Επιστήμη, Τεχνολογία και Μηχανιστική Φιλοσοφία Μια προσέγγιση στην Επιστημονική Επανάσταση

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Επιστήμη, Τεχνολογία και Μηχανιστική Φιλοσοφία Μια προσέγγιση στην Επιστημονική Επανάσταση"

Transcript

1 ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΊΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ Επιστήμη, Τεχνολογία και Μηχανιστική Φιλοσοφία Μια προσέγγιση στην Επιστημονική Επανάσταση ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Αθηνά Παπαναστασίου Α.Μ De humani corporis fabrica, Andreas Vesalius ( Padua 1543). Επιβλέπων : Αριστοτέλης Τύμπας, Αναπληρωτής Καθηγητής ΑΘΗΝΑ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2017 ʘ

2 Περιεχόμενα 1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 3 Ι. Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ... 6 ΙI. ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΜΕΡΟΣ Α IΙΙ. Ο ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΣΜΟΙ 15 ος /17 ος αι Η παράδοση του εμπειρισμού Το ζήτημα της Μεθόδου Ο Μπέικον και η πειραματική μέθοδος Οι εφαρμογές της πειραματικής μεθόδου Οι ευρωπαϊκές ιατρικές σχολές μέχρι και τον 16 ου αι Ο πειραματισμός στην Ανατομία και τη Φυσιολογία Το ενδιαφέρον για τη Φυσική Ιστορία Η χημική και αλχημική παράδοση Η μαθηματικοποίηση της Φύσης Η σχέση των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων με τον Πειραματισμό Το πλαίσιο ανάδυσης της Μηχανοκρατικής Επιστήμης Ο θεσμός του Πανεπιστημίου μέχρι τον 17 ο αι Τα επιστημονικά κέντρα του 17 ου αι ΜΕΡΟΣ Β ΙV. ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΗΣ ΜΗΧΑΝΟΚΡΑΤΙΑΣ 17 ος αι Η έννοια της Μηχανοκρατίας Η Μηχανοκρατία δεν είναι δημιούργημα ενός μόνο ανθρώπου Η Καρτεσιανή Μεταφυσική και Γνωσιοθεωρία Η Καρτεσιανή Μηχανική Η συμβολή του Καρτέσιου στην επιστημονική μέθοδο Ο ατομισμός του Γκασαντί ΜΕΡΟΣ Γ Η κριτική για τη νέα - πειραματική επιστήμη Ο δρόμος προς ένα Νευτώνειο Κόσμο Το ζήτημα της συνέχειας της επιστήμης Επιλογικά Σχόλια Βιβλιογραφία

3 1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η σύγχρονη επιστήμη ως μέθοδος θεμελιώθηκε δομικά από την μελέτη του φυσικού κόσμου σε συνδυασμό με την αντίστοιχη διαμόρφωση και ανάπτυξη των ιδεών του ανθρώπου περί της φύσης και της δομής του περιβάλλοντος κόσμου. Σημαίνουσα είναι και η συσχέτιση των ιδεών αυτών, η δυναμική ισορροπία ή η ρήξη που εμφάνιζαν, όπως άλλωστε και η εκάστοτε εσωτερική συνοχή ή ασυνέχεια που παρουσίαζαν στα πλαίσια συνισταμένων θεωριών, με έναν τρόπο, που αποκάλυπτε και τις κοινωνικές προεκτάσεις της επιστημονικής δραστηριότητας από την περίοδο της αποκαλούμενης επιστημονικής επανάστασης του 17 ου αι. σε αναλογία ως προς την Ιστορία των Ιδεών και της εξέλιξης των ευρωπαϊκών κοινωνιών της ίδιας περιόδου. Το ιδεολογικό πλαίσιο των μοντέρνων ερευνητών του 21 ου αι. περιέχει στη θεματική των ιδεών, συχνές αναφορές στην αναπόφευκτη αντίθεση ανάμεσα στη θρησκεία και την επιστήμη, ωστόσο στη σύγχρονη εποχή δεν συνηθίζεται και δεν είναι δόκιμο να λαμβάνονται υπόψη τα επί μέρους ζητήματα θρησκείας στην προσπάθεια κατανόησης της επιστήμης και της ιστορίας της ως ανθρώπινη δραστηριότητα, καθώς έχει γίνει σαφές, ότι θρησκεία και επιστήμη αποτελούν μη συσχετιζόμενα σύνολα που μπορούν να συνυπάρξουν αυτόνομα ακριβώς ως προς αυτή τη μη συσχέτισή τους. Κάτι τέτοιο ακούγεται επαρκώς εύλογο στους περισσότερους αναγνώστες της εποχής μας, ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο για τους αναγνώστες, τους λόγιους και τους ερευνητές / φυσικούς επιστήμονες και φυσιοδίφες του 17 ου αι., οι οποίοι είχαν ως γνωστικό υπόβαθρο ένα μωσαϊκό από πολλές και διαφορετικές επιρροές φυσικής ιστορίας από τον αρχαίο κόσμο και ποικίλες δογματικές διαφοροποιήσεις στο ζήτημα της θρησκείας, γεγονός που τους περιόριζε να δεχθούν ή να απορρίψουν ορισμένες οντολογικές / μεταφυσικές θεωρήσεις. Στο πλαίσιο αυτών των ιδεολογικών ζυμώσεων, που είχαν ξεκινήσει ήδη με την επανανακάλυψη του αρχαίου κόσμου τον 15 ο αι. στην περίοδο της Αναγέννησης μέχρι και τις απαρχές του 17 ου αι., οριοθετείται ιστορικά μία περίοδος περίπου 150 χρόνων που αποκαλείται Επιστημονική Επανάσταση, στον πυρήνα της οποίας μπορούμε να διακρίνουμε δύο κυρίαρχα ιδεολογικά μοτίβα των θεωριών που αναπτύχθηκαν για την μελέτη του φυσικού κόσμου. Στο πρώτο ιστορικά μοτίβο η φύση νοείται και υφίσταται ως η τέλεια γεωμετρία δομημένη σε άρρητες αέναες μαθηματικές αρχές στη βάση της φιλοσοφίας των Ιωνίων φιλοσόφων και της πυθαγόρειαςπλατωνικής σκέψης. Στο δεύτερο ιστορικά μοτίβο η φύση νοείται και υφίσταται ως η τέλεια μηχανή της οποίας τα μέρη είναι μηχανισμοί αιτιακά συναρμοσμένοι μεταξύ τους, οι οποίοι παράγουν τα φαινόμενα, στη βάση μιας μηχανοκρατικής θεώρησης όπως αναπτύχθηκε κυρίως από τους καρτεσιανούς. Το Πυθαγόρειο-πλατωνικό μοντέλο και η Μηχανοκρατία αποτέλεσαν επιστημολογικά τα δύο αντίπαλα δέη που η συμβολή τους, άλλοτε αρμονική και άλλοτε ετερόκλιτη, διαμόρφωσε την σύγχρονη επιστήμη 3

4 μεθοδολογικά, αναδεικνύοντας την καταλυτική σημασία του παραγωγικο-επαγωγικού συλλογισμού και του πειράματος στη μελέτη του φυσικού κόσμου και των φαινομένων. Όσον αφορά τα φαινόμενα, η προσέγγιση της πυθαγόρειας παράδοσης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περισσότερο ολιστική καθώς είχε στόχο την ακριβή μαθηματική περιγραφή τους υπό το πρίσμα της κοσμικής τάξης 1. Από την άλλη πλευρά, οι καρτεσιανοί θιασώτες της μηχανοκρατίας επιχείρησαν να περιγράψουν τα μεμονωμένα φαινόμενα και να ανακαλύψουν τα αίτιά τους, με βασική θέση την πεποίθηση ότι η φύση είναι προσπελάσιμη από την ανθρώπινη διάνοια. Στόχος τους ήταν η απαλοιφή οποιουδήποτε ασαφούς στοιχείου των προηγούμενων ανιμιστικών θεωρήσεων περί κόσμου που κληροδοτούσε ο μεσαιωνικός σχολαστικισμός. Η φυσική φιλοσοφία της Αρχαιότητας όπως κληροδοτήθηκε στα ιστορικά υποκείμενα του 17 ου αι. απέκτησε ένα νέο όχημα με την μηχανιστική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία, τα φυσικά φαινόμενα προκαλούνται από διάφορους συμπαντικούς μηχανισμούς, οι οποίοι μας είναι οικείοι γιατί ομοιάζουν με τους μηχανισμούς της καθημερινής ζωής. Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι οι πυθαγόρειοι-πλατωνιστές και οι καρτεσιανοί μηχανοκρατικοί φιλόσοφοι ήταν δύο αντίρροπα νοητικά διανύσματα, όπου οι μεν πρώτοι, με σημείο εφαρμογής τα ευκλείδεια μαθηματικά της γήινης σφαίρας και των αντικειμένων που βρίσκονται σε αυτή, είχαν κατεύθυνση στην συμπαντική ανακάλυψη της κοσμικής τάξης, οι δε δεύτεροι, με σημείο εφαρμογής μια αφαιρετική σύλληψη ενός μηχανιστικού σύμπαντος που λειτουργεί ως γιγαντιαία καλοκουρδισμένη μηχανή, είχαν κατεύθυνση την ανακάλυψη των αιτίων των επί μέρους φαινομένων της φυσικής πραγματικότητας. Η συνισταμένη που προέκυπτε από τους διαφορετικούς στόχους και κατευθύνσεις των δύο αυτών νοητικών διανυσμάτων, επηρέαζε ήδη από το 17 ο αι. και τις νέες επιστήμες της ζωής, της κοινωνίας, της πολιτικής, που γεννιούνταν πέρα από τα καθαρά μαθηματικά. Πιθανότατα, η αναφορά στη Μηχανική ή Μηχανιστική φιλοσοφία καθώς και ο συσχετισμός μιας αναμορφωμένης γνώσης για το φυσικό κόσμο και τα διάφορα ευρύτερα κοσμικά ενδιαφέροντα, να δημιουργούν την εντύπωση ότι οι πρώιμες νεωτερικές αλλαγές στη Φυσική φιλοσοφία αναδύθηκαν απειλητικά ως προς τη θρησκεία ή ότι αντίθετα προκλήθηκαν από μη θρησκευτικά αίτια. Η πιθανή αρχική αυτή εντύπωση θα πρέπει να εξεταστεί συστηματικά και να διορθωθεί προσεκτικά, καθώς πρέπει να διατυπώσουμε κατάλληλα το ερώτημα που χαρακτηρίζει όλη αυτή την περίοδο, το οποίο σχετίζεται με το ζήτημα της γνώσης και την αλλαγή που υπέστη η γνώση αυτή. 1 Αναφορικά με την Πυθαγόρεια Παράδοση όπως αυτή έφτασε στον 16 ο -17 ο αιώνα μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται ουσιαστικά για μια αριθμοκεντρική θεώρηση του σύμπαντος βασισμένη σε άρρητες μαθηματικές αρχές όπως υποστήριζαν οι θιασώτες της, που έβρισκε εφαρμογή σε ποικίλα θεωρητικά μοτίβα όπως περί της Μουσικής ουρανίων σφαιρών, το μονόχορδο του Πυθαγόρα, η ευκλείδεια γεωμετρία, κ.α. 4

5 Στην προσπάθειά μας λοιπόν να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους άλλαξε η γνώση της φύσης κατά τον 17 ο αι., υποχρεούμαστε μεθοδολογικά να εξετάσουμε και τους θεσμούς ( κοινωνία, κράτος, θρησκεία ) που συνέβαλαν στην αλλαγή αυτή. Με άλλα λόγια θα πρέπει να πραγματευτούμε τις χρήσεις της γνώσης που υποστήριζαν και προωθούσαν τους ευρύτερους κοινωνικούς - θρησκευτικούς στόχους ως θεσμικές δομές της εποχής εκείνης. Στην κατεύθυνση αυτή, ο Steven Shapin υποστηρίζει εμφαντικά ότι δεν υπήρχε κάποια ουσιαστική ρήξη τον 17 ο αι. όσον αφορά τη σχέση θρησκείας και επιστήμης, και ότι το σημαίνον της περιόδου εντοπίζεται σε μια σειρά μεμονωμένων και εντελώς εξειδικευμένων ζητημάτων που αφορούσαν τις αντιλήψεις ορισμένων φυσικών φιλοσόφων και τις σχέσεις τους με τα ενδιαφέροντα ορισμένων θρησκευτικών θεσμών που τελούσαν υπό ανατροπή εξαιτίας των αντιλήψεων αυτών. Η βάση της συλλογιστικής αυτής εστιάζει στο ότι ήδη από το Μεσαίωνα είχε επέλθει μια εκχριστιανοποίηση της αριστοτελικής φυσικής φιλοσοφίας μέσα στην κουλτούρα του σχολαστικισμού, που με την πάροδο του χρόνου η προσαρμογή που προέκυψε εξομάλυνε, επίλυσε και αγνόησε τις προγενέστερες διαφορές μεταξύ ορισμένων παγανιστικών απόψεων και χριστιανικού δόγματος. Τα διάφορα φυσιολατρευτικά φιλοσοφικά ρεύματα των Ελλήνων και Λατίνων της αρχαιότητας λειτούργησαν παρακαταθηκευτικά και εγκολπώθηκαν από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία είχε μετατρέψει ορισμένες από τις απόψεις τους σε συστήματα πεποιθήσεων συμβατά με τις Γραφές και τις διδαχές των Πατερικών Κειμένων. Έτσι, οι χριστιανικοί θεσμοί αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν πλησίον των παραδοσιακών σχημάτωνθεωρητικών μοντέλων γνώσης για τη φύση, και ιδιαίτερα με εκείνα που χαρακτηρίζονταν από κομβικές αναφορές στα έργα του Αριστοτέλη, του Γαληνού και του Πτολεμαίου. Οι προεκτάσεις αυτής της πρακτικής υιοθέτησης από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επηρέασε καθοριστικά την διαμόρφωση και συγκρότηση της επιστήμης ως πρακτική, καθώς η οποιαδήποτε συστηματική αμφισβήτηση της παραδοσιακής φυσικής φιλοσοφίας εκλαμβάνονταν ως έμμεση επίθεση εναντίον του χριστιανισμού και έσειε παράλληλα την ηγεμονική ισχύ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. 5

6 Ι. Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Κάνοντας μία επανάληψη του όρου «Επιστημονική Επανάσταση», θα υπενθυμίσουμε ότι με αυτόν δηλώνουμε μία χρονική περίοδο από διάφορα ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Ευρώπη από τα μέσα του 16ου έως το τέλος του 17ου αι. τα οποία οδήγησαν στην πιο βαθιά και επαναστατική μεταλλαγή της γνώσης-ως προς την κατανόηση της φύσης- που γνώρισε η ανθρωπότητα από την εποχή των Αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων φιλοσόφων. Συνέπεια αυτής της μεταλλαγής ήταν να αλλάξει ριζικά η επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη που επικρατούσε ως τότε στην Ευρώπη και στο πλαίσιο αυτό να αρχίσει βαθμιαία να επηρεάζεται η επιστημονική σκέψη και σε άλλες περιοχές του κόσμου. Η μεταλλαγή αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας νέας αντίληψης του υλικού σύμπαντος και σήμανε το οριστικό τέλος των αναγεννησιακών φυσιοκρατικών αντιλήψεων, του μεσαιωνικού σχολαστικισμού και του αρχαίου κόσμου. Ένα τόσο σημαντικό και πολύπλοκο σύνολο ιστορικών γεγονότων, όπως είναι η Επιστημονική Επανάσταση θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε, να το μελετήσουμε και να το κατανοήσουμε κριτικά με πολλούς και διάφορους τρόπους, ενώ έντονο ενδιαφέρον παρουσιάζει η θέση αρκετών ιστορικών επιστήμης ότι η ιδέα της επανάστασης ως ανατρεπτική και ανεπίστρεπτη αναδιοργάνωση προέκυψε ταυτόχρονα με την έννοια του ευθύγραμμου μονοδιάστατου χρόνου, και ως εκ τούτου πρόκειται για ένα μοναδικό τύπο γεγονότων (type) που δεν αντιστοιχίζονται σε επί μέρους δείγματα (tokens). Στην παρούσα εργασία επιχειρήθηκε μια γενική ιστορία της επιστήμης, και ως εκ τούτου, κεντρικός πυρήνας είναι η παρουσίαση των κύριων χαρακτηριστικών της νέας κοσμοαντίληψης και των νέων επιστημονικών θεωριών που αναπτύχθηκαν σε αυτή την περίοδο και συνέβαλαν καταλυτικά στην ανάδυση του Μηχανικισμού τον 17 ο αι. στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι σκοπός της εργασίας αυτής ήταν και η εν μέρει αναφορά στις μεγάλες κοινωνικές επιπτώσεις αυτών των πνευματικών αλλαγών, αναφορικά με την ανάδειξη των σχετιζόμενων θεσμών και των μεταξύ τους ροών, Εκκλησία Κράτος Επιστήμη, κάτι βέβαια που αφορά ένα πολύ ενδιαφέρον πεδίο μελέτης και αποτελεί πρόταση για περαιτέρω έρευνα. Στα κεφάλαια που ακολουθούν, θα γίνει μία προσέγγιση της αναδυόμενης Μηχανιστικής Φιλοσοφίας αναφορικά με την νέα αντίληψη για τον υλικό κόσμο που γεννιέται την περίοδο μεταξύ 16 ου -17 ου αι, κυρίως μέσα από τα διάφορα πεδία / περιοχές επιστημονικής δραστηριότητας, με έμφαση το χώρο των φυσικών επιστημών, όπως θα λέγαμε σήμερα, ωστόσο πρέπει να επισημάνουμε ότι την ίδια περίοδο εντοπίζονται σημεία τομής σε όλα τα πεδία επιστημονικής έρευνας, όπως οι περιοχές μελέτης της ζωής βιολογία : Δημιουργισμός, Δαρβινισμός, αλλά και της Κοινωνιολογίας, της Ψυχολογίας υπό το πρίσμα του αναγεννησιακού βιταλισμού. Θα μπορούσαμε να πούμε ωστόσο ότι η ανάδυση της Μηχανιστικής Φιλοσοφίας είχε πιο εμφανή αποτελέσματα στα πεδία εκείνα που αφορούν τη μελέτη του φυσικού κόσμου, δομικά και 6

7 λειτουργικά, και για το λόγο αυτό, η εργασία αυτή επικεντρώνεται στις μεγάλες προσωπικότητες ερευνητών, φυσικών φιλοσόφων, αστρονόμων και το έργο τους. Με αφετηρία λοιπόν την ιστορία της μηχανικής και της αστρονομίας, όπου σημειώθηκαν οι πιο δραματικές αλλαγές, εικάζεται ότι θα είναι πολύ ενδιαφέρον, να αναδειχθούν τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά της μεταλλαγής όσον αφορά τη θεώρηση του κόσμου. Κατά τον ιστορικό και φιλόσοφο της επιστήμης Alexandre Koyre (Αλεξάντερ Κοϋρέ, ), ο οποίος ήταν από τους πρώτους που μελέτησαν συστηματικά την Επιστημονική Επανάσταση, αυτά τα χαρακτηριστικά ήταν δύο: 1) η καταστροφή της παλιάς εικόνας του κόσμου και 2) η γεωμετρικοποίηση του χώρου. Όσον αφορά την καταστροφή της παλιάς εικόνας του κόσμου, ο Koyre εννοεί την καταστροφή της εικόνας του υλικού σύμπαντος που είχε διαμορφωθεί από τη μεσαιωνική-χριστιανική ερμηνεία της αρχαίας ελληνικής σκέψης. Ο παλιός αριστοτελικός κόσμος που είχε κληροδοτηθεί στο Μεσαίωνα ήταν ένα πεπερασμένο, κλειστό και ιεραρχημένο σύμπαν μεταξύ 2 περιοχών (υποσελήνια και υπερ-σελήνια). Από την ακίνητη γη, που βρισκόταν στο κέντρο του σύμπαντος, και γενικότερα από την υποσελήνια περιοχή ο άνθρωπος ατένιζε και διαλογιζόταν την απόμακρη τελειότητα και λαμπρότητα των αστέρων και των ουράνιων σφαιρών. Βασικό στοιχείο αυτής της εικόνας του κόσμου ήταν η θέση ότι η φύση λειτουργούσε με διαφορετικούς κανόνες στις δύο περιοχές, τη γήινη-υποσελήνια και την ουράνια. Σύμφωνα με τη νέα αντίληψη, που αντικατέστησε την παλιά (αριστοτελική θεώρηση), το σύμπαν είναι ενιαίο και άπειρο, χωρίς ιεραρχικές δομές. Δεν υπάρχουν πια τέλειες και ατελείς περιοχές, οι ουράνιες σφαίρες έχουν διαλυθεί μαζί με το αριστοτελικό κοσμοείδωλο, το σύνορο των δύο περιοχών έχει καταρρεύσει, ενώ πλέον ο υλικός κόσμος νοείται ως να είναι ένας και ενιαίος. Το νέο αυτό ενιαίο σύμπαν, έχει την καινοφανή ιδιότητα για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας- να χαρακτηρίζεται από φυσικούς νόμους που ισχύουν εξίσου στην γήινη και ουράνια σφαίρα, ενοποιώντας κατά τον τρόπο αυτό την ουράνια δυναμική με την επίγεια μηχανική. Με άλλα λόγια, η επίγεια φυσική είναι πλέον και ουράνια, δηλαδή οι φυσικοί νόμοι που ανακαλύπτονται στη γη ισχύουν κατ επέκταση και για όλο το σύμπαν. Στο πλαίσιο αυτό επομένως μπορεί πλέον επί παραδείγματι να περιγραφεί η τροχιά που διαγράφει ένα βέλος ή ένα βλήμα με τους ίδιους νόμους που περιγράφουν τις τροχιές των πλανητών, κάτι που στην προηγούμενη θεώρηση του κόσμου δεν ήταν και τόσο προφανές, αλλά ούτε και αποδεκτό. 7

8 Παράλληλα με αυτό, οι φυσικοί φιλόσοφοι αρχίζουν να εστιάζουν το ενδιαφέρον τους όχι τόσο στις πρώτες αιτίες των φαινομένων, όπως γινόταν στην αρχαιότητα και στο Μεσαίωνα, αλλά στην αναζήτηση των νόμων στους οποίους υπακούουν τα φαινόμενα. Για να γίνει πιο σαφής η διάκριση αυτή, μπορούμε να σκεφτούμε ότι είναι εντελώς διαφορετικό να λέμε ότι ένα σώμα πέφτει προς τα κάτω, επειδή η φυσική θέση του είναι το κέντρο του σύμπαντος, από το να λέμε ότι ένα σώμα πέφτει, επειδή ισχύει ο νόμος της παγκόσμιας έλξης. Στην πρώτη περίπτωση το φαινόμενο της πτώσης το κατανοούμε βάσει μιας πρώτης αιτίας που συνίσταται στο ότι τα σώματα αναζητούν τους φυσικούς τους τόπους, ενώ στη δεύτερη περίπτωση κατανοούμε την πτώση ως ένα φαινόμενο που υπακούει σε ένα συγκεκριμένο νόμο. Και στις δύο περιπτώσεις μας ενδιαφέρει τόσο το γιατί? όσο και το πώς? πέφτουν τα σώματα. Με τη διαφορά ότι στην πρώτη περίπτωση το ενδιαφέρον επικεντρώνεται πρωτίστως στο γιατί, ενώ στην δεύτερη στο πώς. Ταυτόχρονα με τη νέα εικόνα για το σύμπαν διαμορφώθηκαν και οι βασικές αρχές για την επιστημονική μεθοδολογία. Παρατηρείται ότι, για τις διάφορες περιοχές έρευνας από τη Βιολογία ως τα Μαθηματικά και από τη Χημεία μέχρι την Αστρονομία, χρησιμοποιούνται στα πλαίσια των εκάστοτε φυσικών ερμηνειών, λιγότερες αξιολογικές έννοιες, όπως η τελειότητα, η αρμονία, το νόημα και ο σκοπός όσον αφορά είτε την περιγραφή είτε την ερμηνεία των φαινομένων. Μπορούμε να διαπιστώσουμε έτσι ότι με την Επιστημονική Επανάσταση η ποιοτική μελέτη της φύσης σταδιακά μετατράπηκε σε ποσοτική. Αναφορικά με το δεύτερο στοιχείο της επιστημονικής επανάστασης και συγκεκριμένα με αυτό που ο Koyre ονομάζει (τη νέα αντίληψη) «γεωμετρικοποίηση του χώρου», εξίσου ριζική και επαναστατική ήταν η μεταλλαγή της έως τότε επικρατούσας αντίληψης. Στην αριστοτελική-μεσαιωνική αντίληψη ο χώρος είναι ένα σύνολο διαφοροποιημένων «τόπων» (περιοχών του χώρου που καταλαμβάνουν τα σώματα). Το νέο σύμπαν αποτελείται από έναν ενιαίο, άπειρο και ομογενή χώρο. Αυτόν που ονομάστηκε «ευκλείδειος χώρος», επειδή οι ιδιότητές του μπορούν να περιγραφούν μαθηματικά με βάση την ευκλείδεια Γεωμετρία. Τα αποτελέσματα των δύο αυτών μεγάλων αλλαγών σε ό,τι αφορά τον τρόπο κατανόησης του υλικού σύμπαντος και του χώρου από τη φυσική φιλοσοφία της εποχής ήταν πολύ σημαντικές. Οι εποπτικές φυσικές επιστήμες μετασχηματίστηκαν σταδιακά σε εφαρμοσμένες και λειτουργικές. Ο άνθρωπος μεταμορφώθηκε από θεατή σε κυρίαρχο-εξουσιαστή της φύσης. Ο τελεολογικός και ανιμιστικός τρόπος σκέψης αντικαταστάθηκαν από το μηχανιστικό και αιτιοκρατικό τρόπο σκέψης, που 8

9 είχε καταληκτικά ως αποτέλεσμα το 18ο αι. να οδηγηθεί η ανθρωπότητα στην ολική μηχανοποίηση της αντίληψης για τον υλικό κόσμο. Ασφαλώς η επιστήμη από τότε έκανε νέα βήματα, αναπτύχθηκαν νέοι επιστημονικοί κλάδοι, δημιουργήθηκαν νέες φυσικές θεωρίες και νέες έννοιες που συνέβαλαν καταλυτικά στην κατανόηση του υλικού κόσμου, παράγοντας νέες ανακαλύψεις και εφευρέσεις που άλλαξαν την καθημερινή ζωή του ανθρώπου. Όλα αυτά τα στοιχεία που συνθέτουν ποιοτικά και ποσοτικά τη «σύγχρονη επιστήμη» είναι καρπός της Επιστημονικής Επανάστασης και αναπτύχθηκαν πρωτίστως πάνω στη μεθοδολογική βάση και στη νέα εικόνα του κόσμου που εκείνη δημιούργησε, νομιμοποίησε και (ίσως) επέβαλε μέσα από πολυσχιδή πλέγματα ροής εξουσίας, σχέσεων κράτους και επιστημονικής κοινότητας, εκκλησιαστικών κόλπων και κοινωνικών παραγόντων. Η αναφορά στα γεγονότα που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του νέου τρόπου σκέψης - με τον οποίο ο άνθρωπος κατανοεί και μελετά το υλικό σύμπαν που τον περιβάλλει και του οποίου κομμάτι είναι ο ίδιος- αποτελεί ένα από τα πιο σύνθετα αλλά και πιο γοητευτικά κεφάλαια της ιστορίας της ανθρωπότητας. Η βαρύνουσα σημασία του όμως, γίνεται ακόμα ουσιαστικότερη, αν αναλογιστούμε ότι αυτός ο τρόπος σκέψης σήμερα, έχει επικρατήσει παγκοσμίως και αποτελεί ένα από τα ενοποιητικά στοιχεία του σύγχρονου πολιτισμού. Καταληκτικά μπορούμε να πούμε ότι για την περίοδο της Επιστημονικής Επανάστασης διαθέτουμε σήμερα μεγάλο πλήθος ιστορικών στοιχείων. Έτσι, γνωρίζουμε ότι η εντυπωσιακή αυτή μεταλλαγή του ανθρώπινου πνεύματος ορθώθηκε πάνω σε ένα περίπλοκο και πολλές φορές αντιφατικό υπόβαθρο. Η Επιστημονική Επανάσταση δεν αποτελείται μόνο από «λαμπρές και νικηφόρες στιγμές», όπως, λ.χ., εντυπωσιακές ανακαλύψεις, νέες επαναστατικές θεωρίες και πειραματικές επιτυχίες, αλλά περιλαμβάνει και «σκοτεινές σελίδες», όπως είναι διάφορες καταδίκες στοχαστών, σκληρές αντιπαραθέσεις, συμπτωματικά επιστημονικά λάθη και ανυποχώρητα ανθρώπινα πάθη. Οι τρόποι που ο άνθρωπος μελετά και κατανοεί το υλικό σύμπαν δε μεταβλήθηκαν ριζικά από τη μια μέρα στην άλλη, ούτε από τον ένα στοχαστή στον άλλο, σαν να τους άγγιξε ένα μαγικό ραβδί, ή να τους φώτισε μια κυρίαρχη (ανώτερη ή κατώτερη) δύναμη. Οι τεράστιες κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος στην περίοδο αυτή πραγματοποιήθηκαν μέσα από περίπλοκες, πολλές φορές διαισθητικές, άλλες φορές ανορθολογικές, διανοητικές διεργασίες. Είναι συχνό το φαινόμενο στο έργο του ίδιου στοχαστή να εναλλάσσεται η μαγική και αλχημιστική παράδοση με τη συστηματική ορθολογική αναζήτηση της λειτουργίας της φύσης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Νεύτωνα, ή ο ανιμιστικός με το μηχανιστικό τρόπο σκέψης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Κέπλερ και τις διάφορες αστρολογικές του μελέτες. 9

10 Μερικές φορές, οι φυσικοί νόμοι που εκ των υστέρων αποδείχτηκαν ορθοί προέκυψαν από εσφαλμένους συλλογισμούς, αναδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό τον καταλυτικό ρόλο του «λάθους» στην εξέλιξη της επιστήμης, ενώ σε άλλες περιπτώσεις δεν υπήρχαν καν αποδείξεις παρά μόνο διακηρύξεις μεταφυσικών αρχών και η εμμονική διάθεση για την ανακάλυψη των χαρακτηριστικών μιας «κρυμμένης» αρμονίας της φύσης. Επίσης, η Επιστημονική Επανάσταση δεν οφείλεται μόνο στο έργο μερικών επιφανών στοχαστών. Ασφαλώς, υπήρχαν οι δεσπόζουσες φυσιογνωμίες και οι αδιαμφισβήτητοι πρωταγωνιστές που πραγματοποίησαν με το έργο τους μεγάλες συνθέσεις ή δημιούργησαν μεγάλες τομές, όπως είναι οι Κοπέρνικος, Γαλιλαίος, Κέπλερ, Descartes, Leibniz, Νεύτων, και αυτό είναι λογικό να συμβεί σε ένα τόσο ευρύ χρονικό φάσμα στην ιστορία της επιστήμης. Οι στοχαστές αυτοί όμως, κατάφεραν ό,τι κατάφεραν αφ' ενός επειδή, βρήκαν ένα ώριμο και πλούσιο υπόβαθρο από τα χειρόγραφα συγγράμματα της αρχαιότητας και αφ' ετέρου επειδή εξέφρασαν με το έργο τους την ανάγκη που γεννήθηκε στις συγκεκριμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες για μια νέα οπτική στη θέαση και μια νέα βάση για την κατανόηση του υλικού σύμπαντος. Πριν την Επιστημονική Επανάσταση, οι μέθοδοι της επιστήμης βρίσκονταν σε πρώιμο στάδιο όσον αφορά τη χρήση των μαθηματικών και των μετρήσεων, καθώς στον αρχαίο κόσμο η χρήση της παρατήρησης, της εμπειρίας και του πειραματισμού ασκούνταν στη βάση ανεπτυγμένων μαθηματικών γνώσεων και εφαρμογών, κατέχοντας ωστόσο ένα ελάσσονος σημασίας status, καθώς θεωρούνταν κατώτερες τέχνες, μολονότι είχαν ποικίλες και διαδεδομένες εφαρμογές στην αρχιτεκτονική-ναοδομία, στην αστρονομία, στην ναυπηγική και τη γεωγραφία. Το καινούργιο στοιχείο στην ιστορία τη επιστήμης που παρουσιάζεται στην περίοδο της Επιστημονικής Επανάστασης, ως προς τη διαδοχή του αρχαίου κόσμου από τη νεωτερικότητα, δεν είναι τόσο η εφεύρεση μιας νέας τεχνικής, ούτε η ανακάλυψη μιας νέας μεθόδου, αλλά κυρίως το σύνολο των κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών που συντελέστηκαν. Συμβατικά θεωρώντας το 1543 (έτος έκδοσης του De Revolutionibus) ως χρονολογία έναρξης των προσπαθειών για τη δημιουργία της νέας φυσικής, και το 1687 ( ο Νεύτων δημοσίευσε το έτος αυτό τη μεγαλειώδη σύνθεση με τον τίτλο Philosophiae Naturalis Principia Mathematica [Μαθηματικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας] ) ως χρονολογία ολοκλήρωσής τους, μπορούμε να υπολογίσουμε ότι σε 144 χρόνια ολοκληρώθηκε αυτή η ριζική επανάσταση. Παρατηρούμε εύλογα ότι πρόκειται για ένα μικρό χρονικό διάστημα σε σύγκριση με το μέγεθος του αποτελέσματος. Στην περίοδο αυτή, η επαναστατική ανάδυση του κοινωνικού και πνευματικού κύρους των ανθρώπων που έγραφαν και αλληλογραφούσαν στους κύκλους μεταξύ των τεχνιτών και των μαθηματικών της εποχής, είχε ως αποτέλεσμα την κομβική επαφή των κατώτερων επιστημών και τεχνών με τη φυσική φιλοσοφία που διδασκόταν στα πανεπιστήμια. Μέσα σε ένα διάστημα περίπου 150 ετών λοιπόν, προτάθηκαν νέες μεθοδολογίες (λ.χ. η αναζήτηση των φυσικών νόμων και όχι των γενεσιουργικών αιτίων), διάφορες παλιές έννοιες απέκτησαν νέο περιεχόμενο (ορμή, επιτάχυνση), ενώ παράλληλα δημιουργήθηκαν και νέες έννοιες που συνέβαλαν 10

11 στην καλύτερη -ποιοτικά και ποσοτικά- κατανόηση του υλικού κόσμου (όπως η έννοια της αδράνειας), ανακαλύφθηκαν και μελετήθηκαν συστηματικά νέα φυσικά φαινόμενα, εφευρέθηκαν νέες υπολογιστικές μέθοδοι, και ενοποιήθηκαν η «γήινη» με την «ουράνια» φυσική. Στα επόμενα κεφάλαια θα παρουσιαστούν μερικοί από τους πρωταγωνιστές αυτής της μεγάλης μεταλλαγής και τα σπουδαιότερα επιτεύγματα τους, στην προσπάθεια να προσεγγίσουμε την επιστημονική επανάσταση και την ανάδυση της μηχανιστικής φιλοσοφίας σε διάφορες περιοχές της ανθρώπινης διάνοιας και της επιστημονικής δραστηριότητας του 16 ου -17 ου αι. 11

12 ΙI. ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ Το όραμα του Κοπέρνικου ήταν ουσιαστικά να δομήσει ένα πλανητικό σύστημα που θα ικανοποιούσε το αίτημα της γεωμετρικής απλότητας. Η λύση στο πρόβλημα αυτό δόθηκε από τον Κέπλερ με τη διατύπωση των 3 νόμων που ανέπτυξε για τις πλανητικές τροχιές, ώστε το παρωχημένο σύστημα των επικύκλων μπορούσε να απορριφθεί οριστικά, κάτι που αποτέλεσε καινοτομία στην ιστορία της επιστήμης. Το πιο γοητευτικό κομμάτι στην κεπλεριανή θεώρηση έγκειται στο γεγονός ότι οι 3 νόμοι της πλανητικής κίνησης βρίσκονται σε μια πληθώρα απέραντων συλλογισμών που κάποιοι από αυτούς συνδέουν τις κινήσεις των πλανητών με τις μουσικές αρμονίες και κάποιοι άλλοι με τη γεωμετρική αρχιτεκτονική του σύμπαντος ή την ουράνια δυναμική, και το γεγονός ότι ο Κέπλερ μολονότι υποστήριζε το μοντέλο του Κοπέρνικου για τον ηλιοκεντρισμό, στηρίχθηκε για την διατύπωση των νόμων του στις εξαιρετικές παρατηρήσεις του Τύχο Μπράχε, ο οποίος μελετούσε και βασιζόταν το σύστημα του Πτολεμαίου. Προκύπτει λοιπόν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ζητήματα στην ιστορία της επιστήμης, όπως είναι το να εξηγηθεί, πώς είναι εφικτό οι νόμοι του Κέπλερ μολονότι έγιναν στην βάση αρχών που είχαν απορριφθεί ( γεωκεντρικό υπόδειγμα, υπόθεση ύπαρξης κρυστάλλινων σφαιρών, κ.τ.λ. ) να αποδεικνύεται εν τέλει ότι μπορούν να προβλέψουν το εν λόγω φαινόμενο της κίνησης των πλανητών. Η εξήγηση στο παράδοξο αυτό προκύπτει αν αναλογιστούμε τη διάκριση πλαισίου ανακάλυψης και πλαισίου δικαιολόγησης μιας θεωρίας από τη Φιλοσοφία της Επιστήμης, που λειτουργεί σαν ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στη μελέτη αντίστοιχων περιπτώσεων. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι οι νόμοι του Κέπλερ άντεξαν στο χρόνο, επειδή το πλαίσιο δικαιολόγησης της θεώρησης που πρέσβευαν ήταν ικανό να περιγράψει και να ερμηνεύσει τα συγκεκριμένα φαινόμενα (κινήσεις πλανητών) έμοιαζε σαν «να τα σώζει», πληρώντας το αντίστοιχο επιστημονικό status ( περιγραφή & ερμηνεία ). Ένα άλλο εξίσου ενδιαφέρον ζήτημα στην Ιστορία της Επιστήμης είναι το γιατί αυτή η αλλαγή θεώρησης στην αρχιτεκτονική του σύμπαντος από το γεωκεντρισμό στον ηλιοκεντρισμό πραγματοποιήθηκε από την εποχή του Κοπέρνικου και έπειτα και όχι νωρίτερα στο ενδιάμεσο εκατοντάδων ετών. Η απάντηση σε αυτό το ζήτημα μπορεί δοθεί μέσα από την τάση της εποχής για οργανωμένη καταγραφή επί μέρους εμπειρικών παρατηρήσεων, κάτι που δεν απαντά στην ολιστική αριστοτελική προσέγγιση της παραγωγικής συλλογιστικής μεθόδου, στην οποία στηρίχθηκε το πτολεμαϊκό γεωκεντρικό σύστημα. 12

13 Πράγματι, ο Κέπλερ βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στα αξιόπιστα στοιχεία που έλαβε από τις εμπειρικές παρατηρήσεις του Τύχο Μπράχε (ο οποίος παραδόξως 2 ήταν γεωκεντριστής σε σχέση με την ηλιοκεντρική θέση του Κέπλερ) και αρνήθηκε να αποδεχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα ήταν ασύμβατο με τις παρατηρήσεις αυτές. Ο Κέπλερ βρέθηκε αντιμέτωπος με την πρόκληση, ότι ήταν αδιανόητη η σκέψη, ότι αρκούσε να παραστήσει γραφικά τις θέσεις των πλανητών με τις γραμμές που έγραφαν μεταξύ των απλανών αστέρων την περίοδο που τις κατάγραψε ο Τύχο, ώστε να αντιληφθεί ότι το σχήμα που προέκυπτε ήταν μια έλλειψη. Ταυτόχρονα, πέρα από το αμιγώς πρακτικό κομμάτι της γραφικής αναπαράστασης, μια άλλη σημαντική πρόκληση ήταν ότι δεν υπήρχαν οι κατάλληλες εννοιολογικές και μεθοδολογικές αρχές που θα κατεύθυναν τις έρευνες, δεδομένου ότι όλες οι προηγούμενες-παραδεδομένες αρχές κατέρρεαν σταδιακά ως σαθρά υποστυλώματα. Ήδη είχε συντριβεί ο ισχυρισμός ύπαρξης των κρυστάλλινων σφαιρών και κατ επέκταση η δομή του σύμπαντος εν γένει που θεωρούνταν για μια περίπου χιλιετία αποδεκτή, είχε πλέον τεθεί υπό σοβαρή αμφισβήτηση και εν τέλει απόρριψη. Οι νόμοι του Κέπλερ και ευρύτερα η θεώρηση που πρότεινε δεχόμενος την υπόθεση του Κοπέρνικου ότι το κέντρο του ηλιακού συστήματος είναι ο ήλιος και όχι η γη, και επιπλέον ότι μια κωνική καμπύλη αρκεί για να περιγράψει την τροχιά των πλανητών, κατέρριψε όλο το πολύπλοκο σύστημα με τους έκκεντρους κύκλους και τους επίκυκλους, δοξάζοντας την απλότητα της έλλειψης. Οι αρχές αυτές προσέφεραν το κατάλληλο υπόβαθρο, προκειμένου να προκύψει έρευνα, και ουσιαστικά ακόμα και αν οι αρχές της μηχανικής του Κέπλερ επρόκειτο να καταρριφθούν από άλλες, η μεγάλη τους σημασία έγκειται στο γεγονός ότι μέσα από την ποσοτικοποίηση της γνώσης έκαναν τον Κέπλερ τον πρώτο που αντιλήφθηκε όλα τα επακόλουθα της νέας αστρονομικής θεώρησης ώστε να διατυπώσει το πρόβλημα της ουράνιας δυναμικής, ώστε έκτοτε η επιστήμη να αντιμετωπίζει τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων ως προβλήματα της μηχανικής που ίσχυε και στη γήινη σφαίρα. Φαίνεται λοιπόν ότι η εύστοχη διατύπωση και μόνο ενός ερωτήματος, η συγκεκριμενοποίηση ενός προβληματισμού, μπορεί ανεξάρτητα από την εξεύρεση της λύσης, να δημιουργήσει ένα νέο και πιο γόνιμο πεδίο στην επιστημονική σκέψη και πρακτική. Ακριβώς αυτό συνέβη και στην περίπτωση του Γαλιλαίου σχετικά με τις αδρανειακά προσανατολισμένες μελέτες του στη Μηχανική, χωρίς ωστόσο ποτέ να καταφέρει να διατυπώσει το Νόμο της αδράνειας και μολονότι εργαζόταν προς την κατεύθυνση αυτή. 2 Αξιοσημείωτο παράδοξο επίσης φαίνεται να είναι ότι τόσο ο Κέπλερ όσο και ο Νεύτωνας, μολονότι ήταν ηλιοκεντριστές, στηρίχθηκαν στα ορθά παρατηρησιακά δεδομένα που είχε συγκεντρώσει ο Τύχο που ήταν θιασώτης του γεωκεντρισμού, για να επιλύσουν με επιτυχία όλα τα αστρονομικά ζητήματα, εκτός από το πρόβλημα με την μετατόπιση του περιηλίου του Ερμή που επιλύθηκε με την Γενική Θεωρία της Σχετικότητας μετά τις παρατηρήσεις του Άρθουρ Έτιγκτον και αρκετών άλλων αστρονόμων του 20 ου αι. 13

14 Ο Γαλιλαίος εγκατέλειψε τη Μηχανική που παρουσίασε στο έργο του «Περί Κινήσεως» ( De motu ) γιατί αποδείχθηκε ανεπαρκής να επιλύσει το βασικό πρόβλημα που τον απασχολούσε, δηλαδή την φαινομενική ανακολουθία μεταξύ των απλών φαινομένων κίνησης που παρατηρούμε στην καθημερινότητα, όπως είναι το πρόβλημα της κατακόρυφης πτώσης και τον ισχυρισμό του Κοπέρνικου ότι η Γη περιστρέφεται καθημερινά γύρω από τον άξονά της. Το πρόβλημα της ελεύθερης πτώσης 3 ήταν λογικό να θεωρείται το πιο σημαντικό από όλα στις μελέτες του Γαλιλαίου και πρέπει να κατανοήσουμε ότι στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο της επιστήμης, δεν ήταν τόσο ευνόητο να θεωρηθεί ως αυτονόητο. Ας μην ξεχνάμε ότι σύμφωνα με την αριστοτελική μηχανική, που ήταν τότε αποδεκτή από όλους τους κύκλους των φυσικών φιλοσόφων και των διάφορων λόγιων ερευνητών, όσον αφορά την κυριαρχούσα αντίληψη για την κίνηση δηλαδή, ήταν αδιανόητο έως παράλογο να διατυπώσει κάποιος ότι η Γη κινείται. Οι διάφορες υποθέσεις πτώσης σωμάτων από κτήρια-πύργους που εξέτασε ο Γαλιλαίος τον οδηγούσαν σε παράδοξα (βλ. σημείωση στο τέλος της σελίδας), καθώς όλοι γνωρίζουμε ότι στην πραγματικότητα όλα τα σώματα πέφτουν κατακόρυφα- κατευθείαν κάτω- με κατεύθυνση παράλληλη προς τα πλευρικά τοιχώματα του πύργου. Και έτσι, συμπεραίνεται από το Γαλιλαίο ότι άρα η γη δεν είναι δυνατό να περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της (!). Το μεγάλο επιστημονολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζεται εδώ είναι ότι με βάση την κατάδειξη του εμπειρικού κόσμου ότι δηλαδή τα σώματα κινούνται κατακόρυφα στο έδαφος όταν αφεθούν από κάποιο ύψος, θεωρήθηκε αναγκαίο να απορριφθεί η μία αρχική προκείμενη-υπόθεση ότι η γη κινείται περιστροφικά του άξονά της, καθώς η κίνησή της γενικότερα συνεπαγόταν διάφορες «ανωμαλίες» με διάφορους τρόπους, που περιγράφονταν στο διαλογικό έργο του Γαλιλαίου από το πλασματικό πρόσωπο του Συμπλίκιου. Ουσιαστικά για να αντικρουστεί η ένσταση στην υπόθεση ότι η Γη κινείται απαιτούνταν η δημιουργία ενός νέου συστήματος Μηχανικής, όπως θα μπορούσε να θεωρηθεί σε κουνιανούς ( > Th. Kuhn 4 ) όρους ένα νέο παράδειγμα ( new paradigm) για την ρύθμιση των ανωμαλιών (ab-normalities) της κίνησης, στα πλαίσια μιας νέας-πέραν της τυπικής- επιστήμης (extra-ordinary science). 3 Ο Γαλιλαίος πειραματίστηκε με την υπόθεση ότι αν από ένα πύργο ρίξουμε μια σφαίρα, τότε σύμφωνα με το σύστημα του Κοπέρνικου, ο πύργος ακολουθώντας την κίνηση της γης θα κινηθεί με τεράστια ταχύτητα από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Μόλις λοιπόν αφεθεί η σφαίρα και πάψει να ασκείται η δύναμη του χεριού που την ανάγκαζε να ακολουθεί την κίνηση του πύργου, θα πρέπει να σταματήσει την κίνησή της προς τα ανατολικά και να πέσει καταληκτικά εμφανώς δυτικότερα από τον πύργο- καθώς θα πέφτει στη γη με την «φυσική» κίνηση κάθε βαρέος σώματος. 4 Ο Th. Kuhn επηρέασε καταλυτικά την επιστημολογία του 20 ου αι, ανήκε στην σχολή της Ιστορικιστικής Στροφής στην περιοχή της Δυτικής Φιλοσοφίας. 14

15 Χαρακτηριστικός εδώ είναι ο τρόπος που διατυπώνει την αντίληψη αυτή ο Butterfield : «Η αλλαγή παραδείγματος μοιάζει με το γύρισμα των πραγμάτων από την ανάποδη. Σαν να αφαιρείς από τα μάτια κάποιου φακούς που αντιστρέφουν το οπτικό πεδίο. Στο καθεστώς της πτολεμαϊκής αστρονομίας οι επιστήμονες φορούσαν τους φακούς του γεωκεντρισμού. Με την κοπερνίκεια επανάσταση τους έβγαλαν και αποδέχθηκαν την ηλιοκεντρική θεωρία». Έτσι το ζητούμενο νέο σύστημα Μηχανικής που θα έλυνε το πρόβλημα της αστρονομίας του Κοπέρνικου έπρεπε να περιλάβει μια νέα έννοια άγνωστη στη σκέψη μέχρι την εποχή του Γαλιλαίου, την έννοια της αδράνειας, στη βάση της οποίας οικοδομήθηκε η Νέα Φυσική. Πρόκειται για τη θεμελιώδη θέση ότι κάθε κινούμενο σώμα συνεχίζει να κινείται με σταθερή ταχύτητα μέχρι να του ασκηθεί κάποια εξωτερική δύναμη και να τη μεταβάλει. Ο Γαλιλαίος πραγματεύεται το ζήτημα της σφαίρας που έπεφτε κατακόρυφα και αρκετά άλλα θέματα μηχανικής σε ένα έντονα δραματουργικό έργο του με τη μορφή σωκρατικού διαλόγου (όπως ήταν το συνηθέστερο συγγραφικό μοτίβο της εποχής), με τίτλο «Διάλογος περί των δύο κύριων συστημάτων του κόσμου» ( Dialogo sopra i due massimi sistemi del mondo ) που γράφτηκε το Στο έργο αυτό, ο διάλογος γίνεται μεταξύ των 2 μυθοπλαστικών ηρώων, του Σιμπλίκιου και του Σαλβιάτι ( ο πρώτος είναι ένας αριστοτελικός ομιλητής και ο δεύτερος εκφράζει κυρίως τις απόψεις του Γαλιλαίου στην πολεμική του για το σύστημα του Κοπέρνικου), εντοπίζουμε το απόσπασμα που δηλώνει και την βαθύτερη πεποίθηση του Γαλιλαίου για το ζήτημα της πτώσης : «Απόλυτα συνδεδεμένη με τη Γη είναι η αρχέγονη και διηνεκής κίνηση στην οποία συμμετέχει αναπόφευκτα αυτή η σφαίρα ως γήινο αντικείμενο, κίνηση την οποία έχει από τη φύση της και θα διατηρηθεί παντοτινά.» 5 Μπορούμε να συμπληρώσουμε ότι σε μια αδρανειακή σύλληψη ενός συστήματος (σφαίρα-πύργοςέδαφος/γη), εφόσον δεν επενεργήσει κανένα αίτιο που να εμποδίζει την κίνησή της από τα δυτικά προς τα ανατολικά, τότε η σφαίρα καθώς πέφτει στη γη θα ακολουθήσει την κίνηση του πύργου που έπεσε. Στον ίδιο διάλογο επίσης παρουσιάζονται και άλλες δυνατές περιπτώσεις για την κίνηση της σφαίρας σε μορφή ερωτήσεων-απαντήσεων. Έτσι, παρουσιάζεται θεωρητικά ότι αν η μπάλα είχε τοποθετηθεί σε κεκλιμένο επίπεδο, τότε θα κινούνταν κυλιόμενη προς τα κάτω με σταθερά επιταχυνόμενη κίνηση. Αρνητική είναι η απάντηση για την πιθανότητα να κινηθεί η μπάλα ανοδικά εκτός από την περίπτωση που θα της δινόταν μια ώθηση, όπου σε αυτό το ενδεχόμενο η ταχύτητά της θα επιβραδυνόταν συνεχώς. 5 H. Butterfield, "Η καταγωγή της Σύγχρονης Επιστήμης ", εκδ. ΜΙΕΤ (Αθήνα 2005). 15

16 Ο Σαλβιάτι ρωτάει στη συνέχεια τον Σιμπλίκιο τι θα συνέβαινε στην περίπτωση που η σφαίρα τοποθετούνταν σε οριζόντιο επίπεδο και της δινόταν μια ώθηση προς κάποια κατεύθυνση. Ο Σιμπλίκιος απαντά ότι τότε η σφαίρα θα συνέχιζε επ άπειρο την κίνησή της στην επιφάνεια αυτή του οριζόντιου επιπέδου, εφόσον δεν θα της ασκούνταν καμία αιτία επιτάχυνσης ή επιβράδυνσης της κίνησής της. Και η ένσταση που φέρνει εδώ ο Σαλβιάτι είναι ότι αυτή η άπειρη κίνηση προϋπέθετε μια άπειρη επιφάνεια και εν τέλει αν έστω ότι υπάρχει η απεριόριστη επιφάνεια αυτή, τότε η σφαίρα θα έπρεπε να εκτελεί μια απεριόριστη κίνηση, σαν μια αέναη κίνηση, κάτι που επιχειρηματολογικά νικούσε κατά κράτος τον αριστοτελιστή Σιμπλίκιο, γιατί νομοτελειακά πρέπει εξ ορισμού να δεχτεί ότι υπάρχει ένας σκοπός-τέλος στις κινήσεις των πραγμάτων. *** Πάντως, ο Γαλιλαίος κατόρθωσε να θέσει τα θεμέλια της μαθηματικής κινηματικής, δίνοντας τον ορισμό της ομαλής και της επιταχυνόμενης κίνησης ( όπως θα αναλυθεί παρακάτω στο επόμενο κεφάλαιο ) και τις περιέγραψε με μαθηματικούς όρους δημιουργώντας έναν φορμαλισμό στην συσχέτιση των φυσικών μεγεθών που εμπλέκονται ( ταχύτητα, απόσταση, χρόνος, επιτάχυνση ). Όταν πέθανε ο Γαλιλαίος το 1642, οι αστρονόμοι που αποδέχονταν το ηλιοκεντρικό σύστημα ήταν μια μειονότητα μέσα στο όλον της κυρίαρχης τάσης του γεωκεντρισμού, παρά ταύτα τα πλεονεκτήματα του ηλιοκεντρικού συστήματος σε μεθοδολογικό και ερμηνευτικό επίπεδο ήταν έκδηλα μέσα από το έργο του Γαλιλαίου και του Κέπλερ, με αποτέλεσμα αυτοί οι δύο πρωτοπόροι να ολοκληρώσουν την επανάσταση του Κοπέρνικου και η εδραίωση της αποδοχής της να ήταν ζήτημα χρόνου. Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σημασία του Κέπλερ και του Γαλιλαίου έγκειται περισσότερο στη σχέση τους με τον 17 ο αι. που ακολούθησε, παρά στη σχέση τους με τον Κοπέρνικο και το ιστορικό παρελθόν τους, καθώς επιλύοντας τους προβληματισμούς που αναφέρονταν σε αυτό, έθεταν την προβληματική του μέλλοντος, δηλαδή, το ζήτημα της ουράνιας δυναμικής (Κέπλερ) και το ζήτημα της γήινης μηχανικής (Γαλιλαίος). Με την διάνοιξη της νέας οδού που εγκαινίασαν στην εξέλιξη της επιστήμης και την ολοκλήρωση του έργου τους πάνω στα φαινόμενα της πλανητικής κίνησης και της κίνησης των σωμάτων ευρύτερα πραγματοποίησαν αδιαμφισβήτητα τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του 17 ου αι. Όμως ο Κέπλερ και ο Γαλιλαίος δεν ήταν οι μόνοι επιστήμονες που εργάστηκαν στην κατεύθυνση αυτή στο ιστορικό αυτό πλαίσιο για την επανάσταση στο χώρο της επιστήμης, καθώς τείνει να είναι κλασσική πλέον η αναφορά σε μία ακόμα μεγάλη φυσιογνωμία, του Γουίλιαμ Γκίλμπερτ (William Gilbert, ) που αναγνωρίζεται από όλους ως θεμελιωτής του σύγχρονου μαγνητισμού και το έργο του παρουσιάζει με χαρακτηριστικό τρόπο την τότε επικρατούσα φιλοσοφία για τη φύση. 16

