο κιλό = χτύπα τον πάσσαλο. (υποκ.) κιλορό, ο. πάσο, ο: πάσο, ο (πληθ. πάσορα, ε) π.χ. µε κεράβ πάσο = εγώ κάνω πάσο (σταµατώ), χα(ν)ντιλέ ε βιντάκε πάσορα = φαγώθηκαν της βίδας τα πάσα. πάστα (είδος γλυκού): πάστα, η π.χ. χαλόµ εκ πάστα = έφαγα µια πάστα, λε µανγκέ εκ πάστα τε χαβ = πάρε µου µια πάστα να φάω, (µτφ.) εκ πάστα σανΰς τουµέν, α(ν)ντέ εκ καζάνα κιρόν = µια πάστα είστε εσείς, σ ένα καζάνι βράζετε (δηλ. είστε όµοιοι στον χαρακτήρα). παστέλι: σουσάµο, ο (κυριολ. σουσάµι) (υποκ.) σουσαµίσι, ο. παστίτσιο: παστίτσιο, ο

15 336 π.χ. µπουτ χαβ ο παστίτσιο = πολύ τρώω το παστίτσιο. παστός (επίθ.): λονγκλό,-ί, λο(ν)ντό,-ί π.χ. λονγκλέ µατσχέ = παστά ψάρια. (κυριολ. αλµυρός, λον = αλάτι). παστουρµάς: παστουρµάβα, η. πάστρα: (βλ. καθαριότητα). πάστρεµα: (βλ. καθάρισµα). παστρέυω: (βλ. καθαρίζω). παστρικός: (βλ. καθαρός). πάστωµα: λονγκλαριπέ, ο (κυριολ. αλάτισµα). παστωµένος: (βλ. αλατισµένος). παστώνω (µετβ. ρ.): λονγκλαράβ και λο(ν)νταράβ π.χ. λονγκλαράβ ο µας = παστώνω το κρέας. (κυριολ. αλατίζω). Πάσχα (α): Πατραγκί, η π.χ. Πατραγκί αβέλ, τε µακχές ο κχερ = Πάσχα έρχεται, να βάψεις το σπίτι. (υποκ.) Πατραγκιορί, η. Πάσχα (β): Πασκελάβα, η και Πάσχα, ο π.χ. Πασκελάβα αβέλ = Πάσχα έρχεται. πασχαλινός (α) (επίθ.): πατραγκιάκο,-ι π.χ. πατραγκιάκε αρνέ = πασχαλινά αυγά. πασχαλινός (β) (επίθ.): πασκελαβάκο, -ι. πασχαλίτσα: µάµι, η (κυριολ. γιαγιά) π.χ. (τραγούδι παιδιών, όταν παίζουν µε τις πασχαλίτσες) ουτσ µανγκέ µάµι, κα λαβ τουκέ σσεκέρι, κα λαβ τουκέ καϊάβα = πέτα για µένα πασχαλίτσα, θα σου πάρω ζάχαρη, θα σου πάρω καφέ. πασχίζω (µετβ. ρ.): µαράµαν (βλ. λήµµα παιδεύοµαι). πατάκι: πατάκι, ο π.χ. κινισαράβ ε τοµαφιλέσκε πατάκια = ξετινάζω του αυτοκινήτου τα πατάκια. πατάτα (α): πατάτα, η π.χ. ουζζαράβ ε πατάτε = ξεφλουδίζω τις πατάτες. πατάτα (β): κο(µ)πίλι, ο π.χ. πεκ αµένγκε κο(µ)πίλα = τηγάνισε για µας πατάτες. πατατάλευρο (α): πατατένγκο-αρό, ο. πατατάλευρο (β): κο(µ)πιλένγκοαρό, ο. πατατούλα: κο(µ)πιλίσι, ο και πατατίσα, η. πατατόφλουδα: κο(µ)πιλέσκικόζζα, η (= πατάτας φλούδα) και πατατάκι-κόζζα, η (= πατάτας φλούδα). πατέντα: πατέ(ν)ντα, η. πατέρας: ντατ, ο π.χ. κάι κο ντατ; = πού είναι ο πατέρας σου;, κερντιλόµ ντατ = έγινα πατέρας, τε ασσουνές κε νταντέ = να ακούς τον πατέρα σου. πατερίτσα: πατιρίγκα, η (πληθ. πατιρίγκε, ε) π.χ. (απειλή) πατιριγκένσα κα πφιρανταράβ τουτ = µε πατερίτσες θα σε περπατήσω (θα σε κάνω να περπατήσεις). πατερούλης: νταντορό, ο π.χ. µο νταντορό αβιλό = ο πατερούλης µου ήρθε. πάτηµα (α): µπασµάκο, ο. πάτηµα (β): πατισαριπέ, ο. πατηµένος (άκλ. επίθ.): µπασϋλΰκι (σ.α. πατητός). πατητός: (βλ. πατηµένος). πατούσα: πατούµ, η. πατρίδα: βατάνο, ο π.χ. σαβό σι κο βατάνο; = ποια είναι η πατρίδα σου; πατρικός (α) (επίθ.): νταντέσκο,-ι π.χ. νταντέσκο κχέρ = πατρικό σπίτι.

16 337 πατρικός (β): νταντικανό, -ί. πατρότητα: νταντιπέ, ο. πάτρωνας: (βλ. άρχοντας). πατρωνία: (βλ. αρχοντιά (α)). πατσάς: πατσάβα, η π.χ. µι ντέι κερντά πατσάβα = η µητέρα µου έφτιαξε πατσά. πατσατζής: πατσατζίο, ο (θηλ. πατσατζΰκα, η). πάτσι (επίρρ.): πάτσι π.χ. πάτσι σαµούς ακανά = πάτσι είµαστε τώρα. πατσίζω (αµετβ. ρ.): πάτσικερντιάβ (= πάτσι γίνοµαι) π.χ. ακανά πάτσι-κερντιλάµ = τώρα πατσίσαµε. πατώ (α) (µετβ. και αµετβ. ρ.): µπασίαβ π.χ. αβέρ φαρέ τε να µπασίος κι τσανκ κατέ = άλλη φορά να µην πατήσεις το πόδι σου εδώ (δηλ. να µην ξανάρθεις). πατώ (β) (µετβ. και αµετβ. ρ.): πατισαράβ. πάτωµα (α): πφου, η (κυριολ. γη) π.χ. νά πάσστο οπρά πφου, κα σσιλάος = µην κοιµάσαι πάνω στο πάτωµα, θα κρυώσεις. πάτωµα (β): πάτοµα, ο π.χ. κοσάβ ο πάτοµα = σφουγγαρίζω το πάτωµα. παύση: ατσχιπέ, ο π.χ. (φράση) ή µεριπέ ή ατσχιπέ = ή θάνατος ή παύση (δηλ. ή θάνατος ή παύση της απειλητικής κατάστασης) (σ.α. στάση, διάλειµµα, σταµατηµός). Συνών. τσχιναηπέ = διακοπή. παυσίπονο χάπι (για τον πονοκέφαλο): σσερέσκο-άπο, ο (κυριολ. κεφαλιού χάπι) π.χ. ντε µαν εκ σσερέσκο άπο, µο σσορό ντουκχάλ = δώσ µου ένα παυσίπονο (χάπι), το κεφάλι µου πονάει. παύω (µετβ. ρ.): ατσχανταράβ (= σταµατώ (µετβ.)). π.χ. στίχοι από ποίηµα Γ. Αλεξίου «ο ντερίνι µανγκιπέ» (= η βαθιά αγάπη) νά άτσι τε µανγκές, κάνα ατσχόν τε µανγκέν τουτ = µη σταµατάς ν αγαπάς, όταν πάψουν να σ αγαπούν. Συνών. τσχιναβάβ = διακόπτω, ξεκόβω. παύω (αµετβ. ρ.): ατσχάβ (= σταµατώ (αµετβ.), στέκοµαι, µένω). παχαίνω (αµετβ. ρ.): βλ. χοντραίνω (αµετβ.). παχαίνω (µετβ. ρ.): βλ. χοντραίνω (µετβ.). πάχος (α): τφουλιπέ, ο (σ.α. χόντρεµα, χόντρος). πάχος (β): κχόι, η (= ξίγκι, βλ. και λίπος) (σ.α. λίγδα). παχουλός (µτχ. ως επίθ.): τφουλαρντό, -ί (κυριολ. παχυµένος, σ.α. ευτραφής, τφουλαράβ = µετβ. παχαίνω, µετβ. χοντραίνω) Συνών. τφουλορό = χοντρούλης, χοντρούτσικος. παχουλούτσικος: (βλ. χοντρούλης). παχυδερµία (µτφ.): τφουλό-γκι, ο (= χοντρή ψυχή, τφουλέ-γκέσκο = χοντρόψυχος, παχύδερµος (µτφ.), χοντρόπετσος (µτφ.)) π.χ. τφουλό-γκι σίτουτ, νι ακχιαρές κολέσκι ντουκ = παχυδερµία έχεις, δεν καταλαβαίνεις του αλλουνού τον πόνο. παχύδερµος: (βλ. χοντρόπετσος.). πάχυνση: τφουλαριπέ, ο. παχύς: (βλ. χοντρός). παχυσαρκία: τφουλιπέ, ο (= χόντρος, πάχος, χόντρεµα). παχύσαρκος (επίθ.): τφουλό, -ί (= χοντρός, παχύς) Αντίθ. ζαήφι = αδύνατος, λιγνός, κισσλό = αδύνατος, λιγνός, σσουκό = αδύνατος, λιγνός, στεγνός, ξερός. πέδιλο (α): πέδιλο, ο και πέδιλα, η

