ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΚΑΡΣΤΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΚΑΡΣΤΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ"

Transcript

1 ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΚΑΡΣΤΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΓΑΛΙΑΤΣΑΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ : ΖΟΥΡΟΣ Ν. ΜΕΛΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ : ΣΟΥΛΑΚΕΛΛΗΣ Ν. ΒΑΛΙΑΚΟΣ Η. ΜΥΤΙΛΗΝΗ

2 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ : 1. Εισαγωγή και σύντομη περιγραφή του θέματος εργασίας...σελ.4 2. Καρστική γεωμορφολογία...σελ Γενικά...σελ Χημική και μηχανική αντίδραση του νερού...σελ Περιγραφή των επιφανειακών καρστικών γεωμορφών...σελ Περιγραφή των υπόγειων καρστικών γεωμορφών...σελ Το κλίμα στα σπήλαια...σελ Καρστική υδρολογία...σελ Τύποι και κύκλοι κάρστ...σελ Γεωλογική δομή της Κεφαλονιάς...σελ Γενικά...σελ Γεωλογικό περιβάλλον ευρύτερου χώρου...σελ Γεωλογία Στρωματογραφίας της Κεφαλονιάς...σελ Ιόνια ζώνη...σελ Προαπούλια ζώνη...σελ Μεταλπικοί σχηματισμοί ή Νεότεροι σχηματισμοί επικάλυψης...σελ Τεκτονική της Κεφαλονιάς...σελ Λιθολογία της Κεφαλονιάς...σελ Kαρστικές δομές της Κεφαλονιάς...σελ Γενικά...σελ Επιφανειακές μορφές της νήσου Κεφαλληνίας...σελ Γλυφές...σελ Δολίνες...σελ Πόλγες...σελ Καρστικές λίμνες...σελ Καρστικές πηγές...σελ Υπόγειες μορφές της νήσου Κεφαλληνίας...σελ.61 2

3 4.3.1 Σπήλαια...σελ Καταβόθρες...σελ Υποθαλάσσιες καρστικές πηγές...σελ Αξιοποίηση καρστικών δομών...σελ Συμπερασματα...σελ Βιβλιογραφία...σελ.98 3

4 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα πτυχιακή εργασία αναφέρεται στην ανάλυση και παρουσίαση καρστικών δομών της περιοχής μελέτης, Νήσος Κεφαλληνίας, η οποία είναι γνωστή παγκοσμίως για τα ιδιαίτερα γεωλογικά φαινόμενά της και τα οποία προβλημάτισαν και συνεχίζουν να προβληματίζουν πολλούς επιστήμονες και ερευνητές και ιδιαίτερα τους γεωλόγους αλλά και τους ίδιους τους κατοίκους της περιοχής. Προκαλούν παγκόσμιο ενδιαφέρον καθώς έχουν τραβήξει την προσοχή κάθε επισκέπτη από κάθε γωνιά της γης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα γεωλογικού μυστηρίου αποτελούν οι Καταβόθρες Αργοστολίου, πρωτεύουσας του νησιού, το λιμνοσπήλαιο Μελισσάνη στην κωμόπολη Σάμη και συγκεριμένα στην περιοχή Καραβόμυλου βόρεια αυτής, και το σπήλαιο Δρογκαράτης επίσης στην τοποθεσία Σάμη. Τα τρία αυτά χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τις πιο ξεχωριστές καρστικές υπόγειες γεωμορφές του νησιού και είναι ιδιαίτερες τόσο για το φυσικό τους κάλλος καθώς περιγράφονται από μία ιδιαίτερη πανδαισία χρωμάτων,βλάστησης κλπ. όσο και για το υδρογεωλογικό τους μυστήριο, επίσης χαρακτηρίζονται ως τα πιο πολυσύχναστα επισκέψημα σημεία του νησιού κάθε χρόνο. Γενικότερα οι καρστικές γεωμορφές ή δομές της νήσου Κεφαλληνίας, όπου είναι και το κυρίως θέμα της εργασίας μου, είναι αποτέλεσμα διαμόρφωσης και παραμόρφωσης του επιφανειακού αναγλύφου της περιοχής, όπου έχει υποστεί υπό συνθήκες αντίδρασης με το νερό της βροχής και ιδιαίτερα με το διοξείδιο του άνθρακα το οποίο εμπεριέχεται στο νερό και γενικότερα στη γύρω ατμόσφαιρα. Πιο συγκεκριμένα η αντίδραση παρατηρείται σε ανθρακικά πετρώματα της περιοχής και ειδικά στις ασβεστολιθικές μάζες, στις οποίες είναι πλούσιο το νησί. Οι ασβεστόλιθοι του νησιού έρχονται σε χημική αντίδραση με ύδατα, αλλοιώνονται με αποτέλεσμα το σχηματισμό καρστικών γεωμορφών, οι οποίες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες τις υπόγειες και τις επιφανειακές γεωμορφές. Στο συγκεκριμένο θέμα, θα γίνει ανάλυση των συγκεκριμένων καρστικών δομών του νησιού όπου σχηματίστηκαν, όπου και θα αναφερθώ παρακάτω στην ενότητα «Καρστικές δομές της νήσος Κεφαλληνίας». Θα γίνει πλήρης ανάλυση και παρουσίαση αυτών, όσον αφορά τον τρόπο σχηματισμό τους, την τοποθεσία τους καθώς και παρουσίαση φωτογραφικού υλικού αυτών. Σημειώνεται ότι η νήσος Κεφαλληνία χαρακτηρίζεται από τις πιο σεισμογενείς περιοχές του Ελλαδικού χώρου, καθώς είναι πλούσια σε παρουσία υπόγειων κρυμμένωνρηγμάτων, τα οποία κυριαρχούν σε όλη την έκταση του Νομού Κεφαλληνίας και Ιθάκης. Η ύπαρξη βέβαια αυτών έχει συμβάλλει και συνεχίζει να εξυπηρετεί στην υπάρχουσα διαμόρφωση αναγλύφου και στο σχηματισμό των ιδιαίτερων καρστικών αυτών γεωμορφών τόσο υπόγειων όσο και επιφανειακών. Η Ιόνια Ζώνη καθώς και η Προαπούλια ή ζώνη Παξών χαρακτηρίζεται πλούσια σε ρήγματα και σε έντονα σεισμικά φαινόμενα, καθώς οι σεισμοί της ζώνης αυτής χαρακτηρίζονται και ξεχωρίζουν για το μεγάλο μέγεθός τους γενικότερα στον Ελλαδικό χώρο. Συγκεκριμένα, στην Νήσο Κεφαλληνία, το 1953 ξέσπασε καταστροφική και θανατηφόρα σειρά σφοδροτάτων σεισμών μεγέθους : 6 ½, 6 ¾ και 7 ¼ με πλήθος μετασεισμών, εκ των οποίων οι τέσσερις μεγέθους 6 έως 6 ½ και με επίκεντρο 38 ο, 1 N, 20 ο, 8 Ε και οι οποίοι οδήγησαν σε πλήρη ερήμωση του νοτιοανατολικού τμήματος του νησιού, επίσης της Ζακύνθου και της νότιας Ιθάκης. Σημειώθηκαν επίσης και ίχνη 4

5 εξάρσεως στην ανατολική και νότια ακτή του νησιού, συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ανύψωση μικρής νησίδας στο λιμάνι του Πόρου 60 έως 70cm. Τα προβλήματα που καταγράφηκαν είναι τα εξής : από τις οικίες Κεφαλονιάς, Ιθάκης και Ζακύνθου οι καταστράφηκαν, οι υπέστησαν σοβαρές βλάβες, οι ελαφρές ζημιές και μόνο 467 διασώθηκαν. Το 91% του συνόλου των οικιών της Κεφαλονιάς μόνο καταστράφηκαν ή υπέστησαν ζημιά. Τέλος σημειώνεται ο αριθμός των νεκρών έφτασε τους 455, 21 οι εξαφανισθέντες και οι τραυματίες, οι 912 από τους οποίους ήταν σοβαρά.στατιστικά στοιχεία δείχνους ότι μεγαλύτερος σεισμός της τελευταίας περιόδου ήταν αυτός της 17/1/1983 μεγέθους 6,5 R, χωρίς να προκαλέσει ζημιές στην Κεφαλονιά, αφού μετά το σεισμό του 1953 κατασκευάστηκαν οικοδομές βάση του δεδομένου σεισμικού συντελεστή, οι οποίες ανταποκρίθηκαν σωστά και δεν υπέστησαν σημαντικές βλάβες. 5

6 ΚΑΡΣΤΙΚΗ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΑ: Η νήσος Κεφαλληνία χαρακτηρίζεται πλούσια σε ασβεστολίθους (limestones), οι οποίοι ανήκουν στα ανθρακικά πετρώματα (carbonaterocks), η τρίτη μεγάλη ομάδα των ιζηματογενών πετρωμάτων. Οι ασβεστόλιθοι χαρακτηρίζονται και περιγράφονται ως χημικά βιοχημικά πετρώματα με κύριο ορυκτό τους τον ασβεστίτη. Όσον αφορά τον κύκλο των ασβεστολίθων, εκφράζεται μέσω του έλεγχου αμφίδρομης χημικής αντίδρασης και η οποία περιγράφεται ως εξής: CaCO3 + CO2 + H2O : Ca (HCO3)2 όπου: CaCO 3 είναι το αδιάλυτο ίζημα που καθιζάνει με αποτέλεσμα το σχηματισμό των ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Ca (HCO 3 ) 2 είναι η ευδιάλυτη μορφή με την οποία γίνεται η μεταφορά του χημικού ιζήματος από τα ρέοντα ύδατα. Άρα οι ασβεστόλιθοι, χαρακτηρίζονται ως ευδιάλυτα πετρώματα όταν έρθουν σε επαφή με το νερό, είτε αυτό είναι βροχής, επιφανειακό ή και υπόγειο. Πιο αναλυτικά το νερό, έχει διαλυτική δράση και ταυτόχρονα χαρακτηρίζεται διαλυτικό μέσο συμμετέχοντας στη χημική αποσάρθρωση συγκεκριμένων πετρωμάτων όπως αυτής των ασβεστολίθων, αφού πρώτα έχει εμπλουτιστεί από το διοξείδιο του άνθρακα (CO 2 ) το οποίο υπάρχει στην ατμόσφαιρα και στο έδαφος και δρα ως ασθενές οξύ. Επίσης σημειώνεται ότι το ασθενές οξύ μπορεί να παραχθεί υπό ανθρώπινη δράση και μπορεί να είναι το θειικό οξύ (SO 2 ) ή το νιτρικό (NO Χ ) της όξινης βροχής. Έτσι η αντίδραση δρα με κατεύθυσνη προς τα δεξιά (διάλυση). Πιο συγκεκριμένα η διάλυση των ανθρακικών πετρωμάτων είτε ασβεστολίθων είτε μαρμάρων, ονομάζεται καρστική διάβρωση με αποτέλεσμα την δημιουργία ιδιαίτερων καρστικών μορφών. Σε κατάλληλες όμως συνθήκες, η φορά της αντίδρασης αντιστρέφεται και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την καθίζηση του αδιάλυτου ιζήματος CaCO 3 και έπειτα την ακολουθία σχηματισμού ασβεστολίθων. Πρόκειται για συνθήκες που περιλαμβάνουν εξάτμιση νερού ή απομάκρυνση του διοξειδίου του άνθρακα από υδατικά διαλύμματα με πολλαπλούς τρόπους όπως : Αύξηση της θερμοκρασίας, η οποία επιτυγχάνεται με την είσοδο θερμών ρευμάτων στα θαλασσινά ύδατα. 6

7 Ανάδευη των θαλάσσιων υδάτων μέσω της κυματωγής ζώνης. Απότομη μείωση της πίεσης π.χ. στόμια πηγών Δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα από τον έμβιο κόσμο π.χ. κοράλλια, φύκη κλπ., για τις μεταβολικές τους ανάγκες, όπως ο κύκλος φωτοσύνθεσης. Με τον όρο καρστ, προσδιορίζουμε τα ανθρακικά πετρώματα και ιδίως όπως αναφέρθηκα και παραπάνω, τους ασβεστολίθους, όπου έρχονται σε επαφή με το ανθρακικό οξύ ή κάποιο άλλο ασθενές οξύ, το οποίο εμπεριέχεται στο νερό, με στόχο την διάλυση αυτών και τον σχηματισμό ιδιαίτερων καρστικών γεωμορφών, οι οποίες διακρίνονται σε επιφανειακές και υπόγειες. Βέβαια η νήσος Κεφαλληνία δεν είναι η μόνη περιοχή η οποία χαρακτηρίζεται για τις ιδιαίτερες καρστικές γεωμορφές της. Και άλλες περιοχές της γης, στις οποίες επικρατούν ανθρακικά πετρώματα και ιδιαίτερα ασβεστόλιθος, παρουσιάζουν ιδιαίτερες γεωμορφές εξαιτίας της διάβρωσης αυτού από το νερό. Έτσι λοιπόν διαμορφώεται ένα ξεχωριστό επιφανειακό ανάγλυφο, το οποίο καλείται καρστ / karst. Η λέξη αυτή είναι Σλάβικη και χρησιμοποιείται σαν τοπωνυμία σε περιοχή της Δαλματίας. Το 1893 χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο όρος καρστ από τον Cvijicκαθώς και από άλλους επιστήμονες Αυστριακούς γεωλόγους, οι οποίοι τότε έκαναν μελέτη στην περιοχή αυτή. Πλέον η λέξη αυτή χρησιμοποιείται παγκοσμίως για να περιγράψει τις ιδιαίτερες γεωμορφές που προέκυψαν μετά τη διάλυση πετρωμάτων από ύδατα. Συγκεκριμένα το karst αναπτύσσεται σε διαβρωσιγεννή εδάφη, ιδίως σε εδάφη περιοχών όπου κυριαρχεί ανθρακικό πέτρωμα είτε αυτό είναι ασβεστόλιθος, είτε δολομίτες ή δολομιτικοί ασβεστόλιθοι και μάρμαρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου αναγλύφου (καρστ) αποτελεί το επιφανειακό καρστικό ανάγλυφο στην περιοχή Μενοικίου Όρους, με ήπιες κλίσεις, στην ανατολική Μακεδονία. Για να προσδιορίσουμε τις επιφανειακές καρστικές μορφές, ανάμεσα σε άλλες μορφολογικές επιφάνειες διαφορετικού λιθολογικού χαρακτήρα, υπάρχουν συγκεκριμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζει το επιφανειακό καρστικό έδαφος και το κάνουν να ξεχωρίζει από κάθε τύπο εδάφους τα οποία δεν τα παρουσιάζουν. Γενικότερα τα καρστ χαρακτηρίζονται ως έντονα υδατοπερατά αλλά ταυτόχρονα αδρά. Οι μορφολογικοί χαρακτήρες αυτών περιγράφονται ως εξής : I. Κλειστά τεκτονικά βυθίσματα ποικίλλων μεγεθών και διάταξης. II. Διακοπτόμενη ανάπτυξη του υδρογραφικού δικτύου ή τμήματος αυτού. III. Ανάπτυξη υπόγειων δικτύων με λειτουργία την αποστράγγιση υδάτων (καταβόθρες) και μεγάλη παρουσία σπηλαίων λιμνοσπηλαίων (Σπήλαιο Μελισσάνης). Βέβαια ο βαθμός ανάπτυξης των επιφανειακών αλλά και υπόγειων καρστικών γεωμορφών διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Κάποιες καρστικές περιοχές περιγράφονται από έντονο 7

