Κυριάκος Φιλίνης. «Η διστακτική μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας: »

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Κυριάκος Φιλίνης. «Η διστακτική μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας: »"

Transcript

1 Κυριάκος Φιλίνης «Η διστακτική μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας: » Διατριβή που υποβλήθηκε στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Αθήνα, 2012

2

3 Κυριάκος Φιλίνης «Η διστακτική μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας: » Διατριβή που υποβλήθηκε στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Συμβουλευτική επιτροπή Καθηγητής Λουκάς Τσούκαλης (επιβλέπων) Αναπληρωτής καθηγητής Αντώνης Κόντης Λέκτορας Νίκος Κουτσιαράς Αθήνα, 2012

4

5 Στους γονείς μου.

6

7 Θα ήθελα να ευχαριστήσω όσους συνέβαλαν στην ολοκλήρωση της διδακτορικής διατριβής μου. Ευχαριστώ τον επιβλέποντα καθηγητή Λουκά Τσούκαλη για τις εύστοχες παρατηρήσεις και τις χρήσιμες προτάσεις του. Ευχαριστώ, επίσης, τον αναπληρωτή καθηγητή Αντώνη Κόντη που μετείχε στη συμβουλευτική επιτροπή, αλλά και για τις παρατηρήσεις του. Πρώτα απ όλα, όμως, ευχαριστώ θερμά το δάσκαλο και καθηγητή μου Νίκο Κουτσιαρά, που με τις συμβουλές, υποδείξεις και παροτρύνσεις του συνέβαλε, καθοριστικά, στην εκπόνηση της διατριβής μου. Θα ήθελα να ευχαριστήσω το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών που μου έδωσε τη δυνατότητα να εκπονήσω τη διατριβή, αλλά και για τις ευκαιρίες που μου προσέφερε. Θερμές ευχαριστίες οφείλω στη Λυδία Αβράμη για την στήριξή της.

8

9 Κατάλογος πινάκων και γραφημάτων i-vi Ακρώνυμα vii-viii ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Εισαγωγή 1-10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Οι Ευρωπαϊκές αγορές εργασίας: επιδόσεις και (προσδοκώμενες) επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας 2.1 Εισαγωγή Οι επιδόσεις της αγοράς εργασίας και οι (προσδοκώμενες) επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας Η Νομοθεσία Προστασίας της Απασχόλησης (ΝΠΑ) Οι Ενεργητικές Πολιτικές Απασχόλησης (ΕΠΑ) Το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας Το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων Η φορολόγηση της εργασίας Το σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών Σύνοψη 76 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Οι στρατηγικές απασχόλησης και ο απολογισμός της θεσμικής μεταρρύθμισης των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας Εισαγωγή Η εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Απασχόλησης Στρατηγική Απασχόλησης του ΟΟΣΑ vs. Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Απασχόλησης Ο απολογισμός της θεσμικής μεταρρύθμισης των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας Σύνοψη 121 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Θεσμική αλλαγή έναντι σταθερότητας: θεωρητικές ερμηνείες Εισαγωγή Η νομική θεωρία (legal theory) Η προσέγγιση της αποτελεσματικότητας των θεσμών (efficient institutions view) Η προσέγγιση της κοινωνικής σύγκρουσης (social conflict view) Τα μοντέλα οργάνωσης της αγοράς εργασίας και η θεωρία του μονοπατιού εξάρτησης (path 136 dependence theory) 4.6 Οι προσδιοριστικοί παράγοντες της διαμόρφωσης των μονοπατιών εξάρτησης Σύνοψη 171 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Ο εντοπισμός των ικανών ή/και αναγκαίων συνθηκών του μεταρρυθμιστικού δισταγμού με τη χρήση της Ποιοτικής Συγκριτικής Ανάλυσης (Qualitative Comparative Analysis-QCA) 5.1 Εισαγωγή Η Ποιοτική Συγκριτική Ανάλυση Τα σύνολα ασαφούς λογικής (fuzzy sets) Οι ικανές και οι αναγκαίες συνθήκες Οι δείκτες συνέπειας και κάλυψης των ικανών και των αναγκαίων συνθηκών 200

10 5.1.5 Ο πίνακας αλήθειας Η ποιοτική συγκριτική ανάλυση και η περιπτωσιολογική έρευνα Οι ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες της διστακτικής μεταρρύθμισης των ευρωπαϊκών αγορών 219 εργασίας Οι ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες της μεταρρύθμισης του συστήματος αποζημίωσης των 222 ανέργων Οι ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες της μεταρρύθμισης της ΝΠΑ Οι ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες της μεταρρύθμισης των ΕΠΑ Οι ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες της μεταρρύθμισης του συστήματος διαπραγμάτευσης των 266 μισθών 5.3 Ο ορισμός του μεταρρυθμιστικού δισταγμού Η περιπτωσιολογική έρευνα και η επιλογή των περιπτώσεων Σύνοψη 303 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Οι περιπτώσεις έρευνας: Γερμανία, ΗΒ, Δανία και Ελλάδα Εισαγωγή Θεσμοί και επιδόσεις : Γερμανία, ΗΒ, Δανία και Ελλάδα Η αγορά εργασίας της Γερμανίας Οι θεσμοί της γερμανικής αγοράς εργασίας Η πολιτική οικονομία των θεσμών της γερμανικής αγοράς εργασίας Η αγορά εργασίας του ΗΒ Η περίοδος Θάτσερ: η απορρύθμιση της βρετανικής αγοράς εργασίας Ο «Τρίτος δρόμος» Η πολιτική οικονομία του βρετανικού μοντέλου οργάνωσης της αγοράς εργασίας Η αγορά εργασίας της Δανίας Η πολιτική οικονομία του μοντέλου της ευελασφάλειας Η αγορά εργασίας της Ελλάδας Η περίοδος Η πολιτική οικονομία των θεσμών της ελληνικής αγοράς εργασίας 383 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Συμπεράσματα ΕΠΙΜΥΘΙΟ Οικονομική κρίση: επιδόσεις και μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας της Γερμανίας, του ΗΒ, της Δανίας και της Ελλάδας ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

11 ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ Γράφημα 2.1: Ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης, ποσοστά απασχόλησης, ανεργίας συμμετοχής στο 13 εργατικό δυναμικό στην ΕΕ-14 ( ) (%) Γράφημα 2.2: Η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό στην ΕΕ-14 και η διάρθρωσή της ανά φύλο ( ) Γράφημα 2.3: Η συνολική απασχόληση και η διάρθρωσή της ανά φύλο στην ΕΕ ) 18 Γράφημα 2.4 : Η προσωρινή απασχόληση στην ΕΕ-14 ( ) 20 Γράφημα 2.5: Η μερική απασχόληση στην ΕΕ-14 ( ) 21 Γράφημα 2.6: Η ανεργία στην ΕΕ-14 και η διάρθρωσή της ανά φύλο ( ) 23 Γράφημα 2.7: Η εξέλιξη της ανεργίας στην Ισπανία, την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Αυστρία, τη Φινλανδία 24 και τη Σουηδία Γράφημα 2.8: Η καμπύλη Beveridge στην Γερμανία ( ) 27 Γράφημα 2.9: Η καμπύλη Beveridge στο ΗΒ ( ) 27 Γράφημα 2.10: Η καμπύλη Beveridge στην Ισπανία ( ) 27 Γράφημα 2.11: Η καμπύλη Beveridge στην Σουηδία ( ) 27 Γράφημα 2.12: Η παραγωγικότητα της εργασίας και ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στην ΕΕ ( ) Γράφημα 2.13: Οι πολιτικές απασχόλησης 44 Γράφημα 3.1: Οι τυπικές αποκλίσεις των ποσοστών απασχόλησης, ανεργίας και μακροχρόνιας ανεργίας 90 ( ) Γράφημα 3.2: Η ΕΣΑ 95 Γράφημα 3.3: Η πορεία προς την ΕΣΑ (βασικοί σταθμοί) 96 Γράφημα 5.1: Η ΠΣΑ vs. συμβατικών ποσοτικών μεθόδων (ΙΙ) 177 Γράφημα 5.2: Η ΠΣΑ vs. συμβατικών ποσοτικών μεθόδων (ΙV) 180 Γράφημα 5.3: Σαφή vs. ασαφών συνόλων 182 Γράφημα 5.4: Η ποιοτική και η ποσοτική διάσταση της ΠΣΑ 185 Γράφημα 5.5: Η αναγωγή μιας μεταβλητής στην κλίμακα 0-1, βάσει της κατανομής της μεταβλητής 188 (παράδειγμα) Γράφημα 5.6: Η αναγωγή μιας μεταβλητής στην κλίμακα 0-1, βάσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των 189 περιπτώσεων (παράδειγμα) Γράφημα 5.7: Οι αναγκαίες συνθήκες: 192 Γράφημα 5.8: Οι ικανές συνθήκες 192 Γράφημα 5.9: Οι ικανές και αναγκαίες συνθήκες 193 Γράφημα 5.10: Τα σύνολα ασαφούς λογικής και οι αναγκαίες συνθήκες 195 Γράφημα 5.11: Τα σύνολα ασαφούς λογικής και οι ικανές συνθήκες 197 Γράφημα 5.12: Τα σύνολα ασαφούς λογικής και οι ικανές και αναγκαίες συνθήκες 199 Γράφημα 5.13: Ο δείκτης συνέπειας ικανών συνθηκών=1 (παράδειγμα) 202 Γράφημα 5.14: Ο δείκτης συνέπειας ικανών συνθηκών<1 (παράδειγμα) 203 Γράφημα 5.15: Υψηλός δείκτης κάλυψης (παράδειγμα) 205 Γράφημα 5.16: Χαμηλός δείκτης κάλυψης ικανών συνθηκών (παράδειγμα) 205 Γράφημα 5.17: Δείκτης συνέπειας αναγκαίων συνθηκών (παράδειγμα) 207 Γράφημα 5.18: Δείκτης συνέπειας αναγκαίων συνθηκών (παράδειγμα) 207 Γράφημα 5.19: Υψηλός δείκτης κάλυψης αναγκαίων συνθηκών (παράδειγμα) 209 Γράφημα 5.20: Χαμηλός δείκτης κάλυψης αναγκαίων συνθηκών (παράδειγμα) 209 Γράφημα 5.21: Υψηλός δείκτης συνέπειας και χαμηλός δείκτης κάλυψης ικανών συνθηκών 210 Γράφημα 5.22: Υψηλός δείκτης συνέπειας και χαμηλός δείκτης κάλυψης αναγκαίων συνθηκών 211 Γράφημα 5.23: Ο δείκτης κάλυψης και η συνέπεια των ικανών συνθηκών 212 Γράφημα 5.24: Οι πιθανοί συνδυασμοί των επεξηγηματικών παραγόντων που περιλαμβάνονται στον 214 πίνακα αλήθειας Γράφημα 5.25: Συγκριτική ποιοτική ανάλυση και περιπτωσιολογική έρευνα 218 i

12 Γράφημα 5.26: Οι βαθμοί ένταξης της Σουηδίας της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας και της 298 Ολλανδίας στα σύνολα ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρο (fsunben), η ΝΠΑ ήπια (fsepl), οι μισθοί διαπραγματεύονται σε αποκεντρωμένο επίπεδο (fswb) και οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι υψηλές (fsalmp) Γράφημα 5.27: Οι βαθμοί ένταξης του ΗΒ, της Ιρλανδίας και της Ιταλίας στα σύνολα ασαφούς λογικής 299 των αγορών εργασίας, στις οποίες το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρο (fsunben), η ΝΠΑ ήπια (fsepl), οι μισθοί διαπραγματεύονται σε αποκεντρωμένο επίπεδο (fswb) και οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι υψηλές (fsalmp) Γράφημα 5.28: Οι βαθμοί ένταξης της Φινλανδίας, της Δανίας και του Βελγίου στα σύνολα ασαφούς 301 λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρο (fsunben), η ΝΠΑ ήπια (fsepl), οι μισθοί διαπραγματεύονται σε αποκεντρωμένο επίπεδο (fswb) και οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι υψηλές (fsalmp) Γράφημα 5.29: Οι βαθμοί ένταξης της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας στα σύνολα ασαφούς 302 λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρο (fsunben), η ΝΠΑ ήπια (fsepl), οι μισθοί διαπραγματεύονται σε αποκεντρωμένο επίπεδο (fswb) και οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι υψηλές (fsalmp) Γράφημα 6.1: Αντιστοιχία των προσόντων των εργαζομένων με αυτά που απαιτούντα για την κάλυψη της 316 θέσης εργασίας (2000) Γράφημα 6.2: Οι επιδόσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στον τομέα των μεταρρυθμίσεων στις αγορές 317 εργασίας τους ( ) Γράφημα 6.3: Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης της γερμανικής οικονομίας 323 Γράφημα 6.4: Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης του ΗΒ 338 Γράφημα 6.5: Το χρυσό τρίγωνο 354 Γράφημα 6.6: Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στη Δανία 356 Γράφημα 6.7: Ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας 373 ΠΙΝΑΚΕΣ Πίνακας 2.1: Οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης στην ΕΕ Πίνακας 2.2: Τα ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό στην ΕΕ-14 και στις ΗΠΑ 15 Πίνακας 2.3: Τα ποσοστά απασχόλησης στην ΕΕ-14 και στις ΗΠΑ(% πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας ετών) 17 Πίνακας 2.4: Τα ποσοστά προσωρινής απασχόλησης στην ΕΕ-14 (% συνολικού αριθμού εργαζομένων) 19 Πίνακας 2.5: Τα ποσοστά μερικής απασχόλησης στην ΕΕ-15 και στις ΗΠΑ (% συνολικής απασχόλησης) 21 Πίνακας 2.6: Οι μέσες ετήσιες ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο 22 Πίνακας 2.7: Τα ποσοστά ανεργίας στην ΕΕ-14 και στις ΗΠΑ (% εργατικού δυναμικού) 25 Πίνακας 2.8: Η μακροχρόνια ανεργία στην ΕΕ-14 και στις ΗΠΑ (% συνολικής ανεργίας) 26 Πίνακας 2.9: Ετήσια ποσοστιαία μεταβολή της παραγωγικότητας της εργασίας στην ΕΕ-14 (%) 29 Πίνακας 2.10: Το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας στην ΕΕ-15 ( ) 30 Πίνακας 2.11: Ετήσια ποσοστιαία μεταβολή της πραγματικής αμοιβής της εργασίας στην ΕΕ-14 (%, 31 αποπληθωριστής ΑΕΠ) Πίνακας 2.12: Οι ΕΠΑ εκφρασμένες σε μονάδες ισοδύναμου αγοραστικής δύναμης (ΡΡΡ) προς τον 46 αριθμό των ατόμων που επιθυμούν να εργασθούν Πίνακας 2.13: Οι ΠΠΑ εκφρασμένες σε μονάδες ισοδύναμου αγοραστικής δύναμης (ΡΡΡ) προς τον 46 αριθμό των ατόμων που επιθυμούν να εργασθούν Πίνακας 2.14: Οι δαπάνες για ΕΠΑ (%ΑΕΠ) 47 Πίνακας 2.15: Οι δαπάνες για ΠΠΑ (%ΑΕΠ) 47 Πίνακας 2.16: Τα καθαρά ποσοστά αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας και η διάρκεια χορήγησης τους 57 Πίνακας 2.17: Η φορολόγηση της εργασίας (%) 62 Πίνακας 2.18: Τα ποσοστά συμμετοχής των εργαζομένων στα εργατικά συνδικάτα 68 ii

13 Πίνακας 2.19: Το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών στις ευρωπαϊκές χώρες 69 Πίνακας 3.1: Οι θέσεις των κρατών μελών στη Διακυβερνητική Διάσκεψη του 1996 για τη Συνθήκη του Άμστερνταμ Πίνακας 3.2: Απόκλιση από τον ενδιάμεσο στόχο της συνολικής απασχόλησης (67% έως το 2005) 87 Πίνακας 3.3: Απόκλιση από το στόχο της συνολικής απασχόλησης (70% έως το 2010) 88 Πίνακας 3.4: Απόκλιση από τον ενδιάμεσο στόχο της απασχόλησης των γυναικών (57% έως το 2005) 88 Πίνακας 3.5: Απόκλιση από το στόχο της απασχόλησης των γυναικών (60% έως το 2010) 89 Πίνακας 3.6: Απόκλιση από το στόχο της απασχόλησης των ανδρών και γυναικών ηλικίας ετών 89 (50% έως το 2010) Πίνακας 3.7: Σύγκριση της Στρατηγικής Απασχόλησης του ΟΟΣΑ και της ΕΣΑ 100 Πίνακας 3.8: Οι δείκτες προστασίας της ΝΠΑ το 1990 και το 2005 (OECD EPL, Regular Employment, 105 version 1) Πίνακας 3.9: Οι επιδόσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στον τομέα των μεταρρυθμίσεων στις αγορές 114 εργασίας τους Πίνακας 3.10: Η πρόοδος που έχουν σημειώσει τα κράτη-μέλη της ΕΕ-14 στις συστάσεις της ΕΕ (αύξηση 117 της προσαρμοστικότητας εργοδοτών και εργαζομένων) Πίνακας 3.11: Η πρόοδος που έχουν σημειώσει τα κράτη-μέλη της ΕΕ-14 στις συστάσεις της ΕΕ 118 (προσέλκυση περισσότερων ατόμων στην αγορά εργασίας Πίνακας 3.12: Η πρόοδος που έχουν σημειώσει τα κράτη-μέλη της ΕΕ-14 στις συστάσεις της ΕΕ 119 (επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο) Πίνακας 3.13: : Η πρόοδος που έχουν σημειώσει τα κράτη-μέλη της ΕΕ-15 σε σχέση με τις συστάσεις της 119 ΕΕ (επιδόσεις ανά χώρα) Πίνακας 3.14: Η πρόοδος που έχουν σημειώσει τα κράτη-μέλη της ΕΕ-15 σε σχέση με τις συστάσεις της 120 ΕΕ (επιδόσεις ανά θεσμό, %) Πίνακας 4.1: Τα θεσμικά χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας στις αρχές της δεκαετίας του Πίνακας 4.2: Η φορολόγηση της εργασίας (%) 156 Πίνακας 4.3: Δημόσιες δαπάνες για προγράμματα επιδότησης της απασχόλησης (νέων θέσεων εργασίας 158 και διατήρηση υφιστάμενων) ως ποσοστό του ΑΕΠ Πίνακας 4.4: Δημόσιες δαπάνες για προγράμματα κατάρτισης του εργατικού δυναμικού ως ποσοστό του 158 ΑΕΠ Πίνακας 4.5: Τα ποσοστά μερικής απασχόλησης στην ΕΕ-15 (% συνολικής απασχόλησης) 162 Πίνακας 4.6: Τα ποσοστά προσωρινής απασχόλησης στην ΕΕ-14 (% συνολικού αριθμού εργαζομένων) 162 Πίνακας 4.7: Το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών 167 Πίνακας 4.8: Ο βαθμός ανοίγματος των οικονομιών (εισαγωγές και εξαγωγές ως % ΑΕΠ) 169 Πίνακας 4.9: Ο βαθμός κορπορατισμού της οικονομίας 170 Πίνακας 5.1: Συμβατικές ποσοτικές μέθοδοι vs. Συγκριτικής Ποιοτικής Ανάλυσης (ΠΣΑ) (Ι) 176 Πίνακας 5.2: Η ΠΣΑ vs. συμβατικών ποσοτικών μεθόδων (ΙΙΙ) 178 Πίνακας 5.3: Τα σύνολα σαφούς και ασαφούς λογικής 189 Πίνακας 5.4: Η δημιουργία συνόλων ασαφούς λογικής (παράδειγμα) 188 Πίνακας 5.5: Οι αναγκαίες συνθήκες (παράδειγμα) 194 Πίνακας 5.6: Οι ικανές συνθήκες (παράδειγμα) 197 Πίνακας 5.7: Οι ικανές και αναγκαίες συνθήκες (παράδειγμα) 198 Πίνακας 5.8: Συμβατικές ποσοτικές μέθοδοι vs. Συγκριτικής Ποιοτικής Ανάλυσης (ΠΣΑ) (ΙΙ) 200 Πίνακας 5.9: Ο δείκτης συνέπειας ικανών συνθηκών (παράδειγμα) 202 Πίνακας 5.10: Ο δείκτης κάλυψης ικανών συνθηκών (παράδειγμα) 204 Πίνακας 5.11: Ο δείκτης συνέπειας αναγκαίων συνθηκών (παράδειγμα) 206 Πίνακας 5.12: Ο δείκτης κάλυψης αναγκαίων συνθηκών (παράδειγμα) 208 Πίνακας 5.13: Οι δείκτες κάλυψης και συνέπειας των αναγκαίων και ικανών συνθηκών 212 Πίνακας 5.14: Πίνακας αλήθειας Ι (παράδειγμα με δύο επεξηγηματικούς παράγοντες Α και Β) 214 iii

14 Πίνακας 5.15: Πίνακας αλήθειας ΙΙ(παράδειγμα) 215 Πίνακας 5.16: Πίνακας αλήθειας ΙΙΙ(παράδειγμα) 216 Πίνακας 5.17: Η αναγωγή του ποσοστού αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας και της περιόδου χορήγησής 223 τους στην κλίμακα 1-17 Πίνακας 5.18: Οι συνολικοί δείκτες γενναιοδωρίας των συστημάτων αποζημίωσης των ανέργων 224 Πίνακας 5.19: Οι συνολικοί δείκτες γενναιοδωρίας των συστημάτων αποζημίωσης των ανέργων και η 225 αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Πίνακας 5.20 : Τα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας και η αναγωγή τους στην κλίμακα Πίνακας 5.21: Η ΝΠΑ το 2005 και η αναγωγή της στην κλίμακα Πίνακας 5.22: Οι δαπάνες για ΕΠΑ και η αναγωγή τους στην κλίμακα Πίνακας 5.23: Ο δείκτης γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της 230 δεκαετίας του 90 και η αναγωγή του στην κλίμακα 0-1 Πίνακας 5.24: Η μέση φορολογική επιβάρυνση της εργασίας και η αναγωγή της στην κλίμακα Πίνακας 5.25: Οι αναγκαίες συνθήκες του γενναιόδωρου (fsunben05) και του φειδωλού (~fsunben05) 231 συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (δείκτες συνέπειας) Πίνακας 5.26: Πίνακας αλήθειας ικανών συνθηκών του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των 232 ανέργων Πίνακας 5.27: Οι ικανές συνθήκες του γενναιόδωρου του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (Ι) 235 Πίνακας 5.28: Οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στη λογική τομή των συνόλων ασαφούς ταξινόμησης 236 των αγορών εργασίας, στις οποίες οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι υψηλές και το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς των απολύσεων ήπιο Πίνακας 5.29: Οι ικανές συνθήκες του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (ΙΙ) 237 Πίνακας 5.30: Πίνακας αλήθειας ικανών συνθηκών του φειδωλού συστήματος αποζημίωσης των ανέργων 238 Πίνακας 5.31: Οι ικανές συνθήκες του φειδωλού συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (Ι) 238 Πίνακας 5.32: Οι ικανές συνθήκες του φειδωλού συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (ΙΙ) 240 Πίνακας 5.33: Η ΝΠΑ το 2005 και η αναγωγή της στην κλίμακα Πίνακας 5.34: Τα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας και η αναγωγή τους στην κλίμακα Πίνακας 5.35: Τα ποσοστά προσωρινής απασχόλησης και η αναγωγή τους στην κλίμακα Πίνακας 5.36: Ο βαθμός κατάτμησης των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας 245 Πίνακας 5.37: Οι δείκτες κορπορατισμού των ευρωπαϊκών οικονομιών στα μέσα της δεκαετίας του 90 και 247 η αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Πίνακας 5.38: Οι δείκτες ρυθμιστικού πλαισίου που διέπουν τις αγορές προϊόντων- υπηρεσιών και η 248 αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Πίνακας 5.39: Οι συνολικοί δείκτες γενναιοδωρίας των συστημάτων αποζημίωσης των ανέργων και η 249 αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Πίνακας 5.40: Η ΝΠΑ στις αρχές της δεκαετίας το 90 και η αναγωγή της στην κλίμακα Πίνακας 5.41: Οι αναγκαίες συνθήκες της ήπιας (fsepl05) και της περιοριστικής (~fsepl05) ΝΠΑ το (δείκτες συνέπειας) Πίνακας 5.42: Πίνακας αλήθειας της ήπιας ΝΠΑ το Πίνακας 5.43: Οι ικανές συνθήκες της ήπιας ΝΠΑ το Πίνακας 5.44: Ο πίνακας αληθείας της περιοριστικής ΝΠΑ το Πίνακας 5.45: Οι ικανές συνθήκες της περιοριστικής ΝΠΑ το Πίνακας 5.46: Οι δαπάνες για ΕΠΑ το 2005 και η αναγωγή τους στην κλίμακα Πίνακας 5.47: Τα μέσα ποσοστά απασχόλησης και η αναγωγή τους στην κλίμακα Πίνακας 5.48: Οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στην τομή των συνόλων ασαφούς λογικής της χαμηλής 259 μακροχρόνιας ανεργίας και της υψηλής απασχόλησης Πίνακας 5.49: Οι δαπάνες για ΕΠΑ το 1990 και η αναγωγή της στην κλίμακα Πίνακας 5.50: Μερίδιο εισαγωγών και εξαγωγών ως προς το ΑΕΠ και η αναγωγή της στην κλίμακα Πίνακας 5.51: Οι αναγκαίες συνθήκες των υψηλών (fsalmp05) και χαμηλών (~ fsalmp05) δαπανών για 262 ΕΠΑ (δείκτες συνέπειας) Πίνακας 5.52: Πίνακας Αληθείας των υψηλών δαπανών για ΕΠΑ το Πίνακας 5.53: Οι ικανές συνθήκες των υψηλών δαπανών για ΕΠΑ (2005) 263 Πίνακας 5.54: Πίνακας Αληθείας των χαμηλών δαπανών για ΕΠΑ το Πίνακας 5.55: Οι ικανές συνθήκες των χαμηλών δαπανών για ΕΠΑ (2005) 266 Πίνακας 5.56: Τα επίπεδα διαπραγμάτευσης των μισθών και η αναγωγή τους στην κλίμακα Πίνακας 5.57: Οι μέσοι ρυθμοί αύξησης των πραγματικών αποδοχών της περιόδου και η 270 iv

15 αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Πίνακας 5.58: Τα μέσα ποσοστά ανεργίας της περιόδου και η αναγωγή τους στην κλίμακα Πίνακας 5.59: Οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς ταξινόμησης των αγορών εργασίας στις οποίες το μέσο ποσοστό ανεργίας είναι χαμηλό και οι μισθολογικές διεκδικήσεις 271 περιορισμένες. Πίνακας 5.60: Ο βαθμός συντονισμού της διαδικασίας διαπραγμάτευσης των μισθών και η αναγωγή του 273 στην κλίμακα 0-1 Πίνακας 5.61: Τα επίπεδα διαπραγμάτευσης των μισθών στις αρχές της δεκαετίας του 90 και η αναγωγή 273 τους στην κλίμακα 0-1 Πίνακας 5.62: Οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς ταξινόμησης των αγορών 276 εργασίας στις οποίες η ΝΠΑ είναι περιοριστική και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (fshigheplandunben) Πίνακας 5.63: Οι αναγκαίες συνθήκες της κεντρικής (fswb05) και της αποκεντρωμένης διαπραγμάτευσης 276 των μισθών (~fswb05) (δείκτες συνέπειας) Πίνακας 5.64: Πίνακας Αληθείας της κεντρικής διαπραγμάτευσης των μισθών το Πίνακας 5.65: Οι ικανές συνθήκες της κεντρικής διαπραγμάτευσης των μισθών 277 Πίνακας 5.66: Πίνακας Αληθείας της αποκεντρωμένης διαπραγμάτευσης των μισθών το Πίνακας 5.67: Οι ικανές συνθήκες της αποκεντρωμένης διαπραγμάτευσης των μισθών (Ι) 280 Πίνακας 5.68: Οι ικανές συνθήκες της αποκεντρωμένης διαπραγμάτευσης των μισθών (ΙΙ) 281 Πίνακας 5.69: Επιδόσεις, μεταρρυθμιστικός δισταγμός, τόλμη και ουδετερότητα και το σύστημα 284 αποζημίωσης των ανέργων Πίνακας 5.70: Επιδόσεις, μεταρρυθμιστικός δισταγμός, τόλμη και ουδετερότητα και η ΝΠΑ 286 Πίνακας 5.71: Επιδόσεις, μεταρρυθμιστικός δισταγμός, τόλμη και ουδετερότητα και οι δαπάνες για ΕΠΑ 287 Πίνακας 5.72: Μεταρρυθμιστικός δισταγμός, τόλμη και ουδετερότητα και το διαπραγμάτευσης των 290 μισθών Πίνακας 5.73: Η μέθοδος της διαφοράς 293 Πίνακας 5.74: Η μέθοδος της συμφωνίας 294 Πίνακας 5.75: Η συνδυασμένη μέθοδος της συμφωνίας και της διαφοράς 294 Πίνακας 6.1: Τα θεσμικά χαρακτηριστικά των αγορών εργασίας της Γερμανίας, του ΗΒ, της Δανίας και 306 της Ελλάδας (2005) Πίνακας 6.2: Ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό (% πληθυσμού ηλικίας ετών) 307 Πίνακας 6.3: Ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό των ανδρών (% ανδρών ηλικίας ετών) 308 Πίνακας 6.4: Ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό των γυναικών (% γυναικών ηλικίας ετών) 309 Πίνακας 6.5: Ποσοστά απασχόλησης (% πληθυσμού ηλικίας ετών) 309 Πίνακας 6.6: Ποσοστά απασχόλησης ανδρών (% ανδρών ηλικίας ετών) 310 Πίνακας 6.7: Ποσοστά απασχόλησης γυναικών (%γυναικών ηλικίας ετών) 311 Πίνακας 6.8: Ποσοστά ανεργίας (% εργατικού δυναμικού) 311 Πίνακας 6.9: Ποσοστά ανεργίας ανδρών (% ανδρών που μετέχουν στο εργατικό δυναμικό) 312 Πίνακας 6.10: Ποσοστά ανεργίας γυναικών (% γυναικών που μετέχουν στο εργατικό δυναμικό) 312 Πίνακας 6.11: Ποσοστά ανεργίας νέων (% εργατικού δυναμικού ηλικίας ετών) 313 Πίνακας 6.12: Ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας (% συνολικής ανεργίας) 314 Πίνακας 6.13: Ποσοστά αυτοαπασχολούμενων (% συνολικής απασχόλησης) 314 Πίνακας 6.14: Ποσοστά προσωρινής απασχόλησης (% συνολικής εξαρτημένης σχέσης απασχόλησης) 314 Πίνακας 6.15: Ποσοστά μερικής απασχόλησης (% συνολικής εξαρτημένης απασχόλησης) 315 Πίνακας 6.16: Ποσοστό ακούσιας μερικής απασχόλησης (% μερικής απασχόλησης) 315 Πίνακας 6.17: Συμμετοχή των εργαζομένων στα εργατικά συνδικάτα (% εργαζομένων) 315 Πίνακας 6.18: Τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη της γερμανικής οικονομίας 318 Πίνακας 6.19: Οικονομικοί δείκτες της Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας αμέσως μετά την επανένωση 320 Πίνακας 6.20: Τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη της βρετανικής οικονομίας 338 Πίνακας 6.21: Τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη της οικονομίας της Δανίας 357 Πίνακας 6.22: Τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας 373 Πίνακας 6.23: Η κατανομή της απασχόλησης στην Ελλάδα μεταξύ δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (χιλιάδες) 374 Πίνακας 6.24: Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα: αριθμός, απασχόληση και προστιθέμενη 375 αξία (2008) Πίνακας επιμυθίου: Ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης και επιδόσεις των αγορών εργασίας της Γερμανίας, v

16 του ΗΒ, της Δανίας και της Ελλάδας Πίνακας παραρτήματος: Οι μεταρρυθμίσεις που προώθησαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις από την περίοδο vi

17 Ακρώνυμα ΝΠΑ: Νομοθεσία Προστασίας της Απασχόλησης ΕΠΑ: Ενεργητικές Πολιτικές Απασχόλησης ΠΠΑ: Παθητικές Πολιτικές Απασχόλησης ΕΣΑ: Ευρωπαϊκή Στρατηγική Απασχόλησης ΕΕ-14: Ευρωπαϊκή Ένωση δεκατεσσάρων κρατών μελών (Βέλγιο, Δανία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Αυστρία, Πορτογαλία, Φινλανδία, Σουηδία, ΗΒ) ΑΕΠ: Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ΕΕ: Ευρωπαϊκή Ένωση ΟΟΣΑ: Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ΣΣΑ: Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ΟΝΕ: Οικονομική και Νομισματική Ένωση ΕΕΠ: Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη ΑΞΕ: Άμεσες Ξένες Επενδύσεις ΠΣΑ: Ποιοτική Συγκριτική Ανάλυση ΓΣΕΕ: Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος QCA: Qualitative Comparative Approach Ακρώνυμα πέμπτου κεφαλαίου fsunben95: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων ήταν γενναιόδωρο το 1995 fsepl05: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς των απολύσεων ήταν ήπιο το 2005 fslonun: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας της περιόδου ήταν χαμηλό fshighlongun: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας της περιόδου ήταν υψηλό fsalmp: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες το μέσο ποσοστό των δαπανών για ΕΠΑ της περιόδου ήταν υψηλό fstax: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες η φορολογική επιβάρυνση της αγοράς εργασίας είναι υψηλή fsunben05: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων ήταν γενναιόδωρο το 2005 fseplandalmp: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες η ΝΠΑ ήταν ήπια το 2005 και οι δαπάνες για ΕΠΑ της περιόδου υψηλές fstemp: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το ποσοστό της προσωρινή απασχόλησης ως προς τη συνολική, της περιόδου , ήταν χαμηλό fslongunandtemp: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας της περιόδου ήταν vii

18 χαμηλό και ποσοστό των συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης ως προς τη συνολική περιορισμένο την περίοδο fscorp: σύνολο ασαφούς λογικής των οικονομιών με υψηλό βαθμό κορπορατισμού fspmr: σύνολο ασαφούς λογικής των οικονομιών, στις οποίες το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών ήταν ήπιο fsepl90: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες η ΝΠΑ ήταν ήπια το 1990 fsalmp05: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες οι δαπάνες για ΕΠΑ ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι υψηλές fsempl: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το ποσοστό απασχόλησης είναι υψηλό fslongunandempl: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι χαμηλό και το ποσοστό απασχόλησης υψηλό fsopen: σύνολο ασαφούς λογικής των οικονομιών, των οποίων ο βαθμός ανοίγματος είναι υψηλός fsalmp90: σύνολο των αγορών εργασίας, στις οποίες οι δαπάνες για ΕΠΑ το 1990 ήταν υψηλές fswb05: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες οι μισθοί διαπραγματεύονταν σε κεντρικό επίπεδο το 2005 fswb90: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες οι μισθοί διαπραγματεύονταν σε κεντρικό επίπεδο το 1990 fsincrwage: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των πραγματικών αποδοχών των εργαζομένων της περιόδου είναι περιορισμένος fsun: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το μέσο ποσοστό ανεργίας της περιόδου είναι χαμηλό fsincrwageandun: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των πραγματικών αποδοχών των εργαζομένων της περιόδου είναι περιορισμένος και το μέσο ποσοστό ανεργίας της περιόδου είναι χαμηλό fsccord: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες ο βαθμός συντονισμού της διαδικασίας διαπραγμάτευσης των μισθών είναι υψηλός fshigheplandunben: σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες η ΝΠΑ είναι περιοριστική και το σύστημα χορήγησης επιδομάτων ανεργίας γενναιόδωρο viii

19 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Εισαγωγή Είναι συχνές οι αναφορές τόσο στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, όσο και στις εκθέσεις διεθνών οργανισμών στην ανάγκη μεταρρύθμισης των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας, οι οποίες τεκμηριώνονται, κυρίως, από τις ασθενείς επιδόσεις τους. Τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές αγορές εργασίας είναι τα χαμηλά ποσοστά απασχόλησης και συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, η σταδιακή επέκταση των άτυπων μορφών απασχόλησης, καθώς και τα επίμονα υψηλά ποσοστά ανεργίας και ιδίως της μακροχρόνιας. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης των δεκατεσσάρων κρατών (δηλαδή των δεκαπέντε εκτός του Λουξεμβούργου), την περίοδο , το μέσο ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό δεν ξεπέρασε το 73,0% του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, ενώ αυτό της απασχόλησης το 66,0%. Την ίδια περίοδο, τα μέσα ποσοστά ανεργίας και μακροχρόνιας ανεργίας ήταν ανώτερα του 8,0% και του 37,0%, αντίστοιχα. Επίσης, το μέσο ποσοστό μερικής απασχόλησης μεταξύ των δεκατεσσάρων ευρωπαϊκών αγορών εργασίας αυξήθηκε από 14,0%, το 1990, σε 20,0%, το 2005, ενώ της προσωρινής από 11,0%, σε 13,0%. Στην Ιταλία, την περίοδο , το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό κυμαινόταν μεταξύ 60,4% και 63,3% και στην Γαλλία μεταξύ 66,0% και 69,5%. Την ίδια περίοδο, το ποσοστό απασχόλησης στην Γερμανία δεν ξεπέρασε το 66,5%, στην Ισπανία το 65,0% και στην Γαλλία το 62,0%. Στην Ισπανία, στα μέσα της δεκαετίας του 90, το ποσοστό των ανέργων ως προς τον αριθμό των μελών του εργατικού δυναμικού ξεπέρασε το 22,0%, στη Φινλανδία το 15,0%, ενώ στη Γερμανία, την περίοδο , αυξήθηκε από 4,8% σε 11,1%, ενώ στις ΗΠΑ, την ίδια περίοδο, δεν ξεπέρασε το 6,5%. Σε αγορές εργασίας με περιοριστική νομοθεσία προστασίας της απασχόλησης, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, το ποσοστό προσωρινής απασχόλησης ήταν υψηλότερο του 30% και του 20%, αντίστοιχα. Σε πολλές χώρες, όπως στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία και στην Ιταλία, ένας, σχεδόν, στους δύο άνεργους παρέμεναν σε καθεστώς ανεργίας για διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους. Την περίοδο , το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας στις δεκατέσσερις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας ήταν υψηλότερο του 34%, ενώ στις ΗΠΑ, την ίδια περίοδο, δεν ξεπέρασε το 12%. Οι επίμονα ασθενείς επιδόσεις της αγοράς εργασίας δεν προκαλούνται από τις οικονομικές διακυμάνσεις, αλλά είναι αποτέλεσμα, κυρίως, των στρεβλώσεων που οι θεσμοί προκαλούν στη λειτουργία της. Για παράδειγμα, η περιοριστική νομοθεσία προστασίας της απασχόλησης εμποδίζει τις ροές από την ανεργία στην απασχόληση, ενώ ο συνδυασμός της με το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις άτυπες μορφές απασχόλησης, συμβάλλει στην κατάτμηση της αγοράς εργασίας. Επίσης, το γενναιόδωρο σύστημα 1

20 αποζημίωσης των ανέργων, περιορίζει την οικονομική αποδοτικότητα της εργασίας, αμβλύνει τα κίνητρα των ανέργων για αναζήτηση εργασίας και όταν συνδυάζεται με την περιοριστική νομοθεσία προστασίας της απασχόλησης, συμβάλλει στον εγκλωβισμό των ανέργων σε καθεστώς ανεργίας. Τα κίνητρα των ανέργων για αναζήτηση θέσης εργασίας δεν εξαρτώνται μόνο από το σύστημα αποζημίωσής τους, αλλά και από τη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, καθώς όσο υψηλότερη είναι αυτή τόσο λιγότερο οικονομικά αποδοτική καθίσταται η εργασία. Οι ενεργητικές πολιτικές στην αγορά εργασίας, μέσω των προγραμμάτων επιδότησης της απασχόλησης, δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού των προσόντων του εργατικού δυναμικού και απόκτησης εργασιακής εμπειρίας, επηρεάζουν τη ζήτηση, την προσφορά εργασίας, αλλά και τη διαδικασία σύζευξής τους, ενώ η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τη λειτουργία άλλων θεσμών και τα εμπόδια που αυτοί θέτουν στις ροές από την ανεργία στην απασχόληση. Τέλος, το σύστημα καθορισμού των κατώτατων μισθών μπορεί να επηρεάσει το ποσοστό ανεργίας, μέσω των μισθολογικών αυξήσεων, που συνήθως είναι υψηλότερες όταν οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο κεντρικής διαπραγμάτευσης, η νομοθεσία προστασίας της απασχόλησης είναι περιοριστική και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων γενναιόδωρο. Παρά τις ασθενείς επιδόσεις των αγορών εργασίας, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν προώθησαν τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις για να τις βελτιώσουν. Οι κυβερνήσεις αντί της προώθησης μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής απασχόλησης προτίμησαν την εφαρμογή μεμονωμένων μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, των οποίων τα αποτελέσματα είναι, συχνά, αντικρουόμενα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελούσε η απορρύθμιση του θεσμικού πλαισίου των άτυπων μορφών απασχόλησης, που σε συνδυασμό με το περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο της κανονικής απασχόλησης, προκαλούσε την κατάτμηση της αγοράς εργασίας. Επιπλέον, οι έστω και μεμονωμένες μεταρρυθμίσεις αφορούσαν, κυρίως, το θεσμικό πλαίσιο των άτυπων μορφών απασχόλησης και τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, δηλαδή θεσμούς της αγοράς εργασίας που δεν δημιουργούσαν προσόδους για ισχυρές ομάδες συμφερόντων της αγοράς εργασίας, σε αντίθεση με τη νομοθεσία προστασίας της απασχόλησης και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων. Συνεχείς ήταν οι παραινέσεις και οι συστάσεις προς τις κυβερνήσεις, που διατυπώνονταν σε κάθε λογής κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την προώθηση μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας τους. Για παράδειγμα, το 1993, στη Λευκή Βίβλο για την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση, αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, προκειμένου να πετύχει τους στόχους της για την απασχόληση και την ανεργία, χρειάζεται ένα πρότυπο βιώσιμης ανάπτυξης, βασισμένο στην απασχόληση, καλώντας τα κράτη-μέλη, μεταξύ άλλων, να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις με στόχο τον 2

21 επανασχεδιασμό, τον εξορθολογισμό και την απλοποίηση των ρυθμίσεων, καθιστώντας, παράλληλα, τη λειτουργία τους περισσότερο ευέλικτη. Στη Συνθήκη του Άμστερνταμ περιλαμβάνεται ένα ολόκληρο κεφάλαιο για την απασχόληση και τρία χρόνια αργότερα, στο πλαίσιο της Στρατηγικής της Λισαβόνας, τίθενται συγκεκριμένοι ποσοτικοί στόχοι για την απασχόληση και χρονοδιάγραμμα επίτευξής τους. Δέκα χρόνια μετά, στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καλούνται, μεταξύ άλλων, να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας τους, με στόχο το συνδυασμό της ευελιξίας με την ασφάλεια στην αγορά εργασίας, στόχος που είχε, ήδη, τεθεί από το 2005 στο πλαίσιο της επανεκκίνησης της Στρατηγικής της Λισαβόνας. Πρόκειται για στόχους, στη διακήρυξη των οποίων συναινούν οι κυβερνήσεις, αλλά δεν προωθούν τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις για να τους επιτύχουν. Ούτε η εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης φαίνεται πως επηρέασε το πρότυπο μεταρρυθμίσεων που προωθούν οι κυβερνήσεις. Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Απασχόλησης προκάλεσε μετριασμένες πιέσεις για την εφαρμογή πολιτικών και την προώθηση μεταρρυθμίσεων στις εθνικές αγορές εργασίας, εξαιτίας του μη-δεσμευτικού χαρακτήρα της. Αντίθετα, το πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, αλλά κυρίως η ολοένα και μεγαλύτερη ολοκλήρωση των εθνικών οικονομιών και η αναβάθμιση των ανταγωνιστικών πιέσεων, προκάλεσαν προσδοκίες για τη μεταβολή του προτύπου μεταρρυθμίσεων που προωθούσαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Πιο συγκεκριμένα, τα κριτήρια ένταξης στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, καθώς και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης έθεταν περιορισμούς στην άσκηση ενεργητικών και παθητικών πολιτικών απασχόλησης, εξαιτίας της δημοσιονομικής επιβάρυνσης που προκαλούσαν. Το ανταγωνιστικότερο περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργούσαν οι επιχειρήσεις, ως αποτέλεσμα της υιοθέτησης του κοινού νομίσματος, αλλά και της προσδοκώμενης αύξησης των εξωτερικών εμπορικών συναλλαγών, προκαλούσαν πιέσεις για την προώθηση μεταρρυθμίσεων που θα συνέβαλαν στη μείωση του κόστους παραγωγής, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της εργασίας. Η ανάγκη μεταρρύθμισης των θεσμών της αγοράς εργασίας γινόταν επιτακτικότερη, ιδίως, για χώρες που απώλεσαν μέρος της ανταγωνιστικότητάς τους σε αγορές εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξαιτίας του ισχυρού κοινού νομίσματος. Ωστόσο, η απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς θα μπορούσε να προκαλέσουν πιέσεις εκ μέρους των εργαζομένων, για την εφαρμογή προστατευτικών πολιτικών για την απασχόληση. Αμφότερες, πάντως, οι προσδοκίες διαψεύστηκαν. Τίθεται, λοιπόν, εύλογα το ερώτημα: γιατί οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν προώθησαν μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας τους, ενώ οι επιδόσεις τους το υπαγορεύουν; Ή διαφορετικά, γιατί οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι διστακτικές όσον αφορά την προώθηση μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας τους; 3

22 Ο χαρακτηρισμός μιας κυβέρνησης ως διστακτικής ή τολμηρής απορρέει από τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας, αλλά και τις μεταρρυθμίσεις που προωθεί. Διστακτική είναι μια κυβέρνηση που παρά τις ασθενείς επιδόσεις της αγοράς εργασίας της, δεν προώθησε τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις για να τις βελτιώσει. Αντίθετα, μια κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως διστακτική επειδή, απλώς, δεν προώθησε μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας της κατά το πρότυπο της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Απασχόλησης, εφόσον οι επιδόσεις της ήταν ικανοποιητικές. Η σταθερότητα που επιδεικνύουν οι θεσμοί της αγοράς εργασίας αποδίδεται στα μονοπάτια εξάρτησης που προκαλούν (path dependences), δημιουργώντας ένα πλαίσιο αυτοενδυνάμωσής τους. Στην ανά χείρας διατριβή αφενός χαρτογραφούνται συγκεκριμένα μονοπάτια, εντός των οποίων εγκλωβίζεται η θεσμική εξέλιξη των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας, αφετέρου δε, ελέγχεται το κόστος, αλλά και το περιθώριο απόκλισης από αυτά. Ο θεσμικός εγκλωβισμός, συχνά, συνδέεται με τις σχέσεις συμπληρωματικότητας που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας, αλλά και με το ευρύτερο οικονομικό και ρυθμιστικό περιβάλλον. Οι εν λόγω σχέσεις μπορεί να είναι επιζήμιες (ευεργετικές), δηλαδή η λειτουργία ενός θεσμού δύναται να ενισχύει τις αρνητικές (θετικές) ή να αμβλύνει τις θετικές (αρνητικές) επιδράσεις ενός άλλου θεσμού στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Στη περίπτωση των επιζήμιων συμπληρωματικών σχέσεων, τα αίτια της θεσμικής σταθερότητας θα πρέπει να αναζητηθούν στις προσόδους που προκαλεί το υφιστάμενο θεσμικό καθεστώς, αλλά και στην κατανομή τους μεταξύ των ομάδων συμφερόντων, που μια κυβέρνηση διστάζει να μεταβάλει, μέσω της προώθησης μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. Στην περίπτωση των ευεργετικών συμπληρωματικών σχέσεων, μια κυβέρνηση δεν έχει κίνητρο να μεταρρυθμίσει θεσμούς της αγοράς εργασίας που επηρεάζουν θετικά τις επιδόσεις της, χωρίς βέβαια να αποκλείεται ότι και στην περίπτωση αυτή δημιουργούν οφέλη για ορισμένες ομάδες συμφερόντων. Αρκετές θεωρητικές προσεγγίσεις επιχειρούν να ερμηνεύσουν τη συνέχεια που επιδεικνύουν οι θεσμοί της αγοράς εργασίας, αποδίδοντάς την σε διαφορετικούς παράγοντες. Σύμφωνα με τη νομική θεωρία (legal theory) η θεσμική συνέχεια συνδέεται με τη νομική παράδοση της χώρας, ενώ κατά την προσέγγιση της αποτελεσματικότητας των θεσμών (efficient institutions view) η εξέλιξή τους συναρτάται και με τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη δυνατότητα ασφάλισης των μελών του εργατικού δυναμικού έναντι του κινδύνου της ανεργίας. Με εντονότερες αποχρώσεις πολιτικής οικονομίας είναι εμπλουτισμένες οι θεωρίες των εντός και εκτός των τειχών των Assar Lindbeck και Denis Snower, καθώς και του Giles Saint-Paul, τοποθετώντας τις ομάδες συμφερόντων στο επίκεντρο της ανάλυσης. Αρκετές είναι οι προσεγγίσεις που έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο του ιστορικού θεσμισμού, της 4

23 συγκριτικής ανάλυσης των καπιταλιστικών συστημάτων (varieties of capitalism) και της συγκριτικής πολιτικής οικονομίας, οι βασικές παραδοχές των οποίων υιοθετούνται και στο πλαίσιο αυτής της διατριβής. Στο επίκεντρο αυτών των θεωρητικών προσεγγίσεων βρίσκονται οι σχέσεις συμπληρωματικότητας που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών, οι οποίες δυσχεραίνουν τη θεσμική αλλαγή, μέσω της διαμόρφωσης θεσμικών μονοπατιών εξάρτησης. Η διαφοροποίηση της διατριβής αυτής έναντι προγενέστερων μελετών που υιοθετούν το εν λόγω θεωρητικό πλαίσιο έγκειται στην χαρτογράφηση, αλλά και τον εμπειρικό έλεγχο εναλλακτικών μονοπατιών εξάρτησης των αγορών εργασίας. Προκειμένου δε να ελεγχθούν εμπειρικώς οι επεξηγηματικοί παράγοντες που αποτελούν τις συντεταγμένες αυτών των μονοπατιών εξάρτησης χρησιμοποιείται η Ποιοτική Συγκριτική Ανάλυση (Qualitative Comparative Analysis). Η εν λόγω μέθοδος συνδυάζει στοιχεία ποσοτικής και ποιοτικής ανάλυσης και ενδείκνυται για την αναζήτηση των ικανών ή/και αναγκαίων συνθηκών που προκαλούν ένα αποτέλεσμα. Πιο συγκεκριμένα, με τη μέθοδο αυτή διερευνάται αν και κατά πόσο: α) ο δισταγμός των κυβερνήσεων οφείλεται στους ίδιους επεξηγηματικούς παράγοντες (αναγκαία συνθήκη), ή/και β) συγκεκριμένοι επεξηγηματικοί παράγοντες μπορούν να προκαλέσουν το μεταρρυθμιστικό δισταγμό (ικανή συνθήκη). Η επιλογή των περιπτώσεων, δηλαδή των κρατών-μελών της ΕΕ-15 πλην του Λουξεμβούργου, καθώς και της περιόδου , εξυπηρετούν στόχο διττό. Αφενός απαλλάσσεται η μεταρρυθμιστική συμπεριφορά των κυβερνήσεων από τις επιδράσεις του οικονομικού κύκλου, καθώς κατά το διάστημα , οι ευρωπαϊκές οικονομίες έχουν ολοκληρώσει, δύο σχεδόν, οικονομικούς κύκλους, ενώ η περίοδος αυτή έπεται των πετρελαϊκών κρίσεων της δεκαετίας του 70 και προηγείται της χρηματοπιστωτικής κρίσης του Αφετέρου δε δύναται να αναδειχθεί αν οι πιέσεις που προκύπτουν από τη συμμετοχή μιας χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση τροποποιούν το πρότυπο μεταρρυθμίσεων που προωθούν οι κυβερνήσεις της. Ο εμπειρικός έλεγχος αυτών των μονοπατιών εξάρτησης και η επίδρασή τους στη θεσμική μεταρρύθμιση συμπληρώνεται μέσω της περιπτωσιολογικής έρευνας. Από την Ποιοτική Συγκριτική Ανάλυση προκύπτουν θεσμικά μονοπάτια, τα οποία χρησιμοποιούνται για την ταξινόμηση των αγορών εργασίας σε ομάδες με παρόμοια θεσμικά χαρακτηριστικά. Από κάθε ομάδα επιλέγεται μία αγορά εργασίας, προκειμένου να εξετασθεί εις βάθος πως οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών μπορούν να επηρεάσουν τη θεσμική αλλαγή. 5

24 Η διατριβή δομείται σε επτά κεφάλαια. Το δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Οι Ευρωπαϊκές αγορές εργασίας: επιδόσεις και (προσδοκώμενες) επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας», περιλαμβάνει δύο ενότητες. Στην πρώτη ενότητα, παρουσιάζονται οι επιδόσεις των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας, της περιόδου και αναδεικνύονται τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Οι ασθενείς επιδόσεις και η σύνδεσή τους με τους θεσμούς που διέπουν τη λειτουργία των αγορών εργασίας, όπως προκύπτει τόσο από θεωρητικές υποδείξεις όσο και εμπειρικά ευρήματα προγενέστερων μελετών τεκμηριώνουν τη σκοπιμότητα της μεταρρύθμισής τους. Πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό φαίνεται να εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από θεσμούς της αγοράς εργασίας που επηρεάζουν την οικονομική αποδοτικότητα της εργασίας, όπως τα συστήματα φορολόγησης και παροχών, αλλά και την ενεργητική συμπεριφορά του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, όπως οι παθητικές και ενεργητικές πολιτικές για την απασχόληση. Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι η εξέλιξη των ποσοστών απασχόλησης και ανεργίας είναι συνάρτηση, κυρίως, της ζήτησης και της προσφοράς εργασίας, που αμφότερες επηρεάζονται από τους θεσμούς της αγοράς εργασίας, όπως είναι η νομοθεσία προστασίας της απασχόλησης και τα συστήματα φορολόγησης και παροχών, ενώ η διαδικασία σύζευξής τους φαίνεται να διευκολύνεται από την εφαρμογή πολιτικών για την αγορά εργασίας, αλλά και τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών ευρέσεως απασχόλησης. Προηγούμενες μελέτες έχουν αναδείξει ότι η κατανομή της απασχόλησης μεταξύ κανονικής και άτυπης συνδέεται, κυρίως, με τις ρυθμίσεις που τις διέπουν και συχνά αντανακλούν την ασύμμετρη μεταρρύθμισή τους. Υπογραμμίζεται δε ότι η εξέλιξη του ποσοστού μακροχρόνιας ανεργίας αποτελεί, ίσως, την καλύτερη ένδειξη των εμποδίων που οι θεσμοί της αγοράς εργασίας προκαλούν στις ροές από την ανεργία στην απασχόληση. Επίσης, η εξέλιξη των μισθολογικών αυξήσεων φαίνεται να αντανακλά το βαθμό κατά τον οποίον το υφιστάμενο θεσμικό καθεστώς επηρεάζει τη διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων στη διαδικασία διαπραγμάτευσης τους. Τέλος, σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία η παραγωγικότητα της εργασίας εξαρτάται από θεσμούς που επηρεάζουν την ανακύκληση της εργασίας, την ενδοεπιχειρησιακή επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο, τα προσόντα του εργατικού δυναμικού, αλλά και την κατανομή της μεταξύ των παραγωγικών κλάδων της οικονομίας. Στη δεύτερη ενότητα του ίδιου κεφαλαίου καταδεικνύεται η σκοπιμότητα της κρατικής παρέμβασης στην αγορά εργασίας, που λαμβάνει τη μορφή ρυθμίσεων ή/και χρηματοδοτούμενων πολιτικών, καθώς και οι επιπτώσεις τους στην αγορά εργασίας. Η μεταρρύθμισή τους προκαλεί ασύμμετρης έντασης και διαφορετικού πρόσημου επιπτώσεις στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Για παράδειγμα, η απορρύθμιση της νομοθεσίας προστασίας της απασχόλησης ενισχύει τις ροές εξόδου από την ανεργία και ευνοεί την κατανομή της απασχόλησης μεταξύ χαμηλής και υψηλής παραγωγικότητας θέσεων εργασίας. Ταυτόχρονα όμως, ευνοεί τις ροές από την απασχόληση προς την ανεργία και επηρεάζει αρνητικά την ενδοεπιχειρησιακή επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο, με αποτέλεσμα το καθαρό όφελος, σε όρους 6

25 απασχόλησης και παραγωγικότητας της εργασίας, που προκύπτει από τη μεταρρύθμιση αυτή να είναι αβέβαιο. Στο τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Οι στρατηγικές απασχόλησης και ο απολογισμός της θεσμικής μεταρρύθμισης των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας» παρουσιάζεται, καταρχάς, η εξέλιξη της ευρωπαϊκής πολιτικής για την απασχόληση, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τη Λευκή Βίβλο για την Απασχόληση και την Ανάπτυξη έως την Ευρωπαϊκή Στρατηγική Απασχόλησης και την αναθεώρησή της. Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Απασχόλησης μπορεί να περιλαμβάνει προτάσεις μεταρρυθμίσεων ενίσχυσης της ευελιξίας, ωστόσο δεν αποσκοπούσε στην εφαρμογή ενός μοντέλου οργάνωσης της αγοράς εργασίας σε όλα τα κράτη-μέλη. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, δεν θα ήταν οικονομικά αποτελεσματικό και τα κράτη-μέλη δεν είχαν εκχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχετική αρμοδιότητα. Οι προτιμήσεις τους πάντως έναντι της προοπτικής ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων της Ένωσης στον τομέα της απασχόλησης είναι συνάρτηση τόσο των εγχώριων μοντέλων οργάνωσης των αγορών εργασίας τους, όσο της θέσης τους έναντι της περαιτέρω εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οι προτάσεις μεταρρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Απασχόλησης έχουν σημαντικές ομοιότητες με αυτές που διατυπώνονται στη Στρατηγική Απασχόλησης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, που είχε προηγηθεί. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη συγκριτική τους παρουσίαση, οι προτάσεις του Οργανισμού απέδιδαν μεγαλύτερη έμφαση στην ευελιξία της αγοράς εργασίας έναντι των προτάσεων της Ένωσης. Αμφότερες πάντως οι στρατηγικές μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση αναφοράς (benchmark) για την αξιολόγηση των μεταρρυθμίσεων που προώθησαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, την περίοδο , η οποία επιχειρείται στη δεύτερη ενότητα του τρίτου κεφαλαίου, στην οποία έχει προηγηθεί ο απολογισμός της θεσμικής μεταρρύθμισης των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας. Όπως προκύπτει από τον απολογισμό αυτόν, αλλά και την αξιολόγηση των μεταρρυθμίσεων, που πραγματοποιείται με τη χρήση των δεικτών έντασης μεταρρυθμίσεων του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, αλλά και στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα οποία περιλαμβάνονται στις Κοινές Εκθέσεις για την Απασχόληση (Joint Employment Reports), οι μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν στις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας διαφέρουν τόσο ανά χώρα, όσο και ανά θεσμό. Έχοντας αναδείξει τη σκοπιμότητα προώθησης μεταρρυθμίσεων στις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας, όπως αυτή προκύπτει από τις επιδόσεις τους, αλλά και τη διστακτικότητα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις για να τις βελτιώσουν, στο τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο «Θεσμική αλλαγή έναντι σταθερότητας: θεωρητικές ερμηνείες» παρουσιάζονται οι θεωρίες που προσφέρονται για την ερμηνεία της 7

26 διαδικασίας μεταρρύθμισης των θεσμών της αγοράς εργασίας και αναλύεται το θεωρητικό πλαίσιο, με το οποίο προσεγγίζεται το πρόβλημα του μεταρρυθμιστικού δισταγμού βασίζεται στις κύριες υποθέσεις του ιστορικού θεσμισμού. Σύμφωνα με αυτό η θεσμική εξέλιξη επιτυγχάνεται μόνο εντός μονοπατιών, που πολιτικές του παρελθόντος και εδραιωμένοι θεσμοί έχουν χαράξει. Προτείνεται μία ταξινόμηση των μοντέλων οργάνωσης των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας, σύμφωνα με τα θεσμικά χαρακτηριστικά τους στις αρχές της δεκαετίας του 90 και αναλύονται οι σχέσεις συμπληρωματικότητας που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Οι σχέσεις αυτές, ενίοτε, δημιουργούν μονοπάτια εγκλωβισμού των μοντέλων οργάνωσης της αγοράς εργασίας παράγοντας θετικά αποτελέσματα, τα οποία οι κυβερνήσεις δεν επιθυμούν να μεταβάλουν. Άλλες φορές, όμως, οι σχέσεις συμπληρωματικότητας επηρεάζουν τη θέση ισχύος των ομάδων συμφερόντων, καθώς και την μεταξύ τους κατανομή των προσόδων που δημιουργεί το υφιστάμενο θεσμικό καθεστώς, δυσχεραίνοντας τη μεταρρύθμισή του. Επιχειρείται, επιπλέον, να ελεγχθεί αν και κατά πόσο η ένταση των σχέσεων συμπληρωματικότητας που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας επηρεάζεται και από μια σειρά άλλων οικονομικών και θεσμικών παραγόντων. Για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι και ιδίως οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας είναι πιθανότερο να συναινέσουν στη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας προστασίας της απασχόλησης, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα την ενίσχυση του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, όταν το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών είναι ήπιο και ο βαθμός ανοίγματος της οικονομίας υψηλός. Ή σύμφωνα με ένα άλλο παράδειγμα, η κεντρική διαπραγμάτευση των μισθών συνδυαζόμενη με την περιοριστική νομοθεσία προστασίας της απασχόλησης είναι πιθανόν να προκαλούν ηπιότερες μισθολογικές αυξήσεις όταν ο βαθμός κορπορατισμού της οικονομίας είναι υψηλός, παρά όταν είναι χαμηλός. Στο πέμπτο κεφάλαιο, με τίτλο «Ο εντοπισμός των ικανών ή/και αναγκαίων συνθηκών του μεταρρυθμιστικού δισταγμού με τη χρήση της Ποιοτικής Συγκριτικής Ανάλυσης (Qualitative Comparative Analysis-QCA)» ελέγχεται εμπειρικά τόσο ο εγκλωβισμός των θεσμών στα μονοπάτια εξάρτησής τους, όσο και η συμβολή των συμπληρωματικών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας σε αυτόν. Η εκτεταμένη και αναλυτική παρουσίαση της Ποιοτικής Συγκριτικής Ανάλυσης στην πρώτη ενότητα του κεφαλαίου οφείλεται στο γεγονός ότι, μόλις, τα τελευταία χρόνια αποκτά σταδιακά ευρείας ακαδημαϊκής και ερευνητικής αποδοχής στη διεθνή βιβλιογραφία, όχι όμως ακόμα και στην ελληνική. Η επεξήγηση των εννοιών, όπως οι ικανές και αναγκαίες συνθήκες, των σχέσεων υποσυνόλου ή υπερσυνόλου των περιπτώσεων που ισχύουν οι επεξηγηματικοί παράγοντες συγκριτικά με αυτές που συμβαίνει το αποτέλεσμα, των εργαλείων, όπως ο πίνακας αλήθειας, τα σύνολα ασαφούς λογικής και οι ιδιότητές τους, καθώς και των τεστ αξιοπιστίας των αποτελεσμάτων, που είναι οι δείκτες κάλυψης και συνέπειας των 8

27 λύσεων, γίνεται με τη χρήση υποθετικών παραδειγμάτων και η απόδοσή τους στην ελληνική γλώσσα είναι πρωτότυπη. Στη δεύτερη ενότητα του πέμπτου κεφαλαίου αναζητούνται οι ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες τόσο της διστακτικής μεταρρύθμισης του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, της νομοθεσίας προστασίας της απασχόλησης και του συστήματος διαπραγμάτευσης μισθών, όσο και της διατήρησης των δαπανών για ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης σε χαμηλά επίπεδα. Από τους επεξηγηματικούς παράγοντες που χρησιμοποιούνται αφενός ελέγχεται η επίδραση του αρχικού θεσμικού καθεστώτος και των συμπληρωματικών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών στη θεσμική αλλαγή αφετέρου δε αναδεικνύεται ο δισταγμός των κυβερνήσεων, όπως αυτός προκύπτει από τις επιδόσεις των αγορών εργασίας και των μεταρρυθμίσεων που προώθησαν προκειμένου να τις βελτιώσουν. Έχοντας χαρακτηρίσει, με εμπειρικώς τεκμηριωμένο τρόπο, τις κυβερνήσεις ως μεταρρυθμιστικά διστακτικές ή τολμηρές, αλλά και αναδείξει τέσσερα διαφορετικά θεσμικά μονοπάτια που επηρεάζουν τη θεσμική αλλαγή και προκαλούν τον εγκλωβισμό των αγορών εργασίας σε αυτά, επιλέγονται ισάριθμες περιπτώσεις, προκειμένου να εξετασθεί εις βάθος ο τρόπος με τον οποίο οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών επηρεάζουν την μεταρρύθμισή τους. Στο έκτο κεφάλαιο με τίτλο «Οι περιπτώσεις έρευνας: Γερμανία, ΗΒ, Δανία και Ελλάδα» παρουσιάζεται το πλαίσιο διαμόρφωσης των μοντέλων οργάνωσης των τεσσάρων περιπτώσεων έρευνας, καθώς και η εξέλιξή τους, κατά την περίοδο Η ανάλυση πραγματοποιείται υπό το πρίσμα των μονοπατιών εξάρτησης που προέκυψαν από το πέμπτο κεφάλαιο, αλλά και με αναφορές στα ιδιαίτερα εγχώρια χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τη θεσμική αλλαγή. Οι περιπτώσεις που εξετάζονται εμφανίζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για διαφορετικούς λόγους. Για τις κυβερνήσεις της Γερμανίας προέκυψαν ισχυρές ενδείξεις μεταρρυθμιστικού δισταγμού, καθώς διατήρησαν, καθ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, τη νομοθεσία προστασίας της απασχόλησης περιοριστική και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων γενναιόδωρο, παρά τις ασθενείς επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Η περίπτωση της Γερμανίας, μπορεί να αναδείξει πως ο απεγκλωβισμός των θεσμών από τα μονοπάτια εξάρτησής τους δεν επιτυγχάνεται, ακόμα και όταν οι συνθήκες της οικονομίας και της αγοράς εργασίας μεταβάλλονται σημαντικά, όπως συνέβη και μετά την επανένωση της χώρας. Στο ΗΒ η νομοθεσία προστασίας της απασχόλησης παρέμεινε ήπια, το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων φειδωλό ως προς τις παροχές του, οι δαπάνες για ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης χαμηλές και το σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών αποκεντρωμένο. Με το παράδειγμα του ΗΒ αναδεικνύονται οι έντονες συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ήπιας ρύθμισης θεσμών της αγοράς εργασίας και του φιλελεύθερου μοντέλου οργάνωσης της οικονομίας, τις οποίες δεν είχαν πρόθεση να διαταράξουν ούτε και οι Νέοι 9

28 Εργατικοί, μέσω του Τρίτου Δρόμου. Στη Δανία η ήπια νομοθεσία προστασίας της απασχόλησης συνδυάζεται με το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, τις υψηλές δαπάνες για ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και τη διαπραγμάτευση των μισθών σε κεντρικό επίπεδο. Το Δανικό μοντέλο οργάνωσης της αγοράς εργασίας αποδεικνύει ότι η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας δεν αποτελεί πάντοτε παίγνιο μηδενικού αθροίσματος και υπό προϋποθέσεις η ευελιξία και η ασφάλεια δεν είναι έννοιες αντίθετες. Παράλληλα, από την περίπτωση της Δανίας προκύπτει η συμβολή των εδραιωμένων θεσμών κοινωνικού διαλόγου στη μεταρρυθμιστική διαδικασία. Τέλος, με την περίπτωση της Ελλάδας αναδεικνύεται πώς το υφιστάμενο θεσμικό καθεστώς, όπως αυτό διαμορφώνεται από την περιοριστική νομοθεσία προστασίας της απασχόλησης, το φειδωλό σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, τις χαμηλές δαπάνες για ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και την κεντρική διαπραγμάτευση των μισθών, σε συνδυασμό με την ύπαρξη παράλληλων μηχανισμών κατανομής των πόρων και αναδιανομής του εισοδήματος προκαλεί προσόδους για ισχυρές ομάδες συμφερόντων που είναι απρόθυμες να απολέσουν. Στο έβδομο κεφάλαιο συνοψίζονται τα ευρήματα της διατριβής και διατυπώνονται προτάσεις πολιτικής που δύναται να μειώσουν το κόστος του θεσμικού εγκλωβισμού, αλλά και υποδεικνύονται θέματα προς περαιτέρω διερεύνηση. Η ανά χείρας διατριβή φιλοδοξεί να εμπλουτίσει τον κατάλογο των μονοπατιών εγκλωβισμού των αγορών εργασίας, που εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να είναι εξαντλητικός. Κυρίως, όμως, προσδίδει τυπικό εμπειρικό περιεχόμενο, με τη χρήση μιας νέας για την ελληνική βιβλιογραφία μεθόδου, στη συγκριτική ανάλυση των μοντέλων καπιταλισμού (varieties of capitalism) αναδεικνύοντας τις σχέσεις συμπληρωματικότητας που αναπτύσσονται μεταξύ συγκεκριμένων θεσμικών, πολιτικών και οικονομικών χαρακτηριστικών τους και ιδίως τον τρόπο που αυτές εμποδίζουν τη θεσμική αλλαγή. Παράλληλα, στόχος της είναι να επαναπροσδιοριστεί το πρόβλημα του μεταρρυθμιστικού δισταγμού, καθώς μια κυβέρνηση δεν θα πρέπει να θεωρείται διστακτική γιατί, απλώς, δεν εφαρμόζει πολιτικές που εκφράζουν οι υποστηριχτές της κυρίαρχης άποψης, που ακόμα και αυτοί, με αρκετή δόση αντίφασης υιοθετούν τη θέση ότι ένα μοντέλο δεν ταιριάζει σε όλες τις αγορές εργασίας (one size does not fit all). 10

29 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Οι Ευρωπαϊκές αγορές εργασίας: οι επιδόσεις και οι (προσδοκώμενες) επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας 2.1 Εισαγωγή Το παρόν κεφάλαιο χωρίζεται σε δύο ενότητες. Στην πρώτη ενότητα παρουσιάζονται οι επιδόσεις των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας, της περιόδου και στόχος της είναι η ανάδειξη των σημαντικότερων αδυναμιών των υπό εξέταση αγορών εργασίας. Κρίνεται σκόπιμη η επιμήκυνση της περιόδου αναφοράς ως τις αρχές της δεκαετίας του 80, παρέχοντας τη δυνατότητα σύγκρισης των επιδόσεών τους με μια περίοδο όπου οι ευρωπαϊκές αγορές εργασίας, μόλις είχαν εξέλθει από τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 70. Η μακροχρόνια περίοδος αναφοράς των στοιχείων συμβάλει στην ανάδειξη της διαρθρωτικής φύσης των προβλημάτων, περιορίζοντας, όσο το δυνατόν γίνεται, τις επιδράσεις των μακροοικονομικών κύκλων στις επιδόσεις των αγορών εργασίας. Στη συνέχεια, στη δεύτερη ενότητα του παρόντος κεφαλαίου αναλύονται η σκοπιμότητα της κρατικής παρέμβασης στην αγορά εργασίας, αλλά και οι προσδοκώμενες επιπτώσεις της προώθησης μεταρρυθμίσεων στους θεσμούς της αγοράς εργασίας. Οι θεσμοί, που κατά σειρά, αναλύονται είναι η Νομοθεσία Προστασίας της Απασχόλησης (ΝΠΑ), οι Ενεργητικές Πολιτικές Απασχόλησης (ΕΠΑ), το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, η φορολόγηση της εργασίας και το σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών. 11

30 2.2 Οι επιδόσεις των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας και Η δεκαετία του 80, ήταν για τις ευρωπαϊκές οικονομίες μια περίοδος, κατά την οποία ολοκλήρωσαν έναν οικονομικό κύκλο. Στο πρώτο μισό της δεκαετίας ο μέσος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης μεταξύ των δεκατεσσάρων οικονομιών ήταν 1,7%, ενώ στο δεύτερο μισό ανήλθε σε 3,6% (πίνακας 2.1). Παρά την ολοκλήρωση του οικονομικού κύκλου, της δεκαετίας του 80, οι επιδόσεις των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας δεν αποκαταστάθηκαν πλήρως, ιδίως όσον αφορά το μέσο ποσοστό ανεργίας το οποίο και ανήλθε από 6% σε 8% (γράφημα 2.1). Η δεκαετία του 90, δεν ξεκίνησε με τις ευνοϊκότερες μακροοικονομικές συνθήκες για τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης των δεκατεσσάρων οικονομιών συρρικνώθηκαν σημαντικά, ενώ το 1992 ο μέσος όρος τους δεν ξεπερνούσε το 1,1%. Μάλιστα, το 1993, με εξαίρεση την Γερμανία, την Αυστρία, την Ολλανδία και το ΗΒ, για τις υπόλοιπες δέκα ευρωπαϊκές οικονομίες καταγράφηκαν αρνητικοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης. Από τα μέσα της δεκαετίας, οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης των υπό εξέταση οικονομιών άρχισαν σταδιακά να αποκαθίστανται. Την περίοδο , ο μέσος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στην ΕΕ-14 ήταν 3,7%, ενώ το 2000, ξεπέρασε το 4%. Αξιοσημείωτες ήταν οι επιδόσεις της Ιρλανδικής οικονομίας, καθώς την περίοδο , ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσής της προσέγγισε το 9,7%. Στις αρχές της δεκαετίας του 00, οι ευρωπαϊκές οικονομίες εισήλθαν σε μια βραχείας διάρκειας και μικρής έντασης ύφεση. Το 2002, ο μέσος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης δεν ξεπερνούσε το 2%, με το μέσο ποσοστό της περιόδου να προσεγγίζει το 2,2%. Κατά τη διάρκεια, λοιπόν, της εξεταζόμενης περιόδου ( ), οι υπό διερεύνηση ευρωπαϊκές οικονομίες εισήλθαν σε δύο φάσεις ύφεσης, ενώ την πενταετία , οι ρυθμοί μεγέθυνσής τους ήταν υψηλοί. Παρά το γεγονός ότι οι αναπτυξιακές επιδόσεις των ευρωπαϊκών οικονομιών διέφεραν σημαντικά, καταγράφεται σύγκλιση των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης στην ΕΕ-14, καθώς η τυπική απόκλισή τους μειώθηκε από 1,1, το 1990, σε 1,06, το 2006 (πίνακας 2.1). 12

31 Πίνακας 2.1: Οι ρυθμοί μεγέθυνσης στην ΕΕ Αυστρία 1,9 3,1 4,6 2,2 1,9 2,9 3,4 1,4 2,0 Βέλγιο 1,6 3,1 3,1 1,6 2,4 2,7 3,9 1,4 1,2 Γαλλία 2,0 3,2 2,7 1,2 2,2 2,8 4,0 1,5 1,2 Γερμανία 1,4 3,3 5,3 2,2 1,9 2,0 3,2 0,8 0,9 Δανία 2,2 1,4 1,5 2,4 3,1 2,9 3,5 1,4 3,0 Ελλάδα 0,2 1,6 3,7 1,3 2,1 3,5 4,5 4,3 3,7 Η.Β. 1,3 3,3 0,7 1,7 2,9 3,2 3,8 2,5 1,9 Ιρλανδία 2,7 4,8 8,5 4,7 9,6 9,7 9,4 5,2 5,5 Ισπανία 1,5 4,5 3,8 1,5 2,8 4,1 5,1 3,2 3,5 Ιταλία 2,0 3,2 2,1 1,3 2,8 1,9 3,6 1,1 - Ολλανδία 1,3 3,4 4,1 2,1 3,0 4,0 3,9 1,2 1,5 Πορτογαλία 1,5 5,7 4,0 1,8 4,3 4,1 3,9 0,7 0,4 Σουηδία 1,9 2,5 1,0 0,7 3,9 3,2 4,3 2,4 2,9 Φιλανδία 3,1 3,4 0,1-0,7 3,9 4,8 5,0 2,5 2,9 ΕΕ-14 (Μ.Ο) 1,7 3,6 3,3 1,6 2,4 3,7 3,9 1,6 1,9 Τυπική απόκλιση 0,66 1,08 2,17 1,10 1,88 1,8 1,49 1,4 1,35 Πηγή: ΟΟΣΑ Γράφημα 2.1: Ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης, ποσοστά απασχόλησης, ανεργίας συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό στην ΕΕ-14 ( ) (%) 80,000 70,000 60,000 50,000 40,000 30,000 20,000 10,000 0,000-10,000 Ποσοστό Συμμετοχής στο Εργατικό Δυναμικό Ποσοστό Ανεργίας Ρυθμός Οικονομικής Μεγέθυνσης Ποσοστό Απασχόλησης Πηγή: ΟΟΣΑ 13

32 Παρά τη σύγκλιση των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης των δεκατεσσάρων ευρωπαϊκών οικονομιών, όπως παρουσιάζεται, εκτενώς παρακάτω, οι επιδόσεις των αγορών εργασίας τους διαφέρουν σημαντικά, ως αποτέλεσμα, κυρίως, των διαφορετικών ρυθμιστικών πλαισίων που διέπουν τη λειτουργία τους. Μία εκ των σημαντικότερων επιδόσεων της αγοράς εργασίας είναι η συμμετοχή του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας στο εργατικό δυναμικό. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 2.2, το 1990, στην ΕΕ-14, το μέσο ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό ήταν 69,6% του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (15-64 ετών), ενώ το 2000, αυξήθηκε σε 71,4% και το 2005 σε 72,8%. Στις ΗΠΑ, το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, καθ όλη την περίοδο , διατηρήθηκε σε υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά από τα ποσοστά της συντριπτικής πλειονότητας των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας, αλλά και από το μέσο όρο της ΕΕ-14, καθώς το 1990 ήταν 78,7%, το ,6% και το ,2%. Η αυξητική του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό στις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας αποδίδεται στη μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, παρά των ανδρών, των οποίων το ποσοστό παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο (γράφημα 2.2). Παρά την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, υπολείπεται σημαντικά αυτού των ανδρών, γεγονός που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας. Σημαντική απόκλιση καταγράφεται στα ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό μεταξύ των δεκατεσσάρων αγορών εργασίας, παρά τη σταδιακή σύγκλισή τους (η τυπική απόκλιση μεταξύ των ποσοστών συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό μειώθηκε από 9,4 το 1990 σε 5,2, το 2005, βλ. πίνακα 2.2). Τα υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, στις αρχές της δεκαετίας του 90, καταγράφονται στη Σουηδία (86,0%) και στη Δανία (84,1%), ενώ τα χαμηλότερα στην Ελλάδα (60,8%), στην Ιταλία (60,4%) και στο Βέλγιο (59,0%). Το 2005, στη Σουηδία (81,5%) και στη Δανία (80,6%) καταγράφονται οι καλύτερες επιδόσεις, όσον αφορά την συμμετοχή του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό, ενώ στην Ελλάδα (68%), στο Βέλγιο (66,7%) και στην Ιταλία (63,3%) οι χειρότερες. Οι σημαντικά αποκλίνουσες επιδόσεις όσον αφορά τη συμμετοχή του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας στο εργατικό δυναμικό οφείλονται, πρωτίστως, στις διαφορετικές ρυθμίσεις που διέπουν τη λειτουργία των υπό εξέταση αγορών εργασίας. Η ΝΠΑ, το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, ο σχεδιασμός των ΕΠΑ, οι υποδομές και οι παροχές φροντίδας των προστατευόμενων μελών, ιδίως των παιδιών και η φορολόγηση της εργασίας αποτελούν θεσμούς της αγοράς εργασίας, οι οποίοι επηρεάζουν την οικονομική συμπεριφορά του πληθυσμού. Όπως αναλύεται εκτενέστερα παρακάτω θεσμοί της αγοράς εργασίας που επηρεάζουν την οικονομική αποδοτικότητα της εργασίας, όπως είναι η φορολογική επιβάρυνσή της, ο κατώτατος μισθός και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων επηρεάζουν τη 14

33 συμμετοχή του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό. Παράλληλα, ο σχεδιασμός των ενεργητικών δράσεων που εφαρμόζονται στην αγορά εργασίας, αλλά και του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων μπορούν να επηρεάσουν το κόστος ευκαιρίας της σχόλης έναντι της εργασίας αλλά και τα εργασιακά κίνητρα του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας. Πίνακας 2.2: Τα ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό στην ΕΕ-14 και στις ΗΠΑ Αυστρία ,9 72,0 71,3 71,3 72,1 73,1 Βέλγιο 59,9 59,2 59,0 61,5 62,4 63,6 65,6 65,1 66,7 Γαλλία 68,0 66,8 66,5 66,9 67,3 67,9 68,3 69,1 69,5 Γερμανία 67,7 67,8 68,1 71,2 71,0 71,6 71,8 72,9 74,8 Δανία 80,9 83,5 84,1 81,5 80,1 80,5 80,6 80,8 80,6 Ελλάδα 62,2 61,3 60,8 60,6 62,0 64,0 64,5 66,2 68,0 Η.Β. 76,4 78,0 79,1 77,7 77,0 77,2 77,6 77,6 77,8 Ιρλανδία 62,3 61,7 61,7 62,3 63,3 68,3 68,8 69,7 71,5 Ισπανία 60,1 61,3 62,3 62,5 63,0 65,7 67,1 68,2 71,3 Ιταλία 59,4 60,1 60,4 59,5 58,8 60,1 61,2 62,4 63,3 Ολλανδία 58,6 65,8 66,7 68,5 70,6 73,4 74,9 75,6 75,9 Πορτογαλία 72,3 72,5 73,4 72,1 72,0 74,4 75,7 76,9 77,9 Σουηδία 83,4 85,3 86,0 82,5 80,9 80,0 80,3 80,4 81,5 Φιλανδία 76,3 76,8 77,2 73,5 72,7 72,7 74,7 74,8 74,9 ΕΕ-14 (Μ.Ο) 68,2 67,4 69,6 68,4 70,0 69,4 71,4 71,1 72,8 Τυπική Απόκλιση 8,4 8,7 9,4 7,4 7,0 6,0 6,4 5,4 5,2 ΗΠΑ 75,3 78,0 78,7 78,8 79,2 79,5 79,6 78,5 78,2 Πηγή: ΟΟΣΑ Γράφημα 2.2: Η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό στην ΕΕ-14 και η διάρθρωσή της ανά φύλο ( ) 90,0 80,0 70,0 Ποσοστό Συμμετοχής στο Εργατικό Δυναμικό 60,0 50,0 40,0 30,0 20,0 10,0 - Ποσοστό Συμμετοχής στο Εργατικό Δυναμικό (Άνδρες) Ποσοστό Συμμετοχής στο Εργατικό Δυναμικό (Γυναίκες) Πηγή : ΟΟΣΑ 15

34 Η εξέλιξη της απασχόλησης σε μια οικονομία αποτελεί μια από τις βασικές συνιστώσες της αναπτυξιακής της πορείας, καθώς επηρεάζει το παραγόμενο προϊόν της. Η αύξηση της απασχόλησης συμβάλλει στην μεγέθυνση του προϊόντος μιας οικονομίας και στη μείωση της ανεργίας. Παράλληλα, διευρύνεται η φορολογική βάση και εξοικονομούνται δημοσιονομικοί πόροι από τη μείωση των δαπανών για τη χορήγηση επιδομάτων ανεργίας. Η απασχόληση σε μια οικονομία επηρεάζεται από πολιτικές που επιδρούν τόσο στη ζήτηση, όσο και στην προσφορά εργασίας. Μεταρρυθμίσεις που συμβάλλουν στην ευέλικτη προσαρμογή του κόστους εργασίας στις οικονομικές διακυμάνσεις, στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, αλλά και στη βελτίωση της διαδικασίας κάλυψης κενών θέσεων απασχόλησης από τους ανέργους συμβάλλουν στην αύξηση της απασχόλησης. Την περίοδο , το μέσο ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ-14 ήταν 60,0% και την πενταετία ,0%, ενώ κατά τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους το ποσοστό απασχόλησης στις ΗΠΑ αυξήθηκε από 67,2% σε 71,3% (πίνακας 2.3). Παράλληλα με την επιβράδυνση των ρυθμών μεγέθυνσης των ευρωπαϊκών οικονομιών, στις αρχές της δεκαετίας του 90, καταγράφεται πτώση του μέσου ποσοστού απασχόλησης από 62,3% σε 61,1%, ενώ όταν αυτοί επιταχύνθηκαν, στην περίοδο , το μέσο ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε σε 64,9%. Το 2005, το μέσο ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ-14 ήταν 66,2%, ενώ την περίοδο , 65,4%. Στις ΗΠΑ το ποσοστό απασχόλησης διατηρήθηκε σε υψηλότερα επίπεδα, καθώς από 71,5%, την περίοδο , αυξήθηκε σε 73,6%, την περίοδο , για να μειωθεί σε 71,8% την πενταετία Όπως προκύπτει και από το γράφημα 2.3, καθ όλη την περίοδο , το μέσο ποσοστό απασχόλησης των γυναικών, στην ΕΕ-14, υπολείπεται αυτού των ανδρών, παρά το γεγονός ότι παρατηρείται η σταδιακή σύγκλισή τους. Οι αποκλίσεις των ποσοστών απασχόλησης μεταξύ των δεκατεσσάρων ευρωπαϊκών αγορών εργασίας είναι σημαντικές καθ όλη την εξεταζόμενη περίοδο. Η τυπική απόκλισή τους, το 1990, ήταν 10,2, την περίοδο ,1 και την περίοδο ,6. Η Δανία (77,1% το 1990 και 76,8% το 2005) και η Σουηδία (84,4% το 1990 και 75,2% το 2005) είναι οι αγορές εργασίας με τις καλύτερες επιδόσεις, όσον αφορά την απασχόληση, την περίοδο Αντίθετα, το 1990, τα χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης καταγράφηκαν στην Ισπανία (52,3%) και στην Ιταλία (53,5%). Το 2005, οι αγορές εργασίας με τις χειρότερες επιδόσεις ήταν η ελληνική (61,4%) και η ιταλική (58,4%). Σε όλες τις αγορές εργασίας, με εξαίρεση τη Δανία και τη Σουηδία που είναι και οι αγορές εργασίας με τις καλύτερες επιδόσεις, τα ποσοστά απασχόλησης αυξήθηκαν την περίοδο Αξίες αναφοράς είναι οι επιδόσεις της ιρλανδικής αγοράς εργασίας, ιδίως στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 90, όταν οι ρυθμοί μεγέθυνσης της ιρλανδικής οικονομίας ήταν υψηλοί, καθώς το μέσο ποσοστό απασχόλησης της περιόδου 16

35 ήταν 64,8%, ποσοστό πολύ υψηλότερο συγκριτικά με αυτό της πρώτης πενταετίας της δεκαετίας που ήταν 53,3%. Οι αποκλίνουσες επιδόσεις των υπό εξέταση αγορών εργασίας θα μπορούσαν να αποδοθούν στα διαφορετικά ρυθμιστικά υποδείγματα που διέπουν τη λειτουργία τους. Όπως αναλύεται εκτενώς στο επόμενο κεφάλαιο, θεσμοί όπως η ΝΠΑ, οι ΕΠΑ, το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών και οι οποίοι επηρεάζουν σημαντικά το επίπεδο της απασχόλησης διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των υπό εξέταση αγορών εργασίας. Η ΝΠΑ επηρεάζει την απόφαση των επιχειρήσεων όσον αφορά την πρόσληψη (νέων) εργαζομένων, ενώ όταν αυτή είναι περιοριστική και συνδυάζεται με ένα γενναιόδωρο σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών, την κεντρική διαπραγμάτευση των μισθών και την υψηλή συμμετοχή των εργαζομένων στα εργατικά συνδικάτα μπορούν να προκαλέσουν υπέρμετρες μισθολογικές αυξήσεις, επηρεάζοντας αρνητικά τη ζήτηση εργασίας. Πίνακας 2.3: Τα ποσοστά απασχόλησης στην ΕΕ-14 και στις ΗΠΑ (% πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας ετών) Αυστρία ,3 69,4 68,4 68,8 68,9 69,3 Ισπανία 50,3 50,0 52,3 49,1 48,7 54,5 57,8 60,5 64,7 Ολλανδία 52,0 60,4 61,8 64,0 65,6 70,1 72,7 72,6 72,0 Ιρλανδία 52,7 51,9 53,7 53,3 55,6 64,8 65,8 66,8 68,5 Βέλγιο 53,1 53,5 54,7 56,3 56,6 58,2 61,3 60,4 61,3 Ιταλία 54,1 53,1 53,5 52,8 52,0 53,3 54,7 56,9 58,4 Ελλάδα 57,2 56,8 56,5 55,6 56,4 57,1 57,4 59,7 61,4 Γαλλία 62,5 60,2 60,4 59,7 59,5 60,1 61,5 62,6 62,6 Γερμανία 63,6 63,8 64,8 66,1 65,2 64,9 66,2 66,4 66,5 Δανία 63,9 77,6 77,1 74,3 74,5 76,2 77,0 76,9 76,8 Πορτογαλία 66,9 67,9 69,9 67,4 66,8 70,6 72,7 72,3 72,0 Η.Β. 67,8 71,0 73,7 70,7 70,4 72,2 73,4 73,9 74,2 Φιλανδία 72,4 73,5 74,8 63,7 61,5 64,8 67,4 68,2 68,6 Σουηδία 80,7 83,6 84,4 76,9 73,6 73,7 75,6 76,1 75,2 ΕΕ-15 (Μ.Ο) 60,0 61,0 62,3 61,5 61,1 64,9 64,4 65,4 66,2 Τυπική Απόκλιση 8,8 10,2 10,2 8,2 7,0 7,1 7,17 5,6 5,5 Η.Π.Α 67,2 71,3 72,2 71,5 72,5 73,6 74,1 71,8 71,5 Πηγή: ΟΟΣΑ 17

36 Γράφημα 2.3: Η συνολική απασχόληση και η διάρθρωσή της ανά φύλο στην ΕΕ-14 ( ) 90,0 80,0 70,0 60,0 50,0 40,0 30,0 20,0 10,0 0,0 Συνολικό Ποσοστό Απασχόλησης Ποσοστό Απασχόλησης Ανδρών Ποσοστό Απασχόλησης Γυναικών Πηγή: ΟΟΣΑ Σύμφωνα με τα στοιχεία του πίνακα 2.4, την περίοδο , έχει αυξηθεί, σημαντικά, η χρήση των συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης. Στις αρχές της δεκαετίας του 90, στην ΕΕ-14, το μέσο ποσοστό προσωρινής απασχόλησης ως προς τη συνολική ήταν 11,7% και το 2005 αυξήθηκε σε 13,5%, ενώ στις ΗΠΑ το εν λόγω ποσοστό, το 1994, ήταν 5,1% και το ,2% (OECD, 2010: 289). Η χρήση συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης στην Ευρώπη είναι συνηθέστερη για τις γυναίκες, παρά για τους άνδρες, αν και παρατηρείται σύγκλιση των ποσοστών προσωρινής απασχόλησης των δύο φύλων (γράφημα 2.4). Όπως προκύπτει από την τυπική απόκλιση των ποσοστών προσωρινής απασχόλησης των περιόδων (6,0), (6,4) και (6,8), παρατηρείται διεύρυνση όσον αφορά τη χρήση συμβάσεων μερικής απασχόλησης μεταξύ των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας. Τα υψηλότερα ποσοστά προσωρινής απασχόλησης, στις αρχές της δεκαετίας του 90, καταγράφονται στην Ισπανία (28,5%) και ακολούθως στην Ελλάδα (15,4%), στην Πορτογαλία (14,6%) και στην Φινλανδία (16,5%). Το 2005, τα υψηλότερα ποσοστά προσωρινής απασχόλησης καταγράφονται στην Ισπανία (33,4%), στην Πορτογαλία (19,5%) και την Φινλανδία (16,5%). Αντίθετα, το 1990, το ποσοστό προσωρινής απασχόλησης στο ΗΒ είναι, μόλις, 6,0%, ενώ το 2005 στην ίδια χώρα μειώνεται σε 5,6%, ενώ στην Ιρλανδία δεν ξεπερνά το 4% (πίνακας 2.4). Οι παραπάνω αποκλίσεις στα ποσοστά προσωρινής απασχόλησης αντανακλούν, σε μεγάλο βαθμό, τα διαφορετικά θεσμικά πλαίσια που διέπουν τις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας. Η απόφαση μιας επιχείρησης 18

37 προκειμένου να απασχολήσει εργαζομένους με ορισμένου χρόνου συμβάσεις απασχόλησης εξαρτάται, κυρίως, από το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την κανονική-αορίστου χρόνου απασχόλησης. Όταν το εν λόγω θεσμικό πλαίσιο είναι περιοριστικό μια επιχείρηση, στην προσπάθειά της να απαλλαχθεί από την υποχρέωση καταβολής υψηλής αποζημίωσης απόλυσης ή από τις διαδικασίες, τις οποίες υποχρεούται να τηρήσει προκειμένου να λύσει μια αορίστου χρόνου εργασιακή σχέση, είναι πιθανό να προτιμήσει τη σύναψη μιας ορισμένου χρόνου σύμβασης εργασίας με ορισμένους εκ των εργαζομένων της. Η συγκεκριμένη επιλογή εξαρτάται, κυρίως, από το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την κανονική, αλλά και την ορισμένου χρόνου απασχόληση, αλλά και το αντικείμενο της θέσης εργασίας. Τέτοιες πρακτικές, δηλαδή της υποκατάστασης της κανονικής από την ορισμένου χρόνου απασχόληση, ακόμα και αν το θεσμικό πλαίσιο τις ευνοεί, εφαρμόζονται, κυρίως, στα κατώτερα εργασιακά κλιμάκια. Σε αγορές εργασίας όπου η προσωρινή απασχόληση είναι εκτεταμένη, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει την κανονική απασχόληση είναι αυστηρότερο έναντι αυτών όπου τα ποσοστά προσωρινής απασχόλησης ως προς την κανονική είναι χαμηλά, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις του ΗΒ και της Ιρλανδίας. Πίνακας 2.4: Τα ποσοστά προσωρινής απασχόλησης στην ΕΕ-14 (% συνολικού αριθμού εργαζομένων) Αυστρία - - 6,0 6,0 7,9 8,0 8,3 9,1 Βέλγιο 5,8 5,3 5,6 5,3 7,8 9,0 8,5 8,8 Γαλλία 6,5 10,6 8,0 12,2 13,7 15,4 13,4 13,3 Γερμανία 10,8 10,5 10,6 10,4 12,2 12,8 12,7 14,2 Δανία 11,4 10,8 11,4 12,1 10,6 10,2 9,5 9,8 Ελλάδα 17,8 16,5 15,4 10,2 12,5 13,8 12,2 11,8 Η.Β. 6,0 5,1 6,0 6,9 6,9 6,6 5,9 5,6 Ιρλανδία 7,9 8,5 8,3 10,2 7,6 5,3 4,2 3,7 Ισπανία 23,6 29,9 28,5 35,0 33,1 32,4 32,3 33,4 Ιταλία 5,4 5,2 5,8 7,2 8,7 10,1 10,6 12,3 Ολλανδία 7,9 7,6 8,7 10,8 12,3 13,8 14,5 15,4 Πορτογαλία 17,3 18,4 14,6 10,1 15,7 19,8 20,3 19,5 Σουηδία ,0 13,0 12,8 14,3 15,5 15,7 Φιλανδία ,5 16,5 17,6 17,7 17,3 16,5 ΕΕ-15 (Μ.Ο) 9,9 11,7 10,4 11,9 12,8 13,5 13,2 13,5 Τυπική Απόκλιση 5,8 7,1 6,0 7,0 6,4 6,6 6,8 6,9 Πηγή: Eurostat 19

38 Γράφημα 2.4 : Η προσωρινή απασχόληση στην ΕΕ-14 ( ) 18,0 16,0 14,0 12,0 10,0 8,0 6,0 4,0 2,0 0, Προσωρινή Απασχόληση (% Συνολικής Απασχόλησης) Προσωρινή Απασχόληση Γυναικών Προσωρινή Απασχόληση Ανδρών Πηγή: Eurostat Την περίοδο , καταγράφεται σημαντική επέκταση των συμβάσεων μερικής απασχόλησης στις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας. Το 1990, το μέσο ποσοστό προσωρινής απασχόλησης ως προς τη συνολική απασχόληση ήταν 12,6%, ενώ το 2005 αυξήθηκε σε 19,0% (πίνακας 2.5). Αντίθετα, στις ΗΠΑ περιορίστηκε η χρήση συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης, καθώς το σχετικό ποσοστό μειώθηκε από 14,1%, το 1990, σε 12,8%, το Όπως προκύπτει και από το γράφημα 2.5 το μέσο ποσοστό προσωρινής απασχόλησης των γυναικών είναι πολύ υψηλότερο συγκριτικά με αυτό των ανδρών, ενώ την περίοδο καταγράφεται τάση διεύρυνσης της διαφοράς τους. Σημαντική είναι η απόκλιση των ποσοστών μερικής απασχόλησης μεταξύ των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας. Την περίοδο , η τυπική απόκλιση των ποσοστών μερικής απασχόλησης ήταν 8,8, ενώ την περίοδο ,4. Κατά την περίοδο , τα υψηλότερα ποσοστά μερικής απασχόλησης καταγράφονται στην Ολλανδία (31,3% το 1990 και 45,7% το 2005), τη Σουηδία (25,4% την περίοδο και 24,0% το 2005) και το ΗΒ (20,8% το 1990 και 24,4% το 2005). Αντίθετα, οι συμβάσεις μερικής απασχόλησης δεν είναι εξίσου διαδεδομένες στις αγορές εργασίας της Ελλάδας (4,1% το 1990 και 4,8% το 2005) και της Πορτογαλίας (5% το 1990 και 8,2% το 2005). Στην Ιταλία και την Ισπανία καταγράφεται σημαντική αύξηση των ποσοστών μερικής απασχόλησης από 4,7% το 1990 σε 12,7% το 2005, στην πρώτη και από 6,1% το 1990 σε 12,2% το 2005, στη δεύτερη. 20

39 Πίνακας 2.5: Τα ποσοστά μερικής απασχόλησης στην ΕΕ-15 και στις ΗΠΑ (% συνολικής απασχόλησης) Αυστρία ; ; 13,3 13,3 15,5 16,7 18,9 20,8 Βέλγιο 9,3 10,9 12,6 13,6 16,9 20,6 20,3 21,7 Γαλλία 11,1 11,8 13,7 15,5 16,8 16,8 16,5 17,1 Γερμανία 12,8 14,9 14, ,8 19,1 21,3 23,4 Δανία 23,0 22,7 21,9 21,4 21,5 21,4 20,7 21,5 Ελλάδα 4,7 3,6 4,1 4,4 5,0 4,4 4,3 4,8 Η.Β. 20,4 20,8 22,4 23,2 24,1 24,4 24,8 24,4 Ιρλανδία 6,8 8,0 10, ,7 16,6 16,6 16,8 Ισπανία 5,1 4,8 6,1 7,2 7,9 8,0 9,0 12,2 Ιταλία 5,0 4,7 5,8 6,4 7,4 8,7 10,2 12,7 Ολλανδία 27,6 31,3 34, ,8 41,0 44,2 45,7 Πορτογαλία 5,3 5 6,4 6,3 8,1 8,1 8,3 8,2 Σουηδία ; ; 25,4 25,4 23,4 21,8 22,0 24,0 Φιλανδία ; ; 11,4 11,4 11,5 11,9 12,5 13,3 ΕΕ-15 (Μ.Ο) 12,0 12,6 14,0 15,2 16,4 17,1 17,8 19,0 Τυπική Απόκλιση ; ; 8,8 8,7 0,7 8,9 9,4 9,4 ΗΠΑ 14,7 14,1 14,4 14,0 13,3 12,6 13,0 12,8 Πηγή: Eurostat και ΟΟΣΑ για τις ΗΠΑ Γράφημα 2.5: Η μερική απασχόληση στην ΕΕ-14 ( ) 40,0 35,0 30,0 H μερική απασχόληση ως ποσοστό της συνολικής απασχόλησης 25,0 20,0 15,0 10,0 5,0 0,0 Η μερική απασχόληση των ανδρών ως ποσοστό της συνολικής τους απασχόλησης Η μερική απασχόληση των γυναικών ως ποσοστό της συνολικής τους απασχόλησης Πηγή: Eurostat Την περίοδο , καταγράφεται μείωση των μέσων ετήσιων ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο κατά 5,3% (από 1784,4 το 1990 σε 1655,9 το 2005, βλ. πίνακα 2.6). Σε αυτό συνετέλεσε και η επέκταση της μερικής απασχόλησης ως προς την κανονική. Οι περισσότερες μέσες ετήσιες ώρες εργασίας καταγράφονται στην Ελλάδα (2075 το 1990 και 2053 το 2005), στην Πορτογαλία (1962 το 1990 και 1758 το 2005) και στην Ιταλία (1902 το 1990 και 1800 το 2005) ενώ μεταξύ των χωρών με το μικρότερο 21

40 μέσο αριθμό ετήσιων ωρών εργασίας περιλαμβάνονται η Ολλανδία (1504 το 1990 και 1391 το 2005), η Γερμανία (1476 το 2000 και 1436 το 2005) και η Σουηδία (1561 το 1990 και 1583 το 2005). Στις αγορές εργασίας, όπου ο αριθμός ωρών εργασίας είναι υψηλός, παρατηρείται περιορισμένη χρήση των συμβάσεων μερικής απασχόλησης, ενώ σε αυτές με τις λιγότερες ώρες εργασίας η χρήση των συμβάσεων αυτών είναι εκτεταμένη. Στην Ιρλανδία, οι μέσες ετήσιες ώρες εργασίας μειώθηκαν από 1988, το 1990, σε 1640 το 2005, ενώ την ίδια περίοδο το ποσοστό της προσωρινής απασχόλησης αυξήθηκε από 8% σε 16,8% (πίνακας 2.5) Πίνακας 2.6: Οι μέσες ετήσιες ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο (%) (%) Αυστρία ; Βέλγιο ,79-10,43 Γαλλία ; Γερμανία ; Δανία ,41 3,89 Ελλάδα ,58-1,06 Η.Β ,15-5,76 Ιρλανδία ,35-17,51 Ισπανία ,60-3,29 Ιταλία ,04-5,36 Ολλανδία ,51 Πορτογαλία ,40 Σουηδία ,89 1,41 Φιλανδία ,96-2,71 ΕΕ-14 (Μ.Ο) 1818,7 1784,4 1713,9 1655,9-1,6-5,3 Πηγή: ΟΟΣΑ Στον πίνακα 2.7 καταγράφονται τα ποσοστά ανεργίας στις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας, αλλά και στις ΗΠΑ. Την περίοδο , κατά τη διάρκεια δηλαδή της ύφεσης των αρχών της δεκαετίας του 90, αλλά και λίγο μετά από αυτήν, το μέσο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ-14 ήταν 9,8%, ενώ στις ΗΠΑ 6,5%. Το 2005, το μέσο ποσοστό ανεργίας των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας μειώθηκε σε 8,3%, παραμένοντας, όμως, υψηλότερο από αυτό των ΗΠΑ, όπου το ίδιο έτος ήταν 5,1%. Όπως προκύπτει από το γράφημα 2.6, στην ΕΕ-14, το μέσο ποσοστό ανεργίας των γυναικών παρέμεινε υψηλότερο συγκριτικά με αυτό των ανδρών, από τις αρχές της δεκαετίας του 90 έως το 2005, αν και παρατηρείται σημαντική σύγκλισή τους. 22

41 Γράφημα 2.6: Η ανεργία στην ΕΕ-14 και η διάρθρωσή της ανά φύλο ( ) 14,00 12,00 10,00 8,00 6,00 4,00 2,00 0,00 Μέσο ποσοστό ανεργίας Ποσοστό ανεργίας ανδρών Ποσοστό ανεργίας γυναικών Πηγή: ΟΟΣΑ Εκτός από τη μείωση του μέσου ποσοστού ανεργίας, όπως προκύπτει από τον πίνακα 2.7, την περίοδο , καταγράφεται σταδιακή σύγκλιση των ποσοστών ανεργίας μεταξύ των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας. Η προς τα κάτω σύγκλιση των μέσων ποσοστών ανεργίας προήλθε, κυρίως, αφενός από τη σημαντική μείωση των ποσοστών ανεργίας στις αγορές εργασίας με τις χειρότερες επιδόσεις στις αρχές της δεκαετίας του 90 (Ισπανία, Ιρλανδία και Ιταλία), αφετέρου δε από την αύξηση των ποσοστών ανεργίας στις αγορές εργασίας με τις καλύτερες επιδόσεις στις αρχές της δεκαετίας του 90 (Αυστρία, Φινλανδία και Σουηδία) (γράφημα 2.7). 23

42 Ποσοστό ανεργίας Γράφημα 2.7: Η εξέλιξη της ανεργίας στην Ισπανία, την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Αυστρία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία Πηγή: ΟΟΣΑ Ισπανία Ιρλανδία Ιταλία Αυστρία Φινλανδία Σουηδία Ισπανία Φινλανδία Σουηδία Ιταλία Αυστρία Ιρλανδία Παρά τη μείωση του μέσου ποσοστού ανεργίας, οι επιδόσεις των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας δεν θα μπορούσαν να αξιολογηθούν ως θετικές. Ιδίως μάλιστα, αν συνεκτιμηθούν και τα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας (ως προς τη συνολική ανεργία) τα οποία και παρέμειναν υψηλά καθ όλη την περίοδο Στις αρχές της δεκαετίας του 90, ένας στους δύο, περίπου, ανέργους (47%) στην ΕΕ-14 παρέμενε σε καθεστώς ανεργίας για διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους, ενώ το 2005, το ποσοστό αυτό μειώθηκε σε 37,6%. Αν γίνει αποδεκτό ότι το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας αποτελεί τον ενδεικτικότερο δείκτη των διαρθρωτικών δυσκαμψιών που αντιμετωπίζει μια αγορά εργασίας, αλλά και ότι αποτελεί εκείνη την επίδοση της αγοράς εργασίας που επηρεάζεται, κατεξοχήν, από το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας, τότε ο υψηλός βαθμός απόκλισης των ποσοστών μακροχρόνιας ανεργίας στην ΕΕ-14 αντικατοπτρίζει τις θεσμικές διαφορές που υφίστανται στις υπό διερεύνηση αγορές εργασίας. Σύμφωνα με τον πίνακα 2.8, η τυπική απόκλιση των ποσοστών μακροχρόνιας, αν και μειώθηκε από 16,2, το 1990, σε 12,0, το 2005, παραμένει υψηλή και μάλιστα η υψηλότερη μεταξύ των τυπικών αποκλίσεων των υπόλοιπων επιδόσεων, όπως αυτές παρουσιάστηκαν παραπάνω (ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, απασχόλησης, μερικής και ορισμένου χρόνου απασχόλησης και ανεργίας). Στις αρχές της δεκαετίας του 90, τα υψηλότερα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας κατεγράφησαν στην Ιταλία (69,8%), στο Βέλγιο (68,5%) και στην Ιρλανδία (66,0%), ενώ τα χαμηλότερα στη Δανία (22,9%) και στη Σουηδία 24

43 (12,1%). Αντίστοιχα, το 2005, οι χώρες με τις χειρότερες επιδόσεις όσον αφορά τη μακροχρόνια ανεργία ήταν η Γερμανία (54,1%), η Ελλάδα (53,7%) και η Ιταλία (52,2%), ενώ αυτές με τις καλύτερες ήταν η Φινλανδία (24,9%), το ΗΒ (22,3 %) και η Σουηδία (18,9%). Στις ΗΠΑ, παρά την αύξηση του ποσοστού μακροχρόνιας ανεργίας από 5,5%, το 1990, σε 11,8%, το 2005, διατηρήθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά τόσο με τα ποσοστά που καταγράφηκαν στις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας, όσο και με τον μέσο όρο τους. Όπως παρουσιάζεται αναλυτικότερα σε επόμενη ενότητα, όλοι οι θεσμοί της αγοράς επηρεάζουν την ανεργία, και ιδίως τη μακροχρόνια. Ενδεικτικά, αναφέρονται ορισμένες εκ των σημαντικότερων επιδράσεων των θεσμών που διέπουν τη λειτουργία της αγοράς εργασίας στις επιδόσεις της: η ΝΠΑ επηρεάζει τη ζήτηση εργασίας εκ μέρους των επιχειρήσεων, οι ΕΠΑ διευκολύνουν τη σύζευξη της προσφοράς με τη ζήτηση εργασίας, το σύστημα αποζημίωσης ανεργίας τα κίνητρα των ανέργων όσον αφορά την αναζήτηση εργασίας και τέλος η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας και το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών επηρεάζουν το κόστος, αλλά και τη ζήτηση εργασίας. Οι παραπάνω θεσμοί της αγοράς εργασίας, αλλά κυρίως οι συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους και παρουσιάζονται εκτενώς παρακάτω, μπορούν να επηρεάσουν όχι μόνο το επίπεδο της ανεργίας σε μια αγορά εργασίας, αλλά και τη διάρκειά της. Πίνακας 2.7: Τα ποσοστά ανεργίας στην ΕΕ-14 και στις ΗΠΑ (% εργατικού δυναμικού) Αυστρία 3,3 3,4 3,2 3,7 3,7 4,2 3,6 5,2 5,2 Βέλγιο 10,3 9,6 7,2 8,5 9,3 8,6 6,6 8,1 8,1 Γαλλία 8,2 9,9 9,2 10,8 11,6 11,6 10,0 9,8 9,8 Γερμανία 5,8 5,8 4,8 7,8 8,1 8,9 7,7 11,1 11,1 Δανία 7,8 7,0 8,3 8,7 7,0 5,4 4,5 4,8 4,8 Ελλάδα 5,6 7,4 7,0 8,7 9,1 10,8 11,1 9,6 9,6 Η.Β. 9,4 9,0 6,8 9,1 8,6 6,5 5,5 4,6 4,6 Ιρλανδία 13,4 15,8 13,0 14,6 12,2 5,0 4,3 4,3 4,3 Ισπανία 16,3 18,5 16,0 21,5 22,7 17,3 13,9 9,2 9,2 Ιταλία 9,0 11,7 11,4 11,2 11,5 11,3 10,5 7,7 7,7 Ολλανδία 10,4 8,3 7,4 6,5 7,0 4,6 3,0 5,2 5,2 Πορτογαλία 7,4 6,3 4,7 6,5 7,2 5,2 3,9 7,6 7,6 Σουηδία 3,2 2,0 1,8 6,9 9,0 7,9 5,8 7,7 7,7 Φιλανδία 5,1 4,5 3,1 13,3 15,4 13,7 9,8 8,4 8,4 ΕΕ-14 (Μ.Ο) 8,2 8,5 8,3 9,8 10,6 8,6 8,2 8,3 8,3 Τυπική απόκλιση 3,4 4,2 7,2 4,1 2,9 3,6 3,4 2,2 2,2 ΗΠΑ 8,1 5,9 5,6 6,5 5,6 4,7 4,0 5,4 5,1 Πηγή: ΟΟΣΑ, Commission EC (1998) 25

44 Πίνακας 2.8: Η μακροχρόνια ανεργία στην ΕΕ-14 και στις ΗΠΑ (% συνολικής ανεργίας) Αυστρία ; ; ; 23,8 29,1 27,5 25,8 24,0 25,3 Βέλγιο 68,9 72,6 68,5 59,1 62,4 60,1 56,3 49,8 51,6 Γαλλία 43,7 43,2 38,1 37,7 42,5 41,6 42,6 38,9 41,4 Γερμανία 47,8 47,7 46,8 39,7 48,7 50,7 51,5 50,8 54,1 Δανία 34,4 25,9 22,9 28,8 27,9 24,2 20,0 22,1 25,9 Ελλάδα 43,8 46,7 49,8 50,0 51,4 55,8 56,4 54,1 53,7 Η.Β. 50,3 42,5 34,4 39,1 43,6 33,7 28,0 20,0 22,3 Ιρλανδία 63,4 65,0 66,0 61,8 61,6 57,3 55,3 33,3 34,3 Ισπανία 56,7 58,7 54,0 52,4 57,1 52,9 47,6 38,9 32,6 Ιταλία 66,3 68,3 69,8 61,8 63,6 62,8 61,6 56,5 52,2 Ολλανδία 59,4 48,3 49,3 47,7 46,8 47,6 43,5 32,1 40,1 Πορτογαλία ; 49,3 49,9 41,5 50,9 47,5 42,9 39,6 48,6 Σουηδία 11,4 13,4 12,1 18,8 27,8 30,7 26,4 20,0 18,9 Φιλανδία 21,1 12,2 ; 26,0 37,6 30,1 29,0 24,7 24,9 ΕΕ-14 (Μ.Ο) 47,3 46,7 47,0 42,0 46,5 44,5 41,9 36,4 37,6 Τυπική απόκλιση 18,7 18,3 16,2 13,6 11,65 12,6 12,8 11,8 12,0 ΗΠΑ 8,7 7,08 5,5 10,2 9,7 7,8 6,0 10,2 11,8 Πηγή: ΟΟΣΑ Η καμπύλη Beveridge, η οποία απεικονίζει τη σχέση μεταξύ αριθμού ανέργων και κενών θέσεων εργασίας και ιδίως η σχέση μεταξύ των δύο μεταβλητών αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό τις στρεβλώσεις που δημιουργούν οι θεσμοί της αγοράς εργασίας στη λειτουργία τους. Οι καμπύλες Beveridge του ΗΒ της Γερμανίας, αλλά και της Ισπανίας, την περίοδο , μετατοπίστηκαν προς τα κάτω και δεξιά. Αυτό σημαίνει ότι αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των ανέργων συγκριτικά με τον αριθμό των κενών θέσεων απασχόλησης. Ωστόσο, στο ΗΒ ο αριθμός των κενών θέσεων απασχόλησης παρέμεινε ιδιαίτερα υψηλός συγκριτικά με τον αριθμό των ανέργων, γεγονός που αναδεικνύει την έλλειψη κατάλληλου εργατικού δυναμικού για την κάλυψη των κενών θέσεων απασχόλησης. Και από τις τέσσερις, πάντως, καμπύλες Beveridge που παρουσιάζονται στα γραφήματα 2.8, 2.9, 2.10 και 2.11, δηλαδή της Γερμανίας, του ΗΒ, της Ισπανίας και της Σουηδίας προκύπτει ότι οι στρεβλώσεις που προκαλούν οι θεσμοί στις επιδόσεις των αγορών εργασίας γίνονται ολοένα και εντονότερες, καθώς οι συνδυασμοί κενών θέσεων απασχόλησης και ανέργων το 2005 βρίσκονται μακρύτερα από την αρχή των αξόνων, συγκριτικά με αυτούς του

45 Κενές θέσεις εργασίας Κενές θέσεις εργασίας Κενές θέσεις εργασίας Κενές θέσεις εργασίας Γράφημα 2.8: Η καμπύλη Beveridge στην Γερμανία ( ) Άνεργοι Πηγή: ΟΟΣΑ Γράφημα 2.9: Η καμπύλη Beveridge στο ΗΒ ( ) Άνεργοι Πηγή: ΟΟΣΑ Γράφημα 2.10: Η καμπύλη Beveridge στην Ισπανία ( ) Άνεργοι Πηγή: ΟΟΣΑ Γράφημα 2.11: Η καμπύλη Beveridge στην Σουηδία ( ) Άνεργοι Πηγή: ΟΟΣΑ 27

46 Όσον αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας, όπως προκύπτει από τον πίνακα 2.9, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής της, την περίοδο , μειώθηκε από 1,3% σε 1,09%, ενώ τα έτη 1995 και 2000 σημείωσε αύξηση προσεγγίζοντας το 2,11% και 2,76% αντίστοιχα. Επίσης, στις αρχές της δεκαετίας του 90, στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία καταγράφονται αρνητικοί ρυθμοί μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας, ενώ στην Ιταλία ήταν μόλις 0,3%. Ιδιαίτερα υψηλός ήταν ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ιρλανδία, ιδίως την περίοδο (10,18%), αλλά και μεταξύ των ετών (5,26%). Ένας από τους προσδιοριστικούς παράγοντες της παραγωγικότητας της εργασίας, ενδεχομένως όχι ο σημαντικότερος, είναι και το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Θεσμοί, για παράδειγμα, που ευνοούν τις μακροχρόνιες εργασιακές σχέσεις, όπως για παράδειγμα η περιοριστική ΝΠΑ, ευνοούν την ενδοεπιχειρησιακή επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο, ενώ δεν πρέπει να παραβλέπονται και τα οφέλη που προκύπτουν από την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας. Επιπλέον, θεσμοί που συμβάλλουν στην αποτελεσματικότερη σύζευξη της προσφοράς με τη ζήτηση εργασίας, όπως είναι οι δημόσιες υπηρεσίες ευρέσεως απασχόλησης, οι ΕΠΑ, αλλά και ένα καλά σχεδιασμένο και γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων ευνοούν την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, καθώς περιορίζουν τον κίνδυνο απαξίωσης των προσόντων του εργατικού δυναμικού και συμβάλλουν στην γρήγορη και αποτελεσματική σύζευξη της προσφοράς με τη ζήτηση εργασίας. Ωστόσο, η παραγωγικότητα της εργασίας εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, όπως το απόθεμα του κεφαλαίου, η τεχνολογία παραγωγής και το εκπαιδευτικό σύστημα. 28

47 Πίνακας 2.9: Ετήσια ποσοστιαία μεταβολή της παραγωγικότητας της εργασίας στην ΕΕ-14 (%) Αυστρία ,06 2,70 0,96 1,20 Βέλγιο 2,95 2,28 2,70 2,12 1,00 1,54 1,80 1,02-0,50 Γαλλία 3,35 2,66 1,50 2,00 2,80 2,08 3,70 1,48 1,40 Γερμανία 1,95 2,52 3,80 2,80 2,50 2,00 2,60 1,30 1,30 Δανία 2,05 2,22 2,90 2,66 1,70 1,08 2,10 1,04 1,30 Ελλάδα 2,45 0,88-1,30 0,64 1,60 2,82 3,90 3,70 1,70 Η.Β. 2,18 1,36 1,10 2,78 1,50 2,26 3,30 1,94 0,70 Ιρλανδία 3,83 3,56 4,20 10,18 4,50 5,26 4,70 2,80 1,10 Ισπανία 4,55 1,18-0,10 1,92 0,80 0,26 0,10 0,74 0,90 Ιταλία 1,98 2,14 0,30 2,42 2,90 0,90 2,40 0,00 0,40 Ολλανδία 3,07 0,74 0,80 2,54 2,20 1,06 0,30 0,94 0,70 Πορτογαλία - 2,15-1,70 3,70 1,80 3,32 4,20 0,28 1,00 Σουηδία 1,18 1,14 0,30 2,02 2,00 2,44 3,20 2,46 2,20 Φιλανδία 2,50 3,44 2,40 2,96 2,10 2,70 3,60 1,98 1,80 ΕΕ-14 (Μ.Ο) 2,67 2,01 1,30 2,98 2,11 2,13 2,76 1,47 1,09 Τυπική απόκλιση 0,89 0,88 1,76 2,19 0,91 1,19 1,31 0,97 0,64 Πηγή: ΟΟΣΑ Γράφημα 2.12: Η παραγωγικότητα της εργασίας και ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στην ΕΕ-14 ( ) Μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας Μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης -1 Πηγή: ΟΟΣΑ Ήδη, από τη δεκαετία του 80 παρατηρείται σημαντική μείωση του εισοδηματικού μεριδίου της εργασίας (συνολικό κόστος παραγωγής προς ονομαστικό προϊόν). Το 1990, το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας ανερχόταν σε 0,695, ενώ το 2005 μειώθηκε σε 0,612. Η εν λόγω μείωση θα μπορούσε να αποδοθεί στην 29

48 αναλογικά μεγαλύτερη αύξηση του ονομαστικού προϊόντος από το ονομαστικό κόστος εργασίας, στη σταδιακή υποκατάσταση της εργασίας με κεφάλαιο, στην αύξηση της ανεργίας ή τέλος, στην ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας από την αύξηση του κόστους εργασίας. Πίνακας 2.10: Το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας στην ΕΕ-15 ( ) Αυστρία 0,832 0,794 0,7650 0,706 0,682 0,655 Βέλγιο 0,745 0,702 0,6810 0,694 0,688 0,682 Γαλλία 0,794 0,765 0,7050 0,688 0,675 0,674 Γερμανία 0,753 0,714 0,6940 0,698 0,7 0,666 Δανία 0,737 0,689 0,6980 0,666 0,671 0,68 Ελλάδα 0,513 0,56 0,6010 0,583 0,591 0,579 Η.Β. 0,692 0,673 0,7060 0,677 0,692 0,689 Ιρλανδία 0,767 0,7 0,6400 0,633 0,551 0,0557 Ισπανία 0,734 0,672 0,6740 0,678 0,667 0,628 Ιταλία 0,798 0,779 0,7630 0,703 0,662 0,669 Ολλανδία 0,753 0,674 0,6720 0,673 0,659 0,652 Πορτογαλία 0,732 0,675 0,6800 0,702 0,702 0,708 Σουηδία 0,751 0,69 0,7180 0,65 0,676 0,681 Φιλανδία 0,712 0,725 0,7290 0,658 0,617 0,641 ΕΕ-14 (Μ.Ο) 0,737 0,701 0,695 0,672 0,661 0,612 Τυπική απόκλιση 0,071 0,055 0,042 0,032 0,044 0,163 Πηγή: ΟΟΣΑ Στον πίνακα 2.11 περιλαμβάνονται οι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής της πραγματικής αμοιβής της εργασίας. Συγκρίνοντας τα στοιχεία του πίνακα 2.11 με αυτά του πίνακα 2.9, προκύπτει ότι οι μέσοι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και στις τρεις υποπεριόδους ( :2,78%, : 2,13% και : 1,47%) είναι υψηλότεροι από τους μέσους ρυθμούς αύξησης της πραγματικής αμοιβής της εργασίας ( : 1,1%, : 1,4% και : 1,2%). Υπάρχουν περιπτώσεις που οι πραγματικές αμοιβές των εργαζομένων καταγράφουν αρνητική μεταβολή εξαιτίας της αύξησης του επιπέδου των τιμών, όπως στην Ελλάδα την περίοδο (-1,1%), στην Φινλανδία την ίδια περίοδο (-0,2%), ενώ στην Γερμανία, την περίοδο , οι πραγματικές αμοιβές των εργαζομένων παρέμειναν σταθερές. 30

