ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ Τοµέας Οπωροκηπευτικών και Αµπέλου

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ Τοµέας Οπωροκηπευτικών και Αµπέλου"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ Τοµέας Οπωροκηπευτικών και Αµπέλου ΟΛΓΑΣ-ΜΑΡΙΑΣ Χ. ΜΠΑΚΙΡΤΖΗ, Πτυχιούχου Γεωπόνου, Αρχιτέκτονος Τοπίου MLA Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΣΕ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΕΣ ΧΩΡΟΥΣ ΜΝΗΜΕΙΩΝ Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2007

2 ΟΛΓΑΣ-ΜΑΡΙΑΣ Χ. ΜΠΑΚΙΡΤΖΗ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΣΕ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΕΣ ΧΩΡΟΥΣ ΜΝΗΜΕΙΩΝ Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ Υποβλήθηκε στη Σχολή Γεωπονίας, Τοµέας Οπωροκηπευτικών και Αµπέλου Ηµεροµηνία Προφορικής εξέτασης: 22 Ιουνίου, Εξεταστική Επιτροπή Ι. Τσαλικίδης, Καθηγητής Γεωπονικής Σχολής, Α.Π.Θ. Χ. Γεωργακοπούλου- Βογιατζή, Καθηγήτρια Γεωπονικής Σχολής, Α.Π.Θ. Κ. Καλµπουρτζή, Καθηγήτρια Γεωπονικής Σχολής, Α.Π.Θ. Α. Οικονόµου, Καθηγητής Γεωπονικής Σχολής, Α.Π.Θ. Ι. Ισπικούδης, Αναπληρωτής καθηγητής Σχολής ασολογίας και Φυσικού περιβάλλοντος, Α.Π.Θ. Σ. ρούγου, Καθηγήτρια Τµήµατος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής, Α.Π.Θ. Ε. Σκουτέρη- ιδασκάλου, Λέκτωρ Τµήµατος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής, Α.Π.Θ. 2

3 3

4 Όλγα- Μαρία Χ. Μπακιρτζή Α.Π.Θ. Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΣΕ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΕΣ ΧΩΡΟΥΣ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ISBN «Η έγκριση της παρούσης ιδακτορικής ιατριβής από τη Σχολή Γεωπονίας του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωµών του συγγραφέως» (Ν. 5343/ 1932, άρθρο 202, παρ. 2). 4

5 Ευχαριστίες Ευχαριστίες πρώτα- πρώτα οφείλω στον επιβλέποντα καθηγητή κ. Γιάννη Τσαλικίδη που ενθάρρυνε και υποστήριξε το ενδιαφέρον µου για τον ρόλο που η Αρχιτεκτονική Τοπίου µπορεί να παίξει στη διαµόρφωση των αρχαιολογικών χώρων. Οι γόνιµες υποδείξεις, η γενική καθοδήγηση και οι παρατηρήσεις του σε θέµατα παρεµβάσεων σε ιστορικούς χώρους συνέβαλαν στην ανάπτυξη των ενδιαφερόντων µου και οδήγησαν στην παρούσα µελέτη και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ολοκλήρωσή της. Ευχαριστίες πολλές οφείλω στην καθηγήτρια κ. Χρυσοθέµιδα Γεωργακοπούλου- Βογιατζή για το συνεχές προσωπικό ενδιαφέρον της από τα φοιτητικά µου χρόνια έως σήµερα, την έµπρακτη βοήθειά της στην επίλυση επιµέρους προβληµάτων και την καθοδήγησή της κατά την εξέλιξη της διατριβής και της σχετικής µε αυτήν έρευνας. Ευχαριστώ τον οµότιµο καθηγητή της Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ κ. Νίκο Νικονάνο, µέλος της Συµβουλευτικής Επιτροπής, για την υποστήριξή του και τις εποικοδοµητικές παρατηρήσεις του ιδιαίτερα σε αρχαιολογικά θέµατα χάριν της µακράς θητείας του στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον καθηγητή κ. ηµήτρη Βογιατζή για την συµπαράστασή του και τις χρήσιµες συµβουλές του στη πορεία εκπόνησης της µελέτης µου. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τα µέλη της επταµελούς εξεταστικής επιτροπής, καθηγητές της Γεωπονικής Σχολής κα Κυριακή Καλµπουρτζή και κο Αθανάσιο Οικονόµου, τον καθηγητή της Σχολής ασολογίας και Φυσικού περιβάλλοντος κο Ιωάννη Ισπικούδη και τις καθηγήτριες του Τµήµατος Ιστορίας και Αρχαιολογίας κα Στέλλα ρούγου και κα Ελεωνόρα Σκουτέρη- ιδασκάλου, για τις εποικοδοµητικές παρατηρήσεις τους κατά τη διάρκεια και µετά την υποστήριξη της διατριβής µου. Ευχαριστώ επίσης το Τµήµα Αρχαιοτήτων Κύπρου, την Επιτροπή Μαραθώνα του Τ ΠΕΑΕ, την Ζ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και την Γ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων διότι µου ανέθεσαν τη διαχείριση της βλάστησης σε αρχαιολογικούς χώρους της αρµοδιότητάς τους. Οφείλω να αναφέρω την πολύτιµη συµπαράσταση του συζύγου µου Βαγγέλη, της οικογένειάς µου καθώς και των φίλων Εύης Παπαλιούρα, Άννας Νικολαίδου, Ελπίδας και Όθωνα Τεκνετζή, Χριστίνας Παυλίδου, Φίλιππου Παπαπέτρου, Amelia Brown και του καθηγητή Robert Ousterhout στον οποίο οφείλω την παραµονή µου το 2004 στο University of Illinois at Urbana- Champaign/ Landscape Architecture Department για 5

6 ένα ακαδηµαϊκό τρίµηνο, όπου και επεξεργάστηκα θέµατα της διατριβής µου. Χωρίς την βοήθεια τους δεν θα ήταν ποτέ δυνατή η ολοκλήρωση της εργασίας µου. 6

7 Περιεχόµενα ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Η διαχρονική σχέση βλάστησης και αρχαιολογικών καταλοίπων Από τους περιηγητές της Ανατολής µέχρι σήµερα Οι αρχαιολογικοί χώροι στη σύγχρονη Ελλάδα και η βλάστηση Εσωστρεφείς χώροι αφηµένοι σε ροµαντική εγκατάλειψη Εσωστρεφείς χώροι µε συνέχεια χρήσης και διατήρηση της αυθεντικότητάς τους Εξωστρεφείς χώροι µε συντηρητικές παρεµβάσεις Εξωστρεφείς χώροι µε τολµηρές παρεµβάσεις. 1.3 Η χρήση της βλάστησης σε αρχαιολογικούς χώρους. Ιστορική αναδροµή στα νεότερα χρόνια ος - 18 ος αιώνας ος αιώνας - Α Παγκόσµιος Πόλεµος Μεσοπόλεµος Μετά τον Β Παγκόσµιο Πόλεµο Εικόνες 1 ου κεφαλαίου. 44 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Οι πολλαπλοί ρόλοι και παράµετροι της βλάστησης εντός αρχαιολογικών και περιβαλλόντων µνηµείων χώρων Αισθητικές παράµετροι «Απόλαυση των ερειπίων» Η αισθητική αντίληψη ενός χώρου πρασίνου Τα φυτά ως παράγοντας αισθητικής παρέµβασης Λειτουργικές παράµετροι Λειτουργίες των φυτών στον χώρο Ο λειτουργικός ρόλος της βλάστησης στους αρχαιολογικούς χώρους Αρχαιολογικές και ιστορικές παράµετροι Αρχαιολογική έρευνα και (πολιτισµικό) τοπίο Η βλάστηση ως µέσο για την αρχαιολογική έρευνα

8 Η βλάστηση ως εργαλείο αρχαιολογικής ερµηνείας Οικολογικές παράµετροι Οι αρχαιολογικοί χώροι ως περιοχές αυξηµένης βιοποικιλότητας Οι αρχαιολογικοί χώροι ως οικότοποι Κοινωνικές και εκπαιδευτικές παράµετροι Οικονοµικές παράµετροι Παράµετροι προστασίας των αρχαιολογικών καταλοίπων Στερέωση εδαφών Προστασία των αρχαιολογικών καταλοίπων Παράµετροι υποβάθµισης των αρχαιολογικών καταλοίπων. 167 Εικόνες 2 ου κεφαλαίου. 174 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μεθοδολογία διαχείρισης της βλάστησης εντός αρχαιολογικών χώρων και πλησίον µνηµείων Γενικές αρχές Καθορισµός µεθοδολογίας διαχείρισης της βλάστησης Στάδιο Ι: Προκαταρκτική έρευνα Στάδιο ΙΙ: Καταγραφή υπάρχουσας βλάστησης Στάδιο ΙΙΙ: Αξιολόγηση υπάρχουσας βλάστησης Στάδιο ΙV: Πιθανές επεµβάσεις Στάδιο VΙ: Μακροπρόθεσµος προγραµµατισµός διαχείρισης της βλάστησης Μέθοδοι ελέγχου ανάπτυξης της βλάστησης. 242 Συµπεράσµατα. 263 Εικόνες 3 ου κεφαλαίου. 265 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Εφαρµογές Αρχαιολογικός χώρος Αγίου Γεωργίου Πέγειας, Κύπρος Αρχαιολογικός χώρος Τύµβου Μαραθωνοµάχων στον Μαραθώνα Περιβάλλων χώρος Παλαιού Μουσείου Αρχαίας Ολυµπίας Αρχαιολογικός χώρος Κεραµικού Αθηνών. 291 Εικόνες 4 ου κεφαλαίου

9 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 1 Ορισµοί Νοµοθεσία. 327 Περίληψη 342 Abstract 345 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 347 Προέλευση εικόνων 376 9

10 Εισαγωγικό σηµείωµα Μετά από δεκαετίες εντατικής ανασκαφικής έρευνας, οι προσπάθειες να ανοίξουν οι αρχαιολογικοί χώροι στο κοινό είναι πολλές και ο σχετικός προβληµατισµός έκδηλος τα τελευταία χρόνια. Όταν περατωθούν τα κρίσιµα και απαραίτητα στερεωτικά και αναστηλωτικά έργα µπαίνουν σε εφαρµογή τα έργα ευρύτερης διαµόρφωσης του χώρου. Εδώ τίθεται το ερώτηµα µέχρι πιο σηµείο πρέπει να προχωρήσει ο «εξωραϊσµός» ενός αρχαιολογικού χώρού. Παρά τις πολλές και διαφορετικές θεωρίες και αντιµετωπίσεις του θέµατος αυτού παγκοσµίως, στην Ελλάδα οι αρχαιολογικοί χώροι τείνουν κατά κανόνα να παραµένουν καθαρά αρχαιολογικοί, χωρίς πολλές παρεµβάσεις και νέες κατασκευές εις τρόπον ώστε να διατηρούν την αυθεντικότητά τους. Η διατήρηση της αυθεντικότητας επιβάλλεται και από τις διατάξεις του νέου αρχαιολογικού νόµου 3028/02 «Για την προστασία των αρχαιοτήτων και της εν γένει πολιτιστικής κληρονοµιάς». Το γεγονός αυτό αν και τους προφυλάσσει από την εξέλιξη τους σε αρχαιοπρεπή «σκηνικά», τους εµποδίζει να ενταχθούν στο σύγχρονο τοπίο, την πραγµατικότητα αλλά και στον σύγχρονο τρόπο ζωής. Σε περιορισµένο αριθµό περιπτώσεων ως µέρος του εξωραϊσµού αυτού έχει επιχειρηθεί µε πολλές δυσκολίες αλλά και θετικά αποτελέσµατα η διατήρηση ή και εγκατάσταση πρασίνου. Τα φυτά µέσα στους αρχαιολογικούς χώρους ανέκαθεν αντιµετωπίζονταν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία µε σκεπτικισµό και όλη η προσπάθεια επικεντρωνόταν στην εξολόθρευσή τους. Τα προβλήµατα που δηµιουργούσαν, ιδιαίτερα µε το ριζικό τους σύστηµα, είναι οµολογουµένως πολλά. Είναι γεγονός ότι το όποιο πράσινο διατηρήθηκε σε ορισµένους αρχαιολογικούς χώρους οφείλεται κατά κανόνα στη δυσκολία εξόντωσής του. Η αξία ωστόσο της βλάστησης µέσα στους αρχαιολογικούς χώρους δεν αναγνωρίστηκε παρά µόνο προσφάτως. Η αυτοφυής βλάστηση διατηρεί τον χαρακτήρα του τόπου (genius loci), προσφέρει καταφύγιο στη τοπική πανίδα και κάνει τον χώρο φιλικό και προσβάσιµο ιδιαίτερα κατά τους ζεστούς καλοκαιρινούς µήνες. Μέτρα ελέγχου µπορούν να αναδείξουν την καλλωπιστική της αξία µε θαυµαστά αποτελέσµατα µετατρέποντας ξερούς ερειπιώνες σε κοιτίδες δροσιάς και πρασίνου. Πέρα όµως από την αυτοφυή βλάστηση, συµβατά φυτικά είδη, εάν εγκατασταθούν µε κατάλληλους χειρισµούς, µπορούν να συνυπάρξουν αρµονικά µε τα µνηµεία δίδοντας µία άλλη διάσταση, αξία και επιπλέον λόγο ύπαρξης στους ανασκαφικούς χώρους. 10

11 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Η ΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΤΑΛΟΙΠΩΝ 11

12 Κεφάλαιο 1 Η ιαχρονική Σχέση Βλάστησης και Αρχαιολογικών Καταλοίπων Τόσο γαλάζιος που ναι ο ουρανός σου, τόσο άγριοι οι βράχοι σου, τ άλση σου µελιχρά και οι κάµποι σου ολοπράσινοι, καρπίζει η ελιά καθώς στης Αθηνάς τα χρόνια κι ο Υµηττός τον θησαυρό του τον µελένιο πάντα σου χαρίζει. Το µυρωµένο πυργοστάσι του και τώρα χτίζει το λεύτερο µελίσσι, έτσι ως πεταρίζει πάνω απ το βουνό σου. Σαν και τότε ο Απόλλωνας χρυσώνει τ ατελείωτα καλοκαίρια κι ακόµα στραφταλίζουν κάτω απ τις αχτίδες του τα πεντελίσια µάρµαρα. Η Τέχνη, η Ελευθερία, η όξα σβήσανε, µα η Φύση είναι πάντα ωραία. Λόρδος Βύρων, Childe Harold s Pilgrimage (1812), στροφή LXXXVII Από τους περιηγητές της Ανατολής µέχρι σήµερα Με την ανακάλυψη της αρχαίας Ελλάδας από τους Ευρωπαίους αρχαιόφιλους περιηγητές τον 17 ο αιώνα τα ερείπια των αρχαίων µνηµείων του ελλαδικού χώρου 1 Yet are thy skies as blue, thy crags as wild; Sweet are thy groves, and verdant are thy fields, Then olive ripe as when Minerva smiled, And still his honeyed wealth Hymettus yields; There the blithe bee his fragrant fortress builds, The freeborn wanderer of thy mountain-air; Apollo still thy long, long summer gilds, Still in his beam Pendeli's marbles glare; Art, glory, Freedom fail, but Nature still is fair. 12

13 γίνονται αντικείµενα µελέτης, θαυµασµού και σε µερικές περιπτώσεις λατρείας 2. Τα αρχαία µνηµεία δεν είναι όµως το µοναδικό αντικείµενο του ταξιδιού τους. Τους ενδιαφέρει εξίσου η βλάστηση και αναζητούν τα φυτά που αναφέρει ο Θεόφραστος και άλλοι συγγραφείς και τα παραδείσια µέρη που γνωρίζουν από αρχαία κείµενα 3. Αν και αρχικά η φύση αναφέρεται ήδη ως χαρακτηριστικό της τοπογραφίας οι περιηγητές του 17 ου αιώνα µνηµονεύουν τη χλωρίδα που περιβάλλει τα αρχαία και επισηµαίνουν την αισθητική και την πνευµατική απόλαυση που ο συσχετισµός αυτός προσφέρει 4. Την ίδια εποχή καλλιτέχνες, όπως οι Claude Lorrain (περ ), Nicolas Poussin ( ) και Salvator Rosa ( ) 5 εµπνεύσθηκαν από τη µελαγχολική εγκατάλειψη των αρχαιολογικών χώρων και των µνηµείων, ενώ το περίφηµο Grand Tour του 18oυ αιώνα, που αποτελούσε απαραίτητη επισφράγιση της εκπαίδευσης κάθε ευυπόληπτου Ευρωπαίου, περιελάµβανε την απαραίτητη επίσκεψη των χαµένων στη βλάστηση αρχαίων καταλοίπων 6 (Εικ. 3). Θεωρώντας ότι κάθε ερειπιώνας είναι δηµιούργηµα τέχνης αλλά και δηµιούργηµα της φύσης οι καλλιτέχνες της εποχής εκείνης γοητεύτηκαν από το δραµατικό τοπίο των ιστορικών τόπων και αποτύπωσαν κατάφυτους ερειπιώνες σε έργα µικρής ή µεγάλης καλλιτεχνικής αξίας έργα ζωγραφικής, γλυπτά, µικροαντικείµενα, σκηνικά, υφάσµατα. Στις περιπτώσεις αυτές η απεικόνιση των αρχαίων ερειπίων λειτουργεί ως τεκµήριο του παρελθόντος, ως στοιχείο αναβίωσης της αυθεντικότητας και της πραγµατικής του κλίµακας του χώρου, ενώ η παρουσία της φύσης πέρα από «ντεκόρ» έχει συµβολική σηµασία. Η βλάστηση ξεπροβάλλει και περιβάλλει σε σιωπή 2 Το βιβλίο της Rose Macaulay Pleasure of ruins, (1953) είναι αφιερωµένο στη «λατρεία» των ερειπίων. 3 Κόκκου 1989, σελ Η συλλογή κειµένων από τον Κ. Σιµόπουλο (1973, 1975, 1984) είναι ιδιαίτερα χρήσιµη. Ο Ιταλός στρατιωτικός Giοvanni Maria degli Angiolello, ως αιχµάλωτος των Οθωµανών, πέρασε από τη Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα το Μαζί µε την τοπογραφία περιοχών περιγράφει και τη φύση. (Ταµπάκη 1998, Παράρτηµα, σελ. 6). 5 Περισσότερα στο βιβλίο του Malcolm Andrews, Landscape and Western Art, (1999). 6 Το «Mεγάλο Ταξίδι» ή Grand Tour αποτέλεσε µόδα στους αριστοκρατικούς κύκλους της βόρειας Ευρώπης τον 18 ο αιώνα. Θα µπορούσε να ταυτιστεί µε τον σύγχρονο πολιτισµικό τουρισµό. Περιελάµβανε ταξίδι προσκύνηµα σε παραµεσόγειες χώρες, στους τόπους άνθησης του ελληνορωµαϊκού πολιτισµού. Σκοπός του η επίσκεψη υπό µορφή ανακάλυψης αρχαιολογικών χώρων, µνηµείων, ιστορικών τόπων αλλά και παρθένων τοποθεσιών σπάνιου φυσικού κάλλους. Το Grand Tour σήµανε την έναρξη του µαζικού τουρισµού στη χώρα µας µε καθοριστικά θετικά και αρνητικά συνεπακόλουθα, µεγάλα οικονοµικά οφέλη και ταχεία υποβάθµιση του πολιτισµικού τοπίου. 13

14 αρχαία ερείπια και µε την πρόφαση απεικόνισης κάποιας ιστορικής ή µυθολογικής σκηνής έρχεται σε αντίθεση και προβάλλει τους ζωντανούς ανθρώπους και τις δραµατικές κινήσεις τους. Αυτή η συναισθηµατική διάθεση και ευαισθησία θα ορίσει αργότερα το κίνηµα του Ροµαντισµού 7. εν είναι τυχαίο ότι πολύτιµα στοιχεία για την κατάσταση των µνηµείων δίνονται σε συνδυασµό µε στοιχεία για τη βλάστηση της Ελλάδος από φυσιοδίφες, οι οποίοι επισκέφτηκαν την Ελλάδα σε αναζήτηση αγνώστων φυτικών ειδών. Ο Βρετανός George Wheler ( ), φυσιοδίφης βοτανολόγος, συλλέκτης φυτών συνταξίδευσε µε τον Γάλλο γιατρό Jacque Spon ( ), έναν από τους σηµαντικότερους περιηγητές του 17 ου αιώνα, σε περιήγηση καταγραφής πολλών µνηµείων και ιστορικών τόπων της Ελλάδας. Οι λεπτοµερείς περιγραφές µνηµείων από τον Spon καταγράφονται στο βιβλίο του Voyage d Italie, de Delmatie, de Grèce, et du Levant fait aux années 1675 et 1676, (1678) 8. Ο Spon επιχειρεί την καταγραφή των µνηµείων, αποµονώνοντας τα από το περιβάλλον που τα συναντά, µε στόχο την απόδοση της αρχικής τους µορφής. Αντίθετα την ίδια εποχή οι περιηγητές απεικονίζουν τα µνηµεία µέσα στο ευρύτερο τοπίο της εποχής χωρίς καµία απόπειρα εξωραϊσµού τους. Χαρακτηριστικό παράδειγµα της διαφορετικής αυτής αντιµετώπισης αποτελούν οι δύο απεικονίσεις του µνηµείου του Λυσικράτη των Spon και Walker (Εικ. 1 και 2). Οι αρχιτέκτονες James Stuart ( ) και Nicolas Revett ( ) παρέµειναν στην Αθήνα από το Μάρτιο του 1751 ως τo φθινόπωρο του Ο Stuart εκπόνησε τις γενικές απόψεις και ο Revett τις µετρήσεις των µνηµείων. Καρπός της συνεργασίας τους υπήρξε η έκδοση The Antiquities of Athens measured and delineated, ( ). Μολονότι ο Revett ήταν υπεύθυνος για τις λεπτοµερείς µετρήσεις των µνηµείων, τα οποία προσδίδουν στην έκδοση τη µοναδική επιστηµονική της αξία, τελικά περιώνυµος είναι ο Stuart στον οποίο απεδόθη η προσωνυµία: «ο Αθηναίος» λόγω των εξαιρετικών απεικονίσεων του µνηµείων της κλασικής Αθήνας. Στα τέλη του επόµενου αιώνα ο John Sibthorp ( ), νεαρός καθηγητής της Βοτανικής στην Οξφόρδη, ταξίδευσε για εικοσιδύο µήνες ανά την Ελλάδα 7 Zucker 1961, σελ Raphael 1991, σελ Σιµόπουλος 1984, σελ Τσιγκάκου 1981, σελ

15 µελετώντας φυτά τα οποία αναφέρονται σε κείµενα αρχαίων συγγραφέων 9. Επέστρεψε στην Αγγλία µε τρεις χιλιάδες άγνωστα έως τότε φυτικά είδη. Μερικά χρόνια αργότερα, σε δεύτερη δεκαοχτάµηνη περιήγηση του στον ελλαδικό χώρο, κρυολόγησε σοβαρά θαυµάζοντας φύση και αρχαιότητες στην αρχαία Νικόπολη της Ηπείρου και πέθανε ένα χρόνο αργότερα από τις επιπλοκές αυτού του κρυολογήµατος. Ο Γάλλος περιηγητής, φυσιοδίφης, µελετητής της πανίδας και της χλωρίδας, όπως και της µετεωρολογίας Guillaume - Antoine Olivier ( ) υπήρξε απεσταλµένος της πρώτης Γαλλικής ηµοκρατίας ( ) κατά το έτος 1794 σε νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. Στο 6τοµο έργο του «Voyage dans l Empire Ottoman, l Egypte et la Perse» οι δύο πρώτοι τόµοι αναφέρονται στην Ελλάδα. ίδει πολύτιµες πληροφορίες για µνηµεία, τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιµα των κατοίκων πέρα από τα στοιχεία που µας παρέχει σχετικά µε την πανίδα και χλωρίδα των νησιών που επισκέφτηκε και για την οποία ως φυσιοδίφης ενδιαφέρθηκε ζωηρά 10. Συχνά, οι περιγραφές τοπίων και ιστορικών τόπων από συγγραφείς της εποχής εκείνης βασίζονται σε ταξιδιωτικά οδοιπορικά, είναι όµως σε µεγάλο τους µέρος δηµιουργία κυρίως της φαντασίας του συγγραφέα 11. Η τοποθέτηση ιστορικών γεγονότων µέσα σε ένα ωραιοποιηµένο «ηρωικό», «αρχαιοελληνικό» τοπίο θεωρείται απαραίτητο συστατικό κάθε ιστορικού συγγράµµατος σχετικού µε την αρχαία Ελλάδα. Ο άββας Jean Jacques Barthélemy ( ), επιφανής νοµισµατολόγος, επιγραφολόγος, γλωσσοµαθής και ελληνιστής συνέγραψε τη µυθιστορηµατική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας «Το ταξίδι του Νέου Ανάχαρση» (Voyage du jeune Anacharsis en Grèce), έκδοση του Αν και δεν επισκέφτηκε ποτέ στην Ελλάδα στο έργο του τοποθετεί τα ιστορικά γεγονότα που περιγράφει σε φανταστικά τοπία ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, τα οποία αναπαριστά µε τη βοήθεια χαρτών, ταξιδιωτικών και γεωγραφικών εγχειριδίων. H αυτοφυής βλάστηση αποτελεί αναπόσπαστο κοµµάτι των τοπίων που περιγράφει 12. Ωστόσο, το σκηνικό των δηµοφιλών αναπαραστάσεών της Αρχαίας Ελλάδας παραπέµπει περισσότερο στη 9 Σιµόπουλος 1973, σελ Moussa 1995, σελ Περισσότερα για την υποκειµενική απεικόνιση των τοπίων της Ελλάδας του 19 ου αιώνα στο Terkenli et al. 2001: «The physical landscape of Greece in 19 th exploration of cultural images». 12 Αυγουστίνου 2003, σελ century painting: An 15

16 Γαλλία της Μαρίας Αντουανέτας, όπου διδάχτηκε τη κλασική του παιδεία, παρά στο ελληνικό τοπίο 13. Ορισµένοι περιηγητές ωστόσο απογοητεύτηκαν από την τροµακτική απόσταση ανάµεσα στο τι αντίκρισαν στη σύγχρονη τους Ελλάδα και στο τι περίµεναν να συναντήσουν. Ο Σατωβριάνδος (François René Chateaubriand) ( ), επισκέφτηκε την Ελλάδα για 19 µόνο µέρες στα Οι ταξιδιωτικές του εντυπώσεις αποτυπώνονται στο έργο του «L Itinéraire de Paris à Jerusalem» (Οδοιπορικόν από το Παρίσι στην Ιερουσαλήµ), το οποίο εκδόθηκε στο Παρίσι το Αν και θαύµασε τις ελληνικές αρχαιότητες και αναγνώρισε την αρµονική τους συνύπαρξη µε το ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους ελληνικό τοπίο, ουδέποτε σχεδόν στο σύντοµο χρονικό διάστηµα της παραµονής του συνέδεσε τη ζωή του παρελθόντος µε τη ζωή του παρόντος, αφήνοντας απόσταση ανάµεσα στις δύο Ελλάδες. Η ζωή, το αστικό τοπίο και τα δηµιουργήµατα των Νεοελλήνων τον απώθησαν, ενώ µε έκπληξη δεν διαπίστωσε τίποτα κοινό µε το ένδοξο παρελθόν τους 14. Ο Ρώσος Vladimir Davidoff ( ) επισκέφθηκε την Ελλάδα στα ιέκρινε πέραν από την οµορφιά της φύσης την ιδιαίτερη σχέση τοπίου και αρχαίων µνηµείων (Εικ. 8, κεφ.2). Επισκεπτόµενος τον ναό της Νέµεσης στη Ραµνούντα Αττικής αναφέρει: «Οι αρχαίοι Έλληνες ήξεραν, καλύτερα από όλους, να διαλέγουν τόπους κατάλληλους για τους ναούς τους. Αναζητούσαν, όπως φαίνεται, στη φύση τα απαραίτητα για έναν ναό στοιχεία- το µεγαλείο, την αποµόνωση, το µυστήριο- και ύστερα έκτιζαν τον ναό ως επίστεψη στο ιερό της φύσης. Αλλά και στη λατρεία µήπως έκαναν ακριβώς αυτό, συνδυάζοντας το κάλλος της φύσης µε τις οµορφιές της ανθρώπινης τέχνης; Τα αγάλµατα των ηρώων και οι βωµοί των θεών ήταν διάσπαρτα µέσα στο ιερό άλσος, µε ιερά φυτά ανάµεσα, ενώ από τους ναούς, που πολλές φορές δεν είχαν οροφή, πρόβαλλε ο γαλανός ουρανός. Η ωραία διαµόρφωση του χώρου υποβοηθούσε την ανάταση των πιο ευλαβικών σκέψεων, η αισθητική της επιλογής του ήταν τέλεια, γιατί βασιζόταν στην οµορφιά της φύσης και στο µεγαλείο του ανθρώπου. Εξετάσαµε πολύ προσεκτικά τα ερείπια, καλυµµένα καθώς ήταν από αγριόχορτα και θάµνους. Ούτε ένας κίονας δεν έµεινε εδώ όρθιος...» 15. Παρόλα αυτά αντικρίζοντας το αστικό τοπίο της Αθήνας αναφωνεί: «Έχω µείνει έκπληκτος µε τα 13 Rackham και Moody 1998, σελ Αυγουστίνου 2003, σελ Μπακιρτζής 1971, σελ Νταβίντωφ 2004, σελ

17 περίφηµα µνηµεία της αρχαιότητας αλλά και µε την αθλιότητα της σύγχρονης πόλης. Πιο έντονη αντίθεση δεν µπορεί να δει κανείς πουθενά» 16. Λίγο νωρίτερα τον ίδιο αιώνα, ο λόρδος Βύρων ( ) φτάνοντας στη χώρα µας προσδοκούσε να αντικρίσει την αρχαία Ελλάδα που γνώριζε από τα κείµενα των αρχαίων συγγραφέων 17. Η οµορφιά της φύσης και του ένδοξου παρελθόντος είδε να έρχεται σε αντίθεση µε την σύγχρονή του Ελλάδα προκαλώντας του αίσθηµα νοσταλγίας για το υπέροχο παρελθόν που έσβησε. «Τον συγκινούσε το ελληνικό τοπίο περισσότερο από τα λείψανα της κλασσικής εποχής. Ήταν η ροµαντική όραση που κυριαρχούσε» 18. Με την ίδια µατιά, ο διάσηµος παραµυθάς Hans Christian Andersen ( ) επισκεπτόµενος την Ακρόπολη στα 1841, προκάλεσε την προσοχή του ένα αγριόχορτο στα σκαλιά του Παρθενώνα «Στα σκαλιά του Παρθενώνα πρόσεξα σήµερα πως φυτρώνουν λυρικά κάτι αγριοαγγουριές- πού αλήθεια βρίσκουν χώµα και νερό;» 19. Ο Αµερικανός συγγραφέας Henry Miller κατά την περιήγηση του στη Ελλάδα τη δεκαετία του 1930 βρίσκει ενδιαφέρον στην «παρακµή» του τοπίου των αρχαιολογικών χώρων. Σχετικά αναφέρει:«οι πρόποδες του λόφου της Ακροπόλεως µου αρέσουν περισσότερο από την ίδια την Ακρόπολη. Μου αρέσουν τα µισογκρεµισµένα καλύβια, µου αρέσει η σύγχυση, µου αρέσει η διάβρωση, µου αρέσει η αναρχικός χαρακτήρας του τοπίου. Οι αρχαιολόγοι κατέστρεψαν το µέρος, ερήµωσαν µεγάλα κοµµάτια γης για να ξεθάψουν ένα µπερδεµένο συνοθύλευµα από αρχαία κατάλοιπα για να τα κρύψουν µέσα σε µουσεία. Η βάση της Ακρόπολης οµοιάζει περισσότερο µε κρατήρα ηφαιστείου στο οποίο τα αγαπηµένα χέρια των αρχαιολόγων έχουν απλώσει νεκροταφεία τέχνης. Ο τουρίστας αντικρίζει αυτά τα ερείπια, αυτά τα επιστηµονικώς κατασκευασµένα ηφαιστειογενή στρώµατα µε δάκρυα στα µάτια, ενώ ο Έλληνας επισκέπτης περνάει απαρατήρητος ή δίνει την εντύπωση εισβολέα». Την υφιστάµενη παρακµή, ο Miller την αποδίδει στον άνθρωπο ενώ διακρίνει πίσω από αυτήν το διαχρονικό και αδιάφθορο µεγαλείο των ιστορικών αυτών τόπων. «Στην Ελευσίνα κανείς συνειδητοποιεί εάν δεν το έχει ήδη κάνει ότι δεν υπάρχει 16 Νταβίντωφ 2004, σελ Σιµόπουλος 1975, σελ Σιµόπουλος 1975, σελ Μπουλώτης 2005, σελ

18 σωτηρία από το να προσαρµοστείς σε ένα παράλογο κόσµο. Στην Ελευσίνα συλλαµβάνεις τη διάσταση του σύµπαντος. Εξωτερικά η Ελευσίνα µπορεί να είναι διαλυµένη, αποσυνθεµένη από το θρυµµατισµένο παρελθόν, αλλά στην πραγµατικότητα η Ελευσίνα παραµένει ακέραιη, ζεί στην αιωνιότητα, επιβιώνοντας στο κέντρο ενός κόσµου που πεθαίνει. Εµείς είµαστε οι διασπασµένοι, οι διασκορπισµένοι σαν σκόνη». Ο Miller προσλαµβάνει την έλλειψη βλάστησης στην Ελλάδα ως µέρος της ευρύτερης παρακµής, κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας και αποτέλεσµα της συνεχιζόµενης υπερβόσκησης. Θεωρεί ότι οι Έλληνες προσπαθούν να αλλάξουν αυτή την κατάσταση και τονίζει την τροµακτική ανάγκη της Ελλάδας για δένδρα και βλάστηση αναφωνώντας «ένδρα, δένδρα αυτή είναι η κραυγή. Το δένδρο φέρνει νερό, σκιά, ξεκούραση και τραγούδι. Το δένδρο φέρνει ποιητές, ζωγράφους, νοµοθέτες, οραµατιστές. Η Ελλάδα είναι σήµερα γυµνή και αδύνατη ενώ µπορεί να είναι ο µοναδικός παράδεισος στην Ευρώπη. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται αρχαιολόγους αλλά χρειάζεται δενδροκόµους» 20. Περιηγητές και σε µεταγενέστερες εποχές διακρίνουν στη φύση ενός τόπου αναφορές σε µύθους του παρελθόντος του, µαγεύονται από την αίσθηση της ανακάλυψης της τόσο ταιριαστής περιβολής των µνηµείων καλυµµένων από τη βλάστηση. Ο βρετανός λογοτέχνης Lawrence Durrell ( ) επισκέφτηκε τα ερείπια του Bellapais Abbey στη Κύπρο τη δεκαετία του 1950: «καθώς περπατούσα ανάµεσα στα έρηµα περιστύλια, αγγίζοντας τις ρόδινες πέτρες του παλιού αββαείου, παρατήρησα τα φροντισµένα λουλούδια στα παρτέρια και τα µπουκέτα κίτρινου µάραθου να ξεπηδούν µέσα από τα ερείπια. Είναι ο νάρθηκας του Προµηθέα. Σύµφωνα µε τον Αισχύλο µέσα στον κενό βλαστό του µεταφέρθηκε η φωτιά στη γη» 21. Η βαθιά εκτίµηση και ο σεβασµός των φυσικών χαρακτηριστικών του τοπίου από τους αρχαίους Έλληνες απορρέει από τον τρόπο σκέψης και ζωής τους, από τον πολιτισµό και τη θρησκεία τους 22. Έτσι µπορεί να δικαιολογηθεί η «ανεξήγητη» για 20 Miller 1941, σελ , Durrell 1957, σελ Νταβίντωφ 2004, σελ Scully 1979, σελ. 3: «Οι αρχαίοι Έλληνες εν µέρει κληρονόµησαν και εν µέρει διαµόρφωσαν την ιδιαίτερη µατιά µε την οποία διέκριναν την έκφραση της ολότητας σε συγκεκριµένα στοιχεία του τοπίου. Αυτό προέκυψε λόγω της θρησκευτικής τους παράδοσης σύµφωνα µε την οποία ο τόπος δεν ήταν µία εικόνα αλλά καθοριστική φυσική δύναµη που όριζε την εξέλιξη του κόσµου» 18

19 πολλούς σύγχρονους ερευνητές στασιµότητα στην εξέλιξη της κηποτεχνίας κατά τα χρόνια ακµής του αρχαιοελληνικού πολιτισµού, σε αντίθεση µε τη θεµελίωση και αλµατώδη ανάπτυξη άλλων επιστηµών και τεχνών. Στην περίπτωση του αρχαιοελληνικού κόσµου, η ενσωµάτωση ιερών κτισµάτων στο ευρύτερο φυσικό τοπίο ξεπερνά την ανθρώπινης κλίµακας έννοια του κήπου και αποκτά µεταφυσική διάσταση. Στην φιλοσοφία της εποχής κυριαρχεί η πεποίθηση ότι κάθε αρχιτεκτονική παρέµβαση οφείλει να βρίσκεται σε αρµονία µε τη φύση διότι το φυσικό τοπίο είναι ιερό, είναι κυριολεκτικά «το τοπίο των Θεών» 23. Έτσι και η αρχιτεκτονική αναγνωρίζει την ιερότητα του τόπου και πριν την ανέγερση ιερών κτισµάτων, διακρίνει την παρουσία θεοτήτων στις υπάρχουσες φυσικές δυνάµεις και φαινόµενα, στοχεύοντας στην εξύµνηση της ταυτότητας των θεοτήτων του συγκεκριµένου τόπου 24. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της αρχαίας Ελλάδας πάντα προξενούσαν θαυµασµό και τροφοδοτούσαν τη φαντασία ειδικών και µη. Όπως είδαµε παραπάνω, ήδη από τα µέσα του 19 ου αιώνα, ο Vladimir Davidoff επισηµαίνει ότι η αύρα του ένδοξου παρελθόντος τους οφείλεται πέρα από τη µαεστρία σχεδιασµού και τον πρωτοποριακό χειρισµό τεχνολογίας κατασκευής και υλικών, στη µεταφυσική τοποθέτηση των ιερών στην πλειονότητά τους κτισµάτων σε εξίσου «ιερά» τοπία της φύσης µε ιδιαίτερο χαρακτήρα (genius loci) 25. Είναι προφανές, ότι ο ιδιαίτερος αυτός χαρακτήρας απορρέει από φυσικά και όχι κατασκευασµένα από τον άνθρωπο στοιχεία. Τα αρχαία αρχιτεκτονήµατα τοποθετήθηκαν σε τοπία της φύσης µε αβίαστο και - ίσως για τα σηµερινά δεδοµένα - «παράλογο» τρόπο. Τα κτίρια είχαν µε τα επί µέρους χαρακτηριστικά της περιοχής (τοπογραφία, βλάστηση, κλιµατικές συνθήκες) µοναδική αµφίδροµη σχέση αλληλοϋποστήριξης και αλληλοεξάρτησης. Το µεταφυσικό αυτό ζευγάρωµα µπορεί να γίνει αντιληπτό σε διάσηµους χώρους, όπως οι ελφοί, σε λιγότερο γνωστούς, όπως η Θεόπετρα της Θεσσαλίας, αλλά και σε κάθε αρχαιολογικό χώρο ακόµα και εάν αυτός σώζεται σε ερείπια. Ο Χρήστος Καρούζος παρατηρεί: «Το θαυµαστό είναι, ότι σε κανένα ελληνικό ερειπιώνα δεν αισθανόµαστε ασυµφωνία ανάµεσα στο χαρακτήρα του τόπου και στην αρχιτεκτονική µορφή των µνηµείων του. Το υλικό και το χρώµα τους, η κάτοψή τους, οι αναλογίες τους και η µορφή των µελών τους, η σύνταξη των µνηµείων σε µικρές οµάδες, όπου το κάθε στοιχείο, ενώ βοηθάει για το σύνολο, δεν χάνει την αυθυπαρξία του και 23 Scully 1979, σελ Adams 1991, σελ Jellicoe & Jellicoe, 1995 σελ

20 όπου η κάθε οµάδα δεν λησµονεί την ύπαρξη της άλλης, δείχνουν ασύγκριτη ευαισθησία για τον τόπο, τόση ώστε να φαίνεται σαν αυτός να καλεί τα µνηµεία να είναι τέτοια, και τούτα πάλι έχουν τόσο πολύ κρατήσει την ουσία της µορφής του τόπου, δίνοντάς της σταθερότητα και διάρκεια ώστε δεν είναι σπάνιο να µας οδηγήσουν, αυτά πρώτα, στο να προσέξουµε την ιδιοµορφία του τόπου» 26. Σε τροµακτική απόσταση από την αρχαιοελληνική θεώρηση σεβασµού του φυσικού τοπίου και περιβάλλοντος οι προτεραιότητες του νεοελληνικού τρόπου ζωής των τελευταίων έξι δεκαετιών έχει επιφέρει τεράστιες αλλαγές στο τοπίο του Ελλαδικού χώρου. Συχνά, οι δραµατικές αλλαγές στο φυσικό περιβάλλον διασήµων ιστορικών και αρχαιολογικών χώρων είναι τόσο µεγάλες ώστε ο επισκέπτης δυσκολεύεται να αναγνωρίσει και να θαυµάσει µνηµεία, τα οποία έχει έρθει από πολύ µακριά να συναντήσει. Ο βιασµός του φυσικού περιβάλλοντος των αρχαιολογικών και ιστορικών χώρων και µνηµείων έχει αφαιρέσει πολύτιµο µέρος της αύρας και της «αυθεντικότητας» τους Οι αρχαιολογικοί χώροι στη σύγχρονη Ελλάδα και η βλάστηση Οι οργανωµένες και µη αρχαιολογικές έρευνες από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και τις ξένες αρχαιολογικές αποστολές έχουν φέρει στο φως από τον 19 ο αιώνα πολυάριθµους αρχαιολογικούς χώρους σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο 28. Η πληθώρα των χώρων αυτών και η παρουσία τους σε όλα τα γεωγραφικά σηµεία της χώρας σε συνδυασµό µε τις σύγχρονες οικονοµικές και τεχνολογικές δυνατότητες παρέµβασης σε αυτούς, έχει οδηγήσει σήµερα στο κλιµακούµενο φαινόµενο της έντονης σύγκρουσης απόψεων, προτεραιοτήτων αλλά και συµφερόντων όσον αφορά τις χρήσεις και τη διαχείρισή τους. Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες η οικιστική ανάπτυξη των αστικών κέντρων µε τη συνεπακόλουθη έντονη ανοικοδόµηση, η 26 Καρούζος 1972, σελ Webster s 1986 σελ. 146: «αυθεντικότητα: η ιδιότητα του να είσαι έγκυρος, ισχύων, αληθινός, πραγµατικός ή γνήσιος». Eman 2000, σελ. 68 «Ως αυθεντικότητα ορίζεται το σύνολο των γνωρισµάτων ενός πολιτιστικού αγαθού τα οποία µας πείθουν για την πολιτισµική του αξία». 28 Για τη δραστηριότητα και το έργο των ξένων αρχαιολογικών αποστολών, βλ. Κόρκα κ.ά

21 επιδοτούµενη αγροτική ανάπτυξη, η εκτέλεση µεγάλων δηµοσίων έργων 29 και η τουριστική «αξιοποίηση» ιστορικών και αρχαιολογικών χώρων έχει έρθει σε σύγκρουση µε τον ισχύοντα αυστηρό αρχαιολογικό νόµο (3028/2002 «Για την προστασία των αρχαιοτήτων και της εν γένει πολιτιστικής κληρονοµιάς») 30. Οι πιέσεις για την αξιολόγηση και διαχείριση αρχαιολογικών µνηµείων και ευρηµάτων µε κριτήριο το οικονοµικό κέρδος έχει αλλάξει την αντιµετώπιση τους όχι µόνο από ειδικούς αλλά και από το κοινό 31. Η πληθώρα µελετών και το µέγεθος των τεχνικών έργων που έχει πραγµατοποιηθεί την τελευταία δεκαετία στη χώρα µας υπερβαίνει τον αντίστοιχο όγκο όλων των προηγούµενων χρόνων. Αυτό οδηγεί σε σύγκρουση τα διαφορετικών ειδικοτήτων στελέχη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας όσον αφορά τη διαδικασία και τον τρόπο διεξαγωγής έργων αποκάλυψης, παρέµβασης και προστασίας των αρχαιολογικών µνηµείων και ευρηµάτων 32. Στο κοινό έχει επέλθει µια δυσδιάστατη συµπεριφορά. Ο πολίτης ως κάτοικος ενός τόπου διεκδικεί και επιδιώκει µε όλα τα µέσα την πλήρη «αξιοποίηση» όχι µόνο της ιδιοκτησίας του αλλά και της ευρύτερης περιοχής της µε απώτερο σκοπό το άµεσο οικονοµικό κέρδος. Η έξαρση της «βαριάς βιοµηχανίας» του τουρισµού στη χώρα µας του προσφέρει ένα επιπλέον άλλοθι στην περίπτωση παρεµβάσεων σε αρχαιολογικούς χώρους, µνηµεία, παραδοσιακούς οικισµούς και ιστορικούς τόπους. Η δυνατότητα διαστρέβλωσης των πολεοδοµικών κανονισµών και αποφυγής των νοµίµων διαδικασιών σε συνδυασµό µε την οικονοµική δυνατότητα που του παρέχεται µέσα από διεθνείς χρηµατοδοτήσεις τον ωθεί σε αλόγιστες αποφάσεις µη αντιστρεπτών παρεµβάσεων που καταλήγουν µακροπρόθεσµα όχι στην αξιοποίηση αλλά στην υποβάθµιση της περιουσίας του 33. Αντίθετα, όταν ως επισκέπτης τουρίστας βρεθεί σε τόπους της αλλοδαπής ή και ηµεδαπής απολαµβάνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα ιστορικών και αρχαιολογικών χώρων, ο οποίος διατηρήθηκε 29 Σχετικά µε την αρχαιολογική έρευνα µε αφορµή µεγάλα δηµόσια έργα βλ. Μπακιρτζής Περισσότερα σχετικά µε το νοµικό πλαίσιο προστασίας της πολιτιστικής κληρονοµιάς στην Ελλάδα στo παράρτηµα 2 και στο Mendoni 2007, σελ Κουρκουτίδου- Νικολαίδου 1997, σελ Μπακιρτζής 2006, σελ Περισσότερα για την ανοικοδόµηση της σύγχρονης πόλης όπως διαγράφεται µέσα από το ανοικοδόµηση της νεώτερης Αθήνας στο Κονταράτος 1986, κεφάλαιο Πόλη και Ουτοπία, σελ

22 χάρη στην εφαρµογή αυστηρών νοµοθεσιών και ως αποτέλεσµα µακροχρόνιων προσπαθειών προστατευτικών παρεµβάσεων. Αποτέλεσµα των παραπάνω είναι ότι στις αστικές, περιαστικές και τουριστικές αγροτικές περιοχές οι αρχαιολογικοί χώροι εάν δεν µετατραπούν σε επισκέψιµους θα ανοικοδοµηθούν ή θα δεχθούν αλλότρια χρήση, θα γίνουν δηλαδή π.χ. χώροι στάθµευσης αυτοκινήτων. Η έλλειψη ελεύθερου χώρου και η κοινωνική πίεση για στέγη και προσφορά θέσεων εργασίας έχει συντελέσει στην υπό προϋποθέσεις κατάχωση ευρηµάτων που σε περασµένες δεκαετίες θα τύγχαναν διατήρησης 34. Με εξαίρεση ολιγάριθµων διάσηµων χώρων οι αρχαιολογικοί χώροι στις αµιγώς αγροτικές περιοχές της χώρας µας είναι συνήθως έρµαιοι ελλιπούς φροντίδας ή και εγκατάλειψης. Συχνά τα τελευταία χρόνια, σε προσπάθεια δικαιολόγησης της ύπαρξης τους, µετατρέπονται σε επισκέψιµους µε τη δαπάνη µεγάλων εθνικών και διεθνών χρηµατοδοτήσεων ακόµα και σε περιπτώσεις αποµακρυσµένων χώρων µε δυσκολία πρόσβασης και στελέχωσης στη µετά τα έργα εποχή. Μήπως όµως η εικόνα που θα παρουσιάζει ο συγκεκριµένος διαµορφωµένος επισκέψιµος χώρος στο µέλλον, µε τα µέσα που διαθέτει ο αρµόδιος για τη συντήρηση του φορέας, είναι κατά πολύ πιο δυσάρεστη και δύσκολα αντιστρέψιµη παρά εάν ο ανασκαφικός χώρος αφηνόταν στη «ροµαντική» πλαισίωση των αρχαιολογικών καταλοίπων από τη φύση και µόνο 35 ; Μια επίσκεψη σε αρχαιολογικούς χώρους της ελληνικής υπαίθρου µας κάνει να πιστεύουµε ότι οι υπό ανασκαφή χώροι είναι αυτοί οι οποίοι βρίσκονται στην καλύτερη δυνατή κατάσταση µε τα σηµερινά µέσα της ελληνικής πολιτείας. υστυχώς η σύγχρονη επιστηµονική πραγµατικότητα συχνά ταυτίζει τον όρο «καθαρισµός» των αρχαιολογικών χώρων µε την εξολόθρευση κάθε είδους 34 Εκτεταµένη αναφορά στα προβλήµατα που δηµιουργούνται από τη σύγκρουση των σύγχρονων αναγκών των αστικών κέντρων και στη διατήρηση των µνηµείων στο Ζήβας 1997, κεφάλαιο 1: Προβλήµατα µιας νέας εποχής, σελ Για το σκοπό των παρεµβάσεων εξωραϊσµού σ έναν αρχαιολογικό χώρο ο ηµήτρης Πικιώνης αναφέρει: «Η διευθέτησις αυτή θα έτασσεν εις εαυτήν ως κύριον σκόπον να διαφυλάξη την ατµόσφαιραν του χώρου, εκεί όπου, εννοείται, αυτή έχει µέχρι σήµερον διαφυλαχθή και εκεί όπου η καλοπροαίρετη αλλ αισθητικώς απαράδεκτος και δι αυτό ανεύθυνος, φροντίς έγινε κακού µάλλον ή καλού πρόξενος, να άρη, όπου και όσον είναι τούτο δυνατόν, τα άστοχα και εις ενίας των περιπτώσεων τα πέραν παντός µέτρου ολέθρια αποτελέσµατα της.» Έκθεσις επί των έργων διευθετήσεως εν ελφοίς, (Πικιώνης 1999, σελ.247). 22

23 βλάστησης. Χωρίς προβληµατισµό, ποικίλα φυτικά είδη ενοχοποιούνται µαζικά για αρνητικές επιδράσεις σε µνηµεία και αρχαιολογικά κατάλοιπα. Αν και το φαινόµενο αυτό παρατηρείται εδώ και δεκαετίες η περιστασιακή εφαρµογή του δεν δηµιούργησε ευτυχώς µη αντιστρεπτά αποτελέσµατα στην πλειονότητα των αρχαιολογικών χώρων. υστυχώς ωστόσο τα τελευταία χρόνια βιώνουµε γεωµετρική αύξηση τέτοιου είδους παρεµβάσεων και επεµβάσεων σε αρχαιολογικούς χώρους. Η ευρείας κλίµακας αλόγιστη εξολόθρευση της βλάστησης που συχνά εφαρµόζεται, στους αρχαιολογικούς χώρους, µπορεί να επιφέρει µη αντιστρέψιµες αλλαγές προς λανθασµένες κατευθύνσεις αντίθετες προς µια αειφορική περιβαλλοντική διαχείριση και να θυσιάζει την αυθεντικότητα υπαίθριων χώρων που περιβάλλουν µνηµεία, οι οποίοι σύµφωνα µε διεθνείς συµβάσεις θεωρούνται τµήµα των µνηµείων. Στη Χάρτα της Βενετίας (Venice charter) (1964), το 1 ο άρθρο της αναφέρει σχετικά: «Η έννοια ενός ιστορικού µνηµείου δεν καλύπτει µόνο το µεµονωµένο αρχιτεκτονικό έργο αλλά και την αστική ή αγροτική τοποθεσία πού µαρτυρεί έναν ιδιαίτερο πολιτισµό, µιά ενδεικτική εξέλιξη ή ένα ιστορικό γεγονός. Αυτό ισχύει όχι µόνο για τις µεγάλες δηµιουργίες αλλά και για τα ταπεινά έργα πού µε τον καιρό απέκτησαν πολιτιστική σηµασία». Αυτό που πρέπει να µας προβληµατίσει σήµερα είναι η έλλειψη ενιαίας αντιµετώπισης της βλάστησης µέσα σε αρχαιολογικούς χώρους, σε ιστορικούς τόπους και σε χώρους µνηµείων ως αποτέλεσµα πίεσης από την αυξανόµενη µαζικοποίηση του «πολιτισµικού» τουρισµού και την πλήρη διάσταση προτεραιοτήτων µεταξύ αρχαιολόγων, τεχνοκρατών, και κοινού. Στο πλαίσιο αυτό κρίνεται απαραίτητη η άµεση τεκµηρίωση µεθοδολογίας χειρισµού της βλάστησης µέσα σε αρχαιολογικούς χώρους µε εργαλείο τις αρχές της αρχιτεκτονικής τοπίου και σκοπό την ανάδειξη της ιστορικότητας των µνηµείων και την προστασία των ευαίσθητων αρχαιολογικών καταλοίπων. Οι αρχαιολογικοί χώροι, οι περιβάλλοντες χώροι µνηµείων και οι ιστορικοί τόποι µπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες ως προς την τοποθέτησή τους στο σύγχρονο τοπίο, ως προς την επισκεψιµότητα και ως προς τη µορφή της βλάστησης µέσα σε αυτούς Εσωστρεφής αρχαιολογικός χώρος: ο αρχαιολογικός χώρος του οποίου οι λειτουργίες δεν έχουν ως προτεραιότητα την ενθάρρυνση της επισκεψιµότητας. Εξωστρεφής αρχαιολογικός χώρος: επισκέψιµος αρχαιολογικός χώρος ή χώρος µε λειτουργίες που απευθύνονται στο ευρύ κοινό. 23

24 1.2.1 Εσωστρεφείς χώροι αφηµένοι σε ροµαντική εγκατάλειψη Οι πολυάριθµοι τέτοιοι αρχαιολογικοί χώροι στην Ελλάδα είναι κλειστοί για το ευρύ κοινό, προσβάσιµοι όµως στον µοναχικό επισκέπτη. Ανασκαµµένοι εν µέρει ή και καθόλου βρίσκονται συνήθως υπό µελέτη, µε ευρήµατα τις περισσότερες φορές άγνωστης αρχαιολογικής σηµασίας. Αποκοµµένοι από τους σύγχρονους ρυθµούς ζωής και τις «εύκολες» ανάγκες των πολιτών όσοι βρίσκονται εντός πόλεων εύκολα εξελίσσονται σε σκουπιδότοπους, ενώ εκτός πόλεων διατηρούν έντονα ροµαντικό χαρακτήρα. Ο επισκέπτης τέτοιων χώρων έχει το αίσθηµα της ανακάλυψής τους, αλλά πρέπει να καταβάλλει προσπάθεια για να κατανοήσει τη δοµή του χώρου. εν υπάρχει επιτόπου πληροφοριακό υλικό. Πληροφορίες για τους χώρους αυτούς βρίσκει κανείς µόνον ύστερα από έρευνα και ενδιαφέρον. Η βλάστηση στους χώρους της κατηγορίας αυτής ελέγχεται ελάχιστα και περιστασιακά. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα αφενός η αυτοφυής βλάστηση να κυριαρχεί στον χώρο, καθορίζοντας τον χαρακτήρα του µε τις εποχιακές εναλλαγές της και τη δραµατικότητα της εξέλιξής της, αφετέρου, όταν επιχειρείται ο έλεγχός της να εφαρµόζονται µέτρα µαζικής καταστροφής όλων των φυτικών ειδών χωρίς διακρίσεις. Οι χώροι αυτοί ακόµα και σήµερα παρουσιάζουν την ροµαντική εικόνα των αρχαιολογικών χώρων που συγκίνησαν τους περιηγητές του Grand Tour του 18 ου αιώνα. Παράδειγµα: Ο αρχαιολογικός χώρος της Αµφίπολης στον νοµό Σερρών (Εικ. 5, 6) Ο αρχαιολογικός χώρος της Αµφίπολης καταλαµβάνει έκταση δυόµισι χιλιάδων στρεµµάτων περίπου. Απλώνεται σε λοφώδη έκταση µεταξύ των Κερδυλλίων και του Παγγαίου όρους, βορείως των εκβολών του ποταµού Στρυµόνα. Στη βόρεια πλευρά των λόφων βρίσκεται ο σύγχρονος οικισµός της Αµφίπολης µε πληθυσµό διακόσιους περίπου κατοίκους. Ήδη από τα τέλη του 19 ου αι. στους λόφους της Αµφίπολης εντοπίστηκαν αρχαία κατάλοιπα και άρχισε η ανασκαφική έρευνα η οποία συνεχίζεται µέχρι σήµερα από την Αρχαιολογική Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισµού και την Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών. Τα πολυάριθµα σηµαντικά ευρήµατα των ερευνών αυτών τοποθετούνται χρονολογικά από την προϊστορική έως και τη βυζαντινή εποχή. Εντοπίστηκαν αρχαία ιερά και οικίες µε ψηφιδωτά δάπεδα, γέφυρα κλασικής εποχής, οχυρωµατικά έργα διαφόρων ιστορικών φάσεων, παλαιοχριστιανικοί ναοί, δηµόσια κτίρια, τοιχογραφηµένοι τάφοι. Τα κινητά µνηµεία µοναδικής αρχαιολογικής και 24

25 ιστορικής αξίας φιλοξενούνται στο µουσείο της περιοχής που κτίστηκε τη δεκαετία του Η εικόνα που παρουσιάζει σήµερα ο αρχαιολογικός χώρος είναι αυτή της «ροµαντικής εγκατάλειψης». Αποτέλεσµα της µακροχρόνιας προστασίας των λόφων της Αµφίπολης από την αρχαιολογική νοµοθεσία και τον συνεπακόλουθο έλεγχο χρήσεων γης η δόµηση είναι περιορισµένη µόνο εντός του οικισµού και κύρια δραστηριότητα στην περιοχή παραµένει η αγροτική. Τα διάσπαρτα αρχαιολογικά ερείπια διαφόρων εποχών µέσα στο αγροτικό τοπίο και οι πανοραµικές θέες προσδίδουν στο τοπίο φυσική οµορφιά και δραµατικότητα 38. Η βλάστηση στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο της Αµφίπολης αποτελείται αφενός από τις αγροτικές καλλιέργειες (ελαιώνες και σιτοβολώνες), αφετέρου από την αυτοφυή βλάστηση πλησίον των αρχαιολογικών καταλοίπων. Ενώ οι αγροτικές εκτάσεις ακολουθούν την περιοδικότητα των καλλιεργητικών φροντίδων η αυτοφυής βλάστηση δέχεται µόνο περιστασιακές κοπές. Ο έλεγχος της βλάστησης γίνεται µε ποικίλους τρόπους ανάλογα µε τις οικονοµικές δυνατότητες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ενώ συνήθως περιορίζεται στις περιοχές κίνησης εργαζοµένων και επισκεπτών Εσωστρεφείς χώροι µε συνέχεια της χρήσης και διατήρηση της αυθεντικότητάς τους Το αρχαιολογικό έργο στους χώρους που µπορούµε να χαρακτηρίσουµε εσωστρεφείς µε χρήση γίνεται µε προσοχή ώστε να είναι δυνατή η διατήρηση στοιχείων από τις διάφορες φάσεις τους. Ο σεβασµός στους ιδιαίτερους ρυθµούς των χώρων αυτών και η µη στεγνή «επιστηµονική» προσέγγισή τους συνέβαλε στη διατήρηση της αυθεντικότητάς τους. Στην Ελλάδα τέτοιου είδους αρχαιολογικοί χώροι είναι ολιγάριθµοι. ιατηρούν έντονα γραφικό χαρακτήρα, ενώ περιέχοντας πολλές διαδοχικές φάσεις ιστορικότητας παραπέµπουν σε άλλες εποχές. Ο επισκέπτης των χώρων αυτών όταν βρίσκεται σε αυτούς έχει το αίσθηµα της ανακάλυψης. 37 Λαζαρίδης 1993, σελ Ζήκος 1989, σελ Η περιγραφή του αρχαιολογικού τοπίου της Αµφίπολης αναλυτικά στο Byzantine Amphipolis, αδηµοσίευτη µεταπτυχιακή εργασία διατύπωσης πρότασης Αρχιτεκτονικής Τοπίου µε σκοπό την µετατροπή της βυζαντινής Αµφίπολης σε επισκέψιµο αρχαιολογικό χώρο (Bakirtzis 1999). 25

26 Η βλάστηση, ακολουθεί και αντανακλά τις λειτουργίες των κτισµάτων. Η πολύχρονη ανθρώπινη επίδραση στο χώρο κυριαρχεί, διατηρώντας τη βλάστηση σε απόλυτο έλεγχο. Στοιχεία της βλάστησης, όπως αιωνόβια δένδρα, αποτελούν ιστορικά τεκµήρια προσφέροντας πληροφορίες για προγενέστερες χρήσεις και διάρθρωση του υπαίθριου και του δοµηµένου χώρου. Παράδειγµα: Η µονή Τιµίου Προδρόµου στο Νοµό Σερρών διατηρεί την µοναστηριακή της χρήση από τον 13 ο αιώνα έως και σήµερα (Εικ. 7, 8). Βρίσκεται βορειανατολικά της πόλεως των Σερρών στο Μενοίκιο όρος και αποτέλεσε σηµαντικό πνευµατικό και µορφωτικό κέντρο του Ελληνισµού της περιοχής, ενώ εκεί µόνασαν σηµαντικές προσωπικότητες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η συνεχής παρουσία µοναστικής αδελφότητας στο µοναστηριακό συγκρότηµα έχει συµβάλει στη διατήρηση της αυθεντικότητας του χώρου µέχρι τις µέρες µας. Ο αµυντικού χαρακτήρα περίβολος της µονής διαχωρίζει τα κτήµατα της µονής από τον «περιτοιχισµένο παράδεισο» του εσωτερικού, όπου κυριαρχούν τα καλλωπιστικά φυτά σε φυτοδοχεία. Το ευρύτερο παραγωγικό τοπίο περιλαµβάνει λαχανόκηπους, ελαιώνες µε πέτρινες αναβαθµίδες και διάσπαρτα παρεκκλήσια τα οποία σηµατοδοτούνται στο χώρο µε συστάδες αιωνόβιων κυπαρισσιών. Συνολικά, το νατουραλιστικό αλλά ανθρωπογενές τοπίο της µονής προσοµοιάζει εντυπωσιακά ακόµα και σε λεπτοµέρειες µε αυτό που αποτυπώνεται σε απεικονίσεις πριν από αιώνες όπως για παράδειγµα σε χαλκογραφία του Εξωστρεφείς χώροι µε συντηρητικές παρεµβάσεις Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι περισσότεροι οργανωµένοι αρχαιολογικοί χώροι στην Ελλάδα και αυτοί που χαρακτηρίζονται ως «αρχαιολογικά πάρκα» 40, όπως αυτά της Αρχαίας Αγοράς Αθηνών και του ίου Πιερίας. Ανασκαµµένοι τουλάχιστον κατά ένα µεγάλο µέρος αποκάλυψαν ευρήµατα µείζονος ή γνωστής αρχαιολογικής σηµασίας. Οι χώροι αυτοί προσφέρουν τις στοιχειώδεις παροχές στους επισκέπτες 39 Περισσότερα στο Bakirtzis Nikolas 2005: Hagios Ioannis Prodromos Monastery on Mount Menoikeion: Byzantine Monastic Practice, Sacred Topography, and Architecture, αδηµοσιεύτη διδακτορική διατριβή στο πανεπιστήµιο Princeton University των Η.Π.Α. 40 Ο όρος αρχαιολογικά πάρκα χρησιµοποιείται για τον χαρακτηρισµό επισκέψιµων αρχαιολογικών χώρων όπου τα αρχαία κατάλοιπα παρουσιάζονται στο κοινό µέσα σε έναν οργανωµένο υπαίθριο χώρο µε έντονη παρουσία βλάστησης. 26

27 περιλαµβάνοντας φυλάκιο/ πωλητήριο, πεζοδρόµους καθορισµένης πορείας, καθιστικά, τουαλέτες, ενηµερωτικές πινακίδες. Ο επισκέπτης κατανοεί εύκολα τη δοµή του χώρου µε τη βοήθεια προσφερόµενου πληροφοριακού υλικού πολιτιστικού και κυρίως εκπαιδευτικού χαρακτήρα. Η εφαρµογή ήπιων επεµβάσεων στη συντήρηση των χώρων αυτών συνέβαλε στη διατήρηση του πνεύµατος του τόπου (genius loci). Η βλάστηση στους επισκέψιµους αυτούς αρχαιολογικούς χώρους ελέγχεται συστηµατικά µε γνώµονα την προστασία των αρχαιοτήτων και την ευκολία πρόσβασης εργαζοµένων και κοινού. Η περιοδικότητα και η µέθοδος συντήρησής της καθορίζονται από την προσωπική αντίληψη των υπευθύνων, την οικονοµική δυνατότητα της αρµόδιας Υπηρεσίας, το διαθέσιµο προσωπικό. Φυτεύσεις καλλωπιστικού χαρακτήρα διεξάγονται είτε περιστασιακά από τους εργαζόµενους είτε ως τµήµα συγκεκριµένης µελέτης, συνήθως στα σηµεία εισόδου, στους χώρους στάθµευσης οχηµάτων ή σε σηµεία στάσης και ξεκούρασης. Παράδειγµα: Αρχαιολογικός χώρος του Κεραµικού στην Αθήνα. Ο αρχαιολογικός χώρος του Κεραµικού έκτασης 38,5 στρέµµατα αποτελεί ανασκαφικό χώρο από το Οι έρευνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας και του Γερµανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου έφεραν στο φως το σηµαντικότερο και πιο κατατοπιστικό νεκροταφείο αρχαίας ελληνικής πόλης. Συστηµατική προσέγγιση της δενδροφύτευσης στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραµεικού άρχισε ήδη από τη δεκαετία του Οι φυτεύσεις συνεχίστηκαν έως πρόσφατα από το Γερµανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο µε αποτέλεσµα την εγκατάσταση συνολικά πάνω από 400 δένδρων και θάµνων, αν και η δενδροφύτευση των ταφικών περιβόλων στον (αρχαίο) Κεραµεικό δεν είναι αρχαιολογικά αποδεδειγµένη αλλά πιθανολογείται 41. Φυτεύτηκαν φυτικά είδη που σχετίζονται µε την ταφική λατρεία ή µε την αρχαιοελληνική µυθολογία. Οι περιοχές του Κεραµεικού µε διαφορετικά αρχαιολογικά κατάλοιπα και αρχαιολογική σηµασία επισηµάνθηκαν χωροταξικά µε διαφορετικές φυτεύσεις σε επίπεδο ειδών και διάταξης. Σήµερα ο αρχαιολογικός χώρος του Κεραµικού αποτελεί όαση στο κέντρο της Αθήνας, όπου κανείς συναντά 41 Την περιοχή του Κεραµικού, δυτικά της όχθης του Ηριδανού ποταµού, µεταξύ Ιεράς οδού και οδού Πειραιώς, προτιµούσαν πολλές πλούσιες και διακεκριµένες οικογένειες της Αθήνας του 4 ου π.χ. αιώνα, για την ανέγερση των οικογενειακών τους τάφων. Οι τάφοι αυτοί είχαν γενικά τη µορφή αναβαθµίδων µε πέτρινους τοίχους αντιστήριξης, ήταν τοποθετηµένοι σε σειρές και θα µπορούσαµε να υποθέσουµε ότι υπήρχαν κυπαρίσσια και θάµνοι µεταξύ τους (Wycherley 1978, σελ. 259). 27

28 τεράστια ποικιλία χλωρίδας και πανίδας 42. Η βλάστηση δέχεται συστηµατικό έλεγχο ιδιαίτερα τους µήνες αυξηµένης επισκεψιµότητας Εξωστρεφείς χώροι µε τολµηρές παρεµβάσεις Ένας αριθµός αρχαιολογικών χώρών αυτής της κατηγορίας έχει εµφανισθεί πρόσφατα στην Ελλάδα. Ανασκαµµένοι τουλάχιστον κατά ένα µεγάλο µέρος αποκάλυψαν ευρήµατα όχι µείζονος αρχαιολογικής σηµασίας αλλά ενδιαφέροντα για την καθηµερινή ζωή του παρελθόντος. Με πολλούς διαφορετικούς ρόλους και χρήσεις εκτός από τον στενά πολιτιστικό και εκπαιδευτικό, διατηρούν κάποια επιλεγµένα στοιχεία του genius loci. Ο επισκέπτης δεν κατανοεί εύκολα τη δοµή του καθ αυτού αρχαιολογικού χώρου, καθώς η προσοχή του αποσπάται από τις παράπλευρες δραστηριότητες. Σε τέτοιους χώρους, η βλάστηση συµµετέχει και αντανακλά τη νέα του κυρίαρχη χρήση. Ο χειρισµός της βλάστησης διαφέρει ριζικά από τα άλλα είδη αρχαιολογικών χώρων διότι οι νέες συνθήκες έχουν διαµορφώσει άλλες προτεραιότητες. Ένα παράδειγµα τολµηρής παρέµβασης που έγινε σε αρχαιολογικό χώρο είναι αυτό στην Μεγάλη Τούµπα στη Βεργίνα Ηµαθίας τη δεκαετία του Η Μεγάλη Τούµπα της Βεργίνας πριν τις ανασκαφικές έρευνες ήταν ένα πευκόφυτος γήλοφος ύψους 12 µ, και διαµέτρου βάσης 110 µ. περίπου. Ο τεχνητός αυτός γήλοφος υψωνόταν µέχρι τη σταδιακή εκσκαφή του και ολοσχερή εξαφάνιση του σε πεδινή αγροτική έκταση δίπλα στον σύγχρονο οικισµό της Βεργίνας. Οι ανασκαφικές έρευνες από τον καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικο τη χρονική περίοδο έφεραν στο φως πέντε ελληνιστικούς τάφους, µεταξύ των οποίων πιθανόν και τον τάφο του βασιλιά Φίλιππου Β της Μακεδονίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 άρχισαν οι εργασίες κατασκευής της κελυφωτής κατασκευής προστασίας των µνηµείων, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το Ο κατασκευές προστασίας αρχαιολογικών καταλοίπων είναι συνήθως στέγαστρα, µεταλλικά ή ξύλινα τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις παρεµβαίνουν οπτικά στον χώρο. Στην περίπτωση της Μεγάλης Τούµπας της Βεργίνας η κατασκευή προστασίας των αρχαιοτήτων είναι µία κελύφη που δηµιουργεί έναν υπόγειο αρχαιολογικό και µουσειακό χώρο, εντάσσεται απόλυτα στο πολιτισµικό τοπίο χωρίς ωστόσο να επιχειρεί την ανακατασκευή της αρχαίας ταφικής 42 Stroszeck 1998, σελ

