Δάφνη Νικολαΐδου Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Δάφνη Νικολαΐδου Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία"

Transcript

1 Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης Ανάλυση και μελέτη ζωοαρχαιολογικού υλικού από την Τούμπα Θεσσαλονίκης (τομή 761, κτήριο Ζ, δρόμος Χ1) Δάφνη Νικολαΐδου Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία Θεσσαλονίκη 2010

2 Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης Ανάλυση και μελέτη ζωοαρχαιολογικού υλικού από την Τούμπα Θεσσαλονίκης (τομή 761, κτήριο Ζ, δρόμος Χ1) Δάφνη Νικολαΐδου Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία Α Κύκλος Μεταπτυχιακών Σπουδών Προϊστορική Αρχαιολογία Επιβλέπων καθηγητής: Στέλιος Ανδρέου Θεσσαλονίκη 2010

3 Η έγκριση της μεταπτυχιακής εργασίας από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει ότι το Τμήμα αποδέχεται αναγκαστικά τις γνώμες του συγγραφέα.

4 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ... I ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ... II ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΩΝ... IV ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... IX ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ... X ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ... XI 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΟΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΚΑΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΖΩΟΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΟΙ ΖΩΟΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΑΦΟΝΟΜΙΑ ΟΣΤΑ Τα οστά Τα δόντια Τα κέρατα ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΑΦΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΑΔΙΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΕΝΟΣ ΖΩΟΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ Ο ΟΜΟΙΟΜΟΡΦΙΣΜΟΣ, ΟΙ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ Βιοτικοί παράγοντες Σφαγή και θρυμματισμός των οστών Μαγείρεμα Καύση Ποδοπάτημα οστών από ανθρώπους και ζώα (trampling) Επίδραση σαρκοφάγων Δήγματα σαρκοφάγων Πέψη Αβιοτικοί παράγοντες Αποσάθρωση της επιφάνειας των οστών (weathering) PH του εδάφους Ο ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΜΠΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Η ΘΕΣΗ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Η ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΣΤΗΝ ΤΟΥΜΠΑ ΑΝΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ Η Μέση Εποχή του Χαλκού Η πρώιμη Ύστερη Εποχή του Χαλκού Η ύστερη Ύστερη Εποχή του Χαλκού Η Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου Η ιστορική περίοδος ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΚΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΖΩΟΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΟΣΟΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ Αριθμός Προσδιορισθέντων Οστών Ελάχιστος Αριθμός Ατόμων Ελάχιστος Αριθμός Ανατομικών Μονάδων

5 4.2.4 Μέθοδος καταγραφής και ποσοτικοποίησης του ζωαρχαιολογικού υλικού της Τούμπας ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ ΤΟΥ ΖΩΟΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΙΧΝΩΝ ΣΦΑΓΗΣ ΜΕΘΟΔΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΗΛΙΚΙΑΣ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΕΘΟΔΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΦΥΛΟΥ ΠΑΛΑΙΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΖΩΟΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ (ΤΟΜΗ 761, ΚΤΗΡΙΟ Ζ, ΔΡΟΜΟΣ Χ1) ΈΛΕΓΧΟΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΤΟΥ ΖΩΟΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ (ΤΟΜΗ 761, ΚΤΗΡΙΟ Ζ, ΔΡΟΜΟΣ Χ1) ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ Τομή Κτήριο Ζ Δρόμος Χ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ Επίδραση σαρκοφάγων Τομή Κτήριο Ζ Δρόμος Χ Απόρριψη - απόθεση Τομή Κτήριο Ζ Δρόμος Χ ΤΡΟΦΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ Κατάσταση διατήρησης οστών Τομή Κτήριο Ζ Δρόμος Χ Ίχνη καύσης Τομή Κτήριο Ζ Δρόμος Χ Ίχνη κοπής Τομή Κτήριο Ζ Δρόμος Χ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ Θνησιμότητα νεογνών Τομή Κτήριο Ζ Δρόμος Χ Φυλετική αντιπροσώπευση των οικόσιτων ειδών Τομή Κτήριο Ζ Δρόμος Χ Ηλικία θανάτου των οικόσιτων ειδών Τομή Κτήριο Ζ Δρόμος Χ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΛΕΟΝΤΩΝ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: ΤΑ ΖΩΟΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...137

6 Κατάλογος Εικόνων Εικόνα 2.1: Σχηματική απεικόνιση του σκελετού των θηλαστικών (ελάφι), (O Connor 2000, fig. 2.2). Εικόνα 2.2: Ζώνες διαχωρισμού των οστών (Hesse & Wapnish 1985, fig. 24). Εικόνα 2.3 Όροι θέσης και προσανατολισμού των οστών στο σκελετό (Hesse & Wapnish 1985, fig. 30). Εικόνα 2.4 Σχεδιαστική απεικόνιση της σύστασης του δοντιού (Hillson 1986, fig. 1.1). Εικόνα 2.5 Οστά με ίχνη δηγμάτων από σαρκοφάγα (πάνω: αριστερή κνήμη χοίρου, κάτω: δεξιός βραχίονας χοίρου) Εικόνα 3.1 Ο προϊστορικός οικισμός της Τούμπας Θεσσαλονίκης (Φωτογραφικό Αρχείο Ανασκαφής) Εικόνα 3.2 Γενική κάτοψη του οικισμού της Τούμπας (Φωτογραφικό Αρχείο Ανασκαφής) Εικόνα 3.3 Κάτοψη της κορυφής της Τούμπας, στην οποία διακρίνεται το κτήριο Ζ (Φωτογραφικό Αρχείο Ανασκαφής) Εικόνα 3.4 Σχεδιαστική απόδοση του κτηρίου Ζ και του γειτονικού δρόμου Χ1 (Αρχείο Ανασκαφής) Εικόνα 4.1 Ταξινομικό σύστημα Λινναίου. Το παράδειγμα του προβάτου (Ovis aries). Εικόνα 4.2 Ίχνη εκδοράς (αριστερό μετακάρπιο βοοειδούς). Εικόνα 4.3 Ίχνη διαμελισμού (αριστερός βραχίονας χοίρου) Εικόνα 4.4 Ίχνη αποστέωσης (δεξιός βραχίονας προβάτου) Εικόνα 5.1 Τομή 761 (ΜΕΧ): Ταξινομική αντιπροσώπευση ζώων (%) (n = 1459), ΕΑΑΜ. Εικόνα 5.2 Τομή 761(πρώιμη ΥΕΧ): Ταξινομική αντιπροσώπευση ζώων (%) (n = 239), ΕΑΑΜ. Εικόνα 5.3 Κτήριο Ζ: Tαξινομική αντιπροσώπευση ζώων (%), (n = 568), EAAM. Εικόνα 5.4 Δρόμος Χ1: Tαξινομική αντιπροσώπευση ζώων (%), (n = 726), ΕΑΑΜ. Εικόνα 5.5 Διάγραμμα Brain. Εικόνα 5.6 Τομή 761: Ανατομική αντιπροσώπευση των αιγοπροβάτων (n = 464), EAAM. Εικόνα 5.7 Κτήριο Ζ: Ανατομική αντιπροσώπευση των αιγοπροβάτων (n = 205), ΕΑΑΜ. Εικόνα 5.8 Δρόμος Χ1: Ανατομική αντιπροσώπευση των αιγοπροβάτων (n = 274), ΕΑΑΜ. Εικόνα 5.9 Τομή 761: Συναρθρωμένα οστά: αριστερές κερκίδες και ωλένες πλατωνιού. Εικόνα 5.10 Κτήριο Ζ: Συναρθρωμένα οστά: δεξιός αστράγαλος και δεξιά πτέρνα προβάτου. Εικόνα 5.11 Δρόμος Χ1: Κάτω μισό σκελετού νεογέννητου χοίρου. Εικόνα 5.12 Κυλινδρικές διαφύσεις, θραύσματα διάφυσης και θραύσματα διάφυσης με επίφυση. Εικόνα 5.13 Οστά με ίχνη καύσης. Εικόνα 5.14 Καμπύλες θνησιμότητας αρσενικών και θηλυκών αιγοπροβάτων, στο πλαίσιο της έμφασης στην παραγωγή κρέατος (Payne 1973, Fig. 1). Εικόνα 5.15 Καμπύλες θνησιμότητας αρσενικών και θηλυκών αιγοπροβάτων, στο πλαίσιο της συστηματικής παραγωγής γάλακτος (Payne 1973, Fig. 2). Εικόνα 5.16 Καμπύλες θνησιμότητας αρσενικών και θηλυκών αιγοπροβάτων, στο πλαίσιο της συστηματικής παραγωγής μαλλιού (Payne 1973, Fig. 3). I

7 Εικόνα 5.17 Τομή 761: Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των βοοειδών (%), (n = 19). Εικόνα 5.18 Τομή 761: Βαθμός συνοστέωσης των οστών των βοοειδών (n = 330). Εικόνα 5.19 Τομή 761: Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των προβάτων (%), (n = 29) Εικόνα 5.20 Τομή 761: Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των αιγών (%), (n = 16). Εικόνα 5.21 Τομή 761: Βαθμός συνοστέωσης των οστών των αιγοπροβάτων (n = 526). Εικόνα 5.22 Τομή 761: Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των χοίρων (%), (n = 55). Εικόνα 5.23 Τομή 761: Βαθμός συνοστέωσης των οστών των χοίρων (n = 335). Εικόνα 5.24 Κτήριο Ζ: Βαθμός συνοστέωσης των οστών των βοοειδών (n = 54). Εικόνα 5.25 Κτήριο Ζ: Βαθμός συνοστέωσης των οστών των αιγοπροβάτων (n = 215). Εικόνα 5.26 Κτήριο Ζ: Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των χοίρων (%), (n = 11). Εικόνα 5.27 Κτήριο Ζ: Βαθμός συνοστέωσης των οστών των χοίρων (n = 150). Εικόνα 5.28 Δρόμος Χ1: Βαθμός συνοστέωσης των οστών των βοοειδών (n = 46). Εικόνα 5.29 Δρόμος Χ1: Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των προβάτων (%), (n = 17) Εικόνα 5.30 Δρόμος Χ1: Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των αιγών (%), (n = 10) Εικόνα 5.31 Δρόμος Χ1: Βαθμός συνοστέωσης των οστών των αιγοπροβάτων (n = 309) Εικόνα 5.32 Δρόμος Χ1: Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των χοίρων (%), (n = 14) Εικόνα 5.33 Δρόμος Χ1: Βαθμός συνοστέωσης των οστών των χοίρων (n = 174). Εικόνα 6.1 Λεπτομέρεια από την Τοιχογραφία της Νηοπομπής, Δυτική Οικία Ακρωτηρίου Θήρας Εικόνα 6.2 Χάλκινα εγχειρίδια με ένθετη διακόσμηση από χρυσό και άργυρο από τους τάφους IV και V του ταφικού κύκλου Α των Μυκηνών. Εικόνα 6.3 Αριστερά: αριστερός αστράγαλος και αριστερή πτέρνα λιονταριού. Δεξιά: αριστερό πέμπτο μετακάρπιο λιονταριού. Κατάλογος Πινάκων Πίνακας 1.1. Ζωοαρχαιολογικές μελέτες από προϊστορικές θέσεις της Μακεδονίας (Βασιλειάδου 2009). Πίνακας 4.1 Ηλικίες εμφάνισης δοντιών (Silver 1969). Πίνακας 4.2 Ηλικίες συνοστέωσης ανά μέρος του σκελετού και ανά είδος (Silver 1969). Πίνακας 5.1 Τομή 761, Κτήριο Ζ, Δρόμος Χ1: Ταξινομική αντιπροσώπευση μεγάλων και μικρών οστών στα ζωοαρχαιολογικά δείγματα (ΕΑΑΜ). Πίνακας 5.2 Τομή 761, Κτήριο Ζ, Δρόμος Χ1: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών με ίχνη από αρχαία και σύγχρονα σπασίματα (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.3 Τομή 761: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών με ίχνη δηγμάτων (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.4 Τομή 761: Κατάσταση διατήρησης οστών (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.5 Κτήριο Ζ: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών με ίχνη δηγμάτων (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.6 Κτήριο Ζ: Κατάσταση διατήρησης των οστών ανά είδος (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.7 Δρόμος Χ1: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών με ίχνη δηγμάτων (ΜΑΑΜ). II

8 Πίνακας 5.8 Δρόμος Χ1: Κατάσταση διατήρησης των οστών ανά είδος (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.9 Τομή 761: Κατανομή ολόκληρων και σπασμένων οστών ανά τύπο επίχωσης (ΕΑΑΜ) Πίνακας 5.10 Κτήριο Ζ: Κατανομή ολόκληρων και σπασμένων οστών ανά τύπο επίχωσης (ΕΑΑΜ) Πίνακας 5.11 Δρόμος Χ1: Κατανομή ολόκληρων και σπασμένων οστών ανά τύπο επίχωσης (ΕΑΑΜ) Πίνακας 5.12 Τομή 761: Κατάσταση διατήρησης των οστών (θραύσματα και ακέραια) (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.13 Τομή 761: Κατάσταση διατήρησης των οστών (κυλινδρικές διαφύσεις και θραύσματα διάφυσης με επίφυση) (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.14 Κτήριο Ζ: Κατάσταση διατήρησης των οστών ανά είδος (θραύσματα και ακέραια) (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.15 Κτήριο Ζ: Κατάσταση διατήρησης των οστών ανά είδος (κυλινδρικές διαφύσεις και θραύσματα διάφυσης με επίφυση) (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.16 Δρόμος Χ1: Κατάσταση διατήρησης οστών ανά είδος (θραύσματα και ακέραια) (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.17 Δρόμος Χ1: Κατάσταση διατήρησης οστών ανά είδος (κυλινδρικές διαφύσεις και θραύσματα διάφυσης με επίφυση) (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.18 Τομή 761: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών με ίχνη καύσης (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.19 Κτήριο Ζ: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών με ίχνη καύσης (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.20 Δρόμος Χ1: Ταξινομική αντιπροσώπεση οστών με ίχνη καύσης (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.21 Τομή 761: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών ανά είδος κοπής (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.22 Τομή 761: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών με ίχνη κοπής (ΜΑΑΜ) Πίνακας 5.23 Τομή 761: Κατανομή τύπων κοπής ανά είδος και ανατομική ζώνη (ΜΑΑΜ) (βοοειδή n = 445, χοίρος n = 460, αιγοπρόβατα n = 706). Πίνακας 5.24 Κτήριο Ζ: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών ανά είδος κοπής (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.25 Κτήριο Ζ: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών με ίχνη κοπής (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.26 Κτήριο Ζ: Κατανομή τύπων κοπής ανά είδος και ανατομική ζώνη (ΜΑΑΜ) (βοοειδή n = 69, χοίρος n = 193, αιγοπρόβατα n = 290) Πίνακας 5.27 Δρόμος Χ1: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών ανά είδος κοπής (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.28 Δρόμος Χ1: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών με ίχνη κοπής (ΜΑΑΜ). Πίνακας 5.29 Δρόμος Χ1: Κατανομή τύπων κοπής ανά είδος και ανατομική ζώνη (ΜΑΑΜ) (βοοειδή n = 64, χοίρος n = 211, αιγοπρόβατα n = 415) Πίνακας 5.30 Τομή 761(ΜΕΧ): Αντιπροσώπευση νεογνών, νεαρών και ενήλικων ατόμων (ΕΑΑΜ). Πίνακας 5.31 Κτήριο Ζ: Αντιπροσώπευση νεογνών, νεαρών και ενήλικων ατόμων (ΕΑΑΜ). Πίνακας 5.32 Δρόμος Χ1: Αντιπροσώπευση νεογνών, νεαρών και ενήλικων ατόμων (ΕΑΑΜ). Πίνακας 5.33 Τομή 761: Φυλετική αντιπροσώπευση (ΕΑΑΜ). Πίνακας 5.34 Κτήριο Ζ: Φυλετική αντιπροσώπευση (ΕΑΑΜ). Πίνακας 5.35 Δρόμος Χ1: Φυλετική αντιπροσώπευση (ΕΑΑΜ). III

9 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΩΝ (Επισυνάπτονται σε ηλεκτρονική μορφή - CD στο τέλος της εργασίας) Παράρτημα Α (Τομή 761) Πίνακας A.1 Τομή 761 (ΜΕΧ): Ταξινομική και ανατομική σύνθεση (MΑΑΜ) Πίνακας A.2 Τομή 761 (ΜΕΧ): Ταξινομική και ανατομική σύνθεση (ΕΑΑΜ) Πίνακας A.3 Τομή 761 (πρώιμη ΥΕΧ): Ταξινομική και ανατομική σύνθεση (MΑΑΜ) Πίνακας A.4 Τομή 761 (πρώιμη ΥΕΧ): Ταξινομική και ανατομική σύνθεση (ΕΑΑΜ) Πίνακας A.5 Τομή 761 (ΜΕΧ): Ταφονομικοί παράγοντες και κατάσταση διατήρησης των οστών Πίνακας A.6 Τομή 761 (πρώιμη ΥΕΧ): Ταφονομικοί παράγοντες και κατάσταση διατήρησης των οστών Πίνακας A.7 Τομή 761 (ΜΕΧ): Βαθμός θρυμματισμού των οστών Πίνακας A.8 Τομή 761 (πρώιμη ΥΕΧ): Βαθμός θρυμματισμού των οστών Πίνακας A.9 Τομή 761 (ΜΕΧ): Κατανομή οστών ανά είδος και ανά τύπο κοπής Πίνακας A.10 Τομή 761 (πρώιμη ΥΕΧ): Κατανομή οστών ανά είδος και ανά τύπο κοπής Πίνακας Α.11 Τομή 761 (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ): Τύποι κοπών ανά είδος και μέρος του σκελετού (συντομογραφίες από Binford 1981) Πίνακας Α.12 Τομή 761 (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ): Φυλετική αντιπροσώπευση των κύριων οικόσιτων ειδών Πίνακας Α.13 Τομή 761 (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ): Οστά του μετακρανιακού σκελετού που ανήκουν σε νεογέννητα ζώα Πίνακας Α.14 Τομή 761 (ΜΕΧ): Στάδια θανάτωσης των βοοειδών βάσει του βαθμού συνοστέωσης Πίνακας Α.15 Τομή 761 (ΜΕΧ): Στάδια θανάτωσης των χοίρων βάσει του βαθμού συνοστέωσης Πίνακας Α.16 Τομή 761 (ΜΕΧ): Στάδια θανάτωσης των αιγοπροβάτων βάσει του βαθμού συνοστέωσης Πίνακας Α.17 Τομή 761 (πρώιμη ΥΕΧ): Στάδια θανάτωσης των βοοειδών βάσει του βαθμού συνοστέωσης Πίνακας Α.18 Τομή 761 (πρώιμη ΥΕΧ): Στάδια θανάτωσης των χοίρων βάσει του βαθμού συνοστέωσης Πίνακας Α.19 Τομή 761 (πρώιμη ΥΕΧ): Στάδια θανάτωσης των χοίρων βάσει του βαθμού συνοστέωσης Πίνακας Α.20 Τομή 761 (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ): Στάδια φθοράς των δοντιών των βοοειδών Πίνακας Α.21 Τομή 761 (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ): Ηλικίες θανάτωσης των βοοειδών βάσει της φθοράς των δοντιών Πίνακας Α.22 Τομή 761 (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ): Στάδια φθοράς των δοντιών των χοίρων Πίνακας Α.23 Τομή 761 (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ): Ηλικίες θανάτωσης των χοίρων βάσει της φθοράς των δοντιών Πίνακας Α.24 Τομή 761 (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ): Στάδια φθοράς των δοντιών των προβάτων (η απόδοση των σταδίων φθοράς έγινε με την εφαρμογή των σχεδίων του Payne 1973) Πίνακας Α.25 Τομή 761 (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ): Ηλικίες θανάτωσης των προβάτων βάσει της φθοράς των δοντιών IV

10 Πίνακας Α.26 Τομή 761 (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ): Στάδια φθοράς των δοντιών των αιγών (η απόδοση των σταδίων φθοράς έγινε με την εφαρμογή των σχεδίων του Payne 1973) Πίνακας Α.27 Τομή 761 (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ): Ηλικίες θανάτωσης των αιγών βάσει της φθοράς των δοντιών Πίνακας Α.28 Τομή 761 (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ): Στάδια φθοράς των δοντιών των αιγοπροβάτων (η απόδοση των σταδίων φθοράς έγινε με την εφαρμογή των σχεδίων του Payne 1973) Πίνακας Α.29 Τομή 761 (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ): Ηλικίες θανάτωσης των αιγοπροβάτων βάσει της φθοράς των δοντιών Παράρτημα Β (Κτήριο Ζ) Πίνακας Β.1 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Ταξινομική και ανατομική σύνθεση (MΑΑΜ) Πίνακας Β.2 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Ταξινομική και ανατομική σύνθεση (ΕΑΑΜ) Πίνακας Β.3 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Ταφονομικοί παράγοντες και κατάσταση διατήρησης των οστών Πίνακας Β.4 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Βαθμός θρυμματισμού των οστών Πίνακας Β.5 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Κατανομή οστών ανά είδος και ανά τύπο κοπής Πίνακας Β.6 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Τύποι κοπών ανά είδος και μέρος του σκελετού (συντομογραφίες από Binford 1981) Πίνακας Β.7 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Φυλετική αντιπροσώπευση των κύριων οικόσιτων ειδών Πίνακας Β.8 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Οστά του μετακρανιακού σκελετού που ανήκουν σε νεογέννητα ζώα Πίνακας Β.9 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Στάδια θανάτωσης των βοοειδών βάσει του βαθμού συνοστέωσης Πίνακας Β.10 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Στάδια θανάτωσης των χοίρων βάσει του βαθμού συνοστέωσης Πίνακας Β.11 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Στάδια θανάτωσης των αιγοπροβάτων βάσει του βαθμού συνοστέωσης Πίνακας Β.12 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Στάδια φθοράς των δοντιών των βοοειδών Πίνακας Β.13 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Στάδια φθοράς των δοντιών των χοίρων Πίνακας Β.14 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Ηλικίες θανάτωσης των χοίρων βάσει της φθοράς των δοντιών Πίνακας Β.15 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Στάδια φθοράς των δοντιών των προβάτων (η απόδοση των σταδίων φθοράς έγινε με την εφαρμογή των σχεδίων του Payne, 1973) Πίνακας Β.16 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Ηλικίες θανάτωσης των προβάτων βάσει της φθοράς των δοντιών Πίνακας Β.17 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Στάδια φθοράς των δοντιών των αιγών (η απόδοση των σταδίων φθοράς έγινε με την εφαρμογή των σχεδίων του Payne, 1973) Πίνακας Β.18 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Ηλικίες θανάτωσης των αιγών βάσει της φθοράς των δοντιών Πίνακας Β.19 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Στάδια φθοράς των δοντιών των αιγοπροβάτων (η απόδοση των σταδίων φθοράς έγινε με την εφαρμογή των σχεδίων του Payne, 1973) V

11 Πίνακας Β.20 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Ηλικίες θανάτωσης των αιγοπροβάτων βάσει της φθοράς των δοντιών Παράρτημα Γ (Δρόμος Χ1) Πίνακας Γ.1 Δρόμος Χ1 (ύστερη ΥΕΧ): Ταξινομική και ανατομική σύνθεση (MΑΑΜ) Πίνακας Γ.2 Δρόμος Χ1 (ύστερη ΥΕΧ): Ταξινομική και ανατομική σύνθεση (ΕΑΑΜ) Πίνακας Γ.3 Δρόμος Χ1 (ύστερη ΥΕΧ): Ταφονομικοί παράγοντες και κατάσταση διατήρησης των οστών Πίνακας Γ.4 Δρόμος Χ1 (ύστερη ΥΕΧ): Βαθμός θρυμματισμού των οστών Πίνακας Γ.5 Δρόμος Χ1 (ύστερη ΥΕΧ): Κατανομή οστών ανά είδος και ανά τύπο κοπής Πίνακας Γ.6 Δρόμος Χ1 (ύστερη ΥΕΧ): Τύποι κοπών ανά είδος και μέρος του σκελετού (συντομογραφίες από Binford 1981) Πίνακας Γ.7 Δρόμος Χ1 (ύστερη ΥΕΧ): Φυλετική αντιπροσώπευση των κύριων οικόσιτων ειδών Πίνακας Γ.8 Δρόμος Χ1 (ύστερη ΥΕΧ): Οστά του μετακρανιακού σκελετού που ανήκουν σε νεογέννητα ζώα Πίνακας Γ.9 Δρόμος Χ1 (ύστερη ΥΕΧ): Στάδια θανάτωσης των βοοειδών βάσει του βαθμού συνοστέωσης Πίνακας Γ.10 Δρόμος Χ1 (ύστερη ΥΕΧ): Στάδια θανάτωσης των χοίρων βάσει του βαθμού συνοστέωσης Πίνακας Γ.11 Δρόμος Χ1 (ύστερη ΥΕΧ): Στάδια θανάτωσης των αιγοπροβάτων βάσει του βαθμού συνοστέωσης Πίνακας Γ.12 Δρόμος Χ1 (ύστερη ΥΕΧ): Στάδια φθοράς των δοντιών των βοοειδών Πίνακας Γ.13 Δρόμος Χ1 (ύστερη ΥΕΧ): Στάδια φθοράς των δοντιών των χοίρων Πίνακας Γ.14 Δρόμος Χ1 (ύστερη ΥΕΧ): Ηλικίες θανάτωσης των χοίρων βάσει της φθοράς των δοντιών Πίνακας Γ.15 Δρόμος Χ1 (ύστερη ΥΕΧ): Στάδια φθοράς των δοντιών των προβάτων (η απόδοση των σταδίων φθοράς έγινε με την εφαρμογή των σχεδίων του Payne, 1973) Πίνακας Γ.16 Δρόμος Χ1 (ύστερη ΥΕΧ): Ηλικίες θανάτωσης των προβάτων βάσει της φθοράς των δοντιών Πίνακας Γ.17 Δρόμος Χ1 (ύστερη ΥΕΧ): Στάδια φθοράς των δοντιών των αιγών (η απόδοση των σταδίων φθοράς έγινε με την εφαρμογή των σχεδίων του Payne, 1973) Πίνακας Γ.18 Δρόμος Χ1 (ύστερη ΥΕΧ): Ηλικίες θανάτωσης των αιγών βάσει της φθοράς των δοντιών Πίνακας Γ.19 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Στάδια φθοράς των δοντιών των αιγοπροβάτων (η απόδοση των σταδίων φθοράς έγινε με την εφαρμογή των σχεδίων του Payne, 1973) Πίνακας Γ.20 Κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ): Ηλικίες θανάτωσης των αιγοπροβάτων βάσει της φθοράς των δοντιών ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ Τομή 761 (ΜΕΧ) VI

12 Πίνακας 1.1 Τομή 761 (ΜΕΧ): Μετρήσεις οστών αλόγου Πίνακας 1.2 Τομή 761 (ΜΕΧ): Μετρήσεις οστών βοοειδών Πίνακας 1.3 Τομή 761 (ΜΕΧ): Μετρήσεις οστών χοίρου Πίνακας 1.4 Τομή 761 (ΜΕΧ): Μετρήσεις οστών αιγοπροβάτων Πίνακας 1.5 Τομή 761 (ΜΕΧ): Μετρήσεις οστών προβάτου Πίνακας 1.6 Τομή 761(ΜΕΧ): Μετρήσεις οστών αίγας Πίνακας 1.7 Τομή 761 (ΜΕΧ): Μετρήσεις οστών σκύλου Πίνακας 1.8 Τομή 761 (ΜΕΧ): Μετρήσεις οστών λαγού Πίνακας 1.9 Τομή 761 (ΜΕΧ): Μετρήσεις οστού αλεπούς Πίνακας 1.10 Τομή 761 (ΜΕΧ): Μετρήσεις οστών αγριόχοιρου Πίνακας 1.11 Τομή 761 (ΜΕΧ): Μετρήσεις οστών ελαφιού Πίνακας 1.12 Τομή 761 (ΜΕΧ): Μετρήσεις οστών πλατωνιού Πίνακας 1.13 Τομή 761 (ΜΕΧ): Μετρήσεις οστών λιονταριού Τομή 761 (πρώιμη ΥΕΧ) Πίνακας 1.1 Τομή 761 (πρώιμη ΥΕΧ): Μετρήσεις οστών βοοειδών Πίνακας 1.2 Τομή 761 (πρώιμη ΥΕΧ): Μετρήσεις οστών χοίρου Πίνακας 1.3 Τομή 761 (πρώιμη ΥΕΧ): Μετρήσεις οστών αιγοπροβάτων Πίνακας 1.4 Τομή 761 (πρώιμη ΥΕΧ): Μετρήσεις οστών προβάτου Πίνακας 1.5 Τομή 761 (πρώιμη ΥΕΧ): Μετρήσεις οστών αίγας Πίνακας 1.6 Τομή 761 (πρώιμη ΥΕΧ): Μετρήσεις οστών σκύλου Πίνακας 1.7 Τομή 761 (πρώιμη ΥΕΧ): Μετρήσεις οστών αλεπούς Πίνακας 1.8 Τομή 761 (πρώιμη ΥΕΧ): Μετρήσεις οστού πλατωνιού Κτήριο Ζ Πίνακας 1.1 Κτήριο Ζ: Μετρήσεις οστών βοοειδών Πίνακας 1.2 Κτήριο Ζ: Μετρήσεις οστών χοίρου Πίνακας 1.3 Κτήριο Ζ: Μετρήσεις οστών αιγοπροβάτων Πίνακας 1.4 Κτήριο Ζ: Μετρήσεις οστών προβάτου Πίνακας 1.5 Κτήριο Ζ: Μετρήσεις οστών αίγας Πίνακας 1.6 Κτήριο Ζ: Μετρήσεις οστών σκύλου Πίνακας 1.7 Κτήριο Ζ: Μετρήσεις οστών λαγού Πίνακας 1.8 Κτήριο Ζ: Μετρήσεις οστού αλεπούς Πίνακας 1.9 Κτήριο Ζ: Μετρήσεις οστού ελαφιού VII

13 Δρόμος Χ1 Πίνακας 1.1 Δρόμος Χ1: Μετρήσεις οστού αλόγου Πίνακας 1.2 Δρόμος Χ1: Μετρήσεις οστών βοοειδών Πίνακας 1.3 Δρόμος Χ1: Μετρήσεις οστών χοίρου Πίνακας 1.4 Δρόμος Χ1: Μετρήσεις οστών αιγοπροβάτων Πίνακας 1.5 Δρόμος Χ1: Μετρήσεις οστών προβάτου Πίνακας 1.6 Δρόμος Χ1: Μετρήσεις οστών αίγας Πίνακας 1.7 Δρόμος Χ1: Μετρήσεις οστών σκύλου Πίνακας 1.8 Δρόμος Χ1: Μετρήσεις οστών λαγού Πίνακας 1.9 Δρόμος Χ1: Μετρήσεις οστών αλεπούς Πίνακας 1.10 Δρόμος Χ1: Μετρήσεις οστού αγριόχοιρου Πίνακας 1.11 Δρόμος Χ1: Μετρήσεις οστού γαϊδουριού Πίνακας 1.12 Δρόμος Χ1: Μετρήσεις οστών ελαφιού VIII

14 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΝ ΑΠΟ ΕΑΑ ΕΑΑΜ ΜΑΑΜ ΜΕΧ ΜΝ ΝΝ ΠΕΣ ΠΕΧ ΥΕΧ Αρχαιότερη Νεολιθική Αριθμός Προσδιορισθέντων Οστών Ελάχιστος Αριθμός Ατόμων Ελάχιστος Αριθμός Ανατομικών Μονάδων Μέγιστος Αριθμός Ανατομικών Μονάδων Μέση Εποχή Χαλκού Μέση Νεολιθική Νεότερη Νεολιθική Πρώιμη Εποχή Σιδήρου Πρώιμη Εποχή Χαλκού Ύστερη Εποχή Χαλκού Εικόνα εξώφυλλου: Marc Chagall, Εγώ και το χωριό, , Νέα Υόρκη, Museum of Modern Art. IX

15 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η εκπόνηση της παρούσας εργασίας θα ήταν αδύνατη δίχως τη συνεισφορά ορισμένων ανθρώπων, τους οποίους θα ήθελα να ευχαριστήσω από τη θέση αυτή. Πρώτα απ όλα, ευχαριστώ πολύ τους καθηγητές μου κ. Στέλιο Ανδρέου και κ. Κώστα Κωτσάκη, οι οποίοι εμπιστεύτηκαν στο πρόσωπό μου τη μελέτη και ανάλυση αδημοσίευτου ζωοαρχαιολογικού υλικού από την ανασκαφή της Τούμπας Θεσσαλονίκης. Στον επιβλέποντα καθηγητή μου κ. Στέλιο Ανδρέου οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ για τη συνεχή καθοδήγηση, την υποστήριξη και το αμέριστο ενδιαφέρον του καθόλη τη διάρκεια της υλοποίησης της μεταπτυχιακής μου εργασίας. Οι παρατηρήσεις του με βοήθησαν να αντεπεξέλθω στις δυσκολίες που παρουσιάστηκαν κατά καιρούς, ενώ τα καίρια σχόλιά του αποτέλεσαν «τροφή» για γόνιμη σκέψη, απαραίτητη για τη σωστή διαπραγμάτευση του θέματός μου. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον καθηγητή μου κ. Κώστα Κωτσάκη για τη φιλοξενία που μου παρείχε στις εγκαταστάσεις της ανασκαφής των Παλιαμπέλων Κολινδρού, όπου μελετήθηκε τμήμα του ζωοαρχαιολογικού υλικού που αναλύεται στην παρούσα εργασία. Οι συζητήσεις μου με τον κ. Κωτσάκη κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στα Παλιάμπελα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες και με έβαλαν στη διαδικασία να αναλογιστώ, πολλές φορές, τον τρόπο προσέγγισης των αρχαιολογικών φαινομένων. Η ενασχόλησή μου με τη ζωοαρχαιολογία και η υλοποίηση της μεταπτυχιακής μου εργασίας θα ήταν πρακτικά αδύνατες χωρίς τη βοήθεια του καθηγητή κ. Paul Halstead και της Δρ. Βαλασίας Ισαακίδου. Ο κ. Halstead και η κ. Ισαακίδου υπήρξαν πραγματικοί δάσκαλοι για μένα, καθώς μου δίδαξαν όλα όσα γνωρίζω για τα οστά των ζώων, με καθοδήγησαν σε ζητήματα μεθοδολογίας και βιβλιογραφίας και με στήριξαν με κάθε τρόπο, ενθαρρύνοντάς με σε κάθε μου βήμα. Η βοήθεια που μου παρείχαν κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στο Sheffield και στα Παλιάμπελα Κολινδρού και το αμέριστο ενδιαφέρον τους για την πρόοδό μου, το οποίο εκφράζεται ακόμα και από τη μακρινή Αγγλία, με καθιστά υπόχρεη απέναντί τους. Τους ευχαριστώ και τους δυο θερμά για την υπομονή και την υποστήριξή τους. Θα ήθελα, επίσης, να ευχαριστήσω την κ. Βάσω Τζεβελεκίδη, η οποία, παρά το φορτωμένο της πρόγραμμα, με βοήθησε σε ζητήματα ταύτισης των οστών και μου παρέσχε πολύτιμες πληροφορίες, αλλά και κουράγιο, σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία οι δυσκολίες έμοιαζαν ανυπέρβλητες. Ευχαριστώ, επίσης, θερμά την κ. Σέβη Τριανταφύλλου, η οποία με στήριξε τόσο πρακτικά, με τη βοήθειά της στη λήψη των φωτογραφιών που περιλαμβάνονται στην παρούσα εργασία, όσο και ηθικά, με τη συνεχή της ενθάρρυνση και την προθυμία της να ακούσει τους προβληματισμούς μου σχετικά με το αντικείμενο της μελέτης μου. Ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ οφείλω στη συνάδελφο, μα πάνω απ όλα, φίλη μου Αναστασία Βασιλειάδου. Η Αναστασία με βοήθησε καθόλη τη διάρκεια του μεταπτυχιακού μου, δίνοντάς μου πληροφορίες, συμβουλές, ιδέες και τρόπους αντιμετώπισης του υλικού και εμψυχώνοντάς με σε δύσκολες στιγμές άγχους και προβληματισμού. Την ευχαριστώ θερμά για όλα. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους ανθρώπους του φιλικού και οικογενειακού μου περιβάλλοντος, οι οποίοι μου στάθηκαν με κάθε τρόπο κατά τη διάρκεια της εκπόνησης της μεταπτυχιακής μου εργασίας. X

16 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Στόχος της παρούσας μεταπτυχιακής εργασίας είναι η μελέτη, ανάλυση και ερμηνεία του ζωοαρχαιολογικού υλικού που προήλθε από τρεις χώρους του προϊστορικού οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης: την τομή 761 (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ), το κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ) και το δρόμο Χ1 (ύστερη ΥΕΧ). Η μελέτη αυτή φιλοδοξεί να απαντήσει σε ερωτήματα σχετικά με τη σχέση ανθρώπων και ζώων κατά το παρελθόν, συνδυάζοντας, όπου είναι δυνατόν, τα στοιχεία που προκύπτουν για την οικονομία του οικισμού με εκείνα που αποκαλύπτουν τις αντιλήψεις των κατοίκων του. Έτσι, στην εργασία αυτή θίγονται ζητήματα σχετικά με το παλαιοπεριβάλλον και τα διαθέσιμα είδη ζώων, τις διατροφικές επιλογές των κατοίκων, τον τρόπο προετοιμασίας και κατανάλωσης της τροφής, τις στρατηγικές διαχείρισης του ζωικού δυναμικού, τις διαδικασίες απόρριψης και απόθεσης του υλικού και, όπου το επιτρέπουν τα δεδομένα, τις αντιλήψεις των ανθρώπων γύρω από τα ίδια τα ζώα. Η εργασία χωρίζεται σε έξι κεφάλαια εκ των οποίων τα τέσσερα πρώτα κινούνται περισσότερο σε θεωρητικό επίπεδο, ενώ τα δυο τελευταία πραγματεύονται την ανάλυση και ερμηνεία του ζωοαρχαιολογικού δείγματος που εξετάζεται. Στο πρώτο κεφάλαιο κρίθηκε απαραίτητο να δοθεί ο ορισμός της ζωοαρχαιολογίας, ώστε να καταστούν σαφείς οι στόχοι της έρευνας. Επίσης θεωρήθηκε σκόπιμη μια σύντομη ιστορική αναδρομή των κύριων αρχαιολογικών ρευμάτων που επηρέασαν την ανάπτυξη του κλάδου της ζωοαρχαιολογίας. Δεδομένου ότι η ζωοαρχαιολογία χαρακτηρίζεται από την απουσία ενός σαφώς διατυπωμένου θεωρητικού πλαισίου, η αναδρομή αυτή αποκαλύπτει την αναγκαία υπαγωγή του κλάδου στα θεωρητικά υποδείγματα της αρχαιολογίας, καθώς και την πληθώρα των θεωριών που επηρέασαν, κατά καιρούς, την εξέλιξή της. Στο τέλος του κεφαλαίου γίνεται μια σύντομη αναφορά στις ζωοαρχαιολογικές μελέτες στον ελληνικό χώρο και, κυρίως, στην περιοχή της Μακεδονίας, ώστε να καταδειχθεί το στάδιο στο οποίο βρίσκονται σήμερα οι σχετικές έρευνες. Το δεύτερο κεφάλαιο ασχολείται με ζητήματα ταφονομίας. Καταρχάς γίνεται μια αναφορά στη σύσταση και τη δομή των ίδιων των οστών με σκοπό να κατανοηθεί πλήρως η λειτουργία τους. Στη συνέχεια δίνεται ο ορισμός της ταφονομίας και η συζήτηση στρέφεται στα στάδια διαμόρφωσης των ζωοαρχαιολογικών συνόλων. Η αναγνώριση των ταφονομικών παραγόντων που μετασχηματίζουν τα ζωοαρχαιολογικά δείγματα είναι καίριας σημασίας και επιτυγχάνεται με τη βοήθεια του ομοιομορφισμού, των μελετών του παρόντος και του αναλογικού συλλογισμού. Έχοντας θίξει τα παραπάνω μεθοδολογικά εργαλεία, ακολουθεί η παρουσίαση των ταφονομικών διαδικασιών που είναι δυνατό να επηρεάσουν ένα ζωοαρχαιολογικό σύνολο και γίνεται μια απόπειρα να καταστεί σαφές ότι η απομάκρυνση των ταφονομικών ιχνών είναι απαραίτητη για τη σωστή αναλυτική αντιμετώπιση του υλικού. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται το αρχαιολογικό πλαίσιο από το οποίο προήλθε το υπό ανάλυση ζωοαρχαιολογικό σύνολο. Με άλλα λόγια, παρουσιάζεται ο οικισμός της Τούμπας Θεσσαλονίκης, ενώ ταυτόχρονα δίνονται στοιχεία για το φυσικό περιβάλλον της θέσης και για την ιστορία της έρευνας στο χώρο. Η διάταξη του οικισμού εξετάζεται για κάθε χρονολογική περίοδο και, στο πλαίσιο αυτό, εντοπίζονται οι χώροι και οι φάσεις που σχετίζονται με το υπό ανάλυση ζωοαρχαιολογικό δείγμα. XI

17 Το τέταρτο κεφάλαιο ασχολείται με τα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη μελέτη και ανάλυση του ζωοαρχαιολογικού υλικού. Η σαφής αναφορά στις μεθόδους που εφαρμόστηκαν κατά την ανάλυση κρίθηκε απαραίτητη, καθώς εξασφαλίζει τη σωστή διεξαγωγή συγκρίσεων μεταξύ διαφορετικών ζωοαρχαιολογικών μελετών, είτε αυτές ακολουθούν όμοιες μεθόδους ανάλυσης είτε όχι. Στο κεφάλαιο αυτό θίγονται ζητήματα ανάκτησης του ζωοαρχαιολογικού υλικού, ζητήματα ποσοτικοποίησης, μέθοδοι ταξινόμησης και αναγνώρισης ιχνών σφαγής, μέθοδοι προσδιορισμού του φύλου και της ηλικίας των ζώων, ζητήματα παλαιοπαθολογίας και μέθοδοι μετρήσεων των οστών. Στο πέμπτο κεφάλαιο γίνεται η παρουσίαση και ανάλυση των ζωοαρχαιολογικών δεδομένων που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας εργασίας. Στο κεφάλαιο αυτό ακολουθείται μια αναλυτικά ανάδρομη πορεία, με στόχο την απομάκρυνση των ταφονομικών παραγόντων και μια περισσότερο αντιπροσωπευτική αποκατάσταση της ζωοαρχαιολογικής πραγματικότητας. Με εξαίρεση την αναφορά στην ταξινομική σύνθεση των δειγμάτων που αναλύονται, η αντίστροφη πορεία ξεκινά με την εξέταση των μεθόδων ανάκτησης του υλικού στο πεδίο και με τη μελέτη της δράσης των ταφονομικών παραγόντων που ενδεχομένως επηρέασαν την τελική εικόνα του ζωοαρχαιολογικού συνόλου (δήγματα σαρκοφάγων, ποδοπάτημα). Στη συνέχεια, διερευνώνται οι πρακτικές απόρριψης των οστών από τον άνθρωπο και, με ενδιάμεσο στάδιο τη μελέτη της τροφοπαρασκευής και την κατανάλωσης (βαθμός θρυμματισμού, ίχνη καύσης και κοπής), η συζήτηση φτάνει στις στρατηγικές διαχείρισης των ζώων μέσα από τη μελέτη του φύλου και της ηλικίας σφαγής τους. Στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο γίνεται μια απόπειρα ερμηνείας του ζωοαρχαιολογικού συνόλου με στόχο να αποκαλυφθούν οι ανθρώπινες δράσεις που κρύβονται πίσω από τα ζωοαρχαιολογικά δεδομένα. Η συζήτηση κινείται γύρω από ζητήματα σχετικά με τις διατροφικές επιλογές των κατοίκων, τους τρόπους τροφοπαρασκευής και κατανάλωσης και τις στρατηγικές διαχείρισης των ζώων, ενώ επιχειρείται και ο εντοπισμός τυχόν διαφοροποιήσεων μεταξύ των φάσεων και των χώρων που εξετάζονται. Τα δεδομένα που αναλύονται στην παρούσα εργασία συγκρίνονται, όπου είναι δυνατόν, με τα αντίστοιχα των κτηρίων Μ και Α από την Τούμπα Θεσσαλονίκης, ώστε να αποκαλυφθούν συνέχειες ή διαφοροποιήσεις σε επίπεδο οικισμού. Επιπλέον, ο εντοπισμός τριών οστών λιονταριού στο ζωοαρχαιολογικό δείγμα που εξετάζεται κατέστησε απαραίτητη την ειδική αναφορά στο είδος αυτό και τη σύντομη διερεύνηση αντίστοιχων ευρημάτων από την περιοχή του ελλαδικού χώρου. Τέλος, τα ζωοαρχαιολογικά δεδομένα της Τούμπας συγκρίνονται με τα αντίστοιχα της Ασσήρου, του Καστανά και του Αγίου Μάμαντα, ώστε να δοθεί μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τη σχέση ανθρώπων και ζώων κατά την Εποχή του Χαλκού στην Κεντρική Μακεδονία. XII

18 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Ορισμός της ζωοαρχαιολογίας. Η ζωοαρχαιολογία ορίζεται ως η ταύτιση, ανάλυση και μελέτη των καταλοίπων ζώων, που προέρχονται από αρχαιολογικές θέσεις (Grayson 1973, 432, Klein & Cruz-Uribe 1984, 1, Reitz & Wing 1999, 1). Στις περιπτώσεις, όπου κάτι τέτοιο είναι δυνατό, η μελέτη των ζωικών καταλοίπων συμπληρώνεται από άλλες κατηγορίες δεδομένων, όπως είναι οι γραπτές πηγές και οι καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις (Thomas 1996, 2). Βασικός στόχος της ζωοαρχαιολογίας είναι η ανασύνθεση του παλαιοπεριβάλλοντος, της ανθρώπινης δράσης και η κατανόηση της σχέσης ανθρώπων και ζώων κατά το παρελθόν (Klein & Cruz- Uribe 1984, 1, Reitz & Wing 1999, 1). Η ανάλυση των ζωικών καταλοίπων παρέχει πληροφορίες για την πολλαπλή χρήση των ζώων από τις κοινωνίες του παρελθόντος. Εκτός από βασική πηγή διατροφής, τα ζώα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας του ανθρώπου, συνοδεύοντάς τον σε πλήθος δραστηριοτήτων, από το κυνήγι και την καλλιέργεια της γης μέχρι την απλή παρουσία τους στον οικισμό για λόγους προστασίας. Από την άλλη, τα κατάλοιπά τους και κάποια από τα δευτερογενή προϊόντα τους χρησιμοποιούνται συχνά για την κατασκευή εργαλείων και αντικειμένων καθημερινής χρήσης (Reitz & Wing 1999, 8). Ωστόσο, τα ζώα δεν έχουν μόνο οικονομική σημασία, αλλά και συμβολική. Από την άποψη αυτή, είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις ζωοαρχαιολογικές αναλύσεις να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός, ότι η σχέση ανθρώπων και ζώων σχετίζεται άμεσα με τις αντιλήψεις των υπό μελέτη κοινωνιών (Hesse & Wapnish 1985, 5) και να επιχειρούν να ερμηνεύσουν τα ζωοαρχαιολογικά σύνολα όχι μόνο υπό το πρίσμα της οικονομίας, αλλά και της ιδεολογίας. Μία από τις βασικότερες ιδιαιτερότητες της ζωοαρχαιολογίας είναι ο συνδυασμός θεωριών και μεθόδων από διάφορες ετερόκλητες επιστήμες, όπως είναι η βιολογία, η ανθρωπολογία και η οικολογία. Η εμπλοκή της βιολογίας, ιδιαίτερα, κατεύθυνε τις ζωοαρχαιολογικές αναλύσεις σε ζητήματα που αφορούν στις ζωογεωγραφικές κατανομές, στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των ζώων, στην ιστορία της εξημέρωσης και στην αποκατάσταση των παλαιοπεριβαλλοντικών συνθηκών, απομακρύνοντας εν μέρει το ενδιαφέρον από την ανασύνθεση της ανθρώπινης συμπεριφοράς (Reitz & Wing 1999, 1). Δεδομένου, ωστόσο, ότι, εξ ορισμού στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος κάθε ζωοαρχαιολογικής ανάλυσης βρίσκεται ο άνθρωπος και όχι τα ζώα, η έμφαση πρέπει να μετατοπίζεται σε ζητήματα σχετικά με την ανθρώπινη δραστηριότητα και η ερμηνεία να δομείται σε πολιτισμικό και όχι βιολογικό πλαίσιο (Hesse & Wapnish 1985, 3). Η επιλογή της υιοθέτησης μεθοδολογικών εργαλείων με βιολογικό ή αρχαιολογικό ανθρωπολογικό προσανατολισμό οδήγησε σε μια μεγάλη συζήτηση γύρω από τον όρο που πρέπει να χρησιμοποιεί κανείς όταν αναφέρεται στην ανάλυση των ζωικών καταλοίπων. Οι κυριότεροι όροι που προτάθηκαν κατά καιρούς είναι τέσσερις: η αρχαιοζωολογία, η εθνοζωολογία, η οστεοαρχαιολογία και η 1

19 ζωοαρχαιολογία. Ο όρος «αρχαιοζωολογία» τονίζει περισσότερο τη βιολογική διάσταση του υλικού. Θα μπορούσε να ταυτιστεί με την παλαιοντολογία, καθώς υπονοεί τη μελέτη των «αρχαίων ζώων» και δε συνδέεται με τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ο όρος «εθνοζωολογία» παρουσιάζει μια άλλου είδους αδυναμία: σχετίζεται με την εθνογραφική παρατήρηση σύγχρονων ανθρώπων και ζώων και, για το λόγο αυτό, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη μελέτη των κοινωνιών του παρελθόντος. Η «οστεοαρχαιολογία» από την άλλη, αναφέρεται αποκλειστικά στη μελέτη των σπονδυλωτών ζώων, αφήνοντας εκτός ερευνητικού πεδίου ασπόνδυλους οργανισμούς, όπως είναι τα έντομα και τα όστρεα. Στην παρούσα εργασία επιλέγεται ο όρος «ζωοαρχαιολογία» ως ο πιο κατάλληλος για να περιγράψει την ανάλυση των καταλοίπων των ζώων, καθώς θεωρείται ότι δίνει έμφαση στην αρχαιολογική διάσταση του υπό μελέτη υλικού και εμπεριέχει δυναμικά τον πολιτισμικό παράγοντα της ανθρώπινης δράσης (Olsen & Olsen 1981, 192, 193, Reitz & Wing , 3). 1.2 Ιστορική αναδρομή και θεωρητικό υπόβαθρο της ζωοαρχαιολογίας. Η ιδιαιτερότητα των βασικών στόχων της ζωοαρχαιολογίας οδήγησε στην εντύπωση ότι μπορεί πλέον αυτή να αντιμετωπίζεται ως ένας ανεξάρτητος ερευνητικός, επιστημονικός κλάδος (Renfrew & Bahn 2001, 288). Ωστόσο, είναι αυτή η ιδιαίτερη φύση της ζωοαρχαιολογίας, καθώς και η συνεπαγόμενη ανάμιξη των βιολογικών, ανθρωπολογικών και αρχαιολογικών επιστημών στους κόλπους της, που είχε ως αποτέλεσμα την απουσία ενός σαφώς διαμορφωμένου θεωρητικού πλαισίου για τη μελέτη και αποκατάσταση των σχέσεων ανθρώπων και ζώων κατά το παρελθόν (O Connor 1996, 6, Marciniak 1999, 293, Reitz & Wing 1999, 12). Ως εκ τούτου, η ζωοαρχαιολογία δανείστηκε τις εκάστοτε κυρίαρχες ερμηνευτικές προσεγγίσεις του κλάδου της αρχαιολογίας. Για το λόγο αυτό, μια σύντομη ιστορική αναδρομή των σημαντικότερων αρχαιολογικών θεωρητικών προσεγγίσεων και η συνακόλουθη ένταξη της ζωοαρχαιολογίας στα ερμηνευτικά υποδείγματα της αρχαιολογίας, κρίνονται απαραίτητες. Στα τέλη του 19 ου αιώνα, η διαρκώς αυξανόμενη αμφισβήτηση σχετικά με τα οφέλη της τεχνολογικής προόδου, σε συνδυασμό με την άνοδο των εθνικιστικών ρευμάτων στην Ευρώπη, είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή εγκατάλειψη του κυρίαρχου ως τότε, «δόγματος» του πολιτισμικού εξελικτισμού. Καθώς η ανάγκη για εθνικό αυτοπροσδιορισμό των διαφόρων ευρωπαϊκών εθνοτήτων συνεχώς αυξανόταν, το αρχαιολογικό ενδιαφέρον στράφηκε στη μελέτη των χιλιάδων ευρημάτων που έρχονταν στο φως κατά τις σωστικές ανασκαφές, που λάμβαναν χώρα στο πλαίσιο της αποπεράτωσης μεγάλων δημόσιων έργων σε διάφορες γωνιές της Ευρώπης. Βασικός στόχος της μελέτης των αρχαιολογικών αντικειμένων ήταν η απόδοσή τους σε συγκεκριμένες εθνικές ομάδες, μέσα από τη λεπτομερή καταγραφή και ταξινόμησή τους (Trigger 2005, ). Οι εξελίξεις αυτές έθεσαν τα θεμέλια της πολιτισμικής-ιστορικής προσέγγισης, που διαμορφώθηκε στις αρχές του 20 ού αιώνα και συστηματοποιήθηκε από τον Gordon Childe, ο οποίος προσδιόρισε την έννοια του «αρχαιολογικού πολιτισμού» και τη χρησιμοποίησε συστηματικά στο έργο του (Trigger 2005, 175). 2

20 Κατά τη διάρκεια του 19 ου αιώνα και υπό την επίδραση των κυρίαρχων τότε εξελικτιστικών θεωριών, οι ζωοαρχαιολογικές μελέτες εκτελούνταν κυρίως από ιδιώτες με ιδιαίτερα βιολογικά ενδιαφέροντα. Οι έρευνες αυτές αποσκοπούσαν στην απόσπαση πληροφοριών σχετικά με τις περιβαλλοντικές συνθήκες του απώτερου παρελθόντος. Κατά συνέπεια, οι ενδείξεις για την ύπαρξη σχέσεων των ανθρώπων με ζώα, που στην πορεία του χρόνου εξαφανίστηκαν, αντιμετωπίστηκαν ως δείκτες περιβαλλοντικών και βιογεωγραφικών μεταβολών. Από την άλλη, τέτοιου είδους μελέτες συχνά χρησιμοποίηθηκαν για να υποστηρίξουν την παλαιότητα του ανθρώπινου είδους (Reitz & Wing 1999, 16). Η ερευνητική αντιμετώπιση των ζωοαρχαιολογικών καταλοίπων δε μεταβλήθηκε αισθητά με την είσοδο στον 20 ό αιώνα και την εμφάνιση της πολιτισμικής-ιστορικής προσέγγισης. Δεδομένου ότι η αρχαιολογική έρευνα που ακολουθούσε την κατεύθυνση της πολιτισμικής ιστορικής προσέγγισης επικεντρωνόταν στην καθιέρωση περιγραφικών τυπολογιών και σύνθετων χωροχρονικών ακολουθιών, η προσοχή που δόθηκε στα οστά των ζώων ήταν ελάχιστη, καθώς αυτά αποτελούσαν μια κατηγορία υλικού με ελάχιστη αξία ως προς την καθιέρωση χρονολογικών συσχετισμών (Reitz & Wing 1999, 18). Στις ελάχιστες περιπτώσεις κατά τις οποίες δημοσιεύτηκαν ζωοαρχαιολογικά δεδομένα, αυτά εμφανίζονταν με τη μορφή παραρτημάτων στο τέλος των αρχαιολογικών δημοσιεύσεων. Επρόκειτο, κατά κύριο λόγο, για περιγραφικούς καταλόγους, στους οποίους αναφέρονταν, απλώς, τα είδη των ζώων που εντοπίστηκαν στην υπό ανάλυση θέση, ενώ δεν ήταν σπάνιο να εμφανίζονται ακόμη και λάθη στις ταυτίσεις των εκάστοτε ειδών (Daly 1969, 146, Ringrose 1993, 123, Reitz & Wing 1999, 18-19,). Έτσι, οι ζωοαρχαιολογικές αναφορές περιορίζονταν σε ταξινομικές λίστες ζώων, οι οποίες, στην καλύτερη περίπτωση, συνοδεύονταν και από κάποιες μετρήσεις των οστών, με σκοπό την ασφαλέστερη ταύτισή τους σε επίπεδο είδους (Daly 1969, 146). Καθώς ο προσανατολισμός των πρώτων αυτών ερευνών ήταν σαφώς βιολογικός, η σχέση ανθρώπων και ζώων κατά το παρελθόν ήταν δύσκολο να διερευνηθεί. Λαμβάνοντας, εξάλλου, υπόψιν ότι τα οστά των ζώων που προέρχονται από αρχαιολογικές θέσεις δε συσχετίζονταν άμεσα με την ανθρώπινη δραστηριότητα, κατανοεί κανείς τους λόγους για τους οποίους η ζωοαρχαιολογία δε θα μπορούσε να αναπτυχθεί ως κλάδος της αρχαιολογίας, ακολουθώντας ερμηνευτικές προσεγγίσεις, οι οποίες επικεντρώνονταν στα ίδια τα ζώα και όχι στην ανθρώπινη δράση (Payne 1972a, 65). Μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου η έννοια της οικονομίας εισέρχεται δυναμικά στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις της αρχαιολογίας. Στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει την πολιτισμική αλλαγή ο Αμερικανός ανθρωπολόγος Julian Steward ήταν ο πρώτος που μελέτησε τους τρόπους προσαρμογής του ανθρώπου στο φυσικό του περιβάλλον, διατυπώνοντας την προσέγγιση της πολιτισμικής οικολογίας (Renfrew & Bahn 2001, 36). Ωστόσο, ήταν η οικολογική προσέγγιση του Βρετανού αρχαιολόγου Grahame Clark (1952) αυτή που είχε πιο άμεσο αντίκτυπο στη θεωρία της αρχαιολογίας. Σύμφωνα με τον Clark, σκοπός της αρχαιολογίας είναι η ανασύνθεση του τρόπου ζωής των ανθρώπων του παρελθόντος. Θεωρώντας ως δεδομένο ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός αποσκοπεί στην εξασφάλιση της επιβίωσης των μελών του, θεώρησε ότι η μελέτη των περιορισμών που θέτει το φυσικό περιβάλλον στην επίτευξη του στόχου αυτού, είναι απαραίτητη (Trigger 2005, 271). Από την άλλη, ορίζοντας την οικονομία ως την προσαρμογή των ανθρώπινων αναγκών σε συγκεκριμένες φυσικές και βιολογικές συνθήκες, κατέληξε στο 3

21 συμπέρασμα ότι η φύση των αρχαιολογικών δεδομένων είναι απολύτως κατάλληλη για την ανασύνθεση των προϊστορικών οικονομικών αναγκών, καθώς αυτές μπορούν να γίνουν αντιληπτές μέσω των φυσικών επιστημών (Trigger 2005, 272, 275). Καθώς, λοιπόν, το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων στρέφεται πλέον στον οικονομικό χαρακτήρα της πολιτισμικής αλλαγής και στον τρόπο εκμετάλλευσης του φυσικού περιβάλλοντος από τον άνθρωπο, οι έρευνες επικεντρώνονται στην ανασύνθεση των στρατηγικών επιβίωσης του παρελθόντος και των περιβαλλοντικών μεταβολών που ενδεχομένως τις επηρέασαν (Reitz & Wing 1999, 15). Η πολιτισμική οικολογία ήταν ο πρόδρομος μιας άλλης σημαντικής θεωρητικής προσέγγισης που χρειάζεται να αναφερθεί. Πρόκειται για τη σχολή της παλαιοοικονομίας του Eric Higgs (1975), σύμφωνα με την οποία ο ανθρώπινος πολιτισμός αποτελεί μέρος του γενικότερου οικολογικού συστήματος και η οικονομία συνιστά την πρωταρχική προσαρμογή του ανθρώπου στο φυσικό του περιβάλλον. Οι παλαιοοικονομικές μελέτες στοχεύουν στην αναζήτηση φυσικών νόμων για την ανθρώπινη συμπεριφορά, οι οποίοι θα οδηγήσουν στην κατανόηση και πρόβλεψη της εκμετάλλευσης των διαθέσιμων φυσικών πόρων από τον άνθρωπο. Για το λόγο αυτό, στρέφονται στην επιστήμη της ηθολογίας θεωρώντας ότι, όπως τα ζώα, έτσι και ο άνθρωπος αναπτύσσει συγκεκριμένες στρατηγικές για να εξασφαλίσει τα προς το ζην (Higgs & Jarman 1975, 4,5). Καθώς, λοιπόν, κατά τα μέσα του 20 ού αιώνα, το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων στράφηκε στην οικονομία του παρελθόντος, άρχισαν παράλληλα να αναζητώνται οι κατάλληλοι τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε να ανασυντεθεί η σχέση του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον μέσα από τα αρχαιολογικά δεδομένα. Από την άποψη αυτή, τόσο η πολιτισμική οικολογία όσο και η παλαιοοικονομία έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των ζωοαρχαιολογικών ερευνών. Και αυτό, γιατί έγινε αντιληπτό ότι τα οστά των ζώων, όπως και κάθε άλλη κατηγορία βιοαρχαιολογικών καταλοίπων, αποτελούν ευρήματα αρχαιολογικής αξίας και τεράστιας δυναμικής ως προς την παροχή πληροφοριών για τις κοινωνίες του παρελθόντος (Daly 1969, 147). Η ανάλυση των ζωοαρχαιολογικών καταλοίπων μπαίνει, λοιπόν, δυναμικά στο προσκήνιο και συνεισφέρει στην ανασύνθεση των προϊστορικών οικονομιών και περιβαλλόντων (Trigger 2005, 277). Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι, ακόμα και στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αναλύσεις των οστών εκτελούνται από επιστήμονες με βιολογικό προσανατολισμό και ελάχιστες αρχαιολογικές γνώσεις (Reitz & Wing 1999, 20). Από την άλλη, οι παλαιοοικονομικές και οικολογικές προσεγγίσεις αντιμετώπισαν, συχνά, την ανασύνθεση των προϊστορικών στρατηγικών επιβίωσης ως αυτοσκοπό, μη λαμβάνοντας υπόψιν την πολιτισμική αλλαγή, και απέτυχαν, πολλές φορές, να καταδείξουν την αλληλεπίδραση των ανθρώπων με το περιβάλλον τους (Bogucki 1985, 782, 783). Ωστόσο, η συμβολή τους, τόσο στον τομέα των βιοαρχαιολογικών ερευνών όσο και στην ίδια τη θεωρία της αρχαιολογίας είναι μεγάλη, καθώς πυροδότησαν σημαντικές μεταβολές στην αρχαιολογική σκέψη και άνοιξαν το δρόμο για τη διατύπωση της διαδικαστικής προσέγγισης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Αμερικανός αρχαιολόγος Lewis Binford εισήγαγε ένα νέο ερμηνευτικό υπόδειγμα που έμελλε να αποτελέσει σταθμό στην ιστορία της αρχαιολογικής σκέψης. Επρόκειτο για τη Νέα ή Διαδικαστική Αρχαιολογία, στόχος της οποίας ήταν η ερμηνεία των διαδικασιών 4

22 δημιουργίας του αρχαιολογικού αρχείου και της πολιτισμικής αλλαγής και η απομάκρυνση από την παραδοσιακή και στείρα περιγραφή των αρχαιολογικών δεδομένων (Trigger 2005, 303). Στο πλαίσιο της Νέας Αρχαιολογίας, ο πολιτισμός αντιμετωπίζεται ως ένα σύστημα αποτελούμενο από επιμέρους υποσυστήματα (Renfrew & Bahn 2001, 38,39). Ο πολιτισμός, ως σύστημα, τείνει να βρίσκεται σε μία κατάσταση ισορροπίας, η οποία μπορεί να διαταραχθεί μόνο υπό την επίδραση εξωτερικών παραγόντων. Οι εξωτερικοί παράγοντες είναι αυτοί που, τελικά, θεωρούνται υπεύθυνοι για την πολιτισμική αλλαγή (Trigger 2005, 304). Οι εισηγητές της Νέας Αρχαιολογίας επηρεασμένοι από το νεοθετικισμό της εποχής, τάχθηκαν υπέρ της εισόδου των θετικών επιστημών στους κόλπους της αρχαιολογίας, γεγονός που έπαιξε σημαντικό ρόλο στον αναλυτικό τρόπο αντιμετώπισης των αρχαιολογικών φαινομένων (Renfrew & Bahn 2001, 39). Εφοδιασμένη, λοιπόν, με τα κατάλληλα επιστημολογικά και θεωρητικά εργαλεία, η Νέα Αρχαιολογία επιχειρεί να διερευνήσει τις διαδικασίες που σχετίζονται με τις πολιτισμικές μεταβολές, επικεντρώνοντας την προσοχή της στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις και στην αλληλεπίδραση των κοινωνιών μεταξύ τους, αλλά και με το φυσικό τους περιβάλλον (Renfrew & Bahn 2001, 488). Η διαδικαστική είναι, στην πραγματικότητα, μια υλιστική προσέγγιση, από την άποψη ότι επιχειρεί να καταλήξει σε συμπεράσματα σχετικά με τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων μέσα από τη μελέτη της σχέσης τους με το φυσικό περιβάλλον (Hodder 2010, 61). Αν ο πολιτισμός είναι το «εξωσωματικό μέσο προσαρμογής» του ανθρώπου στο φυσικό του περιβάλλον, όπως προτείνει ο Binford (1962, 218), αντιλαμβάνεται κανείς ότι η σημασία των ζωοαρχαιολογικών προσεγγίσεων αναπόφευκτα ενισχύεται. Καθώς τα κατάλοιπα μεταξύ των οποίων και τα οστά των ζώων θεωρήθηκε ότι αποτελούν τη μόνη πηγή άντλησης πληροφοριών για την ανθρώπινη συμπεριφορά, κρίθηκε απαραίτητη η διατύπωση κάποιων θεωρητικών προτάσεων που θα οδηγούσαν στην κατανόηση των διαδικασιών διαμόρφωσης του αρχαιολογικού αρχείου (Reitz & Wing 1999, 23). Οι προτάσεις αυτές συγκεντρώθηκαν σε ένα θεωρητικό σώμα που ονομάστηκε θεωρία μέσης εμβέλειας ή μέση θεωρία (middle-range theory). Σύμφωνα με τη μέση θεωρία, η απόπειρα ανασύνθεσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα από τα υλικά κατάλοιπα θα πρέπει να στηρίζεται σε σύγχρονα παράλληλα και στην εμπειρική παρατήρηση των διαδικασιών, οι οποίες ευθύνονται για τη δημιουργία υλικών πολιτισμών που έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τα εκάστοτε υπό μελέτη αρχαιολογικά σύνολα (Reitz & Wing 1999, 23, Trigger 2005, , 372, 373). Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα μέσο απόδοσης νοήματος στις δυναμικές του παρελθόντος μέσα από την παρατήρηση των σύγχρονων στατικών δεδομένων, για μια προσπάθεια ανασύνθεσης της δυναμικής της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα από την αρχαιολογική παρατήρηση (Binford 1977, 6, Marciniak 1999, 296). Η Νέα Αρχαιολογία και η μέση θεωρία έδωσαν μεγάλη ώθηση στις ζωοαρχαιολογικές μελέτες, καθώς όρισαν ως βασικό ερευνητικό τους στόχο την ανασύνθεση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δεν περιορίστηκαν στις βιολογικές και οικολογικές πληροφορίες που μέχρι τότε αποτελούσαν αυτοσκοπό στη μελέτη των οστών των ζώων (Daly 1969, 152). Το ενδιαφέρον των ειδικών μετατοπίστηκε από την απλή ταύτιση των ειδών, σε ζητήματα ποσοτικοποίησης και ταφονομίας, καθώς η αναγνώριση ζωοαρχαιολογικών συνόλων που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι 5

