ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ"

Transcript

1 ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ

2 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η δυαδική ύπόσταση τού Χριστου στάθηκε για μένα πάντα βαθύ, ανεξερεύνητο μυστήριο ή λαχτάρα, ή τόσο άνθρώπινη, ή τόσο ύπεράνθρωπη, να φτάσει ό άνθρωπος ως το Θεο - ή, πιο σωστά: να έπιστρέψει ό άνθρωπος στο Θεο καί να ταυτιστεί μαζί του ή νοσταλγία αύτή, 11 τόσο μυστική καί συνάμα τόσο πραγματική, iil'olγε μέσα μου πληγες καί πηγες μεγάλες. Απο τή νεότητά μου ή πρωταρχική αγωνία μου, από όπου πήγαζαν όλες μου οί χαρές κι όλες μου οί πίκρες, ήταν τούτη: ή ακατάπαυτη, άνήλεη πάλη άνάμεσα στο πνέμα καί στή σάρκα. Μέσα μου παμπάλαιες άνθρώπινες καί προανθρώπινες σκοτεινές δυνάμες τού Πονηρού μέσα μου παμπάλαιες άνθρώπινες καί προανθρώπινες φωτερες δυνάμες τού Θεού κι ή ψυχή μου ήταν ή παλαίστρα όπου οί δυο τούτοι στρατοί χτυπιούνταν κι έσμιγαν. Άγωνία μεγάλη αγαπούσα το σώμα μου, καί δέν ήθελα να χαθεί άγαπούσα τήν ψυχή μου, καί δέν ήθελα να ξεπέσει μάχουμουν να φιλιώσω τίς δυο αύτές άντίδρομες κοσμογονικές δυνάμες, να νιώσουν πώς δέν ειναι όχτροί, ειναι συνεργάτες, καί να χαρουν, να χαρώ κι έγώ μαζί τους, την άρμονία. Κάθε άνθρωπος ειναι θεάνθρωπος, σάρκα καί πνέμα νά γιατί το

3 μυστήριο του Χριστού δέν ειναι μονάχα μυστιjρlo μ/aς όρισμένης θρησκείας ετναι πανανθρώπινο σέ κάθε ανθρωπο ξεσπάει ή πάλη Θεού κι άνθρώπου, καί συνάμα ή λαχτάρα της φίλιωσης. ΤΙς περισ σότερες φορες ι} πάλη αυτιι ετναι άσύνειδη, βαστάει λίγο, δεν άντέχει μια άδύνατη ψυχη ν' άντιστέκεται καιρο πολύ στη σάρκα βαραίνει, ;'ίνεται κι αύτιι σάρκα, κι ό άγυίνας παίρνει τέλος. Μα στούς ύπεύ Οιιl'ους άνορώπους, πού έχουν μερόνυχτα καρφωμένα τα μάτια τους στό άνruτατο Χρέος, ή πάλη ύνάμεσα στη σάρκα και στό πl'έμα ξε σπάει χωρίς έλεος καί μπορεί ι,α βαστάξει ως το θάνατο. Οσο πιο δυνατη ή ψυχη κι ή σάρκα, τόσο κι ή πάλη πιο γόνιμη κι ή τελικη άρμονία πιο πλούσια, Δεν άγαπάει ό Θεος τις άδύνατες ψυχες και τις πλαδαρές σάρκες. ΤΟ πνέμα θέλει νά 'χει να παλέψει με δυνατή, γεμάτη άντίσταση σάρκα ετναι πουλί σαρκοβόρο, πού άκατάπαυτα πεινάει, ΤΡ(:Υει σάρκα και την έξαφανίζει άφομοιώνοντάς τη. Πάλη άνάμεσα στη σάρκα και στό πνέμα, άνταρσία κι άντίσταση, φίλιωση κι ύποταγή, και τέλος, άνώτατος σκοπος της πάλης, ή ένω ση με το Θεό - νά ό άνήφορος πού πηρε ό Χριστός και' μας καλεί να πάρουμε κι εμείς άκολουθώντας τα αίματωμένα του άχνάρια, Πώς ι,α κινήσουμε κι εμείς για την άνώτατη αύτη κορφή, όπου, πρωτότοκος υίος της σωτηρίας, έφτασε δ Χριστος - νά το άνώτατο Χρέος τού άγωνιζόμενου ά νθρώπου. Άνάγκη λοιπόν, για να μπορουμε να τον άκολουθήσουμε, βαθια να ξέρουμε τον άγουνα του, να ζήσουμε την άγωνία του, πώς νίκησε τίς άνθισμένες παγίδες της γιίς, πώς θυσίασε τις μεγάλες και τίς μικρές χαρες του άνθρ(ωπου κι άνέβηκε, άπο θυσία σε θυσία, άπό άθλο σε άθλο, στην κορυφη της άθλησης, στό Σταυρό. *' Ποτέ δεν άκολούθησα μέ τόσο τρόμο την αίματωμένη πορεία του στο Γολγοθα, ποτέ δεν έζησα μέ τόση ενταση, μέ τόση κατανόηση /(ι άγάπη το Βίο και τα Πάθη του Χριστου, όσο τις μέρες και τις νύ χτες πού έγραφα τον ΤελεuταΤo Πειρασμό. Γράφοντας την έξομο?όγηση έτούτη της άγωνίας και της μεγάλης έλπfδας του άνθρώπου

4 lίμουν συγκινημένος τόσο πού τα μάτια μου βούρκωναν δέν ε/χα νιώσει ποτέ μέ τόση γλύκα, μέ τόσο πόνο να πέφτει στάλα στάλα τό α/μα τού Χριστού στην καρδιά μου. Γιατί δ Χριστός, για ν' άνέβει στην κορυφη τής θυσίας, στό Σταυρό, στην κορυφη τής έξαύλωσης, στο Θεό, πέρασε δλα τα στάδια τού άγωνιζόμενου άνθ"ώπου.., Ολα, καί γι' αύτό κι δ πόνος του μας ε/ναι τόσο γνώριμος καί τόν πονούμε, κι ή τελικη νίκη του μας φαίνεται τόσο καί δικιά μας μελλούμενη νίκη. 'Ό,τι ε/χε βαθια άνθρώπινο δ Χριστός μας βοηθάει να τόν καταλάβουμε καί να τόν άγαπήσουμε και να παρακολουθουμε τα Πάθη του σα νά 'ταν δικά μας πάθη. "Αν δέν ε/χε μέσα του τό ζεστό άνθρώπινο στοιχείο, δέ θα μπορούσε ποτέ μέ τόση σιγουράδα καί τρυφερότητα να άγγίξει την καρδιά μας και δέ θα μπορούσε να γίνει πρότυπο στη ζωή μας. Άγωνιζόμαστε κι έμείς, τόν βλέπουμε κι αύτόν να άγωνίζεται καί παίρνουμε κουράγιο βλέπουμε, δέν είμαστε όλομόναχοι στον κόσμο, άγωνίζεται κι αύτός μαζί μας. Ή κάθε στιγμή τού Χριστού ε/ναι άγώνας καί νίκη. Νίκησε την άκαταμάχητη γοητεία τής άπλής άνθρώπινης χαρας, νίκησε τους πειρασμούς, μετουσίωνε όλοένα τη σάρκα σέ πνέμα κι άνηφόριζε έφτασε στην κορφη τού Γολγοθά, άνέβηκε στό Σταυρό. Μα κι έκεί ό άγώνας του δέν τέλειωσε άπάνω στό Σταυρό τον περιμενε ό Πειρασμός, ό Τελευταίος Πειρασμός σέ μια βίαιη άστραπη απλωσε τό πνέμα του Πονηρού μπροστα άπό τα λιποθυμισμένα μάτια τού Σταυρωμένου τό πλανερό δραμα μιας γαλήνιας, εύτυχισμένης ζωής: ε/χε πάρει, λέει, έτσι τού φάνηκε, τόν εύκολο στρωτό δρόμο τού άνθρώπου, ειχε παντρευτεί, ε/χε κάμει παιδιά, τόν άγαπούσαν κα; τόν τιμοσσαν οί άνθρωποι καί τώρα, γέρος πιά, κάθουνταν στό κατώφλι τού σπιτιου του, θυμόταν τίς λαχτάρες τιίς νιότης του και χαμογελούσε εύχαριστημένος τί καλά, τι φρόνιμα πού έκαμε καί πήρε τό δρόμο τού άνθρώπου, και τι παραφροσύνη ήταν έκεινη να θέλει, λέει, να σώσει τόν κόσμο! Τί χαρα που γλίτωσε άπό τίς κακουχίες, τό μαρτύριο και τό Σταυρό!

5 Νά ποιός ταν δ τελευταίος πειρασμός πού ρθε, σε μιάν άστραπ/ί, νά ταράξει τίς στερνες στιγμες του Σωτήρα. Μά δλομεμιας τίναξε δ Χριστός τό κεφάλι, άνοιξε τά μάτια, ε1δε' όχι, όχι, δεν πρόδωκε, δόξα σοι δ Θεός, δε λιποτάχτησε, έξετέλεσε τήν άποστολή πού του μπιστεύτηκε ό Θεός, δεν παντρεύτηκε, δεν έζησε εύτυχισμένος, έφτασε στήν κορυφή της θυσιας, βρίσκεται καρφωμένος απάνω στό Σταυρό.. Εκλεισε τά μάτια του εύτυχισμένος και τότε άκούστηκε θριαμβευτικιά ή κραυγή: «Τετέλεσται!» Δηλαδή τέλεψα τό χρέος μου, σταυρώθηκα, δεν έπεσα στόν πειρασμό. Γιά νά δώσω ένα ανώτατο πρότυπο στόν αγωνιζόμενο άνθρωπο, για να δείξω πως δεν πρέπει να φοβαται τόν πόνο, τον πειρασμό καί τό θάνατο, γιατί όλα αύτά μπορεί να νικηθουν, νικήθηκαν κιόλα, γράφτηκε τό βιβλίο έτουτο. Ό Χριστός πόνεσε, κι από τότε ό πόνος αγιασε' πολέμησε, ως τήν τελευταια στιγμή, ό Πειρασμός νά τόν πλανέψει, κι δ Πειρασμός νικήθηκε' σταυρώθηκε ό Χριστός, κι από τότε νικήθηκε ό θάνατος. Κάθε έμπόδιο στήν πορεία του γινουνταν αφορμή κι δρόσημο νικης έχουμε πιά ενα πρότυπο μπροστά μας, πού μας άνοlγει τό δρόμο κα; μας δίνει κουράγιο. ΤΟ βιβλίο τουτο δεν ε1ναι βιογραφία, ε1ναι έξομολόγηση του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Δημοσιεύοντάς το έκαμα το χρέος μου' το χρέος ένος ανθρώπου πού πολύ αγωνίστηκε, πολύ πικράθηκε στή ζωή του κα; πολύ έλπισε. Ε1μαι βέβαιος πως κάθε λεύτερος άνθρωπος πού θά διαβάσει το βιβλίο έτοϋτο, το γεμάτο αγάπη, θ' αγαπήσει περισσότερο παρά ποτέ, καλύτερα παρά ποτέ, τό Χριστό.

6 Ι Α ΝΑΛΑΦΡ Ο, ΔΡΟΣΕΡΟ ΑΓΕΡΑΚΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Φ ΥΣΗ ξε και τόν συνεπη ρε_ Άπάνωθέ του περιπλοκάδιζαν ξεφουντωμένα τ' άστρα, ανθι σμένος δ ούρανός, και κάτω, στη γης, άχνιζαν οί πέτρες, πυρω μένες ακόμα από τη λαύρα της μέρας γης κι OύρανoCΊ βαθια σι γή, καμωμένη από τις αιώνιες, πιό σιωπηλες κι από τη σιωπή, φωνες της νύχτας_ Ήσυχία, γλύκα- είχε σκεπάσει τα μάτια του δ Θεός, τόν ηλιο, τό φεγγάρι, κι αποκοιμήθηκε_ Σκοτάδι, θά 'ταν μεσάνυχτα- κι εκεί πού στοχάζουνταν, συνεπαρμένος, τί Παρά δεισο είναι ετούτη, τί ερημία! απότομα άλλαξε δ αγέρας, βάρυνε δεν ήταν αγεράκι πιά του Θεου, παρα λιπαρή, βαριόχνοτη βόχα, σα ν' ασkoφυσocίσε και να μάχουνταν να κοιμηθεί, και να μην μπορεί, κάτω χαμηλά, μέσα σε θρασότοπους γιά σε όγρα βαρικα περιβόλια, ενα θεριό fι ενα χωριό- δ αγέρας είχε γίνει πηχτός, ανησυχαστικός, ανέβαιναν χλιαρες αναπνοες από ζώα, ανθρώ πους και μαλλιαρα πνέματα- και μια δριμια μυρωδια από νιοξε φούρνιστο ψωμ! κι από ξινόν ανθρώπινον Ιδρώτα κι από τό δα φνόλαδο πού αλείφουν οί γυναίκες τα μαλλιά τους_ Ψυχανεμίζουσουν, όσμίζουσουν, όμως δεν έβλεπες τίποτα αγάλια αγάλια τα μάτια συνήθιζαν, ξεχώριζες τώρα μέσα στό σκοτάδι σιντριβάνια χουρμαδιές, ενα όρθόκορμο, αύστηρό. πιό μαυρο από τη νύχτα, κυπαρίσσι, αναριοφύλλωτες ελιές, αγέρας τις KOυνOCΊσε κι ασημόφεγγαν μέσα στη μαυρίλα. Κι απάνω σ' ενα πράσινο στήθωμα της γης, πεταμένα, πότε σωρούς σω ρούς, πότε ξεμοναχεμένα, τετράγκωνα φτωχόσπιτα, καμωμένα από νύχτα, λάσπη και τocίβλo, πασαλειμμένα ασβέστη κι απάνω