29 τούµπας. Σύµφωνα µε τη µελέτη του 1994 για τη διαµόρφωση του περιβάλλοντα χώρου η βλάστηση συµµετέχει στην προσέγγιση αυτή, καθώς αποτελείται από ιθαγενή φυτικά είδη και ακολουθεί νατουραλιστική διάταξη. Η βλάστηση καλύπτει τόσο τις ανάγκες ένταξης του τεχνητού γήλοφου στο τοπίο, όσο και αυτές των επισκεπτών καθώς δηµιουργεί έναν χώρο πρασίνου για την ευχάριστη παραµονή και διέλευσή τους (Εικ. 9, 10, 11) Η χρήση της βλάστησης σε έργα παρεµβάσεων σε αρχαιολογικούς χώρους και µνηµεία στην Ελλάδα και την νότια Ευρώπη. Ιστορική αναδροµή στα νεότερα χρόνια ος - 18 ος αιώνας Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για τα µνηµεία και τους αρχαιολογικούς χώρους του υπόδουλου Ελλαδικού χώρου άρχισε τον 17 ο αιώνα. Συχνά όµως το ενδιαφέρον αυτό είχε ως αποτέλεσµα αυτοσχέδιες ανασκαφικές έρευνες οι οποίες συχνά κατέληγαν σε λεηλασίες αρχαιολογικών χώρων και µεταφορά κινητών µνηµείων στο εξωτερικό 43. Τον 18 ο αιώνα στην Ευρώπη γίνονται οι πρώτες αναφορές στην προστασία των µνηµείων και της πολιτιστικής κληρονοµιάς. Η Γαλλική Επανάσταση του 1789 αν και καταστρεπτική για τα µνηµεία της χώρας οδηγεί το 1794 στη δηµιουργία της Εθνικής Συνέλευσης η οποία θα προτρέψει µε διακήρυξη το Γαλλικό λαό να είναι ο θεµατοφύλακας των µνηµείων. Κατά τη Ναπολεόντεια περίοδο που ακολουθεί, αρχίζουν και οι πρώτες απόπειρες εµπειρικών αναστηλώσεων στη Γαλλία 44. Την ίδια εποχή ενώ στην Ευρώπη δηµιουργούνται οι τάσεις σχεδιασµού που καθόρισαν την πορεία της κηποτεχνίας και αρχιτεκτονικής τοπίου σε παγκόσµιο επίπεδο, στον Ελλαδικό χώρο, που βρίσκεται υπό οθωµανική κυριαρχία, δεν 43 Η πιο «διάσηµη» αρπαγή αρχαίων ήταν αυτή των διάσηµων Ελγινείων µαρµάρων του Παρθενώνα. Έγινε στα από τον βρετανό διπλωµάτη Λόρδο Έλγιν (Καραδέδος 1984, σελ ). Για την περίπτωση της Θεσσαλονίκης είναι η µεταφορά των πεσσών µε ανάγλυφες µορφές στο Λούβρο από τον Ε. Miller το (Α. Βακαλόπουλος 1983, σελ. 334). 44 Καραδέδος 1984, σελ

30 παρατηρείται δραστηριότητα όσον αφορά τον σχεδιασµό του τοπίου και τη δηµιουργία δηµόσιων χώρων πρασίνου ος αιώνας A Παγκόσµιος Πόλεµος. Η οργανωµένη προσπάθεια προστασίας αρχαιολογικών χώρων και µνηµείων στην Ελλάδα αρχίζει τον 19 ο αιώνα. Ήδη από την προεπαναστατική περίοδο, φιλέλληνες µε αντιπροσωπευτικότερο τον Λόρδο Βύρωνα αντιδρούν έντονα στην αρπαγή αρχαίων κειµηλίων από οµοεθνείς τους διαλαλώντας ότι αυτά επιβάλλεται να παραµείνουν στην Ελλάδα διότι αποτελούν προγονική κληρονοµιά των υπόδουλων Ελλήνων 46. Στο ίδιο πνεύµα, ποιητές και ζωγράφοι της εποχής συνδέουν έµµεσα στα έργα τους ότι θεωρούν «ελληνικό», έµψυχο και άψυχο, τα αποµεινάρια των αρχαίων µνηµείων του χθες, τους νεοέλληνες µαχητές του σήµερα µε τη διαχρονική βλάστηση του ελλαδικού χώρου 47. Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους η διακυβέρνηση του Καποδίστρια κάνει τα πρώτα βήµατα στη προστασία των µνηµείων 48. Η επιτακτική ανάγκη διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονοµιάς φαίνεται ότι αποτελεί προτεραιότητα για τη νέα Βαυαρική διακυβέρνηση της Οθωνικής περιόδου ( ), η οποία άµεσα οργανώνει την πρώτη µορφή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας το 1833 και συντάσσει τον πρώτο Νόµο αναφερόµενο στα αρχαία το Στα χρόνια αυτά γίνονται και οι πρώτες απόπειρες αυτοσχέδιων αναστηλώσεων στην Ακρόπολη και το Θησείο 50. Τότε συντάσσονται οι πρώτες προτάσεις για την χρήση φυτεύσεων σε διαµορφώσεις αρχαιολογικών χώρων. Το πρώτο πολεοδοµικό σχέδιο της Αθήνας που συντάχθηκε το 1832 από τους Σταµάτιο Κλεάνθη και Edward Schaubert προτείνει την ίδρυση της «νέας» Αθήνας σε απόσταση από τη µεσαιωνική και την αρχαία πόλη. Εισηγείται την απαλλοτρίωση µεγάλου µέρους της µεσαιωνικής Αθήνας µε σκοπό την ανασκαφή και την ανεύρεση 45 Ananiadou- Tzimopoulou 1999, σελ Σιµόπουλος 1975, σελ Παράδειγµα ο πίνακας του 1839 από τον Peter von Hess «Παλληκάρια των Αθηνών». O von Hess ήρθε στην Ελλάδα ως µέλος της ακολουθίας του νεαρού βασιλιά Όθωνα στα 1832 (Peltre 1997, σελ. 49). 48 Ίδρυση του πρώτου Μουσείου στην Αίγινα, απαγόρευση εξαγωγής αρχαιοτήτων και θεσµοθέτηση διενέργειας νοµίµων ανασκαφών. 49 Μαλλούχου- Tufano 1998β, σελ Καραδέδος 1984, σελ. 27. Οι εργασίες αναστήλωσης στην Ακρόπολη αρχίζουν το 1834 µε µεγάλη πανηγυρική τελετή, παρουσία του Όθωνα. 30

31 της αρχαίας πόλης. Τα µνηµεία που θα αποκαλυφθούν θα αναδειχθούν µέσα σε ένα χώρο πρασίνου, µέσα σε ένα αρχαιολογικό πάρκο-µουσείο και η Αθήνα θα µεταµορφωθεί σε «κατάφυτη» κλασικιστική πόλη. Στον χώρο γύρω από την Ακρόπολη πρότειναν τη διαµόρφωση του τοπίου µετά το πέρας των προτεινοµένων ανασκαφών. Στο βιβλίο τους Erlaeuterung des Planes der Stadt Neu-Athen (1832) σχετικά µε τις προτεινόµενες ανασκαφές στους πρόποδες της Ακροπόλεως αναφέρουν: «Μεταξύ των µνηµείων τούτων πρέπει να εκσκάψουν τα χώµατα έως το έδαφος της αρχαίας πόλεως, οπότε, χωρίς αµφιβολίαν, θα διέκρινε κανείς ακόµη και την θέσιν των αρχαίων δρόµων και πλατειών. Πού και πού θα ηµπορούσε να µένη κάποιο από τα γραφικά ερειπωµένα εκκλησάκια του βυζαντινού µεσαίωνος, εµφανίζον ευχάριστον αντίθεσιν προς τα έργα εκείνα των αρχαίων. Ο µεταξύ των µνηµείων αυτών χώρος θα ηδύνατο να γεµίση µε συστάδας δένδρων, χλόην και άλλας διαµορφώσεις κήπων, επιτυγχανοµένης συγχρόνως µε την διάταξιν των συστάδων των δένδρων και επωφελεστέρας προοπτικής των µνηµείων, το σύνολον δε θα αποτελέση εν µουσείον της αρχαίας αρχιτεκτονικής, όµοιον του οποίου δεν έχει να επιδείξη η υφήλιος 51». Το σχέδιο των Κλεάνθη και Schaubert δεν εφαρµόστηκε ποτέ πιστά παρά µόνο ορισµένα γενικά του στοιχεία και η ιδέα δηµιουργίας πολιτιστικής αρχαιολογικής ζώνης πρασίνου επανέρχεται σε µεταγενέστερες προτάσεις πολεοδοµικού σχεδιασµού της πόλης των Αθηνών, όπως αυτές του Thomas Mawson (1919), του Κώστα Μπίρη (1946) και της οµάδας του Αλέξανδρου Φωτιάδη (1979) αλλά και τη σύγχρονη ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων του ιστορικού κέντρου των Αθηνών, συνολικής έκτασης 3,5 χιλιάδων στρεµµάτων περίπου, έργο που έχει αρχίσει ήδη να εφαρµόζεται 52. To 1834, o Karl Friedrich Schinkel, µεγάλος δάσκαλός του γερµανικού κλασικισµού, µετά από πρόσκληση του αδερφού του Όθωνα (διαδόχου Βαυαρίας Μαξιµιλιανού) εξεπόνησε ένα µοναδικό αρχιτεκτονικό σχέδιο για ένα µνηµειακό βασιλικό ανάκτορο µε έντονη παρουσία κήπων πάνω στην Ακρόπολη (Εικ. 14). Το σχέδιο των ανακτόρων του Schinkel χαρακτηρίζεται από ροµαντική διάθεση και ευαισθησία, εναρµονίζεται απολύτως προς το αττικό τοπίο και το κλίµα της χώρας και αποσκοπεί στη διαλεκτική συµβίωση της κλασικιστικής αρχιτεκτονικής µε την αρχαία κληρονοµιά. Αντίθετα µε την ποµπώδη κεντροευρωπαϊκή παράδοση µε τα ογκώδη και πολυόροφα ανάκτορα προτείνει τη δηµιουργία ενός ισόγειου, ασύµµετρου αρχιτεκτονικού συγκροτήµατος µε πολλά αίθρια, µε πρότυπο τις 51 Παπαγεωργίου- Βενετάς 2001, σελ & Μαλλούχου- Tufano 2000, σελ Παπαγεωργίου- Βενετάς 2004, σελ. 58,

32 κατοικίες της αρχαίας Ποµπηίας, που ανταποκρίνεται στο κλίµα και τις συνθήκες της ζωής της Μεσογείου. Το ανάκτορο πλαισιώνει εύστοχα τα υφιστάµενα αρχαία µνηµεία ενώ η πλούσια φύτευση λειτουργεί ως µέσο εξισορροπήσεως των µορφολογικών αντιθέσεων µεταξύ των ερειπίων και των νέων κτισµάτων. Η πρόταση του Schinkel δεν πραγµατοποιήθηκε ποτέ µε αφορµή τις τεχνικές δυσκολίες και το µεγάλο οικονοµικό κόστος, ενώ οι πραγµατικές αιτίες ήταν η απουσία απόστασης «σεβασµού» του έργου του από τις αρχαιότητες της Ακροπόλεως 53. Την ίδια εποχή, το 1836 ορίζεται η έκταση, τα όρια και η µορφή του βασιλικού κήπου πίσω από τα ανάκτορα. Τα πρώτα σχέδια του F. Gärtner, που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ παρουσιάζουν ένα κήπο µε κλασικές επιρροές και «γαλλικά» παρτέρια. Ο Γάλλος αρχιτέκτονας τοπίου Francois Louis Barrauld καθόρισε την σηµερινή του µορφή. Οι εργασίες διαµόρφωσης και φύτευσης που κράτησαν πάνω από σαράντα χρόνια, ( ), είχαν ως αποτέλεσµα έναν κήπο σε γραφικό στυλ µε επιρροές από το κίνηµα του Ροµαντισµού. Το 1927 ο βασιλικός κήπος άνοιξε στο ευρύ κοινό και µετονοµάστηκε σε εθνικό κήπο 54. Το 1894 διορίζεται µε Βασιλικό ιάταγµα «Επιτροπή επί των προς εξωραισµόν και συντήρησιν των αρχαιολογικών τόπων και µνηµείων εργασιών». Η Επιτροπή είχε αρµοδιότητα και ενδιαφέρον για τα µνηµεία της Αθήνας 55. Τα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση του Όθωνα έως την επανάσταση του 1909 η Αρχαιολογική Υπηρεσία και η Αρχαιολογική Εταιρεία 56 πέραν από τα έργα στα διάσηµα µνηµεία των Αθηνών στρέφονται προς τους αρχαιολογικούς χώρους της επαρχίας σε µια προσπάθεια µέσω απαλλοτριώσεων και κηρύξεων να ελέγξουν την εκτεταµένη αρχαιοκαπηλία και την καταστροφή αρχαιοτήτων λόγω αυξηµένης οικοδοµικής δραστηριότητας και λατόµευσης. Παράλληλα αρχίζουν τη σύσταση µουσείων, την αγορά αρχαίων, και τις εκτεταµένες ανασκαφές 57. Ο νόµος «Περί 53 Παπαγεωργίου- Βενετάς 2001, σελ Carter 1979, σελ Ανανιάδου- Τζηµοπούλου 1992, σελ Πετράκος 1982, σελ «Η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία για τη διάσωση και την ανάδειξη των µνηµείων της πατρογονικής µας κληρονοµιάς» ιδρύθηκε το 1837 και αποτέλεσε τον κύριο φορέα προστασίας των αρχαιοτήτων στη χώρα µας κατά τη διάρκεια του 19 ου αιώνα. Από τη περίοδο του Μεσοπολέµου ασχολείται αποκλειστικά µε ανασκαφές και δηµοσιεύσεις. 57 Σε χώρους µε σηµαντικές αρχαιότητες όπως Ακρόπολη, Μυκήνες, Επίδαυρος, Ελευσίνα, Ραµνούντα. (Μαλλούχου- Tufano 1998β, σελ. 54). 32

33 Αρχαιοτήτων» του 1899, θεσπίζει τη σχέση αρχαία-ιδιοκτησία κράτους ορίζοντας έτσι κρατικούς αρχαιολογικούς χώρους µε συγκεκριµένα όρια. Ξένες αρχαιολογικές αποστολές στην Ελλάδα µε αρχαιότερη την Γαλλική αρχίζουν µεγάλες ανασκαφές στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο αποκαλύπτοντας διάσηµα µνηµεία και αρχαιολογικούς χώρους (Εικ. 13) 58. Την ίδια εποχή οι πρώτες αναστηλωτικές απόπειρες σε Ακρόπολη, Σούνιο και Επίδαυρο χαρακτηρίζονται από την απόπειρα αποκατάστασης της κατ εικασίαν κλασικής εµφάνισης των µνηµείων σε βάρος της «γραφικότητας» του ερειπίου ακολουθώντας τις τάσεις που εκδηλώνονται αυτή την εποχή στην δυτική Ευρώπη 59. Στις αρχές του 20 ου αιώνα αρχίζει επίσης η εκτεταµένη αναδάσωση των λόφων της Αθήνας, µεταξύ αυτών και αυτού της Ακροπόλεως, καλύπτοντας συνολικά έκταση 1000 στρεµµάτων. Η αναδάσωση συνεχίστηκε για τις επόµενες τέσσερις γενιές δίνοντας έµφαση στη φύτευση ξηροφυτικών φυτικών ειδών, όπως αθάνατους, πεύκα, κυπαρίσσια και ελιές 60. Στις αρχές του 19 ου αιώνα στην Ευρώπη αρχίζουν τα αρχαιολογικά µνηµεία να αντιµετωπίζονται ως ιστορικά τεκµήρια και γίνονται διακριτικές απόπειρες αναστηλώσεων σε διάσηµα µνηµεία, όπως στην Αψίδα του Τίτου και στο Κολοσσαίο της Ρώµης 61. Μετά το 1840 διατυπώνονται θεωρητικά πλαίσια αναφερόµενα στις αναστηλώσεις αρχαίων µνηµείων. Οι τάσεις αυτές επηρεάζουν ακόµα και σήµερα τη µορφή και διαχείριση των αρχαιολογικών χώρων. Το «στυλιστικό» ρεστάουρο 62 και ο κύριος εκφραστής του ο Γάλλος αρχιτέκτων, ιστορικός και θεωρητικός της αρχιτεκτονικής αλλά και αναστηλωτής µνηµείων Viollet-le-Duc ( ) δίνει προτεραιότητα στη µορφή των µνηµείων σε βάρος της ιστορικότητάς τους. 58 Για περισσότερα σχετικά µε το έργο των ξένων αρχαιολογικών αποστολών στην Ελλάδα βλέπε Hellmann 1993 και Κόρκα κ.ά Μαλλούχου- Tufano 1998β, σελ Παπαγεωργίου- Βενετάς 2004, σελ Καραδέδος 1984, σελ Παράλληλα µε την ιστορία της αρχιτεκτονικής, καλλιεργείται την εποχή αυτή µια στείρα µορφολογία και ρυθµολογία που προσπαθεί να κατατάξει µεθοδολογικά τα µνηµεία σύµφωνα µε το στυλ τους. Κάθε µνηµείο, στην αρχική µορφή του, θεωρείται µια «στυλιστική µονάδα» σε µια σειρά εξέλιξης, και όχι ως έργο µε ιστορικές και µορφικές ποιότητες που καθορίζουν την µοναδικότητά του. Έτσι, τα κτίρια αξιολογούνται µε κριτήριο την καθαρότητα του στυλ (purisme) µε αποτέλεσµα να επιδιώκεται, µέσα από το ρεστάουρο, η απαλλαγή του µνηµείου από κάθε µεταγενέστερη προσθήκη καθώς και η ανακατασκευή κατεστραµµένων τµηµάτων, ακόµη και πολύ µεγάλων. Η ανακατασκευή αυτή µπορεί να βασίζεται, όταν δεν υπάρχουν στοιχεία, σε στυλιστικές ή τυπολογικές συσχετίσεις µε άλλα κτίρια (Καραδέδος 1984, σελ ). 33

34 Την ίδια εποχή στην Αγγλία τίθεται σε διαµετρικά αντίθετες βάσεις η θεωρία του Anti-Restoration Movement από τον J. Ruskin ( ) 63, ιστορικό κοινωνιολόγο και κριτικό της τέχνης. Ο µαθητής του, William Morris έκανε τις θεωρίες του Ruskin πράξη και ίδρυσε τη Society for the Preservation of Ancient Buildings. Το Anti-Restoration Movement γεννά το «ροµαντικό» restauro 64. Στα τέλη του ίδιου αιώνα δύο νέες θεωρίες έρχονται να πάρουν στοιχεία και να συνδυάσουν τις δύο παλαιότερες θεωρίες. Το «ιστορικό» 65 και το «επιστηµονικό» 66 restauro. Η δεύτερη θεωρία, µία προσπάθεια συγκερασµού του ροµαντικού και στυλιστικού restauro, θα αποτελέσει το θεµέλιο του σύγχρονου προβληµατισµού στη θεωρία του restauro. Μέχρι σήµερα οι αρχές της είναι διεθνώς αποδεκτές από τις υπηρεσίες προστασίας της πολιτιστικής κληρονοµιάς. Η γειτονική µας Ιταλία, µια χώρα που λόγω των κοινών σηµείων στη µορφή των αρχαιολογικών χώρων και των κλιµατολογικών συνθηκών µπορεί να αποτελέσει µέτρο σύγκρισης για την Ελλάδα στο τοµέα της διαχείρισης της πολιτιστικής 63 Ο Ruskin υποστηρίζει ότι υπάρχει ένας κύκλος στη ζωή των µνηµείων όµοια µε των άλλων όντων γέννηση ανάπτυξη, θάνατος. Το ερείπιο είναι ο σκελετός του µνηµείου που έρχεται να γίνει ένα µε τη φύση από όπου προέρχεται. Έτσι κάθε αναστήλωση έρχεται να διακόψει τον µοιραίο αυτό δρόµο και στο τέλος να καταντήσει ιεροσυλία (Κνιθάκης 1977, σελ. 23). 64 To ροµαντικό» restauro αντιτίθεται στα µεγάλης κλίµακας καταστρεπτικά ρεστάουρο στυλιστικού τύπου και προτείνει τον απόλυτο σεβασµό του µνηµείου, στη µορφή στην οποία έχει φθάσει σε εµάς. Αυτή η αντίληψη είναι προϊόν φιλολογικής στάσης και αποδίδει στο παρελθόν και στα µνηµεία του µια ηθική στάση, µια εµπαθή επιθυµία ειλικρίνειας και µια αγάπη σχεδόν νοσηρή, η οποία αρνείται κάθε επέµβαση του ανθρώπου που θα ήταν ιεροσυλία (Καραδέδος 1984, σελ. 32). 65 Πρόκειται ουσιαστικά για µια αναθεώρηση της θεωρίας του στυλιστικού ρεστάουρο, η οποία όµως, ενώ έχει ξεπεράσει τα προβλήµατα των µιµητισµών και της καθαρότητας του στυλ, εξακολουθεί να αποβλέπει σε µεγάλης κλίµακας ανακατασκευές και ανακαινίσεις (Καραδέδος 1984, σελ. 34). 66 Στο «επιστηµονικό» restauro δίνεται απόλυτη προτεραιότητα στη διατήρηση. Restauro στα µνηµεία πρέπει να γίνεται µόνο όταν είναι απόλυτη ανάγκη. Αλλά και τότε θα πρέπει περισσότερο να στερεώνονται παρά να επισκευάζονται, περισσότερο να επισκευάζονται παρά να δέχονται επέµβαση restauro. Προτείνεται σαν αρχή, ότι οι προσθήκες που έγιναν σε οποιαδήποτε εποχή, µπορούν να θεωρηθούν µέρη του µνηµείου και διατηρητέες, εκτός εάν αυτές προκαλούν µεταµφιέσεις ή αλλοιώσεις. Οι προσθήκες θα πρέπει να έχουν στυλ και υλικά διαφορετικά ή ακόµα να φέρουν σηµάδια διακριτικά ή ηµεροµηνίες (Καραδέδος 1984, σελ ). 34

35 κληρονοµιάς, όχι µόνο υπήρξε πρωτοπόρος σε αναστηλωτικά θέµατα αλλά και στις διαµορφώσεις χώρων µε τη χρήση βλάστησης. Τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 19 ου αιώνα αρχίζουν εκεί οι πρώτες συνειδητές προσπάθειες για την προστασία και ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων. Στη Ρώµη, σε µια προσπάθεια η πόλη να ανακτήσει τον κοσµικό της χαρακτήρα σε βάρος του εκκλησιαστικού και να αναβιώσει η λάµψη και η µεγαλοπρέπειά της ως πρωτεύουσας µιας διαχρονικής ένδοξης αυτοκρατορίας, τα αρχαία ερείπια αποκτούν πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι πολεοδοµικές επεµβάσεις µεγάλης κλίµακας που λαµβάνουν χώρα αυτή την εποχή θα ορίσουν το πρόσωπο της σύγχρονης Ρώµης µε διάνοιξη οδών, πλατειών και χώρων πρασίνου. Την περίοδο της ναπολεόντειας κυριαρχίας στη Ρώµη επιδιώκεται η συνολική ανάδειξη των µνηµείων του Forum Romanum και του γειτονικού Παλατίνου Λόφου µέσα σε ένα ενιαίο αρχαιολογικό πάρκο, το επονοµαζόµενο Κήπος του Καπιτωλίου (Jardin du Capitole). Κατά τη διάρκεια των εργασιών αυτών θα έρθουν σε αντιπαράθεση οι προτάσεις του αρχιτέκτονα της Ρώµης Giuseppe Valadier και του Γάλλου αρχιτέκτονα κήπων Louis Berthault. Η αντιπαράθεση αυτή καθρεπτίζει τη διάσταση δύο καθοριστικών ρευµάτων στην αρχιτεκτονική τοπίου της «αγγλικής νατουραλιστικής σχολής» και του «γαλλικού» φορµαλιστικού κήπου. Ο Valadier προφανώς επηρεασµένος από το νατουραλιστικό κίνηµα του «αγγλικού» κήπου του 18 ου αιώνα έχει καθιερώσει την ανάδειξη των µνηµείων διαµέσου λεωφόρων-περιπάτων ακανόνιστης µορφής, προσαρµοσµένων στους φυσικούς περιορισµούς και κλίσεις του εδάφους. Αντίθετα ο Berthault δίδοντας στα µνηµεία τον ρόλο σκηνικού επιδιώκει τη δηµιουργία ενός αυστηρά σχεδιασµένου δηµόσιου αστικού πάρκου, «γαλλικού», θα µπορούσαµε να πούµε, τύπου. Το έργο αυτό τελικά δεν θα πραγµατοποιηθεί ποτέ λόγω της λήξης της γαλλικής κυριαρχίας στην περιοχή. Αργότερα µόνον θα χαραχθεί και θα δενδροφυτευθεί µία λεωφόρος µεταξύ της πρόσφατα αναστυλωµένης Αψίδας του Τίτου και αυτής του Σεπτηµίου Σεβήρου 67. Από τα τέλη του 18 ου αιώνα ριζικές πολεοδοµικές παρεµβάσεις σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες οδηγούν στη δηµιουργία µεγάλων αστικών δηµόσιων πάρκων σε νατουραλιστικό στυλ, φαινόµενο το οποίο θα ενταθεί κατά τον 19 ο αιώνα 68. Στο πλαίσιο αυτό στη Ρώµη, πρωτεύουσα πλέον του ενιαίου Ιταλικού Βασιλείου, στο διάστηµα διαµορφώνεται ο Αρχαιολογικός Περίπατος 67 Μαλλούχου- Tufano 1998α, σελ Englisher Garten (1789) Μόναχο Γερµανίας, Bois de Boulogne ( ) και Parc des Buttes- Chaumont ( ) Παρίσι, Regent s Park- St. James Park ( ) και Victoria Park (1841) Λονδίνο, Birkenhead Park (1844) Λίβερπουλ. (Mann 1993, σελ ). 35

36 (Passeggiata Archeologica) 69. Αποτρέποντας την ανοικοδόµηση σε ένα µεγάλο µέρος της αρχαίας πόλης οδηγεί σε απαλλοτριώσεις, κατεδαφίσεις αλλά και φυτεύσεις ειδών της κλασικής παράδοσης 70. Την ίδια εποχή ο Giacomo Boni 71 ανασκάπτει συστηµατικά το Forum Romanum. Ο Boni, προσωπικός φίλος του Ruskin, πιστεύοντας στη ροµαντική αίσθηση του γραφικού των αρχαιολογικών χώρων δίδει ιδιαίτερο βάρος στη διερεύνηση της χλωρίδας και της πανίδας θεωρώντας ότι η φύση ανακτώντας τα υλικά που της απέσπασε ο άνθρωπος δρα αρµονικά, παρέχοντας στα ερείπια τη δυνατότητα µιας διανοητικής αναπαράστασης µε γοητευτικό τρόπο 72. Η χλωρίδα παίζει σηµαντικό ρόλο στη διαµόρφωση και τη τελική εµφάνιση του σκάµµατος και του αρχαιολογικού χώρου και µετά το πέρας των ανασκαφών Ευρεία έκταση, που περιλαµβάνει τους αρχαιολογικούς χώρους του Forum Romanum, του Παλατινού Λόφου, την κοιλάδα του Κολοσσαίου, µέρος των αρχαίων λόφων του Oppio και του Celio, το Circus Maximus, µέρος του Forum Boarium, τις Θέρµες του Καρακάλλα και την περιοχή από αυτές ως τα Αυρηλιανά Τείχη. 70 (Ciancio Rossetto 1983) στο Μαλλούχου- Tufano, 1998α, σελ O Giacomo Boni ( ) Ιταλός αρχαιολόγος και αρχιτέκτονας, εφάρµοσε πρωτοποριακές για την εποχή του µεθόδους. Ερευνώντας το χώρο από κάθε άποψη διεξήγε αυστηρά στρωµατογραφική ανασκαφή, διεπιστηµονική συνεργασία µε γεωλόγους, φυσιοδίφες, εθνολόγους και γλωσσολόγους και σχολαστική τεκµηρίωση των εργασιών. ιαποτισµένος µε τις ιδέες του Anti-restoration Movement, τάσσεται εναντίον των ριζικών µεταβολών της εµφάνισης των ερειπίων των µνηµείων, θεωρώντας επιτρεπτή µόνον την αναστήλωσή τους -υπό την κυριολεκτική έννοια του όρου, την ανατοποθέτηση δηλαδή στη θέση τους των αρχαίων µελών που έχουν καταπέσει (Μαλλούχου- Tufano 1998α, σελ. 61). 72 (Boni 1913) στο Μαλλούχου- Tufano 1998α, σελ. 61. De Vico Fallani 1996β, σελ «Πυκνές θαµνοστοιχίες από πυξάρια, αγριόκεδρους, παλιούρια και biancospino, πάνω στο οποίο φυτρώνουν αγριοτριαντάφυλλα, ορίζουν επιµέρους τµήµατα του σκάµµατος ή αποκρύβουν σύγχρονα αντιαισθητικά στοιχεία. Τις σύγχρονες λιθορριπές, που συγκρατούν τις επιχώσεις σε διάφορα σηµεία του χώρου, επικαλύπτουν αγριολούλουδα, όπως το Sedum, οι καµπανούλες, το Mesembrianthemum, ενώ τη βάση τους διακοσµούν τριαντάφυλλα και γιασεµιά, ίριδες και βιόλες. Αναρριχώµενα φυτά, όπως ο κισσός επικαλύπτουν και τα εξωτερικά ενισχυτικά στοιχεία -κυρίως αντηρίδες από οπτοπλινθοδοµή- που έχουν χρησιµοποιηθεί για τη στερέωση των µνηµείων. Η άνω επιφάνεια των τοίχων των µνηµείων καλύπτεται µε οστρακοκονίαµα, πάνω στο οποίο φυτεύονται λεπτές στρώσεις χλόης, από πόες και lippia repens, για την προστασία των υποκειµένων ερειπίων από τον καύσωνα και τον παγετό. Με χλόη πάλι υποδηλώνονται, στην επιφάνεια του εδάφους, οι επιχωσµένες θέσεις των υποδοχών των αγαλµάτων και των τάφων. Τέλος, ιθαγενής χλωρίδα, κυπαρίσσια, δάφνες, µυρτιές, πεύκα, ακόµη και αµπέλια, που αναφέρεται στις αρχαίες πηγές, ζωντανεύει 36

37 Μεσοπόλεµος Κατά τη διάρκεια του Μεσοπόλεµου αρχίζει η αναδιάρθρωση και ανάπτυξη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Ο νόµος 2447 του 1920 ιδρύει το «Γραφείο αναστηλώσεως και συντήρησης αρχαίων µνηµείων», το οποίο προβλέπεται να διευθύνεται από µηχανικό και απασχολεί εργατικό προσωπικό για την καθαριότητα των αρχαιολογικών χώρων 74. Το γραφείο αυτό έχει ταυτιστεί µε την δράση του πολιτικού µηχανικού Αναστάσιου Ορλάνδου ( ) ο οποίος θα το διευθύνει για δεκαεπτά χρόνια ( ). Ο Ορλάνδος θα συνεχίσει τη δράση του στην διάδοχη Υπηρεσία Αναστηλώσεως Αρχαίων και Ιστορικών Μνηµείων. Αν και οι διαθέσιµοι πόροι είναι λιγοστοί για µεγάλα αναστηλωτικά έργα, εκτός αυτών της Ακροπόλεως και του Θησείου, είναι τότε που για πρώτη φορά θα αντιµετωπιστεί το θέµα της ανάδειξης, αναβάθµισης και αξιοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της χώρας µας. Ο µαζικός τουρισµός αποτελεί ένα νέο παγκόσµιο φαινόµενο του Μεσοπολέµου και ο νεοϊδρυθείς το 1929 Ελληνικός Οργανισµός Τουρισµού (Ε.Ο.Τ.) προωθεί όχι µόνο την τουριστική αξιοποίηση των αρχαιολογικών χώρων αλλά και τη λειτουργία αρχαίων θεάτρων για το ανέβασµα παραστάσεων αρχαίων ποιητών. Πολλοί αρχαιολογικοί χώροι κυρίως της Νοτίου Ελλάδος θα λάβουν τότε την εικόνα την οποία διατηρούν µέχρι και σήµερα 75. Η χρήση φυτών στις διαµορφώσεις αρχαιολογικών χώρων, αν και απασχολεί τους αρχαιολογικούς κύκλους της χώρας µας, παραµένει σε θεωρητικό επίπεδο 76. Αντίθετα στην Ιταλία υλοποιούνται αναστηλώσεις βασισµένες στο επιστηµονικό restauro βάσει στοιχείων και χωρίς αυθαιρεσίες, οι οποίες συνοδεύονται από αποκατάσταση των υπαίθριων χώρων των αρχαίων κτισµάτων, όπως στην Ποµπηία η τον αρχαιολογικό χώρο και τον καθιστά φιλικό προς τον επισκέπτη, σκιάζοντας τα µονοπάτια και τις προσβάσεις στα µνηµεία.» [(Boni 1913) Mαλλούχου- Tufano 1998α, σελ. 61]. 74 Μαλλούχου- Tufano 1998β, σελ Μαλλούχου- Tufano 2000, σελ Το ενδιαφέρον προκύπτει και από την πρόθεση, το 1922, του Νικόλαου Μπαλάνου, επικεφαλής τότε του Γραφείου Αναστηλώσεως και Συντηρήσεως Αρχαίων και Ιστορικών Μνηµείων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων και υπεύθυνου για όλα τα µνηµεία της χώρας, να διαµορφώσει τον χώρο και να αναδείξει τα µνηµεία του Ασκληπιείου της Επιδαύρου µε τη φύτευση νέων δενδροστοιχιών, την επαύξηση των ήδη υφισταµένων εις τους µεταξύ των µνηµείων χώρους και τη σχεδίαση καταλλήλων δρόµων προς επίσκεψιν των αρχαιοτήτων (Μαλλούχου-Tufano 1998β, σ. 179). 37

38 Villa Vetti 77, η Αρχαία Ostia 78 και το Ercolano 79. Οι διαµορφώσεις αυτές έχουν σαφώς επιρροές από τις παρεµβάσεις του Boni. Σε θεωρητικό επίπεδο γίνονται προτάσεις για τολµηρές χρήσης της βλάστησης. Ενδεικτική είναι η πρόταση του αρχιτέκτονα De Vico για την αναπαράσταση, µε θαµνώδη φυτά της κάτοψης των Θερµών του Τραϊανού, πάνω στον λόφο Oppio 80. Σε πρωτοποριακές παρεµβάσεις µε τη χρήση φυτών σε αρχαιολογικούς χώρους στη Ρώµη προβαίνει ο Antonio Muñoz, επιφανές στέλεχος αστικού σχεδιασµού και προσφιλής στο φασιστικό καθεστώς. Προβαίνει στη χάραξη νέων κυκλοφορικών αρτηριών και την τοποθέτηση αρχαιολογικών χώρων σε κοµβικά σηµεία τους. Παράδειγµα ο αρχαιολογικός χώρος στο πλάτωµα Argentina µε τη βλάστηση να σχηµατίζει µια µεταβατική ζώνη µεταξύ των ερειπίων και του σύγχρονου αστικού ιστού. Ο Munoz προβαίνει και σε µία πρωτότυπη αναστήλωση µνηµείων µε τη χρήση φυτών. Τοποθετεί φυτικά στοιχεία σε σηµεία όπου τµήµατα του ναού δεν σώζονται. Τη µέθοδο αυτή, που δηµιουργεί και επιθυµητές σκηνογραφικές εντυπώσεις, χρησιµοποιεί για πρώτη φορά το στην αποκατάσταση του ναού της Αφροδίτης και Ρώµης 81, εξωραΐζοντας ουσιαστικά και δηµιουργώντας ένα δηµόσιο κήπο. Το 1938 ο Muñoz προσπαθώντας να αποκαταστήσει το αρχαίο άλσος στην κορυφή του Μαυσωλείου του Αυγούστου 82 προβαίνει σε µαζικές φυτεύσεις. Το ζήτηµα της διάσωσης και της ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονοµιάς και ειδικότερα η διατήρηση και διαµόρφωση του άµεσου περιβάλλοντος των µνηµείων αποτελεί ένα από τα κύρια θέµατα της Συνδιάσκεψης των Αθηνών του 1931, όπου στο άρθρο ΙΙΙ γίνεται ιδιαίτερη αναφορά. Για πρώτη φορά γίνεται εκτενής αναφορά στη χρήση της βλάστησης σε αρχαιολογικούς χώρους. 77 Καραδέδος 1984, σελ. 44. Αναλυτική περιγραφή των κήπων της Ποµπηίας στο Ciarallo 2001: Gardens of Pompeii. 78 Περισσότερα στο Muntoni 1993: «Italo Gismondi and the Lesson of Ostia Antiqua». 79 Μαλλούχου-Tufano 1998β,σελ Caneva 1997, σελ Σειρά από δάφνες καταλαµβάνουν τη θέση του βόρειου τοίχου του σηκού, µε αειθαλή πυξό αναπαράγονται οι βαθµίδες της κρηπίδας, ενώ κρανιές τοποθετηµένες σε κτιστές κυκλικές υποδοχές παίρνουν τη θέση των υπολοίπων εξωτερικών κιόνων, εκείνων του εσωτερικού περιστυλίου και του πρόναου (Μαλλούχου Τufano 1998α σελ. 63). Caneva 1997, σελ Επιχώνει τα τµήµατα ανάµεσα στους πρώτο και δεύτερο και τέταρτο και πέµπτο περιµετρικό δακτύλιο της υποδοµής του (είναι τα µόνα τµήµατα του µνηµείου που έχουν διασωθεί), υποδηλώνει µε δάφνες τους διαχωριστικούς τοίχους µεταξύ των δακτυλίων και δενδροφυτεύει τα ενδιάµεσα διαστήµατα µε κυπαρίσσια (Μαλλούχου Τufano 1998α σελ. 63). 38

39 Ο Γεώργιος Οικονόµος 83 στρέφεται προς την αποµόνωση των αρχαιολογικών χώρων από τις εκδηλώσεις της σύγχρονης ζωής. Γι αυτό και προτείνει ζώνη προστασίας πλάτους 500µ. γύρω από αυτούς στα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών νοµοθεσιών (Ιταλίας, Γαλλίας), αίτηµα που θα ικανοποιηθεί τον επόµενο χρόνο µε τον Ν. 5351/ Αναφέρει ως καταλληλότερα φυτικά είδη από αισθητικής άποψης (χρώµα και υφή φυλλώµατος) τα πεύκα και τα κυπαρίσσια και υποστηρίζει ότι η βλάστηση µπορεί να παίξει ποικίλους ρόλους στους ελλαδικούς αρχαιολογικούς χώρους. Τονίζει τον διακοσµητικό ρόλο τους, τον ρόλο ύπαρξης ζώνης µετάβασης του µνηµειακού χώρου στο πυκνό αστικό ιστό, αναφέρει συγκεκριµένα είδη που µπορούν να προσδώσουν τρίτη διάσταση σε ερειπιώνες και σηµειώνει πως η παρουσία βλάστησης αυξάνει την αίσθηση του γραφικού. Προσθέτει ακόµα πως η βλάστηση µπορεί να αναπαραστήσει µη σωζόµενα τµήµατα µνηµείων. Την ίδια εποχή ο Ιταλός Α. Lensi προτείνει τη βλάστηση σε αναλογίες και χαρακτήρα ο οποίος δεν παρεµβαίνει στα αρχαιολογικά ευρήµατα, ενώ αναγνωρίζει ότι τα αυτοφυή δένδρα αποτελούν το ιδανικό φόντο µνηµείων και ερειπίων και προσφέρουν προστασία από τις δυσµενείς κλιµατολογικές συνθήκες Στην Ελλάδα επιχειρούνται διαµορφώσεις µικρής κλίµακας αλλά σε πολλές περιπτώσεις προς σωστές κατευθύνσεις. Αξίζει να σηµειωθεί αυτή του Αριστοτέλη Ζάχου στον αύλειο χώρο του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο ιδρύθηκε επίσηµα το 1914 και τον Σεπτέµβριο του 1930 το Μουσείο εγκαταστάθηκε οριστικά στη Villa Ilissia, ένα συγκρότηµα κτιρίων κοντά στις όχθες του Ιλισού, το οποίο κτίστηκε από τον αρχιτέκτονα Σταµάτιο Κλεάνθη το 1848 για τη Γαλλίδα Sophie de Marbois-Lebrun, δούκισσα της Πλακεντίας. Το κεντρικό κτίριο, το οποίο θυµίζει τοσκανική αναγεννησιακή βίλα, διαµορφώθηκε σε µουσείο από τον αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχο το Ο Ζάχος θεωρώντας τα κυπαρίσσια τα καταλληλότερα είδη για φυτεύσεις σε κήπους εκκλησιών και θέλοντας να παραπέµψει σε κήπο ναού φύτευσε δύο στον κήπο του Μουσείου εκατέρωθεν της κρήνης. Τα κυπαρίσσια αυτά διατηρούνται έως σήµερα (Εικ. 15) Ο αρχαιολόγος Γεώργιος Οικονόµος ( ) υπήρξε προϊστάµενος της Aρχαιολογικής Yπηρεσίας την πενταετία (Πετράκος 1982, σελ. 102) Πληροφορία από τηλεοπτική εκποµπή της ΕΤ1- αφιέρωµα στον Αριστοτέλη Ζάχο. 39

40 Μετά τον Β Παγκόσµιο Πόλεµο Κατά την περίοδο αυτή στην Μεγάλη Βρετανία η χρήση της βλάστησης σε αρχαιολογικούς χώρους και περιβάλλοντες χώρους µνηµείων περιελάµβανε την εκτεταµένη χρήση χλοοτάπητα γύρω από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα και τη δηµιουργία καθαρά κηποτεχνικών διαµορφώσεων µε καλλωπιστική κυρίως υπόσταση. Κάτι τέτοιο επιβιώνει µέχρι σήµερα στον περιβάλλοντα χώρο των ερειπίων του µεσαιωνικού αββαείου στην κωµόπολη Bury St. Edmunds στην East Anglia αλλά και σε µνηµεία παλαιών βρετανικών αποικιών όπως παρατηρούµε σε µνηµεία της Κύπρου για παράδειγµα στα ερείπια του αββαείου Bellapais. Στις Ηνωµένες Πολιτείες όπου σε γενικές γραµµές σκοπός των παρεµβάσεων σε χώρους µνηµείων είναι η παρουσίαση του τρόπου ζωής κατά την εποχή χρονολόγησης τους, η βλάστηση µετέχει στον ίδιο σκοπό. Παράδειγµα αποτελεί η Williamsburg της ανατολικής ακτής των Η.Π.Α. όπου αναβίωση του τρόπου ζωής κατά την αποικιακή περίοδο γίνεται µε την χρήση ηθοποιών και ανακατασκευασµένων κατοικιών. Η βλάστηση επιχειρεί και αυτή την αναβίωση στοιχείων της κηποτεχνίας κατά την αποικιακή περίοδο. Όσον αφορά τη φυσιογνωµία του αρχαιολογικού τοπίου στην Ελλάδα, µεταπολεµικά στα µεγάλα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην Αθήνα αρχίζουν οι ραγδαίες και ριζικές αλλαγές µε µεγάλα αναπτυξιακά έργα κυκλοφορικής και τουριστικής υποδοµής. Στο πλαίσιο κυκλοφορικών ρυθµίσεων στην περιοχή του ναού του Ολυµπίου ιός στην Αθήνα ανασκάπτονται µεγάλες περιοχές τη περίοδο Οι βόρειες και νότιες ανασκαµµένες περιοχές δενδροφυτεύονται και περιφράσσονται 86. Την ίδια εποχή γίνονται και οι πρώτες συστηµατικές, µεγάλης κλίµακας, εργασίες διαµόρφωσης αρχαιολογικών χώρων µε τη χρήση βλάστησης. Το 1947, η φιλοδασική Ένωση Αθηνών µεταµόρφωσε µε αναδάσωση 750 εκτάρια χέρσας γης στον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο της βυζαντινής µονής της Καισαριανής (11 ος αιώνας), 5 χλµ από το κέντρο της Αθήνας, στις δυτικές πλαγιές του Υµηττού. Μέσα στην περιοχή αυτή υπήρχαν διάσπαρτα παγανιστικά και χριστιανικά λατρευτικά µνηµεία ποικίλων ιστορικών περιόδων. Η επέµβαση αυτή παραπέµποντας στον ελαιώνα που υπήρχε εκεί τον 17 ο αιώνα δηµιούργησε το σηµερινό δάσος της Καισαριανής. Περιελάµβανε τη φύτευση περισσοτέρων των 3 εκατοµµυρίων δένδρων και µια µεγάλη συλλογή σπάνιων ελληνικών 86 Μαλλούχου-Tufano 2000, σελ

41 αγριολούλουδων. Η πρώιµη αυτή απόπειρα αποκατάστασης του ιστορικού χαρακτήρα του ευρύτερου τοπίου ενός µνηµείου ακολούθησε τις µορφές της βλάστησης που όριζε η συγκεκριµένη περιοχή, έδειξε προσήλωση στα υπάρχοντα φυτικά είδη και απέφυγε την εγκατάσταση νέων φυτικών ειδών. Η Μονή Καισαριανής αποτελεί σήµερα ένα αρµονικό συνταίριασµα φύσης και πολιτισµού. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακήρυξε τον περιβάλλοντα χώρο της µονής ιστορικό κήπο της Ευρώπης 87. Οι ανασκαφές για την αποκάλυψη της Αρχαίας Αγοράς των Αθηνών άρχισαν το 1930 και συνεχίστηκαν για τριάντα ακόµα χρόνια σε έκταση 9 εκταρίων. Η συνοικία της Βλασσαρούς, που υπήρχε στον χώρο αποµακρύνθηκε δίνοντας την απόλυτη προτεραιότητα στην αρχαιολογική έρευνα 88. Το 1953, ως µέρος του προγράµµατος εργασιών αναστήλωσης της στοάς του Αττάλου και της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων από την Αµερικανική Σχολή Κλασσικών Σπουδών, διαµορφώθηκε και δενδροφυτεύτηκε ολόκληρος ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Αγοράς µε στόχο να µετατραπεί η ανασκαµµένη περιοχή σε αρχαιολογικό πάρκο. Οι εργασίες που κράτησαν δύο χρόνια, στο χώρο της καλύτερα διατηρηµένης αρχαίας αγοράς στον Ελλαδικό χώρο, περιελάµβαναν την εγκατάσταση σήµανσης, την χάραξη µονοπατιών και την τοποθέτηση καθιστικών. Συνολικά φυτεύτηκαν περισσότερα από φυτά (43 είδη δένδρων, 73 είδη θάµνων, 25 αναρριχητικών, 58 είδη ετησίων φυτών) σε µια προσπάθεια να γίνει ο χώρος πιο ελκυστικός για τον επισκέπτη και να αποκτήσει η Αθήνα έναν επιπλέον χώρο πρασίνου. Επικεφαλής του σχεδιασµού αλλά και της διεξαγωγής των φυτεύσεων ήταν ο Αµερικανός αρχιτέκτων τοπίου Ralph Griswold και βοηθός του ο γεωπόνος Εµµανουήλ Βάθης. Το έργο διαµόρφωσης του χώρου της Αρχαίας Αγοράς αποτέλεσε την πρώτη στην Ελλάδα απόπειρα δηµιουργίας ενός «αρχαιολογικού πάρκου» µε την οργανωµένη κηποτεχνική παρέµβαση σε µία ολόκληρη ιστορική περιοχή µετά τις ανασκαφικές έρευνες. Το πρωτοποριακό αυτό έργο έδωσε έµφαση στις µεγάλης έκτασης νέες φυτεύσεις, ενώ βασική αρχή υπήρξε η επιλογή ενδηµικών φυτών ιδιαίτερα εκείνων που ήταν γνωστό ότι υπήρχαν στην αρχαιότητα. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στα ίχνη αρχαίας φύτευσης που εντοπίστηκαν γύρω από το Ηφαιστείο (Θησείο) φυτεύτηκαν θάµνοι (Εικ ) Argyropoulo 1962: Mount Hymettus and the Kaisariani Monastery. Gildemeister 2004, σελ Παπαγεωργίου- Βενετάς 2004, σελ Camp 1986, Βάθης 2002, σελ Griswold 1961, σελ Παπαγεωργίου- Βενετάς 2004, σελ

42 Την ίδια εποχή ( ) ο αρχιτέκτονας ηµήτρης Πικιώνης αναλαµβάνει µετά από ανάθεση από την ελληνική κυβέρνηση τη διαµόρφωση του ιστορικού τοπίου γύρω από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης και του λόφου του Φιλοπάππου και γίνεται για πρώτη φορά λόγος για µια µεγάλης κλίµακας «αξιοποίηση» της αρχαιολογικής κληρονοµιάς υπό την αυξανόµενη πίεση του µαζικού τουρισµού. Σκοπός του έργου του Πικιώνη ήταν αφενός η βελτίωση της πρόσβασης στις αρχαιότητες, αφετέρου η επίτευξη όχι µόνο της φυσικής αλλά και της πνευµατικής πρόσβασης του επισκέπτη στην Ακρόπολη. Η φυσική προσέγγιση επιτεύχθηκε µε τη δηµιουργία πεζοδρόµων και ατραπών προσαρµοσµένων στην τοπογραφία και η πνευµατική προσέγγιση µε τη διαµόρφωση σηµείων θέας και στάσης που προσφέρουν τις καλύτερες οπτικές συνδέσεις µε τα µνηµεία, µε την ένταξη στον χώρο χαρακτηριστικών στοιχείων του τοπίου και αρχαιοτήτων, όπως επίσης και µε αναφορές σε αρχέτυπες µορφές της ελληνικής αρχιτεκτονικής κατά τον σχεδιασµό νέων κτισµάτων. Η αδιάκοπη και καθοριστική παρουσία και συµµετοχή του ίδιου ανέδειξε το έργο αυτό σε έργοσταθµό της ελληνικής µεταπολεµικής αρχιτεκτονικής. Ο Πικιώνης σεβάστηκε την ιδιαίτερη τοπογραφία του χώρου αποµακρύνοντας κάθε ξένο στοιχείο, διατήρησε ανέπαφο τον ζωτικό χώρο των µνηµείων, ενέταξε τα υπάρχοντα ανθρωπογενή στοιχεία στο φυσικό τοπίο, διαχειρίστηκε µε δεξιοτεχνία τις οπτικές φυγές από και προς τα µνηµεία αλλά κυρίως κράτησε τον χαρακτήρα των επεµβάσεων του αφανή. εν χαράχτηκαν νέα µονοπάτια αλλά αναδείχθηκαν αρχαίες διαδροµές, εγγενείς του ιστορικού τοπίου. Τα λιθόστρωτα του Πικιώνη που προστατεύθηκαν και διατηρούνται ακέραια µέχρι σήµερα είναι µοναδικά. Σε αυτά γίνεται εµπνευσµένη χρήση φυσικών υλικών, πέτρας, ξύλου και αρχιτεκτονικών µελών προϊόντων κατεδάφισης παλαιών αθηναϊκών σπιτιών. Αν και κύριος σκοπός δεν ήταν η κηποτεχνική διαµόρφωση του χώρου, έγινε προσθήκη µεγάλης ποικιλίας εγχώριων θάµνων και δένδρων, όπως δάφνες, πικροδάφνες, αγριελιές, καλαµιές, ενώ τα υπάρχοντα δασύλλια των κυπαρισσιών και των πεύκων απέκτησαν δίκτυα άρδευσης. Ο Πικιώνης απέρριπτε την ιδέα ενός πάρκου µε κηποτεχνική διαµόρφωση και υποστήριζε ότι οποιοδήποτε στοιχείο καταργεί τη φυσική µορφή του εδάφους δεν αρµόζει σε έναν τέτοιο σχεδιασµό (Εικ ) 90. Ο αρχιτέκτονας Πάτροκλος Καραντινός ( ) ήδη από την εποχή του Μεσοπολέµου ασχολείται εκτεταµένα µε τη µελέτη ανέγερσης αρχαιολογικών µουσείων σε όλη την Ελλάδα: Ηράκλειο Κρήτης ( ), Κέρκυρα (1938), Ακρόπολη ( ), Αρχαία Ολυµπία ( ), Θεσσαλονίκη (1956, Παπαγεωργίου- Βενετάς 2004, σελ , 100. Polychroniadis 1999, σελ

43 1962). Οι προτάσεις του περιλαµβάνουν αφενός την κατασκευή αιθρίων και την έκθεση αρχαιοτήτων σε αυτά, αφετέρου την χρήση βλάστησης σε νατουραλιστική διάρθρωση για την προβολή διάσπαρτων αρχιτεκτονικών µελών στους περιβάλλοντες χώρους των µουσείων. Σχέδια των προτάσεων του αυτών σαφώς παραπέµπουν σε τοπία της αγγλικής νατουραλιστικής σχολή και στη «λατρεία των ερειπίων» του 18 ου αιώνα Αναλυτική αναφορά στο πολυδιάστατο έργο του Πάτροκλου Καραντινού γίνεται στο Στοιχεία για την νεότερη ελληνική αρχιτεκτονική. Πάτροκλος Καραντινός (Γιακουµακάτος 2003). 43

44 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΚΟΝΕΣ 44

45

46 46

47 47

48 48

49 49

50

51 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΟΙ ΠΟΛΛΑΠΛΟΙ ΡΟΛΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΕΝΤΟΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΧΩΡΩΝ 51

52 Κεφάλαιο 2 Οι Πολλαπλοί Ρόλοι και Παράµετροι της Βλάστησης Εντός Αρχαιολογικών και Περιβαλλόντων Μνηµείων Χώρων Η προστασία και διαχείριση της πολιτιστικής κληρονοµιάς έχει σήµερα αποκτήσει σύνθετο περιεχόµενο καθώς πέρα από την ιστορική, ιδεολογική, εκπαιδευτική και αισθητική παράµετρό της έχει αναδειχθεί και η κοινωνική και οικονοµική σηµασία της 92. Στο πλαίσιο αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίζει οικονοµικά την «ανάδειξη και αξιοποίηση» των αρχαιολογικών χώρων µε συνεπακόλουθο στη χώρα µας να αρχίσουν παρά την ιδιαίτερα χρονοβόρα γραφειοκρατία πολλές σχετικές προσπάθειες 93. Μετά τη συντήρηση των αρχαίων κτισµάτων ακολουθούν εργασίες ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου µε στόχο τη δηµιουργία ασφαλών συνθηκών διακίνησης σηµαντικού αριθµού επισκεπτών σε αυτούς. Οι εργασίες περιλαµβάνουν συνήθως οριοθέτηση του χώρου µε περίφραξη, τοποθέτηση σήµανσης και επεξηγηµατικών πινακίδων, κατασκευή πεζοδρόµων επίγειων ή και υπέργειων. Η βλάστηση µετέχει στις εργασίες αυτές µε δύο τρόπους. Η αυτοφυής βλάστηση ως αντικείµενο αποµάκρυνσης και η εισηγµένη βλάστηση µε τη µορφή νέων φυτεύσεων ως διάσπαρτο στοιχείο «καλλωπισµού» (Εικ. 1, 2). Η απλοϊκή αυτή αντιµετώπιση της βλάστησης, αντανακλά µία γενικότερη κατάσταση στη χώρα µας όπου το πράσινο βάλλεται πανταχόθεν: µεταξύ άλλων και από κακές µελέτες διαµόρφωσης ελεύθερων χώρων, που στη χειρότερη περίπτωση χρησιµοποιούν τα φυτά ως «κερασάκι στη τούρτα», ενώ αντίθετα κάνουν αλόγιστη χρήση οικοδοµικών και σκληρών ή βαρέων υλικών τα οποία αποτελούν την πιο αφιλόξενη και αντιοικολογική δράση σε βάρος του µείζονος φυσικού και αστικού περιβάλλοντος και της ανάπτυξης των φυτών 94. Ωστόσο θα πρέπει να διερευνούνται η πολυσχιδής αξία της βλάστησης και οι ευρείες 92 Σκουρής και Τροβά 2003, σελ Αναλυτικά στο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων 2007: Το παρόν και το µέλλον των µνηµείων µας. Πολιτιστική κληρονοµιά και Γ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Η προσφορά της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στην κοινωνία των πολιτών. 94 Παπαδήµας 1995, σελ

53 δυνατότητες χρήσης της µέσα σε αρχαιολογικούς χώρους και σε περιβάλλοντες τα µνηµεία χώρους. Μέρος της προστασίας αποτελεί ο ορισµός αυστηρών περιορισµών στις εργασίες δόµησης και την επιλογή κατασκευαστικών υλικών 95. Οι περιορισµοί αυτοί σήµερα λαµβάνονται υπόψη κυρίως όσον αφορά στο µνηµείο αυτό καθαυτό, λιγότερο όµως όσον αφορά τον περιβάλλοντα χώρο του. Οι διεθνείς Χάρτες και οι επηρεασµένες από αυτές εθνικές αρχαιολογικές νοµοθεσίες σε Ευρώπη και Αµερική διακατέχονται από την «ηθική της διατήρησης» (conservation ethic) η οποία ταυτίζεται µε την αντίληψη ότι η αρχαιολογική κληρονοµιά αποτελεί ένα περιορισµένο και απειλούµενο πολιτιστικό αγαθό και ως τέτοιο οφείλουµε να το διαχειριστούµε προστατεύοντας και διαφυλάττοντάς το για τις µελλοντικές γενιές 96. Τα έγκυρα αυτά έγγραφα αναγνωρίζουν το γεγονός ότι τα υλικά αρχαιολογικά κατάλοιπα υφίστανται αναπόφευκτα αλλαγές λόγω της αρχαιολογικής έρευνας της επίσκεψης και της διαδικασίας συντήρησης. Για το λόγο αυτό δίνουν έµφαση σε τέσσερις αρχές: Ελάχιστη επέµβαση: οι εργασίες συντήρησης να είναι όσον το δυνατόν ήπιες και να στοχεύουν στη διατήρηση της «αληθινής φύσης» του µνηµείου, συµπεριλαµβανοµένης της εµφάνισής του, των ενδείξεων της καταγωγής του, της δόµησης και των υλικών του, χωρίς ωστόσο οι επεµβάσεις αυτές να προσθέτουν ή να αφαιρούν στοιχεία του µνηµείου. Συνεπώς προτείνεται οι εργασίες συντήρησης να περιορίζονται στον καθαρισµό και τη στερέωση των µνηµείων ώστε αυτό να διατηρείται εάν είναι δυνατόν όπως βρέθηκε. Αντιστρεψιµότητα: οι εργασίες συντήρησης και τα χρησιµοποιούµενα υλικά οφείλουν να είναι αντιστρέψιµα και να επιτρέπουν διαφορετικές λύσεις στο µέλλον. Συµβατότητα: τα εισηγµένα στο χώρο σύγχρονα υλικά συντήρησης οφείλουν να είναι συµβατά µε τα υλικά των µνηµείων και να εντάσσονται και να προσαρµόζονται καλά στις συγκεκριµένες περιβαλλοντικές συνθήκες (Εικ. 3). 95 Όπως επιβάλλει η Χάρτα της Ρήγας για την αυθεντικότητα (2000) και η Χάρτα της Βενετίας (1964). Η Χάρτα της Βενετίας στο άρθρο 12 αναφέρει: «Τα στοιχεία που προορίζονται να αντικαταστήσουν τµήµατα του µνηµείου που έχουν καταστραφεί πρέπει να ενσωµατώνονται αρµονικά στο σύνολο, αλλά και να διακρίνονται από τα αυθεντικά µέρη, έτσι ώστε να µην πλαστογραφούνται τα καλλιτεχνικά και ιστορικά τεκµήρια του κτιρίου.» και στο άρθρο 13: «Οι προσθήκες δεν µπορεί να γίνουν ανεκτές παρά µόνον εάν σέβονται όλα τα ενδιαφέροντα µέρη του κτιρίου, το παραδοσιακό του πλαίσιο, την ισορροπία της σύνθεσης του και τις σχέσεις του µε τον περιβάλλοντα χώρο». 96 Skeates 2000, σελ

54 Τεκµηρίωση: επιβάλλεται η αρχειοθέτηση γραπτών, σχεδιαστικών και φωτογραφικών τεκµηρίων σχετικά µε την εξέλιξη κάθε είδους εργασιών συντήρησης 97. Ο σχεδιασµός του χώρου µε τη χρήση φυτών είναι ο σχεδιασµός µε µέσο την ίδια τη φύση. Η µεταβλητότητα και το εφήµερο που χαρακτηρίζουν τη βλάστηση ως ζωντανό οργανισµό την κάνουν να ξεχωρίζει και να διαφέρει ριζικά από κάθε άλλο µέσο σχεδιασµού του τοπίου 98. Η βλάστηση αποτελεί το ιδανικό πρωτογενές υλικό ορισµού και διάθρωσης χώρων, µε την έννοια ότι ο περιβάλλων χώρος µνηµείων και αρχαιολογικών καταλοίπων αποτελεί αναπόσπαστο τµήµα τους, όπως επιβάλλει ο αρχαιολογικός νόµος και οι διεθνώς αποδεκτές χάρτες 99. Η βλάστηση ως δοµικό υλικό του υπαίθριου χώρου και του τοπίου διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά που την τοποθετούν σε ευνοϊκότερη θέση ως προς τα συµβατικά δοµικά υλικά και όσον αφορά την συµβατότητά της µε την µνηµειακότητα των αρχαίων καταλοίπων. Η 97 Stanley Price 1990 στο Sceates 2000, σελ Melucco Vaccaro 1989, σελ Robinson 1992, Introduction, XXIX. 99 Ν.3028/ 2002, άρθρο 2β γγ: «Ως ακίνητα µνηµεία νοούνται τα µνηµεία που υπήρξαν συνδεδεµένα µε το έδαφος και παραµένουν σε αυτό ή στο βυθό ης θάλασσας ή στον πυθµένα λιµνών ή ποταµών, καθώς και τα µνηµεία που βρίσκονται στο έδαφος ή στο βυθό της θάλασσας ή στον πυθµένα λιµνών ή ποταµών και δεν είναι δυνατόν να µετακινηθούν χωρίς βλάβη της αξίας τους ως µαρτυριών. Στα ακίνητα µνηµεία συµπεριλαµβάνονται οι εγκαταστάσεις, οι κατασκευές και τα διακοσµητικά και λοιπά στοιχεία που αποτελούν αναπόσπαστο τµήµα τους, καθώς και το άµεσο περιβάλλον τους» Χάρτα της Βενετίας (1964), άρθρο 1: «Η έννοια ενός ιστορικού µνηµείου δεν καλύπτει µόνο το µεµονωµένο αρχιτεκτονικό έργα άλλό και την αστική ή αγροτική τοποθεσία πού µαρτυρεί έναν ιδιαίτερο πολιτισµό, µιά ενδεικτική εξέλιξη ή ένα ιστορικό γεγονός. Αυτό ισχύει όχι µόνο για τις µεγάλες δηµιουργίες αλλά και για τα ταπεινά έργα πού µε τον καιρό απέκτησαν πολιτιστική σηµασία.» Το άρθρο 15 του άρθρου της Βενετίας αναφέρεται στις ανασκαφές όπως ορίζουν οι «συστάσεις για τους διεθνείς όρους που πρέπει να εφαρµόζονται στις αρχαιολογικές ανασκαφές» τις οποίες υιοθέτησε η UNESCO to 1956.: «Επιβάλλεται να γίνεται διευθέτηση των ερειπίων και να λαµβάνονται τα αναγκαία µέτρα για τη συντήρηση και την µόνιµη προστασία των αρχιτεκτονικών στοιχείων και των ευρηµάτων. Εξάλλου, θα είναι ευπρόσδεκτη κάθε πρωτοβουλία που θα διευκολύνει την κατανόηση του µνηµείου χωρίς να παραµορφώνει τη σηµασία του. Ωστόσο, κάθε εργασία ανακατασκευής θα πρέπει να αποκλείεται εκ των προτέρων. Μόνο η αναστήλωση µπορεί να αντιµετωπιστεί, δηλαδή η ανασύνθεση µελών που σώθηκαν αλλά έχουν µετακινηθεί. Οι συµπληρώσεις όµως θα είναι πάντα αναγνωρίσιµες και θα αντιπροσωπεύουν το ελάχιστο που απαιτείται για να εξασφαλισθούν οι συνθήκες συντηρήσεως του µνηµείου και να αποκατασταθεί η µορφολογική του συνέχεια». 54

55 βλάστηση πλαισιώνει τα αρχαιολογικά κατάλοιπα µε την εφηµερότητα και τη διαφορετικότητα προσδίδοντας σε αυτά τη ζωντάνια του υπαίθριου χώρου σε αντίθεση µε πολλούς υπαίθριους χώρους που τείνουν να µετατραπούν σε µουσειακούς. Η χρήση της βλάστησης µπορεί ευχερώς να αντικαταστήσει τοιχία, ξύλινες και µεταλλικές κατασκευές όπως κιόσκια, περιφράξεις, διαδρόµους. Μοναδικό παράδειγµα χρήσης της αρµονικής σχέσης βλάστησης και αρχαιολογικών χώρων αποτελεί το τοπικό Αρχαιολογικό Μουσείο στον αρχαιολογικό χώρο της Μαα- Παλιόκαστρο στα δυτικά παράλια της Κύπρου, στην περιοχή της Πάφου (Εικ. 4, 5). Στον σηµαντικό αυτό χώρο ο οποίος σχετίζεται µε την παρουσία Αιγαίων στην Κύπρο (13ος π. Χ π. Χ.) αποφασίστηκε από το Τµήµα Αρχαιοτήτων και το Ίδρυµα Α. Γ. Λεβέντη χρηµατοδότησε για να κτιστεί ένα Μουσείο για τα ευρήµατα των ανασκαφών της περιόδου µέσα στον ίδιο τον αρχαιολογικό χώρο. Ο αρχιτέκτονας Andrea Bruno που ανέλαβε το έργο αντιµετώπισε το πολύ λεπτό πρόβληµα της ενσωµάτωσης ενός τέτοιου Μουσείου στο περιβάλλον του. Ο αρχαιολογικός χώρος καταλαµβάνει χερσόνησο που προβάλλει στη θάλασσα για 400 µέτρα, αποτελεί ένα αναλλοίωτο κοµµάτι της ακτής µε τη χαρακτηριστική µακκία βλάστησης της Μεσογείου. Με εξαίρεση τη σειρά των ογκολίθων που σχηµατίζουν το αµυντικό τείχος του οικισµού, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα δεν εξέχουν από το φυσικό περίγραµµα του χώρου µε αποτέλεσµα οποιαδήποτε κατασκευή θα αποτελούσε επέµβαση στο τοπίο αλλοιώνοντας τη φυσική οµορφιά του. Μετά από προβληµατισµό αποφασίστηκε να µην κτιστεί τίποτα πάνω από το έδαφος και να τοποθετηθεί το νέο µουσείο έξω από την ζώνη των ανασκαφών. Η παρατήρηση της αυτοφυούς βλάστησης και της αρµονικής της συνύπαρξης µε το αρχαιολογικό τοπίο οδήγησε στην κατασκευή υπόγειας κτιστής κατασκευής µε διάµετρο 12 µ. η οποία φέρει µεγάλο θόλο κατασκευασµένο από οπλισµένο σκυρόδεµα και καλυµµένο µε φύλλα χαλκού. Ο θόλος αυτός το µοναδικό στοιχείο της κατασκευής που προβάλλει πάνω από το έδαφος, έχει το ίδιο περίγραµµα και παρόµοιο χρώµα µε τη θαµνώδη µακκία βλάστησης που τον περιβάλλει Καραγιώργης 1990, σελ