49 Πίνακας 2.11: Ετήσια ποσοστιαία μεταβολή της πραγματικής αμοιβής της εργασίας στην ΕΕ-14 (%, αποπληθωριστής ΑΕΠ) Αυστρία 2,3 1,8 1,3 0,9 0,1 0,5 0,8 Βέλγιο 1,8 1,4 0,9 0,8 0,8 1,0 0,5 Γαλλία 2,0 0,8 0,7 1,1 0,8 0,8 1,1 Γερμανία 5,2 1,9 1,6 0,7 2,3 0,0-0,1 Δανία 1,1 0,8 1,9 1,6 1,2 1,8 1,6 Ελλάδα -2,9-1,1 2,9 2,5 2,4 2,5 2,6 Η.Β. 0,6 0,5 0,0 2,5 4,7 2,6 2,8 Ιρλανδία 4,8 1,4 0,1 1,1 3,6 2,1 2,3 Ισπανία 4,3 1,7-0,1 0,2 0,0-0,2-0,2 Ιταλία 1,2 0,2-0,8 0,0 0,9 0,3 0,7 Ολλανδία 2,4 1,1-0,5 1,0 0,8 1,1-0,2 Πορτογαλία 4,4 3,5 12,4 2,4 3,1 0,4 0,8 Σουηδία 2,9 1,8-0,6 3,5 6,1 1,8 2,2 Φιλανδία 0,6-0,2-0,8 1,2 0,5 2,3 3,4 ΕΕ-14 (Μ.Ο) 2,2 1,1 1,4 1,4 2,0 1,2 1,3 Τυπική απόκλιση 2,05 1,05 3,25 0,96 1,78 0,91 1,14 Πηγή: Commission EC (2005 β), Employment in Europe. 2.3 οι (προσδοκώμενες) επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας Στην ενότητα που ακολουθεί παρουσιάζονται οι επιδράσεις των θεσμών της αγοράς εργασίας στις επιδόσεις της. Επιπλέον, αναλύονται οι προσδοκώμενες επιπτώσεις της μεταρρύθμισής τους στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας, όπως αυτές προκύπτουν από θεωρητικές υποδείξεις αλλά και εμπειρικά ευρήματα. Πριν παρουσιασθούν οι επιπτώσεις της μεταρρύθμισης των θεσμών της αγοράς εργασίας, θα πρέπει, πρώτα, να αιτιολογηθεί η σκοπιμότητα της κρατικής παρέμβασης στη λειτουργία της συγκεκριμένης αγοράς. Όπως και στην περίπτωση άλλων κοινωνικών θεσμών, οι ρυθμίσεις της αγοράς εργασίας οριοθετούν, καταρχάς, τον εργασιακό βίο χρονικά και χωρικά (Knight, 1992: 22). Η συγκεκριμένη οριοθέτηση είναι απαραίτητη για την οργάνωση της παραγωγής των επιχειρήσεων, αλλά και τον προγραμματισμό του βίου των εργαζομένων. Η κοινά θεσμικά κατοχυρωμένη οριοθέτηση του εργασιακού βίου είναι απαραίτητη για τη λειτουργία των επιχειρήσεων αλλά και της οικονομίας 31

50 γενικότερα, καθώς, μεταξύ άλλων, διαμορφώνει το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου διενεργούνται οι οικονομικές συναλλαγές. Επιπλέον, οι θεσμοί της αγοράς εργασίας συμβάλλουν στη δημιουργία ενός πλαισίου που ευνοεί τη συνεργασία εργοδοτών και εργαζομένων και καθιστά την κατανομή των ωφελειών που προκύπτουν από την παραγωγική διαδικασία δικαιότερη. Η λειτουργία των επιχειρήσεων εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τη συνεργασία εργοδοτών και εργαζομένων, των οποίων τα συμφέροντα είναι αντικρουόμενα. Εν απουσία θεσμών και κανόνων στη λειτουργία της αγοράς εργασίας η κατανομή των ωφελειών από την παραγωγική δραστηριότητα των επιχειρήσεων θα ήταν εκ των πραγμάτων εις βάρος των εργαζομένων και η ομαλή διεξαγωγή της αβέβαιη (Knight, 1992: 23). Το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις εργασιακές σχέσεις θέτει ένα πλαίσιο ελάχιστων προδιαγραφών για την απασχόληση, αποτρέποντας τη διακριτική μεταχείριση ορισμένων μελών του εργατικού δυναμικού (Botero et al : 4-5). Σε μια αγορά εργασίας χωρίς θεσμούς και κανόνες οι εργασιακές συνθήκες θα μεταβάλλονταν ανάλογα με τις διακυμάνσεις της ζήτησης και της προσφοράς εργασίας, λειτουργώντας όμως πάντα εις βάρος των εργαζομένων. Πολλοί από τους θεσμούς της αγοράς εργασίας λειτουργούν αντικυκλικά, ιδίως σε περιόδους μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων αποτρέπει την περαιτέρω συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ οι ρυθμίσεις που διέπουν τις ατομικές και τις ομαδικές απολύσεις συμβάλλουν στη διατήρηση θέσεων απασχόλησης που, ενδεχομένως, να ήταν αβέβαιες αν αυτές οι ρυθμίσεις δεν υφίστανται. Επίσης, οι θεσμοί της αγοράς εργασίας, όπως το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων και η ΝΠΑ συμβάλλουν στην επίτευξη κοινωνικής ειρήνης που είναι απαραίτητη για τη λειτουργία της οικονομίας. Επιπλέον, ορισμένοι εκ των θεσμών που διέπουν τη λειτουργία της αγοράς εργασίας διασφαλίζουν ένα κατώτατο εισοδηματικό επίπεδο για τα μέλη του εργατικού δυναμικού. Η θέσπιση κατώτατου μισθού και το πλαίσιο διαπραγμάτευσής του, αλλά κυρίως το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων εδράζονται, μεταξύ άλλων, σε θεωρήσεις επινεμητικής δικαιοσύνης, παράγουν ισχυρά αναδιανεμητικά αποτελέσματα και συμβάλλουν στην επίτευξη κοινωνικής ειρήνης. Οι θεσμοί της αγοράς εργασίας συμβάλλουν στην επίλυση του προβλήματος της ατελούς πληροφόρησης μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Ένας εργοδότης δεν διαθέτει επαρκή πληροφόρηση όσον αφορά την αποδοτικότητα ενός εργαζομένου, αλλά και ένας εργαζόμενος δεν μπορεί να γνωρίζει εκ των 32

51 προτέρων τις εργασιακές συνθήκες που επικρατούν σε μια επιχείρηση. Η θεσμικά, σε πολλές περιπτώσεις, κατοχυρωμένη δοκιμαστική περίοδος εργασίας συμβάλλει στην επίλυση του προβλήματος της ατελούς πληροφόρησης, όπως και οι ελάχιστες προδιαγραφές και όροι απασχόλησης, που ορίζονται από τις σχετικές ρυθμίσεις. Επίσης, ορισμένοι εκ των θεσμών της αγοράς εργασίας συμβάλλουν στην αντιμετώπιση μιας σειράς εξωτερικοτήτων που μπορούν να προκύψουν στο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς εργασίας. Για παράδειγμα, η υποχρέωση των επιχειρήσεων να καταβάλουν αποζημίωση απόλυσης σε περιπτώσεις μηαιτιολογημένης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αποτελεί έναν μηχανισμό εσωτερίκευσης του κοινωνικού κόστους που προκαλείται από την ανεργία. Επιπλέον, ορισμένες από τις ενεργητικές δράσεις, όπως τα προγράμματα επιδότησης της απασχόλησης ή απόκτησης εργασιακής εμπειρίας καθιστούν τα νεοεισερχόμενα μέλη του εργατικού δυναμικού ελκυστικότερα για τις επιχειρήσεις. Εκ των πραγμάτων η εργασιακή εμπειρία που διαθέτουν τα μεγαλύτερης ηλικίας μέλη του εργατικού δυναμικού τα καθιστούν αποδοτικότερα έναντι των νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας, ιδίως όταν η παραγωγικότητα των τελευταίων υπολείπεται του κατώτατου μισθού, δυσχεραίνοντας τις εργασιακές προοπτικές των δεύτερων. Έτσι, πολιτικές που περιορίζουν τη διαφορά μεταξύ της παραγωγικότητας των νέων εργαζομένων και του κατώτατου μισθού έρχονται να διορθώσουν ατέλειες που δημιουργεί όχι μόνο η λειτουργία της αγοράς (οικονομίες εκμάθησης και εργασιακή εμπειρία), αλλά και άλλοι οι θεσμοί της αγοράς εργασίας (κατώτατος μισθός). Το θεσμικό πλαίσιο προστασίας της απασχόλησης ευνοεί την επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Οι εργαζόμενοι είναι φορείς δεξιοτήτων και προσόντων (ανθρώπινο κεφάλαιο) που αποκτούνται μέσω της παραγωγικής διαδικασίας ή της ενδοεπιχειρησιακής εκπαίδευσης. Το θεσμικό πλαίσιο προστασίας της απασχόλησης ευνοεί την ενδοεπιχειρησιακή ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου, καθώς χωρίς αυτό μια επιχείρηση δεν θα είχε κίνητρο να επενδύσει στα προσόντα ενός εργαζομένου, αν αυτός μπορούσε εύκολα και χωρίς κόστος (ευκαιρίας) να μετακινηθεί σε μια άλλη επιχείρηση που δεν έχει επωμιστεί το κόστος της επένδυσης. Ορισμένοι εκ των θεσμών της αγοράς εργασίας, δημιουργούν οφέλη για τους εργαζομένους, όπως το ύψος της αποζημίωσης απόλυσης, που είναι συνάρτηση του χρόνου εργασίας στον ίδιο εργοδότη, αυξάνοντας το κόστος ευκαιρίας της μετακίνησης των εργαζομένων σε έναν νέο εργοδότη. Παράλληλα, το ίδιο θεσμικό πλαίσιο, δηλαδή αυτό της προστασίας της απασχόλησης, ευνοεί τις μακροχρόνιες εργασιακές σχέσεις και το κίνητρο των εργαζομένων να γίνουν φορείς προσόντων και δεξιοτήτων που είναι αποτέλεσμα της ενδοεπιχειρησιακής επένδυσης σε ανθρώπινο κεφάλαιο. 33

52 Επιπλέον, πολλές από τις ΕΠΑ, συμβάλλουν στην αντιμετώπιση προβλημάτων που είναι προϊόν της ατελούς λειτουργίας της αγοράς εργασίας. Για παράδειγμα, οι δημόσιες υπηρεσίες εύρεσης απασχόλησης συμβάλλουν στην καλύτερη πληροφόρηση εργοδοτών και εργαζομένων, όσον αφορά τις κενές θέσεις εργασίας, ευνοώντας, έτσι, την ταχύτερη κάλυψη των κενών θέσεων απασχόλησης από τους ανέργους. Παράλληλα, μέσω των προγραμμάτων επανακατάρτισης των μελών του εργατικού δυναμικού συμβάλλουν στον εκσυγχρονισμό των προσόντων τους, που είναι απαραίτητος, δεδομένης της ταχείας τεχνολογικής αλλαγής και το κόστος του οποίου δεν θα μπορούσαν να επωμιστούν οι εργαζόμενοι Η Νομοθεσία Προστασίας της Απασχόλησης (ΝΠΑ) Το θεσμικό πλαίσιο προστασίας της απασχόλησης αποτελείται από ρυθμίσεις, οι οποίες διέπουν τις προσλήψεις (διαδικασίες πρόσληψης εργαζομένων, ποσοστώσεις, μέτρα για ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, κανόνες που διέπουν τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου και προσωρινής απασχόλησης) και τις απολύσεις (προϋποθέσεις καταβολής και ύψος αποζημίωσης, περίοδος προειδοποίησης για την πραγματοποίηση απολύσεων και ρυθμίσεις που διέπουν τις ομαδικές απολύσεις). Το θεσμικό πλαίσιο προστασίας της απασχόλησης, ως μορφή κρατικής παρέμβασης στην αγορά εργασίας, έχει ως στόχο, καταρχήν, την αντιμετώπιση ορισμένων εκ των αποτυχιών της αγοράς αυτής (market failures). Οι αποτυχίες αυτές θα μπορούσαν να συνοψισθούν ως εξής (Young, 2003: 10-13): Τα ατελή συμβόλαια ασφάλισης (incomplete insurance contracts). Στο πλαίσιο της νομοθεσίας προστασίας της απασχόλησης περιλαμβάνεται και η αποζημίωση λόγω απόλυσης του εργαζομένου. Συνήθως, η υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης είναι καθολική όταν η καταγγελία της εργασιακής σχέσης γίνεται από την πλευρά του εργοδότη, (δηλαδή για όλους τους εργαζομένους και από όλες τις επιχειρήσεις), καθώς ο προαιρετικός χαρακτήρας της θα εμπεριείχε διττά το στοιχείο του ηθικού κινδύνου (moral hazard): α) οι επιχειρήσεις θα απέδιδαν τις απολύσεις σε υπαιτιότητα του απολυόμενου προκειμένου να αποφύγουν την καταβολή αποζημίωσης και β) αν ήταν προαιρετική η καταβολή της αποζημίωσης, τα άτομα τα οποία αποστρέφονται τον κίνδυνο (risk adverse) θα επέλεγαν να απασχοληθούν σε επιχειρήσεις οι οποίες καταβάλουν αποζημίωση ή, εν γένει, συναντάται ένα προστατευτικό για τους εργαζόμενους περιβάλλον απασχόλησης. Η άνιση κατανομή της διαπραγματευτικής ισχύος μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων (bargaining power). Η νομοθεσία προστασίας της απασχόλησης έχει ως στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη 34

53 εξισορρόπηση της διαπραγματευτικής δύναμης μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, η οποία εκ των πραγμάτων είναι άνιση εις βάρος των πρώτων. Οι εξωτερικότητες (externalities) που προκαλούνται από την ενδοεπιχειρησιακή εκπαίδευση. Το θεσμικό πλαίσιο προστασίας της απασχόλησης δίνει κίνητρο στις επιχειρήσεις να επενδύσουν σε ανθρώπινο κεφάλαιο (ενδοεπιχειρησιακή επένδυση), μειώνοντας την πιθανότητα να «ωφεληθεί» κάποια άλλη επιχείρηση η οποία δεν έχει συνεισφέρει στο κόστος πραγματοποίησής της. Η δημιουργία κοινωνικού κόστους που προκαλείται από την απόλυση ενός εργαζομένου. Αν δεν υπήρχαν οι ρυθμίσεις προστασίας της απασχόλησης, οι επιχειρήσεις θα απέλυαν περισσότερους εργαζομένους, αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες για την παροχή επιδομάτων ανεργίας, τις οποίες δεν θα επιβαρύνονταν αποκλειστικά αυτές (OECD, 2004). Η αυστηρή ΝΠΑ επηρεάζει το ποσοστό ανεργίας μιας αγοράς εργασίας μέσω δύο αντίθετων τάσεων. Καταρχάς, εμποδίζει τις ροές από την απασχόληση στην ανεργία καθώς, το κόστος απόλυσης αποτρέπει τις επιχειρήσεις να μειώσουν τον αριθμό των απασχολούμενων ακόμα και σε μια ενδεχόμενη μείωση της ζήτησης των προϊόντων τους. Μάλιστα, καθώς παρατηρείται έντονα το φαινόμενο της κατάτμησης της αγοράς εργασίας, μέσω της απορρύθμισης του θεσμικού πλαισίου, το οποίο διέπει τις άτυπες μορφές απασχόλησης (συμβάσεις προσωρινής και ορισμένης απασχόλησης), διατηρώντας άθικτη τη νομοθεσία για τη μόνιμη απασχόληση, ευνοείται η υποκατάσταση της κανονικής αορίστου χρόνου απασχόλησης από την προσωρινή (Commission EC, 2006). Η αυστηρή ΝΠΑ περιορίζει τη ζήτηση εργασίας καθώς οι επιχειρήσεις γίνονται περισσότερο διστακτικές στην απόφασή τους να προσλάβουν νέους εργαζομένους, συνυπολογίζοντας το μελλοντικό κόστος απόλυσής τους, μειώνοντας τις ροές την ανεργία στην απασχόληση, αυτή τη φορά. Επίσης, η μείωση των ροών από την ανεργία στην απασχόληση, εξαιτίας ενός αυστηρού θεσμικού πλαισίου προστασίας της απασχόλησης, ενδέχεται να αποθαρρύνει τη συμμετοχή των ατόμων στο εργατικό δυναμικό (Di Tella και Mac Culloch, 1998). Επιπλέον, μια πιθανή «χαλάρωση» του θεσμικού πλαισίου προστασίας της απασχόλησης, αυξάνει το βαθμό ανακύκλησης της εργασίας, καθώς μειώνεται το κόστος αντικατάστασης των εργαζομένων. Ωστόσο, έχει υποστηριχθεί και ελεγχθεί η υπόθεση σύμφωνα με την οποία η ΝΠΑ δεν επηρεάζει το 35

54 βαθμό ανακύκλησης της εργασίας σε τομείς της οικονομίας που αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς (Messina και Valanti 2006). Η ΝΠΑ πλήττει κυρίως κάποιες ειδικές ομάδες του εργατικού δυναμικού όπως είναι οι γυναίκες, οι νέοι και οι ηλικιωμένοι, ενώ ωφελούνται οι άντρες νεαρής και μέσης ηλικίας (Young 2003, Commission EC 2006). Όμως, έχει υποστηριχθεί ότι ένα περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο προστασίας της απασχόλησης, αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις να απολύσουν εργαζόμενους μεγάλης ηλικίας, οι οποίοι δυσκολεύονται να βρουν εργασία, συμβάλλοντας έτσι στην εξοικονόμηση πόρων που θα προορίζονταν για επιδόματα κοινωνικής προστασίας (Cazes και Nesporova, 2003). Επίσης, η ΝΠΑ αποσκοπεί στην εξισορρόπηση της (άνισης) κατανομής της διαπραγματευτικής ισχύος (bargaining power) μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Σε μια αγορά εργασίας χωρίς ρυθμιστικό πλαίσιο η κατανομή της διαπραγματευτικής ισχύος, εργαζομένων και εργοδοτών, θα ήταν, εκ των πραγμάτων, άνιση εις βάρος των πρώτων. Όμως, όσο πιο περιοριστικό είναι το θεσμικό πλαίσιο προστασίας της απασχόλησης, τόσο περισσότερο αυξάνεται η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων, αυξάνοντας το κόστος εργασίας και περιορίζοντας τη ζήτησή της (Blanchard 2000). Επιπλέον, η απορρύθμιση της ΝΠΑ μπορεί να μειώσει το μη-μισθολογικό κόστος, μέσω της χαλάρωσης των ρυθμίσεων που διέπουν την υγιεινή και την ασφάλεια στο χώρο εργασίας, ενώ παράλληλα ενισχύεται η ενδοεπιχειρησιακή ευελιξία των μισθών (Nickel et al, 2000). Ωστόσο, θα μπορούσε να υποστηριχθεί και το αντίθετο επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο οι εργαζόμενοι μπορεί να ανταλλάξουν ένα αυστηρό θεσμικό πλαίσιο προστασίας της απασχόλησης με το μετριασμό των μισθολογικών τους διεκδικήσεων. Η λογική αυτή στηρίζεται στα ακόλουθα επιχειρήματα: α) το συνολικό εισόδημα των εργαζομένων, κατά τη διάρκεια απασχόλησής τους σε έναν εργοδότη (συμπεριλαμβανομένης και της αποζημίωσης λόγω απόλυσης), θα παραμείνει σταθερό, καθώς ο μετριασμός των μισθολογικών διεκδικήσεων θα αντισταθμιστεί από την αύξηση του ύψους της αποζημίωσης απόλυσης και β) όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός ασφάλειας των εργαζομένων, τόσο λιγότερο θα διεκδικούν ένα ασφάλιστρο κινδύνου ως ασφάλεια για την απώλεια εισοδήματος λόγω απόλυσής τους. Η ΝΠΑ, ενώ συμβάλλει στη δημιουργία του αισθήματος ασφάλειας για τους εργαζομένους, εμποδίζει τις επιχειρήσεις να προσαρμόσουν την απασχόληση στις διακυμάνσεις της ζήτησης για τα προϊόντα τους και κυρίως σε περιόδους μείωσής της, επηρεάζοντας αρνητικά τα κέρδη τους. Όμως, η αυστηρή ΝΠΑ, ευνοώντας τις μακροχρόνιες εργασιακές σχέσεις και το αίσθημα ασφάλειας των εργαζομένων, θα 36

55 μπορούσε να υποκαταστήσει το μισθό αποδοτικότητας, επηρεάζοντας θετικά τα κέρδη των επιχειρήσεων (Barone, 2001). Ωστόσο, έχει υποστηριχθεί και μια αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία ένα αυστηρό θεσμικό πλαίσιο προστασίας της απασχόλησης συνδέεται αρνητικά με το αίσθημα ασφάλειας των εργαζομένων -το παράδοξο της ανασφάλειας (Commission EC, 2006: 88-89). Το παράδοξο αυτό συνδέεται, κυρίως, με την κατάτμηση της αγοράς εργασίας, εξαιτίας της ασύμμετρης απορρύθμισης του θεσμικού πλαισίου που διέπει την κανονική και τις άτυπες μορφές απασχόλησης, που σε συνδυασμό με τις δυσκολίες μετάβασης από τις δεύτερες στην πρώτη, αποτελεί «πηγή» ανασφάλειας για τους εργαζομένους. Βέβαια, οι επιδράσεις της ΝΠΑ στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας εξαρτώνται και από άλλους θεσμούς της αγοράς αυτής. Για παράδειγμα, η απορρύθμιση του θεσμικού πλαισίου προστασίας της απασχόλησης ενδέχεται να μην επηρεάσει θετικά τις επιδόσεις μιας αγοράς εργασίας όταν το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι ιδιαίτερα γενναιόδωρο και δεν εφαρμόζεται ένα σύστημα προϋποθέσεων χορήγησής τους, αλλά και ελέγχου των δικαιούχων όσον αφορά τη διαδικασία αναζήτησης εργασίας. Ένας τέτοιος θεσμικός συνδυασμός θα ευνοούσε τη ζήτηση εργασίας, αλλά όχι την προσφορά, μιας και οι επιχειρήσεις θα ήταν περισσότερο πρόθυμες να προσλάβουν νέους εργαζομένους, αλλά τα μέλη του εργατικού δυναμικού λιγότερο πρόθυμα να εργαστούν. Οι επιπτώσεις της ΝΠΑ στην ανεργία εξαρτώνται, σε μεγάλο βαθμό, από το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών και είναι αρνητικές όταν οι μισθοί καθορίζονται σε επίπεδο επιχείρησης, θετικές όταν οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε επίπεδο κλάδου, ενώ δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική συσχέτιση όταν οι μισθοί διαμορφώνονται σε εθνικό επίπεδο (Arpaia et al. 2005). Όταν η απορρύθμιση του θεσμικού πλαισίου προστασίας της απασχόλησης, συνδυαστεί και με τον κατάλληλο σχεδιασμό του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων και πολιτικές που βελτιώνουν τη διαδικασία κάλυψης κενών θέσεων εργασίας από τους ανέργους (matching process), μέσω για παράδειγμα των ΕΠΑ, τότε οι επιπτώσεις της στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας γίνονται πιο ξεκάθαρες. Ενώ ενισχύονται οι ροές από την απασχόληση στην ανεργία (εξαιτίας της απορρύθμισης της ΝΠΑ), οι ΕΠΑ σε συνδυασμό με την αύξηση των ροών από την ανεργία στην απασχόληση και τη βελτίωση της διαδικασίας κάλυψης των κενών θέσεων απασχόλησης, θα μειώσουν το απόθεμα των ανέργων. Ο κατάλληλος σχεδιασμός του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, με την εφαρμογή ενός συστήματος κινήτρων και κυρώσεων προς τους δικαιούχους, μπορεί να εντείνει την προσπάθειά τους όσον αφορά την αναζήτηση εργασίας. 37

56 Σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις μιας περιοριστικής ΝΠΑ στην παραγωγικότητα της εργασίας. Καταρχάς, οι επιχειρήσεις μπορεί να απασχολούν εργαζόμενους των οποίων η παραγωγικότητα υπολείπεται του μισθού τους και να μην προσλαμβάνουν άλλους των οποίων η οριακή παραγωγικότητα υπερβαίνει το οριακό μισθολογικό κόστος τους (Blanchard και Portugal 2001). Έτσι, οι επιπτώσεις της ΝΠΑ στην παραγωγικότητα της εργασίας είναι αρνητικές. Επίσης, όταν η αποζημίωση απόλυσης συνδέεται με τον χρόνο παραμονής στον ίδιο εργοδότη, οι εργαζόμενοι αποθαρρύνονται να μετακινηθούν σε πιο παραγωγικούς και δυναμικούς τομείς της οικονομίας, προκειμένου να μην απολέσουν μια υψηλή αποζημίωση απόλυσης. Επιπλέον, ένα αυστηρό θεσμικό πλαίσιο προστασίας της απασχόλησης μπορεί να αποθαρρύνει τους εργαζόμενους να επενδύσουν σε ανθρώπινο κεφάλαιο, καθώς μειώνεται ο κίνδυνος απόλυσής τους (lethargy effect). Αντιθέτως, έχουν υποστηριχθεί επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία η περιοριστική ΝΠΑ επηρεάζει θετικά την παραγωγικότητα της εργασίας. Η μείωση του βαθμού ανακύκλησης της εργασίας, εξαιτίας μιας περιοριστικής ΝΠΑ, παρακινεί τις επιχειρήσεις να επενδύουν σε ανθρώπινο κεφάλαιο, καθώς αποθαρρύνεται ο φορέας της επένδυσης (εργαζόμενος) να αναζητήσει απασχόληση σε άλλη επιχείρηση. Η ΝΠΑ ευνοεί την ενδοεπιχειρησιακή εκπαίδευση σε ανθρώπινο κεφάλαιο και από την πλευρά των εργαζομένων. Σε ένα περιβάλλον ατελούς πληροφόρησης και αβεβαιότητας, οι εργαζόμενοι δεν θα είχαν κίνητρο να επενδύσουν για την αναβάθμιση κάποιων ειδικών προσόντων, αν δεν υπήρχε το θεσμικό πλαίσιο προστασίας της απασχόλησης. Έτσι, από την πλευρά των εργαζομένων η πραγματοποιούμενη εκπαίδευση θα επιτυγχανόταν σε υπο-άριστο (suboptimal) επίπεδο (Belot et al., 2007). Επιπρόσθετα, η μείωση του βαθμού ανακύκλησης της εργασίας, εξαιτίας μιας περιοριστικής ΝΠΑ, ευνοεί τις μακροχρόνιες εργασιακές σχέσεις, οι οποίες συμβάλλουν στη δημιουργία οικονομιών εκμάθησης (learning by doing) και στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Τέλος, η αυστηρή ΝΠΑ καθιστά τις επιχειρήσεις περισσότερο προσεκτικές στην επιλογή των εργαζόμενων τους, προκειμένου να μη επιβαρυνθούν το κόστος της ενδεχόμενης μελλοντικής αντικατάστασής τους, μειώνοντας το βαθμό ανακύκλησης της εργασίας και αυξάνοντας την παραγωγικότητά της. Η περιοριστική ΝΠΑ επηρεάζει τις επιπτώσεις των οικονομικών κύκλων στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Η μείωση του βαθμού ανακύκλησης της εργασίας και των ροών από και προς την απασχόληση, που οφείλονται στην περιοριστική ΝΠΑ, αμβλύνουν την ένταση των επιπτώσεων των επιχειρηματικών κύκλων στην αγορά εργασίας (Barone, 2001). Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της οικονομικής ανάκαμψης, η δημιουργία θέσεων απασχόλησης και η πρόσληψη ανέργων για την κάλυψή τους, είναι μια χρονοβόρα διαδικασία, με αποτέλεσμα να μειώνονται οι αντικυκλικές επιδράσεις της ΝΠΑ στη φάση αυτή. Αντίθετα, 38

57 η ΝΠΑ λειτουργεί περισσότερο αντικυκλικά στη φάση της οικονομικής ύφεσης, μέσω της μείωσης των ροών εξόδου από την απασχόληση (Messina και Valanti 2007). Είναι πλούσια και ορισμένες φορές αντιφατικά τα εμπειρικά ευρήματα σχετικά με τις επιπτώσεις της ΝΠΑ στην απασχόληση και την ανεργία. Υπάρχουν εμπειρικές ενδείξεις, σύμφωνα με τις οποίες δεν επιβεβαιώνεται η συσχέτιση ενός αυστηρού θεσμικού πλαισίου προστασίας της απασχόλησης με την ανεργία (Baker et al. 2004, OECD 1999). Μάλιστα, ο Nickel (Nickel 1997) επιβεβαίωσε ότι υπάρχει αρνητική σχέση μεταξύ του θεσμικού πλαισίου προστασίας της απασχόλησης με το ποσοστό βραχυχρόνιας ανεργίας, ενώ για τη μακροχρόνια και τη συνολική ανεργία δεν προέκυψε μια στατιστικά σημαντική συσχέτιση. Η λογική, που βρίσκεται πίσω από το συγκεκριμένο εύρημα στηρίζεται στην υπόθεση ότι όσο μεγαλύτερος ο βαθμός προστασίας της απασχόλησης, τόσο λιγότερο οι επιχειρήσεις προβαίνουν σε απολύσεις εργαζομένων. Σε παρόμοιο συμπέρασμα κατέληξαν και οι Blanchard και Portugal (Blanchard et al., 2001), οι οποίοι συνέκριναν τις επιπτώσεις της ΝΠΑ στις ροές εργασίας μεταξύ ΗΠΑ και Πορτογαλίας, χρησιμοποιώντας ετήσια και τριμηνιαία στοιχεία. Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το κόστος απόλυσης των εργαζομένων επηρεάζει τις ροές εργασίας μόνο βραχυχρόνια, ενώ μακροχρόνια δεν προκύπτει κάποια συσχέτιση. Αντιθέτως, επιβεβαιώνεται η υπόθεση ότι η αυστηρή ΝΠΑ τείνει να αυξάνει τη διαρθρωτική ανεργία (Nickel 1997 και Scarpetta 1996), ιδίως όταν η συμμετοχή των εργαζομένων στα εργατικά συνδικάτα είναι υψηλή (Belot et al.2000). Οι Elmeskov, Martin και Scarpetta (Elmeskov et al. 1998), κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι αρνητικές επιπτώσεις της ΝΠΑ στη μακροχρόνια ανεργία είναι μεγαλύτερες όταν οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ενδιάμεσο επίπεδο, παρά σε κεντρικό ή αποκεντρωμένο επίπεδο. Επίσης, έχει επιβεβαιωθεί, εμπειρικά, ότι η ΝΠΑ πλήττει κυρίως τις ειδικές ομάδες του εργατικού δυναμικού, καθώς τείνει να αυξάνει την ανεργία των γυναικών (Di Tella et al. 1998) και των νέων (Scarpetta, 1996). Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η ΝΠΑ επηρεάζει, μεταξύ άλλων, τις ροές μεταξύ ανεργίας και απασχόλησης, την παραγωγικότητα της εργασίας και τις μισθολογικές διεκδικήσεις των εργαζομένων. Μία πιθανή απορρύθμιση της ΝΠΑ θα μπορεί να χαρακτηρισθεί επωφελής για μια αγορά εργασίας, όταν οι καθαρές επιπτώσεις της στις επιδόσεις της είναι θετικές. Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των ποσοστιαίων μεταβολών, για να είναι επωφελής η απορρύθμιση του θεσμικού πλαισίου προστασίας της απασχόλησης depl ( 0) EPL στις ροές της αγοράς εργασίας, θα πρέπει 39

58 dh dh η ποσοστιαία αύξηση των προσλήψεων ( ) εξαιτίας της απορρύθμισης της ΝΠΑ ( h 0) να είναι h depl EPL μεγαλύτερη από την ποσοστιαία αύξηση των απολύσεων μεταβολών df f ( 0). Επειδή, αμφότεροι οι λόγοι των ποσοστιαίων μεταβολών είναι αρνητικοί θα depl EPL μπορούσε να συγκριθεί η απόλυτη τιμή τους: df ( ), δηλαδή του λόγου των ποσοστιαίων f dh df Ε1 = h f και Ε2 = depl depl EPL EPL Όσον αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας (LP), υποστηρίχτηκε παραπάνω ότι η απορρύθμιση της ΝΠΑ μπορεί να την επηρεάσει αρνητικά, καθώς αποθαρρύνονται οι επιχειρήσεις να επενδύσουν σε dlp ανθρώπινο κεφάλαιο 1 (hc) ( LP * d( hc) hc 0). Παράλληλα όμως, ενθαρρύνεται η ανακατανομή της εργασίας προς πιο παραγωγικούς/δυναμικούς τομείς της οικονομίας, καθώς αυξάνεται ο βαθμός ανακύκλησης της εργασίας (lt). Δηλαδή, η απορρύθμιση της ΝΠΑ διάρκεια των εργασιακών σχέσεων παραγωγικότητα της εργασίας d( hc) hc depl EPL dlt ( 0) lt dlp ( 0) LP depl ( 0) EPL, μπορεί να μειώσει τη, που με τη σειρά της μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την 1 Η μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας, εξαιτίας της απορρύθμισης του θεσμικού πλαισίου προστασίας της απασχόλησης μπορεί να προκληθεί και από την αύξηση του βαθμού ανακύκλησης της εργασίας και του περιορισμού των οικονομιών εκμάθησης, που εδώ μπορεί να θεωρηθεί ότι ενσωματώνονται στο ανθρώπινο κεφάλαιο (hc). Επίσης, όταν μειώνεται το κόστος εργασίας ως προς το κεφάλαιο, οι επιχειρήσεις μπορεί να υποκαταστήσουν το κεφάλαιο με την εργασία, μειώνοντας τη (σχετική) ποσότητα κεφαλαίου που χρησιμοποιούν. Έτσι, μειώνεται η ανά εργάτη ποσότητα κεφαλαίου, όπως και η παραγωγικότητα της εργασίας. 40

59 Οι παραπάνω αρνητικές σχέσεις μπορούν να περιγραφούν από τη σχέση: dlp d( lt) LP * lt d( lt) depl plt EPL και η οποία λαμβάνει θετικές τιμές. Έτσι, οι ελαστικότητες Ε1 και Ε2, μπορούν να αναδιατυπωθούν ως εξής: dh dlp d( lt) Ε1 = h + LP * lt και depl d( lt) depl EPL plt EPL df dlp d( hc) f Ε2 = + LP * hc. depl d( hc) depl EPL hc EPL Τέλος, η απορρύθμιση του θεσμικού πλαισίου προστασίας της απασχόλησης, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των μισθολογικών διεκδικήσεων των εργαζομένων, ως αντάλλαγμα μιας πιθανής μείωσης της αποζημίωσης απόλυσης, ενσωματώνοντας έτσι ένα ασφάλιστρο κινδύνου στους μισθούς των εργαζομένων. Μια πιθανή αύξηση των μισθολογικών διεκδικήσεων depl ( 0) EPL 41 dw ( 0) w, εξαιτίας της απορρύθμισης της ΝΠΑ du μπορεί να προκαλέσει αυξητικές πιέσεις στο ποσοστό ανεργίας ( 0). u Έτσι, οι αρνητικές επιπτώσεις της απορρύθμισης της ΝΠΑ στην ανεργία θα μπορούσαν να περιγραφούν du dw από τη σχέση: ( u * w 0). dw depl w EPL Όμως, μια τέτοια μεταρρύθμιση, είναι πιθανόν να μειώσει τη διαπραγματευτική ισχύ των εργατικών dwb dw συνδικάτων ( 0), περιορίζοντας της μισθολογικές τους διεκδικήσεις ( 0). wb w Οι θετικές επιπτώσεις της απορρύθμισης της ΝΠΑ στις μισθολογικές διεκδικήσεις των εργαζομένων και du d( wb) στην ανεργία θα μπορούσαν να περιγραφούν από τη σχέση: ( u * wb d( wb) depl wb EPL ελαστικότητες Ε1 και Ε2, μπορούν να αναδιατυπωθούν ως εξής: 0).Έτσι, οι

60 dh dlp d( lt) du d( wb) Ε1 = h + LP * lt + u * wb και depl d( lt) depl d( wb) depl EPL plt EPL wb EPL df dlp d( hc) du dw f Ε2 = + LP * hc + u * w depl d( hc) depl dw depl EPL hc EPL w EPL > Ε2 τότε η μεταρρύθμιση χαρακτηρίζεται ως επωφελής Και αν Ε1 < Ε2 τότε η μεταρρύθμιση χαρακτηρίζεται ως μη επωφελής Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα οφέλη μιας πιθανής απορρύθμισης της ΝΠΑ αναμένονται μεγαλύτερα όταν παράλληλα με αυτήν εφαρμόζονται μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που ευνοούν τις ροές από την ανεργία στην απασχόληση και την ανακατανομή της εργασίας μεταξύ διαφορετικών κλάδων οικονομικής δραστηριότητας. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινούνται πολλές από τις δράσεις των ΕΠΑ, όπως τα προγράμματα εκσυγχρονισμού των προσόντων των εργαζομένων, αλλά και οι δημόσιες υπηρεσίες ευρέσεως απασχόλησης. Παράλληλα, ένας υψηλός βαθμός κορπορατισμού της οικονομίας μπορεί να μειώσει το πριμ κινδύνου που πιθανώς οι εργαζόμενοι να διεκδικήσουν, ως αποτέλεσμα μιας ηπιότερης ΝΠΑ Οι Ενεργητικές Πολιτικές Απασχόλησης (ΕΠΑ) Οι Ενεργητικές Πολιτικές Απασχόλησης (ΕΠΑ) είναι κρατικές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες στοχεύουν στη βελτίωση της λειτουργίας της και ασκούνται είτε μέσω πολιτικών χρηματοδοτούμενων από το κράτος, είτε μέσω θεσμικών ρυθμίσεων οι οποίες διέπουν την αγορά 42

61 εργασίας ή/και τη λειτουργία ιδιωτικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό (πχ ιδιωτικές επιχειρήσεις ευρέσεως εργασίας, πρακτορεία προσωρινής απασχόλησης κ.α.). Άλλες πολιτικές, εκτός από τις ΕΠΑ, είναι και οι Παθητικές Πολιτικές Απασχόλησης (ΠΠΑ) οι οποίες έχουν ως στόχο την εισοδηματική ενίσχυση των ανέργων και γενικότερα του μη ενεργού πληθυσμού και ασκούνται, κυρίως, μέσω της παροχής κοινωνικών επιδομάτων, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων ανεργίας, αλλά και των προγραμμάτων πρόωρης συνταξιοδότησης. Οι πολιτικές που περιλαμβάνονται στις ΕΠΑ μπορούν, καταρχήν, να διακριθούν σε αυτές που επηρεάζουν την προσφορά και σε αυτές που επηρεάζουν τη ζήτηση εργασίας. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν: α) τα προγράμματα (επανα)κατάρτισης των ανέργων (training programmes), τα οποία διακρίνονται σε εδικής και γενικής εκπαίδευσης και στόχο έχουν την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, την αναβάθμιση των προσόντων του εργατικού δυναμικού, κυρίως των μακροχρόνια άνεργων προκειμένου να επανενταχθούν στην αγορά εργασίας, β) ο επαγγελματικός προσανατολισμός και γ) η παροχή πληροφοριών για τις κενές θέσεις απασχόλησης (counselling and job-search assistance), που στόχο έχουν τη βελτίωση της διαδικασίας κάλυψης των κενών θέσεων απασχόλησης από τους ανέργους (matching process). Στη δεύτερη κατηγορία, δηλαδή σε αυτές που επηρεάζουν τη ζήτηση εργασίας περιλαμβάνονται: α) η επιδοτούμενη απασχόληση (subsidised employment), η οποία συμβάλλει στη μείωση του μισθολογικού κόστους ειδικών ομάδων του εργατικού δυναμικού, ιδίως των μελών του των οποίων η παραγωγικότητα υπολείπεται του κατώτατου μισθού, όπως είναι οι νέοι και οι μακροχρόνια άνεργοι, β) η δημιουργία θέσεων απασχόλησης στο δημόσιο τομέα (direct job creation), που μεταξύ άλλων, αποσκοπούν στο να αποκτήσουν εργασιακή εμπειρία τα νεοεισερχόμενα μήλη του εργατικού δυναμικού ή/και στο να αποφευχθεί η απαξίωση των προσόντων των μελών του εργατικού δυναμικού που παραμένουν σε καθεστώς ανεργίας για μακρό χρονικό διάστημα και γ) η παροχή κινήτρων για έναρξη επιχειρήσεων (incentives for starting enterprises), η οποία στοχεύει στην τόνωση της απασχόλησης, άμεσα μέσω της μετατροπής των ανέργων σε αυτοαπασχολούμενους, αλλά και έμμεσα, μέσω της αύξησης των θέσεων εργασίας. Τέλος, εφαρμόζονται και συνδυασμένα μέτρα τόνωσης της απασχόλησης (combined measures), τα οποία επηρεάζουν τη ζήτηση και την προσφορά εργασίας αλλά και τη διαδικασία σύζευξή τους. Μια άλλη διάκριση των ΕΠΑ είναι μεταξύ αυτών που στοχεύουν σε ειδικές κοινωνικές ομάδες του εργατικού δυναμικού και σε καθολικά μέτρα που αφορούν το σύνολο των ανέργων. 43

62 Γράφημα 2.13: Οι πολιτικές απασχόλησης ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Προγράμματα κατάρτισης Επαγγελματικός προσανατολισμός Δημόσιες υπηρεσίες ευρέσεως απασχόλησης ΠΑΘΗΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ Εισοδηματική ενίσχυση ανέργων και μη ενεργού πληθυσμού ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Προγράμματα κατάρτισης Επαγγελματικός προσανατολισμός Πληροφότηση για κενές θέσεις απασχόλησης ΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΑ ΜΕΤΡΑ ΖΗΤΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Επιδότηση απασχόλησης Δημιουργία θέσεων απασχόλησης Κίνητρα για τη δημιουργία επιχειρήσεων 44

63 Οι παραπάνω πολιτικές ασκούνται μέσω των δημόσιων (και ιδιωτικών) υπηρεσιών απασχόλησης, μπορούν να λάβουν τη μορφή απλών νομοθετικών ρυθμίσεων ή και πολιτικών με δημοσιονομικό κόστος. Ο βασικότερος στόχος των δημόσιων υπηρεσιών ευρέσεως απασχόλησης είναι η αποτελεσματικότερη σύζευξη της προσφοράς με τη ζήτηση εργασίας. Ειδικότερα, οι στόχοι των υπηρεσιών αυτών είναι η ενίσχυση της απασχόλησης, μέσω της καταγραφής των ανέργων, η παροχή πληροφοριών για τις κενές θέσεις απασχόλησης η εφαρμογή προγραμμάτων ενίσχυσης της απασχόλησης, (επανα)κατάρτισης των μελών του εργατικού δυναμικού και εκσυγχρονισμού των προσόντων του, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι εν λόγω υπηρεσίες είναι επιφορτισμένες με την παροχή πολλών κοινωνικών επιδομάτων (επιδόματα ανεργίας, οικογενειακά επιδόματα κλπ). Όπως προκύπτει από τον πίνακα 2.12, την περίοδο , καταγράφεται σημαντική αύξηση των δαπανών για ΕΠΑ ανά μέλος του εργατικού δυναμικού, με τον μέσο λόγο στην ΕΕ-14 να αυξάνεται από 2,71 μονάδες σε 3,99. Στη Δανία και στην Σουηδία οι δαπάνες για ΕΠΑ ως προς τον αριθμό των μελών του εργατικού δυναμικού, το 2004, ήταν 12,5 και 10,8, αντίστοιχα, καταγράφοντας τις υψηλότερες τιμές μεταξύ των δεκατεσσάρων ευρωπαϊκών αγορών εργασίας. Επιπλέον, από τους πίνακες 2.13 και 2.14 προκύπτει η σταδιακή αύξηση των δαπανών για ΕΠΑ ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ οι δαπάνες για Παθητικές Πολιτικές Απασχόλησης (ΠΠΑ) εκφρασμένες πάλι ως ποσοστό του ΑΕΠ καταγράφουν πτωτική πορεία. Ωστόσο, το ποσοστό των δαπανών για ΕΠΑ ως προς το ΑΕΠ υπολείπεται σημαντικά του αντίστοιχου ποσοστού των δαπανών για ΠΠΑ. Το μέσο ποσοστό των δαπανών για ΕΠΑ ως προς το ΑΕΠ το 1990 ήταν 0,82%, ενώ το 2005 αυξήθηκε σε 0,89%. Την ίδια περίοδο οι δαπάνες για ΠΠΑ ως προς το ΑΕΠ κατέγραψαν μείωση από 1,58% σε 1,42%. Το 2005, στη Δανία (1,58%) και στη Σουηδία (1,28%) καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά δαπανών για ΕΠΑ ως προς το ΑΕΠ, ενώ στην Ιταλία (0,57%) και στο ΗΒ (0,43%) τα χαμηλότερα. Όσον αφορά τις ΠΠΑ, τα υψηλότερα ποσοστά δαπανών ως προς το ΑΕΠ καταγράφονται στη Δανία (2,34%) και στο Βέλγιο (2,35%), ενώ τα χαμηλότερα στην Ελλάδα (0,41%) και στο ΗΒ (0,18%). 45

64 Πίνακας 2.12: Οι ΕΠΑ εκφρασμένες σε μονάδες ισοδύναμου αγοραστικής δύναμης (ΡΡΡ) προς τον αριθμό των ατόμων που επιθυμούν να εργασθούν Αυστρία ; 2,2 1,8 1,5 Βέλγιο 2,8 5,3 4 6,3 5,1 Γαλλία 1,5 2,8 4,2 4,5 3,6 Γερμανία 1,9 5,3 5,1 4,4 3,2 Δανία ; 4,9 7,8 12,8 12,5 Ελλάδα 0 0,3 0,4 0,4 0,3 Η.Β. 1 1,3 0,4 0,8 0,8 Ιρλανδία 1,2 1,9 2 4,5 4,8 Ισπανία ; 0,8 0,3 1 1,2 Ιταλία ; ; ; 1 1,3 Ολλανδία 2,8 3,9 2,3 4 6,5 Πορτογαλία ; 0,6 0,8 1,1 1,4 Σουηδία ; ; 13, ,8 Φιλανδία ; ; 2,4 2,2 2,8 ΕΕ-14 (Μ.Ο) 1,60 2,71 3,48 4,06 3,99 Πηγή: Commission EC (2006), Employment in Europe, σελ. 132 Πίνακας 2.13: Οι ΠΠΑ εκφρασμένες σε μονάδες ισοδύναμου αγοραστικής δύναμης (ΡΡΡ) προς τον αριθμό των ατόμων που επιθυμούν να εργασθούν Αυστρία ; ; 13,6 6 5,3 Βέλγιο 8,2 13,2 9,5 13,6 13,3 Γαλλία 6,9 7,6 6,6 6,3 8,6 Γερμανία 5,9 7,2 10,8 8,8 8,8 Δανία ; 20,5 19,4 18,3 21,9 Ελλάδα 0,1 0,4 0,5 0,7 1 Η.Β. 3,7 2, ,6 Ιρλανδία 3,1 3,9 3,9 4,5 8,7 Ισπανία 2,6 1,8 2,1 3,2 Ιταλία ; ; ; 1 1,8 Ολλανδία 10 9,2 6,8 13,3 13,8 Πορτογαλία ; 0,4 1,1 2,6 3,4 Σουηδία ; ; 14,3 11,8 14,2 Φιλανδία ; ; 6,9 5,9 7,3 ΕΕ-14 (Μ.Ο) 5,41 6,79 7,48 6,92 8,06 Πηγή: Commission EC (2006), Employment in Europe, σελ

65 Πίνακας 2.14: Οι δαπάνες για ΕΠΑ (%ΑΕΠ) Αυστρία 0,28 0,32 0,38 0,52 0,63 Βέλγιο 1,17 1,09 1,21 1,13 1,07 Γαλλία 0,6 0,72 1,19 1,19 0,89 Γερμανία 0,58 0,79 1,19 1,23 0,9 Δανία.. 1,06 1,72 1,89 1,58 Ελλάδα 0,16 0,19 0,4.... Η.Β. 0,48 0,42 0,31 0,24 0,43 Ιρλανδία 1,06 1,06 1,34 0,81 0,64 Ισπανία 0,33 0,78 0,43 0,79 0,78 Ιταλία ,57 Ολλανδία 1,26 1,21 1,3 1,45 1,28 Πορτογαλία 0,2 0,47 0,48 0,62 0,67 Σουηδία 2,09 1,68 2,35 1,74 1,28 Φιλανδία 0,73 0,85 1,41 0,89 0,91 ΕΕ-14 (Μ.Ο) 0,75 0,82 1,05 1,04 0,89 Τυπική απόκλιση 0,56 0,41 0,61 0,43 0,27 Πηγή: ΟΟΣΑ Πίνακας 2.15: Οι δαπάνες για ΠΠΑ (%ΑΕΠ) Αυστρία 1,04 1 1,6 1,17 1,52 Βέλγιο 3,27 2,56 2,73 2,11 2,35 Γαλλία 1,49 1,37 1,51 1,38 1,58 Γερμανία 1,28 1 2,31 1,89 2,01 Δανία.. 4,38 4,3 2,38 2,34 Ελλάδα 0,31 0,4 0,38 0,39 0,41 Η.Β. 1,53 0,67 0,82 0,3 0,18 Ιρλανδία 3,35 2,55 2,61 0,8 0,83 Ισπανία 2,87 2,61 2,43 1,35 1,45 Ιταλία.. 0,82 0,95 0,65 0,78 Ολλανδία 3,28 2,48 2,84 1,76 2,02 Πορτογαλία 0,39 0,32 0,83 0,79 1,28 Σουηδία 0,87 0,88 2,27 1,33 1,16 Φιλανδία 1,31 1,11 3,86 2,08 1,9 ΕΕ-14 (Μ.Ο) 1,75 1,58 2,10 1,31 1,42 Τυπική απόκλιση 1,09 1,12 1,12 0,64 0,66 Πηγή: ΟΟΣΑ 47

66 Ο βασικότερος στόχος των ΕΠΑ είναι η βελτίωση της διαδικασίας κάλυψης των κενών θέσεων απασχόλησης από τους ανέργους (matching process), η οποία μπορεί να επιτευχθεί είτε μέσω της προσαρμογής των προσόντων του εργατικού δυναμικού με αυτά που απαιτούνται για την κάλυψη των θέσεων απασχόλησης, είτε μέσω της παροχής βοήθειας, πληροφοριών και συμβουλών στους ανέργους σχετικά με τις κενές θέσεις απασχόλησης. Σημαντική θα πρέπει να θεωρείται η συμβολή των ΕΠΑ στην αύξηση της απασχόλησης ορισμένων ειδικών ομάδων του εργατικού δυναμικού, όπως είναι οι άνεργοι νεαρής ηλικίας και οι μακροχρόνια άνεργοι, των οποίων, συχνά, η παραγωγικότητα υπολείπεται του κατώτατου θεσπισμένου μισθού. Στόχος των προγραμμάτων επιδότησης της απασχόλησης, όσο και αυτών που αποσκοπούν στον εκσυγχρονισμό των προσόντων τους ή στην απόκτηση εργασιακής εμπειρίας είναι η μείωση της διαφοράς αυτής. Τα προγράμματα επιδοτούμενης απασχόλησης μειώνουν το μισθολογικό κόστος που επιβαρύνει την επιχείρηση, ενώ αυτά της απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ή/και εκσυγχρονισμού των προσόντων του εργατικού δυναμικού συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητάς τους. Οι ΕΠΑ δημιουργούν σημαντικά οφέλη και για τις επιχειρήσεις, καθώς συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και στην κάλυψη των κενών θέσεων απασχόλησης. Παράλληλα, η μεγαλύτερη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, που προκαλείται από τις ΕΠΑ και η όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των μελών του για την κάλυψη των (κενών) θέσεων εργασίας, αυξάνουν τη διαπραγματευτική ισχύ των επιχειρήσεων στη διαδικασία καθορισμού των μισθών, μειώνοντας το κόστος εργασίας και αυξάνοντας τη ζήτησή της (Kluve, 2005). Οι ΕΠΑ συνεισφέρουν και στην αποτελεσματική κατανομή των πόρων καθώς διευκολύνεται η κάλυψη των κενών θέσεων απασχόλησης από τους ανέργους, επιμηκύνεται η περίοδος κατά την οποία ένα άτομο αποκτά εισόδημα μέσω της εργασίας, συμβάλλοντας έτσι στην εξοικονόμηση δημοσιονομικών πόρων για τη χρηματοδότηση του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων. Επιπλέον, μέσω των προγραμμάτων επανακατάρτισης των ανέργων γίνεται μια κοινωνικά δικαιότερη κατανομή της ανεργίας, καθώς διευκολύνονται οι εργασιακές προοπτικές τους, χωρίς όμως να απαιτούνται ίδια χρηματοδοτικά μέσα (Fay, 1997:6). Θετικές είναι οι επιπτώσεις των ΕΠΑ στην παραγωγικότητα της εργασίας. Ορισμένες από τις ΕΠΑ, όπως είναι η επιδότηση της απασχόλησης και η εργασία στο δημόσιο τομέα, αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας, καθώς συμβάλλουν στην αύξηση της εργασιακής εμπειρίας, κυρίως των νέων και των μακροχρόνια άνεργων. Επίσης, οι (δημόσιες) υπηρεσίες ευρέσεως απασχόλησης, μέσω της παροχής 48

67 συμβουλών για τις κενές θέσεις εργασίας, ευνοούν την κινητικότητα της εργασίας προς πιο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, αυξάνοντας έτσι την παραγωγικότητά της. Τα προγράμματα διά βίου μάθησης, μέσω της επένδυσης σε ανθρώπινο κεφάλαιο και της αναβάθμισης των προσόντων του εργατικού δυναμικού, εκτός από την αύξηση της παραγωγικότητας, δημιουργούν μισθολογικά οφέλη για τους εργαζόμενους, τα οποία είναι μεγαλύτερα για τους εξειδικευμένους παρά για τους ανειδίκευτους εργάτες (Commission EC, 2007α). Τα προγράμματα αυτά μπορούν να διακριθούν σε γενικής (general) και ειδικής (specific) κατάρτισης. Η συμμετοχή των εργαζομένων στα προγράμματα γενικής επαγγελματικής κατάρτισης δημιουργεί οφέλη σε όλες τις επιχειρήσεις, σε αντίθεση με τα προγράμματα ειδικής κατάρτισης, τα οποία είναι χρήσιμα μόνο για ορισμένες από αυτές. Συχνά, οι επιχειρήσεις διστάζουν να χρηματοδοτήσουν την επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο, φορέας του οποίου είναι ο εργαζόμενος, που μπορεί να μετακινηθεί σε μια άλλη επιχείρηση, η οποία δεν έχει συνεισφέρει στο κόστος της. Η αντιμετώπιση αυτής της εξωτερικότητας μπορεί να επιτευχθεί μέσω: α) της αγοράς εργασίας, καθώς ένας εργαζόμενος μπορεί να έχει δυσμενέστερες επαγγελματικές προοπτικές σε έναν νέο εργοδότη σε σχέση με αυτόν που χρηματοδότησε την επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο, β) των επιδόσεων της αγοράς εργασίας, καθώς σε υψηλά επίπεδα απασχόλησης η επιχείρηση που χρηματοδότησε το κόστος επένδυσης σε ανθρώπινο κεφάλαιο, ο φορέας του οποίου (δηλ. ο εργαζόμενος) μετακινήθηκε σε άλλη επιχείρηση, είναι πιθανό να ωφεληθεί από την πρόσληψη ενός εργαζομένου του οποίου την αναβάθμιση των προσόντων δεν έχει χρηματοδοτήσει, γ) μιας συμφωνίας μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη, η οποία μπορεί να προβλέπει τη συμμετοχή του εργαζομένου στο κόστος της επένδυσης (σε ανθρώπινο κεφάλαιο), μέσω, για παράδειγμα, της μείωσης των αποδοχών του κατά τη διάρκεια συμμετοχής του σε ένα πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης και δ) του θεσμικού πλαισίου που διέπει την αγορά εργασίας, όπως για παράδειγμα η ΝΠΑ, η οποία όταν είναι περιοριστική μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά όσον αφορά την κινητικότητα της εργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων. Όμως, είναι πιθανό, ο μη αποτελεσματικός σχεδιασμός των ΕΠΑ και ιδίως η απουσία μηχανισμών ελέγχου των συμμετεχόντων σε αυτές, να δημιουργήσουν στρεβλώσεις στη λειτουργία της αγοράς εργασίας (Kluve, et al και Boone et al., 2004). Για παράδειγμα, η συμμετοχή των ανέργων σε επιδοτούμενα προγράμματα κατάρτισης είναι πιθανόν να αμβλύνει τα κίνητρα αναζήτησης εργασίας, εγκλωβίζοντάς τους σε αυτά τα προγράμματα. Επίσης, ενδέχεται να παρατηρηθεί το φαινόμενο της υποκατάστασης της κανονικής απασχόλησης από την επιδοτούμενη (substitution effect), ενώ, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο κάποιος από τους 49

68 απασχολούμενους μέσω των προγραμμάτων επιδότησης της απασχόλησης να απασχολούταν ούτως ή άλλως ακόμα και χωρίς αυτά (deadweight loss). Ο προσεκτικός σχεδιασμός των προγραμμάτων επιδότησης της απασχόλησης συμβάλλει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών. Έχουν προταθεί διάφορα μέτρα, προκειμένου να βελτιωθεί η λειτουργία των ΕΠΑ, όπως είναι η εφαρμογή μηχανισμών ελέγχου εργαζομένων και επιχειρήσεων, η θέσπιση αυστηρών προϋποθέσεων για τη συμμετοχή των εργαζομένων σε αυτά, η στοχευμένη λειτουργία τους, η παροχή πιστοποιητικών συμμετοχής η εξασφάλιση της συνεργασίας των εργοδοτών στην εφαρμογή των πολιτικών αυτών (Grubb, 2001). Τα εμπειρικά ευρήματα για τις επιπτώσεις των ΕΠΑ στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας είναι ιδιαίτερα «πλούσια». Οι Calmfors, Forslud και Hermstrom (Calmfors et al. 2002), εξετάζοντας τις επιπτώσεις των ΕΠΑ στη Σουηδική αγορά εργασίας, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ΕΠΑ αυξάνουν τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, ενώ η επιδότηση της απασχόλησης έχει ως αποτέλεσμα τον εκτοπισμό της κανονικής απασχόλησης. Επίσης, δεν προέκυψε κάποια επίδραση των ενεργητικών δράσεων στους μισθούς. Θετικά για τις ΕΠΑ ήταν και τα εμπειρικά αποτελέσματα του Estevao (2003), σύμφωνα με τα οποία η αύξηση του ποσοστού των δαπανών για ΕΠΑ ως προς το ΑΕΠ επηρέασαν θετικά την απασχόληση στη δεκαετία του 90, αλλά όχι του 80, όταν το ποσοστό αυτό ήταν χαμηλό, ενώ η επιδότηση της απασχόλησης είναι η πλέον αποτελεσματική πολιτική μεταξύ των ΕΠΑ. Σχετικά με τους μισθούς, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αύξηση των δαπανών για ΕΠΑ συνδέεται με τον μετριασμό των μισθολογικών αυξήσεων. Σύμφωνα με τους Boone και Van Ours (Boone et al., 2004) οι δαπάνες για προγράμματα εκπαίδευσης επηρεάζουν τα ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας περισσότερο από τις άλλες ΕΠΑ, οι δημόσιες υπηρεσίες ευρέσεως απασχόλησης συμβάλλουν στη μείωση της ανεργίας, ενώ η επιδότηση της απασχόλησης δεν επηρεάζει τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και τα αποτελέσματα των Bassanini και Duval (Bassanini et al. 2006) σύμφωνα με τα οποία οι δαπάνες για προγράμματα κατάρτισης μειώνουν την ανεργία, ενώ οι δαπάνες για τις άλλες πολιτικές δεν φαίνεται να την επηρεάζουν. Επίσης, οι δαπάνες για προγράμματα κατάρτισης αυξάνουν την απασχόληση σε όλες τις ομάδες του εργατικού δυναμικού εκτός των γυναικών. Προκειμένου να αξιολογηθεί ως επωφελής για την αγορά εργασίας μια αύξηση των δαπανών για ΕΠΑ θα πρέπει οι καθαρές επιπτώσεις της στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας να είναι θετικές. Η αύξηση των 50

69 d(e ) δαπανών για ΕΠΑ ( >0 ) μπορεί, καταρχάς, να συμβάλλει στην κάλυψη των κενών θέσεων du dv εργασίας (V) από τους ανέργους (un) ( u * V <0). dv de V Η πιθανή μείωση του αριθμού των ανέργων (un), θα προκαλέσει με τη σειρά της μείωση των δημοσίων d( Expub ) δαπανών για επιδόματα ανεργίας ( 0). Τελικά, η εν λόγω πιθανή θετική επίδραση των ΕΠΑ Expub dpexp dub du dv PExp μπορεί να υπολογισθεί από τη σχέση: ( * ub * u * V <0). dub dun dv de ub un V Επιπλέον, μια αύξηση των δαπανών για ΕΠΑ μπορεί να βελτιώσει την παραγωγικότητα της εργασίας d ( LP) ( >0). Η βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας, εξαιτίας της αύξησης των δαπανών για LP dlp ΕΠΑ θα είναι : LP >0. de Άρα λοιπόν οι θετικές επιπτώσεις των ΕΠΑ στην οικονομία, θα μπορούσαν να συνοψισθούν στην ακόλουθη σχέση: dpexp dub du dv dlp PExp Ε1 = * ub * u * V + LP dub dun dv de de ub un V 51

70 Στις αρνητικές επιπτώσεις των ΕΠΑ περιλαμβάνεται, καταρχάς, η αύξηση των δημοσίων δαπανών για την dp exp p exp χρηματοδότηση των ΕΠΑ ( >0). d Η αύξηση των δαπανών για ΕΠΑ, θα μπορούσε να προκαλέσει, με τη σειρά της, αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας (tw). Έτσι, η παραπάνω σχέση θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί d( tw) dp exp ως εξής: tw p exp * >0. dp exp d P exp Οι αρνητικές επιδράσεις της αύξησης των δαπανών για ΕΠΑ, θα μπορούσαν να συνοψίσουν στην ακόλουθη σχέση. d( tw) dp exp Ε2 = tw p exp * dp exp d P exp Συνεπώς, προκειμένου να είναι επωφελής η αύξηση των δαπανών για ΕΠΑ σε μια οικονομία, θα πρέπει να ισχύει η ακόλουθη σχέση: Ε1 > Ε2. Προκειμένου να ενισχυθούν οι θετικές επιδράσεις των ΕΠΑ θα πρέπει να αρθούν τα εμπόδια που πιθανώς άλλοι θεσμοί προκαλούν στις ροές από την ανεργία στην απασχόληση, όπως για παράδειγμα η περιοριστική ΝΠΑ και η άνευ όρων χορήγηση γενναιόδωρων επιδομάτων ανεργίας. Η μεταρρύθμιση των συγκεκριμένων θεσμών θα αυξήσουν την αποτελεσματικότητα των ενεργητικών δράσεων, αυξάνοντας την απασχόληση, τη φορολογική βάση και τις πηγές χρηματοδότησης αυτών των δράσεων. 52

71 2.3.3 Το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας Εκτός από το θεσμικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς των προσλήψεων, αλλά και απολύσεων σε μια αγορά εργασίας, καθοριστικό για τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας είναι και το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη διευθέτηση του χρόνου απασχόλησης. Η ευέλικτη διευθέτηση του χρόνου απασχόλησης μπορεί να λάβει τις εξής μορφές : Το ευέλικτο πρόγραμμα εργασίας (flexible working hours schedule), όπως είναι η (εν)αλλαγή των ημερήσιων ωρών έναρξης και λήξης της εργασίας, αλλά και ημερών εργασίας, διατηρώντας σταθερό τον συνολικό ημερήσιο, ή/και εβδομαδιαίο ή μηνιαίο χρόνο απασχόλησης. Το πρόγραμμα εργασίας κοινοποιείται στους εργαζομένους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις και στην εποπτεύουσα αρχή. Η ευελιξία αυτής της μορφής δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να προσαρμόζουν την απασχόλησή τους ανάλογα με τις ανάγκες τους στη διάρκεια του χρόνου αναφοράς (ημέρα, εβδομάδα, μήνας). Η δυνατότητα εναλλαγής μεταξύ κανονικής και μερικής απασχόλησης. Η εφαρμογή ατομικών λογαριασμών του χρόνου εργασίας (working time accounts), που παρέχουν τη δυνατότητα στους εργαζομένους να αποταμιεύουν χρόνο αλλά και εισόδημα, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν μια μελλοντική προγραμματισμένη διακοπή του εργασιακού τους βίου ή μείωσης του χρόνου εργασίας. Η προσωρινή διακοπή της επαγγελματικής σταδιοδρομίας, η οποία χορηγείται κυρίως για εκπαιδευτικούς και οικογενειακούς λόγους. Η ευέλικτη διευθέτηση του χρόνου απασχόλησης δημιουργεί σημαντικά οφέλη για τις επιχειρήσεις, ιδίως γι αυτές των οποίων η δραστηριότητά παρουσιάζει έντονες, ενδεχομένως, εποχιακές διακυμάνσεις. Αντί της ευέλικτης διευθέτησης του χρόνου εργασίας, οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να προσαρμόζουν την απασχόλησή τους στις διακυμάνσεις του φόρτου εργασίας μέσω αυξομειώσεων στον συνολικό αριθμό των εργαζομένων τους ή μέσω των υπερωριών. Ωστόσο, με την προσωρινή μεταβολή του συνολικού χρόνου ή του ωραρίου απασχόλησης αποφεύγεται η μείωση της αποδοτικότητας των εργαζομένων στον υπερωριακό χρόνο εργασίας. Επίσης, η αυξομείωση του χρόνου απασχόλησης υπερτερεί σε σχέση με τις προσλήψεις νέων εργαζομένων σε περιόδους αύξησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας λόγω των οικονομιών εκμάθησης και της ενδοεπιχειρησιακής εκπαίδευσης των ήδη, έστω και με ευέλικτες συμβάσεις απασχόλησης, εργαζομένων. Επίσης, η ευέλικτη διευθέτηση του χρόνου απασχόλησης συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη χρησιμοποίηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Όταν μια επιχείρηση επιλέγει να μεταβάλει τον 53

72 ημερήσιο χρόνο απασχόλησης (των ατόμων που εργάζονται με μερική απασχόληση) ή το ωράριο απασχόλησης (διατηρώντας το συνολικό ημερήσιο χρόνο απασχόλησης σταθερό) επιτυγχάνει την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας σε περιόδους ανόδου της παραγωγικής δραστηριότητας, σε σχέση με εναλλακτικές μεθόδους προσαρμογής της συνολικής ποσότητας εργασίας που χρησιμοποιεί. Αυτό συμβαίνει λόγω των οικονομιών εκμάθησης και της ενδοεπιχειρησιακής εκπαίδευσης των εργαζομένων. Έτσι, όταν για παράδειγμα μια επιχείρηση επιλέξει να αυξήσει τις ημερήσιες ώρες εργασίας ενός μερικώς απασχολούμενου εργαζομένου έναντι της πρόσληψης ενός επιπλέον, μπορεί και στις δύο περιπτώσεις η συνολική ποσότητα εργασίας να είναι ίδια, όμως στην πρώτη για κάθε μονάδα κεφαλαίου αντιστοιχεί περισσότερο αποδοτική ποσότητα εργασίας σε σχέση με τη δεύτερη. Παράλληλα, η ευέλικτη διευθέτηση του χρόνου απασχόλησης συμβάλλει στη μείωση του κόστους παραγωγής, καθώς οι παραδοσιακοί τρόποι διευθέτησης του χρόνου εργασίας (πχ νυχτερινή απασχόληση, εργασία στις αργίες, νέες προσλήψεις) συνήθως συνεπάγονται μεγαλύτερο μισθολογικό κόστος για τις επιχειρήσεις. Από την πλευρά των εργαζομένων ο ευέλικτος χρόνος απασχόλησης τους δίνει την ευκαιρία να κατανείμουν καλύτερα τον διαθέσιμο χρόνο τους (μεταξύ εργασίας και σχόλης) σύμφωνα με τις ανάγκες/επιθυμίες τους χωρίς όμως να διαταράσσεται η παραγωγική δραστηριότητα των επιχειρήσεων. Οι σύγχρονες μορφές διευθέτησης του χρόνου απασχόλησης δίνουν τη δυνατότητα στους εργαζομένους να μειώσουν προσωρινά το ωράριό τους, για λόγους εκπαίδευσης, συμμετοχής στα κοινά και φροντίδας των παιδιών χωρίς ταυτόχρονα να αποκόπτονται από την αγορά εργασίας και να μειώνεται σημαντικά το εισόδημά τους (στις περιπτώσεις μετάβασης από την μόνιμη στην προσωρινή απασχόληση και μεταβολής του χρόνου εργασίας). Επίσης, η μερική απασχόληση και οι σύγχρονες μορφές διευθέτησης του χρόνου εργασίας συμβάλλουν στην μεγαλύτερη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό ειδικών πληθυσμιακών ομάδων, όπως για παράδειγμα των γυναικών (ιδίως των παντρεμένων με παιδία), των ηλικιωμένων και των νέων ατόμων. Σε μακροοικονομικό επίπεδο οι νέες μορφές διευθέτησης του χρόνου απασχόλησης συνεισφέρουν στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να αγνοηθούν και τα δημοσιονομικά οφέλη, που προκύπτουν κυρίως από την αύξηση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και δευτερευόντως από την φορολόγηση του προερχόμενου από την εργασία εισοδήματος, που προκύπτουν από τη μεγαλύτερη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό και τη μείωση της αδήλωτης απασχόλησης 2. Πάντως, σύμφωνα με εμπειρικές μελέτες η ευέλικτη διευθέτηση του χρόνου εργασίας συσχετίζεται με την 2 Η υπερωριακή και η νυχτερινή απασχόληση, η εργασία στις αργίες ακόμα και η απασχόληση ορισμένου χρόνου που μπορεί να συνάψει μια επιχείρηση με έναν εργαζόμενο σε περιόδους αύξησης της παραγωγικής δραστηριότητας, αυξάνουν το κόστος εργασίας λόγω της αύξησης των αποδοχών και των χορηγούμενων επιδομάτων, δημιουργώντας κίνητρο στις επιχειρήσεις για παράνομη χρησιμοποίησή τους. 54

73 αύξηση της παραγωγικότητάς εργασίας, αλλά όχι και με τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας (Scarpetta et al., 2002). Η προώθηση μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση της ευέλικτης διευθέτησης του χρόνου απασχόλησης, συμβάλλει: α) στη μεγαλύτερη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό (κυρίως ειδικών ομάδων του πληθυσμού) ( dlf LF dlwt Lwt 0 ) 3, και β) στην αποτελεσματικότερη χρησιμοποίηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ( 0 ). Ο βαθμός στον οποίο τα μέτρα που ευνοούν την ευέλικτη διευθέτηση του χρόνου απασχόλησης (dlwt) ευνοούν τη λειτουργία της αγοράς εργασίας εξαρτάται από την παρακάτω σχέση: dlp LP dlwt Lwt E 1= dlf LF dlwt Lwt dlp LP dlwt Lwt Οι αρνητικές επιπτώσεις των ευέλικτων μορφών διευθέτησης του χρόνου εργασίας για τους εργαζομένους εξαρτώνται από το βαθμό υποκατάστασης της κανονικής απασχόλησης (ΝΕ) από την ευέλικτη απασχόληση ( dne NE dptw Ptw ). Όταν ο λόγος αυτός είναι αρνητικός μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι υπάρχει σχέση υποκατάστασης. Αντίθετα όταν είναι θετικός μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι πιθανή η μετατροπή της ευέλικτης απασχόλησης σε κανονική. d dptw E 2 * Ptw dptw dlwt Ptw Lwt 3 Η μεταβολή του θεσμικού πλαισίου που διέπει τους τρόπους διευθέτησης του χρόνου απασχόλησης dlwt/lwt είναι θετική όταν προωθούνται μεταρρυθμίσεις υπέρ της ευέλικτης προσαρμογής του χρόνου απασχόλησης. 55

74 Όταν υπάρχει σχέση υποκατάστασης, δηλαδή Ε2<0, τότε τίθεται θέμα αναλογικής σύγκρισης των αντίθετων αποτελεσμάτων, στα οποία μπορούν να οδηγήσουν πολιτικές που ευνοούν την ευέλικτη διευθέτηση του χρόνου απασχόλησης. Δηλαδή, όταν Ε2<0, τότε θα πρέπει να υιοθετηθούν πολιτικές οι οποίες ευνοούν την ευέλικτη διευθέτηση του χρόνου απασχόλησης όταν Ε1 > Ε2. Τα οφέλη που προκύπτουν από τη μεταρρύθμιση του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει την ευέλικτη διευθέτηση του χρόνου εργασίας αναμένονται μεγαλύτερα όταν οι υπόλοιποι θεσμοί της αγοράς εργασίας ενισχύουν τις θετικές της επιδράσεις της, όπως η είναι αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και της παραγωγικότητας της εργασίας. Μεταξύ αυτών είναι οι ενεργητικές δράσεις για την απασχόληση, αλλά και η ύπαρξη υποδομών που ευνοούν τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό ειδικών ομάδων του, όπως τα μέλη μονογονεακών οικογενειών, αλλά και των γυναικών. Επίσης, μεγαλύτερα αναμένονται τα οφέλη που προκύπτουν από την ευέλικτη απασχόληση όταν η οικονομική αποδοτικότητα της εργασίας είναι υψηλή, η οποία εξαρτάται από τη φορολογική επιβάρυνσή της, αλλά και από σύστημα αποζημίωσης των ανέργων. Αντίθετα, οι αρνητικές επιπτώσεις που προκύπτουν από μία τέτοιου είδους μεταρρύθμιση εντείνονται όταν το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την κανονική απασχόληση ευνοεί την υποκατάστασή της από ευέλικτες μορφές απασχόλησης Το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων Το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων αποτελεί μέσο άσκησης μακροοικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, λειτουργεί ως αυτόματος σταθεροποιητής στην οικονομία, διασφαλίζει ένα κατώτατο επίπεδο εισοδήματος για τους ανέργους και επηρεάζει σημαντικά τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 2.16 τα συστήματα αποζημίωσης των ανέργων διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των δεκατεσσάρων αγορών εργασίας τόσο ως προς το ποσοστό αναπλήρωσης των επιδομάτων ανεργίας, όσο και ως προς τη διάρκεια χορήγησής τους. Για παράδειγμα, στο Βέλγιο δεν υφίσταται όριο στη διάρκεια χορήγησης επιδομάτων ανεργίας, ενώ στη Δανία η μέγιστη διάρκεια χορήγησης του επιδόματος μειώθηκε από 84 μήνες, το 1995, σε 48, το 2005 και στην Ολλανδία αυξήθηκε από 54 μήνες, το 1995, σε 60, το Αντίθετα, στην Ιταλία, το επίδομα ανεργίας χορηγείται για έξι μήνες, όπως και στο ΗΒ, όπου το 1995 η μέγιστη διάρκεια χορήγησής του ήταν 12 μήνες. Όσον αφορά τα καθαρά μέσα ποσοστά αναπλήρωσης των επιδομάτων ανεργίας, το 2005, κυμαίνονταν από 52%, στην Ιρλανδία, έως 56

75 84% στην Πορτογαλία. Υψηλά θα πρέπει να θεωρούνται και τα ποσοστά αναπλήρωσης των επιδομάτων ανεργίας στη Σουηδία (80%), στη Δανία (76%) και στη Φινλανδία (76%). Πίνακας 2.16: Τα καθαρά ποσοστά αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας και η διάρκεια χορήγησης τους Διάρκεια Διάρκεια Καθαρό μέσο Καθαρό μέσο χορήγησης χορήγησης ποσοστό ποσοστό επιδομάτων επιδομάτων αναπλήρωσης αναπλήρωσης ανεργίας (μήνες, ανεργίας επιδομάτων επιδομάτων 1995) (μήνες, 2005) ανεργίας (1995) ανεργίας (2005) (1) (2) (3) (4) Αυστρία Βέλγιο 71 Χωρίς όριο 68 Χωρίς όριο Γαλλία Γερμανία Δανία Ελλάδα ΗΒ Ιρλανδία Ισπανία Ιταλία Ολλανδία Πορτογαλία Σουηδία Φινλανδία Πηγή: Brandt et al και OECD Ένα γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων μπορεί να συμβάλλει στη μείωση των ροών από την ανεργία στην απασχόληση, μέσω της εξασθένισης της προσπάθειας των ανέργων για αναζήτηση θέσης εργασίας. Η εν λόγω στρέβλωση μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω του επανασχεδιασμού του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, με την υιοθέτηση αυστηρών προϋποθέσεων χορήγησής τους, αλλά και ελέγχου της προσπάθειας αναζήτησης εργασίας εκ μέρους των δικαιούχων. Προς την ίδια κατεύθυνση μπορεί να λειτουργήσει ο περιορισμός της διάρκειας χορήγησης του επιδόματος ανεργίας, ο έλεγχος της προσπάθειας των ανέργων για να βρουν εργασία, η (υποχρεωτική) συμμετοχή των ανέργων σε προγράμματα ΕΠΑ και η βελτίωση της λειτουργίας των υπηρεσιών χορήγησης επιδομάτων ανεργίας και ευρέσεως απασχόλησης (Commission EC 2006, Van den Berg et al. 2000). Επιπλέον, η σταδιακή μείωση του ύψους του επιδόματος ανεργίας, όταν αποδειγμένα οι δικαιούχοι δεν επιθυμούν πραγματικά να εργαστούν, εντείνει το κίνητρο για εργασία, καθώς η οριακή χρησιμότητα του επιδόματος ανεργίας είναι υψηλή, δεδομένου ότι τα εισοδήματα των ανέργων είναι, συνήθως, χαμηλά. Έτσι, αρκεί μια μικρή μείωση του επιδόματος ανεργίας προκειμένου να αυξήσει τα εργασιακά κίνητρα των ανέργων (Van den Berg et al. 2000). Επίσης, μεταξύ των μέτρων που συμβάλλουν στον αποτελεσματικότερο σχεδιασμό των συστημάτων επιδομάτων ανεργίας, είναι και οι περιοριστικές προϋποθέσεις ανανέωσης της περιόδου 57

76 χορήγησής τους, όπως είναι η υποχρεωτική απασχόληση του δικαιούχου μεταξύ δύο διαδοχικών περιόδων χορήγησής του επιδόματος ανεργίας. Η προϋπόθεση αυτή συμβάλλει στην εντατικότερη προσπάθεια αναζήτησης εργασίας από τους ανέργους, ιδίως αυτούς, που δεν έχουν επαγγελματικά προσόντα, των οποίων ο βαθμός ανακύκλησης της εργασίας τους είναι μεγαλύτερος, σε σχέση με τους εξειδικευμένους, με αποτέλεσμα να βρίσκουν περισσότερες διαθέσιμες (βραχυχρόνιες) θέσεις εργασίας (Geerdsen, 2007). Επίσης, ένα γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, και πιο συγκεκριμένα ένα υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης των επιδομάτων ανεργίας μπορεί να προκαλέσει αυξητικές πιέσεις στους ονομαστικούς μισθούς, καθώς αυξάνεται η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων και το κόστος ευκαιρίας της εργασίας είναι υψηλό. Μάλιστα, η διαπραγματευτική θέση των εργαζομένων ενισχύεται ακόμα περισσότερο όταν το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων συνδυάζεται με την περιοριστική ΝΠΑ. Η πιθανή αύξηση των μισθών, με τη σειρά της, μπορεί προκαλέσει μείωση της ζήτησης εργασίας και αύξηση της ανεργίας. Ωστόσο, υποστηρίζεται και η άποψη σύμφωνα με την οποία η (γενναιόδωρη) χορήγηση επιδομάτων ανεργίας διευκολύνει την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς εργασίας. Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στη λογική ότι η εξασφάλιση ενός ικανοποιητικού εισοδηματικού κατωφλίου στους ανέργους και για ένα εύλογο χρονικό διάστημα τους παρέχει τη δυνατότητα να αναζητήσουν την καταλληλότερη γι αυτούς θέση εργασίας σύμφωνα με τις ανάγκες τους, τα ενδιαφέροντά τους και τα προσόντα τους (Baker et al., 2004, Tatsiramos, 2006). Έτσι, διευκολύνεται η προσπάθειά τους για εύρεση εργασίας και βελτιώνεται η διαδικασία κάλυψης των κενών θέσεων απασχόλησης από τους ανέργους. Επίσης, η χορήγηση επιδομάτων ανεργίας συμβάλλει στην εσωτερίκευση, από τις επιχειρήσεις, του κοινωνικού κόστους που προκαλείται από την απόλυση ενός εργαζομένου (Blanchard, 2002). Δηλαδή, τα επιδόματα ανεργίας λειτουργούν ως φόρος απόλυσης των εργαζομένων που επιβάλλεται στις επιχειρήσεις, περιορίζοντας τον αριθμό των εργαζομένων που ενδεχομένως θα απέλυαν σε μια αγορά εργασίας, χωρίς ένα σύστημα προστασίας έναντι της ανεργίας. Η εσωτερίκευση, από τις επιχειρήσεις, του κόστους απόλυσης σχετίζεται με τη φορολογική επιβάρυνση που προκύπτει από τη χορήγηση των επιδομάτων ανεργίας. Ωστόσο, η περιοριστική ΝΠΑ αποτελεί έναν αποτελεσματικότερο μηχανισμό εσωτερίκευσης από τις επιχειρήσεις του κόστους απόλυσης των εργαζομένων, καθώς ο επιμερισμός του κόστους της ανεργίας είναι αμεσότερος και επακριβώς στοχευμένος. 58

77 Υπάρχουν εμπειρικά ευρήματα, σύμφωνα με τα οποία η μακρά περίοδος χορήγησης του επιδόματος ανεργίας επηρεάζει θετικά το ποσοστό ανεργίας σε μια αγορά εργασίας (Layard et al., 1994 και Nickel et al., 2005). Σύμφωνα με άλλα εμπειρικά ευρήματα όσο πιο γενναιόδωρο είναι το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (και όχι απαραίτητα το ύψος των χορηγούμενων επιδομάτων), τόσο δυσχερέστερη είναι η σταθεροποίηση της απασχόλησης ύστερα από μια μακροοικονομική διαταραχή (Howell et al., 2007). Σε ευρήματα υπέρ του αποτελεσματικότερου σχεδιασμού των συστημάτων αποζημίωσης των ανέργων κατέληξαν και οι Van den Berg et al. (2000), σύμφωνα με τους οποίους η επιβολή κυρώσεων, όπως η σταδιακή μείωση του επιδόματος στους ανέργους που δεν αναζητούν εντατικά θέσεις εργασίας, αυξάνει τις ροές από την ανεργία στην απασχόληση. Επίσης, έχει επαληθευθεί εμπειρικά η υπόθεση σύμφωνα με την οποία το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Στη Δανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, οι άνεργοι που έχουν παραμείνει για τουλάχιστον έξι μήνες σε καθεστώς ανεργίας και παίρνουν επίδομα ανεργίας, όταν επαναπροσληφθούν παραμένουν στη θέση εργασίας περισσότερο από 2 έως 4 μήνες σε σχέση με αυτούς που δεν λαμβάνουν επίδομα ανεργίας (Tatsiramos, 2006). Μεταξύ των, πιθανών, θετικών συνεπειών μιας μείωσης του βαθμού γενναιοδωρίας του συστήματος dub αποζημίωσης των ανέργων ( <0) συγκαταλέγονται: α) η μείωση της δημοσιονομικής επιβάρυνσης ub dexp του κρατικού προϋπολογισμού ( Exp du 0), β) η εντατικοποίηση της προσπάθειας των ανέργων u αναζήτησης εργασίας και η πιθανή μείωσή του αριθμού τους ( τους σε καθεστώς ανεργίας ( dunper unper dub ub μειώνεται η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων ( du u dub ub >0) και της διάρκειας παραμονής >0) και γ) ο μετριασμός των μισθολογικών διεκδικήσεων, καθώς dw w * dbp bp dbp bp dub ub >0). Δηλαδή, το μέγεθος των 59

78 θετικών επιπτώσεων της μείωσης των επιδομάτων ανεργίας στις δημόσιες δαπάνες, την ανεργία και τους μισθούς, μπορεί να εκτιμηθεί από την παρακάτω σχέση: Ε1 = dexp Exp dub ub + dunper unper dub ub du dw dbp + u + w bp * dub dbp dub ub bp ub Όμως, μια πιθανή μείωση του βαθμού γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων μπορεί προκαλέσει τη μείωση του συνολικού εισοδήματος της οικονομίας, εξαιτίας της συρρίκνωσης d( AD) της συνολικής ζήτησης ( 0). Έτσι, οι αρνητικές επιπτώσεις της μείωσης του βαθμού AD γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων στο συνολικό εισόδημα της οικονομίας θα dy d( AD) μπορούσαν να εκτιμηθούν από τη σχέση ( Y * AD 0 ). d( AD) dub AD ub dy ( 0) Y Τέλος, μια ακόμα πιθανή αρνητική επίπτωση μιας τέτοιου περιεχομένου μεταρρύθμισης στην αγορά εργασίας θα μπορούσε να ήταν η μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας, καθώς ένα φειδωλό σύστημα αποζημίωσης των ανέργων θα μπορούσε τους ωθήσει στο να αποδεχτούν θέσεις εργασίας αναντίστοιχες των προσόντων τους, αλλά και των ενδιαφερόντων τους. Η αρνητική επίπτωση της μείωσης της γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων στην παραγωγικότητα της εργασίας (LP) d( LP) θα μπορούσε να εκτιμηθεί από τη σχέση: LP 0. dub ub Έτσι λοιπόν, το μέγεθος των αρνητικών επιπτώσεων, εξαιτίας της μείωσης του επιδόματος ανεργίας, μπορεί να εκτιμηθεί μέσω της ακόλουθης ελαστικότητας: dy d( AD) d ( LP) Ε2 = Y * AD + LP d( AD) dub dub AD ub ub 60

79 Συνεπώς μια μείωση του βαθμού γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων θα ήταν επωφελής αν Ε1 > Ε2. Τα θετικά οφέλη που μπορούν να προκύψουν από τη μείωση του βαθμού γενναιοδωρίας των επιδομάτων ανεργίας αναμένονται μεγαλύτερα όταν οι άλλοι θεσμοί που διέπουν την αγορά εργασίας ευνοούν τις ροές από την ανεργία στην απασχόληση, όπως για παράδειγμα η ήπια ΝΠΑ, η χαμηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας και οι δαπάνες για ΕΠΑ. Τα ενεργητικά προγράμματα απασχόλησης και ιδίως η βελτίωση της λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης, μπορούν αμβλύνουν τις αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα που προκύπτουν από ένα πιο φειδωλό σύστημα αποζημίωσης των ανέργων Η φορολόγηση της εργασίας Η φορολόγηση του εισοδήματος, προερχόμενου από την εργασία, αποτελεί ένα μέσο κοινωνικής και μακροοικονομικής πολιτικής, αλλά ταυτόχρονα επηρεάζει μια σειρά μεταβλητών της αγοράς εργασίας, όπως είναι η προσφορά, η ζήτηση και η παραγωγικότητα αυτού του παραγωγικού συντελεστή. Αν σε αυτή προστεθούν και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, εργοδοτών και εργαζομένων, προκύπτει η φορολογική σφήνα (tax wedge), η οποία, στην ουσία, προσδιορίζει τη διαφορά μεταξύ του κόστους εργασίας (για τις επιχειρήσεις) και του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 2.17, η μέση φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, το 2005, στην ΕΕ- 14 αντιστοιχούσε στο 42,84% του μισθολογικού κόστους του μέσου εργαζομένου. Στην Ιρλανδία (31%) η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας είναι η χαμηλότερη μεταξύ των δεκατεσσάρων αγορών εργασίας και ακολουθεί το ΗΒ (33,9%). Αντίθετα, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στο Βέλγιο (55,5%) στην Γερμανία (52,1%). 61

80 Πίνακας 2.17: Η φορολόγηση της εργασίας (%) * Αυστρία 47,3 48,0 Βέλγιο 57,1 55,5 Γαλλία 49,6 50,0 Γερμανία 52,9 52,1 Δανία 44,1 40,9 Ελλάδα 35,2 35,2 ΗΒ 32,6 33,9 Ιρλανδία 35,2 31,0 Ισπανία 38,6 39,0 Ιταλία 46,9 45,7 Ολλανδία 39,7 38,9 Πορτογαλία 37,3 36,8 Σουηδία 50,1 48,1 Φινλανδία 47,8 44,6 ΕΕ-14 (ΜΟ) 43,89 42,84 Τυπική απόκλιση 7,22 7,13 Πηγή: ΟΕCD * Περιλαμβάνει τη φορολογία εισοδήματος και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης εργοδοτών και εργαζομένων, εκφρασμένων ως προς το κόστος εργασίας (μικτός μισθός και εργοδοτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης) του μέσου εργαζομένου (άγαμος, μέση αμοιβή πλήρους απασχόλησης). Η φορολογική σφήνα, όπως ορίζεται η διαφορά μεταξύ του κόστους εργασίας και του καθαρού εισοδήματος των εργαζομένων επηρεάζει τόσο τη ζήτηση όσο και την προσφορά εργασίας. Όσο μεγαλύτερη είναι η φορολογική σφήνα τόσο υψηλότερο είναι το κόστος εργασίας για τους εργοδότες και τόσο χαμηλότερο το καθαρό εισόδημα των εργαζομένων. Η φορολόγηση της εργασίας μπορεί να επηρεάσει καταρχήν την απόφαση των ατόμων για τη συμμετοχή τους, ή όχι, στο εργατικό δυναμικό. Σε ένα γενικό επίπεδο ανάλυσης, χωρίς να ληφθούν (ακόμα) υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εργατικού δυναμικού, όσο χαμηλότερη (υψηλότερη) είναι η φορολόγηση της εργασίας τόσο υψηλότερο (χαμηλότερο) το κόστος ευκαιρίας της σχόλης και συνεπώς η προσφορά εργασίας θα είναι μεγαλύτερη (μικρότερη). Ωστόσο, η προαναφερθείσα σχέση εξαρτάται και από την πιθανή σύνδεση του επιδόματος ανεργίας με τον καθαρό (μετά τους φόρους) μισθό. Αν το ύψος του επιδόματος ανεργίας είναι σταθερό, τότε ο λόγος επιδόματος ανεργίας ως προς τον καθαρό μισθό μεταβάλλεται με μια μεταβολή της φορολόγησης της εργασίας. Δηλαδή, αν για παράδειγμα μειωθεί η φορολόγηση της εργασίας ο λόγος αυτός περιορίζεται και συνεπώς θα αυξηθεί η προσφορά εργασίας, επηρεάζοντας παράλληλα τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Αν αντίθετα το ύψος των επιδομάτων ανεργίας συνδέεται με το ύψος του μισθού, τότε μια μεταβολή στη φορολόγηση της εργασίας δεν θα μεταβάλει το λόγο του επιδόματος ανεργίας ως προς τον καθαρό μισθό και συνεπώς θα έχει μετριασμένο αποτέλεσμα στη λειτουργία της αγοράς εργασίας (Pissarides, 1997). 62

81 Σχετικά με την προσφορά εργασίας, μια μείωση (αύξηση) στη φορολογία εισοδήματος που προέρχεται από την παροχή μισθωτών υπηρεσιών (ή/και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης) ασκεί δύο αντίθετα αποτελέσματα στην προσφορά εργασίας (OECD 2005): α) η μείωση (αύξηση) της φορολόγησης της εργασίας αυξάνει (μειώνει) το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων για κάθε δεδομένη ποσότητα εργασίας με πιθανό αποτέλεσμα τον μετριασμό (την αύξηση) των μισθολογικών διεκδικήσεών τους (με θετικές -αρνητικές- επιπτώσεις στην απασχόληση), αλλά και την μείωση (αύξηση) της προσφοράς εργασίας (εισοδηματικό αποτέλεσμα) και β) η αύξηση (μείωση) του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, ως αποτέλεσμα της μείωσης (αύξηση) της φορολόγησης της εργασίας, αυξάνει (μειώνει) το κόστος ευκαιρίας της σχόλης με αποτέλεσμα για κάθε επίπεδο ονομαστικού μισθού να προσφέρεται μεγαλύτερη (μικρότερη) ποσότητα εργασίας (αποτέλεσμα υποκατάστασης). Όταν το αποτέλεσμα υποκατάστασης είναι μεγαλύτερο από το εισοδηματικό αποτέλεσμα, τότε μια μείωση (αύξηση) της φορολόγησης της εργασίας θα έχει θετικές (αρνητικές) επιπτώσεις στη λειτουργία της αγοράς εργασίας και το αντίθετο. Συνεπώς θα πρέπει να εξετασθεί ποιοί παράγοντες επηρεάζουν τα δυο αυτά αποτελέσματα, ανατρέχοντας πλέον στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εργατικού δυναμικού και της εργασίας: Το κόστος ευκαιρίας της χειρωνακτικής εργασίας (blue collar workers) σε όρους σχόλης είναι μεγαλύτερο σε σχέση με αυτό της απασχόλησης στο γραφείο (white collar workers) καθώς αυτή προκαλεί μικρότερη δυσαρέσκεια (disutility) σε σχέση με την πρώτη. Συνεπώς μια αύξηση της φορολόγησης της εργασίας θα μειώσει την προσφορά περισσότερο της χειρωνακτικής εργασίας παρά της εργασίας στο γραφείο, καθώς θα αυξήσει ακόμα περισσότερο το κόστος ευκαιρίας της εργασίας σε όρους σχόλης. Το εισοδηματικό αποτέλεσμα είναι μεγαλύτερο στην χαμηλά αμειβόμενη σε σχέση με την υψηλά αμειβόμενη εργασία. Αυτό σημαίνει ότι αν αυξηθεί η φορολόγηση της εργασίας οι χαμηλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι θα δουλεύουν περισσότερες ώρες προκειμένου να διατηρήσουν ένα επαρκές διαθέσιμο εισόδημα για την επιβίωσή τους. Το εισοδηματικό αποτέλεσμα είναι μεγαλύτερο και για τους εργαζόμενους που δεν εργάζεται άλλο άτομο στην οικογένειά τους, σε σχέση με το αποτέλεσμα υποκατάστασης. Δηλαδή, μια αύξηση της φορολόγησης της εργασίας δεν είναι ικανή να μειώσει την εργασιακή τους προσπάθεια, ενώ μπορεί να τους στρέψει σε μια δεύτερη εργασία. Αντιθέτως, το εισοδηματικό αποτέλεσμα είναι μικρότερο για τα μέλη οικογενειών που υπάρχει και δεύτερο εργαζόμενο μέλος στην οικογένεια. 63

82 Η αύξηση της φορολογικής σφήνας δεν είναι βέβαιο ότι θα επιδράσει αρνητικά στην απασχόληση. Μια αύξηση της φορολόγησης της εργασίας ή των εισφορών των εργαζομένων, είναι πιθανόν, να μετακυλιστεί στους εργοδότες, εφόσον τα εργατικά συνδικάτα διεκδικήσουν να διατηρηθεί το διαθέσιμο εισόδημά τους σταθερό. Έτσι, μια πιθανή αύξηση του κόστους εργασίας θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ζήτησης εργασίας, επιδρώντας αρνητικά στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Η ίδια λογική ισχύει και σε μια αύξηση των εργοδοτικών εισφορών, η οποία αυξάνει άμεσα το κόστος εργασίας. Έτσι, οι επιπτώσεις της αύξησης της φορολογικής σφήνας στην απασχόληση εξαρτώνται από το κατά πόσο οι εργαζόμενοι επιθυμούν και μπορούν να μετακυλίσουν την επιπλέον φορολογική επιβάρυνση στους εργοδότες. Το ενδεχόμενο αυτό, με τη σειρά του, καθορίζεται από τη διαπραγματευτική ισχύ των εργατικών συνδικάτων, καθώς όσο μεγαλύτερη είναι η διαπραγματευτική ισχύς τους, τόσο πιθανότερο είναι να μετακυλιστεί το κόστος αυτό στους εργοδότες, επιδρόντας αρνητικά στην απασχόληση. Ένας άλλος παράγοντας, που θα επηρεάσει το ποιος θα επιβαρυνθεί μια πιθανή αύξηση της φορολογικής σφήνας, είναι το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών και ο βαθμός στον οποίο εσωτερικεύονται στις θέσεις των συνδικάτων οι αρνητικές επιπτώσεις που θα προκληθούν στην απασχόληση από τη μετακύλιση της φορολογικής επιβάρυνσης. Οι αρνητικές αυτές επιπτώσεις θεωρείται ότι εσωτερικεύονται αποτελεσματικότερα όταν οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε κεντρικό επίπεδο ή σε επίπεδο επιχείρησης, σε αντίθεση με το ενδιάμεσο επίπεδο. Επίσης, οι εργαζόμενοι, ενδέχεται να αντιληφθούν την αύξηση της φορολογικής σφήνας ως αντιστάθμισμα της παροχής καλύτερων παρεχόμενων δημόσιων υπηρεσιών και αγαθών ή της αύξησης του εισοδήματός τους κατά την περίοδο συνταξιοδότησής τους, με αποτέλεσμα να μην επιδιώξουν τη μετακύλισή του στους εργοδότες (Garcia et al. 2006). Η ένταση των επιπτώσεων στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας, που θα προκληθούν από τη μεταβολή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων, εξαρτάται και από τη διάρθρωση του συνταξιοδοτικού συστήματος και του κράτους πρόνοιας γενικότερα. Σε ένα σύστημα όπου το ύψος της σύνταξης είναι ανεξάρτητο των εισφορών που καταβάλει ένας εργαζόμενος κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού του βίου (Beveridgean system), τότε η οριακή απόδοση της εργασίας (marginal return to labour) ισούται με το οριακό διαθέσιμο εισόδημα (take-home pay). Δηλαδή, οι εισφορές των εργαζομένων είναι σαν φόρος επί της εργασίας και μια ενδεχόμενη αύξησή τους επηρεάζει αρνητικά τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Αντιθέτως, όταν το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (Bismarckian system) είναι έτσι διαρθρωμένο, που η οριακή απόδοση της εργασίας είναι μεγαλύτερη από το οριακό διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, καθώς περιλαμβάνει και την τρέχουσα αξία του μελλοντικού εισοδήματος που θα λάβει κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησης του, τότε οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης γίνονται αντιληπτές από τους 64

83 εργαζομένους όχι ως φορολόγηση της εργασίας τους, αλλά ως μια μορφή υποχρεωτικής αποταμίευσης. Έτσι, μια μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, θα αυξήσει τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό και την εργασιακή προσπάθεια των εργαζομένων, ιδίως, εκείνων που επιθυμούν να διατηρήσουν σταθερό το εισόδημά τους, καθώς θεωρούν ότι η μείωση των εισφορών, στο παρόν, θα μειώσει το ύψος του διαθέσιμου εισοδήματος στο μέλλον, κατά την περίοδο της συνταξιοδότησής τους. Συνεπώς, μέσω της εργασίας τους θα επιδιώξουν να αυξήσουν το εισόδημά τους κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού τους βίου και διαμέσου της αποταμίευσης θα διατηρήσουν σταθερό το εισόδημά τους κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους (Cigno, 2008). Έτσι, μια μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, θα αυξήσει την προσφορά εργασίας δημιουργώντας σημαντικά οφέλη για τη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Η αύξηση της οικονομικής αποδοτικότητας της εργασίας συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητάς της. Όταν μειώνεται ο οριακός φορολογικός συντελεστής, τότε κάθε επιπλέον χρηματική μονάδα ονομαστικού μισθού σε σχέση με τον κατώτατο, αντιστοιχεί σε μεγαλύτερες αυξήσεις του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων. Έτσι, οι εργαζόμενοι μπορεί να εντείνουν την εργασιακή τους προσπάθεια, καθώς αυξάνεται το διαθέσιμο εισόδημά τους, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται επιπλέον επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις. Επίσης, η προοδευτικότητα του φορολογικού συστήματος, είναι ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Η μεγαλύτερη προοδευτικότητα του φορολογικού συστήματος μπορεί να περιορίζει τις μισθολογικές διεκδικήσεις των εργαζομένων, αλλά όμως, επιδρά αρνητικά στην εργασιακή τους προσπάθεια. Οι επιπτώσεις της προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος στην απασχόληση, εξαρτώνται από την ελαστικότητα ζήτησης εργασίας ως προς την εργασιακή προσπάθεια (Koskela et al., 2007). Δηλαδή, μια αύξηση της προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος (δεν) επηρεάζει θετικά την απασχόληση όσο περισσότερο (λιγότερο) ελαστική είναι η ζήτηση εργασίας ως προς την εργασιακή προσπάθεια. Προκειμένου να αξιολογηθεί μια μεταρρύθμιση προς την κατεύθυνση της μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας ως επωφελής, θα πρέπει οι θετικές οριακές επιδράσεις της να είναι μεγαλύτερες από τις αρνητικές. Μια πιθανή μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας ( d( tax) tax 0 ) μπορεί 65

84 να προκαλέσει: α) αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό ( d ( LP) dwf wf dtax tax <0), β) αύξηση της d ( LD) παραγωγικότητας της εργασίας ( LP <0) και γ) αύξηση της ζήτησης εργασίας ( LD <0). dtax dtax tax tax Δηλαδή, οι οριακές επωφελείς επιδράσεις μιας πιθανής μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας θα μπορούσαν να συνοψισθούν στην ακόλουθη σχέση: dwf d ( LP) d( LD) wf Ε1 = + LP + LD dtax dtax d( tax) tax tax tax Όμως, η μείωση της φορολόγησης της εργασίας μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των φορολογικών εσόδων dtr (TR), ( TR d ( LMP) >0) και, πιθανώς, των χρηματοδοτούμενων πολιτικών για την αγορά εργασίας ( ). dtax LMP tax Οι οριακές αρνητικές επιδράσεις μιας πιθανής μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας θα μπορούσαν να συνοψισθούν στην ακόλουθη σχέση: dtr d ( LMP) Ε2 = TR + LMP dtax dtax tax tax Συνεπώς, προκειμένου να είναι επωφελής η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας θα πρέπει: Ε1 > Ε2 Οι θετικές επιπτώσεις, προερχόμενες από τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας στις επιδόσεις της μπορούν να περιορισθούν από πολιτικές που μειώνουν την οικονομική αποδοτικότητα της εργασίας, όπως το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων ή/και δυσχεραίνουν τις ροές από την ανεργία στην απασχόληση, όπως, για παράδειγμα, η περιοριστική ΝΠΑ. 66

85 2.3.6 Το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών Κύριος στόχος της δράσης των εργατικών συνδικάτων είναι η αύξηση (ή τουλάχιστον η διατήρηση) των μισθών και της απασχόλησης, αλλά και η βελτίωση των εργασιακών σχέσεων. Τα εργατικά συνδικάτα, σπάνια, αποδέχονται τη μείωση των μισθών, εμποδίζοντας την προς τα κάτω ευελιξία των μισθών. Όταν, μάλιστα, πετύχουν αύξηση των μισθών αναλογικά υψηλότερη από την αύξηση της παραγωγικότητας, είναι πιθανόν να επηρεάσουν αρνητικά τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Τα εργατικά συνδικάτα, καθώς και θεσμοί της αγοράς εργασίας όπως ο κατώτατος μισθός και η κεντρική διαπραγμάτευσή του, συμβάλλουν στην (προς τα πάνω) συμπίεση της διασποράς των μισθών (wage compression) (Koigner et al., 2004 και Moure 2005). Η λογική του επιχειρήματος αυτού στηρίζεται στο ότι τα εργατικά συνδικάτα προωθούν κυρίως τα συμφέροντα των χαμηλά αμειβόμενων εργαζομένων, πιέζοντας για αύξηση των μισθών τους. Η ορθολογική συμπεριφορά των εργατικών συνδικάτων μπορεί να «ακυρώσει» τα αρνητικά αποτελέσματα της νομισματικής πολιτικής η οποία υπαγορεύεται από την πολιτική σκοπιμότητα και όχι από την οικονομική αποτελεσματικότητα. Όσο λιγότερο ανεξάρτητη είναι η νομισματική αρχή (Κεντρική Τράπεζα), τόσο ευκολότερα μπορεί να ασκήσει επεκτατική πολιτική προκειμένου να μειώσει πρόσκαιρα το ποσοστό ανεργίας για την αποκόμιση πολιτικών ωφελειών. Η ενσωμάτωση του κινδύνου αυτού στις πληθωριστικές προσδοκίες των εργατικών συνδικάτων, μεταφραζόμενη σε μισθολογικές διεκδικήσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν (τουλάχιστον) τη σταθερότητα του πραγματικού μισθού μπορεί να «ακυρώσει» τέτοιες πρακτικές. Το επίπεδο των μισθών, αλλά και ορισμένες πτυχές των εργασιακών σχέσεων αποτελούν εν γένει αντικείμενο διαπραγμάτευσης, μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, σε επίπεδο επιχείρησης (αποκεντρωμένο), κλάδου (ενδιάμεσο), αλλά και σε εθνικό επίπεδο (κεντρικό). Σε πολλές περιπτώσεις, η διαπραγμάτευση των μισθών διεξάγεται σε περισσότερα του ενός επιπέδου. Επίσης, όταν εφαρμόζεται το κεντρικό σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών, συχνά, παρέχεται η δυνατότητα των ειδικών κλαδικών ή/και περιφερειακών εξαιρέσεων (opening clauses), σύμφωνα με τις οποίες ορισμένες επιχειρήσεις έχουν το δικαίωμα να διαφοροποιηθούν από τις γενικές συμφωνίες που έχουν συναφθεί, σχετικά με τους μισθούς, αλλά και γενικότερα τις εργασιακές σχέσεις. Τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται τάσεις μείωσης της συμμετοχής των εργαζομένων στα εργατικά συνδικάτα (πίνακας 2.18). Ιδιαίτερα υψηλή είναι η συνδικαλιστική πυκνότητα στις Σκανδιναβικές χώρες, καθώς στη Σουηδία, Φινλανδία και τη Δανία τα ποσοστά συμμετοχής στα εργατικά συνδικάτα είναι 67

86 76,5%, 72,4% και 71,7% αντίστοιχα. Αντίθετα, χαμηλά είναι τα ποσοστά συμμετοχής των εργαζομένων στα εργατικά συνδικάτα στην Γαλλία (7,7%), στην Ισπανία (15,2%), στην Ολλανδία (21%) και στην Πορτογαλία (21,2%). Όσον αφορά τη διαπραγμάτευση των μισθών, μόνο στην Ιρλανδία οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε κεντρικό επίπεδο (πίνακας 2.19). Στις περισσότερες εκ των δεκατεσσάρων αγορών εργασίας, οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε επίπεδο κλάδου και οικονομίας (Βέλγιο, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία, Αυστρία και Φιλανδία), ενώ μόνο στο ΗΒ οι μισθοί καθορίζονται σε επίπεδο επιχείρησης. Πίνακας 2.18: Τα ποσοστά συμμετοχής των εργαζομένων στα εργατικά συνδικάτα Αυστρία 53,8 51,6 46,9 41,1 36,6 33,3 Βέλγιο 52,1 52,4 53,9 55,7 49,5 52,9 Γαλλία 17,0 13,6 9,9 8,8 8,0 7,7 Γερμανία 35,0 34,7 31,2 29,2 24,6 21,7 Δανία 80,2 78,2 75,3 77,0 74,2 71,7 Ελλάδα ,1 31,3 26,5 24,6 ΗΒ 49,8 44,3 38,2 33,1 30,2 28,4 Ιρλανδία 53,3 51,5 48,5 45,1 38,0 34,0 Ισπανία 9,8 10,2 12,5 16,3 16,7 15,2 Ιταλία 46,7 42,5 38,8 38,1 34,8 33,6 Ολλανδία 32,3 28,0 24,3 25,7 22,9 21,0 Πορτογαλία 50,5 44,6 28,0 25,4 21,6 21,2 Σουηδία 78,9 81,3 80,0 83,1 79,1 76,5 Φινλανδία 68,4 69,1 72,5 80,4 75,0 72,4 ΕΕ-14 (ΜΟ) 48,3 46,3 42,5 42,2 38,4 36,7 Τυπική απόκλιση 20,3 21,0 21,2 22,8 21,9 21,7 Πηγή: ΟΟΣΑ 68

87 Πίνακας 2.19: Το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών στις ευρωπαϊκές χώρες Επίπεδο διαπραγμάτευσης Επίπεδο διαπραγμάτευσης μισθών το μισθών δεκαετία Αυστρία 4 4 Βέλγιο 5 4 Γαλλία 2 2 Γερμανία 4 4 Δανία 3 3 Ελλάδα 4 4 ΗΒ 1 1 Ιρλανδία 4 5 Ισπανία 3 4 Ιταλία 2 4 Ολλανδία 4 4 Πορτογαλία 3 3 Σουηδία 4 3 Φινλανδία 4 4 Πηγή: Institute for Advanced Labour Studies (AIAS) 1: Σε επίπεδο επιχείρησης, 2: σε επίπεδο κλάδου, αλλά και επιχείρησης, με περιορισμένη ισχύ των συμφωνιών που συνάπτονται σε κλαδικό επίπεδο, 3: σε επίπεδο κλάδου, με περιορισμένο ρόλο των κεντρικών εργοδοτικών ενώσεων εργοδοτών και συνδικάτων, αλλά και περιορισμένη χρήση διαπραγματεύσεων σε επίπεδο επιχείρησης, 4: σε επίπεδο κλάδου και οικονομίας, οι βασικότερες ενώσεις εργοδοτών και τα σημαντικότερα συνδικάτα διαπραγματεύονται τους μισθούς, καθορίζοντας την εξέλιξη των μισθών για το σύνολο της οικονομίας και 5: σε κεντρικό επίπεδο για το σύνολο της οικονομίας, οι μισθοί διαπραγματεύονται μεταξύ κεντρικών ενώσεων εργοδοτών και συνδικάτων ή το κράτος καθορίζει την εξέλιξη των μισθών ακόμα και στον ιδιωτικό τομέα. Οι ειδικές ομάδες του εργατικού δυναμικού, όπως οι ηλικιωμένοι και οι νέοι είναι αυτές που πλήττονται περισσότερο από τις υπέρμετρες μισθολογικές διεκδικήσεις των συνδικάτων, οι οποίες ενισχύονται από την υψηλή συμμετοχή των εργαζομένων σε αυτά και ευνοούνται από την μη-κορπορατιστική συμπεριφορά τους (OECD, 2004 και Bertola et al. 2002), ωθώντας τους πρώτους στην έξοδο από τον εργασιακό βίο και τους δεύτερους στην προσωρινή διακοπή του και πιθανώς στη συμμετοχή τους σε εκπαιδευτικά προγράμματα (Bertola et al. 2002). Σύμφωνα με εμπειρικά ευρήματα, δεν επιβεβαιώνεται η υπόθεση της υπεροχής των συστημάτων διαπραγμάτευσης των μισθών σε κεντρικό και αποκεντρωμένο επίπεδο, έναντι του ενδιάμεσου. Η διαπραγμάτευση των μισθών σε ενδιάμεσο επίπεδο φαίνεται ότι δημιουργεί αυξητικές τάσεις στην ανεργία και επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας 4. Όμως, σύμφωνα με τα στοιχεία της περιόδου , σε χώρες που οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε κεντρικό 4 Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ σε χώρες που οι μισθοί διαπραγματευόντουσαν σε ενδιάμεσο επίπεδο παρατηρήθηκε επιδείνωση του δείκτης API (Alternative Performance Index), ο οποίος είναι το άθροισμα του ποσοστού ανεργίας και του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ. 69

88 επίπεδο παρατηρήθηκε αύξηση της ανεργίας, ενώ όπου οι μισθοί καθορίζονταν σε επίπεδο επιχείρησης παρατηρήθηκε επιδείνωση του δείκτη API, ο οποίος προσδιορίζεται από το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και το ποσοστό ανεργίας (OECD, 1997). Σημαντικά είναι και τα εμπειρικά ευρήματα όσον αφορά τις επιπτώσεις του επιπέδου διαπραγμάτευσης (των μισθών) στους μισθούς. Σύμφωνα με αυτά η διαπραγμάτευση (των μισθών) σε κεντρικό επίπεδο συνδέεται με τη «συμπίεση» των μισθών (OECD 1997, OECD 2004, Ochel, 2003, Davis, Henrekson 2005). Επίσης, η διαπραγμάτευση (των μισθών) σε κεντρικό επίπεδο, σε συνδυασμό με την υψηλή συμμετοχή των εργαζομένων στα συνδικάτα τείνουν να αυξάνουν τους μισθούς των γυναικών και, κυρίως, των νέων (OECD, 2004). Ο καθορισμός των μισθών, μέσω των διαπραγματεύσεων που διεξάγονται μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, δημιουργεί μια σειρά εξωτερικοτήτων (externalities), η αντιμετώπιση των οποίων καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, την αποτελεσματικότητα κάθε συστήματος προσδιορισμού των μισθών. Οι βασικότερες, από τις εξωτερικότητες αυτές, είναι (Calmfors, 1993): 1. Η εξωτερικότητα της τιμής καταναλωτή (consumer price externality), σύμφωνα με την οποία οι μισθολογικές αυξήσεις συμβάλλουν στην άνοδο του γενικού επιπέδου των τιμών, μειώνοντας το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, ακόμα και αυτών που δεν μετέχουν στη διαπραγμάτευση. Όταν, οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αποκεντρωμένο επίπεδο η ένταση της εξωτερικότητας αυτής προκύπτει από τη σχέση : Εxt. 1 = dpe Pe dw w dpe Δηλαδή, η (μελλοντική) αύξηση του επιπέδου των τιμών ( ) εξαιτίας της αύξησης των μισθών PE σε ορισμένες επιχειρήσεις είναι: α) θετική συνάρτηση του λόγου των απασχολουμένων που εργάζονται στις επιχειρήσεις αυτές ως προς το σύνολο των απασχολουμένων ( dw w dw λόγου της μισθολογικής αύξησης ως προς το ρυθμό πληθωρισμού ( w ). Ef TE f TE ) και β) του 70

89 2. Η εξωτερικότητα των τιμών των εισροών (input externality), σύμφωνα με την οποία η αύξηση του μισθολογικού κόστους (ακόμα και σε μια επιχείρηση ή κλάδο) μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της τιμής του προϊόντος, το οποίο, με τη σειρά του, ενδέχεται να αποτελεί ενδιάμεσο προϊόν για την παραγωγή ενός άλλου τελικού προϊόντος. Έτσι, οι μισθολογικές αυξήσεις σε έναν κλάδο μπορούν να προκαλέσουν τη μείωση της απασχόλησης και της παραγωγής σε κάποιον άλλο. Όταν οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αποκεντρωμένο επίπεδο τότε η ένταση της εξωτερικότητας αυτής, η οποία μπορεί να προκληθεί από τις μισθολογικές αυξήσεις που θα χορηγήσει μια επιχείρηση, είναι θετική συνάρτηση: α) του λόγου της συνολικής δαπάνης που πραγματοποιείται από τις n επιχειρήσεις των ν μετέπειτα σταδίων παραγωγής ως προς το n P * Q συνολικό τους κόστος ( ) και β) της ελαστικότητας ζήτησης των TC προϊόντων της επιχείρησης αυτής, η οποία στην ουσία δείχνει τη μονοπωλιακή θέση που κατέχει στην αγορά (δηλαδή όσο πιο ανελαστική η ζήτηση των προϊόντων της, τόσο μεγαλύτερης έντασης θα είναι η εξωτερικότητα αυτή). 1 1 dpe Εxt. 2 = n Pe P * Q dw 1 1 TC Ε D,P w 3. Η δημοσιονομική εξωτερικότητα (fiscal externality), σύμφωνα με την οποία η μεταβολή της ανεργίας, η οποία προκαλείται από την άνοδο των μισθών αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες (P.Exp.) για επιδόματα ανεργίας και περιορίζει την φορολογική βάση λόγω της μείωσης του προϊόντος και της απασχόλησης. Η εξωτερικότητα αυτή είναι συνάρτηση της συνολικής ανεργίας, που μπορεί να προκληθεί από τις μισθολογικές αυξήσεις που χορηγήθηκαν από μια επιχείρηση (σε ένα αποκεντρωμένο σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών) και η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση των μισθών και σε άλλες επιχειρήσεις. Εxt. 3 = dpexp. PExp dw w dpexp PExp du u * du u dw w 4. Η εξωτερικότητα της ανεργίας (unemployment externality), σύμφωνα με την οποία η αύξηση των μισθών σε έναν τομέα, ενδέχεται, να προκαλέσει την άνοδο της ανεργίας της οικονομίας, καθώς μειώνεται η πιθανότητα πρόσληψης των απολυμένων εργαζομένων σε άλλους τομείς της οικονομίας. 71

90 Εxt. 4 = du u dw w 5. Η εξωτερικότητα του μισθού αποδοτικότητας (efficiency wage externality), η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι όταν αυξάνεται (ομοιόμορφα) το επίπεδο των μισθών για όλες τις επιχειρήσεις μιας οικονομίας, μειώνεται η παρακινητική δύναμη κάθε, δεδομένου, μισθού αποδοτικότητας που προσφέρεται από μια επιχείρηση. Όσο μικρότερος ο λόγος του μισθού αποδοτικότητας προς τον μισθό που συμφωνήθηκε μεταξύ εργοδοτών και συνδικάτων, τόσο μειώνεται η παρακινητική δύναμη του μισθού αποδοτικότητας, επηρεάζοντας αρνητικά την παραγωγικότητα της εργασίας. Εxt.5 = d( LP) LP wf d( ) w wf f Δύο είναι οι βασικότεροι παράγοντες, από τους οποίους εξαρτάται η αντιμετώπιση των παραπάνω εξωτερικοτήτων: α) η ελαστικότητα ζήτησης του παραγόμενου προϊόντος ως προς την τιμή και β) ο βαθμός στον οποίο τα εργατικά συνδικάτα ενσωματώνουν στις διαπραγματευτικές τους θέσεις τις, ενδεχόμενες, αρνητικές συνέπειες στην απασχόληση, που θα προκληθούν από τις μισθολογικές τους διεκδικήσεις. Όταν πρόκειται για μια μονοπωλιακή αγορά, στην οποία η επιχείρηση αντιμετωπίζει μια ανελαστική καμπύλη ζήτησης, ο μονοπωλητής μπορεί να μετακυλίσει τις μισθολογικές αυξήσεις στην τιμή του προϊόντος χωρίς να χάσει μεγάλο μέρος των εσόδων του. Έτσι, οι εργαζόμενοι δεν έχουν ισχυρό κίνητρο ενσωμάτωσης των αρνητικών επιπτώσεων στην απασχόληση, που προκαλούνται από τις μισθολογικές τους διεκδικήσεις, στις διαπραγματευτικές τους θέσεις. Σε συνθήκες μονοπωλιακού ανταγωνισμού μια επιχείρηση μπορεί (ως ένα βαθμό) να αυξήσει τη σχετική τιμή του προϊόντος της ως αποτέλεσμα της αύξησης των μισθών των εργαζομένων της. Έτσι, δεν υφίσταται, εκ μέρους των εργαζομένων, το κίνητρο για μετριασμό των μισθολογικών τους διεκδικήσεων, καθώς, γνωρίζουν ότι η επιχείρηση μπορεί να αυξήσει τη σχετική τιμή του προϊόντος της (Calmfors 1993). Έτσι, η διαπραγμάτευση των μισθών σε επίπεδο επιχείρησης μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερους 72

91 μισθούς. Βέβαια, το αποτέλεσμα αυτό εξαρτάται και από το βαθμό διαφοροποίησης του προϊόντος: όσο μεγαλύτερος ο βαθμός υποκατάστασης των προϊόντων που παράγουν οι επιχειρήσεις, τόσο περισσότερο τα εργατικά συνδικάτα θα έχουν κίνητρο μετριασμού των μισθολογικών τους διεκδικήσεων (καθώς η αγορά πλησιάζει στον τέλειο ανταγωνισμό). Όσο μεγαλύτερος ο αριθμός των επιχειρήσεων ενός κλάδου, τόσο αυξάνεται η ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή. Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις αδυνατούν, όλο και περισσότερο, να μετακυλίσουν τις μισθολογικές αυξήσεις στην τιμή του προϊόντος, καθώς τα συνολικά τους έσοδα θα μειωθούν. Σε μια ακραία περίπτωση τέλειου ανταγωνισμού, στην οποία η ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή είναι άπειρη, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να αυξήσουν την τιμή του προϊόντος εξαιτίας της αύξησης του μισθολογικού κόστους, επιλέγοντας αντ αυτής την μείωση της απασχόλησης. Συνεπώς, όσο εντονότερος ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων, τόσο μεγαλύτερες θα είναι οι (αρνητικές) επιπτώσεις των αυξημένων μισθολογικών διεκδικήσεων στην απασχόληση της επιχείρησης ή και του κλάδου. Όταν στην αγορά του προϊόντος επικρατούν συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού και οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε επίπεδο επιχείρησης, δεν υπάρχει δυνατότητα αύξησης των μισθών χωρίς να μειωθεί η απασχόληση στην επιχείρηση. Αυτό συμβαίνει, γιατί η επιχείρηση δεν έχει τη δυνατότητα να αυξήσει την (σχετική) τιμή του προϊόντος (καθώς είναι δέκτης τιμής) ως αποτέλεσμα της αύξησης του μισθολογικού της κόστους. Έτσι, το εργατικό σωματείο μιας επιχείρησης δεν θα διεκδικήσει μισθολογικές αυξήσεις οι οποίες θα θέσουν σε κίνδυνο την απασχόληση των μελών του. Επίσης, όταν οι μισθοί είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε κεντρικό επίπεδο, τα εργατικά συνδικάτα εσωτερικεύουν στις μισθολογικές τους διεκδικήσεις τις ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες στην απασχόληση που μπορούν να προκληθούν από μια μεγάλη αύξηση των μισθών. Συνεπώς, σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού δύο είναι τα αποτελεσματικότερα επίπεδα διαπραγμάτευσης των μισθών : το κεντρικό και το αποκεντρωμένο, καθώς οι μισθολογικές διεκδικήσεις των εργατικών συνδικάτων επηρεάζονται από τις επιπτώσεις τους στην απασχόληση. Το πρώτο (κεντρικό) υπερτερεί έναντι του δεύτερου, καθώς όσο πιο αποκεντρωμένο είναι το σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών, τόσο λιγότερο αποτελεσματικά μπορούν να αντιμετωπισθούν οι εξωτερικότητες που προκύπτουν από τη διαπραγματευτική διαδικασία (OECD 1997, Ochel, 2003). Όμως, όταν τα συνδικάτα διαπραγματεύονται το επίπεδο του μισθού, προσβλέποντας στη διατήρηση της απασχόλησης σε σταθερό επίπεδο, αυτό δεν συνεπάγεται και σταθερότητα του ποσοστού ανεργίας της οικονομίας: απροσδόκητες (εξωγενείς) διαταραχές, μπορούν να μεταβάλουν το ποσοστό απασχόλησης, η οποία με δεδομένο το εργατικό δυναμικό και την ακαμψία των μισθών μπορούν να οδηγήσουν σε διακυμάνσεις της ανεργίας (Blanchard, 2003). 73