17 Έτσι, θα πρέπει να επισημάνουμε την συνεισφορά του έργου του με τίτλο «Περί του Μαγνήτου» ( De Magnete ) που ο Γκίλμπερτ δημοσιεύει το 1600, ως ένα από τα σημαίνοντα συγγράμματα της επιστημονικής επανάστασης, το οποίο με τον έντονα πειραματικό / εμπειρικό χαρακτήρα του, θα λέγαμε ότι έρχεται σε σαφή αντίθεση με το έργο του Γαλιλαίου, που θεωρούσε την πειραματική μέθοδο και το ίδιο το πείραμα κυρίως ως εργαλείο πειθούς και όχι απαραίτητα ως κριτήριο επαλήθευσης / εγκυρότητας μιας θέσης, καθώς το έργο του χαρακτηρίζεται όπως προαναφέρθηκε από τον έντονα αφαιρετικό χαρακτήρα των απλουστευτικών υποθέσεων. Ο Γαλιλαίος ήταν σε θέση να διατυπώνει με απόλυτη βεβαιότητα τα αποτελέσματα των μαθηματικών του υπολογισμών, χωρίς να περιλαμβάνει στη μέθοδό του απαραίτητα το ζήτημα της μέτρησης και κατ επέκταση του πειράματος, για τα διάφορα ζητήματα της μηχανικής κίνησης. Αντίθετα, ο Γκίλμπερτ, επιχείρησε να τεκμηριώσει πειραματικά τα διάφορα εμπειρικά δεδομένα που αφορούσαν τα φαινόμενα μελέτης του ( και συγκεκριμένα τον μαγνητισμό, που στην εποχή του συγχέονταν με τα φαινόμενα του στατικού ηλεκτρισμού). Η αναφορά σε προσωπικότητες και άλλων ερευνητών, επιστημόνων ή καλύτερα φυσικών φιλοσόφων όπως αποκαλούνταν την περίοδο μεταξύ 15 ου -17 ου αι, που είναι όχι και τόσο δημοφιλείς, μπορεί να μας παράσχει πολύ χρήσιμες πληροφορίες για την ανάδυση της Μηχανοκρατικής σκέψης στο χώρο της επιστήμης, που την περίοδο εκείνη κείτονταν στο μεταίχμιο της αναγεννησιακής φυσιοκρατίας η οποία έβριθε από μαγικές, μυστικιστικές επενέργειες δυνάμεων πάνω στη φύση και τον κόσμο. Κατά τον τρόπο αυτό, μπορούμε να πούμε ότι η μηχανιστική ή αλλιώς μηχανική φιλοσοφία αναπτύχθηκε κυρίως ως αντίδραση στο αριστοτελικό δόγμα που εμφορούνταν τις θεολογικές επιδιώξεις της Καθολικής Εκκλησίας αφενός, αλλά και ενάντια στην παράδοση της αναγεννησιακής φυσιοκρατίας, σύμφωνα με την οποία ο υλικός κόσμος ( και ό,τι απαρτίζεται ύλης) είναι διαποτισμένος με ζωή 6, και περεταίρω η πεποίθηση ότι η Φύση ταυτίζεται με το Θεό. Αυτή όμως η απόδοση υπερφυσικών δυνάμεων σε υλικά αντικείμενα είχε ως αποτέλεσμα να αμβλυνθεί η διάκριση φυσικού και υπερφυσικού, που ήταν κρίσιμη για την Εκκλησία, καθώς διάφοροι θεολογικοί κύκλοι θεωρούσαν ότι προσέβαλε τις χριστιανικές πεποιθήσεις και τους χριστιανικούςθρησκευτικούς θεσμούς. Στο discours αυτής της προβληματικής, λαβαίνουν μέρος διάφορες μορφές της επιστημονικής επανάστασης, που κάποιες είναι γνωστές όπως ο Ρενέ Ντεκάρτ (Rene Descartes, ) και άλλες που δεν είναι και τόσο γνωστές στο ευρύ κοινό, ωστόσο η συμβολή τους θεωρείται καθοριστική από τους ιστορικούς και φιλοσόφους της επιστήμης, μορφές όπως ο Γουίλιαμ Γκίλμπερτ που προαναφέρθηκε, ο Βαν Χέλμοντ (Jean- Baptiste van Helmont, ) και ο Μαρίν Μερσέν (Marin Mersenne, ), που αποτέλεσαν τον επίλογο μιας παράδοσης, και τους ουραγούς μιας άλλης, της Μηχανιστικής Φιλοσοφίας. 6 Η Αναγεννησιακή φυσιοκρατία υπηρετούσε / υπηρετούνταν από ένα δόγμα γνωστό ως ότι όλα υπαγορεύονται από την Anima mundi- ψυχή του κόσμου, από το οποίο απέρρεαν οι ανιμιστικού τύπου ερμηνείες των διάφορων φαινομένων, και είναι συγγενική με τις ανατολικές (Ασία, Ινδία, Ιαπωνία, κτλ) κοσμοθεωρητικές προσεγγίσεις. 17

18 Ο Βαν Χέλμοντ ήταν όπως και ο Γκίλμπερτ οπαδός του Παράκελσου 7 και θεωρείται επίσης από τους τελευταίους εκπροσώπους της αναγεννησιακής φυσιοκρατίας, συνδέθηκε αρκετά με διάφορες μυστηριακές πρακτικές και θεωρήθηκε ο μάγος-φυσικός φιλόσοφος που στήριζε τις γνώσεις του στις άρρητες δυνάμεις της φύσης, έχοντας μια παρόμοια άποψη με τον Γκίλμπερτ για τον μαγνητισμό ( τον θεωρούσε ως ενεργητική αρχή). Θεωρούσε ότι η κατάκτηση της γνώσης των ζωτικών αρχών που διέπουν τη φύση γίνεται δια μέσου μιας άμεσα ενορατικής προσέγγισης της αλήθειας, και υιοθετούσε σε μεγάλο βαθμό τις βιταλιστικές θεωρήσεις της φυσικής φιλοσοφίας. Πίστευε ότι το νερό είναι η ύλη από την οποία προκύπτουν τα πάντα, και το αντιστοίχιζε με την αρχέγονη θηλυκή αρχή που για να γονιμοποιηθεί και να ζωογονοποιηθεί χρειάζεται την αρσενική σπερματική ή ζωτική αρχή. Θεωρούσε ότι η ζωτική ή σπερματική αρχή ως την βαθύτερη ουσία κάθε όντος, την αποκαλούσε εικόνα του αρχιεργάτη, πλήρης γνώσεων περί του τι πρέπει να πράξει και με τη δύναμη να πραγματώνεται να ενδύεται ευθύς μανδύα σαρκός και μορφοποιώντας αντίστοιχα την ύλη κατ εικόνα, να λαβαίνει ζωή. 8 Τέλος, θεωρούσε ότι η μαγνητική έλξη αποτελεί το πρότυπο ενέργειας σε αυτόν τον έμψυχο κόσμο. Στο ίδιο συζήτησης βλέπουμε ότι η αυτή η ιδέα της ενεργής ύλης, που εμφορούνταν μιας έλλογης πνευματικότητας, όπως εκφραζόταν από κάποιους φυσικούς φιλοσόφους της αναγεννησιακής φυσιοκρατίας ήταν ένα φλέγον ζήτημα. Αυτό συνέβαινε γιατί η αρχαιότητα του 3 ου αι. π.χ. κληροδοτούσε διάφορες υλιστικές ιδέες περί ζωής όπως αυτές του Ασκληπιάδη και των Μεθοδικών ή διάφορες άλλες ατομικές θεωρήσεις όπως του Λεύκιππου και του Δημόκριτου, όπου σε γενικές γραμμές υποστήριζαν ότι ο κόσμος αποτελείται από μικρά-σκληρά (υλικά) σωματίδια τα άτομα- τα οποία μπορούν να κινούνται από μόνα τους. Αυτό ερχόταν σε ορθή ρήξη με την αριστοτελική θεώρηση που επικράτησε στους επόμενους αιώνες μέχρι και μετά την Αναγέννηση, σύμφωνα με την οποία αφενός τα σώματα- τα οποιαδήποτε υλικά σώματα- χρειάζονται την επίδραση κάποιου αιτίου για να κινηθούν (..τό πρώτο κινούν ακίνητον.. ), αφετέρου αυτά που κινούνται από μόνα τους, είναι αυτά που έχουν ζωή. Έτσι, η ιδέα μιας παθητικής ύλης μπορούσε να διατηρήσει τη διάκριση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού, και να λειτουργήσει ως ειδοποιός διαφορά μεταξύ ύλης και πνεύματος. 7 Ο Θεόφραστος Παράκελσος γεννήθηκε το 1493 στο μεταίχμιο του μεσαιωνικού και αναγεννησιακού κόσμου και ήταν ένας από τους μεγαλύτερους αλχημιστές, αστρολόγους και αποκρυφιστές όλων των εποχών. 8 R.S. Westfall, Η συγκρότηση της Σύγχρονης Επιστήμης, σελ ,εκδ.ΠΕΚ(Ηράκλειο 2006) 18

19 Με το ζήτημα αυτό ασχολήθηκε ιδιαίτερα ο Marin Mersenne ( Μαρίν Μερσέν, ), ο οποίος ήταν Γάλλος θεολόγος και φυσικός φιλόσοφος, ασκώντας κριτική στην αναγεννησιακή φυσιοκρατία, ώστε η υπόθεση της παθητικής ύλης να καταστεί ο ακρογωνιαίος λίθος για το πλήθος των μηχανιστικών φιλοσοφιών που αναπτύχθηκαν τον 17 ο αι. Ο Μερσέν σπούδασε εκτός από θεολογία, μαθηματικά και μουσική, και ήρθε σε επαφή με σημαντικές μορφές του πνεύματος όπως ο Ρενέ Ντεκάρτ και ο Πασκάλ, ενώ είχε αναπτύξει αλληλογραφία με τον Γαλιλαίο και αρκετούς σχολαστικούς στην Ιταλία, την Αγγλία και τη Γερμανία, ενώ παράλληλα φέρεται ως ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του Γαλιλαίου, συμβάλλοντας ενεργά και στη μετάφραση αρκετών έργων του για την νέα Μηχανική που παρουσίαζε. Καταληκτικά μπορούμε να πούμε ότι οι απόψεις του Μερσέν διάνοιξαν νέες οδούς στο δίπολο ύλης/πνεύματος και επηρέασαν σε αρκετό βαθμό τους σύγχρονούς του, ένας εκ των οποίων είναι ο Ρενέ Ντεκάρτ ( Rene Descartes, ), ο οποίος επιχείρησε να αναπτύξει περαιτέρω τις απόψεις του Μερσέν. Ο Ντεκάρτ προέτρεπε ουσιαστικά να επέλθει μια εργαλειακή αλλαγή στο τρόπο που βλέπουμε τη Φύση, και να αντικατασταθεί το δέος προς τις υποτιθέμενες άρρητες δυνάμεις της με μια στάση κατανόησης, στη βάση μιας συλλογιστικής θεώρησης όπου η Φύση δεν περικλείει κανένα απρόσιτο μυστήριο, αλλά είναι με τρόπο απόλυτο διαπερατή από το λογικό-την έλλογη ανθρώπινη νόηση. Ο Ντεκάρτ με το έργο του συνθέτει την κατακλείδα του 17 ου αι., καθώς εκπροσωπεί θεωρητικά την ανερχόμενη τάση της φυσικής φιλοσοφίας, την Μηχανοκρατία, όπως αυτή διαφαινόταν στα έργα του Γαλιλαίου και του Κέπλερ στο χώρο της φυσικής και της αστρονομίας, αλλά και στα θεωρητικά έργα του Μερσέν, του Γκασαντί και του Χόμπς. Η μεγάλη παρακαταθήκη του Ντεκάρτ στην ιστορία των ιδεών είναι ότι έδωσε στη Μηχανοκρατία τη φιλοσοφική αυστηρότητα που της έλειπε, και την ενέδυσε με το θεωρητικό μανδύα του καρτεσιανού δυισμού και το εργαλειακό όχημα της μεθοδικής αμφιβολίας προκειμένου να βρει ένα στέρεο υπόβαθρο- το cogito- στην οικοδόμηση της γνώσης βέβαιη και αληθής, απαλλαγμένη από την αυθαιρεσία της απλής πεποίθησης. 19

20 ΜΕΡΟΣ Α IΙΙ. Ο ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΣΜΟΙ 15 ος /17 ος αι. 1. Η παράδοση του εμπειρισμού 1.1. Το ζήτημα της Μεθόδου Το τέλος του 17 ου αι. σηματοδοτήθηκε από ένα νέο είδος έρευνας, που χαρακτηριζόταν από συγκεκριμένα μεθοδολογικά εργαλεία, τα οποία κάλυψαν τις ανάγκες της και η εφαρμογή τους συνεχώς επεκτεινόταν σε όλο και περισσότερους τομείς της επιστημονικής δραστηριότητας. Κατά τη διάρκεια του αιώνα υπήρξε μια στροφή, από την αριστοτελική θεώρηση του κόσμου που παρείχε ερμηνευτικά πλαίσια αναζητώντας τις αιτιακές σχέσεις των φαινομένων με ένα ποιοτικό προσανατολισμό, στην μαθηματικοποίηση της φύσης ως αναβίωση της πλατωνικής / νέο-πλατωνικής προσέγγισης, η οποία εξήρε την υπεροχή των μαθηματικών ιδεών, και έτσι το μεγαλύτερο μέρος της επιστημονικής δραστηριότητας που έλαβε χώρα την περίοδο της Επανάστασης, όπως είδαμε και στα προηγούμενα κεφάλαια από το έργο των θιασωτών της, στράφηκε σε μια πιο ποσοτική προσέγγιση που έφερε το αίτημα του μαθηματικού (υπο)-λογισμού, της αριθμητικής μέτρησης και εν τέλει τη μαθηματικοποίηση της φύσης. Άλλωστε ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην απόρριψη της αριστοτελικής επιστήμης αλλά και όλων των άλλων θεωριών για τη φύση που είχαν ταξιδέψει από την αρχαιότητα στην Δυτική Ευρώπη του νεότερου κόσμου στην εποχή της νεωτερικότητας, ήταν η απογοήτευση των μεθόδων που υιοθετούσαν στην άσκησή τους. Η προβληματική περί της μεθόδου σχετιζόταν με το γεγονός ότι όλες οι πρακτικές που επιστρατεύονταν, αποτύγχαναν να παρέχουν ασφαλή και βέβαια συμπεράσματα γνώσης, αλλά παρείχαν μόνο τη δομή ενισχυμένων εικασιών με τη μορφή πεποίθησης που αντανακλούσε μια έννοια αυθεντίας. Αυτό καταδείκνυε μάλλον ότι η μέθοδος / -οι ήταν λανθασμένη / -ες, και σχετικά με την αναζήτηση μιας μεθόδου που θα ανταποκρινόταν στο αίτημα για την έγκυρη και αληθή γνώση του κόσμου και της δομής του, ασχολήθηκαν αρκετοί (φυσικοί) φιλόσοφοι, μαθηματικοί και ερευνητές των φυσικών επιστημών της περιόδου εκείνης, μεταξύ των οποίων είναι ο Φρ. Μπέικον ( Το Νέον Όργανον ), ο Καρτέσιος ( Λόγος περί της Μεθόδου ), ο Πασκάλ, ο Γκασσαντί, ο Νεύτωνας και αρκετοί άλλοι. Η αναζήτηση μιας ικανής μεθόδου για την κατάκτηση της έγκυρης γνώσης τον 17 ο αι., εκφράζει εν μέρει και την επιμονή για την μελέτη / εξέταση της φύσης από τον άνθρωπο, κάτι που σηματοδοτεί και 20

21 την αλλαγή θέσης του στον κόσμο : ενώ αρχικά βρισκόταν στο κέντρο της φύσης ως κορωνίδα της νομοτελειακής αιώνιας Δημιουργίας, τώρα μεταφέρεται στην περιφέρεια για να λειτουργήσει ως παρατηρητής της Δημιουργίας αυτής, και επιχειρεί για την κατανόηση του κόσμου να τον αναπαραστήσει σε πιο οικείες διατάξεις / δομές, μέσω του πειράματος. Έτσι, ανατέλλει μέσω της πειραματικής μεθόδου μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα, όπου πλέον ο άνθρωπος είναι σε θέση να περιγράφει μέσα από μαθηματικές σχέσεις τις αναλογίες των φυσικών μεγεθών, αλλά και στη βάση κατάλληλων υποθέσεων να κάνει ασφαλείς προβλέψεις για την εξέλιξή τους. Συνήθως ο Francis Bacon (Φράνσις Μπέικον, ) φέρεται ως ο άνθρωπος που επινόησε την πειραματική μέθοδο, καθώς στο έργο του εκφράζεται η επιμονή του για συστηματική συλλογή παρατηρησιακών δεδομένων, και μολονότι δεν έχουν κάποια σαφή κατεύθυνση η αλήθεια είναι ότι αποτελούν ένα προδρομικό στάδιο για την πειραματική διαδικασία και αντανακλούν τον εμπειρισμό της περιόδου. Από την άλλη πλευρά, αναφορικά με την αναζήτηση της κατάλληλης μεθόδου, συναντούμε τον Ντεκάρτ, που υποστήριζε ότι μόνο η Λογική μπορεί να καθορίσει της γενικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας, επηρεασμένος από μια περισσότερο ιδεαλιστική νεοπλατωνική στάση, καθώς θεωρούσε ότι ο πειραματισμός καθαυτός σχετίζεται μόνο με τις επί μέρους λεπτομέρειες της επιστήμης. Η βεβαιότητα του Ντεκάρτ ότι τα όρια της φύσης είναι διαπερατά από το λογικό, δηλαδή ότι μπορούν να διερευνηθούν από τη Λογική, αποτέλεσε μία θεμελειώδη προκείμενη για την ανάπτυξη της σκέψης του 17 ου και 18 ου αι. ιδιαίτερα όσον αφορά την μεγάλη επίδραση που άσκησε στην καντιανή παράδοση που τον ακολούθησε. Ουσιαστικά η καρτεσιανή πρόταξη του λογικού βρίσκεται εναργέστερα στις σύντομες μελέτες του Πασκάλ για τη μέθοδο, όπου επιχείρησε να συνδέσει τον πειραματισμό με καρτεσιανισμό σε ένα ευρύτερο μαθηματικοφορμαλιστικό πλαίσιο, μολονότι οι μελέτες αυτές του Πασκάλ παρέμειναν σε ένα ημιτελές επίπεδο. Στον ίδιο αιώνα, έχουμε ένα χειρόγραφο του Ρόμπερτ Μπόυλ που αποτελεί μάλλον την βέλτιστη διατύπωση αναφορικά με την πειραματική μέθοδο ( το απόσπασμα παρατίθεται από Westfall R.S., Η συγκρότηση της Σύγχρονης Επιστήμης, σελ. 163, εκδ. ΠΕΚ, Ηράκλειο 2006 ). Να επιτρέπει σε έναν ικανό φυσιοδίφη να προβλέπει τα μέλλοντα φαινόμενα δια της συμφωνίας ή της ασυμφωνίας τους προς αυτή, και ιδιαιτέρως το αποτέλεσμα εκείνων των πειραμάτων τα οποία έχουν σχεδιασθεί καταλλήλως για να την δοκιμάσουν, ως γεγονότα τα οποία θα έπρεπε ή δεν θα έπρεπε να είναι συνεπή προς αυτήν. Παρατηρούμε από το απόσπασμα αυτό, ότι ήδη η εννοιολόγηση που αφορά στην διεξαγωγή της έρευνας, κάνει τη διάκριση μεταξύ του πειράματος / πειραματική διαδικασία και της λογικής. 21

22 Την ίδια περίοδο τα περισσότερα κείμενα που γράφονται αναφορικά με τη μέθοδο, θίγουν το θέμα της επαλήθευσης, αποπνέοντας την ανάγκη της επιστημονικής σκέψης του 17 ου αι. για μια ανοιχτή, δημόσια και διυποκειμενική επιστήμη, η εγκυρότητα της οποίας εδράζεται στην διεξαγωγή του πειράματος ως τελικός κριτής και την αποδοχή ή την απόρριψη της θεωρίας. Με άλλα λόγια, την περίοδο του 17ου αι, οριοθετείται μεθοδολογικά η απόρριψη της παράδοσης του σώζειν τα φαινόμενα, της υποταγής των μαθηματικών στη διάσωση της θεωρίας που αφορά τα φαινόμενα, και πλέον, τα μαθηματικά και ο φορμαλισμός θα κρίνουν την ορθότητα της θεωρίας / του λόγου θα μπορούσαμε να πούμε πιο ελεύθερα. Βέβαια υπάρχουν και πριν τον 17 ο αι. αρκετές προδρομικές μορφές φυσικών φιλοσόφων της πειραματικής μεθόδου-καθώς δεν υπάρχει μία μόνο μέθοδος- ωστόσο αυτό που επισημαίνουμε εδώ είναι ότι κατά τη διάρκεια του 17 ου αι. έζησαν οι περισσότεροι από τους πρώτους κλασσικούς της πειραματικής έρευνας στα πλαίσια της νέας επιστήμης. Άλλωστε η ίδια η ερευνητική διαδικασία διαφοροποιείται ανάλογα με το γνωστικό πεδίο και το αντίστοιχο περιβάλλον που αφορά τη συλλογή δεδομένων, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την ιστορική έρευνα ή τη λογική διερεύνηση, ενώ όσον αφορά την ίδια την πειραματική διαδικασία πρέπει να επισημάνουμε ότι υπάρχουν αρκετοί προδρομικοί τύποι της πειραματικής έρευνας πριν φθάσουμε στον 17 ο αι. Πρέπει επίσης να επισημάνουμε τη σχέση μεθόδου και επιστημονικής πρακτικής, με την έννοια ότι υπάρχουν γνωστικά πεδία, όπως η ιατρική, όπου η ίδια η πειραματική διαδικασία ως συλλογή και επεξεργασία δεδομένων ( π.χ. συμπεριφορά ασθενών, συμπτωματολογία, ορισμός σταθερών θερμοκρασίας, αρτηριακής πίεσης, κ.τ.λ.) αποτελεί αυτοαναφορικά εν γένει την έρευνα ( πειραματική ή λογική διερεύνηση) και την άσκηση της επιστημονικής πρακτικής. 9 Έτσι μπορούμε να επισημάνουμε επί παραδείγματι την απλότητα που διέκρινε τη πειραματική φυσιολογία του Άγγλου φυσιολόγου Γουίλιαμ Χάρβεϋ ( William Harvey, ), μια απλότητα που φώτιζε με ενάργεια τις κύριες πλευρές της πειραματικής αντιμετώπισης των φαινομένων, υποβάλλοντας στη φύση ορισμένες τεχνητές συνθήκες που υπαγορεύονταν από το ερώτημά τουαναφορικά με την κυκλοφορία του αίματος και τη λειτουργία της καρδιάς. Αντίστοιχα η ανακάλυψη και λειτουργία του βαρομέτρου ήταν αποτέλεσμα μιας πειραματικής διαδικασίας, στα πλαίσια της οποίας ένα καλά διατυπωμένο ερώτημα οδήγησε τον πειραματιστή Τορικέλλι να γεμίσει τον κάθετο σωλήνα με υδράργυρο, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό για το ίδιο το πείραμα, βαρύνουσας σημασίας το ζήτημα του κατάλληλου σχεδιασμού και του καλώς ορισμένου ερωτήματος από τον πειραματιστή. 9 Χαρακτηριστική αναφορά μπορεί να γίνει εδώ για τα Ιπποκρατικά κείμενα αλλά και για τη γαληναϊκή φυσιολογία που μοιάζει μορφολογικά με ένα υποθετικο-παραγωγικό μοντέλο επιστημονικής πρακτικής, το οποίο μελετήθηκε εκτεταμένα από αρκετούς μεσαιωνικούς αλλά και από το Πανεπιστήμιο της Πάντοβας το 16 ο αι., στα πλαίσια της Λογικής. 22

23 Επίσης από τις καλύτερες πειραματικές πραγματείες της περιόδου θεωρείται η σειρά πειραμάτων που διενήργησε ο Νεύτωνας για την προέλευση των χρωμάτων, όπου με την επινόηση κατάλληλων τεχνητών συνθηκών, ο πειραματιστής διατυπώνει το ερώτημά του στη φύση, από το οποίο εξαρτάται και η διάταξη των τεχνητών συνθηκών. Διαφαίνεται λοιπόν το μοντέλο του πειραματιστή που η επιδίωξή του για γνώση σε ένα συγκεκριμένο μέρος της πραγματικότητας διατυπώνεται μέσα από ένα ερώτημα που ο ίδιος υποβάλλει στη φύση, το οποίο ερώτημα θα υπαγορεύσει την συγκεκριμένη πειραματική πρακτική α - και όχι την β. Στο πλαίσιο αυτό, αναδύεται και ο υποκειμενικός χαρακτήρας σχεδόν προσωποποιητικός χαρακτήρας της επιστήμης ποιός είναι αυτός που ερωτά τη φύση και τι ερωτά - και προκύπτει μια άρρητη αποδοχή από την πλευρά του ερωτώντος /πειραματιστή ότι από τη πρώτιστη σχεδίαση του πειράματος, η φύση δύναται να απαντήσει μονολεκτικά ένα ναι ή ένα όχι. Ανακεφαλαιώνοντας, πρέπει να δώσουμε βαρύτητα στο γεγονός ότι σε όλη τη διάρκεια του 17 ου αι. συντελέστηκε μια στροφή στην επιστημονική σκέψη, όπου από την απλή παρατήρηση των φαινομένων που παρουσιάζει από μόνη της η φύση και τον στάση του ανθρώπου ως προς το σώζειν τά φαινόμενα, σε μια άλλη πρακτική, διαφορετικής νοοτροπίας, όπου ο πειραματιστής υποβάλλει ερωτήματα στη φύση υπό συνθήκες που έχει καθορίσει ο ίδιος με το πείραμα. Αυτή η πρακτική ακριβώς, έγινε ένα εργαλείο ευρείας χρήσης στην επιστημονική έρευνα του 17 ου αι., θέτοντας παράλληλα και τις προϋποθέσεις της Μηχανοκρατίας. Άλλωστε στον αιώνα που μεσολάβησε μεταξύ Κοπέρνικου και Γαλιλαίου η επιστήμη είχε ανατρέψει σχεδόν ολικά την εικόνα που είχε η αρχαιότητα για τον κόσμο: Η Γη δεν βρισκόταν πλέον στο κέντρο του Σύμπαντος και νέες ανακαλύψεις στο χώρο της ανατομίας, της φυσιολογίας, της χημείας και της φυσικής έδιναν ισχυρά τεκμήρια ότι η αρχαιότητα δεν είχε κατακτήσει όλα τα πεδία του επιστητού και ότι οι αρχαίοι στοχαστές δεν ήταν παντογνώστες, αλλά υπήρχαν πολλά ακόμη ανεξερεύνητα πεδία που κέντριζαν το ενδιαφέρον των στοχαστών του 16 ου και 17 ου αι. 23

24 1.2. Ο Μπέικον και η πειραματική μέθοδος Οι διάφοροι στοχαστές της περιόδου μεταξύ του 16 ου και 17 ου αι., άρχισαν να σκέφτονται και να μελετούν την επιστήμη καθαυτή ως προς τις μεθόδους και τις πρακτικές που εφαρμόζονταν, στην προσπάθεια να διερευνηθεί ποιός είναι ο καλύτερος τρόπος άσκησής της και πόσο βέβαιοι μπορούμε να είμαστε για την ακρίβεια των νέων ανακαλύψεων που παρήγαγε. Σε ένα πιο στενά κοινωνικό πρίσμα, αρκετοί ευρωπαίοι λόγιοι της περιόδου, αναρωτήθηκαν σε βάθος για την έννοια της επιστήμης, ως προς το σκοπό που μπορεί να υπηρετήσει, δηλαδή κατά πόσο και πώς θα μπορούσε η επιστήμη να βελτιώσει την ευημερία, την υγεία, την ευτυχία του ατόμου και του συνόλου, το ζήτημα του μέσου και του σκοπού στο οποίο ανάγεται κάθε επιστημονική δραστηριότητα, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Στην κατεύθυνση της αναδυόμενης μηχανοκρατικής σκέψης για τον κόσμο και της μελέτης περί της επιστημονικής μεθόδου, πρωτοστάτησαν δύο σημαίνουσες προσωπικότητες, στην Αγγλία ο Φράνσις Μπέικον (Francis Bacon, / πολιτικός με σπουδές νομικών) και στη Γαλλία ο Καρτέσιος ( φιλόσοφος και μαθηματικός, όπως προαναφέρθηκε). Ήδη είχε αρχίσει να γίνεται κατανοητό στους ανθρώπους της Νεωτερικότητας ότι η Γνώση μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό όπλο σε όποιον την κατέχει, και πάνω στη θέση αυτή δομήθηκε το ενδιαφέρον και ο ενθουσιασμός για την επιστήμη όλων των διανοούμενων του 16 ου και 17 ου αι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης ήταν ο Μπέικον 10, ένας από τους επιφανείς αξιωματούχους της αγγλικής κυβέρνησης που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη δραστηριότητα της ευρωπαϊκής επιστήμης της εποχής του, καθώς είναι γνωστό ότι αφιέρωσε αρκετό χρόνο στην εκτέλεση πειραμάτων χημείας, και ότι ασχολήθηκε με διάφορα φυσικά φαινόμενα που εκτείνονται στο χώρο της ζωολογίας, της βοτανικής, της μετεωρολογίας και του μαγνητισμού. Η επιστημολογική συνεισφορά του έγκειται στην προσπάθειά του να αναδείξει την αξία της επιστήμης, καθώς είναι παροιμιώδης η φράση του ότι Η γνώση είναι δύναμη και πίστευε ότι η επιστήμη είναι ο καλύτερος τρόπος για να κατακτηθεί η γνώση. Διετύπωσε αρκετά ευφυή και πειστικά επιχειρήματα σχετικά με το γιατί άξιζε κάποιος να ασκεί την επιστήμη και πρότεινε μια δεοντολογία για τον τρόπο άσκησής της δημιουργώντας ένα πρότυπο επιστημονικής μεθόδου, ενώ παράλληλα σε πρακτικό επίπεδο άσκησε πιέσεις στην βασιλική εξουσία της Ελισάβετ και του Ιάκωβου ώστε να δαπανήσουν δημόσιο χρήμα για την ανοικοδόμηση εργαστηρίων και τη δημιουργία θέσεων εργασίας για τους επιστήμονες. 10 Ο Φράνσις Μπέικον προερχόταν από οικογένεια ταπεινής καταγωγής ωστόσο εξελίχθηκε σε ισχυρό αξιωματούχο της βασίλισσας Ελισάβετ Α, και μετά το θάνατό της, του βασιλιά Ιάκωβου Ά. Η οικογένειά του αναγνωρίζοντας την βαρύνουσα σημασία της παιδείας και της εκπαίδευσης, τον στήριξε και επιμελήθηκε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Ειδικεύθηκε στην αγγλική νομοθεσία, έλαβε μέρος σε αρκετές δίκες και θήτευσε ως Υπουργός Δικαιοσύνης ( Lord Cancellor), ήταν μέλος του Κοινοβουλίου, ενώ παράλληλα εξελίχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες νομικές προσωπικότητες της εποχής του. 24

25 Ήταν υπέρμαχος της δημιουργίας εταιρειών ακαδημιών για την επιστημονική κοινότητα που σταδιακά αρθρωνόταν την περίοδο εκείνη, ώστε να προωθείται ένας γόνιμος και παραγωγικός διάλογος από την ανταλλαγή των ιδεών και των πληροφοριών που είχε μεμονωμένα ο κάθε επιστήμονας. Η βακωνική επιστήμη αποσκοπούσε να προσφέρει τα κατάλληλα μέσα στον άνθρωπο της νεωτερικής περιόδου, ώστε να κατανοήσει τη φύση ως προς τη δομή και τη λειτουργία της, και μέσα από την κατανόηση αυτή να μπορεί να την ελέγξει τιθασεύοντάς τη. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η βακωνική αντίληψη για την επιστήμη στοιχειοθετείται σε μια περίοδο μεταξύ του 16 ου -17 ου αι., όπου η εξέλιξη της επιστήμης οφείλεται στη διάδραση μεταξύ τριών κοινωνικών κατηγοριών : τους λόγιους των Πανεπιστημίων, τους λόγιους ουμανιστές και τους τεχνίτες, που ήταν φορείς εμπειρικών γνώσεων και τεχνικών. Βρισκόμαστε χρονικά στα πρώτα στάδια συγκρότησης της καπιταλιστικής οικονομίας στην Ευρώπη, όπου η εξέλιξη της μηχανικής τεχνολογίας και οι συνεχείς κοινωνικές ανακατατάξεις λόγω της αστικής πλέον διάρθρωσης, συντείνουν στην βαθμιαία εξάλειψη των φραγμών που εμπόδιζαν την επαφή μεταξύ των φορέων της ορθολογικής σκέψης και του εμπειρισμού. Στο μεταβατικό αυτό πλαίσιο ανάδυσης του αστισμού στην διάρθρωση των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ο Μπέικον όρισε με σαφήνεια τους βέλτιστους τρόπους άσκησης της επιστήμης, και επιχείρησε να διατυπώσει μια δεοντολογία για το έργο του επιστήμονα ως επαγγελματία, σύμφωνα με την οποία πρέπει να διασφαλίζεται η σαφήνεια και η ακρίβεια ως αίτημα της επιστήμης, αποτελώντας παρακαταθήκη για τις επερχόμενες γενιές : Θεωρούσε ότι οι επιστήμονες πρέπει να χρησιμοποιούν λέξεις και όρους επακριβώς ορισμένους και εύκολα κατανοητούς. Πρέπει να μένουν αμερόληπτοι, να προσεγγίζουν την έρευνά τους με καθαρό μυαλό, διατυπώνοντας λογικές υποθέσεις και να μην προσπαθούν να αποδείξουν εκ των προτέρων ό,τι πιστεύουν ότι γνωρίζουν. Έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στον εμπειρισμό και τον πειραματικό χαρακτήρα της επιστήμης, ενώ επέμενε για την επανάληψη του ίδιου πειράματος και των παρατηρήσεων, προκειμένου να αποδίδεταιεξασφαλίζεται μεγαλύτερη βεβαιότητα στα επαγόμενα αποτελέσματα ( μέθοδος της επαγωγής ). Για παράδειγμα, ένας χημικός μετρώντας και ζυγίζοντας ξανά και ξανά τις ουσίες που αναμειγνύει, μπορεί να αποφανθεί με βεβαιότητα για τα χημικά φαινόμενα που μελετά. Η βακωνική επιστήμη είναι εμπειρική και χαρακτηρίζεται από τη μέθοδο της επαγωγής, δηλαδή βασίζεται στο μοντέλο της έρευνας σύμφωνα με το οποίο, όσο περισσότερες παρατηρήσεις ή επαγωγές κάνει ένας επιστήμονας, τόσο μεγαλύτερη βεβαιότητα αποκτά για το τι θα συμβεί. 25

26 Σύμφωνα με τον Μπέικον, ο επιστήμονας μπορεί με βάση αυτές τις πολλαπλές επαγωγές, να προχωρήσει σε γενικεύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους αποκαλύπτουν τους νόμους που διέπουν τις λειτουργίες της φύσης. Ο Μπέικον υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της πειραματικής μεθόδου και πηγή έμπνευσής του ήταν η αναγνώριση της αξίας της εργασίας των τεχνιτών. Ορισμένοι ιστορικοί της επιστήμης κάνοντας μια κριτική του έργου του υποστηρίζουν ότι ο ίδιος δεν πειραματίστηκε ποτέ ούτε είχε ενεργή ενασχόληση με τη φυσική φιλοσοφία, όπως συχνά αναφέρεται, αλλά ωστόσο υπήρξε σίγουρα μεταρρυθμιστής της φυσικής γνώσης και θεωρούσε ότι η γνώση είναι δύναμη και πρέπει να χρησιμοποιείται προς όφελος των ανθρώπων. Μολονότι συχνά αναφέρεται ως θεμελιωτής της πειραματικής μεθόδου, πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτά που περιέγραφε ο Μπέικον δεν σχετίζονταν με τα γαλιλαϊκά πειράματα αναφορικά με τα κεκλιμένα επίπεδα, ωστόσο πρότεινε τη μέθοδο καταλογογράφησης των πειραματικών γεγονότων που διενεργούνταν, προκειμένου να αποφεύγεται η οποιαδήποτε παραπλάνηση του ερευνητή από προκαταλήψεις και εσφαλμένες υποθέσεις 11. Ο Μπέικον δεν ήταν ένας αφελής εμπειριστής, καθώς αναγνώριζε ότι η γνώση δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά και μόνο προϊόν της εμπειρίας όπως αυτή μας παρουσιάζεται άμεσα από τις αισθήσεις, αλλά ούτε αποκλειστικά και μόνο προϊόν των δυνάμεων του νου. Αναφορικά με το ζήτημα της γνώσης, στράφηκε κατά των σκεπτικιστών και θεωρούσε ότι αυτή μπορεί να παράγεται είτε εξ αποκαλύψεως (περί Θεού) είτε από τις αισθήσεις μας, προτείνοντας το μοντέλο του Μεθοδολογικού Εμπειρισμού, δηλαδή μια συστηματική μέθοδο στην ανάπτυξη της γνώσης, με τη χρήση καταλογογράφησης, καταγραφών και ονοματοθεσίας των πειραματικών γεγονότων. Ουσιαστικά ο Μεθοδολογικός Εμπειρισμός που προτείνει ο Μπέικον, είναι μια μέθοδος που ξεκινά από την εμπειρία αλλά καθοδηγείται από το λόγο και τη νόηση, ενώ παράλληλα στη βακωνική επιστήμη ως μέθοδος νοείται το σύνολο των μηχανικών κανόνων που μπορεί να μας παράσχει τη γνώση των αιτίων ως σκοπός της έρευνας και ερμηνείας της φύσης. Ο Μπέικον αναμόρφωσε τον τρόπο που λειτουργούσε η επιστημονική έρευνα με την επιμονή του αφενός στη συλλογή φυσικών ιστοριών, δηλαδή πειραματικών και παρατηρησιακών φαινομένων, ώστε να συγκροτηθούν συγκριτικοί πίνακες για συμφωνίας, απουσίας, βαθμιαίας μεταβολής των υπό 11 Ο Μπέικον αντιλαμβανόταν ότι ο επιστήμονας ως υποκείμενο εμπλέκεται σε διάφορες κοινωνικές νόρμες που καθιστούν δύσκολο να μείνει αμερόληπτος στην έρευνά του. Οι διάφορες κοινωνικές προκαταλήψεις μπορούν να υποθάλψουν την επιστημονική έρευνα λόγω των εσφαλμένων ιδεών που ονόμαζε με τον όρο είδωλα και διέκρινε ότι υπάρχουν 4 κατηγορίες : τα είδωλα φυλής (εσφαλμένοι τρόποι σκέψης που προκύπτουν από την ίδια την ανθρώπινη φύση), τα είδωλα του σπηλαίου (διανοητικά σφάλματα και προκαταλήψεις που προκύπτουν από την ιδιοσυγκρασία και την ανατροφή του ατόμου), τα είδωλα της αγοράς (οι ολέθριες επιρροές που μπορεί να έχουν πάνω μας οι λέξεις και η γλώσσα), και τέλος, τα είδωλα του θεάτρου (εσφαλμένες μέθοδοι στη διεκδίκηση της γνώσης). 26

27 μελέτη φαινομένων, και αφετέρου με τη βαρύτητα που έδινε στην αναζήτηση της αιτιακής σχέσης που συνδέει τα φαινόμενα, μέσα από μια παραδειγματική περίπτωση. Η επιστήμη και η επιστημονική έρευνα σύμφωνα με το πρότυπο του Μπέικον, είναι στρατευμένη στην παραγωγή μιας θεωρησιακής και λειτουργικής γνώσης, που δεν είναι αυτοσκοπός αλλά αναφέρεται στο κοινό όφελος. Οι απόψεις του Μπέικον για τον τρόπο άσκησης της επιστήμης, ενέπνευσαν και επηρέασαν πολλές γενιές επιστημόνων και συνεχίζουν να ασκούν επίδραση σε αρκετούς σύγχρονους εμπειριστές, ενώ στο αντίπαλο δέος συναντούμε με διαφορετικό τρόπο τις ιδέες του Γάλλου Ρενέ Ντεκάρτ, γνωστότερου ως Καρτέσιος ( ), ο οποίος προέβαλε ένα περισσότερο ιδεαλιστικό αίτημα για την άσκηση της επιστήμης, όπως θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια. Επίσης θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Μπέικον είχε απορρίψει την εγκυρότητα των μαθηματικών για την κατανόηση του φυσικού κόσμου, και ίσως έτσι να δικαιολογείται η απουσία των μαθηματικών από το έργο του Μπέικον, κάτι που μπορεί να σημαίνει παράλληλα ότι ο ίδιος δεν είχε επηρεαστεί από τον πειραματισμό που προήλθε από τη μαθηματική παράδοση. Η περίπτωση του βακωνικού πειραματισμού μας δείχνει ότι την περίοδο του 16 ου -17 ου αι. υπήρχαν και άλλες πηγές εμπειρικής γνώσης, πέρα από τη γαλιλαϊκή- μαθηματική παράδοση, όπως οι διάφορες τεχνικές, η νέα ιατρική του Παράκελσου, η αλχημεία και πολλές όψεις της μαγικής παράδοσης. Έτσι λοιπόν εντοπίζουμε ότι πέρα από την μαθηματική πειραματική κατεύθυνση υπήρχαν την περίοδο αυτή και άλλες πηγές πειραματισμού για την κατανόηση της φύσης, όπως το πρόγραμμα Ανατομίας και Φυσιολογίας που ανέπτυξε ο Βεσάλιος (Andreas Vesalius, ) ανατέμνοντας ανθρώπινα πτώματα, η ιατρική που ασκούσε στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα ο Φαμπρίτσι της Ακουακαπεντέτε, ο οποίος συνέχιζε την ερευνητική αριστοτελική παράδοση και υπήρξε δάσκαλος του Χάρβεϋ ( William Harvey, ), ο οποίος με τη σειρά του μελέτησε τον κεντρικό ρόλο της καρδιάς και του αίματος στην κατεύθυνση του εμπειρισμού ανατέμνοντας ζωντανά ζώα. Στα πλαίσια αυτής της μορφής του εμπειρισμού αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η Φυσιολογία που πλέον βρισκόταν στο επίκεντρο των μεγαλύτερων πειραματικών ερευνών, όπως και η Φυσική Ιστορία όπου η παράδοση του ουμανισμού συνέβαλε στην κατάρτιση εγκυκλοπαιδικών προγραμμάτων και επισκοπήσεων και τη χλωρίδα και την πανίδα. 27

28 2. Οι εφαρμογές της πειραματικής μεθόδου 2.1. Οι ευρωπαϊκές ιατρικές σχολές μέχρι και τον 16 ου αι. Κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα υπήρχαν αρκετοί πρακτικοί ιατροί-θεραπευτές οι οποίοι ασκούσαν την τέχνη της ιατρικής και προέρχονταν είτε από διάφορα μοναστήρια είτε από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, όπως οι μαμές ( γυναίκες έμπειρες στην μαιευτική που ασκούσαν και άλλα θεραπευτικά καθήκοντα για τη φροντίδα ασθενών συνήθως μέσω βοτάνων ). Τα κέρδη από την εξάσκηση της ιατρικής κατά τον Μεσαίωνα, αποτέλεσαν μεγάλο πειρασμό για τους μοναχούς ιατρούς, αρκετοί από τους οποίους άρχισαν να παραμελούν βαθμιαία τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, εγκαταλείποντας τελικά τα μοναστήρια, προκειμένου να ασκήσουν την ιατρική έξω από αυτά, ως ιδιωτικοί πλέον ιατροί. Αυτό ανησύχησε ιδιαίτερα την Εκκλησία, η οποία απαγόρευσε να ασκούν την ιατρική εκτός των μονών με τις αποφάσεις των Συνόδων της Ρενς το 1131 και της Ρώμης το 1139, ωστόσο επειδή η απαγορεύσεις των συνοδικών αποφάσεων δεν είχαν το επιθυμητό για την Εκκλησία αποτέλεσμα, ο Πάπας Ονώριος Γ αποφάσισε να λάβει πιο δραστικά μέτρα και έτσι το 1200 απαγόρευσε τελείως στους κληρικούς την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος. Αυτή ήταν η καταλυτική κίνηση για την παύση της μοναστηριακής ιατρικής και ταυτόχρονα η εναρκτήρια ώθηση για τις λαϊκές ιατρικές σχολές που είχαν αναπτυχθεί αρχικά γύρω από τις μονές των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων, οι σημαντικότερες εκ των οποίων αξίζει να αναφέρουμε είναι η σχολή του Σαλέρνο της Καμπανίας στην Κάτω Ιταλία και του Μονπελιέ στη Νότια Γαλλία. Οι διάφορες επί μέρους ιατρικές σχολές άνθιζαν σε αρκετά σημαντικά κέντρα-πόλεις της Ευρώπης για αρκετούς αιώνες στη διάρκεια του Μεσαίωνα αλλά και της Αναγέννησης διδάσκοντας την ιατρική των αρχαίων χρόνων, όπως παραδόθηκε μέσω των αραβικών μεταφράσεων, ενώ παράλληλα θα πρέπει να υπογραμμίσουμε τη σημαντική συνεισφορά και επίδραση της αραβικής επιστήμης στο πεδίο της ευρωπαϊκής ιατρικής. 12 Οι σχολές ιατρικής που διαδέχθηκαν τα μοναστηριακά θεραπευτήρια άρχισαν να παρακμάζουν με την ίδρυση διάφορων Πανεπιστημίων στην Ευρώπη. Ο Φρειδερίκος Β ίδρυσε το έτος 1240 το Πανεπιστήμιο της Νάπολης, ωστόσο επιφύλαξε το δικαίωμα χορήγησης πτυχίου ιατρικής μόνο για τη σχολή του Σαλέρνο σε όσους είχαν πραγματοποιήσει επιτυχώς πενταετή φοίτηση, ενώ σημαντικό είναι 12 Αναφορικά με την πρόσληψη της αρχαίας ιατρικής στη σχολή του Σαλέρνο, πρέπει να επισημάνουμε τη συμβολή του έργου των Αράβων. Στην κατεύθυνση αυτή, σημαντικό ρόλο επίσης διαδραμάτισε ο Κωνσταντίνος Αφρικανός ( μ.χ.), ένας ιδιαίτερα μορφωμένος πολυμαθής από την Καρχηδόνα, ο οποίος γνώριζε ελληνικά και αραβικά. Μέσα από αρκετά ταξίδια στην Ανατολή κατάφερε να συγκεντρώσει αρκετές γνώσεις από τη βιβλιογραφία και των δύο γλωσσών, μεταφράζοντας έργα των περισσότερων Αράβων ιατρών και σχολιαστών, όπως επίσης και του Ιπποκράτη και του Γαληνού από την αραβική τους έκδοση, με αποτέλεσμα στο μεταφραστικό του έργο να πραγματώνεται ο συγκερασμός της μοναστηριακής παράδοσης, των βασικών στοιχείων από την κλασσική παράδοση της αρχαιότητας και των ιατρικών πρακτικών του αραβικού πολιτισμού από την επιστήμη που αναπτύχθηκε στην Ανατολή. 28

29 το γεγονός ότι με το ιδρυτικό διάταγμά του επισημοποιούσε την ανατομική άσκηση επί πτωμάτων ως αναπόσπαστο τμήμα για τη διδασκαλία της ιατρικής. Παρά ταύτα, οι παλιές σχολές της ιατρικής υστερούσαν σημαντικά έναντι των δυνατοτήτων που παρέχονταν στους σπουδαστές των Πανεπιστημίων, τα οποία παρείχαν περισσότερα μέσα και καλύτερη οργάνωση, κάτι που προσέλκυε ολοένα και περισσότερους διδάσκοντες και σπουδαστές στον ακαδημαϊκό κόλπο, απογυμνώνοντας και υποβαθμίζοντας τις ιατρικές σχολές. Το διδακτικό προσωπικό των Πανεπιστημίων αμειβόταν με σταθερό μηνιαίο μισθό, ενώ στις σχολές η αμοιβή τους εξαρτιόνταν από τις συνδρομές των σπουδαστών, που ο αριθμός τους σταδιακά μειωνόταν, με αποτέλεσμα οι απολαβές των διδασκόντων να τείνουν στο ελάχιστο. Τον 16 ο αι. προκύπτει ένα νέο είδος για την πρακτική, τη διδασκαλία και την άσκηση της ιατρικής, μέσα στους χώρους διάφορων σχολών, που αποδείχθηκαν δομικά και λειτουργικά ως το ιδανικότερο πλαίσιο για την προώθηση της παρατηρησιακής και εμπειρικής επιστήμης. Από τον 16 ο αι. οι ιατρικές σχολές ήταν κατεξοχήν πανεπιστημιακά ιδρύματα, εξοπλισμένα με χώρους ανατομίας, βοτανικούς κήπους για φαρμακευτική χρήση και κάποια πρώιμα εργαστήρια χημείας, και επομένως στον πυρήνα τους μπορούσε κάποιος να έχει πρόσβαση σε νέα και πολύ ακριβά επιστημονικά όργανα, όπως μικροσκόπια, τηλεσκόπια, αντλίες κενού, κ.τλ., δηλαδή σε εξοπλισμούς που διεύρυναν την παρατηρησιακή έρευνα. Έτσι ως συνέπεια εντοπίζουμε μια σημαίνουσα διάκριση για την περίοδο της επιστημονικής επανάστασης, όπου η επανάσταση για τις επιστήμες της ζωής προέκυψε εντός του αμιγώς πανεπιστημιακού χώρου, στα πλαίσια των ιατρικών σχολών, σε αντίθεση με την επανάσταση στο πεδίο των φυσικών επιστημών αναφορικά με την ουράνια και γήινη μηχανική, που όπως παρακολουθήσαμε έλαβε χώρα εκτός του πανεπιστημιακού πλαισίου. 29

30 2.2. Ο πειραματισμός στην Ανατομία και τη Φυσιολογία Η μελέτη των έμβιων όντων αποτέλεσε ένα μεγάλο ρεύμα έρευνας στα πλαίσια της πειραματικής επιστήμης και του εμπειρισμού ευρύτερα, καθώς οι μεγάλες ανακαλύψεις στο Νέο Κόσμο κέντρισαν τους ευρωπαίους φυσιοδίφες να στρέψουν το ενδιαφέρον τους στην μελέτη, την περιγραφή και την καταγραφή των νέων ειδών της χλωρίδας και της πανίδας που συναντούσαν στην νέα ήπειρο. Παράλληλα, η μελέτη του έργου διάφορων φιλοσόφων και ιατρών της αρχαιότητας και των ιδεών περί των έμβιων όντων στον αρχαίο κόσμο, αναφορικά με τη φυσιολογία, τη ζωολογία και τη βοτανική, αναβίωσαν τη μελέτη για τις φυσικές διαδικασίες της γέννησης, της ανάπτυξης, της λειτουργίας και του θανάτου. Στην κατεύθυνση του πειραματισμού που αναπτύχθηκε για την κατανόηση της φύσης υπήρξαν σημαίνουσες προσωπικότητες ιατρών-φιλοσόφων, ήδη από την εποχή της Αναγέννησης (14 ος -15 ος αι.), που μελέτησαν τα έργα της αρχαιότητας τόσο από την αριστοτελική παράδοση, τη σχολή του Ιπποκράτη, των Μεθοδικών, του Γαληνού και αρκετών ακόμη πρακτικών ιατρικών τεχνικών του αρχαίου κόσμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης είναι ο Βεσάλιος (Andreas Vesalius, ), ο οποίος έδινε διαλέξεις ανατομίας στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας τη στιγμή που ο ίδιος ανέτεμνε σώματα. Παλαιότερα, συνηθέστερη πρακτική στις πανεπιστημιακές διδασκαλίες για τις επιστήμες της ζωής, ήταν ένας λέκτορας να δίνει μια διάλεξη διαβάζοντας κείμενα του Γαληνού 13 και παράλληλα ένας χειρούργος να κάνει τις ανατομές. Το σημαντικότερο έργο του Βεσάλιου είναι το εξαιρετικά εικονογραφημένο βιβλίο του με τίτλο De Humani Corporis Fabrica ( Περί της δομής του ανθρώπινου σώματος, 1543), το οποίο ήταν ουσιαστικά ένα εγχειρίδιο ανατομίας, ένας πρακτικός οδηγός για την τέχνη της ανατομίας. Στην εισαγωγή του βιβλίου του τάχθηκε κατά του διαχωρισμού που επικρατούσε μεταξύ χειρουργού (χειρωνακτική εργασία) και της ιατρικής (πνευματική εργασία στο χώρο του πανεπιστημίου). Αυτή η στάση του ίσως δικαιολογείται από την τάση ότι ο Βεσάλιος. όπως και άλλοι αναγεννησιακοί ανατόμοι έβλεπαν τους εαυτούς τους όχι ως ερμηνευτές της φύσης μέσω της φιλοσοφίας, αλλά ως απλούς παρατηρητές, που βασίζονται στην άμεση εμπειρία μέσω της αυτοψίας, προκειμένου να περιγράψουν τη δομή και λειτουργία των σωμάτων. 13 Ο Βεσάλιος μελετώντας τον Γαληνό εντόπισε αρκετά λάθη στις ανατομικές μελέτες του, σε βαθμό που απείλησε αρκετά την Γαληνική φυσιολογία. Η πιο σημαντική από αυτές ήταν ότι το τοίχωμα στο εσωτερικό της καρδιάς δεν είναι διάτρητο ώστε να επιτρέπει την κίνηση του αίματος από το δεξί στον αριστερό κόλπο. Μολονότι ο Βεσάλιος δεν συνέχισε περαιτέρω τις μελέτες του για την καρδιά, δημιούργησε ένα ρεύμα μελέτης για σχετικές ανακαλύψεις από τους διαδόχους του στο πανεπιστήμιο της Πάδοβα. 30

