Ένας κύκλος γύρω από τον ήλιο

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Ένας κύκλος γύρω από τον ήλιο"

Transcript

1

2 2

3 Ένας κύκλος γύρω από τον ήλιο Ιστορίες δημιουργικής γραφής Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής Scripta manent 3

4 Τίτλος: Ένας κύκλος γύρω από τον ήλιο Υπότιτλος "Ιστορίες δημιουργικής γραφής" Επιμέλεια και επιλογή: Χαρά Νικολακοπούλου Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις: 24grammata.com τηλ , fax: Υπεύθυνοι σειράς: Γιώργος Πρίμπας, Χαριτίνη Ξύδη Σειρά: εν καινώ, Αριθμός σειράς: 79 Διόρθωση κειμένου: Σωτήρης Αθηναίος Τόπος και Χρονολογία πρώτης έκδοσης: Καλαμάτα, 2014 Μέγεθος Αρχείου: 2,7 Mb Σελίδες: 88 Μορφή αρχείου: pdf Γραμματοσειρά: Times New Roman Απαγορεύεται η αναδημοσίευση δίχως την έγγραφη άδεια των δημιουργών ή του εκδότη 4

5 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ σελ. Πρόλογος - Χαρά Νικολακοπούλου 9 ΑΣΚΗΣΗ: ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Αυτοβιογραφία ενός τραγουδιού - Αφροδίτη Μαλαπάνη 10 ΑΣΚΗΣΗ: ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΥΦΟΥΣ Ο δεκαπεντασύλλαβος του καμηλοπαρδαλάτου - Λάμπρος Κωνσταντόπουλος 12 Τηλεγραφικό - Γιώργος Λουριδάς 13 Χωριάτικο - Δήμητρα Τζανετάκη 13 Δεκαπεντασύλλαβο - Τίνα Κουτσουμπού 13 Χωριάτικο - Ζωή Παπαδημητρίου 14 Επίσημος αναφορά - Τίνα Κουτσουμπού 15 ΑΣΚΗΣΗ: ΤΑ ΕΡΗΜΑ ΣΠΙΤΙΑ ΚΡΥΒΟΥΝ ΜΥΣΤΙΚΑ Ζωή σε ερείπια - Ζωή Παπαδημητρίου 16 Βιωμένος χώρος - Δήμητρα Τζανετάκη 19 Η ιστορία ενός ερειπίου - Τίνα Κουτσουμπού 22 ΑΣΚΗΣΗ: ΠΟΙΗΣΗ Κοχύλι στο Αιγαίο - Τίνα Κουτσουμπού 26 Χαϊκού: Λάμπρος Κωνσταντόπουλος, Τίνα Κουτσουμπού, Φωτεινή Κελεπούρη, Τόνια Παυλάκου 27 ΣΧΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΗΜΑ Μαύρη χήρα κατάπιε την υπεροψία - Γιώργος Λουριδάς 32 ΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΚΥΚΛΟ Ή ΣΠΕΙΡΑ Πού κρύβεται ο θεός; - Ελένη Κοφτερού 33 Ο Σπόρος - Χαρά Νικολακοπούλου 35 Ακουμπάς την ελπίδα - Τίνα Κουτσουμπού 36 Σονέτο: Αδυναμία - Χαρά Νικολακοπούλου 37 ΑΣΚΗΣΗ: ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΜΑΓΕΙΡΙΚΗΣ Η Μπαχάρ - Λάμπρος Κωνσταντόπουλος 39 Η Καλλιοπίτσα η Σμυρνιά - Ζωή Παπαδημητρίου 41 5

6 Το μαγειρειό της - Φωτεινή Κελεπούρη 43 Καρυδόπιτα παραδοσιακή - Αφροδίτη Μαλαπάνη 45 Συνταγές μαγειρικής - Φωτεινή Κελεπούρη 46 Μέλπω - Τίνα Κουτσουμπού 48 Κουλουράκια πορτοκαλιού - Δήμητρα Τζανετάκη 50 ΑΣΚΗΣΗ: ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ με χρυσά κουμπιά - Λάμπρος Κωνσταντόπουλος 53 Η καινούρια - Τόνια Παυλάκου 55 Μια αινιγματική παρουσία στην έρημο - Φωτεινή Φλώρου 56 Το ροζ ή το καφέ;- Ζωή Παπαδημητρίου 57 Οι γριές της Γρίβας - Ελένη Κοφτερού 58 Pokhara - Φωτεινή Κελεπούρη 59 Βραδινή αναζήτηση - Τόνια Παυλάκου 60 ΑΣΚΗΣΗ: ΜΙΚΡΟ-ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΟ- ΔΙΗΓΗΜΑ Η φωτογραφία - Δήμητρα Τζανετάκη 63 Παρίσι-Αμστερνταμ - Αφροδίτη Μαλαπάνη 63 Στο σκοτάδι - Λάμπρος Κωνσταντόπουλος 65 Η πόλη της ομίχλης - Γιώργος Λουριδάς 66 Πλανόδια Χριστούγεννα - Τίνα Κουτσουμπού 68 Ολιγόλεκτα - Ελένη Κοφτερού 70 Το δώρο - Φωτεινή Φλώρου 70 Η Αρχή του ελάχιστου χρόνου (σ ένα όνειρο και μια τρυφερότητα) - Ελένη Κοφτερού 71 Τα αντίδωρα του χωρισμού - Τόνια Παυλάκου 73 Το όνειρο - Τόνια Παυλάκου 74 ΕΚΤΟΣ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΜΟΥ Αυτόματη γραφή - Φωτεινή Κελεπούρη 75 Και στον Όλυμπο τα ίδια - Ζωή Παπαδημητρίου 75 Γκρί μια - Λάμπρος Κωνσταντόπουλος 77 Ένας κύκλος γύρω από τον ήλιο - Φωτεινή Κελεπούρη 79 ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ Βροχή Ι - Φωτεινή Κελεπούρη 83 Βροχή ΙΙ - Φωτεινή Κελεπούρη 84 6

7 Αποχαιρετισμός σε έναν κύκλο από ποιητές και παιζω-γράφους - Τίνα Κουτσουμπού 85 Βιογραφικό Σημείωμα της Χαράς Νικολακοπούλου 86 7

8 8

9 Πρόλογος Φέτος στο εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής που οργάνωσε το Καλλιτεχνικό Στέκι στην Καλαμάτα φαίνεται πως όλοι εμείς οι scriptamaniacs μαγειρέψαμε νόστιμες καταστάσεις. Οι εκπαιδευόμενοι αναδείχθηκαν πολύ γρήγορα σε master chef της συγγραφικής κουζίνας. Οι σωστές αναλογίες των υλικών, το μεράκι, η καλή διάθεση, η επιθυμία για προσφορά, η έμπνευση, και η πολλή και καλή δουλειά απέδωσαν μικρά διαμαντάκια που σας προσκαλούμε να γευθείτε μαζί μας. Σίγουρα θα σας εκπλήξουν τα καρυκεύματα της φαντασίας και της δημιουργικότητας που επέδειξαν. Προφανώς θα πειστείτε -όπως κι εγώ άλλωστε- πόσο πιο αγαπησιάρικη γίνεται η ζωή όταν υπάρχει σύμπνοια, καλή συνεργασία, εμπιστοσύνη στην ομάδα, πόσο η γενναιόδωρη διάθεση για ανθρώπινη επαφή, επικοινωνία και καλλιτεχνική έκφραση δίνει μια ζεστή, αυθεντική νότα από την καρδιά του καθενός στο δημιούργημά του. Αισθάνομαι πραγματική ευγνωμοσύνη για όλες ανεξαιρέτως τις αγαπημένες φίλες και τους φίλους που με εμπιστεύτηκαν και μου έδωσαν τη μεγάλη χαρά να τους γνωρίσω και την τεράστια ικανοποίηση να απολαύσω εν τη γενέσει τους τα μικρά αποστάγματα του ταλέντου, της αγάπης και της καλοσύνης τους. Ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου την Ελένη, τη Δήμητρα, την Τίνα, τη Φωτεινή που έγινε Λάμπρος (για καλλιτεχνικούς λόγους, μην πάει ο νους σας στο κακό), την Αφροδίτη, την Αθηνά, τον Γιώργο, τη Φωτεινή (δεύτερη, δεν κάνω λάθος), τη Ζωή, τη Ρόη, τη Νίκη, τη Φωτεινή (ναι, έχουμε κι άλλη), τη Βαρβάρα, την Τόνια, τη Γεωργία. Χωρίς το δικό τους αυθόρμητο ξεχείλισμα συναισθημάτων, δεν θα είχε δημιουργηθεί η θερμή ατμόσφαιρα που όλοι ζήσαμε στα μαθήματά μας, αλλά και έξω από αυτά. Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Γιώργο Λουριδά για τα τρελιάρικα και ανατρεπτικά σκιτσάκια του που στολίζουν το παρόν πόνημα. Χαρά Νικολακοπούλου 9

10 ΑΣΚΗΣΗ: ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Αυτοβιογραφία ενός τραγουδιού Γεννήθηκα ένα βράδυ μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο ανάμεσα σε κιθάρες και παρτιτούρες. Μητέρα μου η μουσική, πατέρας μου ο λόγος. Άλλαξα πολλές φορές μέχρι να μεγαλώσω και να βγω στον έξω κόσμο. Λίγο στη μουσική, λίγο στον στίχο. Κι έπειτα ήρθε η ενηλικίωση: η ενορχήστρωση. Νιώθω άβολα με όλες αυτές τις αλλαγές πάνω μου. Εδώ πρέπει να ακούγεται περισσότερο η κιθάρα, εδώ περισσότερο το πιάνο, εδώ μόνον το βιολί. Τι κόσμος κι αυτός! Δύσκολο να βρεις μια ισορροπία, μια αρμονία! Αλλά όταν βρεθεί Ξαφνικά νιώθεις δυνατός, πανέτοιμος για όλα. Έτσι λοιπόν ενηλικιώθηκα και μπήκα στον κόσμο των μεγάλων. Άλλοι με δέχτηκαν όπως ήμουν, με άκουσαν, με έβαλαν στο σπίτι τους, στο αυτοκίνητό τους. Άλλοι με απέρριψαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Και άλλοι με άκουσαν προσεκτικά, μου έκαναν κριτική καλή ή κακή-, έκαναν απλά τη δουλειά 10

11 τους. Δεν ξέρω αν έχω την αποδοχή που μου αξίζει. Μου αρέσει όμως που για κάποιους σημαίνω κάτι. Έχω ζήσει πολλές σημαντικές στιγμές: γιορτές, γενέθλια, επετείους. Έχω συνδεθεί με πρόσωπα και γεγονότα. Νιώθω πλήρης. Κι όμως ξέρω ότι είναι δύσκολο να ζήσω για πάντα. Κάποια στιγμή θα με ξεχάσουν. Μόνο σε λίγους πολύ λίγους- θα μείνω στη μνήμη τους παντοτινά. Κι είναι εκείνοι που μ αγάπησαν στ αλήθεια. Αφροδίτη Μαλαπάνη 11

12 ΑΣΚΗΣΗ: ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΥΦΟΥΣ Βασισμένες στο βιβλίο του Ραιημόν Κενώ «Ασκήσεις Ύφους» Σ' ένα λεωφορείο της γραμμής S. Συνωστισμός. Ένας τύπος γύρω στα είκοσι έξι, καπέλο μαλακό με μια πλεξούδα στη θέση της κορδέλας, πολύ μακρύς λαιμός σα να του τον είχανε τραβήξει. Κόσμος κατεβαίνει. Ο περί ου ο λόγος αρπάζεται μ' ένα διπλανό του. Τον κατηγορεί πως τον σπρώχνει κάθε φορά που κάποιος θέλει να περάσει. Τόνος κλαψιάρικος με κακές διαθέσεις. Καθώς βλέπει να ελευθερώνεται ένα κάθισμα, τρέχει και κάθεται. Δύο ώρες αργότερα, τον ξαναβλέπω στην Κουρ ντε Ρόμ, μπροστά στο σταθμό Σαιν Λαζάρ. Είναι μαζί μ' ένα φίλο του που του λέει: "Πρέπει να ράψεις άλλο ένα κουμπί στο παλτό σου". Του δείχνει πού (στο πέτο) και γιατί. (Ραιημόν Κενώ Ασκήσεις Ύφους, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1984). Αυτό όμως που διαβάσατε παραπάνω ήταν μονάχα μία από 99 διαφορετικές παραλλαγές με τις οποίες ο απίστευτος χιουμορίστας Κενώ έχει αφηγηθεί το συγκεκριμένο περιστατικό. Επιχειρήσαμε κι εμείς μερικές παραλλαγές: Ο δεκαπεντασύλλαβος του καμηλοπαρδαλάτου Μια μέρα βρέθηκα κι εγώ στο S λεωφορείο κι αμέσως παρατήρησα ένα νεαρό γελοίο. Ο κόσμος εστριμώχνονταν κι αυτός με μια κορδέλα επάνω στο καπέλο του που να σου φέρνει τρέλα. Είχε λαιμό πολύ ψηλό, καμηλοπαρδαλάτο αφ υψηλού ατένιζε τον κόσμο που ταν κάτω. Δεν είχ απλώς ψηλό λαιμό, ήταν και όλο νεύρα του διπλανού τήν «έλεγε» όταν κανείς επέρνα τάχα μου από δίπλα του κι εκείνος τον σκουντούσε έτσι του εκλαιγότανε και τον κατηγορούσε. Μα ήτανε κακός πολύ, με άγριες διαθέσεις και σαν ελευθερώνονταν τις έπιανε τις θέσεις. Αλίμονο, αργότερα δυο ώρες παρά κάτι στην Κουρ ντε Ρομ τον συναντώ, ας μου βγαινε το μάτι, μπρος στο σταθμό του Σαιν Λαζάρ μαζί με έναν φίλο που το λαιμό του έπιανε πιο κάτω απ το μήλο. Και του λεγε ψιθυριστά «κι άλλο κουμπί να ράψεις τι θα πουντιάσεις φίλε μου και θα μου τα τινάξεις.» Λάμπρος Κωνσταντόπουλος 12

13 Τηλεγραφικό Λεωφορείο φίσκα. Νεαρός μακρυλαίμης, καπέλο- πλεξούδα τσακώνεται με άγνωστο συνεπιβάτη άνευ προφανούς λόγου. Του σκάει μπάτσα. Ο άλλος κλαίει. Ορμάει σε κενή θέση, κρύβεται. Στάση ξανά Σαιν Λαζάρ. Είναι με φίλο. Του φτιάχνει σκισμένο παλτό. Γιώργος Λουριδάς Χωριάτικο Άει σαπέρα πιδάκι μ που θα ξαναχωθώ σε δαύτο! Ξαναμπαίνω γω σι τέτοιου λιφουρείου που να με πληρώνς; Δε φταν πού μαστανε σαν τις σαρδέλες παστωμένς ου ένας παν στον άλλο, ήτανε κι ο ξεραγκιανός που ούλα τούφταιγαν και τρουγώταν μούλα τα σκουτιά τ. Να μη σώσω ν ανάψω λαμπάδα ίσαμε το μπόι μου στην Παναγιά τη Γιάτρισσα, καμάρι μ, άμα δεν ήτανε βλαμμένο του παλικάρ! Κρίμας, δε λέου, αλλά βλαμμένο ντιπ!! Βουτιότανε παιδάκι μου μ όποιον πέρναγε από κοντά τ! Ήθελες να κατέβς να πας σπιτάκι σ ; Όχι πλι μ! Δεν πας πθενά! Θα τσακουθείς μι το βλαμμέν μια δόση κι μτα κατιβενς! Ήθελε και καπέλο το παλουκωμένο! Κανελί μι μια πλεξούδα, να, με το συμπάθιο Ούλο το πιανε και το πασπάτευε, ούλο ξυνότανε το συφοριασμένο. Γύριζε κείνο το λαιμό τον τριώροφο κι όποιον πάρει ου χάρους!! Φτηνά τη γλίτωκα καμάρι μ! Σου λιέου με είχε αρπάξει με το βλέμμα τ κι έλεγα «πάει τώρα θα μ αρχίς», «άγια μου Παρασκευή, κάνε το θάμα σου και γλίτωσέ με» (μι βρίσκ ταξί φτουν η Αγία, μεγάλη η χάρη της, σαν είμαι στην Αθήνα που δε νογάνε να σταματήσουν οι ταρίφες) κι το κανε βιβαίους το θάμα της κι του βλαμμέν, απάνω πού στριβε τον τριώροφο λαιμό κι ετοιμαζόταν σαν το πετεινό στην κότα να μου ορμήξει, επήρε το γκαβό του κάθισμα αδειανό και χίμηξε, σωρώθηκε κι ανάσανα που κόντευε να μου ρθει κόλπος! Χανταβουλιάστηκε. Δήμητρα Τζανετάκη Δεκαπεντασύλλαβο Μια μέρα βρέθηκα κι εγώ στο S το λεωφορείο κι αμέσως παρατήρησα ένα νεαρό γελοίο μακριά πλεξούδα εις το μπορ, μακρύς κι ο λαιμός τραβιότανε και σειότανε σαν να ήτανε σεισμός. 13

14 Σαν κατεβαίνει ο λαός αρπάζεται κι αυτός σπρώχνεται και στριμώχνεται, φωνάζει ο διπλανός. ωσάν μωρού κλαψούρισμα ακούγεται η φωνή κάθε που κατεβαίνει εις, σκουντάς με λέει αυτή. Ωσάν ελευθερώνεται το κάθισμα ευθύς, σπεύδει στρογγυλοκάθεται, το παίζει κατηφής. Δυο ώρες πέρασαν κι εγώ πάλι τον ξαναβλέπω στου Σαιν Λαζάρου το σταθμό αλλά δεν το αντέχω να ναι με κειο το φίλο του να του κουνάει το πέτο εδώ έχεις άραφτο κουμπί. Ε! μου φυγε το κλαπέτο. Να τους, πώς αγκαλιάζονται στου δρόμου τη στροφή! Ωσάν πιτσούνια κάνουνε στου δέντρου την κορφή. Ότι θα τύχω μάρτυρας εγώ σ άλλου έρωτα τα πάθη πού να ξερα ο δυστυχής κι ας μού κλεισε το μάτι! Τίνα Κουτσουμπού Χωριάτικο - Άρε, τόσ ώρα ξηρουστάλιασμα. Άμα τόξερνα, ούτι που θα πάταγα του πουδάρι μ ζτν προυτεύουσα. - Υπουμουνηηή. Κάθι φορά πουρχόμαστι στν Αθήνα τα ίδια φτιάνς. - Άι, ιπιτέλους, γναίκα, φάνκι του λιουφουρείου. Οϊ, οϊ οϊ, τι στριμουξίδι είν τούτου. Σιγά, ρι πατριώτ. Ιπιδή εισι δυο μέτρα, θα μας καβαλίκς κιόλα. Μι ξινύχιασεις. - Σας παρακαλώ, κύριε. Πάρτε το καλάθι σας πιο πέρα. Θα με λερώσουν τα πουλερικά σας. - Τι να κάν κι αυτούνα. Σ είδαν μι του ψηλό τ καπέλου, η κουτσίδα τ μάρανι, τρομάρα σ, κι σκιάχτ καν. - Σιγά, ρι πατριώτ, θα μας σκοτώσ ρα. Ιιιιι, μας έσπρωξι όλους για να προυλάβ να καθήσ. (Σιγά στο αυτί της γυναίκας του). - Η άλλους η μαντράχαλους δίπλα τ τι ρόλου παίζ, μωρ Κώστινα. Τήρα του κάν κι παρατήρησ για του κουμπί. Ούι, ούι, χάζεψι η κόσμους. Στα μάτια τουν κοιτάει. Αρέ, ιγώ νόμζα ότι μόνου ζτν τηλιόραση υπάρχ ν αυτοί. Ιιιι, ρε γέμισι ου τόπους Γαβαλάδις!!! Ζωή Παπαδημητρίου 14

15 Επίσημος αναφορά Έχομεν την τιμή να θέσωμεν υπόψιν σας τα κάτωθι συμβάντα, ων υπήρξαμεν αμερόληπτοι, άμα δε και έντρομοι μάρτυρες. Την δεκάτην πρωινήν εις λεωφορείον της γραμμής S εκτελούντος το δρομολόγιον Παγκράτι-Πατήσια, εις νεαρός την ηλικία, πιθανολογούμεν φοιτητής, ένεκα της ατημέλητης και ταπεινής ενδύσεώς του ήτις εχαρακτηρίζετο υπό μαλακού πίλου σκούρου χρώματος με μπορ και πλεγμένην υφασμάτινην κοτσίδαν αντί κορδέλας, διεπληκτίσθη μετά των επιβατών εις τόνον άγριον. Ο εν λόγω νεαρός έχων αγρίας διαθέσεις ήλθε εις χείρας μετά συνομιλήκου του ο οποίος εφέρετο, κατά την κοινήν ομολογίαν των συνεπιβατών του, να έσπρωξεν τον περί ου ο λόγος νεαρόν. Εκείνος ήρχισε να υβρίζει και να εκτοξεύει ποταμούς φαιδρών παρομοιώσεων και ποταπών χαρακτηρισμών δια τον διπλανόν του, ο οποίος του ημπόδιζε την έξοδον. Ο κατά τα άλλα φέρελπις νέος με το αδαμάντινον ήθος εκατέβη εις τους τρεις επόμενους σταθμούς εκτοξεύοντας, πύρινους λόγους με πλείστα καλολογικά στοιχεία δια τον συνεπιβάτην του. Το γεγονός εξεχάσθη και εγώ επροχώρουν προς τον σταθμό ΣΑΙΝ ΛΑΖΑΡ ότανοποία σύμπτωσις- το βλέμμα μου περιέπεσε εις τον επαίσχυντον νεαρόν, ο οποίος όμως δεν ήτο μόνος. Εχαριεντίζετο και εκίνει την κεφαλή του εκείνη μετά του πίλου εμπρός εις το πρόσωπον του φίλου του, ο οποίος θωπεύων τον ώμον του εκράτει το παλτόν του λέγων: «Εδώ πρέπει να προσθέσεις ακόμη εν κομβίον άλλως θα κολλήσεις την ινφλουέντσαν και δεν θα ημπορώ να καθρεφτισθώ έτι εις τους οφθαλμούς σου.» Θεός ηξεύρη πώς συνεκρατήθην και δεν με ηύρε ακράτητος γέλως. Οι δυο νεανίαι διήγον κατά τα φαινόμενα βίον κοινόν και ερωτικόν, και εγώ υπήρξα τυχαίως πώς μάρτυς του φλογερού τους πάθους. Τίνα Κουτσουμπού 15

16 ΑΣΚΗΣΗ: ΤΑ ΕΡΗΜΑ ΣΠΙΤΙΑ ΚΡΥΒΟΥΝ ΜΥΣΤΙΚΑ Με αφορμή το διήγημα «Ιστορία ενός ερειπίου» του Γιώργη Μανουσάκη 1 Ζωή σε ερείπια Τραβώντας για το νεκροταφείο, όπου αναπαύονται εδώ και δέκα χρόνια οι γονείς μου, πέρασα από γειτονιές ξεχασμένες, από σπίτια ερημωμένα, από αυλές χορταριασμένες. Ερήμωσε κι αυτή η γειτονιά, σκέφτηκα. Σώνεται και αυτή η σειρά των ανθρώπων και καινούρια δεν έρχεται. Οι περισσότεροι παλιοί μου γείτονες έφυγαν, άλλος για άλλη γειτονιά, πιο κεντρική, κι άλλος για την πόλη. Να το πιο κοντινό στο δικό μου σπίτι ερείπιο! Της Μαρίας και της Κούλας. Μικρό, χαμηλό, φτωχό, με ψηλούς χοντρούς όπως τους έφτιαχναν παλιά τοίχους, για να μη φαίνεται τίποτα από το δρόμο. Σπίτι που ταίριαζε με τη ζωή, την ολόκλειστη και μοναχική, των δύο αδελφών. Πρώτη πέθανε η Μαρία σε μεγάλη ηλικία, ύστερα η Κούλα σε ακόμη μεγαλύτερη. Η Κούλα κάηκε ολόκληρη 1 Το διήγημα μπορείτε να βρείτε στη διεύθυνση του περιοδικού Πλανόδιον 16

17 μέσα στο ίδιο της το σπίτι, μπροστά στο τζάκι, χωρίς μια φωνή, να τρέξει κάποιος. Αθόρυβα έφυγε, όπως αθόρυβα έζησε, και δεν άφησε ούτε κορμί να θάψουν. Λίγα σπίτια παραπάνω το σπίτι της Κωστάντως. Κυρά και αρχόντισσα η Κωστάντω στα νιάτα της. Κι όμορφη, καθώς λένε. Το σπίτι μεγάλο, με δυο πατώματα, χωρίς περιττά στολίδια στην όψη, όπως ήταν τα σπίτια των τσιφλικάδων στον κάμπο. Ερείπιο πια, χωρίς παράθυρα, με τις πόρτες του να χάσκουν διάπλατα, τις σκάλες μισογκρεμισμένες. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που έδωσε η ίδια τέλος στη ζωή της. Τα παιδιά της σπάνια έρχονται πια. Τους πονάει η θύμησή της, η πράξη της; Μπορεί και να μη νοιάζονται. Η κόρη, παντρεμένη από μικρή στην Αμερική με Αμερικάνο, δεν ξαναγύρισε. Τα δύο αγόρια σκορποχώρι, ό,τι έπιαναν κάρβουνο γίνονταν. Κι αυτή να μη συγχωράει τον εαυτό της για την κατάντια του σπιτιού. Ούτε τον εαυτό της συγχωρούσε, ούτε και σε κανέναν άλλο χαρίζονταν. Οι νύφες έφταιγαν. Κακόπεσαν τα μανάρια της! Κι ο γαμπρός έφταιγε που πήρε την μοναχοθυγατέρα της. Μα πιο πολύ απ όλα έφταιγε που έχασε τον άντρα της, που τον αγαπούσε μέχρι το τέλος με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Κάθε απόγευμα χτυπούσε την πόρτα μας. - Ωχ, ωχ, γυναίκες, άφηνε βαθύ αναστεναγμό, σημάδι της φουρτουνιασμένης ψυχής της! Ρήμαξε το σπιτικό μου και με πλακώνει! Να εδώ έχω το βάρος, και με σφιγμένη τη γροθιά έδειχνε το στήθος της! Κι έπεφτε βαριά σε μια καρέκλα, για να βολευτεί, όσο την άφηνε το κουτσό ποδάρι της. Κανένας δεν έδινε σημασία στα λόγια της. Κανένας δεν την είχε ικανή για τέτοια πράξη σκοτεινή, γιατί ήταν μια γυναίκα έξυπνη, που ερωτεύτηκε πολύ, που αγάπησε πολύ, που φιλοσοφούσε διαρκώς τη ζωή, με κείνη την αφέλεια αλλά και τη γνησιότητα συνάμα των ανθρώπων που δεν ξέρουν γράμματα πολλά. Έβγαζε από τις τσέπες της χαρτάκια από το ημερολόγιο, μπερδεμένα κουβάρι με κάνα χαρτονόμισμα που της βρίσκονταν, και άρχιζε να αραδιάζει στίχους, κυρίως ερωτικούς. Εκείνα όμως που πιο πολύ της άρεσαν ήταν τα λόγια σοφών ανδρών που έβρισκε στις σελίδες του Καζαμία. «Η ζωή είναι πολύ απλή, αλλά εμείς επιμένουμε να την κάνουμε περίπλοκη», «όταν παραπονιέσαι για το κακό, το διπλασιάζεις, όταν το περιγελάς, το εξουδετερώνεις», διάβαζε με επίσημο ύφος, γυρεύοντας με τα γαλανά της μάτια να δει την αίσθηση που έκαναν τα λόγια της. Αυτή τα έλεγε, αυτή τα άκουγε. Οι κυρές του σπιτιού ήταν πολύ απασχολημένες, ζεμένες καθώς ήταν στο μαγκανοπήγαδο της δικής τους ζωής. Έγερνε το κεφάλι απογοητευμένη και άφηνε έναν αναστεναγμό. Ύστερα, γυρνούσε κούτσα κούτσα στο άδειο της σπίτι, που τα σημάδια της ερήμωσης άρχισαν κιόλας να φαίνονται απάνω του. Κι όμως κάποτε το σπίτι αυτό περνούσε δόξες. Άνθρωποι πολλοί πήγαιναν κι έρχονταν ολοχρονίς, όχι τόσο για γλέντια και φιέστες, αλλά για να γεμίσουν τις αποθήκες του σπιτιού με στάρι και τα βαρέλια με κρασί. Στα πρώτα χρόνια, πριν έρθουν στον κάμπο οι πατόζες, ο θέρος βάσταγε πολύ. Πότε να θερίσουν τόσο μέρος με το δρεπάνι, πότε να δέσουν τα δεμάτια και να στήσουν τα 17