56 Η σχετική µε παρεµβάσεις σε αρχαιολογικούς χώρους διεθνής 101 και ελληνική βιβλιογραφία των τελευταίων χρόνων επικεντρώνεται βασικά στην διατύπωση αρχών παρεµβάσεων στους χώρους όσον αφορά τα δοµηµένα στοιχεία των ιστορικών χώρων, σύµφωνα µε τη διεθνή και εθνική νοµοθεσία. Η βλάστηση αναφέρεται ως στοιχείο των αρχαιολογικών και µνηµειακών χώρων και αναγνωρίζεται η σηµασία διατήρησης της παρά τις αρνητικές τις επιπτώσεις στα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Σε σπάνιες περιπτώσεις γίνονται κάποιες προτάσεις σχετικά µε την συµβατότητα ή µη στοιχείων της βλάστησης σε χώρους µε αρχαία κατάλοιπα χωρίς ωστόσο να επιχειρείται η διατύπωση µεθοδολογικής προσέγγισης για τη συνολική διαχείριση της. Η Αρχιτεκτονική τοπίου ως «δραστηριότητα δηµιουργίας εξωτερικών χώρων» 102 έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως µέσο χειρισµού της βλάστησης µε σκοπό την προστασία και ανάδειξη του ιστορικού χαρακτήρα αρχαιολογικών χώρων και µνηµείων. Σήµερα οι αρχές που διέπουν τον σχεδιασµό του τοπίου είναι αισθητικές, οικολογικές και κοινωνικές 103. Ο σχεδιασµός του τοπίου, που ονοµάζεται Σχεδιασµός των φυτεύσεων (Planting Design) και προκύπτει µέσα από τις διεργασίες της Αρχιτεκτονικής τοπίου, ασχολείται µε την τοποθέτηση των φυτών στον χώρο και το τοπίο και διέπεται από αξίες αισθητικές, λειτουργικές αλλά και οικολογικές 104. Συνεπώς οι αρχές που διέπουν τον σχεδιασµό των φυτεύσεων σε αρχαιολογικούς χώρους και περιβάλλοντες χώρους πρασίνου προκύπτουν, σύµφωνα µε το παρακάτω διάγραµµα, από τις αρχές της αρχιτεκτονικής τοπίου και τις αξίες που καθορίζουν σήµερα τον σχεδιασµό του τοπίου, τον σχεδιασµό των φυτεύσεων και τις αξίες που χαρακτηρίζουν τους αρχαιολογικούς χώρους σύµφωνα µε τη σύγχρονη θεώρηση της 101 Πρόκειται για πρακτικά συνεδρίων και όπως αυτά διοργανωµένα από το ινστιτούτο J Paul Getty των Η.Π.Α [De la Torre (ed.) 1997, Teutonico & Palumbo (ed.) 2002] Στην Ελλάδα χαρακτηριστικότερο παράδειγµα αποτελεί η διηµερίδα που οργάνωσε η Ένωση Φίλων Ακροπόλεως µε θέµα την αυτοφυή βλάστηση στους αρχαιολογικούς χώρους (Αυτοφυής βλάστησης 1998). 102 Dixon Hunt 2000, σελ. 2: «Landscape architecture: An activity of exterior place- making». 103 Αναλυτικά στο Ian Thompson 1999: Ecology, Community and Delight. Sources of Values on Landscape Architecture. 104 Όπως αναφέρονται στο Robinson 1992: Planting Design Handbook. 56

57 προστασίας και διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονοµιάς στη λεκάνη της Μεσογείου 105 : Αρχές διαχείρισης της Αρχές σχεδιασµού Αρχές σχεδιασµού Αρχές σχεδιασµού πολιτιστικής φυτεύσεων σε του τοπίου φυτεύσεων κληρονοµιάς σε αρχαιολογικούς αρχαιολογικούς χώρους χώρους Αισθητικές Κοινωνικές Οικολογικές Αισθητικές Λειτουργικές Οικολογικές Αισθητικές Λειτουργικές Αρχαιολογικές Ιστορικές Οικολογικές Κοινωνικές Εκπαιδευτικές Οικονοµικές Συµβολικές Πνευµατικές => Αισθητικές Λειτουργικές Αρχαιολογικές και Ιστορικές Οικολογικές Κοινωνικές και Εκπαιδευτικές Οικονοµικές Προστασίας Υποβάθµισης 105 De la Torre (ed.) 1997: International Conference Proceedings: The Conservation of Archaeological Sites in the Mediterranean Region, J. Paul Getty Museum, Los Angeles 6-12 May Teutonico & Palumbo (ed.) 2002: International Workshop Proceedings: Management Planning for Archaeological Sites, J. Paul Getty Museum, Corinth May

58 2.1. Αισθητικές παράµετροι «Απόλαυση των ερειπίων» «εν υπάρχει πιο υπέροχη, πιο θαυµαστή ερήµωση από αυτή», Shelley, Letters from Italy, Οι κατάφυτοι ερειπιώνες αποτέλεσαν αντικείµενα λατρείας στην Ευρώπη για µια ολόκληρη εποχή. Τα ερείπια είχαν ξεχωριστή θέση στην οπτική, στη συναισθηµατική και στη λόγια διάσταση της φαντασίας των µορφωµένων Ευρωπαίων αλλά και του ευρύτερου κοινού από την Αναγέννηση µέχρι και τον 19 ο αιώνα. Τα αρχαιολογικά ερείπια ήσαν εκείνα που στάθηκαν αφορµή για την εικονογράφηση του ελληνικού τοπίου. Οι Ευρωπαίοι καλλιτέχνες που επισκέφθηκαν τη χώρα µας κατά τον αιώνα του ιαφωτισµού ενδιαφέρθηκαν κυρίως για την καταγραφή των ερειπωµένων ναών της αρχαιότητας 107. Ήδη από την εποχή της Αναγέννησης το ενδιαφέρον για την αρχαιότητα ήταν ζωηρό σε όλα τα επίπεδα. Η λογοτεχνία, οι εικαστικές τέχνες αλλά και η αρχιτεκτονική ανακάλυπταν ξανά τις αρχαιοελληνικές αξίες, ενώ η συλλογή αρχαιοτήτων όπως επίσης και το εµπόριο των αρχαιοτήτων γνώρισαν έξαρση 108. Στην Αναγέννηση η εκτίµηση των ερειπίων δεν περιορίστηκε στην σηµασία τους ως πηγές για αρχαιολογική έρευνα. Επεκτάθηκε στην αντιµετώπισή τους ως τεκµήρια του ένδοξου παρελθόντος και µέσα στους αιώνες οι κατάφυτοι ερειπιώνες απέκτησαν έντονο συµβολισµό. Η νοσταλγία του παρελθόντος, εκφρασµένη µέσα από την απεικόνιση ερειπιώνων, µεταµορφώνεται από απλό αρχαιολογικό ενδιαφέρον σε τάση δηµιουργίας απόκοσµης µεταφυσικής διάθεσης µε έµφαση στην διακοσµητική αξία των ερειπίων άλλοτε εγκεφαλική, άλλοτε συναισθηµατική. 109 Φυσικό επακόλουθο ήταν οι χώροι, όπου η βλάστηση περιέβαλλε ανεξέλεγκτα τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, να αποτελέσουν πηγή έµπνευσης για καλλιτέχνες, ποιητές, λόγιους, ερευνητές και περιηγητές. Η «λατρεία των ερειπίων» της περιόδου 17 ου - 19 ου αιώνα υπήρξε εντονότερη τον 18 ο αιώνα όταν η ροµαντική προσέγγιση υπερίσχυε. Την εποχή αυτή, οι ερειπιώνες αντιµετωπίζονται περισσότερο ως στοιχεία 106 Letter XVII, «Letters from Italy» [Percy Bysshe Shelley ( ), Vol. II. Essays Letters from abroad, translations and fragments, by Percy Bysshe Shelley, (1840) Mary Shelley (επιµ.)] στο Macaulay 1953, σελ Τσιγκάκου 2005, σελ Σιµόπουλος 1984, σελ Πετράκος 1982, σελ Zucker 1961, σελ

59 του ευρύτερου τοπίου παρά ως αρχιτεκτονήµατα και οι σύγχρονοι περιηγητές αναφέρονται εκτενέστατα στην παρουσία της βλάστησης. Ο Άγγλος ποιητής Shelley γράφει στα 1819 µετά από επίσκεψη στη Ρώµη «πύργοι και λαβύρινθοι κρύβονται, καλυµµένοι από την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη άγριας βλάστησης και κισσού. εν υπάρχει πιο υπέροχη, πιο θαυµαστή ερήµωση από αυτή. Ο κατακόρυφος τοίχος του ερειπίου σχίζεται δηµιουργώντας απότοµες ρωγµές γεµάτες µε ανθισµένους θάµνους, των οποίων οι χονδρές στραβές ρίζες ξεπροβάλλουν από σχισµές της πέτρας Ξαφνικά βρίσκεσαι δίπλα σε ένα κατάφυτο ερείπιο, έχοντας στη µία πλευρά την απεραντοσύνη της γης και του ουρανού και στην άλλη ένα χάσµα, το οποίο ενώνεται µε αψίδα τεράστιου µεγέθους στεφανωµένη µε πολύχρωµα φυλλώµατα και άνθη, καθώς στηρίζει µία ανακανόνιστου σχήµατος πυραµίδα καλυµµένη και αυτή από την πανταχού επικρατούσα βλάστηση. Ολόγυρα ξεπηδούν και άλλα βράχια και άλλες κορυφές όλα σε παράταξη, ενώ η παραµόρφωση, της άκρατης εγκατάλειψης τους µαλακώνει από την αδιάφθορη αξιοσύνη της φύσης. Ελάτε στη Ρώµη! Το θέαµα δεν µπορεί να περιγραφεί µε λέξεις». Ο Julien-David Le Roy ήταν ο πρώτος Γάλλος αρχιτέκτων που επισκέφτηκε την Ελλάδα µε σκοπό τη µελέτη της αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής και την εξάπλωση των αθάνατων αξιών, που πρέσβευε, µε τη δηµοσίευση το 1770 λευκώµατος µε απεικονίσεις αρχαίων µνηµείων 110. Ακόµα και ο τίτλος του «Les ruines des plus beaux monuments de la Grèce» αναφέρεται άµεσα στην αισθητική απόλαυση που προσφέρουν οι ερειπιώνες στους επισκέπτες 111. Στις σε ύφος ροκοκό απεικονίσεις αρχαίων ερειπίων του Le Roy, οι οποίες θεωρούνται ανακριβείς, η εικονιζόµενη οργιαστική βλάστηση παίζει καίριο ρόλο στη δηµιουργία δραµατικής γεµάτης µυστήριο ατµόσφαιρας (Εικ. 6) 112. O Σκώτος Hugh William Williams ( ) απεκαλείτο από τους συγχρόνους του «ο Ελληνικός» και θεωρείτο ο δηµοφιλέστερος ζωγράφος ελληνικών τοπίων µε αρχαιοπρεπή ατµόσφαιρα. Πραγµατοποίησε περιοδεία στην Ελλάδα το Εξέδωσε το δίτοµο εικονογραφηµένο οδοιπορικό, µε τον τίτλο Travels in Italy, Greece and the Ionian Islands (1820), και σειρά χαλκογραφιών µε τον τίτλο Select 110 Pousin 1993, σελ Περισσότερα στο Le Roy 2004: Τhe Ruins of the Most Beautiful Monuments in Greece. 112 Τσιγκάκου 1981, σελ

60 Views in Greece ( ) 113. Στο τελευταίο συναντάµε τον πίνακα «Ελληνικό τοπίο», την απεικόνιση δηλαδή, ενός ιδανικού τοπίου, όπου κυριαρχούν τρία στοιχεία: Το δάσος, το νερό και τα ερείπια (Εικ. 7). 114 O Βρετανός τοπιογράφος Edward Lear ( ) θεωρείται ο κατ εξοχήν τοπιογράφος της Ελλάδας του 19ου αιώνα. Η προσέγγισή του στο ελληνικό τοπίο ξεπέρασε τη συµβατική αρχαιολατρεία αγγίζοντας τα όρια της αυθεντικής µαρτυρίας. Αυτό που δίνει ξεχωριστή σηµασία στο έργο του ως τοπιογράφου της Ελλάδας είναι κυρίως η υψηλή αίσθηση του ελληνικού φωτός καθώς και η προσπάθειά του να ερµηνεύσει το τοπίο (Εικ. 9). Εµφανίζεται περισσότερο ενηµερωµένος από άλλους ξένους περιηγητές για τους αρχαιολογικούς χώρους και τη σηµασία τους. Με την αυξηµένη του ευαισθησία είχε αντιληφθεί τη συνάφεια γεωγραφίας και µύθου, που αποτελεί ένα από τα ιδιαίτερα γνωρίσµατα του ελληνικού τοπίου και προσπάθησε να αναδείξει τα στοιχεία διαλόγου µεταξύ του τοπίου και της ιστορίας του κάθε χώρου, αποκρυπτογραφώντας το περιεχόµενο της κάθε τοποθεσίας. Ο Lear δηµοσίευσε δύο εικονογραφηµένα οδοιπορικά για τον Ελλαδικό χώρο: Journals of a Landscape Painter in Albania etc. (1851) και Views in the Seven Ionian Islands (1863) 115. Οι αρχές του 20 ου αιώνα σήµαναν την αρχή του τέλους της αντιµετώπισης των ερειπιώνων στο πλαίσιο του ροµαντισµού. Ο νέος χάρτης της Ευρώπης µε την έξαρση των εθνικιστικών τάσεων δηµιουργούσε τις προϋποθέσεις, ώστε τα αρχαιολογικά κατάλοιπα να αρχίσουν να αντιµετωπίζονται µε αναστηλωτική διάθεση ως αρχαιολογικά τεκµήρια συγκεκριµένων εθνικών και θρησκευτικών ταυτοτήτων. Π.χ. στην γειτονική Ιταλία το νέο φασιστικό καθεστώς εστράφη προς µία άκριτη και άκρατη λατρεία της ρωµαϊκής αυτοκρατορίας. Προπαγανδιστικά πολιτικά κίνητρα έδωσαν έµφαση σε κάθε δυνατή αναβίωση του ένδοξου παρελθόντος µεταµορφώνοντας µε εκτεταµένες αναστηλωτικές εργασίες µνηµεία και ερειπιώνες. Ο χαρακτήρας ιστορικών πόλεων, σαν την Ρώµη, αλλοιώθηκε για πάντα. Ο Βρετανός τοπιογράφος και πολεµικός ανταποκριτής John Piper ( ) έγραφε τη δεκαετία του 1940: «Η Ρώµη ήταν πάνω από όλα µία πόλη ορατής ποίησης. Σήµερα έχει µεταµορφωθεί σε µία πόλη αρχαιολογίζοντος ενδιαφέροντος και πολιτικής προπαγάνδας» Τσιγκάκου 2005, σελ Terkenli et al. 2001, σελ Σκάρπελος 2005, σελ Τσιγκάκου 1997, σελ Piper 1948, σελ

61 Πολλοί ροµαντικοί αρχαιολάτρες αντέδρασαν έντονα στην αποµάκρυνση της βλάστησης που ακολούθησε τις αναστηλωτικές εργασίες δηλώνοντας ότι δεν υπάρχει πλέον κανένας λόγος επίσκεψης στους γυµνούς από φυτά αρχαιολογικούς χώρους 117. Ο Augustus John Cuthbert Hare ( ), Άγγλος βιογράφος και συγγραφέας ταξιδιωτικών εγχειριδίων στις χώρες της Μεσογείου, ήταν ένας από αυτούς. Το 1875 αναφέρει ότι η επίσκεψη στη Villa Adriana έξω από τη Ρώµη µετά την αποµάκρυνση της βλάστησης από τα ερείπια δεν αξίζει και πολύ τον κόπο ενώ αναπολεί τις παλαιότερες ηµέρες των µνηµείων της Ρώµης: «Τα τριανταπέντε χρόνια της Ενωµένης Ιταλίας, στο όνοµα της αρχαιολογίας, κατέστρεψαν πιο πολύ τη καλλιτεχνική οµορφιά της Ρώµης από όλες τις επιδροµές Γότθων και Βανδάλων. Προκάλεσαν στην πόλη ότι οι πάπες του 16 ου αιώνα έκαναν στο Forum. Με λίγες εξαιρέσεις µεγάλο µέρος από τη παλιά γοητεία της πόλης έχει χαθεί για πάντα, όλη η άποψη της πόλης χάθηκε και η γραφικότητα των παλιών ηµερών έχει κρυφθεί σε περίεργες γωνιές τα παγανιστικά ερείπια απογυµνώθηκαν από κάθε τι που τους έδινε γραφικότητα Τα παλάτια του Καίσαρα καθαρίστηκαν από τα λουλούδια και τον κισσό που τα κοσµούσαν Τα λουτρά του Καρακάλλα, που µέχρι το 1870 αποτελούσαν ένα από τα πιο όµορφα µέρη του κόσµου, σήµερα είναι ελάχιστα ελκυστικότερα από τα ερείπια µιας λονδρέζικης αποθήκης Ακόµα και από το Κολοσσαίο στέρησαν όχι µόνο τους βωµούς του αλλά και την υπέροχη βλάστηση. Ξεριζώνοντας τους θάµνους έκαναν πιο πολύ ζηµιά στο µνηµείο από ότι θα γινόταν φυσικά σε πέντε αιώνες» 118. Ωστόσο δεν είναι εύκολο να προσδιορίσουµε µε ακρίβεια ποια ήσαν τα στοιχεία εκείνα των ερειπιώνων που µάγεψαν ολόκληρες γενιές. Η οµορφιά, η ερήµωση, η αίσθηση της απώλειας του παλιού µεγαλείου, η αύρα των σκοτεινών µυστηριωδών µύθων, η µεταφυσική διαρκής παρουσία του θεϊκού στοιχείου σίγουρα είναι ορισµένα από αυτά. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου η θρησκευτική και κοσµική ιστορία εισέρχεται η µιά στην άλλη, ο προσδιορισµός αυτός είναι ακόµα δυσκολότερος 119. Η αισθητική αξία «pleasure of ruins», γέννησε την Αγγλική Νατουραλιστική Σχολή σχεδιασµού του τοπίου και επηρέασε καθοριστικά το προσδιορισµό της Αρχιτεκτονικής Τοπίου. Η µεταφορά στη πραγµατικότητα φανταστικών- ή και όχι- 117 Macaulay 1953, σελ (Augustus Hare 1905: Walks in Rome 1905) στο Macaulay 1953, σελ Macaulay 1953, σελ

62 «ηρωικών» τοπίων µε άφθονη βλάστηση και αρχαία ερείπια, όπως αυτά αποτυπώθηκαν σε έργα ζωγραφικής του 17 ου αιώνα, έγινε η φιλοδοξία της αγγλικής αριστοκρατίας. Οι ζωγράφοι των οποίων τα έργα άσκησαν τη µεγαλύτερη επιρροή ήταν κυρίως τρεις: Οι Γάλλοι Claude Lorrain (περ ) και Nicolas Poussin ( ), και ο Ιταλός Salvator Rosa ( ) (Εικ. 10) 120. Ο νατουραλιστικός «αγγλικός κήπος» επηρεάστηκε από το κίνηµα του ροµαντισµού, βασίστηκε στην άµεση παρατήρηση της φύσης και σε βασικές αρχές της ζωγραφικής. Επικυρώθηκε µε την ανακάλυψη ενός κατεστηµένου αισθητικής στην Ανατολή βασισµένο στην µυστική ισορροπία της ασυµµετρίας 121. Ο επιδιωκόµενος σκοπός ήταν η ποικιλία, ο µυστικισµός και ο τονισµός ειδυλλιακών καταστάσεων. Ο χειρισµός των κυµατιστών γραµµών της φύσης και η αντίθεση φωτός και σκιάς έγιναν κύριο µέληµα, σε πλήρη αντίθεση µε τους µέχρι τότε κήπους της Αναγέννησης που τους χαρακτήριζε ακραία επισηµότητα 122. Αξίζει να σηµειωθεί πως η νέα αυτή τάση στη κηποτεχνία πρωτοεφαρµόστηκε όχι από βοτανολόγους, φυσιοδίφες ή αρχιτέκτονες. Οι πρώτοι εµπνευστές της ήταν ποιητές, ιστορικοί, φιλόσοφοι, ζωγράφοι. Στόχος τους ήταν να δηµιουργήσουν ρέπλικες ιδεατών κόσµων προφασιζόµενοι ότι την πηγή έµπνευσης αποτελούσε η ίδια η φύση 123. Ο ποιητής, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Alexander Pope ( ) µε τα κείµενά του στην εφηµερίδα Guardian και το πολυδιάστατο λογοτεχνικό του έργο παρότρυνε την επιστροφή στην ευγενική απλότητα της άσπιλης φύσης. Στο ποίηµα του Epistle to Burlington (1731) διατύπωσε ό,τι έµελλε να γίνει το αξίωµα της νέας σχολής σχεδιασµού του τοπίου: «Σε όλα, µην αφήνετε τη φύση να ξεχαστεί Συµβουλευτείτε το πνεύµα του τόπου» το οποίο και ακολουθεί στη δηµιουργία του κήπου του στο Twickenham, νοτιοδυτικά του Λονδίνου Zucker 1961, σελ «Η Ανατολή είναι η πηγή της νατουραλιστικής τέχνης και η ύση της ανθρωποκεντρικής τέχνης... Το Ισλάµ, η θρησκεία της Μέσης Ανατολής, έδωσε έµφαση, και µέσα από την κηποτεχνία, στο ότι ο άνθρωπος µπορεί να δηµιουργήσει τον παράδεισό στη γη, ενώ η εβραϊκή θρησκεία και στη συνέχεια ο χριστιανισµός έδωσε έµφαση στη κατάκτηση της φύσης.» (McHarg 1992, σελ. 28, 76). 122 Κανταρτζής και Τσαλικίδης 1981, σελ Hadfield 1965, σελ «In all, let Nature never be forgot Consult the genius of the place». Rogers 2001, σελ Desmond 1991, σελ

63 Οι πρώτες προσπάθειες δηµιουργίας τέτοιων κήπων κατέληξαν σε εξεζητηµένα αποτελέσµατα. Κυριάρχησε η τέλεια έλλειψη τάξεως που τονιζόταν από αφύσικα κατασκευάσµατα υπό µορφή ερειπίων (follies), ενώ κορµοί δένδρων ριγµένοι στο έδαφος προσπαθούσαν να δείξουν τον ροµαντισµό και την παρακµή της φύσεως. Οι ευθείες γραµµές έπαψαν να χρησιµοποιούνται γιατί θεωρήθηκαν αντίθετες προς τη φύση 125. Την εποχή αυτή κύριος εκπρόσωπος της νέας τάσης είναι ο ζωγράφος, γλύπτης και αρχιτέκτονας William Kent ( ), ο οποίος επιστρέφοντας από το Grand Tour, εξέφρασε την ουσία της καινούργιας φιλοσοφίας στη κηποτεχνία µε τη φράση του «πήδηξε τον φράχτη και δες ότι όλη η φύση είναι ένας κήπος». Στα µέσα του 18ου αιώνα ο νέος ρυθµός είχε επικρατήσει απόλυτα. Την εποχή αυτή χαρακτήρισαν τα πολλά έργα του Lancelot Brown ( ). Ο Brown που έµεινε γνωστός ως «Capability Brown» διότι πάντα αναφερόταν στις δυνατότητες (capabilities) ενός χώρου εξελίχθηκε µετά τον θάνατο του Kent σε έναν από τους κύριους αντιπροσώπους του αγγλικού νατουραλιστικού κινήµατος. Πραγµατοποίησε δυναµικά αυτό που ο Κent εξέφρασε δειλά, ότι δηλαδή «όλη η φύση είναι ένας κήπος». Τα µέσα του υπήρξαν πληθωρικά σε ποσότητα και ποιότητα µε αποτέλεσµα να φέρει δραστικές αλλαγές στο τοπίο. Έφτιαχνε λόφους, δηµιουργούσε λίµνες, φύτευε ολόκληρα δάση. Τον ενδιέφερε ιδιαίτερα το παιχνίδι φωτός, σκιάς και όχι το χρώµα, γιατί κύρια ιδέα του ήταν η αλλαγή της τοπογραφίας σε µεγάλη κλίµακα. Στην εποχή δράσης του «κλασικίζοντα» κτίρια κατασκευάστηκαν µέσα σε νατουραλιστικούς κήπους και εδραιώθηκε το τυπικό «αγγλικό τοπίο», έτσι όπως επιβιώνει έως τις µέρες µας (Εικ. 11, 12, 13) 126. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η νατουραλιστική τεχνοτροπία εξελίχθηκε χάρη στον Sir Humphrey Repton ( ) που πρώτος αποκάλεσε τον εαυτό του «κηποτέχνη» (Landscape gardener). Ο Repton είναι αυτός που εισήγαγε την ιδέα του αγγλικού πάρκου µε τις µεγάλες εκτάσεις χλόης, τα λιβάδια, τις συστάδες δένδρων και τις ελεύθερες καµπύλες γραµµές µε τα ασύµµετρα σχέδια, τα οποία ανταποκρίνονται περισσότερο στο φυσικό τοπίο και που τόσο επηρέασαν την δηµιουργία των νέων πάρκων σε όλο τον κόσµο Τσαλικίδης 2001, σελ Κανταρτζής και Τσαλικίδης 1981, σελ Mann 1993, σελ Jellicoe & Jellicoe 1995, σελ

64 Η πολύ ενδιαφέρουσα διάσταση της Αγγλικής Νατουραλιστικής Σχολής ως προς τη σχέση βλάστησης και αρχαιολογικών καταλοίπων είναι το γεγονός ότι τα ερείπια και τα κλασικίζοντα, «µνηµειακά» κτίρια, αποτέλεσαν ένα πολύ δηµοφιλές είδος «διακόσµησης» κήπων (Εικ. 14). Το «ερείπιο» (The ruin) συνέβαλλε στη δηµιουργία µυστηριακής ατµόσφαιρας και αναδείκνυε την σχέση του κήπου µε τα στοιχεία του εφήµερου, όπως οι κορµοί δένδρων ριγµένοι στο έδαφος παρέπεµπαν στην παρακµή της φύσεως, σε κήπους µε ροµαντική διάθεση 128. Τα «µνηµειακά» κτίρια µε στοιχεία αρχαίων ελληνικών ή ρωµαϊκών ναών συµµετείχαν στη πιστή αναπαράσταση των «ηρωικών» τοπίων των ζωγραφικών έργων του 17 ου αιώνα. Αν και η πλειονότητα των «ερειπίων» και «ναών» µέσα στους νατουραλιστικούς κήπους της εποχής ήταν εκ νέου κατασκευασµένα υπάρχουν και παραδείγµατα όπου πραγµατικά ερείπια µνηµείων προγενεστέρων εποχών ενσωµατώθηκαν σε κήπους και αποτέλεσαν σηµεία αναφοράς µέσα σ αυτούς. Χαρακτηριστικότερο τέτοιο παράδειγµα αποτελούν τα ερείπια του µεσαιωνικού Cistercian Fountains Abbey µέσα στην ιδιοκτησία Studley Royal του πολιτικού John Aislabie. Εκεί ο Aislabie στα δηµιούργησε έναν κήπο µε έντονη την παρουσία νερού δίπλα στο ποταµό Skell. Αν και τα ερείπια του αββαείου βρίσκονταν βόρεια της ιδιοκτησίας του και έξω από αυτήν, οργάνωσε τη διάρθρωση του κήπου εις τρόπον, ώστε τα ερείπια να λειτουργούν ως οπτική κλιµάκωση της περιήγησης µέσα σε αυτόν. Πενήντα χρόνια αργότερα ο γιος του αγόρασε την έκταση που περιέκλειε τα ερείπια του αββαείου και έτσι επήλθε και η φυσική ενσωµάτωσή τους στον κήπο του Studley Royal 129. Στο Devonshire της Αγγλίας µέσα στο νατουραλιστικό κήπο της έπαυλης του 19 ου ούκα του Somerset, διατηρείται ως «romantic ruin» το κάστρο του 12 ου αιώνα Berry Pomeroy Castle σε ερειπιώδη σήµερα κατάσταση, ιστορική κατοικία της οικογένειας Seymour προγόνων του ούκα. Με την αγγλική νατουραλιστική σχολή σχεδιασµού του τοπίου η αισθητική εξελίσσεται από το αυστηρά σχεδιασµένο, απόλυτα ανθρωπογενές τοπίο σε αυτό που φαίνεται αλλά δεν είναι, φυσικό. Η αγγλική νατουραλιστική σχολή σχεδιασµού του τοπίου διαµορφώθηκε εµπειρικά χωρίς τη βαθιά επιστηµονική γνώση των οικολογικών αρχών των διεργασιών της φύσης αλλά κατόρθωσε την πιο δραµατική µεταµόρφωση στις τάσεις σχεδιασµού του τοπίου. Ο κανόνας που κυριάρχησε ήταν 128 Coffin 1994, σελ Woodsrtra & Onisiforidou 2001, σελ Coffin 1994, σελ

65 «η φύση είναι ο καλύτερος σχεδιαστής του κηπουρού», δηλαδή µία εµπειρική οικολογία. Η φύση αυτή καθαυτή είναι ο δηµιουργός της αισθητικής 130. Τα ερείπια αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο αυτής της πρωτοποριακής «οικολογικής» αισθητικής και του νατουραλιστικού τοπίου, ως ελάχιστη ανθρώπινη επέµβαση στη φύση αλλά και απόδειξη της επέµβασης της φύσης στον άνθρωπο 131. Ο κήπος της κατοικίας του Ian Hamilton Finlay Little Sparta (= «µικρή Σπάρτη» βρίσκεται στο Dunsyre, σε ελώδη περιοχή νοτιοδυτικά του Εδιµβούργου της Σκωτίας (Εικ. 15, 16). Ο κήπος της Little Sparta άρχισε να κατασκευάζεται το 1967 και αποτελεί ένα τεχνητό τοπίο που λειτουργεί συνολικά ως αλληγορική απεικόνιση. Ο ιδιοκτήτης, ποιητής και εικαστικός καλλιτέχνης, δηµιούργησε ένα «προσωπικό» τοπίο, στο οποίο όλα του τα στοιχεία συνιστούν έργα τέχνης: επιγραφές, φυτεύσεις και αρχιτεκτονήµατα αποτελούν ένα δίκτυο κοινής αισθητικής µε έντονο συµβολισµό. Η έννοια του κήπου ορίζεται περισσότερο ως κουλτούρα παρά ως κηπουρική, ενώ η φυτολογία απευθύνεται εξίσου στην εγκεφαλική διέγερση και την αισθησιακή ικανοποίηση του επισκέπτη. Τα φυτά δηµιουργούν το πλαίσιο ανάδειξης έργων γλυπτικής µε έντονο συµβολισµό και αναφορές στο λογοτεχνικό έργο του ιδιοκτήτη. Πηγή έµπνευσης αποτελούν οι ζωγραφικές απεικονίσεις της αρχαίας Αρκαδίας για τη δηµιουργία ενός σύγχρονου κήπου της αγγλική νατουραλιστικής σχολής. Τα γλυπτά έχουν σαφείς αναφορές στο αρχαιοελληνικό ιδεώδες, ιστορία και µυθολογία γεγονός που µαρτυρεί και το όνοµα της αγροικίας Η αισθητική 133 αντίληψη ενός χώρου πρασίνου Η αντίληψη του τοπίου από τον άνθρωπο γίνεται κατ αλληλεπίδραση των αισθήσεων και προσαρµογή αυτών στα διαφορετικά ερεθίσµατα, ενώ έχει ως αποτέλεσµα όχι τόσο µία αντικειµενική εικόνα όσο µία υποκειµενική γενική εντύπωση 134. Η αισθητική µιας τοποθεσίας εξαρτάται από τα διάφορα στοιχεία του τοπίου, όπως την 130 McHarg 1992, σελ. 29, 73. Bakirtzis 1998: «Medieval and 18 th century views of nature, compared with recent attitudes based on ecological understanding. These attitudes expression in landscape design». 131 Roth et al., σελ Asensio Cerver 1995, σελ Αισθητική είναι η µελέτη της οµορφιάς και της αντίληψης της από τον άνθρωπο [Bastian & Steinhardt (edit.) 2002, σελ. 244]. 134 Walker 1991, σελ. 20. Bastian & Steinhardt (edit.) 2002, σελ

66 τοπογραφία, τη χωροταξική διάρθρωση, τις οπτικές φυγές και θέες, τη βλάστηση και τη µεταξύ τους σχέση 135. Το αισθητικό αποτέλεσµα της εµπειρίας ενός χώρου έχει επικρατήσει να ονοµάζεται µε τον όρο sense of place (= αντίληψη του τόπου). Το συνιστούν τόσο φυσικοί όσο και ανθρωπογενείς παράγοντες. Η βλάστηση αποτελεί µέρος των φυσικών παραγόντων, αντανακλά ωστόσο και τις ανθρώπινες επεµβάσεις 136. Όσον αφορά ειδικότερα τη βλάστηση οι αισθητικές αξίες που προκύπτουν δεν αφορούν κάθε φυτό ξεχωριστά αλλά το σύνολο τους και τον συνδυασµό τους µε τα άλλα στοιχεία του τοπίου 137. Η αντίδραση των ανθρώπινων αισθήσεων προς τα φυτά πηγάζει από τις φυσικές ιδιότητες του χρώµατος, του σχήµατος και της υφής, ιδιότητες που χαρακτηρίζουν και όλα τα αντικείµενα 138. Όσον αφορά τα φυτά οι τρεις αυτές ιδιότητες αποτελούν το πρωτογενές υλικό µόρφωσης της αισθητικής τους αξίας 139. Η αισθητική απόλαυση που προέρχεται από τη βλάστηση είναι ποικίλη, συνεχής και πολυδιάσταστη προσφέροντας ερεθίσµατα προς όλες τις αισθήσεις. Η αντανάκλαση των φυτών στο νερό δηµιουργεί σχέδια φωτός και σκιάς. Οι σκιές των φυτών δηµιουργούν περίεργα σχέδια σε πλακόστρωτες επιφάνειες και τοίχους, τα οποία αλλάζουν µε την κίνηση του ήλιου και µε τον ερχοµό του καλοκαιριού ή του χειµώνα. Γενικά η παρακολούθηση των εναλλαγών των χρωµάτων, η ποικιλία στην υφή και η διαδοχή σχηµάτων των φυτικών ειδών, είναι πάντα µία ευχάριστη εµπειρία που αναζωογονεί τον άνθρωπο. Τα φυτά επίσης ζωντανεύουν καθώς αντιδρούν στον άνεµο. Όταν το χιόνι συσσωρεύεται τον χειµώνα στα γυµνά κλαδιά δηµιουργεί εφήµερα σχήµατα που εξαφανίζονται τόσο γρήγορα όσο γρήγορα δηµιουργήθηκαν. Ο κορµός κάθε δένδρου παρουσιάζει ανεξάντλητη ποικιλία µορφών και χρωµάτων που κυµαίνονται από το λευκό έως το σκούρο καφέ και από το λείο νεανικό έως το ροζιασµένο και γέρικο. Κατά τη διάρκεια του χειµώνα ορισµένα φυτά που διατηρούν τους καρπούς τους µπορεί να είναι η µόνη πηγή χρώµατος στο τοπίο. Άλλα πάλι αειθαλή ή φυλλοβόλα αλλάζουν το χρώµα των φύλλων τους δηµιουργώντας ζωηρές χρωµατικές αποχρώσεις. Τα φυτά είναι η µόνη διακοπή της µονοτονίας στο γκρίζο σύνολο του χειµωνιάτικου τοπίου, που διατηρεί όµως κι αυτό µία θλιµµένη ωραιότητα. Η αισθητική αξία της βλάστησης κρύβεται ακόµη και στα µεµονωµένα µέρη των φυτών. Η υφή, το χρώµα και το σχήµα των φύλλων παρουσιάζουν µεγάλη 135 Austin 2002, σελ Allen 1999, σελ Γενικά για τις αισθητικές αξίες στο Walker 1991, σελ Austin 2002, σελ Nelson 2004, σελ

67 εναλλακτικότητα, ενώ οι νευρώσεις τους ποτέ δεν είναι οι ίδιες. Ακόµη και τα ξερά κίτρινα φύλλα προκαλούν διάφορα ερεθίσµατα στον περιπατητή του δάσους. Πέρα από κάθε περιγραφή, απεικόνιση ή φωτογραφία, η άµεση επαφή του ανθρώπου µε τα φυτά είναι αναντικατάστατη και γεµάτη εµπειρίες 140. Αν και η αισθητική απόλαυση είναι υποκειµενικό συναίσθηµα και επηρεάζεται από την ψυχοσύνθεση του ατόµου, τις εµπειρίες και τη µόρφωσή του, η παρουσία βλάστησης συχνά προσδίδει µαγική αύρα στο τοπίο των αρχαιολογικών χώρων και αυξάνει την αισθητική αξία στον αρχαιολογικό χώρο κάτι που αποζητά το ευρύ κοινό 141. υστυχώς όµως για πολλούς ανθρώπους η επίσκεψη στους αρχαιολογικούς χώρους και στους χώρους µνηµείων δεν προσφέρει τόση ικανοποίηση όση οι αρχαιολόγοι φαντάζονται ή θα επιθυµούσαν να προσφέρει 142. Πιθανώς σε αυτό να έχει συµβάλει και η σύγχρονη τάση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας να δηµιουργεί χώρους απογυµνωµένους από κάθε βλάστηση επιδιώκοντας την καλύτερη διατήρηση, αναγνωσιµότητα και αυξηµένη επιστηµονική βαρύτητα του χώρου. Γενικά, η παρουσία της βλάστησης σε έναν αρχαιολογικό χώρο προσδίδει σε αυτόν όλα τα χαρακτηριστικά της αισθητικής ενός χώρου πρασίνου (Εικ. 17,18, 19). Αντίθετα µε ότι συµβαίνει µε τις σκληρές επιφάνειες (τοιχία, πλακοστρώσεις), οι οποίες προσφέρουν άµεσα και µόνιµα αισθητικά αποτελέσµατα, τα φυτά ερεθίζουν όλες µας τις αισθήσεις µε τις µεταµορφώσεις τους µέσα στον χρόνο και τις εποχιακές εναλλαγές τους δηµιουργώντας αίσθηση ευεξίας αλλά και ανανέωσης 143. Οι θετικές αισθητικές παράµετροι που προκύπτουν από τη συνύπαρξη των εννοιών «αρχαιολογικός χώρος» και «χώρος πρασίνου» που αναγνωρίστηκαν αόριστα και συσχετίσθηκαν από πολλούς µε τη «λατρεία των ερειπίων», σήµερα έχουν περιπέσει σε δεύτερη µοίρα για δύο κυρίως λόγους. Πρωτίστως διότι στα έργα «προστασίας και ανάδειξης» αρχαιολογικών χώρων και µνηµείων δίνεται απόλυτη προτεραιότητα στην προβολή του αρχαιολογικού τους χαρακτήρα. ευτερευόντως διότι σήµερα το πράσινο στη χώρα µας έχει κατακερµατιστεί και συνεχίζει να υποβαθµίζεται ως υπόλοιπο των πολεοδοµικών ρυθµίσεων, καθώς η µεταπολεµική ελληνική πολιτεία παρασύρθηκε και ταύτισε την έννοια της ανάπτυξης µε οτιδήποτε ισοπεδώνει και καταστρέφει το φυσικό περιβάλλον 144. Ακόµα και στα λιγοστά έργα πρασίνου, ο 140 Τσαλικίδης 2001, σελ Nelson 2004, σελ Demas 1997, σελ Skeates 2000, σελ Walker 1991, σελ Αποστολίδης 1995, σελ

68 σχεδιασµός των φυτεύσεων, και όχι οι ίδιες οι φυτεύσεις, έχει παραγκωνίσει και υποβαθµίσει τη σηµαντικότητα της αισθητικής απόλαυσης που µπορεί να προσφέρει η βλάστηση 145. Η αισθητική απόλαυση συνδεόµενη µε όλων των ειδών τα καταναλωτικά προϊόντα και σύγχρονους γρήγορους τρόπους ζωής έχει απορριφθεί και έχει χαρακτηρισθεί αταίριαστη σε χώρους «πνευµατικούς». Κάτι που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι ο διάσηµος κήπος του κάστρου Sissinghurst Castle στην Αγγλία καλύπτει µεσαιωνικά ερείπια και αποτελεί σπάνιο παράδειγµα περιβάλλοντα χώρου µνηµείου που προτεραιότητα έχει η βλάστηση και όχι τα µνηµειακά κατάλοιπα (Εικ. 20). Το Sissinghurst Castle βρίσκεται στο Kent της Αγγλίας µέσα σε µία ιδιαίτερη εύφορη περιοχή µε οπωρώνες και κήπους. Η συνολική έκταση των εντυπωσιακών κήπων της έπαυλης καλύπτουν περίπου 40 στρέµµατα. Από το µνηµείο της µεσαιωνικής εξοχικής έπαυλης του 1550 σήµερα σώζεται µικρό τµήµα του αρχικού κτίσµατος της: το περίπτερο της εισόδου και ο χαρακτηριστικός πύργος από πλίνθους. Το µεσαιωνικό κτίσµα και τα προσκτίσµατα του φιλοξένησαν πολλές µεταγενέστερες χρήσεις πέραν της αρχικής: φυλακή, πηγή οικοδοµικών υλικών (18ος αιώνας), πτωχοκοµείο, µονάδα αγροκτήµατος (19ος αιώνας), ιδιωτική κατοικία ( ) ενώ από το 1967 είναι επισκέψιµο µνηµείο. Τη δεκαετία του 1930, το µνηµείο µαζί µε τα γύρω του νεώτερα προσκτίσµατα, αγοράστηκε από τους Harold Nicolson και Vita Sackville-West µε σκοπό να γίνει πρώτη κατοικία τους. Τα κτίρια ήταν σε ερειπιώδη κατάσταση και ο αύλειος χώρος του γεµάτος υπολείµµατα προηγούµενων χρήσεων. Όταν άρχισε η αναστύλωση του Sissinghurst Castle στον εξωτερικό του χώρο υπήρχαν τοίχοι του αρχικού κτίσµατος. Ενσωµατώνοντας αυτούς τους τοίχους -υπολείµµατα προηγούµενων χρήσεων και µετατρέποντας µια λειτουργική δυσκολία σε ιδιαιτερότητα, οι δηµιουργοί του οργάνωσαν έναν κήπο µε υπαίθρια «δωµάτια». Προσαρµόζοντας την υπάρχουσα κατάσταση του περιβάλλοντα χώρου στις νέες χρήσεις των διαφόρων κτισµάτων, κάθε «δωµάτιο» απέκτησε τον δικό του ρόλο. Η ανακατασκευή ολόκληρου του κήπου, τη δεκαετία του 1940 πήρε πολλά χρόνια, σκέψη και προσωπική εργασία των δηµιουργών του µε αποτέλεσµα να καθρεφτίζει απόλυτα τις προσωπικότητές τους. O Harold Nicolson ένωσε τους διαφορετικούς χώρους του κήπου µε ισχυρές αρχιτεκτονικές γραµµές -άξονες πρόσβασεις και σηµεία θέασης- κάνοντας τον χώρο να φαίνεται µεγαλύτερος. Η Vita Sackville-West είναι η υπεύθυνη των φυτεύσεων, για τις οποίες είναι διάσηµο το Sissinghurst. Σε κάθε ένα από τα «δωµάτια» του κήπου τα φυτά είναι οµαδοποιηµένα µε κριτήριο είτε χρωµατικό, είτε φυτικού είδους, χαρακτήρα χρήσης 145 Robinson 1992, σελ

69 ή εποχή άνθισης. Έτσι δηµιουργήθηκε «ο άσπρος κήπος», «ο κήπος µε τα βότανα», ο «τριανταφυλλεώνας», «ο κήπος της αγροικίας». Στον κήπο του Sissinghurst Castle, φυτικοί φράκτες και οι τοίχοι των µεσαιωνικών ερειπίων αποτελούν τον «σκελετό» του κήπου. Οι νατουραλιστικές φυτεύσεις συνδυάζονται επιτυχηµένα µε τις αυστηρές αρχιτεκτονικές γραµµές, ενώ τα φυτικά είδη και ο τρόπος φύτευσης τους δεν προσπαθούν να αναβιώσουν τον αρχικό κήπο του µνηµείου. Ο κήπος αυτός περιλαµβάνει πολλά φυτικά είδη σε ένα χώρο µικρό αλλά επιτυχηµένα χωρισµένο σε υποχώρους. Συχνά φυτά χρησιµοποιούνται ως πλαίσιο προβολής κάποιου αγάλµατος ή υδάτινου στοιχείου και ως σηµείο εστίασης της προσοχής του περιπατητή µε σκοπό την καλύτερη κίνηση του µέσα στον κήπο 146. Ωστόσο, αντίθετα µε την επικρατούσα άποψη, ο ρόλος των φυτών δεν είναι µόνον εξωραϊστικός. Το τοπίο δεν υφίσταται µόνο για τα φυτά. Η βλάστηση αποτελεί απλά ένα ακόµα δοµικό στοιχείο του τοπίου, το οποίο µε κατάλληλη διαχείριση µπορεί να υπηρετήσει τις ανάγκες των ανθρώπων. Ο ιδεατός στόχος είναι το πάντρεµα εκπλήρωσης του λειτουργικού προορισµού ενός χώρου, στην συγκεκριµένη περίπτωση του αρχαιολογικού, µε τη µορφή µίας αισθητικά ωραίας τοπιακής σύνθεσης Τα φυτά ως παράγοντας αισθητικής παρέµβασης Τα αισθητικά χαρακτηριστικά των φυτών, τα οποία προκαλούν άµεση αντίδραση του ανθρώπου και ταυτοχρόνως ένα αισθητικό αποτέλεσµα, πηγάζουν από τις φυσικές τους ιδιότητες 148 : το χρώµα το σχήµα τη γραµµή την υφή Οι τέσσερις αυτές ιδιότητες αποτελούν τα πρωτογενή χαρακτηριστικά τους που καθορίζουν τον αισθητικό τους ρόλο στο τοπίο και κύριες παραµέτροι της µορφολογίας τους Coates 1963, σελ Sales σελ Adams 1991, σελ Nelson 2004, σελ Austin 2002, σελ Nelson 2004, σελ Nelson 2004, σελ

70 το χρώµα Το χρώµα αποτελεί ένα δυνατό χαρακτηριστικό των φυτών, που έχει την ιδιότητα να προκαλεί συναισθηµατική ανταπόκριση στον θεατή και να επηρεάζει την αισθητική του χώρου επιτρέποντας οπτικές ψευδαισθήσεις 150. Σε γενικές γραµµές, τα θερµά χρώµατα (κόκκινο, πορτοκαλί και κίτρινο) προσελκύουν την προσοχή και προσφέρουν ένα χαρούµενο και αναζωογονητικό τόνο στην ατµόσφαιρα, ενώ τα ψυχρά χρώµατα (πράσινο, µπλε, και µοβ) τείνουν να εµφανίζονται υποτονικά και να προσδίδουν γαλήνη. Σε συνθήκες έντονης ηλιοφάνειας τα θερµά χρώµατα γίνονται εντονότερα ενώ τα ψυχρά έχουν την τάση να «εξαφανίζονται. Στη φύση συναντάµε απεριόριστες διαβαθµίσεις χρωµατισµών, ποικίλες αποχρώσεις, τόνους και εντάσεις των βασικών έξι χρωµάτων 151. Πηγές του χρώµατος για τα φυτά αποτελούν τα άνθη, οι καρποί, τα φύλλα και τα κλαδιά, που κάθε ένα από αυτά επηρεάζεται από τις εποχιακές µεταβολές. Τα άνθη έχουν την πιο εντυπωσιακή εµφάνιση, παρ' όλο που η άνθηση των περισσότερων καλλωπιστικών φυτών δεν διαρκεί για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Η αισθητική αξία των καρπών διαφέρει από φυτό σε φυτό. Σε ορισµένες περιπτώσεις είναι εντυπωσιακότεροι και από τα άνθη. Εάν µάλιστα ο καρπός µένει στο φυτό όταν τα φύλλα έχουν πέσει τότε αποτελεί βασικό αισθητικό στοιχείο. Τα κλαδιά και οι κορµοί είναι και αυτά πηγή χρώµατος, ιδίως κατά την διάρκεια του χειµώνα, αν και το χρώµα τους είναι λιγότερο έντονο. Το χρώµα του φυλλώµατος συνιστά το εντονότερο ίσως χαρακτηριστικό τους. Κυµαίνεται σε αναρίθµητες αποχρώσεις του πράσινου, του γκρι, του καφέ, του κίτρινου και του κόκκινου. Το χρώµα δίνει την δυνατότητα για πολλές αντιθέσεις αισθητικής ή οπτικής σύνδεσης διαφόρων ειδών φυτών. Φυτά που έχουν φύλλα µε τελείως διαφορετικό χρώµα από τις συνηθισµένες αποχρώσεις του πράσινου, ελαττώνουν τη µονοτονία και δηµιουργούν έµφαση και ποικιλία στο τοπίο. Το χρώµα των φυτών είναι το πιο οφθαλµοφανές διακριτικό τους, η σηµερινή άµετρη χρήση του οδηγεί συχνά σε λάθη στο σχεδιασµό φυτεύσεων (Εικ. 21, 22) Nelson 2004, σελ. 15. Walker 1991, σελ Hackett 1979, σελ Nelson 2004, σελ Leszczynski 1999, σελ Τσαλικίδης 2001, σελ

71 το σχήµα (form) Η συνολική εντύπωση της ολικής µάζας ενός φυτού ή αλλιώς το περίγραµµά του µε φόντο τον ουρανό συνιστούν το σχήµα ενός φυτού 153. Το σχήµα και η τάση ανάπτυξης ενός φυτού είναι το µονιµότερο χαρακτηριστικό του φυτού και είναι σε µεγάλο βαθµό υπεύθυνα για την εµφάνιση, τη «φυσιογνωµία και προσωπικότητά» του 154. Η γνώση του σχήµατος ενός φυτού αποτελεί πολύτιµο εργαλείο διότι εµπεριέχει στοιχεία, όπως το ύψος, την τάση ανάπτυξης, τη διακλάδωση, τη σιλουέτα 155. Όταν πολλά φυτά βρίσκονται µαζί, τα µεµονωµένα σχήµατα δεν γίνονται εύκολα αντιληπτά, ενώ το αντίθετο συµβαίνει στα φυτά που φυτεύονται κάπου µόνα τους 156. Στη φύση συναντώνται πολλά σχήµατα φυτών εκτός από τα κάθετα και οριζόντια που είναι οι γενικές κατηγορίες. Τα δένδρα και οι θάµνοι αναπτύσσονται σε στρογγυλό, ελλειψοειδές, πυραµιδοειδές, ωοειδές ή κωνικό σχήµα 157. Μερικά έχουν σύνθετα σχήµατα που συνδυάζουν τις βασικές αυτές µορφές. Το οριζόντιο σχήµα είναι χαρακτηριστικό των θάµνων περισσότερο παρά των δένδρων και υπάρχουν οριζόντια-ωοειδή ή οριζόντια-στρογγυλά σχήµατα. Τα σχήµατα των θάµνων φαίνεται να συνδέονται µε το έδαφος, ενώ τα σχήµατα των δένδρων συνδέονται µε τον ουρανό. Πέρα από το σχήµα, η τάση ανάπτυξης των φυτών µπορεί να περιγραφεί µε όρους όπως: Οριζόντιο Κάθετο, Ασύµµετρο Συµµετρικό, Ορθόκλαδο Οριζοντιόκλαδο- Κρεµοκλαδές, Αναρριχώµενο Έρπον, Συµπαγές Αραιό 158. Στη θέαση από µεσαία ή µεγάλη απόσταση το σχήµα των φυτών είναι το χαρακτηριστικό της βλάστησης που υπερτερεί οπτικά, όσον αφορά την αντίληψη από τον άνθρωπο. Το σχήµα εγκαθιστά ένα βασικό δοµικό πλαίσιο της ανάπτυξης της 153 Walker 1991, σελ. 9. Hackett 1979, σελ Nelson 2004, σελ Το βιβλίο του Gary Robinette (1967): The design characteristics of plant materials. Plant form studies, ασχολείται αποκλειστικά µε τη µελέτη του σχήµατος των φυτών. Αποτελείται από παράθεση σκίτσων σε σχέση µε τα διαφορετικά φυτικά είδη και την εποχικότητα. 156 Nelson 2004, σελ Τσαλικίδης 2001, σελ. 99. Hackett 1979, σελ Hackett 1979, σελ

72 τοπιακής σύνθεσης, προσδίδει έµφαση αλλά και αντίθεση 159. Ωστόσο τα σχήµατα των περισσοτέρων φυτών στο τοπίο είναι ουδέτερα όσον αφορά την οπτική τους επίδραση. Οι ουδέτερες αυτές µορφές πρέπει να αποτελούν το µεγάλο κοµµάτι της τοπιακής σύνθεσης ώστε οι ασυνήθιστες και αξιοπρόσεκτες µορφές να χρησιµοποιηθούν σε σηµεία ή περιοχές που κρίνεται σκόπιµο να προσελκύσουν την προσοχή 160. Η ωοειδής και η κιονοειδής µορφή προσφέρουν κάθετη έµφαση, ενώ η πυραµιδοειδής µορφή και το αειθαλές έχει έντονη παρουσία 161. Η ασυνήθιστη µορφή ορισµένων φυτών, ιδιαίτερα δένδρων, τα ανάγει σε ζωντανά γλυπτά µε δραµατικά στοιχεία και καθοριστική παρουσία στον χώρο 162. η γραµµή (line) Η γραµµή στο τοπίο αποτελεί µια ακαταµάχητη δύναµη την οποία το ανθρώπινο µάτι δεν µπορεί να αγνοήσει. Η γραµµή ορίζεται σε ένα φυτό από τη µορφή και το περίγραµµα του και τον τρόπο διακλάδωσής του, ενώ όταν πρόκειται για φυτικές µάζες από το περίγραµµα του φυτικού συνόλου, το όριο του παρτεριού που κατέχουν, τη γραµµή της σιλουέτας τους µε φόντο τον ουρανό. Η γραµµή καθορίζει κατεύθυνση και κίνηση την οποία ο άνθρωπος ακολουθεί οπτικά καθώς µεταφέρει την ανθρώπινη µατιά στην τροχιά που ορίζει. Αυτή η οπτική κίνηση προκαλεί συναισθηµατική και ψυχολογική ανταπόκριση στον θεατή, ανάλογα µε τα διαφορετικά είδη γραµµών. Οι κάθετες γραµµές κρίνονται ως αυστηρές και εµφατικές. Η έντονη παρουσία τους δηµιουργεί εκνευρισµό και ένταση. Οι οριζόντιες γραµµές ως συµβατές µε τη ακούσια κίνηση του µατιού και τη δύναµη της βαρύτητας χαρακτηρίζονται ευχάριστες, οι διαγώνιες έντονες, οι κρεµαστές δραµατικές και ιδιαίτερες. Η γραµµή καθορίζει τον χαρακτήρα ενός τοπίου διότι µπορεί να επηρεάσει συναισθήµατα, να προτείνει αποστάσεις, να τροποποιήσει την προοπτική και να 159 Nelson 2004, σελ Nelson 2004, σελ Nelson 2004, σελ Nelson 2004, σελ

73 δηµιουργήσει την ψευδαίσθηση του βάθους, ενώ συχνά προσδίδει µοτίβο και λεπτοµέρεια σε άλλα τοπιακά χαρακτηριστικά 163. υφή (texture) Η αλληλεπίδραση της φυλλικής επιφάνειας και του σχήµατος ενός φυτού δηµιουργεί την εντύπωση της υφής η οποία οφείλεται στο σχήµα και µέγεθος των φύλλων, στον τρόπο αλληλοεπικάλυψης για τη δηµιουργία σκιάς, και στον τρόπο φωτισµού και αντανάκλασης του φωτός από αυτά 164. Η υφή καθορίζεται από το µέγεθος των φύλλων, από το σχήµα τους (ωοειδή, καρδιόσχηµα, στρογγυλά κλπ.), την επιφάνεια τους (χνουδωτή - λεία), από την πυκνότητα του φυλλώµατος και από το εάν το φυτό είναι αείφυλλο ή φυλλοβόλο. Η υφή παρουσιάζει εποχικότητα, ενώ τα φυλλοβόλα έχουν µεγαλύτερη ποικιλία υφών λόγω των διαφορετικών σταδίων που περνά το φύλλωµα τους στις διάφορες εποχές του έτους 165. Η επιφάνεια των φυτών είναι εν µέρει στερεή και η υφή είναι το αποτέλεσµα του φωτός σε σχέση µε τα κοίλα και κυρτά µέρη του φυλλώµατος. Η υφή των φυτών αρχικά γίνεται αισθητή µε την αφή και στη συνέχεια «αναγιγνώσκεται» απλά µε την όραση 166. Η επιρροή των µονάδων καθορισµού της υφής, των φύλλων δηλαδή, καθορίζει την υφή του φυτού µε τον ίδιο τρόπο που τα διαφορετικά δοµικά υλικά ορίζουν την υφή των τοιχοποιιών 167. Αν και τα διάφορα ήδη υφής των φυτών έχουν περισσότερη ποικιλία από το χρώµα και το σχήµα τους, η ιδιότητα της υφής είναι το λιγότερο αξιοποιηµένο χαρακτηριστικό µε αναπάντεχες προοπτικές στο σχεδιασµό των φυτεύσεων 168. Οι λείες υφές είναι ευχάριστες στην αφή και πολύ αντανακλαστικές. Αναδεικνύουν και τονίζουν την οπτική σηµασία του χρώµατος, του σχήµατος και του χώρου. Αντίθετα η τραχιά υφή κρατάει την οπτική προσοχή για περισσότερο λόγω της φωτοσκίασης 163 Nelson 2004, σελ. 9, 10, Hackett 1979, σελ και Nelson 2004, σελ Walker 1991, σελ Τσαλικίδης 2001, σελ Nelson 2004, σελ Hackett 1979, σελ Nelson 2004, σελ

74 που δηµιουργεί και η οποία προσδίδει µία θερµή και ζεστή εµφάνιση. Η υφή έχει την τάση να κυριαρχεί σε σχέση µε τις ιδιότητες του σχήµατος και του χρώµατος 169. Η υφή των διαφόρων υλικών έχει τις εξής διαφοροποιήσεις 170 : - Λεία (Smooth). - Μαλακή (Soft) - Λεπτή (Fine) - Ακατέργαστη (Rough) - Σκληρή (Harsh) - Τραχιά (Coarse) Ωστόσο η πιο συχνά χρησιµοποιούµενη διαβάθµιση στην υφή των φυτών είναι η ακόλουθη: λεπτή υφή --- µέση υφή --- τραχιά υφή. Τα φυτά και οι σχηµατισµοί τους στο χώρο και στο τοπίο χαρακτηρίζονται από οπτική ενέργεια. Με τον όρο οπτική ενέργεια εννοούµε την ευκολία µε την οποία το ανθρώπινο µάτι αντιλαµβάνεται τα διαφορετικά χαρακτηριστικά και τις διάφορες ιδιότητες των φυτών. Χαµηλή οπτική ενέργεια ενός χαρακτηριστικού υποδηλώνει ότι έχει µικρή οπτική επίδραση στην τοπιακή σύνθεση, εκτός και εάν ο θεατής είναι σε πολύ κοντινή απόσταση. Αντίθετα υψηλή οπτική ενέργεια υποδηλώνει µεγάλο βαθµό οπτικής δύναµης ανεξάρτητα από την απόσταση από τον θεατή Λειτουργικές παράµετροι Λειτουργίες των φυτών στον χώρο Η βλάστηση πέρα από τη δηµιουργία αισθητικά «ωραίων» παρεµβάσεων στο χώρο µπορεί µε συγκεκριµένους χειρισµούς βασισµένους σε µεθόδους αρχιτεκτονικής τοπίου και στις αρχές του σχεδιασµού φυτεύσεων (Planting Design) να αποτελέσει εργαλείο ανάδειξης του τοπίου γενικά και πιο συγκεκριµένα του αρχαιολογικού τοπίου. 169 Nelson 2004, σελ Nelson 2004, σελ Nelson 2004, σελ

75 Η αρχιτεκτονική τοπίου ορίζεται ως «τέχνη και επιστήµη, η οποία αξιολογώντας και αναλύοντας οικολογικούς, κοινωνικούς και πολιτισµικούς παράγοντες, ασχολείται µε την προγραµµατισµένη και ορθολογική σχεδίαση εξωτερικών χώρων κάθε µεγέθους. Συνδυάζει ταυτόχρονα τη λειτουργικότητα και την αισθητική για την καλύτερη χρησιµοποίησή τους από τον άνθρωπο» 172. Ο σχεδιασµός φυτεύσεων (Planting design) αποτελεί µέρος της διαδικασίας σχεδιασµού του τοπίου. Περιλαµβάνει την επιλογή και τοποθέτηση φυτικών ειδών στο χώρο. Ο σχεδιασµός φυτεύσεων δεν στοχεύει στον εντυπωσιασµό ούτε στην τοποθέτηση όσο το δυνατόν περισσοτέρων ειδών. Οι φυτεύσεις πρέπει να γίνονται έτσι ώστε να σχηµατίζουν ένα συνεχές δίκτυο-πλαίσιο το οποίο θα ενοποιεί τους χώρους του κήπου. Αυτό σηµαίνει πως τα φυτά δεν πρέπει να φυτεύονται τυχαία κατακερµατίζοντας τον υπαίθριο χώρο, κάτι που αποτελεί το συνηθέστερο και βασικότερο λάθος των ελληνικών κήπων 173. Είναι γενικά αποδεκτό ότι τα φυτά αποτελούν ένα δοµικό υλικό το οποίο µπορεί να ορίζει και να διαµορφώνει το ίδιο αποτελεσµατικά και άµεσα µε τα παραδοσιακά δοµικά υλικά (ξυλεία, µέταλλο, υλικά τοιχοποιίας) 174. Απαραίτητο είναι η προτεινόµενη λύση του σχεδίου φυτεύσεων µε τη διάρθρωση δένδρων, θάµνων και ποωδών φυτικών ειδών να λύνει κατ αρχήν προβλήµατα σχετικά µε τη χρηστικότητα του υπαίθριου χώρου. Στη συνέχεια, συνιστάται η διερεύνηση εύρεσης τρόπων επίτευξης της µέγιστα δυνατής αισθητικά ικανοποιητικής εικόνας του συνόλου της πρότασης 175. Ο σχεδιασµός φυτεύσεων µπορεί αδιαµφισβήτητα να θεωρηθεί είδος τέχνης, το οποίο µε τη σύνθεση χρωµάτων, σχηµάτων και υφών προσφέρει αναπάντεχη ποικιλία ερεθισµάτων στις αισθήσεις ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνει σχεδιαστική συνοχή και οπτική συνέχεια στον τρισδιάστατο χώρο. Ως είδος τέχνης σε σύγκριση µε τις Καλές Τέχνες (Γλυπτική, Ζωγραφική ή και Αρχιτεκτονική) ο σχεδιασµός φυτεύσεων έχει τη µοναδικότητα ότι τα µέσα τα οποία χρησιµοποιεί δεν είναι στατικά αλλά βρίσκονται σε συνεχή και ακαθόριστη εξέλιξη 176. Ως δοµικά στοιχεία του χώρου 172 Τσαλικίδης 2001, σελ Τσαλικίδης 1987, σελ Nelson 2004, σελ Nelson 2004, σελ Nelson 2004, σελ Leszczynski 1999, σελ

76 τα φυτά έχουν την δυνατότητα δηµιουργίας εξ ολοκλήρου νέων αλλά και νεωτεριστικών τοπίων 177. Στο τοπίο τα φυτά µεµονωµένα ή σε οµάδες σχηµατίζουν φυτικές µάζες, οι οποίες ορίζουν τη διάρθρωση, βοηθούν την αντίληψη αλλά και καθορίζουν τις χρήσεις του χώρου (Εικ. 23). Με τη βλάστηση µπορούν να δηµιουργηθούν σχεδιαστικοί συνδυασµοί (Design forms) ως εξής 178 : Τοίχοι (Walls) ηµιουργούνται από προπετάσµατα, θόλους, φράγµατα ή εµπόδια ή συνδυασµό τους. Αποτρέπουν εξωτερικές οπτικές και φυσικές επιρροές, και ανεπιθύµητες θέες, ενώ προστατεύουν από ανέµους και δηµιουργούν το αίσθηµα της αποµόνωσης. Οροφές (Ceilings) Σχηµατίζονται κυρίως από δένδρα µε υψηλό κορµό και ανοικτή κόµη Το ίδιο αποτέλεσµα επιτυγχάνεται µε κληµαταριές, κισσούς ή άλλα αναρριχώµενα σε πέργκολες ή κιόσκια. Προσφέρούν σκιά και προστασία από δυσµενή καιρικά φαινόµενα, ενώ ενισχύουν το αίσθηµα της προστασίας από ψηλά. άπεδα (Floors) Τα δάπεδα δηµιουργούνται από τον συνδυασµό χλοοτάπητα ή φυτών εδαφοκάλυψης και συνδέουν οπτικά τα άλλα στοιχεία του τοπίου ενισχύοντας την οπτική συνοχή. Προπετάσµατα (Screens) Μεµονωµένα φυτά ή φυτικές µάζες τα οποία περικλείουν πλήρως έναν υπαίθριο χώρο. Θόλοι (Canopies) Μεµονωµένα φυτά η φυτικές µάζες τα οποία διακλαδιζόµενα σε ύψος πάνω από δύο µέτρα επιτρέπουν την από κάτω διέλευση. Φράγµατα (Barriers) 177 Owens- Viani 2000, σελ Austin 2002, σελ Leszczynski 1999, σελ

77 Μεµονωµένα φυτά η φυτικές µάζες τα οποία περικλείουν µερικώς έναν υπαίθριο χώρο ή επιτυγχάνουν τον έλεγχο κίνησης µέσα σε αυτόν. Το ύψος τους κυµαίνεται από 0.6µ. έως 1.5µ. επιτρέπουν τη θέαση αλλά όχι την προσπέλαση. Εµπόδια (Baffles) Μεµονωµένα φυτά η φυτικές µάζες τα οποία επηρεάζουν τις οπτικές εµπειρίες στο τοπίο επιτρέποντας την µερική θέαση αλλά όχι την προσπέλαση. Εδαφοκάλυψη (Ground covers) Μεµονωµένα φυτά η φυτικές µάζες τα οποία σχηµατίζουν οπτικά ένα φυτικό δάπεδο. Βρίσκονται κάτω από το οπτικό επίπεδο του ανθρώπου µε µέγιστο ύψος 0.45 µ. 77

78 Ο ρόλος των φυτών στο τοπίο Οπτικός 179 Λειτουργικός «Θετικά» «Αρνητικά» οπτικά Αρχιτεκτονικά στοιχεία Μηχανικά µέσα οπτικά στοιχεία στοιχεία Το φυτό ή κάποιο στοιχείο του Το φυτό συµµετέχει στην Τα φυτά καθορίζουν την Τα φυτά συµβάλλουν στον κυριαρχεί στο τοπίο. προβολή άλλου δηµιουργία και τη έλεγχο ή και στη λύση στοιχείου του τοπίου και διάρθρωση του χώρου. µηχανικών προβληµάτων του δεν γίνεται αισθητό αυτό τόπου. καθαυτό. Ως πηγή αισθητικής απόλαυσης τα φυτά µπορούν να χρησιµοποιηθούν σε σχέση µε τα εξής χαρακτηριστικά τους: Χρώµα Σχήµα και πλαστικές ιδιότητες Υφή Μέσο δηµιουργίας αντανάκλασης του φωτός και σκίασης Ιδιαιτερότητα ανθοφορίας και καρπών Τα φυτά µπορούν να επηρεάσουν την αντίληψη των άλλων στοιχείων του τοπίου ως εξής: Επιλεκτικά κρύβει, αποκαλύπτει ή πλαισιώνει συγκεκριµένες θέες Συνταιριάζει και αναδεικνύει ως πράσινο φόντο Προσφέρει προστασία από τα καιρικά φαινόµενα Οδηγεί και κατευθύνει καθορισµένες πορείες Καθορίζει τη θεµατική ατµόσφαιρα, την επικρατούσα διάθεση, το σχεδιαστικό ύφος του χώρου Μηχανικά προβλήµατα τα οποία µπορούν να αντιµετωπιστούν µε τη χρήση φυτών είναι: ιάβρωση από νερό και αέρα Ηχορύπανση Ατµοσφαιρική ρύπανση Αυξηµένη αντηλιά και έντονη αντανάκλαση της ηλιακής ακτινοβολίας Μέσα εκπλήρωσης του ρόλου των φυτών στο τοπίο Αισθητικά χαρακτηριστικά (χρώµα, σχήµα, υφή) Πρωτογενείς και δευτερογενείς σχεδιαστικοί σχηµατισµοί Μηχανικές και βιοχηµικές ιδιότητες 179 Ο Robinette (1972) υποστηρίζει ότι σε οπτικό επίπεδο τα φυτά µπορούν να λειτουργήσουν ως θετικοί αλλά και ως αρνητικοί παράγοντες στο τοπίο και προτείνει τον συγκεκριµένο εύστοχο διαχωρισµό. 180 Ο Νelson διαχωρίζει τον ρόλο των φυτών µε δύο τρόπους οπτικά και λειτουργικά (Nelson 2004, σελ. 50). 78

79 Ο λειτουργικός ρόλος της βλάστησης στους αρχαιολογικούς χώρους Η Αρχιτεκτονική Τοπίου ως επιστήµη στην οποία τα φυτικά υλικά παίζουν ένα σηµαντικό ρόλο, φροντίζει για την αξιοποίηση των λειτουργικών ιδιοτήτων των φυτών µε σκοπό την ουσιαστική βελτίωση του φυσικού περιβάλλοντος για τους ανθρώπους που το χρησιµοποιούν. Πολύ συχνά όµως τα φυτά κρίνονται και αξιολογούνται µόνο για την αισθητική τους εµφάνιση χωρίς να δίνεται καµιά σηµασία στη λειτουργική τους αξία. Ο καθιερωµένος όρος "καλλωπιστικά φυτά" είναι µία ένδειξη αυτής της περιορισµένης θεώρησης των φυτών. εν πρέπει όµως να ξεχνάµε ότι ένα αισθητικά ευχάριστο τοπίο είναι και πρέπει να είναι συγχρόνως και λειτουργικό 181. Τα φυτά ως δοµικά υλικά του χώρου λειτουργούν ως πράσινες δοµικές µονάδες δηµιουργώντας άπειρους συνδυασµούς τρισδιάστατων κατασκευών στο χώρο. Οι τρισδιάστατοι αυτοί σχηµατισµοί πέρα από το σχήµα και τη µορφή τους µπορούν να χρησιµοποιηθούν για την οριοθέτηση χώρων µεµονωµένα ή σε συνδυασµό µεταξύ τους. Συνεπώς, ο σχεδιαστής φυτεύσεων µε εργαλείο τη βλάστηση µπορεί να ορίσει χώρους και να δηµιουργήσει τόπους ώστε να εξυπηρετηθούν οι ανθρώπινες ανάγκες 182. Ο λειτουργικός ρόλος της βλάστησης στους αρχαιολογικούς χώρους και περιβάλλοντες χώρους µνηµείων µπορεί να περιγραφεί ως εξής: Η χρήση της βλάστησης στους αρχαιολογικούς χώρους µπορεί να βοηθήσει στην καθοδήγηση των επισκεπτών σε επιθυµητές πορείες µέσα στον αρχαιολογικό χώρο (Εικ. 24, 25, 26). Αυτό ικανοποιεί τους ανθρώπους, τους δίνει αποφασιστικότητα, τους απαλλάσσει από σύγχυση, ενώ ταυτόχρονα βάζει τάξη στη σχεδιαστική λύση και προσδίδει συνέχεια στη τοπιακή σύνθεση Τσαλικίδης 2001, σελ Robinson 1992, σελ Nelson 2004, σελ