8 ανάγλυφο με μεγάλου βάθους τεκτονικά βυθίσματα ακόμη και απομονωμένους λόφους με πυργοειδή μορφής σχηματισμό (περιοχή Guilin, Νότια Κορέα). Αντίθετα άλλες περιοχές χαρακτηρίζονται από ομαλό ανάγλυφο στο οποίο έχουν σχηματιστεί μικρές επιφανειακές κοιλότητες οι οποίες πολλές φορές καλύπτονται από ένα στρώμα εδάφους. Άρα η διάλυση είναι η κυρίαρχη και σημαντικότερη διεργασία, για να μπορέσει να χαρακτηριστεί μία περιοχή ως καρστική και όχι η μεταφορά αδιάλυτων φερτών υλικών από τα ποτάμια ύδατα, παρά την δημιουργία ενός τμήματος του αναγλύφου. Τέλος άλλα επιπλέον χαρακτηριστικά που μπορούν να να περιγράψουν μία καρστική περιοχή είναι η περιορισμένη υγρασία της ατμόσφαιρας και η θαμνώδης κυρίως βλάστηση εάν υπάρχει. Συνεχίζοντας την αναφορά, περί την καρστική μορφολογία, αξίζει να σημειωθεί ποιά η δράση του νερού, η οποία διακρίνεται σε χημική και μηχανική, καθώς το νερό παίζει το βασικό παράγοντα στην κυρίαρχη διεργασία, τη διάλυση των πετρωμάτων του αναγλύφου και τη διαμόρφωση αυτού που θα ακολουθήσει έπειτα. 8

9 ΧΗΜΙΚΗ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ : Δύο είναι τα κύρια είδη πετρωμάτων τα οποία είναι ευδιάλυτα στο νερό και είναι δυνατόν να υποστούν καρστική διάβρωση, οι ασβεστόλιθοι και τα μάρμαρα. Εμπεριέχουν και τα δύο ανθρακικό ασβέστιο το οποίο αντιδρά με το ανθρακικό οξύ και έτσι παράγεται το δισανθρακικό ασβέστιο με αποτέλεσμα τη διάλυση του πετρώματος. Όσον αφορά τα μάρμαρα, ανήκουν στην κατηγορία των μεταμορφωμένων πετρωμάτων, καθώς έχουν υποστεί μεταμόρφωση και τα οποία έχουν κοκκώδη ιστό. Οι ασβεστόλιθοι, ανήκουν στην ομάδα των ανθρακικών πετρωμάτων, της κατηγορίας ιζηματογενή πετρώματα. Συγκεκριμένα, όσον για τους ασβεστόλιθους, πρόκειται για θαλάσσια ιζηματογενή πετρώματα ανθρακικού ασβεστίου τα οποία δεν έχουν υποστεί μεταμόρφωση και χαρακτηρίζονται πολλές φορές για την έντονη παρουσία απολιθωμάτων. Παράδειγμα αποτελούν τα απολιθώματα μέσα σε ασβεστόλιθους της ζώνης Παρνασσού. Τα πετρώματα αυτά χαρακτηρίζονται ως μονόμικτα αλλά λόγω των διφορετικών μηχανικών και χημικών ιδιοτήτων τα συναντάμε σε ποικίλες μορφές στη φύση. Λόγω των ξένων προσμίξεων που περιέχουν οι ασβεστόλιθοι, η χημική σύσταση αυτών, διαφέρει. Ανάλογα τις ξένες ουσίες με τις οποίες έρχεται σε επαφή ο ασβεστόλιθος μπορεί να χαρακτηριστεί ως εξής : Αμιγείς όταν το CaCO 3 > 90% Μη αμιγείς όταν το CaCO 3 < 90% Τέτοιες ουσίες με τις οποίες έρχεται σε επαφή ο ασβεστόλιθος και το χαρακτηρίζουν και αντίστοιχα μπορεί να είναι οι εξής : Άργιλος αργιλούχος ασβεστόλιθος Ασβέστης ασβεστιτικός ασβεστόλιθος Ψαμμίτης ψαμμιτικός ασβεστόλιθος Σίδηρος σιδηρούχος ασβεστόλιθος Πυρίτιο πυριτικός ασβεστόλιθος Ανάλογα, λοιπόν με τα ποσοστά των ουσιών αυτών που εμπεριέχονται στη μάζα του πετρώματος, διαμορφώνονται και οι χημικές και μηχανικές ιδιότητες αυτών. Πετρώματα, όπως οι δολομίτες μπορούν να χαρακτηριστούν ως διπλά άλατα του μαγνησίου και ασβεστίου, καθώς με βάση την ανάλογη περιεκτικότητα τους σε CaMg(CO 3 ) 2 και σε CaCO 3, διακρίνουμε τους εξής : Δολομίτη Ασβεστιτικό δολομίτη Δολομιτικός ασβεστόλιθος 9

10 Μαγνησιούχο ασβεστόλιθο Γενικότερα η διάλυση του ασβεστολίθου σε καθαρό νερό, δεν είναι πλήρης αλλά μερική, συγκεκριμένα η διαλυτότητα του ασβεστολίθου σε αποσταγμένο νερό και σε συνήθη θερμοκρασία, ανέρχεται σε 16mg/lit. Αντίθετα η διαλυτότητα του αρχίζει να αυξάνεται όταν το νερό έρθει σε επαφή με το διοξείδιο του άνθρακα (CO 2 ). Ο εμπλουτισμός του επιτυγχάνεται είτε άμεσα από την ατμόσφαιρα, με την πρόσληψη του διοξειδίου από τη βροχοσταγόνα κατά την πτώση αυτής, είτε έμμεσα από το βιογενές CO 2 του εδάφους μετά την διείσδηση του νερού της βροχής στα έγκατα της γης. Παρκάτω περιγράφεται η χημική αντίδραση διάλυσης του διοξειδίου του άνθρακα όταν προσληφθεί από το νερό: CO2 + H2O H2CO3 Όταν το διοξείδιο του άνθρακα διαλυθεί πλήρως στην αντίδρασή του με το νερό, τότε η διαλυτική ικανότητα του νερού έχει φτάσει στο μέγιστο της. Στο φυσικό περιβάλλον οι τιμές διαλυτικής ικανότητας κυμαίνονται από mg/lit. Σε περιβάλλοντα όμως, όπου το νερό χαρακτηρίζεται με 0 ο Cκαι συνηθισμένη περιεκτικότητα σε CO 2, μπορεί να διαλύσει 70mg/lit. Νέα αντίδραση ξεκνάει το ρόλο της, καθώς το όξινο ανθρακικό διάλυμα που προέκυψε από την παραπάνω αντίδραση εισχωρεί στην μάζα του ανθρακικού πετρώματος και εκεί έρχεται σε επαφή με το ανθρακικό ασβέστιο με αποτέλεσμα την παραγωγή του δισανθρακικού ασβεστίου, διαλυμένο στο νερό και πολύ ασταθή. Η νέα χημική αντίδραση περιγράφεται ως εξής : H2CO3 + CaCO3 Ca(HCO3)2 Σε περίπτωση όπου υπάρχει ακόμη διαλυμμένη ποσότηταδιοξειδίου του άνθρακα (CO 2) στο νερό τότε η αντίδραση τείνει προς τα δεξιά και αυξάνεται όλο και πιο πολύ η προς διάλυση ποσότητα Ca(HCO 3 ) 2. Στην αντίθετη περίπτωση όπου το CO 2 είναι προς διαφυγή από το διάλυμα τότε τείνει την μετατροπή του δυσανθρακικού ασβεστίου σε αδιάλυτο ανθρακικό ασβέστιο. Σε διαλυμένο ανθρακικό ασβέστιο (CaCO 3 ) ο κορεσμός υδάτων επιτυγχάνεται σε μικρό χρονικό διάστημα και κυρίως διευκολύνεται όταν υπάρχουν πόροι και μικρορωγμές στο πέτρωμα. Σημειώνεται ότι, στις μικρορωγμές ο κορεσμός υδάτων υφίσταται σε σχετικά μικρές αποστάσεις και για τον λόγο αυτό το ανθρακικό ασβέστιο από ένα σημείο και μετά δεν διαλύεται, μόνο σε περίπτωση που αλλάξουν ορισμένες συνθήκες. Για την δημιουργία υπόγειων έγκοιλων και σπηλαίων πρέπει να υποστεί ισχυρή διάλυση το εσωτερικό της ανθρακικής μάζας και για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει πρώτα να υπάρξουν στο εσωτερικό του πετρώματος νερά ακόρεστα σε ανθρακικό ασβέστιο. Τα νερά αυτά έχουν προκληθεί από την 10

11 ανάδευση δύο κορεσμένων υδάτων. Συνεπώς τα ακόρεστα νερά που παραμένουν για αυτό το ελάχιστο διάστημα στο εσωτερικό του πετρώματος, έρχονται σε δράση κορεσμού μέχρι τη διάλυση του ανθρακικού ασβεστίου, αφαιρόντας μεγάλο τμήμα της ανθρακικής μάζας κοντά στο σημείο που προέκυψαν. Όσο περισσότερο διαλύεται το ανθρακικό ασβέστιο του ασβεστολίθου σε κορεσμένα ύδατα, τόσο πιο πολύ αναπτύσσονται τα υπόγεια έγκοιλα και παρατηρείται ότι υπάρχει μία σχετική ταύτιση της ζώνης κορεσμού ανθρακικού ασβεστίου σε ύδατα με την επιφάνεια του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Συνεπώς και ο λόγος για την πτώση ενός μέρους του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, οφείλεται στην εξέλιξη της γεωμορφολογίας και στη δράση της καρστικής διάβρωσης με τελικό αποτέλεσμα τη δημιουργία ζώνης υπόγειων εγκοίλων στην ασβεστολιθική μάζα. Πέρα από την ύπαρξη ακόρεστων υδάτων που συμβάλλουν στη δημιουργία υπόγειων εγκοίλων ή σπηλαίων, άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν στη διάλυση ασβεστολίθου και στη δημιουργία των υπόγειων αυτών γεωμορφών είναι η θερμοκρασία και η πίεση. Πιο συγκεκριμένα όσο πέφτει τόσο αυξάνεται η διαλυτική ικανότητα του νερού προς τον ασβεστόλιθο, αντίθετα όσο αυξάνεται η θερμοκρασία μειώνεται η διαλυτική ικανότητα του νερού προς τον ασβεστόλιθο ενώ ταυτόχρονα η αντίδραση μετατοπίζεται προς την απόθεση ανθρακικού ασβεστίου. Τώρα όσο αυξάνεται η μερική πίεση του διοξείδιου του άνθρακα, τόσο αυξάνεται και η διαλυτική ικανότητα του νερού. Η σύνδεση των παραπάνω δύο διακαιολογείται ως εξής : Στις ψυχρές επιτυγχάνεται περισσότερο η διάλυση επιφάνειας των ασβεστολίθων από ότι στις θερμές και αυτό λόγω κρύου νερών χειμερινών βροχοπτώσεων το οποίο είναι πλουσιότερο σε διοξείδιο του άνθρακα. Επιπλέον παράγοντες που επηρρεάζουν τη διαλυτική ικανότητα του νερού είναι η παρουσία των ιόντων μαγνησίου (Mg + ) και νατρίου (Na + ) σε συγκεκριμένη αναλογία. Η παρουσία λοιπόν των ιόντων αυτών αυξάνουν τη διαλυτική ικανότητα του νερού, αντίθετα η παρουσία του SO 2 4 την μειώνει. Σημειώνεται επίσης ότι για μία επιτυχή ολοκληρωτική διάλυση ασβεστολίθου εσωτερικά αλλά και εξωτερικά, πέρα από τους φυσικοχημικούς παράγοντες οι οποίοι αναφέρθηκαν προηγουμένως, σημαντικός εξίσου παράγοντας είναι και η καθαρότητα του πετρώματος σε ανθρακικό ασβέστιο. Στις καρστικές περιοχές έχει υπολογιστεί η τιμή της ποσότητας ανθρακικού ασβεστίου η οποία κυμαίνεται από 64% έως 98%. Οπότε όταν η περιεκτικότητα σε ανθρακικό ασβέστιο είναι άνω του 90% τότε ξεκινάει να αναπτύσσεται δυναμικά το καρστ, αντίθετα όταν η περιεκτικότητα σε ανθρακικό ασβέστιο είναι κάτω του 60% τότε περιορίζεται και η ανάπτυξη του καρστ. Τέλος η έντονη παρουσία αδιάλυτων υλικών αποτελεί φραγμό στις υπόγειες κοιλότητες και καρστικούς αγωγούς, συνεπώς αυτό θα έχει και ως αποτέλεσμα να εμποδίσει και τη διεργασία καρστικής διάβρωσης είτε αυτή είναι υπόγεια είτε επιφανειακή. Συνεχίζοντας την αναφορά περί καρστικής γεωμορφολογίας, αξίζει να αναφερθούν και κάποια επιπλέον χαρακτηριστικά του πετρώματος ασβεστολίθου. Ο ασβεστόλιθος μπορεί να χαρακτηριστεί ως αδιαπέρατος πετρογραφικός σχηματισμός και αυτό λόγω της μειωμένης ύπαρξης πόρων στην επιφάνεια αυτού, άσχετα αν το πέτρωμα βρίσκεται σε υγιή κατάσταση.αν και είναι σπάνιο ο ασβεστόλιθος, να μην έχει υποστεί κάποια πτύχωση. Πρόκειται για θαλάσσια ιζήματα σε βάθος μέτρα, αλλά οι ασβεστόλιθοι στον ελλαδικό χώρο μπορούν να εντοπιστούν σε υψόμετα 1000 έως και άνω των 2000 και αυτό 11

12 λόγω των ορογενετικών κινήσεων μεγάλης κλίμακας. Οι ασβεστόλιθοι επίσης μπορούν να χαρακτηριστούν ως δευτερογενή πορώδη οι οποίοι παρουσιάζουν ασυνέχειες όπως ρωγμές, διακλάσεις κλπ. ενώ ταυτόχρονα λόγω των χαρακτηριστικών τους αυτών γίνονται διαπερατοί από το νερό. Μικρό χαρακτηρίζεται το σύνολο των διακλάσεων των ασβεστολίθων κατά τα πρώτα χρονικά διαστήματα, ενώ ταυτόχρονα το νερό λόγω των τριχοειδών φαινομένων έχει υδραυλική επικοινωνία. Λόγω λοιπόν της μηχανικής δράσης του το νερό επεκτείνει τις αρχικές ρωγμές του πετρώματος και ιδιαίτερα όταν ο όγκος αυτού μεταβάλλεται, λόγω της διαστολής του από την μετατροπή αυτού σε πάγο με τελικό αποτέλεσμα την μηχανική θραύση των ασβεστολίθων και την εξάπλωση των ήδη υπάρχοντων ρωγμών. Η συνεχής εξάπλωση των ρωγμών που ακολουθεί οφείλεται στη διάλυση της επιφάνειας των ασβεστολίθων εξαιτίας της δράσης του CO 2 το οποίο έχει προσληφθεί από το νερό της ατμόσφαιρας. Όταν η διεύρυνση των ρωγμών φτάσει στο μέγιστο της έτσι ώστε να δημιουργηθεί το κενό, παρατηρούμε τον επιτόπου σχηματισμό εδάφους και την καρστική διάβρωση να αυξάνεται με φορά κατακόρυφη και αυτό λόγω του εμπλουτισμού νερού σε βιογενές διοξείδιο του άνθρακα. Γενικότερα η αλλοίωση των ανθρακικών πετρωμάτων, λόγω της μηχανικής δράσης του νερού, εντοπίζεται σε μεγάλα γεωγραφικά πλάτη ή περιοχές οι οποίες χαρακτηρίζονται από μεγάλα υψόμετρα και χαμηλές θερμοκρασίες. Οι κλιματικές αλλαγές όπου έχουν ως αποτέλεσμα τον κατακερματισμό ασβεστολίθων και την ακόλουθη συσσώρευση των κλαστικών υλικών αποτελούν τα κρυογενετικά φαινόμενα. Γενικά οι μηχανικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των καρστ καθώς καθιστούν τους ασβεστολίθους διαπερατούς από το νερό και διευκολύνουν τη χημική αποσάρθρωση αυτών. Βέβαια η καρστική διάβρωση απασχόλησε αρκετά τους ερευνητές, καθώς ο υπολογισμός ταχύτητας εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως κλιματολογικούς, μορφολογικούς ακόμη και πετρογραφικούς. Πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες μεσόγειες και παραμεσόγειες χώρες η μέση ταχύτητα διάβρωσης της επιφάνειας του αναγλύφου υπολογίζεται σε 60 έως 80 χιλιοστά ανά 1000 περίπου από τους ερευνητές. Τα καρστικά πετρώματα γενικά διακρίνονται σε δύο κατηγορίες μορφής, στην επιφανειακή καρστική μορφή και στην υπόγεια. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να ανφερθούν ποιές μορφές ανήκουν γενικά στην κάθε κατηγορία, και στη συνέχεια της πτυχιακής θα αναφερθούν και οι συγκεκριμένες καρστικές μορφές που εντοποπίζονται στη νήσο Κεφαλληνία. 12