7 στις ταράτσες, άλλα σκεπασμένα μέ άσπρα σεντόνια, άλλα ξέσκεπα, ένιωθες, άπό τή μυρωδιά κι άπό τή βρώμα, άνθρώπινα κορμιά νά κοιμοίινται. Δέν ήταν πιά ετούτη σιωπή' ή μακάρια έρημη νύχτα γέμισε άγωνία' ανθρώπινα χέρια και πόδια, πού δέν έβρισκαν αναπαμό, άναδεύουνταν, στήθια αναστέναζαν, μυριοστόματες φωνές μάχουνταν να συνταχτουν, άπελπισμένες, πεισματωμένες, μέσα στό βουβό θεοβάδιστο χάος τί λαχτάριζαν να φωνάξουν, μοχτουσαν μα δέν μπορουσαν να βρουν' και. κατασκορπίζουνταν και. χάνουνταν σέ άσυνάρτητα παραμιλητά. Μά άξαφνα. καταμεσίς άπό το χωριό, άπό τήν πιό άψηλή ταράτσα, μια κραυγή στριγγιά, σπαραχτικιά, ενα σπλάχνο πού σκίζουνταν: «Θεέ του 'Ισραήλ, Θεέ του 'Ισραήλ, 'Αδωναί, ως πότε;» Δέν ήταν ανθρωπος, ήταν αλάκερο χωριό, πού όνειρεύουνταν και φώναζε, άλάκερη, μέ τά κόκαλα των πεθαμένων, με τίς ρίζες των δέντρων, ή γης του 'Ισραήλ. Η γης τοu 'Ισραήλ, που κοιλιοπονοuσε, δεν μπορούσε να γεννήσει, και φώναζε. Κάμποση ωρα σιωπή' κι άξαφνα πάλι, μα όλο παράπονο τώρα, όλο θυμό: «.'Ως πότε; ως πότε;» ξανακούστηκε ή κραυγη να σκίζει, άπό τή γης στόν ούρανό, τόν άγέρα. τα σκυλια tou χωριου μεταξύπνησαν κι άρχισαν νά γαβγίζουν, κι οί γυναίκες άπάνω στα δώματα τρόμαξαν και χώθηκαν μέσα στίς άμασκάλες των άντρων. Κι δ νέος πού κοιμόταν κι όνειρεύουνταν ακουσε μέσα στόν ϋπνο του τήν κραυυή, μετακουνήθηκε, και τ' όνειρο τρόμαξε κι έκαμε νά φύγει' τό βουνό άραίωσε, φάνηκαν τά σωθικά του: δέν ήταν από πέτρα παρα άπό ύπνο και. ζάλη' κι ή τσούρμα οι άντρακλαράδες πού το άνηφόριζαν κι άδροπατοuσαν αγριοι, όλο μουστάκια και γένια και. φρύδια και. μακριές χεροβκλες, άραίωσαν κι αύτοί, μάκρυναν, φάρδυναν, μεταπλάθουνταν και. μαδο() σαν κλωστές κλωστές, σα σύννεφα πού τα ξεπαράλυσε άυέρας δυνατός λίγο άκόμα και θ' άφανίζουνταν άνάμεσα στα δυό μελίγγια το() κοιμισμένου. Μα πρόλαβε, βάρυνε ό νους, ξαναβούλιαξε στόν ύπνο - και τό βουνό πάλι έπηξε όλο πέτρα, τα σύννεφα πύκνωσαν, γίνηκαν σάρκα και κόκαλα, άκούστηκαν λαχανιασμένες άναπνοές, πατήματα γοργά, κι δ κοκκινογένης ξαναπρόβαλε στήν κορφή του βουνοu, ξεστήθωτος, ξυπόλητος, ξαναμμένος, και πίσω του, καταχωμένη άκόμα στα κατσάβραχα, ή πολυκέφαλη άγκομαχούσα τσούρμα. ΚαΙ ξαναστεγάστηκε άποπάνω, καλοχτισμένος, δ θόλος τόύρανου, μ' ένα μονάχα τώρα άστρο κρεμάμενο κατα

8 η'ιν άνατολή, μεγάλο σά μιά μπουκιά φωτιά. Ξημέρωνε. Ό νέος, ξαπλωμένος άπάνω στά ροκανίδια, άνάπνεε βαθιά, βαρύς δ κάματος της μέρας, άναπαύουνταν' μιά στιγμη τά βλέ φαρά του, λες και τά χτύπησε δ Αύγερινός, άναπετάρισαψ μά δεν ξύπνησε' τον ειχε πάλι πιτήδεια συντυλίξει τ' ονεφο, νει ρεύουνταν. Ό κοκκινογένης ειχε σταθεί, κουρνάριζε δ Ιδρώτας άπο το στενό, βαθιά χαρακωμένο κούτελό του, άπο τις άμασκά λες του κι άπο τά σκέλια. "Αχνιζε άπο το θυμο κι άπο την τρε χάλα' εκαμε νά βλαστημήσει, κρατήθηκε. «"Ως πότε, Άδω ναί, ως πότε;» μουρμούρισε μονάχα παραπονεμένα και κατάπιε τή βλαστήμια. Μά ή μάνητα άποκρατο\)σε άκόμα' στράφηκε πίσω του, ξετυλίχτηκε μέσα του, μοναστραπ{ς, ή μακρινη πορεία: τά βουνά χαμήλωσαν, μετασάλεψε τ' ονεφο, άφανίστηκαν οι άνθρά'>ποι, κι δ κοιμισμένος ειδε άπάνω άπο το κεφάλι του, στό χαμηλό καλαμόπλεχτο ταβάνι, νά ξεδιπλώνεται, κεντημένος άγέ ρας, πολύχρωμη, πολύπλουμη, τρεμάμενη, ή Γη Χαναάν. Κα τανότου, ή ερημος της 'Ιδουμαίας συσήλιζε και κουνιο\)νταν σάν τη ράχη της λιόπαρδης πιό πέρα επνιγε κι επινε τό φά'>ς, πη χτή, φαρμακούσα, ή Νεκρη Θάλασσα' πιό πέρα, γυροτραφι σμένη με τις έντολες το\) Ίεχωβίi, ή άπάνθρωπη Ίερουσαλήμ, κι ετρεχαν στά καλντερίμια της τα αίματα άπο τά σφαγάρια του Θεο\) - άρνιά και προφητάδες πιο πέρα, ή ειδωλοπατημένη, μολεμένη Σαμάρεια, μ' ένα πηγάδι στη μέση και μιά βαμμένη γυναίκα πού άνάσερνε νερό' πιό πέρα στήν κορφή το\) βορρα, ήλιόχαρη, χαμογελούσα, καταπράσινη, ή Γαλιλαία. Κι άπό τη μιάν άκρα το\) όνειρου ως τήν άλλη, ό 'Ιορδάνης ποταμός, ή βα σιλόφλεβα του Θεο\), που περνάει και ποτίζει, άδιαφόρετα, τις στέρφες άμμol)δες και τα περιβόλια, τον 'Ιωάννη τό Βαφτιστή και τούς αιρετικούς της Σαμάρειας, τις πόρνες και τούς ψαράδες της Γεννησαρέτ. 'Αναγάλλιασε δ νέος στον ύπνο του να δεί τ' άγια χώματα και τ' άγια νερα κι άπλωσε τό χέρι να τ' άγγίξει' μα δλoμεμιίiς τρεμόπαιξε, μέσα στο χνουδωτο σκοτάδι, ή Γη της Έπαγγελίας, ροδοφωτισμένη άπό ηίν αύγή, καμωμένη άπό δροσούλα κι άνεμο και παμπάλαιο άνθρώπινο πόθο - κι εσβησε. Κι ώς εσβησε, μουγκαλιστες άκούστηκαν φωνες και βλαστήμιες, και φάνηκε να ξεπροβαινει πάλι, μέσα άπο τά κατσάβραχα και τις φαραω συκιές, άλλοσούσουμη τώρα, άγνώριστη, ή πολυκέφαλη τσούρ μα' πά'>ς είχαν ζαρώσει, σουφρώσει οί αντρακλαράδες, πά'>ς κά τσιασαν, και τα γένια τους σούρνουνταν χάμω! ' Αντράκια, χα μαντράκια λαχανιασμένα, ξεπνεμένα, και καθένα τους κρατουσε

9 παράξενα σύνεργα παιδωμης - άλλοι αιματωμένα λουρια με σί δερα, άλλοι σουυυια και βουκέντρες, άλλοι χοντρα φαρδιοκέφα λα καρφιά, τρείς κοντόκωλοι νάνοι gva ασήκωτο σταυρό, ΚΙ δ στερνός, δ πιο παρακατιανός, δ αλλήθωρος, ενα στεφάνι απο αγκάθια. Ό κοκκινογένης εσκυψε, τούς κοίταξε και κούνησε με κα ταφρόνια ηίν χοντροκόκαλη κεφάλα: «Δεν πιστεύουν, γι' αύτο κάτσιασαν- δεν πιστεύουν, γι' αυτό τυραννιέμαι.» τόν ακουσε δ κοιμισμένος να συλλογιέται. "Απλωσε τη μαλλιαρη χερού κλα: - Κοιτάχτε! εκαμε κι εδειξε κάτω τον κάμπο, πνιμένο στην πρωινη πάχνη. - Δε βλέπουμε τίποτα, καπετάνιο σκοτάδι. - Τίποτα! Δεν πιστεύετε τό λοιπόν; - Π ιστεύουμε, καπετάνιο, πιστεύουμε, γι' αυτό σε ακολουθουμε μα δέ βλέπουμε τίποτα. - Κοιτάχτε πάλι! Σα σπαθί κατέβασε τη χερούκλα του, εσκισε την πάχνη, φάνηκε ό κάμπος μια γαλανη λίμνη χαμογέλασε και γυάλισε, αναμέριζε την πάχνη, ξυπνουσε. Μέσα στα σπαρτά, κάτω από τις χουρμαδιές κι δλουθε στα χοχλαδερα γυρόλιμνα, μεγάλες φωλιές αυγά, χωρια και χωριουδάκια, ασπρολογουσαν. - 'Εκει είναι! εκαμε ό μπροστάρης κι εδειξε ενα μεγάλο χωριό μέσα στις πρασινάδες. ΤρεΙς ανεμόμυλοι αποπάνω του είχαν κιόλα άνοίξει πρωί πρωί τίς φτερωτές τους καί γύριζαν. Στό σιταρομελάχρινο ύπνωμένο πρόσωπο τ:ου νέου χύθηκε ξάφνου τρόμος. Κούνησε το χέρι του να διώξει τ' ονειρο πού 'χε καθίσει απάνω στα βλέφαρά του και τα κλωσουσε εβαλε όλη του τη δύναμη να ξυπνήσει, όνειρο είναι, συλλογίστηκε, να ξυπνήσω, να γλιτώσω. Μά τα χαμαντράκια τον κλωθογύ ριζαν πεισματικά, δέν ήθελαν νά φύγουν- κι ό άγριόθωρος KOJC κινογένης κουνουσε τώρα φοβεριστικα το δάχτυλό του κατά τό μεγάλο χωριο το\) κάμπου και τούς μιλο\)σε: - 'Εκεί είναι! 'Εκεί μέσα ζεί και κρύβεται, φοράει κου ρέλια, περπατάει ξυπόλητος, κάνει το μαραγκό, καμώνεται πως δέν είναι αυτός, γιά νά γλιτώσει μα που οα μας πάει! Τόν πήρε τό μάτι το\) Θεο\), απάνω του, παιδιά! Άνασήκωσε την πατούσα του να πάρει φόρα, μα ανακρεμά στηκαν, από τα πόδια του κι από τα μπράτσα του, τα χαμαντρά κια κατέβασε πάλι την πατούσα...

10 - Πολλο! οί Koυρελfίδες κι οι ξυπόλητοι, καπετάνιο, πολ λοί οι μαραγκοί' δώσε σημάδι ποιός ειναι, πώς ειναι, πο\) ειναι, να τον γνωρίσουμε' αλλιώς δεν κινο\)με' να το ξέρεις, καπετά νιο, δεν κινο\)με, κουραστήκαμε. - Θα τον άρπάξω στην αγκαλιά μου να τον φιλήσω' νά το σημάδι. 'Ομπρός τώρα, δρόμο' και σιγά, μη φωνάζετε' την ώρα έτούτη κοιμάται, το νο\) σας, μην ξυπνήσει και. μάς φύγει' στ' όνομα το\) Θεο\), απάνω του, μωρε παιδιά! - 'Απάνω του, καπετάνιο! μονοφώναξαν τα χαμαντράκια κι ανασήκωσαν τίς φαρδιές πατο\)σες να κινήσουν. Μα ενας λιγνός, αλλήθωρος, καμπουράκος, αυτός που κρα το\)σε τό αγκάθινο στεφάνι, άρπάχτηκε από ενα ασπάλαθο, αντι στάθηκε: - Δεν πάω πουθενά! φώναξε, βαρέθηκα. Πόσες νύχτες Τον κυνηγο\)με; Πόσες χώρες κα! χωρια πατήσαμε; Μετράτε: Πήραμε αράδα τα Μοναστήρια τών 'Εσσαίων στην ερημο τfίς Ίουδαίας, πατήσαμε τη Βηθανία, όπου κατασκοτώσαμε άδικα τον κακομοίρη τό Λάζαρο, φτάσαμε στόν Ίορδάνη, μα μάς έδιω ξε δ Βαφτιστής, δεν ειναι, λέει, αυτός Έκείνος που ζητο\)με, να φύγουμε! Φύγαμε, μπήκαμε στην 'Ιερουσαλήμ, ψάξαμε στό Ναό, στα παλάτια το\) Αννα, το\) Καϊάφα, στα χαμώγια τών Γραμματοφαρισαίων, κανένας! "Όλοι άτιμοι, πόρνοι, ψε\)τες, κλέφτες, φονιάδες, φύγαμε. Π ροσπεράσαμε πιλάλα την αφο ρεσμένη Σαμάρεια, φτάσαμε στη Γαλιλαία, πήραμε σβάρνα τα Μάγδαλα, την Κανά, την Καπερναούμ, τη Βηθσαϊδά. Ψάχναμε από καλύβι σε καλύβι, από καίκι σε καίκι, βρίσκαμε τόν πιό ένάρετο, τόν πιό θεοφοβούμενο. «Έσύ 'σαι», το\) φωνάζαμε, «τί κρύβεσαι; Σήκω να σώσεις τον Ίσραήλ!» Κι αυτός έβλεπε τά. σύνεργα που κρατούσαμε, τόν επιανε τρομάρα, κλοτσο\)σε και σκλήριζε: «Δεν ειμαι! Δεν ειμαι!» και ρίχνουνταν στό κρασί, στα χαρτιά, στις γυναίκες, μεθο\)σε, βλαστημουσε, πόρνευε, για να δουμε πως ειναι άμαρτωλός, 8εν ήταν Έκείνος που ζητο\)με, να γλιτώσει... Καπετάνιο, να με συμπαθάς, μα κι έδώ τα ίδια θα πάθουμε' το\) κάκου Τόν κυνηγο\)με, δε θα Τόν βρο\)με' ακό μα δε γεννήθηκε. - Απιστε Θωμα, έκαμε ό κοκκινογένης κα! τον άρπαξε από τό σβέρκο και τόν κρατο\)σε κάμποση ώρα κρεμάμενο ανάερα καί γελο\)σε' άπιστε Θωμά, μο\) αρέσεις! Στράφηκε στους συντρόφους: - ΕΙναι ή βουκέντρα, έμείς τα βόδια τα καματερά' αφfίστε τον να μας αγκυλώνει, να μην ήσυχάσουμε ποτέ μας!