80 Αυτό µπορεί να επιτευχθεί µε φυτικά είδη µε ύψος τουλάχιστον πάνω από το γόνατο, θαµνώδη και δενδρώδη φυτικά είδη 184. Σχηµατίζοντας προπετάσµατα, εµπόδια και φράγµατα ή µε την παράταξη φυτών, η βλάστηση προτείνει κατευθύνσεις και χαράζει πορείες τις οποίες οι περιπατητές µπορούν να ακολουθηθούν είτε οπτικά είτε φυσικά. Ανάλογα µε το ύψος της και µε το να ασκεί µερικό ή ολικό οπτικό έλεγχο επηρεάζει τον χαρακτήρα του χώρου και την αντίληψη του από τον περιπατητή. Η επιλεκτική αποµάκρυνση πυκνής αυτοφυούς βλάστησης σε ένα κατάφυτο αρχαιολογικό χώρο αποτελεί την πιο απλή και την πιο συνηθισµένη µέθοδο χάραξης µονοπατιών περιήγησης. Σε αρχαιολογικούς χώρους µε µικρή επισκεψιµότητα εφαρµόζεται κατά κόρον. Ακόµα και η αποµάκρυνση εδαφοκάλυψης ύψους µερικών εκατοστών προσδίδει την έννοια της κατεύθυνσης, ενός µονοπατιού περιήγησης. Η διατήρηση ανέπαφης της βλάστησης σε δύσβατα σηµεία περά από οικονοµική είναι και πολύ χρήσιµη στη προστασία των πεζών από επικίνδυνα σηµεία. Π.χ. Στο κάστρο της Ρεντίνας, η παρουσία πυκνής βλάστησης από πουρνάρια στα σηµεία µε έντονες κλίσεις δηµιουργεί ένα αποτρεπτικό όριο στα επικίνδυνα για τους επισκέπτες σηµεία εξασφαλίζοντας µία οικονοµική, µόνιµη και συµβατή µε τον χώρο λύση στο πρόβληµα της ασφάλειας των επισκεπτών. Η βλάστηση ελέγχοντας τη κίνηση των επισκεπτών συµβάλλει στην καλύτερη λειτουργία του αρχαιολογικού χώρου ως εξής: Προστατεύει τη σωµατική ακεραιότητα επισκεπτών και εργαζοµένων αποτρέποντας την πρόσβαση σε επικίνδυνα σηµεία. ιαφυλάττει τα αρχαία κατάλοιπα από εκτεταµένες φθορές αποθαρρύνοντας την ανεξέλεγκτη πρόσβαση σε αυτά. ιευκολύνει την ορθή ανάγνωση του αρχαιολογικού χώρου διοχετεύοντας τη κίνηση επισκεπτών σε πορείες σχετικές µε την χωροταξική οργάνωση του αρχαιολογικού χώρου ιεραρχώντας τις αρχαιότητες ανάλογα µε τη σηµασία τους, πράγµα ιδιαίτερα χρήσιµο σε ερειπιώνες, δύσκολα αναγνώσιµους. Οδηγεί τους επισκέπτες σε σηµεία µε ενδιαφέρουσες θέες αρχαιολογικής σηµασίας ή φυσικής οµορφιάς. 184 Jakobsen 1977, σελ. 52. Robinson 1992, σελ

81 Η βλάστηση ορίζει σηµεία στάσης και ξεκούρασης. ένδρα µε πλατιές, ψηλές φυλλωσιές δηµιουργούν αυτόµατα χώρο (Εικ. 27, 28, 29). Η φυλλωσιά προσφέρει σκιά, καταφύγιο και ένα αίσθηµα συναισθηµατικής και φυσικής ασφάλειας προξενώντας στον άνθρωπο την επιθυµία να χρησιµοποιήσει άµεσα τον χώρο 185. Στον ελλαδικό χώρο, τα δένδρα µέσα στους αρχαιολογικούς χώρους έχουν πολύτιµο ρόλο λόγω των έντονων καλοκαιρινών συνθηκών της ζέστης και παρατεταµένης ηλιοφάνειας, την εποχή εντατικής χρήσης των αρχαιολογικών χώρων. Τα δένδρα χωρίς καµία επιπρόσθετη ενέργεια λειτουργούν ως σηµεία στάσης και ξεκούρασης των επισκεπτών, τόπο συγκέντρωσης και εργασίας των ανασκαφέων. Πολλά δένδρα που επιβίωσαν µέσα σε αρχαιολογικούς χώρους επιβίωσαν ακριβώς για τον λόγο αυτό. εν είναι τυχαίο ότι το µοναδικό δένδρο που επιβίωσε µέσα στον χώρο της Αρχαίας Αγοράς Θεσσαλονίκης προσφέρει πολύτιµη σκιά στους εργαζόµενους κατά τους καλοκαιρινούς µήνες. Σηµατοδοτεί αρχαιολογικούς χώρους ή στοιχεία µέσα σε αυτούς (Εικ. 30). Η βλάστηση επισηµαίνει την ύπαρξη αρχαιολογικών χώρων από µακριά. ηµιουργώντας αντίθεση στη χρήση σχηµάτων έχει ως αποτέλεσµα να προσελκύει το µάτι και την προσοχή. Η αντίθεση αυτή επιτυγχάνεται σε σχέση µε το πλαίσιο που προσφέρει το δεδοµένο µέρος και το ευρύτερο πολιτισµικό τοπίο και σε αρµονία µε αυτό 186. Η ιδιότητα αυτή είναι εξαιρετικά χρήσιµη µέσα σε ερειπιώνες που στερούνται στοιχεία τρίτης διάστασης, σε µνηµεία που έχουν χάσει την αρχική τους κλίµακα, έχοντας «σµικρυνθεί» µέσα στις σύγχρονες µεγαλουπόλεις. Αυτή η έλλειψη της τρίτης διάστασης είναι έντονη σε χώρους µέσα σε αστικά κέντρα, οι οποίοι κυριολεκτικά καταπίνονται από τα τριγύρω πολυόροφα κτίρια. Κατά την περιήγηση µέσα σε αρχαιολογικούς χώρους και περιβάλλοντες χώρους µνηµείων η σήµανση αυτή µε τη βλάστηση µπορεί να είναι ιεραρχική προσδίδοντας έµφαση, δηλαδή διαφοροποίηση του σηµαντικού από το λιγότερο σηµαντικό, σε οµοιόµορφους ερειπιώνες. Λαµβάνοντας υπόψη ότι στη θέαση από µεσαία ή µεγάλη 185 Nelson 2004, σελ Nelson 2004, σελ

82 απόσταση το σχήµα των φυτών είναι το χαρακτηριστικό εκείνο της βλάστησης, το οποίο υπερτερεί οπτικά, η σήµανση του αρχαιολογικού χώρου µπορεί να επιτευχθεί µε τους εξής τρόπους: Ένα µεµονωµένο φυτό µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως κεντρικός πόλος έλξεως, ως «δόλωµα», παρασύροντας τη µατιά σε συγκεκριµένο σηµείο (Εικ. 32, 33, 34) 187. Αυτό επιτυγχάνει η ύπαρξη δένδρων µε κάθετα και κιονοειδή σχήµατα τα οποία έχουν υψηλή οπτική ενέργεια 188, καθώς και η παρουσία ενός µοναδικού δένδρου ή µεγάλου θάµνου, ενός αντιπροσωπευτικού ατόµου του φυτικού του είδους µε ιδιαίτερα και ασυνήθιστα χαρακτηριστικά σχήµατος, υφής, χρώµατος ή και συνδυασµό αυτών 189. Ένα δένδρο µπορεί να αποτελέσει τη βάση αναγνώρισης ενός χώρου συµβάλλοντας στον προσανατολισµό ενός περιπατητή µέσα στο χώρο. Ως κάθετο στοιχείο και σύµβολο ανάτασης, το δένδρο ανάγεται σε σηµείο αναφοράς, το οποίο είναι χαρακτηριστικό και επιβλητικό. Εξασφαλίζει την αναγνώριση ενός συγκεκριµένου µέρους στο τοπίο διότι του προσδίδει ανθρώπινη κλίµακα και αρχιτεκτονικές διαστάσεις 190. Μία αποµονωµένη φυτική µάζα ψηλών θάµνων ή ένα κενό στη βλάστηση µίας κατάφυτης τοποθεσίας πλαισιώνει ένα στοιχείο του τοπίου τονίζοντας την παρουσία του και προσελκύει την προσοχή του περιπατητή 191. Οµαδικές φυτεύσεις, όπως οι δενδροστοιχίες, σηµαίνουν ένα έντονο οπτικά στοιχείο στο τοπίο (Εικ. 31). Η περιορισµένη χρήση τους σε µικρή µόνο έκταση και η χρήση ενός µόνο φυτικού είδους κατά µήκος των ορίων κάθε δρόµου που εισέρχεται στον αρχαιολογικό χώρο, εξασφαλίζει διαφοροποίηση των εισόδων στον αρχαιολογικό χώρο µε ήπιο τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται συνέχεια στο τοπίο 192. Ο αρχαιολογικός χώρος της οδού Γ Σεπτεµβρίου στη Θεσσαλονίκη βρίσκεται κάτω από την πολυσύχναστη οµώνυµη οδό, όπου λίγοι αντιλαµβάνονται την ύπαρξη του. Σειρά κυπαρισσιών κατά µήκος του αρχαιολογικού χώρου επιχειρεί να τον τονίσει, προσφέροντας διαφοροποίηση στην οριζόντια χωρίς αναφορές διάσταση της οδού. 187 Nelson 2004, σελ Υψηλή οπτική ενέργεια= η δύναµη ή η ικανότητα ενός στοιχείου του τοπίου να προσελκύει την ανθρώπινη µατιά (Nelson 2004, σελ. 20). 189 Nelson 2004, σελ Nelson 2004, σελ & Robinson 1992, σελ Robinson 1992, σελ Hackett 1979, σελ

83 Στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραµεικού, σε φυτεύσεις που αναπτύχθηκαν από το Γερµανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, ο διευθυντής των ανασκαφών Franz Willensem ( ) επισήµανε συγκεκριµένους τάφους, όπως του Ευφήρου και του αδελφού του Λίσσου, φυτεύοντας κοντά σε αυτούς θάµνους. Στον ίδιο χώρο, η περιοχή των Τριτοπατρέων, που ορίζεται µέσω ταπεινού τείχους, επισηµαίνεται ουσιαστικά από τα πέντε ελαιόδενδρα που έχουν φυτευτεί εκεί 193. Αναδεικνύει και εµµέσως ιεραρχεί µνηµεία και αρχαιολογικά ευρήµατα. Η βλάστηση ως πράσινο φόντο µπορεί να αναδείξει κινητά και ακίνητα µνηµεία, σύνολα αρχαιολογικών καταλοίπων και να διαχωρίσει τις διαφορετικές τους ιστορικές φάσεις. Ψηλοί θάµνοι ή δένδρα που πλαισιώσουν ένα µνηµείο ή στοιχείο του αρχαιολογικού χώρου ασκούν έλεγχο στο οπτικό πεδίο του θεατή αυξάνοντας το ενδιαφέρον του και εντείνοντας την αντίληψη της συγκεκριµένης οπτικής 194. Η χαµηλά κοµµένη αυτοφυής εδαφοκάλυψη αναδεικνύει το εδαφικό ανάγλυφο και τα επί µέρους στοιχεία του, όπως πετρώµατα, κλίσεις κλπ. πολύ πιο αποτελεσµατικά από το γυµνό έδαφος 195. Η ιδιότητα αυτή µπορεί να αξιοποιηθεί τόσο για αρχαιολογικούς χώρους και χώρους γύρω από µνηµεία όσο και για χώρους µουσείων. Η σύγχρονη µουσειολογία έχει διευρύνει την έννοια του µουσείου όπως και ο νέος αρχαιολογικός νόµος 196. Στο πνεύµα αυτό κάθε ιστορική πόλη είναι ένα µουσείο ανοικτού χώρου (open air museum) µε εκθέµατα τα µνηµεία-τοπόσηµα, µε την παλίµψηστη πόλη ανοικτή για να βιώνει ο επισκέπτης την ιστορικότητά της 197. Η σύγχρονη µουσειολογία προβληµατίζεται και πειραµατίζεται σχετικά µε νέους τρόπους προβολής της υλικής 193 Stroszeck 1998, σελ Nelson 2004, σελ. 65. Robinson 1992, σελ Robinson 1992, σελ Ν. 3028/ άρθρο 45: «Ως µουσείο νοείται η υπηρεσία ή ο οργανισµός µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, µε ή χωρίς ίδια νοµική προσωπικότητα, που αποκτά, δέχεται, φυλάσσει, συντηρεί, καταγράφει, τεκµηριώνει, ερευνά, ερµηνεύει και κυρίως εκθέτει και προβάλλει στο κοινό συλλογές αρχαιολογικών, καλλιτεχνικών, εθνολογικών ή άλλων υλικών µαρτυριών του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του, µε σκοπό η µελέτη, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία. Ως µουσεία µπορούν να θεωρηθούν επίσης υπηρεσίες ή οργανισµοί που έχουν παρεµφερείς σκοπούς και λειτουργίες, όπως τα µουσεία ανοικτού χώρου». 197 Κωνστάντιος 1997, σελ

84 διάστασης της πολιτιστικής κληρονοµιάς καθώς διαπιστώνει ότι µεγάλο µέρος του κοινού αποστρέφεται την επίσκεψη σε µουσεία λόγω της αρνητικής φήµης τους ως ελιτίστικα «µνηµεία νεκρών», της περιορισµένης αποτελεσµατικότητας επικοινωνίας πληροφοριών βασισµένων σε γραπτές πηγές και εννοιών, όπως βάθος χρόνου και εξέλιξη του τοπίου 198. Με την προβολή ευρηµάτων στον περιβάλλοντα υπαίθριο χώρο του, το µουσείο ξεπερνά την εσωστρέφεια του, επεκτείνει την έκταση του, οµαλοποιεί τη µετάβαση προς αυτό και προάγει έναν εναλλακτικό τρόπο προβολής των αρχαιοτήτων µε πολλές δυνατότητες. Κατάλληλη διάρθρωση βλάστησης επεκτείνει τον εκθεσιακό χώρο των αρχαιοτήτων στον υπαίθριο περιβάλλοντα χώρο του κτιρίου δηµιουργώντας αυτό το οποίο έχει επικρατήσει να λέγεται «open air museum». Κατάλληλα φυτικά είδη µπορούν να λειτουργήσουν ως µέσο πλαισίωσης και προβολής ευρηµάτων, κυρίως γλυπτών και αρχιτεκτονικών µελών, σε υπαίθριο χώρο (Εικ. 38). Αυτό συνέβαινε σε συντηρητικό τόνο στα αίθρια πολλών µουσείων της χώρας µας (Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Μουσείο Κεραµικού, Μουσείο Μαραθώνα κ.ά.), τα οποία δυστυχώς σήµερα έχουν στεγαστεί. Οι διαβαθµίσεις της φωτοσκίασης που προκαλεί η βλάστηση αναδεικνύει το αρχαία έργα τέχνης 199. Αυτός ο τρόπος προβολής ενισχύεται και από το γεγονός ότι και στην αρχαιότητα και ιδιαίτερα κατά τη ρωµαϊκή εποχή οι κήποι ιδιωτικοί και δηµόσιοι περιελάµβαναν την έκθεση αγαλµάτων, ως εικαστικά αντικείµενα, ως τρόπαια, αλλά και ως τεκµήρια άλλων εποχών, τα οποία προβάλλονταν καθώς περιβάλλονταν από βλάστηση 200. Πράσινοι τοίχοι, φυτικά παραπετάσµατα και δάπεδα λειτουργούν ως φόντο ανάδειξης συγκεκριµένων ευρηµάτων όπως γλυπτά ή σπαράγµατα ερειπίων. Η βλάστηση ως πράσινο φόντο τα αποµονώνει οπτικά από το περιβάλλον τους, αναδεικνύει την πλαστικότητα τους, τα εικαστικά χαρακτηριστικά τους, τα στοιχεία της τεχνοτροπίας τους. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να σκεφτούµε να λάβουµε υπόψη την οπτική ανταγωνιστικότητα µεταξύ του φόντου και του πρώτου πλάνου, ώστε το φόντο να 198 Skeates 2000, σελ Πολλά έχουν αλλάζει τεχνολογικά και περιβαλλοντικά από τη δεκαετία του 1960 όταν ο Πάτροκλος Καραντινός υποστήριζε ότι «ο κύριος παράγων που αναδεικνύει και αξιοποιεί τα έργα τέχνης και ιδίως τα γλυπτικά έργα είναι το φως και µάλιστα το φυσικό φως.», Γιακουµακάτος 2003, σελ Adams 1991, σελ

85 µην επιβάλλεται αλλά να αναδεικνύει το πρώτο. Το χρώµα επίσης επηρεάζει την αντίληψη των αντικειµένων στο χώρο. Η παρουσία θερµών χρωµάτων στο φόντο έχει σαν αποτέλεσµα τη µεγέθυνση του αντικειµένου που βρίσκεται στο πρώτο πλάνο 201. Το φόντο καλό είναι να έχει ενιαίο χρώµα και υφή ώστε να µην ανταγωνίζεται τις λεπτοµέρειες του υπό ανάδειξη αντικειµένου. Τα φυτά που αποτελούν το φόντο θα πρέπει να έχουν ατοµικότητα και να δηµιουργούν µία ψευδαίσθηση απόστασης. Aυτές τις ιδιότητες µπορούν να προσδώσουν τα παρακάτω χαρακτηριστικά 202 : - Άτονος χρωµατισµός φύλλων - Λεπτή υφή φυλλώµατος - Λεπτοφυής, ήπια διακλάδωση Η βλάστηση µπορεί να αναδείξει όχι µόνο συγκεκριµένα κινητά ευρήµατα αλλά και ολόκληρα κτίρια ή και αρχαιολογικούς χώρους (Εικ. 39). Στην περίπτωση αυτή που τα φυτά είναι κοντά σε κτίρια και άλλες κατασκευές η υφή παίζει καθοριστικό ρόλο. Επιθυµητό είναι η υφή των επιφανειών να διαφέρουν ή και να δηµιουργούν αντίθεση 203.Το αποτέλεσµα θα είναι απογοητευτικό εάν τα φύλλα του φυτού είναι στο ίδιο µέγεθος µε αυτό του δοµικού υλικού της τοιχοποιίας (Εικ ). Καθοριστικό ρόλο στην επιτυχηµένη επιλογή είναι η γνώση των πετυχηµένων συνδυασµών χρώµατος και υφής σε σχέση µε τα δοµικά υλικά των κτιρίων ή αρχαιολογικών καταλοίπων. Για παράδειγµα µια τοιχοποιία από σκούρες κόκκινες πλίνθους αναδεικνύεται καλύτερα µε τη χρήση φυτικών ειδών µε γκριζωπό φύλλωµα ώστε να επιτευχθεί αντίθεση 204. Τα στοιχεία µαρµάρινων αρχιτεκτονικών µελών προβάλλονται καλύτερα µπροστά σε γκριζοπράσινο ή ανοιχτής απόχρωσης πράσινο φόντο 205. Ρόλο φόντου µπορεί να παίξει και η ύπαρξη εδαφοκάλυψης σε χαµηλό ύψος µε την προϋπόθεση τα αρχαιολογικά κατάλοιπα να είναι συντηρηµένα ώστε να µην καλύπτονται έστω και εποχικά από τη βλάστηση (Εικ. 35, 36, 37). Ο χλοοτάπητας χρησιµοποιείται ευρέως στις βορειοευρωπαικές χώρες ως στοιχείο περιβολής, ανάδειξης και προβολής αρχαίων ερειπίων. Η καλή προσαρµογή του στις εκεί κλιµατολογικές συνθήκες δηµιουργεί ένα αισθητικά ικανοποιητικό αποτέλεσµα. Η 201 Nelson 2004, σελ Hackett 1979, σελ Hackett 1979, σελ Jakobsen 1977, σελ Leszczynski 1999, σελ

86 αντίθεση του πράσινου της χλόης και του γκρίζου της πέτρας των ερειπίων διευκολύνει την ανάγνωση της ύπαρξης των αρχαίων καταλοίπων, όχι µόνο όπου είναι ορατά αλλά και όπου δεν είναι 206. Για παράδειγµα στον αρχαιολογικό χώρο της πλατείας ιοικητηρίου στη Θεσσαλονίκη κρεµοκλαδή φυτά καλύπτουν τοίχο νεώτερης περιόδου ώστε να είναι δυνατή η προβολή και ανάδειξη προγενεστέρων αρχαιολογικών καταλοίπων. Άλλος τρόπος ανάδειξης είναι η φωτοσκίαση, στοιχείο που προσδίδει ιδιαίτερη γοητεία στους ερειπιώνες, όταν η βλάστηση προβάλλεται πάνω σε κτίσµατα. Ο περιπατητής µέσα σε έναν αρχαιολογικό χώρο απολαµβάνει τη θέαση δισδιάστατων περίτεχνων µοτίβων, όπως και λεπτοµερειών των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των φυτικών ειδών. Η βλάστηση βοηθά ώστε να γίνεται δυνατή η ανάγνωση χώρων κλειστών στο ευρύ κοινό από σηµεία εκτός των ορίων του, όπως από περιφερειακούς δρόµους και από όµορα κτίρια. Ούτως ή άλλως η πολύπλοκη διάρθρωση ανασκαφικών ευρηµάτων αναγιγνώσκεται συχνά ευκολότερα και ουσιαστικότερα από απόσταση καθώς αυτά βρίσκονται σχεδόν πάντα σε χαµηλότερο επίπεδο από αυτό των σύγχρονων πόλεων. Στη θέαση από απόσταση το χρώµα της βλάστησης γίνεται αντιληπτό ως αποχρώσεις του πράσινου, οι φυτικές µάζες ως περιγράµµατα και η υφή των φυτών ως φωτοσκίαση. Η συνολική τέλος διάρθρωση της βλάστησης ορίζει την χωροταξική οργάνωση του τόπου σε σχέση µε τα όµορα στοιχεία του τοπίου 207. Ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Ολύµπιας και ιδιαίτερα ο ναός της Ήρας για παράδειγµα αναδεικνύεται και προβάλλεται µε φόντο τον πευκόφυτο σήµερα Κρόνιο λόφo. Σειρά από λεύκες δίπλα στο ανατολικά όρια του περιβάλλοντα χώρου του ναού του Αγίου Παντελεήµονα στη Θεσσαλονίκη λειτουργούσε ως φόντο προβολής του ναού. Τον αποµόνωνε από τις σε µικρή απόσταση πολυκατοικίες. υστυχώς οι λεύκες αποµακρύνθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη κατά τα έργα «εξωραϊσµού» των πεζοδροµίων χωρίς να αντικατασταθούν από κάτι άλλο. 206 Thompson 1981, σελ Nelson 2004, σελ

87 Ένα από τα ελάχιστα παραδείγµατα νοµοθετικής ρύθµισης σε επίπεδο αρχαιολογικού τοπίου αφορά το λεγόµενο «ελφικό τοπίο». Στον ελαιώνα της Άµφισσας, στη Φωκίδα, εφαρµόζεται επιδοτούµενη µονοκαλλιέργεια ελιάς από τα µέσα της τη δεκαετία του Στον κάµπο στους πρόποδες του Παρνασσού απαγορεύεται η ανοικοδόµηση κτιρίων και η αλλαγή καλλιέργειας ενώ ελέγχονται αυστηρά οι κοπές ελαιόδενδρων. Με τις ρυθµίσεις αυτές, ο αρχαιολογικός χώρος των ελφών που βρίσκεται στις πλαγιές πίσω από τον ελαιώνα κυριαρχεί οπτικά στο τοπίο αναδεικνυόµενος από το ενιαίου χρώµατος και υφής φυτικό δάπεδο της µονοκαλλιέργειας. Ωστόσο, η µεµονωµένη αυτού του είδους ρύθµιση της ελληνικής πολιτείας αν και ενισχύει σήµερα την µοναδικότητα του χώρου των ελφών στο τοπίο αγνοεί την τοπική ιστορική πραγµατικότητα της εποχής λειτουργίας του µαντείου των ελφών 208. Αποκρύπτει ανεπιθύµητα στοιχεία του τοπίου εντός ή εκτός του αρχαιολογικού χώρου. Τα στοιχεία αυτά µπορεί να είναι αντιαισθητικά, παραπλανητικά για την κατανόηση του αρχαιολογικού χώρου ή µη συµβατά µε τη λειτουργία του (Εικ. 42). Αρχαιολογικοί και µνηµειακοί χώροι µέσα στα πολύβοα κέντρα µεγαλουπόλεων ή σε έντονα τουριστικές περιοχές υφίστανται όλη τη βοή των γειτονικών σε αυτά δραστηριοτήτων µε αποτέλεσµα να µην είναι δυνατή η αντίληψη τόσο της αισθητικής όσο και της µνηµειακότητας του χώρου από τον αποπροσανατολισµένο επισκέπτη. Η βλάστηση µε τη µορφή θαµνωδών φυτών µπορεί να συµβάλλει στον έλεγχο της οπτικής αυτής «ρύπανσης» µε τον σχηµατισµό οπτικά αδιαπέραστων µερικώς ή ολικώς φυτικών µαζών διαµορφωµένων σε τοίχους, προπετάσµατα ή εµπόδια 209. Στον αρχαιολογικό χώρο των ελφών, αναδασωµένη ζώνη µε πεύκα νοτιοδυτικά του ιερού δηµιουργεί ένα κατάλληλο ουδέτερο πλαίσιο για την οπτική προβολή του χώρου της ανασκαφής ενώ ταυτόχρονα αποκρύπτει για αυτόν που βρίσκεται µέσα στον χώρο της ανασκαφής το παλιό Μουσείο και το κτίριο της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Doukellis 2004, σελ Robinson 1992, σελ Παπαγεωργίου- Βενετάς 2005, σελ

88 Ας σηµειωθεί ωστόσο πως σε αρχαιολογικούς χώρους όπου η βλάστηση είναι απούσα, η απόπειρα απόκρυψης κάποιου στοιχείου µέσω αυτής έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσµα. Η ξαφνική παρουσία αποκτά έµφαση µέσα στο χώρο και προκαλεί την προσοχή. Οριοθετεί τον αρχαιολογικό χώρο. Η περίφραξη αρχαιολογικών χώρων συχνά επιβάλλεται για λόγους προστασίας ή και αποτροπής καταπάτησης. Τα αυξηµένα κονδύλια που ξοδεύονται κάθε χρόνο αφορούν κυρίως την εγκατάσταση µεταλλικού πλέγµατος ή κάγκελου τα οποία αποτελούν και την πιο διαδοµένη λύση. Σε περιοχές µε αυξηµένη βλάστηση παρατηρούµε συχνά το εξής οξύµωρο γεγονός: Αποµακρύνεται η άγρια βλάστηση, που ήταν από µόνη της έντονα αποτρεπτική, για την εγκατάσταση µίας αποτρεπτικής περίφραξης. Ευτυχώς στις περισσότερες περιπτώσεις, σε λίγο καιρό η νέα περίφραξη καλύπτεται φυσικά, ξανά από την αυτοφυή βλάστηση! (Εικ. 43). Στην πλειονότητα των αρχαιολογικών χώρων της χώρας µας, η επιλεκτική διατήρηση της υπάρχουσας βλάστησης µε το άβατο που δηµιουργεί, µπορεί να ορίσει το πιο οικονοµικό, άφθαρτο, αισθητικά ωραίο και συµβατό µε το αρχαιολογικό τοπίο είδος περίφραξης. Εντούτοις πρέπει να αποφεύγεται, ειδικά στις µη αστικές περιοχές, η περίφραξη αυστηρής διάταξης «καλλωπιστικών φυτών περίφραξης» ξένων προς τη χλωριδική ταυτότητα του τοπίου διότι δηµιουργούν ένα οπτικά κυρίαρχο στοιχείο που καθορίζει τον χαρακτήρα του τοπίου παραπέµποντας σε αστικό πάρκο ή προαστιακή «βίλα». Όταν η οριοθέτηση µε βλάστηση δηµιουργεί πλήρη οπτικό και φυσικό έλεγχο δηµιουργούνται συνθήκες αποµόνωσης από το ευρύτερο περιβάλλον. Συχνά, το αίσθηµα που προκαλείται από την πλήρη αυτή περίφραξη προσλαµβάνεται ως θετικό για τον άνθρωπο. Του προσφέρει άνεση και ασφάλεια, οργάνωση στο χώρο, προσανατολισµό, σύνδεση και εξοικείωση µε τον περιφραγµένο χώρο 211. Σε αρχαιολογικούς χώρους και χώρους γύρω από µνηµεία, κοντά σε πολύβουες κυκλοφοριακές αρτηρίες ή µέσα σε πολυσύχναστα κέντρα µεγαλουπόλεων, κάτι τέτοιο δηµιουργεί τη σιγαλιά που είναι απαραίτητη για την αναπόσπαστη µελέτη και ανάγνωση της ιστορικής και µνηµειακής διάστασης του χώρου. 211 Nelson 2004, σελ

89 Συνδέει αφενός οπτικά τον αρχαιολογικό χώρο αυτό καθαυτό µε το ευρύτερο τοπίο και αφετέρου συνδέει τα ετερόκλητα στοιχεία του χώρου µεταξύ τους, καθώς κάθε αρχαιολογικός χώρος περιλαµβάνει στοιχεία διαφορετικής αρχαιολογικής αξίας, χρονολόγησης, τεχνοτροπίας, κλίµακας και χρήσης. Η σύνδεση αυτή µπορεί να επιτευχθεί έχοντας υπόψη τα εξής: Γενικά, η ύπαρξη ενός είδους υφής σε όλη την έκταση του χώρου, µέσα από περιορισµένο αριθµό φυτικών ειδών, 3 έως 4 µέγιστο αριθµό, ενοποιεί την τοπιακή σύνθεση 212. Η ύπαρξη φυτικής περίφραξης-οριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου λειτουργεί και ως φόντο για τα στοιχεία και τις δραστηριότητες στο χώρο προσδίδοντας ενότητα και συνέχεια 213. Αυτό ενισχύεται εάν η φυτική µάζα της περίφραξης αποτελείται από ένα µόνο είδος, ή και από οµοιογενή νατουραλιστικό συνδυασµό φυτών. Εάν η φυτική περίφραξη απλώνεται κάτω από το οπτικό επίπεδο του ανθρώπου και έχει οριζόντιο χαρακτήρα τότε η έκταση της δρα χωροδιαρθρωτικά. Με τον τρόπο αυτό µπορούµε αποτελεσµατικά να οργανώσουµε σε χώρους ανθρώπινης κλίµακας µια περιοχή, να συνδέσουµε ετερόκλητα στοιχεία του τοπίου 214. Στους αρχαιολογικούς χώρους µε τον τρόπο αυτό µπορούµε να συνδέσουµε στοιχεία της ίδιας χρονολογικής φάσης ενισχύοντας συγκεκριµένες ελάχιστα ή και καθόλου ορατές οικοδοµικές γραµµές. ηµιουργείται έτσι µία «αλληγορική» διάρθρωση «επιπέδων» που για τον υποψιασµένο θεατή λειτουργεί βοηθητικά στην κατανόηση δυσνόητων, λόγω οµοιοµορφίας, αρχαιολογικών χώρων. Η οµοιόµορφη εδαφοκάλυψη και η ενιαία διαχείριση της, ως φυτικό δάπεδο, λειτουργεί ως στοιχείο ενοποίησης σε όλο το πεδίο έκτασης του αρχαιολογικού χώρου, συνδέοντας ετερόκλητα στοιχεία του τοπίου και ενισχύοντας την οπτική συνοχή του 215. Όταν ένας αρχαιολογικός χώρος σε αγροτική τοποθεσία περιβάλλεται από ζώνη δένδρων, η οποία συνδέεται µε άλλα στοιχεία φύτευσης του τριγύρω τοπίου, η 212 Hackett 1979, σελ Hackett 1979, σελ Nelson 2004, σελ Nelson 2004, σελ

90 διαφοροποίηση του από αυτό δεν είναι τόσο έντονη όσον αφορά τουλάχιστον στην εµφάνιση (Εικ. 44) 216. Η παρουσία κτισµάτων και κτιρίων, όπως τοπικών µουσείων, είναι συχνή µέσα σε αρχαιολογικούς χώρους, ενώ στους περιβάλλοντες χώρους µνηµείων τα µεταγενέστερα προσκτίσµατα αποτελούν συχνά πηγή αλλοίωσης της µνηµειακότητας του χώρου. Η βλάστηση µειώνει τις επιπτώσεις της παρουσίας των ανεπιθύµητων αυτών κτισµάτων στο «ευαίσθητο» ιστορικό τοπίο και στον επισκέπτη. Η ύπαρξη δένδρων δίπλα στα κτίρια κρύβει το άνω µέρος τους ώστε να µην είναι ορατά σε όλο τους τον όγκο µετριάζοντας έτσι την επίδρασή τους στον άνθρωπο καθώς η προσοχή του έχει στραφεί στον χώρο που δηµιουργείται κάτω από την κόµη των δένδρων 217. Όταν κτίρια εµφανίζονται ασύνδετα µε το τοπίο λόγω των υλικών και της µορφής τους, η ύπαρξη δένδρων µπορεί να βελτιώσει στη µερική απόκρυψη και να βοηθήσει την τοποθέτησή τους στο τοπίο, ιδιαίτερα όταν αυτό είναι κατάφυτο 218. Σκηνοθετεί, δηλαδή καθορίζει τη θεµατική ατµόσφαιρα, την επικρατούσα διάθεση, το σχεδιαστικό ύφος του χώρου. Η δραµατικότητα στον χώρο περιλαµβάνει ένα σκηνικό που είναι έντονο, ζωντανό και ίσως αναπάντεχο (Εικ. 45). Η δραµατικότητα, η µυστικιστική ατµόσφαιρα και η σκηνογραφική διάσταση του συνταιριάσµατος της βλάστησης και των αρχαίων καταλοίπων έχει εµπνεύσει και έχει υµνηθεί από πολλούς κατά το παρελθόν. Στους σύγχρονους αρχαιολογικούς χώρους και περιβάλλοντες χώρους µνηµείων η παρουσία βλάστησης µπορεί να σκηνοθετήσει τον τρόπο που τους αντιλαµβανόµαστε επαναφέροντας τη δραµατικότητα και τη µαγεία µε τους εξής τρόπους: Με ποικίλα παιχνίδια φωτός και σκιάς τονίζει την εικαστική διάσταση των αρχαίων καταλοίπων, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αισθητικής τους, όπως τη σιλουέτα, τα περίπλοκα σχήµατα τους, τις µορφές και διακλαδώσεις, τις σκιές µεταξύ βλάστησης, κτιρίων, νερού, ουρανού, τη γεωµετρία σε σχέση µε τον χώρο και όµορα αρχιτεκτονήµατα Hackett 1979, σελ Nelson 2004, σελ Hackett 1979, σελ Robinson 1992, σελ Nelson 2004, σελ

91 ηµιουργώντας ψευδαισθήσεις όσον αφορά στην αντίληψη του χώρου δηλαδή, πρόταση και αντίφαση της. Περασµένες εµπειρίες µας έχουν διδάξει τι θα πρέπει να αναµένουµε σε βάθος, µέγεθος και απόσταση. Ωστόσο, µε κατάλληλη τοποθέτηση και αντιπαράθεση δένδρων η οπτική εµπειρία µπορεί να ξεγελάσει την εγκεφαλική αντίληψη, να είναι διεγερτική και απολαυστική. Οπτικές ψευδαισθήσεις προκαλούνται µε τη κατάλληλη διάταξη της βλάστησης αλλά και τη χρήση του χρώµατος και της υφής των φυτών. Όταν µία περιοχή περιβάλλεται από σκούρες φυτεύσεις αυτή φαίνεται µεγαλύτερη και µε πιο έντονα χρώµατα 220. Θερµά χρώµατα µειώνουν την αίσθηση των µεγάλων χώρων και µακρινών αποστάσεων, ενώ ψυχρά χρώµατα δηµιουργούν την αίσθηση της απόστασης 221. Βλάστηση µε τραχειά υφή µοιάζει να είναι πιο µακρυά από τον ίδιο όγκο βλάστησης µε λεπτή υφή 222. Επηρεάζοντας την οπτική µέσα και έξω από τον χώρο, προκαλώντας ερεθισµό η εκµετάλλευση της ανθρώπινης περιέργειας που οδηγεί στην προσµονή, αντί να προσανατολίζει και επεξηγεί µέσα σε ένα χώρο, η βλάστηση µπορεί να αποκρύψει µερικώς στοιχεία του τοπίου. Προάγει έτσι τη φαντασία και την περιέργεια του περιπατητή, που προκαλείται να ανακαλύψει τη θέα στο σύνολό της. Όταν δένδρα περιορίζουν µία εκτεταµένη θέα εντείνουν την οπτική του ανθρώπου στο άµεσο περιβάλλον του αυξάνοντας έτσι την ένταση των επί µέρους στοιχείων του. Εάν ψηλοί θάµνοι πλαισιώνουν µία συγκεκριµένη θέα προκαλούν την έλευση προς αυτήν 223. Η περίφραξη µε δένδρα δεν υποβάλλει οπτική αποµόνωση απλώς την υπονοεί. Σε πρώτο πλάνο, οι κορµοί ως κιονοστοιχία ορίζουν χώρους και προτείνουν εσωστρέφεια, ενώ τα κενά µεταξύ των κορµών επιτρέπουν οπτικές φυγές προς το γύρω τοπίο Ο βιοκλιµατικός και αντιρρυπαντικός ρόλος της βλάστησης καθορίζει το µικροκλίµα 225 του αρχαιολογικού χώρου και προσφέροντας ερεθίσµατα αγαλλίασης και προς τις πέντε αισθήσεις του ανθρώπου κάνει τον αρχαιολογικό χώρο δροσερό, 220 Hackett 1979, σελ Nelson 2004, σελ Hackett 1979, σελ Robinson 1992, σελ Nelson 2004, σελ Μικροκλίµα: το κλίµα που εµφανίζεται τοπικά σε µία τοποθεσία. (Ανδρεαδάκη- Χρονάκη 2006, σελ. 32). 91

92 ευχάριστο και φιλικό για το κοινό. H ύπαρξη βλάστησης προσδίδει ένα επιπρόσθετο λόγο επίσκεψης, δηµιουργεί µία όαση η οποία προστατεύει τα µνηµεία από τη βοή της σύγχρονης ζωής και όπου κάτοικοι και επισκέπτες µπορούν να απολαµβάνουν τη σιγαλιά της ιστορικής µνήµης παράλληλα µε τη δροσιά ενός χώρου πρασίνου. Τα αρώµατα και οι µυρωδιές που συναντάµε σε ένα χώρο πρασίνου είναι ελκυστικά και διεγερτικά, µας φέρνουν πιο κοντά τη φύση και αποτελούν αναπόσπαστο κοµµάτι του τοπίου δηµιουργώντας θετικά αισθήµατα στην προσέγγιση των αρχαίων καταλοίπων 226. Το άρωµα των φυτών προέρχεται κυρίως από τα άνθη τους αλλά και από τα φύλλα ή τους καρπούς και αποτελεί κίνητρο επισήµανσης της παρουσίας των φυτών στον χώρο και άµεσης επαφής του ανθρώπου µε αυτά. Το γεγονός ότι οι αρχαιολογικοί χώροι στη χώρας µας δέχονται το µεγάλο ρεύµα τουριστών κατά τους καλοκαιρινούς µήνες καθιστά εξαιρετικά δυσµενή για την επισκεψιµότητά τους η έντονη ηλιοφάνεια, υψηλή θερµοκρασία, µειωµένη σχετική υγρασία και τα αυξηµένα ποσοστά αιωρούµενων σωµατιδίων σκόνης 227. Γενικά, οι τέσσερις κλιµατικοί παράγοντες που αποτελούν τα κριτήρια για τον καθορισµό της ανθρώπινης ανεκτικότητας και επηρεάζουν άµεσα την ευφορία ή δυσφορία που αισθάνεται κανείς είναι η ηλιακή ακτινοβολία, η θερµοκρασία αέρος, ο άνεµος και η υγρασία Οι ανοικτές, σκιαζόµενες τοποθεσίες χαρακτηρίζονται ιδανική θέση υπαίθριων χώρων σε περιοχές µε εύκρατο κλίµα όπως το µεσογειακό 229. Εάν λάβουµε υπόψη ότι τα αρχαιότερα σκίαστρα (αλεξίφωτα) ήταν τα δένδρα συνειδητοποιούµε την µεγάλη γενικά αξία της βλάστησης για τους υπαίθριους χώρους της χώρας µας προσδίδοντας τους τιµές κλιµατικών παραγόντων κοντά στην «ανθρώπινη ζώνη άνεσης». Στους αρχαιολογικούς χώρους και περιβάλλοντες χώρους µνηµείων η θετική βιοκλιµατική επίδραση της βλάστησης εντοπίζεται ως εξής: Έλεγχος ηλιακής ακτινοβολίας. Ο σπουδαιότερος παράγοντας που επηρεάζει, ακόµα και µεµονωµένα, το κλίµα είναι η προσπίπτουσα ηλιακή ακτινοβολία. Πέρα από τις εποχιακές και ηµερήσιες διακυµάνσεις της άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν το ποσοστό της ακτινοβολίας 226 Ντάφης 1989, σελ Οι παράγοντες αυτοί επηρεάζουν την διαβίωση στους υπαίθριους χώρους περιοχών µε θερµό και ξηρό κλίµα. (Givoni 1991, σελ. 297). 228 Η ανθρώπινη ανεκτικότητα µπορεί να καθορισθεί από έναν συνδυασµό των παραγόντων αυτών και από τον καθορισµό του σηµείου το οποίο δεν ξεπερνά τα όρια της «ανθρώπινης ζώνης άνεσης» η οποία διαφέρει ελάχιστα από άτοµο σε άτοµο (Τσαλικίδης 2001, σελ. 63). 229 Robinette(ed.) 1983, σελ

93 που απορροφάται ή ανακλάται είναι η εδαφική σύνθεση και η φυτοκάλυψη 230. Η βλάστηση µειώνει έως και 95% την ακτινοβολία που φτάνει στο έδαφος διότι η φυλλική επιφάνεια της βλάστησης διακρατά, αντανακλά, απορροφά και µεταβιβάζει την προσπίπτουσα ηλιακή ακτινοβολία ανάλογα µε το φυτικό είδος 231. Γενικά, η βλάστηση σκιάζει διότι ακριβώς σε µεγαλύτερο ποσοστό απορροφά ηλιακή ακτινοβολία παρά την αντανακλά. Η ποσότητα της σκιάς ελέγχεται από την εκλογή των κατάλληλων φυτών. Εάν επιδιώκεται άφθονη σκιά, τα καταλληλότερα δένδρα είναι αυτά µε το πυκνό και εκτεταµένο φύλλωµα π.χ. τα πλατάνια. Για ελαφρύτερη σκιά, η γλεδίσχια, ορισµένα είδη ακακίας ή καλλωπιστικών οπωροφόρων, όπως καλλωπιστική µηλιά, δαµασκηνιά κ.ά, αποτελούν την κατάλληλη λύση γιατί έχουν λεπτά φύλλα και ανοικτό σχήµα κλάδων. Σε χώρους που υπάρχει επισκεψιµότητα και τους χειµερινούς µήνες είναι προτιµότερη η φύτευση φυλλοβόλων δένδρων, τα οποία κατά τη διάρκεια του χειµώνα επιτρέπουν το ηλιακό φως να περνά ανάµεσα από τα γυµνά κλαδιά τους 232. Έλεγχος θερµοκρασίας. Η ύπαρξη βλάστησης µειώνει τη θερµοκρασία σε χώρες µε εύκρατο κλίµα µε τους εξής µηχανισµούς: Το ποσοστό της ηλιακής ακτινοβολίας που φτάνει στην επιφάνεια της γης είναι εκείνο που ρυθµίζει τη θερµοκρασία εδάφους και αέρος. Όσο περισσότερη ακτινοβολία απορροφά µία επιφάνεια τόσο περισσότερο θερµαίνεται ο αέρας που την περιβάλλει 233. Η βλάστηση µειώνει την εδαφική θερµοκρασία µειώνοντας το ποσοστό της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας που φτάνει στο έδαφος. Επιφάνεια χλοοτάπητα διατηρεί σταθερά 33% χαµηλότερη θερµοκρασία από εάν ήταν πλακοστρωµένη µε σκληρά υλικά 234. Η βλάστηση όχι µόνο αντανακλά περισσότερη ακτινοβολία, αλλά χάνει την ακτινοβολία που απορροφά γρηγορότερα απ' ότι οι επιφάνειες σκληρών υλικών. Γι αυτό και οι νύχτες είναι πιο δροσερές σε χώρους µε βλάστησης παρά σε έντονα δοµηµένους χώρους 235. Ο ατµοσφαιρικός αέρας ψύχεται καθώς διαπερνά τα ψυχρότερα φυλλώµατα της βλάστησης. Οι χώροι πρασίνου κατά τους καλοκαιρινούς µήνες είναι σαφώς πιο δροσεροί από εκείνους όπου κυριαρχούν οι σκληρές επιφάνειες (άσφαλτος, 230 Robinette (ed.) 1983, σελ Robinette (ed.) 1983, σελ. 22. Ντάφης 1989, σελ Τσαλικίδης 2001, σελ Robinette (edit) 1983, σελ 20. Givoni 1991, σελ Robinette (edit) 1983, σελ Τσαλικίδης 2001, σελ

94 πλακοστρώσεις). Για παράδειγµα σε µία φυτεµένη και µία µη φυτεµένη περιοχή η διαφορά θερµοκρασίας µπορεί να είναι από 5 έως 20 βαθµούς 236. Με τη διαδικασία της εξατµισοδιαπνοής τα φυτά προσδίδουν υδρατµούς στην ατµόσφαιρα, οι οποίοι περνώντας στη θερµή ατµόσφαιρα την ψύχουν. Έτσι εξηγείται και η ονοµασία των φυτών ως «φυσικά µηχανήµατα κλιµατισµού». Η ψυκτική δυνατότητα ενός µοναχικού δένδρου µέσου µεγέθους ισούται µε αυτή τεσσάρων κλιµατιστικών σωµάτων µέσης ισχύος, τα οποία λειτουργούν 20 ώρες το εικοσιτετράωρο 237! Έλεγχος του ανέµου. Η βλάστηση στους αρχαιολογικούς χώρους ως µέσο ανακοπής, ενισχύσεως ή κατευθύνσεως των ρευµάτων του ανέµου µπορεί να ανακουφίσει από δυσµενή συνδυασµό υψηλών θερµοκρασιών και υψηλής υγρασίας. Μία αποτελεσµατική µέθοδος ελέγχου του ανέµου είναι η χρησιµοποίηση φυτικών ανεµοφρακτών. Η σύνθεσή τους, το σχήµα και µέγεθος τους επηρεάζουν την αποτελεσµατικότητα τους 238. Σε γενικές γραµµές, ακριβώς µπροστά από τον φράκτη ο άνεµος ελαττώνεται. Πίσω από αυτόν σε οριζόντια απόσταση περίπου 5 φορές το ύψος του φράκτη επιτυγχάνεται η µεγαλύτερη µείωση του ανέµου. Πέρα από το σηµείο αυτό, η ταχύτητα αρχίζει να µεγαλώνει πάλι. Η τελευταία µείωση µπορεί να µετρηθεί σε µία απόσταση 30 φορές το ύψος του φράκτη 239. Στην εύκρατη ζώνη αειθαλείς ανεµοφράκτες προστατεύσουν από Β ανέµους, ενώ η παρουσία βλάστησης γενικά προάγει τις καλοκαιρινές αύρες 240. Η πιθανή µείωση της ταχύτητας του ανέµου κατά τους καλοκαιρινούς µήνες δεν προκαλεί δυσφορία λόγω της χαµηλής ατµοσφαιρικής υγρασίας 241. Έλεγχος ατµοσφαιρικής υγρασίας. Η επίδραση των φυτών στην ατµοσφαιρική υγρασία είναι σηµαντική για τη µεταβολή του κλίµατος. Τα φυτά περιέχουν µεγάλες ποσότητες νερού, οι οποίες προστίθενται στον αέρα µε τη διαπνοή. Όσο πλουσιότερο φύλλωµα έχει ένα δένδρο τόσο περισσότερο νερό προσδίδει στην ατµόσφαιρα 242. Η µετάβαση υγρασίας από τα φυτά 236 Robinette (edit) 1983, σελ Grey and Deneke 1986, σελ Robinette (edit) 1983, σελ Τσαλικίδης 2001, σελ Robinette (edit) 1983, σελ Givoni 1991, σελ Τσαλικίδης 2001, σελ

95 στην ατµόσφαιρα είναι συνονόµατη µε τη µείωση της θερµοκρασίας διότι η διακύµανση της σχετικής υγρασίας 243 διαγράφεται πάντα αντίστροφα µε αυτή της θερµοκρασίας στην εύκρατη ζώνη. Στην Ελλάδα οι µέσες τιµές είναι 35-80% 244. Βιοκλιµατική επίδραση σε κτιριακές εγκαταστάσεις. Επηρεάζει τη θερµική συµπεριφορά των κτιρίων που βρίσκονται µέσα στον αρχαιολογικό χώρο είτε αυτά δέχονται ευρύ κοινό, όπως τα µουσεία, είτε µόνο τους εργαζόµενους, όπως οι αποθήκες και τα εργαστήρια συντήρησης. Η στροφή της αρχιτεκτονικής προς ένα βιοκλιµατικό σχεδιασµό στοχεύει στην εναρµόνιση των κτιρίων µε το κλίµα και το περιβάλλον σε απαίτηση για άνετη και υγιεινή διαβίωση του ανθρώπου µέσα στα κτίρια αλλά και στον αστικό χώρο συνολικά 245. Η βλάστηση, όπως και άλλα στοιχεία του τόπου και του τοπίου, συµµετέχει πλέον ως πρωτογενές δοµικό υλικό των νέων κτιριακών κατασκευών, στην λεγόµενη «πράσινη» αρχιτεκτονική 246. Συγκεκριµένα, το πλάτος της ζώνης πρασίνου γύρω από τα κτίρια, ο τύπος των φυτεύσεων (δένδρα, θάµνοι, αναρριχητικά), ο προσανατολισµός τους σε σχέση µε το κτίριο επηρεάζουν τις εσωτερικές συνθήκες διαβίωσης, τις ανάγκες για ενέργεια, ψύξη και θέρµανση 247. Με δεδοµένο το ξηροθερµικό µας κλίµα, η ύπαρξη βλάστησης και ιδιαίτερα φυλλοβόλων δένδρων δηµιουργεί ιδανικές συνθήκες κτιριακών εγκαταστάσεων, στην περίπτωση µας των µουσείων, των εργαστηρίων ή των κτιρίων αρχαιολογικών συλλογών 248. Η βλάστηση διευκολύνει την διείσδυση ή εκτροπή του ανέµου, ενώ o σκιασµός του κτιρίου και των ανοιγµάτων του συµβάλλει στην αποφυγή υπερθέρµανσης του κτιρίου και λειτουργεί ως φυσικός συλλέκτης δροσισµού εξοικονοµώντας ενέργεια 249. Το αίθριο, το οποίο κυριαρχούσε σε µουσεία περασµένων δεκαετιών, όπως αυτά του Κεραµεικού, του Μαραθώνα και του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, εξασφάλιζε πέρα από άπλετο φυσικό φωτισµό δροσισµό το καλοκαίρι 250. υστυχώς τα τελευταία χρόνια επικράτησε η τάση στέγασης πολλών αίθριων µουσείων µε 243 Η περιεκτικότητα του αέρα της ατµόσφαιρας σε υδρατµούς (Ανδρεαδάκη- Χρονάκη 2006, σελ. 32). 244 Ανδρεαδάκη- Χρονάκη 2006, σελ Ανδρεαδάκη- Χρονάκη 2006, σελ Wines 2000, σελ Givoni 1991, σελ Robinette (edit) 1983, σελ Ανδρεαδάκη- Χρονάκη 2006, σελ. 57, 68. Givoni 1991, σελ. 250 Ανδρεαδάκη- Χρονάκη 2006, σελ

96 αµφιλεγόµενα αποτελέσµατα. Είναι χαρακτηριστικό πως στο αίθριο του µουσείου του Κεραµεικού µετά τη στέγασή του εισήχθησαν γλάστρες µε φυτά σε προσπάθεια αποκατάστασης αυτού που χάθηκε(;). Η αντιρρυπαντική επίδραση της βλάστησης. Μία εξαιρετικά ευεργετική επίδραση της βλάστησης είναι σε σχέση µε την ατµοσφαιρική ρύπανση. Όλων των ειδών οι χώροι πρασίνου µπορούν να επηρεάσουν τις γενικότερες συνιστώσες ενός επιβαρηµένου περιβάλλοντος βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής µέσα σε αστικές και βιοµηχανικές περιοχές. Έτσι, σε περιοχές σαν αυτές η ανάγκη συνύπαρξης των εννοιών αρχαιολογικός χώρος και χώρος πρασίνου εντείνεται. Γνωρίσµατα των υπαίθριων χώρων που επηρεάζουν την ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος είναι: το συνολικό µέγεθός τους σε σχέση µε τον πληθυσµό, ο κατακερµατισµός τους, η κατανοµή τους στον αστικό ιστό αλλά και συγκεκριµένες λεπτοµέρειες κατασκευής, όπως η αναλογία βλάστησης και σκληρών επιφανειών 251. Σήµερα παρατηρείται αυξηµένη χρήση πλακόστρωσης στους υπαίθριους αστικούς χώρους ενώ η βλάστηση εγκιβωτίζεται και περιορίζεται όλο και περισσότερο. Οι επιφάνειες ακάλυπτου εδάφους µέσα στις πόλεις είναι λιγοστές 252. Πέρα από τα σηµεία που φύεται βλάστηση, ακάλυπτο έδαφος συναντάται επίσης σε αρχαιολογικούς χώρους και χώρους µε ανασκαφικές τοµές, σε εκτενείς και συνεχείς επιφάνειες. Ο ρόλος του ακάλυπτου εδάφους µέσα στις πόλεις είναι καθοριστικός. Το έδαφος είναι ζωντανός βιολογικός οργανισµός, στοιχείο διατήρησης της ισορροπίας του φυσικού περιβάλλοντος και ενίσχυσης της αφοµοιωτικής του ικανότητας. Είναι βιολογικό φίλτρο για όλους σχεδόν τους ρυπαντές. Μετρήσεις του εργαστηρίου Γεωργικής και Εφαρµοσµένης Μικροβιολογίας της Γεωπονικής Σχολής του πανεπιστηµίου Αθηνών στον Εθνικό Κήπο, έδειξαν ότι µ² γόνιµου εδάφους, έχουν την ικανότητα να κατακρατήσουν τους ρυπαντές (στη συγκεκριµένη περίπτωση το αιθυλένιο και το ακετυλένιο που παράγονται από µηχανές εσωτερικής καύσης) και να µην τους αφήνουν να φθάσουν προς το εσωτερικό του κήπου 253. Ο ρόλος των φυτών και της διεργασίας της φωτοσύνθεσης στον εµπλουτισµό της ατµόσφαιρας µε οξυγόνο είναι γνωστός. Η ποσότητα της βλάστησης στις ελληνικές 251 Givoni 1991, σελ Στη Θεσσαλονίκη σήµερα τo 77% του αστικού ιστού είναι δοµηµένο και το 16% ασφαλτοστρωµένο. 253 Παπαδήµας 1995, σελ

97 πόλεις είναι ανησυχητικά χαµηλός όταν σκεφτούµε ότι εάν η µοναδική πηγή οξυγόνου και διοξειδίου ήταν το πράσινο τότε κάθε κάτοικος θα χρειαζόταν µ² χώρων πρασίνου µε δενδρώδη και θαµνώδη βλάστηση 254. Ο µέσος όρος πρασίνου ανά κάτοικο στη Θεσσαλονίκη είναι µόλις 2,73 µ², πολύ κατώτερος από τα διεθνή αποδεκτά κατώτερα όρια και µεγαλουπόλεις του εξωτερικού (Βιέννη 20 µ², Άµστερνταµ 27 µ², Ουάσινγκτον 50 µ²., Ρώµη 9 µ²). Τα φυτά εκτός του εµπλουτισµού της ατµόσφαιρας µε οξυγόνο µε τη διεργασία της φωτοσύνθεσης έχουν την ιδιότητα να δεσµεύουν αέριους ρύπους και µικροσωµατίδια από την ατµόσφαιρα. Έρευνες έχουν αποδείξει ότι εάν ζώνη πρασίνου πλάτους 500 µ. περιτρέχει τις βιοµηχανίες η περιεκτικότητα του αέρα σε διοξείδιο του θείου και νιτρικών οξειδίων θα µειωθεί κατά 70% περίπου 255. Εκατό στρέµµατα οξυάς µπορούν να συγκρατήσουν τέσσερις τόνους σκόνη τον χρόνο καθαρίζοντας ταυτόχρονα τον περιβάλλοντα αέρα. Η ικανότητα συγκράτησης ποικίλλει κατά κατηγορία φυτοκάλυψης, οι χαµηλοί φράκτες φιλτράρουν τον αέρα κοντά στο έδαφος, ο χλοοτάπητας συγκρατεί 3-6 φορές µεγαλύτερη ποσότητα µικροσωµατιδίων από το γυµνό έδαφος, ενώ τα δένδρα φορές περισσότερο 256. Τα φύλλα, κλάδοι, κορµοί των δένδρων και θάµνων και ορισµένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους έχουν την τάση να διακρατούν αιωρούµενα σωµατίδια τα οποία αποµακρύνονται µετά µε τη βροχή 257. Λαµβάνοντας όλα αυτά υπόψη σε συνδυασµό µε τους ελάχιστους υπαίθριους και µη πλακοστρωµένους χώρους που υπάρχουν στις ελληνικές πόλεις µπορεί να καταλάβει κανείς το ρόλο που µπορεί να παίξει η βλάστηση στους αρχαιολογικούς χώρους και στους χώρους γύρω στα µνηµεία. Η ύπαρξη βλάστησης στους αρχαιολογικούς χώρους και του περιβάλλοντες χώρους µνηµείων δίνει µία ξεχωριστή προοπτική στην «αξιοποίηση» τους όταν αυτοί βρίσκονται µέσα σε επιβαρηµένες περιβαλλοντικά αστικές και βιοµηχανικές περιοχές. Πέρα από την ευεργετική επίδραση της επίσκεψης σε αυτούς αποκτούν ένα πολύτιµο ρόλο για την πόλη και τη γειτονιά. Συµµετέχοντας στο υπάρχον δίκτυο χώρων πρασίνου ελέγχουν την ατµοσφαιρική ρύπανση της ευρύτερης περιοχής και δρουν ευεργετικά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων. Έλεγχος ηχορύπανσης. 254 Hackett 1979, σελ Grey & Deneke 1986, σελ Παπαδήµας 1995, σελ Ντάφης 1989, σελ. 44. Givoni 1991, σελ

98 Το περιβάλλον των αστικών αρχαιολογικών χώρων είναι ιδιαίτερα βεβαρηµένο και ενώ εµφανίζονται ότι προβάλλονται εν µέσω πλατειών και δίπλα σε κεντρικές οδικές αρτηρίες ουσιαστικά εγκλωβίζονται στον εαυτό τους και αφίστανται της παρουσίας και της λειτουργίας των µε τη «βοή» της πόλης να διοχετεύεται µέσα σ αυτά 258. Η βλάστηση µπορεί να µειώσει αισθητά την ηχορύπανση σε αστικούς αρχαιολογικούς χώρους ή αυτούς κοντά σε βιοµηχανικές περιοχές και οδικές αρτηρίες. Ο ήχος 259 εξασθενίζει όταν τα κύµατα του απορροφώνται από τον αέρα ή από διάφορα αντικείµενα, ή διασπάται όταν τα κύµατα έρχονται σε επαφή µε κάποιο αντικείµενο που τα στέλνει σε διαφορετική κατεύθυνση. Η ικανότητα των φυτών να ελέγχουν τον ήχο καθορίζεται από την ένταση, τη συχνότητα και την κατεύθυνση του ήχου, όπως επίσης από τη θέση, το ύψος, το πλάτος και την πυκνότητα των φυτών 260. Η µείωση των θορύβων από τα φυτά πραγµατοποιείται µε την απορρόφηση ηχητικών κυµάτων από τα φύλλα, τους κλάδους και τους βλαστούς των δένδρων. Καταλληλότερα κρίνονται τα φυτικά είδη µε άφθονα, χονδρά, σαρκώδη φύλλα µε µίσχους 261. Τα αειθαλή είδη παρέχουν προστασία από το θόρυβο όλο το χρόνο ενώ από τα φυλλοβόλα πιο αποτελεσµατικά είναι δένδρα των οποίων το φύλλωµά τους αρχίζει χαµηλά από τη βάση του κορµού και είναι σχετικά πυκνό 262. Εκτός από τα δένδρα και τους θάµνους η παρουσία χλοοτάπητα ή άλλων φυτών εδαφοκάλυψης µειώνει αποτελεσµατικά τον ήχο σε σύγκριση µε επιφάνειες επίστρωσης µε κάποιο σκληρό υλικό 263. Η διάταξη ψηλών δένδρων σε φυτικές µάζες κοντά στην πηγή του ανεπιθύµητου ήχου έχει ικανοποιητικά αποτελέσµατα 264, ενώ έχει αποδειχθεί ότι ο συνδυασµός φυτών µε τεχνητούς λοφίσκους δίνει άριστα αποτελέσµατα στη µείωση του θορύβου, αρκεί τα φυτά κατά το 1/3 να είναι αειθαλή. Πιστεύεται, ακόµη, ότι φυτικοί φράκτες ύψους πάνω από 180 εκµ, οι οποίοι δεν επιτρέπουν οπτική επαφή µε την πηγή του θορύβου, ελαττώνουν και ψυχολογικά τα δυσάρεστα αποτελέσµατα του, έστω και αν τα φυτά τα ίδια δεν µειώνουν στην πραγµατικότητα το επίπεδο 258 Μπακιρτζής 2006, σελ. 259 Ο ήχος µεταδίδεται µε κύµατα διαφόρου µήκους τα οποία περιγράφονται ως συχνότητα, ενώ η πίεση του ήχου καταγράφεται και µετριέται µε τα ντεσιµπέλ (db). Η ένταση του ήχου, όπως συλλαµβάνεται από το ανθρωπινό αυτί, εξαρτάται από την συχνότητα και την πίεση (Τσαλικίδης 2001, σελ. 66). 260 Τσαλικίδης 2001, σελ Ντάφης 1989, σελ Τσαλικίδης 2001, σελ Hackett 1979, σελ Grey & Deneke 1986, σελ

99 έντασης και πίεσης 265. Η παρουσία βλάστησης µπορεί επίσης να «καµουφλάρει» θορύβους καθώς και η δικιά της παρουσία παράγει ήχους µε την επιρροή των καιρικών φαινοµένων και της πανίδας που φιλοξενούν, όπως το θρόισµα των φύλλων και ο έντονος ήχος από τα τζιτζίκια Αρχαιολογικές και ιστορικές παράµετροι Αρχαιολογική έρευνα και (πολιτισµικό) τοπίο Η συνεχιζόµενη εδώ και δύο αιώνες περίπου αρχαιολογική έρευνα διαµόρφωσε τον σηµερινό πλούσιο «αρχαιολογικό χάρτη» της χώρας µας 267. Μέχρι πρόσφατα η έρευνα έδινε έµφαση στη Κλασική Αρχαιότητα και στην αξιολόγηση των σχετικών γραπτών πηγών σε σχέση µε τα υλικά αρχαιολογικά κατάλοιπα. Σκοπός της ήταν να τεκµηριώσει τις γραπτές πηγές µε υλικές αποδείξεις µέσω των ανασκαφών. Η ανασκαφική σκαπάνη διατηρεί ακόµη και σήµερα τον κύριο ρόλο στην έρευνα πεδίου διότι προσφέρει τις πιο αξιόπιστες µαρτυρίες για τα δύο κύρια είδη πληροφοριών που ενδιαφέρουν τους αρχαιολόγους: - Ανθρώπινες δραστηριότητες σε µια συγκεκριµένη περίοδο του παρελθόντος. - Μεταβολές σε αυτές τις δραστηριότητες από περίοδο σε περίοδο. Οι δραστηριότητες λαµβάνουν χώρα οριζοντίως στον χώρο, ενώ µεταβολές των δραστηριοτήτων συµβαίνουν καθέτως στο πέρασµα του χρόνου. Αυτή η διάκριση ανάµεσα στις οριζόντιες «χρονικές φέτες» και στις κάθετες χρονικές ακολουθίες είναι που διαµορφώνει τη βάση µεγάλου µέρους της ανασκαφικής µεθοδολογίας 268. Η εξέλιξη της αρχαιολογικής έρευνας στις χώρες της Μεσογείου συµπεριλαµβανοµένης και της Ελλάδας πρέπει να εξεταστεί µέσα στο δεδοµένο 265 Hackett 1979, σελ Grey & Deneke, σελ Η αρχαιολογία αποτελεί τοµέα της ανθρωπολογίας και ορίζεται ως η επιστήµη που ασχολείται µε τη µελέτη του ανθρώπινου παρελθόντος µέσω των υλικών καταλοίπων του. Ανθρωπολογία είναι η µελέτη της ανθρωπότητας, των φυσικών χαρακτηριστικών του ανθρώπου αλλά και των µοναδικών µη βιολογικών χαρακτηριστικών που λέγονται πολιτισµός. ιαιρείται σε βιολογική (φυσική ανθρωπολογία), πολιτισµική (κοινωνική ανθρωπολογία) και αρχαιολογία (Renfrew & Bahn 2001, σελ. 578). 268 Renfrew & Bahn 2001, σελ

100 κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο. Από τον 18 ο αιώνα και µετά η αρχαιολογία και στην Ελλάδα συνδέθηκε στενά µε τον τοµέα της ιστορίας της τέχνης, ενώ επηρεάστηκε από κινήµατα, όπως ο ροµαντισµός, αλλά και εθνικιστικές τάσεις. ιαµορφώθηκαν ιστορικές περίοδοι «µικρότερου» και «µεγαλύτερου» επιστηµονικού ενδιαφέροντος, στις οποίες και επικεντρώθηκε η ανασκαφική έρευνα. Το επικρατέστερο µοντέλο κατά τον 19 ο αιώνα είναι αυτό των εντατικών και εκτεταµένων ανασκαφών ( big-dig ) 269. ιεξήχθησαν κυρίως σε αστικές περιοχές και θρησκευτικά µνηµεία µε προσήλωση στην αποκάλυψη ευρηµάτων, στην ερµηνεία, συστηµατική οργάνωση και ταξινόµησή τους (Eικ. 47). Ωστόσο, η επικράτηση του τρόπου αυτού αρχαιολογικής έρευνας οδήγησε σε άκρατη εξειδίκευση και την απόσπαση των ανασκαµµένων χώρων από το ευρύτερο τοπιακό πλαίσιο. Μετά τον εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο, τα περιορισµένα οικονοµικά µέσα και ο διάχυτος µεταπολεµικός ουµανισµός οδήγησε σε σταδιακή αλλαγή της αρχαιολογικής έρευνας πεδίου. Πρωτοποριακές έρευνες σε Αµερική και Ασία και η αυξηµένη τοπογραφική και γεωγραφική τεκµηρίωση της περιοχής της Μεσογείου οδήγησε στην εµφάνιση της επιφανειακής αρχαιολογικής έρευνας ως δευτερεύουσας µορφής αρχαιολογικής έρευνας πεδίου 270. Μία από τις πρώτες οργανωµένες επιφανειακές έρευνες ήταν αυτή του Τµήµατος Αρχαιοτήτων Κύπρου (Cyprus Survey) στη δεκαετία του 1950 και της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής στη Ρώµη (South Etruria Project) τις δεκαετίες 1950 και Αυτή η απόπειρα εγγραφής της ιστορίας του τοπίου έγινε σε µία εποχή που η εντατικοποίηση της γεωργίας και η αστυφιλία δηµιουργούσαν νέα δεδοµένα στην προστασία της πολιτιστικής κληρονοµιάς και µε τον τρόπο αυτό µπήκαν τα θεµέλια αυτού που επικράτησε να 269 Περισσότερα σχετικά µε τις µεγάλες ανασκαφές στην Ελλάδα στα τέλη του 19 ου αιώνα στο Hellmann 1993: «The Great German and French Excavations in Greece and Asia Minor in the Late 19 th century». 270 Μπορούν να αναγνωριστούν δύο βασικά είδη επιφανειακής έρευνας. Η µη συστηµατική και η συστηµατική. Η πρώτη προϋποθέτει το περπάτηµα του πεδίου, δηλ. την προσεκτική εξέταση του εδάφους κατά µήκος ενός µονοπατιού και την καταγραφή των σηµείων όπου βρέθηκαν τεχνουργήµατα και χαρακτηριστικά στοιχεία. Η συστηµατική έρευνα είναι αναλογικά λιγότερο υποκειµενική και προϋποθέτει ένα πλέγµα, σύµφωνα µε το οποίο η ερευνούµενη περιοχή µοιράζεται σε τοµείς και αυτοί περπατώνται συστηµατικά, κάνοντας έτσι την καταγραφή των ευρηµάτων περισσότερο ακριβή (Renfrew & Bahn 2001, σελ. 580). 100