23 ζωτικής σημασίας. Από την άλλη, ερωτήματα που αφορούν στην πρακτική και ηλικία σφαγής των ζώων ή στην ενδεχόμενη μετακίνησή τους από τον τόπο σφαγής αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, καθώς σχετίζονται άμεσα με την ανθρώπινη συμπεριφορά (Reitz & Wing 1999, 23,28). Εξελίξεις παρατηρήθηκαν και στον τομέα της δειγματοληψίας, όπου άρχισαν να γίνονται προσπάθειες για μια όσο το δυνατόν περισσότερο αντιπροσωπευτική και επαρκή λήψη δειγμάτων από τις αρχαιολογικές θέσεις (Trigger 2005, 319). Με τη Νέα Αρχαιολογία τα οστά των ζώων αποκτούν ενεργό ρόλο στην αρχαιολογική ανάλυση και συνιστούν ένα χρήσιμο εργαλείο για την κατανόηση των ανθρώπινων επιλογών κατά το παρελθόν. Παρά τις εξελίξεις αυτές, όμως, πολλές από τις ζωοαρχαιολογικές αναλύσεις της εποχής εξακολουθούν να εμφανίζονται ως παραρτήματα των κύριων αρχαιολογικών δημοσιεύσεων (O Connor 1996, 12). Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το θεωρητικό υπόβαθρο της αρχαιολογίας άρχισε να μεταβάλλεται, στο πλαίσιο μιας αντίδρασης στα όσα προβάλλονταν μέσα από τη Νέα Αρχαιολογία. Η μεταδιαδικαστική προσέγγιση, κύριος εκπρόσωπος της οποίας θεωρείται ο Ian Hodder, απομακρύνεται από το λειτουργισμό της «διαδικασίας» και επιχειρεί να δώσει έμφαση στις κοινωνικές και συμβολικές όψεις της ανθρώπινης δράσης (Marciniak 1999, 296). Διατυπώνεται, λοιπόν, η άποψη ότι ο υλικός πολιτισμός δεν είναι μια απλή αντανάκλαση της κοινωνικής ζωής και ότι η πολιτισμική αλλαγή δεν είναι δυνατό να προκαλείται από εξωτερικούς παράγοντες, οι οποίοι λειτουργούν ανεξάρτητα από την ανθρώπινη πρόθεση και συνείδηση (Hodder 1992a, 98, Trigger 2005, 336). Αντίθετα, ο υλικός πολιτισμός έχει δυναμικές συμβολικές ιδιότητες, μετασχηματίζει και μετασχηματίζεται από την κοινωνική οργάνωση και είναι το αποτέλεσμα νοηματοδοτημένων πράξεων, οι οποίες συνδέονται με τις ανθρώπινες ιδέες και πρακτικές μέσα από μια αμφίδρομη σχέση (Hodder 1992b, 24,25, Trigger 2005, 358, Hodder 2010, 205). Με άλλα λόγια, δίνεται έμφαση στην ενεργή και συμβολική διάσταση του πολιτισμού, στο πλαίσιο της οποίας τα αντικείμενα αλλάζουν νόημα, ανάλογα με τα εκάστοτε ιστορικά συμφραζόμενα. Γίνεται, λοιπόν, αναπόφευκτα αποδεκτό ότι το παρελθόν επιδέχεται πολλαπλών ερμηνειών, καθώς κάθε αντικείμενο αποκτά διαφορετικά νοήματα, όταν μελετάται από διαφορετικές σκοπιές (Hodder 2010, 247, 248). Η επίλυση αυτής της φαινομενικά αναλυτικής δυσκολίας βρίσκεται στο πλαίσιο (context), δηλαδή στις ιδιαίτερες εκείνες καταστάσεις, συσχετίσεις και συνάφειες που συνδέονται με την παραγωγή και χρήση του υπό νοηματοδότηση αρχαιολογικού αντικειμένου (Hodder 2010, 212). Εξάλλου, καθώς τα αντικείμενα και οι ανθρώπινες πράξεις αποκτούν νόημα στο πέρασμα του χρόνου, είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψιν κατά την ανάλυση το εκάστοτε ιστορικό πλαίσιο (Hodder 1992b, 29). Κάθε αντικείμενο αποκτά νόημα ανάλογα με τη θέση του στην «ολότητα» και το ενδιαφέρον μετατοπίζεται πλέον στη συμβολική σύνδεση των μερών του συνόλου (Hodder 1992b, 24). Η μεταδιαδικαστική αρχαιολογία σχετίζεται, λοιπόν, με μια πολλαπλή ερμηνεία της πραγματικότητας, στην οποία το ιστορικό πλαίσιο του υπό μελέτη αντικειμένου, αλλά και του ίδιου του ερευνητή (Hodder 2010, 256), παίζουν ενεργό ρόλο. Παρά τις εξελίξεις αυτές στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις της αρχαιολογίας, οι ζωοαρχαιολογικές αναλύσεις φαίνεται ότι παρέμειναν «παγιδευμένες» στα λειτουργιστικά πρότυπα της Νέας Αρχαιολογίας. Οι περισσότερες αναλύσεις οστών ζώων εξακολουθούσαν να έχουν ως βασικό τους στόχο την ανασύνθεση της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα από τη μελέτη των οικονομικών επιλογών των ανθρώπων του παρελθόντος, την ίδια στιγμή που οι μεταδιαδικαστικοί αρχαιολόγοι τόνιζαν τη σημασία 6

24 του συμβολισμού και της ιδεολογίας στην αρχαιολογική ερμηνεία (O Connor 1996, 12). Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, γίνεται μια προσπάθεια απομάκρυνσης από τα αναλυτικά σχήματα της Νέας Αρχαιολογίας, καθώς σταδιακά γίνονται αντιληπτές οι ερμηνευτικές δυνατότητες των οστών των ζώων. Πιο συγκεκριμένα, η συνειδητοποίηση ότι οι ανθρώπινες αντιλήψεις για τα ζώα είναι πολιτισμικά καθορισμένες, οδηγεί σε μια ζωοαρχαιολογία η οποία ενσωματώνει ολοένα και περισσότερο ζητήματα που αφορούν στα κοινωνικά φαινόμενα, στην ιδεολογία και τους συμβολισμούς της κοινωνίας (Ingold 1988, 1, Hamilakis 2003a, 201). Η τάση αυτή συνδέεται με μια αυξανόμενη έμφαση στις εθνογραφικές έρευνες, δεδομένου ότι μέσω αυτών τα πολιτισμικά νοήματα, οι ιδεολογίες και οι συμβολισμοί που σχετίζονται με τις κοινωνικές και οικονομικές στρατηγικές, αποκαθίστανται με μεγαλύτερη ασφάλεια (Hodder 1992b, 42, Marciniak 1999, 304). Στην παρούσα εργασία θα γίνει μια απόπειρα συγκερασμού των μεθόδων και στόχων της διαδικαστικής και μεταδιαδικαστικής αρχαιολογίας. Σκοπός είναι να δοθούν καταρχάς πληροφορίες που σχετίζονται με την οικονομία και το φυσικό περιβάλλον της Τούμπας. Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητη η πλήρης αναφορά στα υπάρχοντα είδη ζώων, η μελέτη των σταδίων διαμόρφωσης του ζωοαρχαιολογικού συνόλου, η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου ποσοτικοποίησης και η ενασχόληση με θέματα σχετικά με το φύλο των ζώων, την ηλικία σφαγής τους και τα ίχνη της μεταχείρισής τους από τον άνθρωπο. Δεδομένου, ωστόσο, ότι η χρήση και η κατανάλωση των ζώων είναι πολιτισμικά νοηματοδοτημένες, η ανάλυση θα επιχειρήσει να προσεγγίσει ζητήματα συμβολισμού και ιδεολογίας, στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατό μέσα από το οστεολογικά κατάλοιπα. 1.3 Οι ζωοαρχαιολογικές έρευνες στην Ελλάδα. Οι πρώτες ζωοαρχαιολογικές έρευνες στην Ελλάδα έκαναν την εμφάνισή τους στις αρχές του 20 ού αιώνα. Οι μελέτες αυτές, οι οποίες εκπονήθηκαν κυρίως από ζωολόγους, έδιναν πληροφορίες σχετικά με τα είδη των ζώων που είχαν εντοπιστεί σε αρχαιολογικές θέσεις, χωρίς, ωστόσο, να προχωρούν σε περαιτέρω ανάλυση και ερμηνεία των ζωοαρχαιολογικών συνόλων. Η κατάσταση αυτή άρχισε να μεταβάλλεται κατά τη δεκαετία του Το έναυσμα δόθηκε από τον J. Boessneck, ο οποίος το 1956 δημοσίευσε τα αποτελέσματα της μελέτης του οστεολογικού υλικού που προήλθε από τους οικισμούς Αράπη Μαγούλα και Οτζάκι Μαγούλα της Θεσσαλίας. Η έκθεση αυτή αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια συστηματικής ανάλυσης οστών ζώων που προέρχονταν από αρχαιολογικές θέσεις στην Ελλάδα (Κωνσταντινίδου 2001, 11, 12, Βασιλειάδου 2009, 7, 8). Έκτοτε, οι ζωοαρχαιολογικές αναλύσεις άρχισαν να πληθαίνουν, με αποτέλεσμα ολοένα και περισσότεροι ερευνητές να αναγνωρίζουν τη συμβολή των ζωικών καταλοίπων στην αρχαιολογική ερμηνεία (Payne 1969, Becker 1986, Boessneck & von den Driesch 1988 κά). Η εισαγωγή νέων ερωτημάτων και μεθοδολογικών εργαλείων στο πλαίσιο της Νέας Αρχαιολογίας έδωσε νέα ώθηση στις ζωοαρχαιολογικές έρευνες στην Ελλάδα. Κατά τη δεκαετία του 1980, ερευνητές με εξειδίκευση στη ζωοαρχαιολογία έρχονται από το εξωτερικό και επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις σε ζητήματα σχετικά με τη χρήση και κατανάλωση των ζώων από τον άνθρωπο, τις γεωργοκτηνοτροφικές 7

25 πρακτικές, την εποχικότητα της κατοίκησης και την αλληλεπίδραση ανθρώπων και ζώων σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο (Halstead 1989, 2005, 2006). Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια τάση μετατόπισης της έμφασης από την κοινωνικοοικονομική σημασία των ζώων στη συμβολική ιδεολογική, υπό την επίδραση της μεταδιαδικαστικής αρχαιολογίας. Οι αναλύσεις των οστών ζώων επιχειρούν πλέον να προχωρήσουν πέρα από την απλή ανασύνθεση της οικονομίας και των στρατηγικών επιβίωσης του παρελθόντος. Ζητούμενο φαίνεται να είναι τώρα η κατανόηση της χρήσης και κατανάλωσης των ζώων σε συγκεκριμένα χωροχρονικά και κοινωνικά πλαίσια. Ως εκ τούτου, οι ειδικές περιστάσεις συλλογικής ή τελετουργικής κατανάλωσης ζώων βρίσκονται στο επίκεντρο των ερευνών, καθώς σχετίζονται με τη διαπραγμάτευση των κοινωνικών σχέσεων και με τις αντιλήψεις των ανθρώπων του παρελθόντος (Hamilakis 2000, 2003, 2008, Halstead 2007, Isaakidou 2007). Ένα από τα σημαντικοτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ζωοαρχαιολογικές έρευνες στην Ελλάδα είναι το ότι αυτές περιορίζονται στις περιόδους της Νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού. Η συλλογή οστεολογικού υλικού από προγενέστερες θέσεις της Παλαιολιθικής και της Μεσολιθικής εποχής είναι σχεδόν ανύπαρκτη, δεδομένου ότι η ανασκαφική έρευνα των περιόδων αυτών είναι περιορισμένη. Από την άλλη, οι αρχαιολογική διερεύνηση θέσεων που χρονολογούνται από την Εποχή του Σιδήρου και μετέπειτα, δίνουν ελάχιστη σημασία σε ζητήματα σχετικά με την οικονομία και το περιβάλλον. Το ενδιαφέρον τους στρέφεται στις γραπτές πηγές και σε κατηγορίες υλικού πολιτισμού που προσφέρουν λίγες πληροφορίες κοινωνικοοικονομικού χαρακτήρα, με αποτέλεσμα ακόμα και την παράλειψη της συλλογής οστών ζώων από τις ανασκαμμένες θέσεις. Ένα επιπλέον πρόβλημα των ζωοαρχαιολογικών ερευνών στην Ελλάδα σχετίζεται με την απουσία μιας σταθερής μεθοδολογίας ως προς τη συλλογή και ανάλυση των οστών, γεγονός που καθιστά τις συγκρίσεις μεταξύ θέσεων πρακτικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο σε κάθε ζωοαρχαιολογική μελέτη να δίνονται πληροφορίες σχετικά με τις μεθόδους συλλογής και ανάλυσης του υλικού, έτσι ώστε οποιαδήποτε προοπτική σύγκρισης μεταξύ διαφορετικών οστεολογικών συνόλων να παραμένει ανοιχτή (Reese 1994, ). Οι ζωοαρχαιολογικές έρευνες από την περιοχή της Μακεδονίας, στην οποία εντάσσεται και το υπό μελέτη υλικό της Τούμπας Θεσσαλονίκης, είναι, δυστυχώς, πολύ περιορισμένες (Πίνακας 1). Παρόλο που τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση της αξίας των ζωοαρχαιολογικών αναλύσεων, πολλές από τις σχετικές έρευνες συνεχίζουν να έχουν τη μορφή παραρτημάτων στις ανασκαφικές δημοσιεύσεις. Ωστόσο, αρχίζει να διαφαίνεται μια τάση για πιο συστηματοποιημένες αναλύσεις, καθώς αρκετές από τις σύγχρονες ζωοαρχαιολογικές έρευνες θίγουν μεθοδολογικά και ταφονομικά ζητήματα, σε μια προσπάθεια ερμηνείας της οικονομικής, κοινωνικής και ιδεολογικής διαχείρισης των ζώων. 8

26 ΘΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ Αγγελοχώρι ΥΕΧ Στεφανή κ.ά Άγιος Μάμας ΜΕΧ-ΥΕΧ Becker 2008 Αρχοντικό ΠΕΧ-ΥΕΧ Κωστόπουλος 2000 Ασπροβάλτα Νεολιθική Σαμαρτζίδου 2002 Άσσηρος ΥΕΧ-ΠΕΣ Halstead & Jones 1980 Βασιλικά Γ ΜΝ-ΝΝ Yannouli 1994 Δήμητρα ΝΝ-ΥΕΧ Yannouli 1997 Δισπηλιό ΜΝ-ΝΝ Phoca-Cosmetatou 2008 Θέρμη Β ΝΝ Γιαννούλη 1990, 1992 Καστανάς ΠΕΧ-ΥΕΧ Becker 1986 Κρυονέρι Νεολιθική Μυλωνά 1997 Μακρύγιαλος Νεολιθική Collins & Halstead 1999 Μεσημεριανή ΝΝ-ΠΕΧ, ΥΕΧ Γιαννούλη 2002 Μολυβόπυργος ΑΝ-ΜΝ Heurtley 1927, 1928 Νέα Νικομήδεια ΑΝ Higgs 1962 Ντικιλί Τας ΝΝ, ΠΕΧ-ΥΕΧ Jullien 1992 Παράδεισος ΝΝ Larje 1987 Πεντάπολη ΠΕΧ Κουφός 1981 Προμαχώνας ΝΝ Kazantzis 2009 Σέρβια ΑΝ-ΠΕΧ Watson 1979 Σιταγροί ΜΝ-ΠΕΧ Bokonyi 1986 Σταυρούπολη ΝΝ Γιαννούλη 2004 Τούμπα Θεσσαλονίκης ΜΕΧ-ύστερη ΥΕΧ Κωνσταντινίδου 2001 Τούμπα Θεσσαλονίκης ΥΕΧ Βασιλειάδου 2009 Πίνακας 1.1. Ζωοαρχαιολογικές μελέτες από προϊστορικές θέσεις της Μακεδονίας (Βασιλειάδου 2009). 9

27 2. ΤΑΦΟΝΟΜΙΑ 2.1 Οστά Τα οστά. Η δομή και η σύσταση των οστών επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την αντοχή και την αντίδρασή τους στις ταφονομικές διαδικασίες μετασχηματισμού. Ως εκ τούτου, κρίνεται απαραίτητη η αναφορά στα χαρακτηριστικά των οστών, για την κατανόηση της επίδρασης των διαφόρων παραγόντων σε κάθε ζωοαρχαιολογικό υλικό. Το οστό είναι ένας ζωντανός, συνεκτικός ιστός με κύτταρα και αιμοφόρα αγγεία, που υπόκειται σε διαρκείς μετασχηματισμούς κατά τη διάρκεια της ζωής και ανάπτυξης του οργανισμού (Davis 1987, 47, O Connor 2000, 5). Η μορφολογική ποικιλία που παρατηρείται μεταξύ των οστών διαφορετικών ειδών ζώων, αλλά και μεταξύ των οστών του ίδιου οργανισμού, οφείλεται στις πολλαπλές λειτουργίες που επιτελούν ως ανατομικά μέλη. Τα οστά είναι κατασκευασμένα έτσι ώστε να προστατεύουν τα ζωτικά όργανα, να στηρίζουν το βάρος του σώματος και να επιτρέπουν την κίνηση του ζωντανού οργανισμού. Επίσης, αποτελούν τις επιφάνειες πάνω στις οποίες προσκολλώνται οι μύες και οι τένοντες, ιστοί απαραίτητοι για την κίνηση του ζώου. Τέλος, τα οστά λειτουργούν τα ίδια ως ζωτικά όργανα, αποθηκεύοντας άλατα ασβεστίου και φώσφορο και παράγοντας ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια μέσω του μυελού των οστών (Chaplin 1971, 1,2, Davis 1987, 47, Rackham 1994, 7). Εικόνα 2.1: Σχηματική απεικόνιση του σκελετού των θηλαστικών (ελάφι), (O Connor 2000, fig. 2.2). 10

28 Ως προς τη χημική τους σύσταση, τα οστά αποτελούνται κατά 70% από ανόργανα συστατικά, ενώ το υπόλοιπο 30% περιλαμβάνει οργανικά στοιχεία. Το κύριο ανόργανο συστατικό είναι ο υδροξυαπατίτης, ένα ασβεστούχο φωσφορικό άλας με το γενικό χημικό τύπο Ca 10 (PO 4 ) 6 (OH) 2. Το οργανικό μέρος αποτελείται κατά 95% από το κολλαγόνο, μια πρωτεΐνη που περιλαμβάνει μεγάλη ποσότητα αμινοξέων. Το υπόλοιπο 5% απαρτίζεται από ποικίλες χημικές ενώσεις, όπως είναι οι γλυκοπρωτεΐνες και τα λιπίδια. Η χημική σύσταση επηρεάζει το βαθμό διατήρησης των οστών στα αρχαιολογικά δείγματα και, από την άποψη αυτή, έχει άμεση σχέση με ζητήματα ταφονομίας, διαμόρφωσης και μετασχηματισμού των ζωοαρχαιολογικών συνόλων (Chaplin 1971, 13, Lyman 1994, 72, O Connor 2000, 5, 6). Ως προς την κατασκευή του, ο σκελετός χωρίζεται χονδρικά σε δύο τμήματα: τον κορμό και τα άκρα (Εικόνα 2.1). Ο κορμός περιλαμβάνει τα οστά του κρανίου, τη σπονδυλική στήλη, τους σπονδύλους και το θώρακα (ή στέρνο). Τα άκρα απαρτίζονται από την ωμική ζώνη, την πυελική ζώνη, τα μακρά και τα βραχέα οστά των άνω και κάτω άκρων (Hesse & Wapnish 1985, 35). Τα μακρά οστά έχουν, σε γενικές γραμμές, κυλινδρικό σχήμα και η κύρια λειτουργία τους σχετίζεται με τη στήριξη του βάρους του σώματος και την ενίσχυση των μυών και των τενόντων. Εξωτερικά, περιβάλλονται από μια μεμβράνη, το περιόστεο, η οποία περικλείει ένα στρώμα συμπαγούς οστού (compact bone), που περιλαμβάνει εσωτερικά τη μυελική κοιλότητα. Τα δύο άκρα των μακρών οστών περιβάλλονται εξωτερικά από ένα λεπτό στρώμα χόνδρου, ενώ εσωτερικά αποτελούνται από ένα σπογγώδη ιστό με πορώδη μορφή (cancellous bone). Τα πλατιά οστά του κρανίου, των πλευρών και της λεκάνης είναι κατασκευασμένα έτσι ώστε να προστατεύουν σημαντικά ζωτικά όργανα, όπως είναι ο εγκέφαλος, και παρέχουν εκτεταμένες επιφάνειες για την προσκόλληση των μυών. Η μορφή και η εσωτερική τους δομή ποικίλλει και εξαρτάται από τη θέση τους στο σκελετό και τη λειτουργία που επιτελούν. Τα βραχέα οστά, τέλος, όπως για παράδειγμα τα καρπικά και τα ταρσικά, απορροφούν τις πιέσεις και τους κραδασμούς που προκαλούνται κατά την κίνηση και ενισχύουν τους τένοντες, επιτρέποντας την κίνηση σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Τα βραχέα αυτά οστά περιβάλλονται εξωτερικά από περιόστεο και συμπαγές οστό, ενώ το εσωτερικό τους αποτελείται από σπογγοειδές οστό (Chaplin 1971, 2, 6, Davis 1987, 47). Τα μακρά οστά χωρίζονται συμβατικά σε τρεις ζώνες για την καλύτερη κατανόηση των διαδικασιών συνοστέωσης (Εικόνα 2.2). Το κύριο στέλεχος του οστού, η διάφυση, συνδέεται με τις δύο επιφύσεις, που βρίσκονται στα άκρα των μακρών οστών. Το μέρος της διάφυσης που εφάπτεται στις επιφύσεις ονομάζεται μετάφυση. Η ζώνη που βρίσκεται ανάμεσα στη μετάφυση και την επίφυση αποτελείται από χόνδρο και η σταδιακή της συνοστέωση είναι αυτή που επιτρέπει στο οστό να αναπτυχθεί κατά μήκος και κατά πλάτος. Το τέλος της διαδικασίας συνοστέωσης σηματοδοτείται από τη μετατροπή του χόνδρου της μετάφυσης σε οστό και τη συνακόλουθη συγκόλληση της διάφυσης με την επίφυση (Hesse & Wapnish 1985, 33). Το στάδιο της συνοστέωσης των επιφύσεων είναι μια σημαντική αρχαιολογική πληροφορία, καθώς παρέχει στοιχεία για την ηλικία θανάτου του ζώου και για το σχετικό αριθμό των ζώων στα ζωοαρχαιολογικά σύνολα. Είναι, επίσης, μια σημαντική ταφονομική πληροφορία, καθώς επηρεάζει την ανθεκτικότητα των οστών και την πιθανότητα διατήρησής τους μέσα από τις αποθετικές και μεταποθετικές διαδικασίες (Klein & Cruz-Uribe 1984, 13, 14). 11

29 Εικόνα 2.2: Ζώνες διαχωρισμού των οστών (Hesse & Wapnish 1985, fig. 24). Κάθε ζωοαρχαιολογική ανάλυση χρησιμοποιεί μια συγκεκριμένη ορολογία για να περιγράψει τη θέση και τον προσανατολισμό των οστών στο σκελετό (Εικόνα 2.3). Οι όροι αυτοί υιοθετούνται και στην παρούσα εργασία και, ως εκ τούτου, μια σύντομη περιγραφή τους κρίνεται απαραίτητη. Τα οστά χωρίζονται καταρχάς σε άνω (proximal) και κάτω (distal) μισό, ανάλογα με την εγγύτητά τους στο κρανίο. Επίσης διακρίνονται σε εσωτερικά (medial) και εξωτερικά (lateral) μέρη. Τα εσωτερικά είναι αυτά που βρίσκονται πιο κοντά στο νοητό άξονα που διατρέχει κατά μήκος το σώμα, ενώ τα εξωτερικά τοποθετούνται πιο μακριά από αυτόν. Το πρόσθιο (anterior) και το οπίσθιο (posterior) υποδηλώνουν τη θέση των οστών σε σχέση με το μπροστινό και πίσω μέρος του σώματος αντίστοιχα. Το τμήμα των οστών που προσανατολίζεται προς την κοιλιά ονομάζεται κοιλιακό (ventral), ενώ το ραχιαίο (dorsal) κατευθύνεται προς τη ράχη του ζώου. Κρανιακά (cranial) ονομάζονται τα μέρη των οστών που βρίσκονται πιο κοντά στο κρανίο και κοκκυγικά (caudal) εκείνα που κατευθύνονται προς τον κόκκυγα στο πίσω μέρος του σώματος. Τέλος, ο προσανατολισμός των οστών στα πόδια του ζώου εκφράζεται με όρους που αναφέρονται στην παλάμη ή στο πέλμα (palmar) και στο πίσω μέρος των ποδιών (volar) (Klein & Cruz- Uribe 1984, 15, 16, O Connor 2000, 8). 12

30 Εικόνα 2.3 Όροι θέσης και προσανατολισμού των οστών στο σκελετό (Hesse & Wapnish 1985, fig. 30) Τα δόντια. Τα δόντια είναι πολύ σημαντικά από ταφονομική άποψη, καθώς αποτελούν τα πιο σκληρά και ανθεκτικά οστά του σκελετού. Ως προς την κατασκευή τους, διακρίνονται σε δύο τμήματα: τη μύλη, το τμήμα, δηλαδή, του δοντιού που είναι ορατό και βρίσκεται πάνω από το ούλο, και τη ρίζα, η οποία συνδέει το δόντι με τη γνάθο (O Connor 2000, 12). Εικόνα 2.4 Σχεδιαστική απεικόνιση της σύστασης του δοντιού (Hillson 1986, fig. 1.1) 13

31 Το μεγαλύτερο τμήμα των δοντιών των θηλαστικών αποτελείται από την οδοντίνη, έναν ιδιαίτερα σκληρό και ανθεκτικό ιστό. Στην περιοχή της μύλης, η οδοντίνη καλύπτεται εξωτερικά από την αδαμαντίνη, η οποία είναι ένας λευκός, κρυσταλλικής σύστασης, ανθεκτικός ιστός. Η οδοντίνη της ρίζας περιβάλλεται από την οστεΐνη, η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, επεκτείνεται και στην περιοχή της μύλης. Στο εσωτερικό των δοντιών βρίσκεται η πολφική κοιλότητα και ο πολφός, ένας μαλακός ιστός που περιλαμβάνει αιμοφόρα αγγεία και νεύρα (Εικόνα 2.4) (Hillson 1986, 8, O Connor, 12). Τα θηλαστικά έχουν σε γενικές γραμμές την ίδια κατανομή δοντιών στην αριστερή και δεξιά πλευρά της γνάθου. Ο τύπος, ωστόσο, των δοντιών, καθώς και ο αριθμός τους στην άνω και κάτω γνάθο διαφέρει από είδος σε είδος, γεγονός που τα καθιστά ιδιαίτερα σημαντικά για την ασφαλή ταύτιση του εκάστοτε ζώου. Τα δόντια, λοιπόν, χωρίζονται στους κοπτήρες (Ι), τους κυνόδοντες (C), τους προγόμφιους (P) και τους γομφίους (Μ). Τα περισσότερα θηλαστικά αναπτύσσουν δύο ομάδες δοντιών κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Πρόκειται για τα νεογιλά δόντια (i, c, p) τα οποία εμφανίζονται σε νεαρή ηλικία, και τα μόνιμα (I, C, P), που αντικαθιστούν τα προηγούμενα, καθώς ο οργανισμός αναπτύσσεται και ωριμάζει. Οι γομφίοι (Μ) είναι τα μόνα από τα δόντια που εμφανίζονται ως χαρακτηριστικό της μόνιμης οδοντοστοιχίας (Hesse & Wapnish 1985, 39, 40, O Connor 2000, 12, 13). Δεδομένου ότι τα θηλαστικά διαφέρουν ως προς τον αριθμό δοντιών της άνω και κάτω γνάθου, προέκυψε η ανάγκη δημιουργίας ενός κατάλληλου εργαλείου για τη συστηματική καταγραφή των δοντιών στις ζωοαρχαιολογικές αναλύσεις. Την ανάγκη αυτή εξυπηρετούν οι οδοντικοί τύποι, οι οποίοι είναι διαφορετικοί για κάθε είδος ζώου. Στους οδοντικούς τύπους εκφράζεται το είδος και ο αριθμός των δοντιών της άνω και κάτω γνάθου, με την οδοντοστοιχία να χωρίζεται στη μέση. Έτσι, για παράδειγμα, ο οδοντικός τύπος του προβάτου θα είναι: 0Ι 0C 3P 3M ή I 0C 3P 3M Στον παραπάνω οδοντικό τύπο δηλώνεται ότι το πρόβατο έχει στη μισή κάτω γνάθο 3 κοπτήρες, κανέναν κυνόδοντα, 3 προγόμφιους και 3 γομφίους, ενώ στη μισή άνω γνάθο δεν έχει κανέναν κοπτήρα, κανέναν κυνόδοντα και έχει από 3 προγόμφιους και γομφίους. Συνολικά, λοιπόν, η οδοντοστοιχία του προβάτου αποτελείται από 6 προγόμφιους και 6 γομφίους στην άνω γνάθο και 6 κοπτήρες, 6 προγόμφιους και 6 γομφίους στην κάτω γνάθο. Στις περιπτώσεις, όπου ο ζωοαρχαιολόγος έρχεται αντιμέτωπος με μεμονωμένα δόντια είναι καλύτερο να χρησιμοποιούνται δείκτες, οι οποίοι δηλώνουν το είδος του δοντιού και τη θέση του στην άνω ή κάτω γνάθο. Για παράδειγμα, ο τρίτος προγόμφιος της κάτω γνάθου μπορεί να εκφραστεί με τον τύπο P 3, ενώ της άνω γνάθου με τον αντίστοιχο Ρ 3 (Hesse & Wapnish 1985, 40, Hillson 1986, 11, 12, Davis 1987, 56). Η θέση και ο προσανατολισμός των δοντιών εκφράζεται, όπως και στην περίπτωση των υπόλοιπων οστών, μέσω της χρήσης μιας συγκεκριμένης ορολογίας. Έτσι, οι όροι mesial και distal δηλώνουν τη θέση του δοντιού σε σχέση με το σημείο όπου συναντώνται η αριστερή και δεξιά πλευρά της γνάθου, με το «mesial» να δηλώνει εγγύτητα και το «distal» απομάκρυνση από το σημείο αυτό. Οι όροι γλωσσικός (lingual) και παρειακός (buccal) εκφράζουν το βαθμό στον οποίο το δόντι βρίσκεται προς την πλευρά της γλώσσας ή της παρειάς αντίστοιχα. Τέλος, ο όρος occlusal χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη 14

32 μασητική επιφάνεια, το σημείο, δηλαδή στο οποίο συναντώνται οι μύλες των δοντιών της άνω και κάτω γνάθου (Klein & Cruz-Uribe 1984, 16, 17, O Connor 2000, 8) Τα κέρατα. Τα κέρατα αποτελούν μια κατηγορία υλικού που εντοπίζεται αρκετά συχνά στις αρχαιολογικές θέσεις και, για το λόγο αυτό, χρήζουν ειδικής αναφοράς. Χωρίζονται σε δύο τύπους, σε αυτά των ελαφοειδών (antlers) και σε εκείνα των υπόλοιπων ζώων (horns). Τα κέρατα των ελαφοειδών αποτελούνται από κυτταρικό οστό, το οποίο καλύπτεται εξωτερικά από ένα στρώμα δέρματος. Στην περίπτωση των ελαφοειδών, μόνο τα αρσενικά φέρουν κέρατα, γεγονός που βοηθά τους ζωοαρχαιολόγους στη διάκριση του φύλου του ζώου. Μοναδική εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα αποτελεί ο θηλυκός τάρανδος, ο οποίος δε διαφέρει από τα υπόλοιπα αρσενικά του είδους ως προς το στοιχείο αυτό. Τα ελαφοειδή ανανεώνουν τα κέρατά τους κάθε χρόνο, σε μια συγκεκριμένη εποχή του έτους, πληροφορία πολύ σημαντική για τον υπολογισμό της εποχής θανάτου και συλλογής των κεράτων του ζώου. Τα κέρατα των υπόλοιπων ζώων αποτελούνται από κερατίνη, μια πρωτεΐνη που συναντάται επίσης στα μαλλιά και στα νύχια και η οποία περιβάλλει τον οστέινο πυρήνα του κεράτου (horn-core). Η κερατίνη σπάνια διατηρείται στο πέρασμα του χρόνου και, έτσι, αυτό που έχουν οι ζωοαρχαιολόγοι στα χέρια τους είναι συνήθως ο οστέινος πυρήνας του κεράτου. Τα κέρατα των αρσενικών είναι, σε γενικές γραμμές, μεγαλύτερα από εκείνα των θηλυκών, ενώ, σε ορισμένες περιπτώσεις, υπάρχουν θηλυκά χωρίς καθόλου κέρατα. Έτσι, σε ορισμένα είδη ζώων τα κέρατα είναι δυνατό να λειτουργήσουν ως κριτήριο φυλετικού διμορφισμού. Αντίθετα με τα κέρατα των ελαφοειδών, αυτά των υπόλοιπων θηλαστικών είναι μόνιμα και δεν ανανεώνονται ετησίως (Davis 1987, 59, 60, Lyman 1994, 80, 81). Η κατανόηση της δομής και της σύστασης των οστών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ενασχόληση κάθε ζωοαρχαιολόγου με τις διαδικασίες διαμόρφωσης και μετασχηματισμού των οστεολογικών συνόλων που ανακτώνται αρχαιολογικά. Η εξέταση των ταφονομικών διαδικασιών που επιδρούν στα οστά είναι ζωτικής σημασίας για μια επαρκή και όσο το δυνατόν ασφαλέστερη ανασύνθεση της εικόνας του παρελθόντος. Ως εκ τούτου, στις επόμενες ενότητες θα γίνει μια προσπάθεια να καταστούν σαφείς οι λόγοι για τους οποίους οι συστηματικές ζωοαρχαιολογικές αναλύσεις θεωρούνται ελλιπείς χωρίς την ενασχόληση με ταφονομικά ζητήματα. 2.2 Ορισμός της ταφονομίας. Ο όρος «ταφονομία» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ρώσο παλαιοντολόγο Efremov το 1940 για να ορίσει τη μελέτη των διαδικασιών που επιδρούν στους ζωντανούς οργανισμούς, κατά τη μετάβασή τους από τη βιόσφαιρα στη λιθόσφαιρα. Η ταφονομία, με άλλα λόγια, προσδιορίζει και 15

33 περιγράφει τις μεταβολές που επηρεάζουν μια απόθεση στο πέρασμα του χρόνου, καθώς και τη φύση και τα αποτελέσματα των διαδικασιών που επιδρούν στα οργανικά κατάλοιπα μετά το θάνατο του ζωντανού οργανισμού (Gifford 1981, 466, Lyman 1994, 1, Reitz & Wing 1999, 110). Αποτελεί πλέον κοινό τόπο το γεγονός ότι το ζωοαρχαιολογικό σύνολο που φτάνει στα χέρια του αναλυτή για μελέτη είναι ένα πολύ μικρό τμήμα από τον αρχικό πληθυσμό των ζώων που το αποτελούσαν. Στόχος της ταφονομίας είναι να εντοπίσει τους παράγοντες που επέδρασαν στο εκάστοτε ζωοαρχαιολογικό υλικό και να προσδιορίσει το βαθμό στον οποίο οι παράγοντες αυτοί προκάλεσαν αλλοιώσεις κατά τη μετάβαση από το στάδιο του ζωντανού πληθυσμού (life assemblage) στο στάδιο του αποτεθειμένου συνόλου (deposited assemblage). Για την επίτευξη του στόχου αυτού ο κλάδος της ταφονομίας προχώρησε στην παρατήρηση σύγχρονων διαδικασιών μετασχηματισμού, οι οποίες μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αναχθούν κατ αναλογία στο παρελθόν. Επιπλέον, μέσω της εκτέλεσης εργαστηριακών πειραμάτων εξομοίωσης προσπάθησε να ρίξει φως στις διαδικασίες και τις δυνάμεις που ενδεχομένως διαμόρφωσαν και μετασχημάτισαν τα οργανικά κατάλοιπα του παρελθόντος. Οι παραπάνω έρευνες έδειξαν ότι κάθε ταφονομικός παράγοντας έχει διαφορετική επίδραση πάνω στα οστά. Κατά συνέπεια, η κατανόηση των παραγόντων αυτών και ο εντοπισμός της δράσης τους στα οστά οδηγεί σε μια προσεγγιστική ανασύνθεση του ζωντανού πληθυσμού του παρελθόντος, μέσα από μια αναλυτική διαδικασία αναίρεσης της επίδρασης των ταφονομικών διαδικασιών μετασχηματισμού (Klein & Cruz-Uribe , 8, Lyman , Reitz & Wing 1999, 123). Σκοπός κάθε ταφονομικής ανάλυσης πρέπει να είναι η ανασύνθεση της ταφονομικής ιστορίας των οργανικών καταλοίπων, δηλαδή της χρονολογικής ακολουθίας των διαδικασιών που επιδρούν στα ζωοαρχαιολογικά σύνολα. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται μέσα από τη σταδιακή, ερευνητικά, απομάκρυνση των παραμορφωτικών διαδικασιών μετασχηματισμού των οργανικών καταλοίπων. Έτσι, κατά την ανάδρομη αυτή αναλυτική πορεία, αυτό που πρέπει καταρχάς να εντοπιστεί είναι το ταφονομικό αποτύπωμα, το ίχνος, δηλαδή, που αφήνει η επίδραση των ταφονομικών διαδικασιών πάνω στο οστό. Στη συνέχεια, θα πρέπει να προσδιοριστεί η ίδια η ταφονομική διαδικασία, δηλαδή η δυναμική επενέργεια ενός συγκεκριμένου ταφονομικού παράγοντα στο οργανικό κατάλοιπο. Η ανασύνθεση της ταφονομικής ιστορίας ολοκληρώνεται, τέλος, μέσα από την αναγνώριση του ταφονομικού παράγοντα, της άμεσης φυσικής αιτίας μετασχηματισμού του υπό μελέτη υλικού (Gifford - Gonzalez , 229, Lyman 1994, 3). Η ταφονομία, λοιπόν, επικεντρώνεται στην αποθετική και μεταποθετική ιστορία των οργανικών καταλοίπων και ασχολείται με τη μελέτη των μετασχηματισμών και μεταβολών που λαμβάνουν χώρα από τη στιγμή του θανάτου ενός οργανισμού μέχρι τη στιγμή της ανάκτησής του από τον αρχαιολόγο. Η συμβολή της στις ζωοαρχαιολογικές έρευνες είναι τεράστια, καθώς είναι αδύνατο για τον ερευνητή να προβεί στην ποσοτικοποίηση των δεδομένων ή να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με τη χωρική κατανομή των οργανικών καταλοίπων, εάν δε γνωρίζει το βαθμό στον οποίο αυτά είναι αποτέλεσμα της επενέργειας ταφονομικών διαδικασιών (Lyman 1994, 7). 16

34 2.3 Στάδια διαμόρφωσης ενός ζωοαρχαιολογικού συνόλου. Τα περισσότερα από τα οστά που εντοπίζονται στις αρχαιολογικές θέσεις σχετίζονται άμεσα με την ανθρώπινη δραστηριότητα και ερμηνεύονται συνήθως ως απορρίμματα. Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, ένα πλήθος μετασχηματιστικών διαδικασιών επιδρά πάνω στα οστά, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την αλλοίωση του ίδιου του υλικού, αλλά και της αρχαιολογικής πληροφορίας που αυτό μεταφέρει. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες «προκλήσεις» της ζωοαρχαιολογίας έγκειται στον εντοπισμό και την αξιολόγηση των ταφονομικών αυτών διαδικασιών, καθώς και στην προσπάθεια ανασύνθεσης του αρχικού πληθυσμού των ζώων μιας θέσης, μέσα από την εξέταση ενός, αναλογικά, πολύ μικρού ζωοαρχαιολογικού δείγματος που καταλήγει στο εργαστήριο. Ως εκ τούτου, μια συστηματική ζωοαρχαιολογική μελέτη θα πρέπει να περιλαμβάνει πάντοτε στοιχεία για τον τρόπο διαμόρφωσης του υπό ανάλυση δείγματος, για το πώς συγκεντρώθηκαν τα οστά στον οικισμό και για το τι μεσολάβησε μέχρι την τελική δημοσίευσή τους από τον ερευνητή (Davis 1987, 23). Μόνο έτσι είναι δυνατό να υπολογιστεί ο βαθμός της επίδρασης των βιοτικών ή αβιοτικών παραγόντων στα οργανικά κατάλοιπα και να αξιολογηθεί το μέγεθος της απώλειας των αρχαιολογικών πληροφοριών κατά την πάροδο των αιώνων. Το ζωοαρχαιολογικό σύνολο που φτάνει στα χέρια του ερευνητή για ανάλυση αποτελεί το τελευταίο στάδιο μιας σειράς μετασχηματιστικών διαδικασιών που αλλοιώνουν τη μορφή του υλικού και μειώνουν το ποσοστό των αρχαιολογικών πληροφοριών που είναι δυνατό να ανακτηθεί. Για το λόγο αυτό, η αναγνώριση και ο εντοπισμός των διαδοχικών σταδίων από τα οποία περνάει το υλικό μέχρι να δημοσιευτεί είναι ζωτικής σημασίας για την ανασύνθεση του τρόπου διαμόρφωσης ενός ζωοαρχαιολογικού δείγματος. Κάθε ζωοαρχαιολογική ανάλυση στοχεύει, μεταξύ άλλων, στην αποκατάσταση του αρχικού συνόλου των ζώων, τα οστά των οποίων εναποτέθηκαν στην αρχαιολογική θέση. Το αρχικό αυτό σύνολο (life assemblage) αποτελεί χρονολογικά το πρώτο στάδιο στην πορεία της διαμόρφωσης του ζωοαρχαιολογικού δείγματος και ταυτίζεται με το σύνολο του ζωντανού πληθυσμού των ζώων μέσα στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για το σύνολο των ζώων που ήταν προσβάσιμα και διαθέσιμα για τον άνθρωπο σε ένα συγκεκριμένο τόπο, σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Το στάδιο που ακολουθεί συνίσταται από το σύνολο του νεκρού πληθυσμού (death assemblage). Το στάδιο αυτό περιλαμβάνει μόνο τα ζώα, τα οποία υπήρξαν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον άνθρωπο κατά το παρελθόν. Με το πέρασμα στο δεύτερο, κατά σειρά, στάδιο της διαμόρφωσης του ζωοαρχαιολογικού υλικού αρχίζει και η σταδιακή μείωση της αρχαιολογικής πληροφορίας, καθώς κάποια από τα στοιχεία που αφορούν στο αρχικό σύνολο του ζωντανού πληθυσμού, έχουν πλέον χαθεί. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο όταν αναλογιστεί κανείς ότι κάποια τμήματα του νεκρού πληθυσμού ενδέχεται να έχουν απορριφθεί εκτός οικισμού ή να εισήχθησαν μόνο επιλεγμένα ανατομικά μέλη στην περιοχή της ανθρώπινης κατοίκησης. Στο τρίτο, κατά σειρά, στάδιο βρίσκεται το σύνολο της απόθεσης (deposited assemblage), το οποίο αποτελείται από τα οστά που απορρίπτονται εντός των ορίων του οικισμού. Το σύνολο της απόθεσης υφίσταται τους περισσότερους μετασχηματισμούς, με αποτέλεσμα η απώλεια της 17

35 αρχαιολογικής μαρτυρίας να είναι μεγαλύτερη στο στάδιο αυτό. Ο μετασχηματισμός του συνόλου της απόθεσης λαμβάνει χώρα ακόμα και κατά τη διάρκεια της κατοίκησης της θέσης, καθώς βιοτικοί παράγοντες, όπως για παράδειγμα η σφαγή, ο τεμαχισμός για εξαγωγή του μεδουλιού, το ποδοπάτημα, ο καθαρισμός, τα δήγματα σαρκοφάγων και η δημιουργία οστέινων εργαλείων, μπορούν να αλλοιώσουν δραστικά τη μορφή και τον αριθμό των οστών. Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, μια σειρά αβιοτικών παραγόντων (αποσάθρωση λόγω έκθεσης στις φυσικές συνθήκες, εναλλαγή ξηρών και υγρών κλιματικών συνθηκών κ.ά.) επιδρά περαιτέρω στο σύνολο της απόθεσης, μεταβάλλοντας ακόμη περισσότερο την εικόνα. Ωστόσο, ο βαθμός της επίδρασης των βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων ποικίλλει ανάλογα με την ανθεκτικότητα του κάθε οστού και το ανατομικό μέλος από το οποίο προέρχεται. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι εκτός από τις αλλοιώσεις και τις καταστροφές που υφίσταται, το σύνολο της απόθεσης είναι δυνατό να εμπλουτιστεί με νέα οστά, μέσω της δράσης των τρωκτικών και τη διάνοιξη λαγουμιών εντός της απόθεσης. Η τέταρτη κατηγορία υλικού στην πορεία της διαμόρφωσης του ζωοαρχαιολογικού δείγματος είναι το παραμένον σύνολο (fossil assemblage), δηλαδή τα μέρη του σκελετού που διατηρούνται στη θέση μέχρι τη στιγμή της ανασκαφής. Στην περίπτωση που οι συνθήκες διατήρησης στη θέση είναι ιδανικές, τα οστά του παραμένοντος συνόλου θα είναι τα ίδια με εκείνα του συνόλου της απόθεσης. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, είναι εξαιρετικά σπάνιο, καθώς ένα πλήθος μεταποθετικών διαδικασιών (αλκαλική ή όξινη σύσταση του χώματος, ρίζες φυτών, δράση νερού κτλ.) συνεχίζει να επιδρά στο σύνολο των οστών ακόμα και μετά την απόθεσή τους στο έδαφος. Η πέμπτη και τελευταία κατηγορία αποτελείται από το οστεολογικό υλικο που ανασκάπτεται ή συλλέγεται από τους αρχαιολόγους, δηλαδή το δείγμα (sample assemblage). Πρόκειται για το μοναδικό από τα πέντε στάδια διαμόρφωσης του ζωοαρχαιολογικού συνόλου, που υπόκειται στον άμεσο έλεγχο του ερευνητή. Η επιλογή της θέσης διεξαγωγής της ανασκαφής, καθώς και οι μέθοδοι δειγματοληψίας, ταύτισης και ποσοτικοποίησης των δεδομένων είναι καθοριστικής σημασίας για τη συστηματική ανάλυση και ερμηνεία του υλικού (Klein & Cruz-Uribe 1984, 3-8, Reitz & Wing 1999, ). Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι το ζωοαρχαιολογικό δείγμα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα κλάσμα του αρχικού πληθυσμού των ζώων που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος στο παρελθόν. Μια πληθώρα βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων παρεμβάλλεται και μεταβάλλει το δείγμα τόσο πολύ, ώστε συχνά αμφισβητείται ο βαθμός στον οποίο τα τελικά αποτελέσματα της ζωοαρχαιολογικής ανάλυσης έχουν κάποια σχέση με την πραγματικότητα του παρελθόντος. Τα οστά, ωστόσο, επιτρέπουν την κατανόηση και την ερμηνεία κάποιων πτυχών της ανθρώπινης δράσης. Κατά συνέπεια, αυτό που προέχει είναι η διαχείριση και αντιμετώπιση των δεδομένων με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναγνωρίζονται και να αξιολογούνται οι μετασχηματισμοί που υπόκεινται στον έλεγχο των ερευνητών. Μόνο έτσι είναι δυνατή η εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων για τη χρήση και τη σημασία των ζώων στο παρελθόν. 18

36 2.4 Ο ομοιομορφισμός, οι μελέτες του παρόντος και η αναλογία. Οι ταφονομικές αναλύσεις, στην προσπάθειά τους να αποδώσουν σε συγκεκριμένους παράγοντες τα ίχνη που διασώζονται στο ζωοαρχαιολογικό υλικό, ακολουθούν μια διπλή ερευνητική πορεία. Από τη μια, επιχειρούν, μέσα από την παρατήρηση του παρόντος, να εντοπίσουν σύγχρονες διαδικασίες που παράγουν αποτελέσματα ανάλογα με αυτά που αποτυπώνονται στα οργανικά κατάλοιπα του παρελθόντος. Από την άλλη, προχωρούν στην ανάλυση των αρχαιολογικών καταλοίπων εφοδιασμένες με τις πληροφορίες που προκύπτουν από την παρατήρηση του παρόντος (Gifford 1981, 466, 467). Τα μεθοδολογικά εργαλεία που υιοθετούνται στην πορεία αυτών των ερευνητικών κατευθύνσεων είναι η αρχή του ομοιομορφισμού (uniformitarianism), η εκπόνηση μελετών σε σύγχρονα σύνολα (actualistic studies) και η χρήση της αναλογίας (analogy), έννοιες που πρέπει να βρίσκονται στη βάση κάθε ταφονομικής ανάλυσης. Η έννοια του ομοιομορφισμού χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 19 ο αιώνα από το γεωλόγο Charles Lyell στο έργο του «Αρχές Γεωλογίας» και έκτοτε αποτελεί μέρος της βασικής ερευνητικής στρατηγικής διαφόρων ιστορικών επιστημών, συμπεριλαμβανομένης και της αρχαιολογίας (Gifford 1981, 467, Lyman 1994, 47). Κεντρική ιδέα της αρχής του ομοιομορφισμού είναι ότι οι φυσικοί νόμοι και οι φυσικές διαδικασίες δε μεταβάλλονται στο χώρο και το χρόνο και, ως εκ τούτου, τα αποτελέσματα του παρελθόντος είναι δυνατό να αποδοθούν σε διαδικασίες και παράγοντες που συνεχίζουν να δρουν στο σύγχρονο κόσμο. Το παρόν, λοιπόν, λειτουργεί ως αποκωδικοποιητής των δυναμικών του παρελθόντος, καθώς τα αποτελέσματα του παρελθόντος και του παρόντος που παρουσιάζουν κοινά στοιχεία, θεωρείται ότι προκύπτουν από ίδιες ή παρόμοιες διαδικασίες (Lyman 1994, 47, 53). Η έννοια του ομοιομορφισμού αποτελεί βασικό εργαλείο της ερευνητικής πορείας της ζωοαρχαιολογίας. Οι ζωοαρχαιολογικές μελέτες, συχνά ασυνείδητα, λαμβάνουν ως δεδομένο το γεγονός ότι ο τρόπος αντίδρασης των οστών στις διάφορες διαδικασίες μετασχηματισμού παραμένει αμετάβλητος στο πέρασμα του χρόνου και αναγνωρίζουν την ανάγκη παρατήρησης του παρόντος για την εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η λανθασμένη εφαρμογή και κατάχρηση της αρχής του ομοιομορφισμού στην έρευνα μπορεί να οδηγήσει σε παραπλανητικές ερμηνείες, που έχουν ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα του παρελθόντος (Gifford-Gonzalez 1991, 219). Ο ομοιομορφισμός, ως αναλυτική έννοια, συνδέεται άμεσα με τις μελέτες του παρόντος (actualism). Αυτές συνίστανται στην παρατήρηση των διαδικασιών που βρίσκονται σε λειτουργία στο παρόν και στην αναγνώριση των αποτελεσμάτων που αυτές προκαλούν (Gifford 1981, 467). Όπως ο ομοιομορφισμός, έτσι και οι μελέτες του παρόντος, προϋποθέτουν τη χωρική και χρονική σταθερότητα των φυσικών νόμων και ιδιαίτερα των νόμων εκείνων που σχετίζονται με μηχανικές, χημικές και φυσικές διαδικασίες. Οι μελέτες του παρόντος βασίζονται μεθοδολογικά στην εθνοαρχαιολογία, δηλαδή στην παρατήρηση σύγχρονων κοινωνιών, και στην πειραματική αρχαιολογία, την εργαστηριακή εξομοίωση και αναπαραγωγή των συνθηκών του παρελθόντος (Lyman 1994, 49). 19

37 Έχει υποστηριχθεί κατά καιρούς ότι οι μελέτες του παρόντος θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα, καθώς παρουσιάζουν κάποιες εγγενείς αδυναμίες. Από τη μια, τονίζεται η αδυναμία του ερευνητή να αποδείξει την ορθότητα της υπόθεσης ότι οι διαδικασίες και τα αποτελέσματα του παρόντος βρίσκονταν σε λειτουργία και κατά το παρελθόν. Από την άλλη, προτείνεται ότι η αποκλειστική χρήση των μελετών του παρόντος στην ερμηνευτική διαδικασία είναι δυνατό να αποκρύψει σημαντικές όψεις του παρελθόντος, καθώς υπάρχει η πιθανότητα κάποιες από τις διαδικασίες του παρελθόντος να μη βρίσκονται πλέον σε λειτουργία στο παρόν (Binford 1981, 27). Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο της ελλιπούς γνώσης του παρόντος και, δεδομένου ότι καμία άλλη επαρκής εναλλακτική μέθοδος δεν έχει προταθεί μέχρι σήμερα, οι μελέτες του παρόντος συνεχίζουν να αποτελούν ένα από τα βασικά μεθοδολογικά εργαλεία για την ερμηνεία του παρελθόντος (Lyman 1994, 51). Η εφαρμογή των μελετών του παρόντος στη ζωοαρχαιολογία επικεντρώνεται κυρίως στην αναζήτηση των ταφονομικών παραγόντων και διαδικασιών που αποτυπώνονται ως ίχνη στα οστεολογικά κατάλοιπα των ζώων. Παράλληλα, όμως, επιχειρεί να προσφέρει πληροφορίες σχετικά με την ανθρώπινη δράση και τη λειτουργία των οικοσυστημάτων. Στην πρώτη περίπτωση, τα αποτελέσματα που προκύπτουν παρέχουν κάποια ασφάλεια στον ερευνητή, καθώς τα ίχνη αποδίδονται συνήθως σε μηχανικές και χημικές διαδικασίες που θεωρείται βάσει της αρχής του ομοιομορφισμού ότι παρέμειναν αμετάβλητες στο πέρασμα του χρόνου. Αντίθετα, η προσπάθεια της ένταξης των ζωοαρχαιολογικών συνόλων σε ένα ευρύτερο πλαίσιο δημιουργίας παρουσιάζει κάποιες δυσκολίες, καθώς είναι δυνατόν διαφορετικές αιτίες και διαδικασίες να οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα (equifinality) (Lyman 1994, 63). Το πρόβλημα της ισοτέλειας (equifinality), παρόλα αυτά, περιορίζεται όταν το παρόν διερευνάται σε διαφορετικά κοινωνικοοικολογικά πλαίσια. Με τον τρόπο αυτό, τα δεδομένα που είναι διαθέσιμα για σύγκριση με τα αντίστοιχα του παρελθόντος πληθαίνουν και, έτσι, είναι δυνατό να απομονωθούν κάποιες διαδικασίες και πρακτικές που μπορούν να συσχετιστούν με το εκάστοτε ζωοαρχαιολογικό δείγμα. Είναι σαφές ότι η ανασύνθεση της ανθρώπινης δράσης και του κοινωνικοοικονομικού πλαισίου δημιουργίας των ζωοαρχαιολογικών συνόλων είναι αδύνατο να αποκατασταθεί με την ίδια ασφάλεια, με την οποία συγκεκριμένα ίχνη αποδίδονται σε συγκεκριμένους παράγοντες. Μέσω της σωστής χρήσης του μελετών του παρόντος, ωστόσο, είναι δυνατό να καθιερωθούν αιτιώδεις συνάφειες ανάμεσα στα αποτελέσματα και τις διαδικασίες που τα προκαλούν και να φωτιστούν κάποιες πτυχές της πολυσύνθετης ανθρώπινης δραστηριότητας του παρελθόντος (Gifford-Gonzalez 1991, 237). Η εγκυρότητα των μελετών του παρόντος εξασφαλίζεται με τη χρήση και προβολή επιχειρημάτων βασισμένων στην αναλογία. Ως αναλογία ορίζεται «η μεταφορά πληροφοριών από ένα αντικείμενο σε κάποιο άλλο, με βάση κάποια σχέση ή συγκρισιμότητα που παρουσιάζεται μεταξύ τους» (Hodder 1982, 16). Είναι γενικά αποδεκτό ότι ο αναλογικός συλλογισμός είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ερμηνευτικής διαδικασίας στην αρχαιολογία, καθώς βάσει αυτού αποδίδεται νόημα στα κατάλοιπα του παρελθόντος (Binford 1967, Hodder 1982). Παρόλα αυτά, η αξία της αναλογίας στην αρχαιολογία έχει, κατά καιρούς, αμφισβητηθεί. Η κριτική που της ασκείται επικεντρώνεται, από τη μια, στην υπόθεση ότι υπάρχουν σε κάθε περίπτωση εναλλακτικές αναλογίες που ενδεχομένως ταιριάζουν στα αρχαιολογικά δεδομένα και, από την άλλη, στην πεποίθηση ότι ο αναλογικός συλλογισμός περιορίζει σημαντικά το εύρος των 20

38 γνώσεών μας για το παρελθόν (Hodder 1982, 14). Η επίλυση αυτής της ερμηνευτικής δυσκολίας έγκειται στη σωστή χρήση της αναλογίας από την πλευρά των ερευνητών. Σύμφωνα με τον Hodder, υπάρχουν δύο ειδών αναλογίες: οι τυπικές (formal) και οι συσχετιστικές (relational). Οι τυπικές αναλογίες βασίζονται στην υπόθεση ότι αν δύο αντικείμενα παρουσιάζουν κάποιες κοινές ιδιότητες, τότε πιθανότατα θα έχουν και άλλα κοινά χαρακτηριστικά. Οι αναλογίες αυτής της μορφής θεωρούνται αδύναμες, καθώς οι ομοιότητες που παρατηρούνται μεταξύ των αντικειμένων ή καταστάσεων που βρίσκονται υπό σύγκριση, ενδέχεται να είναι τυχαίες ή περιστασιακές. Απουσιάζει, με άλλα λόγια, η αιτιώδης συνάφεια που συνδέει τα δύο άκρα της αναλογίας (Hodder 1982, 16). Οι συσχετιστικές αναλογίες, αντίθετα, αναζητούν τις αιτιώδεις συνάφειες ανάμεσα στα υπό μελέτη αντικείμενα, τα οποία είναι, στην περίπτωση αυτή, αλληλοεξαρτώμενα και όχι τυχαία συνδεδεμένα. Μέσω των συσχετιστικών αναλογιών οι ομοιότητες που παρουσιάζουν τα υπό σύγκριση αντικείμενα εξετάζονται πάντα σε σχέση με ένα σαφώς καθορισμένο πλαίσιο και αναλύεται ο λόγος, για τον οποίο τα αντικείμενα αυτά εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά (Hodder, 16, 21). Η σωστή χρήση της αναλογίας, λοιπόν, έγκειται στην αναγνώριση του λειτουργικού και ιδεολογικού πλαισίου, εντός του οποίου χρησιμοποιούνται και νοηματοδοτούνται τα αντικείμενα στην καθημερινή ζωή (Hodder 1982, 27). Καθίσταται, λοιπόν, σαφές από τα παραπάνω, ότι η εφαρμογή του ομοιομορφισμού, των συγχρονικών μελετών και της αναλογίας στις ζωοαρχαιολογικές αναλύσεις θα πρέπει να γίνεται με επιφυλακτικότητα. Τα τρία αυτά μεθοδολογικά εργαλεία χρησιμοποιούνται κυρίως στο ταφονομικό μέρος της ανάλυσης, καθώς μέσα από την παρατήρηση του παρόντος αναγνωρίζονται οι παράγοντες και οι διαδικασίες που ευθύνονται για τα ίχνη που εντοπίζονται πάνω στα οστά. Ο ζωοαρχαιολόγος που ερευνά ένα συγκεκριμένο οστεολογικό υλικό θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να έχει κατά νου το γεγονός ότι ίδια ή παρόμοια αποτελέσματα είναι δυνατό να προκύψουν από διαφορετικές αιτίες. Τέλος, η έρευνα θα πρέπει να επεκτείνεται και σε άλλες κατηγορίες υλικού πολιτισμού, καθώς μόνο έτσι είναι δυνατή η ανασύνθεση της ανθρώπινης δράσης και η ένταξη των ζωοαρχαιολογικών συνόλων σε ένα συγκεκριμένο και σαφώς καθορισμένο λειτουργικό και ιδεολογικό πλαίσιο (Gifford-Gonzalez 1991, 245). 2.5 Διαδικασίες μετασχηματισμού. Κάθε ζωοαρχαιολογικό σύνολο υφίσταται μια σειρά μετασχηματισμών τόσο πριν όσο και μετά την απόθεσή του στο έδαφος. Οι μετασχηματιστικές αυτές διαδικασίες οφείλονται σε βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες, οι οποίοι δεν υπόκεινται στον άμεσο έλεγχο του αρχαιολόγου. Οι βιοτικοί παράγοντες απορρέουν από τη δράση των ανθρώπων και άλλων έμβιων οργανισμών και περιλαμβάνουν τη σφαγή των ζώων και το θρυμματισμό των οστών, το μαγείρεμα, την καύση, το ποδοπάτημα των οστών από ανθρώπους και ζώα, τα δήγματα των σαρκοφάγων και την πέψη. Στους αβιοτικούς παράγοντες συγκαταλέγονται διαδικασίες, οι οποίες δε σχετίζονται με τη δράση ζωντανών οργανισμών, όπως, για παράδειγμα, η σύσταση και το ph του εδάφους, οι κλιματικές μεταβολές και οι εγγενείς ιδιότητες των οστών (Reitz & Wing 1999, ). 21

39 Οι βιοτικοί και αβιοτικοί παράγοντες είναι δυνατό να ενταχθούν σε επτά γενικότερες κατηγορίες μετασχηματισμού, καθεμιά από τις οποίες έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση των πληροφοριών που μεταφέρονται μέσω του ζωοαρχαιολογικού συνόλου. Οι κατηγορίες αυτές ορίζονται από τους Hesse & Wapnish (1985, 18-20) στην αγγλική βιβλιογραφία ως biotic, thanatic, perthotaxic, taphic, anataxic, sullegic και trephic. Η ταξινόμηση αυτή θα περιγραφεί παρακάτω, αν και δεν κρίνεται σκόπιμο να χρησιμοποιηθούν οι αγγλικοί όροι. Οι βιοτικοί παράγοντες (biotic) σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά του φυσικού περιβάλλοντος και της ανθρώπινης δραστηριότητας, που επηρεάζουν την παρουσία και τον αριθμό των ζώων σε ένα συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Ο χαρακτήρας και το εύρος του φυσικού περιβάλλοντος είναι στοιχεία που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τα είδη των ζώων που θα είναι παρόντα σε μια θέση, δεδομένου ότι κάθε ζώο προσαρμόζεται σε συγκεκριμένες περιβαλλοντικές συνθήκες. Ως εκ τούτου, το ευρύτερο φυσικό περιβάλλον του οικισμού αποτελεί έναν έμμεσο δείκτη των στρατηγικών που υιοθετούνται από τα ζώα για την εξασφάλιση της επιβίωσής τους. Τέτοιου είδους στρατηγικές σχετίζονται με την εποχικότητα των ειδών, την αποδημία και τη χειμέρια νάρκη. Από την άλλη, οι βιοτικοί παράγοντες έχουν, ταυτόχρονα, και πολιτισμικό χαρακτήρα, καθώς συνδέονται άμεσα με αντιλήψεις και ανθρώπινες επιλογές σχετικές με τα είδη των περιβαλλόντων και των ζώων που θεωρούνται κατάλληλα για εκμετάλλευση από τον άνθρωπο. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η ενσωμάτωση των οικονομικών, κοινωνικών και ιδεολογικών παραγόντων στην ανάλυση παρουσιάζει δυσκολίες. Ωστόσο, η αναφορά σε αυτούς είναι απαραίτητη, καθώς απώτερος στόχος κάθε ερμηνευτικής προσέγγισης είναι η ανασύνθεση των ανθρώπινων αντιλήψεων (Hesse & Wapnish 1985, 20, O Connor 2000, 20). Μια άλλη κατηγορία διαδικασιών είναι αυτές που οδηγούν στο θάνατο του ζωντανού πληθυσμού και στην απόθεση των οστών του (thanatic). Στις αρχαιολογικές θέσεις η συνηθέστερη από τις διαδικασίες αυτές ταυτίζεται με τη θανάτωση των ζώων από τον άνθρωπο. Ωστόσο, η σφαγή δεν είναι η μόνη διαδικασία μετασχηματισμού που εντάσσεται σε αυτήν την κατηγορία, καθώς ο θάνατος ενός ζώου μπορεί να επέλθει από τη δράση μη ανθρωπογενών παραγόντων. Τα αρπακτικά ζώα, οι παθολογίες και η μεγάλη ηλικία του ζώου είναι μερικοί από τους παράγοντες αυτούς και, σε κάθε περίπτωση, είναι απαραίτητο να εντοπίζεται το είδος της διαδικασίας που ευθύνεται για τη συγκέντρωση των καταλοίπων σε μια θέση, ώστε να αποφεύγεται η παραπλανητική ερμηνεία του εκάστοτε ζωοαρχαιολογικού συνόλου (Hesse & Wapnish 1985, 23, O Connor 2000, 20). Άλλες διαδικασίες μετασχηματισμού σχετίζονται με τη μετακίνηση, αλλοίωση ή καταστροφή των οστών στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την αρχική τους απόθεση μέχρι την τελική είσοδό τους στο χώμα (perthotaxic). Οι διεργασίες αυτές οφείλονται σε βιοτικούς παράγοντες, όπως, για παράδειγμα, στο διαμελισμό των ζώων από τον άνθρωπο, στη χρήση των οστών για την κατασκευή εργαλείων, στα δήγματα των σαρκοφάγων και στο ποδοπάτημα από ανθρώπους και ζώα. Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος των εν λόγω διαδικασιών μπορεί να προκύψει και από αβιοτικούς παράγοντες, όπως είναι η αποσάθρωση των οστών λόγω κλιματικών μεταβολών, η δράση του νερού των ποταμών και διάφορα τοπογραφικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τις συνθήκες της διατήρησης. Για την αναγνώριση των διαδικασιών που εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία είναι απαραίτητος ο εντοπισμός των παραγόντων που 22

40 μετασχημάτισαν μέρος του υλικού κατά τη διάρκεια της ταφής του, ο προσδιορισμός της χωρικής έκτασης της δράσης των παραγόντων αυτών και ο συνυπολογισμός των περιβαλλοντικών παραμέτρων που οδήγησαν στη διατήρησή του (Hesse & Wapnish 1985, 23 26, O Connor 2000, 20). Σύνθετες φυσικές και χημικές διεργασίες επιδρούν στα οστά μετά την είσοδό τους στο έδαφος (taphic). Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει όλες τις μεταποθετικές διαδικασίες που περιγράφονται με τη στενή χρήση των όρων «ταφονομία» και «διαγένεση» (Reitz & Wing 1999, 114, O Connor 2000, 20) και οι οποίες σχετίζονται άμεσα με τις μηχανικές ιδιότητες του εδάφους και το χημικό περιβάλλον της ταφής (Hesse & Wapnish 1985, 28). Σημαντικές είναι οι διεργασίες ανακύκλωσης (anataxic), κατά τις οποίες τα οστά που βρίσκονται εντός του εδάφους επανεκτίθενται σε διαδικασίες φθοράς, όπως η αποσάθρωση, το ποδοπάτημα κ.ά. Η εκ νέου έκθεση των θαμμένων οστών μπορεί να επιταχύνει, να ανακατευθύνει ή να σταματήσει τις φυσικές και χημικές διεργασίες που ξεκίνησαν στο προηγούμενο στάδιο. Σε κάθε περίπτωση, η επίδραση των διαδικασιών φθοράς θα έχει στο στάδιο αυτό διαφορετικό αντίκτυπο στα οστά, καθώς η φυσική και η χημική τους σύσταση δεν είναι ίδια με εκείνη που εντοπίζεται αμέσως μετά το θάνατο του οργανισμού (Hesse & Wapnish 1985, 28, 29, O Connor 2000, 20). Οι τελευταίες δύο κατηγορίες διαδικασιών μετασχηματισμού δεν περιλαμβάνουν τη δράση βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων και δε θα έπρεπε, ενδεχομένως, να αποτελούν τμήμα της παρούσας ενότητας. Η αρχαιολογική πραγματικότητα, ωστόσο, επιβάλλει την εξέτασή τους, καθώς η δράση τους είναι καθοριστική για την ερμηνευτική προσέγγιση κάθε ζωοαρχαιολογικού συνόλου. Έτσι, μια άλλη κατηγορία διαδικασιών σχετίζεται με την ανασκαφική ανάκτηση του ζωοαρχαιολογικού υλικού (sullegic). Στην κατηγορία αυτή συγκαταλέγονται οι επιλογές του ανασκαφέα ως προς τον τόπο και την έκταση της ανασκαφής και τον τρόπο δειγματοληψίας και ανάγνωσης του υλικού. Η αναγνώριση των διαδικασιών αυτών είναι ζωτικής σημασίας για την ανάλυση του ζωοαρχαιολογικού υλικού, καθώς συχνά τα δείγματα που ανακτώνται αρχαιολογικά δε σχετίζονται με την πραγματική χωρική κατανομή της δράσης ανθρώπων και ζώων κατά το παρελθόν (Hesse & Wapnish 1985, 30, O Connor 2000, 20). Τέλος, οι διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της διαλογής, καταγραφής και δημοσίευσης του ζωοαρχαιολογικού υλικού επηρεάζουν επίσης τη διαμόρφωση του δείγματος που μελετά ο αρχαιολόγος (trephic). Η επιλογή των οστών που συμπεριλαμβάνονται στην τελική δημοσίευση εξαρτάται άμεσα από τη δυνατότητα διατήρησής τους κατά τη μεταφορά και την αποθήκευση, από τις μεθόδους που υιοθετούνται για την ταύτισή τους σε επίπεδο είδους και, κατ επέκταση, από την ποιότητα της συγκριτικής βιβλιογραφίας και των συγκριτικών συλλογών που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι ζωοαρχαιολογικές έρευνες απαντούν σε συγκεκριμένα ερωτήματα βιολογικής και πολιτισμικής σημασίας, τα οποία καθορίζουν, κάθε φορά, το τμήμα του δείγματος που θα αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης (Hesse & Wapnish 1985, 30, 31, O Connor 2000, 20). Οι βιοτικοί και αβιοτικοί παράγοντες, λοιπόν, εμπλέκονται σε διάφορες διαδικασίες μετασχηματισμού, οι οποίες καθορίζουν το μέγεθος και την εικόνα του δείγματος που φτάνει στα χέρια του ερευνητή για ανάλυση. Κατά συνέπεια, ο εντοπισμός της δράσης των παραγόντων αυτών είναι 23