17 338 π.χ. λεσκί µάµι κι(ν)ντά λεσκέ πέδιλα = η γιαγιά του του αγόρασε πέδιλα. πέδιλο (β):πένταλο, ο π.χ. βουράβ κε πένταλα = φόρα τα πέδιλά σου. πεζοπορία: πφιρι(ν)ντό-τζιιπέ, ο (πφιρι(ν)ντό = πεζός, τζιιπέ = πηγαιµός). πεζοπορώ (αµετβ. ρ.): πφιρι(ν)ντότζαβ (= πεζός πηγαίνω). πεζός (επίθ.): πφιρι(ν)ντό,-ί π.χ. πφιρι(ν)ντό αβιλόµ = πεζός ήρθα. πεθαίνω (αµετβ. ρ.): µεράβ (σ.α. ψοφώ αµετβ.) π.χ. καβά λατσχιπέ κάι κερντάν µανγκέ νι κα µπιστράβ λε τζι τε µεράβ = αυτή την καλοσύνη που µου `κανες, δεν θα την ξεχάσω µέχρι να πεθάνω, µεράβ κατάρ η ντουκ = πεθαίνω απ τον πόνο, σα ε λατσχέ µανουσσά µερέν = όλο οι καλοί άνθρωποι πεθαίνουν (δηλαδή πεθαίνουν νέοι) (µεράβ σ.α. σβήνω (αµετβ.), νεκρώνω (αµετβ.)) Αντίθ. τραησαράβ = ζω. πεθαίνω (µετβ. ρ.): µουνταράβ (= σκοτώνω, νεκρώνω µετβ., σβήνω µετβ., δολοφονώ, φονεύω, εξοντώνω, θανατώνω, ψοφώ µετβ.) π.χ. µουνταρέλ µαν καγιά ντουκ = µε πεθαίνει αυτός ο πόνος, µουνταρντάν αµέν ε µποκχάταρ αβγκιέ = µας πέθανες από την πείνα σήµερα. πεθαµένος (επίθ.): µουλό,-ί (σ.α. νεκρός, ψόφιος) π.χ. (φράση) ε µουλέ ε µουλένσα ντα ε τζου(ν)ντέ ε τζου(ν)ντένσα = οι πεθαµένοι µε τους πεθαµένους και οι ζωντανοί µε τους ζωντανούς. Αντίθ. τζου(ν)ντό = ζωντανός. πεθαµός: (βλ. θάνατος). πεθερά: σασούι, η π.χ. σαβί σασούι σι λατσχί; = ποια πεθερά είναι καλή; πεθερός: σαστρό, ο π.χ. σαρ αµαλά σαµούς µε σαστρέσα = σαν φίλοι είµαστε µε τον πεθερό µου. πεθερούλα: σασουϊορί, η (προφ. µε συνίζηση ιο). πεθερούλης: σαστρορό, ο π.χ. µο σαστρορό αβιλό = ο πεθερούλης µου ήρθε. πείθω (µετβ. ρ.): κα(ν)ντϋρίαβ π.χ. κα κα(ν)ντϋρίαβ λε τε αβέλ = θα τον πείσω να έρθει. πειθώ: κα(ν)ντϋρµάκο, ο π.χ. (φράση) ο κα(ν)ντϋρµάκο σσορό χαλ = η πειθώ κεφάλι τρώει (δηλ. έχει µεγάλη δύναµη στο να µεταβάλει την απόφαση, τη γνώµη κάποιου-ας), (φράση) ο κα(ν)ντϋρµάκο τζανές σο κερέλ ε µανουσσέ! = η πειθώ ξέρεις τι κάνει τον άνθρωπο! (δηλ. µπορεί να κάνει πράγµατα που δεν ήθελε πριν, όταν βρίσκεται υπό την επιρροή της πειθώς). πείνα: µποκ, η π.χ. κάνα ντελ λε η µποκ α(ν)ντέ λεσκό σσορό, σα αγκαντάλ κερέλ = όταν του δίνει η πείνα στο κεφάλι, όλο έτσι κάνει (δηλαδή φέρεται παράλογα), µουλόµ ε µποκχάταρ = πέθανα (ψόφησα) από την πείνα. (υποκ.) µποκχορί, η. πειναλέος (επίθ.): µποκχαλό, -ι (= νηστικός, πεινασµένος) π.χ. ζάλακ παρέ ντικχλά ο µποκχαλό, µπαριπέ µπικινέλ = λίγα λεφτά είδα ο πειναλέος, µεγαλοσύνη πουλάει. (βλ. και πεινασµένος). πεινασµένος (επίθ.): µποκχαλό,-ί π.χ. µποκχαλό σι ο χουρντό, ο(ν)ντάν ροβέλ = πεινασµένο είναι το µωρό, γι αυτό κλαίει, (µτφ.)

18 339 µποκχαλό παρένγκε σαν = πεινασµένος για λεφτά είσαι. Αντίθ. τσαϊλό = χορτάτος. πεινώ (αµετβ. ρ.): µποκχάβαβ και µποκχάαβ π.χ. ντέµινγκ χαλάν, πάλε µποκχάιλαν; = πριν από λίγο έφαγες, πάλι πείνασες;, µποκχάιλοµ, τχο µανγκέ τε χαβ = πείνασα, βάλε µου να φάω. Αντίθ. τσαϊλιάβ = χορταίνω (αµετβ.). πείραγµα (α): ασταρντιπέ, ο. πείραγµα (β): ντοκουνµάκο, ο. πειράζει (απρόσ.ρ.): ντοκουνίορ π.χ. ντοκουνίορ λέσκε καγιά ζουµί = τον πειράζει αυτό το φαγητό. πειράζω (α) (αµετβ. ρ.): αστάρντιαβ (κυριολ. πιάνοµαι). π.χ. σόσκε αστάρντος λέσα; = γιατί τον πειράζεις; (κατά λέξη: γιατί πιάνεσαι µ αυτόν;) (βλ. και πιάνοµαι, κρατιέµαι). πειράζω (β) (µετβ. ρ.): ντοκουνίαβ π.χ. µε νι ντοκουνίαβ λέσκε = εγώ δεν τον πειράζω. πείσµα: ινάτο, ο π.χ. χαλά λα λακό ινάτο = την έφαγε το πείσµα της, ο µπουτ ινάτο σσορό χαλ = το πολύ πείσµα κεφάλι τρώει (κάνει ζηµιά, καταστρέφει). πεισµατάρης (επίθ.): ινα(τ)τσίο,- ίκα π.χ. µπουτ ινα(τ)τσίο σαν = πολύ πεισµατάρης είσαι. πεισµατικός: (βλ. πεισµατώδης). πεισµατώδης (επίθ.): ινατέσκο, -ι. πεισµώνω (α) (αµετβ. ρ.): ινάτοκεράβ (= πείσµα κάνω). πεισµώνω (β) (αµετβ. ρ.): ινάτοτζαβ (= πείσµα πάω) π.χ. σόσκε τζας µάνσα ινάτο; = γιατί πεισµώνεις µαζί µου; (κατά λέξη γιατί πας µε µένα πείσµα;) πελαργός: λέλεκο, ο π.χ. χα εµπούκα, κι κορ σαρ λελεσέσκι κερντιλί = φάε λίγο, ο λαιµός σου σαν του πελαργού έγινε. (υποκ.) λελεκίσι, ο. πελαργοφωλιά (α): λελεκέσκιουβάβα, η (= πελαργού φωλιά). πελαργοφωλιά (β): λελεκένγκιουβάβα, η (= πελαργών φωλιά). πελάτης (α): µυσστυρύο, (τα υ προφ. όπως το γαλλικό u, σ.α. θαµώνας) π.χ. σίλε µπουτ µυσστυρύα = έχει πολλούς πελάτες (πελάτισσα = µυσστυρύκα, η). πελάτης (β): πελάτι και πελάτις, ο π.χ. νά κα χάστουτ ε πελατένσα = δεν θα µαλώνεις µε τους πελάτες. πελέκηµα: τοβερέσα-τσχινιπέ, ο (= µε πελέκι κόψιµο). πελέκι: (βλ. τσεκούρι.). πελεκώ (µετβ. ρ.): τοβερέσατσχινάβ (= µε πελέκι κόβω). πελελάδα: (βλ. παλαβωµάρα). πελελός: (βλ. παλαβός). πέλµα: ταµπάνο, ο Συνών. πατούµ = πατούσα. πελώριος (α) (επίθ.): γκαέτ- µπαρό,-ί (= υπέρ µεγάλος). (βλ. και τεράστιος). πελώριος (β) (επίθ.): µπουτ- µπαρό,-ί (= πολύ µεγάλος). πέµπτος (τακτ. αριθµ. επίθ.): πα(ν)τσουτνό,-ί και πα(ν)τζουτνό,-ί. πένα (έγχορδου µουσικού οργάνου): πένα, η π.χ. χασαρντόµ ε τσαλγκιάκι πένα = έχασα την πένα του µπουζουκιού. πέναλτι: µπέναλτι, ο π.χ. µπέναλτι σας καβά = πέναλτι ήταν αυτό. πενήντα (άκλ. απόλ. αριθµητ.): πί(ν)ντα. πενηνταράκι: πι(ν)ντάνγκι, η π.χ. τζαβ τε παβ εκ πι(ν)ντάνγκι ρακία = πάω να πιω ένα πενηνταράκι ούζο.