101 λέγεται αρχαιολογία του τοπίου στη Μεσόγειο 271. Περιελάµβανε: ανασκαφή συγκεκριµένων περιοχών, παλαιοπεριβαλλοντικές µελέτες, συνδυασµό µελέτης σωζόµενων αρχαιολογικών καταλοίπων και ευρηµάτων επιφανειακής αρχαιολογικής έρευνας 272. H περιβαλλοντική αρχαιολογία είναι η πολυσύνθετη ερευνητική προσπάθεια πληρέστερης δυνατής ανασύστασης της εικόνας µιας περιοχής ως τµήµατος ευρύτερου τοπιακού πλαισίου, ώστε να µπορεί κανείς να καθορίσει το περιβάλλον, ιδωµένο από τη σκοπιά των κατοίκων της περιοχής σε διαφορετικές περιόδους. εν είναι ο άψυχος συνδυασµός διεπιστηµονικών µεθόδων, αλλά είναι µε την ευρύτερη έννοιά της η αρχαιολογική προσπάθεια ανασύνθεσης του παλαιοπεριβάλλοντος όπου έδρασε ο άνθρωπος. Έχει ως αντικείµενό της, όπως και κάθε άλλος κλάδος της αρχαιολογικής επιστήµης, τον ίδιο τον άνθρωπο, όχι µόνο ως εµβίου όντος, αλλά ως δηµιουργού πολιτισµού και φορέα συναισθηµατικών, ιδεολογικών και συµβολικών εκφράσεων 273. Στην Ελλάδα την ίδια περίπου εποχή και µέχρι τα µέσα της δεκαετίας του 1970 η αρχαιολογία του τοπίου εισήχθη στην Ελλάδα µε την Minessota Messenia Expedition. Η περιφερειακή αυτή αρχαιολογική έρευνα στράφηκε σε πρωτόγνωρα για την ελληνική αρχαιολογία πεδία. Προσέγγισε τις αρχαιότητες σε ευρύτερη τοπική κλίµακα µε προσήλωση στα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της περιοχής, την κοινωνικοεθνογραφική της διάσταση και τις οικονοµικές της δυνατότητες. Ενδιαφέρθηκε για τον εντοπισµό του συνόλου των χώρων και οικισµών ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος απορρίπτοντας τον διαχωρισµό σηµαντικών και µη σηµαντικών ιστορικών περιόδων 274. Οι αρχαιολόγοι που ασχολούνται σήµερα µε την κατά τόπους αρχαιολογική έρευνα σε επίπεδο τοπίου ενδιαφέρονται όχι µόνο για το πώς οι περιορισµοί και οι φυσικοί πόροι των τοπίων επηρέασαν τις ανθρώπινες δραστηριότητες, αλλά και για το πώς οι 271 Αρχαιολογία του τοπίου: Η µελέτη µεµονωµένων χαρακτηριστικών σε µία ευρεία περιοχή, συµπεριλαµβανοµένων των οικισµών, που θεωρούνται ως αυτοτελή συστατικά µέσα σε µια ευρύτερη προοπτική του µοντέλου της ανθρώπινης δραστηριότητας (Renfrew & Bahn 2001, σελ. 578). 272 Athanassopoulos & Wandsnider 2004, σελ Stewart 1978, σελ Καραλή 1998, σελ Renfrew & Bahn 2001, σελ Athanassopoulos & Wandsnider 2004, σελ

102 ανθρώπινες δραστηριότητες αλλοίωσαν, επηρέασαν και διαµόρφωσαν το τοπίο. Η συνεργασία αρχαιολογίας και ειδικών επιστηµών της γης, όπως η γεωµορφολογία 275, επιτρέπει σήµερα να ισχυριζόµαστε µε βεβαιότητα ότι συγκεκριµένες µορφές ανθρώπινης δραστηριότητας παρήγαγαν µια δεδοµένη αντίδραση στο τοπίο. Για παράδειγµα, οι περιπτώσεις εκτεταµένης διάβρωσης µπορούν να προκύψουν όταν ραγδαίες βροχές καταστρέψουν το έδαφος σε πλαγιές λόφων που έχουν αποψιλωθεί από δάση και θάµνους. Φαίνεται έτσι ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα έχει καταστρέψει σε κάποιες περιπτώσεις το αγροτικό τοπίο, αλλά σε κάποιες άλλες το έχει διαφυλάξει, µε συντηρητικά µέτρα, όπως πεζούλες ή αρδευτικούς τάφρους για τα δένδρα 276. Τα τελευταία χρόνια στον ελλαδικό χώρο εξελίσσεται και ένα παραπλήσιο είδος έρευνας που αποκαλείται «οικολογική ιστορία» (ecological history). Αντικείµενό της η φυσιολογική, βιολογική και ανθρωπογενής διάσταση των περιβαλλοντικών αλλαγών µέσα από τη µελέτη της κλιµατικής διαφοροποίησης, της γεωλογίας και της γεωµορφολογίας. Παράδειγµα αποτελούν τα ευρωπαϊκά προγράµµατα για την ερηµοποιήση MEDALUS (Mediterranean Desertification and Land Use), τα οποία άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 µε συντονισµό από το τµήµα Γεωγραφίας του πανεπιστηµίου University of Cambridge. Τέτοιες έρευνες διεξήχθησαν σε πολλά µεσογειακά κράτη και διάφορες περιοχές στην Ελλάδα. Στις έρευνες αυτές ο παράγοντας βλάστηση αποτελεί τον πιο δραµατικό παράγοντα (dramatis personae) της οικολογικής ιστορίας µε την εξέλιξη των καλλιεργειών και της αυτοφυούς βλάστησης ως βασικού αντικειµένου διεπιστηµονικής έρευνας. Συνεπώς η ιστορία του τοπίου που ουσιαστικά διατυπώνει η οικολογική ιστορία ξεδιπλώνεται καλύτερα µέσα από τη µελέτη συγκεκριµένων περιοχών µε τη σύγκριση της σηµερινής τους εικόνας και του πως ήταν σύµφωνα µε βάσιµες πληροφορίες ανά τους αιώνες 277. Στο πλαίσιο αυτό η βλάστηση αποτελεί τεκµήριο ιστορικής µαρτυρίας και όσον αφορά στην «οικολογική» της ιστορία το παρόν κρατά το κλειδί για την ερµηνεία του παρελθόντος Υποδιαίρεση της γεωγραφίας, που έχει ως αντικείµενο τη γένεση και τη διαµόρφωση του τοπίου (Renfrew & Bahn 2001, σελ. 579). 276 Acheson & Davis 2005, σελ Grove & Rackham 2001, σελ. 6-7, Rackham & Modddy, σελ

103 Οι ιστορικές αυτές έρευνες σε επίπεδο τοπίου δίνουν έµφαση στις αλληλεπιδράσεις των διαφορετικών στοιχείων του περιβάλλοντος και επιχειρούν την αναγνώριση τοποθεσιών και αντικειµένων ιδιαίτερης σηµασίας λόγω της µακροχρόνιας και ανεπανάληπτης διεργασίας εξέλιξής τους (π.χ. αρχαία δένδρα), την κατανόηση του τρόπου επέµβασης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη δηµιουργία ενός χώρου, την διαφοροποίηση των αλλαγών και των προβληµάτων σε εκείνα που ξεπεράστηκαν και σε εκείνα που ισχύουν ακόµα, και τέλος τον προσδιορισµό της πραγµατικής δυναµικής κάθε χώρου 279. Η ιστορία του τοπίου επιλαµβάνει την ιστορικότητα µιας µικρο-περιοχής, έτσι όπως αυτή εκφέρεται από τα διάφορα φυσικά και ανθρωπογενή στοιχεία που τη συνθέτουν. Το τοπίο, αγροτικό ή αστικό, λειτουργεί όπως ένα παλίµψηστο που επιτρέπει, άλλοτε µε ευκολία, άλλοτε µε δυσκολία, να αναγνώσουµε τις προγενέστερες χωροταξικές διευθετήσεις του. Το τοπίο είναι οι εγγραφές του χρόνου πάνω στο χώρο 280. Με άλλα λόγια «το τοπίο δεν είναι, όπως το αντιλαµβάνονται µερικοί, απλώς κάποιο σύνολο της γης, φυτών και υδάτων, είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού επάνω στην ύλη η πολυαιώνια παρουσία του ελληνισµού πάνω στα δώθε ή εκείθε του Αιγαίου χώµατα έφτασε να καθιερώσει µιαν ορθογραφία όπου το κάθε ωµέγα, το κάθε ύψιλον, η κάθε οξεία, η κάθε υπογεγραµµένη, δεν είναι παρά ένας κολπίσκος, µία κατωφέρεια, µια κάθετη βράχου πάνω σε µία καµπύλη πρύµνας πλεούµενου, κυµατιστοί αµπελώνες, υπέρθυρα εκκλησιών, ασπράκια ή κοκκινάκια, εδώ ή εκεί, από περιστερώνες και γλάστρες µε γεράνια» 281. Η θεώρηση αυτή του τοπίου ορίζει την έννοια του πολιτισµικού τοπίου. Ο πρώτος και διασηµότερος ορισµός του προέκυψε σε σχέση µε την επιστήµη της γεωγραφίας ως «ένας αυστηρά γεωγραφικός τρόπος θεώρησης του ανθρώπινου πολιτισµού» αναφέρει: «Ο πολιτισµός δρά, ο φυσικός τόπος είναι το µέσον και το πολιτισµικό τοπίο είναι το αποτέλεσµα» Grove & Rackham 2001, σελ ουκελλής 2005, σελ Ελύτης 1997, σελ «The cultural landscape is fashioned from a natural landscape by a cultural group. Culture is the agent, the natural are the medium, the cultural landscape is the result. Under the influence of a given culture, itself changing through time, the landscape undergoes development, passing through phases and probably reaching ultimately the end of its cycle of development. With the introduction of a different, alien culture, a rejuvenation of the cultural landscape sets in, or a new landscape is superimposed on remnants of the old one», 103

104 Η θεώρηση του τοπίου, ως πολιτισµικού τοπίου, συνεπάγεται και τα εξής: Το φυσικό τοπίο αποτελεί διαχρονική κληρονοµιά και ταυτόχρονα συνδυασµό της φυσικής κληρονοµιάς και της ανθρώπινης προσπάθειας. Όλα τα τοπία είναι πολιτισµικά, ή εάν υποστηρίξουµε ότι υπάρχουν και καθαρά φυσικά τοπία, τότε όλα τα ανθρωπογενή τοπία είναι πολιτισµικά. Όλα τα τοπία είναι συµβολικά, δηλαδή εκφράσεις πολιτισµικών αξιών, κοινωνικής συµπεριφοράς και προσωπικής µεµονωµένης δράσης σε ορισµένες χωρικές θέσεις στο διάστηµα µίας χρονικής περιόδου. Άρα τα πολιτισµικά τοπία µπορούν να θεωρηθούν ως αποθήκες/ δεξαµενές νοηµάτων και εννοιών που προέρχονται από τις κοινωνικές οµάδες που τα καταλαµβάνουν τώρα ή τα καταλάµβαναν στο παρελθόν. Κάθε επαφή µας µε το περιβάλλον µπορεί να θεωρηθεί επικοινωνία αυτών των εννοιών. Η επαφή µε το περιβάλλον γίνεται λόγω και µέσω του εγκεφάλου, και όχι λόγω του ότι υπάρχουν κάποια αντικειµενικά φυσικά χαρακτηριστικά από µόνα τους στη φύση. Με άλλα λόγια, στην αντίληψη του χώρου που µας περιβάλλει παίζουν σηµαντικό ρόλο το σύστηµα αξιών, οι ιστορικές καταβολές και άλλες πολιτισµικές αλλά και προσωπικές ιδιαιτερότητες 283. Όσον αφορά το τοπίο της Μεσογείου, εδώ και δεκαετίες η επικρατούσα θεωρία ήταν αυτή του «κατεστραµµένου τοπίου» ή του «χαµένου παραδείσου»: δηλαδή ότι το τυπικό µεσογειακό τοπίο είναι αποτέλεσµα µιας µεγάλης περιβαλλοντικής υποβάθµισης. Για µεγάλο χρονικό διάστηµα ακόµη και στους ιστορικούς χρόνους, η γη των µεσογειακών χωρών καλυπτόταν από υπέροχα δάση. Οι άνθρωποι υλοτόµησαν τα δάση, τα δένδρα δεν µπόρεσαν να µεγαλώσουν πάλι και τα αιγοπρόβατα εξαφάνισαν ότι απέµεινε. Το χώµα δεν συγκρατήθηκε, αποµακρύνθηκε και η γη έγινε άγονη 284. Η θεώρηση αυτή του Μεσογειακού τοπίου φέρνει στην επιφάνεια ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Τον διαβρωτικό τρόπο µε τον οποίο οι πολλές εθνικές κουλτούρες το µεταµόρφωσαν µέσα στους αιώνες 285. Η υποβάθµιση αυτή θεωρείτο αυτονόητο επακόλουθο της ανάπτυξης που γνώρισε κατά την αρχαιότητα η περιοχή της Μεσογείου. Εάν δηλαδή δεν συνέβαινε η καταστροφή του περιβάλλοντος του κλασικού κόσµου και εάν αυτό δεν ήταν τόσο ευάλωτο στην ανθρώπινη επέµβαση, τότε ο δυτικός πολιτισµός µπορεί ποτέ να µην Carl Sauer, The Morphology of Landscape, 1925 εις ουκέλλης 2005, σελ και Τερκενλή 1996, σελ Τερκενλή 1996, σελ Rackham & Moody 1998, σελ Dallman 1998, σελ

105 αναπτυσσόταν 286. Τη γενίκευση της θεωρίας αυτής την αµφισβητεί ο νέος διεπιστηµονικός τρόπος έρευνας και µελέτης του τοπίου δίνοντας έµφαση στο ότι «το κλειδί για την κατανόηση του παρελθόντος βρίσκεται στην λειτουργία του σηµερινού τοπίου» 287. Εντατικές αρχαιολογικές έρευνες σε συγκεκριµένες περιοχές απέδειξαν ότι το φυσικό περιβάλλον στο µεγαλύτερο µέρος της χώρα µας υποβαθµιζόταν ήδη από την αρχαιότητα. Το σύγχρονο τοπίο είναι αποτέλεσµα όχι µόνο κλιµατολογικών αλλαγών αλλά της διάβρωσης λόγω µαζικής εκµετάλλευσης των δασών, επίδρασης της γεωργίας και της έντονης οικιστικής δραστηριότητας. Τόσο οι γραπτές πηγές όσο και τα αρχαιολογικά ευρήµατα συνηγορούν ότι υπεύθυνος είναι ο ανθρώπινος παράγοντας 288. Τα δεδοµένα της αρχαιολογικής έρευνας έχουν σήµερα µεταβληθεί ώστε οι αρχαιολογικοί χώροι και τα µνηµεία εξετάζονται ως προς τη θέση τους µέσα στο συγκεκριµένο ιδιαίτερο πολιτισµικό τοπίο, το «αρχαιολογικό τοπίο». Το αρχαιολογικό τοπίο έχει επαναπροσδιοριστεί ως προς την πολιτισµική του διάσταση: η έκταση του αρχαιολογικού χώρου διευρύνεται. Το αρχαίο µνηµείο συνδέεται µε διαφορετικούς τόπους και στοιχεία του περιβάλλοντος. Το αρχαιολογικό τοπίο αποδέχεται και προσαρµόζει κατάλληλα τον σύγχρονο χαρακτήρα του και η σχέση ιστορικού µνηµείου και πολιτισµικού τοπίου αξιολογείται σε νέα βάση 289. Η αρχαιολογία του τοπίου συνέβαλε καθοριστικά στην αναγνώριση της αξίας και τη χρήση των ιστορικών τεκµηρίων και αρχαιολογικών ευρηµάτων από ιστορικές περιόδους που µέχρι πρόσφατα αγνοούνταν και παρέµεναν σε αφάνεια 290. Η βλάστηση ως στοιχείο «πρόσφατο» στο χώρο αποτελούσε ένα από αυτά ώστε η αποµάκρυνσή της να γίνεται µαζί µε το επιφανειακό «διαταγµένο» και χωρίς αρχαιολογική σηµασία στρώµα. Σήµερα αυτό έχει αρχίσει να αλλάζει και ιδιαίτερα τα δένδρα και το σύνολο των καλλιεργειών αποτελούν τεκµήριο εξέλιξης του αρχαιολογικού τοπίου. Στην ελληνική νοµοθεσία, ο όρος «πολιτισµικό τοπίο» δεν υφίστανται ως αντικείµενο προστασίας και διαχείρισης. Σχέδια ανάπτυξης και διαχείρισης των πολιτισµικών 286 Thirgood 1981, σελ Rackham & Moody 1998, σελ Runnels 1995, σελ Meiggs 1982: Trees and timber in the ancient mediterranean world. 289 Κοζυράκη 2006, σελ Sbonias 2004, σελ

106 τοπίων δεν εκπονούνται από την ελληνική πολιτεία παρά µόνο όσον αφορά την οργάνωση αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων, την προστασία φυσικών περιοχών 291. Νοµοθετικές ρυθµίσεις διέπουν µεµονωµένα σηµαντικά τµήµατα, είτε πρόκειται για αρχαιότητες, ιστορικά µνηµεία, µνηµεία της φύσης κλπ. εν προβλέπει µέτρα για το σύνολο του τοπίου παρά µόνο τη θέσπιση αρχαιολογικών ζωνών οι οποίες ουσιαστικά καθορίζουν τη δόµηση και τις χρήσεις γης εντός αρχαιολογικών χώρων 292. Αντίθετα η νοµοθεσία των Η.Π.Α. µέσω της υπεύθυνης υπηρεσίας National Park Service του Υπουργείου Εσωτερικών (Department of the Interior) χαρακτηρίζει περιοχές ως «πολιτισµικά τοπία» και καθορίζει τις παρεµβάσεις και χρήσεις γης που µπορούν να δεχθούν. Στο πλαίσιο νοµοθετικής θεώρησης των πολιτισµικών τοπίων από την αµερικανική πολιτεία, αυτά κατηγοριοποιούνται ως εξής: Ιστορικοί χώροι (historic sites), Ιστορικά σχεδιασµένα τοπία (historic designed landscapes), Ιστορικά «παραδοσιακά» τοπία (historic vernacular landscapes), Εθνογραφικά τοπία (ethnographic landscapes). Μετά τον εντοπισµό µίας περιοχής που χρήζει προστασίας από την πολιτεία ως πολιτισµικό τοπίο και προκείµενου να κηρυχθεί ως τέτοιο συντάσσεται συγκεκριµένη αναφορά (Cultural Landscape Report). Η αναφορά αυτή περιγράφει την ιστορία, την εξέχουσα σηµασία, την υπάρχουσα κατάσταση, τον υφιστάµενο τρόπο διαχείρισης και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπό εξέτασης περιοχής µε σκοπό να τεκµηριώσει την αίτηση εισαγωγής της στο Εθνικό Κατάλογο Ιστορικών περιοχών (National Register of Historic Places). Πέρα από την συγκέντρωση αρχειακού υλικού, φωτογραφικών τεκµηρίων και προφορικών µαρτυριών διενεργείται απαραίτητα εκτεταµένη επιτόπια αυτοψία η οποία αποβλέπει στην «ανάγνωση» του τοπίου µε σκοπό την επισήµανση στοιχείων που συνηγορούν (ή και όχι) στην κήρυξή του ως πολιτισµικού. Η ύπαρξη αρχαιολογικών χώρων στο τοπίο του προσδίδει ιστορικότητα και αποτελεί τεκµήριο της µακροχρόνιας ανθρώπινης επέµβασης σε αυτό, προσδίδοντας σε µία περιοχή αδιαµφισβήτητο πολιτισµικό χαρακτήρα. 291 Αναλυτικά στο παράρτηµα Κοζυράκη 2006, σελ

107 Η υπάρχουσα σε έναν χώρο βλάστηση αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την κήρυξή του ως πολιτισµικό τοπίο. Αν και η βλάστηση είναι ένα µεταβλητό και φθαρτό στοιχείο των περισσοτέρων τοπίων χρησιµεύει ως πολύτιµη πηγή πληροφοριών τόσο για τα φυσικά και τοπογραφικά χαρακτηριστικά µίας περιοχής όσο και για το βαθµό και το σκοπό της ανθρώπινης παρέµβασης στο τοπίο. Η βλάστηση µπορεί να είναι καλλιέργειες, µεµονωµένα δένδρα, αυτοφυείς φυτικές µάζες. Μεµονωµένα φυτά µπορεί να χαρακτηριστούν ως ιδιαίτερης σηµασίας. Η σηµασία αυτή µπορεί να είναι ιστορική (αιωνόβια δένδρα µε µακρά παρουσία στο χώρο) ή βοτανολογική (σπάνιο φυτικό είδος µε ιδιαίτερα µορφολογικά χαρακτηριστικά). Η απουσία βλάστησης σε έναν χώρο µπορεί να αποτρέψει τον χαρακτηρισµό ενός τοπίου ως πολιτισµικού εάν αποδειχθεί ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε κατά το παρελθόν H βλάστηση ως µέσο για την αρχαιολογική έρευνα η αυτοφυής βλάστηση Η αυτοφυής βλάστηση αποτελεί πολύτιµο εργαλείο για τον εντοπισµό αρχαιολογικών καταλοίπων. Επισηµαίνει επίσης την ύπαρξη δραστηριότητας, επιθυµητής ή όχι, µέσα σε αρχαιολογικούς χώρους. Η πορεία και η πρόσβαση λαθρανασκαφέων, ανεξέλεγκτων κοπαδιών «καταγράφονται» στη βλάστηση και η ανάγνωση των σηµαδιών σε αυτήν οδηγεί σε χρήσιµα συµπεράσµατα. Την πρακτική αυτή την εφάρµοζαν από πάντα οι αρχαιολόγοι χωρίς να το συνειδητοποιούν (Εικ. 49). Στο έργο του Γεωργίου ροσίνη Έρση, ο νεαρός αρχαιολόγος Παύλος Ροδανός ανακαλύπτει αρχαία οχυρωµατικά έργα µέσα στη βλάστηση σε ένα νησί του Αιγαίου στις αρχές του 20 ου αιώνα: «Μεσ στα ψηλά τα χόρτα και τα ξεράγκαθα, που ήταν θεριωµένα το καλοκαίρι εκείνο, γιατί είχε βρέξει πολύ ο Απρίλης, δεν µπορούσε ο Παύλος να ξεκαθαρίση της γης την όψη και ναύρη σηµάδια, που να µαρτυρούν το πέρασµα ανθρώπινου χεριού σε παλιά χρόνια. Ένα µόνον ήτον φανερό, πως σ ένα διάστηµα τα χόρτα και τ αγκάθια ήταν λιγοστά και ατροφικά. Και για ποια άλλη αιτία, παρά γιατί δε θα είχαν αρκετό χώµα να ριζώσουν. Ή βράχος θα ήτον λοιπόν εκεί ή µεγάλες βαλτές πέτρες. Κ ο Παύλος δεν άργησε να βεβαιωθεί ανασκαλίζοντας 293 Keller & Keller 1987, σελ Birnbaum 1994, σελ Flint McClelland 1989, σελ

108 λίγο µ ένα ξύλο τη γή, πως ήταν τ αποµεινάρια τείχους από κάποια προϊστορική ίσως ακρόπολη» 294. Η βλάστηση σε ορισµένες περιπτώσεις έχει προσφέρει πολύτιµες πληροφορίες σχετικά και µε τις εργασίες που είχαν διενεργηθεί σε κάποιο µνηµείο. Σχετικά µε την αυτοφυή βλάστηση του Κολοσσαίου της Ρώµης επτά καταγραφές φυτικών ειδών έχουν δηµοσιευτεί τους τελευταίους τέσσερις αιώνες. Οι κατάλογοι αυτοί µαρτυρούν την ύπαρξη πλούσιας βλάστησης µε καταγεγραµµένα συνολικά 684(!) είδη. Η σύγκριση µεταξύ των καταλόγων µαρτυρούν και τις επεµβάσεις στο µνηµείο κατά τα χρονικά διαστήµατα µεταξύ των καταγραφών 295. Τα διαφορετικά είδη λειχήνων όχι µόνο µπορούν να µας πληροφορήσουν για τα υλικά κατασκευής ενός µνηµείου αλλά αποδεικνύονται βοηθητικά και στην χρονολόγησή του εάν συσχετισθούν µε τις κατασκευαστικές του φάσεις. Τα παραπάνω αποτελούν έναν λόγο για τον οποίο η απόφαση για αποµάκρυνση των λειχήνων από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα πρέπει να λαµβάνεται µετά από σκέψη και συνυπολογισµό µακροπρόθεσµων συνεπειών 296. Οι περισσότερες περιφερειακές µελέτες (regional surveys) στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία λειτούργησαν µέσα σε ένα νέο θεωρητικό πλαίσιο προσέγγισης στην αρχαιολογία. ύο υπό εξέλιξη έρευνες αρχαιολογίας του τοπίου, στην Παλιοχώρα Κυθήρων (Paliochora Kythera Archaeological Survey: APKAS) και στην ανατολική Κορινθία (Eastern Korinthia Archaeological Survey: EKAS), επιχειρούν να ενσωµατώσουν και να αφοµοιώσουν στο ερευνητικό τους πρόγραµµα την πρόσφατη ιστορική περίοδο και τις πολιτισµικές της εκφράσεις µε τον ίδιο τρόπο όπως και τις άλλες περιόδους, από την προϊστορία µέχρι σήµερα. Εξετάζονται έτσι στοιχεία του τοπίου, όπως αγροτικές περιοχές, οικισµοί, νεκροταφεία αλλά και βιοµηχανικές περιοχές 297. Με την νέα αυτή θεώρηση της αρχαιολογικής έρευνας η υπάρχουσα σήµερα βλάστηση, αποτέλεσµα συνήθως νεώτερων επεµβάσεων και συνθηκών, αποκτά αξία ως πηγή πληροφοριών σχετικών µε την ιστορικότητα του συγκεκριµένου χώρου. Τα δένδρα, οι θάµνοι, οι πέτρες, οι βράχοι, τα θραύσµατα 294 ροσίνης 1922, σελ Caneva et al. 2003, σελ Οι καταγραφές της βλάστησης έγιναν τα έτη 1643, 1815, 1855, , 1951, 2001, Caneva 2004: Amphitheatrum naturae. Il Colosseo: storia e ambiente letti atraverso la sua flora. 296 Seaward et al. 1989, σελ Diacopoulos 2004, σελ

109 παλιότερης κατοίκησης µαζί µε τα µνηµεία αποτελούν µία νοηµατική και αντιληπτική ενότητα που φανερώνει το µύθο της ελληνικής γης 298. Η αξιολόγηση της υπάρχουσας βλάστησης ως αντικειµένου αρχαιολογικής έρευνας είναι δύσκολη διότι τα ενδιαιτήµατά της συνήθως διαφέρουν από αυτά της αρχαιότητας. Ωστόσο, σε χώρες όπου η βλάστηση έχει καταγραφεί διαχρονικά µαρτυρεί τη συνύπαρξη φυτικών ειδών και αρχαίων καταλοίπων για αιώνες. Η παρουσία του είδους Inula crithmoides στο κάστρο Hurst Castle της Μεγάλης Βρετανίας τεκµηριώνεται εδώ και τέσσερις αιώνες, στα 1670, 1904, Σε σπάνιες περιπτώσεις υπάρχοντα δάση σηµατοδοτούν προγενέστερες δασώδεις εκτάσεις, ενώ συνήθως στη θέση τους συναντάµε µακκία βλάστηση, διάσπαρτα γηρασµένα δένδρα, υποβαθµισµένα εδάφη µε ετήσια βλάστηση. Ωστόσο η υπάρχουσα βλάστηση πρέπει να αξιολογείται µε γνώµονα την έκθεση της στον παράγοντα χρόνο, καιρικές συνθήκες και ανθρώπινη επέµβαση 300. Ειδικά στην Ελλάδα τα (αυτοφυή) δένδρα έχουν µοναδική αξία και λόγο ύπαρξης (Εικ. 50). εν είναι απλώς µέρη του περιβάλλοντος αλλά ζωντανοί οργανισµοί. εν είναι µέρη του σκηνικού της ιστορίας του ανθρώπου, αλλά συµµετέχουν ενεργά σε αυτή, ενώ κάθε είδος κατέχει το δικό του ιδιαίτερο ρόλο. Τα δένδρα στην Ελλάδα µπορεί να είναι κοντά, τραχιά, στραβά και διάσπαρτα αλλά έχουν την δικιά τους πορεία µέσα στον χρόνο, η οποία σπάνια περιλαµβάνει αυτό που οι βορειοευρωπαίοι ονοµάζουν ξυλεία 301. Τα δένδρα αποτελούν σηµαντική πηγή πληροφοριών, διότι µε τη δενδροχρονολόγηση µπορεί να δοθούν απόλυτες χρονολογήσεις µε βάση τους ετήσιους δακτυλίους αύξησης. Το πλάτος των δακτυλίων δείχνει επίσης αν ήταν πολλές οι βροχοπτώσεις καθώς και ποιες ήταν οι συνθήκες καλλιέργειας της προηγούµενης χρονιάς. Αιωνόβια δένδρα προσφέρουν στοιχεία για ποικίλες διαδικασίες σχηµατισµού του εδαφικού ανάγλυφου καθώς και για ανθρώπινες δραστηριότητες στο παρελθόν. Η απώλεια ή προσαύξηση του εδάφους σε περιοχές όπου υπάρχουν δένδρα µεγάλης ηλικίας, προκύπτει από το βαθµό στον οποίο οι ρίζες τους είναι εκτεθειµένες ή καλυµµένες (Εικ. 48, 52) Οικονόµου 1998, σελ Thomas & Wells 1999, σελ Thirgood 1981, σελ Rackham 2001, σελ Rackham & Moody 1998, σελ. 9,

110 Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερη αξία αποκτά η πιο διαδεδοµένη καλλιέργεια στη χώρα µας, η ελιά, που είναι ίσως το µακροβιότερο καλλιεργούµενο φυτό, και τα ίδια τα δένδρα της αποτελούν τεκµήρια της ιστορίας της καλλιέργειας της. Ελαιόδενδρο µε διάµετρο δύο µέτρα χρονολογείται πιθανόν τον Μεσαίωνα, ενώ έχει εντοπιστεί ελαιόδενδρο στο Λουτρό Σφακίων στη Κρήτη, που η ηλικία του ανάγεται στους ελληνιστικούς χρόνους κάνοντάς το ένα από τα αρχαιότερα δένδρα της Ευρώπης (Εικ. 51) 303. Η ύπαρξη αιωνόβιων δένδρων πάνω σε κατάλοιπα κτισµάτων αποτελεί πολύτιµη, αλλά σπάνια χρησιµοποιούµενη πηγή χρονολόγησης. Η εκτεταµένη χρήση αναβαθµίδων για την καλλιέργεια άγονων περιοχών στη χώρα µας επιτρέπει να χρονολογηθούν οι πεζούλες µε βάση τα στοιχεία που δίνουν τα δένδρα. Οι πεζούλες αποτελούν το κλειδί για την κατανόηση της χρονολόγησης και της εξέλιξης πληθώρας πολιτισµικών τοπίων, όπως αυτό της Κρήτης, στο οποίο η κατασκευή τους ανάγεται τουλάχιστον στην εποχή του Χαλκού. Ειδικά οι ελαιώνες προσφέρονται για κάτι τέτοιο διότι το ελαιόδενδρο έχει αβαθείς ρίζες που οι µισές απλώνονται οριζόντια, κάτω από την πεζούλα, και οι µισές κάθετα πίσω από την ξερολιθιά. Εξετάζοντας τους ετήσιους δακτυλίους αύξησης σε δένδρα που έχουν εξαπλωθεί σε πεζούλες µπορούµε να έχουµε ένα terminus ante quem για να χρονολογήσουµε τις εγκαταλελειµµένες πεζούλες. Τα πολύ παλιά δένδρα δηλώνουν κανονικά ότι οι πεζούλες στις οποίες βρίσκονται είναι προγενέστερες 304. Παράλληλα µε τη µελέτη των φυτικών καταλοίπων, αυτών καθαυτών, οι αρχαιοβοτανολόγοι µπορούν να ανακτήσουν πολλές πληροφορίες από τις εθνοαρχαιολογικές παρατηρήσεις ανθρώπινων οµάδων που ακόµη και σήµερα εφαρµόζουν παραδοσιακές µεθόδους χρήσης και καλλιέργειας των φυτών, καθώς και από εκτιµήσεις των φυσικών δυνατοτήτων των φυτών στο συναφές οικολογικό σύστηµα 305. Για την περιβαλλοντική αρχαιολογία ακόµα και ο τρόπος καλλιέργειας µπορεί να δώσει πληροφορίες, οι οποίες σχετίζονται µε τα αρχαιολογικά ευρήµατα. Έρευνες στην Κολοµβία έδειξαν την αρχαιολογική σηµασία της άρδευσης καλλιεργειών µε 303 Rackham & Moody 1998, σελ Rackham & Moοdy 1998, σελ. 111, Renfrew & Bahn 2001, σελ

111 «mahamaes», τρόπος άρδευσης µε κανάλια που εφαρµόζεται σε παραθαλάσσιες περιοχές και επιβιώνει στην περιοχή από την προ-κολοµβιανή εποχή 306. Στην Ελλάδα δεν έχει ερευνηθεί αρχαιολογικά η επιβίωση από τα ρωµαϊκά χρόνια του τρόπου άρδευσης µε «καρίκια» 307. Εφαρµόζονταν παραδοσιακά µέχρι πριν µερικές δεκαετίες σε λαχανοκοµικές καλλιέργειες τουλάχιστον στην βόρεια Ελλάδα ενώ σήµερα έχει περιοριστεί σε οικιακό επίπεδο. Η διάρθρωση των δενδρωδών καλλιεργειών µπορεί να συµβάλλει σε σχετικές χρονολογήσεις. Στην Κρήτη τα πιο γέρικα δένδρα έχουν φυτευτεί σε τυχαία διάταξη, αλλά από τον 16 ο αιώνα είχε επικρατήσει η συνήθεια να καλλιεργούνται σε σειρές 308. φυτικά κατάλοιπα Η επιστήµη της σύγχρονης αρχαιο-περιβαλλοντικής έρευνας, η οποία ασχολείται για τον εντοπισµό των φυσικών καταλοίπων, είναι η παλαιοεθνοβοτανική, γνωστή και ως αρχαιοβοτανική. Η επιστήµη αυτή ασχολείται µε θέµατα όπως: Η αναπαράσταση του περιβάλλοντος κατά το παρελθόν. Η µελέτη της οικονοµίας. Η µελέτη των απαρχών της διάδοσης και της εξέλιξης της γεωργίας. Η χρήση από τον άνθρωπο και η επίδραση που αυτός άσκησε- στα είδη των φυτών υπό την ευρεία έννοια. Η ανάπτυξη της περιβαλλοντικής αρχαιολογίας και της αρχαιοβοτανικής τις τελευταίες δεκαετίες προώθησαν τη µελέτη των φυτικών καταλοίπων κατά την ανασκαφική έρευνα, η οποία είχε επισκιαστεί από την ανάλυση της πανίδας, απλά και µόνο γιατί τα ζωικά κατάλοιπα και κυρίως τα οστά είναι περισσότερο ορατά 309. Τα «αόρατα» κατάλοιπα που εντοπίζονται χάρη στις σύγχρονες αρχαιοπεριβαλλοντικές µεθόδους είναι τα ακόλουθα: 306 Περισσότερα στο Moseley 1969: Assessing the Archaeological Significance of Mahamaes. 307 Η Farrar εντοπίζει αυτόν τον τρόπο άρδευσης στην Κωνσταντινούπολη και µας πληροφορεί ότι ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος κάνει αναφορά σε αυτόν (Farrar 1998, σελ. 169). 308 Rackham & Moody 1998, σελ Renfrew & Bahn 2001, σελ

112 Μικροβοτανικά κατάλοιπα Η γύρη. Με τη βοήθεια της παλυνολογίας που έχει ως αντικείµενο την ανάλυση της γύρης δίδονται απαντήσεις και πληροφορίες που βοηθούν στην αποκατάσταση της παλαιότερης βλάστησης (Εικ. 54). Υπάρχει αντιστοιχία µεταξύ είδος γύρης και είδους προυπάρχουσας βλάστησης, όπως τα είδη Cistus sp. σχετίζονται µε την βλάστηση µετά από φωτιά και τα είδη Helianthemum sp. µε την ύπαρξη φρύγανων. Στην λεκάνη της Μεσογείου οι σχετικές έρευνες έχουν αποδείξει ότ είναι περιορισµένες οι θέσεις ανεύρεσης κατάλληλων προς ανάλυση αποθεµάτων γύρης λόγω της ετήσιας ξηρής περιόδου, έλλειψης όξινων εδαφών και µείωσης των υγρότοπων 310. Οι απολιθωµένοι φλοιοί και ταύτισή τους µε συγκεκριµένα είδη φυτών. Οι φυτόλιθοι ή φυτικοί οπάλιοι λίθοι. Πρόκειται για µικροσκοπικά σωµατίδια πυρολίθου, χαλαζία, που απαντούν στα κύτταρα συγκεκριµένων φυτών. Η ταυτοποίησή τους βοηθά στη γνώση της χλωρίδας µιάς περιοχής. Μακροσκοπικά φυτικά κατάλοιπα Οι ξυλάνθρακες. Είναι καµένη οργανική ύλη µε υψηλό ποσοστό στοιχειώδους άνθρακα. Βρίσκεται πρακτικά παντού στις αρχαιολογικές θέσεις και προέρχεται από καύση βλάστησης, καυσόξυλων, έργων τέχνης, υπολειµµάτων δοµικής ξυλείας. Οι εκτυπώσεις, δηλαδή αποτυπώµατα φυτικών καταλοίπων. Σχηµατίζονται όταν ένα φυτό ενσωµατώνεται σε µια εύπλαστη ύλη, όπως π.χ. ο πηλός. Το φυτό στη συνέχεια καταστρέφεται αφήνοντας τις λεπτοµέρειες της µορφολογίας του στην επιφάνεια του, όπως συµβαίνει µε τα κατάλοιπα των προϊστορικών καλυβών οι οποίες ήταν κατασκευασµένες από καλάµια και πηλό. Οι δακτύλιοι ανάπτυξης των δένδρων. Η µελέτη των δακτυλίων σε υπολείµµατα ξύλων παρέχει πολύτιµα περιβαλλοντικά και κλιµατολογικά δεδοµένα 311. Βοηθά επίσης µε τη λεγόµενη δενδροχρονολόγηση σε απόλυτες χρονολογήσεις µνηµείων και ερειπίων που περιλαµβάνουν στη δοµή τους ξύλο. ανασκαφικά ευρήµατα Πέρα από τον εντοπισµό φυτικών καταλοίπων η ύπαρξη κήπων συνήθως συµπεραίνεται έµµεσα µε την εις άτοπον απαγωγή. Στοιχεία που βοηθούν σε αυτό 310 Grove & Rackham 2001, σελ Dimbleby 1967, σελ Renfrew & Bahn 2001, σελ

113 είναι η έλλειψη δαπέδου, η ύπαρξη αρδευτικών δικτύων, φυτοδοχείων και κατασκευών στερέωσης και υποστύλωσης φυτών, η διαπίστωση εδαφικών επεµβάσεων, στρωµατογραφικών διαφοροποιήσεων κ.λπ Οι κλιµατολογικές συνθήκες επηρεάζουν τις ενδείξεις σχετικών χρήσιµων ευρηµάτων. Στo ξηροθερµικό π.χ. κλίµα της Τυνησίας η διαφοροποίηση χρώµατος και υφής του εδάφους σχηµατίζει το αποτύπωµα από την αποσύνθεση των ριζών, όπως απέδειξε ανασκαφική έρευνα τη περίοδο Με τον τρόπο αυτό έγινε διαχωρισµός των αυλών των σπιτιών που είχαν ίχνη ριζών και αποτελούσαν κήπους. Στην Βρετανία η έντονη υγρασία δηµιουργεί αναερόβιες συνθήκες και ευνοεί την διατήρηση σπόρων και γύρης 314. Πολύτιµες πληροφορίες σχετικά µε τη βλάστηση της αρχαιότητας µας προσφέρουν και τα κατάλοιπα δοµικής ξυλείας. Ο Evans ταύτισε µε κορµό κυπαρισσιού στοιχεία δοµικής ξυλείας που ανέσκαψε στο παλάτι της Κνωσού και παρατήρησε, για κάποιους λανθασµένα, το ιδιαίτερα µεγάλο µέγεθος που είχαν οι κορµοί αυτοί σε σχέση µε τα κυπαρίσσια της σύγχρονης εποχής 315. Η διεξαγωγή συµπερασµάτων από στοιχεία δοµικής ξυλείας κρίνεται ιδιαίτερα χρήσιµη εάν αναλογιστούµε ότι στην κλασική Ελλάδα τα αστικά κέντρα ήταν πυκνά δοµηµένα µε περιορισµένους υπαίθριους χώρους και χώρους πρασίνου τόσο ιδιωτικούς όσο και δηµόσιους. Άλση, κήποι και καλλιέργειες απλώνονταν γύρω από την πόλη, στα προάστια και τις αγροτικές περιοχές 316. Ο Arthur Evans ανάσκαψε στην Κνωσό µεγάλο αριθµό φυτοδοχείων και συµπέρανε την ευρεία χρήση διακόσµησης των πλακοστρωµένων αίθριων µε φυτά σε φυτοδοχεία κατά τη µινωική περίοδο. Τα αίθρια αυτά µε τα φυτά ήταν πιθανά και οι πρώτοι «κήποι αναψυχής» στην Ευρώπη. Η αποκάλυψη αρδευτικών καναλιών κάτω από το παλάτι της Φαιστού, µε κατεύθυνση από τον ποταµό Γεροπόταµο προς τους υπαίθριους χώρους του παλατιού, πιθανόν να σηµατοδοτεί την ύπαρξη κήπων οικιακής ή και άλλης χρήσης. Με αυτό συνάδουν τα αποτελέσµατα µεταγενέστερης 312 Farrar 1998, σελ Jashemski et al. 1995: «Roman Gardens in Tunisia: preliminary excavations in the House of Bacchus and Ariadne and in the East Temple at Thuburbo Maius». 314 Farrar 1998, σελ Grove & Rackham 2001, σελ Carroll 2003, σελ

114 ανασκαφικής έρευνας και η ανεύρεση υπόσκαφων θέσεων φύτευσης ανατολικά του παλατιού 317. Η αρχαιολογία των κήπων, είτε είναι αυτοί διακοσµητικοί είτε χώροι παραγωγής τροφής, είναι ένας κλάδος, ο οποίος ήρθε πρόσφατα στο προσκήνιο και στοχεύει στην ακριβή µελέτη και σε µερικές περιπτώσεις στην ανασύσταση των αρχαίων κήπων. To αρχαιότερο παράδειγµα κήπου που ανασκάφηκε βρέθηκε στα υψίπεδα της Νέας Γουινέας και χρονολογείται πριν χρόνια 318. Στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αµερική, η αρχαιολογία κήπων επικεντρώνεται ακόµα και σήµερα στον εντοπισµό κήπων όχι της αρχαιότητας αλλά κήπων των αιώνων ακµής των ευρωπαϊκών «σχολών» σχεδιασµού του τοπίου (17 ος - 19 ος αιώνας) ακολουθώντας την τάση που χάραξε η µελέτη της ιστορίας της αρχιτεκτονικής του τοπίου. όθηκε έτσι έµφαση στον εντοπισµό κήπων µε επιρροές της Γαλλικής και της Αγγλικής Νατουραλιστικής Σχολής καθώς επίσης και αναγεννησιακών κήπων σε επαύλεις της Ιταλίας. Η έρευνα αυτή βασίζεται σε αρκετές πηγές πληροφοριών, όπως τα κείµενα, οι αναπαραστάσεις, η επιφανειακή αρχαιολογική επισκόπηση και λιγότερο η ανασκαφική έρευνα. Στην Ευρώπη ο προσανατολισµός της ανασκαφικής έρευνας προς την ανακάλυψη κήπων της αρχαιότητας ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960 µε έµφαση στους ρωµαϊκούς κήπους πιθανόν λόγω της ύπαρξης πληθώρας µεγαλοπρεπών κήπων κατά την ιστορική αυτή περίοδο. Στην Ελλάδα δυστυχώς η έρευνα αυτού του είδους είναι ιδιαίτερα περιορισµένη. Οι καλύτερα διατηρηµένοι κήποι της αρχαιότητας είναι αυτοί που διατηρήθηκαν στα ηφαιστειακά ερείπια της Ποµπηίας και των γειτονικών οικισµών της (Εικ. 67, 69, 70). Η έκρηξη του Βεζούβιου το 79 µ.χ. και η κάλυψη της ευρύτερης περιοχής µε ηφαιστειακή λάβα συνέβαλε στη διατήρηση µοναδικών στοιχείων για τους κήπους της εποχής. Σε ορισµένες περιπτώσεις, συνδυασµός ανασκαφής και ανάλυσης των φυτικών καταλοίπων οδήγησε σε µια ακριβή ανασύσταση κήπων. Ειδικά στην Ποµπηία η αναγνώριση των ειδών προέρχεται όχι µόνο από τη γύρη, τους σπόρους και το απανθρακωµένο ξύλο αλλά επίσης και από τις οπές που άφησαν οι ρίζες των δένδρων, προπλάσµατα των οποίων µπορούν να παρθούν µε τον ίδιο τρόπο, όπως 317 Cowell 1978, σελ. 34. Shaw 1993, σελ Renfrew & Bahn 2001, σελ. 263,

115 έγινε και για τα ανθρώπινα σώµατα. Τέτοια προπλάσµατα µπορούν ακόµη να δώσουν πληροφορίες για κηπουρικές τεχνικές: για παράδειγµα, η βάση µιας λεµονιάς στον κήπο της έπαυλης της Poppaea στην Οπλοντίδα, κοντά στην Ποµπηία, έδειξε καθαρά ότι είχε µπολιαστεί µε µέθοδο που χρησιµοποιείται ακόµη και σήµερα για να πάρουµε νέες λεµονιές (Εικ. 68) 319. Στον ίδιο κήπο ίχνη ριζών τεκµηριώνουν την ύπαρξη δενδροστοιχίας από πέντε δένδρα πλάτανου στο βόρειο τµήµα του 320. Τα αρχαιολογικά ευρήµατα και οι απεικονίσεις συνηγορούν στην ευρεία χρήση συγκεκριµένων φυτικών ειδών, όπως δάφνης, κυπαρισσιού, πικροδάφνης, κυδωνιάς, µηλιάς, κερασιάς και δενδρυλλίων λεµονιάς σε φυτοδοχεία 321. Η πληθώρα των ευρηµάτων στην Ποµπηία και η συστηµατική έρευνα για αρχαίους κήπους έφερε στο φως ένα διαφορετικό είδος κήπου, τον «Κήπο του Ηρακλή»(Εικ. 53). Έναν εµπορικό κήπο καλλιέργειας ανθέων για χρήση στην αρωµατοποιία. Ανασκαφική έρευνα των δεκαετιών του 1950 και 1970 έφερε στο φως ίχνη µαζικών φυτεύσεων, τα οποία σε συνδυασµό µε στρωµατογραφικά δεδοµένα, παλυνολογική έρευνα, πληθώρα σχετικών κινητών ευρηµάτων (αρωµατοδοχείων), αναφορές σε αρχαίες πηγές και απεικονίσεις έδωσαν πολύ ακριβή εικόνα για τον κήπο αυτό. Συνεπώς οι κήποι δεν ήταν µόνο καλλωπιστικοί σε σχέση µε δηµόσια και ιδιωτικά κτίρια 322. Ανασκαφική έρευνα στην έπαυλη Adriana στο Τίβολι έφερε στο φως σηµαντικά στοιχεία όχι µόνο για την χωροθέτηση των κήπων στη διάσηµη villa rustica αλλά και πολύτιµες πληροφορίες σχετικά µε τον τρόπο φύτευσης φυτών σε αναβαθµίδες µέσα σε κοµµένους στη µέση αµφορείς ή σε κοιλότητες στο πετρώδες υπέδαφος και την τεχνολογικά προχωρηµένη διάταξη των αρδευτικών δικτύων (Εικ. 55, 56, 57, 58) 323. Στην Αγορά του Τραιανού στη Ρώµη µετά από πολύχρονες ανασκαφές από τα τέλη του 19 ου αιώνα και νέες ανασκαφές τη δεκαετία του 1980 προέκυψαν στοιχεία που 319 Renfrew & Bahn 2001, σελ Farrar 1998, σελ Adams 1991, σελ Jashemski 1979: «The Garden of Hercules at Pompeii: The Discovery of a Commercial Flower Garden». 323 Jashemski et al. 1992: «Preliminary Excavations in the Gardens of Hadrian s Villa: The Canopus Area and the Piazza d Oro». 115

116 αποδεικνύουν την ύπαρξη δένδρων σε διπλή σειρά σε συνέχεια του άξονα που ορίζει το περιστύλιο, στην ανατολική αυλή της βασιλικής Ulpia 324. Στον ευρύτερο ελληνικό χώρο είναι λιγοστά τα παραδείγµατα αρχαιολογικής τεκµηρίωσης ανεσκαµµένων κήπων. Στον ναό του Ηφαίστου (Θησείο) στην Αγορά των Αθηνών, στα ειδικά διαµορφωµένα εδάφη γύρω από τον αρχαίο ναό βρέθηκαν το 1936 από ανασκαφές της Αµερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών διπλή σειρά λάκκων φύτευσης εκατέρωθεν του ναού και τριπλή σειρά στη πίσω πλευρά του (Εικ. 61). Οι λάκκοι ήταν σκαλισµένοι στον βράχο και περιείχαν κεραµικές γλάστρες 325. Η διαµόρφωση αυτή του άµεσα περιβάλλοντα χώρου του καλύτερα διατηρηµένου ναού της Αγοράς των Αθηνών χρονολογείται στο 3 ο αιώνα. π. Χ. και θεωρείται ίσως η πρώτη απόπειρα στην αρχαιοελληνική ιστορία ουσιαστικής διαµόρφωσης του τοπίου, σε αντίθεση µε τη συνήθη πρακτική να διατηρείται ή να διαµορφώνεται το υπάρχον περιβάλλον 326. Στο Κιτίον της Κύπρου τα αρχαιολογικά ευρήµατα µαρτυρούν την ύπαρξη ιερού κήπου. Με χρονολόγηση περί τα 1300 π.χ. ο κήπος περικλειόταν από δύο ιερά. Το µέγεθος των 116 λάκκων φύτευσης που αποκαλύφθηκαν µαρτυρούν ότι τα φυτά που υπήρχαν ήταν µικρά σε µέγεθος, πιθανόν θάµνοι (Εικ. 59) 327. Στο ιερό του Απόλλωνα Υλάτη στο Κούριο, σηµαντικό κέντρο λατρείας για αιώνες, λάκκοι φύτευσης σκαµµένοι στο βράχο, στα όρια του περιβόλου του ιερού, οι οποίοι αργότερα πλακοστρώθηκαν, χρονολογούνται στον 6ο- 7ο αιώνα π.χ. Αποκαλύφθηκε επίσης στην ίδια θέση µνηµειακή κατασκευή που περιείχε θέσεις για έξι δένδρα. Πιθανολογείται ότι σχετίζεται µε δενδρολατρεία, είδος λαϊκής λατρείας που επιβιώνει στο νησί µέχρι τις µέρες µας 328. Στην Ιερό του Ασκληπιού στην Αρχαία Κόρινθο νότια του ιερού ανασκάφηκαν επτά λάκκοι φύτευσης που υποδηλώνουν ύπαρξη φυτεύσεων, ενώ στην Νεµέα 324 Packer et al. 1983, σελ Carroll 2003, σελ. 18. Camp 1986, σελ. 87. Cowell 1978, σελ Scully 1991, σελ Carroll σελ Carroll 2003, σελ. 67. Πανάρετος 1969: Η δενδρολατρεία από αρχαιοτάτων χρόνων έως σήµερα. 116

117 ανασκάφτηκαν 23 λάκκοι. Ο Παυσανίας (2.1.7) αναφέρει το άλσος κυπαρισσιών στον ιερό του ία στην Νεµέα 329. Το µνηµείο της Νίκης που εντοπίστηκε στην αρχαία Νικόπολη, στις αρχές του αιώνα βρισκόταν σύµφωνα µε τις πηγές στο «εν άλσει προάστειο». Πρόκειται για ένα υπαίθριο ιερό διαµορφωµένο σε δύο άνδηρα. Ο εντοπισµός κατά τις ανασκαφές θραυσµάτων πήλινων γλαστρών µπροστά από τη στοά του επάνω ανδήρου πιστοποιεί την ύπαρξη ενός οργανωµένου άλσους πάνω στο λόφο, τον οποίο αναφέρουν οι πηγές ως «ιερό λόφο του Απόλλωνος» 330. πηγές Η µελέτη της χρήσης των φυτών κατά την κλασσική και ρωµαϊκή αρχαιότητα στον ελληνικό χώρο µέσα από αρχαίες πηγές είναι ιδιαίτερα προωθηµένη εδώ και δεκαετίες, ενώ είναι σχετικά περιορισµένη η αντίστοιχη µελέτη για τη βυζαντινή εποχή. Η αρχαία ελληνική ποίηση αναφέρεται συχνά στην ευχάριστη εµπειρία επίσκεψης σε µία φυσική έκταση, σε έναν οπωρώνα ή άλσος. Όσον αφορά στους κήπους το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην παραγωγική διάστασή τους και σπάνια περιγράφει την ευχάριστη εµπειρία επίσκεψης σε αυτούς 331. Στη ήλο επιγραφές καταγράφουν τα είδη των δένδρων που υπήρχαν στα 24 περίπου αρχαία αγροκτήµατα, ενώ η περιγραφή του κήπου του Αλκίνοα, βασιλιά των Φαιάκων από τον Όµηρο (Οδύσσεια Η, ) αποτελεί την πρωιµότερη αναφορά οργανωµένου κήπου στην αρχαία Ελλάδα. Ο κήπος του Αλκίνοου αποτελείται από τρία µέρη: οπωρώνα µε µηλιές, αχλαδιές, ροδιές, συκιές και ελιές, αµπελώνα και διάφορα παρτέρια µε άνθη. Ο κήπος περιβαλλόταν από φυτικό φράκτη και διέθετε πηγή που άρδευε µε κανάλια τον κήπο και µια δεύτερη που περνούσε µέσα απ' την αυλή του σπιτιού 332. Πρωτογενείς πηγές πληροφοριών αποτελούν τόσο αρχαία δράµατα, αναφορές στην αρχαία ελληνική µυθολογία αλλά και συγγράµµατα, όπως τα δύο βοτανολογικά έργα του Θεόφραστου (372 π.χ. περ. 287/5 π.χ.), το Περί των φυτών ιστορίας και το Περί φυτών αιτίων, και τα τέσσερα βιβλία από τα Γεωργικά του Βιργιλίου (70-19 π.χ.). Στο έργο Ελλάδος περιήγησις του Παυσανία 329 Carroll 2003, σελ Ζάχος 1998, σελ Carroll 2003, σελ Τσαλικίδης 1987, σελ

118 (2 ος αιώνας π.χ.) γίνονται αναφορές στην τοπογραφία και τη βλάστηση πολλών περιοχών της Ελλάδος κατά την αρχαιότητα, ενώ η Φυσική ιστορία του Πλινίου του Πρεσβύτερου (23-79 π.χ.), και το έργο Περί ύλης ιατρικής του ιοσκουρίδη (1 ος αιώνας) µας δίνει πληροφορίες σχετικά µε τις ονοµασίες και τις φαρµακευτικές και άλλες χρήσεις των φυτών κατά την αρχαιότητα. Μεταγενέστερες µελέτες οδήγησαν στη δηµοσίευση χρήσιµων συγγραµµάτων που εξετάζουν το θέµα της ύπαρξης βλάστησης και τη χρήση των φυτών κατά την αρχαιότητα από πολλές διαφορετικές σκοπιές. Ενδεικτικά θα αναφέρω τα Man and the Mediterranean Forest (Thirgood 1981), Βυζαντινών Βίος και Πολιτισµός (Φαίδων Κουκουλές ), Trees and timber in the ancient Mediterranean world (Meiggs 1982), Η ελληνική χλωρίδα στο µύθο, στην τέχνη, στη λογοτεχνία (Μπάουµαν 1999). Οι αναφερόµενες πηγές στη φυσική βλάστηση στην Ελλάδα της κλασσικής αρχαιότητας είναι σαφώς περισσότερες από ότι για τη Βυζαντινή εποχή, ενώ περιηγητές µας δίνουν πολλές σχετικές πληροφορίες σχετικά µε τα νεώτερα χρόνια 333. Η ύπαρξη και χρήση φυτών φυσικά ποικίλει από περιοχή σε περιοχή. Η συλλογή στοιχείων για έναν συγκεκριµένο τόπο αποτελεί εξειδικευµένη εργασία που απαιτεί τη συλλογή γραπτών πηγών. Κάτι τέτοιο επιχειρήθηκε σε επίπεδο τοπίου, µε αναφορές και στο θέµα της φυσικής βλάστησης, στην έκδοση του Εθνικού Ιδρύµατος Ερευνών Ιστορία του Τοπίου και τοπικές ιστορίες. Από το φυσικό περιβάλλον στο ιστορικό τοπίο (Μενδώνη et al., 1997) 334. αρχαιολογικά ευρήµατα Τα αρχαιολογικά ευρήµατα συγκεκριµένης περιοχής µας πληροφορούν άµεσα ή έµµεσα για την ύπαρξη και χρήση συγκεκριµένων φυτών. Τέτοια τεκµήρια περιλαµβάνουν απεικονίσεις σε τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, οικιακά ή λατρευτικά σκεύη, αφιερώµατα, ταφικά κτερίσµατα, νοµίσµατα, αλλά και κτίσµατα των όποιων η χρήση σχετίζεται µε την αγροτική παραγωγή, όπως µύλων, ελαιοτριβείων ή την αποθήκευση ειδών διατροφής φυτικής προέλευσης Grove & Rackham 2001, σελ Περισσότερα στο Pattichis 2001: «Fictional and mythological landscapes in ancient Greek literature». 335 Παραδείγµατα από όλο τον ελλαδικό χώρο στο Μπάουµαν 1999: Η ελληνική χλωρίδα, στο µύθο, στην τέχνη στη λογοτεχνία. 118

119 Οι τοιχογραφίες της Ποµπηίας επιβεβαιώνοντας σχετικές αναφορές του Πλίνιου επέτρεψαν την ακριβή αναγνώριση συγκεκριµένων φυτικών ειδών όπως πικροδάφνη, µυρτιά, ροδιά, που φύονταν στους κήπους της ρωµαϊκής Ποµπηίας 336. Στον ελληνικό χώρο συναντάµε ήδη από την αρχαϊκή περίοδο αγγεία και γλυπτά που επιχειρούν να περιγράψουν τη φύση, συνήθως µέσω της απεικόνισης µεµονωµένων δένδρων ή βλαστών χλόης. Κρίνοι απεικονίζονται σε τοιχογραφίες από το Ακρωτήρι της Θήρας και την µινωική Άµνισο της Κρήτης και υιοθετούνται ως σχήµα λατρευτικών σκευών της ίδιας εποχής (Εικ. 79). Βασιλικά κοσµήµατα και σφραγιδόλιθοι µαρτυρούν την έκταση της δενδρολατρείας στα Μινωικά χρόνια. Στον αρχαιολογικό χώρο της ήλου βρέθηκαν ιατρικά εργαλεία και αγγεία που περιείχαν σκευάσµατα από φαρµακευτικά φυτά. Ένα κεραµικό αγγείο διατηρεί επιγραφή που αναφέρει ότι περιείχε κενταύριο, φυτό γνωστό για τις ιαµατικές του ιδιότητες το οποίο χρησιµοποιούσε ο Κένταυρος Χείρων σύµφωνα µε τον µύθο 337. Επιτύµβιες στήλες και µελανόµορφα αγγεία την κλασικής περιόδου απεικονίζουν µυθολογικές σκηνές ή παραστάσεις από τον καθηµερινό βίο των αρχαίων, όπου φυτά µετέχουν σε τελετές αλλά και ως φόντο, παραπέµποντας σε ένα ευρύτερο φυτικό περιβάλλον. Η κλασική περίοδος ασχολείται µε το τοπίο περιστασιακά και µε τρόπο συµβολικό ενώ συγκρινόµενη µε την αιγυπτιακή, την ανατολίτικη ή την αιγαιοπελαγίτικη τέχνη της εποχής του Χαλκού η χρήση του τοπίου στην αρχαϊκή και την κλασική τέχνη δείχνει περιορισµένη. Εξαίρεση αποτελεί η τοιχογραφία της σκηνής κυνηγιού στην πρόσοψη του «Τάφου του Φιλίππου» στη Βεργίνα που χρονολογείται στον 4 ο αιώνα π.χ. Στην παράσταση αυτή η απεικόνιση του τοπίου είναι σύνθετη παρουσιάζοντας άνδρες και ζώα µέσα σε βραχώδες τοπίο µε δένδρα. Γενικά ωστόσο υπάρχει προτίµηση για την προβολή µεµονωµένων στοιχείων παρά για πανοραµικές απόψεις 338. Πολύτιµα ταφικά κτερίσµατα, όπως ο κρατήρας του ερβενίου (4 ος π.χ.) φέρει εγχάρακτα κλαδιά κισσού και κλήµατος, ενώ τα ταφικά στεφάνια της Βεργίνας και της Αµφίπολης αποδίδουν ρεαλιστικά φυτικά στεφάνια από βελανιδιά και µυρτιά. Φυτικά θέµατα απεικονίζουν επίσης νοµίσµατα, όπως το τετράδραχµο της Ρόδου (3 ος - 4 ος π.χ. αιώνας) απεικονίζει τριαντάφυλλο (ρόδο), πιθανόν ως λουλούδι- σύµβολο της αρχαίας πόλης, ή όπως το τετράδραχµο της Μένδης (540 π.χ.) όπου το εικονιζόµενο αµπέλι λειτουργεί ως φυτικό φόντο της παράστασης «του όνου». Αρχιτεκτονικά µέλη έχουν επίσης φυτικά διακοσµητικά θέµατα, όπως αυτό της άκανθας στα 336 Adams 1991, σελ. 42. Ciarallο 2001, σελ Χατζηδάκης 1998, σελ Κοέν 2005, σελ. 110,

120 κορινθιακά κιονόκρανα και στις µεταγενέστερες παραλλαγές τους π.χ. τα θεοδοσιανά κιονόκρανα. Ρωµαϊκά και βυζαντινά ψηφιδωτά φέρουν συχνά φυτικές απεικονίσεις φρούτων και λουλουδιών, όπως τα ψηφιδωτά της Ροτόντας της Θεσσαλονίκης (4 ος αιώνας) αλλά και δενδροστοιχιών όπως το ψηφιδωτό της Ανάληψης στον τρούλο της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης (9 ος αιώνας). Παλαιοχριστιανικοί ταφικοί διάκοσµοι µε αφαιρετικές απεικονίσεις φυτών παραπέµπουν τόσο στον παγανιστικό µεταθανάτιο χώρο των Ηλυσίων πεδίων όσο και στον χριστιανικό παράδεισο. Στις βυζαντινές τοιχογραφίες η βλάστηση µετέχει σε σκηνές από την Παλαιά και την Καινή ιαθήκη και τους βίους αγίων (Εικ. 64, 78, 79, 80, 82) Η βλάστηση ως εργαλείο αρχαιολογικής ερµηνείας Αν και σήµερα οι εργασίες ανάδειξης των αρχαιολογικών χώρων και µνηµείων δεν περιλαµβάνουν τη συσχέτισή του µε το ευρύτερο περιβάλλον και τοπίο, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα ως τµήµα του πολιτισµικού τοπίου έχουν τη δυνατότητα να παίξουν σηµαντικό ρόλο στην ερµηνεία του 340. Η ύπαρξη βλάστησης σε έναν αρχαιολογικό χώρο µπορεί άµεσα ή έµµεσα να αποτελέσει αυτή η ίδια αντικείµενο άντλησης ιστορικών και αρχαιολογικών πληροφοριών για τον συγκεκριµένο χώρο ή τόπο µε τους εξής τρόπους: αποκατάσταση αρχαιολογικά τεκµηριωµένων ιστορικών κήπων Κάθε ανεσκαµµένος κήπος θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ιστορικός κήπος σύµφωνα µε τις αρχές της Χάρτας της Φλωρεντίας (Florence Charter), που αποτελεί το καταστατικό για τους ιστορικούς κήπους 341. Στην Χάρτα αυτή ορίζεται η έννοια του 339 ρούγου & Σαατσόγλου- Παλιαδέλη 1999: Περιδιαβάζοντας τον αρχαιολογικό χώρο. Μπακιρτζή 2003: «Τα φυτά και η βλάστηση» στο Άγιος Νικόλαος Ορφανός: οι τοιχογραφίες. Georgakopoulou-Voyiatzi et al. «The ornamental value and the use of olive tree in Ancient Greece». ηµοπούλου & Ρεθεµιωτάκης 2004: Το δαχτυλίδι του Μίνωα. Λαζαρίδης 1993: Αµφίπολη. 340 Macinnes & Wickham- Jones 1992, σελ Η Παγκόσµια Επιτροπή ICOMOS- IFLA για τους Ιστορικούς Κήπους και Τοπία εξέδωσε το 1982, ένα χρόνο µετά τη σύσκεψη της Φλωρεντίας, ένα καταστατικό για τους Ιστορικούς κήπους, την Χάρτα της Φλωρεντίας (Florence Charter). Σύµφωνα µε αυτή, ο ιστορικός κήπος ορίζεται ως: 120

121 ιστορικού κήπου, η αξία και σηµασία διατήρησής του όπως και τα βασικά σηµεία ορθής διαχείρισής του. Οι κήποι ως ζωντανά µνηµεία έχουν ειδικές απαιτήσεις για τη συντήρηση και την αποκατάστασή τους, οι οποίες συνδέονται κυρίως µε το γεγονός ότι τα δοµικά και διακοσµητικά στοιχεία του κήπου είναι τα φυτά. Ως εκ τούτου η µορφή τους υπόκειται σε πολύ πιο γρήγορες και εκτεταµένες αλλαγές µέσα σε µια συγκεκριµένη χρονική περίοδο και σε σχέση µε τα κτίρια. Στην Ποµπηία παρατηρούµε τη διάσταση σύγχρονων µεθόδων αντιµετώπισης της διάρθρωσης των φυτεύσεων στους υπαίθριους χώρους των επαύλεων της αρχαίας πόλης. Αρχικά οι κηποτεχνικές παρεµβάσεις του 19 ου αιώνα έδιδαν έµφαση στην αισθητική αξία των φυτών σε σχέση µε τα αρχαία ερείπια ακολουθώντας τη τάση «λατρείας των ερειπίων» της εποχής κατασκευής τους και δεν βασίζονται σε καµία αρχαιολογική τεκµηρίωση 342. Από τη δεκαετία του 1930 άρχισαν οι απόπειρες µελέτης της βλάστησης που υπήρχε στην αρχαία πόλη και δειλές απόπειρες δηµιουργίας κήπων βασισµένες σε αυτή. Τη δεκαετία του 1970 οι νέες φυτεύσεις ακολούθησαν ορθότερα το επιστηµονικό υπόβαθρο προσφέροντας πληρέστερη εικόνα της διάρθρωσης και της ταυτότητας του πρασίνου κατά τη ρωµαϊκή εποχή διότι πραγµατοποιήθηκαν λαµβάνοντας υπόψη εκτενείς ανασκαφικές έρευνες στους υπαίθριους χώρους καθώς επίσης και αρχαία κείµενα, ευρήµατα και απεικονίσεις. Έτσι ιστορικοί κήποι της ρωµαϊκής εποχής αποκαταστάθηκαν, όπως ο κήπος της οικίας Vetti και της οικίας των «αγνών εραστών», οι οποίες αποκαταστάθηκαν όχι Άρθρο Ι. Μια σύνθεση αρχιτεκτονικής και βλάστησης, η οποία έχει ενδιαφέρον τόσο από καλλιτεχνική όσο και από ιστορική σκοπιά. Από την άποψη αυτή µπορεί να θεωρηθεί µνηµείο. Άρθρο 2. Μια αρχιτεκτονική σύνθεση, της οποίας το βασικό υλικό είναι η βλάστηση, και κατά συνέπεια είναι µνηµείο ζωντανό, φθαρτό και ανανεώσιµο, αντιπροσωπεύοντας µια συνεχή ισορροπία ανάµεσα στην κυκλική κίνηση - εναλλαγή των εποχών, τη γέννηση και το θάνατο στη φύση, που αντικατοπτρίζει την κοινωνία και τον πολιτισµό που τον δηµιούργησε και τον χρησιµοποίησε και που επιβιώνει χάρη στη συνδυασµένη υποστήριξη τέχνης και τεχνολογίας. Επίσης ως ιστορικό τοπίο αναφέρεται: Άρθρο VIII. Ένα συγκεκριµένο τοπίο το οποίο είναι συνδεδεµένο µε ένα αξιοµνηµόνευτο συµβάν, ένα καίριο ιστορικό γεγονός, ένα γνωστό µύθο ή µία επική µάχη ή το αντικείµενο ενός διάσηµου πίνακα. Βλ. Historic Gardens Π.χ. η πλατεία Αγίας Σοφίας και ο περιβάλλων χώρος του Λευκού Πύργου µπορούν να χαρακτηριστούν ως ιστορικά τοπία. Περισσότερα στο Τσαλικίδης & Μπακιρτζή Onisiforidou 2000, σελ

