ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΑΣΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ Πτυχιούχος Δασολόγος, M.Sc. ΟΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΔΑΣΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΦΥΣΗ 2000 ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

2 ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ Πτυχιούχος Δασολόγος, M.Sc. ΟΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΔΑΣΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΦΥΣΗ 2000 ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Υποβλήθηκε στη Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Τομέας Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Φυσικών Πόρων Ημερομηνία Προφορικής Εξέτασης: 23 Ιουνίου 2009 Εξεταστική Επιτροπή Αν. Καθηγητής Βάϊος Μπλιούμης, Επιβλέπων Αν. Καθηγητής Αθανάσιος Χριστοδούλου, Μέλος Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Αν. Καθηγητής Νικόλαος Ανάγνος, Μέλος Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Καθηγητής Αθανάσιος Καραμέρης, Εξεταστής Καθηγητής Ασημάκης Ψυχουδάκης, Εξεταστής Καθηγητής Παύλος Σμύρης, Εξεταστής Επικ. Καθηγητής Χρήστος Γούπος, Εξεταστής 2

3 ARISTOTLE UNIVERSITY OF THESSALONIKI SCHOOL OF FORESTRY AND NATURAL ENVIRONMENT LABORATORY OF FOREST ECONOMICS GEORGE P. VASILOPOULOS M.Sc. THE PROTECTED FOREST AREAS NATURA 2000 AS PRODUCTIVE ECONOMIC UNITS A THESIS SUBMITTED TO THE ARISTOTLE UNIVERSITY OF THESSALONIKI FOR THE DEGREE OF DOCTOR OF PHILOSOPHY THESSALONIKI

4 Γεώργιος Π. Βασιλόπουλος Α.Π.Θ. Οι προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες ISBN «Η έγκριση της παρούσης Διδακτορικής Διατριβής από τη Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωμών του συγγραφέως» (Ν.5343/1932, άρθρο 202, παρ. 2) 4

5 στην οικογένειά μου και τους γονείς μου, στον αείμνηστο καθηγητή Νικόλαο Στάμου 5

6 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Για την ολοκλήρωση της παρούσας εργασίας, ο συγγραφέας είχε σημαντική υποστήριξη και συνδρομή από αρκετούς ανθρώπους, τους οποίους θεωρεί ως ελάχιστο χρέος του να ευχαριστήσει, με το δέοντα σεβασμό και την αναγνώριση της ξεχωριστής συμβολής τους. Έτσι, ευχαριστώ ιδιαιτέρως: Τον αείμνηστο Καθηγητή Δρα Νικόλαο Στάμου, στη μνήμη του οποίου συν-αφιερώνεται η παρούσα έρευνα, της οποίας ήταν ο αρχικός επιβλέπων, για τις συμβουλές και υποδείξεις του στην επιλογή, καθορισμό, σχεδιασμό και ολοκλήρωση της συγκεκριμένης έρευνας καθώς και για τον ξεχωριστό ρόλο του όπου με την ακούραστα καλόπιστη και εποικοδομητικά κριτικήσυμβουλευτική στάση του απέβλεπε στην ουσιαστική βελτίωση της επιστημονικής παιδείας και των ερευνητικών ικανοτήτων του γράφοντος. Τον Δρα Βάϊο Μπλιούμη, Αναπληρωτή Καθηγητή της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, αρχικά μέλους της τριμελούς επιτροπής και κατόπιν επιβλέποντος της παρούσας, για τις εύστοχες και χρήσιμες υποδείξεις και συμβουλές του στο περιεχόμενο και την τεκμηρίωση του κειμένου καθώς και για την εν γένει συμμετοχή του στην εκπόνηση της παρούσας έρευνας. Τον Δρα Αθανάσιο Χριστοδούλου, Αναπληρωτή Καθηγητή της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, μέλους της τριμελούς επιτροπής για τις χρήσιμες και πνευματώδεις συμβουλές κατά την εκπόνηση της παρούσας έρευνας. Τον Δρα Νικόλαο Ανάγνο, Αναπληρωτή Καθηγητή της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, για τη συμμετοχή του ως μέλους της τριμελούς επιτροπής. Τον Δρα Αθανάσιο Καραμέρη, Καθηγητή της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, για την κριτική ανάγνωση του κειμένου. Τον Δρα Παύλο Σμύρη, Καθηγητή της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, για την κριτική ανάγνωση του κειμένου. Τον Δρα Ασημάκη Ψυχουδάκη, Καθηγητή της Γεωπονικής Σχολής, για την κριτική ανάγνωση του κειμένου. Τον Δρα Χρήστο Γούπο, Επίκουρο Καθηγητή της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, για την κριτική ανάγνωση του κειμένου. vi

7 Επίσης, θέλω να ευχαριστήσω: Τους κ.κ. Δρ Γεώργιο Λυριντζή και Δρ Κοσμά Αλμπάνη, ερευνητές του ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε., για τις φιλικές συζητήσεις και συμβουλές τη χρονική περίοδο που ο γράφων υπηρετούσε ως δασολόγος στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Αθηνών. Τον κ. Κωνσταντίνο Μπαλόγιαννη, Δασάρχη Πειραιά, για την κατανόηση και τη διακριτική υποστήριξη του γράφοντος στην εκπόνηση της παρούσας έρευνας. Ακόμη, θερμές ευχαριστίες εκφράζονται στους γονείς μου, στη σύζυγό μου και στα παιδιά μου, που με ανέχθηκαν και με υποστήριξαν διαρκώς και σταθερά όλη τη χρονική περίοδο από την έναρξη μέχρι τη ολοκλήρωση της παρούσας έρευνας. Τέλος, ευχαριστίες εκφράζονται σε όλους όσοι βοήθησαν στην ολοκλήρωση της παρούσας έρευνας. vii

8 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελίδα ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ vi viii ix x ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 1. Εισαγωγή Γενικά για τις προστατευόμενες περιοχές Ορισμοί, χαρακτηριστικά και κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών Πλαίσιο λειτουργίας των προστατευόμενων περιοχών Νομικό πλαίσιο λειτουργίας των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 στην Ελλάδα Οικονομικό πλαίσιο λειτουργίας των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 στην Ελλάδα Διοικητικό πλαίσιο λειτουργίας των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 στην Ελλάδα 25 Η εξέλιξη των αντιλήψεων σχετικά με τη λειτουργία των 1.4. προστατευόμενων περιοχών σε συνδυασμό με την εξέλιξη των 28 αντιλήψεων για τη λειτουργία των οικονομικών μονάδων 2. Σκοπός και επιμέρους στόχοι της έρευνας Διάρθρωση της εργασίας 41 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 2. Υλικά και μεθοδολογία έρευνας Υλικά έρευνας Εθνικοί δρυμοί Εθνικά πάρκα Αισθητικά δάση Διατηρητέα μνημεία της φύσης Καταφύγια άγριας ζωής Ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές Εκτροφεία θηραμάτων Μεθοδολογία έρευνας 50 viii

9 ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 3. Οι προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες Γενικά περί παραγωγικών οικονομικών μονάδων Παραγωγικές οικονομικές μονάδες - έννοιες και διάκριση Η έννοια της οργάνωσης στις παραγωγικές οικονομικές μονάδες Η έννοια της διοίκησης στις παραγωγικές οικονομικές μονάδες Λειτουργίες των παραγωγικών οικονομικών μονάδων Οι προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες Χαρακτηριστικά λειτουργίας των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων Αντικείμενο παραγωγής Οργάνωση παραγωγής Λήψη αποφάσεων Βιωσιμότητα Χρηματοδότηση Έλεγχος 89 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 4. Ομαδοποίηση των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων Κριτήρια ομαδοποίησης των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων Ομαδοποίηση με βάση το σκοπό (ίδρυσης και οικονομικής λειτουργίας) Ομαδοποίηση με βάση το φορέα (ιδιοκτησίας) Ομαδοποίηση με βάση το μέγεθος Ομαδοποίηση με βάση το αντικείμενο παραγωγής (τομέα παραγωγής) Ομαδοποίηση των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων 99 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 5. Οργανωτικά σχήματα για τις προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες Οργανωτικός σχεδιασμός και τμηματοποίηση των οικονομικών μονάδων (οργανωτικά σχήματα) των οικονομικών μονάδων κατά λειτουργία κατά προϊόν κατά γεωγραφική περιοχή κατά πελάτες τύπου μήτρας ή πλέγματος (matrix) Εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα για τις ομάδες των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων Εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα για την 1 η ομάδα Εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα για την 2 η ομάδα Εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα για την 3 η ομάδα 119 ix

10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 6. Επιλογή οργανωτικού σχήματος με πολυκριτηριακή ανάλυση Μέθοδοι και τεχνικές πολυκριτηριακής ανάλυσης Η διαδικασία αναλυτικής ιεράρχησης (Analytic Hierarchy Process-AHP) Επιλογή οργανωτικού σχήματος για κάθε ομάδα προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 με την αναλυτική διαδικασία ιεράρχησης Επιλογή οργανωτικού σχήματος για την 1 η Ομάδα Επιλογή οργανωτικού σχήματος για την 2 η Ομάδα Επιλογή οργανωτικού σχήματος για την 3 η Ομάδα 150 ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 7. Μελέτη εφαρμογής (case study) στον εθνικό δρυμό Πάρνηθας Γενικά Περιγραφικά στοιχεία για τον ορεινό όγκο της Πάρνηθας και τον εθνικό δρυμό Γενική περιγραφή της Πάρνηθας Ειδική περιγραφή του εθνικού δρυμού Πάρνηθας Νομοθετικά-διοικητικά δεδομένα Οικολογικά-περιβαλλοντικά δεδομένα Κοινωνικοοικονομικά δεδομένα Υφιστάμενη οργάνωση της λειτουργίας του εθνικού δρυμού Πάρνηθας Η οργάνωση της λειτουργίας του εθνικού δρυμού Πάρνηθας ως παραγωγικής οικονομικής μονάδας Επιλογή μεθόδου αξιολόγησης Αξιολόγηση του προτεινόμενου οργανωτικού σχήματος Κριτήρια αξιολόγησης Συντελεστές βαρύτητας (βάρη) των κριτηρίων Κλίμακα βαθμολόγησης (κλίμακα επιδόσεων) Αξιολόγηση με πολυκριτηριακή ανάλυση Ανάλυση ευαισθησίας Ενδείξεις σχετικά με την οργάνωση της λειτουργίας του εθνικού δρυμού Πάρνηθας ως παραγωγικής οικονομικής μονάδας 210 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 8. Διαπιστώσεις, Προτάσεις και Μελλοντική έρευνα Διαπιστώσεις Προτάσεις Οργανωτική διάρθρωση Δείκτες παρακολούθησης της λειτουργίας Ανάπτυξη εμπορικής και χρηματοοικονομικής λειτουργίας Ανάπτυξη εμπορικής λειτουργίας Ανάπτυξη χρηματοοικονομικής λειτουργίας Μελλοντική έρευνα 224 x

11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ 226 SUMMARY 228 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 230 Α. ΕΛΛΗΝΙΚΗ 230 Β. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ 235 WEBSITES VISITED 249 xi

12 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Σελίδα Πίνακας 1.1. Κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών κατά IUCN 12 Πίνακας 1.2. Αριθμός και έκταση των προστατευόμενων περιοχών παγκοσμίως 13 Πίνακας 2.1. Εθνικοί δρυμοί στην Ελλάδα 44 Πίνακας 2.2. Εθνικά πάρκα στην Ελλάδα 45 Πίνακας 2.3. Αισθητικά Δάση στην Ελλάδα 45 Πίνακας 2.4. Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης στην Ελλάδα 46 Πίνακας 2.5. Ελεγχόμενες Κυνηγετικές Περιοχές στην Ελλάδα 48 Πίνακας 3.1. Παραγωγή των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση Πίνακας 4.1. Δημιουργία ομάδων με βάση τα κριτήρια ομαδοποίησης 100 Πίνακας 4.2. Ομαδοποίηση των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση Πίνακας 6.1. Η κλίμακα των κατά ζεύγη συγκρίσεων 127 Πίνακας 6.2. Συνολικές επιδόσεις των εναλλακτικών επιλογών 133 Πίνακας 7.1. Ετήσιες δαπάνες του εθνικού δρυμού Πάρνηθας 177 Πίνακας 7.2. Συνολικές επιδόσεις των εναλλακτικών μεθόδων αξιολόγησης 196 Πίνακας 7.3. Αντιστοιχία των χαρακτηριστικών λειτουργίας του εθνικού δρυμού Πάρνηθας με κριτήρια της ανάλυσης 199 Πίνακας 7.4. Εκτίμηση των συντελεστών βαρύτητας 201 Πίνακας 7.5. Αξιολογική κλίμακα επιδόσεων 202 Πίνακας 7.6. Πίνακας επιδόσεων 203 Πίνακας 7.7. Μεταβλητότητα επίδοσης σε σχέση με τη μεταβολή του συντελεστή βαρύτητας του σημαντικότερου κριτηρίου 207 xii

13 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ Σελίδα Σχήμα 1.1. Σύνολο υπηρεσιών υποστήριξης της ζωής 3 Σχήμα 1.2. Πλαίσια λειτουργίας των προστατευόμενων περιοχών 17 Σχήμα 1.3. Πυραμιδοειδές σχήμα διοίκησης των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 στην Ελλάδα βάσει του Ν.2742/99 27 Σχήμα 1.4. Η συνολική οικονομική αξία των περιβαλλοντικών πόρων 33 Σχήμα 1.5. Συστημική προσέγγιση, γενικό μοντέλο συστήματος 35 Σχήμα 3.1α. Συστημική προσέγγιση των οργανώσεων (μακροσκοπικά) 60 Σχήμα 3.1β. Συστημική προσέγγιση της οργάνωσης (μικροσκοπικά) 60 Σχήμα 3.2. Διοίκηση οικονομικών μονάδων-λειτουργίες της διοίκησης 62 Σχήμα 3.3. Οργάνωση παραγωγής. Ομοιότητες και διαφορές μεταξύ κλασικής παραγωγικής οικονομικής μονάδας και προστατευόμενης δασικής περιοχής Φύση 2000 ως παραγωγικής οικονομικής μονάδας 80 Σχήμα 5.1. Εύρος ελέγχου και ιεραρχικά επίπεδα διοίκησης 105 Σχήμα 5.2. κατά λειτουργία 108 Σχήμα 5.3. κατά προϊόντα 109 Σχήμα 5.3α. κατά προϊόντα 109 Σχήμα 5.4. κατά υπηρεσία 109 Σχήμα 5.4α. κατά υπηρεσία 110 Σχήμα 5.5. κατά γεωγραφική περιοχή 111 Σχήμα 5.6. κατά πελάτες 112 Σχήμα 5.7. Μητρική ή πλεγματική τμηματοποίηση 114 xiii

14 Σχήμα 6.1. Ιεραρχικά επίπεδα ανάλυσης 126 Σχήμα 6.2. Ιεραρχικά επίπεδα για την επιλογή αυτοκινήτου 129 Σχήμα 6.3. Ιεραρχικά επίπεδα για την επιλογή οργανωτικού σχήματος 137 Σχήμα 6.4. Σχήμα 7.1. Ιεραρχικά επίπεδα για την επιλογή οργανωτικού σχήματος της 1 ης Ομάδας Απόσπασμα φύλλου χάρτη προστατευόμενων περιοχών στο νομό Αττικής Σχήμα 7.2. Γενικός χάρτης της Πάρνηθας 160 Σχήμα 7.3. Οικονομικά ενεργός πληθυσμός και απασχόληση κατά τομέα παραγωγής 174 Σχήμα 7.4. Επίπεδο μόρφωσης του πληθυσμού του λεκανοπεδίου της Αθήνας 175 Σχήμα 7.5. Πηγές χρηματοδότησης εθνικού δρυμού Πάρνηθας 178 Σχήμα 7.6. Σχήμα 7.7. Οργανωτικό σχήμα του φορέα διαχείρισης εθνικού δρυμού Πάρνηθας Οργανωτικό σχήμα (μητρική τμηματοποίηση) εθνικού δρυμού Πάρνηθας Σχήμα 7.8. Ιεραρχικά επίπεδα για την επιλογή μεθόδου αξιολόγησης 192 Σχήμα 7.9. Μεταβολές συνολικής επίδοσης ως προς τη μεταβολή του συντελεστή βαρύτητας του κριτηρίου με τη μεγαλύτερη σημαντικότητα 208 xiv

15 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια μακραίωνη, συνεχής αλληλεπίδραση και αλληλένδετη εξέλιξη, στην οποία ο άνθρωπος στήριξε τον πολιτισμό αλλά και την ίδια την ύπαρξή του. Δυστυχώς, από ένα σημείο και μετά, η σχέση αυτή έχει εξελιχθεί σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος και μάλιστα έχει στιγματιστεί από την καταστροφική απληστία του ανθρώπου. Τα αποτελέσματα από την αλόγιστη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος υπό την έννοια της ληστρικής εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων και της οριστικής εξαφάνισης ειδών της χλωρίδας και της πανίδας σε συνδυασμό με την υπερβολική επιβάρυνση της φύσης με απόβλητα, είναι πλέον ορατά και αισθητά και σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις θα γίνουν εντονότερα στο άμεσο μέλλον. Όμως, από το σημείο που διαπιστώθηκαν οι καταστροφές και έγινε αντιληπτή η σημασία του φυσικού περιβάλλοντος για την ίδια την ύπαρξή του, ο σύγχρονος άνθρωπος προχώρησε σε αναθεώρηση της στάσης του απέναντι στο φυσικό περιβάλλον. Έτσι, αρχικά προσπάθησε να διαφυλάξει κάποιες περιοχές ώστε να μην καταστραφούν στο βωμό της απληστίας ενώ αργότερα υιοθέτησε και επιδίωξε την αειφορική ανάπτυξη δηλαδή την οικονομική ανάπτυξη που λαμβάνει υπόψη το φυσικό περιβάλλον. Στον κοινό στόχο για επίτευξη της αειφορικής ανάπτυξης εντάχθηκαν πολλές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων η προστασία και διατήρηση της βιοποικιλότητας, η καταγραφή και προστασία των δασών και δασικών πόρων, η χρήση φιλικών στο περιβάλλον υλικών, η ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση υλικών από τα απορρίμματα, η αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η συμπαραγωγή ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας από απόβλητα και πολλά άλλα. Στο πλαίσιο της προστασίας και διατήρησης της βιοποικιλότητας εντάχθηκε η διοίκηση και διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών, ο ρόλος των οποίων ως θεματοφύλακα της βιοποικιλότητας είναι κοινά αποδεκτός, δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια οι προστατευόμενες περιοχές έχουν καταστεί πόλος έλξης της διεθνούς έρευνας τόσο ως προς τη διοίκηση (οργάνωση, λειτουργία, χρηματοδότηση κ.ά.) όσον και ως προς τη διαχείρισή τους (αναψυχικές, εκπαιδευτικές, περιβαλλοντικές λειτουργίες κ.ά.). Στο πνεύμα αυτό κινείται και το θέμα της παρούσας έρευνας, η οποία διερευνά την οργάνωση της λειτουργίας (οργανωτική διάρθρωση) των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων. xv

16 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

17 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 1. Εισαγωγή 1.1. Γενικά για τις προστατευόμενες περιοχές Είναι γνωστό ότι ο πολιτισμός του ανθρώπου εξαρτάται απόλυτα από το φυσικό περιβάλλον 1, αφού αυτό περιέχει και παρέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τη ζωή, διαβίωση και εξέλιξη του ανθρώπου αλλά και όλων των άλλων έμβιων όντων. Χωρίς φυσικό περιβάλλον δεν υπάρχει ζωή. Ο άνθρωπος στήριξε και στηρίζει ολοκληρωτικά τον πολιτισμό του στο φυσικό περιβάλλον. Κατά την τελευταία 100ετή περίοδο, η συνεχής πολιτισμική εξέλιξη μέσω της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης επέφερε πολύ σημαντικές μεταβολές στην ισορροπία μιας τριμερούς σχέσης αλληλεξάρτησης, που είναι υπεύθυνη για την ύπαρξη και τη διατήρηση κάθε μορφής ζωής στον πλανήτη μας. Η σχέση αυτή στηρίζονταν σε μια ισόρροπη αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση μεταξύ τριών βασικών παραμέτρων, ήτοι της οικονομικής ανάπτυξης, του πολιτισμού και του φυσικού περιβάλλοντος. Η σχέση αυτή, από τις αρχές του 19 ου έως τα τέλη του 20 ου αιώνα, σταδιακά μετατράπηκε από ισόρροπη τριμερής σε μονομερή σχέση προς όφελος της οικονομικής ανάπτυξης. Η ανατροπή της ισορροπίας ήταν αποτέλεσμα της υιοθέτησης και εφαρμογής του μοντέλου της εντατικής οικονομικής ανάπτυξης για μια χρονική περίοδο 150 ετών περίπου (χρονική περίοδος ). Η εντατική οικονομική ανάπτυξη μπορεί να οριστεί ως «η εντατική εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων με σκοπό τη μεγιστοποίηση του οικονομικού οφέλους (κέρδους)» ή ως «η ανάπτυξη με στόχο τη διαρκή αύξηση του πλούτου ή του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος ως μέτρου του πλούτου αυτού» (Samuelson 1975). Έτσι, από τις αρχές του 19 ου αιώνα και μέχρι πριν λίγα χρόνια, η αντίληψη που επικρατούσε ήταν ότι το περιβάλλον είναι μια ανεξάντλητη «δεξαμενή» φυσικών πόρων και ταυτόχρονα μια ανεξάντλητη «χωματερή» που δέχεται όλα τα παραγόμενα απόβλητα. Η διπλή αυτή θεώρηση είχε πολύ σοβαρές επιπτώσεις, αφού υποστήριξε ένα οικονομικό μοντέλο, το οποίο είχε «μοχλό» ανάπτυξης την εντατική χρήση (υπερεκμετάλλευση) των φυσικών πόρων. Η εφαρμογή του εντατικού οικονομικού μοντέλου στηρίχτηκε στην προσπάθεια για ανάπτυξη, εφαρμογή και εξέλιξη μεθόδων και τεχνικών εντατικής και οικονομικά συμφέρουσας εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων. Εν ολίγοις, απέβλεπε στην 1 Μια πολύ απλουστευμένη θεώρηση του φυσικού περιβάλλοντος θα το χαρακτήριζε σαν τον πλέον ολοκληρωμένο και ταυτόχρονα πολύπλοκο φορέα όλων των απαραίτητων στοιχείων της ζωής. 1

18 τεχνολογική πρόοδο, χωρίς όμως να ενδιαφέρεται ή να λαμβάνει υπόψη την οποιαδήποτε ζημία (καταστροφή, υποβάθμιση, ρύπανση κλπ.) που γίνονταν στο φυσικό περιβάλλον. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, ο πληθυσμός του πλανήτη μας αυξήθηκε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς 2 προκαλώντας, αφενός περαιτέρω εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων και, αφετέρου, περαιτέρω αύξηση των παραγόμενων ρύπων και γενικότερα των αποβλήτων προς το περιβάλλον. Οι κρίσιμοι παράγοντες που επέδρασαν συνεχώς και αποφασιστικά στην ισορροπία της παραπάνω τριμερούς σχέσης ήταν η πληθυσμιακή έκρηξη και η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη. Με την αύξηση του πληθυσμού αυξήθηκαν σταδιακά οι ανάγκες για τροφή, ένδυση, υπόδηση, κατοικία κλπ., ενώ παράλληλα αυξήθηκε η παραγωγή αποβλήτων. Πιο αναλυτικά, εντάθηκε η πίεση προς το φυσικό περιβάλλον για απόληψη πρώτων υλών, αγροτική παραγωγή, οικιστική ανάπτυξη κ.ά., ενώ την ίδια στιγμή εντάθηκε η διάθεση αποβλήτων προς το φυσικό περιβάλλον. Παράλληλα, η διαρκώς βελτιούμενη τεχνολογία κατέστησε δυνατή την εντατικότερη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων για κάλυψη των αναγκών και κατ επέκταση επιτάχυνε την υποβάθμιση και την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Τα αποτελέσματα της εντατικής ανάπτυξης είναι γνωστά και χειροπιαστά σήμερα, περιγράφονται δε με πολλούς, επιστημονικούς και μη, όρους με περισσότερο χρησιμοποιούμενους τους: «καταστροφή του περιβάλλοντος», «υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων», «ρύπανση του περιβάλλοντος», «υπερθέρμανση του πλανήτη», «υποβάθμιση της ποιότητας ζωής» κ.ά. Η ασύδοτη, ληστρική και κοντόφθαλμη συμπεριφορά απέναντι στο φυσικό περιβάλλον με σκοπό τη μεγιστοποίηση του κάθε λογής κέρδους είχε σαν αποτέλεσμα όχι την απελευθέρωση αλλά, αντίθετα, την ομηρία του ανθρώπου στις τεράστιες καταστροφές και τα δυσεπίλυτα προβλήματα που προκλήθηκαν στο φυσικό περιβάλλον. Η συνειδητοποίηση των πολλαπλών και αλληλένδετων κινδύνων για τη βιόσφαιρα 3 από τις εκτεταμένες καταστροφές του φυσικού περιβάλλοντος, την εξάντληση των αποθεμάτων των φυσικών πόρων, την αυξανόμενη ρύπανση και την απόθεση 2 Την περίοδο ο πληθυσμός της Γης σχεδόν εξαπλασιάστηκε (UN, Human Development Report, 2001). 3 Με τον όρο βιόσφαιρα εννοείται το συνολικό σύστημα της γης, δηλαδή το σύνολο των επιμέρους αυτοτελών, πλην αλληλένδετων, υποσυστημάτων του πλανήτη όπως χερσαία, θαλάσσια οικοσυστήματα, νερό, έδαφος, αέρας (Vernadsky 1926, Tansley 1935, UNESCO 1971 και 2005). 2

19 αποβλήτων στο περιβάλλον καθώς και την εξαφάνιση πολλών ειδών χλωρίδας και πανίδας, αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη πρωτοβουλιών που είχαν στόχο την προστασία, διατήρηση και διάσωση του φυσικού περιβάλλοντος και γενικότερα των υπηρεσιών υποστήριξης της ζωής (Σχήμα 1.1). R 1 ανακύκλωση R 2 ανακύκλωση Αγαθά και υπηρεσίες ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ Συντελεστές παραγωγής Ε1 Ενέργεια και Υλικά Ε2 Δεξαμενή αποβλήτων Ε3 Ευχαρίστηση Σχήμα 1.1. Σύνολο υπηρεσιών υποστήριξης της ζωής Figure 1.1. Overall life-supporting services (Πηγή: Environmental economics, Hanley et al. 1997, Προσαρμογή από το συγγραφέα) Η συνειδητοποίηση των κινδύνων από την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος αρχικά εμφανίζεται προς τα τέλη του 19 ου - αρχές 20 ου αιώνα και ιδιαίτερα μεταξύ ορισμένων από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της τότε εποχής, οι οποίοι ανησυχούν για την «τύχη» των ζωντανών οργανισμών αλλά και των δασών 4 και «πιέζουν» τις κυβερνήσεις να θέσουν υπό την προστασία τους φυσικές περιοχές της γης που αποτελούν τη φυσική κληρονομιά κάθε χώρας και έχουν ιδιαίτερη αξία από την άποψη της διατήρησης πολύτιμων, μοναδικών ή σπάνιων χαρακτηριστικών. Με αφετηρία εκείνη την περίοδο, σιγά-σιγά αρχίζει να σχηματοποιείται και να ωριμάζει 4 Από τα τέλη του 19 ου έως τις αρχές του 20 ου αιώνα είχε παρατηρηθεί μείωση του πληθυσμού αρκετών ειδών πανίδας, ορισμένα από τα οποία σώθηκαν μόλις την ύστατη στιγμή (π.χ. ο αμερικανικός Βίσονας ο οποίος κινδύνεψε με αφανισμό) ενώ τεράστιες δασοσκεπείς εκτάσεις είχαν υλοτομηθεί αποψιλωτικά (Κασιούμης 1993). 3

20 η ιδέα για την προστασία κάποιων φυσικών περιοχών, οι οποίες είναι μεγάλης οικολογικής αξίας και εθνικού ή/και διεθνούς ενδιαφέροντος, με σκοπό τη διατήρηση των ιδιαίτερων αξιών τους τόσο για την παρούσα όσον και για τις μελλοντικές γενιές. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ο θεσμός των προστατευόμενων φυσικών περιοχών, ως μια συνειδητή προσπάθεια της ανθρωπότητας να εξασφαλίσει τη διατήρηση των ζώντων οργανισμών και των ιδιαίτερων αξιών της φύσης, χωρίς όμως ακόμη να έχουν κατοχυρωθεί η φιλοσοφία και οι αρχές που συνδέονται με το θεσμό αυτό (Κασιούμης 1993). Το επόμενο χρονικό διάστημα, κατά την περίοδο της μεταβιομηχανικής επανάστασης, των δύο παγκόσμιων και αρκετών άλλων πολέμων, περίπου από το 1900 μέχρι το 1970 πολλά κράτη θέτουν σε καθεστώς προστασίας φυσικές περιοχές με ιδιαίτερες οικολογικές αξίες, δημιουργώντας εθνικά πάρκα, θαλάσσια πάρκα, καταφύγια θηραμάτων κ.ά. Για την προστασία των φυσικών περιοχών εφαρμόζεται καθεστώς «απόλυτης προστασίας», σύμφωνα με το οποίο δεν επιτρέπεται καμία παραγωγική ή/και οικονομική δραστηριότητα στις περιοχές αυτές παρά μόνον η χρήση για επιστημονικούς και ερευνητικούς σκοπούς. Την ίδια περίοδο παρατηρείται μια αυξανόμενη τάση για νομοθετική κατοχύρωση των προστατευόμενων περιοχών κυρίως σε εθνικό επίπεδο. Απόρροια της τάσης αυτής είναι η θέσπιση νομοθετημάτων, διαταγμάτων και νόμων με τους οποίους κατοχυρώνονται στοιχεία όπως το μέγεθος, τα γεωγραφικά και διοικητικά όρια, η διοικητική μέριμνα και οι δραστηριότητες εντός των προστατευόμενων περιοχών (Κασιούμης 1993 και 1994). Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα αρχίζει να διαμορφώνει μια νέα αντίληψη σχετικά με το ποιο πρέπει να είναι το σύγχρονο μοντέλο για την οικονομική ανάπτυξη. Την περίοδο αυτή επιβεβαιώνονται οι φόβοι για τις επιπτώσεις από την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος (παρατηρείται ελάττωση του ποσοστού δασοκάλυψης σε παγκόσμιο επίπεδο, ρύπανση των θαλάσσιων και υπόγειων υδάτων, αέρια ρύπανση με μορφή «νέφους» στις μεγαλουπόλεις, «τρύπες» στο ατμοσφαιρικό στρώμα του όζοντος κ.ά.) ενώ δεν αμφισβητείται πλέον το γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός μεταξύ του μοντέλου εντατικής ανάπτυξης και της προστασίας και διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος. Παράλληλα, καταγράφεται εντονότερα η ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου για αναψυχικές δραστηριότητες, ήπιες μορφές τουρισμού, περιβαλλοντική εκπαίδευση, στοιχεία που αναδεικνύουν την ανάγκη για καλύτερη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών. Τέλος, τονίζεται η επιτακτικότητα αφενός για 4

21 υιοθέτηση και εφαρμογή ενός πιο ισορροπημένου και συμβατού προς το περιβάλλον αναπτυξιακού μοντέλου και αφετέρου για αποτελεσματική προστασία και διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των φυσικών περιοχών (UNEP 1972). Κατά την περίοδο αυτή και κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, διατυπώθηκαν πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις, απόψεις και αναζητήσεις, οι οποίες όμως είχαν μια κοινή βάση: την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο των αναζητήσεων για την υιοθέτηση μιας περιβαλλοντικά συμβατής οικονομικής ανάπτυξης, μια γνωστή από παλιά έννοια, η έννοια της αειφορίας, ήρθε να παίξει καταλυτικό ρόλο. Η αειφορία είναι μια σύνθετη λέξη, η οποία προέρχεται από τις λέξεις αεί(=πάντοτε) και φέρω(=αποδίδω). Η αειφορία είναι μια ουδέτερη έννοια και δείχνει μόνο ότι κάτι οφείλει να έχει συνέχεια, διάρκεια και μονιμότητα. Για να έχει πρακτική αξία θα πρέπει να συνδυαστεί με το κατηγορούμενό της, δηλαδή το που θα εφαρμοστεί η αειφορία 5, αλλιώς παραμένει μια ουδέτερη χρονική έννοια. Στην προκείμενη περίπτωση, η αειφορία συνδυάστηκε με την οικονομική ανάπτυξη και σχημάτισε την έκφραση «αειφορική ανάπτυξη». Στο εννοιολογικό περιεχόμενο της αειφορικής ανάπτυξης, η οικονομική ανάπτυξη και η προστασία και διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος είναι έννοιες συμβατές (Maini 1992, Στάμου 1993, Γαλανός και Αλμπάνης 1999). Υπό το πρίσμα αυτό και επιδιώκοντας να προσδώσει παγκόσμια σημασία στο θέμα μιας οικονομικής ανάπτυξης συνδυασμένης με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) συνέστησε το 1984 την Παγκόσμια Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (World Commission for the Environment and Development-WCED) με κύρια αποστολή την εναρμόνιση των επιμέρους δράσεων για το περιβάλλον και την ανάπτυξη. Το 1987 η Επιτροπή υπέβαλε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ μια αναλυτική έκθεση με τίτλο «Το Κοινό μας Μέλλον» (Our Common Future 6 ), όπου γίνεται εκτενής αναφορά σε μια πιο ήπια και φιλική στο περιβάλλον μορφή οικονομικής ανάπτυξης. Η ανάπτυξη αυτή προτείνεται να βασίζεται στην αρχή της αειφορίας και πιο συγκεκριμένα να επιδιώκει 5 Η έκφραση αειφορική διαχείριση, είναι μια έννοια γνωστή στη δασολογική επιστήμη που περιγράφει την οργανωμένη διαχείριση των δασών, η οποία εναρμονίζει την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και την παραγωγικότητα των δασών με σκοπό την διαρκή λήψη αγαθών και υπηρεσιών από τα δάση (Γαλανός και Αλμπάνης 1999). 6 Η έκθεση αυτή επικράτησε ν αναφέρεται και ως Brundtland Report, προς τιμήν της επικεφαλής της Παγκόσμιας Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (WCED) Dr. Gro Harlem Brundtland, η οποία ήταν Πρωθυπουργός της Σουηδίας κατά την περίοδο της σύνταξης της έκθεσης. 5

22 την επίτευξη της «αειφορικής ανάπτυξης 7». Σύμφωνα με την έκθεση Brundtland, η αειφορική ανάπτυξη είναι «η ανάπτυξη που σέβεται το περιβάλλον χωρίς να εμποδίζει ή παραβλέπει την οικονομική ευημερία» (WCED 1987). Η έκθεση αναφέρεται και στις προστατευόμενες περιοχές, οι οποίες πλέον αποκτούν διακριτό και ακόμη πιο σημαντικό ρόλο στην προστασία και διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, ως «θεματοφύλακες» του φυσικού περιβάλλοντος. Την εποχή αυτή τονίζονται οι πολιτιστικές αξίες των προστατευόμενων περιοχών, με τη δημιουργία των μνημείων της φύσης 8, τα οποία συνδυάζουν τη φυσική με την πολιτιστικήπολιτισμική διάσταση των προστατευόμενων περιοχών. Με άλλα λόγια, αποσαφηνίζεται ο προστατευτικός, οικολογικός, οικονομικός και πολιτιστικός ρόλος των προστατευόμενων περιοχών (Κασιούμης 1993, Στάμου 1989 και 2002). Επίσης, την ίδια περίοδο, διαπιστώνεται ότι το καθεστώς «απόλυτης προστασίας» έχει σημαντικές επιπτώσεις τόσο στην οικολογική ισορροπία και την υπόσταση μιας περιοχής λόγω της απομόνωσης που υφίσταται όσον και στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του τοπικού πληθυσμού αφού λόγω της απαγόρευσης παραγωγικών χρήσεων είτε εγκαταλείφτηκαν οικισμοί είτε αυξήθηκαν οι παράνομες εκμεταλλεύσεις στις προστατευόμενες περιοχές (λαθροθηρία, λαθροϋλοτομία). Με άλλα λόγια, διαφάνηκε τότε η ανάγκη για μετάβαση από την απόλυτη προστασία σε ενεργό διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών με στόχο την αντιστροφή των προαναφερθεισών επιπτώσεων (Κασιούμης 1993). Στις αρχές της δεκαετίας του 90 και με στόχο τον καθορισμό ενός κοινά αποδεκτού πλαισίου δράσης για την επίτευξη αειφορικής ανάπτυξης, ο ΟΗΕ διοργάνωσε τη Συνδιάσκεψη για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη του ΟΗΕ (United Nations Conference on Environment and Development-UNCED) που έλαβε χώρα στο Ρίο ντε Τζανέϊρο της Βραζιλίας τον Ιούνιο του Κατά τη Συνδιάσκεψη αυτή υιοθετήθηκαν και συνυπογράφηκαν από πολλές χώρες οι ουσιαστικής σημασίας δράσεις που αποβλέπουν στην προσέγγιση-επίτευξη της αειφορικής ανάπτυξης. Επειδή οι δράσεις αυτές λαμβάνουν χώρα κυρίως τον 21 ο αιώνα, περιλήφθηκαν σε μια επίτομη έκδοση υπό τον τίτλο AGENDA 21 (UNCED 1992). Στην έκδοση αυτή, 7 Στην έκθεση Brundtland η έννοια της αειφορικής ανάπτυξης διατυπώνεται ως κεντρική ιδέα για το μέλλον της ανθρωπότητας, πάνω στην οποία συνδυάζονται όλες οι επιμέρους παραγωγικές, οικονομικές, πολιτιστικές, τεχνολογικές, αναπτυξιακές δράσεις και εξελίξεις, πάντοτε θεωρούμενες υπό το πρίσμα της διατήρησης και προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. 8 Αναφέρεται στη Σύμβαση για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς, η οποία είναι μια διεθνούς χαρακτήρα σύμβαση που εξυπηρετεί αυτόν ακριβώς το σκοπό, την προστασία του πολιτιστικού και φυσικού περιεχομένου των προστατευόμενων περιοχών που υπογράφηκε το 1972, τέθηκε σε ισχύ το 1975 και επικυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 1126/1981 (ΦΕΚ 32 Α/ ). 6

23 περιλαμβάνονται 40 άξονες προς την αειφορική ανάπτυξη, οι οποίοι στρέφονται γύρω από την οικονομία, την κοινωνία και τους φυσικούς πόρους-περιβάλλον και εστιάζουν στις κύριες ομάδες και τα μέσα για την επίτευξή της. Μια εξαιρετικά σημαντική επιτυχία της Συνδιάσκεψης για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, η οποία διεύρυνε την έννοια των προστατευόμενων φυσικών περιοχών, ήταν η Σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλότητα (Convention on Biological Diversity-CBD). Με τον όρο βιολογική ποικιλότητα ή βιοποικιλότητα εννοείται «η ποικιλότητα μεταξύ ζωντανών οργανισμών από όλες τις πηγές ζωής περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, χερσαίων, θαλάσσιων και άλλων υδατικών οικοσυστημάτων και των οικολογικών συνθέσεων των οποίων αυτά είναι μέρη, καθώς επίσης και η ποικιλότητα μέσα στο ίδιο είδος, μεταξύ των ειδών και των οικοσυστημάτων» (CBD 1992). Η βιοποικιλότητα μπορεί να διακριθεί σε τέσσερις συνιστώσες, η καθεμία έχει τη δική της σημασία αλλά όλες μαζί συνθέτουν το σύνολο της βιοποικιλότητας (CBD 1992, Μπλιούμης 1995α, ΥΠΕΧΩΔΕ website 2006): Η γενετική ποικιλότητα, η οποία εκφράζει το εύρος των κληρονομικών καταβολών ενός συγκεκριμένου είδους. Όσο μεγαλύτερο είναι το εύρος αυτό, τόσο μεγαλύτερη είναι η ικανότητα επιβίωσης του είδους απέναντι σε εξωτερικές πιέσεις όπως επιδημίες, κλιματικές αντιξοότητες κ.λπ. Η ποικιλότητα των ειδών φυτών και ζώων, η οποία εκφράζεται με το πλήθος των ειδών φυτών και ζώων που απαντούν σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Η ποικιλότητα οικοσυστημάτων, η οποία εκφράζεται με τον αριθμό των συνδυασμών ειδών φυτών και ζώων (οικοσυστημάτων) που συναντώνται σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Η ποικιλότητα των τοπίων, η οποία εκφράζεται με τον αριθμό ή το πλήθος των τύπων τοπίων που εμφανίζονται σε μια περιοχή ή σε μια χώρα. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι, μετά και από τη Σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα, η έννοια των προστατευόμενων φυσικών περιοχών εμπλουτίστηκε, διευρύνθηκε και έλαβε το περιεχόμενο που έχει μέχρι σήμερα, όπου εκτός της προστασίας και διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος έχει προστεθεί και η προστασία και διατήρηση των γενετικών πόρων (γενετική ποικιλότητα). Επίσης, την περίοδο αυτή, συντελούνται σημαντικές αλλαγές στην οικονομία, τον πολιτισμό και γενικότερα τον τρόπο ζωής του σύγχρονου ανθρώπου (παγκοσμιοποίηση, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, διαδίκτυο κ.ά.) που, μεταξύ άλλων, 7

24 έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των αναγκών αφενός για προστασία και διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος και αφετέρου για αποτελεσματικότερη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών, ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στους σκοπούς τους. Έτσι, γίνεται αντιληπτή η ανάγκη για προσαρμοσμένη διαχείριση (adaptive management) των προστατευόμενων περιοχών, δηλαδή για διαχείριση που να προσαρμόζεται και να εξυπηρετεί τους (πολλαπλούς ή μη) σκοπούς που καλείται να επιτύχει μια προστατευόμενη περιοχή (Hockings et al. 2000). Ανακεφαλαιώνοντας τα όσα προελέχθησαν, η έννοια των προστατευόμενων περιοχών εξελίχθηκε διαχρονικά έτσι ώστε σήμερα να έχει προσλάβει συγκεκριμένη φιλοσοφία και αρχές και να περιλαμβάνει πολλαπλούς σκοπούς, μεταξύ των οποίων: - η διαφύλαξη και προστασία των οικολογικών αξιών και των γενετικών πόρων του φυσικού περιβάλλοντος, - η ικανοποίηση των επιστημονικών και ερευνητικών αναγκών πολλών επιστημονικών κλάδων, - η συμβολή στην περιβαλλοντική εκπαίδευση και κοινωνική ευαισθητοποίηση για το φυσικό περιβάλλον, - η παροχή μη υποκατάστατων αγαθών (νερό, οξυγόνο) και ωφελειών (αναψυχή, διαμονή στη φύση, απόλαυση του τοπίου) στο σύγχρονο άνθρωπο, - η οικονομική σημασία τους, ως αναπτυξιακού μέσου για τη δημιουργία απασχόλησης (ήπιες μορφές τουρισμού και περιβαλλοντικός αθλητισμός) και την αναζωογόνηση ευρύτερων περιοχών. 8

25 1.2. Ορισμοί, χαρακτηριστικά και κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών Ορισμοί Όπως προαναφέρθηκε, υπό το πρίσμα των έντονων κοινωνικοοικονομικών αλλαγών και αντιθέσεων, της παγκοσμιοποίησης των αγορών και των αξιών, καθώς και της υπερβολικής καταστροφής και ρύπανσης του φυσικού περιβάλλοντος, η προστασία και η διατήρηση-διαφύλαξη όσο το δυνατόν περισσότερων οικολογικών παραγόντων, στοιχείων και γενικότερα συστημάτων του φυσικού περιβάλλοντος, βρέθηκε μεταξύ των επειγουσών προτεραιοτήτων στα πλαίσια των δράσεων για επίτευξη αειφορικής ανάπτυξης. Η έννοια των προστατευόμενων φυσικών περιοχών είχε και συνεχίζει να έχει πρωταρχικό ρόλο στο θέμα αυτό, αφού συμβάλλει ουσιαστικά στην επίτευξη αυτής της επιδίωξης. Όμως, τι ακριβώς ορίζεται 9 ως προστατευόμενη φυσική περιοχή ή απλά προστατευόμενη περιοχή; Μέχρι σήμερα έχουν γίνει αποδεκτοί αρκετοί, αλληλοσυμπληρούμενοι και αλληλοεπικαλυπτόμενοι ορισμοί, κάτι που σαφώς οφείλεται στις διαφορετικές προσεγγίσεις ή «οπτικές γωνίες» υπό τις οποίες μπορεί ν αντιληφθεί ο καθένας μας την έννοια της προστατευόμενης φυσικής περιοχής. Προς αποφυγή της άσκοπης και ενδεχομένως κουραστικής παράθεσης των διαφόρων ορισμών που κατά καιρούς έχουν δοθεί, θα αναφερθούν οι τρεις σημαντικότεροι και αποδεκτοί ορισμοί για το τι εννοείται ως προστατευόμενη φυσική περιοχή. Με βάση την αρχική έννοια της προστατευόμενης περιοχής, ως τέτοια ορίζονταν μια φυσική περιοχή η οποία τίθονταν σε καθεστώς απόλυτης προστασίας με σκοπό την εξασφάλιση της διατήρησης των ζώντων οργανισμών και των ιδιαίτερων αξιών της φύσης (Κασιούμης 1993). Όμως, όπως προελέχθη, η έννοια της προστατευόμενης περιοχής εξελίχθηκε και προσαρμόστηκε ώστε να συμπεριλάβει όλα όσα κατά καιρούς θεωρούνταν ότι θα έπρεπε να περιέχονται σε μια προστατευόμενη περιοχή. Ακόμη, λόγω της διαφορετικότητας των προστατευόμενων περιοχών ως προς τα χαρακτηριστικά τους (γεωγραφική θέση, μέγεθος, είδος) είναι σαφές ότι ο ορισμός θα έπρεπε να γίνει κατά τρόπο ώστε να συμπεριλαμβάνει αν όχι όλες, τουλάχιστον την πλειοψηφία των προστατευόμενων περιοχών, όπως εννοιολογικά αυτές εξελίχθηκαν. 9 Η απόδοση του ορισμού μιας έννοιας, δηλαδή του τι σημαίνει η εν λόγω έννοια, είναι μια λίγο ή πολύ υποκειμενική διαδικασία. Ουσιαστικά, το τι πρεσβεύει η έννοια προστατευόμενη περιοχή, εξαρτάται από την (ή τις) οπτική γωνία υπό την οποία γίνεται αντιληπτή η έννοια της προστατευόμενης περιοχής αλλά και από τα ειδικότερα χαρακτηριστικά και στοιχεία της. 9

26 Έτσι, σύμφωνα με τους ορισμούς (definitions) του Άρθρου 2 της Σύμβασης για τη Βιοποικιλότητα, ως προστατευόμενη φυσική περιοχή εννοείται «μια γεωγραφικά καθορισμένη περιοχή η οποία είναι προορισμένη ή κανονισμένη και διαχειριζόμενη κατά τρόπο ώστε να επιτύχει τους ειδικούς σκοπούς διατήρησης» (CBD 1992). Επίσης, σύμφωνα με την Παγκόσμια Στρατηγική για τη Βιοποικιλότητα (Global Biodiversity Strategy) που εξέδωσε το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Πόρων (World Resources Institute-WRI), ως προστατευόμενη φυσική περιοχή ορίζεται «μια νομικά κατοχυρωμένη εδαφική ή υδατική περιοχή, δημόσιας ή ιδιωτικής ιδιοκτησίας, η οποία κανονίζεται και διαχειρίζεται κατά τρόπο ώστε να επιτύχει τους ειδικούς σκοπούς διατήρησης» (WRI 1992). Όμως, ο επικρατέστερος και παγκοσμίως αποδεκτός ορισμός είναι αυτός που καθόρισε η Διεθνής Ένωση για την Προστασία της Φύσης (International Union for the Conservation of Nature, IUCN) σύμφωνα με τον οποίο ως προστατευόμενη περιοχή θεωρείται «μια περιοχή γης ή/και θάλασσας ειδικά αφιερωμένη στην προστασία και διατήρηση της βιολογικής ποικιλότητας και των φυσικών και συναφών πολιτιστικών πόρων που διαχειρίζεται μέσω νομοθετικών και άλλων αποτελεσματικών μέσων» (IUCN 1994). Είναι φανερό ότι, ο ορισμός της «προστατευόμενης περιοχής» περιλαμβάνει όλες τις περιοχές, φυσικές (χωρίς ανθρωπογενείς επεμβάσεις ή επιδράσεις) ή/και διαταραγμένες (με μικρή ή μεγαλύτερη ανθρωπογενή επίδραση), οι οποίες εντάσσονται σε ειδικό καθεστώς προστασίας. Χαρακτηριστικά προστατευόμενων περιοχών Η επιλογή μιας περιοχής για προστασία στηρίζεται σε αρκετά κριτήρια, το ουσιαστικότερο και σημαντικότερο από τα οποία είναι η σημασία της περιοχής από την άποψη διατήρησης των ιδιαίτερων οικολογικών αξιών της. Για να αξιολογηθεί η σημασία μιας περιοχής από την άποψη αυτή πρέπει να υπάρχουν σ αυτήν ουσιαστικά χαρακτηριστικά τα οποία και αξιολογούνται με σκοπό την ένταξη της περιοχής στο ειδικό καθεστώς προστασίας. Μεταξύ των χαρακτηριστικών που λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της σημασίας από άποψη διατήρησης των οικολογικών αξιών και εν συνεχεία την ένταξη μιας περιοχής σε καθεστώς προστασίας, είναι (Κασιούμης 1993): το μέγεθος, όσον αφορά τις δυνατότητες προστασίας οικοσυστημάτων και ειδών, 10

27 η αφθονία και ποικιλία ειδών και βιοτόπων, η φυσικότητα, σε σχέση με το βαθμό ανθρωπογενούς επέμβασης και τη λειτουργία των οικοσυστημάτων, η σπανιότητα, ειδών και οικοσυστημάτων, η μοναδικότητα και αντιπροσωπευτικότητα από άποψη οικολογικών και ευρύτερων αξιών, η τυπικότητα, υπό την έννοια διατήρησης τυπικών και χαρακτηριστικών βιοτόπων, η δυνητική αξία, από άποψη δημιουργία αξιών εφόσον η περιοχή διαχειριστεί ως προστατευόμενη, το ιδιαίτερο κάλλος και η αισθητική αξία, οι πολιτιστικές αξίες που συνδέονται με την περιοχή και η θέση της περιοχής, στην ευρύτερη οικολογική ενότητα. Επιπλέον, για την περαιτέρω αξιολόγηση μιας περιοχής λαμβάνονται υπόψη και άλλα χαρακτηριστικά όπως (Κασιούμης 1993): η έκταση, υπό την έννοια της επιφάνειας (εμβαδόν) που καταλαμβάνει η περιοχή (περιοχές μικρής, μεγάλης έκτασης) το ιδιοκτησιακό καθεστώς υπό το οποίο βρίσκεται η περιοχή (ιδιωτική ή δημόσια περιοχή), η γεωγραφική θέση της περιοχής (χερσαία, θαλάσσια περιοχή), η γεωπολιτική θέση της περιοχής (γειτνίαση με περιοχές υψηλού πολιτιστικού, τουριστικού ή άλλου ενδιαφέροντος) οι διοικητικές και πρακτικές συνθήκες, που επικρατούν τοπικά ή ευρύτερα και επιδρούν στην διαχείριση και αποτελεσματική προστασία της περιοχής. Με την αξιολόγηση των χαρακτηριστικών αυτών γίνεται δυνατή η αξιολόγηση μιας περιοχής για ν αποφασιστεί η ένταξή της σε ειδικό καθεστώς προστασίας. Κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών Παράλληλα με την αξιολόγηση μιας περιοχής, διαμορφώνεται και άποψη σχετικά με το ποια θα είναι η κύρια αποστολή της περιοχής και το πώς θα πρέπει να διαχειριστεί ώστε να εκπληρώσει την αποστολή της ως προστατευόμενη περιοχή. Η διαπίστωση αυτή δημιούργησε την ανάγκη για μια διαφορετική θεώρηση των προστατευόμενων περιοχών, ώστε αυτές να μπορούν να διακριθούν όχι μόνο με βάση την κύρια αποστολή της περιοχής (προστασία φυσικών και οικολογικών αξιών), αλλά 11

28 επιπροσθέτως με βάση τον εκάστοτε κύριο σκοπό της εφαρμοζόμενης διαχείρισης (McNeely and Miller 1984, Philips and Harrison 1997, WCPA 1998). Η θεώρηση αυτή έγινε δυνατή με την κατηγοριοποίηση των προστατευόμενων φυσικών περιοχών, δηλαδή την ταξινόμηση των προστατευόμενων περιοχών σε κατηγορίες ανάλογα με τον κύριο σκοπό διαχείρισης. Οι διεθνώς αποδεκτές κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών σήμερα, είναι αυτές που διατύπωσε η Διεθνής Ένωση για την Προστασία της Φύσης και οι οποίες αναλυτικά παρουσιάζονται στον Πίνακα 1.1 (IUCN 1994): Πίνακας 1.1. Κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών κατά IUCN (1994) Table 1.1. Protected area categories according IUCN (1994) Περιοχές απόλυτης προστασίας (strictly nature reserve), οι οποίες είναι προστατευόμενες περιοχές ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1α. διαχειριζόμενες κυρίως για επιστημονικούς, ερευνητικούς σκοπούς. Περιοχές προστασίας της φύσης (wilderness areas), οι οποίες είναι προστατευόμενες περιοχές που ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1β. διαχειρίζονται με κύριο σκοπό την προστασία τους, ώστε να διατηρήσουν αυτή την ιδιότυπη τη φυσική τους κατάσταση. Εθνικά πάρκα-δρυμοί (national parks), οι οποίες είναι προστατευόμενες περιοχές που διαχειρίζονται με σκοπό την προστασία της ακεραιότητας του/των ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2. οικοσυστήματος/των και την παροχή επιστημονικών, ερευνητικών, πνευματικών, αναψυχικών κ.ά. ευκαιριών που είναι συμβατές με την αποστολή τους. Φυσικά μνημεία (natural monuments), οι οποίες είναι προστατευόμενες περιοχές που διαχειρίζονται για τη ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3. διατήρηση των ειδικών φυσικών χαρακτηριστικών τους. Περιοχές οικοανάπτυξης (habitat / species management areas), οι οποίες είναι προστατευόμενες περιοχές που ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 4. διαχειρίζονται με σκοπό τη διατήρηση των ειδών / οικοτόπων μέσω διαχειριστικών παρεμβάσεων. Προστατευόμενα χερσαία / θαλάσσια τοπία (protected landscape / seascape), οι οποίες είναι προστατευόμενες ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 5. περιοχές που διαχειρίζονται με σκοπό την προστασία του τοπίου και την αναψυχή. Προστατευόμενες περιοχές παραγωγικών πόρων (managed resource protected areas) οι οποίες ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 6. διαχειρίζονται με σκοπό την προστασία των παραγωγικών πόρων από καταστροφική εκμετάλλευση. Πηγή: IUCN 1994 (Μετάφραση-προσαρμογή από το συγγραφέα) Σημειώνεται ότι η κατηγοριοποίηση του IUCN δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, απλώς υποδεικνύει μια συνεκτική και αποδεκτή διάκριση των προστατευόμενων περιοχών σε σχέση με την εφαρμοζόμενη διαχείρισή τους. Εξυπακούεται ότι, κάθε 12

29 κράτος μπορεί να έχει τη δική του κατηγοριοποίηση με βάση την αποστολή και τη διαχείριση που εφαρμόζεται για τις προστατευόμενες περιοχές, η οποία όμως λίγο ή πολύ να «συμφωνεί» ή να «συγκλίνει» με τις ανωτέρω κατηγορίες, για λόγους εναρμόνισης και διευκόλυνσης της επικοινωνίας σε θέματα που άπτονται της διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών (Philips and Harrison 1997, WCPA 1998). Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ (2003) ο αριθμός των προστατευόμενων περιοχών που ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες ανέρχεται σε προστατευόμενες περιοχές οι οποίες καταλαμβάνουν έκταση τετραγωνικών χιλιομέτρων (Πίνακας 1.2). Πίνακας 1.2. Αριθμός και έκταση των προστατευόμενων περιοχών παγκοσμίως Table 1.2. Global number and extent of protected areas Έκταση Αριθμός Κατηγορία προστατευόμενων προστατευόμενων προστατευόμενης περιοχής περιοχών περιοχών (km 2 ) 1α β Χωρίς ένταξη σε κατηγορία Σύνολο Πηγή: United Nations 2003(προσαρμογή από συγγραφέα) Εδώ πρέπει ν αναφερθεί ότι, εκτός από τις παραπάνω κατηγορίες, οι προστατευόμενες περιοχές διακρίνονται σε κατηγορίες σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τις διεθνείς συνθήκες-συμβάσεις, το καθεστώς ιδιοκτησίας και το είδος. Έτσι, ειδικότερα για την Ελλάδα, με την εθνική νομοθεσία έχουν θεσμοθετηθεί κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών σύμφωνα με την αποστολή τους και το διαχειριστικό σκοπό, ενώ μια πρώτη, αδρομερής κατηγοριοποίηση των προστατευόμενων περιοχών έγινε με το νόμο-πλαίσιο για την προστασία του 13

30 φυσικού περιβάλλοντος Ν.1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» (ΦΕΚ 160Α/1986), σύμφωνα με τον οποίο οι προστατευόμενες περιοχές εμπίπτουν στις εξής κατηγορίες (ΥΠΕΧΩΔΕ και WWF, 2003): 1. Περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης. 2. Περιοχές προστασίας της φύσης. 3. Εθνικά πάρκα. 4. Προστατευόμενοι φυσικοί σχηματισμοί, προστατευόμενα τοπία. 5. Περιοχές οικοανάπτυξης. Εντούτοις, για την κατηγοριοποίηση των προστατευόμενων περιοχών θεωρείται πολύ σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη ένα ευρύτερο σύνολο νόμων και διαταγμάτων της εθνικής νομοθεσίας που αναφέρονται αναλυτικά ή/και αποκλειστικά στις περιοχές αυτές. Έτσι, σύμφωνα με τον Κασιούμη (1994) και το ΕΚΒΥ (2005) οι κατηγορίες των προστατευόμενων περιοχών με βάση την εθνική νομοθεσία είναι: 1. Εθνικοί δρυμοί (Ν. 996/71) 2. Εθνικά πάρκα (Ν. 1650/86) 3. Αισθητικά δάση (Ν. 996/71) 4. Διατηρητέα μνημεία της φύσης (Ν. 996/71) 5. Καταφύγια άγριας ζωής (Ν. 177/75, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον Ν. 2637/98) 6. Ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές (Ν. 177/75, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον Ν. 2637/98) 7. Εκτροφεία θηραμάτων (Ν. 177/75, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον Ν. 2637/98) 8. Περιοχές ειδικής προστασίας (Οδηγία 79/409/ΕΟΚ για την προστασία της ορνιθοπανίδας) 9. Περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης (Ν. 1650/86) 10. Περιοχές προστασίας της φύσης (Ν. 1650/86) 11. Προστατευόμενοι φυσικοί σχηματισμοί και τοπία (Ν. 1650/86) 12. Περιοχές οικοανάπτυξης (Ν. 1650/86) Βέβαια, στις προστατευόμενες περιοχές θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται και οι περιοχές που εντάχθηκαν ή εντάσσονται σε ειδικό καθεστώς προστασίας σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις τις οποίες αποδέχεται, υπογράφει, νομοθετικά ενσωματώνει και διοικητικά-διαχειριστικά εφαρμόζει η χώρα μας. Οι κατηγορίες 14

31 των προστατευόμενων περιοχών της Ελλάδας με βάση τις διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις είναι οι εξής: Υγρότοποι διεθνούς σημασίας (Σύμβαση RAMSAR) Περιοχές του δικτύου Natura 2000 (Οδηγία 92/43/EOK στις οποίες συμπεριλαμβάνονται περιοχές από όλες σχεδόν τις κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών) Ειδικά προστατευόμενες περιοχές (Σύμβαση της Βαρκελώνης) Βιογενετικά Αποθέματα Αποθέματα Βιόσφαιρας Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς (UNESCO 10 ) Περιοχές στις οποίες έχει απονεμηθεί το Ευρωδίπλωμα. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό, ότι όταν κανείς προσπαθήσει να ταξινομήσει τις προστατευόμενες περιοχές με βάση την εθνική και τη διεθνή νομοθεσία διαπιστώνει την ύπαρξη σημαντικών επικαλύψεων μεταξύ των κατηγοριών προστατευόμενων περιοχών. Επίσης, διάκριση των προστατευόμενων περιοχών σε κατηγορίες μπορεί να γίνει με βάση το καθεστώς ιδιοκτησίας που διέπει την ύπαρξή τους. Έτσι, οι προστατευόμενες περιοχές διακρίνονται σε κρατικές και ιδιωτικές, ανάλογα με το που αυτές ανήκουν. Ειδικότερα: οι μεν κρατικές (state-owned), ανήκουν στο κράτος [ή σε κρατικό φορέα ή ακόμη σε οργανισμό που να είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ)] υπό την έννοια της δημόσιας περιουσίας, οι δε ιδιωτικές (private-owned), ανήκουν σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (που μπορεί να είναι σύλλογος, σωματείο, μη κυβερνητικός φορέας κ.λπ.) ή ακόμη και σε φυσικό πρόσωπο (ιδιοκτήτης). Τέλος, περαιτέρω διάκριση των προστατευόμενων περιοχών σε κατηγορίες μπορεί να γίνει με βάση το είδος τους. Με την έννοια του είδους, προσδιορίζεται το κυρίαρχο φυσικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την προστατευόμενη περιοχή. Πιο αναλυτικά, οι προστατευόμενες περιοχές διακρίνονται σε δύο κύριες κατηγορίες: τις χερσαίες, στην οποία περιλαμβάνονται οι υποκατηγορίες των χερσαίων οικολογικών τύπων (terrestrial biomes) σύμφωνα με τους οποίους οι προστατευόμενες περιοχές μπορούν να ανήκουν σε τροπικά υγρά δάση, 10 United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization - Εκπαιδευτικός, Επιστημονικός και Πολιτιστικός Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών. 15

32 υποτροπικά-εύκρατα βροχερά δάση, εύκρατα δάση κωνοφόρων, τροπικά ξηρά δάση, εύκρατα δάση πλατυφύλλων, δάση αειφύλλων σκληροφύλλων, θερμές έρημοι/ημιέρημοι, ψυχρές έρημοι, κοινότητες τούνδρας, τροπικά λιβάδια/σαβάννα, εύκρατα λιβάδια, μικτά ορεινά συστήματα, μικτά νησιωτικά συστήματα και λιμναία συστήματα (UN 2003). και τις θαλάσσιες, στις οποίες περιλαμβάνονται τα θαλάσσια πάρκα (π.χ. το θαλάσσιο πάρκο Ζακύνθου), οι κοραλλιογενείς εξάρσεις, θαλάσσια τμήματα ή θάλασσες με σημαντική βιολογική αξία (π.χ. η Νεκρά Θάλασσα) καθώς και διάφορα νησιωτικά συμπλέγματα με ιδιαίτερη χλωριδική και ζωϊκή βιοποικιλότητα (π.χ. νησιά Γκαλαπάγκος). Όπως έχει ήδη τονιστεί σε προηγούμενη παράγραφο, οι προστατευόμενες δασικές περιοχές και ειδικότερα οι περιοχές του Δικτύου Φύση 2000 είναι το βασικό αντικείμενο γύρω από το οποίο στρέφεται και οικοδομείται η παρούσα έρευνα. Επισημαίνεται, ότι για λόγους αποφυγής δημιουργίας παρανοήσεων αλλά και για λόγους αποσαφήνισης του υλικού-στόχου της παρούσας έρευνας στη συνέχεια αναφερόμαστε στις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Φύση 2000 οι οποίες έχουν δασικό χαρακτήρα και πιο συγκεκριμένα στις προστατευόμενες δασικές περιοχές του δικτύου Φύση