31 Δύο ακόμη σημαίνοντες πειραματιστές στην κατεύθυνση του Βεσάλιου που αξίζει να αναφερθούν είναι ο Realdus Columbus ( ) που πρότεινε την θεωρία της πνευμονικής κυκλοφορίας ( ότι το αίμα μεταφέρεται από τον δεξί στον αριστερό κόλπο της καρδιάς αφού περάσει από τους πνεύμονες) και ο Hieronimus Fabricius ( ) που ανακάλυψε τις βαλβίδες στις κεντρικές αρτηρίες των ποδιών ( η ανακάλυψη αυτή κατεύθυνε τον William Harvey να ισχυρισθεί ότι επέτρεπαν τη ροή του αίματος μόνο από τα πόδια στην καρδιά). Γενικότερα, οι περισσότεροι πειραματιστές του 16 ου -17 ου αι. που ασχολούνταν με τα φαινόμενα της ζωής, είχαν λάβει ακαδημαϊκή παιδεία και πρέπει να επισημάνουμε την άμεση σύνδεσή τους με τα πανεπιστημιακά ιδρύματα της περιόδου, σε αντιδιαστολή με τους φυσικούς επιστήμονες φιλοσόφους που δρούσαν είτε μονήρεις είτε οργανωμένοι σε κάποια κοινότητα-ακαδημία εκτός του πανεπιστημιακού πλαισίου. Έτσι, ο εμπειρισμός στον οποίο εμπλέκονταν οι πειραματιστές αυτοί, είχε συχνά τον αποχρώντα λόγο του αριστοτελισμού ή της βιταλιστικής παράδοσης, που αναβίωνε παράλληλα την περίοδο εκείνη από την μελέτη των αρχαίων συγγραμμάτων. Μια αντιπροσωπευτική περίπτωση αποτέλεσε ο βιταλιστής Ουίλλιαμ Χάρβεϋ ( William Harvey, / Άγγλος γιατρός) που προερχόταν από αγροτική-εμπορική οικογένεια, ο οποίος επέλεξε να ασχοληθεί με την ιατρική. Ο Χάρβεϋ ήταν βιταλιστής, πίστευε δηλαδή ότι το αίμα περιέχει κάποια αρχή, η οποία αντιστοιχεί στο στοιχείο των αστεριών που είναι και η αρχή της ζωής και της ψυχής για όλα τα έμβια όντα. 14 Το έτος 1600 ολοκλήρωσε τις ιατρικές σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και κατόπιν φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα για 2 χρόνια ( την περίοδο μεταξύ ), όπου εκεί ο Γαλιλαίος μελετούσε αστρονομία και φυσική, ενώ λίγα χρόνια αργότερα εργαζόταν εκεί και ο Βεσάλιος. Ένας από τους δασκάλους του Χάρβεϋ στην Πάντοβα ήταν ο Φαμπρίτσι της Ακουαπεντέτε ( Fabricius, ), ο οποίος τον ώθησε στην αναζήτηση της αληθινής αιτιακής γνώσης των οργάνων των ζώων. 14 Δεν είναι σαφές αν αποποιήθηκε κάποια στιγμή τον βιταλισμό στη διάρκεια της καριέρας του, ωστόσο ποτέ δεν έπαψε να πιστεύει ότι έδρα της ζωής είναι η κυκλοφορία του αίματος μέσω της καρδιάς. 31

32 Ο Φαμπρίτσι δίδασκε και συνέχιζε την ερευνητική παράδοση που είχε ξεκινήσει από την εποχή του Αριστοτέλη, η οποία αποτελούσε πηγή έμπνευσης για αρκετούς σπουδαστές της ιατρικής, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Χάρβεϋ. Από κοινού ο Φαμπρίτσι και ο Χάρβεϋ ενστερνίστηκαν δύο κυρίαρχες αριστοτελικές αρχές, αφενός τη σχέση δομής και λειτουργίας στα έμβια όντα και αφετέρου την έμφαση για τον κεντρικό ρόλο που έχει η καρδιά και η κυκλοφορία του αίματος για τη ζωή: Στα έμβια όντα ( στα διάφορα είδη της πανίδας και της χλωρίδας ) τα όργανα του σώματος έχουν τη συγκεκριμένη μορφή ή δομή εξαιτίας της λειτουργίας που επιτελούν. Τα οστά και οι μύες μας συναρμόζονται κατά τρόπο ώστε να μπορούμε να κινούμαστε, να πιάνουμε πράγματα, να συλλέγουμε την τροφή μας, να κατασκευάζουμε εργαλεία, κτλ με τρόπο τέτοιο που φαίνεται να είναι σχεδιασμένα για την επιτέλεση αυτών των δραστηριοτήτων, όπως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε. Μία από τις κυρίαρχες τάσεις στην ανατομία και τη φυσιολογία του 16 ου αι. ήταν η πεποίθηση του Αριστοτέλη ότι ακόμη και όλα τα όργανα που βρίσκονται στο εσωτερικό των φυτών και των ζώων έχουν κατασκευαστεί για έναν συγκεκριμένο σκοπό ή λειτουργία ( διότι σύμφωνα με την τελεολογική αριστοτελική νομοτέλεια ο Δημιουργός δε θα έφτιαχνε ποτέ άχρηστα μέρη) τα μάτια μας είναι κατασκευασμένα για να βλέπουμε και ομοίως συμβαίνει με τα εσωτερικά μας όργανα όπως το συκώτι, το στομάχι, η καρδιά και οι πνεύμονες: κάθε όργανο διαθέτει μια συγκεκριμένη δομή, προκειμένου να επιτελεί τη δική του συγκεκριμένη λειτουργία. Αυτό το μοντέλο προσέγγισης στην κατανόηση του τρόπου που λειτουργεί το σώμα μας ονομάστηκε ζωντανή ανατομία και ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη για τη διερεύνηση της λογικής και του μηχανισμού που λειτουργεί το σώμα μας. Πρέπει να επισημάνουμε στο σημείο αυτό για τους γιατρούς του 16 ου αι., ότι ήταν ξεκάθαρο πως τα οστά ήταν σκληρά για να διατηρούν το σχήμα τους και να στηρίζουν τη μορφή του σώματος και ότι αντίστοιχα οι μύες είναι μαλακότεροι ώστε να μπορούν να συστέλλονται και να διαστέλλονται για την εκτέλεση των κινήσεων. Ωστόσο δεν ήταν απόλυτα σαφές τι συνέβαινε με τη λειτουργία των εσωτερικών οργάνων και τη σχέση που είχαν μεταξύ τους, και αν αυτή μπορούσε να κατανοηθεί κάτω από τη σκέπη της ίδιας λογικής με τη λειτουργία των εξωτερικών μελών του σώματός μας, για παράδειγμα, η καρδιά και η σχέση της με τα αιμοφόρα αγγεία και το αίμα, αν είναι εφικτό να ερμηνευτούν σε όρους συσχέτισης δομής και λειτουργίας 15 όπως συμβαίνει με τα οστά και τους μύες. 15 Η δομή και η λειτουργία της καρδιάς ερμηνεύονται ακόμη και σήμερα με έναν συγκεκριμένο τρόπο που ανάγεται στον τρόπο με τον οποίο την αντιλαμβανόταν ο Χάρβεϋ. 32

33 Η καρδιά και το αίμα έχουν κεντρικό ρόλο στη ζωή, και πρόκειται για μια εμπειρική παρατήρηση από την αρχαιότητα, η οποία αποτέλεσε κυρίαρχη άποψη για τους γιατρούς του 16 ου αι. Ο Αριστοτέλης παρατήρησε εμπειρικά τους νεοσσούς, όταν ακόμη εκκολάπτονταν μέσα στο αυγό τους, και διαπίστωσε ότι η πρώτη ένδειξη ζωής ήταν η μικροσκοπική παλλόμενη καρδιά τους. Ο Χάρβεϋ εμπνεόμενος από την αριστοτελική θεώρηση περί του κεντρικού ρόλου της καρδιάς για τη ζωή, έθεσε στο κέντρο της ιατρικής ερευνητικής του καριέρας τη μελέτη του κυκλοφορικού συστήματος. Μία από τις μεγάλες ανακαλύψεις του Φαμπρίτσι που επηρέασαν τον Χάρβεϋ ήταν ότι πολλές από τις μεγαλύτερες φλέβες διαθέτουν βαλβίδες, οι οποίες είναι τοποθετημένες κατά τρόπο τέτοιο ώστε το αίμα να ρέει πάντοτε προς την κατεύθυνση της καρδιάς, κάτι που έκανε τον Φαμπρίτσι να υποθέσει ότι έτσι εμποδίζεται η συγκέντρωση του αίματος στα κάτω άκρα και η ταχεία διαφυγή του από τον εγκέφαλο. Η διδασκαλία του Φαμπρίτσι κυριαρχούσε στην ιατρική σχολή της Πάδοβας και μεταφέρθηκε στην Αγγλία με την επιστροφή του Χάρβεϋ στο Λονδίνο, ο οποίος έφερε όλη την παράδοση αυτή για τη μελέτη της κίνησης της καρδιάς και την κυκλοφορία του αίματος. Η καριέρα του Χάρβεϋ ήταν εξαιρετικά επιτυχής ιδιαίτερα την περίοδο που άσκησε την ιατρική στο νοσοκομείο του Αγίου Βαρθολομαίου στο Λονδίνο και άρχισε να δίνει διαλέξεις ανατομίας και φυσιολογίας σε χειρουργούς. Η πρόσληψη της ιατρικής παράδοσης της Πάντοβας στην Αγγλία επηρεάστηκε θεσμικά από τη σχέση που ανέπτυξε ο Χάρβεϋ με την βασιλική Αυλή, όταν έγινε επίσημος γιατρός του βασιλιά Ιακώβου Ά και του γιού του Καρόλου Α. Την ίδια περίοδο η Αγγλία ταλανιζόταν από διάφορες θρησκευτικές διαμάχες, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την άνοδο μιας σκληροπυρηνικής τάσης του προτεσταντισμού, των πουριτανών, οι οποίοι απομάκρυναν το βασιλιά από το θρόνο και ως εκ τούτου επηρέασαν αρνητικά και το έργο του Χάρβεϋ. Μια μεγάλη απώλεια για την ιατρική επιστήμη της περιόδου εκείνης, αποτέλεσε το γεγονός της προσωπικής επίθεσης που δέχθηκε ο Χάρβεϋ στην οικογενειακή κατοικία του, η οποία πυρπολήθηκε εν μέσω των πολιτικο-θρησκευτικών αναταραχών, με αποτέλεσμα να καταστραφούν πολλά από τα χειρόγραφα και τις μελέτες του σχετικά με την αναπνοή, τους μύες, το σχηματισμό ζώων από γονιμοποιημένα ωάρια, κ.α Ο William Bynum είναι ιστορικός της ιατρικής και σχετικά με το έργο του Χάρβεϋ στην αγγλική Αυλή αναφέρει ότι ο βασιλιάς Κάρολος του είχε επιτρέψει να χρησιμοποιεί στα πειράματά του ορισμένα βασιλικά ζώα. Αυτή η τοποθέτηση του στέμματος, μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι μπορεί να αποτελέσει σαφή ένδειξη για το ενδιαφέρον της κοσμικής εξουσίας της Αγγλίας στην κατεύθυνση του Πειραματισμού και της εμπειρικής παράδοσης με την οποία σχετίζεται. 33

34 Ο πειραματισμός όπως παρουσιάζεται από το έργο του Χάρβεϋ σχετίζεται με το ενδιαφέρον που είχε να κατανοήσει το ρόλο του αίματος για την ύπαρξη ζωής και τις κινήσεις τις καρδιάς. Σπάζοντας μερικά αυγά παρατήρησε ότι η πρώτη ένδειξη ζωής ήταν μια κηλίδα αίματος που παλλόταν ρυθμικά, και το ίδιο παρατήρησε σε άλλα ζώα που εξέτασε όσο ακόμη αυτά εκκολάπτονταν ή βρίσκονταν στη μήτρα της μητέρας τους. Όλοι γνώριζαν ότι όταν πάψει η λειτουργία της καρδιάς επέρχεται ο θάνατος για τα ζώα ή τον άνθρωπο, ωστόσο το αίμα ήταν το ουσιώδες για την έναρξη της ζωής. Η ακούσια λειτουργία της καρδιάς γοήτευε το Χάρβεϋ και για να τη μελετήσει ανέταμε ζωντανά πολλά ζώα όπως φίδια ή άλλα ψυχρόαιμα, προκειμένου να παρατηρήσει τις πάλλουσες καρδιές τους, και επειδή η καρδιά των ζώων αυτών χτυπάει πολύ πιο αργά από τη δική μας, μπόρεσε να παρατηρήσει λεπτομερώς τους παλμούς και με ποιο τρόπο οι βαλβίδες ανοίγουν και κλείνουν σε σταθερό ρυθμό. Ο Χάρβεϋ έτσι ανακάλυψε ότι οι βαλβίδες της καρδιάς ενεργούν με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν οι βαλβίδες των φλεβών ( όπως είχε ανακαλύψει ο Φαμπρίτσι) και ότι η λειτουργία τους διατηρούσε τη ροή του αίματος προς μια σταθερή κατεύθυνση. Επίσης θεώρησε ότι το κυκλοφορικό σύστημα είναι αυτόνομο, δηλαδή ότι δεν σχετίζεται με τη συνεισφορά κάποιου άλλου στοιχείου ή συστήματος, σε αντίθεση με το Γαληνό, ο οποίος γνώριζε για τη σημασία του αέρα στους πνεύμονες για την αναζωογόνηση του αίματος. Πιθανότατα ο Χάρβεϋ παραπλανήθηκε στη διάρκεια των ερευνών του στα διάφορα ζωικά είδη, γιατί πίστεψε ότι το σύστημα καρδιάς-αίματος λειτουργούσε πολύ καλά χωρίς αυτά να διαθέτουν πνεύμονες ( αγνοώντας ότι τα ψάρια διαθέτουν βράγχια) και έτσι δεν κατάφερε να αντιληφθεί τη συνεισφορά της αναπνοής και του αέρα στο κυκλοφορικό σύστημα. Ωστόσο πρέπει να επισημάνουμε τον κατεξοχήν πειραματικό χαρακτήρα του έργου του, καθώς ο Χάρβεϋ διενήργησε αρκετά πειράματα προκειμένου να τεκμηριώσει τις θεωρίες του. Όπως και ο Βεσάλιος εργάστηκε στην ίδια κατεύθυνση, έτσι και ο Χάρβεϋ ήθελε να ανακαλύψει τις δομές και τις λειτουργίες του σώματος διεξάγοντας ο ίδιος προσωπικά έρευνες και όχι μελετώντας μόνο τα βιβλία άλλων ερευνητών (ο Βεσάλιος εργάστηκε με ανθρώπινα πτώματα, ενώ ο Χάρβεϋ με ζωντανά ζώα). 17 Το έτος 1628 έγραψε ένα μικρό βιβλίο που είχε πλήρη τίτλο Exercitatio Anatomica de Motus Cordis et Sanguinis ( Ανατομικές ασκήσεις περί της κινήσεως της καρδιάς και του αίματος ) το οποίο είναι μια ενδιαφέρουσα πραγματεία με πειραματικό χαρακτήρα. 17 Οι περισσότεροι ανατόμοι της εποχής του Χάρβεϋ επικεντρώνονταν στην πειραματική έρευνα με ανατομές σε ανθρώπινα σώματα, ωστόσο ο ίδιος επεδίωξε να κατανοήσει τη μορφή και τη λειτουργία των μερών σε διαφορετικά ζωικά συστήματα προβαίνοντας σε ζωοτομές. Έτσι μελέτησε τις κινήσεις της καρδιάς και του αίματος σε διάφορα είδη ζώων. 34

35 Το συγκεκριμένο έργο έγινε γνωστό με τον λατινικό τίτλο De motu cordis 18, όπου παρουσίαζε κάποια έξυπνα και απλά πειράματα, όπως η περίδεση του χεριού με έναν επίδεσμο ώστε να προκαλείται μερική παύση της κυκλοφορίας του αίματος για να πραγματευτεί την έννοια της σταθερής πίεσης του κυκλοφορικού, αντλώντας παράλληλα πρακτικές γνώσεις από κρεοπώλεις και σφαγείς. Ασφαλώς ο Χάρβεϋ αντιλαμβανόταν την αμφισβήτηση που θα δέχονταν τα πειραματικά του ευρήματα που έρχονταν σε σύγκρουση με την επικρατούσα θεώρηση (η οποία ήταν βασισμένη στην ιατρική του Γαληνού) και για το λόγο αυτό φρόντισε να υπερασπιστεί τις ιδέες του ενάντια στους οπαδούς τις γαληνικής παράδοσης (που αντιμετώπιζαν ως ακραίες τις αντιλήψεις του) μέσω πολλαπλών πειραμάτων. Το κύρος των πειραματικών αποδείξεων του Χάρβεϋ, όπως και το γεγονός ότι τα πειράματά του πραγματοποιούνταν με την παρουσία έστω ενός μικρού κοινού σε μορφή επιδείξεων, οδήγησε στην άμεση αποδοχή της θεωρίας του από τους περισσότερους συγχρόνους του ιατρούς και ανατόμους. Μολονότι λοιπόν υπονόμευσε πλήρως τη γαληνική φυσιολογία σε θεωρητικό επίπεδο, ο Χάρβεϋ δεν κατάφερε να την αντικαταστήσει με κάποιο άλλο εναλλακτικό μοντέλο, και έτσι, η γαληνική θεραπευτική συνέχισε να είναι κυρίαρχη λόγω της πρακτικής επιτυχίας της στην θεραπεία των ασθενειών, παρά το γεγονός της κατάρριψης της γαληνικής φυσιολογίας με την οποία ήταν συνδεδεμένη. Το μεγάλο κενό στη θεωρία του Χάρβεϋ ήταν ότι δεν κατάφερε να απαντήσει το κρίσιμο ερώτημα για το πώς το αίμα ρέει από τις μικρότερες αρτηρίες στις μικρότερες φλέβες, για να κλείσει ο κύκλος του ταξιδιού του επιστρέφοντας στην καρδιά. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δόθηκε μετά το θάνατο του Χάρβεϋ, από τον Μαρτέλο Μαλπίγκι ( ), έναν Ιταλό μαθητή του, ο οποίος είχε ειδικευτεί στη χρήση ενός νέου οργάνου που ονομαζόταν μικροσκόπιο. Η συμβολή της τεχνολογικής καινοτομίας στον τομέα της οπτικής την δεκαετία του 1590, όπου δημιουργήθηκαν τα πρώτα μικροσκόπια, άνοιγε νέες οδούς στην πειραματική έρευνα του μικρόκοσμου, φέρνοντας νέες ανακαλύψεις για την ιατρική της εποχής. 18 Πιθανότητα ο Χάρβεϋ άρχισε να γράφει για το φαινόμενο της συστολής και διαστολής της καρδιάς και κατέληξε στην ανακάλυψη των λειτουργιών που επιτελούν οι συγκεκριμένες διαδικασίες (πρόκειται για το γνωστό κύκλο του αίματος ή αλλιώς τον κύκλο του Χάρβεϋ, που αναφέρεται στη διαδικασία εξώθησης του αίματος στους πνεύμονες από τη δεξιά κοιλία της καρδιάς, όπως επίσης και στην αορτή από την αριστερή κοιλία, απ όπου το αίμα εισέρχεται στις μικρότερες διακλαδιζόμενες αρτηρίες και έπειτα την μεταφορά του στις φλέβες, όπου οι βαλβίδες τους εξασφαλίζουν τη ροή του προς τη σωστή κατεύθυνση, επιστρέφοντας έπειτα στη δεξιά πλευρά της καρδιάς μέσω της κοίλης φλέβας.). 35

36 Ο Μαλπίγκι με τη χρήση του μικροσκοπίου κατάφερε να μελετήσει στο μικρόκοσμο ένα νέο σύμπαν, όμοιο με αυτό που μπόρεσε να δει ο Γαλιλαίος με το τηλεσκόπιο στις αρχές του ίδιου αιώνα. Μελέτησε τις περίπλοκες κυψελοειδείς δομές των πνευμόνων, τη δομή των νεφρών και άλλων οργάνων, αποκαλύπτοντας τους μικροσκοπικούς διαύλους που συνδέουν τα τριχοειδή αγγεία τα οποία συνδέουν τις μικρότερες αρτηρίες και φλέβες, επιλύοντας το κρίσιμο κενό στη θεωρία του Χάρβεϋ, κλείνοντας τον κύκλο που εκτελεί το αίμα επιστρέφοντας στην καρδιά. Το έργο του Χάρβεϋ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επαναστατικό για το χώρο της ιατρικής, της ανατομίας και της φυσιολογίας, καθώς έφερε στο κέντρο της έρευνας για τους ζωντανούς οργανισμούς τη μέθοδο του πειραματισμού με τη διαδικασία της ζωντανής ανατομίας. Οι ιδέες του άρχισαν να γίνονται ευρύτερα αποδεκτές καθώς ο ίδιος άρχισε να εδραιώνεται ως ο θεμελιωτής του πειραματισμού στην ιατρική αλλά και στη νέα επιστήμη που γεννιόταν, τη Βιολογία. Αποτέλεσε πρότυπο για πολλούς ακόμη ερευνητές των επιστημών της ζωής, οι οποίοι στράφηκαν στη μελέτη των υπόλοιπων σωματικών λειτουργιών, όπως τι συμβαίνει στους πνεύμονες κατά τη διαδικασία της αναπνοής, στο στομάχι κατά τη διαδικασία της πέψης, κ.α. Η σημαντικότερη ίσως συνεισφορά του Φαμπρίτσι, του Χάρβεϋ, του Μαλπίγκι και του Βεσάλιου στη μελέτη των φαινομένων της ζωής, όπως και του Γαλιλαίου και του Κέπλερ στη μελέτη των φαινομένων του φυσικού κόσμου, ήταν η αλλαγή που έφεραν στη θέαση του κόσμου και της γνώσης ως επιστημονική παραγωγή. Το έργο αυτών των ερευνητών στην περίοδο του 16 ου -17 ου αι., έκανε τους ανθρώπους της εποχής τους αλλά και τις επερχόμενες γενιές να συνειδητοποιήσουν ότι η επιστημονική γνώση μπορεί να αυξηθεί πέρα από τα όρια της αρχαίας σοφίας του παρελθόντος και ότι λειτουργεί ως μια συσωρευτική διαδικασία μέσα από λάθη και εσφαλμένες ιδέες που δίνουν τροφή για περαιτέρω έρευνα. Η μεγάλη συνεισφορά του έργου τόσο του Χάρβεϋ, όσο και του Γαλιλαίου, του Βεσάλιου, του Φαμπρίτσι και του Μαλπίγκι, είναι ότι άλλαξαν τη θέαση της γνώσης που είχαν οι άνθρωποι στην εποχή τους, με τη συνειδητοποίηση ότι η γνώση για τη φύση λειτουργεί συσωρευτικά νοούμενη ως επιστημονική δραστηριότητα και μπορεί να επεκταθεί από τα όρια που είχε προσληφθεί στον αρχαίο κόσμο. Ο 17 ος αι. ανέτειλε για την ανθρωπότητα με την πεποίθηση ότι η επιστήμη δεν είναι ένα και μόνο βιβλίο στο οποίο περιέχονται όλες οι απαντήσεις, αλλά αντίθετα, είναι ένα συνονθύλευμα από πρακτικές, ιδέες και αντιλήψεις, που άλλοτε κυριαρχούν και άλλοτε αποδεικνύονται εσφαλμένες. Αυτή η αντίληψη για την επιστήμη ως γνώση και για τη γνώση ως επιστήμη, άρχισε να αναδύεται από τις μεγάλες θεωρητικές και πρακτικές καινοτομίες στα επί μέρους γνωστικά πεδία του 16 ου και του 17 ου αι. 36

37 Το επαναστατικό έργο του Χάρβεϋ συνέβαλε στην κατεύθυνση ανάδυσης της γνώσης που προκύπτει από τη μέθοδο του προσεκτικού πειραματισμού, και καθώς οι ιδέες του γίνονταν ευρύτερα γνωστές ο ίδιος άρχισε να εδραιώνεται ως θεμελιωτής και σημείο αναφοράς του πειραματισμού στη βιολογία και την ιατρική, ενώ ενέπνευσε αρκετούς ακόμη να στραφούν στη μελέτη και των υπόλοιπων σωματικών λειτουργιών του ανθρώπινου οργανισμού. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη μεθοδολογική συνεισφορά τόσο του Βεσάλιου όσο και του Χάρβευ, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το κυρίαρχο μοντέλο ιατρικής της εποχής του ήταν τα κατάλοιπα των πρακτικών του Μεσαίωνα. Η μεσαιωνική ιατρική βασίζονταν κυρίως στη γνώση ενός συνόλου καθολικών νόμων, που ήταν βασισμένοι σε ένα πλαίσιο πρώτων αρχών, οι οποίες απέρρεαν από τη μελέτη των ιδεών του Αριστοτέλη, του Γαληνού και του Αβικέννα, όπως αυτές προσλήφθηκαν από τη διεξαγωγή του μεγάλου μεταφραστικού προγράμματος. Η θέση του Γαληνού για την ιατρική είχε έναν παρόμοιο τελεολογικό χαρακτήρα με την προσέγγιση του Αριστοτέλη στη φυσική, θεωρώντας ότι η τελεολογική θεώρηση μπορεί να οδηγήσει στην κατανόηση των ασθενειών, της υγείας, της ζωής. Επιπλέον, κατά το Μεσαίωνα οι περισσότερες ανατομές που διεξάγονταν είχαν σκοπό να φανερωθεί η κατασκευή του σώματος- το πώς είναι φτιαγμένο- και όχι το να υποβληθεί σε ανάλυση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τάσης αυτής ήταν το παράδοξο ότι οι ανατόμοι του Μεσαίωνα ήταν απόλυτα πεπεισμένοι ότι ο Γαληνός είχε περιγράψει το ανθρώπινο σώμα με ακρίβεια. Ως εκ τούτου, οποιοδήποτε εύρημά τους διαφοροποιούνταν από τις γενικές παραδοχές της γαληνικής ιατρικής, εκλαμβάνονταν ως απλή διαταραχή της επί μέρους περίστασης και προσάρμοζαν τα ευρήματά τους στο μοντέλο του Γαληνού (!), αντί να επωφεληθούν από την ευκαιρία της ευρεθείσας απόκλισης και να τροποποιήσουν τις πεποιθήσεις τους. Αντίθετα με τους μεσαιωνικούς ανατόμους, ο Βεσάλιος ερεύνησε συστηματικά το ανθρώπινο σώμα και για το λόγο αυτό θεωρείται ο θεμελιωτής της σύγχρονης ανατομίας. Διεξάγοντας ανατομές εξέδωσε το εικονογραφημένο έργο του 19, ανασκευάζοντας ριζικά τα λάθη του Γαληνού στις περιγραφές των οργάνων, έδωσε μεθοδολογικά μεγάλη βαρύτητα στην προσωπική παρατήρηση και την λεπτομερειακή μελέτη των εκάστοτε ευρημάτων, ωστόσο δεν προχώρησε σε κάποια οριστική ρήξη του γαληνικού πλαισίου. 19 Στην εικόνα βλέπουμε μια αναπαράσταση του ανθρώπινου σώματος από το έργο του Βεσάλιου De humani corporis fabrica. 37

38 Η ρήξη με την γαληνική ιατρική επήλθε όταν στη συνέχεια ο Χάρβεϋ, αξιοποιώντας το έργο των προηγούμενων, απέδειξε με τη χρήση του πειράματος και της παρατήρησης τα δεδομένα και τα συμπεράσματά του, που ήταν εντελώς αντίθετα με τις γαληνικές παραδοχές για τη ροή του αίματος και την φυσιολογία της καρδιάς. Μελέτησε και ανακάλυψε τις διαδικασίες που αφορούν την κυκλοφορία του αίματος μέσω μιας μεθοδολογίας που συνδυάζει την εκτεταμένη χρήση της συγκριτικής ανατομικής μεθόδου, την οποία εφάρμοσε σε ευρεία κλίμακα πολυάριθμων ανατομών στα πλαίσια ποσοτικών και μαθηματικών προσεγγίσεων στις παρατηρήσεις και τα διάφορα πειράματά του. Πιο συγκεκριμένα, με κάποιους ποσοτικούς υπολογισμούς απέδειξε ότι το αίμα που περνά από την καρδιά σε ορισμένο χρόνο, είναι περισσότερο από τη συνολική ποσότητα αίματος μέσα στο υπόλοιπο σώμα. Με ανατομικές έρευνες έδειξε την δομή των καρδιακών βαλβίδων, την απουσία πόρων στο διάφραγμα και την διέλευση του αίματος από τους πνεύμονες, ενώ με συγκεκριμένα πειράματα απέδειξε τη μονόδρομη ροή του αίματος προς μία μόνο κατεύθυνση. Η βασικότερη μεθοδολογική καινοτομία στο πρόγραμμα του Χάρβεϋ ήταν ότι θεμελίωσε την εγκυρότητα και την αλήθεια των ερευνών του στην κατεύθυνση του εμπειρισμού, εστιάζοντας στην παρατήρηση, τον πειραματισμό και την ποσοτικοποίηση των μεγεθών και των ευρημάτων, σύμφωνα με τις αρχές της νέας επιστήμης, αποφεύγοντας την προσκόλληση σε πεποιθήσεις που αφορούσαν την εκ των προτέρων προϋπόθεση της αλήθειας μιας θεωρίας. Βέβαια πρέπει να επισημάνουμε ότι αρχικά ο Χάρβεϋ οδηγήθηκε από ανεπιβεβαίωτες οντολογικές παραδοχές, όπως και οι περισσότεροι ανατόμοι μέχρι την εποχή του, ωστόσο η διαφοροποίησή του από εκείνους είναι ότι ο ίδιος τις επέβαλλε σε εμπειρικό έλεγχο, μολονότι παρέμενε πιστός στις θεωρήσεις του αριστοτελισμού και στο σύστημα αναλογιών προς τη φύση. Έτσι η μελέτη του ανθρώπινου σώματος και των άλλων έμβιων όντων τέθηκε σε ένα άλλο πλαίσιο, αυτό της νέας επιστήμης, και προσέλκυσε το ενδιαφέρον αρκετών ακόμη φυσικών φιλοσόφων, μαθηματικών και διανοητών του 17 ου αι. 38

39 Στην κατεύθυνση αυτή ο Καρτέσιος χρησιμοποιώντας την περιγραφή της κυκλοφορίας του αίματος από το Χάρβεϋ ανέπτυξε μια δυϊστική μηχανιστική φυσιολογία, στην οποία τοποθέτησε την κυκλοφορία του αίματος για την περιγραφή του ανθρώπινου σώματος εντός ενός πλήρους μηχανικού συστήματος. Αυτή η θεώρηση του σώματος-μηχανή αποτέλεσε την καιριότερη καρτεσιανή θεωρία που διαμόρφωσε το υπόβαθρο για την ανάδυση μιας μηχανιστικής φιλοσοφίας αφενός για τη ζωή των έμβιων όντων διανοίγοντας μια ιαρτομηχανική κατεύθυνση, όπως φέρεται να ονομάστηκε, αλλά αφετέρου και των άλλων μηχανισμών της φύσης. Η καρτεσιανή ιατρομηχανική θεώρηση παρήγαγε διάφορες ερμηνείες για τα φαινόμενα ως ανωμαλίες στην κίνηση των σωματικών υγρών, οι οποίες αντιμετωπίζονταν με μηχανικές ρυθμίσεις. Η προσφορά του Καρτέσιου επομένως ήταν η θεωρητική αλλαγή που επέφερε για τον τρόπο που λειτουργεί το σώμα, με την ιδέα ότι αποτελεί και αυτό ένα είδος μηχανής, συνεπώς όλες οι λειτουργίες του μπορούν να εξηγηθούν με τις γενικές αρχές και τους νόμους που ισχύουν γενικά στη φύση. Η μεγάλη αυτή στροφή έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη τόσο της ιατροχημικής όσο και της ιατρομηχανικής κατεύθυνσης που οντολογικά εντάσσονται στο μηχανοκρατικό δυϊστικό μοντέλο του Καρτέσιου, στο οποίο μεθοδολογικά τα επιχειρήματα συγκροτούνται με παραγωγικούς συλλογισμούς σε ένα κλειστό σύστημα γενικών αρχών. Ωστόσο, στην περίπτωση του Καρτέσιου, μολονότι το θεωρητικό σχήμα που προσέφερε ήταν αρκετά ενδιαφέρον για την καινοτομία του μοντέλου σώμα-μηχανή και παρότι χαρακτηριζόταν από μια συνεπή εσωτερική συνοχή, δεν φαίνεται να έλαβε μεγάλη αποδοχή από τους ιατρούς της εποχής του. Ουσιαστικά δεν συμβάδιζε ποιοτικά η αναζήτηση του πλήρους υποβάθρου για κάθε γενίκευση, όπως αυτή που παρείχε η καρτεσιανή θεώρηση, με το νέο κυρίαρχο πνεύμα της νέας επιστήμης. Για το λόγο αυτό ίσως μπορούμε να πούμε ότι μέχρι και τον 18 ο αι. δεν κατέστη δυνατό να συγκροτηθεί μια ενιαία θεωρία πάνω στο καρτεσιανό πλαίσιο, ωστόσο αναμφίβολα αποτιμάται ως θεμελιώδες για την προβληματική που ενέπνευσε. 39

40 2.3. Το ενδιαφέρον για τη Φυσική Ιστορία Ο κλάδος της φυσιολογίας αποτέλεσε το επίκεντρο των μεγάλων πειραματικών ερευνών με αφετηρία το πειραματικό πρόγραμμα του Χάρβεϋ το οποίο άνθισε ιδιαίτερα στην Αγγλία μεταξύ του και χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή αρκετών επιφανών φυσικών φιλοσόφων της περιόδου, όπως οι Thomas Willis ( ), Christopher Wren ( ), Robert Hooke, Robert Boyle, και αρκετοί ακόμη. Όσα είχαν μείνει ανεξερεύνητα από το προσωπικό ερευνητικό έργο του Χάρβεϋ, όπως ο ρόλος των πνευμόνων και η μελέτη της αναπνοής, το ήπαρ και το νευρικό σύστημα, άρχισε να εξετάζεται συστηματικά στα πλαίσια αυτού του πειραματικού προγράμματος στην Αγγλία, η επιρροή του οποίου επεκτάθηκε στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ευρώπη, διαμορφώνοντας την πειραματική έρευνα και τη διδασκαλία των ιατρικών σχολών. Έτσι, την περίοδο του 16 ου και 17 ου αι. υπήρξαν επαναστατικές αλλαγές και στο χώρο της Φυσικής Ιστορίας, ορμώμενες κυρίως από το ρεύμα του ουμανισμού και τη μελέτη των αρχαίων περιγραφών για τα είδη του ζωικού και φυτικού βασιλείου. Οι διάφοροι ουμανιστές λόγιοι φυσιοδίφες ήθελαν να επεκτείνουν τις αρχαίες εγκυκλοπαιδικές επισκοπήσεις της πανίδας και της χλωρίδας του κόσμου από την εποχή του Αριστοτέλη, του Θεόφραστου, του Πλίνιου και του Διοσκουρίδη, λαμβάνοντας υπόψη και άλλα είδη φυτών και ζώων από τη Βόρεια Ευρώπη και την νέα ήπειρο των Μεγάλων Ανακαλύψεων, την Αμερική. Η μεγάλη τεχνολογική καινοτομία της τυπογραφίας συνέβαλε καθοριστικά στην κατεύθυνση αυτή, καθώς η δυσκολία αναγνώρισης των διαφόρων ειδών της χλωρίδας και της πανίδας από τις αρχαίες περιγραφές, καθιστούσε αναγκαία την εικονική αναπαράστασή τους, η οποία επιτεύχθηκε από τις εικονογραφημένες εκτυπώσεις κειμένων, εγχειριδίων και βιβλίων. Η σημασία των ομοιόμορφων κειμένων μέσω της τυπογραφίας είναι μεγάλη γενικότερα για όλα τα επιστημονικά πεδία που αναπτύχθηκαν αυτήν την περίοδο, γιατί επιτεύχθηκε η κοινωνία των νέων ιδεών και ανακαλύψεων όλων των κλάδων σε πολλούς ερευνητές, λόγιους και επιστήμονες σε πολλά μέρη της Ευρώπης. Ειδικότερα για τη Φυσική Ιστορία, υπήρχαν κάποιες χειρόγραφες απεικονίσεις των περιγραφόμενων ειδών σε φυσιοδιφικές και αλχημικές εικονογραφημένες χειρόγραφες βοτανολογίες και ζωολογίες, οι οποίες όμως δεν ήταν ρεαλιστικές αλλά εμφορούνταν ένα συμβολικό θρησκευτικό σχήμα παγανιστικών προσμίξεων. Στο σημείο αυτό, αναφορικά με τις αναγεννησιακές εγκυκλοπαίδειες φυσικής ιστορίας μπορούμε να αναφέρουμε 2 μεγάλα έργα, το Historia Animalium του Conrad Gesner που ήταν 4 τόμοι και του Ulisse Aldrovandi ένα έργο 13 τόμων για διάφορα ζώα. Στα 2 αυτά έργα αυτά παρουσιάζονται για κάθε λήμμα τα κοινά χαρακτηριστικά για τη φύση και τις συνήθειες του κάθε ζώου παράλληλα με διάφορα 40

41 γνωμικά, παροιμίες, λαϊκούς μύθους και αναφορές στις Γραφές για τα συμβολικά νοήματα του εκάστοτε είδους στους αρχαίους και στους σύγχρονους λαούς. Αυτού του είδους οι πληροφορίες για τον Aldrovandi και τους συγχρόνους του θεωρούνταν απαραίτητες για την πλήρη γνώση ενός ζώου και ως εκ τούτου οι αντίστοιχες εικονογραφήσεις (που κατά κύριο λόγο προέρχονταν από διάφορους γραφείς και όχι από εικονογράφους), είχαν το ρόλο να υπογραμμίσουν το συμβολικό χαρακτήρα ενός πλάσματος στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης παράδοσης. 20 Αυτή η πρακτική τέτοιων αναπαραστάσεων με το αντίστοιχο πληροφοριακό περιεχόμενο που τις συνόδευε, αντανακλούσε την κυρίαρχη πεποίθηση ότι όλα τα πλάσματα έχουν εκατοντάδες νοήματα και πολλαπλές σχέσεις με άλλα πράγματα, όπως ζώα, φυτά, ορυκτά, ουράνια σώματα, αριθμούς ή ακόμη ανθρώπινα τεχνήματα όπως νομίσματα, φυλακτά και κοσμήματα. Με άλλα λόγια, κυριαρχούσε η ολιστικού τύπου αντίληψη ότι κάθε επί μέρους ζώο ή φυτό αποτελεί ένα μέρος στην Μεγάλη Αλυσίδα των Όντων της Δημιουργίας και μόνο με την απαρίθμηση όλων των γνωστών ιδιοτήτων ενός πλάσματος μπορούσαν αυτές οι υποτιθέμενες διασυνδέσεις να αποκαλυφθούν. Οι προσπάθειες ρεαλιστικής αναπαράστασης από ειδικευμένους σχεδιαστές, αντί για το διακοσμητικό συμβολικό χαρακτήρα των αναγεννησιακών εγκυκλοπαιδειών και των χειρόγραφων απεικονίσεων, αποτέλεσε με πρόκληση για τη σύγκριση με τα αληθινά δείγματα των πλασμάτων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ενδυνάμωση του μηνύματος ότι η προσωπική εμπειρία είναι πιο αξιόπιστη από κάποια αυθεντία, και ότι οι εξειδικευμένοι τεχνίτες είχαν να προσφέρουν κάτι στην κατανόηση του κόσμου. Τα νέα είδη ζώων και φυτών που έφθαναν μέσω της ναυσιπλοΐας στην Ευρώπη από το Νέο Κόσμο δεν είχαν καμία σχέση ή ομοιότητες με την κουλτούρα του Παλαιού Κόσμου, και έτσι οι φυσιοδίφες άρχισαν να παράγουν εγκυκλοπαίδειες που παρουσίαζαν με περισσότερο αντικειμενικό τρόπο όλα τα πλάσματα του Παλαιού και του Νέου Κόσμου. Βέβαια κάποιες φορές διατηρήθηκε η αναφορά σε θεραπευτικές ή μαγειρικές ιδιότητες κάποιων φυτών ή ζώων, οι ο ποίες όμως εμφανίζονταν πλέον ως μέρος της φυσικής ιστορίας τους και όχι με παραδειγματικό χαρακτήρα ηθικής διαπαιδαγώγησης. 20 Για παράδειγμα, απαντάται συχνά σε χειρόγραφες ζωολογίες η απεικόνιση του πελεκάνου να τρέφει τους μικρούς νεοσσούς με το ίδιο του το αίμα από την περιοχή της καρδιάς του, κάτι που αποσκοπούσε στη διασπορά του συμβολικού μηνύματος για τη θυσία του Χριστού στο σταυρό. Κάποιες άλλες φορές, το παγώνι σε διάφορες επιτύμβιες στήλες ή τέμπλα ναών αναπαρίσταται ως σύμβολο της Ανάστασης, σε αντιπαραβολή με τον πελεκάνο που συμβολίζει το σταυρικό πάθος, μηνύματα τα οποία διατηρήθηκαν στις μοναστηριακές αντιγραφές των χειρόγραφων εγχειριδίων ζωολογίας, για την εδραίωση του χριστιανισμού στην Ευρώπη. 41

42 Αυτή η αλλαγή στην πρακτική που γράφονταν οι εγκυκλοπαίδειες ή τα διάφορα εγχειρίδια φυσικής ιστορίας για την παρουσίαση των διαφόρων ειδών είχε να κάνει κυρίως με 2 παράγοντες, αφενός με την αναγεννησιακή στροφή στην μελέτη της ενεργής ζωής (via activa) έναντι των αμιγώς πνευματικών αναζητήσεων (via contemplativa) και αφετέρου για καθαρά θρησκευτικούς λόγους, όπου η φυσική ιστορία μπορούσε να ειδωθεί ως ένας τρόπος να εκτεθεί η σοφία και η καλλιτεχνία του Δημιουργού. Όσον αφορά τον πρώτο παράγοντα, η γνώση της φυσικής ιστορίας παρουσιαζόταν ως χρήσιμη για το εμπόριο, τη γεωργία, την μαγειρική, την ιατρική και αρκετούς ακόμη τομείς που η γνώση ως εμπειρική έρευνα συνέβαλε στην κοινή ευημερία, στο κοινό καλό. Η πιθανή ωφέλεια του συνόλου, από τη μελέτη και τη γνώση της φυσικής ιστορίας προσέλκυσε την προσοχή και την υποστήριξη διάφορων ευρωπαίων πλούσιων πατρώνων, το ενδιαφέρον των οποίων για τα διάφορα θαύματα της φύσης δημιούργησε μια νέα τάση στους κύκλους των εύπορων οικογενειών για τη συλλογή σπάνιων ή αξιοπερίεργων πραγμάτων. Ιδιαίτερα κατά τον 17 ο αι. εντείνεται το ενδιαφέρον για τη δημιουργία συλλογών αξιοπερίεργων cabinets of curiosities - ενώ παράλληλα αυξάνεται ο αριθμός των συλλεκτών που συνήθιζαν να εμπλουτίζουν τις συλλογές τους με θέματα από τα τρία βασίλεια της φύσης (το ορυκτό, το φυτικό, το ζωικό), οι οποίες κάποιες φορές παρουσιάζονταν εν είδη θεάματος στον προσωπικό κύκλο του πάτρωνα. 21 Όσον αφορά τον θρησκευτικό παράγοντα που αναφέρθηκε για την αλλαγή της φυσικής ιστορίας, ως ένας τρόπος έκθεσης της μεγαλειώδους Δημιουργίας, πρέπει να επισημάνουμε το ανερχόμενο κύρος που άρχισαν να αποκτούν οι ζωολόγοι και οι βοτανικοί ως επιστήμονες πλέον, σε αντιπαραβολή με τους απλούς φυσιοδίφες που περιορίζονταν στην περιγραφική φυσική ιστορία. 21 Αρχικά οι συλλογές αυτές ήταν εντυπωσιακές εκθέσεις που μαρτυρούσαν τον πλούτο του πάτρωνα, ενώ σταδιακά άρχισαν να αποτελούν πόλο έλξης τουριστών από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα των ευρωπαϊκών πόλεων, δίνοντας μεγαλύτερη ώθηση στο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη των συλλογών. Ουσιαστικά αποτέλεσαν μια πρώιμη μορφή για τη δημιουργία των μουσείων, των βοτανικών και των ζωολογικών κήπων. Όσο μεγάλωνε ο αριθμός των εκθεμάτων στις διάφορες συλλογές και η άμεση ανταπόκριση του κοινού, τόσο αισθητοποιούνταν η τάση ότι οι συλλογές αυτές προσφέρουν γνώση της φύσης και ότι παρέχουν αποδείξεις της πολλαπλότητας και του θαύματος της Θεϊκής Δημιουργίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόκτηση νέων αντικειμένων και δειγμάτων απαιτούσε την ύπαρξη ενός δικτύου επικοινωνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων για τις τελευταίες ανακαλύψεις και τον τρόπο απόκτησής τους, όπου πολλές φορές διάφορα ζωικά είδη ή ακόμη και άνθρωποι ορισμένων φυλών (!) απάγονταν από το φυσικό τους περιβάλλον προκειμένου να πωληθούν και να αγοραστούν από κάποιο πάτρωνα, ώστε να εκτίθενται στην προσωπική συλλογή του. 42

43 Οι απλοί φυσιοδίφες κινούνταν πέρα από τις ανάγκες της vita activa λαμβάνοντας υπόψη τους πλάσματα χωρίς μαγειρική, θεραπευτική ή εμπορική αξία, με την πεποίθηση ότι διαβάζουν ουσιαστικά το δεύτερο βιβλίο του Θεού, το βιβλίο της Δημιουργίας, το οποίο συμπλήρωνε τις Γραφές που μελετούσαν οι θεολόγοι. Οι φυσιοδίφες θεωρούσαν ότι συνέβαλαν σε μια φιλοσοφία που βασιζόταν στον πειραματισμό και την εμπειρική έρευνα και ότι αυτή η φιλοσοφία θα μπορούσε να υπηρετήσει τη θεολογία, ωστόσο η πρόσληψή της από την πλευρά διάφορων θεολόγων λογίων ήταν κάποιες φορές αρκετά επιφυλακτική. 43

44 2.4. Η χημική και αλχημική παράδοση Ένα αρκετά ενδιαφέρον ζήτημα στην διερεύνηση για την ανάδυση της πειραματικής επιστήμης είναι η μελέτη της χημικής και αλχημικής παράδοσης στην Ευρώπη, όπου κατά κύριο λόγο οι πηγές της πειραματικής μεθόδου εντοπίζονται στα Μαθηματικά, τη Φυσιολογία και την Φυσική Ιστορία. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ακόμη, ότι η αλχημεία υπήρξε πάντοτε μια πειραματική ενασχόληση, χωρίς ωστόσο να αποτελεί κάποιο είδος πειραματικής επιστήμης ακόμη και στη διάρκεια της Επιστημονικής Επανάστασης, και αυτό γιατί ο αλχημικός πειραματισμός δεν προσέλαβε κάποιο ευυπόληπτο επιστημονικό στάτους, αλλά ωστόσο φαίνεται ότι επηρέασε τους φυσικούς φιλοσόφους και τους γιατρούς που ήταν εξοικειωμένοι με τις εμπειρικές προσεγγίσεις εξαιτίας των εξελίξεων στα μαθηματικά, τη φυσική ιστορία, την ανατομία και την ιατρική. Έτσι στην αλχημική παράδοση συναντούμε αρκετούς πειραματιστές φυσικούς φιλοσόφους, όπως ο Παράκελσος ( ) και αρκετοί θιασώτες του, που μελέτησαν το έργο του, ο σημαντικότερος εκ των οποίων είναι ο Βαν Χέλμοντ 22 ( Joan Baptista van Helmont, ), ένας φλαμανδός αριστοκράτης. Το έργο του Παράκελσου μοιάζει να απλώνεται σε δύο άξονες. όπου ο ένας αγγίξει την πειραματική ενασχόληση και ο άλλος την παράδοση μαγείας-δαιμονοποίησης της φύσης που διέτρεχε την περίοδο εκείνη την Ευρώπη. Ωστόσο ο Παράκελσος προσπάθησε να απογυμνώσει την αλχημεία από τον αποκρυφισμό και να την εφαρμόσει στην ιατρική της εποχής του, σε διάφορες θεραπευτικές πρακτικές μέσα από μελέτες βοτάνων, λίθων, κρυστάλλων, κ.τ.λ., ενώ είναι ο πρώτος που εισήγαγε τη χρήση χημικών φαρμάκων για την καταπολέμηση ασθενειών. Η παρακελσιανή φιλοσοφία δημιούργησε ένα ρεύμα στην παράδοση των ιατρικών πρακτικών και έλαβε διάφορες μορφές, οι οποίες εξίσου χαρακτηρίζονταν από την έμφαση στο ρόλο της πρακτικής χημείας στην ιατρική και την ευρύτερη κατανόηση της φύσης και του ανθρώπου. Ο Παράκελσος είναι ένα ιδιαίτερο παράδειγμα φυσικού φιλοσόφου που ασπαζόταν μια πιο ανιμιστική θεώρηση του κόσμου, και ταυτόχρονα υπήρξε ένας ιδιαίτερα ένθερμος υποστηρικτής του πειραματισμού, ενώ η συνεισφορά του στην ιατρική της εποχής του είναι θεμελιώδης καθώς το παρακελσιανό σύστημα ιατρικής ήταν αρκετά καινοτόμο και σημείωνε αρκετές επιτυχίες, καθιστώντας το κατά πολύ καλύτερο έναντι της παραδοσιακής ιατρικής. 22 Ο Βαν Χέλμοντ στα πλαίσια της αλχημικής παράδοσης, θεωρούσε ότι το νερό είναι η ύλη από την οποία σχηματίζονται τα πάντα και υιοθέτησε παρόμοια άποψη με τον Gilbert όσον αφορά τον μαγνητισμό ως ενεργητική αρχή. Γνωσιολογικά εξέφραζε ένα μυστικιστικό σχήμα, καθώς θεωρούσε ότι η απόκτηση της γνώσης των ζωτικών αρχών και δυνάμεων που διέπουν τη φύση, δεν είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί με τις διανοητικές- έλλογες ικανότητες, αλλά μόνο μέσω της νόησης ως άμεση ενόραση της αλήθειας. Παράλληλα στο πλαίσιο αυτό υποστήριζε ότι ο μάγος- φυσικός φιλόσοφος οφείλει τις γνώσεις του στις άρρητες δυνάμεις της φύσης. 44

45 Ουσιαστικά οι περισσότεροι ιστορικοί της επιστήμης τον μνημονεύουν για τα ποσοτικά πειράματα που έκανε, ωστόσο διάκεινται προβληματικά ως προς την μαγική-θρησκευτική προσέγγιση που υιοθετούσε, όπως συνέβαινε με τους περισσότερους οπαδούς της αλχημικής παράδοσης. Άλλωστε την περίοδο αυτή στην Ευρώπη προκύπτουν διάφορες θεσμικές αλλαγές στην παραγωγή και διάδοση της γνώσης, όπου η διαδικασία του πειραματισμού κατέχει κομβικό ρόλο. Η άνοδος της πειραματικής μεθόδου συνδέθηκε με την διαμόρφωση κύκλων-ομάδων συνεργασίας μεταξύ των φυσικών φιλοσόφων και όσων ασκούσαν τις φυσικές επιστήμες, με αποτέλεσμα την ανάδυση νέων θεσμών, όπως οι διάφορες Ακαδημίες Επιστημών, έξω από τα πλαίσια του ακαδημαϊκού χώρου. Ήδη από την Αναγέννηση υπήρχαν εταιρείες που ασχολούνταν με τη φιλολογία, τη λογοτεχνία, την ιστορία και τη θεολογία, ώστε η εμφάνιση τέτοιου είδους ακαδημιών-ινστιτούτων τον 15 ο και 16 ο αι. δεν αποτέλεσε αποκλειστικό χαρακτηριστικό της Επιστημονικής Επανάστασης, καθώς αυτές οι Ακαδημίες επιστημών είχαν μια μορφή συγγένειας με τις μικρές ομάδες διάφορων στοχαστών και πειραματιστών στην Οξφόρδη, το Λονδίνο, το Παρίσι, και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα της Ευρώπης. 23 Έτσι λοιπόν την περίοδο αυτή συναντούμε διάφορες ομάδες λογίων γύρω από την Αυλή του Ροδόλφου του Β στην Πράγα, την Ακαδημία των Λυγκέων με ιδρυτή τον Federico Cesi ( ) στην οποία εργάστηκε και ο Γαλιλαίος, την Ακαδημία Πειραμάτων του Λεοπόλδου των Μεδίκων ( Accademia del Cimento, 1657 Leopoldo de Medici ), την Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου ( Royal Society of London, 1660 ), και την Βασιλική Ακαδημία Επιστημών στο Παρίσι ( Academie Royale des Sciences, 1666 ), όπου αντανακλούν το πνεύμα της εποχής και αντιπροσωπεύουν τις σημαντικότερες Ακαδημίες επιστημών αυτού του τύπου. Βέβαια αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε Ακαδημία είχε τα δικά της χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα οποία διαμορφώνονταν σε σχέση με το πλαίσιο πατρωνίας που υπόκειντο. Για παράδειγμα η Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου, ήταν αυτοχρηματοδοτούμενη από τα μέλη της με διάφορες ενισχύσεις ερασιτεχνών για τη διερεύνηση των συνδρομών, μολονότι βρισκόταν υπό την πατρωνία του Καρόλου Β, ο οποίος δεν παρείχε καμία οικονομική ενίσχυση στη λειτουργία της, Από την άλλη πλευρά, η Βασιλική Ακαδημία Επιστημών του Παρισιού χαρακτηριζόταν ως ένα περισσότερο επαγγελματικό εγχείρημα, κάτι που διαφαίνεται από τον ελιτισμό των μελών της ( προσεκτική επιλογή μελών κυρίως από εύρωστες οικογένειες ) και τον έμμισθο χαρακτήρα εργασίας που προσφέρονταν μέσω του βασιλικού διορισμού για την κάλυψη των θέσεων εργασίας στην έρευνα. 23 Η σύνδεση της πειραματικής μεθόδου και της ομαδικής εργασίας διάφορων στοχαστών γίνεται ρητά εμφανής στο έργο Νέα Ατλαντίδα (1627) του Francis Bacon, στο οποίο περιγράφει το ιδανικό επιστημονικό ίδρυμα, με έναν δεοντολογικό χαρακτήρα βάσει του οποίου ως πρότυπο φαίνεται ότι δημιουργήθηκαν κατόπιν η Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου και η Ακαδημία Επιστημών στο Παρίσι. 45