122 µόνο όσον αφορά στην διάρθρωσή τους αλλά και στα είδη των φυτικών ειδών τους (Εικ. 67, 68, 69, 70) 343. Στη ρωµαϊκή έπαυλη στο Fishbourne στη νότια Αγγλία ανασκάφηκαν γύρω από τη µεγαλοπρεπή έπαυλη στοιχεία κήπων σε διαφορετικό ύφος. Τα στοιχεία τεκµηρίωσαν τη διάρθρωση των κήπων µε ακρίβεια ώστε να είναι δυνατή η διαφοροποίησή τους σε έναν αυστηρά στυλιζαρισµένο κήπο, έναν οικιακό κήπο (kitchen garden), καθώς επίσης σε νατουραλιστικές εκτάσεις πρασίνου. Στον στυλιζαρισµένο κήπο η ανακάλυψη εγκατάστασης αρδευτικού δικτύου σε συγκεκριµένο περίπλοκο σχήµα µαρτυρούσε την αρχική ύπαρξη φυτικού φράκτη. Ο φράκτης αυτός ξαναφυτεύτηκε µε πυξάρι αν και η ύπαρξη του συγκεκριµένου είδους δεν έχει τεκµηριωθεί. Αποτελεί όµως το κατεξοχήν φυτό πλαισίων και σχηµάτων κατά την ρωµαϊκή εποχή (Εικ. 65, 66) 344. Ένα από τα λιγοστά παραδείγµατα που η ανακάλυψη στοιχείων φυτεύσεων σε αρχαιολογικό χώρο οδήγησε στην αποκατάσταση των νέων φυτεύσεων αποτελεί η περίπτωση στο Ναό του Ηφαίστου (Θησείο) στην Αγορά των Αθηνών (Εικ. 60, 62). Στα ειδικά διαµορφωµένα εδάφη γύρω από τον αρχαίο ναό βρέθηκαν το 1936 από ανασκαφές της Αµερικάνικης Σχολής Κλασσικών Σπουδών διπλή σειρά λάκκων φύτευσης εκατέρωθεν του ναού και τριπλή σειρά στη πίσω πλευρά του ναού. Ήταν σκαλισµένοι στον βράχο και περιείχαν κεραµικές γλάστρες (Εικ. 63) 345. Η διαµόρφωση αυτή του άµεσα περιβάλλοντα χώρου του καλύτερα διατηρηµένου ναού της Αγοράς των Αθηνών χρονολογείται στο 3 ο αιώνα π.χ. και θεωρείται ίσως η πρώτη απόπειρα στην αρχαιοελληνική ιστορία ουσιαστικής διαµόρφωσης του τοπίου, σε αντίθεση µε τη συνήθη πρακτική των αρχαίων Ελλήνων να διατηρούν ή να διαµορφώνουν το υπάρχον περιβάλλον 346. Ο αρχιτέκτων τοπίου που συµµετείχε στις εργασίες διαµόρφωσης και φύτευσης της αρχαίας Αγοράς από την Αµερικάνικη Σχολή τη δεκαετία του 1950 σηµειώνει ότι οι φυτεύσεις θάµνων ροδιάς και µυρτιάς που πραγµατοποιήθηκαν στους συγκεκριµένους λάκκους φύτευσης προέκυψαν µετά από σχετικό προβληµατισµό των αρχαιολόγων και όχι µε βάση αρχαιολογικά ευρήµατα (Εικ. 61) Ciarallo 2001, σελ Onisiforidou 2000, σελ Ryley 1994, σελ Carroll 2003, σελ. 18. Camp 1986, σελ. 87. Cowell 1978, σελ Scully 1991, σελ Griswold 1961, σελ

123 Η σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα µε στόχο την ανακάλυψη ιχνών αρχαίων κήπων µπορεί να επιβεβαιώσει την ύπαρξη κήπων σε σηµεία που πιθανολογείται η ύπαρξή τους από απεικονίσεις και γραπτές πηγές ή να δώσει νέα στοιχεία σε χώρους ήδη ανεσκαµµένους. Το Severan Marble Plan δίνει στοιχεία για την ύπαρξη µνηµειακών επίσηµων δηµοσίων κήπων µεγάλων διαστάσεων στους αστικούς χώρους της Ρώµης. Σε τρία τέτοια σηµεία (Forum of Peace, Claudianum, Adonaea) τα ανασκαφικά δεδοµένα το επιβεβαίωσαν 348. Στην περίπτωση του ιστορικού κέντρου και της Άνω Πόλης της Θεσσαλονίκης αρκετοί χώροι που περιβάλλουν µνηµεία θα µπορούσαν να χαρακτηρισθούν ιστορικοί κήποι και ιστορικά τοπία ως συνδεόµενοι µε βυζαντινές µονές και ενορίες (Εικ. 72). Ο εκτενής κήπος του ναού του Αγίου Νικολάου του Ορφανού αλλά και της µοναδικής εναποµείναντος µονής µέσα στο πολεοδοµικό συγκρότηµα της Θεσσαλονίκης, της Μονής Βλατάδων, διατηρούν στοιχεία και φυτά από παλιότερες φάσεις του, όπως µαρτυρά φωτογραφικό υλικό και σχετικές αναφορές σε πηγές. Κατάλοιπα κηποτεχνικών διαµορφώσεων του 19 ου αιώνα µε στοιχεία τόσο από δυτικοευρωπαίες όσο και από ανατολικές επιρροές λόγω της επίδρασης της οθωµανικής αυτοκρατορίας, έχουν ιστορική αξία και χρήζουν διατήρησης και µεταχείρισης σύµφωνα µε τη Χάρτα της Φλωρεντίας 349. χωροταξική διάκριση και διάρθρωση των αρχαιολογικών χώρων Σε γενικές γραµµές, µέχρι πρόσφατα η αρχαιολογική έρευνα στον ελλαδικό χώρο περιοριζόταν στις ανασκαφές για τη συλλογή πληροφοριών και ενδείξεων σχετικά µε τη διάρθρωση υπαίθριων και στεγασµένων χώρων ενός οικοδοµικού συνόλου. Οι απουσία ενδείξεων για την ύπαρξη σκληρών επιφανειών στους υπαίθριους χώρους οδηγεί συχνά αυτόµατα στο συµπέρασµα ότι αποτελούσαν κήπους και περιείχαν βλάστηση. Με βάση τεκµηρίωση αυτού του χαρακτήρα η εγκατάσταση ή διατήρηση βλάστησης στους χαρακτηρισµένους ως υπαίθριους χώρους αποτελεί τον πλέον επεξηγηµατικό, συµβατό και οικονοµικό τρόπο διαφοροποίησης του αρχαιολογικού 348 Lloyd 1982, σελ Τσαλικίδης 1987, σελ. 27, 29. Tsalikidis 1990: «Gardens of Eclectic Villas in Thessaloniki: Α Concept of Landscaping in the Southern Balkans in the Late-19 th century». 123

124 ιστού. Η βλάστηση µπορεί να έχει πολλές µορφές, από αυτοφυή εδαφοκάλυψη έως ένα δένδρο 350. Στην αρχαία Όλυνθο διατηρήθηκαν δένδρα στους κατά τις ανασκαφικές ενδείξεις υπαίθριους χώρους αν και οι χώροι αυτοί ήταν αρχικά πλακοστρωµένοι και δεν περιείχαν βλάστηση (Εικ. 73, 74). Πρέπει να σηµειωθεί ότι η διατήρηση της βλάστησης διευκολύνει ουσιαστικά την ανάγνωση ενός οµοιόµορφου ερειπιώνα σε ένα επίπεδο τοπίο µονότονο χωρίς τρίτη διάσταση 351. H αρχαία Ostia της Ιταλίας αναπαρίσταται από τους αρχαιολόγους ως «πράσινη πόλη» κατά την ρωµαϊκή αρχαιότητα µε γεωµετρική διάταξη οικιστικών συγκροτηµάτων µε ορόφους και πληθώρα κήπων (Εικ. 71) 352. Αν και δεν έχει γίνει συστηµατική έρευνα σχετικά µε τα είδη της βλάστησης κατά την αρχαιότητα, ο αρχαιολογικός χώρος της Όστια διατηρεί σήµερα πράσινο στους χώρους όπου η αρχαιολογική έρευνα τεκµηριώνει ύπαρξη κήπων. Παρά την παρακµιακή κατάσταση της βλάστησης και τα προβλήµατα που δηµιουργεί η ανεξέλεγκτη εξάπλωσή της σε σχέση µε την αυξηµένη επισκεψιµότητα του χώρου, η διάρθρωσή της βοηθά στην ανάγνωση του χώρου και αποκαθιστά εν µέρει το αρχαίο τοπίο 353. Η θέση Σύναξη στον Νοµό Ροδόπης βρίσκεται 10 χλµ. ανατολικά της Μαρώνειας, στους πρόποδες λόφου που ταυτίζεται µε την οµηρική Ισµάρα. Στο κέντρο κατάφυτου µε ελαιόδενδρα αυλώνα που οδηγεί στην θάλασσα ανασκάφηκε µεγάλη βασιλική του 5 ου - 6 ου αιώνα (Εικ. 44). Το ανατολικό τµήµα της βασιλικής είναι χτισµένο µε µάρµαρα που προέρχονται από αρχαιότερα κτίρια εθνικού ηρώου, ενώ στα παλαιοχριστιανικά ερείπια χτίστηκε τον 9 ο / 10 ο - 11 ο αιώνα µοναστήρι βυζαντινό. Τα πεπραγµένα της ανασκαφής ( ) περιγράφουν την επιλεκτική αποµάκρυνση υπαρχόντων δένδρων µε σκοπό την αρχαιολογική ερµηνεία του χώρου. «Σύντοµα, µετά τη δεύτερη ανασκαφική περίοδο (1986) και την αποκάλυψη των πρώτων κτισµάτων έγινε φανερό ότι τα υπάρχοντα µέσα στον ανασκαφικό χώρο ελαιόδενδρα, ενώ πριν από την ανασκαφή η θέση τους είχε την δικαιολογία του 350 Η δηµοτική υπηρεσία αρχαιοτήτων και καλών τεχνών της Ρώµης, προτείνει τη µέθοδο αυτή ως την πιο απλή µέθοδο ερµηνείας του αρχαιολογικού χώρου ώστε οι επισκέπτες να κατανοούν την δοµή του «µε µία µατιά» (Pisani Sartorio 1996, σελ. 136). 351 Cowell 1978, σελ. 49. Adams 1991, σελ Muntoni 1993, σελ. 78. Watts & Watts 1987: «Geometrical ordering of the Garden houses at Ostia». 353 Bedello Tata 1996, σελ Pisani Sartorio 1996, σελ

125 τυχαίου και µαζί µε τα πουρνάρια και τα µάρµαρα συνέθεταν το φυσικό περιβάλλον της Σύναξης, µετά τα πρώτα βήµατα της ανασκαφής η τυχαία τους θέση έγινε εµφανής, δεν ταίριαζαν µε τα κτίσµατα, δυσκόλευαν την ανάγνωση της ανασκαφής και πολλά από αυτά είχαν ριζώσει επάνω στους βυζαντινούς τοίχους. Η κοπή τους λοιπόν θα είχε και πρακτικό και αισθητικό λόγο, πρακτικό για να παύσουν οι ρίζες να διαλύουν τους ούτως ή άλλως σαθρούς λασπότοιχους και αισθητικό γιατί µε την αποκοπή ορισµένων θα µπορούσε να αποκατασταθεί εν µέρει στο φυσικό τους περιβάλλον µια εικόνα ενδεικτική της λειτουργίας των οικοδοµηµάτων. Έτσι αγοράστηκαν από τους Μαρωνίτες ιδιοκτήτες τα δώδεκα ελαιόδενδρα και κόπηκαν τα εννέα. ιατηρήθηκαν δύο ελαιόδενδρα µέσα στην αυλή της µονής και όσα ευρίσκονται έξω από τον περίβολό της. Έτσι στα πρώτα βήµατα της η ανασκαφή τόνιζε την εικόνα της βυζαντινής µονής και όχι της παλιοχριστιανικής βασιλικής 354». Κατάλοιπα οχυρώσεων διατηρούνται σήµερα διασπαρµένα µέσα σε πολλά αστικά κέντρα αλλά και αγροτικές περιοχές. Η άναρχη σύγχρονη οικιστική πραγµατικότητα και τα διαφορετικά επίπεδα διατήρησης ενός οχυρωµατικού δικτύου λειτουργούν παραπλανητικά ως προς την κατανόηση της αρχικής του διάρθρωσης. Χώροι πρασίνου παράλληλα των τειχών λειτουργούν ως «πράσινη» ζώνη προστασίας και ανάδειξης των οχυρώσεων. Η προβολή τειχών µέσα σε χώρους πρασίνου επιτυγχάνει αφενός την ενοποίηση τµηµάτων της ιδίας οχύρωσης που σήµερα συναντώνται διάσπαρτα σε ετερογενή σηµεία του σύγχρονου τοπίου και αφετέρου, µε τη διαφοροποίηση της βλάστησης εκατέρωθεν των τειχών, διακρίνεται µε τον πιο ιδανικό τρόπο η εσωτερική από την εξωτερική όψη της οχύρωσης (Εικ. 76, 77). παραποµπή και συµβολισµός της βλάστησης Όταν δεν υπάρχουν αρχαιολογικές ή άλλες απτές αποδείξεις ύπαρξης κάποιου είδους κήπου κατά τις προγενέστερες φάσεις του αρχαιολογικού χώρου η διάρθρωση της βλάστησης και τα φυτικά είδη παραπέµπουν στα εξής: Πνεύµα της κηποτεχνίας και του σχεδιασµού του τοπίου κατά την ιστορική φάση χρονολόγησης των αρχαιολογικών ευρηµάτων. Χρήσεις γης και µορφολογικά στοιχεία του τοπίου που δεν υφίστανται πιά αλλά έχουν ιστορική σηµασία. 354 Μπακιρτζής & Χατζηµιχάλης 1991, σελ. 61,

126 Μνηµεία κινητά και ακίνητα που βρέθηκαν στον συγκεκριµένο χώρο και σε χρήσεις τους που σχετίζονται µε τον παράγοντα βλάστηση, όπως αυτές τεκµηριώνονται µέσα από την αρχαιολογική έρευνα (λατρεία, γεωργική παραγωγή, αποθήκευση τροφών, κατεργασία αγροτικών προϊόντων, υφαντουργία). Απεικονίσεις σε µικροαντικείµενα, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες. Χρήση συγκεκριµένων αρχιτεκτονικών κατάλοιπων ή µνηµείων. Μύθους, παραδόσεις και δοξασίες της περιοχής. Η χρονολόγηση των αρχαιολογικών καταλοίπων ή µνηµείων αρκεί για να µας δώσει κατευθύνσεις σχετικά µε το ύφος διαµόρφωσης που θα άρµοζε στον χώρο. Το genius loci του αρχαιολογικού χώρου ή περιβάλλοντα χώρου του µνηµείου σαφώς συνιστά παρεµβάσεις που είναι συµβατές µε το πνεύµα σχεδιασµού του τοπίου που επικρατούσε κατά τη εποχή ανέγερσης και λειτουργίας των κτιρίων. Ακόµα και η αφανής, για τους πολλούς, παρουσία ενός φυτού που κρύβει µία συγκεκριµένη συµβολική διάσταση του χώρου αναδεικνύει και αρµόζει µε την πραγµατική φυσιογνωµία της ιστορικής του ταυτότητας. Σε γενικές γραµµές η χρήση των φυτών σε σχέση µε τον σχεδιασµό του τοπίου κατά τα χρόνια των τριών ιστορικών περιόδων του ελληνικού χώρου (Αρχαιοελληνικός κόσµος, Ρωµαϊκή εποχή, Βυζάντιο) έχει ως εξής: Αρχαιοελληνικός κόσµος ( π.χ.) Στην αρχαία Ελλάδα η πόλη κράτος ήταν το κέντρο µίας κοινότητας µε διοικητικό, εµπορικό και θρησκευτικό κέντρο της τον υπαίθριο χώρο της Αγοράς η οποία είχε γεωµετρική διάταξη. Τα αστικά κέντρα ήσαν συχνά οχυρωµένα, είχαν δύο βασικούς δρόµους λεωφόρους µε κατεύθυνση Βορρά Νότο και Ανατολή ύση. Η πολεοδοµική ανάπτυξη των τειχισµένων πόλεων ήταν αυστηρά γεωµετρική, βασισµένη στις αρχές οι οποίες διατυπώθηκαν από τον Ιππόδαµµο περί τα 450 π.χ. Οι ακροπόλεις, το θρησκευτικό κέντρο της κάθε πόλης, ήσαν τοποθετηµένες στις πιο πολλές περιπτώσεις σε κάποιο ύψωµα. Περιβαλλόταν από τείχη και περιείχαν το ιερό του θεού-προστάτη της πόλης. Η βλάστηση µέσα στην πόλη ήταν περιορισµένη ενώ απλωνόταν κυρίως γύρω από την πόλη. Μέσα στις πόλεις υπήρχαν ιερά άλση, ιεροί κήποι µε φυσική βλάστηση, µέρη λατρείας και διαλογισµού. Σε πολλές περιπτώσεις δίπλα σε ιερά θεών και στις ακαδηµίες, που περιείχαν κήπους, υπήρχαν κτιριακά συγκροτήµατα µε γυµναστήρια, εγκαταστάσεις για την άθληση του σώµατος και την 126

127 καλλιέργεια του πνεύµατος. Οι οικίες ήσαν αποτραβηγµένες από τον δρόµο, αποτελούµενες από δωµάτια γύρω από µία εσωτερική αυλή. Η αυλή, ένα πλακοστρωµένο αίθριο δεν περιείχε συνήθως φυτεύσεις. Είναι γενικά αποδεκτό ότι η προσφορά των αρχαίων Ελλήνων στην ανάπτυξη της κηποτεχνίας ήταν σχετικά περιορισµένη. Στους οµηρικούς και αρχαϊκούς χρόνους οι άνθρωποι ασχολούνταν κυρίως µε τη γεωργία, το έδαφος ήταν φτωχό και µόνο η ελιά, η συκιά και το αµπέλι ευδοκιµούσαν χωρίς πολλές φροντίδες. Την εποχή αυτή, πριν ακόµη αρχίσουν οι πρώτες επαφές µε άλλους λαούς, οι πρώτοι κήποι αποτελούνταν συνήθως από οπωρώνες, λαχανόκηπους και αµπέλια, πράγµα που αποδεικνύεται από την οµηρική περιγραφή των κήπων του Λαέρτη και του Αλκίνοου. Τα αγριολούλουδα της ελληνικής εξοχής όπως οι ασφόδελοι, οι νάρκισσοι, οι βιολέτες, τα κυκλάµινα, οι υάκινθοι, οι κρίνοι, οι ίριδες και οι κρόκοι ενέπνευσαν τους ποιητές, ενώ το άνθος που καλλιεργήθηκε σίγουρα στους αρχαίους ελληνικούς κήπους ήταν το τριαντάφυλλο. Μετά το 600 π.χ. αρχίζει, η κατασκευή περισσότερο οργανωµένων κήπων στην Αθήνα, την Κω, τη Ρόδο, την Έφεσο και αλλού. Οι οµοιότητες των κήπων αυτών µε τους αιγυπτιακούς και περσικούς είναι µεγάλες, βρίσκονταν συνήθως σε µικρές αυλές, που έγιναν πρότυπο για τα κατοπινά ρωµαϊκά περιστύλια, µέσα στα σπίτια των πόλεων και περιελάµβαναν διάφορες κατασκευές, όπως κίονες, δεξαµενές και αγάλµατα, οι κήποι περιείχαν εξωτικά φυτά φερµένα από ξένες χώρες, αποδεικνύοντας την τόσο παλιά επιθυµία του ανθρώπου να περιβάλλεται από σπάνια και ασυνήθιστα φυτά. Στους κλασικούς χρόνους (µετά τον 5ο αιώνα π.χ.) αρχίζει να αναπτύσσεται µια µορφή δηµόσιου πάρκου, όπου συγκεντρώνονται οι Αθηναίοι για να συζητήσουν και να ανταλλάξουν ιδέες (Αγορά, Ακαδηµία, Γυµνάσιο). Στην εποχή του Περικλή δηµιουργούνται στην Αθήνα και οι πρώτοι δηµόσιοι κήποι, που αποτέλεσαν την αρχή των σηµερινών πάρκων. Για πρώτη φορά η κηποτεχνία, µε την ευρεία της έννοια, απευθύνεται προς όλους τους πολίτες και δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόµιο της άρχουσας τάξης. Πολλοί από τους κήπους αυτούς γίνονται τα σηµεία συνάντησης των φιλοσόφων και των µαθητών τους και φυτεύονται µε πλατάνια, φτελιές, µυρτιές και ίταµο και εµπλουτίζονται µε ναΐσκους, βωµούς, περίπτερα, κιονοστοιχίες και κρήνες (Εικ. 81, 85, 87). 127

128 Για τους κατοίκους του αρχαιοελληνικού χώρου τα φυτά αντιπροσώπευαν το µυστηριώδες και το φανταστικό κατέχοντας εξέχουσα θέση σε αρχιτεκτονική, τοπίο και τη µυθολογία. Φυτικά είδη αποτελούσαν τη µεταµόρφωση µυθολογικών προσώπων µετά από θεϊκή παρέµβαση ( άφνη, Νάρκισσος, Ίριδα κ.ά.), ενώ δένδρα ήσαν οι πρώτοι ναοί των θεών και τα ιερά άλση το πρώτο µέρος λατρείας τους. Παραδείγµατα αποτελούν το ιερό της Αφροδίτης «εν Κήποις» στην κλασική Αθήνα που τοποθετείται στη σύγχρονη γειτονιά των Αµπελοκήπων και η Άλτις του Ιερού της αρχαίας Ολυµπίας. Τα φυτά και ιδιαίτερα τα ανθοφόρα φυτά συµµετείχαν σε λατρευτικές τελετές. Βιολέτες, νάρκισσοι, γαρύφαλλα, ανεµώνες, ίριδες, κρόκοι ήταν τα άνθη στεφανιών και γιρλαντών σε θρησκευτικούς εορτασµούς στην Αττική. Η λατρεία των νεκρών γινόταν σε κατάφυτους ταφικούς χώρους µε την παρουσία φυτικών ειδών που σχετίζονταν µε τη µεταθανάτια ζωή και είχαν συµβολική αξία. Σε πάπυρους του 1ου αιώνα γίνεται αναφορά στα «κηποτάφεια», κήπους σε χώρους νεκροταφείων οι οποίοι περιελάµβαναν φρούτα και λαχανικά και σε έσοδα από την ενοικίαση τους στην περιποίηση των τάφων. Η τιµή ηρώων µετά από νίκες σε µάχες ή και αθλητικούς αγώνες γινόταν µε φυτικά στεφάνια. Στεφάνι από ελιά ήταν το έπαθλο των νικητών στους αθλητικούς αγώνες της αρχαίας Ολυµπίας, από σέλινο σε αυτούς της αρχαίας Νεµέας. Γενικά, η βοτανική και η κηποτεχνία στην αρχαία Ελλάδα ήταν στενά συνδεδεµένη µε τη θρησκευτική λατρεία. Κάθε θεός είχε ένα δένδρο αφιερωµένο σ' αυτόν που θεωρούνταν ιερό. Το πεύκο ήταν αφιερωµένο στον Πάνα, η δρυς στο ία, η οξιά στον Ηρακλή, το πουρνάρι και η παπαρούνα στον 'Άρη, το έλατο και ο κισσός στο Βάκχο, η ελιά στην Αθηνά, η µυρτιά και η τριανταφυλλιά στην Αφροδίτη και η µέντα στον Πλούτωνα (Εικ. 86). Εξάλλου η καλλιέργεια ανθέων για τη διακόσµηση χώρων, αγαλµάτων και προσώπων αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην αρχαία Ελλάδα και συνεχίστηκε στη Ρώµη. Ο ίδιος θρησκευτικός συµβολισµός δηµιούργησε τους «κήπους του Άδωνι», µία άλλη καινοτοµία της εποχής που αποτέλεσε ίσως τον πρόδροµο των σηµερινών φυτοδοχείων. Ήταν πήλινα δοχεία ή καλάθια µε χώµα όπου οι γυναίκες έσπερναν κάθε άνοιξη κριθάρι, σιτάρι, λαχανικά και άλλους ταχυφυείς σπόρους και τοποθετούνταν στις σκεπές των σπιτιών. Τα νεαρά φυτά µαραίνονταν σε λίγες µέρες, συµβολίζοντας την επιστροφή του Άδωνι στον κόσµο κάθε άνοιξη και τις εφήµερες απολαύσεις της ζωής. Η προσφορά των αρχαίων Ελλήνων είναι αναµφισβήτητα µεγάλη στη βοτανική και 128

129 ειδικά στη γνώση των φαρµακευτικών και αρωµατικών φυτών. Αρχίζει µε τον πατέρα της φυσικής ιστορίας τον Αριστοτέλη και συνεχίζεται µε τον µαθητή του τον Θεόφραστο, τον Γαληνό, τον Ασκληπιό και τον ιοσκουρίδη. Η παρασκευή αρωµάτων εξάλλου πήρε µεγάλες διαστάσεις, όπως και η χρήση φυτών για τη βαφή υφασµάτων. Σε γενικές γραµµές ο συµβολισµός, η αρµονία και η καθαρότητα των γραµµών και η έµφαση της φυσικής τοπογραφίας διαπότισαν την αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική και τον σχεδιασµό του τοπίου. Η τοποθέτηση οικισµών και των λατρευτικών κτιρίων γινόταν σε τοποθεσίες που αφενός δόξαζαν τα θεία, αφετέρου τιµούσαν τη ανθρώπινη προσπάθεια, ενώ το µακρινό τοπίο αποτελούσε πάντα στοιχείο του σχεδιασµού 355. Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία (509 π. Χ µ.χ.) Η αρχικά περιορισµένη Ρωµαική αυτοκρατορία στο ξηρό και ζεστό κλίµα της κεντρικής Ιταλίας, αργότερα εξαπλώθηκε από την Σκωτία ως τον Περσικό Κόλπο και την Ισπανία. Τη ηµοκρατία σύµφωνα µε τα πρότυπα της κλασσικής Ελλάδας διαδέχθηκε η ισχυρή κεντρική εξουσία από τον αυτοκράτορα, ο οποίος λατρευόταν ως Θεός. Η αρχαία τέχνη της κηποτεχνίας έφτασε στο απόγειό της στην τελευταία περίοδο του Ρωµαϊκού πολιτισµού και στα πρώτα χρόνια της χριστιανικής περιόδου. Οι κλασσικές αρχές της ρωµαϊκής κηποτεχνίας µπορούν να αναγνωρισθούν και στον εικοστό αιώνα και είναι αναµφισβήτητα το αποτέλεσµα των δεσµών που τους ένωναν µε τους αρχαίους Έλληνες. Στη Ρώµη, όπως και σε µικρότερες πόλεις της ρωµαϊκής αυτοκρατορίας, ήταν έντονη η παρουσία βλάστησης. Κάθε κατοικία στολιζόταν µε άνθη και φυτά. ηµόσια πάρκα, κρεµαστοί κήποι σε αψίδες και κήποι σε εσωτερικές αυλές, αποτέλεσαν τη φυσική εξέλιξη των πρώτων ελληνικών κήπων. Τα ρωµαϊκά σπίτια ήταν κτισµένα ακριβώς δίπλα στο δρόµο και τα δωµάτια τους έβλεπαν προς τα µέσα. Στο κέντρο περίπου του σπιτιού υπήρχε µια τετράγωνη ή παραλληλόγραµµη αυλή, το αίθριο. Οι αστικές 355 Κανταρτζής & Τσαλικίδης 1981, σελ Τσαλικίδης 2001, σελ Ανανιάδου- Τζηµοπούλου 1992, σελ Mann 1993, σελ Rogers 2001, σελ & Jellicoe & Jellicoe 1995, σελ Goody 1993, σελ Leszczynski 1999, σελ. 5. Hobhouse 1997, σελ Carroll 2003, σελ. 74,

130 βίλλες (villae) είχαν περιφραγµένο κήπο µεγάλου µεγέθους µε αυστηρή, γεωµετρική διάταξη ενώ οι βίλλες στην εξοχή (villae rusticae) περιελάµβαναν τειχισµένους κήπους µεγάλων διαστάσεων µε διάσπαρτες κατασκευές, κτίρια πολλαπλών χρήσεων, οπωρώνες, αµπελώνες, γεωµετρικούς κήπους, καλλιεργήσιµους αγρούς. Ουσιαστικά, οι αστικοί κήποι αποτελούσαν καταφύγια από το δυνατό ήλιο, τον άνεµο, τη σκόνη και το θόρυβο των δρόµων. ένδρα δεν υπήρχαν, γιατί οι κιονοστοιχίες παρείχαν αρκετή σκιά. Τα φυτά τοποθετούνταν σε φυτοδοχεία ή υπερυψωµένα παρτέρια και συχνά αειθαλή είδη κλαδεύονταν σε σχήµατα, τεχνική που ανάγεται σ' αυτήν την εποχή και επιβιώνει έως σήµερα. Οι αυλές στολίζονταν µε σιντριβάνια, κρήνες, µαρµάρινα τραπέζια και αγάλµατα (Εικ ). Τα άνθη διατηρούν τον συµβολισµό και τους λατρευτικούς συσχετισµούς που σχετίζονταν µε το δωδεκάθεο, ενώ αυτά που ήσαν σε χρήση περισσότερο απ' όλα ήταν οι νάρκισσοι, οι ανεµώνες, οι γλαδίολοι, οι ίριδες. Ιδιαίτερη προσοχή δινόταν στα δένδρα και τους θάµνους είτε γιατί ορισµένα θεωρούνταν ιερά, είτε γιατί πρόσφεραν σκιά και δροσιά. Τα πιο διαδεδοµένα απ' αυτά ήταν το πεύκο, η δάφνη, η δρυς, η µυρτιά, η ελιά και το κυπαρίσσι 356. Βυζάντιο ( ) Η βυζαντινή αυτοκρατορία εξαπλώθηκε σε παραλιακά και ηπειρωτικά µέρη γύρω από τη Μεσόγειο, ενώ η πρωτεύουσα της η Κωνσταντινούπολη κατείχε στρατηγική θέση µεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Ο xριστιανισµός αποτελούσε επίσηµη θρησκεία του κράτους και ο αυτοκράτορας ασκούσε την κεντρική εξουσία. Ο σχεδιασµός την εποχή αυτή περιελάµβανε κυρίως µεγαλοπρεπείς βασιλικές, οχυρώσεις και πύργους και τον σχηµατισµό µεγάλων αστικών κέντρων ως συνέχεια ελληνικών και ρωµαϊκών πόλεων. Η ραγδαία ανάπτυξη του µοναχισµού στις πόλεις και την ύπαιθρο συνοδευόταν µε τον περιορισµό των χώρων µε βλάστηση µέσα ή κοντά σε µοναστήρια. Οι κήποι των µοναστηριών ήταν κυρίως λαχανόκηποι, οπωρώνες και φαρµακευτικοί κήποι (Εικ. 78, 83, 84). 356 Κανταρτζής & Τσαλικίδης 1981, σελ Τσαλικίδης 2001, σελ Ανανιάδου- Τζηµοπούλου 1992, σελ Farrar 1998: Ancient Roman gardens. Mann 1993, σελ Rogers 2001, σελ Jellicoe & Jellicoe 1995, σελ Goody 1993, σελ Leszczynski 1999, σελ. 5. Carroll 2003, σελ. 74, 88. Hobhouse 1997, σελ

131 Οι οικίες ακολουθούσαν αρχικά τα ελληνορωµαϊκά πρότυπα ενώ οι κήποι των ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης δίπλα στη θάλασσα του Μαρµαρά είχαν ρωµαϊκή αλλά και περσική επίδραση µε πλούσια φύτευση, δένδρα για σκιά, αρωµατικά φυτά και παρουσία στοιχείων νερού. Την εποχή του Βυζαντίου, η κηποτεχνία επηρεαζόταν όλο και περισσότερο από την Ανατολή µε την εισαγωγή φυτικών ειδών από την Ασία και τη δηµιουργία περιτειχισµένων κήπων 357. Όσον αφορά τον έντονο συµβολισµό των δένδρων και των φυτών γενικότερα, την παλαιοχριστιανική εποχή οι κάτοικοι του «ελληνικά» σκεπτόµενου µεσογειακού χώρου δεν απέρριψαν τις µυθολογικές παγανιστικές δοξασίες που τα αφορούσαν. Τις υιοθέτησαν ως µερικώς ορθές ιστορίες τοποθετώντας αυτές µέσα σε χριστιανικά αποδεκτά πλαίσια. Αυτό συνέβαλλε στην επιβίωση τους µέχρι σήµερα µέσα από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση 358. Τα φυτικά είδη που συναντάµε σήµερα σε αύλειους χώρους εκκλησιών του ελληνικού χώρου είναι είδη τα οποία χρησιµοποιούνται σε διάφορες τελετές και µυστήρια της εκκλησίας (δάφνη -Κυριακή των Βαΐων, βασιλικός και δενδρολίβανο - Αγιασµοί, πασχαλιά - στολισµός Επιταφίου) αλλά και είδη µε µακρά ιστορία σε θρησκευτικούς χώρους του ελληνικού χώρου από την αρχαιότητα. Το κυπαρίσσι αναφέρεται ότι φύεται σε χώρους αρχαίων ιερών και ταφών διότι συνδέεται µε την µεταθανάτια ζωή και την ανάσταση. Η ροδιά, ιερό φυτό της θεάς ήµητρας και της Αφροδίτης, συµβόλιζε από την αρχαιότητα, τη ζωή και τη γονιµότητα. Οι απεικονίσεις της είναι πολυάριθµες σε νοµίσµατα και γλυπτά. Η θεϊκή αγγελιοφόρος Ίριδα συνόδευε τις ψυχές στους τόπους της αιώνιας ειρήνης σύµφωνα µε την ελληνική µυθολογία. Το οµώνυµο άνθος αναφέρεται ότι συναντάται σε χώρους ταφών στον ελλαδικό χώρο από την αρχαιότητα. Το αµπέλι, ιερό φυτό του θεού ιονύσου, του οποίου η καλλιέργεια αναφέρεται από την αρχαιότητα στον ελλαδικό χώρο, συναντάται συχνά σε απεικονίσεις σε µνηµεία και σκεύη της χριστιανικής λατρείας (Εικ. 88) 359. Επίσης ακόµα και σήµερα επιβιώνουν ονοµασίες και τοπωνύµια στον ελληνικό χώρο που παραπέµπουν σε κήπους της αρχαιότητας, συχνά διατηρώντας την ίδια χρήση. Η ονοµασία Γεροσκήπου, κωµοπόλεως στην Πάφο της Κύπρου προέρχεται από τον υπάρχοντα στην αρχαιότητα ιερό κήπο της Αφροδίτης. Η µονή αφνίου στη δυτική 357 Κανταρτζής & Τσαλικίδης 1981, σελ Littlewood et al. (ed.) 2002: Byzantine Garden Culture. 358 Davies 1988, σελ Μπακιρτζή κ.ά. 2006: «Τα φυτικά είδη ως ιδιαίτερος χαρακτήρας των αύλειων χώρων εκκλησιών της Θεσσαλονίκης». 131

132 Αττική τοποθετείται στην ίδια θέση µε ιερό του θεού Απόλλωνα, η λατρεία του οποίου σχετίζεται µε το φυτό της δάφνης. Στον τύµβο των Μαραθωνοµάχων έγινε προσπάθεια να διατηρηθούν τα µάραθα, τα φυτά που έδωσαν το όνοµα τους στην περιοχή όπως επίσης και οι καλαµιώνες µια και σηµατοδοτούν τα τενάγη που έγιναν ο τάφος και µία από τις αιτίες ήττας των Περσών. Τέτοιου είδους µέριµνα αυξάνει τις πληροφορίες που τα αρχαία κατάλοιπα δίνουν. Στον περιβάλλοντα χώρο της Ροτόντας Θεσσαλονίκης εφαρµόζονται κλαδέµατα φραχτών σε σχήµατα, τεχνική που επικρατούσε ευρέως στην υστερορωµαϊκή εποχή όπου και τοποθετείται και η ανέγερση του µνηµείου. Κοντά στην είσοδο στο µνηµείο, κατασκευάστηκε φυτικό παρτέρι βασισµένο σε µοτίβο µε φρούτα και φυτά από το ψηφιδωτό διάκοσµο του µνηµείου (Εικ. 75). Στον περιβάλλοντα χώρο του παλαιοχριστιανικού ναού του Οσίου αυίδ στην Άνω πόλη της Θεσσαλονίκης φυτεύτηκε δένδρο αµυγδαλιάς, σαν το δένδρο πάνω στο οποίο µόνασε ο Όσιος αυίδ ως δενδρίτης µοναχός. Παραστάσεις αγιογραφίας εικονίζουν τον άγιο πάνω σε ένα τέτοιο δένδρο ενώ την ηµέρα πανηγυρισµού του ναού µοιράζονται στους πιστούς αµύγδαλα µε την ευλογία του Αγίου. Η πρόταση του ΥΠ.ΠΟ για τη διαµόρφωση του περιβάλλοντα χώρου του τζαµιού της Θέρµης Θεσσαλονίκης έχει στόχο τη δηµιουργία χώρου περίκλειστου από υψηλό πράσινο που απλά παραπέµπει στην εσωστρέφεια του τυπικού ισλαµικού κήπου. Προτείνει τη φύτευση φυτών µε στοιχεία (µυρωδιά, χρώµα) που δηµιουργούν την αίσθηση των κήπων-οάσεων της Ανατολής, ενώ οι πορείες µέσα στον χώρο «χωρίζουν» τον κήπο στα τέσσερα θυµίζοντας την τυπική διάταξη ισλαµικού κήπου Σιαξαµπάνη & Μπακιρτζή 2006: «Τζαµί της Θέρµης. Συντήρηση, νέα χρήση, διαµόρφωση του περιβάλλοντα χώρου». 132

133 Xρήσεις φυτών στον αρχαίο ελληνορωµαϊκό κόσµο 361 Αρωµατοποιία Υφαντουργία Παραγωγή βαφών Φαρµακευτική Λατρεία ΕΝ ΡΑ ΕΝ ΡΑ ΕΝ ΡΑ ΕΝ ΡΑ ΕΝ ΡΑ Κίτρο Χαµέρωψ Καρυδιά (Juglans regia) Αµυγδαλιά Αρµυρίκι Αφροδίτη (Citrus medica) (Chamerops Κοκορεβυθιά (Prunus amygdalus) (Tamarix sp.) humilis) (Pistacia terebinthus) Βυσσινιά Βελανιδιά ίας ΘΑΜΝΟΙ Πουρνάρι (Prunus cerasus (Quercus sp.) Λεβάντα ΘΑΜΝΟΙ (Quercus coccifera) vulgaris) Ελάτη Πάνας (Lavandula sp.) Λινάρι Συκιά* (Ficus carica) Κυδωνιά (Abies sp.) Τριανταφυλλιά (Linum sp.) (Cydonia vulgaris) Ελιά Αθηνά (Rosa sp.) Σπάρτο ΘΑΜΝΟΙ Μουσµουλιά (Olea europaea) (Spartium Κότινος (Rhus cotinus) (Eriobothrya Κυδωνιά Αφροδίτη ΒΟΛΒΩ Η - junceum) Μυρτιά* japonica) (Cydonia vulgaris) ΡΙΖΩΜΑΤΩ Η (Myrtus communis) Συκιά (Ficus carica) Κυπαρίσσι Κάτω Ίριδα (Iris sp.) Τάξος κόσµος Κρόκος ΒΟΛΒΩ Η - ΡΙΖΩΜΑΤΩ Η (Taxus baccata) (Cupressus (Crocus sp.) Κρόκος (Crocus sp.) semprevirens) ΘΑΜΝΟΙ Λεύκα Ηρακλής ΠΟΕΣ άφνη (Populus sp.) Ίσατις η βαφική (Laurus nobilis) Πεύκο Ποσειδώνας, (Isatis tinctoria) ενδρολίβανο Ρέα (Pinus sp.) Καλενδούλα (Rosmarinus Πλατάνι ίας και Ήρα (Calendula sp.) officinalis) (Platanus orientalis) Ριζάρι (Rubia tinctoria) Λεβάντα Συκιά ιόνυσος, Φασκόµηλο* (Salvia sp.) (Lavandula sp.) Ρώµος και Ρωµύλος Μυρτιά (Ficus carica) (Myrtus communis) Σφενδάµι Κάτω Ροδιά κόσµος (Acer sp.) *είδη τα οποία (Punica granatum) Τάξος Άρτεµις, χρησιµοποιούνταν για τη Σχίνος Ερινύες (Taxus baccata) βαφή µαλλιών. (Pistacia lentiscus) Φοίνικας Τριανταφυλλιά Απόλλωνας και Άρτεµις (Rosa sp.) (Phoenix sp.) ΒΟΛΒΩ Η - ΘΑΜΝΟΙ ΡΙΖΩΜΑΤΩ Η άφνη Απόλλωνας Ανεµώνη (Laurus nobilis) (Anemone sp.) ενδρολίβανο- Ίριδα (Iris sp.) Αφροδίτη (Rosmarinus Κρόκος (Crocus sp.) officinalis) Νάρκισσος Λυγαριά Ήρα (Vitex (Narcissus sp.) agnus- castus) Μυρτιά Αφροδίτη ΠΟΕΣ (Myrtus communis) Άκανθος Ροδιά Περσεφόνη, 361 Μπάουµαν 1999: Η ελληνική χλωρίδα στο µύθο, στην τέχνη, στη λογοτεχνία. Γεννάδιος 1914: Λεξικόν Φυτολογικόν. Γεωργακοπούλου- Βογιατζή 1993: Καλλωπιστικά φυτά εξωτερικών χώρων. 133

134 (Acanthus mollis) Θυµάρι (Thymus sp.) Καλενδούλα (Calendula sp.) Μέντα (Mentha sp.) Ρίγανη (Origanum vulgare) Φασκόµηλο (Salvia sp.) ΑΝΑΡΡΙΧΗΤΙΚΑ Κισσός (Hedera sp.) ήµητρα, Ήρα (Punica granatum) Τριανταφυλλιά Άδωνις (κόκκινα άνθη) (Rosa sp.) ΒΟΛΒΩ Η ΡΙΖ/Ω Η Ασφόδελος Κάτω κόσµος (Asphodelus sp.) Ίριδα Κάτω κόσµος (Iris sp.) Νάρκισσος Περσεφόνη (Narcissus sp.) ΠΟΕΣ Γαρύφαλλο ίας (Dianthus sp.) Παπαρούνα ήµητρα (Papaver rhoeas) Σπαράγγι Αφροδίτη (Asparagus sp.) ΑΝΑΡΡΙΧΗΤΙΚΑ Αµπέλι ιόνυσος (Vitis vinifera) Βάτο ιόνυσος, Κάτω κόσµος (Rubus sp.) Κισσός ιόνυσος (Hedera sp.) 134

135 2.4 Οικολογικές παράµετροι 362 Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι και άγρια µέντα, κ έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάµινο, τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιµέντα, και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάµινο. Κοιµήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης, στου κόσµου το µπαλκόνι ποτέ µην ξαναβγείς. Εκεί που σµίγανε τα χέρια τους οι µύστες, ευλαβικά πριν µπουν στο θυσιαστήριο, τώρα πετάνε τ αποτσίγαρα οι τουρίστες, και το καινούργιο παν να δούνε διυλιστήριο. Κοιµήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης, στου κόσµου το µπαλκόνι ποτέ µην ξαναβγείς Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία, και ήταν ευχή του κάµπου τα βελάσµατα, τώρα καµιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία, άδεια κορµιά, σιδερικά, παιδιά και ελάσµατα. Κοιµήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης, στου κόσµου το µπαλκόνι ποτέ µην ξαναβγείς. «Ο εφιάλτης της Περσεφόνης» Ποίηση: Νίκος Γκάτσος, Μουσική: Μάνος Χατζηδάκης. Το ποίηµα αυτό του Νίκου Γκάτσου, που χάρη στον Μάνο Χατζηδάκη έγινε δηµοφιλές τραγούδι, δεν θα µπορούσε να περιγράψει καλύτερα την ραγδαία αλλαγή 362 Η οικολογία ορίζεται ως η επιστηµονική µελέτη των αλληλεπιδράσεων που καθορίζουν την κατανοµή (χωροδιάταξη) και την αφθονία των οργανισµών (Krebs 1994 εις Βερεσόγλου 2002, σελ. 1). 135

136 του ελληνικού πολιτισµικού τοπίου στις µέρες µας. Στην συγκεκριµένη περίπτωση αναφέρεται στην Ελευσίνα Οι αρχαιολογικοί χώροι ως περιοχές αυξηµένης βιοποικιλότητας Η λεκάνη της Μεσογείου, ως σηµείο επαφής τριών ηπείρων, χαρακτηρίζεται από πλούτο σε φυτικά είδη και γενετική ποικιλότητα στη βλάστηση 363 Σε σχέση µε τις άλλες περιοχές του πλανήτη µε παρόµοιο κλίµα, στις περιοχές γύρω από την Μεσόγειο, ανευρίσκονται τα περισσότερα ιθαγενή φυτά αλλά και τα περισσότερα φυτικά είδη υπό κίνδυνο. Ως εκ τούτου, η ανάγκη προστασίας του φυτικού αυτού υλικού γίνεται ακόµα πιο άµεση. Με τα µέχρι σήµερα στοιχεία το κίνηµα προστασίας του περιβάλλοντος είχε απογοητευτικά αποτελέσµατα στις χώρες της λεκάνης της Μεσογείου. Η µακρά ιστορία εντατικών χρήσεων γης για αιώνες και η εκτεταµένη δηµογραφική πίεση συνέδραµαν στην εξαφάνιση της πλειονότητας των αδιατάρακτων χλωριδικά περιοχών. Σήµερα η «ανάπτυξη» αποτελεί τη µεγαλύτερη απειλή για την προστασία του χλωριδικού πλούτου των µεσογειακών περιοχών. Η µεγάλη ζήτηση γης για αστικοποίηση, αγροτική εκµετάλλευση και αναψυχή, που παρουσιάζουν οι περιοχές αυτές λόγω ιδανικών κλιµατολογικών συνθηκών και παραθαλάσσιας γεωγραφικής θέσης έχει δηµιουργήσει συνθήκες ώστε είναι δύσκολο να προστατευθούν από το κράτος 364. Η ανάγκη προστασίας του φυσικού χλωριδικού πλούτου στη Μεσόγειο σήµερα είναι άµεση καθώς τα απειλούµενα φυτικά είδη των περιοχών µε µεσογειακό κλίµα είναι σε αριθµό τα δεύτερα απειλούµενα είδη µετά αυτά των τροπικών δασών 365. Στις περιοχές µε µεσογειακό κλίµα απαιτείται άµεση ανάγκη προστασίας της άγριας χλωρίδας σε δύο επίπεδα. Στο επίπεδο των φυτικών ειδών, διότι παρατηρείται µεγάλο ποσοστό σπάνιων και υπό εξαφάνιση φυτικών ειδών, αλλά και σε επίπεδο προστατευόµενων περιοχών, διότι τα τελευταία χρόνια καταγράφονται λίγα εναποµείναντα αδιατάραχτα παρθένα ενδιαιτήµατα φυτικών ειδών 366. Στη χώρα µας 363 Vogiatzakis 1999, σελ Dallman 1998, σελ Dallman 1998, σελ Dalman 1998, σελ

137 καταγράφονται 6308 φυτικά είδη και υποείδη από τα οποία τα 1275 είναι ενδηµικά το τρίτο µεγαλύτερο ποσοστό στη Μεσόγειο µετά την Τουρκία και το Μαρόκο 367. Καταγράφονται 6 ταξινοµικές οµάδες υπό εξαφάνιση, 36 σε κίνδυνο, 146 ευάλωτες, και 75 σπάνιες ταξινοµικές οµάδες φυτών 368. Οι περιοχές γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου υπήρξαν µεγάλα πληθυσµιακά κέντρα για χιλιάδες χρόνια. Η ανθρώπινη δραστηριότητα ως αγροτική καλλιέργεια του εδάφους, ως εκµετάλλευση των δασών για ξυλεία και καύσιµη ύλη αλλά και ως πολεµική σύρραξη υπήρξε εδώ και αιώνες στενά συνδεδεµένη µε την ιστορική εξέλιξη στην περιοχή 369. Οι κλιµατολογικές συνθήκες επέτρεψαν την παρουσία µεγάλης ποικιλίας ζώων και φυτών, πολλά εκ των οποίων αντίστοιχα εξηµερώθηκαν και καλλιεργήθηκαν από τον άνθρωπο, ενώ τα εδάφη επέτρεψαν την εκτεταµένη εξάπλωση της γεωργίας. Αυτά µαζί µε την εντατική βόσκηση, την κοπή των δασών, τις πυρκαγιές οδήγησαν σε αλλαγές και µετατροπές της φυσικής βλάστησης στις περισσότερες περιοχές. Επιπλέον οι αυξηµένες ανάγκες για προσφορά γης σε νέες χρήσεις, όπως γεωργία, δασοκοµία, αναψυχή αλλά και η ποικίλων κατηγοριών προστασίας δηµιούργησαν καινούργια αποσπασµατικά τοπία 370. Στη περιοχή της Μεσογείου φύονται περί τα 25,000 είδη φυτών, το 50% των οποίων είναι ενδηµικά. Τα Βαλκάνια και η Ελλάδα είναι οι περιοχές µε την πιο πλούσια χλωρίδα. Η Ελλάδα µε το ποικίλο γεωγραφικό ανάγλυφό της προσφέρει πολλά διαφορετικά είδη ενδιαιτηµάτων και βιοτόπων και φιλοξενεί το 47 % των ειδών όλης της Ευρώπης, πολλά περισσότερα από τις βορειοευρωπαϊκές χώρες οι οποίες περιλαµβάνουν όχι περισσότερα από 1500 είδη. Επιπλέον η περιοχή Ελλάδας- Τουρκίας χαρακτηρίζεται ως ένα από τα δύο κέντρα βιοποικιλότητας 371 φυτικών ειδών της λεκάνης της Μεσογείου Γεράκης κ.ά 2001, σελ Vogiatzakis 1999, σελ Vogiatzakis 1999, σελ Vogiatzakis 1999, σελ Ο όρος βιολογική ποικιλότητα ή βιοποικιλότητα αναφέρεται στην ποικιλότητα των διαφόρων µορφών ζωής: στα διάφορα είδη φυτών, ζώων, φυκών, βρύων, µυκήτων και µικροοργανισµών, στα γονίδια που τα είδη περιέχουν και στα οικοσυστήµατα, των οποίων τα είδη είναι τα βιοτικά συστατικά τους. (Begon M., J.H. Harper and C.R. Townsend, Ecology: Individuals, Populations and Communities, 3 rd edition, Blackwell Oxford, 1996 όπως αναφέρεται στο Βερεσόγλου 2002, σελ. 325). Η έννοια του όρου αναφέρεται σε τρία επίπεδα: 137

138 Οι προστατευόµενες περιοχές στην Ελλάδα καλύπτουν περίπου 3,5 εκατοµµύρια στρέµµατα, το 2,5 % περίπου της έκτασης της χώρας. Στις προστατευόµενες αυτές περιοχές µαζί µε τους εθνικούς δρυµούς, τα αισθητικά δάση, τα καταφύγια θηραµάτων, τους υγροβιότοπους και τα θαλάσσια πάρκα περιλαµβάνονται και οι χώροι που περιβάλλουν µνηµεία πολιτιστικής κληρονοµιάς, καλύπτοντας ποσοστό 4.4 % της συνολικής κάλυψης των προστατευόµενων περιοχών στη Ελλάδα. Η αρχαιολογική νοµοθεσία µε τον νόµο 5351/ 1932 αποτέλεσε ένα από τα πρώτα εργαλεία παροχής προστασίας σε περιοχές από το ελληνικό κράτος 373. Σε ορισµένες περιπτώσεις η αρχαιολογική νοµοθεσία και το Υπουργείο Πολιτισµού έχει παίξει καίριο ρόλο στην προστασία του περιβάλλοντος, όπως στη περίπτωση του περιαστικού δάσους της Θεσσαλονίκης. Συγκεκριµένα το ΥΠ.ΠΟ συνέβαλλε σηµαντικά στον χαρακτηρισµό του περιαστικού δάσους πάρκου της Θεσσαλονίκης από το 1984 ως «τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους». Το καθεστώς αυτό προστασίας δεν επιτρέπει την αλλαγή της χρήσης και του προορισµού του δάσους και των δασικών εκτάσεων 374. γενετική ποικιλότητα: εκφράζει την κληρονοµήσιµη ποικιλότητα γονιδίων, τόσο µέσα σε έναν πληθυσµό όσο και µεταξύ πληθυσµών του ίδιου η διαφορετικών ειδών. Αναφέρεται στις διαφορές µεταξύ των ατόµων στην αλληλουχία του DNA. ποικιλότητα ειδών: ο όρος βιοποικιλότητα συχνά χρησιµοποιείται ως συνώνυµο του πλούτου ειδών, το οποίο αναφέρεται στον αριθµό των ειδών σε µία περιοχή ή σε ένα ενδιαίτηµα, ποικιλότητα οικοσυστηµάτων: αναφέρεται στην ποικιλία των ενδιαιτηµάτων, των βιοκοινοτήτων και των οικολογικών διεργασιών που συµβαίνουν. Ωστόσο, η ποσοτική εκτίµηση της ποικιλότητας σε επίπεδο ενδιαιτήµατος ή οικοσυστήµατος παραµένει προβληµατική και έχει αποδειχθεί δύσκολο στην πράξη να βρεθεί τρόπος να εκτιµηθεί η ποικιλότητα οικοσυστηµάτων σε παγκόσµιο επίπεδο παρά µόνο σε τοπικό και µόνο µε βάση τη βλάστηση που αναπτύσσεται (Βερεσόγλου 2002, σελ Γεράκης κ.ά. 2001, σελ ). 372 Dallman 1998, σελ. 54, 172. Vogiatzakis 1999, σελ. 9, Vogiatzakis 1999, σελ Με την ΥΠΠΕ/ ΙΛΑΠ/ 3503/ 72155/ (ΦΕΚ Β/ 148/ ) απόφαση του Υπουργού Πολιτισµού και Επιστηµών χαρακτηρίσθηκε το δάσος πάρκο Θεσσαλονίκης ως τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους κατά τις διατάξεις του άρθρου 52 του Ν. 5351/ 1932 και του Ν. 1469/

139 Οι απαλλοτριώσεις και έλεγχος χρήσης γης εκτεταµένων περιοχών εντός και πλησίον αρχαιολογικών χώρων σύµφωνα µε την αρχαιολογική νοµοθεσία δηµιουργούν τις προϋποθέσεις ώστε οι αρχαιολογικοί αυτοί χώροι να αποτελέσουν νησίδες προστασίας της βιοποικιλότητας σε ιδιαίτερα διαταραγµένες αστικές ή αγροτικές περιοχές, καθώς επίσης να αποτελέσουν σηµεία όπου µπορούν να καταφύγουν δυσεύρετα είδη χλωρίδας και πανίδας. Η διατήρηση της βιοποικιλότητα αποκτά πολιτιστική αξία συνηγορώντας στη διατήρηση της φυσικής κληρονοµιάς και των φυσικών πόρων µίας περιοχής για τις µελλοντικές γενιές 375. Οι αρχαιολογικοί χώροι παραµένουν χώροι πρασίνου και αυξηµένης βιοποικιλότητας όχι µόνο µέσα στα πυκνοκατοικηµένα αστικά κέντρα αλλά και σε αγροτικές περιοχές µε εντατικές συµβατικές καλλιέργειες. εν το έχουµε συνειδητοποιήσει αλλά ακόµα και οι εγκαταλειµµένοι αρχαιολογικοί χώροι αποτελούν χώρους πρασίνου έστω και εάν περιέχουν το πράσινο σε µία ανεξέλεγκτη και συχνά «αντιαισθητική» εκδοχή. Η έννοια «πράσινο» περιλαµβάνει και την έννοια ενός χώρου άβατου λόγω της πυκνής κάλυψής του µε δένδρα, θάµνους, πολυετή ποώδη φυτά. Γενικά, χώρος πρασίνου είναι ο ελεύθερος χώρος, ανεξάρτητα από το εµβαδόν του, δοµηµένος µε κριτήρια οικολογικά, λειτουργικά και αισθητικά από υλικά τεχνητά και κυρίως φυσικά (χώµα, φυτά, βράχια, ξύλο, νερό, χρώµατα) συνδεόµενα αρµονικά µεταξύ τους και συντηρούµενα σ ένα σύστηµα που δεν συγκρούεται µε άλλες λειτουργίες. Οι χώροι πρασίνου εξασφαλίζουν καταφύγιο και αναψυχή στους πολίτες συµβάλλοντας στην ενίσχυση των αισθητικών αξιών και τη σταθεροποίηση του οικοσυστήµατος 376. Η θετική ακριβώς διάσταση της εγκατάλειψης πολλών αρχαιολογικών χώρων συνίσταται στο γεγονός ότι παρέµειναν χώροι πρασίνου και αυξηµένης βιοποικιλότητας µέσα στα αστικά κέντρα, βιοµηχανικές περιοχές και σε αγροτικές περιοχές µε εντατικές καλλιέργειες (Εικ. 90). Σε αυτό συνέβαλε η αδιαφορία εξόντωσης της βλάστησης, η µειωµένη και περιστασιακή χρήση χηµικών µέσων καταπολέµησης των ζιζανίων και η παρουσία τοίχων οι οποίοι φιλοξενούν πολλά είδη χλωρίδας και πανίδας (Εικ. 93, 94). Χαρακτηριστικότερο ίσως τέτοιο παράδειγµα αποτελεί ο αρχαιολογικός χώρος της Ελευσίνας, έκτασης 80 στρεµµάτων περίπου. Βρίσκεται σε µια έντονα επιβαρηµένη περιοχή της Αττικής, εγκλωβισµένος µέσα στην άναρχη δόµηση του σύγχρονου οικισµού και στη βιοµηχανική περιοχή (Εικ. 89). Το γεγονός ότι παραµένει αδόµητος 375 Γεράκης κ.ά. 2001, σελ Παπαδήµας 1995, σελ

140 και φιλοξενεί βλάστηση τον καθιστά πολύτιµο καταφύγιο χλωρίδας και πανίδας για την ευρύτερη περιοχή. Η περιήγηση στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας αλλάζει την ζοφερή και βρώµικη εικόνα που έχει κανείς για τη σύγχρονη περιοχή όταν την προσπερνάει απλώς από την Εθνική οδό. Οι εκπληκτική θέα προς τον κόλπο της Ελευσίνας, τα Γεράνεια όρη, την Πάρνηθα, τα βουνά του Αιγάλεω και τη Σαλαµίνα κάνει τα φουγάρα και τους υψικάµινους να µην υπάρχουν. Ο αρχαιολογικός χώρος του Κεραµεικού, έκτασης 38.5 στρέµµατα, βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας. Αποτελεί όαση βλάστησης και πρασίνου που φιλοξενεί πλούσια χλωρίδα και πανίδα περιλαµβάνοντας είδη του ενδιαιτήµατος του υγροβιότοπου του Ηριδανού ποταµού. υστυχώς τα έργα του Μετρό Αθηνών στο Μοναστηράκι διατάραξαν την ισορροπία και παρατηρούνται απώλειες φυτών στον χώρο 377. Η ακρόπολη της Αρχαίας Τανάγρας στη Βοιωτία αποτελεί όαση µέσα σε περιοχή που λόγω της στρατηγικής της θέσης έχει επιλεγεί για µεγάλα έργα, όπως η Ελληνική Αεροπορική Βιοµηχανία, το κανάλι Μόρνου Υλίκης, ο βιολογικός καθαρισµός Οινοφύτων-Σχηµαταρίου, ο αγωγός φυσικού αερίου κλπ. Ο χώρος της ακροπόλεως έχει διατηρηθεί αναλλοίωτος µέχρι σήµερα, δεν έχει καλλιεργηθεί ποτέ ούτε έχει ανασκαφεί και περιέχει σπάνια είδη αγριοβοτάνων και εντόµων 378. Ο εκτεταµένος ερειπιώνας της Νικόπολης της Ηπείρου αποτελεί µοναδικό βιότοπο. Συνολικής έκτασης στρεµµάτων περιλαµβάνει απαλλοτριωµένες εκτάσεις 220 στρεµµάτων µε διάσπαρτα µνηµεία και 300 στρέµµατα µε ερείπια παλαιοχριστιανικής οχύρωσης. Ο αρχαιολογικός χώρος είναι στενή λωρίδα γης µεταξύ Ιονίου πελάγους και Αµβρακικού κόλπου, ο οποίος ως υγροβιότοπος προστατεύεται από τις συνθήκες Ramsar και Βέρνης, ενώ γειτνιάζει µε άλσος που φύεται κατά µήκος του Ιονίου πελάγους και το όποιο κηρύχθηκε «αισθητικό» το Υπάρχουν επίσης µοναδικοί αρχαιολογικοί χώροι εντελώς αυτόνοµοι και αποµονωµένοι, όπως αυτοί στα νησιά του Αιγαίου ήλος και της Ρηνείας 380. Θα µπορούσε λοιπόν κανείς να πει ότι τα νησιά της Μεσόγειου λειτούργησαν µέσα στους 377 Περισσότερα για την πλούσια πανίδα και χλωρίδα του αρχαιολογικού χώρου του Κεραµεικού στο ΥΠ.Π0 2004: «Ηριδανός το ποτάµι της αρχαίας πόλης». 378 Χαράµη 1998, σελ Ζάχος 1998, σελ Χατζηδάκης 1998, σελ

141 αιώνες ως «µουσεία» της φυσικής κληρονοµιάς και βιοποικιλότητας της χλωρίδας της περιοχής 381. Πρόσφατες έρευνες αποδεικνύουν ότι οι αρχαιολογικοί χώροι της Ελλάδος ως χώροι ενδιαιτηµάτων της χλωρίδας παρουσιάζουν αρκετή ποικιλία και ορισµένοι είναι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Ενώ πριν από την επέµβαση του ανθρώπου φιλοξενούσαν διάφορα φυτικά είδη ορισµένα µόνο από αυτά κατάφεραν να επιβιώσουν µέχρι σήµερα. Με την πάροδο του χρόνου και µε την εκούσια ή ακούσια επίδραση του ανθρώπου, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια, πολλά από τα φυτά τα οποία φιλοξενούσαν περιορίσθηκαν ή εξαφανίσθηκαν Σε πολλές περιπτώσεις αντικαταστάθηκαν από άλλα είδη τα οποία σχετίζονται µε ανθρωπογενείς δραστηριότητες, όπως οι διαµορφώσεις χώρων, οι φυτεύσεις καλλωπιστικών φυτών, συχνά ξενικών και η παρουσία επισκεπτών 382. Γενικότερα το εσωτερικό των φρουρίων και οι περιφραγµένες θέσεις των αρχαιολογικών χώρων µπορεί να λειτουργούν ως καταφύγια για την καλύτερη ανάπτυξη πολλών φυτών προσφέροντας προστασία επειδή εκεί ελαχιστοποιούνται οι παράγοντες της βόσκησης, των µεγάλων πυρκαγιών και άλλων µεγάλης κλίµακας επιδράσεων. Μεταξύ των φυτών αυτών υπάρχουν είδη που δε διατρέχουν κίνδυνο εξαφάνισης και αναπτύσσονται ως ζιζάνια, δηλαδή είναι ανεπιθύµητα στις θέσεις στις οποίες φύονται. Τέτοια είναι συνήθως φυτά νιτρόφιλων ταξινοµικών οµάδων, τα οποία φύονται σε θέσεις αρχαιολογικών χώρων που ρυπαίνονται. Εκεί συχνά εισέρχονται και νεοεµφανισθέντα στην Ελλάδα είδη προερχόµενα από άλλες φυτογεωγραφικές περιοχές, τα λεγόµενα επιγενή 383. Η παρουσία φθαρµένων συνδετικών δοµικών υλικών στη δόµηση αρχαίων κτισµάτων έχουν παίξει σε πολλές περιπτώσεις σηµαντικό ρόλο για τη χλωρίδα φιλοξενώντας µερικά στενότοπα ενδηµικά και άλλα φυτά σπάνιων ταξινοµικών οµάδων, τα οποία είναι δυνατόν εκεί να επιβιώνουν. Τα φυτά αυτά, που ανήκουν στην κατηγορία των χασµόφυτων είναι ολιγαρκή και προσαρµοσµένα σε δύσκολες συνθήκες διαβίωσης. Ο φυσικός τους βιότοπος είναι οι ρωγµές απόκρηµνων ασθεστολιθικών βράχων, οι οποίοι βρίσκονται στην άµεση ή έµµεση γειτονία των αρχαιολογικών χώρων 384. Οι αρχαιολογικοί χώροι έχουν µεγάλη σηµασία για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας των ενδηµικών φυτών που τα χαρακτηρίζει υψηλή οικολογική εξειδίκευση 385. Σε αρχαιολογικούς χώρους που 381 Vogiatzakis 1999, σελ Γιαννίτσαρος 1998, σελ Γιαννίτσαρος 1998, σελ Γιαννίτσαρος 1998, σελ Vogiatzakis 1999, σελ

142 γειτνιάζουν µε υγρότοπους αναπτύσσονται, µέσα ή γύρω τους, υδρόφιλα είδη τα οποία µπορεί να είναι κοινά ή σπάνια. Ακόµη, υπάρχει περίπτωση κάποιες ανασκαφικές τοµές κατά τους χειµερινούς µήνες να συγκεντρώνουν και συγκρατούν νερό, οπότε λειτουργούν ως πρόσκαιροι ή και µεγαλύτερης διάρκειας υγρότοποι οι οποίοι µπορεί να εποικισθούν από υδρόβια, µερικές φορές σπάνια είδη φυτών 386. Στην περιοχή της Ακροπόλεως στην Αθήνα βρέθηκαν 8 ταξινοµικές οµάδες (2,6%) που είναι ενδηµικές του ελλαδικού χώρου, είδη που είναι σχετικά σπάνια στον ελληνικό χώρο, όπως τα είδη Peganum harmala L. & Biarum tenuifolium (L.) Schott. Ωστόσο φαίνεται ότι ο χώρος έχει στερηθεί πρόσφατα ενός τουλάχιστον είδους της, στενότοπου ενδηµικού, δηλαδή µοναδικού σε αυτήν και µόνο. Πρόκειται για τη Micromeria acropolitana Halácsy ή Satureja acropolitana (Halácsy) της οικογένειας Labiatae, η οποία σήµερα πρέπει να θεωρείται εξαφανισθέν είδος από την ελληνική και την παγκόσµια χλωρίδα λόγω των επεµβάσεων του ανθρώπου στην περιοχή 387. Καταγραφές της εκεί αυτοφυούς βλάστησης απέδειξαν ότι τα τείχη της Θεσσαλονίκης που αποτελούν έναν µοναδικό βιότοπο για είδη της ιθαγενούς και ενδηµικής βλάστησης (Εικ. 91, 92). Το Τµήµα Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης κατέγραψε 263 διαφορετικά είδη και υποείδη φυτών που διαχώρισε ως α) τυπικά «αστικόφιλα» φυτά που συναντώνται σε όλη την πόλη, β) φυτά που διέφυγαν από καλλιέργειες σε κήπους, πάρκα και δενδροστοιχίες και είναι είτε ντόπια ή ξενικά, γ) φυτά που απέµειναν από τη φυσική βλάστηση που περιέβαλε την περιοχή προτού αυτή οικοδοµηθεί και δ) φυτά που ζουν µόνο πάνω σε βραχώδη-πετρώδη υποστρώµατα. Στην τελευταία κατηγορία ανήκει και το σπάνιο αυτοφυές είδος και στενότοπο ενδηµικό φυτό της Βαλκανικής, το µικρό γαρύφαλλο της Θεσσαλονίκης, Silene thessalonica, που φέρει και το όνοµα της πόλης της Θεσσαλονίκης. Από το σύνολο των τειχών, το τµήµα τους στη περιοχή του Επταπυργίου αποδεικνύεται το πιο πλούσιο σε αυτοφυή βλάστηση µε 207 φυτικά είδη από τα οποία τα 82 απαντώνται αποκλειστικά και µόνο εκεί 388. Παρόµοιες έρευνες έχουν διεξαχθεί σε πολλούς αρχαιολογικούς χώρους και µνηµεία, στο Σούνιο, στο φρούριο των Ιωαννίνων, στο Παλαµήδι του Ναυπλίου, στο φρούριο της Χαλκίδας, κ.ά., µε καταγραφές της αυτοφυούς βλάστησης άλλοτε περισσότερο 386 Γιαννίτσαρος 1998, σελ Γιαννίτσαρος 1998, σελ. 77. Γιαννίτσαρος & Ζερβού 1998, σελ Κρίγκας & Κοκκίνη 2000, σελ

143 και άλλοτε λιγότερο εκτενείς. Στον αρχαιολογικό ρόλο του Μυστρά η παρουσία των ερειπίων ολόκληρης βυζαντινής πολιτείας στο ειδυλλιακό φυσικό περιβάλλον του Ταΰγετου δηµιουργεί µοναδικές συνθήκες ιδιαίτερου βιότοπου. Η παρουσία ειδών χλωρίδας αλλά και πανίδας αποτελεί σαφώς στοιχείο της µαγείας του χώρου 389. Ιδιαίτερα σπάνιες ταξινοµικές οµάδες φυτών εντοπίστηκαν στον αρχαιολογικό χώρο των ελφών, στη Βρυαρώνα Αττικής µε σπάνια υγρόφιλα είδη. Στο φρούριο της Μονεµβασιάς εντοπίστηκε το Stachys spreitzenhoferi Heldr. subsp. virella D. Persson µε πλυθυσµό που δεν ξεπερνά τα 50 άτοµα. Στο φρούριο των Κυθήρων καταγράφηκε το Centaurea cytherea Rech. Fil. το οποίο περιορίζεται µόνο εκεί. Τα τείχη των Χανίων και του Ηρακλείου Κρήτης αποτελούν επίσης βιότοπους σηµαντικών φυτικών ειδών, ενώ στη Φορτέτζα του Ρεθύµνου βρέθηκε το φαρµακευτικό φυτό Withania somnifera (L.) Dunal. µε πληθυσµό έως 30 άτοµα. Το είδος αυτό φαίνεται ότι έχει πρόσφατα εξαφανιστεί από τον αρχαιολογικό χώρο της Επιδαύρου γεγονός µε ιστορική διάσταση γιατί πιθανολογείται η καλλιέργεια του κατά την αρχαιότητα ως φαρµακευτικό είδος σε σχέση µε τη λατρεία στο Ασκληπιείο 390. Εκτός Ελλάδος, στη Μεγάλη Βρετανία, η ύπαρξη πολλαπλών καταγραφών του χλωριδικού προφίλ πολλών περιοχών, µερικές συνταγµένες ακόµα και τον 17 ο αιώνα, επιτρέπει σύγκριση των καταλόγων και εντοπισµό της πορείας εγκατάστασης φυτικών ειδών σε αρχαιολογικούς χώρους και µνηµεία. Μαρτυρεί την µακρά πορεία παρουσίας σπάνιων φυτικών ειδών σε χώρους µνηµείων. Πρόσφατα, αναγνωρίστηκε από το Βρετανικό κράτος η σηµασία διατήρησης της φυσικής κληρονοµιάς τους για τη διατήρηση του χλωριδικού τους πλούτου, χαρακτηρίζοντας τους ως «χώρους ιδιαίτερου επιστηµονικού ενδιαφέροντος» (Sites of Special Scientific Interest or Country Wildlife Sites) και εφαρµόζοντας αρχές αειφορικού σχεδιασµού στην διαχείριση τους. Τέτοιο παράδειγµα αποτελεί η αποκατάσταση από το English Heritage, Υπηρεσία προστασίας και διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονοµιάς στην Αγγλία, του Down House, κατοικίας του διάσηµου βοτανολόγου Κάρολου αρβίνου στο Kent. Πέρα από τη συντήρηση των ιστορικών κτισµάτων δόθηκε έµφαση στη διατήρηση της πλούσιας βλάστησης του κήπου, που σχετίζεται στενά µε τη ζωή και το επιστηµονικό έργο του διάσηµου αυτού βιολόγου του 19ου αιώνα. Το English 389 Ενδιαφέρον το φωτογραφικό υλικό στο Bonneti 2004: Έρπουν, πετούν και ανθίζουν στο Μυστρά. 390 Γιαννίτσαρος 1998, σελ