11 Στρίγγλιζε δ σπανός, πονούσε δ κοκκινογένης τόν άκούμπησε κάτω στη γης. Γέλασε πάλι, σβάρνισε γύρα τούς άλλοσούσουμους συντρόφους: - Πόσοι είμαστε; είπε δώδεκα ενας άπό την κάθε φυλη του 'Ισραήλ. Διαόλοι, άγγέλοι, άντράκια, χαμαντράκια, δλες ο{ γέννες κι οί άποβολες του Θεου, διαλέγετε και παίρνετε! ΕΙχε κέφι τα στρογγυλα γερακ[σια μάτια του στραφτάλιζαν, άπλωσε τη φούχτα, επιανε ενα ενα, από τόν ώμο, με θυμό, με τρυφεράδα, τόν περιεργάζουνταν στόν αγέρα, γελουσε' τόν άφηνε, επιανε άλλον: - Γειά σου, τσιγκούνη, φαρμακομύτη, άρπαχτονύχη, αθάνατε Άβραμίκο. Κι εσύ, παλικαρά, φαφλατα καί φαταούλα. Κι εσύ, θεοφοβούμενε και φοβητσιάρη δεν κλέφτεις, δε μοιχεύεις, δε σκοτώνεις, γιατι φοβασαι' δλες σου οί άρετες είναι θυγατέρες του φόβου. Κι εσύ, γαϊδουράκι αγαθό, που σε σπάζουν στό ξύλο κι αντέχεις άντέχεις στην πείνα, στη δίψα, στό κρύο, στό βούρδουλα δουλευταράς, αφιλότιμος, σαγανογλείφτης δλες σου ο{ αρετες είναι θυγατέρες της φτώχειας. Κι εσύ, παμπόνηρη αλεπού, πού στέκεσαι άπόξω άπό τη σπηλια του λιόντα, του 'Ιεχωβα, και δεν μπαίνεις. Κι εσύ, πρόβατο άγαθό, που άκολουθας μπεμπερίζοντας τό Θεό, πού θα σε φάει. Κι εσύ, κομπογιαννίτη γιε του Λεβη, θεοπραματευτή, που πουλας τό Θεό με τό δράμι θεοταβερνιάρη, πού κερνας τους άνθρώπους Θεό και μεθουν και σου ανοίγουν τό πουγγί τους και την καρδιά τους, θεοκατέργαρε. Κι εσύ, μοχθηρέ, παθιασμένε, σκληροτράχηλε ασκητή, πού θωρας τό πρόσωπό σου και πλάθεις τό Θεό μοχθηρό, παθιασμένο και σκληροτράχηλο, και πέφτεις και τόν προσκυνας, γιατι σου μοιάζει. Κι εσυ πού άνοιξε ή ψυχή σου σαράφικο, κάθεσαι στό κατώφλι, βουτας τό χέρι στη σακούλα, ελεείς τό φτωχό, δανείζεις τό Θεό, κρατας κατάστιχο και γράφεις - τόσες πεντάρες εδωσα ελεημοσύνη στόν τάδε, την τάδε μέρα, την τάδε ό'ιρα και παραγγέλνεις να σου βάλουν στό κιβούρι σου τό κατάστιχο, να τό ανοίξεις μπροστα στό Θεό, να κάμετε λογαριασμό, να εισπράξεις τ' αθάνατα μιλιούνια. Κι εσύ, ψεύτη, λογά, παραμυθά, που πατας δλες τις εντολες του Θεο(), κλέβεις, μοιχεύεις, σκοτώνεις, κι ϋστερα βάζεις τα κλάματα, στηθοδέρνεσαι, ξεκρεμας την κιθάρα και κάνεις τραγούδι την αμαρτία κατέχει ς, τετραπέρατε, πως δλα τα συχωρνάει στόν τραγουδιστη δ Θεός, γιατι ψοφάει για τραγούδι. Κι εσύ, μυτερη βουκέντρα στα καπούλια μας, Θωμα, κι εγώ, εγώ, ή ζουρλοπαντιγέρα, που πηραν άέρα τα μυαλά μου, παράτησα τη γυναίκα μου

12 καί τα παιδιά μου καί ζητω τό Μεσία! Oλoι μαζί, διαόλοι, άγγέλοι, αντράκια, χαμαντράκια, όλοι χρειάζουνται στό μεγάλο μας σκοπό, απάνω του, μωρε παιδιά! Γέλασε, έφτυσε στις απαλάμες του, άπλωσε τις ποδάρες: - Άπάνω του, μωρε παιδιά, φώναξε πάλι και πηρε τρέχοντας τόν κατήφορο κατα τη Ναζαρέτ. Άνθρωποι και βουνά καπνός ήταν και χάθηκαν, γέμισαν τά κοιμισμένα βλέφαρα άνονείρευτο σκοτάδι και πιά, στόν απέ ραντο ύπνο, δεν ακούγουνταν παρά βαριές, φαρδιες πατουσες, που κλοτσουσαν τό βουνό και κατεβαίναν. Ή καρδιά του κοιμισμένου χτυπουσε δυνατά: «'Έρχουν ται! ΥΕρχουνται!» άκούστηκε σπαραχτικιά φωνή, μέσα στό σπλάχνο του. «νερχουνται!» Τινάχτηκε, έτσι του φάνηκε μέ σα στόν ύπνο του, έβαλε τόν πάγκο της δουλειας του δυναμάρι στήν πόρτα κι απάνω του σώριασε όλα του τά σύνεργα - ροκά νες, πλάνες, πριόνια, σκεπάρνια, σφυριά, βιδολόγους, κι ακόμα ενα ασήκωτο σταυρό, που μαστόρευε τις μέρες εκείνες κι ύστερα Οη κάρωσε πάλι μέσα στά ροκανίδια και στά πελεκούδια και πε ρίμενε. Παράξενη ή συχία, ανησυχαστικιά, πηχτή, πνιχτή, δεν ακού γουνταν ή ανάσα του χωριου, μήτδ του Θεου τα πάντα, κι δ δαίμονας ακόμα δ ακοίμητος, είχαν βουλιάξει μέσα σε τρίσβαθο σκοτεινό ξεροπήγαδο - ύπνος ήταν έτουτο, θάνατος, αθανασία, Θεός; Ό νέος τρόμαξε ειδε τόν κίντυνο, έβαλε όλη του τή δύναμη, άπλωσε τό χέρι νά πιάσει τό λαιμό του που πνίγουνταν και ξύπνησε. ΤΗταν μουσκίδι στόν ίδρώτα δέ θυμόταν από τ' δνειρο τίπο τα ετοϋτο μονάχα: πως κάποιος τόν κυνηγοϋσε ποιός; ενας; πολλοί; ανθρωποι; δαιμόνοι; δε θυμόταν. νεστησε τό αυτί του, (Ιφουκράστηκε πολύστηθη, πολύψυχη ακούγουνταν τώρα, στή σιγαλια της νύχτας, ή ανάσα του χωριοϋ κάπου κάπου ενα δέν τ ρο φουρφούριζε, ενα σκυλί βάβιζε λυπητερά, μιά μάνα, στήν iίkρα του χωριου, νανούριζε αργά, παθητικά, τό μωρό της... Γεμάτη γνώριμα, αγαπημένα θροητα κι αναστενάγματα ήταν ή νύχτα, ή γης μιλουσε, ό Θεός μιλουσε, κι δ νέος γαλήνεψε μια στιγμή ειχε φοβηθεί πως απόμεινε όλομόναχος στόν κόσμο. Δίπλα, από τό χαμώι, όπου κοιμόνταν οί γονέοι του, ακού (πηκε αγκομαχητή ή ανάσα του γερο-κυρου του δεν μπορουσε () δόλιος να κοιμηθεί, στράβωνε κι ανοιγοκλειοϋσε πάλι, με

13 μόχτο πολύ, τό στόμα του, να μιλήσει χρόνια τυραννιέται νι βγάλει άνθρώπινη φωνή, μα άνακάθεται στό στρώμα του παρά λυτος, δεν μπορεί να παίξει ηί γλώσσα του Ιδρώνει, μάχεται τρέχουν τα σάλια του, και κάπου κάπου, ύστερα άπό φοβερό, άγώνα, συλλαβιστά, άπελπισμένα, καταφέρνει ν' άρμολογήσε μια λέξη, μια μονάχα, πάντα ηίν ίδια: Ά-δω-να-ί! Άδωναί τίποτα άλλο, Άδωναί... Κι ώς ξεστομίσει τόν άκέραιο έτο{)τ{ λόγο, ήσυχάζει μιαν ώρα, δυό ώρες κι ύστερα τόν ξαναπιάνει Τ αγωνία κι άρχιζει πάλι ν' άνοιγοσφαλνάει τό στόμα. - Έγω φταίω... έγω φταίω... μουρμούρισε ό νέος και τc μάτια του βούρκωσαν έγω φταίω... 'Άκουγε ό γιός μέσα σηίν 'f1συχη νύχτα ηίν άγωνία του κυροί του και. τόν κυρίεψε κι αυτόν άγωνία, κι αρχισε, άνήθελά του, ν' άνοιγοσφαλνάει κι αυτός το στόμα και να Ιδρώνει. EKλεισε τα μάτια, άφουκράζουνταν τί εκανε ό γερο-κύρης του, να το κάνει κι αυτός, άναστέναζε κι εβγαζε άπελπισμένες αναρθρες Kραυγε μαζί του - κι άπάνω έκεί τόν ξαναπfjρε ό ύπνος. Κι ώς τον ξαναπfjρε ό ύπνος, τράνταξε το σπίτι, εγειρε ό πάγο κος, κύλησαν κάτω σύνεργα και σταυρός, ή πόρτα άνοιξε κι ορθώθηκε άπάνω στό κατώφλι, θεόρατος, χαχαρίζοντας, με ανοι χτες τις άγκάλες, ό κοκκινογένης. Eσυρε φωνή δ νέος και ξύπνησε.

14 ΙΙ ΑΝΑΚΑΘΙΣΕ ΑΠΑΝΩ ΣΤΑ ΡΟΚΑΝΙΔΙΑ, ΑΚΟΥΜΠΗ σε ηί ράχη του στον τοίχο' άπάνω άπο το κεφάλι του κρέ μουνταν ενα λουρί με δυο σειρες μυτερα καρφιά' κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, μαστίγωνε κι αιμάτωνε το κορμί του, να μένει ησυχο ηί νύχτα καί να μην αύθαδιάζει. 'Ανάλαφρο τρέμουλο τον ειχε κυριέψει' δε θυμόταν τί πειρασμοί ειχαν έρθει πάλι στον ύπνο του, μα ένιωθε πως ετχε γλιτώσει άπο μεγάλο κίντυνο. «Δεν μπορco πιά, βαριέστισα.» μουρμούρισε καί σήκωσε άψηλά τα μάτια στενάζοντας. ΤΟ νιογέννητο φcoς, άβέβαιο, άχνό, γλίστρη σε άπο τίς χαραμάδες τi)ς πόρτας τα χλωροκίτρινα καλάμια τοο ταβανιοο πi)ραν μιαν άλλόκοτη γλύκα, γυαλιστερή, πολύτιμη, σα φίλντισι. «Δεν μπορco, βαριέστισα...)) μουρμούρισε πάλι κι έσφιξε τα δόντια με άγανάχτηση. Κάρφωσε τα μάτια στον άγέρα' άλά κερη ή ζωή του πέρασε μπροστα άπο τα μάτια του - το ραβδί τοο κυροο του που άνθισε όταν άρραβωνιάστηκε τη μάνα του, κι ύστερα δ κεραυνος που έριξε κάτω τον άρραβωνιαστικο πα ράλυτο, κι ύστερα ή μάνα του που τον κοίταζε, τον κοίταζε, καί δε μιλοοσε' μα αύτος άκουγε το βουβό της το παράπονο, ειχε δίκιο Τι μάνα, οι άμαρτίες του μέρα και νύχτα μαχαίρια στην καρδιά του, και μάχουνταν, τοο κάκου, τα στερνα έτο()τα χρόνια, να νικήσει το Φόβο, αύτος πια μονάχα έμενε, όλα τ' άλλα δαιμό νια τά 'χε νικήσει - τη φτώχεια, την άγάπη τi)ς γυναίκας, τη χαρα το() σπιτιοο, τη νιότη, όλα τά 'χε νικήσει καί μονάχα δ Φόβος έμενε άκόμα' να νικηθεί κι αύτός, να μπορέσει, άντρας είναι πιά, ή ρθε ή ό>ρα.....

15 «"Αν δ κύρης μου έμεινε παράλυτος, έγω φταίω... "Αν ή Μαγδαληνη κατάντησε πόρνη, έγω φταίω... "Αν δ ΊσρατΙ:λ στενάζει άκόμα κάτω άπό τό ζυγό, έγω φταίω...» "Ενα κοκόρι, θά 'ταν στό διπλανό σπίτι του μπάρμπα τοι το\) ραβίνου, άναφτερούγιασε απάνω στη στέγη και λάλησε απα νωτά, θυμωμένα' σίγουρα, θα την ειχε βαρεθεί τη νύχτα, παρα βάσταξε, κι έκραξε τόν ηλιο πια να προβάλει. 'Ακουμπισμένος στόν τοίχο, δ νέος ακουγε. Τό φως χτυ πο\)σε τα σπίτια, οι πόρτες ανοιγαυ " οι δρόμοι ζωντάνευαν, ανέ βαινε σιγα σιγα από τα χώματα κι από τα δέντρα κι άπό τις χα ραμάδες των σπιτιων το πρωινό μούρμουρο, ή Ναζαρέτ ξυπνο\)σε. Βαθύς στεναγμός ακούστηκε από τό διπλανό χαμόσπιτο, κι ευτύς ή αγρια κραυγη το\) ραβίνου που ξυπνο\)σε τό Θεό και το\) θύμιζε τό λόγο που έδωκε στόν 'Ισραήλ: «Θεε το\) 'Ισραήλ», του φώνα ζε, «Θεέ το\) 'Ισραήλ, ως πότε;» και τα γόνατά του άκούγουντα\ ν' άντιχτυπο\)ν ξερά, βιαστικά, τα σανίδια. Ό νέος κούνησε τό κεφάλι: «Προσεύχεται», μουρμούρισε, «βάζει μετάνοιες, φωνάζει τό Θεό, τώρα θα μου χτυπήσει τό\ τοίχο, για ν' αρχίσω κι έγω τις μετάνοιες.» τα φρύδια του έσμιξαν με θυμό. «Δε με φτάνει δ Θεός, μόνο έχω και τους ανθρώπους!» ειπε και χτύπησε δυνατα με τη γροθιά του τό μεσότοιχο, να δείξει στόν αγριο ραβίνο πως ειναι ξυπνητός και προσεύχεται. Τινάχτηκε όρθιος κύλησε τό καταμπαλωμένο ρο\)χο το\; από τόν ώμο, φάνηκε τό κορμί του, λιγνό, ήλιοκαμένο, γεμάτο γαλάζιες κα! κόκκινες βο\)λες βιαστικα αναμάζωξε τό ρουχο και τύλιξε τη γυμνη σάρκα, καταντροπιασμένος. 'Από τό φεγγίτη έπεσε απάνω του αχνό τό πρωινό φως, φω τίστηκε άπαλα τό πρόσωπό του- δλο πείσμα, πονεμένο, περή φανο. Τό χνούδι, Υ(>ρα από τα μάγουλά του κι από τό πιγούνι, ειχε γίνει σγουρό κατάμαυρο γένιο, καμπουρωτη ή μύτη, χοντρα τα χείλια- κι ως ήταν μεσανοιγμένα, φέγγριζαν τα δόντια, κά τασπρα. νομορφο δεν ήταν τό πρόσωπο έτο\)το' μά 'χε μια κρυφη ανησυχαστικια γοητεία' έφταιγαν τα ματοτσίνουρα, που ήταν πυκνά, μακρια πολύ, κι έριχναν ένα παράξενο γαλάζιον ίσκιο σε άλάκερο τό πρόσωπο; Γιά κι έφταιγαν τα μάτια, με γάλα, λιόμαυρα, γεμάτα φως, γεμάτα σκοτάδι, δλο φοβέρα και γλύκα; Μπιρμπίλιζαν σαν το\) φιδιου, σε κοίταζαν ανάμεσα από τις μακριές βλεφαρίδες και ζαλίζουσουν. Ξετίναξε τα ροκανίδια πού 'χαν μπερδευτεί στις αμασκάλες του και στα γένια, ειχε πάρει τό αυτί του βαρια βήματα να ζυ-