18 τσιρένια! Ύστερα άρχιζε το πηγαινέλα μέχρι να στήσουν τις θημωνιές στο ξέφωτο που ήταν μπροστά στο σπίτι. Νύχτα και μέρα δούλευαν, να προλάβουν τον καιρό, μη και χαλάσει. Άλογα πατούσαν τα σωρωμένα στάχυα, εργάτες έσερναν απάνω το δοκάνι, για να ξεχωρίσει ο καρπός από τ άχυρο, και άλλοι πάλι το λίχνιζαν με τα καρπολόγια και το δερμόνι. Μέρες κρατούσε το πανηγύρι, μέχρι να βάλουν στα σακιά τον πολύτιμο καρπό και να τον αδειάσουν στις αποθήκες. Αλλά και στον τρύγο το σπίτι γέμιζε κόσμο. Δεν ήταν και πολλά τα αποστακτήρια που έβραζαν τα τσίπουρα. Όλο σχεδόν το χωριό περνούσε με την αράδα από κει. Μέρες και νύχτες έκαιγαν οι φωτιές κάτω από τα καζάνια. Και οι άντρες που περίμεναν να υποδεχτούν το δυνατό ποτό, σταγόνα σταγόνα στην αρχή όλο και πιο γρήγορα κατόπιν, περνούσαν την ώρα με τραγούδια και αστεία, εκείνα τα χοντροκομμένα αστεία που συνοδεύουν στον κάμπο όλες τις γιορτές του αμπελιού και του μούστου. Ακόμα και τώρα, όταν περνώ από το σπίτι της Κωστάντως, αν και αποφεύγω να ρίξω τα μάτια μου στις πόρτες που χάσκουν, στα παραθυρόφυλλα που χτυπάνε στον αέρα, νομίζω πως ακούω φωνές και δυνατά αντρίκια γέλια. Ζωή Παπαδημητρίου 18

19 Βιωμένος χώρος Τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων τα πέρασα όλα στο περιβόλι. Εκεί ήταν το καλοκαιρινό μας σπίτι. Φεύγαμε τέλος Ιουνίου από το σπίτι μας στην Καλαμάτα και μέχρι το τέλος του Σεπτέμβρη μέναμε στο περιβόλι. Τώρα που το σκέφτομαι, μου φαίνεται παράξενο ότι παραθερίζαμε τρία τέσσερα χιλιόμετρα νοτιότερα της κανονικής μας κατοικίας, όμως ήταν μόνο πέντε λεπτά με τα πόδια από τη θάλασσα κι αυτό έφτανε. Ο πατέρας μου είχε αγοράσει το περιβόλι όταν γύρισε απ την Αυστραλία. Ήταν γεμάτο φουντωτά εσπεριδοειδή και η μικρή διώροφη αγροικία που ήταν χωμένη ανάμεσα στα δένδρα έμελε να στεγάσει τα καλοκαίρια και τις χαρές της παιδικής μας ηλικίας. Το σπίτι του περιβολιού λοιπόν έχει εγγραφεί και αποτυπωθεί στην καρδιά μου, το βλέπω στα όνειρά μου, οι μυρωδιές του έχουν ασφαλιστεί σε κουτάκια στον εγκέφαλό μου και όταν αυτά ανοίγουν, ξεπετάγονται ατίθασα τα παιδικά μου χρόνια και μπερδεύονται ασύστολα με την καθημερινότητα μου. Το σπίτι αυτό που κατοικούσα παλιά, τώρα με κατοικεί αυτό και είναι ο δικός μου εσωτερικός τρόπος που αντιλαμβάνομαι την οικειότητα και την ασφάλεια Ήμουνα κάπως παράξενο παιδί. Είχα σκάψει μέσα μου ένα μυστικό πηγάδι κι εκεί έπνιγα - ή ίσως είναι πιο δίκαιο να πω, φυλούσα- κρυμμένα σαν θησαυρό, τα συναισθήματα μου, μην τα μάθει κανείς και βαρυνθεί ή τρομάξει. Βλέπεις, η μάνα μου, λιγάκι αλαφροΐσκιωτη κι αυτή, είχε θέσει έναν κανόνα απαραβίαστο για τις δικές μου ψυχικές δυνάμεις: «Τα συναισθήματα διαταράσσουν την οικογενειακή γαλήνη» Η μάνα μου δεν άντεχε και πολλά, όλο αρρώσταινε και πονούσε και βαρυγκομούσε και στηριζόταν σ αυτόν τον πόνο της, σημαία και φυλαχτό τον είχε, σαν να συναγωνιζόταν ν αρρωστήσει πρώτη αυτή ή να πονέσει περισσότερο. Δεν προλάβαινα να πονέσω ή να λυπηθώ, δεν γεννιόταν ποτέ η δική μου θλίψη, χωρίς την τύψη να σέρνεται πίσω της, πέπλο πυκνό, ότι θα βλάψω τη μάνα και κατ επέκταση όλη την οικογένεια. Ασφυκτιούσα, δεν είχα χώρο στα παιδικά μου χρόνια, και αυτό χαλάρωνε για λίγο μόνο τα καλοκαίρια, σε εκείνο το λιτό, επιπλωμένο σχεδόν αποκλειστικά με κρεβάτια σπίτι που παραθερίζαμε. Μια μεγάλη σκάλα, δεκαοχτώ ολόκληρα πλατιά σκαλιά οδηγούσαν στο μακρόστενο μπαλκόνι που διέτρεχε την πρόσοψη στο πάνω πάτωμα σε όλο του το μήκος. Μια ατελείωτη σειρά από κόκκινες βαμμένες γλάστρες κοράλλια, φυλλόδεντρα, καμπανούλες και πούσια ξεδίπλωναν τη λουλουδένια χάρη τους σαν να υποκλίνονταν ευγενικά στους επισκέπτες του σπιτιού. Τα θυμάμαι όλα τα λουλούδια ένα-ένα, αφού κάθε απόγευμα απρόθυμα, υποχρεωτικά, κουβαλούσα τσαντισμένη νερό από το πηγάδι με δυο ποτιστήρια. Μου είχαν αναθέσει το πότισμα των λουλουδιών και μετά το σκούπισμα της αυλής. Στην πρόσοψη υπήρχαν ακόμα δυο μεγάλα παράθυρα με ξύλινα πατζούρια και μια σιδερένια πόρτα βαμμένη κόκκινη όπως όλες οι γλάστρες. Τα ντουβάρια τα έβαφε ο παππούς πετρόλ ή ώχρα, ανάλογα με τα κέφια του. Θυμάμαι 19

20 πόσο πολύ μου άρεσε να ξύνω τον τοίχο, όταν άρχιζε να ξεφτίζει, και να μου αποκαλύπτονται προηγούμενα στρώματα των χρωμάτων. Ο πάνω όροφος είχε τρία δωμάτια και μια μεγάλη ταράτσα πίσω. Το πρώτο δωμάτιο ήταν τεράστιο με λίγα έπιπλα, κυρίως κρεβάτια και μπαούλα. Ξεχώριζε το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι στη μέση και μια παλιά ντουλάπα ψηλή με ένα περίτεχνο ξυλόγλυπτο αέτωμα στο πάνω μέρος. Ανατολικά δυο μικρά υπνοδωμάτια, στο ένα κοιμόνταν τα αδέλφια μου και το άλλο. Αχ, το άλλο! Ήταν το μοναδικό καταδικό μου δωμάτιο μέχρι που έφυγα για την Αθήνα να σπουδάσω. Το καταφύγιο της ιδιωτικότητάς μου, ο μοναδικός δικός μου χώρος όλα εκείνα τα παράξενα αλησμόνητα χρόνια της παιδικότητας. Τα ανατολικά δωμάτια είχαν από ένα τεράστιο παράθυρο με θέα το Καλάθι πάνω από τις πορτοκαλιές. Αυτό το παράθυρο, αν είχε φωνή, θα μαρτυρούσε περισσότερα απ όσα θα μπορέσω εγώ ποτέ να εκφράσω. Το τοπίο απ το παράθυρό μου, χρόνο με το χρόνο έγινε για μένα το κλειδί της κατανόησης της ομορφιάς, μου έμαθε να επιμένω και να εστιάζω. Με δίδαξε σοφά πώς η στάση μπορεί να είναι κίνηση και δύναμη η αδυναμία. Το σπίτι βεβαίως διέθετε εκτός από τους παραθεριστές και μόνιμους κατοίκους τον παππού και τη γιαγιά, ένα γάιδαρο, κότες, μια κατσίκα, σκύλο οπωσδήποτε και απαραιτήτως μια στάνη γάτες! Είχε λοιπόν τη δική του ζωή, που στα δικά μου μάτια γινόταν μαγική, με μυθικούς και μυστηριώδεις πρωταγωνιστές τους γέροντες παππούδες, τα ζωντανά και τα πουλερικά μ όλα τους τα προβλήματα, τους παθιασμένους έρωτες και το βεβαρυμμένο, μέσα στο μυαλό μου πάντα, με αμαρτίες και αναρίθμητες περιπέτειες παρελθόν τους. Το ισόγειο έσφυζε από ζωή. Εκεί ήταν η τραπεζαρία, που έμοιαζε με ταβέρνα. Περιείχε δυο τεράστια δρύινα κρασοβάρελα, τη «βιτρίνα», το ψυγείο του πάγου και μια μεγάλη ξυλόσομπα. Ένα τεράστιο στενόμακρο, ξύλινο τραπέζι με μια δωδεκάδα ψάθινες καρέκλες γύρω-γύρω. Εκεί τρώγαμε οι επτά και τα βράδια κυρίως πολλοί περισσότεροι συγγενείς και φίλοι. Δίπλα ακριβώς, το δωμάτιο του παππού και της γιαγιάς, το οποίο αποτελούνταν κυριολεκτικά από τοίχους-μυστικές διόδους στο παρελθόν, καθώς αυτοί ήταν καλυμμένοι με ευφάνταστο τρόπο από εκατοντάδες φωτογραφίες όλων των μεγεθών: νύφες πανέμορφες αγκαλιά με γαμπρούς μουστακαλήδες, βαπτίσεις με στρουμπουλά μωρά που τα κρατούν παπάδες ανασκουμπωμένοι και γελαστοί καθώς αυτά τσιρίζουν, στρατιώτες καμαρωτοί με το όπλο στον ώμο, χοροί αποκριάτικοι, πορτραίτα ξενιτεμένων και αδικοχαμένων στα εικονίσματα, καντήλια και στεφανοκούτια, δαφνόκλαρα, μπουκαλάκια με λαδάκι ή αγίασμα. Στον τοίχο πίσω από την πόρτα η κυνηγετική καραμπίνα του παππού μαζί με τη ζώνη με τις σφαίρες, έτσι για να είμαστε έτοιμοι για την πιο τρελή και παράλογη καλοκαιριάτικη περιπέτεια. Κάθε φορά που έφτανε ο Σεπτέμβρης και η ώρα να φύγουμε για το άλλο μας σπίτι, ξεκινούσε για μένα η τελετή του αποχωρισμού. Με δάκρυα πάντα κρυφά και ανομολόγητα, και λόγια πολλά και μυστικά κανάκευα το σπίτι της καρδιάς που παρείχε ελευθερία και άνεση, στέγη στη φαντασία μου και χώρο κενό 20

21 για τα παράξενα και μυθιστορηματικά όνειρα και συναισθήματά μου. Κάποιες φορές έκλαιγα μπροστά στον καθρέφτη για να χει αντανάκλαση ο θρήνος μου και αποδέκτη. Ίσως επειδή ήμουν έξοχη τραγική ηθοποιός. Οδεύοντας στην κάθαρση οδηγούσα παράλληλα το κοινό μου, εμένα δηλαδή, στο ίδιο λυτρωτικό μονοπάτι.. Το σπίτι του περιβολιού κατέρρευσε στον σεισμό του Το συνεργείο έβγαλε τον παππού, σώο ευτυχώς, από τα ερείπια. Εγώ ήμουν στην Αθήνα. Φοιτήτρια της Φιλοσοφικής στο πτυχίο, Σολωμό εξεταζόμουν την επομένη. Οι δικοί μου, αν κι ήταν Σεπτέμβρης μάζεψαν ό, τι μπόρεσαν και ξανακατέβηκαν στο περιβόλι σαν ν άρχιζε ξανά το καλοκαίρι. Στήσανε σκηνή, κατέβηκε αμέσως ο ένας αδελφός μου-ο άλλος έλειπε στο εξωτερικό- και τους βοήθησε. Εγώ χρειάστηκα μέρες μέχρι να κατέβω. Συνέθετα το θρήνο του αποχωρισμού κι έβλεπα πριν τη δω, την εικόνα της απουσίας, το Καλάθι χωρίς το παράθυρο, τα παντζούρια ανοιχτά να φέρνουν ουρανό προς τα μέσα. Τις γλάστρες μου απότιστες και μελαγχολικές χωρίς το σπίτι να τις συνοδεύει. Θυμάμαι πως τότε παρέλειψα για πρώτη φορά τα μυστικά μου κλάματα. Είχε φουσκώσει το εσωτερικό πηγάδι επικίνδυνα. Νομίζω πως αναγκάστηκα να ανοίξω αυλάκια, να διοχετεύσω τα νερά. Το σπίτι έλειπε πια, το αποχαιρέτισα κι έψαξα να συλλέξω τρυφερά ό, τι είχε σκαλώσει στη λάσπη. Γιατί τίποτε δεν μένει παντοτινά, αλλά και τίποτε δεν χάνεται όταν είναι βιωμένο. Δήμητρα Τζανετάκη 21

22 H ιστορία ενός ερειπίου «Να πας Μιχάλη, τώρα είναι ευκαιρία να το ξαναδείς», του είπε με φωνή γεμάτη συγκίνηση και ενδιαφέρον ο μπατζανάκης του στην Αθήνα, όταν του μίλησε την τελευταία φορά στο τηλέφωνο. Απρίλιος Με την καρδιά έτοιμη να σπάσει από τους ρυθμικούς έντονους χτύπους της, την ψυχή ανυπότακτη και με τα πόδια βιαστικά να φτάσουν, έστριψε στο στενό δρομάκι. Εκεί όπου θυμόταν τον εαυτό του να παίζει μαζί με τους συνομηλίκους της νιότης. Στη στροφή του δρόμου σταμάτησε. Το γέρικο κυπαρίσσι κυμάτιζε στο απαλό αεράκι τα ψηλά περήφανα κλαδιά του σε ένα θερμό καλωσόρισμα. Βιαστικός, πήρε να τρέχει ασθμαίνοντας, σχεδόν, τον ανήφορο. Συνταξιούχος πια στα εξήντα του, είχε διαγράψει προ πολλού, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, την πιθανότητα να ξαναδεί το πατρικό του σπίτι στην Κυρήνεια. Το ανακαλούσε διαρκώς στη μνήμη του με τις ταραγμένες ονειροπολήσεις του κάθε που μάθαινε ειδήσεις από την αντίπερα μεριά. Όταν άκουσε πια ότι ανοίχτηκε το οδόφραγμα της οδού Λήδρας και επετράπη η είσοδος σε ένδειξη καλής θέλησης μόνο με την ταυτότητα του Ελληνοκύπριου, αμφιταλαντεύθηκε πολλές φορές. Κάτι μέσα του τού έλεγε να πάει, ερχόταν όμως σε σύγκρουση με την περήφανη ψυχή του που δεν μπόρεσε ακόμη να συγχωρέσει τον εχθρό. «Δεν μπορώ να το ιδώ καταπατημένο από κάποια τούρκικη οικογένεια, αλλά τι να περιμένει κανείς μετά από τόσα χρόνια» έλεγε στην αδελφή του όταν του τηλεφώνησε από την Αμερική μετά την είδηση, όλο χαρά. Η ιδέα να πάει στην κατεχόμενη πατρίδα στριφογύρισε πολλές φορές στα δαιδαλώδη μονοπάτια του μυαλού του, στοιχειώνοντας τις νύχτες τα όνειρά του, μέχρι που νίκησε η λαχτάρα του να το αντικρύσει ξανά. «Να υπάρχει άραγε ακόμη;» Το θυμόταν να στέκει αγέρωχο, με τους δυο ορόφους και τον κήπο του, με τα φουρούσια, τα σκαλιστά του κάγκελα και τη μεγάλη στριφογυριστή του σκάλα. Αρχοντικό, νοικοκυρόσπιτο. Σήμερα κοιτάζει τα ξεχαρβαλωμένα του θεμέλια όλο δέος. Μια Τουρκάλα τον περιεργάζεται από το απέναντι παραθύρι, στου παλιού τους γείτονα το σπίτι. Εκείνο γλύτωσε την καταστροφή. «Ο Δήμος έδωσε άδεια να χτιστεί ξενοδοχείο στη θέση αυτού που εσείς λέτε πατρικό γιατί είναι γωνιακό και έχει πολύ καλή θέα στο λιμάνι» του είπαν, με τα σπαστά κυπραίικά τους όταν ρώτησε τους περαστικούς. Τώρα στο βλέμμα του κυριαρχεί ένας άφατος πόνος, μια απερίγραπτη θλίψη, ένα μεγάλο γιατί. Τα μάτια του χαϊδεύουν τη σκόνη και τις πέτρες. Οι μνήμες επιστρέφουν για να ροκανίσουν για τελευταία φορά κάθε ζωντανό εγκεφαλικό του κύτταρο. Φαντάζεται τις άψυχες πέτρες πάνω του, δεμένες σε ένα ενιαίο αρμονικό σύνολο με τα δοκάρια και το χώμα. Βλέπει τα μπαλκόνια, την αυλή, τα δωμάτια, το σαλόνι, την τραπεζαρία. Αγέρωχο στέκει εμπρός του και τον χαιρετά. Λεβέντικη η θωριά του, καμαρωτή ανάμεσα στ άλλα σπίτια του δρόμου. 22

23 Έμπορος υφασμάτων ο πατέρας του, δούλεψε σκληρά την εποχή του 50 και πρόκοψε. Μετά την απελευθέρωση από τους Εγγλέζους και την αυτονομία, το εμπόριο στο νησί άνθισε. Επέκτεινε τις δραστηριότητες του στο Λονδίνο, άνοιξε υποκατάστημα στη Λεμεσό, τη Θεσσαλονίκη, τη Βηρυτό. Έντυσε το σπιτικό τους από πάνω ως κάτω με ακριβά χαλιά, βαριές κουρτίνες, καλόγουστα έπιπλα. Τέσσερα τα παιδιά της οικογένειας, όλα σπουδασμένα. Οι δυο αδελφές του καλοπαντρεμένες στην Αμερική. Τα αρσενικά παιδιά μετά τις σπουδές τους στην Αγγλία, αβγάτιζαν το βιός τους στο νησί με νέα προϊόντα και υποκαταστήματα. Ζούσαν καλά οι δυο οικογένειες στο νεοκλασικό αρχοντικό τους μέχρι τη μαύρη εκείνη ώρα. Ο Μαθιός και η γυναίκα του, εκείνος και η Ζηνοβία, μοιράζονταν τα επτά δωμάτια του πρώτου ορόφου. Στο ισόγειο κατοικούσαν οι γονείς του, ξωμάχοι της ζωής που καμάρωναν για τα παιδιά και τις επιχειρήσεις τους. Ζούσαν ήσυχα, μετρημένα, αλλά και με όλα τα καλά τους. Με τις βεγγέρες τους και τις οικογενειακές γιορτές τους. Με τα αποκριάτικα πάρτι τους, τα τραγούδια και τα χωρατά τους. Αναθυμάται τα χορταστικά δείπνα που σερβιρίστηκαν στα λινά κεντητά λευκαρίτικα τραπεζομάντιλα. Έτρεχε η Ευτέρπη η οικονόμος τους να ικανοποιήσει τους πάντες με χίλιες λιχουδιές στις πορσελάνινες πιατέλες. Γελούσε και το σπίτι τους, ευτυχισμένο, ζωντανό, πλήρες. Στην εισβολή εκείνος δυστυχώς, αλλά και ευτυχώς, έλειπε. Μια βιαστική δουλειά τον καθυστέρησε δυο μήνες στην Αγγλία, άφησε όμως στο πόδι του τον Μαθιό να τους συντρέχει όλους, ιδιαίτερα τη μάνα του που είχε προβλήματα υγείας. Η κατοχή τους βρήκε απροετοίμαστους στην καλύτερη στιγμή της ζωής τους και τους ξερίζωσε κανονικά. Ένας σπαρακτικός χωρισμός φίλων και γνωστών, γειτόνων και συγγενών έλαβε χώρα τότε στη μικρή κοινωνία του τόπου τους. Άκαρδος και ο πόλεμος, έβγαλε ξαφνικά από τη ζωή του τo πατρικό του σπίτι. Ο πατέρας τέλειωσε ξαφνικά μες στον ύπνο του. Καρδιακή προσβολή, είπε ο γιατρός. Η περήφανη καρδιά του δεν άντεξε. Πληγωμένη βαριά κουβαλώντας αμέτρητα ερωτηματικά και συγκινήσεις, έσβησε απαλά κατρακυλώντας από τα πόδια του μεγάλου σκαλιστού κρεβατιού των γονιών του. Μόνο η μάνα είδε το σπίτι τους για τελευταία φορά εκείνον τον πικρό Σεπτέμβρη του74. Όταν επέστρεψε από την αιχμαλωσία, εκεί στο Πέλα Πάις. Πρόσφυγας τώρα στον τόπο του, περπατά στα σκονισμένα ξεχαρβαλωμένα δοκάρια. Η αγέρωχη στριφογυριστή σκάλα κείτεται πια κομμάτια και θρύψαλα. Μονάχα η κουπαστή στο κεφαλόσκαλο κρέμεται ξεχαρβαλωμένη στο απόλυτο κενό. Δεν έπρεπε να έρθω, είπε μέσα του. Ποιος αντέχει τέτοια πίκρα! Ο ομφάλιος λώρος κόπηκε. Τον έκοψαν δια παντός τα σιδερένια τέρατα του δήμου. Δεν έχει πια σπίτι, ρίζες, πατρικά χώματα να ακουμπήσει τα συντρίμμια των παιδικών του αναμνήσεων. «Πάει το πατρικό μου» συλλογίζεται με ανείπωτη θλίψη. Δεν ανήκω πια εδώ, δεν ανήκω πουθενά. «Κι όμως η Κύπρος όλη είναι το σπίτι μου», μονο- 23

24 λογεί με καρδιά τσακισμένη και σκύβοντας στο μοσχομυριστό της χώμα, κυλάει αργά στο τσεπάκι του σακακιού του, ένα σβώλο. Ένα κόκκινο ζεστό σβώλο, καμωμένο από σκόνη, τσιμέντο, χώμα και θρύψαλα. Συγκρατεί με κόπο ένα λυγμό κι ένα δάκρυ, φόρο τιμής για το πατρικό που δεν υπάρχει πια. Σφίγγει στο χέρι του το επίθυρο στραβό και σκουριασμένο χεράκι της εξώπορτας. που περιμάζεψε στα χαλάσματα, το χώνει κι αυτό στη τσέπη του. Θα το βάλει στα εικονίσματα, φυλακτό και οδηγό της σκέψης του, μέχρι να το πάρει μαζί του σαν έρθει η ώρα προστάτη άγγελό του, παντοτινή του συντροφιά σε μνήμα σκοτεινό και απόκοσμο. Τίνα Κουτσουμπού 24

25 ΑΣΚΗΣΗ: ΠΟΙΗΣΗ 25

26 Κοχύλι στο Αιγαίο Πλησιάζεις στον ήχο τον ακούς σιγανό μουρμούρισμα χαϊδεύει τ αυτί σου μυρίζεις τη θάλασσα αγγίζεις τις γοργόνες την αδελφή του Μεγαλέξανδρου ακούς και μυρίζεις μυριάδες αλλόκοτα πλάσματα θαλασσινά κι ανθρώπινα κρύβονται στις στροφές του έλικά του σου διηγούνται ανείπωτες και παράξενες ιστορίες σε μαγεύουν με τα λόγια τους σε ταξιδεύουν σπρώχνοντάς σε ταξίδι στο άπειρο σε μια άλλη ζωή με υδάτινη διάσταση μεταμορφώνεσαι μαζί του τ ακολουθείς ταξίδι διάφανο στην άκρη της θαλάσσης στην τρέλα του παράλογου εκεί που δεν έχει γυρισμό στην ουρά της σειρήνας στο φτερό του καρχαρία κοχύλι στο γαλάζιο φώς του Αιγαίου και της λησμονιάς Τίνα Κουτσουμπού 26

27 Χαϊκού Τ αρμυρίκια άνθισαν η καρδιά σου μόνο μπουμπούκι κλειστό. Σύννεφα μολυβένια το κόκκινο τους καίει τις άκρες. Βαθύ πέλαγος βάφεται πορτοκαλί για σένα μόνο. Μικραίνει η μέρα μακρύς ο δρόμος ο χειμώνας βαθαίνει. Λάμπρος Κωνσταντόπουλος Τα ποιήματα τις βουβές τις λέξεις και τις κραυγές μας Ιχνηλατούμε συλλέγοντάς τα που πια μας κοροϊδεύουν Ονειρευόμαστε τα απωθημένα στης ψυχής τα μύχια Σιγοψιθυρίζουμε και τραγουδάμε άλαλες νότες Γλώσσα μας βγάζει ελαφρύ τ αεράκι που μας δροσίζει 27

28 Κι εμείς τα ξεχνούμε χύνοντάς τα πικρό κρασί του Μάη Τίνα Κουτσουμπού Σσσσστ η αγάπη συλλογάται μοναχή στην Ανδρομέδα Σύννεφο περνά διψασμένους μας κοιτά βροχή τα δάκρυα Πάτ απαλά όπως πέφτουν τα φύλλα το φθινόπωρο Κόκκινο δείλι μαύρα της νύχτας πέπλα φώτ αστεριών.. Ένα νούφαρο μέσα στη λίμνη ανθίζει ήχος ομορφιάς Ήλιος- Σελήνη Ανατολή σε Δύση ίδιος χωρισμός Νύχτας ναυαγός στη δική σου θύμηση βλέπω ένα φως Ένα γατί πηδά να πιάσει πεταλούδες χρώματα πετούν Αγάπη είναι δυο χέρια που κρατιούνται ως τον θάνατο 28

29 Έρωτας είναι χείλη που σμίγουνε στο χτυποκάρδι Δυο σκιές μαζί σ ερωτικό ρυθμό tango χορεύουν Φωτεινή Κελεπούρη Μικρή φουρτούνα η ασημένια βροχή μες τα μάτια σου Λευκό πανάκι κυματάκι κι αφρό πάλι γέλασες Βρέχει απαλά αιχμηρά κυκλάμινα σε τραυματίζουν Χαλίκια λευκά καθρέφτισμα ομορφιάς φέρνει το κύμα Λόγχες αστραπές σιγής αποτύπωμα σπάει το σκοτάδι Χινόπωρο κι οι τριανταφυλλιές Ανθίζουν παράταιρα Το χιόνι παραμόνευε. Στη Δύση χαίρονται οι κάθε λογής νάνοι Μετρούν μεγάλες σκιές Μα έρχεται η νύχτα... Δικαιοσύνη... Αγαπούν ποιητές Πλάστες στίχων με γρίφους Γοητεία φθαρτή 29

30 Αγαπούν τους γρίφους ποιητών λένε γνησίων Γοητεία προσωρινή Σβήνει της ψυχής τα ωραία ο φθόνος οξειδώνει το νου Θα και οριστική ιστορικού χρόνου το άλλοθι μικρών μεγεθών Τόνια Παυλάκου 30

31 ΣΧΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ - ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΗΜΑΤΑ 2 2 "Σχηματικά ή σχηματογραφικά ή καλλιγραφήματα είναι τα ποιήματα που είναι γραμμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε οι στίχοι να σχηματίζουν μια γραφική παράσταση, μια συγκεκριμένη εικόνα". Αυτός είναι ο ορισμός που δίνεται στο Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων του ΥΠΕΠΘ. 31

32 Μαύρη χήρα κατάπιε την υπεροψία Νιώθεις δεν έχεις φωνή υπάρχουν τόσα να πεις δεν τα χεις αισθανθεί αλλάξανε οι καιροί πεθάνανε τα όνειρα ποτέ δεν έψαξες όχι ότι δεν ήθελες απλά δεν ήξερες και άδικα πλανιόσουν μέσα σε κτήρια, στους δρόμους από χιόνι πάντα σα χαμένο αστέρι παρέα με τη μοναξιά της ίσως, δεν έχει λόγο πια να ζει σκληρή είναι η ζωή σε ποτάμια, στη βροχή αυτή, ίσως σε περιμένει ακόμα εκεί. Γιώργος Λουριδάς 32

33 ΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΚΥΚΛΟ Ή ΣΕ ΣΠΕΊΡΑ Με αφορμή το ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου «Το παιδί και οι ληστές» 3 Από μικρή τον άνεμο άκουγα ψιθύρισμα συλλαβιστό "σε βλέπει ο θεός, σε παρακολουθεί" κι εγώ ρωτούσα έναν μικρό λαγό κι έναν κοκκινολαίμη "πού κρύβεται ο θεός;" εξέχοντα δοντάκια τα χαμόγελα της πάχνης πεταχτά φιλιά χοροπηδούσε ο λαγός το σάλι στο λαιμό του πείσμα πορφυρό τύλιγε ο κοκκινολαίμης κι έπειτα αξιώθηκα το βάδισμα της ομορφιάς δάσους προσευχητάρι ένα ελάφι άτολμο αιώνια δίψα μαρτυρούσε "πού κρύβεται ο θεός" του φώναξα μ' απόκριση δεν πήρα τον άνεμο άκουγα ψιθύρισμα συλλαβιστό "σε βλέπει ο θεός, σε παρακολουθεί" κι εγώ ρωτούσα έναν μικρό λαγό κι έναν κοκκινολαίμη "πού κρύβεται ο θεός;" εξέχοντα δοντάκια τα χαμόγελα της πάχνης πεταχτά φιλιά χοροπηδούσε ο λαγός το σάλι στο λαιμό του πείσμα πορφυρό τύλιγε ο κοκκινολαίμης κι έπειτα αξιώθηκα Πού κρύβεται ο θεός; 3 Το βίντεο με το ποίημα βρίσκεται στη διεύθυνση 33

34 το βάδισμα της ομορφιάς δάσους προσευχητάρι ένα ελάφι άτολμο αιώνια δίψα μαρτυρούσε "πού κρύβεται ο θεός" του φώναξα μ' απόκριση δεν πήρα τον άνεμο άκουγα ψιθύρισμα συλλαβιστό "σε βλέπει ο θεός, σε παρακολουθεί" κι εγώ ρωτούσα έναν μικρό λαγό κι έναν κοκκινολαίμη "πού κρύβεται ο θεός;" Ελένη Κοφτερού 34