46 Γενικότερα οι επιστημονικές εταιρείες μέσω της αλληλογραφίας των μελών τους και των δημοσιεύσεων διαφόρων εμπεριστατωμένων εργασιών, συνέβαλαν καθοριστικά στην προώθηση μιας νέας μορφής εμπειρικής μεθόδου για την άσκηση της φυσικής φιλοσοφίας και την θεμελίωση αληθειών σχετικά με τον κόσμο, αλλά και μιας νέας εμπειρικής επιστήμης δημόσιου πλέον χαρακτήρα, συγκροτώντας τρόπον τινά μια έννοια επιστημονικής κοινότητας, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Πρόκειται ουσιαστικά για εταιρείες που λειτουργούσαν ως χώροι έρευνας που η λειτουργία τους στηριζόταν σε χορηγίες πατρώνων, σε αντιδιαστολή με τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια που λειτουργούσαν κατεξοχήν ως χώροι διδασκαλίας υπό την αιγίδα της Εκκλησίας. Όσον αφορά τα πανεπιστήμια κατά τη διάρκεια της επιστημονικής επανάστασης, διάφοροι ιστορικοί έχουν υιοθετήσει σχεδόν άκριτα μια κατηγορηματική στάση για την κατάσταση που επικρατούσε εντός αυτών των ιδρυμάτων, κυρίως ορμώμενοι από τις μαρτυρίες των φυσικών φιλοσόφων της εποχής. Αφενός υπήρχε μια γενικότερη βραδύτητα και αδράνεια στο πανεπιστημιακό σύστημα, καθώς τα επίσημα ακαδημαϊκά προγράμματα σπουδών και η μέθοδος διδασκαλίας των προγραμμάτων αυτών, άλλαζαν με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς, αποτελώντας τροχοπέδη στην σύζευξη με τις τρέχουσες επιστημονικές καινοτομίες που λάμβαναν χώρα στις Ακαδημίες. Αφετέρου, πρέπει να σημειώσουμε ότι κάποια πανεπιστημιακά ιδρύματα της Γερμανίας και της Ολλανδίας, όπως και ορισμένα κολέγια Ιησουϊτών, αποτέλεσαν την εξαίρεση στη γενική αυτή νόρμα, προωθώντας και διδάσκοντας τις νέες ιδέες για το φυσικό κόσμο, στη βάση σπουδών που έδινε μεγαλύτερη έμφαση στις επονομαζόμενες φυσικές επιστήμες, αυξάνοντας το κύρος των μαθηματικών. Ταυτόχρονα, η πειραματική μέθοδος για την κατανόηση του φυσικού κόσμου προωθούνταν στις διάφορες ιατρικές σχολές που δημιουργήθηκαν κατά τον 16 ο αι., όπως η Σχολή του Μονπελιέ, τα διάφορα Ιταλικά πανεπιστήμια και ειδικότερα στην παραδοσιακή Ιατρική Σχολή του Παρισιού. 46

47 2.5. Η μαθηματικοποίηση της Φύσης Στον αιώνα που μεσολάβησε μεταξύ της εποχής του Κοπέρνικου μέχρι τον Γαλιλαίο η επιστήμη είχε ανατρέψει όλη την παλαιά αντίληψη για τον κόσμο, καθώς πλέον η Γη δεν βρισκόταν στο κέντρο του σύμπαντος και οι νέες ανακαλύψεις στην ανατομία, τη φυσιολογία, τη χημεία και τη φυσική σήμαιναν ότι οι στοχαστές της αρχαιότητας δεν ήταν παντογνώστες, αλλά υπήρχαν αρκετά πεδία ακόμη ανεξερεύνητα. Στην διάρκεια του 16 ου και 17 ου αιώνα υπήρξε στα πλαίσια αυτά μια απόπειρα μαθηματικοποίησης της φυσικής φιλοσοφίας, όπου η ποσοτική μέτρηση των μεγεθών φαινόταν να βοηθά στο νέο πρόγραμμα εξερεύνησης της φύσης μέσω του πειραματισμού. Εκτός από τον Κοπέρνικο, τον Κέπλερ και το Γαλιλαίο, μια ακόμη σημαντική συμβολή στην κατεύθυνση της μαθηματικοποίησης της φυσικής φιλοσοφίας προήλθε από το μοναστηριακό τάγμα των Ιησουιτών μοναχών. Η σημασία της εκπαίδευσης που παρείχαν οι Ιησουίτες και η στάση τους απέναντι στα μαθηματικά, που είχαν σημαίνοντα ρόλο εξίσου με τη Φυσική στο πρόγραμμα σπουδών τους, αντιπροσώπευε το γενικότερο κλίμα της εποχής και ενδυνάμωνε την πίστη για τη χρησιμότητα των μαθηματικών στην κατανόηση του φυσικού κόσμου. Βέβαια οι διάφοροι στοχαστές της περιόδου που ασχολούνταν ενεργά με τις μαθηματικές υποθέσεις στην φυσική φιλοσοφία μπόρεσαν να συμβάλλουν στην οπτική της μαθηματικοποιημένης προσέγγισης χάρη στο δίκτυο αλληλογραφίας που αναπτύχθηκε από την ανταλλαγή των προσωπικών τους μελετών, όπου δημιούργησε μια ζωντανή επικοινωνία δημόσιου χαρακτήρα για την επιστήμη εν γένει. Ο Μερσέν ( Marin Mersenne, / Μοναχός, Θεολόγος, Μαθηματικός ) ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες που διατηρήθηκε ενεργό αυτό το δίκτυο επιστημονικής αλληλογραφίας με τα πρωτοπόρα πνεύματα της εποχής του, εκδίδοντας διάφορες μελέτες τους, ώστε τα έργα να κοινοποιούνται σε ευρύτερη έκταση, λειτουργώντας ως δίαυλος επικοινωνίας αλλά και ταυτόχρονα ως πηγή πληροφοριών για τους ίδιους. Ο Μερσέν ήταν ένας δραστήριος υποστηρικτής του επιστημονικού διαλόγου που γεννιόταν, καθώς ο ίδιος ήταν εμπνευσμένος από την ιδέα ότι η πιο βέβαιη μορφή γνώσης είναι τα μαθηματικά και μέσω αυτών η ανθρωπότητα μπορεί να προσεγγίσει τη θεϊκή γνώση. Λόγω των θεολογικών καταβολών του ως μοναχός έστρεψε όλη την πνευματική του δραστηριότητα στην προστασία της πίστης και οδηγούμενος από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του προσπάθησε να αντικρούσει την αριστοτελική ιδέα ότι τα φυσικά αίτια των φαινομένων μπορούν να γίνουν με απόλυτη βεβαιότητα γνωστά, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι ο άνθρωπος μπορεί να συλλάβει την ουσία των πραγμάτων και επομένως να εξισωθεί με το Θεό ( πράγμα αδύνατο). 47

48 Μολονότι λοιπόν αρνούνταν τη δυνατότητα βέβαιης γνώσης των φυσικών αιτιών, η εκτίμηση που έτρεφε για τα μαθηματικά, τον έστρεψε να υιοθετήσει μια πιο διαλλακτική στάση ως προς τη δυνατότητα απόκτησης γνώσης γενικά, αποστρεφόμενος τον σκεπτικισμό της εποχής του. Έτσι στήριξε μέσω δημοσιεύσεων και εκδόσεων το έργο αρκετών φυσικών φιλοσόφων που ήταν οπαδοί του Γαλιλαίου όπως ο Μποναβεντούρα (Bonaventura Cavalieri, ), ο Τορικέλλι (Evangelista Torricelli, ), ο Τζιοβάνι Μπορέλλι (Giovanni Alfonso Borelli, ) και άλλων φυσικών φιλοσόφων στην Ολλανδία όπως ο Μπέκμαν (Isaac Beeckman, ) που ο ίδιος δεν δημοσίευσε κάποια μελέτη του και το έργο του έγινε γνωστό μέσω του Μερσέν, το οποίο επηρέασε τον Καρτέσιο, και ο Κρίστιαν Χόϋχενς (Christiaan Huygens, ) που θεωρείται πρόδρομος του Νεύτωνα. Ο ανοιχτός αυτός διάλογος δημιούργησε ένα θεσμικό πλαίσιο συζήτησης στο ζήτημα της γνώσης και της επιστήμης, από το οποίο αναδύθηκαν διάφοροι σημαίνοντες διανοητές όπως ο Καρτέσιος και ο Νεύτωνας που άλλαξαν την πλεύση της ανθρώπινης διάνοιας στην Νεωτερικότητα. Για παράδειγμα ο Καρτέσιος ( Rene Descartes, ) αν και είναι περισσότερο γνωστός ως φιλόσοφος, στην αρχή της καριέρας του υπήρξε μαθηματικός και εργάστηκε πάνω στη μουσική, την οπτική και τη μηχανική. Το έργο του Λόγος περί της Μεθόδου που δημοσιεύθηκε το 1637 αποτέλεσε την εισαγωγή σε 3 πραγματείες εφαρμοσμένων μαθηματικών στη φυσική αναφορικά με το φαινόμενο της διάθλασης και το νόμο που την περιγράφει, τα αίτια δημιουργίας του ουράνιου τόξου και της μεταφοράς αφηρημένων αλγεβρικών προβλημάτων σε γεωμετρικούς-χωρικούς όρους. Η καρτεσιανή μέθοδος στη μελέτη των φυσικών φαινομένων οδήγησε σε μια νέα μεταφυσική, που έθεσε τα θεμέλια για ένα νέο σύστημα φυσικής, το οποίο είχε τα χαρακτηριστικά μιας αιτιακήςμηχανιστικής ερμηνείας της φύσης και έλαβε μεγαλύτερη αποδοχή από τις υπόλοιπες μηχανιστικές φιλοσοφίες της εποχής του. Παρόλο που το καρτεσιανό σύστημα δεν χρησιμοποίησε αμιγώς τα μαθηματικά, αποτελεί μια σπουδαία παρακαταθήκη στην τυποποίηση της γνώσης αναφορικά με τον φορμαλισμό που το χαρακτηρίζει, ως απόρροια της πρόθεσης του ίδιου του Ντεκάρτ να κατανοήσει τον φυσικό κόσμο με μαθηματικούς όρους. Στην ίδια κατεύθυνση της μελέτης των φυσικών μεγεθών και φαινομένων σε όρους μαθηματικού φορμαλισμού και ποσοτικοποίησης των σταθερών της φύσης, ο Νεύτωνας (Isaac Newton, ) 48

49 μελέτησε διάφορα προβλήματα Μηχανικής, ενώ το έργο του με τίτλο Principia Mathematica 24 ( η μετάφραση του πλήρους τίτλου είναι Μαθηματικές Αρχές Φυσικής Φιλοσοφίας ) θεωρείται ότι αποτέλεσε στο χώρο της επιστήμης την κορύφωση της μαθηματικοποίησης της φύσης. Ο Νεύτωνας εκτός από το Νόμο της Παγκόσμιας Έλξης που διατύπωσε, απέδειξε μαθηματικά τους νόμους του Κέπλερ και έθεσε τις βάσεις για τη θεωρία κίνησης της Σελήνης και τη θεωρία περί κομητών. Οι νευτώνειοι νόμοι της κίνησης αντικατέστησαν τους αντίστοιχους καρτεσιανούς νόμους, κυρίως επειδή παρείχαν μια ολοκληρωμένη εξήγηση για τα φαινόμενα που σχετίζονται με τις κρούσεις των υλικών σωμάτων. Παράλληλα μελέτησε την κίνηση μέσα σε ρευστά και από τις μελέτες του αυτές προέκυψε η θεωρία του περί ακουστικής για τα διάφορα ηχητικά φαινόμενα. Αρκετά συχνά προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο Νεύτωνας κατόρθωσε να δώσει ικανοποιητικές μαθηματικές και φυσικές απαντήσεις σε διάφορα προβλήματα φυσικής φιλοσοφίας, καλύπτοντας τα κενά που άφηναν ο Γαλιλαίος και ο Καρτέσιος. Έτσι, η δημοσίευση των Principia ουσιαστικά αποτέλεσε την ολοκλήρωση της τάσης που είχε ξεκινήσει ήδη από τον 16 ο αι. για την μαθηματικοποίηση της φυσικής φιλοσοφίας, ενώ όσον αφορά συγκεκριμένα τη μηχανιστική φιλοσοφία της εποχής, αυτή αναδύθηκε και εδραιώθηκε μέσω της νευτώνειας μαθηματικής απόδειξης ότι τα μακροσκοπικά φαινόμενα μπορούν να ερμηνευτούν μέσω μικροσκοπικών φαινομένων, κάτι που αποτέλεσε σημείο τομής στην ιστορία της επιστήμης και του ανθρώπινου πνεύματος στον τρόπο θέασης του φυσικού κόσμου. Ο τίτλος του έργου αναφορικά με την ύπαρξη μαθηματικών αρχών θα ήταν προκλητικός αν προτεινόταν για κάποιο έργο αντίστοιχου περιεχομένου σε προηγούμενη εποχή, γιατί ήταν αδιανόητο θεσμικά να υπάρχει κάποια άλλη αρχή στο φυσικό κόσμο πέραν του Δημιουργού. Από την συνεισφορά του Κοπερνίκειου έργου και των άλλων αναγεννησιακών μαθηματικών μέχρι και τα τέλη του 17 ου αι. είχε πλέον γίνει αισθητή η μετάβαση στο πεδίο της επιστημονικής σκέψης ότι μπορούσαν και νομιμοποιούνταν να υπάρχουν μαθηματικές αρχές στο χώρο της φυσικής φιλοσοφίας. Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι ο Νεύτωνας δεν χρειάστηκε να υπερασπιστεί τον τρόπο γραφής του όσον αφορά τη μαθηματική του προσέγγιση, όπως συνέβη με τους προκατόχους του, που έπρεπε να νομιμοποιήσουν τη χρήση των μαθηματικών εργαλείων στην άσκηση της φυσικής φιλοσοφίας. 24 [ Εικόνα εξωφύλλου από την πρώτη έκδοση, πηγή : google.images.com] 49

50 Το νευτώνειο έργο έλαβε αποδοχή από ένα ήδη έτοιμο ακροατήριο, το οποίο ακόμη και αν δεν ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένο με τους μαθηματικούς όρους και τη γραφή των μαθηματικών αποδείξεων, ήταν ωστόσο πεπεισμένο για την εγκυρότητά του έργου εν συνόλω για την κατανόηση της φύσης. Ωστόσο ένα ακόμη πολύ ενδιαφέρον ζήτημα στον διάλογο που προέκυψε από την τάση της μαθηματικοποίησης της φυσικής φιλοσοφίας, είναι και οι ζωντανές διαμάχες που για την πατρότητα των αντίστοιχων θεωριών και των νόμων που διατυπώνονταν μέσα σε αυτές. Για παράδειγμα, χαρακτηριστική είναι στην ιστορία της επιστήμης η μαθηματική διαμάχη ανάμεσα στον Χουκ (Robert Hooke, ) και τον Νεύτωνα που παρουσιάζεται από την μεταξύ τους αλληλογραφία 25, όπου ο Χουκ κατηγορούσε το Νεύτωνα ότι είχε εμπνευστεί τη βασική αρχή της ουράνιας μηχανικής του από τον ίδιο. Τέτοια φαινόμενα εντοπίζονται συχνά την περίοδο εκείνη καθώς η αλληλογραφία μεταξύ των φυσικών φιλοσόφων, των μαθηματικών και των διανοητών που συγκέντρωναν και τις δύο ιδιότητες, αντανακλά ένα πλαίσιο ιδεολογικών ζυμώσεων και εφαρμογής νέων μαθηματικών τεχνικών που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση κύρους τόσο των μαθηματικών επιστημόνων (ανθρώπων) όσο και των μαθηματικών (αριθμητικά μεγέθη) ως γνωστικό πεδίο. Την περίοδο του 17 ου αι. ο ρόλος του μαθηματικού επιστήμονα απέκτησε σταδιακά ισάξιο κύρος με το ρόλο του φυσικού φιλοσόφου, κυρίως ως απόρροια της γενικότερης πεποίθησης ότι η μαθηματική γνώση είναι βέβαιη, ενώ παράλληλα η μαθηματική προσέγγιση της φύσης γινόταν περισσότερο πειστική καθώς αυξανόταν το κύρος των (ανθρώπων) μαθηματικών. Αναφορικά με την εγκυρότητα της μαθηματικής γνώσης, υπήρχε μια ευρύτερη αποδοχή, ωστόσο ορισμένοι μαθηματικοί ισχυρισμοί θέτονταν συχνά υπό αμφισβήτηση, ιδίως όταν τα μαθηματικά χρησιμοποιούνταν αποδεικτικά για να καταρρίψουν για παγιωμένες αντιλήψεις όπως η ακινησία της Γης. Η προβληματική που εμφανίζεται σχετικά με τα μαθηματικά που άρχισαν να πρωτοστατούν μεταξύ των διάφορων θεωριών, είναι ότι ήταν ένα τεχνητά κατασκευασμένο σύστημα, που χαρακτηριζόταν από μεγάλο βαθμό αφαιρετικότητας και η βεβαιότητα των ισχυρισμών που παρείχαν ήταν υπό συνθήκες, δηλαδή ότι δεδομένων κάποιων ορισμένων αρχών και αξιωμάτων-κανόνων μπορούσε κάποιος να οδηγηθεί σε συμπεράσματα. 25 Ο Νεύτωνας πριν την αλληλογραφία του με τον Χουκ προσπαθούσε να ερμηνεύσει τις ουράνιες κινήσεις με βάση την Καρτεσιανή Μηχανική. Το έτος 1679 πληροφορείται από τον Χουκ ότι μπορεί να εξηγήσει τους νόμους του Κέπλερ μέσω της υπόθεσης μιας μοναδικής ελκτικής δύναμης, η οποία ως μέγεθος είναι αντιστρόφως ανάλογη του τετραγώνου της απόστασης μεταξύ ενός πλανήτη και του Ήλιου ( αναδύεται η έννοια της Δύναμης ως διάνυσμα στο χώρο της Φυσικής, και προδρομικά η έννοια της Βαρύτητας ). Ο Νεύτωνας εργάστηκε στις νέες κατευθύνσεις που έλαβε από τον Χουκ και τις υιοθέτησε τις υποθέσεις του στο Principia χωρίς να αναγνωρίσει τη συνεισφορά του. Είναι γνωστό ότι ο Χουκ δεν βρήκε υποστηρικτές παρά ελάχιστους, ενώ σύμφωνα με τον ιστορικό R.S.Westfall, η ανακάλυψη ανήκε στον Νεύτωνα χωρίς να αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης, καθώς ο πραγματικός φυσικός φιλόσοφος πρέπει να είναι και μαθηματικός. 50

51 Το ζήτημα λοιπόν που προέκυπτε με την άνοδο των μαθηματικών χρήσεων ήταν να απαντηθεί το καίριο ερώτημα εάν και με ποιο τρόπο / πώς? μπορούν τα αξιώματα και οι κανόνες να σχετίζονται με το φυσικό κόσμο? Για παράδειγμα πώς μπορούν να σχετιστούν τα αρνητικά μεγέθη με τις ποιότητες του φυσικού κόσμου, ή γιατί όταν πολλαπλασιάζουμε 2 αρνητικά μεγέθη το αποτέλεσμα να είναι πάντα θετικό και αυτό το γινόμενο να είναι κάτι που σχετίζεται με τις καταστάσεις πραγμάτων του φυσικού κόσμου? Ουσιαστικά εντοπίζεται η σύγκρουση της κυρίαρχης σχολαστικής-αριστοτελικής παράδοσης που βασιζόταν στο εύλογο, την κοινή λογική και την αδιαμφισβήτητη αλήθεια της εμπειρίας, σε αντίθεση με τις μαθηματικές αλήθειες που δεν ήταν εμφανείς. Δημιουργήθηκε επομένως η ανάγκη να βρεθούν νέα κριτήρια και αρχές με βάση τα οποία να καθιερωθεί η εγκυρότητα των μαθηματικών και η ατζέντα αυτή αναφερόταν σε ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Επιστημονικής Επανάστασης, την αντικατάσταση της εύλογης εμπειρίας που ήταν η βάση της σχολαστικής φυσικής φιλοσοφίας, από μια νέα έννοια γνώσης που υπαγορεύεται και αποδεικνύεται από ειδικά σχεδιασμένα πειράματα. Στο σημείο αυτό φαίνεται ότι οι μαθηματικοί συνέβαλαν στην νέα τάση προς τον πειραματισμό, καθώς τέθηκε σε αναλογία η εγκυρότητα των μαθηματικών αποδείξεων και των πειραματικών εφαρμογών όπου μπορεί να προκύψει ένα συμπέρασμα που δεν είναι εξ αρχής αυτονόητο. Με άλλα λόγια, το αποτέλεσμα ενός πειράματος μπορεί να αποτελέσει γνώση έγκυρη, η οποία δεν είναι αυτονόητη, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα αποτελέσματα των μαθηματικών αποδείξεων. Η ποιότητα της γνώσης επομένως αλλάζει και μια βασική όψη της διαδικασίας αλλαγής της φύσης της γνώσης σχετίζεται με το ρόλο της μέτρησης και της ποσοτικοποίησης. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η μακραίωνα παγιωμένη αριστοτελική φυσική φιλοσοφία πραγματευόταν ποιότητες και όχι ποσότητες, δηλαδή τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και όχι τα ποσοτικά μεγέθη που χαρακτηρίζουν τα φυσικά φαινόμενα. Η αριστοτελική κοσμολογία περιέγραφε με αδρές γραμμές τη δομή του κόσμου και η πρόσληψή της από τους πτολεμαϊκούς αστρονόμους έφερε στο προσκήνιο του επιστημονικού λόγου τις ανακρίβειες που την πλαισίωναν, κάτι που επέφερε την απομάκρυνση της αστρονομίας από τις φυσικές αλήθειες. Για τους οπαδούς του Κοπέρνικου, η συμφωνία μαθηματικής αστρονομίας και ηλιοκεντρικού συστήματος σήμαινε ότι τα μαθηματικά θα υποδείκνυαν τη φυσική αλήθεια, και έτσι η πρόκληση που είχαν να αντιμετωπίσουν οι μαθηματικοί του 16 ου αι. ήταν να πείσουν τους συγχρόνους τους ότι η ποσοτικοποίηση της φύσης μπορεί να παράγει επιπλέον γνώση. 51

52 2.6. Η σχέση των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων με τον Πειραματισμό Όπως έχει γίνει σαφές, ο ρόλος του πανεπιστημίου κατά τη διάρκεια της επιστημονικής επανάστασης ήταν εκπαιδευτικός, υπό την έννοια ότι περιοριζόταν στη διδασκαλία, που ήταν τυποποιημένη, χωρίς να προωθεί κάποιο είδους περαιτέρω εμπειρικής έρευνας, δίνοντας βάση στη ρητορική, με αποτέλεσμα οι σπουδαστές να εκπαιδεύονται σε μια στείρα αποστήθιση επιχειρημάτων υπεράσπισης ή απόρριψης προτάσεων σε διαλογική μορφή (debate), ακριβώς η εκτέλεση αυτής της πρακτικής διδασκαλίας αποτελούσε και τον τρόπο εξέτασης των φοιτητών χωρίς γραπτές εξετάσεις. Στον αντίποδα αυτής της παρωχημένης κατάστασης για την παιδεία στην Ευρώπη βρίσκονταν οι αυλές των ευγενών ή των πιο εύρωστων οικονομικοκοινωνικά οικογενειών, οι νέες ακαδημίες ή οι διάφορες ιδιωτικές οικείες των φυσικών φιλοσόφων και πειραματιστών, όπως του Τύχο Μπράχε και του Μπόιλ, που αποτέλεσαν τους νέους τόπους έρευνας. Καταληκτικά, η όψη της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, όσον αφορά την ανεπάρκεια των ερεθισμάτων για περεταίρω μάθηση, προξενούσε την έντονη δυσαρέσκεια των ευρωπαίων λογίων, όπως γίνεται σαφές από κριτικές που διατύπωσαν για την πανεπιστημιακή πρακτική διάφοροι φυσικοί φιλόσοφοι και στοχαστές όπως ο Fr. Bacon, ο G. Galilei, ο Descartes, ο Boyle και αρκετοί ακόμη. Η κριτική που άσκησαν στα πανεπιστημιακά δρώμενα, αυτοί οι λόγιοι στοχαστές ως ιστορικά υποκείμενα της εποχής τους, λειτούργησε ως βάση για την στροφή προς μια εμπειριστική κατεύθυνση για τη γνώση, η οποία ενισχύθηκε από τις εξελίξεις στο χώρο των μαθηματικών, της φυσικής ιστορίας, της ανατομίας, της φυσιολογίας και της χημείας, όπως και από τις αντίστοιχες τεχνολογικές καινοτομίες στην κατασκευή διάφορων επιστημονικών οργάνων. Η πειραματική μέθοδος την περίοδο αυτή γίνεται το νέο επίκεντρο για την προαγωγή μιας νέας επιστήμης στην κατεύθυνση του εμπειρισμού, και η συνειδητοποίηση της δύναμης που παρείχε εργαλειακά, κατεύθυνε όχι μόνο το νέο πλαίσιο έρευνας γνωστικά, αλλά και τις νέες δυναμικές ισορροπίες μεταξύ των κοινωνούντων υποκειμένων κοινωνικά, δηλαδή τις σχέσεις αλληλεπίδρασης μεταξύ των φυσικών φιλοσόφων, που μετέπειτα οδήγησαν στην δημιουργία των πρώτων επιστημονικών ακαδημιών. Με άλλα λόγια, η κοινή συνισταμένη των νέων δυναμικών πλεγμάτων ροής και διακίνησης της πληροφορίας προκειμένου να μετουσιωθεί σε γνώση σχετίστηκε με τις κοινωνικές αλλαγές, που προέκυψαν δομικά στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, τόσο στις πριγκιπικές αυλές, στα αναδυόμενα αστικά κέντρα και τα πανεπιστήμια. Μέσα από τα πλαίσια αυτά, δομήθηκε βαθμιαία η πίστη στη γνώση που προέρχεται από την εμπειρία, καθώς παράγεται από αυτή, και το κύρος της γνώσης αυτής, θεμελιώθηκε από και θεμελίωσε ταυτόχρονα τη νέα πειραματική μέθοδο, ως ένα βασικό χαρακτηριστικό της επιστημονικής επανάστασης, η οποία κληροδότησε τα νέα εργαλεία για την διαμόρφωση της επιστημονικής σκέψης του 17 ου αι. 52

53 Ήδη από τον 16 ο αι., η Φυσική Φιλοσοφία άρχισε σταδιακά να αποκτά έναν δημόσιο χαρακτήρα, και όπως θα παρουσιαστεί στη συνέχεια, φθάνοντας στις απαρχές του 17 ου αι. εντοπίζουμε την ανάδυση της Μηχανοκρατικής Φιλοσοφίας, καθώς συντελείται η μεταλλαγή στα θεσμικά κέντρα γνώσης και τη δομή του κοινωνικού ιστού των ευρωπαϊκών πόλεων. Για παράδειγμα, σε αρκετά ολλανδικά πανεπιστήμια παρατηρείται ότι ο καρτεσιανισμός κέρδιζε έδαφος έναντι του αριστοτελισμού, τον οποίο εν τέλει αντικατέστησε πλήρως αναφορικά με τα αντίστοιχα προγράμματα σπουδών, ενώ παράλληλα σε διάφορα γερμανικά πανεπιστήμια άρχισαν να εντάσσονται οι θεωρίες του Παράκελσου και διάφορες άλλες χημικές θεωρίες. Ωστόσο η μετάβαση αυτή δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολη, δηλαδή δεν ήταν εύκολο οι μαθηματικές επιστήμες να αποκτήσουν το κύρος της αριστοτελικής φυσικής φιλοσοφίας, καθώς η μαθηματική γνώση που πυρηνικά τις συγκροτούσε δεν ήταν πάντα αυτονόητη και πολλές φορές απαιτούσε περισσότερο εξειδικευμένες γνώσεις, κάτι που τις καθιστούσε επιτηδευμένες εκ των προτέρων για τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Άλλωστε, το ιδανικό της αριστοτελικής παράδοσης την καθιστούσε περισσότερο προσιτή στην πρόσληψή της από τον οποιοδήποτε, καθώς στηριζόταν σε λογικούς συλλογισμούς, οι οποίοι προέκυπταν από λογικές παραδοχές που έπρεπε να είναι αυτονόητες και αποδεκτές από όλους. Ασφαλώς και κάτι τέτοιο ήταν πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί στο πεδίο της αστρονομίας, μολονότι υπήρχαν αυτονόητες αλήθειες ( όπως η ανατολή και η δύση του Ηλίου σε ημερήσια βάση), ωστόσο η περιγραφή της ανάδρομης κίνησης και ο ορισμός της ταχύτητας των πλανητών, όπως και διάφορα άλλα φαινόμενα, έπρεπε να υπολογιστούν μέσω συστηματικής παρατήρησης, όπως αντίστοιχα στο πεδίο της οπτικής, πολλά φαινόμενα έπρεπε να διερευνηθούν μέσω ειδικά κατασκευασμένων οργάνων. Στο πλαίσιο των ζυμώσεων αυτών, αναδύθηκαν διάφοροι μεθοδολογικοί προβληματισμοί, αναφορικά με το αν υπάρχει μία και μοναδική πειραματική μέθοδος, ένα κομβικό ερώτημα που διατρέχει την φιλοσοφία και ιστορία της επιστήμης, γεννώντας άλλα γόνιμα ερωτήματα όπως το πώς η έννοια της πειραματικής μεθόδου κατέχει τόσο βαρύνουσα σημασία στην ρητορική για την προώθηση της αυθεντίας της επιστήμης. Ιστορικά έχουμε δει ότι η γαλιλαϊκή μέθοδος διαφέρει αρκετά από τη μέθοδο του Bacon, όπως άλλωστε και από τη μέθοδο του Boyle, και ως εκ τούτου αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό το κριτήριο της μεθόδου δεν είναι αναγκαίο ούτε επαρκές για το διαχωρισμό μιας επιστημονικής θεωρίας από μια μη-επιστημονική, καθώς αρκετοί επιστήμονες δραστηριοποιούνται σε διαφορετικά γνωστικά πεδία και δεν είναι εφικτό να υιοθετήσουν τα ίδια μεθοδολογικά μοντέλα. Καταληκτικά θα λέγαμε ότι το ζήτημα της μεθόδου εξαρτάται από το πεδίο, για παράδειγμα σε διάφορες ταξινομητικές επιστήμες όπως η βοτανική και η ζωολογία δεν χρησιμοποιείται κάποια άμεσα 53

54 πειραματική μέθοδος, ωστόσο αυτό δεν τις καθιστά λιγότερο επιστημονικές από τις υπόλοιπες επιστήμες. Η συζήτηση αυτή έχει τις ρίζες της στην περίοδο μεταξύ του 16 ου και 17 ου αι. και βρήκε έρεισμα για περαιτέρω ανάπτυξη παράλληλα με την εξέλιξη που σταδιακά σημείωνε η Φυσική φιλοσοφία της περιόδου. Πιο συγκεκριμένα οι εξελίξεις που λάμβαναν χώρα, σχετίζονταν πλέον με πειράματα που είχαν δημόσιο χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα στην μελέτη της κατακόρυφης κίνησης, εκτελούνταν πτώσεις διαφόρων βαρών αντικειμένων από πύργους εκκλησιών. Ωστόσο ο πιο ισχυρός τρόπος δημοσιοποίησης των πειραμάτων ήταν η περιγραφή τους σε δημοσιευμένα κείμενα, όπου οι πειραματικές αυτές περιγραφές βασίζονταν σε εγχειρίδια γεωμετρίας, και μέσα από τη διαδικασία αυτή,ο αναγνώστης μάθαινε πώς να εκτελέσει ο ίδιος το πείραμα και ποιά θα είναι τα αναμενόμενα αποτελέσματα από την εκτέλεση του πειράματος, ενώ συχνά στα κείμενα αυτά, υπήρχαν συμπληρωτικά σχόλια που ανέφεραν ότι το συγκεκριμένο πείραμα είχε επαναληφθεί πολλές φορές, ενώπιον διαφόρων ειδικών που τους αποκαλούσαν μάρτυρες. Βέβαια πρέπει να επισημάνουμε ότι υπήρχαν αρκετές διαφορές στους τρόπους παρουσίασης των πειραμάτων μεταξύ της Ηπειρωτικής Αγγλίας και της Ευρώπης, ωστόσο το μόνο βέβαιο ήταν πλέον ότι η Φυσική φιλοσοφία του 16 ου και 17 ου αι. αποκτούσε ένα δημόσιο χαρακτήρα ο οποίος γινόταν ολοένα και πιο εμφανής μέσα από το πλαίσιο συζήτησης που διαμορφωνόταν μεταξύ των επιστημόνων και των επιστημονικών κοινοτήτων. Αναφορικά με το ζήτημα της παρουσίασης των πειραμάτων στην περίοδο αυτή, υπάρχει μια μελέτη των St. Shapin και S. Schaffer για την προσπάθεια του Boyle να καθιερώσει τη φυσική φιλοσοφία ως ένα όχημα-μέσο για να φτάσουμε την αλήθεια και να λυθούν οι διαμάχες στη φυσική φιλοσοφία. Το εγχείρημα της μελέτης αυτής ήταν να αναδειχθεί ότι ο κύριος στόχος του Boyle ήταν η δημιουργία πειραματικών γεγονότων (μια έννοια που απαντά στην επιστήμη ως matter of facts) και ουσιαστικά ότι ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν για την ερμηνεία τους με βάση τις διάφορες θεωρίες. 26 Από τη μία πλευρά λοιπόν, κυρίως οι Γάλλοι φυσικοί επιστήμονες, όπως ο Blaise Pascal, παρουσίαζαν και περιέγραφαν ένα πείραμα με τη μορφή μια καθολικής πρότασης για το πώς συμβαίνουν τα πράγματα στον κόσμο, ενώ από την άλλοι πλευρά, διάφορα μέλη της Βασιλικής Εταιρείας στην Αγγλία, όπως και ο Boyle, θεωρούσαν ότι πρέπει να δημιουργούν διάφορα πειραματικά γεγονότα. Αυτή η έμφαση των Άγγλων στη δημιουργία πειραματικών γεγονότων, ώθησε τους Άγγλους πειραματιστές να παρουσιάζουν τα πειράματά τους ως ιστορικά γεγονότα, δίνοντας στον αναγνώστη την αίσθηση ότι και ο ίδιος είχε υπάρξει μάρτυρας του πειράματος. 26 Για παράδειγμα οι έρευνες που έκανε ο Boyle με την αντλία κενού δεν σχετίζονταν με τη δυνατότητα αν μπορεί ή δεν μπορεί να υπάρξει κενό, αλλά με τη διερεύνηση για την ελαστικότητα του αέρα ως υλικό. 54

55 Στόχος αυτής της πρακτικής των Άγγλων πειραματιστών, ήταν να υπάρξει μια πληθώρα μαρτυριών για το εκάστοτε πείραμα, δημιουργώντας μέσω των λεπτομερών περιγραφικών αναγνωσμάτων κατ ουσίαν μάρτυρες, και για το λόγο αυτό, οι πειραματικές αναφορές διατυπώνονταν με λεπτομερή καταγραφή των μεθόδων, των υλικών και των συνθηκών που λάμβαναν χώρο τα αναγραφόμενα πειράματα, ώστε οι αναγνώστες που βρίσκονταν μακριά, να μπορούν να παράγουν τα σχετικά φαινόμενα με το πείραμα και να το εκτελέσουν, ώστε να γίνουν και οι ίδιοι άμεσοι μάρτυρες. Βέβαια, όπως γίνεται αντιληπτό ο κάθε αναγνώστης των πειραματικών περιγραφών δεν εκτελούσε απαραίτητα το πείραμα που έπεφτε προς ανάγνωση στα χέρια του, αλλά καλή πίστη υιοθετούσαν μια στάση εμπιστοσύνης στις πειραματικές περιγραφές αναφορικά με την αλήθεια των αναφερόμενων αποτελεσμάτων. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι που αποδέχθηκαν την αλήθεια των πειραμάτων του Boyle, υιοθέτησαν μια στάση εμπιστοσύνης στην εγκυρότητα των περιγραφών και των αποτελεσμάτων, χωρίς την άμεση μαρτυρία ή την αναπαραγωγή τους, αλλά μέσω της ανάγνωσης αυτών των πειραματικών περιγραφών, όπου υπήρχε επαρκές υλικό ώστε να εμπιστευτούν την ακρίβεια και την ειλικρίνειά τους. 55

56 3. Το πλαίσιο ανάδυσης της Μηχανοκρατικής Επιστήμης Θα ήταν χρήσιμο να επισημάνουμε μεθοδολογικά τη διάκριση μεταξύ της επιστημονικής δραστηριότητας που σημειώθηκε κατά περιόδους από την αρχαιότητα μέχρι και τα τέλη του 16 ου αι και την εμφάνιση της επιστήμης τον 17 ο αι. ως οργανωμένη κοινωνική δραστηριότητα. Άλλωστε τον αιώνα αυτό, πέρα από την αναδιατύπωση των επιστημονικών εννοιών και θεωριών σε ευρεία κλίμακα και με τρόπο επαναστατικό, σημαντική είναι επίσης και η δραστηριότητα που αφορά στην οργάνωση του επιστημονικού έργου μέσα από το αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο της εποχής καθώς και ο ρόλος των επιστημονικών κύκλων της περιόδου σε σχέση με τη λειτουργία των πανεπιστημίων της Ευρώπης. Πρέπει να σημειώσουμε ακόμη ότι ήδη από τους προηγούμενους αιώνες λόγω της ναυσιπλοΐας, του εμπορίου και των ταξιδιωτικών ανακαλύψεων είχε αυξηθεί το εύρος της ανθρώπινης γνώσης, ενώ παράλληλα η συνεισφορά του Γαλιλαίου με τις νέες αστρονομικές παρατηρήσεις ( κατά του αριστοτελισμού και των Μεσαιωνικών λογίων ), δημιουργήθηκε ένα πρόσφορο έδαφος για την αμφισβήτηση του ανθρωποκεντρικού σύμπαντος και την εμφάνιση ιδεών περί απειρίας του κόσμου. Παράλληλα κατά τον 17 ο αι. εμφανίζονται διάφορες ιδέες / πρότυπα για τη μελέτη του κόσμου όπως η Μηχανή της φύσης σε αντιδιαστολή με το προηγούμενο πρότυπο του ανιμιστικού, αριστοτελικού σύμπαντος, όπου στο νέο μοντέλο δεν υπάρχει κάποια σκοπιμότητα ή πρόθεση στην παραγωγή ή την εμφάνιση των υπό μελέτη φυσικών φαινομένων. Ωστόσο διατηρούνται οι ιδέες περί ύπαρξης μιας διάνοιας και ενός κοσμικού σχεδίου ως δημιουργός αιτία των πάντων σε συνδυασμό με τις ιδέες που αφορούν την ύπαρξη κανονικοτήτων στη φύση ( υποφαίνοντας μια έννοια ύπαρξης φυσικών νόμων ), χωρίς όμως να γίνεται κάποια σαφής διάκριση στη μελέτη μεταξύ του φυσικού και του τεχνητού ( Μπέικον Γκασεντί Ντεκάρτ ). Κυρίαρχο μοντέλο στη μελέτη των φυσικών φαινομένων είναι η χρήση της μεταφοράς του μηχανικού ρολογιού, όπως υιοθετήθηκε από τον ύστερο Κέπλερ, τον Ντεκάρτ και τον Μπόιλ, σε αντιπαραβολή με τις απόκρυφες ερμηνείες των φυσικών φαινομένων που παρείχε η Αναγεννησιακή Φυσιοκρατία. Μολονότι κυριαρχούσε μια γενική δυσπιστία ως προς τις άυλες ενεργητικές δυνάμεις, παρατηρείται ότι συνυπήρχαν οι διάφορες μηχανιστικές και ανιμιστικές απόψεις για μια μακρά περίοδο, καθώς αρκετοί φιλόσοφοι συνέχιζαν να πιστεύουν σε αυτού του είδους τις ανιμιστικές πεποιθήσεις όπως ο Κέπλερ, ο Μπράχε, ο Μπέικον, ενώ αρκετοί ήταν εκείνοι όπως ο Μπόιλ που υιοθετούσαν την αστρολογία, και αρκετοί ακόμη που πίστευαν την ύπαρξη άυλων πνευμάτων, δαιμόνων, μαγισσών και αντίστοιχου τύπου οντότητες. Ο Μαρέν Μερσέν ήταν από τους πρώτους που στράφηκε ενάντια στην Αναγεννησιακή φυσιοκρατία, δηλαδή κατά της αντίληψης ότι ο Θεός ταυτίζεται με τη φύση, υποστηρίζοντας ότι αν ίσχυε αυτό, τότε δεν υπάρχει η διάκριση φυσικού και μεταφυσικού, ανοίγοντας ένα νέο πλαίσιο σκέψης στο οποίο όλα εξηγούνται μόνο με βάση μηχανικές, υλικές αιτίες. 56

57 Στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλε η αναβίωση της πυθαγόρειας / πλατωνικής παράδοσης περί της μαθηματικής δομής της φυσικής πραγματικότητας, όπου η κυρίαρχη αντίληψη εδώ στη διάρκεια του 17 ου αι. ήταν ότι η μηχανιστική αντίληψη του κόσμου μπορεί να μαθηματικοποιηθεί. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα του Κέπλερ, που ήταν ένθερμος μαθηματικός πλατωνιστής, αναφορικά με το μοντέλο που πρότεινε για τη δομή του πλανητικού συστήματος από ένα Δημιουργόμέγιστο Μαθηματικό, όπως και του Γαλιλαίου, που υποστήριζε ότι η φύση έχει μαθηματική δομή και επομένως η φυσική φιλοσοφία ως μελέτη της φύσης μπορεί να αποκτήσει μαθηματική μορφή / ποσοτικοποίηση φυσικών μεγεθών στη μέτρηση έναντι των ποιοτικών χαρακτηριστικών που τους απέδιδε η αριστοτελική προσέγγιση. Παρόλο που η σχέση μηχανοκρατίας και μαθηματικοποίησης παραμένει αμφίβολη, όλοι οι μηχανιστικοί φιλόσοφοι τόνισαν τον κεντρικό ρόλο των μαθηματικών στην κατανόηση της φύσης, ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε ότι ένα πολύ μικρό μέρος της μηχανικής φιλοσοφίας έλαβε μαθηματική μορφή. Αυτό το μικρό μέρος αποδίδεται ίσως καλύτερα με το νευτώνειο κοσμοείδωλο, όπου η φύση μελετάται από ένα πλήρως αφαιρετικό επίπεδο ιδεαλισμού στη βάση μιας βαθιά εμπειρικής-πειραματικής προσέγγισης, καθώς για το Νεύτωνα, η μηχανή του κόσμου ακολουθεί νόμους που έχουν μαθηματική μορφή και εκφράζονται στη γλώσσα των Μαθηματικών. 57

58 3.1. Ο θεσμός του Πανεπιστημίου μέχρι τον 17 ο αι. Πριν από το 17 ο αι. η πρακτική της φιλοσοφίας συγχέονταν με την πρακτική της επιστήμης και αντιστρόφως, ώστε δεν είναι απόλυτα ορθό από θέμα ορολογίας να κάνουμε χρήση του όρου επιστήμονα όταν αναφερόμαστε στους ερευνητές εκείνους που προηγήθηκαν της περιόδου αυτής, και έτσι ο συνηθέστερος χαρακτηρισμός που τους αποδίδεται είναι ο όρος του φυσικού φιλοσόφου. Από τον 17 ο αι. στη Δυτική Ευρώπη και έπειτα παρατηρείται η εμφάνιση ομάδων ανθρώπων που εργάζονται και συλλογικά με όρους που παραπέμπουν στη λειτουργία του επιστήμονα, καθώς δεν δρουν μεμονωμένα και απομονωμένοι σε κάποιο οικιακό εργαστήριο ή στην Αυλή κάποιου άρχοντα, αλλά οργανώνονται σε εταιρείες προκειμένου να εξασφαλίζουν ουσιαστική επικοινωνία και με άλλους ερευνητές που έχουν κοινές επιδιώξεις και έτσι να εξασφαλίζεται η διάχυση της γνώσης στις πολυποίκιλες αποχρώσεις του πνεύματος. Ας μην λησμονήσουμε ότι την περίοδο αυτή, η έννοια του πανεπιστημίου ως κεντρικού ιδρύματος συσσώρευσης και επεξεργασίας της γνώσης είχε πολύ διαφορετική λειτουργία από αυτή του 20 ου και του 21 ου αι., καθώς βρίσκονταν κατά κύριο λόγο υπό τη σκέπη της Εκκλησίας ήδη από το Μεσαίωνα, και κατά κύριο λόγο είχαν μια ευρύτερη πνευματική δραστηριότητα, μέρος της οποίας ήταν και η επιστημονική, στα πλαίσια των κυρίαρχων τάσεων που τους ενστάλαζε το αντίστοιχο θρησκευτικό σχήμα. Έτσι λοιπόν ο θεσμός των πανεπιστημίων 27 δεν πληρούσε πάντοτε το ρόλο ενός κύριου κέντρου της επιστήμης, όπως έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε σήμερα, και συγκεκριμένα μέχρι και τον 17 ο αι. όχι μόνο δεν αποτελούσαν επίκεντρο της επιστημονικής δραστηριότητας, αλλά αντίθετα υπάρχει μια πληθώρα γεγονότων που δείχνει ότι λειτουργούσαν ως αρνητικοί πόλοι ως προς τη νέα αντίληψη που διαμόρφωσε για τη φύση η νέα επιστήμη, η οποία μόλις τότε γεννιόταν με την μορφή που τη γνωρίζουμε στη σύγχρονη εποχή. Για τη διερεύνηση της σχέσης των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων με τη σύγχρονη επιστήμη, μπορούμε ενδεικτικά να δούμε τις περιστάσεις που συνέβαλαν στην ίδρυση και τη λειτουργία τους, αλλά και συγκεκριμένα να τονίσουμε ότι αφορμή για την δημιουργία τους ως κέντρων μάθησης, ήταν το κεντρικό γεγονός που έλαβε χώρα στην Ευρώπη τον 13 ο αι. και αφορά στην απόκτηση του συνόλου της αριστοτέλειας φιλοσοφίας. Αρχικός σκοπός των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων ήταν τότε η μετάφραση, η ερμηνεία και η επέκταση του έργου του Αριστοτέλη, ενώ παράλληλα και οι διάφοροι ακαδημαϊκοί κύκλοι είχαν παγιωμένα συμφέροντα στη διατήρηση της φιλοσοφίας του, και καθώς η φιλοσοφία του φαινόταν να εξυπηρετεί την κυρίαρχη τάση της Εκκλησίας ( όπως διακηρυσσόταν μέσω των Γραφών), είχε συνδεθεί από την αρχή με την λειτουργία τους. 27 Για τον θεσμό των Πανεπιστημίων στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού είχε γίνει και στα προηγούμενα κεφάλαια της εργασίας αυτής και υπάρχει σχετική αναφορά στο Παράρτημα (βλ. [υποσημείωση 9] ). 58

59 Η Καθολική Εκκλησία την περίοδο του 13 ου αι. ήταν ένας ιδιαίτερα ισχυρός θεσμός άσκησης εξουσίας και διαμόρφωσης της κρατούσας άποψης για τη γνώση και τη φύση του κόσμου, και εφόσον λειτουργούσε ως τέτοιος πομπός και αποδέκτης της μάθησης, δεν θα μπορούσε και το πανεπιστήμιο ως θεσμός να λειτουργήσει έξω από τα όρια που αυτή όριζε, αλλά ούτε και ανεξάρτητα από εκείνη. Ωστόσο είναι πολύ σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι η Εκκλησία ουσιαστικά δημιούργησε και ενίσχυσε το θεσμό του πανεπιστημίου στα δικά της πλαίσια, ως κεντρικό ίδρυμα μάθησης σε μία κοινωνία που δεν είχε κάτι θεσμικά αντίστοιχο με αυτό. Έτσι οι πρώτοι ακαδημαϊκοί διδάσκοντες στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια ήταν όλοι άνδρες, κληρικοί και απευθύνονταν κυρίως πάλι σε άνδρες σπουδαστές που προετοιμάζονταν για το εκκλησιαστικό σώμα. Αντικείμενο μελέτης των μεσαιωνικών πανεπιστημίων ήταν αποκλειστικά ο Αριστοτέλης και το έργο του, η πρόσληψη του οποίου ήταν τέτοια που να υπηρετεί τα διάφορα θεολογικά ζητήματα στην πιο εκχριστιανισμένη του μορφή, και για το λόγο αυτό η παράδοση που γεννήθηκε από τη μελέτη και το σχολιασμό του αριστοτελικού έργου, η οποία ονομάστηκε Μεσαιωνικός Σχολαστικισμός, στις αμέτρητες πραγματείες που παρήγαγε, τον αναφέρει συχνά με το προσωνύμιο «ο φιλόσοφος». Στους επόμενους αιώνες, η επίδραση της Αναγέννησης εμπλούτισε το πρόγραμμα σπουδών και με άλλους συγγραφείς της κλασσικής ελληνικής και λατινικής αρχαιότητας, αλλά ακόμη και τότε, τα πανεπιστήμια συνέχισαν να περιορίζονται στο μεταφραστικό και ερμηνευτικό έργο της φιλολογικής έρευνας, και δεν αποτελούσαν κέντρα των ανθρωπιστικών σπουδών μέχρι και τον 16 ο αι. Από το 1600 τα πανεπιστήμια που βρίσκονταν υπό την επιρροή της νεοσύστατης Προτεσταντικής Εκκλησίας λειτουργούσαν κυρίως προς εξυπηρέτηση άλλων δογμάτων σε σχέση με αυτά που εποπτεύονταν από την Καθολική Εκκλησία, ενώ παράλληλα συνεχίστηκε ο εκκλησιαστικός ρόλος τους, ακόμη και όταν αργότερα το σπουδαστικό κοινό δεν περιοριζόταν σε κληρικούς αλλά εμπλουτίστηκε και με γόνους διάφορων ευγενών οικογενειών που έτρεφαν τη φιλοδοξία να αποκτήσουν κάποια καλλιέργεια. Σταδιακά λοιπόν τα πανεπιστήμια άρχισαν να συγκεντρώνουν ορισμένους λόγιους και διανοούμενους ιδιαίτερα καταρτισμένους ( κυρίως άνδρες και πάλι από τα υψηλά κοινωνικά στρώματα), οι οποίοι γίνονταν κοινωνοί της ορθής φιλοσοφίας του προγράμματος σπουδών και της εξ αποκαλύψεως θρησκείας μέσω των σπουδαστικών κύκλων που αφορούσαν τα αντίστοιχα θεολογικά ζητήματα και τα διάφορα θέματα δόγματος. Η γενιά αυτών των ευγενών αλλά και των κληρικών σπουδαστών έβλεπαν μάλλον με καχυποψία κάθε απόπειρα εξω-θεσμικής / εξω-πανεπιστημιακής μελέτης, και επομένως έτειναν να θεωρούν την εμφάνιση της νέας επιστήμης και των λειτουργών της απειλή τόσο για την φιλοσοφία όσο και για την θεολογία, όπως διδάσκονταν από το μόνο νομιμοποιημένο φορέα γνώσης, δηλαδή το πανεπιστήμιο. 59

60 Η εξέλιξη των εκπαιδευτικών θεσμών 28 στην Ευρώπη είναι ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα συζήτησης σε σχέση με τη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού και τη συγκρότηση της σύγχρονης επιστήμης, ενώ αναφορικά με την εμφάνιση του Πανεπιστημίου ως ανώτερος θεσμός σπουδών, υπάρχουν παραδείγματα στον απόηχο της αρχαιότητας όπως η Ακαδημία του Πλάτωνα 29 και το Πανδιδακτήριο της Κωνσταντινούπολης 30 στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, ενώ η δημιουργία του ως εκπαιδευτικός θεσμός τοποθετείται τον 11 ο αι. στη Δυτική Ευρώπη, φέρνοντας καινοτομία στην οργανωτική δομή της εκπαίδευσης και αλλαγές στον μεσαιωνικό τρόπο σκέψης και δράσης. Οι πόλεις που τον 11 ο αι. φέρουν τα πρωτεία όσον αφορά την δημιουργία των πρώτων πανεπιστημίων είναι το Παρίσι στην κεντρική Ευρώπη και η Μπολόνια στον Ιταλικό Βορρά, και πρόκειται για δύο ιδρύματα που ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας τους λειτούργησε ως πρότυπο για την ίδρυση άλλων πανεπιστημίων και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις που σταδιακά άρχιζαν να αποκτούν αστική οργάνωση στη διάρκεια των επόμενων αιώνων. Ο Edwards Grant αναφορικά με το θεσμό του Πανεπιστημίου σε όλη την ιστορία του, σημειώνει ότι αυτό αποτέλεσε το χώρο στον οποίο λάμβανε χώρα η προσφορά γνώσης, το κέντρο μιας πνευματικής κληρονομιάς, και ότι ήταν το θεσμικό μέσο με το οποίο η Δυτική Ευρώπη θα προσλάμβανε τους καρπούς της αρχαιότητας και θα τους διέδιδε, στη βάση των δικών της ιδανικών για τις επερχόμενες γενιές, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. 31 Λίγο αργότερα, στη διάρκεια του Ύστερου Μεσαίωνα όπου συντελείται η πληθυσμιακή μετακίνηση από τις επαρχιακές περιφέρειες στις πόλεις και ανατέλλει ο αστικός τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας, τα πανεπιστήμια εμπλουτίζονται όσον αφορά το σπουδαστικό και το ακαδημαϊκό κοινό τους, και έτσι σε ρόλο διδάσκαλου / διδασκομένου συναντούμε εκτός από τους κληρικούς και αρκετούς ευγενείς, διάφορα μέλη αριστοκρατικών οικογενειών και επιφανείς διανοούμενους-ερευνητές της εποχής που διεξάγουν τις έρευνές τους υπό την προστασία κάποιου άρχοντα ή αξιωματούχους. 28 Στο σημείο αυτό θα ήταν χρήσιμη μια παρέκβαση αναφορικά με το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ευρώπη πριν την εμφάνιση των πανεπιστήμιων, και συγκεκριμένα στη λειτουργία διάφορων κοσμικών σχολείων, στα οποία φοιτούσαν γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών μέχρι και τον 4 ο αι. μ.χ., όπου με την νομιμοποίηση του χριστιανικού δόγματος ως επίσημης θρησκείας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τις επιδρομές των βορείων λαών, επήλθε η παρακμή τους. Στη θέση τους δημιουργήθηκαν τα κατηχητικά σχολεία και έπειτα τα μοναστηριακά σχολεία, τα οποία συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη διάσωση και τη διατήρηση ενός μεγάλου μέρους της αρχαίας κληρονομιάς, χάρη στο πλούσιο μεταφραστικό έργο τους από τα ελληνικά στα αραβικά και στα ελληνικά. Σημαίνουσα αναφορά πρέπει να γίνει και στην εκπαιδευτική πολιτική του Καρλομάγνου τον 8 ο αι. μ.χ. ο οποίος ανέθεσε στην Εκκλησία την αρμοδιότητα και τη μέριμνα της εκπαίδευσης, σχεδόν επιβάλλοντας ένα πρότυπο πρόγραμμα σπουδών. 29 Ιδρύθηκε στην Αθήνα από τον Πλάτωνα το 387 π.χ. και λειτούργησε κατά τη διάρκεια των πρώτων χριστιανικών αιώνων, μέχρι την παύση της το 529 μ.χ. από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό. 30 Ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β το 425 μ.χ. και αποτέλεσε εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτερης εκπαίδευσης, αντίστοιχο του Πανεπιστημίου, το οποίο τελούσε υπό την αιγίδα των Αυτοκρατόρων. 31 Grant E., Οι Φυσικές επιστήμης τον Μεσαίωνα, σελ. 31, ΠΕΚ, Ηράκλειο (1994) 60