41 απαραίτητος για την ανασύνθεση του ζωντανού πληθυσμού από τα οστεολογικά κατάλοιπα και την αποκατάσταση της ταφονομικής ιστορίας του ζωοαρχαιολογικού δείγματος Βιοτικοί παράγοντες Σφαγή και θρυμματισμός των οστών. Στην πλειονότητα των ζωοαρχαιολογικών αναλύσεων λαμβάνεται, συνήθως, ως δεδομένο ότι η συσσώρευση των οστών ζώων στις αρχαιολογικές θέσεις οφείλεται στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται, όταν εντοπίζονται ίχνη σφαγής σε οστά ζώων μετρίου ή μεγάλου μεγέθους, που πιθανότατα αποτέλεσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης κατά το παρελθόν. Τα οστά, λοιπόν, που ανακτώνται ανασκαφικά ανήκουν, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε ζώα που θανατώθηκαν εσκεμμένα από τον άνθρωπο για τα πρωτογενή τους προϊόντα (πχ. κρέας, δέρμα, οστά κ.ά.) (Davis 1987, 24). Τα περισσότερα από τα οστά που ανακτώνται από τις αρχαιολογικές θέσεις αντιμετωπίζονται ως απορρίμματα τροφής. Κατά συνέπεια, οι σκελετοί των ζώων εντοπίζονται ευρέως διασκορπισμένοι, ως αποτέλεσμα του διαμελισμού που υπέστησαν κατά την εκμετάλλευσή τους από τον άνθρωπο (Davis 1987, 26). Ο διαμελισμός ενός σκελετού περιλαμβάνει διάφορα στάδια καθένα από τα οποία εξυπηρετεί διαφορετικούς σκοπούς και αφήνει συγκεκριμένα ίχνη πάνω στα οστά. Η εξαγωγή του δέρματος, ο τεμαχισμός του ζώου και η αφαίρεση του κρέατος αποτελούν τις κύριες διαδικασίες διαμελισμού ενός σκελετού. Τα διαγνωστικά ίχνη των μετασχηματιστικών αυτών διαδικασιών αποτυπώνονται στα οστά, επιτρέποντας, έτσι, την ανασύνθεση ενός μέρους της ταφονομικής ιστορίας του ζωοαρχαιολογικού υλικού (Reitz & Wing 1999, 128). Μια άλλη σημαντική δραστηριότητα που εντάσσεται στην τρέχουσα κατηγορία διαδικασιών μετασχηματισμού είναι ο θρυμματισμός των οστών για την εξαγωγή του μεδουλιού (Noe-Nygaard 1977). Το μεδούλι αποσπάται μέσω εσκεμμένης κρούσης, η οποία εντοπίζεται, κατά κανόνα, στα μακρά και μεγάλου μεγέθους οστά. Η πρακτική αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών μικρών θραυσμάτων, καθώς πολύ μικρό τμήμα της διάφυσης του οστού παραμένει ανέπαφο από την κρούση (Davis 1987, 26). Τόσο ο τρόπος σφαγής του ζώου όσο και ο θρυμματισμός των οστών του για την εξαγωγή του μεδουλιού αφήνουν στο σκελετό διαγνωστικά ίχνη, η αναγνώριση των οποίων είναι απαραίτητη για την επαρκή ταφονομική ανάλυση του ζωαρχαιολογικού υλικού Μαγείρεμα. Το μαγείρεμα είναι μια μετασχηματιστική διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας χάνονται τα οργανικά συστατικά του οστού. Καθώς το κρέας βράζεται ή ψήνεται τα οστά καθίστανται εύθρυπτα, ως αποτέλεσμα της έκθεσής τους στη θερμότητα. Πειραματικές έρευνες έχουν δείξει ότι ο βαθμός στον οποίο 24

42 επηρεάζονται τα διάφορα μέρη του σκελετού κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος, εξαρτάται άμεσα από το μέγεθος και το σχήμα του οστού και την ηλικία του ζώου. Έτσι, τα οστά που είναι μεγάλα σε μέγεθος ή προέρχονται από μεγάλα σε ηλικία ζώα είναι πιο ανθεκτικά σε σχέση με τα μικρότερα οστά ή τα οστά νεαρών ζώων. Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει σημαντικά το βαθμό διατήρησης είναι η διάρκεια του μαγειρέματος, καθώς, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα οστά καθίστανται τόσο εύθρυπτα, ώστε δε διασώζονται στο αρχαιολογικό αρχείο (Reitz & Wing 1999, 131, Munson & Garniewicz 2003, , 415) Καύση. Η καύση προκύπτει από την παρατεταμένη έκθεση του οστού σε υπερβολική θερμοκρασία και έχει ως αποτέλεσμα το μετασχηματισμό ή ακόμα και την καταστροφή του (Lyman 1994, 384). Η έκθεση του οστού στη φωτιά οδηγεί στη συρρίκνωση του μεγέθους του και στη μεταβολή του χρώματός του. Όταν η θερμοκρασία της καύσης είναι σχετικά χαμηλή, τα οστά αποκτούν ένα χαρακτηριστικό μαύρο χρώμα, ως αποτέλεσμα της απανθράκωσης των οργανικών τους συστατικών. Σε υψηλότερες θερμοκρασίες τα οστά καθίστανται περισσότερο εύθρυπτα και λαμβάνουν ένα λευκό ή γαλάζιο χρώμα, καθώς ο άνθρακας που περιλαμβάνεται στη σύστασή τους οξειδώνεται. Η ολοσχερής οξείδωση καταστρέφει όλα τα οργανικά στοιχεία του οστού, αφήνοντας ανέπαφα μόνο τα εύθρυπτα, πια, ανόργανα συστατικά του. Ο βαθμός του μετασχηματισμού των οστών κατά τη διαδικασία της καύσης εξαρτάται άμεσα από την ένταση της φωτιάς και το χρόνο έκθεσής τους σε αυτήν. Ωστόσο, παράγοντες όπως είναι το μέγεθος και η πυκνότητα του οστού είναι εξίσου πιθανό να επηρεάσουν το βαθμό διατήρησης κατά την καύση (Reitz & Wing 1999, 133). Τα οστά χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται όταν έρχονται σε επαφή με τη φωτιά. Κλειδί για την αναγνώριση της κατάστασης αυτής αποτελεί η κατανομή των ιχνών καύσης στο οστό και το χρώμα που αυτό αποκτά υπό την επίδραση της φωτιάς. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω κριτήρια λειτουργούν μόνο στις περιπτώσεις, όπου η θερμοκρασία της καύσης είναι χαμηλή. Έτσι, τα οστά που διατηρούν ακόμα το κρέας τους (fleshed bones) παραμένουν ανεπηρέαστα από τη διαδικασία της καύσης. Τα μόνα τμήματα του οστού που ενδέχεται να αποκτήσουν μαύρο χρώμα από την καύση είναι, στην περίπτωση αυτή, εκείνα που δεν καλύπτονται από σάρκα και, κατά συνέπεια, εκτίθενται στη φωτιά. Φρέσκα (green bones) ονομάζονται τα οστά, από τα οποία έχει απομακρυνθεί το κρέας, λίγο πριν αυτά έρθουν σε επαφή με τη φωτιά. Τα φρέσκα οστά μαυρίζουν ομοιόμορφα κατά την καύση. Τέλος, τα οστά που παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα απογυμνωμένα από τη σάρκα (dry bones) έχουν χάσει τα οργανικά τους συστατικά και, ως εκ τούτου, δεν καίγονται ομοιόμορφα. Όταν η θερμοκρασία της καύσης είναι υψηλή, η αναγνώριση της κατάστασης του οστού κατά την επαφή του με τη φωτιά είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Μοναδική εξαίρεση ενδέχεται να αποτελούν τα οστά που παρέμειναν για μεγάλο διάστημα χωρίς σάρκα, τα οποία, στις υψηλές θερμοκρασίες, αποκτούν ένα ανοιχτό καφέ χρώμα (Lyman 1994, 387). 25

43 Ποδοπάτημα οστών από ανθρώπους και ζώα (trampling). Το ποδοπάτημα από ανθρώπους και ζώα είναι μια διαδικασία μετασχηματισμού που λαμβάνει χώρα μετά την απόθεση των οστών στο έδαφος. Καθώς οι άνθρωποι και τα ζώα μετακινούνται καθημερινά στον οικισμό, πολύ συχνά ποδοπατούν τα οστά που έχουν αποτεθεί στο χώμα, με αποτέλεσμα αυτά να θρυμματίζονται ή ακόμα και να καταστρέφονται. Επιπλέον, το ποδοπάτημα μεταβάλλει την επιφάνεια των οστών δημιουργώντας σημάδια, τα οποία συχνά ερμηνεύονται ως ίχνη κοπής ή δίνουν την εντύπωση ενός επεξεργασμένου οστού. Ωστόσο, πειραματικές έρευνες απέδειξαν ότι τα ίχνη που προκαλούνται από το ποδοπάτημα έχουν τυχαίο προσανατολισμό και είναι πιο ρηχά σε σχέση με τα ίχνη κοπής. Ως εκ τούτου, η προσεκτική παρατήρηση είναι δυνατό να οδηγήσει σε ασφαλέστερα συμπεράσματα σχετικά με τη διαδικασία που είναι υπεύθυνη για το μετασχηματισμό των οστών (Reitz & Wing 1999, 137). Εκτός από την αλλοίωση της επιφάνειας, το θρυμματισμό ή την καταστροφή, το ποδοπάτημα έχει ως συνέπεια και τη μετατόπιση των οστών από την αρχική τους θέση απόθεσης. Η μετατόπιση αυτή μπορεί να είναι οριζόντια ή κάθετη, γεγονός που σχετίζεται άμεσα με τα χαρακτηριστικά του εδάφους. Ετσι, όταν το έδαφος είναι σκληρό, τα οστά παραμένουν στην επιφάνεια για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην περίπτωση αυτή, το ποδοπάτημα έχει ως αποτέλεσμα την οριζόντια μετατόπιση των οστών και τη διαρκή απομάκρυνσή τους από το αρχικό σημείο εναπόθεσης. Η κάθετη μετακίνηση των οστών σχετίζεται και αυτή με τη συνεκτικότητα του εδάφους και μπορεί να έχει δύο μορφές. Το ποδοπάτημα ενδέχεται, από τη μια, να οδηγήσει σε μια καθοδική μετακίνηση, με την εισχώρηση του οστού στο χώμα. Η κάθετη μετατόπιση μπορεί, ωστόσο, να είναι και ανοδική, καθώς συχνά τα πόδια ανθρώπων και ζώων βυθίζονται στο μαλακό χώμα και μεταβάλλουν τη θέση των θαμμένων οστών, ανεβάζοντάς τα προς την επιφάνεια (Lyman 1994, ). Το ποδοπάτημα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες θρυμματισμού των οστών ζώων και είναι η συνηθέστερη αιτία διασκορπισμού των σκελετών στις αρχαιολογικές θέσεις. Ο βαθμός στον οποίο τα οστά των ζώων επηρεάζονται από το ποδοπάτημα εξαρτάται άμεσα από το μέγεθος και το σχήμα του οστού, από την ένταση του ποδοπατήματος και από τη συνεκτικότητα του εδάφους. Είναι, όμως, εξίσου πιθανό παράγοντες, όπως είναι η αποσάθρωση λόγω φυσικών συνθηκών, η προγενέστερη επαφή του οστού με τη φωτιά ή το είδος του ζώου, να έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ένταση του θρυμματισμού που προκαλείται από το ποδοπάτημα (Nicholson 1992, 89, Lyman 1994, 379, Stiner et al. 1995, 235) Επίδραση σαρκοφάγων Δήγματα σαρκοφάγων. Τα οστά που αποτίθενται στο έδαφος μετά την ολοκλήρωση της χρήσης τους από τον άνθρωπο, αποτελούν πόλο έλξης για διάφορα ζώα, τα οποία καταναλώνουν το εναπομένον κρέας ή το μεδούλι που ενδεχομένως υπάρχει ακόμα στο εσωτερικό τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα ζώα που παρουσιάζουν πρώτα αυτή τη συμπεριφορά είναι τα σαρκοφάγα. Στις αρχαιολογικές αποθέσεις το 26

44 σαρκοφάγο που είναι, συνήθως, υπεύθυνο για την αλλοίωση ή καταστροφή των απορριφθέντων οστών είναι ο σκύλος. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες άλλες κατηγορίες θηλαστικών προσελκύονται από τα οστά που έχουν αποτεθεί σε μια θέση. Τα τρωκτικά, για παράδειγμα, έλκονται από τα οστά, καθώς αναγνωρίζουν σε αυτά ένα μέσο για να ακονίσουν τα δόντια τους. Τα μηρυκαστικά, από την άλλη, παρουσιάζουν, υπό ορισμένες συνθήκες, μια ειδική συμπεριφορά, που είναι γνωστή ως οστεοφαγία. Η οστεοφαγία είναι στην ουσία ένα «συμπλήρωμα διατροφής» και μέσω αυτής καλύπτεται η ανάγκη των μηρυκαστικών για ασβέστιο και φώσφορο, σε περιοχές όπου η πρόσληψη των στοιχείων αυτών από το έδαφος είναι ελλιπής (Kierdorf 1994, 209, Lyman 1994, 395, Reitz & Wing 1999, 134). Η δράση των σαρκοφάγων είναι δυνατό να εντοπιστεί κατά τη ζωοαρχαιολογική ανάλυση, καθώς αφήνει χαρακτηριστικά ίχνη πάνω στα οστά (Εικόνα 2.5). Τα σαρκοφάγα επιτίθενται καταρχάς στις πορώδεις επιφύσεις των μακρών οστών, στις οποίες διασώζονται συνήθως οι μαλακοί ιστοί. Στην προσπάθειά τους να σπάσουν το οστό για να εξαγάγουν το μεδούλι του, τα σαρκοφάγα προχωρούν στην αλλοίωση ή πλήρη καταστροφή των επιφύσεων. Στη συνέχεια, αποσπούν το μεδούλι από την εσωτερική κοιλότητα του οστού, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα τους. Αυτό που απομένει από τη διαδικασία αυτή είναι η κυλινδρική διάφυση, η οποία συχνά φέρει ίχνη δηγμάτων κατά μήκος του άξονα του οστού. Ένας άλλος τρόπος εξαγωγής του μεδουλιού είναι ο θρυμματισμός του οστού, ο οποίος έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών μικρών θραυσμάτων. Στην περίπτωση που το οστό προέρχεται από ζώο μικρό σε μέγεθος ή νεαρό σε ηλικία, τα σαρκοφάγα προχωρούν απευθείας στο θρυμματισμό της διάφυσης για την εξαγωγή του μεδουλιού (Hesse & Wapnish 1985, 87, Reitz & Wing 1999, 135). 27

45 Εικόνα 2.5 Οστά με ίχνη δηγμάτων από σαρκοφάγα (πάνω: αριστερή κνήμη χοίρου, κάτω: δεξιός βραχίονας χοίρου) Πειραματικές έρευνες έδειξαν ότι το ποσοστό διατήρησης των οστών που υφίστανται την επίδραση των σαρκοφάγων, εξαρτάται από το μέρος του σκελετού από το οποίο προέρχονται, από το μέγεθος και την ηλικία του ζώου. Ενδέχεται, ωστόσο, το μέγεθος του σαρκοφάγου που επιτίθεται στα οστά να έχει και αυτό κάποια σχέση με την πιθανότητα επιβίωσής τους (Payne & Munson 1985, 31, 32, 37). Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι τα σαρκοφάγα είναι δυνατό να καταναλώνουν κρέας χωρίς να αφήνουν ίχνη πάνω στα οστά. Ως εκ τούτου, η απουσία ιχνών δηγμάτων δε θα πρέπει να θεωρείται ταυτόσημη με την απουσία σαρκοφάγων ζώων από μια αρχαιολογική θέση (Hesse & Wapnish 1985, 87, Reitz & Wing 1999, 135). Με τη βοήθεια των μελετών του παρόντος, είναι πλέον γνωστό ότι τα δήγματα των σαρκοφάγων παρουσιάζουν μια σταθερά επαναλαμβανόμενη διάταξη και κατανομή πάνω στα οστά. Τα δήγματα, λοιπόν, χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες, ανάλογα με τη θέση και τη μορφολογία τους: στις εμβαθύνσεις (punctures), τις μικρές εμβαθύνσεις (pits), τις αυλακιές (furrows) και τις εγκοπές (scores). Οι εμβαθύνσεις (punctures) δημιουργούνται στο σημείο επαφής του οστού με το δόντι του σαρκοφάγου. Αναγνωρίζονται εύκολα από το αποτύπωμα του δοντιού πάνω στο οστό ή από τις χαρακτηριστικές οπές που δημιουργούνται, ειδικά στις πορώδεις περιοχές των οστών. Οι μικρές εμβαθύνσεις (pits) έχουν τη μορφή αβαθών αποτυπωμάτων και προκύπτουν κατά το μάσημα των οστών και όχι κατά την προσπάθεια απόσπασης του κρέατος από αυτά. Οι αυλακιές (furrows) αποτελούν το συνηθέστερο από τα ίχνη που αποδίδονται στη δράση των σαρκοφάγων. Προκύπτουν από την επαναλαμβανόμενη κίνηση των δοντιών κατά την αφαίρεση του μαλακού ιστού και έχουν κυματοειδή μορφή. Οι εγκοπές (scores), τέλος, είναι το αποτέλεσμα του τριψίματος των δοντιών του σαρκοφάγου πάνω στο οστό ή του γυρίσματος του οστού ανάμεσα στα δόντια. Οι εγκοπές αφήνουν ένα γραμμικο ίχνος εγκάρσιο ως προς τον άξονα του οστού, το οποίο θυμίζει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα ίχνη κοπής (Binford 1981, 44 48). Η μελέτη των δηγμάτων προσφέρει μια πληθώρα πληροφοριών που σχετίζονται με τη δημιουργία των ζωοαρχαιολογικών συνόλων. Τα δήγματα των σαρκοφάγων σχετίζονται έμμεσα με την ανθρώπινη δράση, καθώς η παρουσία τους ενδεχομένως συνδέεται με συγκεκριμένες στρατηγικές απόθεσης ή 28

46 απόρριψης των οστών. Τέλος, αποτελούν ένα ιδιαιτέρως σημαντικό στοιχείο όσον αφορά στη διάκριση μεταξύ ανθρωπογενών και μη ανθρωπογενών διαδικασιών μετασχηματισμού (Reitz & Wing 1999, 135) Πέψη. Μια διαδικασία μετασχηματισμού που σχετίζεται άμεσα με τη επίδραση των σαρκοφάγων στα οστά, είναι η πέψη. Το πεπτικό σύστημα των ζώων εκθέτει τα οστά που έχουν καταναλωθεί στη δράση οξέων και ενζύμων, που εκκρίνονται κατά τη διαδικασία της πέψης. Η διαδικασία αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη διάβρωση και παραμόρφωση της επιφάνειας των οστών, η οποία αποκτά μια τραχιά ή γυαλισμένη όψη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, το οστό είναι πιθανό να θρυμματιστεί ή και να καταστραφεί, αλλοιώνοντας έτσι την εικόνα του ζωοαρχαιολογικού δείγματος. Όπως συμβαίνει σε όλες τις διαδικασίες μετασχηματισμού, έτσι και στην περίπτωση της πέψης, η αντοχή των οστών εξαρτάται από τη δομή τους, το μέγεθος και την ηλικία του ζώου από το οποίο προέρχονται. Η πιθανότητα παραμόρφωσης του δείγματος από τη διαδικασία της πέψης ενισχύεται όταν το ζωοαρχαιολογικό δείγμα περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό οστών σαρκοφάγων και όταν πολλά από τα οστά φέρουν ίχνη δηγμάτων. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να λαμβανονται πάντα υπόψη σε μια συστηματική ζωοαρχαιολογική ανάλυση, ώστε να αποφεύγονται οι λανθασμένες και παραπλανητικές ερμηνείες των εκάστοτε δειγμάτων (Payne & Munson 1985, 33 35, 38, Reitz & Wing 1999, 135) Αβιοτικοί παράγοντες Αποσάθρωση της επιφάνειας των οστών (weathering). Ως αποσάθρωση ορίζεται η διαδικασία μέσω της οποίας τα οργανικά και τα ανόργανα συστατικά του οστού καταστρέφονται υπό την επίδραση φυσικών και χημικών παραγόντων. Οι παράγοντες αυτοί επηρεάζουν τόσο τα οστά που βρίσκονται στην επιφάνεια του εδάφους όσο και εκείνα που έχουν καλυφθεί από το χώμα (Behrensmeyer 1978, 153). Οι σημαντικότερες αιτίες αποσάθρωσης της επιφάνειας των οστών είναι οι έντονες μεταβολές στη θερμοκρασία και στα επίπεδα της υγρασίας, η έκθεση στον ήλιο και τον άνεμο, η επίδραση του νερού, η βλάστηση, η χημική σύσταση του εδάφους και η βακτηριακή δραστηριότητα που αναπτύσσεται στο εσωτερικό του (Behrensmeyer 1978, 154, Reitz & Wing 1999, 116). Η αποσάθρωση έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ελαστικότητας του οστού και τη δημιουργία χαρακτηριστικών ρωγμών στην επιφάνειά του. Η επίδραση της αποσάθρωσης στα οστά ποικίλλει και εξαρτάται από παράγοντες, όπως είναι η δομή και το μέγεθος του οστού, το είδος και η ηλικία του ζώου, τα χαρακτηριστικά του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο εκτίθεται το οστό και η διάρκεια έκθεσής του σε αυτό (Behrensmeyer 1978, 159, 160, Lyman 1994, 358, ). Ο βαθμός της αποσάθρωσης ενός οστού είναι δυνατό να δώσει πληροφορίες σχετικά με το χρονικό διάστημα της έκθεσής του στις φυσικές και χημικές διαδικασίες μετασχηματισμού. Για το λόγο αυτό, έχουν προταθεί έξι συμβατικά στάδια, τα οποία περιγράφουν τα ίχνη που αποτυπώνονται στην 29

47 επιφάνεια των οστών μέσω των διαδικασιών αποσάθρωσης, διευκολύνοντας, έτσι, την αναγνώριση και ανάλυσή τους. Στο πρώτο στάδιο (0) το οστό δεν παρουσιάζει ρωγμές, είναι ακόμα λιπαρό, καλύπτεται ενδεχομένως από μύες και δέρμα και οι ιστοί της κοιλότητας του μεδουλιού είναι παρόντες. Στο δεύτερο στάδιο (1) εμφανίζονται κάποιες ρωγμές, συνήθως παράλληλες προς τη δομή του οστού, οι επιφάνειες άρθρωσης μπορεί να έχουν και αυτές κάποιες ρωγμές, ενώ το λίπος, το δέρμα και άλλοι ιστοί ενδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να παραμένουν προσκολλημένοι στο οστό. Κατά το τρίτο στάδιο (2) δημιουργούνται στα λεπτά εξωτερικά στρώματα του οστού φλύδες και ρωγμές και ενδεχομένως υπάρχουν ακόμη ίχνη συνδέσμων, χόνδρων και δέρματος. Στο τέταρτο στάδιο (3) η αποσάθρωση καλύπτει ομοιόμορφα ολόκληρο το οστό, δημιουργώντας μια τραχιά επιφάνεια και απομακρύνοντας τα εξωτερικά στρώματα του οστού σε βάθος mm. Στο στάδιο αυτό οι ιστοί έχουν πλέον εξαφανιστεί. Κατά το πέμπτο στάδιο (4) το οστό αποκτά μια έντονα τραχιά και πορώδη επιφάνεια, οι ρωγμές είναι ανοιχτές και η αποσάθρωση εισχωρεί στις εσωτερικές του κοιλότητες. Στο τελευταίο στάδιο (5) το οστό είναι πλέον τόσο εύθρυπτο ώστε διαλύεται με την παραμικρή μετακίνηση. Αυτό που απομένει από το αρχικό οστό είναι μονάχα τα θρυμματισμένα τμήματά του, τα οποία, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι αδύνατο να αναγνωριστούν και να ταυτιστούν με ασφάλεια (Behrensmeyer 1978, 151) PH του εδάφους. Παρόλο που στις περισσότερες περιπτώσεις οι συνθήκες ταφής προστατεύουν τα οργανικά στοιχεία των οστών, τα συστατικά του ίδιου του εδάφους είναι δυνατό να μεταβάλουν το σκελετικό ιστό. Έτσι, όταν τα οστά βρίσκονται στο εσωτερικό του εδάφους, τα οργανικά συστατικά τους αντικαθίστανται σταδιακά από ανόργανα. Τα κύρια χαρακτηριστικά που επηρεάζουν το βαθμό διατήρησης των οστών είναι η οξύτητα και η αλκαλικότητα του εδάφους, οι οποίες καθορίζονται από το ph. Το ιδανικό ph για τη διατήρηση των ανόργανων συστατικών του οστού είναι Στα αλκαλικά εδάφη η τιμή του ph είναι μεγαλύτερη από την ιδανική, ενώ στα όξινα, μικρότερη. Σε κάθε περίπτωση, τα ανόργανα στοιχεία του οστού σταδιακά διαλύονται και καταστρέφονται (Reitz & Wing 1999, 117). Η πιθανότητα διατήρησης σε διαφορετικούς τύπους εδαφών εξαρτάται άμεσα από τη δομή και το είδος του οστού, την ηλικία του ζώου και την επεξεργασία που υπέστη πριν την εισχώρησή του στο χώμα (πχ. μαγείρεμα, καύση) (Chaplin 1971, 18). Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η σχέση ανάμεσα στη χημική σύσταση του οστού, στη διάρκεια ταφής του και στις εκάστοτε εδαφικές συνθήκες, δεν είναι γραμμική. Η αλλοίωση ή καταστροφή των οστών λαμβάνει χώρα σε όλους τους τύπους των εδαφών και οι μεταποθετικοί παράγοντες που ενεργούν μετά από την ταφή είναι πολυάριθμοι και σύνθετοι, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η πρόβλεψη του χρόνου και του βαθμού της φθοράς των οστών (Chaplin 1971, 17, Locock et al. 1992, ). 30

48 3. Ο ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΜΠΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. 3.1 Η θέση. Ο προϊστορικός οικισμός της Τούμπας Θεσσαλονίκης βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της σύγχρονης πόλης και απέχει περίπου 1,5 χλμ. από τη σημερινή ακτογραμμή του Θερμαϊκού κόλπου. Η θέση εντοπίζεται σε μια λοφώδη περιοχή, στο σημείο όπου τα τελευταία υψώματα του Χορτιάτη συναντούν τη στενή παραλιακή πεδιάδα της Θεσσαλονίκης (Εικόνα 3.1) (Κωτσάκης & Ανδρέου 1987, 224, Andreou 2009). Εικόνα 3.1 Ο προϊστορικός οικισμός της Τούμπας Θεσσαλονίκης (Φωτογραφικό Αρχείο Ανασκαφής) Η συνεχής κατοίκηση της θέσης για περισσότερα από 1500 χρόνια, σε συνδυασμό με τη διαρκή ανοικοδόμηση των κτηρίων στο ίδιο πάντα σημείο, είχε ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση των καταλοίπων και τη σταδιακή δημιουργία ενός υψηλού τεχνητού γηλόφου (τούμπα). Οι οικισμοί με μορφή γηλόφου είναι χαρακτηριστικοί της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Κεντρική Μακεδονία και διαμορφώνονται σταδιακά, μέσα από την επαναλαμβανόμενη ισοπέδωση και ανοικοδόμηση των οικημάτων στο ίδιο ακριβώς σημείο (Ανδρέου & Κωτσάκης 1986, 61, 62). Η Τούμπα Θεσσαλονίκης ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους οικισμούς της Κεντρικής Μακεδονίας εξαιτίας της έκτασής της και του μεγάλου ύψους των επιχώσεών της. Συγκεκριμένα, η έκταση του οικισμού αγγίζει στη βάση του γηλόφου τα 15 και στην κορυφή τα 7 στρέμματα. Το ύψος των επιχώσεων της θέσης 31

49 φτάνει σε σημεία τα 23 μ., ενώ η περίμετρος της βάσης της είναι περίπου 400 μ. Ο οικισμός βρίσκεται σε υψόμετρο 73 μ. από τη στάθμη της θάλασσας, γεγονός που, οπωσδήποτε, θα του προσέδιδε μια δεσπόζουσα θέση στο τοπίο, τουλάχιστον πριν από την ανέγερση των σύγχρονων οικοδομικών συγκροτημάτων της πόλης της Θεσσαλονίκης (Κωτσάκης & Ανδρέου 1987, 224, Andreou & Psaraki 2007, 401, Andreou 2009). 3.2 Το φυσικό περιβάλλον. Η μορφή του σημερινού αναγλύφου της Κεντρικής Μακεδονίας οφείλεται στις έντονες τεκτονικές κινήσεις που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της Τριτογενούς και Τεταρτογενούς περιόδου. Η τεκτονική αυτή δραστηριότητα επέφερε σημαντικές γεωμορφολογικές μεταβολές στην ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας (πχ. δημιουργία του Θερμαϊκού κόλπου), αλλά άφησε ανέπαφη την πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, η οποία διατηρεί μέχρι σήμερα το κυματοειδές της ανάγλυφο. Χαρακτηριστική της γεωμορφολογίας της πεδιάδας είναι η σταδιακή ανύψωση του αναγλύφου της από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τις κορυφογραμμές του Χορτιάτη. Επιπλέον, η αργιλώδης σύσταση του υπεδάφους και η συνακόλουθη μειωμένη απορρόφηση των υδάτων ευνόησε τη δημιουργία πολλών ρεμάτων και χειμάρρων στην περιοχή (Hammond 1972, 8,9). Όσον αφορά στην ακτογραμμή του Θερμαϊκού κόλπου στα ανατολικά, φαίνεται ότι δεν έχει μεταβληθεί σημαντικά από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού μέχρι τις μέρες μας, σε αντίθεση με τη βόρεια και δυτική περιοχή, όπου οι προσχώσεις και οι ποτάμιες αποθέσεις μετέβαλαν δραστικά την εικόνα (Ghilardi et. al. 2008). Τέλος, η ανατολική πλευρά της ακτογραμμής του Θερμαϊκού έμεινε σε γενικές γραμμές ανεπηρέαστη από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας κατά την αρχή του Ολόκαινου, δεδομένης και της απουσίας ολοκαινικών αποθέσεων στη σύγχρονη ακτογραμμή (Schulz 1989, ). Ο προϊστορικός οικισμός της Τούμπας ιδρύθηκε στο όριο δύο διαφορετικών εδαφικών ζωνών, οι οποίες αποτελούνται από κόκκινους αργίλους και από ψαμμίτες με ορίζοντες μαργών. Δύο ρέματα, επιχωματωμένα σήμερα, όριζαν τη θέση από τα δυτικά και τα νότια. Οι κάτοικοι της Τούμπας, λοιπόν, είχαν πρόσβαση σε ποικιλία οικολογικών ζωνών και μικροπεριβαλλόντων. Η θάλασσα, η παραλιακή πεδιάδα, οι χαμηλοί λόφοι και η κορυφή του Χορτιάτη αποτελούσαν περιοχές με διαφορετικό οικονομικό ενδιαφέρον και πρόσφεραν ποικιλία επιλογών ως προς τις δυναμικές της εκμετάλλευσής τους (Κωτσάκης & Ανδρέου 1987, 224). Οι πληροφορίες για το κλίμα και τη βλάστηση της περιοχής της Θεσσαλονίκης κατά την Εποχή του Χαλκού είναι, δυστυχώς, ελάχιστες. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, φαίνεται ότι υπάρχει μια συνεχής επέκταση των δασών κατά την αρχή του Ολόκαινου τόσο στα ορεινά όσο και στα πεδινά, η οποία κορυφώνεται γύρω στα π.χ. Την κορύφωση αυτή ακολουθεί μια σταδιακή μείωση της δασικής κάλυψης στην Κεντρική Μακεδονία, η οποία γίνεται εντονότερη μετά τα μέσα της 2 ης χιλιετίας π.χ. Η μεταβολή αυτή σχετίζεται, ενδεχομένως, με την αποψίλωση των δασών για τη δημιουργία βοσκότοπων, πρακτική που οδήγησε σε ένα ανοιχτό τοπίο με χαμηλή βλάστηση. Τέλος, το κλίμα δε φαίνεται να 32

50 μεταβλήθηκε σημαντικά από την αρχή του Ολόκαινου μέχρι τις μέρες μας, αν και οι τοπικές διαφοροποιήσεις δεν μπορούν να αποκλειστούν (Turner & Greig 1986, 41-54, Andreou et. al. 1996, 576). 3.3 Η ιστορία της έρευνας. Ο προϊστορικός οικισμός της Τούμπας Θεσσαλονίκης κίνησε από πολύ νωρίς το ενδιαφέρον αρχαιολόγων και αρχαιοδιφών, λόγω του μεγάλου μεγέθους και της δεσπόζουσας θέσης του. Η συστηματική ανασκαφή του χώρου άρχισε το 1984 υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Γ. Χουρμουζιάδη και συνεχίστηκε υπό τη διεύθυνση των καθηγητών Σ. Ανδρέου και Κ. Κωτσάκη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Οι ανασκαφικές έρευνες επικεντρώθηκαν σε ένα τμήμα της κορυφής και της πλαγιάς του τεχνητού γηλόφου και αποκάλυψαν μια συνεχή στρωματογραφία που καλύπτει σχεδόν όλο το χρονικό διάστημα κατοίκησης της θέσης, από το τέλος της 3 ης χιλιετίας μέχρι τα τέλη του 4 ου αιώνα π.χ. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι από την αρχή της 1 ης χιλιετίας π.χ. η κορυφή δε χρησιμοποιείται συστηματικά και ο κυρίως οικισμός απλώνεται στη βάση του γηλόφου. Τέλος, η νεότερη αρχαιολογική ένδειξη χρήσης του χώρου προέρχεται από μια συστάδα βυζαντινών τάφων που εντοπίστηκε στην κορυφή της θέσης και αποδεικνύει τη σποραδική χρήση της Τούμπας σε μεταγενέστερες περιόδους (Ανδρέου & Κωτσάκης 1991, , ). 3.4 Η κατοίκηση στην Τούμπα ανά χρονολογική περίοδο. Η κατοίκηση στον οικισμό της Τούμπας καλύπτει συνολικά 14 οικοδομικές φάσεις, οι περισσότερες από τις οποίες εντάσσονται στην προϊστορική περίοδο. Συγκεκριμένα, οι φάσεις 14 έως 9 αντιστοιχούν στη Μέση Εποχή του Χαλκού (ΜΕΧ), οι φάσεις 8 έως 2Β στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού (ΥΕΧ) και η φάση 2Α στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (ΠΕΣ). Η νεότερη οικοδομική φάση 1 καλύπτει τις μετέπειτα περιόδους (κυρίως 6 ο και 5 ο αιώνα π.χ.) και φτάνει μέχρι τον 4 ο αιώνα π.χ. Η ΥΕΧ αντιστοιχεί στη φάση ακμής του οικισμού και χωρίζεται σε δύο υποπεριόδους, την πρώιμη ΥΕΧ (οικοδομικές φάσεις 8 έως 6) και την ύστερη ΥΕΧ (οικοδομικές φάσεις 5 έως 2Β). Η στρωματογραφία συνηγορεί υπέρ της συνεχούς κατοίκησης της θέσης, καθώς απουσιάζουν ενδείξεις για διακοπή της χρήσης του χώρου ή για μεγάλης κλίμακας καταστροφές (Κωτσάκης & Ανδρέου 1987, 224, Ανδρέου & Κωτσάκης 1996, 369, Andreou & Psaraki 2007, 401) Η Μέση Εποχή του Χαλκού. Η ΜΕΧ περιλαμβάνει τις οικοδομικές φάσεις 14 έως 9 και τοποθετείται στο χρονικό διάστημα μεταξύ π.χ.. Η έκταση και τα χαρακτηριστικά του οικισμού κατά την περίοδο αυτή δεν μπορούν να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Είναι πιθανό ότι η πρώτη εγκατάσταση έγινε σε φυσικό έξαρμα, το οποίο αποτέλεσε και τη βάση του τεχνητού γηλόφου. 33

51 Οι περισσότερες πληροφορίες για τη ΜΕΧ προέρχονται από την αυλή και τμήματα ενός κτηρίου (Μ) που εντοπίστηκε στη νοτιοδυτική περιοχή του οικισμού. Στη ΜΕΧ ανήκει, επίσης, η πλειονότητα των επιχώσεων της τομής 761, το ζωοαρχαιολογικό υλικό της οποίας εξετάζεται στην παρούσα εργασία. Η τομή 761 είναι ένα μεγάλο φυσικό όρυγμα που αποκαλύφθηκε στη βάση της Τούμπας. Κατά τη ΜΕΧ το όρυγμα αυτό, αποτελούμενο από σειρές λάκκων, γέμιζε με τα απορρίμματα των κατοίκων του οικισμού που βρισκόταν σε υψηλότερο επίπεδο. Οι οικοδομικές φάσεις στο σημείο αυτό του οικισμού δεν έχουν αποσαφηνιστεί με ακρίβεια μέχρι σήμερα. Συνεπώς, η ΜΕΧ χωρίζεται χονδρικά, βάσει στρωματογραφικών διαφοροποιήσεων, σε δύο υποπεριόδους (Γ και Δ), ώστε να εξυπηρετηθούν προσωρινά οι ανάγκες της έρευνας (Αναγνώστου κ.ά. 1990, 277, Ανδρέου κ.ά. 1990, , Ανδρέου & Κωτσάκης 1996, 380, Andreou & Psaraki 2007, 402) Η πρώιμη Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Η πρώιμη ΥΕΧ (φασεις 8 6) ανήκει στη χρονολογική περίοδο π.χ.. Χαρακτηριστική της περιόδου αυτής είναι η δημιουργία μιας σειράς βαθμιδωτών κατασκευών περιμετρικά του γηλόφου, που αντιστήριζαν και προστάτευαν τον οικισμό, ο οποίος εκτεινόταν σε υψηλότερο επίπεδο. Ο περίβολος αυτός αποτελούνταν από πλινθόκτιστους κιβωτιόσχημους χώρους τοποθετημένους στη σειρά και γεμισμένους με διαλυμένα οικοδομικά υλικά. Με την κατασκευή του περιβόλου ο χώρος κατοίκησης συρρικνώνεται και τα οικιστικά στοιχεία εντάσσονται σε ένα πυκνό και κλειστό οικοδομικό σχέδιο. Την ίδια περίοδο διαμορφώθηκε και η πρόσβαση στον οικισμό μέσω ενός δρόμου και μικρότερων αναλημμάτων που οδηγούσαν στην κορυφή του γηλόφου. Η αρχαιότερη φάση των αναλημμάτων του δρόμου αυτού κάλυψε τις επιχώσεις στην περιοχή της τομής 761, όπου τώρα εντοπίζονται ορίζοντες χρήσης. Πάνω από το φυσικό όρυγμα της ΜΕΧ αποκαλύφθηκαν δάπεδα κατοικιών, ένα λιθόκτιστο θεμέλιο και ένας πλίνθινος τοίχος που οριοθετούσε τα οικοδομικά κατάλοιπα στα δυτικά. Κατά την πρώιμη ΥΕΧ, λοιπόν, η τομή 761 (φάση Β) παύει να έχει απορριμματικό χαρακτήρα και εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο χρήσης με τον υπόλοιπο οικισμό. Τέλος, τα κτήρια της πρώιμης ΥΕΧ (Μ και Η) παρέχουν πληροφορίες για την τροφοπαρασκευή, την κατανάλωση της τροφής, την αποθήκευση και την παραγωγή πορφυρής βαφής που λάμβανε χώρα στο εσωτερικό τους (Κωτσάκης & Ανδρέου 1989, 210, Ανδρέου & Κωτσάκης 1996, 375, , Andreou & Psaraki 2007, 402, Βεροπουλίδου κ.ά 2005) Η ύστερη Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Η ύστερη ΥΕΧ (οικοδομικές φάσεις 5 έως 2Β) διαρκεί περίπου 300 χρόνια και καλύπτει τη χρονική περίοδο ανάμεσα στο 1350 και το 1050 π.χ. Η περίοδος αυτή παρέχει τις περισσότερες πληροφορίες για την αρχιτεκτονική διάταξη και οργάνωση του οικισμού της Τούμπας (Andreou 2009). Η οικοδομική φάση 5 (τέλη 14 ου τέλη 13 ου αιώνα π.χ.) εντοπίστηκε στα κτήρια Μ και Η. Η οικιστική διάταξη και οι λειτουργίες των χώρων φαίνεται ότι δε μεταβάλλονται με το πέρασμα στην 34

52 επόμενη φάση (4). Ανάλογη συνέχεια παρατηρείται και στην κεραμική, με μόνη εξαίρεση τη σπανιότερη εμφάνιση της μυκηναϊκού τύπου γραπτής τροχήλατης κεραμικής στις επιχώσεις της φάσης 5 (Andreou 2009, Ανδρέου & Κωτσάκης 1992, 260, , 377). Η οικοδομική φάση 4 χρονολογείται στον 12 ο αιώνα π.χ. και διασώζει τα περισσότερα στοιχεία για την οικιστική διάταξη και την οργάνωση των δραστηριοτήτων των κατοίκων της Τούμπας. Το σχέδιο που παρουσιάζει ο οικισμός κατά τη φάση αυτή παγιώνεται και διατηρείται με μικρές μεταβολές μέχρι το τέλος της ΠΕΣ (φάση 2Α). Στην κορυφή του γηλόφου ο οικισμός είναι πλέον αρκετά πυκνοδομημένος και καταλαμβάνεται από οκτώ τουλάχιστον πολύχωρα κτήρια (Α, Β, Ε, Ζ, Η, Μ, Ι και Κ), τα οποία είναι διατεταγμένα σε διαδοχικά άνδηρα και χωρίζονται από στενούς δρόμους (Εικόνα 3.2). Από τα κτήρια αυτά, το μοναδικό που έχει αποκαλυφθεί σχεδόν στο σύνολό του είναι το κτήριο Α, στο νοτιοδυτικό τμήμα της κορυφής. Στα ανατολικά του κτηρίου Α έχει έρθει στο φως μεγάλο τμήμα των κτηρίων Β και Ε, ενώ τα υπόλοιπα συγκροτήματα της κορυφής (Ζ, Η, Μ) είναι γνωστά σε μικρότερη έκταση. Όλα τα κτήρια είναι ορθογώνια με λίθινα θεμέλια και ανωδομή από πλιθιά, σκελετό από πασσάλους και δάπεδα από πατημένο χώμα. Στο εσωτερικό τους υπάρχουν εστίες, μαγειρικά σκέυη, μεγάλοι αποθηκευτικοί πίθοι που εξυπηρετούν την τροφοπαρασκευή και την αποθήκευση των προϊόντων, ενώ εργασίες εργαστηριακού χαρακτήρα λαμβάνουν χώρα σε πιθανώς υπαίθριους χώρους των κτηρίων. Στην ίδια περίοδο τοποθετείται και η ενίσχυση του περιβόλου της πλαγιάς, η οποία δε μεταβάλλει, όμως, την αρχική σχεδίαση της κατασκευής (Κωτσάκης & Ανδρέου 1993, 283, Ανδρέου & Κωτσάκης 1996, , Βεροπουλίδου κ.ά. 2005, 182, Andreou & Psaraki 2007, ). Το κτήριο Α δίνει μέχρι στιγμής την πληρέστερη εικόνα για την οργάνωση των δραστηριοτήτων των κατοίκων της Τούμπας κατά τη φάση 4. Το κτήριο αυτό αποτελείται από δύο πτέρυγες (ανατολικά και δυτικά), οι οποίες επικοινωνούν μέσω ενός στενού διαδρόμου. Η δυτική πτέρυγα έχει αψιδωτή απόληξη στη νότια πλευρά της, ενώ όλοι οι υπόλοιποι χώροι του κτηρίου είναι ορθογώνιοι. Στο εσωτερικό του κτηρίου Α λαμβάνει χώρα ένα πλήθος οικοτεχνικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την παρασκευή και την κατανάλωση της τροφής, όπως μαρτυρούν η κεραμική, οι εστίες, τα εργαλεία και τα ζωοαρχαιολογικά κατάλοιπα. Η παρουσία υφαντικών εργαλείων (σφονδύλια, υφαντικά βάρη, βελόνες, οπείς) υποδεικνύει την εκτέλεση εργαστηριακών δραστηριοτήτων σχετικών με την υφαντική, την κατεργασία δερμάτων και υφασμάτων. Επιπλέον, κάποιοι από τους χώρους του κτηρίου Α χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή πορφυρής βαφής, όπως καταδεικνύει η μεγάλη ποσότητα οστρέων που εντοπίστηκε στο εσωτερικό τους. Τέλος, στο κτήριο Α είναι έντονο το στοιχείο της αποθήκευσης, καθώς σε αρκετά δωμάτια εντοπίστηκαν όστρακα πίθων, αποθηκευτικοί λάκκοι, πήλινοι σιροί και καλάθια (Ανδρέου & Κωτσάκης 1996, 374, Καραδήμου 1999, Βεροπουλίδου 2002, Μαργωμένου κ.ά. 2005, Βασιλειάδου 2009). 35

53 Εικόνα 3.2 Γενική κάτοψη του οικισμού της Τούμπας (Φωτογραφικό Αρχείο Ανασκαφής) Κατά τη φάση 4 κατασκευάζεται το κτήριο Ζ, το ζωοαρχαιολογικό υλικό του οποίου αναλύεται στην παρούσα εργασία (Εικόνες 3.3, 3.4). Το κτήριο αυτό κατασκευάστηκε πάνω σε άνδηρο, στα νότια του κτηρίου Α και η ανοικοδόμησή του κατέστρεψε τμήμα του γειτονικού κτηρίου Μ. Η ακριβής έκτασή του δεν είναι γνωστή, καθώς έχει αποκαλυφθεί μόνο στο βόρειο όριό του. Αποτελείται από δύο χώρους, έναν στα ανατολικά (Ζ1 τομή 072) και έναν στα δυτικά (Ζ2 τομή 073). Το δωμάτιο Ζ1 ορίζεται από τοίχους που έχουν εντοπιστεί στα βόρεια, τα δυτικά, τα νότια (εν μέρει εντός του νότιου μάρτυρα της τομής 072) και στα ανατολικά (εντός του μάρτυρα των τομών 072 και 073). Στο εσωτερικό του εντοπίστηκαν λάκκοι και μια εστία που περιβάλλεται από στρώμα στάχτης. Το δωμάτιο Ζ2 ορίζεται από τοίχους στα βόρεια, τα δυτικά, τα ανατολικά (εντός του μάρτυρα των τομών 072 και 073), ενώ το νότιο όριό του δεν έχει εντοπιστεί. Στο εσωτερικό του εντοπίστηκαν μια πήλινη κατασκευή (ίσως εστία), λάκκοι και δύο τουλάχιστον πιθάρια, εκ των οποίων το ένα ήταν τοποθετημένο σε λάκκο. Το κτήριο Ζ περιβάλλεται από δρόμους, τουλάχιστον στις δυο πλευρές που αποκαλύφθηκαν πλήρως κατά την ανασκαφή. Στα βόρεια του συγκροτήματος περνάει ο δρόμος Χ1 (τομές 072, 073, Δοκιμαστική Τομή ΔΤ) με προσανατολισμό Α Δ, ο οποίος χωρίζει το κτήριο Ζ από το γειτονικό κτήριο Α. Το ζωοαρχαιολογικό υλικό του δρόμου αυτού θα μελετηθεί στη συνέχεια. Στα ανατολικά του κτηρίου περνάει ο δρόμος Χ2 με προσανατολισμό Β Ν, διαχωρίζοντας το κτήριο Ζ από το κτήριο Ε. 36

54 Εικόνα 3.3 Κάτοψη της κορυφής της Τούμπας, στην οποία διακρίνεται το κτήριο Ζ (Φωτογραφικό Αρχείο Ανασκαφής) Εικόνα 3.4 Σχεδιαστική απόδοση του κτηρίου Ζ και του γειτονικού δρόμου Χ1 (Αρχείο Ανασκαφής) 37

55 Οι κατηγορίες ευρημάτων που προήλθαν από το κτήριο Ζ (αγγεία, πίθοι, εργαλεία, οστά ζώων κ.ά.) υποδηλώνουν ότι στο εσωτερικό του εκτελούνταν διάφορες οικοτεχνικές εργασίες, από την παρασκευή και την κατανάλωση της τροφής μέχρι την αποθήκευση. Οι οικοδομικές φάσεις 3 και 2Β τοποθετούνται χρονολογικά στον 11 ο αιώνα π.χ. Στοιχεία για την περίοδο αυτή παρέχουν τα κτήρια Α, Β, Ε και Ζ της κορυφής, τα οποία ακολουθούν τη διάταξη και τον προσανατολισμό των συγκροτημάτων της προηγούμενης φάσης. Η αρχή της φάσης 3 σηματοδοτείται από μεγάλης κλιμακας επιχωματώσεις και ανακατασκευές, οι οποίες σχετίζονται μόνο με την εσωτερική διάταξη των κτηρίων και με μικρές μετατοπίσεις κάποιων εσωτερικών τοίχων. Στη φάση 3 (και πιθανόν 2Β) ανήκουν και οι τελευταίες ανακατασκευές του περιβόλου της Τούμπας. Κατά την περίοδο αυτή μετασκευάζεται το σύστημα των ανδήρων της ΥΕΧ, ενώ ο περίβολος μετατοπίζεται και μειώνεται σε ύψος (Αναγνώστου κ.ά 1990, 281, Ανδρέου κ.ά , 183). Όσον αφορά στο κτήριο Ζ, η κάτοψή του ακολουθεί πιστά το σχέδιο της προηγούμενης περιόδου. Ωστόσο, τα στοιχεία που σχετίζονται με τη χρήση του κτηρίου κατά την περίοδο αυτή είναι αποσπασματικά. Συγκεκριμένα, οι επιχώσεις του εσωτερικού χώρου Ζ1 έχουν διαβρωθεί από νεότερα κατάλοιπα, ενώ οι φάσεις 3 και 2Β δεν εντοπίστηκαν στο δωμάτιο Ζ Η Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Η φάση 2Α τοποθετείται στο τέλος του 11 ου αιώνα π.χ. Τα κατάλοιπα της φάσης αυτής έχουν διαταραχθεί και διαβρωθεί σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας νεότερων επεμβάσεων. Σε γενικές γραμμές, ο οικισμός φαίνεται ότι ακολουθεί την οικιστική διάταξη των προηγούμενων φάσεων, όπως υποδηλώνεται από τις λίθινες θεμελιώσεις τοίχων που εντοπίστηκαν σε τρία τουλάχιστον κτήρια της κορυφής (Α, Β, Ε). Ριζική μεταβολή παρατηρείται, κατά την περίδο αυτή, στο χαρακτήρα των κατασκευών της πλαγιάς, οι οποίες εγκαταλείπονται. (Ανδρέου & Κωτσάκης 1991, , Ανδρέου κ.ά , , Andreou 2009) Η ιστορική περίοδος. Η φάση 1 περιλαμβάνει όλες τις επιχώσεις των ιστορικών χρόνων και χρονολογείται στην περίοδο μεταξύ των αρχών του 9 ου μέχρι τα τέλη του 4 ου αιώνα π.χ. Κατά την περίοδο αυτή, η κορυφή αποτελεί τμήμα του ευρύτερου οικισμού που απλώθηκε στη βάση του γηλόφου («τράπεζα») από την αρχή της 1 ης χιλιετίας π.χ. Αποσπασματικά θεμέλια τοίχων, αποθηκευτικοί λάκκοι, χτιστοί κυκλικοί σιροί και πιθάρια που εντοπίστηκαν σε διάφορα σημεία της κορυφής μαρτυρούν τη μόνιμη κατοίκηση του χώρου κατά τον 6 ο και 5 ο αιώνα π.χ. Ωστόσο, οι κατόψεις των οικημάτων αναπτύσσονται πλέον τελείως ανεξάρτητα από το οικιστικό σχέδιο των προηγούμενων φάσεων. Τα μόνα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της κλασικής περιόδου εντοπίζονται στο νοτιοδυτικό τμήμα της κορυφής. Τα λείψανα είναι, όμως, αρκετά διαβρωμένα και 38

56 ενδέχεται η κατοίκηση της κορυφής να μην ήταν το ίδιο εντατική κατά τη φάση αυτή (Ανδρέου κ.ά. 1990, , Ανδρέου & Κωτσάκης 1991, , ). Η έκταση και το ύψος της Τούμπας Θεσσαλονίκης την καθιστούν μια από τις πλέον δεσπόζουσες θέσεις της Εποχής του Χαλκού στην Κεντρική Μακεδονία. Η επιμονή των κατοίκων να ακολουθούν πιστά μια συγκεκριμένη οικιστική διάταξη για μεγάλο χρονικό διάστημα, η ανέγερση των κατασκευών της πλαγιάς, που ελέγχουν την πρόσβαση και την κυκλοφορία στο εσωτερικό του οικισμού, η παρουσία μυκηναϊκής κεραμικής και αντικειμένων «κύρους», που μαρτυρούν τη συμμετοχή της θέσης σε εκτεταμένα δίκτυα ανταλλαγών, αποτελούν όλα στοιχεία μιας ισχυρής και αυστηρά οργανωμένης κοινότητας. Οι μεταβολές που παρατηρούνται στην αρχή της ΥΕΧ όσον αφορά στη μορφή και την πυκνότητα της κατοίκησης στη θέση, σχετίζονται πιθανώς με την ύπαρξη στοιχείων κοινωνικής πολυπλοκότητας και ενδοκοινοτικών κοινωνικών μεταβολών. Ως ένδειξη της πολύπλοκης αυτής κοινωνικής δομής μπορεί να θεωρηθεί η ικανότητα συντονισμού ενός μεγάλου εργατικού δυναμικού για την κατασκευή και συντήρηση των κοινοτικών κατασκευών της πλαγιάς. Κατά την ΥΕΧ, λοιπόν, η Τούμπα αποτελεί μια ισχυρή κοινότητα, με συγκεντρωτική κοινωνική δομή και ενεργή συμμετοχή στα κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά δίκτυα της περιοχής (Ανδρέου & Κωτσάκης 1996, , Andreou et.al. 1996, 582, Andreou 2001, , Andreou & Psaraki 2007, ). Τα χαρακτηριστικά του οικισμού της Τούμπας Θεσσαλονίκης επιτρέπουν την κατάταξή της σε μια μικρή ομάδα οικισμών με μορφή γηλόφου, που βρίσκονται διάσπαρτοι στην Κεντρική Μακεδονία κατά την ΥΕΧ (πχ. Άσσηρος). Οι διαφορές που παρουσιάζουν οι οικισμοί αυτοί ως προς το μέγεθος, την έκταση, το ύψος και την εσωτερική τους οργάνωση συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης ανισοτήτων μεταξύ των διαφόρων κοινοτήτων και της πιθανής εγκαθίδρυσης διακοινοτικών ιεραρχικών δικτύων με απλές και ασταθείς δομές. Είναι, τέλος, πιθανό ότι τα δίκτυα αυτά ελέγχονταν από κάποιες κοινότητες, οι οποίες, όπως η Τούμπα, παρουσιάζουν πολύπλοκη εσωτερική οργάνωση και έχουν τη δυνατότητα να κινητοποιούν εργατικό δυναμικό και μεγάλη ποσότητα τροφής στο πλαίσιο περιστάσεων συλλογικής κατανάλωσης, με στόχο την αναπαραγωγή και διαπραγμάτευση των κοινωνικών δεσμών (Κωτσάκης & Ανδρέου 1987, , Ανδρέου & Κωτσάκης 1996, 383, Andreou & Psaraki 2007, 403). 39

57 4. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ 4.1 Μέθοδοι ανάκτησης του ζωοαρχαιολογικού υλικού. Η μέθοδος συλλογής και ανάκτησης του ζωοαρχαιολογικού υλικού είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς επηρεάζει άμεσα την ποιότητα και την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων της ζωοαρχαιολογικής ανάλυσης. Οι συμβατικές ανασκαφικές μέθοδοι οδηγούν, αρκετές φορές, στη δημιουργία ελλιπών και παραπλανητικών δειγμάτων, με αποτέλεσμα τμήμα των διαθέσιμων αρχαιολογικών πληροφοριών να χάνεται. Η απώλεια των πληροφοριών οφείλεται κυρίως στην επίδραση διαφόρων διαδικασιών που επηρεάζουν το ζωοαρχαιολογικό υλικό από την ανασκαφή μέχρι την τελική του δημοσίευση (βλ. κεφ. 2). Για το λόγο αυτό, απαιτείται η εφαρμογή μιας συστηματικής μεθόδου συλλογής των οστών, η οποία θα δίνει όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα για ανάλυση (Payne 1972b, 49). Οι κύριες μέθοδοι ανάκτησης του ζωοαρχαιολογικού υλικού είναι η συλλογή με το χέρι κατά τη διάρκεια της ανασκαφής και η χρήση του ξεροκόσκινου ή/και του νεροκόσκινου. Όσον αφορά στη συλλογή με το χέρι, έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί μια ανεπαρκή μέθοδο ανάκτησης, καθώς οδηγεί στη δημιουργία δειγμάτων άμεσα επηρεασμένων από το μέγεθος των ευρημάτων. Έτσι, στην περίπτωση της ανάκτησης του ζωοαρχαιολογικού υλικού, παρατηρείται η τάση να συλλέγονται μόνο τα μεγάλα οστά που ανήκουν σε μεγάλα και, προφανώς, ενήλικα ζώα (Payne 1972b, 49, O Connor 2000, 31). Τα δείγματα γίνονται πιο αντιπροσωπευτικά με τη χρήση του ξεροκόσκινου, μέσω της οποίας σταθεροποιείται η διαδικασία της ανάκτησης και αυξάνεται η πιθανότητα συλλογής μικρότερων οστών. Το άνοιγμα της βροχίδος του κόσκινου είναι, στην περίπτωση αυτή, ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς καθορίζει το μέγεθος των οστών που είναι δυνατό να ανακτηθούν. Συνήθως το άνοιγμα της βροχίδος κυμαίνεται μεταξύ 3mm και 10mm, πράγμα που σημαίνει ότι οστά ή θραύσματα οστών μικρότερα των 3mm χάνονται. Ωστόσο, έχει παρατηρηθεί ότι η ανάκτηση οστών με άνοιγμα βροχίδος μικρότερο των 3mm είναι εξαιρετικά χρονοβόρα και, κατά συνέπεια, αποφεύγεται. Η αποτελεσματικότητα της χρήσης του ξεροκόσκινου εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως είναι το χρώμα, η υφή και η σύσταση του χώματος, οι καιρικές συνθήκες, η ώρα και το φως της ημέρας, η πείρα του προσωπικού της ανασκαφής και το μέγεθος των ευρημάτων. Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι και η ίδια η ανασκαφική μέθοδος (αξίνα, μπουλντόζα κτλ.) καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την πιθανότητα ανάκτησης ορισμένων κατηγοριών ευρημάτων (Payne 1972b, 49, O Connor 2000, 31-33). Η πιο αποτελεσματική μέθοδος ανάκτησης ζωοαρχαιολογικού υλικού είναι η μέθοδος της επίπλευσης (νεροκόσκινο). Κατά τη διαδικασία της επίπλευσης, το χώμα κοσκινίζεται μέσα σε νερό και διαχωρίζεται από τα ευρήματα που εμπεριέχει. Έτσι, τα κόσκινα κατακρατούν τα μικρού μεγέθους αντικείμενα, ενώ η λάσπη διαρρέει από το κάτω τμήμα της κατασκευής, αφήνοντας το δείγμα καθαρό. Στις περιπτώσεις όπου το χώμα της θέσης είναι σκληρό, η χρήση του νεροκόσκινου είναι ιδιαίτερα βοηθητική, καθώς το νερό διαλύει τους σβώλους χώματος και αποκαλύπτει τα ευρήματα που ενδεχομένως περικλείονται στο εσωτερικό τους. Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί, ότι όταν η κατάσταση διατήρησης των οστών είναι κακή, η δράση του νερού ενδέχεται να τα καταστρέψει. Ως εκ τούτου, η κατάσταση 40

58 διατήρησης είναι ένας παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πριν από την εφαρμογή της μεθόδου της επίπλευσης (Payne 1972b, 52, Hesse & Wapnish 1985, 57, O Connor 2000, 32). Πειραματικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι η χρήση του νεροκόσκινου δύναται να μεταβάλει δραστικά την ταξινομική και ανατομική αντιπροσώπευση των ζώων στα ζωοαρχαιολογικά σύνολα. Συγκεκριμένα, έγινε αντιληπτό ότι οστά ζώων μικρού μεγέθους και νεαρής ηλικίας ή μικρά σε μέγεθος ανατομικά στοιχεία (πχ. φάλαγγες, ταρσικά, καρπικά, μεμονωμένα δόντια) που εντοπίζονται στο νεροκόσκινο, συνήθως χάνονται στο πεδίο, όπου η συλλογή γίνεται με το χέρι (Payne 1972b, 59-61). Για να αυξηθούν, λοιπόν, οι πιθανότητες συλλογής οστών ζώων μικρού μεγέθους ή νεαρής ηλικίας, είναι απαραίτητο να γίνεται χρήση των κόσκινων κατά τη διαδικασία της ανάκτησης. Με τον τρόπο αυτό, αποφεύγεται η υπεραντιπροσώπευση ορισμένων ειδών και ανατομικών στοιχείων και τα δείγματα δίνουν μια πιο αντιπροσωπευτική εικόνα του ζωοαρχαιολογικού υλικού. Τέλος, είναι αναγκαίο να υπάρχει συνέπεια ως προς τις μεθόδους ανάκτησης που εφαρμόζονται σε μια αρχαιολογική θέση, ώστε οι συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών δειγμάτων να είναι εφικτές (Payne 1972b, 61, Reitz & Wing 1999, 120, O Connor 2000, 33). 4.2 Μέθοδοι ποσοτικοποίησης. Η ποσοτικοποίηση αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στάδια στη διαδικασία των ζωοαρχαιολογικών αναλύσεων και συνίσταται στη στατιστική ανάλυση των δεδομένων που συγκεντρώνονται μετά το πέρας της ταύτισης των οστών σε επίπεδο είδους. Η ποσοτικοποίηση αποσκοπεί στον εντοπισμό των στοιχείων εκείνων που διαφοροποιούνται μεταξύ των ζωοαρχαιολογικών δειγμάτων, επιτρέποντας, έτσι, την εξαγωγή συμπερασμάτων για τη διαχείριση των ζώων μιας θέσης, καθώς και τη σύγκριση των στρατηγικών εκμετάλλευσης του ζωικού δυναμικού μεταξύ θέσεων (Reitz & Wing 1999, 145). Είναι σαφές ότι μια απλή αναφορά στα είδη των ζώων που εντοπίζονται σε μια αρχαιολογική θέση δεν είναι αρκετή για να δώσει απαντήσεις σε ζητήματα που σχετίζονται με την αποκατάσταση του παλαιοπεριβάλλοντος και της ανθρώπινης δράσης. Το γεγονός αυτό έγινε αντιληπτό από πληθώρα ερευνητών και, ως εκ τούτου, έχουν προταθεί, κατά καιρούς, διάφορες μέθοδοι ποσοτικοποίησης (Klein & Cruz-Uribe 1984, 24). Από τις μεθόδους αυτές, εκείνες που εφαρμόζονται στην πλειονότητα των ζωοαρχαιολογικών αναλύσεων είναι ο Αριθμός Προσδιορισθέντων Οστών (ΑΠΟ), ο Ελάχιστος Αριθμός Ατόμων (ΕΑΑ) και, πιο πρόσφατα, ο Ελάχιστος Αριθμός Ανατομικών Μονάδων (ΕΑΑΜ) 1. Θα πρέπει, εδώ, να σημειωθεί ότι σε κάθε επαρκή ζωοαρχαιολογική ανάλυση, είναι απαραίτητο να γίνεται διεξοδική αναφορά στη μέθοδο ποσοτικοποίησης που υιοθετείται, έτσι ώστε να αξιολογείται η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων και να καθίσταται δυνατή η σύγκριση μεταξύ των ζωοαρχαιολογικών συνόλων (Grayson 1973, 438). 1 Στην αγγλική βιβλιογραφία ο ΑΠΟ αποδίδεται ως NISP (Number of Identified Specimens), ο ΕΑΑ ως MNI (Minimum Number of Individuals) και ο ΕΑΑΜ ως MinAU (Minimum Number of Anatomical Units). 41

59 4.2.1 Αριθμός Προσδιορισθέντων Οστών. Ο Αριθμός Προσδιορισθέντων Οστών (ΑΠΟ) εκφράζει τον απόλυτο αριθμό των οστών ενός ζωοαρχαιολογικού δείγματος, που είναι δυνατό να ενταχθούν σε κάποια ταξινομική κατηγορία, είτε αυτή ταυτίζεται με το είδος του ζώου είτε αναφέρεται σε ανώτερα ταξινομικά επίπεδα (πχ. γένος, οικογένεια κ.ά). Τα οστά που προσμετρώνται με τη μέθοδο αυτή μπορεί να έχουν τη μορφή θραυσμάτων ή να είναι ακέραια (Lyman 1994, 100). Για παράδειγμα, αν ένα δείγμα αποτελείται από 10 οστά, εκ των οποίων τα 5 είναι σπασμένα οστά χοίρου, τα 3 ακέραια οστά χοίρου και τα 2 ακέραια οστά αιγοπροβάτων, ο ΑΠΟ θα είναι 8 για το χοίρο και 2 για τα αιγοπρόβατα, δίνοντας, έτσι, μια απόλυτη αριθμητική αντιπροσώπευση των ειδών στο εν λόγω δείγμα. Ένα από τα βασικότερα πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής έγκειται στο γεγονός ότι ο ΑΠΟ είναι δυνατό να υπολογιστεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ταύτισης των οστών σε επίπεδο είδους, με μια απλή καταμέτρηση των οστών που περιλαμβάνονται στο υπό ανάλυση δείγμα. Καθώς οι αριθμοί που προκύπτουν είναι απόλυτοι, οποιαδήποτε περαιτέρω στατιστική ανάλυση θεωρείται περιττή. Ένα επιπλέον πλεονέκτημα της ποσοτικοποίησης με βάση τον ΑΠΟ είναι το γεγονός ότι οι τιμές που προκύπτουν είναι αθροιστικές και, ως εκ τούτου, είναι εύκολο να ανανεωθούν τα εκάστοτε δεδομένα, με μια απλή προσθήκη του αριθμού των οστών που προκύπτουν κατά την ανασκαφή, στα ήδη υπάρχοντα (Klein & Cruz-Uribe 1984, 25). Από την άλλη, η μέθοδος ποσοτικοποίησης που βασίζεται στον ΑΠΟ παρουσιάζει μια σειρά από μειονεκτήματα, τα οποία θέτουν υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία της. Ένα βασικό της μειονέκτημα είναι ότι αγνοεί το γεγονός ότι κάποια είδη ζώων έχουν, βάσει φυσιολογίας, περισσότερα οστά σε σχέση με άλλα είδη. Η παράλειψη αυτή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την υπεραντιπροσώπευση ορισμένων ειδών στα ζωοαρχαιολογικά δείγματα. Επίσης, ο βαθμός στον οποίο τα διάφορα οστά είναι δυνατό να ταυτιστούν σε κάποια ταξινομική κατηγορία διαφέρει μεταξύ των ειδών, προκαλώντας ανάλογες ανακρίβειες στην αριθμητική αντιπροσώπευσή τους στο δείγμα. Επιπλέον, η χρήση του ΑΠΟ είναι δυνατό να τονίσει τη σημασία ενός είδους εις βάρος κάποιου άλλου, καθώς κάποια είδη ζώων φτάνουν ακέραια στον οικισμό, ενώ άλλα υφίστανται μια αρχική επεξεργασία εκτός οικισμού και μόνο τμήματά τους εισάγονται, τελικά, στη θέση κατοίκησης. Η διαφορετική αυτή μεταχείριση συμβαδίζει, συνήθως, με το μέγεθος του ζώου. Έτσι, τα μεγαλύτερα σε μέγεθος ζώα τεμαχίζονται εκτός οικισμού και μεταφέρονται μόνο εκείνα τα τμήματά τους που θεωρούνται, κάθε φορά, κατάλληλα για κατανάλωση. Αντίθετα, τα μικρού μεγέθους ζώα είναι εύκολο να μεταφερθούν ακέραια στη θέση. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο ΑΠΟ θα έχει ως αποτέλεσμα την υπεραντιπροσώπευση των μικρών σε μέγεθος ζώων, αλλοιώνοντας έτσι την πραγματική εικόνα του δείγματος. Το σημαντικότερο, ίσως, μειονέκτημα της ποσοτικοποίησης με βάση τον ΑΠΟ είναι η έλλειψη διάκρισης ανάμεσα στα ακέραια και θρυμματισμένα οστά. Ο ΑΠΟ αντιμετωπίζει κάθε οστό ως ξεχωριστό άτομο, μη λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλά από τα θραυσμένα οστά ενός δείγματος είναι δυνατό να προέρχονται από το ίδιο ζώο. Αυτό έχει, συχνά, ως αποτέλεσμα την καταμέτρηση ενός ατόμου για περισσότερες από μια φορές και την παραμόρφωση, τελικά, της ζωοαρχαιολογικής πραγματικότητας. Επιπλέον, ο βαθμός θρυμματισμού των οστών μεταξύ διαφορετικών 42