35 Ο Σπόρος Εν αρχή ην ο σπόρος κι ο σπόρος έπεσε στη γη και βλάστησαν τα στάχυα μεστωμένα. Βγήκε η Κόρη η ροδομάγουλη για να μαζέψει άνθη κι έγινε ξάφνου αντάρα και σεισμός τρανός σαν φανερώθηκε εμπρός της ο Άρχοντας του Κάτω Κόσμου ο Σκοταδόψυχος. Άφαντη εγίνη η Κόρη από προσώπου γης στην αγκαλιά του. Κι η Μάνα έριξε κάτω ξέπλεκα τα μαλλιά της στις ερημιές θρηνολογούσε για την Κόρη και οι καρποί κατάπιαν το γλωσσίδι τους τα άνθια μάδησαν τα φτερά τους σκοτάδι πείνα και θανατικό θέρισαν τους ανθρώπους. Όταν ανάτειλε η άνοιξη ξανά ανέβη η Κόρη να ανταμώσει τη Μάνα κι έγινε χαρά πολλή και θερισμός και πανηγύρι μέγα οι άντρες ξάπλωσαν τις γυναίκες στα ξανθά τα στάχυα και γέννησαν τους γιους και τις κόρες των ανθρώπων. Σεβάσμιος φάνηκε από μακριά ο γέροντας έσκυψε με σεβασμό πολύ σήκωσε ευλαβικά το θερισμένο στάχυ. Εν σιωπή η τελετουργία στις σκάλες οι δούλοι παίζαν τρίλιζα αλλά στο άβατο ιερό σιγή νεκρική και δάδες αναμμένες κατάνυξη και προσευχή και είπε με φωνή κρουστή ο ιεροφάντης τα παρακάτω λόγια: «Εν αρχή ην ο σπόρος Χαρά Νικολακοπούλου 35

36 Ακουμπάς την ελπίδα Ακουμπάς την ελπίδα στα μελιά της μάτια καθρέπτες συγκλίνοντες αντανακλάσεις του ονείρου άπιαστοι ψίθυροι φεγγοβολούν σα χρυσαφιά μαλλιά της αγάπης υπόσχεση, πλανεύτρας κόρης καρποί καθρεφτίζονται τρελά στο ονειροπόλο βλέμμα, τ αμήχανα χέρια παράξενα κινούνται στον τρελό χορό τους τα σώματα αγγίζονται, προσευχή των δακτύλων ξέφρενοι παλμοί καρδιάς αλλοπαρμένοι, βόμβος ρυθμικός συντονισμένος με το δασύ του στήθος, τα πλατιά του χέρια π αγκαλιάζουν σε ερωτικό κρεσέντο τα ξέπλεκα μαλλιά, το μυρωμένο με τ άνθη πασχαλιάς στήθος ένωση αλλιώτικη, αγάπης πάθος, της νιότης γέννημα σε σχήμα αδιαμόρφωτο διάφανο, ονειρικό. Σε σχήμα κυκλικό ακουμπάς την ελπίδα Τίνα Κουτσουμπού 36

37 ΣΟΝΕΤΟ Αδυναμία Η μνήμη αν δεν μ απατά ούτε και το μυαλό σονέτο μας ζητήσατε να γράψουμε εργασία. Κάλλιο που το χω να πνιγώ κάτω εις το γιαλό γιατί το πράγμα ξεπερνά την κάθε φαντασία. Σονέτα να σας γράψω εγώ σαφώς και δεν μπορώ στριφτή, πλεχτή, ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία κι όσο κι αν αγωνίζομαι, όσο κι αν προσπαθώ δεν ημπορώ, δεν δύναμαι τοσαύτην πειθαρχία. Με λέξεις μελιστάλαχτες, καμαρωτές κι ωραίες με στίχους δεκατέσσερις και συλλαβές εννέα για τέτοιου είδους παίδεμα δεν είμαι τόσο νέα. Ουδόλως τ ονειρεύτηκα ούτε κι επιθυμώ για να βαδίσω τώρα εγώ δεν έχω καν το κύρος τους δρόμους που διαβήκανε Μαβίλης και Σαιξπήρος. Χαρά Νικολακοπούλου 37

38 ΑΣΚΗΣΗ: ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΜΑΓΕΙΡΙΚΗΣ Με αφορμή το τραγούδι «Συνταγές μαγειρικής» από τους ΧΑΪΝΗΔΕΣ 4 4 Το τραγούδι μπορείτε να βρείτε στη διεύθυνση: 38

39 Η Μπαχάρ Δεν ξέρει ποιο είναι το όνομά της. Η κυρά της τη βρήκε να κλαίει, δυο χρονών μυξιάρικο, σε κάποιο σουκ της Βαγδάτης και τη λυπήθηκε. Αυτό το μωρό ήταν σημαδεμένο από τον Αλλάχ, δοξασμένο τ όνομά του, με μια χαρακιά στο σβέρκο, σημάδι καλοτυχίας. Η κυρά της είχε χάσει δυο παιδιά στον πόλεμο και τις δυο της κόρες στη γέννα των πρώτων τους παιδιών. Μα και την τρίτη της κόρη, χαμένη την ένιωθε κι αυτή. Πρέπει να χε φύγει με κείνον τον έμπορα απ τη Βασόρα που πούλαγε τα μεταξωτά. Από την πρώτη στιγμή ένιωσε τον κίνδυνο. Δεν ήθελε να τον μπάσει στο σπίτι της, αλλά ας όψεται ο αφέντης της που επέμενε. Έφερνε τάχα μου χαιρετίσματα και πεσκέσια από τον αδερφό του στην Καμπούλ. Όλα αυτά πέρασαν από το μυαλό της κυράς της σαν την πρωτοαντίκρισε πίσω από τον πάγκο με τα μπαχάρια, καθώς και η ελπίδα ότι αυτό το μωρό, δεν μπορεί, θα τους έφερνε τύχη και μόνο τύχη. Ρώτησε τον έμπορα να της πει πούθε ερχόταν το μπογαλάκι, μα κείνος της είπε πως πρώτη φορά το βλεπε. Βάλανε τον τελάλη να φωνάξει πως ψάχνουνε για τους γονιούς του παιδιού, μα μέχρι αργά τ απόγιομα κανείς δε βρέθηκε να το γυρέψει. Το σούρουπο θα πεφτε όπου να ναι κι όλοι οι πάγκοι είχαν αδειάσει. Μόνον η κυρά και ο μπαχαρτζής ήταν δίπλα στο μωρό που είχε πια ρέψει απ το κλάμα. Ο μπαχαρτζής τής είπε να το πάρει μαζί της. Ψυχικό για τα χαμένα της παιδιά, κι εκείνη η μαύρη αναγάλλιασε βαθιά μέσα της. Ήθελε να κλάψει από χαρά αλλά έτσι κι αλλιώς θα έκλαιγε σε λίγο που θα φτανε στο σπίτι. Αλίμονό της αν ο κύρης της είχε φτάσει πριν από αυτή. Να δούμε πώς θα μπάλωνε τα πράματα και πώς θα του ξεφούρνιζε ότι δεν ερχόταν μόνη αλλά με την Μπαχάρ. Αυτό θα ταν τ όνομα του μωρού, αφού τόσες ώρες στον πάγκο των μπαχαρικών μοσχομύριζε κύμινο, μοσχοκάρυδο και κόκκινο πιπέρι -μια μυρωδιά που δεν έλεγε να φύγει από πάνω του όσο κι αν το τριψε η κυρά σαν φτάσαν στο σπίτι και το μπασε στην κουζίνα, το μέρος που από δω και στο εξής θα ήταν το απάγκιο της αλλά και το βασίλειό της. Ούτε ο κύρης της ούτε τα εγγόνια της κυράς της θα την έβλεπαν με καλό μάτι κι αργότερα, όταν θα μεγάλωνε και θ άνθιζε, θα τους έβρισκε συχνά πυκνά στην κουζίνα να δοκιμάζουν πότε το φαΐ, πότε το γλυκό, πότε να προσπαθούν να δοκιμάσουν τη γλυκιά κι ευωδιαστή της σάρκα που με δυσκολία έκρυβε κάτω απ τα φουστάνια της. Και με τα δυο μυξιάρικα μπορούσε να τα βγάλει πέρα, μα με το μεγάλο αφεντικό σήκωνε τα χέρια ψηλά, μια φορά μάλιστα ΚΑΙ μια κουτάλα, KAI του ΤΗΝ έφερε στο κεφάλι. Τον φοβόταν πολύ μα πιο πολύ ντρεπόταν την κυρά της που της είχε φερθεί με τόση αγάπη σα να ήταν πραγματική της μάνα. Μάνα! Πού να ήταν άραγε τόσα χρόνια η μάνα της, το σπίτι της, οι δικοί της; Να είχε αδέρφια να την ψάξουν, να τους έλειπε; Οι αναστεναγμοί της μπερδεύονταν με τις μυρωδιές και τα μπαχάρια. Όταν την έπνιγε το άδικο και στο μυαλό της στριφογύριζαν ατέλειωτα ερωτήματα, την πιάνανε τα κλάματα και πέφτανε τα δάκρυα και δίναν στο φαΐ της μια γεύση μαγική, που ποτέ δεν ήταν η ίδια, μα 39

40 άλλαζε ανάλογα με τη διάθεσή της. Μα το πιο μαγικό ήταν η γεύση στο ψωμί της, ονομαστό σαν το πεντανόστιμο ψωμί της Βαγδάτης, ζυμωμένο με δάκρυα απελπισίας. Παρόλο που η κουζίνα ήταν πάντα γεμάτη από παραγιούς, εμπορόπουλα και κόσμο του σπιτιού, έρχονταν ώρες που η μοναξιά της ήταν αβάσταχτη. Κι όταν μεγάλωσε και μέστωσε πιο πολύ, η μοναξιά την ακολουθούσε τα βράδια κι αναστέναζε κι ευχόταν να νιωθε ένα χάδι μια μέρα στα μαλλιά. Ένα πρωί που καθάριζε λαχανικά ένιωσε αυτό το χάδι πάνω της. Ήταν μια ματιά που δεν είχε αντικρίσει ποτέ πριν, μια ματιά ευγενική και μαλακή, ντροπαλή μα συνάμα γεμάτη λατρεία, πόθο και πόνο μαζί που την έκοψε στα δυο, όπως κόβει κανείς στα δυο το ψωμί, το ψάρι ή το κρεμμύδι. Κατέβασε γρήγορα τα μάτια της στο δάπεδο με τα πολύχρωμα μαροκινά πλακάκια, μα ένιωθε το βλέμμα του και τα μάτια του που απεγνωσμένα έψαχναν να συναντήσουν τα δικά της. Το νιωθε. Μα όταν τα ξανασήκωσε, εκείνος είχε φύγει. Αν δεν έβλεπε το καλάθι με τα ψάρια να στέκει δίπλα από το καλάθι με τα λαχανικά, θα πίστευε ότι ήταν ένα ξεγέλασμα, μια ονειροφαντασιά. Την επόμενη φορά που θα είχαν ψαρόσουπα, έκανε μπάνιο, αλείφτηκε με σανταλόξυλο και φοινικόλαδο και περίμενε τον ψαρά της. Κι από τότε, κάθε φορά που εκείνος ερχόταν ξανά, οι ίδιες ματιέςαγγίγματα και οι ίδιοι αναστεναγμοί όλο πάθος και πόθο. Εκείνον τον χειμώνα, κάθε Παρασκευή απόγευμα έτρωγαν ψαρόσουπα. Την επόμενη Παρασκευή «να έβαζε τα καλά της. Θα ρχόταν να τη ζητήσει από το αφεντικό της». Αλλά δεν ήρθε. Μάταια περίμενε. Δεν ήρθε ούτε καν το παραγγελμένο ψάρι. Μόνο ύστερα από δυο βδομάδες τους έφερε ψάρι ο παραγιός, αλλά δεν τόλμησε να την κοιτάξει. Κάτι πήγε να ψελλίσει για το αφεντικό του, αλλά εκείνη δεν του δωσε θάρητα καμιά. Ένιωσε τον θυμό της. Ήταν σίγουρος πως αν ψέλλιζε τ όνομά του, θα του βγαζε τα μάτια. Μόνο μετά από βδομάδες μπόρεσε να της πει ότι το αφεντικό του είχε χαθεί ξημερώματα μιας Παρασκευής στ άγρια νερά της λίμνης κι από τότε δεν τον είχε ξαναδεί κανείς. Ένιωσε τα μαροκινά πλακάκια να παίρνουν το χρώμα που χουν τα σπάραχνα του από μέρες πεθαμένου ψαριού, των πεθαμένων ελπίδων, του σκοτωμένου αίματος και των ονείρων. Όλα γύριζαν γύρω της, μα κείνο που τη συντάραξε ήταν όταν πήγε να πιάσει το ψάρι. Τα μάτια του της θύμισαν τα δικά του μάτια. Σκιάχτηκε. Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω βγάζοντας μια τρομαγμένη κραυγή κι απέμεινε να κοιτάζει μια το ψάρι και μια τα πλακάκια στο χρώμα του θανάτου. Κι ούτε κατάλαβε πώς πέρασε η ώρα ούτε κατάλαβε πώς άρπαξε το φαΐ και πώς ξεκίνησε η φωτιά. Όταν ανανοήθηκε, ήταν πια αργά. Η φωνή της δεν έβγαινε από το στόμα. Δεν ήξερε αν ήθελε να γλιτώσει ή να καεί μέσα στο μαγερειό μαζί με τα υπάρχοντά της. Ποια υπάρχοντά της; Τα μπαχαρικά. Αυτό ήταν ό,τι είχε πια στη ζωή. Η φωτιά απλώθηκε για μια στιγμή και την τύλιξε, κι ήταν η πιο εξαίσια μυρωδιά που είχαν μυρίσει ποτέ οι γειτόνοι. Κλείσαν τα μάτια για να την απολαύσουν. «Πάλι στο μαγερειό της θα ψήνει ψωμί ή χαλβά η Μπαχάρ», 40

41 σκέφτηκαν και η μυρωδιά τούς ταξίδεψε στο σουκ και στην πρώτη φορά που μύρισαν μπαχαρικά. Κι έτσι με μάτια κλειστά, παραδομένοι στις μυρωδιές απ τα μπαχάρια, τυλίχτηκαν κι αυτοί στις ευωδιαστές φλόγες που απλώθηκαν γρήγορα σ όλη τη γειτονιά. Κι εκείνο το πρωί η μισή Βαγδάτη μέθυσε από τους ευωδιαστούς καπνούς και τραγουδούσε και έκλαιγε μαζί για την άλλη μισή, για τόσες καρδιές που γίνανε αναλαμπή κι αθάλη και μας κάμανε μεγάλη κάποια μικρή στιγμή. Λάμπρος Κωνσταντόπουλος Η Καλλιοπίτσα η Σμυρνιά Ο Σπύρος και η Αννέτα Ζαμπέτογλου ήρθαν από τη Σμύρνη το 22. Το βαπόρι τούς έβγαλε ένα πρωί στον Πειραιά μόνο με τα ρούχα που φορούσαν και με ένα εικόνισμα «να τους φυλάει». Όλα έμειναν πίσω. Ή μάλλον τίποτα δεν έμεινε πίσω. Όλα κάηκαν μαζί με τη Σμύρνη. Μόνες τους αποσκευές, οι αναμνήσεις του «χαμένου παραδείσου». Στο μυαλό της Αννέτας καρφωμένες γερά οι ιστορίες που έλεγαν οι Σμυρνιές συναμετάξυ τους, κάθε που συναντιούνταν στο σπίτι της μιας ή της άλλης, και οι συνταγές της σμυρναίικης κουζίνας. Συνταγές για φαγητά και γλυκίσματα που έκαναν κάθε σπίτι να μοσχοβολάει και κάθε γειτονιά να λιγοθυμάει. Στον Πειραιά κατέβηκαν, στον Πειραιά και έμειναν. Δυσκολίες πολλές στην αρχή - γνωστά πράγματα, τι να τα ξαναλέμε. Ο Σπύρος όμως, άνθρωπος προκομμένος και ξυπνός, γρήγορα πιάστηκε με δουλειές καλές. Εμπορευόταν καπνό εξαιρετικής ποιότητας και γρήγορα έγινε ξακουστός για το καλό το πράμα και για την τιμιότητά του. Γι αυτό και είχε πάρε δώσε με τη Μαρσίλια και τα μεγάλα λιμάνια της Αγγλίας. Η Αννέτα πια δεν είχε πώς να κρύψει το καμάρι της! Ντυνόταν και στολιζόταν με τα καλύτερα υφάσματα. Βελούδα, μουσελίνες και δαντέλες γεμάτες οι ντουλάπες της. Και το σπίτι τους πάντα γεμάτο κόσμο. Μπορεί να ήταν λίγο ψηλομύτα, μα ήταν καλόκαρδη και μερακλού. Κάθε μέρα σχεδόν το αρχοντικό τους ανοιχτό σε φτωχούς και πλούσιους. Τι βεγγέρες και δεξιώσεις, τι χοροί και τραγούδια! Και τι τραπέζια ήταν αυτά! Πάνω στα άσπρα τραπεζομάντιλα, πιατέλες πορσελάνινες γεμάτες με μπούτια χοιρινά και σουτζουκάκια, παστουρμάδες και κιοφτέδες μερακλίδικους, πιλάφια με θαλασσινά, αστακούς και μύδια τσακιστά. - Μπερεκέτι, μεγάλο μπερεκέτι, κυρά, έλεγε κάθε τρεις και λίγο σκυμμένη πάνω από τα κατσαρόλες η Καλλιόπη, ένα μελαχρινό προσφυγάκι που συνάντησαν τη δεύτερη κιόλας μέρα που πάτησαν το πόδι τους στον Πειραιά. Η Καλλιόπη όμως, παρόλο το λιγνό καλούπι της, άξιζε για τρεις γεροδεμένες. Τόση ήταν η αξιοσύνη της! 41

42 - Να βλέπουν τα «καζάντια» μας, Καλλιοπίτσα, και να σκάνε οι οχτροί μας. Και τι δεν ετοίμαζαν τα άξια χέρια της Καλλιοπίτσας, πάντα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της κυράς της! - Να τσιγαρίσεις το κρεμμύδι όσο πρέπει, ίσα να ξανθύνει. Ρίξε τώρα τον κιμά. Στο τέλος την κανέλλα και το μοσχοκάρυδο. Όλα γίνονταν όπως έπρεπε και οι μυρωδιές ξεχύνονταν ασυγκράτητες και γέμιζαν το στενό. Μα ήρθε ο πόλεμος κι η Κατοχή. Τον Σπύρο τον σκότωσαν ποιος ξέρει ποιοι- ένα βράδυ που γύριζε από το μαγαζί. Το σπίτι σφάλισε μια για πάντα. Η Αννέτα δεν μπόρεσε να αντέξει το χαμό του άντρα της και πέθανε λίγο πριν τελειώσει ο πόλεμος. Απόμεινε η Καλλιοπίτσα για άλλη μια φορά σαν την καλαμιά στον κάμπο. Δεν το κούνησε όμως από το αρχοντικό των Ζαμπέτογλου. Αυτό λογάριαζε για σπίτι της. Αλλά πώς να ζήσει πια και πώς να το κρατήσει! Νοίκιασε το πάνω πάτωμα σε μια οικογένεια και το κάτω σε μια άλλη. Η ίδια τραβήχτηκε στο πίσω μέρος του σπιτιού. Έβαλε ένα κρεβάτι δίπλα στο κουζινάκι, έπιασε και δουλειά κοντά σε μία μοδίστρα, τη Φωτεινή, που έφτιαχνε και μεταποιούσε ρούχα. Όχι τίποτα σπουδαία πράγματα. Ό,τι είχε απομείνει στον καθένα από τον χαλασμό. Η κυρά Φωτεινή όμως μετά από λίγο, μεγάλωσε την «επιχείρηση». Πήρε στη δούλεψή της, εκτός από την Καλλιόπη, και άλλες τρεις κοπέλες. Οι μαύρες μέρες πέρασαν και οι άνθρωποι με περισσότερη επιμονή ζητούσαν τη χαρά της ζωής σε μικρά και ανέξοδα γλέντια. Η Καλλιόπη ήταν αγαπητή σ όλη τη γειτονιά για όλα της τα χαρίσματα, μα πιο πολύ για τα νόστιμα μεζεκλίκια που τους τρατάριζε. Κάθε μέρα με τα χέρια γεμάτα πήγαινε στη δουλειά. Ένα πιάτο μελιτζάνες λαδερές παραγεμιστές με κουκουνάρια και σταφίδες για την κυρά Φρόσω της γωνίας. Μια πιατελίτσα κανταϊφάκια για τη Δέσποινα που ετοιμάζεται για αρραβώνες. Και ποιος δεν έτρωγε από τα χέρια της και ποιον δεν είχε φιλέψει, κι ας έτρωγε η ίδια σε μια γωνιά του τραπεζιού. Όλο και κάτι μαγείρευε με την ίδια τέχνη όπως άλλοτε. Πείσμωνε με τη μοίρα της, θαρρείς, που την άφησε έτσι μονάχη, χωρίς να νιώσει ένα φτερούγισμα στην καρδιά, το χάδι ενός άντρα στα μαλλιά της. - Τι έφτιαξες πάλι, μωρή Καλλιόπη, της φώναξε η γειτόνισσα, και μοσχοβολάει έτσι; - Λίγο ατζέμ πιλάφι, κυρά Τασία. Στάσου να σου φέρω λίγο. - Τι ρίχνεις μέσα, μωρέ βλοημένη, κι είναι τόσο νόστιμο; - Θα ναι από τα δάκρυα, κυρά Τασία. Δε λένε να στεγνώσουν ακόμα τούτα τα μάτια. Και χωρίς άλλη κουβέντα χανόταν πίσω από το χαμηλό πορτάκι. Έτσι πέρασαν χρόνια πολλά. Η Καλλιόπη γέρασε και στράβωσε. Όλο και πιο σπάνια έβγαιναν πια μυρωδιές κι αρώματα απ το σπίτι της. Μια νύχτα όμως, 42

43 θα ταν Αύγουστος, την άκουσαν να τραγουδάει ένα παλιό σμυρναίικο σκοπό. Μετά από λίγο είδαν το μαγερειό της να λαμπαδιάζει. - Τρέξτε, χριστιανοί, φώναξε η κυρά Τασία. Η Καλλιόπη καίγεται. Όρμησαν με τους κουβάδες. Η φωτιά έσβησε, αλλά από την Καλλιόπη ούτε ίχνος. Τις επόμενες μέρες, κάποιοι έλεγαν ότι την είδαν να βγαίνει από το σπίτι μέσα από τις φλόγες. Έσιαξε τα μαλλιά της, είπαν, σα να χτενίζονταν, έστρωσε τη φούστα της και πήρε το σοκάκι κατά την εκκλησιά του Αϊ Μηνά. Παπαδημητρίου Ζωή Το Μαγειρειό της Γύριζαν από διακοπές μαγεμένοι από την ομορφιά της Σαντορίνης. -Τι κρίμα να μην πεταχτούμε μέχρι την Ανάφη, είπε εκείνος, μόλις το καράβι σφύριξε αναχώρηση κι έλυσε τους κάβους.. -Δεν πειράζει, κάποια άλλη φορά θα πάμε, απάντησε εκείνη. Εξάλλου όλοι οι τόποι είναι πρωτίστως μέσα μας. Την κοιτούσε πάντα με θαυμασμό γιατί το άξιζε. Εκείνη είχε την ίδια στιγμή πεταχτεί επάνω. Με μια παιδική λάμψη στο πρόσωπο και με τεντωμένα τα χέρια σε ανάλαφρες κινήσεις, αντέγραφε το πέταγμα του γλάρου που ακολουθούσε το πλοίο. Απορούσε μαζί της, πώς μπορούσε να κάνει μεγάλη την πιο ασήμαντη στιγμή, πώς άνοιγε δρόμο στα αδιέξοδα, με τι γενναιόδωρη διάθεση αντιμετώπιζε την κάθε αποτυχία, με πόση στοργή αγκάλιαζε τα ματαιωμένα της όνειρα. Αναρωτιόταν συχνά πού σπούδασε αυτή την Τέχνη Της Ζωής, να μετατρέπει δηλαδή μιαν αρνητική ατμόσφαιρα σε Χώρο Υψηλής Αισθητικής-όπως της έλεγε συχνά για να την πειράζει- σ ένα θετικό πεδίο σκέψης γεμάτο σοφία. Ήταν κάτι πάρα πάνω γι αυτόν, από τη γυναίκα που είχε ονειρευτεί. Δεν πέρασε όμως ποτέ από το μυαλό του ότι η αιτία για όλη τούτη την Τέχνη της Ζωής ήταν η βαθειά της αγάπη γι αυτόν. Η Αγάπη για ένα σπάνιο είδος, όπως συχνά του έλεγε εκείνη, η αγάπη για ένα πλάσμα καθαρό και αγνό σαν το νεράκι της πηγής. Παράλληλα όμως και πλάσμα λίγο εύθραυστο. Αυτό το εύθραυστο την φ ό β ι ζ ε, το απωθούσε και δεν του το χε πει ποτέ. Ακίνητη ύστερα από τόσα πολλά χρόνια αναπολούσε το παρελθόν. Πώς πέρασαν αλήθεια τόσα πολλά χρόνια; Είχαν μια Σχολή Χορού, ετοιμάζονταν να παντρευτούν. Για να ξορκίσει μια κακή διαίσθηση που την είχε μαγκώσει τότε στο καράβι, του λεγε γελώντας να κάνουν τον γάμο τους στην Ανάφη. Μια νέα μαθήτρια όμως στη σχολή άλλαξε τα σχέδια της ζωής, τον πήρε από την αγκαλιά της. Δεν την μίσησε ποτέ. Της είχε δώσει η ίδια τα πρώτα μαθήματα χορού, ήταν ντροπαλή και πολύ σαγηνευτική κοπέλα. Συνέχισε μαθήματα με τον καλό της. Ερωτεύτηκαν. Μια μέρα βρήκε τη Σχολή κλειστή και κείνον δεν τον ξανάδε από τότε. «Πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι» ξαφνικά η ζωή της. Καράβι 43

44 χαμένο, χωρίς πλώρη και προορισμό, δίχως ταξίδι πηγαιμού, δίχως πορεία.. Μισό σκαρί στου πέλαγου τα βάθη πεταμένο. Τόλμησε! Εξαφανίστηκε κι αυτή απ όλους και πήγε στην ματαιωμένη Ανάφη! Τι υπέροχο μέρος! Πόσο πονάει συχνά η ομορφιά. Στην κορυφή του λόφου, στη Χώρα, μακριά απ τους θορύβους του λιμανιού έφτιαξε κρυμμένο ένα Στέκι. Κάτι να πίνεις, κάτι να τρως, να ξαποσταίνεις. Κανείς δεν έμαθε ποτέ το μυστικό της. Κόσμος μπαινόβγαινε σε χρόνους άλλους, τα νέα τους, τα προγράμματά τους, οι φωνές, όλα είχαν τον δικό τους χρόνο. Στο δικό της μαγειρειό όμως υπήρχε μόνον ο χρόνος του ψυχικού της πόνου. Το δικό της σταματημένο ρολόι χτυπούσε μόνο στην ελπίδα ότι κάποια μέρα θα περνούσε ο αγαπημένος της από κει, κάτι να πιούν, να ξαποστάσουν κι έτσι να μπορέσει να τον ξαναδεί. Παρέμενε ευλύγιστη, χόρευε ακόμα υπέροχα σαν νέο κορίτσι, αλλά ποτέ μπροστά σε άλλους. Ούτε στα ξαφνικά γλέντια που έστηναν οι θαμώνες ούτε στα πανηγύρια του νησιού. Τα φαγητά, οι καφέδες ψήνονταν, οι σάλτσες έδεναν, τα παγωτά έπηζαν, οι ίδιες πάντοτε κινήσεις στο σερβίρισμα, η ίδια ελπίδα ότι την επομένη φορά που θα στρωνε το τραπέζι θα ταν για κείνον. «Πίνω και μεθώ ωχ αμάν». Άφηνε την κατσαρόλα κι άρχιζε ένα μπάλο με τα τσακίσματα σα μαχαιριές. «Σκέψου τι όμορφη που θα σαι με το φεγγάρι στα μαλλιά», συνέχιζε η μουσική και πεταγόταν- όπως τότε στη Σχολή- σ ένα χασάπικο γεμάτο δάκρυ και λυγμούς. Λίγο πριν ανοίξει το μαγειρειό, τότε που δεν την έβλεπε κανείς, ζούσε τη δική της ματαιωμένη ζωή, χορεύοντας. Καμιά φορά ξεχνιόταν και νόμιζε πως θα κλείσουν όπου να ναι τη Σχολή και θα φύγουν αγκαλιά. Άφηνε τότε τη βρύση να τρέχει δυνατά κι άκουγε τον ήχο της σαν ένα ξαφνικό θαύμα. Της έλεγαν πως μαγειρεύει υπέροχα και εδώ, στα χείλη το κράταγε κάθε φορά να μην το πει πως μαγειρεύει για κείνον. Ντυνόταν, χτενιζόταν κι έπαιρνε συχνά μπροστά στον καθρέφτη την έκφραση του πιο ευτυχισμένου ανθρώπου. Μια τέτοια στιγμή άκουσε να τη φωνάζει ο γείτονας: -Μαρία, έχεις πελάτες! Βγήκε ολόλαμπρη έξω. Αναγνωρίστηκαν αμέσως. Άρχισαν να τρέμουν και οι δυο σα φθινοπωρινά φύλλα. Εκείνη, αν και κομμένη στα δυο, έσφιξε την καρδιά κι έκανε ένα αδιάφορο νεύμα. -Μισό λεπτό, έρχομαι, είπε και μπήκε μέσα. Ένοιωσε να γερνάει δεκαετίες από την ταραχή. Στο βάθος της δεν είχε ποτέ πιστέψει πως θα τον ξανάβλεπε. Δυο μεγάλα παιδιά, η κόρη ίδια η μάνα της, δεν την είχε δει, δεν ήξερε αν ήτανε τώρα έξω μαζί τους, κι ένα αγόρι ίδιος ο καλός της. Κλείδωσε την πόρτα πίσω της, βγήκε από την άλλη πόρτα και χάθηκε. Το μαγειρειό το βρήκαν άδειο, παγωμένο, σα να χε κοπεί στα δυο και η δική του ζωή. Άρχισε να χαϊδεύει το καθετί με το βλέμμα του, άγγιξε απαλά με τα χέρια το τραπέζι, τον πάγκο, τα κουζινικά. Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό του σαν αντίκρισε το μεγάλο ράφι με τα καρυκεύματα και δάκρυσε σαν είδε πάνω στα γυάλινα βάζα τα γράμματά της: Αλόη, Δυόσμος, Λουΐζα, Βασιλικός. Η ζωή του 44