61 Ωστόσο η επίδραση της Εκκλησίας στη δημιουργία και οργάνωσής τους ήταν ακόμη αρκετά ισχυρή, με αποτέλεσμα να έχουν έναν εκκλησιαστικό ρόλο όσον αφορά το πρόγραμμα σπουδών και την άποψη που διαμόρφωναν την περίοδο εκείνη ως κυρίαρχη. Στο πλαίσιο αυτών των γεγονότων ροής εξουσίας, δημιουργήθηκαν νέες συνιστώσες που κατεύθυναν το δημόσιο Λόγο τόσο στο χώρο του Πανεπιστημίου όσο και στις συζητήσεις των διανοούμενων εκτός Πανεπιστημίου, με τρόπο που να μη θίγονται οι παγιωμένες εξουσίες στη βάση κάποιας άρρητης αυθεντίας, κάτι που είχε ως συνέπεια την ανάγκη για σαφή οριοθέτηση του ορθού και αποδεκτού στο δημόσιο Λόγο, την αποσαφήνιση του αποδεκτού (επιστήμη) σε σχέση με το μη αποδεκτό ( μαγεία) και την τήρηση κάποιων τακτικών για την αντιμετώπιση σε όλα τα ενδιάμεσα ρεύματα αυτού του φάσματος. Έτσι η στάση του Πανεπιστημίου ( με την καθοδήγηση και τη στήριξη της Εκκλησίας) δεν τηρούσε πάντα την ιδεατή θετική στάση σε καθετί νέο και καινοτόμο, που μπορεί να αποτελούσε απειλή για τις παγιωμένες ισορροπίες εξουσίας των κοινωνικών δομών, και για το λόγο αυτό η Εκκλησία προέβαινε σε διάφορα κατασταλτικά μέσα όπως αποκλεισμός συγκεκριμένων έργων ή συγγραφέων, αφορισμούς, διάφορες καταδίκες, ποινές κατ οίκον περιορισμού και διαφόρων ειδών απαγορεύσεις σε οτιδήποτε πίστευε ότι απειλεί τα κεκτημένα της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της σχέσης μεταξύ των εξω-πανεπιστημιακών ερευνητών / φυσικών φιλοσόφων και του πανεπιστημίου είναι η περίπτωση του Πανεπιστημίου της Πάντοβας που ιδρύθηκε το 1222 ( είναι το δεύτερο Πανεπιστήμιο που ιδρύθηκε στην Ιταλία, μετά το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια) και του Γαλιλαίου 32, όπου την περίοδο εκείνη βρισκόταν υπό την επιρροή της Ρώμης. Σε όλη τη διάρκεια του 16 ου αι. η Πάντοβα ήταν το λίκνο των ευρωπαϊκών επιστημονικών σπουδών και αποτελούσε έδρα μελέτης των φιλοσόφων της αρχαιότητας των οποίων τα έργα και οι πραγματείες τους περί Λογικής συνέβαλαν καθοριστικά στη φιλοσοφική θεμελίωση της επιστημονικής μεθόδου 33, και συγκεκριμένα το έργο τους στηριζόταν στα λογικά έργα του Αριστοτέλη, που φαινόταν να είναι σύμφωνο με την κρατούσα παράδοση. Ο Γαλιλαίος ωστόσο δεν ασχολήθηκε με τη Λογική, αλλά κυρίως με την Κοσμολογία και την Μηχανική, και όπως παρουσιάστηκε στα προηγούμενα κεφάλαια ανέτρεψε την αριστοτελική παράδοση επιστήμης που στο ζήτημα της κίνησης 34 στην υποσελήνια περιοχή δημιουργούσε την προβληματική 32 Ο Γαλιλαίος ξεκίνησε την επαγγελματική σταδιοδρομία του ως καθηγητής Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Πίζας και το 1592 ανέλαβε στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας μια παρόμοια θέση. 33 Westfall R.S., Η συγκρότηση της Σύγχρονης Επιστήμης, σελ. 151 εκδ. ΠΕΚ (Ηράκλειο 2006). 34 Πολύ συνοπτικά υπενθυμίζουμε ότι στην αριστοτελική παράδοση, η κίνηση είναι χαρακτηριστικό μόνο των ζωντανών σωμάτων, δηλαδή υπάρχει για τους ζωντανούς οργανισμούς στην υποσελήνια περιοχή και για όλα τα σώματα της υπερσελήνιας περιοχής ( τους πλανήτες και τους απλανείς αστέρες που κινούνται από μόνα τους ως πρώτα κινούντα, δεν υπόκεινται σε γέννηση ούτε σε φθορά και εκτελούν τη φυσική κίνηση που είναι η κυκλική). Τα υπόλοιπα υλικά σώματα του υποσελήνιου χώρου που δεν έχουν ζωή/ψυχή ( τα υλικά σώματα) θα πρέπει να έχουν κάποιο αίτιο που να προκαλεί την κίνησή τους, και έτσι στρέφεται όλο το ενδιαφέρον συζήτησης στην αναζήτηση αυτού του αιτίου. 61

62 των υλικών σωμάτων ως προς το αίτιο και τη διατήρησή της, και αναφορικά με τη δομή του κόσμου στηριζόταν σε μια γεωκεντρική θεώρηση. Η θητεία του Γαλιλαίου στην Πάντοβα διήρκεσε περίπου 20 χρόνια και αποτελεί την παραγωγικότερη περίοδο του, καθώς ανέπτυξε την Νέα Μηχανική και με την εφεύρεση του τηλεσκοπίου έστρεψε το βλέμμα της ανθρωπότητας σε έναν νέο κόσμο, διαφορετικό από τον αριστοτελικό ουρανό. Όσον αφορά τη σχέση με τους υπόλοιπους πανεπιστημιακούς συναδέλφους του, είναι συμβολικό το γεγονός ότι ο Γαλιλαίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την θέση του στην Πάντοβα 35 μετά την ανατροπή που έφερε στο χώρο της Μηχανικής, κάτω από την προκλητική στάση που τηρούσαν απέναντί του, γιατί ο σφοδρός αντιαριστοτελισμός που ανέπτυσσε ήταν μια απειλή για τα δικά τους επενδεδυμένα συμφέροντα στον Κλήρο και άρα την αριστοτελική διδασκαλία που έφερε την νομιμοποίησή του. Έτσι ο Γαλιλαίος μετέβη στη Φλωρεντία όπου εκεί όχι ως ακαδημαϊκός πλέον, αλλά ως μαθηματικός προστατευόμενος του Δούκα της Τοσκάνης, δημοσίευσε το έργο του ( τις Πραγματείες και το Διάλογο), μια πολύ χαρακτηριστική ενέργεια της περιόδου του 17 ου αι., όπου εκτός ορισμένων διδακτόρων κανείς από τους σημαίνοντες επιστήμονες της εποχής δεν κατείχε πανεπιστημιακή έδρα, καθώς τα πανεπιστήμια είχαν πολύ διαφορετική αντίληψη αποτελώντας μάλλον τροχοπέδη στην επίτευξη της επιστημονικής επανάστασης. 35 Χαρακτηριστικό δηλαδή είναι το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο της Πάντοβας μολονότι βρισκόταν υπό την επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας, η δίωξη θα λέγαμε του Γαλιλαίου από το Πανεπιστήμιο και η παραπομπή του για δίκη στη Ρώμη, δεν έγινε από τους θεολόγους της Εκκλησίας αλλά από τους αλλοτριωμένους ακαδημαϊκούς που δεν άφηναν το περιθώριο σε οτιδήποτε καινούργιο από το φόβο της ανατροπής μιας ήδη περιχαρακωμένης κατάστασης στο χώρο του πνεύματος και της επιστήμης. 62

63 3.2. Τα επιστημονικά κέντρα του 17 ου αι. Ο ισχυρισμός ότι τα πανεπιστήμια αποτέλεσαν κέντρα γνώσης αλλά όχι κέντρα της επιστημονικής δραστηριότητας του 17 ου αι. υποστηρίζεται από αρκετούς ιστορικούς της επιστήμης, ωστόσο πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι οι περισσότεροι κορυφαίοι επιστήμονες της συγκεκριμένης περιόδου είχαν έντονη δραστηριότητα σε συλλογικότητες επιστημονικών κοινοτήτων, που όπως παρουσιάστηκε συνοπτικότερα και σε προηγούμενο κεφάλαιο, πρόκειται για Ακαδημίες και Ομίλους, που δεν συσχετιζόταν με μια κοινή προσέγγιση με τα αντίστοιχα Πανεπιστήμια ως προς τη θεματολογία, τη μεθοδολογία και τον προσανατολισμό της έρευνας. Βέβαια ανάλογα με την γεωγραφική αναφορά εντοπίζουμε και διαφοροποιήσεις που τείνουν να καταρρίπτουν τον ανωτέρω ισχυρισμό, ωστόσο δεν φαίνεται να είναι αρκετά επαρκείς λόγω της μεγάλης άνθησης των διάφορων επιστημονικών κύκλων που έμοιαζαν να θέλουν να αποστασιοποιηθούν από το καθιερωμένο πρόγραμμα σπουδών, που χρονολογούνταν ήδη από το Μεσαίωνα και η μη συστηματική αντικατάστασή του το έκανε να μοιάζει με μια παρωχημένη αυθεντία. Υπάρχουν ωστόσο και κάποια παραδείγματα από εξέχοντες επιστήμονες που εργάζονταν μέσα στα Πανεπιστήμια, όταν το αντίστοιχο ακαδημαϊκό πλαίσιο ήταν θετικά κείμενο στη διεξαγωγή νέων ερευνών, όπως για παράδειγμα το πανεπιστήμιο του Cambridge ( Καίμπριτζ ) όπου ο Isaac Newton ( Νεύτωνας ) διατηρούσε τη λουκασιανή 36 έδρα των Μαθηματικών σε όλη τη διάρκεια της δημιουργικής περιόδου του, στην οποία έφερε τους καρπούς της μελέτης του στο λογισμό, τη σύνθεση του λευκού φωτός και το Νόμο της Παγκόσμιας Έλξης. Είναι βέβαιο ότι ο Νεύτωνας στο Καίμπριτζ στα τέλη του 17 ου αι. δεν αντιμετώπισε την εχθρότητα που βίωσε ο Γαλιλαίος στην Πάντοβα στις αρχές του ίδιου αιώνα, και το γεγονός αυτό μπορεί να ερμηνευτεί με έμφαση στο διαφορετικό κοινωνικό, γεωγραφικό και ιστορικό πλαίσιο μεταξύ των δύο περιπτώσεων ( Γαλιλαίου/ Νεύτωνα), ενώ παράλληλα, μεμονωμένα η περίπτωση του Νεύτωνα, δεν μπορεί να αποτελέσει αντεπιχείρημα στη θέση ότι τα πανεπιστήμια του 17 ου αι. ήταν τα μοναδικά κέντρα επιστημονικής δραστηριότητας. Για να προσεγγίσουμε τους χώρους ακαδημαϊκούς και μη ακαδημαϊκούς στους οποίους γεννιέται και αναδύεται η νέα αντίληψη της Μηχανοκρατίας στη Δυτική Ευρώπη, θα ήταν χρήσιμη μια γεωγραφική τοποθέτηση και αναφορά στις επιστημονικής κοινότητες που αρχίζουν να συγκροτούνται τον 17 ο αι., με έμφαση τα μεγάλα αστικά κέντρα ευρωπαϊκών χωρών, στην Αγγλία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Τα αγγλικά πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Καίμπριτζ ήταν ιδιαίτερα δεκτικά στην υποδοχή και πρόσληψη της νέας επιστήμης, ήταν ιδιαίτερα εξελιγμένα σε σχέση με τα αντίστοιχα της υπόλοιπης Ευρώπης και διατηρούσαν από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας τους διακριτές έδρες 37 για τα 36 Η λουκασιανή έδρα των Μαθηματικών δημιουργήθηκε στο Καίμπριτζ το 1663 και πήρε το όνομά της προς τιμή του μεγάλου Μαθηματικού Lucas. 37 Το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης προηγείται χρονικά περίπου μισό αιώνα από την ίδρυση του Καίμπριτζ, ενώ όσον αφορά τις έδρες Γεωμετρίας και Αστρονομίας, ονομάζοντας Σαβιλιανές προς τιμή του Σερ Χένρυ Σαβίλ που τις κληροδότησε το 1619 στο Πανεπιστήμιο, ενώ η ίδια πρακτική τηρήθηκε και για την έδρα Φυσικής Φιλοσοφίας την οποία κατείχε ο γαμπρός του και προς τιμή του ονομάστηκε Σαντλεριανή. 63

64 Μαθηματικά, την Γεωμετρία, την Αστρονομία και τη Φυσική Φιλοσοφία, ενώ σε γενικές γραμμές τις έδρες αυτές κατείχαν διακεκριμένοι άνθρωποι του πνεύματος και με ικανότητες. Παρά τη γενική οργάνωση των αγγλικών πανεπιστημίων και σε όλη τη διάρκεια του αιώνα, συχνά σημειώνονταν διάφορες ενστάσεις στο ζήτημα του προγράμματος σπουδών, το οποίο ήδη από το Μεσαίωνα δεν είχε υποστεί συστηματικές τροποποιήσεις και η συνεχιζόμενη κυριαρχία των παραδοσιακών σπουδών είχε αρχίσει να προξενεί αρνητική διάθεση στο χώρο, που το χαρακτήριζε ως κενό, άσκοπο / στείρο γνωστικά. Η αλήθεια είναι ότι - τη συγκεκριμένη περίοδο και σε άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια- η κατάσταση ήταν παρόμοια, καθώς η επικυριαρχία των κλασσικών σπουδών στον απόηχο μιας εκκλησιαστικού / μοναστηριακού τύπου εκπαίδευσης, δεν άφηνε πολλά και ευρεία περιθώρια ώστε να εισχωρήσει στο πρόγραμμα των πανεπιστημίων ή των θρησκευτικών κολλεγίων το ρεύμα της νέας επιστήμης του πειράματος. Έτσι, οι άνθρωποι που συγκροτούσαν με τη φυσική παρουσία τους αλλά και με το προσωπικό έργο τους, το επιστημονικό κίνημα που μετουσίωνε σε συλλογικότητα όλη αυτή τη δράση, βρήκε τρόπο έκφρασης, έξω από τις κύριες εστίες μάθησης των πανεπιστημιακών δομών. Το επιστημονικό κίνημα του 17 ου αι. άλλαξε το ρου της ιστορίας του πνεύματος, δημιουργώντας νέους θεσμούς, που άρμοζαν στη μορφή έκφρασής του έξω από τα πλαίσια του εκπαιδευτικού ιδρύματος, ιδρύοντας ομίλους, η δράση των οποίων μετουσίωνε την επιστήμη πέρα από την πνευματική φύση της και στην κοινωνική της διάσταση. Ο 17 ος αι. γνώρισε τη γέννηση των επιστημονικών εταιρειών στην επισφράγιση της μετουσίωσης αυτής, της διττής δηλαδή έκφρασης της επιστήμης, ως φαινόμενο πνευματικό και κοινωνικό ταυτόχρονα. Στην περίπτωση της Ιταλίας τα ιδρύματα που αντανακλούσαν την νέα επιστημονική παράδοση και είχαν τη δομή επιστημονικής εταιρείας είναι χαρακτηριστικά του νέου πνεύματος άσκησης της επιστήμης και των μεθοδολογικών πρακτικών της. Έτσι, παρουσιάζεται η Ακαδημία των Λυγκέων 38 που άκμασε στη Ρώμη στις αρχές του αιώνα, ήταν οργανωμένη άτυπα και διαμορφωμένη σύμφωνα με τις φιλολογικές ομάδες των διάφορων Ιταλών ανθρωπιστών, που δρούσαν σε συναθροίσεις οικείων μεταξύ τους ομιλητών και συζητούσαν ποικίλα θέματα Φυσικής Φιλοσοφίας. Επίσης, μετά την εξασθένιση της δράσης της, εμφανίζεται το 1630 στη Φλωρεντία μία άλλη οργανωμένη ομάδα παρόμοιας σύνθεσης- υπό την αιγίδα του Δούκα των Μεδίκων- με την ονομασία η Ακαδημία του Πειράματος, που είχε στόχο την ακριβή περιγραφή των ζητημάτων που 38 Μέλος της Ακαδημία των Λυγκέων ήταν και ο Γαλιλαίος, όπου στο έργο του Διάλογος η μυθοπλαστική συνομιλία του Σαλβιάτι με τον Ακαδημαϊκό έχει σαφή αναφορά τον ίδιο το Γαλιλαίο. 64

65 απασχολούσαν την Φυσική Φιλοσοφία της εποχής, ήταν πιο οργανωμένη από την Ακαδημία των Λυγκέων, και τα μέλη της διεξήγαγαν από κοινού διάφορες πειραματικές μελέτες. 39 Στο πρώτο μισό του 17 ου αι. εμφανίστηκαν σε διάφορα αστικά κέντρα της Ευρώπης παραπλήσιοι όμιλοι με την Ακαδημία των Λυγκέων και σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα στη Γαλλία, όπου παρουσιάζονται η Γαλλική Ακαδημία που ιδρύθηκε το 1635 από το Ρισελιέ και η Ακαδημία Μονμόρ 40 του Αμπέρ ντε Μονμόρ στην οποία ήταν πρόεδρος ο Πιέρ Γκασαντί. Στην περίπτωση της Αγγλίας, ιδρύονται το κολλέγιο Γκρέσαμ με 7 καθηγητικές έδρες ( μεταξύ των οποίων ήταν η έδρα της ιατρικής, της γεωμετρίας, της αστρονομίας και τρεις έδρες επιστήμης), το Αόρατο Κολλέγιο (όπως αναφέρεται από την επιστολογραφία του Ρόμπερτ Μπόυλ) και το Κολλέγιο Γουόνταμ (σημείωσε την πιο έντονη επιστημονική δραστηριότητα στην Αγγλία) στην Οξφόρδη. Ως συνέχεια των κολλεγίων αυτών έχουμε την Βασιλική Εταιρεία, η οποία ιδρύθηκε επίσημα το 1666 από τον Ιωάννη Βαπτιστή Κολμπέρ (υπουργός οικονομικών του Λουδοβίκου ΙΔ ) με την ονομασία Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών. Αξιόλογη ήταν βέβαια και η προσπάθεια ορισμένων πεφωτισμένων κληρικών θεολόγων, όπως η περίπτωση του φραγκισκανού μοναχού πατέρα Μερσέν, στα μέσα περίπου του 17 ου αι., ο οποίος από την πλούσια αλληλογραφία του με Γάλλους και άλλους ευρωπαίους επιστήμονες, αποτέλεσε το μέσο επικοινωνίας και το επίκεντρο μιας ευρύτερης επιστημονικής συνεργασίας μέσω της αλληλογραφικής ενστάλαξης μεταξύ των επιστημόνων, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την πορεία της ευρωπαϊκής επιστήμης. Η βασικότερη συμβολή του επίσης έγκειται στο γεγονός ότι μέσω του Μερσέν κοινωνήθηκε το έργο του Γαλιλαίου στη Βόρεια Ευρώπη, ενώ παράλληλα ανέλαβε και την ευθύνη της πρώτης έκδοσης των Πραγματειών του Γαλιλαίου στην Ολλανδία, την περίοδο που ο ίδιος ο Γαλιλαίος αδυνατούσε να προωθήσει το έργο του, καθώς τελούσε σε κατ οίκον περιορισμό κατ εντολή της Ιεράς Εξέτασης, και του είχε απαγορευθεί η οποιαδήποτε δημοσίευσή του. Η περίπτωση του Μερσέν 41 ενθάρρυνε ουσιαστικά την πειραματική διαδικασία στα πλαίσια της επιστήμης και συνέβαλλε με τον τρόπο αυτό στη σταδιακή απομάκρυνση των φυσιοκρατικών θεωρήσεων, τη θέση των οποίων έμελλε να λάβουν οι πιο αυστηρά μηχανιστικές ερμηνείες. 39 Τα αποτελέσματα των πειραματικών διαδικασιών που υλοποιούσαν τα μέλη της Ακαδημίας του Πειράματος δημοσιεύτηκαν το 1667 σε ένα έργο ενός τόμου με τίτλο Δοκίμια περί φυσικών πειραμάτων. 40 Οι συνεδριάσεις της Ακαδημίας Μονμόρ είναι αντιπροσωπευτικές ου έργου των πρώτων άτυπων επιστημονικών ομίλων, από τους οποίους σταδιακά προέκυψαν διάφορες επιστημονικές εταιρείες. 41 Ο Μερσέν κοινοποίησε την είδηση για το πείραμα του Τορικέλλι για το κενό, ενθάρρυνε και συνέβαλλε στη δημοσίευση του μαθηματικού έργου του Πασκάλ και αποτέλεσε κόμβο επικοινωνίας του Ντεκάρτ με τον ευρύτερο επιστημονικό κύκλο της Ευρώπης, μοιράζοντας αντίγραφα της μεταφυσικής πραγματείας του ( Στοχασμοί περί της πρώτης πραγματείας ) σε διακεκριμένους επιστήμονες. 65

66 Μέσω του πειράματος διανοίγεται μια νέα προοπτική στην επιστήμη, ώστε να αναδυθεί ο δημόσιος χαρακτήρας της, όπου η επανάληψη της (πειραματικής)διαδικασίας θα είναι η κλείδα στην κατανόηση της φύσης και η νέα βάση / πρότυπο για τη μελέτη της. Η τεχνολογική ανάδυση των διάφορων εφευρέσεων της περιόδου (τηλεσκόπιο, μικροσκόπιο, θερμόμετρο, βαρόμετρο κτλ) λειτουργώντας ως καθαυτές δεν θα αρκούσαν στην πραγμάτωση ενός νέου προγράμματος της επιστήμης και της άσκησής της, καθώς, η ίδια η επιστήμη ήρθε να ντύσει θεωρητικά την τεχνολογική τομή, επισημαίνοντας την κοινωνική διάσταση της επιστημονικής έρευνας εν γένει. Στα πλαίσια αυτά, οι πρώτες άτυπες ομάδες επιστημόνων που συναθροίστηκαν σε εταιρείες επιστήμης, ασχολούνταν παράλληλα με την προαγωγή της έρευνας και με την παρουσίαση των αποτελεσμάτων τους στα πλαίσια κοσμικών γεγονότων αίγλης και προβολής κύρους, όπως συνέβαινε κυρίως στην Ακαδημία Μονμόρ, η οποία διαμόρφωνε τη μορφή της γαλλικής επιστήμης στα μέσα του αιώνα , και στις συνεδριάσεις της παρευρίσκονταν εκτός από τους διάφορους ενδιαφερόμενους επιστήμονες και αρκετοί ανώτεροι κρατικοί αξιωματούχοι καθώς και μέλη αριστοκρατικών οικογενειών που γοητεύονταν από τις πνευματικές συγκεντρώσεις ανάλογου τύπου. Θα μπορούσαμε ευρύτερα να παρατηρήσουμε ότι αυτή πρακτική των ανοιχτών συνεδριάσεων της Ακαδημίας προς τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα, μοιάζει με μία απόπειρα προσηλυτισμού της γαλλικής μπουρζουαζίας. Αλλά και γενικότερα οι πρώτες άτυπες εταιρείες επιστήμης, επένδυαν στην δημιουργία μιας νέας αντίληψης για τη Φύση και τον Άνθρωπο, προκαλώντας την κοινή γνώμη των μορφωμένων ατόμων, που είχαν γαλουχηθεί στη σχολαστική τυποποίηση της αριστοτελικής φιλοσοφίας, ως επικρατούσα ήδη ακόμη και αποδεκτή από τους περισσότερους πνευματικούς κύκλους. Βασικός λοιπόν σκοπός των πρώτων εταιρειών επιστήμης ήταν να παρουσιάσουν τη νέα αντίληψη για τη φύση ως μια βιώσιμη εναλλακτική προσέγγιση του κόσμου στο μορφωμένο κοινό και η διακύβευση αυτή αντανακλάται στο διαλογικό έργο του Γαλιλαίου. Αρκετές φορές έγινε εμφανές ότι τα μέλη της Ακαδημίας Μονμόρ φλέρταραν με την προσδοκία της βασιλικής υποστήριξης του Λουδοβίκου στη Γαλλία, όπως θεωρούσαν ότι ίσχυε αντίστοιχα με τον Κάρολο Β της Αγγλίας και τη δική του εταιρεία επιστήμης 42. Η προσδοκία της βασιλικής υποστήριξης τρεφόταν σε συνδυασμό με τις διάφορες εσωτερικές διενέξεις που την ταλάνιζαν στο εσωτερικό της Ακαδημίας και τις διάφορες εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό της Γαλλίας ( αναφορικά με την ανακοίνωση του Λουδοβίκου ΙΔ το 1661 ότι στο εξής θα είναι ο ίδιος και πρωθυπουργός, μετά το θάνατο και στη θέση του καρδηνάλιου Μαζαρίνου). 42 Με τα γεγονότα της Παλινόρθωσης της δυναστείας των Στιούαρτ στην Αγγλία το 1660, ο επιστημονικός κύκλος της Οξφόρδης αποσαρθρώθηκε καθώς οι περισσότεροι επιστήμονες επανεγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο, όπου ήταν η αρχική έδρα τους, και μια ομάδα περίπου 30 ατόμων εξ αυτών συγκρότησε έναν ισχυρό επιστημονικό πυρήνα ( με αφορμή μια διάλεξη Αστρονομίας στο Γκρέσαμ) που πήρε το όνομα Βασιλική Εταιρεία ( Royal Society of London ). 66

67 Καταλυτική στις εξελίξεις ήταν το 1663 η σύνταξη ενός υπομνήματος από τον Σαμουέλ Σορμπιέρ, ο οποίος μετά την επίσκεψή του στην Αγγλία και την αποδοχή του στην Βασιλική Εταιρεία, εισηγήθηκε την ανάγκη κρατικής ενίσχυσης της Ακαδημίας Μονμόρ, κάτι που απέδωσε τρία χρόνια αργότερα την ίδρυση της (Βασιλικής) Γαλλικής Ακαδημίας των Επιστημών ( Académie des Sciences ) το Δεκέμβριο του Η Ακαδημία των Επιστημών διέφερε κατά πολύ από την Ακαδημία Μονμόρ τόσο στο πρόγραμμά της όσο και στον προσανατολισμό της. Μειώνοντας τον αριθμό των μελών της σε 15 περίπου μέλη, επιχείρησε να συγκεντρώσει τους κορυφαίους επιστήμονες- και όχι να προσηλυτίσει απλά μορφωμένους ευγενείς- με σκοπό την προώθηση ερευνητικού έργου και έξω από τα όρια της γαλλικής επιστήμης, αποτελώντας με τον τρόπο αυτό την πρώτη οργανωμένη μορφή του φαινομένου άντλησης επιστημονικού δυναμικού από διάφορες χώρες. Την περίοδο αυτή, το Παρίσι αποτέλεσε το πνευματικό λίκνο της Ευρώπης, καθώς η Ακαδημία των Επιστημών είχε καλέσει αρκετούς από τους επιφανέστερους της περιόδου, όπως ο αστρονόμος Κρίστιαν Χόυχενς από την Ολλανδία ( μελέτες για τους δακτυλίους του Κρόνου), ο αστρονόμος Ρέμερ από τη Δανία και ο Κασίνι από την Ιταλία. Όμως ποια ήταν η βαθύτερη σχέση των επιστημονικών εταιρειών της Ακαδημίας των Επιστημών και της Βασιλικής Εταιρείας με το κράτος? Πρόκειται ουσιαστικά για ένα κρίσιμο ερώτημα, που αναδεικνύει φανερά την κοινωνική συνιστώσα στην επιστημονική έρευνα, καθώς οι δύο αυτές περιπτώσεις επιστημονικών κοινοτήτων αναπτύχθηκαν σε διαφορετικές πολιτικές κατευθύνσεις, αλλά με κοινό σκοπό, δηλαδή την διεξαγωγή και προώθηση του επιστημονικού έργου. Η απάντηση του ερωτήματος ιχνηλατεί το γράφημα του πολιτικού σκηνικού μεταξύ της Αγγλίας και της Γαλλίας του 17 ου αι., με αναφορά στην ερμηνεία που δίνει ο Αυστριακός Ιστορικός και Φιλόσοφος Επιστήμης Edgar Zilser ( Έντγκαρ Ζίλσερ, ) για την ανάδυση της Δυτικής επιστήμης και τη σχέση της με τη δημιουργία του καπιταλιστικού οικοδομήματος. Σε αδρές γραμμές, ο Ζίλσελ θεωρούσε ότι ο 17 ος αι. καθιερώνει μια σημαίνουσα τάση της επιστήμης, που δεν απορρέει από το μοντέλο του θεωρητικού επιστήμονα που μελετά αναπόσπαστος στο εργαστήριό του, αλλά από το συγκερασμό των κοινωνικών ομάδων, όπου η τεχνική / τεχνογνωσία μεταγγίζεται από το παρελθόν και μαθητεύεται από τις νέες γενιές που ζουν στην πνοή του Ουμανισμού και της συγκρότησης της ακαδημαϊκής κοινότητας στα Πανεπιστήμια. 67

68 Πιο ελεύθερα θα λέγαμε ότι ουσιαστικά οι ίδιοι οι θεσμοί (κράτος- κοινωνία-πανεπιστήμιοεπιστημονική κοινότητα- ) και οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους, παρέχουν ροές και ρήγματα εξουσίας, ενώ παράλληλα αποτελούν είναι τον τροχό εκκίνησης και τον φορέα της επιστήμης. Συγκεκριμένα όσον αφορά τις περιπτώσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας του 17 ου αι., γίνεται σαφές ότι η επιστημονική κοινότητα οργανώθηκε με πολύ διαφορετικό τρόπο όσον αφορά τους θεσμικούς συσχετισμούς της με το κράτος. Αναλυτικότερα, στη Γαλλία η ίδρυση της Ακαδημίας νομιμοποιήθηκε από το κοινό αίσθημα της γαλλικής επιστημονικής κοινότητας ότι η γαλλική επιστήμη απαιτούσε συγκροτητικά την κρατική οικονομική υποστήριξη κάτι που την καθιστούσε υποχείριο μιας συγκεκριμένης πολιτικής ενώ αντίθετα στην Αγγλία η ίδρυση της Βασιλικής Εταιρείας ( σε αντίθεση με το προσωνύμιό της ) προέκυψε αυθόρμητα από μια ομάδα επιστημόνων, οι οποίοι συμφώνησαν την οργάνωση μιας επιστημονικής μονάδας, που αντανακλούσε την τυπική έκφραση της αγγλικής κοινότητας για αυτοδιοίκηση, και ως εκ τούτου λειτούργησε ως ιδιωτικό ίδρυμα με όλη τη σημασία της λέξης. Ουσιαστικά το γαλλικό κράτος διόριζε τα μέλη της Ακαδημίας και είχε την πλήρη οικονομική διαχείριση, όσον αφορά τους μισθούς του προσωπικού της και την χρηματοδότηση του εξοπλισμού και των ερευνητικών προγραμμάτων 43, που ήταν πέρα από τη σφαίρα δράσης των μεμονωμένων επιστημόνων. Η Ακαδημία των Επιστημών διοικούνταν και λειτουργούσε επομένως υπό κρατικό έλεγχο, ως ένα είδος κρατικής υπηρεσίας ευρεσιτεχνίας, κάτι που είχε το αρνητικό επακόλουθο της κατασπατάλησης του ερευνητικού χρόνου με όχι και τόσο σημαίνουσες δραστηριότητες, ενώ όπως αναφέρεται από τον R.S. Westfall, συχνά λειτουργούσε ως σωματείο που επέβαλλε συγκεκριμένα καθήκοντα στα επιστημονικά μέλη της. 44 Ασφαλώς πέρα από την εσωτερική αυτή παρεμβατικότητα που δεχόταν θεσμικά από το γαλλικό κράτος, η Ακαδημία των Επιστήμων συνέβαλε καθοριστικά και με τρόπο ανεκτίμητο στη διαμόρφωση του επιστημονικού κινήματος στη Γαλλία του 17 ου αι., καθώς η ανθηρή κρατική οικονομική υποστήριξη που εισέρεε στα ταμεία της σε συνδυασμό με την αυστηρή της οργάνωση, προώθησαν την εξέλιξη μιας νέας μορφής επιστήμης με περισσότερο ποσοτικά χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα στο πεδίο των μετρήσεων. Σε μια απόσταση περίπου τριάντα χρόνων μετά από την ίδρυση της Ακαδημίας, που προσπάθησε να προσελκύσει την επιστημονική ελίτ στη Γαλλία, αναδύεται ένας νέος πόλος δραστηριοποίησης της νέας 43 Η ακαδημία χρηματοδότησε τη μέτρηση του λεπτού τόξου της επιφάνειας της Γης προσδιορίζοντας με μεγαλύτερη ακρίβεια το μέγεθός της και από τη χρηματοδότηση μιας αποστολής στη Νότια Αμερική προσδιορίστηκε η απόσταση του Άρη από τη Γη και έμμεσα με τον τρόπο αυτό, υπολογίστηκαν και οι διαστάσεις του ηλιακού συστήματος. 44 Westfall R.S., Η συγκρότηση της Σύγχρονης Επιστήμης, εκδ. ΠΕΚ (Ηράκλειο 2006). 68

69 επιστήμης στην Ευρώπη, και κάπως έτσι μεταφερόμαστε στην Αγγλία και την ίδρυση της Βασιλικής Εταιρείας, που σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση σύνθεσης,ήταν ανοιχτή στην προσέλκυση οποιουδήποτε πολυπράγμονος ερασιτέχνη ερευνητή / εφευρέτη. Αυτό το δημόσιο κάλεσμα της Βασιλικής Εταιρείας στην προσέλκυση νέων μελών, αποτέλεσε μια μορφή μόδας για της αστικές τάξεις στην Αγγλία ιδιαίτερα την περίοδο της Παλινόρθωσης, και έτσι η ενθουσιώδης ανταπόκριση του κοινού ήταν ένας από τους λόγους της ραγδαίας ανάπτυξής της και μέχρι σήμερα αποτελεί την μακροβιότερη επιστημονική εταιρεία. Η μεγάλη της προσφορά έγκειται αφενός στο γεγονός ότι άνοιξε την οδό για μια πιο οικεία δημόσια επιστήμη- στην οποία μπορούσε να μετέχει ο οποιοσδήποτε ερασιτέχνης, ενθαρρύνοντας παράλληλα το επιστημονικό έργο, ενώ αφετέρου ανεκτίμητης αξίας είναι το γεγονός ότι δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τον επιστημονικό διάλογο με την έκδοση περιοδικού 45 με το αντίστοιχο επιστημονικό περιεχόμενο, και καθιέρωσε τη δημιουργία ενός νέου είδους γραφής που λειτούργησε ως κώδικας όχι μόνο της αγγλικής αλλά και της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. Οι πειραματικές μετρήσεις της Βασιλικής Εταιρείας καθόρισαν το πρότυπο της πειραματικής επιστήμης, ενώ στα μέλη της συγκαταλέγονται μεγάλες μορφές όπως ο Άγγλος φυσικός Robert Hooke (Ρόμπερτ Χουκ), ο μεγάλος φυσιοδίφης Τζων Ρέυ, ο Νεύτωνας, ο Ρόμπερτ Μπόυλ, κ.α. Παρά τις περιοριστικές οικονομικές συνισταμένες που χαρακτήριζαν την Βασιλική Εταιρεία, κατάφερε να εμπνεύσει με τη χαλαρή της διάρθρωση το επιστημονικό έργο των μελών της χωρίς τη δυνατότητα να τους ασκεί οποιοδήποτε περιορισμό, σε αντιδιαστολή με την σχέση της Ακαδημίας και των μελών της. Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι διάφορες επιστημονικές εταιρείες στη Δυτική Ευρώπη του17ου αι. προέκυψαν ως αναπόσπαστο κομμάτι της ανάγκης επικοινωνίας μεταξύ των επιστημόνων σε ένα διεθνή-περισσότερο διευρυμένο διάλογο- που υπερέβαινε τα πλαίσια της ατομικής έρευνας του μεμονωμένου επιστήμονα στο εργαστήρι υπό την προστασία κάποιου Αυλικού αξιωματούχου. Για το λόγο αυτό, η δημοσίευση και η μετάδοση του επιστημονικού έργου τον 17 ο αι διακρίνεται σε 2 φάσεις, όπου στο πρώτο μισό του αιώνα κομβικής σημασίας αναδεικνύονται πρόσωπα όπως ο πατήρ Μερσέν, ενώ στο δεύτερο μισό του αιώνα η κατάσταση αλλάζει, γίνεται μια πιο οργανωμένη προσπάθεια επιστημονικού διαλόγου, στους πρόποδες του οποίου εμφανίζονται σε πολλά μέρη της Ευρώπης επιστημονικές εταιρείες, όπως η Βασιλική Εταιρεία, και ακριβώς η δημιουργία τέτοιων εταιρειών αποτελεί μια σαφή ένδειξη της ενδυνάμωσης του ευρωπαϊκού επιστημονικού κινήματος Πρόκειται για την πρώτη επίσημα έντυπη περιοδική έκδοση με τίτλο Φιλοσοφικά Πεπραγμένα που αποτελεί το αρχαιότερο επιστημονικό περιοδικό που κυκλοφορεί μέχρι και σήμερα. 46 Westfall R.S., Η συγκρότηση της Σύγχρονης Επιστήμης, εκδ. ΠΕΚ (Ηράκλειο 2006). 69

70 ΜΕΡΟΣ Β ΙV. ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΗΣ ΜΗΧΑΝΟΚΡΑΤΙΑΣ 17 ος αι. 1. Η έννοια της Μηχανοκρατίας Ένα από τα καίρια ερωτήματα στο χώρο της Ιστορίας της Επιστήμης για την περίοδο λίγο πριν τον 17 ο αι. είναι το αν υπήρξε άραγε επιστημονική επανάσταση κατά τον 17 ο αι. Η αναφορά ασφαλώς έγκειται στο σύνολο των θεμελιωδών αλλαγών που έλαβαν μέρος στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος βλέπει τον κόσμο και στον τρόπο που μαθαίνει για τον κόσμο αυτό, στο πώς κατανοεί / το ζήτημα της γνώσης, και ποιά είναι η θέση του ανθρώπου στον κόσμο. Πρόκειται λοιπόν για την ανάδειξη μιας ρηξικέλευθης και μοναδικής κατάστασης στην ανθρώπινη ιστορία, που ανάγει την επονομαζόμενη επιστημονική επανάσταση στο επίπεδο : η Επιστημονική Επανάσταση, ως εκείνη η περίοδος που γεννήθηκε η σύγχρονη επιστήμη, όχι τόσο όσον αφορά τη δημιουργία καινούργιων θεωριών, αλλά κυρίως τη θεμελίωση της επιστημονικής μεθόδου, η οποία παρέχει ασφαλή και έγκυρη γνώση για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Μεγάλο ενδιαφέρον για περαιτέρω έρευνα παρουσιάζουν οι νεότερες ιστοριογραφικές τάσεις για την περίοδο αυτή, με ενδεικτικά κάποια ενδιαφέροντα ερωτήματα όπως το αν μπορούμε να μιλάμε για επιστήμη τον 17 ο αι ( σε αντιδιαστολή με την έννοια της πρακτικής ή της τέχνης ), αν και πώς δικαιολογείται η ύπαρξη συνέχειας σχετικά με τους τρόπους παραγωγής γνώσης κατά το Μεσαίωνα, αν υπάρχει μία και μοναδική επιστημονική μέθοδος, όπου εμπλέκει και το ζήτημα αν τελικά μπορούμε να μιλάμε για επιστημονική επανάσταση ορμώμενοι από το γεγονός ότι τα ίδια τα ιστορικά υποκείμενα της περιόδου θεωρούσαν ότι είχαν εμπλακεί σε μια νέα / επαναστατική διαδικασία. Οι διάφορες επιστημονικές εταιρείες που οργανώθηκαν στη διάρκεια του 17 ου αι., κληροδότησαν μια πληθώρα εφευρέσεων και πρακτικών άσκησης της νεότερης επιστήμης που μόλις γεννιόταν. Ο Steven Shapin χρησιμοποιεί τον όρο early modern (πρώιμη νεότερη) για να χαρακτηρίσει περιοδολογικά το κομμάτι της Ιστορίας που ανατέλλει μετά την Αναγέννηση και που λήγει πριν την έναρξη του 18 ου αι., ενώ ευρύτερα χρησιμοποιεί τον όρο modern για να καθορίσει τις συγκεκριμένες αλλαγές που έλαβαν χώρα στη διάρκεια του 17 ου αι Shapin St., Η Επιστημονική Επανάσταση, σειρά Επιστήμη-Τεχνολογία-Κοινωνία, μτφρ. Η. Καρκάνης, επιμ. Μ. Ασημακόπουλος, εκδ. Κάτοπτρο, Αθήνα (2003) 70

71 Η διάκριση αυτή βρίσκει περιεχόμενο από την αντιδιαστολή του ancients- αρχαίοι χρόνοι / εποχή / κοσμοαντίληψη που διατρέχει την ανθρώπινη πνευματική δραστηριότητα μέχρι και το τέλος της Αναγέννησης και του modern- με την έννοια του νεότερου / νεότερη επιστήμη / νεότεροι φυσικοί φιλόσοφοι που προσδιορίζει τον 17 ο αι. 48 Έτσι λοιπόν αναδύεται τον 17 ο αι. η έννοια της Modern Science (νεότερη επιστήμη), η οποία αφενός δεν ταυτίζεται με την έννοια της σύγχρονης επιστήμης που έχουμε από το 19 ο αι. μέχρι σήμερα, αλλά αποτελεί μια προδρομική μορφή της. Άλλωστε οι άνθρωποι που ασκούσαν την νεότερη επιστήμη ήταν ερευνητές ενός πολύ διευρυμένου φάσματος προέλευσης, μεταξύ των οποίων διακρίνονται φυσικοί φιλόσοφοι, φυσιοδίφες, μαθηματικοί, αστρονόμοι κ.τ.λ., οι οποίοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως επιστήμονες με αυστηρά κριτήρια μεθόδου, καθώς μόλις τότε ήταν που διαμορφωνόταν μεθοδολογικά το πλαίσιο της νέας / νεότερης επιστήμης. Η νεότερη επιστήμη που αναδύεται τον 17 ο αι. - μέσα από το έργο των ερευνητών που παρουσιάστηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια και την ανάπτυξη του επιστημονικού κινήματος στην Δυτική Ευρώπη την ίδια περίοδο χαρακτηρίστηκε από την Μηχανική Φιλοσοφία ( Mechanical Philosophy ) στα πλαίσια της οποίας αναπτύχθηκε μια διαφορετική αντίληψη για τον κόσμο. Συχνά αναφέρεται ο Robert Boyle ( Ρόμπερτ Μπόυλ ) ως εισηγητής του όρου Mechanical Philosophy που αποδίδεται ως Μηχανική / Μηχανιστική / Μηχανοκρατική φιλοσοφία, για να δηλώσει τη θεώρηση της φύσης ως μια τεράστια μηχανή που η περιγραφή και δομή της λειτουργίας της παραπέμπονται σε όρους παρόμοιους με αυτούς που χρησιμοποιούνται για την εξήγηση της λειτουργίας των μηχανών. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Shapin θεωρεί ορθή την απόδοσή της ως μηχανική και όχι μηχανιστική ή μηχανοκρατική όπως αναφέρθηκε παραπάνω, γιατί το επίθετο μηχανιστικός/-ή/-ό εκφράζει ως γλωσσικό αντιδάνειο τον ελληνογενή ξένο όρο mechanistic, ενώ όσον αφορά τον όρο μηχανικισμός φαίνεται να ανταποκρίνεται καλύτερα στο πλαίσιο του 18 ου αι. που συντελείται μια ιδιαίτερα σημαντική ανάπτυξη στο χώρο των Μαθηματικών και της Μηχανικής συγκεκριμένα. 49 Βέβαια στην ελληνική απόδοση μπορεί να είναι συμβατή εξίσου η χρήση των όρων μηχανικός και μηχανιστικός, όπως για παράδειγμα προκύπτει από τη χρήση κατά περίπτωση, όπου για την μετάφραση του mechanical philosopher είναι προτιμότερη η απόδοση του μηχανιστικού παρά του μηχανικού που δημιουργεί μια ασαφή σύγχυση. 48 Στο ίδιο πνεύμα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Shapin για την απόδοση του όρου φυσικός φιλόσοφος χρησιμοποιεί τη λέξη practitioner προκειμένου να αποφύγει έναν αναχρονισμό, καθώς ο όρος επιστήμονας ( scientist ) ανταποκρίνεται στο μοντέλο του ερευνητή του 19 ου αι. Ωστόσο(καταχρηστικά) στα πλαίσια της ελληνικής βιβλιογραφίας- μεταφραστικά - συχνά απαντάται ο όρος επιστήμονας εξίσου και για τον 17 ο αι. 49 Steven Shapin, Η Επιστημονική Επανάσταση, σειρά Επιστήμη-Τεχνολογία-Κοινωνία, μτφρ. Η. Καρκάνης, επιμ. Μ. Ασημακόπουλος, εκδ. Κάτοπτρο, ΑΘΗΝΑ (2003) 71

72 Πέρα από την αποσαφήνιση της χρήσης των διάφορων νέων όρων που προκύπτουν τον 17 ο αι., το βασικό στοιχείο στην μελέτη της περιόδου αυτής είναι η ανάδυση μιας νέας Φιλοσοφίας ( με την στενή έννοια ) που είχε ένα μεγάλο πειραματικό και καθαρά πρακτικό μέρος, ενώ πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή μας στο γεγονός ότι οι άνθρωποι που την θεράπευαν δεν ανταποκρίνονται στο μοντέλου του αφαιρετικού φιλοσόφου, αλλά μάλλον στο πρότυπο του ερευνητή. Στη Φιλοσοφία Επιστήμης συνήθως ο όρος Μηχανοκρατία αναφέρεται στα διάφορα θεωρητικά μοντέλα που μεθοδολογικά ανάγουν την ερμηνεία όλων των φαινόμενων, φυσικών και ψυχολογικών, με το σχήμα καθαρά μηχανικών νόμων, δηλαδή αμετάβλητων και αιτιοκρατικά καθορισμένων. Μερικά κλασικά παραδείγματα Μηχανοκρατίας στην Ιστορία της σκέψης θεωρούνται οι Ατομικές θεωρίες της αρχαιότητας (Δημόκριτος, Επίκουρος, Λουκρήτιος), η Καρτεσιανή Κοσμολογία και Ψυχολογία (Ντεκάρτ), όπως επίσης και ο Υλισμός του 18ου αιώνα (Λα Μετρί και Χόλμπαχ). Στο ίδιο μηχανοκρατικό μοτίβο εντάσσεται και η κοσμολογία του 17ου αιώνα όπως επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί στα προηγούμενα κεφάλαια, από την οποία γεννήθηκε η νεότερη επιστήμη, υπό το πρίσμα μιας νέας θεώρησης του κόσμου, του Μηχανιστικού Υλισμού. Ο Μηχανιστικός Υλισμός αφορά σε γενικές γραμμές ένα επιστημονικό φιλοσοφικό δόγμα, κατά το οποίο ένα φυσικό φαινόμενο ή μία φυσική διεργασία που φέρει κάποιο αποτέλεσμα αισθητά υπαρκτό, δεν υποκρύπτει κάποια αόρατη ή απροσδιόριστη από τις ανθρώπινες αισθήσεις γενεσιουργό αιτία ( όπως στις ανιμιστικές θεωρήσεις του Μεσαίωνα και των Σχολαστικών). Στο σημείο αυτό βέβαια καλό θα ήταν να προβούμε σε μια εννοιολογική διάκριση. Συνηθέστερα ο όρος Μηχανοκρατία χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του Υλισμού, και αυτό συμβαίνει γιατί η έννοια της Μηχανοκρατίας συνεπάγεται μια υλιστική αντίληψη του κόσμου, κατάφωρα εναντιωμένη προς οποιασδήποτε πνευματοκρατική θεώρηση. Έτσι, συχνά απαντώνται διάφορα παράδειγμα της σύγκρουσης μεταξύ Μηχανοκρατίας και Υλισμού στην Ιστορία της Φιλοσοφίας, όπως είναι η πολεμική των θεολόγων της σχολής του Κέμπριτζ (Κάντγουερθ) εναντίον του T.Hobbes, που κατηγορήθηκε ακριβώς για mechanizing humour (μηχανιστική διάθεση). Ωστόσο, η Μηχανοκρατία δεν πληροί ολόκληρο το φάσμα των εννοιών του Υλισμού, επειδή ο Υλισμός δεν συνεπάγεται αναγκαστικά μια μηχανοκρατική ερμηνεία των φαινομένων. Επίσης η Μηχανοκρατία δεν αποκλείει αναγκαστικά την ιδέα μιας σκοπιμότητας που ενεργεί στη φύση, και ακριβώς στο σημείο αυτό είναι σωστό να γίνεται διάκριση μεταξύ της κλασικής Μηχανοκρατίας, που υποστηρίζει την τυχαία γένεση του κόσμου, και της Μηχανοκρατίας της επιστήμης του 17ου αι., που αποδίδει το σχέδιο του κοσμικού μηχανισμού στο θείο πνεύμα και στη θεία πρόνοια. 72

73 Χαρακτηριστικό παράδειγμα της Μηχανοκρατίας της επιστήμης του 17ου αιώνα αποτελούν οι Newton και Boyle, οι οποίοι αν και ενστερνίζονταν τις αρχές και τις μεθόδους μιας φυσικής μηχανοκρατικής και ατομικής φιλοσοφίας, μπορούσαν παράλληλα να δεχθούν και τα θεμελιώδη δόγματα του εξ αποκαλύψεως Χριστιανισμού. Όσον αφορά την εξέλιξη της επιστήμης, η επιστημονική επανάσταση που συντελέστηκε στην Ευρώπη τον 16ο-17ο αι. αποτέλεσε τη γόνιμη μήτρα προβληματισμών και θεματολογίας τόσο για τους ιστορικούς όσο και για τους φιλοσόφους της επιστήμης, αναφορικά με το ξεχωριστό γνωστικό πεδίο μελέτης που ανέτειλε σταδιακά και επρόκειτο να διαφοροποιηθεί από τις άλλες φυσικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, τα ζητήματα μεθοδολογίας, τη διερεύνηση των πηγών, τη διατύπωση υποθέσεων και ερωτημάτων. Στο σημείο αυτό καλό θα ήταν να κάνουμε μια μεθοδολογική επισήμανση αναφορικά με τη βιβλιογραφία που απαντά στη μελέτη της επιστημονικής επανάστασης. Ουσιαστικά, όπως αναφέρθηκε και στα προηγούμενα κεφάλαια, η μελέτη αφορά μια χρονική περίοδο έκτασης 150 ετών περίπου, με ορόσημα τις πρώτες δημοσιεύσεις του έργου του Κοπέρνικου ( De revolutionibus orbium coelestium, 1453 ), μέχρι και τη δημοσίευση του έργου του Νεύτωνα ( Philosophiae naturalis principia mathematica, 1687 ). Η περίοδος αυτή για το ιδεολογικό, φιλοσοφικό και επιστημονικό υπόβαθρο της Ευρώπης σηματοδοτείται από την διακοπή της συνέχειας των απόψεων περί φύσης που συναντούμε στους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς. Προκύπτουν νέα επιστημονικά πρότυπα, όπως η παρατήρηση και το πείραμα, που γεννούν με τη σειρά τους νέα δεδομένα στο χώρο της επιστήμης ως μεθόδου στη μελέτη του φυσικού κόσμου, ο οποίος απενδύεται σταδιακά τις μεσαιωνικές, δαιμονολατρικές και ανιμιστικές θεωρήσεις. Δημιουργούνται νέες ιδέες, νέα εννοιολογικά πλέγματα και νέες αντιλήψεις που διαμορφώνουν με τη σειρά τους τα αντίστοιχα θεωρητικά επιστημονικά μοντέλα-πλαίσια, στα οποία τα φαινόμενα της φύσης ερμηνεύονται πλέον όχι με τις αιτίες που υπαγορεύουν την ύπαρξή τους αλλά με τους νόμους που ερμηνεύουν τη συμπεριφορά τους στα όρια μιας νέας, νευτώνειας, σύνθεσης. Η μελέτη αυτής της εξέλιξης των νοητικών διεργασιών και κατ επέκταση η μελέτη της εξέλιξης της επιστήμης για την περίοδο της επιστημονικής επανάστασης του 16ου-17ου αι. στην Ευρώπη, διαμόρφωσε δύο σχολές στους ιστορικούς επιστήμης, αναδεικνύοντας έτσι και τη βαρύτητα του πεδίου μελέτης αναφορικά με την εννοιολογική, ποιοτική και ποσοτική ευρύτητα της θεματολογίας που καλύπτει η επιστημονική επανάσταση ως ιστορικό γεγονός και φαινόμενο. Οι δύο σχολές μελέτης της επιστημονικής επανάστασης εκφράζουν ουσιαστικά τις δύο επικρατούσες τάσεις προσέγγισης της περιόδου. 73