60 ειδών ζώων αλλά και μεταξύ διαφορετικών ζωοαρχαιολογικών συνόλων διαφέρει, κάτι που επίσης δε λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή της μεθόδου (Klein & Cruz-Uribe 1984, 25, Davis 1987, 36, O Connor 2000, 56). Ο μεγάλος αριθμός των μειονεκτημάτων που παρουσιάζει η μέθοδος ποσοτικοποίησης με βάση τον ΑΠΟ την καθιστούν ανεπαρκή για μια έγκυρη ζωοαρχαιολογική ανάλυση. Η εικόνα που προκύπτει μέσα από την εφαρμογή της έχει ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα, καθώς δε λαμβάνει υπόψη της σημαντικούς παράγοντες, όπως είναι οι ταφονομικές διαδικασίες μετασχηματισμού και οι μέθοδοι ανάκτησης του ζωοαρχαιολογικού υλικού. Οι πληροφορίες που παρέχει έχουν πολύ γενικό χαρακτήρα και αδυνατούν να ρίξουν φως στο πολυσύνθετο ζήτημα της σχέσης του ανθρώπου με τα ζώα κατά το παρελθόν. Ωστόσο, κάποιες από τις πληροφορίες αυτές είναι δυνατό να αποδειχθούν γόνιμες, όταν η μέθοδος αυτή συνδυάζεται με άλλες μεθόδους ποσοτικοποίησης. Στην περίπτωση αυτή, ο εκάστοτε μελετητής θα πρέπει να είναι σαφής ως προς τον τρόπο εφαρμογής της μεθόδου και ως προς τα ερωτήματα που επιχειρεί να απαντήσει μέσα από τη χρήση της (Grayson 1973, 432, Klein & Cruz-Uribe 1984, 25, Davis 1987, 36, Reitz & Wing 1999, 192) Ελάχιστος Αριθμός Ατόμων. Η ποσοτικοποίηση με βάση τον Ελάχιστο Αριθμό Ατόμων (ΕΑΑ) είναι η μέθοδος που χρησιμοποιείται στην πλειονότητα των ζωοαρχαιολογικών αναλύσεων. Ο ΕΑΑ εκφράζει τον ελάχιστο αριθμό ατόμων ανά είδος ζώου, ο οποίος προκύπτει από την καταμέτρηση όλων των οστών που είναι δυνατό να ταυτιστούν σε ταξινομικό επίπεδο είδους (Lyman 1994, 100). Η εφαρμογή της μεθόδου ποσοτικοποίησης που αποδίδει τον ΕΑΑ ακολουθεί, τις περισσότερες φορές, μια συγκεκριμένη διαδικασία. Ο ζωοαρχαιολόγος ταυτίζει, καταρχάς, τα ανατομικά μέλη κάθε είδους σε πλευρά σώματος, προσδιορίζει, δηλαδή, αν το οστό προέρχεται από την αριστερή ή δεξιά πλευρά του σώματος. Στη συνέχεια, εντοπίζει, για κάθε είδος ζώου, το ανατομικό μέλος που συναντάται με τη μεγαλύτερη συχνότητα στο υπό ανάλυση δείγμα. Τέλος, επιλέγει τα ανατομικά μέλη με τις μεγαλύτερες τιμές για την αριστερή ή τη δεξιά πλευρά του σώματος, καθώς είναι αυτά που, τελικά, αποδίδουν τον ΕΑΑ (O Connor 2000, 59). Για παράδειγμα, αν ένα δείγμα αποτελείται από 5 δεξιούς βραχίονες, 2 αριστερούς βραχίονες, 6 αριστερούς μηρούς και 3 δεξιές κερκίδες χοίρου, ο ΕΑΑ για το συγκεκριμένο είδος θα είναι 6. Το δείγμα που χρησιμοποιείται ως παράδειγμα θεωρείται ότι περιλαμβάνει 6 χοίρους, καθώς το ανατομικό μέλος που απαντάται με τη μεγαλύτερη συχνότητα (αριστερός μηρός) οδηγεί στον ελάχιστο αριθμό χοίρων του δείγματος (ΕΑΑ = 6). Άλλοι ερευνητές αποφεύγουν τη χρονοβόρο διαδικασία του διαχωρισμού των ανατομικών μελών σε πλευρά σώματος και απλώς διαιρούν το σύνολο των ταυτισμένων οστών ανά είδος δια του δύο. Ακολουθώντας το παραπάνω παράδειγμα, τα 16 οστά χοίρου του δείγματος θα αποδίδονταν, σύμφωνα με την εναλλακτική αυτή μέθοδο, στην ύπαρξη 8 χοίρων (ΕΑΑ=8, αφού 16:2 = 8). Η παραλλαγή αυτή της ποσοτικοποίησης με βάση τον ΕΑΑ θεωρεί απίθανο το ενδεχόμενο να γινόταν ένας συνειδητός διαχωρισμός μεταξύ αριστερών και δεξιών πλευρών του σώματος των ζώων κατά το παρελθόν. Κάτι 43

61 τέτοιο, ωστόσο, είναι αδύνατο να αποδειχθεί. Επιπλέον, όταν τα ζωοαρχαιολογικά δείγματα είναι μικρά, τα αποτελέσματα που προκύπτουν μέσω αυτής της μεθόδου είναι αισθητά διαφορετικά σε σύγκριση με εκείνα που βασίζονται στη μέθοδο διαχωρισμού των ανατομικών μελών σε πλευρά σώματος (Klein & Cruz-Uribe 1984, 26). Σε μια τρίτη παραλλαγή της μεθόδου ποσοτικοποίησης που αποδίδει τον ΕΑΑ γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθούν ζευγάρια μεταξύ των αριστερών και δεξιών ανατομικών μελών του σώματος, έτσι ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος της υπεραντιπροσώπευσης ορισμένων ειδών (O Connor 2000, 59). Κατά τη διαδικασία αυτή λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος του οστού, το φύλο και η ηλικία του ζώου, με σκοπό να εξάγονται όσο το δυνατόν ασφαλέστερα αποτελέσματα (Klein & Cruz-Uribe 1984, 26). Ωστόσο, η μέθοδος αυτή παρουσιάζει κάποια σοβαρά μειονεκτήματα, το σημαντικότερο εκ των οποίων προκύπτει από την ίδια τη φυσιολογία του σκελετού. Δεδομένου ότι υπάρχει, συχνά, μεγάλος βαθμός ασυμμετρίας μεταξύ της αριστερής και δεξιάς πλευράς του σώματος, η δημιουργία ζευγαριών τίθεται αυτομάτως υπό αμφισβήτηση. Επίσης, η εφαρμογή της εν λόγω μεθόδου εμπεριέχει ένα μεγάλο βαθμό υποκειμενικότητας ως προς την επιλογή των οστών που φαινομενικά «ταιριάζουν» και που, τελικά, θεωρείται ότι προέρχονται από το ίδιο άτομο (O Connor 1985, 27). Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που επιχειρούν να αντιμετωπίσουν όλες οι μέθοδοι ποσοτικοποίησης είναι ο θρυμματισμός των οστών. Δεδομένου ότι η πλειονότητα των οστών που εντοπίζονται στις αρχαιολογικές θέσεις έχει τη μορφή θραυσμάτων, η ποσοτικοποίησή τους καθίσταται προβληματική. Οι ερευνητές που εφαρμόζουν τη μέθοδο του ΕΑΑ προσπαθούν να αντεπεξέλθουν σε αυτή τη δυσκολία με τρεις διαφορετικούς τρόπους. Κάποιοι επιλέγουν να αγνοήσουν τα θραύσματα των οστών και να μην τα υπολογίσουν στο τελικό σύνολο, κάτι που, όμως, έχει ως αποτέλεσμα την αλλοίωση του ΕΑΑ, καθώς αυτός παρουσιάζει πολύ χαμηλές τιμές. Άλλοι αντιμετωπίζουν τα θραύσματα σαν ακέραια οστά, γεγονός που επιφέρει το αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα, ανεβάζοντας τεχνητά τις τιμές του ΕΑΑ. Στην τρίτη εναλλακτική μέθοδο που υιοθετείται από κάποιους ερευνητές, τα θραύσματα των οστών υπολογίζονται ως κλάσματα των ακέραιων οστών με βάση το ποσοστό του αρχικού οστού που διασώζεται. Για παράδειγμα, ένα δείγμα μπορεί να περιλαμβάνει 2 ακέραιους αριστερούς μηρούς και 2 θραύσματα αριστερού μηρού βοοειδούς. Εάν τα θραύσματα είναι το 1/2 και το 1/3 ενός ακέραιου μηρού, το σύνολο των αριστερών μηρών του βοοειδούς θα είναι 2 ακέραιοι μηροί + 1/2 μηρού (0,5) + 1/3 μηρού (0,33) = 2,83, το οποίο αποδίδεται, τελικά, ως 3. Παρόλο που η μέθοδος αυτή είναι φαινομενικά η ασφαλέστερη, θα πρέπει να σημειωθεί ότι είναι αρκετά υποκειμενική, καθώς ο εκάστοτε ερευνητής μπορεί να εκλαμβάνει με διαφορετικό τρόπο τα κλάσματα (Klein & Cruz-Uribe 1984, 26, 27). Παρά τις δυσκολίες που παρουσιάζονται κατά την ποσοτικοποίηση με βάση τον ΕΑΑ, υπάρχουν, αναμφισβήτητα, κάποια πλεονεκτήματα, τα οποία οδήγησαν στην προτίμηση αυτής της μεθόδου έναντι της ποσοτικοποίησης με βάση τον ΑΠΟ. Το σημαντικότερο από αυτά έγκειται στο γεγονός ότι ο ΕΑΑ παραμένει ανεπηρέαστος από τις ταφονομικές διαδικασίες μετασχηματισμού του δείγματος και το διαφορετικό αριθμό των οστών που απαντώνται σε κάθε είδος ζώου (Klein & Cruz-Uribe 1984, 26). Από την άλλη, μια σειρά μειονεκτημάτων καθιστούν, πολλές φορές, την εφαρμογή της εν λόγω μεθόδου προβληματική. Καταρχάς, ο υπολογισμός του ΕΑΑ είναι πολύπλοκος και ελλοχεύει πάντα ο 44

62 κίνδυνος του υπολογιστικού λάθους. Επίσης, οι τιμές δεν είναι αθροιστικές, με αποτέλεσμα η προσθήκη ενός νέου οστού στο σύνολο να απαιτεί νέα ανάλυση των αριθμητικών δεδομένων. Ένα ακόμα πολύ σοβαρό μειονέκτημα της μεθόδου προκύπτει από την πληθώρα των εναλλακτικών τρόπων εφαρμογής της, που έχουν προταθεί κατά καιρούς. Έτσι, η σύγκριση μεταξύ διαφορετικών ζωοαρχαιολογικών δειγμάτων είναι αδύνατη, όταν οι αναλυτές έχουν εφαρμόσει διαφορετικές παραλλαγές της μεθόδου ποσοτικοποίησης με βάση τον ΕΑΑ (Klein & Cruz-Uribe 1984, 26, 28). Μια ακόμη αδυναμία της μεθόδου εντοπίζεται στο γεγονός ότι σπάνια είδη ή είδη που εκπροσωπούνται στο δείγμα από ένα μόνο οστό, τείνουν να υπεραντιπροσωπεύονται σε σχέση με άλλα είδη ζώων που υπάρχουν σε μεγαλύτερες αναλογίες (O Connor 2000, 60). Τέλος, ο ΕΑΑ είναι δυνατό να επηρεαστεί από τις μεθόδους ανάκτησης του ζωοαρχαιολογικού υλικού, καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο τα οστά μιας θέσης ταξινομούνται σε διάφορες ομάδες για να εξυπηρετήσουν τους αναλυτικούς σκοπούς του ερευνητή (Grayson 1973, 434, Reitz & Wing 1999, 197). Η μέθοδος ποσοτικοποίησης με βάση τον ΕΑΑ είναι σαφώς περισσότερο αντιπροσωπευτική σε σχέση με την αντίστοιχη του ΑΠΟ, εφόσον είναι ανεξάρτητη από τους περιορισμούς που θέτουν οι ταφονομικοί παράγοντες και η φυσιολογία των ζώων. Παρά τα μειονεκτήματά της, αποτελεί τη συνηθέστερη μέθοδο ποσοτικοποίησης των ζωοαρχαιολογικών δεδομένων. Είναι, όμως, απαραίτητο για κάθε ζωοαρχαιολογική ανάλυση που προβαίνει στη χρήση της συγκεκριμένης μεθόδου να είναι σαφής ως προς τον τρόπο εφαρμογής της, ώστε να καθίσταται δυνατή η σύγκριση μεταξύ διαφορετικών ζωοαρχαιολογικών υλικών (Klein & Cruz-Uribe 1984, 26) Ελάχιστος Αριθμός Ανατομικών Μονάδων. Ο Ελάχιστος Αριθμός Ανατομικών Μονάδων (ΕΑΑΜ) εκφράζει τη σχετική συχνότητα των ανατομικών μελών και των ειδών που περιλαμβάνονται σε ένα ζωοαρχαιολογικό δείγμα. Η συγκεκριμένη μέθοδος ποσοτικοποιεί ταξινομικά και ανατομικά όλα τα ταυτισμένα οστά, τα οποία καταμετρώνται ως ανατομικές μονάδες. Το σημαντικότερο πλεονέκτημά της είναι ότι παραμένει ανεπηρέαστη από τους ταφονομικούς παράγοντες που μετασχηματίζουν το δείγμα, ενώ, παράλληλα, αποφεύγει την πολλαπλή καταμέτρηση των οστών. Το πρώτο βήμα που ακολουθείται κατά την ποσοτικοποίηση με βάση τον ΕΑΑΜ είναι η ταύτιση των οστών σε ανατομικά μέλη. Κατά τη διαδικασία αυτή επιλέγονται για καταγραφή εκείνα τα μέρη του σκελετού που παρουσιάζουν τη μεγαλύτετη ανθεκτικότητα και, κατά συνέπεια, έχουν τη μεγαλύτερη πιθανότητα διατήρησης σε ένα ζωοαρχαιολογικό δείγμα. Επιπλέον, επιλέγονται οστά τα οποία φέρουν κάποια χαρακτηριστικά διαγνωστικά στοιχεία, που διευκολύνουν τη διαδικασία της ταύτισης σε επίπεδο ανατομικού μέλους και είδους. Στην ανάλυση συμπεριλαμβάνονται, τέλος, και οστά που είναι δυνατό να προσφέρουν πληροφορίες για το μέγεθος και την ηλικία του ζώου. Τα ανατομικά μέλη που θεωρούνται αντιπροσωπευτικά, σύμφωνα με τα παραπάνω κριτήρια είναι τα εξής: Πυρήνες κεράτων (βάση) Κέρατα ελαφοειδών 45

63 Κάτω γνάθοι στις οποίες διατηρούνται τα δόντια ή τα οδοντικά φατνία (MD) Νεογιλός τέταρτος προγόμφιος της κάτω γνάθου (dp 4 ) (μεμονωμένος ή σε φατνία) Τέταρτος προγόμφιος της κάτω γνάθου (Ρ 4 ) (μεμονωμένος ή σε φατνία) Πρώτος γομφίος της κάτω γνάθου (Μ 1 ) (μεμονωμένος ή σε φατνία) Δεύτερος γομφίος της κάτω γνάθου (Μ 2 ) (μεμονωμένος ή σε φατνία) Τρίτος γομφίος της κάτω γνάθου (Μ 3 ) (μεμονωμένος ή σε φατνία) Κυνόδοντας της κάτω γνάθου των χοίρων (C) (μεμονωμένος ή σε φατνία) Ωμοπλάτη (κάτω αρθρωτική επιφάνεια) (SC) Άνω μισό βραχίονα (Hp) Κάτω μισό βραχίονα (Hd) Άνω μισό κερκίδας (Rp) Κάτω μισό κερκίδας (Rd) Άνω μισό ωλένης (Up) Άνω μισό μετακαρπίου (MCp) Κάτω μισό μετακαρπίου (MCd) Λεκάνη (περιοχή της κοτύλης) (PE) Άνω μισό μηρού (Fp) Κάτω μισό μηρού (Fd) Άνω μισό κνήμης (Tp) Κάτω μισό κνήμης (Td) Αστράγαλος (A) Πτέρνα (C) Άνω μισό μεταταρσίου (MTp) Κάτω μισό μεταταρσίου (MTd) Πρώτη φάλαγγα (Ph1) Δεύτερη φάλαγγα (Ph2) Τρίτη φάλαγγα (Ph3) Όπως γίνεται σαφές από την παραπάνω λίστα, κατά την εφαρμογή της μεθόδου των ΕΑΑΜ, τα οστά χωρίζονται σε δύο διαγνωστικές ζώνες, την άνω (proximal) και την κάτω (distal). Ο διαχωρισμός αυτός έχει ως αποτέλεσμα την αποφυγή της καταμέτρησης των ακέραιων ή σπασμένων οστών ως μια ξεχωριστή μονάδα. Αντίθετα, κάθε διαγνωστική ζώνη καταγράφεται ως διαφορετική ανατομική μονάδα, ούτως ώστε να αποδοθεί η σχετική συχνότητα των ειδών και των ανατομικών μελών στο εκάστοτε δείγμα. Στην περίπτωση που ο ζωοαρχαιολόγος αναγνωρίζει ότι δύο ή περισσότερα θραύσματα προέρχονται από το ίδιο ανατομικό μέλος του ίδιου είδους, επιλέγει να ποσοτικοποιήσει το θραύσμα εκείνο που είναι πιο ολοκληρωμένο και, κατά συνέπεια, παρέχει τις περισσότερες πληροφορίες. Αναλόγως, όταν εντοπίζονται διαφύσεις και επιφύσεις που ανήκουν στο ίδιο οστό, αλλά δεν έχουν ακόμα συνοστεωθεί, 46

64 ποσοτικοποιούνται ως μια ανατομική μονάδα, για να αποφεύγεται η υπεραντιπροσώπευση των νεαρών ζώων στο δείγμα. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η μορφολογία ορισμένων οστών (πχ. αστράγαλος, πτέρνα, λεκάνη, ωμοπλάτη) δεν επιτρέπει το διαχωρισμό τους σε διαγνωστικές ζώνες. Σε αυτήν την περίπτωση επιλέγεται, όπου αυτό είναι απαραίτητο, να ποσοτικοποιηθεί το τμήμα εκείνο του οστού που μπορεί να δώσει στοιχεία σχετικά με τα ζητούμενα της ανάλυσης. Για παράδειγμα, από τη λεκάνη καταγράφεται μόνο η περιοχή της κοτύλης, η οποία προσφέρει πληροφορίες για το φύλο του ζώου. Η δυσκολία της ποσοτικοποίησης των ειδών που έχουν διαφορετικό αριθμό οστών στο σκελετό τους αντιμετωπίζεται, μέσω της συγκεκριμένης μεθόδου, με τον υπολογισμό των ανατομικών μελών που δίνουν τον ελάχιστο αριθμό. Για παράδειγμα, αν δύο οστά δεύτερης φάλαγγας χοίρου φαίνεται να προέρχονται από το ίδιο πόδι, μόνο η μία υπολογίζεται στον ΕΑΑΜ. Τέλος, η σωστή εφαρμογή της μεθόδου έγκειται στο διαχωρισμό των οστών και των δοντιών σε αριστερή και δεξιά πλευρά σώματος. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν είναι δυνατό να γίνει για τις φάλαγγες, καθώς τα κριτήρια για την ταύτισή τους σε αριστερή και δεξιά πλευρά δεν είναι ασφαλή. Η ποσοτικοποίηση του συνόλου των ταυτισμένων ανατομικών μονάδων (Μέγιστος Αριθμός Ανατομικών Μονάδων ή ΜΑΑΜ) είναι δυνατό να οδηγήσει στην υπεραντιπροσώπευση των ανατομικών μελών και ειδών στο εκάστοτε ζωοαρχαιολογικό δείγμα. Ωστόσο, η χρήση του ΜΑΑΜ είναι απαραίτητη, όταν η ανάλυση υπεισέρχεται σε ζητήματα μετασχηματισμού του δείγματος εξαιτίας των ταφονομικών παραγόντων. Ο ΜΑΑΜ περιλαμβάνει όλα τα οστά και τα θραύσματα των οστών. Κατά συνέπεια, η συχνότητα με την οποία ταφονομικές διαδικασίες, όπως τα ίχνη κοπής και καύσης, τα δήγματα σαρκοφάγων και ο θρυμματισμός, επηρεάζουν το ζωοαρχαιολογικό δείγμα, μπορεί να υπολογιστεί με ασφάλεια (Halstead in press, 3-6) Μέθοδος καταγραφής και ποσοτικοποίησης του ζωαρχαιολογικού υλικού της Τούμπας. Από τις τρεις μεθόδους ποσοτικοποίησης που περιγράφηκαν παραπάνω εκείνη που επιλέχθηκε για τη ζωοαρχαιολογική ανάλυση των οστών της Τούμπας είναι ο Ελάχιστος Αριθμός Ανατομικών Μονάδων. Η μέθοδος ποσοτικοποίησης με βάση τον ΕΑΑΜ θεωρείται η πιο αξιόπιστη από τις τρεις μεθόδους, καθώς επικεντρώνεται στο ίδιο το οστό και τις πληροφορίες που αυτό μεταφέρει, χωρίς να ενδιαφέρεται για την αποκατάσταση του αριθμού ατόμων των ζώων, που έχει, ενδεχομένως, ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα. Επιπλέον, ο διαχωρισμός των οστών σε διαγνωστικές ζώνες εξυπηρετεί την ένταξή τους σε υποομάδες (άνω/κάτω, αριστερό/δεξί), αποφεύγοντας, έτσι, τη χρονοβόρο και, συχνά, παραπλανητική διαδικασία της εκτέλεσης σύνθετων αριθμητικών συνδυασμών με την προσθήκη θραυσμάτων ή υποθετικών κλασμάτων. Τέλος, δεδομένου ότι ο ΕΑΑΜ εστιάζει στον ίδιο το σκελετό του ζώου, υπολογίζει τη σχετική συχνότητα ανατομικών μελών και ειδών στο δείγμα, δίνοντας, έτσι, μια όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτική και αντικειμενική εικόνα για τη σύνθεση των ζωοαρχαιολογικών συνόλων. Η καταγραφή των οστών από το κτήριο Ζ, το δρόμο Χ1 και την τομή 761 της Τούμπας ακολούθησε μια συγκεκριμένη διαδικασία. Το πρώτο βήμα ήταν ο διαχωρισμός των οστών κάθε 47

65 ανασκαφικής ενότητας σε οστά κρανίου, κορμού (σπόνδυλοι και πλευρά) και άκρων. Τα οστά αυτά καταμετρήθηκαν και ζυγίστηκαν. Από το παραπάνω σύνολο διαχωρίστηκαν τα κέρατα, τα δόντια και τα μακρά οστά των άκρων που έφεραν χαρακτηριστικά διαγνωστικά στοιχεία, ώστε να καταγραφούν. Σε καθένα από τα οστά αυτά σημειώθηκαν πληροφορίες σχετικές με την ανασκαφική ενότητα από την οποία προήλθαν. Το δεύτερο βήμα ήταν η ενοποίηση των ανασκαφικών ενοτήτων. Στην περίπτωση του κτηρίου Ζ τα οστά ταξινομήθηκαν ανά δωμάτιο και ανά φάση, ενώ στην περίπτωση του δρόμου Χ1 και της τομής 761 η ταξινόμηση έγινε ανάλογα με τις χρονολογικές φάσεις. Η ενοποίηση των ανασκαφικών ενοτήτων κρίθηκε απαραίτητη, καθώς οι πάσες αποτελούν έναν τεχνητό διαχωρισμό που εξυπηρετεί τις ανάγκες της ανασκαφικής διαδικασίας και δεν έχουν σχέση με τις ανθρώπινες επιλογές και ανάγκες του παρελθόντος. Στη συνέχεια, τα οστά χωρίστηκαν σε ανατομικό μέλος και ταυτίστηκαν σε επίπεδο είδους. Το επόμενο βήμα ήταν η αναγνώριση της πλευράς κάθε οστού (αριστερό/δεξί) και η καταγραφή της παρουσίας ή απουσίας των διαγνωστικών ζωνών του (άνω/κάτω). Για κάθε διαγνωστική ζώνη καταγράφηκε ο βαθμός συνοστέωσης του οστού, ο οποίος έδωσε πληροφορίες για την παρουσία εμβρύων, νεογέννητων, νεαρών και ενήλικων ατόμων στο δείγμα. Στη συνέχεια, κρίθηκε απαραίτητη η διερεύνηση της επίδρασης των ταφονομικών διαδικασιών μετασχηματισμού στο ζωοαρχαιολογικό υλικό. Έτσι, καταγράφηκε ο βαθμός θρυμματισμού των οστών και η κατάσταση διατήρησής τους. Στο στάδιο αυτό εντοπίστηκαν και καταγράφηκαν τα δήγματα των σαρκοφάγων και τρωκτικών, τα ίχνη καύσης και αποσάθρωσης, καθώς και στοιχεία σχετικά με την παθολογία των οστών. Έπειτα, εντοπίστηκαν και καταγράφηκαν τα ίχνη σφαγής, ενώ, παράλληλα, έγινε και μια προσπάθεια προσδιορισμού της σκοπιμότητας κάθε κοπής (τεμαχισμός, διαμελισμός, αποστέωση, εκδορά). Τέλος, καταγράφηκε το φύλο και η ηλικία των ζώων, στις περιπτώσεις όπου κάτι τέτοιο ήταν δυνατό. 4.3 Μέθοδος ταξινόμησης του ζωοαρχαιολογικού υλικού. Είναι σχεδόν αυτονόητο ότι βάση κάθε ζωοαρχαιολογικής ανάλυσης είναι η ταύτιση των οστών σε επίπεδο είδους. Χωρίς την ταξινόμηση των ειδών θα ήταν αδύνατο να αποσπασθούν πληροφορίες σχετικά με την οικονομική σημασία των ζώων και τους τρόπους διαχείρισής τους κατά το παρελθόν. Με άλλα λόγια, οι στόχοι της ζωοαρχαιολογίας θα ήταν ανέφικτοι. Η ανάγκη για ένα διεθνές σύστημα καταγραφής και κατηγοριοποίησης των ειδών εξυπηρετείται από την ταξινομία. Η ταξινομία στοχεύει στο διαχωρισμό των διαφόρων ομάδων ζώων και στην ένταξή τους σε συγκεκριμένες κατηγορίες με βάση τα κοινά τους χαρακτηριστικά, έτσι ώστε οι ερμηνείες και οι συγκρίσεις των ζωοαρχαιολογικών δεδομένων να γίνονται με ασφάλεια (Hesse & Wapnish 1985, 6, Reitz & Wing 1999, 32, 33). Τα θεμέλια του σύγχρονου συστήματος ταξινόμησης των ειδών τέθηκαν το 1758 από τον Λινναίο (Linnaeus) και το έργο του Systema Naturae. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, οι οργανισμοί εντάσσονται σε ιεραρχικά διαρθρωμένες κατηγορίες, με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε ένας από αυτούς να αποκτά μια και 48

66 μοναδική ονομασία. Η βασική μορφή της ιεραρχικής αυτής ακολουθίας συνίσταται από επτά κατηγορίες, το εύρος των οποίων μειώνεται από το ένα στάδιο στο άλλο (Εικόνα 4.1). Βασίλειο Animalia Φύλο Chordata Υποφύλο Vertebrata Τάξη Mammalia Σειρά Artiodaktyla Οικογένεια Bovidae Γένος Ovis Είδος aries Εικόνα 4.1 Ταξινομικό σύστημα Λινναίου. Το παράδειγμα του προβάτου (Ovis aries). Σύμφωνα με το ταξινομικό σύστημα του Λινναίου, τα είδη προσδιορίζονται ξεκάθαρα με βάση τις ομοιότητές τους και τους αποδίδεται μια διώνυμη ονομασία, στην οποία αναφέρεται το γένος και το είδος. Το γένος είναι το σύνολο των ειδών που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά και κοινή φυλογενετική προέλευση, ενώ στο είδος συγκαταλέγονται άτομα με απολύτως όμοια χαρακτηριστικά. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στην ταξινόμηση των ειδών είναι η λατινική. Επιπλέον, μια σειρά από συμβάσεις και συντομογραφίες ως προς τον τρόπο απόδοσης των διαφόρων ειδών επιτρέπει την κατανόηση της ταξινομικής ακολουθίας. Για παράδειγμα, το διώνυμο γένους είδους αποδίδεται συνήθως με πλάγια γράμματα ή υπογραμμισμένο. Το πρώτο γράμμα του γένους είναι κεφαλαίο, ενώ το αντίστοιχο του είδους είναι μικρό. Επίσης, όταν το είδος δεν είναι δυνατό να αναγνωριστεί, χρησιμοποιείται η συντομογραφία sp. (species). Στην περίπτωση που υπάρχει η πιθανότητα να ανήκει σε περισσότερα από ένα είδη, γίνεται χρήση του spp. Τέλος, όταν το είδος δεν είναι δυνατό να αναγνωριστεί με ασφάλεια, αλλά φέρει κοινά χαρακτηριστικά με κάποιο άλλο γνωστό είδος χρησιμοποιείται η συντομογραφία cf. (confere) (πχ. Ovis cf. aries) (Hesse & Wapnish 1985, 6,7, Reitz & Wing 1999, 34-37). Στο ζωοαρχαιολογικό επίπεδο ανάλυσης, η ταύτιση των οστών ζώων σε είδος επιτυγχάνεται με τη χρήση συγκριτικών συλλογών αναφοράς, οι οποίες περιλαμβάνουν τους σκελετούς σύγχρονων και ασφαλώς ταυτισμένων ζώων, γνωστής προέλευσης, ηλικίας και φύλου. Κατά τη διαδικασία της ταύτισης επιστρατεύεται και η χρήση ατλάντων, που περιέχουν λεπτομερή σχέδια των σκελετών των ζώων που συνήθως εντοπίζονται σε αρχαιολογικές θέσεις (Davis 1987, 32). Για την ταύτιση των οστών του ζωοαρχαιολογικού υλικού της Τούμπας χρησιμοποιήθηκε η συγκριτική συλλογή του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καθώς και η αντίστοιχη συλλογή αναφοράς του Department of Archaeology του University of Sheffield, UK. Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν άτλαντες (Schmid 1972 και αδημοσίευτα σχέδια των P. Halstead και P. Collins του University of Sheffield, UK), χωρίς τη βοήθεια των οποίων, η ταύτιση θα ήταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, αδύνατη. 49

67 Ειδικότερα, όσον αφορά στα οστά των αιγοπροβάτων, εκείνα που έφεραν επαρκή διαγνωστικά στοιχεία για τη διάκρισή τους σε επίπεδο είδους, ταυτίστηκαν ως ανήκοντα σε αίγες ή πρόβατα με τη βοήθεια της συγκριτικής συλλογής. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις η συλλογή αναφοράς δε στάθηκε ιδιαίτερα διαφωτιστική και, ως εκ τούτου, χρησιμοποιήθηκαν τα κριτήρια διαχωρισμού αιγών και προβάτων που προτείνονται από τον Boessneck (1969) για τα μακρά οστά. Για τη διάκριση αιγών και προβάτων με βάση τα δόντια χρησιμοποιήθηκαν τα κριτήρια των P. Halstead, P. Collins και V. Isaakidou (2002) για τα ενήλικα άτομα, ενώ τα νεογιλά δόντια των νεαρών ζώων ταυτίστηκαν με βάση τον Payne (1985). Ανάλογη πορεία ακολούθησε και η ταύτιση των οστών των ελαφοειδών, αφού η διάκριση των διαφόρων ειδών (ελάφι, πλατώνι, ζαρκάδι) βασίστηκε στα κριτήρια που προτείνει ο Lister (1996), καθώς και στη συγκριτική συλλογή αναφοράς. Τέλος, η διάκριση μεταξύ αλόγου και γαϊδουριού έγινε με τη βοήθεια μετρήσεων, δεδομένου ότι οι διαφορές των δύο αυτών ειδών είναι πολύ λεπτές. Οι μετρήσεις λήφθησαν με βάση το σύστημα της von den Driesch και η ταύτιση των ιπποειδών σε επίπεδο είδους ακολούθησε τα κριτήρια που προτείνει η C.J. Johnstone (2004). 4.4 Μέθοδος αναγνώρισης ιχνών σφαγής. Τα ίχνη σφαγής πάνω στα οστά είναι τα ταφονομικά ίχνη που μαρτυρούν περισσότερο από κάθε άλλο την ανθρώπινη δράση. Μέσα από την πρακτική της σφαγής τα ζώα χωρίζονται σε μικρότερα τμήματα, τα οποία είτε καταναλώνονται ως τροφή είτε υφίστανται άλλου είδους επεξεργασία για την απόσπαση διαφορετικών προϊόντων (δέρμα, λίπος, οστά για κατασκευή εργαλείων κ.ά.) (Binford 1978, 63, Lyman 1994, 294, 295). Η αναγνώριση και ο προσδιορισμός των ιχνών σφαγής βασίζεται κυρίως σε μορφολογικά κριτήρια. Ωστόσο, η ανατομική θέση και ο προσανατολισμός τους είναι στοιχεία που δίνουν επιπλέον πληροφορίες ως προς τον τρόπο διαχωρισμού του ζώου σε χρησιμοποιήσιμες μερίδες (Lyman 1994, 298). Επίσης, τα είδη των εργαλείων που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία της σφαγής, αφήνουν συγκεκριμένα ίχνη πάνω στα οστά, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η διάκριση μεταξύ μεταλλικών και λίθινων εργαλείων κοπής. Τα μεταλλικά εργαλεία δημιουργούν πολύ λεπτές και επιμήκεις τομές, οι οποίες συνήθως διατρέχουν το οστό κατά μήκος, ενώ οι μικρές, παράλληλες και ακανόνιστες τομές οφείλονται στην επενέργεια λίθινων εργαλείων (Binford 1981, 105). Η μορφολογία των ιχνών σφαγής επιτρέπει, επίσης, τη διάκριση μεταξύ της χρήσης μικρών εργαλείων (πχ. μαχαίρια) ή μεγαλύτερων και βαρύτερων εργαλείων (πχ. μπαλτάς) (Blumenschine et. al. 1996, 496). Θα πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι η σφαγή είναι μια διαδικασία που δεν αφήνει πάντα τα ίχνη της πάνω στα οστά, γεγονός που περιπλέκει την ερμηνεία της ανθρώπινης δράσης (Reitz & Wing 1999, 128). Τα ίχνη σφαγής που αναγνωρίζονται ζωοαρχαιολογικά προέρχονται από τα διάφορα στάδια της επεξεργασίας ενός ζώου. Τα στάδια αυτά είναι, κατά σειρά, η εκδορά, ο τεμαχισμός διαμελισμός και η αποστέωση του ζώου, για την απόσπαση του κρέατος (Binford 1981, 106). 50

68 Η διαδικασία της αφαίρεσης του δέρματος αφήνει ίχνη σε πολύ λίγα ανατομικά στοιχεία του σκελετού (Εικόνα 4.2). Συγκεκριμένα, ίχνη κοπής που παραπέμπουν σε εκδορά εντοπίζονται συνήθως στην κάτω κνήμη και την κάτω κερκίδα, στα μεταπόδια και στις φάλαγγες. Στην περιοχή του κρανίου, η αφαίρεση του δέρματος επιτυγχάνεται με τη δημιουργία κοπών γύρω από τα κέρατα και τα αυτιά ή/και στην κάτω επιφάνεια της γνάθου (Binford 1981, 106, 107). Εικόνα 4.2 Ίχνη εκδοράς (αριστερό μετακάρπιο βοοειδούς). Ο τεμαχισμός και ο διαμελισμός είναι απαραίτητοι για το διαχωρισμό του ζώου σε αποθηκεύσιμα ή καταναλώσιμα τμήματα και αφήνουν τα πιο χαρακτηριστικά ίχνη πάνω στα οστά (Εικόνα 4.3). Στις περισσότερες περιπτώσεις, η διαδικασία διευκολύνεται με την εξάρθρωση των οστών. Κατά συνέπεια, τα ίχνη τεμαχισμού και διαμελισμού εντοπίζονται κυρίως στις αρθρωτικές επιφάνειες των οστών (Binford 1981, ). 51

69 Εικόνα 4.3 Ίχνη διαμελισμού (αριστερός βραχίονας χοίρου) Η αποστέωση στοχεύει στην απομάκρυνση του κρέατος από τα οστά (Εικόνα 4.4). Τα ίχνη της διαδικασίας αυτής εντοπίζονται κυρίως στους οσφυϊκούς σπονδύλους, τη λεκάνη και τα οστά των μπροστινών και οπίσθιων ποδιών. Η αποστέωση δημιουργεί καταρχάς επιμήκεις κοπές κατά μήκος του οστού, το οποίο αποκαλύπτεται κάτω από την αφαιρούμενη σάρκα. Η περαιτέρω επεξεργασία έχει ως στόχο την απομάκρυνση του κρέατος και των μυϊκών προσφύσεων από το οστό, στην επιφάνεια του οποίου δημιουργούνται τώρα μικρότερες και λοξές τομές (Binford 1981, ). 52

70 Εικόνα 4.4 Ίχνη αποστέωσης (δεξιός βραχίονας προβάτου) Ο τρόπος με τον οποίο ένα ζώο τεμαχίζεται, διαμελίζεται ή αποστεώνεται, καθώς και το μέγεθος των τμημάτων που προκύπτουν από τη διαδικασία της σφαγής, σχετίζεται άμεσα με τις μεθόδους τροφοπαρασκευής. Ωστόσο, άλλοι παράγοντες, όπως τα διαθέσιμα είδη εργαλείων ή η επιλογή της μεταφοράς συγκεκριμένων τμημάτων του ζώου στη θέση κατοίκησης, παίζουν εξίσου ενεργό ρόλο στη στρατηγική που ακολουθείται κατά τη σφαγή. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν και άλλες διαδικασίες που αφήνουν χαρακτηριστικά ίχνη πάνω στα οστά (πχ. αφαίρεση εντοσθίων, τενόντων, μυαλού κτλ.). Η μορφή, η θέση και ο προσανατολισμός τους, όμως, διαφέρει και, ως εκ τούτου, η αναγνώριση των ιχνών εκδοράς, τεμαχισμού διαμελισμού και αφαίρεσης κρέατος γίνεται με σχετική ασφάλεια (Binford 1981, , Lyman 1994, 300, 301). 4.5 Μέθοδος προσδιορισμού ηλικίας θανάτου. Ο προσδιορισμός της ηλικίας θανάτου των ζώων που περιλαμβάνονται σε ένα ζωοαρχαιολογικό σύνολο, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στάδια στην πορεία των ζωοαρχαιολογικών αναλύσεων. Συγκεκριμένα, η ηλικία θανάτου παρέχει πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης και τις στρατηγικές εκμετάλλευσης των ζώων κατά το παρελθόν, καθώς και με την αποθήκευση και το βαθμό μονιμότητας ή κινητικότητας των κατοίκων μιας αρχαιολογικής θέσης (Moran & O Connor 1994, 267, Reitz & Wing 1999, 159). Για τον εντοπισμό και προσδιορισμό της ηλικίας θανάτου έχουν προταθεί και χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς διάφορες μέθοδοι, οι οποίες βασίζονται σε ανατομικά χαρακτηριστικά που φέρουν σχετικές πληροφορίες. Έτσι, η μορφή και η υφή των οστών, ο βαθμός συνοστέωσης των μακρών οστών και το ποσοστό ένωσης των κρανιακών ραφών, η ανάπτυξη και φθορά των δοντιών, το ύψος της μύλης των δοντιών και η ανάπτυξη και το μέγεθος των κεράτων έχουν χρησιμοποιηθεί από διάφορους 53

71 ερευνητές ως κριτήρια ένταξης των οστών σε κάποια ηλικιακή κατηγορία (Hillson 1986, 217, 218, Reitz & Wing 1999, 159). Από τις παραπάνω μεθόδους, οι πιο διαδεδομένες είναι η καταγραφή του βαθμού ανάπτυξης και φθοράς των δοντιών και η παρατήρηση του βαθμού συνοστέωσης των μετακρανιακών οστών (Davis 1987, 39). Η μέθοδος προσδιορισμού ηλικίας θανάτου μέσω της ανάπτυξης και φθοράς των δοντιών βασίζεται σε μελέτες του παρόντος, μέσα από τις οποίες έχουν καθιερωθεί κάποιες τυποποιημένες ακολουθίες φθοράς για κάθε είδος ζώου. Το βασικό πλεονέκτημα της μεθόδου έγκειται στο γεγονός ότι η ηλικία καταγράφεται στα δόντια καθ όλη τη διάρκεια της ζωής ενός ζώου και, ως εκ τούτου, είναι δυνατό να καθιερωθούν αρκετές, στενά καθορισμένες, ηλικιακές κατηγορίες. Επιπλέον, τα δόντια, ανεξαρτήτως ηλικίας, δεν επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τις μεταποθετικές διαδικασίες, καθώς είναι τα πιο ανθεκτικά μέρη του σκελετού. Τέλος, τα δόντια δεν παρουσιάζουν μεγάλες δυσκολίες ως προς την ταύτισή τους σε επίπεδο είδους και, έτσι, τα δεδομένα που απαιτούνται για τον προσδιορισμό της ηλικίας θανάτου είναι περισσότερα (Klein & Cruz-Uribe 1984, 43, 44). Η φθορά ξεκινά από τη στιγμή της έκφυσης του δοντιού (Πίνακας 4.1) και οφείλεται τόσο στην κατανάλωση της τροφής όσο και στην επαφή των δοντιών μεταξύ τους. Τα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής είναι ορατά στη μασητική επιφάνεια του δοντιού, όπου παρατηρείται η σταδιακή απομάκρυνση της αδαμαντίνης και η συνακόλουθη εμφάνιση «νησίδων» οδοντίνης. Καθώς η φθορά προχωράει, οι «νησίδες» οδοντίνης ενώνονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η μασητική επιφάνεια να καλύπτεται πλήρως από οδοντίνη και η αδαμαντίνη να εντοπίζεται μόνο στην περιφέρεια του δοντιού. Η φθορά επηρεάζει πρώτα τα δόντια του πρόσθιου (anterior) τμήματος της γνάθου και προχωρά σταδιακά προς το οπίσθιο (posterior) τμήμα της. Το γεγονός ότι η φθορά είναι μια σχετικά προβλεπόμενη διαδικασία, οδήγησε στη δημιουργία συγκεκριμένων ακολουθιών, που αποτυπώνουν το βαθμό εμφάνισης της οδοντίνης στη μασητική επιφάνεια. Οι ακολουθίες αυτές αποτελούν τη βάση για την ένταξη των δεδομένων σε στάδια φθοράς, τα οποία αντιστοιχούν σε γενικές ηλικιακές κατηγορίες (Payne 1973, , Hillson 1986, 214). Δόντια Βοοειδή Χοίρος Πρόβατο Αίγα dp4 Γέννηση 3 Γέννηση εβδομάδες εβδομάδες εβδομάδες 3 μήνες P μήνες μήνες μήνες μήνες M1 5-6 μήνες 4 6 μήνες 3 5 μήνες 5 6 μήνες M μήνες 7 13 μήνες 9 12 μήνες M μήνες μήνες μήνες Πίνακας 4.1 Ηλικίες εμφάνισης δοντιών (Silver 1969) μήνες μήνες Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που θα πρέπει να λαμβάνεται πάντα υπόψη είναι ότι τα στάδια φθοράς αποδίδουν στην ουσία τα στάδια ανάπτυξης των δοντιών και δεν αντιστοιχούν σε πραγματικές ηλικίες. Οι μελέτες σε ζωντανούς πληθυσμούς είναι δυνατό να αποτελέσουν τη βάση για την αντιστοίχιση 54

72 των σταδίων φθοράς με πραγματικές ηλικίες. Ωστόσο, η σύγκριση σύγχρονων πληθυσμών ζώων με τους αντίστοιχους του παρελθόντος θα πρέπει να γίνεται πάντα με επιφύλαξη. Έτσι, λοιπόν, οι ηλικίες που θεωρείται ότι αποδίδονται μέσα από τα στάδια φθοράς ανήκουν μάλλον σε ευρείες, γενικές κατηγορίες και δεν αντιστοιχούν σε πραγματικά, ημερολογιακά έτη (Payne 1973, , Hillson 1986, 216, Moran & O Connor 1994, 271). Τέλος, ο ρυθμός ανάπτυξης και φθοράς των δοντιών εξαρτάται από διάφορους ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες. Το είδος του ζώου και η ίδια η μορφολογία του δοντιού (μορφή μύλης, έκταση μασητικής επιφάνειας, πάχος και μικρομορφολογία αδαμαντίνης) είναι στοιχεία που επηρεάζουν το βαθμό ανάπτυξης και φθοράς της οδοντοστοιχίας. Επιπλέον, το είδος της τροφής που καταναλώνεται, αλλά και περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως είναι ο τύπος του εδάφους, καθορίζουν την ταχύτητα με την οποία φθείρεται η μασητική επιφάνεια του δοντιού. Τέλος, ο ρυθμός φθοράς εξαρτάται και από το φύλο του ζώου, καθώς έχει παρατηρηθεί ότι η μασητική επιφάνεια των δοντιών των αρσενικών φθείρεται γρηγορότερα από εκείνη των θηλυκών. Αυτό οφείλεται καταρχάς στην πρωιμότερη έκφυση των δοντιών των αρσενικών, αλλά και στη μεγαλύτερη ποσότητα τροφής που απαιτείται για την κάλυψη των διατροφικών τους αναγκών. Όσον αφορά στα δόντια των ευνουχισμένων ζώων, φαίνεται ότι αυτά αναπτύσσονται ταχύτερα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα των αρσενικών και θηλυκών και, επομένως, είναι πιο ευαίσθητα στους παράγοντες φθοράς (Grant 1978, 103, 104, Hillson 1986, 214, Moran & O Connor 1994, 269, 270). Η ένταξη των δοντιών του ζωοαρχαιολογικού υλικού της Τούμπας σε στάδια φθοράς βασίστηκε σε διάφορες μεθόδους καταγραφής. Συγκεκριμένα, ο προσδιορισμός της ηλικίας των αιγοπροβάτων έγινε με βάση το σύστημα του Payne (1973) και των Deniz & Payne (1982). Όσον αφορά στα βοοειδή, τα δόντια εντάχθηκαν καταρχάς στα στάδια φθοράς που προτείνονται από την Grant (1982) και στη συνέχεια τα δεδομένα προσαρμόστηκαν στις ηλικιακές κατηγορίες του Payne (1973). Το σύστημα της Grant θεμελιώνει ακολουθίες φθοράς που αναφέρονται στη γνάθο και όχι σε μεμονωμένα δόντια. Κατά συνέπεια, υπάρχει περίπτωση γνάθοι με διαφορετικά, ως προς το επίπεδο της φθοράς, δόντια να εντάσσονται στο ίδιο στάδιο ανάπτυξης (Moran & O Connor 1994, 271). Για να αποφευχθεί η δυσκολία αυτή, προτιμήθηκε η προσαρμογή του συστήματος της Grant στο αντίστοιχο του Payne, ώστε να αποδοθούν πιο ασφαλείς ηλικιακές κατηγορίες. Στους χοίρους, τέλος, επιλέχθηκε μια ανάλογη πρακτική, καθώς τα στάδια που προτείνονται από την Grant (1982) προσαρμόστηκαν στις ηλικιακές κατηγορίες των Bull & Payne (1982). Τα δόντια που καταγράφηκαν ήταν ο τέταρτος νεογιλός προγόμφιος (dp 4 ), ο τέταρτος μόνιμος προγόμφιος (P 4 ), ο πρώτος μόνιμος γομφίος (M 1 ), ο δεύτερος μόνιμος γομφίος (M 2 ) και ο τρίτος μόνιμος γομφίος (M 3 ), όλα προερχόμενα από την κάτω γνάθο. Η καταγραφή της φθοράς έγινε με τη χρήση σχεδίων, ενώ για την ανάπτυξη των δοντιών χρησιμοποιήθηκαν σύμβολα από το σύστημα καταγραφής των Ewbank et. al. (1964). Η δεύτερη πιο διαδεδομένη μέθοδος προσδιορισμού της ηλικίας θανάτου των ζώων βασίζεται στο βαθμό συνοστέωσης των μετακρανιακών οστών. Όταν τα ζώα βρίσκονται σε νεαρή ηλικία, οι επιφύσεις των οστών δεν έχουν ακόμα συνοστεωθεί με τις διαφύσεις. Ανάμεσα στη διάφυση και την επίφυση υπάρχει ένας χόνδρος, ο οποίος επιτρέπει την ανάπτυξη του οστού. Όταν η ανάπτυξη αυτή ολοκληρωθεί, 55

73 ο χόνδρος παύει να υφίσταται και η επίφυση συνοστεώνεται με τη διάφυση. Στην περίπτωση που κάποιο ζώο θανατώνεται πριν την ολοκλήρωση της ανάπτυξης των οστών του, οι επιφύσεις και οι διαφύσεις εντοπίζονται μεμονωμένα, καθώς ο ενδιάμεσος χόνδρος αποσυντίθεται. Η διαδικασία της συνοστέωσης είναι σταθερή για κάθε οστό και, ως εκ τούτου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό της ηλικίας θανάτου ενός ζώου (Silver 1969, 283, O Connor 2000, 92). Ο ρυθμός της συνοστέωσης είναι διαφορετικός για κάθε είδος ζώου, αλλά και για κάθε μέρος του σκελετού. Διαφοροποιήσεις εντοπίζονται ακόμα και στο ίδιο οστό, με το άνω και κάτω τμήμα του να ποικίλλουν ως προς τη χρονική στιγμή της συνοστέωσης. Οι προτεινόμενες ακολουθίες συνοστέωσης για τα διάφορα είδη ζώων βασίζονται, όπως και τα δόντια, σε μελέτες σύγχρονων πληθυσμών ζώων. Ενώ, όμως, η διαδικασία της συνοστέωσης θεωρείται σταθερή, η χρονική στιγμή κατά την οποία λαμβάνει χώρα, είναι πιο περίπλοκη, με αποτέλεσμα να έχουν διατυπωθεί διαφορετικές προτάσεις από πληθώρα ερευνητών. Ζωτικής σημασίας είναι, στην περίπτωση αυτή, τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό ενός οστού ως συνοστεωμένου (Moran & O Connor 1994, 272). Η πλειονότητα των μελετών χρησιμοποιεί τις ακολουθίες συνοστέωσης που έχουν προταθεί από τον Silver (1969) (Πίνακας 4.2). Οστό Βοοειδή Χοίρος Πρόβατο Ωμοπλάτη 7 10 μήνες 1 χρόνος 6 8 μήνες Άνω βραχίονας 3½ 4 χρόνια 3½ χρόνια 3-3½ χρόνια Κάτω βραχίονας μήνες 1 χρόνος 10 μήνες Άνω κερκίδα μήνες 1 χρόνος 10 μήνες Κάτω κερκίδα 3½ - 4 χρόνια 3½ χρόνια 3 χρόνια Ωλέκρανο ωλένης 3½ - 4 χρόνια 3-3½ χρόνια 2½ χρόνια Άνω μετακάρπιο Πριν τη γέννηση Πριν τη γέννηση Πριν τη γέννηση Κάτω μετακάρπιο 2-2½ χρόνια 2 χρόνια μήνες Λεκάνη 7 10 μήνες 1 χρόνος 6 10 μήνες Άνω μηρός 3½ χρόνια 3½ χρόνια 2½ - 3 χρόνια Κάτω μηρός 3½ - 4 χρόνια 3½ χρόνια 3-3½ χρόνια Άνω κνήμη 3½ - 4 χρόνια 3½ χρόνια 3-3½ χρόνια Κάτω κνήμη 2-2½ χρόνια 2 χρόνια 1½ - 2 χρόνια Πτέρνα 3-3½ χρόνια 2-2½ χρόνια 2½ - 3 χρόνια Άνω μετατάρσιο Πριν τη γέννηση Πριν τη γέννηση Πριν τη γέννηση Κάτω μετατάρσιο 2¼ - 3 χρόνια 2¼ χρόνια μήνες Άνω 1 ης φάλαγγας Πριν τη γέννηση 2 χρόνια Πριν τη γέννηση Κάτω 1 ης φάλαγγας 1½ χρόνια Πριν τη γέννηση μήνες Άνω 2 ης φάλαγγας Πριν τη γέννηση 1 χρόνος Πριν τη γέννηση Κάτω 2 ης φάλαγγας 1½ χρόνια Πριν τη γέννηση μήνες Πίνακας 4.2 Ηλικίες συνοστέωσης ανά μέρος του σκελετού και ανά είδος (Silver 1969). 56

74 Ο βαθμός συνοστέωσης των μετακρανιακών οστών βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με εξωτερικούς παράγοντες, όπως είναι οι περιβαλλοντικές συνθήκες, το επίπεδο της διατροφής, το φύλο και η πρακτική του ευνουχισμού. Ως μέθοδος προσδιορισμού της ηλικίας θεωρείται λιγότερο επαρκής σε σύγκριση με την καταγραφή της φθοράς των δοντιών, καθώς όταν ολοκληρώνεται η συνοστέωση, είναι αδύνατο να αποσπασθούν περαιτέρω πληροφορίες για την ηλικία του ζώου. Επιπλέον, οι εύθραστες μεμονωμένες επιφύσεις των νεαρών ζώων υφίστανται έντονα την καταστρεπτική δράση των μεταποθετικών διαδικασιών, με αποτέλεσμα την υποαντιπροσώπευση των νεαρών ηλικιών στα ζωοαρχαιολογικά σύνολα. Τέλος, περαιτέρω αλλοιώσεις των σχετικών πληροφοριών είναι δυνατό να προκληθούν από την ανεπαρκή ανάκτηση των οστών των νεαρών ζώων, τα οποία συχνά χάνονται εξαιτίας του μικρού μεγέθους τους. Παρόλα αυτά, η εν λόγω μέθοδος αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη σε περιπτώσεις όπου ο αριθμός των γνάθων είναι μικρός (Watson 1978, , Klein & Cruz-Uribe 1984, 43, Moran & O Connor 1994, ). Παρά τους περιορισμούς της, συνιστάται να συνδυάζεται με τη μέθοδο προσδιορισμού της ηλικίας με βάση τα δόντια, ώστε να εξάγονται όσο το δυνατό πιο ασφαλή συμπεράσματα. Ως εκ τούτου, ο συνδυασμός των δύο μεθόδων επιλέχθηκε ως ο καταλληλότερος τρόπος προσδιορισμού των ηλικιών για το ζωοαρχαιολογικό υλικό της Τούμπας. 4.6 Μέθοδος προσδιορισμού φύλου. Ο προσδιορισμός του φύλου των ζώων ενός ζωοαρχαιολογικού συνόλου είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς παρέχει πληροφορίες για τη δημογραφική σύνθεση των ειδών και, κατ επέκταση, για τις στρατηγικές εκμετάλλευσης των ζώων κατά το παρελθόν. Μέσα από την ταύτιση του φύλου είναι δυνατό να αποκαλυφθούν οι στρατηγικές κυνηγιού, διαχείρισης και κτηνοτροφίας των ζώων, αλλά και η πολιτισμική σημασία που αποκτούν τα διαφορετικά φύλα μέσα στο πλαίσιο χρήσης μιας θέσης (Fernández & Monchot 2007, 479, 480, Sykes & Symmons 2007, 514). Οι μέθοδοι που συνήθως επιστρατεύονται για τον προσδιορισμό του φύλου βασίζονται στις μορφολογικές διαφορές που εντοπίζονται σε ορισμένα μέρη του σκελετού των αρσενικών, θηλυκών και ευνουχισμένων ζώων. Τέτοιου είδους διαφοροποιήσεις παρατηρούνται στην παρουσία ή απουσία κυνοδόντων στους χοίρους και τα ιπποειδή και κεράτων στα βοοειδή και τα ελαφοειδή. Στην περίπτωση της παρουσίας κεράτων και στα δύο φύλα, η διάκριση αρσενικών και θηλυκών εξακολουθεί να είναι εφικτή, καθώς τα κέρατα παρουσιάζουν διαφορές ως προς το σχήμα και το μέγεθός τους. Όσον αφορά στα σαρκοφάγα, η διάκριση μεταξύ αρσενικών και θηλυκών είναι δυνατό να επιτευχθεί μέσω της παρουσίας ή απουσίας του οστού του πέους (baculum), το οποίο, όμως, πολύ σπάνια εντοπίζεται αρχαιολογικά. Ένα μεγάλο μέρος των ζωοαρχαιολογικών αναλύσεων αποδίδει το φύλο των ζώων μέσα από τη μελέτη του σχήματος της λεκάνης. Θα πρέπει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι και οι μετρήσεις ορισμένων τμημάτων των μακρών οστών μπορούν να βοηθήσουν στην ταύτιση του φύλου του ζώου (Klein & Cruz-Uribe 1984, 39-41, Greenfield 2002, 68). Ο προσδιορισμός του φύλου των ζώων παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, καθώς τα στοιχεία που παρέχουν ασφαλείς πληροφορίες είναι περιορισμένα. Καταρχάς, ο σκελετός των θηλαστικών φέρει λίγα 57

75 χαρακτηριστικά που υποδηλώνουν αναμφισβήτητα φυλετικό διμορφισμό. Επίσης, τα δεδομένα που προέρχονται από αρχαιολογικες θέσεις επηρεάζονται από μεταποθετικές διαδικασίες, με αποτέλεσμα φυλετικά διμορφικά στοιχεία, όπως η λεκάνη ή τα κέρατα, να απουσιάζουν συχνά από τα δείγματα, εξαιτίας της μεγάλης ευθραυστότητάς τους. Από την άλλη, οι πρακτικές σφαγής και τροφοπαρασκευής, καθώς και η επιλογή ορισμένων τμημάτων του σκελετού για την κατασκευή εργαλείων, είναι δυνατό να αποκρύψουν τις πληροφορίες που σχετίζονται με το φύλο. Στο ίδιο αποτέλεσμα οδηγούν και οι διαφορές που εντοπίζονται ανάμεσα στις ποικιλίες (breed) του ίδιου είδους, ως προς το σχήμα των φυλετικά διμορφικών στοιχείων. Τέλος, θα πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα παρουσίας ευνουχισμένων ατόμων στο δείγμα, τα χαρακτηριστικά των οποίων δεν είναι σαφή ως προς τη διαφοροποίησή τους από τα αρσενικά και θηλυκά ζώα. Ο προσδιορισμός του φύλου είναι απαραίτητο να επιχειρείται σε ενήλικα ζώα, έτσι ώστε η επίδραση που έχει η νεαρή ηλικία στα οστά, να ελαχιστοποιείται (Klein & Cruz-Uribe 1984, 39-41, Albarella 1997, 45, Greenfield 2002, 68-69). Όσον αφορά στο ζωοαρχαιολογικό υλικό της Τούμπας, η ταύτιση του φύλου των αιγοπροβάτων και των βοοειδών έγινε με βάση τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της λεκάνης, ακολουθώντας τα κριτήρια που έχουν προταθεί από τους Boessneck (1969) και Grigson (1982). Ο προσδιορισμός του φύλου στους χοίρους βασίστηκε στα κριτήρια της Schmid (1972) για τους κυνόδοντες της κάτω γνάθου. 4.7 Παλαιοπαθολογία. Η παλαιοπαθολογία ασχολείται με τον εντοπισμό και τη μελέτη των ιχνών που αφήνουν οι τραυματισμοί και οι ασθένειες στην επιφάνεια των οστών. Η παλαιοπαθολογία παρέχει, λοιπόν, πληροφορίες για τον τρόπο ζωής των ζώων και, παράλληλα, ρίχνει φως στις ανθρώπινες στρατηγικές και δράσεις κατά το παρελθόν (πχ. κυνήγι ευάλωτων ζώων, θανάτωση άρρωστων ή τραυματισμένων ζώων κτλ.). Ένα βασικό εγγενές μειονέκτημα της παλαιοπαθολογίας σχετίζεται με τη δυσκολία απόδοσης των ιχνών σε κάποια συγκεκριμένη ασθένεια, καθώς και με το γεγονός ότι πολλές ασθένειες δεν αποτυπώνονται πάνω στα οστά. Επίσης, η ίδια η φύση του ζωοαρχαιολογικού υλικού καθιστά δύσκολο τον εντοπισμό των παθήσεων, δεδομένου ότι η πλειονότητα των οστών εντοπίζεται θρυμματισμένη (Hesse & Wapnish 1985, 82, O Connor 2000, 98). Οι παθήσεις που συνήθως εντοπίζονται στα οστά σχετίζονται με ανωμαλίες κατά την ανάπτυξη του οργανισμού (πχ. χονδροδυστροφία, δυσχονδροπλασία). Επίσης, ορμονικές διαταραχές και δυσλειτουργία του θυρεοειδούς αδένα είναι δυνατό να επηρεάσουν το ρυθμό της ανάπτυξης των οστών. Παθήσεις, όπως η οστεοπόρωση και η οστεομαλακία, έχουν μεταβολικό χαρακτήρα και προκαλούνται από την ελλιπή απορρόφηση ασβεστίου και φωσφόρου αντίστοιχα. Τα οστά παραμορφώνονται, επίσης, εξαιτίας των φλεγμονών και μολύνσεων που προσβάλλουν, εκτός από τα ίδια τα οστά, και τους μαλακούς ιστούς, το περιόστεο και το μυελό (πχ. οστεΐτιδα, οστεοπεριοστίτιδα, οστεομυελίτιδα). Οι συνηθέστεροι τύποι παθήσεων που εντοπίζονται αρχαιολογικά είναι η οστεοαρθρίτιδα και η εξόστωση, οι οποίες σχετίζονται με την καταπόνηση των αρθρώσεων και οφείλονται στην άσκηση μηχανικής πίεσης κατά τη διάρκεια διαφόρων δραστηριοτήτων (πχ. άρωση). Στην περίπτωση της οστεοαρθρίτιδας το οστό 58

76 αυξάνεται σε μέγεθος πέρα από το φυσιολογικό, ενώ η εξόστωση έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία επιπλέον οστικής μάζας, ανώμαλου σχήματος. Τέλος, τα κατάγματα που έχουν θεραπευτεί διακρίνονται από το, μικρότερο από το κανονικό, μεγεθος του οστού ή από παραμορφώσεις της διάφυσης στο σημείο του τραύματος (Baker 1978, , Baker & Brothwell 1980, 47-53, 63, 78, 96, 114, 115, Hesse & Wapnish 1985, 83, de Cupere et. al. 2000, 258, Johannsen 2005, 40, 41). Οι ασθένειες, όπως είναι λογικό, δεν περιορίζονται μόνο στα μακρά και βραχέα οστά, αλλά πλήττουν και τη στοματική κοιλότητα. Στο εσωτερικό της στοματικής κοιλότητας ζουν μικροοργανισμοί, βακτήρια, ιοί και μύκητες που δημιουργούν, συχνά, σοβαρές παθήσεις. Η συνηθέστερη από αυτές είναι η τερηδόνα, η οποία προκαλείται από οργανικά οξέα που παράγονται κατά τη βακτηριακή ζύμωση των υδατανθράκων, που καταναλώνει ένας οργανισμός. Αρχαιολογικά, διακρίνεται από τις σκούρες αλλοιωμένες επιφάνειες της αδαμαντίνης του δοντιού, αλλά και από ακανόνιστες κοιλότητες που καλύπτουν τη μασητική επιφάνεια. Σε προχωρημένο στάδιο, η τερηδόνα προκαλεί αποστήματα, που είναι δυνατό να καταστρέψουν το δόντι. Η οδοντική πλάκα, από την άλλη, προκαλεί πολλές φορές περιοδοντίτιδα, που μπορεί να επιφέρει την πτώση του δοντιού. Τέλος, η τρυγία (οδοντική πέτρα) ευνοείται από την παρουσία της βακτηριακής πλάκας, η οποία, παραμένοντας για μεγάλο χρονικό διάστημα πάνω στα δόντια, καθιστά την επιφάνειά τους σκληρή και τραχιά (Hillson 1986, ). 4.8 Μετρήσεις. Οι μετρήσεις των οστών και των δοντιών παίζουν σημαντικό ρόλο στις ζωοαρχαιολογικές αναλύσεις, παρέχοντας πληροφορίες για το μέγεθος και το σχήμα των πληθυσμών που αναλύονται. Η χρήση μιας σταθερής και συστηματικής μεθόδου μέτρησης είναι ιδιαίτερα καθοριστική, καθώς επιτρέπει τη διεξαγωγή συγκρίσεων μεταξύ διαφορετικών ζωοαρχαιολογικών συνόλων. Έργο σταθμό προς την κατεύθυνση αυτή αποτελεί το «Guide to the Measurement of Animal Bones from Archaeological Sites» της Angela von den Driesch (1976), η οποία έδωσε στους ερευνητές τη δυνατότητα υιοθέτησης μιας κοινής μεθόδου μέτρησης, με αποτέλεσμα οι αναλύσεις τους να γίνουν συγκρίσιμες (Davis 1987, , 593). Οι μετρήσεις εξυπηρετούν διάφορες ανάγκες που προκύπτουν κατά τη διαδικασία της ανάλυσης των ζωοαρχαιολογικών συνόλων. Καταρχάς βοηθούν στην ταύτιση ορισμένων οστών σε επίπεδο είδους, όταν η διάκριση αυτή δεν είναι δυνατή μέσα από τη χρήση συγκριτικών συλλογών και ατλάντων (πχ. διάκριση αλόγου και γαϊδουριού). Επιπλέον, επιτρέπουν το διαχωρισμό μεταξύ άγριων και εξημερωμένων ειδών, καθώς τα μεγέθη των οστών είναι, σε κάθε περίπτωση, διαφορετικά μεταξύ τους. Μέσα από τις μετρήσεις δύναται να αποκαλυφθούν ομοιότητες και διαφορές που σχετίζονται με το φύλο και την ηλικία των υπό ανάλυση πληθυσμών. Επίσης, δίνεται η δυνατότητα εξέτασης των δεδομένων σε βάθος χρόνου, όπου συχνά αποκαλύπτονται γενικότερες περιβαλλοντικές και οικονομικές μεταβολές που αποτυπώνονται στα μεγέθη των ζώων. Τέλος, με τις μετρήσεις προσδιορίζονται οι ατομικές διαφορές μεταξύ των ειδών, καθώς και οι διαφορές ως προς την αναλογία των ίδιων ειδών (Boessneck & von den Driesch 1978, 25, Davis 1978, , 593). 59

77 Οι κυριότεροι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν το μέγεθος των οστών ενός ζώου είναι, μεταξύ άλλων, η ηλικία, το φύλο και ο γονότυπος. Σημαντικό αντίκτυπο στο μέγεθος και το σχήμα των οστών έχουν αντιστοίχως και οι περιβαλλοντικές συνθήκες (Davis 1981). Θα πρέπει, όμως, να λαμβάνεται υπόψη ότι οι παράγοντες αυτοί ενδέχεται να επιδρούν μεμονωμένα ή από κοινού στα οστά, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια εικόνα ανομοιογένειας μεταξύ των οστών ενός ζωοαρχαιολογικού δείγματος (Albarella 2002, 54). Όσον αφορά στην ηλικία, είναι αναμενόμενο οι μετρήσεις να δίνουν υψηλότερες τιμές στα μεγαλύτερα ζώα. Ο ρυθμός της ανάπτυξης, ωστόσο, δεν είναι σταθερός και όμοιος για όλα τα ανατομικά στοιχεία. Επίσης, εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι η ποιότητα της διατροφής ή οι ασθένειες, ενδέχεται να επιταχύνουν ή να καθυστερήσουν την ανάπτυξη (Payne & Bull 1988, 29, Moran & O Connor 1994, 274). Ο φυλετικός διμορφισμός αποτυπώνεται μέσα από τις μετρήσεις, στις διαφορές μεγέθους και σχήματος μεταξύ των οστών των αρσενικών και θηλυκών ατόμων. Στις περισσότερες περιπτώσεις παρατηρείται ότι τα οστά των αρσενικών είναι μεγαλύτερα σε σχέση με τα αντίστοιχα των θηλυκών. Ωστόσο, η πιθανή παρουσία ευνουχισμένων ζώων, τα οποία δύσκολα εντοπίζονται και αναγνωρίζονται βάσει μεγέθους, δε θα πρέπει να αγνοείται (Payne & Bull 1988, 29, Moran & O Connor 1994, 274, 275, Fernández & Monchot 2007, 489). Τέλος, ενδέχεται να υπάρχουν διαφοροποιήσεις ως προς το μέγεθος ζώων του ίδιου φύλου και της ίδιας ηλικίας, καθώς γενετικοί και περιβαλλοντικοί διατροφικοί παράγοντες επηρεάζουν το ρυθμό της ανάπτυξης σε ατομικό επίπεδο (Payne & Bull 1988, 29). Όσον αφορά στα οστά της Τούμπας, οι μετρήσεις ακολούθησαν το σύστημα της von den Driesch. Τα οστά μετρήθηκαν με ηλεκτρονικό παχύμετρο σε κλίμακα χιλιοστού. Από τις μετρήσεις εξαιρέθηκαν τα οστά που ανήκαν σε ζώα νεαρής ηλικίας και δεν είχαν συνοστεωθεί, καθώς τα αποτελέσματα που θα έδιναν δε θα ήταν αντιπροσωπευτικά. Για τον ίδιο λόγο αποφεύχθηκε η μέτρηση των καμένων οστών και των οστών εκείνων που διασώζονταν αποσπασματικά. Σε γενικές γραμμές, τα οστά που επιλέχθηκαν για μέτρηση ήταν αυτά που διατηρούσαν σε καλή κατάσταση τα κριτήρια που ορίζει η von den Driesch ως κατάλληλα και αντιπροσωπευτικά. 60