13 ΓΛΥΦΕΣ : ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΩΝ ΚΑΡΣΤΙΚΩΝ ΓΕΩΜΟΡΦΩΝ : Είναι μία κατηγορία επιφανειακών καρστικών γεωμορφών και χαρακτηρίζονται οι ασβεστόλιθοι οι οποίοι λόγω της διάλυσης τους από το νερό, η επιφάνεια τους παρουσιάζει αυλακώδεις σχηματισμούς ποικίλλου μεγέθους, πιο συγκεκριμένα οι τιμές μπορούν να ξεκινήσουν από μερικά χιλιοστά έως και μερικές δεκάδες εκατοστά. Οι γλυφές διακρίνονται σε δύο υποκατηγορίες, τις δακτυλογλυφές και τις αμαξοτροχιές, βάση την μορφή τους, το μέγεθος τους αλλά και τον τρόπο δημιουργίας αυτών. Η τελική διάμορφωση της επιφάνειας αυτών είναι σχεδόν πάντα τέτοια έτσι ώστε να εξυπηρετεί τη διείσδυση υδάτων στην ασβεστολιθική μάζα του πετρώματος. Όσο για τις δύο υποκατηγορίες των γλυφών, τις δακτυλογλυφές και τις αμαξοτροχιές, μπορούν να περιγραφούν ως εξής, πρόκειται για μορφές που μοιάζουν με μικρά κανάλια, ακόμη και με νευρώσεις φύλλων αλλά και με δακτυλικά αποτυπώματα εξού και το όνομα δακτυλογλυφές. Η μορφή αυτή δημιουργήθηκε όταν τα δακτυλικά αποτυπώματα τραβήχτηκαν ή σύρθηκαν στον ασβεστόλιθος ο οποίος βρισκόταν σε πλαστική κατάσταση. Πιο αναλυτικά η δημιουργία των δακτυλογλυφών πραγματοποιείται σε κεκλιμένα στρώματα και οι διαστάσεις αυτών χαρακτηρίζονται μικρές. Αντίθετα οι αμαξοτροχιές αναπτύσσονται σε ασβεστόλιθους με μικρή κλίση και η δημιουργία αυτών πραγματοποιείται κατά μήκος του δικτύου των διακλάσεων, τέλος ο χωρισμός των αμαξοτροχιών επιτυγχάνεται με ράχες οδοντωτής μορφής. Τέλος στη δημιουργία γενικότερα των γλυφών, συμβάλλουν αρκετοί παράγοντες όπως οι κλιματικές συνθήκες, η χημική σύσταση των ασβεστολίθων, η κλίση της επιφάνειας του εδάφους πόσο ομαλή ή απότομη μπορεί να χαρακτηριστεί, αλλά και η κατάλληλη τεκτονική κατασκευή της περιοχής μελέτης. ΚΑΡΣΤΙΚΑ ΦΡΕΑΤΑ ΧΥΤΡΕΣ : Αφορά την περιγραφή σχηματισμού μεγάλων ή μικρών κοιλότητων, με διάφορο σχήμα, στο εσωτερικό των οποίων καταλήγουν αδιάλυτα υλικά όπου έχουν προκύψει από την καρστική διάβρωση. Η μορφή τους πολλές φορές μπερδεύεται με τις καταβόθρες καθώς δίνουν την εντύπωση στον παρατηρητή, την μορφή απότομων και κάθετων τεκτονικών βυθισμάτων προς τον ασβεστολιθικό όγκο. Απαντάται ποικίλο εύρος καρστικών φρεάτων όπου συχνά υπερβαίνουν τα 100 μέτρα, όπως και το βάθος τους μπορεί να αγγίξει τα βαθύτερα τμήματα της ασβεστολιθικής μάζας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το καρστικό φρέαρ στις Άλπεις, του οποίου το βάθος έχει υπολογιστεί σε 310 μέτρα. Στην Ελλάδα αρκετή είναι η εμφάνιση τέτοιους είδους σχηματισμού καρστικών φρεάτων, με τη διαφορά ότι χαρακτηρίζονται με άλλες ονομασίες απότους ίδιους τους κατοίκους όπως βάραθρα, άββυσοι και άλλοι χαρακτηρισμοί. Επίσης πολλές φορές έρχονται σε επικοινωνία με το υπόγειο καρστ. 13

14 ΔΟΛΙΝΕΣ : Η λέξη αυτή είναι Σλάβικη και περιγράφει μία κλειστή τεκτονική λεκάνη, κυκλικού ή ελλειπτικού σχήματος, με μεγαλύτερο εύρος από το πλάτος σε αντίθεση με τα καρστικά φρέατα. Πιο συγκεκριμένα οι διαστάσεις του πλάτους έχουν υπολογιστεί στο περίπου ότι ξεκινάνε από 20 μέτρα έως και εκατοντάδες μέτρα, ενώ το βάθος από 2 μέτρα έως 100 μέτρα. Ο πυθμένας μίας δολίνης μπορεί να χαρακτηριστεί γενικά επίπεδος και επίσης μπορεί να παρατηρηθεί κάλυψη αυτού από χημικά ιζήματα όπως επίσης κάλυψη και των εσωτερικών πρανών αυτού, ωστόσο συχνή είναι και η παρουσία βλάστησης. Βέβαια πρέπει να σημειωθεί ότι η παρουσία των χημικών αυτών ιζημάτων αποτελεί συχνά φραγμό στην υπόγεια απορροή, λόγω του πάχους τους με αποτέλεσμα τη δημιουργία βάλτων στο πυθμένα. Ανάλογα το σχηματισμό τους οι δολίνες διακρίνονται σε εγκατακρημνισιγενείς και χοανοειδής, όπου οι εγκατακρημνισιγενείς προκύπτουν από την κατάρρευση οροφής κάποιου σπηλαίου και την πτώση αυτής στα έγκατα της γης, επίσης χρακτηρίζονται από επίπεδους πυθμένες και απότομες κλιτύες. Ενώ χοανοειδής δολίνες καλούνται όσες έχουν σχηματιστεί από χημική διάλυση των πετρωμάτων. Βέβαια για να εξελιχθεί μία δολίνη, σημαντικό ρόλο παίζουν και οι ακόλουθοι παράγοντες οι οποίοι είναι : η διαλυτότητα και το πάχος των ασβεστολίθων, οι υδροφόροι ορίζοντες αυτών και φυσικά το κλίμα γενικότερα της περιοχής που μελετάμε τη συγκεκριμένη δολίνη. Οι δολίνες γενικότερα παρουσιάζονται είτε μεμονωμένες είτε σε αποικίες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η παρουσία αποικίας δολίνων στο Μενοίκιο όρος της ανατολικής Μακεδονίας και σε υψόμετρο που ξεπερνά αρκετά τα 1700 μέτρα, η παρουσία των οποίων έχει ως αποτέλεσμα την διαμόρφωση λαβύρινθου αλλά και γενικότερα τη διαμόρφωση της καρστικής μορφολογίας στη συγκεκριμένη περιοχή, αφού η ύπαρξη δολίνων γενικότερα αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο για να μπορεί να χαρακτηριστεί μία περιοχή από καρστ. Γενικά στην Ελλάδα, όπου υπάρχουν ασβεστόλιθοι συνεπάγεται και εμφάνιση δολίνων, πιο αναλυτικά στον ελλαδικό χώρο δολίνες εντοπίζονται συγκεκριμένα και ξεκινάνε από τις εξής περιοχές : από τις οροσειρές Παρνασσού, Γκιώνας, Βαρδουσίων έως και τις οροσειρές της Κρητης. Τέλος κλείνοντας την περιγραφή δολίνων και καρστικών φρεάτων, σε έναν τοπογραφικό χάρτη στον οποίο απεικονίζεται η καρστική γενικότερα μορφολογία μίας περιοχής μελέτης, μπορεί κανείς να παρατηρήσει τις ισοϋψείς κατάπτωσης, μέσω των οποίων εκδηλώνονται και τα καρστικά τεκτονικά βυθίσμτα (δολίνες, καρστικά φρέατα) τα οποία αντιπροσωπεύουν κλειστά έγκοιλα της μορφολογίας του αναγλύφου. 14

15 ΟΥΒΑΛΕΣ : Άλλη μία επιφανειακή καρστική γεωμορφή, η οποία όμως είναι αποτέλεσμα δολίνων είναι οι ουβάλες. Πιο συγκεκριμένα όταν οι ασβεστόλιθοι διαλυθούν τόσο, μέχρι να φτάσουν στο σημείο συνένωσης μεταξύ τους οι γειτονικές δολίνες τότε οι νέοι σχηματισμοί όπου προκύπτουν καλούνται ουβάλες. Οι σχηματισμοί αυτοί περιγράφονται ως μεγάλα τεκτονικά βυθίσματα ή κλειστές λεκάνες με ακανόνιστο περίγραμμα και με έκταση που κυμαίνεται από μερικές εκατοντάδες τετραγωνικά μέτρα έως και τετραγωνικά χιλιόμετρα. Γενικότερα οι ουβάλες αντιπροσωπεύουν το προχωρημένο στάδιο δολίνων και στο εσωτερικό αυτών συχνά αναπτύσσεται μία νέα ομάδα δολίνων. Στο σημείο όμως αυτό η ουβάλα χαρακτηρίζεται ότι ανήκει σε παλαιότερο κύκλο καρστικής διάβρωσης. ΠΟΛΓΕΣ : Χαρακτηρίζονται τα μεγάλα καρστικά επίπεδα και περιγράφονται ως κλειστές κοιλότητες οι οποίες μπορούν εύκολα να διακριθούν και έχουν σχήμα κυρίως ελλειπτικό. Οι πόλγες χαρακτηρίζονται από μεγάλη επιφάνεια, οι διαστάσεις της οποίας κυμαίνονται από λίγα έως εκατοντάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα και περιτριγυρίζονται συχνά από βουνά. Εντοπίζονται σε διάφορα υψόμετρα όπως για παράδειγμα, μπορεί να ξεκινούν από πολύ κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας έως και άνω των 1000 μέτρων. Αυτό βέβαια έχει και ως συνέπεια να εξηγήσει γιατί συνήθως κατακλύζονται από όμβρια κυρίως ύδατα και την μετατροπή τους σε λίμνες και έλη, λόγω της θέσης τους σε χαμηλά υψόμετρα. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί, ότι με τον όρο έλη, χαρακτηρίζεται η εδαφική έκταση στην οποία λιμνάζουν αβαθή νερά και ο σχηματισμός αυτός προκύπτει από τη συγκέντρωση όβριων, πηγαίων και επιφανειακών υδάτων. Ο πυθμένας μίας πόλγη χαρακτηρίζεται από εύφορα κυρίως αλλουβιακά υλικά, δηλαδή υλικά του ασβεστολίθου τα οποία μεταφέρθηκαν διαμέσου ροής του ποταμού χωρίς να έχουν διαλυθεί πλήρως και στα οποία πάνω σε αυτά έχουν χτισθεί χωριά ακόμη και πόλεις. Όσον αφορά το πεδινό κομμάτι, συχνά υφίσταται διαρροή από ξένα μικρό υδρογραφικό δίκτυο ύδατα, τα οποία έπειτα καταλήγουν σε καταβόθρες στα περιθώρια της λεκάνης. Τέλος τα επιφανειακά νερά αφού ποτίσουν και απορροφηθούν πλήρως από το έδαφος, αποστραγγίζονται διαμέσω υπόγειων καταβοθρών και υπόγειου δικτύου με κατάληξη αυτών στη θάλασσα με μορφή υποθαλάσσιων καρστικών πηγών είτε με κατάληξη σε πλαγιές των τριγύρω βουνών με μορφή καρστικών πηγών (κεφαλάρια). Παρόλο αυτά συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή, οι καταβόθρες επικοινωνούν με περιοχές υψηλότερου υψομέτρου και αυτές αναβλύζουν το νερό, καθώς στις υψηλές αυτές περιοχές παρουσιάζονται έντονες βροχοπτώσεις ή λιώσιμο χιονιών κατά τη χειμερινή περίοδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πόλγη του Δήμου Πελασγίας του Νομού Φθιώτιδας, με μικρές σχετικά διαστάσεις, στο κέντρο της οποίας παρατηρούνται μη καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οι οποίες ανήκουν στις χαμηλότερες ζώνες και τη χειμερινή περίοδο καλύπτονται από επιφανειακά ύδατα. Άλλο ένα όμοιο παράδειγμα αποτελεί η πόλγη της Τρίπολης σε 15

16 επίσης χαμηλή ζώνη η οποία κατακλύσθηκε από όμβρια ύδατα μετά από έντονη βροχόπτωση. Λόγω κλιματολογικών συνθηκών, πραγματοποιούνται και συγκεκριμένες δράσεις στο εσωτερικό μίας πόλγης. Παραδείγματος χάρη σε περιόδους ξηρασίας, παρατηρείται πτώση υδροφόρου ορίζοντα στην περιοχή της πόλγης και για τον λόγο αυτό, τα ύδατα υφίστανται διήθηση μέχρι να φτάσουν στα χαλαρά υλικά του πυθμένα. Έτσι η ικανότητα αποστράγγισης υδάτων περιορίζεται με αποτέλεσμα τα επιφανειακά ύδατα να μετατρέψουν το χαμηλότερο σημείο του πυθμένα της πόλγης σε λίμνη. Στον ελλαδικό χώρο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν, οι λίμνες Ιωαννίνων και Καστοριάς. Βέβαια σε άλλες περιοχές έχουν παρατηρηθεί προσωρινοί σχηματισμοί λιμνών καθώς κατά τη θερινή περίοδο αυτές ξηραίνονται. Πρέπει να αναφερθεί γενικότερα, ότι η πόλγη χαρακτηρίζεται ως ένας μικτός μορφολογικός σχηματισμός επί τεκτονικής δράσης και ταυτόχρονα διεργασίας καρστικής διάβρωσης. Ο πρώτος σχηματισμός οφείλεται στην τεκτονική όπου δημιούργησε την αρχική επιφανειακή πτώση. Η τελική όμως διαμόρφωση ολοκληρώνεται υπό τη διεργασία της καρστικής διάβρωσης. Σημειώνεται επίσης ότι ο σχηματισμός μιας πόλγης μπορεί να οφείλεται στην προοδευτική αύξηση και έπειτα σύνενωσης δολίνων προς ουβάλες και την μετέπειτα τελική διαμόρφωση σε πόλγη. Συχνή είναι βέβαια και η παρουσία μορφών λόφων στο εσωτερικό μίας πόλγης, οι οποίοι αποτελούνται από υπολείμματα ασβεστολίθων που δεν διαλύθηκαν. Οι λόφοι αυτοί καλούνται με μία ειδική ονομασία Hum. Ένα παραδειγμα υπολειμματικού ασβεστολίθου με μορφή απομονωμένου λόφου (Hum)είναι αυτός όπου εντοπίζεται στα περιθώρια της πόλγης της Τρίπολης. Χάρη στις ευνοϊκές συνθήκες όπου επικρατούν στην Ελλάδα, αρκετός είναι και ο αριθμός πολγών όπου εντοπίζονται, όπως αυτή της Κοπαϊδας, πεδιάδας της Βοιωτίας και η οποία πόλγη χαρακτηρίζεται η μεγαλύτερη στην Ελλάδα. Αποτελεί σχηματισμό τεκτονικής κατακρήμνισης επί διεργασίας καρστικής διάβρωσης, όπου γύρω στα περιθώρια της εντοπίζεται πλήθος υπόγειων καταβοθρών και παρά την ύπαρξη τους δεν έχουν την ικανότητα αποστράγγισης υδάτων και κατά συνέπεια μεγάλο τμήμα αυτής να βρίσκεται υπό την επιφάνεια υδάτων τα οποία έχουν κατακλύσει την περιοχή αυτή. Ιστορικά γεγονότα μαρτυρούν ανθρώπινες προσπαθείες με σκοπό την αποξήρανση αυτής, συγκεκριμένα την εποχή π.χ. υπό την επικράτεια του προϊστορικού ελληνικού έθνους Μινύες,που κατοικούσε στην Βοιωτία. Η Κοπαϊδα πλημμύρισε ξανά παρόλο αυτά η προσπάθεια δεν σταμάτισε, ο Μέγας Αλέξανδρος μάλιστα αποπειράθηκε και αυτός να την αποξηράνει, σημειώνεται ότι οι τελευταίες προσπάθειες αποξήρανσης πραγματοποιήθηκαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα από ξένες εταιρείες. Βέβαια αξίζει να τονιστεί ότι σήμερα η Κωπαϊδα χαρακτηρίζεται ως μία από τις ευφορότερες περιοχές της Ελλάδας με έκταση στρέμματα. Παρόμοια επίσης χαρακτηριστική πόλγη είναι αυτή του Λασιθίου Κρήτης στα όρη της Δίκτης, ο σχηματισμός της οποίας είναι αποτέλεσμα τεκτονικής τάφρου η μορφολογία της οποίας υπέστη μεταγενέστερη τροποποίηση υπό τη διεργασία καρστικής διάβρωσης. Χαρακτηρίζεται από ακανόνιστο ελικοειδές σχήμα διαστάσεων 9,3 * 5 χιλιόμετρα. 16