19 340 (βλ. και πενηντάρικο). πενηντάρικο: πι(ν)ντάνγκο, ο και πι(ν)ντάνγκι, η. πένθος: γιάσι, ο Αντίθ. σεβινµέκο = χαρά, σσε(ν)νίκο = χαρά. πενθώ (µετβ. και αµετβ. ρ.): γιάσιασταράβ (= πένθος κρατώ). π.χ. γιάσι-ασταρέλ πε ροµέσκε = πενθεί τον άνδρα της. Συνών. ροβάβ = κλαίω. Αντίθ. σεβινίαβ = χαίροµαι. πένσα (α): κερπεντένο, ο π.χ. κάι ο κερπεντένο; = πού είναι η πένσα; (υποκ.) κερπεντενίσι, ο. πένσα (β): πένσα, η π.χ. του λιάν η πένσα; = εσύ πήρες την πένσα; πεντακάθαρος (άκλ. επίθ.): µπουττεµίζι (= πολύ καθαρός) και (άκλ. επίθ.) επτέν-τεµίζι (= εντελώς καθαρός) (σ.α. ολοκάθαρος) πεντακοσάρικο: πάνσσελένγκο, ο και πάνσσελένγκι, η π.χ. ντε µαν εκ πάνσσελένγκο = δώσ µου ένα πεντακοσάρικο. πεντακόσια (αριθµητ.): πάνσσελ. πεντακοσιοστός (τακτ. αριθµ. επίθ.): παντζεσσελουτνό,-ί πεντάλ: πεντάλι, ο π.χ. ικλιλό ε βελεπσικάκο πεντάλι = βγήκε του ποδηλάτου το πεντάλ. πεντάλεπτος (επίθ.): παντσντακαβένγκο, -ι και παντζέντακαβένγκο, -ι. πεντάχρονος (επίθ.): παντζέµπροσσένγκο,-ι και παντζέµπρεσσένγκο,-ι. πέντε (άκλ. απόλ. αριθµητ.): παντσ π.χ. παντσ τζενέ = πέντε άτοµα. πεντηκοστός (τακτ. αριθµ. επίθ.): παντζεντεσσουτνό,-ί και πι(ν)ντουτνό,-ί. πεντοχίλιαρο: παντζοµιλάνγκο και παντζεµιλάνγκο, ο. πέος: καρ, ο (υποκ.) καρορό, ο. πέπλο: ντοβάκο και µπούλο, ο. πεπονάκι: καβουνίσι και χϋτσϋρίσι, ο. πεπόνι: καβούνο και χϋτσΰρι, ο π.χ. µπουτ γκουγκλό σι ο καβούνο = πολύ γλυκό είναι το πεπόνι. πεπονίσιος (επίθ.): καβουνέσκο, -ι. πεπονόφλουδα: καβουνέσκικόζζα, η. πεπρωµένο (α): κϋσµέτι, ο (κυριολ. τύχη) π.χ. καβά σας λεσκό κϋσµέτι = αυτό ήταν το πεπρωµένο του. (κϋσµέτι σ.α. τυχερό παιχνίδι). πεπρωµένο (β): γιαζία, η (σ.α. γραφτό) π.χ. µι γιαζία σας τε σΰρνταβ! = το πεπρωµένο µου ήταν να τραβήξω (υποφέρω)!, σο ντα τε κερέλ ο µανούςς κατάρ πι γιαζία νασστί νασσέλ = ό,τι και να κάνει ο άνθρωπος από το πεπρωµένο του δεν µπορεί να ξεφύγει (γιαζία, η κυριολ. γράµµα (πληθ. γιαζίε, ε) π.χ. σο κερέλ, κερέλ η γιαζία = ό,τι κάνει, κάνει το γράµµα (η µόρφωση), ζάλακ νταά σικνέ κερ κε γιαζίε = λίγο πιο µικρά κάνε τα γράµµατά σου, (φράση µαθητών δηµοτικού) τζαβ κχερέ τε κεράβ µε γιαζίε = πάω στο σπίτι να κάνω τα γράµµατά µου (τα µαθήµατά µου). πέρα (τοπ. επίρρ.): κορίκ, κορινγκά, κορίνγκ και κορίνγκα (κυριολ. κατά κει) π.χ. κερ κορίνγκα κι τζιγκάρα = κάνε πέρα το τσιγάρο σου. Αντίθ. καρίκ, καρίνγκα, καρινγκά = κατά δω. πέρα (επίρρ.): µπασσά π.χ. σαρ ικλές µπασσά καλέ παρένσα; = πώς βγαίνεις πέρα µ

20 341 αυτά τα λεφτά;, εκ Ντελ τζανέλ σαρ ικλάβ τούσα µπασσά! = ένας Θεός ξέρει πώς βγαίνω µε σένα πέρα! (δηλ. πώς σε ανέχοµαι). πέραση: νακχιπέ, ο (= πέρασµα) π.χ. καλέ µανγκινέν νάι λεν νακχιπέ κάι καλά µαλάβε = αυτά τα εµπορεύµατα δεν έχουν πέραση σ αυτές τις γειτονιές. πέρασµα: νακχαηπέ και νακχιπέ, ο (νακχιπέ σ.α. διάβαση). (νακχαηπέ σ.α. κατάποση, προσπέραση, ξεπέρασµα). περασµένος (α) (µτχ.): νακχαντό,-ί π.χ. ο νακχαντό κουρκό = η περασµένη εβδοµάδα, νακχαντό σι ο τχαβ α(ν)ντί σουβ = περασµένη είναι η κλωστή µες στη βελόνα, ε νακχαντέ µπροσσά = τα περασµένα χρόνια (σ.α. ξεπερασµένος). περασµένος (β) (µτχ.): νακχαντι(ν)ντό, -ί (σ.α. ξεπερασµένος). περαστικός (επίθ. και ουσ.): νακχουτνό, -ί (σ.α. διαβάτης). περβάζι: περβάζι, ο. περιβάλλον: (βλ. περίγυρος.). περιβόητος: (βλ. παινεµένος, ακουστός). περιβολάρης: µπατσετζίο, ο (σ.α. µανάβης, πλανόδιος µανάβης), θηλ. µπατσετζίκα, η. περιβολίσιος (επίθ.): µπατσαβάκο,-ι. περιβόλι: µπατσάβα, η π.χ. κατάρ µι µπατσάβα σι καλά ντοµάτε = από το περιβόλι µου είναι αυτές οι ντοµάτες. (υποκ.) µπατσαβίσα, η. περιγέλασµα: πρασαηπέ, ο (βλ. και κοροϊδία, εµπαιγµός). περιγελαστικός (επίθ.): πρασαη(ν)ντό,-ί και πρασαηκανό, -ί π.χ. πρασαη(ν)ντέ όρµπε = περιγελαστικά λόγια. (βλ. και κοροϊδευτικός, εµπαιχτικός). περίγελος: ρεζίλι, ο (κυριολ. ρεζίλης, ρεζίλι, το), θηλ. ρεζίλκα, η (κυριολ. ρεζίλισσα) π.χ. ε ντουνιαβάκε ρεζίλα κερντιλαµούς = του κόσµου οι περίγελοι γίναµε (βλ. και ρεζίλης, ρεζίλι, το). περιγελώ (µετβ. ρ.): πρασάβ π.χ. σα η ντουνιάβα πρασάλ τουτ = όλος ο κόσµος σε περιγελά. (βλ. και κοροϊδεύω, εµπαίζω). περιγράφω (προφορικά): (βλ. λέω). περίγυρος: τρουγιαλιπέ, ο περιδέραιο: γκερντάνο, ο π.χ. σσουκάρ σι κο γκερντάνο = ωραίο είναι το περιδέραιό σου. (βλ. και κολιέ). περιεχόµενο: α(ν)ντριπέ, ο (= εσωτερικό, το) (από το α(ν)ντρέ = µέσα). περιµένω (α) (αµετβ. και µετβ.ρ.): ασιγκιαράβ και ασσουγκιαράβ π.χ. κα ασιγκιαράβ τουτ = θα σε περιµένω, κας ασιγκιαρές; = ποιον περιµένεις;, ασσουγκιαράβ ο τιρένο = περιµένω το τρένο, ασιγκιαρντέµ τουτ, σόσκε ιν αβιλάν; = σε περίµενα, γιατί δεν ήρθες;, ο µανγκιπέ αβέλ, κάνα ιν ασιγκιαρές λες = η αγάπη έρχεται, όταν δεν την περιµένεις. (βλ. και αναµένω, προσδοκώ). περιµένω (β) (αµετβ. και µετβ.ρ.): µπεκλέαβ π.χ. κα µπεκλέαβ τουτ τε αβές = θα σε περιµένω να έρθεις. περιµένω (γ) (αµετβ. και µετβ.ρ.): βαρντισαράβ (σ.α. αναµένω, προσδοκώ, καρτερώ, προσµένω, φρουρώ) π.χ. µε τζαβ κοτέ τε βαρντισαράβ τουτ = εγώ πάω εκεί να σε περιµένω, βαρντισαρέν λεσκό κχερ