45 πέρναγε τώρα σαν ταινία μπροστά από τα μάτια του κι άρχισε να θυμάται κάθε λεπτομέρεια από τα χρόνια μαζί της. Ένα σημείωμα γραμμένο βιαστικά πάνω στο μάτι της κουζίνας ήλθε τότε να του θυμίσει κάτι που του διέφευγε. Σκίρτησε από χαρά σαν το δε, το άρπαξε με την ελπίδα πως θα χε αφήσει κάποιο σημείο επαφής. Όμως όχι! Κατάκοπος έγειρε πάνω σε μια καρέκλα και διάβαζε ξανά και ξανά: «Χώρος Υψηλής Αισθητικής». Φωτεινή Κελεπούρη Υλικά 1 κούπα ζάχαρη 1 κούπα γάλα 1/2 κούπα βούτυρο 2 κούπες καρύδια χοντροκοπανισμένα 1 κ.γ κανέλα 1/2 κ.γ γαρίφαλο τριμμένο 1 1/2 κούπα γαλέτα 1 1/2 κούπα αλεύρι 5 αυγά 1 κ.γ σόδα 3 κ.γ μπέικιν 2 κ.σ κονιάκ για το σιρόπι: 3 κούπες ζάχαρη 2 κούπες νερό 1 κ.σ χυμό λεμονιού Καρυδόπιτα Παραδοσιακή Χτυπάω το βούτυρο στο δυνατό. Ποιο δυνατό δηλαδή, που το μίξερ είναι πανάρχαιο. Τρία του κουτιού έχουμε στο υπόγειο, αλλά η μάνα μου δεν μ αφήνει να τα ανοίξω. «Θα τα πάρεις στο σπίτι σου όταν παντρευτείς» μου λέει. «Και τα τρία;» τη ρωτάω. «Και τα τρία» μου απαντάει και μετά αρχίζει το κήρυγμα για το γάμο. Πάντα η ίδια ιστορία. Γελάω μόνη μου και ρίχνω τη ζάχαρη, τα αυγά και το γάλα. Τα καρύδια ανακατεμένα με την κανέλα και το γαρίφαλο. Κανέλα και γαρίφαλο, όπως μύριζε το στενό δρομάκι στο Ναύπλιο με τα μπαχαρικά και πιο δίπλα τα κομπολόγια. Αγοράσαμε κομπολόι για τον παππού και μια ξύλινη κουτάλα για τη γιαγιά. Οι άλλοι έβγαζαν τις κλασικές 45

46 φωτογραφίες μπροστά από το Μπούρτζι, ενώ εμείς οργώναμε τα δρομάκια χωρίς να καταλάβουμε πώς πέρασε η ώρα. Όταν η μυρωδιά από τα νυχτολούλουδα απλώθηκε παντού, τα νεοκλασικά φάνταζαν σαν μυστικοί φρουροί της πόλης. Να μην ξεχάσω να διαλύσω τη σόδα στο κονιάκ. Όσο έμεινε από χθες. Είπαμε να δούμε μια ταινία και καταλήξαμε να πίνουμε το κονιάκ. Κονιάκ μηδέν αστέρων. Αυτό μου διάβαζες στο Ναύπλιο. Το βράδυ προσπάθησα να μάθω τους στίχους απ έξω. «Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει έχει μεγάλη πείρα ο χαμός» και στο τέλος έλεγε κάτι για μια φωτογραφία και μετά «νέοι ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοι ενώπιον ανωνύμως ευθυμούσης παραλίας. Ναύπλιο Εύβοια Σκόπελος; Θα πεις και πού δεν ήταν τότε θάλασσα.» Να θυμηθώ να ξαναδιαβάσω αυτό το ποίημα. Ρίχνω και τα υπόλοιπα μέσα στο μπολ και ανακατεύω με το αγαπημένο μίξερ της μαμάς. Ένα τελευταίο ανακάτεμα, λίγο λάδι στο ταψί και γρήγορα στον φούρνο. Έχω να φτιάξω και το σιρόπι, να αγοράσω λουλούδια και να σιδερώσω το πουκάμισο του μπαμπά. Να δω πότε θα προλάβω. Το τηλέφωνο χτυπάει ασταμάτητα. Ο μπαμπάς δέχεται τις ευχές και καλεί κι άλλους κι άλλους. Έτσι είναι άμα έχεις γνωστή γιορτή. Ενώ τη δική μου την ξέρουν λίγοι και καλοί. Πάμε για το σιρόπι. Ζάχαρη, νερό και λεμόνι, λέει. Εγώ θα βάλω και ένα ξυλάκι κανέλα. Σιγά, τι μπορεί να πάθει; Κάπου άκουσα ότι αν βάλεις πολλή κανέλα, αντί το γλυκό να γλυκαίνει, πικρίζει. Ας το ρισκάρω. Πέντε λεπτά με το ρολόι. Χτυπάει το κουδούνι, μαζευόμαστε σιγά σιγά. Χτυπάει και το δικό μου τηλέφωνο. Μου λες «να τον χαίρεστε» και τα συναφή. Σου λέω «ευχαριστώ» και ότι θα μου κόψει το σιρόπι. Γελάμε συνωμοτικά και κλείνουμε. Κρύο σιρόπι, ζεστό γλυκό για να πετύχει η συνταγή. Ή μήπως ζεστό σιρόπι και κρύο γλυκό; Τελικά δεν έχει και πολλή σημασία. Σημασία έχει να είμαστε όλοι μαζί. Αφροδίτη Μαλαπάνη Συνταγές μαγειρικής Ανοίγω τον τσελεμεντέ, Κύριος οίδε πώς τον απέκτησα - έκδοση του 62 με πρόλογο, παρακαλώ, αφιερωμένο «στας συζύγους» και Δεκάλογον Συμπεριφοράς προς την Κυρίαν Μαίρη Παναγιωταρά - αρχίζω να τραγουδάω «μια εργαζόμενη γυναίκα μια καλή νοικοκυρά» και φοράω ποδιά. Κυδωνόπαστο, όπως λέμε νευρόσπαστο, κυδώνι μαρμελάδα, άλλη ζαλάδα. 46

47 Κυδώνι ζελέ, ευχαριστώ δεν θα πάρω, Κυδώνι γλυκό. Εδώ είμαστε! Λιτά πράγματα σήμερα, ούτε αλεύρια, ούτε mixer, ούτε αφροδισιακά καρύδια με το μέλι, καρυδόψιχα και λοιπά σώψυχα. ΚΥΔΩΝΙΑ ΖΑΧΑΡΗ ΝΕΡΟ ΛΕΜΟΝΙ κι ένα κλωναράκι αρμπαρόριζα, όλη η φασαρία γι απόψε. Εδώ που τα λέμε, απ αυτό το γλυκό το μόνο που μ αρέσει είναι τ όνομά του. Κυδώνι. Ακούγεται καλύτερα από το αηδόνι. Πλένω τα κυδώνια βγάζοντας το χνούδι τους και ζηλεύω την απαλή τους επιδερμίδα. Θυμάμαι τη μάνα μου που λεγε πως κόβει τις πατάτες κυδωνάτες. Και γίνονταν αίφνης οι πατάτες στο παιδικό μου μυαλό λαμπρές υπάρξεις, κυδωνάτες, ντελικάτες, με σατέν καπέλα. «Κόβετε τα κυδώνια σε στενόμακρες λωρίδες.» Αρχίζω το κόψιμο με τη σκέψη στην κυδωνιά του κήπου μου που όλο ξεραίνεται κι όλο στολίζεται. Αραδιάζει κάθε χρόνο κουτσούβελα, πότε μεγάλα σαν κίτρινα μπαλόνια, πότε μικρά για να σε παιδεύουν, καλή ώρα. Α, του χρόνου θα σουτάρω τα κουτσούβελα στην αδελφή μου που το χει με τη ζαχαροπλαστική. «Τα βράζετε με τη ζάχαρη και το νερό στην κατσαρόλα σε δυνατή φωτιά για να μη μαυρίσουν.» Απ το κακό τους, συμπληρώνω εγώ κι ανάβω το μάτι. Ανακατεύω όπως επιτάσσει η συνταγή «ώσπου να δέσει το σιρόπι.» Αυτό το «ώσπου να δέσει το σιρόπι» με ιδρωκοπάει. Ποτέ δεν το μαθα. Βάζεις - λέει - λίγες σταγόνες πάνω σ ένα κρύο πιατάκι κι άμα δεν κυλήσουν, το σιρόπι έχει δέσει. Κάθε χρόνο ίδια ιστορία, να την πάλι η ίδια εικόνα από τα παλιά, την πιο κρίσιμη στιγμή του γλυκού: νυχτερινό, επεισοδιακό δείπνο σ ένα πολυτελές εστιατόριο με πιάνο και αναμμένα κεριά, εδέσματα πολλά και εκλεκτά, ανάμεσα στα οποία και μια σπεσιαλιτέ με κυδώνια. Τα φαγητά έμειναν ΟΛΑ ανέπαφα, ούτε καν τα μαχαιροπήρουνα δεν αγγίξαμε. Το γιατί δεν είναι του παρόντος, μόνο αυτή η ίδια απορία στέκει κάθε χρόνο τέτοια ώρα σφηνωμένη σαν ξύλινη κουτάλα στο μυαλό μου: ποια κοινή μοίρα έφερε αυτή τη συνωνυμία στα όστρακα της θάλασσας και στα φρούτα της στεριάς; «Προσθέτουμε το λεμόνι». Πώς δένει τώρα τόσο αρμονικά τούτο το ξινό με το γλυκό εδώ μέσα, είναι και αυτό από τα κρυμμένα μυστικά της κατσαρόλας. «Κατεβάζουμε από τη φωτιά και προσθέτουμε την πράσινη μικρή φουντίτσα που κάνει το γλυκό να ευωδιάζει.» Μοσχοβολάει ο τόπος! «Σκεπάζουμε με μια πετσέτα μέχρι να κρυώσει.» Έτσι μου ρχεται να χωθώ κι εγώ λίγο από κάτω. Έτσι γίνεται και στο ψηστήρι σκέπτομαι. Το ψήνεις, το κρυώνεις, το ανάβεις, το σβήνεις, το κουκουλώνεις και σφυρίζεις αδιάφορα. 47

48 Το μάτι της κουζίνας, η κατσαρόλα, το κάθε φαί ή γλυκό είναι, σκέφτομαι, η συντομία, η περίληψη μιας προσωπικής εμπειρίας ή και ολόκληρης ζωής. Έτσι καίγεται η καρδιά μας έτσι σμίγει και αντιδρά η ανθρώπινη χημεία έτσι πήζει το μυαλό με τα χρόνια έτσι δένουν οι φιλίες έτσι ψήνεται ο άνθρωπος στο καμίνι του βίου Έτσι κάνανε κάποιοι χθες τα «μαγειρέματα» πίσω από την πλάτη μας, έτσι και κάποιοι άλλοι σήμερα, μάς τα «σερβίρουν» ως συνταγές σωτηρίας, έτσι και έγινε «καζάνι που βράζει» όλη η κοινωνία. ΚΑΙ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΠΟΤΕ ΘΑ ΠΕΤΑΞΕΙ ΤΟ ΚΑΠΑΚΙ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΤΗΣ, λέω φωναχτά κρατώντας το καπάκι της κατσαρόλας σαν τρόπαιο. Σηκώνω με περιέργεια την πετσέτα να δω τι γίνεται από κάτω. ΤΟ ΚΥΔΩΝΙ, Η ΖΑΧΑΡΗ, ΤΟ ΛΕΜΟΝΙ, ΤΟ ΝΕΡΟ είναι πλέον ενωμένα ΟΛΑ αγκαλιασμένα σ ένα αδιαίρετο ΕΝ. Μετά απ αυτό το βράσιμο δεν γίνεται να χωρίσουν πλέον ποτέ. Γι αυτό προσοχή στην κατσαρόλα μας! Ό,τι μπαίνει εκεί μέσα κι ανακατεύεται, δεν θα βγει ποτέ το ίδιο. Με τα πίτουρα μάλιστα σαν ανακατευτεί το τρων κι οι κότες. Μόνο η αρμπαρόριζα θα μπορέσει να ξαναβγεί από αυτό το μίγμα, ψιθύρισε αυτάρεσκα μια σκέψη μου. Για ν αρχίσουν βροχή οι ενστάσεις από άλλη σκέψη. Για το χαμένο άρωμα της αρμπαρόριζας, τις αλχημείες του βίου. Τις έδιωξα όλες με μια κίνηση, κράτησα μόνο την υπέροχη εικόνα της ανθισμένης κυδωνιάς, έκανα έναν καφέ και σήκωσα το τηλέφωνο. Μέχρι που κρύωσε το γλυκό, μίλαγα με μια φίλη για κανελογαρίφαλα φλερτ και ταξίδια γλυκάνισων ερώτων. Φωτεινή Κελεπούρη Μέλπω Ήταν μια γυναίκα κάπως περασμένης ηλικίας μεταξύ 45 και 50. Δεν θα την έλεγες τώρα πια όμορφη. Κοντή και αδύνατη, μικροκαμωμένη. Μελαχρινή με τα μαλλιά της πλεγμένα σε έναν περιποιημένο κότσο, η μύτη της μικρή και πλακουτσή, το πάνω χείλος ελαφρά στενότερο από το κάτω, το πηγούνι προεξείχε από τη γραμμή μύτη στόμα προσδίδοντάς της θέληση και αποφασιστικότητα. Ολοκάθαρη μέσα στα παλιομοδίτικα ρούχα της - άστραφτε από πάνω τους μια φρεσκοσιδερωμένη ποδιά μαγειρικής - με τα μικροσκοπικά της ποδαράκια που κρύβονταν σε βυσσινί βελούδινες παντοφλίτσες, ανακάτευε υπομονετικά μια μπεσαμέλ. Τα χέρια της καθαρά και κάτασπρα, αφού τα περνούσε ανελλιπώς με τις στημένες κούπες από το λεμόνι που χρησιμοποιούσε 48

49 στα φαγητά της, κινούνταν γρήγορα και αποτελεσματικά επιβεβαιώνοντας σε όποιον την κοιτούσε το δεινό μαγειρικό της ταλέντο. Όλα πάνω της περιποιημένα. Μόνο μια τούφα από σταχτιά μαλλιά ξέφευγε παιχνιδιάρικα από τον κότσο της και έπεφτε ατημέλητα στο πλατύ της μέτωπο προσθέτοντας στα συνηθισμένα και τόσο απλά χαρακτηριστικά του προσώπου της, μια τάση ονειροπόλησης και καλά κρυμμένης παιδικότητας. Από μικρή, από τότε που άρχισε να θυμάται τον εαυτό της, χανόταν πίσω από τα φουστάνια της μητέρας της ακολουθώντας την σε όλες τις σπιτικές της περιπλανήσεις, όμως το αγαπημένο της δωμάτιο ήταν η κουζίνα. Εκεί κατεβάζοντας τρίφτες, σουρωτήρια, κάθε λογής κατσαρόλια σκότωνε τις ώρες της με τη μαγειρική. Της άρεσε να βλέπει τα υλικά να ανακατεύονται σε μια πανδαισία χρωμάτων, να μετουσιώνονται έπειτα σε ευχάριστες μπουκίτσες τόσο γαργαλιστικές στους ουρανίσκους των καλεσμένων της. Έτσι, χρόνο με το χρόνο, έγινε σπουδαία μαγείρισσα. Όσο κι αν προσπαθούσαν οι άλλοι να την αντιγράψουν, οι συνταγές της είχαν κάτι διαφορετικό, κάτι από το μαγικό της χέρι, από τις στιγμιαίες εμπνεύσεις της. Η ασχολία της στην κουζίνα, απορροφούσε όλο της τον χρόνο. Ο ήχος από τα σερβίτσια που γυάλιζαν στα συρτάρια και οι κατσαρόλες που χόρευαν στη φωτιά έγιναν η μοναδική της συντροφιά. Μετρούσε τα γραμμάρια από το λάδι, το αλεύρι, ψιλόκοβε τα φρέσκα της λαχανικά, έριχνε τις πρέζες από το αλάτι και τα μπαχαρικά της, και θαρρούσες πως φυλλομετράει το τετράδιο της θλιμμένης της ζωής. Γεννημένη σε επαρχιακή πόλη από οικογένεια αγροτική έζησε μέσα στα μυρωδικά, τα ζαρζαβατικά και τα τραπεζώματα των συγγενών. Δεν της ήταν γραφτό να παντρευτεί. Εικοσιπεντάχρονη κοπέλα ήταν όταν σε κάποιο χορό της έκλεισε το μάτι ο Γιάννης. Ναυτικός, λίγο μεστωμένος αλλά γλεντζές και χωρατατζής. Πέθανε ξαφνικά μια βδομάδα μετά τον αρραβώνα τους. Συγκοπή, διέγνωσε ο γιατρός. Να ταν άραγε το γραφτό του; Ποιος ξέρει;. Από τότε κι ύστερα, όσες γιορτές δε γεύτηκε παντρεμένη το βαλε πείσμα να της γευτεί με τους οικείους της. Τους περιποιόταν με όλη τη δύναμη της ψυχής της μέσα από τις ιδιαίτερα δουλεμένες συνταγές της, μεταμορφώνοντας κάθε μέρα την κουζίνα της σε πεδίο μάχης μέχρι τα διαλεχτά υλικά, που απαιτούσε το πιάτο της, να τσιτσιρίσουν χαρούμενα στο τηγάνι. Έτσι ένιωθε ότι ικανοποιούσε τις επιθυμίες της ευαίσθητης ψυχής της κλείνοντάς τες στα υγρά της κατσαρόλας της που κόχλαζε σαν την ανούσια ζωή της. Η Μέλπω σήμερα έχει όρεξη να φτιάξει κάτι μοναδικό. Από το παράθυρό της ακούγεται η μουσική ενός ακορντεόν. «Πάλι ο κύριος του διπλανού διαμερίσματος κάνει πρόβες», σκέφτεται. Τα αυτιά της μαγεύει μια υπέροχη μελωδία. Μα ναι! Είναι αυτή που άκουγαν μαζί με εκείνον. Άφησε τότε να ξεχυθούν από τα μύχια της, της ζήσης τα παράπονα και δάκρυσε. Καθώς οι μαγικοί ήχοι χάιδευαν τα αυτιά της, η Μέλπω αφαιρέθηκε. Το τηγάνι στη φωτιά τσιτσίρισε για τελευταία φορά και μια μεγάλη σπίθα πετάχτηκε στον 49

50 μισοχαλασμένο απορροφητήρα. Φλόγες φωτιάς ξεπήδησαν από το μαγειρειό της, έτοιμες να κατακάψουν την κουζίνα της. Η Μέλπω τα έχασε, πετάχτηκε έντρομη στον δρόμο. Φτερά είχε στα πόδια της, ανέμιζε στο δρόμο η ποδιά της. Έσκυψε, την ξέδεσε και την άφησε να πέσει στα πλακάκια του πεζοδρομίου. Ούτε που νοιάστηκε για το σπίτι που καιγόταν, άλλωστε ποιος θα καεί; Μόνη της ήταν πάντα. Λυτρωτική η φωτιά, έσπρωξε μπροστά από τους σκοτεινούς διαδρόμους του μυαλού της, την μια και χιλιοβασανισμένη σκέψη της, την έκανε απόφαση. Απελευθερώθηκε αίφνης από όλες τις συνταγές της, σκότωσε τα πρέπει και τις αναστολές της και κίνησε για εκεί που έπρεπε να είχε πάει πριν από πολλά χρόνια. Τώρα με το μυαλό της λεύτερο και σίγουρη για τον εαυτό της, κτύπησε την πόρτα του Διευθυντή των παιδικών χωριών SOS. Η αγγελία για εθελόντριες μητέρες, φαινόταν ξεκάθαρα, γραμμένη για εκείνη. Θα προτιμηθούν όσες έχουν γνώσεις μαγειρικής, έλεγε στο τέλος η αγγελία εν συντομία. Μια καινούρια ζωή της έκλεινε τώρα το μάτι κοντά σε τέσσερις παιδικές ψυχούλες. Μια άλλη ζωή γεμάτη νέες συνταγές και αρώματα! Τίνα Κουτσουμπού Κουλουράκια πορτοκαλιού Η αλήθεια είναι ότι δεν τα πάω καλά με την κουζίνα. Αν δεν συμφιλιωθώ μαζί της και τώρα που απέκτησα παιδί, νομίζω πως χάνεται πλέον οριστικά κάθε ελπίδα επικοινωνίας. Τα πάντα είναι θέμα επικοινωνίας, λέει. Το ακούω συχνά τελευταία (μπορεί και να το σκέπτομαι, το μπερδεύω αυτό όσο μεγαλώνω). Αν υπάρχει ένα ελάχιστο κομμάτι ευτυχίας που αναλογεί στον καθένα μας στη διάρκεια της ζωής, αυτό είναι ο χώρος που κατάφερε να καλύψει η επικοινωνία του με τον άλλον Μια κουβέντα είναι αυτή. Η επικοινωνία, η επαφή Τα κουλουράκια αυτά, μωρό μου, θέλουν λάδι που είναι καλύτερο από το βούτυρο και πιο υγιεινό. Θα χτυπήσουμε πρώτα το λάδι με τη ζάχαρη, έτσι, με όλη την παλάμη, παλικάρι μου. Ωραία το κάνεις! Μπράβο λουλούδι μου! Δώσε να κάνω λίγο κι εγώ. Να σε ξεκουράσω, χαρά μου. Ωραία που γαργαλάει το χέρι μου η ζαχαρίτσα! Ξέρεις ποιον μου θυμίζει η ζάχαρη που λιώνει μέσα στο λάδι, αγάπη μου; Τη μάνα μου, μού θυμίζει, τη γιαγιά σου τη Χρυσούλα! Ποτέ δεν είχε χρησιμοποιήσει μίξερ γι αυτή τη δουλειά, πάντα με το χέρι. Έφτιαχνε τέτοια κουλουράκια κάθε χρόνο πριν από τα Χριστούγεννα, και γέμιζε δυο τρεις μαξιλαροθήκες τη φορά, να χουμε να τρώμε όλη τη σαρακοστή να μη γκρινιάζουμε με τη νηστεία. Εμένα μ έβαζε να τα ζυμώνω και να τα πλάθω. Ποτέ δεν της άρεσαν αρκετά όπως τα έφτιαχνα, όλο κάτι δεν έκανα καλά και ή τα διόρθωνε ή τάχα συμβιβαζόταν δυσαρεστημένη. Εσύ, πουλάκι μου, θα είσαι καλύτερος από μένα στο πλάσιμο. Η γιαγιά σου ήξερε πως δεν πρέπει να ενθαρρύνουμε ούτε να επαινούμε ένα παιδί για να μην το χαλάσουμε. Αυτό εφάρμοζε. Άντε να μπω εγώ στην 50

51 κουζίνα μετά από τέτοια παιδαγωγική! Επικοινωνία και με τον εαυτό μας, το ταξίδι μέσα μας. Ένα καρυδότσουφλο, έρμαιο των κυμάτων! Ποια επιστροφή, ποιος πηγαιμός και ποια Ιθάκη; Καλά. Οι σχέσεις, οι έρωτες, οι ανταλλαγές ανάμεσα σε δυο. Θυμάμαι εκείνο το παραμύθι του Όσκαρ Ουάιλντ πώς ήταν ο τίτλος; «Τα γενέθλια της Ινφάντα». Το είχα διαβάσει τότε που με πονούσαν πολύ τα παιδικά μου χρόνια. Την εποχή του πένθους. Σπάραξα και παρηγορήθηκα συγχρόνως με το κακομούτσουνο ανθρωπάκι που είδε για πρώτη φορά τον εαυτό του στον καθρέφτη! Σπάραξα όταν αντίκρισε την ασχήμια του και παρηγορήθηκα που η μόνη αλήθεια είναι η εικόνα μας στα μάτια του άλλου. Τότε μου πρωτοπέρασε από το μυαλό να διορθώσω την εικόνα. Έλα να ξύσουμε τα πορτοκάλια, να στύψουμε και μια κούπα χυμό! Κράτα γερά τον τρίφτη. Έτσι. Μπράβο, αγόρι μου! Τέλεια. Μοσχοβολάει το πορτοκάλι ένα σωρό αναμνήσεις! Ξύνεις τη φλούδα της ύπαρξης, ξυπνάνε πληγές, αναδύεται το άρωμα του πόνου, ακούγεται η βροχούλα των δακρύων, σφυρίζει ο αέρας των αποχωρισμών. Ρίξε τις βανίλιες και μετά το αλεύρι αργά να δούμε πόσο θα πάρει. Μία μία τις κουταλιές. Να γεμίσει η ψυχή, να αναζητήσει υπόσταση, να στερεοποιηθεί, να ισορροπήσει. Αρκετά παράδειρε ανερμάτιστη, να της δώσει σώμα ο έρωτας, να νικήσει τον θάνατο για μια στιγμή. Τώρα θέλει δουλειά να ξεκολλήσει από τη λεκάνη κι από τα χέρια σου. Σφίξε τις γροθιές και βάλε δύναμη. Χρόνια πολλά ήμουνα πολεμιστής σε πόλεμο άνισο, με την πλάτη στον τοίχο κι έπειτα, απρόσμενα, κατοίκησα στην ειρήνη, πλύθηκα, ντύθηκα, κοιμήθηκα σε αγκαλιά, χόρτασα την αγάπη. Τότε είπα πως αποκλείεται να ξαναβρεθώ στερημένη από χάδια, και έτυχε να κρυφακούει ο θάνατος κι έβαλε στοίχημα να με διαψεύσει. Νίκησε φυσικά. Πω πω, ωραίο το ζυμαράκι μας! Να βουτυρώσουμε το ταψί, να πλάσουμε! Τώρα είναι η στιγμή της δημιουργίας! Δήμητρα Τζανετάκη 51

52 ΑΣΚΗΣΗ: ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ 52

53 με χρυσά κουμπιά Την πήρε σ ένα μαγαζί στη Μανίλα. Ήταν στο τρίτο ταξίδι με το τελευταίο του καράβι. Είχε δουλέψει σκληρά στα δυο προηγούμενα μπάρκα και είχε κάνει γερή καβάτζα με τον ιδρώτα του προσώπου του κι όχι μόνο. Αποφάσισε λοιπόν ότι άξιζε το καλύτερο κομμάτι του μαγαζιού. Όταν έριξε τα μάτια του πάνω της ήξερε ότι ήταν φτιαγμένη για ελόγου του. Πλησίασε, άγγιξε με τις ρόγες των δαχτύλων του το μαλακό της δέρμα και μια υποδόρια ανατριχίλα απλώθηκε γρήγορα σ όλο του το σώμα. Αλλά αυτό που τον τρέλανε ήταν η μυρωδιά της. Από κει ξεκίνησε η εξάρτησή του. «Από δω κι εμπρός δεν θα περάσει μέρα χωρίς να τη μυρίσω» σκέφτηκε. Από το βύθος του τον τράβηξε μια στριγκή φωνή. «Πλιζ ντοντ τατς». Και σαν η κιτρινόφατσα τον κοίταξε περίεργα από την κορφή ως τα νύχια φτύνοντάς του κατάμουτρα ένα «Βέρι εξπένσιβ, όνλι φορ Αμέρικανς», η επιθυμία του έγινε μανία. Τώρα ήταν που την ήθελε ακόμα πιο πολύ. Για την ακρίβεια πιο πολύ κι από εκείνη τη γκόμενα στο Μουμπάι που για πάρτη της είχε φάει εφτά μαχαιριές, έξι στα πλευρά και μια κάτω απ το μάτι. Την πήρε λοιπόν κι από τότε σπάνια την έβγαζε από πάνω του. Τη φορούσε όταν καμιά νύχτα έκοβε αζιμούθιο στο κατάστρωμα για να πάρει λίγο αέρα και να ξαγρυπνήσει, όταν πιάνανε λιμάνι και έκανε τις τσάρκες του στα μπουρδέλα, μα εκείνο που πιο πολύ ονειρευόταν ήταν η στιγμή που θα τον έβλεπαν μ αυτή οι φίλοι του στην πατρίδα. Την πρώτη φορά που τον είδανε να τη φοράει ήταν σαν κατέβαινε τις σκάλες του καραβιού στον Πειραιά και στουπίρανε 5. Του κάναν μάλιστα και λόγο για το ρούχο κι όλοι ήθελαν να τ αγγίξουν, κάποιοι και να το μυρίσουν. Το βράδυ τους κέρασε όλους γιατί ήτανε μπατιράκια. Το ίδιο και το επόμενο. Και το μεθεπόμενο. Αλλά δε βαρυγκόμαγε. Κι ο ίδιος στην ίδια μοίρα ήτανε πριν λίγα χρόνια. Εκεί όμως που άφηκε το θάμα του ήταν στις γυναίκες της παρέας. Δεν ήξερε αν ο ίδιος είχε αλλάξει, αν η θάλασσα τον είχε κάνει αληθινό άντρα, - όμορφο αποκλείεται, εδώ η ίδια του η μάνα του συνήθιζε να τον λέει καψαλισμένο σκουράντζο 6 - αλλά όλες οι γκόμενες πέφτανε ξερές όταν τον αντίκριζαν. Ήθελε να πιστεύει ότι έπεφταν θύματα της γοητείας του κι όχι της καμπαρντίνας που του έπεφτε ως τον αστράγαλο, τον έκανε να φαίνεται διπλός άντρας, και τα γυαλιστερά κουμπιά της του φώτιζαν το χαμόγελο και πήγαιναν τέλεια με το ηλιοκαμένο του πρόσωπο και τη χαρακιά κάτω απ το μάτι. Τη δεύτερη εβδομάδα έπεσε σήμα. Η καμπαρντίνα του μαρκόνι κάνει το θαύμα της. Ρίχνει τις γκόμενες δυο δυο. Από τότε, όποιος είχε ραντεβού με «πρόσωπο», έπρεπε ή να καβατζάρει την καμπαρντίνα ή να αλλάξει το ραντεβού του για ημέρα που το ρούχο ήταν ξέμπαρκο. 5 μείνανε έκθαμβοι 6 καπνιστή ρέγγα 53