33 1.3. Πλαίσιο λειτουργίας των προστατευόμενων περιοχών Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι προστατευόμενες περιοχές είναι φυσικές οντότητες, οι οποίες δεν προέκυψαν κατά τυχαίο τρόπο, αλλά μετά από μια διαχρονική μεταβολή και εξέλιξη μιας αρχικής έννοιας σχετικά με το περιεχόμενο και το ρόλο τους για το γήινο οικοσύστημα (βιόσφαιρα). Επίσης, είναι σήμερα γνωστό και αποδεκτό ότι οι προστατευόμενες περιοχές καλούνται να επιτύχουν πολλούς και διαφορετικούς σκοπούς (προστασία οικολογικών αξιών, διατήρηση γενετικών πόρων, υποστήριξη της επιστημονικής έρευνας, υποστήριξη της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή κ.ο.κ.). Για να καταστούν ρεαλιστικοί οι σκοποί αυτοί, πρέπει οι προστατευόμενες περιοχές να λειτουργούν κάτω από συγκεκριμένους νομοθετικούς, οικονομικούς και διοικητικούς κανόνες. Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχει πλαίσιο λειτουργίας, το οποίο να καθορίζει, ρυθμίζει και οριοθετεί τους κανόνες υπό τους οποίους λειτουργεί μια προστατευόμενη περιοχή. Ακόμη, το πλαίσιο λειτουργίας πρέπει να είναι τέτοιο έτσι ώστε να καθιστά λειτουργική κάθε προστατευόμενη περιοχή τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο (Σχήμα 1.2.). Ειδικό νομοθετικό, οικονομικό και διοικητικό πλαίσιο λειτουργίας (επίπεδο προστατευόμενης περιοχής) Εθνικό νομοθετικό, οικονομικό και διοικητικό πλαίσιο λειτουργίας Εθνικός Δρυμός Καταφύγιο άγριας ζωής Αισθητικό δάσος Διεθνείς συμβάσεις, συνθήκες Σχήμα 1.2. Πλαίσια λειτουργίας των προστατευόμενων περιοχών Figure 1.2. Protected areas operational frameworks (Πηγή: IUCN 1998, προσαρμογή από το συγγραφέα) 17

34 Πιο αναλυτικά, το πλαίσιο λειτουργίας θα πρέπει να διέπει τη λειτουργία της προστατευόμενης περιοχής συμπεριλαμβάνοντας διεθνείς, εθνικούς και ειδικούς λειτουργικούς (θεσμικούς, νομικούς, οικονομικούς και διοικητικούς) κανόνες. Από τα παραπάνω, συμπεραίνεται εύκολα ότι η έκφραση λειτουργικό πλαίσιο αναφέρεται σε μια λειτουργική πλατφόρμα, εννοιολογικά και περιεκτικά αντίστοιχη με εκείνη των κλασικών οικονομικών μονάδων, στην περίπτωση των οποίων περιλαμβάνει όλους τους νομικούς, οικονομικούς και διοικητικούς λειτουργικούς κανόνες (π.χ. εμπορικό, εργατικό και εταιρικό δίκαιο, φορολογικός κώδικας βιβλίων και στοιχείων, λογιστική, χρηματοοικονομικές καταστάσεις, αποτελέσματα χρήσης, οργανωτικό και διοικητικό σχήμα κ.λπ.) που διέπουν τη λειτουργία τους. Έτσι, ως πλαίσιο λειτουργίας (operational framework) με αναφορά στις προστατευόμενες περιοχές θα μπορούσε να θεωρηθεί το σύνολο των νομικών, οικονομικών και διοικητικών κανόνων υπό τους οποίους διέπεται η λειτουργία της προστατευόμενης περιοχής. Το πλαίσιο λειτουργίας μπορεί να διακριθεί σε διεθνές (international), εθνικό (national), περιφερειακό (regional) και τοπικό (local), αποδίδοντας την αντίστοιχη σημαντικότητα των απανταχού προστατευόμενων περιοχών (Κασιούμης 1993 και 1994, IUCN 1998, Τρακόλης 1998, Στάμου 2002). Στο διεθνές επίπεδο, η λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών, ως ξεχωριστών περιβαλλοντικών οντοτήτων, διέπεται και υποστηρίζεται από ένα πολυδιάστατο θεσμικό-νομικό, διοικητικό και οικονομικό πλέγμα ή πλαίσιο λειτουργίας. Σε ότι αφορά το θεσμικό-νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας των προστατευόμενων περιοχών στο διεθνές επίπεδο, αυτό περιλαμβάνει τις διεθνούς εμβέλειας ή παγκόσμιας ισχύος συνθήκες, συμβάσεις, νόρμες και διακηρύξεις, οι οποίες έχουν διαμορφωθεί και διατυπωθεί με νομικά ενδεδειγμένο τρόπο, μνημονεύουν σχετικές νομοθεσίες και νομικές διατάξεις διεθνούς ή ακόμη και υπερτοπικού χαρακτήρα και αποσκοπούν στον καθορισμό νομοθετικού περιγράμματος ή στην αποσαφήνιση και σχηματισμό νομοθετικής διάταξης, με την οποία αποσκοπείται μια διεθνώς κοινή λήψη απόφασης για χορήγηση νομοθετικής ισχύος σ αυτήν. Ουσιαστικά, η νομοθετική ισχύς δίνεται με την αποδοχή και τη συνυπογραφή, από τους νόμιμους κυβερνητικούς αντιπροσώπους (προέδρους, πρωθυπουργούς, υπουργούς κ.λπ.), και την ενσωμάτωση της διεθνούς θεσμικής διάταξης στην ισχύουσα συνταγματικά κατοχυρωμένη εθνική νομοθεσία κάθε χώρας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί ότι, για την ισχυροποίηση του θεσμού αλλά και για την αποτελεσματικότερη επίτευξη του σκοπού καθώς και για λόγους ομοιογενούς εποπτείας, οργάνωσης και 18

35 διαχείρισής τους, οι προστατευόμενες περιοχές σχεδόν υποχρεωτικά υπάγονται στους διεθνείς κανόνες χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εγκαταλείπονται οι θεσμικές, διοικητικές και οικονομικές ιδιαιτερότητές τους σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο. Οι σημαντικότεροι κανόνες που ισχύουν σε διεθνές επίπεδο για τις προστατευόμενες περιοχές και αναφέρονται στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, δηλαδή το νομοθετικό πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο προβλέπονται ή περιγράφονται οι κύριες υποχρεώσεις που συνεπάγεται για κάθε κράτος η ίδρυση, θεσμοθέτηση και η λειτουργία μιας ή και περισσότερων προστατευόμενων περιοχών. Μερικοί από τους πλέον σημαντικούς θεσμικούς - νομοθετικούς κανόνες σε διεθνές επίπεδο είναι η Σύμβαση της Βέρνης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης (1979) η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 1335/1983, η Συνθήκη Ραμσάρ για την προστασία των υγροτόπων (1971) που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν.Δ. 191/1994, η Συνθήκη CITES της Ουάσιγκτον, για το διεθνές εμπόριο των απειλούμενων ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας (1973) την οποία κύρωσε η Ελλάδα με το Ν. 2055/92 και το Ν. 3026/02, η Σύμβαση της Βαρκελώνης για την προστασία της Μεσογείου Θάλασσας από τη ρύπανση (1976) και ειδικότερα το Πρωτόκολλο περί των Ειδικά Προστατευόμενων Μεσογειακών Περιοχών αυτής (1982), η Διεθνής Σύμβαση της Βόννης για τη διατήρηση των αποδημητικών πτηνών της άγριας πανίδας (1997) την οποία κύρωσε η Ελλάδα με το Ν. 2719/1999 και η Σύμβαση του Ρίο, για τη διατήρηση και την προστασία της Βιοποικιλότητας (1992) η οποία επικυρώθηκε με την Απόφαση 93/626/ΕΟΚ από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την οποία κύρωσε η Eλλάδα με το Ν. 2204/1994. Σε ότι αφορά το διοικητικό πλαίσιο λειτουργίας των προστατευόμενων περιοχών σε διεθνές επίπεδο, αυτό μπορεί να είναι κρατικό, ιδιωτικό καθώς και μικτό. Στην περίπτωση του κρατικού διοικητικού πλαισίου, αυτό περιλαμβάνει συνήθως την κρατική διοίκηση της προστατευόμενης περιοχής είτε α) με την υπαγωγή της προστατευόμενης περιοχής στη διοικητική και διαχειριστική εποπτεία μιας κρατικής υπηρεσίας είτε β) με τη δημιουργία κρατικών φορέων ή οργανισμών με σκοπό την διοίκηση και διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών. Η πρώτη περίπτωση είναι η πιο διαδεδομένη μορφή διοίκησης και διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών, η οποία συναντάται σε λίγες αναπτυγμένες και κυρίως σε αναπτυσσόμενες χώρες και συνήθως πρόκειται για διοικήσεις με έντονα γραφειοκρατική οργανωτική διάρθρωση που απαντώνται σε χώρες όπου συνήθως 19

36 διατίθενται περιορισμένοι πόροι (χρηματικοί, ανθρώπινοι και τεχνολογικοί) για τη διαχείριση και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Η δεύτερη περίπτωση, η δημιουργία κρατικών φορέων ή οργανισμών με σκοπό τη διοίκηση και διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών, συναντάται συνήθως στις αναπτυγμένες χώρες, όπου σημαντικοί πόροι (χρηματικοί, ανθρώπινοι και τεχνολογικοί) διατίθενται για τη διαχείριση και την προστασία του περιβάλλοντος και ειδικότερα για τις προστατευόμενες περιοχές (κυρίως ΗΠΑ, Καναδάς και οι οικονομικά ισχυρές χώρες της Ε.Ε.). Η ιδιωτική διοίκηση των προστατευόμενων περιοχών είτε α) αφορά τις αμιγώς ιδιωτικού καθεστώτος ιδιοκτησίας (ιδιωτικές) προστατευόμενες περιοχές είτε β) αναφέρεται σε μια μορφή ενοικίασης (leasing) προστατευόμενων περιοχών κρατικού καθεστώτος ιδιοκτησίας από ιδιωτικές επιχειρήσεις και οργανισμούς (Langholz 1996). Σε ότι αφορά την πρώτη περίπτωση, οι αμιγώς ιδιωτικές προστατευόμενες περιοχές συναντώνται κυρίως σε περιοχές του λεγόμενου Νέου Κόσμου και ειδικότερα σε χώρες της Αφρικής, στην Αυστραλία και την Ωκεανία και σε μικρότερο βαθμό στη Νοτιοανατολική Ασία και τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική. Οι προστατευόμενες περιοχές αυτές, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν από εθνικά πάρκα άγριας ζωής μέχρι μικρά νησιά με ιδιαίτερης αξίας χλωρίδα και πανίδα (ακόμη και μεμονωμένους κοραλλιογενείς υφάλους), είναι συνήθως μικρές εκτάσεις -με εξαίρεση τα πάρκα άγριας ζωής, τα οποία «δώρισαν» οι πλούσιοι ιδιοκτήτες-αποικιοκράτες στα τότε νεοσύστατα κράτη, όπως το πάρκο Κρούγκερ στη Νότια Αφρική, το πάρκο της Βεγγάλης στην Ινδία κ.ά.-, έχουν ιδιαιτέρως προσαρμοσμένα διαχειριστικά σχέδια ή είναι ενταγμένες σε ευρύτερα διαχειριστικά σχέδια και, τέλος, διοικούνται από τον ιδιοκτήτη τους σύμφωνα με τα όσα επιτάσσει το εθνικό και διεθνές θεσμικό καθεστώς (Langholz 1996). Η δεύτερη περίπτωση είναι μια σχετικά νέα μορφή διοίκησης, αναπτύχθηκε μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως στην Αφρική, σύμφωνα με την οποία προστατευόμενες περιοχές που ανήκουν στο κράτος λόγω της οικονομικής δυσχέρειας και της αδυναμίας από την πλευρά του κράτους να τις φυλάξει και να τις οργανώσει-διοικήσει, η φροντίδα αυτή ανατίθεται σε ιδιώτες (συνήθως ιδιωτικές εταιρείες κεφαλαίου-joint venture) οι οποίοι έναντι τιμήματος που καταβάλλουν στο κράτος αναλαμβάνουν την εκμετάλλευση αλλά και τη φύλαξη και διοίκηση της προστατευόμενης περιοχής πάντοτε όμως υπό την οπτική γωνία της μεγιστοποίησης 20

37 του επιχειρηματικού κέρδους. Αυτό έχει ως συνέπεια να εκμεταλλεύονται κυρίως τουριστικά την προστατευόμενη περιοχή, χωρίς να αποκλείεται και τυχόν άλλη εκμετάλλευσή της (π.χ. εξόρυξη πολύτιμων λίθων, σαφάρι άγριων ζώων), με αποτέλεσμα η προστατευόμενη περιοχή να χάνει σιγά-σιγά τον αρχικό χαρακτήρα της και να μετατρέπεται σε μια εντατικής μορφής οικονομική εκμετάλλευση. Σημειώνεται ότι, η Συνθήκη για την Βιοποικιλότητα (1992) απαγορεύει την ενοικίαση προστατευόμενης περιοχής με σκοπό το κέρδος ενώ αντίθετα προβλέπει τη συνεχή χρηματοδότηση προς τις αδύναμες οικονομικά χώρες και ειδικότερα εκείνες οι οποίες αναθέτουν την οργάνωση και διοίκηση προστατευόμενων περιοχών μόνο για ήπιες μορφές τουρισμού, που είναι συμβατές και δεν εμποδίζουν ή καταστρέφουν την οικολογική αξία και τη βιολογική ποικιλότητα της προστατευόμενης περιοχής (CBD 1992). Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί, η προσπάθεια που καταβάλλεται προς την κατεύθυνση αυτή, δηλαδή της επιτυχούς σύζευξης της επιχειρηματικότητας με την βιοποικιλότητα, μέσω δημιουργίας χρηματοδοτικών προγραμμάτων, κινήτρων και επιχειρηματικών ευκαιριών σε τομείς όπως τα φαρμακευτικά φυτά, ο αναψυχικός τουρισμός ήπιων δράσεων κ.λπ. (McNeely and Weatherly 1995, Stone, Ringwood and Vorhies 1997). Σε ότι αφορά το οικονομικό πλαίσιο λειτουργίας των προστατευόμενων περιοχών σε διεθνές επίπεδο, αυτό μπορεί να είναι κρατικό ή ιδιωτικό ή σπανιότερα μικτό. Υπό την έννοια του κρατικού οικονομικού πλαισίου λειτουργίας περιλαμβάνονται οι κρατικές επιχορηγήσεις, η κρατική χρηματοδότηση και γενικά η χρηματική ενίσχυση από κρατικές ή διεθνείς (κυβερνητικές) χρηματοδοτικές πηγές για τις προστατευόμενες περιοχές. Ως τέτοιες πηγές χρηματοδότησης αναφέρονται κυρίως η διάθεση χρηματικών πόρων απ ευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό, η διάθεση χρηματικών κεφαλαίων από τα περιβαλλοντικά οικονομικά προγράμματα των διεθνών οργανισμών (π.χ. το πρόγραμμα UNEP του ΟΗΕ), από τα ειδικά περιβαλλοντικά ταμεία (π.χ. το Global Environment Facility-GEF), από διεθνείς κεντρικούς τραπεζικούς φορείς (π.χ. η Παγκόσμια Τράπεζα, World Bank) και άλλες οικονομικές πλατφόρμες που διαθέτουν ή δαπανούν χρηματικούς πόρους για τη διοίκηση και λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών (McNeely 1988, McNeely and Weatherly 1995). Υπό την έννοια του ιδιωτικού οικονομικού πλαισίου λειτουργίας περιλαμβάνονται δυο περιπτώσεις: α) η χρηματοδότηση της προστατευόμενης περιοχής από ιδιωτικά κονδύλια μέσω δωρεών φυσικών ή/και νομικών προσώπων, από εισφορές ιδιωτών σε 21

38 περιβαλλοντικούς εράνους, χρηματικές παροχές από φιλανθρωπικά σωματεία, οικονομικές ενισχύσεις από περιβαλλοντικά σωματεία καθώς και σχετικές μη κυβερνητικές οργανώσεις κ.λπ. και β) η εισροή ιδιωτικών χρηματικών πόρων που μπορεί να προέρχονται από πωλήσεις αγαθών όπως διαφημιστικά-τουριστικά υλικά (διάφορα αναμνηστικά, φανέλες, καπέλα), είδη παραδοσιακής τέχνης τα οποία αναφέρονται στην προστατευόμενη περιοχή κ.ά. (McNeely 1988, McNeely and Weatherly 1995). Τέλος, υπό την έννοια του μικτού οικονομικού πλαισίου λειτουργίας εννοείται η από κοινού κρατική και ιδιωτική χρηματοδότηση της οργάνωσης και λειτουργίας μιας προστατευόμενης περιοχής, ειδικότερα όταν συγκεκριμένοι λόγοι ή αιτίες επιβάλλουν ή ευνοούν αυτή τη μορφή χρηματοδότησης. Μια τέτοια μορφή χρηματοδότησης, επί παραδείγματι, θα μπορούσε να υφίσταται αφενός με κρατική επιχορήγηση για την κάλυψη των σταθερών δαπανών και των δαπανών λειτουργίας και αφετέρου με ιδιωτική χρηματοδότηση (πωλήσεις αναμνηστικών, διάθεση ενημερωτικού υλικού, έσοδα από διαφημιστικά σποτ κ.ά.) για την κάλυψη των μεταβλητών δαπανών λειτουργίας μιας προστατευόμενης περιοχής (McNeely 1988, McNeely and Weatherly 1995, Stone, Ringwood and Vorhies 1997). Στη συνέχεια παρουσιάζονται ορισμένα στοιχεία σε συνοπτική μορφή, που αναφέρονται στο πλαίσιο λειτουργίας των προστατευόμενων περιοχών στη χώρα μας. Διευκρινίζεται ότι στις επόμενες παραγράφους που παρουσιάζονται τα πλαίσια λειτουργίας (νομοθετικό, διοικητικό και οικονομικό) των προστατευόμενων περιοχών στην Ελλάδα, ο όρος προστατευόμενες περιοχές συμπεριλαμβάνει και αναφέρεται στις προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση Νομικό πλαίσιο λειτουργίας των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 στην Ελλάδα Το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας των προστατευόμενων περιοχών ση χώρα μας περιλαμβάνει την εθνική και την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Από τις δύο αυτές κύριες συνιστώσες : α) η εθνική νομοθεσία περιλαμβάνει το σύνολο των νόμων και νομοθετικών διατάξεων που αναφέρονται στην προστασία των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος και αποτελούν το γενικό νομοθετικό πλαίσιο εντός του οποίου εμπίπτουν και οι προστατευόμενες περιοχές (π.χ. Ν.998/1979, Ν.1650/1986, Ν.3208/2003 κ.ά.) καθώς και πιο ειδικότερους νόμους και νομοθετικές διατάξεις που 22

39 αναφέρονται τόσο στην ίδρυση προστατευόμενων περιοχών (όπως το Β.Δ. 644/1961 ΦΕΚ 155 Α /1961 με το οποίο ιδρύθηκε ο εθνικός δρυμός Πάρνηθας) όσον και τη διοίκηση και διαχείρισή τους (όπως ο Ν.2347/2003 με τον οποίο συστάθηκαν φορείς διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών και μεταξύ αυτών και ο φορέας διαχείρισης του εθνικού δρυμού Πάρνηθας), β) η ευρωπαϊκή νομοθεσία περιλαμβάνει νόμους και κανονισμούς που αναφέρονται στην προστασία του περιβάλλοντος μέσω ρυθμίσεων των παραγωγικών, καταναλωτικών και λοιπών προτύπων (κανονισμός για τη μείωση των αέριων ρύπων, κανονισμός για τη διαχείριση και τη διάθεση των αστικών απορριμμάτων, λευκή βίβλος για την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας) καθώς και ειδικές διατάξεις που αφορούν τις προστατευόμενες περιοχές, όπως επί παραδείγματι η οδηγία 92/43/EOK που εναρμονίστηκε στο εθνικό δίκαιο με την Κοινή Υπουργική Απόφαση 33318/3028/1998 (ΦΕΚ 1289/Β/ ) και αφορά το δίκτυο των προστατευόμενων περιοχών Φύση 2000 κ.ά., οι οποίες ενσωματώνονται στο εθνικό νομοθετικό πλαίσιο και κατά συνέπεια στο νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση Οικονομικό πλαίσιο λειτουργίας των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 στην Ελλάδα Το οικονομικό πλαίσιο υπό το οποίο λειτουργούν οι προστατευόμενες περιοχές στην Ελλάδα δεν διαφέρει σημαντικά σε σχέση με τα όσα αναφέρθηκαν σε διεθνές επίπεδο. Επιπλέον, για την άντληση κεφαλαίων για την προστασία του περιβάλλοντος υφίστανται μηχανισμοί χρηματοδότησης όπως ο ειδικός φόρος κατανάλωσης συμβατικών καυσίμων, οι επιδοτήσεις αξιοποίησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, οικονομικά-φορολογικά κίνητρα σε επιχειρήσεις που υιοθετούν τεχνολογία προστασίας του περιβάλλοντος κ.ά., όχι όμως στον ίδιο βαθμό και ποικιλία με τους αντίστοιχους μηχανισμούς χρηματοδότησης του περιβάλλοντος που έχουν αναπτυχθεί διεθνώς. Οι πηγές χρηματοδότησης των προστατευόμενων περιοχών στην Ελλάδα είναι κυρίως κρατικές (Ελληνικό Δημόσιο και Ευρωπαϊκή Ένωση) και ιδιωτικές (χορηγίες, δωρεές και συγχρηματοδότηση δράσεων για το περιβάλλον). Οι κρατικές πηγές χρηματοδότησης είναι: - οι κρατικές χρηματοδοτήσεις, όπως τα κονδύλια που διατίθενται από τον κρατικό προϋπολογισμό, οι χρηματικοί πόροι από τους λογαριασμούς των 23

40 Ειδικών Ταμείων όπως του ΕΤΕΡΠΣ 11 του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του ΚΤΓΚ&Δ 12 του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Όμως, τα διατιθέμενα ποσά από αυτές τις κρατικές πηγές είναι σαφώς περιορισμένα ενώ δεν διατίθενται επίσημα στοιχεία σχετικά με το ύψος των ποσών αυτών. - οι χρηματοδοτήσεις και επιδοτήσεις των Ευρωπαϊκών Ταμείων, όπως: o χρηματοδοτήσεις από το Ταμείο Συνοχής (Cohesion Fund), o κονδύλια από τα Διαρθρωτικά Ταμεία (Structural Funds) και ειδικότερα το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (European Regional Development Fund), το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αγροτικής Καθοδήγησης και Εγγυήσεων (European Agricultural Guidance and Guarantee Fund), o χρηματοδοτήσεις προγραμμάτων και δράσεων μέσω των Κοινοτικών Πρωτοβουλιών και ειδικότερα του προγράμματος LEADER+ και του προγράμματος INTERREG ΙΙΙ-A και ΙΙΙ-Β και, τέλος, o οι χρηματοδοτήσεις του Χρηματοδοτικού Μέσου για το Περιβάλλον (πρόγραμμα LIFE+) Οι ιδιωτικές πηγές χρηματοδότησης των προστατευόμενων περιοχών αφορούν κυρίως διάθεση χρηματικών πόρων υπό μορφή χρηματοδότησης προστατευτικών περιβαλλοντικών δράσεων (όπως αναδασώσεων, καθαρισμών ακτών από σκουπίδια, ανάθρεψη και απελευθέρωση στη φύση άγριας πανίδας κ.ά.) από Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις όπως το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (World Wide Fund for nature- WWF), η οργάνωση Greenpeace, η οργάνωση Friends of the Earth (FoE), μέσω των χρηματικών καταβολών συνδρομής και σε μικρότερο βαθμό από δωρεές μικρών συνήθως ποσών από οικολογικές οργανώσεις, περιβαλλοντικά σωματεία και συλλόγους. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι οικονομικοί πόροι των ιδιωτικών φορέων προς το περιβάλλον και τις προστατευόμενες περιοχές προέρχονται κυρίως από δωρεέςσυνδρομές, από αγορά υλικών με οικολογικό περιεχόμενο (μηνύματα περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης σε διάφορα είδη), από διάθεση προϊόντων όπως T-shirts με φιλοπεριβαλλοντικά μηνύματα, αντικειμένων καθημερινής χρήσης διακοσμημένων με θέματα άγριας πανίδας και χλωρίδας, από διοργάνωση 11 Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων-ΕΤΕΡΠΣ 12 Κεντρικό Ταμείο Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Δασών - ΚΤΓΚ&Δ 24

41 εκπαιδευτικών-ενημερωτικών εκδηλώσεων (διάθεση οπτικοακουστικού και βιβλιογραφικού υλικού) κ.λπ. Όμως, παρά την σημαντική δραστηριοποίηση των φορέων αυτών στο θέμα της χρηματοδότησης των προστατευόμενων περιοχών δεν είναι σαφής η διάθεση κονδυλίων μέσω εξειδικευμένων ή μη δράσεων. Αναφέρεται ενδεικτικά ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του WWF Hellas, το έτος 2002 διατέθηκαν συνολικά σε δράσεις που σχετίζονται με το περιβάλλον, όπως περιβαλλοντική εκπαίδευση και ενημέρωση, προμήθεια εξοπλισμού, αγροτουρισμός-κατασκηνώσεις εθελοντικής εργασίας κ.ά., χωρίς να καθίσταται σαφές το αν διατέθηκε και τι ποσό ειδικά για τις προστατευόμενες περιοχές (WWF 2002) Διοικητικό πλαίσιο λειτουργίας των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 στην Ελλάδα Το διοικητικό πλαίσιο των προστατευόμενων περιοχών στην Ελλάδα το οποίο, μέχρι σχετικά πρόσφατα, ασκούσε τη διοίκηση και διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών περιλαμβάνει τις περιφερειακές και τις τοπικές δασικές αρχές σε συνεργασία με άλλες υπηρεσίες κυρίως του Υπουργείου Γεωργίας και του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ. Όπως έχει προαναφερθεί, η ραχοκοκαλιά της νομοθεσίας για το περιβάλλον, κατ επέκταση και η αντίστοιχη εξειδικευμένη νομοθεσία για τις προστατευόμενες περιοχές, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην περιβαλλοντική όσον και τη δασική νομοθεσία. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι τα όργανα διοίκησης και διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών για περίπου 80 έτη ήταν οι δασικές υπηρεσίες, στην ζώνη ευθύνης των οποίων ενέπιπταν οι προστατευόμενες περιοχές. Οι δασικές υπηρεσίες λειτουργούσαν (και συνεχίζουν να λειτουργούν) με βάση το γραφειοκρατικό σύστημα οργάνωσης (Webber 1947) διαθέτοντας προσωπικό, μέσα και κεφάλαια για τη διοίκηση και διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών της Ελλάδας. Για παράδειγμα, ο εθνικός δρυμός Πάρνηθας διοικητικά και διαχειριστικά υπάγονταν (και συνεχίζει να υπάγεται) στο Δασαρχείο Πάρνηθας. Το εν λόγω Δασαρχείο επιφορτίζεται με τη σύνταξη και εφαρμογή ειδικών διαχειριστικών σχεδίων για την περιοχή του εθνικού δρυμού Πάρνηθας, στα οποία προβλέπεται η επίτευξη γενικών και εξειδικευμένων στόχων όπως βελτίωση και εκσυγχρονισμός των παρεχόμενων ευκολιών αναψυχής, των υποδομών εξυπηρέτησης των επισκεπτών, της 25

42 αποτελεσματικότερης φύλαξης του δρυμού, της προστασίας έναντι κινδύνων και καταστροφών κ.ά. Για το σκοπό αυτό υιοθετείται και ακολουθείται διαφορετική διαχειριστική-διοικητική προσέγγιση για την αποστολή και τη λειτουργία του εθνικού δρυμού Πάρνηθας σε σχέση με την προσέγγιση της δασικής εκμετάλλευσης που ακολουθείται στην πλειοψηφία των παραγωγικών δασών, αποσκοπώντας έτσι στην επίτευξη πολλών, διαφορετικών αλλά ισοδύναμων στόχων (πολλαπλές λειτουργίες) προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Με το Ν. 2742/1999 (ΦΕΚ 207 Α / ) θεσπίστηκε η διοικητική και διαχειριστική υπαγωγή ορισμένων διοικητικών μονάδων (=προστατευόμενων περιοχών) κυρίως αυτών με μεγάλη εδαφική ή θαλάσσια έκταση σε Φορείς Διαχείρισης (Φ.Δ.). Οι είκοσι επτά (27) Φ.Δ. που συστάθηκαν με τον ανωτέρω νόμο είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ), τα οποία έχουν συγκεκριμένη αποστολή, οργάνωση, στελέχωση και χρηματοδότηση ώστε να επιτελούν τη διοίκηση και διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών τις οποίες εποπτεύουν, όπως προβλέπει ο εν λόγω νόμος. Παρά ταύτα, μέχρι σήμερα οι Φορείς Διαχείρισης είναι σε μεγάλο ποσοστό κρατικές υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Με βάση τη διοικητική και διαχειριστική οργάνωση που προβλέπει ο Ν.2742/1999 οι Φορείς Διαχείρισης εντάσσονται σ ένα πυραμιδοειδές οργανωτικό σχήμα διοίκησης στο οποίο, σε γενικές γραμμές, περιλαμβάνονται τα παρακάτω τμήματα (Σχήμα 1.3): 26

43 Επιτροπή Συντονισμού Κυβερνητικής Πολιτικής στο Χωροταξικό Σχεδιασμό και την Αειφορική Ανάπτυξη Εθνι κό Συμβούλιο Χωροταξ ξ ι κού Σχεδι ασμού και Αειφόρου Ανάπτ υξης Φορείς Διαχείρισης ΕΠΙ ΤΡΟΠΗ ΦΥΣΗ 2000 ΦΔ 1 ΦΔ 2 ΦΔ 3 ΦΔ 27 Εθνι κός Δρυμός Εθνι κό Πάρκο Εθνι κός Δρυμός Θαλάσσιο Πάρκο Αι σθητ ι κά Δάση Κατ αφύγι α άγριας ζωής Περι οχές Ει δι κής Προστ ασί ας Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης Ελ ε γχόμε νε ς Κυνηγετι κές Περι οχές Εκτ ροφ ε ί α Θηραμάτ ων Σχήμα 1.3. Πυραμιδοειδές διοικητικό σχήμα διοίκησης των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 στην Ελλάδα βάσει του Ν.2742/99 Figure 1.3. Pyramidical administration scheme of protected forest areas Natura 2000 in Greece according to L.2742/1999 Από το Σχήμα 1.3 γίνεται εύκολα αντιληπτή η πολύπλοκη, γραφειοκρατικού τύπου οργάνωση, η επικάλυψη αρμοδιοτήτων μεταξύ ομοειδών διοικητικών βαθμίδων καθώς και η έλλειψη αποτελεσματικής επικοινωνίας μεταξύ των απομακρυσμένων βαθμίδων διοίκησης. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι η καινοτομία που -τουλάχιστον θεωρητικά- εισήγαγε ο παραπάνω νόμος είναι η καθιέρωση της νομικής υπόστασης των φορέων διαχείρισης, δηλαδή ότι αυτοί είναι (ή θα μετεξελιχθούν σε) νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου προσαρμοζόμενοι ως προς τη λειτουργία και τη δομή τους σε όσο το δυνατόν πιο σύγχρονα και λειτουργικά οργανωτικά σχήματα διοίκησης των προστατευόμενων περιοχών ανταποκρινόμενοι στις σύγχρονες αντιλήψεις για τη λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών, όπως αυτές που παρατίθενται στην επόμενη ενότητα. 27

44 1.4. Η εξέλιξη των αντιλήψεων σχετικά με τη λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών σε συνδυασμό με την εξέλιξη των αντιλήψεων για τη λειτουργία των παραγωγικών οικονομικών μονάδων. Οι προστατευόμενες περιοχές, όπως προαναφέρθηκε, ουσιαστικά δημιουργήθηκαν από την ανάγκη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος με στόχο την διαφύλαξη της περιβαλλοντικής κληρονομιάς για τις μελλοντικές γενιές (Earth Summit 1992). Όμως, στην αρχή της υιοθέτησης, ίδρυσης και θέσπισης προστατευόμενων περιοχών, οι συνθήκες και οι αντιλήψεις υπό τις οποίες γίνονταν αυτά ήταν τελείως διαφορετικές σε σχέση με ό,τι επικρατεί σήμερα ή καλύτερα την τελευταία 20ετή περίοδο για τη λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών, δηλαδή για την αποστολή και το σκοπό της ύπαρξής τους. Στη συνέχεια γίνεται μια περιεκτική παρουσίαση της εξέλιξης των αντιλήψεων για τη λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών, με αναφορά στην παράλληλη εξέλιξη των αντιλήψεων σχετικά με τη λειτουργία των οικονομικών μονάδων. Με την αρχική τους μορφή, οι προστατευόμενες περιοχές εμφανίστηκαν ως περιοχές που προορίζονταν για την αναψυχή της άρχουσας κοινωνικής τάξης, δηλαδή βασιλέων, ευγενών και γενικά εύπορων ανθρώπων, ώστε αυτοί να μπορούν να ασκούν τα διάφορα χόμπι τους (σαφάρι αγρίων ζώων, κυνήγι, ψάρεμα κ.λπ.) κατ αποκλειστικότητα στις εν λόγω περιοχές (Κασιούμης 1993). Όμως, η διαπίστωση ότι το περιβάλλον βαθμιαία καταστρέφονταν και υποβαθμίζονταν και ότι στο μέλλον δεν θα υπήρχαν διαθέσιμοι χώροι ή περιοχές για να προστατευτούν οδήγησε στη διατύπωση της αρχικής αντίληψης σχετικά με την αποστολή και τη λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών. Με βάση την αρχική αντίληψη για τις προστατευόμενες περιοχές, η οποία χρονικά τοποθετείται στο πρώτο ήμισυ του 20 ου αιώνα, αυτές είχαν ως αποστολή ή βασικό σκοπό ύπαρξης τη διαφύλαξη περιβαλλοντικών στοιχείων ή πόρων, υπό τη μορφή δεξαμενών βιοποικιλότητας. Η αντίληψη αυτή είχε σαν αποτέλεσμα οι προστατευόμενες περιοχές που θεσπίζονταν να τίθενται υπό καθεστώς αυστηρής προστασίας (Philips 2003). Στο σημείο αυτό αξίζει ν αναφερθεί τιμής ένεκεν, ότι πρωτοπόρες στην θέσπιση προστατευόμενων περιοχών ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ). Οι ΗΠΑ ήδη από το 1864 και το 1872 έχουν ιδρύσει τα Yosemite National Park και Yellowstone National Park ως προστατευόμενες περιοχές (εθνικά πάρκα) οι οποίες λειτουργούν με επιτυχία μέχρι σήμερα και θεωρούνται μεταξύ των πρότυπων προστατευόμενων περιοχών (Philips 2003). 28

45 Κατά την περίοδο αυτή και μέχρι τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο πολλά κράτη υιοθέτησαν και εφάρμοσαν την προστασία των φυσικών περιοχών τους και με βάση την τότε κρατούσα αντίληψη έθεσαν σε καθεστώς απόλυτης προστασίας και φύλαξης περιοχές που είχαν μείνει ανέπαφες και διατηρούσαν ιδιαίτερα στοιχεία και αξίες και τις χαρακτήρισαν ως «εθνικά πάρκα», όρος που υφίσταται μέχρι σήμερα. Οι περιοχές αυτές τέθηκαν «εκτός διαχείρισης», δηλαδή αποκλείστηκε η εκμετάλλευσή τους για παραγωγικούς ή οικονομικούς σκοπούς και επιτρέπονταν η χρήση τους μόνο για τις ανάγκες της επιστήμης και της έρευνας (Μακρής 1964, Κασιούμης 1993). Η αρχική αυτή αντίληψη του καθεστώτος απόλυτης προστασίας (strictly protection regime) δεν συμφωνούσε με τις αναπτυξιακές αντιλήψεις της εποχής εκείνης, δηλαδή της μέγιστης οικονομικής ανάπτυξης με υπερεντατική εκμετάλλευση των φυσικών πλουτοπαραγωγικών πόρων, όμως αποτελούσε ένα είδος «αντισταθμίσματος» και αντανακλούσε την ανάγκη για αυστηρή φύλαξη και προστασία των πολύτιμων περιβαλλοντικών πόρων, οι οποίοι ήδη από τις αρχές του 20 ου αιώνα είχε διαπιστωθεί ότι εισέρχονταν σε εποχή μεγάλης αβεβαιότητας και κινδύνου από την υπερεντατική εκμετάλλευση. Τα κύρια χαρακτηριστικά της αντίληψης περί απόλυτης προστασίας των προστατευόμενων περιοχών, σε γενικές γραμμές ήταν ότι η ίδρυσή τους γίνονταν για λόγους προστασίας της άγριας ζωής και του φυσικού κάλλους, θεωρούνταν ως εθνικός πόρος και η διοίκηση-διαχείρισή τους ήταν κρατική με πλήρη αποκλεισμό των τοπικών κοινωνιών. Η αντίληψη αυτή έχει καθιερωθεί ν αναφέρεται ως κλασικό μοντέλο των προστατευόμενων περιοχών (Philips 2002). Η πρακτική αυτή, της απόλυτης προστασίας μιας προστατευόμενης περιοχής, είχε σαν αποτέλεσμα αφενός μεγάλες εδαφικές ή/και θαλάσσιες περιοχές να βρίσκονται σε πλήρη απομόνωση και να παραμένουν για πολύ καιρό εκτός διαχείρισης, με σκοπό να μην έχουν καμία επαφή ή χρησιμότητα για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό. Αφετέρου όμως, η οικονομική δυσπραγία που προκλήθηκε στις τοπικές κοινωνίες από την απαγόρευση της εκμετάλλευσης των μέχρι τότε διαθέσιμων πλουτοπαραγωγικών πόρων σε συνδυασμό με την ανθρώπινη απληστία, είχε σαν αποτέλεσμα οι προστατευόμενες περιοχές να υποστούν σωρεία παραβάσεων όπως λαθροθηρία, εκχερσώσεις, καταπατήσεις, σκόπιμη καταστροφή και υποβάθμιση. Την ίδια περίπου χρονική περίοδο η βιομηχανική παραγωγή κυριαρχείται από τη λεγόμενη μεταβιομηχανική επανάσταση και η οικονομική ανάπτυξη στηρίζεται στο μοντέλο της εντατικής οικονομίας με χαρακτηριστικό την ανάπτυξη του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα παραγωγής και των αντίστοιχων οικονομικών 29

46 παραγωγικών μονάδων. Οι παραγωγικές οικονομικές μονάδες την περίοδο εκείνη στηρίζονταν κυρίως στην εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων από το φυσικό περιβάλλον και στον μετασχηματισμό τους σε αγαθά και υπηρεσίες. Για την επίτευξη των σκοπών τους οι παραγωγικές οικονομικές μονάδες αναπτύσσουν ή διαμορφώνουν συγκεκριμένες οργανωτικές δομές (όπως η πυραμιδοειδής δομή) και τμήματα (τμήμα πωλήσεων, τμήμα προμηθειών, λογιστήριο, αποθήκη) τα οποία βασίζονταν στην εξειδίκευση και τον καταμερισμό των εργασιών (Κανελλόπουλος 1994, Μπουραντάς 1992). Υπό αυτές τις συνθήκες, οι παραγωγικές οικονομικές μονάδες και ειδικότερα η οργάνωση και διοίκησή τους έγιναν αντικείμενο ενός ιδιαίτερου κλάδου που πρωτοεμφανίστηκε τότε: της οργανοδιοικητικής επιστήμης. Μεταξύ των θεμελιωτών της οργανοδιοικητικής επιστήμης θεωρούνται από πολλούς οι Henri Fayol ( ), Frederick W. Taylor ( ) και M. Weber ( ). Ο πρώτος ανάπτυξε τις αρχές λειτουργίας της διοίκησης και περιέγραψε την έννοια της διοίκησης 13, ο δεύτερος ανέπτυξε τις αρχές της επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας 14 και ο τρίτος περιέγραψε το γραφειοκρατικό σύστημα διοίκησης αναλύοντας την οργάνωση ως σύνολο και δίνοντας έμφαση στην ορθολογική λειτουργία 15. Ανακεφαλαιώνοντας, η τότε επικρατούσα αντίληψη για τη λειτουργία των παραγωγικών οικονομικών μονάδων ήταν ότι οι παραγωγικές οικονομικές μονάδες αποτελούσαν κλειστές οργανώσεις που λειτουργούσαν υπό τις εκάστοτε συνθήκες προσφοράς και ζήτησης για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που παρήγαγαν (Κανελλόπουλος 1985). Από το 1950 περίπου και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η φιλοσοφία και οι αρχές που συνδέονται με την κήρυξη, την ίδρυση και κυρίως τη λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών επανεξετάζονται και κατά ένα μέρος αναθεωρούνται. Οι τεράστιες και εκτενείς ζημίες και καταστροφές του φυσικού περιβάλλοντος τόσο από την εντατική εκμετάλλευση όσον και από την απόρριψη αποβλήτων προς αυτό, διαφοροποίησαν την αντίληψη για την ανάπτυξη. Ακόμη οι παράνομες επεμβάσεις και οι εντεινόμενες καταστροφές στο φυσικό περιβάλλον γενικότερα και ειδικότερα στις προστατευόμενες περιοχές αποτέλεσαν κρίσιμους παράγοντες για τη σταδιακή 13 Διοίκηση είναι το να προβλέπεις και να προγραμματίζεις, να οργανώνεις και να καθοδηγείς, να συντονίζεις και να ελέγχεις (Fayol 1916). 14 Η επιστημονική οργάνωση της εργασίας αναφέρεται σε δύο άξονες: την ελαχιστοποίηση της σπατάλης χρόνου και την καθιέρωση της καλύτερης ή ιδανικής μεθόδου εργασίας (Taylor 1911). 15 Το γραφειοκρατικό σύστημα είναι απαραίτητο ως μορφή οργάνωσης για τη λειτουργία των δημόσιων οργανισμών αλλά και των οικονομικών μονάδων αφού υπερτερεί τεχνολογικά από τους άλλους τύπους οργάνωσης εξαιτίας της ορθολογικής δομής και της συνακόλουθης αποτελεσματικότητάς της 30

47 αναθεώρηση του καθεστώτος απόλυτης προστασίας, που πλέον κρίνονταν ως μη επαρκές. Στα τέλη της δεκαετίας του 80 οι προστατευόμενες περιοχές συμπεριλαμβάνονται στην θεώρηση της αειφορικής ανάπτυξης, δηλαδή της ανάπτυξης που χωρίς να εμποδίζει την οικονομική ευημερία εντούτοις σέβεται και μεριμνά για το φυσικό περιβάλλον. Με την θεώρηση αυτή μπαίνουν οι βάσεις για απεμπλοκή από το κλασικό μοντέλο και διαμόρφωση μιας πιο σύγχρονης αντίληψης σχετικά με την αποστολή και τη λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών. Πιο συγκεκριμένα, προτείνεται η κατά περίπτωση εφαρμογή του καθεστώτος απόλυτης προστασίας, η εφαρμογή της συντήρησης ειδών και οικοσυστημάτων, η υιοθέτηση της «πρόβλεψης και πρόληψης» αντί της απόλυτης προστασίας, η σύνδεση της διατήρησης με την ανάπτυξη και η διάθεση μεγαλύτερων χρηματικών πόρων για τους σκοπούς αυτούς (WCED 1987). Οι συνθήκες αυτές οδήγησαν στο σχηματισμό μιας νέας αντίληψης σχετικά με τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών που πλέον διαχειρίζονται με βάση την προσαρμοσμένη διαχείριση (WWF 1992, WCMC , Hockings et al. 2000). Η προσαρμοσμένη διαχείριση βασίζεται σε μια κυκλικού χαρακτήρα διαχειριστική διαδικασία, η οποία επιτρέπει σε πληροφορίες από προηγούμενες διαχειριστικές πρακτικές να ανατροφοδοτήσουν και βελτιώσουν τον τρόπο με τον οποίο η διαχείριση θα ασκείται μελλοντικά (Holling 1978, Hockings et al. 2000, Salafsky et al. 2001, Trakolis 2001). Με την προσαρμοσμένη διαχείριση ο διαχειριστής της προστατευόμενης περιοχής έχει τη δυνατότητα μέσω μιας διαδικασίας μάθησης (από προηγούμενες μη αποτελεσματικές διαχειριστικές επιλογές ή εφαρμογές) να βελτιώσει τη διαχείριση της προστατευόμενης περιοχής. Με άλλα λόγια, η προσαρμοσμένη διαχείριση περιλαμβάνει την αναθεώρηση των αποτελεσμάτων ενεργειών που έγιναν και την εκτίμηση του αν οι ενέργειες παρήγαγαν επιθυμητά αποτελέσματα (Hockings et al. 2000). Σε ότι αφορά τη διοίκηση των προστατευόμενων περιοχών κατά την περίοδο αυτή, στη συντριπτική τους πλειοψηφία η διοίκηση παραμένει στο κράτος (κρατικές υπηρεσίες και φορείς), ενώ αρχίζει να διαφαίνεται η ανάγκη για ανάληψη μέρους ευθυνών από ιδιωτικούς φορείς. Είναι η περίοδος όπου εμφανίζονται, αναπτύσσονται και μεγαλώνουν οι περιβαλλοντικές-οικολογικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) διεθνούς εμβέλειας (όπως το World Wide Fund for Nature-WWF, η Greenpeace, οι Friends of the Earth-FoE κ.ά.), οι οποίες αναπτύσσουν παράλληλα ή 16 World Conservation Monitoring Centre-WCMC 31

48 σε συνεργασία με κρατικούς ή κυβερνητικούς φορείς δράσεις που αναφέρονται ή σχετίζονται με τις προστατευόμενες περιοχές, όπως συμμετοχή σε αναπτυξιακά προγράμματα, σε προγράμματα ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, διαμόρφωσης φιλοπεριβαλλοντικής συνείδησης και πολλά άλλα, με αρκετή έως μεγάλη επιτυχία. Στη συνέχεια οι ΜΚΟ διεκδικούν συμμετοχή στη διοίκηση και ειδικότερα στη λήψη αποφάσεων για προστατευόμενες περιοχές διεθνούς σημασίας. Η συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων επιτυγχάνεται σε ορισμένες περιπτώσεις και ιδιαίτερα στη διοίκηση μεγάλων σε έκταση προστατευόμενων περιοχών (εθνικών πάρκων) όπου οι ΜΚΟ λαμβάνουν μέρος στη λήψη αποφάσεων, όπως π.χ. στο εθνικό πάρκο Κρούγκερ (Krueger Park) στη Νότια Αφρική όπου το WWF συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο του πάρκου. Προς τα τέλη της χρονικής αυτής περιόδου, η διεθνής κοινότητα διατυπώνει απόψεις σχετικά με την οικονομική αξία των περιβαλλοντικών πόρων. Γίνεται αποδεκτό ότι οι φυσικοί περιβαλλοντικοί πόροι δεν έχουν μονοδιάστατη αλλά πολλαπλή οικονομική αξία και ένα τεράστιος όγκος δημοσιεύσεων διαπραγματεύεται το θέμα αυτό σε όλες τις πτυχές του, αναγνωρίζοντας τις αξίες των πολλαπλών λειτουργιών των φυσικών οικοσυστημάτων και των προστατευόμενων περιοχών, οι οποίες συνοπτικά είναι η οικονομική αξία της οικολογικής, αισθητικής, παραγωγικής, προστατευτικής κ.λπ. λειτουργίας (Baumol and Oates 1989, Pearce and Markandya 1989, Pearce et al. 1989, Repetto et al. 1989, Pearce and Turner 1990, Munasinghe and Lutz 1993, Hanley et al. 1997). Έτσι, διαμορφώνεται μια ακόμη παράμετρος αντίληψης σχετικά με τη λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών η οποία είναι η συνολική οικονομική αξία (Total Economic Value-TEV) τους ως περιβαλλοντικών πόρων (Pearce and Turner 1990, Munasinghe and Lutz 1993, Pearce and Moran 1994). Η αποδοχή και υιοθέτηση της συνολικής οικονομικής αξίας ώθησε τη διεθνή κοινότητα σε αναδιαμόρφωση της μέχρι τότε αντίληψης σχετικά με τη λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών. Η έννοια της συνολικής οικονομικής αξίας θεωρεί τους περιβαλλοντικούς πόρους ως περιβαλλοντικά κεφάλαια (environmental assets), αναφέρεται στις διακριτές, ιδιαίτερες αξίες τους (οικολογική, παραγωγική, προστατευτική κ.ά. αξία) και συνήθως απεικονίζεται όπως στο ακόλουθο σχήμα (Σχήμα 1.4). Με τη θεώρηση αυτή αναδεικνύεται η αξία των προστατευόμενων περιοχών ως σημαντικών περιβαλλοντικών κεφαλαίων (Mulongoy and Chape 2004). 32

49 Συνολική Οικονομική Αξία (Total Economic Value-TEV) Χρηστικές Αξίες (Use Values) Μη Χρηστικές Αξίες (Non-Use Values) Αξίες άμεσης χρήσης (Direct use values) Αξίες έμμεσης χρήσης (Indirect use values) Δυνητικές αξίες (Option values) Κληροδοτικές αξίες (Bequest values) Αξίες ύπαρξης (Existence values) Παραγωγή που μπορεί να καταναλωθεί άμεσα (Output that can be consumed directly) Λειτουργικά οφέλη (Functional benefits) Μελλοντικές άμεσες και έμμεσες χρηστικές αξίες (Future direct and indirect use values) Ηαξίατουνα αφήνονται οι χρηστικές και μη αξίες για τους απογόνους (Value of leaving use and non-use values for offspring) Αξία από τη γνώση της συνεχούς ύπαρξης (Value from knowledge of continued existence) Τροφή (Food) Βιομάζα (Biomass) Αναψυχή (Recreation) Υγεία (Health) Οικολογικές λειτουργίες (Ecological functions) Αποτροπή πλημμύρων (Flood control) Προστασία από κατολισθήσεις (Landslide protection) Βιοποικιλότητα (Biodiversity) Διατηρημένα ενδιαιτήματα (Conserved habitats) Ενδιαιτήματα (Habitats) Μη αναστρέψιμες μεταβολές (Irreversible changes) Ενδιαιτήματα (Habitats) Κινδυνεύοντα είδη (Endangered species) Μειούμενη απτότητα τηςαξίαςγιαταάτομα Decreasing tangibility of value to individuals Σχήμα 1.4. Συνολική οικονομική αξία των περιβαλλοντικών πόρων Fig Total economic value of environmental assets Πηγή: Munasinghe and Lutz 1993, Μπλιούμης 1995α, προσαρμογή από το συγγραφέα Οι προστατευόμενες περιοχές ως σημαντικές περιβαλλοντικές οντότητες γίνονται αντικείμενο οικονομικής αξιολόγησης και τονίζονται οι οικονομικές αξίες τους στο πλαίσιο της συνολικής οικονομικής αξίας των περιβαλλοντικών κεφαλαίων (Munasinghe 1992, Kengen 1997, FAO 1998, WCPA 1998). Συνεπώς, την περίοδο αυτή η αντίληψη για τη λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών ενσωματώνει τη συμμετοχική λήψη αποφάσεων, την εφαρμογή προσαρμοσμένης διαχείρισης και αναγνωρίζει την οικονομική αξία τους ως περιβαλλοντικών πόρων. 33

50 Την ίδια σχεδόν χρονική περίοδο, οι διεθνείς οικονομικές και πολιτικές συνθήκες με τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές όπως οι τεχνολογικές εφαρμογές και οι αυτοματισμοί στη βιομηχανική παραγωγή, η ανάπτυξη διακρατικού εμπορίου, οι εξελίξεις στις τηλεπικοινωνίες και τις μεταφορές αλλά και η πληθυσμιακή έκρηξη, επέδρασαν καταλυτικά μεταβάλλοντας τις κρατούσες απόψεις σχετικά με τις δυνατότητες της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων ενώ παράλληλα ανέδειξαν τις εύθραυστες ισορροπίες της γήινης βιόσφαιρας, με αποτέλεσμα να οδηγήσουν σε αναπροσαρμογή των οργανοδιοικητικών αντιλήψεων σχετικά με τη λειτουργία των παραγωγικών οικονομικών μονάδων. Την περίοδο αυτή η αντίληψη για τις οικονομικές μονάδες αναθεωρείται και περιγράφεται με τον όρο συστημική προσέγγιση. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη οι παραγωγικές οικονομικές μονάδες είναι κοινωνικές οργανώσεις ή οργανισμοί που σχηματίζονται και λειτουργούν με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ευρισκόμενοι μέσα σε ένα ευρύτερο περιβάλλον (Κανελλόπουλος 1985, Μπουραντάς 1992, Boland and Fowler 2000, Ζαβλανός 2002). Κατά την αντίληψη αυτή, οι παραγωγικές οικονομικές μονάδες μπορούν να διακριθούν σε ανοικτά και κλειστά 17 συστήματα τα οποία λαμβάνουν εισροές (φυσικοί πόροι, κεφάλαια, άτομα και μέσα) από το εξωτερικό περιβάλλον, τις οποίες επεξεργάζονται και μετασχηματίζουν μέσω των παραγωγικών διαδικασιών τους και παράγουν-αποδίδουν εκροές (παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών) προς το εξωτερικό περιβάλλον (Georgopoulos and Tannenbaum 1957, Etzioni 1960, Katz and Kahn 1966, Likert 1967). Σημειώνεται ότι υπό τον όρο «εξωτερικό περιβάλλον» εννοούνται όλα τα στοιχεία που περιβάλλουν την οικονομική μονάδα όπως το κοινωνικό σύνολο, η αγορά υπό την έννοια της προσφοράς και ζήτησης προϊόντων και αγαθών, οι ομοειδείς και μη οικονομικές μονάδες και το φυσικό περιβάλλον (Κανελλόπουλος 1985, Στάμου 1985, Μπουραντάς 1992, Κανελλόπουλος 1994, Ζαβλανός 2002). Ένα γενικό μοντέλο συστήματος μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδίδεται με το ακόλουθο σχήμα (Σχήμα 1.5). 17 Ανοικτό χαρακτηρίζεται το σύστημα που βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, ενώ κλειστό είναι το σύστημα το οποίο δεν έχει καμία σχέση αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον. Στην πραγματικότητα είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς απολύτως κλειστά ή απολύτως ανοικτά συστήματα, αλλά περισσότερο ανοικτά ή περισσότερο κλειστά συστήματα (Μπουραντάς 1992). 34

51 ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΕΙΣΡΟΕΣ Input Πληροφορίες Information ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ Transformation process ΕΛΕΓΧΟΣ Control Ανατροφοδότηση Feedback ΕΚΡΟΕΣ Output ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Σχήμα 1.5. Συστημική προσέγγιση, γενικό μοντέλο συστήματος Fig Systemic approach, general system paradigm Πηγή: Ζαβλανός 2002, Προσαρμογή από το συγγραφέα Κατά τη χρονική περίοδο αυτή, η οργανοδιοικητική θεωρία που επιδιώκει να ερμηνεύσει τα χαρακτηριστικά οργάνωσης και διοίκησης, εξελίσσεται και εξειδικεύεται με το να εξετάζει τα ζητήματα παραγωγής, οργάνωσης και διοίκησης 18 των παραγωγικών οικονομικών μονάδων. Από την διερεύνηση της οργανωτικής λειτουργίας μιας οικονομικής μονάδας προκύπτουν ερωτήματα σχετικά με το πώς και ιδιαίτερα με ποιο τρόπο μπορεί να περιγραφεί ή μετρηθεί η επιτυχής λειτουργία των παραγωγικών οικονομικών μονάδων. Έτσι από τις αρχές της δεκαετίας του 60 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 80 εμφανίζονται και χρησιμοποιούνται ευρύτατα οι όροι αποτελεσματικότητα (effectiveness) και αποδοτικότητα (efficiency), για τους οποίους η επιστημονική κοινότητα συμφωνεί ότι μάλλον περιγράφουν τη λειτουργία ενός οργανισμού ή οργάνωσης με αποτέλεσμα να καταβληθεί τεράστια προσπάθεια για την επιστημονική ερμηνεία και τεκμηρίωσή τους (Etzioni 1964, Yuchtman and Seashore 1967, Seashore and Yuchtman 1967, Mahoney 1967, Mahoney and Weitzel 1969, Steers 1975, Dalton et al. 1980, Cameron 1981, Quinn and Rohrbaugh 1981, Quinn and Cameron 1983, Quinn and Rohrbaugh 1983, Ostroff and Schmitt 1993, Fizel and D Itri 1997). Σε ότι αφορά την αποδοτικότητα, έγινε αποδεκτό ότι ως αποδοτικότητα ενός συστήματος (ή μιας παραγωγικής οικονομικής μονάδας) ορίζεται το κλάσμα των εκροών προς τις εισροές (Farrell 1957, Charnes et al. 1978). Όμως, για την αποτελεσματικότητα οι απόψεις διίστανται σχετικά με το πως ακριβώς 18 Με την ανάπτυξη επιμέρους κλάδων της «οικονομικής των επιχειρήσεων», της «οργανωτικής συμπεριφοράς» και του «μάνατζμεντ» εξειδικεύονται θέματα της παραγωγής, της οργάνωσης και της διοίκησης και επεκτείνεται το επιστημονικό και γνωσιολογικό υπόβαθρο της οργανοδιοικητικής επιστήμης, η οποία υιοθετεί στοιχεία, γνώσεις και πρακτικές άλλων επιστημών και συνδυάζοντάς τα επιχειρεί να δώσει λύσεις σε σημαντικά προβλήματα των οικονομικών μανάδων (Κανελλόπουλος 1985, Μπουραντάς 1992). 35

52 ορίζεται και τι περιγράφει η αποτελεσματικότητα (Steers 1975 and 1977, Cameron 1981, 1986a and 1986b, Tsui 1990). Σύμφωνα με την αρχική (Georgopoulos and Tannenbaum 1957, Etzioni 1964) και πιο διαδεδομένη άποψη ως αποτελεσματικότητα θεωρείται η επίτευξη των στόχων (goal-attainment) της οργάνωσης ή του συστήματος. Η επόμενη, χρονικά, άποψη (Yuchtman and Seashore 1967) περιγράφει την αποτελεσματικότητα ως την προσπάθεια των οργανισμώνσυστημάτων για την απόκτηση των απαραίτητων πόρων για τη διατήρηση του συστήματος (system-resource approach). Μια επόμενη άποψη (Likert 1967) θεωρεί ότι αποτελεσματικότητα αφορά ή εστιάζεται στις εσωτερικές διαδικασίες ή λειτουργίες του συστήματος (internal process approach) και το πόσο υγιείς είναι οι εσωτερικές δομές, οι κανονισμοί και οι λειτουργίες της οργάνωσης μιας οικονομικής μονάδας. Τέλος, σύμφωνα με μια τέταρτη άποψη η αποτελεσματικότητα αφορά τους στρατηγικούς εταίρους της οργάνωσης (strategic-constituencies approach), δηλαδή το πόσο η οργάνωση ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις απαιτήσεις και τις προσδοκίες των διαφόρων ομάδων (προμηθευτές, καταναλωτές, συνεργάτες και γενικά) που έχουν συμφέρον στη συνέχιση της ύπαρξης του οργανισμού ή συστήματος (Keely 1978, Connolly et al. 1980). Όλες οι παραπάνω απόψεις περιγράφουν την έννοια της αποτελεσματικότητας, η οποία όμως ορίζεται από τα διαφορετικά σημεία αναφοράς και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργεί κάθε φορά μια οικονομική μονάδα (Cameron 1981). Από τις αρχές του 1990 μέχρι σήμερα, η οργανοδιοικητική επιστήμη εξελίσσεται περαιτέρω και εστιάζει στην αξιολόγηση των οικονομικών μονάδων ενώ αξιοποιείται όλη η κεκτημένη γνώση. Προς την κατεύθυνση αυτή αναπτύσσονται αρκετές μέθοδοι αξιολόγησης, με τις οποίες εξετάζονται αναλυτικά τα σημαντικότερα λειτουργικά χαρακτηριστικά μιας παραγωγικής οικονομικής μονάδας, από τα οποία λαμβάνονται πληροφορίες για τη λειτουργία της. Ενδεικτικά αναφέρονται ορισμένες από τις πλέον διαδεδομένες μεθόδους αξιολόγησης της λειτουργίας των παραγωγικών οικονομικών μονάδων όπως είναι α) η ποσοτική και ποιοτική αξιολόγηση (quantitative and qualitative evaluation), β) η συγκριτική αξιολόγηση (benchmarking), γ) η αξιολόγηση δυνάμεων-αδυναμιών-ευκαιριών-απειλών (SWOTT19 evaluation), δ) η αξιολόγηση αποτελεσματικότητας κόστους (Cost Effectiveness Evaluation), ε) η αξιολόγηση της λειτουργίας (performance assessment) και αρκετές άλλες που δεν είναι δόκιμο ν 19 Strengths, Weaknesses, Opportunities, Threats - SWOT 36

53 απαριθμηθούν στο σημείο αυτό (Lusthaus et al. 2002). Με τον τρόπο αυτό η οργανοδιοικητική επιστήμη ανταποκρίνεται στη διαρκώς αυξανόμενη απαίτηση για υπευθυνότητα (accountability) των παραγωγικών οικονομικών μονάδων. Σημειώνεται εδώ ότι η υπευθυνότητα δεν περιορίζεται στην έννοια του ελέγχου και ειδικά του χρηματικού ελέγχου που ασκείται κατά την οικονομική επιθεώρηση σε μια παραγωγική οικονομική μονάδα. Σύμφωνα με την ορολογία της σύγχρονης διοικητικής επιστήμης, η υπευθυνότητα προσδιορίζεται ως η «υποχρέωση για κατάδειξη ότι η λειτουργία της οικονομικής μονάδας διεξάγεται σε συμμόρφωση με τους συμφωνηθέντες κανόνες και πρότυπα λειτουργίας». Επίσης, στην έννοια της υπευθυνότητας περιλαμβάνεται «η κατάλληλη-πρέπουσα χρήση των πόρων, η οποία είναι μεγάλης σημασίας λόγω της περιορισμένης διαθεσιμότητας χρηματοδοτικών κεφαλαίων ανάπτυξης» (OECD 2002). Από τα τέλη της δεκαετίας του 90 μέχρι σήμερα το φυσικό περιβάλλον και ειδικότερα οι προστατευόμενες περιοχές τράβηξαν το ενδιαφέρον των απανταχού επιστημόνων σχετικά με τη οργάνωση της λειτουργίας τους. Συγκεκριμένα, η λειτουργία (διοίκηση και διαχείριση) των προστατευόμενων περιοχών αρχίζει ν αξιοποιεί γνώσεις και μεθόδους από την οργανοδιοικητική θεωρία που έχουν εφαρμοστεί στις κλασικές παραγωγικές οικονομικές μονάδες αποσκοπώντας στην κατά το δυνατόν πιο επιτυχή οργάνωσή τους (Jarvis 1998, Philips 2003). Πιο αναλυτικά, από τη μια πλευρά, η υιοθέτηση της συμμετοχικής λήψης αποφάσεων, η εφαρμογή της προσαρμοσμένης διαχείρισης και η ενσωμάτωση της οικονομικής αξίας στο εννοιολογικό περιεχόμενο των προστατευόμενων περιοχών μαζί με την αποδοχή ότι εξ ορισμού λειτουργούν με τον τρόπο που περιγράφεται στη συστημική προσέγγιση των οργανώσεων, επαναπροσδιορίζουν την αντίληψη σχετικά με τη λειτουργία (διοίκηση και διαχείριση) των προστατευόμενων περιοχών. Από την άλλη πλευρά, οι παράγοντες αυτοί αναδεικνύουν τις προϋπάρχουσες διαφορές μεταξύ των προστατευόμενων περιοχών, διαφορές όπως στο μέγεθος (μικρές, μεγάλες), στη φύση (χερσαίες, υδάτινες) στις επιτελούμενες λειτουργίες και την πολυπλοκότητα. Η επίδραση όλων αυτών τονίζει αφενός την ανάγκη για εναρμόνιση των επιμέρους πρακτικών διαχείρισης και αφετέρου την ανάγκη για διαφορετικά προσανατολισμένη διοίκηση στις διαφορετικού τύπου προστατευόμενες περιοχές (Hockings et al. 1998). 37