16 γώνουν, τα γνώρισε. «Αυτος είναι, έρχεται πάλι έρχεται πάλι, τι με θέλει;» έγρουξε βαριεστισμένος και σούρθηκε κατα την πόρτα ν' αφουκραστει Μά, απότομα, σταμάτησε τρομαγμένος ποιος μετακούνησε τόν πάγκο πίσω από την πόρτα και σώριασε απάνω του τό σταυρό και τα σύνεργα; Ποιός; πότε; Γεμάτη δαιμονικα ή νύχτα, γε μάτη δνείρατα, κοιμούμαστε κι αυτα βρίσκουν ανοιχτες τις πόρ τες, μπαινοβγαίνουν κι αναστατώνουν το σπίτι μας και το μυαλό μας. «Κάποιος ήρθε απόψε στον ϋπνο μου», μουρμούρισε σιγά, λες και φοβόταν μην ήταν ακόμα εκεί και τον ακουγε «κάποιος ήρθε, σίγουρα ό Θεός, ό Θεος η δ Δαίμονας; ποιος μπορεί να ξεχωρίσει; Συναλλάζουν πρόσωπα, πότε δ Θεος γίνεται κατα σκότεινος, πότε ό Δαίμονας δλο φως, κι ό νο\)ς το\) ανθρώπου σαστίζει»... ' Ανατρίχιασε κατα που να πάρει; Δυο δρόμοι ποιον να διαλέξει; τα βαρια βήματα δλο και ζύγωναυ" στράφηκε ό νέος με αγωνία γύρα του, λες κι ερευνουσε να βρεί που να χωθεί, να ξεφύγει. Τον άνθρωπο αυτον τον φοβόταν και δεν τον ηθελε βαθια μέσα του μια παλια πληγή, και δεν μπορουσε να κλείσει: ήταν παιδιά, έπαιζαν, ετουτος iίταν τρία χρόνια μεγαλύτερός του, τον έριξε κάτω, τον εδειρε μαζεύτηκε το δαρμένο παιδί, δε μίλησε μα δεν ξαναπηγε με τα παιδια να παίξει, ντρέπουνταν, φοβόταν, κουλουρtασμένος στην αυλη του σπιτιου του δλομόναχος, εκλωθε μέσα του πως, μια μέρα, να ξεπλύνει την ντροπή να τους δείξει πως είναι καλύτε ρος απ' όλους τους και να τους βάλει δλους κάτω. Κ ι ακόμα, ϋστερα απο τόσα χρόνια, είναι ανοιχτη ή πληγη και τρέχει. «' Ακόμα με κυνηγάει», μουρμούρισε, «ακόμα; Τί με θέλει; Δεν του ανοίγω!» Μια κλοτσια τράνταξε την πόρτα δ νέος τινάχτηκε, έβαλε δλη του τη δύναμη, μετατόπισε τον πάγκο, άνοιξε. Στο κατώφλι στέκ:ουνταν, ξαναμμένος, ξυπόλητος, ξεστήθωτος, με κατσαρα κόκκινα γένια, ενας άντρακλας κρατουσε ενα ψημένο αραπο σίτι και τό 'τρωγε. Σβάρνισε το αργαστήρι γύρα με τη ματιά του, είδε ακ:ουμπισμέν.ο στόν τοίχο το σταυρό, το μο\)τρο του κατσούφιασε απλωσε το πόδι, μπηκε. Κουκ:ούβισε σε μια γωνιά, δάγκανε μανιασμένος το αραπο σίτι, δε μιλουσε ό νέος, δρθιος, του είχε γυρισμένο το πρόσωπο και κοίταζε δξω, απο την ανοιχτη πόρτα, το στενό, αγουροξύπνη το δρομάκι, κουρνιαχτος δεν είχε ακόμα σηκωθεί, μουσκεμένη 1] γf)ς και μύριζε τό φως κι ή νυχτερινη δροσούλα είχαν κρεμα-

17 στεί άπό τα φύλλα της άντικρινης έλιας, κι άλάκερο τό δέντρο γελο\)σε. Συνεπαρμένος δ νέος άνάπνεε τόν πρωινό κόσμο. Μά δ κοκκινογένης στράφηκε: - Σφάλνα η)ν πόρτα, εγρουξε εχω να σου μιλήσω. 'Άκουσε την άγρια φωνη δ νέος, τινάχτηκε εκλεισε την πόρτα, άκροκάθισε στόν πάγκο, περίμενε. - 'Ήρθα, ειπε δ κοκκινογένης ή ρθα, δλα ειναι ετοιμα. Σώπασε, πέταξε τό άραποσίτι, σήκωσε τά σκληρά γαλάζια μάτια του, τά κάρφωσε άπάνω στο νέο τέντωσε τό χοντρό, πολυ ζάρωτο σβέρκο: - ΕΙσαι ετοιμος καί του λόγου σου; ΕΙχε πληθύνει το φώς, ξεχώριζες τώρα καθαρά τό πρόσωπο το\) κοκκινογένη κακοτράχαλο, άλλοπρόσαλλο δεν ήταν ενα, ήταν δυό δταν τό μισο γελο\)σε, το άλλο μισό φοβέριζε, δταν πονο\)σε, τό άλλο στέκουνταν άσάλευτο, ξυλιασμένο κι δταν, μιά στιγμή, φίλιωναν τά δυό, ενιωθες άκόμα, κάτω άπο τη φ{ λιωση, νά παλεύουν άφίλιωτοι δ Θεός κι δ Δαίμονας. Ό νέος δε μίλησε δ κοκκινογένης τόν κόχεψε με μάνητα. - ΕΙσαι ετοιμος καί το\) λόγου σου; ξαναρώτησε και ση κώνουνταν κιόλα νά τόν άρπάξει άπό το μπράτσο, νά τόν κου νήσει νά ξυπνήσει, νά δώσει άπόκριση μά δεν πρόλαβε μιά τρουμπέτα βάρεσε, καβαλάρηδες χίμηξαν μέσα στό στενό δρο μάκι, άκούστηκαν πίσω τους βαριά, ρυθμικά, ν' άντιπατοί)ν τη γης οι Ρωμαίοι στρατιώτες δ κοκκινογένης εσφιξε τη γροθιά του, τη σήκωσε κατά τό ταβάνι: - Θεέ του Ίσραήλ, μούγκρισε, ή ρθε ή ώρα σήμερα, οχι αύριο, σήμερα! Στράφηκε πάλι στο νέο: - ΕΙσαι ετοιμος; ξαναρώτησε, και χωρις νά περιμένει άπάν τηση: Οχι, οχι, δε θά πας τό σταυρό, αύτό λέω έγώ! Μαζώ χτηκε δ λαός, κατέβηκε κι δ Βαραββας άπό τό βουνό με τά πα λικάρια του, θά σπάσουμε τη φυλακή, θ' άρπάξουμε το Ζηλωτή, και τότε θά γίνει, μην κουνας τό κεφάλι! τότε θά γίνει το θάμα. Ρώτα και τον μπάρμπα σου το ραβίνο. Μας μάζεψε χτες δλους στη συναγωγή, γιατί δεν ή ρθες κι ή άφεντιά σου; Σηκώθηκε καί μας μίλησε: «Δεν ερχεται δ Μεσίας», μας φώναξε, «δεν ερχε ται δσο έμείς μένουμε με σταυρωμένα τά χέρια. Θεός, λαός, πρέπει μαζί νά πολεμήσουν, γιά νά 'ρθει δ Μεσίας!» Λύτο μας ε{πε, γιά νά ξέρεις δε φτάνει, λέει, δ Θεός, δε φτάνει δ λαός, πρέπει κι οι δυο μαζί, άκο\)ς; Τον επιασε άπό το μπράτσο, τον κούνησε.

18 - 'Aιcooς; ποο εχεις τό νοο σου; 'Έπρεπε νά 'σαι ειcεi ν' αιcoύσεις τόν μπάρμπα σου, νά 'ρθεις στα λoγιιcά σου, ΙCαΙCOμOίρη! Ό Ζηλωτής, λέει, πού θέλουν σήμερα να σταυρώσουν οι άπιστοι ΡωμαΙοι, μπορει νά 'ναι Έιcεlνoς πού τόσες ΙCαΙ τόσες γενεές περιμένουμε αν τον αφήσουμε αβοήθητο, αν δέ χυθοομε να τον σώσουμε, νά το ξέρεις, θα πεθάνει χωρις νά ξεφανερώσει ποιος ειναι αν χυθοομε να τόν σώσουμε, θα γίνει τό θάμα ποιο θάμα; Θά πετάξει τα ιcoυρέλια του ΙCαΙ θά λάμψει ή βασιλιιcιά ιcoρόνα τοο Δαβιδ στό ιcεφάλι του. 'Όλους μας πήραν τα ΙCλάματα σήιcωσε δ γερο-ραβίνος τά χέρια του στόν ουρανό, φώναξε: «Θεέ τοο 'Ισραήλ, σήμερα, δχι αύριο, σήμερα!» Κι δλοι σηιcώσαμε τα χέρια, άρπάξαμε τόν ουρανο ΙCαι φωνάζαμε, φοβερίζαμε ΙCαΙ ιcλαίγαμε: «Σήμερα, δχι αύριο, σήμερα!»». Aιcooς, γιέ του Mαραyιcoυ, γιά μπάς ΙCαι μιλ& του αγέρα; Ό νέος, μέ τα μάτια μεσοκλεισμένα, ιcαρφωμένα αντίιcρα στόν τοίχο, δπου ΙCρέμOυνταν τό λουρι μέ τα μυτερά ιcαρφιά, αφoυιcράζoυνταν ιcάτω από η')ν τραχιά, δλο φοβέρα, φωνη του ΙCOΙCΙCινOγένη, αιcoύγoυνταν από τη διπλανη ιcάμαρα, απόιcoυφoς, βραχνός, δ αγώνας του γέρου κύρη, που ανoιγoιcλειooσε τό στόμα του, μάταια, νά μιλήσει... 'Έσμιγαν οι δυό φωνές στην ΙCαρδιά του νέου, ιcι άξαφνα του φάνταξε αλάιcερoς δ άγώνας του ανθρώπου χαμένος. Ό κοκκινογένης του φούχτωσε τώρα τον ώμο, τον σκούντηξε: - που εχει ς τό νου σου, άλαφρoίσιcιωτε; "Aιcoυσες τί λέει ό άδερφός τοο κυροο σου, δ γερο-συμεών; - Δέν ερχεται ετσι δ Μεσίας... μουρμούρισε ό νέος κι ειχε τώρα τα μάτια του στυλωμένα στό νιοφτιαγμένο σταυρό, πού 'χε πέσει άπάνω του, τριανταφυλλένιο, μαλακό, τό φως της αυγης. "Οχι, δέν ερχεται ετσι δ Μεσίας δέν άπαρνιέται αυτος ποτέ τα ιcoυρέλια του, δέ φοράει αυτός βασιλιιcιά κορόνα, δέ χιμάει ποτέ δ λαος να τόν σώσει μήτε ό Θεός. Δε σώζεται. Πεθαίνει με τα κουρέλια του δλοι, κι οί πιό πιστοί, τόν παρατουν, πεθαίνει όλομόναχος, στην κορφη ένός ερημου βουνοο, και φοράει στο κεφάλι του ενα στεφάνι από άγκάθια. Ό κοκκινογένης γύρισε, τόν κοίταξε ξαφνιασμένος το μισό του πρόσωπο ελαμπε, τό άλλο μισό ήταν κατασκότεινο. - Π&ς τό ξέρεις; ποιος σοο τό 'πε; Μά δ νέος δεν άποκρίθηκε πήδηξε από τόν πάγιco, είχε πιά καλά ξημερώσει, αρπαξε μια φούχτα καρφιά και τό σφυρι και ζύγωσε στό σταυρό. Μα ό κοκκινογένης τόν πρόλαβε με μια