17 Άλλες πόλγες όπου εντοπίζονται στην Κρήτη είναι αυτές της Νίδας στην Ίδη και σε υψόμετρο συγκεκριμένα μέτρων και αυτή του Ομαλού στα Λευκά Όρη και σε υψόμετρο 1050 μέτρων, επίσης υπάρχουν και άλλες πόλγες στην Νήσο Κρήτη καθώς και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. 17

18 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΚΑΡΣΤΙΚΩΝ ΓΕΩΜΟΡΦΩΝ : Στις υπόγειες καρστικές γεωμορφές ανήκουν συγκεκριμένα : ΣΠΗΛΑΙΑ ΚΑΤΑΒΟΘΡΕΣ ΕΓΚΟΙΛΑ ΥΠΟΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΚΑΡΣΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΜΙΚΡΟΙ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΟΧΕΤΟΙ ΕΓΚΟΙΛΑ : Ο σχηματισμός των οποίων οφείλεται στην είσοδο επιφανειακού νερού προς στο εσωτερικό του πετρώματος και αποτελούν το δευτερογενές του πορώδες. Η διατομή (χαρακτηρίζεται η τομή ενός σώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση της υπόγειας καρστικής γεωμορφής κάθετη προς τον άξονα της) των υπόγειων καρστικών γεωμορφών εξαρτάται από δύο παράγοντες. Τις υδραυλικές δυνάμεις των τρεχούμενων νερών, οι οποίες καθορίζουν τη διαμόρφωση ομαλών επιμείκων καρστικών εγκοίλων και την τεκτονική (ρήγματα, διαστρώσεις, διακλάσεις κλπ.) η οποία ελέγχει το σχήμα διατομής εγκοίλων. Πιο συγκεκριμένα οι υψηλές ταχύτητες υπόγειων υδάτων έχουν την τάση να διαμορφώσουν τους ομογενείς ασβεστολίθους με χαρακτηριστικό μεγάλο πάχος, σε ομαλά επιμείκη έγκοιλα λόγω της υδραυλικής δράσης του τρεχούμενου αυτού νερού. Αντιθέτως οι χαμηλές ταχύτητες υπόγειων υδάτων σε πετρώματα τεκτονικής η οποία περιγράφεται από στρώσεις, διαμορφώνουν υπόγειους καρστκούς αγωγούς με πολύπλοκο σχήμα διατομών. Τα υπόγεια καρστικά επιμείκη έγκοιλα τα οποία διαμορφώθηκαν λόγω της υδραυλικής δράσης, έχουν διατομή με σχήμα φαραγγοειδές ή σχήμα ελλειπτικό. Όσον αφορά τους φαραγγοειδείς αγωγούς, πρόκειται για ένα καρστικό έγκοιλο με στενή μορφή και απότομα σχεδόν κάθετα τοιχώματα, ο σχηματισμός των οποίων αυτών αγωγών οφείλεται στην προοδευτική κατά βάθος διάβρωση ελευθέρας υπόγειας ροής, δηλαδή χωρίς να υπέστη πίεση. Αντιθέτως ο σχηματισμός ελλειπτικών αγωγών οφείλεται στην υπό πίεση υπόγεια ροή και με μέγεθος που ποικίλει, πιο συγκεκριμένα από πολύ μικρές διαμέτρους μερικών εκατοστών έως μεγάλες όπου ξεπερνούν ακόμη και τα 10 μέτρα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο σχηματισμός τους πραγματοποιείται σε ασβεστολίθους ορίζοντιας στρώσης και χαμηλού κυρίως αναγλύφου, σε περίπτωση όμως όπου το ανάγλυφο είναι απότομο η ελλειπτική τους μορφή τείνει σε κυλινδρική. Γενικά ο σχηματισμός κυλινδρικών αγωγών οφείλεται και στην αύξηση ταχύτητας ροής των υπόγειων υδάτων. 18

19 Κλείνοντας την περιγραφή γενικότερα των υπόγειων εγκοίλων, σημειώνεται ότι η δημιουργία αυτών στο εσωτερικό της ασβεστολιθικής μάζας εξαρτάται από τη θέση του υδροφόρου ορίζοντα και ο σχηματισμός μειώνεται προοδευτικά προς το εσωτερικό της μάζας. ΚΑΤΑΒΟΘΡΕΣ : Καλούνται τα καρστικά έγκοιλα ή οι καρστικοί αγωγοί με κατακόρυφη ανύψωση ή μεγάλη κλίση προς την επιφάνεια του εδάφους. Η ύπαρξη αυτών, εντοπίζεται συχνά σε κάποιον πυθμένα ή σε περιθώρια μικρών ή μεγάλων καρστικών τεκτονικών βυθισμάτων και φιλοξενούν μόνιμα ή περιοδικά επιφανειακά όσο και υπόγεια ύδατα.στη συνέχεια διευρύνονται ακόμη περισσότερο στο εσωτερικό των ασβεστολιθικών πετρωμάτων με τελικό σχηματισμό ένα δίκτυο αγωγών με πολύπλοκο προσανατολισμό. Νερά εισέρχονται στις καταβόθρες, έπειτα χάνονται προς τα βαθύτερα σημεία χώρις κάποιον συγκεκριμένο προορισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το οποίο και θα αναλυθώ παρακάτω, αποτελούν οι καταβόθρες Αργοστολίου Κεφαλληνίας, που ξεχωρίζουν παγκοσμίως για την ιδιαιτερότητά τους, όπου το θαλασσινό νερό εισέρχεται μονίμως στον ασβεστολιθικό όγκο, αναμιγνείεται με το γλυκό νερό όπου συναντά στα λιμνοσπήλαια με αποτέλεσμα την μετατροπή του σε υφάλμυρο και με τελικό προορισμό την ανάβλυσή του στις πηγές του Καραβόμυλου, δυτικού τμήματος του νησιού και βορειότερα της Σάμης. ΣΠΗΛΑΙΑ : Χαρακτηρίζονται τα υπόγεια έγκοιλα με μεγάλες διαστάσεις και όπου επίσης αναπτύσσονται σε ανθρακικά πετρώματα. Έρχονται σε επικοινωνία με την εξωτερική επιφάνεια λόγω των μικρών στόμιων που διαθέτουν και κάποια είναι εύκολα προσβάσιμα από τον άνθρωπο. Ο σχηματισμός του πραγματοποιείται στο εσωτερικό της ασβεστολιθικής μάζας λόγω της καρστικής διάβρωσης που υπέστει, με αποτέλεσμα τη διάλυση του ανθρακικού ασβεστίου και την απομάκρυσνη αυτού μέσω της ροής υπόγειων υδάτων. Το νερό όμως όπου εισέρχεται στον ασβεστολιθικό όγκο μέσω των σχισμών και των διακλάσεων, καθίσταται άμεσα κορεσμένο σε ανθρακικό ασβέστιο και κατά συνέπεια αδυναμεί να διαλύσει επιπλέον ποσότητα ανθρακικού ασβεστίου. Για να μπορέσει να δημιουργηθεί ένα σπήλαιο στα βάθη των πετρωμάτων θα πρέπει τα κορεσμένα νερά να υποστούν μετατροπή σε ακόρεστα στο συγκεκριμένο σημείο και να αποσπάσουν τμήμα της ανθρακικής μάζας. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει δύο κορεσμένα διαλύμματα, μέσω των διακλάσεων του πετρώματος, να συναντηθούν και να ενωθούν. Έτσι ο νέος σχηματισμός διαλύμματος όπου θα προκύψει σε λίγα δευτερόλεπτα θα είναι ακόρεστο. Το ακόρεστο αυτό διάλυμμα θα μπορέσει να διαλύσσει τμήμα του πετρώματος και απομακρύνοντάς το θα σχηματιστεί στο σημείο αυτό ένα υπόγειο έγκοιλο. 19

20 Στο εσωτερικό των σπηλαίων συχνά παρατηρούνται, χαρακτηριστικοί σχηματισμοί, λόγω της απόθεσης του ανθρακικού ασβεστίου. Τέτοιοι σχηματισμοί καλούνται οι στλακτίτες και οι σταλαγμίτες, η κύρια σύσταση των οποίων είναι ο ασβεστίτης ή ο αραγωνίτης. Συγκεκριμένα οι σταλακτίτες κρέμονται από την οροφή του σπηλαίου σε αντίθεση με τους σταλαγμίτες όπου ανυψώνονται από το δάπεδο. Ο σχηματισμός των σταλαγμίτων, οφείλεται στην απόθεση ανθρακικού ασβεστίου, υπό κατάλληλες συνθήκες, όπου καταλήγουν στο χώρο του σπηλαίου μέσω των σχισμών κατά την μεταφορά τους από υπερκορεσμένα ύδατα. Έτσι προκύπτουν οι ιδιαίτεροι αυτοί ασβεστικοί σχηματισμοί. Όσο για τους σταλακτίτες, έχουν διάφορα σχήματα και εξαρτώνται από διαφορετικούς παράγοντες. Τέτοιοι παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν την απόθεση ανθρακικού ασβεστίου είναι το σχήμα της οπής μέσω της οποίας το νερό εισέρχεται στο έγκοιλο, η ταχύτητα ροής ύδατος, η θερμοκρασία και η περιεκτικότητα της ατμόσφαιρας σε διοξείδιο του άνθρακα. Επίσης το ιδιαίτερο χρώμα των ασβεστικών αποθέσεων κόκκινο ή υποκίτρινο, οφέιλεται στην εμφλανιση οξειδίων του σιδήρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την προϊστορική περίοδο τα σπήλαια αποτέλεσαν την πρώτη κατοικία, φιλοξενία,για τον άνθρωπο και επίσης εξασφάλισαν προστσία ως καταφύγια ενάντια σαρκοφάγων ζώων και άλλων στοιχείων της φύσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σπήλαιο Αλεπότρυπα Δυρού Λακωνίας, το οποίο χαρακτηρίζεται για το αρχαιολογικό του ενδιαφέρον και για την προϊστορική του κατοίκηση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Άλλο ένα παράδειγμα αποτλεί το σπήλαιο της Γλυφάδας στον όρμο του Δυρού Λακωνίας το οποίο είχε σχηματιστεί σε πολύ παλαιότερες περιόδους, συγκεκριμένα σε περίοδο όπου η στάθμη της θάλασσας ήταν χαμηλότερα από τη σημερινή. Σήμερα εντοπίζεται στο συγκεκριμένο σημερινό επίπεδο της στάθμης της θάλασσας, για τον λόγο αυτό και είναι μερικώς κατακλεισμένο από νερά και μεγάλο τμήμα του είναι προσβάσιμο μόνο με βάρκες. Παρόλο αυτό σημειώνεται ως ένα από τα ωραιότερα σπήλαια της Ελλάδας. Τελευταίο σπήλαιο για την αναφορά είναι αυτό των Πετραλώνων Χαλκιδικής, το οποίο χαρακτηρίζεται για την παλαιοανθρωπολιγική του σημασία, αφού στο εσωτερικό του ανακαλύφθηκε προϊστορικό ανθρώπινο κρανίο το οποίο ορίζεται ως το πρώτο και ταυτόχρονα μοναδικό λείψανο παλαιοανθρώπου. Τέλος ολοκληρώνοντας την περιγραφή των σπηλαίων της Ελλάδας, αξίζει να τονιστεί ότι χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα για το φυσικό τους κάλλος και για τον λόγο αυτό είναι προστατευμένα από την νομοθεσία. 20

21 ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΣΤΑ ΣΠΗΛΑΙΑ : Το κλίμα των σπηλαίων χαρακτηρίζεται για την ιδιομορφία του καθώς ξεχωρίζει από το γενικό κλίμα της περιοχής. Σε ένα σπήλαιο η ύπαρξη δύο οπών έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη επικοινωνίας ανάμεσα στο σπήλαιο και στην έξω ατμόσφαιρα και κατά συνέπεια την κυκλοφορία του αέρα στο εσωτερικό αυτού. Στο σημείο αυτό θα αναφερθεί ο ακόλουθος τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται η κυκλοφορία αυτή. Κατά τη χειμερινή περίοδο η θερμοκρασία του σπηλαίου είναι μεγαλύτερη συγκριτικά με τη θερμοκρασία έξω της ατμόσφαιρας. Πιο συγκεκριμένα ο ψυχρός αέρας από έξω εισέρχεται στο εσωτερικό του σπηλαίου μέσω της χαμηλότερης οπής, θερμένεται, γίνεται ελαφρύτερος και έπειτα κινείται ανοδικά μέχρι τη διαφυγή του ξανά προς τα έξω από τη χαμηλότερη οπή του σπηλαίου. Κατά την καλοκαιρινή περίοδο όμως συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή, ζεστός αέρας εισέρχεται στο εσωτερικό του σπηλαίου, ψύχεται, γίνεται βαρύτερος και διαφεύγει μέσω της χαμηλότερης οπής του σπηλαίου. Το φαινόμενο αυτό απασχόλησε ιδιαίτερα τους χωρικούς των περιοχών των σπηλαίων και ιδιαίτερα η έξοδος του εξερχόμενου αέρα κίνησε το ενδιαφέρον, καθώς τη χειμερινή περίοδο υγροποείται, άρα υπέθεσαν ότι η έξοδος και η μάζα αέρα όπου θερμένεται μπορεί να οφείλεται σε παρουσία ηφαιστείου. Εάν το σπήλαιο περιγράφεται από μόνο μία οπή, τότε ο αέρας που εισέρχεται κατά τη χειμερινή περίοδο έξω από το περιβάλλον στο εσωτερικό του σπηλαίου, θερμένεται και σαν ελαφρύτερη μάζα καταλαμβάνει μόνο το ανώτερο τμήμα του σπηλαίου. Αντιθέτως στο κατώτερο τμήμα αυτού συλλέγονται οι ψυχρότερες αέριες μάζες. Τότε συνεπάγεται η συνύπαρξη δύο διαφορετικών κλιματολογικών συνθηκών εντός του σπηλαίου. Τέλος αξίζει να διευκρινιστεί ότι η θερμοκρασία όπου επικρατεί στο εσωτερικό των σπηλαίων ταυτίζεται σχετικά με την μέση ετήσια θερμοκρασία της ατμόσφαιρας της συγκεκριμένης περιοχής του αντίστοιχου σπηλαίου, σημειώνεται βέβαια ότι ανάλογα την εποχή η τιμή της θερμοκρασίας υφίσταται μία μικρή διακύμανση. Επίσης στις ψυχρές περιοχές, εμφανίζονται συχνά σε κάποια σπήλαια σταλακτίτες και σταλαγμίτες από πάγο, λόγω της πολύ χαμηλής θερμοκρασίας του εσωτερικού του σπηλαίου. 21