74 Από τη μία πλευρά, εντοπίζουμε την σχολή της εξωτερικής ιστορίας επιστήμης που επικράτησε μετά το 1970 και είχε ως πυρήνα μελέτης το κοινωνικό πλαίσιο της επιστήμης ως φαινόμενο που διαμορφώθηκε και επηρεάστηκε από τις νέες κοινωνικές ομάδες που αναδύθηκαν την περίοδο εκείνη στην Ευρώπη, καθώς η ανερχόμενη αστική τάξη ενδυναμώνονταν οικονομικά και άρχιζε να επενδύει σε ανθρώπινο και οικονομικό κεφάλαιο στο χώρο της παιδείας, της επιστήμης, της τέχνης και του πολιτισμού μέσα από μακρόχρονες αντιπαραθέσεις κοινωνικών, πολιτικών και θρησκευτικών σταθερών. Στην κατεύθυνση αυτή της εξωτερικής ιστορίας επιστήμης συναντούμε αρκετούς ερευνητές οι οποίοι τόνισαν τον άλλοτε προωθητικό και άλλοτε ανασταλτικό ρόλο που διαδραμάτιζε το κοινωνικό κατεστημένο και η Εκκλησία με τα αντίστοιχα θεολογικά ζητήματα που έμοιαζαν να αγγίζουν τα σύνορα της επιστήμης, με τάσεις αλληλοεπικάλυψης ή παράλληλης πορείας στην εξέλιξή τους. Για παράδειγμα ο Merton διεξήγαγε έρευνα για την εξέλιξη της επιστήμης στην Αγγλία και υποστήριξε ότι η άνθησή της ήταν συνυφασμένη με τις ιδέες του πουριτανισμού. Ο Drake ασχολήθηκε με το ζήτημα της κυριαρχίας της Καθολικής Εκκλησίας συγκριτικά με την ανάπτυξη και εξέλιξη της επιστήμης ως μια προσπάθεια περιορισμού της πρώτης από τη δεύτερη τονίζοντας το ρόλο που διαδραμάτισε ο Γαλιλαίος και το έργο του που παρήγαγε την αρχιμήδεια βάση για την γήινη Μηχανική. Επίσης αξιοσημείωτες είναι οι μελέτες του Koyré για την εξέλιξη της επιστήμης όσον αφορά στην ανατροπή της παράδοσης του αριστοτελικού κόσμου από το ρεύμα του νεοπλατωνισμού που επικράτησε στην Αναγέννηση και τις καινοτόμες δράσεις στα Μαθηματικά που συνέβαλλαν καθοριστικά στην προώθηση της νέας επιστήμης που ανέτειλε για τη μελέτη του φυσικού κόσμου και των φαινομένων του. Αντίστοιχα ο Duhem όσον αφορά τα εφαρμοσμένα Μαθηματικά στις θεωρίες περί κίνησης των σωμάτων που αναπτύχθηκαν στην περίοδο της επιστημονικής επανάστασης του 16ου-17ου αι., έχει υποστηρίξει ότι έχουν έρεισμα τις αντίστοιχες μεσαιωνικές θεωρήσεις περί Κινητικής. Στον αφετηριακό αντίποδα των προηγούμενων εξωτερικών ιστορικών επιστήμης, βρίσκεται η σχολή εκείνων των ιστορικών επιστήμης που θεωρούν ότι η μελέτη της ιστορίας της επιστημονικής επανάστασης σχετίζεται με την μελέτη του εννοιολογικού πλέγματος της επιστήμης και της εξέλιξής του με αναφορά ουσιαστικά την μελέτη της ιστορίας των ιδεών για την κατανόηση της φύσης και των αντίστοιχων μεθόδων έρευνας που θεσμοθετήθηκαν τον 17ο αι. Ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους της σχολής αυτής είναι ο Westfall, ο οποίος στην μελέτη για την εξέλιξη της επιστήμης στην επιστημονική επανάσταση επιχείρησε να διερευνήσει την αλλαγή που συντελέστηκε τον 17οαι. σε επίπεδο ιδεών και εννοιών στο μεγαλειώδες εγχείρημα του ανθρώπου να κατανοήσει τον κόσμο που τον περιβάλλει με μια μέθοδο που θα πληροί τους όρους και τις προϋποθέσεις της επιστήμης. 74

75 Αυτό είναι και το κληροδότημα που αφήνει ο 17ος αι. στις επερχόμενες γενιές, αναδεικνύοντας την επιστημονική επανάσταση ως ένα απαράμιλλο γεγονός στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, καθώς αυτή διαμόρφωσε τα δυτικά πνευματικά πρότυπα από την εποχή της Νεωτερικότητας μέχρι και το σύγχρονο κόσμο. Το κομβικό σημείο της συζήτησης είναι το γεγονός ότι η επιστημονική επανάσταση ήταν ένα φαινόμενο κοινωνικό καθώς δήλωνε το στίγμα του συνεχώς αυξανόμενου αριθμού όσων ασχολούνταν με την επιστήμη, ενώ παράλληλα έθετε τα όρια της σκέψης διαμορφώνοντας παράλληλα έναν ορισμένο τρόπο του σκέπτεσθαι, η μελέτη του οποίου μπορεί να λειτουργήσει εργαλειακά στην κατανόηση του σύγχρονου σκέπτεσθαι. Η προσπάθεια του Westfall για το σκοπό αυτό εκφράζεται και από τον ίδιο όταν σχολιάζει στην εισαγωγή των διαλέξεών του : «η επιστημονική επανάσταση άλλαξε την υλική υφή της ζωής στη Δύση και προοδευτικά σε όλο τον κόσμο όσα παρήγαγε η τεχνολογία δεν είναι όλα καλά και αγαθά και δικαιολογημένα διερωτόμαστε αν το ανθρώπινο γένος μπορεί να χειριστεί με επιτυχία τη δύναμη που μας προσέδωσε η επιστημονική τεχνολογία. Ακριβώς το γεγονός ότι οδηγούμαστε να διατυπώνουμε τέτοια ερωτήματα χρησιμεύει για να υπογραμμίσει την σημασία των αλλαγών που επιτελέστηκαν τον 17ο αι.» Ο ίδιος, γράφοντας στο μέσο του 20ου αιώνα, πίστευε σθεναρά ότι η κατανόηση έστω και στο ελάχιστο του κόσμου στον οποίο ζούμε είναι αδύνατη εάν δεν μελετήσουμε πρώτιστα την επιστημονική επανάσταση που συνέβη τον 17ο αιώνα, πράγμα που αποτέλεσε στόχο του συγγραφικού έργου του, όσον αφορά την ανάδειξη της σύνδεσης του 17ου και 20ου αιώνα στο χώρο της επιστήμης, της τεχνολογίας και της κοινωνίας. Στα πλαίσια αυτά, σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η αποσαφήνιση διαφόρων εννοιών και θεωριών των διάφορων φυσικών φιλοσόφων του 16 ου και 17 ου αι., ώστε να καταδειχθεί το αντίστοιχο ιστορικό και θεωρητικό υπόβαθρο, με έμφαση στη Μηχανιστική θεώρηση του κόσμου, όπως αυτή αναδύθηκε τον 17ο αιώνα με τις διάφορες ιδεολογικές ζυμώσεις της εποχής, μεταξύ της επιστημονικής κοινότητας που διαρθρώθηκε σταδιακά και του κύκλου των θεολόγων της περιόδου εκείνης. Αν επιχειρούσαμε μια ευρύτερη περιοδολόγηση, θα λέγαμε ότι η συζήτηση άρχεται με τους πρωτεργάτες της Μηχανοκρατίας στο ιστορικό πλαίσιο του 16ου-17ου αιώνα, την παρουσία των Φυσιοκρατών της Αναγέννησης με έμφαση στο Βιταλισμό και την απάντηση που τους έδωσε προοδευτικά ο Descartes. Στην πορεία σκέψης που θα ακολουθήσουμε κρατώντας τον μίτο μιας κόκκινης κλωστής θα καταλήξουμε στο Νευτώνειο κοσμοείδωλο όπως αυτό αρθρώθηκε στον όψιμο 17ο αιώνα και τις διάφορες προεκτάσεις που αυτό συνεπαγόταν στη διαμόρφωση της σκέψης μέχρι τις απαρχές του 20ου αιώνα. 75

76 2. Η Μηχανοκρατία δεν είναι δημιούργημα ενός μόνο ανθρώπου Στην περίοδο που ακολούθησε από την Αναγέννηση μέχρι και τον 17 ο αι. κυριάρχησαν διάφορες φυσικαλιστικές προσεγγίσεις σε όλους τους τομείς και τις περιοχές του πνεύματος. Η ιατρική του Γαληνού, η μελέτη των Ιπποκρατικών κειμένων, η θεώρηση του 4 χυμών, ο αριστοτελικός υλομορφισμός, η ζωτική δύναμη, ο μαγνητισμός του Γκίλμπερτ και άλλες αντίστοιχου τύπου θεωρήσεις για την περιγραφή των φαινομένων της ζωής και του κόσμου, είναι μερικές από τις πιο αντιπροσωπευτικές θεωρήσεις του φυσικαλισμού που κυριαρχούσε σθεναρά μέχρι και τον 17 ο αι. Βασικό χαρακτηριστικό των θεωρήσεων αυτών ανεξάρτητα από το πεδίο μελέτης όπου εφαρμόζονταν ( ιατρική, αστρονομία, κτλ. ) είναι ότι έδιναν έμφαση στις ιδιότητες των πραγμάτων ως συγκροτητικές ουσίες των αντικειμένων, όπως για παράδειγμα το πικρό, το γλυκύ, το στυφό, και άλλες που αναπτύσσονται διπολικά ως θερμό / ψυχρό, υγρό / γήινο, ρευστό / σταθερό, φωτεινό / σκοτεινό κτλ., ενώ πολύ βασική είναι η αντιμετώπιση των διαφόρων δυνάμεων που ασκούνται στη φύση, στη βάση ότι οι δυνάμεις αυτές έχουν μια υλική αιτία που απορρέει από την ευρύτερη αντίληψη της εποχής για την υλική υπόσταση των ιδιοτήτων ( υλικότητα ). Αρκετοί φυσικαλιστές όπως ο Βαν Χέλμοντ θεωρούσαν ότι το δόγμα περί της επενέργειας ενεργητικών δυνάμεων στην ύλη, ήταν μια ενσυνείδητη απόρριψη του υλισμού, έναντι στην επιβεβαιωμένη ανωτερότητα του πνεύματος. Η συζήτηση προέκυπτε στη βάση μελέτης της αριστοτέλειας φιλοσοφίας που απέδιδε έναν ενεργητικό ρόλο στη φύση, κάτι που ο Βαν Χέλμοντ αποτυπώνει με εντυπωσιακό τρόπο ως έφεση της ύλης προς την ακολασία και διαβεβαίωνε ότι ισχύει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή ότι ο κόσμος διέπεται πάντα και οριοθετείται από το Άυλο και το Αόρατο. Έτσι λοιπόν η Φυσιοκρατία της Αναγέννησης, ως μόρφωμα θεώρησης του κόσμου με μια συγκεκριμένη οπτική, γεννούσε το γνωστικό ερώτημα για τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος θα προσεγγίσει αυτό το Άυλο και Αόρατο, δηλαδή τις ζωτικές αρχές που συνιστούν και διαπερνούν την υλική πραγματικότητα. Για τον Βαν Χέλμοντ ο τρόπος αυτός δεν ήταν η διανοητική ικανότητα του ανθρώπου, γιατί θεωρούσε ότι παραποιεί και διαστρεβλώνει την πραγματικότητα, και συγκεκριμένα ανέφερε ότι η Λογική είναι αλυσιτελής και ότι δεν είναι εφικτό με έναν αριθμό συλλογισμών και μόνο να έχουμε γνώση. Για το λόγο αυτό κάνει μια διάκριση μεταξύ διάνοιας και νόησης, θεωρώντας ότι η πρώτη μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων και μόνο η δεύτερη είναι αντάξια της αλήθειας, και ότι ο νους θα πρέπει να διεισδύσει εις βάθος, ώστε η νόηση να λάβει την μορφή των νοητών και λόγω της ομοιότητάς της με αυτά ( τα νοητά νοούμενα) είναι τότε η νόηση σε θέση μέσω της άμεσης ενόρασης να γνωρίσει την αλήθεια των πραγμάτων όπως είναι, και γνωρίζοντας τα ως καθεαυτά, μπορεί να γνωρίζει και τη λειτουργία τους. 76

77 Ουσιαστικά ο Βαν Χέλμοντ συνδύαζε τη νοητική ενόραση με τη γνώση του πράγματος ως καθεαυτό και την ταυτόχρονη γνώση των λειτουργικών του δομών και δράσεων, κάτι που αντικατοπτρίζει το ιδεώδες της επιστημονικής γνώσης στην παράδοση της Φυσιοκρατίας της Αναγέννησης, το ιδεώδες που συνοψίζεται στον Φάουστ, τον επιστήμονα-μάγο 50 που οφείλει τις γνώσεις του στις άρρητες δυνάμεις της φύσης και από τις οποίες αντλεί τη δύναμή του. Αναφορικά λοιπόν με την σχέση της Αναγεννησιακής φυσιοκρατίας, της Μαγείας και τις επενέργειας των μαγικών ιδιοτήτων που την συνόδευαν και της Μηχανοκρατίας, μπορούμε να υπογραμμίσουμε ότι η Μηχανική Φιλοσοφία αναπτύχθηκε κυρίως ως αντίδραση στο αριστοτελικό δόγμα, αλλά και επιπλέον στην παράδοση των αναγεννησιακών φυσιοκρατών, σύμφωνα με τους οποίους η ύλη είναι διαποτισμένη με ζωή ( δόγμα anima mundi ψυχή του κόσμου ), και η φύση ταυτίζεται με το Θεό. Ασφαλώς το ιδεώδες αυτό, απέχει πολύ από το σύγχρονο σε εμάς ιδεώδες περί επιστημονικής γνώσης και περί του επιστήμονα ως ερευνητή, και όπως φαίνεται απείχε εξίσου και από το αντίστοιχο ιδεώδες που αναδύονταν τον 17 ο αι. με τον Καρτέσιο και την ανερχόμενη παράδοση της Φυσικής Φιλοσοφίας, ενώ πλέον η φωνή του Βαν Χέλμοντ έμοιαζε να είναι ο απόηχος μιας φθίνουσας ήδη παράδοσης. Άλλωστε η απόδοση υπερφυσικών δυνάμεων σε αντικείμενα άμβλυνε την θρησκευτικά κρίσιμη διάκριση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού, θεωρώντας από την πλευρά των θεολόγων της εποχής, ότι έβλαπτε τις χριστιανικές πεποιθήσεις και τους χριστιανικούς θεσμούς. Για κάποιους φυσικούς φιλοσόφους η ιδέα αυτή της ενεργούς ύλης ήταν το βασικότερο πρόβλημα της αναγεννησιακής φυσιοκρατίας, ενώ αντίθετα, η ιδέα μιας παθητικής ύλης θα μπορούσε να διατηρήσει τη διάκριση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού, και για το λόγο αυτό η υπόθεση της παθητικής ύλης ήταν θεμελιώδης για το πλήθος των μηχανιστικών φιλοσοφιών που αναπτύχθηκαν κατά τον 17 ο αι. Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να πούμε ότι η Φυσιοκρατία της Αναγέννησης βασιζόταν σε τελική ανάλυση στην πεποίθηση/ δόγμα ότι η Φύση είναι στην ολότητά της ένα απέραντο μυστήριο του οποίου το βάθος είναι μη προσπελάσιμο από την ανθρώπινη διάνοια. Στο δόγμα αυτό, ο Ντεκάρτ απαντά προτρέποντας να αντικαταστήσουμε το δέος που γεννά το μυστήριο με την κατανόηση των πραγμάτων, εκφράζοντας την απόλυτη πεποίθηση ότι η Φύση είναι διαπερατή από το λογικό και δεν περικλείει κανένα απρόσιτο μυστήριο. Στις βάσεις αυτές, τον 17 ο αι. οικοδομήθηκε και αναδύθηκε μια νέα παράδοση, η Μηχανοκρατία, και έτσι, στο πρώτο μισό του αιώνα εντοπίζεται σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους της Δυτικής Ευρώπης μια μετακίνηση που μοιάζει να είναι η αυθόρμητη αντίδραση στη Φυσιοκρατία της Αναγέννησης. 50 Ο Βαν Χέλμοντ αναφέρει σχετικά Διατί φοβούμαστε τόσο την λέξιν Μαγεία δεδομένου ότι το σύνολο των ενεργειών είναι μαγικόν?... Η φύσις είναι τω όντι μάγισσα από πάσης απόψεως. 77

78 Η ανάδυση της Μηχανοκρατίας διαφαίνεται ήδη από τα έργα του Γαλιλαίου και του Κέπλερ (όπως παρουσιάστηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια ), και απέκτησε σαφείς διαστάσεις με τα έργα του Μερσέν, του Γκασαντί και του Χόμπς σε θεωρητικό επίπεδο, ενώ η σημαντικότερη στροφή προς τη μηχανοκρατική αντίληψη συντελέστηκε με τον Ντεκάρτ, ο οποίος της προσέδωσε έναν υψηλό βαθμό φιλοσοφικής αυστηρότητας και τον απόλυτο αποκλεισμό κάθε ψυχικού ίχνους από την υλική φύση. Η απάντηση που έδωσε ο Ντεκάρτ στην προβληματική ιδέα της ενεργούς ύλης των αναγεννησιακών φυσιοκρατών, παρέχεται από το σχήμα του καρτεσιανού δυϊσμού, σύμφωνα με το οποίο καθετί που έχει υπόσταση αποτελείται από δύο ουσίες : το νου - που χαρακτηρίζεται από την ενέργεια της σκέψης και την έκταση - που αποτελεί την ουσία του υλικού κόσμου. Ο Ντεκάρτ υποστήριζε επίσης ότι στη νοητική ουσία δεν μπορούμε να προσδώσουμε καμία ιδιότητα που αναφέρεται στην ύλη ( π.χ. έκταση, τόπο, κίνηση), καθώς μοναδική ιδιότητά της είναι η σκέψη, και με τον τρόπο αυτό απέκλεισε αυστηρά κάθε ψυχικό χαρακτηριστικό από την υλική φύση 51. Για τον Ντεκάρτ, όπως και για αρκετούς καρτεσιανούς μηχανοκράτες φιλοσόφους, η φύση είναι αδρανής και δεν διαθέτει τις δικές της πηγές ενέργειας ( είναι δηλαδή ύλη χωρίς ζωή ), ενώ παράλληλα και για το λόγο αυτό, χρησιμοποίησε για τον προσδιορισμό της τον όρο extensa (ως παθητική μετοχή ) για να δείξει ακριβώς αυτή την παθητική αδρανή φύση της ύλης και ότι δεν διαθέτει από μόνη της καμία ενεργητική αρχή, σε αντίθεση με τον όρο cogitans ( που χρησιμοποίησε ως ενεργητική μετοχή ) για να δηλώσει την ενεργητικότητα που χαρακτηρίζει την περιοχή του πνεύματος. Ο Καρτέσιος τα όρισε με τέτοιο τρόπο ώστε να τα διακρίνει και να τα διαχωρίσει απόλυτα, και από την άποψη της φυσικής επιστήμης το σημαντικότερο αποτέλεσμα της διχοτομίας αυτής, ήταν ο αποκλεισμός κάθε ανιμιστικού-ψυχικού χαρακτηριστικού από την υλική φύση με τρόπο απόλυτο και αδιαπραγμάτευτο. Στην οντολογία της αναγεννησιακής Φυσιοκρατίας, οι δύο αυτές έννοιες ( ύλη και πνεύμα / νους κα σώμα ) ταυτίζονται ως ουσίες, και κυρίαρχη πεποίθηση ήταν στα πλαίσια αυτά ότι η βαθύτερη υπόσταση κάθε σώματος είναι η ενεργητική αρχή του που εμφορείται έλλογων νοητικών ή έστω πνευματικών ιδιοτήτων 52. Η διάκριση των ουσιών με το όχημα του καρτεσιανού δυισμού είχε ως αποτέλεσμα την απέκδυση της ύλης από κάθε πνευματικό ή ψυχικό χαρακτηριστικό, που είχε ως αποτέλεσμα τη γέννηση μιας νέας αντίληψης για τη φύση, που κάποιες φορές πήρε την μορφή μιας ακραίας ψυχρότητας απέναντι στην υλική πραγματικότητα, στα σπάργανα της οποίας γεννήθηκαν οι σκοποί και τα μέσα της σύγχρονης επιστήμης. Η καρτεσιανή μεταφυσική προσέδιδε αυστηρούς περιορισμούς στη διάκριση των δύο αυτών ουσιών και ενώ αρχικά δεν έγινε άμεσα αποδεκτή, στο δεύτερο μισό του 17 ου αι. οι περισσότεροι από τους 51 Σε αντίθεση με την μαγνητική ψυχή του Gilbert και τις ενεργητικές αρχές του Van Helmont. 52 Μια πιο εκλεπτυσμένη μορφή φιλοσοφίας αυτής της φυσικαλιστικής θεώρησης είχε διαδραματίσει για αρκετούς αιώνες η αριστοτέλεια έννοια της μορφής. 78

79 διακεκριμένους επιστήμονες της εποχής είχαν αποδεχθεί τον δυαδισμό σώματος και πνεύματος, ενώ πλέον μπορούμε να πούμε ότι ορίστηκε στη βάση της διάκρισης αυτής η φύση της σύγχρονης επιστήμης. 79

80 3. Η Καρτεσιανή Μεταφυσική και Γνωσιοθεωρία Ο Καρτέσιος / Ντεκάρτ (Rene Descartes, ) 53 σε γενικές γραμμές ανέπτυξε τις απόψεις του Μερσέν (Marin Mersenne, / θεολόγος μοναχός και μαθηματικός), προτρέποντας μεθοδολογικά να αντικατασταθεί στην φυσική φιλοσοφία της εποχής του το δέος που περιέβαλλε το χώρο της επιστήμης στη μελέτη του φυσικού κόσμου από την απλή κατανόησή του. Ο Καρτέσιος είχε πλήρη επίγνωση του επαναστατικού ρόλου της μεταφυσικής σύλληψής του σε σχέση με την ως τότε φιλοσοφική παράδοση, κάτι που διαφαίνεται από το έργο του Λόγος περί της Μεθόδου (1637). Θεωρούσε ότι η φύση δεν περικλείει κανένα μυστήριο απρόσιτο στον άνθρωπο και ότι η μελέτη και κατανόησή της είναι απόλυτα διαπερατή και προσπελάσιμη από το λογικό, την ανθρώπινη διάνοια. Οι απόψεις αυτές, αντανακλούσαν τον πυρήνα της ανερχόμενης τάσης στη φυσική φιλοσοφία του 16 ου αλλά κυρίως του 17 ου αι., τη Μηχανοκρατία, που ήδη εντοπίζεται να αναδύεται μέσα από τα έργα του Γαλιλαίου και του Κέπλερ, και διαφαίνεται εντονότερα στο έργο του Μερσέν, του Γκασαντί, του Χόμπς και αρκετών ακόμη φυσικών φιλοσόφων από το χώρο της φυσικής, της χημείας, της ιατρικής και των μαθηματικών, όπως ο Μπέικον, ο Καρτέσιος, ο Χάρβεϋ, ο Μπόυλ, και ο Χουκ. Ο Καρτέσιος ξεκίνησε τη φιλοσοφική πραγμάτευσή του με την πεποίθηση ότι στο τέλος θα αποκτούσε γνώση, ωστόσο βρέθηκε να καταλήγει στο έλεος της ριζικής αμφιβολίας. Με την πρόθεση να αποκαθάρει τη σκέψη του από κάθε νοητική δέσμευση του παρελθόντος, άρχισε μεθοδολογικά να αμφισβητεί συστηματικά κάθε πρότερη γνώση, υποβάλλοντας κάθε ιδέα σε αυστηρό έλεγχο προκειμένου να απορρίψει οτιδήποτε άφηνε το παραμικρό ενδεχόμενο για αμφιβολία ως προς την εγκυρότητά του. Βασική του επιδίωξη ήταν να καταλήξει σε κάποια πρόταση που δεν θα επιδεχόταν αμφισβήτησης, εάν βέβαια ήταν εφικτό να υπάρξει μια τέτοιου είδους πρόταση. Όπως πολύ εύστοχα έχει αποδοθεί με λυρικό τρόπο, ο Καρτέσιος όταν θα εντόπιζε την αδιαμφισβήτητη πρόταση, θα μπορούσε να την χρησιμοποιήσει ως στέρεο ακρογωνιαίο λίθο, για να χτίσει από την αρχή το οικοδόμημα της γνώσης, που θα χαρακτηρίζονταν από την ίδια σταθερότητα των θεμελίων του. 53 Ο Ρενέ Ντεκάρτ (René Descarteς) / Καρτέσιος, ήταν Γάλλος φυσικός φιλόσοφος και μαθηματικός, ο οποίος θεωρείται σταθμός στην ιστορία της φιλοσοφίας, καθώς φέρεται ως δάσκαλος και ταυτόχρονα θύμα του Διαφωτισμού. ( Γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου 1596 στην πόλη Λα Αι της Τουραίνης (La Haye en Touraine) και πέθανε στις 11 Φεβρουαρίου 1650 στην Στοκχόλμη). Συχνά αναφέρεται για τον ίδιο ότι διαμόρφωσε φιλοσοφικά την πιο ακραία μορφή σκεπτικισμού, αναφορικά με το οντολογικό επιχείρημα για την ύπαρξη του εαυτού μας, του Θεού και του κόσμου. Η μεγάλη συμβολή του στο χώρο της επιστήμης είναι ότι προσπάθησε και κατόρθωσε να απεγκλωβίσει τη φιλοσοφία από τον σχολαστικισμό, να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στις νοητικές δυνάμεις του ανθρώπου και να απελευθερώσει το ανθρώπινο πνεύμα από την αυθεντία του παρελθόντος. 80

81 Το νέο οικοδόμημα της γνώσης θα θεμελιωνόταν μόνο με τη χρήση του λόγου, της λογικής διεργασίας, αποκηρύσσοντας πλήρως κάθε σαθρή βάση του παρελθόντος. Η καρτεσιανή μηχανοκρατική αντίληψη για την φύση (φυσικός κόσμος), τη γνώση της φύσης (του φυσικού κόσμου) αλλά και τη φύση της ίδιας της γνώσης εν γένει (γνωσιοθεωρητικά), ήρθε σε μια απότομη ρήξη με την επικρατούσα θεώρηση, δηλαδή τη φυσιοκρατία της Αναγέννησης, αλλά και με τον αριστοτελισμό της σχολαστικής παράδοσης. Η στάση του Καρτέσιου να επιδιώκει να κάνει μια καινούργια αρχή αντανακλά την επιθυμία των περισσότερων φυσικών φιλοσόφων του 17 ου αι. στο χώρο της επιστήμης. Γνωρίζουμε ότι η στέρεα βάση που αναζητούσε να βρει ο Καρτέσιος, αυτή τη μόνη αδιαμφισβήτητη αρχή, την εντόπισε στην πρόταση cogito ergo sum (σκέφτομαι, άρα υπάρχω), και έτσι το cogito έγινε το θεμέλιο του νέου οικοδομήματος της γνώσης, από το οποίο έφτασε με λογικούς συμπερασμούς στην ύπαρξη του Θεού και έπειτα στην ύπαρξη του υλικού κόσμου. Η ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου ήταν το πρώτο που είχε απαλειφθεί κατά τη διαδικασία της καρτεσιανής ριζικής αμφισβήτησης, επειδή φαινόταν να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη μαρτυρία των αισθήσεων, οι οποίες λόγω της φανερής τάσης τους να σφάλουν είχαν επίσης τεθεί υπό αμφισβήτηση ως προς την εγκυρότητά τους στο καρτεσιανό πλαίσιο. Με τη σταθερότητα που επέτρεπαν τα νέα θεμέλια του cogito, ο Καρτέσιος ήταν πεπεισμένος ότι μπορούσε να αποδείξει την άρση της αμφισβήτησης για την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου, και να φθάσει καταληκτικά στο επίσης αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι ο εξωτερικός κόσμος υπάρχει. Ωστόσο η μεγάλη παρακαταθήκη που αφήνει η καρτεσιανή αμφισβήτηση δεν είναι μόνο η ρητή απόδειξη ότι ο εξωτερικός κόσμος υπάρχει, αλλά η προσθήκη ενός επιπλέον όρου που έθετε ο Καρτέσιος, και αφορά ίσως τη σημαντικότερη ρήση του 17 ου αι. σε επιστημολογικό επίπεδο. Πρόκειται για τη θέση, ότι αν και η ύπαρξη του φυσικού κόσμου αποδεικνύεται με αναγκαία επιχειρήματα, αυτός ο κόσμος δεν είναι κατ ανάγκη όμοιος με αυτόν που αναπαριστούν οι αισθήσεις. Η ρηξικέλευθη αυτή καρτεσιανή προσθήκη στην φιλοσοφική σκέψη του 17 ου αι., έθετε στο περιθώριο του φυσικού κόσμου τις αληθινές ιδιότητες της αριστοτέλειας φιλοσοφίας 54, μαζί με τις συμπάθειες, τις αντιπάθειες και τις υπόλοιπες απόκρυφες δυνάμεις. 54 Οι ιδιότητες των σωμάτων στην αριστοτελική μεταφυσική είναι υπαρκτές οντότητες ( αριστοτελικός ρεαλισμός προς τα καθόλου), δηλαδή υπάρχουν αληθινά, αποτελούν μία από τις κατηγορίες του είναι, και με τις αισθήσεις μας αντιλαμβανόμαστε απευθείας την πραγματικότητα. Για τον Αριστοτέλη για παράδειγμα τα σώματα φαίνονται κόκκινα, λόγω της ερυθρότητας της επιφάνειάς τους και φαίνονται ζεστά επειδή διαθέτουν την ιδιότητα της θερμότητας. Ο Καρτέσιος αντέτεινε ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, γιατί αν πιστεύουμε ότι το κόκκινο χρώμα ή η θερμότητα ενυπάρχουν στα σώματα, αυτό σημαίνει ότι προβάλλουμε στον φυσικό κόσμο τα δικά μας αισθήματα, όπως ακριβώς η Φυσιοκρατία της Αναγέννησης προέβαλλε σε αυτόν διάφορες ψυχικές λειτουργίες. Στην 81

82 Στην κατεύθυνση αυτής της σκέψης, ο οικείος κόσμος της εμπειρίας των αισθήσεων αποδεικνύεται απλή ψευδαίσθηση σαν τις άρρητες δυνάμεις της φυσιοκρατίας της Αναγέννησης. Έτσι, ο Καρτέσιος συμπεραίνει ότι ο κόσμος είναι μια τεράστια μηχανή που απαρτίζεται από αδρανή σώματα και κινείται από φυσική αναγκαιότητα, ανεξάρτητα από το αν υπάρχουν νοήμονα όντα, μία θέση που αποτέλεσε το βασικό πυρήνα της μηχανοκρατικής αντίληψης για τη φύση. πραγματικότητα τα σώματα αποτελούνται μόνο από κινούμενα υλικά σωμάτια και όλες οι φαινομενικές ιδιότητές τους (με μόνη εξαίρεση την έκταση) είναι απλώς αισθήματα, που προκαλούνται όταν στα νεύρα μας προσκρούουν κινούμενα σώματα. 82

83 4. Η Καρτεσιανή Μηχανική Ο Καρτέσιος σε διάφορες πραγματείες του 55 παρουσίασε αναλυτικά τις λεπτομέρειες της μηχανοκρατικής του άποψης, όπου θεμελιακή θέση κατείχε η αρχή της αδράνειας. Κατά κύριο λόγο η Μηχανοκρατία υποστήριζε ότι όλα τα φυσικά φαινόμενα προκαλούνται από κινούμενα υλικά σωμάτια- ότι έτσι θα πρέπει να προκαλούνται αφού η φυσική υπόσταση απαρτίζεται από κινούμενα υλικά σωμάτια. Ωστόσο το κυρίαρχο ερώτημα ήταν να βρεθεί ποιά ήταν/είναι η αιτία της κίνησης της ύλης, εφόσον η ίδια η ύλη είναι εξ ορισμού κάτι αδρανές, συνειδητά απογυμνωμένο από ενεργητικές αρχές και επομένως δεν μπορεί η ίδια εγγενώς να αποτελεί αιτία της κίνησής της. Σε όλη τη διάρκεια του 17 ου αι. όλοι οι φυσικοί φιλόσοφοι συμφωνούσαν ότι η κίνηση προέρχεται από το Θεό, καθώς εν αρχή ο Θεός δημιούργησε την ύλη και την έθεσε σε κίνηση. Γιατί όμως η ύλη συνεχίζει να κινείται? Η επιμονή με την οποία η μηχανοκρατική αντίληψη του 17 ου αι. αποκήρυξε τις ενεργητικές αρχές ( για παράδειγμα την μαγνητική ψυχή του Γκίλμπερτ), σήμαινε ότι μόνο η αρχή της αδράνειας μπορούνε να την νομιμοποιήσει και να την καταστήσει βιώσιμη φιλοσοφία για τη φύση του κόσμου. Ο Καρτέσιος υποστήριξε ότι δεν απαιτείται κανένα αίτιο για να συνεχίζει να κινείται η ύλη, καθώς εννοιολογικά η κίνηση είναι μια κατάσταση, η οποία συνεχίζει να υφίσταται όσο δεν επενεργεί κάποιος εξωτερικός παράγοντας για να τη μεταβάλλει, όμοια όπως συμβαίνει και με τις υπόλοιπες καταστάσεις στις οποίες μπορεί να βρεθεί η ύλη. Αυτή ήταν η απάντηση του Καρτέσιου στους αναγεννησιακούς φυσιοκράτες πάνω στο ζήτημα της κίνησης, και υποστήριξε επιπλέον, ότι η κίνηση μπορεί να μεταβιβαστεί από το ένα σώμα στο άλλο μέσω της κρούσης 56, αλλά επέμενε ότι η κίνηση ως καθ αυτή παραμένει ακατάλυτη. Η μελέτη της κρούσης στην κίνηση αποτέλεσε κομβικό σημείο στην μελέτη των αδρανειακών συστημάτων που αξιωματικά εξέφραζαν την μηχανοκρατική σκέψη. 55 Οι μηχανοκρατικές ιδέες του Καρτέσιου εντοπίζονται κυρίως στα έργα του Διοπτρική (1637), Μετεωρολογία (1637) και στο Αρχές της Φιλοσοφίας ( 1644). [La dioptrique, Les météores, Principia Philosophiae]. 56 Ο Καρτέσιος πραγματεύθηκε το φαινόμενο της κρούσης επιχειρώντας να το αναλύσει με βάση τη συνολική ποσότητα της κίνησης, κάτι που μοιάζει αρκετά ως σύλληψη με την αρχή διατήρησης της ορμής που διατυπώθηκε λίγο αργότερα τον ίδιο αιώνα. Βέβαια οδηγήθηκε σε διαφορετικά συμπεράσματα από αυτά που αποδεχόμαστε εμείς, επειδή πίστευε ότι η μεταβολή της διεύθυνσης και μόνο ( χωρίς την ταυτόχρονη μεταβολή της ταχύτητας) δεν συνεπάγεται αλλαγή της κατάστασης του άλλου σώματος. Ωστόσο η ανάλυση της κρούσης από τον Καρτέσιο αποτέλεσε αφετηριακό σημείο εκκίνησης για τις επόμενες προσπάθειες που απέδωσαν περισσότερους καρπούς. 83

84 Οι νόμοι της κρούσης στη θεώρηση του καρτεσιανού πλαισίου παρείχαν το πρότυπο κάθε δυναμικής δράσης και στο καρτεσιανό σύμπαν όπου δεν επιζούν οι φυσιοκρατικές ενεργητικές αρχές, κοινός τόπος αποτέλεσε η θέση ότι όλες οι αλληλεπιδράσεις των σωμάτων οφείλονται μόνο στην κρούση. Οι απόπειρες που σημειώθηκαν στην κατεύθυνση αυτή, συνέβαλλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της έννοιας της αδράνειας, όπως αυτή προσεγγίστηκε από τα δύο σπουδαιότερα μηχανοκρατικά συστήματα για τη φύση, του Καρτέσιου και του Γκασαντί. Ο Γαλιλαίος είχε ορίσει την αδράνεια με βάση την κυκλική κίνηση που αντιστοιχεί στην ημερήσια περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της, ενώ αντίθετα ο Καρτέσιος και ο Γκασαντί ήταν οι πρώτοι που υποστήριξαν ότι η αδρανειακή κίνηση πρέπει να είναι ευθύγραμμη και ότι οι κυκλικές / καμπυλόγραμμες κινήσεις οφείλονται σε εξωτερικά αίτια. Την ίδια περίοδο ο Καρτέσιος έκανε το πρώτο βήμα στην ανάλυση των μηχανικών στοιχείων της κυκλικής κίνησης, όταν προέβη στον ισχυρισμό ότι τα σώματα ασκούν συνεχώς μια τάση να απομακρυνθούν από το κέντρο γύρω από το οποίο κινούνται. Πρόκειται για την έννοια του διανυσματικού μεγέθους της τάσης και μολονότι δεν κατόρθωσε να εκφράσει το ποσοτικό μέτρο της, σημαντική είναι η συνεισφορά του ότι κατάφερε να αποδείξει ότι είναι υπαρκτή αυτή η τάση απομάκρυνσης από το κέντρο. Με τη μελέτη των αδρανειακών συστημάτων, τα φαινόμενα της κρούσης και την ανακάλυψη της τάσης απομάκρυνσης, έπαψε η κυκλική κίνηση να εκφράζει την τέλεια κίνηση, τόσο για τον Καρτέσιο όσο και για πολλούς ακόμη μηχανιστικούς οπαδούς του. Ωστόσο ο Καρτέσιος διατήρησε τις κυκλικές κινήσεις σε μια κεντρική θέση της φιλοσοφίας του για τη φύση, καθώς έπαψε να θεωρεί την κυκλική κίνηση ως φυσική, αλλά συνέχισε να την θεωρεί αναγκαία. Η αναγκαιότητα στην οποία ανάγεται η κυκλική κίνηση στο σύμπαν του Καρτέσιου σχετίζεται με την αξιωματική αρχή ότι στο σύμπαν δεν υπάρχει κενό. Αυτό προκύπτει λογικά, επειδή η εξίσωση της ύλης με την έκταση, σημαίνει ότι κάθε εκτεταμένος χώρος εξ ορισμού πρέπει να είναι γεμάτος από ύλη- ή μάλλον για να διατυπωθεί καρτεσιανά : κάθε εκτεταμένος χώρος πρέπει να είναι ύλη (κάθε τι εκτατό είναι υλικό ). Επομένως, κενό δεν μπορεί να υπάρξει. Αν δεν υπάρχει αδειανός χώρος όπου να μπορεί να κινηθεί ένα σώμα, τότε πώς είναι εφικτό / δυνατό να υπάρξει κίνηση? 84

85 Ο Καρτέσιος απαντούσε στο ερώτημα αυτό ότι είναι εφικτή η εκτέλεση της κίνησης, επειδή κάθε σώμα κινείται στο χώρο που εκκενώνει την ίδια στιγμή. Με άλλα λόγια ο Καρτέσιος ισχυριζόταν ότι κάθε κινούμενο σωματίδιο στο γεμάτο χώρο πρέπει αναγκαία να συμμετέχει σε μια κυκλική κίνηση κινούμενης ύλης, άρα κατέληγε ότι κάθε κίνηση πρέπει να είναι κυκλική, με την έννοια ότι αναφέρεται σε μια κλειστή τροχιά οποιουδήποτε σχήματος και όχι στον τέλειο κύκλο της Ευκλείδειας γεωμετρίας. Εν συνεχεία, επειδή η κυκλική κίνηση (μολονότι είναι αναγκαία) είναι αφύσικη, προξενεί φυγόκεντρες πιέσεις στο γεμάτο χώρο, και ο Καρτέσιος χρησιμοποιούσε εργαλειακά τις πιέσεις αυτές για την ερμηνευτική απόδοση των σπουδαιότερων φυσικών φαινομένων. Με την εισαγωγή της κίνησης στο άπειρο σύμπαν όπου δεν υπάρχει κάποιο κενό και η μόνη αναγκαστική κίνηση είναι η κυκλική, ο Καρτέσιος οδηγήθηκε συνεπαγωγικά ότι το σύμπαν χαρακτηρίζεται από μία απειρία επί μέρους στροβιλισμών των υλικών σωματίων. Η θεωρία των στροβίλων ήταν το πρώτο ευλογοφανές σύστημα από αυτά που προτείνονταν για να αντικαταστήσουν τις κρυστάλλινες σφαίρες και έμοιαζε να κερδίζει έδαφος στον επιστημονικό τρόπο σκέψης του 17 ου αι. Πριν τη θεωρία αυτή είχε προηγηθεί η ουράνια μηχανική του Κέπλερ, ωστόσο το κεπλεριανό σύστημα δεν έλαβε μεγάλη αποδοχή από τους οπαδούς του μηχανικισμού γιατί θεμελιώνονταν σε αρχές που είχε απορρίψει η μηχανοκρατία. 57 Οι καρτεσιανοί στρόβιλοι έγιναν αποδεκτοί και κυριάρχησαν ως θεωρητικό μοντέλο για περισσότερο από μισό αιώνα στη φυσιογραφία του ουρανού και για να κατανοήσουμε καλύτερα τη σημασία τους πρέπει να διερευνήσουμε τι προσπαθούσαν και τι δεν προσπαθούσαν να εξηγήσουν. Ο στρόβιλος προσέφερε τη μηχανική αιτιολογία των σπουδαιότερων ουράνιων φαινομένων, όπως το γιατί μετακινούνται όλοι οι πλανήτες γύρω από τον Ήλιο, όλοι στην ίδια κατεύθυνση και όλοι περίπου στο ίδιο επίπεδο. 58 Ο Καρτέσιος με τη θεωρία του στροβίλου υποστήριζε ότι καθώς ο στρόβιλος κινείται ολόκληρος γυρίζοντας γύρω από τον άξονά του, τα σωμάτια που περιέχονται σε αυτόν τείνουν να απομακρυνθούν 57 Westfall R.S., Η συγκρότηση της Σύγχρονης Επιστήμης, εκδ. ΠΕΚ (Ηράκλειο 2006). 58 Ο Καρτέσιος φανταζόταν τον στρόβιλο στον οποίο βρίσκεται το ηλιακό μας σύστημα σαν μια τεράστια δίνη, τόσο μεγάλη ώστε η τροχιά του Κρόνου να αντιστοιχεί σαν τάξη μεγέθους με ένα μικρό σημείο σε σχέση με το υπόλοιπο σύνολο. Ο στρόβιλος αποτελείται από μικρά σφαιρίδια που εξελίσσονται σε τέλειες σφαίρες από τις μεταξύ τους συγκρούσεις και είναι γεμάτος από αυτά. Ο Καρτέσιος αποκαλούσε τα μικρά αυτά σφαιρίδια με τον όρο δεύτερο στοιχείο για να τα διακρίνει από το πρώτο στοιχείο που ήταν ο αιθέρας, ο οποίος επίσης αποτελούνταν από απειροελάχιστα σωμάτια που γέμιζαν το χώρο μεταξύ των σφαιρών του δεύτερου στοιχείου και κάθε άλλο πόρο στην έκταση του κόσμου. Στο σύμπαν του Καρτέσιου υπάρχει και μια τρίτη μορφή ύλης, που είναι σωμάτια μεγαλύτερου μεγέθους, τα οποία απαρτίζουν τα μεγάλα σώματα που ονομάζουμε πλανήτες. 85

86 από το κέντρο του, αλλά επειδή δεν υπάρχει πουθενά κενό, μόνο ένα σωμάτιο τη φορά μπορεί να το καταφέρει αυτό, στην περίπτωση που κάποιο άλλο σωμάτιο κινηθεί προς το κέντρο. Με το σχήμα αυτό αποδόθηκε η κίνηση των πλανητών ως προς την τάση τους να απομακρύνονται από το κέντρο του Ήλιου. Με άλλα λόγια, όπως συμβαίνει με όλα τα σώματα να τείνουν να απομακρύνονται από το κέντρο που βρίσκονται, έτσι και οι πλανήτες τείνουν να απομακρυνθούν από το κέντρο, αλλά μέχρι το σημείο όπου η τάση της απομάκρυνσής τους εξουδετερώνεται από την τάση της ύλης του στροβίλου, η οποία κινείται με μεγαλύτερη ταχύτητα από τον πλανήτη, και έτσι διατηρείται η σταθερότητα στη δομή του κόσμου. Αναφορικά δε με τις τροχιές των πλανητών, αυτές διαμορφώνονται από τη δυναμική ισορροπία που προκύπτει μεταξύ της φυγόκεντρης τάσης του πλανήτη και της αντίθετης πίεσης που προκαλεί η φυγόκεντρη τάση της υπόλοιπης ύλης από την οποία αποτελείται ο στρόβιλος. Επιπλέον, με τη θεωρία των στροβίλων σε συνδυασμό με κάποιους συγκαλυμμένα αυθαίρετους αριθμητικούς συντελεστές, έγινε εφικτό να ερμηνευτεί γιατί η κίνηση των πιο απομακρυσμένων πλανητών είναι πιο αργή από την κίνηση αυτών που βρίσκονται πλησιέστερα στον Ήλιο. Το μεθοδολογικό πλεονέκτημα της θεωρίας των στροβίλων είναι η απλότητα της σύλληψης και η οικονομία των αξιωματικών αρχών, καθώς ερμήνευε όλα αυτά τα φαινόμενα ως αναγκαίες συνέπειες της κινούμενης ύλης χωρίς να καταφεύγει σε άρρητες δυνάμεις. Με άλλα λόγια, το θεωρητικό σχήμα του στροβίλου ικανοποιούσε το επίμαχο αίτημα της Μηχανοκρατίας για την εύρεση ενός τύπου μηχανοκρατικής εξήγησης, που θα πραγματεύονταν αυτές τις δύο θεμελιώδεις αρχές, την ύλη και την κίνηση. Πρόκειται για μια θεωρία-τομή στην επιστήμη του 17 ου αι. που έχαιρε μεγάλης αίγλης και γοητείας στο χρονικό πλαίσιο που διατυπώθηκε, μολονότι ίσως είναι δύσκολο σε εμάς να συλλάβουμε και να αποτιμήσουμε την σπουδαιότητά της για την εποχή της Πρέπει να επισημάνουμε ότι η θεωρία των στροβίλων προσέφερε ένα καλό τύπο μηχανοκρατικής εξήγησης των πλανητικών κινήσεων, που ήταν πολύ σημαντική για την επιστήμη του 17 ου αι., ωστόσο εντοπίζουμε ένα πρακτικό κενό στα πλαίσιά της, γιατί δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει λεπτομερώς τις ακριβείς πλανητικές τροχιές, δηλαδή δεν ήταν επαρκής για το χώρο της πρακτικής αστρονομίας. Άλλωστε ο Καρτέσιος αποφεύγει να κάνει αναφορά στους τρεις κεπλεριανούς νόμους, και ασφαλώς αντιλαμβανόμαστε ότι δεν θα ήταν εφικτό να τους συνάγει από το στρόβιλο. Πρέπει λοιπόν να επισημάνουμε ότι παράλληλα με την καρτεσιανή στροβιλική θεωρία για το χώρο της θεωρητικής αστρονομίας, εξίσου σημαντική για την επιστήμη του 17 ου αι. ήταν το είδος της μαθηματικής περιγραφής που εκφράζουν οι νόμοι του Κέπλερ ( ιδιαίτερα για την πρακτική αστρονομία που δεν καλυπτόταν από το μοντέλο του στροβίλου). 86

87 Βέβαια, το ηλιακό σύστημα δεν ήταν το μοναδικό θέμα της φιλοσοφίας του 17 ου αι. και ενδιαφέρον προκαλεί ότι ο Καρτέσιος στη φιλοσοφία του για τη φύση επιχείρησε να δώσει αρκετά ικανοποιητικές ερμηνείες για διάφορα άλλα φαινόμενα, όπως το φως-η οπτική, το ζήτημα της βαρύτητας και ο ορισμός του βάρους ως gravitas, το ζήτημα του μαγνητισμού, κτλ. Η θεμελιώδης θέση της μηχανοκρατίας ήταν ότι όλα τα φαινόμενα της φύσης προκαλούνται από κινούμενη αδρανή ύλη, κάτι που φαίνεται να εφαρμόζεται στην καρτεσιανή θεωρία των στροβίλων. 60 Στις ενδιαφέρουσες ερμηνείες που δίνει ο Καρτέσιος στο σύστημά του για την οπτική, τη βαρύτητα και το μαγνητισμό, όλα τα φαινόμενα αποκαλύπτονται ως αναγκαίες μηχανικές συνέπειες του στροβίλου. Έτσι για παράδειγμα όσον αφορά το βάρος (gravitas) δηλαδή την βαρύτητα των σωμάτων κοντά στην επιφάνεια της γης- ο Καρτέσιος το ανέλυσε ως κάτι που οφείλεται στην ανεπάρκεια της φυγόκεντρης τάσης, με αποτέλεσμα κάποια σώματα να πλησιάζουν προς το κέντρο, επειδή τα αναγκάζουν κάποια άλλα με μεγαλύτερη φυγόκεντρη τάση, τα οποία ανυψώνονται εξαιτίας της. 61 Το κρισιμότερο ζήτημα που είχε να αντιμετωπίσει η μηχανοκρατική φυσική φιλοσοφία ήταν ο μαγνητισμός που μέχρι τότε αποτελούσε το λίκνο των απόκρυφων δυνάμεων και των ανιμιστικών θεωριών από την αρχαιότητα μέχρι και την αναγεννησιακή φυσιοκρατία που πρωτοστατούσε στον 15ο και16ο αι. Στη διάρκεια του 17 ου αι. η πρωτοεμφανιζόμενη μηχανοκρατική σκέψη βρέθηκε αντιμέτωπη με την πρόκληση να εξηγήσει την μαγνητική έλξη εφευρίσκοντας κάποιο μηχανισμό που θα την αιτιολογούσε χωρίς να καταφεύγει σε άρρητες δυνάμεις. Η απόπειρα του Καρτέσιου να δώσει μια ερμηνεία στο ζήτημα του μαγνητισμού χαρακτηρίζεται από ένα ευρηματικό σχήμα στα πλαίσια της στροβιλικής θεωρίας του. Περιέγραψε ότι ως φυσική συνέπεια της περιστροφής του στροβίλου παράγονται κάποια ελικοειδή σωμάτια, τα οποία εφαρμόζουν στους ελικοειδείς πόρους που έχει ο σίδηρος ως υλικό. Η καρτεσιανή ερμηνεία για την μαγνητική έλξη, αναφέρει ότι αυτή προκαλείται ως το αποτέλεσμα της κίνησης των ελικοειδών σωματίων καθώς αυτά περνούν μέσα από τους όρους του μαγνήτη και του 60 Πρέπει να υπογραμμίσουμε επίσης ότι η Μηχανοκρατία στόχευε στην πραγμάτευση της φυσικής αιτίας και ως εκ τούτου εξέφραζε μια τάση αντίθεσης προς την πυθαγόρεια παράδοση της μαθηματικής περιγραφής. Η άρση της διαχωριστικής τάσης επήλθε με το έργο του Νεύτωνα και για το λόγο αυτό ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα του 17 ου αι. 61 Πρέπει να επισημάνουμε για τη θεωρία βαρύτητας του Καρτέσιου ότι συνεπάγεται ένα προβληματικό επακόλουθο, ότι τα σώματα θα πρέπει να πέφτουν κάθετα προς τον άξονα της Γης και όχι κάθετα προς την επιφάνειά της. Ωστόσο οι περισσότεροι μηχανοκρατικοί φιλόσοφοι την αποδέχθηκαν γιατί χαρακτηριζόταν από εσωτερική συνοχή και φαίνεται ότι κάλυπτε την ανάγκη τους για την αποκάλυψη της μηχανικής αιτίας όλων των φαινομένων, και κατά συνέπεια ήταν πρόθυμοι να αποδεχθούν-ανεχθούν κάποιες μικρές παρελκόμενες ασυμφωνίες. 87

88 σιδήρου, απωθώντας τον αέρα που βρίσκεται ανάμεσά τους και με αποτέλεσμα να αναγκάζουν τα δύο υλικά να πλησιάσουν μεταξύ τους. 62 Σε αντίθεση με τον Γκίλμπερτ, ο Καρτέσιος δεν προσπάθησε να διερευνήσει λεπτομερώς τα μαγνητικά φαινόμενα, καθώς τα θεωρούσε δεδομένα και για το λόγο αυτό δεν επεδίωκε να τα συσχετίσει ή να τα εμπλέξει με άλλα φαινόμενα, παρά μόνο να διατηρήσει ένα μηχανοκρατικό επεξηγηματικό σχήμα, όπως αυτό του στροβίλου, που έμοιαζε να εφαρμόζει σε αρκετά φαινόμενα. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε ο Καρτέσιος τον μαγνητισμό αποκαλύπτει τα βασικά κίνητρα της καρτεσιανής επιστήμης, και η πρόσληψή τους από αρκετούς φυσικούς φιλοσόφους συνέτεινε στην ανάδυση της μηχανοκρατικής φιλοσοφίας του 17 ου αι., καθώς το διακυβευόμενο πρόβλημα δεν ήταν τα ίδια τα φαινόμενα, αλλά η ερμηνεία τους. Σκοπός του Καρτέσιου ήταν να αποδείξει ότι δεν υπάρχουν μαγνητικά ή άλλα φυσικά φαινόμενα που δεν μπορούν να ερμηνευτούν με μηχανικούς όρους. Για το λόγο αυτό στο έργο του Αρχές της Φιλοσοφίας όπου έκανε μια απόπειρα για μια λεπτομερή περιγραφή της φύσης, ξεκίνησε αφετηριακά με δεδομένο ότι τα φαινόμενα είναι ήδη γνωστά και το ζητούμενο που πραγματεύθηκε ήταν η μηχανική ερμηνεία τους. Η καρτεσιανή επιστήμη δεν είχε στόχο να διερευνήσει προσεκτικά τη φύση, ούτε να αποκαλύψει νέα φαινόμενα, αλλά να επεξεργαστεί ένα νέο τρόπο εξήγησης για ότι ήταν ήδη γνωστό, στη βάση δύο παραδοχών, αφενός ότι δεν είναι αναγκαίο ο φυσικός κόσμος να είναι όμοιος με αυτόν που παρουσιάζουν οι αισθήσεις μας, αφετέρου ότι η φύση αποτελείται μόνο από κινούμενα σωμάτια ύλης. 62 Αναφορικά με το ζήτημα της ύπαρξης δύο μαγνητικών πόλων, ο Καρτέσιος απαντούσε ότι αυτό δικαιολογείται από την ύπαρξη δύο ειδών κοχλίες, οι δεξιόστροφοι και οι αριστερόστροφοι. 88