54 Κι όπως οι στρατιώτες χτυπάνε γερμανικό νούμερο στην παραμεθόριο, η καμπαρντίνα είχε καθημερινή σκοπιά στο φυλάκιο Μπακάκου, συνήθως οχτώ με δέκα το βράδυ. Για καμιά δεκαετία δεν πέρναγε μέρα που να μην τη ρίξει απάνω του εξόν απ τα καλοκαίρια. Την τελευταία φορά που θα την έβγαζε από πάνω του ήταν μια Κυριακή, αρχές φθινοπώρου, τότε που κατέβηκε στο χωριό. Ο γέρος του τού γινε κολλιτσίδα. «Δε μου την αφήνεις να τη φορώ τώρα που θα βγούμε στις ελιές γιατί φτούνη η μάνα σου κάπου καταχώνιασε το παντό μου και έχω ξεμείνει.» «Ποιες ελιές, ρε γέρο; Να στην αφήσω αλλά μόνο για καμιά εκκλησιά ή για το παζάρι τις Κυριακές.» Κείνος όμως τη μπούρλιασε 7 και δε την έβγανε από πάνου του ήλιος βροχή, χωράφι ή παζάρι, καθημερνή, σκόλη ή Κυριακή. Κυριακή θα ήταν και κείνου η τελευταία φορά που θα την έβανε πάνου του. Μια Κυριακή κι απόβροχο κατά το Φλεβάρη. Της Παπαντής, που βγήκε για να κάψει τα κλαριά. «Πού πας Χριστιανέ μου, τέτοια μέρα; Σουβή μου μαύρη. Σιγάλιασε 8 δωπαχάμου κι αύριο μέρα του Θεού είναι.» «Κάνε δουλειά σου, γυναίκα. Ξέρω τι κάνω. Η εκκλησά σκόλασε, δεν είναι αμαρτία», είπε και τράβηξε κατά του Φτίκου 9. Σώρωσε τα κλαριά στη μέση του χωραφιού κι έβαλε φωτιά. Αν κι ο καιρός ήταν αποβροχάρης, κείνη η ρημάδα έπιασε αμέσως και γρήγορα κόρωσε και φουντάλωσε μέχρι το Χριστό. Σαν ήρθε το βράδυ και δεν είχε φανεί ακόμα, τη ζώσανε τα φίδια. Κίνησε στης κουνιάδας της. Τίποτα. Δεν τον είχανε ιδεί. Ούτε ο αδερφός της. Της είπανε να περιμένει. Κάπου θα χε μπλέξει. Το συνήθιζε εξάλλου. Όμως κείνα τα ρημάδια τα φίδια τη σφίγγανε από παντού. Μια και δυο τράβηξε κατά το χωράφι με την ψυχή στο στόμα. Φώναξε από δω, φώναξε από κει, σια πια 10. Έκανε κατά τη φωτιά που είχε κάψει κι ένα λιόφτο, και τι να δει η συφοριασμένη! Απ τον άντρα της δεν είχε μείνει τίποτα, μονάχα πάνου στο σωρό κάτι λαγκούνιζε 11. Ήταν εκείνα τα χρυσαφιά κουμπιά της καμπαρντίνας που τώρα μαυρολογάγανε. Ο μαύρος είχε καεί συμπούπουλος κι εκείνη το χε βάρος στη συνείδησή της που το πρωί δεν τον ξεπροβόδισε με τον καλό το λόγο παρά με τις γκρίνιες της και τη γλωσσοφαγιά της. «Αχ άντρα μου, ας ήσουνα ζωντανός κι εγώ δε θα ξανάβγανα άχνα» σκλήρισε κι άρχισε να σουρομαδιέται. «Αχ, και πώς θα το πω στα παιδιά μου και στους συγγενείς;» Έσφιξε τα κουμπιά με δύναμη στη χούφτα της και τα έχωσε στην τσέπη της μπόλκας της. Κάτι την έπνιγε. Δεν μπόρηγε ν ανασάνει. Με το άλλο 7 φόρεσε 8 ησύχασε 9 περιοχή 10 σι-ά πι-ά: ησυχία 11 γυάλιζε 54

55 χέρι τράβηξε κι έλυσε τη μπόλια της κι ένα απ τα κουμπιά στη βάση του λαιμού της. Αλλά και πάλι δε μπόρηγε ν ανασάνει. Έβγαλε έναν πνιχτό ήχο απ το λαιμό σα ζώο και τράβηξε κατά το χωριό. Στην αρχή γρούζοντας και μετά σκούζοντας. Σκούζοντας κανονικά. «Αχ, να ντυθεί στα μαύρα!» Και πού να τα βρει; Η κουνιάδα της τα χε μπόλικα. Είχε θάψει δυο παιδιά κι έναν άντρα. Μα δεν είχανε την ίδια θεωρία 12. Μπα, απ την Πετρού θα παιρνε. Μοναχιά γυναίκα που τους είχε ξεπροβοδίσει όλους, όλο και κάτι θα της βρισκότανε. Σαν έφτασε στα πρώτα σπίτια κοντοστάθηκε να πάρει ανάσα. Θα της χρειάζονταν δυνάμεις απόψε. Θα ήταν μεγάλη η νύχτα. Θα χε πολλά να ειπεί, να σκούξει, να κλάψει, να όταν τον είδε να κατηφορίζει. «Γιούδα μαύρε, αποκορωμένε, ξεχρίστιανε!» Οι λέξεις, ίσως από τα ματαιωμένα σχέδια χηρείας που ανατράπηκαν ξαφνικά, ίσως από τον άδικο πόνο και την απελπισία, από το τελευταίο εφιαλτικό δίωρο που της στοίχισε χρόνια απ τη ζωή της, σκαλώνανε στο λαρύγγι της και δε λέγανε να βγουν. Δάκρυα για την αδικία έτρεχαν από τα μάτια της. Ήθελε να φωνάξει και να βρίσει, να του χιμήξει, να τον δαγκώσει, να του μπήξει τα νύχια στις σάρκες, αλλά ένιωσε τα κουμπιά που έσφιγγε με δύναμη στη χούφτα της, αυτά που μέχρι πριν από λίγο νόμιζε ότι ήταν το μόνο που της είχε απομείνει απ τον άντρα της και την πλημμύρισε μια τρελή επιθυμία να τον αγκαλιάσει για να δει αν είναι στ αλήθεια ζωντανός. Μα εκεί στο δημόσο δρόμο μια γριά γυναίκα να ακουμπάει ή να χαϊδεύει τον άντρα της; Τι θα λέγαν αν τους έβλεπε κάνα μάτι; Κι εκεί στη μέση του δρόμου και των σκέψεων, τον πλησίασε, έβγαλε τα μαυρισμένα κουμπιά, άγγιξε την παλιόμπολκα και μπόρεσε μόνο να πει. «Πού βολοδέρνεις, τρομάρα σου, με τέτοιο ψοφόκρυο; Πάμε ογλήγορα σπίτι να σου ράψω φτούνα τα παλιόκουμπα γιατί θα πουντιάσεις απ το ψοφόκρυο. Έχεις και τα λαιμά σου, κακοχρονισμένε.» Λάμπρος Κωνσταντόπουλος Η καινούρια Πιο ψηλή και σίγουρα πιο εύρωστη απ όλες εμάς διέσχισε τον διάδρομο της αίθουσας στο πλάι του καθηγητή με ύφος κόμισσας και κάθισε στο πρώτο θρανίο όπως εκείνος της υπέδειξε. Ό,τι είχε πάνω της ήταν στα πλαίσια των κανόνων του Καθεστώτος μα πιο πλούσιο, πιο λαμπερό από οτιδήποτε δικό μας. Τα μαλλιά της μακριά, πλούσια και ξανθά, δεμένα σε αλογοουρά ως τη μέση, προστατεύονταν από πολύ φαρδιά ελαστική κορδέλα που άφηνε το μέτωπό της να φαίνεται πιο ευρύ, ενώ της 12 ανάστημα 55

56 τέντωνε ταυτόχρονα τα φρύδια που φαίνονταν πιο τοξωτά και άφηναν τη μύτη να δείχνει ακόμη πιο υπεροπτικά ανασηκωμένη. Τα καστανοκρασάτα μάτια της έλαμπαν περίεργα πάνω στο λεπτό, οβάλ, λευκό πρόσωπο, ενώ από τα χείλη φαίνονταν κάτασπρα καλοσχηματισμένα δόντια. Παρά τα μεμονωμένα συμπαθή χαρακτηριστικά, δεν θα την έλεγες όμορφη. Στο λαιμό της καθόταν ατσαλάκωτος ο λευκός γιακάς, η μπλε σχολική ποδιά της καλοσιδερωμένη και ολοκαίνουργια έφτανε κάτω από το γόνατο, ενώ το εβαζέ της γραμμής τόνιζε στη μέση της η φαρδιά υφασμάτινη στο ίδιο μπλε σκληρή ζώνη. Τα μαύρα μοκασίνια της καινούργια και γυαλιστερά φιλοξενούσαν τα καλοσχηματισμένα της πόδια με τις τρουακάρ μπλε λεπτές μάλλινες κάλτσες εξαιρετικής ποιότητας. Την ήδη επιτηδευμένη της εμφάνιση τόνιζε περισσότερο το μπλε ρουά παλτό, τσόχινο μεσάτο με χρυσά κουμπιά. Το κρεμούσε με είδος ανεπαίσθητης ευλάβειας στην κρεμάστρα και εμείς μέναμε να το κοιτάμε ερευνητικά. Όλα πάνω της είχαν ένα είδος καθαρότητας, καθαριότητας και στρατιωτικής ευταξίας. Σε ελάχιστο χρόνο μάθαμε ότι είχαμε συμμαθήτρια την κόρη του στρατιωτικού διοικητή. Τόνια Παυλάκου Μια αινιγματική παρουσία στην έρημο Μέσα από το θαμπό τοπίο της ερήμου, το σκεπασμένο από τη μόνιμη σκόνη που στροβιλίζεται σε κάθε φύσημα του ανέμου, ξεπρόβαλε εντελώς αναπάντεχα μια συγκεχυμένη φιγούρα. Ήταν ένας βεδουίνος πάνω σε μια καμήλα. Ήταν τυλιγμένος με μια υποκίτρινη κελεμπία που κάλυπτε ολόκληρο το σώμα του, ενώ το μελαψό του κεφάλι το περιέβαλλε ένα μαντίλι στο χρώμα της ώχρας, που τυλιγμένο προσεκτικά γύρω από το λαιμό του σκέπαζε το στόμα και τη μύτη του, αφήνοντας ακάλυπτα μόνο τα δυο του μάτια. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο πάνω του ήταν αυτά τα δυο γαλάζια μάτια, που έλαμπαν παράξενα και απροσδιόριστα. Σου έδιναν την εντύπωση ότι έρχεται από μια άλλη διάσταση. Μέσα από το απόκοσμο γαλάζιο των ματιών του δεν αντιλαμβανόσουν αν χαμογελούσε ή αν ήταν συνοφρυωμένος. Ήταν σαν το πρόσωπο και η ψυχή του να είχε γίνει ένα με το θολό τοπίο της ερήμου. Μας κοίταξε με βλέμμα διεισδυτικό και με βαθιά φωνή μας είπε: «σαλάμ αλέκουμ». Φωτεινή Φλώρου 56

57 Το ροζ ή το καφέ; Φόρεσε τα ρούχα της μισοκοιμισμένη ακόμα και ετοιμάστηκε για το σχολείο. Η μητέρα της έφερε το παλτό της. Το ίδιο παλτό εδώ και χρόνια. Ήταν στην τετάρτη δημοτικού όταν το πρωτοφόρεσε όλο καμάρι. Καλοραμμένο, από ροζ μπουκλέ ύφασμα, με κόμπους άσπρους και ασημένιες κλωστούλες μέσα στην ύφανση. Μακρύ ως κάτω από το γόνατο. Κούμπωνε μέχρι πάνω με ωραία ροζ και άσπρα στο κέντρο κουμπιά. Πόσο της άρεσε να παίζει μ αυτά! Τα κούμπωνε, τα ξεκούμπωνε, για να τα νιώθει να γλιστράνε στην καλοφτιαγμένη κουμπότρυπα. Τα ίδια ροζ κουμπάκια, μικρότερα όμως, κράταγαν κλειστές τις τσέπες. Το φορούσε κι ένιωθε βασίλισσα, κυρίως όταν το συνόδευε με εκείνον τον μπερέ από ροζ μαλλί με την άσπρη φούντα στην κορυφή. Το ίδιο αυτό παλτό φορούσε ακόμα, στην πρώτη γυμνασίου πια. Αλλά πόσο αξιοθρήνητο έμοιαζε τώρα πάνω της! Είχε φθαρεί τόσο πολύ στις τσέπες και στους αγκώνες που φαινόταν το στημόνι. Η μητέρα της, όπως έκανε κάθε πρωί, τη βοήθησε να το φορέσει. Έψαξε τα μανίκια της μπλούζας με τα δάχτυλά της, τα τράβηξε με δύναμη, για να στρώσει καλύτερα η φόδρα από το παλτό. Τράβηξε προς τα πάνω τους ώμους, λες και μπορούσε να το μεγαλώσει, και κούμπωσε τα κουμπιά με δυσκολία. Όχι όλα. Αυτό που βρίσκονταν πάνω στο στήθος το άφησε ανοιχτό, γιατί πίεζε αφύσικα το άγουρα στήθη του κοριτσιού. Το κορίτσι είδε τη στεναχώρια στα μάτια της μάνας του και δεν είπε κουβέντα. Ούτε για το πόσο δυσκολευόταν μέσα στο στενό παλτό, ούτε για το πόσο ντρέπονταν, όταν ένιωθε κάποιο αγόρι να την κοιτάζει. Καθώς έκλεινε πίσω της την πόρτα, άκουσε τη μητέρα της να λέει στη συννυφάδα της, που τη βοηθούσε κάθε πρωί στην ετοιμασία των παιδιών. - Πώς θα πάει στην εκκλησιά χριστουγεννιάτικα μ αυτό το παλτό; - Κάτι θα γίνει, απάντησε εκείνη, σαν πιο αισιόδοξη και δυναμική που ήταν. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν. Ετοιμασίες παντού, ανάλογα με τις δυνάμεις του ο καθένας. Την προπαραμονή, ημέρα Δευτέρα, μάνα και θεια την ξύπνησαν πρωί πρωί, χαλώντας το χουζούρι της. - Σήκω γρήγορα. Το λεωφορείο πέρασε ήδη για το άλλο χωριό. Σε λίγο θα γυρίσει πίσω. Πάμε στη Λάρισα να ψωνίσουμε. Ήρθε η ώρα να πάρεις παλτό. Ας είναι καλά ο τραπεζικός που ήρθε και πήρε χτες πενήντα οκάδες κρασί. Το μεσημέρι πήραν πάλι το λεωφορείο πίσω για το χωριό. Το κορίτσι δεν πάταγε στη γη. Τόση ήταν η χαρά του! Μόλις μπήκανε στο σπίτι, πέταξε το ροζ παλτό πάνω στο ντιβάνι και έβγαλε από τη χάρτινη σακούλα το καινούριο, καφέ τουίντ με μικρούς άσπρους και πράσινους εδώ κι εκεί κόμπους. Στο πίσω μέρος μια μικρή ζώνη με αγκράφα, για να λεπταίνει τη σιλουέτα. Μακρύ ως τη μέση της γάμπας σχεδόν, με καφέ γουνάκι στα μανίκια 57

58 και στο στρίφωμα. Το φόρεσε και κοίταγε τη θεία της, που πολύ λογάριαζε τη γνώμη της, περιμένοντας να επιβεβαιώσει ακόμη μια φορά τη σωστή επιλογή. - Πολύ ωραίο! Σωστή δεσποινίς πια! Αυτό ήταν. Το κορίτσι ένιωσε το στήθος του να φουσκώνει. Σαν να ψήλωσε ξαφνικά. Φαίνεται ότι μαζί με το ροζ παλτό είχε αφήσει πίσω και τη φτωχή παιδική του ηλικία. Είχε γίνει πια σωστή δεσποινίς! Ζωή Παπαδημητρίου Οι γριές της Γρίβας Κάθε απόγευμα έπιαναν θέση από νωρίς στο κεφαλόσκαλο. Οι περισσότερες δεν αποχωρίζονταν το μαύρο τσεμπέρι, κάποιες όμως άφηναν ακάλυπτα τα λευκά μαλλιά τους, που ήταν πιασμένα συνήθως κότσο. Όλες με ή χωρίς τσεμπέρι, οι γριές του χωριού ήταν καλυμμένες με μαύρα μακριά ρούχα. Τα πρόσωπά τους ροδοκόκκινα απ το περίσσευμα του οξυγόνου- αφού το χωριό ήταν χτισμένο στους πρόποδες του βουνού- καταφύγια ρυτίδων, στήριζαν καλά τις σακουλίτσες των ματιών τους σαν κρεμασμένα εικονίσματα. Τα στόματά τους ήταν ζαρωμένα. Κάποια είχαν έναν ελαφρύ προγναθισμό που έκρυβε την κακοφτιαγμένη μασέλα κι άλλα, σαν ανάποδο χαμόγελο, σχημάτιζαν μια μικρή κοιλότητα προς τα μέσα για ν ακουμπούν στα μοναχικά τους ούλα. Τα χέρια τους, όλα ζωγραφισμένα με τα καφετιά σημάδια της διαταραχής της μελανίνης που βγαίνει απ το καβούκι της με τα γηρατειά, ήταν συνήθως σταυρωμένα στο στήθος. Τα δάχτυλα πλεγμένα μεταξύ τους, αθόρυβα, σιωπηλά παρακολουθούν τους αντίχειρες να γυρνούν αδιάκοπα ένα φανταστικό κυλιόμενο παιχνίδι κάτι σαν άυλο, σπειροειδές ελατήριο που σπρώχνει παραπέρα τα δευτερόλεπτα, καθυστερεί τον θάνατο. Τα καλοκαίρια που πήγαινα εκεί, οι γριές ήταν σπαρμένες παντού, έξω από κάθε πόρτα, ακουμπισμένες σε κάθε μικρό σκαλάκι, φάνταζαν στα μάτια μου σαν τα κουκούτσια μέσα σ' ένα χωριό- καρπούζι. Όλο το χωριό πίνακας ζωγραφισμένος από τον Βαν Γκονγκ και οι γριές, τα μαύρα στίγματα που υποβάθμιζαν τη μαγεία του. Όταν περνούσα αναγκαστικά από μπροστά τους με το κεφάλι σκυφτό, μουρμούριζαν τις δυο απίστευτα ενοχλητικές για μένα λέξεις, την πηγή της αμηχανίας μου και μου φόρτωναν από έναν μεγάλο κόκκινο λεκέ σε κάθε μάγουλο: «Τίνος είναι;» Επιτάχυνα το βήμα μου για να φτάσω γρήγορα στο σπίτι και ν' αναγγείλω στη μαμά: «Εγώ στο χωριό δεν ξαναπατάω!» Από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια, όλες οι γριές έχουν πάρει τη θέση τους στο σεμνό νεκροταφείο του χωριού και τα κεφαλόσκαλα έμειναν άδεια σαν χέρσα χωραφάκια. 58

59 Σήμερα ονειρεύτηκα τη γιαγιά μου. Φορούσε τα μαύρα ρούχα και το τσεμπέρι της. Φοβάμαι ότι αν φορούσε κάτι άλλο δεν θα την αναγνώριζα, ποτέ δεν την είχα δει με άλλα ρούχα. «Τίνος είσαι;» με ρώτησε. «Δεν ξέρω», της απάντησα κι ας ξέρω πια ότι είμαι του φόβου άθυρμα. Ελένη Κοφτερού Pokhara Αφού διανύσεις διακόσια χιλιόμετρα από το Κατμαντού, την πρωτεύουσα του Νεπάλ, σ έναν δρόμο-γκρεμό που κρατάς την αναπνοή σου και μ ένα λεωφορείο που νοιώθεις μάλλον να σε ταρακουνάει παρά να σε πηγαίνει, φτάνεις στην περιοχή της Pokhara, την «Ελβετία του Νεπάλ» όπως ατυχώς έχει χαρακτηριστεί. Ατυχώς, αφού Ελβετία και Νεπάλ είναι πράγματα ασυμβίβαστα. Μπροστά στον καταπράσινο μικρό ξενώνα, απλώνεται γαλήνια, σαν λεπτό πράσινο γυαλί, η λίμνη. Τροπικές οσμές, πανδαισία χρωμάτων, πρωτόγνωρες εικόνες ζωής κάνουν τον επισκέπτη αμήχανο. Το εσωτερικό δέος μεγαλώνει από τη θέα ολόγυρα του πανύψηλου χιονισμένου όγκου των Ιμαλάϊων, με την Anapurna, μια από τις ξακουστές κορυφές του. Πολύχρωμες βάρκες με ευγενικούς κωπηλάτες περιμένουν σ ένα λιμανάκι τους τουρίστες για μια μαγευτική βαρκάδα στη λίμνη. Γύρω από τη λίμνη, στις όχθες της, τεράστια και παράξενα δένδρα μεγαλώνουν οριζόντια, φτιάχνοντας με τα χοντρά σαν κορμούς κλαδιά τους ξύλινους εναέριους δρόμους. Πάνω στους οποίους τρέχουν με άνεση τα νεπαλεζάκια ή κρέμονται ακριβώς όπως οι μαϊμούδες που παίζουν δίπλα τους, οι οποίες μαϊμούδες κυκλοφορούν ελεύθερες σαν κατοικίδια ζώα σε πολλά μέρη του Νεπάλ. Σε μικρούς κολπίσκους, όπου το νερό είναι ρηχό, βλέπεις τεράστια βουβάλια κρυμμένα στη λάσπη να στέκονται ακίνητα, βγάζοντας πού και πού τη μύτη έξω από το νερό για να αναπνεύσουν. Στο μέσον της λίμνης βρίσκεται ένα νησί, ένα πλωτό πυκνό δάσος, μια μικρή ζούγκλα. Σε ενημερώνουν χαμογελώντας ότι εκεί ζουν τίγρεις! Αν δεν φοβηθείς και το επισκεφτείς, θα δεις κατ αρχάς έναν περίτεχνο ναό αφιερωμένο στη γυναίκα του θεού Σίβα. Συναντάς συχνά άνδρες καθισμένους αντικριστά πάνω σε τεράστιους κορμούς, τους οποίους σμιλεύουν με καλέμι, ο ένας πλώρη ο άλλος πρύμνη, μετατρέποντάς τους σε μικρές γόνδολες, πραγματικά αριστουργήματα. Βλέπεις ελάφια να κυκλοφορούν ολόγυρα και τέτοια ποικιλία χρωματιστών πουλιών που νομίζεις ότι ονειρεύεσαι! Οι ήχοι της ζούγκλας σε διαπερνούν, όλα γύρω σφύζουν από ζωή. Φτάνεις στο μονοπάτι όπου κάνουν το καθιερωμένο σαφάρι οι επισκέπτες καθισμένοι σε χρωματιστούς μικρούς θρόνους στη ράχη ενός φιλικού ελέφαντα. Στην επιστροφή από τούτη τη βόλτα νοιώθεις εξαγνισμένος. 59

60 Το άγαλμα του Βούδα σε στάση διαλογισμού το συναντάς παντού. Το σούρουπο τα πουλιά, που όλη μέρα σε ξεκουφαίνουν, αλλάζουν σκοπό. Οι φωνές χαμηλώνουν κι άλλα νυχτοπούλια με παράξενες κραυγές αναλαμβάνουν την μπάντα. Οι γυναίκες με το ανάλαφρο, θηλυκό περπάτημά τους, τα πλεγμένα μέχρι τους γοφούς, στολισμένα με χρωματιστές κορδέλες μαλλιά τους, τα μάτια των ανθρώπων, αλλά κυρίως οι αργές κινήσεις τους δίνουν την αίσθηση ότι ο χρόνος εκεί δεν υπάρχει, κι αν υπάρχει κυλάει τόσο αργά που δεν τον αισθάνεσαι. Πόλεις μουσεία, στούπες με τεράστιους ναούς, μοναχοί που βαδίζουν ήσυχα ψιθυρίζοντας «μάντρα», μαζί με μια πλούσια τροπική φύση, αλλά κυρίως ένα λαό βαθειάς ψυχής και κουλτούρας, είναι το υλικό ενός τόπου που δεν σ εγκαταλείπει ποτέ. Φωτεινή Κελεπούρη Βραδινή αναζήτηση Ήταν ο ωραιότερος επίλογος της ημέρας. Ζούσε για εκείνες τις στιγμές. Να κλείνει το εργαστήριό του το βράδυ και να επιστρέφουν στο σπίτι και οι τρεις μαζί. Ιδιαίτερα όταν εκείνος δεν είχε φάει μαζί τους μεσημεριανό φαγητό. Συγκεντρωνόταν καλύτερα στη λεπτοδουλειά που έκανε στην ησυχία του απομεσήμερου. Μα τότε της έλειπε περισσότερο... Έφτασε με τη μητέρα της στο εργαστήριό του. Στενοχωρήθηκε που δεν τον βρήκαν εκεί. Σας περιμένει, θα έλθει σε λίγο. Στου Αλεφραγκή για πάστες έχει πάει. Βγείτε στην Αναγνωσταρά και θα τον συναντήσετε, τους είπε το μαστορόπουλο. Τραβώντας το χέρι της μάνας με τη μικρή χουφτίτσα που έβαλε μέσα του, την παρέσυρε να κατηφορίσουν το στενό δρομάκι για να τον συναντήσουν στον κεντρικό δρόμο. Από κει θα φαινόταν. Το σούρουπο πύκνωνε όλο και περισσότερο. Τα καταστήματα στο διάβα τους κατέβαζαν ρολά το ένα μετά το άλλο. Παίρνοντας τη στροφή προς τον κεντρικό δρόμο, η μικρούλα τον διέκρινε με σιγουριά να βαδίζει προς το μέρος τους. Ήταν βέβαιη πως ήταν αυτός. Σταθερή και αποφασιστική περπατησιά, βήμα γνώριμα ηχηρό από παπούτσια με δερμάτινες σόλες, ψηλόλιγνη φιγούρα με τα σκούρα της δουλειάς ρούχα, που φάνταζαν ακόμα πιο σκούρα στο θάμπος της φθινοπωρινής νύχτας που έπεφτε γρήγορα. Στην πλάτη ανάρριχτα αντιφέγγιζε η μπεζ φαρδιά καμπαρντίνα του, το αριστερό χέρι στην τσέπη του παντελονιού, ενώ στο δεξί κοκκίνιζε η φωτίτσα του αναμμένου τσιγάρου που συνήθιζε να καπνίζει βαδίζοντας. Το ελαφρά σκυμμένο κεφάλι κάλυπτε η τραγιάσκα που στεφάνωνε το φαρδύ μέτωπο και περιόριζε το επίμονο βλέμμα στο σχεδόν στρογγυλό πρόσωπο 60

61 με το τετράγωνο πηγούνι και τα χείλη τα αποφασιστικά κλειστά. Τον γνώρισε! Ήταν ο πατέρας που βάδιζε προς το μέρος τους, όπως πάντα σκεπτικός. Άφησε απότομα το χέρι της μάνας και τρέχοντας έφτασε τον άνδρα. Τον τύλιξε σφιχτά με τα μικρά χεράκια της στο ύψος των γοφών του, ακούμπησε το προσωπάκι της με το μάγουλο στο κάτω μέρος της κοιλιάς του και φώναξε με λαχτάρα: «Μπαμπακούλη μου!» Είχε προλάβει να φωνάξει, να χαρεί, πριν αντιληφθεί ότι η μυρωδιά του σώματος δεν της ήταν η γνώριμη. Ωστόσο και τα χέρια του άνδρα έμειναν παγερά χαμηλωμένα να ματαιώνουν την πολυπόθητη ψηλή αγκαλιά. Ανασηκώνοντας το κεφαλάκι της, αντίκρισε πράγματι έναν άγνωστο που της ψέλλισε λίγο ειρωνικά: «Μπερδεύτηκες μικρή μου, δεν είμαι ο μπαμπάς σου!» Η λαχτάρα της προσμονής την είχε ξεγελάσει... Τόνια Παυλάκου 61