22 ΚΑΡΣΤΙΚΗ ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ : Οι υγιείς ασβεστολιθικοί όγκοι χαρακτηρίζονται αδιαπέρατοι, σπάνια όμως παραμένουν τεκτονικά ανέπαφοι μετά το σχηματισμό τους σε θαλάσσιο περιβάλλον και την ανάδυσή τους λόγω διεργασιών όπου έχουν υποστεί όπως αυτής της ορογένεσης. Η δημιουργία συστημάτων διακλάσεων και ρηγμάτων έχουν ως αποτέλεσμα την κατείσδυση επιφανειακών υδάτων στο εσωτερικό της ασβεστολιθικής μάζας και διαμέσω υπόγειων καρστικών αγωγών απορρέουν προς τα κατάντη.επίσης τα συστήματα αυτά ορίζουν το δευτερογενές πορώδες των πετρωμάτων και υπό συνθήκες καρστικής διάβρωσης διευρύνονται μέχρι το μέγιστο τους. Γενικότερα οι ασβεστόλιθοι χαρακτηρίζονται για την εξαιρετικά μεγάλη υδρολογική απορροφητική ικανότητά τους, η οποία συχνά αγγίζει και το 80% της συνολικής ποσότητας νερού που πέφτει στην επιφάνεια και η οποία συμβάλλει στη συχνή διαμόρφωση επιφανειακών υδρογραφικών δικτύων των ασβεστολίθων. Πιο συγκεκριμένα όταν τα επιφανειακά νερά εισχωρήσουν στα βάθη των ασβεστολιθικών πετρωμάτων, αυτά ρέουν μέσω των υπόγειων μεγάλων καρστικών αγωγών και με την μορφή υποθαλλάσιων καρστικών πηγών ή άλλων καρστικών πηγών στις γύρω πλαγιές καταλήγουν στη θάλασσα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λίμνη Μελισσάνη τα οποία τα ύδατα της καταλήγουν στις υποθαλάσσιες πηγές του Καραβόμυλου ανατολικά της Σάμης. Χαρακτηρίζεται λίμνη, καθώς υφίσταται πτώση τμήματος οροφής με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός επιφανειακού καρστικού έγκοιλου. Οι υπόγειοι καρστικοί αγωγοί, μοιάζουν με υπόγειες σήραγγες μεγάλων διαστάσεων, μέσω των οποίων τα ύδατα διασχύουν την υπόγεια πορεία τους με αποτέλεσμα το σχηματισμό υπόγειων ποταμών χωρίς αυτοί να διαφέρουν με τους επίγειους ποταμούς. Επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λίμνη Μελισσάνη η οποία αποτελεί μέρος του ποταμού. Οι ομοιότητα των υπόγειων και επίγειων ποταμών είναι η οφιοειδή πορεία που ακολουθούν εξαιτίας των διακλάσεων των ασβεστολιθικών πετρώματων. Αντίθετα, οι διαφορές τους αφορούν τον τρόπο σχηματισμό αυτών και είναι οι εξής : Το εύρος υπόγειων διαφέρει από αυτό των επίγειων, καθώς η διάβρωση δρα σε βάθος και όχι σε πλάτος. Ο σχηματισμός υπόγειων φραγμάτων λόγω της εσωτερικής κατάπτωσης ογκόλιθων ή λιθοσωρών αποτελούν εμπόδιο. Η κλίση της οροφής τους δημιουργεί πολλές φορές φυσικούς σίφωνες. Οι υπόγειοι ποταμοί παρουσιάζουν έντονη τάση ταπείνωσης του πυθμένα τους πολλές φορές κάτω και από την καμπύλη κλίσης του ορίου κλίσεως. Διευκρινίζεται ότι η ταχύτητα των υπόγειων υδάτων κυμαίνεται από μερικές δεκάδες μέτρα την ώρα έως εκατοντάδες. 22

23 Κλείνοντας την περιγραφή περί την καρστική υδρολογία, αξίζει να αναφερθεί η έννοια των καρστικών πηγών. Πιο συγκεκριμένα οι πηγές από τις οποίες αναβλύζουν τα υπόγεια διερχόμενα ύδατα σε κάποια πλαγιά, καλούνται καρστικές πηγές. Χαρακτηρίζονται για τις μεγάλες διακυμάνσεις της παροχής τους λόγω των κλιματικών αλλαγών, καθώς οι καρστικές πηγές αποτελούν το άκρο μιας υπόγειας εκροής. Επίσης, ένας σημαντικός ρόλος όπου συμβάλλει στη διαμόρφωση των διακυμάνσεων αυτών είναι ο βαθμός καρστικής διάβρωσης, όσο πιο μεγάλος τόσο πιο έντονες διακυμάνσεις. Σημειώνεται ότι ο χρόνος που κάνει το νερό της βροχής διερχόμενο υπόγεια μέχρι την κατάληξη του σε μία καρστική πηγή είναι μερικές ώρες και για τον λόγο αυτό αποτυγχάνεται το φιλτράρισμά του με αποτέλεσμα να είναι συχνά μολυσμένο. 23

24 ΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟI ΚΑΡΣΤ : Το κάρστ διακρίνεται σε δύο τύπους : το ολοκάρστ και το μεροκάρστ, πιο συγκεκριμένα, ολοκάρστ χαρακτηρίζεται το πλήρες κάρστ, δηλαδή το καρστ με τις αναπτυγμένες τέλειες καρστικές μορφές και τους ποικίλλους τρόπους υπόγειας κυκλοφορίας υδάτων. Σχηματίζεται σε αμιγείς ασβεστολίθους μεγάλου πάχους χωρίς την ύπαρξη σε αυτούς στεγανών διαφραγμάτων και η θέση τους βρίσκεται σε μεγάλο βάθος έτσι ώστε να εξυπηρετείται με ευκολία η δυνατότητα ανάπτυξης των καρστικών αυτών γεμορφών σε σχετικά μεγάλα βάθη. Αντίθετα το μεροκάρστ, χαρακτηρίζεται το κάρστ στο οποίο έχουν αναπτυχθεί ορισμένες καρστικές μορφές, παρόλο αυτό αναπτύσσονται με μεγάλη ταχύτητα. Σχηματίζεται σε όχι απόλυτα αμιγείς ασβεστολίθους με μικρό πάχος και με πολλά στεγανά διαφράγματα για τον λόγο αυτό και πολλές φορές υπάρχουν υπολλείματα αδιάλυτων υλικών, όπως ο άργιλος κλπ. Η μορφολογία ενός αναγλύφου διαμορφώνεται και εξελίσσεται, βάση της καρστικής διάβρωσης που υφίσταται, μέσα από συγκεκριμένα στάδια τα οποία είναι τα ακόλουθα : Αρχικό στάδιο : Το στάδιο αυτό περιγράφει τους πρώτους σχηματισμούς καρστικών γεωμορφών είτε δολίνων είτε γλυφών και η απορροή υδάτων επιτυγχάνεται κυρίως επιφανειακά. Επίσης η διεργασία της καρστικής διάβρωσης δεν πραγματοποιείται ακόμα σε μεγάλα βάθη και για τον λόγο αυτό η υπόγεια ροή υδάτων επιτυγχάνεται μόνο κατά μήκος των ρηγμάτων και των αξόνων των συγκλίνων. Συχνή επίσης είναι η παρουσία των κατακρημνίσεων λόγω των τεκτονικών αιτιών που έχουν απότομα κατακόρυφα τοιχώματα. Στάδιο προχωρημένης νεότητας : Στο στάδιο αυτό οι δολίνες αυξάνονται περισσότερο καταλαμβάνοντας μεγάλη έκταση της περιοχής μελέτης. Συνεπάγεται λοιπόν και αύξηση των αρχικών διαστάσεων και ακολουθείται συνένωση μεταξύ των δολίνων με αποτέλεσμα τον ακόλουθο σχηματισμό των ουβάλων. Στο σημειό αυτό η ροή υδάτων επιτυγχάνεται υπόγεια. Στάδιο ωριμότητας : Στο στάδιο αυτό η αρχική ασβεστολιθική μάζα έχει χαθεί, το ανάγλυφο της περιοχής έχει υποστεί αλλοίωση με ποικί λλους τρόπους. Πλέον η καρστική διάβρωση επιτυγχάνεται σε μεγάλο βάθος και βαθμό, έτσι ώστε οι καρστικές μορφές όπου έχουν προκύψει να βρίσκονται σε πλήρη ανάπτυξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η καρστική γεωμορφή γλυφές όπου χαρακτηρίζουν τις γυμνές επιφάνειες ασβεστολίθων. Στο στάδιο αυτό η ροή υδάτων επιτυγχάνεται επιφανειακά όσο και υπόγεια. Στάδιο γήρατος : Χαρακτηρίζεται το τελευταίο στάδιο όπου η απορροή είναι σχεδόν επιφανειακή. Στο στάδιο αυτό υπάρχουν υπολλείματα αδιάλυτων ασβεστολίθων με αποτέλεσμα τον σχηματισμό των χαρακτηριστικών λόφων Hums. Κλείνοντας αξίζει να αναφερεί ότι οχρόνος εξέλιξης των καρστικών μορφών από το πρώτο έως το τελευαταίο στάδιο είναι μεγάλος και σημαντικά διαφορετικός σε κάθε στάδιο εξέλιξης. Πιο συγκεκριμένα ο χρόνος εξέλιξης από το στάδιο ωριμότητας έως το στάδιο γήρατος είναι μικρότερος από αυτόν του χρόνου εξέλιξης στάδιου προχωρημένης νεότητας έως στάδιο ωριμότητας. 24

25 ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ Εικόνα διαβρωσιγενές εδάφους στην περιοχή Αγίων Θεοδώρων 25

26 ΓΕΝΙΚΑ : Στην νήσο Κεφαλληνία, διεξήχθησαν αρκετές έρευνες σχετικά με γεωλογικούς χάρτες του νησιού. Συγκεκριμένα το Μάη του 1984, δημοσιεύτηκε μόνο ο γεωλογικός χάρτης της B.P.CO. κλίμακας 1: Αργότερα τέλη του 1985, δημοσιεύτηκε από το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών, γεωλογικός χάρτης του νησιού κλίμακας 1: ομάδας Γεωλόγων του Πανεπιστημίου του Μονάχου, σημειώνεται ότι πριν τη δημοσίεσυή του συμπληρώθηκαν τα ρήγματα τότε του νησιού από φωτογεωλογική ερμηνεία του καθηγητή γεωλογίας και γεωλογικών χαρτογραφήσεων Γεώργιου Μιγκίρου. Υπάρχουν και άλλοι γεωλογικοί χάρτες οι οποίοι δεν έχουν δημοσιευθεί,όπως ο γεωλογικός χάρτης κλίμακας 1:2500 των Σ.ΛΕΚΚΑ, Ζ.ΚΑΡΟΤΣΙΕΡΗ και Α.ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ, στον οποίο απεικονίζονται τμήματα της νότιας Κεφαλληνίας, επίσης άλλοι μη δημοσιευμένοι γεωλογικοί χάρτες όμοιων περιοχών είναι μιας ομάδας τελειόφοιτων του Πανεπιστημίου Αθηνών του τμήματος Γεωλογίας. Άλλοι γεωλογικοί χάρτες του νησιού (διδακτορικής διατριβής τουd.sorel), όχι όμως ολοκληρωμένοι εκτός του νοτιότερου τμήματος του νησιού είναι αυτός της κλίμακας 1: και ο χάρτης της κλίμακας 1: στον οποίο απεικονίζεται τμήμα νοτιοδυτικά του Αργοστολίου. Επίσης υπάρχουν και άλλοι γεωλογικοί χάρτες τεκτονικού ενδιαφέροντος διδακτορικών διατριβών όπως αυτής του J.K.UNDERHILL, του Κ.ΝΙΚΟΛΑΟΥ κλίμακας 1: στον οποίο απεικονίζεται το νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού και της νότιας Παλικής. Ύστερα από ανάγκες υδρογεωλογικής έρευνας, πραγματοποιήθηκαν προσπάθειες για γεωλογικές χαρτογραφήσεις κλίμακας 1:5000 των περιοχών όπου εμφάνιζαν έντονο υδρογεωλογικό ενδιαφέρον αλλά και των περιοχών χωρίς συγκεκριμένη γεωλογική δομή καθώς ήταν πολύπλοκη ή υπήρχαν αντιγνωμίες. Οι ανάγκες υδρογεωλογικής διερεύνησης έβαλε σε στόχο και έβαλε σε στόχο και το υπόλοιπο νησί προ έρευνα, ώστε να συνταχθούν υδρογεωλογικοί χάρτες και να διευκρινιστούν οι ακριβείς γεωλογικές συνθήκες του νησιού, οι οποίες συμβάλλουν στην υδρογεωλογική συμπεριφορά των διαφόρων περιοχών αυτού. Στη συνέχεια διευκρινίζονται και περιγράφονται οι γεωλογικές συνθήκες του νησιού και του περιβάλλοντος χώρου. Όοσν αφορά την νήσο Κεφαλληνία, αξίζει να τονιστεί ότι διεξήχθησαν σε μεγάλο βαθμό ιδίως από ξένους γεωλόγους, γεωλογικές έρευνες που αποσκοπούσαν στην συλλογή πληροφοριών του νησιού και στην πολυάριθμη σύνταξη εργασιών, σχετικά με το νησί και σε διάστημα 150 ετών. Αρκετές από τις εργασίες χαρακτηρίζονται πολύ εξειδικευμένες και τα συμπεράσματα κάποιων αλληλοσυγκρούονται μεταξύ τους. 26

27 ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟΥ ΧΩΡΟΥ : Το 1913 πραγματοποιήθηκε μελέτη από τον C.RENZο οποίος προσδιόρισε ότι οι ασβεστόλιθοι του νοτιοανατολικού τμήματος της Κεφαλλονιάς ανήκουν στην Ιόνιο ζώνη. Αντίθετα οι κρητιδικοί ασβεστόλιθοι Αίνου και άλλων μικρότερων οροσειρών του νησιού μπορεί να ανήκουν σε διαφορετική ζώνη. Έρευνες έδειξαν ότι μόνο ένα μικρό νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού ανήκει στην πλέον εξωτερική γεωτεκτονική ζώνη, δηλαδή την Προαπούλια ζώνη ή ζώνη Παξών. Οι έρευνες συνεχίστηκαν και στον ευρύτερο ηπειρωτικό χώρο της Δυτικής Ελλάδας, στα νησιά και γενικότερα στο Ιόνιο Πέλαγος, δίνοντας απάντηση στις γεωλογικές συνθήκες που επικρατούν στην ευρύτερη περιοχή. Σημειώνεται επίσης ότι η Νότια Ιταλία και η Μάλτα παρουσιάζουν όμοια ανθρακικά πετρώματα και αυτό βάση τον D.A.JENKINSσυνεπάγεται ότι κατά τον Μεσοζωικό αιώνα η νότια Ανδριατική χαρακτηριζόταν από μία αβαθή θάλασσα στην οποία υφίσταται ανθρακική ιζηματογένεση. Έτσι λοιπόν προκύπτει η επικοινωνία του ανατολικότερου τμήματος αυτής με τη Δυτική νησιωτική Ελλάδα μέσω της έκτασης που καταλαμβάνει η Προαπούλια ζώνη. Γενικότερα η περιοχή της Δυτικής νησιωτικής Ελλάδας, αναδύθηκε μετά το τέλος της εποχής Ηωκαίνου σε τρεις εξωτερικές ελληνίδες ζώνες, όπου κατά τον Jenkins, παρατηρείται απουσία στρωμάτων εποχής Ολιγοκαίνου. Πιο συγκεκριμένα μετά την έναρξη της εποχής του Μειοκαίνου, προηγείται εκ νέου βύθιση και έπειτα απόθεση στην Ιόνια ζώνη, επίσης απόθεση στη Γαβρόβου Τρίπολης ζώνη λιθολογικών σχηματισμών φλύσχης και στη δε Προαπούλια ζώνη αποθέσεις μαργών. Στην Προαπούλια ζώη είχαν παρατηρηθεί και άλλες τμηματικές αναδύσεις κατά το Ανώτερο Μειόκαινο, Πλειόκαινο και Πλειστόκαινο. Επίσης και στην Ιόνια ζώνη υπήρξαν τμηματικές αναδύσεις στο Μέσο και Ανώτερο Μειόκαινο, Πλειόκαινο και γενικότερη ανάδυση κατά το Πλειστόκαινο. Σημειώνεται ότι στην Ιόνια ζώνη είχαν προηγηθεί άλλες τρεις ανδύσεις σε ακόμη παλαιότερους γεωλογικούς χρόνους. Η ανάγκη για αναζήτηση υδρογονανθράκων στην Ιταλία, απαντά στις ερωτήσεις για την ύπαρξη βαθύτερων στρωμάτων και την διαπίστωση σημαντικών διαφορών των ιζημάτων ως προς την ηλικία και το πάχος ανά γεωλογική περίοδο. Με βάση γεωλογικών και στατιστικών στοιχείων, γεωτρητικών ερευνών που πραγματοποιήθηκαν στον παρελθόν για επιπλέον αναζήτη υδρογονανθράκων στην Προαπούλια ζώνη και στα γειτονικά νησιά Ζάκυνθος και Παξοί, δίνονται πληροφορίες για βάθη μ. και μ.αντίστοιχα. Όσον αφορά τις προσπάθειες γεώτρησης στην περιοχή των Παξών, η διάτρηση προχώρησε ως το Μέσο Τριαδικό, ενώ στην Ζάκυνθο σταμάτησε στο Μέσο Ιουρασικό. Στην περίπτωση των Παξών, κάνει την παρουσία της, μία σειρά εβαπορίτων, όπως ο γύψος και ο ανυδρίτης, οι οποίοι εμφανίστηκαν από το Μέσο Ιουρασικό και κάτω, υποκείμενα των ανθρακικών πετρωμάτων. Μεγάλη η χαρακτηριστική διαφορά πάχους των ανθρακικών ιζημάτων Κρητιδικής περιόδου, οι οποίες διατρήθηκαν κατά την διάρκεια των δύο γεωτρήσεων όπου πραγματοποίθηκαν στη Ζάκυνθο και Παξούς. Συγκεκριμένα στη Ζάκυνθο παρατηρήθηκαν μάζες ανθρακικών ιζημάτων με χαρακτηριστικό πάχος 2.431μ., αντίθετα στους Παξούς το χαρακτηριστικό πάχος υπολογίστηκε στα 713μ. μόνο, έτσι διευκρινίζεται η σημαντική μεγάλη αυτή διαφορά. Επίσης 27