92 Επίσης, το κεντρικό σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών υστερεί ως προς το βαθμό ευελιξίας που παρέχεται στις επιχειρήσεις για την προσαρμογή του κόστους εργασίας στις παραγωγικές τους συνθήκες, καθώς τα διαπραγματευόμενα μέρη δεν έχουν επαρκή πληροφόρηση για τις συνθήκες παραγωγής και κόστους των επιχειρήσεων, ενώ τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων εφαρμόζονται, ομοιόμορφα, στο σύνολό τους, επηρεάζοντας, ενδεχομένως, αρνητικά την απασχόληση (Ochel, 2003). Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί με τη δυνατότητα εξαιρέσεων για κάποιες επιχειρήσεις (opening clauses). Στο αποκεντρωμένο επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών είναι λογικό ότι οι επιχειρήσεις έχουν μεγαλύτερο βαθμό «ελευθερίας» να διαπραγματευθούν το κόστος και τις συνθήκες εργασίας (στο πλαίσιο βέβαια ενός κατώτατου ορίου διαπραγμάτευσης), σύμφωνα με τις παραγωγικές τους συνθήκες. Αντίθετα, στο κεντρικό επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών όταν μια επιχείρηση αντιμετωπίσει μια ασύμμετρη διαταραχή, τότε θα αναγκαστεί να περιορίσει το κόστος εργασίας μέσω της μείωσης της απασχόλησης. Δηλαδή, η ελαστικότητα μεταβολής της απασχόλησης μιας επιχείρησης ως προς τη μεταβολή της ζήτησης των προϊόντων της (Ε Εf,D ) θα είναι μεγαλύτερη σε ένα σύστημα κεντρικής διαπραγμάτευσης των μισθών σε σχέση με το αποκεντρωμένο. def def dlc Ef Ef Ε Ε f, D = * LC >0 dd dlc dd D LC D Σύμφωνα με την παραπάνω σχέση, όταν μειωθεί η ζήτηση για τα προϊόντα μιας επιχείρησης (dd<0), τότε είναι πιθανό να μειώσει την απασχόλησή της (def<0) προκειμένου να περιορισθεί το κόστος εργασίας (dlc<0). Αν υποθέσουμε ότι Ε Εf,D η ελαστικότητα του κόστους εργασίας ως προς τη μεταβολή της ζήτησης σε ένα σύστημα αποκεντρωμένης διαπραγμάτευσης των μισθών και Ε * Εf,D σε ένα κεντρικής, τότε θα ισχύει : Ε Ε f, D < Ε * Ε f, D Αυτό συμβαίνει γιατί οι επιχειρήσεις σε ένα σύστημα αποκεντρωμένης διαπραγμάτευσης των μισθών (και των εργασιακών σχέσεων γενικότερα) έχουν τη δυνατότητα να ενσωματώσουν στις διαπραγματευτικές τους θέσεις το ενδεχόμενο μείωσης της ζήτησης για τα προϊόντα τους και να μην αναγκαστούν να μειώσουν τον αριθμό των απασχολουμένων τους σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αντίθετα, όταν οι μισθοί και 74

93 οι εργασιακές σχέσεις είναι προϊόν κεντρικής διαπραγμάτευσης τότε ο αριθμός των απασχολουμένων μιας επιχείρησης θα είναι περισσότερο ευαίσθητος σε ασύμμετρες διαταραχές της ζήτησης για τα προϊόντα τους. Το βασικότερο μειονέκτημα της διαπραγμάτευσης των μισθών σε αποκεντρωμένο επίπεδο είναι η ανεπαρκής αντιμετώπιση των εξωτερικοτήτων, που δημιουργούνται από τη διαπραγμάτευση των μισθών. Όμως, η αντιμετώπισή τους δεν εξαρτάται, μόνον, από το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών, αλλά και το βαθμό συντονισμού των διαπραγματεύσεων (co-ordination). Δηλαδή, είναι πιθανό οι μισθοί να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ενδιάμεσο ή αποκεντρωμένο επίπεδο, με τρόπο, κατά τον οποίο τα εμπλεκόμενα μέρη να ενσωματώνουν στις διαπραγματευτικές τους θέσεις τις μακροοικονομικές επιπτώσεις των διεκδικήσεών τους (OECD, 2004). Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει ότι: α) όσο εντονότερες είναι οι εξωτερικότητες (Εxt. 1, Ext. 2, Εxt. 3, Εxt. 4 και Ext. 5 ) που προκαλούνται από τη διαπραγμάτευση των μισθών τόσο αποτελεσματικότερος θα είναι ο καθορισμός τους σε κεντρικό επίπεδο και β) όσο περισσότερο οι επιχειρήσεις μιας οικονομίας εκτίθενται σε ασύμμετρες διαταραχές της ζήτησης, τόσο αποτελεσματικότερη είναι η διαπραγμάτευση των μισθών σε αποκεντρωμένο επίπεδο. Όταν οι μισθοί είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ενδιάμεσο επίπεδο, όπου δεν υφίστανται ούτε οι περιορισμοί του ανταγωνισμού στην αγορά προϊόντος (όπως συμβαίνει στο αποκεντρωμένο επίπεδο), αλλά ούτε η εσωτερίκευση των συνεπειών των υπέρμετρων μισθολογικών διεκδικήσεων στην απασχόληση, οι μισθολογικές διεκδικήσεις των εργατικών συνδικάτων έχουν αρνητικές μακροοικονομικές συνέπειες. Κάθε εργατικό σωματείο, που αντιπροσωπεύει τους εργαζόμενους ενός κλάδου, ενδιαφέρεται για την αύξηση του πραγματικού μισθού και την απασχόληση στον κλάδο. Οι εργοδότες με την σειρά τους, ενδιαφέρονται για την αύξηση των πραγματικών τους κερδών. Όταν οι μισθοί είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε επίπεδο κλάδου, μια αύξηση του ονομαστικού μισθού μπορεί να ενσωματωθεί στην τιμή του προϊόντος από όλες τις επιχειρήσεις (του κλάδου), αφήνοντας τον πραγματικό μισθό αμετάβλητο. Εφόσον η απασχόληση είναι συνάρτηση του πραγματικού μισθού μια αύξησή του ονομαστικού μισθού, συνοδευόμενη από άνοδο της τιμής του προϊόντος, δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση του κλάδου και κατά συνέπεια δεν δημιουργεί κίνητρο στους εργαζομένους για μετριασμό των μισθολογικών τους διεκδικήσεων. Οι εργοδότες, έχοντας τη δυνατότητα να αυξήσουν την τιμή του προϊόντος, εξαιτίας της αύξησης του μισθού, ανταποκρίνονται στις μισθολογικές διεκδικήσεις των εργαζομένων χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος μείωσης των κερδών τους (Calmfors, 1993). Έτσι, όμως, ενισχύονται οι εξωτερικότητες που αναφέρθηκαν παραπάνω. 75

94 Όταν πρόκειται για μια μικρή ανοιχτή οικονομία η αποτελεσματικότητα των τριών συστημάτων διαπραγμάτευσης συγκλίνει (Calmfors, 1993). Όταν τα εγχώρια αγαθά είναι υποκατάστατα των εισαγόμενων, μια αύξηση των μισθών (ως αποτέλεσμα οποιουδήποτε επιπέδου διαπραγμάτευσης) θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των σχετικών τιμών των εγχώριων προϊόντων σε σχέση με τα εισαγόμενα. Έτσι, όποιο και να είναι το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις αρνητικές συνέπειες των μισθολογικών αυξήσεων στην απασχόληση. Η αποτελεσματικότητα του επιπέδου διαπραγμάτευσης των μισθών εξαρτάται από τη δομή της αγοράς, αλλά και από το βαθμό στον οποίον τα εργατικά συνδικάτα ενσωματώνουν στις διαπραγματευτικές τους θέσεις τις επιπτώσεις των μισθολογικών αυξήσεων στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Οι μισθολογικές διεκδικήσεις των εργατικών συνδικάτων, εκτός από το βαθμό συμμετοχής των εργαζομένων σε αυτά, είναι συνάρτηση και άλλων θεσμών της αγοράς εργασίας, όπως το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη συνδικαλιστική δράση, η ΝΠΑ και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων. Η περιοριστική ΝΠΑ απομακρύνει τον κίνδυνο της ανεργίας, ενώ το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων μειώνει το κόστος της, καθιστώντας, ενδεχομένως, πιο επιθετικά τα εργατικά συνδικάτα στη διαδικασία διαπραγμάτευσης. 2.4 Σύνοψη Την περίοδο , παρά τη σταδιακή σύγκλιση των επιδόσεων των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας, οι μεταξύ τους αποκλίσεις παραμένουν έντονες, ως αποτέλεσμα, κυρίως, των διαφορετικών θεσμών που διέπουν τη λειτουργία τους. Όσον αφορά τις επιδόσεις τους ξεχωρίζουν η σταδιακή επέκταση των άτυπων μορφών απασχόλησης και η διατήρηση των ποσοστών ανεργίας σε υψηλά επίπεδα, ιδίως της μακροχρόνιας. Στην συντριπτική πλειονότητα, μάλιστα, των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας τα ποσοστά ανεργίας, αλλά και μακροχρόνιας ανεργίας παρέμειναν σε επίπεδα υψηλότερα από αυτά των ΗΠΑ. Οι επιπτώσεις των θεσμών που διέπουν τις αγορές εργασίας στις επιδόσεις τους εξαρτώνται και από τις συνέργειες που μεταξύ τους μπορούν να αναπτυχθούν. Δηλαδή, η ένταση των επιπτώσεων της μεταρρύθμισης ενός θεσμού της αγοράς εργασίας στις επιδόσεις της δεν θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένες, αλλά είναι συνάρτηση και των υπόλοιπων θεσμών που διέπουν τη λειτουργία της. Οι εν λόγω συμπληρωματικές σχέσεις μπορούν να διατυπωθούν και, πιθανότατα, εμπειρικώς ελεγχθούν μέσω των οριακών λόγων των μεταβολών των επιδόσεων της αγοράς εργασίας, ως προς τις θεσμικές μεταβολές που είναι αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης των θεσμών της αγοράς εργασίας. 76

95 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Οι στρατηγικές απασχόλησης και ο απολογισμός της θεσμικής μεταρρύθμισης των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας 3.1 Εισαγωγή Στο προηγούμενο κεφάλαιο παρουσιάστηκαν οι επιδόσεις των δεκατεσσάρων ευρωπαϊκών αγορών εργασίας, της περιόδου Έχοντας αναδείξει τα σημαντικότερα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εν λόγω αγορές εργασίας, στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάζονται δύο ολοκληρωμένες στρατηγικές ενίσχυσης της απασχόλησης: η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Απασχόλησης και η Στρατηγική Απασχόλησης του ΟΟΣΑ. Τόσο η ΕΕ, όσο και ο ΟΟΣΑ, έχοντας διαπιστώσει ότι για την αντιμετώπιση των αδυναμιών των αγορών εργασίας απαιτείται η λήψη διαρθρωτικών μέτρων, έχουν προτείνει δύο στρατηγικές μεταρρυθμίσεων των αγορών εργασίας. Η πρόταση στρατηγικών ενίσχυσης της απασχόλησης, έναντι μεμονωμένων μεταρρυθμίσεων, αναδεικνύει το γεγονός ότι τα προβλήματα της αγοράς εργασίας δεν απορρέουν από τη λειτουργία ενός μόνο θεσμού, αλλά από τις σχέσεις συμπληρωματικότητας που μπορούν να αναπτυχθούν μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας. Προκειμένου να εξετασθούν οι παράγοντες που εμποδίζουν τη μεταρρύθμιση των αγορών εργασίας, βάσει μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής, θα πρέπει να επιλεγεί ποια από τις δύο στρατηγικές, αποτελεί το καταλληλότερο σημείο αναφοράς της ανάλυσης αυτής. Το πολιτικό, οικονομικό και ρυθμιστικό περιβάλλον, εντός του οποίου δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν αυτές οι στρατηγικές, βοηθά στην εις βάθος κατανόησή τους, αλλά κυρίως, στην επιλογή της εκείνης της στρατηγικής που θα χρησιμοποιηθεί ως σημείο αναφοράς στα επόμενα κεφάλαια. Επίσης, στη δεύτερη ενότητα του παρόντος κεφαλαίου (3.2) επιχειρείται ένας απολογισμός της θεσμικής μεταρρύθμισης των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας, της περιόδου Η ενότητα αυτή φιλοδοξεί να αναδείξει την προτίμηση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων υπέρ της εφαρμογής μεμονωμένων και πολλές φορές αποσπασματικών μεταρρυθμίσεων έναντι της εφαρμογής μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής για την απασχόληση. 77

96 3.2 Η εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Απασχόλησης Τη δεκαετία του 80 και στις αρχές της δεκαετίας του 90, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προωθήθηκε με γοργούς ρυθμούς, οδηγώντας τα κράτη-μέλη στην υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης και στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Παρά το γεγονός ότι μία εκ των ελευθεριών (ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων), που εγκαθιδρύθηκαν με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, μπορούσε να αποτελέσει έναυσμα εμβάθυνσης της ολοκλήρωσης στους τομείς της κοινωνικής πολιτικής και των πολιτικών απασχόλησης, εντούτοις, όχι μόνο η εναρμόνιση των εθνικών ρυθμίσεων, στους εν λόγω τομείς, δεν κρίθηκε αναγκαία, αντανακλώντας την αντίληψη ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων δεν εμποδίζεται από τη ύπαρξη διαφορετικών μοντέλων κοινωνικού κράτους και οργάνωσης της αγοράς εργασίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 90, οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης των ευρωπαϊκών οικονομιών επιβραδύνθηκαν. Όμως, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πραγματοποίησαν ένα, άνευ προηγουμένου, «άλμα» για την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εγκαθιδρύοντας την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Η είσοδος στην ΟΝΕ αποτελούσε μια «επώδυνη» διαδικασία για ορισμένες εκ των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, καθώς προαπαιτούνταν η εκπλήρωση των κριτηρίων του Μάαστριχτ (χαμηλός πληθωρισμός, μείωση των επιτοκίων δημοσιονομική πειθαρχία, σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες και ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας), σε μια περίοδο που το μακροοικονομικό περιβάλλον δεν ήταν και τόσο ευνοϊκό για την εφαρμογή συσταλτικών μακροοικονομικών πολιτικών. Αναμφισβήτητα, τα κριτήρια αυτά, έθεταν περιορισμούς στην άσκηση πολιτικών απασχόλησης, καθώς οι κυβερνήσεις δεν μπορούσαν, πλέον, να ασκήσουν μακροοικονομικές πολιτικές τόνωσης της ζήτησης. Οι εθνικές πολιτικές της αγοράς εργασίας, ήταν αυτές που στόχευαν στην αύξηση της τόσο της προσφοράς εργασίας όσο και της ευελιξίας της αγοράς εργασίας. Το νέο μακροοικονομικό πλαίσιο θα μπορούσε να συνεισφέρει στη βελτίωση των επιδόσεων της αγοράς εργασίας, μέσω αρκετών διαύλων. Η άσκηση περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, με ταυτόχρονη επίτευξη υγιών δημοσιονομικών επιδόσεων, συμβάλλει στη συγκράτηση των πληθωριστικών προσδοκιών και περιορίζει τις αυξητικές πιέσεις στα πραγματικά επιτόκια τονώνοντας έτσι τις επενδύσεις. Η αύξηση αυτή των επενδύσεων, επηρεάζει θετικά την απασχόληση μέσω: α) της αύξησης των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας, η οποία θα οδηγήσει σε τόνωση της ζήτησης εργασίας, προκειμένου να καλυφθούν οι νέες παραγωγικές ανάγκες, β) της αύξησης της εγχώριας ζήτησης, καθώς οι επενδύσεις αποτελούν συστατικό της στοιχείο, γ) της βελτίωσης της παραγωγικότητας της εργασίας μέσω της τόνωσης των επενδύσεων και δ) της μείωσης του κόστους παραγωγής με παράλληλη αύξηση του 78

97 περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων (αυξάνοντας έτσι τους «εν δυνάμει» επενδυτικούς πόρους της οικονομίας). Επίσης, η άσκηση περιοριστικής νομισματικής πολιτικής μπορεί να επηρεάσει την απασχόληση μέσω των επιτοκίων και της νομισματικής σταθερότητας. Ένας σταθερός και χαμηλός ρυθμός πληθωρισμού μπορεί να επηρεάσει την απασχόληση μέσω της αύξησης των επενδύσεων αλλά και της μείωσης των πραγματικών μισθών. Επίσης, η νομισματική σταθερότητα συμβάλλει στην αποφυγή αποπληθωριστικών καταστάσεων. Μια μείωση του γενικού επιπέδου των τιμών, με δεδομένη την προς τα κάτω ακαμψία των ονοματικών μισθών, αυξάνει τους πραγματικούς μειώνοντας έτσι τη ζήτηση για εργασία (Brandt et al. 2005). Η ανεξαρτησία της νομισματικής αρχής (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) συμβάλλει στη συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων, καθώς απομακρύνεται το ενδεχόμενο «πληθωριστικών εκπλήξεων» για την αποκόμιση πολιτικών ωφελειών, ενώ παράλληλα η προσήλωσή της στο στόχο της νομισματικής σταθερότητας εγγυάται τη διατήρηση της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων των εργαζομένων. Η διατήρηση υγιών δημοσιονομικών μεγεθών μπορεί να συμβάλλει όχι μόνο στην αύξηση της απασχόλησης, αλλά και στην σταθεροποίησή της έναντι των οικονομικών διακυμάνσεων. Η διατήρηση υγιούς δημοσιονομικής θέσης, μπορεί να συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση μέσω δύο μηχανισμών: α) αποφεύγεται η αύξηση των δημοσίων δαπανών προκειμένου να μειωθεί η ανεργία ώστε να δημιουργηθούν πολιτικά οφέλη για μια κυβέρνηση και β) επιτυγχάνεται η αποτελεσματικότερη λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών της οικονομίας κατά τη διάρκεια μιας οικονομικής ύφεσης (Commission EC, 1997). Επιπλέον, η διατήρηση των ελλειμμάτων σε χαμηλά επίπεδα, πόσο μάλλον δε η εκτέλεση πλεονασματικών προϋπολογισμών σε περιόδους υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης, παρέχει σε μια κυβέρνηση τη δυνατότητα άσκησης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής σε περιόδους συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, έγινε και μια πρώτη προσπάθεια δημιουργίας κοινωνικής πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ, έστω και σε «εμβρυικό στάδιο», με την ενσωμάτωση σε αυτή του Κοινωνικού Πρωτοκόλλου. Έτσι, η Ένωση θα μπορούσε να αναλάβει πρωτοβουλίες, με ειδική πλειοψηφία, σε ζητήματα συνθηκών εργασίας, κοινωνικής προστασίας και επαγγελματικής κατάρτισης, προκειμένου να ενισχυθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Είχε προηγηθεί, το 1989, στο Στρασβούργο, η υπογραφή με τη μορφή κοινής δήλωσης, από τους αρχηγούς των έντεκα κρατών ο Χάρτης των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων. 79

98 Στην πρωτοβουλία αυτή δεν συμμετείχε το ΗΒ, που τον υιοθέτησε το Η στάση αυτή του ΗΒ, που ήταν ανέκαθεν αντίθετο στην ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της ΕΕ στον εν λόγω τομέα, ήταν συνεπής με την πάγια θέση του ότι οποιαδήποτε ανάμειξη της ΕΚ-ΕΕ σε ζητήματα πολιτικών απασχόλησης και κοινωνικής πολιτικής, καθώς θα αύξανε το κόστος εργασίας, πλήττοντας την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών. Η υιοθέτηση του Χάρτη, ως κοινή δήλωση, φανερώνει ότι τα κράτη μέλη δεν επιθυμούσαν να δεσμευτούν από ένα νομικό κείμενο, αλλά να δηλώσουν την πολιτική τους βούληση για την εξασφάλιση ορισμένων δικαιωμάτων των εργαζομένων σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση, την κοινωνική προστασία, τις ίσες ευκαιρίες και την υγεία και ασφάλεια στο χώρο εργασίας. Το 1993, η ίδια η Επιτροπή αποφάσισε να φέρει στο επίκεντρο της συζήτησης την απασχόληση, με τη «Λευκή Βίβλο για την Ανάπτυξη, την Ανταγωνιστικότητα και την Απασχόληση» (White Paper for Growth, Competiveness and Employment. Σε αυτήν αναφερόταν ότι τα κράτη μέλη για να καταπολεμήσουν την ανεργία, θα πρέπει να λάβουν πρωτοβουλίες για τη μείωση του κόστους εργασίας και την αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασία, να επανεξετάσουν τα συστήματα φορολόγησης της εργασίας, να δημιουργήσουν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, να αυξήσουν την επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο και να προωθήσουν στοχευμένες πολιτικές για ειδικές ομάδες του εργατικού δυναμικού, που πλήττονταν περισσότερο από τις δυσκαμψίες της αγοράς εργασίας. Στα συμπεράσματα του όγδοου κεφαλαίου, αναφερόταν ότι θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια στρατηγική για την απασχόληση, στο πλαίσιο της Κοινότητας. Ο ρόλος της ΕΚ θα ήταν συμπληρωματικός και βοηθητικός, μέσω της συγχρηματοδότησης πολιτικών από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και προβλεπόταν η ανταλλαγή εμπειριών και καλών πρακτικών μεταξύ των κυβερνήσεων (Commission EC, 1993). Η σημαντικότερη συνεισφορά αυτού του κειμένου ήταν ότι άνοιγε το δρόμο για τη συνεργασία των κρατών μελών στις πολιτικές απασχόλησης, εντός ενός ήπιου ρυθμιστικού πλαισίου (soft law). Το 1994, στα συμπεράσματα του Συμβουλίου του Έσσεν, διατυπώθηκε μια στρατηγική απασχόλησης, η οποία περιλάμβανε πέντε κατευθυντήριες γραμμές (European Council, 1994β): α) τη βελτίωση των ευκαιριών απασχόλησης του εργατικού δυναμικού με την προώθηση επενδύσεων στην επαγγελματική κατάρτιση, β) την αύξηση της απασχόλησης σε περιόδους ανάπτυξης, μέσω της ευέλικτης διευθέτησης του χρόνου απασχόλησης, της σύνδεσης των μισθολογικών αυξήσεων με την αύξηση της παραγωγικότητας και την προώθηση πρωτοβουλιών δημιουργίας θέσεων απασχόλησης σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, γ) τη μείωση του μη-μισθολογικού κόστους, δ) τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών απασχόλησης και ε) την προώθηση της πρόσβασης στην αγορά εργασίας ορισμένων ειδικών ομάδων του εργατικού δυναμικού όπως είναι οι νέοι, οι ηλικιωμένοι και οι γυναίκες. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές θα εφαρμόζονταν στα κράτη μέλη με τη μορφή πολυετών 80

99 προγραμμάτων. Η διαδικασία του Έσσεν ήταν μια σημαντική εξέλιξη, καθώς εξειδικευόταν το περιεχόμενο των πολιτικών απασχόλησης, που προτείνονταν από την ΕΕ μέσω των κατευθυντήριων γραμμών, ενώ ταυτόχρονα η εφαρμογή τους με τη μορφή πολυετών προγραμμάτων, δημιουργούσε ένα πλαίσιο παρακολούθησης των εθνικών πολιτικών. Ωστόσο, η έλλειψη ποσοτικών στόχων και χρονοδιαγράμματος καθιστούσε τη διαδικασία ανεπαρκή. Με τη διαδικασία του Έσσεν, συναινούσαν και οι κοινωνικοί εταίροι σε επίπεδο ΕΕ. Το 1995, στο Παρίσι, η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Εργατικών Συνδικάτων (ETUC) κατέληξε σε συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (European Association of Craft and Small and Medium-sized Enterprises), για την ολοκλήρωση της διαδικασίας του Έσσεν, γεγονός που «χαιρέτισε» και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Κανών. Το 1996, υιοθετήθηκε η «Δράση για την Απασχόληση στην Ευρώπη: ένα Σύμφωνο Σταθερότητας» (Action for employment in Europe: a Confidence Pact), που είχε στόχο την κινητοποίηση όλων των παραγόντων (σε κοινοτικό, εθνικό και τοπικό επίπεδο) για την αντιμετώπιση της ανεργίας (Commission EC, 1996). Το Σύμφωνο αυτό προέκυψε από μια ιδέα του προέδρου της Επιτροπής Ζακ Σαντέρ, υιοθετήθηκε από αυτήν στις 5 Ιουνίου 1996 και προέτρεπε, μεταξύ άλλων, τα κράτη μέλη να διαμορφώσουν ένα σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον, να προωθήσουν πολιτικές που θα ενίσχυαν τα οφέλη της εσωτερικής αγοράς και να επιταχύνουν τις μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας τους (Eurofound, 1997). Εκτός από το χαρακτήρα μιας «σκιώδους» στρατηγικής απασχόλησης, που είχε το Σύμφωνο αυτό, ήταν σημαντικό ότι προέκυψε από τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων (συνδικάτα και ενώσεις εργοδοτών). Η πρωτοβουλία αυτή πραγματοποιήθηκε την εποχή, που προετοιμαζόταν ένα άλλο Σύμφωνο, αυτό για την Σταθερότητα και Ανάπτυξη, στους κόλπους της Ένωσης. Ενδεχομένως, οι ευρωπαίοι ηγέτες ήθελαν να δώσουν μια απάντηση στην κριτική που δέχονταν για την εμμονή της Ένωσης στους στόχους της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της νομισματικής σταθερότητας. Στο μεταξύ, οι ευρωπαϊκές οικονομίες άρχισαν να ανακάμπτουν, καθώς από το 1994 επιταχύνθηκαν οι ρυθμοί ανάπτυξής τους. Παρ όλα ταύτα, τα ποσοστά συνολικής, αλλά και μακροχρόνιας ανεργίας παρέμειναν υψηλά, δίνοντας αφορμή στην Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Εργατικών Συνδικάτων (European Trade Confederation), όχι μόνο να ασκήσει κριτική στην ΟΝΕ αλλά να προτείνει και πολιτικές βελτίωσής της, αμφισβητώντας τη διαδικασία οικονομικής σύγκλισης και καλώντας τις κυβερνήσεις να λάβουν ενεργητικότερα μέτρα για την αύξηση της απασχόλησης (Jenson, 2002). Την ίδια περίοδο, κάποια γεγονότα συνέβαλαν στην αναβάθμιση, των ζητημάτων απασχόλησης στην ευρωπαϊκή πολιτική ατζέντα. Το 1995, εντάχθηκαν στην Ένωση η Σουηδία και η Φινλανδία, στις οποίες 81

100 το κράτος πρόνοιας ήταν γενναιόδωρο και δεν φαίνονταν πρόθυμες να το μεταρρυθμίσουν προς μια αντίθετη κατεύθυνση. Παράλληλα, μεταβλήθηκαν οι πολιτικές ισορροπίες στο εσωτερικό των κρατώνμελών, καθώς μεσολάβησε η νίκη των εργατικών στη Βρετανία και των σοσιαλιστών στη Γαλλία (Regent, 2002). Η νίκη των εργατικών στο ΗΒ είχε διττή σημασία, καθώς διατηρούσαν μια πιο εποικοδομητική στάση στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών διαπραγματεύσεων ενώ εστίαζαν περισσότερο σε ζητήματα σχετικά με την κοινωνική προστασία και τις πολιτικές απασχόλησης. Το 1997, πραγματοποιήθηκε έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Λουξεμβούργο για την απασχόληση (Council EU, 1997). Εκεί αποφασίστηκε η «διαδικασία του Λουξεμβούργου», σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή προτείνει τις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση (employment guidelines), στις οποίες περιλαμβάνονται οι βασικές προτεραιότητες για τις πολιτικές απασχόλησης των κρατών μελών. Κατόπιν, το Συμβούλιο τις εγκρίνει με ειδική πλειοψηφία. Τα κράτη μέλη, εφαρμόζουν τις κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με τα Εθνικά Σχέδια Δράσης (national action plans), τα οποία και κατατίθενται στην Επιτροπή. Στο τελευταίο στάδιο συντάσσεται μια κοινή έκθεση για την απασχόληση (joint employment report), ενώ το Συμβούλιο μπορεί να απευθύνει συστάσεις στα κράτη μέλη, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία. Οι (τέσσερις) κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση που αποφασίστηκαν στο Λουξεμβούργο ήταν: η ενίσχυση της απασχολησιμότητας, η βελτίωση της επιχειρηματικότητας, η ενθάρρυνση της προσαρμοστικότητας των επιχειρήσεων και των εργαζομένων και η εφαρμογή πολιτικών για την ενίσχυση των ίσων ευκαιριών. Αν και η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Απασχόλησης γεννήθηκε στο Λουξεμβούργο, λίγους μήνες αργότερα, στο Άμστερνταμ, «έλαβε το βάπτισμα του πυρός», καθώς τα κράτη-μέλη προχώρησαν στη θεσμοποίησή της (institutionalization). Στη Συνθήκη του Άμστερνταμ περιλήφθηκε ένα ολόκληρο κεφάλαιο για την απασχόληση, στο οποίο προβλέπεται το σύστημα «χάραξης» κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση, αλλά και ελέγχου των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή τους. Οι βασικότερες καινοτομίες της Συνθήκης του Άμστερνταμ για την απασχόληση ήταν: α) η αναβάθμιση του στόχου της απασχόλησης, καθώς δημιουργήθηκε διακριτό κεφάλαιο γι αυτήν, β) η επιβεβαίωση του στόχου για την αύξηση της απασχόλησης στην Ένωση, γ) ο στόχος της υψηλής απασχόλησης λαμβάνεται υπόψη για τη χάραξη και εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών (Άρθρο 127), δ) δημιουργείται το πλαίσιο για την παρακολούθηση των πολιτικών απασχόλησης και την ανταλλαγή καλών πρακτικών (Άρθρα 128, 129), ε) το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία χαράζει ανά έτος τις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση και δύναται να κάνει συστάσεις στα κράτη μέλη (Άρθρο 128), στ) δημιουργείται η Επιτροπή 82

101 Απασχόλησης (Άρθρο 130) και ζ) ενισχύεται ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων και του κοινωνικού διαλόγου στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης. Στη διακυβερνητική διάσκεψη για τη Συνθήκη του Άμστερνταμ όλες οι χώρες, πλην του ΗΒ, επιθυμούσαν να εισαχθεί διακριτό κεφάλαιο για την απασχόληση στη νέα συνθήκη, ενώ κάποιες από αυτές προχωρούσαν ακόμα παραπέρα ζητώντας την προς τα πάνω σύγκλιση των κοινωνικών παροχών (πχ Βέλγιο) ή την ενσωμάτωση στη Συνθήκη μιας στρατηγικής για την απασχόληση (Σουηδία). Σε επίπεδο θεσμικών οργάνων της Ένωσης, τόσο το Κοινοβούλιο όσο και η Επιτροπή ήταν υπέρ της ενσωμάτωσης, στη Συνθήκη ειδικού Κεφαλαίου για την απασχόληση. Πίνακας 3.1: Οι θέσεις των κρατών μελών στη Διακυβερνητική Διάσκεψη του 1996 για τη Συνθήκη του Άμστερνταμ Θέσεις Βέλγιο Γερμανία Δανία Ελλάδα ΗΒ Εφαρμογή ενός κοινωνικο-οικονομικού μοντέλου στην Ευρώπη, στο οποίο η οικονομική ανάπτυξη θα συνδυάζεται με την κοινωνική πρόοδο. Η ΟΝΕ θα πρέπει να συνοδευτεί με ένα σύστημα ισχυρότερης κοινωνικής προστασίας. Παράλληλα με την εσωτερική αγορά θα πρέπει να εφαρμοσθούν ελάχιστες κοινές προδιαγραφές στο πλαίσιο της κοινωνικής, δημοσιονομικής και περιβαλλοντολογικής πολιτικής. Υποστήριξε την ανάπτυξη της πολιτικής ένωσης και της κοινωνικής Ευρώπης, την ενσωμάτωση του κοινωνικού πρωτοκόλλου στη Συνθήκη, την ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου, την προς τα πάνω εναρμόνιση των κοινωνικών παροχών και την εισαγωγή κριτηρίων κοινωνικής σύγκλισης. Το CDU, CSU και το FDP συμφώνησαν σε κοινές θέσεις για την προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μεταξύ των οποίων είναι να καταστεί η Ευρώπη ένα βιομηχανικό κέντρο, βελτιώνοντας τις συνθήκες για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Υπεράσπιζε τη συμμετοχή όλων των κρατών-μελών σε μια συμφωνία για την κοινωνική πολιτική και ήταν υπέρ της εναρμόνισης των ελάχιστων κοινωνικών προδιαγραφών. Η Γερμανία δεν πρόκειται να περιορίσει τις κοινωνικές προδιαγραφές της. Η ΕΕ θα μπορούσε να θέσει έναν στόχο για την ανεργία, ο οποίος θα επιτευχθεί μέσω του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών. Τάχθηκε υπέρ της ενσωμάτωσης, με τη μορφή πρωτοκόλλου στη Συνθήκη, διατάξεων για τα κοινωνικά δικαιώματα. Η ανάπτυξη της Ένωσης θα πρέπει να βασιστεί, μεταξύ άλλων, στην αλληλεγγύη και στη συνοχή. Για να έχει θετική εξέλιξη η ΟΝΕ, τα κράτη μέλη πρέπει να ολοκληρώσουν οικονομικές πολιτικές προκειμένου να επιτευχθεί ένα ιδανικό επίπεδο κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης. Μια από τις θέσεις της Ελλάδας στη διακυβερνητική διάσκεψη ήταν η ενίσχυση της προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων: ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, εισαγωγή ειδικών ρυθμίσεων για τη μερική απασχόληση και τις γυναίκες εγκύους. Επίσης υποστήριζε την εισαγωγή ξεχωριστού κεφαλαίου για την απασχόληση στη Συνθήκη. Η κυβέρνηση του ΗΒ απορρίπτει την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης στο πεδίο της απασχόλησης και δεν αποδέχεται την ενσωμάτωση του Κοινωνικού Κεφαλαίου στη Συνθήκη, καθώς θα 83

102 μειώσει την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ και θα δράσει ανασχετικά στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Επίσης, η μεγαλύτερη ανάμιξη της Ένωσης σε ζητήματα απασχόλησης, είναι πιθανόν να αυξήσει το κόστος εργασίας, μέσω της εισαγωγής νέων ρυθμίσεων για τις συνθήκες εργασίας. Ιρλανδία Ισπανία Ιταλία Ολλανδία Πορτογαλία Σουηδία Η Ένωση θα πρέπει να αποκτήσει ενεργότερο ρόλο σε προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες, όπως η απασχόληση ο κοινωνικός αποκλεισμός κ.α. Η Συνθήκη θα πρέπει να περιλαμβάνει ουσιαστικές ρυθμίσεις για την απασχόληση. Δεν υποστήριζε την υιοθέτηση κριτηρίων σύγκλισης όπως αυτά της ανεργίας και του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου στη Συνθήκη. Ήταν κατά της εφαρμογής της ειδικής πλειοψηφίας στους τομείς της κοινωνικής πολιτικής, της έρευνας και ανάπτυξης (R&D) κ.α. Στον τομέα της απασχόλησης η επίβλεψη, ο συντονισμός και η πληροφόρηση θα πρέπει να αναβαθμιστούν σε κοινές στρατηγικές, ενισχύοντας το ρόλο της Ένωσης. Θα πρέπει να ενισχυθούν οι πολιτικές δημιουργίας θέσεων απασχόλησης και να ενσωματωθούν στη Συνθήκη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Μαδρίτης. Η ιταλική κυβέρνηση υποστήριζε ότι για να έρθει πιο κοντά η Ευρώπη στους πολίτες της θα πρέπει να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και η Ένωση να αναλάβει ενεργότερο ρόλο σχετικά με τα ατομικά δικαιώματα, την εκπαίδευση, την απασχόληση κ.α. Επίσης, υποστήριζε ότι η απασχόληση θα πρέπει να αναχθεί σε βασικό ζήτημα της διακυβερνητικής διάσκεψης και στη νέα συνθήκη να περιλαμβάνεται ξεχωριστό κεφάλαιο γι αυτήν. Θα πρέπει να ενισχυθεί η συνεργασία των κρατών μελών στις πολιτικές απασχόλησης και στην εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών, όπως αυτές υιοθετήθηκαν στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια του Έσσεν και των Κανών. Υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν να περιληφθούν στη Συνθήκη ρυθμίσεις για την απασχόληση. Υπέρ της ενσωμάτωσης πολιτικών για τη μείωση της ανεργίας στη Συνθήκη Η ανεργία είναι το σημαντικότερο εσωτερικό πρόβλημα της Ευρώπης και θα πρέπει να περιληφθεί ειδικό κεφάλαιο στη Συνθήκη για την απασχόληση, στο οποίο θα πρέπει να περιλαμβάνονται στόχοι και κοινές διαδικασίες που θα δεσμεύουν τις εθνικές πολιτικές απασχόλησης. Η Συνθήκη θα πρέπει να περιλαμβάνει πιο αποτελεσματικούς μηχανισμούς συντονισμού των οικονομικών πολιτικών και των πολιτικών απασχόλησης. Επίσης, ήταν υπέρ της δημιουργίας μιας ειδικής επιτροπής απασχόλησης, αποτελούμενη από αντιπροσωπείες των υπουργείων απασχόλησης και οικονομικών. Πηγή: European Parliament, (1996), White Paper on the 1996 Intergovernmental Conference Volume II :Summary of Positions of the Member States of the European Union with a View to the 1996 Intergovernmental Conference. Παράλληλα με τις παραπάνω πολιτικοοικονομικές εξελίξεις, η Κοινοτική νομοθεσία σχετικά με τις εργασιακές σχέσεις και τους όρους απασχόλησης, περιοριζόταν στην εισαγωγή κάποιων ελάχιστων προδιαγραφών στις εθνικές νομοθεσίες. Οι σημαντικότερες νομοθετικές ρυθμίσεις, στο πλαίσιο του Κοινοτικού Δικαίου, ήταν οι εξής: Η Οδηγία 91/533/ΕΟΚ, σχετικά με την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει εγγράφως τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση εργασίας. Μεταξύ των πληροφοριών που θα πρέπει να κοινοποιούνται είναι η αμοιβή, το αντικείμενο και οι όροι απασχόλησης. 84

103 Η Οδηγία 94/33/ΕΟΚ, σχετικά με την προστασία των νέων κατά τη διάρκεια της εργασίας τους. Όπως ορίζεται από την Οδηγία αυτή, η ελάχιστη ηλικία στην οποία επιτρέπεται η εργασία δεν θα πρέπει να είναι κατώτερη της ηλικίας στην οποία λήγει η σχολική υποχρέωση, όπως αυτή ορίζεται από την εθνική νομοθεσία και όχι κατώτερη από την ηλικία των 15 ετών. Η Οδηγία 97/81 σχετικά με τους όρους της μερικής απασχόλησης. Στην ουσία με την Οδηγία αυτή ενσωματωνόταν στο εθνικό δίκαιο η συμφωνία που είχε συναφθεί, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από τις 6/6/1997, μεταξύ εργοδοτών και συνδικάτων (UNICE, CEEP και CES) για τις ελάχιστες προδιαγραφές της μερικής απασχόλησης, όπως η εξάλειψη των διακρίσεων μεταξύ εργαζομένων μερικής και πλήρους απασχόλησης και η εθελοντική μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων σύναψή τους. Η Οδηγία 98/59/ΕΚ, σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών που διέπουν τις ομαδικές απολύσεις. Η Οδηγία αυτή δεν εισέρχεται στον «σκληρό πυρήνα» τις εθνικής νομοθεσίας που διέπει τις ομαδικές απολύσεις, αλλά περιορίζεται στον καθορισμό ενός θεσμικού πλαισίου διαδικαστικού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα η υποχρέωση διαβούλευσης μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων, η κοινοποίηση των λόγων των απολύσεων στους εκπροσώπους των εργαζομένων και στις αρμόδιες υπηρεσίες. Η Οδηγία 99/70 σχετικά με τους όρους που διέπουν την ορισμένου χρόνου απασχόλησης. Με την Οδηγία αυτή ενσωματωνόταν η συμφωνία μεταξύ UNICE, CEEP και CES, στο εθνικό δίκαιο και στόχος της ήταν να αποτραπεί η διαδοχική χρήση συμβάσεων μερικής απασχόλησης. Το 1999, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Προεδρίας, υιοθετήθηκε η διαδικασία της Κολωνίας. Η βασικότερη συνεισφορά της διαδικασίας αυτής ήταν η δημιουργία ενός βήματος διαλόγους, κυρίως για ζητήματα απασχόλησης, μεταξύ των κοινωνικών εταίρων (UNICE, CEEP και ETUC) και των θεσμών οικονομικής διακυβέρνησης (ΕΚΤ, Επιτροπή και ECOFIN). Το 2000, στις 23 και 24 Μαρτίου, στη Λισαβόνα πραγματοποιήθηκε μια ειδική σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, προκειμένου να συμφωνηθεί ένας στρατηγικός στόχος για την Ένωση σχετικά με την ενίσχυση της απασχόλησης, την οικονομική μεταρρύθμιση και την κοινωνική συνοχή στο πλαίσιο μιας οικονομίας βασισμένης στη γνώση (European Council, 2000). Στα συμπεράσματα του Συμβουλίου διατυπώνεται η ανάγκη να τεθεί ένας σαφής στρατηγικός στόχος για την Ένωση, σε μια περίοδο που οι μακροοικονομικές συνθήκες ήταν ευνοϊκές καθώς ο πληθωρισμός και τα επιτόκια ήταν χαμηλά, τα δημοσιονομικά ελλείμματα είχαν μειωθεί, το ευρώ αποτελούσε, ήδη, το κοινό νόμισμα των κρατώνμελών της ΟΝΕ, η Εσωτερική Αγορά είχε ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό, ενώ η διεύρυνση προς 85

104 Ανατολάς ήταν προ των πυλών. Ωστόσο, έπρεπε να αντιμετωπισθούν κάποιες αδυναμίες των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας, όπως ήταν τα 15 εκατ. ανέργων, τα χαμηλά ποσοστά απασχόλησης ιδίως για ειδικές ομάδες του εργατικού δυναμικού (γυναίκες και ηλικιωμένοι), τα υψηλά ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας, οι έντονες περιφερειακές ανισότητες στα ποσοστά ανεργίας και η έλλειψη επαρκούς εργατικού δυναμικού στον τομέα των νέων τεχνολογιών. Έτσι, τέθηκε ένας στρατηγικός στόχος για την Ένωση, ώστε την επόμενη δεκαετία να γίνει η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή. Η διατύπωση του στρατηγικού αυτού στόχου, έθεσε την προτεραιότητα της επίτευξης υψηλής απασχόλησης στην Ευρώπη σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής οικονομίας θα οδηγούσε σε αύξηση των επενδύσεων και της ζήτησης των ευρωπαϊκών προϊόντων, τονώνοντας τη ζήτηση για εργασία. Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος αυτός τέθηκαν μια σειρά προτεραιοτήτων μακροοικονομικού και διαρθρωτικού χαρακτήρα, εκτός από αυτές που αφορούσαν την αγορά εργασίας, όπως για παράδειγμα το πρόγραμμα της ηλεκτρονικής Ευρώπης (e-europe Acton Plan), η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας και Τεχνολογίας, η δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για την ίδρυση και ανάπτυξη μικρομεσαίων καινοτόμων επιχειρήσεων, η προώθηση μεταρρυθμίσεων για μια λειτουργική εσωτερική αγορά, η βελτίωση της λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς και η ενίσχυση της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Στη Λισαβόνα τέθηκαν για πρώτη φορά ποσοτικοί στόχοι για τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας, οι οποίοι ήταν: η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης στο 70% έως το 2010 (από 61% το 2000) και η αύξηση του ποσοστού της απασχόλησης των γυναικών στο 60% έως το 2010 (από 51% το 2000). Το 2001, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Στοκχόλμης αποφασίστηκε να τεθεί ένας επιπλέον στόχος, σύμφωνα με τον οποίο το μέσο ποσοστό απασχόλησης των ηλικιωμένων γυναικών και ανδρών (ηλικίας ετών) στην ΕΕ να προσεγγίσει το 50% έως το 2010 και δύο ενδιάμεσοι, οι οποίοι πρέπει να επιτευχθούν μέχρι τον Ιανουάριο του 2005: το μέσο ποσοστό της συνολικής απασχόλησης να αυξηθεί στο 67% και των γυναικών στο 57% (European Council, 2001). Επίσης, ανατέθηκε στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή να καταρτίσουν κοινή έκθεση, στην οποία θα αναφέρονταν τρόποι αύξησης της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και παράτασης του εργασιακού βίου. Στη Λισαβόνα και τη Στοκχόλμη προστέθηκαν δύο χαρακτηριστικά στην Ευρωπαϊκή Στρατηγική Απασχόλησης, τα οποία ήταν ο καθορισμός ποσοτικών στόχων και συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος. 86

105 Έτσι, η διαδικασία ελέγχου των εθνικών πολιτικών απασχόλησης γινόταν πιο αποτελεσματική. Όμως, το γεγονός ότι για την Ευρωπαϊκή Στρατηγική Απασχόλησης επιλέχθηκε ως πλατφόρμα εφαρμογής η ανοιχτή μέθοδος συντονισμού, η οποία έχει το χαρακτήρα της χαλαρής ρύθμισης, δίνει τη δυνατότητα, στα κράτη μέλη, να αποκλίνουν από τους στόχους χωρίς να υποστούν συνέπειες (Regent, 2002). Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του πίνακα 3.2, την περίοδο , μόνο η Δανία, η Ολλανδία, η Αυστρία, η Πορτογαλία, η Φινλανδία, η Σουηδία και το ΗΒ είχαν ποσοστό απασχόλησης άνω του 67% (ενδιάμεσος στόχος). Την ίδια περίοδο οι χώρες που πληρούσαν τον τελικό στόχο απασχόλησης (70%) ήταν η Δανία, η Ολλανδία και η Σουηδία, ενώ στο ΗΒ, μόλις το 2006, το ποσοστό απασχόλησης ξεπέρασε το 70% (πίνακας 3.3). Ως προς το ενδιάμεσο στόχο της απασχόλησης των γυναικών (57% έως το 2005) οι χώρες που τον είχαν επιτύχει ήταν η Δανία, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Αυστρία, η Πορτογαλία, η Φινλανδία, η Σουηδία και του ΗΒ (πίνακας 3.4). Οι ίδιες, πλην της Γερμανίας, ήταν οι χώρες, στις οποίες το ποσοστό απασχόλησης ξεπερνούσε το 60% (τελικός στόχος) (πίνακας 3.5). Οι επιδόσεις των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας, ως προς την απασχόληση των ηλικιωμένων ατόμων (55-64 ετών), την περίοδο , ήταν χειρότερες, καθώς μόνο στη Δανία, στη Σουηδία και στη Φινλανδία (από το 2004) το ποσοστό απασχόλησής ήταν ανώτερο του 50% (πίνακας 3.6). Πίνακας 3.2: Απόκλιση από τον ενδιάμεσο στόχο της συνολικής απασχόλησης (67% έως το 2005) Αυστρία 1,5 1,5 1,7 1,9 0,5 1,6 3,2 Βέλγιο -6,5-7,1-7,1-7,4-6,7-5,9-6 Γαλλία -4,9-4,2-4 -3,7-3,9-3,9-4 Γερμανία -1,4-1,2-1, ,5 Δανία 9,3 9,2 8,9 8,1 8,7 8,9 10,4 Ελλάδα -10,5-10,7-9,5-8,3-7,6-6,9-6 Η.Β. 4,2 4,4 4,3 4,5 4,6 4,7 4,5 Ιρλανδία -1,8-1,2-1,5-1,5-0,7 0,6 1,6 Ισπανία -10,7-9,2-8,5-7,2-5,9-3,7-2,2 Ιταλία -13,3-12,2-11,5-10,9-9,4-9,4-8,6 Ολλανδία 5,9 7,1 7,4 6,6 6,1 6,2 7,3 Πορτογαλία 1,4 2 1,8 1,1 0,8 0,5 0,9 Σουηδία 6 7 6,6 5,9 5,1 5,5 6,1 Φιλανδία 0,2 1,1 1,1 0,7 0,6 1,4 2,3 Πηγή: Eurostat (προσωπική επεξεργασία) 87

106 Πίνακας 3.3: Απόκλιση από το στόχο της συνολικής απασχόλησης (70% έως το 2010) Αυστρία -1,5-1,5-1,3-1,1-2,5-1,4 0,2 Βέλγιο -9,5-10,1-10,1-10,4-9,7-8,9-9 Γαλλία -7,9-7,2-7 -6,7-6,9-6, Γερμανία -4,4-4,2-4, ,5 Δανία 6,3 6,2 5,9 5,1 5,7 5,9 7,4 Ελλάδα -13,5-13,7-12,5-11,3-10,6-9,9-9 Η.Β. 1,2 1,4 1,3 1,5 1,6 1,7 1,5 Ιρλανδία -4,8-4,2-4,5-4,5-3,7-2,4-1,4 Ισπανία -13,7-12,2-11,5-10,2-8,9-6,7-5,2 Ιταλία -16,3-15,2-14,5-13,9-12,4-12,4-11,6 Ολλανδία 2,9 4,1 4,4 3,6 3,1 3,2 4,3 Πορτογαλία -1,6-1 -1,2-1,9-2,2-2,5-2,1 Σουηδία 3 4 3,6 2,9 2,1 2,5 3,1 Φιλανδία -2,8-1,9-1,9-2,3-2,4-1,6-0,7 Πηγή: Eurostat (προσωπική επεξεργασία) Πίνακας 3.4: Απόκλιση από τον ενδιάμεσο στόχο της απασχόλησης των γυναικών (57% έως το 2005) Αυστρία 2,6 3,7 4,3 4,6 3,7 5 6,5 Βέλγιο -5,5-6 -5,6-5,2-4,4-3,2-3 Γαλλία -1,8-1 -0,3 0,2 0,4 0,6 0,7 Γερμανία 1,1 1,7 1,9 1,9 2,2 3,6 5,2 Δανία 14, ,7 13,5 14,6 14,9 16,4 Ελλάδα -15,3-15,5-14,1-12,7-11,8-10,9-9,6 Η.Β. 7,7 8 8,2 8,3 8,6 8,9 8,8 Ιρλανδία -3,1-2,1-1,6-1,3-0,5 1,3 2,3 Ισπανία -15,7-13,9-12,6-10,7-8,7-5,8-3,8 Ιταλία -17,4-15, ,3-11,8-11,7-10,7 Ολλανδία 6,5 8,2 9,2 9 8,8 9,4 10,7 Πορτογαλία 3,5 4,3 4,4 4,4 4,7 4,7 5 Σουηδία 13,9 15,3 15,2 14,5 13,5 13,4 13,7 Φιλανδία 7,2 8,4 9,2 8,7 8,6 9,5 10,3 Πηγή: Eurostat (προσωπική επεξεργασία) 88

107 Πίνακας 3.5: Απόκλιση από το στόχο της απασχόλησης των γυναικών (60% έως το 2010) Αυστρία -0,4 0,7 1,3 1,6 0,7 2 3,5 Βέλγιο -8,5-9 -8,6-8,2-7,4-6,2-6 Γαλλία -4,8-4 -3,3-2,8-2,6-2,4-2,3 Γερμανία -1,9-1,3-1,1-1,1-0,8 0,6 2,2 Δανία 11, ,7 10,5 11,6 11,9 13,4 Ελλάδα -18,3-18,5-17,1-15,7-14,8-13,9-12,6 Η.Β. 4,7 5 5,2 5,3 5,6 5,9 5,8 Ιρλανδία -6,1-5,1-4,6-4,3-3,5-1,7-0,7 Ισπανία -18,7-16,9-15,6-13,7-11,7-8,8-6,8 Ιταλία -20,4-18, ,3-14,8-14,7-13,7 Ολλανδία 3,5 5,2 6,2 6 5,8 6,4 7,7 Πορτογαλία 0,5 1,3 1,4 1,4 1,7 1,7 2 Σουηδία 10,9 12,3 12,2 11,5 10,5 10,4 10,7 Φιλανδία 4,2 5,4 6,2 5,7 5,6 6,5 7,3 Πηγή: Eurostat (προσωπική επεξεργασία) Πίνακας 3.6: Απόκλιση από το στόχο της απασχόλησης των ανδρών και γυναικών ηλικίας ετών (50% έως το 2010) Αυστρία -32,8-31,6-30,7-29,2-30,7-27,1-23,7 Βέλγιο -33,4-34,5-32,5-31,3-28,9-27,9-26,8 Γαλλία -23,7-22,2-19,2-17,1-16,2-14,8-14,8 Γερμανία ,6-19,4-18, ,5-9,4 Δανία -3,4-0,3 0,4 2,9 3,3 3,5 4,3 Ελλάδα -25,7-27, , ,2-23,4 Η.Β. -8,3-7 -5,5-3,7-3 -1,9-0,9 Ιρλανδία -22,8-21,3-19,2-16,9-16,3-12,7-10,9 Ισπανία -29,8-28,3-28,1-26,7-25,4-22,6-21,3 Ιταλία -34,7-33,8-32,7-31,5-30,4-29,2-28,1 Ολλανδία -23, ,1-18,2-16,6-14,8-12,8 Πορτογαλία -9,4-9,7-7,8-7,6-7,5-6,3-7,2 Σουηδία 12, ,6 16, ,7 16,9 Φιλανδία -9,6-5 -2,8-1,7 0,4 2,7 4,3 Πηγή: Eurostat (προσωπική επεξεργασία) 89

108 Οι στόχοι που τέθηκαν στη Λισαβόνα και τη Στοκχόλμη αφορούσαν την απασχόληση, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στα ποσοστά ανεργίας. Όπως προκύπτει από το γράφημα 3.1 η τυπική απόκλιση των ποσοστών απασχόλησης, μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών, την περίοδο , ήταν μεγαλύτερη από αυτή των ποσοστών ανεργίας. Έτσι, ο επίτευξη ενός στόχου για την ανεργία, πιθανόν, να ήταν ευκολότερος από αυτόν για την απασχόληση. Ωστόσο, ένας στόχος για την ανεργία, θα είχε νόημα αν αυτός αφορούσε (και) το μακροχρόνιο ποσοστό ανεργίας, το οποίο όμως επηρεάζεται, κυρίως, από τους θεσμούς που διέπουν τη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Όμως, όπως φαίνεται στο γράφημα 2.13 η τυπική απόκλιση των ποσοστών μακροχρόνιας ανεργίας μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών, την περίοδο , ήταν πολύ υψηλή, καθιστώντας δύσκολη την επίτευξη ενός κοινά αποδεκτού ποσοστούστόχου. Την ίδια περίοδο, η απασχόληση στις Σκανδιναβικές χώρες και το ΗΒ, ήταν υψηλή, παρά τις μεγάλες διαφορές που παρατηρούνταν στους θεσμούς των αγορών εργασίας τους και του κοινωνικού κράτους. Ήταν δηλαδή ένας στόχος, ο οποίος θα μπορούσε να επιτευχθεί από χώρες που είχαν υιοθετήσει τόσο το σκανδιναβικό μοντέλο κοινωνικού κράτους, όσο και το φιλελεύθερο (ΗΒ), καθιστώντας την υιοθέτηση αυτού του στόχου πολιτικά πιο εφικτή. Γράφημα 3.1: Οι τυπικές αποκλίσεις των ποσοστών απασχόλησης, ανεργίας και μακροχρόνιας ανεργίας ( ) 18,0 16,0 14,0 12,0 10,0 8,0 6,0 4,0 2,0 - Τυπική απόκλιση ποσοστών απασχόλησης Τυπική απόκλιση ποσοστών ανεργίας Τυπική απόκληση ποσοστών μακροχρόνιας ανεργίας Πηγή: OECD (προσωπική επεξεργασία) Στη Λισαβόνα, επαναπροσδιορίστηκε η έννοια της ανοιχτής μεθόδου συντονισμού, η οποία είχε, στην ουσία θεσπιστεί από προγενέστερα Ευρωπαϊκά Συμβούλια (Κάρντιφ, Κολονία, Λουξεμβούργο). Στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισαβόνας αναφέρεται ως «νέα ανοιχτή μέθοδος 90

109 συντονισμού», η οποία βασίζεται στον καθορισμό συγκεκριμένων ποσοτικών στόχων και χρονοδιαγραμμάτων, στην ενσωμάτωσή τους στις ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές και σε εθνικά πολυετή προγράμματα, στον περιοδικό έλεγχο και αποτίμηση των αποτελεσμάτων τους, και τέλος, σε μια διαδικασία μάθησης και ανταλλαγής καλών πρακτικών (Radaelli, 2003). Η ανοιχτή μέθοδος συντονισμού, όπως διαμορφώθηκε στη Λισαβόνα, είναι μια διαδικασία που διαμορφώνεται τόσο από πάνω προς τα κάτω (top down), όσο και αντίστροφα (bottom up). Ο καθορισμός των στόχων από το Συμβούλιο, η ενσωμάτωσή τους στις κατευθυντήριες γραμμές και στα εθνικά προγράμματα, είναι χαρακτηριστικά μιας διαδικασίας που διαμορφώνεται από τα ανώτερα στάδια οικονομικής διακυβέρνησης (top down process). Ενώ, η ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών, χωρίς αυτές να διαμορφώνονται από τα υπερεθνικά όργανα, προσδίδουν στην ανοιχτή μέθοδο συντονισμού χαρακτηριστικά μιας διαδικασίας που διαμορφώνεται από τη βάση (bottom up process) (Radaeli 2003). Το 2002, επιχειρήθηκε μια πρώτη αποτίμηση των πέντε χρόνων από τη λειτουργία της ΕΣΑ. Τα πρώτα δείγματα από τη λειτουργία της ΕΣΑ ήταν ενθαρρυντικά, καθώς την περίοδο , δημιουργήθηκαν δέκα εκατομμύρια θέσεις απασχόλησης, ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε κατά 4 εκατομμύρια, η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό αυξήθηκε κατά 5 εκατομμύρια άτομα, μειώθηκε η διαφορά στα ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας μεταξύ ανδρών και γυναικών και η φορολογική επιβάρυνση για τους χαμηλά αμειβόμενους εργαζομένους μειώθηκε κατά 2% (Commission EC, 2002β). Ωστόσο, η επίτευξη των στόχων της Λισαβόνας και της Στοκχόλμης εξακολουθούσε να αποτελεί μια πρόκληση για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Η Επιτροπή πρότεινε τη μεταρρύθμιση της ΕΣΑ, προκειμένου να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής προστασίας εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού, να ενισχυθεί η συνεργασία όλων των δρώντων (actors) και σε όλα τα επίπεδα (τοπικό, εθνικό, υπερεθνικό) που εμπλέκονται στην εφαρμογή της ΕΣΑ, και τέλος, να απλοποιηθούν οι κατευθυντήριες γραμμές, χωρίς να λειτουργήσει εις βάρος της αποτελεσματικότητάς τους και να ενταχθούν στο πλαίσιο των Γενικών Προσανατολισμών των Οικονομικών Πολιτικών (Broad Economic Policy Guidelines). Οι προτάσεις αυτές της Επιτροπής ήταν ευθυγραμμισμένες με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βαρκελώνης (European Council, 2002), στα οποία αναφερόταν ότι η ΕΣΑ θα πρέπει να απλουστευθεί, να ενισχυθεί ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων και να επαναξιολογηθεί το Η πορεία προς το 2010 δεν ήταν ιδιαίτερα ελπιδοφόρα για την επίτευξη των στόχων της Λισαβόνας και της Στοκχόλμης. Το 2004, μια ομάδα εργασίας υπό τον Wim Kok, πρώην πρωθυπουργό της Ολλανδίας, ανέλαβε, ύστερα από υπόδειξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, να συντάξει μια έκθεση, τα συμπεράσματα 91

110 της οποίας θα λαμβάνονταν υπόψη στη διαδικασία αναθεώρησης της Στρατηγική της Λισαβόνας. Οι βασικότερες προτάσεις της ομάδας Kok ήταν (Kok, 2004): η μείωση των διοικητικών εμποδίων για την ελεύθερη κινητικότητα των επιστημόνων, η καταγραφή της νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά που πρέπει να ενσωματωθεί στα εθνικά δίκαια, η εξάλειψη των εμποδίων για την ελεύθερη διακίνηση των υπηρεσιών, η προώθηση μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος (μειώνοντας το κόστος και τις διαδικασίες για την έναρξη νέων επιχειρήσεων), η άμεση εφαρμογή προγραμμάτων δια βίου εκπαίδευσης και η εφαρμογή μιας στρατηγικής για την αντιμετώπιση της γήρανσης του πληθυσμού. Η περιορισμένη πρόοδος προς την επίτευξη των αριθμητικών στόχων της Λισαβόνας, είχε ως αποτέλεσμα τη στροφή του ενδιαφέροντος από την επίτευξη των στόχων στις πολιτικές που πρέπει να αναληφθούν. Αυτό ήταν και το πνεύμα της Ανακοίνωσης της Επιτροπής προς το Εαρινό Συμβούλιο του 2005, η οποία έφερε τον τίτλο: «Συνεργασία για την οικονομική μεγέθυνση και την απασχόληση: Νέο ξεκίνημα για τη Στρατηγική της Λισαβόνας (2005)» (Commission EC, 2005α). Σύμφωνα με την Επιτροπή, προκειμένου να δημιουργηθούν περισσότερες και καλύτερες θέσεις απασχόλησης στην Ευρώπη, θα πρέπει να ενισχυθεί η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, να αυξηθεί η ευελιξία στην αγορά εργασίας προκειμένου να ανταποκρίνονται οι ευρωπαϊκές αγορές ευκολότερα στις μεταβαλλόμενες οικονομικές και τεχνολογικές συνθήκες και να αυξηθούν οι επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Στο πλαίσιο των προτάσεων για την αποτελεσματικότερη διακυβέρνηση περιλαμβάνονται η απλούστευση της διαδικασίας συντονισμού, η μείωση του πλήθους των εκθέσεων, η σύνταξη των εθνικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων με μια μορφή που να συνδυάζει τη διαδικασία του Λουξεμβούργου (πολιτικές απασχόλησης), του Κάρντιφ (μικροοικονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις) και της Κολωνίας (μακροοικονομικά και διαρθρωτικά μέτρα) και τέλος οι στόχοι που είχαν τεθεί στη Λισαβόνα έπαψαν να χαρακτηρίζονται ως προτεραιότητες. Επίσης, θα προτείνονται οι ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες θα περιλαμβάνουν τις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση και τους γενικούς προσανατολισμούς μακροοικονομικών πολιτικών. Έτσι προωθήθηκε μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση μακροοικονομικής, αναπτυξιακής πολιτικής και πολιτικής απασχόλησης. Στο πλαίσιο των γενικών προσανατολισμών μακροοικονομικών πολιτικών των περιόδων (European Council, 2005 β) και (European Council, 2008), υπάρχουν οχτώ κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση, οι οποίες συγκαταλέγονται στα οικονομικά της προσφοράς, σύμφωνα με τις οποίες τα κράτη μέλη θα πρέπει να: α) εφαρμόσουν πολιτικές απασχόλησης που στοχεύουν στην επίτευξη πλήρους απασχόλησης, στη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ποιότητας της εργασίας και στην περιφερειακή και κοινωνική συνοχή, β) υιοθετήσουν την προσέγγιση του κύκλου ζωής στην απασχόληση (lifecycle approach), ενισχύοντας την απασχόληση των νέων, των γυναικών και των ηλικιωμένων ατόμων, γ) δημιουργήσουν αγορές εργασίας χωρίς 92

111 αποκλεισμούς και να καταστίσουν την εργασία περισσότερο ελκυστική, αναθεωρώντας κυρίως τις πολιτικές επιδομάτων και παροχών, δ) βελτιώσουν τη διαδικασία κάλυψης κενών θέσεων απασχόλησης από τους ανέργους, ε) προωθήσουν την ευελιξία σε συνδυασμό με την ασφάλεια στην αγορά εργασίας και να μειωθεί ο κατακερματισμός της, στ) διασφαλίσουν μια ευνοϊκή προς την απασχόληση εξέλιξη του κόστους εργασίας των μισθών, ζ) ενισχύσουν τις επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο και η) προσαρμόσουν τα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης στις νέες απαιτήσεις. Οι παραπάνω κατευθυντήριες γραμμές έχουν ως στόχο την αύξηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και της προσφοράς εργασίας, οι οποίες συμβάλλουν στη μείωση του κόστους εργασίας, ενώ θα πρέπει να θεωρούνται πλήρως ευθυγραμμισμένες με το ευρύτερο μακροοικονομικό περιβάλλον της εποχής. Καταρχάς, οι κυβερνήσεις δεν διέθεταν πλέον «παραδοσιακά εργαλεία» τόνωσης της ανταγωνιστικότητάς τους, όπως αυτό της υποτίμησης. Έτσι, δόθηκε έμφαση σε πολιτικές αναβάθμισης του ανθρώπινου κεφαλαίου, αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και ευέλικτης προσαρμογής του κόστους εργασίας στις διακυμάνσεις της ζήτησης για τα εγχώρια προϊόντα. Η ευέλικτη προσαρμογή των μισθών και η μετριασμένη αύξησή τους, συμβάλλουν στη διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας. Αλλά και αντίστροφα: η ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και η προσήλωσή της στο στόχο του χαμηλού πληθωρισμού, ευνοούσε το μετριασμό ων μισθολογικών διεκδικήσεων. Επιπλέον, η δημοσιονομική πειθαρχία προϋπέθετε τη μείωση των δημοσίων δαπανών και την αύξηση των φορολογικών εσόδων. Η στροφή από τις Παθητικές Πολιτικές Απασχόλησης προς τις Ενεργητικές συμβάλλει στη μείωση των δημοσίων δαπανών, ενώ η μεγαλύτερη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, αλλά και η τόνωση της απασχόλησης διευρύνουν τη φορολογική βάση. Η αύξηση της ζήτησης εργασίας επιτυγχάνεται έμμεσα, μέσω της διασφάλισης ενός ευνοϊκού για την πραγματοποίηση επενδύσεων, μακροοικονομικού περιβάλλοντος, αλλά και της (προτεινόμενης) ευέλικτης προσαρμογής του κόστους εργασίας και στην εξέλιξη της παραγωγικότητάς της. Έτσι, η διαχείριση της ζήτησης εργασίας δεν πραγματοποιείται μέσω της δημιουργίας θέσεων εργασίας ή της τόνωσης της ζήτησης για προϊόντα και υπηρεσίες, αλλά της διασφάλισης των μακροοικονομικών προϋποθέσεων αύξησής της. 93

112 Επίσης, μέσω της ευέλικτης λειτουργίας των αγορών εργασίας αποδυναμώνονται οι μηχανισμοί «υστέρησης», μέσω των οποίων οι δυσκαμψίες των αγορών εργασίας παρέτειναν τις αρνητικές επιπτώσεις, μιας οικονομικής διαταραχής στις επιδόσεις της. Για παράδειγμα, μια μείωση του ρυθμού πληθωρισμού αυξάνει τον πραγματικό μισθό προκαλώντας μείωση της ζήτησης εργασίας, με δεδομένη την προς τα κάτω ακαμψία των ονομαστικών μισθών, βραχυχρόνια. Επίσης, μια μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας, ή μια μείωση του ρυθμού αύξησής της μπορεί να προκαλέσει το ίδιο αποτέλεσμα όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα προσαρμογής των μισθών. Η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων κατά το πρότυπο της ΕΣΑ -που συμβάλλουν στη μείωση του κόστους εργασίας και στην ευέλικτη προσαρμογή του, στο μετριασμό των μισθολογικών αυξήσεων, στην αύξηση της οικονομικής αποδοτικότητας της εργασίας, στη βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας, στην αύξηση της προσφοράς εργασίας και στη βελτίωση της διαδικασίας κάλυψης των κενών θέσεων εργασίας από τους ανέργους - δημιουργούν σημαντικά οφέλη για τις επιχειρήσεις. Αλλά και για τους εκτός των τειχών της αγοράς εργασίας προκύπτουν οφέλη από τις προτάσεις μεταρρυθμίσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της ΕΣΑ, ιδίως από την κατάργηση των εμποδίων εισόδου στην αγορά εργασίας και τη βελτίωση της διαδικασίας κάλυψης των κενών θέσεων απασχόλησης από τους ανέργους. Αντίθετα, μεταρρυθμίσεις που συμβάλουν στον περιορισμό του κόστους αντικατάστασης των εργαζομένων, δεν ευνοούν τους καλώς τοποθετημένους στην αγορά εργασίας, προκαλώντας την αντίθεσή τους έναντι της προώθησής τους. Η ΕΣΑ μπορεί να θεωρηθεί η απάντηση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στην κριτική που ασκείτο στην ΟΝΕ, όσον αφορά τη νομισματική της μονομέρεια. Η ΕΣΑ ζητούσε από τα κράτη-μέλη την επίτευξη δημοφιλών στόχων και συνέστηνε την εφαρμογή μη-δημοφιλών πολιτικών και μάλιστα κατά τρόπο μηδεσμευτικό. Έτσι οι κυβερνήσεις μπορούσαν, περίτεχνα, να την επικαλεστούν έναντι τόσο των εγχώριων ομάδων με αντικρουόμενα συμφέροντα, όπως οι εργαζόμενοι (εντός και εκτός των τειχών) και οι επιχειρήσεις, όσο και έναντι των επικριτών της ΟΝΕ. 94

113 Γράφημα 3.2: Η ΕΣΑ Επιτροπή Κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση Συστάσεις Κοινή Έκθεση για την Απασχόληση Συστάσεις Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κράτη μέλη Κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση Εθνικά Προγράμματα Μεταρρυθμίσεων 95

114 Γράφημα 3.3: Η πορεία προς την ΕΣΑ (βασικοί σταθμοί) Έσσεν: έθεσε πέντε στόχους για την απασχόληση: αύξηση της απασχόλησης μέσω της βελτίωσης των προσόντων του εργατικού δυναμικού, αύξηση της ευελιξίας του χρόνου απασχόλησης, μείωση του μημισθολογικού κόστους, έμφαση στις ΕΠΑ και μείωση της μακροχρόνιας ανεργίας και της ανεργίας των νέων. Μαδρίτη: τα κράτη-μέλη προάγουν τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης ως το βασικό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό στόχο. Δουβλίνο: η καταπολέμηση της ανεργίας να καταστεί προτεραιότητα για τα κράτη μέλη και την ΕΕ. Λισαβόνα: ΕΕΣ, «[ως το 2010]..η ΕΕ να γίνει η πιο ανταγωνιστική οικονομία στον κόσμο βασισμένη στην οικονομία της γνώσης..». Στόχοι για την απασχόληση (ως το 2010):70% η συνολική απασχόληση και 60% η απασχόληση των γυναικών. Στοκχόλμη: το ποσοστό απασχόλησης των ηλικιωμένων ατόμων να προσεγγίσει το 50% (2010) και το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών να προσεγγίσει το 57% και αυτό της συνολικής απασχόλησης το 67% (2005) Επιτροπή ΕΚ (White paper on growth competition and employment): προτείνει την εφαρμογή μέτρων για περισσότερο ενεργητικών πολιτικών και πιο ευέλικτες αγορές εργασίας. ΟΝΕ, ΣΣΑ: συντονισμός μακροοικονομικών πολιτικών Διαδικασία Λουξεμβούργου: κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση, ανοιχτή μέθοδος συντονισμού, εθνικά σχέδια δράσης, κοινή έκθεση για την απασχόληση. Συνθήκη Άμστερνταμ: διακριτό κεφάλαιο για την απασχόληση. 96 Έκθεση Κοκ: προτάσεις για την αναθεώρηση της Στρατηγικής της Λισαβόνας Αναθεώρηση της Στρατηγικής της Λισαβόνας: ενσωμάτωση των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση στις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές

115 3.2.1 Στρατηγική Απασχόλησης του ΟΟΣΑ vs. Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Απασχόλησης Ο ΟΟΣΑ, το 1994, εξέδωσε μια έκθεση -The OECD Jobs Study-Facts, Analysis, Strategies- (OECD, 1994) στην οποία περιλαμβάνεται η Στρατηγική Απασχόλησης του Οργανισμού. Η στρατηγική αυτή ήρθε ως απάντηση τόσο στα υψηλά ποσοστά (διαρθρωτικής) ανεργίας, που ταλάνιζαν τις χώρεςμέλη του Οργανισμού, όσο και της αδυναμίας πολλών χωρών να μετατρέψουν την οικονομική ανάπτυξη σε αύξηση της απασχόλησης. Η λογική της στηριζόταν στο ότι ένα ευρύ μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, είναι περισσότερο αποτελεσματικό σε σχέση με μεμονωμένες μεταρρυθμίσεις, καθώς δημιουργούνται συνέργειες και συμπληρωματικότητες μεταξύ τους (OECD, 1994). Οι πολιτικές οι οποίες περιλαμβάνονται στην Στρατηγική Απασχόλησης του ΟΟΣΑ είναι: Η εφαρμογή εκείνης της μακροοικονομικής πολιτικής που εστιάζει στην μη πληθωριστική ανάπτυξη με παράλληλη εφαρμογή διαρθρωτικών πολιτικών. Η δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου που ευνοεί την δημιουργία και την διάχυση της τεχνολογικής γνώσης(technological know-how). Η ευέλικτη διευθέτηση του χρόνου απασχόλησης(working time), με συναινετικό τρόπο τόσο από τους εργοδότες όσο και από τους εργαζόμενους. Η δημιουργία του κατάλληλου επιχειρηματικού κλίματος το οποίο ελαχιστοποιεί τους περιορισμούς και τα εμπόδια της δημιουργίας και επέκτασης των επιχειρήσεων. Ο ευέλικτος καθορισμός των μισθών και του κόστους εργασίας, ώστε να αντανακλούν τις τοπικές συνθήκες, αλλά και να αντιστοιχούν στα προσόντα και στις ικανότητες των εργαζομένων, ιδιαιτέρως των νέων. Η μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου προστασίας των εργαζομένων το οποίο αναχαιτίζει την επέκταση της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Η ενίσχυση των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και της αποτελεσματικότητάς τους. Η βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού και της ανταγωνιστικότητάς του, με έμφαση στην μεταρρύθμιση των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισής του. Η μεταρρύθμιση των συστημάτων φορολογίας και παροχής επιδομάτων ανεργίας που εμποδίζουν την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς εργασίας. Η αύξηση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών προκειμένου να αποφευχθούν μονοπωλιακές τάσεις και να αποδυναμωθούν οι μηχανισμοί δημιουργίας των εντός και εκτός των τειχών, συνεισφέροντας σε μια πιο καινοτομική και δυναμική οικονομία. Το 2006, στην έκθεση του ΟΟΣΑ «Αυξάνοντας την Απασχόληση και τα Εισοδήματα» (Boosting Jobs and Incomes) (OECD, 2006 γ) περιλαμβάνονται οι συστάσεις του Οργανισμού για την Αναθεωρημένη 97

116 Στρατηγική Απασχόλησης. Η διαφορά σε σχέση με τη Στρατηγική Απασχόλησης του 1994, έγκειται στη μεγαλύτερη εξειδίκευση των προτεινόμενων πολιτικών. Οι συστάσεις αυτές ταξινομούνται στους εξής πυλώνες: α) εφαρμογή της κατάλληλης μακροοικονομικής πολιτικής, β) κατάργηση των εμποδίων που δυσχεραίνουν τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό και την αναζήτηση απασχόλησης, γ) αύξηση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και εργασίας και δ) βελτίωση των προσόντων του εργατικού δυναμικού. Η παραπάνω Στρατηγική Απασχόλησης, μπορεί να μην έχει πάρει οποιαδήποτε νομική μορφή ή διαδικασία θεσμοποιημένου, ήπιου ή μη, συντονισμού των εθνικών πολιτικών για την απασχόληση, ωστόσο έχει ασκήσει έντονη επιρροή τόσο στο δημόσιο διάλογο για τους θεσμούς της αγοράς εργασίας, όσο και στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία Οι ομοιότητες των δύο Στρατηγικών είναι πολλές και είναι επικεντρωμένες, κυρίως, σε πολιτικές αύξησης της προσφοράς εργασίας και της ευελιξίας των αγορών εργασίας. Οι δύο στρατηγικές γεννήθηκαν με διαφορά μόλις τριών (το 1994 η Στρατηγική Απασχόλησης του ΟΟΣΑ και το 1997 η ΕΣΑ), καταδεικνύοντας ότι, από τα μέσα της δεκαετίας του 90, οι δύο οργανισμοί διαπίστωσαν την αναγκαιότητα προώθησης μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας των πιο ανεπτυγμένων (ευρωπαϊκών) οικονομιών. Ένα άλλο κοινό στοιχείο των δύο στρατηγικών είναι ότι περιλαμβάνουν την περιοδική αξιολόγηση της προόδου που έχουν επιτύχει οι κυβερνήσεις στον τομέα της προώθησης μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας. Στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ η πρόοδος αναφέρεται στις ετήσιες οικονομικές εκθέσεις για τα μέλη του (Economic Survey) ενώ στην περίπτωση της ΕΣΑ κάθε χρόνο οι κυβερνήσεις των κρατών μελών υποβάλουν στην Επιτροπή τα Εθνικά Σχέδια Δράσης για την Απασχόληση (National Action Plans for Employment). Παρά το γεγονός ότι η ΕΣΑ έχει θεσμοποιηθεί με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, εντούτοις η ΕΕ, όπως και ο ΟΟΣΑ δεν εφαρμόζουν κάποιο σύστημα επιβολής κυρώσεων όταν οι κυβερνήσεις δεν σημειώνουν σημαντική πρόοδο στον τομέα των μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας τους. Σχετικά με το περιεχόμενο των πολιτικών, τα κοινά τους σημεία είναι η έμφαση στη μακροοικονομική σταθερότητα, η ανάγκη απορρύθμισης της ΝΠΑ, η αύξηση της οικονομικής αποδοτικότητας της εργασίας (μέσω της μεταρρύθμισης των συστημάτων φορολογίας και επιδομάτων ανεργίας), η έμφαση στις ΕΠΑ και η επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Όμως, υπάρχουν και ορισμένες διαφορές μεταξύ των δύο Στρατηγικών, οι οποίες είναι οι ακόλουθες (Casey, 2004): 98

117 Στη Στρατηγική Απασχόλησης του ΟΟΣΑ γίνεται αναφορά στον ευέλικτο καθορισμό του κόστους εργασίας, σε αντίθεση με τα κείμενα της ΕΕ, σχετικά με τις πολιτικές απασχόλησης, στα οποία αναφέρεται ότι η μισθολογικές αυξήσεις δεν πρέπει να ξεπερνούν την αύξησης της παραγωγικότητας. Η ΕΕ διαθέτει και χρηματοδοτικά μέσα (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) για τη χρηματοδότηση πολιτικών της αγοράς εργασίας, σε αντίθεση με τον ΟΟΣΑ που δεν διαθέτει παρόμοια μέσα. Στο πλαίσιο της ΕΣΑ, τουλάχιστον πριν την αναθεώρησή της, είχαν τεθεί συγκεκριμένοι στόχοι για την απασχόληση, της και χρονοδιάγραμμα επίτευξή της, σε αντίθεση με τη Στρατηγική Απασχόλησης του ΟΟΣΑ, στο πλαίσιο της οποίας δεν αναφέρονται παρόμοιοι στόχοι και χρονοδιαγράμματα. Στο πλαίσιο της ΕΣΑ ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων είναι αναβαθμισμένος, σε σχέση με τη Στρατηγική Απασχόλησης του ΟΟΣΑ. Σύμφωνα με τα κείμενα της ΕΕ η επίτευξη του στόχου της υψηλής απασχόλησης θεωρείται ότι συμβάλλει στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, προοπτική που απουσιάζει από τη Στρατηγική Απασχόλησης του ΟΟΣΑ. Η Στρατηγική Απασχόλησης του ΟΟΣΑ περιλαμβάνει και προτάσεις πολιτικής σχετικά με τη μακροοικονομική πολιτική και την προώθηση μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, οι οποίες μπορεί να μην απουσιάζουν από το πνεύμα της ΕΣΑ, αλλά δεν αναφέρονται ρητώς σε αυτήν. Ωστόσο, η επίτευξη παρόμοιων στόχων μακροοικονομικής πολιτικής τίθενται στο πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ. Η Στρατηγική Απασχόλησης του ΟΟΣΑ προτείνεται από έναν διεθνή οργανισμό, χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες, ενώ η ΕΣΑ εντάσσεται στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, εντός του οποίου εφαρμόζονται κοινές πολιτικές και συνεπώς η ΕΕ αποτελεί μια σημαντική μεταβλητή στην πορεία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που πρέπει να προωθήσουν τα κράτη-μέλη της (Sapir, 2007). 99

118 Πίνακας 3.7: Σύγκριση της Στρατηγικής Απασχόλησης του ΟΟΣΑ και της ΕΣΑ Στρατηγική Απασχόλησης ΟΟΣΑ ΕΕ & ΕΣΑ Η εφαρμογή εκείνης της μακροοικονομικής πολιτικής που εστιάζει στην μη πληθωριστική ανάπτυξη με παράλληλη Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, Γενικοί Προσανατολισμοί Μακροοικονομικών Πολιτικών εφαρμογή διαρθρωτικών πολιτικών. Η δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου που ευνοεί την Στρατηγική της Λισαβόνας (Ευρωπαϊκός Χώρος δημιουργία και την διάχυση της τεχνολογικής γνώσης Έρευνας), Κατευθυντήριες Γραμμές (technological know-how). Λουξεμβούργου, Γενικοί Προσανατολισμοί Μακροοικονομικών Πολιτικών & Η ευέλικτη διευθέτηση του χρόνου απασχόλησης (working time), με συναινετικό τρόπο τόσο από τους εργοδότες όσο Κατευθυντήριες Γραμμές Λουξεμβούργου και από τους εργαζόμενους. Η δημιουργία του κατάλληλου επιχειρηματικού κλίματος το οποίο ελαχιστοποιεί τους περιορισμούς και τα εμπόδια της Πρόγραμμα Εσωτερικής Αγοράς δημιουργίας και επέκτασης των επιχειρήσεων. Ο ευέλικτος καθορισμός των μισθών και του κόστους Γενικοί Προσανατολισμοί Μακροοικονομικών εργασίας, ώστε να αντανακλούν τις τοπικές συνθήκες, αλλά Πολιτικών & (γίνεται και να αντιστοιχούν στα προσόντα και στις ικανότητες των εργαζομένων, ιδίως των νέων. αναφορά στο συνδυασμό της ευελιξίας με την ασφάλεια) Η μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου προστασίας των εργαζομένων το οποίο αναχαιτίζει την επέκταση της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Κατευθυντήριες Γραμμές Λουξεμβούργου, Γενικοί Προσανατολισμοί Μακροοικονομικών Πολιτικών & Η ενίσχυση των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και της αποτελεσματικότητάς τους. Κατευθυντήριες Γραμμές Λουξεμβούργου, Γενικοί Προσανατολισμοί Μακροοικονομικών Πολιτικών & Η βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού και της Στρατηγική της Λισαβόνας, Κατευθυντήριες ανταγωνιστικότητάς του, με έμφαση στην μεταρρύθμιση των Γραμμές Λουξεμβούργου, Γενικοί συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισής του. Προσανατολισμοί Μακροοικονομικών Πολιτικών & Η μεταρρύθμιση των συστημάτων παροχής επιδομάτων Γενικοί Προσανατολισμοί Μακροοικονομικών ανεργίας των φορολογικών συστημάτων που εμποδίζουν την Πολιτικών & αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς εργασίας. Πηγή: Casey (2004) και προσωπική επεξεργασία Η λογική αμφότερων των στρατηγικών απασχόλησης στηρίζεται στην ύπαρξη ισχυρών συμπληρωματικών σχέσεων μεταξύ των θεσμικών επιλογών που προτείνουν και οι οποίες εξετάζονται σε επόμενη ενότητα. Οι εν λόγω συμπληρωματικές σχέσεις έχουν ως αποτέλεσμα η λειτουργία του ενός θεσμού όχι μόνο να μην υπονομεύει τη λειτουργία κάποιου άλλου, αλλά τουναντίον να ενισχύει 100

119 ή και να πολλαπλασιάζει τις θετικές επιδράσεις του στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, κορωνίδα αμφότερων των στρατηγικών απασχόλησης αποτελεί το υγειές μακροοικονομικό περιβάλλον, το οποίο ευνοεί την πραγματοποίηση επενδύσεων και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Παράλληλα, η προώθηση μεταρρυθμίσεων που συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, όπως είναι το θεσμικό πλαίσιο που ευνοεί τη διάχυση της τεχνολογικής γνώσης, η ευέλικτη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η εφαρμογή πολιτικών βελτίωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου όπως και η ανάσχεση των περιορισμών που εμποδίζουν την επέκταση των επιχειρήσεων αποτελούν πολιτικές που ευνοούν, επίσης, την πραγματοποίηση επενδύσεων και την επέκταση της απασχόλησης. Επιπλέον, η μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου προστασίας της απασχόλησης ευνοεί τις ροές από την ανεργία στην απασχόληση, όπως και η εφαρμογή ΕΠΑ. Τέλος, η μεταρρύθμιση των συστημάτων αποζημίωσης των ανέργων, αλλά και των φορολογικών συστημάτων θα συμβάλλουν, μεταξύ άλλων, στην αύξηση της προσφοράς εργασίας. Μένει να εξετασθεί κατά πόσο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εφάρμοσαν μεταρρυθμίσεις κατά το πρότυπο των παραπάνω στρατηγικών ή έστω στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής απασχόλησης, ή αντ αυτών επέλεξαν την προώθηση αποσπασματικών και σε ορισμένες περιπτώσεις με αντίθετα αποτελέσματα μεταρρυθμίσεων. Αυτό ακριβώς εξετάζεται στην ενότητα που ακολουθεί, ενώ το κατά πόσο η συγκεκριμένη επιλογή είναι προϊόν μεταρρυθμιστικού δισταγμού εκ μέρους των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων διερευνάται στα επόμενα τρία κεφάλαια. 3.3 Ο απολογισμός της θεσμικής μεταρρύθμισης των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας Στην ενότητα αυτή παρουσιάζονται οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις που προώθησαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις από τις αρχές της δεκαετίας του 90 έως το Οι μεταρρυθμίσεις αυτές περιλαμβάνονται στον πίνακα του παραρτήματος, οι οποίες προέρχονται από τις παρακάτω πηγές: Τη βάση δεδομένων LABREF (Labour Market Reforms Database), για τις μεταρρυθμίσεις που έχουν προωθήσει οι ευρωπαϊκές αγορές εργασίας από το Τη βάση δεδομένων του Ινστιτούτου Rofolfo Debenedetti, η οποία περιλαμβάνει τις μεταρρυθμίσεις που έχουν προωθήσει οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις από τα τέλη της δεκαετίας του 80 έως σήμερα, σχετικά με τη ΝΠΑ, τις ΕΠΑ, τα συστήματα επιδομάτων ανεργίας, τα συνταξιοδοτικά συστήματα και τη μεταναστευτική πολιτική. Τα Εθνικά Προγράμματα Μεταρρυθμίσεων των κρατών-μελών της ΕΕ-15. Τους διαδικτυακούς τόπους των υπουργείων απασχόλησης των κρατών μελών. 101

120 Πριν παρουσιαστούν οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις που έχουν προωθήσει, τα τελευταία χρόνια, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στις αγορές εργασίας τους, αξίζει να αναφερθούν κάποιες τάσεις ως προς το εύρος, αλλά και την ένταση των μεταρρυθμίσεων που προώθησαν. Καταρχάς, η Δανία, η Φινλανδία και η Ολλανδία, σημειώνουν τις καλύτερες επιδόσεις μεταξύ των δεκατεσσάρων αγορών εργασίας, σημειώνοντας τους υψηλότερους δείκτες έντασης μεταρρυθμίσεων (πίνακας 3.9). Επιπλέον, όπως διαπιστώνουν οι Brandt et al. (2005), δεν προκύπτει κάποια συσχέτιση μεταξύ των επιδόσεων των αγορών εργασίας, στις αρχές της δεκαετίας του 90, με μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που, ακολούθως, κατέβαλαν οι κυβερνήσεις. Όπως προκύπτει από την έρευνά τους, σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, στις οποίες οι επιδόσεις των αγορών εργασίας είναι ασθενείς, οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που κατέβαλαν οι κυβερνήσεις τους ήταν μικρότερης έντασης, έναντι αυτών που κατέβαλαν κυβερνήσεις άλλων χωρών, όπως της Δανίας, της Σουηδίας και του ΗΒ, των οποίων οι επιδόσεις της αγοράς εργασίας ήταν καλύτερες (Brandt et. al, 2005:7). Συνεπώς, θα πρέπει να αναζητηθούν οι λόγοι που καθιστούν διστακτικές τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις όσον αφορά την προώθηση μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, το συμπέρασμα αυτό είναι συναφές με τον ορισμό του μεταρρυθμιστικού δισταγμού, που επιχειρείται στο πέμπτο κεφάλαιο της διατριβής, σύμφωνα με τον οποίο διστακτική είναι μια κυβέρνηση, η οποία δεν προωθεί μεταρρυθμίσεις παρά το γεγονός ότι οι (ασθενείς) επιδόσεις της αγοράς εργασίας το υπαγορεύουν. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 3.9 και από τους μέσους όρους των δεικτών έντασης μεταρρυθμίσεων 5 ανά τομέα ρύθμισης, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φαίνονται διστακτικότερες στην προώθηση μεταρρυθμίσεων στα συστήματα αποζημίωσης των ανέργων (ΕΕ-14, μ.ο. 3,8) και στο θεσμικό πλαίσιο προστασίας της απασχόλησης (ΕΕ-14, μ.ο. 8,1), έναντι των άλλων τομέων. Αξιοσημείωτη είναι η επίδοση της Ιταλίας, όσον αφορά τη μεταρρύθμιση της ΝΠΑ, επιτυγχάνοντας επίδοση 23,3. Ωστόσο, η συγκεκριμένη επίδοση οφείλεται όχι στη μεταβολή του πυρήνα του θεσμικού πλαισίου προστασίας της απασχόλησης, αλλά στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει την προσωρινή απασχόληση, αλλά και στην απλοποίηση των διαδικασιών πρόσληψης εργαζομένων (Brandt et. all 2005, Annex ΙΙ:66). Αυτό προκύπτει και από τον πίνακα 3.8, από τον οποίο φαίνεται ότι το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την κανονική απασχόληση παρέμεινε αμετάβλητο την περίοδο Παρόμοιου περιεχομένου μεταρρυθμίσεις, δηλαδή προς την κατεύθυνση της απορρύθμισης του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει την προσωρινή απασχόληση 5 Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων δεν αντανακλά το θεσμικό πλαίσιο στην αρχή της εξεταζόμενης περιόδου. Δηλαδή, ένας χαμηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων αντανακλά μικρή περιορισμένη θεσμική αλλαγή ανεξαρτήτως του θεσμικού πλαισίου που ίσχυε στην αφετηρία της εξεταζόμενης περιόδου. Αυτός είναι και ο λόγος που οι συγκεκριμένοι δείκτες δεν χρησιμοποιούνται στην εμπειρική ανάλυση του πέμπτου κεφαλαίου. 102

121 διατηρώντας αμετάβλητο αυτό που διέπει την κανονική, προώθησαν οι κυβερνήσεις του Βελγίου, της Γερμανίας, της Ελλάδας και της Ολλανδίας (Brandt et al. 2005: 36). Ένα (άλλο) παράδειγμα προώθησης μεταρρυθμίσεων που συμβάλλουν στη δημιουργία δυϊστικών καταστάσεων στην αγορά εργασίας είναι αυτό της Γαλλίας, η οποία διαθέτει ένα από τα πλέον περιοριστικά ρυθμιστικά πλαίσια που διέπουν την κανονική απασχόληση. Το 1990, με σχετικό νόμο, προβλέπεται ο αυστηρός καθορισμός της διάρκειας και της αμοιβής που θα πρέπει να προβλέπονται στις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης και ο καθορισμός των περιπτώσεων όπου μπορούν να συναφθούν, καθώς δεν επιτρέπεται η προσωρινή απασχόληση για θέσεις εργασίας οι οποίες μπορούν να καλυφθούν από εργαζομένους πλήρους και αορίστου χρόνου απασχόλησης. Το 2003, συνέπεια μιας μεταρρύθμισης που προώθησε η δεξιά κυβέρνηση στην αγορά εργασίας ήταν η «χαλάρωση» του θεσμικού πλαισίου που διέπει τη χρήση της προσωρινής απασχόλησης με τις εποπτικές αρχές να έχουν το δικαίωμα ελέγχου των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν κατά κόρον τις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης προκειμένου να καλύψουν θέσεις εργασίας κανονικής απασχόλησης (Jamet, 2006). Η περίπτωση της Ισπανίας είναι αρκετά διαφορετική. Οι ισπανικές κυβερνήσεις είχαν απορρυθμίσει το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την προσωρινή απασχόληση ενώ αυτό που διέπει την κανονική ήταν περιοριστικό, με αποτέλεσμα εκτός από τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, να καταγράφεται εκτεταμένη χρήση συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης. Έτσι, βασικός στόχος των κυβερνήσεων δεν ήταν μόνο η βελτίωση των επιδόσεων της αγοράς εργασίας, αλλά και η επίτευξη μεγαλύτερης ισορροπίας μεταξύ της κανονικής (συμβάσεις αορίστου χρόνου και πλήρους απασχόλησης) και της άτυπης μορφής απασχόλησης (μερική και προσωρινή απασχόληση). Δεν ήταν λίγες οι μεταρρυθμίσεις που προώθησαν οι ισπανικές κυβερνήσεις, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του δυισμού της ισπανικής αγοράς εργασίας και οι οποίες αποσκοπούσαν είτε στην ενίσχυση της κανονικής απασχόλησης, είτε της παροχής κινήτρων για τη μετατροπή των συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης σε κανονική απασχόληση (όπως η μεταρρύθμιση του 2006 που προέβλεπε τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών για εργαζόμενους των οποίων η σύμβαση μετατράπηκε από προσωρινής απασχόλησης σε κανονική). Επίσης, οι ισπανικές κυβερνήσεις τόσο του Ισπανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (Spanish Socialist Workers Party) το 1994, όσο και του Λαϊκού Κόμματος (People s Party) το 1997 και το 1999 επιχείρησαν να περιορίσουν την υποκατάσταση της κανονικής από την ορισμένου χρόνου απασχόλησης, είτε με την υιοθέτηση μιας πιο περιοριστικής ΝΠΑ που διέπει την προσωρινή απασχόληση, είτε με την αύξηση της οικονομικής επιβάρυνσής της, μέσω των υψηλότερων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. 103

122 Στην Ιρλανδία, η αρνητική τιμή του δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων (-10,0, πίνακας 3.9) οφείλεται στο γεγονός ότι το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την προσωρινή απασχόληση έγινε πιο περιοριστικό, καθώς μειώθηκε η μέγιστη διάρκεια εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου (Brandt et. all 2005, Annex ΙΙ:69). Και στην Ιρλανδία διακρίνεται η πρόθεση της κυβέρνησης συνασπισμού κεντροδεξιών κομμάτων για τη σύγκλιση των ρυθμιστικών πλαισίων που διέπουν την κανονική και τις άτυπες μορφές απασχόλησης. Ενδεικτικό αυτής της πρόθεσης είναι η θέσπιση της αποζημίωσης απόλυσης για τους μερικώς απασχολουμένους εργαζομένους (Protection of Employment Part Time Work Act 2001 και Redundancy Payments Act 2003). Παράλληλα, όμως, η ιρλανδική κυβέρνηση αύξησε, έστω και οριακά, το ανώτατο όριο των εβδομαδιαίων αποδοχών βάσει των οποίων υπολογίζεται η αποζημίωση απόλυσης από 507,90 σε 600,00 την εβδομάδα, αυξάνοντας, ενδεχομένως όχι σημαντικά, το κόστος αντικατάστασης των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης. Ειδικής αναφοράς χρίζει μια μεταρρύθμιση που προωθήθηκε στην αυστριακή αγορά εργασίας από την κυβέρνηση συνασπισμού του Φιλελεύθερου Κόμματος της Αυστρίας (Freedom Party of Austria-FPÖ) και του Αυστριακού Λαϊκού Κόμματος (Austrian People's Party-ÖVP), το 2002, σχετικά με την αποζημίωση απόλυσης των εργαζομένων. Πιο συγκεκριμένα, κάθε εργαζόμενος είχε δικαίωμα αποζημίωσης απόλυσης από το δεύτερο μήνα εργασίας στον ίδιο εργοδότη, ενώ με το προηγούμενο σύστημα, δικαίωμα αποζημίωσης απόλυσης δεν είχε ένας εργαζόμενος με προϋπηρεσία μικρότερη των τριών χρόνων στον ίδιο εργοδότη. Οι εργοδότες είχαν υποχρέωση καταβολής μηνιαίας εισφοράς, η οποία προσδιοριζόταν στο 1,54% των μικτών μηνιαίων αποδοχών κάθε εργαζομένου, σε ένα ειδικό ταμείο (Mitarbeitervorsorgekasse-MVK). Το ποσό που θα συγκεντρωνόταν για κάθε εργαζόμενο, είτε θα προσφερόταν σε αυτόν κάθε φορά που αποχωρούσε από μια επιχείρηση, είτε θα μπορούσε να το εισπράξει ως συμπληρωματική σύνταξη στο μέλλον (Eurofound, 2002). Στη Σουηδία, όπου το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την κανονική απασχόληση παρέμεινε αμετάβλητο (πίνακας 3.8), εφαρμόστηκε μια ενδιαφέρουσα μεταρρύθμιση. Σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο προστασίας της απασχόλησης που ίσχυε στη Σουηδία, σε περιπτώσεις ομαδικών απολύσεων εφαρμόζεται η αρχή ο τελευταίος που προσελήφθηκε θα είναι ο πρώτος που θα απολυθεί (last in first out). Από το 2001 κάθε επιχείρηση μπορεί να εξαιρέσει δυο εργαζόμενους από την αρχή αυτή (Brandt et al, 2005: 114). Οι γερμανικές κυβερνήσεις συνασπισμού τόσο των χριστιανοδημοκρατών (Christian Democratic Union) όσο και των σοσιαλδημοκρατών (Social Democratic Party) αμφιταλαντεύονταν μεταξύ της αύξησης και της μείωσης του ορίου (αριθμός απασχολούμενων εργαζομένων σε μια επιχείρηση) 104

123 πέραν από το οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις της ΝΠΑ, μεταβάλλοντας τέσσερις φορές το όριο των εργαζομένων που πρέπει να απασχολεί μια επιχείρηση, για να υπόκειται στις ρυθμίσεις της ΝΠΑ (μέχρι το 1996 το όριο ήταν 5 εργαζόμενοι, την περίοδο εργαζόμενοι, μετά το 1999 μειώθηκε πάλι στους 5 εργαζόμενους, για να αυξηθεί και πάλι στους 10 το 2004). Όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις ομαδικές απολύσεις, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι παρατηρείται έντονη μεταρρυθμιστική δραστηριότητα, χωρίς όμως μια σαφή κατεύθυνση. Μεταξύ των περιπτώσεων όπου μεταβλήθηκε το καθεστώς που διέπει τις ομαδικές απολύσεις συγκαταλέγονται η Ελλάδα και Γαλλία. Στην Ελλάδα, το 2000, η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ μεταρρύθμισε το θεσμικό πλαίσιο που όριζε το ανώτατο όριο απολύσεων που μπορεί να πραγματοποιήσει μια επιχείρηση, με αποτέλεσμα την οριακή αύξησή του για επιχειρήσεις που απασχολούν από 50 έως 150 εργαζομένους και τη μείωσή του για τις επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 50 εργαζόμενους. Ωστόσο, τα αποτελέσματα της μεταρρύθμισης αυτής ως προς την απασχόληση είναι μάλλον αμφίβολα, δεδομένου ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, για την οποία το θεσμικό πλαίσιο έγινε πιο περιοριστικό. Πίνακας 3.8: Οι δείκτες προστασίας της ΝΠΑ το 1990 και το 2005 (OECD EPL, Regular Employment, version 1) Δείκτης ΝΠΑ (1990) Δείκτης ΝΠΑ (2005) Αυστρία 2,92 2,37 Βέλγιο 1,68 1,73 Γαλλία 2,34 2,47 Γερμανία 2,58 3,0 Δανία 1,69 1,63 Ελλάδα 2,25 2,33 Η.Β. 0,95 1,12 Ιρλανδία 1,60 1,6 Ισπανία 3,88 2,46 Ιταλία 1,77 1,77 Ολλανδία 3,08 3,05 Πορτογαλία 4,83 4,17 Σουηδία 2,90 2,86 Φιλανδία 2,79 2,17 Πηγή: OECD Η τιμή του δείκτη εξαρτάται από το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις απολύσεις (ατομικές και ομαδικές), όσον αφορά την κανονική (αορίστου χρόνου) απασχόληση. Όσο υψηλότερη η τιμή του δείκτη τόσο περιοριστικότερο θεωρείται το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις εργασιακές σχέσεις. 105

124 Συμπερασματικά, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις άφησαν, εν πολλοίς, αμετάβλητο το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την κανονική απασχόληση. Αντίθετα, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου προώθησαν μεταρρυθμίσεις στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει την προσωρινή απασχόληση, καθιστώντας το ηπιότερο, εντείνοντας το πρόβλημα της κατάτμησης της αγοράς εργασίας. Ο υψηλότερος δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων καταγράφεται στις ΕΠΑ (ΕΕ-14, μ.ο. 40,4) με τη Δανία και την Γερμανία να σημειώνουν τις σπουδαιότερες επιδόσεις στον εν λόγω τομέα. Είναι η περίοδος, κυρίως η δεκαετία του 90, όπου στη Δανία χτίζεται το μοντέλο της flexicurity, ενώ, την ίδια περίοδο, οι γερμανικές κυβερνήσεις, όπως προκύπτει και από το έκτο κεφάλαιο και την υποενότητα 6.3, χρησιμοποίησαν κατά κόρον ενεργητικές πολιτικές, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ανισορροπίες που προκάλεσε η επανένωση στην αγορά εργασίας. Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι σε ουδεμία χώρα ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων, όσον αφορά τις ΕΠΑ, έλαβε αρνητικές τιμές (πίνακας 3.9). Όπως προκύπτει από τον πίνακα του παραρτήματος, αρκετές χώρες (όπως η Αυστρία, το Βέλγιο, η Δανία, η Ιταλία και η Ολλανδία) προχώρησαν στην αναβάθμιση, την αποκέντρωση των δραστηριοτήτων και τον εκσυγχρονισμό των δημόσιων υπηρεσιών ευρέσεως απασχόλησης. Στόχος των μεταρρυθμίσεων αυτών ήταν η αποτελεσματικότερη εφαρμογή των ΕΠΑ, καθώς η άσκησή τους σε αποκεντρωμένο επίπεδο, παρέχει τη δυνατότητα καλύτερης καταγραφής των αναγκών της αγοράς εργασίας. Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην Γερμανία, την Ελλάδα και την Ιρλανδία εισήχθησαν διαδικασίες, ή ενισχύθηκαν οι υφιστάμενες, ελέγχου εφαρμογής των ΕΠΑ και των συμμετεχόντων στα προγράμματα που υλοποιούνται στο πλαίσιο αυτών. Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της αποτελεσματικότερης εφαρμογής των ΕΠΑ, επιχειρήθηκε η ενίσχυση της συνεργασίας των τοπικών υπηρεσιών απασχόλησης, δημιουργώντας δίκτυα ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τις κενές θέσεις εργασίας, προσβλέποντας, τουλάχιστον, στη μείωση της ανεργίας (Ιταλία, Ισπανία κ.α.). Η πλέον, ίσως, δημοφιλής μεταρρύθμιση όσον αφορά τις ΕΠΑ ήταν ο καθορισμός του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των πρακτορείων προσωρινής απασχόλησης (Temporary Agency Work), αλλά και απασχόλησης μέσω αυτών, καθώς και των ιδιωτικών υπηρεσιών ευρέσεως απασχόλησης (Σουηδία, Ιταλία, Ισπανία, Αυστρία, Βέλγιο κα). Όσον αφορά τα προγράμματα ΕΠΑ, σε πολλές περιπτώσεις, όπως στο Βέλγιο, στη Φινλανδία, στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στη Σουηδία, δόθηκε έμφαση στα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης, κυρίως για ειδικές ομάδες του εργατικού δυναμικού. Μια άλλη γενική παρατήρηση που ισχύει για τις μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν στο πλαίσιο των πολιτικών απασχόλησης από τις 106

125 ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, είναι ότι παρά την παρατηρούμενη στροφή από τις Παθητικές στις Ενεργητικές Πολιτικές Απασχόλησης, πολλές φορές επιλέχθηκε συνδυασμός μέτρων που περιλαμβάνονται σε αυτές, όπως για παράδειγμα η υποχρεωτική συμμετοχή των δικαιούχων επιδομάτων ανεργίας σε προγράμματα επανακατάρτισης και εκσυγχρονισμού των προσόντων τους. Επιπλέον, αρκετές ήταν οι περιπτώσεις που εφαρμόστηκαν προγράμματα επιδότησης της απασχόλησης. Κύριο χαρακτηριστικό των συγκεκριμένων προγραμμάτων ήταν ότι απευθύνονταν σε ειδικές ομάδες του εργατικού δυναμικού, όπως οι άνεργοι μακροχρόνια ή νεαρής ηλικίας, ενώ η επιδότηση, σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν έμμεση, απαλλάσσοντας τους εργοδότες από την υποχρέωση καταβολής εισφορών για την απασχόληση εργαζομένων που υπάγονταν στο πρόγραμμα για ορισμένο χρονικό διάστημα. Στο ΗΒ, για παράδειγμα, στα τέλη της δεκαετίας του 90, οι Νέοι Εργατικοί εφάρμοσαν τη Νέα Συμφωνία για τους Μακροχρόνια Άνεργους (New Deal for Longterm Unemployed People), η οποία αποσκοπούσε στην παροχή βοήθειας σε άτομα άνω των 25 ετών που ήταν άνεργοι για δυο τουλάχιστον χρόνια. Η βοήθεια αυτή λάμβανε τη μορφή είτε της επιδοτούμενης απασχόλησης (διάρκειας 6 μηνών και ύψους 67,00 την εβδομάδα), είτε της συμμετοχής των ανέργων σε προγράμματα κατάρτισης παράλληλα με τη χορήγηση σε αυτούς του επιδόματος ανεργίας. Στη Σουηδία, το 1995, η κυβέρνηση του Σουηδικού Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος (Swedish Social Democratic Party) εφάρμοσε ένα πρόγραμμα επιδότησης των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης στις περιπτώσεις όπου προσλαμβανόταν ένας άνεργος και το 50% του μισθού για την πρόσληψη μακροχρόνια άνεργων άνω των 60 ετών. Το 1998, στο Βέλγιο, ο κυβερνητικός συνασπισμός χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών θέσπισε τις θέσεις Smet, που απευθύνονταν σε μακροχρόνια άνεργους, οι οποίοι σύναπταν συμβάσεις εργασίας με επιχειρήσεις, ανώτατης διάρκειας τριών ετών, με την προϋπόθεση ότι δεν θα μειωνόταν το υπάρχον προσωπικό της επιχείρησης (συμπληρωματικές θέσεις απασχόλησης). Η απαλλαγή των εργοδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και η ενεργοποίηση των επιδομάτων ανεργίας, ήταν οι βασικότερες πηγές χρηματοδότησης των θέσεων αυτών. Επίσης, στην Ισπανία εφαρμόστηκαν προγράμματα επιδότησης της απασχόλησης με στόχο την αύξηση της απασχόλησης σε ορισμένες περιοχές της χώρας, όπως στην Ανδαλουσία και την Εστρεμαδούρα, προκειμένου να μειωθούν οι περιφερειακές ανισότητες στα ποσοστά ανεργίας. Πολλές από τις δράσεις που λαμβάνονταν στο πλαίσιο των ΕΠΑ είχαν εξατομικευμένο χαρακτήρα και σχεδιάζονταν βάσει της προληπτικής προσέγγισης. Στο πλαίσιο αυτών των δράσεων εκπονείται για κάθε άνεργο ένα ατομικό σχέδιο απασχόλησης, με σκοπό είτε την τοποθέτησή του σε μια θέση εργασίας, είτε την παροχή εξατομικευμένων συμβουλών απασχόλησης, είτε τέλος, την συμμετοχή του σε σεμινάρια επαγγελματικής κατάρτισης (Επιτροπή ΕΚ, 1999). Χαρακτηριστικό παράδειγμα 107

126 αυτού του τύπου προσέγγισης αποτελεί η Γερμανία, όπου στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων Job- AQTIV, που προώθησε το 2002 η κυβέρνηση συνασπισμού των σοσιαλδημοκρατών με τους πράσινους, θεσπίστηκε η σύναψη έγγραφης συμφωνίας μεταξύ της υπηρεσίας ευρέσεως απασχόλησης και του ανέργου, στην οποία περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις των δύο μερών και η στρατηγική που θα ακολουθηθεί. Συμπερασματικά, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εκτός από την αύξηση των δαπανών για ΕΠΑ, προώθησαν μεταρρυθμίσεις με στόχο την αύξηση της αποτελεσματικότητάς τους, εφαρμόζοντας εξατομικευμένα προγράμματα και συνδέοντας τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης με τις παθητικές, και ιδίως το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων. Όσον αφορά το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, όπως προκύπτει από τον πίνακα 3.9, οι μεταρρυθμιστικές επιδόσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, στον εν λόγω τομέα, ήταν οι ισχνότερες μεταξύ επτά τομέων ρύθμισης (ΕΕ-14, μ.ο.: 3,8). Με εξαίρεση την περίπτωση της Δανίας, όπου το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων αποτελεί συστατικό στοιχείο του μοντέλου της flexicurity και η οποία σημείωσε τον υψηλότερο δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων (27,3), σε όλες τις υπόλοιπες χώρες οι μεταρρυθμίσεις ήταν, μάλλον, οριακές. Σημειώνεται, πάντως, ότι οι κυβερνήσεις της Δανίας, της περιόδου , μείωσαν τόσο τη διάρκεια χορήγησης του επιδόματος ανεργίας, όσο και του ποσοστού αναπλήρωσης (Brandt et. all 2005, Annex ΙΙ:33), διατηρώντας όμως το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων ως ένα από τα πλέον γενναιόδωρα στην ΕΕ-14. Όπως προέκυψε από το προηγούμενο κεφάλαιο (βλ. ιδίως πίνακα 2.17) τα συστήματα αποζημίωσης των ανέργων διαφέρουν σημαντικά ως προς το βαθμό γενναιοδωρίας τους, όπως αυτός προκύπτει από το ποσοστό αναπλήρωσης, αλλά και τη διάρκεια χορήγησής τους. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τον πίνακα του παραρτήματος διακρίνονται τρεις τάσεις όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις που προώθησαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως ιδεολογικών θέσεων, στα συστήματα αποζημίωσης των ανέργων: α) αυστηροποίηση των προϋποθέσεων χορήγησης επιδομάτων ανεργίας (Πορτογαλία, Γερμανία, ΗΒ, Αυστρία κα), β) εφαρμογή συστημάτων ελέγχου της εργασιακής προσπάθειας των ανέργων όσον αφορά την προσπάθειά τους για αναζήτηση θέσης εργασίας και γ) εξορθολογισμός των συστημάτων αποζημίωσης των ανέργων, μέσω της ενοποίησης διαφορετικών επιδομάτων, όπως συνέβη στην περίπτωση της Γερμανίας, αλλά και της Ιταλίας. Όσον αφορά τη διάρκεια χορήγησης επιδομάτων ανεργίας, οι μεταρρυθμίσεις που προώθησαν οι κυβερνήσεις του Βελγίου, της Δανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ολλανδίας και του ΗΒ είχαν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της, ενώ αντίθετα, προς την κατεύθυνση της επιμήκυνσής της 108

127 συνέβαλαν οι μεταρρυθμίσεις που προώθησαν οι κυβερνήσεις της Ιταλίας και της Ισπανίας. Επιπλέον, αύξηση του ποσοστού αναπλήρωσης των επιδομάτων ανεργίας καταγράφεται στην Γαλλία και την Ιταλία, ενώ μείωσή του στην Δανία, την Ιρλανδία και την Ισπανία (Brandt et. all 2005, Annex ΙΙ). Συμπερασματικά, το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, όπως και η ΝΠΑ, αποτελούν δύο τομείς κρατικής παρέμβασης στην αγορά εργασίας, όπου οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν προώθησαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις, κατά τη διάρκεια της περιόδου Έντονη μεταρρυθμιστική δραστηριότητα καταγράφηκε και στα συστήματα φορολόγησης της εργασίας και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, όπου ο μέσος όρος του σχετικού δείκτη προσέγγισε το 30,3. Ωστόσο, η μεταρρυθμιστική δραστηριότητα στον τομέα αυτόν παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις (τυπική απόκλιση 22,2) με την Ιρλανδία να καταγράφει την υψηλότερη επίδοση (87,5). Παρά το γεγονός ότι οι φορολογικοί συντελεστές για όλα τα εισοδήματα μειώθηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες, όπως στην Αυστρία, το Βέλγιο, την Γαλλία, την Γερμανία, την Ιταλία, την Ολλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Ιρλανδία και το ΗΒ, οι κυβερνήσεις μόνο των τριών τελευταίων προέβησαν σε μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας (Brandt et. all 2005, Annex ΙΙ:29). Οι ιρλανδικές κυβερνήσεις, την περίοδο , προέβησαν σε σημαντικές μειώσεις των φορολογικών συντελεστών, αλλά και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Την περίοδο , οι κυβερνήσεις συνασπισμού κεντροαριστερών ( ) και κεντροδεξιών κομμάτων ( ) προέβησαν σε μια σειρά μειώσεων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης με στόχο τόσο τη μείωση του μισθολογικού κόστους, όσο και την αύξηση της οικονομικής αποδοτικότητας της εργασίας. Το 2004, η κυβέρνηση συνασπισμού των κεντροδεξιών κομμάτων αποφάσισε την απαλλαγή από τη φορολόγηση του 90% του εισοδήματος των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό (στοιχεία LABREF). Το μέτρο αυτό, στόχευε μονομερώς στην αύξηση της οικονομικής αποδοτικότητας της εργασίας και στη μεγαλύτερη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, καθώς άφηνε το κόστος εργασίας αμετάβλητο. Σημαντική ήταν η επίδοση που σημείωσε η Ιταλία όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του συστήματος φορολόγησης της εργασίας, καθώς οι κυβερνήσεις συνασπισμού κεντροαριστερών, αλλά και κεντροδεξιών κομμάτων προώθησαν μεταρρυθμίσεις που συνέβαλαν στην αύξηση της οικονομικής αποδοτικότητας της εργασίας, όπως η μείωση των φορολογικών συντελεστών ( και 2000), η εισαγωγή φοροαπαλλαγών στο οικογενειακό εισόδημα ( και 2002) και η μείωση των εργοδοτικών εισφορών κατά 1% το Ανάλογη ήταν η επίδοση και του ΗΒ (56,3), με τις βρετανικές κυβερνήσεις, των Νέων Εργατικών, να 109

128 προβαίνουν σε σημαντικές εκπτώσεις και απαλλαγές φόρων ή και ακόμα στην αντικατάσταση κοινωνικών επιδομάτων με ανάλογου μεγέθους εκπτώσεις φόρων, προκειμένου να αυξήσουν την οικονομική αποδοτικότητα της εργασίας, αλλά, κυρίως, να μειώσουν την εξάρτηση των εισοδημάτων του εργατικού δυναμικού από τις παροχές του κοινωνικού κράτους (Hills και Waldfogel, 2004:13-16). Συμπερασματικά, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, της περιόδου , φαίνονται περισσότερο πρόθυμες να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις στα συστήματα φορολόγησης της εργασίας και στις ΕΠΑ και λιγότερο στη ΝΠΑ και στα συστήματα αποζημίωσης των ανέργων. Όσον αφορά τα συστήματα καθορισμού των μισθών καταγράφεται μία τάση μεταβολής του τρόπου υπολογισμού των μισθολογικών αυξήσεων, με στόχο τον μετριασμό τους. Για παράδειγμα στην Ισπανία οι μισθολογικές αυξήσεις ήταν συνάρτηση του προσδοκώμενου πληθωρισμού και του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας. Το 2005, αποφασίστηκε αύξηση των μισθών κατά 2% ετησίως συν ένα επιπλέον ποσοστό το οποίο προσδιοριζόταν από τη διαφορά της αύξησης αυτής (2%) και του πραγματικού ρυθμού πληθωρισμού, προκειμένου να διατηρηθούν σταθερά τα εισοδήματα των εργαζομένων. Επίσης, η Αυστρία, το 2006, την πρόταση του προέδρου του Αυστριακού Ομοσπονδιακού Οικονομικού Επιμελητηρίου, υιοθετώντας μια νέα φόρμουλα καθορισμού των μισθών (φόρμουλα Leitl), σύμφωνα με την οποία η αύξησή τους θα καθορίζεται πλέον από το ρυθμό πληθωρισμού συν 0,1% του λόγου των ετήσιων αποδοχών τους ως προς τα προ φόρων και τόκους έσοδα της επιχείρησης (Georg, 2006). Το 1999, στο ΗΒ οι Νέοι Εργατικοί εφάρμοσαν τη σημαντικότερη μεταρρύθμιση, της περιόδου , στην αγορά εργασίας, θεσπίζοντας τον κατώτατο μισθό, με αποτέλεσμα ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στον εν λόγω τομέα να λάβει αρνητική τιμή. Είναι, χαρακτηριστικό ότι την περίοδο αυτή ήταν η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα στην οποία δεν εξασφαλιζόταν ένα κατώφλι μισθού το οποίο θα προστάτευε το εισόδημα των εργαζομένων, καθιστώντας την αγορά εργασίας της μια από τις πλέον ευέλικτες στην Ευρώπη. Το ύψος του κατώτατου ωρομισθίου που θεσπίστηκε τo 1999, καθορίστηκε για τους ενήλικες εργαζομένους σε 3,60 την ώρα, ενώ για τους εργαζόμενους ηλικίας ετών σε 3,00 την ώρα. Στόχος της διαφοροποίησης αυτής ήταν να περιοριστούν οι αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση των νέων, των οποίων η παραγωγικότητά είναι πιθανόν να υπολείπεται έναντι ενός υψηλότερου κατώτατου μισθού. Το 2000, ο ωριαίος κατώτατος μισθός για τους εργαζομένους ηλικίας ετών αυξήθηκε από 3,20 σε 3,20, ενώ από το 2004, θεσπίστηκε κατώτατος μισθός και για τους εργαζομένους ηλικίας ετών. Οι πρώτες εμπειρικές εκτιμήσεις πάντως για τις επιπτώσεις της εφαρμογής του μέτρου αυτού στην απασχόληση, ήταν ενθαρρυντικές. 110

129 Η επιβολή του κατώτατου μισθού δεν φαίνεται να επηρέασε αρνητικά την απασχόληση, παρά μόνον οριακά αυτή των ενήλικων γυναικών (Stewart, 2002). Επίσης, το 2004, η δεξιά γαλλική κυβέρνηση εφάρμοσε δύο μεταρρυθμίσεις σχετικά με τη δυνατότητα αποκλίσεων από τις υφιστάμενες συλλογικές συμβάσεις και των προϋποθέσεων εφαρμογής τους (Jamet, 2006). Μέχρι τότε υπερίσχυαν οι συμφωνίες (πχ για τις ώρες εργασίας) μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων που συνάπτονταν σε ανώτερο επίπεδο (η ιεραρχία των συμφωνιών ήταν η διακλαδική, η κλαδική και σε επίπεδο επιχείρησης), εκτός και αν συνάπτονταν συμφωνίες σε κατώτερο επίπεδο οι οποίες ήταν υπέρ των εργαζομένων. Η αρχή της εύνοιας υπέρ των εργαζομένων (favourability principle) καταργήθηκε εκτός από τις περιπτώσεις του κατώτατου μισθού, των συμπληρωματικών μέτρων κοινωνικής προστασίας και της δημιουργίας ταμείων (μεταξύ επιχειρήσεων ή κλάδων) για την εκπαίδευση των εργαζομένων. Σύμφωνα με το προηγούμενο καθεστώς προκειμένου να ισχύσει μια συλλογική συμφωνία έπρεπε να συμφωνεί τουλάχιστον ένα εργατικό συνδικάτο των ενδιαφερόμενων εργαζομένων. Από το 2004 ισχύει πλέον η αρχή της πλειοψηφίας. Στην Ιταλία, όπου ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων έλαβε αρνητική τιμή (-11,5, πίνακας 3.9), αποφασίστηκε, το 1996, η δυνατότητα εξαίρεσης ορισμένων περιφερειών από όσα όριζαν οι συλλογικές συμβάσεις, προκειμένου να τονωθεί η απασχόληση, και σε αντάλλαγμα οι επιχειρήσεις δεσμεύονταν να πραγματοποιήσουν επενδύσεις σε αυτές (Brandt et. all 2005, Annex ΙΙ:67). Συμπερασματικό, την περίοδο , δεν καταγράφεται μία σαφής τάση αποκέντρωσης της διαδικασίας διαπραγμάτευσης των μισθών Όσον αφορά το χρόνο εργασίας και τους τρόπους διευθέτησής του, η σημαντικότερη μεταρρύθμιση, ή τουλάχιστον αυτή που προκάλεσε την ευρύτερη ακαδημαϊκή και πολιτική συζήτηση, όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο που διέπει το χρόνο εργασίας, προωθήθηκε στη Γαλλία. Κατά τα άλλα, οι περισσότερες μεταρρυθμίσεις στις υπόλοιπες χώρες αφορούσαν, κυρίως, την αύξηση της περιόδου βάσης υπολογισμού του χρόνου εργασίας. Σε όλες τις περιπτώσεις που εφαρμόστηκαν ανάλογες μεταρρυθμίσεις αυξήθηκε η περίοδος υπολογισμού του χρόνου εργασίας, δίνοντας στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα προσαρμογής της απασχόλησης, αλλά και του κόστους εργασίας στις διακυμάνσεις του φόρτου εργασίας. Το 1998 και το 2000, η δεξιά κυβέρνηση της Γαλλίας θέσπισε δύο Νόμους (13/06/1998 και 19/01/2000), τους επονομαζόμενους Aubri I και II, οι οποίοι καθόριζαν το θεσμικό πλαίσιο 111