21 342 ε σσεραλέ = φρουρούν το σπίτι του οι αστυνοµικοί. περίοδος: ζαµάνο, ο (κυριολ. χρόνος, καιρός, εποχή) π.χ. καβά ζαµάνο νάι αµέν µπουτ µπουκί = αυτήν την περίοδο δεν έχουµε πολλή δουλειά. περίοδος (τα έµµηνα): πόγκι, η π.χ. αβιλί λακί πόγκι, νάι κχαµνί = ήρθε η περίοδος της, δεν είναι έγκυος. περιουσία: µανγκίν, ο (= εµπόρευµα, προϊόν) π.χ. κιρνό µανγκίν σι ντα κερές κουµά(ν)ντα; = δικιά σου περιουσία είναι και κάνεις κουµάντο; περιοχή: τχαν, ο π.χ. µπουτ σαπά σι κάι καβά τχαν = πολλά φίδια έχει αυτή η περιοχή. (βλ. και τόπος, µέρος, οικόπεδο, θέση). περίπαιγµα: µαϊτάπο και µαϊτάπι, ο (σ.α. χλευασµός) π.χ. µαϊταπέσκο µανούςς σοµ µε; = για περίπαιγµα άνθρωπος είµαι εγώ; Συνών. πρασαηπέ = κοροϊδία, εµπαιγµός, περιγέλασµα, νταλγκάβα = κοροϊδία (οµόηχο νταλγκάβα = κύµα). περιπαίζω (µετβ. ρ.): µαϊτάποκχελάβ και µαϊτάπι-κχελάβ (= περίπαιγµα παίζω) π.χ. σόσταρ κχελές-µαϊτάπο ε πφουρέ ροµέσα; = γιατί περιπαίζεις το γέρο άνθρωπο; (σ.α. χλευάζω) Συνών. πρασάβ = κοροϊδεύω, περιγελώ, εµπαίζω, νταλγκάβακχελάβ = κοροϊδεύω. περιπαικτικός (επίθ.): µαϊταπέσκο, -ι π.χ. µαϊταπέσκε πφερασά = περιπαικτικά λόγια. περίπατος: πφιριπέ, ο π.χ. τζαβ πφιριµάσκε = πάω για περίπατο, ινγκαράβ ε χουρντέν πφιριµάσκε = πηγαίνω τα παιδιά περίπατο. (βλ. και περπάτηµα, γύρα, βόλτα). περιποίηση (α): λατσχαριπέ, ο π.χ. ο λατσχαριπέ ε µπαλένγκο = η περιποίηση των µαλλιών. (βλ. και καλυτέρευση, βελτίωση, διόρθωση, ετοιµασία, γιατρειά). (λατσχαριπέ κυριολ. καλυτέρευση). περιποίηση (β): ιχτιµπάρι, ο π.χ. ιχτιµπάρι µανγκέν ε λουλουγκιά = περιποίηση θέλουν τα λουλούδια, ιχτιµπάρι µανγκέλ ο κχερ = περιποίηση θέλει το σπίτι. περιποιούµαι (α) (µετβ. ρ.): λατσχαράβ π.χ. λατσχαράβ µο µούι = περιποιούµαι το πρόσωπό µου. (βλ. και καλυτερεύω (µετβ.), βελτιώνω, διορθώνω, ετοιµάζω, γιατρεύω). (λατσχαράβ κυριολ. καλυτερεύω (µετβ.)). περιποιούµαι (β) (µετβ. ρ.): ιχτιµπάρι-κεράβ (= περιποίηση κάνω) π.χ. ιχτιµπάρι-κεράβ µε µισαφιρένγκε = περιποιούµαι τους φιλοξενούµενούς µου. περιποιηµένος (µτχ.): λατσχαρντό,-ί π.χ. σας βουραντό ντα λατσχαρντό = ήταν ντυµένος και περιποιηµένος. (βλ. και βελτιωµένος, διορθωµένος, έτοιµος). (λατσχαρντό κυριολ καλυτερευµένος*). περιπτεράς: µπαράνκατζίο, ο και θηλ. µπαράνκατζίκα, η. περίπτερο: µπαράνκα, η (σ.α. παράγκα) π.χ. τζαβ κάι µπαράνκα, τε κινάβ τζιγκάρε = πάω στο περίπτερο, να αγοράσω τσιγάρα. περίσσευµα: αρτµάκο, ο. περισσεύω (α) (αµετβ. ρ.): αρτίαβ

Υ ύβρις: (βλ. βρισιά). υβριστικός (α) (επίθ.):

Υ ύβρις: (βλ. βρισιά). υβριστικός (α) (επίθ.): 441 Υ ύβρις: (βλ. βρισιά). υβριστικός (α) (επίθ.): ακουσσιµάσκο,-ι π.χ. ακουσσιµάσκε όρµπε = υβριστικά λόγια. υβριστικός (β) (επίθ.): κουσσιµάσκο, -ι. υγεία: σαστιπέ, ο π.χ. (ευχή) ο Ντελ σαστιπέ, ζουραλιπέ

Διαβάστε περισσότερα

ψαγµένος (µτχ.): ψάθα: ψάθινος (επίθ.): ψαλιδάκι: ψαλίδι: ψαλιδίζω (µετβ. ρ.): ψαρίλα: ψαρίσιος (επίθ.): ψαλίδισµα: ψαλιδισµένος (µτχ.

ψαγµένος (µτχ.): ψάθα: ψάθινος (επίθ.): ψαλιδάκι: ψαλίδι: ψαλιδίζω (µετβ. ρ.): ψαρίλα: ψαρίσιος (επίθ.): ψαλίδισµα: ψαλιδισµένος (µτχ. 479 Ψ ψαγµένος (µτχ.): ροντό,-ί Αντίθ. µπιροντό = άψαχτος. ψάθα: ασΰρι, ο π.χ.οπρά ασΰρι πασστιάσας εβελντέν = πάνω στη ψάθα κοιµόµασταν παλιά. ψάθινος (επίθ.): ασΰρέσκο,-ι π.χ. ασϋρέσκι καρέκλα = ψάθινη

Διαβάστε περισσότερα

ζαβάδα: ζαβολιά: ζάρωµα: ζαβολιάρης (επίθ.): ζαρωµένος (µτχ.): ζαρωµένος (άκλ. επίθ.): ζακέτα: ζαλάδα

ζαβάδα: ζαβολιά: ζάρωµα:  ζαβολιάρης (επίθ.): ζαρωµένος (µτχ.): ζαρωµένος (άκλ. επίθ.): ζακέτα: ζαλάδα 176 Ζ ζαβάδα: (βλ. λόξα). ζαβολιά: αραµτζουλούκο, ο π.χ. νά κερ αραµτζουλούκο πφιρνορέα = µην κάνεις ζαβολιά πονηρούλη. ζαβολιάρης (επίθ.): αραµτζίο,-ίκα π.χ. νι κχελάβ τούσα, αραµτζίο σαν = δεν παίζω

Διαβάστε περισσότερα

νεκροταφείο: λιµόρα, ε (= νεκρότητα: (βλ. νέκρα). νέκρωµα: µουνταριπέ, ο

νεκροταφείο: λιµόρα, ε (= νεκρότητα: (βλ. νέκρα). νέκρωµα: µουνταριπέ, ο 289 Ν να (µορ.): ακ π.χ. ακ καβά σι = να, αυτός είναι, ακ, ο κχερ κάι πφενάβας τούκε = να, το σπίτι που σου έλεγα. να (σύνδ.): τε π.χ. µανγκάβ τε τζάβταρ = θέλω να φύγω, τε τζας τούντα = να πας κι εσύ,

Διαβάστε περισσότερα

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο 4 Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο Σεβάχ. Για να δει τον κόσμο και να ζήσει περιπέτειες.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα

Διαβάστε περισσότερα

βαθαίνω (αµετβ. ρ.): ντερίνικερντιάβ (= βαθύ κάνω).