78 5. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΖΩΟΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ (ΤΟΜΗ 761, ΚΤΗΡΙΟ Ζ, ΔΡΟΜΟΣ Χ1). Το ζωοαρχαιολογικό δείγμα που παρουσιάζεται και αναλύεται στην παρούσα εργασία περιλαμβάνει οστά και θραύσματα οστών, με συνολικό βάρος 64,4 κιλών. Από το σύνολο των παραπάνω οστών μόνο τα (ΕΑΑΜ 2.992, ΜΑΑΜ 3.155) ήταν δυνατό να ταυτιστούν με ασφάλεια και, κατά συνέπεια, να συμπεριληφθούν στην ανάλυση. Το γεγονός ότι μόλις το 18,5% του αρχικού συνόλου των οστών αποτέλεσε, τελικά, το υπό ανάλυση δείγμα, οφείλεται κυρίως στην εξαίρεση από τη μελέτη των εύθραυστων οστών του κρανίου και του κορμού (σπόνδυλοι, πλευρά), κάτι που συνδέεται άμεσα με την επιλογή του Ελάχιστου Αριθμού Ανατομικών Μονάδων για την ποσοτικοποίηση του ζωοαρχαιολογικού υλικού. Επιπλέον, πολλά από τα οστά του αρχικού συνόλου δεν έφεραν τα διαγνωστικά εκείνα χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα για την ταύτισή τους σε επίπεδο μέρους του σκελετού και είδους, με αποτέλεσμα την αφαίρεσή τους από το υπό ανάλυση δείγμα. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διαδικασία της ταύτισης εντοπίστηκαν οστά ψαριών, πτηνών, τρωκτικών και ερπετών, τα οποία δε θα εξεταστούν στην παρούσα ανάλυση. Δεδομένου ότι το ζωοαρχαιολογικό υλικό που μελετήθηκε προέρχεται από τρεις διαφορετικούς χώρους του οικισμού της Τούμπας, η ανάλυση των οστών παρουσιάζεται για κάθε χώρο ξεχωριστά. Ο διαχωρισμός αυτός δίνει μια σαφέστερη εικόνα για το ζωοαρχαιολογικό σύνολο κάθε χώρου και διευκολύνει τη σύγκριση μεταξύ χώρων και χρονολογικών φάσεων. Με τον τρόπο αυτό, καταδεικνύεται η χωρική και χρονική ποικιλομορφία που ενδεχομένως υπάρχει στο βαθμό επίδρασης των ταφονομικών διαδικασιών μετασχηματισμού στο δείγμα και στις στρατηγικές εκμετάλλευσης των ζώων από τους κατοίκους της Τούμπας. 5.1 Έλεγχος επάρκειας του ζωοαρχαιολογικού υλικού (τομή 761, κτήριο Ζ, δρόμος Χ1). Ένα απαραίτητο στάδιο των ζωοαρχαιολογικών αναλύσεων είναι ο έλεγχος επάρκειας του δείγματος, μέσα από τον οποίο καταδεικνύεται το μέγεθος της επίδρασης των μεθόδων ανασκαφής και ανάκτησης στο υλικό που εξετάζεται. Η επιλογή της μεθόδου συλλογής και ανάκτησης του υλικού είναι αποφασιστικής σημασίας, καθώς καθορίζει τον αριθμό των οστών που τελικά αναλύονται από το ζωοαρχαιολόγο. Στην ανασκαφή της Τούμπας τα οστά συλλέχθηκαν αρχικά με το χέρι, κατά την αφαίρεση των ανασκαφικών ενοτήτων στο πεδίο. Στη συνέχεια, το χώμα κάθε ανασκαφικής ενότητας κοσκινίστηκε στο ξεροκόσκινο με άνοιγμα βροχίδος ενός εκατοστού, ώστε να ανακτηθούν ευρήματα μικρού μεγέθους που διέφυγαν της προσοχής των ανασκαφέων και δε συλλέχθηκαν με το χέρι. Η μέθοδος αυτή εξασφαλίζει την ανάκτηση όλων των οστών με μέγεθος μεγαλύτερο του ενός εκατοστού. Ωστόσο, τα πολύ μικρά ή πολύ θραυσμένα οστά χάνονται, καθώς διαπερνούν το άνοιγμα της βροχίδος. Για το λόγο αυτό εφαρμόστηκε δειγματοληπτικά η μέθοδος της επίπλευσης, κατά την οποία χρησιμοποιήθηκαν κόσκινα με άνοιγμα 61

79 βροχίδος 1mm και 300 μικρών. Τα δείγματα της επίπλευσης που προήλθαν από την τομή 761, το κτήριο Ζ και το δρόμο Χ1 δεν έχουν μελετηθεί προς το παρόν, γεγονός που ενδεχομένως αλλοιώνει την τελική εικόνα και οδηγεί σε μια υποαντιπροσώπευση των μικρών οστών, των νεαρών ζώων ή των ζώων μικρού μεγέθους. Η ζωοαρχαιολογική ανάλυση του κτηρίου Α της Τούμπας έδειξε, όμως, ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό οστών εντοπίστηκε με τη μέθοδο της επίπλευσης, χωρίς να αλλάζει δραματικά την εικόνα του υλικού που προήλθε στο πεδίο (Βασιλειάδου 2009, 55). Φαίνεται, λοιπόν, ότι η μέθοδος συλλογής με το χέρι σε συνδυασμό με τη χρήση του ξεροκόσκινου έδωσαν αρκετά αντιπροσωπευτικά δείγματα και ότι τα ταυτίσιμα οστά που αναμένεται να εντοπιστούν στα δείγματα της επίπλευσης είναι ελάχιστα. Ωστόσο, η απουσία δεδομένων από τα δείγματα της επίπλευσης είναι ένας παράγοντας που πρέπει να λαμβανεται υπόψη στην παρούσα ανάλυση, καθώς δεν μπορεί να αποκλειστεί με βεβαιότητα η ύπαρξη πολλών μικρών οστών που δεν έχουν ακόμα ανακτηθεί. Για να ελεγχθεί ο βαθμός στον οποίο η ανάκτηση με το χέρι και το ξεροκόσκινο επηρεάστηκε από το μέγεθος των ανατομικών μελών των ζώων, ο Πίνακας 5.1 συγκρίνει την παρουσία μεγάλων και μικρών οστών για τα τρία οικόσιτα είδη του υλικού που εξετάζεται. Στα μεγάλα οστά συνυπολογίζονται η ωμοπλάτη, η λεκάνη, ο βραχίονας, η κερκίδα, τα μετακάρπια, ο μηρός, η κνήμη και τα μετατάρσια, ενώ στα μικρά προσμετρώνται η ωλένη, ο αστράγαλος, η πτέρνα και οι φάλαγγες. ΕΑΑΜ Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα n % n % n % Μεγάλα οστά , , ,6 Μικρά οστά , ,7 49 5,4 Σύνολο Πίνακας 5.1 Τομή 761, Κτήριο Ζ, Δρόμος Χ1: Ταξινομική αντιπροσώπευση μεγάλων και μικρών οστών στα ζωοαρχαιολογικά δείγματα (ΕΑΑΜ). Τα δεδομένα που προκύπτουν από την αντιπροσώπευση των μεγάλων και μικρών οστών στο σύνολο του ζωοαρχαιολογικού υλικού καταδεικνύουν τη σαφή υποαντιπροσώπευση των μικρών οστών χοίρων και, κυρίως, αιγοπροβάτων στο δείγμα. Στην περίπτωση των βοοειδών, τα μικρά οστά αντιπροσωπεύονται από μεγαλύτερους αριθμούς στο δείγμα, εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους τους. Οι χοίροι και τα αιγοπρόβατα, όμως, παρουσιάζουν μια διαφορετική εικόνα, υποδεικνύοντας ότι η απώλεια αρκετών οστών μικρού μεγέθους οφείλεται εν μέρει στη μέθοδο συλλογής με το χέρι και το ξεροκόσκινο και στην απουσία δεδομένων από τα δείγματα της επίπλευσης. Ωστόσο, η πιθανότητα ορισμένα οστά να χάθηκαν λόγω μειωμένης ορατότητας ή παρατηρητικότητας δεν μπορεί να αποκλειστεί. Η ανασκαφική μέθοδος οδηγεί, μεταξύ άλλων, και στο σπάσιμο των οστών κατά την αφαίρεση των ανασκαφικών ενοτήτων. Από τα 1914 οστά των τριών οικόσιτων ειδών μόνο τα 133 (6,9%) έφεραν σπασίματα που δημιουργήθηκαν από την αρχαιολογική σκαπάνη (Πίνακας 5.2). Το χαμηλό αυτό ποσοστό υποδεικνύει ότι η ανασκαφή έγινε προσεκτικά, με αποτέλεσμα την καταστροφή μικρού μόνο μέρους του ζωοαρχαιολογικού υλικού κατά την ανασκαφική διαδικασία. Τα υψηλότερα ποσοστά σύγχρονων 62

80 θραύσεων προήλθαν από την τομή 761. Το γεγονός αυτό οφείλεται, ενδεχομένως, στο ότι η τομή 761 αποτελεί για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα τον απορριμματικό χώρο του οικισμού, όπου αλλεπάλληλοι λάκκοι γεμίζουν καθημερινά με τα απορρίμματα των κατοίκων της Τούμπας. Η ανασκαφή, λοιπόν, ήταν ίσως λιγότερο προσεκτική στη συγκεκριμένη περίπτωση, εξαιτίας του χαρακτήρα των αρχαιολογικών επιχώσεων. ΜΑΑΜ Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα n % n % n % Αρχαίο σπάσιμο , , Φρέσκο σπάσιμο 44 11, , Σύνολο Πίνακας 5.2 Τομή 761, Κτήριο Ζ, Δρόμος Χ1: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών με ίχνη από αρχαία και σύγχρονα σπασίματα (ΜΑΑΜ). Συνοψίζοντας, φαίνεται ότι η μέθοδος συλλογής και ανάκτησης του ζωοαρχαιολογικού υλικού παίζει κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση του δείγματος που αναλύεται στην παρούσα εργασία. Συγκεκριμένα, η μειωμένη παρουσία μικρού μεγέθους οστών είναι ένα από τα στοιχεία που αλλοιώνουν την τελική εικόνα, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα διαλογή στα δείγματα της επίπλευσης από τους χώρους που εξετάζονται. Από την άλλη, φαίνεται ότι η αφαίρεση των ανασκαφικών ενοτήτων έγινε με ιδιαίτερη προσοχή, καθώς το ποσοστό των οστών που φέρουν σύγχρονα σπασίματα είναι χαμηλό. Όπως και να έχουν τα πραγματα, η μέθοδος συλλογής και ανάκτησης είναι ένας μόνο από τους παράγοντες που επηρεάζουν την τελική εικόνα του ζωοαρχαιολογικού υλικού και σε καμια περίπτωση δεν πρέπει να θεωρείται υπεύθυνη για κάθε απώλεια που εντοπίζεται στο δείγμα. 5.2 Ταξινομική αντιπροσώπευση Τομή 761. Το ζωοαρχαιολογικό σύνολο της τομής 761 προέρχεται από δύο οικοδομικές φάσεις του οικισμού της Τούμπας. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο όταν το μέγεθος του δείγματος το επιτρέπει να παρουσιαστούν τα στοιχεία που αφορούν σε κάθε φάση ξεχωριστά, έτσι ώστε να καταστούν σαφείς οι πιθανές ομοιότητες ή διαφορές μεταξύ των δύο περιόδων. Οι φάσεις Γ και Δ είναι σύγχρονες με τις οικοδομικές φάσεις 14 9 του οικισμού και ανήκουν στη ΜΕΧ. Για το λόγο αυτό, θα εξεταστούν από κοινού. Η φάση Β καλύπτει κυρίως τις οικοδομικές φάσεις 8 6 της Τούμπας και εντάσσεται χρονολογικά στην πρώιμη ΥΕΧ. Ένα ακόμη πολύ σημαντικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται διαρκώς υπόψη, είναι το γεγονός ότι, αντίθετα με τη φάση Β που περιλαμβάνει επιχώσεις χρήσης και κατοίκησης, στις φάσεις Γ και Δ η περιοχή της τομής 761 λειτουργούσε ως χώρος απόρριψης. 63

81 Το ζωοαρχαιολογικό δείγμα της ΜΕΧ από την τομή 761 περιλαμβάνει συνολικά 14 είδη ζώων. Από αυτά, τα 6 είναι οικόσιτα: Άλογο (Equus caballus), Βοοειδή (Bos taurus), Χοίρος (Sus scrofa domestica), Πρόβατο (Ovis aries), Αίγα (Capra hircus) και Σκύλος (Canis familiaris). Τα υπόλοιπα 8 είναι άγρια και είναι τα εξής: Λαγός (Lepus europaeus), Αλεπού (Vulpes vulpes), Αγριόχοιρος (Sus scrofa), Bos primigenius, Ελάφι (Cervus elaphus), Πλατώνι (Dama dama), Ζαρκάδι (Capreolus capreolus) και Λιοντάρι (Panthera leo) (Εικόνα 5.1). Τομή 761 Ποσοστιαία αναλογία ταξινομικής αντιπροσώπευσης ζώων (ΕΑΑΜ) 25 26,8 26,1 0,8 Άλογο Βοοειδή Χοίρος 6,6 4,5 Αιγοπρόβατα Πρόβατο Αίγα Ελάφι/Πλατώνι Σκύλος 3,6 3,2 0,9 0,8 1 0,07 0,4 0,07 Λαγός Αλεπού Αγριόχοιρος Bos primigenius Ελάφι Πλατώνι 0,1 0,1 Ζαρκάδι Λιοντάρι Εικόνα 5.1 Τομή 761 (ΜΕΧ): Ταξινομική αντιπροσώπευση ζώων (%), ΕΑΑΜ (n = 1459). Κατά τη ΜΕΧ φαίνεται ότι υπερτερούν τα οικόσιτα ζώα, αποτελώντας το 90,6% του δείγματος. Από αυτά, το μεγαλύτερο ποσοστό αντιπροσώπευσης συγκεντρώνουν τα αιγοπρόβατα (37,2%), με τα πρόβατα (6,6%) να υπερέχουν ελαφρώς έναντι των αιγών (4,5%). Ακολουθούν οι χοίροι (26,8%) και τα βοοειδή (25%), είδη που επίσης παρουσιάζουν μεγάλη συχνότητα εμφάνισης στο ζωοαρχαιολογικό δείγμα της ΜΕΧ. Αντίθετα, το άλογο και ο σκύλος εκπροσωπούν το καθένα μόλις το 0,8% του συνόλου. Από τα άγρια είδη, το ελάφι αποτελεί το 3,6% του δείγματος και ακολουθεί με μικρή διαφορά το πλατώνι (3,2%). Ένα 0,9% ανήκει στην ενδιάμεση κατηγορία ελάφι/πλατώνι, καθώς η ασφαλής ταύτιση των συγκεκριμένων οστών δε στάθηκε δυνατή. Ακολουθεί ο λαγός με ποσοστό αντιπροσώπευσης 1%, ενώ τα υπόλοιπα 5 άγρια είδη εμφανίζουν ιδιαίτερα χαμηλή συχνότητα στο δείγμα (αλεπού 0,07%, αγριόχοιρος 0,4%, Bos primigenius 0,07%, ζαρκάδι 0,1% και λιοντάρι 0,1%). Στην πρώιμη ΥΕΧ ο αριθμός των ειδών που εντοπίστηκε στην τομή 761 ανέρχεται σε 12. Από αυτά, τα 7 είναι οικόσιτα ζώα: Άλογο (Equus caballus), Βοοειδή (Bos taurus), Χοίρος (Sus scrofa domestica), Πρόβατο (Ovis aries), Αίγα (Capra hircus), Σκύλος (Canis familiaris) και Γαϊδούρι (Equus asinus). Τα υπόλοιπα 5 ανήκουν στα ακόλουθα άγρια είδη: Λαγός (Lepus europaeus), Αλεπού (Vulpes vulpes), Ελάφι (Cervus elaphus), Πλατώνι (Dama dama) και Λιοντάρι (Panthera leo) (Εικόνα 5.2). 64

82 8,4 6,3 1,7 3,3 ΤΟΜΗ 761 Ποσοστιαία αναλογία ταξινομικής αντιπροσώπευσης ζώων (ΕΑΑΜ) 34,7 17,1 19,7 1,7 0,8 0,8 0,8 0,8 2,9 0,8 Άλογο Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα Πρόβατο Αίγα Ελάφι/Πλατώνι Σκύλος Λαγός Αλεπού Γαϊδούρι Ελάφι Πλατώνι Λιοντάρι Εικόνα 5.2 Τομή 761(πρώιμη ΥΕΧ): Ταξινομική αντιπροσώπευση ζώων (%), ΕΑΑΜ (n = 239). Κατά την πρώιμη ΥΕΧ φαίνεται ότι και πάλι υπερτερούν τα οικόσιτα είδη, καθώς συγκεντρώνουν το 92% της συνολικής ταξινομικής αντιπροσώπευσης. Μεταξύ των οικόσιτων ζώων παρατηρείται μια σαφής υπεροχή των αιγοπροβάτων τα οποία αποτελούν το 49,4% του δείγματος, με τα πρόβατα (8,4%) να υπερέχουν έναντι των αιγών (6,3%). Ακολουθούν οι χοίροι (19,7%) και τα βοοειδή (17,1%) με ποσοστά εμφανώς χαμηλότερα σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Από τα υπόλοιπα οικόσιτα ζώα, οι σκύλοι αντιπροσωπεύονται με ποσοστό 3,3% και ακολουθούν τα άλογα (1,7%) και τα γαϊδούρια (0,8%) με σαφώς χαμηλότερη αντιπροσώπευση στο δείγμα. Από τα 5 άγρια είδη που ταυτίστηκαν στο δείγμα της πρώιμης ΥΕΧ το πλατώνι είναι αυτό με το μεγαλύτερο ποσοστό αντιπροσώπευσης (2,9%). Το ελάφι αποτελεί μόλις το 0,8% του δείγματος. Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η ενδιάμεση κατηγορία ελάφι/πλατώνι που ανέρχεται στο 1,7% του συνόλου. Τα υπόλοιπα 3 άγρια είδη παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαμηλή αντιπροσώπευση, με τους λαγούς, τις αλεπούδες και τα λιοντάρια να συγκεντρώνουν από 0,8% στην ποσοστιαία αναλογία της ταξινομικής αντιπροσώπευσης. Αυτό που παρατηρείται, με μια πρώτη ματιά, είναι το γεγονός ότι κατά την πρώιμη ΥΕΧ τα άγρια είδη που εμφανίζονται στο ζωοαρχαιολογικό δείγμα είναι λιγότερα σε σχέση με τα αντίστοιχα της προηγούμενης περιόδου. Θα πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι τα 5 άγρια είδη ζώων που ανήκουν στην πρώιμη ΥΕΧ παρουσιάζουν αρκετά χαμηλά ποσοστά αντιπροσώπευσης σε σύγκριση με τα οικόσιτα είδη της ίδιας περιόδου. 65

83 5.2.2 Κτήριο Ζ. Το ζωοαρχαιολογικό υλικό του κτηρίου Ζ ανήκει σε επιχώσεις της ύστερης ΥΕΧ και αντιστοιχεί στις φάσεις 4 και 3 του οικισμού της Τούμπας. Καθώς οι δύο αυτές οικιστικές φάσεις τοποθετούνται χρονολογικά στην ίδια περίοδο, τα ζωοαρχαιολογικά τους δεδομένα θα εξεταστούν από κοινού στην παρούσα ανάλυση. Στους χώρους του κτηρίου (Ζ1 και Ζ2) εντοπίστηκαν και ταυτίστηκαν συνολικά 11 είδη ζώων (Εικόνα 5.3). Από το σύνολο των ζώων του κτηρίου Ζ τα 7 ανήκουν σε οικόσιτα είδη: Άλογο (Equus caballus), Βοοειδή (Bos taurus), Χοίρος (Sus scrofa domestica), Πρόβατο (Ovis aries), Αίγα (Capra hircus), Σκύλος (Canis familiaris) και Γαϊδούρι (Equus asinus). Τα υπόλοιπα 4 είναι άγρια και είναι τα εξής: Λαγός (Lepus europaeus), Αλεπού (Vulpes vulpes), Αγριόχοιρος (Sus scrofa) και Ελάφι (Cervus elaphus). Κτήριο Ζ Ποσοστιαία αναλογία ταξινομικής αντιπροσώπευσης ζώων (ΕΑΑΜ) 34 36,1 11,8 9,2 0,4 2,6 3,5 0,5 0,9 0,4 0,5 0,2 Αλογο Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα Πρόβατο Αίγα Σκύλος Λαγός Αλεπού Αγριόχοιρος Γαϊδούρι Ελάφι Εικόνα 5.3 Κτήριο Ζ: Tαξινομική αντιπροσώπευση ζώων (%), ΕΑΑΜ (n = 568). Η συντριπτική πλειονότητα (98%) των οστών του κτηρίου Ζ ανήκει, όπως φαίνεται, σε οικόσιτα είδη. Μεταξύ αυτών, το υψηλότερο ποσοστό ταξινομικής αντιπροσώπευσης παρατηρείται στην περίπτωση των αιγοπροβάτων (48,1%), με τα πρόβατα να υπερέχουν αισθητά έναντι των αιγών σε αναλογία που ξεπερνά το 3:1. Ακολουθούν με μεγάλο ποσοστό αντιπροσώπευσης στο δείγμα οι χοίροι (34%), ενώ τα βοοειδή εμφανίζουν συγκριτικά πολύ χαμηλότερη αντιπροσώπευση με ποσοστό 11,8%. Στα υπόλοιπα οικόσιτα είδη παρατηρούνται πολύ χαμηλά ποσοστά αντιπροσώπευσης. Συγκεκριμένα, ο σκύλος αποτελεί το 3,5%, το γαϊδούρι το 0,5% και το άλογο το 0,4% του δείγματος. Τα άγρια είδη αντιπροσωπεύονται σε ποσοστό μόλις 2% στο ζωοαρχαιολογικό υλικό του κτηρίου Ζ. Τη μεγαλύτερη αντιπροσώπευση εμφανίζει η αλεπού (0,9%) και ακολουθεί ο λαγός (0,5%), ο αγριόχοιρος (0,4%) και, τέλος, το ελάφι με πολύ χαμηλό ποσοστό (0,2%). 66

84 5.2.3 Δρόμος Χ1. Το ζωοαρχαιολογικό σύνολο του δρόμου Χ1 προέρχεται, όπως και το αντίστοιχο του κτηρίου Ζ, από επιχώσεις της ύστερης ΥΕΧ, που ανήκουν στις φάσεις 3 και 4 του οικισμού της Τούμπας. Στις επιχώσεις αυτές εντοπίστηκαν και ταυτίστηκαν συνολικά 12 είδη ζώων, οικόσιτων και άγριων (Εικόνα 5.4). Δρόμος Χ1 Ποσοστιαία αναλογία ταξινομικής αντιπροσώπευσης ζώων (ΕΑΑΜ) 37,7 28,7 0,8 8,4 11,8 4,4 4 1,1 0,7 0,1 0,6 1,4 0,3 Άλογο Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα Πρόβατο Αίγα Σκύλος Λαγός Αλεπού Αγριόχοιρος Γαϊδούρι Ελάφι Πλατώνι Εικόνα 5.4 Δρόμος Χ1: Tαξινομική αντιπροσώπευση ζώων (%), (n = 726), EAAM. Από τα είδη αυτά, τα 7 είναι οικόσιτα και είναι τα εξής: Άλογο (Equus caballus), Βοοειδή (Bos taurus), Χοίρος (Sus scrofa domestica), Πρόβατο (Ovis aries), Αίγα (Capra hircus), Σκύλος (Canis familiaris) και Γαϊδούρι (Equus asinus). Οι υπόλοιπες 5 ταξινομικές κατηγορίες αντιστοιχούν στα ακόλουθα άγρια είδη: Λαγός (Lepus europaeus), Αλεπού (Vulpes vulpes), Αγριόχοιρος (Sus scrofa), Ελάφι (Cervus elaphus) και Πλατώνι (Dama dama). Στο δρόμο Χ1 παρατηρείται μια σαφής υπεροχή των οικόσιτων ειδών, τα οποία συγκεντρώνουν το 96,4% της συνολικής ταξινομικής αντιπροσώπευσης των ζώων. Μεταξύ των οικόσιτων ειδών υπερτερούν αριθμητικά τα αιγοπρόβατα, τα οποία συνιστούν το 53,9% του ζωοαρχαιολογικού δείγματος. Με βάση τα οστά που έφεραν διαγνωστικά στοιχεία για τη διάκριση μεταξύ προβάτου και αίγας, διαφαίνεται μια σαφής υπεροχή των προβάτων (11,8%) έναντι των αιγών (4,4%), σε αναλογία που πλησιάζει το 3:1. Στην ταξινομική αντιπροσώπευση ακολουθούν οι χοίροι (28,7%) και τα βοοειδή με αρκετά χαμηλότερο ποσοστό παρουσίας στο δείγμα (8,4%). Από τα υπόλοιπα οικόσιτα είδη, ο σκύλος συγκεντρώνει το 4% της ταξινομικής αντιπροσώπευσης, ενώ το άλογο και το γαϊδούρι εμφανίζουν πολύ χαμηλή συχνότητα παρουσίας στο δείγμα (0,8% και 0,6% αντίστοιχα). Τα άγρια είδη αποτελούν το 3,6% του συνολικού δείγματος. Από αυτά, η μεγαλυτερη αντιπροσώπευση εντοπίζεται στην περίπτωση των ελαφιών (1,4%) και ακολουθεί ο λαγός με ποσοστό 1,1%. Η αλεπού εμφανίζει πολύ χαμηλή 67

85 αντιπροσώπευση (0,7%) και ακολουθούν το πλατώνι και ο αγριόχοιρος με ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά (0,3% και 0,1% αντίστοιχα). Οι διαφορές που εντοπίζονται ως προς την ταξινομική σύνθεση των ζωοαρχαιολογικών δειγμάτων των τριών χώρων που εξετάζονται, καθώς και η σημασία των διαφόρων ειδών ζώων σε κάθε χρονολογική περίοδο αποτελούν ζητήματα που θα συζητηθούν εκτενέστερα σε επόμενο κεφάλαιο. 5.3 Παράγοντες διαμόρφωσης Επίδραση σαρκοφάγων. Κάθε επαρκής ζωοαρχαιολογική ανάλυση οφείλει να αποκαθιστά, στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατό, την ταφονομική ιστορία του υπό ανάλυση δείγματος. Ακολουθώντας μια, αναλυτικά, αντίστροφη πορεία ο ζωοαρχαιολόγος επιχειρεί να εντοπίσει τα ταφονομικά ίχνη, τις διαδικασίες και τους παράγοντες που ενδεχομένως μετασχημάτισαν το σύνολο που μελετά (Gifford-Gonzalez 1991, 228, 229). Μέσα από τη μελέτη των ταφονομικών παραγόντων είναι δυνατό να υπολογιστεί ο βαθμός της απώλειας των πληροφοριών που έφεραν τα οστά κατά τη στιγμή της απόθεσής τους και να δοθούν πιο ασφαλείς ερμηνείες σχετικά με τις στρατηγικές εκμετάλλευσης των ζώων μιας αρχαιολογικής θέσης (βλ. κεφ. 2). Η ανάδρομη αυτή αναλυτική πορεία θα ξεκινήσει εδώ με τη μελέτη της επίδρασης των σαρκοφάγων ζώων στο ζωοαρχαιολογικό δείγμα. Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να γίνει μια σύντομη αναφορά στο πείραμα που διεξήχθη από τον C. Brain, ώστε να καταδειχθεί ο βαθμός στον οποίο τα σαρκοφάγα είναι δυνατό να αλλοιώσουν την αρχική εικόνα ενός ζωοαρχαιολογικού συνόλου. Το πείραμα του Brain έλαβε χώρα στη νοτιοδυτική Αφρική, σε 8 χωριά της φυλής των Hottentot. Σκοπός του ήταν να αποδείξει ότι οι διαδικασίες τροφοπαρασκευής και κατανάλωσης, καθώς και η επίδραση των σαρκοφάγων μετασχηματίζουν και αλλοιώνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την αρχική εικόνα των ζωοαρχαιολογικών συνόλων. Στο πείραμα μελετήθηκε η συμπεριφορά 133 ανθρώπων και 40 σκύλων, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν ή κατανάλωσαν τα προϊόντα ή/και τα οστά 1754 αιγών. Αυτό που καταρχάς παρατηρήθηκε ήταν ότι η καταστροφή των οστών κατά την τροφοπαρασκευή και κατανάλωση ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Οι πρακτικές σφαγής και κατανάλωσης των κατοίκων περιελάμβαναν τον τεμαχισμό και διαμελισμό του ζώου, καθώς και το θρυμματισμό των μακρών οστών του για την εξαγωγή του μεδουλιού. Οι διαδικασίες αυτές επέφεραν την καταστροφή μεγάλου μέρους των σκελετών των αιγών. Στη συνέχεια, τα απορρίμματα της ανθρώπινης κατανάλωσης δόθηκαν ως τροφή στους σκύλους, οι οποίοι δάγκωναν και μασούσαν τα οστά των αιγών για αρκετές μέρες. Όταν έπαψε η δράση των σαρκοφάγων, τα εναπομένοντα οστά συλλέχθηκαν και μελετήθηκαν. Η μελέτη των οστών έδειξε ότι ορισμένα μέρη του σκελετού των αιγών είχαν εξαφανιστεί (πχ. άνω βραχίονας), ενώ άλλα διατηρούνταν σε πολύ μεγάλα ποσοστά (πχ. κάτω γνάθος). Η δυσαναλογία αυτή οφείλεται καταρχάς στην ποικιλομορφία που παρατηρείται ως προς τη μορφή, τη δομή και την ανθεκτικότητα των οστών ενός σκελετού. Ωστόσο, στη διατήρηση κάποιων ανατομικών μελών εις βάρος κάποιων άλλων παίζει σαφώς ρόλο και ο παράγοντας της επιλογής των ίδιων των σαρκοφάγων. Με άλλα 68

86 λόγια, οι σκύλοι επιλέγουν να καταναλώσουν εκείνα τα οστά που είναι λιγότερο ανθεκτικά στην πίεση και που διευκολύνουν, λόγω φυσιολογίας, την εξαγωγή του μεδουλιού. Εκτός από τη φυσική σκληρότητα του οστού, στην επιλογή των σαρκοφάγων παίζει ρόλο και η ηλικία του ζώου που πρόκειται να καταναλωθεί, καθώς στα άτομα νεαρής ηλικίας η επίφυση αποκολλάται από τη διάφυση με πολύ μικρότερη προσπάθεια και η εξαγωγή του μεδουλιού μετατρέπεται σε μια εύκολη διαδικασία. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ως φυσικό επακόλουθο, τα οστά που δεν έφεραν ίχνη δηγμάτων από σαρκοφάγα στο πείραμα του Brain ήταν αυτά που τελικά διατηρήθηκαν καλύτερα (Brain 1981, 11 24) Τομή 761. Έχοντας κατά νου την αλλοίωση που είναι δυνατό να υποστεί το ζωοαρχαιολογικό υλικό από τη δράση των σαρκοφάγων, η ανάλυση θα στραφεί στον εντοπισμό και την αξιολόγηση των δηγμάτων που προκλήθηκαν από σαρκοφάγα στα οστά των αιγοπροβάτων της τομής 761. Η επίδραση των σαρκοφάγων στα οστά των άλλων δύο οικόσιτων ειδών (χοίροι και βοοειδή) θα διερευνηθεί μέσα από την παρουσία κυλινδρικών διαφύσεων στο δείγμα, καθώς μόνο οι σκύλοι επιφέρουν τη χαρακτηριστική αυτή μορφή στα οστά (Binford 1981, 51). ΜΑΑΜ Οστά χωρίς δήγματα Οστά με δήγματα n % μέσα στο είδος n % μέσα στο είδος Άλογο 11 78,6 3 21,4 Βοοειδή , ,6 Χοίρος Αιγοπρόβατα , ,2 Ελάφι/Πλατώνι Σκύλος Λαγός Αλεπού Αγριόχοιρος Bos primigenius Ελάφι Πλατώνι Ζαρκάδι Λιοντάρι Σύνολο , ,5 Πίνακας 5.3 Τομή 761: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών με ίχνη δηγμάτων (ΜΑΑΜ). Οι σκύλοι αποτελούν το 1,2% του ζωοαρχαιολογικού δείγματος της τομής 761. Το ποσοστό αυτό, αν και ιδιαίτερα χαμηλό, αποδεικνύει την παρουσία σκύλων στον οικισμό της Τούμπας, οι οποίοι θα μπορούσαν να επιφέρουν αλλοιώσεις στο εν λόγω δείγμα. Η υπόθεση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του ζωοαρχαιολογικού δείγματος (21,5%) φέρει ίχνη δηγμάτων (Πίνακας 5.3). Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μηρυκαστικά, χοίροι ή ακόμα και 69

87 άνθρωποι μετασχηματίζουν με παρόμοιο τρόπο τα οστά, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η διάκριση του ταφονομικού παράγοντα που ευθύνεται για την αλλοίωση του υλικού (Brain 1981, 18, Kierdorf 1994, 209, Halstead in press, 12). Το πείραμα του Brain απέδειξε ότι οι αποθετικοί και μεταποθετικοί παράγοντες που επιδρούν στα οστά ποικίλλουν ανάλογα με τη δομή του οστού και το βαθμό συνοστέωσης του ζώου που καταναλώνεται. Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά είναι δυνατό να δοθεί μια εικόνα της απώλειας των οστών που οφείλεται στις ταφονομικές διαδικασίες μετασχηματισμού και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην επίδραση των σαρκοφάγων. Ο βαθμός της απώλειας των οστών έπειτα από την έντονη δράση των σκύλων αποδόθηκε σχηματικά από τον Brain σε ένα διάγραμμα, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί εδώ ως μέσο σύγκρισης με το υλικό της Τούμπας (Εικόνα 5.5). Εικόνα 5.5 Διάγραμμα Brain. Στο διάγραμμα του Brain γίνεται φανερό ότι τα πιο ανθεκτικά και ισχυρά ως προς τη δομή τους οστά είναι αυτά που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο βαθμό διατήρησης. Συνήθως αυτό συμβαδίζει με την ηλικία συνοστέωσης, καθώς τα οστά που συνοστεώνονται σε νεαρή ηλικία (πχ. κάτω βραχίονας) αποκτούν από πολύ πρώιμο στάδιο μια φυσική σκληρότητα, γεγονός που καθιστά δύσκολη την καταστροφή τους από τα σαρκοφάγα (Silver 1969, 285). Διαγράμματα ανάλογα με του Brain δημιουργήθηκαν για τα αιγοπρόβατα της Τούμπας, με σκοπό να υπολογιστεί η ένταση της επίδρασης των σαρκοφάγων. Όπως και στην περίπτωση του διαγράμματος του Brain οι φάλαγγες εξετάστηκαν από κοινού, ώστε οι συγκρίσεις να γίνονται με μεγαλύτερη ασφάλεια, ενώ μόνο τα οστά εκείνα που διασώζουν 70

88 τα άκρα τους συμπεριελήφθησαν στη συγκεκριμένη ανάλυση. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το μέγεθος του δείγματος που προέρχεται από την πρώιμη ΥΕΧ της τομής 761 είναι πολύ μικρό και δεν επιτρέπει τη διεξαγωγή ασφαλών συγκρίσεων. Ως εκ τούτου, τα δεδομένα της τομής 761 θα εξεταστούν από κοινού για τις δύο χρονολογικές περιόδους (ΜΕΧ πρώιμη ΥΕΧ), έτσι ώστε να αποδοθεί μια γενική εικόνα της επίδρασης των σαρκοφάγων στο χώρο αυτό. Η ανατομική αντιπροσώπευση των αιγοπροβάτων της τομής 761 φαίνεται να είναι πολύ διαφορετική σε σύγκριση με τα δεδομένα του Brain (Εικόνα 5.6). Το μόνο κοινό στοιχείο εντοπίζεται στα ανατομικά στοιχεία του κάτω βραχίονα, της κάτω κνήμης και της άνω κερκίδας, τα οποία διατηρούνται σε μεγάλο βαθμό, τόσο στο διάγραμμα του Brain όσο και στη σχηματική απεικόνιση των συγκεκριμένων δεδομένων της Τούμπας. Αντίθετα, μέρη του σκελετού που θα περίμενε κανείς να αντιπροσωπεύονται σε μικρότερη κλίμακα, όπως για παράδειγμα η κάτω κερκίδα, ο άνω μηρός, η άνω κνήμη και άνω βραχίονας, εμφανίζουν υψηλό βαθμό συχνότητας στο δείγμα. Τέλος, εντυπωσιακή είναι η ιδιαίτερα χαμηλή παρουσία της κάτω γνάθου, η οποία, παρόλο που αποτελεί το πιο ανθεκτικό μέρος του σκελετού, εντοπίστηκε σε 9 μόνο περιπτώσεις στο δείγμα. Τομή 761 Ανατομική αντιπροσώπευση των αιγοπροβάτων κάτω γνάθος κάτω βραχίονας κάτω κνήμη άνω κερκίδα άνω μετατάρσιο ωμοπλάτη λεκάνη άνω μετακάρπιο κάτω μετακάρπιο κάτω κερκίδα κάτω μετατάρσιο άνω μηρός αστράγαλος πτέρνα άνω κνήμη κάτω μηρός φάλλαγες άνω βραχίονας Εικόνα 5.6 Τομή 761: Ανατομική αντιπροσώπευση των αιγοπροβάτων (ΕΑΑΜ) (n = 464).. Αυτό που προκύπτει από τη σύγκριση των δεδομένων της τομής 761 με τα αντίστοιχα του Brain, είναι μια εικόνα ανομοιομορφίας. Τα σαρκοφάγα ζώα, αν και επηρέασαν με τη δράση τους τα οστά του δείγματος, δε φαίνεται να ευθύνονται αποκλειστικά για την τελική του εικόνα. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο βαθμός επίδρασης των σαρκοφάγων στα οστά των αιγοπροβάτων δεν είναι καθοριστικός και, συνεπώς, η αιτία της συγκεκριμένης ανατομικής αντιπροσώπευσης θα πρέπει να αναζητηθεί σε άλλους, ενδεχομένως ανθρωπογενείς, παράγοντες. Ένα ακόμη μέσο ελέγχου του βαθμού επίδρασης των σαρκοφάγων είναι η συχνότητα της παρουσίας κυλινδρικών διαφύσεων στο δείγμα. Οι κυλινδρικές διαφύσεις αποτελούν έμμεσο δείκτη της 71

89 δράσης των σαρκοφάγων, δεδομένου ότι καμία ανθρωπογενής διαδικασία μετασχηματισμού δεν επιφέρει τέτοιας μορφής θρυμματισμό στα οστά (Binford 1981, 51). Η συχνότητα των κυλινδρικών διαφύσεων υπολογίστηκε για τα τρία οικόσιτα είδη (βοοειδή, χοίροι, αιγοπρόβατα) που κυριαρχούν στο δείγμα της τομής 761 κατά τη ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ (Πίνακας 5.4). Όσον αφορά στα βοοειδή, οι κυλινδρικές διαφύσεις παρουσιάζουν ένα αρκετά χαμηλό ποσοστό (3,6%). Το γεγονός αυτό οφείλεται πιθανότατα στην πλήρη εκμετάλλευση του συγκεκριμένου είδους από τον άνθρωπο τόσο για την κατανάλωση του κρέατος όσο και για την εξαγωγή του μεδουλιού. Φαίνεται, δηλαδή, πως τα οστά των βοοειδών σπάνια απορρίπτονταν ακέραια και, ως εκ τούτου, οι σκύλοι αδυνατούσαν να δημιουργήσουν τους χαρακτηριστικούς κυλίνδρους κατά την κατανάλωσή τους. Οι χοίροι και τα αιγοπρόβατα παρουσιάζουν παρόμοια εικόνα ως προς τη συχνότητα των κυλινδρικών διαφύσεων (11,9% και 13,6% αντίστοιχα). Τα ποσοστά αυτά, αν και σημαντικά υψηλότερα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα των βοοειδών, δεν είναι ιδιαίτερα υψηλά ως προς το σύνολο του δείγματος. Από τη μια, αυτό υποδηλώνει ότι τα σαρκοφάγα είχαν μεγαλύτερη πρόσβαση σε ολόκληρα οστά χοίρων και αιγοπροβάτων. Από την άλλη, όμως, φαίνεται ότι η επίδρασή τους στα οστά δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντική, όπως δηλώνει το μέτριο ποσοστό των κυλινδρικών διαφύσεων στο δείγμα. MAAM Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα n % n % n % Ολόκληρα 7 2,9 21 8,9 9 1,8 Διαφύσεις με επιφύσεις 31 12, ,8 40 7,8 Θραύσματα επίφυσης 33 13,5 4 1,7 13 2,5 Θραύσματα διάφυσης , , ,5 Κύλινδροι 9 3, , ,6 Επιφύσεις 1 0, ,4 Θραύσματα διάφυσης με επίφυση 45 18,3 9 3, ,4 Σύνολο Πίνακας 5.4 Τομή 761: Κατάσταση διατήρησης οστών (ΜΑΑΜ). Συνοψίζοντας, φαίνεται πως η επίδραση των σαρκοφάγων στο δείγμα της τομής 761 από τον οικισμό της Τούμπας είναι διαφορετική από εκείνην που αποτυπώνεται στο διάγραμμα του Brain. Συγκεκριμένα, οστά που αναμένεται να έχουν χαμηλή αντιπροσώπευση στο δείγμα εμφανίζονται σε μεγάλους αριθμούς ή το αντίστροφο. Έτσι, ανατομικά στοιχεία όπως ο άνω βραχίονας, που συνοστεώνονται σε προχωρημένη ηλικία και αναμένεται να έχουν καταναλωθεί από σαρκοφάγα, είναι παρόντα στο δείγμα και, συχνά, με μεγάλη συχνότητα. Από την άλλη, τα ποσοστά παρουσίας των κυλινδρικών διαφύσεων που δημιουργήθηκαν από σαρκοφάγα, δίνουν την εικόνα ενός δείγματος που επηρεάστηκε μεν από τη δράση των σκύλων, αλλά όχι σε μεγάλο βαθμό. Από τα παραπάνω είναι δυνατό 72

90 να εξαχθούν δυο γενικά συμπεράσματα. Από τη μια, φαίνεται ότι η επίδραση των σκύλων στο δείγμα είναι υπαρκτή, αλλά όχι αποφασιστικής σημασίας. Από την άλλη, η συχνότητα των κυλινδρικών διαφύσεων δείχνει ότι οι σκύλοι τείνουν να καταναλώνουν σε μεγαλύτερο βαθμό τα οστά των χοίρων και των αιγοπροβάτων και λιγότερο των βοοειδών. Προκύπτει, λοιπόν, ότι η βασική αιτία διαμόρφωσης του ζωοαρχαιολογικού δείγματος της περιοχής αυτής της Τούμπας θα πρέπει να αναζητηθεί όχι τόσο στη δράση των μεταποθετικών διαδικασιών, αλλά στην ανθρώπινη παρέμβαση Κτήριο Ζ. Τα οστά των σκύλων από το κτήριο Ζ αποτελούν το 3,5% του συνόλου του ζωοαρχαιολογικού δείγματος από το χώρο αυτό. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι σκύλοι είχαν πρόσβαση στο εσωτερικό του κτηρίου και, ως εκ τούτου, είχαν τη δυνατότητα να μετασχηματίσουν την αρχική εικόνα του ζωοαρχαιολογικού υλικού. Η δράση των σαρκοφάγων επιβεβαιώνεται από τον εντοπισμό ιχνών δηγμάτων σε ένα μεγάλο μέρος των οστών (23%) του εσωτερικού του κτηρίου Ζ (Πίνακας 5.5). ΜΑΑΜ Οστά χωρίς δήγματα Οστά με δήγματα n % μέσα στο είδος n % μέσα στο είδος Άλογο Βοοειδή 49 77, ,2 Χοίρος , ,6 Αιγοπρόβατα , ,9 Σκύλος Λαγός Αλεπού Αγριόχοιρος Γαϊδούρι 1 33,3 2 66,7 Ελάφι Σύνολο Πίνακας 5.5 Κτήριο Ζ: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών με ίχνη δηγμάτων (ΜΑΑΜ). Όπως συνέβη και στην περίπτωση της τομής 761, τα δεδομένα που αφορούν στα οστά των αιγοπροβάτων από το κτήριο Ζ αντιπαραβάλλονται με τα αντίστοιχα του Brain, ώστε να προκύψει μια σαφέστερη εικόνα της επίδρασης των σαρκοφάγων. Η ανατομική αντιπροσώπευση των αιγοπροβάτων του κτηρίου Ζ παρουσιάζει μια εικόνα πολύ διαφορετική, όταν συγκρίνεται με τα δεδομένα του Brain (Εικόνα 5.7). Τα μόνα ανατομικά στοιχεία που πλησιάζουν ως προς την αντιπροσώπευσή τους στα δεδομένα του Brain είναι ο κάτω βραχίονας, η κάτω κνήμη και η άνω κερκίδα, τα οποία αναμένεται να εντοπίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό σε δείγματα που υπέστησαν την επίδραση σαρκοφάγων. Η υπόλοιπη εικόνα, όμως, αποκλίνει κατά πολύ από το διάγραμμα του Brain, καθώς παρατηρείται ότι ανατομικά στοιχεία που θα 73

91 έπρεπε να αντιπροσωπεύονται σε μικρότερη κλίμακα (πχ. άνω και κάτω μηρός, άνω κνήμη, φάλαγγες και άνω βραχίονας), εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα στο δείγμα. Κτήριο Ζ Ανατομική αντιπροσώπευση των αιγοπροβάτων κάτω γνάθος κάτω βραχίονας κάτω κνήμη άνω κερκίδα άνω μετατάρσιο ωμοπλάτη λεκάνη άνω μετακάρπιο κάτω μετακάρπιο κάτω κερκίδα κάτω μετατάρσιο άνω μηρός αστράγαλος πτέρνα άνω κνήμη κάτω μηρός φάλλαγες άνω βραχίονας Εικόνα 5.7 Κτήριο Ζ: Ανατομική αντιπροσώπευση των αιγοπροβάτων (ΕΑΑΜ) (n = 205). Η περαιτέρω διερεύνηση της επίδρασης των σαρκοφάγων στα οστά του κτηρίου Ζ είναι δυνατό να επιτευχθεί μέσω της εξέτασης της συχνότητας των κυλινδρικών διαφύσεων στο δείγμα (Πίνακας 5.6). Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι κυλινδρικές διαφύσεις είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα της δράσης των σαρκοφάγων και, κατά συνέπεια, αποτελούν ένα ασφαλές μέσο για τον εντοπισμό και την αξιολόγηση της συγκεκριμένης διαδικασίας μετασχηματισμού. ΜΑΑΜ Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα n % n % N % Ολόκληρα 1 2, ,8 5 2,3 Διαφύσεις με επιφύσεις 3 6, ,1 Θραύσματα Επίφυσης 5 10,6 1 0,9 4 1,8 Θραύσματα Διάφυσης , ,3 Κύλινδροι 2 4, , ,8 Επιφύσεις Θραύσματα διάφυσης με επίφυση 5 10,6 3 2,7 21 9,7 Σύνολο Πίνακας 5.6 Κτήριο Ζ: Κατάσταση διατήρησης των οστών ανά είδος (ΜΑΑΜ). Το χαμηλότερο ποσοστό κυλινδρικών διαφύσεων εντοπίζεται στην περίπτωση των βοοειδών (4,3%). Η εικόνα αυτή δικαιολογείται από το μεγάλο μέγεθος του συγκεκριμένου ζώου και από την τάση του ανθρώπου να το εκμεταλλεύεται πλήρως, καταναλώνοντας τόσο το κρέας του όσο και το μεδούλι που βρίσκεται στο εσωτερικό των οστών. Φαίνεται, λοιπόν, ότι τα οστά των βοοειδών σπανίως απορρίπτονταν ακέραια και, ως εκ τούτου, τα σαρκοφάγα δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν με τη δράση τους τις 74

92 χαρακτηριστικές κυλινδρικές διαφύσεις. Τα οστά των χοίρων, αντίθετα, εμφανίζουν το υψηλότερο ποσοστό κυλινδρικών διαφύσεων στο δείγμα (19,1%). Στην περίπτωση αυτή, φαίνεται πως κάποια από τα οστά των χοίρων απορρίπτονταν ολόκληρα, χωρίς να υφίστανται περαιτέρω επεξεργασία για την εξαγωγή του μεδουλιού. Η πρακτική αυτή τα κατέστησε πόλο έλξης για τα σαρκοφάγα, τα οποία, καταναλώνοντας πρώτα τις επιφύσεις των ολόκληρων οστών, αποκτούσαν πρόσβαση στο μεδούλι της εσωτερικής τους κοιλότητας και δημιουργούσαν τις κυλινδρικές διαφύσεις. Τα οστά των αιγοπροβάτων, τέλος, εμφανίζονται με τη μορφή κυλινδρικών διαφύσεων σε ποσοστό 13,8%, πολύ υψηλότερο σε σύγκριση με τα βοοειδή, αλλά αισθητά χαμηλότερο σε σχέση με το χοίρο. Φαίνεται πως στην περίπτωση των αιγοπροβάτων, η επίδραση των σαρκοφάγων είναι μικρότερης κλίμακας σε σύγκριση με τους χοίρους. Προκύπτει, δηλαδή, ότι τα οστά των αιγοπροβάτων που απορρίφθηκαν ακέραια και προσέλκυσαν τα σαρκοφάγα ήταν, στην περίπτωση αυτή, λιγότερα. Συνοψίζοντας, φαίνεται πως η ανατομική αντιπροσώπευση των αιγοπροβάτων του κτηρίου Ζ αποκλίνει σημαντικά από την αναμενόμενη, σύμφωνα με τον Brain, εικόνα. Συγκεκριμένα, παρατηρείται σε πολλές περιπτώσεις το φαινόμενο, ανατομικά στοιχεία που θα έπρεπε να είναι απόντα από ένα δείγμα έντονα επηρεασμένο από σαρκοφάγα, να είναι παρόντα σε μεγάλο βαθμό. Από την άλλη, η συχνότητα των κυλινδρικών διαφύσεων επιβεβαιώνει την επίδραση των σαρκοφάγων στα οστά του κτηρίου Ζ. Δεδομένου, όμως, ότι η συχνότητα εμφάνισης των κυλινδρικών διαφύσεων δεν είναι ιδιαίτερα υψηλή, φαίνεται ότι η επίδραση αυτή δεν ήταν έντονη. Συμπερασματικά, προκύπτει ότι στο κτήριο Ζ η δράση των σαρκοφάγων είναι υπαρκτή, αλλά όχι καταλυτική. Επίσης, η ανατομική αντιπροσώπευση των ειδών και η συχνότητα εμφάνισης κυλινδρικών διαφύσεων στο δείγμα δείχνει ότι οι σκύλοι καταναλώνουν κυρίως οστά χοίρων και αιγοπροβάτων και λιγότερο βοοειδών. Καθώς, λοιπόν, η εικόνα που αποκομίζει κανείς είναι αυτή ενός δείγματος που δεν έχει υποστεί την έντονη και συστηματική επίδραση των σαρκοφάγων, οι κύριες αιτίες διαμόρφωσης του ζωοαρχαιολογικού υλικού του κτηρίου Ζ θα πρέπει να αναζητηθούν σε άλλους παράγοντες μετασχηματισμού Δρόμος Χ1. Τα οστά σκύλων που εντοπίστηκαν στο χώρο του δρόμου Χ1 αποτελούν το 4% του συνολικού δείγματος. Συνεπώς, οι σκύλοι είναι πιθανό να επέδρασαν στα οστά που απορρίπτονταν στο δρόμο και να επηρέασαν την τελική εικόνα του ζωοαρχαιολογικού υλικού. Η πιθανότητα αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσοστό (27,5%) των οστών του δρόμου Χ1 έφεραν ίχνη δηγμάτων από σαρκοφάγα (Πίνακας 5.7). Για να καταστεί σαφής η επίδραση των σαρκοφάγων στα οστά των αιγοπροβάτων που εντοπίστηκαν στο δρόμο Χ1, η ανάλυση θα στραφεί και πάλι στη μελέτη της ανατομικής αντιπροσώπευσης. Τα δεδομένα θα συγκριθούν με το διάγραμμα του Brain ώστε να υπολογιστεί και να αξιολογηθεί η ένταση της επίδρασης των σαρκοφάγων στο ζωοαρχαιολογικό δείγμα. 75

93 ΜΑΑΜ Οστά χωρίς δήγματα Οστά με δήγματα n % μέσα στο είδος n % μέσα στο είδος Άλογο Βοοειδή 52 88,1 7 11,9 Χοίρος , ,2 Αιγοπρόβατα , ,2 Σκύλος 25 92,6 2 7,4 Λαγός Αλεπού Αγριόχοιρος Γαϊδούρι Ελάφι 8 72,7 3 27,3 Πλατώνι Σύνολο , ,5 Πίνακας 5.7 Δρόμος Χ1: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών με ίχνη δηγμάτων (ΜΑΑΜ). Η εικόνα που παρουσιάζει η ανατομική αντιπροσώπευση των αιγοπροβάτων του δρόμου Χ1 αποκλίνει σημαντικά από το διάγραμμα του Brain (Εικόνα 5.8). Δρόμος Χ1 Ανατομική αντιπροσώπευση των αιγοπροβάτων κάτω γνάθος κάτω βραχίονας κάτω κνήμη άνω κερκίδα άνω μετατάρσιο ωμοπλάτη λεκάνη άνω μετακάρπιο κάτω μετακάρπιο κάτω κερκίδα κάτω μετατάρσιο άνω μηρός αστράγαλος πτέρνα άνω κνήμη κάτω μηρός φάλλαγες άνω βραχίονας Εικόνα 5.8 Δρόμος Χ1: Ανατομική αντιπροσώπευση των αιγοπροβάτων (ΕΑΑΜ) (n = 274). Όπως παρατηρήθηκε και στο ζωοαρχαιολογικό υλικό των άλλων χώρων της Τούμπας, έτσι και εδώ υπάρχουν ανατομικά στοιχεία που υπεραντιπροσωπεύονται σε βαθμό που δε συμβαδίζει με την εικόνα ενός δείγματος που έχει υποστεί την έντονη επίδραση των σαρκοφάγων. Για παράδειγμα, η άνω κνήμη, ο κάτω μηρός και ο άνω βραχίονας διατηρούνται σε μεγάλους αριθμούς στο υπό ανάλυση δείγμα. Από την άλλη, μέρη του σκελετού, όπως η ωμοπλάτη, η λεκάνη και το άνω και κάτω μετακάρπιο μοιάζουν να υποαντιπροσωπεύονται. Τα μόνα ανατομικά στοιχεία που πλησιάζουν ως ένα βαθμό στα δεδομένα του Brain είναι ο κάτω βραχίονας, η κάτω κνήμη, η άνω κερκίδα και οι φάλαγγες. 76

94 Οι κυλινδρικές διαφύσεις που προκλήθηκαν από σαρκοφάγα στα οστά των τριών οικόσιτων ειδών, παρουσιάζουν μια ανομοιογενή κατανομή στο ζωοαρχαιολογικό δείγμα του δρόμου Χ1 (Πίνακας 5.8). Τα βοοειδή εμφανίζουν το χαμηλότερο ποσοστό (6,7%) κυλινδρικών διαφύσεων, γεγονός που πάλι θα πρέπει να συνδεθεί με το μεγάλο μέγεθός τους και με την τάση του ανθρώπου να αξιοποιεί στο μέγιστο τη δυνατότητα απόσπασης κρέατος και μεδουλιού από τα οστά τους. Τα οστά των βοοειδών σπάνια απορρίπτονται ακέραια στο δρόμο και, έτσι, τα σαρκοφάγα δεν προτιμούν την κατανάλωσή τους, καθώς το κρέας και το μεδούλι του ζώου έχει ήδη καταναλωθεί από τον άνθρωπο. Τα δύο μικρότερα οικόσιτα είδη εμφανίζουν πολύ υψηλότερα, αλλά παρόμοια μεταξύ τους, ποσοστά κυλινδρικών διαφύσεων (χοίρος: 26,7% και αιγοπρόβατα: 25,6%). Φαίνεται, λοιπόν, ότι κάποια από τα οστά των ζώων αυτών απορρίπτονταν ολόκληρα, με αποτέλεσμα να υφίστανται εντονότερα την επίδραση των σαρκοφάγων, κάτι που υποδηλώνεται και από τα υψηλότερα ποσοστά δηγμάτων σε αυτά. ΜΑΑΜ Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα n % n % n % Ολόκληρα ,1 3 0,9 Διαφύσεις Με επιφύσεις 7 15, ,7 24 7,3 Θραύσματα επίφυσης 1 2, ,3 Θραύσματα διάφυσης 29 64, , ,4 Κύλινδροι 3 6, , ,6 Επιφύσεις ,6 Θραύσματα διάφυσης με επίφυση 5 11,1 4 2,9 16 4,9 Σύνολο Πίνακας 5.8 Δρόμος Χ1: Κατάσταση διατήρησης των οστών ανά είδος (ΜΑΑΜ). Η μελέτη, λοιπόν, της ανατομικής αντιπροσώπευσης και της παρουσίας των κυλινδρικών διαφύσεων για τα τρία κύρια οικόσιτα είδη του δρόμου, δείχνει ότι η δράση των σαρκοφάγων δεν αποτέλεσε τον κύριο παράγοντα διαμόρφωσης του δείγματος στο χώρο αυτό. Συγκεκριμένα, η ανατομική αντιπροσώπευση παρουσιάζει τελείως διαφορετική εικόνα από αυτήν που αναμένεται σε ένα σύνολο που έχει υποστεί την έντονη επίδραση των σαρκοφάγων. Από την άλλη, η παρουσία των κυλινδρικών διαφύσεων, αν και εντονότερη στην περίπτωση των χοίρων και των αιγοπροβάτων, δεν είναι τόσο υψηλή, ώστε να καθιστά τους σκύλους μοναδικούς υπαίτιους του μετασχηματισμού του ζωοαρχαιολογικού συνόλου. Συμπερασματικά, η δράση των σαρκοφάγων ανιχνεύεται ζωοαρχαιολογικά στο δείγμα του δρόμου και, συγκεκριμένα, περισσότερο στους χοίρους και στα αιγοπρόβατα παρά στα βοοειδή. Θα πρέπει, όμως, να θεωρηθεί ότι η δράση αυτή δεν ήταν έντονη και, κατά συνέπεια, οι βασικοί παράγοντες διαμόρφωσης του δείγματος θα αναζητηθούν αλλού. 77

95 5.3.2 Απόρριψη - απόθεση. Το γεγονός ότι το ζωοαρχαιολογικό υλικό που αναλύεται στην παρούσα εργασία προέρχεται από διαφορετικά πλαίσια χρήσης είναι πιθανό να έχει επηρεάσει το βαθμό της επίδρασης των μεταποθετικών διαδικασιών πάνω στα οστά. Συγκεκριμένα, τα οστά που εντοπίζονται σε δάπεδα και σε επιχώσεις χρήσης αναμένεται να έχουν υποστεί εντονότερα το ποδοπάτημα από ανθρώπους και ζώα και την επίδραση των σαρκοφάγων, στην περίπτωση που τα τελευταία είχαν πρόσβαση στον υπό εξέταση χώρο. Από την άλλη, τα οστά που προέρχονται από επιχώσεις ανακατασκευής αναμένεται να διατηρούνται σε καλύτερη κατάσταση, καθώς συγκεντρώνονται σε σύντομο χρονικό διάστημα και καλύπτονται με χώμα, το οποίο τα προστατεύει από τη δράση των ταφονομικών παραγόντων. Τα οστά που εντοπίζονται σε λάκκους είναι πιθανό να διατηρούνται σε καλή κατάσταση, στην περίπτωση που καλύπτονται με χώμα αμέσως μετά την απόρριψή τους. Το υλικό που γεμίζει το εσωτερικό των λάκκων μπορεί να είναι προϊόν απόρριψης ή να εξυπηρετεί την ανάγκη της κάλυψης μιας ανεπιθύμητης οπής στο έδαφος και, ως εκ τούτου, είναι δύσκολο να ανιχνευτεί ο αρχικός σκοπός της εναπόθεσης των οστών στο εσωτερικό τους. Τέλος, τα οστά που προέρχονται από ορίζοντες καταστροφής αναμένεται να διατηρούνται σε καλή κατάσταση, δεδομένου ότι καλύπτονται από χώμα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (Halstead in press, 23) Τομή 761. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα, η ανάλυση θα στραφεί στη μελέτη του θρυμματισμού των οστών ανάλογα με τον τύπο της επίχωσης από τον οποίο ανακτήθηκαν. Συγκεκριμένα, θα ελεγχθεί η αναλογία των ολόκληρων και σπασμένων οστών για καθέναν από τους τρεις χώρους που εξετάζονται στην παρούσα εργασία, με σκοπό να καταδειχθεί ο βαθμός στον οποίο ο χαρακτήρας της επίχωσης επηρεάζει την κατάσταση διατήρησης του υλικού. Τα δεδομένα της τομής 761 θα εξεταστούν από κοινού για τη ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ, καθώς τα στοιχεία που προκύπτουν από τη δεύτερη περίοδο είναι ανεπαρκή για μια ανεξάρτητη μελέτη. Στην καταμέτρηση δε λαμβάνονται υπόψη τα φρέσκα σπασίματα, καθώς και τα οστά εκείνα (κάτω γνάθος, δόντια, κέρατα, ωλένη, ωμοπλάτη, λεκάνη, πτέρνα, αστράγαλος, φάλαγγες), ο θρυμματισμός των οποίων δε δίνει πληροφορίες που εξυπηρετούν τους σκοπούς της ανάλυσης και καταγράφονται ως «μη σχετικά» (irrelevant) Στην τομή 761 η πλειονότητα των ακέραιων οστών φαίνεται να ανήκει σε δάπεδα και επιχώσεις χρήσης (από 17,5%) (Πίνακας 5.9). Ακολουθούν αναλογικά τα ολόκληρα οστά που προέρχονται από επιχώσεις ανακατασκευής (12,3%) και έπονται τα ακέραια οστά των λάκκων με ποσοστό 11,5%. Η εικόνα που προκύπτει απέχει, λοιπόν, κατά πολύ από την αναμενόμενη, όπου η επίδραση των ταφονομικών παραγόντων είναι εντονότερη στα δάπεδα και τις επιχώσεις χρήσης και λιγότερο ορατή στους λάκκους και τις επιχώσεις ανακατασκευής. 78

96 ΕΑΑΜ Ολόκληρα οστά Σπασμένα οστά n % n % Δάπεδο 7 17, ,5 Επίχωση χρήσης 14 17, ,5 Λάκκος 37 11, ,5 Επίχωση ανακατασκευής 90 12, ,7 Σύνολο Πίνακας 5.9 Τομή 761: Κατανομή ολόκληρων και σπασμένων οστών ανά τύπο επίχωσης (ΕΑΑΜ) Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να τονιστεί η ιδιαιτερότητα της τομής 761, η οποία κατά τη ΜΕΧ λειτουργεί ως απορριμματικός χώρος του οικισμού, ενώ κατά την πρώιμη ΥΕΧ εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο κατοίκησης της Τούμπας, καθώς εντοπίζονται δάπεδα και ορίζοντες χρήσης στις επιχώσεις της (βλ. κεφ. 3). Τα δεδομένα που προκύπτουν από την απόθεση οστών στα δάπεδα και στις επιχώσεις χρήσης είναι λιγοστά και δημιουργούν, ενδεχομένως, μια πλασματική εικόνα, δυσκολεύοντας έτσι τη διεξαγωγή συγκρίσεων. Αυτό που προκαλεί εντύπωση, όμως, είναι η μειωμένη παρουσία ακέραιων οστών στους λάκκους. Αντίθετα με αυτό που θα περίμενε κανείς, οι λάκκοι περιέχουν πλήθος σπασμένων οστών, κάτι που δε συνάδει με την άμεση κάλυψη και προστασία τους από τό χώμα ή με την αποφυγή της έκθεσής τους σε ταφονομικούς παράγοντες μετασχηματισμού (πχ. ποδοπάτημα, αποσάθρωση, σαρκοφάγα). Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι απορριμματικοί λάκκοι της τομής 761 παρέμεναν ανοιχτοί και εκτεθειμένοι στις μεταποθετικές διαδικασίες, καθώς γέμιζαν καθημερινά με τα απορρίμματα των κατοίκων του υπερκείμενου οικισμού. Τέλος, τα ακέραια οστά που εντοπίστηκαν σε επιχώσεις ανακατασκευής είναι περισσότερα σε σύγκριση με εκείνα των λάκκων, συνηγορώντας υπέρ της σύντομης συγκέντρωσης και άμεσης κάλυψής τους κατά την εναπόθεσή τους στο χώμα. Εικόνα 5.9 Τομή 761: Συναρθρωμένα οστά: αριστερές κερκίδες και ωλένες πλατωνιού. Χαρακτηριστικός του μεγάλου βαθμού επίδρασης των ταφονομικών διαδικασιών μετασχηματισμού στην τομή 761 είναι ο εντοπισμός τριών μόνο περιπτώσεων συναρθρωμένων οστών 79

97 (Εικόνα 5.9). Συγκεκριμένα, εντοπίστηκαν δύο αριστερές κερκίδες και δύο αριστερές ωλένες πλατωνιού, οι οποίες προέρχονται από επιχώσεις ανακατασκευής, και ένας αριστερός αστράγαλος και μια αριστερή πτέρνα λιονταριού που βρίσκονταν στο εσωτερικό των λάκκων. Φαίνεται ότι και στις τρεις περιπτώσεις τα οστά καλύφθηκαν από χώμα σε σύντομο χρονικό διάστημα από τη στιγμή της απόρριψης και δεν υπέστησαν την έντονη επίδραση των μεταποθετικών διαδικασιών Κτήριο Ζ. Η πλειονότητα των ακέραιων οστών από τους χώρους του κτηρίου Ζ ανήκει σε επιχώσεις ανακατασκευής (51,1%) (Πίνακας 5.10). Ακολουθούν με μικρή ποσοστιαία διαφορά τα ολόκληρα οστά των επιχώσεων καταστροφής (32,3%) και έπονται με χαμηλότερη συχνότητα τα ακέραια οστά των δαπέδων (21,9%) και των επιχώσεων χρήσης (21,7%). Η μεγαλύτερη συχνότητα σπασμένων οστών στα δάπεδα και στις επιχώσεις χρήσης είναι αναμενόμενη, δεδομένου ότι τα οστά παραμένουν εκτεθειμένα στο ποδοπάτημα και τη δράση των σαρκοφάγων, η ύπαρξη της οποίας έχει επιβεβαιωθεί στο κτήριο Ζ. Από την άλλη, τα ποσοστά των ακέραιων οστών δεν είναι ιδιαίτερα χαμηλά, γεγονός που οδηγεί στην υπόθεση ότι ο καθαρισμός των χώρων του κτηρίου Ζ δεν εντάσσεται στις καθημερινές δραστηριότητες των κατοίκων. Φαίνεται, δηλαδή, ότι τα οστά απορρίφθηκαν έπειτα από την κατανάλωση του κρέατός τους και δεν αξιοποιήθηκαν περαιτέρω από τους κατοίκους του κτηρίου Ζ. Στο σημείο αυτό, θα ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστική η μελέτη της κατανομής των ακέραιων οστών στο χώρο, εντός των δωματίων του κτηρίου Ζ. Ωστόσο, τα δυο δωμάτια του κτηρίου δεν έχουν ανασκαφεί στο σύνολό τους, με αποτέλεσμα η μελέτη της κατανομής των διαθέσιμων δεδομένων να αδυνατεί να παράσχει τις επιθυμητές πληροφορίες. Κατά συνέπεια, οι ερμηνείες που προτείνονται για την επίδραση των ταφονομικών παραγόντων στα οστά του κτηρίου Ζ κινούνται στο χώρο των υποθέσεων και διατυπώνονται με μεγάλη επιφύλαξη. ΕΑΑΜ Ολόκληρα οστά Σπασμένα οστά n % n % Δάπεδο 7 21, ,1 Επίχωση χρήσης 46 21, ,3 Επίχωση καταστροφής 20 32, ,7 Επίχωση ανακατασκευής 22 51, ,9 Σύνολο Πίνακας 5.10 Κτήριο Ζ: Κατανομή ολόκληρων και σπασμένων οστών ανά τύπο επίχωσης (ΕΑΑΜ) Τα υψηλότερα ποσοστά ακέραιων οστών προέρχονται από επιχώσεις καταστροφής και ανακατασκευής. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η διατήρηση του υλικού σε τέτοιου είδους επιχώσεις αναμένεται να είναι καλύτερη, καθώς τα οστά καλύπτονται σε σύντομο χρονικό διάστημα από χώμα και παραμένουν ανεπηρέαστα από την πλειονότητα των ταφονομικών παραγόντων μετασχηματισμού. 80

98 Το μοναδικό ακέραιο συναρθρωμένο οστό του κτηρίου Ζ εντοπίστηκε στο δωμάτιο Ζ1 και ανήκει σε επίχωση καταστροφής (Εικόνα 5.10). Πρόκειται για έναν δεξιό αστράγαλο και μια δεξιά πτέρνα προβάτου, τα οποία καλύφθηκαν από χώμα και διαλυμένα οικοδομικά υλικά - πιθανότατα - κατά τη μερική καταστροφή του βόρειου τοίχου του κτηρίου Ζ, η οποία τα προστάτευσε από τη δράση των μεταποθετικών διαδικασιών. Εικόνα 5.10 Κτήριο Ζ: Συναρθρωμένα οστά: δεξιός αστράγαλος και δεξιά πτέρνα προβάτου Δρόμος Χ1. Τα ακέραια οστά που εντοπίστηκαν στην περιοχή του δρόμου Χ1 ανήκουν σε επιχώσεις χρήσης (14,9%) και ανακατασκευής (22,9%) (Πίνακας 5.11). ΕΑΑΜ Ολόκληρα οστά Σπασμένα οστά n % n % Επίχωση χρήσης 33 14, ,1 Επίχωση ανακατασκευής 8 22, ,1 Σύνολο Πίνακας 5.11 Δρόμος Χ1: Κατανομή ολόκληρων και σπασμένων οστών ανά τύπο επίχωσης (ΕΑΑΜ) Η πλειονότητα των ακέραιων οστών ανήκει σε επιχώσεις ανακατασκευής, κάτι που είναι αναμενόμενο καθώς το υλικό που εντοπίζεται σε τέτοιου είδους επιχώσεις μένει ανεπηρέαστο και προστατευμένο από τις ταφονομικές διαδικασίες μετασχηματισμού. Αντίθετα, το χαμηλότερο ποσοστό ακέραιων οστών από τις επιχώσεις χρήσης του δρόμου υποδηλώνει ότι το υλικό των συγκεκριμένων στρωμάτων υπέστη εντονότερα τις μεταποθετικές διαδικασίες. Ο δρόμος είναι ένας χώρος στον οποίο κυκλοφορούν καθημερινά άνθρωποι και ζώα και, ως εκ τούτου, τα οστά που απορρίπτονται στην 81