28 άλλες αναφορές σχετικά με τον υπολογισμό πάχους των κρητιδικών στρωμάτων γενικότερα της ευρύτερης περιοχής του Ιονίου είναι τα παραδείγματα των παρακάτω νησιών. Στην νότια Κεφαλλονιά, το πάχος των κρητιδικών στρωμάτων έχει υπολογιστεί στα 1.550μ., στη βόρεια Κεφαλλονιά στα 1.450μ. και στην Λευκάδα στα 700μ.. Συμπεραίνεται ότι η διαφορά νότου και βορρά της Κεφαλλονιάς, συγκεκριμένα η μείωση από τον νότο προς τον βορρά είναι πρωτογενής και οφείλεται στις διαφορετικές συνθήκες ιζηματογένεσης (περιβάλλον πλατφόρμας στα νότια και κατωφέρειας στα βόρεια), δεδομένου ότι δεν παρατηρούνται ανάστροφα ρήγματα ή πτυχές που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αύξηση του πάχους. Παρόλο αυτά όμως σημειώνεται ότι, με βάση παλαιότερων ερευνών που προηγήθηκαν από μία ομάδα Γάλλων γεωλόγων, όσο και πρόσφατων ερευνών αλλά και με βάση των στοιχείων της γεωτρητικής έρευνας με στόχο την υδρογεωλογική διερεύνηση, αποκαλύπτεται η ύπαρξη ανάστροφων ρηγμάτων, όπου κατά ένα μέρος οφείλονται για την διαφορά πάχους των πετρωμάτων από περιοχή σε περιοχή. Σημειώνεται ότι ανάστροφο ρήγμα, καλείται το ρήγμα το του πετρώματος όπου και στις δύο πλευρές του συμπιέζεται ισχυρά. Οι δυνάμεις συμπίεσης, έχουν ως αποτέλεσμα την ολίσθηση του πάνω τμήματος με φορά προς τα πάνω και την ολίσθηση του κατώτερου τμήματος με φορά προς τα κάτω. Με βάση την απεικόνιση ενός βυθομετρικού χάρτη, στο θαλάσσιο τμήμα δυτικά της νήσος Κεφαλληνίας, παρατηρείται σχηματισμός μεγάλης κλίσης υποθαλάσσιας κατωφέρειας που φτάνει στα βαθύτερα τμήματα της ελληνικής τάφρου. Σε έναν χάρτη μπορούν εύκολα να διακριθούν οι κύριες τεκτονικές γραμμές όσο και γεωμορφολογική απεικόνιση του βυθού του Ιονίου Πελάγους.Γενικότερα έρευνες που διεξήχθησαν στο βορειοανατολικό και κεντρικό Ιόνιο Πέλαγος, μαρτυρούν τις παλαιογεωγραφικές και παλαιωκεανογραφικές αλλαγές που συνέβησαν κατά την Νεογενή περίοδο στην περιοχή του πελάγους. Επίσης η αλλαγές αυτές υποστηρίζουν το μοντέλο της αβαθούς λεκάνης εξάτμισης κατά τον Μεσσήνιο. Πιο συγκεκριμένα για τα τελευταία 6 εκατομμύρια χρόνια η βύθιση του Ιονίου Πελάγους υπολογίζεται στο 1μ. ανά 1000 χρόνια για τα χαμηλά τμήματα της λεκάνης της και σε 0,5μ. για τα πλευρά της. Ενδείξεις για την βύθιση της Ιόνιας λεκάνης αποτελούν οι εβαπορίτες του Μεσσηνίου. Συνοψίζοντας λοιπόν για τον ευρύτερο γεωλογικό χώρο έχουμε ως εξής : Τόσο στην Ιόνια ζώνη όσο και στην Προαπούλια ζώνη ή αλλιώς ζώνη Παξών μέχρι την περίοδο Ανώτερου Τριαδικού ελάμβανε χώρα εβαπορίτικη ιζηματογένεση. Στην Προαπούλια ζώνη παρατηρείται περίοδος βύθισης της θάλασσας και αποθέσεις ανθρακικών ιζημάτων με χαρακτηριστικό πάχος 4.000μ. έως και 5000μ. κατά την περίοδο Ανωτέρου Τριαδικού έως και το τέλος του Κρητιδικού. Ακολουθείται διακοπή βύθισης και τεμαχισμός της Ιόνιας λεκάνης λόγω εμφάνιση ρηγμάτων κατά το τέλος Κρητιδικής περιόδου έως την εποχή του Μέσου Μειόκαινου. Στην περίπτωση αυτή οι συνθήκες ιζηματογένεσης ήταν διαφορετικές με μικρό χαρακτηριστικό πάχος 28

29 αποθέσεων, πολλά στρωματογραφικά κενά και από θέση σε θέση ποικίλες ήταν οι λιθοστρωματογραφικές σειρές. Η Ιόνια ζώνη χαρακτηρίζεται και περιγράφεται σχετικά φαρδειά και η οποία διακρίνεται από τρεις υποζώνες βασιζόμενες στην διαφορά πάχους και φάσεων των αποθέσεων. Η εξωτερική από τις υποζώνες αυτές όπως θα αναφερθεί και παρακάτω απαντάται και στην Κεφαλλονιά. Και στις δύο ζώνες Προαπούλια ζώνη και Ιόνια ζώνη ακολούθησε κλαστική και μηχανική ιζηματογένεση η οποία τροφοδοτήθηκε από την διάβρωση τεκτονικών περιοχών οι οποίες σιγά σιγά ανδύοταν από δυτικά προς ανατολικά. 29

30 ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑΣ : Όπως αναφέρθηκα παραπάνω, κατά μεγαλύτερο μέρος της η Κεφαλλονιά δομείται από σχηματισμούς της Προαπούλιας ζώνης ή αλλιώς ζώνης Παξών και μόνο στο νοτιοανατολικό τμήμα της απαντώνται πετρώματα της Ιονίου ζώνης, τα οποία εντοπίζονται πάνω στα μειοκαινικά στρώματα της Προαπούλιας ζώνης. Σημειώνεται βέβαια ότι πέρα από την ύπαρξη των δύο κυρίως αυτών ζωνών, σημαντική είναι και η εξάπλωση πλειοκαινικών και πλειστοκαινικών σχηματισμών ιδίως στη χερσόνησο Παλικής, όπως επίσης και στην νοτιοδυτική παραλιακή ζώνη του νησιού, συγκεκριμένα από το Αργοστόλι μέχρι τη Σκάλα. Στη συνέχεια της αναφοράς θα ακολουθήσει πλήρης περιγραφή των λιθοστρωματογραφικών σχηματισμών των δύο γεωτεκτονικών ζωνών ξεχωριστά και περιγραφή των νεότερων σχηματισμών επικάλυψης αυτών, όπως επίσης μία ακόμη περιγραφή για την τεκτονική και λιθολογική δομή του νησιού. ΙΟΝΙΑ ΖΩΝΗ : Τριαδική Περίοδος : Οι παλαιότερες γεωλογικές στρωματολογικές διαμορφώσεις της Ιονίου ζώνης όπου απαντώνται στην Κεφαλλονιά, είναι τα τριαδικά λατυποπαγή. Αυτά περιγράφουν ένα μίγμα από λατυποπαγή ανακατεμένα με άργιλο χρώματος μαύρο ή σκούρο γκρι και γύψους. Όσον αφορά τα λατυποπαγή πετρώματα αποτελούνται από λατύπες μαύρων ασβεστολίθων και δολομίτων, των οποίων συχνή είναι η ανάμειξη με αργίλους. Το άλλο μίγμα χαρακτηρίζεται χαώδες εξαιτίας της παραμόρφωσης των εβαποριτών και της έντονης τεκτονικής ταλαιπωρίας λόγω μετατόπισης και επικάθισης του μίγματος πάνω στα μειοκαινικά στρώματα της Προαπούλιας ζώνης και λόγω της ολίσθησης και τεκτονικής τοποθέτησης της μάζας του μίγματος πάνω στην ανθρακική μάζα της Ιονίου ζώνης. Τέλος σημειώνεται ότι στο κατώτερο τμήμα του μίγματος εμπεριέχονται υλικά των μειοκαινικών στρωμάτων, μετά την επικάθιση αυτού. Όσον αφορά την παρουσίαση των γύψων, περιγράφονται από άσπρο, γκρίζο χρώμα και μπορεί να συνυπάρχουν με τα λατυποπαγή πετρώματα ως υπολείμματα διαλυμένων μεγάλων όγκων ή να αποτελούν διάπειρες διεισδύσεις ανωμειοκαινικούς σχηματισμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι νότιες άκρες του Πυροβουνίου στο δρόμο από Πόρο προς Αννινάτα. Σημειώνεται, ότι πιθανόν οι γύψοι του μείγματος τριαδικών λατυποπαγών ήταν περισσότεροι συγκριτικά με τους σημερινούς και αυτό συνέβη λόγω της διάλυσης αυτών, τους οποίους απομάκρυναν. Πιο συγκεκριμένα, λόγω λοιπόν της συγκεκριμένης απομάκρυνσης αυτών των γύψων, έλαβαν χώρα κατακρημνίσεις χωανώδους μορφής. Χαωνώδη σχηματισμοί εγκοίλων μεγάλου αριθμού, εντοπίστηκε κοντά στις μετακινήσεις των ασβεστολίθων της Ιόνιας ζώνης πάνω σε τριαδικά λατυποπαγή. Χαρακτηριστικό επίσης 30

31 παράδειγμα αποτελούν τα έγκοιλα και οι λιμνοπηγές Μικρή και Μεγάλη Άβυθο κοντά στα ερείπια των οικισμών Αφραγιά και Μπενετάτα. Μέσω της γεωτρητικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε για αναζήτηση υδρογονανθράκων, ταυτότοχρονα ήρθαν στο φως αποδείξεις, ότι η περίοδος του Τριαδικού χαρακτηρίζεται από δολομίτες, ασβεστολίθους, άλατα Νατρίου και Καλίου, ανυδρίτες και γύψους. Επίσης διαπιστώθηκε σημαντική διαφορά των τριαδικών σχηματισμών αυτών της επιφάνειας από αυτών που βρέθηκαν σε βάθος. Όσο για τους εβαπορίτες, μόνο στην κεντρική υποζώνη της Ιονίου ζώνης έχουμε καθαρά φάσεις εβαπορίτικες, στην εσωτερική και εξωτερική ζώνη ενδιάμεσες φάσεις ενώ στην Προαπούλια ζώνη μικτή φάση εβαπορίτων, συγκεκριμένα εναλλαγές ανυδρίτη και δολομίτη. Η διαφορά στις εμφανίσεις βάθους των τριαδικών σχηματισμών, από αυτές της επιφάνειας, οφείλεται στις πτυχώσεις ή στις διαπειρικές κινήσεις τριαδικών εβαποριτών που προκάλεσαν ανάδυση και εμφάνιση αυτών στην επιφάνεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα εξής πετρώματα όπως, τα ευδιάλυτα χλωριούχο νάτριο και κάλιο διαλύθηκαν από μετεωρικά νερά και απομακρύνθηκαν, ενώ ο ανυδρίτης ενυδατώθηκε και έγινε γύψος. Δολομίτες και ασβεστόλιθοι όπου είχαν επικαθίσει στους εβαπορίτες, εγκατακρημνίστηκαν στις κοιλότητες όπου είχαν δημιουργηθεί και κομματιάστηκαν δημιουργώντας τα λατυποπαγή. Τέλος όσον αφορά την Τριαδική περίοδο, το σύστημα των τριαδικών λατυποπαγών αργίλων γύψων κάνει την μεγάλη εμφάνιση του στην νοτιοανατολική Κεφαλονιά και ιδίως από την περιοχή Άγιο Νικόλαο έως και Πάστρα. Ανώτερο Τριαδικό Ιουρασικό : Πάνω στα τριαδικά λατυποπαγή και γύψους, τοποθετούνται ανθρακικά πετρώματα της Ιονίου ζώνης,τα οποία στην Κεφαλλονιά το μεγαλύτερο μέρος αυτών βρίσκονται πάνω στα λατυποπαγή. Όσον αφορά τη νέα αυτή σειρά ανθρακικών πετρωμάτων, αρχίζει από το ανώτερο Τριαδικό με δολομίτες, πιθανώς οι οποίοι συνεχίζουν και στο Κάτω Λιάσιο. Χαρακτηρίζονται άστρωτοι, με γκρι χρώμα, ανακρυσταλλωμένοι και χωρίς απολιθώματα με ενδιαστρώσεις και παχυστρωματώδεις ή άστρωτους δολομιτικούς ασβεστολίθους προς τα πάνω. Μετά πάνω στους δολομίτες αναπτύσσονται οι ασβεστόλιθοι του Λιασίου, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως παχυστρωματώδεις έως άστρωτοι και περιγράφονται από άσπρο έως γκρι χρώμα με παρουσία απολιθωμάτων φυκών. «Στα στρωματογραφικώς ανώτερα τμήματα τοπικά οι ασβεστόλιθοι είναι πλακώδεις με ενστρώσεις κερατολίθων». Στο γεωλογικό χάρτη της Κεφαλονιάς χαρτογραφήθηκαν τριαδικοί δολομίτες και συγκεκριμένα ανατολικά των χωριών Τσακαρισιάνος, Διγαλέτο και Άγιος Νικόλαος, οι οποίοι φέρονται μαζί με τους υπερκείμενους ασβεστολίθους Παντοκράτορα (χαρακτηρίζονται έτσι οι ασβεστόλιθοι Λιασίου) οι οποίοι καταλαμβάνουν την μεγαλύτερη έκταση στην νοτιοανατολική Κεφαλονιά, 31