19 δρασκελια έφτασε στο σταυρο κι άρχισε, με λύσσα, να τον γρο θοκοπάει και να τον φτύνει, σα νά 'ταν άνθρωπος. Στράφηκε, τα γένια του, τα μουστάκια, τα φρύδια, αγκύλωσαν το πρόσωπο το\} νέου: - Δεν ντρέπεσαι; το\} φώναξε. 'Όλοι οί μαραγκο! στη Να ζαρέτ, στην Κανα, στην Καπερναουμ αρνήθηκαν να φτιασουν σταυρο για το Ζηλωτή, κι εσύ... ; Δεν ντρέπεσαι; δέ φοβασαι; "Αν ερθει δ Μεσίας και σε βρεί να φτιάνεις το σταυρό του; Αν έτου τος, δ Ζηλωτης, που σταυρώνεται σήμερα, είναι δ Μεσίας; Γιατί δεν είχες το κουράγιο ν' αποκριθείς κι έσυ στον έκατόνταρχο: «Δε φτιάνω σταυρους για τους η ρωες του 'Ισραήλ»; Φούχτωσε τον αλλοπαρμένο μαραγκο από τον ώμο: - Γιατί δεν απαντας; που κοιτάζεις; Το\} 'δωκε μιά, τον κόλλησε στον τοίχο: - Είσαι κιοτής, του πέταξε με καταφρόνια, κιοτής, κιοτής, αυτο λέω εγώ! Δε θα κάμεις ποτέ σου τίποτα στη ζωή σου! Μ ια στριγγια φωνη έσκισε τον αγέρα ό κοκκινογένης πα ράτησε το νέο, γύρισε τό μουτρο του κατα την πόρτα, αφουκρά στηκε χλαλοή, γυναίκες κι άντρες, κόσμος πολύς, φωνές: «Ό τελάλης! δ τελάλης!» Σηκ(Μηκε πάλι ή στριγγια φωνη στον αγέρα: «Γιοι και θυγατέρες του ' Αβραάμ, του 'Ισαάκ, του 'Ιακώβ! αφεντική προσταγή, στυλωστε τ' αυτιά σας, ακουστε: Σφαλίχτε ' τ αργαστήρια σας και τις ταβέρνες, μην πιάσετε δουλεια στα χωράφια, πάρτε, μανάδες, τα μωρά σας κι εσείς, γέροι, τα ραβδιά, έλατε, κουτσοί, κουφοί, παράλυτοι, να δείτε! Να δείτε πως παι δεύουνται δσοι σηκώνουν κεφάλι στον αφέντη μας τον αυτοκρά τορα - πολλα τα έτη του! Να δείτε πως ό άνομος αντάρτη ς, ό Ζηλωτής, πεθαίνει!» Ό κοκκινογένης ανοιξε την πόρτα, είδε τό ανθρωπομάνι που σώπαινε άνταρεμένο, είδε τόν τελάλη, απάνω σε μιαν πέτρα, λιγνό, μακρολαίμη, μακροκάνη, ξεσκούφωτο, έφτυσε. - Άνάθεμά σε, προδότη, μούγκρισε κι έκλεισε μανιασμέ νος την πόρτα. Γύρισε στο νέο, 11 χολιι είχε ανέβει στα μάτια του. - Να τον χαίρεσαι το γιο του κυρου σου, το Σίμο, τον προ δ6τη! έγρουξε. - Δε φταίει αυτός, εγω φταίω, έκαμε ό νέος με συντριβή, εγώ... Και σε λίγο: - Για χάρη μου τον έδιωξε ή μάνα μου άπό το σπίτι, για

20 χάρη μου... Και τώρα αυτός... Τ ό μισό πρόσωπο του κοκκινογένη, τ ό φωτισμένο, μιά στιγ μή, σά νά συμπόνεσε τό νέο, γλύκανε: - Πώς θά τα πλερώσεις Όλα έτουτα τα κρίματα, δυστυχισμέ νε; ρώτησε. Ό νέος κάμποση ωρα σώπαινε' ανοιγόκλεισε τό στόμα του, μα ή γλώσσα του μπερδεύουνταν. - Με τη ζωή μου, αδερφέ μου Ίούδα, με τη ζωή μου... μπό ρεσε κι είπε τέλος τίποτα άλλο δεν έχω. Ό κοκκινογένης τινάχτηκε' τό φώς είχε μπει τώρα στό αργα στήρι από τις χαραμάδες της πόρτας κι απάνω, από τό φεγγίτη' τα μάτια του νέου έλαμπαν, μεγάλα, κατάμαυρα' κι ή φωνή του ήταν γεμάτη πίκρα και τρόμο. - Με t11 ζωή σου; έκαμε δ κοκκινογένης κι έπιασε τό νέο από τό πιγούνι' μη μου γυρίζεις πέρα τό πρόσωπο, άντρας είσαι πιά, κοίταξέ με κατάματα' με τη ζωή σου; Τί θες νά πείς; - Τίποτα. 'Έσκυψε τό κεφάλι, σώπασε' κι άξαφνα: - Μ η με ρωτας, μη με ρωτας, 'Ιούδα, αδερφέ μου! φώναξε. Ό Ίούδας πηρε διπλοπάλαμα τό πρόσωπο του νέου, τό ανασήκωσε, τό κο ίταξε πολλη ωρα αμίλητος ϋστερα, ησυχα, το αφηκε' τράβηξε κατά την πόρτα' ξαφνικά είχε αναστατωθει ή καρδιά του. 'Όξω ή βουη Όλο και φούντωνε, ανέβαινε τό θροητό από τις γυμνες πατουσες κι από τά σαντάλια που σούρνουνταν, κι ό αγέ ρας κουδούνιζε από τά προύντζινα βραχιόλια τών γυναικών κι από τούς χοντρούς χαλκάδες στά πόδια τους. Όρθός στό κατώ φλι, κοίταζε δ κοκκινογένης τόν κόσμο, πού Όλο και ξεχύνουν ταν από τά παρασόκακα, και πλήθαινε, κι ανηφόριζε κατά την αλλη άκρα του χωριου, κατά τόν καταραμένο λόφο, Όπου θά γίνουνταν ή σταύρωση. ΟΙ άντρες δε μιλουσαν, βλαστημουσαν ανάμεσα στά δόντια τους, χτυπουσαν τά ραβδιά τους στό καλντε ρίμι κι άλλοι φούχτωναν κρυφά, μέσα στόν κόρφο τους, ενα μα χαίρι' κι οι γυναίκες σκλήριζαν' πολλες είχαν αναρίξει τiς μπό λιες τους, είχαν λύσει τά μαλλιά τους κι έσερναν κιόλα τό μοι ρολόι. Μπροσταρόκριος ό γερο-ραβίνος της Ναζαρέτ, ό Συμεών. Κοντούλης, καμπουριασμένος από τά χρόνια, σκεβρωμένος από την κακην αρρώστια, τό χτικιό, μιά σκαλωσιά ξερά κόκαλα, που τά κρατουσε ακατάλυτη Τι ψυχη και δεν τ' άφηνε νά πέσουν, δυό χέρια σκέλεθρα, με τεράστια νύχια ορνιου, κι έσφιγγαν Kai κατα-

21 χτυπο\)σαν στις πέτρες τήν Ιερατικιά πατερίτσα με τά δυο περιπλεμένα φίδια στήν κορφή της. Μύριζε δ νεκροζώντανος έτο\) τος σάν πολιτεία που καίγεται' ενιωθες, θωρώντας τίς φωτιες μέσα στά μάτια του, πως τό σαράβαλο έτο\)το κορμί, σάρκα και κόκαλα και τρίχες, καίγουνταν' κι δταν άνοιγε τό στόμα του και φώναζε: «Θεε το\) 'Ισραήλ!» καπνοί άνηφόριζαν άπό τήν κορφή το\) κεφαλιο\) του. Πίσω του άράδιζαν σκυφτοί οι γέροι με τά ραβδιά τους, παχιοφρυδάδες, διχαλογένηδες, χοντροκόκαλοι' πίσω οί άντρες, πιο πίσω οι γυναίκες κι ούραγώγι τά παιδιά, καί κρατο\)σαν καθένα από μιάν πέτρα στό χέρι κι άλλα σφεντόνες περασμένες στόν ώμο τους. Προχωρο\)σαν δλοι μαζί καί μούγκριζαν σιγά, μουγκά, σάν τή θάλασσα. 'Ακουμπισμένος στον παραστάτη της πόρτας, δ Ίούδας κοίταζε τίς γυναίκες καί τους άντρες, φούσκωνε ή καρδιά του' έτο\)τοι, συλλογίζουνταν και το αίμα άνέβαινε στο κεφάλι του, έτο\)τοι, μαζι με το Θεό, θά κάμουν το θάμα' σήμερα, όχι αϋριο, σήμερα! Μιά άντρογυναίκα ξέκοψε άπο το τσο\)ρμο, ορθοκάπουλη, ξετραχηλωμένη, άγρια, εσκυψε, πηρε μιάν πέτρα, τή σφεντόνισε με δύναμη στήν πόρτα το\) μαραγκο\) κι εσυρε φωνή: -' Ανάθεμά σε, σταυρωτή! Κι δλομεμιας, άπό τή μιάν άκρα το\) δρόμου ως τήν άλλη, ξέσπασαν φωνες και βλαστήμιες, και τά παιδιά ξεκρέμασαν άπό τόν ώμο τους τίς σφεντόνες εδωκε μιά, εκλεισε δ κοκκινογένης τήν πόρτα. - Σταυρωτή! Σταυρωτή! ξέσπασαν δλουθε γιουχαητά κι αντιβροντο\)σε ή πόρτα από τίς πέτρες. Ό νέος, γονατιστός όμπρός από τό σταυρό, άνεβοκατέβαζε τό σφυρί καί κάρφωνε, χτυπο\)σε δυνατά, σά νά 'θελε νά πνίξει τά γιουχαητά και τις βλαστήμιες το\) δρόμου' εβραζε τό στηθος του, τό μεσόφρυδό του σπίθιζε' χτυπο\)σε φρενιασμένος κι ετρεχε δ ίδρώτας άπό τό κούτελό του. Ό κοκκινογένης γονάτισε, το\) άδραξε τό μπράτσο, το\) ξεφούχτωσε με μάνητα τό σφυρί' εδωκε μιά το\) σταυρο\), τόν γκρέμισε κάτω. - Θά τόν πας; -ΝαΙ - Δεν ντρέπεσαι; -"Οχι. - Δε σε άφήνω' θά τόν κάμω κομμάτια. Στράφηκε γύρα του, απλωσε τά μπράτσα του, νά βρεί ενα σκεπάρνι.

22 - 'Ιούδα, 'Ιούδα άδερφέ μου, ειπε δ νέος άργά, παρακλητικά, μή μο\) άμποδας τό δρόμο. Ή φωνή του ξάφνου ειχε γίνει σκοτεινή, βαθιά, άγνώριστη' δ κοκκινογένης ταράχτηκε: - Ποιό δρόμο; ρώτησε σιγα και περίμενε. Κοίταζε τό νέο με ταραχή. Τό φ&ς επεφτε τώρα δλο άπάνω στό πρόσωπό του και στό γυμνό λιανοκόκαλο άπανωκόρμι" τό στόμα ειχε άπογείρει σφιμένο, σα να μάχουνταν να κρατήσει μια μεγάλη κραυγή. Ό κοκκινογένης είδε τήν άχάμνια του και τή χλωμάδα, κι ή άράβολη καρδιά του τόν πόνεσε Από μέρα σε μέρα βούλια ζαν τα μάγουλά του, ελιωνε' πόσος καιρός τή στερνή φορα που τόν ειδε; Λίγες μέρες ειχε κινήσει για τη γύρα του στα κοντο χώρια τi'ίς Γεννησαρέτ' δούλευε τό σίδερο, εφτιανε τσάπες, γε νιά, δρεπάνια, πετάλωνε άλόγατα, βιάστηκε και ξαναγύρισε στή Ναζαρέτ, γιατι πi'ίρε μήνυμα, σταυρώνουν τό Ζηλωτή. Π&ς τόν είχε αφήσει τόν παλιό του ετο\)το φίλο και π&ς τόν βρi'ίkε! τα μάτια του π&ς μεγάλωσαν, τα μελίγγια του π&ς βούλιαξαν, και τί 'ταν ή πίκρα ετούτη γύρα από τό στόμα; - τι επαθες; Γιατί ελιωσες; Ποιός σε τυραννάει; Ό νέος αχνογέλασε' εκαμε ν' άποκριθεί: «δ Θεός», μα κρα τήθηκε' ετούτη ήταν ή μεγάλη μέσα του κραυγή, δεν ήθελε νά τήν αφήσει να φύγει από τό στόμα του. - Παλεύω, αποκρίθηκε. - Με ποιόν; - Δεν ξέρω" παλεύω. Ό κοκκινογένης βύθιqε τα μάτια του στα ματια το\) νέου' τα ρωτο\)σε, τα παρακαλοι>σε, τα φοβέριζε' μα τα λιόμαυρα μά τια, απαρηγόρητα, δλο τρόμο, δεν αποκρίνουνταν. "Αξαφνα, τό μυαλό το\) 'Ιούδα σάλεψε' ώς ήταν σκυμμένος άπάνω στα σκοτεινά, αμίλητα μάτια, είδε, ετσι το\) φάνηκε, ανθι σμένα δέντρα, γαλάζια νερά, ανθρώπους πολλούς, και μέσα, βα θια στή λαμπυρήθρα, πίσ' από τ' ανθισμένα δέντρα και τα νερα. και τους ανθρώπους, gνα μεγάλο, μα\)ρο, που επιανε αλάκερη τή λαμπυρήθρα, σταυρό. Γούρλωσε τα μάτια, πετάχτηκε απάνω' έκαμε να μιλήσει, να ρωτήσει: «Μπας κι εισαι εσύ... εσύ... ;», μα τα χείλια του είχαν παγώσει' έκαμε ν' άρπάξει τό νέο στήν αγκαλιά του, να τόν φιλήσει, μα τα μπράτσα του, ανάερα, είχαν ξυλιάσει. Και τότε, ώς τόν ειδε δ νέος με ανοιχτες τις αγκάλες, με ανα φουντωμένα τα κόκκινα μαλλιά, με γουρλωμένα τα μάτια, εσυρε.

23 φωνή ' ανατινάχτηκε από την καταπαχτή του μυαλου του τό τρο μαχτικό της νύχτας όνειρο - τό μπουλούκι τα χαμαντράκια, τα σύνεργα του σταυρωμοί), οί φωνές: «'Απάνω του, μωρε παι διά!», κι ό καπετάνιος τους ό κοκκινογένης, τώρα τόν γνώρισε, ήταν ό 'Ιούδας έτουτος, ό σιδεράς, που χιμοί)σε μπροστα κα! χα χάριζε. τα χείλια του κοκκινογένη κουνήθηκαν: - Μπας κι είσαι έσύ... έσύ... ; τραύλισε. - Έγώ; ποιός; Ό κοκκινογένης δεν του αποκρίθηκε' μασουσε τά μουστά κια του κα! τόν κοίταζε. Τό μισό μοί)τρο του πάλι κατάφωτο, τό άλλο μισό βουτημένο στό σκοτάδι. Μέσα στό νου του ανά δευε τα ση μεία και τα τέρατα που περιτριγύριζαν τό νέο έτουτον από τα γεννητάτα του, κι ακόμα πρίν... Τό ραβδ! του 'Ιωσήφ, που μονάχα αύτό, ανάμεσα στα τόσα ραβδια τών ύποψήφιων γαμπρών, πέταξε ανθούς, κι ό ραβίνος του 'δωκε t1ίν πεντάμορφη Μαρία, την αφιερωμένη στό Θεό. Κ ι ϋστερα τ' αστροπελέκι που επεσε τη μέρα του γάμου κα! παράλυσε τό γαμπρό, προτου ν' αγγίξει τη γυναίκα του. Κ ι ϋστερα μύρισε, λέει, ή νύφη ενα κάτασπρο κρίνο κι επιασε τό σπλάχνο της '(ιό... Κα! τ' όνειρο που είδε, λέει, τη νύχτα που γέννησε: είδε ν' ανοίγουν οί ούρα νοί, να κατεβαίνουν οί αγγέλοι, ν' αραδίζουν σαν πουλια στην ταπεινή στέγη του σπιτιου της, να χτίζουν φωλιες κα! να κελαη δοί)ν' κι άλλοι να φυλάγουν τό κατώφλι' κι άλλοι να μπαίνουν μέσα στό σπίτι της, v' ανάβουν φωτιά, να ζεστάνουν νερό, για να λούσουν τό μελλογέννητο' κι άλλοι να βράζουν χυλό, να πιεί ή λεχούνα... Ό κοκκινογένης ζύγωσε αργά, δισταχτικά, εσκυψε απάνω στό νέο' γεμάτη λαχτάρα, παρακάλιο και φόβο ήταν τ(όρα ΊΊ φωνή του: - Μπας κι είσαι εσύ... εσύ...; ξαναρώτησε και δεν τόλμησε πάλι ν' αποσώσει τό λόγο. Ό νέος τινάχτηκε αλαφιασμένος. - Έγώ; εγώ; εκαμε κα! ξερογέλασε σαρκαστικά. Μα δε με βλέπεις; Δεν είμαι άξιος να μιλήσω, δεν εχω κουράγιο νά πατήσω στη συναγωγή, άμα δώ ανθρώπους φεύγω, πατιο αδιάν τροπα τις έντολες τοί) Θεου - δουλεύω τό Σάββατο, δεν αγαπώ τόν πατέρα μου και τη μητέρα μου, λέω ψέματα, και με τα μάτια μου δλη τη μέρα πορνεύω. Σήκωσε τό σταυρό από χάμω, τόν εστησε πάλι ορθό, αρπαξε τό σφυρί.