βαθαίνω (αµετβ. ρ.): ντερίνικερντιάβ (= βαθύ κάνω). 100 Β βαδίζω (αµετβ. ρ.): πφιράβ (= αµετβ. περπατώ). βάδισµα: πφιριπέ, ο (= περπάτηµα). βάζο: βάζο, ο π.χ. κον πφαγκλά ο βάζο; = ποιος έσπασε το βάζο; βάζοµαι (αµετβ. ρ.): τχάµαν π.χ. νι λατζάς κάι τχόστουτ

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 «Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» (Φλώρινα - Μακεδονία Καύκασος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011

Διαβάστε περισσότερα

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό: Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό: - "Η πρώτη απάντηση είναι 1821, η δεύτερη Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και η τρίτη δεν ξέρουμε ερευνάται

Διαβάστε περισσότερα

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης)

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης) 22 Οκτωβρίου 2019 Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης) Θρησκεία / Κοινωνικά θέματα / Πνευματική ζωή «Είναι πολλά πράγματα, τα οποία ο άνθρωπος δεν τα γνωρίζει, ή, αν τα

Διαβάστε περισσότερα

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του: Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του: -Σότε, μ' απατάς; Ναι η Ου; - Ουουουου!!! Σοτός: Έλα να κάνουμε ερώτα μέχρι το πρωί Αννούλα: Σι λες ρε βλάκα,

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΕΓΓΟΝΟΣ: Παππού, γιατί προτιμάς να βάζεις κανέλα και όχι κύμινο στα σουτζουκάκια; ΠΑΠΠΟΥΣ: Το κύμινο είναι κομματάκι δυνατό. Κάνει τους ανθρώπους να κλείνονται

Διαβάστε περισσότερα

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας Πιστοποίηση Επάρκειας της Ελληνομάθειας 18 Ιανουαρίου 2013 A2 Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου Διάρκεια Εξέτασης 30 λεπτά Διάρκεια Εξέτασης 30 λεπτά Ερώτημα 1 (7 μονάδες) Διαβάζετε

Διαβάστε περισσότερα

ξεγελάστηκες; πφιρνό = έξυπνος, πονηρός) οδηγούµαι (β) (αµετβ. ρ.):

ξεγελάστηκες; πφιρνό = έξυπνος, πονηρός) οδηγούµαι (β) (αµετβ. ρ.): 311 O ο (άρθ. αρσεν.): ο π.χ. ο τζουκέλ = ο σκύλος. ογδοηκοστός (τακτ. αριθµ. επίθ.): οχτοντεσσουτνό,-ί. ογδόντα (άκλ. απόλ. αριθµ.): οχτόντεςς. όγδοος (τακτ. αριθµ. επίθ.): οχτουτνό,-ί. όγκος (α): πφουκιπέ,

Διαβάστε περισσότερα

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ Βάζει η δασκάλα εργασία για το σπίτι, να ρωτήσουν πως γεννιούνται τα παιδιά. - Μαμά, μαμά, λέει ο Σοτός μόλις πήγε σπίτι, η δασκάλα μας είπε να σας ρωτήσουμε πως γεννιούνται τα παιδιά. - Δεν μπορώ τώρα,

Διαβάστε περισσότερα

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα σαν κι αυτή μια νύχτα σαν κι αυτή θέλω να σου πω πόσο σ

Διαβάστε περισσότερα

Λιναρδάτου Θεοδώρα Μαρίνα του Γεράσιμου, 7 ετών

Λιναρδάτου Θεοδώρα Μαρίνα του Γεράσιμου, 7 ετών Λιναρδάτου Θεοδώρα Μαρίνα του Γεράσιμου, 7 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας, αλλά

Διαβάστε περισσότερα

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Εικόνες: Eύα Καραντινού Εικόνες: Eύα Καραντινού H Kοκκινοσκουφίτσα Mια φορά κι έναν καιρό, έμεναν σ ένα χωριουδάκι μια γυναίκα με το κοριτσάκι της, που φορούσε μια κόκκινη σκουφίτσα. Γι αυτό ο κόσμος την φώναζε Κοκκινοσκουφίτσα.

Διαβάστε περισσότερα

Κατερίνα: Αγόρασα μία φόρμα γυμναστικής. Πήρα ακόμα μία φούστα. Α και ένα ζευγάρι παπούτσια. Εσύ;

Κατερίνα: Αγόρασα μία φόρμα γυμναστικής. Πήρα ακόμα μία φούστα. Α και ένα ζευγάρι παπούτσια. Εσύ; Συγγραφέας: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ Α1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΑΓΟΡΑ Κατανόηση προφορικού λόγου Αγορά Μαρία:Κατερίνα! Γεια! Κατερίνα: Γεια σου Μαρία. Τι κάνεις; Μαρία: Καλά! Κι εσύ για ψώνια; Τι αγόρασες; Κατερίνα:

Διαβάστε περισσότερα

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142.

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142. Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: 1939 Αριθμός δίσκου: DT-142 http://rebetiko.sealabs.net/display.php?recid=5465 Θα πάρω, θα πάρω πένα και χαρτί, να γράφω, να γράφω ένα χρόνο,

Διαβάστε περισσότερα

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ Λέει ο Σοτός στη μαμά του: - Μαμά, έμαθα να προβλέπω το μέλλον! - Μπα; Κάνε μου μια πρόβλεψη! - Όπου να είναι θα έρθει ο γείτονας να μας πει να πληρώσουμε το τζάμι που του έσπασα!!! Ενώ ο πατέρας διαβάζει

Διαβάστε περισσότερα

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Ο Μικρός Πρίγκιπας έφτασε στη γη. Εκεί είδε μπροστά του την αλεπού. - Καλημέρα, - Καλημέρα, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, ενώ έψαχνε να βρει από πού ακουγόταν η

Διαβάστε περισσότερα

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους. Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους. Κάθεται στο παράθυρο του δωματίου της και σκέφτεται, στεναχωρημένη τους παλιούς της φίλους και συμμαθητές.

Διαβάστε περισσότερα

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας, αλλά θα έμεναν

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 [3] Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αφιερωμένο στον πατέρα μου Αλκιβιάδη Copyright

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο. ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ (Γ ΤΑΞΗ) ΟΝΟΜΑ; ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ ΜΕ ΜΙΑ ΛΕΞΗ (ρήμα) Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: ΜΕ ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΟΣΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΘΕΛΕΙΣ Βρέχει.

Διαβάστε περισσότερα

Playlist με τίτλο: Κώστας Κανούλας. Δημιουργήθηκε από georgina.levitikou στις 25 Ιανουαρίου 2016

Playlist με τίτλο: Κώστας Κανούλας. Δημιουργήθηκε από georgina.levitikou στις 25 Ιανουαρίου 2016 Playlist με τίτλο: Κώστας Κανούλας Δημιουργήθηκε από georgina.levitikou στις 25 Ιανουαρίου 2016 Κίτρινο σαμαροσκούτι :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: 1940 Αριθμός δίσκου: AO-2620 http://rebetiko.sealabs.net/display.php?recid=15115

Διαβάστε περισσότερα

ραβανί και ρεβανί: ραβδάκι: ραβδί: ραβδίζω (µετβ. ρ.): ράθυµος: ρακοσυλλέκτης: ράβδισµα: ραβδισµένος (µτχ.): ράβοµαι (α) (αµετβ. ρ.

ραβανί και ρεβανί: ραβδάκι: ραβδί: ραβδίζω (µετβ. ρ.): ράθυµος: ρακοσυλλέκτης: ράβδισµα: ραβδισµένος (µτχ.): ράβοµαι (α) (αµετβ. ρ. 371 Ρ ραβανί και ρεβανί: ρεβανί, η π.χ. χαλόµ εκ ρεβανί = έφαγα ένα ραβανί. ραβδάκι: ροβλιορί, η. ραβδί: ροβλί και ροβλίκ, η. ραβδίζω (µετβ. ρ.): ροβλιαράβ π.χ. µπεςς σσουκάρ, σόσκε κα ροβλιαράβ τουτ =

Διαβάστε περισσότερα

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301. Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: 1953 Αριθμός δίσκου: Kal-301 http://rebetiko.sealabs.net/display.php?recid=9248 Απόψε μες, απόψε μες στο καπηλειό που τα μπουζού-, που τα μπουζούκια

Διαβάστε περισσότερα

Μαματσή Μερόπη του Μιχαήλ, 9 ετών

Μαματσή Μερόπη του Μιχαήλ, 9 ετών Μαματσή Μερόπη του Μιχαήλ, 9 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας, αλλά θα έμεναν

Διαβάστε περισσότερα

Τσιαφούλης Λεωνίδας του Αριστείδη, 10 ετών

Τσιαφούλης Λεωνίδας του Αριστείδη, 10 ετών Τσιαφούλης Λεωνίδας του Αριστείδη, 10 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας, αλλά θα

Διαβάστε περισσότερα

Παναγιώτης Σκάρπας του Νικολάου, 13 ετών

Παναγιώτης Σκάρπας του Νικολάου, 13 ετών Παναγιώτης Σκάρπας του Νικολάου, 13 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας, αλλά θα

Διαβάστε περισσότερα

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας χωριάτης κι ήτανε φτωχός. Είχε ένα γάιδαρο και λίγα τάλαρα. Εσκέφτηκε τότε να βάλει τα τάλαρα στην ουρά του γαϊδάρου και να πάει να τον πουλήσει στο παζάρι στην πόλη. Έτσι

Διαβάστε περισσότερα

δάγκωµα: δαιµονισµένος (µτχ.): δαγκωµατιά: δαγκωµένος (µτχ.): δάκρυ: δαγκώνοµαι (αµετβ. ρ.): (υποκ.) δαγκώνω (µετβ. ρ.): δακρύζω (αµετβ. ρ.