32 σε σχέση με άλλους σχηματισμούς της Ιονίου ζώνης σε αυτήν.έπειτα πάνω στους ασβεστολίθους του Λιασίου ακολούθειται σχηματισμός ενός συστήματος μικρού πάχους, από εναλλασσόμενα στρώματα πλακωδών έως σχιστωδών, χρώματος κόκκινου, πράσινου και τεφρών ασβεστολίθων, κερατολίθων και κόκκινων αργιλικών σχιστολίθων. Το σύστημα αυτό καλείται με τη γνωστή ονομασίαammoniticorosso, ηλικίας Ανωτέρου Λιασίου Κατωτέρου Δογγερίου. Στην νοτιοανατολική Κεφαλονιά, το σύστημα αυτό περιόριζεται σε στενή επιμήκη ζώνη, διακοπτόμενη από εμφάνιση ρηγμάτων. Σημειώνεται ότι οι ασβεστόλιθοι σπάνια περιέχουν αμμωνίτες του Τοαρσίου. Μέσα από μελέτη στην Ιθάκη που πραγματοποιήθηκε, διαπιστώνεται και διευκρινίζετι ότι το σύστημα αυτό ammoniticorosso δε χαρακτηρίζεται συνεχής στρωματογραφικός ορίζοντας αλλά αποσφηνούμενος κατά περιοχές. Επόμενη στρώση ακολουθεί, αυτή των μαργαϊκών σχιστόλιθων και ασβεστόλιθων του Μέσου και Ανώτερου Δογερίου, πάχους 30μ. έως 40μ.. Όσον αφορά τους πρώτους περιγράφονται ως λεπτοπλακώδη τέφρη έως υποκίτρινους σχιστόλιθους με κάλυψη υποθαλάσσιων λιβαδιών, τις λεγόμενες Ποσειδωνίες, ενώ οι δεύτεροι πρόκειται για ασβεστόλιθους με κονδύλους πυριτολίθων. Προχωρώντας προς τα κάτω μεταπίπτουν σε παχυστρωματώδεις τεφρούς έως σκούρους ασβεστολίθους. Των σχηματισμών του Δογγερίου έπειτα ακολούθησαν πλακώδεις ερυθρωποί ασβεστόλιθοι μικρού πάχους, εναλλασσόμενοι με στρώματα πυριτολίθων σκοτεινού χρώματος του Ανωτέρου Ιουρασικού. Γενικότερα οι σχηματισμοί αυτοί όσο και του Δογγερίου, εξαπλώνονται περιορισμένα στην νοτιοανατολική Κεφαλονιά. Πιο αναλυτικά στην περιοχή αυτή δεν υπάρχουν ιζήματα του Ανώτερου Ιουρασικού και σημειώνεται επίσης ανάδυση της περιοχής κατά την περίοδο αυτή και γεική ασυμφωνία των κατωκρητιδικών ασβεστολίθων. Κρητιδικό : Η πελαγική ιζηματογένεση όπου άρχισε κατά την περίοδο Ανωτέρου Ιουρασικού, με την απόθεση κερατολίθων, ακολούθησε και κατά την περίοδο Κατώτερου Κρητιδικού με απόθεση ανοιχτόχρωμων πλακώδων ασβεστολίθων, των οποίων το πάχος τους στην νότια Κεφαλονιά, αγγίζει και τα 378μ.. Σημειώνεται ότι στα ανώτερα στρώματα μπλέκονται λεπτές ενδιαστρώσεις αργίλων μαργών πράσινου και τοπικά κόκκινου χρώματος και επίσης λεπτές ενδιαστρώσεις κερατολίθων αναλογίας συνήθως 10% βάση των παρατηρήσεων όπου έγιναν δίπλα στην Ιθάκη. Συνεπώς οι εναλλαγές μεταξύ στρωμάτων ασβεστολίθου και κερατολίθου καλούνται με την ονομασία ασβεστόλιθοι Βιγλών πάχους που αγγίζει και τα 200μ.. Η περίοδος Ανωτέρου Κρητιδικού, περιγράφεται λεπτοπλακώδη τεφρό έως και ερυθρωπό πελαγικό ασβεστόλιθο με κονδύλους πυριτολίθων, η ηλικία των οποίων είναι Καμπάνιο έως Μαιστρίχτιο. Στην νήσο Κεφαλληνία,μεγάλη είναι η εξάπλωση των κατωκρητιδικών ασβεστολίθων, η οποία και σχηματίζει το μεγαλύτερο τμήμα των ανατολικών παρυφών των βουνών μεταξύ των κορυφών Αυγό και Άτρος. 32

33 Παλαιόκαινο Ηώκαινο : Με βάση το γεωλογικό χάρτη της B.P. στην Κεφαλονιά, δεν παρατηρούνται σχηματισμοί της γεωλογικής περιόδου Παλαιοκαίνου και Ηωκαίνου, αλλά είναι σημαντική η εξάπλωσή της δίπλα στην Ιθάκη. Αντίθετα με βάση το γεωλογικό χάρτη του Ι.Γ.Μ.Ε., παρατηρούνται δύο μικρές εμφανίσεις παλαιοκαινικών ασβεστολίθων, συγκεκριμένα η μία εντοπίζεται στην παραλία ανατολικά της κορυφής Καστρί και μία άλλη μικρότερη βόρεια. Επίσης στην ίδια θέση εντοπίζεται και μικρή εμφάνιση ηωκαινικών ασβεστολίθων. Οι παλαιοκαινικοί ασβεστόλιθοι χαρακτηρίζονται λεπτοπλακώδεις κλαστικοί ή πηλιτικοί, ενώ οι ηωκαινικοί ασβεστόλιθοι περιγράφονται άστρωτοι νουμουλιτοφόροι και κλαστικοί. Τέλος αξίζει να σημειωθεί, κατά το γεωλόγο Κ.Νικολάου, ότι οι ασβεστόλιθοι τεκτονικού κέρατος του Αηλιά, βόρεια της Παλιάς Σκάλας περιοχής νότια της Κεφαλονιάς, είναι ηωκαινικοί Ιονίους πάντα ζώνης. Αντιθέτως, βάση της χαρτογράφησης χάρτη του Ι.Γ.Μ.Ε., ανήκουν στην Προαπούλια ζώνη. Ολιγοκαινικός φλύσχης : Βάση λοιπόν των παλαιών ερευνητών και των υπάρχοντων γεωλογικών χαρτών, δεν εμφανίζεται ο φλύσχης της Ιονίου ζώνης, αν και εξαίρεση αποτελεί ο εντοπισμός φλύσχης σε μια ευρεία παραλιακή ζώνη βόρεια της Σκάλας προς Πόρο της νήσος Κεφαλληνιάς. Πιο συγκεκριμένα φλύσχης καλείται, ο λιθολογικός σχηματισμός, διάφορες αποθέσεις διαφόρων πετρωμάτων, τα οποία μπορεί να είναι : άργιλος, ασβεστόλιθος, ψαμμίτης, μάργα και κροκαλοπαγή πετρώματα. Βέβαια στην περιοχή αυτή βόρεια της Σκάλας προς Πόρο υπάρχουν μόνο μεσοζωικοί ασβεστόλιθοι. Αναφέρεται, από εργασία του H.HAGN, δείγματα από δύο εμφανίσεις στην νοτιοανατολική Κεφαλονιά, που μελετήθηκαν μικροπαλαιοντολογικώς,τα οποία προέρχονται από φλύσχης Ιονίου ζώνης.τα δείγματα αυτά αφορούν, ένα λατυποπαγή από Lepidocyclinaασβεστόλιθο, ένα λεπτολατυποπαγή από Amphistegina Miogypsinaασβεστόλιθο και μαλακά πετρώματα με πλούσια πανίδα πελαγικών τρηματοφόρων, Βουρδιγαλίου ηλικίας. Η ερμηνεία όμως αυτή αμφισβητήθηκε, καθώς στην πραγματικότητα τα δείγματα προέρχονται συγκεκριμένα από την περιοχή Πάστρας και Ασπρογέρακας του νησιού νοτιοανατολικά αυτού, όπου εκεί αναπτύσσεται το μειόκαινο και όχι φλυσχής. Διευκρινίζεται ότι στην Κεφαλονιά, αναπτύσσεται μια μεταβατική ζώνη μεταξύ Ιονίου ζώνης και Προαπούλιας και ότι η ύπαρξη φλύσχης της περιοχής Πάστρας Ασπρογέρακας, κατωμειοκαινικής ηλικίας, ανήκει στη ζώνη αυτή. 33

34 Πράγματι, στην νότια Κεφαλονιά, διαπιστώθηκε η ύπαρξη μιας σειράς ανάπτυξης με χαρακτηριστικά φλύσχη, συγκεκριμένα βόρεια της Σκάλας (λόφος Κουστουμπάρδι) και δυτικά του χαμηλού ασβεστολιθικού όγκου Μεγάλη Ράχη. Επειδή η περιοχή δεν παρουσίαζε υδρογεωλογικό ενδιαφέρον, δεν αναζητήθηκαν τεκμήρια σχετικά με την ύπαρξη φλύσχης στην περιοχή μελέτης. Βάση λοιπόν των τεκμηρίων που πραθέτει στην διδακτορική διατριβή του ο γεωλόγος Κ.ΝΙΚΟΛΑΟΥ, αποδεικνύεται η παρουσία του Ιόνιου φλύσχη στην Κεφαλονιά. Απόψεις αναφέρουν, για Ιόνιο φλύσχη επικείμενο ηωκαινικών κρητιδικών ασβεστολίθων της Ιονίου ζώνης. Συγκεκριμένα οι ασβεστόλιθοι της Μεγάλης Ράχης μάλλον ανήκουν στην Προαπούλια ζώνη και ο επικείμενος φλύσχης είχε χαρτογραφηθεί ως Μειόκαινο. Όντως με μελέτη του γεωλόγου Κ.ΝΙΚΟΛΑΟΥ, εντοπίζεται στα ανώτερα στρώματα η ύπαρξη πανίδας Κατωτέρου Μειοκαίνου, ενώ στα χαμηλότερα στρώματα προσδιορίστηκε Ολιγοκαινική ηλικία με βάση τα μικροαπολιθώματα. Επίσης κατά τον Κ.ΝΙΚΟΛΑΟΥ το χαρακτηριστικό πάχος του φλύσχη στην περιοχή μελέτης της Κεφαλληνίας, αγγίζει έως και τα 500μ. και αποτελεί ένα σύγκλινο μεταξύ των ασβεστολίθων της Μεγάλης Ράχης και Αηλιά. Επίσης χαρακτηρίζεται με πτυχές και συνίσταται από εναλλαγές ψαμμίτων, ιλυολίθων, μαργαϊκών και τοπικά ασβεστολιθικών στρωμάτων. Τέλος σημειώνεται ότι παρόμοια με την εμφάνιση του φλύσχη στο Κουστομπάρδι, έχει περιγραφεί από τον DeMulder, μία άλλη εμφάνιση στην περιοχή Αφάλες βόρεια της Ιθάκης. Μειόκαινο: Σύμφωνα με μία σειρά τεκμηρίων επίσης του Κ.ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ο οποίος ήρθε αντιπαράθεση με τους υπόλοιπους παλιότερους ερευνητές, υποστηρίζει την απόψη του σχετικά μεν απόθεση ανωμειοκαινικών σχηματισμών της νότιας Κεφαλονιάς στον κανονικό χώρο ιζηματογένεσης των πετρωμάτων της Ιονίου ζώνης και έχουν ως υπόβαθρο τα πετρώματα αυτά, τα οποία μεταφέρθηκαν στην Κεφαλονιά φορτωμένα πάνω τους, κατά την κατωπλειοκαινική επώθηση προς τα δυτικά πάνω στις μάργες της Προαπούλιας ζώνης. Στην Κεφαλονιά, στο χωριό Αλειματά, μελετήθηκε επίσης από τον Κ.ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ένα λατυποκροκαλοπαγές πάχους γύρω στα 300μ., σχηματισμένο από υλικά της Ιονίου ζώνης, του οποίου οι κατώτεροι ορίζοντες γεμίζουν διαβρωσιγενείς κοιλότητες ασβεστολίθων του Λιασίου της Ιονίου ζώνης. Έπειτα ακολουθούν παχυστρωματώδη έως άστρωτα κροκαλολατυποπαγή, λίαν συνεκτικά και χρώματος γκρι με ασβεστολιθική συγκολλητική ύλη και στα οποία παρεμβάλλονται μάργες, ψαμμίτες κλπ. Ο σχηματισμός αυτός γενικότερα καλείται σχηματισμός Αλειματά και ταυτίζεται με τα κροκαλολατυποπαγή των νοτιοδυτικών παρυφών του Αίνου της ζώνης των χωριών Βλαχάτα Ατσουπάδες. Έπειτα ο σχηματισμός Αλειματά μεταπίπτει προς ανατολικά, σε μια σειρά από εναλλαγές μαργών, ιλιόλιθων και ψαμμιτών χρώματος γκρι, γκριζοκίτρινο έως υποκάστανου χρώματος. Ο σχηματισμός αυτός επίσης από τον Κ.ΝΙΚΟΛΑΟΥ, καλείται σχηματισμός Ασπρογέρακα και 34

35 επίκειται του φλύσχη της λωρίδας Κουστομπάρδι Αννινάτα και των ασβεστολίθων της Ιονίου ζώνης.κροκάλες του σχηματισμού Ασπρογέρακα προέρχονται από το φλύσχη της Ιονίου ζώνης όμοια με αυτά του φλύσχη Κουστομπάρδι. Τέλος τονίζεται, ότι τόσο στο σχηματισμό Αλειμάτα όσο και στον Ασπρογέρακα, τα ξενόκλαστα υλικά περιγράφονται από διάφορους στρωματογραφικούς ορίζοντες της Ιονίου ζώνης, χωρίς την παρουσία οποιουδήποτε στοιχείου της πολύ γειτονικής Προαπούλιας ζώνης. ΠΡΟΑΠΟΥΛΙΑ ΖΩΝΗ : Όσον αφορά το σχηματισμό της Προαπούλιας ζώνης συναντάται επιφανειακά μόνο στα νησιά Παξοί, Αντίπαξοι, Κεφαλονιά, Λευκάδα και Ζάκυνθο. Σημειώνεται όμως ότι η μεγαλύτερη ανάπτυξη παρουσιάζεται μόνο στην Κεφαλονιά, καταλαμβάνοντας έκταση 80%. Έπειτα θα ακολουθήσει αναφορά σχετικά με τους επιφανειακούς σχηματισμούς της, όσο για τους σχηματισμούς που βρίσκονται στα βάθη της γης κατά τη γεωτρητική έρευνα εξαιτίας αναζήτησης υδρογονανθράκων αναφέρθηκαν προηγουμένως. Κατώτερο Κρητιδικό : Αφορά τα παλαιότερα πετρώματα της Προαπούλιας ζώνης, όπου εμφανίζονται στην επιφάνεια, στην Κεφαλονιά απαντώνται μόνο επιφανειακά, αποτελώντας τα χαμηλότερα τμήματα των νοτιοδυτικών πλευρών του Ορους Αίνου, συγκεκριμένα από το χωριό Σιμωτάτα έως Μαρκόπουλο. Επίσης εντοπίζονται στο βορειοδυτικό τμήμα του Καλού Όρους το οποίο βρίσκεται νοτιοανατολικά της Άσσου προς Πατρικάτα. Όσον αφορά την ύπαρξη ασβεστολίθων όσο και δολομίτων 320μ. στο Καλόν Όρος, οι οποίοι παρουσιάζονται από κάτω προς τα πάνω, διακρίνονται σε : 70μ. ασβεστόλιθοι λευκού χρώματος έως κιτρινωποί λεπτόκοκκοι έως πορσελανώδες, σε λεπτά στρώματα δολομιτιωμένα στη βάση. 39μ. δολομίτες κρυσταλλικού χαρακτήρα και χρώματος καφέ. 120μ. ασβεστόλιθοι κιτρινωποί, επίσης πορσελανωειδούς χαρακτήρα, λίαν λεπτόκοκκοι, ελαφρά δολομιτιωμένοι, μικριτικοί, με σχιστόλιθο σποραδικά. 80μ. δολομίτες καφέ χρώματος 60μ. ασβεστόλιθοι, χρώματος λευκού και άστρωτοι, μερικώς ανακρυσταλλωμένοι με θραύσματα ρουδιστών Σημειώνεται ότι τα τελευταία 140μ. δεν χαρακτηρίζονται από απολιθώματα και λόγω μόνο της ιδιαίτερης θέσης τους θεωρούνται σαν μεσωκρητιδικά. 35