144 Heritage δίνει έµφαση στη διατήρηση της βιοποικιλότητας µέσα στους χώρους εποπτείας του, περιλαµβάνει οικολόγο στα στελέχη του και εφαρµόζει τεχνικές αειφορικής διαχείρισης της βλάστησης σε όλο το εύρος των εργασιών του. Κατά τη συντήρηση ιστορικών κτισµάτων γίνεται επανατοποθέτηση δοµικών στοιχείων που φέρουν λειχήνες στα ίδια σηµεία της τοιχοποιίας και µε τον ίδιο προσανατολισµό µετά τις εργασίες συντήρησης. Τµήµατα τοίχων µε σηµαντικά ποώδη φυτικά είδη ενσωµατώνονται στο συντηρηµένο µνηµείο χωρίς να γίνουν επεµβάσεις που θα επηρεάσουν την βιοκοινότητα 391. Στην Ιταλία, η ύπαρξη επτά καταγραφών της αυτοφυούς βλάστηση του Κολοσσαίου της Ρώµης κατά τα έτη 1643, 1815, 1855, , 1951, 2001, µαρτυρούν την ύπαρξη πλούσιας βλάστησης µε καταγεγραµµένα συνολικά 684(!) είδη. Η κλιµακούµενη επίδραση του ανθρώπου οδήγησε στη σταδιακή αύξηση των ξενικών και ευρείας εξάπλωσης φυτικών ειδών και στη µείωση φυτικών ειδών, όπως τα ζιζάνια αγροτικών καλλιεργειών και βοσκοτόπων, γεγονός που παρέχει πολύτιµες πληροφορίες για την ιστορία συντήρησης του µνηµείου 392. Μελέτες καταγραφής της βιοποικιλότητας εντόµων στο πολεοδοµικό συγκρότηµα της Ρώµης έδειξαν ότι το ευρύ δίκτυο των αρχαιολογικών χώρων στο κέντρο της πόλης είναι ιδιαίτερα πλούσιο σε αυτό το είδος της πανίδας και λειτουργεί ως «βιολογικός διάδροµος» σύνδεσης των αστικών ενδιαιτηµάτων και των φυσικών βιοτόπων έξω από την πόλη 393. Οι οχυρώσεις που έχουν το χαρακτηριστικό να εκτείνονται και να διασχίζουν περιοχές µε διαφορετικές οικιστικές αλλά και τοπογραφικές συνθήκες θα µπορούσαµε να πούµε ότι λειτουργούν επίσης ως «βιολογικοί διάδροµοι» φιλοξενώντας βλάστηση µε ιδιαίτερη βιολογική αξία. Εδώ και έναν αιώνα στο Χονγκ Κονγκ η µέγιστη οικιστική εκµετάλλευση του χώρου επιβάλλει την εκτενή χρήση πέτρινων αναβαθµίδων. Η αυτοφυής βλάστηση που εγκαταστάθηκε στους τοίχους αυτούς και περιλαµβάνει σήµερα δένδρα ύψους είκοσι µέτρων αναγνωρίστηκε πρόσφατα ως πολύτιµο στοιχείο του αστικού χώρου από περιβαλλοντική, κοινωνική και ιστορική άποψη που χρήζει ιδιαίτερης προστασίας Thomas & Wells 1999, σελ. 149, Caneva et al. 2003, σελ Zapparoli 1997, σελ Jim 1998, σελ

145 Συµπερασµατικά θα µπορούσαµε να πούµε πως οι αρχαιολογικοί χώροι όχι µόνο προστατεύουν τα κατάλοιπα του παρελθόντος, αλλά παρέχουν φιλόξενο καταφύγιο σε πολλά φυτικά είδη του οικοσυστήµατος που σήµερα διαταράσσεται σοβαρά Οι αρχαιολογικοί χώροι ως οικότοποι Σήµερα η επιστήµη της οικολογίας πέρα από τη θεώρηση της ποικιλότητας σε τρία επίπεδα (γενετική ποικιλότητα, ποικιλότητα ειδών και ποικιλότητα οικοσυστηµάτων) εξετάζει και ένα τέταρτο επίπεδο, την ποικιλότητα ή ποικιλοµορφία των τοπίων 395. Η νέα αυτή προσέγγιση διευρύνει το ερευνητικό αντικείµενο της οικολογίας στο επίπεδο της οικολογίας του τοπίου (landscape ecology). Η οικολογία του τοπίου ασχολείται αφενός µε τις φυσικές παραµέτρους που επηρεάζουν τη µορφή και δοµή του τοπίου αφετέρου διερευνά την ιστορική, πολιτισµική, κοινωνική, πολιτική και οικονοµική διάσταση των υφιστάµενων αλλαγών. Εξετάζει επίσης την πολύπλοκη ολότητα των γήινων τοπίων και προασπίζει την ακεραιότητα, βιωσιµότητα φυσική και πολιτισµική ποικιλότητά τους. Στην οικολογική αυτή θεώρηση του τοπίου συσχετίζονται τα περιβαλλοντικά προβλήµατα µε τις δοµικές µονάδες του τοπίου. Με τον χρόνο, τα διάφορα οικοσυστήµατα αποκτούν ευδιάκριτη οπτική και πολιτισµική ταυτότητα, ενώ η βλάστηση αποτελεί ένα σηµαντικό δείκτη των διαφορών µεταξύ τους. Η γνώση και τεκµηρίωση της οικολογικής κατάστασης µίας περιοχής σε παρελθοντικές φάσεις συµβάλλει στη διατήρηση της ιστορικής και πολιτιστικής µας κληρονοµιάς 396. Τα βασικά χαρακτηριστικά του τοπίου ορίζονται ως εξής: οµή (structure): σχέσεις που αναπτύσσονται στο χώρο µεταξύ των χαρακτηριστικών στοιχείων των οικοτόπων ενός τοπίου. Λειτουργία (function):αλληλεπιδράσεις µεταξύ των στοιχείων του χώρου και των δοµικών χαρακτηριστικών του τοπίου, όπως είναι οι ροές της ενέργειας, της ύλης και των ειδών. 395 Γεράκης κ.ά 2001, σελ Farina 1998, σελ. 1-7, Bastian & Steinhardt (edit.) 2002, σελ. 6-7, 11, 36, 169. Ndubisi 1997, σελ

146 Αλλαγή (change): µεταβολή της δοµής και λειτουργίας του τοπίου µε το πέρασµα του χρόνου. Οφείλεται κυρίως σε ανθρωπογενείς αιτίες και λιγότερο σε φυσικές. H επικρατούσα θεώρηση ανάλυσης του τοπίου αντιλαµβάνεται το τοπίο ως ένα σύνολο χαρακτηριστικών στοιχείων της επιφάνειας της γης, τα οποία σχηµατίζουν ένα περισσότερο ή λιγότερο πολυποίκιλο µωσαϊκό χαρτογραφικών ενοτήτων, που ονοµάζεται µωσαϊκό ή διάρθρωση τοπίου (Landscape pattern, mosaic). Η µικρότερη αναγνωρίσιµη δοµική µονάδα που µπορεί να µελετηθεί και να χαρακτηρισθεί ως τοπίο ονοµάζεται οικότοπος (ecotope). Είναι η µικρότερη µονάδα τοπίου στην οποία επικρατεί ένα οικοσύστηµα και σε όλη την έκταση του παρατηρείται ίδια βλάστηση, ίδιο έδαφος και ίδια έκθεση. Ένας αρχαιολογικός χώρος κατά κανόνα αποτελεί ένα οικότοπο, µπορεί ωστόσο να αποτελείται από πολλούς οικοτόπους. Η οικολογία του τοπίου διαχωρίζει τα τοπία σε διαδοχικές υποδιαιρούµενες µονάδες, που ονοµάστηκαν από τις µεγαλύτερες στις µικρότερες ως µεγαχώρος (Megachore), µακροχώρος (Machrochore), µεσοχώρος (Mesochore), µικροχώρος (Microchore), και οικότοπος (Ecotope). Κάθε µονάδα στο σύστηµα αυτό αποτελείται από µια επαναλαµβανόµενη ενότητα της αµέσως µικρότερης. Τα βασικά δοµικά συστατικά του τοπίου ανάλογα µε τον τρόπο που είναι κατανεµηµένα δηµιουργούν τους διάφορους τύπους διάρθρωσης του τοπίου (µωσαϊκό, πλέγµα, σηµειακό, σηµειακόπλέγµα) 397. Τα τοπία αλλάζουν κάτω από την επίδραση πολλών παραγόντων που διακρίνονται σε: Φυσικούς παράγοντες που επηρεάζουν έντονα την ιστορική εξέλιξη των τοπίων. Τέτοιοι είναι φυσικά φαινόµενα όπως πληµµύρες, πυρκαγιές κ.ά. Ανθρωπογενείς παράγοντες των οποίων οι επιπτώσεις στην εξέλιξη των τοπίων είναι πιο έντονες από αυτές των φυσικών παραγόντων, κυρίως λόγω της συχνής και επαναλαµβανόµενης δράσης τους. Σε αυτά περιλαµβάνονται η εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής, οι υλοτοµίες, η επίδραση της βόσκησης, η αστική ανάπτυξη, η κατασκευή δρόµων, αλλά και η πολιτική απόλυτης προστασίας ορισµένων περιοχών. Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι περισσότερες αλλαγές στο πολιτισµικό τοπίο της Μεσογείου µείωσαν τόσο την ποικιλότητα όσο και την «αίσθηση του ωραίου». Οι 397 Farina 1998, σελ Grove et al. 1993, σελ

147 εντατικές καλλιέργειες και η οικιστική ανάπτυξη προκάλεσαν οµοιογένεια στο τοπίο καθώς µονότονοι σχηµατισµοί µεγάλου µεγέθους αντικατέστησαν την αρµονική συµβίωση µικρών οικοτόπων 398. Η ανάγκη διατήρησης της ποικιλότητας στην περιοχή της Μεσογείου και στη χώρα µας περνά συνεπώς σε επίπεδο τοπίου. Η διατήρηση της ποικιλότητας και η προστασία του τοπίου συνεπάγεται τη συνολική του αντιµετώπιση ως αποτέλεσµα διαχρονικής αλληλεπίδρασης φύσης και ανθρώπου 399. Στο παρελθόν η προστασία του περιβάλλοντος επικεντρωνόταν στην προστασία συγκεκριµένων φυτικών και ζωικών ειδών που απειλούνταν µε εξαφάνιση. Τα είδη αυτά συµπεριλήφθηκαν στους «Κόκκινους κατάλογους» (Red Lists) των διαφορετικών χωρών και περιοχών. Η πολιτική αυτή της προστασίας µεµονωµένων ειδών αποδείχθηκε µη αποτελεσµατική. Κι αυτό διότι κανένα είδος δεν µπορεί να σωθεί από εξαφάνιση αν δεν προστατευθεί ο βιότοπός του, ο οικότοπος και γενικά το τοπίο στο οποίο ζει, κινείται και τρέφεται. Με την ιακύρηξη της Costa Rica (1988) διαπιστώθηκε ότι αντί της προστασίας διαφόρων ειδών έµφαση θα πρέπει να δοθεί στην προστασία των τοπίων που δεν έχουν ακόµα επηρεαστεί ανεπανόρθωτα από τον άνθρωπο ώστε να διατηρηθεί η βιοποικιλότητά τους. Στο πλαίσιο αυτό επιχειρείται σήµερα η σύνταξη «Πράσινων βιβλίων επαπειλούµενων τοπίων» (Green books) σε κάθε χώρα ή ευρύτερη περιοχή. Αυτά θα αποτελέσουν τη βάση για τη σύνταξη των «Κόκκινων βιβλίων επαπειλούµενων τοπίων» (Red Lists of Endangered Valued Landscapes). Στα «Πράσινα βιβλία» θα περιγράφονται τα συγκεκριµένα τοπία µε τους οικοτόπους τους, που απειλούνται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες καθώς και τα µέτρα που πρέπει να ληφθούν για αποτροπή περαιτέρω υποβάθµισής τους 400. Σήµερα έχουν συνταχθεί τέτοια «Πράσινα βιβλία» για ορισµένες µόνο περιοχές τις Ελλάδας, όπως της υτικής Κρήτης 401. Στα επαπειλούµενα τοπία της δυτικής Κρήτης περιλαµβάνονται αρχαιολογικοί χώροι και µνηµεία διαφόρων εποχών, τα οποία χρήζουν προστασίας από τον αρχαιολογικό νόµο. Στα συµπεράσµατα της έρευνας αυτής γίνεται αναφορά στους κοινούς στόχους προστασίας της Αρχαιολογικής και ασικής Υπηρεσίας, όσον αφορά στα αναφερόµενα επαπειλούµενα τοπία της υτικής 398 Grove & Rackham 2001, σελ Aalen 2001, σελ Grove et al. 1993, σελ Grove et al. 1993: Πράσινο Βιβλίο. Επαπειλούµενα µεσογειακά τοπία της υτικής Κρήτης. Ispikoudis & Papanastasis 2001: «Omalos Plain, Crete». 147

148 Κρήτης και έρχονται σε αντιπαράθεση µε τις πιέσεις για «ανάπτυξη» που διαµορφώνουν κοινωνικοπολιτικοί παράγοντες 402. Η ύπαρξη πολυάριθµων διάσπαρτων αρχαιολογικών χώρων αυξάνει την πολυπλοκότητα του τοπίου και δρα θετικά τόσο στην ύπαρξη αυξηµένης βιοποικιλότητας όπως είδαµε, όσο και στη διατήρηση της ποικιλότητας του τοπίου. Έρευνες απέδειξαν ότι διάσπαρτα συγκοινωνούντα ενδιαιτήµατα, όπως δασικές εκτάσεις, άλση, φυτικοί φράκτες, αδιατάραχτα όρια αγροτεµαχίων αλλά και αρχαιολογικοί χώροι µέσα σε αγροτικά τοπία, αυξάνουν την πολυπλοκότητα του τοπίου και επιδρούν ευεργετικά όσον αφορά στη διατήρηση της ποικιλότητας των ειδών µέσα στις αγροτικές εκτάσεις ειδικά όταν πρόκειται για συµβατικές καλλιέργειες 403. Στον τύµβο του Μίδα στο Γόρδιον της Τουρκίας και στην περιοχή Yassihöyük, 90 χλµ. νοτιοδυτικά της Άγκυρας, επιχειρήθηκε η σταθεροποίηση των εδαφών του τύµβου και η µαταίωση της συνεχιζόµενης διάβρωσης από τα καιρικά φαινόµενα και την υπερβόσκηση δίνοντας έµφαση στην αειφορική διαχείριση της βλάστησης και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Ο τύµβος µε διάµετρο περίπου 250 µ. και ύψος 53 µ. αποτελεί τόπο αρχαιολογικής έρευνας από τη δεκαετία του Μετά την ανακάλυψη και την εξασφάλιση πρόσβασης στον ταφικό θάλαµο αποτελεί επισκέψιµο αρχαιολογικό χώρο. Ο ξύλινος ταφικός θάλαµος και η µοναδική ταφή που αποκαλύφθηκε στο κέντρο του τύµβου έχει αποδοθεί στον Μίδα, βασιλιά της αρχαίας Φρυγίας στα 700 π.χ. χωρίς ωστόσο αυτό να έχει τεκµηριωθεί. Μαζί µε την πόλη του αρχαίου Γόρδιου και το αρχαίο νεκροταφείο της αποτελούν τα σηµαντικότερα µνηµεία της ευρύτερης περιοχής ταυτισµένης µε την αρχαία Φρυγία µε µνηµεία και ευρήµατα από την εποχή του Χαλκού έως τα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο τύµβος και το κοντινό τοπικό µουσείο προσελκύουν επισκέπτες από την Τουρκία και το εξωτερικό. Τα έτη η επιστηµονική οµάδα του Μουσείου του Πανεπιστήµιου των Η.Π.Α. University of Pennsylvania µε επικεφαλής την Naomi Miller, αρχαιοβοτανολόγο, σε συνεργασία µε το Μουσείο Πολιτισµών της Ανατολίας επιχείρησε τη µαταίωση της συνεχιζόµενης διάβρωσης µε τον συνδυασµό τριών µεθόδων. Αρχικά µε περίφραξη του χώρου ώστε να αποτραπεί η βόσκηση και η εκτεταµένη καταπάτηση από επισκέπτες και να ενισχυθεί η επαναβλάστηση της 402 Grove et al. 1993, σελ Roschewitz et al. 2005, σελ

149 αυτοφυούς βλάστησης. Σε δεύτερη φάση επιχειρήθηκε σταθεροποίηση των επιβαρηµένων περιοχών µε συµβατά δοµικά υλικά και σε τρίτη φάση η ενίσχυση της βλάστησης µε σπορά συγκεκριµένων ειδών της ιθαγενούς χλωρίδας της περιοχής. Στο έργο αυτό η αντιµετώπιση ενός τεχνικής φύσεως προβλήµατος έγινε µε τη χρήση βλάστησης ως µίας λύσης ήπιας παρέµβασης στο τοπίο, µακροπρόθεσµα οικονοµικότερης και οικολογικά συµβατής. Η επιλογή της βλάστησης δεν επικεντρώνεται στην «καλλωπιστική» της αξία αλλά στα οικολογικά της χαρακτηριστικά µε σκοπό την εδραίωση µίας φυτοκοινότητας µε ιθαγενή φυτικά είδη και αυξηµένη βιοποικιλότητα 404. Η σύγχρονη τάση αειφορικού σχεδιασµού του τοπίου έχει επηρεάσει την εικαστική δηµιουργία µε τη συµµετοχή της ανεξέλεγκτης αυτοφυούς βλάστησης σε σύγχρονα έργα γλυπτικής και «land art». Τέτοιο παράδειγµα αποτελεί το έργο Eco-cathedral του εικαστικού καλλιτέχνη Louis Guillaume Le Roy. Το Eco-cathedral είναι ένα έργο µοναδικό στο ότι δεν είναι στατικό αλλά εξελίσσεται µέσα από την αλληλεπίδραση της παρέµβασης του καλλιτέχνη και των διεργασιών της φύσης από τη δεκαετία του 1970 µέχρι σήµερα. Πρόκειται για εικαστική κατασκευή γλυπτικής που απλώνεται σε έκταση 30 στρεµµάτων σε λιβαδική έκταση στο Mildam της Ολλανδίας. Η πρώτη ύλη ποικίλων άχρηστων οικοδοµικών υλικών τοποθετείται χειρωνακτικά ώστε να σχηµατίσει σύστηµα µονοπατιών και κατασκευών ενώ η ανεξέλεγκτη βλάστηση που εγκαθίσταται αφήνεται να επεκταθεί χωρίς επεµβάσεις. Ο καλλιτέχνης δεν παύει να επεµβαίνει τροποποιώντας το έργο του, αναδιαρθρώνοντας τις κατασκευές και τη βλάστηση (Εικ. 95) 405. Τα έργα του Herman Prigan δίνουν έµφαση στην αειφορία 406 και στην οικολογική αισθητική του σχεδιασµού του τοπίου. Το έργο του «Towers of change» κατασκευάστηκε το 1995 στο Anthus του Βελγίου. Η υπό διαµόρφωση περιοχή περιελάµβανε έναν εγκαταλελειµµένο χώρο απόθεσης υπολειµµάτων σιδηροβιοµηχανίας συνολικής έκτασης 450 στρεµµάτων. Ο Prigan επιχείρησε την 404 Miller & Bluemel 1999, σελ Περισσότερα για το έργο Eco cathedral στο Le Roy 2002: Nature Culture Fusion. 406 Ο ορισµός της αειφορικής ανάπτυξης όπως ορίστηκε το 1987 από την Παγκόσµια Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (World Commission on Environment and Development) αναφέρει τα εξής: «Αειφορική ανάπτυξη είναι εκείνη που µπορεί να ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να µειώνει την ικανότητα των µελλοντικών γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες» (Γεράκης κ.ά 2001, σελ. 2). 149

150 εξυγίανση του έντονα υποβαθµισµένου τοπίου µέσω ήπιων παρεµβάσεων, όπως η διευθέτηση των ερειπίων και των άχρηστων οικοδοµικών υλικών µε εικαστικά κριτήρια και συµβολικά κίνητρα, η δηµιουργία µονοπατιών περιήγησης και οπτικών φυγών προς το γύρω τοπίο και η ενθάρρυνση εξάπλωσης της αυτοφυούς βλάστησης. Αποτέλεσµα ήταν η δηµιουργία ενός τεχνητού «άγριου» τοπίου που παραπέµπει έντονα σε κατάφυτο ερειπιώνα 407. Ο Herman Prigan µε το έργο του «Large Stone Field» (1999), στο Herne της Γερµανίας, δηµιούργησε έναν τεχνητό ερειπιώνα από τα κατάλοιπα ορυχείου. ιπλά στο γυάλινο µουσείο του παλιού ορυχείου το «αρχαιολογικό πεδίο» του Prigan µε διαστάσεις 56 Χ 90 µ. αποκτά συµβολική σηµασία µνήµης για αυτούς που χάθηκαν στις σήραγγες (Εικ. 96, 97) Κοινωνικές και εκπαιδευτικές παράµετροι Η διαχείριση της πολιτιστικής κληρονοµιάς σήµερα δίνει έµφαση στον κοινωνικό και εκπαιδευτικό της ρόλο. Η συνύπαρξη των εννοιών αρχαιολογικός χώρος και χώρος πρασίνου ενισχύει τον κοινωνικό χαρακτήρα των υπαίθριων αρχαιολογικών χώρων καλύπτοντας βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου µε την προστασία τόσο του πολιτιστικού όσο και του φυσικού περιβάλλοντος κατ εφαρµογή της σύγχρονης νοµοθεσίας αρχαιολογικής και περιβαλλοντικής, που σαφώς ορίζει την προστασία του περιβάλλοντος «ώστε ο άνθρωπος, ως άτοµο και ως µέλος του κοινωνικού συνόλου, να ζει σε ένα υψηλής ποιότητας περιβάλλον µέσα στο οποίο προστατεύεται η υγεία του και ευνοείται η ανάπτυξη της προσωπικότητας του» 409. Τα αστικά κέντρα της χώρας µας κατά τη διάρκεια του 20 ου αιώνα, ιδιαίτερα κατά το β µισό του, ανοικοδοµήθηκαν πυκνά µε συνεχές σύστηµα οικοδόµησης µε 407 Prigan & Strelow 2004, σελ Prigan & Strelow 2004, σελ Ν. 1650/ 1986, βασικός νόµος για τη προστασία του περιβάλλοντος στην Ελλάδα. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονοµιάς περιλαµβάνει και την ανάδειξη της µε σκοπό την ένταξή της στη σύγχρονη κοινωνική ζωή σύµφωνα µε τον. Ν. 3028/ 2002, άρθρο3/2: «Η προστασία των µνηµείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων περιλαµβάνεται στους στόχους οποιουδήποτε επιπέδου χωροταξικού, αναπτυξιακού, περιβαλλοντικού και πολεοδοµικού σχεδιασµού ή σχεδίων ισοδύναµου αποτελέσµατος ή υποκατάστατών τους». Χάρτα της Βενετίας, Άρθρο 5: «Η συντήρηση των µνηµείων ευνοείται πάντοτε από την καταλληλότητά τους να χρησιµοποιηθούν για κάποιο σκοπό ωφέλιµο στην κοινωνία...». 150

151 αποτέλεσµα τον περιορισµό των υπαίθριων χώρων πρασίνου 410. Πολλοί από τους αδόµητους χώρους στις ελληνικές πόλεις σήµερα είναι αρχαιολογικοί χώροι ή είναι χώροι γύρω από µνηµεία που καλούνται να παίξουν έναν πολυδιάστατο ρόλο πέραν από τον στενά αρχαιολογικό/ µνηµειακό 411. Η παρουσία βλάστησης στους αρχαιολογικούς χώρους µπορεί να διευρύνει τον κοινωνικό τους ρόλο. Οι αδόµητοι αρχαιολογικοί χώροι µπορούν να µετατραπούν σε χώρους πρασίνου µέσα στη πόλη. Αν και δεν ταυτίζονται πλήρως µε το συµβατικό «αστικό πάρκο» που έχουµε όλοι στο µυαλό µας, µπορούν να ικανοποιήσουν την καθολική κοινωνική απαίτηση για αύξηση του αστικού πρασίνου 412. Η ανάπτυξη βλάστησης στους αρχαιολογικούς χώρους προσφέρει στη γειτονιά τα θετικά ενός χώρου πρασίνου. Εξωραΐζει τους αδόµητους αυτούς χώρους και τους καθιστά πολύτιµους για τη πόλη και τη γειτονιά. Με την προϋπόθεση ότι υπάρχει για αυτούς συνεχής µέριµνα καθαριότητας, ακόµα και στην περίπτωση που δεν είναι ανοικτοί για το κοινό, παρέχουν οπτικά την αισθητική ενός χώρου πρασίνου, βελτιώνουν το µικροκλίµα της γειτονιάς, προσδίδουν αίσθηµα ευταξίας και συµβάλλουν στον ιδιαίτερο χαρακτήρα ενός ιστορικού τόπου. Στο µυθιστόρηµα «Έρση» του Γεώργιου ροσίνη, η Έρση και ο Παύλος που κατοικούν απέναντι από την Ακρόπολη αναφέρουν στον αρχαιολόγο Καλλιάδη την αξία που έχει για αυτούς η θέαση της βλάστησης πάνω στον ιερό βράχο: «Καλλιάδης: Απ τα παράθυρα σας αντικρύζετε τ αθάνατα µάρµαρα. Χαίρεστε έναν θησαυρό, που δεν τον έχει ο πιο πλούσιος αµερικάνος τραπεζίτης. Παύλος: Αλήθεια λέτε! Για παράδειγµα στο πολεοδοµικό συγκρότηµα της Θεσσαλονίκης το πράσινο είναι ιδιαίτερα περιορισµένο. Ο µέσος όρος ανά κάτοικο είναι µόλις 2,73 µ², πολύ κατώτερος από τα διεθνή αποδεκτά κατώτερα όρια (Βιέννη 20 µ², Άµστερνταµ 27 µ², Ουάσινγκτον 50 µ²., Ρώµη 9 µ²). To 77% του αστικού ιστού είναι δοµηµένο, το 16% ασφαλτοστρωµένο. 411 «Οι αστικοί ιστορικοί χώροι εάν δεν µείνουν εγκαταλελειµµένοι και αντιµετωπιστούν περισσότερο ως έργα τέχνης παρά ως κατάλοιπα του παρελθόντος µπορούν να προάγουν ανθρώπινες αξίες και να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες των πολιτών για καθηµερινή χρήση τους και αναψυχή» (Ananiadou Tzimopoulou 1996, σελ. 148). 412 Στη Θεσσαλονίκη οι δηµότες την κατατάσσουν δεύτερη στις προσδοκίες τους µετά τη καθαριότητα (Αποστολίδης 1995, σελ. 23). 151

152 Έρση: Κήπο δικό µας δεν έχοµε βέβαια, παρα µόνον µια ελιά στην πόρτα µας κι έναν κισσό στον τοίχο µας. Αλλά το µάτι µας ξεκουράζεται στα πεύκα, που έχουν φυτεµένα γύρω στην Ακρόπολη και στου Φιλοπάππου 413». Η παρουσία της βλάστησης συµπληρώνει τα γνωρίσµατα των αρχαιολογικών χώρων και των χώρων γύρω από τα µνηµεία προσδίδοντας τους όλα τα επιθυµητά χαρακτηριστικά ενός τόπου αναψυχής 414. Προσφέροντας πρόσθετα κίνητρα επίσκεψης σε έναν αρχαιολογικό χώρο η βλάστηση είναι δυνατόν να βγάλει από την αποµόνωσή τους πολυάριθµους άσηµους αρχαιολογικούς χώρους. Μπορεί επίσης να απαλλάξει από την πλήρη εµπορευµατοποίηση-τουριστικοποίηση «διάσηµους» αρχαιολογικούς χώρους προσδίδοντας σε αυτούς καθηµερινή χρηστικότητα για τους περίοικους. Οι αρχαιολογικοί χώροι µε την ιστορική τους αύρα αποτελούν το ιδανικό τόπο για το παιχνίδι των παιδιών, τον χώρο για κοινωνική συναναστροφή και τη γωνιά για αποµόνωση και περισυλλογή (Εικ. 46, 98). Της αύρας αυτής την συντροφικότητα έχει ανάγκη ο σύγχρονος και περισσότερο ο επερχόµενος άνθρωπος του 21 ου αιώνα για να µην αισθάνεται µόνος και για να φρονιµατίζεται από αυτήν 415. Η σηµαντικότητα αυτού του κοινωνικού αλλά και ψυχολογικού ρόλου γίνεται εµφανέστερη σε περιοχές χαµηλού βιοτικού και οικονοµικού επιπέδου. Σε τέτοιες περιοχές η ύπαρξη µνηµείων και αρχαιολογικών καταλοίπων αποτελεί σηµείο αναφοράς, ενώ η παρουσία πρασίνου σηµατοδοτεί οάσεις µέσα σε περιβαλλοντικά υποβαθµισµένες περιοχές µε αποδεδειγµένες θετικές επιπτώσεις στην ψυχική και σωµατική υγεία των κατοίκων τους 416. Ταυτόχρονα, η αυξηµένη χρήση των χώρων από τους κατοίκους της γειτονιάς τους και η εξοικείωση µε αυτούς αποτρέπει φθορές από βανδαλισµούς, όπως επίσης αποτρέπει την καταφυγή σε αυτούς περιθωριακών στοιχείων ροσίνης 1922, σελ Η διαχείριση ενός χώρου αναψυχής στοχεύει µεταξύ άλλων στη δηµιουργία ελκυστικών θεών, αίσθηση αποµόνωσης, βοτανολογικό ενδιαφέρον, χώρο για αναψυχή ή άθληση. 415 Μπακιρτζής 2006, σελ Οι θετικές επιπτώσεις της ύπαρξης χώρων πρασίνου σε οικιστικές περιοχές είναι ιδιαίτερα εµφανείς σε υποβαθµισµένες περιοχές οικονοµικά ασθενέστερων κοινωνικών οµάδων. Αναλυτικά στο De Vries et al. 2003: «Natural environments-healthy environments?. An exploratory analysis of the relationship between greenspace and health». 417 Givoni 1991, σελ Στον αρχαιολογικό χώρο της ήλου έχει γίνει προσπάθεια κάθε µυκονιάτικη οικογένεια να «υιοθετήσει» από ένα από τα αρχαία σπίτια της ήλου, το οποίο θα φροντίζει και θα κρατά καθαρό, σε συνεργασία πάντα µε τον αρχαιολόγο, και να είναι το «ηλιανό» της σπίτι (Χατζηδάκης σελ. 43). 152

153 Συχνά οι αρχαιολογικοί χώροι εκλαµβάνονται ως οµοιόµορφοι και βαρετοί, αποκοµµένοι από τη πραγµατικότητα. Η βλάστηση ως δοµικό στοιχείο του χώρου τον ορίζει και τον οργανώνει ενισχύοντας την αντίληψη του από τον άνθρωπο πράγµα που καλύπτει µία έµφυτη συναισθηµατική ανάγκη του ανθρώπου 418. Ενισχύει επίσης την αίσθηση του τόπου µία καθαρά νοητική ανάγκη του ανθρώπου. Έτσι η επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο γίνεται µία ευχάριστη και διασκεδαστική εµπειρία 419. Παραµένει πάντα διασκεδαστικό να επισκέπτεται κανείς ιστορικούς χώρους και να βλέπει ασυνήθιστα πράγµατα, παράξενους ή και δύσκολους τρόπους ζωής των ανθρώπων του παρελθόντος 420. Σε αυτό προστίθεται µία άλλη διάσταση, όταν στους χώρους αυτούς η διαχείριση της βλάστησης, βασισµένη στις αρχές της αρχιτεκτονικής τοπίου, στοχεύει στη δηµιουργία πλαισίου όπου οι άνθρωποι ζουν «ευτυχισµένες» και γεµάτες ζωές. ηµιουργούνται έτσι οι συνθήκες για την ευχάριστη εµπειρία ενός φροντισµένου κήπου, της επαφής µε την άγρια χλωρίδα και πανίδα η οποία µπορεί να συνεισφέρει σηµαντικά στην καθηµερινότητα του ανθρώπου ενθαρρύνοντας τη γνήσια πνευµατική αναψυχή µακριά από το σύγχρονο τρόπο ζωής, ο οποίος µας έχει αποµονώσει σε ένα εχθρικό, αφύσικο περιβάλλον µαταιώνοντας τη απόλαυση των απλών απολαύσεων 421. Η αρχιτεκτονική τοπίου και η κηποτεχνία µε τη χρήση της βλάστησης επιτυγχάνει την ενεργοποίηση και των πέντε µας αισθήσεων όρασης, αφής, γεύσης, όσφρησης και ακοής 422. Έτσι η παρουσία φυτών σε έναν αρχαιολογικό χώρο βοηθά έµµεσα την αντίληψη όλων συνολικά των διαφορετικών ερεθισµάτων που έχει να µας προσφέρει η επαφή µε ένα µνηµείο. Η επαφή µε τα πολιτιστικά αγαθά εµπνέει τον πολίτη και ενισχύει τον υγιή πατριωτισµό του καθώς τον φέρνει σε άµεση επαφή µε την εθνική του ταυτότητα. Έτσι αυτός προβληµατίζεται σχετικά µε το ποιος είναι, από πού έρχεται και που 418 Nelson 2004, σελ Οι παράγοντες που προκαλούν το αίσθηµα ενός τόπου είναι αφενός φυσικοί (τοπογραφία, κλιµατολογικές συνθήκες, βλάστηση, καλλιεργητικές τεχνικές, δοµικά υλικά) και αφετέρου ανθρωπογενείς (µορφολογία επηρεασµένη από τη χρηστικότητα, επίδραση του ανθρώπου στο δοµηµένο περιβάλλον, τοπικές συνήθειες και τεχνοτροπίες (Allen 1999 σελ ). 420 Poinsett 1983, σελ Robinson 1992, σελ Adams 1991, σελ

154 πηγαίνει 423. Στο πλαίσιο αυτό η παρουσία πρασίνου σε αρχαιολογικούς χώρους µπορεί έµµεσα να συµβάλλει στην ενίσχυση του αισθήµατος κοινής καταγωγής και εθνικής υπερηφάνειας. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας ενός τόπου, το «πνεύµα του τόπoυ» (genius loci) όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, καθορίζεται από τα επί µέρους χαρακτηριστικά του, όπως είναι η βλάστηση. Η διαφοροποίηση των τόπων έχει κοινωνικές επιπτώσεις ενισχύοντας την αίσθηση του «ανήκω» στην τοπική κοινωνία και δίνοντας έµφαση στην ατοµικότητα. Η αίσθηση του ανήκω ασκεί κατά κανόνα θετική επιρροή προσφέροντας οικειότητα και αίσθηµα περηφάνειας. Τα στοιχεία αυτά ενεργοποιούν τους κατοίκους προς τη διατήρηση του υφιστάµενου χαρακτήρα του τόπου. Αντίθετα η υπερηφάνεια αντικαθίσταται µε αποστροφή και αποξένωση όταν η αίσθηση του µέρους είναι συνδεδεµένη µε εγκατάλειψη και υποβάθµιση 424. Όταν ένας αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται σε καλή κατάσταση συντήρησης είναι καθαρός και περιποιηµένος τότε και η ιστορική του αύρα υποσυνείδητα προσελκύει το κοινό κατά τρόπον που τον καθιστά σηµείο αναφοράς για την τοπική κοινωνία. Είναι σηµαντικό για κάθε κοινότητα να διατηρήσει την ιστορική της ταυτότητα έχοντας αίσθηση δύναµης και µονιµότητας σε έναν τόπο υπερασπίζοντας τις ιδιαιτερότητές του ενάντια στην άκρατη εκµετάλλευσή του εις το όνοµα του τουρισµού και την ισοπέδωση του φαινόµενου της παγκοσµιοποίησης 425. Τα αρχαία ερείπια πάντα αποτελούσαν ιδανικό τόπο παιχνιδιού για τα παιδιά τα οποία ελκύονταν από το µυστήριο και τη παραµυθένια ατµόσφαιρα που τα περιέβαλλε. Ακόµα και σήµερα οι µη περιφραγµένοι αρχαιολογικοί χώροι, οι οχυρώσεις και τα αφύλαχτα µνηµεία αποτελούν χώρο παιχνιδιού και αναψυχής των παιδιών της γειτονιάς. Οι «Κήποι του πασά» βρίσκονται έξω από τα ανατολικά τείχη της Θεσσαλονίκης, νοτίως του νοσοκοµείου Άγιος ηµήτριος. Αυτός ο ιστορικός κήπος και νεώτερο µνηµείο της πόλης της Θεσσαλονίκης αποτελεί δείγµα φανταστικής αρχιτεκτονικής, τοποθετείται χρονολογικά το 1904, εποχή όπου η τότε οθωµανική διακυβέρνηση επιχείρησε στη Θεσσαλονίκη έργα εκσυγχρονισµού και εξευρωπαϊσµού. Σήµερα τα κατάλοιπα των «Κήπων του Πασά», µετά από εφαρµογή µελέτης διαµόρφωσης του ευρύτερου χώρου από το γραφείο Αρχιτεκτοπία, βρίσκονται αρµονικά ενταγµένα σε 423 Poinsett 1983, σελ Allen 1999, σελ Williams et al. (ed.) 1983, σελ

155 ένα χώρο πρασίνου για αναψυχή και παιχνίδι, όπου οι σύγχρονες χρήσεις συνδυάζονται πετυχηµένα µε το σεβασµό της ιστορικότητας του χώρου 426. Η άµεση επαφή µε τα πολιτιστικά αγαθά έχει σηµαντικό εκπαιδευτικό ρόλο διότι αποτελεί µία τρισδιάστατη εκπαιδευτική εµπειρία η οποία συµπληρώνει τον γραπτό λόγο στον οποίο στηρίζεται σήµερα η εκπαίδευση 427. Οι αρχαιολογικοί χώροι και οι χώροι µνηµείων αποτελούν χώρους επίσκεψης από σχολεία στο πλαίσιο του µαθήµατος της ιστορίας επιδιώκοντας από νεαρή ηλικία τη διδαχή της αξίας του ιστορικού περιβάλλοντος ώστε µελλοντικά οι µαθητές να µπορούν να το εκτιµούν και να συµβάλλουν στη διατήρησή του 428. Η διδασκαλία της ιστορίας γενικά αποσκοπεί: Στη µάθηση σχετικά µε το παρελθόν: γνώση και κατανόηση γεγονότων και χαρακτηριστικών γνωρισµάτων του παρελθόντος. Στη µάθηση από το παρελθόν: εξαγωγή διδαγµάτων για το παρόν, βάση ιστορικής µεθοδολογίας. Στη µάθηση σχετικά µε το πώς να χρησιµοποιούµε το παρελθόν: το παρόν διαχειρίζεται το παρελθόν ως πολιτιστική κληρονοµιά 429. Η παρουσία βλάστησης διευρύνει τον εκπαιδευτικό ρόλο των αρχαιολογικών και µνηµειακών χώρων. Κάθε εκπαιδευτική επίσκεψη στον αρχαιολογικό και ιστορικό χώρο συνδυάζεται µε αναψυχή και παιχνίδι, προάγοντας την απόκτηση ποικίλων και κυρίως ευχάριστων προσωπικών εµπειριών άµεσης επαφής µε τη βλάστηση οδηγώντας σε αγάπη της φύσης και συµβάλλοντας θετικά στη διαµόρφωση «περιβαλλοντικού ήθους» για τα παιδιά. Η αµεσότητα της επαφής έχει τεράστια αξία για τα παιδιά των σύγχρονων πόλεων για την αγωγή και τη ψυχολογία τους, διότι αφενός οι σύγχρονες οικιστικές συνθήκες των περισσοτέρων ελληνικών πόλεων 426 Ananiadou- Tzimopoulou 1999, σελ Poinsett 1983, σελ Stone 2004, σελ Learning about the past: knowledge and understanding of the events and features of past times. Learning from the past: deriving lessons for the present from the past and from using historical methodology Learning to use the past: the past used as heritage in the present (Henson 2004, σελ 24-25). 155

156 έχουν ακυρώσει τη δυνατότητα συχνής επαφής του παιδιού µε τη φύση και την ελευθερία κίνησης του, αφετέρου είναι πολύ συνηθισµένο, αν όχι κανόνας για τα ελληνικά εκπαιδευτικά πράγµατα, η γνωριµία και η εκπαίδευση των παιδιών πάνω σε θέµατα που αφορούν τον κόσµο των φυτών και των ζώων να πραγµατοποιείται µέσα από τεχνητά υποκατάστατα, συνήθως εικόνες ή αποµιµήσεις υλικών της φύσης ή τοπίων της φύσης 430. Το ίδιο συµβαίνει και µε την ιστορική εκπαίδευση συνεπώς καταλαβαίνει κανείς πόσο πολύτιµη είναι η δυνατότητα άµεσης µάθησης και η επαφή µε τα αρχαιολογικά κατάλοιπα που συνδέονται µε ιστορικά γεγονότα. Η σύγχρονη αρχαιολογική προσέγγιση διευρύνει τους επικοινωνιακούς και εκπαιδευτικούς ορίζοντες για το κοινό επισηµαίνοντας τη χωρική διάσταση και τη δυναµικότητα της ιστορικής εξέλιξης. Αυτό συµβαίνει όταν η αρχαιολογική έρευνα δεν επικεντρώνεται στα µεµονωµένα αρχαιολογικά κατάλοιπα αλλά εξετάζει το ευρύτερο χωροταξικό και κοινωνικοοικονοµικό πλαίσιο και προσεγγίζει την αποκατάσταση κάθε αρχαιολογικού χώρου ως επέµβαση σε ένα ζωντανό και συνεχώς µεταβαλλόµενο οργανισµό, το πολιτισµικό τοπίο 431. Η επίδραση της αρχαιολογίας στην περιβαλλοντική εκπαίδευση λειτουργεί θετικά σε δύο επίπεδα. Αφενός προσφέρει ένα πραγµατικό χρονολογικό πλαίσιο για την κατανόηση της εξέλιξης του τοπίου, αφετέρου συµβάλλει στη συνειδητοποίηση των δεσµών µεταξύ του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του από το ευρύ κοινό. Η αρχαιολογία βοηθά µε τον τρόπο αυτό στη γεφύρωση του χάσµατος µεταξύ ανθρώπων και φύσης καθώς προσθέτει τον ανθρώπινο παράγοντα στον προβληµατισµό για την υφιστάµενη περιβαλλοντική κρίση την οποία συσχετίζει άµεσα µε τον σύγχρονο άνθρωπο. Το γεγονός αυτό έχει µεγάλη εκπαιδευτική προοπτική αν και η αρχαιολογία σήµερα δεν παίζει ακόµα το ρόλο που θα µπορούσε να παίξει στην περιβαλλοντική εκπαίδευση 432. Αντικείµενο εκπαιδευτικού προγράµµατος του Υπουργείου Πολιτισµού στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραµεικού προτείνει ένα ιστορικό, βοτανικό και ζωολογικό οδοιπορικό 433. Με έµφαση στο οικοσύστηµα του Ηριδανού ποταµού, που διασχίζει τον αρχαιολογικό χώρο, φέρνει τους επισκέπτες σε επαφή µε τα είδη χλωρίδας και πανίδας που συναντά κανείς κατά την περιήγηση του στον αρχαιολογικό χώρο. εν 430 Ταµουτσέλη 1995, σελ Sbonias 2004, σελ Macinnes & Wickham- Jones 1992, σελ Αναλυτικά στο ΥΠ.ΠΟ 2004: Ηριδανός, το ποτάµι της Αρχαίας Πόλης. 156

157 περιορίζεται όµως εκεί. Αναφέρεται εµπεριστατωµένα στην εξέλιξη του πολιτισµικού τοπίου της ευρύτερης περιοχής και ορθά αποδίδει στην φύση του χώρου την αξία που έχει στην όαση που ο χώρος του Κεραµεικού προσφέρει µέσα στην Αθήνα. Ένα τέτοιο παράδειγµα χρήσης βλάστησης σε περιβάλλοντα χώρο µνηµείου αποτελεί η διαµόρφωση του χώρου γύρω από το Επταπύργιο Θεσσαλονίκης (Εικ. 99). Το φρούριο του Επταπυργίου βρίσκεται στο βορειότερο και υψηλότερο άκρο της Θεσσαλονίκης και εντάσσεται στον οχυρωµατικό περίβολο της ακρόπολής της. Αναφέρεται από τον 11ο αιώνα, δέχθηκε πολλές επεµβάσεις, ενώ από τα τέλη του 19ου αιώνα έως το 1989 στέγασε τις φυλακές της Θεσσαλονίκης, που στα νεώτερα χρόνια υπήρξαν γνωστές ως Γεντί-Κουλέ. Σήµερα είναι επισκέψιµο ιστορικό µνηµείο και στεγάζει τις υπηρεσίες της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης. Στις προτεραιότητες της Εφορείας, πέρα από την αναστήλωση και λειτουργία του Επταπυργίου, εντάσσεται η διαµόρφωση του περιβάλλοντος χώρου του µε έµφαση στον αειφορικό σχεδιασµό και στην τοποθέτηση του µνηµείου στο ευρύτερο πολιτισµικό του πλαίσιο. Επιχειρήθηκε έτσι «αναβίωση» των οπωρώνων που υπήρχαν γύρω από το φρούριο, όπως µαρτυρούν παλιές φωτογραφίες, προφορικές µαρτυρίες και κάποια εναποµείναντα γέρικα δένδρα. Το 2004 φυτεύτηκαν δύο οπωρώνες σε πλατώµατα ορισµένα από αναβαθµίδες στο νοτιοδυτικό και νοτιοανατολικό περιβάλλοντα χώρο. Επιπλέον στο µικρό οίκηµα που χρησιµοποιείται ως ξενώνας για την 9 η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων δηµιουργήθηκε µικρός κήπος οικιακού χαρακτήρα µε στοιχεία από τις αυλές των προσφυγικών σπιτιών της περιοχής. Ως µέρος της ευρύτερης πρότασης διαµόρφωσης του χώρου γύρω από το συγκρότηµα του Επταπυργίου και µε Ευρωπαϊκή Κοινοτική χρηµατοδότηση δηµιουργήθηκε ένας «βυζαντινός λαχανόκηπος» στον νοτιοδυτικό εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο του φρουρίου, στο πλάτωµα µπροστά από το κτίριο των πρώην στρατιωτικών φυλακών και σε έκταση ενός και µισού στρέµµατος περίπου. Ο λαχανόκηπος αυτός συνδυάζει την προβολή της αισθητικής ενός κήπου, τοποθετεί το Επταπύργιο στο φυσικό και ιστορικό του τοπιακό σκηνικό και παρέχει πληροφορίες στον επισκέπτη σχετικές µε τη διατροφή κατά τη βυζαντινή εποχή. Η ιδέα της δηµιουργίας ενός λαχανόκηπου στο Επταπύργιο, προέκυψε µετά από έρευνα σχετική µε τις χρήσεις του περιβάλλοντος χώρου του φρουρίου κατά το παρελθόν. Πληροφορίες από γραπτές πηγές και απεικονίσεις (χάρτες και φωτογραφίες) µαρτυρούν την ύπαρξη λαχανοκήπων στη περιοχή αυτή κατά τη περίοδο της ύστερης Τουρκοκρατίας έως και πριν µερικές δεκαετίες. Περιγράφονται 157

158 λαχανόκηποι σε µικρά κοµµάτια γης δίπλα στα σπίτια αλλά και σε µικρά αγροτεµάχια µέσα και κυρίως έξω από τα τείχη, όπου η κύρια καλλιέργεια ήταν το αµπέλι. Οι λαχανόκηποι αυτοί εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των κατοίκων τις περιοχής αλλά και των φυλακών, χωρίς να αποκλείεται και η µερική τροφοδότηση της κεντρικής λαχαναγοράς της πόλης. Ο «βυζαντινός λαχανόκηπος» του Επταπυργίου άρχισε να διαµορφώνεται το 2002, ενώ άρχισε να καλλιεργείται συστηµατικά το Περιέχει λαχανοκοµικά είδη που αναφέρονται σε κείµενα της βυζαντινής και µεταβυζαντινής εποχής όπως: αγγούρι, αγκινάρα, αντίδι, καρότο, κολοκύθι, κουνουπίδι, κρεµµύδι, λάχανο, µαρούλι, µελιτζάνα, πράσο, ρίγανη, σέλινο, σκόρδο, σπανάκι, τεύτλο, φασκόµηλο, φασολάκι. Γίνεται καλλιέργεια λαχανοκοµικών ποικιλιών και εφαρµογή παραδοσιακών καλλιεργητικών τεχνικών, που επέζησαν µέσα στους αιώνες και αποτελούν επιβίωση θα µπορούσαµε να πούµε µε τους τρόπους καλλιέργειας των λαχανικών κατά τα βυζαντινά χρόνια Οικονοµικές παράµετροι Η ύπαρξη βλάστησης εντός των αρχαιολογικών και των πέριξ των µνηµείων χώρων επηρεάζει θετικά σε οικονοµικό επίπεδο πολλαπλώς: Η εισαγωγή οικονοµικά βιώσιµων χρήσεων σε ιστορικά µνηµεία, αρχαιολογικούς χώρους και µνηµεία αποτελεί τη σύγχρονη προτεραιότητα της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονοµιάς 435. Η επίσκεψη σε αρχαιολογικούς χώρους και µνηµεία προσφέρει στο κοινό την ευκαιρία της άµεσης βιωµατικής εµπειρίας των καταλοίπων κοινωνιών του παρελθόντος. Για πολλούς αυτό αποτελεί σηµαντική πολιτιστική δραστηριότητα. Ο αριθµός των επισκεπτών σε τέτοιους χώρους έχει αυξηθεί δραµατικά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες ως µέρος την γενικότερης έκρηξης του πολιτισµικού τουρισµού 436. Η παρουσία βλάστησης σε επισκέψιµους αρχαιολογικούς χώρους 434 Περισσότερα στο «Ένας «βυζαντινός» λαχανόκηπος στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης» (Μπακιρτζή κ.ά. 2001). 435 Poinsett 1983, σελ Skeates 2000, σελ

159 προσελκύει και προσδίδει ικανοποίηση στους επισκέπτες συµβάλλοντας αφενός στη βελτίωση των συνθηκών περιήγησης στον χώρο, αφετέρου στην οµαλή λειτουργία και κατανόησή του. Η πετυχηµένη διαχείριση της βλάστησης δρα θετικά στην αύξηση των ποσοστών επισκεψιµότητας ενός αρχαιολογικού χώρου µε αποτέλεσµα την αύξηση των εσόδων αυτού και των τυχόν γειτονικών τουριστικών επιχειρήσεων. Για παράδειγµα στον αρχαιολογικό χώρο του τύµβου των Μαραθωνοµάχων στην ανατολική Αττική παρατηρήθηκε αθρόα προσέλευση επισκεπτών όταν άρχισε να υπάρχει φροντίδα και µέριµνα για τη βλάστηση του χώρου. Σχολεία και οικογένειες άρχισαν να χρησιµοποιούν τον χώρο για ηµερήσιες εκδροµές και άλλες εκδηλώσεις. εν είναι τυχαίο που οι χώροι εκκλησιών-µνηµείων µε ευρύ περιβάλλοντα χώρο και φροντισµένη βλάστηση αποτελούν τους δηµοφιλέστερους τόπους τελέσεως γάµων και άλλων τελετών. Συνδυάζουν τη µνηµειακότητα µε ένα ευχάριστο περιβάλλον που εξασφαλίζει η βλάστηση. Η παρουσία βλάστησης σε αρχαιολογικούς χώρους αναδεικνύει και αναβαθµίζει όµορες κατοικίες και οικόπεδα, όπως κάθε φροντισµένος αδόµητος χώρος και χώρος πρασίνου. Ειδικά στην περίπτωση απαλλοτριωµένων αρχαιολογικών χώρων, οι οποίοι προέκυψαν µετά από εκσκαφές για ανέγερση πολυκατοικιών και οι οποίοι στην συνέχεια διαµορφώθηκαν µε φυτεύσεις, παρατηρείται ανατροπή των υφιστάµενων αντικειµενικών αξιών της γειτονιάς διότι εµφανίστηκε ξαφνικά και τυχαία εκεί ένας νέος χώρος πρασίνου. Αντίθετα, αρχαιολογικοί χώροι µπορεί και να υποβιβάσουν την αξία των ακινήτων εάν είναι αφρόντιστοι ή «στέκι» περιθωριακών και αντικοινωνικών στοιχείων. Αν και στην Ελλάδα η σχετική έρευνα είναι περιορισµένη, έρευνες στο εξωτερικό αποδεικνύουν το αυτονόητο, ότι η παρουσία βλάστησης επηρεάζει ανοδικά την τιµή των ακινήτων όχι µόνο εάν αυτή φύεται στην ίδια την ιδιοκτησία αλλά και εάν αναπτύσσεται σε κάποιο γειτονικό χώρο µε τον οποίο βρίσκεται σε οπτική επαφή 437. Για παράδειγµα στην οδό Ολυµπιάδος στη Θεσσαλονίκη µετά από ανασκαφή που προέκυψε από εκσκαφή επέκτασης της οδού, βρέθηκε µεγάλη κινστέρνα. Έγινε υπερύψωση της οδού και απαλλοτρίωση του γειτονικού χώρου, ο οποίος παρέµεινε 437 Nowak & Dwyer 2000, σελ. 20. Περισσότερα σχετικά για την επίδραση της υπάρχουσας βλάστησης στην τιµολόγηση των ακινήτων βλ. στο Kestens et al. 2004: «The impact of surrounding land use and vegetation on single- family, house prices». 159

160 χωρίς καµία επέµβαση έως το Με τα έργα του Γ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης το 2001 άρχισε η διαµόρφωσή του σε µικρή αστική πλατεία (vest pocket park) µε περιφερειακές φυτεύσεις, συστάδες δένδρων και καθιστικά. Ενώ ο µέχρι τότε ακάλυπτος χώρος αποτελούσε ρυπογόνο εστία για την περιοχή µε αποτέλεσµα αρνητικό για τις γειτονικές κατοικίες, µετά τη διαµόρφωση ανήλιαγα ισόγεια βρέθηκαν να έχουν θέα προς ένα χώρο πρασίνου και µέσα στην επόµενη πενταετία παρατηρήθηκε ανακαίνιση της πλειονότητας των διαµερισµάτων που είχαν οπτική πρόσβαση στην πλατεία και κατακόρυφη αύξηση της αγοραστικής τους αξίας. Η µέριµνα για τη διατήρηση της αυτοφυούς βλάστησης και η φροντίδα για τη συντήρηση των νέων φυτεύσεων σε επιθυµητά επίπεδα προϋποθέτει τη συνεχή απασχόληση κατάλληλων εργατοφυλάκων. Αυτό όπως είναι αυτονόητο δηµιουργεί νέες θέσεις εργασίας συχνά µάλιστα σε περιοχές µε υψηλό δείκτη ανεργίας. Οι θέσεις αυτές είναι κατά τεκµήριο συνεχούς απασχόλησης σε αντίθεση µε τις θέσεις εργασίας σε ανασκαφικές εργασίες που χαρακτηρίζονται από εποχικότητα και περιορισµένη διάρκεια εκτός ορισµένων εξαιρέσεων στο πλαίσιο µεγάλων δηµοσίων έργων. 2.7 Παράµετροι προστασίας των αρχαιολογικών καταλοίπων Πέρα από την έµµεση προστασία που µπορεί να προσφέρει η βλάστηση οριοθετώντας τις περιοχές πρόσβασης των επισκεπτών, µακριά από µη συντηρηµένα ερειπιώδη αρχαιολογικά κατάλοιπα, η βλάστηση µπορεί να προσφέρει προστασία στα ίδια τα αρχαιολογικά κατάλοιπα και µε τους εξής τρόπους: Στερέωση εδαφών Η παρουσία βλάστησης µπορεί να συµβάλλει στην προστασία των αρχαίων καταλοίπων µε τη στερέωση εδαφών. Αυτό είναι αναγκαίο στις εξής περιπτώσεις: στήριξη πρανών ανασκαφικών τοµών 160

161 Μετά από κάθε ανασκαφική έρευνα προκύπτει το θέµα αντιστήριξης των πρανών των ανασκαφικών τοµών που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Όπως και σε κάθε τεχνικό έργο η αποµάκρυνση του επιφανειακού στρώµατος εδάφους και η δηµιουργία απότοµων τοµών επιτείνει την πρόκληση διάβρωσης και κατολισθήσεων 438. Η συχνότερη µέθοδος αντιµετώπισης του ζητήµατος αυτού αποτελεί η κατασκευή τοιχίων. Αυτό όµως περιπλέκει την ανάγνωση της διάρθρωσης του αρχαιολογικού χώρου προκαλώντας σύγχυση σε σχέση µε το τι είναι «αρχαίο» και τι όχι. Αυτό εντείνεται όταν γίνεται χρήση τοπικών υλικών που οµοιάζουν σε χρώµα και υφή µε τα δοµικά υλικά των αρχαίων καταλοίπων. Η βλάστηση αποτελεί το ιδανικό µέσο αντιστήριξης των πρανών διότι δεν εµπλέκεται στη διάρθρωση του αρχαιολογικού χώρου. Μπορεί και δηµιουργεί ένα εξ ολοκλήρου άλλο επίπεδο, το οποίο επιπλέον πλαισιώνει και αναδεικνύει τα αρχαία κατάλοιπα. στήριξη επικλινών εδαφών Εδάφη που γειτνιάζουν µε µνηµεία και αρχαιολογικούς χώρους και επηρεάζουν τη στατική τους βιωσιµότητα συχνά έχουν έντονες κλίσεις. Αρχαίοι ναοί, ακροπόλεις, οχυρώσεις, κάστρα αλλά και βυζαντινές εκκλησίες συχνά βρίσκονται σε απόκρηµνες τοποθεσίες που τους προσφέρουν δραµατικότητα και εντυπωσιακές θέες αλλά και αυξηµένους κινδύνους από τη διάβρωση του εδάφους. Παράγοντες που επιτείνουν τη διάβρωση λόγω ύπαρξης κλίσεων είναι η άµεση γειτνίαση µε υδάτινα στοιχεία και η υπερβόσκηση. Σε ορισµένες µάλιστα περιπτώσεις τα ίδια τα µνηµεία αποτελούν τους λοφώδεις εδαφικούς σχηµατισµούς όπως συµβαίνει µε τους ταφικούς τύµβους (Εικ. 101, 103). Ο κίνδυνος διάβρωσης µίας περιοχής εξαρτάται από 439 : Μήκος εδαφικής κλίσης. Ποσοστό εδαφικής κλίσης. Εδαφική δοµή και υφή. Μέσες τιµές διάρκειας και έντασης βροχόπτωσης στην περιοχή. Ποσοστό έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία. 438 Abramson et al. 1996, σελ Colston Burrell 2000, σελ 22. Abramson et al. 1996, σελ

162 Η ικανότητα ενός φυτικού είδους να µειώνει ή να αναστέλλει τη διάβρωση εξαρτάται από το σχήµα και την πυκνότητα του φυλλώµατός του, τη µορφολογία του ριζικού του συστήµατος, όπως και από τη σχέση αλληλεπίδρασης των δύο παραπάνω 440. Τα φυτά είναι αποδεδειγµένα οι πιο αποτελεσµατικοί φορείς του ελέγχου της διάβρωσης και ελέγχουν τις διαβρωτικές δυνάµεις του νερού µε τους εξής τρόπους: Αναχαίτιση. Η κόµη του φυτού αναχαιτίζει τη βροχή πριν αυτή φτάσει στη γη και έτσι µειώνει τη διαβρωτική επίδραση κάθε σταγόνας. Φυτά µε πλατιά εύρωστη κόµη, φυτεµένα σε επίπεδα αποτελούν την καλύτερη λύση. Καθυστέρηση. Καθυστερεί την επιφανειακή ροή του νερού επάνω στο έδαφος. Όσο περισσότεροι βλαστοί συναντώνται ανά µ² εδάφους τόσο περισσότερα εµπόδια συναντά και η κίνηση του νερού µε αποτέλεσµα τη µείωση της ικανότητάς του να µεταφέρει εδαφικά µικροσωµατίδια. Τέτοιου είδους αντιδιαβρωτική προστασία επιτυγχάνεται µε χαµηλά εδαφοκαλυπτικά φυτά µε έρπουσα πλατιά κόµη. Συγκράτηση. Το ριζικό σύστηµα έχει πολύτιµο ρόλο συγκράτησης του εδάφους ενάντια στη διαβρωτική δύναµη νερού και ανέµου. Βαθιά, διεισδυτικά ριζικά συστήµατα και µεγάλης εξάπλωσης θυσανώδεις ρίζες προσφέρουν την καλύτερη προστασία. ιήθηση. Τα φυτά αλλά και τα υπολείµµατά τους συµβάλλουν στη διατήρηση του πορώδους και της διαπερατότητας του εδάφους καθυστερώντας την έναρξη επιφανειακής απορροής 441. Τα ξυλώδη φυτά κρίνονται πιο αποτελεσµατικά στην σταθεροποίηση µεγάλων επιφανειών. Προσδίδουν σταθερότητα στο έδαφος διαθέτοντας µεγαλύτερο και βαθύτερο ριζικό σύστηµα Προσφέρουν µηχανική υποστήριξη στο έδαφος καθώς µπορούν και υφίστανται τα αυξηµένα εδαφικά φορτία λόγω της ελαστικότητας των ριζών τους. Σφηνωµένοι στο έδαφος βλαστοί δρουν ως αντέρεισµα υπερνικώντας τις καθοδικές δυνάµεις. Το αυξηµένο βάρος της ξυλώδους βλάστησης αυξάνει τη σταθερότητα µέσω της επικεντρωµένης πίεσης στην υπό πτώση εδαφική επιφάνεια. Τα αγρωστώδη φυτικά είδη και η ποώδης βλάστηση απλώνονται κοντά στο έδαφος σχηµατίζοντας µια σφιχτή και πυκνή εδαφοκάλυψη. Με τον τρόπο αυτό προσφέρουν 440 Gray 1995, σελ Colston Burrell 2000, σελ. 22. Gray 1995, σελ

163 καλύτερα αποτελέσµατα ενάντια στην επιφανειακή διάβρωση 442. Η ύπαρξη φυτικών υπολειµµάτων στην επιφάνεια του εδάφους µειώνει επίσης σηµαντικά τη διάβρωση του 443. Μαζικές φυτεύσεις µε ποικίλα φυτικά είδη προσφέρουν µέγιστη αντιδιαβρωτική προστασία. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται συνεργική δράση των µορφολογικών τους χαρακτηριστικών και των µεµονωµένων αντιδιαβρωτικών ιδιοτήτων. Κάτι τέτοιο επιτυγχάνουν τα φυσικά οικοσυστήµατα µε αυξηµένη βιοποικιλότητα. Σε γενικές γραµµές φυτικά είδη που απορροφούν µεγάλες ποσότητες νερού είναι καλά για πηλώδη εδάφη ώστε να δηµιουργείται µία πιο στεγνή και σκληρή εδαφική κρούστα. Σε αµµώδη εδάφη καλύτερο αποτέλεσµα έχουν φυτικά είδη που προσροφούν µικρότερη ποσότητα νερού επειδή διότι τα εδάφη αυτά όταν είναι πολύ στεγνά είναι ευάλωτα στην διάβρωση 444. Στην Ελλάδα φυτικά είδη εδαφοκαλυπτικών φυτών, όπως τo έρπον δενδρολίβανο (Rosmarinus prostratus) και έρπον κυδωνίαστρο (Cotoneaster horizontalis) έχουν δείξει πολύ καλή προσαρµογή και ανάπτυξη σε ξηροθερµικές συνθήκες και κρίνονται κατάλληλα για χρήση σε πρανή αρχαιολογικών χώρων 445. Στην Πλατεία ιοικητηρίου καλύφθηκαν µε φυτά πρανή συνολικής έκτασης 900 µ² περίπου στις τρεις πλευρές ενός οικοδοµικού τετραγώνου και κλίσης έως και 70% αποκλειστικά µε φυτά, όπως δενδρολίβανο έρπον (Rosmarinus prostratus), τριανταφυλλιά κρεµοκλαδής (Rosa sp.) και σπάρτο (Spartium junceum). Μετά από δύο χρόνια η στερέωση των πρανών όπως και η κάλυψη είναι πλήρης ενώ το αποτέλεσµα, αισθητικά, πολύ ικανοποιητικό (Εικ. 100). Η σύγχρονη εδαφοµηχανική πέρα από τα φυτά αυτά καθ αυτά στη στήριξη εδαφών χρησιµοποιεί κοµµάτια αυτοφυών φυτών, όπως µοσχεύµατα ιτιάς. Μοσχεύµατα χωρίς φύλλα διαµέτρου 2,5-7 εκ. και µήκους ενός µέτρου µπορούν να χρησιµοποιηθούν στην στήριξη πρανών υδροφόρων στοιχείων για προστασία από τη διάβρωση. Τα µοσχεύµατα πακτώνονται κάθετα στα πρανή και στηρίζονται µε αποδοµούµενα κοµµάτια ξύλου. Όταν τα µοσχεύµατα ριζώσουν θα στηρίξουν τα 442 Gray 1995, σελ. 6, Jeszczynski 1999, σελ Abramson et al. 1996, σελ Αναλυτικά τα αποτελέσµατα της έρευνας βλ. Παπαλεξανδρής κ.ά. 2005: «Φυτά εδαφοκάλυψης στον ελλαδικό χώρο. Προσαρµογή και προοπτικές στη χρήση τους». 163

164 πρανή το ίδιο αποτελεσµατικά µε ένα τσιµεντένιο τοιχίο ενώ µε τον τρόπο αυτό ενισχύεται και η αυτοφυής φυτοκοινότητα 446. Για επιτυχηµένη, οικονοµική και φιλική προς το περιβάλλον λύση στο πρόβληµα της σταθεροποίησης πρανών µε έντονη κλίση συχνά χρησιµοποιείται η συνέργια τόσο του βιοτικού παράγοντα (φυτά) όσο και των τεχνικών αντιστήριξης. Η πιο διαδεδοµένη τεχνική που χρησιµοποιείται ευρέως σε έργα αντιστήριξης πρανών στις εθνικές οδούς είναι η εγκατάσταση αποδοµούµενου πλέγµατος µετά από την διεξαγωγή υδροσποράς στα πρανή. Το πλέγµα αποτρέπει τη διάβρωση και την αποµάκρυνση σπόρου και εδάφους τα πρώτα χρόνια µέχρι να επιτευχθεί εδραίωση των φυτών 447. Η εφαρµογή µεθόδων εδαφοµηχανικής 448 και η χρήση της συνεργικής δράσης βλάστησης και κατασκευών εφαρµόστηκαν στην αντιστήριξη των πρανών της ακρόπολης των αρχαίων Λειβήθρων, της µυθολογικής πατρίδας του Ορφέα στην Πιερία. Η ακρόπολη ορίζεται από δύο χειµάρρους οι οποίοι συγκλίνουν σε κοινή κοίτη. Τα ορµητικά νερά των χειµάρρων αποτελούν και το βασικό λόγο της εκτεταµένη διάβρωσης των πλευρών του λόφου της ακρόπολης και της πρόκλησης κατολισθήσεων. Το έργο αντιστήριξης των πρανών της ακρόπολης των αρχαίων Λειβήθρων αποτελεί οµολογουµένως ένα δύσκολο και µεγάλης έκτασης έργο µε έµφαση στη χρήση φυσικών υλικών και στην προσαρµογή στο ευρύτερο τοπίο. ιενεργήθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία στα χρόνια Το έργο εγκατέστησε κλιµακωτό στερεό πρίσµα από γαιώδη και φυσικά υλικά που παρακολουθεί και επενδύει την ευαίσθητη παρειά του πρανούς κατά µήκος του χειµάρρου. Το κάτω µέρος, κατά το 1/3 αποτελείται από κλιµακούµενα λιθοπληρωµένα συρµατοκιβώτια τα οποία συνδέονται και πλέκονται µεταξύ τους, ενώ τα υπόλοιπα 2/3 του πρανούς καλύπτονται από ξύλινα αναλήµµατα. Η βαθµιδωτή αυτή κατασκευή επικαλύπτεται από φυτική ύλη για καλύτερη αισθητική εναρµόνιση στο φυσικό τοπίο και για την ταχύτερη αποκατάσταση της επιφάνειάς της µε αυτοφυή χλωρίδα της περιοχής. Αξίζει να σηµειωθεί ότι διατηρήθηκαν τα υπάρχοντα στα πρανή δένδρα που ασκούσαν αντιδιαβρωτική προστασία και στην 446 Owens- Viani 2000, σελ Šubic 1995, σελ Περισσότερα σχετικά µε µεθόδους αντιστήριξης πρανών µε µεθόδους εδαφοµηχανικής στο Abramson et al. 1996, σελ