54 Προς την κατεύθυνση αυτή επέδρασε καταλυτικά η κατηγοριοποίηση των προστατευόμενων περιοχών όπως αυτή προτάθηκε από το IUCN (1994) και η οποία παρουσιάστηκε προηγουμένως (βλ. ενότητα 1.2). Με την κατηγοριοποίηση των προστατευόμενων περιοχών εφαρμόστηκε διάκριση των περιοχών αυτών σε κατηγορίες με βάση την αποστολή (σκοπό) και τις λειτουργίες τους (Hockings et al. 1998, WCPA 1998). Παρατηρώντας την κατηγοριοποίηση των προστατευόμενων περιοχών, διαπιστώνει κανείς την αντιστοιχία της ως διαδικασίας ταξινόμησης με την διάκριση των οικονομικών μονάδων αναλόγως σκοπού και αντικειμένου παραγωγής. Η κατηγοριοποίηση των προστατευόμενων περιοχών είναι μια πρώτη πλην όμως ουσιαστική διαπίστωση για το ότι οι προστατευόμενες περιοχές ειδώθηκαν ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες, δηλαδή ως οργανώσεις με εισροές, διαδικασίες μετασχηματισμού και εκροές, κατ αντιστοιχία με τα ανοικτά συστήματα της οργανωτικής θεωρίας. Με βάση την αρχή ότι οι προστατευόμενες περιοχές συνιστούν κοινό αγαθό (Hardin 1968) και ως τέτοιο οφείλουν ν αντιμετωπίζονται, μια εξίσου σημαντική διαπίστωση αφορά την υπευθυνότητα (accountability) -έννοια γνωστή από την οργανοδιοικητική θεωρία που συνδέεται με τη λειτουργία των παραγωγικών οικονομικών μονάδων- η οποία λαμβάνει ακόμη μεγαλύτερη σημασία σε σχέση με τη λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών (IUCN 1994, Hockings et al. 1998, WCPA 1998). Οι παραπάνω διαπιστώσεις είχαν ως αποτέλεσμα η λειτουργία (διοίκηση και διαχείριση) των προστατευόμενων περιοχών να αρχίσει να συμπεριλαμβάνει μέρη ή εφαρμογές από τα αντικείμενα της οργανοδιοικητικής θεωρίας όπως οργάνωση, διοίκηση, χρηματοδότηση κατά τα πρότυπα των κλασικών παραγωγικών οικονομικών μονάδων (Langholz 1996, McNeely and Weatherly 1996, Jarvis 1998, Chomiz et al. 1999, Heal 2000, Wilkie et al. 2001, Philips 2003, Meade 2004, Rudd 2004). Από τα όσα προαναφέρθηκαν εκτενώς στις προηγούμενες ενότητες προκύπτει ότι η σύγχρονη αντίληψη για τη λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών ενσωματώνει τις απαιτήσεις για αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών. Επιδιώκει δε μέσω της συνδυασμένης εφαρμογής αρχών και μεθόδων της οργανοδιοικητικής θεωρίας στη διοίκηση καθώς και αρχών και μεθόδων των γεωτεχνικών επιστημών (οικολογίας, δασολογίας, βιολογίας κ.λπ.) δηλαδή με μια ολιστική προσέγγιση (holistic approach) την επίτευξη του διπλού αυτού στόχου (αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία). 38

55 Αξίζει να σημειωθεί ότι η σύγχρονη αντίληψη για τη λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών είναι περισσότερο ανθρωποκεντρική 20 χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβλέπονται ή τίθενται σε δεύτερη μοίρα οι ανάγκες και οι καθαυτό λειτουργίες του οικοσυστήματος και θα μπορούσε να περιγραφεί ως μετάβαση από την απομόνωση στην κοινωνικοποίηση (Philips 2003). Στο πλαίσιο της σύγχρονης αυτής αντίληψης κινείται και η παρούσα έρευνα η οποία προσεγγίζει τις προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες. Η επικρατούσα κατάσταση αναφορικά με την οργάνωση της λειτουργίας των προστατευόμενων περιοχών στη Ελλάδα αφορά ουσιαστικά την κατάσταση των 27 φορέων διαχείρισης και περιγράφεται από την ελλιπή και αποσπασματική χρηματοδότηση, την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και την ελλιπή οργάνωση της λειτουργίας τους. Σε ότι αφορά ειδικότερα στον εθνικό δρυμό Πάρνηθας σημειώνεται ότι παρά την επαρκή χρηματοδότηση και το εξειδικευμένο προσωπικό, η έλλειψη κατάλληλων διοικητικών δομών και επομένως οργάνωσης της λειτουργίας, αποτελεί σημαντικό πρόβλημα. Για να γίνει ακόμη περισσότερο αντιληπτή η σημασία της οργάνωσης της λειτουργίας των προστατευόμενων περιοχών, αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το Σχέδιο Διαχείρισης του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας τα σημαντικότερα προβλήματα διοίκησης και διαχείρισης αφορούσαν στην έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, στις περιορισμένες πιστώσεις και στην έλλειψη κατάλληλων διοικητικών δομών (Αμοργιανιώτης 1997). Αντίστοιχα προβλήματα είχαν εντοπιστεί και καταγραφεί σε επιστημονική εργασία σχετικά με τη διοίκηση και διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών στην Ελλάδα (Τρακόλης 1998). Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η έλλειψη οργανωτικής διάθρωσης των προστατευόμενων περιοχών αποτελεί χρόνιο πρόβλημα και συνάμα ανασταλτικό παράγοντα για την αποτελεσματική λειτουργία τους. 20 Είναι γνωστό ότι η διοικητική επιστήμη έχει στο κέντρο της θεώρησής της την ανθρώπινη δραστηριότητα, όπως αυτή εκδηλώνεται στις διάφορες μορφές των οργανώσεων (Κανελλόπουλος 1985, Μπουραντάς 1992). 39

56 2. Σκοπός και επιμέρους στόχοι της έρευνας Μετά από όσα αναφέρθηκαν στις προηγούμενες ενότητες είναι σημαντικό ν αναφερθεί ο κύριος επιστημονικός-ερευνητικός σκοπός και οι επιμέρους στόχοι της παρούσας έρευνας. Έτσι, κύριος σκοπός είναι η διερεύνηση των δυνατοτήτων οργάνωσης της λειτουργίας των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων. Η επίτευξη του κύριου σκοπού επιδιώκεται μέσα από την επίτευξη μιας σειράς επιμέρους στόχων της έρευνας, οι οποίοι είναι οι εξής: α. διερεύνηση του κατά πόσον οι προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 λειτουργούν ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες, β. ομαδοποίηση των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες, γ. προσδιορισμός εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων (για κάθε ομάδα προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000), δ. επιλογή οργανωτικού σχήματος (για κάθε ομάδα προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000), ε. εφαρμογή και αξιολόγηση οργανωτικού σχήματος σε μια προστατευόμενη δασική περιοχή Φύση 2000 (case study), στ. διατύπωση προτάσεων σχετικά με την οργάνωση της λειτουργίας των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων. 40

57 3. Διάρθρωση της εργασίας Το υλικό, η μεθοδολογία έρευνας και η διερεύνηση της οργάνωσης της λειτουργίας των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων και η προσέγγιση των επιμέρους στόχων παρουσιάζονται στα κεφάλαια που ακολουθούν. Πιο αναλυτικά: - στο κεφάλαιο 2 παρουσιάζονται το υλικό και η μεθοδολογία έρευνας - στο κεφάλαιο 3 γίνεται εκτενής αναφορά στην έννοια, στην οργάνωση, στη διοίκηση και τις λειτουργίες που διέπουν τις παραγωγικές οικονομικές μονάδες σύμφωνα με τις αρχές της οργανωτικής και της διοικητικής θεωρίας και εξετάζονται οι προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 με βάση τις αρχές αυτές και τα χαρακτηριστικά λειτουργίας τους ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες - στο κεφάλαιο 4 γίνεται ομαδοποίηση των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων με κριτήρια διάκρισης ή ομαδοποίησης των παραγωγικών οικονομικών μονάδων (μέγεθος, σκοπός ίδρυσης, φορέα ιδιοκτησίας, τομέας παραγωγής) σύμφωνα με την οργανοδιοικητική θεωρία και την οικονομική των επιχειρήσεων - στο κεφάλαιο 5 περιγράφονται ο οργανωτικός σχεδιασμός και η τμηματοποίηση (οργανωτικά σχήματα) σύμφωνα με την οργανωτική και διοικητική θεωρία και στη συνέχεια προσδιορίζονται εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα για τις ομάδες προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση στο κεφάλαιο 6 γίνεται επιλογή οργανωτικού σχήματος για κάθε ομάδα προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων με πολυκριτηριακή ανάλυση (εφαρμογή της διαδικασίας αναλυτικής ιεράρχησης) - στο κεφάλαιο 7 γίνεται εφαρμογή και αξιολόγηση του επιλεγμένου (προτεινόμενου) οργανωτικού σχήματος σε μια προστατευόμενη δασική περιοχή Φύση 2000 ως παραγωγική οικονομική μονάδα (εθνικός δρυμός Πάρνηθας) - στο κεφάλαιο 8 περιγράφονται τα συμπεράσματα της έρευνας και διατυπώνονται προτάσεις για την οργάνωση της λειτουργίας των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων και 41

58 - τέλος, παρουσιάζονται αναλυτικά η βιβλιογραφία (ελληνική και διεθνής) που χρησιμοποιήθηκε καθώς και οι διαδικτυακοί τόποι απ τους οποίους αντλήθηκαν πληροφορίες για την υποστήριξη της έρευνας. 42

59 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 2. Υλικά και μεθοδολογία έρευνας 2.1. Υλικά έρευνας Όπως έχει ήδη αναφερθεί, με την παρούσα έρευνα επιδιώκεται να διερευνηθεί η οργάνωση της λειτουργίας των προστατευόμενων φυσικών περιοχών του δικτύου Φύση 2000 υπό τη θεώρησή τους ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων. Προκύπτει λοιπόν αβίαστα ότι υλικά μελέτης είναι οι προστατευόμενες φυσικές περιοχές του δικτύου Φύση Όμως, για την καλύτερη εξυπηρέτηση του σκοπού (οργάνωση της λειτουργίας) αλλά και για λόγους εξειδίκευσης και νοηματικής στήριξης του περιεχομένου της έρευνας, από το σύνολο των προστατευόμενων φυσικών περιοχών του δικτύου Φύση 2000 στη χώρα μας, για υλικά μελέτης έχουν επιλεγεί οι προστατευόμενες περιοχές που έχουν δασικό χαρακτήρα και για τις οποίες υφίσταται διοικητικός-διαχειριστικός φορέας ή οργανισμός. Σημειώνεται ότι, κατά τη συνήθη πρακτική, ο φορέας αυτός μεριμνά για την οργανοδιοικητική λειτουργία της προστατευόμενης περιοχής, ενώ παράλληλα είναι επιφορτισμένος με την σχεδίαση και την εφαρμογή της διαχείρισης (παραγωγική, περιβαλλοντική, πολιτιστική και άλλη διαχείριση) της προστατευόμενης περιοχής. Προς την κατεύθυνση αυτή, λοιπόν, η παρούσα έρευνα αντλεί στοιχεία από τις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Φύση 2000, εστιάζοντας ειδικότερα στις προστατευόμενες δασικές περιοχές (π.δ.π.), για τις οποίες υφίσταται φορέας διοίκησης-διαχείρισης και οι οποίες αποτελούν τα υλικά μελέτης της έρευνας. Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, οι π.δ.π. που υπάγονται στο δίκτυο Φύση 2000 και έχουν θεσπιστεί με βάση την εθνική αλλά και τη διεθνή νομοθεσία, περιλαμβάνουν τις εξής κατηγορίες: τους εθνικούς δρυμούς, τα εθνικά πάρκα, τα αισθητικά δάση, τα διατηρητέα μνημεία της φύσης, τα καταφύγια άγριας ζωής (ή καταφύγια θηραμάτων), τις ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές και τα εκτροφεία θηραμάτων. 43

60 Οι ανωτέρω προστατευόμενες περιοχές έχουν διαπιστωμένα δασικό χαρακτήρα στο σύνολο ή στο μεγαλύτερο μέρος της έκτασής τους και έχουν συμπεριληφθεί στις προστατευόμενες φυσικές περιοχές του δικτύου Φύση 2000 (ΕΚΒΥ 2005). Σε μια πιο αναλυτική περιγραφή-παρουσίαση των π.δ.π. που αποτελούν υλικά της παρούσας έρευνας, αναφέρονται τα εξής: Εθνικοί δρυμοί (National forests) Πρόκειται για προστατευόμενες περιοχές που περιλαμβάνουν εκτάσεις, στις περισσότερες από τις οποίες κυριαρχεί ο δασικός χαρακτήρας και οι οποίες έχουν ιδιαίτερο οικολογικό αλλά και επιστημονικό ενδιαφέρον. Μέχρι σήμερα έχουν κηρυχθεί 10 Εθνικοί Δρυμοί, με συνολική έκταση εκτάρια, κυρίως βάσει του Ν. 996/1971 που αποτελεί μέρος του Ν. 86/1969 «Περί Δασικού Κώδικος». Στον Πίνακα 2.1. παρουσιάζονται στοιχεία για τους 10 εθνικούς δρυμούς και ειδικότερα η έκταση και το ΦΕΚ ίδρυσης για τον καθένα από αυτούς (ΕΚΒΥ 2005). Πίνακας 2.1. Εθνικοί δρυμοί στην Ελλάδα Table 2.1. National forests in Greece Εθνικοί Δρυμοί Εμβαδόν (εκτάρια, ha) ΦΕΚ 1 Εθνικός Δρυμός Πάρνηθας 3.812* 155/Α/ Εθνικός Δρυμός Σουνίου /Α/ Εθνικός Δρυμός Πίνδου /Α/ Εθνικός Δρυμός Οίτης /Α/ Εθνικός Δρυμός Πρεσπών /Α/ Εθνικός Δρυμός Βίκου Αώου /Α/ Εθνικός Δρυμός Σαμαριάς /Α/1962, 33/Α/ Εθνικός Δρυμός Παρνασσού /Α/38, 1/Α/ Εθνικός Δρυμός Αίνου /Α/ Εθνικός Δρυμός Ολύμπου /Α/1938 * Η συνολική έκταση του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας (πυρήνας + περιφερειακή ζώνη) ανέρχεται σε ( )= ha, έκταση που τον καθιστά από τους μεγαλύτερους εθνικούς δρυμούς Εθνικά πάρκα (national parks) Πρόκειται για προστατευόμενες περιοχές που εισήχθησαν ως κατηγορία προστατευόμενων περιοχών με το Ν. 1650/1986 (άρθρα 18 και 19). Σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του Ν.1650/1986 ως εθνικά πάρκα «χαρακτηρίζονται εκτεταμένες χερσαίες, υδάτινες ή μικτού χαρακτήρα περιοχές, οι 44

61 οποίες παραμένουν ανεπηρέαστες ή έχουν ελάχιστα επηρεαστεί από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και στις οποίες διατηρείται μεγάλος αριθμός και ποικιλία αξιόλογων οικολογικών, γεωμορφολογικών και αισθητικών στοιχείων. Όταν το εθνικό πάρκο ή μεγάλο τμήμα του καταλαμβάνει θαλάσσια περιοχή ή εκτάσεις δασικού χαρακτήρα, μπορεί να χαρακτηρίζεται ειδικότερα ως θαλάσσιο πάρκο ή εθνικός δρυμός, αντίστοιχα». Στη χώρα μας, με βάση το Ν. 1650/1986, έχουν κηρυχθεί 5 εθνικά πάρκα, στοιχεία για την έκταση και το ΦΕΚ ίδρυσης των οποίων δίνονται στον Πίνακα 2.2. Πίνακας 2.2. Εθνικά πάρκα στην Ελλάδα Table 2.2. National parks in Greece Εθνικά Πάρκα Εμβαδόν (εκτάρια, ha) ΦΕΚ 1 Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου /Δ/ Εθνικό Πάρκο Υγροτόπων των λιμνών Κορώνειας, Βόλβης και των Μακεδονικών Τεμπών /Δ/ Εθνικό Πάρκο Σχοινιά - Μαραθώνα Αττικής /Δ/ Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Ζακύνθου* /Δ/ Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Αλοννήσου* /Δ/1992 *Τονίζεται ότι τα θαλάσσια πάρκα που αναφέρονται στον ανωτέρω πίνακα 2.2. (σημεία 4 και 5), δεν συνιστούν υλικό της παρούσας έρευνας καθόσον δεν έχουν δασικό χαρακτήρα Αισθητικά δάση (Aesthetic forests) Αυτά έχουν θεσμοθετηθεί από τη δασική νομοθεσία και περιλαμβάνουν δασικά τοπία με ιδιαίτερο αισθητικό και οικολογικό ενδιαφέρον, που σκοπό έχουν εκτός από την προστασία της φύσης να δώσουν την ευκαιρία στο κοινό να γνωρίσει και να απολαύσει το φυσικό περιβάλλον με διάφορες δραστηριότητες αναψυχής. Ως Αισθητικά Δάση έχουν χαρακτηριστεί 19 περιοχές, με συνολική έκταση εκτάρια (Πίνακας 2.3). Πίνακας 2.3. Αισθητικά Δάση στην Ελλάδα Table 2.3. Aesthetic Forests in Greece Αισθητικά Δάση Εμβαδόν (εκτάρια, ha) ΦΕΚ 1 Φοινικόδασος Βάϊ Λασιθίου /Α/ Δάσος Καισαριανής Αττικής /Α/ Κοιλάδας Τεμπών Λάρισας /Α/ Αγ. Γεωργίου - Καραϊσκάκη Καρδίτσας /Α/ Δάσος Πευκιάς Ξυλοκάστρου Κορινθίας 27,5 31/Α/ Περιαστικό Δάσος Ιωαννίνων /Α/

62 7 Προστατευόμενη περιοχή Λεκανών Απορροής Πανεπιστημίου Πατρών /Α/ Δάσος Φαρσάλων Λάρισας 34,5 103/Δ/ Δάσος Στενής Εύβοιας /Δ/ Δρυοδάσος Μογγοστού Κορινθίας /Δ/ Δασικό Σύμπλεγμα Όσσας Λάρισας /Δ/1977, 160/Α/ Παραλιακό Δάσος Νικοπόλεως Μύτικα Πρέβεζας /Δ/ Δάση Νήσου Σκιάθου Μαγνησίας /Δ/ Στενά Νέστου Καβάλας Ξάνθης /Δ/ Δάσος Εθνικής Ανεξαρτησίας Καλαβρύτων Αχαΐας /Δ/ Περιαστικό δάσος Τιθορέας Φθιώτιδας /Δ/ Δάση Αμυγδαλέων Καβάλας /Δ/ Δάσος Λόφων Κάστρου και Αηλιά Τρικάλων /Δ/ Δρυοδάσος Κουρί - Αλμυρού Μαγνησίας /Α/ Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης (Protected Natural Monuments) Σε αυτά περιλαμβάνονται μεμονωμένα δένδρα ή συστάδες δένδρων με ιδιαίτερη βοτανική, οικολογική, αισθητική ή ιστορική και πολιτισμική αξία. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν επίσης εκτάσεις με σπουδαίο οικολογικό, παλαιοντολογικό, γεωμορφολογικό ή άλλο ενδιαφέρον. Η θεσμοθέτησή τους υλοποιήθηκε βάσει του δασικού κώδικα. Στην Ελλάδα έχουν κηρυχθεί 51 Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης, με συνολική έκταση εκτάρια (Πίνακας 2.4). Πίνακας 2.4. Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης στην Ελλάδα Table 2.4. Protected Natural Monuments in Greece Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης Εμβαδόν (εκτάρια, ha) ΦΕΚ 1 Οι δύο Πλάτανοι του Σχολαρίου - 281/Β/ Το κλήμα των Καλαβρύτων - 738/Β/ Το Πεύκο της Νικήτης Χαλκιδικής - 738/Β/ Ο Πλάτανος στον Γεροπλάτανο Χαλκιδικής - 738/Β/ Ο Πλάτανος της Βάβδου - 738/Β/ Ο Πλάτανος του Παυσανία στο Αίγιο - 738/Β/ Οι Δώδεκα Βρύσες του Αιγίου - 738/Β/ Οι Πλάτανοι των Κομποτάδων - 113/Β/ Ο Πλάτανος της Άρτας /Β/ Ο αειθαλής Πλάτανος της Φαιστού - 590/Β/ Οι Πλάτανοι της Βέροιας - 590/Β/ Ο Πλάτανος του Ναυπλίου - 590/Β/ Η Ελιά του Ναυπλίου - 590/Β/ Ο Φοίνικας του Ναυπλίου - 590/Β/ Οι Ίταμοι Κρυονερίου Αργολίδας - 590/Β/

63 16 Οι Ελιές της Δημαίνης Αργολίδας - 590/Β/ Οι Ελιές του Αλμυροποτάμου Εύβοιας - 590/Β/ Ο Πλάτανος της Δημητσάνας Αρκαδίας - 121/Δ Ο Σφένδαμος του Σιδηροκάστρου Μεσσηνίας - 121/Δ/ Η Ελιά της Καλαμάτας - 121/Δ/ Το Δάσος Δενδροκέρδων στην Κυνουρία Αρκαδίας /Δ/ Η Δρυς του Περιθωρίου Αρκαδίας - 121/Δ/ Συστάδα Δρυός και Φράξου (Μουριών) 9,2 121/Δ/ Η Δρυς στις Κορφές Ηρακλείου - 121/Δ/ Οι Βελανιδιές στην Καλαμιά Αιγίου - 121/Δ/ Η Δρυς της Δόριζας Αρκαδίας - 121/Δ/ Ο Πλάτανος Βλάτους Χανίων - 121/Δ/ Ο Πλάτανος της Αγ. Μαρίνας Φθιώτιδας - 121/Δ/ Οι Πλάτανοι της Λαμίας - 121/Δ/ Το Δάσος της Οξιάς στην Τσίχλα Χαϊντού Ξάνθης /Δ/ Το Δάσος Οξιάς στο Πευκωτό Πέλλας 3,2 121/Δ/ Το Παρθένο Δάσος της Κεντρικής Ροδόπης /Δ/ Το νησί Πιπέρι στις Βόρειες Σποράδες /Δ/ Ο Πλάτανος στην Ελαία Θεσπρωτίας - 173/Β/ Η Φτελιά της Αηδόνας Καλαμπάκας - 173/Β/ Ο αειθαλής Πλάτανος των Αζωγυρών Χανίων - 173/Β/ Το Κρητικό Κεφαλάνθηρο στις Καμάρες Ηρακλείου - 589/Β/ Ο Πλάτανος του Αγ. Φλώρου Μεσσηνίας - 589/Β/ Το Απολιθωμένο Δάσος της Λέσβου /Α/ Ο Πλάτανος του Ιπποκράτη στην Κω - 589/Β/ Ο Πλάτανος της Απολλωνίας - Σταυρός Θεσσαλονίκης - 589/Β/ Ο Πλάτανος της Πλατανιώτισσας Καλαβρύτων - 773/Β/ Το δάσος του Λεσινίου Αιτωλοακαρνανίας 45,9 773/Β/ Ο Πλάτανος της Αγ. Λαύρας Καλαβρύτων - 656/Β/ Ο Σφαγνώνας στο δάσος του Λαϊλιά Σερρών 3,9 656/Β/ Υπόλειμμα υδροχαρούς δάσους στην Ιστιαία Εύβοιας - 656/Β/ Το Δάσος αείφυλλων πλατύφυλλων στο νησί Σαπιέντζα /Β/ Το Μικτό Δάσος Προμάχων - Λυκοστόμου Αριδαίας /Β/ Το Φυσικό Δάσος Κυπαρισσίου στον Έμπωνα Ρόδου /Β/ Το Μικτό Δάσος του Γράμμου /Β/ Το Κυπαρίσσι της Πρασιάς Ευρυτανίας - 520/Β/1997 Σημείωση: Η ένδειξη - υποδηλώνει εμβαδόν μικρότερο από 1 εκτάριο Καταφύγια Άγριας Ζωής (Wildlife refuges) Είναι περιοχές στις οποίες απαγορεύεται είτε απόλυτα είτε εκ περιτροπής το κυνήγι (ή η αλιεία) κάθε μορφής άγριας ζωής. Ως επί το πλείστον πρόκειται για δασικές ή δασικού χαρακτήρα εκτάσεις (με εξαίρεση τις θαλάσσιες περιοχές). Με την έκδοση του Ν. 2637/1998 τα Καταφύγια Θηραμάτων χαρακτηρίζονται πλέον ως Καταφύγια Άγριας 47

64 Ζωής. Οι περιοχές που είχαν κηρυχθεί ως Καταφύγια Άγριας Ζωής, έως και τον Ιούλιο του 2000, αριθμούσαν περί τις 585 ανά την ελληνική επικράτεια Ελεγχόμενες Κυνηγετικές Περιοχές (Controlled shooting areas) Όπως φαίνεται και από την ονομασία τους, πρόκειται για περιοχές στις οποίες επιτρέπεται υπό ελεγχόμενες συνθήκες το κυνήγι θηραμάτων. Ουσιαστικά πρόκειται για «εξαγορά δικαιώματος θήρας» όπου με τον τρόπο αυτό επιτρέπεται η θανάτωση συγκεκριμένου είδους και ποσότητας θηράματος (ή θηραμάτων), ενώ έχει προκαταβληθεί το τίμημα της αξίας τους. Οι Ελεγχόμενες Κυνηγετικές Περιοχές είναι επτά (7), με συνολική έκταση εκτάρια (Πίνακας 2.5). Πίνακας 2.5. Ελεγχόμενες Κυνηγετικές Περιοχές στην Ελλάδα Table 2.5. Controlled shooting areas in Greece Ελεγχόμενες Κυνηγετικές Περιοχές Εμβαδόν (εκτάρια, ha) ΦΕΚ 1 Σερρών /Β/ Νήσου Δία /Β/ Σαπιέντζας /Β/ Αταλαντονήσου /Β/ Όσσας /Β/ Βορείων Σποράδων (Σκοπέλου) /Β/ Κόζιακα /Β/ Εκτροφεία Θηραμάτων (Game breeding stations) Πρόκειται για περιοχές όπου σε ειδικές εγκαταστάσεις εκτρέφονται θηραματικά είδη πανίδας (λαγοί, φασιανοί, ορτύκια κ.λπ.), τα οποία διατίθενται συνήθως σε γειτονική ή κοντινή ελεγχόμενη κυνηγετική περιοχή. Τα Κρατικά Εκτροφεία Θηραμάτων είναι 21, με συνολική έκταση εκτάρια. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι το σύνολο των προστατευόμενων δασικών περιοχών του δικτύου Φύση 2000 καταλαμβάνει έκταση εκταρίων περίπου, χωρίς να ληφθούν υπόψη τυχόν επικαλύψεις, επί του οποίου επιχειρείται να συμπεριληφθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος από τη βιολογική ποικιλότητα της χώρας μας, στοιχείο που καθιστά το δίκτυο Φύση 2000 ως μια σημαντική προσπάθεια διαφύλαξης και διατήρησης του φυσικού πλούτου (βιοποικιλότητας) της. Καθίσταται, 48

65 λοιπόν, αντιληπτό ότι οι π.δ.π. Φύση 2000 αποτελούν σημαντικό μέρος (24,8%) της χερσαίας έκτασης ( εκτάρια) του συνόλου των προστατευόμενων περιοχών του δικτύου Φύση 2000, τόσον από άποψη έκτασης που καταλαμβάνουν όσον και από άποψη προστατευόμενου αντικειμένου καθώς και οικολογικής αξίας (ΥΠΕΧΩΔΕ website 2006). Παράλληλα, οι π.δ.π. Φύση 2000 αποτελούν φυσικές οντότητες ξεχωριστού ενδιαφέροντος τόσον από οικολογική (με βάση το αντικείμενο προστασίας) όσον και από διοικητική-οικονομική άποψη (όταν αυτές θεωρηθούν ως οικονομικές παραγωγικές μονάδες), αφού διαφέρουν ως προς το σκοπό σύστασης αλλά και την(ις) κύρια(ες) λειτουργία(ες) που επιτελούν. Τα γνωρίσματα αυτά των προστατευόμενων δασικών περιοχών είναι θεμελιώδους σημασίας για την παρούσα έρευνα αφού οριοθετούν και προσδιορίζουν το υλικό της. Τέλος, σημειώνεται ότι από τις π.δ.π. που αποτελούν το υλικό έρευνας και εξετάζονται ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες, η μελέτη εφαρμογής (case study) γίνεται στον εθνικό δρυμό Πάρνηθας 21, λόγω της ύπαρξης μικτού (δημόσιου-ιδιωτικού) φορέα για τη διοίκηση και διαχείριση (Δασαρχείο Πάρνηθας-Φορέας Διαχείρισης), του σημαντικού μεγέθους του (καταλαμβάνει έκταση σχεδόν στρεμμάτων), της εγγύτητάς του με την ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας (Αθήνα-Προάστια), των σημαντικών φυσικών (δάση κωνοφόρων και πλατυφύλλων, σπάνια είδη βλάστησης, πλούσια πανίδα, μεγάλος αριθμός πηγών, γεωλογικών σχηματισμών, κ.ά.) και πολιτιστικών (ιστορία, κάστρο Φυλής, μονές και εκκλησάκια) στοιχείων που περιλαμβάνει αλλά και για λόγους (βλ. κεφ. 7) εξυπηρέτησης των στόχων της έρευνας. 21 Πρέπει να σημειωθεί ότι η επιλογή του εθνικού δρυμού Πάρνηθας για τη μελέτη εφαρμογής και η λήψη των σχετικών στοιχείων έγιναν πριν την καταστροφική πυρκαγιά της 28/6/

66 2.2. Μεθοδολογία έρευνας Όπως έχει αναφερθεί, η παρούσα έρευνα έχει σκοπό τη διερεύνηση της οργάνωσης της λειτουργίας των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων. Για το λόγο αυτό, χρησιμοποιούνται στοιχεία από την οικονομική των παραγωγικών οικονομικών μονάδων (επιχειρήσεων), αρχές και στοιχεία από την οργανωτική και τη διοικητική θεωρία καθώς και πολυκριτηριακή ανάλυση από τη θεωρία των αποφάσεων. Η μεθοδολογία που ακολουθείται για τη διερεύνηση της οργάνωσης της λειτουργίας των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων έχει ως εξής: α) Αρχικά διερευνάται το κατά πόσον οι προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 λειτουργούν (ή μπορεί να θεωρηθεί ότι λειτουργούν) ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες. Πιο αναλυτικά, οι προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 εξετάζονται ως κοινωνικές οργανώσεις (συστήματα), ως προς την αξιοποίηση των συντελεστών της παραγωγής (έδαφος, εργασία και κεφάλαιο) για την παραγωγή έργου, ως προς το σκοπό λειτουργίας, τον τομέα παραγωγής και το μέγεθος καθώς και ως προς τα χαρακτηριστικά λειτουργίας τους, ούτως ώστε να καταστεί φανερό αν λειτουργούν ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες. β) Κατόπιν, οι προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 ομαδοποιούνται σύμφωνα με τα κριτήρια διάκρισης ή ομαδοποίησης (μέγεθος, σκοπός ίδρυσης, φορέα ιδιοκτησίας, τομέας παραγωγής) που εφαρμόζονται στις παραγωγικές οικονομικές μονάδες. γ) Στη συνέχεια, γίνεται αναλυτική παρουσίαση του οργανωτικού σχεδιασμού και της τμηματοποίησης (οργανωτικά σχήματα) σύμφωνα με την οργανωτική θεωρία και προσδιορίζονται εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα για τις ομάδες προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση δ) Έπειτα, γίνεται επιλογή οργανωτικού σχήματος από τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα με πολυκριτηριακή ανάλυση (εφαρμόζεται η διαδικασία αναλυτικής ιεράρχησης). 50

67 ε) Ακολούθως, γίνεται εφαρμογή του οργανωτικού σχήματος στην οργάνωση της λειτουργικής διάρθρωσης μιας προστατευόμενης δασικής περιοχής Φύση 2000 ως παραγωγικής οικονομικής μονάδας (εθνικός δρυμός Πάρνηθας) και στη συνέχεια το οργανωτικό σχήμα αξιολογείται ως προς τα χαρακτηριστικά λειτουργίας με πολυκριτηριακή ανάλυση. στ) Τελικά, διατυπώνονται προτάσεις για την οργάνωση της λειτουργίας των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων. 51

68 ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

69 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 3. Οι προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες 3.1. Γενικά περί παραγωγικών οικονομικών μονάδων Παραγωγικές οικονομικές μονάδες - έννοιες και διάκριση Σε προηγούμενο κεφάλαιο (κεφ. 1) αναφέρθηκε η σημασία και ο ρόλος του φυσικού περιβάλλοντος στην δημιουργία, ανάπτυξη και υποστήριξη των δραστηριοτήτων και γενικότερα της ζωής του ανθρώπου στον πλανήτη μας. Είναι λοιπόν αδιαμφισβήτητη, αυτονόητη και καθοριστική η συμβολή των πόρων του φυσικού περιβάλλοντος στην ανάπτυξη και την εξέλιξη του πολιτισμού. Λόγω του πλούτου που προκύπτει από την παραγωγή μέσω της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, έχει επικρατήσει να αναφέρονται στη βιβλιογραφία και ως πλουτοπαραγωγικοί πόροι (Στάμου 1985). Η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων είναι συνδεδεμένη με την οικονομική ανάπτυξη. Αρχικά, η εκμετάλλευση γινόταν για την εξασφάλιση των αναγκαίων αγαθών επιβίωσης, ενώ αργότερα έγινε αντικείμενο παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών. Η ανάπτυξη και εξέλιξη του πολιτισμού μαζί με την αύξηση του πληθυσμού, είχαν ως αποτέλεσμα να αναπτυχθούν ποικίλες παραγωγικές δραστηριότητες. Ουσιαστικά, οι παραγωγικές δραστηριότητες αποσκοπούν στην ικανοποίηση των παντοειδών καταναλωτικών αναγκών, πλην όμως απαιτούν την καταβολή ανάλογου χρηματικού τιμήματος. Δηλαδή, οι παραγωγικές δραστηριότητες αποβλέπουν, εκτός των άλλων, στην οικονομική ανάπτυξη και ευημερία και κατά συνέπεια είναι δραστηριότητες που έχουν οικονομικό χαρακτήρα και πραγματοποιούνται από τις «οικονομικές μονάδες» 22. Το σύνολο των παραγωγικών δραστηριοτήτων στα πλαίσια της εθνικής οικονομίας πραγματοποιείται από τις επιμέρους παραγωγικές οικονομικές μονάδες, οι οποίες συνδυάζουν τους συντελεστές της παραγωγής (έδαφος, εργασία και κεφάλαιο) με σκοπό την παραγωγή συγκεκριμένου έργου (Στάμου 1985, Μπουραντάς 1992, Κανελλόπουλος 1994, Καραθάνος 1994). Ο όρος παραγωγική οικονομική μονάδα αποδίδεται εν μέρει με τον όρο επιχείρηση και αυτό διότι οι επιχειρήσεις είναι πρωτίστως κερδοσκοπικοί οργανισμοί ενώ το σύνολο των παραγωγικών οικονομικών μονάδων περιλαμβάνει και τους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς. Επίσης, σύμφωνα με την οικονομική επιστήμη, ο όρος παραγωγική 22 Σύμφωνα με τον Μακρή (1976) οι οικονομικές μονάδες είναι οι εν γένει συστηματικοί συνδυασμοί μέσων (ή συντελεστών παραγωγής) για την παραγωγή οικονομικών αγαθών ή την προσφορά υπηρεσιών, προς ικανοποίηση των αναγκών ης ζωής. 53

70 μονάδα σχετίζεται με το κοινωνικοοικονομικό σύστημα της κρατικής οικονομίας ενώ ο όρος επιχείρηση σχετίζεται με το οικονομικό σύστημα της ελεύθερης αγοράς. Ο μεν πρώτος όρος αναφέρεται σε οικονομική μονάδα η οποία, χωρίς να αποκλείει το κέρδος έχει ως βασική επιδίωξη την ικανοποίηση των οικονομικών αναγκών, ενώ ο δεύτερος όρος αναφέρεται σε οικονομική μονάδα όπου κύριο χαρακτηριστικό της είναι η επίτευξη του μέγιστου δυνατού και παράλληλα διαρκούς κέρδους (Στάμου 1985). Ως επιχείρηση από οικονομικής πλευράς, καλείται η ποριστική 23 οικονομική μονάδα, η οποία αποτελεί, εντός της κεφαλαιοκρατικής αγοράς και των εξ αυτής κινδύνων, την αυτοτελή και υπεύθυνη οργάνωση των παραγωγικών συντελεστών και διαχείριση των συναλλαγών, δια των οποίων τελικώς επιδιώκει την πραγματοποίηση του μέγιστου δυνατού κέρδους. Το κέρδος αυτό κατά κανόνα πρέπει να υπερβαίνει τη συνήθη αντίστοιχη αμοιβή της διοικητικής ή εκτελεστικής εργασίας (Μακρής 1976). Σύμφωνα με μια γενικότερη θεώρηση, κάθε παραγωγική δραστηριότητα που αποσκοπεί στην επίτευξη κέρδους λαμβάνεται ως επιχείρηση. Δηλαδή, ο κύριος στόχος της επιχείρησης είναι η επίτευξη και ειδικότερα η μεγιστοποίηση του κέρδους (Ζευγαρίδης 1968, Μακρής 1976, Στάμου 1985 και 2002). Οι παραγωγικές οικονομικές μονάδες διακρίνονται κυρίως με βάση τα εξής κριτήρια (Μακρής 1976, Στάμου 1985, Κανελλόπουλος 1994): α) ανάλογα με το φορέα τους, σε ιδιωτικές όταν ο φορέας τους είναι νομικό ή φυσικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και σε δημόσιες όταν ο φορέας τους είναι το κράτος ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (π.χ. οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης), β) ανάλογα με την περιουσιακή διάρθρωσή τους, σε εντάσεως πάγιας περιουσίας στον ισολογισμό των οποίων υπερέχουν σε αξία τα πάγια στοιχεία του ενεργητικού, σε εντάσεως κυκλοφορούσης περιουσίας στον ισολογισμό των οποίων υπερέχουν σε αξία τα κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία και σε μικτής σύνθεσης όπου παρατηρείται συνδυασμός των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων, γ) ανάλογα με το μέγεθος, σε μεγάλες, μεσαίες και μικρές, δ) ανάλογα με το περιεχόμενο της δράσης τους, σε παραγωγικές και σε καταναλωτικές, ενώ οι παραγωγικές διακρίνονται περαιτέρω σε εξισωτικές, σε κτητικές και σε κερδοσκοπικές, ε) ανάλογα με την απασχόληση (τομέα παραγωγής): 23 Ποριστική είναι η επιχείρηση η οποία επιδιώκει την επίτευξη και μεγιστοποίηση του κέρδους (Μακρής 1976). Σε μια πιο σύγχρονη απόδοση του όρου αυτού σήμερα, θα λέγαμε κερδοσκοπική οικονομική μονάδα (Κανελλόπουλος 1994). 54

71 ε 1 ) σε πρωτογενούς ή αρχικής παραγωγής, οι οποίες δραστηριοποιούνται στον πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία, δασοπονία, αλιεία και εξόρυξη ορυκτών υλών) ε 2 ) σε δευτερογενούς παραγωγής ή μετασχηματισμού, οι οποίες δραστηριοποιούνται στο δευτερογενή ή μεταποιητικό τομέα (βιομηχανία, βιοτεχνία), ε 3 ) σε τριτογενούς παραγωγής ή παροχής υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται στον τριτογενή τομέα ή τομέα υπηρεσιών (εμπόριο, παροχή υπηρεσιών, τράπεζες κ.λπ.), και ε 4 ) μικτής απασχόλησης (όταν απασχολούνται σε περισσότερους του ενός τομείς παραγωγής) Οι κερδοσκοπικές οικονομικές μονάδες ή επιχειρήσεις μπορούν να διακριθούν περαιτέρω με βάση τα κοινά τους γνωρίσματα όπως την κάλυψη αναγκών, την οικονομική αυτοτέλεια, τη φύση της παραγωγής, τη διάρκεια της δραστηριότητας, την επιδίωξη αποτελεσματικότητας αλλά και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα όπως το κίνητρο παραγωγής, τη δέσμευση παραγωγικών μέσων κ.ά. (Μακρής 1976, Στάμου 1985, Κανελλόπουλος 1994, Στάμου 2002). Είναι γνωστό ότι, οι παραγωγικές οικονομικές μονάδες δραστηριοποιούνται και λειτουργούν ως κοινωνικές οργανώσεις (ή οργανισμοί) που γεννιούνται, προσαρμόζονται, αναπτύσσονται, αναπαράγονται και φθίνουν εντός του φυσικού, νομοθετικού, τεχνολογικού, κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντος (Μακρής 1976, Στάμου 1985, Μπουραντάς 1992). Οι παραγωγικές οικονομικές μονάδες ως κοινωνικές οργανώσεις εξετάζονται και επισκοπούνται από την οργανωτική θεωρία, ενώ η διοίκηση (ή αλλιώς μάνατζμεντ) των κοινωνικών οργανώσεων αποτελεί αντικείμενο της διοικητικής θεωρίας και το άθροισμά τους αναφέρεται ως οργανοδιοικητική θεωρία. Στη συνέχεια γίνεται μια αναλυτικότερη παρουσίαση αφενός των παραγωγικών οικονομικών μονάδων ως οργανώσεων σύμφωνα με την οργανωτική θεωρία και αφετέρου των λειτουργιών των παραγωγικών οικονομικών μονάδων σύμφωνα με τη διοικητική θεωρία (μάνατζμεντ), ενώ παράλληλα διευκρινίζεται το περιεχόμενο των όρων οργάνωση και διοίκηση. 55

72 Η έννοια της οργάνωσης στις παραγωγικές οικονομικές μονάδες Είναι γνωστό ότι η οποιαδήποτε μορφή οικονομικής μονάδας (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), περιλαμβάνεται και αποτελεί μέρος του κοινωνικού συνόλου. Ειδικότερα τα νομικά πρόσωπα συνιστούν κοινωνικές οργανώσεις (επιχειρήσεις όταν είναι ιδιωτικού δικαίου ή οργανισμούς όταν είναι δημοσίου δικαίου). Σε μια γενικότερη προσέγγιση, οι παραγωγικές οικονομικές μονάδες θεωρούνται ως μέρη του κοινωνικού συνόλου, δηλαδή είναι κοινωνικές οργανώσεις. Ως οργάνωση θα μπορούσε να ορισθεί μια διακρινόμενη κοινωνική οντότητα ή ένωση ή σύνολο ανθρώπων, η οποία μέσω της διαίρεσης της εργασίας, δομών, συστημάτων και σχεδίων επιδιώκει την επίτευξη σε χρονική διάρκεια σκοπών (Μπουραντάς 1992). Σύμφωνα με μια άλλη θεώρηση, η οργάνωση αναφέρεται στη δομή μιας οικονομικής μονάδας και ειδικότερα από τι μέρη και τμήματα αποτελείται και ποιο είναι το αντικείμενο καθενός, πόσες ιεραρχικές βαθμίδες έχει, πόσες και ποιες θέσεις εργασίας υπάγονται σε κάθε διοικητική μονάδα κ.λπ. (Κανελλόπουλος 1994). Κατ άλλους, ως οργάνωση ορίζεται η κοινωνική οντότητα που έχει δομή, μορφή και άρα διάρθρωση και μέσω του καταμερισμού εργασίας επιδιώκει την επίτευξη πολλαπλών, χρονικά καθορισμένων σκοπών (Ζευγαρίδης 1981, Κανελλόπουλος 1985). Τα βασικά στοιχεία που συνιστούν μια οργάνωση είναι (Daft 1992, Μπουραντάς 1992): 1. Άνθρωποι. Η οργάνωση αποτελείται από ανθρώπους ή ομάδες ανθρώπων οι οποίοι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους παίζοντας ρόλους που οδηγούν στην πραγματοποίηση των βασικών λειτουργιών της οργάνωσης. 2. Σκοποί. Η οργάνωση έχει αποστολή και στόχους. Δημιουργείται και διατηρείται ακριβώς για την υλοποίηση συγκεκριμένης αποστολής και συγκεκριμένων στόχων. 3. Διαίρεση εργασίας, δομές, συστήματα, σχέδια. Η οργάνωση δεν είναι απλά ένα άθροισμα ατόμων ή λειτουργιών. Υπάρχει καθορισμένη διάκριση ρόλων και σχέσεων των ατόμων, το συνολικό έργο διαιρείται σε καθήκοντα ή εργασίες που συνιστούν θέσεις εργασίας ή ρόλους, τους οποίους αναλαμβάνουν να εκτελέσουν τα άτομα. Η λειτουργία και η δράση της οργάνωσης γίνεται σχεδιασμένα και συντονισμένα. 4. Σύνορα. Η οργάνωση διακρίνεται από το περιβάλλον της μέσω των δικών της συνόρων, δηλαδή μέσω των δικών της στοιχείων και χαρακτηριστικών, δομών, σκοπών, ατόμων κ.λπ. 56

73 5. Χρονική διάρκεια. Καμία οργάνωση δεν είναι κάτι στιγμιαίο, αλλά έχει διάρκεια ή μια συνέχεια στο χρόνο. Σύμφωνα με τον προηγούμενο ορισμό και την περιγραφή των βασικών στοιχείων της οργάνωσης γίνεται φανερό ότι τα υπουργεία, οι κρατικές υπηρεσίες και οργανισμοί, οι επιχειρήσεις, οι συνδικαλιστικοί φορείς, τα σωματεία, τα πολιτικά κόμματα, τα πανεπιστήμια, ο στρατός κ.ά., αποτελούν οργανώσεις. Αντίθετα, οι φίλαθλοι που τυχαία βρίσκονται στο γήπεδο κάθε Κυριακή για να παρακολουθήσουν έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, παρά το ότι είναι σύνολα ατόμων με κοινούς σκοπούς, δεν αποτελούν οργάνωση. Κι αυτό διότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές δομές, σχέσεις και σχέδια αλλά ούτε και χρονική διάρκεια (Μπουραντάς 1992). Όπως προαναφέρθηκε, οι οργανώσεις έχουν στόχους, οι οποίοι δικαιολογούν ως ένα βαθμό την ύπαρξή τους. Ως στόχος της οργάνωσης θα μπορούσε να ορισθεί ως η επιθυμητή κατάσταση στην οποία επιδιώκει να φθάσει ή ένα αποτέλεσμα προς επίτευξη (Μπουραντάς 1992, Στάμου 2002). Οι στόχοι μπορούν να διακριθούν σε θεσμικούς και λειτουργικούς. Οι θεσμικοί στόχοι είναι αυτοί που διατυπώνει η οργάνωση στο καταστατικό της και ουσιαστικά πρόκειται για γενικούς ή μη συγκεκριμένους στόχους ή επιδιώξεις, οι οποίοι αντανακλούν την αποστολή και εκφράζουν το βασικό καθήκον της οργάνωσης απέναντι στην κοινωνία. Οι λειτουργικοί στόχοι της οργάνωσης εκφράζουν συγκεκριμένα αποτελέσματα την επίτευξη των οποίων επιδιώκει η οργάνωση. Οι λειτουργικοί στόχοι συναρτώνται με τα συνολικά μεγέθη της οργάνωσης, την αγορά, την παραγωγή, τα άτομα, τις καινοτομίες. Σημειώνεται ότι οι στόχοι μιας οργάνωσης μπορεί να είναι γενικοί που να προσδιορίζονται από επιμέρους ή ειδικότερους στόχους, συμφέροντα και αξίες των ομάδων που λειτουργούν μέσα στην οργάνωση (εσωτερικό περιβάλλον λειτουργίας) καθώς και ομάδων που λειτουργούν στο περιβάλλον της οργάνωσης (εξωτερικό περιβάλλον λειτουργίας) και επιδρούν σ αυτήν. Η ύπαρξη πολλών και διαφορετικών στόχων εντός της ίδιας οργάνωσης εμπεριέχει και την έννοια της ασυμβατότητας ή αντιπαλότητας μεταξύ στόχων. Έτσι, ορισμένοι στόχοι μπορεί να είναι συγκρουόμενοι ή αμοιβαία αποκλειόμενοι, δηλαδή η επίτευξη κάποιου στόχου να επιδρά αρνητικά στην επίτευξη κάποιου άλλου στόχου. Όμως, η οργάνωση επιδιώκει την εναρμόνιση και τη σύνθεση των στόχων της, κάτι που επιτυγχάνεται μέσω των διαδικασιών διαπραγμάτευσης, συναίνεσης, συμβιβασμού και άσκησης εξουσίας (Μπουραντάς 1992). 57

74 Στην καλύτερη κατανόηση του περιεχομένου και της λειτουργίας των οργανώσεων συνέβαλε η συστημική προσέγγιση (systemic approach), η οποία αποτελεί έναν τρόπο σκέψης ή θεώρησης και μέθοδο μελέτης φαινομένων και οργανισμών. Αυτή στηρίζεται στη γενική θεωρία συστημάτων που αναπτύχθηκε κατά τη δεκαετία του 1950 κυρίως από το βιολόγο Bertalanffy, τον οικονομολόγο Boulding, το βιομαθηματικό Rappoport και τον φυσικό Gerrard. Η βασική αρχή και συγχρόνως επιδίωξη της γενικής θεωρίας συστημάτων συνίσταται στην ύπαρξη ενός γενικού πλαισίου βασικών αρχών με το οποίο μελετώνται και διερευνώνται όλα τα φαινόμενα και οργανισμοί. Οι βασικές αρχές της γενικής θεωρίας των συστημάτων είναι: - ο γνωστός κόσμος, τα φαινόμενα και οι οργανισμοί είναι ολότητες αποτελούμενες από τμήματα που βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση, - υπάρχουν αρχές που έχουν διεπιστημονική ισχύ και αυτούσιες χρησιμοποιούνται στη μελέτη των διαφορετικών συνιστωσών (βιολογικών, τεχνικών, οικονομικών, κοινωνικών κ.ά.) φαινομένων, - οι διάφοροι επιστημονικοί κλάδοι αναλύουν τα φαινόμενα και μελετούν μόνο μέρη αυτών, στοιχείο που απαιτεί τη σύνδεσή τους ώστε να επιτευχθεί η θεώρησή τους ως ολότητες. Κατά συνέπεια η συστημική προσέγγιση θεωρείται ουσιώδης για την καλύτερη αντίληψη της έννοιας και λειτουργίας των οργανώσεων. Με άλλα λόγια, οι οργανώσεις θεωρούνται ως συστήματα. Ως σύστημα ορίζεται ένα σύνολο στοιχείων ή μερών τα οποία συνδεόμενα μεταξύ τους μέσω σχέσεων αλληλεπίδρασης σχηματίζουν μια ολότητα. Κάθε σύστημα έχει τα εξής στοιχεία (Μπουραντάς 1992): - αποτελείται από μέρη ή υποσυστήματα συνδεόμενα μεταξύ τους, - έχει συγκεκριμένα όρια ή σύνορα, τα οποία καθορίζονται από το περιβάλλον εντός του οποίου βρίσκεται το σύστημα αλλά και καθορίζουν τη θέση του συστήματος μέσα στο περιβάλλον, - για να λειτουργήσει και να υπάρξει χρειάζεται πόρους, τους οποίους προμηθεύεται από το περιβάλλον του ως εισροές. Οι εισροές αυτές είναι εκροές άλλων συστημάτων και μπορεί να είναι κεφάλαια, υλικά, πληροφορίες κ.λπ. - μέσω των αλληλεπιδράσεων των υποσυστημάτων του, επεξεργάζεται ή μετατρέπει ή μετασχηματίζει τις εισροές από το περιβάλλον του, 58

75 - παράγει εκροές προς το περιβάλλον του ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας ή μετασχηματισμού των εισροών. Οι εκροές του συστήματος αποτελούν εισροές άλλων συστημάτων, - οφείλει να ελέγχει τη λειτουργία του ή καλύτερα τη σχέση μεταξύ εκροών και εισροών του με κατάλληλο μηχανισμό ελέγχου / ανατροφοδότησης (feedback), ώστε να επιβιώνει και να προσαρμόζεται στο περιβάλλον του. Τα συστήματα διακρίνονται με βάση χαρακτηριστικά ή ιδιότητες, που προσδιορίζουν το χαρακτήρα τους. Η μελέτη των ιδιοτήτων των συστημάτων είναι αναγκαία για την κατανόηση, εξήγηση και -μέχρις ένα βαθμό- πρόβλεψη της συμπεριφοράς των συστημάτων. Τα συστήματα διακρίνονται σε (Μπουραντάς 1992, Ζαβλανός 2002): Ανοικτά / κλειστά συστήματα. Ανοικτά είναι τα συστήματα που βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον τους, ενώ κλειστά είναι εκείνα τα οποία δεν έχουν καμία αλληλεπίδραση με το περιβάλλον τους. Δυναμικά / στατικά συστήματα. Η δυναμικότητα ή η στατικότητα των συστημάτων εκφράζουν τη συχνότητα και σημαντικότητα των αλλαγών που συντελούνται τόσο εντός (μέρη ή υποσυστήματα, δομή και λειτουργία) όσο και εκτός (αλληλεπίδραση με το περιβάλλον) του συστήματος. Πολύπλοκα / απλά συστήματα. Η πολυπλοκότητα εκφράζει την ποσότητα των μερών ή υποσυστημάτων που το αποτελούν καθώς και την ποσότητα των αλληλεπιδράσεων και των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των μερών του συστήματος. Κατά αντίθετο τρόπο θεωρείται η απλότητα ενός συστήματος. Σημαντικές ιδιότητες των συστημάτων είναι: Η συνέργια. Ως συνέργια θεωρείται το ότι μια ολότητα είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα των μερών που την αποτελούν. Ως ιδιότητα των συστημάτων η συνέργια εκφράζει το βαθμό αρμονίας και συνεργασίας μεταξύ των μερών (ή υποσυστημάτων) έτσι ώστε τελικά η ολότητα (και το αποτέλεσμα αυτής) να είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα των μερών. Η εντροπία. Εντροπία είναι η διαδικασία μέσω της οποίας το σύστημα φθίνει και οδηγείται σε εξαφάνιση. Η διαδικασία αυτή τροφοδοτείται από την έλλειψη μηχανισμού ελέγχου ή αναπληροφόρησης (feedback) του συστήματος με αποτέλεσμα την ανισορροπία εισροών-εκροών σε βάρος των πρώτων. 59

76 Η συστημική προσέγγιση της οργάνωσης θα μπορούσε να παρασταθεί ή καλύτερα ν απεικονιστεί με δύο τρόπους: μακροσκοπικά (Σχήμα 3.1α) και μικροσκοπικά (Σχήμα 3.1β). ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ - ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ ΕΙΣΡΟΕΣ ΕΚΡΟΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ Α ΥΛΕΣ ΑΝΑΤΡΟΦΟ ΟΤΗΣΗ Σχήμα 3.1α. Συστημική προσέγγιση των οργανώσεων (μακροσκοπικά) Fig. 3.1a. Systemic approach of organizations (macroscopic) (Πηγή: Ζαβλανός 2002, προσαρμογή από το συγγραφέα) ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΙΣΡΟΕΣ ΕΚΡΟΕΣ ΛΟΙΠΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΑΝΑΤΡΟΦΟ ΟΤΗΣΗ Σχήμα 3.1β. Συστημική προσέγγιση της οργάνωσης (μικροσκοπικά) Fig. 3.1b. Systemic approach of organization (microscopic) (Πηγή: Ζαβλανός 2002, προσαρμογή από το συγγραφέα) Από την εξέταση των προηγούμενων σχημάτων, κάθε οργάνωση μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα σύστημα μέσω της συστημικής προσέγγισης. Δηλαδή, κάθε οργάνωση αποτελεί μια ολότητα (σύστημα) που συνίσταται από αλληλεπιδρώντα μέρη (υποσυστήματα) μέσα στα πλαίσια ενός ευρύτερου περιβάλλοντος. Οι εισροές της οργάνωσης από το περιβάλλον της μπορεί να είναι άτομα, υλικοί πόροι, πληροφορίες και γνώσεις ενώ οι εκροές της είναι χρήσιμα προϊόντα και υπηρεσίες καθώς και ρύποι και επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον (Μπουραντάς 1992). 60

77 Η έννοια της διοίκησης στις παραγωγικές οικονομικές μονάδες Όπως προαναφέρθηκε, οι παραγωγικές οικονομικές μονάδες έχουν συγκεκριμένη δομή και αποτελούν συστήματα ή κοινωνικές οργανώσεις. Επίσης, οι κοινωνικές οργανώσεις και πιο συγκεκριμένα οι παραγωγικές οικονομικές μονάδες έχουν συγκεκριμένους σκοπούς και στόχους, για την επίτευξη των οποίων απαιτείται συντονισμένη δράση μεταξύ των επιμέρους τμημάτων της οργάνωσης προς την κατεύθυνση επίτευξης του(των) στόχου(ων). Το συντονισμό των επιμέρους τμημάτων μιας οικονομικής μονάδας αναλαμβάνει η διοίκηση. Ως διοίκηση θα μπορούσε να ορισθεί ο συντονισμός των επιμέρους τμημάτων ή λειτουργιών μιας παραγωγικής οικονομικής μονάδας με σκοπό την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων της οργάνωσης (Ζευγαρίδης 1981). Σύμφωνα με άλλους συγγραφείς, η διοίκηση είναι η άσκηση λειτουργιών όπως ο προγραμματισμός (programming), η οργάνωση (organization), η διεύθυνση (ή καθοδήγηση) (direction) και ο έλεγχος (control, audit), δια των οποίων επιδιώκεται η αρμονική συνεργασία των επιμέρους τμημάτων της οικονομικής μονάδας με σκοπό την επίτευξη των στόχων της (Κανελλόπουλος και Κατσιούλας 1990, Μπουραντάς 1992, Κανελλόπουλος 1994, Ναξάκης και άλλοι 1999). Η διοίκηση εφαρμόζει τις προαναφερθείσες διοικητικές λειτουργίες στους διαθέσιμους πόρους της παραγωγικής οικονομικής μονάδας (ανθρώπινο δυναμικό, μηχανήματα, πρώτες ύλες, κεφάλαιο, πληροφορίες) έχοντας σκοπό την επίτευξη των στόχων (θεσμικών και λειτουργικών) που έχουν τεθεί. Οι διοικητικές λειτουργίες ως επιμέρους στοιχεία της διοίκησης των παραγωγικών οικονομικών μονάδων εννοιολογικά ορίζονται ως ακολούθως (Κανελλόπουλος 1985, Μπουραντάς 1992, Μπουραντάς και Παπαλεξανδρή 1998, Ναξάκης και άλλοι 1999, Ζαβλανός 2002): Προγραμματισμός. Είναι η λειτουργία του μάνατζμεντ που αναφέρεται στον προσδιορισμό των αντικειμενικών στόχων μιας οικονομικής μονάδας και των μέσων που απαιτούνται για την υλοποίησή τους. Αφορά τον προσδιορισμό της κατάστασης και της θέσης της οργάνωσης στο μέλλον, της πορείας που πρέπει ν ακολουθηθεί και των μέσων που χρειάζονται για να επιτευχθεί η επιθυμητή κατάσταση. Ουσιαστικά, ο προγραμματισμός αναφέρεται στον προσδιορισμό των στόχων, της στρατηγικής, των τακτικών και των μέσων που θα χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη των στόχων σε καθορισμένο χρονικό ορίζοντα. 61

78 Οργάνωση. Είναι η λειτουργία του μάνατζμεντ που αναφέρεται στο σύνολο των τρόπων με τους οποίους διαιρείται σε ξεχωριστά καθήκοντα το έργο της οικονομικής μονάδας και στους σχετικούς μηχανισμούς συντονισμού όλων των δραστηριοτήτων. Αφορά τη διαίρεση του συνολικού έργου που προσδιορίζει ο προγραμματισμός σε επιμέρους καθήκοντα ή εργασίες, τα οποία ανατίθενται σε συγκεκριμένα άτομα για τα οποία διαμορφώνονται συγκεκριμένες σχέσεις (ιεραρχία), ώστε συντονισμένα να κατευθύνονται προς την υλοποίηση των στόχων. Διεύθυνση. Είναι η λειτουργία του μάνατζμεντ που αναφέρεται στον ανθρώπινο παράγοντα και αφορά τα μέσα που χρησιμοποιούν τα διοικητικά στελέχη προκειμένου να επηρεάσουν τη συμπεριφορά και να οδηγήσουν τον ανθρώπινο παράγοντα ώστε να συμβάλλει αποτελεσματικά στην υλοποίηση των στόχων της οικονομικής μονάδας. Έλεγχος. Είναι η λειτουργία του μάνατζμεντ που αναφέρεται στην επιδίωξη μέτρησης των αποτελεσμάτων της οικονομικής μονάδας, τη σύγκριση και σύγκλισή τους με προκαθορισμένα πρότυπα, καθώς και τον εντοπισμό και μέτρηση των αποκλίσεων μεταξύ στόχων και αποτελεσμάτων με σκοπό τη λήψη διορθωτικών μέτρων για την εξάλειψη των αιτιών των αποκλίσεων. Οι λειτουργίες της διοίκησης θα μπορούσαν ν απεικονιστούν με το επόμενο σχήμα (Σχήμα 3.2). ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΛΕΓΧΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ & Α ΥΛΕΣ ΣΤΟΧΟΙ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΝΩΣΕΙΣ Σχήμα 3.2. Διοίκηση οικονομικών μονάδων-λειτουργίες της διοίκησης Fig Business Management-management functions (Πηγή: Μπουραντάς 1992) 62