99 επιφάνειά του υφίστανται μετασχηματισμούς που προκαλούνται από το ποδοπάτημα και τη δράση των σαρκοφάγων. Στις επιχώσεις ανακατασκευής του δρόμου εντοπίστηκε το κάτω μισό του σκελετού ενός νεογέννητου χοίρου (Εικόνα 5.11). Η δυνατότητα διατήρησης ολόκληρων σκελετών και, ιδιαιτέρως, νεαρών ζώων είναι πολύ περιορισμένη. Το συγκεκριμένο εύρημα, λοιπόν, αποδεικνύει την προστασία που παρέχουν οι επιχώσεις ανακατασκευής στο υλικό που περικλείουν και τη μειωμένη επίδραση των ταφονομικών παραγόντων στα οστά που έχουν καλυφθεί από χώμα. Εικόνα 5.11 Δρόμος Χ1: Κάτω μισό σκελετού νεογέννητου χοίρου. 5.4 Τροφοπαρασκευή και κατανάλωση Κατάσταση διατήρησης οστών. Η πλειονότητα των οστών που προέρχονται από αρχαιολογικές θέσεις έχει έντονα θρυμματισμένη μορφή, γεγονός που οφείλεται κυρίως στη θραύση τους κατά το παρελθόν. Ο βαθμός θρυμματισμού των οστών δίνει πληροφορίες για τις αποθετικές και μεταποθετικές διαδικασίες που επέδρασαν σε ένα ζωοαρχαιολογικό σύνολο και, κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη για την εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων. Συγκεκριμένα, ο βαθμός πληρότητας των μακρών οστών παρέχει πληροφορίες για τις στρατηγικές κατανάλωσης από τους ανθρώπους, καθώς και για ταφονομικές διαδικασίες, όπως είναι η επίδραση των σαρκοφάγων και το ποδοπάτημα, που ενδεχομένως επηρέασαν το υπό ανάλυση δείγμα. Τα μακρά οστά που εντοπίζονται ολόκληρα παραπέμπουν στην κατανάλωση του κρέατος από τους ανθρώπους και στην απόρριψή τους, χωρίς περαιτέρω επεξεργασία για την εξαγωγή του μεδουλιού. Οι κυλινδρικές διαφύσεις σχετίζονται με τη δράση των σαρκοφάγων, ενώ τα θραύσματα διάφυσης προκύπτουν τόσο από τη δράση των σαρκοφάγων όσο και από τη θραύση των οστών από 82

100 ανθρώπους για την εξαγωγή μεδουλιού. Τέλος, τα θραύσματα επίφυσης και διάφυσης με επίφυση σχετίζονται με την εξαγωγή μεδουλιού από τους ανθρώπους (Binford 1981) (Εικόνα 5.12). Εικόνα 5.12 Κυλινδρικές διαφύσεις, θραύσματα διάφυσης και θραύσματα διάφυσης με επίφυση Τομή 761. Στο σημείο αυτό, λοιπόν, η ανάλυση θα επικεντρωθεί στην κατανομή των διαφόρων τύπων θραυσμάτων που εντοπίστηκαν στα οστά της τομής 761 από τη ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ (Πίνακες 5.12, 5.13). Στην ανάλυση συμπεριελήφθησαν μόνο τα μακρά οστά ενήλικων ατόμων και μόνο τα θραύσματα που προκλήθηκαν κατά το παρελθόν. Για μια ακόμη φορά, η προσοχή στρέφεται στα τρία κυρίαρχα οικόσιτα είδη (βοοειδή, χοίρος, αιγοπρόβατα). 83

101 ΜΑΑΜ Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα n % n % n % Ολόκληρα 7 5, ,7 Θραύσματα διάφυσης , ,3 Σύνολο Πίνακας 5.12 Τομή 761: Κατάσταση διατήρησης των οστών (θραύσματα και ακέραια) (ΜΑΑΜ). ΜΑΑΜ Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα n % n % n % Κύλινδροι 9 10, ,9 Θραύσματα διάφυσης με επίφυση 76 89, ,1 Σύνολο Πίνακας 5.13 Τομή 761: Κατάσταση διατήρησης των οστών (κυλινδρικές διαφύσεις και θραύσματα διάφυσης με επίφυση) (ΜΑΑΜ). Όσον αφορά στα βοοειδή, τα ολόκληρα οστά που εντοπίστηκαν στην τομή 761 είναι ελάχιστα (5,6%). Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στο μεγάλο μέγεθος του ζώου και στην πρακτική της πλήρους εκμετάλλευσής του από τον άνθρωπο. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται και από το μεγάλο αριθμό των θρυμματισμένων οστών βοοειδών στο δείγμα (94,4%), κάτι που υποδηλώνει έντονο τεμαχισμό και θρυμματισμό για τη μέγιστη δυνατή απόσπαση κρέατος και μεδουλιού. Στην περίπτωση που ο θρυμματισμός ήταν το αποτέλεσμα μεταποθετικών διαδικασιών μετασχηματισμού, θα περίμενε κανείς να εντοπίσει περισσότερα ακέραια οστά βοοειδών, δεδομένης της ανθεκτικότητας του σκελετού των συγκεκριμένων ζώων. Ωστόσο, φαίνεται ότι, αντίθετα από το αναμενόμενο, τα μεγάλα και ανθεκτικά οστά των βοοειδών παρουσιάζουν μεγαλύτερο βαθμό θρυμματισμού από τα μικρότερα και πιο εύθραυστα οστά των μικρότερων ζώων. Για το λόγο αυτό, θεωρείται ότι ο εντοπισμός πολλών θραυσμάτων οστών βοοειδών είναι το αποτέλεσμα της ανθρώπινης δράσης. Από τα μικρότερου μεγέθους οικόσιτα ζώα, το είδος με το μεγαλύτερο ποσοστό ολόκληρων οστών είναι ο χοίρος (16%). Στην περίπτωση αυτή, φαίνεται πως η εκμετάλλευση ακολουθούσε μια συνδυαστική πρακτική κατανάλωσης κρέατος και εξαγωγής μεδουλιού. Η παρουσία πολλών θραυσμάτων (84%) παραπέμπει στην κατανάλωση του μεδουλιού. Ωστόσο, το γεγονός ότι κάποια από τα οστά των χοίρων απορρίφθηκαν ακέραια, υποδηλώνει ότι η εξαγωγή του μεδουλιού δεν ήταν εντατική. Τα αιγοπρόβατα, τέλος, παρουσιάζουν το χαμηλότερο ποσοστό ολόκληρων οστών (2,7%). Η εικόνα αυτή συνηγορεί υπέρ μιας εντατικής εξαγωγής μεδουλιού 84

102 από τα οστά των αιγοπροβάτων. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι τα οστά των αιγοπροβάτων φέρουν το υψηλότερο ποσοστό κυλινδρικών διαφύσεων μέσα στο δείγμα (13,6%) και, συνεπώς, ενδέχεται κάποια από τα οστά που είχαν απορριφθεί ολόκληρα να καταναλώθηκαν από σκύλους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατανομή των θραυσμάτων διάφυσης με επίφυση για τα τρία οικόσιτα είδη, καθώς ο συγκεκριμένος τύπος θραύσματος παρέχει τις ασφαλέστερες πληροφορίες για την εξαγωγή του μεδουλιού (Πίνακας 5.13). Το μεγαλύτερο ποσοστό θραυσμάτων διάφυσης με επίφυση παρατηρείται στην περίπτωση των βοοειδών (89,4%). Ακολουθούν οι χοίροι με ποσοστό 72% και τα αιγοπρόβατα με 57,1%. Τα δεδομένα παραπέμπουν και πάλι σε μια πλήρη εκμετάλλευση των βοοειδών, με τη συντριπτική πλειονότητα των οστών να θρυμματίζεται για την εξαγωγή του μεδουλιού. Στην περίπτωση των χοίρων, το ποσοστό των θραυσμάτων υποδηλώνει την πρακτική της εξαγωγής του μεδουλιού, αλλά σε ηπιότερη κλίμακα σε σχέση με τα βοοειδή. Η λιγότερο εντατική απόσπαση του μεδουλιού από τους χοίρους σχετίζεται ενδεχομένως με το γεγονός ότι τα εν λόγω ζώα θανατώνονται σε νεαρή ηλικία και, κατά συνέπεια, τα μακρά οστά τους έχουν φτωχότερη περιεκτικότητα σε μεδούλι. Στα αιγοπρόβατα, τέλος, το χαμηλότερο ποσοστό σχετίζεται, με μια πρώτη ματιά, με ένα εντονότερο ενδιαφέρον για την κατανάλωση κρέατος. Ωστόσο, όπως και στην περίπτωση των ολόκληρων οστών, η εικόνα ενδεχομένως αλλοιώνεται από τη δράση των σαρκοφάγων, που είναι, στο συγκεκριμένο είδος, ιδιαίτερα αισθητή. Φαίνεται, λοιπόν, ότι τα οστά που απορρίφθηκαν στο χώρο της τομής 761 της Τούμπας είναι αποτέλεσμα της κατανάλωσης τόσο κρέατος όσο και μεδουλιού. Ενώ όμως η κατανάλωση κρέατος είναι μια στρατηγική εκμετάλλευσης που εφαρμόζεται και στα τρία οικόσιτα είδη, η ένταση της εξαγωγής του μεδουλιού ποικίλλει. Συμπερασματικά, φαίνεται ότι η εξαγωγή του μεδουλιού γινόταν κυρίως από οστά βοοειδών, ενώ στα μικρότερου μεγέθους ζώα η πρακτική αυτή εφαρμοζόταν σε μικρότερο βαθμό Κτήριο Ζ. Η μελέτη της κατανομής των διαφόρων τύπων θραυσμάτων που εντοπίστηκαν στα οστά του κτηρίου Ζ (ύστερη ΥΕΧ) θα επικεντρωθεί και πάλι στα τρία κύρια οικόσιτα είδη (βοοειδή, χοίρος, αιγοπρόβατα) (Πίνακες 5.14, 5.15). Όσον αφορά στα βοοειδή, τα ολόκληρα οστά που εντοπίστηκαν στο κτήριο Ζ είναι ελάχιστα (3,1%). Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το πολύ υψηλό ποσοστό θραυσμάτων οστών βοοειδών (96,9%), παραπέμπει σε μια στρατηγική πλήρους εκμετάλλευσης του συγκεκριμένου ζώου από τον άνθρωπο. Φαίνεται, δηλαδή, ότι στην περίπτωση των βοοειδών, την κατανάλωση του κρέατος ακολουθούσε η εντατική εξαγωγή του μεδουλιού, με σκοπό τη μέγιστη αξιοποίηση των πρωτογενών τους προϊόντων. Η εικόνα που παρουσιάζει ο θρυμματισμός των οστών του χοίρου είναι πολύ διαφορετική. Συγκεκριμένα, παρατηρείται ότι πολλά από τα οστά του χοίρου εντοπίζονται ακέραια (55,6%), κάτι που συνηγορεί υπέρ της κατανάλωσης κρέατος, χωρίς περαιτέρω επεξεργασία. Το ποσοστό των θραυσμάτων, ωστόσο, δεν είναι χαμηλό (44,4%) και, κατά συνέπεια, προκύπτει η εικόνα μιας συνδυαστικής στρατηγικής, η οποία περιλαμβάνει την κατανάλωση κρέατος και την εξαγωγή του 85

103 μεδουλιού, αλλά σε σαφώς μικρότερη κλίμακα. Τα οστά των αιγοπροβάτων, τέλος, σπάνια εντοπίζονται ολόκληρα στο δείγμα (3,3%). Ταυτόχρονα, ο βαθμός θρυμματισμού των οστών τους είναι ιδιαίτερα υψηλός (96,7%), με αποτέλεσμα μια γενικότερη εικόνα ανάλογη με αυτή των βοοειδών. Με μια πρώτη ματιά, φαίνεται, δηλαδή, ότι τα αιγοπρόβατα, όπως και τα βοοειδή, υφίστανται μια πλήρη επεξεργασία από τον άνθρωπο, ο οποίος καταναλώνει το κρέας τους και εξάγει εντατικά το μεδούλι τους. Ωστόσο, δε θα πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι οι κυλινδρικές διαφύσεις που προκλήθηκαν από σαρκοφάγα είναι πολύ περισσότερες στα αιγοπρόβατα (13,8%) και, ως εκ τούτου, ενδέχεται οστά που αρχικά είχαν απορριφθεί ακέραια από τον άνθρωπο, να καταναλώθηκαν στη συνέχεια από σκύλους. Τέλος, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το κτήριο Ζ αποτελεί έναν κλειστό, εσωτερικό χώρο και, κατά συνέπεια, η πιθανότητα δημιουργίας κάποιων θραυσμάτων από το ποδοπάτημα ανθρώπων ή/και ζώων δεν μπορεί να αποκλειστεί. Προκύπτει, με άλλα λόγια, ένα ζήτημα ισοτέλειας, καθώς τα θραύσματα των οστών δεν είναι δυνατό να αποδοθούν με βεβαιότητα σε κάποιο συγκεκριμένο ταφονομικό παράγοντα μετασχηματισμού. ΜΑΑΜ Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα n % n % n % Ολόκληρα 1 3, ,6 5 3,3 Θραύσματα διάφυσης 31 96, , ,7 Σύνολο Πίνακας 5.14 Κτήριο Ζ: Κατάσταση διατήρησης των οστών ανά είδος (θραύσματα και ακέραια) (ΜΑΑΜ). ΜΑΑΜ Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα n % n % n % Κύλινδροι , ,4 Θραύσματα διάφυσης με επίφυση , ,6 Σύνολο Πίνακας 5.15 Κτήριο Ζ: Κατάσταση διατήρησης των οστών ανά είδος (κυλινδρικές διαφύσεις και θραύσματα διάφυσης με επίφυση) (ΜΑΑΜ) Όσον αφορά στα θραύσματα διάφυσης με επίφυση, τα οποία αποτελούν τον ασφαλέστερο δείκτη εξαγωγής μεδουλιού, παρατηρείται μια μεγάλη διαφορά στα ποσοστά των βοοειδών και των δύο μικρότερων οικόσιτων ειδών. Τα θραύσματα διάφυσης με επίφυση αγγίζουν το 80% στην περίπτωση των βοοειδών, συνηγορώντας υπέρ μιας εντατικής εξαγωγής μεδουλιού από το είδος αυτό. Αντίθετα, οι χοίροι και τα αιγοπρόβατα εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά ως προς την κατανομή του συγκεκριμένου τύπου θραύσματος, ενώ η μεταξύ τους διαφορά δεν είναι μεγάλη (54,3% και 51,6% αντίστοιχα). Επομένως, από 86

104 τη μια φαίνεται ότι η ένταση της εξαγωγής του μεδουλιού δε διαφοροποιείται ιδιαίτερα μεταξύ των δύο μικρότερων ειδών και από την άλλη ότι η πρακτική αυτή δεν ήταν τόσο συστηματική και εντατική όσο στην περίπτωση των βοοειδών. Συμπερασματικά, ο βαθμός πληρότητας και θρυμματισμού των οστών των τριών κύριων οικόσιτων ζώων του κτηρίου Ζ αποδεικνύει τόσο την κατανάλωση κρέατος όσο και την εξαγωγή του μεδουλιού. Ενώ, όμως, η κατανάλωση του κρέατος αποτελεί μια διαδικασία που σχετίζεται και με τα τρία είδη, φαίνεται ότι η ένταση της εξαγωγής του μεδουλιού ποικίλλει. Συγκεκριμένα, η εξαγωγή του μεδουλιού συνιστά μια πρακτική η οποία εφαρμόζεται κυρίως στην περίπτωση των βοοειδών. Οι χοίροι φαίνεται να υφίστανται μια συνδυαστική επεξεργασία, μέσω της οποίας αποσπάται και καταναλώνεται τόσο το κρέας όσο και το μεδούλι. Στα αιγοπρόβατα, τέλος, η εξαγωγή του μεδουλιού γίνεται πιο εντατικά σε σχέση με τους χοίρους. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ποικίλοι ταφονομικοί παράγοντες, όπως η δράση των σαρκοφάγων ή το ποδοπάτημα, οι οποίοι ενδεχομένως έπαιξαν κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση του δείγματος Δρόμος Χ1. Ο βαθμός πληρότητας και θρυμματισμού των οστών δίνει πληροφορίες σχετικά με τις στρατηγικές εκμετάλλευσης και τις ταφονομικές διαδικασίες που ενδεχομένως μετασχημάτισαν το ζωοαρχαιολογικό σύνολο που εντοπίστηκε στις επιχώσεις του δρόμου Χ1. Η ανάλυση στρέφεται, λοιπόν, στην κατάσταση διατήρησης των οστών του δρόμου και επικεντρώνεται για μια ακόμη φορά στα τρία κυρίαρχα οικόσιτα είδη (βοοειδή, χοίρος, αιγοπρόβατα) (Πίνακες 5.16, 5.17). Από το ζωοαρχαιολογικό δείγμα του δρόμου φαίνεται να απουσιάζουν εντελώς τα ολόκληρα οστά των βοοειδών, αν και το μέγεθος του δείγματος είναι μικρό. Η απουσία ακέραιων οστών οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα στον τρόπο διαχείρισης των βοοειδών από τους ανθρώπους, δηλαδή στον τεμαχισμό και διαμελισμό τους για την παρασκευή της τροφής, αλλά και στη θραύση των οστών τους για την εξαγωγή του μεδουλιού. Η τάση του ανθρώπου να εκμεταλλεύεται πλήρως τα βοοειδή διαφαίνεται και στους άλλους χώρους που αναλύονται στην παρούσα εργασία. Όσον αφορά στους χοίρους, το 32,2% των οστών εντοπίστηκαν ολόκληρα, υποδηλώνοντας την κατανάλωση κρέατος από τους ανθρώπους και τη συνακόλουθη απόρριψη των οστών χωρίς περαιτέρω επεξεργασία. Ωστόσο, ένα μεγάλο ποσοστό (67,8%) των οστών έχει τη μορφή θραυσμάτων, αποδεικνύοντας ότι και στην περίπτωση του χοίρου εφαρμοζόταν η πρακτική της εξαγωγής του μεδουλιού, αλλά με μικρότερη ένταση. Τα αιγοπρόβατα, τέλος, φαίνεται ότι σπάνια απορρίπτονταν ακέραια (1,5%). Από την άλλη, το μεγάλο ποσοστό θραυσμάτων (98,5%) συνηγορεί υπέρ μιας εντατικής εξαγωγής μεδουλιού από το είδος αυτό. 87

105 ΜΑΑΜ Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα n % n % n % Ολόκληρα ,2 3 1,5 Θραύσματα διάφυσης , ,5 Σύνολο Πίνακας 5.16 Δρόμος Χ1: Κατάσταση διατήρησης οστών ανά είδος (θραύσματα και ακέραια) (ΜΑΑΜ). ΜΑΑΜ Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα n % n % n % Κύλινδροι , ,7 Θραύσματα διάφυσης με επίφυση , ,3 Σύνολο Πίνακας 5.17 Δρόμος Χ1: Κατάσταση διατήρησης οστών ανά είδος (κυλινδρικές διαφύσεις και θραύσματα διάφυσης με επίφυση) (ΜΑΑΜ). Ο βαθμός στον οποίο η εξαγωγή του μεδουλιού αποτελεί μια πρακτική που λαμβάνει χώρα στα τρία οικόσιτα είδη, μπορεί να υπολογιστεί από την παρουσία θραυσμάτων διάφυσης με επίφυση στο δείγμα. Η πλειονότητα των οστών βοοειδών (80%) αποτελείται από θραύσματα τέτοιου τύπου, παραπέμποντας σε μια συστηματική εφαρμογή της εν λόγω πρακτικής. Ένα υψηλό ποσοστό (52,6%), αλλά σαφώς χαμηλότερο σε σχέση με τα βοοειδή, παρατηρείται στην περίπτωση των χοίρων. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι χοίροι υφίσταντο μια συνδυαστική επεξεργασία, τόσο για την κατανάλωση του κρέατος όσο και για την εξαγωγή του μεδουλιού. Η περίπτωση των αιγοπροβάτων, τέλος, παρουσιάζει μια πιο σύνθετη εικόνα. Εδώ το 32,3% αποτελείται από θραύσματα διάφυσης με επίφυση, επιβεβαιώνοντας την πρακτική της εξαγωγής μεδουλιού από το συγκεκριμένο είδος. Ωστόσο, το χαμηλότερο ποσοστό τέτοιου τύπου θραυσμάτων υποδηλώνει ότι η πρακτική αυτή δεν εφαρμοζόταν εντατικά. Από την άλλη, τα ολόκληρα οστά είναι ελάχιστα και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το κρέας είναι το μοναδικό εκμεταλλεύσιμο προϊόν των αιγοπροβάτων. Προκύπτει, λοιπόν, ότι στην περίπτωση των αιγοπροβάτων, διαφορετικοί παράγοντες οδήγησαν στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης εικόνας. Καταρχάς, είναι πιθανό ότι η δράση των σαρκοφάγων είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο στα οστά των αιγοπροβάτων. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται όταν οι κυλινδρικές διαφύσεις εξετάζονται σε αντιπαραβολή με τα θραύσματα διάφυσης με επίφυση (Πίνακας 5.17). Στην περίπτωση των αιγοπροβάτων, φαίνεται πως οι κυλινδρικές διαφύσεις (67,7%) υπερτερούν κατά πολύ έναντι των θραυσμάτων διάφυσης με επίφυση (32,3%), υποδηλώνοντας ότι η επίδραση των σαρκοφάγων είναι μεγαλύτερη στα αιγοπρόβατα και μικρότερη στα άλλα δύο είδη. Από την άλλη, δε θα πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι ο δρόμος αποτελεί έναν χώρο στον οποίο 88

106 κυκλοφορούν καθημερινά άνθρωποι και ζώα. Συνεπώς, δεν αποκλείεται ένα μέρος των οστών των αιγοπροβάτων να έσπασε υπό την πίεση του ποδοπατήματος ανθρώπων ή/και ζώων, δημιουργώντας τύπους θραυσμάτων που, όπως είναι φυσικό, δεν παραπέμπουν στην εξαγωγή του μεδουλιού. Συνοψίζοντας, η κατάσταση διατήρησης των οστών των τριών κύριων οικόσιτων ειδών του δρόμου Χ1, παρέχει πληροφορίες τόσο για την κατανάλωση του κρέατος όσο και για την εξαγωγή του μεδουλιού. Φαίνεται πως οι κάτοικοι της Τούμπας κατανάλωναν το κρέας και των τριών ειδών. Η πρακτική, όμως, της εξαγωγής του μεδουλιού ποικίλλει από είδος σε είδος, με τα βοοειδή να κατέχουν, από την άποψη αυτή, την πρώτη θέση. Ο βαθμός πληρότητας και θρυμματισμού των οστών των χοίρων δίνει μια συνδυαστική εικόνα, που κινείται ανάμεσα στην κατανάλωση κρέατος και την εξαγωγή του μεδουλιού. Κάτι ανάλογο, τέλος, μπορεί να ειπωθεί και για τα αιγοπρόβατα, με την επισήμανση, όμως, ότι στην περίπτωσή τους, ταφονομικοί παράγοντες, όπως η επίδραση των σαρκοφάγων και το ποδοπάτημα, μπορεί να έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση της τελικής εικόνας Ίχνη καύσης Τομή 761. Τα οστά που εντοπίστηκαν καμένα στον απορριμματικό χώρο της τομής 761 φτάνουν στο 17,9% του συνολικού δείγματος (Πίνακας 5.18). Τα είδη που φέρουν ίχνη καύσης είναι το άλογο, τα βοοειδή, ο χοίρος, τα αιγοπρόβατα, ο σκύλος, ο αγριόχοιρος, το ελάφι, το πλατώνι και το λιοντάρι. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι τα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά καύσης που εμφανίζουν το άλογο (40%), ο σκύλος (40%), ο αγριόχοιρος (16,7%), το ελάφι (22,8%), το πλατώνι (26,4%) και το λιοντάρι (25%) δημιουργούν μια πλασματική εικόνα, καθώς τα συγκεκριμένα είδη αντιπροσωπεύονται από ελάχιστα οστά στο δείγμα. Από τα τρία κύρια οικόσιτα είδη, τα περισσότερα οστά με ίχνη καύσης είναι αυτά των βοοειδών (19,7%) και ακολουθούν με μικρή ποσοστιαία διαφορά οι χοίροι (19,1%), ενώ τα οστά των αιγοπροβάτων εντοπίζονται καμένα σε ποσοστό 14,8%. Κατά την καταγραφή της κατάστασης διατήρησης των οστών, έγινε αντιληπτό ότι αυτά που είχαν έρθει σε επαφή με τη φωτιά έφεραν το χαρακτηριστικό μαύρο χρώμα, που προκύπτει από την έκθεση σε χαμηλές έως μέτριες θερμοκρασίες (Reitz & Wing 1999, 133). Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι τα ζώα που φέρουν τα περισσότερα ίχνη καύσης είναι τα οικόσιτα είδη, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η καύση πιθανότατα επήλθε κατά την παρασκευή της τροφής, είτε αυτή είχε ως στόχο το μαγείρεμα του κρέατος είτε τη θέρμανση του οστού για τη διευκόλυνση της εξαγωγής του μεδουλιού. Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του καμένου αστραγάλου λιονταριού που εντοπίστηκε στις επιχώσεις της τομής 761 (#761318). Η ίδια η παρουσία του λιονταριού, ωστόσο, αποτελεί μια σπάνια περίπτωση για τα ελληνικά αρχαιολογικά δεδομένα της Εποχής του Χαλκού και χρήζει ειδικής αναφοράς, κάτι που θα γίνει σε επόμενο κεφάλαιο. 89

107 ΜΑΑΜ Οστά χωρίς ίχνη καύσης Οστά με ίχνη καύσης n % μέσα στο είδος n % μέσα στο είδος Άλογο Βοοειδή , ,7 Χοίρος , ,1 Αιγοπρόβατα , ,8 Ελάφι/Πλατώνι 16 94,1 1 5,9 Σκύλος Λαγός Αλεπού Αγριόχοιρος 5 83,3 1 16,7 Bos primigenius Γαϊδούρι Ελάφι 44 77, ,8 Πλατώνι 39 73, ,4 Ζαρκάδι Λιοντάρι Σύνολο , ,9 Πίνακας 5.18 Τομή 761: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών με ίχνη καύσης (ΜΑΑΜ) Κτήριο Ζ. Από το σύνολο των ειδών που εντοπίστηκαν στο κτήριο Ζ μόνο τα 4 φέρουν ίχνη καύσης. Τα καμένα οστά αποτελούν το 15% του ζωοαρχαιολογικού δείγματος από το χώρο αυτό της Τούμπας (Πίνακας 5.19). Το μεγαλύτερο ποσοστό ιχνών καύσης συγκεντρώνουν οι χοίροι (19,7%), γεγονός που ενδεχομένως σχετίζεται με την εκμετάλλευση του συγκεκριμένου είδους κυρίως για το κρέας του. Ακολουθούν με χαμηλότερα, αλλά παρόμοια ποσοστά καύσης, τα βοοειδή (14,5%) και τα αιγοπρόβατα (13,1%). Η αρκετά συχνή παρουσία ιχνών καύσης στα οστά των βοοειδών είναι δυνατό να συνδεθεί εν μέρει με την πρακτική της εξαγωγής του μεδουλιού, καθώς η θέρμανση καθιστά το οστό πιο εύθρυπτο και ρευστοποιεί το μεδούλι της εσωτερικής του κοιλότητας, διευκολύνοντας, έτσι, την όλη διαδικασία (Binford 1981, Hamilakis 2008, 9). Η συχνότητα καύσης στα αιγοπρόβατα μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αναμενόμενη, αν αναλογιστεί κανείς ότι αποτελούν την κυρίαρχη ταξινομική κατηγορία στο δείγμα και ότι υφίστανται επεξεργασία που αποσκοπεί τόσο στην κατανάλωση του κρέατος όσο και στην εξαγωγή του μεδουλιού. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι όλα τα οστά του αγριόχοιρου εμφανίζονται καμένα (100%), γεγονός που οφείλεται προφανώς στο ότι το είδος αυτό αντιπροσωπεύεται από δύο μόλις οστά στο δείγμα. Τα οστά του κτηρίου Ζ που φέρουν ίχνη καύσης έχουν ένα χαρακτηριστικό μαύρο χρώμα, το οποίο άλλοτε καλύπτει όλη την επιφάνεια του οστού και άλλοτε μόνο τμήμα της. Τόσο το χρώμα όσο και η κατανομή των ιχνών καύσης στην επιφάνεια των οστών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η καύση επήλθε 90

108 κατά την παρασκευή της τροφής υπό την επίδραση χαμηλών ή μέτριων θερμοκρασιών (Εικόνα 5.13). Στην περίπτωση που τα ίχνη καύσης εκτείνονται σε όλη την επιφάνεια του οστού μπορεί να γίνει λόγος για μαγειρικό ατύχημα, καθώς φαίνεται ότι η σάρκα δεν το προστάτευε πλέον από την επίδραση της φωτιάς. ΜΑΑΜ Οστά χωρίς ίχνη καύσης Οστά με ίχνη καύσης n % μέσα στο είδος n % μέσα στο είδος Άλογο Βοοειδή 59 85, ,5 Χοίρος , ,7 Αιγοπρόβατα , ,1 Σκύλος Λαγός Αλεπού Αγριόχοιρος Γαϊδούρι Ελάφι Σύνολο Πίνακας 5.19 Κτήριο Ζ: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών με ίχνη καύσης (ΜΑΑΜ). Εικόνα 5.13 Οστά με ίχνη καύσης Δρόμος Χ1. Από το σύνολο των οστών που εντοπίστηκε στις επιχώσεις του δρόμου Χ1, το 11,6% φέρει ίχνη καύσης. Διαγνωστικά στοιχεία καύσης αναγνωρίστηκαν στα οστά 7 ειδών ζώων: στα βοοειδή (21,9%), τους χοίρους (12,3%), τα αιγοπρόβατα (9,2%), τους σκύλους (13,8%), τους λαγούς (12,5%), τα γαϊδούρια (25%) και τα ελάφια (36,4%) (Πίνακας 5.20). 91

109 Τα υψηλά και μη αναμενόμενα ποσοστά καύσης που παρατηρούνται στην περίπτωση των σκύλων, των λαγών, των γαϊδουριών και των ελαφιών σχετίζονται με το γεγονός ότι τα είδη αυτά αντιπροσωπεύονται από πολύ λίγα οστά στο δείγμα. Από τα υπόλοιπα είδη, τα βοοειδή συγκεντρώνουν το υψηλότερο ποσοστό καύσης, κάτι που, ενδεχομένως, σχετίζεται με τη μέγιστη αξιοποίηση του συγκεκριμένου ζώου για την απόσπαση κρέατος και μεδουλιού. Οι χοίροι και τα αιγοπρόβατα εμφανίζουν αρκετά χαμηλότερα ποσοστά καύσης, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στη λιγότερο εντατική εξαγωγή μεδουλιού από τα οστά των ειδών αυτών. ΜΑΑΜ Οστά χωρίς ίχνη καύσης Οστά με ίχνη καύσης n % μέσα στο είδος n % μέσα στο είδος Άλογο Βοοειδή 50 78, ,9 Χοίρος , ,3 Αιγοπρόβατα ,8 38 9,2 Σκύλος 25 86,2 4 13,8 Λαγός 7 87,5 1 12,5 Αλεπού Αγριόχοιρος Γαϊδούρι Ελάφι 7 63,6 4 36,4 Πλατώνι Σύνολο , ,6 Πίνακας 5.20 Δρόμος Χ1: Ταξινομική αντιπροσώπεση οστών με ίχνη καύσης (ΜΑΑΜ). Τέλος, ο τρόπος καύσης των οστών του δρόμου υποδεικνύει ότι τα ίχνη δημιουργήθηκαν κατά την τροφοπαρασκευή. Συγκεκριμένα, τα καμένα οστά έχουν το χαρακτηριστικό μαύρο χρώμα που δημιουργείται από την επαφή με χαμηλής ή μέτριας θερμοκρασίας φωτιά Ίχνη κοπής. Τα ίχνη κοπής που εντοπίζονται στα ζωοαρχαιολογικά σύνολα αποτελούν άμεσες ενδείξεις του τρόπου προετοιμασίας των θανατωμένων ζώων για κατανάλωση (Binford 1981). Ωστόσο, ποικίλοι παράγοντες επηρεάζουν τη διατήρηση και τη δυνατότητα αναγνώρισης των ιχνών κοπής στα οστά. Ο διαφορετικός βαθμός θρυμματισμού μεταξύ των ανατομικών μελών και το γεγονός ότι τα στάδια της επεξεργασίας των σφαγίων για κατανάλωση δεν αφήνουν πάντα τα ίχνη τους στα οστά, είναι δυνατό να αποκρύψουν πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία προετοιμασίας της τροφής. Συνεπώς, η απουσία ιχνών κοπής δεν παραπέμπει απαραιτήτως στην έλλειψη επεξεργασίας και προετοιμασίας του κρέατος για κατανάλωση (Halstead 2007, 30, Halstead in press, 18). 92

110 Τομή 761. Τα οστά που έφεραν ίχνη κοπής στο ζωοαρχαιολογικό υλικό της τομής 761 (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ) αντιπροσωπεύουν το 7,7% του συνόλου. Τα ίχνη συνίστανται σε λεπτές επιμήκεις τομές, χαρακτηριστικές της χρήσης μεταλλικών εργαλείων. Πιθανότατα, λοιπόν, οι κοπές προκλήθηκαν από χάλκινα εργαλεία, δείγματα των οποίων έχουν εντοπιστεί στον οικισμό της Τούμπας (Μαυροειδή κ.ά. 2004). Μοναδική εξαίρεση φαίνεται να αποτελεί η ωλένη ενός χοίρου (#761423), η οποία ενδεχομένως διαμελίστηκε με τη χρήση λίθινου εργαλείου. Τα ίχνη κοπής εντοπίστηκαν στα οστά των αλόγων, των βοοειδών, των χοίρων, των αιγοπροβάτων, των λαγών, των ελαφιών και των πλατωνιών (Πίνακες 5.21, 5.22). Η θέση και ο προσανατολισμός τους παραπέμπει σε όλα τα στάδια μεταχείρισης και επεξεργασίας των ζώων, από την εκδορά ως την κατανάλωση. Συγκεκριμένα, στο ζωοαρχαιολογικό δείγμα υπερισχύουν τα ίχνη διαμελισμού (46,4%) και ακολουθούν με μικρή διαφορά τα ίχνη αφαίρεσης του κρέατος (αποστέωση, 42,9%). Τέλος, το χαμηλότερο ποσοστό συγκεντρώνουν τα ίχνη εκδοράς (10%). ΜΑΑΜ Άλογο Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα Λαγός Ελάφι Πλατώνι n % n % n % n % n % n % n % Χωρίς κοπές 14 93, , , , , , ,5 Διαμελισμός 20 4,5 17 3,7 20 2,8 1 6,3 3 5,3 4 7,5 Αποστέωση 25 5,6 18 3,9 11 1,6 2 3,5 Άλλο 1 0,2 Εκδορά 10 2,2 4 0,5 Τεμαχισμός και αποστέωση Διαμελισμός και αποστέωση 1 0,2 1 6,7 2 0,3 Σύνολο Πίνακας 5.21 Τομή 761: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών ανά είδος κοπής (ΜΑΑΜ). 93

111 Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα ΜΑΑΜ Οστά χωρίς ίχνη κοπής Οστά με ίχνη κοπής % επί του n συνόλου n % επί του συνόλου Άλογο 14 0,8 1 0,05 Βοοειδή ,5 57 3,1 Χοίρος ,5 35 1,9 Αιγοπρόβατα Ελάφι/Πλατώνι 17 0,9 0 0 Σκύλος 20 1,1 0 0 Λαγός 15 0,8 1 0,05 Αλεπού 3 0,1 0 0 Αγριόχοιρος 6 0,3 0 0 Bos primigenius 1 0, Γαϊδούρι 2 0,1 0 0 Ελάφι 52 2,9 5 0,3 Πλατώνι 49 2,7 4 0,2 Ζαρκάδι 2 0,1 0 0 Λιοντάρι 4 0,2 0 0 ΣΥΝΟΛΟ , ,7 Πίνακας 5.22 Τομή 761: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών με ίχνη κοπής (ΜΑΑΜ) ΜΑΑΜ Εκδορά Διαμελισμός Αποστέωση Ωμοπλάτη Άνω βραχίονας Κάτω βραχίονας Άνω κερκίδα Κάτω κερκίδα Ωλένη Άνω μετακάρπιο Κάτω μετακάρπιο Λεκάνη Άνω μηρός Κάτω μηρός Άνω κνήμη Κάτω κνήμη Άνω μετατάρσιο Κάτω μετατάρσιο Αστράγαλος Πτέρνα Φάλαγγες Πίνακας 5.23 Τομή 761: Κατανομή τύπων κοπής ανά είδος και ανατομική ζώνη (ΜΑΑΜ) (βοοειδή n = 445, χοίρος n = 460, αιγοπρόβατα n = 706). 94

112 Τα περισσότερα ίχνη κοπής εντοπίστηκαν στα οστά των βοοειδών (3,1%) και ακολουθούν τα αιγοπρόβατα με ποσοστό 2% (Πίνακας 5.22). Έπονται οι χοίροι με ελαφρώς χαμηλότερο ποσοστό ιχνών κοπής (1,9%). Οι κοπές στα οστά των ελαφιών και των πλατωνιών φτάνουν στο 0,3% και 0,3% αντίστοιχα, ενώ η ενδιάμεση κατηγορία ελάφι/πλατώνι εμφανίζει ίχνη κοπής σε ποσοστό 0,05%. Τέλος, τα χαμηλότερα ποσοστά ιχνών κοπής εντοπίζονται στα οστά των αλόγων και των λαγών (από 0,05%) Τα περισσότερα από τα οστά των βοοειδών φέρουν ίχνη διαμελισμού, τα οποία εντοπίζονται τόσο κοντά στις κλειδώσεις (άνω και κάτω βραχίονας, άνω και κάτω κερκίδα, άνω μηρός, άνω μετακάρπιο, άνω και κάτω μετατάρσιο) όσο και σε άλλου είδους ανατομικά μέλη, όπως είναι η λεκάνη, ο αστράγαλος και οι φάλαγγες (Πίνακας 5.23). Ακολουθούν αναλογικά τα ίχνη αποστέωσης στο βραχίονα, την κερκίδα, τη λεκάνη, το μηρό, την κνήμη και το κάτω μετατάρσιο. Η εκδορά εντοπίστηκε, όπως είναι αναμενόμενο, στα μετακάρπια και τα μετατάρσια, καθώς και στην πρώτη φάλαγγα. Όσον αφορά στους χοίρους, ο διαμελισμός εντοπίζεται στην ωμοπλάτη, το βραχίονα, την ωλένη, τη λεκάνη, τον άνω μηρό και την πτέρνα. Τα ίχνη αποστέωσης είναι, στην περίπτωση αυτή, περισσότερα και βρίσκονται στην ωμοπλάτη, το βραχίονα, την άνω κερκίδα, τον κάτω μηρό, την κνήμη και το άνω μετατάρσιο. Από τα οστά των χοίρων απουσιάζουν τελείως τα ίχνη εκδοράς. Τα ίχνη διαμελισμού στα αιγοπρόβατα, τέλος, εντοπίστηκαν στην ωμοπλάτη, το βραχίονα, την άνω κερκίδα, τη λεκάνη, την κάτω κνήμη και τον αστράγαλο. Τα ίχνη αποστέωσης είναι και εδώ τα περισσότερα και βρέθηκαν στην ωμοπλάτη, το βραχίονα, την άνω κερκίδα, τον κάτω μηρό, την κνήμη και το άνω μετατάρσιο. Τέλος, τα ανατομικά μέλη με ίχνη εκδοράς είναι τα μετακάρπια και τα μετατάρσια. Ο εντοπισμός ιχνών εκδοράς κυρίως στα οστά των βοοειδών οφείλεται, ενδεχομένως, στο γεγονός ότι δεν έχει γίνει προς το παρόν διαλογή στα δείγματα της επίπλευσης από την τομή 761. Είναι, δηλαδή, πιθανό μικρού μεγέθους οστά, όπως οι φάλαγγες των χοίρων και των αιγοπροβάτων, να μην έχουν ακόμα ανακτηθεί επαρκώς. Κατά συνέπεια, τα ίχνη εκδοράς που συνήθως εντοπίζονται σε αυτά τα μέρη του σκελετού, δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στην ανάλυση. Τα περισσότερα ίχνη διαμελισμού και αποστέωσης εντοπίζονται στα οστά των βοοειδών. Τα δύο μικρότερα οικόσιτα είδη φέρουν παρόμοια ποσοστά ιχνών διαμελισμού, με το χοίρο να υπερτερεί ελαφρώς έναντι των αιγοπροβάτων. Η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ειδών εντοπίζεται στην αποστέωση, καθώς οι χοίροι φαίνεται να υφίστανται συχνότερα τη συγκεκριμένη επεξεργασία σε σχέση με τα αιγοπρόβατα. Οι διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στη συχνότητα και τα είδη των κοπών για τα τρία οικόσιτα είδη παραπέμπουν πιθανότατα στη διαφορετική προετοιμασία και κατανάλωση των ζώων αυτών. Το μεγάλο μέγεθος των βοοειδών δεν επιτρέπει τη γρήγορη κατανάλωση του κρέατός τους από τα μέλη ενός νοικοκυριού. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι περισσότερες κοπές των οστών της τομής 761 προέρχονται από ανατομικά μέλη βοοειδών αποδεικνύει τη συστηματική κατανάλωση του είδους αυτού από τους κατοίκους της Τούμπας. Είναι, λοιπόν, πιθανό ότι τα βοοειδή διαμελίζονταν, αποστεώνονταν και διαχωρίζονταν σε μικρές μερίδες κρέατος, ώστε να καταναλωθούν από μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων. Η μεγάλη συχνότητα ιχνών κοπής στα οστά των βοοειδών και, κατ επέκταση η δημιουργία μικρών μερίδων, υποδηλώνει την ύπαρξη μαγειρικών αγγείων μικρού μεγέθους, τα οποία πιθανότατα 95

113 χρησιμοποιούνταν και για το μαγείρεμα του κρέατος των χοίρων και των αιγοπροβάτων. Το μεγάλο ποσοστό ιχνών κοπής υποδεικνύει, επίσης, ότι η δημιουργία μικρών μερίδων λάμβανε χώρα όταν το κρέας ήταν ακόμη ωμό, καθώς η υποδιαίρεση του μαγειρεμένου κρέατος απαιτεί μικρότερη προσπάθεια και δεν αφήνει πολλά ίχνη στα οστά. Η συλλογική κατανάλωση ανιχνεύεται, μεταξύ άλλων, από τη χαμηλή συχνότητα ιχνών κοπής στα μεγάλου μεγέθους ζώα ή από την ύπαρξη μεγάλων μαγειρικών σκευών, που χρησιμοποιούνται για την περίσταση. Τα οστά των βοοειδών που απορρίφθηκαν στην τομή 761, λοιπόν, δε φαίνεται να προέρχονται από κάποια τέτοια περίσταση. Αντίθετα, το πλήθος των ιχνών διαμελισμού και αποστέωσης, το γεγονός ότι οι περισσότερες κοπές δημιουργήθηκαν όταν το κρέας ήταν ακόμη ωμό, καθώς και ο διαχωρισμός του ζώου σε μικρές μερίδες συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης σχέσεων αμοιβαιότητας μεταξύ των νοικοκυριών, στο πλαίσιο των οποίων το κρέας ανταλάσσεται μεταξύ γειτόνων ή συγγενών. Προκύπτει, λοιπόν, ότι κατά τη ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ το κρέας των μεγάλου μεγέθους ζώων (πχ. βοοειδή) παίζει ενεργό ρόλο στη διαπραγμάτευση των κοινωνικών σχέσεων, μέσα από την αμοιβαιότητα που αναπτύσσεται μεταξύ των νοικοκυριών (Halstead 2007, 32-33, 42-43, Halstead in press, 20, 21). Όσον αφορά στα δύο μικρότερα οικόσιτα είδη (χοίροι και αιγοπρόβατα), παρατηρείται μια ποσοστιαία διαφορά ως προς τη συχνότητα ιχνών αποστέωσης στα οστά τους, με τους χοίρους να υφίστανται εντονότερα τη συγκεκριμένη επεξεργασία. Η εντονότερη αποστέωση των χοίρων θα μπορούσε καταρχάς να σχετίζεται με τη διατήρηση του χοιρινού κρέατος στο λίπος του, ώστε να αποθηκευτεί και να καταναλωθεί σταδιακά από τα μέλη του νοικοκυριού. Οπωσδήποτε κάποια ποσότητα χοιρινού κρέατος θα υφίστατο την απαραίτητη επεξεργασία για αποθήκευση, όπως συμβαίνει σε πολλές περιοχές της Ελλάδας ακόμη και σήμερα. Η έντονη αποστέωση, όμως, δεν αποτελεί απόδειξη της συγκεκριμένης πρακτικής υποδεικνύει μονάχα ότι η διατήρηση του κρέατος για μελλοντική κατανάλωση θα μπορούσε να γίνει επιτυχώς. Στην περίπτωση που το κρέας όλων των ειδών παρασκευάζεται σε αγγεία παρόμοιου μεγέθους, αναμένεται να εντοπίζονται περισσότερα ίχνη κοπών όσο αυξάνεται το μέγεθος του ζώου. Είναι, λοιπόν, πιθανότερο ότι τα νεαρά και μικρού μεγέθους ζώα καταναλώνονταν άμεσα από τα μέλη ενός νοικοκυριού, ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία χοίροι εντάσσονταν στο πλαίσιο της αμοιβαίας ανταλλαγής μεταξύ νοικοκυριών ή καταναλώνονταν σε περιστάσεις μικρών συγκεντρώσεων ανθρώπων. Τα αιγοπρόβατα, τέλος, φαίνεται ότι προορίζονταν για οικιακή κατανάλωση στο επίπεδο του νοικοκυριού, καθώς το μέγεθός τους και η ποσότητα του κρέατος που προκύπτει είναι δυνατό να καταναλωθεί από λίγους ανθρώπους σε σύντομο χρονικό διάστημα (Halstead 2007, 31-32, 42, Halstead in press, 21). Συνοψίζοντας, τα ίχνη κοπών του ζωοαρχαιολογικού υλικού της τομής 761 παραπέμπουν στη διαφορετική αντιμετώπιση κατά την κατανάλωση του κρέατος των οικόσιτων ειδών. Προκύπτει ότι κατά τη ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ τα ζώα μεγάλου μεγέθους, όπως τα βοοειδή και οι χοίροι προχωρημένης ηλικίας, έπαιζαν ενεργό ρόλο σε ένα δίκτυο αμοιβαίων ανταλλαγών μεταξύ των νοικοκυριών ή σε ειδικές περιστάσεις συγκεντρώσεων ανθρώπων, στο πλαίσιο των οποίων η διαπραγμάτευση των κοινωνικών σχέσεων κατείχε κεντρική θέση. Από την άλλη, το κρέας των νεαρών χοίρων και των αιγοπροβάτων προοριζόταν μάλλον για οικιακή χρήση, τονίζοντας, έτσι, την αυτάρκεια του νοικοκυριού. 96

114 Κτήριο Ζ. Τα οστά που έφεραν ίχνη κοπής αντιπροσωπεύουν το 10,2% του ζωοαρχαιολογικού συνόλου από το κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ). Οι κοπές έγιναν πιθανότατα με τη χρήση μεταλλικών εργαλείων, όπως φαίνεται από τις λεπτές επιμήκεις τομές στην επιφάνεια των οστών. Ίχνη κοπής εντοπίστηκαν μόνο στα τρία κύρια οικόσιτα είδη: στα βοοειδή, τους χοίρους και τα αιγοπρόβατα (Πίνακες 5.24, 5.25). Τα είδη των κοπών που αναγνωρίστηκαν παραπέμπουν στην εκδορά, το διαμελισμό και την αποστέωση των ζώων. Συγκεκριμένα, η πλειονότητα των κοπών προέρχεται από τη διαδικασία της αφαίρεσης του κρέατος (αποστέωση, 65%). Ακολουθούν αναλογικά τα ίχνη διαμελισμού με ποσοστό 30% και, τέλος, τα ίχνη εκδοράς τα οποία αντιπροσωπεύουν μόλις το 5% των οστών με ίχνη κοπής. ΜΑΑΜ Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα n % N % n % Χωρίς κοπές 61 88, , ,9 Διαμελισμός 3 4,3 3 1,6 12 4,1 Αποστέωση 4 5,8 14 7,3 21 7,2 Εκδορά 1 1,4 2 0,7 Σύνολο Πίνακας 5.24 Κτήριο Ζ: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών ανά είδος κοπής (ΜΑΑΜ). ΜΑΑΜ Οστά χωρίς ίχνη κοπής Οστά με ίχνη κοπής n % επί του συνόλου N % επί του συνόλου Άλογο 2 0,3 0 0 Βοοειδή 61 10,4 8 1,4 Χοίρος ,9 17 2,9 Αιγοπρόβατα ,4 35 5,6 Σκύλος 20 3,4 0 0 Λαγός 3 0,5 0 0 Αλεπού 5 0,9 0 0 Αγριόχοιρος 2 0,3 0 0 Γαϊδούρι 3 0,5 0 0 Ελάφι 1 0,2 0 0 ΣΥΝΟΛΟ , ,2 Πίνακας 5.25 Κτήριο Ζ: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών με ίχνη κοπής (ΜΑΑΜ) Τα περισσότερα ίχνη κοπής εντοπίστηκαν στα οστά των αιγοπροβάτων (5,6%) και έπονται οι χοίροι με ποσοστό 2,9%. Το χαμηλότερο ποσοστό ιχνών κοπής παρατηρείται στην περίπτωση των βοοειδών (1,4%). Τα οστά των βοοειδών φέρουν ίχνη διαμελισμού στην ωλένη και τον αστράγαλο, ενώ η αποστέωση εντοπίζεται στον άνω και κάτω βραχίονα. Ίχνη εκδοράς εντοπίστηκαν σε μια δεύτερη 97

115 Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα φάλαγγα, όπως είναι αναμενόμενο. Τα ίχνη διαμελισμού των χοίρων βρέθηκαν στην ωμοπλάτη, την ωλένη και τον αστράγαλο. Η αποστέωση, που προκάλεσε και τα περισσότερα ίχνη στους χοίρους, εντοπίστηκε στην ωμοπλάτη, το βραχίονα, τη λεκάνη, το μηρό και την κνήμη. Τέλος, τα αιγοπρόβατα φέρουν ίχνη διαμελισμού στην ωμοπλάτη, το βραχίονα, την ωλένη και το άνω μετατάρσιο, ενώ ίχνη αποστέωσης αναγνωρίστηκαν στην ωμοπλάτη, το βραχίονα, την άνω κερκίδα, το μηρό και την κνήμη. Τα ίχνη εκδοράς των αιγοπροβάτων εντοπίστηκαν στο άνω και κάτω μετατάρσιο (Πίνακας 5.26). Όσον αφορά στα ίχνη εκδοράς, το μεγαλύτερο ποσοστό εντοπίζεται στα οστά των βοοειδών, κάτι που είναι αναμενόμενο, δεδομένου του μεγάλου μεγέθους των ανατομικών μελών της. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι, όπως και στην τομή 761, έτσι και στο κτήριο Ζ δεν έχει γίνει ακόμη διαλογή του υλικού της επίπλευσης και, συνεπώς, ορισμένα μικρού μεγέθους οστά είναι πιθανό να μην έχουν ανακτηθεί επαρκώς. Τα ίχνη διαμελισμού εμφανίζουν παρόμοια ποσοστά στα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα. Αντίθετα, οι χοίροι φέρουν λιγότερα ίχνη διαμελισμού συγκριτικά με τα άλλα δύο είδη. Τέλος, η αποστέωση παρουσιάζει παρόμοια εικόνα στους χοίρους και τα αιγοπρόβατα, ενώ στα βοοειδή εμφανίζεται με σαφώς χαμηλότερη συχνότητα. ΜΑΑΜ Εκδορά Διαμελισμός Αποστέωση Ωμοπλάτη Άνω βραχίονας Κάτω βραχίονας Άνω κερκίδα Κάτω κερκίδα Ωλένη Άνω μετακάρπιο Κάτω μετακάρπιο Λεκάνη Άνω μηρός Κάτω μηρός Άνω κνήμη Κάτω κνήμη Άνω μετατάρσιο Κάτω μετατάρσιο Αστράγαλος Πτέρνα Φάλαγγες Πίνακας 5.26 Κτήριο Ζ: Κατανομή τύπων κοπής ανά είδος και ανατομική ζώνη (ΜΑΑΜ) (βοοειδή n = 69, χοίρος n = 193, αιγοπρόβατα n = 290) Τα αναλογικά υψηλά ποσοστά ιχνών αποστέωσης στους χοίρους και τα αιγοπρόβατα υποδηλώνουν τη δημιουργία μικρών μερίδων κρέατος, οι οποίες θα μπορούσαν να προετοιμαστούν σε 98

116 μικρού μεγέθους αγγεία για κατανάλωση. Το χαμηλότερο ποσοστό ιχνών διαμελισμού στην περίπτωση των χοίρων σχετίζεται, ενδεχομένως, με το γεγονός ότι καταναλώνονταν, σε γενικές γραμμές, σε νεαρότερη ηλικία σε σχέση με τα αιγοπρόβατα (βλ. ενότητα ) και, συνεπώς, δεν απαιτούνταν έντονος διαμελισμός κατά την προετοιμασία τους. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι χοίροι και τα αιγοπρόβατα μαγειρεύονταν με παρόμοιους τρόπους σε μικρού μεγέθους αγγεία και καταναλώνονταν σε οικιακό επίπεδο από τα μέλη του νοικοκυριού. Ωστόσο, υπάρχει η πιθανότητα οι μεγαλύτεροι σε ηλικία και μέγεθος χοίροι, που ήταν δύσκολο να καταναλωθούν από μια μικρή ομάδα ανθρώπων, να αποτελούσαν αντικείμενο αμοιβαίων ανταλλαγών μεταξύ των νοικοκυριών ή να καταναλώνονταν σε ειδικές περιστάσεις, όπως συμβαίνει κατά τη ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ. Κάτι τέτοιο, όμως, είναι δύσκολο να αποδειχθεί, καθώς τα διαθέσιμα στοιχεία για τους χοίρους του κτηρίου Ζ δεν αποκλίνουν από την εικόνα που προκύπτει για τα αιγοπρόβατα. Συνεπώς, τα δύο αυτά οικόσιτα είδη προορίζονταν κυρίως για οικιακή κατανάλωση από τα μέλη του νοικοκυριού. Όσον αφορά στα βοοειδή, το μικρό μέγεθος του δείγματος αλλοιώνει, πιθανότατα, την εικόνα και καθιστά οποιαδήποτε απόπειρα ερμηνείας παρακινδυνευμένη. Αν υποτεθεί, όμως, ότι η ίδια εικόνα παρέμενε και σε ένα δείγμα μεγαλύτερου μεγέθους, το χαμηλότερο ποσοστό αποστέωσης που παρατηρείται στα οστά των βοοειδών, θα μπορούσε να αποδοθεί στη δημιουργία μεγαλύτερων μερίδων κρέατος. Κατά συνέπεια, το μαγείρεμα θα γινόταν σε μεγαλύτερου μεγέθους σκεύη ή σε ανοιχτή φωτιά και το κρέας θα καταναλωνόταν από μεγάλες ομάδες ανθρώπων, στο πλαίσιο ειδικών περιστάσεων συλλογικής κατανάλωσης (Halstead 2007, 32). Συνοψίζοντας, τα ίχνη κοπής στα οστά των τριών κύριων οικόσιτων ζώων αποκαλύπτουν τους τρόπους μαγειρέματος του κρέατος και δίνουν μια εικόνα της κλίμακας της κατανάλωσής τους από τους κατοίκους της Τούμπας. Τα δεδομένα του κτηρίου Ζ υποδεικνύουν ότι κατά την ύστερη ΥΕΧ οι χοίροι και τα αιγοπρόβατα καταναλώνονται σε οικιακό επίπεδο, αποτελώντας, έτσι, ένα μέσο τονισμού της αυτάρκειας και ανεξαρτησίας του νοικοκυριού. Από την άλλη, τα λιγοστά στοιχεία που προκύπτουν από τα οστά των βοοειδών συνηγορούν υπέρ της κατανάλωσής τους από μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων και σε ειδικές περιστάσεις συγκεντρώσεων, στο πλαίσιο των οποίων η διαπραγμάτευση της συλλογικής ταυτότητας βρίσκεται στο επίκεντρο. Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί για μια ακόμη φορά, ότι τα δεδομένα που αφορούν στα βοοειδή είναι ελάχιστα και κάθε σχετική ερμηνεία γίνεται με μεγάλη επιφύλαξη Δρόμος Χ1. Από το σύνολο των οστών του δρόμου Χ1 της ύστερης ΥΕΧ εκείνα που έφεραν ίχνη κοπής αντιπροσωπεύουν το 7% του υλικού. Οι λεπτές και επιμήκεις τομές στην επιφάνεια των οστών υποδεικνύουν ότι, όπως και στην περίπτωση του κτηρίου Ζ και της τομής 761, οι κοπές έγιναν με τη χρήση μεταλλικών εργαλείων. Τα κύρια στάδια της επεξεργασίας των ζώων (εκδορά, διαμελισμός, αποστέωση) αντιπροσωπεύονται επαρκώς στο δείγμα (Πίνακας 5.27). Συγκεκριμένα, η συντριπτική πλειονότητα των κοπών προέρχεται από το διαμελισμό και την αποστέωση, που εκπροσωπούνται από 99

117 όμοια ποσοστά στο σύνολο των οστών του δρόμου (46,2%), ενώ ίχνη εκδοράς εντοπίστηκαν σε πολύ λιγότερα οστά (7,6%). ΜΑΑΜ Άλογο Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα Σκύλος Λαγός Γαϊδούρι Ελάφι Χωρίς κοπές n % n % n % n % n % n % n % n % 5 83, , , , ,6 7 87, ,7 Διαμελισμός 3 4,7 11 5,2 6 1,4 1 3, ,2 Αποστέωση 1 16,7 1 1,6 5 2,4 16 3,9 1 12,5 Εκδορά 4 1 Διαμελισμός και αποστέωση 1 9,1 Σύνολο Πίνακας 5.27 Δρόμος Χ1: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών ανά είδος κοπής (ΜΑΑΜ). ΜΑΑΜ Οστά χωρίς ίχνη κοπής Οστά με ίχνη κοπής n % επί του συνόλου n % επί του συνόλου Άλογο 5 0,7 1 0,1 Βοοειδή 60 7,9 4 0,5 Χοίρος ,8 16 2,1 Αιγοπρόβατα ,5 26 3,4 Σκύλος 28 3,7 1 0,1 Λαγός 7 0,9 1 0,1 Αλεπού 5 0,7 0 0 Αγριόχοιρος 1 0,1 0 0 Γαϊδούρι 3 0,4 1 0,1 Ελάφι 8 1,1 3 0,4 Πλατώνι 2 0,3 0 0 ΣΥΝΟΛΟ Πίνακας 5.28 Δρόμος Χ1: Ταξινομική αντιπροσώπευση οστών με ίχνη κοπής (ΜΑΑΜ) Τα περισσότερα ίχνη στα οστά των βοοειδών προκλήθηκαν κατά το διαμελισμό και εντοπίστηκαν στα μετακάρπια και τον αστράγαλο, ενώ ίχνη αποστέωσης βρέθηκαν μόνο στην κάτω κνήμη. Ο διαμελισμός άφησε τα περισσότερα ίχνη και στα οστά των χοίρων. Συγκεκριμένα, ίχνη διαμελισμού αναγνωρίστηκαν στον βραχίονα, την άνω κερκίδα, την ωλένη, τη λεκάνη, τον αστράγαλο και την πτέρνα, ενώ η αποστέωση προκάλεσε ίχνη στην ωμοπλάτη, τον άνω βραχίονα, την άνω κερκίδα και τον κάτω μηρό. Τα οστά των αιγοπροβάτων είναι τα μοναδικά που φέρουν ίχνη εκδοράς, τα οποία εντοπίστηκαν στο άνω και κάτω μετατάρσιο. Τα ίχνη διαμελισμού προκλήθηκαν στο βραχίονα και το μετατάρσιο, ενώ η αποστέωση, που δημιούργησε και τα περισσότερα ίχνη, εντοπίστηκε στο βραχίονα, την κερκίδα, τη λεκάνη και το μηρό (Πίνακας 5.29). 100

118 Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα ΜΑΑΜ Εκδορά Διαμελισμός Αποστέωση Ωμοπλάτη Άνω βραχίονας Κάτω βραχίονας Άνω κερκίδα Κάτω κερκίδα Ωλένη Άνω μετακάρπιο Κάτω μετακάρπιο Λεκάνη Άνω μηρός Κάτω μηρός Άνω κνήμη Κάτω κνήμη Άνω μετατάρσιο Κάτω μετατάρσιο Αστράγαλος Πτέρνα Φάλαγγες Πίνακας 5.29 Δρόμος Χ1: Κατανομή τύπων κοπής ανά είδος και ανατομική ζώνη (ΜΑΑΜ) (βοοειδή n = 64, χοίρος n = 211, αιγοπρόβατα n = 415) Ίχνη εκδοράς εντοπίστηκαν μόνο στα οστά των αιγοπροβάτων, γεγονός που ενδεχομένως οφείλεται στην ελλιπή ανάκτηση του ζωοαρχαιολογικού συνόλου, δεδομένου ότι δεν έχει γίνει ακόμη διαλογή στο υλικό της επίπλευσης που προήλθε από το δρόμο. Όσον αφορά στα ίχνη διαμελισμού, τα βοοειδή και οι χοίροι φέρουν παρόμοια ποσοστά ιχνών στα οστά τους, με τους χοίρους να υπερτερούν ελαφρώς. Ο διαμελισμός στα αιγοπρόβατα εμφανίζει σαφώς χαμηλότερη συχνότητα συγκριτικά με τα άλλα δυο είδη. Η αποστέωση, αντίθετα, άφησε τα περισσότερα ίχνη στα οστά των αιγοπροβάτων. Ακολουθούν οι χοίροι με σαφώς χαμηλοτερη συχνότητα αποστέωσης στα οστά τους και, τέλος, τα βοοειδή που φέρουν τα λιγότερα ίχνη αφαίρεσης κρέατος. Η εικόνα που προκύπτει από τα ίχνη κοπής στα οστά των αιγοπροβάτων συνηγορεί υπέρ της οικιακής κατανάλωσης, με το διαμελισμό και, κυρίως, την αποστέωση να δημιουργούν μερίδες κρέατος κατάλληλες για παρασκευή σε μικρά μαγειρικά σκεύη. Αντιστοίχως, το αναλογικά υψηλό ποσοστό διαμελισμού στα οστά των χοίρων παραπέμπει στη δημιουργία μικρών μερίδων που θα μπορούσαν να παρασκευαστούν σε αγγεία μικρού μεγέθους. Από την άλλη, η αποστέωση δε φαίνεται να είναι τόσο έντονη, κάτι που, με μια πρώτη ματιά, υποδηλώνει ότι η συγκεκριμένη επεξεργασία δεν ήταν ιδιαίτερα εντατική. Με τα υπάρχοντα δεδομένα, φαίνεται ότι κάποιοι τουλάχιστον από τους χοίρους 101

119 καταναλώνονταν σε οικιακό επίπεδο από τα μέλη του νοικοκυριού. Τα υψηλότερα ποσοστά διαμελισμού είναι πιθανό να σχετίζονται με την επεξεργασία μεγαλύτερων σε ηλικία και μέγεθος χοίρων, το κρέας των οποίων καταναλωνόταν ενδεχομένως από μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων ή αποτελούσε αντικείμενο ανταλλαγής μεταξύ των νοικοκυριών. Ωστόσο, το ενδεχόμενο της ύπαρξης μιας διαφορετικής «κουζίνας» για τους χοίρους και τα αιγοπρόβατα δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ο εντονότερος διαμελισμός στην περίπτωση των χοίρων ίσως αποτελούσε, λοιπόν, μια πρακτική που υπαγορευόταν από διαφορετικές μαγειρικές μεθόδους, που απαιτούσαν τη δημιουργία μικρότερων μερίδων κρέατος (Halstead 2007, 32, Isaakidou 2007, 17-19). Τα δεδομένα που προκύπτουν από τα ίχνη κοπής στα οστά των βοοειδών είναι λιγοστά και, για το λόγο αυτό, πρέπει να αντιμετωπιστούν με επιφύλαξη. Αν υποτεθεί ότι η γενικότερη εικόνα δεν αλλοιώνεται από το μικρό μέγεθος του δείγματος, μπορεί να ειπωθεί ότι το χαμηλό ποσοστό αποστέωσης στα οστά των βοοειδών οδηγεί στη δημιουργία μεγάλων μερίδων κρέατος, που παρασκευάζονται σε μεγάλα σκεύη ή σε ανοιχτή φωτιά και καταναλώνονται από μεγάλες ομάδες ανθρώπων (Halstead 2007, 32). Συμπερασματικά, τα ίχνη κοπής στα οστά των τριών οικόσιτων ζώων αποκαλύπτουν όχι μόνο μια διαφορετική αντιμετώπιση κατά την κατανάλωση της τροφής, αλλά και, πιθανότατα, διαφορετικούς τρόπους τροφοπαρασκευής. Συγκεκριμένα, οι διαφορές μεταξύ χοίρων και αιγοπροβάτων οφείλονται ενδεχομένως στο διαφορετικό τρόπο μαγειρέματος των δύο ειδών σε επίπεδο νοικοκυριού. Επιπλέον, το κρέας των μεγαλύτερων σε ηλικία χοίρων ίσως αποτελούσε αντικείμενο ανταλλαγών, τονίζοντας και αναπαράγοντας, έτσι, τις σχέσεις αμοιβαιότητας μεταξύ των νοικοκυριών. Τα λιγοστά στοιχεία που προκύπτουν από τα οστά των βοοειδών, τέλος, δείχνουν ότι αυτά καταναλώνονταν από μεγάλες ομάδες ανθρώπων στο πλαίσιο συγκεντρώσεων που ενίσχυαν τους δεσμούς μεταξύ των μελών της κοινότητας. 5.5 Στρατηγικές διαχείρισης Θνησιμότητα νεογνών. Οι πληροφορίες που προκύπτουν από τη μελέτη του φύλου και της ηλικίας θανάτωσης των ζώων είναι καθοριστικής σημασίας για τις ζωοαρχαιολογικές αναλύσεις, καθώς επιτρέπουν την κατανόηση της διαχείρισής τους από τους ανθρώπους. Όσον αφορά στα νεογνά, η μελέτη τους παρέχει σημαντικές πληροφορίες, καθώς αποκαλύπτει συγκεκριμένες στρατηγικές διαχείρισης. Η υψηλή θνησιμότητα των πολύ νεαρών ατόμων παραπέμπει στη συστηματική εκμετάλλευση του γάλακτος των ενήλικων ζώων, εφόσον η απουσία των νεογνών αυξάνει την ποσότητα του γάλακτος των ενήλικων θηλυκών που είναι διαθέσιμο για τον άνθρωπο. Από την άλλη, η αυξημένη θανάτωση νεογνών ενδέχεται να σχετίζεται με συγκεκριμένες διατροφικές επιλογές, σύμφωνα με τις οποίες το κρέας των νεαρών ζώων θεωρείται καλύτερης ποιότητας. Η μελέτη της θνησιμότητας των νεογνών του ζωοαρχαιολογικού υλικού που εξετάζεται βασίστηκε στα οστά του μετακρανιακού σκελετού. 102