89 5. Η συμβολή του Καρτέσιου στην επιστημονική μέθοδο Η μηχανοκρατία του 17 ου αι. όπως αναδύθηκε ως φυσική φιλοσοφία δεν προσέφερε κανένα κριτήριο για το τι είναι ή τι δεν είναι δυνατό να υπάρξει, και ως εκ τούτου στο καρτεσιανό σύμπαν όλα τα φαινόμενα υπόκεινται σε μια πραγμάτευση όπου θεωρούνται δεδομένα γνωστά ως προς την ύπαρξή τους και έργο του φυσικού φιλοσόφου είναι να αποκαλύψει τους αιτιώδεις μηχανισμούς τους. Η φιλοσοφία του Καρτέσιου αποτελεί κλασσικό παράδειγμα αυτής της τάσης, και ο ίδιος επιχείρησε να δείξει ότι μπορεί ο καθένας να φανταστεί αιτιώδεις μηχανισμούς για όλα τα φαινόμενα. Οι προηγούμενες φιλοσοφίες για τη φύση, αντιμετώπιζαν το φυσικό κόσμο με οργανικούς όρους, ενώ ο Καρτέσιος προέβη σε μια ρηξικέλευθη αντιστροφή, θεωρώντας μηχανικά ακόμη και τα οργανικά φαινόμενα των έμβιων όντων. Στο καρτεσιανό σύμπαν, ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από μοναδικότητα γιατί είναι το μόνο όν που απαρτίζεται από ψυχή και σώμα, ωστόσο η ψυχή δεν θεωρείται έδρα της ζωής και επιπρόσθετα όλες οι οργανικές λειτουργίες του περιγράφονται με μηχανικούς όρους. 63 Τα άλλα ζώα στην καρτεσιανή θεώρηση αντιμετωπίζονται ως περίπλοκες μηχανές εξίσου με τα μηχανικά αυτόματα, διαθέτουν επίσης ψυχή αλλά δεν είναι έλλογα. Σίγουρα αρκετές καρτεσιανές εξηγήσεις, διαφέρουν αρκετά από τις ερμηνείες που δεχόμαστε ως σωστές στη σύγχρονη επιστήμη και ίσως θα αντιμετωπίζαμε με σκωπτική διάθεση την προσήλωσή τους να ερμηνεύσουν με μηχανικούς όρους τα διάφορα φυσικά φαινόμενα. Ωστόσο πρέπει να δώσουμε βαρύτητα στην κατανόηση του απώτερου σκοπού αυτής της προσπάθειας του Καρτέσιου και των άλλων μηχανοκρατών φιλοσόφων, ώστε να προσεγγίσουμε την συνεισφορά τους στο έργο της επιστημονικής επανάστασης. Όλη η φιλοσοφία του Καρτέσιου για τη φύση στηρίχτηκε την καινοτόμο για την εποχή της παραδοχή ότι η πραγματικότητα της φύσης δεν είναι κανένα τρόπο όμοια με όσα παρουσιάζουν οι αισθήσεις μας. Όπως ο Κοπέρνικος είχε απορρίψει την κοινή αντίληψη για τη στασιμότητα της Γης και ο Γαλιλαίος την κοινή αντίληψη για την κίνηση, με ανάλογο τρόπο ο Καρτέσιος με τη σειρά του γενίκευσε την επανερμηνεία των καθημερινών εμπειριών, καθώς δεν στόχευε στην διεξαγωγή κάποιου ερευνητικού προγράμματος, αλλά πολύ περισσότερο στην προσφορά μιας εναλλακτικής μεταφυσικής από την ήδη υπάρχουσα: Ο Καρτέσιος πρότεινε μια νέα εικόνα της πραγματικότητας πέρα από την εμπειρία. 63 Στο μηχανοκρατικό πλαίσιο η καρδιά των έμβιων όντων λειτουργεί ως θερμικός βραστήρας που σκοπό έχει το βρασμό και τη διαστολή των σταγόνων του αίματος που διοχετεύονται εκεί από τις φλέβες και με την πίεση της εξάτμισης διοχετεύονται έξω από αυτήν στο υπόλοιπο σώμα. 89

90 Ο Καρτέσιος μελέτησε επισταμένα το έργο του Χάρβεϋ και του Γαλιλαίου, ενώ αξίζει να επισημάνουμε ότι ο ίδιος (όπως και ο Γαλιλαίος) ήταν ένας ευσεβής καθολικός 64, και προκαλεί εντύπωση η βαθιά του πεποίθηση ότι η θρησκεία δεν πρέπει να παρεμβαίνει στη μελέτη του φυσικού κόσμου. Εμπνευσμένος από το έργο του Χάρβεϋ μελέτησε σώματα ανθρώπων και ζώων προσπαθώντας να εξηγήσει τις λειτουργίες τους με διαφορετικούς τρόπους από τις ερμηνείες που παρείχε η δεσπόζουσα γαληνική ιατρική. Η σημαίνουσα επιστημολογική συμβολή του Ντεκάρτ ωστόσο έγκειται στην προσπάθειά του να εδραιώσει σε νέα θεμέλια τόσο την επιστήμη όσο και τη φιλοσοφία της εποχής του, σε βαθμό όπου ο ιστορικός William Bynum υποστηρίζει ότι άσκησε μεγαλύτερη επίδραση στον τρόπο άσκησης της επιστήμης συγκριτικά με τον Μπέικον. Στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλε και η μεγάλη αγάπη του Καρτέσιου για τα μαθηματικά-έναν αρκετά αφαιρετικό πλαίσιο γνώσης, που σχετίζεται με την παιδεία που έλαβε από τη φοίτησή του στο ιησουιτικό κολλέγιο της Λα Φλες κοντά στην Τουραίνη της Γαλλίας, όπου στο πρόγραμμα σπουδών δινόταν μεγάλη βαρύτητα στο πεδίο αυτό. Με την παραγωγική αμφισβήτηση και το ισχυρό εχέγγυο του cogito ο Καρτέσιος έκανε την απαρχή μιας πορείας προς την εξήγηση του Σύμπαντος, όλων των πραγμάτων που περιλαμβάνει καθώς και των κανόνων που συσχετίζονται μεταξύ τους, αλλά και εκείνων των συνθηκών που μπορούν να μας εξασφαλίσουν ότι μπορούμε να έχουμε με βεβαιότητα επιστημονική γνώση. Η αμφισβήτηση των πάντων συνεπαγόταν ότι τίποτε δεν ήταν δεδομένο, και βήμα προς βήμα έπρεπε να προχωρήσει από το σημείο αυτό για να αποδεχθεί μόνο τα πράγματα για τα οποία ήταν βέβαιος. Για ποιά πράγματα μπορεί να είναι κάποιος βέβαιος? Αρχικά, το πρώτο πράγμα για το οποίο μπορεί κάποιος να είναι βέβαιος-η πρώτη μορφή βεβαιότητας - που εντόπισε ο Καρτέσιος ήταν ότι ο ίδιος διατυπώνει ένα επιστημονικό-φιλοσοφικό ερώτημα, ότι δηλαδή ο ίδιος σκέφτεται για το πώς μπορεί να καταλήξει σε μια συγκεκριμένη γνώση, με απλά λόγια, ότι ο ίδιος σκέφτεται, επομένως ο ίδιος υπάρχει διότι κάνει αυτές τις σκέψεις. Η απλή αυτή δήλωση ήταν το σημείο εκκίνησης του Καρτέσιου, γιατί από αυτό απέρρεε μια πολύ σημαντική συνέπεια : 64 Όταν ο Καρτέσιος αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου στην πόλη Πουατιέ, εντάχθηκε εθελοντικά σε ένα στρατό Προτεσταντών, όπου για τα επόμενα 9 χρόνια της ενήλικης ζωής του συμμετείχε σε διάφορες πολεμικές συρράξεις που μάστιζαν την περίοδο εκείνη την κεντρική Ευρώπη στα πλαίσια του Τριακονταετούς Πολέμου. Οι γνώσεις των πρακτικών μαθηματικών βοήθησαν στις διάφορες βαλλιστικές επιχειρήσεις ( υπολογισμός τροχιάς βλήματος κ.τ.λ.) 90

91 Υπάρχω διότι σκέφτομαι, αλλά θα μπορούσα να σκεφτώ και χωρίς να έχω σώμα- ωστόσο εάν είχα σώμα και δεν μπορούσα να σκεφτώ, δεν θα το γνώριζα, άρα το σώμα μου και το μέρος που σκέφτεται (νους ή ψυχή) πρέπει να είναι ξεχωριστά και διακριτά. Αυτή ήταν η βάση του δυισμού, της ιδέας ότι το Σύμπαν αποτελείται από δύο εντελώς διαφορετικά είδη πραγμάτων-ουσίες, την ύλη (ανθρώπινα σώματα, καρέκλες, πέτρες, πλανήτες, γάτες, σκύλοι) και το πνεύμα (ανθρώπινη ψυχή ή νους). Ο Καρτέσιος λοιπόν υποστήριξε ότι ο νους μας χάρη στον οποίο γνωρίζουμε ότι υπάρχουμε- κατέχει μια πολύ ξεχωριστή θέση στο σύμπαν, κάτι που διαισθητικά αντιλαμβάνονταν διαισθητικά πριν αλλά και μετά τον Καρτέσιο, ότι δηλαδή αποτελούμε μια ειδική περίπτωση ζώου: μπορούμε να γράφουμε, να διαβάζουμε, να κατανοούμε τις περίπλοκες διαδικασίες της φύσης, να κατασκευάζουμε εργαλεία και αντικείμενα. Ωστόσο η εστίαση του Καρτέσιου δεν αφορά αποκλειστικά την μοναδικότητα του ανθρώπου, καθώς η εκπληκτική συνεισφορά της καρτεσιανής φιλοσοφίας έγκειται στην πραγμάτευσή της με το υπόλοιπο του κόσμου, το υλικό κομμάτι του. Θεωρώντας ότι ο κόσμος αποτελείται από νου και ύλη, ο Καρτέσιος προέβη σε μια επιστημολογική τοποθέτηση, εκφράζοντας ότι αντικείμενο της επιστήμης είναι η ύλη. Αυτή η τοποθέτηση σήμαινε ότι τα υλικά-μη σκεπτόμενα μέρη μας- καθώς και οι λειτουργίες που αυτά επιτελούν, μπορούν να γίνουν κατανοητά με απλούς φυσικούς όρους. Όμοια τα φυτά και τα ζώα ( τα οποία αντιμετωπίζονται ως άψυχα μηχανικά αυτόματα) μπορούν να αναχθούν πλήρως σε υλικά συστατικά καθένα από τα οποία επιτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία. Ο Καρτέσιος πίστευε ότι τα φυτά και τα ζώα ήταν εξαιρετικά περίπλοκα αυτόματα 65, χωρίς πραγματικά αισθήματα, διέθεταν όμως την ικανότητα να αντιδρούν σε όσα συνέβαιναν γύρω τους, ήταν μηχανές από ύλη, η οποία μπορούσε να κατανοηθεί από τους επιστήμονες με βάση μηχανικές και χημικές αρχές. Στην κατεύθυνση αυτή, εξέλαβε ως ένδειξη υπέρ του συστήματός του, το έργο του Χάρβεϋ για τις μηχανικές ενέργειες της καρδιάς και της κυκλοφορίας του αίματος, με την πεποίθηση ότι τέτοιου είδους μηχανικές ιδέες και μηχανικές ερμηνείες θα μπορούσαν να εξηγήσουν πολλά φαινόμενα 65 Η έννοια του αυτόματου ως μηχανική μορφή που μοιάζει να είναι ζωντανή(σε αναλογία με αυτό που εμείς αποκαλούμε ρομπότ), ήταν διαδεδομένη στην εποχή του Καρτέσιου. Ήδη από τον 17 ο αι. οι ωρολογοποιοί της εποχής κατασκεύαζαν μικρές μηχανικές μορφές ( ανθρωπάκια, κούκους ή διάφορες μινιατούρες ζώων) που έβγαιναν από το ρολόι για να χτυπήσουν ένα καμπανάκι ή να παράγουν κάποιο ήχο για τη σήμανση της ώρας. Αυτές οι κατασκευές ήταν η μόδα της εποχής. Αφού λοιπόν οι άνθρωποι μπορούσαν να κατασκευάσουν τέτοιες λεπτεπίλεπτες φιγούρες, ικανές να κινούνται και να μιμούνται ζώα ή ανθρώπους, αρκετοί άρχισαν να διερωτώνται αν κάποιος ικανότερος μηχανικός θα μπορούσε να κατασκευάσει ένα σκύλο ή μια γάτα, που θα μπορούσε να φάει, να γαυγίσει ή να νιαουρίσει ή να κινηθεί. 91

92 σχετικά με την υγεία, τις ασθένειες, και τελικά να προσφέρουν γνώση στους ανθρώπους για το πώς να ζουν αν όχι για πάντα- έστω για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Όταν ο Καρτέσιος κατάφερε να δείξει ότι το Σύμπαν αποτελείται από δύο ξεχωριστά είδη πραγμάτων, την ύλη και το νου, αναζήτησε στη συνέχεια τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται ο ανθρώπινος νους και το σώμα- διερωτήθηκε δηλαδή για το πώς είναι δυνατό να συνδέονται εφόσον η ύλη έχει υπόσταση και καταλαμβάνει χώρο και ο νους είναι το αντίθετο, δεν εντοπίζεται πουθενά και δεν έχει καμία απολύτως υλική βάση. Σε κάποια προσπάθειά του να διερευνήσει τη σχέση ψυχή/νους και σώματος, υποστήριξε ότι η ανθρώπινη ψυχή εδράζεται σε έναν αδένα στο μέσο του εγκεφάλου μας 66, μολονότι αντιλαμβανόταν ότι αυτό ερχόταν σε εσωτερική αντίθεση με το σύστημά του, όπου η ύλη και ο νους δεν θα μπορούσαν ποτέ να αλληλεπιδράσουν με φυσικό τρόπο. Το μοντέλο αυτό ονομάστηκε υστερόχρονα ως το φάντασμα στη μηχανή, για να αποδοθεί ακριβώς αυτή η διάσταση, ότι τα σώματά μας που μοιάζουν με μηχανές, καθοδηγούνται με κάποιο τρόπο από τον νου/ψυχή που μοιάζει με φάντασμα. 67 Ο Καρτέσιος διαχωρίζοντας με τόσο ξεκάθαρο τρόπο το σώμα από τον νου, τον υλικό από τον νοητικό κόσμο, επεσήμανε το πόσο σημαντικός είναι ο υλικός κόσμος για την επιστήμη, καθώς η αστρονομία, η φυσική και η χημεία μελετούν την ύλη. Το ίδιο ισχύει και για τη βιολογία, όπου παρότι η καρτεσιανή ιδέα του ζώου-μηχανή είναι υπερβολική, υπάρχει ακόμη και σήμερα μια μεθοδολογική τάση ορισμένων σύγχρονων βιολόγων να προσπαθούν να κατανοήσουν τον τρόπο λειτουργίας των φυτών και των ζώων με βάση τα υλικά μέρη τους. Οι ιδέες αυτές οδήγησαν στην ανάδυση της Μηχανοκρατίας τον 17 ο αι., υιοθετήθηκαν από αρκετούς καρτεσιανούς φυσικούς φιλοσόφους, και επηρέασαν και διαμόρφωσαν τον τρόπο που εμείς αντιλαμβανόμαστε την επιστήμη, ωστόσο πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι δεν αναπτύχθηκαν εν κενό στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο του 17 ου αι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μακραίωνη αλληλεπίδραση των διαφόρων δυνάμεων μεταξύ των θεσμικών κέντρων εξουσίας (Εκκλησία Κράτος Πανεπιστήμιο- Επιστημονικές κοινότητες 66 Ο Καρτέσιος ίσως επηρεάστηκε στο σημείο αυτό από την διαδεδομένη παράδοση που από την εποχή του Ιπποκράτη η ικανότητα της σκέψης συνδεόταν συνήθως με τον εγκέφαλο. 67 Το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει αυτό το μοντέλο ήταν να εξηγήσει πώς γίνεται τα άλλα ζώα (σκύλοι, γάτες, χιμπατζήδες, ελέφαντες κτλ) να μοιράζονται ορισμένες από τις νοητικές ικανότητές μας χωρίς να διαθέτουν τα δικά τους φαντάσματα. Για παράδειγμα οι σκύλοι και γάτες μπορούν να εκδηλώσουν φόβο, θυμό ή αγάπη, χαρά για τα αφεντικά τους. 92

93 Ακαδημίες/ Όμιλοι) και των αντίστοιχων ροών μεταξύ τους, διαμόρφωσε και οριοθέτησε τους ανθρώπους αυτούς ως ιστορικά υποκείμενα και αναφορικά με τις ιδέες τους, μέσα από το πλαίσιο αναμέτρησης Λόγου και δόγματος στην επιστήμη. 68 Αναλυτικότερα, η επιστήμη του 17 ου αι. χρησιμοποίησε διάφορες εμπειρικές παρατηρήσεις, όπως η δυναμική των πλανητών του Γιοχάνες Κέπλερ ή την οπτική από τους προηγούμενους αιώνες, για να δημιουργήσει μια θεωρία που εξηγούσε όλα τα φαινόμενα: τη «θεωρία της παγκόσμιας έλξης», την κοινώς γνωστή «βαρύτητα» στη σύγχρονη εποχή. Η χρήση του πειράματος και της παρατήρησης για τον έλεγχο και τη διατύπωση νέων θεωριών και η μαθηματικοποίηση-ποσοτικοποίηση των επιστημών αποτέλεσαν βαθιά τομή που άλλαξε τη φυσιογνωμία της έρευνας. Στο πλαίσιο αυτό, η πολυπράγμων φυσιογνωμία του Καρτέσιου σηματοδότησε μια τομή στην επιστημονική μέθοδο της εποχής του, καθώς ήδη διαγράφοντας μια λαμπρή καριέρα ως επιστήμονας ένιωθε την ανάγκη να διερευνήσει και να ανανεώσει τις επιστημονικές μεθόδους της εποχής του (Λόγος περί Μεθόδου, 1637), όπως και ο Μπέικον που έζησε την ίδια περίοδο με τον Καρτέσιο στην Ευρώπη. Ο Καρτέσιος αποδέχθηκε τις ιδέες του Κοπέρνικου για τη σχέση μεταξύ Γης Ήλιου, αλλά παρουσίασε τις ιδέες του προσεκτικότερα από τον Γαλιλαίο, ώστε να μην προσβάλλει τις εκκλησιαστικές αρχές. Έκανε μελέτη και έγραψε για την κίνηση και την πτώση των αντικειμένων, όπως και για άλλα γαλιλαϊκά θέματα, ωστόσο παρότι στην εποχή του είχε αρκετούς υποστηρικτές, οι ιδέες του για τη λειτουργία του Σύμπαντος υποσκελίστηκαν από εκείνες του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα. Ο Καρτέσιος φαίνεται ότι έχασε στο πεδίο της Φυσικής, γιατί αυτό το κομμάτι των μελετών του μοιάζει να μην είναι τόσο δημοφιλές, όσο το γαλιλαϊκό ή το νευτώνειο σύστημα για τη μελέτη του Σύμπαντος, παρά ταύτα κέρδισε με διαφορά στο κομμάτι της μαθηματικής ανάλυσης, θέτοντας τις βάσεις για την Άλγεβρα και την αναλυτική Γεωμετρία, μέσα από την τυποποίηση και τον φορμαλισμό των αλγεβρικών και γεωμετρικών προβλημάτων που εισήγαγε, διευκολύνοντας έτσι τη διαδικασία της μέτρησης. Η χρήση ελληνικών μικρών χαρακτήρων τύπου α, β, γ, δ, για την έκφραση των γνωστών ποσοτήτων, και των λατινικών μικρών χαρακτήρων τύπου x, y, z,.. για την έκφραση των άγνωστων, η έννοια της μεταβλητής και ο σχεδιασμός των γραφικών παραστάσεων είναι απόρροια των καρτεσιανών 68 Στην ιστορική αυτή φάση της επιστήμης, έτεινε να υπερτερεί μια εξορθολογίκευση των μέσων και των μεθόδων στη μελέτη του κόσμου, τέτοια ώστε να δικαιολογεί το χαρακτηρισμό του 17 ου αι. ως Αιώνα του Ορθολογισμού, εγκαινιάζοντας με τον τρόπο αυτό, το άνοιγμα σε μια νέα επιστήμη και άρα σε μια νέα κοινωνία. Στον απόηχο του 17 ου αι, θα μείνει μια πλούσια παρακαταθήκη στην αμέσως επόμενη περίοδο- στον 18ο αιώνα, τον Αιώνα των Φώτων όπως συχνά αναφέρεται, όπου παρουσιάζεται το μεγαλειώδες υπόδειγμα του Νεύτωνα, ένα κοσμοείδωλο που θα μένει αξεπέραστο, καθώς η συμβολή του αναδείχθηκε καίρια και σε επιστημολογικό επίπεδο. 93

94 μαθηματικών όπως αναπτύχθηκαν τον 17 ο αι., αποτελώντας ένα χρήσιμο μοντέλο για την μέτρηση των φυσικών μεγεθών μέχρι σήμερα. Παράλληλα με τις καινοτόμες πρακτικές του στο χώρο της Μαθηματικής Ανάλυσης, συνέχισε το ενδιαφέρον έργο του και σε καθαρά φιλοσοφικό τομέα, αναπτύσσοντας μια κοσμοθεωρία που αποτέλεσε ένα διάσημο φιλοσοφικό ρεύμα, τον καρτεσιανισμό, με σημαίνουσες αναφορές σε ζητήματα όπως η προσπάθεια να θεμελιώσει την πρώτη αρχή της γνώσης σε ένα ενορατικό υπόβαθρο. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, η σταθερότητα και η βεβαιότητα βρίσκουν το θεμέλιο λίθο τους στις πρώτες αρχές που συλλαμβάνει η νόηση, η οποία διακρίνεται σε δύο τομείς, την ενόραση και την παραγωγή. Ο Καρτέσιος στο εγχείρημα αυτό έθεσε ως μοντέλο-πρότυπο γνώσης τα μαθηματικά, αποτιμώντας τις αισθήσεις και τη φαντασία ως κατώτερες γνωστικές δυνάμεις, τις οποίες δεν μπορούσε να εμπιστευόμαστε με την ίδια βεβαιότητα. Έτσι, διαπίστωσε ότι η γνώση, για οτιδήποτε υπάρχει στον εξωτερικό μας κόσμο, βασίζεται σε ιδέες και οι ιδέες είναι προϊόντα της νόησης, η οποία αφενός γνωρίζει τον εαυτό της και αφετέρου μεσολαβεί για τη γνώση τον αισθητού κόσμου. Σύμφωνα με τον Καρτέσιο λοιπόν, ο άνθρωπος έχει άμεση συνείδηση για ό,τι συμβαίνει μέσα του. Βάσει αυτού του στοιχείου προσπάθησε να κατοχυρώσει τη βεβαιότητα της γνώσης, μακριά από το κυρίαρχο χώρο της παράδοσης και της αυθεντίας. Για το λόγο αυτό, προέβαλε τη ριζική αμφιβολία ως μέσο για να φτάσει ο άνθρωπος σε μια νέα βεβαιότητα, κάνοντας μια κίνηση ματ, στους βασικούς αντιπάλους του που κατά βάση ήταν σκεπτικιστές, στρέφοντας εναντίον τους το βασικό τους όπλο, την ίδια την αμφιβολία. Η μεγάλη παρακαταθήκη που άφησε ο Καρτέσιος στην παράδοση της Επιστήμης και των πρακτικών άσκησής της είναι ότι ανοίγει ένα καινούργιο πεδίο συζήτησης και εισάγει νέες θεματικές στην διαμόρφωση όχι μόνο της μέτρησης στο χώρο της Φυσικής και των Μαθηματικών, αλλά και της επιστημονικής μεθόδου εν γένει. Η πολλαπλή προβληματική που εγκαινίασε ο καρτεσιανισμός δημιούργησε μια νέα θεώρηση του κόσμου, μέσα από τα διάφορα ζητήματα που πραγματεύθηκε ο Καρτέσιος αναφορικά με την ίδια την καρτεσιανή μέθοδο της γνώσης, το καρτεσιανό μεταφυσικό σύστημα («Στοχασμοί περί της πρώτης Μεθόδου»), τη σχέση ψυχής-σώματος, τη βεβαιότητα γνώσης περί του εξωτερικού κόσμου (cogito ergo sum), την επιχειρηματολογία περί της ύπαρξης του Θεού, το πρόβλημα της σχέσης ύλης-πνεύματος, και τέλος, την συνεισφορά του στην απεικόνιση των μαθηματικών συμβόλων που προαναφέρθηκε. Ιδιαίτερο επίσης φιλοσοφικό και επιστημολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το θεωρητικό σχήμα του καρτεσιανού δυισμού που εισήγαγε ο Καρτέσιος, παρέχοντας μια διαφορετική οπτική στην οντολογία 94

95 της εποχής του και δίνοντας μια ικανοποιητική απάντηση στο κεντρικό ερώτημα της αναγεννησιακής φυσιοκρατίας : Πώς μπορεί ο άνθρωπος να αποκτήσει γνώση των ζωτικών αρχών που συνιστούν την πραγματικότητα της φύσης? Ο Καρτέσιος απαντούσε λοιπόν στο ερώτημα αυτό, ότι κάθε τί που έχει υπόσταση αποτελείται από δύο ουσίες, το νου- res cogitans (που χαρακτηρίζεται από την ενέργεια της σκέψης) και την έκταση -res extensa ( που αποτελεί την ουσία του υλικού κόσμου). Όπως αναφέρθηκε προηγούμενα, ο Καρτέσιος θεωρούσε ότι στη νοητική ουσία των πραγμάτων δεν μπορούμε να προσδώσουμε καμία ιδιότητα της ύλης (π.χ. έκταση, θέση, τόπο, κίνηση) γιατί μοναδική ιδιότητά της είναι η σκέψη, και με τον τρόπο αυτό απέκλειε αυστηρά κάθε ψυχική επενέργεια και κάθε ψυχικό χαρακτηριστικό από την υλική φύση των σωμάτων. Αντιμετώπιζε με τον τρόπο αυτό την φύση ως αδρανή οντότητα, δηλαδή χωρίς να διαθέτει εγγενώς δικές της πηγές ενέργειας και έτσι προέβαλλε το μοντέλο της ύλης χωρίς ζωή, και σαφώς η θέση του αυτή για την ύλη των πραγμάτων ερχόταν διαμετρικά αντίθετη με τα μοντέλα της ύλης που παρουσιάζονταν στην εποχή του, τα οποία εμφορούνταν είτε κάποια μαγνητική ψυχή ( Γκίλμπερτ) είτε κάποιων άλλων ενεργητικών αρχών ( Βαν Χέλμοντ). Διαχωρίζοντας με τόσο ξεκάθαρο τρόπο την ύλη από το πνεύμα, το σώμα από το νου, τον υλικό από τον νοητό κόσμο, ο Καρτέσιος κατέδειξε πόσο σημαντικός είναι ο υλικός κόσμος για την επιστήμη. Η αστρονομία, η φυσική, η χημεία μελετούν την ύλη, και ακριβώς την εποχή του Καρτέσιου αρθρώθηκαν και δομήθηκαν στη μορφή που τις γνωρίζουμε σήμερα επηρεασμένες από το μηχανιστικό πρότυπο που έφερε ο καρτεσιανισμός. Το ίδιο συνέβη και με αρκετές ακόμη επιστήμες όπως η βιολογία, και παρότι η ιδέα του ζώου-μηχανή είναι μια υπερβολική προκείμενη διατύπωση, οι σύγχρονοι βιολόγοι και ιατροί εφαρμόζουν στις πρακτικές του ένα αντίστοιχο γενικευμένο μηχανιστικό μοντέλο, προσπαθώντας να κατανοήσουν τη λειτουργία των φυτών και των ζώων με βάση τα υλικά μέρη τους. Σε όλη τη διάρκεια του 17 ου αι. πρωτοστάτησαν οι αντιλήψεις του Καρτέσιου, όπως εκφράστηκαν από τους υποστηρικτές του καρτεσιανισμού, και σε συνδυασμό με τη βακωνική μέθοδο όπως εφαρμόστηκε από τους φυσικούς φιλοσόφους, εκείνους που εμπνέονταν από τα υψηλά ιδανικά της επιστήμης, διαμορφώθηκε μια νέα παράδοση στη θέαση του κόσμου, η οποία ανέδυε την μηχανοκρατική φιλοσοφία της περιόδου. Ασφαλώς οι προσεγγίσεις του Μπέικον και του Καρτέσιου διέφεραν θεμελιακά, ωστόσο και οι δύο με το προσωπικό πάθος που επέδειξαν στην αναζήτηση ενός ασφαλούς θεμελίου για τη δόμηση της σύγχρονης επιστήμης, συνέβαλαν καθοριστικά στη συγκρότησή της. 95

96 Για τον Μπέικον η επιστήμη έπρεπε να είναι μια ανοιχτή σε όλους και κρατικά χρηματοδοτούμενη υπόθεση, ενώ για τον Καρτέσιο αποτελούσε μια περισσότερο προσωπική πραγμάτευση, ωστόσο και οι δύο επιδίωκαν την υιοθέτηση νέων ιδεών, την πορεία όχι σε πεπατημένες οδούς και την περαιτέρω ανάπτυξή τους σε ατομικό επίπεδο. Οι δυο τους επίσης μοιράζονταν ένα κοινό όραμα, ότι η επιστήμη είναι μια ιδιαίτερη δραστηριότητα και ότι ως τέτοια πρέπει να νοείται, γιατί αναπτύσσει το γνωστικό δυναμικό του ατόμου και την ικανότητα να κατανοεί τη φύση. Η κατανόηση της φύσης καθαυτή, εξασφάλιζε στους οραματιστές του 17 ου αι. την πεποίθηση ότι μπορεί να βελτιώσει τις ζωές των ανθρώπων και να λειτουργήσει προς όφελος όλων. Αυτή η εικόνα για την επιστήμη ως κατανόηση της φύσης προς όφελος του συνόλου, άνοιξε ένα πολυσχιδές πλέγμα συζήτησης για τη διαμόρφωση των θεσμικών και δομικών παραγόντων κατά την αστικοποίηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών, που οι αντίστοιχες αναγνώσεις του θέματος καθώς και οι κριτικές που διατυπώθηκαν πάνω σε αυτό το πλαίσιο, αποτελούν μέχρι σήμερα ένα ενδιαφέρον ζήτημα για περεταίρω μελέτη. 96

97 6. Ο ατομισμός του Γκασαντί Η ανάδυση της Μηχανοκρατικής σκέψης τον 17 ο αι., όπως παρακολουθήσαμε από τις εφαρμογές της πειραματικής μεθόδου στην νέα επιστήμη, που συγκροτήθηκε και θεμελιώθηκε κατά την Επιστημονική Επανάσταση, ήταν μια γοητευτική υπόθεση τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Αυτό συνέβη γιατί οι ιδέες που γεννήθηκαν την περίοδο αυτή, άλλαξαν τον τρόπο θέασης του ανθρώπου ως παρατηρητή της φύσης και ως καθαυτό παρατηρητή του εαυτού του, ως σώμα και ως ύπαρξη, καθορίζοντας δραστικά το θεσμικό πλαίσιο των ευρωπαϊκών πόλεων με την παράλληλη μετάβαση της πολιτικής σκέψης από τα φεουδαλικά καθεστώτα στην άνοδο του αστισμού. Όμως η μηχανοκρατία δεν εκπροσωπείται μονοδιάστατα από την καρτεσιανή φιλοσοφία, καθώς κατά τη διάρκεια του 17 ου αι. εντοπίζονται διαφορετικές τάσεις που προβάλλονται ως εναλλακτικές μηχανοκρατικές προσεγγίσεις της φύσης, όπως η περίπτωση του Πιέρ Γκασαντί (Pierre Gassendi, ), που ανέπτυξε μια ατομικού τύπου μηχανοκρατική θεώρηση. Γενικότερα η Δυτική κυρίως Ευρώπη είχε εξοικειωθεί αρκετά με την επανεμφάνιση της ατομικής θεωρίας της αρχαιότητας κατά την περίοδο της Αναγέννησης, που αποτελούσε πάντα έναν εναλλακτικό χώρο ίσως κάπως πιο αφανή από τα άλλα ρεύματα σκέψης-νοήματα του αρχαίου κόσμου. Η ατομικιστική θεώρηση της αρχαιότητας χαρακτηριζόταν από ένα μηχανιστικό επίσης υπόβαθρο, είχε επηρεάσει το Γαλιλαίο, ενώ πολύ πιθανό είναι αυτή η γαλιλαϊκού τύπου μηχανοκρατική αντίληψη που προβάλλονταν για τη φύση να συντέλεσε στη διαμόρφωση του συστήματος του Καρτέσιου. Πρέπει ωστόσο να υπογραμμίσουμε ότι η εναργέστερη πρόσληψη του αρχαίου ατομισμού πραγματοποιήθηκε από τον Γκασαντί ( που ήταν σύγχρονος του Καρτέσιου), ο οποίος ασπάστηκε τον ατομισμό και τον ανέπτυξε ως μια εναλλακτικά οργανωμένη μηχανιστική άποψη. Ο ατομισμός του Γκασαντί ξεχώρισε ως ελκυστική και βιώσιμη εναλλακτική λύση, και ήταν ένας τρόπος σκέψης εντελώς διαφορετικός από εκείνη του Καρτέσιου. Ο ιστορικός Westfall υποστηρίζει ότι ο Καρτέσιος είχε την πεποίθηση ότι ήταν ένας συστηματικός φιλόσοφος που ανασκεύαζε την φιλοσοφική παράδοση με νέες αρχές, δημιουργημένες από τον ίδιο, ενώ αντίθετα ο Γκασαντί πρέσβευε ότι ήταν ο λόγιος που συνδύαζε καλύτερα όλα τα σημαίνοντα στοιχεία που είχε να προσφέρει η παράδοση. 69 Ο Γκασαντί θεωρείται γενικότερα ως το πρότυπο ενός λόγιου συμπιλητή και το βασικό έργο του είναι το βιβλίο με τίτλο Φιλοσοφικό Σύνταγμα (1658) στο οποίο παρουσιάζονται όλες οι αντιφατικές θεωρήσεις για τα θέματα που είχε πραγματευτεί. 69 R.S.Westfall "Η συγκρότηση της Σύγχρονης Επιστήμης", εκδ. ΠΕΚ (Ηράκλειο 2006). 97

98 Πρόκειται για ένα αρκετά ενδιαφέρον εγχείρημα, μολονότι στην πραγματικότητα αποτέλεσε ένα δυσανάγνωστο συνονθύλευμα, καθώς η παρουσίαση διαφορετικών απόψεων και θεωρήσεων της εποχής για τα διάφορα φαινόμενα, ήταν εκ των πραγμάτων ένα εγχείρημα υψηλού βαθμού δυσκολίας. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί η περίπτωση για τη μελέτη της κίνησης, όπου ο Γκασαντί προέβαλε τρεις διαφορετικές ερμηνείες για την κίνηση των σωμάτων, χωρίς να κάνει κάποια προσπάθεια συγκερασμού τους, περιοριζόμενος στην απλή έκθεση και παρουσίασή τους στα πλαίσια του βιβλίου του. Επίσης, ο ιστορικός Westfall χαρακτήρισε το έργο αυτό του Γκασαντί ως μια σαφή έκθεση του ατομισμού και επεσήμανε την διαφορετική κατεύθυνση που έλαβε από τον Καρτέσιο σε συγκεκριμένα ζητήματα. Όπως είδαμε προηγούμενα, ο Καρτέσιος υποστήριξε ότι η ύλη είναι απείρως διαιρετή, ενώ ο Γκασαντί πίστευε ότι υπάρχουν κάποιες τελικές μονάδες της ύλης που δεν επιδέχονται περαιτέρω διατομή, και αυτό ακριβώς σημαίνει η λέξη άτομο της ύλης. Μια ακόμη βασική διαφορά τους ήταν ότι στο σύμπαν του Καρτέσιου δεν υπήρχε κενό, καθώς όλος ο χώρος καταλαμβάνεται από σωμάτια ύλης, ενώ ο Γκασαντί αποδεχόταν ότι υπάρχουν κενά, δηλαδή χώροι που ήταν άδειοι από κάθε ύλη. Οι απόψεις και των δύο είχαν σαφείς οντολογικές και μεταφυσικές δεσμεύσεις, που αποτέλεσαν ζητήματα με θρησκευτικές προεκτάσεις, και όπως υποστηρίζει ο Westfall, οι διαφωνίες των δύο επιστημόνων ξεθωριάζουν μπροστά στα ζητήματα εκείνα που συμφωνούν μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, τόσο ο Καρτέσιος όσο και ο Γκασαντί, πίστευαν εξίσου ότι η φύση αποτελείται από ύλη ποσοτικά ουδέτερη και ότι όλα τα φυσικά φαινόμενα προκαλούνται από κινούμενα υλικά σωμάτια, διανοίγοντας τις οδούς για την υιοθέτηση της σωματιδιακής δομής της ύλης στη θεώρηση του φυσικού κόσμου. Αυτή η σωματιδιακή θεώρηση της φύσης χαρακτήρισε την λεγόμενη πρώτη γενιά των μηχανοκρατών φιλοσόφων, όπως ο Καρτέσιος και ο Γκασαντί, αποτελώντας τη θεμέλιο λίθο για τη μετέπειτα πορεία της επιστήμης. Η εξέλιξη της επιστήμης μετά το 17 ο αι. καθορίστηκε από την έννοια του κενού και τις λογικές συνδέσεις που αυτή έλκυε. Αφενός στην περίπτωση του Καρτέσιου, ο ισχυρισμός ότι στη φύση δεν υπάρχει κενό, υπεισέρχεται ως αναγκαία συνέπεια της ταύτισης της ύλης με την έκταση, που με σειρά της κάνει δυνατή τη χρήση γεωμετρικών συλλογισμών στην επιστήμη. 98

99 Στον καρτεσιανισμό, επειδή ο γεωμετρικός χώρος ισοδυναμεί με την ύλη, υπήρχε η ελπίδα ότι η φυσική επιστήμη μπορεί να φτάσει σε ισχυρές και αυστηρές αποδείξεις, όμοιες με ένα κοινό αποδεκτό πρότυπο, όπως η γεωμετρία. Πράγματι η καρτεσιανή μέθοδος των τεσσάρων αρχών που κατευθύνουν την επιστημονική έρευνα μπορεί να ειδωθεί ως μια αναδιατύπωση των αρχών της γεωμετρικής απόδειξης. Ο Καρτέσιος μολονότι αμφισβήτησε αρκετές αρχές της καθιερωμένης αριστοτελικής επιστήμης, αποδέχθηκε εν τούτοις ένα επιστημονικό ιδεώδες αριστοτέλειας προέλευσης, σύμφωνα με το οποίο, η έννοια της επιστήμης δεν συνάδει με εικασίες, ούτε με πιθανές εξηγήσεις, αλλά αρμόζει σε δραστηριότητες αναγκαίων αποδείξεων, οι οποίες συνάγονται αυστηρά από αναγκαίες αρχές. Για τον Καρτέσιο, ο βαθμός της ακέραιης τέλειας γνώσης, ως αδιαμφισβήτητη γνώση, δεν ήταν εφικτό να επιτευχθεί με τις λεπτομέρειες των αιτιωδών εξηγήσεων στα πλαίσια της εμπειριστικής κατεύθυνσης, όπου ασφαλώς και είναι δυνατό να φανταστεί κάποιος αρκετούς ικανοποιητικούς μηχανισμούς. Το μόνο σταθερό εχέγγυο της γνώσης για τον Καρτέσιο δεν ήταν αυτές οι αιτιώδεις εξηγήσεις των ικανοποιητικών μηχανισμών του εμπειρισμού, αλλά οι αδιαμφισβήτητες γενικές αρχές και ο αυστηρός διαχωρισμός των πνευματικών και των υλικών υποστάσεων, που έφερε ως συνέπεια την ανάγκη μιας μηχανικής αιτίας. Στο σημείο αυτό, ο Γκασαντί διαφοροποιήθηκε, καθώς απορρίπτοντας την ταύτιση της ύλης με την έκταση, απέρριψε ταυτόχρονα και τις υπόλοιπες συνιστώσες της καρτεσιανής επιστήμης και της καρτεσιανής θεώρησης για την επιστήμη. Ο Γκασαντί υποστήριζε ότι τα άτομα έχουν έκταση, αλλά δεν είναι αυτό το καθοριστικό τους στοιχείο, το οποίο λόγω της πεπερασμένης ανθρώπινης φύσης είναι αδύνατο να γνωρίσουμε ποιο είναι αυτό που τα καθορίζει ως έχουν, το είναι των πραγμάτων. Η επιστημολογική παρακαταθήκη του Γκασαντί είναι η διαφορετική θεώρηση που έφερε για την επιστήμη της εποχής του, αποδεχόμενος εν μέρει ένα σκεπτικισμό στη βάση του πεπερασμένου της ανθρώπινης νόησης, καθώς πίστευε ότι μόνο ο Θεός μπορεί να γνωρίζει το είναι. Ο σκεπτικισμός για τον Γκασαντί ήταν ένα αναπόφευκτο συγκροτητικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, και επομένως για εκείνον έμοιαζε απατηλό το ιδεώδες της επιστήμης που προέβαλε η κυρίαρχη φιλοσοφική παράδοση από τον Αριστοτέλη μέχρι τον 17 ο αι., την ίδια σχολή που ερχόταν να επικυρώσει ο Καρτέσιος ως σύγχρονός του. Αναλυτικότερα, ο Γκασαντί πρέσβευε την αντίληψη ότι η φύση δεν είναι τελείως διαπερατή από την ανθρώπινη διάνοια και ως εκ τούτου ο άνθρωπος μπορεί να τη γνωρίσει μόνο εξωτερικά, δηλαδή μόνο μέσα από τα φαινόμενα. 99

100 Κατά συνέπεια η μόνη δυνατή επιστήμη για τον άνθρωπο είναι η παρατήρηση και η περιγραφή των φαινομένων, ένα ιδεώδες που διαφαινόταν αχνά ήδη από τα συγγράμματα του Γαλιλαίου για την περιγραφή της σταθερής επιτάχυνσης κατά την ελεύθερη πτώση, το οποίο διατυπώθηκε τυπικά στα λογικά κείμενα του Γκασαντί, ως ένας από τους λόγους που απέρριπτε το παραδοσιακό ιδεώδες. Η αντίληψη του Γκασαντί για την επιστήμη ήταν δύσκολο να βρει μεγάλη αποδοχή από το σύγχρονό του κύκλο των μηχανοκρατών φυσικών επιστημόνων, οι οποίοι συνέχισαν να εικάζουν διάφορους μικροσκοπικούς μηχανισμούς για την αιτιολόγηση-ερμηνεία των φυσικών φαινομένων. Ωστόσο ο Γκασαντί επηρέασε αρκετά την αντίληψη που διαμορφώθηκε για την επιστήμη τους επόμενους αιώνες, και αυτό συνέβη γιατί ένας από τους υποστηρικτές του ήταν ο Νεύτωνας ( Isaac Newton, ). Η μεθοδολογία του Νευτώνειου έργου στηρίχθηκε στις παραδοχές του Γκασαντί, αποδεικνύοντας τη μεγάλη επιστημολογικά κληρονομιά που άφησε η γκασαντιανή θεώρηση για την επιστήμη. Ο ιστορικός Westfall αναφέρει σχετικά ότι ο ορισμός που προσέφερε ο Γκασαντί για την επιστήμη, είναι μέχρι και σήμερα συνυφασμένος με όλες τις διαδικασίες της σύγχρονης πειραματικής επιστήμης, σε τέτοια βαθμό ώστε μας φαίνεται αυτονόητος, σε αντιδιαστολή με τη δυσκολία που αντιμετωπίζουμε όταν επιχειρούμε να κατανοήσουμε το καρτεσιανό-αριστοτελικό ιδεώδες των αναγκαίων αποδείξεων, το οποίο αποτιμούνταν ως αυταπόδεικτο πριν τον 17 ο αι. Η κριτική που συνηθέστερα εμφανίζεται για το έργο του Γκασαντί αφορά τη διάσταση μεταξύ των αναλύσεών του (για τη μέθοδο της επιστημονικής δραστηριότητας) και την διαφοροποίησή του στην πρακτική εφαρμογή τους. Το ογκώδες και πολύ ενδιαφέρον έργο του Γκασαντί αποτέλεσε μια εμπεριστατωμένη έκθεση για όλες τις λεπτομέρειες της φυσικής φιλοσοφίας μέχρι την εποχή του 17 ου αι., ωστόσο η πρόθεσή του για μια επιστήμη που θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στην περιγραφή των φαινομένων φαίνεται μάλλον να προδίδεται επηρεασμένος από τη συνήθη κυρίαρχη μηχανοκρατική πρακτική της περιόδου. Ο Γκασαντί ως ιστορικό υποκείμενο αναπόφευκτα αποτέλεσε προϊόν της εποχής του και όπως χαρακτηριστικά παρατήρησε ο Westfall δεν κατόρθωσε να αποφύγει το χαρακτηριστικό μειονέκτημα των μηχανοκρατών φιλοσόφων να προβαίνουν σε φαντασιακές επινοήσεις θεωρητικές εικασίες περί ύπαρξης αόρατων μηχανισμών προκειμένου να ερμηνεύσουν τα φαινόμενα. Πιο συγκεκριμένα, αρκετοί ιστορικοί υποστήριξαν ότι στα κείμενα του Γκασαντί εντοπίζεται συγκαλυμμένα η ποιοτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Αυτή η επανεμφάνιση των εννοιολογικών σχημάτων της παραδοσιακής φιλοσοφίας αποτέλεσε μια δέσμευση του Γκασαντί στην αριστοτελική σκέψη των ποιοτήτων, η οποία προέβαλλε τη θέση ότι 100

101 υπάρχουν ειδικά σωμάτια με ιδιότυπο σχήμα για την αιτιολόγηση της εκάστοτε συγκεκριμένης ιδιότητας ( τα ψυχρά, τα θερμά, τα σκληρά, τα μαλακά, κτλ ). Για παράδειγμα, ο Καρτέσιος ταύτιζε τη θερμότητα με την κίνησης των μερών των σωμάτων και θεωρούσε την ψυχρότητα ως έλλειψη της θερμότητας, ενώ από την άλλη πλευρά, ο Γκασαντί υποστήριζε ότι υπάρχουν θερμά και ψυχρά σωμάτια, η συγκέντρωση των οποίων παρέχει και την αντίστοιχη ποιότητα. Δηλαδή, ο Γκασαντί διατήρησε τη θεωρητική παραδοχή για τα σωμάτια, περιορίζοντας απλώς τις διαφοροποιήσεις του μόνο αναφορικά με το σχήμα τους και την κίνησή τους, και για το λόγο αυτό θεωρείται έγκυρη η κριτική που δέχθηκε για την προσήλωσή του στις βασικές φυσικές αρχές της μηχανοκρατίας. Οι μηχανοκράτες της δεύτερης γενιάς, όπως ήταν ο εξέχων χημικός Ρόμπερτ Μπόυλ (Robert Boyle, ), θεώρησαν τον ατομισμό του Γκασαντί όπως και τον καρτεσιανισμό ως εκφάνσεις της ίδιας άποψης για τη φύση, που σχετίζονταν με την παραδοσιακή φιλοσοφία των αριστοτελικών ποιοτήτων. Στον Μπόυλ 70 οφείλεται ο όρος Μηχανοκρατία, ως προσωνύμιο της μηχανικής φιλοσοφίας που αναπτύχθηκε τον 17 ο αι., την οποία ο ίδιος περιέγραψε με συνοπτικό τρόπο, τονίζοντας (όπως είδαμε προηγούμενα) ότι η μηχανοκρατία ανάγει όλα τα φυσικά φαινόμενα σε δύο καθολικές αρχές, την ύλη και την κίνηση. Στον χαρακτηρισμό αυτό, θα ήταν σημαντικό να προστεθεί ότι η ύλη στην μηχανοκρατική φιλοσοφία σήμαινε κάτι ποιοτικά ουδέτερο, δηλαδή κάτι που δεν διέθετε κάποια ενεργητική αρχή και χωρίς ίχνος αντίληψης. 70 Ο Μπόυλ ήταν Χημικός ιρλανδικής καταγωγής και η συνεισφορά του στη διαμόρφωση της σύγχρονης Φυσικής και Χημείας αποτιμάται ως μεγαλειώδης. Ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε την πραγματική φύση των στοιχείων, προσδίδοντας την χημική έννοια σε αυτά. Υποστήριξε ότι οι διάφορες ουσίες αποτελούν χημικές ενώσεις διαφόρων χημικών στοιχείων και ότι αντίστροφα τα χημικά στοιχεία μπορούν να απομονωθούν με τη διάσπαση των χημικών ενώσεων. Επιπλέον διατύπωσε το νόμο των αερίων που φέρει το όνομά του και αποτέλεσε ένα ιδιαίτερο εργαλείο στο χώρο των ονομαζόμενων θετικών επιστημών. Ο Μπόυλ θεωρείται από τους τελευταίους της αλχημικής παράδοσης (όπως και ο Νεύτωνας), και ταυτόχρονα συγκαταλέγεται στους πρώτους χημικούς επιστήμονες. Το σημαντικό έργο του αποτυπώνεται στο βιβλίο του με τίτλο Ο σκεπτικός χημικός, στο οποίο εισάγεται για πρώτη φορά η έννοια του ατόμου όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, καταρρίπτοντας τα τέσσερα στοιχεία του Αριστοτέλη (γη, νερό, αέρας, φωτιά). 101

102 ************************************************************************************ Καταληκτικά, μολονότι εντοπίζουμε αρκετές ατελείς επί μέρους παραδοχές της μηχανοκρατίας του 17 ου αι. για την φύση, πρέπει να υπογραμμίσουμε το σημαίνοντα ρόλο που διαδραμάτισε τόσο μεθοδολογικά όσο και επιστημολογικά, με τον αυστηρό αποκλεισμό των ψυχικών ιδιοτήτων από τη φύση, ένα στοιχείο που αποτέλεσε την ειδοποιό διαφορά της από τις υπόλοιπες θεωρήσεις της φυσικής φιλοσοφίας. Η απαράβατη αρχή- παραδοχή της ανενεργής ύλης αποτέλεσε επιγραμματικά την παντοτινή προσφορά της μηχανοκρατίας στον τρόπο που ο άνθρωπος μελετά τη φύση. ************************************************************************************ 102

103 ΜΕΡΟΣ Γ 1. Η κριτική για τη νέα - πειραματική επιστήμη Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η Επιστημονική Επανάσταση οριοθετείται σε μια περίοδο περίπου 150 χρόνων, όπου η ανθρώπινη σκέψη μεταμορφώθηκε διατυπώνοντας πολλές διαφορετικές απόψεις για τη φύση, ενώ αρκετοί ιστορικοί επιστήμης υποστηρίζουν ότι την περίοδο αυτή επήλθε ο διαχωρισμός της επιστήμης από τη θρησκεία. Είναι πολύ ενδιαφέρον να διερευνηθεί αν ισχύει αυτός ο διαχωρισμός, υπό την έννοια ότι αν δεχθούμε ότι πραγματοποιήθηκε τον 17 ο αι., αυτό θα συνεπάγεται ότι τους προηγούμενους αιώνες ίσχυε η μεταξύ τους σύζευξη, ενοποιώντας έτσι την θεολογία με την επιστήμη όπως αυτή ασκούνταν από τις διάφορες πρακτικές της. Θα πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε για την περίοδο μεταξύ 13 ου αι ου αι. ότι η αναζήτηση γνώσης για το φυσικό κόσμο υπάγονταν στα θεολογικά ζητήματα, όμως η σχέση υπαγωγής δεν συνεπάγεται και την ένωσή τους. Ως εκ τούτου μπορούμε να διατυπώσουμε τον ισχυρισμό ότι πράγματι τον 17 ο αι. έχουμε τη διαφοροποίηση της φυσικής φιλοσοφίας από τη θεολογία, ωστόσο δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για τον απόλυτο διαχωρισμό τους. Τα μεγάλα διανοητικά και τεχνολογικά επιτεύγματα, όπως η απομάκρυνση από το γεωκεντρικό μοντέλο και η παραδοχή του ηλιοκεντρικού σύμπαντος ( άπειρο ), η απομάκρυνση από το πρότυπο των κυκλικών τροχιών και η εισαγωγή των ελλειπτικών κινήσεων ( Κέπλερ ), η χρήση του τηλεσκοπίου ( Γαλιλαίος ), η μελέτη της κίνησης ως αντικείμενο της μαθηματικής ανάλυσης, και η διατύπωση νέων εννοιών όπως η αδράνεια και ο νόμος της Παγκόσμιας Έλξης για την ερμηνεία των πλανητικών τροχιών, ανάτρεψαν τα παλαιότερα συστήματα γνώσης που κληροδοτούσε ο αριστοτελισμός, περί διάκρισης υποσελήνιας και υπερσελήνιας περιοχής με κέντρο τη Γη. 71 Η επιστήμη στα τέλη του 17 ου αι. δημιούργησε και ταυτόχρονα δημιουργήθηκε η ίδια από ένα νέο όργανο έρευνας, το οποίο συνέχισε να χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα, το πείραμα / την πειραματική διαδικασία. 71 Οι όροι μελέτης της Μηχανικής αλλάζουν με τον Νεύτωνα, όπου ο νόμος της βαρύτητας ισχύει για όλα τα σώματα όπου και αν βρίσκονται, ωστόσο ο διαχωρισμός σε Γη και Ουρανό είναι ακόμη αποδεκτός σε ότι αφορά ζητήματα θεολογικού συμβολισμού ακόμα και από τον ίδιο τον Νεύτωνα. 103

104 Η ραγδαία εξέλιξη στο χώρο της επιστήμης την περίοδο αυτή σχετίζεται με την ανάπτυξη μιας μεθόδου που κάλυπτε τις ανάγκες της, ωστόσο η επίδραση της πειραματικής μεθόδου έγινε ιδιαίτερα αισθητή στο πλαίσιο της φυσικής επιστήμης, αλλά όχι και έξω από αυτό, με εξαίρεση βέβαια τα ζητήματα που τέθηκαν σε επιστημολογικό επίπεδο. Βασική παράμετρος εδώ είναι η κατά παράδοση σύνδεση της μεθόδου με το λόγο της αυθεντίας, κάτι που ανατράπηκε στη διάρκεια του αιώνα, διαμορφώνοντας καθοριστικά και την αλλαγή τρόπου σκέψης στη Δυτική Ευρώπη, όχι μόνο στο επίπεδο των επιστημονικών θεωριών, αλλά και των κοινωνικο-πολιτικών σταθερών που αφορούσαν ζητήματα άσκησης και ροής εξουσιών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός εμφανίστηκε στο Μεσαίωνα και ως μια σκιερή απόπνοια ενός Αρχαίου Κόσμου, όπου η επίκληση στην αυθεντία, νομιμοποιούσε αυτοαναφορικά την κάθε αρχή και απέπνεε δέος. Στα πλαίσια αυτά, η κυρίαρχη θεολογική άποψη εκτείνονταν σε δύο άξονες, ο ένας αναφορικά με τις θεόπνευστες αρχές της Γραφής και την εξ αποκαλύψεως Εκκλησία που κήρυσσε τη θέληση του Θεού στα πνευματικά ζητήματα, και ο άλλος άξονας αναφορικά με τα επίγεια θέματα, υπαγόρευε μια στάση σεβασμού στην κληρονομιά του αρχαίου πολιτισμού ως ένα επίτευγμα που υπερέβαινε τις ικανότητες του ανθρώπου της εποχής του 16 ου -17 ου αι. Συγκεκριμένα οι προτεσταντικές Εκκλησίες της Μεταρρύθμισης δέχονταν τη Βίβλο ως αδιαμφισβήτητο μέτρο αλήθειας, καθώς εξέφραζαν το λόγο του Θεού, και ως εκ τούτου ο αναγεννησιακός πολιτισμός φέρεται να είναι πρόθυμα και πλήρως υποταγμένος στο ζυγό της αρχαίας αυθεντίας. Ο Λούθηρος δε, ήταν σφοδρός πολέμιος του Κοπέρνικου, τον οποίο προσπαθούσε να αντικρούσει με παραθέματα και αποσπάσματα από τις Γραφές. Από την άλλη, ένας λόγιος Σκώτος αριστοτελικός, ο Αλεξάντερ Ρος, μας πληροφορεί ότι ο Γαλιλαίος ήταν σε αντιπαράθεση με τη σχολή των Περιπατητικών, οι οποίοι δέχονταν το λόγο του Αριστοτέλη. Ουσιαστικά η κυρίαρχη αντιμετώπιση μέχρι και τα μέσα του 17 ου αι. ήταν η απροθυμία για αποδοχή της αυθεντίας, δηλαδή η παραδοχή ότι υπάρχει κάποια αυθεντία που είναι αλάνθαστη σε σχέση με τις πιθανότητες λάθους που είχαν ορισμένοι μεμονωμένοι άνθρωποι. Ασφαλώς η αντιμετώπιση αυτή δεν οδηγούσε σε επιστημονικό έργο από μόνη της, αλλά η αλλαγή νοοτροπίας στην αντιμετώπιση των παραδεδομένων αρχών του παρελθόντος στην νεώτερη εποχή είναι το σημείο τομής της συγκεκριμένης αυτής περιόδου. Βαίνοντας λοιπόν προς τα τέλη του 17 ου αι. η στάση του τυφλού σεβασμού άλλαζε με γρήγορους βηματισμούς προς την κατεύθυνση του Διαφωτισμού, σε συνδυασμό με τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές της αστικής οικονομικής ανάπτυξης και της πολιτικής σταθεροποίησης / σταθερότητας που χαρακτήριζε τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. 104