79 Ο προγραμματισμός ως λειτουργία της διοίκησης είναι μια συμπυκνωμένη έκφραση, που περιλαμβάνει τις ενέργειες της διοίκησης με τις οποίες καθορίζεται η αποστολή της οικονομικής μονάδας, αξιολογείται το περιβάλλον, προσδιορίζονται οι αντικειμενικοί (λειτουργικοί) στόχοι και επιλέγονται τα καταλληλότερα μέσα για την επίτευξή τους 24. Συνεπώς, τα στάδια του προγραμματισμού είναι: η αποστολή, η αξιολόγηση του περιβάλλοντος, ο προσδιορισμός των στόχων, ο καθορισμός πολιτικών και διαδικασιών και τα λειτουργικά προγράμματα. Η αποστολή της οικονομικής μονάδας είναι αυτή που προσδιορίζει το λόγο ύπαρξής της, τη διαφοροποιεί από άλλες οικονομικές μονάδες και αποτελεί βασικό στοιχείο του προγραμματισμού. Στοιχεία της αποστολής είναι οι σκοποί και οι αξίες της, οι στρατηγικές επιδιώξεις της και οι διάφορες πολιτικές που θ ακολουθήσει για την επίτευξη των στόχων της. Η αποστολή μεταξύ άλλων εμπεριέχει και τη φιλοσοφία μιας οικονομικής μονάδας. Η αξιολόγηση του περιβάλλοντος (εσωτερικού και εξωτερικού) μιας οικονομικής μονάδας είναι σημαντικό στοιχείο για την πρόβλεψη 25 μελλοντικών εξελίξεων και κατ επέκταση την περαιτέρω πορεία της. Η αξιολόγηση του περιβάλλοντος οδηγεί σε ρεαλιστική διατύπωση στόχων και αποτελεσματικό προγραμματισμό της οικονομικής μονάδας. Ο προσδιορισμός των στόχων εξαρτάται από την αξιολόγηση του περιβάλλοντος και κατ επέκταση από την πρόβλεψη μελλοντικών τάσεων. Οι στόχοι πρέπει να είναι ρεαλιστικοί, υλοποιήσιμοι, να προσδιορίζονται ποσοτικά και να διατυπώνονται με σαφή τρόπο καθιστώντας διακριτές τις υποχρεώσεις εργαζομένων και διοίκησης. Με τον καθορισμό πολιτικών και διαδικασιών επιδιώκεται η διαμόρφωση ενός επιχειρηματικού πλαισίου λειτουργίας. Οι πολιτικές περιέχουν τις βασικές οδηγίες και άξονες με βάση τους οποίους δρουν και λαμβάνουν αποφάσεις τα διοικητικά στελέχη. Επίσης περιέχουν την αποστολή του οργανισμού, εκφράζουν την κουλτούρα και ενσωματώνουν τις εξωτερικές επιδράσεις. Οι διαδικασίες αναφέρονται στις ενέργειες που 24 Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι στις περιπτώσεις που γίνεται αναφορά των όρων καθορισμός των αντικειμενικών στόχων μιας οργάνωσης ή ενός οργανισμού και επιλογή των μέσων δράσης, χρησιμοποιείται συνήθως ο όρος σχεδιασμός αντί του όρου προγραμματισμός. Ο σχεδιασμός αναφέρεται στους γενικούς και μακροπρόθεσμους σκοπούς ενός οργανισμού, ενώ ο προγραμματισμός αναφέρεται σε συγκεκριμένους βραχυπρόθεσμους και μεσοπρόθεσμους στόχους (Ναξάκης και άλλοι 1999, Στάμου 2002). 25 Οι μέθοδοι πρόβλεψης που χρησιμοποιούνται είναι ποσοτικές (χρονολογικές σειρές, μοντέλα παλινδρόμησης κ.ά.) και ποιοτικές όπως ανάλυση κοινωνικών και οικονομικών τάσεων (Jarrett 1993). 63

80 πρέπει να γίνουν και την πορεία που πρέπει να ακολουθηθεί ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι του οργανισμού. Τα προγράμματα λειτουργίας είναι γραπτές αποτυπώσεις στις οποίες αναφέρονται με σαφήνεια, εκφράζονται ποσοτικά και με προϋπολογισμό οι στόχοι, οι πολιτικές και οι διαδικασίες που αφορούν τη λειτουργία της οικονομικής μονάδας. Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι για να είναι αποτελεσματικός ο προγραμματισμός πρέπει να εφαρμόζονται οι παρακάτω αρχές: - η αρχή της χρονικής δέσμευσης, σύμφωνα με την οποία οι στόχοι, οι πολιτικές και διαδικασίες, τα προγράμματα λειτουργίας προσδιορίζονται χρονικά ώστε να υφίσταται δέσμευση ως προς την υλοποίησή τους. - η αρχή της διόρθωσης, σύμφωνα με την οποία η οικονομική μονάδα λειτουργεί σε ένα δυναμικό και διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον και με την τακτική αξιολόγησή του να είναι σε θέση να επαναπροσδιορίσει στόχους και μέσα για την υλοποίησή τους, και - η αρχή της ελαστικότητας, σύμφωνα με την οποία κάθε λειτουργικό πρόγραμμα θα πρέπει να μην είναι άκαμπτο, υπό την έννοια του ότι αρκετές φορές οι προβλέψεις δεν επαληθεύονται με αποτέλεσμα να προκύπτει η ανάγκη αναθεώρησης ή τροποποίησης ή ακόμη και αντικατάστασής τους με εναλλακτικά. Τέλος, σημειώνεται ότι η λειτουργία του προγραμματισμού θεωρείται πολύ σημαντική για τη λειτουργία και ειδικότερα τον προσανατολισμό μιας οικονομικής μονάδας σε σχέση με τους επιδιωκόμενους στόχους και την επιβίωσή της στις αλλαγές του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο δραστηριοποιείται. Η οργάνωση είναι η διοικητική λειτουργία που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο μια οικονομική μονάδα διαμορφώνει τη δομή της. Σύμφωνα με τον Fayol (1916) οργάνωση είναι η δημιουργία της δομής, υλικής και ανθρώπινης, της οικονομικής μονάδας ή επιχείρησης. Η οργάνωση, στα πλαίσια του εννοιολογικού της προσδιορισμού, συνήθως αναφέρεται με την ευρεία και τη στενή της έννοια, δηλαδή ως κοινωνική οργάνωση (ευρεία) και ως οργανωτική δομή (στενή). Η ευρεία έννοια της οργάνωσης παρουσιάστηκε και αναλύθηκε στην παράγραφο προηγουμένως. Η οργάνωση, υπό τη στενή της έννοια, είναι μια διοικητική λειτουργία η οποία περιλαμβάνει κυρίως τη δημιουργία δομής σε μια οικονομική μονάδα, δηλαδή καθορίζει το σύνολο των ρόλων (των ατόμων) και των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους για την επίτευξη των σκοπών της οικονομικής μονάδας. Έτσι, η λειτουργία της οργάνωσης αποσκοπεί στην ομαδοποίηση όλων εκείνων των δραστηριοτήτων που είναι αναγκαίες για την αποτελεσματική λειτουργία της οικονομικής μονάδας. Η οργάνωση 64

81 αφορά το σχεδιασμό, τη διάρθρωση και τη συγκρότηση της λειτουργίας μιας οικονομικής μονάδας, στοιχεία που καθορίζουν τους ρόλους, τις συμπεριφορές και τις σχέσεις μεταξύ των μελών της. Μια τυπική γραφική απεικόνιση της οργανωτικής δομής μιας οικονομικής μονάδας αποτελεί το οργανόγραμμα (οργανωτικό σχήμα). Με το οργανόγραμμα αποτυπώνονται τα ιεραρχικά επίπεδα εξουσίας-λήψης αποφάσεων, τα επιμέρους τμήματα καθώς και τα άτομα που στελεχώνουν τα τμήματα αυτά, στα αντίστοιχα επίπεδα εξουσίας. Το οργανόγραμμα παρουσιάζει την τυπική οργάνωση των δράσεων λειτουργίας μιας οικονομικής μονάδας και δίνει πληροφορίες για αρκετά στοιχεία μιας οικονομικής μονάδας (όπως π.χ. για την τυπική επικοινωνία) πλην όμως δεν παρέχει πληροφορίες για την άτυπη οργάνωση και επικοινωνία. Με τον όρο άτυπη οργάνωση αποδίδεται το δίκτυο των προσωπικών και κοινωνικών σχέσεων που δεν προσδιορίζονται μέσω της τυπικής οργάνωσης αλλά προκύπτουν τυχαία κατά τη συνεργασία των ατόμων (Davis and Newstrom 1985, Κανελλόπουλος 1994, Ναξάκης και άλλοι 1999). Συνοπτικά θα μπορούσε ν αναφερθεί ότι η οργάνωση περιλαμβάνει τις εξής ενέργειες: α) την τμηματοποίηση της διοικητικής δράσης (διαίρεση εργασίας-εξειδίκευση), β) την εκχώρηση εξουσίας λήψης αποφάσεων και γ) τη διαμόρφωση των διαλεκτικών (επικοινωνιακών) σχέσεων μεταξύ ιεραρχικών επιπέδων, τμημάτων κ.λπ. Η τμηματοποίηση ή διαίρεση της εργασίας-εξειδίκευση αναφέρεται στη διανομή του συνολικού έργου μιας οικονομικής μονάδας. Ουσιαστικά αυτό σημαίνει ότι το συνολικό έργο (δραστηριότητες, λειτουργίες), που σύμφωνα με την αποστολή και τους σκοπούς έχει να επιτελέσει μια οικονομική μονάδα, διαιρείται σε επιμέρους εργασίες ή καθήκοντα. Από τη διαίρεση αυτή προκύπτουν θέσεις εργασίας με συγκεκριμένο περιεχόμενο καθηκόντων για τα άτομα που θα τις καταλάβουν. Συγχρόνως, όμως, η διαίρεση της εργασίας συνδέεται με την εξειδίκευση θέσεων και εργαζομένων. Η εξειδίκευση της εργασίας προσδιορίζεται από δύο διαστάσεις, την οριζόντια και την κάθετη εξειδίκευση. Η οριζόντια εξειδίκευση είναι ο κυρίαρχος τύπος διαίρεσης της εργασίας και αναφέρεται στο εύρος των καθηκόντων ενώ η κάθετη εξειδίκευση αναφέρεται στη διακριτική ευχέρεια ή τον έλεγχο ή το δικαίωμα για λήψη αποφάσεων που δίνεται στην αντίστοιχη θέση εργασίας (Μπουραντάς 1992). Με βάση την οργανωτική δομή μιας παραγωγικής οικονομικής μονάδας και την διαίρεση της εργασίας κατανέμεται ή εκχωρείται η εξουσία για τη λήψη αποφάσεων. Το ποιος αναθέτει ή εκχωρεί εξουσία και τι είδους εξουσία εκχωρείται ή ανατίθεται εμπεριέχεται 65

82 στη λειτουργία της οργάνωσης. Ανάθεση και εκχώρηση εξουσίας σημαίνει ότι παραχωρείται από έναν προϊστάμενο σε έναν υφιστάμενο το δικαίωμα να ενεργεί κατά ην κρίση του, πάντοτε μέσα στα όρια των ευθυνών και των καθηκόντων του (Koontz and O Donnel, 1980). Οι παλαιότερου τύπου οργανωτικές δομές (π.χ. πυραμιδοειδής δομή) στηρίζονται στην συγκεντρωτική εξουσία δηλαδή η λήψη αποφάσεων γίνεται από ελάχιστα άτομα που βρίσκονται σε υψηλό ιεραρχικό επίπεδο (π.χ. πολύ κοντά στην κορυφή της πυραμιδοειδούς δομής). Οι νεώτερες οργανωτικές δομές υποστηρίζουν την εκχώρηση εξουσίας λήψης αποφάσεων από τα προϊστάμενα στελέχη (ανώτερα ιεραρχικά επίπεδα) προς τα υφιστάμενα στελέχη ή υπαλλήλους όπως συμβαίνει στις οργανωτικές δομές τύπου πλέγματος ή matrix (Μπουραντάς 1992, Ναξάκης και άλλοι 1999). Κατά τη διαδικασία της ανάθεσης εξουσίας από τα σημαντικότερα ζητήματα είναι η τήρηση ορισμένων ουσιαστικών αρχών. Οι αρχές αυτές είναι (Ναξάκης και άλλοι 1999): - ο συσχετισμός της ανάθεσης εξουσίας λήψης αποφάσεων με τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, δηλαδή προϋπόθεση για την ανάθεση εξουσίας λήψης αποφάσεων είναι η αποσαφήνιση των επιδιωκόμενων στόχων ώστε να ασκείται ενεργά όση εξουσία απαιτείται για την επίτευξή τους. - η κατά το δυνατόν αποτελεσματική συγκεκριμενοποίηση των περιοχών δράσης, των προσδοκώμενων αποτελεσμάτων και των ενεργειών και δράσεων που ανατίθενται, δηλαδή ο λειτουργικός ορισμός του τι ανατίθεται, μέσω ποιών κανόνων ισχύει και τι επιδιώκεται να επιτευχθεί. - η ισορροπία μεταξύ ανατιθέμενης εξουσίας και αντίστοιχης ευθύνης, διότι ανάθεση ευθύνης χωρίς ανάλογη εξουσία προκαλεί προβλήματα και δυσλειτουργίες. - η ενότητα εντολής, σύμφωνα με την οποία ο κάθε υπάλληλος πρέπει να διοικείται από έναν μόνο προϊστάμενο ώστε να μη δημιουργείται σύγχυση εντολών, καθηκόντων και στόχων. Η επικοινωνία μεταξύ των τμημάτων μιας παραγωγικής οικονομικής μονάδας καθορίζεται από την λειτουργία της οργάνωσης. Συνήθως ένα ανώτερο ιεραρχικό επίπεδο δίνει εντολές προς τα κατώτερα και λαμβάνει επίσης αναφορές εργασίας από τα κατώτερα. Ακόμη, η επικοινωνία μεταξύ των τμημάτων ή των διοικητικών στελεχών (μάνατζερς) του ίδιου ιεραρχικού επιπέδου γίνεται με βάση ποιο τμήμα ή ποιο διοικητικό στέλεχος θεωρείται αρχαιότερο ή επιβλέπον των άλλων. Έτσι, η τυπική απεικόνιση της οργανωτικής δομής (οργανόγραμμα-οργανωτικό σχήμα) αποκαλύπτει τις επικοινωνιακές δομές-διαύλους και την επίσημη (ή καθορισμένη) ροή πληροφοριών μέσα στο σύστημα. 66

83 Από τα παραπάνω γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο ρόλος της οργάνωσης είναι θεμελιώδους σημασίας τόσο κατά την έναρξη λειτουργίας μιας παραγωγικής οικονομικής μονάδας όσο και στη συνέχεια της ύπαρξής της. Η διεύθυνση (καθοδήγηση, management) είναι η διοικητική λειτουργία που ασχολείται και αναφέρεται στον ανθρώπινο παράγοντα, σε αντίθεση με τον προγραμματισμό και την οργάνωση που ασχολούνται κυρίως με τον οργανισμό και το έργο του. Το εννοιολογικό περιεχόμενο της διεύθυνσης αναφέρεται στα μέσα που χρησιμοποιεί η διοίκηση με σκοπό την καθοδήγηση του ανθρώπινου παράγοντα στην επίτευξη των αντικειμενικών (λειτουργικών) στόχων της οικονομικής μονάδας (Μπουραντάς 1992, Μπουραντάς και Παπαλεξανδρή 1998, Ναξάκης και άλλοι 1999). Για τη διεύθυνση ή τη διοίκηση του ανθρώπινου παράγοντα απαιτούνται ιδιαίτερες ικανότητες από τα διοικητικά στελέχη (μάνατζερς) όπως η ικανότητα κατανόησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και προσωπικότητας, η ικανότητα ανάπτυξης συνεργατικών σχέσεων, η ικανότητα επίλυσης συγκρούσεων και ανάπτυξης διαπροσωπικών σχέσεων, τεχνική ικανότητα και κριτική ικανότητα. Οι ικανότητες αυτές των μάνατζερς απαιτούνται διότι ο ανθρώπινος παράγοντας εκτός από οικονομικά κίνητρα επηρεάζεται από τις διαπροσωπικές σχέσεις και ψυχοκοινωνικής φύσεως αίτια, οι στόχοι της οργάνωσης είναι συνήθως απρόσωποι και διαφέρουν από τους προσωπικούς στόχους κάθε εργαζόμενου, οι κανόνες εργασίας περιορίζουν την προσωπική ελευθερία του εργαζόμενου, οι προτεραιότητες της οργάνωσης διαφέρουν από τις προτεραιότητες του εργαζόμενου, η άσκηση εξουσίας και οι δομές εξουσίας και οι συγκρούσεις (λόγω έλλειψης επικοινωνίας ή διαφορετικών συμφερόντων) επηρεάζουν σημαντικά τη συμπεριφορά καθώς και η πολυπλοκότητα της ίδιας της ανθρώπινης συμπεριφοράς (Κανελλόπουλος και Κατσιούλας 1990, Μπουραντάς 1992, Drucker 1994, Μπουραντάς και Παπαλεξανδρή 1998, Ναξάκης και άλλοι 1999, Ζαβλανός 2002). Η διοίκηση του ανθρώπινου παράγοντα περιλαμβάνει τις έννοιες της ηγεσίας, της υποκίνησης ή παρακίνηση των εργαζόμενων, των ομάδων εργασίας και της επικοινωνίας. - Ηγεσία θεωρείται η ικανότητα ενός ατόμου να προΐσταται μιας ομάδας ανθρώπων, να επηρεάζει θετικά τη συμπεριφορά τους ώστε με τη συνεργασία μεταξύ τους να επιτυγχάνονται οι στόχοι της οργάνωσης (Μπουραντάς 1992, Ναξάκης και άλλοι 1999, Ζαβλανός 2002). Η ηγεσία μπορεί να διακριθεί σε φυσική και τυπική. Φυσική ηγεσία υφίσταται όταν κάποιος ξεχωρίζει μέσα σε μια ομάδα και εθελοντικά όλοι αποδέχονται ότι έχει την ικανότητα να τους διευθύνει. Τυπική ηγεσία ασκείται από την εξουσία της θέσης που κατέχει κάποιος στον οργανισμό. Ο μάνατζερ αποκτά το 67

84 χαρακτηρισμό του ηγέτη όταν εκτός της θέσης που κατέχει, διαθέτει και τα φυσικά προς τούτο προσόντα (Ναξάκης και άλλοι 1999). Η ηγεσία χαρακτηρίζεται από αυτόν που την ασκεί, οπότε έχει αναπτυχθεί σχετική θεωρία και έχει επικρατήσει ο όρος στυλ ηγεσίας. Τα επικρατέστερα ηγετικά στυλ που αναφέρονται στη βιβλιογραφία της οργανωτικής συμπεριφοράς (Lickert 1974) είναι το εκμεταλλευτικό-αυταρχικό, το φιλανθρωπικό-εξουσιαστικό, το συμβουλευτικό και το συμμετοχικό (Μπουραντάς 1992, Ναξάκης και άλλοι 1999, Ζαβλανός 2002). Η ηγεσία οφείλει να είναι αποτελεσματική. Η αποτελεσματικότητα της ηγεσίας στηρίζεται στις εξής προϋποθέσεις-κριτήρια: α) τη δημιουργία κλίματος συνεργασίας και ομαλών σχέσεων, β) τη δυνατότητα να παίρνουν πρωτοβουλίες και να αναπτύσσουν την προσωπικότητά τους οι εργαζόμενοι, γ) την εκπαίδευση και εκχώρηση αρμοδιοτήτων-προετοιμασία αντικαταστάτη και δ) η εφαρμογή τεχνικών υποκίνησης (Μπουραντάς 1992, Ναξάκης και άλλοι 1999, Ζαβλανός 2002). - Με τον όρο παρακίνηση ή υποκίνηση των εργαζόμενων εννοούνται τα κίνητρα που οδηγούν την ανθρώπινη συμπεριφορά να ενεργοποιηθεί προς την επίτευξη των επιδιώξεων, των προσωπικών και κοινωνικών στόχων. Ως κίνητρο (motive) θεωρείται μια εσωτερική κατάσταση που ενεργοποιεί, δραστηριοποιεί ή κινεί και που κατευθύνει τη συμπεριφορά προς τους στόχους. Το κίνητρο είναι μια εσωτερική δύναμη, πίεση-ώθηση που προέρχεται από την ύπαρξη μιας ανάγκης, η οποία συνήθως περιγράφεται ως φυσιολογική ή ψυχολογική έλλειψη. Η παρακίνηση ή υποκίνηση αποσκοπεί μέσω των κατάλληλων κάθε φορά κινήτρων (είναι διαφορετικά για κάθε εργαζόμενο) να επιτύχει τη θετική ενεργοποίηση ή αύξηση της αποδοτικότητας των εργαζόμενων προς επίτευξη των αντικειμενικών στόχων της οργάνωσης. Σε γενικές γραμμές τα είδη κινήτρων είναι η αμοιβή της εργασίας, οι παροχές και τα χρηματικά βραβεία, η βελτίωση των συνθηκών υγιεινής, ασφάλειας και εργασιακού περιβάλλοντος και τα ηθικά κίνητρα (Κανελλόπουλος 1985, Μπουραντάς 1992, Ναξάκης και άλλοι 1999). - Οι ομάδες εργασίας που δημιουργούνται στο πλαίσιο δραστηριότητας μιας οργάνωσης δεν είναι τίποτε άλλο παρά σύνολα ατόμων με κοινούς στόχους που συνδέονται μεταξύ τους με τυπικές ή άτυπες σχέσεις. Η δημιουργία των ομάδων οφείλεται στα κοινά συμφέροντα, την ανάγκη των ανθρώπων για κοινωνικότητα και δημιουργία καναλιών επικοινωνίας και τη δυνατότητα που δίνει στα μέλη η ομάδα για έλεγχο στο περιβάλλον τους κ.ά. Οι ομάδες εργασίας διακρίνονται σε τυπικές και άτυπες. Οι τυπικές ομάδες δημιουργούνται συνειδητά από τη διοίκηση της 68

85 οργάνωσης. Η ταυτότητα και σύνθεσή τους καθορίζεται από την οργανωτική δομή ενώ οι ρόλοι τους είναι καθορισμένοι και προκύπτουν από την αποστολή και τους στόχους της οργάνωσης. Αντίθετα, οι άτυπες ομάδες δεν δημιουργούνται από τη δομή αλλά μέσα στις τυπικές ομάδες και σχηματίζονται αυθόρμητα, ανεξάρτητα από τη διοίκηση με στόχο την πραγματοποίηση κοινών επιδιώξεων (Μπουραντάς 1992, Ναξάκης και άλλοι 1999). - Η επικοινωνία στην οργάνωση θεωρείται η λήψη και μετάδοση πληροφοριών (γραπτών, προφορικών) όπως εντολές, αποφάσεις, ανάμεσα σε άτομα, ομάδες και μηχανές επεξεργασίας δεδομένων, με σκοπό την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων. Γενικά η διαδικασία της επικοινωνίας προϋποθέτει την ύπαρξη πομπού (αποστολέας πληροφορίας) και δέκτη (παραλήπτης πληροφορίας). Οι πληροφορίες μεταδίδονται από τον πομπό στον δέκτη μέσω καναλιού επικοινωνίας αφού πρώτα κωδικοποιηθούν από τον αποστολέα, παραληφθούν και αποκωδικοποιηθούν από τον παραλήπτη. Η διαδικασία της επικοινωνίας ολοκληρώνεται με την επαναπληροφόρηση (feedback), την μετατροπή του παραλήπτη σε αποστολέα και του αποστολέα σε παραλήπτη. Σε αντιστοιχία με τις ομάδες εργασίας, η επικοινωνία γίνεται τυπικά, μέσω θεσμοθετημένων διαύλων επικοινωνίας της οργάνωσης ή άτυπα με διαπροσωπική επικοινωνία (Ζαβλανός 2002). Η επικοινωνία μέσα στην ομάδα εργασίας επιτυγχάνεται με τρεις βασικούς τύπους επικοινωνίας ή ροής των πληροφοριών: με τον τύπο της αλυσίδας, τον τύπο του τροχού και τον τύπο του δικτύου. Η αποτελεσματικότητα του κάθε τύπου επικοινωνίας ή ροής των πληροφοριών εξαρτάται από τον(τους) κοινό(ους) στόχο(ους) της ομάδας. Από όσα συνοπτικά αναφέρθηκαν, μπορεί κανείς ν αντιληφθεί το ρόλο και τη σημασία της διεύθυνσης (διοίκησης ανθρώπινων πόρων) για τη λειτουργία μιας παραγωγικής οικονομικής μονάδας. Ο έλεγχος είναι η διοικητική λειτουργία που επιδιώκει τη μέτρηση των αποτελεσμάτων της οργάνωσης και τη σύγκρισή τους με προκαθορισμένα πρότυπα απόδοσης, με σκοπό τη διαπίστωση της εκπλήρωσης ή μη των αντικειμενικών στόχων και τη λήψη διορθωτικών μέτρων, όταν διαπιστωθούν αποκλίσεις. Με τον έλεγχο διαπιστώνεται αν εφαρμόζεται το πρόγραμμα, αν εκτελούνται οι εντολές και οδηγίες και αν υπάρχουν λάθη, παραλείψεις και υπερβολές (Fayol 1916). Η λειτουργία του ελέγχου καθίσταται ολοένα και πιο ουσιαστική για τις παραγωγικές οικονομικές μονάδες, καθότι αυτές λειτουργούν με πολύπλοκο εσωτερικό περιβάλλον βρισκόμενες μέσα σε ένα δυναμικό, διαρκώς μεταβαλλόμενο εξωτερικό περιβάλλον. Ο έλεγχος είναι η διοικητική λειτουργία 69

86 που βρίσκεται σε στενή σχέση με τον προγραμματισμό, αφού η διαπίστωση της επίτευξης ή μη των προγραμματισμένων στόχων οδηγεί σε επαναπροσδιορισμό νέων αντικειμενικών (λειτουργικών) στόχων (Κανελλόπουλος και Κατσιούλας 1990, Μπουραντάς 1992, Μπουραντάς και Παπαλεξανδρή 1998, Ναξάκης και άλλοι 1999, Ζαβλανός 2002). Η διαδικασία του ελέγχου σε μια οικονομική μονάδα περιλαμβάνει τις ακόλουθες φάσεις ή στάδια (Μπουραντάς 1992, Μπουραντάς και Παπαλεξανδρή 1998, Ναξάκης και άλλοι 1999, Ζαβλανός 2002): - τον καθορισμό προτύπων απόδοσης - την παρακολούθηση, αξιολόγηση, μέτρηση του αποτελέσματος - τη σύγκριση του αποτελέσματος με το πρότυπο - ανάλυση αποκλίσεων και εντοπισμός αιτιών - λήψη μέτρων διόρθωσης των αποκλίσεων Η έννοια του ελέγχου από μόνη της φανερώνει την αναγκαιότητά της όχι μόνο για την οργάνωση αλλά για οποιοδήποτε σύστημα. Χωρίς τον έλεγχο δεν θα ήταν δυνατό να εκτιμηθεί ούτε ο βαθμός υλοποίησης των επιθυμητών αποτελεσμάτων, ούτε να εντοπιστούν προβλήματα και ευκαιρίες για βελτίωση, ούτε ακόμη θα μπορούσε να επιτευχθεί συντονισμός, συνοχή και προσαρμογή στις αλλαγές του εξωτερικού περιβάλλοντος και κατ επέκταση αποτελεσματικότητα της οργάνωσης (Μπουραντάς 1992). Στο σημείο αυτό θεωρείται σημαντικό ν αναφερθεί ότι πολλοί θεωρητικοί της διοίκησης αλλά και συγγραφείς βιβλίων μάνατζμεντ (Mintzberg 1976) συμπεριλαμβάνουν τη στελέχωση (staffing) και το συντονισμό (co-ordination) στις λειτουργίες της διοίκησης. Η στελέχωση είναι μια συγκεκριμένη λειτουργία και αφορά τον προγραμματισμό προσλήψεων, την εκπαίδευση, την αξιολόγηση, τις αμοιβές κ.λπ. του ανθρώπινου δυναμικού. Με την έννοια αυτή αποτελεί επιχειρησιακή λειτουργία όπως η παραγωγική λειτουργία, η εμπορική λειτουργία κ.λπ. και όχι λειτουργία του μάνατζμεντ ως γενικότερης έννοιας. Ο συντονισμός, που αναφέρεται από αρκετούς ως λειτουργία του μάνατζμεντ, είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα άσκησης των λειτουργιών του μάνατζμεντ (Μπουραντάς 1992, Μπουραντάς και Παπαλεξανδρή 1998, Ναξάκης και άλλοι 1999). Στις διοικητικές λειτουργίες που αναφέρθηκαν ενυπάρχει η λήψη των αποφάσεων και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την (ή ενσωματωμένη στην) εκτέλεσή τους. Είναι φανερό ότι για τον προγραμματισμό (αξιολόγηση του περιβάλλοντος, προσδιορισμός στόχων, επιλογή κατάλληλων μέσων για την επίτευξη των στόχων), την οργάνωση 70

87 (τμηματοποίηση, ανάθεση καθηκόντων κ.ά.), τη διεύθυνση (επιλογή προσωπικού, καταμερισμός εργασιών, εκπαίδευση και αμοιβές προσωπικού κ.λπ.) και τον έλεγχο (μετρήσεις αποτελεσμάτων, σύγκριση με πρότυπα, διορθωτικές ενέργειες), η λήψη αποφάσεων είναι αναπόσπαστο στοιχείο. Επίσης, είναι γνωστό ότι κάθε οικονομική μονάδα αντιμετωπίζει σε καθημερινή βάση μια σειρά προβλημάτων υπό μορφή διλημματικών καταστάσεων που απαιτούν την επιλογή μιας μεταξύ περισσότερων εναλλακτικών λύσεων. Ο τρόπος επίλυσης των προβλημάτων και η λύση που επιλέγεται σε κάθε περίπτωση καθορίζουν την αποτελεσματικότητα λειτουργίας καθώς και την κατεύθυνση εξέλιξης μιας οικονομικής μονάδας (Στάμου 2002, Διακουλάκη 2003). Ως λήψη αποφάσεων θεωρείται η διαδικασία με την οποία επιλέγεται η σειρά ενεργειών επίλυσης συγκεκριμένων προβλημάτων (Κανελλόπουλος και Κατσιούλας 1990, Ναξάκης και άλλοι 1999, Στάμου 2002). Απόφαση είναι η επιλογή λύσης για ένα πρόβλημα (Καραθάνος 1994, Διακουλάκη 2003). Οι αποφάσεις διακρίνονται σε προγραμματισμένες και μη. Οι προγραμματισμένες αποφάσεις αφορούν τακτικά προβλήματα (μισθοί, προσλήψεις, προμήθειες κ.λπ.) και συνήθως λαμβάνονται υπό συνθήκες βεβαιότητας, με εκ των προτέρων γνωστές τις παραμέτρους 26 της απόφασης. Οι μη προγραμματισμένες αποφάσεις αφορούν έκτακτα προβλήματα και συνήθως λαμβάνονται υπό συνθήκες αβεβαιότητας, χωρίς να είναι γνωστές εκ των προτέρων οι παράμετροι της απόφασης (Ναξάκης και άλλοι 1999, Διακουλάκη 2003). Η λήψη των αποφάσεων στις οικονομικές μονάδες συναντά πολλές δυσκολίες αφού δεν είναι πάντα προφανές αν μια λύση οδηγεί σε βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης πολύ δε περισσότερο ποια από τις εναλλακτικές οδηγεί στη μέγιστη δυνατή βελτίωση. Οι παράγοντες που δυσκολεύουν την λήψη των αποφάσεων είναι (Διακουλάκη 2003): - η πολυπλοκότητα των σύγχρονων συστημάτων και η ύπαρξη πολλαπλών, αλληλοεξαρτώμενων παραμέτρων που δυσχεραίνουν τον εντοπισμό διαθέσιμων λύσεων και την εκτίμηση των αποτελεσμάτων από την εφαρμογή τους, - η αβεβαιότητα που ενυπάρχει στη λήψη των αποφάσεων και που προέρχεται από έλλειψη αναγκαίων δεδομένων, από αδυναμία πρόβλεψης της μελλοντικής εξέλιξης των παραμέτρων του προβλήματος, την περιορισμένη επιστημονική γνώση, 26 Ως παράμετροι της απόφασης θεωρούνται ορισμένα στοιχεία που άλλοτε υπόκεινται και άλλοτε όχι στον έλεγχο του αποφασίζοντα. Όταν υπόκεινται στον έλεγχο του αποφασίζοντα ονομάζονται μεταβλητές απόφασης (ή ελεγχόμενες μεταβλητές), ενώ όταν αφορούν το εξωτερικό περιβάλλον δεν υπόκεινται στον έλεγχο του αποφασίζοντα και γι αυτό ονομάζονται μη ελεγχόμενες μεταβλητές. Τέτοιες μεταβλητές μπορεί να είναι το ύψος ζήτησης ενός προϊόντος, η εξέλιξη των τιμών των πρώτων υλών κ.ά. που είναι στοιχεία που επηρεάζουν ουσιαστικά τη λήψη απόφασης σχετικά με την προώθηση νέου προϊόντος ή τον καθορισμό της δυναμικότητας παραγωγής κ.λπ. (Διακουλάκη 2003). 71

88 - η πολλαπλότητα των στόχων, διότι κατά κανόνα δεν υπάρχει μία λύση που να επιτυγχάνει την πλήρη ή ισομερή ικανοποίηση όλων των στόχων. Στη σύγχρονη διοικητική των οικονομικών μονάδων οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται μονομιάς αλλά συνήθως μετά από μια αλληλουχία φάσεων που οδηγούν στη λήψη της απόφασης. Οι φάσεις (ή στάδια) της λήψης των αποφάσεων περιλαμβάνουν: α) τη διάγνωση του προβλήματος, όπου εντοπίζεται το πρόβλημα, περιγράφονται οι αιτίες του και τίθενται περιορισμοί ως προς την επίλυσή του β) την εξερεύνηση και ανάλυση των εναλλακτικών λύσεων, όπου συγκεντρώνονται και αξιολογούνται οι πληροφορίες που σχετίζονται με το πρόβλημα και καταγράφονται-αναλύονται οι εναλλακτικές λύσεις γ) την επιλογή της βέλτιστης λύσης, όπου από τις εναλλακτικές λύσεις επιλέγεται εκείνη που θεωρείται ότι επιλύει το πρόβλημα με το βέλτιστο τρόπο και δ) την εφαρμογή της επιλεγμένης λύσης, όπου δοκιμάζεται η επιλεγμένη λύση και εν συνεχεία τίθεται σε εφαρμογή. Στη λήψη των αποφάσεων έχουν αναπτυχθεί και χρησιμοποιούνται πολλές τεχνικές και μέθοδοι υποστήριξης της λήψης απόφασης. Οι συνήθεις τεχνικές που χρησιμοποιούνται στη λήψη των αποφάσεων είναι ο γραμμικός προγραμματισμός (linear programming), η προσομοίωση (simulation), η ανάλυση κόστους-ωφέλειας (cost-benefit analysis) και η δικτυωτή ανάλυση (network analysis). Οι μέθοδοι υποστήριξης της λήψης απόφασης βασίζονται στην στατιστική και τη θεωρία πιθανοτήτων και περιλαμβάνουν μια ιδιαίτερα ευρεία γκάμα, εκ των οποίων οι πλέον βασικές είναι η ανάλυση αβεβαιότητας και ρίσκου (uncertainty and risk analysis) και η πολυκριτηριακή ανάλυση (multicriteria analysis). Ειδικά για τις μεθόδους πολυκριτηριακής ανάλυσης δίνονται περισσότερα στοιχεία και παρουσιάζονται αναλυτικά σε επόμενο κεφάλαιο (κεφάλαιο 6). Όπως τονίστηκε προηγουμένως, οι διοικητικές λειτουργίες εφαρμόζονται στις λειτουργίες των παραγωγικών οικονομικών μονάδων αποσκοπώντας στην επίτευξη των αντικειμενικών στόχων τους. Στην επόμενη ενότητα παρουσιάζονται και αναλύονται οι λειτουργίες των παραγωγικών οικονομικών μονάδων. 72

89 Λειτουργίες των παραγωγικών οικονομικών μονάδων Οι παραγωγικές οικονομικές μονάδες επιτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες κατά τη διάρκεια της ύπαρξής τους. Με τον όρο λειτουργίες αποκαλούνται μεγάλα τμήματα της παραγωγικής οικονομικής μονάδας στα οποία εντάσσονται δραστηριότητες που διακρίνονται για την ομοιογένεια και τη συνάφεια που έχουν μεταξύ τους. Κάθε κατηγορία λειτουργίας μπορεί να διαιρεθεί σε υπηρεσίες ή τμήματα, με κριτήριο ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα που διευκολύνει την ανάπτυξη της λειτουργίας και την υλοποίηση του ρόλου της παραγωγικής οικονομικής μονάδας (Κανελλόπουλος 1994). Σύμφωνα με την οικονομική και οργανοδιοικητική επιστήμη, οι λειτουργίες των παραγωγικών οικονομικών μονάδων διακρίνονται γενικά στις επόμενες (Μπουραντάς 1992, Κανελλόπουλος 1994, Ζαβλανός 2002): α. παραγωγική λειτουργία, η οποία περιλαμβάνει το σύνολο των υλικών, εγκαταστάσεων και διαδικασιών που απαιτούνται για την επίτευξη της παραγωγής, β. εμπορική λειτουργία, η οποία περιλαμβάνει την προώθηση και τις πωλήσεις των προϊόντων της παραγωγής, γ. χρηματοοικονομική λειτουργία, η οποία περιλαμβάνει τη λογιστική παρακολούθηση των περιουσιακών στοιχείων, των εμπορικών συναλλαγών, των φορολογικών στοιχείων και υποχρεώσεων καθώς και των εν γένει λογαριασμών της επιχείρησης, και τέλος δ. διοικητική λειτουργία, η οποία περιλαμβάνει τη διοίκηση της επιχείρησης, τη λήψη αποφάσεων, την ανάληψη του επιχειρηματικού κινδύνου, την ανάληψη των νομικών ευθυνών, τη λήψη των πάσης φύσεως αποφάσεων και τη διοίκηση του προσωπικού που απασχολείται στην επιχείρηση. Η παραγωγική λειτουργία έχει ως αντικείμενο το μετασχηματισμό των εισροών (πρώτων υλών και άλλων υλικών), σε τελικά προϊόντα και υπηρεσίες. Πιο συγκεκριμένα, στα πλαίσια της παραγωγικής λειτουργίας γίνεται η προμήθεια πρώτων υλών, επιλέγεται συγκεκριμένη μέθοδος παραγωγής προϊόντος(ων), διαμορφώνεται η καταλληλότερη γραμμή παραγωγής και παράγεται το σχεδιασθέν (ή επιθυμητό) προϊόν. Η παραγωγική λειτουργία οργανώνεται σε κύριες ή βασικές υπηρεσίες και σε δευτερεύουσες ή βοηθητικές. Τις κύριες αποτελούν η διάταξη του χώρου (ή το εργοστάσιο), η σχεδίαση και ο προγραμματισμός παραγωγής, ενώ τις βοηθητικές ο εφοδιασμός, η αποθήκευση, η συντήρηση και ο έλεγχος (Κανελλόπουλος 1994). 73

90 Η εμπορική λειτουργία (ή μάρκετινγκ) αναφέρεται σ ένα σύνολο δραστηριοτήτων της παραγωγικής οικονομικής μονάδας που έχουν σχέση με τα προϊόντα, τις υπηρεσίες, τις πωλήσεις και τις σχέσεις με την αγορά και αποσκοπούν στην ικανοποίηση των αναγκών της αγοράς και των οργανωτικών στόχων της οικονομικής μονάδας. Με άλλα λόγια, το μάρκετινγκ συνοψίζεται στην παροχή των κατάλληλων προϊόντων και υπηρεσιών που διατίθενται προς ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων, στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη χρονική στιγμή, με την κατάλληλη τιμή και με κατάλληλα μηνύματα και ανάπτυξη σχέσεων για προώθηση στην αγορά. Η εμπορική λειτουργία οργανώνεται στις υπηρεσίες: α) έρευνα πωλήσεων, την οποία αποτελούν η έρευνα αγοράς και οι τρόποι διάθεσης των προϊόντων, β) δημιουργία νέων προϊόντων, γ) διαφήμιση και δ) προώθηση πωλήσεων (Κανελλόπουλος 1994). Η χρηματοοικονομική λειτουργία έχει ως αντικείμενο την εξεύρεση κεφαλαίων, τον προγραμματισμό και την αξιοποίησή τους κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η εξασφάλιση κεφαλαίων αποτελεί την κινητήρια δύναμη που θέτει σε ενέργεια όλες τις άλλες λειτουργίες. Τα κεφάλαια που χρησιμοποιεί μια παραγωγική οικονομική μονάδα διακρίνονται σε ίδια και ξένα. Ίδια κεφάλαια είναι εκείνα που δημιουργούνται από εισφορές των συμμετεχόντων (μετόχων), την κεφαλαιοποίηση των κερδών και την αποτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων της οικονομικής μονάδας. Στα ίδια κεφάλαια περιλαμβάνονται και τα αποθεματικά (τακτικά και έκτακτα). Ξένα κεφάλαια είναι εκείνα που προέρχονται από δάνεια. Η χρηματοοικονομική λειτουργία οργανώνεται στη χρηματοοικονομική υπηρεσία και την υπηρεσία λογιστικού. Η υπηρεσία λογιστικού οργανώνεται περαιτέρω στα τμήματα προϋπολογισμού, λογιστηρίου και κοστολόγησης (Κανελλόπουλος 1994). Η διοικητική λειτουργία έχει αντικείμενο το σχεδιασμό, την ανάλυση και την επίλυση προβλημάτων που σχετίζονται με τον ανθρώπινο παράγοντα, ενώ επιλαμβάνεται και επιλύει κάθε πρόβλημα που δεν εντάσσεται στις αρμοδιότητες των άλλων λειτουργιών της οικονομικής μονάδας. Η διοικητική λειτουργία οργανώνεται συνήθως με βάση το μέγεθος μιας οικονομικής μονάδας και η οργάνωσή της περιορίζεται στις μικρές οικονομικές μονάδες. Σε μια μεγάλη οικονομική μονάδα η διοικητική λειτουργία οργανώνεται στα τμήματα α) γραμματείας, που περιλαμβάνει το πρωτόκολλο, τη διεκπεραίωση αλληλογραφίας και την αρχειοθέτηση, β) αμοιβής και ασφάλισης προσωπικού, γ) εκπαίδευσης και επιμόρφωσης, δ) υγιεινής και ασφάλειας και ε) διαχείρισης προσωπικού (Κανελλόπουλος 1994). 74

91 3.2. Οι προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες. Σύμφωνα με τον ορισμό οι παραγωγικές οικονομικές μονάδες είναι κοινωνικές οργανώσεις (οργανισμοί) που συνδυάζουν τους συντελεστές της παραγωγής (έδαφος, εργασία και κεφάλαιο) με σκοπό την παραγωγή συγκεκριμένου έργου (Στάμου 1985, Μπουραντάς 1992, Κανελλόπουλος 1994, Καραθάνος 1994). Ομοίως, οι προστατευόμενες δασικές περιοχές (π.δ.π.) Φύση 2000 αποτελούν κοινωνικές οργανώσεις που συνδυάζουν τους συντελεστές της παραγωγής (έδαφος, εργασία και κεφάλαιο) με σκοπό την παραγωγή συγκεκριμένου έργου (αγαθών και υπηρεσιών). Συνεπώς εξ ορισμού οι π.δ.π. Φύση 2000 εμπεριέχουν την έννοια της παραγωγικής οικονομικής μονάδας. Από άποψη διάκρισης ή ομαδοποίησης, οι παραγωγικές οικονομικές μονάδες διακρίνονται ή ομαδοποιούνται με βάση το σκοπό σε κερδοσκοπικές και μη κερδοσκοπικές, το φορέα σε δημόσιες και ιδιωτικές, τον τομέα απασχόλησης (τομέα παραγωγής) σε οικονομικές μονάδες του πρωτογενή τομέα, του δευτερογενή τομέα, του τριτογενή τομέα παραγωγής και μικτής απασχόλησης (παραγωγής) και, τέλος, με βάση το μέγεθος σε μικρές, μεσαίες και μεγάλες (Στάμου 1985, Μπουραντάς 1992, Κανελλόπουλος 1994, Καραθάνος 1994). Κατ αντίστοιχο τρόπο και σε αδρομερή προσέγγιση, οι π.δ.π. Φύση 2000 θα μπορούσαν να διακριθούν σε κερδοσκοπικές και μη κερδοσκοπικές, σε δημόσιες και ιδιωτικές, σε μονάδες του πρωτογενούς τομέα της παραγωγής, σε μικρές, μεσαίες και μεγάλες κ.ο.κ. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι τα κριτήρια διάκρισης των παραγωγικών οικονομικών μονάδων θα μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής και στην περίπτωση διάκρισης (ομαδοποίησης) των π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων. Από άποψη λειτουργίας, οι παραγωγικές οικονομικές μονάδες θεωρούνται ως συστήματα σύμφωνα με τη συστημική προσέγγιση, τα οποία λαμβάνουν εισροές από το περιβάλλον τους, τις μετασχηματίζουν μέσω κατάλληλων διαδικασιών παραγωγής και αποδίδουν προϊόντα (αγαθά και υπηρεσίες) και ρύπους στο περιβάλλον. Κατά αντίστοιχο τρόπο, η λειτουργία των π.δ.π. Φύση 2000 ερμηνεύεται με τη συστημική προσέγγιση, δηλαδή αποτελούν συστήματα αφού λαμβάνουν εισροές από το περιβάλλον, τις μετασχηματίζουν με κατάλληλες διαδικασίες και αποδίδουν αγαθά και υπηρεσίες, χωρίς παραγωγή ρύπων, στο περιβάλλον. Επί παραδείγματι αναφέρεται η παραγωγή οξυγόνου από μια π.δ.π. Φύση 2000, η οποία έστω ότι είναι ένας εθνικός δρυμός. Τα δασικά δέντρα 75

92 του εθνικού δρυμού από το ατμοσφαιρικό διοξείδιο του άνθρακα (CO 2 ) με κατάλληλη διαδικασία κατακρατούν τον άνθρακα (C) για την παραγωγή ξυλώδους όγκου και απελευθερώνουν οξυγόνο (O 2 ) σε άμεσα καταναλώσιμη μορφή. Επομένως οι π.δ.π. Φύση 2000 λειτουργούν ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες. Οι παραγωγικές οικονομικές μονάδες ως κοινωνικές οργανώσεις με συγκεκριμένη οργανωτική δομή εξετάζονται από την οργανωτική θεωρία ενώ οι διοικητικές λειτουργίες που επιτελούνται σ αυτές αποτελούν αντικείμενο της διοικητικής θεωρίας. Κατά αντίστοιχο τρόπο, οι π.δ.π. Φύση 2000 είναι κοινωνικές οργανώσεις, έχουν οργανωτική δομή και επιτελούνται διοικητικές λειτουργίες σ αυτές. Επομένως, οι π.δ.π. Φύση 2000 μπορούν ν αποτελέσουν αντικείμενο της οργανοδιοικητικής θεωρίας. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι οι π.δ.π. Φύση 2000 που θεωρούνται ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες στην παρούσα έρευνα είναι οι εθνικοί δρυμοί, τα εθνικά πάρκα, τα αισθητικά δάση, τα διατηρητέα μνημεία της φύσης, τα καταφύγια άγριας ζωής (ή καταφύγια θηραμάτων), οι ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές και τα εκτροφεία θηραμάτων. Με βάση τη θεώρηση των π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων στη συνέχεια διερευνώνται τα χαρακτηριστικά λειτουργίας τους σύμφωνα με τις αρχές, τις μεθόδους και τις τεχνικές από τα γνωστικά πεδία της οργανωτικής και διοικητικής θεωρίας και της θεωρίας των αποφάσεων. 76

93 3.3. Χαρακτηριστικά λειτουργίας των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων. Με βάση τη θεώρηση των προστατευόμενων δασικών περιοχών (π.δ.π.) Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων, παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά λειτουργίας τους Αντικείμενο παραγωγής Όπως προαναφέρθηκε, οι π.δ.π. Φύση 2000 είναι παραγωγικές οικονομικές μονάδες που λειτουργούν ως συστήματα. Ως τέτοια λαμβάνουν εισροές από το περιβάλλον, τις μετασχηματίζουν με κατάλληλες διαδικασίες και αποδίδουν αγαθά και υπηρεσίες στο περιβάλλον. Η λειτουργία της παραγωγής έχει ως αντικείμενο το μετασχηματισμό των εισροών, πρώτων υλών και άλλων υλικών, σε τελικά ή/και ενδιάμεσα προϊόντα (αγαθά και υπηρεσίες) που λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους είναι απολύτως απαραίτητα για την υποστήριξη της ζωής (όπως έχει περιγραφεί στο κεφ.1, βλ. Σχήμα 1.1). Οι π.δ.π. Φύση 2000 είναι παραγωγικές οικονομικές μονάδες του πρωτογενούς τομέα παραγωγής. Αυτό συμβαίνει διότι οι π.δ.π. Φύση 2000 είναι δασοκομικές οικονομικές μονάδες και απασχολούνται με: την παραγωγή υλογενών προϊόντων (ξύλο και λοιπή φυτική βιομάζα) την παραγωγή μη υλογενών (πανίδα στην οποία περιλαμβάνονται κάθε είδους ζώα, πουλιά και ψάρια) και άλλων προϊόντων (κυνήγι, καρποί, φαρμακευτικά φυτά) την παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας με εφαρμογή ήπιων γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων στηριζόμενες στην εκμετάλλευση της ηλιακής ενέργειας, του εδάφους και του νερού. Βέβαια, η παραγωγή ξύλου και βιομάζας δεν είναι κύριος αντικειμενικός στόχος των π.δ.π. Φύση 2000 πλην όμως δεν μπορεί να παραλειφθεί το γεγονός ότι αποτελεί αντικείμενο παραγωγής τους. Οι προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 είναι παραγωγικές οικονομικές μονάδες του δευτερογενούς τομέα παραγωγής, υπό την έννοια του μεσάζοντα. Αυτό συμβαίνει διότι οι π.δ.π. Φύση 2000 είναι μεταποιητικές οικονομικές μονάδες, απασχολούμενες με : 77

94 τη συμβολή στην καλλιέργεια του εδάφους υπό την έννοια της κάλυψής του με βλάστηση και δι αυτής της αποτροπής της διάβρωσης, τη διατήρηση της γονιμότητας και τη βελτίωση των φυσικών, χημικών και μηχανικών ιδιοτήτων του τη συμβολή στην ισορροπία του υδατικού ισοζυγίου, υπό την έννοια της συμβολής στη δίαιτα των υδατορευμάτων και των λιμνών, του εμπλουτισμού του υδροφόρου ορίζοντα με νερό καλής ποιότητας δια μέσου της υδατοσυγκράτησης, της εδαφικής διήθησης και φιλτραρίσματος του επιφανειακά απορρέοντος νερού αλλά και με την αποτροπή της γρήγορης εξάτμισης του επιφανειακού νερού τον καθαρισμό του ατμοσφαιρικού αέρα, από τον οποίο αφαιρούν άνθρακα (από το διοξείδιο) και άλλα στοιχεία (όπως άζωτο, θείο) τα οποία χρησιμοποιούν για στη σύνθεση απαραίτητων οργανικών ή ανόργανων υλικών, ενώ απελευθερώνουν οξυγόνο ελαττώνοντας παράλληλα την ποσότητα των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, υπό την έννοια του μεσάζοντα, προσφέροντας έτσι ενδιάμεσα προϊόντα (αγαθά και κυρίως υπηρεσίες) σε άλλες παραγωγικές οικονομικές μονάδες οι οποίες εξαρτώνται από αυτά (γεωργία, κτηνοτροφία, βιομηχανία, τουρισμός κλπ). Η παραγωγή των αγαθών και υπηρεσιών αυτών δεν είναι ο κύριος αντικειμενικός στόχος των π.δ.π. Φύση 2000, εντούτοις δεν μπορεί να παραβλεφθεί το ότι αποτελεί αντικείμενο παραγωγής τους. Οι π.δ.π. Φύση 2000 είναι παραγωγικές οικονομικές μονάδες του τριτογενούς τομέα παραγωγής. Αυτό συμβαίνει διότι οι π.δ.π. Φύση 2000 είναι οικονομικές μονάδες παροχής υπηρεσιών, απασχολούμενες με : τη διατήρηση της βιολογικής ποικιλότητας, η οποία είναι παροχή υπηρεσίας σημαντική για το παρόν αλλά κυρίως για το μέλλον, την παροχή ευκαιριών αναψυχής, με τα μοναδικής ομορφιάς και σπανιότητας φυσικά στοιχεία που εμπεριέχουν, την παροχή ήπιων μορφών τουρισμού (υπαίθρια διαβίωση) και άσκησης (ορεινή ποδηλασία, ιππασία, πεζοπορία, κωπηλασία κ.ά.) σε ειδυλλιακό περιβάλλον, την παροχή στοιχείων (μετρήσεις, παρατηρήσεις) για τη διεξαγωγή έρευνας (βασικής και προσανατολισμένης), την παροχή δυνατοτήτων εκπαίδευση νέων επιστημόνων (δασολόγων) και την ενημέρωση του ευρύτερου κοινού για περιβαλλοντικά θέματα, τη συμβολή στη διαφύλαξη ανεκτίμητων πολιτιστικών στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος, 78

95 προσφέροντας έτσι υπηρεσίες. Η παραγωγή (παροχή) υπηρεσιών θεωρείται ότι εμπίπτει στους αντικειμενικούς στόχους των π.δ.π. Φύση 2000 χωρίς να παραγνωρίζεται η εξίσου σημαντική παραγωγή των αγαθών και υπηρεσιών που προαναφέρθηκαν. Επομένως, από όσα εκτέθηκαν, εκ πρώτης όψεως γίνεται αντιληπτό ότι οι π.δ.π. Φύση 2000 είναι παραγωγικές οικονομικές μονάδες μικτής παραγωγής. Όμως, το να υποστηριχθεί η αντίληψη αυτή για όλες τις π.δ.π. Φύση 2000 θα ήταν μάλλον εκ του περισσού, διότι δεν καλύπτουν όλες το σύνολο των αντικειμένων παραγωγής. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει άμεσα διότι, αν ληφθεί υπόψη το μέγεθος κάθε προστατευόμενης δασικής περιοχής Φύση 2000, η προηγούμενη αντίληψη σχεδόν απορρίπτεται. Αυτό συμβαίνει διότι άλλο αντικείμενο παραγωγής έχει ένας εθνικός δρυμός που καταλαμβάνει έκταση στρέμματα και άλλο αντικείμενο έχει ένα μνημείο της φύσης που καταλαμβάνει έκταση ορισμένων τετραγωνικών μέτρων. Συνεπώς, για λόγους διευκόλυνσης της περαιτέρω ανάλυσης και παρουσίασης, κρίνεται σκόπιμο να διακριθούν οι π.δ.π. Φύση 2000 με βάση το αντικείμενο ή τομέα παραγωγής. Μια εικόνα για τη διάκριση μεταξύ των π.δ.π. Φύση 2000 με βάση τον τομέα παραγωγής δίνεται στον Πίνακα 3.1. Πίνακας 3.1. Τομείς παραγωγής των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 Table 3.1. Production sectors of the protected forest areas Natura 2000 Προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 Πρωτογενής τομέας Τομέας παραγωγής Δευτερογενής τομέας Τριτογενής τομέας Μικτής παραγωγής Εθνικός Δρυμός Εθνικό Πάρκο Αισθητικό δάσος Μνημείο της Φύσης Καταφύγιο άγριας ζωής Ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές Εκτροφεία θηραμάτων Από τον Πίνακα 3.1 προκύπτει ότι ένας εθνικός δρυμός ή ένα εθνικό πάρκο μπορούν να εξυπηρετήσουν παράλληλα ή ταυτόχρονα ένα φάσμα διαφορετικών αναγκών (όπως παραγωγή προϊόντων, παροχή υπηρεσιών, προστατευτικές και περιβαλλοντικές υπηρεσίες), ενώ ένα μνημείο της φύσης εξυπηρετεί κυρίως ομοειδείς ανάγκες (παρέχει 79

96 προστατευτικές, εκπαιδευτικές και αναψυχικές υπηρεσίες) χωρίς να μπορεί ταυτόχρονα ή παράλληλα να εξυπηρετήσει περισσότερες και κυρίως διαφορετικού περιεχομένου ανάγκες Οργάνωση παραγωγής Το αντικείμενο παραγωγής των π.δ.π. Φύση 2000 οργανώνεται κατά τρόπο αντίστοιχο με αυτόν των κλασικών παραγωγικών οικονομικών μονάδων, δηλαδή σε κύριες ή βασικές υπηρεσίες και σε δευτερεύουσες ή βοηθητικές (Κανελλόπουλος 1994). Η οργάνωση της παραγωγής των π.δ.π. Φύση 2000 παρουσιάζεται διαγραμματικά στο επόμενο σχήμα (Σχήμα 3.3). Λειτουργία παραγωγής οικονομικής μονάδας Οργάνωση λειτουργίας παραγωγής προστατευόμενης δασικής περιοχής Φύση 2000 Κύριες υπηρεσίες Βοηθητικές υπηρεσίες Κύριες υπηρεσίες Βοηθητικές υπηρεσίες Διάταξη Προγραμματισμός χώρου παραγωγής Υπηρεσία σχεδιασμού Εφοδιασμός Συντήρηση Έλεγχος Αποθήκη Διάταξη των παραγωγικών συστημάτων Σχεδιασμός της παραγωγής (διαχειριστικό σχέδιο) Συντήρηση παραγωγικών συστημάτων Έλεγχος (Πηγή: Κανελλόπουλος 1994) Σχήμα 3.3. Οργάνωση παραγωγής. Ομοιότητες και διαφορές μεταξύ κλασικής παραγωγικής οικονομικής μονάδας και προστατευόμενης δασικής περιοχής Φύση 2000 ως παραγωγικής οικονομικής μονάδας. Fig Production organization. Similarities and differences among classical productive economic unit and protected forest areas Natura 2000 as productive economic unit. Όπως φαίνεται από το Σχήμα 3.3 οι π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες έχουν αναλογική οργάνωση παραγωγής με τις παραγωγικές οικονομικές μονάδες. Με την έκφραση αναλογική οργάνωση επιχειρείται να επισημανθεί ότι οι π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες έχουν μια διαφορετικότητα από άποψη παραγωγής. Πιο απλά, οι π.δ.π. Φύση 2000 δε χρειάζεται να οργανώσουν γραμμή παραγωγής, για το λόγο ότι, σύμφωνα με τον Στάμου (2002), εξ ορισμού αυτή ήδη υφίσταται. Επίσης, οι π.δ.π. Φύση 2000 δε χρειάζεται να οργανώσουν υπηρεσία ή τμήμα εφοδιασμού, αφού η προμήθεια πρώτων υλών για την παραγωγή τους είναι εξασφαλισμένη από το φυσικό περιβάλλον αναπόσπαστο μέρος του οποίου αποτελούν. 80

97 Η έκφραση παραγωγικά συστήματα στο σχήμα 3.3 χρησιμοποιείται περιγραφικά και αναφέρεται στα ξεχωριστά συστήματα που ενυπάρχουν στην κάθε προστατευόμενη δασική περιοχή Φύση Με την έννοια αυτή στα παραγωγικά συστήματα ενός εθνικού δρυμού μπορούν να ενταχθούν τα δασικά οικοσυστήματα, τα λιμναία, ποτάμια και υγροτοπικά οικοσυστήματα που περιλαμβάνονται στην έκτασή του καθώς και τα όποια άλλα παραγωγικά συστήματα. Εξυπακούεται λοιπόν ότι, λόγω των ιδιομορφιών της παραγωγής των π.δ.π. Φύση 2000, η οργάνωση της παραγωγής δεν γίνεται με εξαντλητικό τρόπο όπως στις κλασικές οικονομικές μονάδες αλλά με βάση το τι μπορεί να οργανωθεί Λήψη αποφάσεων Όπως προαναφέρθηκε στην ενότητα 3.1.3, η λήψη αποφάσεων είναι η διαδικασία με την οποία επιλέγεται η σειρά ενεργειών επίλυσης συγκεκριμένων προβλημάτων (Κανελλόπουλος και Κατσιούλας 1990, Ναξάκης και άλλοι 1999, Στάμου 2002), απόφαση είναι η επιλογή λύσης για ένα πρόβλημα (Καραθάνος 1994, Διακουλάκη 2003), ενώ σε ότι αφορά στα είδη των αποφάσεων, αυτές διακρίνονται σε προγραμματισμένες και απρογραμμάτιστες. Και για τα δύο είδη αποφάσεων ακολουθείται μια διαδικασία για τη λήψη της απόφασης που αποτελείται από: τη διάγνωση του προβλήματος, τον προσδιορισμό των εναλλακτικών λύσεων, τη μοντελοποίηση του προβλήματος και των προτιμήσεων (ή των περιορισμών), την επίλυση του μοντέλου, την επιλογή της βέλτιστης λύσης, την υλοποίηση της επιλεγμένης λύσης (Διακουλάκη 2003). Ειδικά για τις π.δ.π. Φύση 2000, λόγω της ύπαρξης ενός γραφειοκρατικής μορφής διοικητικού σχήματος, η λήψη των αποφάσεων είτε αυτές είναι προγραμματισμένες είτε απρογραμμάτιστες λαμβάνεται κατά συνήθη πρακτική από την κεντρική διοίκηση των π.δ.π. Φύση Μέχρι πρόσφατα, τη λήψη των αποφάσεων σε κεντρικό διοικητικό επίπεδο πραγματοποιούσε η Επιτροπή Συντονισμού Κυβερνητικής Πολιτικής στο Χωροταξικό Σχεδιασμό και την Αειφορική Ανάπτυξη λαμβάνοντας υπόψη σχετικές εισηγήσεις ή προτάσεις της Επιτροπής «Φύση 2000». Η Επιτροπή «Φύση 2000» αποτελείται από διακεκριμένους επιστήμονες (ακαδημαϊκούς, ερευνητές, ειδικούς) και άτομα με μεγάλη διοικητική και οργανωτική εμπειρία σε θέματα περιβαλλοντικού σχεδιασμού και προστασίας, κύρια αποστολή της οποίας ήταν η χάραξη εθνικής στρατηγικής και επιστημονικού-επιχειρησιακού σχεδιασμού για τις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Φύση Αξίζει να σημειωθεί ότι η σύνθεση της Επιτροπής Φύση 2000 ήταν τέτοια που επιτυγχάνονταν, ως ένα βαθμό, πολυσυλλεκτικότητα 81

98 (=αντιπροσώπευση μεγάλου μέρους από τους ενδιαφερόμενους για τις προστατευόμενες περιοχές του Δικτύου Φύση 2000), στοιχείο που θεωρείται ουσιαστικής σημασίας στη λήψη των αποφάσεων. Μεταξύ των σκοπών για τους οποίους συστάθηκε η εν λόγω επιτροπή ήταν και η υποστήριξη της λήψης αποφάσεων που αφορούσαν τη λειτουργία των π.δ.π. Φύση 2000, κάτι που φάνηκε να γίνεται με αρκετή επιτυχία. Δυστυχώς όμως, για λόγους τους οποίους δεν κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν εδώ, η Επιτροπή «Φύση 2000» έχει πάψει να επιτελεί το έργο για το οποίο συστάθηκε, με αποτέλεσμα η λήψη των αποφάσεων να λαμβάνεται από την Επιτροπή Συντονισμού ή το ΥΠΕΧΩΔΕ χωρίς αντίστοιχη εισήγηση από την Επιτροπή Φύση Έτσι, παρατηρήθηκε και παρατηρείται το φαινόμενο, η λήψη αποφάσεων που αφορούν τη λειτουργία μιας ελεγχόμενης κυνηγετικής περιοχής να γίνεται με τον ίδιο τρόπο με τη λήψη αποφάσεων για τη λειτουργία ενός μνημείου της φύσης. Με άλλα λόγια η λήψη των αποφάσεων γίνεται χωρίς αυτές να εξειδικεύονται κατά περίπτωση, τη στιγμή που οι π.δ.π. Φύση 2000 διακρίνονται ως προς την αποστολή και τις λειτουργίες που επιτελούν (είναι εξειδικευμένες περιβαλλοντικές οντότητες). Η τακτική αυτή έχει σαν αποτέλεσμα τη λήψη αποφάσεων μόνο για τα κοινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι π.δ.π. Φύση 2000 παραγνωρίζοντας τα ειδικότερα προβλήματα τα οποία είτε δεν λύνονται, είτε λύνονται με μια όποια (πρόχειρη) λύση που αποδεικνύεται μη βέλτιστη και συνήθως περιπλέκει ακόμη περισσότερο την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Στο πλαίσιο της λειτουργίας των π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων, η λήψη αποφάσεων πρέπει να καταστεί πιο ευέλικτη και προσαρμοσμένη στα ειδικότερα προβλήματα της κάθε π.δ.π. Φύση Πιο συγκεκριμένα θα πρέπει αφενός να επαναλειτουργήσει η Επιτροπή «Φύση 2000» και να ενισχυθεί ο ρόλος της στη λήψη των αποφάσεων και αφετέρου να υιοθετηθεί η αξιοποίηση σύγχρονων μεθόδων πολυκριτηριακής ανάλυσης για την υποστήριξη της λήψης αποφάσεων, όπως αυτές που παρουσιάζονται στη συνέχεια (κεφ. 6). Στην άποψη αυτή συνηγορεί το ότι τα περιβαλλοντικά προβλήματα είναι πολύπλοκα και ως πολύπλοκα χαρακτηρίζονται από αυξημένη αβεβαιότητα, γεγονός που από μόνο του απαιτεί η λήψη των αποφάσεων για τη λειτουργία των π.δ.π. Φύση 2000 να γίνεται με τέτοιο τρόπο που να λαμβάνει υπόψη την αβεβαιότητα (πολυπλοκότητα) αυτή. Ακόμη, στη λήψη των αποφάσεων θα πρέπει να εφαρμόζονται μέθοδοι και τεχνικές υποστήριξης της λήψης απόφασης, οι οποίες έχουν δώσει αξιόπιστα αποτελέσματα και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης επιχειρησιακής έρευνας. 82