130 εφαρμογής των τριάντα πέντε ωρών εργασίας την εβδομάδα. Έτσι λοιπόν, από την 1 η Ιανουαρίου του 2000 θεσπίστηκε το τριανταπεντάωρο για τις επιχειρήσεις που απασχολούσαν πάνω από είκοσι εργαζόμενους και από την 1 η Ιανουαρίου του 2002 για όλες τις επιχειρήσεις. Εναλλακτικά εκφρασμένος σε ετήσια βάση ο χρόνος εργασίας δεν θα έπρεπε να ξεπερνά τις 1600 ώρες. Κάθε ώρα εργασίας πέραν των τριανταπέντε την εβδομάδα ή τις 1600 το χρόνο, λογιζόταν ως υπερωρία. Στόχος της μεταρρύθμισης αυτής στη Γαλλία ήταν αφενός η αύξηση της ζήτησης εργασίας από τις επιχειρήσεις μέσω της μείωσης του χρόνου απασχόλησης, αφετέρου δε, η επίτευξη καλύτερης ισορροπίας για τους εργαζομένους μεταξύ εργασίας και σχόλης. Έντονη συζήτηση προκάλεσε το κατά πόσο η μείωση των ωρών εργασίας, χωρίς τον ταυτόχρονο περιορισμό του μισθολογικού κόστους, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης, παρά τα επιχειρήματα των υποστηρικτών του μέτρου αυτού, σύμφωνα με τους οποίους το πραγματικό μισθολογικό κόστος θα μπορούσε να μειωθεί από την επιδότηση των εργοδοτικών εισφορών και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Παράδειγμα εφαρμογής μεταρρυθμίσεων στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει το χρόνο εργασίας, και μάλιστα προς την κατεύθυνση της ευέλικτης διευθέτησής του αποτελεί η νομοθετική πρωτοβουλία της Νέας Δημοκρατίας (Νόμος 3885/2005), που προέβλεπε ότι σε περίοδο αυξημένης απασχόλησης ο εργαζόμενος είναι δυνατόν να απασχολείται δύο επιπλέον ώρες την ημέρα, μειώνοντας το ωράριο απασχόλησής του σε μια άλλη περίοδο μειωμένης απασχόλησης. Η συνολική περίοδος διευθέτησης του χρόνου απασχόλησης δεν δύναται να ξεπερνά τους τέσσερις μήνες, ενώ απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συγκατάθεση του εργαζομένου. Εφαρμογή ανάλογων ρυθμίσεων εισήχθησαν, αρκετά χρόνια νωρίτερα, στην Ισπανία από τη σοσιαλιστική κυβέρνηση (Νομοθετικό Διάταγμα 1/1995), οι οποίες παρείχαν τη δυνατότητα κατανομής του χρόνου εργασίας κατά μησυμβατικό τρόπο (σαράντα ώρες την εβδομάδα), αλλά με βάση υπολογισμού τους δώδεκα μήνες και με την συναίνεση εργοδοτών και εργαζομένων. Ένα χρόνο νωρίτερα, στη Φινλανδία, η κεντροδεξιά κυβέρνηση εφαρμόζοντας την Πράξη για τις Ώρες Εργασίας (The Hours of Work Act) έδωσε τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις μιας πιο ευέλικτης διευθέτησης του χρόνου εργασίας, στη βάση των 52 εβδομάδων. Αύξηση στη βάση υπολογισμού του χρόνου εργασίας από μία εβδομάδα σε ένα έτος αποφασίστηκε και στη Σουηδία το Όσον αφορά το σύστημα αδειών ιδιαίτερα σημαντική θα πρέπει να θεωρείται η μεταρρύθμιση που εφαρμόστηκε στη Σουηδία, το 2001, από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, η οποία προέβλεπε τη διακοπή της επαγγελματικής καριέρας, δίνοντας τη δυνατότητα στους εργαζομένους να λάβουν άδεια από τρεις έως δώδεκα μήνες, με το κράτος να αναπληρώνει την απώλεια του εισοδήματός τους 112

131 σε ποσοστό 85% του επιδόματος ανεργίας. Επίσης, στην Ελλάδα, το 2004, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κατήργησε τον περιορισμό της συμπλήρωσης ενός έτους εργασίας, προκειμένου ο εργαζόμενος να έχει δικαίωμα άδειας με αποδοχές, καθώς πλέον μπορούσε να λάβει δύο μέρες άδειας για κάθε μήνα συνεχούς απασχόλησης (Νόμος 3302/2004). Όπως προκύπτει από τον πίνακα 3.9, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φάνηκαν πρόθυμες να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει την ευελιξία του χρόνου εργασίας. Σε ουδεμία χώρα ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων έλαβε αρνητική τιμή, ενώ, με εξαίρεση τη μεταρρύθμιση των συστημάτων πρόωρης συνταξιοδότησης, που δεν εξετάζονται στην παρούσα διατριβή, ο μέσος όρος των δεικτών έντασης μεταρρυθμίσεων στο εν λόγω πεδίο ρύθμισης (μ.ο. ΕΕ-14: 16,8) ήταν ο τρίτος κατά σειρά υψηλότερος, μετά από αυτούς που κατέγραψαν στον τομέα των ΕΠΑ και της φορολόγησης της εργασίας. Συμπερασματικά, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φάνηκαν περισσότερο διστακτικές όσον αφορά τη μεταρρύθμιση των ρυθμιστικών πλαισίων που διέπουν την προστασία της κανονικής απασχόλησης, των συστημάτων αποζημίωσης των ανέργων, αλλά και των συστημάτων διαπραγμάτευσης των μισθών. Αντίθετα, λιγότερο διστακτικές φάνηκαν όσον αφορά τη μεταρρύθμιση των θεσμικών πλαισίων που διέπουν τις άτυπες μορφές απασχόλησης, τη φορολόγηση της εργασίας και τις ΕΠΑ. 113

132 Πίνακας 3.9: Οι επιδόσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στον τομέα των μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας τους Γενική επίδοση ΕΠΑ Φορολόγηση εργασίας και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης ΝΠΑ Καθορισμός μισθών και βιομηχανικές σχέσεις Επιδόματα ανεργίας Ευελιξία χρόνου εργασίας και μερική απασχόληση Πρόωρη συνταξιοδότηση Αυστρία 17,8 15,4 31,3 13,3 23,1 2,3 16,7 33,3 Βέλγιο Γαλλία 14,5 42,3 31,3-6,7 0,0-4,5 33,3 41,7 Γερμανία 23,9 57,7 12,5 16,7 19,2 9,1 16,7 25,0 Δανία 29,3 55,8 12,5 10,0 42,3 27,3 16,7 25,0 Ελλάδα 13,8 42,3 12,5 6,7 11,5 4,5 16,7-8,3 Η.Β. 16,7 50,0 56,3-10,0 11,5-9,1 0,0 25,0 Ιρλανδία 17,4 46,2 87,5-10,0 15,4-13,6 0,0 0,0 Ισπανία 10,5 7,7 18,8 16,7 7,7 6,8 0,0 8,3 Ιταλία 21,7 30,8 56,3 23,3-11,5 4,5 33,3 50,0 Ολλανδία 25,7 55,8 25,0 13,3 11,5 13,6 33,3 41,7 Πορτογαλία 15,9 23,1 25,0 16,7 7,7 4,5 33,3 16,7 Σουηδία 17,4 50,0 12,5 13,3 11,5 4,5 0,0 8,3 Φινλανδία 25,0 48,1 12,5 13,3 34,6 0,0 16,7 50,0 Μ.Ο.ΕΕ-14 19,2 40,4 30,3 8,1 14,2 3,8 16,8 24,4 Τυπική απόκλιση ΕΕ-14 5,3 15,6 22,2 10,5 13,3 9,8 13,1 18,0 Πηγή: Brandt et al.,2005, σελ.57 Ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων προκύπτει από 44 διαφορετικού τύπου πολιτικές, οι οποίες ταξινομούνται σε 7 θεματικές περιοχές. Κάθε δείκτης υπολογίζεται για τις υποπεριόδους και , ενώ η τελική επίδοση της περιόδου προκύπτει από τον μέσο όρο τους. Οι δείκτες έντασης μεταρρυθμίσεων υπολογίζονται ως εξής: (1) I i = (2) I = για κάθε j. Όπου i η θεματική περιοχή, j ο τύπος της πολιτικής, Ni ο αριθμός των πολιτικών στη θεματική περιοχή i, Si,j η επίδοση των μεταρρυθμίσεων της πολιτικής τύπου j στη θεματική περιοχή i και Wi,j ο δείκτης στάθμισης. Επίσης, S i,j είναι η μέγιστη δυνατή επίδοση για κάθε τύπο πολιτικής j σε κάθε θεματική κατηγορία i, που είναι κοινή για όλες τις χώρες και, επομένως, δεν εξαρτάται από τη θέση αφετηρίας κάθε χώρας. Με τον τύπο 1 υπολογίζεται ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων σε μια θεματική περιοχή i, και με τον τύπο 2 υπολογίζεται ο γενικός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων για το σύνολο των 7 θεματικών περιοχών. Όσο υψηλότερος είναι ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων (σε μια θεματική περιοχή), τόσο εντονότερες είναι οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται (σε αυτήν τη θεματική περιοχή), κατά την περίοδο Όταν ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων σε μια θεματική περιοχή λαμβάνει θετικές (αρνητικές) τιμές σημαίνει ότι οι μεταρρυθμίσεις (δεν) ακολουθούν τις συστάσεις της Στρατηγικής Απασχόλησης του ΟΟΣΑ. Πηγή: Brandt et al.,2005, σελ.57 και Κουτσιαράς (2012), πίνακας

133 Ανάλογα συμπεράσματα προκύπτουν κοιτώντας την πρόοδο που είχαν επιτύχει τα κράτη-μέλη της ΕΕ όσον αφορά τις Συστάσεις για την Απασχόληση του 2004 (2004 Employment Recommendations), όπως αυτή συμπεριλήφθηκε στην Κοινή Έκθεση για την Απασχόληση 2004/2005 (Joint Employment Report 2004/2005) και συνοψίζεται στους πίνακες 3.10 έως 3.14 και από τους οποίους προκύπτουν τα κάτωθι συμπεράσματα: Οι περισσότερες συστάσεις που είχαν γίνει στα κράτη-μέλη (ΕΕ-14), αφορούσαν την εφαρμογή πολιτικών για τα ανειδίκευτα μέλη του εργατικού δυναμικού (13), τη λήψη μέτρων κατά της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου (11), τη βελτίωση των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης (11) και την εφαρμογή ολοκληρωμένων ενεργητικών πολιτικών για τους ηλικιωμένους (11). Αντίθετα, οι λιγότερες συστάσεις που είχαν απευθυνθεί προς τα κράτη μέλη της ΕΕ-14, αφορούσαν την καταπολέμηση του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας (2), τη λήψη μέτρων για αύξηση της κινητικότητας της εργασίας, προκειμένου να περιοριστούν οι περιφερειακές ανισότητες στα ποσοστά ανεργίας (3) και την εφαρμογή πολιτικών που διευκολύνουν την προσαρμοστικότητα (3) (πίνακες 3.10, 3.11, 3.12 και 3.13). Ουδέν κράτος-μέλος της ΕΕ-14 είχε ευθυγραμμιστεί, πλήρως, με τις συστάσεις της ΕΕ, ή εναλλακτικά καμία σύσταση, σε οποιοδήποτε τομέα ρύθμισης της αγοράς εργασίας δεν είχε ενσωματωθεί σε συγκεκριμένη πολιτική με επιτυχή και εμφανή αποτελέσματα (πίνακες 3.10, 3.11, 3.12 και 3.13). Οι περισσότερες συστάσεις είχαν απευθυνθεί στην Γερμανία (15), στην Ελλάδα (13) και στην Ισπανία (13) ενώ οι λιγότερες στην Αυστρία (5) και τη Δανία (5) (πίνακας 3.13). Από τις 136 συστάσεις, που είχαν απευθυνθεί σε κράτη μέλη της ΕΕ-14, έως το 2004, οι 49, δηλαδή το 36%, απευθύνονταν σε χώρες, που έχουν υιοθετήσει το, κατά Sapir (Sapir, 2005), μεσογειακό κοινωνικό μοντέλο, το οποίο χαρακτηρίζεται από περιορισμένη αποτελεσματικότητα, δηλαδή την Ισπανία (13), την Ελλάδα (13), την Ιταλία (12) και την Πορτογαλία (11) (πίνακας 3.13). Από το σύνολο των συστάσεων που είχαν γίνει στα κράτη μέλη της ΕΕ-14 (136 συνολικά), οι περισσότερες είχαν εφαρμοσθεί μερικώς και η πρόοδος που είχε επιτευχθεί ήταν περιορισμένη ( C =71). Επίσης, 57 συστάσεις, προς τις δεκατέσσερις ευρωπαϊκές χώρες, είχαν ενσωματωθεί σε πολιτικές, η εφαρμογή των οποίων βρισκόταν σε εξέλιξη ( B =57). Τέλος, 8 από τις συστάσεις είχαν αγνοηθεί πλήρως από τα κράτη στα οποία έχουν απευθυνθεί ( D =8) (πίνακες 3.10, 3.11 και 3.12). Οι χώρες που έχουν σημειώσει την μεγαλύτερη πρόοδο, ως προς την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών, δεδομένου όμως ότι καμία δεν είχε ευθυγραμμιστεί «πλήρως» με 115

134 αυτές ( A =0), ήταν η Γερμανία ( B =78,57%) και το Η.Β ( B =75,00%). Αντίθετα, οι χώρες, στις οποίες η πλειονότητα των μεταρρυθμίσεων που είχαν εφαρμόσει ήταν μερικώς ευθυγραμμισμένες με τις κατευθυντήριες γραμμές και η πρόοδος που είχε επιτευχθεί στην εφαρμογή τους ήταν περιορισμένη, ήταν η Πορτογαλία ( B =70,00%), η Γαλλία ( B =70,00%) και η Ιταλία ( B =66,67%) (πίνακας 3.13). Η μεγαλύτερη καθυστέρηση προκύπτει στην εφαρμογή πολιτικών που συμβάλλουν στο συνδυασμό της ευελιξίας με την ασφάλεια στην αγορά εργασίας, δηλαδή, στην προώθηση μεταρρυθμίσεων στη ΝΠΑ και στα συστήματα αποζημίωσης των ανέργων. Πρόκειται για το τομέα μεταρρυθμίσεων όπου με επίδοση D (ανεπαρκής πρόοδος) αξιολογούνται οι επιδόσεις των περισσότερων κρατών-μελών (28,57%) (πίνακας 3.14). Αντίθετα, οι καλύτερες επιδόσεις, δηλαδή εκεί που η επίδοση B (σε πρόοδο) συναντάται περισσότερο, δεδομένου ότι δεν υπάρχει τομέας ρύθμισης όπου κάποια χώρα είχε ευθυγραμμιστεί πλήρως με τις συστάσεις της Επιτροπής (επίδοση A ), είναι η δημιουργία θέσεων απασχόλησης (100%), η ενίσχυση των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης (85,71%), η εφαρμογή πολιτικών για τις μη-προνομιούχες ομάδες και τα συστήματα φορολόγησης (80%) (πίνακας 3.14). Δηλαδή, η μεγαλύτερη πρόοδος είχε επιτευχθεί στις ΕΠΑ και στη φορολόγηση της εργασίας, ενώ η μικρότερη στην εφαρμογή πολιτικών που συμβάλλουν στον συνδυασμό της ευελιξίας (ΝΠΑ) με την ασφάλεια (συστήματα αποζημίωσης των ανέργων) στην αγορά εργασίας. 116

135 Πίνακας 3.10: Η πρόοδος που έχουν σημειώσει τα κράτη-μέλη της ΕΕ-14 στις συστάσεις της ΕΕ (αύξηση της προσαρμοστικότητας εργοδοτών και εργαζομένων) Βέλγιο Δανία Γερμανία Ελλάδα Ισπανία Γαλλία Ιρλανδία Ιταλία Ολλανδία Αυστρία Πορτογαλία Φινλανδία Σουηδία ΗΒ Ευελιξία & Ασφάλεια/ΝΠΑ/εργασιακές συνθήκες/ κατάτμηση αγοράς B C D C D B B εργασίας Δημιουργία θέσεων απασχόλησης & επιχειρηματικότητα/φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον B B B B Κόστος εργασίας/μείωση μημισθολογικού κόστους C B C B C C Παραγωγικότητα & αύξηση των μισθών/σύστημα B C C B B διαπραγμάτευσης μισθών Αναδιάρθρωση/πρόβλεψη & πολιτικές που διευκολύνουν την προσαρμοστικότητα C C C Αδήλωτη εργασία C C Πηγή: Joint Employment Report 2004/2005, Addendum 2 to the Cover Note Α: «πλήρης εφαρμογή της σύστασης», έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της μεταρρύθμισης και έχουν επιτευχθεί συγκεκριμένα αποτελέσματα,, B: «σε πρόοδο», όταν η μεταρρύθμιση έχει αποφασιστεί και έχει σημειωθεί πρόοδος στην ολοκλήρωσή της, C: «περιορισμένη» όταν η μεταρρύθμιση είναι μερικώς ευθυγραμμισμένη με τις συστάσεις και η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στην εφαρμογή της είναι περιορισμένη, D: «ανεπαρκής», όταν δεν έχει αποφασιστεί η εφαρμογή κάποιας πολιτικής σύμφωνα με τις συστάσεις. Όπου δεν υπάρχει γράμμαδείκτης δεν υπάρχει σχετική σύσταση. 117

136 Πίνακας 3.11: Η πρόοδος που έχουν σημειώσει τα κράτη-μέλη της ΕΕ-14 στις συστάσεις της ΕΕ (προσέλκυση περισσότερων ατόμων στην αγορά εργασίας Βέλγιο Δανία Γερμανία Ελλάδα Ισπανία Γαλλία Ιρλανδία Ιταλία Ολλανδία Αυστρία Πορτογαλία Φινλανδία Σουηδία ΗΒ Ενίσχυση δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης B B B C B Ενίσχυση ΕΠΑ C C C C B C Μεταρρύθμιση συστημάτων φορολογίας και παροχών/αύξηση της οικονομικής αποδοτικότητας της εργασίας C B B C B B B B Εφαρμογή ολοκληρωμένων ενεργητικών στρατηγικών για τους D C B D C C B B B C B ηλικιωμένους Μη προνομιούχες ομάδες C B B C B Ενσωμάτωση των μεταναστών και των μειονοτήτων C C B B C C B B C Συμμετοχή γυναικών: υπηρεσίες φροντίδας παιδιών C B B C D C C C C Συμμετοχή γυναικών: ισορροπία εργασίας ζωής (work-life balance) B B B C B Μισθολογικές διαφορές μεταξύ των δύο D B C D C C φύλων Περιφερειακές ανισότητες C C C (κινητικότητα εργασίας) Πηγή: Joint Employment Report 2004/2005, Addendum 2 to the Cover Note Α: «πλήρης εφαρμογή της σύστασης», έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της μεταρρύθμισης και έχουν επιτευχθεί συγκεκριμένα αποτελέσματα,, B: «σε πρόοδο», όταν η μεταρρύθμιση έχει αποφασιστεί και έχει σημειωθεί πρόοδος στην ολοκλήρωσή της, C: «περιορισμένη» όταν η μεταρρύθμιση είναι μερικώς ευθυγραμμισμένη με τις συστάσεις και η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στην εφαρμογή της είναι περιορισμένη, D: «ανεπαρκής», όταν δεν έχει αποφασιστεί η εφαρμογή κάποιας πολιτικής σύμφωνα με τις συστάσεις. Όπου δεν υπάρχει γράμμαδείκτης δεν υπάρχει σχετική σύσταση. 118

137 Πίνακας 3.12: Η πρόοδος που έχουν σημειώσει τα κράτη-μέλη της ΕΕ-14 στις συστάσεις της ΕΕ (επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο) Βελτίωση της διά βίου μάθησης Βέλγιο Δανία Γερμανία Ελλάδα Ισπανία Γαλλία Ιρλανδία Ιταλία Ολλανδία Αυστρία Πορτογαλία Φινλανδία Σουηδία ΗΒ B C B C C C C Υλοποίηση υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης και κατάρτισης B B C C B B C C C B B Μείωση της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου C B C C C C C C C C B Πολιτικές για τα μέλη του εργατικού δυναμικού χαμηλών προσόντων C C C B B D C C C C B B B Πηγή: Joint Employment Report 2004/2005, Addendum 2 to the Cover Note Α: «πλήρης εφαρμογή της σύστασης», έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της μεταρρύθμισης και έχουν επιτευχθεί συγκεκριμένα αποτελέσματα,, B: «σε πρόοδο», όταν η μεταρρύθμιση έχει αποφασιστεί και έχει σημειωθεί πρόοδος στην ολοκλήρωσή της, C: «περιορισμένη» όταν η μεταρρύθμιση είναι μερικώς ευθυγραμμισμένη με τις συστάσεις και η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στην εφαρμογή της είναι περιορισμένη, D: «ανεπαρκής», όταν δεν έχει αποφασιστεί η εφαρμογή κάποιας πολιτικής σύμφωνα με τις συστάσεις. Όπου δεν υπάρχει γράμμαδείκτης δεν υπάρχει σχετική σύσταση. Πίνακας 3.13: : Η πρόοδος που έχουν σημειώσει τα κράτη-μέλη της ΕΕ-15 σε σχέση με τις συστάσεις της ΕΕ (επιδόσεις ανά χώρα) Βέλγιο Δανία Γερμανία Ελλάδα Ισπανία Γαλλία Ιρλανδία Ιταλία Ολλανδία Αυστρία Πορτογαλία Φινλανδία Σουηδία ΗΒ Α (%) B (%) C (%) D (%) Σύνολο συστάσεων Πηγή: Joint Employment Report 2004/2005, Addendum 2 to the Cover Note, προσωπική επεξεργασία 119

138 Πίνακας 3.14: Η πρόοδος που έχουν σημειώσει τα κράτη-μέλη της ΕΕ-15 σε σχέση με τις συστάσεις της ΕΕ (επιδόσεις ανά θεσμό, %) Α Β C D Ευελιξία & Ασφάλεια/ΝΠΑ/εργασιακές συνθήκες/ κατάτμηση αγοράς εργασίας 0 42,86 28,57 28,57 Δημιουργία θέσεων απασχόλησης & επιχειρηματικότητα/φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον Κόστος εργασίας/μείωση μη-μισθολογικού κόστους 0 40,0 60,0 0 Παραγωγικότητα & αύξηση των μισθών/σύστημα διαπραγμάτευσης μισθών 0 60,0 40,0 0 Αναδιάρθρωση/πρόβλεψη & πολιτικές που διευκολύνουν την προσαρμοστικότητα ,0 0 Αδήλωτη εργασία ,0 0 Ενίσχυση δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης 0 80,0 20,0 0 Ενίσχυση ΕΠΑ 0 20,0 80,0 0 Μεταρρύθμιση συστημάτων φορολογίας και παροχών/αύξηση της οικονομικής αποδοτικότητας 0 85,71 14,29 0 της εργασίας Εφαρμογή ολοκληρωμένων ενεργητικών στρατηγικών για τους ηλικιωμένους 0 55,56 33,33 11,11 Μη προνομιούχες ομάδες 0 85,0 25,0 0 Ενσωμάτωση των μεταναστών και των μειονοτήτων 0 57,14 42,86 0 Συμμετοχή γυναικών: υπηρεσίες φροντίδας παιδιών 0 22,22 66,67 11,11 Συμμετοχή γυναικών: ισορροπία εργασίας ζωής (work-life balance) 0 80,0 20,0 0 Μισθολογικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων 0 20,0 60,0 20,0 Περιφερειακές ανισότητες (κινητικότητα εργασίας) 0 100,0 0 Βελτίωση της διά βίου μάθησης 0 28,57 71,43 0 Υλοποίηση υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης και κατάρτισης 0 54,55 45,45 0 Μείωση της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου 0 20,0 80,0 0 Πολιτικές για τα μέλη του εργατικού δυναμικού χαμηλών προσόντων 0 41,67 50,0 8,33 Πηγή: Joint Employment Report 2004/2005, Addendum 2 to the Cover Note, προσωπική επεξεργασία 120

139 3.4 Σύνοψη Τόσο η ΕΣΑ, όσο και η Στρατηγική Απασχόλησης του ΟΟΣΑ αποτελούν δύο ολοκληρωμένες προτάσεις μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. Τα κοινά τους σημεία είναι αρκετά, όπως και η λογική τους η οποία θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής: το υγιές μακροοικονομικό περιβάλλον σε συνδυασμό με ένα πλαίσιο θεσμών και πολιτικών στην αγορά εργασίας που ευνοούν την προσαρμοστικότητα επιχειρήσεων και εργαζομένων, εντείνουν τα εργασιακά κίνητρα του εργατικού δυναμικού και δεν δημιουργούν στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας, ιδίως στις ροές από την ανεργία στην απασχόληση, μπορούν να διασφαλίσουν γι αυτήν, δηλαδή την αγορά εργασίας, θετικές επιδόσεις. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όπως προέκυψε από τον μεταρρυθμιστικό απολογισμό, τόσο με βάση την Στρατηγική Απασχόλησης του ΟΟΣΑ, όσο και με την ΕΣΑ, δεν φάνηκαν πρόθυμες να εφαρμόσουν καμία από τις παραπάνω στρατηγικές στο σύνολό τους. Η μεταρρυθμιστική υστέρηση έγινε εμφανής όσον αφορά τα ρυθμιστικά πλαίσια που διέπουν τις εργασιακές σχέσεις, τα συστήματα αποζημίωσης των ανέργων και διαπραγμάτευσης των μισθών. Αντίθετα, οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες ήταν εντονότερες, την περίοδο , όσον αφορά τα ρυθμιστικά πλαίσια που διέπουν τις άτυπες μορφές απασχόλησης, αλλά και διευθέτησης του χρόνου εργασίας, τη φορολόγηση της εργασίας, αλλά κυρίως τις ΕΠΑ. Χρησιμοποιώντας ως σημείο αναφοράς τόσο την ΕΣΑ, όσο και την Στρατηγική Απασχόλησης του ΟΟΣΑ, που αμφότερες έχουν στόχο την άμβλυνση των στρεβλώσεων που προκαλούν οι θεσμοί της αγοράς εργασίας στη λειτουργία της, ακόμα και όταν αυτό περιστέλλει το ρόλο του κοινωνικού κράτους, δεν προκύπτει μια εμφανής τάση σύμπτωσης των μεταρρυθμίσεων που προώθησαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις με τις ιδεολογικές και πολιτικές τους αναφορές. Αντίθετα, είναι εμφανής η σύγκλιση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων προς ένα πρότυπο μεταρρύθμισης της αγοράς εργασίας που αφήνει αμετάβλητους θεσμούς που προκαλούν έντονα αναδιανεμητικά αποτελέσματα, όπως είναι η νομοθεσία προστασίας της απασχόλησης, το σύστημα χορήγησης επιδομάτων ανεργίας και το σύστημα διαπραγμάτευσης των θεσμών. Το πρόβλημα στην εν λόγω μεταρρυθμιστική συμπεριφορά τους δεν έγκειται στην μη-υιοθέτηση των παραπάνω στρατηγικών. Το σημαντικότερο πρόβλημα, από το οποίο προκύπτει και ο μεταρρυθμιστικός δισταγμός τους, όπως αυτός θα ορισθεί σε επόμενο κεφάλαιο, εντοπίζεται στην μη-ανάληψη πρωτοβουλιών για τη βελτίωση των επιδόσεων των αγορών εργασίας τους. Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που τελικά οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν όχι μόνο 121

140 δεν βελτίωσαν τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας, αλλά τουναντίον συνέβαλαν στη δημιουργία νέων προβλημάτων, όπως είναι ο δυισμός τους. Μένει να διερευνηθούν θεωρητικώς στο επόμενο κεφάλαιο και εμπειρικώς στο μεθεπόμενο οι λόγοι που προκαλούν την εν λόγω μεταρρυθμιστική συμπεριφορά τους. 122

141 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Θεσμική αλλαγή έναντι σταθερότητας: θεωρητικές ερμηνείες 4.1 Εισαγωγή Από το προηγούμενο κεφάλαιο, προέκυψαν ενδείξεις μεταρρυθμιστικού δισταγμού εκ μέρους των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων της περιόδου , ενώ πολλές από αυτές δεν προώθησαν μεταρρυθμίσεις κατά τρόπο συμμετρικό σε όλα τα πεδία ρύθμισης των αγορών εργασίας τους. Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται οι θεωρητικές προσεγγίσεις περί τη θεσμική αλλαγή στην αγορά εργασίας. Πιο συγκεκριμένα παρουσιάζονται η νομική θεωρία (legal theory), η προσέγγιση της αποτελεσματικότητας των θεσμών (efficient institutions view), η προσέγγιση της κοινωνικής σύγκρουσης (social conflict view) και τέλος η θεωρία του μονοπατιού εξάρτησης (path dependence theory), η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της συγκριτικής ανάλυσης των μοντέλων οργάνωσης των καπιταλιστικών οικονομιών. Έχοντας παρουσιάσει τις παραπάνω θεωρητικές προσεγγίσεις, στη συνέχεια, παρουσιάζεται το θεωρητικό πλαίσιο που υιοθετείται στην παρούσα διατριβή. Οι παράγοντες που επηρέασαν τη μεταρρυθμιστική συμπεριφορά των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων θα πρέπει να αναζητηθούν στις οικονομικές και πολιτικές συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται τόσο μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας, όσο και με το ευρύτερο οικονομικό, ρυθμιστικό και πολιτικό πλαίσιο, οι οποίες δημιουργούν θεσμικά μονοπάτια, που επηρεάζουν τη διαδικασία διαμόρφωσης και εξέλιξης των θεσμών και από τα οποία δύσκολα οι χώρες μπορούν να αποκλίνουν. 123

142 4.2 Η νομική θεωρία (legal theory) Σύμφωνα με τη νομική θεωρία ο βαθμός ρύθμισης της αγοράς εργασίας εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τη νομική παράδοση της χώρας. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, το νομικό σύστημα μιας χώρας μπορεί να έχει τις ρίζες του σε δύο νομικές παραδόσεις: σε αυτήν του εθιμικού δικαίου (common law) και σε αυτήν του αστικού δικαίου (civil law) (Botero et al. 2003: 7-9 και Arpaia, Moure, 2005: 18). Η νομική παράδοση του εθιμικού δικαίου έχει τις ρίζες της στο ΗΒ, ενώ αυτή του αστικού δικαίου, στην Γαλλία και μέσω της αποικιοκρατίας, αλλά και των κατακτήσεων επηρέασαν τα νομικά συστήματα όλων των σύγχρονων καπιταλιστικών οικονομιών. Η νομική παράδοση του αστικού κώδικα διακρίνεται στην γαλλική παράδοση που συναντάται, μεταξύ άλλων, εκτός από την Γαλλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στο Βέλγιο και στην Ολλανδία, και στην γερμανική παράδοση, η οποία έχει υιοθετηθεί στην Αυστρία, στην Ιταλία και στην Γερμανία. Η νομική παράδοση του εθιμικού δικαίου έχει υιοθετηθεί εντός Ευρώπης στην Ιρλανδία και στο ΗΒ. Εκτός από αυτά τα δύο νομικά συστήματα, υπάρχει και αυτό που εφάρμοσαν οι πρώην σοσιαλιστικές οικονομίες (socialist law), ενώ στο πλαίσιο της νομικής παράδοσης του αστικού κώδικα εντάσσεται και το σκανδιναβικό σύστημα δικαίου, το οποίο εφαρμόζεται στη Δανία, στη Φινλανδία, στη Σουηδία και στη Νορβηγία. Βασικά χαρακτηριστικά της νομικής παράδοσης του εθιμικού δικαίου είναι ο υψηλός βαθμός αυτονομίας των δικαστικών αρχών, ως αντιστάθμισμα της απουσίας νομικού κώδικα, ενώ παράλληλα οι χώρες που έχουν υιοθετήσει τη συγκεκριμένη νομική παράδοση βασίζονται στη λειτουργία της αγοράς και στα συμβόλαια (contracts) που συνάπτονται μεταξύ των δρώντων (Botero et al. 2003: 8). Ιστορικά, το σύστημα του εθιμικού δικαίου, που αναπτύχθηκε στην Αγγλία, θεωρήθηκε ως ανάχωμα του κοινοβουλίου έναντι της πρόθεσης της, τότε, άρχουσας τάξης (sovereign) να τους ελέγξει (La Porta et al. 1999: 224). Αντίθετα, στις χώρες που έχουν υιοθετήσει τη νομική παράδοση του αστικού κώδικα το επίπεδο της ρύθμισης της οικονομίας εν γένει, αλλά και της αγοράς εργασίας ειδικότερα, είναι εντονότερο. Το νομικό σύστημα του αστικού κώδικα αποδίδεται στην πρόθεση της άρχουσας τάξης να ελέγξει την οικονομική δραστηριότητα και την οικοδόμηση του κράτους και των θεσμών (La Porta et al. 1999: 224). Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, σε χώρες των οποίων η νομική παράδοση είναι αυτή του εθιμικού δικαίου, το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας τείνει να είναι ηπιότερο έναντι άλλων χωρών στις οποίες εφαρμόζεται το σύστημα του αστικού δικαίου. Παράλληλα, το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων στις χώρες που έχουν υιοθετήσει τη νομική 124

143 παράδοση του αστικού κώδικα τείνει να είναι περισσότερο γενναιόδωρο από αυτό των χωρών που έχουν υιοθετήσει τη νομική παράδοση του εθιμικού δικαίου, καθώς η κοινωνική ασφάλεια παρέχεται, κυρίως, μέσω της λειτουργίας της αγοράς (Botero et al. 2003: 9). Οι Botero et al. (2003) έλεγξαν εμπειρικά την ύπαρξη συσχέτισης μεταξύ του επιπέδου ρύθμισης της αγοράς εργασίας, του βαθμού γενναιοδωρίας των συστημάτων κοινωνικής προστασίας και του θεσμικού πλαισίου που διέπει τις βιομηχανικές σχέσεις με παράγοντες όπως το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, την ιδεολογία της κυβέρνησης και τη νομική παράδοση της χώρας (legal origin). Όπως προέκυψε από την έρευνά τους, σε χώρες που έχουν υιοθετήσει τη νομική παράδοση του αστικού κώδικα το επίπεδο ρύθμισης της αγοράς εργασίας τείνει να είναι υψηλότερο συγκριτικά με άλλες, που έχουν υιοθετήσει τη νομική παράδοση του εθιμικού δικαίου. Ωστόσο, μεταξύ των χωρών που έχουν υιοθετήσει τη νομική παράδοση του αστικού κώδικα, παρατηρείται μεγάλος βαθμός διαφοροποίησης ως προς το επίπεδο ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Επιπλέον, το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι λιγότερο προστατευτικό για τους εργαζομένους σε χώρες που εφαρμόζεται το εθιμικό δίκαιο, έναντι αυτών που έχουν υιοθετήσει τη νομική παράδοση του αστικού κώδικα. Τέλος, στις χώρες που έχει υιοθετηθεί η νομική παράδοση του αστικού κώδικα το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι πιο γενναιόδωρο, έναντι αυτών του εθιμικού δικαίου (Botero et al. 2003: 20-24). Μπορεί κανείς να βρει περιπτώσεις χωρών που η νομική θεωρία δεν διαψεύδεται. Για παράδειγμα, στο ΗΒ και στην Ιρλανδία, όπου εφαρμόζεται το νομικό σύστημα του εθιμικού δικαίου, η ΝΠΑ είναι ηπιότερη και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων πιο φειδωλό συγκριτικά με άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, η Αυστρία, η Πορτογαλία και η Ισπανία, στις οποίες εφαρμόζεται το γαλλικής, γερμανικής και σκανδιναβικής προέλευσης σύστημα δικαίου. Όντως, στις χώρες του εθιμικού δικαίου κυριαρχεί ο ρυθμιστικός μινιμαλισμός. Η συγκεκριμένη προσέγγιση αν και κινείται στο πλαίσιο του μονοπατιού εξάρτησης (path dependence) δεν ενσωματώνει στην ανάλυσή της τις ομάδες συμφερόντων και τον τρόπο που αυτές επηρεάζουν τη θεσμική αλλαγή. 125

144 4.3 Η προσέγγιση της αποτελεσματικότητας των θεσμών (efficient institutions view) Σύμφωνα με μια άλλη προσέγγιση, η οποία δίνει έμφαση στην αποτελεσματικότητα των θεσμών, οι τελευταίοι, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της αγοράς εργασίας, αποσκοπούν στη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας, ακόμα και αν δημιουργούν στρεβλώσεις στη λειτουργία των αγορών. Αναγνωρίζοντας την ατελή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, αλλά και υιοθετώντας την υπόθεση ότι τα άτομα αποστρέφονται τον κίνδυνο, οι θεσμοί της αγοράς εργασίας μπορούν να βελτιώσουν την κοινωνική ευημερία. Θεσμοί, όπως η ΝΠΑ και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων μπορούν να περιορίσουν τις διακυμάνσεις του εισοδήματος και της κατανάλωσης των ατόμων, που προκαλούνται εξαιτίας της μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας, όταν μάλιστα η λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος αδυνατεί να εξομαλύνει τις παραπάνω διακυμάνσεις (Arpaia, Moure 2005 β: 21). Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στο πλαίσιο της παραπάνω προσέγγισης είναι πιθανό οι θεσμοί της αγοράς εργασίας να δημιουργούν οφέλη σε όρους αποτελεσματικότητας παρά τις πιθανές στρεβλώσεις που μπορούν να προκαλέσουν στη λειτουργία της. Για παράδειγμα, ενώ αναγνωρίζεται ότι η ΝΠΑ λειτουργεί εις βάρος της απασχόλησης η μεταβίβαση πόρων από τους εργοδότες στους εργαζόμενους, μέσω της καταβολής αποζημίωσης απόλυσης αφενός περιορίζει τη μείωση της κατανάλωσης των απολυμένων εργαζομένων, αφετέρου δε μπορεί να συμβάλλει αλλά και να χρηματοδοτήσει, μέσω της μεταβίβασης πόρων, τη μετάβασή τους προς πιο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας (Bertola 2004). Μάλιστα, τα εν λόγω οφέλη είναι μεγαλύτερα όταν τα άτομα αποστρέφονται τον κίνδυνο, αδυνατούν να ασφαλιστούν έναντι αυτού και έχουν περιορισμένη πρόσβαση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Επιπλέον, σύμφωνα με τους Accemoglou και Shimer (1999) ένα γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων όχι μόνο περιορίζει τις διακυμάνσεις της κατανάλωσης του εργατικού δυναμικού, αλλά μπορεί, παράλληλα, να συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας. Αναγνωρίζοντας τον ηθικό κίνδυνο που προκύπτει από το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, οι Accemoglou και Shimer έδειξαν ότι το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων αποτελεί ένα είδος ασφάλισης για τους ανέργους, δεδομένου του αποκλεισμού τους από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, προκειμένου να αναζητήσουν, ενδεχομένως για μακρύτερο χρονικό διάστημα, περισσότερο παραγωγικές θέσεις εργασίας (Accemoglou και Shimer 1999). Σύμφωνα λοιπόν με την προσέγγιση της αποτελεσματικότητας των θεσμών, οι τελευταίοι, στην περίπτωση της αγοράς εργασίας, παίζουν, μεταξύ άλλων, το ρόλο της ασφάλισης (insurance) των 126

145 μελών του εργατικού δυναμικού, οι οποίοι αποστρέφονται τον κίνδυνο και δεν έχουν πρόσβαση, λόγω της ατελούς λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να συμβάλλουν στην αύξηση της κοινωνικής ευημερίας, αλλά και της αποτελεσματικότητας. Οι υποστηρικτές της συγκεκριμένης προσέγγισης αναγνωρίζουν τις στρεβλώσεις που μπορούν να δημιουργήσουν οι θεσμοί της αγοράς εργασίας στη λειτουργία τους, αλλά θεωρούν ότι μπορούν να συμβάλλουν στην αύξηση της συνολικής ευημερίας όταν τα οφέλη της ρύθμισης είναι μεγαλύτερα από τις στρεβλώσεις που δημιουργούν (Botero et al. 2003: 6). Αν και η επιχειρηματολογία της προσέγγισης αυτής είναι κατά βάση οικονομική, οι θεσμοί και ιδίως η διαδικασία διαμόρφωσής τους ορίζονται ενδογενώς στην ανάλυση. Τα μέλη του εργατικού δυναμικού που αποστρέφονται τον κίνδυνο, όταν η πρόσβασή τους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι περιορισμένη, μπορούν να πιέσουν προς την οικοδόμηση θεσμών στην αγορά εργασίας που δημιουργούν κέρδη γι αυτούς και με τα οποία μπορούν να ασφαλιστούν έναντι του κινδύνου της ανεργίας (Arpaia, Moure, 2005: 21). Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή αναπτύσσονται συμπληρωματικές σχέσεις μεταξύ του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει το χρηματοπιστωτικό σύστημα με αυτό της αγοράς εργασίας. Όσο πιο απορρυθμισμένο είναι το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τόσο ευκολότερη είναι η πρόσβαση των ατόμων σε δανειακά κεφάλαια, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν κατά τη μετάβασή τους από μια θέση εργασίας προς μια άλλη ή όταν και αν οδηγηθούν σε καθεστώς ανεργίας. Για παράδειγμα, στο ΗΒ, όπου ο βαθμός γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης ανεργίας είναι χαμηλός και η ΝΠΑ ήπια, η πρόσβαση των μελών του εργατικού δυναμικού σε δανειακά κεφάλαια ήταν ευκολότερη. Αντίθετα, σε χώρες, όπως σε ορισμένες της ηπειρωτικής Ευρώπης όπου το θεσμικό πλαίσιο που διέπει το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι πιο περιοριστικό, και η πρόσβαση στο δανεισμό μπορεί να είναι δυσκολότερη, η ασφάλιση των ατόμων έναντι του κινδύνου της ανεργίας επιτυγχάνεται μέσω του περιοριστικού θεσμικού πλαισίου που διέπει τις εργασιακές σχέσεις, αλλά και τις γενναιότερες παροχές του κοινωνικού κράτους. 4.4 Η προσέγγιση της κοινωνικής σύγκρουσης (social conflict view) Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, ομάδες συμφερόντων (ή συνασπισμοί αυτών) διαθέτοντας πολιτική δύναμη, αλλά και τη δυνατότητα ελέγχου ή επηρεασμού της πολιτικής εξουσίας, πιέζουν προς τη δημιουργία οικονομικών θεσμών που μεγιστοποιούν όχι την κοινωνική ευημερία, αλλά τα δικά τους συμφέροντα (Arpaia, Moure, 2005: 18 και Accemoglou et al. 2005: 427). Η προσέγγιση αυτή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι συγκεκριμένοι θεσμοί, τουλάχιστον αρχικά, δηλαδή στο στάδιο 127

146 διαμόρφωσής τους να ήταν αποτελεσματικοί. Δεν αποκλείει, όμως, και το ενδεχόμενο οι συγκεκριμένοι θεσμοί να μην είναι, πλέον, αποτελεσματικοί εξαιτίας των οικονομικών και τεχνολογικών αλλαγών που έχουν συντελεστεί. Σε σχέση, αλλά και σε αντίθεση με την προσέγγιση της αποτελεσματικότητας των θεσμών, η θεωρία της κοινωνικής σύγκρουσης αναγνωρίζει το ρόλο των πολιτικών θεσμών στη διαμόρφωση των οικονομικών θεσμών. Οι πρώτοι, δηλαδή οι πολιτικοί θεσμοί επηρεάζουν την κατανομή της πολιτικής εξουσίας και κατά συνέπεια τη δυνατότητα των ομάδων συμφερόντων να επηρεάσουν τη διαδικασία διαμόρφωσης των θεσμών (Accemoglou et al. 2005: 428). Oι πολιτικοί θεσμοί αποτελούν de jure πηγή πολιτικής δύναμης και άμεσης επίδρασης της διαδικασίας διαμόρφωσης των θεσμών με στόχο τη διατήρησή της, αλλά και de facto πηγή πολιτικής ισχύος και έμμεσου επηρεασμού της διαδικασίας διαμόρφωσης των θεσμών (Accemoglou et al. 2005: και 448). Ως de facto πολιτική ισχύς μπορεί να θεωρηθεί η δυνατότητα που έχουν ομάδες συμφερόντων να επιλύουν συλλογικές διαφορές, ή και να επηρεάζουν τη διαδικασία διαμόρφωσης των οικονομικών θεσμών, που στην περίπτωση της αγοράς εργασίας θα μπορούσαν να θεωρηθούν, μεταξύ άλλων, τα εργατικά συνδικάτα, αλλά και οι ενώσεις εργοδοτών. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή οι οικονομικοί θεσμοί επηρεάζουν την κατανομή των πόρων και δημιουργούν προσόδους (rents) για διάφορες ομάδες συμφερόντων, οι οποίες εναντιώνονται στη θεσμική αλλαγή. Όσο μεγαλύτερες (μικρότερες) είναι αυτές οι πρόσοδοι, τόσο εντονότερη (ηπιότερη) η αντίθεση των ομάδων συμφερόντων έναντι της θεσμικής αλλαγής. Η θεσμική αλλαγή, λοιπόν, είναι συνάρτηση των κερδών που δημιουργεί το υφιστάμενο θεσμικό καθεστώς. (Arpaia, Moure.: 2005: 19). Η εφαρμογή της συγκεκριμένης προσέγγισης όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας αποτελεί η θεωρία των εντός και εκτός των τειχών της αγοράς εργασίας (insiders outsides theory) των Assar Lindbech και Dennis Snower (Lindbeck, Snower, 2000). Σύμφωνα με αυτήν, οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας (insiders) απολαμβάνουν ευνοϊκότερες προοπτικές απασχόλησης έναντι των εκτός των τειχών, εξαιτίας του κόστους αντικατάστασης των εργαζομένων (labor turn over cost). Η διάκριση των εντός και εκτός των τειχών της αγοράς εργασίας μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, όπως: οι εργαζόμενοι έναντι των ανέργων, οι εργαζόμενοι στον επίσημο τομέα της οικονομίας έναντι αυτών που εργάζονται σε καθεστώς αδήλωτης εργασίας, οι μακροχρόνια εργαζόμενοι έναντι των νεοπροσλαμβανομένων, οι εργαζόμενοι υπό καθεστώς κανονικής απασχόλησης έναντι αυτών που εργάζονται με συμβάσεις 128

147 μερικής απασχόλησης και οι βραχυχρόνια άνεργοι έναντι των μακροχρόνια ανέργων (Lindbeck, Snower, 2000: 2). Οι επιχειρήσεις φαίνονται απρόθυμες να αντικαταστήσουν τους εντός των τειχών της αγοράς εργασίας από τους εκτός των τειχών, ακόμα και όταν οι τελευταίοι είναι διατεθειμένοι να εργαστούν με χαμηλότερο μισθό, εξαιτίας, καταρχάς, θεσμών της αγοράς εργασίας που είτε εμποδίζουν την προς τα κάτω ευελιξία των μισθών (κατώτατος μισθός) είτε αυξάνουν το κόστος αντικατάστασής τους (αποζημίωση απόλυσης). Επιπλέον, οι επιχειρήσεις μπορεί να είναι απρόθυμες να απασχολήσουν εργαζομένους με χαμηλό μισθό, αναλογιζόμενες πιθανή μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας (επιχείρημα μισθού αποδοτικότητας). Επίσης, οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας, εκμεταλλευόμενοι το κόστος αντικατάστασής τους μπορεί να μην επιτρέπουν στους εκτός των τειχών να μειοδοτήσουν μισθολογικά, επιβάλλοντας στους εργοδότες την ικανοποίηση των συμφερόντων τους, μέσω κυρίως, της δράσης των εργατικών συνδικάτων που μπορούν να επηρεάζουν αποτελεσματικότερα συγκριτικά με τους εκτός των τειχών (Lindbeck, Snower, 2000: 2). Στους παραπάνω παράγοντες θα μπορούσαν να προστεθούν και η ατελής πληροφόρηση των επιχειρήσεων όσον αφορά την αποδοτικότητα των εκτός των τειχών, το κόστος εκπαίδευσής τους, αλλά και τα οφέλη που προκύπτουν σε όρους παραγωγικότητας, για τους εντός των τειχών εξαιτίας των οικονομιών εκμάθησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλές από τις προσόδους (rents) που προκύπτουν για τους καλώς τοποθετημένους στην αγορά εργασίας δεν συναρτώνται αποκλειστικά από τη διατήρηση μιας θέσης εργασίας στον ίδιο εργοδότη. Μεταξύ αυτών είναι τα οφέλη από την απόκτηση της εργασιακής εμπειρίας, ρυθμίσεις που προστατεύουν την απασχόλησή τους, αλλά και η συμμετοχή τους στα εργατικά συνδικάτα. Οι εντός των τειχών, αποτελώντας μια πολυπληθή ομάδα όχι μόνο του εργατικού δυναμικού, αλλά και του εκλογικού σώματος, που μπορούν να πιέσουν προς την κατεύθυνση της διατήρησης, αν όχι της ενίσχυσης, των προσόδων που προκύπτουν γι αυτούς από τους θεσμούς της αγοράς εργασίας (Lindbeck, Snower, 2000: 7) 6. Τα κέρδη αυτά είναι συνάρτηση, μεταξύ άλλων, της διαφοράς του κατώτατου θεσπισμένου μισθού από αυτόν που είναι διατεθειμένοι να εργασθούν οι εκτός των τειχών και επηρεάζει το βαθμό υποκατάστασης των εντός με τους εκτός των τειχών της αγοράς εργασίας. Όσο λιγότερο (περισσότερο) υποκατάστατους θεωρούν οι 6 Η πιθανή επιρροή που μπορούν να ασκήσουν στις διαπραγματευτικής θέσης των εργατικών συνδικάτων παραπέμπει στην κατά Accemoglou de facto πηγή πολιτικής ισχύος (Accemoglou et al. 2005). 129

148 επιχειρήσεις τους εντός με τους εκτός των τειχών της αγοράς εργασίας, τόσο δυσμενέστερες (ευνοϊκότερες) είναι προοπτικές εισόδου των δεύτερων στην αγορά εργασίας. Οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας έχουν συμφέρον να υπονομεύουν τις εργασιακές προοπτικές των εκτός των τειχών, όχι μόνο για να προστατεύσουν την απασχόληση και το εισόδημά τους στο παρόν, αλλά και στο μέλλον. Μια πιθανή ηπιότερη συμπεριφορά έναντι των εκτός των τειχών, που θα ευνοούσε την ένταξή τους στην αγορά εργασίας στο παρόν, θα μπορούσε να χειροτερεύσει τη θέση τους στο μέλλον. Αν, για παράδειγμα, αποδέχονταν τη μείωση του κατώτατου μισθού στο παρόν, προκειμένου να ενταχθούν οι εκτός των τειχών στην αγορά εργασίας, όταν η παραγωγικότητα των τελευταίων προσεγγίσει αυτή των πρώτων, οι επιχειρήσεις θα προέβαιναν στην αντικατάσταση των αρχαιότερων και πιθανότατα υψηλότερα αμειβόμενα εργαζομένων με τους νεότερους και χαμηλότερου κόστους συναδέλφους τους (Lindbeck, Snower, 2000: 10). Η έκβαση των μεταρρυθμίσεων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τη διαπραγματευτική ισχύ των εργατικών συνδικάτων, η οποία επηρεάζεται, κυρίως, από τη συμμετοχή των εργαζομένων σε αυτά, αλλά και το κόστος αντικατάστασης των εργαζομένων. Όσο υψηλότερο είναι αυτό, τόσο εντονότερο το κίνητρο των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας να πιέσουν προς την κατεύθυνση της διατήρησης του θεσμικού status quo, προκειμένου να διατηρήσουν τη διαπραγματευτική τους ισχύ. Επιπλέον, το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις συνδικαλιστικές δράσεις, όπως τις απεργιακές κινητοποιήσεις και το δικαίωμα περιφρούρησής τους, αποτελεί έναν ακόμα παράγοντα, από τον οποίο εξαρτάται η διαπραγματευτική δύναμη των εργατικών συνδικάτων και των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας. Επίσης, το πολιτικό σύστημα και ο βαθμός στον οποίο είναι εφικτή η άσκηση πιέσεων από τους καλώς τοποθετημένους στην αγορά εργασίας για τη δημιουργία ή/και διατήρηση προστατευτικών γι αυτούς ρυθμίσεων, μπορεί να καθορίσει το βαθμό στον οποίο μπορούν να επηρεάσουν τη θεσμική αλλαγή (Lindbeck, Snower, 2000: 26). Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η σύνδεση των πολιτικών κομμάτων με τα εργατικά συνδικάτα. Η διαπραγματευτική ισχύς των εργατικών συνδικάτων εξαρτάται, εκτός από τη συμμετοχή των εργαζομένων σε αυτά, και από το θεσμικό τους ρόλο. Δηλαδή, η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας είναι δυσκολότερη όταν τα συνδικάτα διαθέτουν θεσμικά κατοχυρωμένη τη δυνατότητα ματαίωσης της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας, συγκριτικά με άλλες αγορές εργασίας, στις οποίες δεν υφίσταται η δυνατότητα αυτή (Davidsson, 2009a: 3). Συχνά, οι κυβερνήσεις διστάζουν να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις, οι οποίες είναι αντίθετες στα συμφέροντα των εντός των τειχών, όπως είναι αυτές που συμβάλλουν στον περιορισμό του κόστους 130

149 αντικατάστασης των εργαζομένων, καθώς αποτελούν την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος και κατ επέκταση πηγή σημαντικού πολιτικού κόστους (Lindbeck και Snower, 2000, Berthold και Fehn, 1996). Αντίθετα, οι εκτός των τειχών και ιδίως οι άνεργοι αποτελούν μια ολιγομελή ομάδα με περιορισμένες δυνατότητες άσκησης πίεσης προς μια κυβέρνηση, προκειμένου να επηρεάσουν τις μεταρρυθμιστικές της αποφάσεις (Saint-Paul, 1995). Παρά την πιθανή σύγκλιση των συμφερόντων των εκτός των τειχών και των επιχειρήσεων, έναντι ορισμένων μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας οι δυνατότητες άσκησης πίεσης σε μια κυβέρνηση είναι περιορισμένες, καθώς σχηματίζουν μια ανομοιογενή ομάδα με αποκλίνουσες προτιμήσεις έναντι άλλων και ενδεχομένως σημαντικότερων, ζητημάτων πολιτικής (Berthold και Fehn, 1996). Επιπρόσθετα, οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας αποτελούν και τους εντός του πολιτικού συστήματος (political insiders), καθώς τα αιτήματά τους λαμβάνονται υπόψη, αν δεν υιοθετούνται πλήρως, από τις πολιτικές ελίτ, σε αντίθεση με αυτά των εκτός των τειχών, γεγονός που οφείλεται στην άνιση εκπροσώπηση των δύο μερών του εργατικού δυναμικού στο πολιτικό σύστημα. Ο πολιτικός αποκλεισμός των εκτός των τειχών οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην υποεκπροσώπευσή τους τόσο στα εργατικά συνδικάτα, όσο και στα πολιτικά κόμματα, αλλά και στην ενδεχόμενη απουσία πολιτικών δικαιωμάτων, ιδίως για ειδικές ομάδες του εργατικού δυναμικού, όπως οι μετανάστες. Η περιορισμένη συμμετοχή των εκτός των τειχών στο πολιτικό σύστημα οφείλεται και στο γεγονός ότι οι άνεργοι υιοθετούν, συχνά, αρνητική στάση έναντι της πολιτικής σε αντίθεση με τους απασχολούμενους (Davidsson, 2009b: 5,12). Όπως ήδη αναφέρθηκε, το κόστος αντικατάστασης των εργαζομένων δημιουργεί προσόδους (rents) για τους καλώς τοποθετημένους στην αγορά εργασίας. Το μέγεθος των κερδών αυτών προσδιορίζει την απώλεια ευημερίας των εντός των τειχών, η οποία προκαλείται από την προώθηση ορισμένων μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, επηρεάζοντας έτσι τη στάση τους έναντι αυτών. Έτσι, μεταρρυθμίσεις που προκαλούν μείωση του κόστους αντικατάστασης των εργαζομένων προκαλούν την αντίθεση των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας, ενώ αντίθετα ευνοούν τους εκτός των τειχών και τις επιχειρήσεις. Οι εντός των τειχών τάσσονται υπέρ εκείνων των θεσμών της αγοράς εργασίας, οι οποίοι αυξάνουν το κόστος αντικατάστασής τους. Η περιοριστική ΝΠΑ, ο κατώτατος μισθός και η φορολόγηση της εργασίας, αποτελούν θεσμούς, η λειτουργία των οποίων τους ευνοεί. Επιπλέον, ενισχυτικά προς την επίτευξη των συμφερόντων τους λειτουργεί ένα προστατευτικό για τις συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις θεσμικό πλαίσιο. Αντίθετα, δεν ευνοούνται από θεσμούς της αγοράς εργασίας, οι οποίοι εντείνουν τα εργασιακά κίνητρα των ανέργων, όπως η μείωση των επιδομάτων ανεργίας, αυξάνουν την παραγωγικότητα των εκτός των τειχών, όπως οι ΕΠΑ και μειώνουν το 131

150 κόστος εργασίας, όπως πολιτικές επιδότησης της απασχόλησης. Επίσης, ωφελούνται όταν τα εργατικά συνδικάτα δεν ενσωματώνουν στις διαπραγματευτικές τους θέσεις τα συμφέροντα των εκτός των τειχών και η μετάβαση από την άτυπη στην κανονική απασχόληση δεν είναι εύκολη. Αντίθετα, οι εκτός των τειχών ευνοούνται από τη λειτουργία εκείνων των θεσμών της αγοράς εργασίας, οι οποίοι συμβάλλουν στον περιορισμό του κόστους αντικατάστασης των εργαζομένων, όπως οι ΕΠΑ, ιδίως τα προγράμματα επανακατάρτισης των εργαζομένων και επιδότησης της απασχόλησης ή/και μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας των χαμηλής παραγωγικότητας εργαζομένων. Αντίθετα, δεν ωφελούνται από θεσμούς της αγοράς εργασίας, οι οποίοι αυξάνουν το κόστος αντικατάστασης των εργαζομένων, όπως είναι η περιοριστική ΝΠΑ, η υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας και ο κατώτατος μισθός. Επιπλέον, ευνοούνται από ένα γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων και από ένα ήπια ρυθμισμένο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις άτυπες μορφές απασχόλησης, εφόσον η μετάβαση στην κανονική απασχόληση είναι εύκολη. Στο πλαίσιο της ίδιας προσέγγισης, δηλαδή της κοινωνικής σύγκρουσης, υπό την έννοια ότι οι ομάδες συμφερόντων της αγοράς εργασίας ανταγωνίζονται για την αποκόμιση κερδών που προκύπτουν από τους θεσμούς που διέπουν τη λειτουργία τους κατατάσσεται και η προσέγγιση του Giles Saint-Paul (Saint-Paul, 1999 β). Η διαφορά με την θεωρία των εντός και εκτός των τειχών έγκειται στο ότι ο Saint-Paul θεωρεί ότι οι θεσμοί αποτελούν πηγή δημιουργίας κερδών για ορισμένες ομάδες συμφερόντων, και όχι, απλώς, πηγή ενίσχυσης της διαπραγματευτικής ισχύος και αύξησης της πολιτικής επιρροής με απώτερο σκοπό τη μεγιστοποίησης των κερδών τους. Αμφότερες, πάντως, οι προσεγγίσεις αποδέχονται ότι οι θεσμοί δεν αποσκοπούν στην αύξηση της κοινωνικής ευημερίας, αλλά στη μεγιστοποίηση των κερδών ορισμένων ομάδων συμφερόντων. Με τον όρο πρόσοδος ο Saint-Paul ορίζει τη διαφορά της ευημερίας ενός εργαζομένου από έναν άνεργο. Η πρόσοδος αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η αγορά εργασίας δεν είναι μια τέλεια ανταγωνιστική αγορά και οι μισθοί αδυνατούν να μειωθούν σε επίπεδο που η αγορά εργασίας εκκαθαρίζεται. Παράγοντες που εμποδίζουν μια αγορά εργασίας να λειτουργεί ανταγωνιστικά και αποτελούν πηγές αποκόμισης προσόδων είναι η αδυναμία των επιχειρήσεων να καταγράψουν την εργασιακή προσπάθεια των εργαζομένων, το κόστος αντικατάστασης των εργαζομένων, η ανάπτυξη δεξιοτήτων των εργαζομένων μέσα από την παραγωγική διαδικασία, η ενδοεπιχειρησιακή επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο και το κόστος αναζήτησης εργασίας και πρόσληψης εργαζομένων. Οι θεσμοί της αγοράς εργασίας είναι πιθανόν να εντείνουν τις προσόδους που μπορούν να αποκομίσουν 132

151 ορισμένες ομάδες συμφερόντων και τα οποία ούτως ή άλλως προκύπτουν από τη μη-ανταγωνιστική λειτουργία τους, όπως για παράδειγμα οι ρυθμίσεις προστασίας της απασχόλησης που αυξάνουν το κόστος αντικατάστασης των εργαζομένων (Saint-Paul, 1999 β: 3). Θεσμοί στην αγορά εργασίας που εντείνουν τις εν λόγω προσόδους είναι επιθυμητοί από μερίδα των εργαζομένων, καθώς αφενός τείνουν να αυξάνουν τους μισθούς τους, αφετέρου δε ενισχύουν την εργασιακή τους ασφάλεια, καθώς μειώνουν τις ροές από την ανεργία στην απασχόληση. Οι συγκεκριμένες ομάδες πιέζουν προς την αύξηση των μισθών ή/και τη θέσπιση ή διατήρηση των συγκεκριμένων ρυθμίσεων μέσω, κυρίως, της ψηφοφορίας, αλλά και δευτερευόντως μέσω της δράσης των εργατικών συνδικάτων (Saint-Paul, 1999 β: 5). Μια άλλη διαφορά της θεωρίας του Saint-Paul από αυτή των Lindbeck και Snower εντοπίζεται στις ομάδες συμφερόντων της αγοράς εργασίας. Σύμφωνα με την προσέγγιση των εντός και εκτός των τειχών, το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την αγορά εργασίας ενισχύει τη θέση των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας. Αντίθετα, ο Saint-Paul θεωρεί ότι οι θεσμοί αποτελούν πηγές προσόδου των ανειδίκευτων εργαζομένων (unskilled workers) έναντι των ειδικευμένων (skilled workers). Οι θεσμοί στην αγορά εργασίας μπορούν να ειδωθούν ως μέσα αναδιανομής μεταξύ των παραγωγικών συντελεστών. Αν θεωρηθεί ότι η ποσότητα του κεφαλαίου σε μια οικονομία είναι σταθερή, τότε οι θεσμοί στην αγορά εργασίας που περιορίζουν την ποσότητα εργασίας λειτουργούν αναδιανεμητικά υπέρ της. Ωστόσο, κατά τον Saint-Paul, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθώς το κεφάλαιο, μακροχρόνια, ακολουθεί τάσεις συσσώρευσης. Το ενδιαφέρον του στρέφεται στη διάκριση μεταξύ ανειδίκευτων και ειδικευμένων εργαζομένων, προκειμένου να εντοπίσει τα αναδιανεμητικά αποτελέσματα που προκαλούνται από τους θεσμούς της αγοράς εργασίας 7. Θεωρεί ότι η αγορά εργασίας για τους ειδικευμένους εργαζομένους βρίσκεται σε ισορροπία, υπό την έννοια ότι οι μισθοί προσαρμόζονται κατά τρόπο που υπαγορεύει η προσφορά και η ζήτηση εργασίας. Αντίθετα, η αγορά εργασίας για τους ανειδίκευτους εργαζομένους παραμένει σε ανισορροπία, καθώς οι μισθοί είναι άκαμπτοι, με αποτέλεσμα την εμφάνιση ακούσιας ανεργίας. Έτσι, ο σταθερός παραγωγικός συντελεστής δεν θα πρέπει να θεωρείται το κεφάλαιο, αλλά η εξειδικευμένη εργασία. Οι θεσμοί της αγοράς εργασίας, ασκώντας αυξητικές πιέσεις στους μισθούς των ανειδίκευτων εργαζομένων λειτουργούν αναδιανεμητικά υπέρ τους. Συνεπώς, οι θεσμοί της αγοράς εργασίας λειτουργούν αναδιανεμητικά υπέρ των ανειδίκευτων εργαζομένων, αλλά και εις βάρος των ανειδίκευτων ανέργων (Saint-Paul, 1999 β: 7). 7 Με τον όρο ανειδίκευτα μέλη του εργατικού δυναμικού ο Saint-Paul δεν αναφέρεται, αποκλειστικά, στα προσόντα τους, αλλά θεωρεί ένα ευρύτερο σύνολο των μελών του εργατικού δυναμικού, των οποίων η απασχόληση επηρεάζεται από τους θεσμούς της αγοράς εργασίας. 133

152 Οι ανειδίκευτοι εργαζόμενοι μπορούν να επιτύχουν την οικοδόμηση θεσμών που λειτουργούν αναδιανεμητικά υπέρ τους, καθώς αποτελούν μια πολυπληθή ομάδα του εργατικού δυναμικού και κατ επέκταση πηγή σημαντικού πολιτικού κόστους. Παράλληλα, οι ειδικευμένοι εργαζόμενοι είναι πιθανόν να αποδέχονται τη δημιουργία ενός περιοριστικού ρυθμιστικού πλαισίου για την απασχόληση των ανειδίκευτων μελών του εργατικού δυναμικού, καθώς μπορούν να αποτρέψουν, ή τουλάχιστον να αμβλύνουν την ένταση των μεταξύ τους αντιπαραθέσεων (Saint-Paul, 1999 β: 7-8). Θα μπορούσε, επιπλέον, να υποστηριχθεί ότι τέτοιου είδους ρυθμίσεις διασφαλίζουν την ειρηνική τους συνύπαρξη, το κόστος όμως των οποίων επωμίζονται άλλοι, δηλαδή επιχειρήσεις και ανειδίκευτοι άνεργοι. Ο Saint-Paul σημείωσε ότι υπάρχουν θεσμοί της αγοράς εργασίας που δημιουργούν προσόδους (rent-creating), όπως είναι η περιοριστική ΝΠΑ, αλλά και άλλοι, όπως το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, οι οποίοι τις προστατεύουν (rent-protecting). Πρόκειται για σχέσεις πολιτικής και οικονομικής συμπληρωματικότητας που μπορούν να αναπτυχθούν μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας (Saint-Paul, 1999 β: 11). Η συνύπαρξη θεσμών που δημιουργούν, αλλά και διατηρούν τα κέρδη ορισμένων ομάδων στην αγορά εργασίας δυσχεραίνει τη θεσμική αλλαγή, καθιστώντας όσους ωφελούνται μεροληπτικούς έναντι του υφιστάμενου θεσμικού καθεστώτος (status quo bias). Όσον ισχυρότερα είναι τα κέρδη που δημιουργούνται από το υφιστάμενο θεσμικό καθεστώς, τόσο δυσκολότερη καθίσταται η θεσμική αλλαγή. Αναμφισβήτητα, τόσο η θεωρία των εντός και εκτός των τειχών, όσο και αυτή του Saint-Paul συνέβαλαν σημαντικά στην ακαδημαϊκή συζήτηση περί τη μεταρρύθμιση των θεσμών της αγοράς εργασίας. Η θεωρία των Lindebeck και Snower συνέβαλε σημαντικά, μεταξύ άλλων, στην οριοθέτηση των ομάδων συμφερόντων στην αγορά εργασίας. Στην ανάλυσή τους δεν ενσωμάτωσαν τις συμπληρωματικές σχέσεις μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας, αλλά και με το ευρύτερο ρυθμιστικό και οικονομικό περιβάλλον, αδυνατώντας έτσι να απαντήσουν γιατί ακόμα και οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας είναι πιθανόν να συναινέσουν σε μεταρρυθμίσεις που έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους αντικατάστασης των εργαζομένων, αλλά και της διαπραγματευτικής τους ισχύος. Επίσης, η υπόθεσή τους ότι οι θεσμοί της αγοράς εργασίας αποτελούν πηγή ενίσχυσης της διαπραγματευτικής θέσης των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας και προστασίας των κερδών που αποκομίζουν από ένα περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο εργασιακών σχέσεων τίθεται υπό 134

153 αμφισβήτηση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Δανίας, που όπως παρουσιάζεται εκτενώς και στο έκτο κεφάλαιο, τα εργατικά συνδικάτα συναίνεσαν στην απορρύθμιση της ΝΠΑ, δηλαδή ενός θεσμού που ενισχύει την ασφάλεια της θέσης απασχόλησης, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα την αύξηση της γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων και την αύξηση των δαπανών για ΕΠΑ. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας δεν εκλαμβάνουν τους θεσμούς ως μέσο ενίσχυσης της διαπραγματευτικής τους ισχύος, αλλά ως μέσο ικανοποίησης των συμφερόντων τους. Επίσης, αμφότερες οι παραπάνω προσεγγίσεις δεν ενσωματώνουν στην προσέγγισή τους το ευρύτερο οικονομικό και ρυθμιστικό περιβάλλον. Όπως για παράδειγμα ο βαθμός κορπορατισμού μιας οικονομίας. Όπως προκύπτει και από την εμπειρική ανάλυση του επόμενου κεφαλαίου υπάρχουν οικονομίες, στις οποίες το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις εργασιακές σχέσεις είναι περιοριστικό και ο βαθμός κορπορατισμού της οικονομίας είναι υψηλός, όπως για παράδειγμα, στην Ολλανδία, την Γερμανία, την Σουηδία και την Γερμανία. Έτσι, οι μισθολογικές αυξήσεις δεν ήταν υπέρμετρες, τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό που να επηρέαζαν αρνητικά το ποσοστό ανεργίας. Δηλαδή, οι συμπληρωματικές σχέσεις μεταξύ των θεσμών μπορούν να τροποποιήσουν τη στάση των ομάδων συμφερόντων έναντι της αλλαγής και ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένα και ουδέτερα του ευρύτερου πολιτικού, ρυθμιστικού και οικονομικού περιβάλλοντος. Ο Saint-Paul αναγνωρίζει την ύπαρξη συμπληρωματικών σχέσεων μεταξύ των θεσμών, αλλά τις εντοπίζει μόνο στο εσωτερικό της αγοράς εργασίας. Αναφέρεται μόνο για τις σχέσεις μεταξύ θεσμών της αγοράς εργασίας που αποτελούν πηγές αποκόμισης συμφερόντων (ΝΠΑ) και προστασίας αυτών (επιδόματα ανεργίας). Αν όμως στην ανάλυση ενσωματωθούν και άλλοι θεσμοί εντός και εκτός της αγοράς εργασίας μπορούν να αναδειχθούν αποκλίσεις ή και συγκλίσεις συμφερόντων, οι οποίες δεν αποκαλύπτονται από μια ανάλυση που εστιάζει, μόνο, στους θεσμούς που διέπουν τη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Επίσης, μέσω της ενσωμάτωσης στην ανάλυση των συμπληρωματικών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας, αλλά και με τα ευρύτερα θεσμικά χαρακτηριστικά των οικονομιών, μπορούν να αποκαλυφθούν μηχανισμοί που διαφοροποιούν την ένταση των συμφερόντων που περιγράφηκαν. Για παράδειγμα, το μέγεθος των επιχειρήσεων, η έκταση της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, αλλά και η υποκατάσταση της εξαρτημένης σχέσης εργασίας από την ανεξάρτητη (αυτοαπασχόληση), αποτελούν παράγοντες που δεν λαμβάνονται υπόψη στις παραπάνω θεωρητικές προσεγγίσεις. 135

154 Τόσο η θεωρία των εντός και εκτός των τειχών, όσο και αυτή του Saint-Paul παραβλέπουν το ρόλο των επιχειρήσεων στη διαδικασία της θεσμικής αλλαγής. Οι επιχειρήσεις αποτελούν έναν διακριτό και ισχυρό παίχτη στη διαδικασία διαμόρφωσης των θεσμών, ενώ παράλληλα αποτελεί το συνδετικό κρίκο μεταξύ της εν λόγω διαδικασίας και άλλων θεσμικών (θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών) και οικονομικών (βαθμός ανοίγματος οικονομίας) παραγόντων. 4.5 Τα μοντέλα οργάνωσης της αγοράς εργασίας και η θεωρία του μονοπατιού εξάρτησης (path dependence theory) Στις υποενότητες που προηγήθηκαν παρουσιάστηκαν οι βασικότερες θεωρητικές προσεγγίσεις, περί τη μεταρρύθμιση των θεσμών της αγοράς εργασίας. Η κριτική που ασκήθηκε σε αυτές εστιάζει σε δύο, κυρίως, σημεία: στο ότι παραβλέπουν το ρόλο των επιχειρήσεων αλλά κυρίως των συμπληρωματικών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών στη διαδικασία της θεσμικής αλλαγής. Η ύπαρξη συμπληρωματικών σχέσεων μεταξύ των θεσμών αποτελεί μια από τις βασικές υποθέσεις της συγκριτικής ανάλυσης των καπιταλιστικών συστημάτων (varieties of capitalism) και της συγκριτικής πολιτικής οικονομίας (Hall και Taylor 1996: 7). Οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών, ιδίως οι συμπληρωματικές, προσφέρουν ένα αναλυτικό εργαλείο, προκειμένου να ερμηνευθεί και εξηγηθεί το γεγονός ότι σε ορισμένες οικονομίες εφαρμόζονται υπό-άριστες (suboptimal) θεσμικές επιλογές, ενώ σε άλλες το ρυθμιστικό καθεστώς είναι, σαφώς, πιο αποτελεσματικό (Aoki, 2005:20). Οι συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών μπορούν να χαράξουν ένα μονοπάτι, από το οποίο δύσκολα μπορεί να αποκλίνει μια χώρα. Η προσέγγιση του μονοπατιού εξάρτησης (path dependence) έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο του ιστορικού θεσμισμού (historical institutionalism). Σύμφωνα με τον ιστορικό θεσμισμό οι πολιτικές, αλλά και οι θεσμοί, είναι αποτέλεσμα ανταγωνισμού ομάδων συμφερόντων για τον έλεγχο πόρων που βρίσκονται σε σπανιότητα. Παράλληλα, η λειτουργία και η εξέλιξη των θεσμών, αλλά και οι ίδιοι οι θεσμοί αποτελούν πηγές ασύμμετρης κατανομής της ισχύος μεταξύ των ομάδων συμφερόντων. Πρόκειται για μια δομιστική (structuralism) προσέγγιση των θεσμών, παρά για λειτουργική (functionalism), υπό την έννοια ότι οι θεσμοί δεν είναι αποτέλεσμα των αναγκών ενός συστήματος. Το κράτος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα θεσμών ικανό να διαμορφώσει το χαρακτήρα και τα αποτελέσματα του ανταγωνισμού των ομάδων συμφερόντων (Hall και Taylor, 1996: 6-7). 136

155 Σύμφωνα με τον ιστορικό θεσμισμό, οι θεσμοί συμβάλλουν στην ανάπτυξη στρατηγικών συμπεριφορών από τους δρώντες, αλλά και τις ομάδες συμφερόντων. Οι θεσμοί διαμορφώνουν ένα πλαίσιο εντός του οποίου οι ομάδες συμφερόντων προσπαθούν να επιτύχουν τους στόχους τους, ενώ οι κανόνες, οι ποινές, αλλά και οι συμφωνίες που απορρέουν και επιβάλλονται από τους θεσμούς περιορίζουν την αβεβαιότητα σχετικά με τη συμπεριφορά των υπόλοιπων ομάδων συμφερόντων (Hall και Taylor, 1996: 7). Έτσι, οι θεσμοί ευνοούν την ανάπτυξη στρατηγικών συμπεριφορών για την επίτευξη των στόχων των ομάδων συμφερόντων. Η απόκλιση από τέτοιου είδους συμπεριφορές μπορεί να είναι λιγότερο επικερδής για ορισμένους δρώντες και ομάδες συμφερόντων. Έτσι, όσο μεγαλύτερες είναι οι πρόσοδοι (rents) που προκύπτουν από τη λειτουργία ενός θεσμού και όσο ευνοϊκότερο το περιβάλλον που δημιουργεί για την επίτευξή τους, τόσο υψηλότερο θα είναι το κόστος της θεσμικής αλλαγής, γεγονός στο οποίο αποδίδουν οι υποστηρικτές της θεωρίας τη θεσμική συνέχεια (Hall και Taylor, 1996:8). Δύο είναι τα κυριότερα σημεία που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, προκειμένου να ερμηνευθεί η μεταρρυθμιστική αδράνεια που επιδεικνύουν ορισμένοι θεσμοί: οι συνθήκες (αρχικής) διαμόρφωσής τους και η διαδικασία αυτό-ενδυνάμωσής τους (self-reinforcing). Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι οι διαδικασίες αυτές είναι διακριτές, ενώ η συμβολή της διαδικασίας αυτοενδυνάμωσης των θεσμών είναι μεγαλύτερη στην ερμηνεία της θεσμικής σταθερότητας, που παρατηρείται στις αγορές εργασίας, καθώς η διαδικασία γέννησής τους είναι, μάλλον, αντικείμενο ιστορικής μελέτης. Παράλληλα, η διαδικασία αυτοενδυνάμωσης των θεσμών είναι κομβικής σημασίας για τη διατήρηση του θεσμικού status quo, καθώς αποτρέπει την ανάδυση και παγίωση εναλλακτικών θεσμικών επιλογών, που, ίσως, ταιριάζουν καλύτερα στις νέες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί (Mahoney, 2000). Η διαδικασία αυτοενδυνάμωσης των θεσμών μπορεί να αποδοθεί στις συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους, αλλά και στις αύξουσες αποδόσεις, οι οποίες εμποδίζουν την εκτροπή μιας οικονομίας από το θεσμικό μονοπάτι, στο οποίο έχει εισέλθει, προς ένα άλλο. Δηλαδή, τα κέρδη που προκύπτουν από τη λειτουργία ενός θεσμού, εντός του συγκεκριμένου ευρύτερου ρυθμιστικού πλαισίου, είναι μεγαλύτερα συγκριτικά με αυτά που θα προέκυπταν όταν ο ίδιος θεσμός εντασσόταν σε ένα διαφορετικό ρυθμιστικό πλαίσιο. Αποτέλεσμα των αυξουσών αποδόσεων είναι η παγίωση-εμμονή ενός ευρύτερου θεσμικού και κοινωνικού πλαισίου, εντός του οποίου οι θεσμοί δύσκολα μπορούν να μεταρρυθμιστούν (Mahoney, 2000). 137

156 Η διαδικασία αυτοενδυνάμωσης των θεσμών εξηγείται, μέσω διαφορετικών προσεγγίσεων όπως είναι η ωφελιμιστική (utilitarian explanation), η λειτουργική (functional explanation), καθώς και οι ερμηνείες της νομιμοποίησης (legitimation explanation) και της ισχύος (power explanation). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, για τη μεταρρυθμιστική αδράνεια που συχνά παρατηρείται στην αγορά εργασίας, παρουσιάζει η τελευταία προσέγγιση. Σύμφωνα με αυτήν, οι θεσμοί αναπαράγονται, καθώς υποστηρίζονται από μια άρχουσα ομάδα δρώντων (elite group of actors), ενώ παράλληλα λειτουργεί μια αμφίδρομη διαδικασία ενίσχυσης μεταξύ των θεσμών και αυτής της ομάδας, η οποία εμποδίζει τη θεσμική αλλαγή. Η τελευταία μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αποδυνάμωσης αυτής της ομάδας και της ενδυνάμωσης μιας άλλης, η οποία τάσσεται υπέρ του νέου θεσμικού status quo (Mahoney, 2000). Ενδεχομένως, η θεσμική αλλαγή μπορεί να προέλθει, όχι από την αντικατάσταση της κυρίαρχης ομάδας συμφερόντων, αλλά από τη μεταβολή των προτιμήσεών της. Για παράδειγμα, οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας τάσσονται υπέρ της περιοριστικής ΝΠΑ, η οποία αποτελεί τη σημαντικότερη, ίσως, πηγή του κόστους αντικατάστασής τους και περιορίζει τον κίνδυνο της ανεργίας ακόμα και σε περιόδους μακροοικονομικών διακυμάνσεων και ενδεχομένως διαρθρωτικών μεταβολών. Ωστόσο, σε συνθήκες έντονου διεθνούς ανταγωνισμού και αβεβαιότητας, οι καλώς τοποθετημένοι ενδέχεται να συναινέσουν στο μετριασμό των ρυθμίσεων που διέπουν το καθεστώς απολύσεων, διεκδικώντας, παράλληλα, ένα πιο γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων. Στο επίκεντρο της θεωρίας του μονοπατιού εξάρτησης βρίσκονται οι συμπληρωματικές σχέσεις μεταξύ των θεσμών. Οι σχέσεις αυτές μπορεί να επηρεάσουν τα συμφέροντα των ομάδων συμφερόντων, αλλά και τη διαπραγματευτική τους θέση. Επιπλέον, είναι αυτές που μπορούν να ερμηνεύσουν γιατί αποτυγχάνει η εφαρμογή προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων, όχι μόνο στην αγορά εργασίας αλλά και σε άλλους τομείς ρύθμισης. Οι συμπληρωματικές σχέσεις μεταξύ των θεσμών όχι μόνο μπορούν να διαφοροποιήσουν την αποτελεσματικότητα ενός θεσμού μεταξύ διαφορετικών χωρών, αλλά μπορούν να επηρεάσουν και τη θεσμική αλλαγή. Οι συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών, μπορούν να διακριθούν σε εσωτερικές και εξωτερικές. Ως εσωτερικές νοούνται αυτές που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας, ενώ ως εξωτερικές αυτές που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας με τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της οικονομίας, το ευρύτερο ρυθμιστικό πλαίσιο, αλλά και με άλλους πολιτικούς παράγοντες. 138

157 Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθούν τα είδη, το περιεχόμενο, αλλά και η ένταση των συμπληρωματικών σχέσεων μεταξύ των θεσμών. Ας υποθέσουμε, δύο πεδία ρύθμισης ή αγορές (Χ και Ζ), για τα οποία υφίστανται δύο εναλλακτικές θεσμικές επιλογές, για κάθε ένα από αυτά (δηλαδή, x ή x, για το πεδίο ρύθμισης Χ και z ή z για το Ζ). Μεταξύ των δύο πεδίων ρύθμισης Χ και Ζ υφίστανται συναρτησιακή σχέση (super modularity), όταν οι επιδόσεις της θεσμικής επιλογής, έστω της x, στο πεδίο ρύθμισης Χ, είναι μεγαλύτερες, όταν στο πεδίο ρύθμισης Ζ εφαρμόζεται μια συγκεκριμένη θεσμική επιλογή, έστω η z. Σε αυτήν την περίπτωση, τα ρυθμιστικά πεδία ή οι αγορές Χ και Ζ είναι συναρτησιακές, ενώ οι θεσμοί x και z συμπληρωματικοί (Aoki, 2005: 20) 8. Το παραπάνω σχήμα, μπορεί να εφαρμοστεί στις περιπτώσεις τόσο των εξωτερικών, όσο και των εσωτερικών συμπληρωματικών σχέσεων. Για παράδειγμα, η λειτουργία της αγοράς εργασίας συναρτάται με τη λειτουργία της αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών (συναρτησιακή σχέση μεταξύ των δύο αγορών), ενώ η εφαρμογή ενός θεσμικού πλαισίου που ενισχύει την ανταγωνιστική λειτουργία της δεύτερης (δηλαδή της αγοράς προϊόντων-υπηρεσιών), ευνοείται από την ύπαρξη θεσμών στην αγορά εργασίας που συμβάλλουν στην ευέλικτη λειτουργία της. Στην περίπτωση των εσωτερικών συμπληρωματικών σχέσεων, δηλαδή αυτών που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών που διέπουν τη λειτουργία μιας αγοράς, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι όλα σχεδόν τα πεδία ρύθμισης είναι συναρτησιακά και κατ επέκταση μπορούν να εντοπιστούν συμπληρωματικές σχέσεις μεταξύ των θεσμικών επιλογών. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της αγοράς εργασίας οι επιπτώσεις του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει το καθεστώς των απολύσεων στις επιδόσεις της, συναρτώνται με το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, τις ΕΠΑ, το ύψος του κατώτατου μισθού και το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των εργατικών συνδικάτων. Αυτό όμως που διαφέρει είναι η ένταση των συμπληρωματικών σχέσεων, που μπορούν να αναπτυχθούν μεταξύ των θεσμικών επιλογών στα διάφορα πεδία ρύθμισης της αγοράς εργασίας 9. Δύο θεσμοί (Ε και Ε ) μπορεί να είναι συμβιωτικοί (compatible) μεταξύ τους, που δεν σημαίνει τίποτε παραπάνω, από το ότι, απλώς, παρατηρούνται από κοινού στις υπάρχουσες οικονομίες. Σε αυτήν την περίπτωση, θα πρέπει να ισχύει (Boyer, 2005: 49): 8 Η συναρτησιακή σχέση μεταξύ των θεσμών μπορεί να εκφραστεί και με μαθηματικούς όρους. Δύο θεσμοί Ε και Ε συναρτώνται μεταξύ τους, όταν η επίδοση (R) του συνδυασμού τους είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλο θεσμικό μίγμα. Δηλαδή, θα πρέπει να ισχύει η ακόλουθη σχέση: R(E,E )>R(E,A) για κάθε Α Ε και R(E,E )>R(Β,A) για κάθε Β Ε (Boyer, 2005: 48). 9 Η ένταση των σχέσεων μεταξύ των θεσμών δεν διαφέρει μόνο στην περίπτωση των εσωτερικών συμπληρωματικών σχέσεων, αλλά και στις εξωτερικές. Για παράδειγμα, οι οικονομικές επιπτώσεις που δημιουργούνται από τις συμπληρωματικές σχέσεις μεταξύ του συστήματος της εταιρικής διακυβέρνησης και των βιομηχανικών σχέσεων, διαφέρουν από αυτές που προκύπτουν από τη συμπληρωματική σχέση μεταξύ των συστημάτων κατάρτισης και εργασιακών σχέσεων (Deeg, 2005). 139

158 Ε Ε Ø Επιπλέον, μεταξύ των θεσμών (Ε και Ε ) μπορεί να εντοπισθεί σχέση συνάφειας (coherence), που, απλά, σημαίνει ότι η λειτουργία του ενός θεσμού (Ε) διευκολύνεται από την ύπαρξη του άλλου (Ε ) 10. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να ισχύει (Boyer, 2005: 50): Ε Ε Ø Η συμπληρωματική σχέση μεταξύ δύο θεσμών μπορεί να εκφραστεί και με μαθηματικούς όρους, ως ακολούθως: δύο θεσμοί (έστω Ε και Ε ) είναι συμπληρωματικοί, όταν η επίδοση (R) της συνδυασμένης λειτουργίας τους, είναι μεγαλύτερη από την επίδοση καθενός θεσμού ξεχωριστά. Δηλαδή, θα πρέπει να ισχύει η ακόλουθη σχέση (Boyer, 2005: 48): R (E,E )>R(E) και R(E,E )>R(E ) Τέλος, υπάρχουν περιπτώσεις θεσμών, όπου η ύπαρξη του ενός προϋποθέτει την ύπαρξη του άλλου. Η σχέση αυτή μπορεί να περιγραφεί ως ιεραρχική (hierarchy) και αποτελεί μια περίπτωση ενισχυμένης συμπληρωματικής σχέσης, καθώς η αποτελεσματική λειτουργία ενός θεσμού προϋποθέτει την ύπαρξη ενός άλλου, ενώ ο τελευταίος μπορεί να είναι συμβιωτικός με τρίτους θεσμούς. Έστω δηλαδή ότι υπάρχει ένας θεσμός Ε, τότε μεταξύ ενός συνόλου θεσμών (Ε, Ε Ε ), υπάρχει μόνο ένας θεσμός Ε, έτσι ώστε να ισχύουν οι ακόλουθες σχέσεις (Boyer, 2005: 49): Ε Ε Ø και Ε Ε =Ø,, Ε Ε =Ø Από τα παραπάνω προκύπτει μια ιεράρχηση των σχέσεων που μπορούν να αναπτυχθούν μεταξύ των θεσμών, η οποία έχει ως ακολούθως (Boyer, 2005: 50): Σχέση Συμβίωσης <Σχέση Συνάφειας <Συμπληρωματικότητα <Ιεραρχική Σχέση 10 Θα πρέπει να σημειωθούν οι διαφορές μεταξύ των σχέσεων συνάφειας, συμβίωσης και συμπληρωματικότητας μεταξύ δύο ή περισσότερων θεσμών. Η σχέση συνάφειας τοποθετείται μεταξύ των άλλων δύο (δηλαδή της συμβιωτικής και της συμπληρωματικότητας), καθώς δηλώνει ότι η λειτουργία ενός θεσμού ευνοείται από την ύπαρξη ενός άλλου, χωρίς αυτό να σημαίνει, απαραίτητα, ότι η επίδοση της συνδυασμένης λειτουργίας τους είναι μεγαλύτερη από τη μεμονωμένη ύπαρξη του καθενός (συμπληρωματική σχέση). 140

159 Πώς, όμως, οι παραπάνω σχέσεις μεταξύ των θεσμών συνδέονται με τη μεταρρυθμιστική διαδικασία; Δηλαδή, όσο εντονότερες είναι οι σχέσεις μεταξύ των θεσμών, τόσο ευκολότερη ή δυσκολότερη είναι η μεταρρύθμισή τους; Ο Deeg διατύπωσε ορισμένες υποθέσεις σχετικά με τις συμπληρωματικές σχέσεις των θεσμών και τη θεσμική αλλαγή οι σημαντικότερες, εκ των οποίων, είναι (Deeg, 2005): Όταν οι θεσμοί είναι συμπληρωματικοί, τότε η μεταρρύθμιση του ενός μπορεί να επισπεύσει τη μεταρρύθμιση του άλλου. Μάλιστα, όταν οι θεσμοί συνδέονται με ιεραρχική σχέση, τότε μεταβολές στο δευτερεύοντα θεσμό (subordinate institution), περιορισμένη, μόνο, επίδραση μπορούν να ασκήσουν στον κύριο (dominant institution), αλλά και εν γένει στους συμπληρωματικούς του θεσμούς. Όσο ισχυρότερες οι συμπληρωματικές σχέσεις μεταξύ ενός συνόλου θεσμού, τόσο πιθανότερο αυτοί να παραμείνουν σταθεροί. Οι ισχυρές συμπληρωματικές σχέσεις μεταξύ των θεσμών δημιουργούν προσόδους (rents) σε κάποιους δρώντες, με αποτέλεσμα να αντιτίθενται στη μεταρρύθμισή τους, εκτός και αν το νέο θεσμικό καθεστώς είναι πιο επωφελές γι αυτούς. Όταν οι θεσμοί συνδέονται με σχέσεις συμπληρωματικότητας, η μεταρρύθμιση του ενός μπορεί να ενισχύσει ή να αποδυναμώσει την έντασή τους, επηρεάζοντας, έτσι, τη μεταρρυθμιστική διαδικασία. Ο Bruno Amable (2009) προτείνει μια εναλλακτική σύνδεση των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών και της διαδικασίας μεταρρύθμισής τους, με εντονότερες αποχρώσεις πολιτικής οικονομίας. Η διαμόρφωση των θεσμών, σύμφωνα με τον Bruno Amable, είναι αποτέλεσμα κοινωνικών συμβιβασμών. Επίσης, οι διαδικασίες διαμόρφωσης και μεταρρύθμισής τους εξαρτώνται από τη στήριξη, που παρέχονται σε αυτές, από τους κυρίαρχους κοινωνικό-πολιτικούς συνασπισμούς ομάδων συμφερόντων. Η θεσμική αλλαγή είναι το αποτέλεσμα στρατηγικών, που στόχο έχουν τη βελτίωση της θέσης όλων των μερών που απαρτίζουν τον κυρίαρχο συνασπισμό (Crouch et al. 2005). Η απόφαση για τη μεταρρύθμιση, ή μη, των θεσμών λαμβάνεται από τους πολιτικούς (political actors). Οι τελευταίοι επιζητούν την πολιτική στήριξη του κυρίαρχου συνασπισμού ομάδων συμφερόντων. Δηλαδή, οι πολιτικοί θα προωθούν εκείνες τις μεταρρυθμίσεις και προς εκείνη την κατεύθυνση, προκειμένου να ικανοποιηθούν τα συμφέροντα του κυρίαρχου συνασπισμού ομάδων 141

160 συμφερόντων. Οι μεταρρυθμίσεις θεσμών, οι οποίοι δεν επηρεάζουν, σημαντικά, την ευημερία του κυρίαρχου συνασπισμού, αναμένεται μια ευκολότερη, πολιτικά, διαδικασία. Αντίθετα, οι πολιτικοί είναι πιο επιφυλακτικοί, ίσως και διστακτικοί στη μεταρρύθμιση εκείνων των θεσμών, οι οποίοι επηρεάζουν περισσότερο τα συμφέροντα του κυρίαρχου συνασπισμού ομάδων συμφερόντων και συνήθως βρίσκονται στην κορυφή της θεσμικής ιεραρχίας. Οι μεταβαλλόμενες συνθήκες μπορούν να τροποποιήσουν τόσο τις στρατηγικές των ομάδων που διαμορφώνουν τον κυρίαρχο συνασπισμό, όσο και την ίδια τη διάρθρωσή του, επηρεάζοντας παράλληλα και τη μεταρρυθμιστική διαδικασία (Crouch et al. 2005). Η μεταρρύθμιση, λοιπόν, των θεσμών εξαρτάται, μεταξύ άλλων από την ένταση των συμπληρωματικών σχέσεων, αλλά και τις προτιμήσεις του κυρίαρχου συνασπισμού ομάδων συμφερόντων. Η ένταση των συμπληρωματικών σχέσεων, όπως αυτή εκφράζεται μέσω της ιεραρχικής σχέσης που παρουσιάστηκε παραπάνω δεν είναι μοναδική, αλλά εξαρτάται από τη μεταβλητή που θα επιλεγεί στην ανάλυση. Για παράδειγμα, μεταξύ δύο θεσμών (Ε και Ε ), μπορεί να αναπτύσσεται συμπληρωματική σχέση ως προς μια μεταβλητή z και απλά συμβιωτική σχέση, ως προς μια άλλη μεταβλητή y. Παράλληλα, οι ομάδες συμφερόντων ιεραρχούν διαφορετικά κάθε μεταβλητή, επηρεάζοντας έτσι τη στάση τους έναντι της θεσμικής αλλαγής, αλλά κυρίως τους συνασπισμούς που μπορούν να διαμορφωθούν μεταξύ τους. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο ιστορικός θεσμισμός και η θεωρία του μονοπατιού εξάρτησης υιοθετούνται στα μοντέλα συγκριτικής ανάλυσης των οικονομικών και πολιτικών συστημάτων. Έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες ταξινόμησης των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας, με διαφορετικά, ανά περιπτώσεις, κριτήρια, πολλές από τις οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο της ευρύτερης συγκριτικής ανάλυσης των καπιταλιστικών συστημάτων. Μια κλασσική ταξινόμηση των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας στηρίζεται στη σχέση υποκατάστασης μεταξύ της ΝΠΑ και του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, καθώς η προστασία των εργαζομένων έναντι των κινδύνων της ανεργίας μπορεί να επιτευχθεί είτε μέσω παροχών (επιδόματα ανεργίας), είτε μέσω ρύθμισης (ΝΠΑ). Σύμφωνα με την τυπολογία αυτή, υπάρχουν τέσσερα διαφορετικά μοντέλα αγορών εργασίας και κοινωνικού κράτους στην Ευρώπη (Sapir, 2005) 11 : α) το Σκανδιναβικό (Δανία, Φινλανδία, Σουηδία και Ολλανδία), το Αγγλοσαξονικό (ΗΒ και Ιρλανδία), το Ηπειρωτικό (Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία και Λουξεμβούργο) και το Μεσογειακό (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία). 11 Η τυπολογία αυτή υιοθετείται και από τους Guger, Leoni, Walterskirchen, (Guger et al. 2007). Επίσης, σχετική είναι και η τυπολογία των μοντέλων κοινωνικού κράτους του Esping-Andersen, ο οποίος τα διακρίνει σε φιλελεύθερα (liberal), συντηρητικά- κορπορατιστικά (conservative-corporatist) και σοσιαλδημοκρατικά (social democratic) (Esping-Andersen, 1990 ) 142

161 Στο σκανδιναβικό μοντέλο, η ΝΠΑ είναι απορρυθμισμένη, το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων γενναιόδωρο, η συμμετοχή των εργαζομένων στα εργατικά συνδικάτα μεγάλη και η διαπραγματευτική τους δύναμη ισχυρή. Το ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές εργασίας των χωρών αυτών, σε συνδυασμό με τον αναβαθμισμένο ρόλο των εργατικών συνδικάτων τόσο στο χώρο εργασίας, όσο και στη λειτουργία των συστημάτων αποζημίωσης των ανέργων, συμβάλλουν στη σύγκλιση των μισθών. Στο αγγλοσαξονικό μοντέλο, η ΝΠΑ είναι, επίσης, απορρυθμισμένη, δίνεται έμφαση σε μέτρα που προάγουν την ενεργητική συμπεριφορά του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, ενώ η ισχύς των εργατικών συνδικάτων είναι περιορισμένη και οι μισθολογικές αποκλίσεις έντονες. Το ηπειρωτικό μοντέλο, συνδυάζει τις έντονα ρυθμισμένες εργασιακές σχέσεις με το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων και τα ισχυρά εργατικά συνδικάτα. Στο μεσογειακό μοντέλο, η περιοριστική, ιδίως για την κανονική απασχόληση, ΝΠΑ συνδυάζεται με ένα φειδωλό σύστημα αποζημίωσης των ανέργων. Παράλληλα, εφαρμόζονται πολιτικές που δεν προάγουν την ενεργητική συμμετοχή στην αγορά εργασίας, ενώ το σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων συμβάλλει στη σύγκλιση των μισθών. Μια άλλη ταξινόμηση, αυτή τη φορά των οικονομικών συστημάτων πρότειναν οι Hall και Soskice, σύμφωνα με την οποία οι σύγχρονες καπιταλιστικές οικονομίες μπορούν να διακριθούν στις Συντονισμένες Οικονομίες της Αγοράς (Coordinated Market Economies), στις Φιλελεύθερες Οικονομίες της Αγοράς (Liberal Market Economies) και στις Μεσογειακές Οικονομίες (Mediterranean) (Hall and Soskice, 2001). Σύμφωνα με τους συγγραφείς, οι αγορές εργασίας των φιλελεύθερων οικονομιών και δη της Ιρλανδίας και του ΗΒ στην περίπτωση της Ευρώπης, διέπονται από ένα απορρυθμισμένο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο ευνοεί την ευελιξία του κόστους εργασίας και υπαγορεύεται από τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, αλλά και των επιχειρήσεων γενικότερα. Το βασικότερο κριτήριο αξιολόγησης των επιχειρήσεων είναι η τρέχουσα κερδοφορία τους. Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών, ευνοεί την ανταγωνιστική λειτουργία τους, παρακινώντας τις επιχειρήσεις για αναζήτηση νέων πηγών κέρδους, οι οποίες μπορούν να προκύψουν μέσω της ριζικής τεχνολογικής εξέλιξης, στην οποία εμπεριέχεται, έντονα, το στοιχείο του κινδύνου, η ανάληψη του οποίου ευνοείται από την ευέλικτη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Επιπλέον, στις εν λόγω οικονομίες, σημαντικός είναι ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη λειτουργία των επιχειρήσεων καθώς τους παρέχει πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια, η οποία εξαρτάται από τη βραχυπρόθεσμη επίτευξη θετικών χρηματοοικονομικών αποτελεσμάτων. Το ευέλικτο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις εργασιακές σχέσεις ευνοεί την επίτευξη κερδοφόρων αποτελεσμάτων, καθώς 143

162 διευκολύνει τις επιχειρήσεις να προσαρμόζουν το κόστος εργασίας στις διακυμάνσεις της ζήτησης για τα προϊόντα τους (Hall και Soskice, 2001: 17-33). Αντίθετα, στις συντονισμένες οικονομίες της αγοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η Γερμανία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Σουηδία, η Δανία, η Φινλανδία και η Αυστρία, το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές εργασίας τους είναι πιο περιοριστικό και οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτές ευνοούνται από τις μακροχρόνιες εργασιακές σχέσεις. Στις οικονομίες αυτές, η τρέχουσα κερδοφορία δεν αποτελεί το βασικότερο κριτήριο αξιολόγησης και πρόσβασής τους σε χρηματοδοτικά κεφάλαια, καθιστώντας την εργασία πιο ανελαστική στις διακυμάνσεις της ζήτησης για προϊόντα και υπηρεσίες. Παράλληλα, οι εργαζόμενοι μετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και οργάνωσης των επιχειρήσεων. Επίσης, στις ρυθμισμένες ευρωπαϊκές οικονομίες, ο ρόλος του υψηλά καταρτισμένου εργατικού δυναμικού είναι αναβαθμισμένος στην παραγωγική διαδικασία, όπως και αυτός της ενδοεπιχειρησιακής επένδυσης σε ανθρώπινο κεφάλαιο, η οποία με τη σειρά της ευνοείται από τις μακροχρόνιες εργασιακές σχέσεις (Hall and Soskice, 2001). Τέλος, χώρες του ΟΟΣΑ και εν προκειμένω ευρωπαϊκές, οι οποίες δεν μπορούν αν ενταχθούν σε κανένα από τα παραπάνω μοντέλα είναι η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα. Πρόκειται για τις μεσογειακές οικονομίες, στις οποίες οι Peter Hall και David Soskice δεν προβαίνουν σε εκτενή ανάλυση, στις οποίες ο κρατικός παρεμβατισμός είναι έντονος, όπως και ο αγροτικός τομέας, ενώ, πολλές φορές, οι εργασιακές σχέσεις διέπονται από φιλελεύθερες ρυθμίσεις. Ωστόσο, στην προσέγγιση των Hall και Soskice δεν γίνεται αναφορά στην πολιτική οικονομία της διαμόρφωσης των θεσμών και πιο συγκεκριμένα στη σύγκρουση των συμφερόντων μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων, ιδιαίτερα στην περίπτωση των φιλελεύθερων οικονομικών της αγοράς. Αντίθετα, στην περίπτωση των συντονισμένων οικονομιών αναφέρεται η σύγκλιση των προτιμήσεων τόσο των εργαζομένων, όσο και των επιχειρήσεων προς την κατεύθυνση του περιοριστικού θεσμικού πλαισίου εργασιακών σχέσεων. Επίσης, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο των επιχειρήσεων στην οικονομική δραστηριότητα και κατ επέκταση στη διαμόρφωση των θεσμών, ενώ ο ρόλος τόσο των εργαζομένων, όσο και του κράτους, στην παραπάνω διαδικασία είναι υποβαθμισμένος. Επιπλέον, οι συγγραφείς αποδίδουν τη θεσμική σταθερότητα στις συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών, παραβλέποντας το πώς αυτές μπορούν να επηρεάσουν, ενδεχομένως επισπεύδοντας, τη μεταρρυθμιστική διαδικασία (Kelly, Hamman, 2007). Παράλληλα, οι Peter Hall και David Soskice παραβλέπουν τις επιπτώσεις των θεσμών της αγοράς εργασίας στις επιδόσεις της, ιδίως στην περίπτωση των συντονισμένων 144

163 οικονομιών, όταν μάλιστα σε αυτές παρατηρείται επέκταση του τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος ευνοείται από ένα ρυθμιστικό καθεστώς, όμοιο με αυτό των φιλελεύθερων οικονομιών (Blyth, 2003). Τέλος, ένα ακόμα σημείο κριτικής έναντι της προσέγγισης των Peter Hall και David Soskice, προκύπτει από το στατικό της χαρακτήρα και την έμμεση αναφορά στη θεσμική αλλαγή (Amable, 2009). Πολλοί συγγραφείς πρότειναν διαφορετικές τυπολογίες καπιταλιστικών συστημάτων, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τα παραπάνω σημεία κριτικής. Η Vivien Schmidt στο βιβλίο της The futures of European capitalism, διακρίνει τρία είδη καπιταλιστικών συστημάτων, χρησιμοποιώντας ως κριτήρια ταξινόμησης τις σχέσεις μεταξύ των επιχειρήσεων, το ρόλο του κράτους στην οικονομία και το σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών, τα οποία είναι (Schmidt, 2002): ο καπιταλισμός της αγοράς (market capitalism), ο διευθυνόμενος καπιταλισμός (managed capitalism) και ο κρατικός καπιταλισμός (state capitalism). Η ανάλυσή που ακολουθείται είναι κυρίως διαχρονική, παρά διατομεακή, ενσωματώνοντας σε αυτή το δυναμικό χαρακτήρα της θεσμικής αλλαγής, στοιχείο που απουσιάζει από την προσέγγιση των Hall και Soskice (Kelly and Hamman, 2007). Ο Bruno Amable (2003) διακρίνει πέντε είδη καπιταλιστικών συστημάτων, ανάλογα με τη δομή των αγορών προϊόντων-υπηρεσιών, τους θεσμούς της αγοράς εργασίας και κοινωνικής προστασίας, και τέλος το εκπαιδευτικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα, εντοπίζοντας μια σειρά συμπληρωματικών σχέσεων, που μπορούν να αναπτυχθούν μεταξύ αυτών θεσμών στα παραπάνω πεδία ρύθμισης. Τα καπιταλιστικά συστήματα, κατά τον Amable, μπορούν να διακριθούν στις ακόλουθες κατηγορίες (Amable, 2003): το νέο-φιλελεύθερο, το ηπειρωτικό-ευρωπαϊκό, το σοσιαλδημοκρατικό, το Μεσογειακό και το Ασιατικό. Στην παρούσα διατριβή υιοθετείται η ιστορική θεσμική προσέγγιση και, ιδίως, η θεωρία του μονοπατιού εξάρτησης (path dependence) και των συμπληρωματικών, οικονομικών και κυρίως πολιτικών, σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών. Η συγκεκριμένη θεωρία επιλέγεται καθώς εστιάζει στους παράγοντες που προκαλούν τη διατήρηση των θεσμών. Όπως προέκυψε από τον απολογισμό της θεσμικής μεταρρύθμισης των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας (ενότητα 3.3) οι κυβερνήσεις διατήρησαν, εν πολλοίς, σταθερό το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία τους. Οι προσεγγίσεις της κοινωνικής σύγκρουσης εστιάζουν, κυρίως, στις προτιμήσεις των ομάδων συμφερόντων, όσον αφορά τους θεσμούς της αγοράς εργασίας εξηγώντας γιατί ορισμένες εξ αυτών αντιστέκονται στη μεταρρύθμισή τους. Στο επίκεντρο της θεωρίας του μονοπατιού εξάρτησης βρίσκονται, επίσης, οι ομάδες συμφερόντων, ερμηνεύοντας παράλληλα πώς παγιωμένα (θεσμικά) 145

164 χαρακτηριστικά και οι μεταξύ τους σχέσεις συμπληρωματικότητας επηρεάζουν τις προτιμήσεις τους έναντι της θεσμικής αλλαγής, αλλά και τη διαπραγματευτική τους ισχύ. Επίσης, μέσω του ιστορικού θεσμισμού μπορεί να αναδειχθεί πώς η διαδικασία αυτοενδυνάμωσης των θεσμών αναχαίτισε τις μεταρρυθμιστικές πιέσεις που προκάλεσε η θεσμική και οικονομική ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών οικονομιών. Οι θεσμοί της αγοράς εργασίας δημιουργούν προσόδους για ορισμένες ομάδες συμφερόντων και αποτελούν πηγή ενίσχυσης της διαπραγματευτικής τους θέσης, καθιστώντας τις ικανές να επηρεάσουν τη θεσμική αλλαγή κατά τρόπο ευνοϊκό προς τα συμφέροντά τους. Πιο συγκεκριμένα, από την ανάλυση των Lindbeck και Snower, αν και δεν υιοθετείται στο σύνολό της, αντλούνται τα ερμηνευτικά εργαλεία και η μέθοδος όσον αφορά τον τρόπο που οι θεσμοί αποτελούν πηγή δημιουργίας και διατήρησης προσόδων για ορισμένες ομάδες συμφερόντων της αγοράς εργασίας. Οι ομάδες αυτές είναι οι εντός και εκτός των τειχών της αγοράς εργασίας, αλλά και οι επιχειρήσεις. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας μπορούν να παρατηρηθούν σχέσεις συνάφειας και συμπληρωματικότητας, καθώς για την ύπαρξη ιεραρχικής σχέσης θα πρέπει η ύπαρξη ενός θεσμού να προϋποθέτει κάποιον άλλον, κάτι που δεν υφίσταται στην περίπτωση της αγοράς εργασίας. Υπενθυμίζεται, ότι στην περίπτωση των συμπληρωματικών σχέσεων η επίδοση της συνδυασμένης λειτουργίας δύο, ή και περισσότερων θεσμών, είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα των επιδόσεων καθενός θεσμού ξεχωριστά. Όταν υφίστανται σχέσεις συνάφειας μεταξύ δύο θεσμών, τότε, απλώς, η ύπαρξη του ενός διευκολύνεται από την ύπαρξη του άλλου. Εκτός από τις οικονομικές συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών, ιδιαίτερα σημαντικές για τη θεσμική αλλαγή θα πρέπει να θεωρούνται και οι πολιτικές συμπληρωματικές σχέσεις. Οι πρώτες αναφέρονται στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας, ενώ οι δεύτερες είναι αυτές που θα επηρεάσουν τη στάση των ομάδων συμφερόντων έναντι της θεσμικής αλλαγής, τη διαπραγματευτική τους ισχύ, αλλά και την πιθανή σύγκλιση συμφερόντων μεταξύ των ομάδων συμφερόντων που διαμορφώνονται στην αγορά εργασίας. Η διαπραγματευτική δύναμη των ομάδων συμφερόντων στην αγορά εργασίας δεν είναι συμμετρικά κατανεμημένη, στατική και ουδέτερη από το ευρύτερο θεσμικό, οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. Θα πρέπει όμως να γίνει αποδεκτό το γεγονός ότι οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας και οι επιχειρήσεις διαθέτουν μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ και ως εκ τούτου μπορούν να επηρεάσουν περισσότερο τη θεσμική αλλαγή. Και ο λόγος είναι ότι οι πρώτοι, δηλαδή 146

165 οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας, αποτελούν μια πολυπληθέστερη ομάδα του εκλογικού σώματος (Lindbeck, Snower, 2000: 7, Berthold και Fehn, 1996), ενώ οι επιχειρήσεις μπορούν να επηρεάσουν τη θεσμική αλλαγή μέσω της κινητικότητας του κεφαλαίου, ενώ δεν θα πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι είναι αυτές που επηρεάζουν τη συνολική ζήτηση εργασίας και σε μεγάλο βαθμό τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Οι εργαζόμενοι και ιδίως οι καλώς τοποθετημένοι στην αγοράς εργασίας δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι είναι αντίθετοι, γενικώς, σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση που περιορίζει το κόστος αντικατάστασής τους. Οι εργαζόμενοι ωφελούνται από θεσμούς της αγοράς εργασίας, οι οποίοι ενισχύουν την ασφάλειά τους, η οποία μπορεί να λάβει τις εξής μορφές (Bredgaard et al και Wilthagen, Tros, 2004): α) ασφάλεια της θέσης απασχόλησης (job security), η οποία επηρεάζεται, κυρίως, από τη ΝΠΑ, β) ασφάλεια της απασχόλησης (employment security), η οποία εξαρτάται από την απασχόλησή τους σε οποιαδήποτε θέση εργασίας και όχι σε μια συγκεκριμένη, γ) ασφάλεια του εισοδήματος (income security), η οποία εξαρτάται από το εισόδημα που αποκτούν τα μέλη του εργατικού δυναμικού είτε από εργασία είτε από το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, και δ) συνδυασμός ασφάλειας (combination security), ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα στους εργαζομένους να συνδυάζουν την εργασία με την οικογενειακή και την κοινωνική ζωή. Επίσης, οι θεσμοί της αγοράς εργασίας μπορούν να επηρεάσουν την ευελιξία που επιζητούν οι επιχειρήσεις, και η οποία μπορεί να πάρει τις ακόλουθες μορφές: α) εξωτερική αριθμητική ευελιξία (external numerical flexibility), η οποία σχετίζεται με τη δυνατότητα τους να προσαρμόζουν την απασχόληση στις διακυμάνσεις της ζήτησης και εξαρτάται, κυρίως, από τη ΝΠΑ, β) εσωτερική αριθμητική ευελιξία (internal numerical flexibility), η οποία εξαρτάται από το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει το χρόνο απασχόλησης και τη μερική απασχόληση, γ) λειτουργική ευελιξία (functional flexibility), η οποία ευνοεί την προσαρμογή των επιχειρήσεων στις οργανωτικές και τεχνολογικές μεταβολές και δ) ευελιξία μισθού (wage flexibility), η οποία ευνοεί την προσαρμογή του (μισθολογικού) κόστους παραγωγής στις οικονομικές συνθήκες (Bredgaard et al και Wilthagen, Tros, 2004). Σε αυτές τις μορφές ευελιξίας θα μπορούσε να προστεθεί και η άτυπη ευελιξία, η οποία προκύπτει από τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να παρακάμπτουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το ρυθμιστικό πλαίσιο συνάπτοντας με τους εργαζομένους σχέσεις εργασίας εκτός αυτού, είτε απασχολώντας προσωπικό σε καθεστώς αδήλωτης εργασίας, είτε υποκαθιστώντας την εξαρτημένη σχέση εργασίας με την ανεξάρτητη, δηλαδή με αυτοαπασχολούμενους. 147

166 Οι θεσμοί της αγοράς εργασίας, η ΝΠΑ, το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, οι ΕΠΑ και το σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών αποτελούν ένα πλαίσιο κανόνων, διαμόρφωσης συμπεριφορών και επιβολής κυρώσεων στην αγορά εργασίας, εντός του οποίου οι ομάδες συμφερόντων προσπαθούν να ικανοποιήσουν τα συμφέροντά τους. Δηλαδή, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο εντός του οποίου οι επιχειρήσεις επιζητούν το μέγιστο βαθμό ευελιξίας της αγοράς εργασίας, γνωρίζοντας ότι οι εργαζόμενοι και ιδίως οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας επιζητούν το μέγιστο βαθμό ασφάλειας. Αλλά και οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας διαθέτουν επαρκή πληροφόρηση για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων, αλλά και των τρόπων εκπλήρωσής τους. Οι διαφορετικές πτυχές της ευελιξίας, αλλά και της ασφάλειας που επιζητούν εργαζόμενοι (ιδίως οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας) και επιχειρήσεις συνδέοντα άρρηκτα με τις συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας. Μία κυβέρνηση μπορεί να εξασφαλίσει τη συναίνεση των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας έναντι της θεσμικής αλλαγής αν η μεταρρύθμιση που προτίθεται να εφαρμόσει μπορεί να αποδυναμώνει μία από τις προαναφερθείσες πτυχές της ασφάλειας, αλλά ενισχύει κάποια άλλη. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και από την πλευρά των επιχειρήσεων, αλλά σε σχέση με την ευελιξία αυτή τη φορά. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 4.1 οι ευρωπαϊκές αγορές εργασίας θα μπορούσαν να διακριθούν σε τέσσερις ομάδες σύμφωνα με τα θεσμικά χαρακτηριστικά τους στις αρχές της δεκαετίας του 90. Η πρώτη ομάδα αποτελείται από την Γερμανία, την Γαλλία, την Αυστρία, την Ολλανδία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία. Κοινά χαρακτηριστικά των εν λόγω αγορών εργασίας είναι η περιοριστική ΝΠΑ και το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, ενώ σχεδόν σε όλες οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, κυρίως, σε επίπεδο κλάδου. Η συγκεκριμένη ομάδα θα μπορούσε να διακριθεί σε δύο επί μέρους υπό ομάδες. Στην πρώτη, που αποτελείται από την Γερμανία, την Γαλλία και την Αυστρία, όπου οι δαπάνες για ΕΠΑ ήταν χαμηλές στις αρχές τις δεκαετίας του 90, ενώ στη δεύτερη, η οποία αποτελείται από τη Φινλανδία, τη Σουηδία και την Ολλανδία οι δαπάνες για ΕΠΑ ήταν υψηλές. Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από την Ιρλανδία και το ΗΒ. Κοινά χαρακτηριστικά των εν λόγω αγορών εργασίας αποτελούν η ήπια ΝΠΑ και το φειδωλό ως προς τις παροχές του σύστημα αποζημίωσης των ανέργων. Στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου, οι δαπάνες για ΕΠΑ στο ΗΒ ήταν ιδιαίτερα χαμηλές, σε αντίθεση με την Ιρλανδία που ήταν σημαντικά υψηλότερες. Οι μισθοί στο ΗΒ διαπραγματεύονταν σε επίπεδο επιχείρησης, ενώ στην Ιρλανδία σε επίπεδο κλάδου αλλά και 148

167 οικονομίας. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 4.1 παρόμοια θεσμικά χαρακτηριστικά παρατηρούνται και στην ιταλική αγορά εργασίας. Η τρίτη ομάδα αγορών εργασίας αποτελείται από το Βέλγιο και τη Δανία, στις οποίες, στις αρχές της δεκαετίας του 90, η ΝΠΑ ήταν ήπια και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων γενναιόδωρο ως προς τις παροχές του. Παράλληλα, στις εν λόγω αγορές εργασίας οι δαπάνες για ΕΠΑ ήταν υψηλές, ενώ οι μισθοί διαπραγματεύονταν σε κεντρικό επίπεδο. Στην Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα, που αποτελούν την τέταρτη ομάδα, η ΝΠΑ ήταν περιοριστική στις αρχές της δεκαετίας του 90. Στις δύο πρώτες το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων ήταν γενναιόδωρο, σε αντίθεση με την Ελλάδα όπου ήταν φειδωλό. Επιπλέον, οι δαπάνες για ΕΠΑ ήταν χαμηλές, ενώ οι μισθοί διαπραγματεύονταν σε ενδιάμεσο-κεντρικό επίπεδο. Πίνακας 4.1: Τα θεσμικά χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας στις αρχές της δεκαετίας του 90 ΝΠΑ (1) Δείκτης γενναιοδωρίας συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (2) Δαπάνες για ΕΠΑ (% ΑΕΠ) (3) Επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών (4) Αυστρία 2,92 7,4 0,31 4 Βέλγιο 1,68 16,2 1,03 5 Γαλλία 2,34 10,4 0,73 2 Γερμανία 2,58 7,8 0,8 4 Δανία 1,69 17,0 1,26 3 Ελλάδα 2,25 5,80 0,18 4 Η.Β. 0,95 7,4 0,44 1 Ιρλανδία 1,6 6,6 1,07 4 Ισπανία 3,88 9 0,78 3 Ιταλία 1,77 4,8 0,22 2 Ολλανδία 3,08 13,4 1,27 4 Πορτογαλία 4,83 8,8 0,48 3 Σουηδία 2,9 8,6 1,68 4 Φιλανδία 2,79 9,8 0,84 4 Πηγές: 1: OECD (Regular Employment, version 1). H τιμή του δείκτη εξαρτάται από το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις απολύσεις (ατομικές και ομαδικές), όσον αφορά την κανονική (αορίστου χρόνου) απασχόληση. Όσο υψηλότερη η τιμή του δείκτη τόσο περιοριστικότερο θεωρείται το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις εργασιακές σχέσεις. 149

168 2: OECD, προσωπικοί υπολογισμοί. Ο δείκτης γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων εξαρτάται από το ποσοστό αναπλήρωσης των επιδομάτων και τη διάρκεια χορήγησής τους (για τον τρόπο υπολογισμού του βλέπε κεφάλαιο 6). 3: OECD, 4: Institute for Advanced Labour Studies (AIAS). 1: Σε επίπεδο επιχείρησης, 2: σε επίπεδο κλάδου, αλλά και επιχείρησης, με περιορισμένη ισχύ των συμφωνιών που συνάπτονται σε κλαδικό επίπεδο, 3: σε επίπεδο κλάδου, με περιορισμένο ρόλο των κεντρικών εργοδοτικών ενώσεων εργοδοτών και συνδικάτων, αλλά και περιορισμένη χρήση διαπραγματεύσεων σε επίπεδο επιχείρησης, 4: σε επίπεδο κλάδου και οικονομίας, οι βασικότερες ενώσεις εργοδοτών και τα σημαντικότερα συνδικάτα διαπραγματεύονται τους μισθούς, καθορίζοντας την εξέλιξη των μισθών για το σύνολο της οικονομίας και 5: σε κεντρικό επίπεδο για το σύνολο της οικονομίας, οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ κεντρικών ενώσεων εργοδοτών και συνδικάτων ή το κράτος καθορίζει την εξέλιξη των μισθών ακόμα και στον ιδιωτικό τομέα. Μεταξύ των υπό εξέταση θεσμών της αγοράς εργασίας αναπτύσσονται σχέσεις συμπληρωματικές, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τη μεταρρυθμιστική διαδικασία. Οι επιπτώσεις της απορύθμισης της ΝΠΑ στην απασχόληση είναι έντονες, αλλά εν πολλοίς αμφιλεγόμενες, όπως αναλύθηκε και σε προηγούμενη ενότητα. Οι επιπτώσεις μιας περιοριστικής ΝΠΑ στην απασχόληση εξαρτώνται κυρίως από το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών, καθώς όταν οι μισθοί καθορίζονται σε ενδιάμεσο επίπεδο οι εξωτερικότητες που δημιουργούνται από τις μισθολογικές διεκδικήσεις στην απασχόληση εσωτερικεύονται σε μικρότερο βαθμό στις διαπραγματευτικές θέσεις των συνδικάτων, σε σχέση με ένα σύστημα που οι μισθοί καθορίζονται σε κεντρικό επίπεδο (Calmfors, 1993). Στις αγορές εργασίας της Γερμανίας, την Γαλλίας, της Ολλανδίας, της Αυστρίας της Φινλανδίας και της Σουηδίας οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε επίπεδο κλάδου και οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα η ΝΠΑ είναι περιοριστική. Οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας ευνοούνται από το συγκεκριμένο θεσμικό συνδυασμό, καθώς μπορούν να επιτύχουν υψηλότερες μισθολογικές αυξήσεις, να καταστήσουν δυσκολότερη την πρόσβαση των εκτός των τειχών στην αγορά εργασίας, απολαμβάνοντας παράλληλα τα πλεονεκτήματα ενός υψηλότερου κόστους αντικατάστασης των εργαζομένων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν προκύπτει κάποια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ του βαθμού ρύθμισης της αγοράς εργασίας και των επιδόσεών της (Blanchard, 2005), παρά μόνο μεταξύ της ΝΠΑ και του βαθμού ανακύκλησης της εργασίας, του οποίου οι επιδράσεις στην απασχόληση και στην ανεργία είναι αμφίβολες (Commission EC, 2006: 82). Δεδομένης της επίδρασης της ήπιας ΝΠΑ στο βαθμό ανακύκλησης της εργασίας, δηλαδή της κινητικότητας της εργασίας μεταξύ διαφορετικών θέσεων εργασίας ή μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας, η ύπαρξη άλλων θεσμών όπως η χαμηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας μπορεί να ενισχύσει εκείνες τις ροές στην αγορά εργασίας που συμβάλλουν στη βελτίωση των επιδόσεών της, δηλαδή από την ανεργία στην απασχόληση. 150