62 ΑΣΚΗΣΗ: ΜΙΚΡΟ-ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΟ- ΔΙΗΓΗΜΑ (ΜΠΟΝΖΑΙ) 62

63 Η φωτογραφία «Είμαι πολύ ευτυχισμένος κι εσύ πολύ όμορφη.» Ένα κυριακάτικο μεσημέρι του Ιουλίου σε μια ταβέρνα, καμιά πενηνταριά άνθρωποι που γλεντάνε. Καύσωνας. Ο ταβερνιάρης είχε την ιδέα να ανοίξει την τεχνητή βροχή για δροσιά και τα παιδιά είχανε γίνει μούσκεμα. Ο «ευτυχισμένος» με λευκό, λινό, μουλιασμένο στον ιδρώτα του πουκάμισο, ελαφρά πιωμένος, με μάτια φωτεινά να χαμογελάει. Εκείνη δίπλα του ντυμένη νύφη. Για μια στιγμή, μια τόση δα ανεπαίσθητη στιγμή, καθώς ο χρόνος έτρεχε, αδιάφορος πάντα για των ανθρώπων τις μικρές κι ασήμαντες υποθέσεις, γύρισε και συνέβη αυτό που σπάνια γίνεται και κανείς δεν το πιστεύει: σκάλωσε στη ματιά του άντρα - ο χρόνος!- και σταμάτησε, πάγωσε εν μέσω καύσωνα. «Είμαι πολύ ευτυχισμένος κι εσύ πολύ όμορφη!» Ο χρόνος έτρεμε και τιναζόταν, να ξεσκαλώσει απ τη ματιά που τον κρατούσε δέσμιο, κι ο αγώνας του έπαιρνε μορφή, γινόταν μια κοφτή βροχή από λευκά ανθοπέταλα, που σίγουρα είχαν επιστρατευτεί να κρύψουν την παραξενιά: του χρόνου το αφύσικο σκάλωμα στα βλέφαρα ενός ανθρώπου ευτυχισμένου. Πάλεψε ο χρόνος μέχρι που τα άνθη τα κατάφεραν, σκέπασαν όλον τον κόσμο τόσο που δεν έβλεπες παρά μονάχα φως, Και τότε. ΤΣΑΦΦΦ!! Φωτογραφία! Ελεύθερος και πάλι ο χρόνος έφερε ό, τι επρόκειτο να φέρει.. Κανείς απ όσους ξέρουμε το μυστικό, τον χρόνο δεν θα εκθέσει, εννοείται!! «Θα χρειαστούμε μια φωτογραφία του για τον τάφο», μου είχαν πει όταν πέθανε ο άντρας μου κι έκανα την παραγγελία για το μνημείο. Πήρα την ευθύνη και επέλεξα. Έτσι, στο νεκροταφείο της πόλης μας, απάνω σε ταφόπλακα βρίσκεται η φωτογραφία του αιχμάλωτου χρόνου τη στιγμή της ευτυχίας και της πληρότητας. Ντοκουμέντο. Δήμητρα Τζανετάκη Παρίσι - Άμστερνταμ Είχε περάσει σχεδόν μιάμιση ώρα από τη στιγμή που ο Αρνώ ανέβηκε στο τρένο, και η αμαξοστοιχία άρχισε να επιβραδύνει φτάνοντας στις Βρυξέλλες. Χρόνος αναμονής, πέντε λεπτά. Κάποιοι επιβάτες σηκώθηκαν και ετοιμάστηκαν να κατέβουν. Το τρένο σταμάτησε, οι πόρτες άνοιξαν και η πρωινή φασαρία του σταθμού μπήκε μέσα. Ένας άντρας γύρω στα τριάντα πέντε μπήκε και κάθισε απέναντί του. Έβγαλε από τον σάκο του ένα βιβλίο, το άνοιξε και άρχισε να διαβάζει. Ο Αρνώ κοίταξε το εξώφυλλο. Θα μπορούσε να αναγνωρίσει το βιβλίο ακόμα κι αν δεν διάβαζε τον τίτλο. Ο «Ξένος» του Camus. 63

64 -Σας αρέσει ο Camus; ρώτησε τον συνεπιβάτη του. -Είναι το πρώτο του που διαβάζω, είπε ο άντρας απέναντί του σαν να περίμενε την ερώτηση. -Δεν είναι τραγικό που πίστευε ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα και τελικά σκοτώθηκε με αυτόν τον τρόπο; -Συνέβη αυτό; -Ναι! -Εγώ πάλι πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε ταξίδι με το τρένο, είπε ο άντρας με μια δόση πικρού χιούμορ. -Ελπίζω να μην είστε συγγραφέας! απάντησε ο Αρνώ συνεχίζοντας στον ίδιο τόνο. Η συζήτηση σταμάτησε καθώς ο ελεγκτής μπήκε στο βαγόνι. Ο Αρνώ έβγαλε το μπλε σημειωματάριό του. Τσέκαρε για μια στιγμή τα μέρη που θα φωτογράφιζε στο Άμστερνταμ, άφησε το σημειωματάριό του στο κάθισμα δίπλα του, έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε μισή ώρα αργότερα όταν το τρένο έμπαινε στην Αμβέρσα. Ο άντρας απέναντί του είχε φύγει και είχε αφήσει στο κάθισμα το βιβλίο. Όταν το τρένο σταμάτησε, τον είδε να βγαίνει από το διπλανό βαγόνι και να χάνεται μέσα στον κόσμο. Δεν πρόλαβε καν να του κάνει νόημα ότι είχε ξεχάσει το βιβλίο. Χρόνος αναμονής, τρία λεπτά. Σε εκείνα τα τρία λεπτά θα συνειδητοποιούσε ότι το σημειωματάριό του έλειπε και ότι θα έπρεπε να σχεδιάσει τα μέρη που θα φωτογράφιζε από την αρχή. Πήρε το βιβλίο και το έβαλε σάκο του. Σε μία ώρα το τρένο έφτασε στο Άμστερνταμ, ο Αρνώ κατέβηκε βιαστικά από το τρένο, αποφάσισε να περπατήσει ως το ξενοδοχείο και στο δρόμο αγόρασε ένα καινούριο μπλε σημειωματάριο. Έφτασε στο ξενοδοχείο και ανέβηκε στο δωμάτιο. Έβγαλε το βιβλίο από το σάκο και το πέταξε πάνω στο τραπέζι. Είδε ένα κομμάτι χαρτί να πέφτει από τις σελίδες. Το άνοιξε και είδε ότι ήταν το σκίτσο μιας γυναίκας. Ξεφύλλισε το βιβλίο μήπως βρει κάτι ακόμα και έκπληκτος είδε ότι στις σελίδες του βιβλίου ήταν σχεδιασμένη μια διαδρομή που ξεκινούσε από τον σταθμό όπου κατέβηκε και κατέληγε στο κανάλι Herengracht. Η διαδρομή ξεκινούσε από την πρώτη σελίδα του Ξένου και συνέχιζε μέχρι και την τελευταία. Ήταν τόσο αναλυτικά σχεδιασμένη που ο Αρνώ κοίταξε μία μία τις σελίδες μέχρι το τέλος και διαπίστωσε ότι περνούσε από όλα τα μέρη που ήθελε να φωτογραφίσει. Το επόμενο πρωί, πήρε τη φωτογραφική μηχανή του, το μπλε σημειωματάριο και τον Ξένο και πήγε στον σταθμό. Η διαδρομή ακολουθούσε τον μεγάλο πεζόδρομο που ξεκινούσε από εκεί, περνούσε μέσα από την πλατεία Dam Square και κατέληγε σε μια γέφυρα στο κανάλι Herengracht. Έβγαλε μερικές φωτογραφίες στο κτήριο του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού και ιδιαίτερα στον θόλο από χυτοσίδηρο και στην εντυπωσιακή είσοδο νεοαναγεννησιακού ρυθμού. Επόμενη στάση στην πλατεία Dam. Πρώτα στη Νέα Εκκλησία και μετά στο Βασιλικό Παλάτι. Εκεί έφαγε αρκετές ώρες, έτσι αγόρασε μια εφημερίδα και κάθισε να ξεκουραστεί στη Μάγκνα Πλάζα. 64

65 Στο εξώφυλλο της εφημερίδας είχε τη φωτογραφία μιας γυναίκας και στις επόμενες σελίδες διάβασε βιαστικά ότι δολοφονήθηκε την προηγούμενη ημέρα από άγνωστο δράστη. Ξανακοίταξε τη φωτογραφία. «Μα είναι δυνατόν να συμβαίνει;» σκέφτηκε καθώς έβγαζε από την τσάντα του το βιβλίο και ξεδίπλωνε το σκίτσο που είχε βρει την προηγούμενη ημέρα. Η γυναίκα της φωτογραφίας έμοιαζε απίστευτα με τη γυναίκα του σκίτσου. Την παρατήρησε για αρκετή ώρα και σιγουρεύτηκε ότι ήταν το ίδιο πρόσωπο. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι, χωρίς να το έχει καταλάβει, ακολουθούσε τη διαδρομή ενός ξένου, που δεν ήξερε τίποτα για αυτόν και που επιπλέον του είχε κλέψει το σημειωματάριό του. Σκέφτηκε να τα παρατήσει, να επιστρέψει στο ξενοδοχείο και να σχεδιάσει τη διαδρομή από την αρχή. Όμως δεν το έκανε. Συνέχισε τη διαδρομή του ξένου, φτάνοντας μέχρι το κανάλι Herengracht. Το βιβλίο είχε φτάσει στην τελευταία του σελίδα. Ο Αρνώ διάβασε την τελευταία πρόταση: «Για να συντελεστούν όλα, για να νιώσω λιγότερο μόνος, ένα μου μένει να ευχηθώ, να ρθουν πολλοί θεατές τη μέρα της εκτέλεσης μου και να με υποδεχθούν με κραυγές μίσους.» -Εγώ τη σκότωσα. Ο Αρνώ σήκωσε το βλέμμα του και είδε τον πρώην συνεπιβάτη του να στέκεται στην άκρη της γέφυρας. -Σε αντίθεση με τον Ξένο, εγώ θα ήθελα να πεθάνω μόνος, συνέχισε. -Και γιατί με έφερες εδώ; κατάφερε να ρωτήσει ο Αρνώ. -Ήθελα να σιγουρευτώ ότι θα με βρουν αμέσως. Ο Αρνώ ήθελε να πει τόσα πολλά, αλλά δεν μπόρεσε να βγάλει λέξη. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ο άντρας έβγαλε ένα πιστόλι και αυτοκτόνησε. Το σώμα του έπεσε στα νερά του καναλιού, όμως ο Αρνώ δεν πλησίασε να το δει. Είχε μείνει ακίνητος κρατώντας το βιβλίο, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Μία εβδομάδα αργότερα βρισκόταν στο τρένο της επιστροφής. Καθώς το τρένο έμπαινε στο Παρίσι, έβγαλε προσεκτικά το βιβλίο από τον σάκο του και το άφησε στο διπλανό κάθισμα. Μέσα στην τσάντα του είχε το μπλε του σημειωματάριο, τη φωτογραφική του μηχανή και το σκίτσο μιας όμορφης γυναίκας. Αφροδίτη Μαλαπάνη Στο σκοτάδι Κρύωνε. Έκανε ν ανοίξει τα μάτια του, μα δεν μπορούσε να δει τίποτα. Ούτε μια χαραμάδα πουθενά. Μπόρεσε μόνο να νιώσει ότι βρισκόταν σ ένα ψυχρό και σκοτεινό μέρος. Σ ένα σκοτάδι πηχτό και μαύρο. Σκοτάδι νύχτας. Μουχλιασμένο, άσχημο. 65

66 Από την ανεπαίσθητη ανάσα του, που έκανε μια απειροελάχιστη διαδρομή μέχρι να βρει εμπόδιο και να επιστρέψει, καταλάβαινε ότι ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ήταν πολύ περιορισμένος. Δοκίμασε να κουνηθεί, μα δεν μπορούσε Τον πονούσε όλη του η αριστερή πλευρά. Σαν να ήταν στην ίδια θέση για ώρες. Ισως και για μέρες. Ναι, σίγουρα για μέρες. Το νιωθε από τον αβάσταχτο πόνο στην πλάτη και στη μέση. Αβάσταχτος ο πόνος. Σα να χε καρφιά μπηγμένα στο κορμί του. Σα να χαν ανοίξει πληγές. Κάτι μύριζε απαίσια. Ψοφίμι. Ο αέρας ελάχιστος. Έκανε μια προσπάθεια να γεμίσει τα αδύναμα πλεμόνια του, να βρει δυνάμεις και να γυρίσει από την άλλη. Να ξαλαφρώσει λίγο. Έκλεισε πάλι τα μάτια του, έσφιξε τα δόντια, τα σταυρωμένα του χέρια, τα κοκαλωμένα και άκαμπτα πόδια του. Προσπάθησε ξανά και ξανά αλλά μάταια. Αδύναμος, σχεδόν αποκαμωμένος έκανε μια στερνή προσπάθεια να γυρίσει στο πλευρό του. Ο ώμος του κουνήθηκε για λίγο και με τις τελευταίες του δυνάμεις κατόρθωσε, επιτέλους, να γυρίσει στο πλευρό του και μετά μπρούμυτα. Σ αυτή τη θέση τον βρήκαν οι δικοί του έντρομοι πέντε χρόνια αργότερα, την ημέρα της εκταφής. Λάμπρος Κωνσταντόπουλος Η πόλη της ομίχλης Ο μικρός ρώσος χορευτής με αγάπη για τη νομαδική ζωή ξεκίνησε ένα ταξίδι για τόπους μακρινούς. Διέσχιζε βουνά και φαράγγια παρέα με τα τρελά έθιμα που κουβαλούσε. Ο χορός του ήταν ένα είδος περπατήματος, αλλά και σαν να διάβαζε βιβλίο για όποιον τον παρακολουθούσε. Ένα αρχαϊκό σύνολο από γνώσεις και λέξεις μεταφερμένο από γενιά σε γενιά. Μιλούσε σε ζώα, ψάρια, μυρμήγκια, πουλιά, αλλά κανείς όμοιός του δεν τον κατανοούσε. Μια μέρα, κατέβηκε στις παρυφές μιας πόλης όπου κατέληγε ένας άσχημος και βρωμερός ποταμός. Δεν φύτρωνε ούτε ζούσε κάτι εκεί, αλλά ο ποταμός κυλούσε, άδειος και μαύρος.την πόλη κάλυπτε ολόκληρη μια ομίχλη και κανείς απ όσους πλανόδιους ρώτησε δεν ήξερε να του πει από πού προέρχεται. Τα κτήρια, κομμάτια μιας πελώριας, εφιαλτικής κυψέλης, έγερναν παράξενα σαν πιστά αντίγραφα πολλών πύργων της Πίζας και φάνταζαν μοιραίες καλαμιές στα εντόσθια ενός αστείου, απαίσιου βάλτου. Το γέλιο του, στην ιδέα αυτής της παράξενης εικόνας, κόπηκε για λίγο καθώς άκουσε έναν ήχο ακριβώς από κάτω του. Κοίταξε το χώμα, σήκωσε ένα βράχο που κουνιόταν κι έψαξε για απαντήσεις. Ήταν μια αράχνη (φυσιολογικού μεγέθους) που μονολογούσε. Σκέφτηκε πως ίσως αυτή να χε κάποιες εξηγήσεις να του δώσει εκεί που οι άλλοι δεν μπορούσαν. Τη ρώτησε και του είπε ολόκληρη την ιστορία όπως είχε. Για το πώς αυτή η πόλη ξεκίνησε με φιλοδοξίες και μια 66

67 πρωτότυπη αρχιτεκτονική, για να καταλήξει σε αυτό που είναι, επειδή κάποιοι ήθελαν για θέα το διάστημα. Η αρχαία αράχνη έδωσε πολλές απαντήσεις και έλυσε το μυαλό. Την ευχαρίστησε και αποφάσισε να κατέβει στην πόλη για να διαπιστώσει και από κοντά ορισμένα πράγματα. Πλησίασε τη μικρή σχισμή ανάμεσα στα βουνά, που ήταν και η είσοδός της. Εισχώρησε στα ενδότερα. Τα κτήρια ήταν πολύ πιο ψηλά απ ότι φαινόντουσαν απ έξω. Δεν είχαν μπαλκόνια ούτε πόρτες. Κάποια λίγα είχαν θέα τα σύννεφα που δημιουργούσαν τα εργοστάσια. Μέσα από χαραμάδες στους τοίχους έβλεπε τις εγκαταστάσεις τους και τις διασωληνώσεις των μηχανών που λειτουργούσαν αδιάκοπα. Οι τοίχοι γεμάτοι αφίσες από διαφημίσεις και πολιτική. Επίσης, παντού τηλεόραση. Γιγαντοοθόνες με ομιλίες και προϊόντα. Η σημαία της πόλης έμοιαζε με κάτι σαν τσουβάλι με χρήματα δίπλα σ ένα τετραγωνισμένο σύμβολο κατοικίας με σκεπή. Κούκλες που θα έδιωχναν τα κακά πνεύματα, καθώς άκουσε να λένε, κρεμόντουσαν απ τα ελάχιστα παράθυρα ορισμένων διαμερισμάτων. Μέρος μιας παράδοσης που αποδείκνυε την αμφιβολία και τον φόβο αυτού του λαού. Η πόλη αυτή ευθυνόταν η ίδια για τα χάλια της, σκέφτηκε, και κυρίως ήταν ο καθρέφτης αυτών που κατοικούσαν εκεί κάτω στη χαράδρα του τόσο φημισμένου και ανθισμένου τεχνολογικού πολιτισμού. Επισκέφθηκε και την παραλία που δεν ήταν μακριά. Στη βρομερή θάλασσα, δεν φαινόταν πλέον ότι θα μπορούσε κάτι να κατοικίσει. Ένας λεπτοκαμωμένος δύτης, σαν άλλος αστροναύτης, περιφερόταν στην άδεια αμμουδιά βγάζοντας μπουρμπουλήθρες από ένα φυσοκάλαμο. Μεταλλαγμένα πλοία έπλεαν και φαινόντουσαν να αιωρούνται ελαφρώς, λες και ούτε αυτά μπορούσαν ν αντέξουν τα ραδιενεργά νερά. Πολλές εμπορικές ταμπέλες και εδώ, στα λιμάνια. Ένας ήλιος, μαύρη τρύπα απροσδιορίστου σχήματος από πάνω, έστεκε. Διάσημοι καλλιτέχνες και δήμαρχοι είχαν αφήσει τις υπογραφές τους σε γλυπτά και μνημεία που στέκονταν άκομψα εκεί έξω. Πιο δίπλα, η κακόφημη περιοχή, τα μπαρ. Παλιοί ναυτικοί καθόντουσαν και αναπολούσαν. Ένας απόστρατος, λάτρης του κυνηγιού, καθόταν δίπλα τους μ ένα τουφέκι κι ένα κάλυπτρο στο αριστερό του μάτι. Στο απέναντι τραπέζι της μπάρας όλοι και γελούσαν δυνατά. «Πρέπει να προσέχουμε το πλιάτσικο», έλεγαν. Πιο πέρα ήταν και μερικοί μεθυσμένοι. Ο μπάρμαν αδιάφορος γέμιζε ποτήρια από μπουκάλια που είχαν γκριζάρει, μάλλον απ τον χρόνο, σαν πενηντάρηδες. Το κρανίο του είχε ένα μεγάλο σημάδι, λες και είχε υποστεί κάποτε λοβοτομή. Ο κόσμος είχε πάει από ώρα για ύπνο και οι φωνές τους ήταν το μόνο που άκουγες. Ο ρώσος χορευτής με την παραδοσιακή ενδυμασία και τα περίεργα παπούτσια συνέχισε να προχωρά σε μια άδεια μεγάλη λεωφόρο. Ένας εργάτης, ντυμένος στα γαλάζια, μ ένα φτυάρι δεμένο στην πλάτη και χέρια φτιαγμένα σαν τανάλιες, κρατώντας κατασκευαστικά σχέδια, πέρασε από δίπλα του βιαστικά.. 67

68 Στα βουνά, που ήταν γεμάτα από ατέλειωτο χώμα στο χρώμα της ερήμου, κατοικούσε ένα παράξενο πλάσμα που έμοιαζε με σφήκα, άνθρωπο και σκορπιό μαζί. Φαινόταν να κάθεται και να κλαίει, αλλά στην πραγματικότητα ήταν προσηλωμένος στο να τρώει ανθρωπάκια που κρυβόντουσαν πίσω από θάμνους, σαν σύγχρονος μυρμηγκοφάγος εργαστηρίου. Άναβε μικρές φωτιές για να τα βγάζει απ τις τρύπες τους. Στάθηκε στην άκρη του γκρεμού χωρίς να ενοχλήσει τον αφοσιωμένο θύτη και περιεργάστηκε τη θέα. Σημαίες κυμάτιζαν σε ορισμένα μπαλκόνια και πιο πάνω απ τα σκευάσματα-πυργίσκους, υπήρχαν πισίνες σε γυάλινους θόλους, σίγουρα για τους προνομιούχους. Δεν ήταν γρασίδι αυτό που έβλεπες ούτε ουρανός εκεί πάνω, ήταν μια τεχνητά γονιμοποιημένη φύση. Πουλιά δεν υπήρχαν πουθενά ούτε ζώα στα στενά της πόλης. Ο ουρανός, που δεν ήταν πια ουρανός, και η αφελής καλοσύνη τα είχαν σκοτώσει προ πολλού. Ο ταξιδιώτης χορευτής ονειρευόταν την ειρήνη στον κόσμο και όλα αυτά τού ήταν αφόρητα. Επέστρεψε απ όπου ξεκίνησε, παίρνοντας τον ίδιο δρόμο. Η αράχνη ήταν ακόμη εκεί, μαρμαρωμένη, υπομονετική φιγούρα, ένας διαχρονικός ιστοριογράφος πάνω απ όλους και όλα. Ήθελε να της κάνει μια τελευταία ερώτηση, αφού είχε δει αρκετά. «Μια τελευταία ερώτηση πριν φύγω κυρία αράχνη: τελικά, είμαι κι εγώ όλα αυτά»; «Συγγνώμη, αλλά ναι». Γιώργος Λουριδάς Πλανόδια Χριστούγεννα «Περάστε κύριοι, κάνετε εδώ τα δωράκια σας, όμορφα και οικονομικά. Όλα είναι χειροποίητα». Η γλυκιά νεανική φωνή ερχόταν από τη γωνία Νίκης και Ερμού, στον πεζόδρομο. Η φοιτητριούλα θάταν δε θάταν είκοσι χρονών με φαρδύ πουλόβερ, πλεκτό σκούφο και αθλητικά παπούτσια, χωμένη μέσα στο ζεστό μπουφάν της. Ήταν στημένη από νωρίς πίσω από το πάγκο της, διαφημίζοντας όσο καλύτερα μπορούσε τις χειροποίητες κατασκευές της: κοσμήματα, διακοσμητικά κεράκια και ημερολόγια, πλεκτά κασκόλ και γάντια, όλα σε πολύχρωμα γιορτινά χρώματα. Σπούδαζε στην Αθήνα, μακριά από το σπίτι της συνεισφέροντας με τα χειροποίητα της έργα στα ατομικά της έξοδα. Χρόνια τώρα ο Μανώλης με το εμπορικό κατάστημα απέναντι την παρακολουθούσε βοηθώντας την τα κρύα βράδια να μαζέψει τα λιγοστά της υπάρχοντα. Γνωρίστηκαν μ αυτόν τον τρόπο και εκείνος τη συμπάθησε. Κάπου τη θαύμαζε για το θάρρος και την ωριμότητά της να προσπαθεί να βιοποριστεί με τα δικά της μέσα για να τελειώσει τις σπουδές της στην Αρχιτεκτονική. 68

69 «Μακάρι να της έμοιαζε κι η δική του κόρη! Χαμένη στις καφετέριες και στα σουλάτσα τα Σαββατοκύριακα και τις καθημερινές ραχάτι και κουσκούς στο κινητό με τις κολλητές». Στον βρόντο και τα λόγια που της έκανε να τον βοηθάει λίγο στο μαγαζί τα Σάββατα. Αδύναμος να της επιβληθεί ο Μανώλης, ξεχνιόταν με τη δουλειά και πήρε τελείως υπό την προστασία του τη μικρή που του προέκυψε εδώ και μήνες έξω από το εμπορικό του. Η Λία απέξω, τακτοποιώντας τα μπιχλιμπίδια της, του έστειλε μια αυθόρμητη καλημέρα και συνέχισε να επιδεικνύει την πραμάτεια της. Περαστικοί περνούσαν σήμερα πολλοί από τον πάγκο της και στέκονταν να θαυμάσουν τα καλλιτεχνήματά της. Ήταν, βλέπεις, παραμονή Χριστουγέννων και ο πιο πολυσύχναστος πεζόδρομος της πόλης φορούσε τα γιορτινά του και κατακλυζόταν από ετερόκλητο πλήθος όλων των ηλικιών. Λαμπιόνια σε χριστουγεννιάτικα δενδράκια και καραβάκια στόλιζαν βιτρίνες και κολόνες της ΔΕΗ, ζογκλέρ και άνθρωποι μαριονέττες κάτασπροι κι ακίνητοι περίμεναν να φωτογραφηθούν με μικρούς και μεγάλους. Ο πάγκος της, μια πανδαισία χρωμάτων, αποσπούσε το βλέμμα των περαστικών και σήμερα πράγματι είχε πολλή μεγάλη ρέντα. Ξεπουλούσε συνεχώς και μέχρι το απόγευμα είχε κάνει ένα γερό κομπόδεμα. Η Λία ήταν ενθουσιασμένη. Χαμογέλασε χαρούμενη στον νεαρό κιθαρίστα στην άλλη πλευρά του δρόμου. Αυτός, ζηλεύοντας την τύχη της, της έριξε τώρα ένα λοξό βλέμμα και γρατζούνισε με δύναμη την κιθάρα του παίζοντας τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Το δισκάκι του ήταν μισοάδειο. Πρώτη φορά τον έβλεπε. Έπαιζε αρκετά καλά και με ενθουσιασμό από το πρωί. Κουρασμένοι οι άνθρωποι και φορτωμένοι με μικροπράγματα, άλλοι τον προσπερνούσαν αδιάφορα, άλλοι σκέφτονταν λίγο, το ζύγιζαν με το μυαλό τους και βιαστικοί για να μην αλλάξουν γνώμη έφευγαν να μην χαραμίσουν τις πενταροδεκάρες τους. Λίγα μόνο μάτια συγκινήθηκαν από τα τραγούδια του και λιγοστά πορτοφόλια άνοιξαν δίνοντας απλόχερα ένα ίσως και δυο κέρματα. «Η Αθήνα στην κρίση» σκέφτεται η Λία. «Πού καιροί για δώρα και αγαθοεργίες!» Ήταν κοντά δέκα η ώρα. Κοίταξε τον πάγκο της που είχε σχεδόν αδειάσει, και άρχισε, ευχαριστημένη από τη σημερινή γιορτινή σοδειά, να πακετάρει τα απούλητα απομεινάρια της. Ο Μανώλης από απέναντι κατέβαζε κι αυτός τώρα τα ρολά. Έδειχνε κεφάτος καθώς ερχόταν προς το μέρος της. «Τι λες, πάμε εδώ κοντά, στο ταβερνάκι του Αρίστου; Είναι και κάτι φίλοι, η γυναίκα μου κι η κόρη μου. Απόψε θα είσαι η επίσημη καλεσμένη μας», της είπε. Του έγνεψε χαμογελαστή ένα μεγάλο ναι και κρατώντας τις μισές της εισπράξεις πλησίασε τον κιθαρίστα που τώρα την κοιτούσε με προσμονή παίζοντας ένα ακόμη ακόρντο. «Καλά Χριστούγεννα» ακούστηκε με ζεστασιά η φωνή της, που σκέπασε μεμιάς το μεταλλικό κουδούνισμα από τα κέρματα που κύλησαν στον δίσκο του. Τίνα Κουτσουμπού 69

70 Ολιγόλεκτα 1. Πριν την πετάξω στην Ανακύκλωση, έβγαλε το κεφάλι της απ το εξώφυλλο και ψέλλισε : "Δεν είμαι ευτυχισμένη με το βασιλόπουλο. Αιώνες τώρα αναρωτιέμαι τι ν απέγιναν οι εφτά προδομένες αγάπες μου.» 2. Μια έφηβη ελαφίνα ζει στο δωμάτιό μου. Όλοι μου λένε να την αγαπώ, είναι μου λεν η αδερφή μου. Νερό δεν πίνει στην όχθη του παραμυθιού. Τους φόβους της κάθε πρωί μαζί με την πορτοκαλάδα καταπίνει. 3. Έπειτα ένα άγνωστο χέρι πυροδότησε τη χρυσή φλόγα κι έκαψε όλα τα σπαρτά που είχαν φυτρώσει λαθραία στο φεγγάρι. Δεν τα κατάφεραν ούτε αυτή τη φορά οι αντάρτες του σύμπαντος. 4. Γλιτώσανε οι δικοί της τις περαιτέρω ανακρίσεις. Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο. Τα φτερά ήταν αγορασμένα με νόμιμη απόδειξη. 5. Οι κινήσεις της γρήγορες και μελετημένες. Έριξε τη βιτρίνα με μια πέτρα. Άρπαξε γρήγορα το κόκκινο παλτό από την κούκλα, το φόρεσε και έτρεξε. Πέντε λέξεις μόνον η απολογία της: Δεν υπολόγισα την κάμερα ασφαλείας. Ελένη Κοφτερού Το δώρο «Αυτό είναι το δώρο για μένα καληνύχτα καρδιά μου» Στέκεται μόνη στην άκρη του δρόμου, ο άνεμος σφυρίζει και της ανακατεύει τα μαλλιά. Το γεναριάτικο κρύο είναι ακόμα πιο έντονο τις ξάστερες νύχτες. Η ίδια όμως νιώθει μια γλύκα και ζεστασιά να την πλημμυρίζουν από την κορφή ως τα νύχια. Κοιτάζει με χαμόγελο τη φωτισμένη οθόνη του κινητού με το τόσο ποθητό καληνύχτισμα. Το δώρο που είχε κάνει στον άντρα της ζωής της πριν λίγα δευτερόλεπτα ήταν δυο λέξεις: «είμαι ευτυχισμένη». Φωτεινή Φλώρου 70