99 Βιωσιμότητα Με τον όρο βιωσιμότητα (viability ή sustainability) εννοείται γενικά η ικανότητα για επιβίωση και πιο ειδικά σημαίνει την ικανότητα ζωής ή ανάπτυξης υπό ευνοϊκές συνθήκες. Η λέξη βιωσιμότητα χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστημονικές θεωρήσεις και ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να λαμβάνει το εκάστοτε περιεχόμενο, όπως: - στην περιβαλλοντική διατήρηση (environmental conservation), ο όρος βιωσιμότητα υποδηλώνει την ικανότητα ενός διατηρήσιμου στόχου (conservation target) να παραμένει σταθερός μακροπρόθεσμα, - στην πειραματική βιολογία (experimental biology), ο όρος βιωσιμότητα κυττάρων και ιστών αναφέρεται στο όριο μέχρι το οποίο τα κύτταρα και οι ιστοί είναι ζώντες, - στη φυσική επιλογή (natural selection), ο όρος βιωσιμότητα αναφέρεται στο κλάσμα των ατόμων που επιβιώνουν σε μια δεδομένη ηλικία, - στην οικονομική ανάπτυξη (economic development), ο όρος βιωσιμότητα υποδηλώνει την ικανότητα ώστε τα κέρδη να καλύπτουν τις δαπάνες σε αναπτυξιακά σχέδια ( Από τα παραπάνω προκύπτει εύκολα ότι όταν ο όρος βιωσιμότητα αναφέρεται στις οικονομικές μονάδες τότε υποδηλώνει την ικανότητα της οικονομικής μονάδας να παραμένει ενεργή και παραγωγική. Πιο συγκεκριμένα, η βιωσιμότητα ή όπως έχει επικρατήσει να λέγεται η οικονομική βιωσιμότητα μιας παραγωγικής οικονομικής μονάδας θεωρείται ότι είναι «η ικανότητα της οργάνωσης (οικονομικής μονάδας) να συγκεντρώνει τα κεφάλαια που απαιτούνται για την ικανοποίηση των αναγκών της βραχυ-, μεσο- και μακροπρόθεσμα» (Lusthaus et al. 2002). Σημειώνεται ότι η οικονομική βιωσιμότητα των κλασικών παραγωγικών οικονομικών μονάδων και κατ επέκταση των π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων δεν αφορά ένα οικονομικό μέγεθος το οποίο είναι άμεσα μετρήσιμο. Αντιθέτως, η βιωσιμότητα είναι εκτίμηση η οποία σχηματίζεται κατά την οικονομική ανάλυση, μέσω της κατασκευής ορισμένων ειδικών μέτρων εκτίμησης ή κριτηρίων οικονομικής βιωσιμότητας, τα σημαντικότερα των οποίων είναι η καθαρή παρούσα αξία (net present value, NPV), ο εσωτερικός συντελεστής απόδοσης ή εσωτερικό επιτόκιο (internal rate of return, IRR) και η αναλογία οφέλους-κόστους (benefit/cost ratio) (Στάμου 1985, Χριστοδούλου 1995). 83

100 Η καθαρή παρούσα αξία (ΚΠΑ) είναι η προεξοφλημένη σημερινή αξία των καθαρών χρηματικών ροών (δηλαδή των ροών που προκύπτουν όταν από τα προεξοφλημένα έσοδα αφαιρεθούν οι προεξοφλημένες δαπάνες 27 ) για όλο το χρονικό ορίζοντα μιας επένδυσης. Για να είναι μια οικονομική μονάδα (υπό την έννοια της οικονομικής αξίας της) βιώσιμη το κριτήριο βιωσιμότητας είναι η ΚΠΑ να είναι μεγαλύτερη του μηδενός, δηλαδή ΚΠΑ >0. Ο εσωτερικός συντελεστής απόδοσης (ΕΣΑ) ή εσωτερικό επιτόκιο είναι το επιτόκιο προεξόφλησης κατά το οποίο τα προεξοφλημένα έσοδα ισούνται με τις προεξοφλημένες δαπάνες ή διαφορετικά το επιτόκιο προεξόφλησης στο οποίο η ΚΠΑ γίνεται μηδέν (ΚΠΑ=0). Στην περίπτωση αυτή το κριτήριο βιωσιμότητας είναι ο ΕΣΑ να είναι μεγαλύτερος του κατάλληλου επιτοκίου προεξόφλησης p% (κόστος ευκαιρίας, επιτόκιο δανεισμού κεφαλαίου), δηλαδή ΕΣΑ >p% (Χριστοδούλου 1995). Τέλος, η αναλογία οφέλους-κόστους (ΑΟΚ) αναφέρεται στο λόγο των προεξοφλημένων εσόδων προς τις προεξοφλημένες δαπάνες. Το κριτήριο βιωσιμότητας είναι η αναλογία όφελος/κόστος να είναι μεγαλύτερη της μονάδας, δηλαδή ΑΟΚ >1 (Στάμου 1985, Χριστοδούλου 1995, Cavatassi 2004). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι ειδικά για τις π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες, η οικονομική ανάλυση δεν θα πρέπει να γίνεται μόνον με βάση τις άμεσες αξίες των εν λόγω παραγωγικών οικονομικών μονάδων, αλλά οφείλει να εντοπίσει και αν είναι δυνατό να ποσοτικοποιήσει και να εκφράσει σε χρηματικές μονάδες και τις έμμεσες αξίες τους (Χριστοδούλου 1989). Όπως τονίστηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο (κεφ. 1), η συνολική οικονομική αξία (ΣΟΑ) των π.δ.π. Φύση 2000 αναφέρεται στις άμεσες και τις έμμεσες αξίες τους και με βάση τη συνολική οικονομική αξία θα πρέπει να γίνει η οικονομική ανάλυση. Συνεπώς, εκτός των άμεσων αξιών, θα πρέπει να αξιολογηθεί η οικονομική αξία των έμμεσων αξιών. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω αποτίμησης (valuation) της αξίας τους. Προς τούτο έχουν αναπτυχθεί ειδικές τεχνικές αποτίμησης (valuation techniques) οι οποίες αποσκοπούν στη σύλληψη (capture) της οικονομικής αξίας των κάθε λογής έμμεσων αξιών των προστατευόμενων δασικών περιοχών. Με την αποτίμηση των έμμεσων αξιών και την ενσωμάτωσή τους στις άμεσες αξίες προκύπτει η συνολική οικονομική αξία των π.δ.π. Φύση 2000 και επομένως μπορεί να λάβει χώρα μια κατά το δυνατόν πιο ρεαλιστική ή λιγότερη στρεβλή οικονομική 27 Συνήθως η προεξόφληση γίνεται με ένα κατάλληλο επιτόκιο, το οποίο συνήθως αντανακλά το κόστος ευκαιρίας του κεφαλαίου, δηλαδή της τοποθέτησης του επενδυόμενου κεφαλαίου σε άλλη επενδυτική επιλογή (π.χ. προθεσμιακή κατάθεση, repos, αμοιβαίο κεφάλαιο, εναλλακτικό επενδυτικό σχέδιο κ.λπ.). 84

101 ανάλυση, που με τη χρησιμοποίηση των κριτηρίων που προαναφέρθηκαν, θα διαφωτίσει σημαντικά σχετικά με την βιωσιμότητα των π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων (Gregersen et al. 1995, Kengen 1997). Από τα προηγούμενα καθίσταται σαφές ότι η έννοια της βιωσιμότητας των π.δ.π. Φύση 2000 λόγω του διττού χαρακτήρα τους (περιβαλλοντικές και οικονομικές οντότητες) αναφέρεται σε δύο διαστάσεις, ήτοι την περιβαλλοντική και την οικονομική βιωσιμότητα. Η περιβαλλοντική βιωσιμότητα των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 θεωρείται ότι είναι εξασφαλισμένη, υπό την έννοια ότι η προστασία του φυσικού κεφαλαίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το σκοπό της ίδρυσής τους. Πιο απλά, οι προστατευόμενες δασικές περιοχές έχουν ιδρυθεί και δημιουργηθεί με σκοπό την περιβαλλοντική προστασία και διατήρηση. Συνεπώς εξ ορισμού πρέπει να θεωρούνται ότι είναι περιβαλλοντικά βιώσιμες σε σταθερή και μακροπρόθεσμη βάση. Όμως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η περιβαλλοντική βιωσιμότητα δηλαδή η διατήρηση του φυσικού κεφαλαίου των προστατευομένων δασικών περιοχών Φύση 2000 εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό: α) από τις φυσικές μεταβολές του περιβάλλοντος όπως οι διάφορες φυσικές καταστροφές (ξηρασία, πυρκαγιές, πλημμύρες) καθώς και β) από ανθρωπογενείς μεταβολές όπως παράνομες εκχερσώσεις και υλοτομίες με σκοπό την αλλαγή χρήσης γης, δηλαδή τη δημιουργία οικιστικής ή/και αγροτικής γης κ.ά. (IUCN 2000). Η οικονομική βιωσιμότητα των π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων δεν μπορεί να θεωρηθεί με τον ίδιο τρόπο όπως η περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Σύμφωνα με τον Lusthaus et al. (2002) η βιωσιμότητα μιας οικονομικής μονάδας εξαρτάται από τρεις κύριες παραμέτρους, ήτοι α) από την ικανότητα δημιουργίας χρηματικών εισροών (ή εσόδων) ώστε να καλύπτονται οι πάσης φύσεως λογαριασμοί τους (λειτουργικά έξοδα και έξοδα συντήρησης, δαπάνες διοίκησης, μισθοί προσωπικού κ.λπ.), β) από τις πηγές και τους τύπους των χρηματικών εισροών και γ) από την ικανότητα να επιβιώνει μέσα στο περιβάλλον στο οποίο εντάσσεται. Στην περίπτωση των π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων θα πρέπει να εξετασθούν οι ανωτέρω παράμετροι, για να αποφανθεί κανείς για την οικονομική βιωσιμότητά τους. Έτσι, για να καταστούν οικονομικά βιώσιμες οι π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες θα πρέπει: 1. Από την άποψη της ικανότητας δημιουργίας χρηματικών εισροών (εσόδων), αυτές έχουν σημαντικές δυνατότητες δημιουργίας χρηματικών εισροών εφόσον εκμεταλλευθούν διαθέτοντας ορισμένα από τα αγαθά και υπηρεσίες που παράγουν, όπως ο αγροτουρισμός, η εκπαιδευτική περιήγηση και άθληση, η αναψυχή κ.ά. με είσπραξη 85

102 αντιτίμου. Το αντίτιμο θα πρέπει να καθορίζεται μέσα από ανάλυση αγοράς και διερεύνηση της ζήτησης (καμπύλη ζήτησης, ελαστικότητα ζήτησης), με κοστολόγηση των θέσεων κόστους και ανάλυση νεκρού σημείου για κάθε αγαθό και υπηρεσία ξεχωριστά (Στάμου 1985). 2. Από την άποψη των πηγών και των τύπων των χρηματικών εισροών, αυτές έχουν δυνατότητα να ανεξαρτητοποιηθούν ως ένα βαθμό από την κρατική χρηματοδότηση, όπως αναπτύσσεται στην επόμενη ενότητα. Η κεφαλαιακή απεξάρτηση θα μπορούσε να γίνει αφενός με προσέλκυση των ιδιωτικών κεφαλαίων με διάφορους τρόπους όπως με χορηγίες και δωρεές από φυσικά και νομικά πρόσωπα, με ειδικά χρηματοοικονομικά προϊόντα όπως τα πράσινα ομόλογα, με πωλήσεις αγαθών υψηλής ποιότητας όπως προϊόντων βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας και γενικότερα καταναλωτικών προϊόντων όπως ενθυμίων, αντικειμένων καθημερινής χρήσης κ.α. (McNeely and Weatherly 1996). Όμως, σε ό,τι αφορά τις χρηματοδοτήσεις των περιοχών του δικτύου Natura, διαπιστώνεται ότι οι όποιες προσπάθειες προσέλκυσης ιδιωτικών κεφαλαίων ειδικότερα στη χώρα μας σκοντάφτουν μέχρι σήμερα στην απουσία εξειδικευμένων πράσινων επενδυτικών προϊόντων, στην πλημμελή και χωρίς σχεδιασμό λειτουργία τους και την ελλιπή ενημέρωση των πιθανών επενδυτών σχετικά με την απόδοση μιας τέτοιας επένδυσης (WWF 2006). 3. Από την άποψη της επιβίωσης μέσα στο περιβάλλον που εντάσσονται, αυτές έχουν ένα σχετικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις κλασικές οικονομικές μονάδες. Ως περιβαλλοντικοί πόροι είναι απαραίτητοι, όπως ήδη τονίστηκε, για την ισορροπία και την υποστήριξη του συστήματος της ζωής και συνεπώς είναι αλληλένδετοι με τις οποιεσδήποτε φυσικές μεταβολές του περιβάλλοντος ενώ παράλληλα επηρεάζονται λιγότερο από τις αντίστοιχες οικονομικές μεταβολές του, χωρίς αυτό να θεωρείται ότι αποτελεί κανόνα. Εξάλλου, λόγω αυτής ακριβώς της ιδιομορφίας και της ύπαρξης αυστηρού νομοθετικού πλαισίου λειτουργίας, οι προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 βρίσκονται υπό καθεστώς προστασίας. Τα στοιχεία αυτά (χαμηλή ευαισθησία στις αλλαγές του οικονομικού περιβάλλοντος και νομική προστασία) είναι που αποτελούν τις κύριες συνιστώσες του σχετικού πλεονεκτήματός τους Χρηματοδότηση Είναι γνωστό από την οικονομική των επιχειρήσεων ότι η εξεύρεση κεφαλαίων (χρηματοδότηση) έχει μεγάλη σημασία στη λειτουργία, ανάπτυξη και επιβίωση των παραγωγικών οικονομικών μονάδων (Κανελλόπουλος 1994, Καραθάνος 1994). Επίσης, 86

103 είναι ευρύτατα αποδεκτό ότι οι επενδύσεις στη διατήρηση του περιβάλλοντος και ιδιαίτερα της βιοποικιλότητας είναι ανεπαρκείς και ότι απαιτούνται καινοτόμες προσεγγίσεις για τη δημιουργία πρόσθετης οικονομικής υποστήριξης για την εφαρμογή της Συνθήκης για τη Βιολογική Ποικιλότητα (WRI 1989, Li 1995, McNeely and Weatherly 1995, Newcombe 1995, Wilkie et al. 2001). Η ανάγκη για πρόσθετους οικονομικούς πόρους προέρχεται από την έλλειψη ισορροπίας μεταξύ των αναγκών για δημιουργία του κατάλληλου περιβάλλοντος (capacity building) και των προβλεπόμενων υποδομών διατήρησης της βιοποικιλότητας από τη μια πλευρά και της ικανότητας κινητοποίησης κεφαλαιουχικών πόρων από την άλλη. Η αύξηση των κεφαλαιουχικών πόρων μπορεί να επιτευχθεί μέσω των υφιστάμενων μηχανισμών χρηματοδότησης όπως το χρηματοδοτικό οικονομικό σύστημα και οι πληρωμές των χρηστών αλλά και μέσω νέων και καινοτόμων μηχανισμών χρηματοδότησης όπως η χρηματοδότηση από τα διεθνή περιβαλλοντικά ταμεία (όπως το Global Environment Facility-GEF), η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών φόρων που βασίζονται στην αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει, τα πράσινα επενδυτικά προϊόντα όπως οι εμπορεύσιμες άδειες εκπομπής ρύπων και άλλα σε εθνικό ή/και τοπικό επίπεδο (McNeely and Weatherly 1995, Mikitin 1995, Lake 1997, Experts Meeting 1999, OECD 2001, Pagiola et al. 2002, Powell et al. 2002). Στην κατεύθυνση αυτή, δηλαδή της χρηματοδότησης των περιβαλλοντικών πόρων και των προστατευόμενων περιοχών μέσω καινοτόμων μηχανισμών άντλησης κεφαλαίων καθώς και μέσω πώλησης των περιβαλλοντικών αγαθών και υπηρεσιών παρατηρείται μια αυξητική τάση σε διεθνές επίπεδο κυρίως κατά την τελευταία 15ετία (McNeely and Weatherly 1996, Chomitz et al. 1999, Heal 2000, IUCN 2000). Σε ότι αφορά στην ελληνική πραγματικότητα, οι χρηματοδοτήσεις των περιβαλλοντικών πόρων έχουν κυρίως μορφή κρατικής επιχορήγησης (state subsidies) ενώ ένα μικρό μόνο μέρος τους προέρχεται από περιβαλλοντική φορολογία (περιβαλλοντικός φόρος καυσίμων) και ορισμένες κατηγορίες χρεώσεων-τελών όπως π.χ. ανταλλακτική αξία χρήσης δασικής γης, τα τέλη αδειών θήρας κ.ά. Η χρηματοδότηση για τις π.δ.π. Φύση 2000 συνίσταται σχεδόν αποκλειστικά από επιχορηγήσεις εθνικών και διεθνών κυβερνητικών φορέων και προγραμμάτων χρηματοδότησης, ενώ ένα μέρος από επιδοτήσεις μέσω ανταπόδοσης των διαφόρων περιβαλλοντικού χαρακτήρα τελών και του περιβαλλοντικού φόρου συμβατικών καυσίμων. 87

104 Πιο συγκεκριμένα, η χρηματοδότηση των π.δ.π. Φύση 2000 μπορεί να διακριθεί σε κρατική και σε ιδιωτική χρηματοδότηση. Η κρατική χρηματοδότηση αναλύεται περαιτέρω στην εθνική χρηματοδότηση και τη διεθνή χρηματοδότηση. Η εθνική χρηματοδότηση αφορά στη χρηματοδότηση των φορέων διαχείρισης από κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού και ειδικότερα του προϋπολογισμού του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ. Η διεθνής χρηματοδότηση για τις π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) η οποία την τρέχουσα χρονική περίοδο γίνεται μέσω χρηματοδοτήσεων του Προγράμματος NATURA 2000, των χρηματοδοτικών εργαλείων του προγράμματος LIFE+, του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ), του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), του Ταμείου Συνοχής (ΤΣ), του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και του 7 ου Προγράμματος Πλαισίου (ΥΠΕΧΩΔΕ και WWF 2003, WWF 2005). Η ιδιωτική χρηματοδότηση για τις προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες είναι περιορισμένη έως ανύπαρκτη, με εξαίρεση ορισμένες μικρού ύψους δωρεές ποσών οι οποίες δεν έχουν γενικευμένο χαρακτήρα και ένα πολύ μικρό μέρος των εσόδων από πωλήσεις καταναλωτικών αγαθών και συνδρομές που διατίθενται κυρίως από μη κυβερνητικές οργανώσεις και φιλοπεριβαλλοντικά σωματεία (WWF 2005). Ακόμη, από την άποψη των καινοτόμων χρηματοδοτικών μηχανισμών για τις π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες πρέπει ν αναφερθεί ότι δεν υφίστανται χρηματοδοτικοί μηχανισμοί, πλην του περιβαλλοντικού φόρου στα καύσιμα, όπως οι «πράσινες» επενδύσεις (δημιουργία ειδικών ταμείων με σκοπό αποκλειστικά τη χρηματοδότηση της βιοποικιλότητας), η αγορά αδειών ρύπων και τα «debt-for-nature» swaps 28 (ανταλλάξιμα χρέη για τη φύση ) που έχουν εφαρμοστεί με επιτυχία σε περιπτώσεις ιδιωτικής χρηματοδότησης προστατευόμενων περιοχών στο διεθνές επίπεδο (McNeely and Weatherly 1996, Τρίγκας και Μπλιούμης 2005). 28 Είναι γνωστό ότι πολλές αναπτυσσόμενες χώρες έλαβαν μεγάλα δάνεια (αναπτυξιακά κεφάλαια) από τις αναπτυγμένες χώρες, η πλειοψηφία των οποίων οφείλεται σε ιδιωτικές τράπεζες και πολυεθνικές εταιρείες, που οδήγησαν σταδιακά τις οικονομίες των χωρών αυτών σε υπερχρέωση. Στην προσπάθειά τους για απαλλαγή από το χρέος, οι χώρες αυτές οδηγήθηκαν σε υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων τους και επομένως σε καταστροφή του φυσικού τους περιβάλλοντος. Σε γενικές γραμμές, τα ανταλλάξιμα χρέη για τη φύση ή debt-for-nature swaps αφορούν ρύθμιση του εξωτερικού χρέους με υποχρέωση λήψης περιβαλλοντικών μέτρων. Πιο συγκεκριμένα, ένας μη κυβερνητικός οργανισμός (ΜΚΟ) αναλαμβάνει να διαπραγματευθεί για λογαριασμό μιας χώρας στη δευτερογενή αγορά την εξαγορά μέρους του χρέους με τις τράπεζες, οι οποίες προ του κινδύνου να διαγράψουν το σύνολο του δανείου ως μη επιδεκτικό είσπραξης, είναι πρόθυμες να διαπραγματευθούν για μια αποδεκτή εξαγορά. Παράλληλα, ο μη κυβερνητικός οργανισμός, υποχρεώνει την κυβέρνηση της χώρας που έχει το χρέος να διαγράψει το μέρος που εξαγοράσθηκε πλην όμως με αντάλλαγμα να λάβει συγκεκριμένα μέτρα (ή να εκδώσει ισόποσο κρατικό ομόλογο στον ΜΚΟ) με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος. Έτσι, με τον τρόπο αυτό, διακανονίζεται ένα οικονομικό χρέος με αντάλλαγμα την προστασία του περιβάλλοντος (McNeely and Weatherly 1996, Τρίγκας και Μπλιούμης 2005). 88

105 Για τη χρηματοδότηση και γενικότερα την άντληση κεφαλαίων που να αξιοποιούνται στη λειτουργία των π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων είναι σημαντικό να εφαρμόζεται αξιολόγηση της χρηματοδότησης κατά τρόπο αντίστοιχο με αυτόν των κλασικών παραγωγικών οικονομικών μονάδων. Επομένως, οι διοικήσεις τους (των π.δ.π.) οφείλουν να αξιολογούν όλα τα στοιχεία και να εφαρμόζουν συγκεκριμένη στρατηγική στον τομέα αυτό. Με άλλα λόγια, οι διοικήσεις θα πρέπει να υιοθετήσουν μια επιχειρηματική προσέγγιση η οποία θα περιλαμβάνει (Inamdar and De Merode 1999): έλεγχο των συναλλαγών μέσω εφαρμογής λογιστικής παρακολούθησης έλεγχο των δαπανών (κόστη) σε σχέση με τα έσοδα (κέρδη) με ανάλυση νεκρού σημείου περικοπή των μη αναγκαίων δαπανών χρέωση (τιμολόγηση) των παρεχόμενων καταναλωτικών και μη καταναλωτικών προϊόντων (αγαθών και υπηρεσιών) διερεύνηση των δυνατοτήτων για αύξηση και διαφοροποίηση των προσόδων, και έρευνα αγοράς με σκοπό την εξεύρεση δυνατοτήτων απόκτησης νέων προσόδων Από όσα προαναφέρθηκαν παραπάνω, φαίνεται ότι η προσέλκυση ιδιωτικού κεφαλαίου και η τιμολόγηση των προϊόντων (αγαθών και υπηρεσιών) που παρέχουν οι π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες καθίστανται μεταξύ των κύριων προτεραιοτήτων στην οργάνωση της λειτουργίας τους Έλεγχος Όπως τονίστηκε σε προηγούμενη ενότητα, ο έλεγχος είναι η διαδικασία μέσα από την οποία εξετάζονται η επίτευξη ή μη των στόχων σε σχέση με τα πρότυπα, εντοπίζονται οι αποκλίσεις και μέσω της ανατροφοδότησης λαμβάνονται τα μέτρα προς διόρθωση αυτών. Όμως αυτά που αναφέρθηκαν έχουν ισχύ για τη διοικητική λειτουργία του ελέγχου, δηλαδή από την πλευρά της διοικητικής θεωρίας. Ο έλεγχος της λειτουργίας μιας παραγωγικής οικονομικής μονάδας είναι η εξέταση της λειτουργίας των τμημάτων μιας οργάνωσης και ειδικότερα αναφέρεται στην παραγωγική, τη χρηματοοικονομική και συνολική λειτουργία της (Κανελλόπουλος 1994). Με τον έλεγχο της λειτουργίας μιας παραγωγικής οικονομικής μονάδας επιδιώκεται α) να εντοπίζονται τα προβλήματα (δυσλειτουργίες-bottlenecks) στην παραγωγική λειτουργία και να επιλύονται, β) να ελέγχεται η ορθότητα της χρηματοοικονομικής λειτουργίας και γ) να εξετάζεται η παραγωγικότητα, η αποδοτικότητα και η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας της παραγωγικής οικονομικής μονάδας (Κανελλόπουλος 1994). 89

106 Στο σημείο αυτό διευκρινίζεται ότι η παραγωγικότητα 29 (productivity) είναι το πηλίκο του παραγωγικού αποτελέσματος (δηλαδή των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών) προς έναν εκ των συντελεστών της παραγωγής (έδαφος, εργασία, κεφάλαιο). Έτσι αν τεθεί με P = παραγωγικότητα, Ο = παραγωγικό αποτέλεσμα (output) και Ι = συντελεστής παραγωγής (input), τότε προκύπτει ότι P = O I. Επίσης, η συνολική παραγωγικότητα είναι το πηλίκο του παραγωγικού αποτελέσματος προς το σύνολο των συντελεστών της παραγωγής που αναλώθηκαν. Αντίστοιχα με προηγουμένως θα έχουμε P = O (N + L + C), όπου N=Nature, L=Labor και C=Capital (Κανελλόπουλος 1994). Κατ αντίστοιχο τρόπο, η αποδοτικότητα (efficiency) είναι η σχέση του χρηματικού αποτελέσματος προς το χρησιμοποιηθέν κεφάλαιο. Ομοίως, αν τεθεί E = αποδοτικότητα, NΒ ή NC = καθαρό κέρδος ή κόστος (net benefit, net cost) και C = χρησιμοποιηθέν κεφάλαιο (capital), τότε προκύπτει ότι E = NB C ή E = NC C. Σημειώνεται ότι η παραγωγικότητα μετρά ποσότητες ενώ η αποδοτικότητα μετρά αξίες (Κανελλόπουλος 1994). Τέλος, η αποτελεσματικότητα (effectiveness) είναι μια ευρύτερη έννοια. Η αποτελεσματικότητα είναι ο λόγος του αποτελέσματος και των μέσων (αναλωθέντες πόροι) που χρησιμοποιήθηκαν. Η μέτρηση τόσο των αποτελεσμάτων όσο και των αναλωθέντων πόρων γίνεται σε ποσότητες ή σε αξίες ή και στα δύο. Η αποτελεσματικότητα καλύπτει την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα, οι οποίες είναι στενότερες έννοιες, καθόσον η παραγωγικότητα είναι η αποτελεσματικότητα της παραγωγικής λειτουργίας, ενώ η αποδοτικότητα είναι η αποτελεσματικότητα της χρηματοοικονομικής λειτουργίας (Lewin and Minton 1986, Ostroff and Schmitt 1993, Κανελλόπουλος 1994). Τα αποτελέσματα του ελέγχου της λειτουργίας έχουν σημασία για τη διοίκηση, αλλά και για τους «ενδιαφερόμενους» (stakeholders) για τη λειτουργία μιας παραγωγικής οικονομικής μονάδας. Με την έννοια ενδιαφερόμενοι περιγράφονται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν άμεση σχέση με τη λειτουργία της παραγωγικής οικονομικής μονάδας υπό οποιαδήποτε μορφή όπως κάτοχοι μετοχών, διάφοροι πιστωτές, συνεργαζόμενες τράπεζες και βέβαια οι καταναλωτές των προϊόντων της (Μπουραντάς 1992). 29 Σημειώνεται ότι η παραγωγικότητα αναφέρεται και ως παραγωγική αποδοτικότητα (productive efficiency) από τον Farrell (1957) και βεβαίως πρόκειται για την ίδια έννοια. 90

107 Στην περίπτωση των π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων, οι ενδιαφερόμενοι (stakeholders) για τη λειτουργία είναι το κράτος ως κύριος χρηματοδότης, οι διάφοροι δωρητές και σπόνσορες, οι συμμετέχοντες στη λήψη αποφάσεων, οι φιλοπεριβαλλοντικές και οικολογικές οργανώσεις και σωματεία, οι τοπικοί πληθυσμοί και οι επισκέπτες καθώς και γενικότερα το κοινωνικό σύνολο καθότι, όπως τονίστηκε σε προηγούμενη ενότητα, οι π.δ.π. Φύση 2000 αποτελούν κοινά αγαθά (common goods) και έχουν σημαντικές αξίες 30 τόσο κατ άτομο όσο και για το σύνολο της κοινωνίας. Επομένως, όλοι οι ενδιαφερόμενοι αξιώνουν για εφαρμογή ελέγχου στην οργάνωση της λειτουργίας των π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων. Αυτό συμβαίνει διότι οι ενδιαφερόμενοι είτε έχουν έννομο ή οικονομικό ή άλλο συμφέρον ή ενδιαφέρον είτε επιθυμούν να γνωρίζουν σε ποιο βαθμό οι απόψεις και τα ενδιαφέροντά τους λαμβάνονται υπόψη (WCPA 1998, Hockings et al. 2006). Ο έλεγχος της λειτουργίας των προστατευόμενων περιοχών είναι επιθυμητός τόσο από τα διοικητικά στελέχη όσο και από τους ενδιαφερόμενους και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Προς αυτή την κατεύθυνση καταγράφεται διεθνώς μια διαρκώς αυξανόμενη τάση για υπευθυνότητα (accountability) στη λειτουργία των προστατευόμενων περιοχών (WCPA 1998, Hockings et al. 2006). Όπως έχει προαναφερθεί και αλλού, η υπευθυνότητα δεν περιορίζεται στην έννοια του ελέγχου και ειδικά του χρηματικού ελέγχου που ασκείται κατά την οικονομική επιθεώρηση σε μια παραγωγική οικονομική μονάδα. Σύμφωνα με την ορολογία της σύγχρονης διοικητικής επιστήμης, η υπευθυνότητα ορίζεται ως η «υποχρέωση για κατάδειξη ότι η λειτουργία της οικονομικής μονάδας διεξάγεται σε συμμόρφωση με τους συμφωνηθέντες κανόνες και πρότυπα λειτουργίας». Στην έννοια της υπευθυνότητας περιλαμβάνεται «η κατάλληλη-πρέπουσα χρήση των πόρων, η οποία είναι μεγάλης σημασίας λόγω της περιορισμένης διαθεσιμότητας χρηματοδοτικών κεφαλαίων ανάπτυξης». Για τους ενδιαφερόμενους αλλά και οποιονδήποτε τρίτο εκτιμητή (evaluator) η έννοια «accountability συνάδει με την υπευθυνότητα για παροχή ακριβών, σωστών και αξιόπιστων αναφορών ελέγχου και εκτιμήσεων απόδοσης. Τέλος, για τα διοικητικά στελέχη του δημόσιου τομέα υπευθυνότητα οφείλεται προς τους φορολογούμενους (OECD 2002). Κατά αντίστοιχο τρόπο, η υπευθυνότητα ή καλύτερα η 30 Οι αξίες των προϊόντων (αγαθών και υπηρεσιών) των προστατευόμενων περιοχών ιδωμένα από τη σκοπιά του marketing χαρακτηρίζονται ως καταναλωτικές (consumptive) και μη καταναλωτικές (non consumptive) αξίες. Η απόλαυση της θέας ενός τοπίου εξαίρετης ομορφιάς (scenic beauty view) από έναν επισκέπτη δε μειώνει τη διαθεσιμότητά της σε οποιονδήποτε άλλο ή άλλους επισκέπτες (μη καταναλωτική αξία). Αντίθετα, η δυνατότητα για απόληψη καρπών (π.χ. αγριοφράουλες) από ένα δάσος φτάνει μέχρι ενός ποσοτικού ορίου πέρα από το οποίο παύει να είναι δυνατή απόληψη των καρπών αυτών (Inamdar and De Merode 1999). 91

108 παροχή αναφορών ελέγχου της λειτουργίας οφείλεται προς τους ενδιαφερόμενους είτε αυτοί είναι δωρητές, είτε το κοινωνικό σύνολο ως φορολογούμενοι πολίτες. Ο έλεγχος της λειτουργίας μιας παραγωγικής οικονομικής μονάδας παράγει μια σειρά αποτελεσμάτων, τα οποία πρέπει να αξιολογηθούν ως προς την προτεραιότητα εφαρμογής τους (ιεράρχηση) και να ενσωματωθούν στη λειτουργία της. Με βάση τα όσα έχουν αναφερθεί σε προηγούμενες ενότητες για τη συστημική προσέγγιση των οικονομικών μονάδων, τα αποτελέσματα του ελέγχου μεταφέρονται με τη διαδικασία της ανατροφοδότησης (feedback) στη διοίκηση για ιεράρχηση και κατάλληλη ενσωμάτωσή τους στη λειτουργία της οικονομικής μονάδας (Μπουραντάς 1992, Μπουραντάς και Παπαλεξανδρή 1998). Ειδικότερα για τις π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες, τα αποτελέσματα του ελέγχου της λειτουργίας συνήθως αναφέρονται: στην επίλυση παραγωγικών και άλλων προβλημάτων, στην εγκατάλειψη μη δόκιμων επιλογών λειτουργίας στη διόρθωση των αποκλίσεων που παρατηρούνται στην παραγωγικότητα, αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα της λειτουργίας Από τη διοικητική και την οικονομική επιστήμη, καθώς και από άλλες επιστημονικές περιοχές και εφαρμογές, είναι γνωστό ότι οι δείκτες (indexes) είναι σημαντικά στοιχεία στην αναζήτηση πληροφοριών σχετικά με το πότε, πως και προς ποια κατεύθυνση συμβαίνει μια μεταβολή ή εξελίσσεται μια οικονομική μονάδα. Ενδεικτικά αναφέρονται οι δείκτες χρηματοοικονομικής ρευστότητας, διάθρωσης κεφαλαίων, αποδοτικότητας, δραστηριότητας κ.ά. (Weston and Brigham 1986). Οι δείκτες, ως αποτελέσματα μετρήσεων, συμβάλλουν στον έλεγχο και την δια μέσω αυτού στην αύξηση της γνώσης και επομένως στον έλεγχο και τη βελτίωση της λειτουργίας μιας οικονομικής μονάδας 31. Ο δείκτης είναι ένα ποσοτικό, ποιοτικό ή περιγραφικό μέτρο, το οποίο όταν μετρηθεί δίνει μια πληροφορία σχετική με τα μετρούμενα μεγέθη, χαρακτηριστικά ή στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση. Όμως, η μέτρηση του δείκτη από μόνη της πέραν αυτής καθεαυτής της μέτρησης δεν παρέχει άλλη πληροφορία (π.χ. για το πώς μεταβάλλεται διαχρονικά ο δείκτης ή/και για την προέλευση της μεταβολής αυτής κ.λπ.). 31 Η σημασία της δυνατότητας μέτρησης (και επομένως η σημασία των δεικτών), συνοψίζεται στην ακόλουθη φράση του νομπελίστα Lord Kelvin: «αν μπορείς να μετρήσεις αυτό που μελετάς και να το εκφράσεις με αριθμούς, τότε κάτι ξέρεις γι αυτό. όταν όμως δε μπορείς να το μετρήσεις και να το δώσεις σε αριθμούς, τότε η γνώση που έχεις γι αυτό είναι πολύ ισχνή και κάθε άλλο παρά ικανοποιητική. Ίσως είναι η αρχή της γνώσης, αλλά ουσιαστικά οι σκέψεις σου δεν έχουν φτάσει ακόμα στο στάδιο της επιστήμης» (Χριστοδούλου, 1989). 92

109 Έτσι, όταν ο δείκτης μετρηθεί και παρακολουθηθεί διαχρονικά τότε δείχνει προς τα πού κατευθύνεται μια μεταβολή και ενδεχομένως από πού αυτή προέρχεται. Ακόμη, η σημασία που μπορεί να έχει ένας δείκτης σχετίζεται με το τι μετρά αυτός (Μπόσκος, Γαλανός και Αλμπάνης 2000). Έτσι, επί παραδείγματι, στην περίπτωση της παρακολούθησης ενός δείκτη που καταρτίζεται από την έκταση του δάσους ελάτης προς το σύνολο της έκτασης μιας π.δ.π. Φύση 2000, ενδιαφέρει τόσον η τιμή του δείκτη όσον και η διαχρονική εξέλιξη της τιμής καθώς και το πως μπορεί να ερμηνευθεί η εξέλιξη αυτή. Είναι προφανές, ότι η διαχρονική εξέλιξη μιας οικολογικής παραμέτρου, όπως ο προηγούμενος δείκτης, σε μια προστατευόμενη δασική περιοχή Φύση 2000 αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τους λήπτες αποφάσεων. Αν οι τιμές του δείκτη διαχρονικά αυξάνουν ή μειώνονται, τότε πρέπει να ερμηνευθεί σε τι οφείλεται η αύξηση ή η μείωση και να αναζητηθούν τα αίτια που την προκαλούν. Ανάλογης σημασίας είναι ο δείκτης που καταρτίζεται από τον αριθμό των ενδημικών ειδών φυτών προς το συνολικό αριθμό ειδών φυτών κ.ο.κ. Ομοίως μπορούν να καταρτιστούν δείκτες διοικητικών παραμέτρων όπως και δείκτες οικονομικών παραμέτρων που αναφέρονται στη διοικητική και την οικονομική λειτουργία αντίστοιχα, μιας προστατευόμενης δασικής περιοχής. Οι εν λόγω οικολογικοί, διοικητικοί και οικονομικοί δείκτες ουσιαστικά είναι τα αποτελέσματα ελέγχου, τα οποία πρέπει να μεταφερθούν με τη διαδικασία της ανατροφοδότησης στη διοίκηση της π.δ.π. Φύση 2000 ώστε να αξιολογηθούν και να συνεισφέρουν στη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη λειτουργία της ως παραγωγικής οικονομικής μονάδας. Δυστυχώς, με την παρούσα οργανωτική διοικητική δομή, οι π.δ.π. Φύση 2000 είτε δεν εφαρμόζουν έλεγχο λειτουργίας είτε όπου εφαρμόζεται έλεγχος είναι αποσπασματικός ενώ, παράλληλα, δεν υφίσταται διαδικασία ανατροφοδότησης των όποιων αποτελεσμάτων του ελέγχου λειτουργίας προς την διοίκηση δεδομένου ότι τμήμα του όλου βρόγχου ανατροφοδότησης και συγκεκριμένα η Επιτροπή «Φύση 2000» δε λειτουργεί (WWF 2004). Με την επαναλειτουργία της Επιτροπής «Φύση 2000», την εφαρμογή ελέγχου λειτουργίας και τη δημιουργία διαδικασιών ανατροφοδότησης των αποτελεσμάτων του ελέγχου σε όλες τις οι π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες μπορεί να επιτευχθεί η διόρθωση των δυσλειτουργιών, βελτίωση της χρηματοοικονομικής λειτουργίας, της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας και εν γένει της αποτελεσματικότητας λειτουργίας τους. 93

110 Για να μπορούν να εφαρμοστούν αρχές, μέθοδοι και τεχνικές (ομαδοποίηση, οργανωτική διάρθρωση, πολυκριτηριακή ανάλυση και αξιολόγηση λειτουργίας), που αναφέρθηκαν στις ενότητες των προηγούμενων κεφαλαίων και βασίζονται στην οργανοδιοικητική θεωρία, στη θεώρηση των π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων, αυτές πρέπει να ομαδοποιηθούν, να επιλεγούν τα κατάλληλα οργανωτικά σχήματα για κάθε ομάδα με πολυκριτηριακή ανάλυση και να επιλεγεί και διερευνηθεί η αξιολόγηση της λειτουργίας μιας π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικής οικονομικής μονάδας με μελέτη εφαρμογής (case study). Τα θέματα αυτά παρουσιάζονται αναλυτικά στα κεφάλαια που ακολουθούν. 94

111 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 4. Ομαδοποίηση των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων Είναι γνωστό από την οικονομική των επιχειρήσεων ότι οι οικονομικές μονάδες διακρίνονται ανάλογα με τα κοινά στοιχεία που αυτές έχουν μεταξύ τους. Τα κοινά αυτά στοιχεία έχουν να κάνουν με το αν οι οικονομικές μονάδες αξιοποιούν ακατέργαστες πρώτες ύλες ή αν μεταποιούν ενδιάμεσα προϊόντα στην παραγωγική τους διαδικασία, αν ανήκουν στο κράτος ή σε φυσικά πρόσωπα, το αν αυτές έχουν μικρή ή μεγάλη περιουσία, το κατά πόσο αυτές είναι μικρές ή μεγάλες σε μέγεθος κ.λπ. Τα κοινά στοιχεία αποτελούν τα κριτήρια διάκρισης των οικονομικών μονάδων οι οποίες εντάσσονται σε ένα ευρύτερο διοικητικό σύνολο θεώρησης είτε αυτό είναι νομός, περιφέρεια ή κράτος (Μακρής 1976, Στάμου 1985, Κανελλόπουλος 1994). Συνεπώς η διάκριση των οικονομικών μονάδων αναφέρεται στη δημιουργία ομάδων (ομαδοποίηση) με βάση τα κοινά στοιχεία τους (κριτήρια διάκρισης ή ομαδοποίησης). Με την ομαδοποίηση των οικονομικών μονάδων με βάση τα κριτήρια ομαδοποίησης διευκολύνεται και αποκτά συγκεκριμένο σύστημα αναφοράς η θεώρηση των οικονομικών μονάδων, ενώ παράλληλα επιταχύνεται και καθίσταται οικονομικότερη η αξιολόγηση της λειτουργίας τους καθόσον μπορεί να γίνει σε αντιπροσωπευτικό δείγμα αντί για το σύνολο των εξεταζόμενων κάθε φορά ομοειδών οικονομικών μονάδων (Μπουραντάς 1994, Φωτήλας 2002). Συνεπώς, στη διερεύνηση της οργάνωσης της λειτουργίας των προστατευόμενων δασικών περιοχών (π.δ.π.) Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων προϋποτίθεται και παράλληλα απαιτείται πριν από την εφαρμογή των όποιων αρχών, μεθόδων και τεχνικών της οργανοδιοικητικής θεωρίας και της θεωρίας των αποφάσεων, ένας ανάλογος χειρισμός (ομογενοποίηση-ομαδοποίηση) του εξεταζόμενου υλικού έρευνας ώστε τα αποτελέσματα που θα προκύψουν να έχουν νόημα και πρακτικό αντίκρισμα. 95

112 4.1. Κριτήρια ομαδοποίησης των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων. Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την ομαδοποίηση είναι: ο σκοπός, ο φορέας ιδιοκτησίας, το μέγεθος και το αντικείμενο (τομέας) παραγωγής. Για την ομαδοποίηση αυτή πρέπει να εξετασθούν οι δυνατότητες χρησιμοποίησης ενός μέρους ή όλων των κριτηρίων λαμβάνοντας υπόψη το διττό χαρακτήρα τους (περιβαλλοντικές και οικονομικές μονάδες), χωρίς όμως αυτή η ιδιαιτερότητα να είναι απόλυτα δεσμευτικής σημασίας. Στη συνέχεια επιχειρείται μια πιο λεπτομερής ανάλυση σχετικά με τις δυνατότητες χρησιμοποίησης κάθε κριτηρίου ομαδοποίησης ξεχωριστά και κατόπιν επιλέγονται αυτά που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη δυνατότητα 32 για χρησιμοποίηση στην προκείμενη ομαδοποίηση Ομαδοποίηση με βάση το σκοπό ίδρυσης και οικονομικής λειτουργίας. Η ομαδοποίηση των π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων με βάση το κριτήριο του σκοπού είναι δυνατή τόσο από περιβαλλοντική όσο και από οικονομική άποψη 33. Από περιβαλλοντική άποψη η ομαδοποίηση με βάση το σκοπό ίδρυσης είναι δυνατή και παράγει νόημα, αφού οι π.δ.π. Φύση 2000 περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα περιβαλλοντικών οντοτήτων από τους εθνικούς δρυμούς και τα εθνικά πάρκα, που έχουν πολλαπλό σκοπό ίδρυσης όπως αναψυχικό, προστατευτικό, εκπαιδευτικό, ερευνητικό, πολιτιστικό κ.ά., μέχρι τα διατηρητέα μνημεία της φύσης στα οποία ο σκοπός ίδρυσης είναι σαφώς πιο περιορισμένος (εκπαιδευτικός, πολιτιστικός). Από την άλλη μεριά, η ομαδοποίηση με βάση το κριτήριο του σκοπού οικονομικής λειτουργίας δεν είναι δυνατή και δεν παράγει νόημα, αφού στη χώρα μας οι π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες είναι μη κερδοσκοπικές οικονομικές οντότητες. 32 Με την έκφραση δυνατότητα χρησιμοποίησης ενός κριτηρίου εννοείται ότι το συγκεκριμένο κριτήριο πρέπει να εξυπηρετεί τις ανάγκες και τους σκοπούς της ομαδοποίησης. 33 Με την έκφραση «από περιβαλλοντική και οικονομική άποψη» επιχειρείται να ληφθεί υπόψη ο διττός χαρακτήρας των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων στην εξέταση της δυνατότητας για χρησιμοποίηση ή μη του κάθε φορά εξεταζόμενου κριτηρίου ομαδοποίησης. 96

113 Ομαδοποίηση με βάση το φορέα ιδιοκτησίας. Η ομαδοποίηση των π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων με βάση το κριτήριο του φορέα ιδιοκτησίας δεν είναι δυνατή τόσο από περιβαλλοντική όσο και από οικονομική άποψη. Από περιβαλλοντική άποψη, η ομαδοποίηση δεν είναι δυνατή και δεν παράγει νόημα αφού οι π.δ.π. Φύση 2000 είναι περιουσία του ελληνικού κράτους και επομένως ανήκουν στον ίδιο φορέα 34. Από οικονομική άποψη, η ομαδοποίηση δεν είναι δυνατή και δεν παράγει νόημα, για τον ίδιο ακριβώς λόγο με την περιβαλλοντική άποψη Ομαδοποίηση με βάση το μέγεθος. Η ομαδοποίηση των π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων με βάση το κριτήριο του μεγέθους είναι δυνατή τόσο από περιβαλλοντική όσο και από οικονομική άποψη. Από περιβαλλοντική άποψη, η ομαδοποίηση είναι δυνατή και παράγει νόημα αφού οι π.δ.π. Φύση 2000 περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα περιβαλλοντικών οντοτήτων από τους εθνικούς δρυμούς και τα εθνικά πάρκα που περιλαμβάνουν χιλιάδες μυριάδες δέντρα μέχρι τα μεμονωμένα δέντρα-διατηρητέα μνημεία της φύσης. Ακόμη, είναι γνωστό ότι, οι μεγαλύτερες σε μέγεθος π.δ.π. Φύση 2000 έχουν ποσοτικά μεγαλύτερη παραγωγή περιβαλλοντικών αγαθών και υπηρεσιών τόσο όταν αυτά (αγαθά και υπηρεσίες) εξετάζονται ως μεμονωμένα προϊόντα όσον και ως άθροισμα προϊόντων. Από οικονομική άποψη, η ομαδοποίηση είναι δυνατή και έχει νόημα αφού η συνολική οικονομική αξία (total economic value-tev) που έχει μια μεγαλύτερη σε μέγεθος προστατευόμενη περιοχή υπερβαίνει την αντίστοιχη συνολική οικονομική αξία που έχει μια μικρότερου μεγέθους προστατευόμενη περιοχή. Αυτό ερμηνεύεται ως εξής: η συνολική οικονομική αξία (TEV) προκύπτει ως άθροισμα της άμεσων και των έμμεσων οικονομικών αξιών. Αν θεωρηθεί ότι η αξία των έμμεσων οικονομικών αξιών είναι ίδια για όλες τις π.δ.π. Φύση 2000 ανεξαρτήτως μεγέθους, τότε οι διαφορές στη συνολική οικονομική αξία θα οφείλονται σε διαφορετικές άμεσες οικονομικές αξίες. Κάτι τέτοιο είναι απολύτως αληθινό, υπό την έννοια ότι μια μεγαλύτερη σε μέγεθος προστατευόμενη δασική περιοχή, όπως π.χ. ένας εθνικός δρυμός, έχει δυνατότητα παραγωγής περισσότερων αγαθών και υπηρεσιών όπως αναψυχή, παρατήρηση της άγριας ζωής, θέσεις θέας, αθλητισμό (πεζοπορία, ποδηλασία, ορειβασία κ.ά.) σε σχέση με μια μικρότερου μεγέθους προστατευόμενη δασική περιοχή, όπως π.χ. ένα εκτροφείο 34 Σημειώνεται ότι ενδεχομένως να υπάρχουν και κάποιες μικρές ιδιωτικές περιοχές που να εμπίπτουν σε π.δ.π. Φύση 2000, οι οποίες «αναγόμενες» σε ποσοστό επί του συνόλου των π.δ.π. Φύση 2000 να συνιστούν ποσότητα ελάχιστη ή αμελητέα για τη διάκριση ιδιωτικού φορέα ιδιοκτησίας. 97

114 θηραμάτων, στην οποία σαφώς περιορίζονται οι παραπάνω δυνατότητες. Επομένως, οι διαφορετικές δυνατότητες για δημιουργία εσόδων αντιστοιχούν σε διαφορετική οικονομική αξία για την κάθε προστατευόμενη δασική περιοχή Ομαδοποίηση με βάση το αντικείμενο (τομέα) παραγωγής. Η ομαδοποίηση των π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων με βάση το αντικείμενο (τομέα) παραγωγής είναι δυνατή μόνο από οικονομική άποψη (πρωτογενής, δευτερογενής, τριτογενής τομέας παραγωγής της οικονομίας). Από περιβαλλοντική άποψη, η ομαδοποίηση δεν είναι δυνατή και δεν παράγει νόημα αφού οι π.δ.π. Φύση 2000 έχουν κοινό αντικείμενο την προστασία των περιβαλλοντικών πόρων και της βιοποικιλότητας. Από οικονομική άποψη, η ομαδοποίηση είναι δυνατή και παράγει νόημα αφού μια π.δ.π. Φύση 2000 με περισσότερα και διευρυμένα προϊόντα (αγαθά και υπηρεσίες) μπορεί να θεωρηθεί ως μικτής παραγωγής (μικτής απασχόλησης) ενώ μια άλλη με λιγότερα και περιορισμένα προϊόντα (αγαθά και υπηρεσίες) μπορεί να θεωρηθεί ως πρωτογενούς παραγωγής. Συνοψίζοντας την ανάλυση που προηγήθηκε, προκύπτει ότι το κριτήριο του μεγέθους είναι απόλυτο κριτήριο, υπό την έννοια ότι έχει πλήρη εφαρμογή για την ομαδοποίηση των π.δ.π. Φύση 2000 τόσο από περιβαλλοντική όσο και από οικονομική πλευρά. Το κριτήριο του σκοπού είναι σχετικό κριτήριο καθόσον αυτό έχει μερική εφαρμογή στην ομαδοποίηση των π.δ.π. Φύση 2000 αφού αναφέρεται στην περιβαλλοντική πλευρά. Ομοίως, το κριτήριο του αντικειμένου (τομέα) παραγωγής είναι σχετικό κριτήριο καθότι και αυτό έχει μερική εφαρμογή στην ομαδοποίηση των π.δ.π. Φύση 2000 αφού αναφέρεται στην οικονομική πλευρά. Από τα παραπάνω συνεπάγεται ότι για την ομαδοποίηση των π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων θα χρησιμοποιηθούν το μέγεθος, ο σκοπός ίδρυσης και το αντικείμενο παραγωγής (τομέας παραγωγής) ως κριτήρια ομαδοποίησης. 98

115 4.2. Ομαδοποίηση των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων Στην προηγούμενη ενότητα καθορίστηκε ότι η ομαδοποίηση των προστατευόμενων δασικών περιοχών (π.δ.π.) Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων σε κοινές ή ομοειδείς ομάδες θα βασιστεί σε ένα απόλυτο και δύο σχετικά κριτήρια. Από τις εκφράσεις αυτές (απόλυτο και σχετικά) εντοπίζεται αρχικά μια διαφορετικότητα μεταξύ των κριτηρίων, η οποία οφείλεται στη διαφορετική επίδραση που αυτά έχουν στην ομαδοποίηση των π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων. Η διαφορετικότητα αυτή στην επιχειρησιακή έρευνα αναφέρεται ως σημαντικότητα (significance) του κριτηρίου (Διακουλάκη 2003). Έχοντας υπόψη τη σημαντικότητα του κάθε κριτηρίου θα κατασκευαστούν οι αντίστοιχες ομάδες. Το κριτήριο μέγεθος ως το πλέον σημαντικό (απόλυτο) κριτήριο είναι αυτό που θα καθορίσει τον αριθμό των ομάδων στις οποίες εντάσσονται οι π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες. Σύμφωνα με όσα έχουν ήδη αναφερθεί στην προηγούμενη ενότητα, ως προς το μέγεθος διακρίνονται τρεις κατηγορίες: μεγάλο, μεσαίο και μικρό μέγεθος 35. Συνεπώς, οι π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες με βάση το απόλυτο κριτήριο του μεγέθους ομαδοποιούνται σε τρεις ομάδες. Στη συνέχεια, λαμβάνοντας υπόψη το σχετικό κριτήριο του σκοπού ίδρυσης και δεδομένου ότι οι π.δ.π. Φύση 2000 έχουν ομαδοποιηθεί σε τρεις ομάδες με το απόλυτο κριτήριο ομαδοποίησης, διακρίνονται οι εξής περιπτώσεις: πολλαπλός, μερικά πολλαπλός 36 και εξειδικευμένος σκοπός ίδρυσης. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη το επίσης σχετικό κριτήριο του αντικειμένου παραγωγής τότε στην ομαδοποίηση σε τρεις ομάδες διακρίνονται οι εξής περιπτώσεις: μικτό, ευκαιριακά μικτό και εξειδικευμένο αντικείμενο παραγωγής. 35 Είναι γνωστό ότι για την ίδρυση μιας προστατευόμενης περιοχής η έκτασή της (μέγεθος) είναι δευτερεύων παράγοντας, αφού αυτή προσδιορίζεται με βάση την αρχή ότι «αρκεί να είναι τόση ώστε να επιτυγχάνεται ο σκοπός της ίδρυσης», ενώ ακόμη και ένα ελάχιστο όριο έκτασης (1.000 ha) έχει πλέον εγκαταλειφθεί (Pickett and Thompson 1978, Κασιούμης 1993, IUCN 1994, UN 2003). Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση της ομαδοποίησης των π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων με βάση το μέγεθος, προκειμένου να ποσοτικοποιηθεί ο διαχωρισμός των τριών ομάδων θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το μέσο μέγεθος των π.δ.π. Φύση 2000 που ανέρχεται σε ha περίπου και με βάση αυτό να σχηματιστούν, ενδεικτικά και μόνον, τα ακόλουθα όρια: μικρό μέγεθος < ha, μεσαίο μέγεθος από έως ha και μεγάλο μέγεθος > ha. 36 Με την έκφραση μερικά πολλαπλός εννοείται η ύπαρξη ενός κύριου και αρκετών δευτερευόντων αλλά εξίσου σημαντικών σκοπών ίδρυσης. Επί παραδείγματι, ο κύριος σκοπός ίδρυσης ενός αισθητικού δάσους είναι η διατήρηση της φυσικής ομορφιάς, χωρίς όμως να παραβλέπονται οι σκοποί προστασίας της βιοποικιλότητας, παροχής ευκαιριών αναψυχής, αθλητισμού, έρευνας, εκπαίδευσης κ.ά., με την προϋπόθεση της συμβατότητας ως προς τον κύριο σκοπό. 99

116 Από τη σύζευξη των παραπάνω στοιχείων ομαδοποίησης και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης για αποφυγή τυχόν επικαλύψεων μεταξύ των ομάδων ώστε να προκύπτουν κατά το δυνατόν πιο διακριτές ομάδες, προκύπτει ο Πίνακας 4.1. που ακολουθεί. Πίνακας 4.1. Δημιουργία ομάδων με βάση τα κριτήρια ομαδοποίησης Table 4.1. Group formation on the basis of grouping criteria Ομάδες 1 η 2 η 3 η Κριτήρια Μέγεθος μεγάλο μεσαίο Μικρό Σκοπός ίδρυσης πολλαπλός μερικά πολλαπλός εξειδικευμένος Αντικείμενο παραγωγής μικτό ευκαιριακά μικτό εξειδικευμένο Από τον Πίνακα 4.1 φαίνεται ότι για να ενταχθεί μια π.δ.π. Φύση 2000 σε κάποια ομάδα θα πρέπει να πληροί τα τρία κριτήρια ομαδοποίησης και να μην εντάσσεται σε περισσότερες της μιας ομάδες ώστε να αποφεύγονται επικαλύψεις μεταξύ των ομάδων. Με άλλα λόγια, για να ενταχθεί μια π.δ.π. Φύση 2000 στην 1 η ομάδα πρέπει να έχει μεγάλο μέγεθος, πολλαπλό σκοπό ίδρυσης και μικτό αντικείμενο παραγωγής. Κατ αντιστοιχία, για να ενταχθεί μια π.δ.π. Φύση 2000 στη 2 η ομάδα πρέπει να έχει μεσαίο μέγεθος, μερικά πολλαπλό σκοπό ίδρυσης και ευκαιριακά μικτό αντικείμενο παραγωγής. Τέλος, για να ενταχθεί μια π.δ.π. Φύση 2000 στην 3 η ομάδα πρέπει να έχει μικρό μέγεθος, εξειδικευμένο σκοπό ίδρυσης και εξειδικευμένο αντικείμενο παραγωγής. Με βάση τα παραπάνω, οι π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες εντάσσονται στις ομάδες 1 η, 2 η και 3 η όπως απεικονίζεται στον Πίνακα 4.2 που ακολουθεί. 100

117 Πίνακας 4.2. Ομαδοποίηση των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 Table 4.2. Grouping protected forest areas Natura 2000 ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΔΠ Φύση 2000 Μέγεθος Σκοπός ίδρυσης Αντικείμενο παραγωγής ΟΜΑΔΑ Εθνικός δρυμός Εθνικό πάρκο Αισθητικό δάσος Καταφύγια άγριας ζωής Ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές Εκτροφεία θηραμάτων Διατηρητέα μνημεία της φύσης ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Με την ένδειξη 1 σημειώνονται οι προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 που έχουν μεγάλο μέγεθος, πολλαπλό σκοπό ίδρυσης και μικτό αντικείμενο παραγωγής (Ομάδα 1 η ) Με την ένδειξη 2 σημειώνονται οι προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 που έχουν μεσαίο μέγεθος, μερικά πολλαπλό σκοπό ίδρυσης και ευκαιριακά μικτό αντικείμενο παραγωγής (Ομάδα 2 η ) Με την ένδειξη 3 σημειώνονται οι προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 που έχουν μικρό μέγεθος, εξειδικευμένο σκοπό ίδρυσης και εξειδικευμένο αντικείμενο παραγωγής (Ομάδα 3 η ) Από τον Πίνακα 4.2. είναι προφανές ότι οι εθνικοί δρυμοί και τα εθνικά πάρκα είναι π.δ.π. Φύση 2000 που, συνήθως, έχουν μεγάλο μέγεθος, έχουν αποστολή την επίτευξη πολλαπλών σκοπών (προστατευτικός, παραγωγικός, οικολογικός) και επίσης έχουν αντικείμενο παραγωγής του πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα παραγωγής. Με βάση τα κριτήρια ομαδοποίησης οι ανωτέρω π.δ.π. Φύση 2000 εντάσσονται στην ίδια ομάδα (Ομάδα 1 η ). Επίσης, τα αισθητικά δάση και τα καταφύγια άγριας ζωής είναι π.δ.π. Φύση 2000 που, συνήθως, έχουν μικρότερη έκταση (από τις προαναφερθείσες περιοχές), έχουν ιδρυθεί με έναν κύριο σκοπό και αρκετούς δευτερεύοντες (μερικά πολλαπλό σκοπό ίδρυσης) και έχουν ευκαιριακά μικτό αντικείμενο παραγωγής (ανάλογα με τις κρατούσες συνθήκες μπορεί π.χ. σ ένα αισθητικό δάσος να επιτραπεί η παραγωγή ξύλου ή η συλλογή καρπών σε συνδυασμό με οργανωμένη αναψυχή, αθλητικούς αγώνες κ.ά.), κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην παραβιάζεται ο κύριος σκοπός ίδρυσης που είναι η προστασία του τοπιακού κάλλους. Με βάση τα κριτήρια ομαδοποίησης οι ανωτέρω π.δ.π. Φύση 2000 εντάσσονται στην ίδια ομάδα (Ομάδα 2 η ). 1 η 2 η 3 η 101

118 Τέλος, οι ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές, τα εκτροφεία θηραμάτων και τα διατηρητέα μνημεία της φύσης που έχουν, συνήθως, μικρό μέγεθος, εξειδικευμένο σκοπό ίδρυσης και εξειδικευμένο αντικείμενο παραγωγής (θηραματική παραγωγή και κάρπωση τα δύο πρώτα και πολιτιστική-εκπαιδευτική παραγωγή το τρίτο) εντάσσονται στην ίδια ομάδα (Ομάδα 3 η ). Στη συνέχεια, μετά τη δημιουργία ομάδων π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων, γίνεται επιλογή κατάλληλου οργανωτικού σχήματος που ν ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά της κάθε ομάδας αποσκοπώντας στη διερεύνηση των δυνατοτήτων οργάνωσης της λειτουργίας τους. 102