165 ουσία συνέβαλλαν στη συγκράτηση της ακρόπολης µέχρι να αρχίσουν τα έργα αντιστήριξης Προστασία των αρχαιολογικών καταλοίπων Όσο και αν ακούγεται οξύµωρο έρευνες έχουν αποδείξει ότι συχνά η ύπαρξη βλάστησης µέσα σε αρχαιολογικούς χώρους και πλησίον µνηµείων δρα προστατευτικά για τα ευαίσθητα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Αν και η Αρχαιολογική Υπηρεσία όταν εισέρχεται σε ένα αρχαιολογικό χώρο αποµακρύνει άµεσα τη βλάστηση από τα αρχαία κτίσµατα και τα διάσπαρτα αρχιτεκτονικά και δοµικά µέλη, δεν πρέπει να ξεχνάµε ότι η αυτοφυής βλάστηση προστάτευσε µνηµεία από τη φυσική φθορά µέχρι αυτά να φθάσουν σε εµάς. ρώντας προστατευτικά σε πληµµύρες, κατολισθήσεις και έντονα φυσικά φαινόµενα. Η παρουσία χλωρίδας στην επιφάνεια των µνηµείων αλλάζει το µικροκλίµα, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό εάν τα φυτά δεν έχουν βαθύ ριζικό σύστηµα. Από ορισµένους ερευνητές κρίνεται και ως θετικό, όπως στην περίπτωση ύπαρξης φυλλώµατος σε κοντινή απόσταση από την επιφάνεια αρχαιολογικών καταλοίπων ώστε να εµποδίζει την εξάτµιση και έτσι να µειώνει τον βαθµό (rate) της διεργασίας κρυσταλλοποίησης των αλάτων και τις δυσµενείς επιπτώσεις της 450. Επίσης, µία διαφορετική θεώρηση κρίνει ότι η εµφάνιση αυτοφυούς βλάστησης στο δοµικό υλικό µνηµείων αποτελεί ένδειξη φθοράς των δοµικών υλικών και εποµένως ανάγκη επισκευής στο συγκεκριµένο σηµείο 451. Πέρα από την επικρατούσα γενικά άποψη ότι όλα τα είδη βλάστησης είναι βλαβερά για κτίρια και µνηµεία θα µπορούσαµε να πούµε ότι τα αναρριχητικά και έρποντα φυτικά είδη είναι βλαβερά κυρίως για διακοσµηµένα ή ενεπίγραφα αρχιτεκτονικά µέλη, ενώ τα ξυλώδη είδη εγκαθίστανται ευκολότερα σε τοίχους µε µικρού µεγέθους δοµικά υλικά ή χαλαρό συνδετικό κονίαµα Γιαννάκης 2006, σελ Honeyborne 1990 (Mishra et al. 1995, σελ 378). 451 Goeldner 1984, σελ Σγούρου 1998, σελ

166 Η σύγχρονη τάση αειφορικού σχεδιασµού στην αρχιτεκτονική προτείνει την κάλυψη στεγών και εξωτερικών τοίχων των κτιρίων µε βλάστηση. Υποστηρίζει ότι στις θετικές επιδράσεις της βλάστησης (αισθητικά ωραία εικόνα, κατακράτηση ατµοσφαιρικών ρύπων, σταθεροποιητική επίδραση στη θερµοκρασία µέσα στα κτίρια, βελτίωση των επιπέδων της βιοποικιλότητας χλωρίδας και πανίδας σε αστικές περιοχές) περιλαµβάνεται και η προστασία των τοιχοποιιών των κτιρίων από τα καιρικά φαινόµενα. Σχετικές έρευνες απέδειξαν ότι τα αναρριχητικά φυτά προκαλούν υποβάθµιση µόνο των ήδη υποβαθµισµένων τοιχοποιιών και κυρίως αυτών που αποτελούνται από αποσπασµατικά δοµικά υλικά καθώς οι εναέριες ρίζες εισχωρούν ανάµεσα στα επί µέρους στοιχεία της τοιχοποιίας. Αυτό φυσικά περιλαµβάνει και τα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Ωστόσο επισηµαίνεται ότι όταν µέσα σε µια τοιχοποιία υπάρχει ήδη εγκατεστηµένο ένα αναρριχητικό φυτό τότε είναι προτιµότερο να το διατηρήσουµε ελέγχοντας την ανάπτυξή του παρά να το αποµακρύνουµε. Η βίαιη αποµάκρυνσή του προκαλεί τόσο εκτεταµένες φθορές που απαιτούν µεγάλης έκτασης ανακατασκευαστικές εργασίες. Στους αρχαιολογικούς χώρους, η διατήρηση της φυτοκάλυψης συντηρεί τη συγκράτηση των τοιχοποιιών και ενισχύει την συνοχή τους µέχρι την έναρξη των εργασιών συντήρησης 453. Συνεπώς είναι προτιµότερο εάν δεν πρόκειται να αρχίσουν άµεσα οι αναστηλωτικές εργασίες να διατηρηθεί η υφιστάµενη κατάσταση υπό έλεγχο µε επιλεκτική αποµάκρυνση των επιθετικών φυτικών ειδών παρά να αποµακρυνθεί. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την αναρριχηµένη βλάστηση, η αποµάκρυνση της οποίας αφήνει εκτεθειµένα τα αρχαία κατάλοιπα στα καιρικά και χηµικά φαινόµενα (π.χ. όξινη βροχή). Η στάση αυτή απέναντι στη βλάστηση περιλαµβάνει όχι µόνο τα φυτά αλλά και τις λειχήνες, οι οποίες δηµιουργούν ένα στρώµα προστασίας από εξωτερικούς παράγοντες φθοράς για τις πέτρινες επιφάνειες. Ταυτόχρονα οι λειχήνες δηµιουργούν την αισθητικά ωραία εµφάνιση των πολύχρωµων αποχρώσεων. Η απόφαση για αποµάκρυνση των λειχήνων πρέπει να λαµβάνεται µετά από σκέψη και συνυπολογισµό των µεσοπρόθεσµων και µακροπρόθεσµων συνεπειών 454. Τα φυτά δεν αποτελούν υδατοστεγή καταφύγια, αλλά παρέχουν έναν ορισµένο βαθµό προστασίας από τη βροχή. Ένα µεγάλο µέρος της βροχόπτωσης συλλέγεται από το φύλλωµα των δένδρων πριν ακόµη το διαπεράσει 455. Στοιχεία συνηγορούν 453 Dunnett & Kingsbury 2004, σελ & Seaward et al. 1989, σελ Τσαλικίδης 2001, σελ

167 ότι η προσπίπτουσα ποσότητα νερού στα αρχαιολογικά κατάλοιπα δεν επηρεάζει την βλάστηση τόσο ποιοτικά όσο ποσοτικά. Στα τµήµατα µνηµείων που σκιάζονται από δένδρα δεν παρατηρείται µεγάλη αύξηση λειχήνων και βρύων διότι η προσπίπτουσα βροχή, η οποία αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα, είναι µειωµένη. Η κάλυψη δεν επηρεάζει µεσοπρόθεσµα την έκφυση ανωτέρων φυτών, όπως αναφέρουν έρευνες σχετικά µε την εξάπλωση της βιολογικής αποίκισης στα τείχη «Lungotevere» της Ρώµης, ώστε να προσδιοριστεί ο οικολογικός ρόλος των παραµέτρων του περιβάλλοντος αλλά και της κάλυψης από δένδρα 456. Μακροπρόθεσµα ωστόσο η κάλυψη από δένδρα µειώνει την αποίκιση από ανώτερα φυτά διότι είναι περιορισµένη η µικροχλωρίδα που οδηγεί στην σταδιακή αποίκιση σύµφωνα µε την εξίσωση: φύκη/λειχήνες -> µύκητες/βακτήρια -> βρύα/λειχήνες -> ανώτερα φυτά Παράµετροι υποβάθµισης των αρχαιολογικών καταλοίπων Σε όλα τα µέρη του κόσµου, στη σχέση αρχαίων καταλοίπων και βλάστησης η πιο πολυσυζητηµένη διάσταση είναι η αρνητική. Στον κατάλογο µνηµείων σε κίνδυνο της οργάνωσης World Monuments Watch 458, η αυτοφυής βλάστηση καταγράφεται ως µία από τις σοβαρότερες απειλές για τα ιστορικά κατάλοιπα µαζί µε την εγκατάλειψη, τον τουρισµό, τις πολεµικές συρράξεις, τη µόλυνση. Ιδιαίτερα, σε περιοχές της Ασίας µε τροπικό κλίµα η βλάστηση τείνει κυριολεκτικά να καταπιεί ολόκληρους αρχαιολογικούς χώρους 459. Επιπλέον είναι διεθνώς αποδεκτό ότι η βλάστηση αποτελεί µία από τις αιτίες υποβάθµισης (deterioration) των µνηµείων. Τα φυτά µέσα στους αρχαιολογικούς χώρους του ελληνικού χώρου ανέκαθεν αντιµετωπίζονταν µε σκεπτικισµό και η όλη προσπάθεια ευπρεπισµού επικεντρωνόταν στην εξολόθρευσή τους. Είναι γεγονός ότι το όποιο πράσινο διατηρήθηκε σε ορισµένους αρχαιολογικούς χώρους οφείλεται κατά κανόνα στη δυσκολία εξόντωσής του και σε ορισµένες µόνο περιπτώσεις στην πρωτοβουλία της 456 Bellinzoni et al. 2003, σελ. 203, Mishra et al.1995, σελ Περισσότερα στο Vanishing Histories, 100 endangered sites from the World Monuments Watch (Amery & Curran 2001). 459 Για παράδειγµα ο αρχαιολογικός χώρος της Angkor στη Καµπότζη (9-13 ος αιώνας) είχε κυριολεκτικά εξαφανιστεί µέσα στην ζούγκλα και την ανακάλυψε ένας βοτανολόγος ερευνητής σπάνιων φυτικών ειδών. 167

168 Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η αξία της βλάστησης µέσα στους αρχαιολογικούς χώρους δεν αναγνωρίστηκε παρά µόνον πολύ προσφάτως 460. Η βλάστηση γενικά θεωρείται άµεσα ή έµµεσα υπεύθυνη για την υποβάθµιση τοιχοποιιών, αρχιτεκτονικών και διακοσµητικών στοιχείων των αρχαιολογικών καταλοίπων και µνηµείων. Θεωρείται υπεύθυνη για τη δυσκολία πρόσβασης επισκεπτών και προσωπικού στους αρχαιολογικούς χώρους και για τη δηµιουργία συνθηκών αυξηµένων πιθανοτήτων πυρκαγιάς κατά τους θερινούς µήνες, για την αντιαισθητική για το κοινό εικόνα εγκατάλειψης όπως και για την ύπαρξη µεγάλου αριθµού τρωκτικών και ερπετών µέσα σε οργανωµένους αρχαιολογικούς χώρους και µνηµεία 461. Γενικά, οι βασικοί παράγοντες οι οποίοι δρουν στην υποβάθµιση αρχαιολογικών καταλοίπων και µνηµείων που ανήκουν στην πολιτιστική κληρονοµιά διακρίνονται στους βιοτικούς παράγοντες, στους ατµοσφαιρικούς παράγοντες και στους παράγοντες ρύπανσης. Η ανεπιθύµητη βλάστηση ανήκει στους βιοτικούς παράγοντες. Ως «ζιζάνιο» χαρακτηρίζεται κάθε φυτό ή είδος βλάστησης (εκτός των µυκήτων) το οποίο εµπλέκεται αρνητικά στους σκοπούς ή τις ανάγκες των ανθρώπων. 462 Τα ζιζάνια διαχωρίζονται βασικά σε δύο κατηγορίες (α) ζιζάνια καλλιεργειών, δηλαδή ανεπιθύµητη βλάστηση καλλιεργήσιµης γης (σιτηρών, οπωρώνων, κήπων, φυτειών κλπ), (β) ζιζάνια υποβαθµισµένων από την ανθρώπινη δραστηριότητα περιοχών 463. Στους αρχαιολογικούς χώρους κατά κανόνα δεν εφαρµόζονται εγκαίρως και συστηµατικά µέθοδοι ζιζανιοκτονίας λόγω έλλειψης κατάλληλου προγραµµατισµού, περιορισµένων κονδυλίων και λόγω της αυξηµένης ευαισθησίας των in situ αρχαιολογικών ευρηµάτων, όπως των ψηφιδωτών δαπέδων. Αυτό έχει ως συνέπεια οι χώροι αυτοί να αποικίζονται µε ταχείς ρυθµούς από πληθυσµούς πολλών φυτικών ειδών µετά την ολοκλήρωση των ανασκαφικών εργασιών αλλά και µετά από κάθε 460 Μπακιρτζή κ.ά., 2004, σελ Προβλήµατα όµοια µε αυτά στους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας καταγράφονται και στη γειτονική µας Ιταλία. Αναλυτική αναφορά τους στο «Monumenti e vegetazione: quale possibilità di convivenza?», Bollettino d Arte, serie XI, no 95,, Gennaio- Marzo 1996, Ministero per i beni culturali e ambientali, Roma Italia 1996, σελ European Weed Research Society, statutes, art. III, 1975 στο Holzner 1982, σελ Holzner 1982, σελ 6. Liebman & Mohler 2001, σελ

169 απόπειρα περιορισµού της αυτοφυούς βλάστησης. Στην τάση αυτή συνηγορεί και η ικανότητα ορισµένων ειδών ζιζανίων να µετακινούνται µε µεγάλη ευκολία σε αρκετά µεγάλες αποστάσεις µέσω των ειδικών µορφολογικών εξαρτηµάτων που φέρουν οι σπόροι τους. Αυτή η ικανότητα εξάπλωσης βοηθά τα διάφορα είδη να φθάσουν µέσω των σπόρων τους σε µικροθέσεις κατάλληλες για εγκατάσταση, βλάστηση και ανάπτυξη, όπως είναι τα ανώτερα σηµεία τοίχων ή στεγών. Επιπλέον, εξαιτίας του λήθαργου των σπόρων, µιας φυσιολογικής ιδιότητας που τους προσδίδει την ικανότητα να διατηρούν τη ζωτικότητά τους για µεγάλα διαστήµατα, µπορούν να παραµείνουν στις θέσεις που έχουν αποικίσει για µεγάλα χρονικά διαστήµατα ξεπερνώντας αντίξοες συνθήκες (ξηρασία, παγετό, έλλειψη θρεπτικών στοιχείων) 464. Ορισµένα είδη τα οποία είχαν αρχικά εισαχθεί ως καλλωπιστικά έχουν µετατραπεί σε ζιζάνια και σήµερα προκαλούν πολλά προβλήµατα. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί ο αίλανθος (Ailanthus altissima), κοινώς γνωστός ως βρωµοκαρυδιά. Στις αρχές του 20 ου αιώνα προτεινόταν ως καλλωπιστικό δένδρο για φυτεύσεις σε αστικούς υπαίθριους χώρους των Η.Π.Α., ενώ την ίδια εποχή είχε εισαχθεί και στην χώρα µας (Εικ. 102) 465. Το αποτέλεσµα µετά από έναν αιώνα είναι να θεωρείται ένα από τα πιο δυσκολοεξόντωτα ζιζάνια. Το κινέζικης καταγωγής αυτό δένδρο είναι ίσως η πιο µακροπρόθεσµη κληρονοµιά που άφησε ο Arthur Evans στο νησί της Κρήτης. Εισήχθη, απ ότι φαίνεται, στη Vila Αριάδνη, την οικία του στην Κνωσό, περί τα Η αρνητική επίδραση της βλάστησης στα µνηµεία µπορεί να είναι άµεση ή έµµεση. Μπορούµε να χωρίσουµε τις επιπτώσεις αυτές ως εξής: άµεσες επιπτώσεις Καταστροφές από το ριζικό σύστηµα Αν και στην Ευρώπη γενικά, η υποβάθµιση των δοµικών υλικών των µνηµείων από βιοτικούς παράγοντες δεν είναι πολύ σηµαντική συγκρινόµενη µε αυτή που οφείλεται στα φυσικά φαινόµενα και τη ρύπανση, στις νότιες ευρωπαϊκές χώρες η αρχική αποίκιση λειχήνων και βρύων οδηγεί στην σταδιακή εισβολή ανωτέρων 464 Οικονόµου 1998, σελ Όπως αναφέρει το άρθρο Peets 1915: «Street Trees in the Built-up Districts of Large Cities». 466 Rackham & Moody 1998, σελ

170 φυτών 467. Σπόροι συγκεκριµένων φυτικών ειδών µεταφερόµενοι από τα πουλιά και τον άνεµο βρίσκουν υπόστρωµα ανάπτυξης στις ρωγµές και τα κενά των δοµικών υλικών ιστορικών κτιρίων και ερειπίων. Ιδιαίτερα στις κατασκευές από τούβλα φυτρώνουν όπως στο έδαφος 468. Έτσι εξηγείται και η µεγάλη ανάπτυξη βλάστησης σε κεραµοσκεπές ιστορικών κτιρίων, όπως στην Ροτόντα της Θεσσαλονίκης, από όπου κάθε άνοιξη αποµακρύνονται φυτά ακόµα και δενδρύλλια. Εκτεταµένη είναι η υποβάθµιση που υφίστανται υπόγεια ή µη ανασκαµµένα αρχαία κατάλοιπα, όπως κινστέρνες και κατακόµβες 469. Η ύπαρξη βλάστησης επιφέρει στα αρχαιολογικά κατάλοιπα µε τις ρίζες της βλάβες που µπορεί να είναι µηχανικές βλάβες, βιοχηµικές αλλοιώσεις στην εµφάνιση καθώς και δυσκολίες στη λειτουργία των ανασκαφικών αλλά και των οργανωµένων αρχαιολογικών χώρων (Εικ , 112). Μηχανικές βλάβες Οι ρίζες δενδρωδών φυτικών ειδών καταστρέφουν θεµέλια ιστορικών κατασκευών και άλλα θαµµένα ιστορικά κατάλοιπα καθώς αναπτύσσονται. Ο βαθµός της καταστροφής εξαρτάται τόσο από το είδος του φυτού όσο και από το είδος του εδάφους. Σε βαριά, αργιλώδη εδάφη, φυτικά είδη γρήγορης ανάπτυξης απορροφώντας την υγρασία προκαλούν βλάβες στα θεµέλια ακόµη και γειτονικών κτισµάτων 470. Ωστόσο, τέτοια προβληµατικά εδάφη δεν συναντάµε συχνά στην Ελλάδα. Η ανάπτυξη του ριζικού συστήµατος διευρύνει επίσης τις ήδη υπάρχουσες ρωγµές καταστρέφοντας και τις πιο ισχυρές τοιχοποιίες. Άλλοτε πάλι το ριζικό σύστηµα των φυτών διατηρεί αυξηµένη υγρασία προκαλώντας µηχανικές βλάβες οι 467 Saiz- Jimenez 1994, σελ Williams et al. (ed.) 1983, σελ Οξύ πρόβληµα αντιµετωπίζει το δίκτυο κατακοµβών της Ρώµης, (Giuliani 1996, σελ ). 470 Mishra et al., σελ Ακόµα και σε αυτές τις περιπτώσεις πολλά πρέπει να συνυπολογιστούν πριν καταλήξουµε στο εύκολο συµπέρασµα ότι φταίει ένα συγκεκριµένο γειτνιάζον δένδρο για τις βλάβες. Σε αργιλώδη εδάφη τέτοιες καταστάσεις δηµιουργούνται από νεαρά, ζωηρά δένδρα στα οποία πρέπει να αποφεύγεται το αυστηρό κλάδεµα γιατί επιτείνει την ανεξέλεγκτη ανάπτυξή τους. Αργιλώδη προβληµατικά εδάφη υπάρχουν σε αστικά υποβαθµισµένα περιβάλλοντα ενώ αξίζει να σηµειωθεί ότι τα αµµώδη εδάφη δεν αντιµετωπίζουν τέτοια προβλήµατα διότι η άµµος δεν συρρικνώνεται (Cutler & Richardson 1989, σελ ). 170

171 οποίες επιτείνονται από τις απότοµες αλλαγές των καιρικών συνθηκών 471. Αναπτυγµένα φυτά καταπονούν µε το βάρος τους τα κονιάµατα ιστορικών κατασκευών και ερειπίων επιδεινώνοντας την ήδη επιβαρηµένη τους κατάσταση 472. Βιοχηµικές καταστροφές και αλλοιώσεις. Το ριζικό σύστηµα µε χηµικές διεργασίες και τον σχηµατισµό οξέων διασπά και καταστρέφει δοµικά στοιχεία τοιχοποιιών 473. Ορισµένα αυτοφυή είδη φυτών µε το εκτεταµένο ριζικό τους σύστηµα (ριζώµατα, βολβοί, κόνδυλοι) διεισδύουν σε ρωγµές και κενά πλίνθων και προκαλούν µηχανική καταστροφή διαρρηγνύοντας τη συνοχή των µαρµάρων και ακολούθως προξενούν χηµική διάβρωση µε τις χηµικές ουσίες που απελευθερώνονται στο περιβάλλον µέσω των ριζικών εκκριµάτων τους. 474 Μικροβιολογικές διεργασίες και µικροσκοπικές παρατηρήσεις οδήγησαν στο συµπέρασµα ότι ετεροτροφική µικροχλωρίδα (βακτήρια, µύκητες, κυανοβακτήρια) αποικίζει τα δοµικά υλικά. Χηµικές αναλύσεις, αναλύσεις επιφανειών, και άλλες εξειδικευµένες αναλύσεις συνηγορούν ότι η υποβάθµιση επιτυγχάνεται µε ένα µηχανισµό διάλυσης, ο οποίος περιλαµβάνει την παραγωγή µεταβολικών οξέων από βακτήρια και µύκητες 475. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η ατµοσφαιρική ρύπανση έχει οδηγήσει στη δηµιουργία πολύ επιθετικών ειδών λειχήνων που έχουν δηµιουργήσει φθορές σε µνηµεία, τα οποία είχαν µείνει ανέπαφα παρά την συµβίωση µε λειχήνες για αιώνες 476, επιβεβαιώνοντας συνεργική σχέση µεταξύ των βιοτικών και ατµοσφαιρικών παραγόντων στην υποβάθµιση των δοµικών υλικών και στη δική µας περίπτωση των αρχαίων οικοδοµηµάτων 477. Πέρα από την ίδια τη βλάστηση ένας άλλος βιοτικός παράγοντας που προκαλεί φθορές σε τοιχοποιίες και δοµικά υλικά µνηµείων, άµεσα και έµµεσα, είναι η ορνιθοπανίδα. Τα όξινα απορρίµµατα των πουλιών προκαλούν διαβρώσεις σε δοµικά υλικά µνηµείων ενώ αποτελώντας τροφή 471 Mishra et al. 1995, σελ Mishra et al. 1995, σελ Παυλογεωργάτος 2003, σελ Παυλογεωργάτος 2003, σελ 100. Επίσης στο Keller & Frederickson 1952, σελ , περιγράφονται αναλυτικά οι βιοχηµικές διεργασίες της διάβρωσης των πετρωµάτων από το ριζικό σύστηµα των φυτών. 474 Οικονόµου 1998, σελ Στο συµπέρασµα αυτό κατέληξαν έρευνες σε µνηµεία αρχαιολογικών χώρων του Μεξικού µε αντικείµενο την αποµόνωση και ταυτοποίηση των µικροοργανισµών που προκαλούν φθορές στα µνηµεία (Videla et al. 2000, σελ. 340). 476 Seaward et al. 1989, σελ Herrera & Videla 2004, σελ

172 για ετερότροφους φυτικούς µικροοργανισµούς δηµιουργούν υποστρώµατα ανάπτυξης χλωρίδας 478. Αλλοίωση της εµφάνισης των αρχαιολογικών χώρων. Με τις µέχρι σήµερα προδιαγραφές και θεωρήσεις η ανεξέλεγκτη βλάστηση επηρεάζει αισθητικά την εικόνα των αρχαιολογικών χώρων και τους προσδίδει εικόνα εγκατάλειψης δυσκολεύοντας κυρίως την κατανόηση της διάρθρωσης των ερειπίων (Εικ. 109) 479. Ωστόσο έχει αρχίσει ήδη να σηµειώνεται κάποια αλλαγή στην απόλυτη αυτή θεώρηση και να της αναγνωρίζονται κάποια θετικά στοιχεία. υσκολία πρόσβασης. Η ανεξέλεγκτη βλάστηση προκαλεί δυσκολίες πρόσβασης στους αρχαιολογικούς χώρους για επισκέπτες και εργαζόµενους. Επιπλέον, η πυκνή βλάστηση πιθανόν να εγκυµονεί κινδύνους για τους επισκέπτες λόγω µη καλής αντίληψης της διαµόρφωσης του εδάφους. έµµεσες επιπτώσεις Πρόκληση πυρκαγιάς. Το κλίµα της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ευνοεί την αποξήρανση της ετήσιας ποώδους και φρυγανώδους βλάστησης µε αποτέλεσµα να προκαλούνται πυρκαγιές κατά τους θερινούς µήνες (Εικ. 111). Πέρα από την οικολογική καταστροφή που µπορεί να αφήσει πίσω της µία πυρκαγιά οι ζηµιές στα δοµικά υλικά των αρχαίων καταλοίπων είναι µη αντιστρέψιµες. 480 Η έλλειψη οργανωµένου δικτύου πυροπροστασίας στη πλειονότητα των αρχαιολογικών χώρων στην Ελλάδα πρέπει να αντιµετωπισθεί σοβαρά. Αν και η πρόληψη και καταπολέµηση πυρκαγιών µέσα ή κοντά σε αρχαιολογικούς χώρους καθίσταται ακόµη δυσκολότερη λόγω της δυσκολίας χάραξης αντιπυρικών ζωνών χωρίς απώλειες στα αρχαία κατάλοιπα, οι πρόσφατες πυρκαγιές σε σηµαντικούς αρχαιολογικούς χώρους της Κρήτης (Φαιστό 478 Παυλογεωργάτος 2003, σελ Mishra et al. 1995, σελ Οι λίθοι και τα µάρµαρα µετά έντονη πυρκαγιά εκτός από την επικάλυψη της επιφάνειας τους µε µαύρη καπνιά ασβεστοποιούνται απολεπίζονται και θρυµµατίζονται (Ζάχος 1998, σελ. 13). 172

173 και Αγία Τριάδα) κρούουν κώδωνα κινδύνου για την άµεση ανάγκη εγκατάστασης δικτύων πυρόσβεσης στους αρχαιολογικούς χώρους της χώρας µας 481. ηµιουργία καταφυγίων ερπετών και τρωκτικών. Αυτή είναι η αρνητική διάσταση της λειτουργίας των αρχαιολογικών χώρων ως νησίδων βιοποικιλότητας ειδών χλωρίδας και πανίδας. Η ύπαρξη ερπετών και τρωκτικών αποθαρρύνει την περιήγηση στους αρχαιολογικούς χώρους, δυσχεραίνει την εργασία σε αυτούς και σε σπάνιες περιπτώσεις εγκυµονεί σοβαρούς κινδύνους για τη ασφάλεια των επισκεπτών. Καλό θα ήταν να λαµβάνονται µέτρα ελέγχου της κίνησης ερπετών και τρωκτικών, κυρίως στα σηµεία του χώρου που κινείται το ευρύ κοινό. 481 Βασιλάκης 1998, σελ. 33. Ενδιαφέροντα τα όσα αναφέρονται σχετικά για χώρους της µαστιζόµενης από πυρκαγιές Καλιφόρνια των Η.Π.Α. (McCarthy 2004: «Fighting Fire in the Trenches». 173

174 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΕΙΚΟΝΕΣ 174

175 175

176 176

177 177

178 178

179 179

180 180

181 181

182 182

183 183

184 184

185 185

186 186

187 187

188 188

Μιλώντας με τα αρχαία

Μιλώντας με τα αρχαία Επίσκεψη στο μαντείο της Δωδώνης Πώς έβλεπαν το μέλλον οι αρχαίοι; Πώς λειτουργούσε το πιο αρχαίο μαντείο της Ελλάδας; Τι μορφή, σύμβολα και ρόλο είχε ο κύριος θεός του, ο Δίας; Τι σημασία είχαν εκεί οι

Διαβάστε περισσότερα

17. 12.2008-20. 03. 2009. «...ανέφερα εγγράφως...» Διάρκεια Έκθεσης: ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΜΝΗΜΕΙΩΝ

17. 12.2008-20. 03. 2009. «...ανέφερα εγγράφως...» Διάρκεια Έκθεσης: ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΜΝΗΜΕΙΩΝ «...ανέφερα εγγράφως...» ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ Διάρκεια Έκθεσης: 17. 12.2008-20. 03. 2009 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΜΝΗΜΕΙΩΝ Το αρχειακό υλικό

Διαβάστε περισσότερα

Η ιστορική εξέλιξη των μουσείων από την Αρχαία Ελλάδα έως και τον 20ο αιώνα

Η ιστορική εξέλιξη των μουσείων από την Αρχαία Ελλάδα έως και τον 20ο αιώνα 1 Απριλίου 2014 Η ιστορική εξέλιξη των μουσείων από την Αρχαία Ελλάδα έως και τον 20ο αιώνα Πολιτισμός / Μουσεία Αναστασία Ματσαρίδου, Εικαστικός Νέο μουσείο Ακρόπολης Αθηνών Το μουσείο χαράζει μια μακραίωνη

Διαβάστε περισσότερα

1. H ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ Στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες η ύπαιθρος κατέχει εξέχουσα θέση στον πολιτισµό της χώρας και στην ψυχή των κατοίκων της,

1. H ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ Στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες η ύπαιθρος κατέχει εξέχουσα θέση στον πολιτισµό της χώρας και στην ψυχή των κατοίκων της, ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 14 ΙΟΥΝΙΟΥ 2002 Ο ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΩΣ ΜΟΧΛΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ Ολγα Ιακωβίδου Αν. Καθηγήτρια, Τµήµα Γεωπονίας, ΑΠΘ. 1. H ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ Στις περισσότερες

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΟΝ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ Το Δίον ήταν μια αρχαιότατη πόλη στρατηγικής σημασίας και μια από τις πιο φημισμένες μακεδονικές πολιτείες. Η γεωγραφική θέση

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119: Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Το μάθημα προφέρει μια συστηματική και

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΕΣ ΟΙΚΟΔΟΜΕΣ: ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΟΡΑΜΑ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ. που γέννησες και ανάθρεψες τους γονείς και τους παππούδες μας.

ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΕΣ ΟΙΚΟΔΟΜΕΣ: ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΟΡΑΜΑ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ. που γέννησες και ανάθρεψες τους γονείς και τους παππούδες μας. ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΕΣ ΟΙΚΟΔΟΜΕΣ: ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΟΡΑΜΑ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ Λεμεσός, πόλη μας αγαπημένη. Η πόλη που γεννηθήκαμε, η πόλη που μεγαλώνουμε. Πόλη που γέννησες και ανάθρεψες τους γονείς και τους παππούδες

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΛΥΔΩΝΑΣ. βασίσθηκε στην εργασία που εκπόνησε ειδική επιστημονική ομάδα υπό τους κ.κ. Λάζαρο Κολώνα τ. γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014 Βασικές έννοιες και αρχές της τουριστικής βιομηχανίας/ Η

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ. Το πρόγραμμα «Ελευσίνα, αστικό μονοπάτι για μύστες της αειφορίας»

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ. Το πρόγραμμα «Ελευσίνα, αστικό μονοπάτι για μύστες της αειφορίας» ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ Το πρόγραμμα «Ελευσίνα, αστικό μονοπάτι για μύστες της αειφορίας» Δημιουργία: Ιωάννα Παπαλεξίου, ΠΕ06, MEd, Νάντια Γαλανοπούλου, ΠΕ12, MSc Παρουσίαση: Ιωάννα

Διαβάστε περισσότερα

Μελέτη Περίπτωσης Νέο Μουσείο Ακρόπολης

Μελέτη Περίπτωσης Νέο Μουσείο Ακρόπολης Μελέτη Περίπτωσης Νέο Μουσείο Ακρόπολης Μελέτη Περίπτωσης Νέο Μουσείο Ακρόπολης Χαρακτηριστικό Παράδειγµα της Πολιτιστικής Πολιτικής της Ελλάδας Γενικές Αρχές: Α. Η πολιτιστική πολιτική της χώρας µπορεί

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ Δευτέρα 27 Μαΐου 2013 Βασικές έννοιες και αρχές της τουριστικής βιομηχανίας/ Η ελληνική

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΔΗΜΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Ο ΔΗΜΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Ο ΔΗΜΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΕΛΕΝΗ ΜΑΙΣΤΡΟΥ 1 Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Μιλώντας με τα αρχαία

Μιλώντας με τα αρχαία Μιλώντας με τα αρχαία Μέσα στο μουσείο θα συναντήσετε παράξενα αντικείμενα άλλων εποχών. Μπορείτε να τα κάνετε να μιλήσουν για πανάρχαιους ανθρώπους και πολιτισμούς; Πάρτε φακούς, μέτρα, μολύβι και χαρτί

Διαβάστε περισσότερα

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88: Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Το σεμινάριο βοηθά τους φοιτητές να εμπεδώσουν

Διαβάστε περισσότερα

ΣΥΝΤΗΡΗΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ & ΕΡΓΩΝ ΤΕΧΝΗΣ

ΣΥΝΤΗΡΗΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ & ΕΡΓΩΝ ΤΕΧΝΗΣ ΣΥΝΤΗΡΗΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ & ΕΡΓΩΝ ΤΕΧΝΗΣ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ Δεν έχει καταχωρηθεί κωδικός επαγγέλματος από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ Αντικείμενο του ισχύοντος προγράμματος

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ. Α) Συντήρηση των μνημείων. Β) Αποκατάσταση και αναστήλωση. Γ) Διαμόρφωση του αρχαιολογικού. χώρου

ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ. Α) Συντήρηση των μνημείων. Β) Αποκατάσταση και αναστήλωση. Γ) Διαμόρφωση του αρχαιολογικού. χώρου ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ Ο αρχαιολογικός χώρος δεν αποτελεί μεμονωμένο μνημείο, αλλά υλικό και νοηματικό φορέα ενός ευρύτερου χωρικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος. Η σχέση των μνημείων με την καθημερινή ζωή

Διαβάστε περισσότερα

Τέχνη Χώρος Όψεις Ανάπτυξης

Τέχνη Χώρος Όψεις Ανάπτυξης Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών Τέχνη Χώρος Όψεις Ανάπτυξης ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης Πειραιώς 211, Ταύρος Σάββατο, 23 Νοεμβρίου

Διαβάστε περισσότερα

1 ο ΦΥΛΛΟ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΑΣΤΙΚΕΣ ΠΥΛΕΣ ΠΕΙΡΑΙΑ(Σκυλίτση και Πυλών)

1 ο ΦΥΛΛΟ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΑΣΤΙΚΕΣ ΠΥΛΕΣ ΠΕΙΡΑΙΑ(Σκυλίτση και Πυλών) 1 ο ΦΥΛΛΟ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΑΣΤΙΚΕΣ ΠΥΛΕΣ ΠΕΙΡΑΙΑ(Σκυλίτση και Πυλών) Α. Η ταυτότητα του μνημείου -Θέση που βρίσκεται: -Το μνημείο είναι: Χώρος λατρείας τεχνικό έργο κοινωφελές έργο άλλο - Το μνημείο ανήκει:

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΕ ΑΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΕ ΑΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΕ ΑΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ Σύγχρονο περιεχόμενο Α Πρόταση: Ø Διεπιστημονική έρευνα και τεκμηρίωση προσαρμοσμένη στο είδος και τις

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑΣ

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στην παρούσα διπλωµατική εργασία µε τίτλο «Η πόλη της Καστοριάς ως τουριστικός προορισµός», µελετάται η σχέση τουρισµού και πόλης, εξετάζοντας αν η αλλαγή που παρατηρείται σήµερα στη φυσιογνωµία

Διαβάστε περισσότερα

Ωστόσο, δεν υπάρχει αµφιβολία ότι ο πολιτισµός χρειάζεται τον τουρισµό και το αντίστροφο. Γιατί ο πρώτος χρειάζεται χρηµατοδότηση των συχνά

Ωστόσο, δεν υπάρχει αµφιβολία ότι ο πολιτισµός χρειάζεται τον τουρισµό και το αντίστροφο. Γιατί ο πρώτος χρειάζεται χρηµατοδότηση των συχνά ΗΚεντρική Μακεδονία είναι η χώρα των θεών του Ολύµπου, του πολιτισµού των αρχαίων Μακεδόνων, της δόξας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά και της βυζαντινής Ορθόδοξης µεγαλοπρέπειας. Είναι η γη των µύθων, των

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ Ιερό Αφροδίτης Π α ν α γ ι ώ τ η ς Ν ε ο φ ύ τ ο υ Β 2 Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μαρία Χατζημιχαήλ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Γενική Εισαγωγή..σελ.3 Ιστορική αναδρομή..σελ.3 Περιγραφή του χώρου.σελ.4

Διαβάστε περισσότερα

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ. Της Μαρίας Αποστόλα

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ. Της Μαρίας Αποστόλα ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ Της Μαρίας Αποστόλα Η Ελλάδα υπήρξε από τους πρώτους δέκτες του Χριστιανισμού και τα μνημεία της ελληνικής ορθοδοξίας αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής κληρονομιάς, αποτελώντας

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογική διαχείριση μνημείων,

Αρχαιολογική διαχείριση μνημείων, Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Διαχείριση Μνημείων: Αρχαιολογία, Πόλη και Αρχιτεκτονική Αρχαιολογική διαχείριση μνημείων, ιδιαίτερα σε αστικό και περιαστικό χώρο Διδάσκοντες: Β. Λαμπρινουδάκης

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΟΙΝΙΑΔΩΝ. βασίσθηκε στην εργασία που εκπόνησε ειδική επιστημονική ομάδα υπό τους κ.κ. Λάζαρο Κολώνα τ. γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π. Το αρχαίο θέατρο, το επωνοµαζόµενο χάριν συντοµίας «θέατρο της Πλατιάνας», βρίσκεται εντός των τειχών της αρχαίας Ακρόπολης στην κορυφή του όρους Λαπίθα. Η αρχαία ονοµασία της πόλης στην οποία ανήκε θεωρείται

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΡΑΤΟΥ. βασίσθηκε στην εργασία που εκπόνησε ειδική επιστημονική ομάδα υπό τους κ.κ. Λάζαρο Κολώνα τ. γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

Άνθρωπος και δοµηµένο περιβάλλον

Άνθρωπος και δοµηµένο περιβάλλον ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Άνθρωπος και δοµηµένο περιβάλλον Α. Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής Επιλέξετε τη σωστή από τις παρακάτω προτάσεις, θέτοντάς την σε κύκλο. 1. Το περιβάλλον γίνεται ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΣ α) όταν µέσα

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ.

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ. Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ. βασίσθηκε στην εργασία που εκπόνησε ειδική επιστημονική ομάδα υπό τους κ.κ. Λάζαρο Κολώνα τ. γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος ΕΚΠΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή..2. - Iστορική αναδρομή...3-4. - Περιγραφή του χώρου...5-8. - Επίλογος...9. - Βιβλιογραφία 10

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή..2. - Iστορική αναδρομή...3-4. - Περιγραφή του χώρου...5-8. - Επίλογος...9. - Βιβλιογραφία 10 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ - Γενική Εισαγωγή..2 - Iστορική αναδρομή....3-4 - Περιγραφή του χώρου.....5-8 - Επίλογος...9 - Βιβλιογραφία 10 1 Γενική Εισαγωγή Επίσκεψη στο Επαρχιακό Μουσείο Πάφου Το Επαρχιακό Μουσείο της

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΕΡΓΙΝΑΣ

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΕΡΓΙΝΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΒΕΡΓΙΝΑΣ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΕΡΓΙΝΑΣ Παρελθόν - Παρόν - Μέλλον Στ. Δρούγου Ομάδα εργασίας: καθηγήτρια κλασικής αρχαιολογίας ΑΠΘ Ν. Χατζηδάκης αρχιτέκτων ΔΠΜΣ

Διαβάστε περισσότερα

Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (676)

Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (676) Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (676) Το Τμήμα Το Τμήμα με το νόμο 4521/2018 εντάχτηκε στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής μετά την κατάργηση του ΤΕΙ Αθήνας. Το Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Τι είναι Aρχαιολογία; Η επιστήμη της αρχαιολογίας: Ασχολείται με την περισυλλογή,

Διαβάστε περισσότερα

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΛΕΝΗ ΜΑΙΣΤΡΟΥ ΤΡΙΠΟΛΗ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2016 1ο ερώτημα Γιατί και με ποιους όρους η προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς ενός

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ»

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Περιληπτική Απόδοση Κειμένων ΑΣΚΗΣΗ: Να αποδώσετε περιληπτικά το περιεχόμενο του κειμένου που ακολουθεί σε μία παράγραφο 100 έως 120 λέξεων. (Πανελλαδικές Εξετάσεις

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος ΕΚΠΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

Αρχιτεκτονική Τοπίου. Διδάσκων: Ιωάννης Τσαλικίδης. Συνεργάτες: Ελένη Αθανασιάδου Μαρία Λιονάτου Ευθύμης Χαραλαμπίδης Βασίλης Χαριστός

Αρχιτεκτονική Τοπίου. Διδάσκων: Ιωάννης Τσαλικίδης. Συνεργάτες: Ελένη Αθανασιάδου Μαρία Λιονάτου Ευθύμης Χαραλαμπίδης Βασίλης Χαριστός Αρχιτεκτονική Τοπίου Διδάσκων: Ιωάννης Τσαλικίδης Συνεργάτες: Ελένη Αθανασιάδου Μαρία Λιονάτου Ευθύμης Χαραλαμπίδης Βασίλης Χαριστός Τμήμα Γεωπονίας Σχολή Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος

Διαβάστε περισσότερα

ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΣ: 3028/2002 ΦΕΚ: Α 153/28.06.2002 ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΘΡΟ 1: ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ 1. Στην προστασία που παρέχεται

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΔΙΟΥ ΣΤΟΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ

ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΔΙΟΥ ΣΤΟΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ ΚΠΕ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΤΡΟΙΖΗΝΑΣ-ΜΕΘΑΝΩΝ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΔΙΟΥ ΣΤΟΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ «ΠΙΟ ΤΥΧΕΡΟΣ Ο ΚΟΤΣΥΦΑΣ» «Μια επιγραφή με ειδοποιεί: όρος ειμί Κεραμεικού,Εγώ θα φύγω, Δίνω κρυφά ένα φιλί στου Κούρου του αρχαϊκού το

Διαβάστε περισσότερα

Αναδασμός και Αρδευτικά Έργα

Αναδασμός και Αρδευτικά Έργα Αναδασμός Η αγροτικός κλήρος στην Κύπρο αντιμετωπίζει προβλήματα όπως είναι η αδιαίρετη ιδιοκτησία, η δυαδική ή πολλαπλή ιδιοκτησία, το μικρό μέγεθος του κλήρου, ο πολυτεμαχισμός, το ακανόνιστο σχήμα των

Διαβάστε περισσότερα

Νέοι τόποι Περιπέτεια Φύση Παράδοση Ιστορία. Πολιτισμός Ζωή Μνημεία Ασφάλεια Χαρά

Νέοι τόποι Περιπέτεια Φύση Παράδοση Ιστορία. Πολιτισμός Ζωή Μνημεία Ασφάλεια Χαρά Νέοι τόποι Περιπέτεια Φύση Παράδοση Ιστορία Πολιτισμός Ζωή Μνημεία Ασφάλεια Χαρά 1 2 Η Εγνατία Οδός δίνει άλλες διαστάσεις και ευκαιρίες στην επισκεψιμότητα. Η δυνατότητα του επισκέπτη να διασχίσει όλη

Διαβάστε περισσότερα

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους κωνσταντινα Γραβανη e-mail: cgravani@cc.uoi.gr ΠανεΠιστηΜιουΠολη Δουρουτησ: αρχαιολογικεσ ερευνεσ, εργασιεσ και Μελετεσ: συντομη αναφορα ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

Διαβάστε περισσότερα

Θεσσαλονίκη πάνω - κάτω ένταξη κεντρικών αρχαιολογικών χώρων

Θεσσαλονίκη πάνω - κάτω ένταξη κεντρικών αρχαιολογικών χώρων Οµάδα εργασίας Ξενοφών Γιαννάκης Πρόδροµος Νικηφορίδης Κυριακή Πετρίδου Παρασκευή Ταράνη Το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζεται απόέντονηοικιστικήπυκνότητα, η οποία καθιστά εξαιρετικά πολύτιµη

Διαβάστε περισσότερα

F ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑ ή ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΗΜΕΙΩΣΤΕ ΣΤΑ ΤΕΤΡΑΓΩΝΑΚΙΑ þ:

F ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑ ή ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΗΜΕΙΩΣΤΕ ΣΤΑ ΤΕΤΡΑΓΩΝΑΚΙΑ þ: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ F ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑ ή ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΗΜΕΙΩΣΤΕ ΣΤΑ ΤΕΤΡΑΓΩΝΑΚΙΑ þ: ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ ΠΟΥ ΡΩΤΕΙΤΑΙ: -ΦΥΛΟ: ΑΡΣΕΝΙΚΟq, ΘΗΛΥΚΟ q -

Διαβάστε περισσότερα

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49 Στις 17 Απριλίου 2013 επισκεφθήκαμε το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεγάρων. Η αρχαιολόγος κα Τσάλκου (την οποία θερμά ευχαριστούμε) μας παρουσίασε τα πολύ εντυπωσιακά ευρήματα της περιοχής μας δίνοντάς μας αναλυτικές

Διαβάστε περισσότερα

Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής

Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής δομής

Διαβάστε περισσότερα

Α. Δράσεις που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης «Πάφος 2017»

Α. Δράσεις που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης «Πάφος 2017» ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ ΣΤΟΧΟΣ 3 ος : Η αξιοποίηση του πολιτιστικού πλούτου του συνόλου των κατοίκων της Ευρώπης και η ανάδειξη των κοινών στοιχείων και της πολυμορφίας των ευρωπαϊκών πολιτισμών, μέσα από πολιτιστικές

Διαβάστε περισσότερα

Επενδύοντας στον Πολιτισμό: Η εμπειρία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Investing in Culture: The Experience of the National Archaeological Museum

Επενδύοντας στον Πολιτισμό: Η εμπειρία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Investing in Culture: The Experience of the National Archaeological Museum 888888 Επενδύοντας στον Πολιτισμό: Η εμπειρία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Investing in Culture: The Experience of the National Archaeological Museum Dr Maria Lagogianni-Georgakarakos Director National

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΕΥΘΕΡΟ - ΠΡΟΟΠΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ Β Ενιαίου Λυκείου (Μάθημα : Κατεύθυνσης)

ΕΛΕΥΘΕΡΟ - ΠΡΟΟΠΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ Β Ενιαίου Λυκείου (Μάθημα : Κατεύθυνσης) ΕΛΕΥΘΕΡΟ - ΠΡΟΟΠΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ Β Ενιαίου Λυκείου (Μάθημα : Κατεύθυνσης) ΓΕΝΙΚΟΙ ΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ Το μάθημα απευθύνεται σε μαθητές με ειδικό ενδιαφέρον για το ΣΧΕΔΙΟ (Ελεύθερο και Προοπτικό) και που ενδέχεται

Διαβάστε περισσότερα

Συµβάσεις Συστάσεις Ψηφίσµατα Χάρτες Αρχές ιακηρύξεις. «Γιατί προστατεύουµε;» «Τί προστατεύουµε;» «Πώς προστατεύουµε;»

Συµβάσεις Συστάσεις Ψηφίσµατα Χάρτες Αρχές ιακηρύξεις. «Γιατί προστατεύουµε;» «Τί προστατεύουµε;» «Πώς προστατεύουµε;» «Γιατί προστατεύουµε;» «Τί προστατεύουµε;» «Πώς προστατεύουµε;» Συµβάσεις Συστάσεις Ψηφίσµατα Χάρτες Αρχές ιακηρύξεις 1931 Συµπεράσµατα του Συνεδρίου των Αθηνών - Χάρτης των Αθηνών (1931) 1933 Συµπεράσµατα

Διαβάστε περισσότερα

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια κάτοψη, περισσότερους από έναν ορόφους και στιβαρή κατασκευή.

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΟΜΗΜΕΝΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΑ ΖΑΓΟΡΟΧΩΡΙΑ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΙΤΣΑΣ

ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΟΜΗΜΕΝΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΑ ΖΑΓΟΡΟΧΩΡΙΑ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΙΤΣΑΣ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΙΤΣΑΣ Άρης Σαπουνάκης Δρ Αρχιτέκτων Πολεοδόμος Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

«Ανακαλύπτοντας τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Επαρχίας Ελασσόνας»- Μια διδακτική προσέγγιση

«Ανακαλύπτοντας τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Επαρχίας Ελασσόνας»- Μια διδακτική προσέγγιση «Ανακαλύπτοντας τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Επαρχίας Ελασσόνας»- Μια διδακτική προσέγγιση Μαρία Θ. Παπαδοπούλου, PhD Σχολική Σύμβουλος 6 ης Περιφέρειας Π.Ε. ν. Λάρισας Ελασσόνα, 7 Νοεμβρίου 2015

Διαβάστε περισσότερα

Αθλητικός Τουρισμός. Εναλλακτικές μορφές τουρισμού Νικόλαος Θεοδωράκης Επίκουρος Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α. Σερρών, Α.Π.Θ.

Αθλητικός Τουρισμός. Εναλλακτικές μορφές τουρισμού Νικόλαος Θεοδωράκης Επίκουρος Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α. Σερρών, Α.Π.Θ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Εναλλακτικές μορφές τουρισμού Νικόλαος Θεοδωράκης Επίκουρος Καθηγητής, Α.Π.Θ. Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΠΙΩΝ: Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΠΙΩΝ: Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΠΙΩΝ: Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ Αγαπητοί κυρίες και κύριοι, Η διαφορετικότητα των φυσικών και ανθρώπινων συνθηκών ορίζει τα τοπία των περιοχών μας. Αυτό

Διαβάστε περισσότερα

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Μέρος της οχύρωσης Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που διενεργούνται στην περιοχή της La Bastida (Totana, Murcia στην Ισπανία) έχουν αποκαλύψει ένα επιβλητικό οχυρωματικό

Διαβάστε περισσότερα

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗ

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΑΘΗΝΩΝ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗ 18 Sunday Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΠΑΕΙ ΤΑ ΕΣΜΑ ΤΗΣ Ίσως είναι το πιο αναγνωρίσιμο μνημείο παγκοσμίως, συνυφασμένο με τη δημοκρατία που γεννήθηκε και ζει(;) σε αυτήν τη χώρα. Και

Διαβάστε περισσότερα

Ελληνιστική Περίοδος Πολιτισμός. Τάξη: Α4 Ονόματα μαθητών : Παρλιάρου Βάσω Σφήκας Ηλίας

Ελληνιστική Περίοδος Πολιτισμός. Τάξη: Α4 Ονόματα μαθητών : Παρλιάρου Βάσω Σφήκας Ηλίας Ελληνιστική Περίοδος Πολιτισμός Τάξη: Α4 Ονόματα μαθητών : Παρλιάρου Βάσω Σφήκας Ηλίας ελληνιστικός ονομάστηκε o πολιτισμός που προήλθε από τη σύνθεση ελληνικών και ανατολικών στοιχείων κατά τους τρεις

Διαβάστε περισσότερα

_μουσείο αλιείας και αλιευτικών σκαφών στο αλιευτικό καταφύγιο Ραφήνας

_μουσείο αλιείας και αλιευτικών σκαφών στο αλιευτικό καταφύγιο Ραφήνας _μουσείο αλιείας και αλιευτικών σκαφών στο αλιευτικό καταφύγιο Ραφήνας _φοιτήτρια :Τριβυζά Ειρήνη _επιβλέποντες : Παρθένιος Παναγιώτης, Γιαννούδης Σωκράτης _επιτροπή: Βαρουδάκης Αριστομένης, Κωτσάκη Αμαλία

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Φροντιστηριακές ασκήσεις στην ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: δηλώσεις συμμετοχής, οργανωτικά

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΧΕΣ 2000»

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΧΕΣ 2000» ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΧΕΣ 2000» Συμμετοχή στη στρογγυλή τράπεζα με θέμα «Πολιτιστικά τοπία σε περιοχές Natura 2000 Προκλήσεις και προοπτικές» 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις. Κωνσταντίνος

Διαβάστε περισσότερα

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη ΕΙΣΑΓΩΓΗ Είναι γνωστό ότι, παραδοσιακά, όπως άλλα εκπαιδευτικά συστήματα έτσι και το ελληνικό στόχευαν στην καλλιέργεια και ενδυνάμωση της εθνοπολιτιστικής ταυτότητας. Αυτό κρίνεται θετικό, στο βαθμό που

Διαβάστε περισσότερα

H πόλη των Κορινθίων εποίκων και το λιµάνι τους, καθώς και τα αρχαιολογικά ίχνη όλων των προηγούµενων από αυτούς πολιτισµούς,

H πόλη των Κορινθίων εποίκων και το λιµάνι τους, καθώς και τα αρχαιολογικά ίχνη όλων των προηγούµενων από αυτούς πολιτισµούς, H πόλη των Κορινθίων εποίκων και το λιµάνι τους, καθώς και τα αρχαιολογικά ίχνη όλων των προηγούµενων από αυτούς πολιτισµούς, H αγορά της πόλης που ενέπνευσε στον Θουκυδίδη την παθολογία του πολέµου, H

Διαβάστε περισσότερα

Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ. Ο συνολικός προϋπολογισµός της πράξης ανέρχεται στο ποσό των

Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ. Ο συνολικός προϋπολογισµός της πράξης ανέρχεται στο ποσό των ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ & ΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ Ιερισσός, 14/1/2013 Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ Εντάσσεται στο ΕΣΠΑ η εκπόνηση µελετών ανάδειξης πολιτιστικής κληρονοµιάς του ήµου Αριστοτέλη. Χρηµατοδοτείται µε προϋπολογισµό

Διαβάστε περισσότερα

Υπάρχει ο μαγικός κόσμος των μνημείων του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου Οι σιωπηλοί αυτοί μάρτυρες του παρελθόντος

Υπάρχει ο μαγικός κόσμος των μνημείων του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου Οι σιωπηλοί αυτοί μάρτυρες του παρελθόντος Υπάρχει ο μαγικός κόσμος των μνημείων του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου Οι σιωπηλοί αυτοί μάρτυρες του παρελθόντος ΑΠΛΟΤΗΤΑ και ΜΕΓΑΛΕΙΟ... Στο θέατρο τα δύο αυτά χαρακτηριστικά συνδυάζονται με τον καλύτερο

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογικό µουσείο Κιµώλου

Αρχαιολογικό µουσείο Κιµώλου Αρχαιολογικό µουσείο Κιµώλου εισαγωγή η παρουσίαση φιλοδοξεί να είναι µια παρουσίαση του µουσείου από την πλευρά του επισκέπτη, χωρίς να έχουµε µιλήσει µε τους αρµόδιους για τις προθέσεις και τους στόχους

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΝΕΑΣ ΠΛΕΥΡΩΝΑΣ. βασίσθηκε στην εργασία που εκπόνησε ειδική επιστημονική ομάδα υπό τους κ.κ. Λάζαρο Κολώνα τ. γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

Ας έλθομε στο Ερέχθειον και στο προκείμενο βιβλίο.

Ας έλθομε στο Ερέχθειον και στο προκείμενο βιβλίο. Ομιλία του προέδρου της ΕΣΜΑ, Ομοτ. Καθ. ΕΜΠ Χαράλαμπου Μπούρα στην παρουσίαση της απόδοσης του έργου αποκατάστασης του Ερεχθείου 1979-1987. Μουσείο Ακρόπολης, 10.04.2013. Η Αποκατάσταση του Ερεχθείου,

Διαβάστε περισσότερα

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης» ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΑΝΙΑΤΣΑΣ' Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης» Α. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Το θέμα του συνεδρίου, Ήέες πόλεις πάνω σε παλιές", είναι θέμα με πολλές

Διαβάστε περισσότερα

Α.Π.Θ. Α.Π.Θ. Διά Βίου Μάθησης. Μάθησης. Ποίηση και Θέατρο Αρχαία Ελλάδα

Α.Π.Θ. Α.Π.Θ. Διά Βίου Μάθησης. Μάθησης. Ποίηση και Θέατρο Αρχαία Ελλάδα Α.Π.Θ. Α.Π.Θ. Πρόγραµµα Πρόγραµµα Διά Βίου Μάθησης Μάθησης Ποίηση και Θέατρο στην Ποίηση και Θέατρο στην Αρχαία Ελλάδα Αρχαία Ελλάδα + Στόχος του προγράμματος Το πρόγραμμα επιμόρφωσης Ποίηση και Θέατρο

Διαβάστε περισσότερα

Διαχείριση Πολιτισμικών Δεδομένων

Διαχείριση Πολιτισμικών Δεδομένων Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων Διαχείριση Πολιτισμικών Δεδομένων Ενότητα 3β: Πολιτισμικός Τουρισμός και Βιώσιμη Ανάπτυξη Αριστοτέλης Μαρτίνης Το περιεχόμενο του μαθήματος διατίθεται με

Διαβάστε περισσότερα

ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΑΣΟΛΟΓΟΣ- ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΛΟΓΟΣ

ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΑΣΟΛΟΓΟΣ- ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΛΟΓΟΣ ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΑΣΟΛΟΓΟΣ- ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΛΟΓΟΣ 1 2 ΕΙΝΑΙ: ένας ουσιαστικός τρόπος να συμπληρώνει η οικογένεια το εισόδημά της όλο το χρόνο ένας τρόπος να βρουν απασχόληση οι νέοι, οι αγρότισσες, οι κάτοικοι

Διαβάστε περισσότερα

Εναλλακτικές Μορφές Τουρισμού

Εναλλακτικές Μορφές Τουρισμού Εναλλακτικές Μορφές Τουρισμού ΜΑΖΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ 19ος αιώνας: Κλειδί: Ανάπτυξη σιδηροδρόμου, Ατμόπλοιο Οργανωμένος τουρισμός Αύξηση μεσαίας τάξης και εισοδημάτων Συρρίκνωση αγροτικού τομέα Μετακίνηση πληθυσμού

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ ΤΗΣ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟ ΒΟΛΟ, ΠΗΛΙΟ, ΜΕΤΕΩΡΑ 30, 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 1, 2 ΑΠΡΙΛΙΟΥ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ ΤΗΣ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟ ΒΟΛΟ, ΠΗΛΙΟ, ΜΕΤΕΩΡΑ 30, 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 1, 2 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2 ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ Ν. ΜΟΥΔΑΝΙΩΝ ΣΧΟΛ. ΕΤΟΣ : 2016-17 ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ ΤΗΣ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟ ΒΟΛΟ, ΠΗΛΙΟ, ΜΕΤΕΩΡΑ 30, 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 1, 2 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1 η μέρα Ξεκινήσαμε το πρωί στις 8:00 από τα Ν. Μουδανιά και, μετά

Διαβάστε περισσότερα

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΘΕΜΑΤΟΣ

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΘΕΜΑΤΟΣ Πρασινίζω το σχολείο µου, πρασινίζω την πόλη µου! Το Εργαστήριο το σχολικό έτος 2004-2005, συνεργάστηκε µε το Πειραµατικό Νηπιαγωγείο Ν. Χηλής στο σχεδιασµό και την ανάπτυξη Προγράµµατος Περιβαλλοντικής

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΕΥΝΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΩΝ

ΕΡΕΥΝΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΩΝ ΕΡΕΥΝΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΩΝ alco THE PULSE OF SOCIETY ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ: ΕΝΤΟΛΕΑΣ: ΤΥΠΟΣ: ΔΕΙΓΜΑ: ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ: ΧΡΟΝΟΣ: ALCO Ε.Ο.Τ. ΠΟΣΟΤΙΚΗ (ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ) 1.500

Διαβάστε περισσότερα

ΣΕ 5 ΑΠΟ ΤΙΣ 13 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ ΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΣΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟ 2016

ΣΕ 5 ΑΠΟ ΤΙΣ 13 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ ΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΣΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟ 2016 R E V I E W R E V I E W ΣΕ 5 ΑΠΟ ΤΙΣ 13 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ ΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΣΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟ 2016 ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ ΑΝΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Σε πέντε από τις 13 περιφέρειες της χώρας πραγματοποιήθηκε ο κύριος

Διαβάστε περισσότερα

Οριοθέτηση αναοριοθέτηση αρχαιολογικού χώρου πόλεως Βέροιας

Οριοθέτηση αναοριοθέτηση αρχαιολογικού χώρου πόλεως Βέροιας ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΗΜΑΘΙΑΣ ΔΗΜΟΣ ΒΕΡΟΙΑΣ Δ/ΝΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΟΜΗΣΗΣ - ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ Βέροια, 15/7/2016 Αρ. Πρωτ. ΔΥ Διεύθυνση : Βικέλα 4 Προς: Δημοτικό Συμβούλιο Τ.Κ. : 591 32 Πληροφορίες

Διαβάστε περισσότερα

Σύγχρονη Ελλάδα. Άρτεμις Νικολάου

Σύγχρονη Ελλάδα. Άρτεμις Νικολάου Σύγχρονη Ελλάδα Άρτεμις Νικολάου Οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία χρόνια, καθώς και η οικονομική κρίση, που έχει επηρεάσει πολλούς λαούς, έχει επιφέρει μεταβολές στον

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΓΕΑ. Γνωριμία με μια πόλη της αρχαίας Αρκαδίας ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΞΕΝΑΓΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΕΓΕΑ

ΤΕΓΕΑ. Γνωριμία με μια πόλη της αρχαίας Αρκαδίας ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΞΕΝΑΓΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΕΓΕΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΞΕΝΑΓΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΕΓΕΑ ΤΕΓΕΑ Γνωριμία με μια πόλη της αρχαίας Αρκαδίας Εύη Αργυροπούλου Αρχαιολόγος MA- Διπλωματούχος ξεναγός Τ: 697.323.2989 email: evan.argyropoulou@gmail.com Στάση 1η Αρχαιολογικό

Διαβάστε περισσότερα

Το Τραγούδι της Γης του Στράτη Μυριβήλη

Το Τραγούδι της Γης του Στράτη Μυριβήλη Το Τραγούδι της Γης του Στράτη Μυριβήλη Θεατρικές Παραστάσεις στα νησιά του Βορείου Αιγαίου Λήμνος, Λέσβος, Χίος Καλοκαίρι 2014 «Ένα τραγούδι γυρεύουμε. Το τραγούδι των τραγουδιών καρτερούμε. Το τραγούδι

Διαβάστε περισσότερα

Γεωγραφικές Επιστήµες Περιβαλλοντική Εκπαίδευση ένας άρρηκτος δεσµός συµβίωσης. Γεώργιος Ταξιάρχου 1

Γεωγραφικές Επιστήµες Περιβαλλοντική Εκπαίδευση ένας άρρηκτος δεσµός συµβίωσης. Γεώργιος Ταξιάρχου 1 Γεωγραφικές Επιστήµες Περιβαλλοντική Εκπαίδευση ένας άρρηκτος δεσµός συµβίωσης. Γεώργιος Ταξιάρχου 1 Σύµφωνα µε την γενική αρχή που καθιέρωσε η UNESCO, η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση έχει στόχο να διαµορφώσει

Διαβάστε περισσότερα

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΑΓΡΙΝΙΟΥ

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΑΓΡΙΝΙΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΑΓΡΙΝΙΟΥ Το Δημοτικό Πάρκο είναι σήμερα ο μεγαλύτερος δημόσιος ελεύθερος χώρος ξεκούρασης και αναψυχής της πόλης του Αγρινίου. Καλύπτει συνολικά 54 στρέμματα. Η ιστορία του αρχίζει εδώ και

Διαβάστε περισσότερα

Κάθε Σάββατο και διαφορετική εμπειρία στο Μουσείο Ακρόπολης

Κάθε Σάββατο και διαφορετική εμπειρία στο Μουσείο Ακρόπολης Κάθε Σάββατο και διαφορετική εμπειρία στο Μουσείο Ακρόπολης Εναλλασσόμενες θεματικές παρουσιάσεις Κάθε Σάββατο και διαφορετική εμπειρία στο Μουσείο Ακρόπολης Εναλλασσόμενες θεματικές παρουσιάσεις Ποιοι

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ 3 ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ Β 5 ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ Των μαθητριών: Στέλλα Κουρκουρίδου Μαρίνα Κουσικιάν ΑΝΔΡΙΑΝΑ ΓΙΑΝΤΟΥΡΗ ΧΡΥΣΑ ΑΝΤΕΜΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΟΥΖΟΥΝΑΚΗ ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Υπεύθυνη Καθηγήτρια:

Διαβάστε περισσότερα

Δασική Αναψυχή & Περιήγηση

Δασική Αναψυχή & Περιήγηση Δασική Αναψυχή & Περιήγηση (Τουρισμός) (ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI) ΥΛΗ 1. Εισαγωγή 2. Φύση της Δασικής Αναψυχής και Περιήγησης 3. Δασικοί Πόροι Αναψυχής 4. Δασικό Τοπίο 5. Οικονομική της Δασικής Αναψυχής 6. Ευκολίες

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΤΩ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΤΩ ΠΑΦΟΥ 86882 ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΤΩ ΠΑΦΟΥ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΤΩ ΠΑΦΟΥ 2 διαγραμμα 1 1. Εισαγωγή Ο αρχαιολογικός χώρος στην περιοχή του λόφου της Φάμπρικας και η σπηλιές που έχουν διαμορφωθεί

Διαβάστε περισσότερα

Αποτυπώσεις Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων

Αποτυπώσεις Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Αποτυπώσεις Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων Ενότητα 1 : Εισαγωγή Τοκμακίδης Κωνσταντίνος Τμήμα Αγρονόμων & Τοπογράφων Μηχανικών Άδειες

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΠΛΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΡΙΖΟΥΠΟΛΗΣ ΠΕΡΙΣΣΟΥ

ΑΝΑΠΛΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΡΙΖΟΥΠΟΛΗΣ ΠΕΡΙΣΣΟΥ ΕΜΠ ΣΧΟΛΗΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΤΟΜΕΙΣ Ι,ΙΙ,ΙΙΙ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2006 07 9ο ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΙΤΕΚΟΝΙΚΟΣ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ 9: ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΑΝΑΠΛΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΡΙΖΟΥΠΟΛΗΣ ΠΕΡΙΣΣΟΥ ΟΜΑ Α 2 ΠΕΡΙΟΧΗ Β

Διαβάστε περισσότερα

Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ «ΑΓ. ΣΟΦΙΑ» Η ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ

Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ «ΑΓ. ΣΟΦΙΑ» Η ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ «ΑΓ. ΣΟΦΙΑ» Η ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ «ΑΓ. ΣΟΦΙΑ» Η ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ Η σημερινή βασιλική «Αγ. Σοφία» βρίσκεται στο κέντρο της κύριας νεκρόπολης της αρχαίας πόλης Σέρντικα. Σ αυτή την περιοχή έχουν ανακαλυφθεί

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Το Κάστρο των Ιπποτών είναι ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά μνημεία της Κω. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό και επιβλητικό είναι ένα από τα αξιοθέατα που κάθε επισκέπτης του νησιού πρέπει να

Διαβάστε περισσότερα

Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους»

Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους» Παρουσίαση των Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης που λειτουργούν στον Βοτανικό Κήπο «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους» Πρόγραμμα 1 ο Βλάβες και Αποκατάσταση Φυσικού περιβάλλοντος Στόχοι του προγράμματος:

Διαβάστε περισσότερα

Αµφίπολη: Βρέθηκε σκελετός σε τάφο κάτω από τον τρίτο θάλαµο

Αµφίπολη: Βρέθηκε σκελετός σε τάφο κάτω από τον τρίτο θάλαµο Νοέµβριος 12 2014 13:20 Αµφίπολη: Βρέθηκε σκελετός σε τάφο κάτω από τον τρίτο θάλαµο Τι ανακοίνωσε το υπουργείο Πολιτισµού για τις ανασκαφικές εργασίες στον τάφο της Αµφίπολης. Τι έδειξαν οι ανασκαφές

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής τέχνης:

Διαβάστε περισσότερα

ΤΣΟΥΡΤΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ: ΒΙΔΑΛΗ ΙΩΑΝΝΑ ΜΠΟΥΡΜΠΑΧΑΚΗ ΑΣΠΑΣΙΑ ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2010

ΤΣΟΥΡΤΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ: ΒΙΔΑΛΗ ΙΩΑΝΝΑ ΜΠΟΥΡΜΠΑΧΑΚΗ ΑΣΠΑΣΙΑ ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2010 ΤΣΟΥΡΤΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ: ΒΙΔΑΛΗ ΙΩΑΝΝΑ ΜΠΟΥΡΜΠΑΧΑΚΗ ΑΣΠΑΣΙΑ ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2010 Ανθηδών: είναι το μέρος που δίδει άνθη. Κατά τον Παυσανία πήρε το όνομα της από τον βασιλιά

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πηγές και μέθοδοι (συνέχεια) Ο κλασικός αρχαιολόγος ταξινομεί το υλικό του: Κατά χρονική

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 2015

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 2015 Α1 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 2015 Ο συγγραφέας αναφέρεται στα μνημεία της ελληνικής αρχαιότητας και κυρίως στους χώρους θέασης και ακρόασης. Τους θεωρεί εξαιρετικής σημασίας καθώς συνδέονται με

Διαβάστε περισσότερα

Πάρκο Τρίτση: οικοδοµώντας στην περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και στην οικολογική ταυτότητα

Πάρκο Τρίτση: οικοδοµώντας στην περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και στην οικολογική ταυτότητα Πάρκο Τρίτση: οικοδοµώντας στην περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και στην οικολογική ταυτότητα ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ Υπ. Διδάκτορας ΕΜΠ Αρχιτέκτων Μηχανικός - Πολεοδόµος ΕΜΠ Γεωπόνος ΑΠΘ Ιστορική αναδροµή Τον

Διαβάστε περισσότερα