71 Η Αρχή του ελάχιστου χρόνου (σ ένα όνειρο και μια τρυφερότητα) Πρώτα αναγνώρισα τη φωνή του. «Πόσο μου έλειψες!» ψιθύρισε απαλά στο δεξί αυτί μου. Γύρισα και τον κοίταξα. Ήταν αυτός! Δεν χωρούσε αμφιβολία. Η οικεία καμπύλη της φωνής που με κύκλωσε απότομα, αυτό μαρτυρούσε. Όμως δεν ήταν ίδιος. Απ τα μάτια του έλειπε η σκιά της θλίψης, η όψη του πιο νεανική, τα χαρακτηριστικά του είχαν γαληνέψει. Ο αέρας γύρω του χρωματιζόταν, θαρρείς, από πορφυρά νεογέννητα σύννεφα και το παλιό παιδικό μου δωμάτιο είχε αλλάξει διαστάσεις και περιγράμματα, σα να είχε ξεθεμελιωθεί χωρίς να γκρεμιστεί. Έφθινε και χανόταν σιγά-σιγά η υπόσταση κι η χρησιμότητα των τοίχων, του πατώματος, του μικρού εντοιχισμένου καθρέφτη στο εξώφυλλο της ντουλάπας, και μόνο το κρεβάτι μου έμεινε να αιωρείται σ ένα απροσδιόριστο σύμπαν. Τον κοιτούσα αποσβολωμένη. Δεν ξέρω πόσο κράτησε η σιωπή, πριν καταφέρω να ξεστομίσω τις τέσσερις λέξεις, που δεν είχαν σχηματιστεί ούτε μέσα μου, μετά τον προδιαγεγραμμένο, τρεμάμενο και σιωπηλό χωρισμό μας: «Γιατί έφυγες; Πού ήσουν;» Οι λέξεις και τα δυο ερωτηματικά βγήκαν ξανά στον ήλιο ν ανασάνουν, βαριές και κουρασμένες κουβαλώντας την αψιά οσμή της κλεισούρας. Ο αλλόκοτος διάλογος που ακολούθησε θα μου μείνει αξέχαστος: «Έπρεπε να φύγω. Είμαι συλλέκτης πια. Μαζεύω τριαντάφυλλα. Τριγυρνώ ασταμάτητα σε κήπους, φράχτες, εξοχές, οροπέδια και λόφους για να βρω τα πιο σπάνια, τα πιο ευωδιαστά τριαντάφυλλα, αυτά με τα πιο παράξενα χρώματα» «Γιατί το κάνεις αυτό;» «Τα φέρνω σ επαφή και μελετώ τις αντιδράσεις τους. Γνωρίζονται, αγγίζονται, ανακατεύουν το άρωμά τους, κάποια επιδεικνύουν τ αγκάθια τους, όλα όμως ξαναγυρνούν στο χώμα.» Όταν ξύπνησα, μια άγρια έλλειψη με είχε κυριέψει, μια πείνα, όπως εκείνη που μόνο στη φαντασία γεννά υποψίες, αφού κανείς δε μπόρεσε ακόμη να περιγράψει τη λαχτάρα του μωρού για το στήθος της μητέρας του. Έψαχνα μάταια για τριαντάφυλλα, έστω κι αποξηραμένα. Οι ανταύγειες του ήλιου έπεφταν στην ακύμαντη επιφάνεια της θάλασσας, φωτίζοντας ένα μικρό ασημένιο κοπάδι ψαριών που εκτελούσαν, θαρρείς, μόνο για μένα μια ανάλαφρη χορογραφία, όταν συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν στην παραλία. Δεν θυμόμουν τη διαδρομή, τα βήματα, τον τρόπο που έφτασα εκεί. Μόνον ο χορός των ψαριών και η μικρή γαλήνη που μου χάριζε είχε σημασία εκείνη τη στιγμή. Γύρισα στο σπίτι και άνοιξα με τα παλιά κλειδιά μου. Η συγκεκριμένη κλειδαριά άνοιγε προς τη φορά του ρολογιού, προς τα εκεί δηλαδή που κλειδώνανε όλες οι υπόλοιπες κλειδαριές που συνάντησα μετά τη φυγή από το πατρικό μου. Καθώς έμπαινα στο σπίτι, ένας σφάχτης αμήχανης απορίας με διαπέρασε στη θέα της κλειστής εσωτερικής πόρτας της κουζίνας, 71

72 αφού ήμουν σίγουρη ότι την είχα αφήσει ανοιχτή. Δε φοβήθηκα, δεν όρμησα να την ανοίξω, παρά μόνο αφού άκουσα έναν ανεπαίσθητο μεταλλικό ήχο - όπως της σταγόνας που πιτσιλά τον καθρέφτη- τον οποίο σχεδόν απορροφούσε η ησυχία του απομεσήμερου. Όταν με μια αργή κίνηση κατέβασα το πόμολο και μπήκα στην κουζίνα, εκείνος είχε τελειώσει το πλύσιμο και σκούπιζε τα αδύνατα, γεμάτα φλέβες χέρια του, με μια λευκή κεντημένη πετσέτα. Τα μικρά βαμβακερά της κρόσσια, πάνινα καμπανάκια, προκάλεσαν αβάσταχτη κωδωνοκρουσία στο κεφάλι μου. Είχε τοποθετήσει τα πιάτα στο ειδικό σκεύος για να στεγνώσουν. Στην άλλη πλευρά του νεροχύτη, είχε ακουμπήσει με απαράμιλλη τάξη τα ποτήρια κατά σειρά ύψους. Πρώτα τα νεροπότηρα με τις αδρές γραμμές τους, σχημάτιζαν έναν κυλινδρικό γυάλινο τοίχο για να προστατεύσουν τα κολονάτα του κρασιού, που με τη σειρά τους στέκονταν εκεί επιβλητικά, δίπλα στα κοντύτερα και πιο φουσκωτά του κονιάκ. Τα ψηλόλιγνα κολονάτα ποτήρια του λικέρ έκλειναν το γυάλινο γλυπτό με ντελικάτες, φίνες γραμμές. Ενώ οι ρόδινες ακτίνες του απογευματινού ήλιου, που έμπαινε απ τη τζαμαρία της κουζίνας, έπεφταν και σχημάτιζαν τις γωνίες διάθλασής τους πάνω στα πεντακάθαρα, φτιαγμένα από ουράνια άμμο κρύσταλλα, ακολουθώντας τον οπτικό δρόμο, σύμφωνα με την Αρχή του ελάχιστου χρόνου (τι ειρωνεία κι αυτή!) που είναι γνωστή και σαν αρχή του Φερμά, η ταραχή μου μεγάλωνε. Ξαφνικά οι γραμμές τους απάλυναν, τα ποτήρια βάφτηκαν με όλο το φάσμα των χρωμάτων του ουράνιου τόξου κι εγώ έβλεπα ακουμπισμένο στον παλιό μακρόστενο νεροχύτη, έναν πολυέλαιο που δεν είχε καλώδιο, ούτε ειδικό εξάρτημα για να στερεωθεί σε ταβάνι, παρά κάποιος τον είχε ξεκρεμάσει απ τον ουρανό και τον έφερε εδώ για να τον πλύνει. «Τι κάνεις εδώ, μπαμπά;», του είπα με σιγανή φωνή. «Τίποτε σπουδαίο, αγάπη μου, έπλυνα τα πιάτα.» «Μα θα τα έπλενα εγώ σήμερα, χθες δεν πρόλαβα.» «Γι αυτό ήρθα, για να σε βοηθήσω, ήξερα ότι είσαι κουρασμένη. Τα πιάτα δεν πρέπει να τα πλένουμε άτσαλα, πρέπει να είναι απόλυτα καθαρά. Θυμάσαι που σου έλεγα ότι το πλύσιμο των πιάτων σχετίζεται με την ιεροτελεστία της τροφής, την αξιοπρέπεια της καθαριότητας; Θυμάσαι που προσπαθούσα να σου μάθω να τα πλένεις με μέθοδο και υπομονή;» «Κι εγώ βαριόμουν και σε ξεγελούσα με διάφορες δικαιολογίες και ποτέ δεν έμαθα να τα πλένω όπως εσύ. Έχω πλυντήριο πιάτων, μπαμπά. Φυσικά και το θυμάμαι, αλλά δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να είσαι εδώ. Χθες είχαμε το μνημόσυνό σου.» «Ναι, αλλά δεν μπορούσα να τ αφήσω έτσι» Ελένη Κοφτερού 72

73 Τα αντίδωρα του χωρισμού Ήταν από τις μεγάλες αγάπες που δεν είχαν μέλλον συμβίωσης. Αποφάσισαν να χωρίσουν φιλικά, ειρηνικά, με γλυκές και θετικές σκέψεις ο ένας για τον άλλο. Και σκέφτηκαν ενδόμυχα να ανταλλάξουν δώρα που είχαν δεχτεί οι ίδιοι, αντικείμενα που είχαν ξέχωρα αγαπήσει στην μέχρι τώρα ζωή τους. Έβγαλε από λαιμό του το λεπτό χρυσό σταυρουδάκι με την κομψή αντικέ αλυσίδα και τον πέρασε στον δικό της. Το απέριττο λεπτό αντικείμενο δεν είχε πάψει να το φοράει σαν φυλαχτό από τη βεβιασμένα αποφασισμένη βάφτισή του λόγω ασθένειας που λογίζονταν κάποτε βαριά. Της μεταβίβασε τον φύλακά του και εκείνη τον έδειξε, δίνοντας απάντηση στην αδελφή της που μετά από χρόνια τη ρώτησε πάνω σε κουβέντα για τα παλιά: Αλήθεια, εκείνη η ξανθιά πανέμορφη κούκλα σου πού είναι; ενώ τα μάτια της ταυτόχρονα καρφώθηκαν στο σταυρό. Δηλαδή αγόρασες σταυρό δίνοντας κούκλα; την ειρωνεύτηκε ελαφρά. Ας πούμε ότι είναι κι έτσι, απάντησε εκείνη ανόρεχτα και σηκώθηκε. Κλεισμένη στην κάμαρά της, έφερε στο νου της τις τελευταίες τους στιγμές. Ύστερα του έβαλε στα χέρια την κούκλα της, ένα κομψοτέχνημα που της δώρισε ο πατέρας της μια μαγική Πρωτοχρονιά πριν πολλά χρόνια. Κόσμος στην πλατεία, φωνές, ευχές, σφυρίχτρες, διατυμπάνιζαν τον ερχομό του νέου χρόνου. Τι θα σου πάρω απόψε για το καλό του χρόνου; τη ρώτησε εκείνος. Σήκωσέ με αγκαλιά και θα σου δείξω, του φώναξε για ν ακουστεί. Σηκωμένη ψηλά στα αγαπημένα χέρια στο πεζοδρόμιο του καταστήματος με τα παιχνίδια, έδειξε από τη διάπλατα ανοιχτή πόρτα την κούκλα που καμάρωνε περήφανα για την ομορφιά της, για τα μακριά ξανθά μαλλιά της, για το πλούσιο φόρεμά της, στην ειδικά διαμορφωμένη πρωτοχρονιάτικη προθήκη. Ήταν η πρώτη φορά που αξίωνε ακριβό παιχνίδι. Η αδυναμία που της είχε ο πατέρας της βέβαια νίκησε το σχετικά μεγάλο για την εποχή ποσό. Σε λίγο την κρατούσε στα μικρά χεράκια, την έσφιγγε στην αγκαλιά της... Έπαιξε για χρόνια χίλια παιχνίδια μαζί της, ώσπου κάποτε την άφησε να ξεκουραστεί στο ράφι της εφηβικής και αργότερα της φοιτητικής της βιβλιοθήκης. Και τώρα εκείνος, να που έπαιρνε μαζί του όλο το κοριτσίστικο παρελθόν της, την ως τώρα ζωή της ή μήπως ένα είδωλο με την ίδια την ψυχή της; Οι αναμνήσεις τής παιδικής της αθωότητας είχαν χαθεί πλέον μέσα στη λογική τής ενηλικίωσής της κι ο σταυρός που κρεμάστηκε στο λαιμό της ήλπιζε να οδηγεί τα βήματα της υπόλοιπης ζωής της. Τόνια Παυλάκου 73

74 Το όνειρο Τα όνειρα δεν της άρεσαν ποτέ. Όχι βέβαια τα όνειρα, τα σχέδια για το μέλλον. Τέτοια έκανε πολλά, αμέτρητα. Αν έπεφταν πάνω στις σελίδες των βιβλίων της, θα είχαν αλλάξει τις μαύρες κουκκίδες, θα τις είχαν εξαφανίσει και θα τις είχαν γεμίσει με πολύχρωμες ιστορίες. Σ εκείνα τα παιχνιδίσματα του νου φανταζόταν τον εαυτό της στο μέλλον σ ένα ρόλο τόσο σημαντικό γι αυτήν. Πάντα το μυαλό της άφηνε πίσω την καριέρα, τα επαγγελματικά αξιώματα τα ήθελε βέβαια κι αυτά και στα μάτια της σφήνωσε η εικόνα της μ ένα παιδάκι στην αγκαλιά, ενώ στη μύτη της ένιωθε τη μυρωδάτη αθωότητα του παιδικού δέρματος. Τα άλλα όνειρα, οι σκιές της νύχτας όμως την ενοχλούσαν, όμως πιο πολύ την ενοχλούσαν όλες οι ανόητες και ατέρμονες συζητήσεις για την ερμηνεία τους. Βαριεστημάρα και εκνευρισμός την κυρίευαν όταν άκουγε τους ηλικιωμένους γονείς της ανθρώπους με ορθολογιστική σκέψη να μιλούν ωστόσο γι αυτά, τώρα στα πίσω της ζωής τους. -Τι όνειρο κι αυτό; Έλεγε ο ένας. -Αλήθεια τι είδες απόψε; Ρωτούσε περίεργα η άλλη. -Δεν πιστεύω στ αυτιά μου, σχολίαζε εκείνη, αλλά υποχωρούσε. Χρειάστηκε η δική της ηχηρή εμπειρία για να δικαιολογήσει τη νωχελική παρατηρητικότητα στη ραστώνη της τρίτης ηλικίας και τη βιασύνη της νεότητας που προσπερνάει τα μικρά, τα απλά της καθημερινότητας. Όλα της είχαν έρθει βολικά μέχρι στιγμής στη ζωή της, καμιά όμως από τις τρεις εγκυμοσύνες της δεν είχε περατωθεί. Και τώρα, στην αναμονή για τέταρτη φορά, τα πράγματα ήταν μετρίως αισιόδοξα. Διένυε το μέσον της έταρτης κύησης. Συγκρατημένα αισιόδοξη, έσβησε το φως εκείνο το βράδυ και παραδόθηκε σε έναν ύπνο ασυνήθιστα ταραγμένο, παρά την ανακούφιση αφού μια ακόμη μέρα είχε περάσει χαλαρά, χωρίς απρόοπτα. Τίποτα δεν δικαιολογούσε τη νυχτερινή ανησυχία. Γύρισε στο πλευρό της και ξαφνικά μεταφέρθηκε στην κατοχή σε κεντρικό δρόμο της πόλης να την γαζώνουν οι Γερμανοί με τ αυτόματα. Κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα, μα οι ριπές εξακολουθούσαν να τη διαπερνούν. Ψηλάφησε το σώμα της, τα μέλη της, ήταν όλα εκεί, μα κάτι από πάνω της έλειπε και δεν έβλεπε τι. Ένιωθε όμως ζωντανή, στεκόταν στα πόδια της κι ας είχε τόσο χτυπηθεί. Φώναξε τότε δυνατά, γοερά: Μάναααα! Και η κραυγή της η ίδια την ξύπνησε. Ανασηκώθηκε γρήγορα στο μαξιλάρι ήταν ολόκληρη εκεί, ενώ κόκκινες πλατιές κηλίδες ήδη έβαφαν τα λευκά της σεντόνια. Το όνειρο σπάραξε γοερά πέφτοντας στη μητρική αγκαλιά. Αστραπιαία αντιλήφθηκε τι έλειπε από πάνω της! Τόνια Παυλάκου 74

75 ΕΚΤΟΣ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΜΟΥ Τα επόμενα κείμενα δεν προέρχονται από κάποια άσκηση, προέκυψαν αυθαίρετα και αυθόρμητα. Αυτόματη Γραφή Νυχτώνει κι είναι σαν Ήλιος πού σε κοιτάζει κατάματα. Τα φώτα τη νύχτα είναι σαν του Τσιτσάνη τα όνειρα. Ηλιαχτίδες παιδιά, αλλά εσύ εκεί στη νύχτα ξαγρυπνάς. Δεν σ είδα ποτέ, ίσως γι αυτό ζω, τα δειλινά, κύκλοι ουράνιου τόξου, χαμηλώνουν νυχτώνει τα παιδιά δεν κοιμούνται μελαγχολούν. Στο δρόμο για το σπίτι μετρούσα τις μέρες, μέχρι που είδα ολόκληρο έναστρο ουρανό να φέγγει μπροστά μου στη λάσπη, κάθετα πέφτει ο ορεινός όγκος στην καρδιά μου που είναι από θάλασσα, σύννεφα οι σκέψεις φτιάχνουν ένα στέμμα στην απουσία σου. Αύριο, ποιος ξέρει αύριο, η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, τα εφηβικά μπάσα σε μοναχικά δωμάτια. Γιατί, μήπως υπήρχε άραγε το χθες; Στο παρόν θα σαι πάντα ο άνεμος στο σκισμένο μουπανί. Προσμονή στην κορυφογραμμή που ζω δεν πιάνουν τα άσματα των σειρήνων σου, κατεβαίνω απλώς για να χαϊδέψω, γήινα όσα μου τάζεις. Τ αστέρια είναι κρυμμένοι πόθοι που σε φανερώνουν, πραγματικά δεν θέλω να ρθεις. Φενάκη ακόμα κι αυτό το χαρτί-βαρκάκι το αφήνω ανάλαφρα στο κύμα, μάταια του φοράς τιμόνι. Ξημερώνει και το θρόισμα, τρίχωμα λεπτό που σαλεύει για άγκυρα, μη λες άνεμος η ψυχή. Θα βρεθούμε μια νύχτα αλλού. Εκεί που η σιωπή θα μας γεμίσει μ όλα εκείνα που δεν έχουν ειπωθεί. Κόσμος - κόσμημα. Στο δρόμο για το σπίτι βρήκα τη Λησμονιά - κίτρινο βαθύ μες το γαλάζιο- κόκκινα βέλη το Πνεύμα σου, η μουσική σου. Κάτι φοβάται να πεθάνει κι ήλθε χαρμόσυνο το τέλος του κι έγινε αθάνατο. Γίνονται χίλια κοχύλια από τις ανάσες μας, μα ένα αχ δικό σου ανασηκώνει το βουνό. Να που ήλθες, στην αμασχάλη κρύβομαι κι εσύ το χέρι απλώνεις ως τον κάβο, να δω μου λες του Φάρου την αναλαμπή. Φωτεινή Κελεπούρη Και στον Όλυμπο τα ίδια - Βρε, τι μανάρι είν τούτο, είπε ο Δίας που μπάνισε τον μικρό Γανυμήδη ψηλά από τον Όλυμπο, καθότι θεός και έβλεπε πολύ μακριά. Φλαπ, φλαπ, φλαπ, ακούστηκαν οι μικρές φτερούγες του πιο σκανδαλιάρικου μωρού της οικουμένης, του Έρωτα. 75

76 - Μπουκιά και συχώριο με όλο το σεβασμό, μεγαλειότατε, άκουσε να λέει πάνω από το κεφάλι του μια ψιλή φωνούλα. - Μη με κολάζεις και συ, είπε με βαθύ στεναγμό ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων. - Μη μου πεις ότι φοβάσαι την κόλαση, μεγάλε πατέρα; Οι άνθρωποι, που παίρνουν περισσότερα ρίσκα στα ερωτικά θέματα, την κόλαση και τον παράδεισο τα βάζουν κοντά κοντά. Άσε που προτιμούν την κόλαση από τον παράδεισο. - Αφού είναι έτσι, σύρε να πεις του αγοριού πως το θέλω. Μωρέ, έχω ελπίδες, συνέχισε μουδιασμένα ο Βροντοφόρος; Σα να κρέμασα λιγάκι το τελευταίο διάστημα, ένεκα η κακή διατροφή της Ήρας, η έλλειψη άθλησης - Ποιος να αντισταθεί στον δημιουργό των θεών, των ημιθέων και των ηρώων, είπε με στόμφο ο Έρωτας - που τάχαμου είναι τυφλός και δεν προσέχει την εξωτερική εμφάνιση - και έδειξε το ελαφρά κρεμασμένο στήθος του Δία. Ο Δίας κάνει ένα βήμα και οπισθοχωρεί. - Ρε, μήπως είναι κι αυτός δικός μου γιος; - Όχι, αυτό το εγγυώμαι εγώ, μεγαλειότατε. Είναι γιος του Τρώα και της Καλλιρρόης. Βέβαιον. Ησύχασε ο Δίας, δεν θυμόταν και καμιά Καλλιρρόη. Βουρ, λοιπόν, στο ωραίο βοσκόπουλο από την Τρωάδα. Άλλωστε τα αλλοδαπά έχουν άλλη γοητεία! - Ναι, αλλά κομματάκι δύσκολο να ορμήσω στο παλικαράκι και να μη με πάρει μυρωδιά η Ήρα. - Και δεν ντύνεσαι μασκαράς! Παλιά σου τέχνη κόσκινο, μεγαλοδύναμε. - Μωρέ, καλά λες. Πώς και δεν το σκέφτηκα! Δίνει μια και γίνεται αητός, χρυσαετός μάλιστα, γιατί δεν πρόλαβε να ακουμπήσει κάπου το στέμμα. Τόση πρεμούρα! Ορμά, όπως οι αετοί κάνουν, από τον Όλυμπο και αρπάζει με τα νύχια του το τεκνό, προσέχοντας συγχρόνως μην το τραυματίσει και του αφήσει σημάδια. Ο νεαρός Γανυμήδης ούτε που πρόλαβε να καταλάβει τι έγινε. Βρέθηκε με μιας στον Όλυμπο. Εκεί ο Δίας του ανάθεσε για ξεκάρφωμα, λόγω που δεν ξέφευγε τίποτα από την Ήρα, καθήκοντα οινοχόου, μπάρμαν δηλαδή. Και επ αυτού, πρέπει να ομολογήσουμε ότι τα κοκτέιλ του ήταν αξεπέραστα, τόσο που ανέβηκε κατακόρυφα ο τζίρος της κοντινότερης προς τη θεϊκή κατοικία κάβας. Αλλά, επειδή, κατά τον λαϊκό αοιδό, ό, τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο, η Ήρα την ψυλλιάστηκε τη δουλειά και ο Δίας αναγκάστηκε, όπως κάθε σωστός άντρας κάνει, να απομακρύνει το αντικείμενο του πόθου του. Έστειλε 76

77 λοιπόν τον ωραίο Γανυμήδη όσο πιο μακριά μπορούσε. Τον έκανε Υδροχόο των ουρανών. Ζωή Παπαδημητρίου Γκρί μια Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο μακρινό βασίλειο της καθαριότητας η Γκρί-μια μαζί με τον πατέρα της, το μεγαλύτερο βιομήχανο απορρυπαντικών και καλλυντικών και τη μητριά με τις δυο κόρες της. Σ αυτό το βασίλειο όλα έλαμπαν. Οι δρόμοι ήταν πεντακάθαροι, τα σκουπίδια σε αρωματισμένους κάδους μεταφέρονταν από απορριμματοφόρα που πλένονταν κάθε οχτάωρο. Οι κήποι είχαν πλαστικό γρασίδι, λουλούδια και δέντρα για να μη λερώνουν. Το σπίτι της Γκρί μιας ήταν το πιο καθαρό της χώρας με κουζίνα αμεταχείριστη αφού η οικογένεια έτρωγε μόνο ντελίβερι και η τουαλέτα αυτοκαθαριζόταν χημικά κάθε δυο ώρες. Σ αυτή τη λευκή καθαριότητα, η ζωή της Γκρί μιας ήταν αβάσταχτη γιατί η κοπέλα έπασχε από μια σπάνια αλλεργία σε κάθε είδους χημικά καθαριστικά και αρώματα, κυρίως σ αυτά που χρησιμοποιούσαν η μητριά της και οι κόρες της πριν από τις καθημερινές βραδινές εξόδους τους σε σουαρέ, εκθέσεις τέχνης, εστιατόρια και κλαμπ. Τις περισσότερες φορές τραβολογούσαν μαζί τους και τον πατέρα της, που δεν τον έβλεπε παρά μόνο λίγα λεπτά το πρωί πριν φύγει για το εργοστάσιο. Με τη μανία της καθαριότητας που είχε πέσει στο βασίλειο, το εργοστάσιο δούλευε ακατάπαυστα, με τον πατέρα στο τιμόνι της επιχείρησης όλη τη μέρα. Η Γκρί μια έβαλε στόχο να αλλάξει αυτή την κατάσταση και η ευκαιρία παρουσιάστηκε όταν ο βασιλιάς διοργάνωσε χορό για να βρει νύφη για το μονάκριβο γιο του και διάδοχο του θρόνου προσκαλώντας όλα τα κορίτσια της χώρας. Οι αδελφές της Γκρί μιας ξεκίνησαν τις προετοιμασίες μια βδομάδα νωρίτερα. Πρώτα πήγαν στο κομμωτήριο για βάψιμο με μια καινούργια βαφή με καρύδα και έλαιο αργκάν από τα βάθη του Μαρόκου που προωθούσαν τα περιοδικά ομορφιάς και λάιφσταϊλ. Ξόδεψαν χρόνο και χρήμα σε ψώνια -τα ψώνια!- και επειδή ήταν σχετικά αναποφάσιστες, πήραν εφτά σύνολα η καθεμιά. Πήγαν σε ινστιτούτο αισθητικής -όπως όλες τους οι φίλες- για αποτρίχωση με ένα νέο κερί με άρωμα φραγκοστάφυλου, για απολέπιση με φύκια από τη Νεκρά Θάλασσα και μασάζ με αιθέρια έλαια. Α, και στην αισθητική οδοντίατρο για λεύκανση με πάστα μέντας, λουίζας και δυόσμου. 77

78 Το βράδυ της δεξίωσης, οι δυο αδελφές έμπαιναν στη λίμο όταν άκουσαν έντρομες τον πατριό τους να τους λέει να περιμένουν και τη Γκρί μια που θα φτανε σε πέντε λεπτά. Πέντε λεπτά; Δεν προλάβαινε να κάνει μπάνιο, να αρωματιστεί, ούτε καν να πλύνει τα δόντια της. Το μόνο που πρόλαβε ήταν να βάλει βιαστικά πάνω της το πρώτο μαύρο φουστάνι που βρήκε και να ρίξει λίγη Γκρι στάχτη «Γκρίμια» στα μαλλιά της για να απορροφήσει τη λιπαρότητα. Γι αυτό το λόγο άλλωστε τη φώναζαν Γκρί μια. Στο παλάτι ο πρίγκιπας όλο το βράδυ χόρευε με τις υποψήφιες νύφες. Τον είχαν ζαλίσει τα αρώματα καρύδας και ελαίου αργκάν ανακατωμένα με φραγκοστάφυλα, πατσουλί, νερολί, και τριαντάφυλλα. Κόντευε να λιποθυμήσει από τη μέντα- ήταν αλλεργικός και ο ομοιοπαθητικός τού την είχε απαγορεύσει. Περίμενε πώς και πώς να τελειώσουν όλα και να βυθιστεί με τις ώρες στη μπανιέρα του, να βγάλει από πάνω του όλη την αποφορά που του προκαλούσε τάση προς εμετό. Όταν πήρε αγκαλιά και το τελευταίο κορίτσι, ένιωσε ένα άρωμα πρωτόγνωρο, άρωμα ανθρώπινης σάρκας. Δεν τον ένοιαζε ν ακουμπήσει το μάγουλό του στο μάγουλό της για να μη γεμίσει μέικ απ, ρουζ ή κραγιόν. Όταν γεύτηκε το χωρίς γεύση μέντας σάλιο της, ένιωσε να την ερωτεύεται κεραυνοβόλα και της ζήτησε αμέσως να γίνει γυναίκα του. «Ανεπίτρεπτο!» είπε ο βασιλιάς. «Βρωμερό και τρισάθλιο!» φώναξαν οι πρώην υποψήφιες νύφες -νυν υποψήφιες αυτόχειρες. Όμως ο γάμος έγινε και η νύφη φορούσε το μαύρο φόρεμα του χορού. Δεν θα το έβγαζε ποτέ πια από πάνω της στις κοινωνικές εκδηλώσεις. Ήταν το γούρι της κι ούτε είχε χρόνο και χρήμα για ξόδεμα σε άσκοπα ψώνια. Το νέο ζευγάρι μετακόμισε σ ένα αγρόκτημα έξω από την πόλη, έκανε ένα τσούρμο παιδιά με μαύρα νυχάκια από το καθημερινό παιχνίδι με το χώμα και τα ζώα που σταματούσαν το παίξιμό τους μόνο για να ακούσουν τα παραμύθια του παππού τους του βιομήχανου, που τώρα πια είχε άφθονο ελεύθερο χρόνο. Μετά το γάμο της Γκρί μιας, η ζήτηση απορρυπαντικών και καλλυντικών είχε πέσει τόσο που το εργοστάσιο δούλευε σε πιο χαλαρούς ρυθμούς. Το ίδιο και οι υπάλληλοι της καθαριότητας, οι οδοντίατροι, οι αισθητικοί και οι κομμώτριες, αλλά κι όλοι οι υπήκοοι, που προτιμούσαν να ξοδεύουν το χρόνο τους σε καθημερινά και ουσιαστικά πράγματα, σύμφωνα με τις επιταγές της νέας μόδας και τις συνήθειες της νέας βασιλικής οικογένειας. Λάμπρος Κωνσταντόπουλος 78

79 Ένας κύκλος γύρω από τον ήλιο Στο Καλλιτεχνικό Στέκι έδωσε η μοίρα να βρεθούμε, να γνωριστούμε, να γράψουμε, σπουδάστριες εμείς της Δημιουργικής Γραφής και ένας μικρός πρίγκιπας, σπουδαστής κι αυτός στον ίδιο κύκλο. La maestra,- η δασκάλα μας δηλ.-στολισμένη μ όλες τις χάρες για τούτο το έργο, έβαλε με τις ιδέες της και το μεράκι της, όλους εμάς σ αυτή την υπέροχη περιπέτεια. ΕΛΕΝΗ ΚΟΦΤΕΡΟΥ: όνομα θα λεγες και πράγμα. Όμορφη σαν την Ελένη του Τρωικού Μύθου, αλλά και κοφτερή συνάμα. Ζεστή, λαμπερή, ανοιχτή - μα και απόμακρη, με μια ιδιαίτερη ζεστή φωνή, ζυμωμένη θαρρείς από τις κυμάνσεις του συναισθήματος που εκφέρεται κατευθείαν από τις κινήσεις των σπλάχνων, όπως ακριβώς βγαίνει και ο ήχος από τους κυματισμούς της θάλασσας. Αυτή η χροιά της φωνής είναι σαν μαγνήτης που σε τραβάει.(για τον δικό της Τρωικό Πόλεμο θα μας μιλήσει άραγε ποτέ;;) Ωραία η Ελένη αλλά και κοφτερή! Με το νυστεράκι των λέξεων ανοίγει τις πληγές για να ρίξει μέσα ιάματα. Λέξεις ιαματικές, με ατμούς από ανάσες ζεστές, 79

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο 4 Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο Σεβάχ. Για να δει τον κόσμο και να ζήσει περιπέτειες.