119 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 5. Οργανωτικά σχήματα για τις προστατευόμενες δασικές περιοχές Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες 5.1. Οργανωτικός σχεδιασμός και τμηματοποίηση των οικονομικών μονάδων Είναι γνωστό ότι ο οργανωτικός σχεδιασμός αποτελεί σημαντικότατο στοιχείο της διαμόρφωσης οργανωτικής δομής στη διοικητική λειτουργία της οργάνωσης. Πρωταρχικό ζήτημα που καλείται να αντιμετωπίσει ο οργανωτικός σχεδιασμός είναι αυτό του καταμερισμού ή κατανομής της εργασίας. Σύμφωνα με την οργανωτική θεωρία, το συνολικό έργο (δραστηριότητες, λειτουργίες κ.λπ.) που με βάση την αποστολή, τους στόχους και τα προγράμματα έχει να επιτελέσει μια οικονομική μονάδα διασπάται ή διαιρείται σε επιμέρους εργασίες ή καθήκοντα. Από τη διαίρεση αυτή ή αλλιώς την εξειδίκευση της εργασίας, προκύπτουν θέσεις εργασίας οι οποίες έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο καθηκόντων για τα άτομα που θα τις καταλάβουν. Αυτό είναι απαραίτητος όρος για την αποτελεσματικότητα της οργανωμένης δράσης αφού επιτρέπει στον κάθε εργαζόμενο να γνωρίζει τα καθήκοντα και τους ρόλους του (Μπουραντάς 1992). Με βάση την εξειδίκευση της εργασίας (διαίρεση συνολικού έργου σε θέσεις εργασίας) προκύπτει το οργανόγραμμα (οργανωτικό σχήμα) της οικονομικής μονάδας, το οποίο αποτελεί την τυπική γραφική απεικόνιση της δομής της, όπου αποτυπώνονται οι ρόλοι (θέσεις εργασίας) στους οποίους έχει κατατμηθεί η συνολική λειτουργία της οικονομικής μονάδας (Κανελλόπουλος 1985, Ναξάκης και άλλοι 1999, Χολέβας 1999). Οι παράγοντες που παίζουν σημαντικό ρόλο και που προσδιορίζουν το σχεδιασμό των θέσεων εργασίας μιας οικονομικής μονάδας είναι (Κανελλόπουλος 1985 και 1994, Μπουραντάς 1992): το μέγεθος, η τεχνολογία, η κουλτούρα του μάνατζμεντ και τα συστήματα. Το μέγεθος της οικονομικής μονάδας προσδιορίζει τη διαίρεση και την εξειδίκευση της εργασίας. Είναι εύκολο ν αντιληφθεί κανείς ότι σε μια ατομική επιχείρηση (π.χ. ένα παραδοσιακό κουρείο) όλες οι εργασίες γίνονται από ένα άτομο, ενώ σε ένα κομμωτήριο με όλες τις σύγχρονες παροχές για την περιποίηση των μαλλιών (βαφή μαλλιών, hair spa κ.ά.) απαιτούνται περισσότεροι και εξειδικευμένοι εργαζόμενοι, συνεπώς αυξάνει η διαίρεση ή ο καταμερισμός της εργασίας. Η τεχνολογία που χρησιμοποιείται στην 103

120 παραγωγική διαδικασία και στις υπηρεσίες (αποθήκη, λογιστήριο) επιδρά σημαντικά στη διαίρεση ή εξειδίκευση της εργασίας. Η κουλτούρα (οι αξίες, τα «πιστεύω», οι παραδοχές κ.λπ.) το κλίμα και το στυλ της διοίκησης επιδρούν χαρακτηριστικά στο σχεδιασμό των θέσεων εργασίας. Τέλος, τα οργανωτικά και διοικητικά συστήματα μιας οικονομικής μονάδας (συστήματα αμοιβών, προαγωγών, ιεραρχικά επίπεδα, πληροφοριών κ.ά.) πρέπει να συνεργάζονται αρμονικά με το σχεδιασμό των θέσεων εργασίας. Η εξειδίκευση της εργασίας προσδιορίζεται από δύο βασικές διαστάσεις: την οριζόντια και την κάθετη εξειδίκευση. Η οριζόντια εξειδίκευση αποτελεί τον κυρίαρχο τύπο διαίρεσης της εργασίας και αναφέρεται στο εύρος των καθηκόντων που περιλαμβάνει μια θέση εργασίας. Το εύρος αυτό μπορεί να μετρηθεί με τον αριθμό των επαναλήψεων της εκτέλεσης μιας εργασίας ή καθήκοντος σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Όσο μεγαλύτερος είναι αυτός ο αριθμός τόσο στενότερο είναι το εύρος και τόσο μεγαλύτερη η εξειδίκευση της εργασίας και το αντίθετο. Η κάθετη εξειδίκευση αναφέρεται στη διακριτική ευχέρεια ή στον έλεγχο ή στο δικαίωμα λήψης αποφάσεων που δίνεται στη θέση εργασίας. Όσο πιο περιορισμένο είναι το δικαίωμα λήψης αποφάσεων τόσο μεγαλύτερη είναι η κάθετη εξειδίκευση της εργασίας, δηλαδή τόσο περισσότερο διαιρείται το εκτελεστικό από το διοικητικό έργο στην οικονομική μονάδα. Ο βαθμός της οριζόντιας και κάθετης εξειδίκευσης της εργασίας αποτελεί βασική επιλογή κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης των θέσεων εργασίας στα πλαίσια του οργανωτικού σχεδιασμού μιας οικονομικής μονάδας (Κανελλόπουλος 1985, Μπουραντάς 1992). Η οριζόντια εξειδίκευση της εργασίας δημιουργεί ανάγκες συντονισμού (θέσεις προϊσταμένων) των θέσεων εργασίας ώστε να υλοποιείται το έργο και να επιτυγχάνονται οι στόχοι της οικονομικής μονάδας. Επίσης, η κάθετη εξειδίκευση της εργασίας δημιουργεί ανάγκες επίβλεψης και διεύθυνσης (θέσεις διοίκησης) που έχουν ως έργο τη διοίκηση των ατόμων που καταλαμβάνουν τις θέσεις που αφορούν στην εκτέλεση του έργου. Η οριζόντια και κάθετη εξειδίκευση της εργασίας οδηγούν τελικά στη δημιουργία θέσεων προϊσταμένων και τη διαμόρφωση διοικητικής ιεραρχίας. Σ αυτά πρέπει να προστεθεί και η ανάγκη συνολικού ελέγχου και διοίκησης της οικονομικής μονάδας. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα στα πλαίσια του οργανωτικού σχεδιασμού κατά τη διαμόρφωση των θέσεων εργασίας είναι ο καθορισμός του εύρους ελέγχου (span of control). Με τον όρο εύρος ελέγχου εννοείται ο αριθμός των υφισταμένων που αναφέρεται σε έναν προϊστάμενο (Μπουραντάς 1992, Φωτήλας 2002). 104

121 Το εύρος ελέγχου είναι σημαντικό στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο του οργανωτικού σχεδιασμού καθόσον α) κάθε προϊστάμενος έχει τη δυνατότητα να διοικήσει περιορισμένο αριθμό υφισταμένων και β) το εύρος ελέγχου συνδέεται αντίστροφα με τα ιεραρχικά επίπεδα και συνεπώς καθορίζει τη μορφή της οργανωτικής δομής μιας οικονομικής μονάδας. Έστω ότι σε μια οικονομική μονάδα για την εκτέλεση του συνολικού έργου της οποίας απαιτούνται 1200 άτομα έχει οριστεί εύρος ελέγχου 3 (άτομα ανά προϊστάμενο). Τότε απαιτούνται 599 θέσεις διοίκησης και δημιουργούνται 7 ιεραρχικά επίπεδα. Για εύρος ελέγχου 6, απαιτούνται 239 θέσεις διοίκησης και 4 ιεραρχικά επίπεδα. Αντίθετα, για εύρος ελέγχου 12, απαιτούνται 108 θέσεις διοίκησης και 3 ιεραρχικά επίπεδα (Σχήμα 5.1.) Εύρος ελέγχου: 3 Εύρος ελέγχου: 6 Εύρος ελέγχου: 12 Σχήμα 5.1. Εύρος ελέγχου και ιεραρχικά επίπεδα διοίκησης Fig Span of control and management hierarchical levels Πηγή: Μπουραντάς 1992 Από το σχήμα 5.1 είναι φανερή η διαφορά μεταξύ του εύρους ελέγχου 3 με το εύρος ελέγχου 12. Στην πρώτη περίπτωση το διοικητικό σχήμα είναι πιο μεγάλο και πιο «ψηλό» ενώ στη δεύτερη περίπτωση είναι μικρότερο και πιο «κοντό». Όμως πέραν των σχηματικών διαφορών, οι ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των διοικητικών αυτών σχημάτων εντοπίζονται στη δυσκολία/ευκολία μεταβίβασης των εντολών από πάνω προς τα κάτω και αντιστρόφως των αιτημάτων από κάτω προς τα πάνω, στη μικρή/μεγάλη προσαρμοστικότητα σε αλλαγές του περιβάλλοντος, στη μικρότερη/μεγαλύτερη 105

122 συνολική αποτελεσματικότητα διοίκησης, στην καλύτερη/χειρότερη διοίκηση των ατόμων καθώς και στη μεγαλύτερη/μικρότερη αποτελεσματικότητα στα επιμέρους τμήματα της οικονομικής μονάδας (Κανελλόπουλος 1985, Μπουραντάς 1992). Ο καθορισμός του εύρους ελέγχου δεν είναι εύκολη υπόθεση, αφού δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι τρόποι ή μέθοδοι. Ωστόσο, υπάρχει μια σειρά παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του μεγέθους του εύρους ελέγχου. Οι παράγοντες αυτοί είναι η διοικητική ικανότητα του προϊσταμένου, η εκπαίδευση και οι ικανότητες των υφισταμένων, η πολυπλοκότητα και η σημαντικότητα του περιεχομένου των θέσεων εργασίας, ο συντονισμός των θέσεων εργασίας, η τυποποίηση και η σαφήνεια των εργασιών κάθε θέσης εργασίας, το εργασιακό κλίμα, η ταχύτητα των αλλαγών, η γεωγραφική διασπορά των εργαζομένων κ.λπ. (Κανελλόπουλος 1985, Μπουραντάς 1992, Κανελλόπουλος 1994). Μετά τον προσδιορισμό του προσήκοντος σε κάθε περίπτωση μεγέθους του εύρους ελέγχου, ολοκληρώνεται ένα σημαντικό μέρος του οργανωτικού σχεδιασμού και στη συνέχεια ακολουθεί η τμηματοποίηση και διαμόρφωση του οργανωτικού σχήματος λειτουργίας μιας οικονομικής μονάδας (Μπουραντάς 1992). 106

123 5.2. (οργανωτικά σχήματα) των οικονομικών μονάδων Όπως προλέχθηκε, η αποτελεσματική υλοποίηση του συνολικού έργου μιας οικονομικής μονάδας απαιτεί το συντονισμό των διαφόρων θέσεων εργασίας. Ο συντονισμός επιτυγχάνεται με την ομαδοποίηση των θέσεων εργασίας 37 σε τμήματα, τη διοίκηση των οποίων αναλαμβάνει ένα διοικητικό στέλεχος. Τα τμήματα αυτά δεν είναι αποκομμένα αλλά σε συνεχή επικοινωνία και επαφή μεταξύ τους ώστε να λειτουργούν συντονισμένα με σκοπό την αποτελεσματική επίτευξη των στόχων της οικονομικής μονάδας. Αυτό σημαίνει ότι η μορφή της τμηματοποίησης (δηλαδή το οργανωτικό σχήμα) εξασφαλίζει την αποτελεσματική διοίκηση και συντονισμό, την επίτευξη της συνέργιας και οικονομιών κλίμακας, την ορθολογική αξιοποίηση των πόρων, τη συνεργασία και ικανοποίηση των εργαζομένων. Η τμηματοποίηση (ή ομαδοποίηση) των θέσεων εργασίας μιας οικονομικής μονάδας γίνεται με διάφορους τρόπους ή στηρίζεται σε διάφορα κριτήρια τμηματοποίησης, τα κυριότερα από τα οποία είναι (Κανελλόπουλος 1985, Στάμου 1985, Μπουραντάς 1992, Ναξάκης και άλλοι 1999, Χολέβας 1999, Ζαβλανός 2002): - τμηματοποίηση κατά λειτουργία (σκοπό) - τμηματοποίηση κατά προϊόν ή υπηρεσία - τμηματοποίηση κατά γεωγραφική περιοχή - τμηματοποίηση κατά πελάτες - τμηματοποίηση τύπου μήτρας ή πλέγματος (matrix) κατά λειτουργία Η τμηματοποίηση κατά λειτουργία είναι μια λογική μορφή τμηματοποίησης των οικονομικών μονάδων. Η τμηματοποίηση αυτή βασίζεται στις λειτουργίες των οικονομικών μονάδων, όπου οι θέσεις εργασίας που αφορούν την ίδια λειτουργία εντάσσονται στο ίδιο τμήμα. Οι βασικές, κοινές λειτουργίες που εμφανίζονται σε όλες τις οικονομικές μονάδες είναι η παραγωγική, η εμπορική, η χρηματοοικονομική και η διοικητική λειτουργία (βλ. Κεφ. 3). Σύμφωνα με το λειτουργικό κριτήριο τμηματοποίησης όλες οι θέσεις εργασίας που αφορούν κάθε μια από αυτές τις λειτουργίες ομαδοποιούνται σε ένα τμήμα, το οποίο συνήθως ονοματίζεται από τη συγκεκριμένη λειτουργία. Έτσι, οι θέσεις εργασίας που 37 Η ομαδοποίηση των θέσεων εργασίας γίνεται με βάση την εξειδίκευση και την αλληλεξάρτηση των θέσεων εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται π.χ. στην παραγωγική διαδικασία μιας οικονομικής μονάδας είναι εξειδικευμένες ως προς το περιεχόμενο κάθε θέσης και μεταξύ τους αλληλεξαρτώμενες αφού η εκτέλεση των καθηκόντων (έργο) της μιας θέσης παραδίδει προς εκτέλεση καθήκοντα (έργο) στην επόμενη θέση εργασίας κ.ο.κ. (Μπουραντάς 1992, Χολέβας 1999). 107

124 αφορούν την παραγωγή εντάσσονται στο τμήμα παραγωγής, οι θέσεις εργασίας που αφορούν τις πωλήσεις εντάσσονται στο εμπορικό τμήμα κ.ο.κ. (Κανελλόπουλος 1985, Στάμου 1985, Μπουραντάς 1992, Χολέβας 1999, Ζαβλανός 2002). Μια τυπική μορφή της τμηματοποίησης κατά λειτουργία μιας οικονομικής μονάδας παρουσιάζεται στο Σχήμα 5.2. ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΜΗΜΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΜΗΜΑ ΠΩΛΗΣΕΩΝ ΧΡΗΜ/ΚΟ ΤΜΗΜΑ ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Σχήμα 5.2. κατά λειτουργία Fig Division by function Πηγή: Μπουραντάς 1992 Μεταξύ των πλεονεκτημάτων που εμφανίζουν οι οικονομικές μονάδες που οργανώνονται με τμηματοποίηση κατά λειτουργία είναι η διευκόλυνση της εξειδίκευσης, η εξασφάλιση συνοχής μεταξύ των τμημάτων της μονάδας και η δημιουργία ικανοποίησης στους εργαζόμενους. Αντίθετα, τα μειονεκτήματα που καταγράφονται αφορούν κυρίως τον προβληματικό συντονισμό, την απόδοσης έμφασης στον τρόπο εκτέλεσης μιας εργασίας και όχι στην ίδια την εργασία (Μπουραντάς 1992, Ναξάκης και άλλοι 1999). Η λειτουργική τμηματοποίηση μπορεί να περιγραφεί και ως λογική τμηματοποίηση αφού εκφράζει τις ειδικεύσεις και το περιεχόμενο των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται σε μια οικονομική μονάδα. Είναι πολύ διαδεδομένη και η πλέον κατάλληλη μορφή τμηματοποίησης για τις μικρές και μεσαίου μεγέθους οικονομικές μονάδες (Κανελλόπουλος 1985, Στάμου 1985, Μπουραντάς 1992, Χολέβας 1999, Ζαβλανός 2002) κατά προϊόν ή υπηρεσία Η τμηματοποίηση κατά προϊόν ή υπηρεσία είναι η -συχνότερα συναντώμενηεναλλακτική μορφή τμηματοποίησης σε σχέση με τη λειτουργική τμηματοποίηση. Το κριτήριο τμηματοποίησης στην περίπτωση αυτή αποτελεί το προϊόν (προϊόντα) ή η υπηρεσία (υπηρεσίες) που παράγονται από μια οικονομική μονάδα. Έτσι, όλες οι θέσεις εργασίας που σχετίζονται με την παραγωγή και διάθεση ενός συγκεκριμένου προϊόντος (ή υπηρεσίας) εντάσσονται στο ίδιο τμήμα, το οποίο (τμήμα) συνήθως ονοματίζεται από 108

125 το παραγόμενο προϊόν ή υπηρεσία. Μια τυπική μορφή τμηματοποίησης κατά προϊόν εμφανίζεται στο Σχήμα 5.3. ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ Α ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ Β ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΊΟΝΤΟΣ Γ ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ Δ Σχήμα 5.3. κατά προϊόν Fig Division by product Στην περίπτωση μιας βιομηχανίας οχημάτων η οποία, παραδείγματος χάριν, παράγει επιβατικά αυτοκίνητα, φορτηγά και γεωργικούς ελκυστήρες, η τμηματοποίηση κατά προϊόν θα είχε την ακόλουθη μορφή (Σχήμα 5.3α): ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΜΗΜΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΤΜΗΜΑ ΦΟΡΤΗΓΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ Σχήμα 5.3α. κατά προϊόν Fig. 5.3a. Division by product Η μορφή τμηματοποίησης κατά υπηρεσία αφορά την περίπτωση που η οικονομική μονάδα είναι μονάδα παροχής υπηρεσιών και γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο με την τμηματοποίηση κατά προϊόν. Μια τυπική μορφή τμηματοποίησης κατά υπηρεσία παρουσιάζεται στο Σχήμα 5.4. ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΜΗΜΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ Α ΤΜΗΜΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ Β ΤΜΗΜΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ Γ ΤΜΗΜΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ Δ Σχήμα 5.4. κατά υπηρεσία Fig Division by service 109

126 Κατά αντίστοιχο τρόπο μια οικονομική μονάδα που δραστηριοποιείται στον τομέα της παροχής υπηρεσιών ενημέρωσης (εφημερίδα και ραδιοτηλεοπτικά μέσα) θα έχει ανάλογη τμηματοποίηση κατά υπηρεσία (Σχήμα 5.4α). ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΜΗΜΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΜΗΜΑ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ ΤΜΗΜΑ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ Σχήμα 5.4α. κατά υπηρεσία Fig. 5.4a. Division by service Οι οικονομικές μονάδες που οργανώνονται με την τμηματοποίηση κατά προϊόν ή υπηρεσία παρουσιάζουν πλεονεκτήματα όπως αποτελεσματικό συντονισμό των ενεργειών και των δράσεων που αναπτύσσονται για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες, ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στη λήψη αποφάσεων, περιορισμό των επικαλύψεων καθηκόντων και συγκρούσεων, καλύτερη εξυπηρέτηση των πελατών, καλύτερη μελέτη, γνώση και προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες της αγοράς. Όμως, η συγκεκριμένη μορφή τμηματοποίησης παρουσιάζει και μειονεκτήματα όπως έλλειψη εξειδίκευσης εργασίας με συνέπεια μεγαλύτερη σπατάλη πόρων, μεγαλύτερο διοικητικό κόστος, κίνδυνο υποταγής της οικονομικής μονάδας στο συγκεκριμένο αγοραστικό κοινό (αγοραστές προϊόντων ή υπηρεσιών), εστίαση στο τμήμα και όχι στην οικονομική μονάδα (Μπουραντάς 1992, Ναξάκης και άλλοι 1999). Η μορφή τμηματοποίησης κατά προϊόν ή υπηρεσία είναι φανερό ότι απευθύνεται σε οικονομικές μονάδες που παράγουν τουλάχιστον δύο διαφορετικά προϊόντα ή υπηρεσίες από άποψη παραγωγής, τεχνολογίας και αγοράς. Επίσης, η μορφή τμηματοποίησης κατά προϊόν ή υπηρεσία χρησιμοποιείται από οικονομικές μονάδες μεγάλου μεγέθους (Κανελλόπουλος 1985, Στάμου 1985, Μπουραντάς 1992, Χολέβας 1999, Ζαβλανός 2002) κατά γεωγραφική περιοχή Η γεωγραφική τμηματοποίηση στηρίζεται στο κριτήριο του τόπου στον οποίο λαμβάνουν χώρα δραστηριότητες της οικονομικής μονάδας. Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο τμηματοποίησης όλες οι θέσεις εργασίας το περιεχόμενο των οποίων εκτελείται σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή εντάσσονται στο ίδιο τμήμα, το οποίο ονοματίζεται 110

127 από τη γεωγραφική περιοχή. Μια τυπική μορφή τμηματοποίησης κατά γεωγραφική περιοχή εμφανίζεται στο Σχήμα 5.5. ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΜΗΜΑ Β. ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΤΜΗΜΑ ΑΣΙΑΣ ΚΑΝΑΔΑΣ Η.Π.Α. ΓΑΛΛΙΑ ΙΤΑΛΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΚΙΝΑ ΙΑΠΩΝΙΑ Σχήμα 5.5. κατά γεωγραφική περιοχή Fig Division by geographic region Τα πλεονεκτήματα της τμηματοποίησης κατά γεωγραφική περιοχή έχουν να κάνουν με το συντονισμό των δραστηριοτήτων που αφορούν μια γεωγραφική περιοχή, με αποκέντρωση των αποφάσεων, με την εστίαση -απόδοση ειδικού βάρους- στην κάθε περιοχή, την πιο εύκολη μέτρηση των αποτελεσμάτων του τμήματος κάθε περιοχής. Κατά αντίστοιχο τρόπο, τα μειονεκτήματα έχουν να κάνουν με την ανάγκη για απασχόληση περισσότερων εξειδικευμένων στελεχών, τον προβληματικό διοικητικό κεντρικό έλεγχο, την ομηρία της οικονομικής μονάδας στα τοπικά συμφέροντα (Μπουραντάς 1992, Ναξάκης και άλλοι 1999). Η μορφή τμηματοποίησης κατά γεωγραφική περιοχή βρίσκει εφαρμογή κυρίως σε πολυεθνικές οικονομικές μονάδες ή σε οικονομικές μονάδες με δραστηριότητα σε περισσότερες γεωγραφικές περιοχές στην ίδια χώρα, ήπειρο κ.λπ. (Κανελλόπουλος 1985, Στάμου 1985, Μπουραντάς 1992, Χολέβας 1999, Ζαβλανός 2002) κατά πελάτες Η τμηματοποίηση κατά πελάτες στηρίζεται στο γεγονός ότι μια οικονομική μονάδα οργανώνεται στη βάση της εξυπηρέτησης των αναγκών ενός αριθμού πελατών, οι οποίοι καθορίζονται με διάφορα κριτήρια. Στην μορφή αυτή τμηματοποίησης όλες οι θέσεις εργασίας το περιεχόμενο των οποίων σχετίζεται με τις δραστηριότητες, διεργασίες και τεχνικές που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της ικανοποίησης των αναγκών των πελατών, εντάσσονται σε αντίστοιχα τμήματα. Ένα τυπικό οργανόγραμμα τμηματοποίησης κατά πελάτες μιας οικονομικής μονάδας μπορεί να έχει την ακόλουθη μορφή (Σχήμα 5.6): 111

128 ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΜΗΜΑ ΑΝΔΡΙΚΩΝ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΩΝ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ Σχήμα 5.6. κατά πελάτες Fig Division by customers Η τμηματοποίηση κατά πελάτες προσδίδει στην οικονομική μονάδα που οργανώνεται με τη μορφή αυτή πλεονεκτήματα όπως απλοποίηση του συντονισμού ενεργειών και δράσεων για την παροχή προϊόντων και υπηρεσιών προς τους πελάτες, ελάχιστες επικαλύψεις και μηδαμινές συγκρούσεις μεταξύ των τμημάτων, σαφή προσανατολισμό των διοικητικών συμπεριφορών προς τις ανάγκες των πελατών. Τα μειονεκτήματα που συνοδεύουν την εν λόγω μορφή τμηματοποίησης είναι η έλλειψη εξειδίκευσης με ότι αυτό συνεπάγεται, ο κίνδυνος υποταγής της οικονομικής μονάδας στο συγκεκριμένο καταναλωτικό κοινό (Μπουραντάς 1992, Ναξάκης και άλλοι 1999). Η μορφή τμηματοποίησης κατά πελάτες, όπως και η τμηματοποίηση κατά προϊόν, είναι φανερό ότι απευθύνεται σε οικονομικές μονάδες που παράγουν τουλάχιστον δύο διαφορετικά προϊόντα από άποψη παραγωγής, τεχνολογίας και αγοράς. Επίσης, η μορφή τμηματοποίησης κατά πελάτες κατά κύριο λόγο χρησιμοποιείται από μικρού και μεσαίου (σπάνια από μεγάλου) μεγέθους οικονομικές μονάδες (Κανελλόπουλος 1985, Μπουραντάς 1992, Χολέβας 1999, Ζαβλανός 2002) τύπου μήτρας ή πλέγματος (matrix) Από τις προηγούμενες ενότητες έγινε σαφές ότι όλες οι μορφές τμηματοποίησης που παρουσιάστηκαν χαρακτηρίζονται ως μονοδιάστατες, καθόσον αυτές στηρίζονται στην εφαρμογή ενός κριτηρίου (λειτουργία, προϊόν ή υπηρεσία, πελάτες κ.λπ.) σε κάθε ιεραρχικό επίπεδο. Επίσης, μπορεί να λεχθεί ότι η τμηματοποίηση κατά λειτουργία και η τμηματοποίηση κατά προϊόν ή υπηρεσία είναι οι δυο βασικές εναλλακτικές μορφές τμηματοποίησης των οικονομικών μονάδων στην πράξη. Επιπρόσθετα, σε γενικές γραμμές προκύπτει ότι τα πλεονεκτήματα της μιας μορφής τμηματοποίησης συνιστούν μειονεκτήματα της άλλης (Κανελλόπουλος 1985, Μπουραντάς 1992, Ζαβλανός 2002). Τα παραπάνω στοιχεία μαζί με το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των οικονομικών μονάδων καθώς και των απαιτήσεων του περιβάλλοντος στο οποίο αυτές εντάσσονται, 112

129 οδήγησαν σε μια προσπάθεια συνδυασμού των δύο αυτών μορφών τμηματοποίησης. Από το συνδυασμό αυτό προέκυψε η μητρική ή πλεγματικού τύπου τμηματοποίηση 38 (matrix structure), η οποία είναι μια δισδιάστατη μορφή τμηματοποίησης, δηλαδή τμηματοποίηση κατά λειτουργία και κατά προϊόν ταυτόχρονα (Μπουραντάς 1992). Η μητρική τμηματοποίηση μπορεί να είναι συνδυασμός δύο (π.χ. κατά λειτουργία και προϊόν, κατά γεωγραφική περιοχή και προϊόν) ή και περισσότερων διαστάσεων (π.χ. κατά λειτουργία, προϊόν και γεωγραφική περιοχή). Η πολυδιάστατη τμηματοποίηση είναι γενικά μια πολύ σπάνια περίπτωση οργανωτικής διάρθρωσης και εφαρμόζεται σε πολύπλοκους οικονομικούς οργανισμούς (όπως σε μεγάλου μεγέθους, πολυεθνικού χαρακτήρα και με πολλά και διαφορετικά προϊόντα επιχειρήσεις) κυρίως για λόγους ευελιξίας, αποκεντρωμένης λήψης αποφάσεων, αποτελεσματικότερης αξιοποίησης των ανθρώπινων πόρων και της τεχνολογίας (Kuprenas 2003, Sy and D Annunzio 2005). Σύμφωνα με την μητρική ή πλεγματική μορφή (matrix structure), η οικονομική μονάδα διαιρείται σε τμήματα κατά λειτουργία, όπως τμήμα παραγωγής, εμπορικό, οικονομικό και διοίκησης ανθρώπινων πόρων, στα οποία εντάσσονται οι θέσεις εργασίας που σχετίζονται μ αυτά. Παράλληλα, η οικονομική μονάδα διαιρείται σε τμήματα με βάση τα παραγόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες (ή τα εκτελούμενα έργα) και συνεπώς οι θέσεις εργασίας που σχετίζονται με αυτά εντάσσονται στο αντίστοιχο τμήμα προϊόντος ή υπηρεσίας. Με αυτό τον τρόπο τμηματοποίησης κάθε θέση εργασίας (ή εργαζόμενος) ανήκει ταυτόχρονα σε δύο τμήματα, όπου το ένα τμήμα αναφέρεται σε συγκεκριμένη λειτουργία και το άλλο σε συγκεκριμένο προϊόν ή υπηρεσία της ίδια οικονομικής μονάδας. Από την ταυτόχρονη τμηματοποίηση αυτή, μπορεί εύκολα να παρατηρηθεί ότι κάθε εργαζόμενος υπάγεται σε δύο διαφορετικούς προϊσταμένους. Κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με την κλασική οργανωτική αρχή της ενότητας των εντολών δηλαδή ένας προϊστάμενος για περισσότερους εργαζόμενους, ενώ λόγω αυτής της «ιδιορρυθμίας» επιφέρει απροθυμία των εργαζομένων σε αλλαγές (Sy and D Annunzio 2005). Ωστόσο, οι ρόλοι και οι υπευθυνότητες κάθε τμήματος είναι ξεκαθαρισμένες: τα λειτουργικά τμήματα είναι υπεύθυνα για την εκτέλεση των λειτουργιών της μονάδας ενώ τα τμήματα προϊόντων ή υπηρεσιών για την παραγωγή και διάθεση των αντίστοιχων προϊόντων ή 38 Η μητρική τμηματοποίηση πρωτοεμφανίστηκε κατά τη δεκαετία του 1960 όταν για τις ανάγκες μιας αμερικανικής αεροναυτικής υπηρεσίας, στην κλασική λειτουργική οργάνωση (κάθετη μορφή οργάνωσης) προστέθηκαν οριζόντιες διαβαθμίσεις (ή υποδιαιρέσεις) με τα τμήματα παρακολούθησης-εκτέλεσης ενός έργου (project), με σκοπό τη σύνδεση μεταξύ της ανώτατης διοίκησης με την διοίκηση εξειδικευμένου έργου (project-oriented). Όταν η σύνθετη μορφή αυτή απεικονίστηκε στο χαρτί και τέθηκαν οι γραμμές που συνέδεαν τα τμήματα είχε τη μορφή πλέγματος (grid) ή μήτρας με συνέπεια να ονομαστεί matrix organization ή matrix structure (Knight 1977, Larson and Gobeli 1987, Kuprenas 2003). 113

130 υπηρεσιών (Μπουραντάς 1992). Μια τυπική μορφή μητρικής ή πλεγματικής τμηματοποίησης παρουσιάζεται στο Σχήμα 5.7. ΔΙΟΙΚΗΣΗ Διεύθυνση Παραγωγής Διεύθυνση Πωλήσεων Οικονομική Διεύθυνση Διεύθυνση Προσωπικού Προϊστάμενος Προϊόντος Α Προϊστάμενος Προϊόντος Β Προϊστάμενος Προϊόντος Γ Σχήμα 5.7. Μητρική ή πλεγματική τμηματοποίηση Fig Matrix structure (Πηγή: Μπουραντάς 1992) Η μητρική ή πλεγματική τμηματοποίηση συνδυάζει τις μορφές τμηματοποίησης κατά λειτουργία και κατά προϊόν ή υπηρεσία και επομένως αξιοποιεί συνδυαστικά και τα επιμέρους πλεονεκτήματα των μορφών αυτών. Πιο συγκεκριμένα παρουσιάζει τα εξής πλεονεκτήματα: Ευελιξία. Το προσωπικό δεν ανήκει σε συγκεκριμένο τμήμα, υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ομάδων, θέσεων και μετακινήσεων προσωπικού. Έτσι αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά η πολυπλοκότητα των προβλημάτων και δραστηριοτήτων, οι μεταβολές του περιβάλλοντος και συνεπώς η αβεβαιότητα και η αστάθεια. Αποκέντρωση εξουσίας και παρακίνηση. Συνεπάγεται την αποκέντρωση της εξουσίας σε ειδικά στελέχη με αποτέλεσμα να βελτιώνεται η παρακίνηση των υφισταμένων. Συνέργια/επικοινωνία. Η συμμετοχή ατόμων με διαφορετικές ειδικότητες μειώνει τον ανταγωνισμό και αυξάνει την επικοινωνία και τη συνεργασία. Αξιοποίηση/ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων. Το γεγονός ότι οι ίδιοι άνθρωποι (ειδικοί) μπορούν να αξιοποιηθούν όπου υπάρχουν ανάγκες σημαίνει αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των ανθρώπινων πόρων. Επίσης μέσω των διαφορετικών έργων, προβλημάτων και ομάδων, οι εργαζόμενοι αναπτύσσουν τις γνώσεις και τις ικανότητές τους (Μπουραντάς 1992, Ναξάκης και άλλοι 1999). 114

131 Όμως, η εν λόγω μορφή τμηματοποίησης παρουσιάζει και ορισμένα συμφυή προβλήματα όπως: της διττής εξουσίας, δηλαδή της υπαγωγής ενός υφισταμένου σε περισσότερους του ενός προϊστάμενους. Το πρόβλημα αυτό πρακτικά σημαίνει ότι υπάρχει κίνδυνος οι εντολές, οι οδηγίες ακόμη και οι συμβουλές προς τον υφιστάμενο να προκαλέσουν σ αυτόν σύγχυση. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται μέσα από τη διάγνωση του βαθμού διοικητικής ωριμότητας των μελών της οικονομικής μονάδας τα διοικητικά κόστη, τα ποία είναι αυξημένα αφού απαιτούνται περισσότερα διοικητικά στελέχη, τα οποία επιλαμβάνονται διαφορετικών προβλημάτων με αποτέλεσμα να χάνεται χρόνος μέχρι την επίλυσή τους έλλειψη πνεύματος ομαδικότητας μεταξύ των εργαζομένων αφού αυτοί δεν μένουν για καιρό μαζί ώστε να επιτευχθεί ο κατάλληλος χρόνος για τη γνωριμία και ανάπτυξη φιλικών σχέσεων (Μπουραντάς 1992, Ναξάκης και άλλοι 1999). Από τα όσα αναφέρθηκαν γίνεται αντιληπτό ότι η μητρική μορφή τμηματοποίησης δεν είναι μια απλή και εύκολη μορφή τμηματοποίησης και η αποτελεσματική εφαρμογή της στην πράξη συναντά σημαντικές δυσκολίες. Έτσι, θεωρείται σκόπιμο να χρησιμοποιείται μόνο όταν είναι απαραίτητη και για συγκεκριμένους, ειδικότερους λόγους. Τέτοιοι ειδικοί λόγοι μπορεί να είναι (Μπουραντάς 1992, Kuprenas 2003): - η ανάγκη για εκτέλεση πολύπλοκων, αβέβαιων και στενά συνδεδεμένων μεταξύ τους καθηκόντων για τα οποία απαιτείται ένας μεγάλος όγκος πληροφοριών, - η ανάγκη για εξασφάλιση αποτελεσματικής αξιοποίησης των ανθρώπινων πόρων, - η ανάπτυξη νέου προϊόντος, - η ανάγκη για εφαρμογή εξειδικευμένων τεχνολογιών (παραγωγής, επικοινωνίας, οικονομικού ελέγχου κ.ά.) - η ύπαρξη δύο ή περισσότερων κρίσιμων τομέων (π.χ. λειτουργίες, προϊόντα, υπηρεσίες κ.ά.) για την επιτυχή λειτουργία της οικονομικής μονάδας. Η μητρική ή πλεγματική μορφή τμηματοποίησης εφαρμόζεται κατά κύριο λόγο σε μεγάλου μεγέθους και πολύπλοκης δομής και παραγωγής οικονομικές μονάδες στις οποίες συντρέχουν οι προαναφερθέντες βασικοί και ειδικοί λόγοι τμηματοποίησης ενώ δεν αποκλείονται και οι μεσαίου και μικρού μεγέθους οικονομικές μονάδες αρκεί να υφίσταται η δυνατότητα για εφαρμογή ταυτόχρονα δύο κριτηρίων τμηματοποίησης. 115

132 Μετά την αναλυτική παρουσίαση και περιγραφή των μορφών τμηματοποίησης (οργανωτικών σχημάτων) που αναφέρονται στην οργανωτική θεωρία, ακολουθεί στη συνέχεια ο προσδιορισμός εναλλακτικών 39 οργανωτικών σχημάτων τα οποία μπορούν να εφαρμοστούν σε κάθε ομάδα προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων. 39 Τα οργανωτικά σχήματα αυτά αναφέρονται ως εναλλακτικά υπό την έννοια ότι αυτά αποτελούν εναλλακτικές μεταξύ τους προτάσεις οργανωτικής διάρθρωσης για κάθε ομάδα προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000, όπου η επιλογή του καταλληλότερου γίνεται στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο (κεφάλαιο 6). 116

133 5.3. Εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα για τις ομάδες των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες Από την ομαδοποίηση των προστατευόμενων δασικών περιοχών (π.δ.π.) Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων σύμφωνα με κοινά χαρακτηριστικά (κριτήρια ομαδοποίησης), που έγινε σε προηγούμενο κεφάλαιο (κεφ. 4), έχουν προκύψει τρεις ομάδες. Αυτές είναι: - η 1 η Ομάδα, στην οποία περιλαμβάνονται οι εθνικοί δρυμοί και τα εθνικά πάρκα. Αυτές έχουν συνήθως μεγάλο μέγεθος (έκταση), πολλαπλό σκοπό ίδρυσης και μικτό αντικείμενο παραγωγής [προϊόντα πρωτογενούς παραγωγής (καρποί, βιομάζα), ενδιάμεσα προϊόντα (δευτερογενής παραγωγή) και υπηρεσίες (τριτογενής παραγωγή)]. - η 2 η Ομάδα, στην οποία περιλαμβάνονται τα αισθητικά δάση και τα καταφύγια άγριας ζωής. Αυτές έχουν συνήθως μεσαίο μέγεθος (έκταση), μερικά πολλαπλό σκοπό ίδρυσης και ευκαιριακά μικτό αντικείμενο παραγωγής. - η 3 η Ομάδα, στην οποία περιλαμβάνονται οι ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές, τα εκτροφεία θηραμάτων και τα διατηρητέα μνημεία της φύσης. Αυτές έχουν συνήθως μικρό μέγεθος, εξειδικευμένο σκοπό ίδρυσης και εξειδικευμένο αντικείμενο παραγωγής Εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα για την 1 η Ομάδα. Όπως αναφέρθηκε στην ενότητα 5.2. για την οργανωτική διάρθρωση των μεγάλου μεγέθους οικονομικών μονάδων μπορούν να εφαρμοστούν οι εξής εναλλακτικές μορφές τμηματοποίησης: 1) κατά λειτουργία, 2) κατά προϊόν ή υπηρεσία και 3) μητρική τμηματοποίηση. Από τα χαρακτηριστικά των π.δ.π. Φύση 2000 που εντάσσονται στην πρώτη ομάδα προκύπτει ότι τόσο οι εθνικοί δρυμοί όσο και τα εθνικά πάρκα μπορούν να τμηματοποιηθούν είτε κατά λειτουργία καθότι αποτελούν οικονομικές μονάδες μεγάλου μεγέθους και πολλαπλού σκοπού (πολλαπλών λειτουργιών), είτε κατά προϊόν ή υπηρεσία καθότι αποτελούν οικονομικές μονάδες με μικτή παραγωγή (αγαθά και υπηρεσίες), είτε με συνδυασμό των προηγούμενων μορφών δηλαδή με τη μητρική ή πλεγματική μορφή τμηματοποίησης. Σημειώνεται ότι στην ομάδα αυτή η τμηματοποίηση κατά πελάτες δεν θεωρείται δόκιμη αφού η μεγάλη και ποικίλη παραγωγή τους (παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών) απευθύνεται σε ευρύτερο και όχι περιορισμένο ή συγκεκριμένο καταναλωτικό κοινό, 117

134 όπως επί παραδείγματι μια βιομηχανία ενδυμάτων όπου μπορεί να τμηματοποιηθεί σε ανδρικά, γυναικεία και παιδικά ενδύματα. Επίσης, η γεωγραφική τμηματοποίηση δεν θεωρείται ότι ανταποκρίνεται στην οργάνωση των εν λόγω π.δ.π. Φύση 2000 ως οικονομικών μονάδων, καθότι τόσο οι εθνικοί δρυμοί όσο και τα εθνικά πάρκα λόγω μεγέθους συνιστούν αυτοτελείς οικονομικές μονάδες και συνεπώς δεν αποτελούν γεωγραφικά τμήματα μεγαλύτερης οικονομικής μονάδας. Επομένως, τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα για την 1 η Ομάδα είναι αυτά της τμηματοποίησης κατά λειτουργία, τμηματοποίησης κατά προϊόν ή υπηρεσία και της μητρικής ή πλεγματικού τύπου τμηματοποίησης Εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα για την 2 η Ομάδα. Οι π.δ.π. Φύση 2000 που εντάσσονται στη δεύτερη ομάδα είναι τα αισθητικά δάση και τα καταφύγια άγριας ζωής. Σύμφωνα με τα κοινά χαρακτηριστικά τους έχουν κύρια προστατευτικό και αναψυχικό σκοπό χωρίς να αποκλείουν τους σκοπούς εκπαίδευσης και έρευνας, παράγουν κατά κύριο λόγο υπηρεσίες (τριτογενής παραγωγή) ενώ ευκαιριακά (κατόπιν ειδικών συνθηκών ή σχεδιασμού) μπορούν να παράγουν και άλλα προϊόντα (περιορισμένες ποσότητες ξύλου και καυσόξυλου, καρπών, βοσκήσιμης ύλης κ.ά.) και συνήθως είναι μεσαίου μεγέθους. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω καθώς και όσα αναφέρθηκαν στην ενότητα 5.2. για την εφαρμοσιμότητα των διαφόρων μορφών τμηματοποίησης, τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα που μπορούν να εφαρμοστούν είναι τμηματοποίηση κατά λειτουργία, τμηματοποίηση κατά υπηρεσία και μητρική τμηματοποίηση. Σημειώνεται ότι η γεωγραφική τμηματοποίηση δεν θεωρείται ότι ανταποκρίνεται στην οργάνωση των εν λόγω π.δ.π. Φύση 2000 ως οικονομικών μονάδων, για αντίστοιχους λόγους με αυτούς που παρατέθηκαν για την 1 η Ομάδα στην προηγούμενη παράγραφο (παρ ). Επομένως, τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα για την 2 η Ομάδα είναι της τμηματοποίησης κατά λειτουργία, κατά υπηρεσία και της μητρικής ή πλεγματικής τμηματοποίησης. 118

135 Εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα για την 3 η Ομάδα. Οι π.δ.π. Φύση 2000 που εντάσσονται στην τρίτη ομάδα είναι οι ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές, τα εκτροφεία θηραμάτων και τα διατηρητέα μνημεία της φύσης. Όπως έχει αναφερθεί οι μονάδες αυτές έχουν συνήθως μικρό μέγεθος, εξειδικευμένο σκοπό ίδρυσης και εξειδικευμένο αντικείμενο παραγωγής (θηραματική παραγωγή και κάρπωση αντίστοιχα οι δύο πρώτες και πολιτιστική-εκπαιδευτική παραγωγή η τρίτη). Λαμβανομένων υπόψη των κοινών τους χαρακτηριστικών καθώς και των όσων ισχύουν για την εφαρμογή τμηματοποίησης στις οικονομικές μονάδες, τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα που μπορούν να εφαρμοστούν είναι τμηματοποίηση κατά λειτουργία, τμηματοποίηση κατά πελάτες (προτίμηση κυνηγών για τριχωτά-πτερωτά θηράματα) και μητρική ή πλεγματική τμηματοποίηση. Επίσης, σημειώνεται ότι η γεωγραφική τμηματοποίηση δεν μπορεί να αξιοποιηθεί λόγω ανομοιομορφίας ως προς το μέγεθος και τη γεωγραφική κατανομή τους. Πιο αναλυτικά, όπως προκύπτει από τον πίνακα 2.5 (κεφάλαιο 2) οι ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές έχουν ανομοιόμορφο μέγεθος (έκταση) που κυμαίνεται από μικρό έως μεγάλο και είναι ολιγάριθμες, ενώ τα διατηρητέα μνημεία της φύσης (πίνακας 2.4) είναι μικρού ή πολύ μικρού μεγέθους και πολύ περισσότερα σε αριθμό. Επομένως, τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα για την 3 η Ομάδα είναι της τμηματοποίησης κατά λειτουργία, κατά πελάτες και της μητρικής ή πλεγματικής τμηματοποίησης. Μετά τον προσδιορισμό των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων για κάθε ομάδα προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων, στη συνέχεια (κεφ. 6) γίνεται επιλογή οργανωτικού σχήματος με εφαρμογή πολυκριτηριακής ανάλυσης. 119

136 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 6. Επιλογή οργανωτικού σχήματος με πολυκριτηριακή ανάλυση 6.1. Μέθοδοι και τεχνικές πολυκριτηριακής ανάλυσης Η αντιμετώπιση των πάσης φύσεως προβλημάτων των οικονομικών μονάδων σε αρκετές περιπτώσεις απαιτεί την αξιοποίηση μεθόδων και τεχνικών λήψης αποφάσεων για την επίλυσή τους. Επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις παρουσιάζονται προβλήματα για τα οποία υπάρχουν ή εντοπίζονται περισσότερες από μια λύσεις (εναλλακτικές επιλογές). Στις περιπτώσεις όπου η λήψη απόφασης αφορά την επιλογή μιας μεταξύ των εναλλακτικών επιλογών για τις οποίες απαιτείται όχι μονοδιάστατη αλλά πολύπλευρη αξιολόγηση, τότε αυτό γίνεται με περισσότερα του ενός (πολλαπλά) κριτήρια απόφασης. Τα προβλήματα αυτού του τύπου συνήθως είναι ιδιαιτέρως σημαντικά και περίπλοκα και μπορεί να αφορούν στρατηγικές αποφάσεις που αναμένεται να έχουν σημαντική επίδραση στην εξελικτική πορεία της οικονομικής μονάδας (Πραστάκος 2003). Για παράδειγμα, σε μια οικονομική μονάδα η διαμόρφωση μιας σημαντικής στρατηγικής όπως η αύξηση των πωλήσεων, απαιτεί το συνδυασμό πολλών παραμέτρων (ή κριτηρίων) στη λήψη της απόφασης. Τέτοια κριτήρια μπορεί να είναι η τιμή διάθεσης του προϊόντος, η τεχνολογία και κατ επέκταση το κόστος παραγωγής, οι προτιμήσεις των καταναλωτών για ομοειδή προϊόντα (ανταγωνιστικών οικονομικών μονάδων), οι διαθέσιμες ποσότητες έτοιμου προϊόντος και πολλά άλλα ακόμα, τα οποία επιδρούν σημαντικά στην τελική επιλογή και της λήψη απόφασης. Ακόμη, διάφορα προβλήματα των οικονομικών μονάδων που αφορούν επιλογή, κατάταξη ή ομαδοποίηση συνήθως αντιμετωπίζονται με πολλαπλά κριτήρια απόφασης. Τέτοια προβλήματα έχουν να κάνουν με: την επιλογή τόπου εγκατάστασης της οικονομικής μονάδας, την επιλογή τεχνολογίας για τη γραμμή παραγωγής, την κατάταξη υποψηφίων για μια θέση εργασίας, την επιλογή μεταξύ εναλλακτικών επενδυτικών σχεδίων κ.λπ. Βέβαια, προβλήματα με πολλαπλά κριτήρια απόφασης δεν εμφανίζονται μόνο στις οικονομικές μονάδες, αλλά και - σε επίπεδο εθνικής οικονομίας, όπως π.χ. στην επιλογή στόχων κοινωνικής πολιτικής, στην επιλογή σχεδιασμών οικονομικής ανάπτυξης, στη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης κ.λπ., 120

137 - σε τεχνικά, περιβαλλοντικά και άλλα θέματα, όπως στα προβλήματα μεταφορών, σε προβλήματα επιλογής τεχνολογιών ή σχεδιασμών διαχείρισης απορριμμάτων (Βασιλόπουλος 2002), στα προβλήματα ενεργειακής πολιτικής κ.ά., - σε προσωπικά προβλήματα, όπως στην επιλογή αυτοκινήτου, επιλογή τόπου διακοπών, επιλογή κατοικίας κ.λπ. (Πραστάκος 2003) Για την υποστήριξη της λήψης απόφασης σε προβλήματα για τα οποία υφίστανται εναλλακτικές λύσεις και χρησιμοποιούνται πολλαπλά κριτήρια, η επιχειρησιακή έρευνα και η επιστήμη των αποφάσεων έχουν αναπτύξει κατά την τελευταία 40ετή περίοδο, την Πολυκριτηριακή Ανάλυση Αποφάσεων (Multi-Criteria Decision Analysis-MCDA). Η Πολυκριτηριακή Ανάλυση (ΠΚΑ) αποτελεί μια συστηματική λογική και μαθηματική προσέγγιση που βοηθά τους αποφασίζοντες (λήπτες αποφάσεων) να επιλύσουν προβλήματα που προκύπτουν από την επιδίωξη πολλαπλών και ενίοτε αντιμαχόμενων στόχων. Η ΠΚΑ είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στην περίπτωση που, εκτός από αντιμαχόμενους στόχους, υπάρχει και αυξημένη αβεβαιότητα στη μέτρηση των επιδόσεων των εναλλακτικών λύσεων στα αντίστοιχα κριτήρια απόφασης ή στην διατύπωση των προτιμήσεων του λήπτη της απόφασης. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι η ΠΚΑ δεν αποτελεί μεθοδολογία εύρεσης της άριστης λύσης στην περίπτωση αποφάσεων με πολλαπλά κριτήρια, απλούστατα διότι άριστη λύση δεν υπάρχει. Αυτό συμβαίνει διότι δεν είναι δυνατή η πλήρης ικανοποίηση των στόχων της απόφασης ή με άλλα λόγια δεν υπάρχει λύση που να εμφανίζει άριστες επιδόσεις σε όλα τα κριτήρια απόφασης, διότι απλά τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα στη λήψης της απόφασης (Διακουλάκη 2003). Στη διαθέσιμη βιβλιογραφία σχετικά με τη λήψη αποφάσεων με πολλαπλά κριτήρια αναφέρονται μια σειρά από μεθόδους που επιτρέπουν τη συστηματική επεξεργασία πολλαπλών στόχων και κριτηρίων απόφασης, προκειμένου να επιλεγεί, να αξιολογηθεί ή απλώς να περιγραφεί μια σειρά εναλλακτικών λύσεων. Οι μέθοδοι αυτές εμπίπτουν σε τέσσερις (4) κύριες κατηγορίες (Ζοπουνίδης 1996, Ζοπουνίδης και άλλοι 1996, Διακουλάκη 2003, Πραστάκος 2003): - στις μεθόδους πολυκριτηριακού μαθηματικού προγραμματισμού με βασικότερη τη μέθοδο προγραμματισμού στόχων (goal programming), - στις μεθόδους πολυκριτηριακής ανάλυσης χρησιμότητας που βασίζονται στην πολυκριτήρια θεωρία χρησιμότητας 40 με βασικότερη τη διαδικασία αναλυτικής ιεράρχησης (analytic hierarchy process-ahp), 40 Στην αγγλική ορολογία αποδίδεται ως : Multi-Attribute Utility Theory (MAUT) 121

138 - στις μεθόδους σχέσεων υπεροχής (outranking relation methods) με βασικότερη τη μέθοδο PROMETHEE 41 καθώς και την οικογένεια μεθόδων ELECTRE 42, και - στις μεθόδους αναλυτικής-συνθετικής προσέγγισης (preference disaggregation methods) με βασικότερο εκφραστή την οικογένεια μεθόδων UTA (UTilités Additives). Στις μεθόδους πολυκριτηριακού μαθηματικού προγραμματισμού οι εναλλακτικές λύσεις διατυπώνονται ως συνδυασμοί συνεχών μεταβλητών απόφασης και υπακούουν σε ένα προκαθορισμένο σύνολο περιορισμών. Με άλλα λόγια καταγράφονται μαθηματικές συναρτήσεις στις οποίες περιλαμβάνονται ως μεταβλητές οι εναλλακτικές λύσεις, οι οποίες πρέπει να επιλυθούν υπό δεδομένους περιορισμούς (π.χ. μέγιστα ή ελάχιστα όρια διαστήματος τιμών κ.λπ.). Τέτοιες μαθηματικές συναρτήσεις με αντίστοιχους περιορισμούς εφαρμογής συναντώνται στην περίπτωση του προγραμματισμού στόχων (goal programming) όπου με την επίλυση των μαθηματικών συναρτήσεων υπό τους τεθέντες περιορισμούς προκύπτει η αλγεβρική λύση του προβλήματος (συνήθως είναι αριθμητικές τιμές των μεταβλητών) που σε ορισμένες περιπτώσεις (δισδιάστατων ή τρισδιάστατων προβλημάτων) μπορεί ν απεικονιστεί και με γραφικό σχήμα (Πραστάκος 2003). Στις μεθόδους της πολυκριτήριας θεωρίας χρησιμότητας (multiattribute utility theory) σκοπός είναι η μοντελοποίηση και η αναπαράσταση των προτιμήσεων (μοντέλα έκφρασης προτιμήσεων) του λήπτη της απόφασης μέσω μιας συνάρτησης χρησιμότητας (utility function) στην οποία συνθέτονται όλα τα κριτήρια αξιολόγησης (Πραστάκος 2003). Η επίλυση ενός δεδομένου και δομημένου προβλήματος εξαρτάται από το σύστημα αξιών του αποφασίζοντα. Το σύστημα αξιών ή απλούστερα οι προτιμήσεις του αποφασίζοντα δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν. Κι αυτό συμβαίνει διότι ενώ είναι σχετικά εύκολο για ένα άτομο να διακρίνει αν για ένα κριτήριο προτιμά μια επίδοση σε σχέση με μια άλλη, είναι πολύ πιο δύσκολο να προσδιορίσει πόσο σημαντική είναι για το άτομο αυτό η διαφορά τους (των επιδόσεων) σε σύγκριση με κάποια άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη διαφορά επιδόσεων. Αντίστοιχη είναι η δυσκολία στην εκτίμηση του πόσο πιο σημαντικό είναι ένα κριτήριο σε σχέση με ένα άλλο. Για το λόγο αυτό η έκφραση των προτιμήσεων διευκολύνεται με την εφαρμογή τεχνικών που έχουν στόχο να θέσουν με 41 Προκύπτει από τα αρχικά των λέξεων Preference Ranking Organization METHod for Enrichment Evaluations- PROMETHEE με την εργασία των Brans, Vincke και Mareschal (1986) η οποία δημοσιεύτηκε στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό European Journal of Operational Research: 24 (1986). 42 Προκύπτει από τα αρχικά των λέξεων: ELimination Et Choix Traduisant la REalite (ELimination and Choice Expressing the REality) (Roy 1985, 1991). 122

139 σαφή τρόπο την ουσία του διλήμματος απέναντι στο οποίο θα πρέπει να τοποθετηθεί ο αποφασίζων και να αποτυπώσουν ποσοτικά την προτίμησή του έτσι ώστε να ενσωματωθεί στο μοντέλο που θα χρησιμοποιηθεί στην τελική φάση της επίλυσης του προβλήματος. Με βάση τη θεωρία της χρησιμότητας, ο ανθρώπινος νους κρίνει τις επιδόσεις σε ένα κριτήριο βασιζόμενος στην αντίληψή του και το σύστημα αξιών του. Επί παραδείγματι, σε ένα κριτήριο κέρδους ένα άτομο αποδίδει πολύ μικρή χρησιμότητα (αξία 43 ) ενώ αντίθετα για κάποιο άλλο άτομο η χρησιμότητα (αξία) των είναι πολύ μεγάλη. Χαρακτηριστική περίπτωση για το παράδειγμα αυτό είναι το σύστημα αξιών του μέσου Αμερικανού πολίτη σε σχέση με έναν μέσο Αφρικανό πολίτη (Διακουλάκη 2003). Η σημαντικότερη μεταξύ των μεθόδων που έχουν αναπτυχθεί με βάση την πολυκριτήρια θεωρία χρησιμότητας και που έχει τύχει ευρύτατης εφαρμογής σε σωρεία προβλημάτων έκφρασης προτίμησης είναι η διαδικασία αναλυτικής ιεράρχησηςanalytic hierarchy process, AHP (Saaty 1980). Λόγω της αξιοποίησης της μεθόδου AHP στην παρούσα έρευνα, αυτή παρουσιάζεται αναλυτικότερα στην επόμενη ενότητα. Οι μέθοδοι σχέσεων υπεροχής σε αντίθεση με τον πολυκριτηριακό μαθηματικό προγραμματισμό χρησιμοποιούνται στις περιπτώσεις πολυκριτηριακής ανάλυσης όταν οι εναλλακτικές επιλογές είναι διακριτές (Πραστάκος 2003). Η προσέγγιση των σχέσεων υπεροχής βασίζεται στην ανά ζεύγη σύγκριση των εναλλακτικών επιλογών σε κάθε κριτήριο απόφασης με βάση τις επιδόσεις τους στο εν λόγω κριτήριο και τις προτιμήσεις του λήπτη της απόφασης, όπως αυτές εκφράζονται με τα κατώφλια προτίμησης ή/και αδιαφορίας. Χαρακτηριστικό των μεθόδων υπεροχής είναι ότι η σύγκριση γίνεται στην αρχική κλίμακα μέτρησης των επιδόσεων (ποσοτική ή ποιοτική) και ο δείκτης που προκύπτει από την ανά κριτήριο σύγκριση ενσωματώνεται σε ένα συνολικό δυαδικό δείκτη αφού ληφθούν υπόψη οι συντελεστές βαρύτητας των κριτηρίων απόφασης. Οι δυαδικοί δείκτες χαρακτηρίζουν ζεύγη επιλογών (α, β) και προσδιορίζουν στο διάστημα [0,1] το βαθμό στο οποίο ισχύει η έκφραση «η λύση α είναι τουλάχιστον τόσο καλή όσο και η λύση β». Ανάλογα με τη μέθοδο και τον ακριβή τρόπο υπολογισμού τους οι δείκτες αυτοί ονομάζονται δείκτες προτίμησης. Η περαιτέρω επεξεργασία των δυαδικών δεικτών προτίμησης υποδεικνύει τις σχέσεις υπεροχής και οδηγεί στην τελική κατάταξη των εναλλακτικών λύσεων (Διακουλάκη 2003). 43 Ο όρος χρησιμότητα (ή αξία) αποτελεί μια ποιοτική έννοια και εκφράζεται σε κλίμακα [0,1] ή [0,100]. Η διαφορά μεταξύ των δύο όρων έγκειται στο ότι ο όρος αξία αναφέρεται σε επιδόσεις που προσδιορίζονται με βεβαιότητα ενώ ο όρος χρησιμότητα αναφέρεται σε επιδόσεις που είναι πιθανό (αβέβαιο) ότι θα επιτευχθούν τελικά (Διακουλάκη 2003). 123

140 Οι μέθοδοι αναλυτικής-συνθετικής προσέγγισης στην πολυκριτηριακή ανάλυση των αποφάσεων χρησιμοποιούν και αυτές συναρτήσεις χρησιμότητας για τη μοντελοποίηση και αναπαράσταση των προτιμήσεων του λήπτη της απόφασης. Εντούτοις, οι δύο αυτές προσεγγίσεις (αναλυτική-συνθετική και πολυκριτήρια θεωρία χρησιμότητας) διαφέρουν ως προς τη διαδικασία που χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη της συνάρτησης χρησιμότητας. Πιο συγκεκριμένα, σε αντίθεση με την άμεση εμπλοκή του αποφασίζοντα στη δημιουργία της συνάρτησης χρησιμότητας, η αναλυτική-συνθετική προσέγγιση χρησιμοποιεί μια έμμεση διαδικασία που βασίζεται στη φιλοσοφία της παλινδρόμησης. Κατά τη διαδικασία αυτή γίνεται ανάλυση των προτιμήσεων του αποφασίζοντα, όπως αυτές εκφράζονται από τον ίδιο σε ένα περιορισμένο σύνολο εναλλακτικών ενεργειών το σύνολο αναφοράς. Λαμβανομένου υπόψη ότι ο αποφασίζων δεν έχει πάντοτε στη διάθεσή του τον απαραίτητο χρόνο ώστε να παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες για τις προτιμήσεις του, στην αναλυτική-συνθετική προσέγγιση ο αποφασίζων δίνει παραδείγματα των αποφάσεων που λαμβάνει και εκφράζει τις προτιμήσεις για τις εναλλακτικές ενέργειες του συνόλου αναφοράς ανάλογα με τη μορφή που πρέπει να έχει το αποτέλεσμα της αξιολόγησης, π.χ. κατατάσσοντας τις εναλλακτικές ενέργειες από την καλύτερη στη χειρότερη ή ταξινομώντας τις σε προκαθορισμένες ομάδες. Στη συνέχεια χρησιμοποιούνται τεχνικές παλινδρόμησης που βασίζονται στον μαθηματικό προγραμματισμό, ώστε να καταρτιστεί μια συνάρτηση χρησιμότητας η οποία θα μπορεί να «αναπαραγάγει» τις αποφάσεις του λήπτη απόφασης όπως αυτές εκφράστηκαν στο σύνολο αναφοράς με τη μεγαλύτερη δυνατή συνέπεια (Ζοπουνίδης και άλλοι 1999, Πραστάκος 2003). Χαρακτηριστική μέθοδος της κατηγορίας αυτής αποτελεί η μέθοδος UTA (UTilités Additives), η οποία βάσει των προτιμήσεων του αποφασίζοντα αναπτύσσει μια προσθετική συνάρτηση χρησιμότητας (additive utility function), η οποία να είναι όσο το δυνατόν πιο συμβιβαστή με τις προτιμήσεις του αποφασίζοντα (Ζοπουνίδης και άλλοι 1996). 124

141 6.2. Η διαδικασία αναλυτικής ιεράρχησης (Analytic Hierarchy Process-AHP) Βασικό πρόβλημα στη λήψη αποφάσεων με πολλαπλά κριτήρια είναι η «απονομή» βαρών (weights) ή η στάθμιση (weighting) σε ένα σύνολο δραστηριοτήτων (εναλλακτικών λύσεων) σύμφωνα με το βαθμό σημαντικότητας της κάθε μιας. Συνήθως, ο βαθμός σημαντικότητας εκτιμάται σε σχέση με τα κριτήρια με τα οποία θα αξιολογηθούν οι δραστηριότητες (εναλλακτικές λύσεις) και είναι κατά μεγάλο βαθμό υποκειμενικός (subjective) αφού εκφράζει τις εκτιμήσεις του λήπτη της απόφασης. Επίσης, είναι κοινή διαπίστωση ότι τα προβλήματα που απαιτούν λήψη απόφασης με πολλαπλά κριτήρια γίνονται ολοένα και πιο πολύπλοκα. Παράλληλα, το να ασχοληθεί κανείς με μη επακριβώς καθορισμένα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα απαιτεί μια ταξινόμηση προτεραιοτήτων, μια συμφωνία σχετικά με το ποιο αντικείμενο υπερτερεί ενός άλλου βραχυπρόθεσμα και τη δημιουργία ανταλλαγών προς όφελος του ευρύτερου κοινού συμφέροντος. Με άλλα λόγια, χρειάζεται να ιδωθούν τα προβλήματα με ένα οργανωμένο αλλά σύνθετο πλαίσιο, το οποίο να επιτρέπει την αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση μεταξύ παραγόντων απόφασης και να διευκολύνει τη σκέψη με απλό τρόπο. Η διαδικασία αναλυτικής ιεράρχησης (AHP) αποτελεί ένα τέτοιο πλαίσιο (Saaty 1990). Σύμφωνα με τον Saaty (1990), η διαδικασία αναλυτικής ιεράρχησης είναι μια μέθοδος ανάλυσης πολύπλοκων, αδόμητων καταστάσεων στα συστατικά τους μέρη (μεταβλητές). Βάζοντας αυτά τα μέρη (μεταβλητές) σε ιεραρχική διάταξη, αποδίδοντας αριθμητικές τιμές σε υποκειμενικές κρίσεις για τη σχετική σημαντικότητα κάθε μεταβλητής και συνθέτοντας τις κρίσεις ερμηνεύεται το ποιες μεταβλητές έχουν υψηλότερη προτεραιότητα και επίδραση στο αποτέλεσμα ή την έκβαση αυτής της κατάστασης. Πιο συγκεκριμένα, η διαδικασία αναλυτικής ιεράρχησης εντοπίζει τη βέλτιστη λύση «κατασκευάζοντας» διανύσματα σημαντικότητας (significance vectors) για τα διαθέσιμα κριτήρια και προτεραιότητας ή προτίμησης (priority vectors) για τις διαθέσιμες εναλλακτικές ως προς κάθε κριτήριο. Βασική αρχή της μεθόδου είναι οι δυαδικές ή ανά ζεύγη συγκρίσεις (pairwise comparisons) των κριτηρίων και των εναλλακτικών επιλογών, στα κριτήρια με σκοπό την εκτίμηση της σημαντικότητας των κριτηρίων και των προτεραιοτήτων των εναλλακτικών επιλογών αντίστοιχα. Σε επόμενη φάση γίνεται η σύνθεση και ο έλεγχος ακρίβειας των αποτελεσμάτων της μεθόδου. Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η διαδικασία αναλυτικής ιεράρχησης εφαρμόζεται σε τρία στάδια: ανάλυση, συγκριτική αξιολόγηση και έλεγχο συνέπειας, σύνθεση αποτελεσμάτων (ιεράρχηση εναλλακτικών). 125