24 - Και τόψα, νά, φτιάνω σταυρους και σταυρώνω! ειπε και πολέμησε πάλι να γελάσει. Ό κοκκινογένης δε μίλησε, πλαντουσε' άνοιξε την πόρτα' καινούριο, πολύβουο ανθρωπομάνι πρόβαλε από την άκρα του δρόμου - γριες ξεμαλλιάρες, γέροι ανήμποροι, οϊ κουτσοί, οί στραβοί, οι λεπροί, όλα τα κατακάθια της Ναζαρέτ- ανέβαιναν κι αυτοί, αγκομαχώντας, σούρνουνταν κατα τό λόφο του σταυ ρωμου. Κόντευε ή διορισμένη ωρα, καιρός να φύγει, διαλογί στηκε δ κοκκινογένης, να σμίξει με τό λαό, να χυθουν δλοι μαζί, ν' αρπάξουν τό Ζηλωτη - και τότε θα φανεί, ειναι, δέν ειναι Kai τουτος δ Λυτρωτής; Μα κοντοστέκουνταν' άξαφνα ένας κρύος αγέρας πέρασ από πάνω του, οχι, δε θά 'ναι μήτε ό σημερινός σταυρωμένος 'Εκείνος πού, τόσους αιώνες, περιμένει τό γένος τών Όβραίων. Αύριο! Αύριο! Αύριο! Πόσα χρόνια μας τό κο πανας, Θεε του ' Αβραάμ; Αύριο! Αύριο! Αύριο! Πότε τό λοιπόν;, Ανθρώποι είμαστε, βαριεστίσαμε πιά! ΕΙχε αγριέψει' κόχεψε με όργη τό νέο που κάρφωνε πεσμέ νος κατάστηθα στό σταυρό: «Μπας κι είναι έτουτος», συλλογί στηκε ανατριχιάζοντας, «μπας κι ειναι έτουτος, ό σταυρωτής; Λοξές, σκοτεινές οϊ στράτες του Θεου μπας κι ειναι έτουτος;» Πίσω από τις γριες και τους σακάτες, αδιάφοροι, αμίλητοι, πρόβαλαν τώρα οί Ρωμαίοι περίπολοι, με τα σκουτάρια τους και τις λόγχες και τα προύντζινα κράνη' σαλαγουσαν τ' ανθρώ πινα κοπάδια και κορφοκοίταζαν τ' όβραιολόι με καταφρόνεση Ό κοκκινογένης τους αγριοβλεφάρισε, τα αιματά του άνα ψαν' στράφηκε στό νέο' σα νά 'φταιγε αυτός, δεν 11θελε πια να τόν βλέπει, εσφιξε τη γροθιά του: - Φεύγω, του φώναξε, κάμε δ,τι θές, σταυρωτή' κιοτης εισαι. χαμένο κορμί, προδότης κι έσυ σαν τόν αδερφό σου, τόν τελάλη! Μα φωτια θα ρίξει απάνω σου ό Θεός, δπως εριξε και στόν κύρη σου, να σε κάψει. Αυτό λέω έγώ, και να μου τό θυμηθείς!

25 πι Ο ΝΕΟΣ ΑΠΟΜΕΙΝΕ ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΣ ΑΚΟΥΜΠΗΣΕ στό σταυρό, σφούγγιξε τόν ίδρώτα από τό κούτελό του ή αναπνοή του είχε πιαστεί, λαχάνιαζε μια στιγμη κλωθογύρισε δ κόσμος γύρα του, μα πάλι στάθηκε... Ακουσε τη μάνα του ν' ανάβει τη φωτιά, να στήνει πρωί πρωί τη μαγεριά της, για να προφτάσει να τρέξει κι αύτη να δει τη σταύρωση όλες της οι γειτόνισσες είχαν κιόλα κινήσει. Ό κύρης μούγκριζε ακόμα και μάχουνταν να γυρίσει τη γλώσσα του μα μονάχα τό λαρύγγι του ήταν ζωντανό καί κλουκλουτο()σε. 'Όξω δ δρόμος είχε πάλι αδειάσει. Κι εκεί που στέκουνταν ακουμπισμένος στό σταυρό κι είχε κλείσει τα μάτια καί δε συλλογίζουνταν τίποτα, άκουγε μονάχα την καρδιά του να χτυπάει, απότομα ανατινάχτηκε από τόν πόνο ένιωσε πάλι τό αόρατο δρνιο να το() αγκριφώνει βαθια τό άπανωκαύκαλο. «ΤΗρθε πάλι... ΤΗρθε πάλι...» μουρμούρισε κι άρχισε να τρέμει. 'Ένιωθε τ' άγκρίφια να τόν τρυπο()ν βαθιά, να το() ραίζουν τα κόκαλα καί ν' αγγίζουν τό μυαλό του. 'Έσφιξε τα δόντια να μη φωνάξει, να μην τρομάξει πάλι ή μάνα του καί βάλει τίς φωνές. 'Έπιασε διπλόφουχτα το κεφάλι και τό κρατο()σε σφιχτά, σα να φοβόταν μην το() φύγει. «ΤΗρθε πάλι... ΤΗρθε πάλι...» μουρμούρισε, κι έτρεμε. την πρώτη, δλόπρωτη φορά, όταν ήταν άκόμα δώδεκα χρονών καί κάθουνταν με τους γέρους στη συναγωγη καί τους άκουγε να ξηγο()ν, στενάζοντας, Ιδροκοπώντας, τό λόγο το() Θεο(), είχε νιώσει στην κορφη το() κεφαλιο() του, σερτό, άνάλαφρο μερμήδισμα, τρυφερό πολύ, σα χάδι έκλεισε τα μάτια τί γλύκα ήταν

26 έτούτη, ποιά φτέρουγα χνουδωτή τόν πiίρε και τόν άνέβασε στόν έβδομο ουρανό, έτούτη θά 'ναι ή Παράδεισο! Και από τά κλεισμένα ματόφυλλά του κι άπό τό μεσάνοιχτο ευτυχισμένο στόμα χύθηκε ένα χαμόγελο απέραντο, βαθύ, το\) άγλειψε λαχταριστά τή σάρκα, κι άλάκερο τό πρόσωπό του αφανίστηκε. Κι οι γέροι είδαν τό μυστικό άνθρωποφάγο χαμόγελο, μάντεψαν πώς δ Θεός είχε άρπάξει στα νύχια του τό αγόρι, εβαλαν τό δάχτυλό τους στό στόμα και σώπασαν. Πέρασαν χρόνια' περίμενε, περίμενε, μά τό χάδι πιά δεν ξανάρχουνταν' και νά, μιά μέρα, ήταν Πάσχα, άνοιξη, χαρά Θεο\), κι ειχε πάει στό χωριό τflς μάνας του, στήν Κανα, νά διαλέξει γυναίκα' ή μάνα του τόν ζόριζε, ήθελε νά τόν παντρέψει. ΤΗταν, μαθές, είκοσι χρονων, τά μάγουλά του είχαν σκεπαστεί με χνούδι, πυκνό, κατσαρό, τό αίμα του εβραζε, δεν μπορο\)σε πιά τή νύχτα νά κοιμηθεί' κι Τι μάνα του τόν πέτυχε απάνω στήν άψη της νιότης του και τον κατάφερε νά πάει στήν Κανα, στό χωριό της, νά διαλέξει γυναίκα. Στέκουνταν τό λοιπόν, κρατο\)σε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στό χέρι και κοίταζε τις κοπέλες το\) χωριο\) νά χορεύουν κάτω από μιά μεγάλη νιοφούντωτη λεύκα. Κι έκεί που κοίταζε και ζύγιαζε κι όλες τις ήθελε καί δεν το\) 'κανε καρδιά νά διαλέξει, ακουσε ξάφνου πίσω του γέλιο κακαριστό, ενα δροσερό νερό από τό σπλάχνο της γiίς. Στράφηκε, ερχουνταν καταπάνω του, με όλα της τ' άρματα, βραχιόλια, χαλκάδες, σκουλαρίκια και κόκκινα σαντάλια και ξέπλεκα μαλλιά, ή μοναχοθυγατέρα το\) rαβίνου, το\) άδερφο\) το\) κυρο\) του, καταστόλιστη σά φρεγάδα σε πρίμον άνεμο, ή Μαγδαληνή. Ό νο\)ς το\) νέου τραντάχτηκε. «Αυτή θέλω! Αυτη θέλω!» φώναξε, «αυτη θέλω!» κι άπλωσε τό χέρι νά τflς δώσει τό τριαντάφυλλο. Μά ώς άπλωνε τό χέρι, δέκα νύχια καρφώθηκαν στό κεφάλι του, δυό μανιασμένες φτέρουγες καταχτύπησαν άποπάνω του και το\) σκέπασαν σφιχτά τά μελίγγια. 'Έσυρε στριγγιά φωνή κι επεσε μπρούμυτα χάμω άφρίζοντας κι Τι δύστυχη μάνα εριξε άπάνω στό πρόσωπό του την μπόλια της, τον σήκωσε στην αγκαλιά της, καταντροπιασμένη, τον πflρε κι εφυγε., Απο τότε πια χάθηκε. Στη γιομοφεγγαριά, όταν γύριζε στά χωrάφια, fι μέσα στη σιγαλιά τflς νύχτας στόν ύπνο του, καί πιο συχνά ηίν άνοιξη, όταν άνθίζει και μυρίζει δ κόσμος κάθε που ήταν κι αυτός να χαρεί, να γευτει τις πιο άπλες άνθρώπινες ΧΓφες -να φάει, να κοιμηθει, να σμίξει με φίλους και να γελάσει, να συναντήσει στό δρόμο μιαν κοπέλα και να στοχαστεί:

27 «Μο\) αρέσει»- μεμιας καρφώνουνταν απάνω του τα δέκα αυκρ φια, κι ή πεθυμια. αφανίζουνταν. 'Όμως ποτέ, δσο τα. ξημερώματα έτο\)τα, δεν έπεσαν απάν, του τ' αυκρίφια με τέτοια αυριάδα κουλουριάστηκε κάτω απ τον πάυκο, με το κεφάλι χωμένο στους ώμους ώρα πολλή, κι κόσμος βούλιαξε άκουυε μονάχα μια βουη μέσα του, κι αποπc νω του φτέρουυες που τον καταχτυπουσαν. ΣΙΥα. σιυα. τ' αυκρίφια ξευάντζωναν, ξεσφίυυουνταν, λευτf ρωναν αυάλια, ενα ενα, πρ&τα το μυαλό, κι ϋστερα το κόκαλ, ϋστερα το πετσι το\) κεφαλιο\) του, κι απότομα ό νέος ενιωσ άλάφρωση και κούραση μευάλη ξετρύπωξε από κάτω άπο το πάυκο, εβαλε το χέρι του, έψαξε βιαστικά, μέσα από τα μαλλι του, το κορφοκέφαλο το\) φάνηκε πως είχε τρυπήσει μα. δ βρήκε ψάχνοντας, κάτω από τα. δάχτυλά του, καμιάν πληυί' Υαλήνεψε μά άις άποτράβηξε κι είδε μέσα στο φ&ς το χέρι τοι ανατρίχιασε τά δάχτυλά του έσταζαν αίματα. - 'ΑΥρίεψε ό Θεός, μουρμούρισε, αυρίεψε... 'Αρχίζουν τι αίματα. Σήκωσε τά μάτια, κοίταξε, κανένας δμως όσμίζουνταν δρι μια. μυρωδιά θεριο\) στον άυέρα. «ΤΗρθε πάλι... στέκεται γύρl μου και κάτω από τά πόδια μου κι άπάνω από το κεφάλι μου... συλλογίστηκε με τρόμο. 'Έσκυψε το κεφάλι, περίμενε βουβός, ακίνητος ό αυέρας και το φ&ς έπαιζε, αγαθο τάχατε, ακίντυνο, στον τοίχο αντίκρ, του και στο καλαμόπλεχτο ταβάνι. «Δε θ' ανοίξω το στόμα μοω: πηρε απόφαση μέσα του, «δε θά βυάλω άχνα μπορεί νά με λυ πηθεί, να φύυει...}) Μα άις το αποφάσισε, άνοιξε το στόμα του και μίλησε δλ, παράπονο ή φωνή του: - Τί μ' αιματώνεις; Τί αυριεύεις; "Ως πότε θά με κυνηγας Σώπασε με το στόμα ανοιυμένο, με σηκωμένες τις τρίχε του κεφαλιο\) του, με τα μάτια δλο τρόμο, σκυμμένος, αφουκρά ζουνταν. Στην αρχή, τίποτα ασάλευτος, αμίλητος δ αυέρας μά, ά ξαφνα, κάποιος αποπάνω του μιλουσε ΥόΡΥωσε τ' αυτιά, likouyf ακουυε κι δλο και τίναζε με βιας το κεφάλι, σά νά 'λευε: «'Όχι 'Όχι! 'Όχι!» Τέλος ανοιξε κι αυτος το στόμα ή φωνή του τώρα δεν ετρεμε - Δεν μπορώ! Είμαι αυράμματος, ακαμάτης, φοβητσιάρη ς αυαπ& το καλο φαί, το κρασί, το γέλιο, θέλω νά παντρευτ&, νι κάμω παιδιά, παράτα με!