Διαβάστε περισσότερα

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα σαν κι αυτή μια νύχτα σαν κι αυτή θέλω να σου πω πόσο σ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ (Αόρατος) ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Κάποτε στη γη γεννήθηκε το Όνειρο. Το όνομά του δεν ήταν έτσι, όμως επειδή συνεχώς ονειρευόταν, όλοι το φώναζαν Όνειρο. Δεν ήταν κάτι το σπουδαίο, ήταν σαν

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα

Διαβάστε περισσότερα

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος» Ο εγωιστής γίγαντας Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης «Αλέξανδρος Δελμούζος» 2010-2011 Κάθε απόγευμα μετά από το σχολείο τα παιδιά πήγαιναν για να παίξουν στον κήπο του γίγαντα.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, μια γριά γυναίκα. Τ όνομά της ήταν Μαραλά. Κανένας δεν

Διαβάστε περισσότερα

«Η νίκη... πλησιάζει»

«Η νίκη... πλησιάζει» «Η νίκη... πλησιάζει» έµµετρο θεατρικό για της 25 η Μαρτίου εµπνευσµένο απ το παραµύθι της Ευγενίας Φακίνου «Τα Ελληνάκια» www.mkitra.com 1 Πράξη Πρώτη Σκηνή 1η Βγαίνουν δύο αφηγήτριες. Μια φορά κι έναν

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 [3] Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αφιερωμένο στον πατέρα μου Αλκιβιάδη Copyright

Διαβάστε περισσότερα

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ Μη µου µιλάς γι' αυτά που ξεχνάω Μη µε ρωτάς για καλά κρυµµένα µυστικά Και µε κοιτάς... και σε κοιτώ... Κι είναι η στιγµή που δεν µπορεί να βγεί απ' το µυαλό Φυσάει... Κι είναι

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 «Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» (Φλώρινα - Μακεδονία Καύκασος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011

Διαβάστε περισσότερα

ταν ήμουνα μικρή, σαν κι εσάς και πιο μικρή, ο παππούς μου μου έλεγε παραμύθια για νεράιδες και μάγισσες, στοιχειωμένους πύργους, δράκους και ξωτικά. Εγώ φοβόμουν πολύ και τότε εκείνος μου έσφιγγε το χέρι

Διαβάστε περισσότερα

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν. Αποστόλη Λαμπρινή (brines39@ymail.com) ΔΥΝΑΜΗ ΨΥΧΗΣ Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν. Θα σε χτυπάνε, θα σε πονάνε,

Διαβάστε περισσότερα

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η μουσική..............................................11 ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΓΧΟΡΔΟ Η αρχοντοπούλα κι ο ταξιδευτής........................15 ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΡΟΥΣΤΟ

Διαβάστε περισσότερα

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους. Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους. Κάθεται στο παράθυρο του δωματίου της και σκέφτεται, στεναχωρημένη τους παλιούς της φίλους και συμμαθητές.

Διαβάστε περισσότερα

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Τα παραμύθια της τάξης μας! Τα παραμύθια της τάξης μας! ΟΙ λέξεις κλειδιά: Καρδιά, γοργόνα, ομορφιά, πυξίδα, χώρα, πεταλούδα, ανηφόρα, θάλασσα, φάλαινα Μας βοήθησαν να φτιάξουμε αυτά τα παραμύθια! «Χρυσαφένια χώρα» Μια φορά κι έναν

Διαβάστε περισσότερα

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου Δύο Σε μια σπουδαία αρχαία πόλη που την έλεγαν Ουρούκ, ζούσε ένας νεαρός βασιλιάς, ο Γκιλγκαμές. Πατέρας του Γκιλγκαμές ήταν ο βασιλιάς Λουγκαλμπάντα και μητέρα του η

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια

Διαβάστε περισσότερα

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη υπάρχει ένα σπίτι με άσπρα παράθυρα. Μέσα σε αυτό θα βρούμε ένα χαρούμενο δωμάτιο, γεμάτο γέλια και φωνές, και δυο παιδιά που θέλω να σας γνωρίσω «Τάσι, αυτή η πιτζάμα σού

Διαβάστε περισσότερα

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius Μάρτιος 2011 Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΡΟ-ΜΑΝΩΛΗ Πολύ παλιά, αιώνες πριν, ο Negru Voda, ο κυβερνήτης της Ρουμανίας, ήθελε να χτίσει ένα μοναστήρι

Διαβάστε περισσότερα

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο Ο Ηλίας ανεβαίνει Ψηλά Ψηλότερα Κάθε Μάρτιο, σε μια Χώρα Κοντινή, γινόταν μια Γιορτή! Η Γιορτή των Χαρταετών. Για πρώτη φορά,

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 «Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» (Πόντος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια

Διαβάστε περισσότερα

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη διαβάζω ιστορίες Αποστολή Κρυμμένος Θησαυρός Λίνα Σωτηροπούλου Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη 11 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Το δώρο της γιαγιάς Μόλις χτύπησε το ξυπνητήρι, με έπιασε πανικός. Δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιον

Διαβάστε περισσότερα

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Η γυναίκα με τα χέρια από φως ΛIΛH ΛAMΠPEΛΛH Σειρά: Κι αν σου μιλώ με Παραμύθια... Η γυναίκα με τα χέρια από φως Εφτά παραμύθια σχέσης από την προφορική παράδοση Τρεις τρίχες λύκου Ζούσε κάποτε, σ ένα μικρό χωριό, ένας άντρας και μια

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ. ΣΤΡΑΓΓιΣΜΑ ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ. ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ, ΠΟΥ ΕΣΥ Κι Η ΑΔΕΛΦΗ ΣΟΥ ΛΕιΠΑΤΕ, ΤΗΣ ΤΑ 'ΠΑ ΟΛΑ. ΜΕ ΑΚΟΥΓΕ ΣΟΒΑΡΗ.

Διαβάστε περισσότερα

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Ο Μικρός Πρίγκιπας έφτασε στη γη. Εκεί είδε μπροστά του την αλεπού. - Καλημέρα, - Καλημέρα, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, ενώ έψαχνε να βρει από πού ακουγόταν η

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού έπαιζε με την μπάλα του. Μετά από ένα δυνατό χτύπημα η μπάλα

Διαβάστε περισσότερα

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Εικόνες: Eύα Καραντινού Εικόνες: Eύα Καραντινού H Kοκκινοσκουφίτσα Mια φορά κι έναν καιρό, έμεναν σ ένα χωριουδάκι μια γυναίκα με το κοριτσάκι της, που φορούσε μια κόκκινη σκουφίτσα. Γι αυτό ο κόσμος την φώναζε Κοκκινοσκουφίτσα.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε. ιστορίες της 17 ιστορίες της Πρωτοχρονιάς Παραμύθια: Βαλερί Κλες, Έμιλι-Ζιλί Σαρμπονιέ, Λόρα Μιγιό, Ροζέ-Πιερ Μπρεμό, Μονίκ Σκουαρσιαφικό, Καλουάν, Ιμπέρ Μασουρέλ, Ζαν Ταμπονί-Μισεράτσι, Πολ Νέισκενς,

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις. Α ομάδα ΕΡΓΑΣΙΕΣ 1. Η συγγραφέας του βιβλίου μοιράζεται μαζί μας πτυχές της ζωής κάποιων παιδιών, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες. α) Ποια πιστεύεις ότι είναι τα μηνύματα που θέλει να περάσει μέσα

Διαβάστε περισσότερα

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη.   γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό http://hallofpeople.com/gr/bio/roumi.php ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ Επιλεγμένα ποιήματα γλυκαίνει καθετί πικρό το χάλκινο γίνεται χρυσό το θολό κρασί γίνεται εκλεκτό ο κάθε πόνος γίνεται γιατρικό οι νεκροί θα αναστηθούν

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37 Περιεχόμενα Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό............. 11 Αν έχεις τύχη..................................... 21 Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς............... 37 7199_alogaki_pasxalitsa_arkouda:7199_alogaki_pasxalitsa_arkouda

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΕΓΓΟΝΟΣ: Παππού, γιατί προτιμάς να βάζεις κανέλα και όχι κύμινο στα σουτζουκάκια; ΠΑΠΠΟΥΣ: Το κύμινο είναι κομματάκι δυνατό. Κάνει τους ανθρώπους να κλείνονται

Διαβάστε περισσότερα

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα 1. Παντοτινά δικός σου Ξέρεις ποιος είσαι, ελεύθερο πουλί Μέσα σου βλέπεις κι ακούς µιά φωνή Σου λέει τι να κάνεις, σου δείχνει να ζεις Μαθαίνεις το δρόµο και δεν σε βρίσκει

Διαβάστε περισσότερα

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΦΕΥΡΕΤΕΣ - ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Αϊνστάιν Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης Περιεχόµενα Κεφάλαιο 1:...3 Κεφάλαιο

Διαβάστε περισσότερα

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ Πήγα στην αγορά με τα πουλιά Κι αγόρασα πουλιά Για σένα αγάπη μου Πήγα στην αγορά με τα λουλούδια Κι αγόρασα λουλούδια Για σένα αγάπη μου Πήγα στην αγορά με τα σιδερικά

Διαβάστε περισσότερα

T: Έλενα Περικλέους

T: Έλενα Περικλέους T: 7000 0090 www.greendot.com.cy Έλενα Περικλέους Ο πρασινομπαλίτσας επιστρέφει... γιατί τα παραμύθια λένε πάντα την ΑΛΗΘΕΙΑ Συγγραφή: Έλενα Περικλέους Εποπτεία: Άρτεμις Παλαιογιάννη / Σάκης Θεοδοσίου

Διαβάστε περισσότερα

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου. Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου. Ενότητα 1: Το σπασμένο μπισκότο. Γιάννα Ροϊλού. Τμήμα: Θεατρικών Σπουδών. Σελίδα 1 1 Σκοποί ενότητας..3 2 Περιεχόμενα ενότητας

Διαβάστε περισσότερα

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων Το τελευταίο όνειρο της γέρικης βελανιδιάς Κάπου σε κάποιο δάσος, εκεί στον λόφο που βρίσκονταν κοντά σε μια πλατιά

Διαβάστε περισσότερα

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ'' 1 2 Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ'' 3 Τα λουλούδια χωρίς όνομα, τα έχει ο καθένας από μας, αλλά δεν το ξέρουμε. Δεν μας μαθαίνουν τίποτα και ψάχνουμε μόνοι μας άσκοπα να βρούμε κάτι, για να

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ» 4 ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ 2015-2016 2 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ» «Πρόσεχε τι πετάς, είναι η

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα

Διαβάστε περισσότερα

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt - Ι - Αυτός είναι ένας ανάπηρος πριν όμως ήταν άνθρωπος. Κάθε παιδί, σαν ένας άνθρωπος. έρχεται, καθώς κάθε παιδί γεννιέται. Πήρε φροντίδα απ τη μητέρα του, ανάμεσα σε ήχους

Διαβάστε περισσότερα

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ! ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ! Δ ΤΑΞΗ 3 Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΙΣΩΝΙΑΣ ΣΕΣΚΛΟΥ Όλοι χρειαζόμαστε τη βοήθεια όλων Μια φορά κι έναν καιρό, μια

Διαβάστε περισσότερα

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά 1 Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά με τη μουσούδα μου στο πρόσωπό της, τόσο όσο χρειαζόταν

Διαβάστε περισσότερα

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό ψαροχώρι, ένας ψαράς πήγαινε κάθε βράδυ στη θάλασσα και έριχνε τα δίχτυα του στο νερό. Όταν ο άνεμος φυσούσε από τη στεριά,

Διαβάστε περισσότερα

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. Γεννήθηκα πολύ μακριά. Δεν γνωρίζω ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους θυμάμαι. Το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό σαν ανάμνηση

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη Κεφάλαιο 5 Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη Έφτασε μια μισάνοιχτη πόρτα, ένα μικρό κενό στο χώρο και το χρόνο, σαν ένα ασήμαντο λάθος της Ιστορίας για να πέσει η Πόλη. Εκείνο

Διαβάστε περισσότερα

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας ΘΥΜΑΜΑΙ; Πρόσωπα Ήρωας: Λούκας Αφηγητής 1: Φράνσις Παιδί 1: Ματθαίος Παιδί 2: Αιµίλιος Βασίλης (αγόρι):δηµήτρης Ελένη (κορίτσι): Αιµιλία Ήλιος: Περικλής Θάλασσα: Θεοδώρα 2 ΘΥΜΑΜΑΙ; CD 1 Ήχος Θάλασσας Bίντεο

Διαβάστε περισσότερα

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ Λεμεσός 1995-1998 2 ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΠΡΩΤΗ 3 4 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Ένα τρελό αστέρι Εκείνη τη νύχτα του Μάη ο ουρανός ήταν ολοκάθαρος. Μια απαλή ομίχλη θόλωνε το φως των

Διαβάστε περισσότερα

Γνωρίζω Δεν ξεχνώ Διεκδικώ

Γνωρίζω Δεν ξεχνώ Διεκδικώ 2014-2015 Γνωρίζω Δεν ξεχνώ Διεκδικώ Η τουρκική εισβολή μέσα από φωτογραφίες Εργασίες από τα παιδιά του Γ 2 Το πρωί της 20 ης Ιουλίου 1974, οι Κύπριοι ξύπνησαν από τον ήχο των σειρήνων. Ο ουρανός ήταν

Διαβάστε περισσότερα

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος 14 Φτάνοντας λοιπόν ο Νικήτας σε μια από τις γειτονικές χώρες, εντυπωσιάστηκε από τον πλούτο και την ομορφιά της. Πολλά ποτάμια τη διέσχιζαν και πυκνά δάση κάλυπταν τα βουνά της, ενώ τα χωράφια ήταν εύφορα

Διαβάστε περισσότερα

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία Πικρίδου-Λούκα. 2014 Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε

Διαβάστε περισσότερα

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945) http://hallofpeople.com/gr/bio/saxtouris.php ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945) Ομορφιά Ράντισε την ασκήμια μ ομορφιά πήρε μια κιθάρα πήρε ένα ποτάμι πλάι πλάι Τραγουδώντας

Διαβάστε περισσότερα

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί.

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί. Το σπίτι μου Ένα σπίτι θα χτίσω στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί. Ένα σπίτι θα χτίσω μακριά στην θάλασσα να σου το κύμα που θα

Διαβάστε περισσότερα

Το παραμύθι της αγάπης

Το παραμύθι της αγάπης Το παραμύθι της αγάπης Μια φορά και ένα καιρό, μια βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα παιδί τόσο άσχημο που σχεδόν δεν έμοιαζε για άνθρωποs. Μια μάγισσα που βρέθηκε σιμά στη βασίλισσα την παρηγόρησε με τούτα

Διαβάστε περισσότερα

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού Μακρυνίτσα 2013 Ύµνος της οµάδας της Προσευχής Όµορφη ώρα στο προσευχητάρι αηδόνια, τζιτζίκια και

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010 Έμπλεη ευγνωμοσύνης, με βαθιά

Διαβάστε περισσότερα

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love) http://hallofpeople.com/gr.php?user=κοέν%20λέοναρντ ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ Στίχοι τραγουδιών του Από το http://lyricstranslate.com/el/leonard-cohen-lyrics.html (Ain t no cure for love) Σε αγαπούσα για πολύ, πολύ

Διαβάστε περισσότερα

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας χωριάτης κι ήτανε φτωχός. Είχε ένα γάιδαρο και λίγα τάλαρα. Εσκέφτηκε τότε να βάλει τα τάλαρα στην ουρά του γαϊδάρου και να πάει να τον πουλήσει στο παζάρι στην πόλη. Έτσι

Διαβάστε περισσότερα

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας Πιστοποίηση Επάρκειας της Ελληνομάθειας 18 Ιανουαρίου 2013 A2 Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου Διάρκεια Εξέτασης 30 λεπτά Διάρκεια Εξέτασης 30 λεπτά Ερώτημα 1 (7 μονάδες) Διαβάζετε

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα κόκκινο μπαλόνι σε έναν παιδότοπο. Ήταν μόνο του και παρόλο που τα παιδάκια έπαιζαν μαζί του, δεν είχε κανέναν φίλο που να είναι σαν κι αυτό. Όλη

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα βιβλίο. Υπάρχουν έξι βιβλία με τις ιστορίες μου, μα σε όλα

Διαβάστε περισσότερα

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ Συγγραφέας: Μαρία Παπαδοπούλου Στην πλαγιά ενός βουνού, μπροστά από μια μεγάλη φουντωτή βελανιδιά, ζούσε ένα μικρό λουλούδι. Ηλιάνθη ήταν το όνομά της και της ταίριαζε πολύ γιατί τα πέταλά

Διαβάστε περισσότερα

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301. Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: 1953 Αριθμός δίσκου: Kal-301 http://rebetiko.sealabs.net/display.php?recid=9248 Απόψε μες, απόψε μες στο καπηλειό που τα μπουζού-, που τα μπουζούκια

Διαβάστε περισσότερα

Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού. Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη

Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού. Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού Σχολείο Ετος: 2013-2014 Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη γιαγιά μου Όνομα Μαθήτριας: Νικολέττα Χρίστου Τάξη: Γ 4 Όνομα Καθηγήτριας: Σταυρούλας Ιωάννου Λεμεσός

Διαβάστε περισσότερα

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 2 5 Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ 1 Y Π Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Ο Π Α Ι Δ Ε Ι Α Σ Κ Α Ι Θ Ρ Η Σ Κ Ε Υ Μ Α

Διαβάστε περισσότερα

τα βιβλία των επιτυχιών

τα βιβλία των επιτυχιών Τα βιβλία των Εκδόσεων Πουκαμισάς συμπυκνώνουν την πολύχρονη διδακτική εμπειρία των συγγραφέων μας και αποτελούν το βασικό εκπαιδευτικό υλικό που χρησιμοποιούν οι μαθητές των φροντιστηρίων μας. Μέσα από

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ Παιδικό δωμάτιο Κάπου στην Αθήνα ΑΓΟΡΙ Ένα αγόρι ξανθό, με μάτια που αστράφτουν, στεκόταν όρθιο μπροστά στη βιβλιοθήκη του. Το αγόρι σήκωσε το βλέμμα του ψηλά. Ήξερε τι έψαχνε.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ Copyright Συνοδινού Ράνια Follow me on Twitter: @RaniaSin Smashwords Edition ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή

Διαβάστε περισσότερα

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Πριν πολλά χρόνια, ζούσε σε μια πόλη της Ναζαρέτ μια νέα και καλή γυναίκα που την

Διαβάστε περισσότερα

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ Α 1 2017-2018 6 ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου Περιλήψεις βιβλίων που έχουν διαβάσει τα παιδιά από τη σειρά «μικρές καληνύχτες». Η Τρίτη μάγισσα Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι Μου έκανε εντύπωση

Διαβάστε περισσότερα

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη... Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη... τον Δάσκαλο μου, Γιώργο Καραθάνο την Μητέρα μου Καλλιόπη και τον γιο μου Ηλία-Μάριο... Ευχαριστώ! 6 ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

Διαβάστε περισσότερα

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή Αγγελική Δαρλάση Το παλιόπαιδο Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή σε όλους αυτούς που οραματίστηκαν έναν καλύτερο κόσμο και προσπαθούν για να γίνει, έστω και λίγο, καλύτερος 6 «Φτώχεια δεν είναι μόνο η έλλειψη

Διαβάστε περισσότερα

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ Ευτυχής που ποθεί και που νοιάζεται Την πατρική γη να φυλάξει, Το γενέθλιο αγέρι, Στο χώμα του να ανασαίνει Που με γάλα ή ξερό ψωμί τρέφεται Και στους φίλους του πάει στολισμένος

Διαβάστε περισσότερα

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος Ιστορίες που ζεις δυνατά Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος Στο τώρα Έχω δώσει τόσες υποσχέσεις που νομίζω ότι έχω χάσει το μέτρημα. Δεν είναι που λέω ψέματα όταν δεν τις τηρώ, είναι

Διαβάστε περισσότερα

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β Ερώτηση 1 α Το βιβλίο με τίτλο «Χάρτινη Αγκαλιά», της Ιφιγένειας Μαστρογιάννη, περιγράφει την ιστορία ενός κοριτσιού, της Θάλειας, η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Φεύγει

Διαβάστε περισσότερα

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή Τζήκου Βασιλική Το δίλημμα της Λένιας 1 Παραμύθι πού έχω κάνει στο πρόγραμμα Αγωγής Υγείας που είχε τίτλο: «Γνωρίζω το σώμα μου, το αγαπώ και το φροντίζω» με την βοήθεια

Διαβάστε περισσότερα

Κατανόηση προφορικού λόγου

Κατανόηση προφορικού λόγου Β1 (25 μονάδες) Διάρκεια: 25 λεπτά Ερώτημα 1 Θα ακούσετε δύο (2) φορές έναν συγγραφέα να διαβάζει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του με θέμα τη ζωή του παππού του. Αυτά που ακούτε σας αρέσουν, γι αυτό κρατάτε

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20 «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια εδώ Δεκαοχτώ ψωμιά

Διαβάστε περισσότερα

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό. Το μαγικό βιβλίο Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια γοργόνα μέσα στα καταγάλανα νερά. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και γίνομαι

Διαβάστε περισσότερα

Μια ιστορία αγάπης και ελπίδας

Μια ιστορία αγάπης και ελπίδας 1 σ ε λ ί δ α Μια ιστορία αγάπης και ελπίδας Αλήθεια πόσο υπέροχος είναι ο ήλιος και το αγεράκι το ανοιξιάτικο. Το ξέρω πως η ζωή μου είναι σύντομη. Σύντομη για τους ανθρώπους φυσικά. Κάποιος άνθρωπος

Διαβάστε περισσότερα

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς A...Τα αισθήματα και η ενεργεία που δημιουργήθηκαν μέσα μου ήταν μοναδικά. Μέσα στο γαλάζιο αυτό αυγό, ένιωσα άτρωτος, γεμάτος χαρά και αυτοπεποίθηση.

Διαβάστε περισσότερα

Είσαι ένας φάρος φωτεινός

Είσαι ένας φάρος φωτεινός Είσαι ένας φάρος φωτεινός Του Προμηθέα η φωτιά βάζει τη σπίθα στην καρδιά και θα γεμίσει απ αυτή λάμψη ολόκληρη η γη φιλόξενα την πόρτ ανοίγεις κι απλόχερα το φως σου δίνεις αθάνατη εσύ θα μείνεις κρατάς

Διαβάστε περισσότερα

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου η αγάπη ξαπλώνει όταν έχεις ευχές να σπαταλήσεις ο αέρας τελειώνει κι οξυγόνο ζητάς να συνεχίσεις όσα πρόλαβες πήρες της ψυχής σου

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ Όμιλος Λογοτεχνίας 2 ο Πειραματικό Δημοτικό Σχολείο Ιωαννίνων Σχ. Έτος 2017-18 ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ Υπεύθυνη εκπαιδευτικός: Αγγελική Χειλάκη- ΠΕ70 «ΤΟ ΑΣΧΗΜΟΠΑΠΟ»

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Όμορφος κόσμος Φροντίζουμε όλα τα πλάσματα Η Αγία Μελανγκέλ: η προστάτιδα του περιβάλλοντος Εξακόσια χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού, γεννήθηκε στα καταπράσινα δάση της Ιρλανδίας μια

Διαβάστε περισσότερα

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας Έρικα Τζαγκαράκη Τα Ηλιοβασιλέματα της μικρής Σταματίας στην μικρη Ριτζάκη Σταματία-Σπυριδούλα Τα Ηλιοβασιλέματα της μικρής Σταματίας ISBN: 978-618-81493-0-4 Έρικα Τζαγκαράκη Θεσσαλονίκη 2014 Έρικα Τζαγκαράκη

Διαβάστε περισσότερα

Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η κάθε του Θεού αυγή είναι γι αυτόν και μια καινούργια έκπληξη είναι τα δάκρυα της γης που κάνουνε τα γέλια της ν ανθούνε, Ποια γλώσσα είναι η δική σου θάλασσα; Η γλώσσα της

Διαβάστε περισσότερα

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου Τέσσερα ΜΠΡΟΜΠΝΤΙΝΓΚΝΑΓΚ Έπειτα από το ταξίδι του στη μικροσκοπική χώρα των Λιλλιπούτειων, ο Γκιούλλιβερ έμεινε στο σπίτι με τη γυναίκα του και τα παιδιά του αλλά πριν περάσουν

Διαβάστε περισσότερα

Copyright Φεβρουάριος 2016

Copyright Φεβρουάριος 2016 ΣΤΙΓΜΕΣ Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής

Διαβάστε περισσότερα

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47 Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Η κλέφτρα των ονείρων....................... 11 Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη............ 23 Το ελιξίριο της ευτυχίας........................ 47 H κλέφτρα των ονείρων Ήτανε τα παλιά

Διαβάστε περισσότερα

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού Μακρυνίτσα 2009 Ύμνος της ομάδας «Στη σκέπη της Παναγίας» Απ τα νησιά τα ιερά στην Πάτμο φτάνω ταπεινά απ τα νησιά όλης της γης ακτίνες ρίξε

Διαβάστε περισσότερα

Μια ιστορία με αλήθειες και φαντασία

Μια ιστορία με αλήθειες και φαντασία Μια ιστορία με αλήθειες και φαντασία ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΔΑΛΙΟΥ Γ ΤΑΞΗ Α 3 Η κυρία Ειρήνη από το Κάρμι, ξύπνησε πολύ νωρίς το πρωί για να ταΐσει τις κότες και τα κουνελάκια της. Ανυπομονούσε να πάει στο πανηγύρι

Διαβάστε περισσότερα

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών Το μυστήριο του πασχαλινού λαγού Του Κώστα Στοφόρου «Να βγούμε;» «Όχι ακόμα», είπε ο μπαμπάς. «Δεν θα έχει έρθει. Είναι πολύ νωρίς. Κάτσε να ξυπνήσει κι ο Δημήτρης».

Διαβάστε περισσότερα

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΚΔΟΣΗ Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή της Θείας Λένας. Η γιαγιά μου εξέδωσε αυτό το βιβλίο το 1964. Είναι ένα βιβλίο για μικρά παιδιά, με

Διαβάστε περισσότερα

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές... 1.... εξ ουρανού... στο δωμάτιό του... ακατάστατο. Ακούει μουσική δυνατά... παίζει ηλεκτρική κιθάρα... χτυπιέται [πλάτη στο κοινό]... πόρτα κλειστή... ανοίγει... μπαίνει η μάνα του... σάντουιτς σε πιάτο...

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο. ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ (Γ ΤΑΞΗ) ΟΝΟΜΑ; ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ ΜΕ ΜΙΑ ΛΕΞΗ (ρήμα) Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: ΜΕ ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΟΣΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΘΕΛΕΙΣ Βρέχει.

Διαβάστε περισσότερα

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη Επιμέλεια εργασίας: Παναγιώτης Γιαννόπουλος Περιεχόμενα Ερώτηση 1 η : σελ. 3-6 Ερώτηση 2 η : σελ. 7-9 Παναγιώτης Γιαννόπουλος Σελίδα 2 Ερώτηση 1 η Η συγγραφέας

Διαβάστε περισσότερα

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει... Ο γιος του ψαρά κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει... ια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ψαράς που δεν είχε παιδιά. Κάποια μέρα, εκεί που πήγαινε με

Διαβάστε περισσότερα