142 Στο στάδιο της ανάλυσης απαιτείται να γίνει ο καθορισμός του στόχου, των κριτηρίων απόφασης και των εναλλακτικών επιλογών του προβλήματος λήψης απόφασης. Στη συνέχεια τα στοιχεία αυτά τοποθετούνται σε ένα δέντρο ιεράρχησης (ιεραρχικά επίπεδα). Στο πρώτο επίπεδο της ιεραρχίας συναντάται ο αντικειμενικός στόχος (π.χ. αγορά συστήματος Η/Υ) του προβλήματος ενώ το τελευταίο διαμορφώνεται από τις προς αξιολόγηση εναλλακτικές επιλογές (π.χ. τα διαθέσιμα συστήματα Η/Υ). Τα ενδιάμεσα επίπεδα διαμορφώνονται από τα κριτήρια και, εφόσον υπάρχουν, τα επιμέρους κριτήρια (ή υποκριτήρια) που χρησιμοποιούνται στην αξιολόγηση των εναλλακτικών λύσεων. Το «βάθος» της ανάλυσης προσδιορίζεται από τον αριθμό των ιεραρχικών επιπέδων ενώ το «εύρος» της από τον αριθμό των κριτηρίων (Σχήμα 6.1). 1 ο Ι.Ε. ΕΠΙΛΟΓΗ ΛΥΣΗΣ 2 ο Ι.Ε. ΚΡΙΤΗΡΙΟ 1 ΚΡΙΤΗΡΙΟ 2 ΚΡΙΤΗΡΙΟ 3 3 ο Ι.Ε. ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ 1 ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ 2 ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ 3 Ι.Ε.= Ιεραρχικό Επίπεδο Σχήμα 6.1. Ιεραρχικά επίπεδα ανάλυσης Fig Hierarchical analytic levels Πηγή: Saaty 1990 (προσαρμογή από το συγγραφέα). Στο στάδιο της συγκριτικής αξιολόγησης καθορίζονται η σημαντικότητα (significance) του κάθε κριτηρίου και οι επιδόσεις των εναλλακτικών επιλογών στα κριτήρια. Η λογική που εφαρμόζεται είναι αυτή που περιγράφηκε νωρίτερα, δηλαδή της τοποθέτησης του αποφασίζοντα στην ουσία του διλήμματος και η εξωτερίκευση του συστήματος αξιών του. Οι σημαντικότητες (βάρη) των κριτηρίων καθορίζονται μέσω δυαδικών συγκρίσεων (συγκρίσεις ανά ζεύγος, pairwise comparisons). Μια σύντομη παρουσίαση του τρόπου εργασίας για τον καθορισμό της σημαντικότητας των κριτηρίων παρουσιάζεται σε επόμενες παραγράφους με συγκεκριμένο παράδειγμα εφαρμογής (επιλογή αυτοκινήτου). Έτσι, έστω ότι έχουμε n κριτήρια για την ίδια πολυκριτηριακή ανάλυση. Τα κριτήρια αυτά τοποθετούνται σε έναν τετραγωνικό πίνακα Α διαστάσεων nxn, ο οποίος 126

143 ονομάζεται συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας. Η τιμή του πίνακα που αντιστοιχεί στη γραμμή i και τη στήλη j και η οποία συμβολίζεται με a ij δηλώνει τη σπουδαιότητα του κριτηρίου i ως προς το κριτήριο j. Η σημαντικότητα (ή σπουδαιότητα) κάθε κριτηρίου εκφράζεται με έναν ακέραιο αριθμό μεταξύ 1 και 9 με βάση μια κλίμακα σημαντικότητας όπως αυτή που ακολουθεί (Πίνακας 6.1). Πίνακας 6.1. Η κλίμακα των κατά ζεύγη συγκρίσεων Table 6.1. The pairwise comparison scale Τιμή Ορισμός Εξήγηση 1 Ίση σημαντικότητα Τα κριτήρια i και j έχουν ίδια σημαντικότητα 3 Μέτρια σημαντικότητα Το κριτήριο i είναι ελαφρώς σημαντικότερο του του ενός επί του άλλου κριτηρίου j 5 Ουσιαστική ή ισχυρή Το κριτήριο i είναι αρκετά σημαντικότερο του σημαντικότητα κριτηρίου j 7 Πολύ ισχυρή Το κριτήριο i είναι πολύ πιο σημαντικό από το σημαντικότητα κριτήριο j 9 Απόλυτη Το κριτήριο i είναι απολύτως πιο σημαντικό σημαντικότητα από το κριτήριο j 2, 4, 6, 8 Ενδιάμεσες τιμές μεταξύ δύο γειτονικών κρίσεων Χρειάζεται συμβιβασμός μεταξύ δυο κρίσεων Όταν το κριτήριο i συγκρινόμενο με το κριτήριο j λαμβάνει μια από τις Αντίστροφες τιμές 1-9, τότε το κριτήριο j συγκρινόμενο με το κριτήριο i λαμβάνει την τιμές αντίστροφή της (ιδιότητα συμμετρίας των τετραγωνικών πινάκων) Πηγή: Saaty 1990 (προσαρμογή από το συγγραφέα). Με βάση την κλίμακα, αφού η τιμή της σημαντικότητας του κριτηρίου i ως προς το κριτήριο j είναι a ij, τότε η τιμή της σημαντικότητας του κριτηρίου j ως προς το κριτήριο i θα είναι 1/ a ij. Αν η τιμή π.χ. a 12 =3 σημαίνει ότι το κριτήριο 1 είναι ελαφρώς σημαντικότερο του κριτηρίου 2, τότε η τιμή a 21 =1/3 σημαίνει ότι το κριτήριο 2 είναι ελαφρώς λιγότερο σημαντικό από το κριτήριο 1. Τέλος, είναι προφανές ότι η σύγκριση κάθε κριτηρίου με τον εαυτό του έχει τιμή 1 (a ii =1). Από την ύπαρξη των ζευγών (τιμή, αντίστροφη τιμή) δημιουργείται η βεβαιότητα ότι τα στοιχεία του πίνακα παρουσιάζουν συνέπεια ανά ζεύγη. Όμως, στην περίπτωση που υπάρχουν τρία ή περισσότερα κριτήρια (ή αντίστοιχα εναλλακτικές επιλογές) τότε η συνέπεια δεν είναι δεδομένη. Για να διαπιστωθεί η συνέπεια ανά ζεύγη υπολογίζεται ένας δείκτης, ο δείκτης συνέπειας (consistency index, CI). Στη συνέχεια ακολουθεί η κανονικοποίηση (normalization) των τιμών του πίνακα ώστε να προκύψει ο κανονικοποιημένος πίνακας, ώστε να έχουν νόημα οι συγκρίσεις μεταξύ των στοιχείων του πίνακα. Αυτό γίνεται με τον εξής τρόπο: κάθε στήλη τιμών αθροίζεται και στη συνέχεια όλες οι τιμές της στήλης διαιρούνται με το άθροισμά της. Έτσι, 127

144 προκύπτει ένας κανονικοποιημένος συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας A norm, το άθροισμα της κάθε μιας στήλης του οποίου είναι ίσο με τη μονάδα. Κατόπιν, αθροίζονται οι τιμές κάθε γραμμής και λαμβάνεται ο μέσος όρος κάθε γραμμής (άθροισμα των τιμών κάθε γραμμής δια του πλήθους των τιμών). Έτσι, δημιουργείται μια επιπλέον στήλη στον κανονικοποιημένο πίνακα η οποία περιλαμβάνει τους μέσους όρους των τιμών της κάθε γραμμής. Η στήλη αυτή προσδιορίζει τα βάρη των κριτηρίων. Ακολούθως, οι εναλλακτικές επιλογές αξιολογούνται σε κάθε κριτήριο και ακολουθείται εκ νέου η διαδικασία εργασίας που περιγράφηκε (δημιουργία ενός συγκριτικού ανά ζεύγη πίνακα για κάθε εναλλακτική επιλογή, εκτίμηση των αντίστοιχων διανυσμάτων προτεραιοτήτων, έλεγχος συνέπειας των τιμών κάθε πίνακα). Με τον τρόπο αυτό προσδιορίζονται οι επιδόσεις των εναλλακτικών επιλογών σε κάθε κριτήριο. Τελικά, στο στάδιο της σύνθεσης των αποτελεσμάτων, γίνεται ο υπολογισμός των συνολικών επιδόσεων ο οποίος προκύπτει πολλαπλασιάζοντας τον πίνακα των επιδόσεων των εναλλακτικών επιλογών επί το διάνυσμα των βαρών των κριτηρίων και λαμβάνοντας το άθροισμα των γινομένων για κάθε εναλλακτική επιλογή. Για να γίνουν αντιληπτά τα παραπάνω, παρουσιάζεται ένα απλό παράδειγμα εφαρμογής της διαδικασίας αναλυτικής ιεράρχησης (analytic hierarchy process-ahp). Έστω ότι ένα άτομο πρόκειται να αγοράσει ένα αυτοκίνητο και ότι οι διαθέσιμες επιλογές είναι τρεις (Daihatsu, Nissan, Toyota) καθώς επίσης τρία (εμφάνιση, αξιοπιστία, οικονομία) είναι και τα κριτήρια της ανάλυσης. Σημειώνεται ότι για τη διευκόλυνση της παρουσίασης, η οικονομία αναφέρεται στην κατανάλωση καυσίμου. Η μέθοδος της διαδικασίας αναλυτικής ιεράρχησης (AHP) εφαρμόζεται ως εξής: Στο αρχικό στάδιο, όλα τα στοιχεία του προβλήματος τοποθετούνται σε ένα δέντρο απόφασης (ιεραρχικά επίπεδα), όπως παρουσιάζεται στο Σχήμα

145 ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ DAIHATSU NISSAN TOYOTA Σχήμα 6.2. Ιεραρχικά επίπεδα για την επιλογή αυτοκινήτου Fig Hierarchical levels for car selection Στη συνέχεια εκτιμώνται τα βάρη των κριτηρίων ως εξής: α) Συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας (δυαδικές συγκρίσεις) Α 1. β) Κανονικοποίηση πίνακα (Α 1,norm ) Εμφάνιση Αξιοπιστία Οικονομία Εμφάνιση 1 1/2 3 Αξιοπιστία Οικονομία 1/3 1/4 1 3,33 1,75 8 Εμφάνιση Αξιοπιστία Οικονομία Βάρη (w i ) Εμφάνιση 0,3000 0,2857 0,3750 0,3202 (w 1 ) Αξιοπιστία 0,6000 0,5714 0,5000 0,5571 (w 2 ) Οικονομία 0,1000 0,1429 0,1250 0,1226 (w 3 ) γ) Έλεγχος συνέπειας (συγκριτικός x βάρη κριτηρίων) Εμφάνιση Αξιοπιστία Οικονομία Άθροισμα Εμφάνιση 0,3202 0,2785 0,3678 0,9665 Αξιοπιστία 0,6404 0,5571 0,4904 1,6879 Οικονομία 0,1067 0,1393 0,1226 0,3686 Υπολογίζεται η ποσότητα λ max = S w 1 1 S + w 2 n 2 S + w 3 3 όπου S 1,S 2,S 3 : τα αθροίσματα των γραμμών, w 1,w 2,w 3 : τα βάρη των κριτηρίων και n: το πλήθος των κριτηρίων, οπότε 0,9665 1,6879 0, ,3202 0,5571 0,1226 λ max = = 3,

146 λmax n και στη συνέχεια υπολογίζεται ο δείκτης συνέπειας με τον τύπο: CI =, όπου n ο n 1 αριθμός των κριτηρίων. Στο εν λόγω παράδειγμα ο δείκτης συνέπειας είναι : CI= 0,01. Στη συνέχεια ο δείκτης συνέπειας συγκρίνεται με έναν τυχαίο δείκτη (random index, RI) 44 και υπολογίζεται η αναλογία συνέπειας (consistency ratio, CR). CI 0,01 Για n=3, CR = = = 0, 08 που δείχνει καλή συνέπεια των τιμών του πίνακα Α 1, RI 0,58 διότι το σύνηθες κριτήριο συνέπειας που χρησιμοποιείται είναι η οριακή τιμή CR 0, 1 (Saaty 1990). Επομένως, τα βάρη των κριτηρίων είναι το διάνυσμα S 1 που έχει τη μορφή S 1 = w w w = 0,3202 0, ,1226 Μετά τον προσδιορισμό των βαρών, αξιολογούνται οι εναλλακτικές ως προς τα κριτήρια. Ακολουθώντας τον ίδιο ακριβώς τρόπο εργασίας όπως στον προσδιορισμό των βαρών των κριτηρίων, για το κριτήριο της εμφάνισης θα είναι: α) Συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας (δυαδικές συγκρίσεις) Α 2. Εμφάνιση Daihatsu Nissan Toyota Daihatsu 1 1/2 1/3 Nissan 2 1 1/2 Toyota ,00 3,50 1,833 β) Κανονικοποιημένος πίνακας (δυαδικές συγκρίσεις) (Α 2,norm ). γ) Πίνακας σχετικών επιδόσεων Εμφάνιση Daihatsu Nissan Toyota Daihatsu 0,1667 0,1428 0,1818 Nissan 0,3333 0,2857 0,2727 Toyota 0,5000 0,5714 0,5455 Εμφάνιση Daihatsu Nissan Toyota Σχετική επίδοση Daihatsu 0,1667 0,1429 0,1818 0,1638 Nissan 0,3333 0,2857 0,2727 0,2973 Toyota 0,5000 0,5714 0,5455 0, Όταν οι αριθμητικές κρίσεις (τιμές) ληφθούν κατά τυχαίο τρόπο από την κλίμακα 1/9, 1/8, 1/7,,1/2,,1,2,,9, τότε χρησιμοποιώντας τον αντίστροφο πίνακα θα πρέπει να έχουμε τις επόμενες μέσες τιμές συνέπειας για τους διαφορετικής τάξης τυχαίους πίνακες (Saaty 1987): Μέγεθος πίνακα: Τυχαία συνέπεια: 0,00 0,00 0,58 0,90 1,12 1,24 1,32 1,41 1,45 1,49 130

147 Από τη σύνθεση προκύπτει ότι τα ποσοστά των σχετικών επιδόσεων (ή προτιμήσεων) για τα αυτοκίνητα Toyota, Nissan και Daihatsu είναι 16,4 29,7 53,9. Δηλαδή, σε ότι αφορά την εμφάνιση το Toyota και το Nissan είναι τρεις και δυο φορές προτιμότερα σε σχέση με το Daihatsu. Με βάση τα αναφερθέντα στην παρουσίαση της μεθόδου, ως προς τη συνέπεια των τιμών προκύπτει ότι: 0,4918 0,8944 1, ,1638 0,2973 0,5389 λ max = = 3,01 3 λmax n συνεπώς ο δείκτης συνέπειας είναι CI= =0,005 και η αναλογία συνέπειας n 1 CI 0,005 CR = = = 0,0086 που φανερώνει καλή συνέπεια στις τιμές του πίνακα Α 1. RI 0,58 Άρα οι σχετικές επιδόσεις (προτεραιότητες) των εναλλακτικών επιλογών (αυτοκινήτων) ως προς την εμφάνιση είναι το διάνυσμα επίδοσης (priority vector) S 2 που έχει τη μορφή μονοδιάστατου πίνακα: S 2 = 0,1638 0,2973 0,5389 Κατά αντίστοιχο τρόπο για το κριτήριο της αξιοπιστίας θα είναι: α) Συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας (δυαδικές συγκρίσεις) Α 3. Αξιοπιστία Daihatsu Nissan Toyota Daihatsu 1 2 1/2 Nissan 1/2 1 1/2 Toyota ,50 5,00 2,00 β) Κανονικοποιημένος πίνακας (δυαδικές συγκρίσεις) (Α 3,norm ). γ) Πίνακας σχετικών επιδόσεων Αξιοπιστία Daihatsu Nissan Toyota Daihatsu 0,2857 0,4000 0,2500 Nissan 0,1429 0,2000 0,2500 Toyota 0,5714 0,4000 0,5000 Αξιοπιστία Daihatsu Nissan Toyota Σχετική επίδοση Daihatsu 0,2857 0,4000 0,2500 0,3119 Nissan 0,1429 0,2000 0,2500 0,1976 Toyota 0,5714 0,4000 0,5000 0,

148 Από τη σύνθεση προκύπτει ότι τα ποσοστά των σχετικών επιδόσεων (ή προτιμήσεων) για τα αυτοκίνητα Daihatsu, Nissan και Toyota είναι 31,2 19,8 49,0. Δηλαδή, σε ότι αφορά την αξιοπιστία το Toyota είναι τρεις φορές και το Daihatsu είναι σχεδόν δύο φορές προτιμότερα σε σχέση με το Nissan. Με αντίστοιχο με προηγουμένως τρόπο εργασίας για την εκτίμησης του δείκτη και της αναλογίας συνέπειας προκύπτει ότι λ max = 3,05 και συνεπώς CI=0,025 και CR = 0,0431 που δείχνει επίσης καλή συνέπεια τιμών του πίνακα Α3. Άρα οι σχετικές επιδόσεις των εναλλακτικών επιλογών ως προς την αξιοπιστία είναι το διάνυσμα επίδοσης S 3 που έχει τη μορφή μονοδιάστατου πίνακα: S 3 = 0,3119 0, ,4905 Τέλος, για το κριτήριο της οικονομίας -το οποίο είναι ποσοτικό κριτήριο και αναφέρεται στην κατανάλωση καυσίμου- υπάρχουν ποσοτικά δεδομένα. Έστω ότι το Daihatsu διανύει 20 χιλιόμετρα ανά λίτρο καυσίμου, το Nissan 18 και το Toyota 16 χιλιόμετρα ανά λίτρο καυσίμου. Για τον υπολογισμό των επιδόσεων στο εν λόγω κριτήριο δεν είναι ανάγκη να γίνει ο συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας, ενώ μπορούν και να κανονικοποιηθούν. Η συνολική κατανάλωση καυσίμου και για τα τρία αυτοκίνητα είναι =54 οπότε με κανονικοποίηση των τιμών κατανάλωσης καυσίμου κάθε αυτοκινήτου προκύπτουν οι σχετικές επιδόσεις για κάθε αυτοκίνητο στο κριτήριο της οικονομίας. Έτσι θα είναι: S 4 = = 0,3704 0, ,2963 Από τη σύνθεση προκύπτει ότι τα ποσοστά των σχετικών επιδόσεων (ή προτιμήσεων) για τα αυτοκίνητα Daihatsu, Nissan και Toyota είναι 37,0 33,3 29,6. Δηλαδή, σε ότι αφορά την οικονομία (κατανάλωση καυσίμου) το Daihatsu είναι οικονομικότερο από το Nissan το οποίο είναι οικονομικότερο από το Toyota. Στην περίπτωση αυτή δε χρειάζεται να υπολογιστεί ο δείκτης συνέπειας αφού οι επιδόσεις των εναλλακτικών επιλογών στο κριτήριο αυτό προέρχονται από μετατροπή αντικειμενικών τιμών χρησιμότητας και όχι με βάση κρίσεις ενός συστήματος αξιών. 132

149 Ο πίνακας συνολικών επιδόσεων (ή προτιμήσεων) είναι αυτός που δίνει την ιεράρχηση των εναλλακτικών επιλογών (αυτοκινήτων). Ουσιαστικά πρόκειται για το γινόμενο ενός πίνακα 3 x 3 με ένα μονοδιάστατο πίνακα (διάνυσμα), δηλαδή για άθροισμα των γινομένων των σχετικών επιδόσεων επί τα βάρη των κριτηρίων, που μπορεί να παρασταθεί σχηματικά ως εξής : Συνολική επίδοση = 0,1638 0,2973 0,5389 0,3119 0,1976 0,4905 0,3704 0,3333 0,2963 x 0,3202 0,5571 0,1226 Τοποθετώντας τις σχετικές επιδόσεις των εναλλακτικών επιλογών (αυτοκινήτων) στα αντίστοιχα κριτήρια και πολλαπλασιάζοντας με τα βάρη των κριτηρίων, προκύπτει ο πίνακας συνολικών επιδόσεων (overall priorities matrix) όπως αυτός παρουσιάζεται στη συνέχεια (Πίνακας 6.2). Πίνακας 6.2. Συνολικές επιδόσεις των εναλλακτικών επιλογών Table 6.2. Overall priorities of the alternatives Εμφάνιση (0,3202) Αξιοπιστία (0,5571) Οικονομία (0,1226) Συνολικές επιδόσεις Daihatsu 0,1638 0,3119 0,3704 0, Nissan 0,2973 0,1976 0,3333 0, Toyota 0,5389 0,4905 0,2963 0, Η συνολική επίδοση για κάθε εναλλακτική επιλογή υπολογίζεται ως το άθροισμα των γινομένων των σχετικών επιδόσεών της επί το βάρος του αντίστοιχου κριτηρίου (εντός της παρένθεσης στον Πίνακα 6.2). Για το αυτοκίνητο μάρκας Daihatsu η συνολική επίδοση υπολογίζεται ως εξής: [(0,1638 x 0,3202) + (0,3119 x 0,5571) + (0,3704 x 0,1226)] = 0,2716 και με ίδιο τρόπο υπολογίζονται οι επιδόσεις των υπόλοιπων εναλλακτικών επιλογών (αυτοκινήτων). Από την τελευταία στήλη του Πίνακα 6.2 προκύπτει ότι οι εναλλακτικές επιλογές (αυτοκίνητα) ιεραρχούνται με την εξής σειρά: Toyota Daihatsu Nissan. Στο εν λόγω παράδειγμα θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και άλλα κριτήρια αντί της οικονομίας (που χρησιμοποιήθηκε με την έννοια της κατανάλωσης καυσίμου), όπως το κόστος χρήσης (περιλαμβάνει κόστος για καύσιμα, επισκευές, ασφάλιστρα κ.λπ.), η τιμή μεταπώλησης, η φήμη της φίρμας, το πρεστίζ κ.ά. Η επιλογή περισσότερων ποσοτικών ή ποιοτικών κριτηρίων στην ανάλυση αφήνει αδιάφορη τη διαδικασία αναλυτικής ιεράρχησης, αφού αυτή αξιοποιεί αφενός το σύστημα αξιών του αποφασίζοντα στα 133

150 ποιοτικά κριτήρια και ποσοτικοποιεί το περιεχόμενό τους και αφετέρου ποσοτικά δεδομένα στα ποσοτικά κριτήρια. Έτσι, εντοπίζεται το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της εν λόγω πολυκριτηριακής ανάλυσης: ότι μπορεί να συμπεριληφθούν ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά ή κριτήρια στην ανάλυση, χωρίς να υπάρξουν «κενά» στην συνέπεια (consistency) και την ισχύ (robustness) της ανάλυσης. Ουσιαστικά, η διαδικασία αναλυτικής ιεράρχησης επιτυγχάνει την ποσοτικοποίηση του περιεχομένου των ποιοτικών κριτηρίων για τα οποία συνήθως δεν υπάρχουν ποσοτικά δεδομένα (Saaty 1987). Από την περιγραφή της μεθόδου γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η διαδικασία αναλυτικής ιεράρχησης μπορεί να αξιοποιηθεί στην επίλυση ποικίλων προβλημάτων λήψης απόφασης. Πραγματικά, η διαδικασία αναλυτικής ιεράρχησης έχει εφαρμοστεί με μεγάλη επιτυχία σε μια σειρά προβλημάτων επιλογής όπως περιβαλλοντικά, στρατιωτικά, αναπτυξιακά, επενδυτικά, πρόσληψης προσωπικού κ.ά. (Saaty 1990, Τρίγκας και Μπλιούμης 1999, Διακουλάκη 2003, Πραστάκος 2003, Coulter et al. 2006, Xanthopoulou and Karamanolis 2007, Kaku et al. 2009). Μετά την παρουσίαση της διαδικασίας αναλυτικής ιεράρχησης ακολουθεί η εφαρμογή της στην επιλογή οργανωτικού σχήματος για κάθε ομάδα προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση

151 6.3. Επιλογή οργανωτικού σχήματος για κάθε ομάδα προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 με την αναλυτική διαδικασία ιεράρχησης Όπως τονίστηκε σε προηγούμενη ενότητα, τα προβλήματα επιλογής μεταξύ εναλλακτικών επιλογών μπορούν να αντιμετωπιστούν με πολυκριτηριακή ανάλυση. Η διαδικασία αναλυτικής ιεράρχησης θεωρείται ως μια από τις πιο καλά ανταποκρινόμενες στο σκοπό της επιλογής πολυκριτηριακές μεθόδους, για τους λόγους που έχουν ήδη αναφερθεί. Από τα δεδομένα του προβλήματος είναι γνωστά τα εξής: - Οι ομάδες των προστατευόμενων δασικών περιοχών (π.δ.π.) Φύση 2000, οι οποίες είναι τρεις και είναι γνωστές οι π.δ.π. Φύση 2000 που περιέχουν. - Τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα που μπορούν να εφαρμοστούν για κάθε ομάδα π.δ.π. Φύση Από τα προηγούμενα είναι αντιληπτό ότι δεν έχουν καθοριστεί τα κριτήρια της ανάλυσης. Ως προϋπόθεση στον καθορισμό των κριτηρίων είναι το ότι -επειδή η λήψη απόφασης αφορά στην επιλογή οργανωτικού σχήματος θα πρέπει- τα κριτήρια που θα χρησιμοποιηθούν να είναι τα ίδια σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως του αν θα είναι ποιοτικά ή ποσοτικά, ώστε να αιτιολογείται με κοινή διαδικασία και περιεχόμενο η εκάστοτε επιλογή οργανωτικού σχήματος. Με βάση την οργανοδιοικητική θεωρία, τα κριτήρια για την επίτευξη αποτελεσματικού οργανωτικού σχεδιασμού (ή αποτελεσματικής τμηματοποίησης) μιας οικονομικής μονάδας είναι (Μπουραντάς 1992): - η αποδοτικότητα των ανθρώπων, μηχανημάτων, εγκαταστάσεων κ.λπ. - ο συντονισμός μεταξύ θέσεων εργασίας και τμημάτων, - η συνεργασία μεταξύ θέσεων εργασίας και τμημάτων, - η επικοινωνία μεταξύ θέσεων εργασίας και τμημάτων, - η ευελιξία της οργάνωσης (οργανωτικού σχήματος), - η προσαρμοστικότητα της οργάνωσης (οργανωτικού σχήματος), - η επάρκεια της οργάνωσης (οργανωτικού σχήματος) - η αξιοποίηση σπάνιων ή πολύ ακριβών πόρων Σ αυτά πρέπει να προστεθεί η αναλογικότητα της οργάνωσης, κριτήριο το οποίο αναφέρεται στο κατά πόσο μια οργανωτική διάρθρωση (οργανωτικό σχήμα) συμβάλλει ή εξυπηρετεί την επίτευξη αποτελεσματικότητας στην οργάνωση της λειτουργίας μιας παραγωγικής οικονομικής μονάδας. Κι αυτό διότι σε αρκετές περιπτώσεις έχει παρατηρηθεί οι παραγωγικές οικονομικές μονάδες να χρησιμοποιούν οργανωτικά 135

152 σχήματα που δεν είναι απολύτως σύμφωνα (ή κατάλληλα) με το μέγεθος και γενικότερα την οργάνωση της λειτουργίας τους (Κανελλόπουλος 1985). Με βάση τα όσα έχουν ήδη αναφερθεί για τις π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικές οικονομικές μονάδες και σύμφωνα με τις αρχές για την οργανωτική διάρθρωση των οικονομικών μονάδων που αναφέρονται στην οργανοδιοικητική θεωρία αλλά και δεδομένου ότι η πολυκριτηριακή ανάλυση αποσκοπεί στην επιλογή οργανωτικού σχήματος για τις ομαδοποιημένες π.δ.π. Φύση 2000, δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη τα ειδικότερα στοιχεία και χαρακτηριστικά τους, προκύπτει ότι τα κριτήρια της ανάλυσης πρέπει να είναι απολύτως σύμφωνα και να ανταποκρίνονται στο σκοπό της ανάλυσης. Έτσι, τα κριτήρια που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην πολυκριτηριακή ανάλυση για την επιλογή κατάλληλου οργανωτικού σχήματος για κάθε ομάδα π.δ.π. Φύση 2000 είναι η επάρκεια, η προσαρμοστικότητα, η ευελιξία και η αναλογικότητα, τα οποία είναι απόλυτα συνδεδεμένα με την έννοια οργανωτικό σχήμα. Το κοινό στοιχείο των παραπάνω κριτηρίων είναι ότι αυτά είναι ποιοτικά χαρακτηριστικά του όρου οργανωτικό σχήμα. Όπως είναι γνωστό, για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά δεν υφίστανται ποσοτικά δεδομένα και συνεπώς η όποια αξιολόγησή τους πρέπει να στηριχθεί σε περιγραφικούς όρους και έννοιες. 136

153 Για την εφαρμογή της διαδικασίας αναλυτικής ιεράρχησης, σε πρώτο στάδιο γίνεται απεικόνιση των ιεραρχικών επιπέδων της επιλογής οργανωτικού σχήματος, μια γενική θεώρηση της οποίας παρουσιάζεται στο Σχήμα 6.3. ΕΠΙΛΟΓΗ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΟΥ ΣΧΗΜΑΤΟΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΕΥΕΛΙΞΙΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ 1 ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ 2 ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ 3 Εικόνα 6.3. Ιεραρχικά επίπεδα για την επιλογή οργανωτικού σχήματος Fig Hierarchical levels for organizational scheme selection Εξυπακούεται ότι στο Σχήμα 6.3. το ιεραρχικό επίπεδο των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων διαμορφώνεται ανάλογα με την ομάδα π.δ.π. Φύση 2000 που εξετάζεται κάθε φορά Επιλογή οργανωτικού σχήματος για την 1 η Ομάδα Τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα που μπορούν να εφαρμοστούν στην οργάνωση της λειτουργίας της 1 ης ομάδας π.δ.π. Φύση 2000 ως παραγωγικών οικονομικών μονάδων είναι της τμηματοποίησης κατά λειτουργία, της τμηματοποίησης κατά προϊόν και της μητρικής ή πλεγματικού τύπου τμηματοποίησης. Για την επιλογή οργανωτικού σχήματος με τη διαδικασία αναλυτικής ιεράρχησης ακολουθείται ο τρόπος εργασίας που αναπτύχθηκε στην ενότητα 6.2. Στο πρώτο στάδιο σχηματίζονται τα ιεραρχικά επίπεδα. Από τα δεδομένα του προβλήματος επιλογής σχηματίζονται τα ιεραρχικά επίπεδα της επιλογής οργανωτικού σχήματος (Σχήμα 6.4.). 137

154 ΕΠΙΛΟΓΗ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΟΥ ΣΧΗΜΑΤΟΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΕΥΕΛΙΞΙΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΜΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΜΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΑ ΠΡΟΪΟΝ ΜΗΤΡΙΚΗ ΤΜΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ Σχήμα 6.4. Ιεραρχικά επίπεδα για την επιλογή οργανωτικού σχήματος της 1 ης Ομάδας Fig Hierarchical levels for organizational scheme selection of the 1 st Group Στη συνέχεια προσδιορίζονται τα βάρη (weights) των κριτηρίων της ανάλυσης. Σημειώνεται ότι, τα βάρη που θα προσδιοριστούν δεν θα αλλάξουν στην επιλογή οργανωτικού σχήματος των επόμενων ομάδων, διότι δεν επιτρέπεται να μεταβληθεί το σύστημα αξιών του αποφασίζοντος, για λόγους αξιοπιστίας και αμεροληψίας στην επιλογή οργανωτικού σχήματος. Σχηματίζεται ο συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας Α 1 : α) Συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας (δυαδικές συγκρίσεις) Α 1 1. Επάρκεια Ευελιξία Προσαρμοστικότητα Αναλογικότητα Επάρκεια Ευελιξία 1/ Προσαρμοστικότητα 1/4 1/2 1 1/2 Αναλογικότητα 1/3 1/ ,08 3,83 9,00 7,50 β) Κανονικοποίηση πίνακα Επάρκεια Ευελιξία Προσαρμοστικότητα Αναλογικότητα Βάρη (w i ) Επάρκεια 0,4808 0,5222 0,4444 0,4000 0,4618 (w 1 ) Ευελιξία 0,2404 0,2611 0,2222 0,4000 0,2809 (w 2 ) Προσαρμοστικότητα 0,1202 0,1305 0,1111 0,0667 0,1071 (w 3 ) Αναλογικότητα 0,1586 0,0862 0,2223 0,1333 0,1501 (w 4 ) γ) Έλεγχος συνέπειας (συγκριτικός x βάρη κριτηρίων) Επάρκεια Ευελιξία Προσαρμοστικότητα Αναλογικότητα Άθροισμα (0,4618) (0,2809) (0,1071) (0,1501) Επάρκεια 0,4618 0,5618 0,4284 0,4503 1,9023 Ευελιξία 0,2309 0,2809 0,2142 0,4503 1,1763 Προσαρμοστικότητα 0,1154 0,1404 0,1071 0,0751 0,4380 Αναλογικότητα 0,1539 0,0936 0,2142 0,1501 0,

155 Κατόπιν υπολογίζεται η ποσότητα λmax = S w 1 1 S + w 2 2 S + w n 3 3 S + w 4 4 όπου S 1,S 2,S 3,S 4 : τα αθροίσματα των γραμμών, w 1,w 2,w 3,w 4 : τα βάρη των κριτηρίων και n: το πλήθος των κριτηρίων, οπότε η ποσότητα αυτή θα είναι 1,9023 1,1763 0,4380 0, ,4618 0,2809 0,1071 0,1501 λ max = = 4,12. Μετά υπολογίζεται ο δείκτης 4 λmax n συνέπειας με τον τύπο: CI =, όπου n ο αριθμός των κριτηρίων, ο οποίος είναι n 1 CI 0,039 CI=0,039. Για n=4, CR = = = 0, 043, τιμή που δείχνει καλή συνέπεια των τιμών RI 0,90 0,4618 0,2809 του πίνακα Α 1. Συνεπώς το διάνυσμα βαρών των κριτηρίων είναι W= 0,1071 0,1501 Στη συνέχεια, μετά τον προσδιορισμό των βαρών, αξιολογούνται τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα ως προς τα κριτήρια της επάρκειας, ευελιξίας, προσαρμοστικότητας και αναλογικότητας, λαμβάνοντας υπόψη τα κοινά χαρακτηριστικά των π.δ.π. Φύση 2000 με τα οποία αυτές ομαδοποιήθηκαν στην 1 η ομάδα (μεγάλο μέγεθος, πολλαπλός σκοπός, πολλαπλά προϊόντα). Ακολουθώντας τον ίδιο ακριβώς τρόπο εργασίας όπως στον προσδιορισμό των βαρών των κριτηρίων, για το κριτήριο της επάρκειας θα είναι: α) Συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας (δυαδικές συγκρίσεις). Επάρκεια κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική τμηματοποίηση 1 ½ 1/ / ,00 6,50 1,40 139

156 β) Κανονικοποιημένος πίνακας. Επάρκεια κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική Σχετικές Προτιμήσεις 0,13 0,08 0,14 0,12 0,25 0,15 0,14 0,18 0,62 0,77 0,72 0,70 γ) Έλεγχος συνέπειας (συγκριτικός x σχετικές προτιμήσεις) Επάρκεια κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική Αθροίσματα 0,12 0,09 0,14 0,35 0,24 0,18 0,14 0,56 0,60 0,90 0,70 2,20 Ως προς τη συνέπεια των τιμών του πίνακα προκύπτει ότι: λ max = 3,06 και συνεπώς ο λmax n δείκτης συνέπειας είναι CI=, όπου n=3 (πλήθος των εναλλακτικών οργανωτικών n 1 CI 0,03 σχημάτων) και είναι CI=0,03 και η αναλογία συνέπειας CR = = = 0, 052 που RI 0,58 δείχνει καλή συνέπεια των τιμών του πίνακα. Από τη σύνθεση των στοιχείων των πινάκων προκύπτει ότι τα ποσοστά των σχετικών επιδόσεων (ή προτιμήσεων) για τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα τμηματοποίηση κατά λειτουργία, τμηματοποίηση κατά προϊόν και μητρική τμηματοποίηση είναι 12,0 18,0 70,0. Δηλαδή, σε ότι αφορά την επάρκεια η μητρική τμηματοποίηση είναι σχεδόν έξι φορές προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά λειτουργία και τέσσερις φορές προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά προϊόν. Άρα οι σχετικές επιδόσεις (προτιμήσεις) των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων ως προς το κριτήριο της επάρκειας είναι το διάνυσμα επίδοσης (priority vector) V 1 = 0,12 0,18. 0,70 140

157 Για το κριτήριο της ευελιξίας κατά αντίστοιχο τρόπο εργασίας θα είναι: α) Συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας (δυαδικές συγκρίσεις). Ευελιξία Κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική τμηματοποίηση β) Κανονικοποιημένος πίνακας. Ευελιξία κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική τμηματοποίηση 1 1/2 1/ / ,00 6,50 1,45 κατά προϊόν Μητρική Σχετικές Προτιμήσεις 0,14 0,08 0,17 0,13 0,29 0,15 0,14 0,19 0,57 0,77 0,69 0,68 γ) Έλεγχος συνέπειας (συγκριτικός x σχετικές προτιμήσεις) Ευελιξία κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική τμηματοποίηση Αθροίσματα 0,13 0,09 0,17 0,39 0,26 0,19 0,14 0,59 0,52 0,95 0,68 2,15 Ως προς τη συνέπεια των τιμών προκύπτει ότι: λ max = 3,10 και συνεπώς ο δείκτης λmax n CI 0,05 συνέπειας είναι CI= =0,05 και η αναλογία συνέπειας CR = = = 0, 086 n 1 RI 0,58 που δείχνει καλή συνέπεια των τιμών του πίνακα. Από τη σύνθεση των στοιχείων των πινάκων προκύπτει ότι τα ποσοστά των σχετικών επιδόσεων (ή προτιμήσεων) για τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα τμηματοποίηση κατά λειτουργία, τμηματοποίηση κατά προϊόν και μητρική τμηματοποίηση είναι 13,0 19,0 68,0. Δηλαδή, σε ότι αφορά την ευελιξία η μητρική τμηματοποίηση είναι πέντε φορές προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά λειτουργία και τρεις φορές προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά προϊόν. Άρα οι σχετικές επιδόσεις 141

158 (προτιμήσεις) των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων ως προς το κριτήριο της ευελιξίας είναι το διάνυσμα επίδοσης (priority vector) V 2 = 0,13 0,19. 0,68 Για το κριτήριο της προσαρμοστικότητας με τον ίδιο τρόπο εργασίας θα είναι: α) Συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας (δυαδικές συγκρίσεις). Προσαρμοστικότητα κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική τμηματοποίηση β) Κανονικοποιημένος πίνακας. Προσαρμοστικότητα κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική τμηματοποίηση / /4 1/3 1 1,75 3,33 8,00 κατά προϊόν Μητρική Σχετικές Προτιμήσεις 0,57 0,60 0,50 0,56 0,29 0,30 0,37 0,32 0,14 0,10 0,13 0,13 γ) Έλεγχος συνέπειας (συγκριτικός x σχετικές προτιμήσεις) Προσαρμοστικότητα κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική Αθροίσματα 0,56 0,64 0,48 1,68 0,28 0,32 0,36 0,96 0,14 0,11 0,12 0,37 Ως προς τη συνέπεια των τιμών προκύπτει ότι λ max = 3,03 και συνεπώς ο δείκτης συνέπειας είναι CI=0,015 ενώ η αναλογία συνέπειας CR=0,026 που υποδηλώνει καλή συνέπεια των τιμών του πίνακα. 142

159 Από τη σύνθεση των στοιχείων των πινάκων προκύπτει ότι τα ποσοστά των σχετικών επιδόσεων (ή προτιμήσεων) για τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα τμηματοποίηση κατά λειτουργία, τμηματοποίηση κατά προϊόν και μητρική τμηματοποίηση είναι 56,0 32,0 12,0. Δηλαδή, σε ότι αφορά την προσαρμοστικότητα η τμηματοποίηση κατά λειτουργία είναι σχεδόν δύο φορές προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά προϊόν και κάτι λιγότερο από πέντε φορές προτιμότερη από την μητρική τμηματοποίηση. Άρα οι σχετικές επιδόσεις (προτιμήσεις) των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων ως προς το κριτήριο της προσαρμοστικότητας είναι το διάνυσμα επίδοσης V 3 = 0,56 0,32. 0,12 Για το κριτήριο της αναλογικότητας με τον ίδιο τρόπο εργασίας θα είναι: α) Συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας (δυαδικές συγκρίσεις). Αναλογικότητα κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική τμηματοποίηση β) Κανονικοποιημένος πίνακας. Αναλογικότητα κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική τμηματοποίηση 1 1/2 1/ / ,00 4,50 1,53 κατά προϊόν Μητρική Σχετικές Προτιμήσεις 0,12 0,11 0,13 0,12 0,25 0,22 0,22 0,23 0,63 0,67 0,65 0,65 γ) Έλεγχος συνέπειας (συγκριτικός x σχετικές προτιμήσεις) Αναλογικότητα κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά προϊόν Μητρική Αθροίσματα 0,12 0,12 0,13 0,37 0,24 0,23 0,22 0,69 0,60 0,69 0,65 1,94 143

160 Ως προς τη συνέπεια των τιμών προκύπτει ότι λ max = 3,02 και συνεπώς ο δείκτης συνέπειας είναι CI=0,01 και η αναλογία συνέπειας CR=0,017 που δείχνει καλή συνέπεια των τιμών του πίνακα. Από τη σύνθεση των στοιχείων των πινάκων προκύπτει ότι τα ποσοστά των σχετικών επιδόσεων (ή προτιμήσεων) για τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα τμηματοποίηση κατά λειτουργία, τμηματοποίηση κατά προϊόν και μητρική τμηματοποίηση είναι 12,0 23,0 65,0. Δηλαδή, σε ότι αφορά την αναλογικότητα η μητρική τμηματοποίηση είναι πέντε φορές προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά λειτουργία και κάτι λιγότερο από τρεις φορές προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά προϊόν. Οι σχετικές επιδόσεις (προτιμήσεις) των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων ως προς το κριτήριο της αναλογικότητας είναι το διάνυσμα επίδοσης V 4 = 0,12 0,23. Από το συνδυασμό των διανυσμάτων επιδόσεων των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων (V 1, V 2, V 3, V 4 ) προκύπτει ένα πίνακας επιδόσεων 3 (γραμμές) x 4 (στήλες), ο οποίος πολλαπλασιάζεται με το μονοδιάστατο διάνυσμα βαρών (W) των κριτηρίων και υπολογίζεται ο πίνακας συνολικών επιδόσεων : 0,65 Συνολική επίδοση (προτίμηση) = ( V V V ) x (W) = = 0,12 0,18 0,70 0,13 0,19 0,68 ή σε μορφή πίνακα συνολικών επιδόσεων: 0,56 0,32 0, V4 0,12 0,23 0,65 x 0,4618 0,2809 0,1071 0,1501 Επάρκεια Ευελιξία Προσαρμοστικότητα Αναλογικότητα Συνολικές Ιεραρχική (0,4618) (0,2809) (0,1071) (0,1501) επιδόσεις κατάταξη Κατά λειτουργία 0,12 0,13 0,56 0,12 0,18 3 Κατά προϊόν 0,18 0,19 0,32 0,23 0,19 2 Μητρική 0,70 0,68 0,12 0,65 0,62 1 Από τον πίνακα συνολικών επιδόσεων προκύπτει ότι η ιεράρχηση των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων για την 1 η ομάδα π.δ.π. Φύση 2000 είναι η ακόλουθη: μητρική τμηματοποίηση τμηματοποίηση κατά προϊόν τμηματοποίηση κατά λειτουργία. Συνεπώς η μητρική τμηματοποίηση επιλέγεται ως το καταλληλότερο οργανωτικό σχήμα για την 1 η ομάδα. 144

161 Επιλογή οργανωτικού σχήματος για την 2 η Ομάδα Για την επιλογή οργανωτικού σχήματος για τις π.δ.π. Φύση 2000 που έχουν ομαδοποιηθεί στη 2 η ομάδα, η διαδικασία αναλυτικής ιεράρχησης εφαρμόζεται εκ νέου πλην όμως, όπως έχει ήδη τονιστεί, το διάνυσμα των βαρών των κριτηρίων παραμένει ίδιο όπως υπολογίστηκε κατά την επιλογή οργανωτικού σχήματος για την 1 η διάνυσμα βαρών των κριτηρίων είναι το γνωστό: 0,4618 0,2809 W=. 0,1071 0,1501 ομάδα. Έτσι, το Τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα αξιολογούνται στη συνέχεια με τα κριτήρια της επάρκειας, ευελιξίας, προσαρμοστικότητας και αναλογικότητας, έχοντας υπόψη τα κοινά χαρακτηριστικά ομαδοποίησης των π.δ.π. Φύση 2000 της 2 ης ομάδας, όπως αυτά αναφέρθηκαν στην αντίστοιχη ενότητα ομαδοποίησης [μεσαίο μέγεθος, μερικά πολλαπλή παραγωγή (κυρίως παροχή υπηρεσιών) κ.λπ.]. Στην προκείμενη περίπτωση, τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα για τη 2 η ομάδα π.δ.π. Φύση 2000 είναι αυτά της τμηματοποίησης κατά λειτουργία, της τμηματοποίησης κατά υπηρεσία και της μητρικής ή πλεγματικής τμηματοποίησης. Με τρόπο εργασίας ίδιο με αυτόν που εφαρμόστηκε για την επιλογή οργανωτικού σχήματος για την 1 η ομάδα προκύπτει ότι, για το κριτήριο της επάρκειας : α) Συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας (δυαδικές συγκρίσεις). Επάρκεια κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική τμηματοποίηση β) Κανονικοποιημένος πίνακας. Επάρκεια κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική τμηματοποίηση 1 2 1/2 1/2 1 1/ ,50 5,00 2,00 κατά υπηρεσία Μητρική Σχετικές Προτιμήσεις 0,29 0,40 0,25 0,31 0,14 0,20 0,25 0,20 0,57 0,40 0,50 0,49 145

162 γ) Έλεγχος συνέπειας (συγκριτικός x σχετικές προτιμήσεις) Επάρκεια κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική Αθροίσματα 0,31 0,40 0,25 0,96 0,15 0,20 0,25 0,60 0,62 0,40 0,50 1,52 Ως προς τη συνέπεια των τιμών προκύπτει ότι λ max = 3,07 και ο δείκτης συνέπειας είναι CI=0,035 ενώ η αναλογία συνέπειας CR= 0,06 δηλαδή καλή συνέπεια των τιμών του πίνακα. Από τη σύνθεση των στοιχείων των πινάκων προκύπτει ότι τα ποσοστά των σχετικών επιδόσεων (ή προτιμήσεων) για τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα τμηματοποίηση κατά λειτουργία, τμηματοποίηση κατά υπηρεσία και μητρική τμηματοποίηση είναι 31,0 20,0 49,0. Δηλαδή, σε ότι αφορά την επάρκεια η μητρική τμηματοποίηση είναι μιάμιση φορά προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά λειτουργία και σχεδόν δυόμισι φορές προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά υπηρεσία. Άρα οι σχετικές επιδόσεις (προτιμήσεις) των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων ως προς το κριτήριο της επάρκειας είναι το διάνυσμα επίδοσης V 1 = 0,31 0,20. 0,49 Για το κριτήριο της ευελιξίας κατά αντίστοιχο τρόπο εργασίας θα είναι: α) Συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας (δυαδικές συγκρίσεις). Ευελιξία Κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική τμηματοποίηση β) Κανονικοποιημένος πίνακας. Ευελιξία κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική τμηματοποίηση 1 1/2 1/ / ,00 5,50 1,45 κατά υπηρεσία Μητρική Σχετικές Προτιμήσεις 0,13 0,09 0,14 0,12 0,25 0,18 0,17 0,20 0,62 0,73 0,69 0,68 146

163 γ) Έλεγχος συνέπειας (συγκριτικός x σχετικές προτιμήσεις) Ευελιξία κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική τμηματοποίηση Αθροίσματα 0,12 0,10 0,14 0,36 0,24 0,20 0,17 0,61 0,60 0,80 0,68 2,08 Ως προς τη συνέπεια των τιμών προκύπτει ότι λ max = 3,04 και συνεπώς ο δείκτης συνέπειας είναι CI=0,02 και η αναλογία συνέπειας CR=0,034 που υποδηλώνει καλή συνέπεια των τιμών του πίνακα. Από τη σύνθεση των στοιχείων των πινάκων προκύπτει ότι τα ποσοστά των σχετικών επιδόσεων (ή προτιμήσεων) για τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα τμηματοποίηση κατά λειτουργία, τμηματοποίηση κατά υπηρεσία και μητρική τμηματοποίηση είναι 12,0 20,0 68,0. Δηλαδή, σε ότι αφορά την ευελιξία η μητρική τμηματοποίηση είναι πέντε φορές προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά λειτουργία και τρεις φορές προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά υπηρεσία. Οι σχετικές επιδόσεις (προτιμήσεις) των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων ως προς το κριτήριο της ευελιξίας είναι το διάνυσμα επίδοσης V 2 = 0,12 0,20. 0,68 Για το κριτήριο της προσαρμοστικότητας με τον ίδιο τρόπο εργασίας θα είναι: α) Συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας (δυαδικές συγκρίσεις). Προσαρμοστικότητα κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική τμηματοποίηση β) Κανονικοποιημένος πίνακας. Προσαρμοστικότητα κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική τμηματοποίηση / /3 1/2 1 1,83 3,50 6,00 κατά υπηρεσία Μητρική Σχετικές Προτιμήσεις 0,55 0,57 0,50 0,54 0,27 0,29 0,33 0,30 0,18 0,14 0,17 0,16 147

164 γ) Έλεγχος συνέπειας (συγκριτικός x σχετικές προτιμήσεις) Προσαρμοστικότητα κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική Αθροίσματα 0,54 0,60 0,48 1,62 0,27 0,30 0,32 0,89 0,18 0,15 0,16 0,49 Ως προς τη συνέπεια των τιμών προκύπτει ότι λ max = 3,01 και συνεπώς ο δείκτης συνέπειας είναι CI=0,005 ενώ η αναλογία συνέπειας CR=0,0086 που υποδηλώνει πολύ καλή συνέπεια των τιμών του πίνακα. Από τη σύνθεση των στοιχείων των πινάκων προκύπτει ότι τα ποσοστά των σχετικών επιδόσεων (ή προτιμήσεων) για τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα τμηματοποίηση κατά λειτουργία, τμηματοποίηση κατά προϊόν και μητρική τμηματοποίηση είναι 54,0 30,0 16,0. Δηλαδή, σε ότι αφορά την προσαρμοστικότητα η τμηματοποίηση κατά λειτουργία είναι 1,8 φορές προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά υπηρεσία και κάτι λιγότερο από τέσσερις φορές προτιμότερη από την μητρική τμηματοποίηση. Άρα οι σχετικές επιδόσεις (προτιμήσεις) των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων ως προς το κριτήριο της προσαρμοστικότητας είναι το διάνυσμα επίδοσης V 3 = 0,54 0,30. 0,16 Για το κριτήριο της αναλογικότητας με τον ίδιο τρόπο εργασίας θα είναι: α) Συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας (δυαδικές συγκρίσεις). Αναλογικότητα κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική τμηματοποίηση β) Κανονικοποιημένος πίνακας. Αναλογικότητα κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική τμηματοποίηση 1 1/2 1/ / ,00 4,50 1,53 κατά υπηρεσία Μητρική Σχετικές Προτιμήσεις 0,12 0,11 0,13 0,12 0,25 0,22 0,22 0,23 0,63 0,67 0,65 0,65 148

165 γ) Έλεγχος συνέπειας (συγκριτικός x σχετικές προτιμήσεις) Αναλογικότητα κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά υπηρεσία Μητρική Αθροίσματα 0,12 0,12 0,13 0,37 0,24 0,23 0,22 0,69 0,60 0,69 0,65 1,94 Ως προς τη συνέπεια των τιμών προκύπτει ότι λ max = 3,02 και συνεπώς ο δείκτης συνέπειας είναι CI=0,01 και η αναλογία συνέπειας CR=0,017 που δείχνει καλή συνέπεια των τιμών του πίνακα. Από τη σύνθεση των στοιχείων των πινάκων προκύπτει ότι τα ποσοστά των σχετικών επιδόσεων (ή προτιμήσεων) για τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα τμηματοποίηση κατά λειτουργία, τμηματοποίηση κατά προϊόν και μητρική τμηματοποίηση είναι 12,0 23,0 65,0. Δηλαδή, σε ότι αφορά την αναλογικότητα η μητρική τμηματοποίηση είναι πέντε φορές προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά λειτουργία και κάτι λιγότερο από τρεις φορές προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά προϊόν. Οι σχετικές επιδόσεις (προτιμήσεις) των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων ως προς το κριτήριο της αναλογικότητας είναι το διάνυσμα επίδοσης V 4 = 0,12 0,23. Συνδυάζοντας τα διανύσματα επιδόσεων των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων (V 1, V 2, V 3, V 4 ) προκύπτει ένα πίνακας επιδόσεων 3 (γραμμές) x 4 (στήλες), ο οποίος πολλαπλασιάζεται με το μονοδιάστατο διάνυσμα βαρών (W) των κριτηρίων και υπολογίζεται ο πίνακας συνολικών επιδόσεων : 0,65 Συνολική επίδοση (προτίμηση) = ( V V V ) x (W) = = 0,31 0,20 0,49 0,12 0,20 0,68 ή σε μορφή πίνακα συνολικών επιδόσεων: 0,54 0,30 0, V4 0,12 0,23 0,65 x 0,4618 0,2809 0,1071 0,1501 Επάρκεια Ευελιξία Προσαρμοστικότητα Αναλογικότητα Συνολικές Ιεραρχική (0,4618) (0,2809) (0,1071) (0,1501) επιδόσεις κατάταξη Κατά λειτουργία 0,14 0,03 0,06 0,02 0,25 2 Κατά υπηρεσία 0,09 0,06 0,03 0,03 0,21 3 Μητρική 0,23 0,19 0,02 0,10 0,

166 Από τον πίνακα συνολικών επιδόσεων προκύπτει ότι η ιεράρχηση των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων για τη 2 η ομάδα π.δ.π. Φύση 2000 είναι η ακόλουθη: μητρική τμηματοποίηση τμηματοποίηση κατά λειτουργία τμηματοποίηση κατά υπηρεσία. Συνεπώς η μητρική τμηματοποίηση επιλέγεται ως το καταλληλότερο οργανωτικό σχήμα για τη 2 η ομάδα Επιλογή οργανωτικού σχήματος για την 3 η Ομάδα Για την επιλογή οργανωτικού σχήματος για τις π.δ.π. Φύση 2000 που έχουν ομαδοποιηθεί στην 3 η ομάδα, επαναλαμβάνεται η διαδικασία αναλυτικής ιεράρχησης διατηρώντας ίδιο μόνο το διάνυσμα των βαρών των κριτηρίων. Έτσι, το διάνυσμα βαρών των κριτηρίων εξακολουθεί το γνωστό: 0,4618 0,2809 W=. 0,1071 0,1501 Τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα αξιολογούνται με τα κριτήρια της επάρκειας, ευελιξίας, προσαρμοστικότητας και αναλογικότητας, έχοντας υπόψη τα κοινά χαρακτηριστικά ομαδοποίησης των π.δ.π. Φύση 2000 της 3 ης ομάδας, όπως αυτά αναφέρθηκαν στην αντίστοιχη ενότητα ομαδοποίησης (μικρό μέγεθος, εξειδικευμένο αντικείμενο παραγωγής). Σημειώνεται ότι τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα για τη 3 η ομάδα π.δ.π. Φύση 2000 είναι αυτά της τμηματοποίησης κατά λειτουργία, της τμηματοποίησης κατά πελάτες και της μητρικής ή πλεγματικής τμηματοποίησης. Ακολουθώντας τον ίδιο τρόπο εργασίας όπως εφαρμόστηκε για την επιλογή οργανωτικού σχήματος για την 1 η και η 2 η ομάδα γίνονται και εδώ οι συγκρίσεις κατά ζεύγη των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων στα κριτήρια της ανάλυσης. Έτσι, για το κριτήριο της επάρκειας θα είναι: α) Συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας (δυαδικές συγκρίσεις). Επάρκεια Μητρική κατά λειτουργία κατά πελάτες τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά πελάτες 1/2 1 2 Μητρική τμηματοποίηση 1/2 1/2 1 2,00 3,50 5,00 150

167 β) Κανονικοποιημένος πίνακας. Επάρκεια κατά λειτουργία κατά πελάτες Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά πελάτες Μητρική τμηματοποίηση Σχετικές Προτιμήσεις 0,50 0,57 0,40 0,49 0,25 0,29 0,40 0,31 0,25 0,14 0,20 0,20 γ) Έλεγχος συνέπειας (συγκριτικός x σχετικές προτιμήσεις) Επάρκεια κατά λειτουργία κατά πελάτες Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά πελάτες Μητρική Αθροίσματα 0,49 0,62 0,40 1,51 0,24 0,31 0,40 0,95 0,24 0,16 0,20 0,60 Ως προς τη συνέπεια των τιμών προκύπτει ότι λ max = 3,05 και ο δείκτης συνέπειας είναι CI=0,025 ενώ η αναλογία συνέπειας CR= 0,043 καλή συνέπεια των τιμών του πίνακα. Από τη σύνθεση των στοιχείων των πινάκων προκύπτει ότι τα ποσοστά των σχετικών επιδόσεων (ή προτιμήσεων) για τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα τμηματοποίηση κατά λειτουργία, τμηματοποίηση κατά πελάτες και μητρική τμηματοποίηση είναι 49,0 31,0 20,0. Δηλαδή, σε ότι αφορά την επάρκεια η τμηματοποίηση κατά λειτουργία είναι μιάμιση φορά προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά πελάτες και δυόμισι φορές προτιμότερη από τη μητρική τμηματοποίηση. Άρα οι σχετικές επιδόσεις (προτιμήσεις) των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων ως προς το κριτήριο της επάρκειας είναι το διάνυσμα επίδοσης V 1 = 0,49 0,31. 0,20 Κατόπιν, οι δυαδικές συγκρίσεις των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων γίνονται στο κριτήριο της ευελιξίας, όπου με αντίστοιχο τρόπο εργασίας θα είναι: α) Συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας (δυαδικές συγκρίσεις). Ευελιξία Μητρική κατά λειτουργία κατά πελάτες τμηματοποίηση κατά λειτουργία 1 2 1/4 κατά πελάτες 1/2 1 1/3 Μητρική τμηματοποίηση ,50 6,00 1,58 151

168 β) Κανονικοποιημένος πίνακας. Ευελιξία κατά πελάτες κατά υπηρεσία Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά πελάτες Μητρική τμηματοποίηση Σχετικές Προτιμήσεις 0,18 0,33 0,16 0,22 0,09 0,17 0,21 0,16 0,73 0,50 0,63 0,62 γ) Έλεγχος συνέπειας (συγκριτικός x σχετικές προτιμήσεις) Ευελιξία κατά λειτουργία κατά πελάτες Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά πελάτες Μητρική τμηματοποίηση Αθροίσματα 0,22 0,32 0,15 0,69 0,11 0,16 0,21 0,48 0,88 0,48 0,62 1,98 Ως προς τη συνέπεια των τιμών προκύπτει ότι λ max = 3,1 και συνεπώς ο δείκτης συνέπειας είναι CI=0,05 και η αναλογία συνέπειας CR=0,086 που δείχνει καλή συνέπεια των τιμών του πίνακα. Από τη σύνθεση των στοιχείων των πινάκων προκύπτει ότι τα ποσοστά των σχετικών επιδόσεων (ή προτιμήσεων) για τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα τμηματοποίηση κατά λειτουργία, τμηματοποίηση κατά πελάτες και μητρική τμηματοποίηση είναι 12,0 20,0 68,0. Δηλαδή, σε ότι αφορά την ευελιξία η μητρική τμηματοποίηση είναι σχεδόν τρεις φορές προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά λειτουργία και σχεδόν τέσσερις φορές προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά πελάτες. Οι σχετικές επιδόσεις (προτιμήσεις) των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων ως προς το κριτήριο της ευελιξίας είναι το διάνυσμα επίδοσης V 2 = 0,22 0,16. 0,62 Για το κριτήριο της προσαρμοστικότητας με τον ίδιο τρόπο εργασίας θα είναι: α) Συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας (δυαδικές συγκρίσεις). Προσαρμοστικότητα Μητρική κατά λειτουργία κατά πελάτες τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά πελάτες 1/2 1 4 Μητρική τμηματοποίηση 1/4 1/4 1 1,75 3,25 9,00 152

169 β) Κανονικοποιημένος πίνακας. Προσαρμοστικότητα κατά λειτουργία κατά πελάτες Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά πελάτες Μητρική τμηματοποίηση Σχετικές Προτιμήσεις 0,57 0,61 0,44 0,54 0,29 0,31 0,44 0,35 0,14 0,08 0,12 0,11 γ) Έλεγχος συνέπειας (συγκριτικός x σχετικές προτιμήσεις) Προσαρμοστικότητα κατά λειτουργία κατά πελάτες Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά πελάτες Μητρική τμηματοποίηση Αθροίσματα 0,54 0,70 0,44 1,68 0,27 0,35 0,44 1,06 0,13 0,09 0,11 0,33 Ως προς τη συνέπεια των τιμών προκύπτει ότι λ max = 3,04 και συνεπώς ο δείκτης συνέπειας είναι CI=0,02 ενώ η αναλογία συνέπειας CR=0,034 που υποδηλώνει καλή συνέπεια των τιμών του πίνακα. Από τη σύνθεση των στοιχείων των πινάκων προκύπτει ότι τα ποσοστά των σχετικών επιδόσεων (ή προτιμήσεων) για τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα τμηματοποίηση κατά λειτουργία, τμηματοποίηση κατά πελάτες και μητρική τμηματοποίηση είναι 54,0 35,0 11,0. Δηλαδή, σε ότι αφορά την προσαρμοστικότητα η τμηματοποίηση κατά λειτουργία είναι 1,5 φορές προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά πελάτες και πέντε φορές προτιμότερη από την μητρική τμηματοποίηση. Άρα οι σχετικές επιδόσεις (προτιμήσεις) των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων ως προς το κριτήριο της προσαρμοστικότητας είναι το διάνυσμα επίδοσης V 3 = 0,54 0,35. 0,11 Για το κριτήριο της αναλογικότητας με τον ίδιο τρόπο εργασίας θα είναι: α) Συγκριτικός ανά ζεύγη πίνακας (δυαδικές συγκρίσεις). Αναλογικότητα Μητρική κατά λειτουργία κατά πελάτες τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά πελάτες 1/2 1 2 Μητρική τμηματοποίηση 1/3 1/2 1 1,83 3,50 6,00 153