169 Επίσης, μεταξύ της ΝΠΑ και του ύψους του επιδόματος ανεργίας μπορούν να αναπτυχθούν σχέσεις πολιτικής, αλλά και οικονομικής συμπληρωματικότητας. Οι εντός των τειχών, τάσσονται υπέρ της αυστηρής ΝΠΑ εξαιτίας του κόστους αντικατάστασης των εργαζομένων, αλλά και των προσόδων (rents) που αποκομίζουν από αυτή. Οι πρόσοδοι αυτές είναι θετική συνάρτηση του μισθού τους και αρνητική του ύψους του επιδόματος ανεργίας. Όσο πιο περιοριστική είναι η ΝΠΑ τόσο ισχυρότερη η διαπραγματευτική τους θέση στη διαδικασία διαπραγμάτευσης των μισθών και τόσο μεγαλύτερη η διαφορά του εισοδήματος του από την εργασία σε σχέση με αυτό που θα κέρδιζαν αν ήταν άνεργοι. Συνεπώς, όσο υψηλότερο το επίδομα ανεργίας, τόσο μικρότερη θα είναι η διαφορά αυτή και κατ επέκταση τα κέρδη που αποκομίζουν από τη ΝΠΑ, με αποτέλεσμα να είναι αντίθετοι έναντι της προοπτικής απορρύθμισής τους (Saint-Paul, 2002a). Αν μια κυβέρνηση επιδιώξει να απορρυθμίσει τη ΝΠΑ, περιορίζοντας το κόστος αντικατάστασης των εργαζομένων, θα αυξηθεί ο κίνδυνος της ανεργίας για τους καλώς τοποθετημένους στην αγορά εργασίας. Οι τελευταίοι, πιθανώς, να πιέσουν την κυβέρνηση προς την εφαρμογή μείωσης του κόστους της ανεργίας ή/και αύξησης της πιθανότητας επαναπρόσληψής τους (Eichhorst et al., 2005). Τέτοιες πολιτικές μπορεί να είναι η αύξηση των επιδομάτων ανεργίας, η μείωση της φορολόγησης της εργασίας, προγράμματα επιδότησης της απασχόλησης και άλλες, οι οποίες στοχεύουν στην αύξηση της ζήτησης εργασίας και της σύζευξή της με την προσφορά. Με αυτόν τον τρόπο, πιθανώς, η μείωση του βαθμού ασφάλειας της θέσης απασχόλησης να αντισταθμιστεί από την ενίσχυση της εισοδηματικής ασφάλειας. Η προτίμηση των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας έναντι της επιλογής μεταξύ ενός γενναιόδωρου συστήματος γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων ή της περιοριστικής ρύθμισης της αγοράς εργασίας εξαρτάται από μια σειρά ποιοτικών τους χαρακτηριστικών. Για παράδειγμα, οι εντός των τειχών μεγαλύτερης ηλικίας, επωφελούνται περισσότερο από την αυστηρή ΝΠΑ, παρά από ένα γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, καθώς βρίσκονται στο τέλος του εργασιακού τους βίου και η πιθανότητα επαναπρόσληψής τους είναι περιορισμένη. Δηλαδή, η απώλεια της ασφάλειας της θέσης εργασίας εξαιτίας της απορρύθμισης της ΝΠΑ δύσκολα αντισταθμίζεται από την αύξηση της εισοδηματικής ασφάλειας που θα προκύψει από ένα πιο γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων. Αντίθετα, οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας, που δεν διαθέτουν εξειδικευμένα προσόντα επωφελούνται περισσότερο από ένα γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, έναντι της περιοριστικής ΝΠΑ, καθώς οι ροές από την ανεργία προς την απασχόληση, για τα ανειδίκευτα μέλη του 151

170 εργατικού δυναμικού είναι λιγότερο ελαστικές ως προς το επίπεδο ρύθμισης της αγοράς εργασίας συγκριτικά με τα εξειδικευμένα μέλη του (Boeri et al., 2003: 17). Οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας τάσσονται υπέρ της περιοριστικής ΝΠΑ όχι μόνο επειδή αποτελεί το κυριότερο συστατικό στοιχείο του κόστους αντικατάστασης των εργαζομένων, αλλά επιπλέον διότι ενισχύει τη διαπραγματευτική τους ισχύ στη διαδικασία καθορισμού των μισθών. Όμως, οι περιοριστικές ρυθμίσεις που διέπουν την αγορά εργασίας, δημιουργούν και πιέσεις συρρίκνωσης των μισθών, καθώς συμβάλλουν στη διατήρηση θέσεων εργασίας χαμηλής παραγωγικότητας. Έτσι, οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας είναι πιθανόν να συναινέσουν στην απορύθμιση της ΝΠΑ όταν η κυβέρνηση προωθήσει, παράλληλα, μεταρρυθμίσεις σε άλλους θεσμούς της αγοράς εργασίας, οι οποίες θα συμβάλλουν στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής τους θέσης (Saint-Paul, 2002: 2). Οι επιχειρήσεις ωφελούνται από την απορρύθμιση της ΝΠΑ, καθώς συμβάλλει στη μείωση του κόστους εργασίας. Παράλληλα, θα μπορούν ευκολότερα να προσαρμόσουν την απασχόληση στις διακυμάνσεις της ζήτησης για τα προϊόντα τους. Μάλιστα, όπως θα αναλυθεί εκτενέστερα παρακάτω το κόστος μιας περιοριστικής ΝΠΑ εξαρτάται και από άλλους, εκτός της αγοράς εργασίας, παράγοντες όπως το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών, ο βαθμός ανοίγματος της οικονομίας, αλλά και η λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όπως αναφέρθηκε μία εκ των μορφών ευελιξίας είναι και η άτυπη, η οποία υφίσταται όταν οι επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να υποκαταστήσουν την κανονική απασχόληση από άλλες μορφές απασχόλησης με στόχο να απαλλαγούν από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το ρυθμιστικό πλαίσιο που την διέπει. Για παράδειγμα, αν η ΝΠΑ είναι περιοριστική οι επιχειρήσεις ενδεχομένως να προβούν στην υποκατάσταση της κανονικής απασχόλησης από άτυπες μορφές απασχόλησης (ορισμένου χρόνου ή μερική απασχόληση), όταν το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις τελευταίες είναι ήπιο. Επιπλέον, είναι πιθανόν να υποκαταστήσουν την εξαρτημένη σχέση απασχόλησης με ανεξάρτητη (αυτοαπασχολούμενοι) ή με την άτυπη-αδήλωτη εργασία, που αμφότερες είναι εκτός του πεδίου ρύθμισης της ΝΠΑ. Σε αυτές της περιπτώσεις μειώνεται το κόστος ενός περιοριστικού θεσμικού πλαισίου που διέπει τις εργασιακές σχέσεις καθιστώντας τις επιχειρήσεις περισσότερο ανεχτικές στη διατήρησή του. Οι εκτός των τειχών ευνοούνται από την προώθηση μεταρρυθμίσεων που συμβάλλουν στη μείωση του κόστους αντικατάστασης της εργασίας και ευνοούν τις επαγγελματικές τους προοπτικές, όπως για 152

171 παράδειγμα η απορρύθμιση της ΝΠΑ. Μάλιστα, δημιουργούνται και μακροχρόνια οφέλη γι αυτούς, ιδίως για τους ανειδίκευτους εργαζομένους, καθώς η μείωση των μισθών, που ενδεχομένως προκληθεί από την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, ευνοεί την απασχόλησή τους και κατ επέκταση την παραγωγικότητα του κεφαλαίου (φυσικού και ανθρώπινου), ωθώντας την οικονομία σε έναν ενάρετο κύκλο συσσώρευσης κεφαλαίου, αύξησης της απασχόλησης και των μισθών, δεδομένης της άρσης της αντιθετικής σχέσης μεταξύ παραγωγικότητας και απασχόλησης, τη μακροχρόνια περίοδο (Berthold και Fehn, 1996). Υπάρχουν μοντέλα ευρωπαϊκών αγορών εργασίας, όπως για παράδειγμα της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας, της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, όπου η περιοριστική ΝΠΑ συνδυάζεται με ένα γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων. Σε αυτές τις αγορές εργασίας οι εντός των τειχών ευνοούνται διττά: αφενός το κόστος αντικατάστασης των εργαζομένων είναι υψηλό, αφετέρου δε τα υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης των επιδομάτων ανεργίας μετριάζουν τα κίνητρα αναζήτησης εργασίας των ανέργων. Αντίθετα, στις flexicurity αγορές εργασίας, ιδιαίτερα στην περίπτωση της Δανίας, οι ρυθμίσεις που διέπουν τις εργασιακές σχέσεις είναι απορυθμισμένες, ενώ το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων γενναιόδωρο. Η διάχυση των ωφελειών αυτού του μοντέλου της αγοράς εργασίας σε όλα τα μέλη του εργατικού δυναμικού, αλλά και στις επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με τη μακρόχρονη παράδοσή της στον κοινωνικό διάλογο συνέβαλαν στην αποδοχή του μοντέλου αυτού. Η επιλογή μεταξύ του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων και της ήπιας ρυθμισμένης ΝΠΑ, αλλά και το αντίστροφο εξαρτάται επίσης και από την εισοδηματική διάρθρωση των νοικοκυριών. Για παράδειγμα, σε οικονομίες όπου η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό είναι σχετικά χαμηλή και οι εισοδηματικές μεταβιβάσεις στο εσωτερικό των νοικοκυριών υποκαθιστούν το εισόδημα που προέρχεται από την εργασία, η περιοριστική ΝΠΑ προτιμάται ως επιλογή έναντι του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, καθώς: α) περιορίζεται ο βαθμός ανακύκλησης της εργασίας και η πιθανότητα της ανεργίας για τα εργαζόμενα μέλη των νοικοκυριών και β) η χορήγηση γενναιόδωρων επιδομάτων ανεργίας είναι πιθανόν να προκαλέσει αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας, η οποία θα περιορίσει το διαθέσιμο εισόδημα του νοικοκυριού και τις δυνατότητες στήριξης των μη εργαζόμενων μελών του. Χώρες όπου οι μεταβιβάσεις εισοδήματος στο εσωτερικό των νοικοκυριών είναι διαδεδομένες είναι οι Μεσογειακές, δηλαδή η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία και η Ελλάδα (Neugart, 2008: ). 153

172 Επιπλέον, στην Πορτογαλία, την Ιταλία και την Ελλάδα η ΝΠΑ είναι περιοριστική ενώ οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ενδιάμεσο-κεντρικό επίπεδο. Ο εν λόγω θεσμικός συνδυασμός επηρεάζει αρνητικά το ποσοστό ανεργίας, διαμέσου των έντονων μισθολογικών αυξήσεων, τις οποίες και ευνοεί (Arpaia et al. 2005). Έτσι, δεδομένου του συστήματος διαπραγμάτευσης των μισθών οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας θα τάσσονται υπέρ της διατήρησης της περιοριστικής ΝΠΑ και αρνητικοί έναντι της απορρύθμισής της ακόμα και αν συνδυαστεί με ένα πιο γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων. Επίσης, συμπληρωματικές σχέσεις μπορούν να αναπτυχθούν μεταξύ της ΝΠΑ και της φορολόγησης της εργασίας. Η παράλληλη εφαρμογή πολιτικών αύξησης της ζήτησης εργασίας, όπως για παράδειγμα ο περιορισμός της φορολογικής επιβάρυνσης, σε συνδυασμό με την απορρύθμιση της ΝΠΑ μπορούν να αποτελέσουν ένα μίγμα πολιτικών, ευνοϊκό για την απασχόληση. Για παράδειγμα, στις αγορές εργασίας της Ιρλανδίας και του ΗΒ συνδυάζεται η ήπια ρύθμιση της αγοράς εργασίας με τη χαμηλή φορολογική επιβάρυνσή της. Η χαμηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, ενθαρρύνει τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό και την εργασιακή προσπάθεια, καθώς αυξάνει το κόστος ευκαιρίας της σχόλης και κατ επέκταση την προσφερόμενη ποσότητα εργασίας (αποτέλεσμα υποκατάστασης), όμως παράλληλα, επηρεάζει αρνητικά την προσφορά εργασίας, εξαιτίας της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων (εισοδηματικό αποτέλεσμα) (OECD γ, 2005). Η σχετική ένταση των δύο αποτελεσμάτων είναι αυτή που θα επηρεάσει εν πολλοίς τις επιπτώσεις της χαμηλής φορολογικής σφήνας στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Το περιορισμένο ποσοστό αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας και η βραχυχρόνια περίοδος χορήγησής του, ιδίως στο ΗΒ, αυξάνουν το κόστος ευκαιρίας της σχόλης, ενισχύοντας έτσι το αποτέλεσμα υποκατάστασης. Παράλληλα, η χαλαρή ΝΠΑ συμβάλλει στον περιορισμό του κόστους εργασίας, λειτουργώντας συμπληρωματικά με τη χαμηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας. Παράλληλα, στις ίδιες αγορές εργασίας, δηλαδή σε αυτές του ΗΒ και της Ιρλανδίας, οι ευνοϊκοί προς την απασχόληση θεσμοί διευρύνουν τη φορολογική βάση, γεγονός που δίνει τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις τους να διατηρούν σε χαμηλά επίπεδα τη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (πίνακες 4.1 και 4.2). Αντίθετα, στην Γερμανία, την Γαλλία, την Αυστρία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία η περιοριστική ΝΠΑ συνδυάζεται με την υψηλή φορολογική σφήνα (πίνακες 4.1 και 4.2). Αυτός ο θεσμικός συνδυασμός είναι αποδεχτός από τους καλώς τοποθετημένους στην αγορά εργασίας, καθώς το αυξημένο κόστος εργασίας που μπορεί να προκληθεί από την υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας δεν απειλεί τις θέσεις εργασίας τους, εξαιτίας του κόστους αντικατάστασης των εργαζομένων, που προκύπτει από την περιοριστική ΝΠΑ. Ωστόσο, ο συνδυασμός της περιοριστικής 154

173 ΝΠΑ με το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων και την υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, ευνοεί την αύξηση των μισθών και δυσχεραίνει τη διαδικασία κάλυψης των κενών θέσεων απασχόλησης από τους ανέργους, επηρεάζοντας αρνητικά την απασχόληση (Arpaia et al. 2005, Blanchard 2005). Η εκλογίκευση του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, μέσω του περιορισμού του ποσοστού αναπλήρωσης ή/και της διάρκειας χορήγησής τους, αλλά και της εφαρμογής ενός συστήματος προϋποθέσεων χορήγησής τους, καθιστά την απασχόληση ελκυστικότερη έναντι της ανεργίας, εντείνοντας τα κίνητρα αναζήτησης εργασίας των ανέργων. Επίσης, μειώνεται για τις επιχειρήσεις το κόστος κάλυψης των κενών θέσεων απασχόλησης, εξαιτίας της ενεργότερης συμπεριφοράς των ανέργων, ενώ μια παράλληλη μείωση της φορολογικής σφήνας περιορίζει το κόστος εργασίας, αυξάνοντας τη ζήτησή της (Orszaq and Snower, 1998). Έτσι, από τη μία πλευρά αυξάνεται η προσφορά εργασίας, εξαιτίας του εξορθολογισμού του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων ενώ ταυτόχρονα τονώνεται η ζήτηση, μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας, επιπτώσεις που αναδεικνύουν τη συμπληρωματική λειτουργία μεταξύ των δύο αυτών θεσμών. Δηλαδή, τα αναμενόμενα οφέλη από τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης είναι μεγαλύτερα όσο χαμηλότερο είναι το ύψος του επιδόματος ανεργίας και το αντίστροφο. Όπως προκύπτει από τους πίνακες 4.1 και 4.2, στις αγορές εργασίας της Φινλανδίας, της Σουηδίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, τόσο η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, όσο και τα ποσοστά αναπλήρωσης των επιδομάτων ανεργίας είναι υψηλά. Αυτό σημαίνει ότι μια μείωση της φορολογικής σφήνας δεν θα προκαλέσει σημαντική αύξηση της προσφοράς εργασίας, εξαιτίας του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων. Παράλληλα, σε αγορές εργασίας όπως της Φινλανδίας, της Σουηδίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, η πιθανή μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας θα έπρεπε να συνοδευτεί από πολιτικές που διευρύνουν τη φορολογική βάση και τα προερχόμενα από την εργασία εισοδήματα, προκειμένου να αντισταθμιστεί μέρος της απώλειας των φορολογικών εσόδων. 155

174 Πίνακας 4.2: Η φορολόγηση της εργασίας (%) * Αυστρία 47,3 48,0 Βέλγιο 57,1 55,5 Γαλλία 49,6 50,0 Γερμανία 52,9 52,1 Δανία 44,1 40,9 Ελλάδα 35,2 35,2 ΗΒ 32,6 33,9 Ιρλανδία 35,2 31,0 Ισπανία 38,6 39,0 Ιταλία 46,9 45,7 Ολλανδία 39,7 38,9 Πορτογαλία 37,3 36,8 Σουηδία 50,1 48,1 Φινλανδία 47,8 44,6 Πηγή: ΟΕCD * Περιλαμβάνει τη φορολογία εισοδήματος και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης εργοδοτών και εργαζομένων, εκφρασμένων ως προς το κόστος εργασίας (μικτός μισθός και εργοδοτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης) του μέσου εργαζομένου (άγαμος, μέση αμοιβή πλήρους απασχόλησης). Οι ΕΠΑ συμβάλλουν, κυρίως, στην αύξηση της προσφοράς εργασίας και στην αποτελεσματικότερη σύζευξή της με τη ζήτηση. Η αύξηση της προσφοράς εργασίας, ενδέχεται να δημιουργήσει, πιέσεις συρρίκνωσης των μισθών, οι οποίες μπορούν να αποφευχθούν όταν άλλοι θεσμοί της αγοράς εργασίας περιορίζουν την ευελιξία τους. Έτσι, οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας είναι αντίθετοι σε ένα μίγμα πολιτικών που συμβάλλουν στην αύξηση της προσφοράς εργασίας και στη μεγαλύτερη ευελιξία των μισθών, σε αντίθεση με τους εκτός των τειχών και τις επιχειρήσεις, οι οποίοι, αναμφίβολα, επωφελούνται. Μεταξύ των χωρών στις οποίες οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι υψηλές περιλαμβάνονται η Δανία, το Βέλγιο, η Φινλανδία, η Σουηδία και ην Ολλανδία (πίνακας 4.1), όπου στις δύο πρώτες οι ρυθμίσεις που διέπουν τις εργασιακές σχέσεις είναι ηπιότερες έναντι αυτών ισχύουν στις αγορές εργασίας της Φινλανδία, της Σουηδίας και της Ολλανδίας. Αντίθετα, η αποτελεσματικότητα των ΕΠΑ υπονομεύεται όταν το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις εργασιακές σχέσεις δεν ευνοεί τις ροές από την ανεργία στην απασχόληση, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ελλάδας και της Ιταλίας. Ιδιαίτερα στις δύο πρώτες, όπου η περιοριστική ΝΠΑ συνδυάζεται και με ένα γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, τα οφέλη μιας πιθανής αύξησης των δαπανών για ΕΠΑ θα ήταν, μάλλον, περιορισμένα. Ένας άλλος λόγος για τον οποίον οι εντός των τειχών ενδέχεται να αντιτίθενται στην ενίσχυση των ΕΠΑ είναι το φορολογικό βάρος, που ενδεχομένως θα επωμιστούν, για τη χρηματοδότησή τους. 156

175 Δηλαδή, όσο πιο περιοριστική η ΝΠΑ και περισσότερο ισχυρή η διαπραγματευτική δύναμη των εντός των τειχών, τόσο εντονότερα αυτοί θα αντιστέκονται στη μείωση των καθαρών αποδοχών τους, που ενδεχομένως προκληθεί από την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης για τη χρηματοδότηση των πολιτικών αυτών. Ωστόσο, αν άλλοι θεσμοί της αγοράς εργασίας βελτιώνουν τη διαπραγματευτική τους θέση στη διαδικασία καθορισμού των μισθών είναι πιθανή η μετακύλιση της επιπλέον φορολογικής επιβάρυνσης στις επιχειρήσεις, ενώ μακροπρόθεσμα η πιθανή αύξηση των απασχολουμένων θα μειώσει τη μέση φορολογική επιβάρυνση τόσο για τους εργαζομένους, όσο και για τις επιχειρήσεις (Rueda, 2006α: 388). Οι ΕΠΑ είναι αποτελεσματικότερες όταν ταυτόχρονα οι λοιποί θεσμοί της αγοράς εργασίας ευνοούν την ευέλικτη λειτουργία της και εφαρμόζονται, παράλληλα, πολιτικές τόνωσης της ζήτησης εργασίας προκειμένου να απορροφηθεί η επιπλέον προσφορά. Οι εντός των τειχών δεν ευνοούνται από τις ενεργητικές πολιτικές, καθώς μειώνουν το κόστος αντικατάστασής τους αυξάνοντας την παραγωγικότητα των εκτός των τειχών, μέσω κυρίως των προγραμμάτων επανακατάρτισης των ανέργων, αλλά και επιδότησης της απασχόλησης. Οι εντός των τειχών της αγοράς εργασίας ενδέχεται να ωφεληθούν από μια πιθανή αύξηση των δαπανών για ΕΠΑ, αν μια κυβέρνηση εφαρμόσει παράλληλες μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν, γι αυτούς, τον κίνδυνο της ανεργίας, όπως η απορρύθμιση της ΝΠΑ, καθώς μέρος της απώλειας της ασφάλειας της θέσης εργασίας μπορεί να αντισταθμιστεί από την ενίσχυση της ασφάλειας της απασχόλησης. Αντίθετα, οι εκτός των τειχών, αναμφισβήτητα ευνοούνται από τις πολιτικές αυτές, καθώς βελτιώνονται οι εργασιακές τους προοπτικές. Στους υποστηρικτές των ΕΠΑ θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν και οι επιχειρήσεις, καθώς διευρύνονται οι επιλογές τους για την κάλυψη των κενών θέσεων και παράλληλα συμβάλλουν στη συρρίκνωση των μισθών. Ωστόσο, η πιθανή αύξηση της φορολογικής τους επιβάρυνσης για την χρηματοδότηση αυτών των πολιτικών αποτελεί πηγή κόστους για τις επιχειρήσεις. Επιπλέον τα οφέλη που προκύπτουν από τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών εύρεσης απασχόλησης μπορεί να διαχέονται σε όλες τις επιχειρήσεις, όχι όμως αυτά που απορρέουν από την εφαρμογή προγραμμάτων που είναι στοχευμένα τομεακά. Μεταξύ των ενεργητικών πολιτικών περιλαμβάνονται οι υπηρεσίες ευρέσεως απασχόλησης και τα προγράμματα κατάρτισης του εργατικού δυναμικού και επιδότησης της απασχόλησης. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 4.3 οι δαπάνες για προγράμματα επιδότησης της απασχόλησης ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνονται, τα τελευταία χρόνια, σε όλες τις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας. 157

176 Επίσης, όπως προκύπτει από τους πίνακες 4.3 και 4.4 σε αγορές εργασίας όπως της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Φινλανδίας και της Αυστρίας, όπου η ΝΠΑ είναι περιοριστική οι δαπάνες γα προγράμματα κατάρτισης του εργατικού δυναμικού είναι υψηλότερες αυτών που προορίζονται για προγράμματα επιδότησης της απασχόλησης. Είναι πιθανόν, σε χώρες όπου η ΝΠΑ είναι περιοριστική, οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας να τάσσονται υπέρ μιας κατανομής των δαπανών για ΕΠΑ για προγράμματα που επηρεάζουν έμμεσα τις εργασιακές προοπτικές των ανέργων και των εκτός των τειχών της αγοράς εργασίας, παρά άμεσα, όπως είναι τα προγράμματα επιδότησης της απασχόλησης. Πίνακας 4.3: Δημόσιες δαπάνες για προγράμματα επιδότησης της απασχόλησης (νέων θέσεων εργασίας και διατήρηση υφιστάμενων) ως ποσοστό του ΑΕΠ Αυστρία 0,07 0,09 0,06 0,06 0,06 0,05 0,06 0,06 Βέλγιο 0,17 0,17 0,17 0,21 0,23 0,31 0,36 0,42 Γαλλία 0,18 0,16 0,14 0,1 0,12 0,12 0,12 0,13 Γερμανία 0,08 0,09 0,1 0,11 0,08 0,05 0,06 0,07 Δανία 0,36 0,39 0,39 0,36 0,33 0,25 0,21 0,13 Ελλάδα 0,06 0,21 0,07 0,04 0,05 0,02 0,06 ; Η.Β. 0,03 0,03 0,02 0,03 0,01 0,01 0,01 0,01 Ιρλανδία 0,13 0,09 0,12 0,1 0,07 0,05 0,03 0,04 Ισπανία 0,32 0,28 0,29 0,28 0,28 0,29 0,32 0,32 Ιταλία 0,23 0,31 0,42 0,37 0,25 0,21 0,18 0,15 Ολλανδία 0,05 0,05 0,04 0,03 0,03 0, Πορτογαλία 0,18 0,2 0,18 0,16 0,17 0,16 0,13 0,12 Σουηδία 0,46 0,44 0,45 0,39 0,41 0,45 0,51 0,48 Φιλανδία 0,12 0,11 0,11 0,13 0,12 0,11 0,1 0,08 Πηγή: OECD Πίνακας 4.4: Δημόσιες δαπάνες για προγράμματα κατάρτισης του εργατικού δυναμικού ως ποσοστό του ΑΕΠ Αυστρία 0,25 0,27 0,27 0,31 0,3 0,33 0,4 0,37 Βέλγιο 0,16 0,17 0,18 0,18 0,19 0,2 0,18 0,18 Γαλλία 0,37 0,33 0,29 0,3 0,31 0,29 0,29 0,27 Γερμανία 0,49 0,53 0,54 0,46 0,37 0,25 0,31 0,28 Δανία 0,77 0,74 0,7 0,62 0,54 0,5 0,43 0,33 Ελλάδα 0,15 0,04 0,09 0,02 0,03 0,03 0,05 ; Η.Β. 0,04 0,02 0,02 0,03 0,04 0,03 0,02 0,02 Ιρλανδία 0,21 0,25 0,26 0,24 0,24 0,24 0,24 0,25 Ισπανία 0,19 0,17 0,14 0,14 0,15 0,17 0,16 0,15 Ιταλία 0,25 0,21 0,23 0,25 0,22 0,2 0,18 0,18 Ολλανδία 0,12 0,11 0,14 0,14 0,13 0,13 0,11 0,10 Πορτογαλία 0,22 0,19 0,17 0,27 0,29 0,29 0,26 0,20 Σουηδία 0,66 0,67 0,6 0,36 0,32 0,33 0,33 0,20 Φιλανδία 0,37 0,31 0,33 0,35 0,4 0,37 0,37 0,37 Πηγή: OECD 158

177 Οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης συμβάλλουν, μεταξύ άλλων, στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και του κεφαλαίου, στη μείωση του κόστους παραγωγής και διευκολύνουν τις επιχειρήσεις να προσαρμόζουν την απασχόληση στις (εποχιακές) διακυμάνσεις της ζήτησης. Από την πλευρά των εργαζομένων, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης διευκολύνουν τη συμμετοχή ειδικών ομάδων του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό, συμβάλλουν στον καλύτερο συνδυασμό μεταξύ οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, αλλά και στον περιορισμό της εισοδηματικής τους ασφάλειας. Τα οφέλη από την απορρύθμιση του θεσμικού πλαισίου που διέπει τις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης εξαρτώνται, κυρίως, από τη δυνατότητα μετατροπής τους, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Όταν η μετάβαση από τη μερική ή/και προσωρινή απασχόληση στην πλήρη ή/και αορίστου χρόνου απασχόληση είναι εύκολη, βελτιώνονται, καταρχάς, οι εργασιακές προοπτικές των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας. Επίσης, αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας, καθώς οι εργαζόμενοι προσωρινής απασχόλησης εντείνουν την εργασιακή τους προσπάθεια, προκειμένου να μετατραπεί η σύμβαση ορισμένου χρόνου σε αορίστου (Bassanini et al., 2008). Επίσης, συμπληρωματικά λειτουργούν οι άτυπες μορφές απασχόλησης με ένα σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, το οποίο δεν αμβλύνει τα εργασιακά κίνητρα των ανέργων. Έτσι, εντείνεται η προσπάθεια αναζήτησης εργασίας από τους ανέργους, των οποίων η απασχόληση ευνοείται από τις άτυπες μορφές απασχόλησης, αλλά και από τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης, διευκολύνοντας έτσι τη σύζευξη της ζήτησης με την προσφορά εργασίας. Από τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης ευνοούνται οι επιχειρήσεις, ιδίως αυτές που δραστηριοποιούνται σε καινοτόμους παραγωγικούς τομείς, αλλά και αυτές που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στο διεθνή ανταγωνισμό, καθώς διευκολύνουν την εσωτερική, εξωτερική και λειτουργική τους ευελιξία. Η εξωτερική ευελιξία προκύπτει από τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να προσαρμόζουν την χρησιμοποιούμενη ποσότητα εργασίας στις διακυμάνσεις της ζήτησης, ενώ η εσωτερική επηρεάζεται από τη δυνατότητα ευέλικτης διευθέτησης του χρόνου απασχόλησης. Αμφότερες οι παραπάνω μορφές ευελιξίας επηρεάζονται από τις ρυθμίσεις που διέπουν τις άτυπες μορφές απασχόλησης και τους τρόπους (ευέλικτης) διευθέτησης του χρόνου εργασίας. Η λειτουργική ευελιξία σχετίζεται με τον πολυδιάστατο ρόλο της εργασίας, ο οποίος δεν περιορίζεται μόνο στην παραγωγική διαδικασία, αλλά στη λειτουργία και οργάνωση των επιχειρήσεων, γενικότερα. Επίσης, σημαντική είναι η συνεισφορά του ανθρώπινου κεφαλαίου στη βελτίωση της λειτουργικής ευελιξίας των επιχειρήσεων και κατ επέκταση των πολιτικών που το επηρεάζουν, όπως 159

178 είναι το εκπαιδευτικό σύστημα και τα προγράμματα κατάρτισης του εργατικού δυναμικού. Συνεπώς προκύπτει μια συμπληρωματική σχέση μεταξύ των άτυπων μορφών απασχόλησης, της εφαρμογής σύγχρονων μεθόδων διευθέτησης του χρόνου εργασίας και πολιτικών βελτίωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου (ΕΠΑ). Πολιτικές που αυξάνουν όλες τις μορφές ευελιξίας των επιχειρήσεων είναι αποτελεσματικότερες και περισσότερο επιβεβλημένες όταν οι επιχειρήσεις εφαρμόζουν σύγχρονα πρότυπα οργάνωσης και διοίκησης, στα οποία ο ρόλος της εργασίας είναι αναβαθμισμένος, όχι μόνο στην παραγωγή, αλλά και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Σύμφωνα με τις σύγχρονες προσεγγίσεις στο πλαίσιο των οικονομικών της ευημερίας, η χρησιμότητα των ατόμων δεν εξαρτάται μόνο από τα αποτελέσματα (outcomes) αλλά και με τη διαδικασία επίτευξής τους (procedural utility). Δηλαδή, η συμμετοχή τους στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και η εξάλειψη των ιεραρχικών δομών μιας επιχείρησης, συμβάλλουν στην αύξηση της ευημερίας των εργαζομένων (Frey et al., 2003). Συνεπώς, μέρος της απώλειας της ευημερίας των εργαζομένων από την προώθηση μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης ευελιξίας αντισταθμίζεται από τη βελτίωσή της, η οποία προκαλείται από την εφαρμογή νέων μορφών εργασίας, αλλά και προτύπων οργάνωσής της αμβλύνοντας, έστω και οριακά, τις αντιδράσεις των εργαζομένων έναντι των μεταρρυθμίσεων αυτών. Δηλαδή, η προώθηση μεταρρυθμίσεων προς μεγαλύτερη ευελιξία των εργασιακών σχέσεων σε συνδυασμό με την αναβάθμιση των προσόντων του εργατικού δυναμικού συναντούν μικρότερης έντασης αντιδράσεις όταν αυτές πραγματοποιούνται σε οικονομίες, στις οποίες οι περισσότερες επιχειρήσεις εφαρμόζουν καινοτομικά πρότυπα οργάνωσης και διοίκησης, στο πλαίσιο των οποίων οι εργαζόμενοι συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και επίλυσης προβλημάτων. Στο πλαίσιο των νέων μορφών οργάνωσης της εργασίας αναπτύσσεται, ενδογενώς, μια συμπληρωματική σχέση μεταξύ της αύξησης της πολυπλοκότητας της εργασίας και αύξησης της αυτονομίας των εργαζομένων. Δηλαδή, η όξυνση του ανταγωνισμού και η εφαρμογή στρατηγικών διοίκησης ολικής ποιότητας καθιστούν την εργασία περισσότερο απαιτητική. Παράλληλα, η αύξηση της αυτονομίας της εργασίας, η αναβάθμισή της στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και η εξάλειψη των ιεραρχικών δομών των επιχειρήσεων, τάσεις που παρατηρούνται στις νέες μορφές οργάνωσης και διοίκησης των επιχειρήσεων και των ανθρώπινων πόρων συμβάλλουν στο να μην χειροτερεύσουν οι συνθήκες εργασίας, δεδομένου ότι αυξάνονται όλο και περισσότερο οι απαιτήσεις των εργοδοτών έναντι των εργαζομένων (Commission EC, 2007α). Συνεπώς, η εφαρμογή πολιτικών αύξησης της ευελιξίας της εργασίας, η αναβάθμιση του ρόλου της, η μεγαλύτερη αυτονομία της και οι πολιτικές αναβάθμισης των προσόντων του εργατικού δυναμικού διαμορφώνουν ένα πλαίσιο, εντός του οποίου 160

179 αυξάνεται η αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων ενώ περιορίζεται η απώλεια της ευημερίας των εργαζομένων, η οποία μπορεί να προκληθεί από πολιτικές αύξησης της ευελιξίας των εργασιακών σχέσεων. Ο βαθμός ανοίγματος των οικονομιών, ο καινοτόμος χαρακτήρας των επιχειρήσεων ο διευρυμένος τομέας των υπηρεσιών αποτελούν παράγοντες που ενθαρρύνουν την ανάπτυξη των παραπάνω πολιτικών και οικονομικών συμπληρωματικοτήτων. Οι άτυπες μορφές απασχόλησης ευνοούν τους εκτός των τειχών, καθώς συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητάς τους, στην επίλυση του προβλήματος της ατελούς πληροφόρησης των επιχειρήσεων, σχετικά με τις ικανότητες και τα προσόντα των νεοπροσληφθέντων. Οι εντός των τειχών της αγοράς εργασίας ενδέχεται να συναινέσουν στην απορρύθμιση της νομοθεσίας που διέπει τις άτυπες μορφές απασχόλησης, προκειμένου να διατηρηθεί αμετάβλητη η νομοθεσία που διέπει την κανονική απασχόληση, συμβάλλοντας, όμως, έτσι στο δυισμό της αγοράς εργασία. Πολλές φορές, οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν οριακές και μεμονωμένες μεταρρυθμίσεις με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα, δημιουργώντας δυϊστικές καταστάσεις στην αγορά εργασίας (two-tier system). Δηλαδή, επιλέγουν να εφαρμόσουν μια στρατηγική οριακών μεταρρυθμίσεων, αφήνοντας ανεπηρέαστες τις υπάρχουσες συμβάσεις εργασίας και απορρυθμίζοντας το θεσμικό πλαίσιο για τις άτυπες μορφές απασχόλησης. Η επιλογή αυτή ευνοεί τις επιχειρήσεις, καθώς διευκολύνεται η προσαρμογή της απασχόλησης σύμφωνα με την εξίσωση του οριακού κόστους με το οριακό έσοδο. Επίσης, οι εντός των τειχών ενθαρρύνουν τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις, καθώς δεν περιορίζεται το κόστος αντικατάστασής τους. Συνεπώς, η ύπαρξη εναλλακτικής επιλογής (δυισμός της αγοράς εργασίας), που συνδέεται με χαμηλότερο πολιτικό κόστος καθιστά τις κυβερνήσεις διστακτικές στην προώθηση ολοκληρωμένων μεταρρυθμίσεων, υψηλότερου πολιτικού κόστους. Ωστόσο, ο δυισμός της αγοράς εργασίας δημιουργεί στρεβλώσεις στη διαδικασία διαμόρφωσης των μισθών, ενώ οι θέσεις εργασίας που καλύπτονται από εργαζομένους άτυπων μορφών απασχόλησης θα μπορούσαν να είχαν καλυφθεί από μόνιμους και αορίστου χρόνου απασχολούμενους (Saint-Paul, 1995). Αν όμως η μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου που διέπει τις άτυπες μορφές απασχόλησης εφαρμοζόταν συμπληρωματικά με την απορρύθμιση της ΝΠΑ θα εξαλειφόταν το πρόβλημα του δυισμού της αγοράς εργασίας, ενώ παράλληλα θα διευκολυνόταν η ένταξη ειδικών ομάδων του εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας, ιδίως των νέων. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του πίνακα 4.5, στις αγορές εργασίας του ΗΒ και της Ιρλανδίας τα ποσοστά της μερικής απασχόλησης ως προς τη συνολική είναι από τα μεγαλύτερα μεταξύ των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας. Σε αυτό συμβάλλουν το ήπια ρυθμισμένο θεσμικό πλαίσιο που διέπει 161

180 το καθεστώς της κανονικής και των άτυπων μορφών απασχόλησης, αλλά και τα χαμηλά ποσοστά αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας, καθιστώντας οικονομική ακόμα και τη μειωμένου χρόνου απασχόληση. Αντίθετα, στις αγορές εργασίας της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας η χρήση της μερικής απασχόλησης είναι περιορισμένη, γεγονός το οποίο μπορεί να αποδοθεί στο περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο που διέπει αυτή αλλά και την κανονική απασχόληση. Επιπλέον, στις αγορές εργασίας της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Φινλανδίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας η χρήση των συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης είναι πιο διαδεδομένες, συγκριτικά με τις άλλες αγορές εργασίας (πίνακας 4.6). Πρόκειται για αγορές εργασίας, στις οποίες η ΝΠΑ που διέπει την κανονική απασχόληση είναι περιοριστική, καθιστώντας αυτού του τύπου τις συμβάσεις ελκυστικότερες για τις επιχειρήσεις. Πίνακας 4.5: Τα ποσοστά μερικής απασχόλησης στην ΕΕ-15 (% συνολικής απασχόλησης) Αυστρία ; 13,3 16,7 20,8 Βέλγιο 10,9 13,6 20,6 21,7 Γαλλία 11,8 15,5 16,8 17,1 Γερμανία 14, ,1 23,4 Δανία 22,7 21,4 21,4 21,5 Ελλάδα 3,6 4,4 4,4 4,8 Η.Β. 20,8 23,2 24,4 24,4 Ιρλανδία 8, ,6 16,8 Ισπανία 4,8 7,2 8,0 12,2 Ιταλία 4,7 6,4 8,7 12,7 Ολλανδία 31,3 37,0 41,0 45,7 Πορτογαλία 5 6,3 8,1 8,2 Σουηδία ; 25,4 21,8 24,0 Φιλανδία ; 11,4 11,9 13,3 Πηγή: Eurostat Πίνακας 4.6: Τα ποσοστά προσωρινής απασχόλησης στην ΕΕ-14 (% συνολικού αριθμού εργαζομένων) Αυστρία - 6,0 8,0 9,1 Βέλγιο 5,3 5,3 9,0 8,8 Γαλλία 10,6 12,2 15,4 13,3 Γερμανία 10,5 10,4 12,8 14,2 Δανία 10,8 12,1 10,2 9,8 Ελλάδα 16,5 10,2 13,8 11,8 Η.Β. 5,1 6,9 6,6 5,6 Ιρλανδία 8,5 10,2 5,3 3,7 Ισπανία 29,9 35,0 32,4 33,4 Ιταλία 5,2 7,2 10,1 12,3 Ολλανδία 7,6 10,8 13,8 15,4 Πορτογαλία 18,4 10,1 19,8 19,5 Σουηδία - 13,0 14,3 15,7 Φιλανδία - 16,5 17,7 16,5 Πηγή: Eurostat 162

181 Οι ομάδες συμφερόντων μιας αγοράς εργασίας μπορεί να αντιτίθενται στη θεσμική αλλαγή εξαιτίας των προσόδων που προκύπτουν από το υφιστάμενο θεσμικό καθεστώς, μέρος των οποίων επιδιώκουν να αποκομίσουν. Επιπλέον, οι ομάδες συμφερόντων μπορεί να είναι μεροληπτικοί υπέρ της διατήρησης του υφιστάμενου θεσμικού καθεστώτος εξαιτίας της αβεβαιότητας σχετικά με τις επιπτώσεις της θεσμικής αλλαγής. Οι επιπτώσεις της μεταρρύθμισης των θεσμών της αγοράς εργασίας, και όχι μόνον, διακρίνονται σε βραχυχρόνιες και μακροχρόνιες. Οι δρώντες (εργατικό δυναμικό και επιχειρήσεις) εστιάζουν στις βραχυχρόνιες συνέπειες των μεταρρυθμίσεων, παραβλέποντας τις μακροχρόνιες, υιοθετώντας μια μυωπική συμπεριφορά (analytical myopia). Για παράδειγμα, σε μια μείωση των επιδομάτων ανεργίας, τα άτομα-μέλη του εργατικού δυναμικού, θα επικεντρώσουν το ενδιαφέρον τους στη μείωση της εισοδηματικής ασφάλειας σε περιόδους ανεργίας, παραβλέποντας τα μελλοντικά, πιθανά, οφέλη που θα προκύψουν από την αύξηση της απασχόλησης. Η μυωπική αυτή συμπεριφορά οφείλεται και στις συμπληρωματικότητες που υπάρχουν μεταξύ των θεσμών, καθώς οι επιπτώσεις της μεταρρύθμισης ενός θεσμού εξαρτώνται και από τη λειτουργία των άλλων θεσμών της αγοράς εργασίας (Calmfors, 2004). Δεν είναι πάντοτε και σαφής ο προσδιορισμός των χαμένων και των κερδισμένων που προκύπτουν από τη μεταρρυθμιστική διαδικασία (identification problem), εξαιτίας της ατελούς πληροφόρησης των ομάδων της αγοράς εργασίας (Saint Paul, 2002). Η προώθηση μιας μεταρρύθμισης, από την κυβέρνηση, εξαρτάται, πολλές φορές, από τον αριθμό των ατόμων που ωφελούνται από αυτή, σε σχέση με αυτούς που ζημιώνονται. Εξαιτίας της δυσκολίας κατάταξης των δρώντων στους χαμένους ή στους κερδισμένους της μεταρρύθμισης, οι υποστηρικτές της ενδέχεται να είναι λιγότεροι από εκείνους που, πραγματικά, ωφελούνται από αυτή. Ένας άλλος παράγοντας που δυσχεραίνει τη θεσμική αλλαγή και σχετίζεται με το αρχικό επίπεδο ρύθμισης είναι η προκατάληψη του status quo (status quo bias), σύμφωνα με την οποία τα άτομα προτιμούν μια επιλογή έναντι άλλων, απλά και μόνον, επειδή η επιλογή αυτή συμβαίνει να αποτελεί το status quo (Heinemann, 2004). Αν συμβεί κάποια μεταβολή η επιλογή δεν είναι πλέον ελκυστική για τους δρώντες, με αποτέλεσμα να υιοθετούν μια κριτική-διστακτική στάση έναντι του νέου θεσμικού πλαισίου, όχι (μόνο) εξαιτίας της επιτυχίας του υπάρχοντος, αλλά της τάσης να παραμένουν οι θεσμοί ως έχουν (Λεμπέση, 2006). Δηλαδή, είναι πιθανόν, η μεταρρύθμιση ενός θεσμού της αγοράς εργασίας να μην υποστηρίζεται ακόμα και από τις ομάδες που ωφελούνται από αυτή. Και αυτό μπορεί να συμβαίνει εξαιτίας είτε της αβεβαιότητας περί των επιπτώσεων της θεσμικής αλλαγή, είτε/και της μεροληπτικής στάσης των δρώντων έναντι των υφιστάμενων θεσμών. 163

182 Επιπλέον, οι δρώντες τείνουν να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην απώλεια της ευημερίας, που προκαλείται από μια μεταρρύθμιση, παρά στα οφέλη που αυτή μπορεί να δημιουργήσει (Calmfors, 2004). Δηλαδή, οι δρώντες τείνουν να αποστρέφονται την απώλεια ευημερίας (loss aversion), υπόθεση που συνεπάγεται ότι η μείωση της ευημερίας εκτιμάται περισσότερο, σε απόλυτους όρους, από την αύξησή της ευημερίας, που αμφότερες μπορούν να προκληθούν από μια μεταρρύθμιση (Heinemann, 2004). Για παράδειγμα, μπορεί οι εκτός των τειχών να ωφελούνται από ένα πλαίσιο μεταρρυθμίσεων που αυξάνει την ευελιξία της αγοράς εργασίας (πχ απορρύθμιση της ΝΠΑ), βελτιώνοντας τις ευκαιρίες απασχόλησής τους και μειώνοντας την εισοδηματική τους ασφάλεια (πχ εξορθολογισμός του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων), αλλά ενδέχεται να μην το υποστηρίζουν σθεναρά. Στο πλαίσιο της αποστροφής των δρώντων στην απώλεια ευημερίας έχει διατυπωθεί και ένα άλλο επιχείρημα, το οποίο συμβάλλει στην υιοθέτηση μεροληπτικής στάσης έναντι των θεσμικών αλλαγών. Σύμφωνα με αυτό, το τίμημα που είναι διατεθειμένα τα άτομα να πληρώσουν για την απόκτηση ενός αγαθού είναι μικρότερο από την αποζημίωση που είναι πρόθυμοι να αποδεχτούν, προκειμένου να παραιτηθούν από την κατανάλωση ενός άλλου αγαθού (endowment effect). Τα επιχειρήματα που έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο της ερμηνείας της αποστροφής των δρώντων στη θεσμική αλλαγή, βάσει ψυχολογικών επιχειρημάτων, δύνανται να εξηγήσουν γιατί η ένταση της αντίστασης των χαμένων (losers) από τη μεταρρυθμιστική διαδικασία είναι ισχυρότερη έναντι της υποστήριξης των κερδισμένων (winners) (Heinemann, 2004). Σχετικό με το επιχείρημα της προκατάληψης του status quo, είναι και αυτό της αγκυροβόλησης (anchoring). Οι (οικονομικοί) δρώντες έχουν την τάση να συνδέουν το παρελθόν με το μέλλον, υιοθετώντας μια λογική σύμφωνα με την οποία οι επιδόσεις του παρελθόντος αποτελούν βάση σύγκρισης για τις επιδόσεις του μέλλοντος (Λεμπέση, 2006). Όμως, η λογική αυτή είναι εσφαλμένη, καθώς δεν εντάσσονται οι επιδόσεις του παρελθόντος στο αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο και δεν λαμβάνονται υπόψη οι διάφοροι εξωγενείς παράγοντες που τις επηρεάζουν. Έτσι, οι δρώντες είναι διστακτικοί στη θεσμική αλλαγή, εξαιτίας της προσκόλλησης τους στο παρελθόν, παραβλέποντας τα δεδομένα του παρόντος και τις προοπτικές του μέλλοντος. Για παράδειγμα, οι εντός των τειχών ενδέχεται να αντιστέκονται στην απορρύθμιση της ΝΠΑ, θεωρώντας έτσι ότι διασφαλίζεται η θέση εργασίας τους, παραβλέποντας, όμως, το γεγονός ότι η ΝΠΑ δεν αρκεί, από μόνη της, να διασφαλίσει θέσεις εργασίας σε ένα περιβάλλον έντονου ανταγωνισμού. 164

183 Συνοψίζοντας, η προώθηση μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας προσκρούει, καταρχάς, στις σχέσεις συμπληρωματικότητας που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών της, οι οποίες δημιουργούν προσόδους για τις ομάδες συμφερόντων που δύσκολα είναι διατεθειμένοι να απολέσουν. Πολλές φορές οι κυβερνήσεις προκειμένου να βελτιώσουν τις επιδόσεις των αγορών εργασίας τους καλούνται να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις σε πολλά πεδία ρύθμισης των αγορών εργασίας τους. Αυτό δεν είναι πάντοτε πολιτικά εφικτό δεδομένων των έντονων αναδιανεμητικών επιπτώσεων που προκαλεί το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, καθιστώντας τις ομάδες που επωφελούνται από αυτό μεροληπτικές υπέρ της διατήρησής τους. Άλλες φορές πάλι η μακροχρόνια λειτουργία των θεσμών ευνοεί τη δημιουργία άτυπων μηχανισμών παράκαμψης του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου, περιορίζοντας το κόστος διατήρησής του. 4.6 Οι προσδιοριστικοί παράγοντες της διαμόρφωσης των μονοπατιών εξάρτησης Παραπάνω αναλύθηκαν οι συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας, με ειδική αναφορά στα θεσμικά χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας στις αρχές της δεκαετίας του 90. Οι εν λόγω συμπληρωματικές σχέσεις μπορούν να τροποποιήσουν τα συμφέροντα των ομάδων συμφερόντων έναντι της μεταρρύθμισης ενός θεσμού, αλλά και να μεταβάλουν τα προσδοκώμενα οφέλη της, όταν οι υπόλοιποι θεσμοί της αγοράς εργασίας παραμένουν αμετάβλητοι. Ωστόσο, υπάρχουν παράγοντες, άλλοι εκτός των θεσμών της αγοράς εργασίας, που μπορούν να τροποποιήσουν το περιεχόμενο, αλλά και την ένταση των εν λόγω σχέσεων και κατ επέκταση την επίδρασή τους στη μεταρρυθμιστική διαδικασία. Ένας παράγοντας που μπορεί να μεταβάλει τη στάση, κυρίως, των επιχειρήσεων έναντι των θεσμών της αγοράς εργασίας, αλλά και της μεταρρύθμισής τους είναι το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών. Πρόκειται για παράγοντα εκτός των θεσμών της αγοράς εργασίας, ο οποίος μπορεί να επηρεάσει το κόστος της διατήρησης ενός θεσμού της αγοράς εργασίας, αλλά και αυτό της αλλαγής του. Ένα ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών λειτουργεί συμπληρωματικά με ένα, επίσης, ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο εργασιακών σχέσεων. Όσο πιο ανταγωνιστικό είναι το περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργούν οι αγορές προϊόντων και υπηρεσιών τόσο μεγαλύτερο κόστος προκαλεί για τις επιχειρήσεις ένα θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας, το οποίο καθιστά δύσκαμπτη τη λειτουργία της και τόσο εντονότερη πίεση, πιθανώς, να ασκήσουν οι επιχειρήσεις προς μια κυβέρνηση για την απορρύθμισή του. Επιπλέον, το περιοριστικό θεσμικό 165

184 πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών, αποτελεί πηγή δημιουργίας προσόδων για τις επιχειρήσεις, μέρος των οποίων προσπαθούν να αποκομίσουν οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας (Lindbeck, Snower, 2000: 26). Ή, διαφορετικά διατυπωμένο το συγκεκριμένο επιχείρημα, η απορρύθμιση του θεσμικού πλαισίου που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών ευνοεί τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας προς την πιο ευέλικτη λειτουργία της, καθώς η πρώτη περιορίζει τις προσόδους της ατελώς ανταγωνιστικής λειτουργίας της, καθώς και τα κίνητρα των εργαζομένων να διεκδικήσουν μέρος αυτών (Blanchard, Giavazzi, 2005: 38-39). Ωστόσο, έχει υποστηριχθεί ότι η απορρύθμιση του θεσμικού πλαισίου που διέπει την αγορά προϊόντων-υπηρεσιών μπορεί να δυσχεράνει τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας προς την ίδια κατεύθυνση. Και ο λόγος είναι ότι οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας, πιθανώς, να αντιστέκονται πιο σθεναρά στην θεσμική αλλαγή που περιορίζει τη δυνατότητα αποκόμισης μέρους των μικρότερων, πλέον, προσόδων που προκύπτουν από τη λειτουργία της αγοράς προϊόντων-υπηρεσιών (Koutsiaras, 2009: 94-95). Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι η ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών όταν συνδυαστεί με μια περιοριστική ΝΠΑ επιδρά θετικά στην απασχόληση. Η τόνωση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας (job creation), ενώ παράλληλα συμβάλλει στη διακοπή άλλων (job destruction), ασκώντας αμφίβολα αποτελέσματα στη συνολική απασχόληση. Έτσι, η περιοριστική ΝΠΑ αμβλύνει τις αρνητικές, για την απασχόληση, επιπτώσεις που προκύπτουν από την όξυνση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών (Amable, Gatti, 2004). Όπως προκύπτει από τον πίνακα 4.9, στην Ιρλανδία και το ΗΒ το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών είναι ήπιο, όπως και αυτό που διέπει την αγορά εργασίας. Αντίθετα, σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία και την Γερμανία τα θεσμικά πλαίσια που διέπουν τη λειτουργία αμφότερων των αγορών εργασίας είναι πιο περιοριστικά. 166

185 Πίνακας 4.7: Το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών * Το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντωνυπηρεσιών Αυστρία 1,4 Βέλγιο 1,4 Γαλλία 1,7 Γερμανία 1,4 Δανία 1,1 Ελλάδα 1,8 Η.Β. 0,9 Ιρλανδία 1,1 Ισπανία 1,6 Ιταλία 1,9 Ολλανδία 1,4 Πορτογαλία 1,6 Σουηδία 1,2 Φιλανδία 1,3 Πηγή: OECD *Όσο υψηλότερη η τιμή του δείκτη τόσο εντονότερα τα εμπόδια εισόδου και εξόδου που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις όσον αφορά την ένταξή τους στην αγορά εργασίας Εκτός από το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των αγορών-υπηρεσιών ένας ακόμα παράγοντας, εκτός του θεσμών της αγοράς εργασίας, που μπορεί να διαφοροποιήσει τις προτιμήσεις των ομάδων συμφερόντων έναντι της θεσμικής αλλαγής είναι ο βαθμός ανοίγματος της οικονομίας. Όσο πιο ανοιχτή είναι μια οικονομία τόσο ανταγωνιστικότερο θα πρέπει να θεωρείται το περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργούν οι επιχειρήσεις και τόσο υψηλότερο το κόστος που προκαλεί σε αυτές ένα περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Ο βαθμός έκθεσης μιας οικονομίας στο διεθνή ανταγωνισμό μπορεί, επίσης, να προκαλέσει την προώθηση ασύμμετρων μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. Για παράδειγμα, στις αναπτυσσόμενες οικονομίες το κόστος εργασίας, ιδίως της ανειδίκευτης είναι περιορισμένο. Έτσι, η κυβέρνηση μιας ανεπτυγμένης οικονομίας ενδέχεται να εφαρμόσει πολιτικές απορύθμισης της αγοράς εργασίας για τους ανειδίκευτους εργάτες (blue collar workers), στοχεύοντας στον περιορισμό του κόστους παραγωγής και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των εγχώριων προϊόντων (Davidsson, 2009b, 19). Το ενδεχόμενο αυτό, όμως, μπορεί να οδηγήσει στο δυϊσμό της αγοράς εργασίας, καθώς το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει την απασχόληση των εργατών (blue collar workers) θα είναι ηπιότερο από αυτό που ισχύει για τους υπαλλήλους (white collar workers). Ωστόσο, το κίνητρο για μια κυβέρνηση να προωθήσει ασύμμετρες μεταρρυθμίσεις στην αγορά 167

186 εργασίας της εξαρτάται αρνητικά από την παραγωγικότητα των εργαζομένων της και θετικά από το βαθμό υποκατάστασης των εγχώριων σε σχέση με τα εισαγόμενα προϊόντα. Το άνοιγμα των οικονομιών επηρεάζει τη μεταρρυθμιστική διαδικασία, μεταβάλλοντας τις δυνατότητες άσκησης πίεσης των ομάδων συμφερόντων σε μια κυβέρνηση. Για παράδειγμα, σε ένα περιβάλλον έντονου διεθνούς ανταγωνισμού η σχετική βαρύτητα των προτιμήσεων των επιχειρήσεων έναντι της μεταρρυθμιστικής ατζέντας αναβαθμίζεται, καθώς η δυνατότητα προσαρμογής τους σε αυτό θα καθορίσει το επίπεδο απασχόλησης στην οικονομία. Παράλληλα, τα εργατικά συνδικάτα είναι πιθανόν να κατανοήσουν ότι η περιοριστική ΝΠΑ δεν μπορεί από μόνη της να διασφαλίσει τη θέση εργασίας τους σε ένα περιβάλλον έντονου διεθνούς ανταγωνισμού και κινητικότητας του κεφαλαίου, επιδεικνύοντας μεγαλύτερη συναίνεση στην απορρύθμισή της ανταλλάσοντας την, ενδεχομένως, με ένα πιο γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων. Ωστόσο, αυτό το ίδιο περιβάλλον μπορεί να αναδείξει την ανάγκη υιοθέτησης πολιτικών κοινωνικής προστασίας και περαιτέρω ρύθμισης της αγοράς εργασίας, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι αναδιανεμητικές επιπτώσεις της ανταγωνιστικότερης λειτουργίας των αγορών (Commission EC, 2008β). Ο πίνακας 4.10 περιλαμβάνει στοιχεία για το βαθμό ανοίγματος των υπό εξέταση ευρωπαϊκών οικονομιών, όπως αυτός μετράται από το άθροισμα των εισαγωγών και των εξαγωγών ως προς το ΑΕΠ. Όσο μεγαλύτερος ο όγκος των εισαγωγών σε μια οικονομία τόσο περισσότερα θα είναι τα υποκατάστατα των εγχώρια παραγόμενων προϊόντων και τόσο εντονότερο θα είναι το ανταγωνιστικό περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργούν οι ημεδαπές επιχειρήσεις. Επιπλέον, το περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργούν οι επιχειρήσεις μπορεί να θεωρηθεί πιο ανταγωνιστικό όσο περισσότερα προϊόντα εξάγουν. Όπως προκύπτει από τον πίνακα αυτόν χώρες, στις οποίες το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις εργασιακές σχέσεις είναι περιοριστικό, όπως η Ισπανία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Γαλλία ο βαθμός έκθεσής τους στο διεθνή ανταγωνισμό είναι μικρότερος. 168

187 Πίνακας 4.8: Ο βαθμός ανοίγματος των οικονομιών (εισαγωγές και εξαγωγές ως % ΑΕΠ) Αυστρία 73,9 70,7 91,1 104,4 Βέλγιο 132,5 127,0 153,6 156,4 Γαλλία 43,9 44,4 56,6 53,4 Γερμανία 49,7 47,4 66,4 76,9 Δανία 69,7 71,1 87,1 93,1 Ελλάδα 47,2 43,6 63,2 53,9 Η.Β. 50,0 56,6 57,1 56,2 Ιρλανδία 108,6 140,8 182,8 151,5 Ισπανία 35,5 44,8 61,2 56,6 Ιταλία 38,3 47,7 53,2 52,0 Ολλανδία 109,1 113,1 134,6 130,7 Πορτογαλία 66,4 61,1 69,0 65,0 Σουηδία 60,2 72,6 86,7 89,0 Φιλανδία 46,6 65,5 78,1 79,5 Πηγή: OECD Άλλος προσδιοριστικός παράγοντας που διαμεσολαβεί μεταξύ των συμπληρωματικών σχέσεων που μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας αναπτύσσονται και της θεσμικής αλλαγής είναι ο βαθμός κορπορατισμού της οικονομίας. Ως κορπορατισμός ορίζεται ένας τύπος οργάνωσης ή συντονισμού του καπιταλιστικού συστήματος, όπου μη-κρατικοί οργανισμοί, όπως οι ενώσεις εργοδοτών και εργαζομένων μπορούν να επηρεάσουν τη διαμόρφωση οικονομικών, κυρίως, πολιτικών. Με τον όρο νέο-κορπορατισμός (neo-corporatism) περιγράφεται η συνεργασία μεταξύ κυβέρνησης και κοινωνικο-οικονομικών ομάδων συμφερόντων, με στόχο την επίτευξη συναίνεσης γύρω από τη διαμόρφωση και εφαρμογή μακροοικονομικά αποδοτικών κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών (Siaroff, 1999: 176). Κατά τον Siaroff ο βαθμός κορπορατισμού της οικονομίας εξαρτάται από την ύπαρξη ενός μακροχρόνιου συνεργατικού πλαισίου λειτουργίας και διοίκησης των επιχειρήσεων, καθώς επίσης και από τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στη διαμόρφωση εθνικών πολιτικών σε διάφορα πεδία. Η δυνατότητα επίτευξης κοινωνικής συναίνεσης γύρω από την ασκούμενη οικονομική, κυρίως, πολιτική αντανακλά ιστορικά πρότυπα και εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τη φυσιογνωμία και τον προσανατολισμό των εργατικών συνδικάτων (Siaroff, 1999: ). Επιπλέον, η παράδοση μιας χώρας στον κοινωνικό διάλογο, καθώς και η ύπαρξη θεσμών αντιπροσωπευτικής εκπροσώπησης των μερών (επιχειρήσεων και εργαζομένων) και ουσιαστικής συμμετοχής τους σε αυτόν μπορούν να αναδείξουν κατά τρόπο αξιόπιστο και πειστικό τους περιορισμούς του υφιστάμενου θεσμικού 169

188 πλαισίου, την αναγκαιότητα αλλαγής του, αλλά και την ορθότητα του προτεινόμενου μεταρρυθμιστικού προγράμματος, ενισχύοντας τόσο την αξιοπιστία του ίδιου το προγράμματος όσο και της κυβέρνησης (Schmidt, 2008). Ο βαθμός κορποτατισμού, λοιπόν, μιας οικονομίας επηρεάζεται από θεσμικούς και ιστορικούς, κυρίως, παράγοντες. Σε οικονομίες, στις οποίες ο βαθμός κορπορατισμού είναι υψηλός είναι πιθανόν οι ομάδες συμφερόντων, ιδίως οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας να υιοθετήσουν μια πιο συναινετική και ηπιότερη στάση έναντι της θεσμικής αλλαγής, θυσιάζοντας μέρος των προσόδων που απολαμβάνουν από το υφιστάμενο θεσμικό καθεστώς αν το νέο που θα προκύψει μετά τη μεταρρύθμισή του οδηγήσει επιδόσεις ευνοϊκότερες για το σύνολο της κοινωνίας. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 4.11 ο βαθμός κορπορατισμού της οικονομίας είναι υψηλός στην Αυστρία, την Γερμανία, την Ολλανδία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία (πρώτη ομάδα), το Βέλγιο και τη Δανία (τρίτη ομάδα). Αντίθετα, στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία (τέταρτη ομάδα), την Ιρλανδία και το ΗΒ (δεύτερη ομάδα), ο βαθμός κορπορατισμού είναι χαμηλός. Πίνακας 4.9: Ο βαθμός κορπορατισμού της οικονομίας Χώρες Οι δείκτες κορπορατισμού των ευρωπαϊκών οικονομιών στα τέλη της δεκαετίας του 90 * Αυστρία 4,62 Βέλγιο 3,75 Γαλλία 2,25 Γερμανία 4,12 Δανία 4,25 Ελλάδα 2,0 ΗΒ 2,0 Ιρλανδία 2,62 Ισπανία 2,0 Ιταλία 3,0 Ολλανδία 4,0 Πορτογαλία 2,37 Σουηδία 4,62 Φινλανδία 4,37 Πηγή: Siaroff, 1999, σελ.193 *Όσο υψηλότερη η τιμή του δείκτη, τόσο μεγαλύτερος ο βαθμός κορπορατισμού της οικονομίας. 170

189 4.7 Σύνοψη Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάστηκαν οι βασικότερες θεωρητικές προσεγγίσεις περί της μεταρρύθμισης των θεσμών της αγοράς εργασίας. Μεταξύ των προσεγγίσεων που παρουσιάστηκαν είναι η νομική θεωρία και η θεωρία της αποτελεσματικότητας των θεσμών. Η πρώτη δίνει έμφαση στη νομική παράδοση της χώρας, ενώ η δεύτερη στις συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας με τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αμφότερες οι προσεγγίσεις παρέχουν σημαντικά επιχειρήματα, τα οποία είναι χρήσιμα σε ένα ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο ανάλυσης, δηλαδή αυτής της συγκριτικής πολιτικής οικονομίας. Επιπλέον, παρουσιάστηκε το θεωρητικό πλαίσιο που υιοθετείται στην παρούσα διατριβή, ο εμπειρικός έλεγχος του οποίου επιχειρείται στο επόμενο κεφάλαιο. Οι θεσμοί της αγοράς εργασίας αποτελούν πηγές αποκόμισης και διατήρησης προσόδων για τις ομάδες συμφερόντων στην αγορά εργασίας (θεωρίες κοινωνικής σύγκρουσης), δηλαδή των εντός και εκτός των τειχών της και των επιχειρήσεων. Οι συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται εντός της αγοράς εργασίας μπορούν να επηρεάσουν το μέγεθος αυτών των προσόδων, τη διαπραγματευτική θέση των ομάδων συμφερόντων, αλλά και την οικονομική σκοπιμότητα της θεσμικής αλλαγής. Προσδιοριστικοί παράγοντες των σχέσεων αυτών αποτελούν το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντωνυπηρεσιών, το άνοιγμα της οικονομίας, καθώς και ο βαθμός κορπορατισμού της. Ακολουθεί ο εμπειρικός έλεγχος της θεωρητικής υπόθεσης που παρουσιάστηκε στο κεφάλαιο αυτό. Δηλαδή, όσο πιο περιοριστικό είναι το θεσμικό πλαίσιο που διέπει μια αγορά εργασίας στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου, τόσο δυσκολότερη είναι η μεταρρύθμισή του, ακόμη κι αν οι επιδόσεις της το υπαγορεύουν, ιδίως όταν ο βαθμός ανοίγματος της οικονομίας είναι χαμηλός, το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των αγορών προϊόντων-υπηρεσιών περιοριστικό και ο βαθμός κορπορατισμού της οικονομίας χαμηλός. 171

190 172

191 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Ο εντοπισμός των ικανών ή/και αναγκαίων συνθηκών του μεταρρυθμιστικού δισταγμού με τη χρήση της Ποιοτικής Συγκριτικής Ανάλυσης (Qualitative Comparative Analysis-QCA) 5.1 Εισαγωγή Στο παρόν κεφάλαιο επιχειρείται ο εντοπισμός των ικανών ή/και αναγκαίων συνθηκών του μεταρρυθμιστικού δισταγμού που επιδεικνύουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις όσον αφορά την προώθηση μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας με την χρήση της Ποιοτικής Συγκριτικής Ανάλυσης εφεξής ΠΣΑ (Qualitative Comparative Analysis-QCA). Πρόκειται για μια μέθοδο που συνδυάζει την ποιοτική ανάλυση με την ποσοτική και δεν είναι ευρέως γνωστή στην ελληνική ακαδημαϊκή βιβλιογραφία. Ως εκ τούτου κρίνεται σκόπιμη μια εκτενής παρουσίαση της μεθόδου στο πρώτο μισό του παρόντος κεφαλαίου (ενότητα 5.1, υποενότητες έως 5.1.6). Στη συνέχεια, με τη χρήση της μεθόδου διερευνώνται οι ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (υποενότητα 5.2.1), της ήπιας ΝΠΑ (υποενότητα 5.2.2), των υψηλών δαπανών για ΕΠΑ (υποενότητα 5.2.3) και τέλος της αποκεντρωμένης διαπραγμάτευσης των μισθών (υποενότητα 5.2.4). Έχοντας εντοπίσει τους παράγοντες που αποτελούν ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες των παραπάνω θεσμικών επιλογών επιχειρείται ο ορισμός του μεταρρυθμιστικού δισταγμού, αλλά και της μεταρρυθμιστικής τόλμης με κριτήρια τις επιδόσεις των αγορών εργασίας και την προώθηση ή μη μεταρρυθμίσεων σε αυτήν (ενότητα 5.3). Με βάση τα κριτήρια αυτά οι υπό εξέταση ευρωπαϊκές χώρες ταξινομούνται σε σύνολα, από τα οποία επιλέγονται και οι περιπτώσεις που εξετάζονται λεπτομερώς στο επόμενο κεφάλαιο (ενότητα 5.4). 173

192 5.1.1 Η Ποιοτική Συγκριτική Ανάλυση Με την μέθοδο της ΠΣΑ 12, εντοπίζονται οι επεξηγηματικοί παράγοντες που αποτελούν ικανή ή/και αναγκαία συνθήκη προκειμένου να συμβαίνει ένα αποτέλεσμα. Συνιστάται, κυρίως, σε περιπτώσεις, που εξετάζονται οι ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες ενός φαινομένου, το μέγεθος του πληθυσμού είναι περιορισμένο και το αντικείμενο της έρευνας είναι οι περιπτώσεις και όχι μεταβλητές (Shneider et al., 2006: 10). Σημειώνεται ότι στην ΠΣΑ το αιτιατό είναι το αποτέλεσμα και όχι η εξαρτημένη μεταβλητή, ενώ τα αίτια είναι οι επεξηγηματικοί παράγοντες, ή συνδυασμός αυτών, και όχι οι ανεξάρτητες μεταβλητές. Η ΠΣΑ μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μια διαλεκτική-πλουραλιστική-συνδυαστική μέθοδος. Διαλεκτική γιατί παρέχει τη δυνατότητα μιας διαρκούς, συστηματικής και διαδραστικής σύνδεσης μεταξύ θεωρίας και πράξης. Πλουραλιστική γιατί επιτρέπει τον έλεγχο υποθέσεων, μέσω της εις βάθος μελέτης των περιπτώσεων και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, χωρίς να προϋποθέτει την ομογενοποίησή τους. Τέλος, συνδυαστική γιατί συνδυάζει στοιχεία της ποιοτικής με την ποσοτική ανάλυση. Τα τρία αυτά χαρακτηριστικά της μεθόδου λειτουργούν συμπληρωματικά, παρέχοντας τη δυνατότητα ερευνητικής εμβάθυνσης στη μελέτη των περιπτώσεων (Ragin, 2000:5). Η μέθοδος αυτή συνδυάζει την ποιοτική με την ποσοτική ανάλυση και χρησιμοποιείται, ευρύτατα, πλέον, στις κοινωνικές επιστήμες, προκειμένου να διερευνηθούν οι προσδιοριστικές/αιτιοκρατικές σχέσεις μεταξύ επεξηγηματικών παραγόντων (explanatory factors) και αποτελεσμάτων (outcomes). Μεταξύ των πλεονεκτημάτων αυτής της μεθόδου είναι ότι δεν απαιτείται η ποσοτικοποίηση των επεξηγηματικών παραγόντων και των αποτελεσμάτων, παρά μόνο η ταξινόμησή τους σε σύνολα ασαφούς λογικής (fuzzy sets). Ο χαρακτηρισμός των συνόλων ως ασαφών, ενδεχομένως, να παρέπεμπε σε μη ακριβώς προσδιορισμένα και πιθανώς με υποκειμενικό τρόπο οριζόμενα σύνολα. Όμως, όπως εξηγείται παρακάτω, του ορισμού των συνόλων προηγείται η αναγωγή των μεταβλητών (προσδιοριστικών παραγόντων και αποτελέσματος) στην κλίμακα 0-1, η οποία γίνεται άλλοτε κατά τρόπο που υπαγορεύει η θεωρία και άλλοτε σύμφωνα τις ομοιότητες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιπτώσεων. 12 Η ΠΣΑ αναπτύχθηκε από τον Charles Ragin τη δεκαετία του 80 και εξελίχθηκε τη δεκαετία του 90. Αρχικά, βασίστηκε στα σύνολα σαφούς λογικής (crisp sets) και στο διμεταβλητό σύστημα (0-1), ενώ με την εξέλιξή της, τη δεκαετία του 90, αναπτύχθηκαν και τα σύνολα ασαφούς λογικής και η αναγωγή των μεταβλητών στην κλίμακα 0-1. Οι μεταβλητές, πλέον, ήταν συνεχείς, παρέχοντας στη μέθοδο την ευχέρεια της ποσοτικής ανάλυσης. Μέχρι το 2006, η μέθοδος είχε χρησιμοποιηθεί σε μόλις 150 μελέτες κυρίως στην κοινωνιολογία και την πολιτική και διοικητική επιστήμη (Marx, 2006). 174

193 Στόχος των συμβατικών ποσοτικών μεθόδων είναι η συσχέτιση δύο ή περισσότερων μεταβλητών. Με την ΠΣΑ συγκρίνονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιπτώσεων και ελέγχεται αν συνδέονται με την εμφάνιση ή μη ενός φαινομένου. Δηλαδή, επιχειρείται ο εντοπισμός συνδυασμών επεξηγηματικών παραγόντων που προκαλούν ένα αποτέλεσμα και όχι, απλώς, η συσχέτιση δύο ή περισσοτέρων μεταβλητών. Έτσι, ορίζονται ενδογενώς οι συμπληρωματικές σχέσεις, που πιθανώς, αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών. Για παράδειγμα, όταν, με τις συμβατικές εμπειρικές μεθόδους, ελέγχεται και επιβεβαιώνεται η υπόθεση ότι όσο πιο περιοριστική είναι η ΝΠΑ τόσο δυσκολότερη καθίσταται η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, σημαίνει ότι ο μεταρρυθμιστικός δισταγμός μιας κυβέρνησης αναμένεται μεγαλύτερος όσο πιο περιοριστικό είναι το αρχικό επίπεδο ρύθμισης της αγοράς εργασίας. Ωστόσο, ο βαθμός προστασίας του θεσμικού πλαισίου που διέπει τις εργασιακές σχέσεις είναι ένας μόνο από τους παράγοντες που επηρεάζει τη μεταρρυθμιστική διαδικασία, ενώ ο συνδυασμός του με άλλους θεσμούς μπορεί είτε να την υπονομεύσει, είτε να την ευνοήσει. Έτσι, με την ΠΣΑ μπορεί να προκύψει θετική συσχέτιση μεταξύ της ΝΠΑ και της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας σε ορισμένες περιπτώσεις και αρνητική σε άλλες. Η ΠΣΑ παρέχει τη δυνατότητα λεπτομερούς εξέτασης των ιδιαίτερων θεσμικών χαρακτηριστικών των υπό εξέταση περιπτώσεων. Επιπλέον, η λεπτομερής διερεύνηση των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας, αλλά και με το ευρύτερο ρυθμιστικό και οικονομικό πλαίσιο επιτρέπει τη διερεύνηση των κινήτρων, αλλά και των προτιμήσεων των ομάδων συμφερόντων έναντι της μεταρρύθμισης της αγοράς εργασίας. Ωστόσο, η δυνατότητα ελέγχου υποθέσεων και διατύπωσης συμπερασμάτων, περί των παραγόντων που επηρεάζουν τη μεταρρυθμιστική διαδικασία, γενικά, είναι περιορισμένη. Αντίθετα, η διατύπωση γενικών συμπερασμάτων είναι εφικτή στην περίπτωση των συμβατικών εμπειρικών μεθόδων, όπου το δείγμα είναι μεγάλο και ομοιογενές. Μέσω της ΠΣΑ μπορούν να διατυπωθούν συμπεράσματα τα οποία ισχύουν μεταξύ περιπτώσεων με παρόμοια χαρακτηριστικά. Παράλληλα όμως, ο εντοπισμός αιτιοκρατικών σχέσεων μεταξύ συνδυασμών επεξηγηματικών παραγόντων και αποτελέσματος είναι ευκολότερος στην ΠΣΑ, καθώς στις συμβατικές ποσοτικές μεθόδους η αλληλεπίδραση μεταξύ των ανεξάρτητων μεταβλητών συνδέεται, συχνά, με τεχνικά ζητήματα, όπως η πολυσυγραμμικότητα, δηλαδή η ύπαρξη συσχέτισης μεταξύ των ανεξάρτητων μεταβλητών. Στο πλαίσιο των συμβατικών ποσοτικών μεθόδων υιοθετείται η υπόθεση της ομοιογένειας των υπό εξέταση περιπτώσεων, καθώς εξετάζεται η σχέση μεταξύ ποσοτικών ή ποσοτικοποιημένων μεταβλητών, παραβλέποντας το στοιχείο της ετερογένειας, γεγονός που αποφεύγεται μέσω των ποιοτικών αναλύσεων και ιδίως της ΠΣΑ (Ragin, 2000: 5). Για παράδειγμα, ο έλεγχος της 175

194 συσχέτισης του επιπέδου ρύθμισης της αγοράς εργασίας με το μεταρρυθμιστικό δισταγμό μιας κυβέρνησης με τη χρήση συμβατικών ποσοτικών μεθόδων, θα παρέβλεπε τις συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών. Επιπλέον, η υπόθεση της ομοιογένειας των παρατηρήσεων δεν συνάδει με τη χρήση υποδειγμάτων συγκριτικής πολιτικής οικονομίας, όπου οι συμπληρωματικές σχέσεις μεταξύ των θεσμών ορίζονται ενδογενώς και η ετερογένεια των ομάδων ταξινόμησης των αγορών εργασίας, αλλά και γενικότερα των καπιταλιστικών συστημάτων, αποτελεί, μεταξύ άλλων, αντικείμενο της ανάλυσης. Πίνακας 5.1: Συμβατικές ποσοτικές μέθοδοι vs. Συγκριτικής Ποιοτικής Ανάλυσης (ΠΣΑ) (Ι) Ποιοτική Συγκριτική Ανάλυση (Qualitative Comparative Analysis) Ποσοτικές Μέθοδοι (Quantitative Methods) Αντικείμενο ανάλυσης Περιπτώσεις Μεταβλητές Αιτιατό Αποτέλεσμα Εξαρτημένη μεταβλητή Αιτία Επεξηγηματικοί παράγοντες Ανεξάρτητες Μεταβλητές Σχέση αιτιών αιτιατού Σύνολο σχέσεων ικανές και αναγκαίες συνθήκες Συντελεστές παλινδρόμησης, διαταρακτικός όρος Η σημαντικότερη, ίσως, διαφορά των συμβατικών εμπειρικών μεθόδων και της ΠΣΑ είναι ότι απαντούν σε διαφορετικά ερωτήματα. Για παράδειγμα, εξετάζοντας με τις συμβατικές εμπειρικές μεθόδους τη σχέση μεταξύ του ποσοστού αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας, και του δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων, ελέγχεται η οριακή μεταβολή των δύο μεταβλητών (μεταβολή δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων και μεταβολή ποσοστού αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας), δηλαδή πόσο αυξάνεται ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων εξαιτίας της αύξησης του ποσοστού αναπλήρωσης των επιδομάτων ανεργίας κατά 1%; Δηλαδή, ελέγχεται ποια η επίδραση της ανεξάρτητης μεταβλητής στην εξαρτημένη. Με την ΠΣΑ ελέγχεται αν το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων αποτελεί αναγκαία ή/και ικανή συνθήκη για την προώθηση τολμηρών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. Μια άλλη διαφορά μεταξύ των συμβατικών εμπειρικών μεθόδων και της ΠΣΑ είναι ο ασύμμετρος χαρακτήρας της δεύτερης, σε αντίθεση με τον συμμετρικό της πρώτης (Ragin, 2008b: 15). Για παράδειγμα, εξετάζοντας με τις συμβατικές ποσοτικές μεθόδους την επίδραση του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων στην ένταση των μεταρρυθμίσεων που προώθησαν οι κυβερνήσεις μιας χώρας ο ερευνητής μπορεί να καταλήξει, πιθανώς, στο συμπέρασμα ότι όσο πιο 176

195 γενναιόδωρο το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, τόσο περισσότερες μεταρρυθμίσεις προωθεί μια κυβέρνηση στην αγορά εργασίας. Δηλαδή, προκύπτει μια πιθανολογική σχέση μεταξύ του ποσοστού αναπλήρωσης των επιδομάτων ανεργίας και των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων. Μάλιστα, εφόσον προκύψει μια ευθεία σχέση μεταξύ της ανεξάρτητης και της εξαρτημένης μεταβλητής, σημαίνει ότι όσο λιγότερο γενναιόδωρο είναι το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, τόσο ισχνότερες ή οριακές είναι οι μεταρρυθμίσεις προωθεί μια κυβέρνηση στην αγορά εργασίας. Αντίθετα, πιθανά ευρήματα μέσω της ΠΣΑ μεταξύ του ποσοστού αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας και της έντασης των μεταρρυθμίσεων είναι ότι χώρες με γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων αποτελούν υποσύνολο ή υπερσύνολο αυτών των οποίων οι κυβερνήσεις προώθησαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας τους. Από αμφότερες αυτές τις πιθανές σχέσεις μεταξύ των δύο μεταβλητών δεν προκύπτει ότι μια μεταβολή στο ποσοστό αναπλήρωσης των επιδομάτων ανεργίας θα μεταβάλει την ένταση των μεταρρυθμίσεων που προωθεί μια κυβέρνηση. Δηλαδή, δεν προκύπτει συμμετρική σχέση μεταξύ των δύο μεταβλητών. Το σχετικό ύψος των μεταβλητών και όχι η μεταβολή τους θα καθορίσει τη μεταξύ τους σχέση, και οι δείκτες συνέπειας και κάλυψης, που παρουσιάζονται παρακάτω, πόσο αξιόπιστησυστηματική είναι αυτή η σχέση. Γράφημα 5.1: Η ΠΣΑ vs. συμβατικών ποσοτικών μεθόδων (ΙΙ) Ασύμμετρη σχέση μεταξύ επεξηγηματικών παραγόντων και αποτελέσματος Συμμετρική σχέση μεταξύ εξαρτημένης μεταβλητής και ανεξάρτητης ΠΣΑ Συμβατικές Ποσοτικές Μέθοδοι Με την ΠΣΑ αναζητούνται συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων, οι οποίοι αποτελούν ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες προκειμένου να συμβαίνει ένα αποτέλεσμα και όχι η επίδραση των ανεξάρτητων μεταβλητών στην εξαρτημένη. Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη ενότητα το πρόβλημα του μεταρρυθμιστικού δισταγμού αποδίδεται και στα θεσμικά χαρακτηριστικά των περιπτώσεων (χωρών), τα οποία αποτυπώνονται με αριθμοδείκτες, οι οποίοι δεν μετριούνται σε συγκεκριμένες μονάδες, ενώ η διακύμανσή τους είναι ιδιαίτερα περιορισμένη ακόμα και σε μακροχρόνια βάση. Έτσι, η εξέταση των παραγόντων που επηρεάζουν τη μεταρρυθμιστική διαδικασία προσκρούει και στα χαρακτηριστικά των μεταβλητών, των οποίων η μεταβολή είναι 177

196 συνήθως ισχνή, ενώ οι συμβατικές ποσοτικές μέθοδοι στηρίζονται στη λογική των οριακών μεταβολών. Επιπλέον, με την ΠΣΑ αναζητούνται οι ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες προκειμένου να συμβαίνει ένα αποτέλεσμα. Αυτό σημαίνει ότι εντοπίζονται σχέσεις αιτιότητας μεταξύ επεξηγηματικών παραγόντων, ή συνδυασμών αυτών, και αποτελέσματος. Με τις συμβατικές εμπειρικές μεθόδους, ιδίως δε με το δείκτη συσχέτισης μεταξύ δύο μεταβλητών, δεν προκύπτουν, κατ ανάγκη, σχέσεις αιτιότητας μεταξύ των μεταβλητών. Πίνακας 5.2: Η ΠΣΑ vs. συμβατικών ποσοτικών μεθόδων (ΙΙΙ) Δεν ισχύει ο επεξηγηματικός παράγοντας (Φειδωλό σύστημα αποζημίωσης των ανέργων) Συμβαίνει το αποτέλεσμα Κελί 1: περιπτώσεις που υπονομεύουν το (Υψηλός δείκτης έντασης επιχείρημα μεταρρυθμίσεων) Δεν συμβαίνει το αποτέλεσμα Κελί 3: περιπτώσεις που ενισχύουν το (Χαμηλός δείκτης έντασης επιχείρημα μεταρρυθμίσεων) Πηγή: Ragin 2008b: 21, στοιχεία γράφοντος Ισχύει ο επεξηγηματικός παράγοντας (Γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων Κελί 2: περιπτώσεις που ενισχύουν το επιχείρημα Κελί 4: περιπτώσεις που υπονομεύουν το επιχείρημα Επίσης, οι συμβατικές ποσοτικές μεθόδους εστιάζουν στις διαφορές μεταξύ των υπό εξέταση περιπτώσεων, ενώ η ΠΣΑ στις ομοιότητές τους. Ας υποθέσουμε ότι εξετάζεται η υπόθεση ότι όσο πιο γενναιόδωρο είναι το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, τόσο υψηλότερη θα είναι η ένταση των μεταρρυθμίσεων. Ελέγχοντας την υπόθεση αυτή με τη μέθοδο της συσχέτισης εξετάζεται ο βαθμός στον οποίο η γενναιοδωρία του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων επηρεάζει θετικά τον δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων ( ώ ί ώ ί ώ ί ) [σχέση 1] και ο βαθμός στον οποίο το φειδωλό σύστημα αποζημίωσης των ανέργων επηρεάζει αρνητικά τον δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων ( ώ ί ώ ί ώ ί ) [σχέση 2]. Δηλαδή, εξετάζεται αν και κατά πόσο αφενός η εμφάνιση του αποτελέσματος (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεις) συνδέεται με την ισχύ του επεξηγηματικού παράγοντα (γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων) και αφετέρου η μη εμφάνιση του αποτελέσματος (χαμηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων) συνδέεται με την μη ισχύ του επεξηγηματικού παράγοντα (φειδωλό σύστημα αποζημίωσης των ανέργων). Όσο περισσότερες περιπτώσεις στα κελιά 2 και 3 τόσο περισσότερο ενισχύεται 178

197 το επιχείρημα, ενώ όσο λιγότερες οι περιπτώσεις στα κελιά 1 και 4 τόσο περισσότερο υπονομεύεται το αποτέλεσμα (Ragin, 2008b : 21). Το αντίστοιχο ζήτημα μπορεί να αντιμετωπιστεί με την ΠΣΑ, διατυπώνοντας αυτή τη φορά το ερώτημα ως εξής: το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων αποτελεί ικανή ή/και αναγκαία συνθήκη για την προώθηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων); Με τον τρόπο αυτό αναζητούνται σχέσεις ρητής και όχι πιθανολογικής σύνδεσης μεταξύ επεξηγηματικών παραγόντων και αποτελέσματος. Ο ερευνητής εστιάζει πλέον στις περιπτώσεις των κελιών 1 και 2 (περιπτώσεις που συμβαίνει το αποτέλεσμα) και εξετάζει αν ο επεξηγηματικός παράγοντας (γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων) αποτελεί ικανή συνθήκη για να συμβαίνει το αποτέλεσμα (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων). Αν όλες οι περιπτώσεις εντάσσονται στο κελί 2, ο επεξηγηματικός παράγοντας αποτελεί ικανή (αλλά και αναγκαία) συνθήκη για να συμβαίνει το αποτέλεσμα. Ενώ, όταν ο ερευνητής εστιάζει στις περιπτώσεις των κελιών 2 και 4 (περιπτώσεις που ισχύει ο επεξηγηματικός παράγοντας), εξετάζει αν ο επεξηγηματικός παράγοντας αποτελεί αναγκαία συνθήκη ώστε να συμβαίνει το αποτέλεσμα. Μάλιστα, όταν όλες οι περιπτώσεις βρίσκονται στο κελί 2, τότε επεξηγηματικός παράγοντας αποτελεί αναγκαία (αλλά και ικανή) συνθήκη για να ισχύει το αποτέλεσμα. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι με τη μέθοδο της συσχέτισης δίνεται έμφαση στις διαφορές μεταξύ των περιπτώσεων. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα συγκρίνονται οι περιπτώσεις όπου η ένταση των μεταρρυθμίσεων είναι υψηλή και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων γενναιόδωρο έναντι αυτών στις οποίες το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι φειδωλό ως προς τις παροχές του και η ένταση των μεταρρυθμίσεων χαμηλή. Αντίθετα, με την ΠΣΑ δίδεται έμφαση στις ομοιότητες των περιπτώσεων είτε ως προς το αποτέλεσμα (ένταση μεταρρυθμίσεων) είτε ως προς τον επεξηγηματικό παράγοντα (ποσοστό αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας). Όμως, η ΠΣΑ μειονεκτεί έναντι των συμβατικών ποσοτικών μεθόδων εξαιτίας του πολύπλοκου χαρακτήρα της. Με την ΠΣΑ επιχειρείται η σύνδεση θεωρητικών σχέσεων, που αποτελεί μια περισσότερο πολύπλοκη διαδικασία έναντι της εξέτασης του βαθμού συσχέτισης μεταξύ δύο ή περισσότερων μεταβλητών. Επίσης, σε ένα μοντέλο παλινδρόμησης είναι πιθανόν να προκύψει σχέση υποκατάστασης μεταξύ των ανεξάρτητων μεταβλητών. Για παράδειγμα, αν μέσω ενός μοντέλου παλινδρόμησης προκύπτει αρνητική επίδραση της ΝΠΑ και του ποσοστού αναπλήρωσης των επιδομάτων ανεργίας στο δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων, μια αύξηση του ποσοστού αναπλήρωσης των επιδομάτων ανεργίας σε συνδυασμό με τη μείωση του ύψους αποζημίωσης απόλυσης των 179

198 εργαζομένων (μείωση του δείκτη ΝΠΑ) μπορούν να αφήσουν αμετάβλητο το δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων. Αντίθετα, μέσω της ΠΣΑ δεν προκύπτει σχέση υποκατάστασης μεταξύ των επεξηγηματικών παραγόντων. Το ίδιο αποτέλεσμα, όπως ένας υψηλός βαθμός έντασης μεταρρυθμίσεων μπορεί να προκύψει ακόμα και όταν αυξηθεί το ποσοστό αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας, χωρίς να απαιτείται η μείωση του ύψους της αποζημίωσης απόλυσης των εργαζομένων, καθώς η ύπαρξη ενός τρίτου επεξηγηματικού παράγοντα μπορεί να καθιστά ικανή ή/και αναγκαία συνθήκη του μεταρρυθμιστικού δισταγμού τον θεσμικό αυτόν συνδυασμό. Γράφημα 5.2: Η ΠΣΑ vs. συμβατικών ποσοτικών μεθόδων (ΙV) Σύνθετη μέθοδος Απλή μέθοδος (simplicity) ΠΣΑ Συμβατικές Ποσοτικές Τα σύνολα ασαφούς λογικής (fuzzy sets) Η ΠΣΑ προϋποθέτει τη δημιουργία συνόλων ασαφούς λογικής (fuzzy sets), τόσο για το αποτέλεσμα, όσο και για τους προσδιοριστικούς της παράγοντες. Τα σύνολα ασαφούς λογικής (fuzzy sets) διακρίνονται από αυτά της σαφούς λογικής (crisp sets). Τα τελευταία, δηλαδή τα σύνολα σαφούς λογικής προκύπτουν από μια διχοτόμο, όπως για παράδειγμα αληθές/ψευδές, σωστό/λάθος γενναιόδωρο/μη-γενναιόδωρο και λαμβάνουν την τιμή 0 ή 1. Η χρήση, όμως, των συνόλων σαφούς λογικής και των κατηγορικών μεταβλητών γενικότερα δεν ενδείκνυται στις κοινωνικές επιστήμες, όπου εκτός από το μαύρο ή το άσπρο υπάρχουν και οι αποχρώσεις του γκρι (Ragin 2000: 154). Αν η διχοτόμηση μεταξύ άσπρου και μαύρου ή σωστού και λάθους παραπέμπει στη σαφή λογική, η αναγνώριση του γεγονότος ότι στις κοινωνικές επιστήμες υφίστανται και ενδιάμεσες καταστάσεις έρχεται να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό ασαφές σε ένα σύνολο. Για παράδειγμα, η γενναιοδωρία ενός συστήματος αποζημίωσης των ανέργων εξαρτάται από το ποσοστό αναπλήρωσης των επιδομάτων και από τη διάρκεια χορήγησής τους. Σύμφωνα με τη σαφή λογική 180

199 υπάρχουν μόνο τέσσερα διαφορετικά συστήματα αποζημίωσης των ανέργων με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά το καθένα: Ύψος επιδόματος: γενναιόδωρο (1), διάρκεια χορήγησης: βραχυχρόνια (0) (σημείο Α γραφήματος 5.3) Ύψος επιδόματος: γενναιόδωρο (1), διάρκεια χορήγησης: μακροχρόνια (1) (σημείο Β γραφήματος 5.3) Ύψος επιδόματος: φειδωλό (0), διάρκεια χορήγησης: βραχυχρόνια (0) (σημείο Γ, γραφήματος 5.3) Ύψος επιδόματος: φειδωλό (0), διάρκεια χορήγησης: μακροχρόνια (1) (σημείο Δ, γραφήματος 5.3) Με βάση λοιπόν τη σαφή λογική ένα σύστημα αποζημίωσης των ανέργων μπορεί να τοποθετηθεί μόνο στις τέσσερις κορυφές του πλαισίου ΑΒΓΔ. Αντίθετα, με βάση την ασαφή λογική ένα σύστημα αποζημίωσης των ανέργων μπορεί να τοποθετηθεί σε οποιοδήποτε από τα άπειρα σημεία του πλαισίου ΑΒΓΔ. Εντός του τεταρτημορίου Α εντάσσονται τα συστήματα αποζημίωσης των ανέργων, στα οποία το ποσοστό αναπλήρωσης του επιδόματος είναι υψηλό και η διάρκεια χορήγησής του μακροχρόνια. Ωστόσο, μεταξύ των συστημάτων που βρίσκονται εντός του εν λόγω τεταρτημορίου μπορούν να τοποθετηθούν συστήματα αποζημίωσης των ανέργων με αποκλίσεις τόσο ως προς το ποσοστό αναπλήρωσης τους επιδόματος, όσο και ως προς τη διάρκεια χορήγησής τους. Παρά τις αποκλίσεις ως προς τα ποσοστά αναπλήρωσης και τη διάρκεια χορήγησής τους, που μπορούν να παρατηρηθούν μεταξύ των συστημάτων που βρίσκονται εντός του τεταρτημορίου Α, όλα είναι μέλη, άλλο περισσότερο και άλλο λιγότερο, του συνόλου ασαφούς λογικής των συστημάτων αποζημίωσης των ανέργων, στα οποία το ποσοστό αναπλήρωσης είναι υψηλό και η διάρκεια χορήγησής του μακροχρόνια. 181

200 Γράφημα 5.3: Σαφή vs. ασαφών συνόλων Ποσοστό αναπλήρωσης αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας Α ( Α Β Β Γ Δ Γ Δ Διάρκεια χορήγησης επιδομάτων ανεργίας Και αν η χρήση της σαφούς λογικής και των κατηγορικών μεταβλητών εμπεριέχει αμιγώς ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα σύνολα ασαφούς λογικής και η χρήση της κλίμακας 0-1 προσδίδουν στη μέθοδο ποσοτικά χαρακτηριστικά, παρέχοντας την ευχέρεια στην ερευνητή να ποσοτικοποιήσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιπτώσεων (Ragin, 2000: 9-10) (γράφημα 5.4). Είναι πιθανόν, στη σαφή λογική και στα σύνολα σαφούς λογικής να χρησιμοποιείται μία κλίμακα από 0-1, η οποία όμως δεν αντανακλά ένταση, αλλά διαφορετικά και αποκλειόμενα σύνολα. Για παράδειγμα, έστω ότι ο βαθμός γενναιοδωρίας ενός συστήματος αποζημίωσης των ανέργων μπορεί να λάβει τις τιμές από 0 (μηγενναιόδωροο) έως 1 (γενναιόδωρο). Με τη χρήση της σαφούς λογικής όταν ένα σύστημα αποζημίωσης των ανέργων λάβει την τιμή 0,8 και ένα άλλο την τιμή 0,6, δεν προκύπτει η πληροφορία ότι το πρώτο είναι πιο γενναιόδωρο από το δεύτερο. Η μόνη πληροφορία που προκύπτει είναι ότι αμφότερα τα συστήματα είναι γενναιόδωρα, καθώς έλαβαν τιμή υψηλότερη του 0,5. Στο πλαίσιο της ασαφούς λογικής το εύρος των τιμών μεταξύ 0 και 1 αντανακλά διαφορετική ένταση, ενώ στο πλαίσιο των συνόλων σαφούς λογικής διαφορετικές καταστάσεις (Ragin, 2000: 153). Δηλαδή, με τη χρήση της ασαφούς λογικής στο συγκεκριμένο παράδειγμα προκύπτει η πληροφορία ότι αμφότερα τα συστήματα είναι γενναιόδωρα και το πρώτο (0,8) πιο γενναιόδωρο από το δεύτερο (0,6). 182

201 Τα ασαφή σύνολα μπορεί να είναι συνεχή ή μη-συνεχή. Τα μη-συνεχή σύνολα μπορούν να ορισθούν με τρεις, με τέσσερις ή με έξι τιμές (πίνακας 5.3). Όσο περισσότερες οι τιμές με τις οποίες ορίζεται ένα σύνολο τόσο περισσότερο ενισχύεται η ποσοτική διάσταση της μεθόδου. Η επιλογή του πλήθους των τιμών με βάση τις οποίες ορίζεται ένα σύνολο εξαρτάται από τη γνώση που διαθέτει ο ερευνητής για τις περιπτώσεις του (Ragin, 2008b : 30-33). Για παράδειγμα η χρήση συνόλων ασαφούς λογικής με τρεις τιμές ενδείκνυται όταν ο ερευνητής δεν διαθέτει επαρκή πληροφόρηση για τις περιπτώσεις έρευνας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ορίσει ενδιάμεσες τιμές στο εσωτερικό των δύο συνόλων (1 όταν μια περίπτωση είναι πλήρες μέλος ενός συνόλου, 0 όταν η περίπτωση είναι πλήρες μη-μέλος ενός συνόλου και 0,5 όταν η περίπτωση δεν είναι ούτε πλήρες μέλος αλλά ούτε και πλήρες μη-μέλος ενός συνόλου). Η χρήση των συνόλων ασαφούς λογικής με τέσσερις τιμές συνιστάται όταν υπάρχει επαρκής πληροφόρηση για τις περιπτώσεις, αλλά δεν είναι συστηματική για όλες τις μεταβλητές και δεν μπορούν να ορισθούν με σαφήνεια συνεχή σύνολα ασαφούς λογικής για όλες τις περιπτώσεις (1 όταν μια περίπτωση είναι πλήρες μέλος ενός συνόλου, 0 όταν η περίπτωση είναι πλήρες μη-μέλος ενός συνόλου και 0,67 όταν η περίπτωση είναι περισσότερο μέλος παρά μη-μέλος του συνόλου και 0,33 όταν η περίπτωση είναι περισσότερο μη-μέλος παρά μέλος ενός συνόλου). Όταν χρησιμοποιούνται σύνολα ασαφούς λογικής με έξι τιμές μπορούν να ταξινομηθούν με σαφήνεια οι περιπτώσεις εντός ή εκτός του συνόλου και εισάγονται δύο επιπλέον ενδιάμεσες καταστάσεις: 1 όταν μια περίπτωση είναι πλήρες μέλος ενός συνόλου, 0 όταν η περίπτωση είναι πλήρες μη-μέλος του συνόλου, 0,2 όταν η περίπτωση είναι μη-μέλος (αλλά όχι πλήρες μη-μέλος), 0,4 όταν η περίπτωση είναι περισσότερο μη-μέλος παρά μέλος του συνόλου, 0,6 όταν η περίπτωση είναι περισσότερο μέλος παρά μη μέλος του συνόλου, 0,8 όταν η περίπτωση είναι μέλος (άλλο όχι πλήρες μέλος) του συνόλου. Τα συνεχή σύνολα ασαφούς λογικής περιλαμβάνουν μια ποιοτική πληροφορία: αν μια περίπτωση είναι εντός ή εκτός των συνόλων ασαφούς λογικής του αποτελέσματος και των επεξηγηματικών παραγόντων. Για τον ορισμό των συνόλων θα πρέπει τόσο το αποτέλεσμα όσο και οι επεξηγηματικοί παράγοντες να είναι ή να μπορούν να εκφράζονται σε μετρήσιμες μεταβλητές (δείκτης γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, βαθμός κορπορατισμού της οικονομίας κλπ). Προκειμένου να ορισθούν τα συνεχή σύνολα ασαφούς λογικής πρέπει αρχικά να γίνει η αναγωγή των μεταβλητών, επεξηγηματικών παραγόντων και αποτελέσματος, στην κλίμακα 0 έως 1. Τρεις είναι οι κρίσιμες τιμές προκειμένου να ορισθούν αυτά τα σύνολα: α) η τιμή πλήρους ένταξης μιας περίπτωσης στο σύνολο ασαφούς λογικής (full membership), β) η τιμή που θα θέσει μια περίπτωση εκτός του συνόλου (full non-membership) και γ) το σημείο διασταύρωσης (cross over point), 183

202 σύμφωνα με το οποίο μια περίπτωση δεν είναι ούτε πλήρες μέλος ούτε πλήρες μη-μέλος ενός συνόλου. Υπάρχουν δύο μέθοδοι αναγωγής των μεταβλητών: η άμεση (direct method) και η έμμεση (indirect method) (Ragin 2008a, Ochel 2009). Με την έμμεση μέθοδο, ορίζονται τα τρία κρίσιμα σημεία, δηλαδή το σημείο διασταύρωσης και οι τιμές της μεταβλητής, οι οποίες καθορίζουν αν μια περίπτωση είναι πλήρως μέλος ή όχι ενός συνόλου ασαφούς λογικής και ανάλογα γίνεται η αναγωγή των τιμών της μεταβλητής στην κλίμακα 0-1. Με την άμεση μέθοδο υπολογίζονται οι αποκλίσεις των τιμών κάθε μεταβλητής από το σημείο διασταύρωσης και στη συνέχεια εκτιμάται ο βαθμός ένταξης κάθε περίπτωσης στο σύνολο ασαφούς λογικής. Στην εμπειρική ανάλυση που ακολουθεί χρησιμοποιείται το λογισμικό QCA/fs 2.0, το οποίο ανάγει τις μεταβλητές στην κλίμακα 0-1 με την έμμεση μέθοδο. Η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο που ορίζονται τα κρίσιμα σημεία, από τα οποία προκύπτουν και σύνολα ασαφούς λογικής. Δεδομένου ότι στόχος της ΠΣΑ είναι η διατύπωση ρητών θεωρητικώς έγκυρων σχέσεων μεταξύ επεξηγηματικών παραγόντων και αποτελέσματος ο ορισμός των συνόλων ασαφούς λογικής και η αναγωγή των μεταβλητών στην κλίμακα 0-1 θα πρέπει να γίνεται κατά τρόπο συστηματικό και διαφανή, συνδυάζοντας τα εξωτερικά αντικειμενικά κριτήρια με τη θεωρητική γνώση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιπτώσεων (Ragin 2008: 9-10). Ο ορισμός των κρίσιμων σημείων μπορεί να γίνει με δύο τρόπους (Vaisey, 2010): Σύμφωνα με τη θεωρία ή αντικειμενικούς ορισμούς. Για παράδειγμα, αν οι περιπτώσεις είναι τα άτομα και επιχειρείται η ταξινόμησή τους στα σύνολα ασαφούς λογικής των «φτωχών» και «μη φτωχών», χρησιμοποιώντας το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, τότε ως σημείο διασταύρωσης μπορεί να ορισθεί το «κατώφλι της φτώχειας», το οποίο, συνήθως, αντιστοιχεί σε ένα επαρκές επίπεδο εισοδήματος για την κάλυψη των βασικών αναγκών. Ή για παράδειγμα, αν οι περιπτώσεις είναι οι ευρωπαϊκές χώρες και ο ερευνητής επιθυμεί να τις ταξινομήσει ανάλογα με τη νομική τους παράδοση, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη αν αυτές εφαρμόζουν το σύστημα του εθιμικού δικαίου (common law) ή αυτό του αστικού κώδικα (civil law). Ανάλογα με την κατανομή των μεταβλητών, συνεκτιμώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιπτώσεων και ιδίως τις διαφορές και τις ομοιότητές τους. Δηλαδή, δεν ενδείκνυται η συγκρότηση των συνόλων ασαφούς λογικής σύμφωνα με την κατανομή μιας μεταβλητής, αν τα σύνολα που προκύπτουν δεν αντικατοπτρίζουν κατά τρόπο σαφή, διαφανή και ευκρινή τις 184

203 ομοιότητες αλλά και τις διαφορές μεταξύ των περιπτώσεων που ανήκουν σε κάθε ένα από αυτά. Προκειμένου να επιτευχθεί ο διαφανής ορισμός των συνόλων ασαφούς λογικής θα πρέπει να συνδυάζονται τα εξωτερικά αντικειμενικά κριτήρια με τη θεωρητική γνώση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιπτώσεων (Ragin 2008: 9-10) ενώ, συστήνεται η δημιουργία συνόλων ασαφούς λογικής όχι σύμφωνα με μεμονωμένες μεταβλητές αλλά με σύνολο μεταβλητών (Ragin, 2000: 167). Για παράδειγμα, η κατάταξη μιας αγοράς εργασίας σε αυτές όπου τα εργατικά συνδικάτα είναι ισχυρά, εξαρτάται όχι μόνο από τη συμμετοχή των εργαζομένων σε αυτά, αλλά και από τη συνδικαλιστική τους δράση. Χρησιμοποιώντας ένα άλλο παράδειγμα, μεταξύ των αιτιών που αντιτίθενται οι εργαζόμενοι, ιδίως οι εντός των τειχών, στη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας είναι ο ενδεχόμενος περιορισμός της εισοδηματικής τους ασφάλειας. Αυτή με τη σειρά της εξαρτάται θετικά από το περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο προστασίας της απασχόλησης (ασφάλεια της θέσης εργασίας) και το συνδυασμό του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων με τις υψηλές δαπάνες για ΕΠΑ (ασφάλεια της απασχόλησης). Έτσι, προκειμένου να ελεγχθεί η επίδραση του βαθμού ασφάλειας των εργαζομένων στη μεταρρυθμιστική διαδικασία δεν αρκεί η ταξινόμηση των αγορών εργασίας ως προς το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις εργασιακές σχέσεις, αλλά και ως προς το επίπεδο της εισοδηματικής ασφάλειας που απολάβουν οι εργαζόμενοι, που με τη σειρά της εξαρτάται από έναν συνδυασμό παραγόντων. Γράφημα 5.4: Η ποιοτική και η ποσοτική διάσταση της ΠΣΑ Γράφημα 2: Τα ποιοτικά και ποσοτικά Ποιοτική χαρακτηριστικά διάσταση της της συγκριτικής μεθόδου ποιοτικής ανάλυσης Βαθμός ένταξης: 0 Βαθμός ένταξης:0,5 Βαθμός ένταξης:1 Βαθμός ένταξης: 0 Βαθμός ένταξης: 0,01-0,49 Βαθμός ένταξης:0,5 Βαθμός ένταξης: 0,51-0,99 Βαθμός ένταξης:1 Ποσοτική διάσταση της μεθόδου 185

204 Πίνακας 5.3: Τα σύνολα σαφούς και ασαφούς λογικής Σύνολα ασαφούς λογικής (fuzzy sets) Σαφή σύνολα Μη-συνεχή σύνολα ασαφούς λογικής (crisp sets) 1= η περίπτωση ανήκει στο σύνολο Σύνολα ασαφούς λογικής ορισμένα με τρία σημεία 1= η περίπτωση είναι πλήρες μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής Σύνολα ασαφούς λογικής ορισμένα με τέσσερα σημεία 1= η περίπτωση είναι πλήρες μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής Σύνολα ασαφούς λογικής ορισμένα με έξι σημεία 1= η περίπτωση είναι πλήρες μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής 0,8= η περίπτωση είναι σχεδόν πλήρες μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής Συνεχή σύνολα ασαφούς λογικής 1= η περίπτωση είναι πλήρες μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής 0,67= η περίπτωση κατατάσσεται κυρίως εντός παρά εκτός του συνόλου ασαφούς λογικής 0,6= η περίπτωση είναι σχεδόν μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής 0,5-0,99 η περίπτωση κατατάσσεται κυρίως εντός παρά εκτός του συνόλου ασαφούς λογικής 0,5= (σημείο διασταύρωσης), η περίπτωση δεν είναι ούτε πλήρες μέλος ούτε πλήρες μη-μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής 0,4= η περίπτωση είναι σχεδόν μημέλος του συνόλου ασαφούς λογικής =0,5 (σημείο διασταύρωσης), η περίπτωση δεν είναι ούτε πλήρες μέλος ούτε πλήρες μη-μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής 0,37= η περίπτωση κατατάσσεται κυρίως εκτός παρά εντός του συνόλου ασαφούς λογικής 0,01-0,49 η περίπτωση κατατάσσεται κυρίως εκτός παρά εντός του συνόλου ασαφούς λογικής 0,2= η περίπτωση είναι μη- μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής 0= η περίπτωση δεν ανήκει στο σύνολο Πηγή: Ragin, 2008b : 31 0= η περίπτωση είναι πλήρες μη-μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής 0= τότε η περίπτωση είναι πλήρες μη-μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής 0= η περίπτωση είναι πλήρες μημέλος του συνόλου ασαφούς λογικής 0= η περίπτωση είναι πλήρες μη-μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής 186

205 Στον πίνακα 5.4 παρατίθενται υποθετικά στοιχεία για τα ποσοστά ανεργίας δώδεκα χωρών (Χ 1...Χ 12 ) και η αναγωγή τους στην κλίμακα , προκειμένου να ορισθούν τα σύνολα ασαφούς λογικής των «χωρών με χαμηλό ποσοστό ανεργίας», με δύο τρόπους: α) ανάλογα με την κατανομή των ποσοστών ανεργίας (fuzzy set 1, στήλη 3) και β) ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των υπό εξέταση περιπτώσεων και τις ομοιότητές τους (fuzzy set 2, στήλη 4). Με τον πρώτο τρόπο, που ως σημείο διασταύρωσης ορίζεται η διάμεσος (7,4%), πλήρη μέλη του συνόλου ασαφούς λογικής των «χωρών με χαμηλό ποσοστό ανεργίας» είναι χώρες, στις οποίες το ποσοστό ανεργίας είναι χαμηλότερο του 4,7% (25% των χωρών με χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας) και ως πλήρη μη-μέλη είναι οι χώρες, στις οποίες το ποσοστό ανεργίας είναι υψηλότερο του 10% (25% των περιπτώσεων με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας). Με τον τρόπο αυτόν, όπως φαίνεται και στον πίνακα 5.4 (στήλη 3) αλλά και το γράφημα 5.5, προκύπτουν οι ακόλουθες στρεβλώσεις: α) οι βαθμοί ένταξης των χωρών Χ1 (ποσοστό ανεργίας 2,5%) και Χ2 (ποσοστό ανεργίας 3,0%) στο σύνολο ασαφούς λογικής των «χωρών με χαμηλό ποσοστό ανεργίας» είναι 1 και 0,99 αντίστοιχα, ενώ για τη χώρα Χ3 είναι 0,95, όταν το ποσοστό ανεργίας της χώρας αυτής είναι αρκετά υψηλότερο (4,7%), β) η χώρα Χ6 με ποσοστό ανεργίας 7,0% εντάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των χωρών με «χαμηλή ανεργία», ενώ η χώρα Χ7 με οριακά υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (7,8%) δεν εντάσσεται σε αυτό. Γίνεται, λοιπόν, προφανές ότι χρησιμοποιώντας τα μέτρα θέσης των ποσοστών ανεργίας των δώδεκα υποθετικών χωρών, συγκροτούνται σύνολα ασαφούς λογικής, τα οποία δεν αντανακλούν τις ομοιότητες των περιπτώσεων (χωρών), γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στη διατύπωση λανθασμένων συνδέσεων μεταξύ επεξηγηματικών παραγόντων και αποτελέσματος. Στη στήλη 4 του πίνακα 5.4 περιλαμβάνονται οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής των χωρών με χαμηλό ποσοστό ανεργίας, όπως αυτοί προκύπτουν με το δεύτερο τρόπο. Στο σύνολο ασαφούς λογικής εντάσσονται οι περιπτώσεις, στις οποίες το ποσοστό ανεργίας είναι χαμηλότερο από 5%. Πρόκειται για ένα ποσοστό ανεργίας, το οποίο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως χαμηλό, ενώ παράλληλα είναι ικανό να διαφοροποιήσει τις χώρες Χ1 (2,5%) και Χ2 (3%), από τη χώρα Χ3 (4,7%) ως προς το βαθμό ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής των περιπτώσεων με χαμηλό ποσοστό ανεργίας. Επίσης, ως σημείο διασταύρωσης ορίστηκε το ποσοστό ανεργίας 5%, ταξινομώντας έτσι σε διαφορετικά σύνολα ασαφούς λογικής τις χώρες Χ4 και Χ5, των οποίων τα ποσοστά ανεργίας είναι αρκετά διαφορετικά (4,9% και 6%). Παράλληλα, η Χ5 (6%) ταξινομείται στο σύνολο ασαφούς λογικής των χωρών με υψηλή ανεργία, ενώ η Χ3 με ποσοστό ανεργίας 4,7% ταξινομείται στο σύνολο ασαφούς λογικής των χωρών με χαμηλό ποσοστό ανεργίας. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.4 αλλά και τα γραφήματα 5.5 και 5.6 η ταξινόμηση των Χ3 και Χ5 σε διαφορετικά 13 Για την αναγωγή των μεταβλητών στην κλίμακα 0-1 χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό fs/qca

206 fuzzy set 1 σύνολα ασαφούς λογικής δεν επιτυγχάνεται όταν χρησιμοποιούνται μέτρα θέσης της μεταβλητής (πρώτος τρόπος, στήλη 3), παρά το γεγονός ότι τα ποσοστά ανεργίας τους διαφέρουν σημαντικά. Οι χώρες που κατατάσσονται εκτός του συνόλου ασαφούς λογικής είναι αυτές στις οποίες το ποσοστό ανεργίας είναι υψηλότερο του 8%, το οποίο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ένα υψηλό ποσοστό ανεργίας. Επίσης, όπως προκύπτει από τη στήλη 4 του πίνακα 5.4 οι βαθμοί ένταξης των χωρών Χ10, Χ11 και Χ12 στο σύνολο ασαφούς λογικής των χωρών με χαμηλή ανεργία είναι 0, παρά τη διαφοροποίηση των ποσοστών ανεργίας. Το γεγονός αυτό δεν είναι ικανό να στρεβλώσει τα αποτελέσματα της μεθόδου, εφόσον τα ποσοστά ανεργίας των χωρών αυτών μπορούν να θεωρηθούν ως υψηλά. Πίνακας 5.4: Η δημιουργία συνόλων ασαφούς λογικής (παράδειγμα) Χώρες (1) Ποσοστά ανεργίας (2) Fuzzy set 1 (3) Fuzzy set 2 (4) X1 2,5 1 0,98 X2 3 0,99 0,95 X3 4,7 0,95 0,61 X4 4,9 0,94 0,54 X5 6 0,83 0,27 X6 7 0,56 0,1 X7 7,8 0,39 0,06 X8 8 0,33 0,05 X9 10 0,05 0,01 X ,02 0 X11 12,5 0 0 X12 13,2 0 0 Γράφημα 5.5: Η αναγωγή μιας μεταβλητής στην κλίμακα 0-1, βάσει της κατανομής της μεταβλητής (παράδειγμα) 1 0,8 Χ1 Χ2 Χ3 Χ4 Χ5 0,6 0,4 0,2 0 Χ6 Χ7 Χ8 Χ9 Χ10 Χ11 Χ Ποσοστό ανεργίας 188

207 fuzzy set 1 Γράφημα 5.6: Η αναγωγή μιας μεταβλητής στην κλίμακα 0-1, βάσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιπτώσεων (παράδειγμα) 1 0,8 Χ1 Χ2 0,6 0,4 0,2 0 Χ3 Χ4 Χ5 Χ6 Χ7 Χ8 Χ9 Χ10 Χ11 Χ Ποσοστό ανεργίας Ιδιαίτερα χρήσιμες είναι οι ιδιότητες των συνόλων ασαφούς λογικής και των βαθμών ένταξης των περιπτώσεων σε αυτά (Ragin, 2000: ): Αν ο βαθμός ένταξης μιας περίπτωσης σε ένα σύνολο ασαφούς λογικής είναι Α, τότε ο βαθμός ένταξής του στο αντίθετο σύνολο είναι 1-Α. Για παράδειγμα, αν ο βαθμός ένταξης των κυβερνήσεων μιας χώρας στο σύνολο ασαφούς λογικής των τολμηρών είναι 0,80, τότε ο βαθμός ένταξής τους στο σύνολο των μη-τολμηρών είναι 0,20. Αυτή είναι η ιδιότητα της αντίθεσης (negation). Δηλαδή, αν α είναι το αντίθετο σύνολο ασαφούς λογικής του Α, δηλαδή «όχι Α», τότε α=1-α Ως βαθμός ταυτόχρονης ένταξής μιας περίπτωσης σε δύο σύνολα ασαφούς λογικής Α και Β λαμβάνεται ο μικρότερος από τους βαθμούς ένταξής της στα δύο επί μέρους σύνολα. Για παράδειγμα, αν ο βαθμός ένταξης μιας αγοράς εργασίας σε αυτές όπου το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρο και σε αυτές που διέπονται από περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο είναι 0,80 και 0,40 αντίστοιχα, τότε ο βαθμός ένταξής της στο σύνολο ασαφούς λογικής που το ρυθμιστικό πλαίσιο είναι περιοριστικό και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων γενναιόδωρο είναι 0,40. Αυτή είναι η ιδιότητα της λογικής τομής (logical and). Δηλαδή, αν * συμβολίζεται η τομή δύο συνόλων, τότε Α*Β=min(A,B) Ως βαθμός ένταξής μιας περίπτωσης σε ένα από τα δύο σύνολα ασαφούς λογικής Α και Β λαμβάνεται ο μεγαλύτερος από τους βαθμούς ένταξής της στα δύο επί μέρους σύνολα. Για 189

208 παράδειγμα, αν ο βαθμός ένταξης μιας αγοράς εργασίας σε αυτές που το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρο και σε αυτές που διέπονται από περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο είναι 0,80 και 0,40 αντίστοιχα, τότε ο βαθμός ένταξής της στο σύνολο ασαφούς λογικής που το ρυθμιστικό πλαίσιο είναι περιοριστικό ή το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων γενναιόδωρο είναι 0,80. Αυτή είναι η ιδιότητα της λογικής ένωσης (logical or). Δηλαδή, αν + συμβολίζεται η ένωση, τότε Α+Β=max(A,B) Σύμφωνα με την ιδιότητα της συγκέντρωσης (concentration), αν ο βαθμός ένταξης μιας περίπτωσης στο σύνολο ασαφούς λογικής «Α» είναι α, τότε ο βαθμός ένταξής το σύνολο «πολύ Α» είναι α n (με n>1). Για παράδειγμα, αν η οικονομία εντάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των «ανοικτών οικονομιών» με βαθμό 0,8, τότε εντάσσεται στο σύνολο των «πολύ ανοικτών οικονομιών» με βαθμό 0,64, για n=2. Σύμφωνα με την ιδιότητα της διαστολής (dilation), αν ο βαθμός ένταξης μιας περίπτωσης στο σύνολο ασαφούς λογικής «Α» είναι α, τότε ο βαθμός συμμετοχής της στο σύνολο «λίγο ή πολύ Α» είναι α 1/n (με n>1). Για παράδειγμα, αν η οικονομία εντάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των «ανοικτών οικονομιών» με βαθμό 0,64, τότε εντάσσεται στο σύνολο των «λίγο έως πολύ» ανοικτών οικονομιών» με βαθμό 0,8, για n= Οι ικανές και οι αναγκαίες συνθήκες Με την ΠΣΑ ερευνάται η ύπαρξη ικανών ή/και αναγκαίων συνθηκών ενός αποτελέσματος. Στην προκειμένη περίπτωση χρησιμοποιείται η συγκεκριμένη μέθοδος προκειμένου να ελεγχθεί η ύπαρξη αναγκαίων ή/και ικανών συνθηκών του δισταγμού ή τόλμης που επιδεικνύουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όσον αφορά την προώθηση μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας τους. Οι συνθήκες (ικανές ή/και αναγκαίες) μπορεί να είναι είτε μεμονωμένοι επεξηγηματικοί παράγοντες, είτε συνδυασμοί αυτών. 190

209 Υπενθυμίζεται ότι στην ΠΣΑ η εξαρτημένη μεταβλητή είναι το αποτέλεσμα (πχ ένας υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων) και η ανεξάρτητη ο επεξηγηματικός παράγοντας (πχ γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων), ή συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων. Αν οι χώρες (περιπτώσεις), στις οποίες ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων είναι υψηλός (αποτέλεσμα) αποτελούν υποσύνολο εκείνων των χωρών όπου το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρο (επεξηγηματικός παράγοντας) τότε: το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι αναγκαία συνθήκη της προώθησης σημαντικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας (γράφημα 5.7). Δηλαδή, σε όλες τις χώρες που το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων ήταν γενναιόδωρο ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων ήταν υψηλός. Ένας επεξηγηματικός παράγοντας είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή, συνθήκη για να συμβαίνει ένα αποτέλεσμα όταν το σύνολο των περιπτώσεων που συμβαίνει το αποτέλεσμα αποτελεί υποσύνολο των περιπτώσεων που ισχύει ο επεξηγηματικός παράγοντας (Ragin 2000:213). Δηλαδή, κάθε φορά που συμβαίνει το αποτέλεσμα ισχύει και ο επεξηγηματικός παράγοντας, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που συμβαίνει το αποτέλεσμα χωρίς, όμως, να ισχύει ο συγκεκριμένος επεξηγηματικός παράγοντας (Wagemann et. al, 2005:5). Αντίθετα, αν στις χώρες (περιπτώσεις), στις οποίες ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων είναι υψηλός (αποτέλεσμα) αποτελούν υπερσύνολο αυτών, στις οποίες το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρο (επεξηγηματικός παράγοντας), τότε: η γενναιοδωρία του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (επεξηγηματικός παράγοντας) αποτελεί ικανή συνθήκη ενός υψηλού δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων (αποτέλεσμα) (γράφημα 5.8). Γενικότερα, ένας επεξηγηματικός παράγοντας είναι ικανή συνθήκη για να συμβαίνει ένα αποτέλεσμα όταν το σύνολο των περιπτώσεων που συμβαίνει το αποτέλεσμα αποτελεί υπερσύνολο των περιπτώσεων που ισχύει ο επεξηγηματικός παράγοντας (Ragin 2000:213). Δηλαδή, κάθε φορά που ισχύει ο επεξηγηματικός παράγοντας συμβαίνει και το αποτέλεσμα. Στην περίπτωση των ικανών συνθηκών εξετάζεται αν μεταξύ των περιπτώσεων, στις οποίες ισχύουν οι ίδιοι επεξηγηματικοί παράγοντες ή συνδυασμοί αυτών, συμβαίνει το ίδιο αποτέλεσμα. Στη περίπτωση των αναγκαίων συνθηκών εξετάζεται αν μεταξύ των περιπτώσεων, στις οποίες παρατηρείται το ίδιο αποτέλεσμα, εντοπίζονται κοινοί επεξηγηματικοί παράγοντες ή συνδυασμοί αυτών. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις μπορούν να διατυπωθούν ρητές (explicit) σχέσεις μεταξύ επεξηγηματικών παραγόντων και αποτελέσματος, οι οποίες δεν προκύπτουν με τις συμβατικές ποσοτικές μεθόδους (Ragin, 2008b : 18). Όσον αφορά τις ικανές και αναγκαίες συνθήκες, οι περιπτώσεις στις οποίες συμβαίνει το αποτέλεσμα ταυτίζονται με αυτές, στις οποίες ισχύει ο επεξηγηματικός παράγοντας (γράφημα 5.9) Δεν υπάρχει 191