120 Τομή 761. Από το σύνολο των οστών που εντοπίστηκαν στην τομή 761, μόνο εκείνα που ανήκουν στη ΜΕΧ έδωσαν στοιχεία για την ύπαρξη νεογνών στο ζωοαρχαιολογικό υλικό. Το γεγονός αυτό οφείλεται πιθανότατα στο μικρό μέγεθος του δείγματος της πρώιμης ΥΕΧ. Η πιθανότητα αυτή ενισχύεται από τα χαμηλά ποσοστά θνησιμότητας νεογνών που εντοπίζονται στο πολύ μεγαλύτερο δείγμα της ΜΕΧ. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι τα οστά των νεογνών είναι ιδιαιτέρως μικρά και εύθραυστα, με αποτέλεσμα να υφίστανται εντονότερα την επίδραση των διαδικασιών μετασχηματισμού. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της δράσης των σαρκοφάγων, η οποία ενδεχομένως κατέστρεψε κάποια τουλάχιστον από τα οστά των νεογνών της τομής 761. Επίσης, το γεγονός ότι το υλικό της επίπλευσης από την τομή 761 δεν έχει ακόμα μελετηθεί, ενδέχεται να ευθύνεται, εν μέρει, για τα χαμηλά ποσοστά και την υποαντιπροσώπευση των νεογνών στο ζωοαρχαιολογικό υλικό. Ο θάνατος των νεογνών μπορεί να οφείλεται σε φυσικούς παράγοντες, όπως είναι η φυσιολογική θνησιμότητα, οι ασθένειες ή η ελλιπής διατροφή. Από την άλλη, μπορεί να σχετίζεται με συγκεκριμένες στρατηγικές διαχείρισης, όπως είναι η θανάτωση των αρσενικών, κυρίως, νεογνών για τη μεγιστοποίηση της εκμετάλλευσης του γάλακτος των θηλυκών και η σφαγή των άρρωστων ή τραυματισμένων ζώων (Klein & Cruz-Uribe 1984, 56, Hesse & Wapnish 1985, 22,23) Νεογνά Νεαρά και ενήλικα Σύνολο ΕΑΑΜ Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα n % μέσα στο είδος 1 1,4 1 n % μέσα στο είδος 99 98,6 99 n % μέσα στο είδος Πίνακας 5.30 Τομή 761(ΜΕΧ): Αντιπροσώπευση νεογνών, νεαρών και ενήλικων ατόμων (ΕΑΑΜ). Τα πολύ χαμηλά ποσοστά θνησιμότητας των νεογνών της ΜΕΧ από την Τούμπα δεν παραπέμπουν στη συστηματική θανάτωσή τους, στο πλαίσιο κάποιας συγκεκριμένης στρατηγικής (Πίνακας 5.30). Από τα τρία κύρια οικόσιτα είδη, ξεχωρίζουν τα νεογνά των χοίρων, τα οποία εμφανίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό θνησιμότητας. Η εικόνα αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι χοίροι γεννούν συχνότερα σε σύγκριση με τα άλλα δυο είδη (2 φορές το χρόνο ή και 5 φορές μέσα σε 2 χρόνια) και αποκτούν περισσότερα μικρά σε κάθε γέννα. Είναι, λοιπόν, αναμενόμενο ότι τα ποσοστά της φυσιολογικής θνησιμότητας θα είναι υψηλότερα στην περίπτωση των χοίρων (Halstead in press, 30, 31). Συνοψίζοντας, τα πολύ χαμηλά ποσοστά των νεογνών από τη ΜΕΧ της τομής 761 δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με τις στρατηγικές διαχείρισης των ζώων. Φαίνεται ότι η κατανάλωση των νεογνών δεν αποτελούσε μια πάγια πρακτική των κατοίκων της Τούμπας. 103

121 Η σχετική σπανιότητα των νεογνών στο δείγμα έρχεται, μεταξύ άλλων, σε αντίθεση με τη συστηματική θανάτωση των πολύ νεαρών ατόμων που αποσκοπεί στην εκμετάλλευση του γάλακτος των ενήλικων θηλυκών ζώων. Το μόνο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί με σχετική ασφάλεια είναι ότι κάποια, τουλάχιστον, από τα ζώα γεννούν μέσα στα όρια του οικισμού, καθώς τα οστά των νεογνών απορρίφθηκαν στον απορριμματικό χώρο που χρησιμοποιείται από τα μέλη της κοινότητας καθ όλη τη διάρκεια της ΜΕΧ Κτήριο Ζ. Η εικόνα που προκύπτει από τη μελέτη της θνησιμότητας των νεογνών του κτηρίου Ζ (ύστερη ΥΕΧ) είναι ιδιαίτερα αποσπασματική (Πίνακας 5.31). Συγκεκριμένα, από τα τρία οικόσιτα είδη μόνο τα αιγοπρόβατα παρέχουν πληροφορίες για την ύπαρξη νεογνών στο δείγμα. Όσον αφορά στα βοοειδή, η απουσία νεογνών μπορεί να οφείλεται στην αποφυγή της θανάτωσής τους σε πολύ νεαρή ηλικία, δεδομένου ότι δεν έχουν αποκτήσει ακόμα το μέγιστο βάρος τους. Επίσης, η μεγαλύτερη διάρκεια κύησης των βοοειδών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι γεννούν σπανιότερα σε σχέση με τα άλλα δυο είδη, παίζει, ενδεχομένως, ρόλο στην αποφυγή της θανάτωσης των πολύ νεαρών ζώων. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το δείγμα των οστών βοοειδών από το κτήριο Ζ είναι πολύ μικρό και, συνεπώς, κάθε απόπειρα ερμηνείας είναι παρακινδυνευμένη. Η απουσία νεογνών στους χοίρους είναι δυνατό να αποδοθεί στην ελλιπή ανάκτηση του ζωοαρχαιολογικού υλικού, δεδομένου ότι το υλικό της επίπλευσης του κτηρίου Ζ δεν έχει ακόμα μελετηθεί. Τα οστά των νεογέννητων χοίρων είναι μικρότερα και περισσότερο ευάλωτα σε σύγκριση με εκείνα των δυο άλλων ειδών. Ως εκ τούτου, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην ανακτήθηκαν κατά τη συλλογή με το χέρι ή το ξερό κοσκίνισμα στο πεδίο. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η δράση των σαρκοφάγων στο ζωοαρχαιολογικό δείγμα του κτηρίου Ζ ήταν έντονη και, συνεπώς, επηρέασε ενδεχομένως τη διατήρηση των εύθραυστων οστών των πολύ νεαρών ζώων. Νεογνά Νεαρά και ενήλικα Σύνολο ΕΑΑΜ Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα n 2 % μέσα στο είδος 0,8 n % μέσα στο είδος ,2 n % μέσα στο είδος Πίνακας 5.31 Κτήριο Ζ: Αντιπροσώπευση νεογνών, νεαρών και ενήλικων ατόμων (ΕΑΑΜ). Τη μοναδική ένδειξη για την ύπαρξη νεογνών στο κτήριο Ζ παρέχει το πολύ χαμηλό ποσοστό των νεογέννητων αιγοπροβάτων. Τα υπάρχοντα δεδομένα, λοιπόν, δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ασφαλών 104

122 συμπερασμάτων σχετικά με τις στρατηγικές διαχείρισης των νεαρών ζώων. Προκύπτει, όμως, ότι δεν υπάρχει συστηματική κατανάλωση των νεογνών ή εντατική εκμετάλλευση του γάλακτος των ενηλίκων και ότι, τουλάχιστον, κάποια από τα ζώα γεννούσαν μέσα στα όρια του οικισμού κατά την ύστερη ΥΕΧ Δρόμος Χ1. Τα δεδομένα που αφορούν στη θνησιμότητα των νεογνών από το δρόμο Χ1 (ύστερη ΥΕΧ) είναι, όπως και στην περίπτωση του κτηρίου Ζ, πολύ αποσπασματικά (Πίνακας 5.32). Τα μόνα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτουν από τα νεογνά των χοίρων, τα οποία εμφανίζουν μια αυξημένη παρουσία στο δείγμα. Το υψηλό αυτό ποσοστό οφείλεται στον εντοπισμό τμήματος του σκελετού ενός νεογέννητου χοίρου στις επιχώσεις του δρόμου (#073014). Τα οστά που εντοπίστηκαν προέρχονται από τη λεκάνη και τα κάτω άκρα, ενώ κανένα δεν έφερε ίχνη κοπής ή δήγματα από σαρκοφάγα. Είναι, λοιπόν, πιθανό ότι το νεογνό καλύφθηκε με χώμα σε μικρό χρονικό διάστημα από τη στιγμή του θανάτου του και ότι άλλες διαδικασίες μετασχηματισμού συνετέλεσαν στο διασκορπισμό του άνω τμήματος του σκελετού του. Η απουσία νεογνών στα βοοειδή οφείλεται μάλλον στο μικρό μέγεθος του δείγματος και όχι σε κάποια συγκεκριμένη στρατηγική ή ανθρώπινη επιλογή. Η απουσία νεογέννητων αιγοπροβάτων σχετίζεται πιθανότατα με την ελλιπή ανάκτηση του υλικού, καθώς το υλικό της επίπλευσης του δρόμου Χ1 δεν έχει, προς το παρόν, μελετηθεί. Τέλος, όπως και στην περίπτωση των άλλων χώρων του οικισμού, έτσι και στο δρόμο Χ1, η δράση των σαρκοφάγων αποτελεί ενδεχομένως έναν από τους παράγοντες που ευθύνονται για τη σχετική σπανιότητα των πολύ νεαρών ατόμων. Νεογνά Νεαρά και ενήλικα Σύνολο ΕΑΑΜ Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα N 13 % μέσα στο είδος 6,9 N % μέσα στο είδος ,1 100 N % μέσα στο είδος Πίνακας 5.32 Δρόμος Χ1: Αντιπροσώπευση νεογνών, νεαρών και ενήλικων ατόμων (ΕΑΑΜ). Τα ελάχιστα δεδομένα που προκύπτουν για τη θνησιμότητα των νεογνών στο δρόμο Χ1 καθιστούν αναξιόπιστη οποιαδήποτε απόπειρα ερμηνείας. Το μόνο που μπορεί να προταθεί με σχετική ασφάλεια είναι ότι η κατανάλωση νεογέννητων ζώων και η συστηματική θανάτωσή τους για την αποδέσμευση του γάλακτος των ενήλικων θηλυκών είναι σπάνια ή ανύπαρκτη και ότι κάποια από τα ζώα συντηρούνται μέσα στον οικισμό, όπως δηλώνει η γέννησή τους εντός των ορίων του. 105

123 5.5.2 Φυλετική αντιπροσώπευση των οικόσιτων ειδών. Το φύλο παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τις στρατηγικές κτηνοτροφίας και διαχείρισης των ζώων και, κατ επέκταση, για τις ανθρώπινες επιλογές που εμπλέκονται στην εφαρμογή τους. Ο προσδιορισμός του φύλου βασίστηκε στη μορφολογία της λεκάνης για τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα (Boessneck 1969, Grigson 1982) και στους κυνόδοντες της κάτω γνάθου για τους χοίρους (Schmid 1972). Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι τα οστά που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό του φύλου ήταν όλα συνοστεωμένα, καθώς οι λεκάνες των νεαρότερων ζώων δε φέρουν επαρκή στοιχεία για τη διάγνωση του φύλου. Η λεκάνη των βοοειδών συνοστεώνεται σε ηλικία μεταξύ 7-10 μηνών και των αιγοπροβάτων μεταξύ 6-10 μηνών. Επίσης, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά τα οποία βοηθούν στην ταύτιση των οστών σε επίπεδο είδους εντείνονται με την πάροδο της ηλικίας. Επομένως, τα δεδομένα που παρουσιάζονται εδώ προέρχονται από ζώα μεγαλύτερης ηλικίας, τα οποία βρίσκονται σε στάδιο αναπαραγωγής, γεγονός που ενδεχομένως παίζει κάποιο ρόλο στην τελική εικόνα Τομή 761. Η συντριπτική πλειονότητα των δεδομένων της τομής 761 προέρχεται από τη ΜΕΧ, καθώς από την πρώιμη ΥΕΧ μόνο μια λεκάνη προβάτου έφερε επαρκή στοιχεία για την ταύτισή της σε επίπεδο φύλου. Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα Πρόβατα Αίγες ΕΑΑΜ Θηλυκά Αρσενικά N 15 2 % μέσα στο είδος 88,2 11,8 N 0 15 % μέσα στο είδος N 0 0 % μέσα στο είδος 0 0 N 4 0 % μέσα στο είδος N 1 0 % μέσα στο είδος Πίνακας 5.33 Τομή 761: Φυλετική αντιπροσώπευση (ΕΑΑΜ). Τα στοιχεία που προκύπτουν από τα οστά των βοοειδών υποδηλώνουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των ζώων είναι γένους θηλυκού (Πίνακας 5.33). Είναι πιθανό η εικόνα αυτή να οφείλεται στη σφαγή των νεαρών αρσενικών ζώων, τα οστά των οποίων δεν είχαν ακόμη συνοστεωθεί και ο προσδιορισμός του φύλου τους ήταν αδύνατος. Μια τέτοια πρακτική παραπέμπει στη διατήρηση περισσότερων θηλυκών ζώων στο κοπάδι, τόσο για τη ρύθμιση της αναπαραγωγής όσο και για την εκμετάλλευση δευτερογενών προϊόντων, όπως είναι το γάλα, καθώς η θανάτωση των νεαρών σε ηλικία ζώων μεγιστοποιεί τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του γάλακτος από τους ανθρώπους. Επομένως, τα θηλυκά σφάζονταν σε μεγαλύτερη ηλικία όταν είχαν αποκτήσει το μέγιστο βάρος τους και είχαν 106

124 ολοκληρώσει με επιτυχία τον κύκλο της αναπαραγωγής. Ο μικρός αριθμός αρσενικών ζώων που εντοπίζεται στο δείγμα αντιστοιχεί, ενδεχομένως, στη διατήρησή τους για αναπαραγωγικούς λόγους. Ωστόσο, τόσο τα θηλυκά όσο και τα αρσενικά ζώα που διατηρήθηκαν σε προχωρημένες ηλικίες παρείχαν, ενδεχομένως, την ελκτική τους δύναμη σε διάφορες γεωργικές εργασίες, υπόθεση που ενισχύεται από τις παθήσεις που εντοπίστηκαν στα οστά ορισμένων ατόμων (βλ. Παράρτημα Α, Πίνακας Α.5) Όσον αφορά στους χοίρους, παρατηρείται ότι το σύνολο των κυνοδόντων που ταυτίστηκαν σε επίπεδο φύλου ανήκει σε αρσενικά ζώα. Το γεγονός ότι οι κυνόδοντες των θηλυκών χοίρων έχουν μικρότερο μέγεθος σε σύγκριση με των αρσενικών τους καθιστά περισσότερο ευάλωτους στις μεταποθετικές διαδικασίες μετασχηματισμού. Επιπλέον, η απουσία τους μπορεί να οφείλεται και σε ελλιπή ανάκτηση, καθώς δεν έχει γίνει διαλογή στα δείγματα της επίπλευσης. Όπως και να έχουν τα πράγματα, φαίνεται ότι τα αρσενικά σφάζονταν σε μεγαλύτερη ηλικία, λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους τους και του μέγιστου βάρους τους που θα απέφερε σημαντικές ποσότητες κρέατος. Από την άλλη, η διατήρηση μεγάλου αριθμού θηλυκών δεν είναι απαραίτητη στους χοίρους, δεδομένου ότι γεννούν πολλά μικρά σε σύντομα μεταξύ τους χρονικά διαστήματα. Τα δεδομένα που προκύπτουν από τα αιγοπρόβατα είναι λιγοστά και υποδηλώνουν την ύπαρξη μόνο θηλυκών ζώων στο δείγμα. Η εικόνα αυτή, ωστόσο, είναι μάλλον πλασματική και οφείλεται τόσο στο μικρό μέγεθος του δείγματος όσο και στην ελλιπή ανάκτηση του υλικού. Αν υποτεθεί ότι τα θηλυκά πράγματι υπερτερούν στο δείγμα, η εικόνα αυτή δικαιολογείται από την πιθανή θανάτωση των αρσενικών σε νεαρότερη ηλικία και τη διατήρηση των θηλυκών για τη ρύθμιση της αναπαραγωγής και την εκμετάλλευση των δευτερογενών προϊόντων. Τα θηλυκά, επομένως, θα θανατώνονταν σε μεγαλύτερες ηλικίες όταν θα είχαν αποκτήσει ικανοποιητικό βάρος και ο ρόλος τους στην αναπαραγωγή του κοπαδιού θα είχε πλέον ολοκληρωθεί Κτήριο Ζ. Στο κτήριο Ζ οι λεκάνες των βοοειδών και των αιγοπροβάτων και οι κυνόδοντες των χοίρων που έφεραν επαρκή διαγνωστικά στοιχεία για τον προσδιορισμό του φύλου ήταν ελάχιστοι. Συνεπώς, τα δείγματα που προέκυψαν είναι μικρά και δε θεωρούνται ασφαλή για τη διατύπωση ερμηνευτικών προτάσεων. Συγκεκριμένα, από το σύνολο των οστών των βοοειδών μόνο ένα ήταν ενδεικτικό του φύλου (Πίνακας 5.34), με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη διαχείριση των εν λόγω ζώων. Όσον αφορά στους χοίρους, οι μόλις πέντε κυνόδοντες που ταυτίστηκαν σε επίπεδο φύλου δε συνιστούν ένα δείγμα ικανοποιητικού μεγέθους. Η εικόνα που προκύπτει παραπέμπει σε μια υπεροχή των θηλυκών έναντι των αρσενικών χοίρων. Ωστόσο, η εικόνα αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί πλασματική, τόσο εξαιτίας του μικρού μεγέθους του δείγματος όσο και λόγω της ελλιπούς ανάκτησης του υλικού, καθώς το υλικό της επίπλευσης, που δεν έχει ακόμα μελετηθεί, περιλαμβάνει, ενδεχομένως, κυνόδοντες χοίρων που δεν ανακτήθηκαν στο πεδίο. Τα αιγοπρόβατα, τέλος, παρουσιάζουν επίσης μια 107

125 αποσπασματική εικόνα, εφόσον μόνο δυο λεκάνες έφεραν επαρκή διαγνωστικά στοιχεία για τον προσδιορισμό του φύλου. Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα Πρόβατα Αίγες ΕΑΑΜ Θηλυκά Αρσενικά N 1 0 % μέσα στο είδος N 3 2 % μέσα στο είδος N 1 0 % μέσα στο είδος N 0 0 % μέσα στο είδος 0 0 N 0 1 % μέσα στο είδος Πίνακας 5.34 Κτήριο Ζ: Φυλετική αντιπροσώπευση (ΕΑΑΜ). Στο κτήριο Ζ, λοιπόν, η φυλετική αντιπροσώπευση των οικόσιτων ειδών δεν είναι καθόλου διαφωτιστική ως προς τις στρατηγικές διαχείρισης των ζώων. Με βάση τα δεδομένα που προκύπτουν από τους άλλους χώρους της Τούμπας, είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι η γενική εικόνα θα ήταν παρόμοια και στο κτήριο Ζ, με τα θηλυκά βοοειδή, τα θηλυκά αιγοπρόβατα και τους αρσενικούς χοίρους να υπερτερούν στα δείγματα. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή διατυπώνεται με μεγάλη επιφύλαξη και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντιμετωπιστεί ως δεδομένο για την ερμηνεία των στρατηγικών διαχείρισης των ζώων, καθώς οι σχετικές ενδείξεις απουσιάζουν Δρόμος Χ1 Τα δεδομένα που προκύπτουν για τη φυλετική αντιπροσώπευση των οικόσιτων ειδών από το ζωοαρχαιολογικό σύνολο του δρόμου Χ1 (ύστερη ΥΕΧ) είναι ιδιαίτερα αποσπασματικά (Πίνακας 5.35). Συγκεκριμένα, η μοναδική λεκάνη βοοειδούς που εντοπίστηκε στις επιχώσεις του δρόμου δεν έφερε επαρκή διαγνωστικά στοιχεία για τον προσδιορισμό του φύλου. Συνεπώς, είναι αδύνατο να διατυπωθούν ερμηνευτικές προτάσεις σχετικά με τη διαχείριση των βοοειδών, με βάση τα στοιχεία του δρόμου. Όσον αφορά στους χοίρους, παρατηρείται μια σαφής υπεροχή των αρσενικών έναντι των θηλυκών. Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι τα δεδομένα για το φύλο των χοίρων προκύπτουν από ελάχιστους κυνόδοντες. Ως εκ τούτου κάθε απόπειρα ερμηνείας γίνεται με μεγάλη επιφύλαξη. Η υπεροχή των αρσενικών χοίρων δικαιολογείται από τη θανάτωση των θηλυκών σε νεαρότερη ηλικία, καθώς η διατήρηση πολλών θηλυκών δεν είναι αναγκαία για τη ρύθμιση της αναπαραγωγής. Επιπλέον, το μέγιστο βάρος των αρσενικών είναι σαφώς μεγαλύτερο από εκείνο των θηλυκών, με αποτέλεσμα να επιλέγονται για σφαγή και κατανάλωση τα ζώα εκείνα που προσφέρουν τη μεγαλύτερη ποσότητα κρέατος, δηλαδή τα αρσενικά. 108

126 Βοοειδή Χοίρος Αιγοπρόβατα Πρόβατα Αίγες ΕΑΑΜ Θηλυκά Αρσενικά N 0 0 % μέσα στο είδος 0 0 N 2 4 % μέσα στο είδος 33,3 66,7 N 1 0 % μέσα στο είδος N 3 2 % μέσα στο είδος N 3 0 % μέσα στο είδος Πίνακας 5.35 Δρόμος Χ1: Φυλετική αντιπροσώπευση (ΕΑΑΜ). Στα αιγοπρόβατα, τέλος, παρατηρείται μια υπεροχή των θηλυκών έναντι των αρσενικών ζώων. Είναι πιθανό ότι η σφαγή των αρσενικών λάμβανε χώρα σε νεαρότερες ηλικίες, ενώ λίγα μόνο αρσενικά επιβίωναν σε ωριμότερο στάδιο για να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς της αναπαραγωγής. Η διατήρηση πολλών θηλυκών στο κοπάδι ρυθμίζει τη συχνότητα και την επιτυχία της αναπαραγωγικής διαδικασίας και επιτρέπει την εκμετάλλευση των δευτερογενών προϊόντων. Όταν οι στόχοι αυτοί ολοκληρώνονταν, τα θηλυκά θανατώνονταν, καθώς είχαν αποκτήσει, στο μεταξύ, ικανοποιητικό βάρος για την κατανάλωση του κρέατός τους Ηλικία θανάτου των οικόσιτων ειδών. Ο προσδιορισμός της ηλικίας θανάτου αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα κάθε επαρκούς ζωοαρχαιολογικής ανάλυσης, καθώς συνιστά μοναδική πηγή πληροφοριών για τις στρατηγικές εκμετάλλευσης των ζώων κατά το παρελθόν. Ο υπολογισμός της ηλικίας θανάτου των τριών κύριων οικόσιτων ειδών της Τούμπας (βοοειδή, χοίρος, αιγοπρόβατα) βασίστηκε στις ηλικίες έκφυσης των δοντιών της κάτω γνάθου και στην καταγραφή της φθοράς τους, καθώς και στο βαθμό της συνοστέωσης των μακρών οστών. Οι πληροφορίες που αντλούνται από τη δεύτερη μέθοδο θα χρησιμοποιηθούν επικουρικά, δεδομένου ότι ο προσδιορισμός της ηλικίας βάσει της συνοστέωσης θεωρείται λιγότερο ασφαλής. Συγκεκριμένα, ο βαθμός της συνοστέωσης υπολογίζεται μέσα από την αναλογία συνοστεωμένων και μη μακρών οστών στο δείγμα. Συνεπώς, παράγοντες όπως είναι η ελλιπής ανάκτηση ή η επίδραση των σαρκοφάγων είναι δυνατό να μεταβάλουν δραστικά την εικόνα του δείγματος, καθώς τα εύθραυστα οστά των νεαρών ζώων συχνά χάνονται. 109

127 Εικόνα 5.14 Καμπύλες θνησιμότητας αρσενικών και θηλυκών αιγοπροβάτων, στο πλαίσιο της έμφασης στην παραγωγή κρέατος (Payne 1973, Fig. 1). Εικόνα 5.15 Καμπύλες θνησιμότητας αρσενικών και θηλυκών αιγοπροβάτων, στο πλαίσιο της συστηματικής παραγωγής γάλακτος (Payne 1973, Fig. 2). Εικόνα 5.16 Καμπύλες θνησιμότητας αρσενικών και θηλυκών αιγοπροβάτων, στο πλαίσιο της συστηματικής παραγωγής μαλλιού (Payne 1973, Fig. 3). 110

128 Οι πληροφορίες που αντλούνται από τα δεδομένα των δοντιών και τη συνοστέωση των μακρών οστών θα εξεταστούν συνδυαστικά. Οι καμπύλες θνησιμότητας που δημιουργήθηκαν για καθένα από τα οικόσιτα είδη θα συγκριθούν με τα μοντέλα που προτείνει ο Payne (1973) για την έμφαση στην παραγωγή κρέατος και τη συστηματική παραγωγή γάλακτος και μαλλιού, ώστε να αποκαλυφθούν, όσο είναι δυνατό, οι στρατηγικές διαχείρισης των ζώων από τους κατοίκους της Τούμπας (Εικόνες 5.14, 5.15, 5.16) Τομή 761. Οι ηλικίες θανάτου των οικόσιτων ειδών της τομής 761 θα εξεταστούν από κοινού για τη ΜΕΧ και την πρώιμη ΥΕΧ, καθώς τα δεδομένα που προήλθαν από τη δεύτερη περίοδο είναι πολύ περιορισμένα και δεν επιτρέπουν την ανεξάρτητη ανάλυσή τους. Τα βοοειδή είναι από τα σημαντικότερα και παραγωγικότερα ζώα. Η ελκτική τους δύναμη, η δυνατότητα παραγωγής γάλακτος και το κρέας τους αποτέλεσαν και αποτελούν αντικείμενο εντατικής εκμετάλλευσης για την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών. Ο μέσος όρος ζωής των βοοειδών είναι τα 22 χρόνια περίπου. Η δυνατότητα αναπαραγωγής τους ξεκινά από την ηλικία των 18 μηνών και παραμένει ενεργή για 12 χρόνια. Θεωρείται ότι η ιδανική ηλικία σφαγής των βοοειδών είναι τα 4 5 χρόνια, ηλικία κατά την οποία τα ζώα έχουν αναπτυχθεί πλήρως και έχουν αποκτήσει ικανοποιητικό βάρος. Ωστόσο, το κρέας τους δε συνηθίζεται να καταναλώνεται σε καθημερινή βάση. Η διαδικασία της ανάπτυξης και της αναπαραγωγής των βοοειδών είναι χρονοβόρα και, ως εκ τούτου, η κατανάλωσή τους σχετίζεται συχνά με ειδικές περιστάσεις. Έτσι, πολλά βοοειδή θανατώνονται σε περιπτώσεις πείνας, σε ειδικές εκδηλώσεις όπου απαιτείται μεγάλη ποσότητα κρέατος ή όταν έχουν φτάσει σε μεγάλη ηλικία και αδυνατούν να αναπαραχθούν ή να παραγάγουν δευτερογενή προϊόντα (Dahl & Hjort 1976, , Epstein & Mason 1984, 7, Clutton-Brock 1987, 62) Τομή 761 Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των βοοειδών (%) A B C D E F G H I Εικόνα 5.17 Τομή 761: Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των βοοειδών (%) 2 (n = 19) 2 Στάδια: Α = 0 1 μήνα, Β = 1-8 μηνών, C = 8-18 μηνών, D = μηνών, E = μηνών, F = νεαρό ενήλικο, G = ενήλικο, Η = ηλικιωμένο, Ι = υπερήλικο. 111

129 Τομή 761 Βαθμός συνοστέωσης οστών βοοειδών Στάδιο 1 (7-10 μηνών) Στάδιο 2 (18 μηνών) Στάδιο 3 (24-36 μηνών) Στάδιο 4 (36-48 μηνών) Εικόνα 5.18 Τομή 761: Βαθμός συνοστέωσης των οστών των βοοειδών (n = 330). Σύμφωνα με τα δεδομένα που προκύπτουν από την έκφυση και τη φθορά των δοντιών της κάτω γνάθου, φαίνεται ότι τα βοοειδή της ΜΕΧ και πρώιμης ΥΕΧ επιβιώνουν σε μεγάλες ηλικίες (Εικόνα 5.17). Μέχρι την ηλικία των 8 μηνών φαίνεται ότι όλα τα ζώα παραμένουν ζωντανά. Μια πρώτη καμπή στην καμπύλη θνησιμότητας παρατηρείται στην ηλικία των 8 18 μηνών (στάδιο C), όπου ένα μικρό ποσοστό (7,9%) των βοοειδών φαίνεται ότι έχει θανατωθεί. Η πτώση συνεχίζει σταδιακά μέχρι την ηλικία των μηνών (στάδιο D), όπου και πάλι θανατώνεται ένα μικρό μόνο ποσοστό των ζώων (8,4%). Τα υπόλοιπα βοοειδή του δείγματος επιβιώνουν μέχρι το στάδιο F (νεαρά ενήλικα), στο οποίο παρατηρείται μια απότομη πτώση του ποσοστού επιβίωσης. Συγκεκριμένα, το 83,7% του συνόλου των βοοειδών θανατώνεται στην ηλικία αυτή, με αποτέλεσμα να μην εντοπίζεται κανένα ζώο που να ξεπερνάει το στάδιο G (ενήλικα). Τα δεδομένα που προέκυψαν από τη συνοστέωση των μακρών οστών συμφωνούν σε γενικές γραμμές με τα αντίστοιχα των δοντιών, αν και η πτώση του ποσοστού επιβίωσης που παρατηρείται στην περίπτωση αυτή είναι πιο σταδιακή (Εικόνα 5.18). Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι ένα μικρό ποσοστό ζώων (στάδιο 1) έχει θανατωθεί σε πολύ νεαρή ηλικία, κάτι που δεν παρατηρείται στα δεδομένα που παρέχουν τα δόντια. Η διαφορά αυτή, όμως, ενδέχεται να οφείλεται στην ελλιπή ανάκτηση των εύθραυστων οστών των νεαρών ζώων. Η πλειονότητα των βοοειδών επιβιώνει μέχρι την ηλικία των 1,5 ετών (στάδιο 2). Έπειτα από την ηλικία αυτή τα ποσοστά επιβίωσης μειώνονται σταδιακά, με λιγότερα βοοειδή να εντοπίζονται στο στάδιο 3 (2-3 ετών) και ελάχιστα να επιβιώνουν σε ηλικία μεγαλύτερη των 3 ετών. Η εικόνα που προκύπτει από τη φθορά των δοντιών και το βαθμό συνοστέωσης των μακρών οστών δε συνηγορεί υπέρ της εντατικής εκμετάλλευσης των βοοειδών για την παραγωγή γάλακτος. Στην περίπτωση που κύριο μέλημα της διαχείρισης των βοοειδών ήταν η παραγωγή γάλακτος, θα περίμενε κανείς τη θανάτωση των ζώων σε πολύ νεαρή ηλικία, ώστε το γάλα των μεγαλύτερων θηλυκών να είναι διαθέσιμο για τον άνθρωπο. Ωστόσο, τα περισσότερα ζώα θανατώνονται σε ηλικία 2 3 ετών, ηλικία κατά την οποία έχουν αποκτήσει ικανοποιητικό βάρος. Ο θάνατος ορισμένων ζώων σε νεαρότερη ηλικία μπορεί 112

130 να οφείλεται σε φυσική θνησιμότητα ή στη θανάτωση άρρωστων και τραυματισμένων ατόμων που αδυνατούν να συμμετάσχουν στην αναπαραγωγική διαδικασία ή στην παραγωγή. Τα ελάχιστα βοοειδή που επιβιώνουν πέρα από την ηλικία των 3 ετών διατηρούνται πιθανότατα για την ελκτική τους δύναμη, την προσφορά τους στην αναπαραγωγή και, τέλος, την απόσπαση του κρέατος. Στην υπόθεση αυτή οδηγεί το γεγονός ότι κάποια από τα οστά των βοοειδών έφεραν ίχνη παθολογιών που οφείλονται στην άρωση, καθώς επίσης και το γεγονός ότι η πλειονότητα των βοοειδών της τομής 761 είναι γένους θηλυκού και, συνεπώς, σχετίζονται άμεσα με την αναπαραγωγή. Ο μέσος όρος ζωής των αιγοπροβάτων είναι περίπου τα 10 χρόνια. Η δυνατότητα αναπαραγωγής τους ξεκινά στους 6 μήνες και η κύηση διαρκεί 5 μήνες. Θεωρείται ότι η ιδανική ηλικία θανάτωσης των αιγοπροβάτων είναι τα 2 3 χρόνια, όταν έχουν αποκτήσει ικανοποιητικό βάρος. Τα πρόβατα και οι αίγες διαφέρουν ως προς το είδος της τροφής που καταναλώνουν, με τα πρώτα να επιλέγουν τη χαμηλή βλάστηση (grazers) και τα δεύτερα να προτιμούν θάμνους και δέντρα (browsers). Επιπλέον, ενδέχεται να υφίστανται διαφορετική μεταχείριση από τον άνθρωπο, καθώς τα πρόβατα φτάνουν στο μέγιστο βάρος τους σε πιο σύντομο χρονικό διάστημα σε σχέση με τις αίγες (Payne 1973, 284, Mason 1984, 86, Ryder 1984, 64, Papachristou 1996). Τα δεδομένα που προκύπτουν από τη φθορά της μασητικής επιφάνειας των δοντιών των προβάτων δείχνουν ότι ένα μικρό ποσοστό των ζώων θανατώνεται σε πολύ νεαρή ηλικία, στα στάδια Α (0 2 μηνών) και Β (2 6 μηνών) (Εικόνα 5.19). Η σφαγή των προβάτων στις ηλικίες αυτές δεν είναι εντατική και δε φαίνεται να σχετίζεται με τη συστηματική εκμετάλλευση του γάλακτος των θηλυκών. Οι θάνατοι αυτοί οφείλονται ενδεχομένως σε φυσική θνησιμότητα ή στη θανάτωση άρρωστων ή τραυματισμένων ζώων που δεν μπορούν να προσφέρουν στην παραγωγή και τη διατήρηση του κοπαδιού. Ένα μεγάλο ποσοστό των προβάτων θανατώνεται σε ηλικία 1 2 ετών (στάδιο D), ηλικία κατά την οποία έχουν πλέον αποκτήσει αρκετό βάρος, ώστε η σφαγή τους για την κατανάλωση του κρέατος να θεωρείται συμφέρουσα. Έπειτα από το στάδιο αυτό τα ζώα επιβιώνουν με μικρές διαφοροποιήσεις μέχρι την ηλικία των 3 4 ετών (στάδιο F), οπότε και παρατηρείται μια απότομη πτώση στην καμπύλη θνησιμότητας, με αποτέλεσμα κανένα ζώο να μη διατηρείται πέρα από την ηλικία των 4 6 ετών (στάδιο G). Δεδομένου ότι όλα τα οστά που έφεραν διαγνωστικά στοιχεία για τον προσδιορισμό του φύλου ανήκαν σε θηλυκά ζώα, είναι πιθανό ότι τα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα είναι τα πολύ παραγωγικά θηλυκά, η διατήρηση των οποίων κρίνεται απαραίτητη για τη ρύθμιση της αναπαραγωγής. Η εικόνα που προκύπτει από τη φθορά της μασητικής επιφάνειας των δοντιών των αιγών διαφέρει ελάχιστα από την αντίστοιχη των προβάτων (Εικόνα 5.20). Συγκεκριμένα, μέχρι την ηλικία των 1 2 ετών η καμπύλη θνησιμότητας των αιγών είναι όμοια με εκείνη των προβάτων, με μοναδική εξαίρεση την απουσία θανάτων σε πολύ νεαρές ηλικίες (στάδιο Α). Η εικόνα μεταβάλλεται στην ηλικία των 2 3 ετών (στάδιο Ε), όπου, στην περίπτωση των αιγών, παρατηρείται μια μεγάλη πτώση του ποσοστού επιβίωσης. Οι αίγες αποκτούν το μέγιστο βάρος τους σε μεγαλύτερη ηλικία από τα πρόβατα και, κατά συνέπεια, η σφαγή τους σε πιο προχωρημένες ηλικίες για την εκμετάλλευση του κρέατος είναι αναμενόμενη. Όπως τα πρόβατα, έτσι και οι αίγες, επιβιώνουν μέχρι την ηλικία 3 4 ετών (στάδιο F). Από την ηλικία αυτή και 113

131 έπειτα η καμπύλη θνησιμότητας εμφανίζει μια απότομη καμπή και κανένα ζώο δεν επιβιώνει πέρα από την ηλικία των 4 6 ετών (στάδιο G) Τομή 761 Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των προβάτων (%) A B C D E F G H I Εικόνα 5.19 Τομή 761: Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των προβάτων (%) 3 (n = 29) Τομή 761 Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των αιγών (%) A B C D E F G H I Εικόνα 5.20 Τομή 761: Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των αιγών (%) (n = 16) 3 Στάδια (πρόβατα και αίγες) : Α = 0-2 μηνών, Β = 2-6 μηνών, C = 6-12 μηνών, D = 1-2 ετών, E = 2-3 ετών, F = 3-4 ετών, G = 4-6 ετών, H = 6-8 ετών, I = 8-10 ετών. 114

132 Τομή 761 Βαθμός συνοστέωσης οστών αιγοπροβάτων Στάδιο 1 (6-10 μηνών) Στάδιο 2 (13-16 μηνών) Στάδιο 3 (18-28 μηνών) Στάδιο 4 (30-42 μηνών) Εικόνα 5.21 Τομή 761: Βαθμός συνοστέωσης των οστών των αιγοπροβάτων (n = 526) Τα δεδομένα που προκύπτουν από το βαθμό συνοστέωσης των οστών των αιγοπροβάτων παρουσιάζουν μια αρκετά διαφορετική εικόνα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα των δοντιών (Εικόνα 5.21). Τα μόνα σημεία στα οποία οι καμπύλες θνησιμότητας συγκλίνουν με το βαθμό συνοστέωσης είναι το πρώτο στάδιο, όπου παρατηρείται η επιβίωση μεγάλου αριθμού νεαρών ζώων, και το τέταρτο στάδιο, όπου μεγάλο ποσοστό των αιγοπροβάτων έχει θανατωθεί. Οι διαφορές που εντοπίζονται στα υπόλοιπα στάδια αποκαλύπτουν τις αδυναμίες της μεθόδου προσδιορισμού της ηλικίας με βάση τη συνοστέωση των μακρών οστών. Συγκεκριμένα, στο δεύτερο στάδιο υπολογίζεται η συνοστέωση της πρώτης και δεύτερης φάλαγγας, η ελλιπής ανάκτηση των οποίων είναι αναμενόμενη, ιδίως σε ένα ζωοαρχαιολογικό δείγμα όπως αυτό της τομής 761, όπου το υλικό της επίπλευσης δεν έχει μελετηθεί. Από την άλλη, στο τρίτο στάδιο υπολογίζεται η συνοστέωση της κάτω κνήμης και των μεταποδίων, οστά τα οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, φέρουν υψηλά ποσοστά δηγμάτων από σαρκοφάγα. Επομένως, η εικόνα που προκύπτει από τη συνοστέωση των οστών είναι ελλιπής και δεν παρέχει σημαντικές πληροφορίες ως προς την ηλικία θανάτου των αιγοπροβάτων. Το μόνο γενικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι ότι η θανάτωση των νεαρών ζώων δεν αποτελεί μια συνήθη πρακτική και ότι λίγα άτομα επιβιώνουν στην ηλικία των 2,5 3,5 ετών. Συνοψίζοντας, φαίνεται ότι η διαχείριση των προβάτων και των αιγών δε διέφερε σημαντικά. Οι μόνες αποκλίσεις παρατηρούνται στις μικρές ηλικίες και αποδίδονται στο διαφορετικό ρυθμό ανάπτυξης των δύο ειδών. Έτσι, τα πρόβατα σφάζονται κυρίως σε ηλικία 1 2 ετών, ενώ οι αίγες συνεχίζουν να σφάζονται και στην ηλικία των 2 3 ετών, καθώς το βάρος τους είναι τότε μεγαλύτερο. Τα υψηλά ποσοστά επιβίωσης των πολύ νεαρών ζώων υποδηλώνουν ότι η συστηματική εκμετάλλευση του γάλακτος δεν αποτελούσε κύριο μέλημα των κατοίκων της Τούμπας. Αντίθετα, φαίνεται ότι τα αιγοπρόβατα σφάζονται κυρίως για το κρέας τους, στο πλαίσιο μιας μικτής στρατηγικής διαχείρισης. Η απουσία αρσενικών στο δείγμα, η οποία αποδόθηκε εν μέρει στην ελλιπή ανάκτηση του υλικού, υποδηλώνει ενδεχομένως τη σφαγή τους σε νεαρή ηλικία. Τα θηλυκά που απομένουν διατηρούνται σε 115

133 μεγαλύτερες ηλικίες και σφάζονται μόνο όταν έχουν αποκτήσει το μέγιστο βάρος τους και έχουν συμβάλει σημαντικά στη ρύθμιση της αναπαραγωγής. Τέλος, η διαχείριση των προβάτων και των αιγών παρουσιάζει παρόμοια εικόνα στις μεγαλύτερες ηλικίες, όταν η ανάπτυξή τους έχει πλέον ολοκληρωθεί και οι αναπαραγωγικές και παραγωγικές δυνατότητες των δύο ειδών συγκλίνουν σημαντικά. Η περίπτωση των χοίρων είναι τελείως διαφορετική από αυτή των μηρυκαστικών, καθώς η διαχείρισή τους στοχεύει μόνο στην εκμετάλλευση του κρέατος, δεδομένου ότι δεν προσφέρουν γάλα, μαλλί ή ελκτική δύναμη. Οι χοίροι γεννούν μια ή δυο φορές το χρόνο και κάθε γέννα επιφέρει 2 ως 15 μικρά, με αποτέλεσμα να θεωρούνται πολύ παραγωγικά ζώα. Τομή 761 Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των χοίρων (%) A B C D E F Εικόνα 5.22 Τομή 761:Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των χοίρων (%) 4 (n = 55) Τομή 761 Βαθμός συνοστέωσης οστών χοίρων Στάδιο 1 (έως 12 μηνών) Στάδιο 2 (24-30 μηνών) Στάδιο 3 (36-42 μηνών) Εικόνα 5.23 Τομή 761: Βαθμός συνοστέωσης των οστών των χοίρων (n = 335) 4 Στάδια: Α = 0-2 μηνών, Β = 2-6 μηνών, C = 6-12 μηνών, D = 1-2 ετών, E = 2-3 ετών, F = >3 ετών. 116

134 Ο βαθμός φθοράς της μασητικής επιφάνειας των δοντιών των χοίρων καταδεικνύει ότι ένα μικρό ποσοστό των χοίρων θανατώνεται σε μικρή ηλικία (στάδιο Β, 2 6 μηνών) (Εικόνα 5.22). Από την ηλικία των 6 μηνών μέχρι τα 2 έτη το ποσοστό επιβίωσης των ζώων μειώνεται σταδιακά, με αποτέλεσμα ένας πολύ μικρός αριθμός χοίρων να φτάνει στην ηλικία των 1 2 ετών (στάδιο D). Ελάχιστα ζώα ξεπερνούν την ηλικία των 2 ετών, ενώ κανένα δεν επιβιώνει σε ηλικία μεγαλύτερη των 3 ετών. Ανάλογη εικόνα προκύπτει και από το βαθμό συνοστέωσης των οστών των χοίρων (Εικόνα 5.23), όπου κανένα ζώο δε φαίνεται να επιβιώνει πέρα από την ηλικία των 2,5 ετών (στάδιο 2). Από τα παραπάνω δεδομένα προκύπτει ότι οι χοίροι θανατώνονται σε ιδιαίτερα μικρή ηλικία και η διαχείρισή τους στοχεύει κυρίως στην εκμετάλλευση του κρέατος. Οι χοίροι αποκτούν το μέγιστο βάρος τους σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα σε σχέση με τα μηρυκαστικά. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ότι οι χοίροι δεν παράγουν δευτερογενή προϊόντα καθιστά τη διατήρησή τους σε μεγάλες ηλικίες ασύμφορη. Οι κυνόδοντες των χοίρων που έφεραν επαρκή διαγνωστικά στοιχεία για τον προσδιορισμό του φύλου ανήκαν σε αρσενικά ζώα. Συνεπώς, είναι πιθανό ότι τα ζώα που επιβιώνουν σε ηλικία μεγαλύτερη των 2 ετών διατηρούνται για την απόκτηση μεγαλύτερης ποσότητας κρέατος. Ωστόσο, η ύπαρξη μεγάλων σε ηλικία θηλυκών για αναπαραγωγικούς λόγους δεν μπορεί να αποκλειστεί Κτήριο Ζ. Ο προσδιορισμός της ηλικίας των βοοειδών του κτηρίου Ζ βασίστηκε μόνο στο βαθμό της συνοστέωσης των μακρών οστών, καθώς ο αριθμός των κάτω γνάθων από το χώρο αυτό ήταν πολύ περιορισμένος και, συνεπώς, δεν κατέστη δυνατό να κατασκευαστούν καμπύλες θνησιμότητας βάσει της φθοράς των δοντιών. Κτήριο Ζ Βαθμός συνοστέωσης οστών βοοειδών Στάδιο 1 (7-10 μηνών) Στάδιο 2 (18 μηνών) Στάδιο 3 (24-36 μηνών) Στάδιο 4 (36-48 μηνών) Εικόνα 5.24 Κτήριο Ζ: Βαθμός συνοστέωσης των οστών των βοοειδών (n = 54). Τα δεδομένα που προκύπτουν από τη συνοστέωση των οστών δείχνουν ότι ένα μικρό ποσοστό βοοειδών θανατώνεται σε πολύ μικρή ηλικία (7 10 μηνών) (Εικόνα 5.24). Η εικόνα αυτή, ωστόσο, 117

135 ενδέχεται να είναι πλασματική, καθώς το πρώτο στάδιο υπολογίζεται βάσει της συνοστέωσης της ωμοπλάτης και της λεκάνης, ανατομικά μέλη που αντιπροσωπεύονται από πολύ μικρό αριθμό οστών στο δείγμα. Σε γενικές γραμμές, φαίνεται ότι τα βοοειδή θανατώνονται σε ηλικία 2-3 ετών, ενώ κανένα ζώο άνω των 3 ετών δεν εντοπίστηκε στο δείγμα. Με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα είναι δυνατό να αποκλειστεί η συστηματική εκμετάλλευση του γάλακτος των βοοειδών, δεδομένου ότι δεν παρατηρείται υψηλή θνησιμότητα σε μικρές ηλικίες. Τα βοοειδή θανατώνονται στην ηλικία, κατά την οποία έχουν αποκτήσει αρκετό βάρος με σκοπό την κατανάλωση του κρέατός τους. Τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική αντιπροσώπευση είναι ελάχιστα και είναι δύσκολο να εξαχθούν πιο συγκεκριμένα συμπεράσματα σχετικά με τη διαχείριση των εν λόγω ζώων. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το δείγμα των οστών βοοειδών από το κτήριο Ζ είναι μικρό και κάθε ερμηνευτική πρόταση διατυπώνεται εδώ με μεγάλη επιφύλαξη. Όπως και στην περίπτωση των βοοειδών, έτσι και σε αυτήν των αιγοπροβάτων το δείγμα των δοντιών της κάτω γνάθου ήταν πολύ μικρό και ο προσδιορισμός της ηλικίας βασίστηκε αναγκαστικά μόνο στο βαθμό της συνοστέωσης των μακρών οστών. Κτήριο Ζ Βαθμός συνοστέωσης οστών αιγοπροβάτων Στάδιο 1 (6-10 μηνών) Στάδιο 2 (13-16 μηνών) Στάδιο 3 (18-28 μηνών) Στάδιο 4 (30-42 μηνών) Εικόνα 5.25 Κτήριο Ζ: Βαθμός συνοστέωσης των οστών των αιγοπροβάτων (n = 215) Τα δεδομένα που προέκυψαν από τη συνοστέωση των μακρών οστών δείχνουν ότι ένα μικρό ποσοστό των αιγοπροβάτων θανατώνεται σε μικρή ηλικία (6 10 μηνών) (Εικόνα 5.25). Θα πρέπει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι τα ανατομικά μέλη που λαμβάνονται υπόψη στο πρώτο στάδιο είναι η ωμοπλάτη, η λεκάνη, η άνω κερκίδα και ο κάτω βραχίονας, τα οποία είτε υποαντιπροσωπεύονται στο δείγμα είτε φέρουν υψηλά ποσοστά δηγμάτων από σαρκοφάγα. Η πραγματική εικόνα, λοιπόν, ενδέχεται να έχει αλλοιωθεί από παράγοντες όπως είναι η ανάκτηση του υλικού και οι διαδικασίες μετασχηματισμού του δείγματος. Η γενική εικόνα που προκύπτει βάσει της συνοστέωσης υποδεικνύει ότι η πλειονότητα των αιγοπροβάτων θανατώνεται μετά την ηλικία των 2 ετών, ενώ ελάχιστα ζώα επιβιώνουν μέχρι τα 3,5 χρόνια. Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι στη μέθοδο προσδιορισμού της ηλικίας με 118

136 βάση τη συνοστέωση δε διαχωρίζονται τα οστά των προβάτων και των αιγών. Τα ηλικιακά στάδια προσδιορίζονται για το σύνολο των αιγοπροβάτων, των οποίων η διαχείριση ήταν ενδεχομένως διαφορετική μέχρι κάποια ηλικία, καθώς τα δύο είδη έχουν διαφορετικό ρυθμό ανάπτυξης. Με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα συνάγεται ότι στόχος της διαχείρισης των αιγών και των προβάτων ήταν η εκμετάλλευση του κρέατος, καθώς θανατώνονται στην ηλικία, κατά την οποία έχουν αποκτήσει το μέγιστο βάρος τους. Η συστηματική εκμετάλλευση του γάλακτος αποκλείεται ως πιθανότητα, καθώς δεν παρατηρείται υψηλό ποσοστό θνησιμότητας των πολύ νεαρών ζώων. Τα στοιχεία που αφορούν στο φύλο των αιγοπροβάτων είναι ελάχιστα και δεν παρέχουν επιπλέον πληροφορίες ως προς τη διαχείριση των δυο ειδών. Μπορεί, όμως, να υποτεθεί ότι τα μεγαλύτερα σε ηλικία ζώα είναι τα παραγωγικά θηλυκά, τα οποία έχουν ακόμα τη δυνατότητα να αναπαράγονται. Τα αρσενικά είναι πιθανό ότι σφάζονταν σε νεαρότερη ηλικία, καθώς η διατήρηση μεγάλου αριθμού αρσενικών δεν είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ισορροπίας στο κοπάδι, ενώ, παράλληλα, είναι δυνατό να δημιουργεί ανταγωνισμούς και επιθετικότητα μεταξύ των ατόμων. Όσον αφορά στους χοίρους, τα στοιχεία που προέκυψαν από τη φθορά της μασητικής επιφάνειας των δοντιών υποδεικνύουν μια σταδιακή μείωση του ποσοστού επιβίωσης από τους πρώτους μήνες της ζωής μέχρι την ηλικία των 2 ετών (Εικόνα 5.26). Πέρα από την ηλικία των 2 ετών κανένα ζώο δε φαίνεται να διατηρείται ζωντανό Κτήριο Ζ (Φάσεις 3 και 4) Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των χοίρων (%) A B C D E F Εικόνα 5.26 Κτήριο Ζ: Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των χοίρων (%) (n = 11) Ανάλογη είναι η εικόνα που προκύπτει από τη συνοστέωση των μακρών οστών των χοίρων, αν και εδώ η γενική εικόνα παραπέμπει στην παρουσία μεγαλύτερων σε ηλικία ζώων (Εικόνα 5.27). Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι η πλειονότητα των χοίρων θανατώνεται σε ηλικία 1 2 ετών, αλλά ένα πολύ μικρό ποσοστό αυτών επιβιώνει μέχρι την ηλικία των 3,5 ετών. 119

137 Κτήριο Ζ Βαθμός συνοστέωσης οστών χοίρων Στάδιο 1 (έως 12 μηνών) Στάδιο 2 (24-30 μηνών) Στάδιο 3 (36-42 μηνών) Εικόνα 5.27 Κτήριο Ζ: Βαθμός συνοστέωσης των οστών των χοίρων (n = 150) Σε γενικές γραμμές, οι χοίροι θανατώνονται σε μικρές ηλικίες με στόχο την κατανάλωση του κρέατος, δεδομένου ότι δεν παράγουν δευτερογενή προϊόντα. Η ηλικία των 1 2 ετών θεωρείται κατάλληλη για τη σφαγή τους, καθώς έχουν πλέον αποκτήσει ικανοποιητικό βάρος. Τα δεδομένα που προκύπτουν από τη φυλετική αντιπροσώπευση των χοίρων στο κτήριο Ζ είναι αποσπασματικά και δεν επιτρέπουν την εξαγωγή πιο συγκεκριμένων συμπερασμάτων σχετικά με τη διαχείρισή τους από τον άνθρωπο. Είναι πιθανό ότι τα μεγαλύτερα σε ηλικία ζώα είναι τα αρσενικά, που γενικά, προσφέρουν μεγαλύτερη ποσότητα κρέατος. Η διατήρηση πολλών θηλυκών δεν είναι απαραίτητη, καθώς οι χοίροι είναι ιδιαίτερα παραγωγικοί και γεννούν πολλά μικρά σε κάθε γέννα. Ωστόσο, αυτό παραμένει μια υπόθεση και τίποτα παραπάνω, εφόσον τα διαθέσιμα στοιχεία για τη φυλετική αντιπροσώπευση είναι ελάχιστα Δρόμος Χ1. Ο προσδιορισμός της ηλικίας των βοοειδών από το δρόμο Χ1 βασίστηκε στο βαθμό συνοστέωσης των μακρών οστών, καθώς τα δόντια που προέκυψαν από το χώρο αυτό ήταν ελάχιστα και ήταν αδύνατο να δημιουργηθούν καμπύλες θνησιμότητας. Όπως φαίνεται στην Εικόνα 5.28, τα στοιχεία που παρέχει η συνοστέωση των μακρών οστών είναι αρκετά προβληματικά. Συγκεκριμένα, παρατηρείται μια αύξηση του ποσοστού επιβίωσης των βοοειδών, η οποία ακολουθεί την αύξηση της ηλικίας των ζώων, και μια απότομη και ολοκληρωτική μείωση της επιβίωσης στο μηδέν μετά την ηλικία των 3 ετών. Η εικόνα αυτή είναι κάθε άλλο παρά αναμενόμενη και φανερώνει τις αδυναμίες της μεθόδου προσδιορισμού των ηλικιών με βάση τη συνοστέωση. Τα διάφορα ηλικιακά στάδια υπολογίζονται με βάση τη συνοστέωση ανατομικών μελών, που είτε υποαντιπροσωπεύονται στο δείγμα είτε έχουν επηρεαστεί έντονα από τη δράση των σαρκοφάγων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια πλασματική εικόνα. 120

138 Δρόμος Χ1 Βαθμός συνοστέωσης οστών βοοειδών Στάδιο 1 (7-10 μηνών) Στάδιο 2 (18 μηνών) Στάδιο 3 (24-36 μηνών) Στάδιο 4 (36-48 μηνών) Εικόνα 5.28 Δρόμος Χ1: Βαθμός συνοστέωσης των οστών των βοοειδών (n = 46) Γενικά, το δείγμα των οστών των βοοειδών από το δρόμο Χ1 είναι πολύ μικρό και δεν επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Το μόνο στοιχείο που σχετίζεται, ενδεχομένως, με τη διαχείριση των συγκεκριμένων ζώων είναι η απουσία ζωντανών ατόμων πέρα από την ηλικία των 3 ετών. Είναι σαφές ότι πιθανότατα θα υπήρχαν ζώα ηλικίας άνω των 3 ετών. Ωστόσο, η απουσία τους από το τέταρτο στάδιο υποδηλώνει ίσως μια τάση θανάτωσης των περισσότερων βοοειδών στην ηλικία αυτή, κατά την οποία το βάρος τους ήταν κατάλληλο για την προσφορά και κατανάλωση μεγάλης ποσότητας κρέατος. Οι πληροφορίες για το φύλο των ζώων απουσιάζουν, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την ανίχνευση των στρατηγικών διαχείρισης Δρόμος Χ1 (Φάση 4) Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των προβάτων (%) A B C D E F G H I Εικόνα 5.29 Δρόμος Χ1: Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των προβάτων (%) (n = 17) 121

139 Δρόμος Χ1 (Φάση 4) Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των αιγών (%) A B C D E F G H I Εικόνα 5.30 Δρόμος Χ1: Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των αιγών (%) (n = 10) Τα στοιχεία που προκύπτουν από τη φθορά των δοντιών των προβάτων υποδηλώνουν ότι η θανάτωση των ζώων σε πολύ νεαρή ηλικία δεν είναι μια συνηθισμένη πρακτική, καθώς ένα πολύ χαμηλό ποσοστό ατόμων σφάζεται σε ηλικία 6 12 μηνών (στάδια Β C) (Εικόνα 5.29). Οι θάνατοι σε νεαρή ηλικία ενδέχεται να οφείλονται σε φυσική θνησιμότητα ή στην αναγκαστική θανάτωση άρρωστων ή τραυματισμένων ζώων που δεν είναι πια χρήσιμα για τον άνθρωπο. Η πλειονότητα των προβάτων θανατώνεται σε ηλικία 1 2 ετών (στάδιο D), κατά την οποία έχουν αποκτήσει ικανοποιητικό βάρος για την εκμετάλλευση του κρέατος. Από την ηλικία των 2 ετών και πέρα παρατηρείται μια σταδιακή μείωση του ποσοστού επιβίωσης των ζώων, η οποία συνεχίζει μέχρι την ηλικία των 3 4 ετών (στάδιο F). Ελάχιστα ζώα παραμένουν ζωντανά μετά την ηλικία των 4 ετών, ενώ ορισμένα φαίνεται ότι φτάνουν σε πολύ προχωρημένες ηλικίες (πχ. 8 ετών). Η εικόνα που προκύπτει από τη φθορά της μασητικής επιφάνειας των δοντιών των αιγών είναι αρκετά διαφορετική από εκείνη των προβάτων (Εικόνα 5.30). Συγκεκριμένα, το ποσοστό επιβίωσης των αιγών παρουσιάζει μια σταδιακή μείωση από την ηλικία των 6 μηνών μέχρι τα 2 έτη (στάδια Β D). Έπειτα από την ηλικία των 2 ετών το σύνολο των ζώων παραμένει ζωντανό μέχρι τα 3 4 έτη (στάδιο F), οπότε και παρατηρείται μια απότομη πτώση στην καμπύλη θνησιμότητας. Μετά την ηλικία των 4 ετών καμία αίγα δεν εντοπίζεται στο δείγμα. Τα στοιχεία που αφορούν στη συνοστέωση των οστών των αιγοπροβάτων δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικά ως προς τον εντοπισμό των στρατηγικών διαχείρισής τους (Εικόνα 5.31). Τα δεδομένα της συνοστέωσης συγκλίνουν με τα αντίστοιχα των δοντιών όσον αφορά στην απουσία θανάτωσης των πολύ νεαρών ζώων, αλλά δεν παρέχουν μια σαφή εικόνα της ηλικιακής κατανομής των αιγοπροβάτων. Το γεγονός ότι λιγότερα ζώα φαίνεται να επιβιώνουν στο δεύτερο στάδιο σχετίζεται πιθανότατα με την ελλιπή ανάκτηση των φαλάγγων, η συνοστέωση των οποίων χρησιμοποιείται ως κριτήριο ένταξης των οστών στο συγκεκριμένο ηλικιακό στάδιο. Επίσης, η μείωση του ποσοστού επιβίωσης των αιγοπροβάτων δε φαίνεται να είναι τόσο απότομη όσο υποδηλώνεται από τη φθορά των δοντιών. Ο προσδιορισμός της ηλικίας βάσει της συνοστέωσης επηρεάζεται γενικά από τις μεθόδους ανάκτησης και τις διαδικασίες μετασχηματισμού 122

140 του δείγματος και, ως εκ τούτου, δε θεωρείται ιδιαίτερα ασφαλής ως μέθοδος. Το γεγονός ότι τα πρόβατα και οι αίγες συνυπολογίζονται στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μεθόδου περιπλέκει ακόμη περισσότερο την εικόνα, καθώς τα δύο είδη έχουν διαφορετικό ρυθμό ανάπτυξης. Δρόμος Χ1 Βαθμός συνοστέωσης οστών αιγοπροβάτων Στάδιο 1 (6-10 μηνών) Στάδιο 2 (13-16 μηνών) Στάδιο 3 (18-28 μηνών) Στάδιο 4 (30-42 μηνών) Εικόνα 5.31 Δρόμος Χ1: Βαθμός συνοστέωσης των οστών των αιγοπροβάτων (n = 309) Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, παρατηρείται ότι η διαχείριση τόσο των αιγών όσο και των προβάτων γίνεται με βασικό στόχο την εκμετάλλευση του κρέατος. Τα πρόβατα, τα οποία φτάνουν στο μέγιστο βάρος τους σε μικρότερη ηλικία, θανατώνονται κυρίως μεταξύ 1 2 ετών. Η πλειονότητα των αιγών, αντίθετα, επιβιώνει με μικρές διακυμάνσεις μέχρι την ηλικία των 3 ετών, οπότε και παρατηρείται η μεγαλύτερη πτώση στην καμπύλη θνησιμότητας. Η συστηματική εκμετάλλευση του γάλακτος δε φαίνεται να αποτελεί κύριο μέλημα των κατοίκων της Τούμπας, καθώς ελάχιστα ζώα θανατώνονται σε πολύ νεαρή ηλικία για να αποδεσμεύσουν το γάλα των θηλυκών για ανθρώπινη χρήση. Η παρουσία ορισμένων προβάτων πολύ προχωρημένης ηλικίας σχετίζεται ενδεχομένως με τη διατήρηση των πολύ παραγωγικών θηλυκών για τους σκοπούς της αναπαραγωγής, κάτι που προκύπτει και από την κυριαρχία των θηλυκών προβάτων στο δείγμα. Η παρουσία, ωστόσο, και κάποιων αρσενικών δεν αποκλείει εντελώς την πιθανότητα της εκμετάλλευσης ορισμένων ζώων για το μαλλί τους. Όσον αφορά στους χοίρους, τα στοιχεία της φθοράς των δοντιών της κάτω γνάθου καταδεικνύουν μια σταδιακή μείωση του ποσοστού επιβίωσης από τη γέννησή τους μέχρι την ηλικία των 2 3 ετών (στάδιο Ε) (Εικόνα 5.32). Από την ηλικία των 6 μηνών φαίνεται ότι η σφαγή των χοίρων γίνεται πιο έντονη, ενώ η πλειονότητα των ζώων έχει θανατωθεί μέχρι την ηλικία των 1 2 ετών (στάδιο D). Η εικόνα που προκύπτει από το βαθμό συνοστέωσης των οστών των χοίρων συγκλίνει γενικά με την αντίστοιχη των δοντιών. Και σε αυτήν την περίπτωση παρατηρείται ότι τα περισσότερα ζώα σφάζονται μεταξύ 1 2 ετών, ενώ κανένας χοίρος δεν ανήκει σε ηλικία μεγαλύτερη των 2,5 ετών (Εικόνα 5.33). 123

141 Δρόμος Χ1 (Φάση 4) Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των χοίρων (%) A B C D E F Εικόνα 5.32 Δρόμος Χ1: Ηλικιακή κατανομή και καμπύλη θνησιμότητας των χοίρων (%) (n = 14) Δρόμος Χ1 Βαθμός συνοστέωσης οστών χοίρων Στάδιο 1 (έως 12 μηνών) Στάδιο 2 (24-30 μηνών) Στάδιο 3 (36-42 μηνών) Εικόνα 5.33 Δρόμος Χ1: Βαθμός συνοστέωσης των οστών των χοίρων (n = 174) Τα παραπάνω στοιχεία υποδηλώνουν ότι η διαχείριση των χοίρων στοχεύει αποκλειστικά στην εκμετάλλευση του κρέατος, κάτι που είναι απόλυτα λογικό, καθώς οι χοίροι δεν παράγουν δευτερογενή προϊόντα. Τα περισσότερα ζώα σφάζονται σε ηλικία 1 2 ετών, όταν έχουν φτάσει σε ικανοποιητικό βάρος και η θανάτωσή τους θεωρείται συμφέρουσα. Τα λιγοστά άτομα που επιβιώνουν σε μεγαλύτερη ηλικία είναι ενδεχομένως τα αρσενικά που, ως μεγαλύτερα, προσφέρουν περισσότερο κρέας. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται και από τα δεδομένα της φυλετικής αντιπροσώπευσης, καθώς φαίνεται ότι οι αρσενικοί χοίροι υπερτερούν έναντι των θηλυκών. 124

142 6. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 6.1 Γενικές παρατηρήσεις. Η παρουσίαση και ανάλυση του ζωοαρχαιολογικού υλικού της Τούμπας Θεσσαλονίκης επιχειρεί να συμβάλει στην κατανόηση της ανθρώπινης δράσης μέσα από τη μελέτη των οστών των ζώων. Οι καθημερινές πρακτικές των κατοίκων, η παρασκευή και η κατανάλωση της τροφής και οι στρατηγικές διαχείρισης των ζώων αποτέλεσαν το αντικείμενο διερεύνησης της παρούσας εργασίας, με στόχο να καταδειχθούν οι ομοιότητες και οι διαφορές ανάμεσα στους χώρους και τις χρονολογικές περιόδους που εξετάστηκαν. Το υλικό που μελετήθηκε προήλθε από τρεις χώρους του οικισμού, καθένας από τους οποίους εντάσσεται σε διαφορετικό πλαίσιο χρήσης. Συγκεκριμένα, μελετήθηκαν οστά από τον απορριμματικό χώρο της θέσης (τομή 761), καθώς και από ορίζοντες χρήσης και κατοίκησης στο εσωτερικό του οικισμού (κτήριο Ζ, δρόμος Χ1). Επιπλέον, στάθηκε δυνατό να διερευνηθεί η διαχείριση των ζώων σε βάθος χρόνου, καθώς τα οστά που αναλύθηκαν προέρχονται από επιχώσεις που καλύπτουν μια μεγάλη περίοδο, από τη ΜΕΧ μέχρι την ύστερη ΥΕΧ. Κατά την ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε μια σειρά μεθοδολογικών εργαλείων, τα οποία επιχείρησαν, στο πλαίσιο μιας ανάδρομης ερευνητικής πορείας, να εντοπίσουν τους παράγοντες φυσικούς και ανθρωπογενείς που επηρέασαν τη διαμόρφωση του υπό ανάλυση δείγματος. Πρώτα από όλα, κρίθηκε απαραίτητο να ελεγχθεί η επάρκεια του ζωοαρχαιολογικού δείγματος, καθώς η ανασκαφική διαδικασία και οι μέθοδοι συλλογής και ανάκτησης του υλικού είναι καθοριστικές για την ποιότητα και το μέγεθος του δείγματος που φτάνει στα χέρια του ζωοαρχαιολόγου. Τα δεδομένα έδειξαν ότι η αφαίρεση των ανασκαφικών ενοτήτων έγινε με ιδιαίτερη προσοχή στην Τούμπα, δεδομένου ότι ένα μικρό μόνο ποσοστό οστών καταστράφηκε από την αρχαιολογική σκαπάνη. Το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα σύγχρονα σπασίματα εντοπίστηκαν στο υλικό της τομής 761 οφείλεται πιθανότατα στο είδος των επιχώσεων του συγκεκριμένου χώρου, στον οποίο η ανασκαφική διαδικασία φαίνεται ότι προχώρησε με πιο εντατικούς ρυθμούς. Από την άλλη, η μέθοδος ανάκτησης του υλικού με το χέρι και το ξεροκόσκινο οδήγησε στην υποαντιπροσώπευση των μικρότερων σε μέγεθος οστών, κάποια από τα οποία χάθηκαν, ενώ κάποια άλλα βρίσκονται ενδεχομένως στα δείγματα της επίπλευσης. Το γεγονός ότι δεν έχει γίνει προς το παρόν διαλογή σε κανένα από τα δείγματα της επίπλευσης των τριών χώρων που εξετάζονται, καθιστά δύσκολη την αξιολόγηση του δείγματος, καθώς παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο κάποια από τα οστά που δεν ανακτήθηκαν στο πεδίο να περιλαμβάνονται στα δείγματα του νεροκόσκινου. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, η μέθοδος συλλογής και ανάκτησης είναι ένας μόνο από τους παράγοντες που μπορούν να μετασχηματίσουν ένα ζωοαρχαιολογικό δείγμα και σε καμια περίπτωση δεν είναι η μοναδική υπεύθυνη για την απώλεια των οστών. Η ταξινομική αντιπροσώπευση των ειδών συνηγορεί υπέρ της κυριαρχίας των οικόσιτων ζώων σε όλους τους χώρους και τις φάσεις που εξετάζονται. Συγκεκριμένα, τόσο κατά τη ΜΕΧ (τομή 761) όσο και κατά την πρώιμη (τομή 761) και ύστερη ΥΕΧ (κτήριο Ζ, δρόμος Χ1) κυριαρχούν τα αιγοπρόβατα. Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η παρουσία μεγάλου αριθμού βοοειδών στο δείγμα της ΜΕΧ, 125