δάγκωµα: δαιµονισµένος (µτχ.): δαγκωµατιά: δαγκωµένος (µτχ.): δάκρυ: δαγκώνοµαι (αµετβ. ρ.): (υποκ.) δαγκώνω (µετβ. ρ.): δακρύζω (αµετβ. ρ. 134 δάγκωµα: νταν(ν)ταλιπέ, ο. δαγκωµατιά: (βλ. δάγκωµα). δαγκωµένος (µτχ.): νταν- (ν)ταλντό. δαγκώνοµαι (αµετβ. ρ.): νταν- (ν)ταλάµαν και νταν(ν)τάλντιαβ. δαγκώνω (µετβ. ρ.): νταν(ν)ταλάβ π.χ. νταν(ν)ταλντά

Διαβάστε περισσότερα

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος» Ο εγωιστής γίγαντας Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης «Αλέξανδρος Δελμούζος» 2010-2011 Κάθε απόγευμα μετά από το σχολείο τα παιδιά πήγαιναν για να παίξουν στον κήπο του γίγαντα.

Διαβάστε περισσότερα

Μουτσάκης Κωνσταντίνος του Γεωργίου, 8 ετών

Μουτσάκης Κωνσταντίνος του Γεωργίου, 8 ετών Μουτσάκης Κωνσταντίνος του Γεωργίου, 8 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας, αλλά

Διαβάστε περισσότερα

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: 2007-2008 Τάξη: Γ 3 Όνομα: Η μύτη μου είναι μεγάλη. Όχι μόνο μεγάλη, είναι και στραβή. Τα παιδιά στο νηπιαγωγείο με λένε Μυτόγκα. Μα η δασκάλα τα μαλώνει: Δεν

Διαβάστε περισσότερα

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ 1 ο Νηπιαγωγείο Κυπαρισσίας Διαβάσαμε το παραμύθι: «ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΛΙΒΑΔΙ» Ερώτηση: ΠΟΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΕΧΟΝΤΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ; - Αυτοί

Διαβάστε περισσότερα

Το παραμύθι της αγάπης

Το παραμύθι της αγάπης Το παραμύθι της αγάπης Μια φορά και ένα καιρό, μια βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα παιδί τόσο άσχημο που σχεδόν δεν έμοιαζε για άνθρωποs. Μια μάγισσα που βρέθηκε σιμά στη βασίλισσα την παρηγόρησε με τούτα

Διαβάστε περισσότερα

Modern Greek Beginners

Modern Greek Beginners 2017 HIGHER SCHOOL CERTIFICATE EXAMINATION Modern Greek Beginners ( Section I Listening) Transcript Familiarisation Text Τι θέλεις να σπουδάσεις του χρόνου; Θέλω να γίνω φαρμακοποιός. Σε ποιο πανεπιστήμιο;

Διαβάστε περισσότερα

ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ. Με ρώτησε αν θέλω να πάω στο θέατρο.

ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ. Με ρώτησε αν θέλω να πάω στο θέατρο. ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1. Να βάλεις σε κύκλο την πρόταση που φανερώνει θαυμασμό. α. Αχ, να μπορούσα να έρθω μαζί σου! β. Τι ωραίο το ποδήλατό σου! γ. Πεθύμησα να φάω παγωτό. δ. Σταμάτα την γκρίνια αμέσως!

Διαβάστε περισσότερα

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας, αλλά θα

Διαβάστε περισσότερα

Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου

Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου 2018-2019 Τίτλος: Η κυρά-κακή και τα κακά της λόγια. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η κυρα-κακή. Ήταν γιαγιά και ζούσε σε ένα χωριό. Τη λέγανε κυρα-κακή

Διαβάστε περισσότερα

Λιουλης Χρήστος του Μελετίου, 8 ετών

Λιουλης Χρήστος του Μελετίου, 8 ετών Λιουλης Χρήστος του Μελετίου, 8 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας, αλλά θα έμεναν

Διαβάστε περισσότερα

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα. Ήρθε ένας νέος μαθητής στην τάξη. Όλοι τον αποκαλούν ο «καινούριος». Συμφωνείς; 1 Δεν είναι σωστό να μη φωνάζουμε κάποιον με το όνομά του. Είναι σαν να μην τον αναγνωρίζουμε. Σωστά. Έχει όνομα και με αυτό

Διαβάστε περισσότερα

Σταμελάκη Φωτεινή του Δημητρίου, 9 ετών

Σταμελάκη Φωτεινή του Δημητρίου, 9 ετών Σταμελάκη Φωτεινή του Δημητρίου, 9 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας, αλλά θα έμεναν

Διαβάστε περισσότερα

Από τα παιδιά της Α 2 τάξης

Από τα παιδιά της Α 2 τάξης Από τα παιδιά της Α 2 τάξης Καραγκιόζης: Καλημέρα Πασά μου. Πασάς: Καλημέρα Καραγκιόζη. Πού πας και είσαι τόσο βιαστικός; Καραγκιόζης: Πάω να βρω δουλειά. Πασάς: Τι δουλεία ξέρεις να κάνεις εσύ; Καραγκιόζης:

Διαβάστε περισσότερα

Δασκαλάκης Αντώνης του Ιωάννη, 8 ετών

Δασκαλάκης Αντώνης του Ιωάννη, 8 ετών Δασκαλάκης Αντώνης του Ιωάννη, 8 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας, αλλά θα έμεναν

Διαβάστε περισσότερα

Παρασκευή Κοσμέτου του Θεόδωρου, 11 ετών

Παρασκευή Κοσμέτου του Θεόδωρου, 11 ετών Παρασκευή Κοσμέτου του Θεόδωρου, 11 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας, αλλά θα

Διαβάστε περισσότερα

«Η νίκη... πλησιάζει»

«Η νίκη... πλησιάζει» «Η νίκη... πλησιάζει» έµµετρο θεατρικό για της 25 η Μαρτίου εµπνευσµένο απ το παραµύθι της Ευγενίας Φακίνου «Τα Ελληνάκια» www.mkitra.com 1 Πράξη Πρώτη Σκηνή 1η Βγαίνουν δύο αφηγήτριες. Μια φορά κι έναν

Διαβάστε περισσότερα

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ Α ΜΕΡΟΣ Μικρό, σύγχρονο οικογενειακό διαμέρισμα. Στο μπροστινό μέρος της σκηνής βλέπουμε δυο παιδικά δωμάτια, ένα στ αριστερά κι ένα στα δεξιά. Από το εσωτερικό τους καταλαβαίνουμε αμέσως ότι αριστερά

Διαβάστε περισσότερα

θαµπώνω (αµετβ. ρ.): τονούκικερντιάβ Αντίθ. σσϋρλάκι-κεράβ = γυαλίζω

θαµπώνω (αµετβ. ρ.): τονούκικερντιάβ Αντίθ. σσϋρλάκι-κεράβ = γυαλίζω 186 Θ θα (µορ.): κα π.χ. κα αβάβ µε ντα = θα έρθω κι εγώ, κα τζάβταρ = θα φύγω, ιν κα κερντόλ = δεν θα γίνει. θάβοµαι (αµετβ. ρ.): πραχοσάαβ και πραχοσάβαβ. θάβω (µετβ. ρ.): πραχοσαράβ π.χ. (µτφ.) πραχοσαρντέ

Διαβάστε περισσότερα

Ευθυμιάδη Άννα του Γεωργίου, 7 ετών

Ευθυμιάδη Άννα του Γεωργίου, 7 ετών Ευθυμιάδη Άννα του Γεωργίου, 7 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας, αλλά θα έμεναν

Διαβάστε περισσότερα

Σταμελάκη Αντωνία του Δημητρίου, 8 ετών

Σταμελάκη Αντωνία του Δημητρίου, 8 ετών Σταμελάκη Αντωνία του Δημητρίου, 8 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας, αλλά θα έμεναν

Διαβάστε περισσότερα

ταβάνι: τάκος: (υποκ.) ταγάρι: τακουνάκι: τακούνι: (υποκ.) ταγκό: τακτοποιηµένος (µτχ.): ταΐζοµαι (αµετβ. ρ.): ταΐζω (µετβ. ρ.