210 περίπτωση όπου ισχύει ο επεξηγηματικός παράγοντας (γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων) και δεν συμβαίνει και το αποτέλεσμα (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων) και ταυτόχρονα δεν υπάρχει περίπτωση όπου συμβαίνει το αποτέλεσμα (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων) και δεν ισχύει και ο επεξηγηματικός παράγοντας (γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων). Γράφημα 5.7: Οι αναγκαίες συνθήκες: Χώρες με γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων Χώρες με υψηλό δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων Γράφημα 5.8: Οι ικανές συνθήκες Χώρες με υψηλό δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων Χώρες με γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων 192

211 Γράφημα 5.9: Οι ικανές και αναγκαίες συνθήκες Χώρες με υψηλό δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων Χώρες με γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων Χρησιμοποιώντας τα σύνολα ασαφούς λογικής, ένα σύνολο Α είναι υποσύνολο ενός άλλου Β, όταν ο βαθμός συμμετοχής μιας περίπτωσης στο σύνολο Α είναι μικρότερος ή ίσος του βαθμού συμμετοχής της στο σύνολο Β (Ragin 2000: ). Όσον αφορά τις αναγκαίες συνθήκες, οι περιπτώσεις στις οποίες συμβαίνει το αποτέλεσμα αποτελούν υποσύνολο αυτών που συμβαίνει ο επεξηγηματικός παράγοντας. Συνεπώς, για να αποτελεί ένας επεξηγηματικός παράγοντας ή ένας συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων αναγκαία συνθήκη προκειμένου να συμβαίνει ένα αποτέλεσμα θα πρέπει οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος να είναι μικρότεροι από τους βαθμούς ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα ή του συνδυασμού επεξηγηματικών παραγόντων 14. Αντίστοιχα, για τις ικανές συνθήκες, προκειμένου να αποτελεί ένας επεξηγηματικός παράγοντας ή ένας συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων ικανή συνθήκη ενός αποτελέσματος θα πρέπει οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος να είναι μεγαλύτεροι από τους βαθμούς ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα ή του συνδυασμού επεξηγηματικών παραγόντων. Στον πίνακα 5.5 περιλαμβάνονται υποθετικά στοιχεία σχετικά με τους βαθμούς ένταξης δώδεκα υποθετικών οικονομιών (Χ1,Χ2...Χ12) στα σύνολα ασαφούς λογικής των χωρών όπου ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων είναι υψηλός (αποτέλεσμα) και στο σύνολο ασαφούς λογικής των χωρών όπου το σύστημα 14 Ως βαθμός ένταξης μιας περίπτωσης σε έναν συνδυασμό επεξηγηματικών παραγόντων λαμβάνεται η ο μικρότερος βαθμός ένταξής της στα επί μέρους σύνολα των επεξηγηματικών παραγόντων που αποτελούν τον συνδυασμό. Δηλαδή, ο συνδυασμός νοείται ως η τομή των συνόλων ασαφούς λογικής των επεξηγηματικών παραγόντων (βλέπε ιδιότητες συνόλων ασαφούς λογικής). 193

212 αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρο (επεξηγηματικός παράγοντας). Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.5, οι βαθμοί ένταξης όλων των περιπτώσεων (χώρες) στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος είναι μικρότεροι ή ίσοι από τους βαθμούς ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα. Συνεπώς, το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την προώθηση τολμηρών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. Πίνακας 5.5: Οι αναγκαίες συνθήκες (παράδειγμα) Χώρες Ασαφές σύνολο: υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων Ασαφές σύνολο: γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων X1 0 0,1 X2 0,2 0,4 X3 0,3 0,6 X4 0,3 0,5 X5 0,2 0,5 X6 0,5 0,6 X7 0,6 0,9 X8 0,5 0,8 X9 0,8 0,9 X10 0,2 0,9 X11 0,1 1 X Στο γράφημα 5.10 απεικονίζονται τα σημεία, τα οποία αντιστοιχούν στο βαθμό ένταξης κάθε περίπτωσης στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος (υψηλός δείκτης μεταρρυθμίσεων) και του επεξηγηματικού παράγοντα (γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων). Η διαγώνιος γραμμή αποτελείται από σημεία, τα οποία αντιστοιχούν σε περιπτώσεις όπου ο βαθμός ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος είναι ίσος με το βαθμό ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα. Τα σημεία που βρίσκονται κάτω από αυτήν αντιστοιχούν σε περιπτώσεις όπου ο βαθμός συμμετοχής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα είναι μεγαλύτερος από το βαθμό ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος. Δηλαδή, αντιστοιχούν σε περιπτώσεις στις οποίες ο βαθμός ένταξής των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής των χωρών στις οποίες οι ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων είναι υψηλός είναι μικρότερος από το βαθμό ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής των χωρών στις οποίες το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρο. Συνεπώς, το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την προώθηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. Για να αποτελεί, λοιπόν, ένας επεξηγηματικός παράγοντας αναγκαία συνθήκη ενός αποτελέσματος θα πρέπει για κάθε περίπτωση ο βαθμός ένταξής στον σύνολο ασαφούς 194

213 Αποτέλεσμα (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων) λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα να είναι μεγαλύτερος ή ίσος με το βαθμό ένταξής της στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος (Shneider and Wagemann, 2005:8 ). Όπως προκύπτει από το ίδιο γράφημα όταν ο βαθμός συμμετοχής μιας περίπτωσης στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα είναι μικρός θα πρέπει και ο βαθμός συμμετοχής στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος να, επίσης, είναι μικρός (ακριβέστερα μικρότερος). Ενώ, όταν ο βαθμός ένταξης μιας περίπτωσης στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα είναι υψηλός, ο βαθμός ένταξής της στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος ποικίλει, καθώς μπορεί να είναι υψηλός ή χαμηλός, αρκεί να είναι μικρότερος από το βαθμό ένταξής της στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος (Ragin: ). Τι ακριβώς συμβαίνει με τις περιπτώσεις που βρίσκονται κάτω και δεξιά στο γράφημα 5.10; Πρόκειται για περιπτώσεις (χώρες), όπου παρά το γεγονός ότι το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι πολύ γενναιόδωρο, ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων είναι αρκετά χαμηλός. Δηλαδή, παρά το γεγονός ότι πληρείται η προϋπόθεση της ύπαρξης αναγκαίων συνθηκών (βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα υψηλότεροι από τους βαθμούς ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος), οι περιπτώσεις αυτές υπονομεύουν την εμπειρική ισχύ της σχέσης επεξηγηματικού παράγοντα και αποτελέσματος. Γράφημα 5.10: Τα σύνολα ασαφούς λογικής και οι αναγκαίες συνθήκες 1 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0, ,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1 Επεξηγηματικός παράγοντας (γενναιόδωρο σύστημα χορήγησης επιδομάτων ανεργίας) 195

214 Για να είναι μια συνθήκη ικανή να προκαλέσει ένα αποτέλεσμα θα πρέπει κάθε φορά που ισχύει η συνθήκη αυτή να συμβαίνει και το αποτέλεσμα. Όμως, ενδέχεται να συμβαίνει το αποτέλεσμα, χωρίς να ισχύει η συνθήκη, με αποτέλεσμα οι περιπτώσεις που ισχύει το αποτέλεσμα είναι υπερσύνολο αυτών, στις οποίες ισχύει η συγκεκριμένη συνθήκη (Ragin 2000:235). Για παράδειγμα, αν το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων αποτελεί ικανή συνθήκη για τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, τότε σε όλες τις περιπτώσεις που το ποσοστό αναπλήρωσης των επιδομάτων ανεργίας είναι υψηλό, ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων θα είναι, επίσης, υψηλός. Ωστόσο, ένας υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων θα μπορούσε να παρατηρηθεί και σε περιπτώσεις όπου το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων δεν είναι γενναιόδωρο. Έτσι, το σύνολο των περιπτώσεων που ισχύει η συνθήκη θα αποτελεί υποσύνολο αυτών που ισχύει το αποτέλεσμα. Ένα σύνολο Α είναι υποσύνολο ενός άλλου Β, όταν ο βαθμός συμμετοχής μιας περίπτωσης στο σύνολο Α είναι μικρότερος ή ίσος του βαθμού συμμετοχής της στο σύνολο Β. Συνεπώς, για να αποτελεί ένας επεξηγηματικός παράγοντας ικανή συνθήκη για να ισχύει ένα αποτέλεσμα θα πρέπει για κάθε περίπτωση ο βαθμός ένταξής στον σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα να είναι μικρότερος ή ίσος με το βαθμό ένταξής της στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος. Σύμφωνα με τα, επίσης υποθετικά, στοιχεία του πίνακα 5.6, οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος είναι μεγαλύτεροι ή ίσοι από τους βαθμούς ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα. Συνεπώς, το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων αποτελεί ικανή συνθήκη για την προώθηση τολμηρών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. Στο γράφημα 5.11, η διαγώνιος αποτελείται από σημεία, τα οποία αντιστοιχούν σε περιπτώσεις όπου ο βαθμός ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος είναι ίσος με το βαθμό ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα. Τα σημεία του γραφήματος 5.11 απεικονίζουν περιπτώσεις στις οποίες ο βαθμός ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος είναι μεγαλύτερος από το βαθμό ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα (Ragin 2000: ). Συνεπώς, ο επεξηγηματικός παράγοντας, εν προκειμένω ο υψηλός βαθμός γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, αποτελεί ικανή συνθήκη του αποτελέσματος, δηλαδή του υψηλού δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων. 196

215 Αποτέλεσμα (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων) Πίνακας 5.6: Οι ικανές συνθήκες (παράδειγμα) Χώρες Ασαφές σύνολο: υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων Ασαφές σύνολο: γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων X1 0 0 X2 0,2 0,1 X3 0,3 0,2 X4 0,3 0,3 X5 0,4 0,4 X6 0,5 0,4 X7 0,6 0,5 X8 0,7 0,6 X9 0,8 0,7 X10 0,8 0,2 X11 0,9 0,1 X Γράφημα 5.11: Τα σύνολα ασαφούς λογικής και οι ικανές συνθήκες 1 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0, ,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1 Επεξηγηματικός παράγοντας (γενναιόδωρο σύστημα χορήγησης επιδομάτων ανεργίας) Τα σημεία πάνω και αριστερά απεικονίζουν περιπτώσεις αγορών εργασίας, στις οποίες ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων είναι υψηλός, ενώ τα συστήματα αποζημίωσης των ανέργων είναι φειδωλά ως προς τις παροχές τους. Αυτό σημαίνει ότι το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι ικανή, αλλά όχι αναγκαία συνθήκη για την προώθηση τολμηρών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις απουσιάζουν κάποιες άλλες συνθήκες, οι οποίες καθιστούν τη γενναιοδωρία του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων αναγκαία συνθήκη για την προώθηση τολμηρών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. Επιστρέφοντας στον πίνακα 5.2, οι 197

216 περιπτώσεις αυτές θα βρίσκονταν στο κελί 1, επηρεάζοντας αρνητικά τα αποτελέσματα μιας πιθανής εξέτασης της επίδρασης της γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων στο δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων με τις συμβατικές ποσοτικές μεθόδους. Στόχος της ΠΣΑ είναι η διατύπωση ρητών, θεωρητικώς έγκυρων σχέσεων μεταξύ επεξηγηματικών παραγόντων και αποτελέσματος. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η ισχύς αυτών των σχέσεων δεν εξαρτάται μόνο από τον αριθμό των περιπτώσεων, των οποίων οι βαθμοί ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα είναι μικρότεροι από τους βαθμούς ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος, αλλά και από τους βαθμούς ένταξής τους στα αυτά δύο σύνολα. Για παράδειγμα, η τεκμηρίωση της θεωρητικής σχέσης μεταξύ επεξηγηματικών παραγόντων και αποτελέσματος είναι ισχυρότερη όταν οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων τόσο στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος, όσο και του επεξηγηματικού παράγοντα είναι υψηλοί (πχ Υ=1 και Χ=0,9), παρά όταν είναι χαμηλοί (πχ Υ=0,2 και Χ=0,1) ή ο βαθμός ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος είναι υψηλός (πχ Υ=0,9) και του επεξηγηματικού παράγοντα χαμηλός (πχ Χ=0,1) (Ragin, 2008b : 49). Συνεπώς, τα σημεία που βρίσκονται πάνω και αριστερά στο γράφημα 5.11 μπορεί να πληρούν το κριτήριο των ικανών συνθηκών, ωστόσο υπονομεύουν την εμπειρική ισχύ της σχέσης. Τέλος, στον πίνακα 5.7 περιλαμβάνονται υποθετικές περιπτώσεις, των οποίων οι βαθμοί ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος ισούται με το βαθμό ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα. Όπως προκύπτει και από το γράφημα 5.12 τα σημεία αυτά ταυτίζονται με τη διαγώνιο. Σε αυτήν την περίπτωση ο συγκεκριμένος επεξηγηματικός παράγοντας αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη του αποτελέσματος (βλ. και γράφημα 5.9). Πίνακας 5.7: Οι ικανές και αναγκαίες συνθήκες (παράδειγμα) Χώρες Ασαφές σύνολο: υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων Ασαφές σύνολο: γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων X1 0 0 X2 0,2 0,2 X3 0,3 0,3 X4 0,4 0,4 X5 0,45 0,45 X6 0,5 0,5 X7 0,6 0,6 X8 0,7 0,7 X9 0,8 0,8 X10 0,85 0,85 X11 0,9 0,9 X

217 Αποτέλεσμα (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων) Γράφημα 5.12: Τα σύνολα ασαφούς λογικής και οι ικανές και αναγκαίες συνθήκες 1 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0, ,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1 Επεξηγηματικός παράγοντας (γενναιόδωρο σύστημα χορήγησης επιδομάτων ανεργίας) Στην ανάλυση που προηγήθηκε για τις ικανές και αναγκαίες συνθήκες χρησιμοποιήθηκε ένας μόνο επεξηγηματικός παράγοντας. Η ανάλυση δεν διαφοροποιείται όταν πρόκειται για λογική τομή (logical and) ή λογική ένωση (logical or) επεξηγηματικών παραγόντων. Στην πρώτη περίπτωση (λογική τομή) ο βαθμός ένταξης μιας περίπτωσης στην τομή δύο ή περισσοτέρων επεξηγηματικών παραγόντων, αντιστοιχεί στο μικρότερο βαθμό ένταξής της στα επί μέρους σύνολα, ενώ στη δεύτερη (λογική ένωση) στο μεγαλύτερος (βλ. ιδιότητες ομάδων ασαφούς λογικής). Δεδομένου ότι με την ΠΣΑ αναζητούνται συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων που αποτελούν ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες, προκειμένου να συμβαίνει ένα αποτέλεσμα, είναι σκόπιμο να παρατεθούν κάποιες λογικές προτάσεις που συνδέουν τις ιδιότητες των συνόλων ασαφούς λογικής, ιδιαίτερα της λογικής σύνδεσης (logical and) και της λογικής διάζευξης (logical or) με τις ικανές και αναγκαίες συνθήκες 15. Έστω Α, Β, Γ και Δ οι επεξηγηματικοί παράγοντες και Ζ το αποτέλεσμα, τότε: Αν Α και Β Ζ, δηλαδή Α*Β Ζ, τότε ο επεξηγηματικός παράγοντας Α είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για να συμβαίνει το Ζ. 15 Οι προτάσεις αυτές διατυπώνονται με τη μορφή παραδειγμάτων στην παρουσίαση του Peer Fiss (2008), χρησιμοποιώντας την ΠΣΑ προκειμένου να εντοπίσει συνδυασμούς παραγόντων που επηρεάζουν τις επιδόσεις των επιχειρήσεων. 199

218 Αν Α ή Β Ζ, δηλαδή Α+Β Ζ, τότε ο επεξηγηματικός παράγοντας Α είναι ικανή, αλλά όχι αναγκαία συνθήκη για να συμβαίνει το Ζ. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν και άλλοι συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων που μπορούν να προκαλέσουν το Ζ. Αν Α και Β ή Γ και Δ Ζ, δηλαδή Α*Β+Γ*Δ Ζ, τότε ο επεξηγηματικός παράγοντας Α δεν είναι ούτε ικανή ούτε αναγκαία συνθήκη για να συμβαίνει το Ζ Οι δείκτες συνέπειας και κάλυψης των ικανών και των αναγκαίων συνθηκών Όπως και στις ποσοτικές μεθόδους, έτσι και στην ΠΣΑ υφίστανται δείκτες αξιοπιστίας των αποτελεσμάτων. Πρόκειται για τους δείκτες συνέπειας (consistency) και κάλυψης (coverage). Αμφότεροι οι δείκτες υπολογίζονται τόσο για τις ικανές, όσο και για τις αναγκαίες συνθήκες, για μεμονωμένους επεξηγηματικούς παράγοντες, αλλά και για συνδυασμούς αυτών. Πίνακας 5.8: Συμβατικές ποσοτικές μέθοδοι vs. Συγκριτικής Ποιοτικής Ανάλυσης (ΠΣΑ) (ΙΙ) Συγκριτική Ποιοτική Ανάλυση Qualitative Comparative Analysis Δείκτης κάλυψης επεξηγηματικού παράγοντα (unique coverage) Δείκτης κάλυψης της λύσης (solution coverage) Ποσοτικές Μέθοδοι (Quantitative Methods) Μερικοί συντελεστές παλινδρόμησης R 2 Ο δείκτης συνέπειας ικανών συνθηκών δείχνει κατά πόσο στις περιπτώσεις που ισχύουν οι ίδιοι επεξηγηματικοί παράγοντες ή ίδιοι συνδυασμοί παραγόντων παρατηρείται και το ίδιο αποτέλεσμα και υπολογίζεται με τον ακόλουθο τύπο: Δείκτης συνέπειας ικανών συνθηκών (Χi Yi)=Σ [min(χi,yi)]/σ(χi) 200

219 Ο δείκτης συνέπειας κυμαίνεται από 0 έως 1. Όταν για όλες τις περιπτώσεις πληρείται το κριτήριο των ικανών συνθηκών, δηλαδή ο βαθμός ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα είναι μικρότερος από το βαθμό ένταξής τους σε αυτό του αποτελέσματος, τότε η τιμή του δείκτη ισούται με 1. Αντίθετα, όταν σε ουδεμία περίπτωση ικανοποιείται το κριτήριο των ικανών συνθηκών, τότε ο δείκτης λαμβάνει την τιμή 0. Επειδή ο βαθμός συνέπειας 1 είναι σπάνιος στις κοινωνικές επιστήμες, όταν ο δείκτης είναι υψηλότερος του 0,80, ο ερευνητής μπορεί να ισχυριστεί ότι ο συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων αποτελεί σχεδόν ικανή συνθήκες για συμβαίνει ένα αποτέλεσμα (Ragin, 2008β : 47). Στις στήλες 1 και 2 του πίνακα 5.9 περιλαμβάνονται υποθετικά στοιχεία δεκαοχτώ περιπτώσεων και οι βαθμοί συμμετοχής τους στα σύνολα ασαφούς λογικής στον επεξηγηματικό παράγοντα Χ (γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων) και στο αποτέλεσμα Υ (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων όσον αφορά τη ΝΠΑ). Οι βαθμοί ένταξης όλων των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα είναι μικρότεροι τους βαθμού ένταξής τους σε αυτό του αποτελέσματος και ως εκ τούτου ο δείκτης συνέπειας ισούται με 1: Δείκτης συνέπειας ικανών συνθηκών (Χi Yi)=Σ [min(χi,yi)]/σ(χi)=10,33/10,33=1 Επίσης, όπως προκύπτει και από το γράφημα 5.13, το σύνολο των περιπτώσεων τοποθετούνται πάνω και αριστερά της διαγωνίου, απεικονίζοντας το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος επεξηγηματικός παράγοντας αποτελεί ικανή συνθήκη του αποτελέσματος Υ. Στον ίδιο πίνακα, στη στήλη 4, περιλαμβάνονται οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων σε ένα άλλο αποτέλεσμα Υ (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων). Με εξαίρεση την περίπτωση Χ1, οι βαθμοί ένταξης όλων υπολοίπων περιπτώσεων στο αποτέλεσμα Υ είναι οι ίδιοι με το βαθμό ένταξής του στο αποτέλεσμα Υ, ενώ οι βαθμοί ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα παραμένουν οι ίδιοι (στήλη 1, πίνακας 5.9). Ο νέος δείκτης συνέπειας ικανών συνθηκών θα είναι: Δείκτης συνέπειας ικανών συνθηκών (Χi Y i)=σ [min(χi,y i)]/σ(χi)=9,33/10,33=0,9612 Ο δείκτης συνέπειας είναι μικρότερος της μονάδας, καθώς ο βαθμός ένταξης της περίπτωσης Χ1 στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος είναι μικρότερος από το βαθμό ένταξής της στο σύνολο του επεξηγηματικού παράγοντα. Η περίπτωση αυτή απεικονίζεται με το σημείο που βρίσκεται δεξιά της διαγωνίου στο γράφημα

220 Αποτέλεσμα Υ (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στη ΝΠΑ) Πίνακας 5.9: Ο δείκτης συνέπειας ικανών συνθηκών (παράδειγμα) Περιπτώσεις Ασαφές σύνολο: υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στη ΝΠΑ (Υi) Ασαφές σύνολο: γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (Χi) min (Xi, Yi) Ασαφές σύνολο: υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (Υ i) min (Xi, Y i) (1) (2) (3) (5) (4) Χ1 0,8 0,7 0,7 0,3 0,30 Χ2 0,72 0,7 0,7 0,72 0,70 Χ3 0,79 0,6 0,6 0,79 0,60 Χ4 0,26 0,1 0,1 0,26 0,10 Χ5 0,86 0,8 0,8 0,86 0,80 Χ6 0,76 0,6 0,6 0,76 0,60 Χ7 0,57 0,55 0,55 0,57 0,55 Χ8 0,68 0,6 0,6 0,68 0,60 Χ9 0,67 0,55 0,55 0,67 0,55 Χ10 0,64 0,63 0,63 0,64 0,63 Χ11 0,52 0,5 0,5 0,52 0,50 Χ12 0,69 0,63 0,63 0,69 0,63 Χ13 0,56 0,5 0,5 0,56 0,50 Χ14 0,95 0,8 0,8 0,95 0,80 Χ15 0,98 0,89 0,89 0,98 0,89 Χ16 0,53 0,5 0,5 0,53 0,50 Χ17 0,63 0,6 0,6 0,63 0,60 Χ18 0,09 0,08 0,08 0,09 0,08 ΣΥi=11,7 ΣΥi=10,33 Σmin (Xi, Yi)=10,33 ΣΥi =11,2 Σmin (Xi, Y i)=9,93 Γράφημα 5.13: Ο δείκτης συνέπειας ικανών συνθηκών=1 (παράδειγμα) 1 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0, ,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1 Επεξηγηματικός παράγοντας Χ (γενναιόδωρο σύστημα χορήγησης επιδομάτων ανεργίας) 202

221 Αποτέλεσμα Υ' (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στο σύστημα χορήγησης επιδομάτων ανεργίας) Γράφημα 5.14: Ο δείκτης συνέπειας ικανών συνθηκών<1 (παράδειγμα) 1 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0, ,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1 Επεξηγηματικός παράγοντας Χ (γενναιόδωρο σύστημα χορήγησης επιδομάτων ανεργίας) Έχοντας υπολογίσει το δείκτη συνέπειας, κρίνεται απαραίτητος ο υπολογισμός του δείκτη κάλυψης, ο οποίος δείχνει σε ποιό βαθμό το αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί στους υπό διερεύνηση επεξηγηματικούς παράγοντες ή σε συνδυασμούς αυτών. Δηλαδή, ο δείκτης συνέπειας εκφράζει το βαθμό στον οποίον ένας συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (ή και μεμονωμένος επεξηγηματικός παράγοντας) αποτελεί ικανή συνθήκη ενός αποτελέσματος, ενώ ο δείκτης κάλυψης δείχνει το εμπειρικό βάρος (empirical weight) του συγκεκριμένου συνδυασμού (Schneider, 2009: 68-69). Ο δείκτης κάλυψης των ικανών συνθηκών υπολογίζεται με τον ακόλουθο τύπο: Δείκτης κάλυψης ικανών συνθηκών (Χi Yi)=Σ [min(χi,yi)]/σ(υi) Στον πίνακα 5.9 περιλαμβάνονται οι βαθμοί ένταξης δεκαοχτώ υποθετικών περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος Υ (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων όσον αφορά τη ΝΠΑ) και σε αυτό του επεξηγηματικού παράγοντα Χ (γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων). Στον ίδιο πίνακα και συγκεκριμένα στην στήλη 4, περιλαμβάνονται οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων σε ένα άλλο, διαφορετικό αποτέλεσμα Υ (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων). 203

222 Πίνακας 5.10: Ο δείκτης κάλυψης ικανών συνθηκών (παράδειγμα) Περιπτώσεις Ασαφές σύνολο: υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στη ΝΠΑ (Υi) (1) Ασαφές σύνολο: γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (Χi) (2) min (Xi, Yi) (3) Ασαφές σύνολο: υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (Υ i) min (Xi, Y i) (5) (4) Χ ,00 Χ2 0,96 0,95 0,95 0,99 0,95 Χ3 0,92 0,9 0,9 0,98 0,90 Χ4 0,89 0,85 0,85 0,95 0,85 Χ5 0,9 0,8 0,8 0,99 0,80 Χ6 0,8 0,75 0,75 0,95 0,75 Χ7 0,8 0,7 0,7 1 0,70 Χ8 0,7 0,65 0,65 0,8 0,65 Χ9 0,67 0,6 0,6 0,7 0,60 Χ10 0,56 0,55 0,55 0,8 0,55 Χ11 0,52 0,5 0,5 0,68 0,50 Χ12 0,5 0,45 0,45 0,65 0,45 Χ13 0,44 0,4 0,4 0,7 0,40 Χ14 0,4 0,33 0,33 0,6 0,33 Χ15 0,32 0,32 0,32 0,54 0,32 Χ16 0,28 0,25 0,25 0,48 0,25 Χ17 0,22 0,2 0,2 0,33 0,20 Χ18 0,15 0,1 0,1 0,25 0,10 ΣΥi=11,03 ΣΧi=10,30 Σmin (Xi, Yi)=10,30 ΣΥi =13,39 Σmin (Xi, Y i)=10,3 Ο δείκτης κάλυψης ικανών συνθηκών όταν το αποτέλεσμα είναι Υ είναι υψηλότερος από αυτόν όταν το αποτέλεσμα είναι Υ : Δείκτης κάλυψης ικανών συνθηκών (Χi Yi)=Σ [min(χi,yi)]/σ(υi)=10,30/11,03=0,933 (1 και βλ. γράφημα 5.15) Δείκτης κάλυψης γράφημα 5.16) ικανών συνθηκών (Χi Y i)=σ [min(χi,y i)]/σ(υ i)=10,3/13,39=0,769 (βλ. Όπως προκύπτει από τα γραφήματα 5.15 και 5.16, όπου το πρώτο έχει σχηματιστεί σύμφωνα με τους βαθμούς ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος Υ και το δεύτερο του αποτελέσματος Υ, ο επεξηγηματικός παράγοντας Χ αποτελεί ικανή συνθήκη αμφότερων των αποτελεσμάτων. Ωστόσο, τα σημεία του γραφήματος 5.15 βρίσκονται εγγύτερα της διαγωνίου, η οποία αντιστοιχεί σε περιπτώσεις των οποίων οι βαθμοί ένταξης στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος ισούνται με τους βαθμούς ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής 204

223 Αποτέλεσμα Υ' (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στο σύστημα χορήγησης επιδομάτων ανεργίας) Αποτέλεσμα Υ (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στη ΝΠΑ) του επεξηγηματικού παράγοντα, με συνέπεια ο συγκεκριμένος επεξηγηματικός παράγοντας να αποτελεί αναγκαία και ικανή συνθήκη του αποτελέσματος. Γράφημα 5.15: Υψηλός δείκτης κάλυψης (παράδειγμα) 1 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0, ,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1 Επεξηγηματικός παράγοντας Χ (γενναιόδωρο σύστημα χορήγησης επιδομάτων ανεργίας) Γράφημα 5.16: Χαμηλός δείκτης κάλυψης ικανών συνθηκών (παράδειγμα) 1 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0, ,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1 Επεξηγηματικός παράγοντας Χ (γενναιόδωρο σύστημα χορήγησης επιδομάτων ανεργίας) Οι δείκτες συνέπειας και κάλυψης μπορούν να υπολογιστούν και για τις αναγκαίες συνθήκες. Η λογική τους είναι η ίδια, δηλαδή ο δείκτης συνέπειας αναγκαίων συνθηκών δείχνει σε ποιόν βαθμό 205

224 ένας συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων αποτελεί αναγκαία συνθήκη ενός αποτελέσματος, ενώ ο δείκτης κάλυψης φανερώνει πόσο εμπειρικώς σημαντική είναι αυτή η σχέση. Οι τύποι με τους οποίους υπολογίζονται είναι οι εξής: Δείκτης συνέπειας αναγκαίων συνθηκών (Υi Χi)=Σ [min(χi,yi)]/σ(υi) και Δείκτης κάλυψης αναγκαίων συνθηκών (Υi Χi)=Σ [min(χi,yi)]/σ(χi) Στον πίνακα 5.10 περιλαμβάνονται οι βαθμοί ένταξης δεκαοχτώ υποθετικών περιπτώσεων στα σύνολα ασαφούς λογικής του αποτελέσματος Υ (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στη ΝΠΑ, στήλη 1) και του επεξηγηματικού παράγοντα Χ (γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, στήλη 2). Η στήλη 4, περιλαμβάνει τους βαθμούς ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής ενός άλλου επεξηγηματικού παράγοντα Χ (περιοριστική ΝΠΑ, στήλη 4). Οι βαθμοί ένταξης όλων των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα Χ είναι ίδιοι με τους βαθμούς ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα Χ, με εξαίρεση την περίπτωση Χ1. Πίνακας 5.11: Ο δείκτης συνέπειας αναγκαίων συνθηκών (παράδειγμα) Περιπτώσεις Ασαφές σύνολο: υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στη ΝΠΑ (Υi) Ασαφές σύνολο: γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (Χi) min (Xi, Yi) Ασαφές σύνολο: περιοριστική ΝΠΑ (X i) min (Xi, Y i) (1) (2) (3) (4) (5) Χ1 0,8 0,9 0,8 0,5 0,5 Χ2 0,72 0,8 0,72 0,8 0,72 Χ3 0,79 0,8 0,79 0,8 0,79 Χ4 0,26 0,3 0,26 0,3 0,26 Χ5 0,86 0,9 0,86 0,9 0,86 Χ6 0,76 0,8 0,76 0,8 0,76 Χ7 0,57 0,6 0,57 0,6 0,57 Χ8 0,68 0,7 0,68 0,7 0,68 Χ9 0,67 0,7 0,67 0,7 0,67 Χ10 0,64 0,65 0,64 0,65 0,64 Χ11 0,52 0,6 0,52 0,6 0,52 Χ12 0,69 0,8 0,69 0,8 0,69 Χ13 0,56 0,6 0,56 0,6 0,56 Χ14 0,95 1 0,95 1 0,95 Χ15 0,98 1 0,98 1 0,98 Χ16 0,53 0,6 0,53 0,6 0,53 Χ17 0,63 0,65 0,63 0,65 0,63 Χ18 0,09 0,1 0,09 0,1 0,09 ΣΥi=11,7 ΣΧi=12,5 Σmin (Xi, Yi)=11,7 ΣXi =12,1 Σmin (X i, Yi)=11,4 206

225 Αποτέλεσμα Υ (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στη ΝΠΑ) Αποτέλεσμα Υ (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στη ΝΠΑ) Δείκτης συνέπειας αναγκαίων συνθηκών (Υi Χi)=Σ [min(χi,yi)]/σ(υi)=11,7/11,7=1 Δείκτης κάλυψης ικανών συνθηκών (Χi Y i)=σ [min(χ i,yi)]/σ(υ i)=11,4/11,7=0, Όπως προκύπτει από τον υπολογισμό των δεικτών συνέπειας αναγκαίων συνθηκών, αλλά και τα γραφήματα 5.17 και 5.18 ο επεξηγηματικός παράγοντας Χ είναι αναγκαία συνθήκη του αποτελέσματος Υ. Αντίθετα, ο δείκτης συνέπειας αναγκαίων συνθηκών για τον επεξηγηματικό παράγοντα Χ είναι μικρότερος της μονάδας, καθώς ο βαθμός ένταξης της περίπτωσης Χ1 στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος Υ είναι υψηλότερος από το βαθμό ένταξής της στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα Χ (γράφημα 5.18). Γράφημα 5.17: Δείκτης συνέπειας αναγκαίων συνθηκών (παράδειγμα) 1 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0, ,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1 Επεξηγηματικός παράγοντας Χ (γενναιόδωρο σύστημα χορήγησης επιδομάτων ανεργίας) Γράφημα 5.18: Δείκτης συνέπειας αναγκαίων συνθηκών (παράδειγμα) 1 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0, ,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1 Επεξηγηματικός παράγοντας Χ' (περιοριστική ΝΠΑ) 207

226 Στον πίνακα 5.12 περιλαμβάνονται οι βαθμοί ένταξης δεκαοχτώ υποθετικών περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος Υ (στήλη 1) και των επεξηγηματικών παραγόντων Χi (γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, στήλη 2) και Xi (περιοριστική ΝΠΑ, στήλη 4). Όπως προκύπτει και από τα γραφήματα 5.19 και 5.20 τόσο ο επεξηγηματικός παράγοντας Χ όσο και Χ αποτελούν αναγκαία συνθήκη του αποτελέσματος Υ, καθώς οι βαθμοί ένταξης όλων των περιπτώσεων στα σύνολα ασαφούς λογικής αμφότερων των επεξηγηματικών παραγόντων είναι υψηλότεροι από τους βαθμούς ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος Υ. Πίνακας 5.12: Ο δείκτης κάλυψης αναγκαίων συνθηκών (παράδειγμα) Περιπτώσεις Ασαφές σύνολο: υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στη ΝΠΑ (Υi) Ασαφές σύνολο: γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (Χi) min (Xi, Yi) Ασαφές σύνολο: περιοριστική ΝΠΑ (X i) min (X i, Yi) (1) (2) Χ1 0,8 0,9 0,8 1 0,8 Χ2 0,72 0,8 0,72 0,9 0,72 Χ3 0,79 0,8 0,79 1 0,79 Χ4 0,26 0,3 0,26 0,8 0,26 Χ5 0,86 0,9 0,86 1 0,86 Χ6 0,76 0,8 0,76 0,9 0,76 Χ7 0,57 0,6 0,57 0,95 0,57 Χ8 0,68 0,7 0,68 0,88 0,68 Χ9 0,67 0,7 0,67 0,9 0,67 Χ10 0,64 0,65 0,64 0,82 0,64 Χ11 0,52 0,6 0,52 0,99 0,52 Χ12 0,69 0,8 0,69 0,94 0,69 Χ13 0,56 0,6 0,56 0,88 0,56 Χ14 0,95 1 0,95 0,99 0,95 Χ15 0,98 1 0,98 1 0,98 Χ16 0,53 0,6 0,53 0,8 0,53 Χ17 0,63 0,65 0,63 0,8 0,63 Χ18 0,09 0,1 0,09 0,4 0,09 ΣΥi=11,7 ΣΧi=12,5 Σmin (Xi, Yi)=11,7 ΣΧ i=15,95 Σmin(X i,yi)=11,7 (3) (4) (5) Όμως, ο δείκτης κάλυψης αναγκαίων συνθηκών για τον επεξηγηματικό παράγοντα Χ είναι υψηλότερος του Χ. Αυτό προκύπτει και από το γράφημα 5.19, όπου τα σημεία που αντιστοιχούν στους συνδυασμούς των βαθμών συμμετοχής των περιπτώσεων στα σύνολα ασαφούς λογικής του αποτελέσματος Υ και του επεξηγηματικού παράγοντα Χ βρίσκονται κοντά στη διαγώνιο. Αντίθετα, ο δείκτης κάλυψης αναγκαίων συνθηκών για τον επεξηγηματικό παράγοντα Χ είναι μικρότερος, γεγονός που απεικονίζεται και στο γράφημα 5.20, όπου τα σημεία-συνδυασμοί βαθμών ένταξης των 208

227 Αποτέλεσμα Υ (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στη ΝΠΑ) Αποτέλεσμα Υ (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στη ΝΠΑ) περιπτώσεων στα σύνολα ασαφούς λογικής του αποτελέσματος και του επεξηγηματικού παράγοντα βρίσκονται μακρύτερα της διαγωνίου, συγκριτικά με τα σημεία του γραφήματος Δείκτης κάλυψης αναγκαίων συνθηκών (Υi Χi)=Σ [min(χi,yi)]/σ(χi)=11,7/12,5=0,936 Δείκτης κάλυψης ικανών συνθηκών (Χi Y i)=σ [min(χ i,yi)]/σ(χ i)=11,7/15,95=0,733 Γράφημα 5.19: Υψηλός δείκτης κάλυψης αναγκαίων συνθηκών (παράδειγμα) 1 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0, ,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1 Επεξηγηματικός παράγοντας Χ (γενναιόδωρο σύστημα χορήγησης επιδομάτων ανεργίας) Γράφημα 5.20: Χαμηλός δείκτης κάλυψης αναγκαίων συνθηκών (παράδειγμα) 1 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0, ,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1 Επεξηγηματικός παράγοντας Χ'' (περιοριστική ΝΠΑ) 209

228 Αμφότεροι οι δείκτες συνέπειας και κάλυψης είναι ιδιαίτερα σημαντικοί για την ερμηνεία των αποτελεσμάτων και οι τιμές τους μπορούν να αποκαλύψουν μεθοδολογικές αστοχίες. Για παράδειγμα θα μπορούσε να εξετασθεί αν ο συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων που αποτελείται από το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, την υψηλή συμμετοχή των εργαζομένων στα συνδικάτα, την έντονη συνδικαλιστική δράση των συνδικάτων, τον χαμηλό βαθμό ανοίγματος της οικονομίας, την έντονα ρυθμισμένη αγορά προϊόντων-υπηρεσιών και την περιοριστική ΝΠΑ αποτελεί ικανή συνθήκη ενός χαμηλού δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων. Είναι πολύ πιθανό στις περιπτώσεις που ισχύει ο παραπάνω σχεδόν εξαντλητικός κατάλογος επεξηγηματικών παραγόντων ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων να είναι χαμηλός. Άρα, όντως πρόκειται για έναν συνεπή συνδυασμό. Ταυτόχρονα, όμως οι περιπτώσεις (χώρες) που ισχύει ο παραπάνω συνδυασμός να είναι πολύ μικρός συγκριτικά με το σύνολο των περιπτώσεων που ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων είναι χαμηλός και ως εκ τούτου ο δείκτης κάλυψης αυτού του συνδυασμού να είναι χαμηλός (γράφημα 5.21). Δηλαδή, ο χαμηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων δεν θα μπορούσε εμπειρικώς να αποδοθεί στον παραπάνω θεσμικό συνδυασμό. Γράφημα 5.21: Υψηλός δείκτης συνέπειας και χαμηλός δείκτης κάλυψης ικανών συνθηκών Χώρες με χαμηλό δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων Χώρες με γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, υψηλή συμμετοχή των εργαζομένων στα συνδικάτα, έντονη συνδικαλιστική δράση των συνδικάτων, χαμηλό βαθμό ανοίγματος της οικονομίας, έντονα ρυθμισμένη αγορά προϊόντωνυπηρεσιών και περιοριστική ΝΠΑ. Επίσης, από την προσεκτική ανάγνωση των δεικτών κάλυψης και συνέπειας θα μπορούσε να διαφανεί μια άλλη, διαφορετικής υφής, αστοχία όσον αφορά τη επιλογή των επεξηγηματικών παραγόντων, 210

229 αλλά και της επιλογής των κριτηρίων για την αναγωγή των μεταβλητών στην κλίμακα 0-1. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να εξετασθεί αν απλώς η ύπαρξη ενός συστήματος αποζημίωσης των ανέργων ή όταν το ποσοστό αναπλήρωσης των επιδομάτων είναι 10% (εξαιρετικά χαμηλό) αποτελεί αναγκαία συνθήκη ενός υψηλού δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων. Πιθανότατα, όλες οι χώρες στις οποίες ισχύει ο συγκεκριμένος επεξηγηματικός παράγοντας να αποτελούν υπερσύνολο αυτών στις οποίες συμβαίνει το αποτέλεσμα (υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων) (γράφημα 5.22). Όμως, ο αριθμός των χωρών στις οποίες ισχύει ο επεξηγηματικός παράγοντας, δηλαδή που απλώς υφίσταται ένα σύστημα αποζημίωσης των ανέργων να είναι πολύ μεγαλύτερος αυτών στις οποίες ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων είναι υψηλός και κατ επέκταση το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να αποδοθεί εμπειρικώς αξιόπιστα στον συγκεκριμένο επεξηγηματικό παράγοντα. Γράφημα 5.22: Υψηλός δείκτης συνέπειας και χαμηλός δείκτης κάλυψης αναγκαίων συνθηκών Χώρες που διαθέτουν σύστημα αποζημίωσης των ανέργων Χώρες με υψηλό δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων Για την αποφυγή διατύπωσης θεωρητικά ατεκμηρίωτων συμπερασμάτων θα πρέπει λοιπόν να υπολογίζεται, καταρχήν, ο δείκτης συνέπειας των ικανών και των αναγκαίων συνθηκών προκειμένου να συμβαίνει ένα αποτέλεσμα και εν συνεχεία ο δείκτης κάλυψης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο δείκτης κάλυψης αποκτά σημασία όταν οι δείκτες συνέπειας των ικανών ή και αναγκαίων συνθηκών είναι υψηλοί (Ragin, 2008b : 55). Ένας υψηλός δείκτης κάλυψης ενδεχομένως αντανακλά τυχαίες σχέσεις μεταξύ επεξηγηματικών παραγόντων και αποτελέσματος, όταν οι δείκτες συνέπειας των ικανών ή/και αναγκαίων συνθηκών είναι χαμηλοί. 211

230 Πίνακας 5.13: Οι δείκτες κάλυψης και συνέπειας των αναγκαίων και ικανών συνθηκών Ικανές Συνθήκες Αναγκαίες Συνθήκες Ο επεξηγηματικός παράγοντας (Χ) είναι υποσύνολο του αποτελέσματος (Υ) Το αποτέλεσμα (Υ) είναι υποσύνολο του επεξηγηματικού παράγοντα (Χ) Δείκτης συνέπειας= [min( Xi, Yi)] ( Xi) Αν ο δείκτης συνέπειας είναι υψηλός, υπολογίζεται ο δείκτης κάλυψης Δείκτης συνέπειας= [min( Xi, Yi)] ( Yi) Αν ο δείκτης συνέπειας είναι υψηλός, υπολογίζεται ο δείκτης κάλυψης Δείκτης κάλυψης = [min( Xi, Yi)] ( Yi) Δείκτης κάλυψης = [min( Xi, Yi)] ( Xi) Πηγή: Ragin, 2008b : 63 Γράφημα 5.23: Ο δείκτης κάλυψης και η συνέπεια των ικανών συνθηκών (Υψηλός Δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων) Αποτέλεσμα Επεξηγηματικός παράγοντας (γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των Με τη βοήθεια του γραφήματος 5.23 μπορεί να γίνει περισσότερο κατανοητή η σχέση μεταξύ των δεικτών κάλυψης και συνέπειας. Ας υποθέσουμε ότι το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των 212

231 ανέργων αποτελεί ικανή συνθήκη ενός υψηλού δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος είναι μεγαλύτεροι από τους βαθμούς ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα (Χi Yi). Τα σημεία του διαγράμματος αντιστοιχούν στους βαθμούς ένταξης των περιπτώσεων στα δύο σύνολα ασαφούς λογικής. Οι διακεκομμένες γραμμές, που καταλήγουν στα σημεία, απεικονίζουν το ποσοστό κάλυψης του Υ (αποτέλεσμα) από το Χ (επεξηγηματικός παράγοντας) κάθε περίπτωσης. Όσο κοντά εγγύτερα στη διαγώνιο βρίσκονται τα σημεία, τόσο μεγαλύτερος θα είναι ο βαθμός κάλυψης του επεξηγηματικού παράγοντα από το αποτέλεσμα, ενώ όσο μακρύτερα τόσο μικρότερος θα είναι ο δείκτης κάλυψης. Η απόσταση κάθε σημείου από τη διαγώνιο απεικονίζει το τμήμα του βαθμού ένταξης της περίπτωσης στο αποτέλεσμα (Yi), το οποίο δεν καλύπτεται από το βαθμό ένταξής της στον επεξηγηματικό παράγοντα (Xi). Συνεπώς, όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση αυτή, τόσο μικρότερος ο δείκτης κάλυψης. Ο δείκτης κάλυψης των ικανών συνθηκών είναι το άθροισμα των βαθμών ένταξης των συνεπών ικανών περιπτώσεων (δηλαδή αυτών, των οποίων οι βαθμοί ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής των επεξηγηματικών παραγόντων είναι μικρότεροι από τους βαθμούς ένταξή τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος) προς το σύνολο των βαθμών ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος. Όσο μικρότεροι οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα και όσο μεγαλύτεροι οι βαθμοί ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος, τόσο μικρότερος είναι ο δείκτης κάλυψης, καθώς θα προστίθενται στον αριθμητή μικρότεροι αριθμοί (Σmnin (Χi, Yi)) από αυτούς που προστίθενται στον παρανομαστή (ΣYi). Πότε συμβαίνει κάτι τέτοιο; Όταν ο βαθμός ένταξης μιας περίπτωσης στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα είναι χαμηλός, τότε το σημείο θα βρίσκεται πιο κοντά στον κάθετο άξονα (βαθμός ένταξης στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος > βαθμός ένταξης στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα) παρά στη διαγώνιο (βαθμός ένταξης στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος = βαθμό ένταξης στο σύνολο ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα), ιδίως όταν ο δείκτης ένταξης μιας περίπτωσης στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος είναι υψηλότερος του 0,5 (Ragin, 2008b : 60). 213

232 5.1.5 Ο πίνακας αλήθειας Έχοντας αναγάγει τόσο τους επεξηγηματικούς παράγοντες, όσο και τα αποτελέσματα στην κλίμακα 0 έως 1 για όλες τις περιπτώσεις, συντάσσεται ο πίνακας αλήθειας (truth table). Αν κ ο αριθμός των επεξηγηματικών παραγόντων, ο πίνακας αλήθειας αποτελεί έναν χάρτη, στον οποίον απεικονίζονται οι 2 κ πιθανοί λογικοί συνδυασμοί των κ επεξηγηματικών παραγόντων (Shneider et al. 2006: 13). Για παράδειγμα, αν οι επεξηγηματικοί παράγοντες είναι δύο ο Α και ο Β, τότε οι πιθανοί συνδυασμοί μεταξύ των επεξηγηματικών παραγόντων είναι 2 2 =4, όπως φαίνεται και στον πίνακα αλήθειας (πίνακας 5.14). Δηλαδή, στον πίνακα αλήθειας απεικονίζονται όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί μεταξύ επεξηγηματικών παραγόντων, ως προς την ισχύ τους ή μη και συμβάλλει στη διατύπωση ρητών θεωρητικών σχέσεων μεταξύ επεξηγηματικών παραγόντων και αποτελέσματος (Ragin, 2008b : ). Σημειώνεται ότι ο πίνακας αλήθειας καταρτίζεται μόνο για την εξέταση των ικανών συνθηκών. Επιπλέον, ο πίνακας αλήθειας βοηθά στον εντοπισμό των ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ των περιπτώσεων. Επίσης, μπορούν να επισημανθούν οι περιπτώσεις στις οποίες ισχύουν οι ίδιοι επεξηγηματικοί παράγοντες, αλλά τα αποτελέσματά τους μπορούν να διαφέρουν (Shneider et al. 2006: 13). Πίνακας 5.14: Πίνακας αλήθειας Ι (παράδειγμα με δύο επεξηγηματικούς παράγοντες Α και Β) (Ι) Α Β ισχύει ισχύει ισχύει δεν ισχύει δεν ισχύει ισχύει δεν ισχύει δεν ισχύει Γράφημα 5.24: Οι πιθανοί συνδυασμοί των επεξηγηματικών παραγόντων που περιλαμβάνονται στον πίνακα αλήθειας ~Α*~Β Α*~Β Α*Β Β*~Α 214

233 Κάθε γραμμή του πίνακα αλήθειας αντιστοιχεί σε έναν σχηματισμό (configuration), δηλαδή σε έναν συνδυασμό επεξηγηματικών παραγόντων. Σημειώνεται ότι στον πίνακα αυτόν δεν αναφέρεται ο βαθμός ένταξης κάθε περίπτωσης στα σύνολά ασαφούς λογικής των επεξηγηματικών παραγόντων και του αποτελέσματος, αλλά μόνο η ένταξή τους (1) ή μη (0) σε αυτά. Δηλαδή, αν ο βαθμός ένταξης μιας περίπτωσης σε ένα σύνολο ασαφούς λογικής είναι από 0 έως 0,49, τότε λαμβάνει την τιμή 0, ενώ αν κυμαίνεται από 0,5 έως 1, λαμβάνει την τιμή 1. Παράλληλα, υπάρχει και μια στήλη στην οποία αναφέρεται ο αριθμός των περιπτώσεων που ισχύει ο συνδυασμός των επεξηγηματικών παραγόντων κάθε γραμμής. Για κάθε σχηματισμό αντιστοιχεί και ένας δείκτης συνέπειας. Ο ερευνητής μπορεί να επιλέξει ένα κατώφλι του δείκτη συνέπειας, πάνω από το οποίο ο συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων αποτελεί ικανή συνθήκη για να συμβαίνει το αποτέλεσμα. Το κατώφλι αυτό συστήνεται να είναι ανώτερο του 0,85. Στον πίνακα αλήθειας 5.15 περιλαμβάνονται υποθετικά στοιχεία σχετικά με το βαθμό ένταξης δεκατεσσάρων οικονομιών (περιπτώσεις) στα σύνολα ασαφούς λογικής δύο επεξηγηματικών παραγόντων (γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων και ήπια ΝΠΑ). Κάθε γραμμή του πίνακα αλήθειας αποτελεί και μια ερώτηση. Για παράδειγμα, από την πρώτη γραμμή προκύπτει το ακόλουθο ερώτημα: αν το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων δεν είναι γενναιόδωρο (επεξηγηματικός παράγοντας 1=0) και η ΝΠΑ είναι περιοριστική (επεξηγηματικός παράγοντας 2=0), τότε ισχύει το αποτέλεσμα (αποτέλεσμα 0 ή 1); Το αποτέλεσμα μπορεί να συμβαίνει για όλους τους πιθανούς συνδυασμούς επεξηγηματικών παραγόντων. Όμως, ο ερευνητής μπορεί να επιλέξει έναν κατώφλι συνέπειας πάνω από το οποίο γίνεται αποδεκτό ότι ο συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων αποτελεί ικανή συνθήκη του αποτελέσματος. Αν ο ερευνητής επιλέξει ως κατώφλι συνέπειας το 0,85, τότε το αποτέλεσμα λαμβάνει την τιμή ένα 1 (ισχύει το αποτέλεσμα) όταν ο δείκτης συνέπειας είναι υψηλότερος του 0,85 και 0 όταν ο δείκτης συνέπειας υπολείπεται του 0,85. Πίνακας 5.15: Πίνακας αλήθειας ΙΙ(παράδειγμα) Γενναιόδωρο σύστημα Ήπια ρυθμισμένη ΝΠΑ αποζημίωσης των ανέργων (επεξηγηματικός (επεξηγηματικός παράγοντας: 1) παράγοντας: 2) Αριθμός περιπτώσεων Υψηλός δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων Δείκτης συνέπειας Αποτέλεσμα , , , ,

234 Κατά την επεξεργασία του πίνακα αλήθειας παραλείπονται οι σχηματισμοί επεξηγηματικών παραγόντων και αποτελεσμάτων, που σε ουδεμία καμία περίπτωση ισχύουν (πρώτη γραμμή του πίνακα αλήθειας). Η επίλυση του μοντέλου επιτυγχάνεται μέσω της διαδικασίας ελαχιστοποίησης (minimization) του πίνακα αλήθειας. Στόχος της διαδικασίας αυτής είναι η διατύπωση λογικών προτάσεων, έχοντας ελαχιστοποιήσει την «απόστασή» τους από τα εμπειρικά δεδομένα (Shneider et al. 2006: 16). Η κλασική διαδικασία ελαχιστοποίησης του πίνακα αλήθειας επιτυγχάνεται με τον αλγόριθμο Quine-McCluskey 16. Με τον αλγόριθμο αυτόν εντοπίζονται οι συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων που διαφέρουν μόνο κατά έναν στοιχείο (επεξηγηματικό παράγοντα) (Dusa, 2007: 2). Για παράδειγμα, έστω δύο περιπτώσεις, Α, Β, Γ οι επεξηγηματικοί παράγοντες ενός αποτελέσματος Ζ και ισχύει ο πίνακας αλήθειας 5.16, τότε οι αιτιοκρατικές συνθήκες (causal conditions) του Ζ είναι οι επεξηγηματικοί παράγοντες Α και Γ. Ο επεξηγηματικός παράγοντας Β παραλείπεται, καθώς δεν ισχύει και στις δύο περιπτώσεις, σε αντίθεση με τους Α και Γ. Πίνακας 5.16: Πίνακας αλήθειας ΙΙΙ(παράδειγμα) A B Γ Ζ Η παραπάνω σχέση μπορεί να δειχθεί και με μαθηματικούς όρους. Συμβολίζοντας με β την περίπτωση όπου Β=0, τότε ισχύει: ΑβΓ+ΑΒΓ Ζ, τότε ΑΓ(β+Β) Ζ. Όμως, το άθροισμα Β+β=1 17, οπότε ΑΓ Ζ (Dusa, 2007: 3). Στον πίνακα αλήθειας είναι πιθανόν να περιλαμβάνονται συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων, οι οποίοι δεν συναντώνται σε κάποια από τις υπό εξέταση περιπτώσεις (reminders). Κατά τη διαδικασία ελαχιστοποίησης του πίνακα αλήθειας ο ερευνητής μπορεί να επιλέξει αν οι συγκεκριμένοι συνδυασμοί θα ληφθούν υπόψη. Έτσι, προκύπτουν τρεις λύσεις όσον αφορά τις ικανές συνθήκες: Η σύνθετη λύση (complex solution): στη λύση αυτήν δεν λαμβάνονται υπόψη οι συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων που δεν παρατηρούνται σε περιπτώσεις (reminders). Είναι η πιο περιοριστική λύση και συνήθως κάθε συνδυασμός αποτελείται από μεγάλο συνδυασμό επεξηγηματικών παραγόντων. 16 Ο αλγόριθμος αυτός αναπτύχθηκε, αρχικά, από τον Quine το 1952 και βελτιώθηκε από τον Mc Cluskey το Θα πρέπει να αναφερθεί ότι Β+β=1 δεν προκύπτει από την απλή μαθηματική πράξη της πρόσθεσης. Πρόκειται για την ένωση του συνόλου ασαφούς λογικής Β και του αντίθετού του β, δηλαδή όχι Β, η οποία ισούται με τη μονάδα. Γενικότερα, όταν χρησιμοποιούνται τα + και * μεταξύ συνόλων ασαφούς λογικής ένωσης και τομής αντίστοιχα (Shneider et al. 2006: 20-22). 216

235 Η φειδωλή λύση (parsimonious solution): στη λύση αυτή λαμβάνονται υπόψη οι συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων που δεν παρατηρούνται περιπτώσεις (reminders). Στη λύση αυτή συνήθως προκύπτει μικρότερος αριθμός συνδυασμών επεξηγηματικών παραγόντων και κάθε ένας από αυτούς αποτελείται από μικρότερο αριθμό επεξηγηματικών παραγόντων. Η ενδιάμεση λύση (intermediate solution): στη λύση αυτή λαμβάνονται υπόψη όσοι συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων για τους οποίους δεν παρατηρούνται περιπτώσεις (reminders) και επιθυμεί ο χρήστης του λογισμικού. Η επιλογή των συνδυασμών που θα χρησιμοποιηθούν για την ελαχιστοποίηση του πίνακα αλήθειας θα πρέπει να βασίζεται σε θεωρητική γνώση ή σε εμπειρικά ευρήματα Η ποιοτική συγκριτική ανάλυση και η περιπτωσιολογική έρευνα Η βασικότερη κριτική που ασκείται στην ΠΣΑ εστιάζει στην πιθανή τυχαιότητα που μπορεί να χαρακτηρίζει τα αποτελέσματα εξαιτίας του μικρού αριθμού του δείγματος, αλλά και του τρόπου δημιουργίας των συνόλων ασαφούς λογικής τόσο για τους επεξηγηματικούς παράγοντες, όσο και για το αποτέλεσμα. Το στοιχείο της τυχαιότητας μπορεί να περιοριστεί όταν συνδυάζεται με τη περιπτωσιολογική έρευνα 18. Η περιπτωσιολογική έρευνα συμπληρώνει την ΠΣΑ, καθώς παρέχει τη δυνατότητα αναλυτικής εμβάθυνσης. Η περιπτωσιολογική έρευνα ενδείκνυται όταν το πλήθος των υπό έρευνα περιπτώσεων είναι περιορισμένο και ετερογενές και παρέχει στον ερευνητή τη δυνατότητα να μελετήσει εις βάθος τόσο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους όσο και τους μηχανισμούς αλληλεπίδρασης που αναπτύσσονται μεταξύ αυτών των χαρακτηριστικών. Αντίθετα, όταν το πλήθος των υπό εξέταση περιπτώσεων είναι μεγάλο και ομοιογενές ενδείκνυνται οι συμβατικές ποσοτικές μέθοδοι, παρά το γεγονός ότι οι δυνατότητες διερεύνησης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους είναι περιορισμένες (Ragin, 2000: 24-26). Έτσι, η περιπτωσιολογική έρευνα και η ΠΣΑ αποτελούν έναν συνδυασμό εργαλείων, διερεύνησης των συμπληρωματικών σχέσεων που, εν προκειμένω αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών αλλά και της διαδικασίας αυτοενδυνάμωσής τους, παρέχοντας τη δυνατότητα καταγραφής (μέσω της ΠΣΑ), αρχικά, των θεσμικών συνδυασμών που επηρεάζουν τη μεταρρυθμιστική διαδικασία και εν συνεχεία της λεπτομερούς εξέτασης των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ αυτών των θεσμικών συνδυασμών (περιπτωσιολογική έρευνα). 18 Τα κριτήρια επιλογής των περιπτώσεων σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα της ΠΣΑ παρουσιάζονται εκτενώς, παρακάτω, στην ενότητα

236 Όπως φαίνεται και στο γράφημα 5.25 υπάρχουν διαφορετικοί συνδυασμοί παραγόντων που μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και στο ίδιο αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, σε αμφότερες τις περιπτώσεις 1 και 2 του γραφήματος δεν συμβαίνει το αποτέλεσμα. Η μόνη διαφορά τους είναι ο επεξηγηματικός παράγοντας 5, ο οποίος ισχύει στην περίπτωση 1, αλλά όχι στην περίπτωση 2. Η περιπτωσιολογική έρευνα και η εις βάθος μελέτη μιας περίπτωσης με κριτήρια που παρουσιάζονται παρακάτω είναι αυτή που θα αποκαλύψει τί συμβαίνει με τον συγκεκριμένο επεξηγηματικό παράγοντα. Δηλαδή, είναι πιθανόν διαφορετικοί συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων να οδηγήσουν στο ίδιο αποτέλεσμα, γεγονός που έκανε τους Shnieder et al. (2006) να χαρακτηρίσουν την ΠΣΑ ως μια ομοιοκαταληκτική μέθοδο (equifinality). Με την ΠΣΑ θα εντοπιστούν ικανές και αναγκαίες συνθήκες που προκαλούν το μεταρρυθμιστικό δισταγμό ή την τόλμη, ενώ με την περιπτωσιολογική έρευνα θα αναδειχθεί λεπτομερέστερα ο τρόπος με τον οποίον επιδρούν οι επεξηγηματικοί παράγοντες ή συνδυασμοί αυτών στη μεταρρυθμιστική διαδικασία. Γράφημα 5.25: Συγκριτική ποιοτική ανάλυση και περιπτωσιολογική έρευνα Περίπτωση 1 Περίπτωση 2 Περίπτωση Επεξηγηματικός παράγοντας 1 Δεν συμβαίνει το αποτέλεσμα Συμβαίνει το αποτέλεσμα Επεξηγηματικός παράγοντας Επεξηγηματικός παράγοντας Επεξηγηματικός Επεξηγηματικός παράγοντας 4 παράγοντας Περιπτωσιολογική Έρευνα

237 5.2 Οι ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες της διστακτικής μεταρρύθμισης των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας Στην παρούσα ενότητα εξετάζεται η ύπαρξη ικανών ή/και αναγκαίων συνθηκών της διστακτικής μεταρρύθμισης των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας με τη μέθοδο της ΠΣΑ και στο τέλος αυτής παρατίθεται, για πρώτη φορά, στην παρούσα διατριβή ο εμπειρικός ορισμός της έννοιας του δισταγμού. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμη η παράθεση των παραδοχών, στις οποίες εδράζεται η εμπειρική τεκμηρίωση της έννοιας του δισταγμού. Καταρχάς, διστακτικές δεν είναι οι κυβερνήσεις, οι οποίες απλώς δεν προώθησαν μεταρρυθμίσεις κατά το πρότυπο της ΕΣΑ ή της Στρατηγικής Απασχόλησης του ΟΟΣΑ, σημειώνοντας, επομένως, χαμηλές επιδόσεις όσον αφορά την ένταση και το εύρος των μεταρρυθμίσεων που έχουν προωθήσει κατά την περίοδο Διστακτικές είναι οι κυβερνήσεις οι οποίες αν και οι πενιχρές επιδόσεις των αγορών εργασίας τους το επιβάλουν δεν εφαρμόζουν για να τις βελτιώσουν. Επίσης, διστακτικές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν οι κυβερνήσεις μιας χώρας, οι οποίες δεν προωθούν μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της ΕΣΑ ή της Στρατηγικής Απασχόλησης του ΟΟΣΑ, όταν το υπάρχον θεσμικό καθεστώς δεν δημιουργεί (σημαντικές) στρεβλώσεις στη λειτουργία των αγορών εργασίας τους. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μεταρρυθμιστική διστακτικότητα, αλλά μάλλον ως μεταρρυθμιστική ουδετερότητα, μιας και η απουσία εφαρμογής μη-αναγκαίων μεταρρυθμίσεων διόλου σημαίνει ότι η ενδεχόμενη μεταρρυθμιστική δράση θα ήταν τολμηρή. Έτσι λοιπόν μπορούν να παρατηρηθούν τρεις κατηγορίες όσον αφορά τη μεταρρυθμιστική συμπεριφορά των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων: ο μεταρρυθμιστικός δισταγμός, κατά τον οποίο οι κυβερνήσεις δεν προωθούν μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας τους, ενώ οι επιδόσεις τους αυτό επιβάλλουν. Ο μεταρρυθμιστικός δισταγμός μπορεί να αποδοθεί στη πίεση που οι ομάδες συμφερόντων μπορούν να ασκήσουν σε μια κυβέρνηση, προκειμένου να διατηρηθεί το υφιστάμενο θεσμικό καθεστώς. η μεταρρυθμιστική ουδετερότητα, κατά την οποία η προώθηση μεταρρυθμίσεων δεν είναι αναγκαία, ακόμα και αν το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο δεν είναι ευθυγραμμισμένο με τις προτάσεις της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, καθώς δεν δημιουργεί (σημαντικές) στρεβλώσεις στη λειτουργία της αγοράς εργασίας, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τις επιδόσεις της. Η μεταρρυθμιστική ουδετερότητα μπορεί να αποδοθεί στις εσωτερικές και εξωτερικές συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών. 219

238 η μεταρρυθμιστική τόλμη, κατά την οποία οι κυβερνήσεις προωθούν μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας τους, προκειμένου να βελτιώσουν τη λειτουργία τους και κατ επέκταση τις επιδόσεις τους. Η εν λόγω συμπεριφορά μπορεί να αποδοθεί κυρίως σε κίνητρα των ενάρετων κυβερνήσεων, που τολμούν να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας τους, ακόμα και όταν ορισμένες εκ των ομάδων συμφερόντων της αγοράς εργασίας εναντιώνονται σε αυτές. Η ταξινόμηση της μεταρρυθμιστική συμπεριφοράς μιας κυβέρνησης σε μια από τις παραπάνω κατηγορίες, όπως και οι επεξηγηματικοί παράγοντες στους οποίους αυτή αποδίδεται, θα προκύψουν από την ανάλυση που ακολουθεί. Η ανάλυση αφορά στην προώθηση ή μη μεταρρυθμίσεων σε τέσσερις θεσμούς της αγοράς εργασίας: α) στο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, β) στη ΝΠΑ, γ) στις ΕΠΑ και δ) στο σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών. Πρόκειται για τους σημαντικότερους θεσμούς της αγοράς εργασίας, στους οποίους εστιάζουν και οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις τόσο της ΕΣΑ, όσο και της Στρατηγικής Απασχόλησης του ΟΟΣΑ. Ως αποτελέσματα (εξαρτημένες μεταβλητές) θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν δείκτες έντασης μεταρρυθμίσεων, όπως αυτοί έχουν προταθεί από τους Brandt et al. (2005). Αντ αυτών προτιμάται η χρησιμοποίηση μεταβλητών, οι τιμές των οποίων δείχνουν πόσο ήπια ήταν η ΝΠΑ, πόσο γενναιόδωρο ήταν το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, πόσο υψηλές ήταν οι δαπάνες για ΕΠΑ και πόσο αποκεντρωμένο ήταν το σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών, στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου (2005). Παράλληλα, όμως, στους επεξηγηματικούς παράγοντες θα πρέπει να περιλαμβάνονται αντίστοιχες μεταβλητές, με έτος αναφοράς το 1990, που αποτελεί την αφετηρία της εξεταζόμενης περιόδου (1990). Η σύγκριση των δύο μεταβλητών είναι αυτή που θα προσδιορίσει αν οι κυβερνήσεις των υπό εξέταση χωρών προώθησαν μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας τους, αλλά όχι και τον χαρακτηρισμό τους ως τολμηρές ή διστακτικές, ο οποίος θα προκύψει από τις επιδόσεις των αγορών εργασίας σους. Η επιλογή αυτή γίνεται, καταρχάς, γιατί ένας δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων δεν μπορεί να αποδώσει τη μεταρρυθμιστική τόλμη ή διστακτικότητα μιας κυβέρνησης, καθώς δεν λαμβάνεται υπόψη η θεσμική κατάσταση στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου συγκριτικά με αυτήν που ίσχυε στην αφετηρία της. Για παράδειγμα, σε μια αγορά εργασίας η ΝΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του 90, μπορεί να ήταν πολύ περιοριστική, δημιουργώντας σημαντικές στρεβλώσεις στη λειτουργία της και οι κυβερνήσεις της να προώθησαν μεταρρυθμίσεις στο εν λόγω θεσμικό πεδίο, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό που να αποκατασταθούν οι επιδόσεις της. Ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στην εν λόγω αγορά εργασίας μπορεί να είναι υψηλός, αλλά οι κυβερνήσεις της δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως τολμηρές. Αντίθετα, το εν λόγω πρόβλημα δεν υφίσταται όταν συγκρίνονται οι θεσμοί μεταξύ των δύο χρονικών σημείων. 220

239 Επίσης, επιλέγοντας τη σύγκριση των θεσμών μεταξύ των δύο χρονικών σημείων έναντι των δεικτών έντασης μεταρρυθμίσεων, μπορεί να εξετασθεί αποτελεσματικότερα η επίδραση της προκατάληψης του status quo στη μεταρρυθμιστική διαδικασία. Παράλληλα καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της επίδρασης του βαθμού αυστηρότητας του θεσμικού πλαισίου στην αφετηρία της εξεταζόμενης περιόδου στην μεταρρυθμιστική διαδικασία. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται μια ακόμα μεθοδολογική παρατήρηση. Μεταξύ των επεξηγηματικών παραγόντων περιλαμβάνεται πάντα ένας που αναφέρεται στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Κάθε φορά θα επιλέγεται διαφορετική επίδοση της αγοράς εργασίας, καθώς οι υπό εξέταση θεσμοί δεν προκαλούν ίδιας έντασης επιδράσεις στο σύνολο των επιδόσεών της. Μάλιστα, επιδιώκεται ο συγκεκριμένος επεξηγηματικός παράγοντας να είναι η λογική τομή (logical and) δύο διαφορετικών συνόλων ασαφούς λογικής, που αμφότερα αναφέρονται σε μεταβλητές επιδόσεων της αγοράς εργασίας. Ο συγκεκριμένος επεξηγηματικός παράγοντας είναι αυτός που θα προσδιορίσει τον χαρακτηρισμό των κυβερνήσεων ως διστακτικές, τολμηρές ή μεταρρυθμιστικά ουδέτερες. Τέλος, τους υπόλοιπους επεξηγηματικούς παράγοντες αποτελούν θεσμοί της αγοράς εργασίας, προκειμένου να διερευνηθεί η επίδραση των συμπληρωματικών σχέσεων που μεταξύ τους αναπτύσσονται στη θεσμική αλλαγή, αλλά και παράγοντες, όπως ο βαθμός ανοίγματος και κορπορατισμού της οικονομίας, καθώς επίσης και το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των αγορών προϊόντων-υπηρεσιών, οι οποίοι προσδιορίζουν, όπως αναλύθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, την ένταση των σχέσεων αυτών. 221

240 5.2.1 Οι ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες της μεταρρύθμισης του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων Στην υποενότητα που ακολουθεί εξετάζονται, με τη χρήση της ΠΣΑ, οι ικανές ή και αναγκαίες συνθήκες της γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου (2005). Δύο είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, τα οποία καθορίζουν το βαθμό γενναιοδωρίας τους: το ποσοστό αναπλήρωσης και η διάρκεια χορήγησής τους. Η βασικότερη δυσκολία κατάρτισης ενός δείκτη που μετρά τη γενναιοδωρία του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, έγκειται στο γεγονός ότι οι μεταβλητές που χρησιμοποιούνται μετρούνται σε διαφορετικές μονάδες (ποσοστό αναπλήρωσης και μήνες). Έτσι, κρίνεται σκόπιμη η αναγωγή των τιμών, που λαμβάνουν οι δύο τιμές, σε μια κοινή κλίμακα, που εν προκειμένω λαμβάνει τιμές από 1 έως 17 (πίνακας 5.17). Στον πίνακα 5.18 περιλαμβάνονται τα καθαρά ποσοστά αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας, αλλά και η διάρκεια χορήγησής τους στις δεκατέσσερις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας για τα έτη και 2005 (στήλες 1,3,6 και 8). Η αναγωγή τους στην κλίμακα 1-17 (πίνακας 5.18, στήλες 2, 4, 7, και 9) γίνεται σύμφωνα με τις κλίμακες και τους δείκτες που περιλαμβάνονται στον πίνακα Οι συνολικοί δείκτες γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων για τα έτη 1995 και 2005 (πίνακας 5.18, στήλες 5 και 10) προκύπτουν από το σταθμισμένο άθροισμα των δεικτών ποσοστού αναπλήρωσης και διάρκειας χορήγησης του επιδόματος ανεργίας. Οι συντελεστές στάθμισης είναι 0,6 για τη διάρκεια χορήγησης και 0,4 για το ποσοστό αναπλήρωσης. Η επιλογή των συντελεστών στάθμισης προκύπτει από το γεγονός ότι το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας, το οποίο είναι ένας από τους επεξηγηματικούς παράγοντες του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, επηρεάζεται περισσότερο από τη διάρκεια χορήγησης του επιδόματος ανεργίας, παρά από το ύψος του, γεγονός που προκύπτει τόσο από θεωρητικές υποδείξεις, όσο και από εμπειρικά ευρήματα. Σύμφωνα με τους Lalive και Van Ours (2006) η διάρκεια χορήγησης επιδομάτων ανεργίας επηρεάζει την ανεργία διττά, καθώς παρατείνεται η παραμονή των ανέργων σε καθεστώς ανεργίας, περιορίζονται οι ροές από την ανεργία προς την απασχόληση, αλλά κυρίως εντείνονται οι ροές από την απασχόληση στην ανεργία, καθώς οι εργαζόμενοι εγκαταλείπουν ευκολότερα τις θέσεις εργασίας τους. Επίσης, οι Nickell και Layard (1999) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μακρά περίοδος χορήγησης επιδομάτων ανεργίας συνδέεται θετικά με τη μακρότερη παραμονή σε καθεστώς ανεργίας. 19 Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τα καθαρά ποσοστά αναπλήρωσης των επιδομάτων ανεργίας για την περίοδο Έτσι, η διερεύνηση της ύπαρξης ικανών ή/και αναγκαίων συνθηκών της διστακτικής μεταρρύθμισης των συστημάτων αποζημίωσης των ανέργων εκτείνεται από το 1995 (και όχι από το 1990) έως το

241 Πίνακας 5.17: Η αναγωγή του ποσοστού αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας και της περιόδου χορήγησής τους στην κλίμακα 1-17 Καθαρό ποσοστό αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας Δείκτης καθαρού ποσοστού αναπλήρωσης Διάρκεια χορήγησης (μήνες) Δείκτης διάρκειας χορήγησης επιδόματος ανεργίας Από 0 έως 5 1 Από 0 έως 5 1 από 6 έως 10 2 από 6 έως 10 2 από 11 έως 15 3 από 11 έως 15 3 από 16 έως 20 4 από 16 έως 20 4 από 21 έως 25 5 από 21 έως 25 5 από 26 έως 30 6 από 26 έως 30 6 από 31 έως 35 7 από 31 έως 35 7 από 36 έως 40 8 από 36 έως 40 8 από 41 έως 45 9 από 41 έως 45 9 από 46 έως από 46 έως από 51 έως από 51 έως από 56 έως από 56 έως από 61 έως από 61 έως από 66 έως από 66 έως από 71 έως από 71 έως από 76 έως από 76 έως από 80 έως.. 17 από 80 έως

242 Πίνακας 5.18: Οι συνολικοί δείκτες γενναιοδωρίας των συστημάτων αποζημίωσης των ανέργων Καθαρό μέσο ποσοστό αναπλήρωσης Δείκτες ποσοστού αναπλήρωσης Διάρκεια χορήγησης επιδομάτων Δείκτες διάρκειας χορήγησης Συνολικοί δείκτες γενναιοδωρίας Χώρες επιδομάτων (1995) ανεργίας του ανεργίας (μήνες, 1995) συστήματος (1995) αποζημίωσης (1) (2) (3) (4) των ανέργων (1995) (5) Καθαρό μέσο ποσοστό αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας (2005) Δείκτες ποσοστού αναπλήρωσης (2005) Διάρκεια χορήγησης επιδομάτων ανεργίας (μήνες, 2005) Δείκτες ποσοστού αναπλήρωσης (2005) Συνολικοί δείκτες γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (2005) (10) (6) (7) (8) (9) Αυστρία , Βέλγιο Χωρίς όριο 17 16, Χωρίς όριο Γαλλία , Γερμανία , Δανία , Ελλάδα , ΗΒ , Ιρλανδία , Ισπανία , Ιταλία , Ολλανδία , Πορτογαλία , Σουηδία , Φινλανδία , Πηγή: 1, 3 και 1 Brandt et al. 2005, 6 OECD, 2,4,8 και 10 έχουν εκτιμηθεί. Τα μέσα ποσοστά αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας (στήλες 1 και 6) είναι ο μέσος όρος των ποσοστών αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας ως προς τις αποδοχές εργαζομένων, των οποίων η παραγωγικότητα αντιστοιχεί στο 100% και το 67% της παραγωγικότητας του μέσου εργαζομένου. 224

243 Ως αποτέλεσμα 20 θα χρησιμοποιηθεί ο συνολικός δείκτης γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου (2005)(πίνακας 5.18, στήλη 10). Η τιμή του δείκτη κυμαίνεται από 6,0 στο ΗΒ έως 16,4 στο Βέλγιο. Όταν ο δείκτης γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων είναι 16,0 τότε το σύστημα μπορεί να ενταχθεί στο σύνολο ασαφούς λογικής των γενναιόδωρων, όταν ο δείκτης είναι 6 τότε κατατάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των φειδωλών, ενώ τέλος όταν ο δείκτης είναι 7,5 δεν μπορεί να ταξινομηθεί σε κάποιο από τα παραπάνω σύνολα. Πίνακας 5.19: Οι συνολικοί δείκτες γενναιοδωρίας των συστημάτων αποζημίωσης των ανέργων και η αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Συνολικός δείκτης γενναιοδωρίας του Χώρες συστήματος αποζημίωσης των ανέργων fsunben05 (2005) * Αυστρία 6,8 0,2 Βέλγιο 16,4 0,96 Γαλλία 10,0 0,71 Γερμανία 7,8 0,53 Δανία 12,8 0,87 Ελλάδα 6,2 0,07 ΗΒ 6,0 0,05 Ιρλανδία 6,2 0,07 Ισπανία 9,4 0,66 Ιταλία 7,2 0,35 Ολλανδία 13,6 0,90 Πορτογαλία 9,8 0,69 Σουηδία 8,2 0,56 Φινλανδία 9,4 0,66 *Οι τιμές του δείκτη προέρχονται από τον πίνακα 5.18 Παρακάτω, εξετάζεται αν το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της δεκαετίας του 90 (fsunben95) σε συνδυασμό με το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς των απολύσεων (fsepl05), την υψηλή μακροχρόνια ανεργία (fshighlongun), τις υψηλές δαπάνες για ΕΠΑ (fsalmp) και την υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (fstax) αποτελούν ικανές ή και αναγκαίες συνθήκες ενός γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου (fsunben05). Δηλαδή, fsunben95*fshighlongun*fsdepl*fstax*fsalmp fsunben05 Η γενναιοδωρία του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου (1995) περιλαμβάνεται στους υπό έλεγχο επεξηγηματικούς παράγοντες προκειμένου να εξετασθεί κατά πόσο ο αρχικός βαθμός γενναιοδωρίας του επηρεάζει τη μεταρρύθμισή του. Επίσης, στους υπό διερεύνηση επεξηγηματικούς παράγοντες περιλαμβάνεται το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας, 20 Υπενθυμίζεται ότι στην ΠΣΑ το αποτέλεσμα είναι η εξαρτημένη μεταβλητή. 225

244 καθώς είναι μία εκ των επιδόσεων της αγοράς εργασίας, η οποία επηρεάζεται περισσότερο από το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, και ως εκ τούτου από αυτήν θα προκύψουν οι πιθανές ενδείξεις μεταρρυθμιστικού δισταγμού εκ μέρους των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Τέλος, στους υπό διερεύνηση επεξηγηματικούς παράγοντες περιλαμβάνονται το θεσμικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς των απολύσεων, η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας και οι δαπάνες για ΕΠΑ, καθώς μεταξύ αυτών, αλλά και του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων αναπτύσσονται έντονες συμπληρωματικές σχέσεις, οι οποίες και παρουσιάστηκαν στο τέταρτο κεφάλαιο. Ένα γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων επηρεάζει θετικά τη διάρκεια παραμονής των ανέργων σε καθεστώς ανεργίας, καθώς μειώνει την οικονομική αποδοτικότητα της εργασίας, αποδυναμώνει τα κίνητρα των ανέργων για αναζήτηση εργασίας, απαξιώνοντας, παράλληλα τα εργασιακά τους προσόντα. Στον πίνακα 5.20 περιλαμβάνονται τα μέσα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας της περιόδου , καθώς και η αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1, προκειμένου να προκύψουν οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στα σύνολα ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας της περιόδου είναι υψηλό (fshighlongun, ή ~fslongun) και χαμηλό (fslongun). Τα κρίσιμα σημεία, σύμφωνα με τα οποία ορίζονται τα παραπάνω σύνολα ασαφούς λογικής είναι 22%, 35% και 60%. Δηλαδή, όταν το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι μικρότερο του 22%, τότε η αγορά εργασίας είναι πλήρες μέλος του συνόλου των αγορών εργασίας, στις οποίες το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι χαμηλό, ενώ όταν το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο του 60% εντάσσεται πλήρως στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών, στις οποίες το ποσοστό ανεργίας είναι υψηλό. Όταν το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι 35%, τότε η αγορά εργασίας δεν ταξινομείται σε κανένα από τα δύο παραπάνω σύνολα. Υπενθυμίζεται ότι η σχέση μεταξύ των δύο αυτών συνόλων ασαφούς λογικής είναι η ακόλουθη: fshighlongun = ~ fslongun = 1- fslongun 226

245 Πίνακας 5.20 : Τα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας και η αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Χώρες Μέσο ποσοστό μακροχρόνιας fslongun fshighlongun ανεργίας * Αυστρία 25,42 0,9 0,1 Βέλγιο 57,08 0,07 0,93 Γαλλία 39,35 0,37 0,63 Γερμανία 47,07 0,19 0,81 Δανία 25,34 0,9 0,1 Ελλάδα 53,07 0,1 0,9 ΗΒ 32,25 0,65 0,35 Ιρλανδία 50,7 0,13 0,87 Ισπανία 48,43 0,17 0,83 Ιταλία 60,98 0,04 0,96 Ολλανδία 43,35 0,27 0,73 Πορτογαλία 43,00 0,28 0,72 Σουηδία 22,64 0,95 0,05 Φινλανδία 27,03 0,86 0,14 * Τα στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ. Οι μέσοι όροι της περιόδου έχουν υπολογισθεί. Η ΝΠΑ, ιδίως το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις απολύσεις είναι ένας άλλος, πιθανός, επεξηγηματικός παράγοντας της γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων. Όσο ηπιότερο το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς απολύσεων, τόσο περισσότερο αναβαθμίζεται ο ρόλος του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, όσον αφορά την εισοδηματική, πλέον, ασφάλεια των εργαζομένων 21. Προκειμένου να εξετασθεί αν η ΝΠΑ αποτελεί ικανή ή/και αναγκαία συνθήκη του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, θα χρησιμοποιηθεί ο σχετικός δείκτης του ΟΟΣΑ (EPL, Regular Employment, version 1), η τιμή του οποίου εξαρτάται από το θεσμικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς των απολύσεων (αναλύεται εκτενέστερα στην υποενότητα 5.2.2). Όσο υψηλότερη η τιμή του δείκτη τόσο περιοριστικότερο είναι το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις εργασιακές σχέσεις. Ο δείκτης αυστηρότητας του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει το καθεστώς απολύσεων κυμαίνεται από 1,12 στο ΗΒ έως 4,17 στην Πορτογαλία. Όταν ο δείκτης του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις απολύσεις είναι χαμηλότερος του 1,2 τότε αυτή εντάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το ρυθμιστικό πλαίσιο είναι ήπιο, ενώ όταν είναι υψηλότερος του 3,2 εντάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής, που το ρυθμιστικό πλαίσιο είναι περιοριστικό. Όταν ο δείκτης είναι 2,2, τότε δεν εντάσσεται σε κανένα από τα παραπάνω σύνολα. 21 Όπως, αναλυτικώς, παρουσιάστηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο μεταξύ του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων και της ΝΠΑ αναπτύσσονται έντονες οικονομικές και πολιτικές συμπληρωματικές σχέσεις. Αμφότεροι οι θεσμοί της αγοράς εργασίας επηρεάζουν την ασφάλεια των εργαζομένων (την εισοδηματική ασφάλεια ο πρώτος και την ασφάλεια της θέσης εργασίας ο δεύτερος) και ως εκ τούτου οι εργαζόμενοι και ιδίως οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας είναι πρόθυμοι να αποδεχτούν τη μεταρρύθμιση ενός εκ των δύο θεσμών, στο βαθμό που ο άλλος θα αποκαταστήσει την απώλεια ασφάλειας που θα προκληθεί από τη μεταρρύθμιση. 227

246 Πίνακας 5.21: Η ΝΠΑ το 2005 και η αναγωγή της στην κλίμακα 0-1 Χώρες Ο δείκτης της ΝΠΑ (2005) * fsepl05 Αυστρία 2,37 0,38 Βέλγιο 1,73 0,8 Γαλλία 2,47 0,31 Γερμανία 3 0,08 Δανία 1,63 0,85 Ελλάδα 2,33 0,4 ΗΒ 1,12 0,96 Ιρλανδία 1,6 0,86 Ισπανία 2,46 0,31 Ιταλία 1,77 0,78 Ολλανδία 3,05 0,07 Πορτογαλία 4,17 0 Σουηδία 2,86 0,12 Φινλανδία 2,17 0,52 *Τα στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ. Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο κεφάλαιο ένα γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων ευνοείται από την ήπια ΝΠΑ και τις ΕΠΑ. Η εισοδηματική ασφάλεια των εργαζομένων, αλλά και η ασφάλεια της απασχόλησης, ευνοούνται από πολιτικές που βελτιώνουν είτε τις εργασιακές τους προοπτικές τους είτε τη σύζευξη της προσφοράς με τη ζήτηση εργασίας και ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που διευκολύνει τις ροές από την ανεργία στην απασχόληση. Το μέσο ποσοστό των δαπανών για ΕΠΑ ως προς το ΑΕΠ, της περιόδου κυμαίνεται από 0,3% στην Ελλάδα έως 2,85% στη Σουηδία (πίνακας 5.22). Όταν το ποσοστό των δαπανών είναι χαμηλότερο του 0,5% του ΑΕΠ, τότε η αγορά εργασίας κατατάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών στις οποίες οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι περιορισμένες, όταν το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο του 2,5% στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών, στις οποίες οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι υψηλές, ενώ όταν το ποσοστό αυτό είναι 1,5%, τότε δεν ταξινομείται σε κανένα από τα παραπάνω σύνολα. 228

247 Πίνακας 5.22 : Οι δαπάνες για ΕΠΑ και η αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Χώρες Δαπάνες για ΕΠΑ (% ΑΕΠ, ΜΟ ) * fsalmp Αυστρία 0,6 0,06 Βέλγιο 1,44 0,46 Γαλλία 1,46 0,47 Γερμανία 1,56 0,54 Δανία 2,32 0,92 Ελλάδα 0,3 0,03 ΗΒ 0,44 0,04 Ιρλανδία 1,45 0,46 Ισπανία 0,77 0,1 Ιταλία 0,56 0,06 Ολλανδία 1,9 0,77 Πορτογαλία 0,74 0,09 Σουηδία 2,85 0,98 Φινλανδία 1,58 0,56 *Τα στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ. Οι μέσοι όροι της περιόδου έχουν υπολογισθεί. Ένας άλλος επεξηγηματικός παράγοντας στον οποίον μπορεί ενδεχομένως να αποδοθεί μέρος του μεταρρυθμιστικού δισταγμού που επιδεικνύουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, είναι ο βαθμός γενναιοδωρίας του στην αρχή της εξεταζόμενης περιόδου, που σε συνδυασμό με τη λειτουργία άλλων θεσμών της αγοράς εργασίας χαράζουν το μονοπάτι θεσμικής εξάρτησης από το οποίο δύσκολα μπορεί να εξέλθει μια χώρα. Επιπλέον, από τον συγκεκριμένο επεξηγηματικό παράγοντα μπορεί να προκύψει η επίδραση του αρχικού βαθμού γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων στη μεταρρυθμιστική διαδικασία, όπως της μεροληψίας υπέρ της διατήρησης του θεσμικού status quo. Όσο, λοιπόν, πιο γενναιόδωρο ήταν το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου, τόσο δυσκολότερη αναμένεται η μεταρρύθμιση του εν λόγω συστήματος. Η τιμή του δείκτη γενναιοδωρίας των συστημάτων αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου κυμαίνεται από 4,8 στην Ιταλία έως 17 στη Δανία (πίνακας 5.23). Όταν ο δείκτης γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων 1995 μιας αγοράς εργασίας είναι 16 τότε αυτό μπορεί να ενταχθεί στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας των οποίων το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων ήταν γενναιόδωρο, όταν ο δείκτης είναι 6 τότε εντάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων ήταν φειδωλό ενώ όταν ο δείκτης είναι 7,5 δεν εντάσσεται σε κανένα από τα παραπάνω σύνολα. 229

248 Πίνακας 5.23 : Ο δείκτης γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της δεκαετίας του 90 και η αναγωγή του στην κλίμακα 0-1 Χώρες Συνολικοί δείκτες γενναιοδωρίας συστήματος fsunben95 αποζημίωσης των ανέργων (1995) * Αυστρία 7,4 0,45 Βέλγιο 16,2 0,96 Γαλλία 10,4 0,74 Γερμανία 7,8 0,53 Δανία 17,0 0,97 Ελλάδα 5,8 0,03 ΗΒ 7,4 0,45 Ιρλανδία 6,6 0,14 Ισπανία 9,0 0,63 Ιταλία 4,8 0,0 Ολλανδία 13,4 0,89 Πορτογαλία 8,8 0,61 Σουηδία 8,6 0,6 Φινλανδία 9,8 0,69 *Οι τιμές του δείκτη προέρχονται από τον πίνακα 5.18 Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο κεφάλαιο η γενναιοδωρία του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων λειτουργεί συμπληρωματικά με τη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, καθώς αμφότεροι οι θεσμοί επηρεάζουν σημαντικά την οικονομική αποδοτικότητα της εργασίας σε σχέση με τη σχόλη. Όσο πιο φειδωλό ως προς τις παροχές του είναι το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων και όσο μικρότερη η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, τόσο οικονομικά αποδοτικότερη είναι η εργασία σε σχέση με τη σχόλη και το αντίθετο. Η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας κυμαίνεται από 31,6% στο ΗΒ έως 55,5% στο Βέλγιο (πίνακας 5.24). Όταν η μέση φορολογική επιβάρυνση της εργασίας είναι 50% τότε η αγορά εργασίας κατατάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες φορολογική επιβάρυνση είναι υψηλή, όταν είναι μικρότερη από 30% εντάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες η φορολογική επιβάρυνση είναι χαμηλή, ενώ όταν το ποσοστό είναι 40% τότε δεν εντάσσεται σε κανένα από τα παραπάνω σύνολα. 230

249 Πίνακας 5.24: Η μέση φορολογική επιβάρυνση της εργασίας και η αναγωγή της στην κλίμακα 0-1 Σουηδία 48,6 0,93 Φινλανδία 47,5 0,90 * Τα στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ. Οι μέσοι όροι της περιόδου έχουν υπολογισθεί. Η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας υπολογίζεται ως ποσοστό του 100% του κόστους εργασίας για έναν μέσης παραγωγικότητας άγαμο εργαζόμενο.. Χώρες Η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας * (ΜΟ ) fstax Αυστρία 43,3 0,73 Βέλγιο 55,5 0,99 Γαλλία 48,6 0,93 Γερμανία 50,4 0,96 Δανία 44,4 0,79 Ελλάδα 35,2 0,19 ΗΒ 31,6 0,07 Ιρλανδία 32,1 0,09 Ισπανία 38,1 0,36 Ιταλία 48,1 0,92 Ολλανδία 43,0 0,71 Πορτογαλία 33,3 0,12 Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.25 δεν υπάρχει κάποιος επεξηγηματικός παράγοντας που αποτελεί αναγκαία συνθήκη του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων το Δηλαδή, δεν υπάρχει ένας επεξηγηματικός παράγοντας ο οποίος να συμβαίνει πάντα όταν το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρο. Ωστόσο, η γενναιοδωρία του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της δεκαετίας του 90 αποτελεί σχεδόν αναγκαία συνθήκη ενός γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων το 2005 (δείκτης συνέπειας αναγκαίων συνθηκών: 0,93 και δείκτης κάλυψης 0,88). Πίνακας 5.25: Οι αναγκαίες συνθήκες του γενναιόδωρου (fsunben05) και του φειδωλού (~fsunben05) συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (δείκτες συνέπειας) fsunben05 ~fsunben05 fsepl05 0, , fstax 0, , fshighlongun 0, , fsalmp 0, , fsunben95 0, , ~fsepl05 0, , ~fstax 0, , ~fshighlongun 0, , ~fsalmp 0, , ~fsunben95 0, ,

250 Ο πίνακας 5.26 είναι ο πίνακας αλήθειας των ικανών συνθηκών του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων. Με τη βοήθεια του λογισμικού fs/qca 2.0 υπολογίζεται ο δείκτης συνέπειας 22 κάθε συνδυασμού επεξηγηματικών παραγόντων (τελευταία στήλη του πίνακα αλήθειας). Ο δείκτης συνέπειας των ικανών συνθηκών δείχνει κατά πόσο στις περιπτώσεις που ισχύουν οι ίδιοι επεξηγηματικοί παράγοντες ισχύει και το αποτέλεσμα. Ο ερευνητής μπορεί να επιλέξει ένα όριο πάνω από το οποίο ένας συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων είναι συνεπής. Το όριο που έχει επιλεγεί εδώ είναι 0,9, όταν από το λογισμικό fs/qca 2.0 προτείνεται το 0,8. Δηλαδή, μόνο όταν ο δείκτης συνέπειας ενός συνδυασμού είναι υψηλότερος του 0,9 γίνεται αποδεκτό ότι όταν ισχύει ο συνδυασμός συμβαίνει και το αποτέλεσμα (1 στη στήλη fsunben05), διαφορετικά αποδίδεται σε τυχαίους παράγοντες (0 στη στήλη fsunben05). Πίνακας 5.26: Πίνακας αλήθειας ικανών συνθηκών του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων fsunben95 fshighlongun fsepl05 fstax fsalmp Αριθμός περιπτώσεων fsunben05 Δείκτης συνέπειας , , , , , , , , , , , Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.27 υπάρχουν πέντε συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων, οι οποίοι αποτελούν ικανές συνθήκες ενός γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων και μάλιστα μπορούν να χαρακτηριστούν όλοι ως συνεπείς (δείκτης συνέπειας 0,30). Τόσο ο δείκτης συνέπειας (0,98), όσο και ο δείκτης κάλυψης (0,80) της συνολικής λύσης είναι αρκετά υψηλοί 23. Σύμφωνα με τον πρώτο συνδυασμό (πίνακας 5.27) το περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς των απολύσεων (~fsepl05), σε συνδυασμό με τις περιορισμένες δαπάνες για ΕΠΑ (~fsalmp) και το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της εξεταζόμενης 22 Υπενθυμίζεται ότι ο δείκτης συνέπειας υπολογίζεται από τη σχέση: Δείκτης συνέπειας = 232 [min( Xi, Yi)] ( Xi) 23 Οι δείκτες συνέπειας και κάλυψης της συνολικής λύσης υπολογίζονται για την λογική ένωση όλων των συνδυασμών επεξηγηματικών παραγόντων. Εν προκειμένω, οι δείκτες αυτοί δείχουν αν και σε ποιόν βαθμό ο πρώτος ή ο δεύτερος ή ο τρίτος ή ο τέταρτος ή ο πέμπτος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων αποτελούν ικανή συνθήκη προκειμένου να συμβαίνει το αποτέλεσμα..

251 περιόδου (fsunben95) αποτελούν ικανές συνθήκες του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων το 2005 (fsunben05). Στον ίδιο συνδυασμό επεξηγηματικών παραγόντων περιλαμβάνεται και το υψηλό μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (fsginlongun). Ο δείκτης κάλυψης του συνδυασμού αυτού είναι 0,43 (υψηλότερος του 0,30), ενώ χώρες των οποίων οι βαθμοί ένταξης στη λογική τομή των παραπάνω συνδυασμών είναι υψηλότεροι του 0,50 αλλά και των βαθμών ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος (fsunben) είναι η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Γαλλία Η υψηλή μακροχρόνια ανεργία, σε συνδυασμό με τις ασθενείς επιδόσεις των αγορών εργασίας, ιδίως της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, δηλούν ότι πρόκειται για έναν συνδυασμό επεξηγηματικών παραγόντων από τον οποίον προκύπτουν ενδείξεις μεταρρυθμιστικού δισταγμού για τις κυβερνήσεις των χωρών αυτών. Επίσης, το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της δεκαετίας του 90, συνδυαζόμενο με άλλους θεσμούς της αγοράς εργασίας αποτελούν πηγή προσόδων για τις ομάδες συμφερόντων της αγοράς εργασίας, ενισχύοντας παράλληλα τη διαδικασία αυτοενδυνάμωσης των θεσμών που διέπουν τη λειτουργία της. Πρόκειται για έναν συνδυασμό, o οποίος ενισχύει τη διαπραγματευτική δύναμη των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας, καθώς το κόστος αντικατάστασής τους είναι υψηλό εξαιτίας της περιοριστικής ΝΠΑ, του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων και των περιορισμένων δαπανών για ΕΠΑ. Σύμφωνα με το δεύτερο συνδυασμό επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.27) η υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (fstax), σε συνδυασμό με τις περιορισμένες δαπάνες για ΕΠΑ (~fsalmp) και το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου (fsunben95) αποτελούν ικανές συνθήκες ενός γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων. Ο συνδυασμός αυτός επεξηγηματικών παραγόντων μπορεί να γίνει αποδεκτός ως ικανή συνθήκη του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (δείκτης κάλυψης 0,37>0,30) και παρατηρείται στις περιπτώσεις της Γαλλίας και του Βελγίου, στις οποίες το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας την περίοδο είναι υψηλό (fshighlongun). Οι βαθμοί ένταξης των χωρών αυτών στη λογική τομή των προαναφερθέντων επεξηγηματικών παραγόντων είναι υψηλότεροι του 0,50, αλλά και των βαθμών ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος. Πρόκειται για έναν συνδυασμό επεξηγηματικών παραγόντων από τον οποίο προκύπτουν ενδείξεις μεταρρυθμιστικού δισταγμού, καθώς το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων συνυπάρχει με την υψηλή μακροχρόνια ανεργία. Η διστακτικότητα των κυβερνήσεων της Γαλλίας και του Βελγίου προκύπτει από τη διατήρηση του γενναιόδωρου αποζημίωσης των ανέργων, κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, παρά τα υψηλά ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας που καταγράφονται Η υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας σε συνδυασμό με το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (τόσο στις αρχές όσο και στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου) περιορίζουν την οικονομική αποδοτικότητα της εργασίας παρατείνοντας τη διάρκεια παραμονής 233

252 στην ανεργία. Επίσης, οι ΕΠΑ είναι περιορισμένες δυσχεραίνοντας τις ροές από την ανεργία στην απασχόληση, γεγονός που επίσης επιτείνει το πρόβλημα της μακροχρόνιας ανεργίας. Τέλος, η μεροληψία του θεσμικού status quo, ως παράγοντας που δυσχεραίνει τη θεσμική αλλαγή είναι και εδώ εμφανής, καθώς εργαζόμενοι και άνεργοι δεν είναι πρόθυμοι να αποδεχτούν τη μείωση της εισοδηματικής τους ασφάλειας, μέσω της μεταρρύθμισης του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων. Ο τρίτος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.27) αποτελείται από την υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (fstax), το χαμηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (~fshighlongun), τις υψηλές δαπάνες για ΕΠΑ (fsalmp) και το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου (fsunben95). Ο δείκτης κάλυψης του συνδυασμού είναι 0,44, ισχύει στις περιπτώσεις της Δανίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας και πρόκειται για αγορές εργασίας, στις οποίες το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας της περιόδου ήταν χαμηλό (~fsighlongun). Δηλαδή, δεν προκύπτουν ενδείξεις μεταρρυθμιστικού δισταγμού για λογαριασμό των κυβερνήσεών τους, όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, στο βαθμό που η γενναιοδωρία του δεν επηρεάζει αρνητικά στο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας. Σύμφωνα με τον τέταρτο συνδυασμό επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.27), το περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς των απολύσεων (~fsepl05), σε συνδυασμό με την υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (fstax) και το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων το 1995 (fsunben95) αποτελούν έναν συνδυασμό επεξηγηματικών παραγόντων, που είναι ικανός προκειμένου το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων να είναι γενναιόδωρο στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου (fsunben05). Πρόκειται για έναν συνδυασμό επεξηγηματικών παραγόντων εμπειρικώς επαληθεύσιμο (δείκτης κάλυψης 0,43), ο οποίος παρατηρείται στις περιπτώσεις της Ολλανδίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, οι οποίες είναι μέλη του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι υψηλό (fshighlongun). Η επίδραση του μονοπατιού εξάρτησης στη μεταρρυθμιστική διαδικασία είναι και εδώ εμφανής, καθώς το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων παρέμεινε γενναιόδωρο καθ όλη τη διάρκεια της περιόδου , παρά το υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας. Στις συγκεκριμένες χώρες, η οικονομική αποδοτικότητα της εργασίας είναι περιορισμένη, εξαιτίας της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας και του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων και σε συνδυασμό με το περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς των απολύσεων, παρατείνουν τη διάρκεια παραμονής στην ανεργία, ενώ οι κυβερνήσεις δεν εφαρμόζουν πολιτικές που θα συμβάλλουν στον περιορισμό της. 234

253 Ο πέμπτος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.27) αποτελείται από το περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς των απολύσεων (~fsepl05), την υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (fstax), τις υψηλές δαπάνες για ΕΠΑ (fsalmp) και το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου (fsunben95). Ο δείκτης κάλυψης του συνδυασμού αυτού είναι 0,43 (υψηλότερος του 0,30) και ισχύει στις περιπτώσεις της Ολλανδίας, της Γερμανίας και της Σουηδίας. Ο θεσμικός αυτός συνδυασμός αμβλύνει τις θετικές επιδράσεις αφενός του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, καθώς το κόστος αντικατάστασης των καλώς τοποθετημένων είναι υψηλό (περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο απολύσεων) και η οικονομική αποδοτικότητα της εργασίας περιορισμένη (γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων και υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας) αφετέρου των υψηλών δαπανών για ΕΠΑ. Το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της δεκαετίας του 90, όπως και η μεροληψία υπέρ της διατήρησής του φαίνεται να δυσχεραίνουν τη μεταρρύθμισή του. Πίνακας 5.27: Οι ικανές συνθήκες του γενναιόδωρου του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (Ι) Συνδυασμός Δείκτης κάλυψης συνδυασμού Χώρες 1 ~fsepl05*fshighlongun*~fsalmp*fsunben95 0, Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία 2 fstax*fshighlongun*~fsalmp*fsunben95 0, Βέλγιο, Γαλλία 3 fstax*~fsighlongun*fsalmp*fsunben95 0, Δανία, Φινλανδία, Σουηδία 4 ~fsepl05*fstax*fshighlongun*fsunben95 0, Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία 5 ~fsepl05*fstax*fsalmp*fsunben95 0, Ολλανδία, Γερμανία, Σουηδία Δείκτης κάλυψης της λύσης: 0,792633, Δείκτης συνέπειας της λύσης: 0, Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, μεταξύ του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, της ήπιας ΝΠΑ και των υψηλών δαπανών για ΕΠΑ αναπτύσσονται έντονες συμπληρωματικές σχέσεις. Έτσι θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια νέα μεταβλητή (fsdismandalmp), η οποία προκύπτει από τη λογική τομή (logical and) του ήπιου ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει το καθεστώς των απολύσεων (fsepl) και των υψηλών δαπανών για ΕΠΑ της περιόδου (fsalmp). Υπενθυμίζεται ότι ο βαθμός ένταξης κάθε περίπτωσης σε αυτό το σύνολο ασαφούς λογικής είναι ο μικρότερος από τους βαθμούς λογικής στα δύο επί μέρους σύνολα (πίνακας 5.28). 235

254 Πίνακας 5.28: Οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στη λογική τομή των συνόλων ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι υψηλές και το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς των απολύσεων ήπιο Χώρες fsalmp * fsepl05 ** fseplandalmp Αυστρία 0,06 0,38 0,06 Βέλγιο 0,46 0,8 0,46 Γαλλία 0,47 0,31 0,31 Γερμανία 0,54 0,08 0,08 Δανία 0,92 0,85 0,85 Ελλάδα 0,03 0,4 0,03 ΗΒ 0,04 0,96 0,04 Ιρλανδία 0,46 0,86 0,46 Ισπανία 0,1 0,31 0,1 Ιταλία 0,06 0,78 0,06 Ολλανδία 0,77 0,07 0,07 Πορτογαλία 0, Σουηδία 0,98 0,12 0,12 Φινλανδία 0,56 0,52 0,52 * Οι τιμές του δείκτη προέρχονται από τον πίνακα ** Οι τιμές του δείκτη προέρχονται από τον πίνακα Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.29 οι υψηλές δαπάνες για ΕΠΑ (της περιόδου ) και το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο (fseplandalmp) που διέπει το καθεστώς των απολύσεων σε συνδυασμό με την υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (fstax), το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου (fsunben95) και τη χαμηλή μακροχρόνια ανεργία (~fshighlongun) αποτελούν έναν συνδυασμό επεξηγηματικών παραγόντων, ο οποίος αποτελεί ικανή συνθήκη του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων το 2005 (fsunben05). Ο συνδυασμός αυτός ισχύει στις περιπτώσεις της Δανίας και της Φινλανδίας, ο δείκτης κάλυψής (0,31) είναι υψηλότερος του 0,30 και πρόκειται για συνδυασμό ο οποίος δεν αντανακλά μεταρρυθμιστικό δισταγμό εκ μέρους των κυβερνήσεών τους, παρά πολιτικές επιλογές για την εφαρμογή ενός μοντέλου οργάνωσης της αγοράς εργασίας που συνδυάζει την ευελιξία με την ασφάλεια στην αγορά εργασίας. Σε αυτό συνηγορούν αφενός οι θετικές επιδόσεις των αγορών εργασίας τους αφετέρου δε ότι πρόκειται για συνδυασμό επεξηγηματικών παραγόντων, στον οποίο περιλαμβάνεται το χαμηλό μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας της περιόδου (~fshighlongun). Οι θετικές επιδράσεις του ήπιου ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει το καθεστώς των απολύσεων, σε συνδυασμό με το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων καθ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, αλλά και των υψηλών δαπανών για ΕΠΑ, αν και έχουν περιγραφεί εκτενώς σε προηγούμενο κεφάλαιο, μπορούν να συνοψισθούν στα εξής: οι ροές από την ανεργία στην απασχόληση διευκολύνονται 236

255 από το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς απολύσεων και τις ΕΠΑ, ενώ παράλληλα η διαδικασία κάλυψης κενών θέσεων απασχόλησης από τους ανέργους διευκολύνεται από το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων. Στον πίνακα 5.29 περιλαμβάνεται ένας ακόμα συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων, ο οποίος, εν πολλοίς, συζητήθηκε παραπάνω. Ο συνδυασμός αυτός αποτελείται από την υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (fstax), το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της δεκαετίας του 90 (fsunben95), το περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς των απολύσεων και τις χαμηλές δαπάνες για ΕΠΑ (~fsalmpandepl05) και τέλος το υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (fshighlongun). Ο συνδυασμός αυτός είναι αποδεκτός (δείκτης κάλυψης 0,47) και παρατηρείται στις περιπτώσεις της Ολλανδίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας. Μεταξύ των δύο αυτών συνδυασμών εντοπίζεται η εξής διαφορά: στον πρώτο συνδυασμό όπου οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι υψηλές και η ΝΠΑ ήπια (fsalmpandepl05), το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι χαμηλό (~fshighlongun), ενώ στον δεύτερο συνδυασμό όπου οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι χαμηλές και η ΝΠΑ περιοριστική (~fsalmpandepl05), το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι υψηλό (~fshighlongun). Η διαφορά αυτή αποτελεί ένδειξη δισταγμού για τις κυβερνήσεις των χωρών στις οποίες ισχύει ο δεύτερος συνδυασμός, καθώς το υφιστάμενο θεσμικό status quo επιδρά αρνητικά στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Πίνακας 5.29: Οι ικανές συνθήκες του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (ΙΙ) Συνδυασμός Δείκτης κάλυψης συνδυασμού Χώρες 1 fstax*~fshighlongun*fsunben95*fsalmpandepl05 0, Δανία, Φινλανδία 2 fstax*fshighlongun*fsunben95*~fsalmpandepl05 0, Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία Δείκτης κάλυψης της λύσης: 0,623465, Δείκτης συνέπειας της λύσης: 0, Στον πίνακα 5.31 περιλαμβάνονται οι συνδυασμοί που αποτελούν ικανές συνθήκες ενός φειδωλού συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (~fsunben05), ενώ ο πίνακας αλήθειας, από την ελαχιστοποίηση του οποίου προέκυψαν αυτοί οι συνδυασμοί είναι ο πίνακας Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.31 υπάρχουν τέσσερις συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων που είναι ικανοί προκειμένου το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων να είναι φειδωλό, ενώ οι δείκτες συνέπειας (0,95) και κάλυψης (0,70) της συνολικής λύσης είναι αμφότεροι υψηλοί. 237

256 Πίνακας 5.30: Πίνακας αλήθειας ικανών συνθηκών του φειδωλού συστήματος αποζημίωσης των ανέργων fshighlonun fsepl05 fsalmp fsunben95 fstax Αριθμός περιπτώσεων ~fsunben05 Δείκτης συνέπειας , , , , , , , , , , , Πίνακας 5.31: Οι ικανές συνθήκες του φειδωλού συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (Ι) Συνδυασμός Δείκτης κάλυψης συνδυασμού Χώρες 1 fsepl05*~fstax*~fsalmp*~fsunben95 0, Ιρλανδία, ΗΒ 2 ~fstax*fshighlongun*~fsalmp*~fsunben95 0, Ελλάδα, Ιρλανδία 3 fsepl05*fshighlongun*~fsalmp*~fsunben95 0, Ιταλία, Ιρλανδία 4 ~fsepl05*fstax*~fshighlongun*~fsalmp*~fsunben95 0, Αυστρία Δείκτης κάλυψης της λύσης: 0,701649, Δείκτης συνέπειας της λύσης: 0, Ο πρώτος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.31) αποτελείται από το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς των απολύσεων (fsepl05), τη χαμηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (~fstax), τις χαμηλές δαπάνες για ΕΠΑ (~fsalmp) και το φειδωλό σύστημα αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου (~fsunben95). Ο δείκτης κάλυψης του συνδυασμού είναι 0,37 και ισχύει στις περιπτώσεις του ΗΒ και της Ιρλανδίας. Η οικονομική αποδοτικότητα της εργασίας είναι υψηλή, εξαιτίας της χαμηλής φορολογικής επιβάρυνσής της, αλλά και του φειδωλού συστήματος αποζημίωσης των ανέργων. Η κυριότερη πηγή ασφάλειας για τους εργαζομένους είναι αυτή της απασχόλησης, η οποία ευνοείται από την ήπια ΝΠΑ, το χαμηλό κόστος αντικατάστασης των εργαζομένων και τις έντονες ροές από την ανεργία στην απασχόληση και ως εκ τούτου δεν ασκούνται έντονες πιέσεις προς τις κυβερνήσεις τους για την εφαρμογή πολιτικών που ενισχύουν την ασφάλεια της θέσης απασχόλησης ή του εισοδήματος τους, όπως η αύξηση του βαθμού γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων ή/και των δαπανών για ΕΠΑ 24. Επιπλέον, η χαμηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας περιορίζει τους 24 Η συγκεκριμένη μορφή ασφάλειας, δηλαδή αυτή της απασχόλησης ευνοείται και από άλλους παράγοντες εκτός της αγοράς εργασίας, όπως το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών, αλλά και ο υψηλός βαθμός ανοίγματος των οικονομιών της Ιρλανδίας και του ΗΒ. Σε αμφότερες τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών και 238

257 διαθέσιμούς πόρους για τη χρηματοδότηση πολιτικών για την αγορά εργασίας με δημοσιονομικό κόστος το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων. Ο δεύτερος συνδυασμός (πίνακας 5.31) διαφέρει από τον πρώτο στο ότι περιλαμβάνεται το υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (fsgighlongun), αντί της ήπιας νομοθεσίας που διέπει το καθεστώς των απολύσεων (fsepl05). Ισχύει στις περιπτώσεις της Ιρλανδίας και της Ελλάδας και ο δείκτης κάλυψης του συνδυασμού είναι 0,43. Στον συνδυασμό αυτόν περιλαμβάνονται επίσης η χαμηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, οι χαμηλές δαπάνες για ΕΠΑ και το φειδωλό σύστημα αποζημίωσης των ανέργων. Ο τρίτος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.31) αποτελείται από το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις απολύσεις (fsepl), την υψηλή μακροχρόνια ανεργία (fshighlongun), τις χαμηλές δαπάνες για ΕΠΑ (~fsalmp) και το φειδωλό σύστημα αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου (~fsunben95). Ισχύει στις περιπτώσεις της Ιταλίας και της Ιρλανδίας και ο δείκτης κάλυψης της λύσης είναι 0,44. Πολιτικές που θα βελτίωναν τη σύζευξη της ζήτησης με την προσφορά εργασίας, όπως ορισμένα εκ των προγραμμάτων ΕΠΑ, ενδεχομένως θα περιόριζαν τη διάρκεια παραμονής των ανέργων σε καθεστώς ανεργίας, μιας και τα άλλα θεσμικά χαρακτηριστικά αυτών των αγορών εργασίας ευνοούν τις ροές από την ανεργία στην απασχόληση. Ο τέταρτος συνδυασμός (πίνακας 5.31) επεξηγηματικών παραγόντων ισχύει στην περίπτωση της Αυστρίας, και ο δείκτης κάλυψης (0,31) είναι υψηλότερος του 0,30. Η περιοριστική ΝΠΑ (~fsepl05), σε συνδυασμό με τη χαμηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (fstax), τις χαμηλές δαπάνες για ΕΠΑ (~fsalmp) και το φειδωλό σύστημα αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου (~fsunben95) αποτελούν έναν συνδυασμό επεξηγηματικών παραγόντων που είναι ικανός προκειμένου το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων να είναι φειδωλό ως προς τις παροχές του. Επίσης, η Αυστρία είναι εκτός του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες η μακροχρόνια ανεργία είναι υψηλή. Στην Αυστρία, καθ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων παρέμεινε φειδωλό και οι δαπάνες για ΕΠΑ χαμηλές. Μια αύξηση των δαπανών για ΕΠΑ, μάλλον, περιορισμένα οφέλη θα είχε, δεδομένου ότι η ΝΠΑ ήταν περιοριστική, εμποδίζοντας τις ροές από την ανεργία στην απασχόληση. Στον πίνακα 5.32 περιλαμβάνονται οι συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων που αποτελούν ικανές συνθήκες του φειδωλού συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (~fsunben05), αλλά που ως επεξηγηματικοί παράγοντες, αυτή τη φορά, εξετάζονται το υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας αγοράς εργασίας η κρατική παρέμβαση δεν φαίνεται να διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στην κατανομή των πόρων και στην διανομή του εισοδήματος. 239

258 της περιόδου (fshighlongun), η υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (fstax), το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου (fsunben95) και η λογική τομή των συνόλων ασαφούς λογικής των υψηλών δαπανών για ΕΠΑ και της ήπιας ΝΠΑ (fsalmpandfsepl05). Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.32 υπάρχουν δύο συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων, με δείκτη κάλυψης υψηλότερο του 0,30. Ο πρώτος ισχύει στις περιπτώσεις της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και του ΗΒ, οι οποίες είναι μέλη των συνόλων ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας είναι χαμηλή (~fstax) και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων φειδωλό στις αρχές της δεκαετίας του 90 (~fsunben95). Επίσης, είναι εκτός του της τομής των συνόλων ασαφούς λογικής της ήπιας ΝΠΑ και των υψηλών δαπανών για ΕΠΑ (~fsalmpandfsepl05). Ο δεύτερος συνδυασμός ισχύει στις περιπτώσεις της Αυστρίας και του ΗΒ, οι οποίες δεν είναι μέλη του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι υψηλό (~fshighlongun) και τα συστήματα αποζημίωσης των ανέργων γενναιόδωρα στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου (~fsunben95). Επίσης, οι εν λόγω αγορές εργασίας δεν αποτελούν μέλη του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες η ΝΠΑ είναι ήπια και οι δαπάνες για ΕΠΑ υψηλές. Πίνακας 5.32: Οι ικανές συνθήκες του φειδωλού συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (ΙΙ) Συνδυασμός Δείκτης κάλυψης συνδυασμού Χώρες 1 ~fstax*~ fsunben95*~fsalmpandfsepl05 0, Ελλάδα, Ιρλανδία, ΗΒ 2 ~fshighlongun*~fsunben95*~fseplandfsalmp 0, Αυστρία, ΗΒ Δείκτης κάλυψης της λύσης: 0,673163, Δείκτης συνέπειας της λύσης: 0, Οι ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες της μεταρρύθμισης της ΝΠΑ Στην υποενότητα που ακολουθεί θα αναζητηθούν, με τη μέθοδο της ΠΣΑ, οι ικανές/ ή και αναγκαίες συνθήκες της ήπιας, αλλά και της περιοριστικής ΝΠΑ. Ως αποτέλεσμα (outcome) θα χρησιμοποιηθεί η τιμή του γενικού δείκτη της ΝΠΑ του ΟΟΣΑ (EPL, Regular Employment, version 1). Η τιμή του δείκτη εξαρτάται από το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις απολύσεις (ατομικές και ομαδικές), όσον αφορά την κανονική (αορίστου χρόνου) απασχόληση. Όσο υψηλότερη η τιμή του δείκτη τόσο περιοριστικότερο θεωρείται το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις εργασιακές σχέσεις (πίνακας 5.33). Η τιμή του δείκτη επηρεάζεται θετικά από τις προϋποθέσεις, τις 240

259 διαδικασίες, το χρονικό διάστημα προειδοποίησης και το κόστος (αποζημίωση) για την πραγματοποίηση τόσο ατομικών, όσο και ομαδικών απολύσεων 25. Ο δείκτης αυτός χρησιμοποιήθηκε και στην ενότητα και για το ορισμό των συνόλων ασαφούς λογικής θα χρησιμοποιηθούν τα ίδια κρίσιμα σημεία. Δηλαδή, όταν σε μια περίπτωση ο δείκτης του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις απολύσεις είναι χαμηλότερος του 1,2 τότε αυτή εντάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες η ΝΠΑ είναι ήπια, ενώ όταν είναι υψηλότερος του 3,2 εντάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής που περιοριστική. Όταν ο δείκτης είναι 2,2, τότε δεν εντάσσεται σε αμφότερα τα προαναφερθέντα σύνολα. Πίνακας 5.33: Η ΝΠΑ το 2005 και η αναγωγή της στην κλίμακα 0-1 Χώρες Γενικός δείκτης ΝΠΑ (2005) * fsepl05 Αυστρία 2,37 0,38 Βέλγιο 1,73 0,8 Γαλλία 2,47 0,31 Γερμανία 3,00 0,08 Δανία 1,63 0,85 Ελλάδα 2,33 0,4 ΗΒ 1,12 0,96 Ιρλανδία 1,6 0,86 Ισπανία 2,46 0,31 Ιταλία 1,77 0,78 Ολλανδία 3,05 0,07 Πορτογαλία 4,17 0 Σουηδία 2,86 0,12 Φινλανδία 2,17 0,52 * Τα στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ. Στην υποενότητα που ακολουθεί εξετάζεται αν ο χαμηλός βαθμός κατάτμησης της αγοράς εργασίας (fslongunandtemp), ο υψηλός βαθμός κορπορατισμού της οικονομίας (fscorp), το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών (fspmr), το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (fsunben05) και η ήπια ΝΠΑ το 1990 (fsepl90) αποτελούν ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες της ήπιας ΝΠΑ το Δηλαδή, fslongunandtemp*fscorp*fsunben05*fsepl90*fspmr fsepl05 25 Η περιγραφή του δείκτη προέρχεται από την ηλεκτρονική βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ, όπως και οι τιμές του. 241

260 Συμπεριλαμβάνοντας στους υπό εξέταση επεξηγηματικούς παράγοντες τη ΝΠΑ που ίσχυε στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου ελέγχεται η επίδραση του μονοπατιού εξάρτησης και της μεροληψίας του status quo στη θεσμική αλλαγή. Παράλληλα, διερευνάται κατά πόσο οι εσωτερικές συμπληρωματικές σχέσεις, δηλαδή αυτές που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας όπως για παράδειγμα μεταξύ της ΝΠΑ και του συστήματος αποζημίωσης μπορούν να επηρεάσουν τη μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου που διέπει τις εργασιακές σχέσεις. Επίσης, ο βαθμός κορπορατισμού της οικονομίας, αλλά και το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών μπορούν να αναδείξουν την επίδραση των εξωτερικών, πλέον, συμπληρωματικών σχέσεων στη θεσμική αλλαγή, όπως αυτές αναλύθηκαν εκτενώς στο προηγούμενο κεφάλαιο. Ο βαθμός κατάτμησης της αγοράς εργασίας εξαρτάται από τις ροές από την ανεργία στην κανονική απασχόληση. Όσο εντονότερες (ισχνότερες) είναι οι ροές αυτές, τόσο μικρότερος (μεγαλύτερος) θα πρέπει να θεωρείται ο βαθμός κατάτμησης της αγοράς εργασίας. Οι ροές αυτές εξαρτώνται από θεσμούς που αφενός παρατείνουν τη διάρκεια παραμονής σε καθεστώς ανεργίας (πχ σύστημα αποζημίωσης των ανέργων) και αφετέρου εμποδίζουν τη μετάβαση στην κανονική απασχόληση (πχ ΝΠΑ της κανονικής απασχόλησης και ΝΠΑ της προσωρινής απασχόλησης). Ένας συνδυασμένος δείκτης του ποσοστού της μακροχρόνιας ανεργίας και του ποσοστού της προσωρινής απασχόλησης, παρέχει σημαντικές ενδείξεις του βαθμού κατάτμησης της αγοράς εργασίας καθώς: α) το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας δεν επηρεάζεται από τις κυκλικές διακυμάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας, όπως συμβαίνει με το ποσοστό συνολικής ανεργίας, β) το υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι αποτέλεσμα δυσκαμψιών που προκαλεί το ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας και όχι μεμονωμένοι θεσμοί, γ) η παρατεταμένη παραμονή των ανέργων σε καθεστώς ανεργίας απαξιώνει τα προσόντα τους, αυξάνοντας το κόστος αντικατάστασης των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας και δ) το υψηλό ποσοστό προσωρινής απασχόλησης αντανακλά, ενδεχομένως, την ασύμμετρη προώθηση μεταρρυθμίσεων μεταξύ των ρυθμίσεων που διέπουν την κανονική και τις άτυπες μορφές απασχόλησης, ιδίως την προσωρινή. Ο συνδυασμός της υψηλής μακροχρόνιας ανεργίας με τη διαδεδομένη χρήση συμβάσεων προσωρινής ή/και ορισμένου χρόνου απασχόλησης παρέχει ισχυρές ενδείξεις αφενός της δυσλειτουργίας του ευρύτερου πλαισίου που διέπει την αγορά εργασίας, αφετέρου της διαπραγματευτικής δύναμης των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας, ως αποτέλεσμα του υψηλού κόστους αντικατάστασής τους. Έτσι, η συγκρότηση των συνόλων ασαφούς λογικής θα προκύψει από τη λογική τομή των δύο επί μέρους συνόλων ασαφούς λογικής (logical and). Όπως 242