143 παρουσία που σταδιακά μειώνεται με το πέρασμα στις επόμενες φάσεις. Ωστόσο, η εικόνα αυτή είναι πιθανό να οφείλεται όχι τόσο στις διαφορές μεταξύ των χρονολογικών περιόδων, αλλά στο γεγονός ότι το υλικό της ΜΕΧ προέρχεται από τον απορριμματικό χώρο του οικισμού. Η υπόθεση αυτή επιβεβαιώνεται, εν μέρει, από τα δεδομένα του κτηρίου Μ, στο οποίο η αντιπροσώπευση των βοοειδών δε μεταβάλλεται με το πέρασμα από τη ΜΕΧ στην ΥΕΧ (Κωνσταντινίδου 2001, 87). Η μειωμένη παρουσία των βοοειδών κατά την ΥΕΧ, λοιπόν, είναι δυνατό να οφείλεται στην απόρριψη των οστών των συγκεκριμένων ζώων σε κάποιο σημείο εκτός οικισμού, όπως συνέβαινε και στην προηγούμενη περίοδο. Τα οστά των υπόλοιπων οικόσιτων ζώων από το ζωοαρχαιολογικό σύνολο που αναλύθηκε ανήκουν σε σκύλους, άλογα και γαϊδούρια. Η κατανάλωση του κρέατος των σκύλων δε φαίνεται να αποτελούσε καθημερινή πρακτική για τους κατοίκους της Τούμπας, καθώς μόνο ένα οστό έφερε ίχνη κοπής. Τα δεδομένα του κτηρίου Α, ωστόσο, έδειξαν ότι οι σκύλοι συμπεριλαμβάνονταν στη διατροφή των κατοίκων, πρακτική που εντοπίζεται και σε άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου κατά την Εποχή του Χαλκού (Snyder & Klippel 2003, , Βασιλειάδου 2009, 112). Ο εντοπισμός ενός μόνο οστού σκύλου με ίχνη κοπής στο ζωοαρχαιολογικό σύνολο που μελετήθηκε για τους σκοπούς της παρούσας εργασίας, μπορεί να σχετίζεται με τις μεθόδους ανάκτησης του υλικού ή με την κατανάλωση του εν λόγω είδους σε συγκεκριμένα μέρη του οικισμού. Τέλος, τα οστά των αλόγων και των γαϊδουριών είναι ελάχιστα. Ίχνη κοπής εντοπίστηκαν στα οστά και των δυο ειδών, αποδεικνύοντας έτσι την κατανάλωσή τους ή την επεξεργασία τους για την εκμετάλλευση άλλων προϊόντων, όπως το δέρμα και η τρίχα. Είναι, επίσης, εξίσου πιθανό ότι τα άλογα και τα γαϊδούρια χρησιμοποιούνταν και ως υποζύγια, εξυπηρετώντας τον άνθρωπο στις καθημερινές του εργασίες. Η παραπάνω πρόταση κινείται, όμως, στο επίπεδο της υπόθεσης, δεδομένου ότι δεν εντοπίστηκαν ίχνη παθήσεων που να αποδεικνύουν την καταπόνηση των οστών. Η εικόνα που εμφανίζει η αντιπροσώπευση των άγριων ειδών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς εντοπίζονται διαφορές ως προς την παρουσία τους στους χώρους και τις φάσεις που εξετάζονται. Κατά τη ΜΕΧ (τομή 761) τα άγρια είδη είναι σαφώς περισσότερα σε σύγκριση με τις επόμενες περιόδους. Η διαφορά αυτή εντοπίζεται περισσότερο στην περίπτωση των ελαφοειδών, η παρουσία των οποίων φαίνεται να εκφυλίζεται κατά την ΥΕΧ. Η εικόνα αυτή αποτυπώνει μια ανομοιογένεια, η οποία οφείλεται μάλλον στις διαφορετικές χρονολογικές περιόδους και όχι στο χαρακτήρα των χώρων που εξετάζονται, καθώς ανάλογη μείωση των ελαφοειδών παρατηρείται και στην περίπτωση του κτηρίου Μ κατά την ΥΕΧ (Κωνσταντινίδου 2001, 87). Φαίνεται, λοιπόν, ότι το κυνήγι των ελαφοειδών διαδραματίζει σημαντικό ρόλο κατά τη ΜΕΧ, ενώ η σημασία του μειώνεται κατά την ΥΕΧ. Η μεταβολή αυτή συνδέεται πιθανότατα με την αποψίλωση των δασών που λαμβάνει χώρα μετά τα μέσα της 2 ης χιλιετίας π.χ., οπότε γίνεται μια εκκαθάριση του τοπίου για τη δημιουργία βοσκότοπων. Είναι, λοιπόν, πιθανό ότι τα ελαφοειδή, τα οποία ζουν σε δασώδη περιβάλλοντα, εξαφανίζονται από την εγγύτερη περιοχή της Τούμπας κατά την ΥΕΧ. Φαίνεται ότι κατά την ΥΕΧ το τοπίο της Τούμπας χαρακτηρίζεται από ανοιχτές εκτάσεις και ότι το κυνήγι των ελαφοειδών αποτελεί μια δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα σε αμομακρυσμένα από τον οικισμό δάση. Από τα υπόλοιπα άγρια είδη, τα υψηλότερα ποσοστά εμφάνισης παρουσιάζει ο λαγός. Το μικρό μέγεθος του λαγού επιτρέπει την είσοδο ολόκληρου του ζώου στον οικισμό, με σκοπό την κατανάλωση του κρέατός του και την επεξεργασία της γούνας του. Οι αλεπούδες, οι αγριόχοιροι, το Bos primigenius και 126

144 τα λιοντάρια αντιπροσωπεύονται από ελάχιστα οστά στο ζωοαρχαιολογικό υλικό, με αποτέλεσμα να παρέχουν μια αποσπασματική εικόνα. Φαίνεται ότι τα συγκεκριμένα είδη δε θηρεύονταν συστηματικά και η κατανάλωση και εκμετάλλευσή τους ήταν περιστασιακή. Η παρουσία των λιονταριών αποτελεί μια ειδική περίπτωση και, ως εκ τούτου, θα συζητηθεί εκτενέστερα στη συνέχεια. Η εξέταση των δηγμάτων των σαρκοφάγων στα οστά του ζωοαρχαιολογικού συνόλου που αναλύθηκε, έδειξε ότι η επίδραση του συγκεκριμένου ταφονομικού παράγοντα ήταν υπαρκτή, αλλά όχι καταλυτική. Τόσο στην τομή 761 (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ) όσο και στο κτήριο Ζ και το γειτονικό δρόμο Χ1 (ύστερη ΥΕΧ) εντοπίστηκαν υψηλά ποσοστά δηγμάτων από σκύλους, η δράση των οποίων επηρέασε την εικόνα της αντιπροσώπευσης των τριών κύριων οικόσιτων ειδών (βοοειδή, χοίροι, αιγοπρόβατα). Ωστόσο, οι αποκλίσεις από το διάγραμμα του Brain (βλ. κεφ. 5) στην περίπτωση των αιγοπροβάτων και τα ποσοστά των κυλινδρικών διαφύσεων για τα τρία οικόσιτα είδη υποδηλώνουν ότι η διαμόρφωση της τελικής εικόνας δεν οφείλεται μόνο σε μεταποθετικές διαδικασίες μετασχηματισμού. Με άλλα λόγια, έγινε αντιληπτό ότι και άλλοι προαποθετικοί, ανθρωπογενείς παράγοντες επέδρασαν στη δημιουργία του ζωοαρχαιολογικού συνόλου. Έπειτα από τη μελέτη της επίδρασης των σαρκοφάγων στο δείγμα, η ανάλυση στράφηκε στην εξέταση των ανθρωπογενών παραγόντων μετασχηματισμού του ζωοαρχαιολογικού υλικού και, συγκεκριμένα, στις πρακτικές τροφοπαρασκευής και κατανάλωσης των οικόσιτων ζώων. Ο βαθμός πληρότητας και θρυμματισμού των οστών έδωσε στοιχεία για την κατανάλωση του κρέατος και του μεδουλιού των οικόσιτων ειδών. Σε γενικές γραμμές, φαίνεται ότι στο σύνολο των χώρων και των φάσεων που εξετάστηκαν καταναλώνεται το κρέας και των τριών ειδών (βοοειδή, χοίροι, αιγοπρόβατα). Διαφοροποιήσεις παρατηρήθηκαν, όμως, ως προς την απόσπαση του μεδουλιού μεταξύ των ειδών. Συγκεκριμένα, η εξαγωγή του μεδουλιού αποτελεί μια πρακτική που εφαρμόζεται κυρίως στα οστά των βοοειδών, κάτι που είναι αναμενόμενο αν αναλογιστεί κανείς το μεγάλο μέγεθος των ζώων αυτών. Στους χοίρους ακολουθείται μια συνδυαστική πρακτική, κατά την οποία ορισμένα οστά απορρίπτονται ολόκληρα χωρίς περαιτέρω επεξεργασία, ενώ άλλα υφίστανται κατεργασία για την εξαγωγή μεδουλιού. Τα αιγοπρόβατα, τέλος, φαίνεται ότι έχουν υποστεί εντονότερα την επίδραση ταφονομικών παραγόντων (πχ. σαρκοφάγα και ποδοπάτημα), με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν μια πιο σύνθετη εικόνα. Απομονώνοντας, ωστόσο, την επίδραση των παραπάνω παραγόντων, προκύπτει ότι και τα ζώα αυτά αποτελούσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης τόσο για το κρέας τους όσο και για το μεδούλι τους. Τέλος, ο βαθμός πληρότητας και θρυμματισμού των οστών δεν παρουσιάζει χωρικές ή χρονικές διαφοροποιήσεις. Τα ίχνη καύσης που εντοπίστηκαν στο υπό ανάλυση ζωοαρχαιολογικό δείγμα υποδεικνύουν ότι τα οστά κάηκαν κατά τη διαδικασία της τροφοπαρασκευής. Το χαρακτηριστικό μαύρο χρώμα και η διάταξη των ιχνών στην επιφάνεια των οστών παραπέμπουν στην επαφή με μέτριας θερμοκρασίας φωτιά κατά την παρασκευή των γευμάτων. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ενώ τα καμένα οστά της τομής 761 (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ) και του δρόμου Χ1 (ύστερη ΥΕΧ) ανήκουν τόσο σε οικόσιτα όσο και σε άγρια είδη, στο κτήριο Ζ (ύστερη ΥΕΧ) τα οστά που φέρουν ίχνη καύσης ανήκουν μόνο στα τρία κύρια οικόσιτα είδη (βοοειδή, χοίροι, αιγοπρόβατα). Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ένα καμένο οστό αγριόχοιρου από το εσωτερικό του κτηρίου Ζ. Αν και τα υπάρχοντα δεδομένα είναι ελάχιστα, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει 127

145 ότι η ανομοιογενής αυτή εικόνα σχετίζεται ενδεχομένως με επιλογές ως προς τα είδη που καταναλώνονται «μέσα» και «έξω» από την οικία, κάτι που θα συζητηθεί παρακάτω. Η μελέτη της τροφοπαρασκευής και της κατανάλωσης συνεχίστηκε με την εξέταση των ιχνών κοπής στα οστά του ζωοαρχαιολογικού συνόλου. Τα δεδομένα της τομής 761 δείχνουν ότι κατά τη ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ υπάρχει μια διαφορετική μεταχείριση της τροφής, ανάλογα με το είδος του ζώου. Συγκεκριμένα, προκύπτει ότι τα ζώα μεγάλου μεγέθους (βοοειδή και μεγάλοι σε ηλικία χοίροι) διαμελίζονται και αποστεώνονται ώστε να δημιουργήσουν μικρές μερίδες, οι οποίες ανταλλάσσονται μεταξύ των νοικοκυριών ή καταναλώνονται στο πλαίσιο μικρών συγκεντρώσεων ανθρώπων. Τα αιγοπρόβατα, αντίθετα, φαίνεται ότι καταναλώνονται από τα μέλη ενός νοικοκυριού, όπως υποδεικνύει το ποσοστό των κοπών στα οστά τους και το μικρό μέγεθός τους. Τα στοιχεία του κτηρίου Ζ της ύστερης ΥΕΧ καταδεικνύουν μια διαφορετική μεταχείριση, τουλάχιστον όσον αφορά στα βοοειδή. Αν και τα σχετικά δεδομένα είναι αποσπασματικά, είναι πιθανό ότι το χαμηλό ποσοστό κοπών στα οστά των βοοειδών οδηγεί στη δημιουργία μεγάλων μερίδων κρέατος που καταναλώνονται συλλογικά από μεγάλες ομάδες ανθρώπων, στο πλαισιο ειδικών περιστάσεων. Οι χοίροι και τα αιγοπρόβατα αποτελούν μέρος της οικιακής κατανάλωσης και καλύπτουν τις ανάγκες του νοικοκυριού. Τα δεδομένα του δρόμου Χ1 (ύστερη ΥΕΧ), από την άλλη, παρέχουν ενδείξεις για την ύπαρξη μιας διαφορετικής «κουζίνας» στην περίπτωση των χοίρων και των αιγοπροβάτων. Οι διαφορές που εντοπίζονται στη συχνότητα διαμελισμού και αποστέωσης των δύο ειδών ίσως υπαγορεύεται από την ύπαρξη διαφορετικών μαγειρικών μεθόδων, που απαιτούν αναλόγως τη δημιουργία μικρότερων ή μεγαλύτερων μερίδων κρέατος. Ωστόσο, δεν αποκλείεται το κρέας των μεγαλύτερων σε ηλικία και μέγεθος χοίρων να αποτελούσε αντικείμενο ανταλλαγής μεταξύ των νοικοκυριών, όπως συνέβαινε κατά την προηγούμενη περίοδο. Όσον αφορά στα βοοειδή, η εικόνα που παρέχουν τα δεδομένα του δρόμου Χ1 είναι ανάλογη με εκείνη του κτηρίου Ζ, όπου μεγάλες μερίδες κρέατος καταναλώνονται από μεγάλες ομάδες ανθρώπων (Halstead 2007, Isaakidou 2007) Σε γενικές γραμμές, η εικόνα που προκύπτει από την ύστερη ΥΕΧ (κτήριο Ζ και δρόμος Χ1) δε διαφοροποιείται από την αντίστοιχη του κτηρίου Α, όπου τα βοοειδή αποτελούν αντικείμενο συλλογικής κατανάλωσης και τα μικρότερα οικόσιτα είδη καταναλώνονται σε οικιακό επίπεδο, με διαφοροποιήσεις ίσως ως προς τον τρόπο μαγειρέματος (Βασιλειάδου 2009, 75-77). Η κατάσταση, όμως, φαίνεται ότι είναι διαφορετική στις προηγούμενες περιόδους (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ), καθώς απουσιάζουν τα στοιχεία για την ύπαρξη συλλογικής κατανάλωσης μεγάλης κλίμακας. Παρόλα αυτά, το κρέας παίζει ενεργό ρόλο στη διαπραγμάτευση των κοινωνικών σχέσεων τόσο στη ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ όσο και στην επόμενη περίοδο. Η ανταλλαγή του κρέατος των μεγάλων ζώων κατά τις πρώιμες περιόδους τονίζει την αμοιβαιότητα μεταξύ των νοικοκυριών, ενώ η συλλογική κατανάλωσή του κατά την ύστερη ΥΕΧ λαμβάνει χώρα σε ένα πλαίσιο διαπραγμάτευσης της συλλογικης ταυτότητας και ενίσχυσης των δεσμών μεταξύ των μελών της κοινότητας. Παράλληλα, η αυτάρκεια και ανεξαρτησία του νοικοκυριού τονίζεται μέσα από την κατανάλωση μικρότερων ειδών σε οικιακό επίπεδο σε όλες τις φάσεις που εξετάζονται (Halstead 2007). Τέλος, είναι σημαντικό ότι, όπως και στην περίπτωση της καύσης, τα οστά του κτηρίου Ζ που φέρουν ίχνη κοπής ανήκουν μόνο στα τρία οικόσιτα είδη (βοοειδή, χοίροι, αιγοπρόβατα). Με μια πρώτη ματιά, παρατηρείται, λοιπόν, μια πιθανώς εσκεμμένη διάκριση μεταξύ οικόσιτου και άγριου, εσωτερικού και 128

146 εξωτερικού χώρου. Με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα, φαίνεται ότι τα άγρια είδη καταναλώνονταν εκτός του κτηρίου Ζ, στο πλαίσιο ενός πρακτικού ή/και ιδεολογικού διαχωρισμού μεταξύ «εξημερωμένου» και «άγριου», «μέσα» και «έξω». Το γεγονός ότι μόνο δυο οστά άγριων ειδών έφεραν ίχνη κοπής στο ζωοαρχαιολογικό υλικό του κτηρίου Α παραπέμπει ενδεχομένως σε μια ανάλογη διάκριση (Βασιλειάδου 2009, 74). Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι τα οστά άγριων ειδών που εντοπίστηκαν στο εσωτερικό του κτηρίου Ζ είναι ελάχιστα συγκριτικά με εκείνα των οικόσιτων και, συνεπώς, η παραπάνω πρόταση διατυπώνεται με μεγάλη επιφύλαξη. Έχοντας εξετάσει τους προαποθετικούς και μεταποθετικούς παράγοντες μετασχηματισμού του ζωοαρχαιολογικού δείγματος, η ανάλυση στράφηκε στη διερεύνηση των στρατηγικών διαχείρισης των ζώων, μέσα από τη μελέτη της φυλετικής αντιπροσώπευσης και της ηλικίας θανάτωσης των οικόσιτων ειδών. Τα περισσότερα στοιχεία για τη θνησιμότητα των νεογνών προέκυψαν από την τομή 761 της ΜΕΧ. Σε γενικές γραμμές φαίνεται ότι από τα τρία οικόσιτα είδη, μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό θανατώνεται σε πολύ μικρή ηλικία, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κατανάλωση των νεογνών δεν αποτελούσε πάγια πρακτική των κατοίκων της Τούμπας. Ανάλογη εικόνα προκύπτει και από τα αποσπασματικά δεδομένα του κτηρίου Ζ και του δρόμου Χ1 για την ύστερη ΥΕΧ. Το μόνο συμπέρασμα που μπορεί να προταθεί με σχετική ασφάλεια είναι ότι κάποια, τουλάχιστον, από τα ζώα διατηρούνται μέσα στον οικισμό, καθώς γεννούν εντός των ορίων του. Όσον αφορά στις ηλικίες θανάτωσης των οικόσιτων ειδών, τα στοιχεία που προέκυψαν από τη φθορά της μασητικής επιφάνειας των δοντιών και από τη συνοστέωση των μακρών οστών δεν καταδεικνύουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των χώρων και των φάσεων που εξετάζονται. Τα βοοειδή θανατώνονται σε προχωρημένες ηλικίες, ενώ απουσιάζουν οι ενδείξεις για συστηματική εκμετάλλευση του γάλακτός τους. Τα ζώα που διατηρούνται σε μεγάλη ηλικία είναι στην πλειονότητά τους θηλυκά και εξασφαλίζουν έτσι την αναπαραγωγή του κοπαδιού. Επίσης, τα ίχνη παθήσεων που εντοπίστηκαν σε ορισμένα οστά βοοειδών, υποδεικνύουν ότι κάποια τουλάχιστον από τα ζώα παρείχαν την ελκτική τους δύναμη κατά την εκτέλεση γεωργικών εργασιών, σέρνοντας άμαξες ή αλέτρι. Τα βοοειδή θανατώνονται σε ηλικία κατά την οποία έχουν πλέον αποκτήσει ικανοποιητικό βάρος για την απόσπαση του κρέατος και η προσφορά τους στην παραγωγική και αναπαραγωγική διαδικασία έχει ολοκληρωθεί. Όσον αφορά στα αιγοπρόβατα, παρατηρείται μια σαφής τάση εκμετάλλευσης του κρέατος. Τόσο οι αίγες όσο και τα πρόβατα θανατώνονται σε ηλικίες κατά τις οποίες το βάρος τους είναι ικανοποιητικό για κατανάλωση, ενώ απουσιάζουν τα στοιχεία εκείνα που υποδηλώνουν συστηματική εκμετάλλευση του γάλακτος (πχ. θανάτωση πολύ νεαρών αρσενικών). Κάποια ζώα (κυρίως θηλυκά) διατηρούνται σε μεγαλύτερες ηλικίες για την κάλυψη των αναπαραγωγικών αναγκών. Ωστόσο, η εικόνα που προκύπτει από τις ηλικίες θανάτωσης των αιγοπροβάτων παραπέμπει σε μια μικτή στρατηγική διαχείρισης, στο πλαίσιο της οποίας γίνεται εκμετάλλευση και κάποιων δευτερογενών προϊόντων (γάλα, μαλλί), όχι, όμως, σε συστηματική βάση. Οι χοίροι, τέλος, σφάζονται σε νεαρές ηλικίες, καθώς αποκτούν το μέγιστο βάρος τους σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα σε σχέση με τα μηρυκαστικά. Μοναδικός στόχος της θανάτωσης των χοίρων είναι η εκμετάλλευση του κρέατος, δεδομένου ότι δεν παράγουν δευτερογενή προϊόντα. Τα 129

147 δεδομένα που προκύπτουν από τη φυλετική αντιπροσώπευση δείχνουν ότι η πλειονότητα των χοίρων είναι γένους αρσενικού, κάτι που είναι αναμενόμενο αν αναλογιστεί κανείς ότι τα αρσενικά παρέχουν γενικά μεγαλύτερη ποσότητα κρέατος. Η διατήρηση ορισμένων θηλυκών σε μεγαλύτερες ηλικίες για αναπαραγωγικούς λόγους είναι, ωστόσο, μια πιθανότητα που δεν μπορεί να αποκλειστεί. Σε γενικές γραμμές, η εικόνα της διαχείρισης των οικόσιτων ειδών δε μεταβάλλεται με το πέρασμα από τη ΜΕΧ στην ΥΕΧ. Οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στην περίπτωση της θανάτωσης των αιγών μεταξύ της τομής 761 (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ) και του δρόμου Χ1 (ύστερη ΥΕΧ) οφείλονται πιθανότατα στο μικρό μέγεθος του δείγματος του δρόμου και δεν αντανακλούν κάποια πραγματική διαφορά. Εξάλλου, ανάλογη εικόνα προκύπτει και από τα δεδομένα του κτηρίου Μ, όπου οι διαφοροποιήσεις ως προς τη στρατηγική διαχείρισης των ζώων μεταξύ των δύο περιόδων είναι ελάχιστες (Κωνσταντινίδου 2001, 92-95). Όσον αφορά στην ύστερη ΥΕΧ τα δεδομένα του κτηρίου Ζ και του δρόμου Χ1 συγκλίνουν, σε γενικές γραμμές, με τα αντίστοιχα του κτηρίου Α, όπου η διαχείριση των οικόσιτων ειδών ακολουθεί μια παρόμοια στρατηγική (Βασιλειάδου 2009, ). Συνοψίζοντας, φαίνεται ότι τα οικόσιτα είδη αποτελούσαν σημαντικό τμήμα της καθημερινότητας των κατοίκων της Τούμπας. Τα αιγοπρόβατα αποτελούσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης όχι μόνο για το κρέας τους, αλλά και για τα δευτερογενή τους προϊόντα (γάλα, μαλλί). Η εκμετάλλευση των δευτερογενών προϊόντων δε φαίνεται να είναι συστηματική οπωσδήποτε, όμως, ήταν γνωστή και εφαρμοζόταν ως ένα βαθμό από τους κατοίκους της Τούμπας. Η υπεροχή των προβάτων έναντι των αιγών υποδεικνύει ότι τα κοπάδια ήταν μικρά και φυλάσσονταν κοντά σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις, τις οποίες λίπαιναν, ταυτόχρονα, με την κοπριά τους (Halstead 2006, 45-46). Τη μεγαλύτερη ποσότητα κρέατος παρείχαν οι χοίροι, οι οποίοι έχουν το πλεονέκτημα της γρήγορης απόκτησης βάρους και της συχνής αναπαραγωγής. Τέλος, ο μικρός αριθμός των βοοειδών που εντοπίστηκε στο εσωτερικό του οικισμού, σε συνδυασμό με το πλήθος των σχετικών ενδείξεων από τον απορριμματικό χώρο της τομής 761, υποδηλώνει ότι τα περισσότερα από τα ζώα αυτά διατηρούνταν σε κάποιο σημείο εκτός των ορίων της θέσης. Τα βοοειδή παρείχαν την ελκτική τους δύναμη κατά τις γεωργικές εργασίες και θανατώνονταν όταν ο παραγωγικός τους κύκλος είχε πλέον ολοκληρωθεί. Η αρχική επεξεργασία του κρέατός τους γινόταν πιθανότατα σε κάποιο χώρο εκτός οικισμού που δεν έχει ακόμα διερευνηθεί και μόνο κάποια τμήματα του ζώου έφταναν στη θέση για κατανάλωση. Στην υπόθεση αυτή οδηγεί ο εντοπισμός πολλών οστών κρανίου, κεράτων και σπονδύλων στις επιχώσεις της τομής 761. Από τα υπόλοιπα οικόσιτα ζώα, ο σκύλος αποτελούσε πιθανότατα σύντροφο του ανθρώπου ή φύλακα των κοπαδιών, καθώς τα στοιχεία για την κατανάλωσή του είναι ελάχιστα. Τα άλογα και τα γαϊδούρια, τέλος, εξυπηρετούσαν ενδεχομένως ανάγκες έλκυσης ή μεταφοράς. Ο εντοπισμός μιας ποικιλίας οικόσιτων ειδών, με διαφορετικές διατροφικές ανάγκες και παραγωγή διαφορετικών προϊόντων συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης μιας μικρής κλίμακας, μικτής παραγωγής στον οικισμό της Τούμπας, κάτι που ενισχύεται και από τη μελέτη των αρχαιοβοτανικών δεδομένων της θέσης (Κοτσαχρήστου 2008). Οι κάτοικοι φαίνεται ότι εκμεταλλεύονται πλήρως το άμεσο περιβάλλον της θέσης, ενώ παράλληλα προνοούν για την περίπτωση επικράτησης δυσμενών συνθηκών, μέσα από τη διατήρηση διαφορετικών ειδών ζώων. Τα οικόσιτα ζώα, έχουν, ωστόσο και έντονη κοινωνική σημασία : ως μέσα έμμεσης αποθήκευσης της παραγωγής κινητοποιούν κοινωνικές υποχρεώσεις μεταξύ των νοικοκυριών, σε 130

148 έκτακτες περιπτώσεις αποτυχίας της σοδειάς. Εξάλλου, φαίνεται ότι η κατανάλωση του κρέατος μεγάλων ζώων λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μεγάλων συναθροίσεων, καθώς είναι, μάλλον, αδύνατο τα μέλη ενός νοικοκυριού να κατανάλωναν τόσο μεγάλες ποσότητες τροφής (Halstead 2006,44). Η αποψίλωση των δασικών εκτάσεων που λαμβάνει χώρα μετά τα μέσα της 2 ης χιλιετίας π.χ. δεν πρέπει να συνδεθεί, στην περίπτωση της Τούμπας, με την υιοθέτηση ενός συστήματος εκτεταμένων γεωργοκτηνοτροφικών πρακτικών. Η διατήρηση πολλών ειδών οικόσιτων ζώων, σε συνδυασμό με τη συμπληρωματική μόνο εκμετάλλευση των δευτερογενών προϊόντων, υποδεικνύει ότι κύριο μέλημα των κατοίκων ήταν η γεωργία. Η κτηνοτροφία έπαιζε, στο πλαίσιο αυτό, έναν επικουρικό ρόλο, εξασφαλίζοντας την επιβίωση σε δύσκολους καιρούς και κινητοποιώντας την αμοιβαιότητα και τη διαπραγμάτευση των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των μελών της κοινότητας (Halstead 1989, 40, Halstead 2000). 6.2 Η περίπτωση των λεόντων. Ο εντοπισμός 3 οστών λιονταριού στις επιχώσεις της τομής 761 αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση για τα ελληνικά αρχαιολογικά δεδομένα της Εποχής του Χαλκού. Η παρουσία λεόντων στον ελλαδικό χώρο επιβεβαιώνεται από τις γραπτές πηγές της αρχαιότητας, αλλά τα οστά τους αποτελούν σπανιότατο, μέχρι στιγμής, εύρημα. Συγκεκριμένα, λιοντάρια αναφέρονται στην Ιλιάδα του Ομήρου για να χαρακτηρίσουν συνήθως ανθρώπινες συμπεριφορές (πχ. «ως δέ λέων», Ιλιάδα, V.161). Ο Ηρόδοτος αναφέρει, επίσης, ότι κατά την εποχή των Περσικών πολέμων τα λιοντάρια ζούσαν στη Μακεδονία και την Ήπειρο, στην περιοχή που ορίζεται από τους ποταμούς Νέστο και Αχελώο (Ηρόδοτος, VII, 125). Η ύπαρξη λεόντων στα ορεινά μέρη της Μακεδονίας και της Ηπείρου αναφέρεται επίσης στο έργο του Αριστοτέλη «Περί τα ζώα ιστορίαι» (Aristotle, VI.31, VIII, 28). Ο Παυσανίας, τέλος, αναφέρει ότι στη Θράκη και τον Όλυμπο υπήρχαν λιοντάρια (Παυσανίας, VI, 5, 3-6). Τα λιοντάρια εμφανίζονται, επίσης, σε διάφορες αναπαραστάσεις της Εποχής του Χαλκού. Για παράδειγμα, λέοντες κοσμούν τα ακρόπρωρα των πλοίων στη μικρογραφική Τοιχογραφία της Νηοπομπής από τη Δυτική Οικία του Ακρωτηρίου της Θήρας (Εικόνα 6.1) (Trantalidou 2000). Επίσης, σκηνές με κυνήγι λιονταριού ή με λιοντάρια που παλεύουν με άλλα ζώα είναι κοινές στην εικονογραφία της Μινωικής και Μυκηναϊκής τέχνης (Kleinsgütl 2000). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των διάσημων εγχειριδίων που εντοπίστηκαν στους τάφους IV και V του ταφικού κύκλου Α των Μηκυνών (Εικόνα 6.2). Η εξαφάνιση των λιονταριών από τον ελλαδικό χώρο δεν μπορεί να προσδιοριστεί χρονολογικά με ακρίβεια. Μια από τις πιθανότητες είναι ότι αυτό συνέβη κατά τον 1 ο αιώνα π.χ., εξαιτίας της πυκνής δασικής κάλυψης. Η εξαφάνισή τους, ωστόσο, είναι πιθανό ότι είχε ξεκινήσει ήδη από τους κλασικούς χρόνους (Yannouli 2003, , Voultsiadou & Tatolas 2005, ). 131

149 Εικόνα 6.1 Λεπτομέρεια από την Τοιχογραφία της Νηοπομπής, Δυτική Οικία Ακρωτηρίου Θήρας Εικόνα 6.2 Χάλκινα εγχειρίδια με ένθετη διακόσμηση από χρυσό και άργυρο από τους τάφους IV και V του ταφικού κύκλου Α των Μυκηνών. Τα ζωοαρχαιολογικά κατάλοιπα που μαρτυρούν την παρουσία λεόντων στον ελλαδικό χώρο είναι ελάχιστα. Οστά λεόντων έχουν εντοπιστεί μέχρι στιγμής σε 10 θέσεις, συμπεριλαμβανομένης και της Τούμπας Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα, τα οστά προήλθαν από το Ντικιλί Τας (ΝΝ ή ΕΧ), το Κρυονέρι (ΝΝ), την Τίρυνθα (ΠΕΧ και ΜΕΧ), τη Σάμο (ΠΕΧ), τον Καστανά (ΥΕΧ), το Καλαπόδι (ΥΕΧ), τις Μυκήνες (ΥΕΧ), την Πύλο (ΥΕΧ), την Αγία Ειρήνη Κέας (ΥΕΧ) και την Τούμπα Θεσσαλονίκης (ΜΕΧ και πρώιμη ΥΕΧ). Από τα οστά αυτά, κάποια είχαν τεμαχιστεί και απορριφθεί μαζί με άλλα κατάλοιπα γευμάτων (Τίρυνθα) (Driesch & Boessneck 1990), ενώ κάποια άλλα έφεραν ίχνη καύσης και κοπής αποδεικνύοντας ότι το κρέας του ζώου είχε καταναλωθεί (Καστανάς, Κρυονέρι) (Becker 1986, , Cantuel 2010, 266). Στις Μυκήνες, την Πύλο και την Αγία Ειρήνη τα λιοντάρια αντιπροσωπεύονται ανατομικά μόνο από 132

150 δόντια, γεγονός που οδηγεί στην υπόθεση ότι χρησιμοποιήθηκαν ως αντικείμενα «κύρους» ή ως φυλαχτά (Yannouli 2003, ). Εικόνα 6.3 Αριστερά: αριστερός αστράγαλος και αριστερή πτέρνα λιονταριού. Δεξιά: αριστερό πέμπτο μετακάρπιο λιονταριού. Στην Τούμπα εντοπίστηκαν τρία οστά λιονταριού, όλα από την αριστερή πλευρά του σώματος: ένα μετακάρπιο (πρώιμη ΥΕΧ), ένας αστράγαλος και μια πτέρνα (ΜΕΧ), με τα δυο τελευταία να αρθρώνονται μεταξύ τους (Εικόνα 6.3). Είναι πιθανό ότι το μετακάρπιο που εντοπίστηκε στις επιχώσεις της πρώιμης ΥΕΧ προέρχεται και αυτό από κατώτερα στρώματα, τα οποία ενδεχομένως αναμίχθηκαν με τις μεταγενέστερες επιχώσεις. Κανένα από τα οστά δε φέρει ίχνη δηγμάτων από σαρκοφάγα ή ίχνη κοπής. Ο αστράγαλος, όμως, φέρει ελαφρά ίχνη καύσης, γεγονός που ίσως οφείλεται στην τυχαία επαφή του με μέτριας θερμοκρασίας φωτιά. Η κατανάλωση του κρέατος του συγκεκριμένου ζώου δεν αποκλείεται ως πιθανότητα αλλά, στην περίπτωση της Τούμπας, δεν μπορεί να αποδειχθεί, δεδομένου ότι απουσιάζουν τα ίχνη σφαγής. Επίσης, απουσιάζουν τα ίχνη εκδοράς, τα οποία εντοπίζονται συνήθως στα κάτω άκρα και παραπέμπουν στην αφαίρεση του δέρματος. Με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα, λοιπόν, είναι δυνατό να διατυπωθούν δυο υποθέσεις που πιθανόν αιτιολογούν την παρουσία των συγκεκριμένων οστών στην Τούμπα. Θεωρώντας ως δεδομένο ότι το λιοντάρι αποτελούσε τμήμα του φυσικού περιβάλλοντος της Μακεδονίας κατά την Εποχή του Χαλκού, είναι πιθανό ότι οι κάτοικοι της Τούμπας ασχολούνταν περιστασιακά με το κυνήγι του. Το γεγονός ότι απουσιάζουν τα ίχνη τροφοπαρασκευής και κατανάλωσης από τα οστά που εντοπίστηκαν στην τομή 761 σχετίζεται ενδεχομένως με την αποφυγή της κατανάλωσης του λιονταριού ή με την απόρριψη των υπολειμμάτων της κατανάλωσής του σε κάποιο άλλο χώρο εντός ή εκτός οικισμού, που δεν έχει ακόμα διερευνηθεί. Στην περίπτωση που το λιοντάρι αποτελεί θήραμα που τελικά δεν καταναλώνεται, αναδύεται μια εικόνα ανάλογη με αυτή που προτείνεται για τα μυκηναϊκά ανάκτορα, όπου τα μέλη μιας «ελίτ» χρησιμοποιούν το κυνήγι των άγριων ζώων για να τονίσουν και να διαπραγματευτούν ιδεολογικά ή/και πρακτικά την ανώτερη κοινωνική τους θέση (Hamilakis 2003b, 244). Τα ζωοαρχαιολογικά δεδομένα της Τούμπας, σε συνδυασμό με την απουσία σχετικών εικονογραφικών στοιχείων, υποδηλώνουν ότι η παραπάνω ερμηνεία είναι, στην περίπτωση αυτή, μάλλον απίθανη και ότι αν πράγματι το κυνήγι λιονταριών αποτελούσε μια ασχολία κάποιων κατοίκων, αυτό γινόταν σε ιδιαίτερα περιορισμένη κλίμακα. 133

Ανάλυση και ερμηνεία του ζωοαρχαιολογικού υλικού από το κτήριο Α της Τούμπας Θεσσαλονίκης της Ύστερης Εποχής του Χαλκού

Ανάλυση και ερμηνεία του ζωοαρχαιολογικού υλικού από το κτήριο Α της Τούμπας Θεσσαλονίκης της Ύστερης Εποχής του Χαλκού ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Ανάλυση και ερμηνεία του ζωοαρχαιολογικού υλικού από το κτήριο Α της Τούμπας Θεσσαλονίκης της Ύστερης Εποχής του Χαλκού Βασιλειάδου

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠΟΛ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ42

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Σπύρος Τσιπίδης Γεω - οπτικοποίηση χωρωχρονικών αρχαιολογικών δεδομένων Περίληψη διατριβής H παρούσα εργασία

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος Αναπαράσταση του κλασικού: Το κλασικό παρελθόν δεν ανασκάπτεται ώστε να μελετηθεί ως αυτόνομη ιστορική οντότητα,

Διαβάστε περισσότερα

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη ΕΙΣΑΓΩΓΗ Είναι γνωστό ότι, παραδοσιακά, όπως άλλα εκπαιδευτικά συστήματα έτσι και το ελληνικό στόχευαν στην καλλιέργεια και ενδυνάμωση της εθνοπολιτιστικής ταυτότητας. Αυτό κρίνεται θετικό, στο βαθμό που

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας 1 Δρ. Αλέξανδρος Αποστολάκης Email: aapostolakis@staff.teicrete.gr Τηλ.: 2810379603 E-class μαθήματος: https://eclass.teicrete.gr/courses/pgrad_omm107/

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία ερευνητικής εργασίας

Μεθοδολογία ερευνητικής εργασίας Μεθοδολογία ερευνητικής εργασίας Σύντομος οδηγός επιβίωσης Μεθοδολογία Ερευνητικής Εργασίας: Γ. Τράπαλης & Ά. Μητρέλης 1 Τι είναι Έρευνα: η παραγωγή πρωτότυπων αποτελεσμάτων μέσω της συστηματικής, ορθολογικής

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου Κάποιες έννοιες Επιστήμη : κάθε συστηματικό πεδίο μελέτης ή σύστημα γνώσης που έχει ως σκοπό

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΜΠ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Πρόγραμμα Διατμηματικών Μεταπτυχιακών Σπουδών Εξειδίκευσης ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ. Σοφία

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πηγές και μέθοδοι (συνέχεια) Ο κλασικός αρχαιολόγος ταξινομεί το υλικό του: Κατά χρονική

Διαβάστε περισσότερα

- ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. Περίληψη διατριβής

- ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. Περίληψη διατριβής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Μάρκος Κατσιάνης Ανασκαφική Μεθοδολογία και Σχεδιασμός Πληροφοριακού Συστήματος για τη Διαχείριση Αρχαιολογικών Τεκμηρίων

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.) ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.) ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΡΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ (Π.Ι.Ε.)

Διαβάστε περισσότερα

Παρουσίαση του προβλήματος

Παρουσίαση του προβλήματος Εισαγωγή Κατά τον Martin (2013) ο φίλαθλος χρησιμοποιεί το άθλημα που παρακολουθεί και συγκεκριμένα την ομάδα ή τον αθλητή ως μέσο απόδρασης από τη καθημερινότητα, ως μέσο διασκέδασης, αίσθηση του επιτεύγματος,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 21

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 21 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η ραγδαία αύξηση της διαθεσιμότητας των παρεχόμενων πληροφοριών σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας (επαγγελματικούς και μη), σε συνδυασμό

Διαβάστε περισσότερα

Σοφία Αυγερινού-Κολώνια, Καθηγήτρια

Σοφία Αυγερινού-Κολώνια, Καθηγήτρια ΕΜΠ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Πρόγραμμα Διατμηματικών Μεταπτυχιακών Σπουδών Εξειδίκευσης ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ. Σοφία

Διαβάστε περισσότερα

προετοιμασίας και του σχεδιασμού) αρχικά στάδια (της αντιμετώπισή τους. προβλήματος της ΔΕ Ειρήνη Γεωργιάδη Καθηγήτρια Σύμβουλος της ΕΚΠ65 του ΕΑΠ

προετοιμασίας και του σχεδιασμού) αρχικά στάδια (της αντιμετώπισή τους. προβλήματος της ΔΕ Ειρήνη Γεωργιάδη Καθηγήτρια Σύμβουλος της ΕΚΠ65 του ΕΑΠ Δυσκολίες και προβλήματα που έχουν εντοπιστεί στα αρχικά στάδια (της προετοιμασίας και του σχεδιασμού) της ΔΕ στη ΘΕ ΕΚΠ 65 και προτάσεις για την αντιμετώπισή τους. Τα προβλήματα αφορούν κυρίως την επιλογή

Διαβάστε περισσότερα

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών Πηγή: Δημάκη, Α. Χαϊτοπούλου, Ι. Παπαπάνου, Ι. Ραβάνης, Κ. Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών: μια ποιοτική προσέγγιση αντιλήψεων μελλοντικών νηπιαγωγών. Στο Π. Κουμαράς & Φ. Σέρογλου (επιμ.). (2008).

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΑΣΗ. Το άρθρο αυτό έχει ως σκοπό την παράθεση των αποτελεσμάτων πάνω σε μια έρευνα με τίτλο, οι ιδέες των παιδιών σχετικά με το

Διαβάστε περισσότερα

Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου Σχολιασμός ερευνητικής πρότασης

Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου Σχολιασμός ερευνητικής πρότασης Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου Σχολιασμός ερευνητικής πρότασης Αναστασία Χριστοδούλου, Dr. Γεώργιος Δαμασκηνίδης Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας & Φιλολογίας Θεσσαλονίκη, 2015 Ιδιότητες

Διαβάστε περισσότερα

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης» ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΑΝΙΑΤΣΑΣ' Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης» Α. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Το θέμα του συνεδρίου, Ήέες πόλεις πάνω σε παλιές", είναι θέμα με πολλές

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Τίτλος Ερευνητικού Έργου «Η καθημερινή ζωή στις κοινότητες της 5ης

Διαβάστε περισσότερα

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Διαστάσεις της διαφορετικότητας Τα παιδιά προέρχονται

Διαβάστε περισσότερα

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η δημιουργικότητα είναι η λειτουργία που επιτρέπει στο νου να πραγματοποιήσει ένα άλμα, πολλές φορές εκτός του αναμενόμενου πλαισίου, να αναδιατάξει τα δεδομένα με απρόσμενο τρόπο, υπερβαίνοντας

Διαβάστε περισσότερα

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88: Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Το σεμινάριο βοηθά τους φοιτητές να εμπεδώσουν

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕ - 9900 ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

ΜΕ - 9900 ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΜΕ9900 ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Έρευνα και Συγγραφή Λέκτορας Διάλεξη

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ. Εισηγητής: Γεωργία Κατωτικίδη. Επιβλέπων Καθηγητής: Αναστάσιος Στιβακτάκης

ΘΕΜΑ. Εισηγητής: Γεωργία Κατωτικίδη. Επιβλέπων Καθηγητής: Αναστάσιος Στιβακτάκης ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ Ι ΡΥΜΑ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ & ΙΑΦΗΜΙΣΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ Ιστορική Εξέλιξη του Management & Προοπτικές στο Σύγχρονο Περιβάλλον. Η ανάπτυξη της

Διαβάστε περισσότερα

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι δυσκολίες μάθησης των παιδιών συνεχίζουν να απασχολούν όλους όσοι ασχολούνται με την ανάπτυξη των παιδιών και με την εκπαίδευση. Τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι, μέσα στην τάξη τους, βρίσκονται

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (μάθημα επιλογής) Α τάξη Γενικού Λυκείου Α) Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών (ΑΠΣ) Στο πλαίσιο της διδασκαλίας του μαθήματος επιλογής «Ελληνικός και Ευρωπαϊκός πολιτισμός»,

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα Το κείμενο αυτό είναι ένα απόσπασμα από το Κεφάλαιο 16: Ποιοτικές ερμηνευτικές μέθοδοι έρευνας στη φυσική αγωγή (σελ.341-364) του βιβλίου «Για μία καλύτερη φυσική αγωγή» (Παπαιωάννου, Α., Θεοδωράκης Ι.,

Διαβάστε περισσότερα

Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης

Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης Clements & Sarama, 2009; Sarama & Clements, 2009 Χωρική αντίληψη και σκέψη Προσανατολισμός στο χώρο Οπτικοποίηση (visualization) Νοερή εικονική αναπαράσταση Νοερή

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan)

Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan) On-the-fly feedback, Upper Secondary Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan) Τάξη: Β Λυκείου Διάρκεια ενότητας Μάθημα: Φυσική Θέμα: Ταλαντώσεις (αριθμός Χ διάρκεια μαθήματος): 6X90

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ15 / Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Τέχνη

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ15 / Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Τέχνη Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ15 / Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Τέχνη Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠΟΛ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ15

Διαβάστε περισσότερα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Προϊστορικές Κοινωνίες Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Νεολιθική εποχή μόνιμη εγκατάσταση Νεολιθική εποχή Αρχή της παραγωγής της τροφής. Νεολιθική εποχή Αρχή της καλλιέργειας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ στη «ΝΑΥΤΙΛΙΑ»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ στη «ΝΑΥΤΙΛΙΑ» ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ στη «ΝΑΥΤΙΛΙΑ» ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Ονοματεπώνυμο: Τουφεξή Ασπασία Σειρά: 12 Επιβλέπων καθηγητής: Ιωαννίδης Α. Διευθυντής ΠΜΣ: Σιώμκος Γεώργιος Ο ρόλος του μουσείου

Διαβάστε περισσότερα

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος Δομή του Σεμιναρίου: Εισαγωγικά (10.10) Τι είναι θεωρία; Σε τι χρησιμεύει; (17.10) Εύρημα / έργο / έκθεμα / δημιουργός

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ Δρ. Ζαφειριάδης Κυριάκος Οι ικανοί αναγνώστες χρησιμοποιούν πολλές στρατηγικές (συνδυάζουν την

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ Δρ. Ζαφειριάδης Κυριάκος Οι ικανοί αναγνώστες χρησιμοποιούν πολλές στρατηγικές (συνδυάζουν την 1 ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ Δρ. Ζαφειριάδης Κυριάκος Οι ικανοί αναγνώστες χρησιμοποιούν πολλές στρατηγικές (συνδυάζουν την παλαιότερη γνώση τους, σημειώνουν λεπτομέρειες, παρακολουθούν

Διαβάστε περισσότερα

Η ΒΡΑΧΟΣΚΕΠΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑ ΠΕΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ

Η ΒΡΑΧΟΣΚΕΠΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑ ΠΕΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ Η ΒΡΑΧΟΣΚΕΠΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑ ΠΕΤΡΑ ΣΗΤΕΙΑΣ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΟΣΤΑ Καθαρισμός και τακτοποίηση των οστών Την άνοιξη του 2008 (Μάρτιο-Απρίλιο), η κ. Ελευθερία Τσιχλή, μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ 1 Καθηγητής: Δρ. Ανδρέας Χατζηχαμπής Ημερομηνία: Ιανουάριος 2011 Αρ. Μαθ. : Χρόνος: 1 x 80 (συνολικά 4 x 80 ) Τάξη: Α Γυμνασίου

ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ 1 Καθηγητής: Δρ. Ανδρέας Χατζηχαμπής Ημερομηνία: Ιανουάριος 2011 Αρ. Μαθ. : Χρόνος: 1 x 80 (συνολικά 4 x 80 ) Τάξη: Α Γυμνασίου ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ 1 Καθηγητής: Δρ. Ανδρέας Χατζηχαμπής Ημερομηνία: Ιανουάριος 2011 Αρ. Μαθ. : Χρόνος: 1 x 80 (συνολικά 4 x 80 ) Τάξη: Α Γυμνασίου Ενότητα: Φυσικό Περιβάλλον και Οικολογία Κεφάλαιο: Τροφικές

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας PYS623 / Νομικά και Ηθικά Θέματα στην Υγεία

Διάταξη Θεματικής Ενότητας PYS623 / Νομικά και Ηθικά Θέματα στην Υγεία Διάταξη Θεματικής Ενότητας PYS623 / Νομικά και Ηθικά Θέματα στην Υγεία Σχολή ΣΟΕΔ Σχολή Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης Πρόγραμμα Σπουδών PYS Πολιτική Υγείας και Σχεδιασμός Υπηρεσιών Υγείας Θεματική

Διαβάστε περισσότερα

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο Μορφές Εκπόνησης Ερευνητικής Εργασίας Μαρία Κουτσούμπα Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι «η τηλεδιάσκεψη». Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε ερευνητικό ερώτημα που θέσαμε πριν από λίγο Κουτσούμπα/Σεμινάριο

Διαβάστε περισσότερα

Ερευνητικό ερώτημα: Η εξέλιξη της τεχνολογίας της φωτογραφίας μέσω διαδοχικών απεικονίσεων της Ακρόπολης.

Ερευνητικό ερώτημα: Η εξέλιξη της τεχνολογίας της φωτογραφίας μέσω διαδοχικών απεικονίσεων της Ακρόπολης. Περιγραφή της ερευνητικής εργασίας Βασικοί σκοποί της έρευνας: Η οικοδόμηση γνώσεων όσον αφορά στη λειτουργία των φωτογραφικών τεχνικών (αναλογικών ψηφιακών) διερευνώντας το θέμα κάτω από το πρίσμα των

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ - ΟΔΗΓΙΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ - ΟΔΗΓΙΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ - ΟΔΗΓΙΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ Μαθηματικά (Άλγεβρα - Γεωμετρία) Α ΤΑΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ και Α, Β ΤΑΞΕΙΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Α ΤΑΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ και Α ΤΑΞΗ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΕΠΑΛ ΚΕΝΤΡΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

12 Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ στην εκπαιδευση

12 Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ στην εκπαιδευση προλογοσ Το βιβλίο αυτό αποτελεί καρπό πολύχρονης ενασχόλησης με τη θεωρητική μελέτη και την πρακτική εφαρμογή του παραδοσιακού χορού και γράφτηκε με την προσδοκία να καλύψει ένα κενό όσον αφορά το αντικείμενο

Διαβάστε περισσότερα

Γ Γυμνασίου: Οδηγίες Γραπτής Εργασίας και Σεμιναρίων. Επιμέλεια Καραβλίδης Αλέξανδρος. Πίνακας περιεχομένων

Γ Γυμνασίου: Οδηγίες Γραπτής Εργασίας και Σεμιναρίων. Επιμέλεια Καραβλίδης Αλέξανδρος. Πίνακας περιεχομένων Γ Γυμνασίου: Οδηγίες Γραπτής Εργασίας και Σεμιναρίων. Πίνακας περιεχομένων Τίτλος της έρευνας (title)... 2 Περιγραφή του προβλήματος (Statement of the problem)... 2 Περιγραφή του σκοπού της έρευνας (statement

Διαβάστε περισσότερα

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης: «Σπουδές στην Εκπαίδευση» Οδηγός Σχολιασμού Διπλωματικής Εργασίας (βιβλιογραφική σύνθεση) ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: «ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

Κύρια σημεία. Η έννοια του μοντέλου. Έρευνα στην εφαρμοσμένη Στατιστική. ΈρευναστηΜαθηματικήΣτατιστική. Αντικείμενο της Μαθηματικής Στατιστικής

Κύρια σημεία. Η έννοια του μοντέλου. Έρευνα στην εφαρμοσμένη Στατιστική. ΈρευναστηΜαθηματικήΣτατιστική. Αντικείμενο της Μαθηματικής Στατιστικής Κύρια σημεία Ερευνητική Μεθοδολογία και Μαθηματική Στατιστική Απόστολος Μπουρνέτας Τμήμα Μαθηματικών ΕΚΠΑ Αναζήτηση ερευνητικού θέματος Εισαγωγή στην έρευνα Ολοκλήρωση ερευνητικής εργασίας Ο ρόλος των

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών Dr. Anthony Montgomery Επίκουρος Καθηγητής Εκπαιδευτικής & Κοινωνικής Πολιτικής antmont@uom.gr Ποιός είναι ο σκοπός του μαθήματος μας? Στο τέλος του σημερινού μαθήματος,

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εθνομεθοδολογία Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης 1 Διάγραμμα της παρουσίασης Μάθημα 9ο (σελ. 197 207) 2 Η Εθνομεθοδολογία Βασικές Θέσεις Η εθνομεθοδολογία, αποτελεί έκφραση

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΟΛΗ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ & ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α.Τ.Ε.Ι. ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΑΡΙΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: AΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ / ΧΩΡΟΙ ΑΝΑΨΥΧΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ & ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α.Τ.Ε.Ι. ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΑΡΙΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: AΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ / ΧΩΡΟΙ ΑΝΑΨΥΧΗΣ ΣΧΟΛΗ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ & ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α.Τ.Ε.Ι. ΤΜΗΜΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ, ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΑΡΙΝΟ 2011-12 ΜΑΘΗΜΑ: AΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ / ΧΩΡΟΙ ΑΝΑΨΥΧΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Κουσερή Γεωργία Φιλόλογος Δρ. Πανεπιστημίου Θεσσαλίας ΚΕΡΚΥΡΑ ΜΑΙΟΣ 2017 Περιεχόμενα της παρουσίασης Το ιστορικό ερώτημα Το

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ» ΜΑΘΗΤΡΙΑ: ΠΡΙΑΜΗ ΒΑΓΙΑ, Β4 ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΝΤΑΒΑΡΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2016 17 Περιεχόμενα ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 3 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Τίτλος Ερευνητικού Έργου «Από τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες στους

Διαβάστε περισσότερα

εισήγηση 8η Είδη Έρευνας ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (#Ν151)

εισήγηση 8η Είδη Έρευνας ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (#Ν151) εισήγηση 8η Είδη Έρευνας ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (#Ν151) Βασική (ή Καθαρή) και Εφαρμοσμένη 1 Η Βασική ή Καθαρή έρευνα δεν στοχεύει σε οικονομικά ή κοινωνικά οφέλη και δεν καταβάλλονται προσπάθειες για την εφαρμογή

Διαβάστε περισσότερα

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ανάλυση θεωρίας

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ανάλυση θεωρίας Κεφάλαιο Εξέλιξη 3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ανάλυση θεωρίας Πολλές από τις επιστημονικές απόψεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί δεν γίνονται εύκολα αποδεκτές, διότι αντιβαίνουν την αντίληψη που οι άνθρωποι διαμορφώνουν

Διαβάστε περισσότερα

Ποιοτικοί μέθοδοι έρευνας. Μυλωνά Ιφιγένεια

Ποιοτικοί μέθοδοι έρευνας. Μυλωνά Ιφιγένεια Ποιοτικοί μέθοδοι έρευνας Μυλωνά Ιφιγένεια Έρευνες για την απόκτηση πληροφοριών η γνωμών από τους χρήστες Χρησιμοποιήθηκαν από τις κοινωνικές επιστήμες για τη χρήση κοινωνικών φαινομένων Ο όρος «ποιοτική

Διαβάστε περισσότερα

13617/16 ΓΒ/ακι/ΘΛ 1 DG E - 1C

13617/16 ΓΒ/ακι/ΘΛ 1 DG E - 1C Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 4 Νοεμβρίου 2016 (OR. en) 13617/16 JEUN 84 ΣΗΜΕΙΩΜΑ Αποστολέας: Αποδέκτης: Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου αριθ. προηγ. εγγρ.: 13344/16 JEUN 76 Θέμα: Επιτροπή

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΙΟΤΙΚΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. Αναστασία Κ. Καδδά Δρ.Κοινωνιολογίας Υγείας Μsc Διοίκηση Μονάδων Υγείας

ΠΟΙΟΤΙΚΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. Αναστασία Κ. Καδδά Δρ.Κοινωνιολογίας Υγείας Μsc Διοίκηση Μονάδων Υγείας ΠΟΙΟΤΙΚΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ Αναστασία Κ. Καδδά Δρ.Κοινωνιολογίας Υγείας Μsc Διοίκηση Μονάδων Υγείας ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ «Ποιοτικές μέθοδοι έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες»,

Διαβάστε περισσότερα

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο Σ Χ Ο Λ Η Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ω Ν Τομέας 1 -Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑΣ ΟΔΟΣ: ΠΑΤΗΣΙΩΝ 42, ΑΘΗΝΑ 10682 ΤΗΛ: 010-772

Διαβάστε περισσότερα

Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας

Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας Dr. Anthony Montgomery Επίκουρος Καθηγητής Εκπαιδευτικής & Κοινωνικής Πολιτικής antmont@uom.gr Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας Αυτό το μάθημα

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εισαγωγή Μεθοδολογία της Έρευνας ΕΙΚΟΝΑ 1-1 Μεθοδολογία της έρευνας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εισαγωγή Μεθοδολογία της Έρευνας ΕΙΚΟΝΑ 1-1 Μεθοδολογία της έρευνας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Εισαγωγή Η Μεθοδολογία της Έρευνας (research methodology) είναι η επιστήμη που αφορά τη μεθοδολογία πραγματοποίησης μελετών με συστηματικό, επιστημονικό και λογικό τρόπο, με σκοπό την παραγωγή

Διαβάστε περισσότερα

Θεμελιώδεις αρχές επιστήμης και μέθοδοι έρευνας

Θεμελιώδεις αρχές επιστήμης και μέθοδοι έρευνας A. Montgomery Θεμελιώδεις αρχές επιστήμης και μέθοδοι έρευνας Καρολίνα Δουλουγέρη, ΜSc Υποψ. Διαδάκτωρ Σήμερα Αναζήτηση βιβλιογραφίας Επιλογή μεθοδολογίας Ερευνητικός σχεδιασμός Εγκυρότητα και αξιοπιστία

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 5 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Συγγραφή επιστημονικής εργασίας. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 5 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Συγγραφή επιστημονικής εργασίας. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 5 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Συγγραφή επιστημονικής εργασίας Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου Συγγραφή επιστημονικής εργασίας Κάθε επιστημονική εργασία

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Σημειώσεις Μαθήματος Ανθρωπογεωγραφίας-Ανάλυση Περιφερειακού Χώρου Ηλίας Μπεριάτος ΒΟΛΟΣ 2000 «Ανάλυση του Περιφερειακού Χώρου»

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ..................................... 13 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΧΗΜΑΤΩΝ................................... 14 ΠΡΟΛΟΓΟΣ............................................. 15 ΜΕΡΟΣ Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Διαβάστε περισσότερα

DeSqual Ενότητες κατάρτισης 1. Ενδυνάμωση των εξυπηρετούμενων

DeSqual Ενότητες κατάρτισης 1. Ενδυνάμωση των εξυπηρετούμενων DeSqual Ενότητες κατάρτισης 1. Ενδυνάμωση των εξυπηρετούμενων 2 x 4 ώρες Μέτρηση και Βελτίωση Ενδυνάμωσης Ορισμός της Ενδυνάμωσης: Η ενδυνάμωση είναι η διαδικασία της αύξησης της ικανότητας των ατόμων

Διαβάστε περισσότερα

Ρετσινάς Σωτήριος ΠΕ 1703 Ηλεκτρολόγων ΑΣΕΤΕΜ

Ρετσινάς Σωτήριος ΠΕ 1703 Ηλεκτρολόγων ΑΣΕΤΕΜ Ρετσινάς Σωτήριος ΠΕ 1703 Ηλεκτρολόγων ΑΣΕΤΕΜ Τι είναι η ερευνητική εργασία Η ερευνητική εργασία στο σχολείο είναι μια δυναμική διαδικασία, ανοιχτή στην αναζήτηση για την κατανόηση του πραγματικού κόσμου.

Διαβάστε περισσότερα

1. Γένεση, καταβολές καιεξέλιξητηςπε

1. Γένεση, καταβολές καιεξέλιξητηςπε 1. Γένεση, καταβολές καιεξέλιξητηςπε Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση γεννιέται. Πότε; Η ΠΕ γεννιέται και διαµορφώνεται σε αυτόνοµο πεδίο στις δεκαετίες 1960 1970 Πώς; Προέρχεται από τη συνειδητοποίηση του

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119: Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Το μάθημα προφέρει μια συστηματική και

Διαβάστε περισσότερα

Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (676)

Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (676) Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (676) Το Τμήμα Το Τμήμα με το νόμο 4521/2018 εντάχτηκε στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής μετά την κατάργηση του ΤΕΙ Αθήνας. Το Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1 Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1 Μια σύνοψη του Βιβλίου (ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ): Η πλειοψηφία θεωρεί πως η Νόηση είναι μια διεργασία που συμβαίνει στον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΕΥΝΑ ΠΕΔΙΟΥ- «ΠΟΣΟ ΚΑΛΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ;»

ΕΡΕΥΝΑ ΠΕΔΙΟΥ- «ΠΟΣΟ ΚΑΛΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ;» ΕΡΕΥΝΑ ΠΕΔΙΟΥ- «ΠΟΣΟ ΚΑΛΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ;» ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η έρευνα «ΠΟΣΟ ΚΑΛΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ;» πραγματοποιήθηκε τους μήνες Φεβρουάριο-Μάρτιο 2014 σε πέντε σχολεία της Θεσσαλονίκης

Διαβάστε περισσότερα

ENA, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών Ζαλοκώστα 8, 2ος όροφος T enainstitute.org

ENA, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών Ζαλοκώστα 8, 2ος όροφος T enainstitute.org Ιδρυτική Διακήρυξη 1. 2. 3. Το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών - ΕΝΑ ενεργοποιείται σε μια κρίσιμη για την Ελλάδα περίοδο. Σε μια περίοδο κατά την οποία οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί λειτουργούν

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9: Κριτήρια αξιολόγησης αυτοαξιολόγησης γραπτής ερευνητικής εργασίας με έμφαση στην πτυχιακή εργασία

Διαβάστε περισσότερα

Μ Ε Τ Α Π Τ Υ Χ Ι Α Κ Η Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ Ι Κ Η Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α

Μ Ε Τ Α Π Τ Υ Χ Ι Α Κ Η Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ Ι Κ Η Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ & ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Μ Ε Τ Α Π Τ Υ Χ Ι Α Κ Η Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ (1) ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΠΗΓΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΚΩΔΙΚΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΝAOME1372 ΕΞΑΜΗΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ 10 ο ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παιδική ηλικία είναι ένα ζήτημα για το οποίο η κοινωνιολογία έχει δείξει μεγάλο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως σήμερα βρίσκεται υπό εξέλιξη ένα πρόγραμμα

Διαβάστε περισσότερα

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων Νίκος Ναγόπουλος Για τη διεξαγωγή της κοινωνικής έρευνας χρησιμοποιούνται ποσοτικές ή/και ποιοτικές μέθοδοι που έχουν τις δικές τους τεχνικές και

Διαβάστε περισσότερα

Ο πρώτος ηλικιακός κύκλος αφορά μαθητές του νηπιαγωγείου (5-6 χρονών), της Α Δημοτικού (6-7 χρονών) και της Β Δημοτικού (7-8 χρονών).

Ο πρώτος ηλικιακός κύκλος αφορά μαθητές του νηπιαγωγείου (5-6 χρονών), της Α Δημοτικού (6-7 χρονών) και της Β Δημοτικού (7-8 χρονών). Μάθημα 5ο Ο πρώτος ηλικιακός κύκλος αφορά μαθητές του νηπιαγωγείου (5-6 χρονών), της Α Δημοτικού (6-7 χρονών) και της Β Δημοτικού (7-8 χρονών). Ο δεύτερος ηλικιακός κύκλος περιλαμβάνει την ηλικιακή περίοδο

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ. «Τα μυστικά ενός αγγείου»

ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ. «Τα μυστικά ενός αγγείου» ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ «Τα μυστικά ενός αγγείου» ΜΠΙΛΙΟΥΡΗ ΑΡΓΥΡΗ 2011 ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΟΥΣΕΙΑΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ «ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΕΝΟΣ ΑΓΓΕΙΟΥ» ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Η παρούσα εργασία αποτελεί το θεωρητικό

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (# 252) Ε ΕΞΑΜΗΝΟ 9 η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΛΙΓΗ ΘΕΩΡΙΑ Στην προηγούμενη διάλεξη μάθαμε ότι υπάρχουν διάφορες μορφές έρευνας

Διαβάστε περισσότερα

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων Βασίλης Κόμης, Επίκουρος Καθηγητής Ερευνητική Ομάδα «ΤΠΕ στην Εκπαίδευση» Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και της

Διαβάστε περισσότερα

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι Ενότητα 4: Θεωρίες διδασκαλίας μάθησης στη διδακτική των Φ.Ε. Σπύρος Κόλλας (Βασισμένο στις σημειώσεις του Βασίλη Τσελφέ)

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εθνομεθοδολογία

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εθνομεθοδολογία Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εθνομεθοδολογία Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Ντακούμης 1 Διάγραμμα της παρουσίασης Μάθημα 9ο (σελ. 197 207) 2 Η Εθνομεθοδολογία Βασικές Θέσεις Η εθνομεθοδολογία, αποτελεί έκφραση

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014 ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014 Η ΚΘ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων και η Επιστημονική Ομάδα των Ανασκαφών Αυγής οργανώνουν για πέμπτη χρονιά εκπαιδευτικές δράσεις με αφορμή

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντική Ψυχολογία. Ορισμοί εννοιών Ιστορική αναδρομή Αντικείμενο Μέθοδοι

Περιβαλλοντική Ψυχολογία. Ορισμοί εννοιών Ιστορική αναδρομή Αντικείμενο Μέθοδοι Περιβαλλοντική Ψυχολογία Ορισμοί εννοιών Ιστορική αναδρομή Αντικείμενο Μέθοδοι Περιβάλλον Ένα σύνολο από φυσικούς, βιολογικούς ή κοινωνικούς παράγοντες ικανούς να έχουν άμεσο, έμμεσο, βραχυχρόνιο ή μακροχρόνιο

Διαβάστε περισσότερα

Η ΤΡΙΓΩΝΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ

Η ΤΡΙΓΩΝΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ Δρ. ΑΔΑΜΑΝΤΙΑ Κ. ΣΠΑΝΑΚΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ-ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΚΠ65 Η ΤΡΙΓΩΝΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ Τι είναι η τριγωνοποίηση; Ποια είδη τριγωνοποίησης υπάρχουν; Πώς να επιλέξουμε το κατάλληλο είδος; Τι μας προσφέρει

Διαβάστε περισσότερα

Μεταπτυχιακό στη Δημόσια Διοίκηση

Μεταπτυχιακό στη Δημόσια Διοίκηση Μεταπτυχιακό στη Δημόσια Διοίκηση Εισαγωγικό Μήνυμα Καλωσορίσατε στο εξ αποστάσεως Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα στη Δημόσια Διοίκηση. Στόχος του προγράμματος αυτού είναι παρέχει υψηλού επιπέδου εκπαίδευση σε

Διαβάστε περισσότερα

1. Η σκοπιμότητα της ένταξης εργαλείων ψηφιακής τεχνολογίας στη Μαθηματική Εκπαίδευση

1. Η σκοπιμότητα της ένταξης εργαλείων ψηφιακής τεχνολογίας στη Μαθηματική Εκπαίδευση 1. Η σκοπιμότητα της ένταξης εργαλείων ψηφιακής τεχνολογίας στη Μαθηματική Εκπαίδευση Στη βασική παιδεία, τα μαθηματικά διδάσκονται με στατικά μέσα α) πίνακα/χαρτιού β) κιμωλίας/στυλού γ) χάρτινου βιβλίου.

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Έρευνα και θεωρία

Περιεχόμενα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Έρευνα και θεωρία Περιεχόμενα Σχετικά με τους συγγραφείς... ΧΙΙΙ Πρόλογος... XV Eισαγωγή...XVΙΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας Εισαγωγή... 1 Τι είναι η έρευνα;... 2 Τι είναι η έρευνα των επιστημών

Διαβάστε περισσότερα

«Φύλλο εργασίας 2» «Εντοπίζοντας χαρακτηριστικά της διαισθητικής βιολογικής γνώσης των μικρών παιδιών»

«Φύλλο εργασίας 2» «Εντοπίζοντας χαρακτηριστικά της διαισθητικής βιολογικής γνώσης των μικρών παιδιών» ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ & ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ «ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΩΝ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ» Ομάδα εργασίας 1. 2. 3. Ημερομηνία: 15-3-2017 Μάθημα 4: «Η διαισθητική

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 1 2 3 ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών έρευνα ανακάλυψη εφεύρεσηκαινοτομία-επινόηση εξέλιξη 4 5 Ανακάλυψη: εύρεση αντικειμένου που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο. Ανακάλυψη (επιστήμη):

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάλυση της κριτικής διδασκαλίας. Περιεχόμενο ή διαδικασία? Βασικό δίλημμα κάθε εκπαιδευτικού. Περιεχόμενο - η γνώση ως μετάδοση πληροφορίας

Η ανάλυση της κριτικής διδασκαλίας. Περιεχόμενο ή διαδικασία? Βασικό δίλημμα κάθε εκπαιδευτικού. Περιεχόμενο - η γνώση ως μετάδοση πληροφορίας Η ανάλυση της κριτικής διδασκαλίας Περιεχόμενο ή διαδικασία? Βασικό δίλημμα κάθε εκπαιδευτικού Περιεχόμενο - η γνώση ως μετάδοση πληροφορίας Διαδικασία η γνώση ως ανάπτυξη υψηλών νοητικών λειτουργιών (

Διαβάστε περισσότερα

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015 Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015 Μάθηση και γνώση: μια συνεχής και καθοριστική αλληλοεπίδραση Αντώνης Λιοναράκης Στην παρουσίαση που θα ακολουθήσει θα μιλήσουμε

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ (1) ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΗ Κοινωνικών Επιστημών ΤΜΗΜΑ Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΚΩΔΙΚΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛ201 ΕΞΑΜΗΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ 1 ο ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΩΡΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Σύνοψη κεφαλαίου Σύνδεση θεωρίας και ανάλυσης Επεξεργασία ποιοτικών δεδομένων Δεοντολογία και ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Αξιολογώντας την ποιότητα των ποιοτικών ερευνών Εισαγωγή

Διαβάστε περισσότερα

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ- ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ- ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ- ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟ 5 ο Ακαδημαϊκό έτος 2016-2017 ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΓΡΑΠΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Η γραπτή εργασία θα περιλαμβάνει τα παρακάτω μέρη:

ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΓΡΑΠΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Η γραπτή εργασία θα περιλαμβάνει τα παρακάτω μέρη: ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΓΡΑΠΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Η γραπτή εργασία θα περιλαμβάνει τα παρακάτω μέρη: 1.ΕΞΩΦΥΛΛΟ Θα περιέχει τις εξής πληροφορίες: - Σχολείο - Μάθημα - Τάξη - Τμήμα -Τίτλο της έρευνας - Ονοματεπώνυμο Ο τίτλος της

Διαβάστε περισσότερα

Λογιστική Θεωρία και Έρευνα

Λογιστική Θεωρία και Έρευνα Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα στη Λογιστική & Χρηματοοικονομική Master of Science (MSc) in Accounting and Finance ΤΕΙ ΠΕΙΡΑΙΑ Λογιστική Θεωρία και Έρευνα Εισαγωγή στη Λογιστική Έρευνα Η αναζήτηση της αλήθειας

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Τομέας Έρευνας ΚΕΘΕΑ Η ποιοτική έρευνα επιχειρεί να περιγράψει, αναλύσει, κατανοήσει, ερμηνεύσει κοινωνικά φαινόμενα, έννοιες ή συμπεριφορές επιχειρεί να απαντήσει το γιατί

Διαβάστε περισσότερα