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 «Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» (Φλώρινα - Μακεδονία Καύκασος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ (Αόρατος) ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Κάποτε στη γη γεννήθηκε το Όνειρο. Το όνομά του δεν ήταν έτσι, όμως επειδή συνεχώς ονειρευόταν, όλοι το φώναζαν Όνειρο. Δεν ήταν κάτι το σπουδαίο, ήταν σαν

Διαβάστε περισσότερα

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα σαν κι αυτή μια νύχτα σαν κι αυτή θέλω να σου πω πόσο σ

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 «Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» (Πόντος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια

Διαβάστε περισσότερα

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε: Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε: 1. «Είπα στη μυγδαλιά: «Αδερφή, μίλησέ μου για το Θεό». Κι η μυγδαλιά άνθισε» 2. «Μια

Διαβάστε περισσότερα

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Η γυναίκα με τα χέρια από φως ΛIΛH ΛAMΠPEΛΛH Σειρά: Κι αν σου μιλώ με Παραμύθια... Η γυναίκα με τα χέρια από φως Εφτά παραμύθια σχέσης από την προφορική παράδοση Τρεις τρίχες λύκου Ζούσε κάποτε, σ ένα μικρό χωριό, ένας άντρας και μια

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη Κεφάλαιο 5 Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη Έφτασε μια μισάνοιχτη πόρτα, ένα μικρό κενό στο χώρο και το χρόνο, σαν ένα ασήμαντο λάθος της Ιστορίας για να πέσει η Πόλη. Εκείνο

Διαβάστε περισσότερα

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο 4 Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο Σεβάχ. Για να δει τον κόσμο και να ζήσει περιπέτειες.

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, μια γριά γυναίκα. Τ όνομά της ήταν Μαραλά. Κανένας δεν

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 [3] Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αφιερωμένο στον πατέρα μου Αλκιβιάδη Copyright

Διαβάστε περισσότερα

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα) Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα) Μπήκα στο χωριό, νύχτωνε πια, οι πόρτες όλες σφαλιχτές, μες στις αυλές τα σκυλιά μυρίστηκαν

Διαβάστε περισσότερα

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Η πορεία προς την Ανάσταση... Η νύχτα της Ανάστασης Τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου χτυπούν χαρούμενα οι καμπάνες. Οι χριστιανοί φορούν τα γιορτινά τους και πηγαίνουν στην εκκλησία για να γιορτάσουν την Ανάσταση του Χριστού. Στα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια

Διαβάστε περισσότερα

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος» Ο εγωιστής γίγαντας Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης «Αλέξανδρος Δελμούζος» 2010-2011 Κάθε απόγευμα μετά από το σχολείο τα παιδιά πήγαιναν για να παίξουν στον κήπο του γίγαντα.

Διαβάστε περισσότερα

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ Π Ε Ν Τ Ε Ν Ε Α Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ / Κανιάρης Μην πας στο Ντητρόιτ Ουρανός-λάσπη Ζώα κυνηγούν ζώα Η μητέρα του καλλιτέχνη πάνω σε

Διαβάστε περισσότερα

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη υπάρχει ένα σπίτι με άσπρα παράθυρα. Μέσα σε αυτό θα βρούμε ένα χαρούμενο δωμάτιο, γεμάτο γέλια και φωνές, και δυο παιδιά που θέλω να σας γνωρίσω «Τάσι, αυτή η πιτζάμα σού

Διαβάστε περισσότερα

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν άνδρα που τον έλεγαν Ιωσήφ. Οι γονείς της, ο Ιωακείμ και

Διαβάστε περισσότερα

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Εικόνες: Eύα Καραντινού Εικόνες: Eύα Καραντινού H Kοκκινοσκουφίτσα Mια φορά κι έναν καιρό, έμεναν σ ένα χωριουδάκι μια γυναίκα με το κοριτσάκι της, που φορούσε μια κόκκινη σκουφίτσα. Γι αυτό ο κόσμος την φώναζε Κοκκινοσκουφίτσα.

Διαβάστε περισσότερα

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ * Αυτά τα τελευταία μην τα δένουμε και κόμπο όμως. Δυστυχώς... ΥΠΟΘΕΣΗ: ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΒΡΑΒΕΙΑ (ΚΑΙ ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΦΙΛΙΑ)* Εικόνες: Λέλα Στρούτση ΑΘΗΝΑ Τετάρτη, 7.00 το πρωί Το φως ήταν λιγοστό.

Διαβάστε περισσότερα

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius Μάρτιος 2011 Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΡΟ-ΜΑΝΩΛΗ Πολύ παλιά, αιώνες πριν, ο Negru Voda, ο κυβερνήτης της Ρουμανίας, ήθελε να χτίσει ένα μοναστήρι

Διαβάστε περισσότερα

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο Ο Ηλίας ανεβαίνει Ψηλά Ψηλότερα Κάθε Μάρτιο, σε μια Χώρα Κοντινή, γινόταν μια Γιορτή! Η Γιορτή των Χαρταετών. Για πρώτη φορά,

Διαβάστε περισσότερα

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ Μη µου µιλάς γι' αυτά που ξεχνάω Μη µε ρωτάς για καλά κρυµµένα µυστικά Και µε κοιτάς... και σε κοιτώ... Κι είναι η στιγµή που δεν µπορεί να βγεί απ' το µυαλό Φυσάει... Κι είναι

Διαβάστε περισσότερα

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ'' 1 2 Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ'' 3 Τα λουλούδια χωρίς όνομα, τα έχει ο καθένας από μας, αλλά δεν το ξέρουμε. Δεν μας μαθαίνουν τίποτα και ψάχνουμε μόνοι μας άσκοπα να βρούμε κάτι, για να

Διαβάστε περισσότερα

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945) http://hallofpeople.com/gr/bio/saxtouris.php ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945) Ομορφιά Ράντισε την ασκήμια μ ομορφιά πήρε μια κιθάρα πήρε ένα ποτάμι πλάι πλάι Τραγουδώντας

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ» 4 ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ 2015-2016 2 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ» «Πρόσεχε τι πετάς, είναι η

Διαβάστε περισσότερα

ταν ήμουνα μικρή, σαν κι εσάς και πιο μικρή, ο παππούς μου μου έλεγε παραμύθια για νεράιδες και μάγισσες, στοιχειωμένους πύργους, δράκους και ξωτικά. Εγώ φοβόμουν πολύ και τότε εκείνος μου έσφιγγε το χέρι

Διαβάστε περισσότερα

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού Μακρυνίτσα 2013 Ύµνος της οµάδας της Προσευχής Όµορφη ώρα στο προσευχητάρι αηδόνια, τζιτζίκια και

Διαβάστε περισσότερα

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει... Ο γιος του ψαρά κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει... ια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ψαράς που δεν είχε παιδιά. Κάποια μέρα, εκεί που πήγαινε με

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα

Διαβάστε περισσότερα

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν. Αποστόλη Λαμπρινή (brines39@ymail.com) ΔΥΝΑΜΗ ΨΥΧΗΣ Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν. Θα σε χτυπάνε, θα σε πονάνε,

Διαβάστε περισσότερα

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ Πήγα στην αγορά με τα πουλιά Κι αγόρασα πουλιά Για σένα αγάπη μου Πήγα στην αγορά με τα λουλούδια Κι αγόρασα λουλούδια Για σένα αγάπη μου Πήγα στην αγορά με τα σιδερικά

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα

Διαβάστε περισσότερα

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η μουσική..............................................11 ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΓΧΟΡΔΟ Η αρχοντοπούλα κι ο ταξιδευτής........................15 ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΡΟΥΣΤΟ

Διαβάστε περισσότερα

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Πριν πολλά χρόνια, ζούσε σε μια πόλη της Ναζαρέτ μια νέα και καλή γυναίκα που την

Διαβάστε περισσότερα

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου Δύο Σε μια σπουδαία αρχαία πόλη που την έλεγαν Ουρούκ, ζούσε ένας νεαρός βασιλιάς, ο Γκιλγκαμές. Πατέρας του Γκιλγκαμές ήταν ο βασιλιάς Λουγκαλμπάντα και μητέρα του η

Διαβάστε περισσότερα

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love) http://hallofpeople.com/gr.php?user=κοέν%20λέοναρντ ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ Στίχοι τραγουδιών του Από το http://lyricstranslate.com/el/leonard-cohen-lyrics.html (Ain t no cure for love) Σε αγαπούσα για πολύ, πολύ

Διαβάστε περισσότερα

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους. Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους. Κάθεται στο παράθυρο του δωματίου της και σκέφτεται, στεναχωρημένη τους παλιούς της φίλους και συμμαθητές.

Διαβάστε περισσότερα

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Ο Μικρός Πρίγκιπας έφτασε στη γη. Εκεί είδε μπροστά του την αλεπού. - Καλημέρα, - Καλημέρα, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, ενώ έψαχνε να βρει από πού ακουγόταν η

Διαβάστε περισσότερα

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω. 1 Εδώ και λίγες μέρες, ένα από τα πάνω δόντια μου κουνιόταν και εγώ το πείραζα με τη γλώσσα μου και μερικές φορές με πονούσε λίγο, αλλά συνέχιζα να το πειράζω. Κι έπειτα, χτες το μεσημέρι, την ώρα που

Διαβάστε περισσότερα

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας χωριάτης κι ήτανε φτωχός. Είχε ένα γάιδαρο και λίγα τάλαρα. Εσκέφτηκε τότε να βάλει τα τάλαρα στην ουρά του γαϊδάρου και να πάει να τον πουλήσει στο παζάρι στην πόλη. Έτσι

Διαβάστε περισσότερα

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΜΕΡΑ Ευλογημένη τρεις φορές Του Οκτώβρη αυτή η μέρα, Που διώξανε τους Ιταλούς Απ την Ελλάδα πέρα. Ευλογημένος ο λαός που απάντησε το όχι ευλογημένος ο στρατός που με τη ξιφολόγχη, πάνω στην

Διαβάστε περισσότερα

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού Μακρυνίτσα 2009 Ύμνος της ομάδας «Στη σκέπη της Παναγίας» Απ τα νησιά τα ιερά στην Πάτμο φτάνω ταπεινά απ τα νησιά όλης της γης ακτίνες ρίξε

Διαβάστε περισσότερα

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου η αγάπη ξαπλώνει όταν έχεις ευχές να σπαταλήσεις ο αέρας τελειώνει κι οξυγόνο ζητάς να συνεχίσεις όσα πρόλαβες πήρες της ψυχής σου

Διαβάστε περισσότερα

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει «Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη στην ανέμη τυλιγμένη δωσ της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι ν αρχίσει και την καλή μας συντροφιά να την καλησπερίσει Μ ια φορά κι ένα καιρό σ ένα μακρινό βασίλειο ζούσε

Διαβάστε περισσότερα

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301. Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: 1953 Αριθμός δίσκου: Kal-301 http://rebetiko.sealabs.net/display.php?recid=9248 Απόψε μες, απόψε μες στο καπηλειό που τα μπουζού-, που τα μπουζούκια

Διαβάστε περισσότερα

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Τα παραμύθια της τάξης μας! Τα παραμύθια της τάξης μας! ΟΙ λέξεις κλειδιά: Καρδιά, γοργόνα, ομορφιά, πυξίδα, χώρα, πεταλούδα, ανηφόρα, θάλασσα, φάλαινα Μας βοήθησαν να φτιάξουμε αυτά τα παραμύθια! «Χρυσαφένια χώρα» Μια φορά κι έναν

Διαβάστε περισσότερα

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό: Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό: - "Η πρώτη απάντηση είναι 1821, η δεύτερη Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και η τρίτη δεν ξέρουμε ερευνάται

Διαβάστε περισσότερα

Μια μεγάλη γιορτή πλησιάζει

Μια μεγάλη γιορτή πλησιάζει Μια μεγάλη γιορτή πλησιάζει Πλησιάζει το Πάσχα. Η μητέρα άρχισε να καθαρίζει το σπίτι. Πλένει τις κουρτίνες και τα τζάμια. Καθαρίζει τα χαλιά. Συγυρίζει τα ερμάρια και τους πάγκους. Ο πατέρας βοηθά τη

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα

Διαβάστε περισσότερα

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Ελάτε να ζήσουμε τα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Χριστούγεννα (μέσα από ιστορίες και χριστουγεννιάτικα παιχνίδια) 1 Στόχοι: Μέσα από διάφορες

Διαβάστε περισσότερα

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. Γεννήθηκα πολύ μακριά. Δεν γνωρίζω ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους θυμάμαι. Το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό σαν ανάμνηση

Διαβάστε περισσότερα

Οι μουσικοί της Βρέμης. Αφού περπάτησε λίγη ώρα βρήκε στο δρόμο ξαπλωμένο ένα κυνηγόσκυλο να βαριανασαίνει.

Οι μουσικοί της Βρέμης. Αφού περπάτησε λίγη ώρα βρήκε στο δρόμο ξαπλωμένο ένα κυνηγόσκυλο να βαριανασαίνει. Αδερφοί Γκριμ Οι μουσικοί της Βρέμης Иллюстрации: Сперанский Юрий http://www.free-lancers.net/users/yusper/ Ένας μυλωνάς είχε έναν γάιδαρο που για πολλά χρόνια κουβαλούσε σακιά στον μύλο. Οι δυνάμεις του

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού έπαιζε με την μπάλα του. Μετά από ένα δυνατό χτύπημα η μπάλα

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ. ΣΤΡΑΓΓιΣΜΑ ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ. ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ, ΠΟΥ ΕΣΥ Κι Η ΑΔΕΛΦΗ ΣΟΥ ΛΕιΠΑΤΕ, ΤΗΣ ΤΑ 'ΠΑ ΟΛΑ. ΜΕ ΑΚΟΥΓΕ ΣΟΒΑΡΗ.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ Copyright Συνοδινού Ράνια Follow me on Twitter: @RaniaSin Smashwords Edition ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή

Διαβάστε περισσότερα

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά 1 Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά με τη μουσούδα μου στο πρόσωπό της, τόσο όσο χρειαζόταν

Διαβάστε περισσότερα

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας Ένα μωρό που το πέταξαν, γιατί κάποιος χρησμός έλεγε ότι μεγαλώνοντας θα σκοτώσει τον πατέρα του, έγινε μετά από χρόνια ο βασιλιάς της Θήβας, Οιδίποδας. Χωρίς να φταίει, έφερε καταστροφή, και το χειρότερο,

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37 Περιεχόμενα Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό............. 11 Αν έχεις τύχη..................................... 21 Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς............... 37 7199_alogaki_pasxalitsa_arkouda:7199_alogaki_pasxalitsa_arkouda

Διαβάστε περισσότερα

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους. ΕΙΝΑΙ ΑΤΥΧΙΑ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙΣ ΜΕ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Νούρου Εγώ Κουάμι ο αδερφός μου Ράζακ ένας φίλος που συναντήσαμε στον δρόμο Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για

Διαβάστε περισσότερα

«Η νίκη... πλησιάζει»