261 παρουσιάστηκε σε προηγούμενη υποενότητα ο βαθμός ένταξης μιας περίπτωσης στην τομή δύο συνόλων είναι ο μικρότερος από τους δύο βαθμούς ένταξης της στα επί μέρους σύνολα. Τα μέσα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας της περιόδου των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας κυμαίνονται από 22,64% στη Σουηδία έως 60,98% στην Ιταλία (πίνακας 5.37). Τα κρίσιμα σημεία, σύμφωνα με τα οποία ορίζονται τα σύνολα ασαφούς λογικής είναι 22%, 35% και 60%. Δηλαδή, όταν το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι μικρότερο του 22%, τότε η αγορά εργασίας είναι πλήρες μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι χαμηλό, ενώ όταν το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο του 60% εντάσσεται πλήρως στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών, στις οποίες το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι υψηλό. Όταν το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι 35%, τότε η αγορά εργασίας δεν ταξινομείται σε κανένα από τα παραπάνω σύνολα 26. Πίνακας 5.34: Τα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας και η αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Χώρες Μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας ( ) * fslongun Αυστρία 25,42 0,9 Βέλγιο 57,08 0,07 Γαλλία 39,35 0,37 Γερμανία 47,07 0,19 Δανία 25,34 0,9 Ελλάδα 53,07 0,1 ΗΒ 32,25 0,65 Ιρλανδία 50,7 0,13 Ισπανία 48,43 0,17 Ιταλία 60,98 0,04 Ολλανδία 43,35 0,27 Πορτογαλία 43,00 0,28 Σουηδία 22,64 0,95 Φινλανδία 27,03 0,86 * Τα στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ. Οι μέσοι όροι της περιόδου έχουν υπολογισθεί. Το ποσοστό προσωρινής απασχόλησης αποτελεί δείκτη αφενός της διαπραγματευτικής δύναμης των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας, αφετέρου του βαθμού δυισμού της αγοράς εργασίας. 26 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ορισμός των κρίσιμων σημείων δεν έγινε κατά τρόπο συμμετρικό, όπως για παράδειγμα αν αυτά ορίζονταν σε 20%, 40% και 60%. Στην περίπτωση αυτή, η Γαλλία, στην οποία το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας υπολείπεται οριακά του 40% (39,35%) θα κατατασσόταν στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι χαμηλό, μαζί με το ΗΒ (32,2%), τη Φινλανδία (27,03%) και τη Σουηδία (22,64%), στρεβλώνοντας τα αποτελέσματα της ανάλυσης. 243

262 Ένα υψηλό ποσοστό προσωρινής απασχόλησης, ενδεχομένως, αντανακλά περιορισμούς ένταξης των εκτός των τειχών στην αγορά εργασίας, καθώς οι επιχειρήσεις απαλλάσσονται τόσο από το κόστος απόλυσης όσο και από τις διαδικασίες απόλυσης των εργαζομένων. Τα μέσα ποσοστά προσωρινής απασχόλησης ως προς τη συνολική απασχόληση της περιόδου κυμαίνονται από 6,2% στο ΗΒ και 7% στην Ιρλανδία έως 32,9% στην Ισπανία (πίνακας 5.35). Σε αγορές εργασίας στις οποίες η ΝΠΑ είναι ήπια το μέσο ποσοστό προσωρινής απασχόλησης είναι χαμηλό (ΗΒ, Ιρλανδία, Αυστρία, Δανία), σε αντίθεση με τα υψηλά μέσα ποσοστά που παρατηρούνται σε αγορές εργασίας, όπου η ΝΠΑ είναι περιοριστική (Ισπανία, Φινλανδία, Πορτογαλία). Μια αγορά εργασίας κατατάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το ποσοστό προσωρινής-ορισμένου χρόνου απασχόλησης είναι χαμηλό όταν το μέσο ποσοστό της περιόδου είναι μικρότερο ή ίσο του 10%. Αντίθετα, όταν το μέσο ποσοστό προσωρινής απασχόλησης, την περίοδο , είναι υψηλότερο του 20%, τότε η αγορά εργασίας μπορεί να καταταγεί στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών, στις οποίες το ποσοστό προσωρινής απασχόλησης είναι υψηλό. Σε κανένα από τα δύο παραπάνω σύνολα δεν εντάσσεται μια αγορά εργασίας, στην οποία το μέσο ποσοστό προσωρινής απασχόλησης είναι 15%. Το κρίσιμο σημείο που ορίζει το σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας με υψηλό ποσοστό προσωρινής απασχόλησης (20%) είναι διπλάσιο του σημείου σύμφωνα με το οποίο ορίζεται το σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας με χαμηλό ποσοστό προσωρινής απασχόλησης (10%). Πίνακας 5.35: Τα ποσοστά προσωρινής απασχόλησης και η αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Μέσο ποσοστό προσωρινής απασχόλησης ως Χώρες ποσοστό της συνολικής απασχόλησης (1990- fstemp 2005) * Αυστρία 7,9 0,99 Βέλγιο 7,1 0,99 Γαλλία 12,8 0,79 Γερμανία 11,7 0,88 Δανία 10,5 0,94 Ελλάδα 12 0,86 ΗΒ 6,2 0,99 Ιρλανδία 7 0,99 Ισπανία 32,9 0 Ιταλία 8,6 0,98 Ολλανδία 12,2 0,84 Πορτογαλία 15,8 0,38 Σουηδία 14,1 0,63 Φινλανδία 17,4 0,19 * Τα στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ. Οι μέσοι όροι της περιόδου έχουν υπολογισθεί. 244

263 Στον πίνακα 5.36 περιλαμβάνονται οι βαθμοί ένταξης των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών, στις οποίες τα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας και προσωρινής απασχόλησης είναι χαμηλά (χαμηλός βαθμός κατάτμησης). Ως βαθμός ένταξης κάθε περίπτωσης στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες ο βαθμός κατάτμησης είναι χαμηλός (fslongunandtemp) λαμβάνεται ο μικρότερος μεταξύ των βαθμών ένταξής τους στα σύνολα ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας με χαμηλή μακροχρόνια ανεργία (fslonun) και περιορισμένη χρήση συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης (fstemp). Πίνακας 5.36: Ο βαθμός κατάτμησης των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας Χώρες fslongun * fstemp ** fslongunandtemp Αυστρία 0,9 0,99 0,9 Βέλγιο 0,07 0,99 0,07 Γαλλία 0,37 0,79 0,37 Γερμανία 0,19 0,88 0,19 Δανία 0,9 0,94 0,9 Ελλάδα 0,1 0,86 0,1 ΗΒ 0,65 0,99 0,65 Ιρλανδία 0,13 0,99 0,13 Ισπανία 0, Ιταλία 0,04 0,98 0,04 Ολλανδία 0,27 0,84 0,27 Πορτογαλία 0,28 0,38 0,28 Σουηδία 0,95 0,63 0,63 Φινλανδία 0,86 0,19 0,19 * Οι τιμές του δείκτη προέρχονται από τον πίνακα ** Οι τιμές του δείκτη προέρχονται από τον πίνακα Το περιεχόμενο, αλλά και η εξέλιξη της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας εξαρτάται και από το βαθμό κορπορατισμού που διέπει μια οικονομία. Συχνά, ως δείκτες κορπορατισμού, ιδίως όταν πρόκειται για ζητήματα αγοράς εργασίας, λαμβάνονται η συμμετοχή των εργαζομένων στα εργατικά συνδικάτα, η ένταση της συνδικαλιστικής τους δράσης και των απεργιακών κινητοποιήσεων και το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών. Στην ανάλυση που ακολουθεί υιοθετείται ένας πιο ολοκληρωμένος δείκτης του βαθμού κορπορατισμού που διέπει μια οικονομία, όπως είναι αυτός του Siaroff (1999). Ο Siaroff (1999) έχει εκτιμήσει το βαθμό κορπορατισμού 24 οικονομιών στα τέλη των δεκαετιών του 60, του 70 και του 80, καθώς επίσης και στα μέσα της δεκαετίας του 90. Κατά τον Siaroff (1999:189), ο βαθμός κορπορατισμού της οικονομίας εξαρτάται από την ύπαρξη ενός μακροχρόνιου συνεργατικού πλαισίου συμμετοχικής οικονομικής διαχείρισης (shared economic 245

264 management) σε επίπεδο επιχείρησης, αλλά και κλάδου, αλλά και στη διαμόρφωση εθνικών πολιτικών σε διάφορα πεδία, όπως είναι η κοινωνική και η εκπαιδευτική πολιτική. Στους δείκτες κορπορατισμού των οικονομιών ενσωματώνονται μια σειρά λειτουργικών ρόλων (functional roles) και συμπεριφορικών προτύπων (behavioral patterns), ενώ η τιμή τους διαμορφώνεται από μια σειρά δεικτών οι οποίοι αντανακλούν το βαθμό κοινωνικής συμμετοχής (indicators of social partnership), το επίπεδο βιομηχανικού συντονισμού (indicators of industry-level co-ordination) και το ευρύτερο πλαίσιο διαμόρφωσης εθνικών πολιτικών (overall national policy making patterns) (Siaroff, 1999: ). Η κοινωνική συναίνεση (social partnership) εξαρτάται, κυρίως, από τη συνδικαλιστική δράση των εργατικών συνδικάτων, τα οποία διακρίνει σε ρεφορμιστικά (reformist) και συγκρουσιακά ή ριζοσπαστικά (conflictual or revolutionary). Επίσης, ο δείκτης κορπορατισμού του Siarroff εξαρτάται από το θεσμικό ρόλο των εργατικών συνδικάτων, όπως για παράδειγμα τη δυνατότητα επέκτασης των συμπεφωνημένων στους εργαζόμενους που δεν μετέχουν σε αυτά, ή το δικαίωμα άσκησης επιδιαιτησίας σε μια σειρά εργασιακών θεμάτων. Όσον αφορά το δείκτη βιομηχανικού συντονισμού, ο Siarroff (1999) υιοθετεί τη διάκριση των οικονομιών σε συντονισμένες ή μη, προκειμένου να ενσωματώσει στο δείκτη κορπορατισμού χαρακτηριστικά όπως είναι ο μακροχρόνιος χαρακτήρας των σχέσεων που αναπτύσσουν οι επιχειρήσεις, τόσο με τους πιστωτές τους όσο και με τους εργαζόμενους, τα κίνητρα των επιχειρήσεων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο, το ρόλο του μάρκετινγκ και της έρευνας στη λειτουργία τους, αλλά και τη δυνατότητα συμμετοχής των εργαζομένων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων στο εσωτερικό των επιχειρήσεων. Τέλος, ο βαθμός συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων στη διαμόρφωση εθνικών οικονομικών και βιομηχανικών πολιτικών, είναι ο κυριότερος παράγοντας που επηρεάζει το ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο διαμόρφωσης πολιτικών. Ο δείκτης του Siaroff αποτελεί έναν ολοκληρωμένο δείκτη κορπορατισμού των ευρωπαϊκών οικονομιών, που αντανακλά, κυρίως, θεσμικούς και ιστορικούς παράγοντες. Σημαντικό πλεονέκτημά του είναι ότι ορίζεται ενδογενώς η συμπληρωματική λειτουργία των θεσμών με το ευρύτερο θεσμικό, πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον. Ο εν λόγω δείκτης κορπορατισμού των ευρωπαϊκών οικονομιών κυμαίνεται από 2 στην Ελλάδα και την Ισπανία, μέχρι 4,62 στην Αυστρία και τη Σουηδία (πίνακας 5.37). Όσο υψηλότερη η τιμή του δείκτη, τόσο ευκολότερη θα πρέπει να θεωρείται η επίτευξη συναίνεσης για την προώθηση μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. Όταν για μια οικονομία η τιμή του δείκτη είναι μεγαλύτερη από 4, τότε αυτή κατατάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των κορπορατιστικών, ενώ αντίθετα όταν είναι χαμηλότερη του 2, τότε εντάσσεται στο σύνολο των μη-κορπορατιστικών. Τέλος, όταν η τιμή του δείκτη είναι 3, η οικονομία δεν μπορεί να ενταχθεί σε κανένα από τα παραπάνω σύνολα. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.37, στις μηκορπορατιστικές οικονομίες κατατάσσονται η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ελλάδα, καθώς 246

265 επίσης και το ΗΒ και η Ιρλανδία. Αντίθετα, στο σύνολο των κορπορατιστικών οικονομιών εντάσσονται η Ολλανδία, η Σουηδία, η Δανία, η Αυστρία, η Γερμανία, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Φινλανδία. Πίνακας 5.37: Οι δείκτες κορπορατισμού των ευρωπαϊκών οικονομιών στα μέσα της δεκαετίας του 90 και η αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Χώρες Οι δείκτες κορπορατισμού των ευρωπαϊκών οικονομιών στα τέλη της δεκαετίας του 90 * fscorp Αυστρία 4,62 0,99 Βέλγιο 3,75 0,9 Γαλλία 2,25 0,1 Γερμανία 4,12 0,97 Δανία 4,25 0,98 Ελλάδα 2,0 0,05 ΗΒ 2,0 0,05 Ιρλανδία 2,62 0,24 Ισπανία 2,0 0,05 Ιταλία 3,0 0,5 Ολλανδία 4,0 0,95 Πορτογαλία 2,37 0,13 Σουηδία 4,62 0,99 Φινλανδία 4,37 0,98 *Siaroff (1999:193) Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών αποτελεί έναν παράγοντα, που επιδρά στη μεταρρυθμιστική διαδικασία, καθώς επηρεάζει τις προτιμήσεις των επιχειρήσεων έναντι αυτής. Ένα ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών λειτουργεί συμπληρωματικά με την ήπια ΝΠΑ. Όσο ηπιότερο είναι το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των αγορών προϊόντων-υπηρεσιών, τόσο περισσότερο ευνοούνται οι επιχειρήσεις από την ευέλικτη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Αντίθετα, το όφελος των επιχειρήσεων που λειτουργούν σε ένα περιοριστικότερο ρυθμιστικό πλαίσιο είναι μικρότερο από την ήπια ΝΠΑ και ενδεχομένως ισχνότερες οι πιέσεις που θα ασκούν σε μια κυβέρνηση, προκειμένου να εφαρμόσει πολιτικές προς την κατεύθυνση της ευέλικτης λειτουργίας της αγοράς εργασίας. Παράλληλα, όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, η απορρύθμιση του θεσμικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία των αγορών προϊόντων-υπηρεσιών μπορεί να ευνοήσει τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, περιορίζοντας τις προσόδους που προκύπτουν από τη λειτουργία της πρώτης και τα κίνητρα των εργαζομένων να αποκομίσουν μέρος αυτών (Blanchard, Giavazzi: 2003:38-39), χωρίς να αποκλεισθεί και το αντίθετο, δηλαδή η απορρύθμιση του θεσμικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία 247

266 των αγορών προϊόντων-υπηρεσιών να εντείνει την αντίθεση των εντός των τειχών έναντι της μεταρρύθμισης της αγοράς εργασίας (Koutsiaras, 2009: 94-95). Ο δείκτης που μετρά την αυστηρότητα του θεσμικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία των αγορών προϊόντων-υπηρεσιών κυμαίνεται από 0,9 στο ΗΒ έως 1,9 στην Ιταλία (πίνακας 5.38). Όσο υψηλότερη (χαμηλότερη) η τιμή του δείκτη, τόσο πιο περιοριστικό (ήπιο) θα πρέπει να θεωρείται το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της αγοράς προϊόντων-υπηρεσιών. Όταν η τιμή του δείκτη είναι μικρότερη του 1 τότε το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των αγορών προϊόντωνυπηρεσιών θεωρείται ήπιο, όταν η τιμή του δείκτη είναι υψηλότερη του 2 τότε θεωρείται περιοριστικό, ενώ όταν η τιμή του δείκτη είναι 1,5 δεν θεωρείται ούτε περιοριστικό, αλλά ούτε και ήπιο. Η αναγωγή της τιμής του δείκτη στην κλίμακα 0-1 έγινε κατά τρόπο συμμετρικό (1, 1,5, 2), αλλά ταυτόχρονα έτσι ώστε να ορίζονται σαφώς τα σύνολα ασαφούς λογικής των περιπτώσεων με περιοριστικό ρυθμιστικό πλαίσιο προϊόντων-υπηρεσιών έναντι αυτών, στις οποίες το ρυθμιστικό πλαίσιο είναι ήπιο, καθώς το κρίσιμο σημείο που ορίζει το δεύτερο σύνολο είναι διπλάσιο αυτού με βάση το οποίο ορίστηκε το πρώτο. Πίνακας 5.38: Οι δείκτες ρυθμιστικού πλαισίου που διέπουν τις αγορές προϊόντων- υπηρεσιών και η αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Χώρες Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών * fspmr Αυστρία 1,4 0,65 Βέλγιο 1,4 0,65 Γαλλία 1,7 0,23 Γερμανία 1,4 0,65 Δανία 1,1 0,92 Ελλάδα 1,8 0,14 ΗΒ 0,9 0,97 Ιρλανδία 1,1 0,92 Ισπανία 1,6 0,35 Ιταλία 1,9 0,08 Ολλανδία 1,4 0,65 Πορτογαλία 1,6 0,35 Σουηδία 1,2 0,86 Φινλανδία 1,3 0,77 * Τα στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ. Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει τη μεταρρύθμιση της ΝΠΑ είναι η γενναιοδωρία του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων. Η περιοριστική ΝΠΑ και το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων αποτελούν θεσμούς της αγοράς εργασίας, που αμφότεροι επηρεάζουν θετικά την ασφάλεια των εργαζομένων, και πιο συγκεκριμένα την ασφάλεια της θέσης εργασίας και την 248

267 εισοδηματική ασφάλεια αντίστοιχα. Οι εργαζόμενοι, ενδεχομένως, είναι διατεθειμένοι να υποκαταστήσουν τον περιορισμό της ασφάλειας της θέσης εργασίας, που θα προέλθει από την απορρύθμιση της ΝΠΑ με την εισοδηματική ασφάλεια, η οποία τους παρέχεται από ένα γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων. Επιπλέον, η διαπραγματευτική δύναμη των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας είναι μικρότερη σε περιπτώσεις όπου η περιοριστική ΝΠΑ συνδυάζεται με ένα φειδωλό σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, παρά με ένα γενναιόδωρο. Συνεπώς, είναι πιθανότερη η συναίνεση των εργαζομένων, ιδίως των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας, έναντι της πιθανής απορρύθμισης της ΝΠΑ, όταν το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρο, συγκριτικά με περιπτώσεις, στις οποίες το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι φειδωλό ως προς τις παροχές του. Ως δείκτης γενναιοδωρίας των συστημάτων αποζημίωσης των ανέργων θα χρησιμοποιηθεί αυτός της προηγούμενης υποενότητας, ο οποίος αντανακλά τόσο το ποσοστό αναπλήρωσης του επιδόματος ανεργίας, όσο και τη διάρκεια χορήγησής τους (πίνακας 5.18). Επίσης, ως κρίσιμες τιμές για τον ορισμό των συνόλων ασαφούς λογικής θα χρησιμοποιηθούν οι ίδιοι, δηλαδή όταν ο δείκτης γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων είναι 16, τότε το σύστημα μπορεί να ενταχθεί στο σύνολο ασαφούς λογικής των γενναιόδωρων, ενώ όταν ο δείκτης είναι 6 τότε ταξινομείται στο σύνολο ασαφούς λογικής των φειδωλών, ενώ τέλος όταν ο δείκτης είναι 7.5 δεν μπορεί να ταξινομηθεί σε κανένα από τα παραπάνω σύνολα. Πίνακας 5.39: Οι συνολικοί δείκτες γενναιοδωρίας των συστημάτων αποζημίωσης των ανέργων και η αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Χώρες Συνολικοί δείκτες γενναιοδωρίας συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (2005) * fsunben05 Αυστρία 6,8 0,2 Βέλγιο 16,4 0,96 Γαλλία 10 0,71 Γερμανία 7,8 0,53 Δανία 12,8 0,87 Ελλάδα 6,2 0,07 ΗΒ 6 0,05 Ιρλανδία 6,2 0,07 Ισπανία 9,4 0,66 Ιταλία 7,2 0,35 Ολλανδία 13,6 0,90 Πορτογαλία 9,8 0,69 Σουηδία 8,2 0,56 Φινλανδία 9,4 0,66 * Οι τιμές του δείκτη προέρχονται από τον πίνακα

268 Ένας από τους επεξηγηματικούς παράγοντες που εξετάζεται αν αποτελεί ικανή ή/και αναγκαία συνθήκη της ήπιας ΝΠΑ στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου (2005) είναι το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την αγορά εργασίας στην αφετηρία της εξεταζόμενης περιόδου. Εξετάζοντας την επίδραση που ασκεί η αυστηρότητα της ΝΠΑ το 1990 στο τρέχον θεσμικό πλαίσιο, αφενός λαμβάνεται υπόψη η μεταρρυθμιστική προσπάθεια που έχουν καταβάλει οι κυβερνήσεις μιας χώρας αφετέρου ελέγχεται η επίδραση παραγόντων, όπως είναι η μεροληψία του status quo και του μονοπατιού εξάρτησης στη μεταρρυθμιστική διαδικασία. Η αναγωγή της τιμής της μεταβλητής στην κλίμακα 0-1 έγινε με βάση τις ίδιες κρίσιμες τιμές, όπως και στην περίπτωση του θεσμικού πλαισίου που διέπει τη ΝΠΑ το 2005, δηλαδή 1,2, 2,5 και 3,2 (πίνακας 5.40). Όταν σε μια αγορά εργασίας η τιμή του γενικού δείκτη της ΝΠΑ είναι μικρότερη του 1,2, τότε αυτή μπορεί να ενταχθεί στο σύνολο των αγορών εργασίας στις οποίες η ΝΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του 90, ήταν ήπια, όταν η τιμή του δείκτη είναι υψηλότερη του 3,2 εντάσσεται στο σύνολο των αγορών εργασίας των οποίων το θεσμικό πλαίσιο δεν ήταν ήπιο, ενώ όταν η τιμή του δείκτη είναι 2,5 η αγορά εργασίας δεν εντάσσεται σε κανένα από τα παραπάνω σύνολα. Πίνακας 5.40: Η ΝΠΑ στις αρχές της δεκαετίας το 90 και η αναγωγή της στην κλίμακα 0-1 Χώρες Γενικός δείκτης ΝΠΑ (1990) * fsepl90 Αυστρία 2,92 0,1 Βέλγιο 1,68 0,83 Γαλλία 2,34 0,4 Γερμανία 2,58 0,24 Δανία 1,69 0,82 Ελλάδα 2,25 0,46 ΗΒ 0,95 0,98 Ιρλανδία 1,6 0,86 Ισπανία 3,88 0,01 Ιταλία 1,77 0,78 Ολλανδία 3,08 0,07 Πορτογαλία 4,83 0 Σουηδία 2,9 0,11 Φινλανδία 2,79 0,15 *Τα στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.41 δεν υπάρχει κάποιος επεξηγηματικός παράγοντας, ο οποίος να αποτελεί αναγκαία συνθήκη τόσο της περιοριστικής (~fsepl05) όσο και της ήπιας ΝΠΑ το 2005 (fsepl05), αλλά ορισμένοι εξ αυτών αποτελούν σχεδόν αναγκαίες συνθήκες. Για παράδειγμα, το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών αποτελεί σχεδόν αναγκαία συνθήκη 250

269 της ήπιας ΝΠΑ το 2005 (δείκτης κάλυψης αναγκαίων συνθηκών 0,815). Επίσης, η ήπια ΝΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 90 αποτελεί σχεδόν αναγκαία συνθήκη της ήπιας ΝΠΑ το 2005, με δείκτη κάλυψης αναγκαίων συνθηκών 0,846. Στην περίπτωση της περιοριστικής ΝΠΑ το 2005 μόνο ένας επεξηγηματικός παράγοντας αποτελεί σχεδόν αναγκαία συνθήκη και επηρεάζει πιο συστηματικά τη μεταρρυθμιστική διαδικασία. Πρόκειται για την περιοριστική ΝΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 90, με δείκτη κάλυψης αναγκαίων συνθηκών 0,95, αναδεικνύοντας το γεγονός ότι το περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο των αρχών της δεκαετίας του 90, επηρέασε αρνητικά τη μεταρρύθμισή του. Πίνακας 5.41: Οι αναγκαίες συνθήκες της ήπιας (fsepl05) και της περιοριστικής (~fsepl05) ΝΠΑ το 2005 (δείκτες συνέπειας) fsepl05 ~fsepl05 fspmr 0, , fslongunandtemp 0, , fsunben05 0, , fscorp 0, , fsepl90 0, , ~fspmr 0, , ~fslongunandtemp 0, , ~fsunben05 0, , ~fscorp 0, , ~fsepl90 0, , Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.43, ο οποίος προέκυψε από την ελαχιστοποίηση του πίνακα αλήθειας 5.42, υπάρχουν δύο συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων, οι οποίοι αποτελούν ικανές συνθήκες της ήπιας ΝΠΑ το 2005, που είναι αμφότεροι αποδεκτοί, δεδομένου ότι οι δείκτες κάλυψής τους είναι υψηλότεροι του 0,30. Ο συνολικός δείκτης κάλυψης της λύσης είναι 0,64, ενώ συνέπειας 0,96. Πριν παρουσιασθούν οι συνδυασμοί αυτοί, αξίζει να σημειωθεί ότι σε κανέναν από τους δύο δεν περιλαμβάνεται ο δυισμός της αγοράς εργασίας και συνεπώς ενδείξεις μεταρρυθμιστικού δισταγμού για τις κυβερνήσεις των συγκεκριμένων αγορών εργασίας. 251

270 Πίνακας 5.42: Πίνακας αλήθειας της ήπιας ΝΠΑ το 2005 fshighlongun and temp fscorp fspmr fsepl90 fsunben05 Αριθμός περιπτώσεων fsepl05 Δείκτης συνέπειας , , , , , , , , , Ο πρώτος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.43) αποτελείται από το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών (fspmr), το φειδωλό σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (~fsunben05), το χαμηλό βαθμό κορπορατισμού της οικονομίας (~fscorp) και την ήπια ΝΠΑ στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου (fsepl90) και παρατηρείται στις περιπτώσεις του ΗΒ και της Ιρλανδίας. Το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών συνάδει με ένα χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο εργασιακών σχέσεων. Το φειδωλό σύστημα αποζημίωσης των ανέργων σε συνδυασμό με το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο εργασιακών σχέσεων κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου αφενός περιορίζει τη διαπραγματευτική δύναμη των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας, αφετέρου δε ευνοεί τις ροές από την ανεργία στην απασχόληση, απομακρύνοντας τον κίνδυνο δυισμού της αγοράς εργασίας. Η εισοδηματική ασφάλεια του εργατικού δυναμικού επιτυγχάνεται μέσω της απασχόλησης, παρά από το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων. Σημειώνεται ότι από τον συγκεκριμένο συνδυασμό επεξηγηματικών παραγόντων δεν προκύπτουν ενδείξεις δισταγμού, αλλά ούτε και τόλμης όσον αφορά τη μεταρρυθμιστική συμπεριφορά των κυβερνήσεων της Ιρλανδίας και του ΗΒ, καθώς η ΝΠΑ παρέμεινε ήπια καθ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, ενώ ο βαθμός κατάτμησης των αγορών εργασίας τους δεν ήταν υψηλός. Ο δεύτερος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.43) αποτελείται από το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών (fspmr), το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (fsunben05), τον υψηλό βαθμό κορπορατισμού της οικονομίας (fscorp) και την ήπια ΝΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 90 (fsepl90) και παρατηρείται στις περιπτώσεις της Δανίας και του Βελγίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι συγκριτικά με τον πρώτο συνδυασμό, οι επεξηγηματικοί παράγοντες που περιλαμβάνονται στον δεύτερο δεν διαφέρουν με εξαίρεση τον βαθμό γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων και το βαθμό κορπορατισμού της 252

271 οικονομίας, που αμφότεροι είναι υψηλοί στον δεύτερο συνδυασμό. Επιπρόσθετα, κοινός επεξηγηματικός παράγοντας των δύο συνδυασμών είναι το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών, ο οποίος αποτελεί σχεδόν αναγκαία συνθήκη της απορρυθμισμένης ΝΠΑ (βλ. πίνακα 5.41). Εκτός από το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντωνυπηρεσιών, στον δεύτερο συνδυασμό επεξηγηματικών παραγόντων περιλαμβάνονται το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, ο υψηλός βαθμός κορπορατισμού της οικονομίας και η ήπια ΝΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 90. Η ήπια ΝΠΑ σε συνδυασμό με το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά του μοντέλου οργάνωσης της αγοράς εργασίας στο πρότυπο της flexicurity. Η συμπληρωματική σχέση μεταξύ αυτών των δύο θεσμικών συνδυασμών έχει περιγραφεί εκτενώς σε προηγούμενο κεφάλαιο και σύμφωνα με αυτόν η εισοδηματική ασφάλεια των εργαζομένων διασφαλίζεται αφενός από την χορήγηση γενναιόδωρων επιδομάτων ανεργίας, αφετέρου δε από την εξάλειψη των θεσμικών περιορισμών που εμποδίζουν τις ροές από την ανεργία στην απασχόληση, ενισχύοντας τόσο την εισοδηματική ασφάλεια των εργαζομένων, όσο και την ασφάλεια της απασχόλησης. Οι κυβερνήσεις της Δανίας και του Βελγίου δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν τολμηρές, αλλά ούτε και διστακτικές. Μπορεί να μην μεταρρύθμισαν τη ΝΠΑ, καθώς ήταν ήπια τόσο το 1990 όσο και το 2005, αλλά αυτό δεν φαίνεται να επέδρασε αρνητικά στις επιδόσεις των αγορών εργασίας τους. Πίνακας 5.43: Οι ικανές συνθήκες της ήπιας ΝΠΑ το 2005 Συνδυασμός Δείκτης κάλυψης συνδυασμού Χώρες 1 fspmr*~fsunben05*~fscorp*fsepl90 0, ΗΒ, Ιρλανδία 2 fspmr*fsunben05*fscorp*fsepl90 0, Δανία, Βέλγιο Δείκτης κάλυψης της λύσης: 0,644410, Δείκτης συνέπειας της λύσης: 0, Στον πίνακα 5.45 περιλαμβάνονται οι τρεις συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων, οι οποίοι αποτελούν ικανές συνθήκες της περιοριστικής ΝΠΑ, οι οποίες προέκυψαν από την ελαχιστοποίηση του πίνακα αλήθειας Οι δείκτες κάλυψης και συνέπειας της λύσης είναι αρκετά υψηλοί, προσεγγίζοντας τις τιμές 0,80 και 0,97 αντίστοιχα. 253

272 Πίνακας 5.44: Ο πίνακας αλήθειας της περιοριστικής ΝΠΑ το 2005 fshighlongun and temp fscorp fspmr fsepl90 fsunben05 Αριθμός περιπτώσεων ~fsepl05 Δείκτης συνέπειας , , , , , , , , , Πίνακας 5.45: Οι ικανές συνθήκες της περιοριστικής ΝΠΑ το 2005 Συνδυασμός Δείκτης κάλυψης συνδυασμού Χώρες 1 ~fspmr*~fslongunandtemp*~fscorp*~fsepl90 0, Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία, Ελλάδα 2 fspmr*fslongunandtemp*fscorp*~fsepl90 0, Αυστρία, Σουηδία 3 fspmr*fsunben05*fscorp*~fsepl90 0, Ολλανδία, Σουηδία, Γερμανία Δείκτης κάλυψης της λύσης: 0,798942, Δείκτης συνέπειας της λύσης: 0, Ο πρώτος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.45) αποτελείται από το περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών (~fspmr), τον υψηλό βαθμό κατάτμησης της αγοράς εργασίας (~fslongunandtemp), τον χαμηλό βαθμό κορπορατισμού της οικονομίας (~fscorp) και την περιοριστική ΝΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 90 (~fsepl90). Ο συνδυασμός αυτός ισχύει στις περιπτώσεις της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Ελλάδας, ενώ ο υψηλός δείκτης κάλυψης του συνδυασμού αυτού (0,40) τον καθιστά, εμπειρικώς, σημαντικό. Ο υψηλός βαθμός κατάτμησης της αγοράς εργασίας αποτελεί ένδειξη μεταρρυθμιστικού δισταγμού, καθώς οι κυβερνήσεις δεν εφάρμοσαν πολιτικές, προκειμένου να τον περιορίσουν. Το περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των αγορών προϊόντων-υπηρεσιών αποδυναμώνει τις πιέσεις που μπορούν να ασκηθούν σε μια κυβέρνηση από τις επιχειρήσεις, καθώς το εσωτερικό επιχειρηματικό περιβάλλον δεν είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικό. Ο βαθμός κορπορατισμού των οικονομιών αυτών δεν είναι υψηλός, ενώ η περιοριστική ΝΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 90 δυσχεραίνει τη μεταρρύθμιση του θεσμικού status quo, καθώς οι δρώντες, ιδίως οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας, είναι μεροληπτικοί υπέρ αυτού. Η υπόθεση του μονοπατιού εξάρτησης ως παράγοντας που συμβάλλει στη διατήρηση του θεσμικού status quo 254

273 διατηρείται και σε αυτό το πεδίο ρύθμισης της αγοράς εργασίας, καθώς η ΝΠΑ παρέμεινε περιοριστική καθ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Ο δεύτερος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.45) που αποτελεί ικανή συνθήκη της περιοριστικής ΝΠΑ αποτελείται το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς προϊόντων-υπηρεσιών (fspmr), τον χαμηλό βαθμό κατάτμησης της αγοράς εργασίας (fslongunandtemp), τον υψηλό βαθμό κορπορατισμού της οικονομίας (fscorp) και την περιοριστική ΝΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 90 (~fsepl90). Ο δείκτης κάλυψης του συνδυασμού είναι 0,34 (υψηλότερος του 0,30) και ισχύει στις αγορές εργασίας της Αυστρίας και της Σουηδίας, των οποίων ο βαθμός κατάτμησης δεν είναι υψηλός. Αυτό σημαίνει ότι η διατήρηση του θεσμικού status quo δεν θα πρέπει να αποδοθεί στη διστακτικότητα των κυβερνήσεών τους, αλλά στις συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών που διέπουν τη λειτουργία των αγορών εργασίας τους, αλλά και με το ευρύτερο ρυθμιστικό και οικονομικό πλαίσιο. Η ΝΠΑ των αγορών εργασίας της Αυστρίας και της Σουηδίας ήταν επίσης περιοριστικές στις αρχές της δεκαετίας του 90, αναδεικνύοντας, για μια ακόμη φορά, την επίδραση του μονοπατιού εξάρτησης στη μεταρρυθμιστική διαδικασία και στο μακροχρόνιο χαρακτήρα των συμπληρωματικών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών τους. Ο βαθμός κορπορατισμού των οικονομιών αυτών είναι υψηλός, καθιστώντας τους δρώντες δεκτικούς στη λειτουργία θεσμών της αγοράς εργασίας με αναδιανεμητικά χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα όταν αυτοί δεν επηρεάζουν αρνητικά τις επιδόσεις των αγορών εργασίας τους (βλ. χαμηλό βαθμό κατάτμησης των αγορών εργασίας). Οι κυβερνήσεις της Σουηδίας και της Αυστρίας μπορεί να μην μεταρρύθμισαν τη ΝΠΑ, αφήνοντάς την περιοριστική καθ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, ωστόσο δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως διστακτικές, μιας και ο βαθμός κατάτμησης της αγοράς εργασίας τους είναι περιορισμένος. Ο τρίτος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.45) αποτελείται από το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των αγορών προϊόντων-υπηρεσιών (fspmr), το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (fsunben05), τον υψηλό βαθμό κορπορατισμού της οικονομίας (fscorp) και την περιοριστική ΝΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 90 (~fsepl90). Ο δείκτης κάλυψης του συνδυασμού αυτού είναι 0,43, ο οποίος είναι και ο υψηλότερος μεταξύ των δεικτών κάλυψης όλων των συνδυασμών επεξηγηματικών παραγόντων είτε πρόκειται για περιοριστική είτε για ήπια ΝΠΑ. Ο συνδυασμός αυτός ισχύει στις περιπτώσεις της Ολλανδίας, της Φινλανδίας και της Γερμανίας. Ο βαθμός κορπορατισμού των οικονομιών αυτών είναι υψηλός, όπως γενναιόδωρα είναι και τα συστήματα αποζημίωσης των ανέργων τους. Αυτό σημαίνει ότι η ασφάλεια των εργαζομένων επιτυγχάνεται μέσω της χορήγησης υψηλών επιδομάτων ανεργίας (εισοδηματική ασφάλεια), αλλά και μέσω της περιοριστικής ΝΠΑ (διατήρησης της θέσης εργασίας). Παρά το ήπιο 255

274 ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών δεν προώθησαν μεταρρυθμίσεις που θα καθιστούσαν περισσότερο ευέλικτη τη λειτουργία των αγορών εργασίας τους. Το κόστος αντικατάστασης των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας είναι υψηλό, καθώς το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρο και η ΝΠΑ περιοριστική, ενισχύοντας τη διαπραγματευτική τους θέση έναντι των επιχειρήσεων σε σχέση με τις μεταρρυθμιστικές επιλογές των κυβερνήσεών τους Οι ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες της μεταρρύθμισης των ΕΠΑ Στην υποενότητα που ακολουθεί διερευνώνται οι επεξηγηματικοί παράγοντες που αποτελούν ικανές ή και αναγκαίες συνθήκες των υψηλών, αλλά και των χαμηλών δαπανών για ΕΠΑ. Θέση αποτελέσματος επέχει το ποσοστό των δαπανών για ΕΠΑ ως προς το ΑΕΠ το Ως δαπάνες για ΕΠΑ θεωρούνται αυτές που προορίζονται για τις υπηρεσίες ευρέσεως απασχόλησης, τα προγράμματα κατάρτισης του εργατικού δυναμικού, ενίσχυσης και επιδότησης της απασχόλησης καθώς και έναρξης νέων επιχειρήσεων. Οι επιπτώσεις των ΕΠΑ στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας αναλύθηκαν εκτενώς σε προηγούμενο κεφάλαιο. Επιγραμματικά αναφέρονται οι κυριότερες εξ αυτών: διευκόλυνση των ροών από την ανεργία στην απασχόληση, βελτίωση των επαγγελματικών προοπτικών του εργατικού δυναμικού, ιδίως των εκτός των τειχών της αγοράς εργασίας, περιορισμός του κόστους αντικατάστασης των καλώς τοποθετημένων και αποτελεσματικότερη σύζευξη μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας. Οι δαπάνες για ΕΠΑ ως ποσοστό του ΑΕΠ στις υπό εξέταση αγορές εργασίας κυμαίνονται από 0,05% στην Ελλάδα έως 1,75% στη Δανία (πίνακας 5.46). Όταν το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο του 1,65%, τότε η αγορά εργασίας εντάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι υψηλές, όταν το ποσοστό είναι μικρότερο του 0,05% τότε οι αγορές εργασίας εντάσσονται στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι χαμηλές, ενώ όταν το ποσοστό είναι 0,85% δεν εντάσσεται σε κανένα από τα παραπάνω σύνολα. 256

275 Πίνακας 5.46: Οι δαπάνες για ΕΠΑ το 2005 και η αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Χώρες Οι δαπάνες για ΕΠΑ ως ποσοστό του ΑΕΠ (2005) * fsalmp05 Αυστρία 0,64 0,31 Βέλγιο 1,08 0,7 Γαλλία 0,91 0,56 Γερμανία 0,97 0,61 Δανία 1,75 0,97 Ελλάδα 0,05 0,05 ΗΒ 0,49 0,21 Ιρλανδία 0,63 0,3 Ισπανία 0,78 0,43 Ιταλία 0,54 0,24 Ολλανδία 1,32 0,85 Πορτογαλία 0,69 0,35 Σουηδία 1,32 0,85 Φινλανδία 0,90 0,55 * Τα στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ Παρακάτω εξετάζεται αν το χαμηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας και το υψηλό ποσοστό απασχόλησης (fslongunandempl), η ήπια ΝΠΑ (fsepl05), η χαμηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (fstax), ο υψηλός βαθμός ανοίγματος της οικονομίας (fsopen), οι υψηλές δαπάνες για ΕΠΑ το 1990 (fsalmp90) και το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (fsunben05) αποτελούν ικανές ή και αναγκαίες συνθήκες των υψηλών δαπανών για ΕΠΑ το 2005 (fsalmp05). Δηλαδή, fslongunandempl*fsepl05*fstax*fsopen*fsunben05*fsalmp90 fsalmp05 Μεταξύ των επεξηγηματικών παραγόντων που επιλέγονται προς διερεύνηση είναι το ύψος των δαπανών για ΕΠΑ στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου, προκειμένου να ελεγχθεί κατά πόσο την εξέλιξή τους κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Ο βαθμός ανοίγματος της οικονομίας κατατάσσεται στην κατηγορία των επεξηγηματικών παραγόντων από τους οποίους ελέγχεται η επίδραση των εξωτερικών συμπληρωματικών σχέσεων στη μεταρρυθμιστική διαδικασία. Η φορολόγηση της εργασίας, η γενναιοδωρία του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων και η ΝΠΑ κατατάσσονται στην κατηγορία των επεξηγηματικών παραγόντων από τους οποίους ελέγχεται η επίδραση των συμπληρωματικών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας (εσωτερικές συμπληρωματικές σχέσεις) στην εφαρμογή ενεργητικών πολιτικών για την απασχόληση. Τέλος, οι επιδόσεις της αγοράς εργασίας από τις οποίες θα προκύψει ο μεταρρυθμιστικός δισταγμός ή η τόλμη των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων όσον αφορά τις ΕΠΑ, είναι τα ποσοστά απασχόλησης και μακροχρόνιας ανεργίας, που αμφότερα επηρεάζονται από τις εν λόγω πολιτικές. 257

276 Μία από τις σημαντικότερες επιπτώσεις των ΕΠΑ, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενα κεφάλαια είναι η μείωση της μακροχρόνιας ανεργίας και η αύξηση της απασχόλησης. Τα μέσα ποσοστά απασχόλησης μεταξύ των δεκατεσσάρων ευρωπαϊκών αγορών εργασίας την περίοδο κυμαίνονται από 54% στην Ιταλία έως 75 % στη Δανία (πίνακας 5.47). Όταν σε μια αγορά εργασίας το ποσοστό απασχόλησης είναι υψηλότερο του 75%, τότε η αγορά αυτή εντάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών, στις οποίες το ποσοστό απασχόλησης είναι υψηλό, ενώ όταν είναι μικρότερο του 55% τότε εντάσσεται στο σύνολο των αγορών εργασίας στις οποίες το ποσοστό απασχόλησης είναι χαμηλό. Όταν το ποσοστό απασχόλησης είναι 70%, τότε η αγορά εργασίας δεν εντάσσεται σε κανένα από τα παραπάνω σύνολα. Πίνακας 5.47: Τα μέσα ποσοστά απασχόλησης και η αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Χώρες Τα μέσα ποσοστά απασχόλησης ( ) * fsempl Αυστρία 68 0,4 Βέλγιο 65 0,27 Γαλλία 61 0,14 Γερμανία 65 0,27 Δανία 75 0,95 Ελλάδα 56 0,06 ΗΒ 71 0,65 Ιρλανδία 59 0,1 Ισπανία 54 0,04 Ιταλία 54 0,04 Ολλανδία 68 0,4 Πορτογαλία 67 0,35 Σουηδία 74 0,92 Φινλανδία 66 0,31 * Τα στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ. Οι μέσοι όροι της περιόδου έχουν υπολογισθεί. Ο βαθμός ένταξης κάθε περίπτωσης στην τομή δύο συνόλων ασαφούς λογικής (logical and) είναι ο μικρότερος από τους βαθμούς ένταξης στα δύο επί μέρους σύνολα ασαφούς λογικής. Στην τρίτη στήλη του πίνακα 5.48 περιλαμβάνονται οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στην τομή των συνόλων ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας που το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι χαμηλό και το ποσοστό απασχόλησης υψηλό. Από αυτόν τον επεξηγηματικό παράγοντα θα προκύψουν, πιθανές, ενδείξεις μεταρρυθμιστικού δισταγμού εκ μέρους των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Αν για παράδειγμα, μια αγορά εργασίας εντάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών, στις οποίες οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι περιορισμένες ενώ παράλληλα το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι χαμηλό και το ποσοστό απασχόλησης υψηλό, οι χαμηλές δαπάνες για ΕΠΑ δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν στο 258

277 μεταρρυθμιστικό δισταγμό των κυβερνήσεων. Αντίθετα, αν σε μια αγορά εργασίας το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι υψηλό και το ποσοστό απασχόλησης χαμηλό, ενώ οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι περιορισμένες, η μεταρρυθμιστική δυσπραγία μπορεί να αποδοθεί στη διστακτικότητα των κυβερνήσεων. Πίνακας 5.48: Οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στην τομή των συνόλων ασαφούς λογικής της χαμηλής μακροχρόνιας ανεργίας και της υψηλής απασχόλησης Χώρες fslongun * fsempl ** fslongunandempl Αυστρία 0,9 0,4 0,4 Βέλγιο 0,07 0,27 0,07 Γαλλία 0,37 0,14 0,14 Γερμανία 0,19 0,27 0,19 Δανία 0,9 0,95 0,9 Ελλάδα 0,1 0,06 0,06 ΗΒ 0,65 0,65 0,65 Ιρλανδία 0,13 0,1 0,1 Ισπανία 0,17 0,04 0,04 Ιταλία 0,04 0,04 0,04 Ολλανδία 0,27 0,4 0,27 Πορτογαλία 0,28 0,35 0,28 Σουηδία 0,95 0,92 0,92 Φινλανδία 0,86 0,31 0,31 *Οι τιμές του δείκτη προέρχονται από τον πίνακα 5.34 * Οι τιμές του δείκτη προέρχονται από τον πίνακα 5.47 Το σύστημα χορήγησης επιδομάτων ανεργίας, αλλά και η ΝΠΑ αποτελούν δύο θεσμούς τα αγοράς εργασίας που μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά με τις ΕΠΑ. Το γενναιόδωρο σύστημα χορήγησης επιδομάτων ανεργίας αυξάνει την αποδοτικότητα των ΕΠΑ, παρέχοντας την ευχέρεια στους ανέργους να συμμετέχουν σε προγράμματα που εφαρμόζονται στο πλαίσιο των ενεργητικών πολιτικών, ενώ παράλληλα η ήπια ΝΠΑ ευνοεί τις ροές από την ανεργία στην απασχόληση ενισχύοντας τα οφέλη που προκύπτουν από τις πολιτικές αυτές. Οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων (δεκατέσσερις αγορές εργασίας) στα σύνολά ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες η ΝΠΑ είναι ήπια (fsepl05) και το σύστημα χορήγησης επιδομάτων ανεργίας γενναιόδωρο (fsunben05) είναι αυτοί που χρησιμοποιήθηκαν παραπάνω και περιλαμβάνονται στους πίνακες 5.33 και 5.19 αντίστοιχα. Η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας είναι ένας άλλος πιθανός προσδιοριστικός παράγοντας των δαπανών για ΕΠΑ. Η σχέση μεταξύ του ύψους των δαπανών για ΕΠΑ και της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας εξαρτάται και από άλλα χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας, όπως για 259

278 παράδειγμα η ΝΠΑ και γενικότερα η διαπραγματευτική ισχύς των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας. Όπως περιγράφηκε αναλυτικά σε προηγούμενο κεφάλαιο οι προτιμήσεις των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας εξαρτώνται, μεταξύ άλλων, από την πιθανή αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, που ενδεχομένως προκληθεί προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι ΕΠΑ. Συνεπώς, όσο περιοριστική είναι η ΝΠΑ και όσο μεγαλύτερη η διαπραγματευτική δύναμη των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας, τόσο εντονότερα θα αντιστέκονται σε μια ενδεχόμενη αύξηση των δαπανών για ΕΠΑ. Επιπλέον, η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας επηρεάζει την οικονομική αποδοτικότητα της εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι μια αύξηση των δαπανών για ΕΠΑ περιορισμένο αποτέλεσμα θα έχει αν η εργασία δεν είναι οικονομικά ελκυστική. Ως επεξηγηματικός παράγοντας θα χρησιμοποιηθεί η μέση φορολογική επιβάρυνση της εργασίας την περίοδο Οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες η φορολογική επιβάρυνση είναι υψηλή είναι αυτοί που χρησιμοποιήθηκαν και παραπάνω (πίνακας 5.24). Το ποσοστό των δαπανών για ΕΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 90, ως επεξηγηματικός παράγοντας δείχνει κατά πόσο το αρχικό επίπεδο δαπανών για ΕΠΑ επηρεάζει την εξέλιξή τους κατά την περίοδο Οι δαπάνες για ΕΠΑ ως ποσοστό του ΑΕΠ στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου κυμαίνονται από 0,18% του ΑΕΠ στην Ελλάδα έως 1,68% στη Σουηδία (πίνακας 5.49). Όταν το ποσοστό ατό είναι μικρότερο του 0,20% τότε η αγορά εργασίας εντάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες οι δαπάνες για ΕΠΑ στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου ήταν περιορισμένες. Αντίθετα, όταν το ποσοστό των συγκεκριμένων δαπανών ως προς το ΑΕΠ είναι υψηλότερο του 1,5%, τότε η αγορά εργασίας εντάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής εκείνων των αγορών, στις οποίες οι δαπάνες για ΕΠΑ ήταν υψηλές. Τέλος όταν το ποσοστό αυτό είναι 0,9% δεν εντάσσεται σε κανένα από τα παραπάνω σύνολα. 260

279 Πίνακας 5.49: Οι δαπάνες για ΕΠΑ το 1990 και η αναγωγή της στην κλίμακα 0-1 Χώρες Οι δαπάνες για ΕΠΑ ως ποσοστό του ΑΕΠ (1990) * fsalmp90 Αυστρία 0,31 0,07 Βέλγιο 1,03 0,66 Γαλλία 0,73 0,33 Γερμανία 0,80 0,39 Δανία 1,26 0,86 Ελλάδα 0,18 0,04 ΗΒ 0,44 0,12 Ιρλανδία 1,07 0,7 Ισπανία 0,78 0,37 Ιταλία 0,22 0,05 Ολλανδία 1,27 0,86 Πορτογαλία 0,48 0,14 Σουηδία 1,68 0,98 Φινλανδία 0,84 0,44 *Τα στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ. Οι μέσοι όροι της περιόδου έχουν υπολογισθεί. Ένας άλλος, πιθανός, επεξηγηματικός παράγοντας του ύψους των δαπανών για ΕΠΑ είναι ο βαθμός ανοίγματος της οικονομίας. Ο υψηλός βαθμός έκθεσης μιας οικονομίας στο διεθνή ανταγωνισμό αυξάνει τις πιέσεις για την εφαρμογή πολιτικών στην αγορά εργασίας που ευνοούν την κινητικότητα της εργασίας, μεταξύ των οποίων είναι τα προγράμματα επανακατάρτισης των ανέργων και εκσυγχρονισμού των προσόντων του εργατικού δυναμικού. Όμως, είναι πιθανόν ένας υψηλός βαθμός ανοίγματος της οικονομίας να προκαλέσει πιέσεις αύξησης των δαπανών για παθητικές πολιτικές απασχόλησης, και ενδεχομένως εις βάρος των ενεργητικών προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αναδιανεμητικές επιπτώσεις που προκύπτουν από το διεθνή ανταγωνισμό (Vis:2009). Ως δείκτης του βαθμού ανοίγματος της οικονομίας θα χρησιμοποιηθεί το μερίδιο του μέσου όρου των εισαγωγών και εξαγωγών της οικονομίας ως προς το ΑΕΠ της περιόδου (πίνακας 5.50). Το μερίδιο αυτό κυμαίνεται από 22,89% στην Ιταλία έως 73,01% στο Βέλγιο. Όταν ο μέσος όρος του μέσου μεριδίου εισαγωγών και εξαγωγών ως προς το ΑΕΠ της περιόδου σε μια οικονομία είναι υψηλότερος του 60% τότε αυτή μπορεί να ενταχθεί στο σύνολο ασαφούς λογικής των ανοιχτών οικονομιών, ενώ όταν είναι μικρότερος του 25% η οικονομία μπορεί να ταξινομηθεί στο σύνολο ασαφούς λογικής των κλειστών οικονομιών. Τέλος, όταν το εν λόγω μερίδιο είναι 40% δεν εντάσσεται σε κανένα από τα παραπάνω σύνολα. 261

280 Πίνακας 5.50: Μερίδιο εισαγωγών και εξαγωγών ως προς το ΑΕΠ και η αναγωγή της στην κλίμακα 0-1 Χώρες Μέσο μερίδιο εισαγωγών & εξαγωγών ως προς το ΑΕΠ ( ) * fsopen Αυστρία 41,09 0,54 Βέλγιο 73,01 0,99 Γαλλία 24,11 0,04 Γερμανία 28,79 0,1 Δανία 38,81 0,44 Ελλάδα 25,14 0,05 ΗΒ 26,88 0,07 Ιρλανδία 72,87 0,99 Ισπανία 24,46 0,04 Ιταλία 22,89 0,03 Ολλανδία 59,04 0,95 Πορτογαλία 32,24 0,17 Σουηδία 37,18 0,36 Φινλανδία 32,66 0,19 * Τα στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ. Οι μέσοι όροι της περιόδου έχουν υπολογισθεί. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.51 δεν υπάρχει κάποιος επεξηγηματικός παράγοντας, ο οποίος να αποτελεί αναγκαία συνθήκη τόσο των υψηλών όσο και των χαμηλών δαπανών για ΕΠΑ. Ωστόσο, οι χαμηλές δαπάνες για ΕΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 90 αποτελούν σχεδόν αναγκαία συνθήκη των χαμηλών δαπανών για ΕΠΑ το 2005 (δείκτης συνέπειας αναγκαίων συνθηκών: 0,92). Το ίδιο δεν συμβαίνει όμως, όσον αφορά τις υψηλές δαπάνες για ΕΠΑ. Πίνακας 5.51: Οι αναγκαίες συνθήκες των υψηλών (fsalmp05) και χαμηλών (~ fsalmp05) δαπανών για ΕΠΑ (δείκτες συνέπειας) fsalmp05 ~ fsalmp05 fsunben05 0, , fsepl05 0, , fstax 0, , fslongunandempl 0, , fsalmp90 0, , fsopen 0, , ~ fsunben05 0, , ~ fsepl05 0, , ~ fstax 0, , ~ fslongunandempl 0, , ~ fsalmp90 0, , ~ fsopen 0, ,

281 Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.53 υπάρχουν τρεις συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων, οι οποίοι αποτελούν ικανές συνθήκες των υψηλών δαπανών για ΕΠΑ και οι οποίοι προέκυψαν από την ελαχιστοποίηση του πίνακα αλήθειας Οι δείκτες κάλυψης και των τριών συνδυασμών είναι υψηλότεροι του 0,30, γεγονός που τους καθιστά αποδεκτούς, ενώ ο συνολικός δείκτης κάλυψης της λύσης είναι 0,75 και συνέπειας 0,95, δείκτες που αμφότεροι είναι υψηλοί. Πίνακας 5.52: Πίνακας Αλήθειας των υψηλών δαπανών για ΕΠΑ το 2005 fshighlong un and empl fsalmp90 fsopen fstax fsunben05 fsepl05 Αριθμός περιπτώσεων fsalmp Δείκτης συνέπειας , , , , , , , , , , , , Πίνακας 5.53: Οι ικανές συνθήκες των υψηλών δαπανών για ΕΠΑ (2005) Συνδυασμός Δείκτης Χώρες κάλυψης συνδυασμού 1 fsunben05*fstax*~fslongunandempl*~fsalmp90*~fsopen 0, Γαλλία, Φινλανδία, Γερμανία 2 fsunben05*fstax*fslongandempl*fsalmp90*~fsopen 0, Δανία, Σουηδία 3 fsunben05*fstax*~fslongandempl*fsalmp90*fsopen 0, Ολλανδία, Βέλγιο Δείκτης κάλυψης της λύσης: 0,747851, Δείκτης συνέπειας της λύσης: 0, Ο πρώτος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.53), αποτελείται από το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (fsunben05), την υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (fstax), τις περιορισμένες δαπάνες για ΕΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 90 (~fsalmp90) και τον χαμηλό βαθμό ανοίγματος της οικονομίας (~fsopen). Χώρες των οποίων οι βαθμοί ένταξης στη λογική τομή των παραπάνω επεξηγηματικών παραγόντων είναι υψηλότεροι του 0,50 αλλά και μεγαλύτεροι από το βαθμό ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος είναι η Γαλλία, η Φινλανδία και η Γερμανία. Οι χώρες αυτές κατατάσσονται εκτός του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι χαμηλό και το ποσοστό απασχόλησης υψηλό (~fslongunandempl). Αυτό σημαίνει ότι τα υπόλοιπα θεσμικά χαρακτηριστικά των αγορών εργασίας τους, αμβλύνουν τις θετικές επιδράσεις των υψηλών δαπανών 263

282 για ΕΠΑ στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Τα γενναιόδωρα συστήματα αποζημίωσης των ανέργων, σε συνδυασμό με την υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, αλλά και την αυστηρή ΝΠΑ περιορίζουν την οικονομική αποδοτικότητα της εργασίας όπως και τα κίνητρα των ανέργων για αναζήτηση εργασίας. Στις συγκεκριμένες αγορές εργασίας οι δαπάνες για ΕΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του 90, ήταν χαμηλές, ενώ το 2005 υψηλές. Παρά την αύξηση των δαπανών για ΕΠΑ στις αγορές της Γαλλίας, της Φινλανδίας και της Γερμανίας, οι κυβερνήσεις τους δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως τολμηρές, δεδομένου ότι οι άλλοι θεσμοί της αγοράς εργασίας περιορίζουν την αποτελεσματικότητά τους. Ο δεύτερος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.53) αποτελείται από το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (fsunben05), την υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (fstax), τις υψηλές δαπάνες για ΕΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 90 (fsalmp90) και το χαμηλό βαθμό ανοίγματος της οικονομίας (~fsopen). Ο συνδυασμός αυτός ισχύει στις περιπτώσεις της Δανίας και της Σουηδίας, οι οποίες είναι πλήρη μέλη του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες η μακροχρόνια ανεργία είναι χαμηλή και το ποσοστό απασχόλησης υψηλό (fslongandempl). Ο συνδυασμός αυτός ισχύει στις περιπτώσεις της Δανίας και της Σουηδίας, των οποίων οι βαθμοί ένταξής τους στη λογική τομή των παραπάνω επεξηγηματικών παραγόντων είναι υψηλότεροι του 0,50, αλλά και των βαθμών συμμετοχής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος (fsalmp05) και διαφέρει ως προς τον προηγούμενο σε δύο επεξηγηματικούς παράγοντες: πρώτον στο χαμηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας και το υψηλό ποσοστό απασχόλησης και δεύτερον στις υψηλές δαπάνες για ΕΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 90. Θα μπορούσε ενδεχομένως να διατυπωθεί το συμπέρασμα ότι οι θετικές επιπτώσεις των ΕΠΑ στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας εμφανίζονται μακροχρόνια, παρά βραχυχρόνια, καθώς στις αγορές εργασίας της Σουηδίας και της Δανίας οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι υψηλές καθ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου 27. Ο μακροχρόνιος χαρακτήρας των υψηλών δαπανών για ΕΠΑ ευνοεί την προσαρμογή των προγραμμάτων στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αγορών εργασίας. Ο τρίτος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.53) αποτελείται από το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (fsunben05), την υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (fstax), τις υψηλές δαπάνες για ΕΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 90 (fsalmp) και τον υψηλό βαθμό ανοίγματος των οικονομιών (fsopen). Ο συνδυασμός αυτός ισχύει στις περιπτώσεις της Ολλανδίας και του Βελγίου, οι αγορές εργασίας των οποίων δεν είναι πλήρη μέλη του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι χαμηλό και ποσοστό 27 Ενδεχομένως οι θετικές επιδράσεις των ΕΠΑ στις επιδόσεις των αγορών εργασίας της Δανίας και της Σουηδίας να προκύπτουν και από το είδος των προγραμμάτων που αυτές εφαρμόζουν και το οποίο δεν αντανακλάται από το ύψος των δαπανών. 264

283 απασχόλησης υψηλό. Το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων σε συνδυασμό με την υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας μειώνουν την οικονομική αποδοτικότητα της εργασίας και περιορίζουν τις θετικές επιπτώσεις των ΕΠΑ. Οι κυβερνήσεις της Ολλανδίας και του Βελγίου, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως διστακτικές, καθώς δεν προωθούν μεταρρυθμίσεις σε άλλους θεσμούς της αγοράς εργασίας προκειμένου να βελτιώσουν την αποδοτικότητα των ΕΠΑ. Πίνακας 5.54: Πίνακας αλήθειας των χαμηλών δαπανών για ΕΠΑ το 2005 fshighlonun and empl fsalmp90 fsopen fstax fsunben05 fsepl05 Αριθμός περιπτώσεων ~fsalmp Δείκτης συνέπειας , , , , , , , , , , , , Στον πίνακα 5.55 περιλαμβάνονται οι ικανές συνθήκες των περιορισμένων δαπανών για ΕΠΑ (~fsalmp05). Πρόκειται για πέντε συνδυασμούς, εκ των οποίων μόνον οι δύο πρώτοι είναι αποδεκτοί (δείκτης κάλυψης >0,30). Οι συνολικοί δείκτες κάλυψης και συνέπειας της λύσης είναι 0,80 και 0,95 αντίστοιχα. Ο πρώτος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.55) αποτελείται από την περιοριστική ΝΠΑ το 2005 (~fsepl05), τη χαμηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (~fstax), τις χαμηλές δαπάνες για ΕΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 90 (~fsalmp90) και το χαμηλό βαθμό ανοίγματος των οικονομιών (~fsopen). Ο συνδυασμός αυτός ισχύει στις περιπτώσεις της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας, οι αγορές εργασίας των οποίων κατατάσσονται εκτός του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες η μακροχρόνια ανεργία είναι χαμηλή και το ποσοστό απασχόλησης υψηλό. Τα οφέλη από τις (έστω και περιορισμένες) δαπάνες για ΕΠΑ αμβλύνονται από την περιοριστική ΝΠΑ. Η χαμηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας μπορεί να αυξάνει την οικονομική αποδοτικότητα της εργασίας, αλλά η περιοριστική ΝΠΑ και οι χαμηλές δαπάνες για ΕΠΑ περιορίζουν την αύξηση της προσφοράς εργασίας και τις ροές από την ανεργία στην απασχόληση. Οι δαπάνες για ΕΠΑ στις εν λόγω αγορές εργασίας παρέμειναν χαμηλές καθ όλη τη διάρκεια της περιόδου Οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως διστακτικές στο βαθμό που όχι μόνο δεν αυξάνουν τις δαπάνες για ΕΠΑ, αλλά παράλληλα δεν προωθούν μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας τους, οι οποίες θα αύξαναν τις 265

284 θετικές επιπτώσεις των πολιτικών αυτών (ΕΠΑ), μέσω της συμπληρωματικής λειτουργίας των θεσμών που διέπουν την αγορά εργασίας. Ο δεύτερος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.55) παρατηρείται στην Ιταλία και αποτελείται από την ήπια ΝΠΑ το 2005 (fsepl05), την υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (fstax), τις περιορισμένες δαπάνες για ΕΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 90 (~fsalmp90) και το χαμηλό βαθμό ανοίγματος της οικονομίας (~fsopen). Παράλληλα η αγορά εργασίας της Ιταλίας κατατάσσεται εκτός του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες η μακροχρόνια ανεργία είναι χαμηλή και το ποσοστό απασχόλησης υψηλό γεγονός που φανερώνει μεταρρυθμιστικό δισταγμό εκ μέρους των ιταλικών κυβερνήσεων. Πίνακας 5.55: Οι ικανές συνθήκες των χαμηλών δαπανών για ΕΠΑ (2005) Συνδυασμός Δείκτης Χώρες κάλυψης συνδυασμού 1 ~fsepl05*~fstax*~fslongunandempl*~fsalmp90*~fsopen 0, Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα 2 fsepl05*fstax*~fslobgunandfsempl*~fsalmp90*~fsopen 0, Ιταλία 3 ~fsunben05*~fsepl05*fstax*~fslongunandempl*~fsalmp90*fsopen 0, Αυστρία 4 ~fsunben05*fsepl05*~fstax*fslongunandempl*~fsalmp90*~fsopen 0, ΗΒ 5 ~fsunben05*fsepl05*~fstax*~fslongandfsempl*fsalmp90*fsopen 0, Ιρλανδία Δείκτης κάλυψης της λύσης: 0,793447, Δείκτης συνέπειας της λύσης: 0, Οι ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες της μεταρρύθμισης του συστήματος διαπραγμάτευσης των μισθών Στο σημείο αυτό εξετάζονται συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων που αποτελούν ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες του κεντρικού και του αποκεντρωμένου επιπέδου διαπραγμάτευσης των μισθών το Οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων σε επίπεδο επιχείρησης, κλάδου, οικονομίας. Επίσης, είναι πιθανόν να εφαρμόζεται και ένας συνδυασμός επιπέδων διαπραγμάτευσης. Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο κεφάλαιο η διαπραγμάτευση των μισθών σε κεντρικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο επιχείρησης είναι πιο ευνοϊκή για τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας σε σχέση με τον καθορισμό των μισθών σε κλαδικό-ενδιάμεσο επίπεδο. Ωστόσο, η διαπραγμάτευση των μισθών σε ενδιάμεσο επίπεδο μπορεί να επηρεάσει τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας κατά τρόπο ανάλογο με την κεντρική διαπραγμάτευση των μισθών, 266

285 όταν ο βαθμός συντονισμού είναι υψηλός (Du Caju et al. 2008:15, Soskice 1990). Συντονισμός του συστήματος διαπραγμάτευσης των μισθών δεν υφίσταται όταν οι μισθοί καθορίζονται ελεύθερα κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, ενώ όταν υφίστανται μπορεί να λάβει τη μορφή κάθετου (συντονισμός μεταξύ διαφορετικών επιπέδων διαπραγμάτευσης) ή οριζόντιου συντονισμού (συντονισμός της διαδικασίας ανά επίπεδο διαπραγμάτευσης για το σύνολο των κλάδων ή των επιχειρήσεων). Ο υψηλότερος βαθμός συντονισμού της διαδικασίας υφίστανται όταν το κράτος καθορίζει απευθείας και για το σύνολο της οικονομίας το ύψος των κατώτατων αποδοχών. Ως αποτέλεσμα θα χρησιμοποιηθεί το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών στις υπό εξέταση δεκατέσσερις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας. Τα στοιχεία του πίνακα 40 προέρχονται από το Ινστιτούτο AIAS (Institute for Advanced Labour Studies AIAS) και τη βάση δεδομένων ICTWSS (Database on Institutional Characteristics of Trade Unions, Wage Setting, State Intervention and Social Pacts) 28, σύμφωνα με την οποία οι μισθοί, σε μια αγορά εργασίας, αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε: κεντρικό επίπεδο για το σύνολο της οικονομίας. Οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ κεντρικών ενώσεων εργοδοτών και συνδικάτων ή το κράτος καθορίζει τα ανώτατα μισθολογικά κλιμάκια και την αύξηση ή σταθεροποίησή τους (επίπεδο διαπραγμάτευσης:5). επίπεδο κλάδου και οικονομίας. Οι βασικότερες ενώσεις εργοδοτών και τα σημαντικότερα συνδικάτα διαπραγματεύονται τους μισθούς, καθορίζοντας την εξέλιξη των μισθών για το σύνολο της οικονομίας (επίπεδο διαπραγμάτευσης: 4). επίπεδο κλάδου, με περιορισμένο ρόλο των κεντρικών εργοδοτικών ενώσεων εργοδοτών και συνδικάτων, αλλά και περιορισμένη χρήση διαπραγματεύσεων σε επίπεδο επιχείρησης (επίπεδο διαπραγμάτευσης: 3). επίπεδο κλάδου, αλλά και επιχείρησης, με περιορισμένη ισχύ των συμφωνιών που συνάπτονται σε κλαδικό επίπεδο (επίπεδο διαπραγμάτευσης: 2 ). επίπεδο επιχείρησης (επίπεδο διαπραγμάτευσης: 1). Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.56 μόνο στο ΗΒ οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και καθορίζονται σε επίπεδο επιχείρησης, ενώ αντίθετα μόνο στην Ιρλανδία οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται σε αμιγώς κεντρικό επίπεδο. Στις περισσότερες αγορές εργασίας, το 2005, οι μισθοί αποτελούσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε επίπεδο κλάδου και οικονομίας (επίπεδο διαπραγμάτευσης 4). Όταν το επίπεδο διαπραγμάτευσης είναι 5, τότε η αγορά εργασίας 28 Η βάση δεδομένων είναι του 2009 και είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα: 267

286 είναι πλήρες μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο κεντρικής διαπραγμάτευσης, ενώ όταν το επίπεδο διαπραγμάτευσης είναι 1, τότε η αγορά εργασίας εντάσσεται στο αντίθετο σύνολο ασαφούς λογικής, δηλαδή σε αυτό όπου οι μισθοί καθορίζονται σε αποκεντρωμένο επίπεδο. Όταν το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών σε μια αγορά εργασίας είναι 3 (κυρίως επίπεδο κλάδου), 4 (επίπεδο κλάδου) ή 5 (επίπεδο επιχείρησης) τότε αυτή εντάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο κεντρικής διαπραγμάτευσης. Αντίθετα, όταν το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών είναι 2 (επίπεδο κλάδου-επιχείρησης ή 1 (επίπεδο επιχείρησης), τότε η αγορά εργασίας δεν εντάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες οι μισθοί καθορίζονται σε κεντρικό επίπεδο. Πίνακας 5.56: Τα επίπεδα διαπραγμάτευσης των μισθών και η αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Χώρες Επίπεδο διαπραγμάτευσης μισθών fswb (AIAS)* Αυστρία 4 0,86 Βέλγιο 5 0,95 Γαλλία 2 0,27 Γερμανία 4 0,86 Δανία 3 0,65 Ελλάδα 4 0,86 ΗΒ 1 0,05 Ιρλανδία 5 0,95 Ισπανία 4 0,86 Ιταλία 4 0,86 Ολλανδία 4 0,86 Πορτογαλία 3 0,65 Σουηδία 3 0,65 Φινλανδία 4 0,86 * Institute for Advanced Labour Studies AIAS Παρακάτω, εξετάζεται αν οι μετριασμένες μισθολογικές αυξήσεις και το χαμηλό ποσοστό ανεργίας της περιόδου (fsincrwagandun), η κεντρική διαπραγμάτευση των μισθών στις αρχές της δεκαετίας του 90 (fswb90), η περιοριστική ΝΠΑ (fshighepl05) και το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (fshigheplandunben), ο υψηλός βαθμός συντονισμού της διαδικασίας διαπραγμάτευσης των μισθών (fscoord) και ήπιο το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών (fspmr) αποτελούν ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες της κεντρικής διαπραγμάτευσης των μισθών το 2005 (fswb05). Δηλαδή, fsincrwageandun*fswb90*fscoord*fspmr*fshigheplandunben fswb05 268

287 Ο επεξηγηματικός παράγοντας από τον οποίο θα προκύψουν οι ενδείξεις μεταρρυθμιστικού δισταγμού ή τόλμης όσον αφορά την προώθηση μεταρρυθμίσεων στο συγκεκριμένο πεδίο ρύθμισης είναι ο συνδυασμός των μισθολογικών αυξήσεων με την εξέλιξη της ανεργίας (fsincrwageandun). Για παράδειγμα, αν το υφιστάμενο σύστημα καθορισμού των κατώτατων αμοιβών έχει ως αποτέλεσμα μια αύξηση των αποδοχών των εργαζομένων που με τη σειρά της επηρεάζει αρνητικά το ποσοστό ανεργίας της αγοράς εργασίας, τότε προκύπτουν για την κυβέρνηση ενδείξεις μεταρρυθμιστικού δισταγμού. Το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου (fswb90) αποτελεί έναν επεξηγηματικό παράγοντα, από τον οποίο θα προκύψει αν η προκατάληψη του status quo και η υπόθεση του μονοπατιού εξάρτησης επηρεάζουν τη μεταρρυθμιστική διαδικασία στο συγκεκριμένο πεδίο ρύθμισης. Ο βαθμός συντονισμού της διαδικασίας διαπραγμάτευσης των μισθών (fscoord), καθώς επίσης και ο συνδυασμός της περιοριστικής ΝΠΑ με το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (fshigheplandunben) αποτελούν θεσμούς της αγοράς εργασίας, με τους οποίους λειτουργεί συμπληρωματικά το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών. Τέλος, μεταξύ του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία της αγοράς προϊόντωνυπηρεσιών (fspmr) και του επιπέδου διαπραγμάτευσης των μισθών αναπτύσσονται (εξωτερικές) συμπληρωματικές σχέσεις, των οποίων η επίδραση στη μεταρρυθμιστική διαδικασία θα ελεγχθεί. Ο μέσος ρυθμός αύξησης των πραγματικών αποδοχών κυμαίνεται από 0,24% στην Ιταλία έως 2,22% στη Σουηδία (πίνακας 5.57). Όταν ο μέσος ρυθμός είναι μικρότερος του 1%, τότε η αγορά εργασίας είναι πλήρες μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες οι πραγματικές μισθολογικές αυξήσεις είναι μετριασμένες. Αντίθετα, όταν ο ρυθμός αύξησης των καθαρών αποδοχών είναι υψηλότερος του 2,1%, τότε η αγορά εργασίας εντάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες οι μισθολογικές αυξήσεις είναι έντονες. Τέλος, όταν ο ρυθμός αύξησης των καθαρών αποδοχών είναι 1,5%, η αγορά εργασίας δεν εντάσσεται σε κανένα από τα παραπάνω σύνολα. 269

288 Πίνακας 5.57: Οι μέσοι ρυθμοί αύξησης των πραγματικών αποδοχών της περιόδου και η αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Χώρες Μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των πραγματικών αποδοχών των εργαζομένων ( ) * fsincrwage Αυστρία 1,12 0,86 Βέλγιο 0,96 0,97 Γαλλία 0,96 0,97 Γερμανία 0,97 0,96 Δανία 1,35 0,45 Ελλάδα 1,62 0,23 ΗΒ 1,71 0,18 Ιρλανδία 1,69 0,19 Ισπανία 0,71 1 Ιταλία 0,24 1 Ολλανδία 0,91 0,98 Πορτογαλία 1,96 0,08 Σουηδία 2,22 0,03 Φινλανδία 1,13 0,85 *Commission EC (2004 β) Τα μέσα ποσοστά ανεργίας της περιόδου κυμαίνονται από 4,2% στην Αυστρία έως 14% στην Ισπανία (πίνακας 5.58). Όταν το ποσοστό ανεργίας είναι μικρότερο του 4%, τότε η αγορά εργασίας είναι πλήρες μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το ποσοστό ανεργίας είναι χαμηλό. Αντίθετα, όταν το ποσοστό ανεργίας είναι υψηλότερο του 12%, τότε η αγορά εργασίας εντάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το ποσοστό ανεργίας είναι υψηλό. Τέλος, όταν το ποσοστό ανεργίας είναι 8%, η αγορά εργασίας δεν εντάσσεται σε κανένα από τα παραπάνω σύνολα. Πίνακας 5.58: Τα μέσα ποσοστά ανεργίας της περιόδου και η αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Χώρες Μέσα ποσοστά ανεργίας ( ) * fsun Αυστρία 4,2 0,95 Βέλγιο 8,2 0,46 Γαλλία 9,9 0,19 Γερμανία 8,6 0,39 Δανία 6,1 0,81 Ελλάδα 9,5 0,25 ΗΒ 6,9 0,70 Ιρλανδία 9,2 0,29 Ισπανία 14,0 0,01 Ιταλία 9,7 0,22 Ολλανδία 4,7 0,92 Πορτογαλία 5,6 0,86 Σουηδία 6,6 0,74 Φινλανδία 11,0 0,10 * Τα στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ. Οι μέσοι όροι της περιόδου έχουν υπολογισθεί. 270

289 Στον πίνακα 5.59 περιλαμβάνονται οι βαθμοί ένταξης των αγορών εργασίας στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες οι αυξήσεις των αποδοχών είναι μετριασμένες και το ποσοστό ανεργίας χαμηλό (fsincrwagendun). Ο βαθμός ένταξης κάθε περίπτωσης στο συγκεκριμένο σύνολο είναι ο μικρότερος από τους βαθμούς ένταξής της στα δύο επί μέρους σύνολα. Πίνακας 5.59: Οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες το μέσο ποσοστό ανεργίας είναι χαμηλό και οι μισθολογικές διεκδικήσεις περιορισμένες. Χώρες fsincrwage* fsun ** fsincrwagndun Αυστρία 0,86 0,95 0,86 Βέλγιο 0,97 0,46 0,46 Γαλλία 0,97 0,19 0,19 Γερμανία 0,96 0,39 0,39 Δανία 0,45 0,95 0,45 Ελλάδα 0,23 0,25 0,23 ΗΒ 0,18 0,70 0,18 Ιρλανδία 0,19 0,29 0,19 Ισπανία 1 0,01 0,01 Ιταλία 1 0,22 0,22 Ολλανδία 0,98 0,92 0,92 Πορτογαλία 0,08 0,86 0,08 Σουηδία 0,03 0,74 0,03 Φινλανδία 0,85 0,10 0,10 * Οι τιμές του δείκτη προέρχονται από τον πίνακα 5.57 **Οι τιμές του δείκτη προέρχονται από τον πίνακα 5.58 Εκτός από το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών ο συντονισμός της διαδικασίας καθορισμού των μισθών εξαρτάται και από την ύπαρξη ή μη κατώτατου μισθού, την ανάμιξη του κράτους στη διαδικασία, αλλά και τον τρόπο καθορισμού του και εφαρμογής του στην αγορά εργασίας. Υπάρχουν οχτώ διαφορετικοί τρόποι καθορισμού, αλλά και εφαρμογής του κατώτατου μισθού στην αγορά εργασίας, οι οποίοι μπορούν να διαβαθμιστούν ανάλογα με το βαθμό συντονισμού που διασφαλίζουν στη διαδικασία καθορισμού των μισθών (Institute for Advanced Labour Studies AIAS): Μη ύπαρξη κατώτατου μισθού (βαθμός συντονισμού: 0) Οι κατώτατοι μισθοί καθορίζονται από συλλογικές διαπραγματεύσεις ή τριμερείς διαβουλεύσεις και ισχύουν σε ορισμένους τομείς της αγοράς εργασίας (βαθμός συντονισμού: 1). Οι κατώτατοι μισθοί προκύπτουν από εθνικές (διατομεακές) συμφωνίες μεταξύ ενώσεων εργοδοτών και εργαζομένων (βαθμός συντονισμού:2). 271

290 Ο εθνικός κατώτατος μισθός προκύπτει από συμφωνίες όπως στην παραπάνω περίπτωση, αλλά τίθεται σε ισχύ με νόμο του κράτους ή απόφαση του αρμόδιου υπουργού (βαθμός συντονισμού:3). Ο εθνικός κατώτατος μισθός προκύπτει από τριμερείς διαπραγματεύσεις (βαθμός συντονισμού: 4). Ο εθνικός κατώτατος μισθός προκύπτει από έναν σταθερό κανόνα (πχ τιμαριθμοποίηση) και ύστερα από διαβουλεύσεις ή διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων (βαθμός συντονισμού: 5). Ο εθνικός κατώτατος μισθός τίθεται από την κυβέρνηση ύστερα από τριμερείς διαβουλεύσεις (βαθμός συντονισμού:6). Ο εθνικός κατώτατος μισθός τίθεται από ειδική επιτροπή ή εμπειρογνώμονες (βαθμός συντονισμού: 7). Ο εθνικός κατώτατος μισθός τίθεται από την κυβέρνηση, όχι όμως με τη μορφή ενός σταθερού κανόνα (βαθμός συντονισμού: 8). Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, σε όποιο επίπεδο και αν αυτές διεξάγονται, δεν είναι ανεξάρτητο από τις παραπάνω μορφές συντονισμού της διαδικασίας καθορισμού των μισθών. Για παράδειγμα, υποστηρίζεται ότι όταν οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε επίπεδο κλάδου και ο βαθμός συντονισμού της οικονομίας είναι υψηλός, τότε τα παραγόμενα αποτελέσματα, όσον αφορά τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας είναι ανάλογα με αυτά που θα προέκυπταν από την κεντρική διαπραγμάτευση των μισθών (Soskice :1990) Ο βαθμός συντονισμού της διαδικασίας διαπραγμάτευσης των μισθών στις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας κυμαίνεται από 1 έως 7 (πίνακας 5.60). Όταν σε μια αγορά εργασίας ο βαθμός συντονισμού είναι 7, τότε αυτή είναι πλήρες μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες η διαδικασία καθορισμού των μισθών είναι συντονισμένη, ενώ όταν ο βαθμός συντονισμού είναι 0, τότε δεν αποτελεί μέλος του συνόλου αυτού. Μια αγορά εργασίας θα κατατάσσεται στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες υφίσταται συντονισμός στη διαδικασία διαπραγμάτευσης των μισθών όταν επεκτείνεται με νόμο ή υπουργική απόφαση σε όλη την οικονομία, δηλαδή όταν ο βαθμός συντονισμού είναι 3 ή μεγαλύτερος. 272

291 Πίνακας 5.60: Ο βαθμός συντονισμού της διαδικασίας διαπραγμάτευσης των μισθών και η αναγωγή του στην κλίμακα 0-1 Χώρες Βαθμός συντονισμού της διαδικασία fscoord διαπραγμάτευσης των μισθών (2005) * Αυστρία 1 0,05 Βέλγιο 5 0,84 Γαλλία 6 0,91 Γερμανία 1 0,05 Δανία 1 0,05 Ελλάδα 3 0,58 ΗΒ 7 0,95 Ιρλανδία 4 0,73 Ισπανία 6 0,91 Ιταλία 1 0,05 Ολλανδία 6 0,91 Πορτογαλία 6 0,91 Σουηδία 1 0,05 Φινλανδία 2 0,27 * Institute for Advanced Labour Studies AIAS Το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών στις αρχές της δεκαετίας του 90 είναι ένας άλλος επεξηγηματικός παράγοντας, που ενδεχομένως επηρεάζει τη μεταρρύθμιση του συστήματος διαπραγμάτευσης των μισθών, κυρίως μέσω της μεροληπτικής στάσης των ομάδων συμφερόντων της αγοράς εργασίας έναντι του υφιστάμενου status quo αλλά και του μονοπατιού εξάρτησης, το οποίο επηρεάζει τις μεταρρυθμιστικές επιλογές των κυβερνήσεων. Οι τιμές βάσει των οποίων γίνεται η αναγωγή στην κλίμακα 0-1 είναι οι ίδιες με αυτές που χρησιμοποιήθηκαν για το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών το 2005 (πίνακας 5.61). Πίνακας 5.61: Τα επίπεδα διαπραγμάτευσης των μισθών στις αρχές της δεκαετίας του 90 και η αναγωγή τους στην κλίμακα 0-1 Χώρες Επίπεδο διαπραγμάτευσης μισθών (1990) * fswb90 Αυστρία 4 0,86 Βέλγιο 4 0,86 Γαλλία 2 0,27 Γερμανία 4 0,86 Δανία 3 0,65 Ελλάδα 4 0,86 ΗΒ 1 0,05 Ιρλανδία 4 0,86 Ισπανία 3 0,65 Ιταλία 2 0,27 Ολλανδία 4 0,86 Πορτογαλία 3 0,65 Σουηδία 4 0,86 Φινλανδία 4 0,86 *Institute for Advanced Labour Studies AIAS 273

292 Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο οι επιπτώσεις του συστήματος διαπραγμάτευσης των μισθών στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας εξαρτώνται και από τη μορφή αγοράς των προϊόντωνυπηρεσιών. Για παράδειγμα, όταν πρόκειται για μονοπωλιακή αγορά προϊόντων-υπηρεσιών οι μισθολογικές διεκδικήσεις μπορούν να μετακυλιστούν στην τιμή του προϊόντος, κάτι που δεν συμβαίνει όταν οι αγορές προϊόντων-υπηρεσιών είναι πλήρως ανταγωνιστικές ή έστω μονοπωλιακά ανταγωνιστικές. Η αδυναμία μετακύλισης των μισθολογικών αυξήσεων στις τιμές του προϊόντων επηρεάζει αρνητικά τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας και ιδίως το ποσοστό ανεργίας, εκτός και αν τα συνδικάτα ενσωματώνουν στις διαπραγματευτικές θέσεις τους τις αρνητικές αυτές επιδράσεις. Η ενσωμάτωση αυτή συμβαίνει λιγότερο όταν οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αποκεντρωμένο ή κεντρικό επίπεδο, παρά σε ενδιάμεσο-κλαδικό επίπεδο. Συνεπώς, συμπεριλαμβάνοντας στους επεξηγηματικούς παράγοντες τη δομή αγοράς των προϊόντωνυπηρεσιών, τις μισθολογικές αυξήσεις και την εξέλιξη της ανεργίας μπορούν να προκύψουν (ισχυρές) ενδείξεις μεταρρυθμιστικού δισταγμού. Επίσης, ο βαθμός συντονισμού του συστήματος διαπραγμάτευσης των μισθών, αλλά και το επίπεδο στο οποίο αυτή διεξάγεται επηρεάζουν τη λειτουργική ευελιξία που επιζητούν οι επιχειρήσεις, ιδίως όταν το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούν είναι ανταγωνιστικό. Η δομή της αγοράς προϊόντων-υπηρεσιών επηρεάζεται, μεταξύ άλλων, από το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών, καθώς όσο ηπιότερο είναι αυτό τόσο εντονότερος αναμένεται ο ανταγωνισμός που διέπει τις αγορές αυτές. Οι δείκτες του βαθμού αυστηρότητας του θεσμικού πλαισίου που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών, αλλά και οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών προϊόντων-υπηρεσιών, στις οποίες το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία τους είναι ήπιο περιλαμβάνονται στον πίνακα Ο τελευταίος επεξηγηματικός παράγοντας που θα εξετασθεί κατά πόσο αποτελεί ικανή ή/και αναγκαία συνθήκη ενός κεντρικού ή αποκεντρωμένου συστήματος διαπραγμάτευσης των μισθών είναι ο βαθμός αυστηρότητας της ΝΠΑ και η γενναιοδωρία του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων. Τόσο το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών, όσο και η ΝΠΑ επηρεάζουν τη διαπραγματευτική ισχύ των εργατικών συνδικάτων στη διαδικασία καθορισμού των μισθών, αλλά και τα κίνητρά τους όσον αφορά την ενσωμάτωση στις διαπραγματευτικές τους θέσεις των επιπτώσεων που προκαλούν στις επιδόσεις της αγοράς εργασίας οι μισθολογικές τους απαιτήσεις. Αν για παράδειγμα το θεσμικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς των απολύσεων είναι περιοριστικό, τότε τα εργατικά συνδικάτα μικρό κίνητρο έχουν να ενσωματώσουν στις μισθολογικές τους διεκδικήσεις της αρνητικές επιπτώσεις που θα προκαλέσουν στην ανεργία, καθώς ο κίνδυνος έκθεσής τους σε αυτήν είναι χαμηλός, εξαιτίας της περιοριστικής ΝΠΑ. Επιπλέον, οι καλώς τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας θα αντιστέκονται 274

293 στη μεταρρύθμιση ενός συστήματος διαπραγμάτευσης των μισθών, το οποίο ευνοεί την επίτευξη των μισθολογικών τους διεκδικήσεων. Ανάλογα επηρεάζει τη διαδικασία διαπραγμάτευσης των μισθών το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, καθώς όσο πιο γενναιόδωρο είναι τόσο μικρότερο το κόστος της ανεργίας και κατ επέκταση τόσο εντονότερες αναμένονται οι μισθολογικές διεκδικήσεις των εργαζομένων. Συνεπώς όταν η περιοριστική ΝΠΑ συνδυάζεται με ένα γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων οι μισθολογικές διεκδικήσεις των εργαζομένων είναι εντονότερες καθώς αφενός απομακρύνεται ο κίνδυνος της ανεργίας (περιοριστική ΝΠΑ) αφετέρου περιορίζεται το κόστος της (γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων). Στην πρώτη στήλη του πίνακα 5.62 περιλαμβάνονται οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες η ΝΠΑ είναι ήπια όπως αυτοί περιλαμβάνονται στον πίνακα Στη δεύτερη στήλη του πίνακα 5.62 περιλαμβάνονται οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες η ΝΠΑ είναι περιοριστική (fshighepl05), το οποίο είναι αντίθετο του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες η ΝΠΑ είναι ήπια (fsepl05) και προκύπτει από τη σχέση: fshighepl05=1- fsepl05. Στην τρίτη στήλη του ίδιου πίνακα περιλαμβάνονται οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρο (βλ. πίνακα 5.19). Τέλος, στην τέταρτη στήλη του πίνακα 46 περιλαμβάνονται οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες η ΝΠΑ είναι περιοριστική και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων γενναιόδωρο (fshigheplandunben), που δεν είναι άλλος από το μικρότερο βαθμό ένταξής τους στα δύο σύνολα. 275

294 Πίνακας 5.62: Οι βαθμοί ένταξης των περιπτώσεων στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες η ΝΠΑ είναι περιοριστική και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων (fshigheplandunben) Χώρες fsepl05 * fshighepl fsunben05 ** fshigheplandunben (~fsepl05=1-fsepl) (1) (2) (3) (4) Αυστρία 0,38 0,62 0,2 0,2 Βέλγιο 0,8 0,2 0,96 0,2 Γαλλία 0,31 0,69 0,71 0,69 Γερμανία 0,08 0,92 0,53 0,53 Δανία 0,85 0,15 0,87 0,15 Ελλάδα 0,4 0,6 0,07 0,07 ΗΒ 0,96 0,04 0,05 0,04 Ιρλανδία 0,86 0,14 0,07 0,07 Ισπανία 0,31 0,69 0,66 0,66 Ιταλία 0,78 0,22 0,35 0,22 Ολλανδία 0,07 0,93 0,90 0,9 Πορτογαλία 0 1 0,69 0,69 Σουηδία 0,12 0,88 0,56 0,56 Φινλανδία 0,52 0,48 0,66 0,48 * Οι τιμές του δείκτη προέρχονται από τον πίνακα 5.33 ** Οι τιμές του δείκτη προέρχονται από τον πίνακα 5.19 Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.63 δεν υπάρχει κάποιος επεξηγηματικός παράγοντας, ο οποίος να αποτελεί αναγκαία συνθήκη τόσο της κεντρικής, όσο και της αποκεντρωμένης διαπραγμάτευσης των μισθών. Ωστόσο, η κεντρική διαπραγμάτευση των μισθών στις αρχές της δεκαετίας του 90 (fsepl90) αποτελεί σχεδόν αναγκαία συνθήκη της κεντρικής διαπραγμάτευσης των μισθών το 2005 (δείκτης κάλυψης αναγκαίων συνθηκών: 0,90 και δείκτης συνέπειας 0,98). Επίσης, η αποκεντρωμένη διαπραγμάτευση των μισθών στις αρχές της δεκαετίας του 90 αποτελεί σχεδόν αναγκαία συνθήκη της αποκεντρωμένης διαπραγμάτευσης των μισθών το 2005 (δείκτης κάλυψης αναγκαίων συνθηκών: 0,923 δείκτης κάλυψης 0,38). Πίνακας 5.63: Οι αναγκαίες συνθήκες της κεντρικής (fswb05) και της αποκεντρωμένης διαπραγμάτευσης των μισθών (~fswb05) (δείκτες συνέπειας) fswb05 ~ fswb05 fsincrwageandun 0, , fswb90 0, , fscoord 0, , fspmr 0, , fshigheplandunben 0, , ~fsincrwagandun 0, , ~fswb90 0, , ~fscoord 0, , ~fspmr 0, , ~ fshigheplandunben 0, ,

295 Στον πίνακα 5.64 περιλαμβάνονται οι συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων που αποτελούν ικανές συνθήκες της κεντρικής διαπραγμάτευσης των μισθών. Ο δείκτης κάλυψης της λύσης είναι 0,81, ο δείκτης συνέπειας 0,98, ενώ από τους επτά συνδυασμούς μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ο πρώτος, ο δεύτερος, ο τρίτος, ο έκτος και ο έβδομος (δείκτης κάλυψης υψηλότερος του 0,30). Σημειώνεται ότι οι λύσεις του πίνακα 5.65 προέκυψαν από την ελαχιστοποίηση του πίνακα αλήθειας 5.64 με δείκτη συνέπειας 0,80. Πίνακας 5.64: Πίνακας Αλήθειας της κεντρικής διαπραγμάτευσης των μισθών το 2005 fsincrwage and un fscoord fswb90 fspmr fshighepl and unben Αριθμός περιπτώσεων fswb05 Δείκτης συνέπειας , , , , , , , , , , Πίνακας 5.65: Οι ικανές συνθήκες της κεντρικής διαπραγμάτευσης των μισθών Συνδυασμός Δείκτης κάλυψης συνδυασμού Χώρες 1 ~fsincrwandun*fscoord*fswb90*~fspmr 0, Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα 2 ~fscoord*fswb90*fspmr*~fshigheplandunben 0, Δανία, Αυστρία, Φινλανδία 3 ~fsincrwandun*~fscoord*fswb90*fspmr 0, Σουηδία, Φινλανδία, Γερμανία, 4 ~fsincrwandun*~fscoord*~fswb90*~fspmr*~fshigheplandunben 0, Ιταλία 5 fsincrwandun*fscoord*fswb90*fspmr*fshigheplandunben 0, Ολλανδία 6 ~fsincrwandun*fscoord*fswb90*~fshigheplanduneben 0, Ιρλανδία, Ελλάδα, Βέλγιο 7 ~fsincrwandun*fswb90*fspmr*~fshigheplanduneben 0, Ιρλανδία, Βέλγιο, Φινλανδία Δείκτης κάλυψης της λύσης: 0,806673, Δείκτης συνέπειας της λύσης: 0, Ο πρώτος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.65) αποτελείται από τον υψηλό βαθμό συντονισμού της διαδικασίας διαπραγμάτευσης των μισθών (fscoord), την κεντρική διαπραγμάτευση των μισθών στις αρχές της δεκαετίας του 90 (fswb90) και το περιοριστικό θεσμικό 277

296 πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών (~fspmr). Ο συνδυασμός αυτός ισχύει στις περιπτώσεις της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας (οι βαθμοί συμμετοχής τους στη λογική τομή των συγκεκριμένων επεξηγηματικών παραγόντων είναι υψηλότεροι του 0,5, αλλά και του βαθμού συμμετοχής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος), οι οποίες είναι εκτός του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες οι μισθολογικές αυξήσεις είναι περιορισμένες και το μέσο ποσοστό ανεργίας της περιόδου χαμηλό (~fsincrwaendun). Οι μισθοί στην Ελλάδα και την Ισπανία, το 2005, διαπραγματεύονταν σε επίπεδο κλάδουοικονομίας (επίπεδο διαπραγμάτευσης: 4), ενώ στην Πορτογαλία σε επίπεδο κλάδου (επίπεδο διαπραγμάτευσης: 3). Η προκατάληψη του status quo και το θεσμικό μονοπάτι εξάρτησης ως παράγοντες ανάσχεσης της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας παρατηρούνται στο συγκεκριμένο συνδυασμό επεξηγηματικών παραγόντων, καθώς η διαπραγμάτευση των μισθών καθ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου διεξάγεται σε κεντρικό επίπεδο, παρά τις αρνητικές επιπτώσεις που προκαλεί στην ανεργία. Επίσης, οι συγκεκριμένες αγορές εργασίας είναι μέλη του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες η ΝΠΑ είναι περιοριστική, γεγονός που απομακρύνει τον κίνδυνο της ανεργίας και εντείνει τις μισθολογικές διεκδικήσεις των εργαζομένων. Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία είναι περιοριστικό, καθιστώντας πιο αδύναμες τις ενδεχόμενες πιέσεις μεταρρύθμισης του συστήματος διαπραγμάτευσης των μισθών που θα ασκούσαν οι επιχειρήσεις προς την κυβέρνηση αν το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία τους ήταν πιο περιοριστικό. Ο δεύτερος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.65) αποτελείται από το χαμηλό βαθμό συντονισμού της διαδικασίας διαπραγμάτευσης των μισθών (~fscoord), την κεντρική διαπραγμάτευση των μισθών στις αρχές της δεκαετίας του 90 (fswb90), και το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών (fspmr). Ο συνδυασμός αυτός παρατηρείται στις περιπτώσεις της Δανίας, της Αυστρίας και της Φινλανδίας (οι βαθμοί συμμετοχής τους στη λογική τομή των συγκεκριμένων επεξηγηματικών παραγόντων είναι υψηλότεροι του 0,5, αλλά και του βαθμού συμμετοχής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής του αποτελέσματος), οι οποίες είναι εκτός του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες η ΝΠΑ είναι περιοριστική και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων γενναιόδωρο. Στην Αυστρία και την Φινλανδία, το 2005, οι μισθοί ήταν αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης σε επίπεδο κλάδου-οικονομίας (επίπεδο διαπραγμάτευσης: 4), ενώ στην Δανία σε επίπεδο κλάδου (επίπεδο διαπραγμάτευσης: 3). Παρά το γεγονός ότι ο βαθμός συντονισμού της διαδικασίας στις εν λόγω αγορές εργασίας δεν ήταν υψηλός, η ενδιάμεση διαπραγμάτευση των μισθών δεν επηρέασε αρνητικά τις επιδόσεις των αγορών εργασίας. Στον συγκεκριμένο συνδυασμό επεξηγηματικών παραγόντων δεν περιλαμβάνεται η τομή των συνόλων ασαφούς λογικής των έντονων μισθολογικών αυξήσεων και του υψηλού ποσοστού ανεργίας, 278

297 γεγονός που σημαίνει ότι η διαπραγμάτευση των μισθών, καθ όλη τη διάρκεια της περιόδου , σε κεντρικό επίπεδο δεν δημιούργησε αρνητικές επιπτώσεις στις επιδόσεις τους. Ο τρίτος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.65) αποτελείται από τον χαμηλό βαθμό συντονισμού της διαδικασίας διαπραγμάτευσης των μισθών (~fscoord), την κεντρική διαπραγμάτευση των μισθών στις αρχές της δεκαετίας του 90 (fswb90) και το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών (fspmr). Ο συνδυασμός αυτός ισχύει στις περιπτώσεις της Σουηδίας, της Φινλανδίας και της Γερμανίας, στις οποίες οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στα επίπεδα 3 και 4. Οι αγορές εργασίας της Σουηδίας, της Γερμανίας και της Φινλανδίας είναι εκτός του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες οι μισθολογικές αυξήσεις είναι μετριασμένες και η ανεργία χαμηλή (~fsincrwaendun). Η κεντρική διαπραγμάτευση των μισθών εμποδίζει τον ευέλικτο καθορισμό τους, προκαλώντας αρνητικές επιπτώσεις στην ανεργία δεδομένου ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντωνυπηρεσιών είναι ήπιο. Η διαπραγμάτευση των μισθών σε κεντρικό επίπεδο καθ όλη τη διάρκεια της περιόδου επηρέασε αρνητικά τις επιδόσεις αυτών των αγορών εργασίας και η διατήρηση του θεσμικού status quo μπορεί θα πρέπει να αποδοθεί, κυρίως, στο δισταγμό των κυβερνήσεων αυτών των συγκεκριμένων οικονομιών. Οι δείκτες κάλυψης του τέταρτου και του πέμπτου συνδυασμού επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.65) υπολείπονται του 0,30 και ως εκ τούτου δεν προκύπτει εμπειρική σχέση μεταξύ αυτών και του αποτελέσματος. Ο έκτος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.65) αποτελείται από τον υψηλό βαθμό συντονισμού της διαδικασίας διαπραγμάτευσης των μισθών (fscoord) και την κεντρική διαπραγμάτευση των μισθών στις αρχές της δεκαετίας του 90 (fswb90). Στις αγορές εργασίας της Ιρλανδίας, της Ελλάδας και του Βελγίου, στις οποίες ισχύει και ο εν λόγω συνδυασμός, είναι εκτός του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες η ΝΠΑ είναι περιοριστική και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων γενναιόδωρο, ενώ παράλληλα είναι εκτός του συνόλου των αγορών εργασίας στις οποίες οι μισθολογικές αυξήσεις είναι περιορισμένες και το ποσοστό ανεργίας χαμηλό (~fsincrwaendun). Η προκατάληψη του status quo και του μονοπατιού εξάρτησης ως ανασταλτικοί παράγοντες της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας είναι και δω εμφανείς, παρά το γεγονός ότι οι επιδόσεις τους δεν ευνοούνται από την κεντρική διαπραγμάτευση των μισθών. Τέλος, ο έβδομος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων (πίνακας 5.65) αποτελείται από το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών (fspmr), την κεντρική διαπραγμάτευση των μισθών στις αρχές της δεκαετίας του 90 (fswb90) και ισχύει στις περιπτώσεις 279

298 της Ιρλανδίας, του Βελγίου και της Φινλανδίας, των οποίων οι αγορές εργασίας δεν είναι μέλη του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες οι μισθολογικές διεκδικήσεις είναι περιορισμένες και το μέσο ποσοστό ανεργίας της περιόδου χαμηλό (~fsincrwandun). Επίσης, οι εν λόγω αγορές εργασίας δεν ανήκουν στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες η ΝΠΑ είναι ήπια και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων γενναιόδωρο (~fshigheplanduneben). Οι επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν εντός ενός ήπιου ρυθμιστικού πλαισίου λειτουργίας, θα ευνοούνταν περισσότερο από ένα πιο ευέλικτο σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών. Οι κυβερνήσεις των συγκεκριμένων χωρών δεν μεταρρύθμισαν το σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο θα βελτίωνε τις επιδόσεις των αγορών εργασίας τους. Πίνακας 5.66: Πίνακας αλήθειας της αποκεντρωμένης διαπραγμάτευσης των μισθών το 2005 fsincrwage and un fscoord fswb90 fspmr fshighepl and unben Αριθμός περιπτώσεων ~fswb05 Δείκτης συνέπειας , , , , , , , , , , Πίνακας 5.67: Οι ικανές συνθήκες της αποκεντρωμένης διαπραγμάτευσης των μισθών (Ι) Συνδυασμός Δείκτης Χώρες κάλυψης συνδυασμού 1 ~fsincrwagndwandun*fscoord*~fswb90*fspmr*~fshigheplandunben 0, HB 2 ~fsincrwandun*fscoord*~fswb90*~fspmr*fshigheplandunben 0, Γαλλία Δείκτης κάλυψης της λύσης: 0,711286, Δείκτης συνέπειας της λύσης: 0, Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.67 υπάρχουν δύο συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων, οι οποίοι αποτελούν ικανές συνθήκες της αποκεντρωμένης διαπραγμάτευσης των μισθών το 2005, με δείκτη κάλυψης υψηλότερο του 0,30, και ισχύουν στις περιπτώσεις του ΗΒ και της Γαλλίας. Οι συνδυασμοί αυτοί προέκυψαν από την ελαχιστοποίηση του πίνακα αλήθειας 5.66 με δείκτη συνέπειας ικανών συνθηκών 0,

299 Ο πρώτος συνδυασμός (πίνακας 5.68) αποτελείται από τον υψηλό βαθμό συντονισμού της διαδικασίας διαπραγμάτευσης των μισθών (fscoord), την αποκεντρωμένη διαπραγμάτευση των μισθών στις αρχές της δεκαετίας του 90 (~fswb90) και το ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών (fspmr). Ο συνδυασμός αυτός ανήκει στην περίπτωση του ΗΒ, το οποίο τίθεται εκτός της τομής των συνόλων ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες οι μισθολογικές αυξήσεις είναι μετριασμένες και το μέσο ποσοστό ανεργίας της περιόδου υψηλό (~fsincrwagndwandun). Επίσης, είναι εκτός της τομής των συνόλων ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες η ΝΠΑ είναι περιοριστική και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων γενναιόδωρο (~fshigheplandunben). Ωστόσο, το ΗΒ τοποθετείται εκτός του δεύτερου συνόλου ασαφούς λογικής όχι εξαιτίας του υψηλού μέσου ποσοστού ανεργίας τα περιόδου , αλλά εξαιτίας των υψηλών αυξήσεων των πραγματικών μισθών, την ίδια περίοδο (βλ. πίνακες 5.59 και 5.68). Ο δεύτερος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων ισχύει στην περίπτωση της Γαλλίας και αποτελείται από τον υψηλό βαθμό συντονισμού της διαδικασίας διαπραγμάτευσης των μισθών (fscoord), το αποκεντρωμένο σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών στις αρχές της δεκαετίας του 90 (~fswb90) και το περιοριστικό σύστημα που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών (~fspmr). Επίσης, η Γαλλία τίθεται εντός του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες η ΝΠΑ είναι περιοριστική και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων γενναιόδωρο (fshigheplandunben). Τέλος, η Γαλλία τίθεται εκτός του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες η αύξηση των πραγματικών αποδοχών της περιόδου είναι υψηλή όπως και το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (~fsincrwandun). Όμως, όπως προκύπτει από τους πίνακες 5.59 και 5.68 η Γαλλία τίθεται εκτός του συγκριμένου συνόλου όχι εξαιτίας των υψηλών μισθολογικών αυξήσεων, αλλά εξαιτίας του υψηλού μέσου ποσοστού ανεργίας της περιόδου Αυτό ενδεχομένως σημαίνει ότι τα οφέλη της αποκεντρωμένης διαπραγμάτευσης των μισθών αντισταθμίζονται, εν μέρει, από τον περιοριστικό χαρακτήρα άλλων θεσμών της αγοράς εργασίας, όπως είναι η ΝΠΑ. Πίνακας 5.68: Οι ικανές συνθήκες της αποκεντρωμένης διαπραγμάτευσης των μισθών (ΙΙ) Συνδυασμός Δείκτης κάλυψης συνδυασμού Χώρες 1 fscoord*fshigheplandunben*~fspmr*~fswb90*fsincrwage*~fsun 0, Γαλλία 2 fscoord*~fshigheplandunben*fspmr*~fswb90*~fsincrwage*fsun 0, ΗΒ Δείκτης κάλυψης της λύσης: 0,797900, Δείκτης συνέπειας της λύσης: 0,

300 5.3 Ο ορισμός του μεταρρυθμιστικού δισταγμού Έχοντας εντοπίσει τους συνδυασμούς των επεξηγηματικών παραγόντων που επηρεάζουν τη μεταρρύθμιση των θεσμών της αγοράς εργασίας, κρίνεται σκόπιμη η παράθεση των σημαντικότερων ευρημάτων. Καταρχάς επιβεβαιώνεται μία εκ των θέσεων της διατριβής, σύμφωνα με την οποία ένα μοντέλο αγοράς εργασίας δεν είναι το ίδιο αποτελεσματικό για όλες τις αγορές εργασίας. Άρα το είδος, αλλά και το περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων δεν πρέπει να είναι κοινό για το σύνολο των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας. Για παράδειγμα, η περιοριστική ΝΠΑ στις περιπτώσεις της Αυστρίας και της Σουηδίας δεν φαίνεται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις επιδόσεις τους και πιο συγκεκριμένα δεν οδηγούν σε κατάτμηση των αγορών εργασίας τους. Επίσης, από την ανάλυση που προηγήθηκε προέκυψε ότι το θεσμικό πλαίσιο στις αρχές της δεκαετίας του 90 επηρέασε, είτε ως ικανή είτε ως αναγκαία συνθήκη, το θεσμικό πλαίσιο που ίσχυε στα μέσα της δεκαετίας του 00. Αυτό σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν κατόρθωσαν να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις και πολιτικές στις αγορές εργασίας τους εκτός των ιστορικώς ισχυρά εδραιωμένων θεσμικών μονοπατιών εξάρτησής τους. Ορισμένα ευρήματα αναδεικνύουν τις ισχυρές συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας. Για παράδειγμα, όσον αφορά τη διστακτικότητα των κυβερνήσεων στη μεταρρύθμιση των ΕΠΑ, αναδείχθηκε ότι αυτή δεν σχετίζεται με το ύψος των δαπανών για ΕΠΑ, αλλά κυρίως με τους άλλους θεσμούς της αγοράς εργασίας που επηρεάζουν την αποδοτικότητα των δαπανών αυτών. Επίσης, προέκυψε ότι η γενναιοδωρία του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, αλλά και η αποτελεσματικότητά του, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ΕΠΑ και τη ΝΠΑ. Στους πίνακες 5.69 έως και 5.72 συνοψίζονται τα σημαντικότερα ευρήματα της εμπειρικής έρευνας που προηγήθηκε. Ο συνδυασμός της οριζόντιας με την κάθετη ανάγνωση των πινάκων αναδεικνύουν κατά πόσο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προώθησαν μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας τους. Για παράδειγμα στον πίνακα 5.69, όταν μια αγορά εργασίας βρίσκεται σε πλαίσιο που αντιστοιχεί σε «γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων στις αρχές της δεκαετίας του 90» και «γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων το 2005» σημαίνει ότι δεν προώθησε επαρκείς μεταρρυθμίσεις στον συγκεκριμένο θεσμό. Σύμφωνα με ένα άλλο παράδειγμα, αν στον πίνακα 5.70, μια χώρα βρίσκεται σε πλαίσιο που αντιστοιχεί σε «περιοριστική ΝΠΑ το 1990» και «περιοριστική ΝΠΑ το 2005», σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις της είτε δεν προώθησαν μεταρρυθμίσεις όσον αφορά τη ΝΠΑ είτε οι μεταρρυθμίσεις που προώθησαν δεν ήταν αρκετές για να την καταστήσουν ήπια. 282

301 Μεταξύ των επεξηγηματικών παραγόντων που εξετάσθηκαν αν αποτελούν ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες της μεταρρύθμισης των τεσσάρων θεσμών της αγοράς εργασίας συμπεριλήφθησαν και οι κυριότερες επιδόσεις της που επηρεάζονται από τη λειτουργία του εκάστοτε θεσμού, προκειμένου να αναδειχθεί ο μεταρρυθμιστικός δισταγμός ή η τόλμη που επέδειξαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Τα χρώματα των στηλών 1, 2, 3, 4, 5 και 6 αναδεικνύουν τη μεταρρυθμιστική τόλμη, διστακτικότητα ή ουδετερότητα που επέδειξαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κατά την περίοδο Όταν μια χώρα βρίσκεται εντός μιας κόκκινης στήλης σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος θεσμός το 2005 επηρεάζει αρνητικά την(ις) επίδοση(εις) της αγοράς εργασίας. Για παράδειγμα, η κόκκινη στήλη του πίνακα 5.70 σημαίνει ότι ο βαθμός κατάτμησης της αγοράς εργασίας την περίοδο ήταν υψηλός, ενώ η κόκκινη στήλη του πίνακα 5.72 δείχνει ότι οι μισθολογικές αυξήσεις και το μέσο ποσοστό ανεργίας, την ίδια περίοδο, ήταν έντονες και υψηλά αντίστοιχα. Όταν η στήλη είναι πράσινη, σημαίνει ότι η επίδοση της αγοράς εργασίας δεν επηρεάζεται αρνητικά από τον ανά περίπτωση θεσμό. Για παράδειγμα, όταν μια χώρα βρίσκεται εντός στήλης 2 του πίνακα 5.70 (πράσινη στήλη) σημαίνει ότι παρά το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι περιορισμένο. Τέλος, το γκρι χρώμα σημαίνει ότι δεν προέκυψε ούτε θετική, αλλά ούτε αρνητική σχέση μεταξύ του υπό εξέταση θεσμού και της επίδοσης που εξετάστηκε. Συνεπώς, κυβερνήσεις των χωρών που βρίσκονται εντός πράσινης στήλης και μετέβαλαν το θεσμικό status quo είναι τολμηρές (έπρεπε να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις και τις προώθησαν), οι κυβερνήσεις των χωρών που βρίσκονται εντός κόκκινης στήλης και δεν μετέβαλλαν το status quo είναι διστακτικές (έπρεπε να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις και δεν τις προώθησαν). Επίσης, όσες βρίσκονται εντός πράσινης στήλης και δεν μετέβαλαν του status quo είναι μεταρρυθμιστικά ουδέτερες (δεν έπρεπε να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις και δεν τις προώθησαν). Υπάρχουν αγορές εργασίας για τις οποίες οι δείκτες κάλυψης των επεξηγηματικών παραγόντων είναι μικρότεροι του 0,30 και συνεπώς δεν μπορούν να θεωρηθούν ικανές συνθήκες του αποτελέσματος. Ωστόσο, αυτές οι αγορές εργασίας περιλαμβάνονται στους πίνακες 5.69, 5.70, 5.71 και 5.72 υπογραμμισμένες και εντός παρενθέσεως. Κριτήριο προκειμένου να χαρακτηρισθεί μια κυβέρνηση ως διστακτική δεν αποτελεί η προώθηση μεταρρυθμίσεων κατά ΕΣΑ. Ο χαρακτηρισμός των κυβερνήσεων τεκμηριώνεται από τις επιδόσεις των αγορών εργασίας και από τις μεταρρυθμίσεις που προώθησαν προκειμένου να τις βελτιώσουν. Δηλαδή, μια κυβέρνηση δεν χαρακτηρίζεται ως διστακτική επειδή απλώς δεν προώθησε μεταρρυθμίσεις κατά το πρότυπο της ΕΣΑ. Όμως, μια κυβέρνηση μπορεί να χαρακτηρισθεί ως διστακτική επειδή δεν εφάρμοσε τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να βελτιώσει τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας της. 283

302 Φειδωλό 90 Σύστημα αποζημίωσης των ανέργων Γενναιόδωρο 90 Πίνακας 5.69: Επιδόσεις, μεταρρυθμιστικός δισταγμός, τόλμη και ουδετερότητα και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων Σύστημα αποζημίωσης των ανέργων Γενναιόδωρο 05 (1) (2) (3) Φειδωλό 05 (4) (5) (6) Πορτογαλία Ισπανία Γαλλία Βέλγιο Γαλλία Ολλανδία Γερμανία Γαλλία Δανία Φινλανδία Σουηδία Ολλανδία Γερμανία Σουηδία Ολλανδία Γαλλία Βέλγιο Γερμανία Ελλάδα Ιρλανδία Ιταλία Ιρλανδία Αυστρία ΗΒ Ιρλανδία Ελλάδα ΗΒ Ιρλανδία Αυστρία ΗΒ Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.69 και την εμπειρική ανάλυση που προηγήθηκε, υπάρχουν τέσσερις συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων, οι οποίες καθιστούν διστακτικές τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων. Ο πρώτος συνδυασμός ισχύει στην Πορτογαλία, την Ισπανία, και τη Γαλλία, ο δεύτερος στο Βέλγιο και την Γαλλία, ο τρίτος στην Ολλανδία, τη Γερμανία και τη Γαλλία και ο τέταρτος στην Ολλανδία, τη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Γερμανία. Σε όλες αυτές τις αγορές εργασίας το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων ήταν γενναιόδωρο στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου και παρέμεινε έως το τέλος της, παρά το γεγονός ότι το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας ήταν υψηλό (κόκκινη στήλη, στήλη 1). Οι 284

303 κυβερνήσεις των χωρών αυτών χαρακτηρίζονται διστακτικές, όσον αφορά την προώθηση μεταρρυθμίσεων στο εν λόγω πεδίο ρύθμισης της αγοράς εργασίας. Προέκυψε ένας ακόμα συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων της διατήρησης του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, καθ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, στον οποίο όμως δεν περιλαμβανόταν ούτε το υψηλό, αλλά ούτε το χαμηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας και ισχύει στις περιπτώσεις της Ολλανδίας, της Γερμανίας και της Σουηδίας (στήλη 3, γκρι στήλη). Όμως, στις περιπτώσεις Ολλανδίας και της Γερμανίας παρατηρήθηκαν συνδυασμοί που αναδεικνύουν δισταγμό και συνεπώς ο χαρακτηρισμός των κυβερνήσεών τους ως διστακτικών δεν αναιρείται. Υπάρχει ένας συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων, ο οποίος ισχύει στη Δανία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία, οι κυβερνήσεις των οποίων διατήρησαν γενναιόδωρα τα συστήματα αποζημίωσης των ανέργων, χωρίς να επηρεάζεται αρνητικά το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας την περίοδο (στήλη 2, πράσινη στήλη). Αυτό σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών είναι μεταρρυθμιστικά ουδέτερες καθώς δεν χρειάστηκε να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις στον συγκεκριμένο θεσμό και δεν τον μεταρρύθμισαν. Επίσης προέκυψαν δύο συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων, οι οποίοι είναι επαρκείς προκειμένου το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων να είναι φειδωλό, ενώ ταυτόχρονα το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας υψηλό (στήλη 4, κόκκινη στήλη). Ο πρώτος ισχύει στην Ελλάδα και την Ιρλανδία και ο δεύτερος στην Ιταλία και την Ιρλανδία. Η διστακτικότητα των κυβερνήσεων αυτών των χωρών δεν προκύπτει από τη διατήρηση του φειδωλού συστήματος αποζημίωσης των ανέργων καθ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, αλλά σε άλλα χαρακτηριστικά των αγορών εργασίας τους. Συνεπώς δεν χαρακτηρίζονται ως διστακτικές επειδή δεν κατέστησαν πιο γενναιόδωρο το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, αλλά γιατί τα λοιπά θεσμικά χαρακτηριστικά τους δεν ενισχύουν τα οφέλη που προκύπτουν από το υφιστάμενο σύστημα. Επίσης, υπάρχουν δύο συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων, οι οποίοι είναι ικανοί προκειμένου το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων να είναι φειδωλό, αλλά στον οποίο δεν περιλαμβάνεται το υψηλό ή το χαμηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (στήλη 6, γκρι στήλη). Όμως, οι περιπτώσεις της Ιρλανδίας και της Ελλάδας προέκυψε ότι ισχύουν συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων που φανερώνουν δισταγμό, σε αντίθεση με την περίπτωση του ΗΒ, για τις κυβερνήσεις του οποίου όχι μόνο δεν προκύπτουν ενδείξεις δισταγμού, αλλά αντιθέτως μεταρρυθμιστικής τόλμης (στήλη 5, πράσινη στήλη). 285

304 Νομοθεσία Προστασίας της Απασχόλησης Περιοριστική 90 Ήπια 90 Τέλος, προέκυψαν δύο συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων που είναι ικανές συνθήκες ενός φειδωλού συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, στους οποίους περιλαμβάνεται το χαμηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας. Ο πρώτος ισχύει στο ΗΒ και ο δεύτερος στο ΗΒ και στην Αυστρία. Οι κυβερνήσεις των δύο αυτών χωρών δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως διστακτικές, μιας και οι επιδόσεις τους δεν στοιχειοθετούν κάτι τέτοιο. Πίνακας 5.70: Επιδόσεις, μεταρρυθμιστικός δισταγμός, τόλμη και ουδετερότητα και η ΝΠΑ Νομοθεσία Προστασίας της Απασχόλησης Ήπια 05 (1) (2) (3) Περιοριστική 05 (4) (5) (6) ΗΒ Ιρλανδία (Ιταλία) Βέλγιο Δανία (Φινλανδία) Πορτογαλία Αυστρία Ολλανδία Ισπανία Σουηδία Γερμανία Γαλλία Σουηδία Ελλάδα Σύμφωνα με τον πίνακα 5.70, υπάρχουν δύο συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων οι οποίοι είναι ικανές συνθήκες της διατήρησης της ήπιας ΝΠΑ καθ όλη την εξεταζόμενη περίοδο. Ο πρώτος ισχύει στο ΗΒ και την Ιρλανδία και ο δεύτερος στο Βέλγιο και τη Δανία. Ωστόσο, στους συνδυασμούς αυτούς δεν περιλαμβάνεται ούτε ο χαμηλός, αλλά ούτε ο υψηλός βαθμός κατάτμησης των αγορών εργασίας τους (στήλη 3, γκρι στήλη), με αποτέλεσμα να μην μπορούν να χαρακτηρισθούν ούτε τολμηρές, αλλά ούτε διστακτικές όσον αφορά τη μεταρρύθμιση της ΝΠΑ. Για την αγορά εργασίας της Ιταλίας δεν προέκυψε κάποιος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων, με δείκτη κάλυψης υψηλότερο του 0,30, ωστόσο είναι μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες η ΝΠΑ παρέμεινε ήπια καθ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου και ο βαθμός κατάτμησής της χαμηλός. 286

305 Χαμηλές 90 Δαπάνες για ΕΠΑ Υψηλές 90 Επίσης, προέκυψε ένας συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων ο οποίος αποτελεί ικανή συνθήκη της περιοριστικής ΝΠΑ κατά την περίοδο Ο συνδυασμός αυτός ισχύει στις περιπτώσεις της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ελλάδας και της Γαλλίας, στις οποίες ο βαθμός κατάτμησης των αγορών εργασίας τους ήταν υψηλός (στήλη 4, κόκκινη στήλη). Αυτό σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις τους δεν προώθησαν επαρκείς μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το συγκεκριμένο πρόβλημα, γεγονός που τις καθιστά διστακτικές. Στη Σουηδία και την Αυστρία παρατηρήθηκε ότι ισχύει ένας άλλος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων, ο οποίος είναι ικανός προκειμένου η ΝΠΑ να διατηρηθεί περιοριστική καθ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Όμως, ο βαθμός κατάτμησης των αγορών εργασίας τους ήταν χαμηλός (στήλη 5, πράσινη στήλη), γεγονός που είναι ικανό να χαρακτηρίσει τις κυβερνήσεις τους ως μεταρρυθμιστικά ουδέτερες (δεν χρειάστηκε να απορρυθμίσουν τη ΝΠΑ και δεν την απορρύθμισαν). Τέλος, στην Ολλανδία, τη Σουηδία και τη Γερμανία διαπιστώθηκε ότι ισχύει ένας συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων, ο οποίος αποτελεί ικανή συνθήκη της διατήρησης της ήπιας ΝΠΑ καθ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, ενώ δεν περιλαμβάνεται σε αυτόν ούτε ο υψηλός, αλλά ούτε και ο χαμηλός βαθμός κατάτμησης της αγοράς εργασίας (στήλη 6, γκρι στήλη) με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις τους να μην μπορούν να χαρακτηρισθούν ούτε διστακτικές, αλλά ούτε και τολμηρές. Πίνακας 5.71: Επιδόσεις, μεταρρυθμιστικός δισταγμός, τόλμη και ουδετερότητα και οι δαπάνες για ΕΠΑ Δαπάνες για ΕΠΑ Υψηλές 05 (1) (2) (3) Χαμηλές 05 (4) (5) (6) Ολλανδία Βέλγιο Δανία Σουηδία (Ιρλανδία) Γαλλία Φινλανδία Γερμανία Πορτογαλία Ισπανία Ελλάδα (ΗΒ) Ιταλία (Αυστρία) 287