170 β) Κανονικοποιημένος πίνακας. Αναλογικότητα κατά λειτουργία κατά πελάτες Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά πελάτες Μητρική τμηματοποίηση Σχετικές Προτιμήσεις 0,55 0,57 0,50 0,54 0,27 0,29 0,33 0,30 0,18 0,14 0,17 0,16 γ) Έλεγχος συνέπειας (συγκριτικός x σχετικές προτιμήσεις) Αναλογικότητα κατά λειτουργία κατά πελάτες Μητρική τμηματοποίηση κατά λειτουργία κατά πελάτες Μητρική Αθροίσματα 0,54 0,60 0,48 1,62 0,27 0,30 0,32 0,89 0,18 0,15 0,16 0,49 Ως προς τη συνέπεια των τιμών προκύπτει ότι λ max = 3,02 και συνεπώς ο δείκτης συνέπειας είναι CI=0,01 και η αναλογία συνέπειας CR=0,017 που δείχνει καλή συνέπεια των τιμών του πίνακα. Από τη σύνθεση των στοιχείων των πινάκων προκύπτει ότι τα ποσοστά των σχετικών επιδόσεων (ή προτιμήσεων) για τα εναλλακτικά οργανωτικά σχήματα τμηματοποίηση κατά λειτουργία, τμηματοποίηση κατά πελάτες και μητρική τμηματοποίηση είναι 54,0 30,0 16,0. Δηλαδή, σε ότι αφορά την αναλογικότητα η τμηματοποίηση κατά λειτουργία είναι σχεδόν τέσσερις πέντε φορές προτιμότερη από την μητρική τμηματοποίηση και σχεδόν δύο φορές προτιμότερη από την τμηματοποίηση κατά πελάτες. Οι σχετικές επιδόσεις (προτιμήσεις) των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων ως προς το κριτήριο της αναλογικότητας είναι το διάνυσμα επίδοσης V 4 = 0,54 0,30. Συνδυάζοντας τα διανύσματα επιδόσεων των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων (V 1, V 2, V 3, V 4 ) προκύπτει ένα πίνακας επιδόσεων 3 (γραμμές) x 4 (στήλες), ο οποίος πολλαπλασιάζεται με το μονοδιάστατο διάνυσμα βαρών (W) των κριτηρίων και υπολογίζεται ο πίνακας συνολικών επιδόσεων : 0,16 154

171 ή σε μορφή πίνακα Συνολική επίδοση (προτίμηση) = ( V V V ) x (W) = = 0,49 0,31 0,20 0,22 0,16 0,62 0,54 0,35 0, V4 0,54 0,30 0,16 x 0,4618 0,2809 0,1071 0,1501 Επάρκεια Ευελιξία Προσαρμοστικότητα Αναλογικότητα Συνολικές Ιεραρχική (0,4618) (0,2809) (0,1071) (0,1501) επιδόσεις κατάταξη Κατά λειτουργία 0,23 0,06 0,06 0,08 0,43 1 Κατά πελάτες 0,14 0,05 0,04 0,05 0,28 3 Μητρική 0,09 0,17 0,01 0,02 0,29 2 Από τον πίνακα συνολικών επιδόσεων προκύπτει ότι η ιεράρχηση των εναλλακτικών οργανωτικών σχημάτων για την 3 η ομάδα π.δ.π. Φύση 2000 είναι η ακόλουθη: τμηματοποίηση κατά λειτουργία μητρική τμηματοποίηση τμηματοποίηση κατά πελάτες. Συνεπώς η τμηματοποίηση κατά λειτουργία επιλέγεται ως το καταλληλότερο οργανωτικό σχήμα για την 3 η ομάδα. Ανακεφαλαιώνοντας, τα οργανωτικά σχήματα που επιλέχθηκαν για τις ομάδες των π.δ.π. Φύση 2000 είναι για την 1 η και τη 2 η ομάδα η μητρική τμηματοποίηση ενώ για την 3 η ομάδα η τμηματοποίηση κατά λειτουργία, με εφαρμογή πολυκριτηριακής ανάλυσης (διαδικασία αναλυτικής ιεράρχησης, AHP). Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την πολυκριτηριακή ανάλυση πρέπει να θεωρούνται ως συνεπή με βάση τους δείκτες συνέπειας που εκτιμήθηκαν στην εφαρμογή της διαδικασίας αναλυτικής ιεράρχησης. Επιπλέον, τα βάρη των κριτηρίων διατηρήθηκαν επίσης σταθερά και στις τρεις εφαρμογές της αναλυτικής διαδικασίας ιεράρχησης με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν διαφορετικότητες ως προς την επιρροή κάθε κριτηρίου, στοιχείο που θα αύξανε την αβεβαιότητα της πολυκριτηριακής ανάλυσης. Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι οι βασικές παράμετροι του προβλήματος επιλογής δεν μεταβλήθηκαν με αποτέλεσμα ο «χώρος» λήψης της απόφασης να διατηρηθεί σταθερός και να γίνει η επιλογή των οργανωτικών σχημάτων. 155

172 ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ 156

173 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 7. Μελέτη εφαρμογής (case study) στον εθνικό δρυμό Πάρνηθας 7.1. Γενικά Μετά από την επιλογή οργανωτικού σχήματος για τις ομάδες των προστατευόμενων δασικών περιοχών (π.δ.π.) Φύση 2000 ακολουθεί μια μελέτη εφαρμογής, με την οποία επιχειρείται να διαπιστωθεί αν το οργανωτικό σχήμα που επιλέχθηκε μπορεί να εφαρμοστεί σε μια από τις π.δ.π. Φύση 2000 και πως συνεισφέρει στην οργάνωση της λειτουργία της εν λόγω προστατευόμενης δασικής περιοχής ως παραγωγικής οικονομικής μονάδας. Σημειώνεται, ότι για την εξυπηρέτηση των αναγκών και των επιδιωκόμενων σκοπών της παρούσας έρευνας, θεωρήθηκε σκόπιμο η μελέτη εφαρμογής να μην γίνει στις προστατευόμενες περιοχές που περιλαμβάνονται στη 2 η ή την 3 η ομάδα, οι οποίες είναι μεσαίου και μικρού μεγέθους και εξειδικευμένης παραγωγής οικονομικές μονάδες, αλλά να εφαρμοστεί σε μεγαλύτερη σε μέγεθος και πολλαπλής παραγωγής προστατευόμενη δασική περιοχή Φύση 2000 όπως αυτές που ομαδοποιήθηκαν στην 1 η ομάδα, ώστε μέσα από την ευρύτερη εφαρμογή να προκύψουν και να διερευνηθούν περισσότερα στοιχεία τα οποία θα χρησιμοποιηθούν στην αξιολόγηση της οργανωτικής λειτουργίας. Με βάση τα διαθέσιμα για την μελέτη εφαρμογής στοιχεία, ως αντικείμενο της μελέτης εφαρμογής επιλέγηκε ο εθνικός δρυμός Πάρνηθας διότι: - παρουσιάζει σημαντικά λειτουργικά στοιχεία 45, - για τον εν λόγω εθνικό δρυμό έχει εκπονηθεί σχέδιο διαχείρισης, - είναι από τους μεγαλύτερους σε μέγεθος (συνολική έκταση) εθνικούς δρυμούς, - υπάρχει μικτός φορέας διοίκησης - διαχείρισης (Δασαρχείο Πάρνηθας-Φορέας Διαχείρισης) που ενδιαφέρεται σαφώς για τα αποτελέσματα ερευνητικών πονημάτων όπως η παρούσα έρευνα. Επομένως, η οργάνωση της λειτουργίας μιας τέτοιας προστατευόμενης δασικής περιοχή ως παραγωγικής οικονομικής μονάδας, η εφαρμογή οργανωτικού σχήματος και η αξιολόγησή του είναι αντιπροσωπευτικά για το σύνολο των προστατευόμενων δασικών περιοχών Φύση 2000 και παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον τόσον από ερευνητική όσον και από εφαρμοσμένη άποψη. 45 Σημαντικά λειτουργικά στοιχεία θεωρούνται στοιχεία όπως η έκταση (μέγεθος), το εύρος και η πολλαπλότητα παραγωγής προϊόντων, η εγγύτητα σε αστική περιοχή, η προσβασιμότητα και ως εκ τούτου η επισκεψιμότητα από μεγάλο αριθμό επισκεπτών, οι υποδομές και η οργάνωση δραστηριοτήτων αναψυχής, αθλητισμού κ.λπ., η πολιτιστική - ιστορική (παλαιά εκκλησάκια, σπήλαια κ.ά.), εκπαιδευτική και ερευνητική αξία μιας προστατευόμενης δασικής περιοχής, που είναι σημαντικά για τους στόχους της παρούσας έρευνας. 157

174 Στη συνέχεια παρουσιάζονται διάφορα στοιχεία που αφορούν τον εθνικό δρυμό Πάρνηθας, το υπάρχον και το προτεινόμενο οργανόγραμμα και διερευνάται η οργάνωση της λειτουργίας Περιγραφικά στοιχεία για τον ορεινό όγκο της Πάρνηθας και τον εθνικό δρυμό. Πριν από την παρουσίαση της μελέτης εφαρμογής του οργανωτικού σχήματος και της σχετικής διερεύνησης και αξιολόγησης, δίνεται μια συνοπτική αλλά περιεκτική περιγραφή των γεωγραφικών, φυσιογραφικών, γεωλογικών, υδρολογικών, ιστορικών και πολιτιστικών στοιχείων που αφορούν γενικά την Πάρνηθα και αμέσως μετά μια πιο ειδική περιγραφή των νομοθετικών και διοικητικών, των φυσικών και περιβαλλοντικών και των κοινωνικοοικονομικών δεδομένων που αναφέρονται ειδικά στον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας Γενική περιγραφή της Πάρνηθας Η Πάρνηθα (υψηλότερη κορυφή Καραβόλα μ.) είναι το μεγαλύτερο και ψηλότερο μεταξύ των ορεινών συγκροτημάτων (Αιγάλεω, Πεντέλη και Υμηττός) που περικλείουν και οριοθετούν το λεκανοπέδιο της Αθήνας. Από γεωγραφική και διοικητική άποψη, η Πάρνηθα βρίσκεται βόρεια του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας και ο κύριος όγκος της υπάγεται διοικητικά στους Δήμους Αχαρνών, Άνω Λιοσίων και στην Κοινότητα Φυλής, ενώ η έκταση που καταλαμβάνει συνολικά ανέρχεται σε περίπου στρέμματα. Ο ορεινός όγκος της Πάρνηθας οριοθετείται προς Βορρά από το Μαυρόρεμα στο Βοιωτικό κάμπο, τα χωριά Αυλώνα και Κιούρκα και τον οικισμό Σφενδάλη, προς Νότο από τις Κοινότητες Βαρυμπόμπης και Θρακομακεδόνων καθώς και τις αγροτικές εκτάσεις των όμορων Δήμων Αχαρνών, Άνω Λιοσίων και της Κοινότητας Φυλής, προς Ανατολάς από το χωριό Κιούρκα, τον οικισμό Κοκκινόβραχος και την Κοινότητα Κρυονερίου, ενώ προς Δυσμάς από τις αγροτικές εκτάσεις του Δήμου Ασπροπύργου και του οροπεδίου των Δερβενοχωρίων (οροπέδιο Σκούρτων) και το ρέμα Μαυρόρεμα στο Βοιωτικό κάμπο. Ουσιαστικά, το ορεινό συγκρότημα της Πάρνηθας εκτείνεται στο ενδιάμεσο μεταξύ του όρους Πάστρα (1.076μ.) και του ορεινού όγκου της Πεντέλης, αποτελώντας έτσι ένα φυσικό «εμπόδιο» στην κίνηση των νεφών και των ανέμων απ το βορρά συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στη διαμόρφωση ενός ηπιότερου μεσογειακού κλίματος στο λεκανοπέδιο της Αθήνας (Αμοργιανιώτης 1997, Μπρόφας 1985). Μια άποψη για την έκταση του εθνικού δρυμού Πάρνηθας παρέχεται στα Σχήματα 7.1 και 7.2 που ακολουθούν. 158

175 Σχήμα 7.1. Απόσπασμα φύλλου χάρτη προστατευόμενων περιοχών στο νομό Αττικής. Fig Abstract of Maps for protected areas in Attica prefecture Πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ) website 159

176 Σχήμα 7.2. Γενικός χάρτης της Πάρνηθας. Η διακεκομμένη μαύρη γραμμή οριοθετεί τον πυρήνα του εθνικού δρυμού. Fig General map of Parnitha. The dotted black line delineates the core of the national park. Πηγή: Δασαρχείο Πάρνηθας. 160

3/20/2011 ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ

3/20/2011 ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ Ι. Οι εργασίες θα ακολουθούν τη διδασκόμενη ύλη. ΙΙ. Θα γίνεται εκτενής χρήση του Διαδικτύου & άλλων ελληνικών και διεθνών ββλ βιβλιογραφικών πηγών. ΙΙΙ. Η παράδοση

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ Εσείς Γιατί επιλέξατε το μάθημα Τι περιμένετε από τις ώρες που θα περάσετε διδασκόμενοι μαζί μας; Προτάσεις ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ Ι. Οι εργασίες θα ακολουθούν

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Μαρία Κιτριλάκη ΠΕ04.04

ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Μαρία Κιτριλάκη ΠΕ04.04 ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ Μαρία Κιτριλάκη Διαχείριση φυσικών περιοχών Η σύγχρονη αντίληψη για τη διαχείριση των φυσικών περιοχών δεν κυριαρχείται από την παλαιότερη τακτική της εξάντλησης αλλά από

Διαβάστε περισσότερα

Λαναρά Θεοδώρα Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος MSc Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού

Λαναρά Θεοδώρα Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος MSc Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού Λαναρά Θεοδώρα Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος MSc Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού Ορισμός: Μια χερσαία και/ή θαλάσσια έκταση με ιδιαίτερα οικολογικά και τοπικά χαρακτηριστικά, αφιερωμένη στην

Διαβάστε περισσότερα

Προστατευόμενες Περιοχές: Διαχείριση- Φορείς

Προστατευόμενες Περιοχές: Διαχείριση- Φορείς Προστατευόμενες Περιοχές: Διαχείριση- Φορείς Παπαδημητρίου Δότη Δρ. Βιολόγος Το χρονικό των Προστατευόμενων Περιοχών Ινδία, 2000 χρόνια πριν: Περιοχές ελεύθερες με στόχο την προστασία των φυσικών πόρων

Διαβάστε περισσότερα

Φυσικό και Αστικό Περιβάλλον. Αειφορική Διαχείριση & Βιώσιμη Ανάπτυξη

Φυσικό και Αστικό Περιβάλλον. Αειφορική Διαχείριση & Βιώσιμη Ανάπτυξη Φυσικό και Αστικό Περιβάλλον Αειφορική Διαχείριση & Βιώσιμη Ανάπτυξη Δημήτρης Μπότσης 1 Περιβάλλον Το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν

Διαβάστε περισσότερα

ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Η στην έκθεσή της με θέμα περιγράφει πώς με την πρόοδο της ανάπτυξης, υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία για: Κοινωνικο κεντρικούς λόγους (ικανοποίηση ανθρώπινων προσδοκιών και φιλοδοξιών).

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΟ. Δήμος Σοφάδων ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ. Δήμος Σοφάδων ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 2014-2019 Δήμος Σοφάδων ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ 79 ΕΝΤΥΠΟ ΕΠ_08: ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ 2.1. ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΣΟΦΑΔΩΝ Ο Δήμος Σοφάδων, όπως διαμορφώθηκε μετά

Διαβάστε περισσότερα

Φορέας ιαχείρισης Σαµαριάς (Λευκών Ορέων): Ένα καινούργιο πρόβληµα ή ένα καινούργιο εργαλείο;

Φορέας ιαχείρισης Σαµαριάς (Λευκών Ορέων): Ένα καινούργιο πρόβληµα ή ένα καινούργιο εργαλείο; Φορέας ιαχείρισης Σαµαριάς (Λευκών Ορέων): Ένα καινούργιο πρόβληµα ή ένα καινούργιο εργαλείο; Παρουσίαση: Παναγιώτης Νύκτας Περιβαλλοντολόγος Ειδικός Επιστήµονας.Σ. Φορέα ιαχείρισης Ε.. Σαµαριάς Περιεχόµενα

Διαβάστε περισσότερα

Απόθεμα Βιόσφαιρας ΠΑΡΝΩΝΑ - ΜΑΛΕΑ

Απόθεμα Βιόσφαιρας ΠΑΡΝΩΝΑ - ΜΑΛΕΑ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΤΟΠΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ LEADER ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ 3-4-5/12/2015 Συνεργασία για την Περιφερειακή Ανάπτυξη και τη διεθνή Αναγνώριση: Απόθεμα Βιόσφαιρας ΠΑΡΝΩΝΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΚΑΡΛΑΣ

ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΚΑΡΛΑΣ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΚΑΡΛΑΣ Θ. Παπαδημητρίου, Π. Σιδηρόπουλος, Δ. Μιχαλάκης, Μ. Χαμόγλου, Ι. Κάγκαλου Φορέας Διαχείρισης Περιοχής Οικοανάπτυξης Κάρλας

Διαβάστε περισσότερα

Μεταφορά Καινοτομίας και Τεχνογνωσίας σε Επίπεδο ΟΤΑ

Μεταφορά Καινοτομίας και Τεχνογνωσίας σε Επίπεδο ΟΤΑ ΔΙΕΘΝΗΣ ΗΜΕΡΙΔΑ «Διακυβέρνηση και καινοτομία: μοχλός αειφόρου ανάπτυξης, διαχείρισης και προστασίας των φυσικών πόρων» Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013 Μεταφορά Καινοτομίας και Τεχνογνωσίας σε Επίπεδο ΟΤΑ ΑΝΤΩΝΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Η πολιτική της χαρτογράφησης vs η χαρτογράφηση της πολιτικής Η εκτίμηση της σπουδαιότητας των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σχεδίων κα προγραμμάτων.

Η πολιτική της χαρτογράφησης vs η χαρτογράφηση της πολιτικής Η εκτίμηση της σπουδαιότητας των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σχεδίων κα προγραμμάτων. Η πολιτική της χαρτογράφησης vs η χαρτογράφηση της πολιτικής Η εκτίμηση της σπουδαιότητας των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σχεδίων κα προγραμμάτων. Μάνια Ε. Λάμπρου manialambr@gmail.com Ναύπλιο, Δεκέμβριος

Διαβάστε περισσότερα

Διατήρηση της βιοποικιλότητας: Η ανάγκη προστασίας & βασικές θεσμικές προβλέψεις

Διατήρηση της βιοποικιλότητας: Η ανάγκη προστασίας & βασικές θεσμικές προβλέψεις Διατήρηση της βιοποικιλότητας: Η ανάγκη προστασίας & βασικές θεσμικές προβλέψεις Δρ. Ιόλη Χριστοπούλου, The Green Tank LIFE NATURA THEMIS, Ηράκλειο, 10.04.2019 Δομή της παρουσίασης Η απώλεια της βιοποικιλότητας

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή KΕΦΑΛΑΙΟ 1: Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Θεσμικό Πλαίσιο... 3

Εισαγωγή KΕΦΑΛΑΙΟ 1: Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Θεσμικό Πλαίσιο... 3 Εισαγωγή... 1 KΕΦΑΛΑΙΟ 1: Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Θεσμικό Πλαίσιο... 3 1.1 Η Ευρωπαϊκή Οδηγία για την Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων... 4 1.2 Η Ευρωπαϊκή Οδηγία για τη Στρατηγική Περιβαλλοντική

Διαβάστε περισσότερα

Αειφόρο σχολείο. Το αειφόρο σχολείο αποτελεί το σχολείο εκείνο που θα συμβάλει στην ανάπτυξη στην προοπτική της αειφορίας.

Αειφόρο σχολείο. Το αειφόρο σχολείο αποτελεί το σχολείο εκείνο που θα συμβάλει στην ανάπτυξη στην προοπτική της αειφορίας. Αειφόρο σχολείο Το αειφόρο σχολείο αποτελεί το σχολείο εκείνο που θα συμβάλει στην ανάπτυξη στην προοπτική της αειφορίας. Η έννοια της αειφορίας Αειφορία (αεί +φέρω): μία κατάσταση να διατηρείται και να

Διαβάστε περισσότερα

Ειδική Οικολογική Αξιολόγηση Στρατηγική ΜΠΕ Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη. Δρ Σταυρούλα Τσιτσιφλή

Ειδική Οικολογική Αξιολόγηση Στρατηγική ΜΠΕ Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη. Δρ Σταυρούλα Τσιτσιφλή Ειδική Οικολογική Αξιολόγηση Στρατηγική ΜΠΕ Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη Δρ Σταυρούλα Τσιτσιφλή ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Ειδικές περιπτώσεις περιβαλλοντικών μελετών: - Ειδική Οικολογική Αξιολόγηση

Διαβάστε περισσότερα

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Αναστασία Στρατηγέα. Ακριβή Λέκα Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός, Δρ. Ε.Μ.Π., Μέλος Ε.Δ.Ι.Π. Ε.Μ.Π.

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Αναστασία Στρατηγέα. Ακριβή Λέκα Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός, Δρ. Ε.Μ.Π., Μέλος Ε.Δ.Ι.Π. Ε.Μ.Π. ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Ακριβή Λέκα Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός,

Διαβάστε περισσότερα

H σημασία της ένταξης της Νοτιο- Ανατολικής Πελοποννήσου στο Παγκόσμιο Δίκτυο Αποθεμάτων Βιόσφαιρας

H σημασία της ένταξης της Νοτιο- Ανατολικής Πελοποννήσου στο Παγκόσμιο Δίκτυο Αποθεμάτων Βιόσφαιρας Summer University Integrated Approaches for Sustainable Development Management, Tourism and Local Products in Biosphere Reserves (BRs) 8-15 July 2018, Parnon, Greece H σημασία της ένταξης της Νοτιο- Ανατολικής

Διαβάστε περισσότερα

Πρόγραμμα LIFE PINDOS/ GREVENA Δράσεις διαχείρισης του Οικότοπου προτεραιότητας 9530* (Δάση μαύρης πεύκης - Pinus nigra) περιοχής Γρεβενών (Β.

Πρόγραμμα LIFE PINDOS/ GREVENA Δράσεις διαχείρισης του Οικότοπου προτεραιότητας 9530* (Δάση μαύρης πεύκης - Pinus nigra) περιοχής Γρεβενών (Β. Πρόγραμμα LIFE PINDOS/ GREVENA Δράσεις διαχείρισης του Οικότοπου προτεραιότητας 9530* (Δάση μαύρης πεύκης - Pinus nigra) περιοχής Γρεβενών (Β. Πίνδος) Τα δάση μαύρης πεύκης: ένα πολύτιμο φυσικό απόθεμα

Διαβάστε περισσότερα

Η έννοια της Αειφορικής Ανάπτυξης. Ν.Σ.Ευσταθιάδης

Η έννοια της Αειφορικής Ανάπτυξης. Ν.Σ.Ευσταθιάδης Η έννοια της Αειφορικής Ανάπτυξης Ν.Σ.Ευσταθιάδης Ο όρος αειφορία διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1713 από τον H.C. von Carlowitz στο έργο του Sylvicultura Oeconomica ο οποίος συνιστούσε να γίνεται αποταµίευση

Διαβάστε περισσότερα

Στρατηγική και το Σχέδιο Δράσης για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση Παράκτιων Περιοχών

Στρατηγική και το Σχέδιο Δράσης για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση Παράκτιων Περιοχών Στρατηγική και το Σχέδιο Δράσης για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση Παράκτιων Περιοχών 2018-2028 Αρμόδια υπηρεσία Απόσπασμα Όρων Εντολής Η Αναθέτουσα Αρχή, είναι το Τμήμα Περιβάλλοντος, του Υπουργείου Γεωργίας,

Διαβάστε περισσότερα

Παρουσίαση θεµατικών επιπέδων γεωγραφικής πληροφορίας του Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ)

Παρουσίαση θεµατικών επιπέδων γεωγραφικής πληροφορίας του Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ) Παρουσίαση θεµατικών επιπέδων γεωγραφικής πληροφορίας του Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ) Ελένη Σ. Χατζηιορδάνου, ΕΚΒΥ Το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ) δραστηριοποιείται στους τοµείς

Διαβάστε περισσότερα

Η σχέση μας με τη γη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΗΛΙΑ

Η σχέση μας με τη γη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΗΛΙΑ Η σχέση μας με τη γη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΗΛΙΑ *Φέρουσα χωρητικότητα Ο μέγιστος αριθμός ατόμων ενός είδους που μπορεί να υποστηρίζεται από ένα δεδομένο οικοσύστημα. Ο προσδιορισμός της για τον άνθρωπο

Διαβάστε περισσότερα

Εαρινό εξάμηνο ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΜΑΡΙΑ ΔΑΣΚΟΛΙΑ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΤΜΗΜΑ Φ.Π.Ψ.

Εαρινό εξάμηνο ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΜΑΡΙΑ ΔΑΣΚΟΛΙΑ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΤΜΗΜΑ Φ.Π.Ψ. Εαρινό εξάμηνο 2018-2019 ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΜΑΡΙΑ ΔΑΣΚΟΛΙΑ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΤΜΗΜΑ Φ.Π.Ψ. 4-18/3/2019 2. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Περιβαλλοντική Εκπαίδευση Εκπαίδευση και περιβάλλον

Διαβάστε περισσότερα

Εκπαίδευση για το περιβάλλον και την αειφορία

Εκπαίδευση για το περιβάλλον και την αειφορία Εκπαίδευση για το περιβάλλον και την αειφορία Τι είναι περιβάλλον; Το περιβάλλον προσεγγίζεται... ως «πρόβλημα»... ως φυσικός πόρος... ως φύση... ως ο χώρος της καθημερινής μας ζωής... ως ο χώρος της συλλογικής

Διαβάστε περισσότερα

Ο ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας στις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου NATURA 2000

Ο ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας στις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου NATURA 2000 Ο ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας στις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου NATURA 2000 Αρβανίτης Παντελής Δασολόγος, PhD Δ/νση Δασών Ηρακλείου τηλ 2810264962. email: p.arvanitis@apdkritis.gov.gr NATURA 2000

Διαβάστε περισσότερα

Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους»

Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους» Παρουσίαση των Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης που λειτουργούν στον Βοτανικό Κήπο «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους» Πρόγραμμα 1 ο Βλάβες και Αποκατάσταση Φυσικού περιβάλλοντος Στόχοι του προγράμματος:

Διαβάστε περισσότερα

Αξίες της UNESCO στην εκπαίδευση του 21ου αιώνα

Αξίες της UNESCO στην εκπαίδευση του 21ου αιώνα Αξίες της UNESCO στην εκπαίδευση του 21ου αιώνα Δρ Δημήτριος Γκότζος Οι διαφάνειες αποτελούν προϊόν μελέτης και αποδελτίωσης του Χριστοδούλου, Α. (2012). Αξίες της UNESCO στην εκπαίδευση του 21 ου αιώνα,

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστήριο Δασικής Γενετικής και Βελτίωσης Δασοπονικών Ειδών. Προστασία Γενετικής Βιολογικής Ποικιλότητας

Εργαστήριο Δασικής Γενετικής και Βελτίωσης Δασοπονικών Ειδών. Προστασία Γενετικής Βιολογικής Ποικιλότητας Εργαστήριο Δασικής Γενετικής και Βελτίωσης Δασοπονικών Ειδών Προστασία Γενετικής Βιολογικής Ποικιλότητας 1 Βιολογική ποικιλότητα Βιολογική ποικιλότητα ή βιοποικιλότητα Έννοια με ευρεία αναφορά σε διεθνείς

Διαβάστε περισσότερα

Προστατεύει το. περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας.

Προστατεύει το. περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας. Προστατεύει το περιβάλλον Αλλάζει τη ζωή μας www.epperaa.gr www.ypeka.gr Ε.Π. «Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη» 2007-2013 αξιοποιεί τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας Με την αξιοποίηση των ΑΠΕ αναδεικνύεται

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. Γιώργος Βαβίζος Βιολόγος Eco-Consultants S.A.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. Γιώργος Βαβίζος Βιολόγος Eco-Consultants S.A. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ Γιώργος Βαβίζος Βιολόγος Eco-Consultants S.A. 1 Εισαγωγή Η εισήγηση αυτή αποσκοπεί: Στον εντοπισμό της αξιοπιστίας των νομοθετημένων τεχνικών

Διαβάστε περισσότερα

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΛΕΝΗ ΜΑΙΣΤΡΟΥ ΤΡΙΠΟΛΗ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2016 1ο ερώτημα Γιατί και με ποιους όρους η προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς ενός

Διαβάστε περισσότερα

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΡΓΟΥ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ 2015

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΡΓΟΥ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ 2015 Αντικείμενο: «Μελέτη Σχεδίου Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Αίνου» ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΙΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ & ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΧΕΣ 2000»

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΧΕΣ 2000» ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΧΕΣ 2000» Συμμετοχή στη στρογγυλή τράπεζα με θέμα «Πολιτιστικά τοπία σε περιοχές Natura 2000 Προκλήσεις και προοπτικές» 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις. Κωνσταντίνος

Διαβάστε περισσότερα

Παγκόσµια εικόνα του περιβάλλοντος Θεοδότα Νάντσου WWF Ελλάς

Παγκόσµια εικόνα του περιβάλλοντος Θεοδότα Νάντσου WWF Ελλάς Παγκόσµια εικόνα του περιβάλλοντος Θεοδότα Νάντσου WWF Ελλάς Παγκόσµια προβλήµατα Αιτίες της περιβαλλοντικής καταστροφής Λύσεις Τι γίνεται στην Ελλάδα; Ορισµοί Πρόβληµα: Απώλεια βιοποικιλότητας Περίπου

Διαβάστε περισσότερα

αειφορία και περιβάλλον

αειφορία και περιβάλλον ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ Αειφορία και Περιβάλλον ΠΟΜ 215 Ι ΑΡΧΕΣ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ http://www.evangelosakylas.weebly.com Ευάγγελος Ακύλας Αειφορία

Διαβάστε περισσότερα

«Οικοσυστημικές Υπηρεσίες & Οικοτουρισμός»

«Οικοσυστημικές Υπηρεσίες & Οικοτουρισμός» «Οι οικολογικές υπηρεσίες, τα κοινωνικά οφέλη και η οικονομική αξία των υπηρεσιών των οικοσυστημάτων Εκπαιδευτικό Σεμινάριο για Επαγγελματίες Τουρισμού «Οικοσυστημικές Υπηρεσίες & Οικοτουρισμός» Ομαλός

Διαβάστε περισσότερα

Φορείς ιαχείρισης: Βασικό εργαλείο ιακυβέρνησης στην εφαρµογή πολιτικών προστασίας Ι.. Παντής & Τογρίδου Σ. Α.

Φορείς ιαχείρισης: Βασικό εργαλείο ιακυβέρνησης στην εφαρµογή πολιτικών προστασίας Ι.. Παντής & Τογρίδου Σ. Α. Φορείς ιαχείρισης: Βασικό εργαλείο ιακυβέρνησης στην εφαρµογή πολιτικών προστασίας Ι.. Παντής & Τογρίδου Σ. Α. Τοµέας Οικολογίας, Τµήµα Βιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης Υφιστάµενη κατάσταση

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστήριο Δασικής Γενετικής / ΔΠΘ Ορεστιάδα. Εισαγωγή ΒΕΛΤΙΩΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ. Αριστοτέλης Χ. Παπαγεωργίου

Εργαστήριο Δασικής Γενετικής / ΔΠΘ Ορεστιάδα. Εισαγωγή ΒΕΛΤΙΩΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ. Αριστοτέλης Χ. Παπαγεωργίου Εργαστήριο Δασικής Γενετικής / ΔΠΘ Ορεστιάδα Εισαγωγή ΒΕΛΤΙΩΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ Αριστοτέλης Χ. Παπαγεωργίου Σύνοψη Τα γνωρίσματα που παρατηρούμε (φαινότυπος) είναι η συνδυασμένη έκφραση

Διαβάστε περισσότερα

ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ 4 «ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΔΑΦΙΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ» ΤΟΥ ΕΠΑΛΘ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΑΠΑΝΗΣ ΕΤΘΑ:

ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ 4 «ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΔΑΦΙΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ» ΤΟΥ ΕΠΑΛΘ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΑΠΑΝΗΣ ΕΤΘΑ: ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΠΡΩΤΗ (1 η ) ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΜΕ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΟΠΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή Ιστορική Αναδρομή Μεθοδολογικό Πλαίσιο Προϋποθέσεις εφαρμογής Στόχοι Πρότυπα Αξιολόγησης Κύκλου Ζωής Στάδια

Εισαγωγή Ιστορική Αναδρομή Μεθοδολογικό Πλαίσιο Προϋποθέσεις εφαρμογής Στόχοι Πρότυπα Αξιολόγησης Κύκλου Ζωής Στάδια Εισαγωγή Ιστορική Αναδρομή Μεθοδολογικό Πλαίσιο Προϋποθέσεις εφαρμογής Στόχοι Πρότυπα Αξιολόγησης Κύκλου Ζωής Στάδια Εισαγωγή Ιστορική Αναδρομή Σημασία στην ανάλυση ολόκληρου του κύκλου ζωής ενός προϊόντος

Διαβάστε περισσότερα

Συνέδριο για την Αειφόρο Ανάπτυξη των Νησιών Αθήνα 9 Σεπτεμβρίου 2006. Εισαγωγική ομιλία κ. Στ. Δήμα Επιτρόπου Περιβάλλοντος

Συνέδριο για την Αειφόρο Ανάπτυξη των Νησιών Αθήνα 9 Σεπτεμβρίου 2006. Εισαγωγική ομιλία κ. Στ. Δήμα Επιτρόπου Περιβάλλοντος Συνέδριο για την Αειφόρο Ανάπτυξη των Νησιών Αθήνα 9 Σεπτεμβρίου 2006 Εισαγωγική ομιλία κ. Στ. Δήμα Επιτρόπου Περιβάλλοντος Κυρίες και κύριοι, Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκλησή σας να προλογίσω

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 5: Η κοινωνική διάσταση της καινοτομίας ως μοχλός της αειφορίας Αφροδίτη Παπαδάκη-Κλαυδιανού Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

Eκπαίδευση για τη βιώσιμη ανάπτυξη και αναλυτικό πρόγραμμα

Eκπαίδευση για τη βιώσιμη ανάπτυξη και αναλυτικό πρόγραμμα Eκπαίδευση για τη βιώσιμη ανάπτυξη και αναλυτικό πρόγραμμα Οι παρακάτω διαφάνειες αποτελούν προϊόν μελέτης και αποδελτίωσης του Προγράμματος Σπουδών Περιβάλλον και Εκπαίδευση για την Αειφόρο Ανάπτυξη Υποχρεωτικής

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος 15

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος 15 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος 15 1 ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ: ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ 17 1.1 Διαστάσεις και παράμετροι διαμόρφωσης των χαρακτηριστικών της τουριστικής ανάπτυξης 17 1.1.1 Χαρακτηριστικά

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ Ομιλία της Υπουργού Απασχόλησης & Κοινωνικής Προστασίας κας Φάνης Πάλλη-Πετραλιά στο Διεθνές Συνέδριο «Η κλιματική αλλαγή ως πρόκληση για τις

Διαβάστε περισσότερα

Το περιβάλλον και ο άνθρωπος, πέρα από τη Δασολογία, στο έργο του αείμνηστου Καθηγητή Νίκου Στάμου

Το περιβάλλον και ο άνθρωπος, πέρα από τη Δασολογία, στο έργο του αείμνηστου Καθηγητή Νίκου Στάμου Το περιβάλλον και ο άνθρωπος, πέρα από τη Δασολογία, στο έργο του αείμνηστου Καθηγητή Νίκου Στάμου Ημερίδα στη μνήμη του Νικόλαου Στάμου Περτούλι Τρικάλων, 5 Ιούνη 2012 Ημερίδα στη μνήμη του Ν. Στάμου

Διαβάστε περισσότερα

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Όλα τα έμβια όντα συνυπάρχουν με αβιοτικούς παράγοντες με τους οποίους αλληλεπιδρούν. Υπάρχουν οργανισμοί: 1. Αυτότροφοι (Δεσμεύουν την ηλιακή ενέργεια και μέσω της

Διαβάστε περισσότερα

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΡΓΟΥ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ 2015

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΡΓΟΥ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ 2015 Αντικείμενο: «Ειδική Λιβαδοπονική Μελέτη για την περιφερειακή ζώνη του Ε.Δ. Αίνου» ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΙΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ & ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

Βιοποικιλότητα & Αγροτικά Οικοσυστήματα

Βιοποικιλότητα & Αγροτικά Οικοσυστήματα ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΜΕΘΟΔΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΑΕΙΦΟΡΑ ΑΓΡΟ- ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΥ ΕΛΑΙΩΝΑ Χρονική Διάρκεια: Οκτώβριος 2010 Ιούνιος 2014 Προϋπολογισμός:

Διαβάστε περισσότερα

Πρόλογος...11. 1. Οργανισμοί...15

Πρόλογος...11. 1. Οργανισμοί...15 Περιεχόμενα Πρόλογος...11 1. Οργανισμοί...15 1.1 Οργανισμοί και είδη...15 1.1.1 Ιδιότητες των οργανισμών...15 1.1.2 Φαινότυπος, γονότυπος, οικότυπος...17 1.1.3 Η έννοια του είδους και ο αριθμός των ειδών...19

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΗΣ

ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΟΥ 1.2 ΕΙΔΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΕΘΟΣ ΕΡΓΟΥ 1.3 ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΥΠΑΓΩΓΗ ΕΡΓΟΥ 1.4 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΡΓΟΥ 1.5 ΦΟΡΕΑΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ 1.6 ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Διαχείριση των φυσικών πόρων και των οικοσυστημάτων Ι

Διαχείριση των φυσικών πόρων και των οικοσυστημάτων Ι Διαχείριση των φυσικών πόρων και των οικοσυστημάτων Ι Διάλεξη : Διατήρηση και προστασία βιοποικιλότητας Επίκουρος Καθηγητής Σπυρίδων Ντούγιας Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 18:00-21:00 Ώρα για εξ αποστάσεως συνεργασία

Διαβάστε περισσότερα

Νησιώτικο περιβάλλον, Νησιωτική-Θαλάσσια χωροταξία και Βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη: Το ζήτημα της φέρουσας ικανότητας νησιωτικών περιοχών

Νησιώτικο περιβάλλον, Νησιωτική-Θαλάσσια χωροταξία και Βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη: Το ζήτημα της φέρουσας ικανότητας νησιωτικών περιοχών ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΓΑΛΑΖΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ ΠΕΙΡΑΙΑΣ, 26-27 ΜΑΙΟΥ 2017 Νησιώτικο περιβάλλον, Νησιωτική-Θαλάσσια χωροταξία και Βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη: Το ζήτημα της φέρουσας ικανότητας

Διαβάστε περισσότερα

Προσυνεδριακή ημερίδα HELECO Ρύπανση εποφανειακών και υπογείων υδάτων. Ιωάννινα, 20 Μαρτίου 2010

Προσυνεδριακή ημερίδα HELECO Ρύπανση εποφανειακών και υπογείων υδάτων. Ιωάννινα, 20 Μαρτίου 2010 Προσυνεδριακή ημερίδα HELECO 2011 Ρύπανση εποφανειακών και υπογείων υδάτων Ιωάννινα, 20 Μαρτίου 2010 Η σημερινή ημερίδα που συνδιοργανώνουμε με το Περιφερειακό Τμήμα Ηπείρου είναι η 5 η από τις 17 προσυνεδριακές

Διαβάστε περισσότερα

Η επίδραση των Κοινοτικών Οδηγιών για τη Φύση στην προστασία και διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα

Η επίδραση των Κοινοτικών Οδηγιών για τη Φύση στην προστασία και διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα Η επίδραση των Κοινοτικών Οδηγιών για τη Φύση στην προστασία και διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα Ελένη Τρύφων Υπουργείο Περιβάλλοντος & Ενέργειας Πόσο επίκαιρο είναι το ερώτημα; Η Ε.Ε.

Διαβάστε περισσότερα

Πρόγραμμα επικαιροποίησης γνώσεων αποφοίτων ΑΕΙ στην οργάνωση, διοίκηση τουριστικών επιχειρήσεων και στην προώθηση τουριστικών προορισμών

Πρόγραμμα επικαιροποίησης γνώσεων αποφοίτων ΑΕΙ στην οργάνωση, διοίκηση τουριστικών επιχειρήσεων και στην προώθηση τουριστικών προορισμών ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ Πρόγραμμα επικαιροποίησης γνώσεων αποφοίτων ΑΕΙ στην οργάνωση, διοίκηση τουριστικών επιχειρήσεων και στην προώθηση τουριστικών προορισμών 11 Η Ι ΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ

Διαβάστε περισσότερα

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ 19.11.2014 L 332/5 ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1232/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 18ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 215/2014 της Επιτροπής

Διαβάστε περισσότερα

https://ec.europa.eu/eusurvey/runner/941cb9fc-5bbf-4c9e-aefd-6b18fc083b9a?draftid= d-d be6f- 7e7a2c858b73&surveylanguage=EL&serverEnv=

https://ec.europa.eu/eusurvey/runner/941cb9fc-5bbf-4c9e-aefd-6b18fc083b9a?draftid= d-d be6f- 7e7a2c858b73&surveylanguage=EL&serverEnv= Δημόσια διαβούλευση στο πλαίσιο του ελέγχου καταλληλότητας της νομοθεσίας της ΕΕ για τη φύση (οδηγίες για τα πτηνά και τους οικοτόπους) https://ec.europa.eu/eusurvey/runner/941cb9fc-5bbf-4c9e-aefd-6b18fc083b9a?draftid=3396364d-d304-4358-be6f-

Διαβάστε περισσότερα

15320/14 ΕΠ/γπ 1 DG E - 1 C

15320/14 ΕΠ/γπ 1 DG E - 1 C Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 13 Νοεμβρίου 2014 (OR. en) 15320/14 ΣΗΜΕΙΩΜΑ Αποστολέας: Αποδέκτης: CULT 127 TOUR 24 REGIO 123 RELEX 908 Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων(1ο Τμήμα) Συμβούλιο

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακό Συνέδριο ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. για την νέα Προγραμματική Περίοδο 2014 2020

Αναπτυξιακό Συνέδριο ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. για την νέα Προγραμματική Περίοδο 2014 2020 Αναπτυξιακό Συνέδριο ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ για την νέα Προγραμματική Περίοδο 2014 2020 23 04 2013 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης ΕΠΠΕΡΑΑ «Το

Διαβάστε περισσότερα

Προστατευόμενεςπεριοχέςως εργαλεία διατήρησης και διαχείρισης του θαλάσσιου περιβάλλοντος

Προστατευόμενεςπεριοχέςως εργαλεία διατήρησης και διαχείρισης του θαλάσσιου περιβάλλοντος Προστατευόμενεςπεριοχέςως εργαλεία διατήρησης και διαχείρισης του θαλάσσιου περιβάλλοντος Σωτήρης Ορφανίδης Δρ. Βιολόγος-Αναπληρωτής Ερευνητής Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας (ΕΘΙΑΓΕ) Ινστιτούτο Αλιευτικής

Διαβάστε περισσότερα

Η κατάσταση των οικοσυστημάτων ως βάση εφαρμογής του MAES: η περίπτωση των δασών της Ελλάδας. Δρ. Ιωάννης Κόκκορης Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος

Η κατάσταση των οικοσυστημάτων ως βάση εφαρμογής του MAES: η περίπτωση των δασών της Ελλάδας. Δρ. Ιωάννης Κόκκορης Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος Η κατάσταση των οικοσυστημάτων ως βάση εφαρμογής του MAES: η περίπτωση των δασών της Ελλάδας Δρ. Ιωάννης Κόκκορης Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος Η Στρατηγική της Ε.Ε. για τη βιοποικιλότητα μέχρι το 2020 προτρέπει

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΔΟΜΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΔΟΜΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΔΟΜΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ Ο κατασκευαστικός κλάδος αποτελεί τον μεγαλύτερο βιομηχανικό κλάδο που επηρεάζει τις κοινωνίες από περιβαλλοντική, κοινωνική και οικονομική

Διαβάστε περισσότερα

ένα αειφόρο πρότυπο Ήβη Νανοπούλου Αρχιτέκτων - Διευθύνων σύμβουλος ΘΥΜΙΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΕΜ

ένα αειφόρο πρότυπο Ήβη Νανοπούλου Αρχιτέκτων - Διευθύνων σύμβουλος ΘΥΜΙΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΕΜ Η πόλη ως καταλύτης για ένα αειφόρο πρότυπο ανάπτυξης Ήβη Νανοπούλου Αρχιτέκτων - Διευθύνων σύμβουλος ΘΥΜΙΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΕΜ Διαπιστώσεις Πού ζούμε ; Ο χάρτης αναπαριστά τη συγκέντρωση πληθυσμού

Διαβάστε περισσότερα

Η Έννοια της διαχείρισης προστατευόµενων περιοχών και η εφαρµογή της (ή µη εφαρµογή της) στη χώρα µας

Η Έννοια της διαχείρισης προστατευόµενων περιοχών και η εφαρµογή της (ή µη εφαρµογή της) στη χώρα µας ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ Σεµιναριακός Κύκλος Μαθηµάτων µε θέµα: «ιαχείριση Προστατευτέων Περιοχών» Μυτιλήνη 26 Μαΐου 2005 Εισήγηση: Η Έννοια της διαχείρισης προστατευόµενων περιοχών και η

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 2: Οι διαστάσεις και οι στόχοι της αειφορίας Αφροδίτη Παπαδάκη-Κλαυδιανού Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται

Διαβάστε περισσότερα

Παρατηρήσεις WWF Ελλάς επί του Πλαισίου Δράσεων Προτεραιότητας για το Δίκτυο Natura 2000 για την προγραμματική περίοδο

Παρατηρήσεις WWF Ελλάς επί του Πλαισίου Δράσεων Προτεραιότητας για το Δίκτυο Natura 2000 για την προγραμματική περίοδο Αρ. Πρωτ. 186/2014 Παρατηρήσεις WWF Ελλάς επί του Πλαισίου Δράσεων Προτεραιότητας για το Δίκτυο Natura 2000 για την προγραμματική περίοδο 2014-2020 Αύγουστος 2014 Εισαγωγικές παρατηρήσεις Η ολοκλήρωση

Διαβάστε περισσότερα

«Αειφόρος ανάπτυξη μέσα από την βιολογική καλλιέργεια στη Σητεία. Ο ρόλος του Παγκόσμιου Γεωπάρκου UNESCO της Σητείας»

«Αειφόρος ανάπτυξη μέσα από την βιολογική καλλιέργεια στη Σητεία. Ο ρόλος του Παγκόσμιου Γεωπάρκου UNESCO της Σητείας» 4ης ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΗΜΕΡΙΔΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΦΥΤΟΦΑΡΜΑΚΑ Σητεία -Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018 «Αειφόρος ανάπτυξη μέσα από την βιολογική καλλιέργεια στη Σητεία Ο ρόλος του Παγκόσμιου Γεωπάρκου UNESCO της Σητείας» Βαγγέλης

Διαβάστε περισσότερα

Νομοθεσία για τη φύση: Κατάσταση εφαρμογής των ευρωπαϊκών οδηγιών για τη φύση Προτάσεις για τη βελτίωση εφαρμογής τους

Νομοθεσία για τη φύση: Κατάσταση εφαρμογής των ευρωπαϊκών οδηγιών για τη φύση Προτάσεις για τη βελτίωση εφαρμογής τους Νομοθεσία για τη φύση: Κατάσταση εφαρμογής των ευρωπαϊκών οδηγιών για τη φύση Προτάσεις για τη βελτίωση εφαρμογής τους Ιόλη Χριστοπούλου, WWF Eλλάς Σεπτέμβριος 2017 H παρουσίαση Συμπεράσματα αξιολόγησης

Διαβάστε περισσότερα

ενεργειακό περιβάλλον

ενεργειακό περιβάλλον Προστατεύει το ενεργειακό περιβάλλον Αλλάζει τη ζωή μας www.epperaa.gr www.ypeka.gr Ε.Π. «Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη» 2007-2013 Το ΕΠΠΕΡΑΑ δημιουργεί ένα βιώσιμο Ενεργειακό Περιβάλλον βελτιώνει την

Διαβάστε περισσότερα

Προστατευόμενες Περιοχές (ΠΠ)

Προστατευόμενες Περιοχές (ΠΠ) Προστατευόμενες Περιοχές (ΠΠ) Ίδρυση Το πρώτο Εθνικό Πάρκο παγκοσμίως δημιουργήθηκε το 1872 στο Yellowstone των ΗΠΑ ως «δημόσιο πάρκο ή περιοχή αναψυχής προς όφελος και απόλαυση των ανθρώπων». Το 1911

Διαβάστε περισσότερα

Η Επίδραση και οι Επιπτώσεις της Απουσίας Χωρικού Σχεδίου για την Αγροτική Γή

Η Επίδραση και οι Επιπτώσεις της Απουσίας Χωρικού Σχεδίου για την Αγροτική Γή Η Επίδραση και οι Επιπτώσεις της Απουσίας Χωρικού Σχεδίου για την Αγροτική Γή ΜΕΛΙΔΟΝΙ 12/11/18 Δρ Αλέξανδρος Ε. Στεφανάκης Κτηνίατρος Προεδρος ΓΕΩΤΕΕ- ΠΚ Φυσικό Περιβάλλον Ορίζεται το σύνολο των βιοτικών

Διαβάστε περισσότερα

Νομοθεσία για τη φύση: Κατάσταση εφαρμογής των ευρωπαϊκών οδηγιών για τη φύση Προτάσεις για τη βελτίωση εφαρμογής τους

Νομοθεσία για τη φύση: Κατάσταση εφαρμογής των ευρωπαϊκών οδηγιών για τη φύση Προτάσεις για τη βελτίωση εφαρμογής τους Νομοθεσία για τη φύση: Κατάσταση εφαρμογής των ευρωπαϊκών οδηγιών για τη φύση Προτάσεις για τη βελτίωση εφαρμογής τους WWF Ελλάς / Α. Βonetti Ιόλη Χριστοπούλου, WWF Eλλάς Σεπτέμβριος 2017 H παρουσίαση

Διαβάστε περισσότερα

Καταρχήν, σε παγκόσμιο επίπεδο έχει εκπονηθεί το Στρατηγικό Σχέδιο των Ηνωμένων Εθνών για τα Δάση το οποίο θέτει έξι βασικούς στόχους:

Καταρχήν, σε παγκόσμιο επίπεδο έχει εκπονηθεί το Στρατηγικό Σχέδιο των Ηνωμένων Εθνών για τα Δάση το οποίο θέτει έξι βασικούς στόχους: Αξιότιμη κυρία Πρόεδρε, Κύριε Υπουργέ, Κυρίες και κύριοι βουλευτές. Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος σήμερα, γιατί επιτέλους ξεκινάει μια θεσμικά οργανωμένη στο ανώτατο επίπεδο της ελληνικής πολιτείας συζήτηση

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗ ΓΗ Δ. ΑΡΖΟΥΜΑΝΙΔΟΥ

ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗ ΓΗ Δ. ΑΡΖΟΥΜΑΝΙΔΟΥ ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗ ΓΗ Δ. ΑΡΖΟΥΜΑΝΙΔΟΥ είναι οι παραγωγικές δυνάμεις ή το αποτέλεσμα των παραγωγικών δυνάμεων που υπάρχουν και δρουν στο φυσικό περιβάλλον και που για τον σημερινό άνθρωπο μπορούν,

Διαβάστε περισσότερα

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος Πώς μπορεί να καλυφθεί η απουσία του κράτους; Κρίνα Μπελεάν Δικηγόρος ΔΣ Χανίων Περιβαλλοντολόγος, MSc Στην Ελλάδα, οι κατ εξοχήν αγροτικές περιοχές καταλαμβάνουν

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντική Πολιτική και Εκπαίδευση

Περιβαλλοντική Πολιτική και Εκπαίδευση ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Περιβαλλοντική Πολιτική και Εκπαίδευση Ενότητα 01: Άνθρωπος και Περιβάλλον Πολυξένη Ράγκου Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται

Διαβάστε περισσότερα

Ερευνητικές Προτεραιότητες και ανάπτυξη υποδοµών για το όραµα της αειφόρου κατασκευής. Κ. Α. Συρµακέζης, Καθηγητής Ε.Μ.Π.

Ερευνητικές Προτεραιότητες και ανάπτυξη υποδοµών για το όραµα της αειφόρου κατασκευής. Κ. Α. Συρµακέζης, Καθηγητής Ε.Μ.Π. ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑ ΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ 2η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ Ερευνητικές Προτεραιότητες και ανάπτυξη υποδοµών για το όραµα της αειφόρου κατασκευής Κ. Α. Συρµακέζης,

Διαβάστε περισσότερα

επιπτώσεων στο περιβάλλον απαιτήσεις σε αντιρρυπαντικά συστήµατα Αέριες Εκποµπές Εκποµπές οσµών

επιπτώσεων στο περιβάλλον απαιτήσεις σε αντιρρυπαντικά συστήµατα Αέριες Εκποµπές Εκποµπές οσµών ΠΕΡΙΛΗΨΗ Για την επιτυχή εφαρµογή της πολυκριτηριακής ανάλυσης, είναι απαραίτητο αφενός µεν να εξετασθεί ένας ικανός και αναγκαίος αριθµός κριτηρίων που θα δίνουν µία αντιπροσωπευτική και πλήρη εικόνα

Διαβάστε περισσότερα

Καθορισµός κριτηρίων αξιολόγησης Περιγραφή και βαθµονόµηση κριτηρίων. 1. Εισαγωγή

Καθορισµός κριτηρίων αξιολόγησης Περιγραφή και βαθµονόµηση κριτηρίων. 1. Εισαγωγή Καθορισµός κριτηρίων αξιολόγησης Περιγραφή και βαθµονόµηση κριτηρίων 1. Εισαγωγή Για την επιτυχή εφαρµογή της πολυκριτηριακής ανάλυσης, είναι απαραίτητο αφενός µεν να εξετασθεί ένας ικανός και αναγκαίος

Διαβάστε περισσότερα

Το νερό στα καινοτόμα Προγράμματα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

Το νερό στα καινοτόμα Προγράμματα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Το νερό στα καινοτόμα Προγράμματα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης ΙΠΠΕΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ, M.ed. TEΠΑΕ Α.Π.Θ. Υπεύθυνη Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Δ/νσης ΠΕ Δυτικής Θεσσαλονίκης Τα περιβαλλοντικά προβλήματα μεγεθύνονται

Διαβάστε περισσότερα

Συνδ (Rev. CoP14)* Αειφορική χρήση της βιοποικιλότητας: Αρχές και Κατευθύνσεις της Αντίς Αµπέµπα

Συνδ (Rev. CoP14)* Αειφορική χρήση της βιοποικιλότητας: Αρχές και Κατευθύνσεις της Αντίς Αµπέµπα Συνδ. 13.2 (Rev. CoP14)* Αειφορική χρήση της βιοποικιλότητας: Αρχές και Κατευθύνσεις της Αντίς Αµπέµπα ΚΑΛΩΣΟΡΙΖΟΝΤΑΣ την υιοθέτηση κατά την έβδοµη συνάντηση της Συνδιάσκεψης των Μερών της Σύµβασης για

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ Εθνική Νοµοθεσία Α. Νόµος 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» Εθνική Νοµοθεσία Α. Νόµος 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» Το 1986 η εθνικήνοµοθεσία

Διαβάστε περισσότερα

Ο όρος Π.Ε. στην Ελλάδα άρχισε να χρησιμοποιείται από το 1976 και έπειτα. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που υπάρχουν, η ανάπτυξη της Π.Ε.

Ο όρος Π.Ε. στην Ελλάδα άρχισε να χρησιμοποιείται από το 1976 και έπειτα. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που υπάρχουν, η ανάπτυξη της Π.Ε. Ο όρος Π.Ε. στην Ελλάδα άρχισε να χρησιμοποιείται από το 1976 και έπειτα. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που υπάρχουν, η ανάπτυξη της Π.Ε. στην Ελλάδα σχετίζεται καθαρά με τις δραστηριότητες διεθνών οργανισμών

Διαβάστε περισσότερα

3ο Ενημερωτικό Δελτίο του έργου EU-WATER Διακρατική ολοκληρωμένη διαχείριση των υδατικών πόρων στη γεωργία http://www.eu-water.eu Αειφορική Αγροτική Ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση Το πρόγραμμα EU.WATER

Διαβάστε περισσότερα

Georgios Tsimtsiridis

Georgios Tsimtsiridis Sustainable Touristic Development in the Municipality of Almopia Georgios Tsimtsiridis Vice Mayor of Almopia Δήμος Αλμωπίας Βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη Η τουριστική ανάπτυξη σε οποιαδήποτε μορφή της προϋποθέτει

Διαβάστε περισσότερα

Αειφόρος Ανάπτυξη. Αµφιλεγόµενη έννοια αλλά και στόχος των νέων πολιτικών Τρεις άξονες: οικονοµία, περιβάλλον, κοινωνία

Αειφόρος Ανάπτυξη. Αµφιλεγόµενη έννοια αλλά και στόχος των νέων πολιτικών Τρεις άξονες: οικονοµία, περιβάλλον, κοινωνία Αειφόρος Ανάπτυξη Αµφιλεγόµενη έννοια αλλά και στόχος των νέων πολιτικών Τρεις άξονες: οικονοµία, περιβάλλον, κοινωνία Η µετάβαση προς την αειφόρο ανάπτυξη Οικονοµική µεγέθυνση: παραγωγή, κατανάλωση, εκσυγχρονισµός

Διαβάστε περισσότερα

Xαιρετισμός Προέδρου.Ε. ΓΕΩΤ.Ε.Ε./Κ.Ε. κου Ιωάννη Γεωργιάδη,Γεωπόνου Μsc στην ημερίδα

Xαιρετισμός Προέδρου.Ε. ΓΕΩΤ.Ε.Ε./Κ.Ε. κου Ιωάννη Γεωργιάδη,Γεωπόνου Μsc στην ημερίδα Xαιρετισμός Προέδρου.Ε. ΓΕΩΤ.Ε.Ε./Κ.Ε. κου Ιωάννη Γεωργιάδη,Γεωπόνου Μsc στην ημερίδα «Προοπτικές αειφορικής ανάπτυξης ενεργειακών καλλιεργειών στην Ελλάδα». ΑΕΙΦΟΡΙΑ είναι μια έννοια που ευρύτατα χρησιμοποιείτε

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ Θ. Δ. Ζάγκα Καθηγητή ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Τομέας Δασικής Παραγωγής-Προστασίας Δασών-

Διαβάστε περισσότερα

Τ Α ΣΤ Σ Ι Τ Κ Ι Ο Π ΕΡ Ε Ι Ρ Β Ι ΑΛΛ Λ Ο Λ Ν

Τ Α ΣΤ Σ Ι Τ Κ Ι Ο Π ΕΡ Ε Ι Ρ Β Ι ΑΛΛ Λ Ο Λ Ν ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Ο χώρος µπορεί να διακριθεί σε 2 κατηγορίες το δοµηµένοαστικόχώρο και το µη αστικό, µη δοµηµένο ύπαιθρο αγροτικό ή δασικό χώρο. Αστικός χώρος = ήλιος, αέρας, το νερό, η πανίδα, η χλωρίδα,

Διαβάστε περισσότερα

ΟΜΙΛΟΣ UNESCO ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΟΜΙΛΟΣ UNESCO ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΟΜΙΛΟΣ UNESCO ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Προστετευόμενα μέρη της Unesco στην Ελλάδα: πολιτιστική κληρονομιά του σήμερα... ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2009 Η UNESCO (United Nations Educational and Cultural Organization)

Διαβάστε περισσότερα

Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Περιφερειακής Ανάπτυξης

Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Περιφερειακής Ανάπτυξης ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων 16.4.2012 2011/0274(COD) ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας

Διαβάστε περισσότερα

Βιώσιμη Επιχειρηματικότητα

Βιώσιμη Επιχειρηματικότητα Βιώσιμη Επιχειρηματικότητα 2 Καλησπέρα! Ιωάννης Βαρδόπουλος, B.Eng (Hons), MSc (EnvMan), MSc (SusDev), Ph.C e ivardopoulos@post.com Βιώσιμη Επιχειρηματικότητα Πρόγραμμα Σεμιναρίων Νοέμβριος, 2017 4 Το

Διαβάστε περισσότερα

Ηέννοια. της αειφορίας. Α. ηµητρίου, Αν. Καθηγήτρια ΤΕΕΠΗ, υποστηρικτικόυλικό διαλέξεων µαθήµατος

Ηέννοια. της αειφορίας. Α. ηµητρίου, Αν. Καθηγήτρια ΤΕΕΠΗ, υποστηρικτικόυλικό διαλέξεων µαθήµατος Ηέννοια της αειφορίας Αειφορία: µία κατάσταση να διατηρείται και να λειτουργεί για πάντα Η έννοια της 'αειφορίας' επιδέχεται πολλών ερµηνειών οι οποίες αναδεικνύουνποικίλεςδιαστάσειςτης, φιλοσοφικές, πολιτικές,

Διαβάστε περισσότερα

II.2 ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ. ... (το όργανο θα προσδιοριστεί)

II.2 ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ. ... (το όργανο θα προσδιοριστεί) II.2 ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ... (το όργανο θα προσδιοριστεί) 1. υπενθυµίζοντας ότι η ανθρωπότητα και η φύση βρίσκονται σε κίνδυνο κι ότι, πιο συγκεκριµένα, οι αρνητικές επιπτώσεις

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ & ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ «Περιβαλλοντικά Προβλήματα & Δίκαιο» ΜΑΘΗΜΑ 7

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ & ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ «Περιβαλλοντικά Προβλήματα & Δίκαιο» ΜΑΘΗΜΑ 7 ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ & ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ «Περιβαλλοντικά Προβλήματα & Δίκαιο» ΜΑΘΗΜΑ 7 Το πρόβλημα ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ «Εν τω μεταξύ, η φύση γίνεται περισσότερο ευάλωτη, αφού της αφαιρείται το μεγαλύτερο της όπλο:

Διαβάστε περισσότερα

Εθνικό Πάρκο Σχινιά - Μαραθώνα: Από το παρελθόν στο μέλλον

Εθνικό Πάρκο Σχινιά - Μαραθώνα: Από το παρελθόν στο μέλλον Εθνικό Πάρκο Σχινιά - Μαραθώνα: Από το παρελθόν στο μέλλον Δρ. Δρ. MSc Νίκη Ευελπίδου, ΕΚΠΑ Για την πιο αποτελεσματική χωροταξική απεικόνιση αλλά κυρίως για τη βέλτιστη διοίκηση και διαχείριση του Πάρκου,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΔΑ: ΒΕΤ9Β-ΣΧΠ. ΑΔΑ: ΑΘΗΝΑ 26 / 2 / 2013 Αρ. Πρωτ. 599/26167

ΑΔΑ: ΒΕΤ9Β-ΣΧΠ. ΑΔΑ: ΑΘΗΝΑ 26 / 2 / 2013 Αρ. Πρωτ. 599/26167 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ &ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΔΙΟΙΚ. ΥΠΟΣ/ΞΗΣ Δ/ΝΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΔΙΚ/ΤΩΝ & ΝΟΜ. ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΑΧ. Δ/ΝΣΗ : Δεστούνη 2 και Αχαρνών 381 - Αθήνα ΤΑΧ.

Διαβάστε περισσότερα