ταβάνι: τάκος: (υποκ.) ταγάρι: τακουνάκι: τακούνι: (υποκ.) ταγκό: τακτοποιηµένος (µτχ.): ταΐζοµαι (αµετβ. ρ.): ταΐζω (µετβ. ρ. 418 Τ ταβάνι: ταβάνο, ο π.χ. µακχάβ ο ταβάνο = βάφω το ταβάνι, τχάβντελ ο ταβάνο ε µπρουσσουµέσταρ = στάζει το ταβάνι από τη βροχή. (υποκ.) ταβανίσι, ο. ταγάρι: τράστα, η π.χ. α(ν)ντί τράστα σι ο µαρνό

Διαβάστε περισσότερα

Σακελλάρη Πελαγία του Εμμανουήλ, 12 ετών

Σακελλάρη Πελαγία του Εμμανουήλ, 12 ετών Σακελλάρη Πελαγία του Εμμανουήλ, 12 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας, αλλά θα

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ» 4 ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ 2015-2016 2 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ» «Πρόσεχε τι πετάς, είναι η

Διαβάστε περισσότερα

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω. 1 Εδώ και λίγες μέρες, ένα από τα πάνω δόντια μου κουνιόταν και εγώ το πείραζα με τη γλώσσα μου και μερικές φορές με πονούσε λίγο, αλλά συνέχιζα να το πειράζω. Κι έπειτα, χτες το μεσημέρι, την ώρα που

Διαβάστε περισσότερα

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: 1948 Αριθμός δίσκου: B-74149 http://rebetiko.sealabs.net/display.php?recid=6459 Με μαγεμένη την καρδιά, μπροστά στ' αστέρια, έχει ο νιος παραδοθεί, στα δυο της χέρια.

Διαβάστε περισσότερα

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές... 1.... εξ ουρανού... στο δωμάτιό του... ακατάστατο. Ακούει μουσική δυνατά... παίζει ηλεκτρική κιθάρα... χτυπιέται [πλάτη στο κοινό]... πόρτα κλειστή... ανοίγει... μπαίνει η μάνα του... σάντουιτς σε πιάτο...

Διαβάστε περισσότερα

γαλάζιος (άκλ. επίθ.): µαβί π.χ. µαβί γιακχά = γαλάζια µάτια. γαλακτόπιτα: σουτέσκιπλιτσί(ν)τα,

γαλάζιος (άκλ. επίθ.): µαβί π.χ. µαβί γιακχά = γαλάζια µάτια. γαλακτόπιτα: σουτέσκιπλιτσί(ν)τα, 114 Γ γαβγίζω: (βλ. ηχώ αµετβ.). γάζα (α): γάζα, η γάζα (β): γκάζα, η και κοτόρ, ο (κοτόρ κυριολ. ύφασµα, πανί) π.χ. λιόµ γκάζα τε πφά(ν)νταβ µο βας = πήρα γάζα να δέσω το χέρι µου. γάζωµα: (βλ. ράψιµο).

Διαβάστε περισσότερα

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ Διασκευή για Παιδικό Θέατρο Χαραμή Ευγενία Αύγουστος 2008 Επικοινωνία: echarami@yahoo.gr Περιεχόμενα ΕΙΚΟΝΑ 1- Ένα ορφανό στα σκαλιά της Εκκλησιάς...3 ΕΙΚΟΝΑ 2- Οι καμπάνες...7 ΕΙΚΟΝΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ 1η Σελίδα Η Γιώτα θα πάει για πρώτη φορά κατασκήνωση. Φαντάζεται πως θα περάσει πολύ άσχημα μακριά από τους γονείς και τα παιχνίδια της για μια ολόκληρη εβδομάδα. Αγχώνεσαι ή νοιώθεις άβολα όταν είσαι

Διαβάστε περισσότερα

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ Παραδείγματα με συμπληρωμένα Φύλλα εργασίας Φύλλο εργασίας Α α. Συμπληρώστε τον παρακάτω πίνακα, χρησιμοποιώντας τη φαντασία σας. Δώστε ταυτότητα στο παιδί της φωτογραφίας. Όνομα Ίντιρα Ηλικία

Διαβάστε περισσότερα

Κεσίσογλου Παρθενία Θεοφανία του Ιορδάνη, 10 ετών

Κεσίσογλου Παρθενία Θεοφανία του Ιορδάνη, 10 ετών Κεσίσογλου Παρθενία Θεοφανία του Ιορδάνη, 10 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ. Σκηνή 1 η

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ. Σκηνή 1 η ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ Σκηνή 1 η Το σπίτι του ακατάστατο. Μπαίνει η υπηρέτρια κι από πίσω μπαίνει ο. Κάθε πρωί η ίδια ιστορία. `Ερχεστε και μας βρίσκετε με την κρέμα ημέρας. Ορίστε, δεν πρόλαβα ούτε να την απλώσω

Διαβάστε περισσότερα

ταν ήμουνα μικρή, σαν κι εσάς και πιο μικρή, ο παππούς μου μου έλεγε παραμύθια για νεράιδες και μάγισσες, στοιχειωμένους πύργους, δράκους και ξωτικά. Εγώ φοβόμουν πολύ και τότε εκείνος μου έσφιγγε το χέρι

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΠΕΔΟ 3-4 ( )

ΕΠΙΠΕΔΟ 3-4 ( ) 1 ΕΠΙΠΕΔΟ 3-4 (2017-18) Διαβάστε το κείμενο «Ο ποντικός και η κόρη του» και απαντήστε τις ερωτήσεις 1-7. Μια φορά ήταν ένας ποντικός κι είχε µια κόρη πολύ όµορφη. Ήθελε να την παντρέψει, µα δεν ήθελε να

Διαβάστε περισσότερα

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου ISBN: 978-618-5144-54-8 Εκδόσεις Vakxikon.gr Βιβλιοπωλείο του Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλ. 210 3637867 info@vakxikon.gr www.vakxikon.gr 2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου Σειρά:

Διαβάστε περισσότερα

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 2 5 Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ 1 Y Π Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Ο Π Α Ι Δ Ε Ι Α Σ Κ Α Ι Θ Ρ Η Σ Κ Ε Υ Μ Α

Διαβάστε περισσότερα

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 5 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 5 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ -Μέτρα μέχρι το 20, Σοτό να δείξεις του θείου που λέει ότι κάνεις κοπάνα απ το σχολείο και χαρτοπαίζεις... -Ένα, δυο, τρία, τέσσερα, πέντε... -Μπράβο, αγόρι μου, συνέχισε... -Έξι, εφτά, οχτώ, εννέα, δέκα...

Διαβάστε περισσότερα

Βούλα Μάστορη. Ένα γεμάτο μέλια χεράκι

Βούλα Μάστορη. Ένα γεμάτο μέλια χεράκι 1 Σειρά Σπουργιτάκια Εκδόσεις Πατάκη Ένα γεμάτο μέλια χεράκι Βούλα Μάστορη Εικονογράφηση: Σπύρος Γούσης Σελ. 91 Δραστηριότητες για Γ & Δ τάξη Συγγραφέας: Η Βούλα Μάστορη γεννήθηκε στο Αγρίνιο. Πέρασε τα

Διαβάστε περισσότερα

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα» Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1 «Εμείς, τα παιδιά της Ε1 τάξης, κάναμε μερικά έργα με θέμα τους πρόσφυγες, για να εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας σ αυτούς τους κυνηγημένους ανθρώπους. Τους κυνηγάει ο πόλεμος

Διαβάστε περισσότερα

Γιατί πρέπει να κάνω εμβόλια;

Γιατί πρέπει να κάνω εμβόλια; Για τους μικρούς μας φίλους Γιατί πρέπει να κάνω εμβόλια; Σε ύ Είµαι το µικρόβιο. Μου αρέσει να κάνω τα µικρά παιδιά να αρρωσταίνουν. Εγώ και η οικογένειά µου βρισκόµαστε παντού στο περιβάλλον που ζεις,

Διαβάστε περισσότερα

The G C School of Careers

The G C School of Careers The G C School of Careers ΔΕΙΓΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟΥ ΔΟΚΙΜΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ Δ ΤΑΞΗ Χρόνος: 1 ώρα και 30 λεπτά Αυτό το γραπτό αποτελείται από 6 σελίδες, συμπεριλαμβανομένης και αυτής. Να απαντήσεις σε

Διαβάστε περισσότερα

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή Αγγελική Δαρλάση Το παλιόπαιδο Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή σε όλους αυτούς που οραματίστηκαν έναν καλύτερο κόσμο και προσπαθούν για να γίνει, έστω και λίγο, καλύτερος 6 «Φτώχεια δεν είναι μόνο η έλλειψη

Διαβάστε περισσότερα

Συγγραφή: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ: A1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ. ΑΠΟ:

Συγγραφή: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ: A1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ. ΑΠΟ: Συγγραφή: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ: A1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΑΠΟ: alexandra2005@yahoo.gr ΠΡΟΣ:elenitsasiop@gmail.com ΘΕΜΑ: Κυριακή, στο σπίτι μου! 1 Άσκηση

Διαβάστε περισσότερα

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ» «Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ» ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1 ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ τι πιστεύω για την εξαφάνιση, αλλά δώσε μου λίγο χρόνο. Όχι,

Διαβάστε περισσότερα

λάβα: λαβίδα: λαβωµένος: λαβώνω: λαγάνα: λαγίσιος (επίθ.): λαθεµένος: λάθος (α): λαγός: λάθος (β): λαγοτόµαρο:

λάβα: λαβίδα: λαβωµένος: λαβώνω: λαγάνα: λαγίσιος (επίθ.): λαθεµένος:  λάθος (α): λαγός: λάθος (β): λαγοτόµαρο: 244 Λ λάβα: ζΰλτι, ο λαβίδα: κλιάστο, ο (βλ. και τσιµπίδα). λαβωµένος: (βλ. τραυµατισµένος). λαβώνω: (βλ. τραυµατίζω). λαγάνα: πάζλαµαβα, η. λαγίσιος (επίθ.): σσοσσοϊανό, -ί π.χ. λεσκέ ντα(ν)ντά σι σαρ