«Η νίκη... πλησιάζει» «Η νίκη... πλησιάζει» έµµετρο θεατρικό για της 25 η Μαρτίου εµπνευσµένο απ το παραµύθι της Ευγενίας Φακίνου «Τα Ελληνάκια» www.mkitra.com 1 Πράξη Πρώτη Σκηνή 1η Βγαίνουν δύο αφηγήτριες. Μια φορά κι έναν

Διαβάστε περισσότερα

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων Το τελευταίο όνειρο της γέρικης βελανιδιάς Κάπου σε κάποιο δάσος, εκεί στον λόφο που βρίσκονταν κοντά σε μια πλατιά

Διαβάστε περισσότερα

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt - Ι - Αυτός είναι ένας ανάπηρος πριν όμως ήταν άνθρωπος. Κάθε παιδί, σαν ένας άνθρωπος. έρχεται, καθώς κάθε παιδί γεννιέται. Πήρε φροντίδα απ τη μητέρα του, ανάμεσα σε ήχους

Διαβάστε περισσότερα

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια Το παράξενο ταξίδι της Συννεφένιας «Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια ζούσαν σε ένα παλάτι. Ο Φωτιάς δεν τις άφηνε να βγουν έξω ποτέ. Στερέωνε την πόρτα με ένα βαρύ ξύλο. Μια μέρα

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ Θεατρικό από τον Πάνο Σακέλη ΠΑΝΟΣ ΣΑΚΕΛΗΣ / ΤΟ ΓΙΟΡΝΤΑΝΙ ΜΕ ΤΣΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ / 1 ΤΟ ΓΙΟΡΝΤΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΑ Πρόσωπα: ΜΕΣΗΛΙΚΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑ ΓΕΡΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #15 «Η τύχη του άτυχου παλικαριού» (Κοζάνη - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #15 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε

Διαβάστε περισσότερα

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ (Ιω. 9, 1-38)

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ (Ιω. 9, 1-38) Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ (Ιω. 9, 1-38) ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (Διασκευή ομιλίας στον Γυμνότοπο την 1/6/2003) 1. Το δράμα του σκοταδιού Σήμερα το Ευαγγέλιο μας μίλησε για έναν «τυφλό εκ

Διαβάστε περισσότερα

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ Λεμεσός 1995-1998 2 ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΠΡΩΤΗ 3 4 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Ένα τρελό αστέρι Εκείνη τη νύχτα του Μάη ο ουρανός ήταν ολοκάθαρος. Μια απαλή ομίχλη θόλωνε το φως των

Διαβάστε περισσότερα

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47 Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Η κλέφτρα των ονείρων....................... 11 Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη............ 23 Το ελιξίριο της ευτυχίας........................ 47 H κλέφτρα των ονείρων Ήτανε τα παλιά

Διαβάστε περισσότερα

ο ροταϊός και ο βασιλιάς της Κάρμεν Ρουγγέρη εικονογράφηση Λαυρέντης Χωραΐτης

ο ροταϊός και ο βασιλιάς της Κάρμεν Ρουγγέρη εικονογράφηση Λαυρέντης Χωραΐτης ο ροταϊός και ο βασιλιάς της Κάρμεν Ρουγγέρη εικονογράφηση Λαυρέντης Χωραΐτης Υπάρχει από τα πολύ παλιά χρόνια πάνω στη Γη, ένα βασίλειο που δεν είναι σημειωμένο σε κανένα χάρτη. Οι κάτοικοί του δεν είναι

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά Στη γιαγιά Φωτούλα, που δεν πρόλαβε να το διαβάσει, γιατί έφυγε ξαφνικά για τη γειτονιά των αγγέλων. Και στον παππού Γιώργο, που την υποδέχτηκε εκεί ψηλά,

Διαβάστε περισσότερα

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΦΕΥΡΕΤΕΣ - ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Αϊνστάιν Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης Περιεχόµενα Κεφάλαιο 1:...3 Κεφάλαιο

Διαβάστε περισσότερα

Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η κάθε του Θεού αυγή είναι γι αυτόν και μια καινούργια έκπληξη είναι τα δάκρυα της γης που κάνουνε τα γέλια της ν ανθούνε, Ποια γλώσσα είναι η δική σου θάλασσα; Η γλώσσα της

Διαβάστε περισσότερα

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ Συγγραφέας: Μαρία Παπαδοπούλου Στην πλαγιά ενός βουνού, μπροστά από μια μεγάλη φουντωτή βελανιδιά, ζούσε ένα μικρό λουλούδι. Ηλιάνθη ήταν το όνομά της και της ταίριαζε πολύ γιατί τα πέταλά

Διαβάστε περισσότερα

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα. 1. Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα. Καιρό είχες να ρθεις, Κλουζ, μου είπε ο κύριος Κολχάαζε, ανοιγοκλείνοντας το ψαλίδι του επικίνδυνα κοντά στο αριστερό μου αυτί. Εγώ τα αγαπώ τ αυτιά μου. Γι αυτό

Διαβάστε περισσότερα

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα» Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1 «Εμείς, τα παιδιά της Ε1 τάξης, κάναμε μερικά έργα με θέμα τους πρόσφυγες, για να εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας σ αυτούς τους κυνηγημένους ανθρώπους. Τους κυνηγάει ο πόλεμος

Διαβάστε περισσότερα

Πόλη των Χαμένων Ψυχών

Πόλη των Χαμένων Ψυχών ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ Βιβλίο Πέμπτο Πόλη των Χαμένων Ψυχών CASSANDRA CLARE προλογος Ο Σάιμον στεκόταν και κοιτούσε μουδιασμένος την εξώπορτα του σπιτιού του. Δεν είχε φύγει ποτέ απ αυτό το σπίτι. Εδώ τον είχαν

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις µικρές γοργόνες και ήταν πολύ ευτυχισµένος. Όµως, ήταν

Διαβάστε περισσότερα

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ» «Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ» ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1 ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ τι πιστεύω για την εξαφάνιση, αλλά δώσε μου λίγο χρόνο. Όχι,

Διαβάστε περισσότερα

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό ψαροχώρι, ένας ψαράς πήγαινε κάθε βράδυ στη θάλασσα και έριχνε τα δίχτυα του στο νερό. Όταν ο άνεμος φυσούσε από τη στεριά,

Διαβάστε περισσότερα

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή Αγγελική Δαρλάση Το παλιόπαιδο Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή σε όλους αυτούς που οραματίστηκαν έναν καλύτερο κόσμο και προσπαθούν για να γίνει, έστω και λίγο, καλύτερος 6 «Φτώχεια δεν είναι μόνο η έλλειψη

Διαβάστε περισσότερα

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα 1 Έρωτας στην Κασπία θάλασσα 3 Mona Perises ISBN: Email: monaperises@yahoo.com 4 Mona Perises Έρωτας στην Κασπία θάλασσα Μυθιστόρημα - Μέρος δεύτερο Mona Perises Ελλάδα Ιράν/Περσία Ελλάδα 5 Τι είναι η

Διαβάστε περισσότερα

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει Η Γέννηση του Ιησού Χριστού Συγγραφέας: Edward Hughes Εικονογράφηση:M. Maillot Διασκευή:E. Frischbutter; Sarah S. Μετάφραση: Evangelia Zyngiri Παραγωγός: Bible for Children

Διαβάστε περισσότερα

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ Ευτυχής που ποθεί και που νοιάζεται Την πατρική γη να φυλάξει, Το γενέθλιο αγέρι, Στο χώμα του να ανασαίνει Που με γάλα ή ξερό ψωμί τρέφεται Και στους φίλους του πάει στολισμένος

Διαβάστε περισσότερα

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7] A Πρώτες μου απορίες ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. Ο Λουκάς έγραφε σιωπηλά, τα φρύδια του σουφρωμένα, θυμωμένος ακόμα, ενώ ο Βρασίδας, με τα χέρια στις τσέπες, πήγαινε κι έρχουνταν, κάθουνταν και σηκώνουνταν,

Διαβάστε περισσότερα

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή Τζήκου Βασιλική Το δίλημμα της Λένιας 1 Παραμύθι πού έχω κάνει στο πρόγραμμα Αγωγής Υγείας που είχε τίτλο: «Γνωρίζω το σώμα μου, το αγαπώ και το φροντίζω» με την βοήθεια

Διαβάστε περισσότερα

Σ.Δ.Ε. ΦΥΛ. ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ. Μια φορά κι έναν καιρό, χωρίς το πιο πολύτιμο αγαθό: το νερό Π.Μ.

Σ.Δ.Ε. ΦΥΛ. ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ. Μια φορά κι έναν καιρό, χωρίς το πιο πολύτιμο αγαθό: το νερό Π.Μ. Σ.Δ.Ε. ΦΥΛ. ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ Μια φορά κι έναν καιρό, χωρίς το πιο πολύτιμο αγαθό: το νερό Π.Μ. Μια φορά κι έναν καιρό, χωρίς το πιο πολύτιμο αγαθό: το νερό. Πριν από πάρα πολλά χρόνια, ένα πρωινό, ξύπνησε ο

Διαβάστε περισσότερα

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142.

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142. Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: 1939 Αριθμός δίσκου: DT-142 http://rebetiko.sealabs.net/display.php?recid=5465 Θα πάρω, θα πάρω πένα και χαρτί, να γράφω, να γράφω ένα χρόνο,

Διαβάστε περισσότερα

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης. Εκμυστηρεύσεις Πετρίδης Σωτήρης Email: sotospetridis@yahoo.gr 1 1.ΕΚΚΛΗΣΙΑ/ΕΣΩΤ-ΝΥΧΤΑ Η εκκλησία είναι κλειστή και ο µόνος φωτισµός που υπάρχει είναι από τα κεριά. Στα στασίδια δεν υπάρχει κόσµος. Ένας

Διαβάστε περισσότερα

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι. ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΙΑΣ ΠΑΡΕΑΣ ΠΑΙΔΙΩΝ Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι. Αμέσως χάρηκαν πολύ, αλλά κι απογοητεύτηκαν ταυτόχρονα όταν έμαθαν ότι θα ήταν ένα

Διαβάστε περισσότερα

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn nmσγqwφertyuioσδφpγρa ηsόρ ωυdf ghjργklαzxcvbnβφδγωmζq wert

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn nmσγqwφertyuioσδφpγρa ηsόρ ωυdf ghjργklαzxcvbnβφδγωmζq wert qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω Η μάνα και τα τέσσερα παιδιά της ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn Θεατρική διασκευή mqw e rtyuiopasdfghjklzxcvbnφ γιmλι qπςπ ζ αwωeτrtνyuτioρνμpκaλs dfghςj klzxc vλοπbnαmqwertyuiopasdf

Διαβάστε περισσότερα

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης www.24grammata.com σελ. 1 Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Φαρφουλάς, Τεύχος 15 (Αθήνα 2012) στα πλαίσια του αφιερώματος για την Αφή. Δημοσιεύεται κατόπιν αδείας του

Διαβάστε περισσότερα

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Β Περίοδος

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Β Περίοδος Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Β Περίοδος Μακρυνίτσα 2012 Ύµνος της οµάδας «Αγία Παρασκευή» Θα θελα να µαι εκεί την Άγια αυτή

Διαβάστε περισσότερα

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης Το ημερολόγιο της Πηνελόπης Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης Το ημερολόγιο: «ημέρα της αποχώρησης Αγαπημένο μου

Διαβάστε περισσότερα

Ο Μολύβιος, και το Τέρας. (Διασκευή παραμυθιού ) ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 4

Ο Μολύβιος, και το Τέρας. (Διασκευή παραμυθιού ) ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 4 Ο Μολύβιος, και το Τέρας (Διασκευή παραμυθιού ) ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 4 Erasmus Plus/KA2 2014-2016 Σημειώσεις Εκπαιδευτικού Γιαννάκη Μαρία Δασκάλα Τάξεις στις οποίες απευθύνεται. Α & Β. Λόγω του ότι η κατανόηση

Διαβάστε περισσότερα

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης Το ημερολόγιο της Πηνελόπης Κωνσταντίνα Τσαφαρά Αγαπημένο μου ημερολόγιο, Πάνε δέκα χρόνια που λείπει ο σύζυγός μου, ο Οδυσσέας. Τον γιο του τον άφησε μωρό και τώρα έχει γίνει πια ολόκληρος άντρας και

Διαβάστε περισσότερα

Σειρά: ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Τίτλος: ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΒΕ. Copyright Γιάννης Ζουγανέλης, Χρήστος Προμοίρας Copyright 2015:

Σειρά: ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Τίτλος: ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΒΕ. Copyright Γιάννης Ζουγανέλης, Χρήστος Προμοίρας Copyright 2015: AisopouMythoi 23x28cm_sto3.indd 2 5/10/2015 11:53:23 πμ AisopouMythoi 23x28cm_sto3.indd 3 5/10/2015 11:53:27 πμ Σειρά: ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Τίτλος: ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ Copyright Γιάννης Ζουγανέλης, Χρήστος Προμοίρας

Διαβάστε περισσότερα

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ 1 Πάλης ξεκίνηµα Πάλης ξεκίνηµα νέοι αγώνες οδηγοί της ελπίδας Όχι άλλα δάκρυα κλείσαν οι τάφοι λευτεριάς λίπασµα Λουλούδι φωτιάς βγαίνει στους τάφους µήνυµα στέλνουν Απάντηση

Διαβάστε περισσότερα

Η ιστορία του δάσους

Η ιστορία του δάσους 7 ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου, Τμήμα Γ 1 Η ιστορία του δάσους Ήτανε μια φορά ένας γέρος και μια γριά που ζούσανε ειρηνικά και ευτυχισμένα μέσα σ ένα καταπράσινο δάσος με θεόρατα δέντρα.. Μέσα σ αυτό ζούσανε

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά κι έναν καιρό, όχι πολλά χρόνια πριν, μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, είχε τόση ζέστη, καύσωνα, που μέχρι και ο ήλιος αναγκάστηκε να φορέσει

Μια φορά κι έναν καιρό, όχι πολλά χρόνια πριν, μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, είχε τόση ζέστη, καύσωνα, που μέχρι και ο ήλιος αναγκάστηκε να φορέσει Κατευθυνόμενη συμμετοχική δουλειά όλης της τάξης 2ο Δημοτικό Σχολείο Συκεών Θεσσαλονίκης Τάξη Γ1 2005-2006 Μια φορά κι έναν καιρό, όχι πολλά χρόνια πριν, μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, είχε τόση ζέστη, καύσωνα,

Διαβάστε περισσότερα

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος 14 Φτάνοντας λοιπόν ο Νικήτας σε μια από τις γειτονικές χώρες, εντυπωσιάστηκε από τον πλούτο και την ομορφιά της. Πολλά ποτάμια τη διέσχιζαν και πυκνά δάση κάλυπταν τα βουνά της, ενώ τα χωράφια ήταν εύφορα

Διαβάστε περισσότερα