306 Όπως φαίνεται στον πίνακα 5.71, στην Ολλανδία και το Βέλγιο, προέκυψε ότι υπάρχει ένας συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων ο οποίος είναι ικανός προκειμένου οι δαπάνες για ΕΠΑ να διατηρηθούν υψηλές καθ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Ωστόσο, στις συγκεκριμένες αγορές εργασίας τα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας και απασχόλησης ήταν αντίστοιχα υψηλά και χαμηλά κατά την περίοδο (στήλη 1, κόκκινη στήλη). Οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών μπορούν να χαρακτηρισθούν ως διστακτικές γιατί δεν προώθησαν μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας, προκειμένου να αυξήσουν τα οφέλη από τις ΕΠΑ. Για παράδειγμα οι βελγικές κυβερνήσεις θα μπορούσαν να περιορίσουν τη γενναιοδωρία του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων και ιδίως τη διάρκεια χορήγησής τους (βλ. πίνακα 5.19), ενώ οι κυβερνήσεις της Ολλανδίας να απορρυθμίσουν τη ΝΠΑ (βλ. πίνακα 5.43), αλλά και να περιορίσουν τη γενναιοδωρία του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (βλ. πίνακα 5.19). Με αυτόν τον τρόπο θα επιλύονταν και τα προβλήματα που περιγράφηκαν παραπάνω. Στη Γαλλία, τη Φινλανδία και τη Γερμανία παρά το γεγονός ότι αυξήθηκαν οι δαπάνες για ΕΠΑ, τα υψηλά ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας παρέμειναν υψηλά και απασχόλησης χαμηλά την περίοδο Συνεπώς, οι κυβερνήσεις τους δεν προώθησαν μεταρρυθμίσεις σε άλλους θεσμούς της αγοράς εργασίας που θα βελτίωναν την αποδοτικότητα των ΕΠΑ με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζονται ως διστακτικές. Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας θα μπορούσαν να περιορίσουν τη γενναιοδωρία του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων (βλ πίνακα 5.19), ή/και να απορρυθμίσουν την ΝΠΑ (βλ. πίνακα 5.33). Σε παρόμοιες μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να προβούν και οι κυβερνήσεις της Γερμανίας (βλ πίνακα 5.19 και 5.33). Επίσης, οι φινλανδικές κυβερνήσεις, της περιόδου , θα μπορούσαν να απορρυθμίσουν τη ΝΠΑ, που ήταν περιοριστική αυξάνοντας τα οφέλη των ΕΠΑ (βλ πίνακα 5.33). Στη Δανία και τη Σουηδία οι δαπάνες για ΕΠΑ διατηρήθηκαν υψηλές καθ όλη την περίοδο και οι οποίες επηρέασαν θετικά τις επιδόσεις των αγορών εργασίας τους (στήλη 2, πράσινη στήλη). Όμως οι κυβερνήσεις τους θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν μεταρρυθμιστικά ουδέτερες, μιας και διατήρησαν έναν θεσμό που είναι ευνοϊκός για τις επιδόσεις των αγορών εργασίας τους. Οι κυβερνήσεις της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ελλάδας και της Ιταλίας μπορούν να χαρακτηρισθούν ως διστακτικές, καθώς δεν αύξησαν (ενδεχομένως επαρκώς) τις δαπάνες για ΕΠΑ, ενώ οι επιδόσεις τους το επέβαλαν (στήλη 4, κόκκινη στήλη). Τέλος, υπάρχουν τρεις αγορές εργασίας για τις οποίες δεν προέκυψε κάποιος συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων, ο οποίος να αποτελεί ικανή συνθήκη των υψηλών ή χαμηλών δαπανών για ΕΠΑ, του οποίου ο δείκτης κάλυψης να είναι υψηλότερος του 0,30. Η αγορά εργασίας της 288

307 Ιρλανδίας είναι μέλος των συνόλων ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες: α) οι δαπάνες για ΕΠΑ ήταν υψηλές στις αρχές της δεκαετίας του 90, β) οι δαπάνες για ΕΠΑ το 2005 ήταν χαμηλές και γ) το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας ήταν υψηλό την περίοδο και το μέσο ποσοστό απασχόλησης παρέμεινε χαμηλά την ίδια περίοδο. Η αγορά εργασίας του ΗΒ είναι μέλος των συνόλων ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες: α) οι δαπάνες για ΕΠΑ ήταν χαμηλές στις αρχές της δεκαετίας του 90, β) οι δαπάνες για ΕΠΑ το 2005 ήταν χαμηλές και γ) το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας ήταν χαμηλό την περίοδο και το μέσο ποσοστό απασχόλησης υψηλό την ίδια περίοδο. Τέλος, η αγορά εργασίας της Αυστρίας είναι μέλος των συνόλων ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες: α) οι δαπάνες για ΕΠΑ ήταν χαμηλές στις αρχές της δεκαετίας του 90, β) οι δαπάνες για ΕΠΑ ήταν χαμηλές το 2005, και γ) το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας ήταν υψηλό την περίοδο και το μέσο ποσοστό απασχόλησης χαμηλό την ίδια περίοδο 289

308 Αποκεντρωμένο 90 Σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών Κεντρικό 90 Πίνακας 5.72: Μεταρρυθμιστικός δισταγμός, τόλμη και ουδετερότητα και το διαπραγμάτευσης των μισθών Σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών Κεντρικό 05 (1) (2) (3) Σουηδία Γερμανία Φινλανδία Αποκεντρωμένο 05 (4) (5) (6) Ιρλανδία Ελλάδα Βέλγιο Δανία Αυστρία Φινλανδία Ιρλανδία Βέλγιο Φινλανδία (Ολλανδία) Πορτογαλία Ισπανία Ελλάδα (Γερμανία) (Ιταλία) Γαλλία ΗΒ Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.72 υπάρχουν τέσσερις συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων, που είναι ικανοί προκειμένου η διαπραγμάτευση των μισθών να διεξάγεται κεντρικά καθ όλη την περίοδο Ο πρώτος ισχύει στη Σουηδία, την Γερμανία και τη Φινλανδία, ο δεύτερος στην Ιρλανδία, το Βέλγιο και την Ελλάδα, ο τρίτος στην Ιρλανδία, το Βέλγιο, τη Δανία και την Φινλανδία και ο τέταρτος στην Πορτογαλία την Ισπανία και την Ελλάδα. Σε όλες τις αυτές τις περιπτώσεις παρά το γεγονός ότι οι μισθολογικές αυξήσεις ήταν έντονες και το μέσο ποσοστό ανεργίας της περιόδου υψηλό (στήλη 1, κόκκινη στήλη), οι κυβερνήσεις τους δεν εφάρμοσαν επαρκείς μεταρρυθμίσεις προκειμένου να αμβλύνουν το πρόβλημα αυτό, με αποτέλεσμα να μπορούν να χαρακτηρισθούν ως διστακτικές. Προέκυψε ένας συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων που αποτελεί ικανή συνθήκη της κεντρικής διαπραγμάτευσης των μισθών καθ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, αλλά δεν φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά τις επιδόσεις των αγορών εργασίας τους και ισχύσει στη Δανία, την Αυστρία και 290

309 την Φινλανδία. Στη Γαλλία το σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών παρέμεινε αποκεντρωμένο την περίοδο , ωστόσο οι μισθοί αυξήθηκαν έντονα την περίοδο , όπως εντάθηκε και το πρόβλημα της ανεργίας (στήλη 4, κόκκινη στήλη).τα οφέλη της αποκεντρωμένης διαπραγμάτευσης των μισθών, ενδεχομένως να ήταν ισχυρότερα αν η ΝΠΑ ήταν λιγότερο περιοριστική (βλ. πίνακα 5.33). Συνεπώς, οι γαλλικές κυβερνήσεις, της περιόδου , μπορούν να χαρακτηρισθούν ως διστακτικές. Τέλος, στο ΗΒ η αποκεντρωμένη διαπραγμάτευση των μισθών μπορεί να μην συγκράτησε τις μισθολογικές αυξήσεις, ωστόσο δεν είχαν αρνητικές επιπτώσεις και στο ποσοστό ανεργίας (στήλη 5, πράσινη στήλη). Όμως, οι κυβερνήσεις του δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τολμηρές, αλλά ούτε και διστακτικές μιας και διατήρησαν έναν θεσμό που ήταν επωφελής για τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας του. Στη Γερμανία, την Ολλανδία και την Ιταλία δεν προέκυψαν συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων, οι οποίοι είναι ικανές συνθήκες της κεντρικής ή αποκεντρωμένης διαπραγμάτευσης των μισθών. Η Γερμανία είναι μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες οι μισθοί διαπραγματεύονταν κεντρικά τόσο στην αρχή, όσο και στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου, όπως επίσης και του συνόλου ασαφούς λογικής εκείνων των αγορών εργασίας στις οποίες οι μισθολογικές αυξήσεις ήταν έντονες και το μέσο ποσοστό ανεργίας της περιόδου υψηλό. Η Ολλανδία είναι μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες οι μισθοί διαπραγματεύονταν σε κεντρικό επίπεδο τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου, αλλά και μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες οι μισθολογικές αυξήσεις ήταν μετριασμένες και το μέσο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας την περίοδο χαμηλό. Τέλος, η Ιταλία είναι μέλος του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες: α) οι μισθοί διαπραγματευόντουσαν κεντρικά το 2005, β) οι μισθοί διαπραγματευόντουσαν αποκεντρωμένα το 2005 και γ) οι μισθολογικές αυξήσεις της περιόδου ήταν έντονες και το μέσο ποσοστό ανεργίας στην ίδια περίοδο υψηλό. 5.4 Η περιπτωσιολογική έρευνα και η επιλογή των περιπτώσεων Όπως ήδη αναφέρθηκε η ΠΣΑ είναι σκόπιμο να συμπληρώνεται από την περιπτωσιολογική έρευνα, προκειμένου να ενισχυθούν εμπειρικώς τα ευρήματα και να περιοριστεί το στοιχείο της τυχαιότητας. Η περιπτωσιολογική έρευνα λειτουργεί συμπληρωματικά με την ΠΣΑ, παρέχοντας στον ερευνητή την ευχέρεια της εις βάθος μελέτης των περιπτώσεων, και εν προκειμένω των ιδιαίτερων θεσμικών χαρακτηριστικών τους και των συμπληρωματικών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ αυτών. 291

310 Ο Gerring (2004) συνοψίζει εύστοχα τα κυριότερα χαρακτηριστικά της περιπτωσιολογικής έρευνας στα ακόλουθα: α) πρόκειται για μια ποιοτική μέθοδο, η οποία χρησιμοποιείται, κυρίως, όταν ο υπό εξέταση πληθυσμός είναι περιορισμένος (μικρό-ν), β) αποτελεί μια έρευνα πεδίου, γ) εστιάζει στη διαδικασία με την οποία συμβαίνει το υπό εξέταση φαινόμενο, δ) δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα χαρακτηριστικά των περιπτώσεων και ε) εστιάζει σε ένα μοναδικό φαινόμενο, περιστατικό ή παράδειγμα. Πρόκειται, λοιπόν, για μια μέθοδο αντικείμενο της οποίας είναι η περίπτωση και όχι η μεταβλητή. Επίσης, η έμφαση που δίνει η μέθοδος στη διαδικασία με την οποία συμβαίνει ένα φαινόμενο, συνάδει αφενός με την ανάλυση που προηγήθηκε όσον αφορά τις συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών, αφενός με την αναζήτηση συνδυασμών επεξηγηματικών παραγόντων που αποτελούν ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες της μεταρρυθμιστικής τόλμης ή του δισταγμού και οι οποίοι προέκυψαν από την ΠΣΑ. Η περιπτωσιολογική έρευνα αποτελεί αντικείμενο έντονης κριτικής εξαιτίας της αδυναμίας ελέγχου της επίδρασης τρίτων μεταβλητών στη(ν) (ενδεχόμενη) συσχέτιση μεταξύ εξαρτημένης και ανεξάρτητων μεταβλητών και εν προκειμένω μεταξύ αποτελέσματος και επεξηγηματικών παραγόντων. Η αδυναμία αυτή δεν υφίσταται όταν ο έλεγχος μιας θεωρίας επιχειρείται μέσω του πειράματος και περιορίζεται με την χρήση ποσοτικών μεθόδων μεγάλου δείγματος. Το μειονέκτημα αυτό της περιπτωσιολογικής έρευνας μπορεί να αντιμετωπιστεί όταν οι περιπτώσεις επιλέγονται από ομάδα περιπτώσεων με όμοια χαρακτηριστικά, ή όπως αναφέρει ο Van Evera (2001: 89-90) «οι έλεγχοι περιπτώσεων που αφορούν την ενδοπεριπτωσιολογική μεταβλητή υφίσταται την ελεγκτική επιρροή από τον ομοιόμορφο χαρακτήρα των συνθηκών γενικού πλαισίου περίπτωσης». Δηλαδή, θα πρέπει να επιλέγονται περιπτώσεις μεταξύ αγορών εργασίας με παρόμοια θεσμικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η ΝΠΑ και το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων. Έτσι, αποδυναμώνεται η επίδραση λοιπών επεξηγηματικών παραγόντων, οι οποίοι δεν βρίσκονται μεταξύ αυτών που εξετάζονται. Ένα άλλο μειονέκτημα της περιπτωσιολογικής έρευνας είναι η αδυναμία διατύπωσης επαγωγικώνγενικών συμπερασμάτων (Van Evera, 2001:91). Δηλαδή, τίθενται σημαντικοί περιορισμοί στη διατύπωση γενικών συμπερασμάτων, τα οποία προκύπτουν από την εξέταση μιας περίπτωσης. Όμως, στην παρούσα διατριβή η περιπτωσιολογική έρευνα δεν χρησιμοποιείται για την εξαγωγή συμπερασμάτων και την επαγωγική τους αξιοποίηση για το σύνολο των περιπτώσεων, αλλά για τον έλεγχο των ευρημάτων που προέκυψαν με τη χρήση της ΠΣΑ. Επιπλέον, τα ευρήματα που προέκυψαν από την ΠΣΑ και θα ελεγχθούν μέσω της περιπτωσιολογικής έρευνας, θα αξιοποιηθούν κατά τρόπο επαγωγικό μόνο για το σύνολο των περιπτώσεων (αγορών εργασίας) με όμοια χαρακτηριστικά, και όχι για το σύνολο των περιπτώσεων. 292

311 Ένα από τα πλεονεκτήματα της περιπτωσιολογικής έρευνας είναι ότι παρέχει στον ερευνητή τη δυνατότητα να αναδείξει τη διαδικασία με την οποία τα χαρακτηριστικά μιας περίπτωσης προκαλούν ένα φαινόμενο (Van Evera, 2001: 94). Η διερεύνηση της διαδικασίας προκύπτει από την εις βάθος μελέτη των περιπτώσεων και την ανάδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, η οποία διεξάγεται αποτελεσματικότερα όταν ο υπό έλεγχος πληθυσμός είναι περιορισμένος, παρά στις μεθόδους μεγάλου δείγματος. Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο κεφάλαιο αντικείμενο εξέτασης της ΠΣΑ είναι η περίπτωση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και όχι η μεταβλητή. Επίσης, η περιπτωσιολογική έρευνα υπερτερεί έναντι των μεθόδων μεγάλου δείγματος, όταν οι υπό εξέταση περιπτώσεις είναι περιορισμένες και έχουν καταγραφεί κατά τρόπο λεπτομερειακό (Van Evera, 2001: 95). Η ανάδειξη των συμπληρωματικών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμικών χαρακτηριστικών των περιπτώσεων αποτελεί μια λεπτομερή καταγραφή τους. Υπάρχουν τρεις μέθοδοι περιπτωσιολογικής έρευνας: η μέθοδος της συμφωνίας, η μέθοδος της διαφοράς και η συνδυασμένη μέθοδος (Van Evera, 2001: 141). Με τη μέθοδο της διαφοράς επιλέγονται περιπτώσεις με παρόμοια χαρακτηριστικά και διαφορετικές τιμές της εξαρτημένης μεταβλητής (αποτέλεσμα). Οι αιτίες που προκαλούν ένα φαινόμενο θα πρέπει να αναζητηθούν στις διαφορές των συνθηκών που επικρατούν στις περιπτώσεις που συμβαίνει το αποτέλεσμα συγκριτικά με αυτές που επικρατούν στις περιπτώσεις που δεν συμβαίνει. Δηλαδή, στο παράδειγμα του πίνακα 5.73, όταν ισχύουν οι επεξηγηματικοί παράγοντες A, B, C και D, τα αποτελέσματα είναι x, y, και z αντίστοιχα. Τα αιτία που προκαλεί το αποτέλεσμα w θα πρέπει να αναζητηθεί στον επεξηγηματικό παράγοντα A, ο οποίος ισχύει μόνο στην περίπτωση 1. Συνεπώς συγκρίνονται περιπτώσεις με διαφορετικές τιμές ως προς το αποτέλεσμα, κάτι που μεθοδολογικά ακολουθείται και στην αναζήτηση ικανών συνθηκών με τη μέθοδο της ΠΣΑ. Δηλαδή, αναζητούνται οι συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων που όταν ισχύουν προκαλούν, ή δεν προκαλούν, ένα αποτέλεσμα. Συνεπώς, η μέθοδος της διαφοράς συνιστάται όταν αναζητούνται οι ικανές συνθήκες προκειμένου να συμβαίνει, ή να μην συμβαίνει, ένα αποτέλεσμα. Πίνακας 5.73: Η μέθοδος της διαφοράς Περιπτώσεις Επεξηγηματικοί παράγοντες Αποτέλεσμα 1 η A B C D w x y z 2 η B C D x y z 293

312 Πίνακας 5.74: Η μέθοδος της συμφωνίας Περιπτώσεις Επεξηγηματικοί παράγοντες Αποτέλεσμα 1 η A B C D w x y z 2 η A E F G w t u v Πίνακας 5.75: Η συνδυασμένη μέθοδος της συμφωνίας και της διαφοράς Περιπτώσεις Επεξηγηματικοί παράγοντες Αποτέλεσμα 1 η A B C x y z 2 η A D E x y w 3 η B C y Z 4 η A x Με τη μέθοδο της συμφωνίας αναζητούνται οι ομοιότητες μεταξύ των περιπτώσεων, προκειμένου να παρατηρείται ένα φαινόμενο (αποτέλεσμα). Όπως φαίνεται και στον πίνακα 5.74 αν μεταξύ δύο ή και περισσότερων περιπτώσεων συμβαίνει ένα κοινό αποτέλεσμα (w) και επίσης μεταξύ αυτών των περιπτώσεων εντοπίζεται ένας κοινός επεξηγηματικός παράγοντας (A), τότε σε αυτόν θα πρέπει να αναζητηθεί η αιτία που προκαλεί το αποτέλεσμα w. Το αποτέλεσμα της μεθόδου αυτής είναι κάτι ανάλογο με την αναζήτηση αναγκαίων συνθηκών μέσω της ΠΣΑ. Συνεπώς, η μέθοδος της συμφωνίας συνίσταται σε περιπτώσεις όπου αναζητούνται οι αναγκαίες συνθήκες προκειμένου να συμβαίνει ένα αποτέλεσμα. Όμως, όπως προέκυψε από τα ευρήματα της ΠΣΑ δεν υπάρχει συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων που αποτελεί αναγκαία συνθήκη της μεταρρυθμιστικής τόλμης ή του δισταγμού. Αντίθετα, έχουν προκύψει συνδυασμοί επεξηγηματικών παραγόντων που αποτελούν ικανές συνθήκες είτε της μεταρρυθμιστικής τόλμης είτε του δισταγμού. Τέλος, υπάρχει και ο συνδυασμός των δύο παραπάνω μεθόδων, δηλαδή της μεθόδου συμφωνίας και της διαφοράς, όπου οι επεξηγηματικοί παράγοντες αναζητούνται τόσο στις ομοιότητες όσο και στις διαφορές μεταξύ των περιπτώσεων. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5.75 η μέθοδος της συμφωνίας 294

313 επιτυγχάνεται μεταξύ της πρώτης, δεύτερης και τέταρτης περίπτωσης, ενώ της διαφοράς μεταξύ της τρίτης και όλων των άλλων περιπτώσεων. Με τη μέθοδο αυτή είναι δυνατός ο έλεγχος των ικανών συνθηκών και είναι αυτή που θα επιλεγεί στην περιπτωσιολογική έρευνα που ακολουθεί. Ο Van Evera (2001: ) προτείνει μια σειρά κριτηρίων επιλογής των περιπτώσεων, η πλειονότητα των οποίων υιοθετείται για την επιλογή των περιπτώσεων στην περιπτωσιολογική έρευνα που ακολουθεί στο επόμενο κεφάλαιο. Καταρχάς, συστήνεται η επιλογή περιπτώσεων πλούσιων σε δεδομένα, καθώς είναι δυνατός ο αποτελεσματικότερος έλεγχος των θεωρητικών προτάσεων (Van Evera, 2001: 130). Όμως, το πλήθος των δεδομένων είναι το ίδιο για το σύνολο των περιπτώσεων που εξετάζονται στην ανά χείρας διατριβή, αυτά δηλαδή που χρησιμοποιήθηκαν στην ΠΣΑ ως επεξηγηματικοί παράγοντες. Επιπλέον, συστήνεται η επιλογή περιπτώσεων, στις οποίες η ανεξάρτητη μεταβλητή εμφανίζει έντονη διακύμανση, κυρίως διαχρονικά (Van Evera, 2001: ). Η επιλογή περιπτώσεων σύμφωνα με αυτό το κριτήριο ενισχύει την προβλεπτική ισχύ της θεωρίας που θα προκύψει. Μεταξύ των επεξηγηματικών παραγόντων που εξετάστηκαν με την ΠΣΑ ήταν η τιμή της μεταβλητής που χρησιμοποιείται ως αποτέλεσμα, αλλά στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου. Για παράδειγμα, εξετάζοντας τους επεξηγηματικούς παράγοντες της περιοριστικής ΝΠΑ στα τέλη της εξεταζόμενης περιόδου (2005) συμπεριλήφθηκε μεταξύ των επεξηγηματικών παραγόντων η ΝΠΑ στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου (1990). Είναι προτιμότερο, λοιπόν, να επιλεγούν για περαιτέρω διερεύνηση περιπτώσεις, οι οποίες (δεν) είναι μέλη του συνόλου ασαφούς λογικής του αποτελέσματος και δεν είναι (είναι) μέλη του συνόλου ασαφούς λογικής του επεξηγηματικού παράγοντα, ο οποίος αντιστοιχεί στη μεταβλητή που εκφράζεται και το αποτέλεσμα, αλλά με τιμές στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου. Χρησιμοποιώντας το παραπάνω παράδειγμα μεταξύ των περιπτώσεων που είναι μέλη του συνόλου ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας με περιοριστική ΝΠΑ το 2005 συστήνεται να επιλεγούν οι περιπτώσεις των οποίων οι βαθμοί ένταξής τους στο σύνολο ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας με περιοριστική ΝΠΑ το 1990 είναι μικρότεροι του 0,5. Σύμφωνα με ένα άλλο κριτήριο προτείνεται η επιλογή περιπτώσεων που δεν είναι συμβατές με ανταγωνιστικές θεωρίες (Van Evera, 2001: ) ή δεν προκύπτουν από αυτές. Το κριτήριο αυτό συστήνεται όταν στόχος της έρευνας είναι να αναδειχθεί η σχετική ισχύς μεταξύ των δύο θεωριών. Μια εκ των βασικών θεωριών περί τη μεταρρύθμιση των θεσμών της αγοράς εργασίας είναι αυτή των εντός και εκτός της αγοράς εργασίας. Στην ανάλυση που προηγήθηκε αναδείχθηκαν περιπτώσεις στις οποίες η μη προώθηση μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας δεν αποδίδεται μόνο στο μεταρρυθμιστικό δισταγμό των κυβερνήσεων εξαιτίας της ισχυρής διαπραγματευτικής θέσης των καλώς τοποθετημένων στην αγορά εργασίας, αλλά και στις θετικές, για τις επιδόσεις της αγοράς 295

314 εργασίας αλλά όχι και μόνο, συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών. Οι περιπτώσεις αυτές δεν μπορούν να ερμηνευτούν από τη θεωρία των εντός-εκτός της αγοράς εργασίας και ως εκ τούτου κρίνεται ωφέλιμη η αντιπαράθεσή και σύγκρισή τους με αυτές. Παράλληλα, αν στόχος της περιπτωσιολογικής έρευνας είναι η διατύπωση προτάσεων πολιτικής, συστήνεται η επιλογή περιπτώσεων με παρόμοια γενικά χαρακτηριστικά (Van Evera, 2001: ). Σε αντίθεση με αυτό το κριτήριο, προτείνεται η επιλογή περιπτώσεων με ακραία ή πρωτότυπα χαρακτηριστικά. Η λογική του κριτηρίου αυτού είναι η ακόλουθη: αν μια θεωρητική πρόταση επιβεβαιωθεί σε περιπτώσεις με ακραία χαρακτηριστικά είναι πιθανόν να ισχύει και σε περιπτώσεις με συμβατικά χαρακτηριστικά. Το κριτήριο αυτό συστήνεται για τον έλεγχο θεωριών ευρύτερης ισχύος, συγκριτικά με την επιλογή περιπτώσεων με παρόμοια γενικά χαρακτηριστικά, η οποία συστήνεται για τον έλεγχο θεωριών μικρότερου συγκριτικά εύρους. Στη διατριβή αυτή, έχοντας αποδεχτεί τη σπουδαιότητα των συμπληρωματικών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών προκρίνεται το κριτήριο επιλογής περιπτώσεων από ομάδες αγορών εργασίας με παρόμοια χαρακτηριστικά και οι θεωρητικές προτάσεις που θα προκύψουν θα ισχύουν κυρίως για τις αγορές εργασίας που ανήκουν στην ίδια ομάδα. Αυτό, επίσης, σημαίνει ότι οι πηγές του δισταγμού ή της τόλμης δεν είναι κοινές για το σύνολο των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας και συνεπώς προκρίνονται μέθοδοι ελέγχου θεωριών περιορισμένης ευρύτητας έναντι άλλων γενικότερων. Τέλος, συστήνεται η επιλογή περιπτώσεων, στις οποίες η εξαρτημένη μεταβλητή λαμβάνει ιδιαίτερα υψηλές τιμές, ενώ δεν παρατηρούνται οι συνήθεις επεξηγηματικοί παράγοντες, έτσι ώστε να αναδειχθούν αιτιοκρατικές σχέσεις που δεν προκύπτουν από άλλες θεωρίες (Van Evera 2001: 142). Επιπλέον, επιλέγοντας περιπτώσεις, στις οποίες η εξαρτημένη μεταβλητή (αποτέλεσμα) λαμβάνει ακραίες τιμές, ενισχύεται η ερμηνευτική ισχύς των ευρημάτων (Van Evera, 2001: ). Συνοψίζοντας, τα κριτήρια επιλογής των περιπτώσεων για περαιτέρω έρευνα: Προτιμώνται περιπτώσεις, στις οποίες η μεταβλητή με την οποία μετράται το αποτέλεσμα εμφανίζει έντονες διακυμάνσεις. Μεταξύ συνόλων αγορών εργασίας με παρόμοια θεσμικά χαρακτηριστικά θα επιλέγονται περιπτώσεις όπου το αποτέλεσμα λαμβάνει ακραίες τιμές. Προτιμώνται περιπτώσεις όπου τα εμπειρικά ευρήματα της ΠΣΑ έρχονται σε αντίθεση με αυτά άλλων υφιστάμενων θεωριών. Αν το θεσμικό πλαίσιο που διέπει μια αγορά εργασίας αποτελεί την κυρίαρχη πρόταση πολιτικής χρήζει λεπτομερέστερης εξέτασης, προκειμένου να εντοπισθούν τόσο οι διαδικασίες 296

315 που οδήγησαν στην εφαρμογή του, όσο και οι συμπληρωματικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας και επηρέασαν θετικά τις επιδόσεις της. Αν μεταξύ κάποιων περιπτώσεων με παρόμοια θεσμικά χαρακτηριστικά, υπάρχει μια περίπτωση- αγορά εργασίας, στην οποία το αποτέλεσμα είναι διαφορετικό, συστήνεται η επιλογή της για περαιτέρω διερεύνηση, προκειμένου να εντοπισθούν εκείνοι οι παράγοντες, που ενδεχομένως δεν συμπεριλήφθησαν στους υπό εξέταση επεξηγηματικούς παράγοντες, και καθόρισαν το αποτέλεσμα. Όπως προκύπτει από την ομάδα γραφημάτων 5.26, οι αγορές εργασίας της Ολλανδίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Σουηδίας και της Αυστρίας είναι μέλη των συνόλων ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας των οποίων τα συστήματα αποζημίωσης των ανέργων, το 2005, ήταν γενναιόδωρα, πλην αυτού της Αυστρίας, και η ΝΠΑ περιοριστική. Επιπλέον, στις συγκεκριμένες αγορές εργασίας οι δαπάνες για ΕΠΑ ήταν υψηλές, ενώ με εξαίρεση την Γαλλία οι μισθοί διαπραγματεύονταν σε κεντρικό επίπεδο το Από τις συγκεκριμένες αγορές εργασίας επιλέγεται για περαιτέρω έρευνα η περίπτωση της γερμανικής αγοράς εργασίας. Πρόκειται για μια περίπτωση όπου οι τιμές των αποτελεσμάτων (βαθμοί ένταξης στα σύνολα ασαφούς λογικής fsunben, fsepl, fswb και fsalmp) είναι ακραίοι. Επίσης, είναι έντονες οι ενδείξεις του μεταρρυθμιστικού δισταγμού των γερμανικών κυβερνήσεων, σε αντίθεση με τα ευρήματα που προέκυψαν για τη Σουηδία, όταν οι θεσμικές τους διαφορές εντοπίζονται, κυρίως, στο σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών και στο ύψος των δαπανών για ΕΠΑ. Τέλος, στην περίπτωση της γερμανικής αγοράς εργασίας ικανοποιείται ένα ακόμα κριτήριο επιλογής, αυτό της διαχρονικής διακύμανσης του αποτελέσματος (εξαρτημένη μεταβλητή) όσον αφορά τις ΕΠΑ. 297

316 Γράφημα 5.26: Οι βαθμοί ένταξης της Σουηδίας της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Ολλανδίας στα σύνολα ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρο (fsunben), η ΝΠΑ ήπια (fsepl), οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αποκεντρωμένο επίπεδο (fswb) και οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι υψηλές (fsalmp) Σουηδία Ολλανδία fswb fsunbe n 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,91 0 fsepl fswb fsunbe n 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 0 fsepl fsalmp fsalmp Γερμανία Γαλλία fswb fsunbe n 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 0 fsepl fswb fsunbe n 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0 fsepl fsalmp fsalmp Αυστρία fswb fsunben 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 0 fsepl fsalmp 298

317 Όπως προκύπτει από το γράφημα 5.27 στις αγορές εργασίας του ΗΒ, της Ιρλανδίας και της Ιταλίας η ΝΠΑ είναι ήπια, τα συστήματα αποζημίωσης των ανέργων φειδωλά, οι δαπάνες για ΕΠΑ περιορισμένες, ενώ με εξαίρεση το ΗΒ, οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο κεντρικής διαπραγμάτευσης. Μεταξύ των συγκεκριμένων αγορών εργασίας επιλέγεται αυτή του ΗΒ για περαιτέρω εξέταση. Οι βαθμοί ένταξής της στα σύνολα ασαφούς λογικής των αποτελεσμάτων είναι ακραίοι, ενώ προκύπτουν ενδείξεις μεταρρυθμιστικής τόλμης, σε αντίθεση με τις ενδείξεις μεταρρυθμιστικού δισταγμού που προκύπτουν για τις άλλες δύο, ικανοποιώντας ένα εκ των κριτηρίων επιλογής των περιπτώσεων όπως αυτά αναλύθηκαν παραπάνω. Γράφημα 5.27: Οι βαθμοί ένταξης του ΗΒ, της Ιρλανδίας και της Ιταλίας στα σύνολα ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρο (fsunben), η ΝΠΑ ήπια (fsepl), οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αποκεντρωμένο επίπεδο (fswb) και οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι υψηλές (fsalmp) ΗΒ Ιρλανδία fswb fsunbe n 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,91 0 fsepl fswb fsunbe n 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1 0 fsepl fsalmp fsalmp Ιταλία fswb fsunbe n 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 0 fsepl fsalmp 299

318 Όπως προκύπτει από το γράφημα 5.28, η Δανία, η Φινλανδία και το Βέλγιο, είναι πλήρη μέλη των αγορών εργασίας στις οποίες, το 2005, τα συστήματα αποζημίωσης των ανέργων ήταν γενναιόδωρα (fsunben05), οι NΠΑ ήπιες (fsepl05), οι δαπάνες για ΕΠΑ υψηλές (fsalmp05) και οι μισθοί διαπραγματεύονταν σε κεντρικό επίπεδο (fswb05). Από τη συγκεκριμένη ομάδα δύο περιπτώσεις θα μπορούσαν να επιλεγούν για περαιτέρω και εις βάθος διερεύνηση: η Φινλανδία και η Δανία. Η πρώτη, εξαιτίας των μεταρρυθμίσεων που προώθησε όσον αφορά τη ΝΠΑ, με αποτέλεσμα μία εκ των εξαρτημένων μεταβλητών και πιο συγκεκριμένα ο βαθμός συμμετοχής της στο σύνολο αγορών εργασίας, στις οποίες η ΝΠΑ είναι ήπια σημείωσε σημαντική μεταβολή, πληρώντας ένα από τα προαναφερθέντα κριτήρια επιλογής περιπτώσεων. Ωστόσο, για τη Δανία συντρέχουν περισσότεροι και σημαντικότεροι λόγοι επιλογής της ως περίπτωση περαιτέρω διερεύνησης. Καταρχάς, για τις κυβερνήσεις της Δανίας δεν προέκυψαν ενδείξεις δισταγμού, σε αντίθεση με αυτές της Φινλανδίας και του Βελγίου. Η περίπτωση αυτή πληροί σχεδόν όλα τα κριτήρια επιλογής που προαναφέρθηκαν, καθώς οι τιμές των αποτελεσμάτων (fsunben05, fswb05,fsalmp05, και fsepl05) είναι ακραίες. Επίσης, είναι η μοναδική περίπτωση χώρας, μεταξύ των τριών με τα ίδια χαρακτηριστικά, που δεν προκύπτουν ενδείξεις δισταγμού για τις κυβερνήσεις της. Το γεγονός αυτό συνάδει με τον συνδυασμό της μεθόδου της διαφοράς και της ομοιότητας, ως μεθόδου περιπτωσιολογικής έρευνας, που έχει επιλεγεί στην παρούσα διατριβή. Θα προκύψει δηλαδή ότι ένας από τους επεξηγηματικούς παράγοντες είναι ισχυρότερος ή ασθενέστερος στην περίπτωση της Δανίας, επηρεάζοντας θετικά τις μεταρρυθμιστικές επιλογές των κυβερνήσεών της έναντι αυτών του Βελγίου και της Φινλανδίας. Επιπλέον, το δανικό μοντέλο αγοράς εργασίας προτείνεται προς εφαρμογή από την ΕΕ, αποτελεί δηλαδή μια πρόταση πολιτικής, γεγονός που ενισχύει την επιλογή της Δανίας για περαιτέρω διερεύνηση. 300

319 Γράφημα 5.28: Οι βαθμοί ένταξης της Φινλανδίας, της Δανίας και του Βελγίου στα σύνολα ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρο (fsunben), η ΝΠΑ ήπια (fsepl), οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αποκεντρωμένο επίπεδο (fswb) και οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι υψηλές (fsalmp) Δανία Βέλγιο fswb fsunben 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1 0 fsepl fswb fsunbe n 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 1 0 fsepl fsalmp fsalmp Φινλανδία fswb fsunben 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 0 fsepl fsalmp Η επόμενη ομάδα αγορών εργασίας αποτελείται από αυτές της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας (γράφημα 5.29). Η διαφορά των εν λόγω αγορών εργασίας έγκειται στο ότι δεν είναι μέλη των συνόλων ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας στις οποίες οι ΕΠΑ είναι υψηλές. Επίσης, στην περίπτωση της Ελλάδας το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι φειδωλό, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, των οποίων τα συστήματα αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρα. Επίσης, στις τρεις παραπάνω αγορές εργασίας οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο κεντρικής διαπραγμάτευσης, ενώ οι δαπάνες για ΕΠΑ, το 2005, ήταν περιορισμένες. Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό των συγκεκριμένων χωρών είναι οι ισχυρές ενδείξεις δισταγμού που επέδειξαν οι κυβερνήσεις τους, όσον αφορά τη μεταρρύθμιση και των τεσσάρων υπό εξέταση θεσμών της αγοράς εργασίας. Μεταξύ αυτών των αγορών εργασίας θα επιλεγεί η περίπτωση της Ελλάδας για περαιτέρω διερεύνηση. Η περίπτωση αυτή επιλέγεται για περαιτέρω διερεύνηση καθώς μπορεί να 301

320 αναδειχθεί πώς ο συνδυασμός της περιοριστικής ΝΠΑ με το φειδωλό σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, τις χαμηλές δαπάνες για ΕΠΑ και την κεντρική διαπραγμάτευση των μισθών μπορούν να προκαλέσουν το μεταρρυθμιστικό δισταγμό των κυβερνήσεών της. Γράφημα 5.29: Οι βαθμοί ένταξης της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας στα σύνολα ασαφούς λογικής των αγορών εργασίας, στις οποίες το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων είναι γενναιόδωρο (fsunben), η ΝΠΑ ήπια (fsepl), οι μισθοί αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αποκεντρωμένο επίπεδο (fswb) και οι δαπάνες για ΕΠΑ είναι υψηλές (fsalmp) Ελλάδα Ισπανία fswb fsunben 0,9 0,8 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0,1 0 fsepl fswb fsunbe n 0,1 0,2 0,3 0,4 0,5 0,6 0,7 0,8 0,9 0 fsepl fsalmp fsalmp Πορτογαλία fswb fsunben 0,7 0,6 0,5 0,4 0,3 0,2 0,1 0 fsepl fsalmp 302

321 5.5 Σύνοψη Στο κεφάλαιο αυτό, αρχικά, παρουσιάσθηκε η μέθοδος της ΠΣΑ, η οποία όπως αναφέρθηκε ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου αναζητούνται, μεταξύ επεξηγηματικών παραγόντων, οι ικανές ή/και αναγκαίες συνθήκες ενός αποτελέσματος. Στην παρούσα διατριβή η μέθοδος εφαρμόστηκε τέσσερις φορές, όσες δηλαδή και οι υπό εξέταση θεσμοί της αγοράς εργασίας, δηλαδή το σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, η ΝΠΑ, οι δαπάνες για ΕΠΑ και το σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών. Ως αποτελέσματα χρησιμοποιήθηκαν τέσσερις μεταβλητές, οι οποίες στο σύνολό τους απεικονίζουν στο θεσμικό πλαίσιο στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου. Δηλαδή, ο βαθμός γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, ο δείκτης ΝΠΑ, το ποσοστό των δαπανών για ΕΠΑ ως προς το ΑΕΠ, και το επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών. Οι επεξηγηματικοί παράγοντες που εξετάσθηκαν μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερις κατηγορίες, δηλαδή σε αυτούς μέσω των οποίων ελέγχεται η επίδραση: α)των εσωτερικών συμπληρωματικών σχέσεων, δηλαδή αυτών που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας, στη μεταρρυθμιστική διαδικασία, β) των εξωτερικών συμπληρωματικών σχέσεων, δηλαδή αυτών που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας με άλλους οικονομικούς και ρυθμιστικούς παράγοντες στη μεταρρυθμιστική διαδικασία, γ) των επιδόσεων της αγοράς εργασίας στη θεσμική αλλαγή και από τους οποίους προέκυψε ο μεταρρυθμιστικός δισταγμός ή η τόλμη που επέδειξαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και δ) του αρχικού επιπέδου ρύθμισης, δηλαδή του μονοπατιού εξάρτησης και της προκατάληψης του status quo, στη μεταρρυθμιστική διαδικασία. Όπως προέκυψε από την ΠΣΑ οι θεσμοί που διέπουν τις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά την περίοδο Δηλαδή, οι ευρωπαϊκές αγορές εργασίας δεν μπόρεσαν να εξέλθουν του μονοπατιού εξάρτησής τους. Για ορισμένες περιπτώσεις, αυτό μπορεί να αποδοθεί στο μεταρρυθμιστικό δισταγμό των κυβερνήσεών τους, μιας και το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο δημιουργεί στρεβλώσεις στις αγορές εργασίας τους. Σε άλλες, όμως, η διατήρηση του θεσμικού πλαισίου δεν μπορεί να αποδοθεί, αποκλειστικά, στο μεταρρυθμιστικό δισταγμό των κυβερνήσεών τους, μιας και δεν προέκυψε κάτι τέτοιο από τις επιδόσεις τους. 303

322 304

323 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Οι περιπτώσεις έρευνας: Γερμανία, ΗΒ, Δανία και Ελλάδα 6.1 Εισαγωγή Η εις βάθος μελέτη τεσσάρων περιπτώσεων και εν προκειμένω της Γερμανίας, του ΗΒ, της Δανίας και της Ελλάδας, τα κριτήρια επιλογής των οποίων παρουσιάσθηκαν στην υποενότητα 5.4, θα συμβάλλει στην καλύτερη ανάδειξη των συμπληρωματικών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των θεσμών της αγοράς εργασίας, αλλά και με το ευρύτερο ρυθμιστικό πλαίσιο και οικονομικό περιβάλλον. Μεταξύ των περιπτώσεων περιλαμβάνονται ορισμένες, για τις οποίες δεν προέκυψαν ενδείξεις μεταρρυθμιστικού δισταγμού, όπως η Δανία και για ορισμένους θεσμούς της αγοράς εργασίας το ΗΒ, και ως εκ τούτου μπορούν να αναδειχθούν οι προϋποθέσεις προώθησης μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. Περιλαμβάνονται, όμως και άλλες, όπως η Ελλάδα και η Γερμανία, για τις οποίες οι ενδείξεις μεταρρυθμιστικού δισταγμού ήταν εμπειρικώς ισχυρές. Στην ενότητα 6.2 παρατίθενται στοιχεία σχετικά με τις επιδόσεις των τεσσάρων αγορών εργασίας, καθώς και για τα θεσμικά και διαρθρωτικά τους χαρακτηριστικά της περιόδου Παράλληλα, γίνεται μια συγκριτική παράθεση των εν λόγω χαρακτηριστικών τους, τόσο μεταξύ τους όσο και με τον μέσο όρο της ΕΕ-14. Στις ενότητες 6.3, 6.4, 6.5 και 6.6, εξετάζονται εκτενώς οι περιπτώσεις της Γερμανίας, του ΗΒ, της Δανίας και της Ελλάδας αντίστοιχα. 6.2 Θεσμοί και επιδόσεις : Γερμανία, ΗΒ, Δανία και Ελλάδα Από τον πίνακα 6.1 γίνονται εμφανείς οι θεσμικές διαφορές μεταξύ των τεσσάρων αγορών εργασίας. Στη Δανία και στην Γερμανία το καθαρά μέσα ποσοστά αναπλήρωσης των επιδομάτων ανεργίας είναι 76% και 75%, αντίστοιχα, αρκετά υψηλότερα από αυτά του ΗΒ (60%) και της Ελλάδας (54%). Το 2005, στη Δανία, το επίδομα ανεργίας χορηγούταν για 48 μήνες, στην Γερμανία και στην Ελλάδα για 12, ενώ στο ΗΒ για, μόλις, 6 μήνες. Εξαιτίας της μεγαλύτερης διάρκειας χορήγησης των 305

324 επιδομάτων ανεργίας στην Δανία, ο δείκτης γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων 29 είναι ο υψηλότερος μεταξύ των τεσσάρων περιπτώσεων. Όσον αφορά τη ΝΠΑ, και πιο συγκεκριμένα το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει την κανονική απασχόληση και τις απολύσεις, αυτή είναι ηπιότερη στο ΗΒ και στη Δανία και πιο περιοριστική στην Ελλάδα και στην Γερμανία (πίνακας 6.1). Στη Γερμανία, η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, το 2005, αντιστοιχούσε στο 52,1% το κόστους εργασίας του μέσου εργαζομένου, ποσοστό αρκετά υψηλότερο από αυτό της Δανίας (40,9%), της Ελλάδας (35,2%) και του ΗΒ (33,9%) (πίνακας 6.1) Το σύστημα διαπραγμάτευσης των μισθών είναι αποκεντρωμένο στο ΗΒ, όπου οι μισθοί καθορίζονται σε επίπεδο επιχείρησης. Στην Γερμανία και στην Ελλάδα, οι μισθοί διαπραγματεύονταν, το 2005, σε ενδιάμεσο και κεντρικό επίπεδο, ενώ στη Δανία οι μισθοί ήταν αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων σε κλαδικό, κυρίως, επίπεδο (πίνακας 6.1). Πίνακας 6.1: Τα θεσμικά χαρακτηριστικά των αγορών εργασίας της Γερμανίας, του ΗΒ, της Δανίας και της Ελλάδας (2005) Δείκτης γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων 1 Δείκτης ΝΠΑ 2 Δαπάνες για ΕΠΑ (%ΑΕΠ) 3 Επίπεδο διαπραγμάτευσης των μισθών 4 Φορολογική επιβάρυνση της εργασίας 5 Γερμανία Καθαρό μέσο ποσοστό αναπλήρωσης: 75% Περίοδος χορήγησης: 12 Συνολικός δείκτης: 7,8 3,00 0,97 Σε επίπεδο κλάδου και οικονομίας 52,1 ΗΒ Δανία Ελλάδα Καθαρό μέσο ποσοστό αναπλήρωσης: 60% Περίοδος χορήγησης: 6 Συνολικός δείκτης: 6,2 Καθαρό μέσο ποσοστό αναπλήρωσης: 76% Περίοδος χορήγησης: 48 Συνολικός δείκτης: 12,5 Καθαρό μέσο ποσοστό αναπλήρωσης: 54% Περίοδος χορήγησης:12 Συνολικός δείκτης:6,2 1,12 0,49 Σε επίπεδο επιχείρησης 33,9 1,63 1,75 Σε επίπεδο κλάδου, με περιορισμένο ρόλο των κεντρικών εργοδοτικών ενώσεων εργοδοτών και συνδικάτων, αλλά και περιορισμένη χρήση διαπραγματεύσεων σε επίπεδο επιχείρησης 2,33 0,05 Σε επίπεδο κλάδου και οικονομίας 1: Τα στοιχεία του συνολικού δείκτη γενναιοδωρίας του συστήματος αποζημίωσης των ανέργων περιλαμβάνονται στον πίνακα Το καθαρό μέσο ποσοστό αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας είναι ο μέσος όρος των ποσοστών αναπλήρωσης επιδομάτων ανεργίας ως προς τις αποδοχές εργαζομένων, των οποίων η παραγωγικότητα αντιστοιχεί στο 40,9 35,2 29 Για τον υπολογισμό του βλέπε πίνακα

325 100% και το 67% της παραγωγικότητας του μέσου εργαζομένου και προέρχεται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ. Η διάρκεια χορήγησης επιδομάτων ανεργίας εκφράζεται σε μήνες και προέρχεται από το άρθρο των Brandt et al. (2005) 2: Πρόκειται για το δείκτη ΝΠΑ που διέπει την κανονική απασχόληση, έκδοση 1 του ΟΟΣΑ (EPL, Regular Employment, version 1). Η τιμή του δείκτη εξαρτάται από το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις απολύσεις (ατομικές και ομαδικές), όσον αφορά την κανονική (αορίστου χρόνου) απασχόληση, και όσο υψηλότερη είναι αυτή, τόσο περιοριστικότερη θα πρέπει να θεωρείται η ΝΠΑ. Οι τιμές του δείκτη προέρχονται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ. 3: Περιλαμβάνονται οι δαπάνες για τη χρηματοδότηση των δημόσιων υπηρεσιών ευρέσεως απασχόλησης, των προγραμμάτων κατάρτισης του εργατικού δυναμικού, των προγραμμάτων ενίσχυσης και επιδότησης της απασχόλησης, καθώς και αυτών για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και έναρξης νέων επιχειρήσεων. Τα στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ. 4: Τα στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδομένων ICTWSS (Database on Institutional Characteristics of Trade Unions, Wage Setting, State Intervention and Social Pacts) έκδοση 2009, του Institute for Advanced Labour Studies (AIAS). 5: Περιλαμβάνει τη φορολογία εισοδήματος και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης εργοδοτών και εργαζομένων, εκφρασμένων ως προς το κόστος εργασίας (μικτός μισθός και εργοδοτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης) του μέσου εργαζομένου (άγαμος, μέση αμοιβή πλήρους απασχόλησης). Τα στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ. Την περίοδο , στη Δανία καταγράφεται το υψηλότερο, μεταξύ των τεσσάρων περιπτώσεων, ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, παρά τη μείωσή του από 84,1% του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, το 1990, σε 80,6% (πίνακας 6.2). Η δεύτερη καλύτερη επίδοση, όσον αφορά το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, καταγράφεται στο ΗΒ, στο οποίο, επίσης, το εν λόγω ποσοστό βαίνει μειούμενο (79,1% το 1990, 77,8% το 2005). Αντίθετα, στη Γερμανία και στην Ελλάδα, όπου τα ποσοστά ενεργού πληθυσμού το 1990 ήταν 68,1% και 60,8% αντίστοιχα, κατέγραψαν ανοδική πορεία, κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Το 2005, στη Γερμανία, το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό προσέγγισε το 74,5%, ενώ στην Ελλάδα, παρά την αύξησή του, ανήλθε σε, μόλις, 68%. Η ελληνική αγορά εργασίας είναι η μοναδική, μεταξύ των τεσσάρων, στην οποία το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικού υπολείπεται του μέσου όρου της ΕΕ-14 (72,8%). Πίνακας 6.2: Ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό (% πληθυσμού ηλικίας ετών) Γερμανία 68,1 71,0 71,8 74,5 ΗΒ 79,1 77,0 77,6 77,8 Δανία 84,1 80,1 80,6 80,6 Ελλάδα 60,8 62,0 64,5 68,0 ΕΕ-14 69,6 70,0 71,4 72,8 Πηγή: ΟΟΣΑ Όπως προκύπτει από τον πίνακα 6.3, το 1990, τόσο στη Δανία (89,6%), όσο και στο ΗΒ (90%), εννέα στους δέκα άνδρες ηλικίας ετών μετείχαν στο εργατικό δυναμικό. Τα ποσοστά αυτά, σε 307

326 αμφότερες τις αγορές εργασίας, μειώθηκαν μεταξύ των ετών , σε 84,9% στο ΗΒ και σε 85,5% στη Δανία, παραμένοντας υψηλότερα του μέσου όρου της ΕΕ-14 (80,2%). Στη Γερμανία, το ποσοστό του ανδρικού ενεργού πληθυσμού, το 1990, ήταν 79,7% και στην Ελλάδα 79,2%. Στις αγορές εργασίας και των δύο χωρών, το εν λόγω ποσοστό κατέγραψε άνοδο την περίοδο , προσεγγίζοντας το 81,8% στην Γερμανία και το 80,9% στην Ελλάδα, παραμένοντας, ωστόσο σε χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με το ΗΒ και τη Δανία. Πίνακας 6.3: Ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό των ανδρών (% ανδρών ηλικίας ετών) Γερμανία 79,7 80,2 79,7 81,8 ΗΒ 90,0 86,3 85,7 84,9 Δανία 89,6 86,5 84,8 85,5 Ελλάδα 79,2 80,0 79,4 80,9 ΕΕ-14 81,5 79,8 80,7 80,2 Πηγή: ΟΟΣΑ Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας και εν προκειμένω των τεσσάρων, είναι η περιορισμένη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, η οποία υπολείπεται σημαντικά αυτής των ανδρών. Στην Ελλάδα, το 1990, το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό ήταν 43,3%, χαμηλότερο κατά 36 περίπου εκατοστιαίες μονάδες αυτής των ανδρών (πίνακας 6.4). Παρά την αύξηση του εν λόγω ποσοστού σε 60,9%, το 2005, παρέμενε 20 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από αυτό των ανδρών. Και στις υπόλοιπες τρεις αγορές εργασίας καταγράφεται το πρόβλημα της ασύμμετρης συμμετοχής των δύο φύλων στην αγορά εργασίας, αλλά σε μικρότερη ένταση. Για παράδειγμα, στη Γερμανία, το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό αυξήθηκε από 56,1%, το 1990, σε 67,6%, το 2005, ενώ η διαφορά του με το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών, μειώθηκε από 23,6 εκατοστιαίες μονάδες, σε 14,2. Στο ΗΒ, το 1990, το 68,2% των γυναικών εργάσιμης ηλικίας μετείχαν στο εργατικό δυναμικό, ενώ το 2005 το εν λόγω ποσοστό αυξήθηκε σε 70,8%, με τη διαφορά στα ποσοστά συμμετοχής μεταξύ ανδρών και γυναικών να μειώνεται από 21,8 σε 14,1 εκατοστιαίες μονάδες. Ενώ στις τρεις προαναφερθείσες αγορές εργασίας τα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό αυξήθηκαν κατά την περίοδο , στη Δανία εν λόγω το ποσοστό μειώθηκε από 78,6%, το 1990, σε 75,7%, το Επιπλέον, στη Δανία η διαφορά των ποσοστών συμμετοχής στο εργατικών δυναμικό μεταξύ ανδρών και γυναικών περιορίστηκε, το 2005, σε ποσοστό χαμηλότερο του 10 εκατοστιαίες μονάδες. Συνοψίζοντας, όσον αφορά τη συμμετοχή του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό, καταγράφεται τάση σύγκλισης των ποσοστών μεταξύ των τεσσάρων αγορών εργασίας. Στη Δανία και στο ΗΒ 308

327 καταγράφονται οι καλύτερες επιδόσεις, ενώ στη Γερμανία και στην Ελλάδα οι χειρότερες. Κοινό θεσμικό χαρακτηριστικό των δύο πρώτων αγορών εργασίας είναι το ηπιότερο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει την κανονική απασχόληση, συγκριτικά με αυτό που ισχύει στις αγορές εργασίας της Ελλάδας και της Γερμανίας. Σημαντικές παραμένουν, με εξαίρεση ίσως την περίπτωση της Δανίας οι αποκλίσεις στα ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό μεταξύ των δύο φύλων. Πίνακας 6.4: Ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό των γυναικών (% γυναικών ηλικίας ετών) * Γερμανία 56,1 61,5 63,7 67,6 (23,6) (18,7) (16,0) (14,2) ΗΒ 68,2 67,9 69,8 70,8 (21,8) (18,4) (15,9) (14,1) Δανία 78,6 73,6 76,3 75,7 (11,0) (12,9) (8,5) (9,8) Ελλάδα 43,3 47,9 56,2 60,9 (35,9) (32,1) (23,2) (20,0) ΕΕ-14 57,9 60,2 62,1 65,3 (23,6) (19,6) (18,6) (14,9) Πηγή: ΟΟΣΑ *Εντός παρενθέσεων σημειώνεται η διαφορά των ποσοστών συμμετοχής μεταξύ ανδρών και γυναικών. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 6.5, σημαντικές είναι οι αποκλίσεις στα ποσοστά απασχόλησης μεταξύ των τεσσάρων αγορών εργασίας. Στη Δανία, το 1990, το ποσοστό απασχόλησης ήταν 77,1% του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, ενώ το 2005, μειώθηκε οριακά σε 76,8% (πίνακας 6.5). Η δεύτερη καλύτερη επίδοση καταγράφεται στο ΗΒ, όπου το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε από 73,7%, το 1990, σε 74,2%. Στη Γερμανία, το ποσοστό απασχόλησης κινήθηκε σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα, παρά την αύξησή του από 64,8% (1990) σε 66,5% (2005), όπως και στην Ελλάδα, όπου το ποσοστό απασχόλησης κατέγραψε άνοδο από 56,5% (1990) σε 61,4% (2005). Πίνακας 6.5: Ποσοστά απασχόλησης (% πληθυσμού ηλικίας ετών) Γερμανία 64,8 65,2 66,2 66,5 ΗΒ 73,7 70,4 73,4 74,2 Δανία 77,1 74,5 77,0 76,8 Ελλάδα 56,5 56,4 57,4 61,4 ΕΕ-14 64,4 63,6 66,4 67,6 Πηγή: ΟΟΣΑ Όπως προκύπτει από τους πίνακες 6.6 και 6.7 σημαντικές είναι οι αποκλίσεις των ποσοστών απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών σε όλες τις περιπτώσεις έρευνας. Στη Δανία, το 1990, το 309

328 ποσοστό απασχόλησης των ανδρών ήταν 82,5% των ανδρών εργάσιμης ηλικίας, 11 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερο από αυτό των γυναικών (71,5% του γυναικείου πληθυσμού ηλικίας ετών). Έως το 2005, τα ποσοστά απασχόλησης των ανδρών και των γυναικών δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά, με αποτέλεσμα και η διαφορά τους να παραμείνει σχεδόν η ίδια (10,5 εκατοστιαίες μονάδες). Σε υψηλά επίπεδα παρέμεινε η απασχόληση των ανδρών στο ΗΒ, την περίοδο , παρά το γεγονός ότι σημείωσε πτώση από 83,7% σε 82,0%. Σημαντική μείωση κατέγραψε η απόκλιση των ποσοστών απασχόλησης των δύο φύλων, καθώς μειώθηκε από 20, περίπου εκατοστιαίες μονάδες, σε 12,8, εξαιτίας της αύξησης, κυρίως, του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών από 63,8%, το 1990, σε 67,9%, το Σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα κυμάνθηκε η απασχόληση των ανδρών στη Γερμανία, με το σχετικό ποσοστό να μειώνεται από 76,4%, το 1990, σε 72,5%, το Η μείωση αυτή σε συνδυασμό με την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών από 52,8% σε 60,2%, συνέβαλαν στη σύγκλιση των ποσοστών απασχόλησης των δύο φύλων, με τη διαφορά τους να προσεγγίζει τις 12 εκατοστιαίες μονάδες το Στην Ελλάδα, η διαφορά στα ποσοστά απασχόλησης ανδρών και γυναικών μειώθηκε από 37,3 σε 29,4 εκατοστιαίες μονάδες, εξαιτίας, κυρίως, της αύξησης του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών από 38,5%, το 1990, σε 46,8%, το 2005, όταν την ίδια περίοδο το ποσοστό απασχόλησης των ανδρών αυξήθηκε από 75,8% σε 76,2%. Την περίοδο , καταγράφεται αύξηση των ποσοστών απασχόλησης των γυναικών και στις τέσσερις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας, ενώ για τους άνδρες το ποσοστό απασχόλησης αυξάνεται μόνο στην Ελλάδα. Ωστόσο, οι διαφορές στα ποσοστά απασχόλησης μεταξύ των δύο φύλων παρέμειναν σημαντικές, ενώ στη Γερμανία και ιδίως στην Ελλάδα τα ποσοστά απασχόλησης των ανδρών δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλά. Η αύξηση της απασχόλησης των γυναικών, ως ομάδα του εργατικού δυναμικού με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αποτελεί ζητούμενο και για τις τέσσερις αγορές εργασίας. Θα μπορούσε, ενδεχομένως, να είχε επιτευχθεί αν οι κυβερνήσεις ορισμένων εκ των τεσσάρων περιπτώσεων δεν ήταν διστακτικές στην προώθηση μεταρρυθμίσεων όσον αφορά τη ΝΠΑ ή/και τις ΕΠΑ, όπως άλλωστε προέκυψε από το προηγούμενο κεφάλαιο. Πίνακας 6.6: Ποσοστά απασχόλησης ανδρών (% ανδρών ηλικίας ετών) Γερμανία 76,4 74,4 73,8 72,5 ΗΒ 83,7 77,7 80,0 80,7 Δανία 82,5 81,7 81,4 82,0 Ελλάδα 75,8 75,1 73,6 76,2 ΕΕ-14 76,5 72,6 75,5 75,4 Πηγή: ΟΟΣΑ 310

329 Πίνακας 6.7: Ποσοστά απασχόλησης γυναικών (%γυναικών ηλικίας ετών)* Γερμανία 52,8 55,7 58,6 60,2 (23,6) (18,7) (15,2) (12,3) ΗΒ 63,8 63,3 66,5 67,9 (19,9) (14,4) (13,5) (12,8) Δανία 71,5 67,2 72,5 71,5 (11,0) (14,5) (8,9) (10,5) Ελλάδα 38,5 39,0 42,1 46,8 (37,3) (36,1) (31,5) (29,4) ΕΕ-14 52,5 54,1 56,9 60,2 (23,9) (18,5) (18,6) (15,2) Πηγή: ΟΟΣΑ *Εντός παρενθέσεων σημειώνεται η διαφορά των ποσοστών απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών. Την περίοδο , στη Δανία καταγράφεται σημαντική πτώση του ποσοστού ανεργίας από 8,3% σε 4,8% (πίνακας 6.8). Στο ΗΒ, επίσης αλλά σε μικρότερο βαθμό, το ποσοστό ανεργίας σημείωσε πτωτική τάση από 6,8%, το 1990, σε 4,6%, το Στην Ελλάδα, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε από 7,0% σε 9,6%, ενώ ενδιάμεσα και πιο συγκεκριμένα στις αρχές της δεκαετίας του 00, το εν λόγω ποσοστό είχε ξεπεράσει το 11%. Ιδιαίτερα σημαντική άνοδο κατέγραψε το ποσοστό ανεργίας στη Γερμανία, καθώς αυξήθηκε από 4,8%, το 1990, σε 11,1%, το Το 2005, τα ποσοστά ανεργίας στη Γερμανία και την Ελλάδα ήταν υψηλότερα του μέσου όρου της ΕΕ-14 (8,3%), ενώ στη Δανία και το ΗΒ χαμηλότερα. Πίνακας 6.8: Ποσοστά ανεργίας (% εργατικού δυναμικού) Γερμανία 4,8 8,1 7,7 11,1 ΗΒ 6,8 8,6 5,5 4,6 Δανία 8,3 7,0 4,5 4,8 Ελλάδα 7,0 9,1 11,1 9,6 ΕΕ-14 8,3 10,6 8,2 8,3 Πηγή: ΟΟΣΑ Όπως προκύπτει από τους πίνακες 6.9 και 6.10 μόνο στο ΗΒ το πρόβλημα της ανεργίας ήταν εντονότερο μεταξύ των ανδρών καθ όλη την περίοδο Στη Γερμανία τα ποσοστά ανεργίας και στα δύο φύλα σημείωσαν σημαντική αύξηση, με τη μεταξύ τους απόκλιση να περιορίζεται σε μόλις 0,4 εκατοστιαίες μονάδες. Αντίθετα, στην Ελλάδα, το πρόβλημα της ανεργίας για τις γυναίκες εντάθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου , με το σχετικό ποσοστό να αυξάνεται από 11,7%, το 1990, σε 15,2%, το 2005, ενώ για τους άνδρες το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε από 4,2% σε 5,8%, την ίδια περίοδο. Σημαντική μείωση κατέγραψαν τα ποσοστά ανεργίας, στη Δανία την περίοδο , τόσο για τους άνδρες (από 7,8% σε 4,1%), όσο και για τις γυναίκες (από 8,9% σε 5,6%). 311

330 Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ αγορών εργασίας, όπου μπορούν να εντοπιστούν κοινά μεμονωμένα θεσμικά χαρακτηριστικά, οι επιδόσεις τους όσον αφορά την ανεργία μπορούν να διαφέρουν σημαντικά. Για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι στη Γερμανία και στη Δανία, τα ποσοστά αναπλήρωσης των επιδομάτων ανεργίας ήταν υψηλά το 2005, τα ποσοστά ανεργίας διέφεραν σημαντικά. Επίσης, στο ΗΒ και στην Ελλάδα, τα ποσοστά ανεργίας διέφεραν σημαντικά, παρά το γεγονός ότι και στις δύο χώρες τα συστήματα χορήγησης επιδομάτων ανεργίας είναι λιγότερο γενναιόδωρα, συγκριτικά με αυτά της Γερμανίας και της Δανίας. Οι επιδόσεις της αγοράς εργασίας και δη του ποσοστού ανεργίας εξαρτώνται από το ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της και όχι από μεμονωμένους θεσμούς. Οι αιτίες των διαφορετικών επιδόσεων μεταξύ των τεσσάρων αγορών εργασίας θα πρέπει να αναζητηθούν στα διαφορετικά μοντέλα οργάνωσής τους και στους παράγοντες που επηρεάζουν τη μεταρρύθμισή τους, όπως αυτοί προέκυψαν στο προηγούμενο κεφάλαιο και θα αναδειχθούν περαιτέρω με αφορμή τις τέσσερις περιπτώσεις έρευνας στο παρόν κεφάλαιο. Πίνακας 6.9: Ποσοστά ανεργίας ανδρών (% ανδρών που μετέχουν στο εργατικό δυναμικό) Γερμανία 4,1 7,2 7,5 11,3 ΗΒ 7,0 10,0 6,1 5,0 Δανία 7,8 5,6 4,0 4,1 Ελλάδα 4,2 6,2 7,3 5,8 ΕΕ-14 6,2 8,3 6,0 6,5 Πηγή: ΟΟΣΑ Πίνακας 6.10: Ποσοστά ανεργίας γυναικών (% γυναικών που μετέχουν στο εργατικό δυναμικό)* Γερμανία 5,9 9,4 8,1 10,9 (-1,8) (-2,2) (-0,6) (0,4) ΗΒ 6,5 6,8 4,8 4,2 (0,5) (3,2) (1,3) (0,8) Δανία 8,9 8,6 5,0 5,6 (-1,1) (-3,0) (-1,0) (-1,5) Ελλάδα 11,7 13,8 16,7 15,2 (-7,5) (-7,6) (-9,7) (-9,7) ΕΕ-14 10,3 10,6 9,0 8,2 (-4,1) (-2,3) (-3,0) (-1,7) Πηγή: ΟΟΣΑ *Εντός παρενθέσεων σημειώνεται η διαφορά των ποσοστών ανεργίας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η διαφορά λαμβάνει αρνητικές (θετικές) τιμές όταν το ποσοστό ανεργίας των ανδρών είναι χαμηλότερο (υψηλότερο) από αυτό των γυναικών. Στη Γερμανία και στην Ελλάδα, την περίοδο , τα ποσοστά ανεργίας των νέων αυξήθηκαν από 5,3% σε 11,5% και από 8,8% σε 12,7% αντίστοιχα. Αντίθετα, στο ΗΒ και στη Δανία τα 312

331 ποσοστά ανεργίας των νέων έβαιναν μειούμενα κατά την περίοδο , προσεγγίζοντας το 4,2% και 5,2% αντίστοιχα. Η εν λόγω επίδοση επηρεάζεται, σε μεγάλο βαθμό, από τη διαδικασία μετάβασης των νέων από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας, η οποία με τη σειρά της διευκολύνεται από πολιτικές που συμβάλλουν στον περιορισμό της διαφοράς μεταξύ της παραγωγικότητας των νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας και του μισθολογικού και μη κόστους εργασίας. Η εν λόγω διαφορά με τη σειρά της είναι αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας, των πολιτικών που συμβάλλουν στην (ταχύτερη) κάλυψη των κενών θέσεων εργασίας από τους ανέργους, αλλά και της ΝΠΑ, οι οποίες αμβλύνουν τα κίνητρα των επιχειρήσεων να προβούν σε πιθανώς χαμηλής παραγωγικότητας νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας. Πίνακας 6.11: Ποσοστά ανεργίας νέων (% εργατικού δυναμικού ηλικίας ετών) Γερμανία 5,3 7,9 6,7 11,5 ΗΒ 7,3 8,9 5,1 4,2 Δανία 10,1 7,5 5,1 5,2 Ελλάδα 8,8 11,1 14,8 12,7 ΕΕ-14 8,45 11,08 7,73 8,03 Πηγή: ΟΟΣΑ Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας είναι η μακρά παραμονή των ανέργων σε καθεστώς ανεργίας. Το 1990, το 47% των ανέργων στην ΕΕ-14, παρέμεναν σε καθεστώς ανεργίας για διάστημα μεγαλύτερο των δώδεκα μηνών, ενώ το 2005 το ποσοστό αυτό μειώθηκε σε 37,6% (πίνακας 6.12). Στη Γερμανία και στην Ελλάδα, τα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας, όχι μόνο είναι τα υψηλότερα μεταξύ των τεσσάρων περιπτώσεων, αλλά καταγράφουν άνοδο την περίοδο , από 46,8% σε 54,1% στην πρώτη, και από 49,8% σε 53,7% στη δεύτερη. Άνοδο σημειώνει και το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας στη Δανία, από 22,9% το1990, σε 25,9% το 2005, παραμένοντας ωστόσο σε χαμηλότερο επίπεδο συγκριτικά τόσο με το μέσο όρο της ΕΕ- 14, όσο και με τις άλλες δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις. Αντίθετα, στο ΗΒ το εν λόγω ποσοστό καταγράφει πτώση από 34,4%, το 1990, σε 22,3% το 2005, παρά την άνοδό του σε 43,6% στο μέσο της δεκαετίας του 90. Η μακρά παραμονή των ανέργων σε καθεστώς ανεργίας είναι, συχνά, αποτέλεσμα των δυσκαμψιών που οι θεσμοί της αγοράς εργασίας προκαλούν στη λειτουργία της. Είναι πιθανόν, οι θεσμοί της αγοράς εργασίας, όχι μόνο να μην ευνοούν την ταχεία επαναπρόσληψη των ανέργων, αλλά τουναντίον να την εμποδίζουν, εγκλωβίζοντάς τους για μεγάλο διάστημα στην ανεργία και συμβάλλοντας στην απίσχναση των εργασιακών τους κινήτρων και στην απαξίωση των προσόντων τους. 313

332 Πίνακας 6.12: Ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας (%συνολικής ανεργίας) Γερμανία 46,8 48,7 51,5 54,1 ΗΒ 34,4 43,6 28,0 22,3 Δανία 22,9 27,9 20,0 25,9 Ελλάδα 49,8 51,4 56,4 53,7 ΕΕ-14 47,0 46,5 41,9 37,6 Πηγή: ΟΟΣΑ Όπως προκύπτει από τον πίνακα 6.13, στην Ελλάδα το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων ως προς το σύνολο των απασχολουμένων, της περιόδου , ήταν πολύ υψηλότερο συγκριτικά τόσο με το μέσο ποσοστό της ΕΕ-14, όσο και με τις άλλες τρεις περιπτώσεις. Το εν λόγω ποσοστό στην Ελλάδα, το 1990, οι αυτοαπασχολούμενοι αντιστοιχούσαν στο ήταν 47,67% του συνολικού αριθμού των απασχολουμένων, ενώ το 2005, μειώθηκε σε 36,44%. Το 2005, στη Γερμανία, το ποσοστό αυτό ήταν 12,4%, στο ΗΒ 12,9% και στη Δανία 8,7%. Το υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων στην Ελλάδα, όπως αναλύεται στην ενότητα 6.6, οφείλεται στην υποκατάσταση της εξαρτημένης σχέσης εργασίας από την ανεξάρτητη, προκειμένου οι επιχειρήσεις να παρακάμψουν το περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο που διέπει την πρώτη. Πίνακας 6.13: Ποσοστά αυτοαπασχολούμενων (% συνολικής απασχόλησης) Γερμανία 9,8 10,7 11,0 12,4 ΗΒ 15,1 15,6 12,8 12,9 Δανία 11,7 9,6 8,7 8,7 Ελλάδα 47,67 46,11 41,95 36,44 ΕΕ-14 20,39 19,28 17,24 16,5 Πηγή: ΟΟΣΑ Η χρήση των συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στο ΗΒ, όπου το ποσοστό των προσωρινά απασχολούμενων εργαζομένων ως προς το σύνολο των εργαζομένων, το 1990, ήταν 5,1%, ενώ το 2005 το ποσοστό αυτό ήταν 5,6%. Αυξητική τάση ακολούθησε το ποσοστό αυτό στη Γερμανία, καθώς αυξήθηκε από 10,5%, σε 14,2%. Το ποσοστό προσωρινής απασχόλησης στην Ελλάδα μειώθηκε από 16,5%, το 1990, σε 11,8%, το 2005, ενώ στη Δανία ακολούθησε, επίσης, πτωτική πορεία από 10,8% (1990) σε 9,8% (2005). Πίνακας 6.14: Ποσοστά προσωρινής απασχόλησης (% συνολικής εξαρτημένης σχέσης απασχόλησης) Γερμανία 10,5 10,4 12,8 14,2 ΗΒ 5,1 6,9 6,6 5,6 Δανία 10,8 12,1 10,2 9,8 Ελλάδα 16,5 10,2 13,8 11,8 ΕΕ-14 11,7 11,9 13,5 13,5 Πηγή: Eurostat 314

333 Στη Γερμανία, την περίοδο , καταγράφεται σημαντική αύξηση του ποσοστού μερικής απασχόλησης από 14,9% σε 23,4% (πίνακας 6.15). Σε σταθερά υψηλά επίπεδα κυμάνθηκαν τα ποσοστά μερικής απασχόλησης σε ΗΒ και Δανία, ενώ στην Ελλάδα, έως και το 2005, το ποσοστό της μερικής απασχόλησης δεν ξεπέρασε το 5%. Μάλιστα, παρά το χαμηλό ποσοστό μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα, το 35,6% των εργαζομένων που απασχολούνταν υπό το καθεστώς αυτό δεν το επιθυμούσαν (πίνακας 6.16). Πίνακας 6.15: Ποσοστά μερικής απασχόλησης (% συνολικής εξαρτημένης απασχόλησης) Γερμανία 14,9 16,0 19,1 23,4 ΗΒ 20,8 23,2 24,4 24,4 Δανία 22,7 21,4 21,4 21,5 Ελλάδα 3,6 4,4 4,4 4,8 ΕΕ-14 12,6 15,2 17,1 19,0 Πηγή: Eurostat Πίνακας 6.16: Ποσοστό ακούσιας μερικής απασχόλησης (% μερικής απασχόλησης) Γερμανία 4,8 8,1 10,7 18,9 ΗΒ 5,8 11,7 8,1 7,1 Δανία 10,5 14,6 10,7 14,5 Ελλάδα 17,4 18,7 31,0 35,6 ΕΕ-14 ; ; ; ; Πηγή: ΟΟΣΑ Όπως προκύπτει από τον πίνακα 6.17, σε όλες τις περιπτώσεις που εξετάζονται στο παρόν κεφάλαιο καταγράφεται σημαντική πτώση της συμμετοχής των εργαζομένων στα εργατικά συνδικάτα. Η τάση καταγράφεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως προκύπτει από τη μείωση μέσου ποσοστού συμμετοχής των εργαζομένων στα εργατικά συνδικάτα στην ΕΕ-14 από 42,5%, το 1990, σε 36,7%. Μεταξύ των τεσσάρων αγορών εργασίας το υψηλότερο, και με διαφορά, ποσοστό συμμετοχής στα συνδικάτα καταγράφεται στη Δανία, παρά τη μείωσή του από 75,3% (1990) σε 71,7%. Σε χαμηλά επίπεδα κινήθηκε το εν λόγω ποσοστό σε Γερμανία (31,2% το 1990 και 21,6% το 2005), ΗΒ (38,2% το 1990 και 28,4% το 2005) και Ελλάδα (34,1% το 1990 και 24,6% το 2005). Πίνακας 6.17: Συμμετοχή των εργαζομένων στα εργατικά συνδικάτα (% εργαζομένων) Γερμανία 31,2 29,2 24,6 21,6 ΗΒ 38,2 33,1 30,2 28,4 Δανία 75,3 77,0 74,2 71,7 Ελλάδα 34,1 31,3 26,5 24,6 ΕΕ-14 42,5 42,2 38,4 36,7 Πηγή: ΟΟΣΑ 315

334 Η αντιστοιχία των προσόντων των εργαζομένων με αυτά που απαιτούνται για την κάλυψη των θέσεων εργασίας στις οποίες απασχολούνται, αποτελεί ένδειξη της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς εργασίας. Όπως προκύπτει από το γράφημα 6.1, ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της βρετανικής αγοράς εργασίας είναι η αναντιστοιχία των προσόντων του εργατικού δυναμικού με αυτά που απαιτούνται για την κάλυψη των θέσεων εργασίας. Σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας του ΗΒ (The Work Foundation), το 2000, τα προσόντα του 81% των εργαζομένων ήταν αντίστοιχα των προσόντων που απαιτούνται για την θέση εργασίας στην οποία απασχολούνται, όταν το μέσο ποσοστό των δεκαπέντε ευρωπαϊκών αγορών εργασίας ξεπερνά το 85% και στη Δανία το 92% (γράφημα 6.1). Γράφημα 6.1: Αντιστοιχία των προσόντων των εργαζομένων με αυτά που απαιτούντα για την κάλυψη της θέσης εργασίας (2000) Ελλάδα ΕΕ-15 Γερμανία 85 85,4 86 ΗΒ 81 Δανία % Εργαζομένων Πηγή: The Work Foundation, Bevan, Crowling, 2007: 20 Δύο από τις τέσσερις περιπτώσεις που εξετάζονται στο παρόν κεφάλαιο, το ΗΒ και η Δανία δεν αποτελούν μέλη της ζώνης του ευρώ, σε αντίθεση με τη Γερμανία και την Ελλάδα, οι οποίες είναι μέλη αυτής. Όπως υποστηρίχθηκε και στο τρίτο κεφάλαιο, οι μεταρρυθμίσεις που προτείνονται στο πλαίσιο της ΕΣΑ συνάδουν με το μακροοικονομικό πλαίσιο, όπως αυτό διαμορφώνεται από τους θεσμούς οικονομικής διακυβέρνησης εντός της ΟΝΕ. Η εκχώρηση των εργαλείων της νομισματικής και της συναλλαγματικής πολιτικής από τα κράτη-μέλη της ΟΝΕ σε υπερεθνικούς θεσμούς, καθώς και οι περιορισμοί που τίθενται στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής δημιουργούν πιέσεις προς την προώθηση μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας που καθιστούν τη λειτουργία της περισσότερο ευέλικτη. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 6.2, ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων στη Δανία είναι ο υψηλότερος μεταξύ των αγορών εργασίας της ΕΕ-14, ενώ δεν αποτελεί μέλος της ζώνης του κοινού νομίσματος. Στην Ελλάδα, η οποία αποτελεί μέλος αυτής, ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων είναι 316

335 ο δεύτερος χαμηλότερος στην ΕΕ-14, μετά από αυτόν της Ισπανίας. Αντίθετα ο δείκτης έντασης μεταρρυθμίσεων της Γερμανίας είναι από τους υψηλότερους μεταξύ των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας. Τόσο στη Γερμανία, όσο και στην Ελλάδα και παρά τον υψηλό δείκτη έντασης μεταρρυθμίσεων που καταγράφεται στην πρώτη, τα θεσμικά πλαίσια που διέπουν τις αγορές εργασίας τους παραμένουν περιοριστικά και μακριά από τις (παρόμοιες) προτάσεις θεσμικών διευθετήσεων που προτείνονται στο πλαίσιο της ΕΣΑ και της στρατηγικής απασχόλησης του ΟΟΣΑ που αποτελούν τη βάση αναφοράς, από την οποία προκύπτουν οι δείκτες έντασης μεταρρυθμίσεων. Γράφημα 6.2: Οι επιδόσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στον τομέα των μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας τους ( ) 30,00 25,00 20,00 15,00 10,00 5,00 0,00 29,30 23,90 25,70 25,00 21,40 21,70 17,40 17,80 13,80 14,50 15,90 17,40 16,70 18,89 10,50 Πηγή: Brandt et al.,2005, σελ.57. Σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του δείκτη βλ. πίνακα Η αγορά εργασίας της Γερμανίας Όπως προέκυψε από το προηγούμενο κεφάλαιο, το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της γερμανικής αγοράς εργασίας αποτελείται από το γενναιόδωρο σύστημα χορήγησης επιδομάτων ανεργίας, την περιοριστική ΝΠΑ, τις υψηλές δαπάνες για ΕΠΑ και την κεντρική διαπραγμάτευση των μισθών. Η περιοριστική ΝΠΑ, η υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας και το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου, αποτελεί έναν συνδυασμό επεξηγηματικών παραγόντων, που είναι ικανή συνθήκη του γενναιόδωρου συστήματος αποζημίωσης των ανέργων, στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου. Ο συνδυασμός επεξηγηματικών παραγόντων, που είναι ικανή συνθήκη της περιοριστικής ΝΠΑ, το 2005, αποτελείται από το σχετικά ήπιο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων-υπηρεσιών, το γενναιόδωρο σύστημα αποζημίωσης των ανέργων, τον υψηλό βαθμό κορπορατισμού της οικονομίας, και την περιοριστική ΝΠΑ, στις αρχές της εξεταζόμενης περιόδου. Όσον αφορά το συνδυασμό 317

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ Κυριάκος Φιλίνης Εργασιακές Σχέσεις και Αγορά Εργασίας Τα βασικά μεγέθη της αγοράς εργασίας Απασχολούμενοι είναι τα άτομα που απασχολούνται έναντι αμοιβής. Το ποσοστό

Διαβάστε περισσότερα

Εξελίξεις στην αγορά εργασίας

Εξελίξεις στην αγορά εργασίας Εξελίξεις στην αγορά εργασίας Κυριάκος Φιλίνης Συνέδριο με θέμα: Διάσπαση και Αποκλεισμός: Κατανοώντας και Ξεπερνώντας τις Πολύπλευρες Επιπτώσεις της Κρίσης» Αθήνα, 25 Νοεμβρίου 2015 Στόχος του προγράμματος

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. «Μεικτά» Συστήματα Καπιταλισμού και η Θέση της Ελλάδας

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. «Μεικτά» Συστήματα Καπιταλισμού και η Θέση της Ελλάδας ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ «Μεικτά» Συστήματα Καπιταλισμού και η Θέση της Ελλάδας Η θεωρία VoC, βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στην ανάλυση των δύο βασικών μοντέλων καπιταλισμού των φιλελεύθερων

Διαβάστε περισσότερα

και Πολιτική Απασχόλησης

και Πολιτική Απασχόλησης Αγορά Εργασίας και Πολιτική Απασχόλησης Μαρίνα Ρήγου Παπαμηνά Παρατηρητήριο Αγοράς Εργασίας, Τμήμα Εργασίας, ΥΕΠΚΑ Οργανόγραμμα Τμήματος Τμήμα Εργασίας Υπηρεσία Αλλοδαπών Συντονισμός ΔΥΑ, Μηχανογραφική

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος στην ελληνική έκδοση, Μάνος Ματσαγγάνης Εισαγωγή Σύμβολα και ακρωνύμια... 25

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος στην ελληνική έκδοση, Μάνος Ματσαγγάνης Εισαγωγή Σύμβολα και ακρωνύμια... 25 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος στην ελληνική έκδοση, Μάνος Ματσαγγάνης................. 13 Εισαγωγή.................................................... 17 Σύμβολα και ακρωνύμια.........................................

Διαβάστε περισσότερα

Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης. Νίκος Κουτσιαράς. σε συνεργασία με τον Ζήση Μανούζα

Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης. Νίκος Κουτσιαράς. σε συνεργασία με τον Ζήση Μανούζα Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης Νίκος Κουτσιαράς σε συνεργασία με τον Ζήση Μανούζα ΠΗΓΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Mankiw, N.G. και M. Taylor,(2017) Οικονομική,

Διαβάστε περισσότερα

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης.

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης Ευρωπαϊκή Οικονομία Νίκος Κουτσιαράς σε συνεργασία με την Ειρήνη Τσακνάκη Πηγές- Βιβλιογραφία

Διαβάστε περισσότερα

Κρίση στην Ευρωζώνη. Συνέπειες για τη στρατηγική θέση της Ευρώπης στον παγκόσμιο χάρτη.

Κρίση στην Ευρωζώνη. Συνέπειες για τη στρατηγική θέση της Ευρώπης στον παγκόσμιο χάρτη. Κρίση στην Ευρωζώνη. Συνέπειες για τη στρατηγική θέση της Ευρώπης στον παγκόσμιο χάρτη. Ιωάννης Τσαμουργκέλης Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστήμιο Αιγαίου Ελληνική Ένωση Επιχειρηματιών, Οικονομική Διάσκεψη

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Θεωρία των Μοντέλων Καπιταλισμού

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Θεωρία των Μοντέλων Καπιταλισμού ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ Θεωρία των Μοντέλων Καπιταλισμού Θεωρία των Μοντέλων Καπιταλισμού: Θεωρητικό πλαίσιο για την κατανόηση των κοινών θεσμικών χαρακτηριστικών, αλλά και των θεσμικών

Διαβάστε περισσότερα

Έρευνα και Ανάλυση Παρατηρητήριο Ανταγωνιστικότητας ΕΛΛΑ Α 2002: Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΩΝ

Έρευνα και Ανάλυση Παρατηρητήριο Ανταγωνιστικότητας ΕΛΛΑ Α 2002: Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΩΝ Έρευνα και Ανάλυση Παρατηρητήριο Ανταγωνιστικότητας Τεύχος 6 Φεβρουάριος 2003 Μηνιαίο ελτίο Ανταγωνιστικότητας ΕΛΛΑ Α 2002: Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΩΝ Σύνοψη Στις 14/1/2003 η Ευρωπαϊκή

Διαβάστε περισσότερα

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης.

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης Ευρωπαϊκή Οικονομία Νίκος Κουτσιαράς σε συνεργασία με την Ειρήνη Τσακνάκη Πηγές- Βιβλιογραφία

Διαβάστε περισσότερα

Πρόλογος. Σύµβολα και Ακρωνύµια

Πρόλογος. Σύµβολα και Ακρωνύµια Πρόλογος Σύµβολα και Ακρωνύµια 1. Επισκόπηση 1.1 Ορισµένοι βασικοί ορισµοί 1.2 Ανταγωνιστική αγορά εργασίας 1.2.1 Προσφορά εργασίας και µισθός επιφύλαξης χωρίς περιορισµούς ωρών 1.2.2 Συνολική προσφορά

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 152 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III Η εκ των προτέρων αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του 3 ου ΚΠΣ µπορεί να πραγµατοποιηθεί µε τρόπους οι οποίοι

Διαβάστε περισσότερα

Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2014-2019 Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων 2015/0000(INI) 25.6.2015 ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων προς την Επιτροπή Οικονομικής

Διαβάστε περισσότερα

Σύγκριση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με τα αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Περιεχόμενα. Μάρτιος 1999

Σύγκριση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με τα αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Περιεχόμενα. Μάρτιος 1999 με τα αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών χωρών του Σαράντη Λώλου Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής ς Περιεχόμενα 1. Εισαγωγή... 1 2. Διάρθρωση του Ενεργητικού... 2 3. Διάρθρωση του Παθητικού... 3 4. Κερδοφορία

Διαβάστε περισσότερα

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2015) 98 final ANNEX 1.

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2015) 98 final ANNEX 1. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 2 Μαρτίου 2015 (OR. en) Διοργανικός φάκελος: 2015/0051 (NLE) 6144/15 ADD 1 ΔΙΑΒΙΒΑΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Αποστολέας: Ημερομηνία Παραλαβής: Αποδέκτης: SOC 70 EMPL 31 ECOFIN

Διαβάστε περισσότερα

Συγκριτική Ανάλυση των Στοιχείων Η θέση των συµβουλίων στη διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήµατος

Συγκριτική Ανάλυση των Στοιχείων Η θέση των συµβουλίων στη διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήµατος 4. Συγκριτική Ανάλυση των Στοιχείων Από τη σύντοµη επισκόπηση που προηγήθηκε προκύπτει ότι στον ορισµό και στα χαρακτηριστικά ενός συµβουλίου παιδείας που θέσαµε στην αρχή της µελέτης ανταποκρίνονται αρκετά

Διαβάστε περισσότερα

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 13.5.2015 COM(2015) 251 final Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με την εφαρμογή των γενικών προσανατολισμών της οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών που έχουν ως

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΘΕΣΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΔΕΙΚΤΕΣ

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΘΕΣΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΔΕΙΚΤΕΣ Ελληνικό Στατιστικό Ινστιτούτο Πρακτικά 18 ου Πανελληνίου Συνεδρίου Στατιστικής (2005) σελ.283-290 ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΩΝ 15 ΧΩΡΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΕ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ

Διαβάστε περισσότερα

Οι ΜμΕ στην Ελλάδα και ο διεθνής ανταγωνισμός

Οι ΜμΕ στην Ελλάδα και ο διεθνής ανταγωνισμός Οι ΜμΕ στην Ελλάδα και ο διεθνής ανταγωνισμός Εισαγωγή στην έρευνα της ΕΥ Ελλάδος και του ΣΕΒ: «Οι μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα Μέρος Β: Διαδρομές επιχειρηματικής μεγέθυνσης - Διεθνής εμπειρία

Διαβάστε περισσότερα

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0383/7. Τροπολογία. Marco Valli, Rolandas Paksas εξ ονόματος της Ομάδας EFDD

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0383/7. Τροπολογία. Marco Valli, Rolandas Paksas εξ ονόματος της Ομάδας EFDD 31.1.2018 A8-0383/7 7 Παράγραφος 10 10. συμφωνεί με την ΕΚΤ ότι, προκειμένου να μετατραπεί η υφιστάμενη κυκλική ανάκαμψη σε ένα σενάριο σταθερής, βιώσιμης και ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης με διαρθρωτικό

Διαβάστε περισσότερα

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης.

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης Ευρωπαϊκή Οικονομία Νίκος Κουτσιαράς σε συνεργασία με την Ειρήνη Τσακνάκη Πηγές- Βιβλιογραφία

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΚΓΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Κράτος Πρόνοιας, Δεξιότητες και Εκπαίδευση

ΣΥΚΓΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Κράτος Πρόνοιας, Δεξιότητες και Εκπαίδευση ΣΥΚΓΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ Κράτος Πρόνοιας, Δεξιότητες και Εκπαίδευση Όπως είδαμε, η θεωρία των προνοιακών παραγωγικών συστημάτων (welfare production regimes WPR), συνδέει το μοντέλο καπιταλισμού

Διαβάστε περισσότερα

«Η αγορά Εργασίας σε Κρίση»

«Η αγορά Εργασίας σε Κρίση» «Η αγορά Εργασίας σε Κρίση» Θέμα: «Εξελίξεις και προοπτικές στην Ανταγωνιστικότητα» Παναγιώτης Πετράκης Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, ΕΚΠΑ 9 Ιουλίου 2012 1 Περιεχόμενα Διάλεξης 1. Η εξέλιξη

Διαβάστε περισσότερα

Ηµερίδα του ΚΕΠΕΑ της ΓΣΕΕ µε θέµα: «Πολιτικές ενίσχυσης της Απασχόλησης»

Ηµερίδα του ΚΕΠΕΑ της ΓΣΕΕ µε θέµα: «Πολιτικές ενίσχυσης της Απασχόλησης» Ηµερίδα του ΚΕΠΕΑ της ΓΣΕΕ µε θέµα: «Πολιτικές ενίσχυσης της Απασχόλησης» Ν. ΑΝΑΛΥΤΗΣ 27/3/2003 Κατά την έναρξη του 21 ου αιώνα, από τις κυριότερες προκλήσεις που απασχολούν την Ευρώπη και φυσικά και τη

Διαβάστε περισσότερα

Ο Δείκτης Νέων Εργαζομένων της PwC αξιολογεί το κατά πόσο οι χώρες του ΟΟΣΑ συμβάλουν με επιτυχία στην εξέλιξη των νέων τους

Ο Δείκτης Νέων Εργαζομένων της PwC αξιολογεί το κατά πόσο οι χώρες του ΟΟΣΑ συμβάλουν με επιτυχία στην εξέλιξη των νέων τους Δελτίο τύπου Ημερομηνία: 10 Δεκεμβρίου 2015 Υπεύθυνη: Αλεξάνδρα Φιλιππάκη Τηλ: 2106874711 Email: alexandra.filippaki@gr.pwc.com Σελίδες: 5 Περισσότερες πληροφορίες εδώ. Follow/retweet: @pwc_press Ο Δείκτης

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ) Η μελέτη έχει ως στόχο να εκτιμήσει το

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34 Η ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΑ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ (ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΗ) ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΕΡΓΙΑΣ Η ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΑ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ (ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΗ)

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΜΒΑΘΥΝΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ (2008-2014)

ΑΝΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΜΒΑΘΥΝΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ (2008-2014) ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Κ. Κούνεβα Ευρωβουλευτής ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Τομέας ΑΚΕΔ, Σπουδαστήριο Οικονομίας ΑΝΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΜΒΑΘΥΝΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ (2008-2014)

Διαβάστε περισσότερα

Τριµηνιαία ενηµέρωση για την απασχόληση και την οικονοµία Βασικά µεγέθη & συγκριτικοί δείκτες

Τριµηνιαία ενηµέρωση για την απασχόληση και την οικονοµία Βασικά µεγέθη & συγκριτικοί δείκτες ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΟΛΥΚΕΝΤΡΟ ιοσκούρων 4 & Πολυγνώτου ΑΘΗΝΑ 105 55 Τηλ. 2103310080, Fax: 2103310083 E-mail: info@kpolykentro.gr Τριµηνιαία ενηµέρωση για την απασχόληση και την οικονοµία Βασικά µεγέθη & συγκριτικοί

Διαβάστε περισσότερα

Αγορά εργασίας στην Ελλάδα

Αγορά εργασίας στην Ελλάδα Αγορά εργασίας στην Ελλάδα Δάφνη Νικολίτσα Υλικό από το κεφάλαιο: Το Θεσμικό Πλαίσιο και η Μεταρρύθμιση της Αγοράς Εργασίας στην Ελλάδα Λυμπεράκη (Πάντειος), Μεγήρ (Yale), Νικολίτσα (Πανεπιστήμιο Κρήτης)

Διαβάστε περισσότερα

ΔΡΑΣΗ: 24 Ανάπτυξη πλαισίου Κοινωνικού Διαλόγου σε επίπεδο κλάδου και επιχείρησης για την ανάδειξη των προσαρμογών των

ΔΡΑΣΗ: 24 Ανάπτυξη πλαισίου Κοινωνικού Διαλόγου σε επίπεδο κλάδου και επιχείρησης για την ανάδειξη των προσαρμογών των ΔΡΑΣΗ: 24 Ανάπτυξη πλαισίου Κοινωνικού Διαλόγου σε επίπεδο κλάδου και επιχείρησης για την ανάδειξη των προσαρμογών των καταστατικών κειμένων διοίκησης ανθρώπινου ΤΙΤΛΟΣ ΔΡΑΣΗΣ: δυναμικού ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΠΑΡΑΔΟΤΕΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Η ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση Προσπάθεια για βελτίωση της απασχόλησης στην Ευρώπη

Η ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση Προσπάθεια για βελτίωση της απασχόλησης στην Ευρώπη Η ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση Προσπάθεια για βελτίωση της απασχόλησης στην Ευρώπη Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τι είναι η ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση; Όλοι χρειαζόμαστε μια δουλειά. Όλοι

Διαβάστε περισσότερα

ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Ενότητα 11: Ανεργία και καταπολέμηση της Τμήμα Λογιστικής-Χρηματοοικονομικής Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό υλικό, όπως εικόνες,

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35 ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35 ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35 ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΑΜΠΥΛΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορούν

Διαβάστε περισσότερα

του ΑΔΑΜΙΔΗ ΙΩΑΝΝΗ,ΑΡ.ΜΗΤΡΩΟΥ :AUD115 Επιβλέπων Καθηγητής: Λαζαρίδης Ιωάννης Θεσσαλονίκη, 2016

του ΑΔΑΜΙΔΗ ΙΩΑΝΝΗ,ΑΡ.ΜΗΤΡΩΟΥ :AUD115 Επιβλέπων Καθηγητής: Λαζαρίδης Ιωάννης Θεσσαλονίκη, 2016 ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕΝΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΣΤΙΣ ΕΞΑΓΟΡΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΔΙΕΘΝΩΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: H ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ του ΑΔΑΜΙΔΗ ΙΩΑΝΝΗ,ΑΡ.ΜΗΤΡΩΟΥ :AUD115

Διαβάστε περισσότερα

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013. Συνέντευξη Τύπου. Για την παρουσίαση της μελέτης του κ. Ρερρέ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013. Συνέντευξη Τύπου. Για την παρουσίαση της μελέτης του κ. Ρερρέ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013 Συνέντευξη Τύπου Για την παρουσίαση της μελέτης του κ. Ρερρέ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ Ο ελληνικός τουρισμός παραμένει διεθνώς ανταγωνιστικός και είναι σε

Διαβάστε περισσότερα

Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής

Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής 18.7.2012 2012/2150(INI) ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ σχετικά με το ευρωπαϊκό εξάμηνο για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών: εφαρμογή

Διαβάστε περισσότερα

Ενημερωτικό δελτίο 1 ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Η ΕΕ ΕΝΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ;

Ενημερωτικό δελτίο 1 ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Η ΕΕ ΕΝΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ; Ενημερωτικό δελτίο 1 ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Η ΕΕ ΕΝΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ; Από την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με χαμηλά επίπεδα επενδύσεων. Απαιτούνται

Διαβάστε περισσότερα

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση 2004-2010 ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ: Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση 2 0 0 4-2 0 1 0

Διαβάστε περισσότερα

Λευκωσία, 10 Ιουλίου 2015. Frank Hoffer, Bureau for Workers Activities

Λευκωσία, 10 Ιουλίου 2015. Frank Hoffer, Bureau for Workers Activities Μηχανισμός καθορισμού των μισθών στην προσδοκόμενη επανενωμένη Κύπρο Οι οικονομικές επιπτώσεις των ελάχιστων μισθών και της συλλογικής διαπραγμάτευσης : Ένα αμφισβητούμενο πεδίο Λευκωσία, 10 Ιουλίου 2015

Διαβάστε περισσότερα

Στατιστικά απασχόλησης στην ΕΕ

Στατιστικά απασχόλησης στην ΕΕ Στατιστικά απασχόλησης στην ΕΕ Κύρια στατιστικά στοιχεία Ποσοστά απασχόλησης κατά φύλο, ηλικία και μορφωτικό επίπεδο Το 2014, στις χώρες της ΕΕ (EU-28) το ποσοστό απασχόλησης για τα άτομα ηλικίας 15 έως

Διαβάστε περισσότερα

ΑΞΟΝΑΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ

ΑΞΟΝΑΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΑΞΟΝΑΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ 4: «Αναβάθμιση των συστημάτων αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης και επαγγελματικής εκπαίδευσης και σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας στις 8 Περιφέρειες Σύγκλισης» Στρατηγική

Διαβάστε περισσότερα

«ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΣΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ»

«ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΣΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ» «ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΣΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ» Ημερίδα του Γραφείου Διαμεσολάβησης «Οι Καινοτομικές Δραστηριότητες στην Ποιότητα

Διαβάστε περισσότερα

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ [Εγκρίθηκε στην Τακτική Γενική Συνέλευση της 5 ης Σεπτεμβρίου 2019]

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ [Εγκρίθηκε στην Τακτική Γενική Συνέλευση της 5 ης Σεπτεμβρίου 2019] ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2019 [Εγκρίθηκε στην Τακτική Γενική Συνέλευση της 5 ης Σεπτεμβρίου 2019] ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 3 ΜΕΡΟΣ Α ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ... 3 ΜΕΡΟΣ Β - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΜΟΙΒΩΝ ΜΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΩΝ ΜΕΛΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012

Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012 Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012 Ιστορική κρίση της αγοράς εργασίας ύψος της ανεργίας χωρίς ιστορικό προηγούμενο (22.6%) πολύ

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Ενότητα 11: Η σχέση πληθωρισμού και ανεργίας. Γεώργιος Μιχαλόπουλος Τμήμα Λογιστικής-Χρηματοοικονομικής

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Ενότητα 11: Η σχέση πληθωρισμού και ανεργίας. Γεώργιος Μιχαλόπουλος Τμήμα Λογιστικής-Χρηματοοικονομικής Ενότητα 11: Η σχέση πληθωρισμού και ανεργίας Τμήμα Λογιστικής-Χρηματοοικονομικής Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό υλικό, όπως εικόνες,

Διαβάστε περισσότερα

«Συντονισμός του Σχεδιασμού και της Εφαρμογής Δημόσιων Πολιτικών»

«Συντονισμός του Σχεδιασμού και της Εφαρμογής Δημόσιων Πολιτικών» Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014 «Συντονισμός του Σχεδιασμού και της Εφαρμογής Δημόσιων Πολιτικών» Αποτελεσματική Παρακολούθηση και Αξιολόγηση της Εφαρμογής Δημόσιων Πολιτικών Νίκος Παπαδάτος, Μέλος & τ. Πρόεδρος

Διαβάστε περισσότερα

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. Σχετικά με τη σύσταση Εθνικών Συμβουλίων Ανταγωνιστικότητας εντός της ζώνης του ευρώ

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. Σχετικά με τη σύσταση Εθνικών Συμβουλίων Ανταγωνιστικότητας εντός της ζώνης του ευρώ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 21.10.2015 COM(2015) 601 final Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Σχετικά με τη σύσταση Εθνικών Συμβουλίων Ανταγωνιστικότητας εντός της ζώνης του ευρώ EL EL Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

Νομισματική και Συναλλαγματική Πολιτική σε μια Μικρή Ανοικτή Οικονομία. Σταθερές ή Κυμαινόμενες Ισοτιμίες;

Νομισματική και Συναλλαγματική Πολιτική σε μια Μικρή Ανοικτή Οικονομία. Σταθερές ή Κυμαινόμενες Ισοτιμίες; Νομισματική και Συναλλαγματική Πολιτική σε μια Μικρή Ανοικτή Οικονομία Σταθερές ή Κυμαινόμενες Ισοτιμίες; Καθ. Γ. Αλογοσκούφης, Διεθνής Οικονομική και Παγκόσμια Οικονομία, 2014 Ένα Βραχυχρόνιο Υπόδειγµα

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ

ΟΙ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΟΛΥΚΕΝΤΡΟ ΑΔΕΔΥ ΟΙ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ 2006-2016 κυριότερα συμπεράσματα 2016 Δεκέμβριος 2016 ΟΙ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ της Γενικής Κυβέρνησης Οι μισθολογικές δαπάνες

Διαβάστε περισσότερα

2009-2011: ΠΤΩΣΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ - ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ

2009-2011: ΠΤΩΣΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ - ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ 2009-2011: ΠΤΩΣΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ - ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ Σύνοψη και συμπέρασμα Αντώνης Τορτοπίδης, οικονομολόγος 1 Φεβρουάριος 2009 Η σημερινή ύφεση της οικοδομικής

Διαβάστε περισσότερα

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 2010-2011 Η «μικρή» επιχειρηματικότητα σε περίοδο κρίσης

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 2010-2011 Η «μικρή» επιχειρηματικότητα σε περίοδο κρίσης Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 2010-2011 Η «μικρή» επιχειρηματικότητα σε περίοδο κρίσης Σταύρος Ιωαννίδης Στελίνα Χατζηχρήστου 26 Ιανουαρίου 2012 Παγκόσμιο Παρατηρητήριο Επιχειρηματικότητας GEM Παρατηρητήριο

Διαβάστε περισσότερα

Πίνακας αποτελεσμάτων για την ενιαία αγορά

Πίνακας αποτελεσμάτων για την ενιαία αγορά Πίνακας αποτελεσμάτων για την ενιαία αγορά Αποτελέσματα ανά κράτος μέλος Ελλάδα (Περίοδος αναφοράς: 2015) Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο Έλλειμμα μεταφοράς της ενωσιακής νομοθεσίας στο εθνικό δίκαιο: 0,7%

Διαβάστε περισσότερα

20 ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ 1993-2013 ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

20 ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ 1993-2013 ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Ανδρέας Θεοφάνους 20 ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗΣ 1993-2013 ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Η οικονομική κρίση και η πρόκληση της αναβάθμισης 18 Δεκεμβρίου 2013 ΔΟΜΗ ΤΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Επιχειρήσεις, Ανθρώπινο Δυναμικό και Εκπαιδευτικό Σύστημα: Έρευνα σε βιομηχανικές επιχειρήσεις Διαπιστώσεις και Προτάσεις Πολιτικής

Επιχειρήσεις, Ανθρώπινο Δυναμικό και Εκπαιδευτικό Σύστημα: Έρευνα σε βιομηχανικές επιχειρήσεις Διαπιστώσεις και Προτάσεις Πολιτικής Επιχειρήσεις, Ανθρώπινο Δυναμικό και Εκπαιδευτικό Σύστημα: Έρευνα σε βιομηχανικές επιχειρήσεις Διαπιστώσεις και Προτάσεις Πολιτικής Χρήστος Α. Ιωάννου Διευθυντής, Τομέας Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας

Διαβάστε περισσότερα

14182/16 ΔΛ/μκ 1 DGG 1A

14182/16 ΔΛ/μκ 1 DGG 1A Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 8 Νοεμβρίου 2016 (OR. en) 14182/16 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ Αποστολέας: Αποδέκτης: Θέμα: Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου Αντιπροσωπίες ECOFIN 1017 BUDGET 37

Διαβάστε περισσότερα

9473/19 ΘΚ/νκ 1 ECOMP 1A

9473/19 ΘΚ/νκ 1 ECOMP 1A Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 17 Μαΐου 2019 (OR. en) 9473/19 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ Αποστολέας: Αποδέκτης: Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου Αντιπροσωπίες αριθ. προηγ. εγγρ.: 9021/19 Θέμα:

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ: Δείκτης Ανεργίας για το μήνα Νοέμβριο 2015 στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (28) και της Ευρωζώνης (19) - Στοιχεία της Eurostat

ΘΕΜΑ: Δείκτης Ανεργίας για το μήνα Νοέμβριο 2015 στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (28) και της Ευρωζώνης (19) - Στοιχεία της Eurostat ΠΕΤΡΑΚΗ 8 Τ.Κ. 105 63 - ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ: 210.32.59.170 - FAX: 210.32.59.169 ΘΕΜΑ: Δείκτης Ανεργίας για το μήνα Νοέμβριο στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (28) και της Ευρωζώνης (19) - Στοιχεία της Eurostat Ο

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ιωάννης Βλασσόπουλος Μεταπτυχιακός Φοιτητής, ΠΜΣ Κοινωνικής Πολιτικής: Μέθοδοι και Εφαρμογές, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ιωάννης Βλασσόπουλος Μεταπτυχιακός Φοιτητής, ΠΜΣ Κοινωνικής Πολιτικής: Μέθοδοι και Εφαρμογές, Πάντειο Πανεπιστήμιο. ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Ιωάννης Βλασσόπουλος Μεταπτυχιακός Φοιτητής, ΠΜΣ Κοινωνικής Πολιτικής: Μέθοδοι και Εφαρμογές, Πάντειο Πανεπιστήμιο. M. Lipsky (1980), Street-Level Bureaucracy: The Dilemmas of the Individual

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2013 και η Ελλάδα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2013 και η Ελλάδα Παραρτήματα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2013 και η Ελλάδα Πίνακας Α1 ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΡΟΪΟΝ (ετήσια εκατοστιαία μεταβολή όγκου) Σταθμίσεις με ΑΕΠ 2013* 2008 2009 2010 2011 2012 2013

Διαβάστε περισσότερα

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης.

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης Ευρωπαϊκή Οικονομία Νίκος Κουτσιαράς σε συνεργασία με την Ειρήνη Τσακνάκη Πηγές- Βιβλιογραφία

Διαβάστε περισσότερα

Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Παρουσίαση Έκθεσης Α τριμήνου 2018 Τετάρτη 30/5/2018

Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Παρουσίαση Έκθεσης Α τριμήνου 2018 Τετάρτη 30/5/2018 Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Παρουσίαση Έκθεσης Α τριμήνου 2018 Τετάρτη 30/5/2018 Σκοπός Τεκμηριωμένη ενημέρωση του Κοινοβουλίου και των πολιτών για τις σημαντικότερες μακροοικονομικές,

Διαβάστε περισσότερα

Η Ευρωπαϊκή εμπειρία από θεσμούς ένταξης μεταναστών

Η Ευρωπαϊκή εμπειρία από θεσμούς ένταξης μεταναστών Η Ευρωπαϊκή εμπειρία από θεσμούς ένταξης μεταναστών Δήμητρα Κονδύλη, ερευνήτρια ΕΚΚΕ Καλαμάτα 6/6/2010 Η Ευρωπαϊκή Εμπειρία στον τομέα ένταξης μεταναστών Το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο για τη μετανάστευση

Διαβάστε περισσότερα

Παγκόσμια οικονομία. Διεθνές περιβάλλον 1

Παγκόσμια οικονομία. Διεθνές περιβάλλον 1 Παγκόσμια οικονομία Διεθνές περιβάλλον 1 Επιλεγμένοι δείκτες ασιατικών χωρών Διεθνές περιβάλλον 2 Αλλαγές στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον Πρωτεύον ρόλος της κίνησης στην κίνηση των κεφαλαίων σε σχέση

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ: Δεύτερες εκτιμήσεις για την εξέλιξη του Ακαθάριστου

ΘΕΜΑ: Δεύτερες εκτιμήσεις για την εξέλιξη του Ακαθάριστου ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟΥ & ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΕΤΡΑΚΗ 16 Τ.Κ. 105 63 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ: 210.32.59.197 FAX: 210.32.59.229 ΘΕΜΑ: Δεύτερες εκτιμήσεις για την εξέλιξη του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), κατά τη διάρκεια του

Διαβάστε περισσότερα

Πίνακας αποτελεσμάτων της Ένωσης για την Καινοτομία το 2015. Σύνοψη Γλωσσική έκδοση ΕL

Πίνακας αποτελεσμάτων της Ένωσης για την Καινοτομία το 2015. Σύνοψη Γλωσσική έκδοση ΕL Πίνακας αποτελεσμάτων της Ένωσης για την Καινοτομία το 2015. Σύνοψη Γλωσσική έκδοση ΕL Εσωτερική Αγορά, Βιομηχανία, Επιχειρηματικότη τα και ΜΜΕ ΣΥΝΟΨΗ Πίνακας επιδόσεων της Ένωσης για την Καινοτομία το

Διαβάστε περισσότερα

5538/11 GA/ag,nm DG C 1 B

5538/11 GA/ag,nm DG C 1 B ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Βρυξέλλες, 11 Φεβρουαρίου 2011 (OR. en) 5538/11 Διοργανικός φάκελος: 2010/0384 (NLE) PI 3 ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Θέμα: ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την έγκριση ενισχυμένης

Διαβάστε περισσότερα

9650/17 ΧΜΑ/νκ 1 DGG 1A

9650/17 ΧΜΑ/νκ 1 DGG 1A Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 23 Μαΐου 2017 (OR. en) 9650/17 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ Αποστολέας: Αποδέκτης: Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου Αντιπροσωπίες Θέμα: Ευρωπαϊκό Εξάμηνο 2017: ECOFIN

Διαβάστε περισσότερα

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου 1. Περιεχόμενα Κεφαλαίου Α. Εισαγωγικά: Οι κατευθύνσεις του Σύγχρονου Εμπορίου B. Η Παραδοσιακή Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου Οι Εμποροκράτες Adam Smith: Απόλυτο Πλεονέκτημα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2011 και η Ελλάδα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2011 και η Ελλάδα Παραρτήματα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2011 και η Ελλάδα Πίνακας Α1 ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΡΟΪΟΝ (ετήσια εκατοστιαία μεταβολή όγκου) Σταθμίσεις με ΑΕΠ 2011* 2006 2007 2008 2009 2010 2011

Διαβάστε περισσότερα

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH. Δελτίο Τύπου

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH. Δελτίο Τύπου ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH Τσάμη Καρατάσου 11, 117 42 Αθήνα, Tηλ.: 210 92 11 200-10, Fax: 210 92 33 977, www.iobe.gr 11 Tsami Karatassou, 117

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ- ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ- ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΠ.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ- ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ- ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΠ. Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ Η αμοιβή αποτελεί ανταπόδοση προς τους εργαζόμενους για τη συμμετοχή τους στην κοινή προσπάθεια για την επίτευξη των στόχων της επιχείρησης. Είναι το κυριότερο και αποτελεσματικότερο μέσο

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ: Ύψος Φορολογικών συντελεστών στα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. (27) -Πηγή Eurostat -

ΘΕΜΑ: Ύψος Φορολογικών συντελεστών στα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. (27) -Πηγή Eurostat - ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟΥ & ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΕΤΡΑΚΗ 16 Τ.Κ. 105 63 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ: 210.32.59.198 FAX: 210.32.59.229 ΘΕΜΑ: Ύψος Φορολογικών συντελεστών στα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. (27)

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 1.1. Γενικά... 21 1.2. Η σχέση της οικονομικής με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες... 26 1.3. Οικονομική Περιγραφή και Ανάλυση...

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2012 και η Ελλάδα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2012 και η Ελλάδα Παραρτήματα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2012 και η Ελλάδα Πίνακας Α1 ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΡΟΪΟΝ (ετήσια εκατοστιαία μεταβολή όγκου) Σταθμίσεις με ΑΕΠ 2012* 2007 2008 2009 2010 2011 2012

Διαβάστε περισσότερα

sep4u.gr Δείκτες εκροών στην εκπαίδευση

sep4u.gr Δείκτες εκροών στην εκπαίδευση 3.2 Δείκτες εκροών στην εκπαίδευση Στην ενότητα αυτή θα αναφερθούμε συνολικά στα παραγόμενα αποτελέσματα (εκροές) μέσα από την επεξεργασία συγκεκριμένων δεικτών εκροών. Οι δείκτες διακρίνονται σε τρεις

Διαβάστε περισσότερα

Νικόλαος ΡΟΔΟΥΣΑΚΗΣ Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)

Νικόλαος ΡΟΔΟΥΣΑΚΗΣ Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) Υποτίμηση Μισθού έναντι Υποτίμησης Νομίσματος, Τιμές και Κατανομή Εισοδήματος: Συγκριτική Ανάλυση Εισροών- Εκροών της Ελληνικής και Ιταλικής Οικονομίας Θεόδωρος ΜΑΡΙΟΛΗΣ Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, Πάντειο

Διαβάστε περισσότερα

6570/18 ΚΒ/γπ/ΣΙΚ 1 DG B 1C

6570/18 ΚΒ/γπ/ΣΙΚ 1 DG B 1C Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 8 Μαρτίου 2018 (OR. en) 6570/18 ΣΗΜΕΙΩΜΑ Αποστολέας: Αποδέκτης: Προεδρία Συμβούλιο αριθ. προηγ. εγγρ.: 6427/18 Θέμα: SOC 100 EMPL 77 ECOFIN 180 EDUC 79 Σχέδιο

Διαβάστε περισσότερα

Ποσοστό ανεργίας πολύ μακράς διάρκειας

Ποσοστό ανεργίας πολύ μακράς διάρκειας Ποσοστό ανεργίας πολύ μακράς διάρκειας Πολύ μακροχρόνια ανεργία σε % του ενεργού πληθυσμού Euro area(eur 11:BE,DE,ES,FR,IE,IT,LU,NL,AT,PT,FI) 1992 1992 1993 1993 1994 1994 Άντρες 2.2 Γυναίκες 4.3 Σύνολο

Διαβάστε περισσότερα

«ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΣΤΟ ΘΡΙΑΣΙΟ ΠΕΔΙΟ»

«ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΣΤΟ ΘΡΙΑΣΙΟ ΠΕΔΙΟ» «ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΣΤΟ ΘΡΙΑΣΙΟ ΠΕΔΙΟ» ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΣΥΜΠΡΑΞΗ «ΘΡΙΑΣΊΑ ΝΈΕΣ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΉΜΗΣ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΌΛΗΣΗ» Συντονιστής φορέας

Διαβάστε περισσότερα

Πρόλογος... 11 Εισαγωγή... 13

Πρόλογος... 11 Εισαγωγή... 13 Περιεχόμενα Πρόλογος... 11 Εισαγωγή... 13 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Οι διεθνείς συναλλαγές και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα... 17 Ι. Η αρχή των συγκριτικών πλεονεκτημάτων... 17 Α. Κόστος εργασίας και εξειδικεύσεις...

Διαβάστε περισσότερα

Πρόταση ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με το πρόγραμμα οικονομικής εταιρικής σχέσης της Μάλτας

Πρόταση ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με το πρόγραμμα οικονομικής εταιρικής σχέσης της Μάλτας ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 15.11.2013 COM(2013) 909 final 2013/0399 (NLE) Πρόταση ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με το πρόγραμμα οικονομικής εταιρικής σχέσης της Μάλτας EL EL 2013/0399 (NLE) Πρόταση ΓΝΩΜΗ

Διαβάστε περισσότερα

Κύκλος Μαθημάτων Συνεταιριστικής Εκπαίδευσης της Συνεταιριστικής Επιχείρησης του Mondragon (ΜCC)

Κύκλος Μαθημάτων Συνεταιριστικής Εκπαίδευσης της Συνεταιριστικής Επιχείρησης του Mondragon (ΜCC) Κύκλος Μαθημάτων Συνεταιριστικής Εκπαίδευσης της Συνεταιριστικής Επιχείρησης του Mondragon (ΜCC) προώθηση από το Δίκτυο Κ.Α.Π.Α. (Κοινωνικής Αλληλεγγύης & Περιφερειακής Ανάπτυξης) Ενότητα 1: Τα κλειδιά

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2010 και η Ελλάδα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2010 και η Ελλάδα Παραρτήματα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2010 και η Ελλάδα Πίνακας Α1 ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΡΟΪΟΝ (ετήσια εκατοστιαία μεταβολή όγκου) Σταθμίσεις με ΑΕΠ 2010* 2005 2006 2007 2008 2009 2010

Διαβάστε περισσότερα

Σχέδιο Δράσης: «Φτώχεια και Εργασία: Μια Ολοκληρωμένη Προσέγγιση Διερεύνησης και Άμβλυνσης του Φαινομένου»

Σχέδιο Δράσης: «Φτώχεια και Εργασία: Μια Ολοκληρωμένη Προσέγγιση Διερεύνησης και Άμβλυνσης του Φαινομένου» Σχέδιο Δράσης: «Φτώχεια και Εργασία: Μια Ολοκληρωμένη Προσέγγιση Διερεύνησης και Άμβλυνσης του Φαινομένου» «Με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης» «To άρθρο αυτό έχει παραχθεί με

Διαβάστε περισσότερα

Τάσεις και προοπτικές στην Ελληνική Οικονομία. Νίκος Βέττας

Τάσεις και προοπτικές στην Ελληνική Οικονομία. Νίκος Βέττας Τάσεις και προοπτικές στην Ελληνική Οικονομία Νίκος Βέττας Γενικός Διευθυντής Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (IOBE) Καθηγητής Οικονομικών Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών nvettas@aueb.gr ΠΑ.ΣΥ.ΔΙ.Π.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2014 και η Ελλάδα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2014 και η Ελλάδα Παραρτήματα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2014 και η Ελλάδα Πίνακας Α1 ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΡΟΪΟΝ (ετήσια εκατοστιαία μεταβολή όγκου) Σταθμίσεις με ΑΕΠ 2014** 2009 2010 2011 2012 2013 2014*

Διαβάστε περισσότερα

Η ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Η ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΩΝ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ & ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ - ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Η ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

ΝΕΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ Δελτίο Τύπου ΝΕΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ Παγκόσμια Έρευνα του Boston Consulting Group για λογαριασμό της Ciett αποκαλύπτει πώς οι παλαιωμένες

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ - BOOK PRESENTATIONS

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ - BOOK PRESENTATIONS «ΣΠΟΥΔΑΙ», Τόμος 45, Τεύχος 3ο-4ο, Πανεπιστήμιο Πειραιώς / «SPOUDAI», Vol. 45, No 3-4, University of Piraeus ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ - BOOK PRESENTATIONS Κ. Ευστρατόγλου, «Ελεύθερη Διακίνηση Εργαζομένων στην

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ: Εργατικό κόστος ανά ώρα εργασίας στις χώρες της Ευρωζώνης (18)

ΘΕΜΑ: Εργατικό κόστος ανά ώρα εργασίας στις χώρες της Ευρωζώνης (18) ΠΕΤΡΑΚΗ 8 Τ.Κ. 105 63 - ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ: 210.32.59.170 - FAX: 210.32.59.169 ΘΕΜΑ: Εργατικό κόστος ανά ώρα εργασίας στις χώρες της Ευρωζώνης (18) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (28) Eurostat Το ωριαίο κόστος εργασίας

Διαβάστε περισσότερα

O A E Δ ΕΚΘΕΣΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2011 «ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗ ΑΝΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΡΟΕΣ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ»

O A E Δ ΕΚΘΕΣΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2011 «ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗ ΑΝΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΡΟΕΣ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ» O A E Δ ΕΚΘΕΣΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2011 «ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗ ΑΝΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΡΟΕΣ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ» ΑΘΗΝΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2011 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Σελίδα ΠΡΟΛΟΓΟΣ 4 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ:

Διαβάστε περισσότερα

Εαρινές προβλέψεις : H ευρωπαϊκή ανάκαµψη διατηρεί τη δυναµική της, αν και υπάρχουν νέοι κίνδυνοι

Εαρινές προβλέψεις : H ευρωπαϊκή ανάκαµψη διατηρεί τη δυναµική της, αν και υπάρχουν νέοι κίνδυνοι IP/11/565 Βρυξέλλες, 13 Μαΐου 2011 Εαρινές προβλέψεις 2011-12: H ευρωπαϊκή ανάκαµψη διατηρεί τη δυναµική της, αν και υπάρχουν νέοι κίνδυνοι Η οικονοµία της ΕΕ αναµένεται ότι θα εδραιώσει περαιτέρω τη σταδιακή

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2019/0000(INI)

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2019/0000(INI) Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2019-2024 Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής 2019/0000(INI) 19.8.2019 ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ σχετικά με τις οικονομικές πολιτικές της ζώνης του ευρώ (2019/0000(INI)) Επιτροπή

Διαβάστε περισσότερα

Θέματα Συνάντησης. Υποστηρικτικό Υλικό Συνάντησης 1

Θέματα Συνάντησης. Υποστηρικτικό Υλικό Συνάντησης 1 ΤΡΙΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΙΚΤΥΟΥ «ΕΛΕΝΗ ΣΚΟΥΡΑ» για την «Ενίσχυση της Συμμετοχής των Γυναικών που ανήκουν σε ευπαθείς κοινωνικά ομάδες» στις Θέματα Συνάντησης Ολοκλήρωση προτάσεων για την

Διαβάστε περισσότερα

35o. Αθήνα 11 Μαΐου 2009

35o. Αθήνα 11 Μαΐου 2009 35o Ετήσιο Πανελλήνιο Ιατρικό Συνέδριο Αθήνα 11 Μαΐου 2009 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Ένας στους 4 Έλληνες πολίτες πληρώνει από την τσέπη του για υπηρεσίες υγείας ενώ, συνολικά, η δαπάνη των νοικοκυριών για υπηρεσίες

Διαβάστε περισσότερα

Διοικητική Λογιστική

Διοικητική Λογιστική Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων Διοικητική Λογιστική Ενότητα 4: Εργασία Το περιεχόμενο του μαθήματος διατίθεται με άδεια Creative Commons εκτός και αν αναφέρεται διαφορετικά Το έργο υλοποιείται

Διαβάστε περισσότερα

Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση Ετήσια Έκθεση 2019 Βασικά συμπεράσματα και εμπειρικά ευρήματα της Έκθεσης

Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση Ετήσια Έκθεση 2019 Βασικά συμπεράσματα και εμπειρικά ευρήματα της Έκθεσης Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση Ετήσια Έκθεση 2019 Βασικά συμπεράσματα και εμπειρικά ευρήματα της Έκθεσης Αν και το 2019 είναι έτος εκλογικό, δεν δημιουργεί αισιοδοξία το γεγονός ότι δεν γίνεται

Διαβάστε περισσότερα