Διαβάστε περισσότερα

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει... Ο γιος του ψαρά κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει... ια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ψαράς που δεν είχε παιδιά. Κάποια μέρα, εκεί που πήγαινε με

Διαβάστε περισσότερα

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love) http://hallofpeople.com/gr.php?user=κοέν%20λέοναρντ ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ Στίχοι τραγουδιών του Από το http://lyricstranslate.com/el/leonard-cohen-lyrics.html (Ain t no cure for love) Σε αγαπούσα για πολύ, πολύ

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 «Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» (Πόντος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια

Διαβάστε περισσότερα

Θα κάνω δίαιτα! Τι κάνει η Χριστίνα; Τι σκέφτεται;

Θα κάνω δίαιτα! Τι κάνει η Χριστίνα; Τι σκέφτεται; 6. Τι κάνει η Χριστίνα; Τι σκέφτεται; Θα κάνω δίαιτα! Χριστίνα: Μαμά, γιατί έπλυνες το παλιό τζιν; Μαμά: Δεν το έπλυνα, αγάπη μου. Είναι στην ντουλάπα σου εδώ κι ένα μήνα. Χριστίνα: Δεν είναι δυνατό! Ενάμισι

Διαβάστε περισσότερα

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ Ήταν ο Σοτός στην τάξη και η δασκάλα σηκώνει την Αννούλα στον χάρτη και τη ρωτάει: Αννούλα, βρες μου την Αμερική. Σην βρίσκει η Αννούλα και ρωτάει μετά τον Σοτό η δασκάλα: -Σοτέ, ποιος ανακάλυψε την Αμερική;

Διαβάστε περισσότερα

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ Μη µου µιλάς γι' αυτά που ξεχνάω Μη µε ρωτάς για καλά κρυµµένα µυστικά Και µε κοιτάς... και σε κοιτώ... Κι είναι η στιγµή που δεν µπορεί να βγεί απ' το µυαλό Φυσάει... Κι είναι

Διαβάστε περισσότερα

17.Α.ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 1 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

17.Α.ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 1 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ Μια φορά η δασκάλα του Τοτού του είπε να γράψει 3 προτάσεις. Όταν πήγε σπίτι του ρωτάει τη μαμά του που έκανε δουλειές: - Μαμά πες μου μια πρόταση. - Άσε με τώρα, δεν μπορώ. Ο Τοτός τη γράφει. Μετά πηγαίνει

Διαβάστε περισσότερα

Διαγνωστικό Δοκίμιο. Όνομα: Ημερομηνία: Η εβδομάδα του κυρίου Νικολάου

Διαγνωστικό Δοκίμιο. Όνομα: Ημερομηνία: Η εβδομάδα του κυρίου Νικολάου Διαγνωστικό Δοκίμιο Στ Τάξη Όνομα: Ημερομηνία: 1. Διάβασε το κείμενο και απάντησε στις ερωτήσεις. Η εβδομάδα του κυρίου Νικολάου Ο κύριος Νικολάου είναι δικηγόρος. Είναι πολύ δραστήριος. Κάθε πρωί ξυπνά

Διαβάστε περισσότερα

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας ΘΥΜΑΜΑΙ; Πρόσωπα Ήρωας: Λούκας Αφηγητής 1: Φράνσις Παιδί 1: Ματθαίος Παιδί 2: Αιµίλιος Βασίλης (αγόρι):δηµήτρης Ελένη (κορίτσι): Αιµιλία Ήλιος: Περικλής Θάλασσα: Θεοδώρα 2 ΘΥΜΑΜΑΙ; CD 1 Ήχος Θάλασσας Bίντεο

Διαβάστε περισσότερα

Μιχάλη Αναστασία του Ιωάννη, 12 ετών

Μιχάλη Αναστασία του Ιωάννη, 12 ετών Μιχάλη Αναστασία του Ιωάννη, 12 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας, αλλά θα έμεναν

Διαβάστε περισσότερα

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. '' 1. '' Τίποτα δεν είναι δεδομένο. '' 2. '' Η μουσική είναι η τροφή της ψυχής. '' 3. '' Να κάνεις οτι έχει νόημα για σένα, χωρίς όμως να παραβιάζεις την ελευθερία του άλλου. '' 4. '' Την πραγματική μόρφωση

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ g Μια ιστορία για µικρούς και µεγάλους ένα παραµύθι τεχνολογίας και ζαχαροπλαστικής. ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ Μια ιστορία της. Λίνα ΣΤΑΡ!!! Τ.Ε.Ε. ΕΙ ΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΥΡΟΥ Μαθήτρια: Λίνα Βαρβαρήγου (Λίνα

Διαβάστε περισσότερα

Σταματέλου Πηνιώ του Ανδρέα, 14 ετών

Σταματέλου Πηνιώ του Ανδρέα, 14 ετών Σταματέλου Πηνιώ του Ανδρέα, 14 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας, αλλά θα έμεναν

Διαβάστε περισσότερα

Μυλωνάκη Εμμανουέλα του Ιωάννη, 9 ετών

Μυλωνάκη Εμμανουέλα του Ιωάννη, 9 ετών Μυλωνάκη Εμμανουέλα του Ιωάννη, 9 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας, αλλά θα έμεναν

Διαβάστε περισσότερα

O ΣΚΡΟΥΤΖ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

O ΣΚΡΟΥΤΖ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ O ΣΚΡΟΥΤΖ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ Σκρουτζ, κυρίες του Φιλανθρωπικού Σωματείου, παιδιά που λένε τα κάλαντα, οι συγγενείς του Εμπενίζερ Σκρουτζ, το πνεύμα των προηγούμενων

Διαβάστε περισσότερα

Test Unit 1 Match 4 Match 3 Example: Complete: η, το 3 Example:

Test Unit 1 Match 4 Match 3 Example: Complete: η, το 3 Example: Test Unit 1 Σύνολο: /20 1 Match Βαθμοί: 4 2 Match Βαθμοί: 3 1. Μ κ 2. Α ω 3. Κ ε 4. Λ μ 5. Η α 6. Ω υ 7. Ν λ 8. Ε ν 9. Υ η Example: η μαμά 1. το νερό 2. το μήλο 3. το λεμόνι 4. η καρέκλα 5. η κότα 6. το

Διαβάστε περισσότερα

Κατανόηση προφορικού λόγου

Κατανόηση προφορικού λόγου Β1 (25 μονάδες) Διάρκεια: 25 λεπτά Ερώτημα 1 Θα ακούσετε δύο (2) φορές έναν συγγραφέα να διαβάζει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του με θέμα τη ζωή του παππού του. Αυτά που ακούτε σας αρέσουν, γι αυτό κρατάτε

Διαβάστε περισσότερα

Εμμανουηλίδου Κατερίνα του Θωμά, Κωνσταντινίδου Ραφαηλία του Συμεών, Παπανικολάου Απόστολος του Γεωργίου, Κούτριος Ραφαήλ του Κων/νου, 9 ετών

Εμμανουηλίδου Κατερίνα του Θωμά, Κωνσταντινίδου Ραφαηλία του Συμεών, Παπανικολάου Απόστολος του Γεωργίου, Κούτριος Ραφαήλ του Κων/νου, 9 ετών Εμμανουηλίδου Κατερίνα του Θωμά, Κωνσταντινίδου Ραφαηλία του Συμεών, Παπανικολάου Απόστολος του Γεωργίου, Κούτριος Ραφαήλ του Κων/νου, 9 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν

Διαβάστε περισσότερα

Γραικίνης Γεώργιος-Εμμανουήλ του Αναστάσιου, 6 ετών

Γραικίνης Γεώργιος-Εμμανουήλ του Αναστάσιου, 6 ετών Γραικίνης Γεώργιος-Εμμανουήλ του Αναστάσιου, 6 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας,

Διαβάστε περισσότερα

Μπιάζη Σίσσυ του Κωνσταντίνου, 10 ετών

Μπιάζη Σίσσυ του Κωνσταντίνου, 10 ετών Μπιάζη Σίσσυ του Κωνσταντίνου, 10 ετών Γίνεται Πάσχα χωρίς κόκκινα αυγά; Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου Όταν έμαθα ότι για πρώτη φορά ο παππούς και η γιαγιά δεν θα έρχονταν να κάνουν Πάσχα μαζί μας, αλλά θα έμεναν

Διαβάστε περισσότερα

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ page 1 / 5 1)ΠΗΡΕ ΦΩΤΙΑ Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ 2)ΕΠΙΤΗΔΕΣ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ 3)ΔΕΝ ΑΝΟΙΓΟΥΝΕ ΔΥΟ ΠΟΡΤΕΣ 4)ΤΑ 'ΠΑΙΞΑ ΟΛΑ 5)ΠΩΣ ΤΡΕΛΑΙΝΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ 6)ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΣΟΥ ΘΑ ΣΠΑΣΩ 7)ΤΑ ΚΡΙΝΑ ΚΑΙ ΤΑ

Διαβάστε περισσότερα