105 Παράλληλα θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στην κατεύθυνση της πειραματικής επιστήμης συνέβαλε η αύξηση του κύρους των μαθηματικών φυσικών φιλοσόφων, όπου οι ερμηνείες που παρείχαν μέσω των μαθηματικών αποδείξεων ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστούν από τους σχολαστικούς θεολόγους που δεν ήταν αρκετά εξοικειωμένοι με την πραγμάτευση των πρακτικών μαθηματικών εργαλείων. Επιπλέον η εφαρμογή των μαθηματικών γνώσεων στην αντιμετώπιση καθημερινών ζητημάτων, ενίσχυσε την τάση των μαθηματικών στοχαστών να στραφούν στην προσέγγιση του κόσμου μέσω αριθμητικών ή γεωμετρικών μεθόδων και ως εκ τούτου η σημασία της ακριβούς μέτρησης και παρατήρησης αναγνωρίστηκε ως απαραίτητη στις πρακτικές εφαρμογές 72 της στην ναοδομία, την οικοδόμηση μοναστηριών, βιβλιοθηκών, οχυρωμάτων, στην ναυσιπλοΐα, τη γεωγραφία, τη χαρτογράφηση εκτάσεων κ.τ.λ. Η μέτρηση απαιτούσε στενή παρατήρηση και σε κάποιες περιπτώσεις τη δημιουργία ειδικών οργάνων που αποτέλεσαν μεγάλες τεχνολογικές καινοτομίες σε ένα ευρύ πλαίσιο νέων εφευρέσεων 73. Την ίδια περίοδο εμφανίζονται και τα πρώτα όργανα φυσικής φιλοσοφίας (ως εξελιγμένες εφαρμογές των μαθηματικών οργάνων) όπως το τηλεσκόπιο, το μικροσκόπιο, το βαρόμετρο, η αντλία κενού, το θερμόμετρο και λίγο αργότερα διάφορες ηλεκτρικές μηχανές. Συγκεκριμένα αναφορικά με το τηλεσκόπιο υπήρχαν αρκετές προδρομικές κατασκευές του που χρησιμοποιήθηκαν και πριν τον 16 ο αι. κυρίως από κάποιους ολλανδούς αστρονόμους, ωστόσο μεταμορφώθηκε σε όργανο της φυσικής φιλοσοφίας στα χέρια του Γαλιλαίου όταν το έστρεψε στους ουρανούς το έτος Το τηλεσκόπιο του Γαλιλαίου μπορεί να θεωρηθεί η πρακτική προέκταση των μαθηματικών οργάνων του Τύχο Μπράχε, που κατέστησαν σαφές ότι το νέο άστρο που παρατήρησε ήταν όντως νέο (άρα η Δημιουργία συνεχίζεται -!- ) και ότι οι κομήτες ήταν τελικά ουράνια και όχι υποσελήνια φαινόμενα. Οι τηλεσκοπικές παρατηρήσεις διευκόλυναν τους αστρονόμους να μεταμορφωθούν σε φυσικούς φιλοσόφους που μελετούν την αληθινή φύση των ουρανών, και έτσι ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε 72 Είναι αισθητή την περίοδο αυτή η ιστοριογραφική διάκριση μεταξύ λογίων κι τεχνικών που αντανακλά σε μια διάσταση κοινωνικού στάτους το οποίο φαίνεται να εξισώθηκε όταν η πρακτική γνώση ειδικευμένων τεχνητών μπορούσε να επιλύσει καθημερινά ζητήματα τα οποία αδυνατούσαν να πραγματευτούν οι πανεπιστημιακοί λόγιοι. 73 Δημιουργήθηκαν την περίοδο αυτή πιο εξελιγμένα όργανα που παρείχαν αποτελέσματα χρήσιμα ακόμη και για το μη εξοικειωμένο με τα μαθηματικά κοινό, μπορεί να μην παρείχαν πληροφορίες για το φυσικό κόσμο, όμως απλά και μόνο το γεγονός ότι αυτά τα όργανα απευθύνονταν σε μη εξοικειωμένους χρήστες, σήμαινε ότι οι μαθηματικοί της εποχής αντιλαμβάνονταν τις περιοχές της καθημερινότητας στις οποίες τα μαθηματικά ήταν απαραίτητα. 105

106 έναν συσχετισμό, αναφορικά με την εξέλιξη από τα μαθηματικά όργανα στα όργανα της φυσικής φιλοσοφίας. 74 Ωστόσο, η αξιοπιστία των δεδομένων που παρείχαν τα όργανα αυτά, τέθηκε συχνά υπό την αμφισβήτηση του ανώτερου Κλήρου, που προσπαθούσε να διατηρεί υπό έλεγχο την ροή κάθε νέας πληροφορίας. Από την άλλη πλευρά όμως, η πρακτική χρησιμότητα των μαθηματικών υπολογισμών (ιδιαίτερα στην ναυσιπλοΐα που διευκολύνθηκε από τα νέα υπολογιστικά όργανα 75 και τους μαθηματικούς αστρονομικούς πίνακες που καταρτίστηκαν) φαίνεται ότι κέρδιζε έδαφος έναντι της επιφυλακτικής στάσης των θεολόγων της εποχής. Οι νέες εξελίξεις τόνιζαν εμφαντικά τη πρακτική χρησιμότητα των μαθηματικών πέρα από το περιορισμένο πλαίσιο της ακαδημαϊκής διδασκαλίας τους στα πλαίσια κάποιου προγράμματος σπουδών που εμπεριείχε και στοιχειώδεις αρχές Αριθμητικής, και πλέον η σημασία της ακριβούς μαθηματικής μέτρησης και παρατήρησης αναγνωρίστηκε ως απαραίτητη και για την κατανόηση του κόσμου. Σταδιακά οι μαθηματικές επιστήμες συνδέθηκαν με την πρακτική, ωφέλιμη γνώση και οι περισσότεροι μαθηματικοί ήταν συνήθως εμπειριστές στις διάφορες θεωρητικές φιλοσοφικές προσεγγίσεις τους, υπό την έννοια ότι φρόντιζαν να ελέγχουν την εφαρμοσιμότητα των μαθηματικών τεχνικών στην κατανόηση του πραγματικού κόσμου, κάτι που δεν άφηνε και πολλά περιθώρια αντιλόγου από τον Κλήρο/ τους θεολογικούς κύκλους, για την εγκυρότητα των ισχυρισμών τους. Πιο εμφαντικά κατά τη διάρκεια του 17 ου αι., η μηχανοκρατία καθόρισε το πλαίσιο μέσα στο οποίο συντελέστηκε σχεδόν ολόκληρο το δημιουργικά επαναστατικό επιστημονικό έργο. 74 Στον πίνακα εικονίζεται ο Γαλιλαίος να παρουσιάζει το τηλεσκόπιο στο Δόγη της Βενετίας Λεονάρντο Ντονά. (γκραβούρα εποχής / πηγή : google.images.com) 75 Πριν την Επιστημονική Επανάσταση τα μόνα όργανα που χρησιμοποιούνταν ήταν κυρίως αστρονομικά όπως οι επίπεδοι ή οι σφαιρικοί αστρολάβοι, οι τετράντες, κτλ, ενώ κατά τη διάρκεια του 16 ου και 17 ου αι. δημιουργήθηκαν και άλλα μαθηματικά όργανα προκειμένου να συνδράμουν στην επίλυση προβλημάτων σε όλο το φάσμα των μαθηματικών. 106

Κατακόρυφη πτώση σωμάτων

Κατακόρυφη πτώση σωμάτων Κατακόρυφη πτώση σωμάτων Τα ερωτήματα Δύο σώματα έχουν το ίδιο σχήμα και τις ίδιες διαστάσεις με το ένα να είναι βαρύτερο του άλλου. Την ίδια στιγμή τα δύο σώματα αφήνονται ελεύθερα να πέσουν μέσα στον

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΠΟ31 ΘΕΜΑ

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΠΟ31 ΘΕΜΑ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΠΟ31 ΘΕΜΑ «Προτάξτε τρεις βασικές προϋποθέσεις της Επιστημονικής Επανάστασης. Αναλύστε και τεκμηριώστε τις επιλογές σας» Επαναδιατύπωση του θέματος- Στόχοι της εργασίας

Διαβάστε περισσότερα

ΟΜΑΔΑ Α ΘΕΜΑ Α1 Α.1.1.

ΟΜΑΔΑ Α ΘΕΜΑ Α1 Α.1.1. ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Δʹ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 7 ΙΟΥΝΙΟΥ 2000 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ & ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΘΕΜΑ Α1 ΟΜΑΔΑ Α Α.1.1. Οι προτάσεις που ακολουθούν,

Διαβάστε περισσότερα

Φυσική Α Λυκείου 23/1/2014. Κεφάλαιο 1.2 Δυναμική σε μια διάσταση

Φυσική Α Λυκείου 23/1/2014. Κεφάλαιο 1.2 Δυναμική σε μια διάσταση Σελ. 74 Δυναμική (1) Φυσική Α Λυκείου Κεφάλαιο 1.2 Δυναμική σε μια διάσταση Το να περιγράφουμε κινήσεις (όπως κάναμε στο προηγούμενο κεφάλαιο της Κινηματικής) χωρίς ταυτόχρονα να γνωρίζουμε τις αιτίες

Διαβάστε περισσότερα

Κατακόρυφη πτώση σωμάτων. Βαρβιτσιώτης Ιωάννης Πρότυπο Πειραματικό Γενικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων Μάιος 2015

Κατακόρυφη πτώση σωμάτων. Βαρβιτσιώτης Ιωάννης Πρότυπο Πειραματικό Γενικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων Μάιος 2015 Κατακόρυφη πτώση σωμάτων Βαρβιτσιώτης Ιωάννης Πρότυπο Πειραματικό Γενικό Λύκειο Αγίων Αναργύρων Μάιος 2015 Α. Εισαγωγή Ερώτηση 1. Η τιμή της μάζας ενός σώματος πιστεύετε ότι συνοδεύει το σώμα εκ κατασκευής

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. 2 ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ (Ι) ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; Στο μάθημα «Κοινωνική Θεωρία της Γνώσης (I)» (όπως και στο (ΙΙ) που ακολουθεί) παρουσιάζονται

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΛΠ22 ΤΡΙΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΟΤΥΠΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΛΠ22 ΤΡΙΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΟΤΥΠΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΛΠ22 ΤΡΙΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΟΤΥΠΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... 2 Εισαγωγή... 3 Οι αρχές του σύμπαντος κατά τον Αριστοτέλη... 3 Ο υποσελήνιος χώρος... 3 Ο χώρος

Διαβάστε περισσότερα

Φυσική ΜΙΘΕ ΔΥΝΑΜΙΚΗ - 1. Νίκος Κανδεράκης

Φυσική ΜΙΘΕ ΔΥΝΑΜΙΚΗ - 1. Νίκος Κανδεράκης Φυσική ΜΙΘΕ ΔΥΝΑΜΙΚΗ - 1 Νίκος Κανδεράκης Αριστοτελική Φυσική Γιατί πέφτουν τα (βαριά) σώματα; Πηγαίνουν στη φυσική τους θέση. Βάρος: η τάση του βαρέως σώματος να κινηθεί προς το κέντρο της Γης. Μέτρο

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ: «ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΗΘΙΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ» ΜΑΘΗΤΡΙΑ: ΣΚΡΕΚΑ ΝΑΤΑΛΙΑ, Β4 ΕΠΙΒΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΝΤΑΒΑΡΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2016 17 Περιεχόμενα

Διαβάστε περισσότερα

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια 18 ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια χαρακτηριστικά αποδίδουμε σε ένα πρόσωπο το οποίο λέμε

Διαβάστε περισσότερα

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές; ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ; τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές; ποια είναι η σχέση των πεποιθήσεών μας με την πραγματικότητα, για να είναι αληθείς και

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ Ακαδημαϊκό έτος Καθηγητές: Σ. Πνευματικός Α. Μπούντης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ Ακαδημαϊκό έτος Καθηγητές: Σ. Πνευματικός Α. Μπούντης ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ Ακαδημαϊκό έτος 010-11 Μάθημα: ΜΗΧΑΝΙΚΗ Καθηγητές: Σ. Πνευματικός Α. Μπούντης Θέμα Μελέτης 6:η γαλιλαϊκή αναζήτηση των νόμων της κίνησης Σχόλια & Απαντήσεις & Προβληματισμοί

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 6 ΙΟΥΝΙΟΥ 2000 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ : ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 6 ΙΟΥΝΙΟΥ 2000 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ : ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 6 ΙΟΥΝΙΟΥ 2000 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ : ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΟΜΑΔΑ Α ΘΕΜΑ Α1 Α.1.1. Να γράψετε στο τετράδιό σας τα

Διαβάστε περισσότερα

Αρχικά σπούδασε Ιατρική, όμως ο καθηγητής του Οστίλιο Ρίτσι (μαθηματικός) τον έστρεψε στις Θετικές Επιστήμες.

Αρχικά σπούδασε Ιατρική, όμως ο καθηγητής του Οστίλιο Ρίτσι (μαθηματικός) τον έστρεψε στις Θετικές Επιστήμες. Γαλιλαίος (1581-1643) Γεννήθηκε στην Πίζα το 1581 Αρχικά σπούδασε Ιατρική, όμως ο καθηγητής του Οστίλιο Ρίτσι (μαθηματικός) τον έστρεψε στις Θετικές Επιστήμες. Ως δευτεροετής φοιτητής ανακάλυψε: 1. Τον

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΦΩΣ ΩΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ. Κατερίνα Νικηφοράκη Ακτινοφυσικός (FORTH)

ΤΟ ΦΩΣ ΩΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ. Κατερίνα Νικηφοράκη Ακτινοφυσικός (FORTH) ΤΟ ΦΩΣ ΩΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ Κατερίνα Νικηφοράκη Ακτινοφυσικός (FORTH) ΟΙΚΕΙΟ ΦΩΣ Φιλοσοφική προσέγγιση με στοιχεία επιστήμης προσωκρατικοί φιλόσοφοι έχουν σκοπό να κατανοήσουν και όχι να περιγράψουν

Διαβάστε περισσότερα

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι Ενότητα 4: Θεωρίες διδασκαλίας μάθησης στη διδακτική των Φ.Ε. Σπύρος Κόλλας (Βασισμένο στις σημειώσεις του Βασίλη Τσελφέ)

Διαβάστε περισσότερα

Μηχανοκρατία και Καρτέσιος (επανάληψη)

Μηχανοκρατία και Καρτέσιος (επανάληψη) Μηχανοκρατία και Καρτέσιος (επανάληψη) Μηχανοκρατία Νέα αντίληψη για τον κόσμο σύμφωνα με την οποία για κάθε φυσικό φαινόμενο μπορεί να δοθεί μια μηχανική εξήγηση. Πρώτη συστηματική προσπάθεια αναγωγής

Διαβάστε περισσότερα

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Φυσικής 541 24 Θεσσαλονίκη Καθηγητής Γεώργιος Θεοδώρου Tel.: +30 2310998051, Ιστοσελίδα: http://users.auth.gr/theodoru Περί της Ταξινόμησης

Διαβάστε περισσότερα

Αριστοτέλης (384-322 π.χ) : «Για να ξεκινήσει και να διατηρηθεί μια κίνηση είναι απαραίτητη η ύπαρξη μιας συγκεκριμένης αιτίας»

Αριστοτέλης (384-322 π.χ) : «Για να ξεκινήσει και να διατηρηθεί μια κίνηση είναι απαραίτητη η ύπαρξη μιας συγκεκριμένης αιτίας» Εισαγωγή Επιστημονική μέθοδος Αριστοτέλης (384-322 π.χ) : «Για να ξεκινήσει και να διατηρηθεί μια κίνηση είναι απαραίτητη η ύπαρξη μιας συγκεκριμένης αιτίας» Διατύπωση αξιωματική της αιτίας μια κίνησης

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ

ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ ΜΑΘΗΜΑ 5: ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ Salviati: Εκεί που δεν μας βοηθούν οι αισθήσεις πρέπει να παρέμβει η λογική, γιατί μόνο αυτή θα επιτρέψει να εξηγήσουμε τα φαινόμενα ΓΑΛΙΛΑΪΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ Η μαθηματική

Διαβάστε περισσότερα

Κων/νος Χριστόπουλος Κων/νος Παράσογλου Γιάννης Παπαϊωάννου Μάριος Φλωράκης Χρήστος Σταματούλης

Κων/νος Χριστόπουλος Κων/νος Παράσογλου Γιάννης Παπαϊωάννου Μάριος Φλωράκης Χρήστος Σταματούλης Κων/νος Χριστόπουλος Κων/νος Παράσογλου Γιάννης Παπαϊωάννου Μάριος Φλωράκης Χρήστος Σταματούλης Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που εφάρμοσαν τα μαθηματικά στην αστρονομία Κατέκτησαν σημαντικές γνώσεις

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ. Καθηγητής: Σ. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ. Καθηγητής: Σ. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ Καθηγητής: Σ. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ Η Κλασική Μηχανική σηµματοδοτεί την πρώτη µμεγάλη επανάσταση της ανθρώπινης σκέ- ψης στην πορεία της για την ερµμηνεία

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά Τεχνολογικού Τομέα ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ Ενότητα # 2: Επιστημολογία και Φιλοσοφικά Ρεύματα Μιλτιάδης Χαλικιάς Τμήμα Διοίκησης

Διαβάστε περισσότερα

Η ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ

Η ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ ΜΑΘΗΜΑ 5: Η ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ Salviati: Εκεί όπου δεν μας βοηθούν οι αισθήσεις πρέπει να παρέμβει η λογική, γιατί μόνο αυτή θα επιτρέψει να εξηγήσουμε τα φαινόμενα ΓΑΛΙΛΑΪΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ Η

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΝΑΙ Η ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ; 1

ΕΙΝΑΙ Η ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ; 1 ΕΙΝΑΙ Η ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ; 1 Στο σημείο αυτό του οδοιπορικού γνωριμίας με τις διάφορες μεθόδους αυτογνωσίας θα συναντήσουμε την Αστρολογία και θα μιλήσουμε για αυτή. Θα ερευνήσουμε δηλαδή

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ Ακαδημαϊκό έτος Καθηγητές: Σ. Πνευματικός Α. Μπούντης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ Ακαδημαϊκό έτος Καθηγητές: Σ. Πνευματικός Α. Μπούντης ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ Ακαδημαϊκό έτος 00- Μάθημα: ΜΗΧΑΝΙΚΗ Καθηγητές: Σ Πνευματικός Α Μπούντης Θέμα Μελέτης 5:η νευτώνεια διατύπωση των νόμων της κίνησης Σχόλια & Απαντήσεις & Προβληματισμοί

Διαβάστε περισσότερα

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης» ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΑΝΙΑΤΣΑΣ' Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης» Α. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Το θέμα του συνεδρίου, Ήέες πόλεις πάνω σε παλιές", είναι θέμα με πολλές

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΗ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ο ΔΥΝΑΜΕΙΣ

ΦΥΣΙΚΗ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ο ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΦΥΣΙΚΗ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ο ΔΥΝΑΜΕΙΣ 3.1 Η έννοια της δύναμης ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΘΕΩΡΙΑΣ Στο κεφάλαιο των κινήσεων ασχοληθήκαμε με τη μελέτη της κίνησης χωρίς να μας απασχολούν τα αίτια που προκαλούν την κίνηση

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας 1 Δρ. Αλέξανδρος Αποστολάκης Email: aapostolakis@staff.teicrete.gr Τηλ.: 2810379603 E-class μαθήματος: https://eclass.teicrete.gr/courses/pgrad_omm107/

Διαβάστε περισσότερα

Μέγιστον τόπος. Ἅπαντα γάρ χωρεῖ. (Θαλής)

Μέγιστον τόπος. Ἅπαντα γάρ χωρεῖ. (Θαλής) Μέγιστον τόπος. Ἅπαντα γάρ χωρεῖ. (Θαλής) Από την εποχή που οι άνθρωποι σήκωσαν τα μάτια τους προς τον ουρανό και παρατήρησαν τον Ήλιο (τον θεό τους) και τα αστέρια, είχαν την πεποίθηση ότι η Γη είναι

Διαβάστε περισσότερα

minimath.eu Φυσική A ΛΥΚΕΙΟΥ Περικλής Πέρρος 1/1/2014

minimath.eu Φυσική A ΛΥΚΕΙΟΥ Περικλής Πέρρος 1/1/2014 minimath.eu Φυσική A ΛΥΚΕΙΟΥ Περικλής Πέρρος 1/1/014 minimath.eu Περιεχόμενα Κινηση 3 Ευθύγραμμη ομαλή κίνηση 4 Ευθύγραμμη ομαλά μεταβαλλόμενη κίνηση 5 Δυναμικη 7 Οι νόμοι του Νεύτωνα 7 Τριβή 8 Ομαλη κυκλικη

Διαβάστε περισσότερα

ΔΥΝΑΜΗ, ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ NEWTON

ΔΥΝΑΜΗ, ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ NEWTON 1 ΔΥΝΑΜΗ, ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ NEWTON Τι είναι «δύναμη»; Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι ο όρος «δύναμη» στη Φυσική έχει αρκετά διαφορετική σημασία από ότι στην καθημερινή γλώσσα. Εκφράσεις όπως «τον χτύπησε με δύναμη»,

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα... 17

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα... 17 11 Προλογικό Σημείωμα... 17 Ενότητα Ι: Δημιουργική Αναζήτηση... 19 Δ01 Ο Ιωνικός Διαφωτισμός και η Ανάδυση της Επιστημονικής Σκέψης...21 Δ1.1 Ο Ιωνικός Διαφωτισμός... 21 Δ1.2 Η Επιστημονική Σκέψη... 22

Διαβάστε περισσότερα

Οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι είναι μια φιλοσοφική, θρησκευτική και πολιτική σχολή που ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.χ από τον Πυθαγόρα τον Σάμιο στον Κρότωνα

Οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι είναι μια φιλοσοφική, θρησκευτική και πολιτική σχολή που ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.χ από τον Πυθαγόρα τον Σάμιο στον Κρότωνα Κ. Σ. Δ. Μ. Ο. Μ. Οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι είναι μια φιλοσοφική, θρησκευτική και πολιτική σχολή που ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.χ από τον Πυθαγόρα τον Σάμιο στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας. Η κοινότητα στεγαζόταν

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΗ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ

ΦΥΣΙΚΗ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΦΥΣΙΚΗ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ Β ΛΥΚΕΙΟΥ Καμπυλόγραμμες Κινήσεις Επιμέλεια: Αγκανάκης Α. Παναγιώτης, Φυσικός http://phyiccore.wordpre.com/ Βασικές Έννοιες Μέχρι στιγμής έχουμε μάθει να μελετάμε απλές κινήσεις,

Διαβάστε περισσότερα

Η Γεωδαισία σήμερα. Μια σύντομη εισαγωγή για το γήινο πεδίο βαρύτητας. Διδάσκων Δημήτρης Δεληκαράογλου

Η Γεωδαισία σήμερα. Μια σύντομη εισαγωγή για το γήινο πεδίο βαρύτητας. Διδάσκων Δημήτρης Δεληκαράογλου ΤΕΠΑΚ, Γεωδαισία IV Μια σύντομη εισαγωγή για το γήινο πεδίο βαρύτητας Διδάσκων Δημήτρης Δεληκαράογλου Η Γεωδαισία σήμερα νοείται ως η επιστήμη με αντικείμενο τρεις βασικούς τομείς: Tον προσδιορισμό της

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ Σπύρου Ν. Πνευµατικού Καθηγητή Μαθηµατικών Πανεπιστηµίου Πατρών ΕΚ ΟΣΕΙΣ Γ. Α. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ 2005 Σ. Ν. Πνευµατικός Η αναπαραγωγή ολικά ή µερικά ή περιληπτικά, ή η αντιγραφή του

Διαβάστε περισσότερα

Φυσικά Μεγέθη Μονάδες Μέτρησης

Φυσικά Μεγέθη Μονάδες Μέτρησης ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΦΥΣΙΚΗ A ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΚΟΡΜΟΥ ΤΑΞΗ: Α Λυκείου Προσανατολισμού 1,3,4. ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΜΑΘΗΣΙΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ Οι μαθητές και οι μαθήτριες να είναι σε θέση να: ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2 ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2 Η ιστορία της φιλοσοφίας από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα μπορεί να θεωρηθεί ως μια διαδικασία αναζήτησης μιας απάντησης στο ερώτημα, «τι είναι γνώση;» Οι Δυτικοί φιλόσοφοι

Διαβάστε περισσότερα

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ http://hallofpeople.com/gr/bio/aquinas.php ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ Ο μεγαλύτερος και σπουδαιότερος φιλόσοφος του δευτέρου μισού του Μεσαίωνα ήταν ο Θωμάς ο Ακινάτης, που έζησε από το 1225 ως το 1274. Υπήρξε ο σημαντικότερος

Διαβάστε περισσότερα

Φιλοσοφία της Επιστήμης ΙΙ

Φιλοσοφία της Επιστήμης ΙΙ Φιλοσοφία της Επιστήμης ΙΙ Τετάρτη, 3.30-6 μμ. Αίθουσα A Διδάσκουσα: Ελίνα Πεχλιβανίδη ΣΧΕΔΙAΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ (SYLLABUS) Πληροφορίες για: ημέρα - ώρα - αίθουσα διεξαγωγής του μαθήματος στοιχεία επικοινωνίας,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: Επιστημολογία κοινωνικής έρευνας ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΣ: Νικόλαος Ναγόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου

ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: Επιστημολογία κοινωνικής έρευνας ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΣ: Νικόλαος Ναγόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: Επιστημολογία κοινωνικής έρευνας ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΣ: Νικόλαος Ναγόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου ΣΤΟΧΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: Η κοινωνική έρευνα επιχειρεί να ανταποκριθεί και να ανιχνεύσει

Διαβάστε περισσότερα

Παναγιώτης Κουνάβης Αναπληρωτής Καθηγητής Tμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Τεχνολογίας Υπολογιστών ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΦΥΣΙΚΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΦΥΣΙΚΗ

Παναγιώτης Κουνάβης Αναπληρωτής Καθηγητής Tμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Τεχνολογίας Υπολογιστών ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΦΥΣΙΚΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΦΥΣΙΚΗ Παναγιώτης Κουνάβης Αναπληρωτής Καθηγητής Tμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Τεχνολογίας Υπολογιστών ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΦΥΣΙΚΗ Μηχανική-Θερμοδυναμική Βασικός Ηλεκτρομαγνητισμός 1ο εξάμηνο 4 ώρες/εβδομάδα ΣΥΓΧΡΟΝΗ

Διαβάστε περισσότερα

Το διαστημόπλοιο. Γνωστικό Αντικείμενο: Φυσική (Δυναμική σε μία διάσταση - Δυναμική στο επίπεδο) Τάξη: Α Λυκείου

Το διαστημόπλοιο. Γνωστικό Αντικείμενο: Φυσική (Δυναμική σε μία διάσταση - Δυναμική στο επίπεδο) Τάξη: Α Λυκείου Το διαστημόπλοιο Γνωστικό Αντικείμενο: Φυσική (Δυναμική σε μία διάσταση - Δυναμική στο επίπεδο) Τάξη: Α Λυκείου Χρονική Διάρκεια Προτεινόμενη χρονική διάρκεια σχεδίου εργασίας: 5 διδακτικές ώρες Διδακτικοί

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ» ΜΑΘΗΤΡΙΑ: ΠΡΙΑΜΗ ΒΑΓΙΑ, Β4 ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΝΤΑΒΑΡΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2016 17 Περιεχόμενα ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 3 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

Διαβάστε περισσότερα

Εφαρμογές Προσομοίωσης

Εφαρμογές Προσομοίωσης Εφαρμογές Προσομοίωσης H προσομοίωση (simulation) ως τεχνική μίμησης της συμπεριφοράς ενός συστήματος από ένα άλλο σύστημα, καταλαμβάνει περίοπτη θέση στα πλαίσια των εκπαιδευτικών εφαρμογών των ΤΠΕ. Μπορούμε

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 2 ο Δυναμική σε μια διάσταση

Κεφάλαιο 2 ο Δυναμική σε μια διάσταση 1 Σκοπός Να αποκτήσουν οι μαθητές τη δυνατότητα να απαντούν σε ερωτήματα που εμφανίζονται στην καθημερινή μας ζωή και έχουν σχέση με την δύναμη, μάζα και αδράνεια. Λέξεις κλειδιά Δύναμη, αδράνεια, μάζα,

Διαβάστε περισσότερα

Ιστορία Φυσικών Επιστημών

Ιστορία Φυσικών Επιστημών Ιστορία Φυσικών Επιστημών Εαρινό εξάμηνο 2014 Φαίδρα Παπανελοπούλου http://eclass.uoa.gr/courses/phs222/ Επιστημονική Επανάσταση Υπήρξε πράγματι μια «Επιστημονική Επανάσταση» στη διάρκεια του 17 ου αιώνα;

Διαβάστε περισσότερα

Ολοήμερο Δημοτικό Σχολείο Πορταριάς «Ν. Τσοποτός» Ανάπτυξη σχεδίου εργασίας στο ολοήμερο δημοτικό σχολείο. Εισηγητής: Μακρής Νικόλαος

Ολοήμερο Δημοτικό Σχολείο Πορταριάς «Ν. Τσοποτός» Ανάπτυξη σχεδίου εργασίας στο ολοήμερο δημοτικό σχολείο. Εισηγητής: Μακρής Νικόλαος Ολοήμερο Δημοτικό Σχολείο Πορταριάς «Ν. Τσοποτός» Ανάπτυξη σχεδίου εργασίας στο ολοήμερο δημοτικό σχολείο Εισηγητής: Μακρής Νικόλαος Γενικός τίτλος «Ένας μαγικός αλλά άγνωστος κόσμος» Ένας μαγικός αλλά

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42 ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42 2 Η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2012-2013 ΘΕΜΑ: «Να συγκρίνετε τις απόψεις του Βέμπερ με αυτές του Μάρξ σχετικά με την ηθική της

Διαβάστε περισσότερα

ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ - ΧΑΟΣ

ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ - ΧΑΟΣ ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ - ΧΑΟΣ ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ Είναι η φιλοσοφική πίστη ότι κάθε γεγονός ή δράση είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσµα προηγούµενων γεγονότων και δράσεων. Έτσι τουλάχιστον κατ αρχήν κάθε γεγονός ή δράση

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ. ΤΟΥ 46 ου ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ Β ΤΑΞΗΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΘΕΜΑ: «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΓΝΩΣΗ»

ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ. ΤΟΥ 46 ου ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ Β ΤΑΞΗΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΘΕΜΑ: «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΓΝΩΣΗ» ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ Β ΤΑΞΗΣ ΤΟΥ 46 ου ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΘΕΜΑ: «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΓΝΩΣΗ» Αριστοτέλης (384-322 π.χ.) Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 π.χ. Ήταν γιος ενός θεραπευτή.

Διαβάστε περισσότερα

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ανάλυση θεωρίας

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ανάλυση θεωρίας Κεφάλαιο Εξέλιξη 3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ανάλυση θεωρίας Πολλές από τις επιστημονικές απόψεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί δεν γίνονται εύκολα αποδεκτές, διότι αντιβαίνουν την αντίληψη που οι άνθρωποι διαμορφώνουν

Διαβάστε περισσότερα

ΔΥΝΑΜΙΚΗ 3. Νίκος Κανδεράκης

ΔΥΝΑΜΙΚΗ 3. Νίκος Κανδεράκης ΔΥΝΑΜΙΚΗ 3 Νίκος Κανδεράκης Νόμος της βαρύτητας ή της παγκόσμιας έλξης Δύο σώματα αλληλεπιδρούν με βαρυτικές δυνάμεις Η δύναμη στο καθένα από αυτά: Είναι ανάλογη με τη μάζα του m Είναι ανάλογη με τη μάζα

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΘΕΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ

ΣΥΝΘΕΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ ΣΥΝΘΕΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ ΤΙ ΡΩΤΑΜΕ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ; ΤΙ ΜΑΣ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ; ΠΩΣ ΜΑΣ ΤΟ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ; ΣΥΝΘΕΣΗ: Οργάνωση ενός συνόλου από επιμέρους στοιχεία σε μια ενιαία διάταξη Αρχική ιδέα σύνθεσης

Διαβάστε περισσότερα

στις οποίες διαμορφώθηκαν οι ιστορικοί και οι πολιτισμικοί όροι για τη δημοκρατική ισότητα: στη δυτική αντίληψη της ανθρώπινης οντότητας, το παιδί

στις οποίες διαμορφώθηκαν οι ιστορικοί και οι πολιτισμικοί όροι για τη δημοκρατική ισότητα: στη δυτική αντίληψη της ανθρώπινης οντότητας, το παιδί 160 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Τα δικαιώματα του παιδιού και οι συνέπειες της αναγνώρισής τους σε διεθνές επίπεδο αντιπροσωπεύουν μια τεράστια αλλαγή των αντιλήψεων και των νοοτροπιών για το παιδί, γεγονός που συνοδεύτηκε

Διαβάστε περισσότερα

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΦΥΣΙΚΗ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2015-16 ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ 18/9/2014 ΕΙΣΑΓΩΓΗ_ΚΕΦ. 1 1 ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ Διδάσκων Γεράσιμος Κουρούκλης Καθηγητής (Τμήμα Χημικών Μηχανικών). (gak@auth.gr,

Διαβάστε περισσότερα

Ιστορία Φυσικών Επιστημών

Ιστορία Φυσικών Επιστημών Ιστορία Φυσικών Επιστημών Εαρινό εξάμηνο 2014 Φαίδρα Παπανελοπούλου h;p://eclass.uoa.gr/courses/phs222/ Αρχαιότητα Αριστοτελική κοσμολογία και θεωρία της κίνησης Πρώιμη ελληνική αστρονομία Ελληνιστική

Διαβάστε περισσότερα

Ιστοσελίδα: Γραφείο: ΣΘΕ, 4 ος όροφος, γραφείο 3 Ώρες: καθημερινά Βιβλίο: Ομότιτλο, εκδόσεις

Ιστοσελίδα:  Γραφείο: ΣΘΕ, 4 ος όροφος, γραφείο 3 Ώρες: καθημερινά Βιβλίο: Ομότιτλο, εκδόσεις Ιστοσελίδα: http://www.astro.auth.gr/~varvogli/ Γραφείο: ΣΘΕ, 4 ος όροφος, γραφείο 3 Ώρες: 10.00-12.00 καθημερινά Βιβλίο: Ομότιτλο, εκδόσεις Πλανητάριο, 200 σελίδες Ημερολόγιο μαθήματος Μέθοδος διδασκαλίας:

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΝΩΣΗΣ. ΤΕΙ ΑΜΘ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ Γεώργιος Θερίου

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΝΩΣΗΣ. ΤΕΙ ΑΜΘ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ Γεώργιος Θερίου ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΝΩΣΗΣ ΤΕΙ ΑΜΘ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ Γεώργιος Θερίου ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2 Η ιστορία της φιλοσοφίας από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα μπορεί να θεωρηθεί ως μια διαδικασία αναζήτησης

Διαβάστε περισσότερα

1.6.3 Ιατρικές και βιολογικές θεωρίες στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη Η αρχαία ελληνική ιατρική µετά τον Ιπποκράτη

1.6.3 Ιατρικές και βιολογικές θεωρίες στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη Η αρχαία ελληνική ιατρική µετά τον Ιπποκράτη 1 2 Περιεχόµενα Πρόλογος...5 Εισαγωγή: Οι Απαρχές της Ελληνικής Επιστήµης...8 Κεφάλαιο 1: Η Αρχαία Ελληνική Επιστήµη...24 1.1 Οι φυσικές θεωρίες των Προσωκρατικών φιλοσόφων...25 1.1.1 H πρώιµη ιωνική φιλοσοφική

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΥΤΩΝΑΣ... Λίνα Παπαεμμανουήλ Μάνος Ορφανίδης Άννα Σαμαρά Στέφανος Τζούμας

ΝΕΥΤΩΝΑΣ... Λίνα Παπαεμμανουήλ Μάνος Ορφανίδης Άννα Σαμαρά Στέφανος Τζούμας ΝΕΥΤΩΝΑΣ... Λίνα Παπαεμμανουήλ Μάνος Ορφανίδης Άννα Σαμαρά Στέφανος Τζούμας Γνωρίζοντας τον Νεύτωνα... Ο Σερ Ισαάκ Νεύτων (Αγγλ. Sir Isaac Newton Σερ Άιζακ Νιούτον, 4 Ιανουαρίου 1643 31 Μαρτίου 1727) ήταν

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ ΟΧΙΚΕΣ ΒΕΛΤΙΩΣΕΙΣ

ΙΑ ΟΧΙΚΕΣ ΒΕΛΤΙΩΣΕΙΣ Tel.: +30 2310998051, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Φυσικής 541 24 Θεσσαλονίκη Καθηγητής Γεώργιος Θεοδώρου Ιστοσελίδα: http://users.auth.gr/theodoru ΙΑ ΟΧΙΚΕΣ ΒΕΛΤΙΩΣΕΙΣ

Διαβάστε περισσότερα

Η φύση των Μαθηματικών: ο ρόλος και η επιρροή τους

Η φύση των Μαθηματικών: ο ρόλος και η επιρροή τους Η φύση των Μαθηματικών: ο ρόλος και η επιρροή τους Οι αντιλήψεις για τη φύση και το ρόλο των μαθηματικών που υπάρχουν στην κοινωνία μας έχουν μια σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη των προγραμμάτων των σχολικών

Διαβάστε περισσότερα

Νοητική Διεργασία και Απεριόριστη Νοημοσύνη

Νοητική Διεργασία και Απεριόριστη Νοημοσύνη (Επιφυλλίδα - Οπισθόφυλλο). ΜΙΑ ΣΥΝΟΨΗ Η κατανόηση της νοητικής διεργασίας και της νοητικής εξέλιξης στην πράξη απαιτεί τη συνεχή και σε βάθος αντίληψη τριών σημείων, τα οποία είναι και τα βασικά σημεία

Διαβάστε περισσότερα

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης Συγγραφή ερευνητικής πρότασης 1 o o o o Η ερευνητική πρόταση είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα της έρευνας. Η διατύπωσή της θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεγμένη, περιεκτική και βασισμένη στην ανασκόπηση

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 1. Βασικές αρχές 1-1

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 1. Βασικές αρχές 1-1 Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα Earl Babbie Κεφάλαιο 1 Βασικές αρχές 1-1 Σύνοψη κεφαλαίου Αναζητώντας την πραγματικότητα Τα θεμέλια της κοινωνικής επιστήμης Η διαλεκτική της κοινωνικής έρευνας Σχέδιο ερευνητικής

Διαβάστε περισσότερα

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα»

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα» Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα» Α] Ασκήσεις κλειστού τύπου (Σωστό Λάθος) Για τον Πλάτωνα οι καθολικές έννοιες, τα «καθόλου», δεν είναι πράγματα ξεχωριστά

Διαβάστε περισσότερα

2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) 2.2.1. Βασικές έννοιες 2.2.2 Ιστορική εξέλιξη τον µάνατζµεντ.

2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) 2.2.1. Βασικές έννοιες 2.2.2 Ιστορική εξέλιξη τον µάνατζµεντ. 2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) 2.2.1. Βασικές έννοιες Έχει παρατηρηθεί ότι δεν υπάρχει σαφής αντίληψη της σηµασίας του όρου "διοίκηση ή management επιχειρήσεων", ακόµη κι από άτοµα που

Διαβάστε περισσότερα

Η πρόβλεψη της ύπαρξης και η έµµεση παρατήρηση των µελανών οπών θεωρείται ότι είναι ένα από τα πιο σύγχρονα επιτεύγµατα της Κοσµολογίας.

Η πρόβλεψη της ύπαρξης και η έµµεση παρατήρηση των µελανών οπών θεωρείται ότι είναι ένα από τα πιο σύγχρονα επιτεύγµατα της Κοσµολογίας. Η πρόβλεψη της ύπαρξης και η έµµεση παρατήρηση των µελανών οπών θεωρείται ότι είναι ένα από τα πιο σύγχρονα επιτεύγµατα της Κοσµολογίας. Παρ' όλα αυτά, πρώτος ο γάλλος µαθηµατικός Λαπλάςτο 1796 ανέφερε

Διαβάστε περισσότερα

Two projects Η συμβολή της Αστρονομίας στην ανάπτυξη των επιστημών: A) Το Ηλιακό μας Σύστημα και B) 2 ος Νόμος του Kepler!

Two projects Η συμβολή της Αστρονομίας στην ανάπτυξη των επιστημών: A) Το Ηλιακό μας Σύστημα και B) 2 ος Νόμος του Kepler! Two projects Η συμβολή της Αστρονομίας στην ανάπτυξη των επιστημών: A) Το Ηλιακό μας Σύστημα και B) 2 ος Νόμος του Kepler! Διαλέξαμε θέματα της Αστρονομίας γιατί δεν διδάσκονται στην σχολική ύλη. Με στόχο

Διαβάστε περισσότερα

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο Μορφές Εκπόνησης Ερευνητικής Εργασίας Μαρία Κουτσούμπα Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι «η τηλεδιάσκεψη». Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε ερευνητικό ερώτημα που θέσαμε πριν από λίγο Κουτσούμπα/Σεμινάριο

Διαβάστε περισσότερα

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων Νίκος Ναγόπουλος Για τη διεξαγωγή της κοινωνικής έρευνας χρησιμοποιούνται ποσοτικές ή/και ποιοτικές μέθοδοι που έχουν τις δικές τους τεχνικές και

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΟ 31 ΠΡΩΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2014 2015 ΣΧΕ ΙΑΓΡΑΜΜΑ. Σχετικά µε τα βιβλία που χρησιµοποιήθηκαν βλ. τη βιβλιογραφία

ΕΠΟ 31 ΠΡΩΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2014 2015 ΣΧΕ ΙΑΓΡΑΜΜΑ. Σχετικά µε τα βιβλία που χρησιµοποιήθηκαν βλ. τη βιβλιογραφία ΕΠΟ 31 ΠΡΩΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2014 2015 ΣΧΕ ΙΑΓΡΑΜΜΑ ΣΚΟΠΟΣ: Απάντηση σε ερωτήµατα που αφορούν την αριστοτελική κοσµολογία, τις µεθοδολογικές αρχές του Γαλιλαίου και το έργο του Νεύτωνα ΕΙΣΑΓΩΓΗ: εν απαιτείται

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΟΠΟΙ ΠΕΙΘΟΥΣ. Επίκληση στη λογική Επίκληση στο συναίσθημα Επίκληση στο ήθος

ΤΡΟΠΟΙ ΠΕΙΘΟΥΣ. Επίκληση στη λογική Επίκληση στο συναίσθημα Επίκληση στο ήθος ΤΡΟΠΟΙ ΠΕΙΘΟΥΣ Επίκληση στη λογική Επίκληση στο συναίσθημα Επίκληση στο ήθος ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΑ (ΜΕΣΑ ΠΕΙΘΟΥΣ ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ) Όταν θέλουμε να πείσουμε με λογικές αποδείξεις, τότε χρησιμοποιούμε:

Διαβάστε περισσότερα

Η ΦΥΣΙΚΗ. Ισαάκ Νεύτων

Η ΦΥΣΙΚΗ. Ισαάκ Νεύτων Η ΦΥΣΙΚΗ Η Κλασσική Φυσική έγινε μια ξεχωριστή επιστήμη όταν οι πρώιμοι μοντέρνοι Ευρωπαίοι χρησιμοποίησαν πειραματικές και μαθηματικές μεθόδους για να ανακαλύψουν αυτά που θεωρούνται σήμερα Νόμοι της

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΛΑΘΟΣ!

Ο ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΛΑΘΟΣ! Ο ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΛΑΘΟΣ! ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ ΓΑΛΙΛΑΙΟΥ Ας υποθέσουµε σχ. 1, ότι έχουµε ένα ουράνιο σώµα µάζας Μ (γη, σελήνη, αστεροειδής, κ.λ.π.). K 1 M2 R K 1 K M 2 2 M 1 M 1 t = (Ι) (ΙΙ) Ελεύθερη πτώση των

Διαβάστε περισσότερα

ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ. Νίκος Κανδεράκης

ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ. Νίκος Κανδεράκης ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ Νίκος Κανδεράκης Η ΚΙΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΦΥΣΙΚΗ Φυσική κίνηση: τα σώματα πηγαίνουν προς στη φυσική τους θέση Βαριά σώματα (γη, νερό) προς τα κάτω Ελαφριά σώματα (αέρας, φωτιά) προς τα πάνω

Διαβάστε περισσότερα

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Εισαγωγή Η χώρα μας απέκτησε Νέα Προγράμματα Σπουδών και Νέα

Διαβάστε περισσότερα

Φυσική για Μηχανικούς

Φυσική για Μηχανικούς Φυσική για Μηχανικούς Μηχανική Εικόνα: Isaac Newton: Θεωρείται πατέρας της Κλασικής Φυσικής, καθώς ξεκινώντας από τις παρατηρήσεις του Γαλιλαίου αλλά και τους νόμους του Κέπλερ για την κίνηση των πλανητών

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ. 1. Σι είναι επιστήμη 2. Η γέννηση της επιστημονικής γνώσης 3. Οριοθέτηση θεωριών αστικότητας

ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ. 1. Σι είναι επιστήμη 2. Η γέννηση της επιστημονικής γνώσης 3. Οριοθέτηση θεωριών αστικότητας ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ 1. Σι είναι επιστήμη 2. Η γέννηση της επιστημονικής γνώσης 3. Οριοθέτηση θεωριών αστικότητας 1. Μια διαδεδομένη αντίληψη περί επιστήμης Γνώση / Κατανόηση των φαινομένων του φυσικού κόσμου

Διαβάστε περισσότερα

Θεωρία&Μεθοδολογία των Κοιν.Επιστημών. Εβδομάδα 1

Θεωρία&Μεθοδολογία των Κοιν.Επιστημών. Εβδομάδα 1 Θεωρία&Μεθοδολογία των Κοιν.Επιστημών Εβδομάδα 1 elasideri@gmail.com Ορισμός Τρόπος οργάνωσης της γνώσης Τι είναι η επιστήμη Κριτήρια Συστηματικότητα Τεκμηρίωση Αμφισβήτηση Ηθική Πώς γνωρίζουμε τον κόσμο

Διαβάστε περισσότερα

Η εφαπτομένη σε σημείο της γραφικής παράστασης συνάρτησης

Η εφαπτομένη σε σημείο της γραφικής παράστασης συνάρτησης Η εφαπτομένη σε σημείο της γραφικής παράστασης συνάρτησης Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΤΡΙΖΟΥ Σχολικού Συμβούλου Μαθηματικών Τρικάλων και Καρδίτσας ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Ένα από τα δύο κομβικά ερευνητικά προβλήματα που οι συστηματικές

Διαβάστε περισσότερα

Κίνηση φορτισμένου σωματιδίου σε χώρο, όπου συνυπάρχουν ηλεκτρικό και μαγνητικό πεδίο ομογενή και χρονοανεξάρτητα

Κίνηση φορτισμένου σωματιδίου σε χώρο, όπου συνυπάρχουν ηλεκτρικό και μαγνητικό πεδίο ομογενή και χρονοανεξάρτητα Κίνηση φορτισμένου σωματιδίου σε χώρο, όπου συνυπάρχουν ηλεκτρικό και μαγνητικό πεδίο ομογενή και χρονοανεξάρτητα Μέρος α : Εξισώσεις κίνησης και συμπεράσματα) Α. Τι βλέπει ένας αδρανειακός παρατηρητής

Διαβάστε περισσότερα

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή Τα σχέδια μαθήματος αποτελούν ένα είδος προσωπικών σημειώσεων που κρατά ο εκπαιδευτικός προκειμένου να πραγματοποιήσει αποτελεσματικές διδασκαλίες. Περιέχουν πληροφορίες

Διαβάστε περισσότερα

Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΜΑΘΗΜΑ 1: Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ Τίποτε δεν θεωρώ μεγαλύτερο αίνιγμα από το χρόνο και το χώρο Εντούτοις, τίποτε δεν με απασχολεί λιγότερο από αυτά επειδή ποτέ δεν τα σκέφτομαι Charles

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan)

Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan) On-the-fly feedback, Upper Secondary Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan) Τάξη: Β Λυκείου Διάρκεια ενότητας Μάθημα: Φυσική Θέμα: Ταλαντώσεις (αριθμός Χ διάρκεια μαθήματος): 6X90

Διαβάστε περισσότερα

Φάκελος Ερευνητικής Εργασίας Σχολείο:Γενικό Λύκειο Ζεφυρίου Τμήμα:Α 1-Α 2

Φάκελος Ερευνητικής Εργασίας Σχολείο:Γενικό Λύκειο Ζεφυρίου Τμήμα:Α 1-Α 2 Φάκελος Ερευνητικής Εργασίας Σχολείο:Γενικό Λύκειο Ζεφυρίου Τμήμα:Α 1-Α 2 Θέμα: Θρησκευτικές και επιστημονικές αντιλήψεις για την δημιουργία του σύμπαντος Ονοματεπώνυμα μαθητών: Αλέξανδρος Λάσκος, Γαρυφαλένια

Διαβάστε περισσότερα

Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθηματικών

Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθηματικών Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθηματικών Σχεδιασμός... αντιμετωπίζει ενιαία το πλαίσιο σπουδών (Προδημοτική, Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο), είναι συνέχεια υπό διαμόρφωση και αλλαγή, για να αντιμετωπίζει την εξέλιξη,

Διαβάστε περισσότερα

ΜΗΧΑΝΙΚΗ. ΕΝΟΤΗΤΑ 1η. ΚΕ Φ ΑΛ ΑΙ Ο 3 :Η έννοια της δ ύναμ ης

ΜΗΧΑΝΙΚΗ. ΕΝΟΤΗΤΑ 1η. ΚΕ Φ ΑΛ ΑΙ Ο 3 :Η έννοια της δ ύναμ ης Σκοπός 1 Να αποκτήσουν οι μαθητές τη δυνατότητα να απαντούν σε ερωτήματα που εμφανίζονται στην καθημερινή μας ζωή και έχουν σχέση με την δύναμη, μάζα και αδράνεια. Λέξεις κλειδιά Δύναμη, αδράνεια, μάζα

Διαβάστε περισσότερα

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών Πηγή: Δημάκη, Α. Χαϊτοπούλου, Ι. Παπαπάνου, Ι. Ραβάνης, Κ. Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών: μια ποιοτική προσέγγιση αντιλήψεων μελλοντικών νηπιαγωγών. Στο Π. Κουμαράς & Φ. Σέρογλου (επιμ.). (2008).

Διαβάστε περισσότερα

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1 Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1 Μια σύνοψη του Βιβλίου (ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ): Η πλειοψηφία θεωρεί πως η Νόηση είναι μια διεργασία που συμβαίνει στον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Διαβάστε περισσότερα

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι Ενότητα 3: Εναλλακτικές όψεις της επιστήμης που προβάλλονται στην εκπαίδευση Σπύρος Κόλλας (Βασισμένο στις σημειώσεις του

Διαβάστε περισσότερα

Ίωνες Φιλόσοφοι. Οι σημαντικότεροι Ίωνες φιλόσοφοι επιστήμονες

Ίωνες Φιλόσοφοι. Οι σημαντικότεροι Ίωνες φιλόσοφοι επιστήμονες Ίωνες Φιλόσοφοι Η απλή ενατένιση του ουρανού, με το πλήθος των εντυπωσιακών φαινομένων, ικανών να προσελκύσουν την προσοχή και το ενδιαφέρον των πρωτόγονων ανθρώπων, άρχισε να σημειώνει τα πρώτα εξελικτικά

Διαβάστε περισσότερα

Η Φυσική που δεν διδάσκεται ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΡΗΤΗΣ

Η Φυσική που δεν διδάσκεται ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΡΗΤΗΣ Η Φυσική που δεν διδάσκεται ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΡΗΤΗΣ Αλήθεια τι είναι η «Φυσική» ; Είναι ένα άσχημο μάθημα με τύπους και εξισώσεις;; ή μήπως είναι η επιστήμη που μελετάει την φύση και προσπαθεί να κατανοήσει

Διαβάστε περισσότερα

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΠΤΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΠΤΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΠΤΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ Οι μαθηματικές έννοιες και γενικότερα οι μαθηματικές διαδικασίες είναι αφηρημένες και, αρκετές φορές, ιδιαίτερα πολύπλοκες. Η κατανόηση

Διαβάστε περισσότερα

Η Φυσική που δεν διδάσκεται

Η Φυσική που δεν διδάσκεται 1 Η Φυσική που δεν διδάσκεται Δρ. Μιχάλης Καραδημητρίου Σύλλογος Φυσικών Κρήτης www.sfkritis.gr Αλήθεια τι είναι η «Φυσική» ; 2 Είναι ένα άσχημο μάθημα με τύπους και εξισώσεις;; ή μήπως είναι η επιστήμη

Διαβάστε περισσότερα

Διερευνητική μάθηση We are researchers, let us do research! (Elbers and Streefland, 2000)

Διερευνητική μάθηση We are researchers, let us do research! (Elbers and Streefland, 2000) Διερευνητική μάθηση We are researchers, let us do research! (Elbers and Streefland, 2000) Πρόκειται για την έρευνα που διεξάγουν οι επιστήμονες. Είναι μια πολύπλοκη δραστηριότητα που απαιτεί ειδικό ακριβό

Διαβάστε περισσότερα

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α. Θέµατα & Ασκήσεις από: www.arnos.gr 2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22 ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σύµφωνα µε τη θεωρία του εµπειρισµού

Διαβάστε περισσότερα

Η Απουσία του Χρόνου Σελίδα.1

Η Απουσία του Χρόνου Σελίδα.1 Η Απουσία του Χρόνου Σελίδα.1 (Επιφυλλίδα Οπισθόφυλλο) Ο Εαυτός και η Απουσία του Χρόνου Δεν είναι καθόλου συνηθισμένο να γίνονται συζητήσεις και αναφορές για την Απουσία του Χρόνου ακόμη και όταν υπάρχουν,

Διαβάστε περισσότερα