36 Γενικότερα το Κατώτερο Κρητιδικό του νησιού βάση το γεωλογικό χάρτη έκδοσης Ι.Γ.Μ.Ε. περιγράφεται με : Στρώματα ασβεστολίθων υποκίτρινου χρώματος και πάχους 1 έως 20 εκ.όπου μεταπίπτουν προς τα πάνω σε σχιστόλιθους και μερικώς σε συμπαγή ασβεστόλιθο. Επίσης σπάνια είναι παρεμβολλή στρωμάτων πυριτολίθου και τοπικά αντικαθίστανται από την παρουσία δολομίτων. Το πάχος στην κοιλάδα Κάμπος Ανάληψης είναι στα μ. Δολομίτες τεφρούςέως πρασινωπούς ή και σκουρόχρωμους με καλή στρώση και παρεμβολές στρωμάτων λευκού πυριτολίθου στους κατώτερους ορίζοντες, χωρίς την ύπαρξη απολιθωμάτων και σε θέση όπου να χαρακτηρίζονται σαν προκαινομάνιοι και με πάχος έως και 500μ. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέσα σε σχηματισμούς Κατώτερου Κρητιδικού, πραγματοποιήθηκαν 5 γεωτρήσεις, συγκεκριμένα δύο στη ζώνη του νοτιοδυτικού Αίνου (Μαρκόπουλο, Ατσουπάδες) ενώ οι άλλες τρεις στην περιοχή της Άσσου βορειοδυτικά του νησιού. Όσον αφορά τις γεωτρήσεις του Αίνου έγιναν σε βάθος έως και 350μ. χωρίς ύπαρξη υδροφορίας και σε απόλυτο υψόμετρο 70μ. και 50μ. αντίστοιχα για τις δύο θέσεις γεωτρήσεων. Από την μετακίνηση των ευδιάλυτων υλικών στον κατώτερο ορίζοντα, διαπιστώθηκε ότι υπερτερεί ο δολομίτης. Όσο για τις γεωτρήσεις της περιοχής της Άσσου οι δύο χαρακτηρίζονται αβαθείς, 2μ. και 58μ. αντίστοιχα,ενώ η τρίτη άγγιξε τα 160μ., με τη διαφορά ότι η τρίτη δε συνάντησε υδροφορία σε σχέση με τις άλλες δύο γεωτρήσεις. Τονιζεται επίσης ότι η μία από τις δύο λόγω της χρήσης της έχει εξυπηρετήσει στην αντιμετώπιση του υδρευτικού προβλήματος της τουριστικής αυτής κοινότητας. Τέλος, σχετικά με τις γεωτρήσεις, η διάτρηση αυτών ξεκίνησε από τα παλαιότερα στρώματα τα οποία σιγά σιγά εξαπλώθηκαν προς την επιφάνεια. Διάτρησαν συγκεκριμένα βαθύτερους κατωκρητιδικούς ορίζοντες, στους οποίους ισχυρή παρουσία έχουν οι δολομίτες όπως είναι και γνωστό από τη γεώτρηση έρευνας για αναζήτηση υδρογονανθράκων στη Ζάκυνθο. Ανώτερο Κρητιδικό : Ασβεστόλιθοι νηρητικοί πάχους γύρω στα 1000μ., οι οποίοι χαρακτηρίζονται από πολλά θραύσματα ρουδιστών και μικροαπολιθώματα του Κενομανίου, η ύπαρξη των οποίων εντοπίζεται σε τομή κοντά στα Κουλουράτα. Δηλαδή πρόκειται για ασβεστολίθους χρώματος άσπρου έως ανοιχτού καφέ που να αγγίζει το γκρι χρώμα. Ορισμένα στρώματα χαρακτηρίζονται κερατολιθικά και άλλα τοπικά ωολιθικά. Ασβεστόλιθοι του Σαντωνίου επίσης στην τομή του Καλού Όρους χρώματος λευκού, περιγράφονται ως λεπτοκλαστικοί, απολιθωματοφόροι και με χαρακτηριστικό πάχος205μ.. Στην τομή του χωριού Κουλουράτα, εντοπίζονται επίσης πορσελανώδεις έως κλαστικοί καλοστρωμένοι ασβεστόλιθοι, χρώματος κρεμ έως κιτρινωοί, οι οποίοι πιθανών να ανήκουν στο Σαντώνιο. Πάνω από τους ασβεστολίθους του Σαντωνίου του Καλού Όρους ακολουθεί μία άλλη σειρά ασβεστολίθων με 36

37 πάχος 775μ. λευκού χρώματος και οι οποίοι χαρακτηρίζονται κλαστικοί με θραύσματα των στρωμάτων του Σαντωνίου, στην οποία δεν παρουσιάζεται κάποια χαρακτηριστική πανίδα. Πρόκειται για πιθανές ανώτερο Σενώνιον. Επίσης πάνω από αυτούς τους ασβεστολίθους ακολουθείται παρουσία μικριτικών ασβεστολίθων και πάχους 240μ. χρώματος λευκού έως κρεμ, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μικροπανίδα του Καμπανίου στο κάτω μέρος και του Μαιστριχτίου ανώτερα. Βάση του γεωλογικουύ χάρτη του Ι.Γ.Μ.Ε. το Ανώτερο Κρητιδικό περιλαμβάνεια από τα χαμηλά στρώματα προς τα πάνω τα εξής πετρώματα : Ασβεστόλιθος καινομάνιας ηλικίας και πάχους 50μ., ωολιθικό και παχυστρωματώδης ή άστρωτος στο ανώτρο τμήμα του. Έπειτα ακολουθείται καλοστρωμένος πελαγικός σκουρόχρωμος ασβεστόλιθος, ηλικίας Ανωτέρου Κενομανίου Κατώτερου Τουρωνίου. Προχωρώντας προς τα πάνω απαντώνται ασβεστόλιθοι παχυστρωματώδεις ή άστρωτοι με πάχος γύρω στα 100μ. και ηλικίας Τουρωνίου έως Σαντωνίου, με τοπική εμφάνιση πυριτολίθων στον κόλπο του Μύρτου και στην περιοχή Πυλάρου ή εμφάνιση οργανοκλαστικών ωολιθικών λατύπων στην Αγία Παρασκευή και στα όρη Ευμορφία και Ρούδι. Στον κόλπο του Μύρτου επίσης, εντοπίζεται λευκός ρουδιστοφόρος κλαστικός ασβεστόλιθος, αποσαρθρωμένος κατά θέσεις σε κατάλοιπα κιμωλίας, υπάρχει επίσης λατυποπαγές πάχους 5 έως 7 μ.στο οποίο εμπεριέχονται κόνδυλοι πυριτολίθων απολιθώματα. Άλλη ύπαρξη ασβεστολίθου είναι αυτή του λεπτοστρωματώδη πελαγικού, πάχους 30μ στο όρος Αίνος έως και 100μ. προς στην πεδιάδα Πυλάρου, υπερκείμενος και τοπικά αντικαθιστάμενος στην περιοχή της Θηνιάς και στη βορειοανατολική πλαγιά του Αίνου από ανοιχτόχρωμο υφαλώδη ασβεστόλιθο πάχους μ. και ηλικίας ανωτέρου Καμπάνιου εώς Μαιστριχτίου. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, διαπιστώθηκαν αρκετές διαφορές σχετικά με το πάχος των κρητιδικών ασβεστολίθων, μεταξύ των γεωλόγων της B.P. και των γεωλόγων Γερμανών του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Συγκεκριμένα αναφέρεται από τους γεωλόγους B.P. ότι στο Καλό Όρος το συνολικό πάχος Κρητιδικού στρώματος υπολογίζεται στα 1.580μ. εκ των οποίων τα 220μ. ανήκουν στο Κατώτερο Κρητιδικό, τα 260μ. στο Μέσο Κρητιδικό και τα 1.100μ. στο Ανώτερο. Επίσης στα Κουλουράτα διαπιστώνονται ασβεστόλιθοι του καινομανίου πάχους 1.000μ., 640μ. του Σαντωνίου και 20μ. του Μαιστρηχτίου, δηλαδή μέσο και ανώτερο Κρητιδικό τουλάχιστον 1.660μ. Όσον αφορά την ομάδα των γεωλόγων Γερμανών, έχουν προσδιόρισει Κατώτερο Κρητιδικό μ. και Μέσο προς Ανώτερο Κρητιδικό μ. Τέλος σημειώνεται ότι η αντιπαράθεση των δύο αυτών απόψεων, οφείλεται στην έλλειψη καθοδηγητικών οριζόντων, πράγμα που δυσκολεύει και την μελέτη τεκτονικής. Βέβαια δεν είναι ο μόνος λόγος για τη δυσκολία της μελέτης αυτής και της ακριβής διευκρίνισης πάχους αυτών, η ύπαρξη ανάστροφων ρηγμάτων όπως σημειώθηκε και προηγουμένως και η δυσκολία 37

38 για τη διαπίστωση ύπαρξη αυτών μέσα στο Κρητιδικό σύστημα ασβεστολίθων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα λάθος εκτιμήσεις για τον υπολογισμό πάχους αυτών. Παλαιόκαινο : Στο νησί παλαιοκαινικά στρώματα απαντώνται σε περιορισμένη έκταση επιμήκων ζώνων στο σύγκλινο της Πυλάρου, στην παραλία βόρεια και νότια του Φισκάρδου και στις ανατολικές παρυφές του Όρους Αίνου, συγκεκριμένα εντοπίζονται από την περιοχή μεταξύ Σάμης και Πουλάτων μέχρι Χαράκτιο καθώς και στα Καμπιτσάτα. Επίσης στο Καλόν Όρος εντοπίζονται μικριτικοί ασβεστόλιθοι πάχους 30μ. και χρώματος υποκίτρινο έως καστανοκίτρινο και οι οποίοι περιγράφονται από εμφάνιση ιδιαίτερων απολιθωμάτων. Όσον αφορά το κατώτερο στρώμα του Παλαιοκαίνου περιγράφεται από ανωκρητιδικούς ασβεστολίθους στον οποίο εμπεριέχονται θραύσματα ρουδιστών. Μέσω αυτού διαπιστώνεται τοπική ανύψωση των κρητιδικών ασβεστολίθων, λόγω τεκτονισμού, διάβρωσης και τροφοδοσίας παλαιοκαινικών λεκάνων με ανωκρητιδικά στοιχεία. Σε άλλα σημεία του νησιού όπως στην περιοχή Πυλάρου, το παλαιόκαινο στρώμα περιγράφεται από λεπτοστρωματώδεις πελαγικούς ασβεστολίθους οι οποίοι φέρουν υλικό ανωκρητιδικών ασβεστολίθων, επίσης τοπικά αυτού εντοπίζεται κλαστικός ασβεστόλιθος ο οποίος περιγράφεται από θραύσματα οστράκων και παρεμβολές λεπτών στρωμάτων μαργών. Όσον αφορά την περιοχή του ανατολικού Αίνου, επίσης σημειώνονται άστρωτοι πελαγικοί ασβεστόλιθοι. Τέλος αναφέρεται η ύπαρξη παλαιοκαινικών ασβεστολίθων πάχους 3μ. και με χαρακτηριστικά απολιθωμάτων, υπερκείμενοι των ασβεστολίθων του Σενωνίου, στην περιοχή δυτικά των Κοντογουράτων. Ηώκαινο Ολιγόκαινο : Στην Κεφαλονιά το στρώμα αυτό, περιγράφεται από παχυστρωματώδεις ή άστρωτους ασβεστολίθους στους οποίους εμπεριέχονται ποσότητες τρηματοφόρων όπως Νουμμουλίτες και Αλβεολίνες ενώ ταυτόχρονα το κατώτερο μέρος του εμπεριέχεται από ενστρώσεις Microcodium. Το πάχος τους μπορεί να αγγίξει και τα 100μ. χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού αποτελεί η περιοχή της Θηνιάς. Σε άλλες θέσεις του νησιού μπορεί να εναλλάσσονται από άστρωτους πελαγικούς ασβεστολίθους με κρητίδα (κιμωλία), οι οποίοι τοπικώς εσωκλείουν στρώματα κονδύλων πυριτολίθων. Συγκεκριμένο παράδειγμα αποτελεί ο κόλπος του Μύρτου όπου όλο το Ηώκαινο μέρος του αποτελείται από καλοστρωμένους πελαγικούς ασβεστολίθους, χαρακτηριστικού πάχους 120μ. και στους οποίους εμπεριέχονται τεφρά έως ερυθρωπά στρώματα πυριτολίθων. 38

39 Στην περιοχή Παλική, εντοπίζεται μεγάλη εξάπλωση ηωκαινικών ασβεστολίθων, οι οποίοι κάνουν την παρουσία τους και σε στενές επιμήκεις ζώνες παράλληλες με αυτές των παλαιοκαινικών, των αντίστοιχων παραδειγμάτων της Πύλαρου, των ανατολικών πλαγιών του Αίνου και της Θηνιάς. Επίσης μικρές εμφανίσεις αυτών παρουσιάζονται στην πρωτεύουσα του νησιού, το Αργοστόλι σε σημεία όπου υπάρχουν ρήγματα και σε τεκτονικό βύθισμα των Κουρουκλάτων. Άλλα σημεία του νησιού, όπου παρουσιάζουν ηωκαινικούς ασβεστολίθους της Προαπούλιας και όχι της Ιονίου ζώνης, είναι το νότιο τμήμα της μικρής επιμήκης ράχης του Αηλιά βόρεια της Παλιάς Σκάλας. Σημειώνεται ότι στο νησί δεν υπάρχουν ιζήματα του Ανωτέρου Ηώκαινου, ενώ στο βόρειο τμήμα του εμφανίζονται ολιγοκαινικά στρώματα. Άλλο παράδειγμα στοιχείου ολιγοκαίνου, αποτελεί η ύπαρξη απολιθωμάτων αυτού, επικείμενο ηωκαινικών μαργαϊκών ασβεστολίθων ή εμαλλαγών αυτού ασβεστολίθων μαργών άνω του χωριού Αγκώνα και με παάχος 100μ. Αντιθέτως δυτικά του χωριού Κοντογουράτα, στρωματογραφικό κενό κάνει την παρουσία του καθώς απουσιάζει στρώμα του Ηωκαίνου, του Ολιγικαίνου και του κατώτερου Μειοκαίνου. Τέλος βάση των δηλώσεων του Κ.ΝΙΚΟΛΑΟΥ, κατά τη διάρκεια Ολιγοκαίνου, το νότιο τμήμα του νησιού χέρσευσε αντίθετα από ότι το βόρειο. Βέβαια αυτό δεν είναι και απόλυτο, καθώς μπορεί απλά στην νότια Κεφαλονιά η προμεσωμειοκαινική διάβρωση να απομάκρυνε τις ολιγοκαινικές αποθέσεις ιζημάτων όπως συνέβη στο χαρακτηριστικό παράδειγμα του χωριού Κοντογουράτα. Μειόκαινο : Το Μειόκαινο της Κεφαλονιάς χαρακτηρίζεται για την οικονομική του σημασία, λόγω των φωσφορίτων που περιέχει, πράγμα που οδήγησε πολλούς επιστήμονες γεωλόγους στη διερεύνηση αυτού. Σημαντική εξάπλωση μειοκαινικών πετρωμάτων παρουσιάζεται στη δυτική Παλική, στη ζώνη Θηνιά Αγκώνα, στην Πύλαρο, σε επιμήκη ζώνη νότια της Σάμης προς το χωριό Κουρουκλάτα καθώς και στην νοτιοανατολική Κεφαλονιά. Επίσης εμφανίζεται στην παραλιακή ζώνη του ακρωτηρίου Λιάκα καταλαμβάνοντας μικρή έκταση. Στην περιοχή Τζανάτων στην βάση της μειοκαινικής σειράς υπάρχει τοπικώς επικλυσιγενές βασικό κροκαλοπαγές το οποίο φέρει ογκόλιθους κρητιδικών ασβεστολίθων με διάμετρο που αγγίζει και τα 2μ. στη βάση και πάχος που φθάνει έως και 15μ. και η ηλικία του είναι Ακουιτάνιος. Όσον αφορά το κροκαλοπαγές καλύπτεται από οργανοκλαστικό ασβεστόλιθο, το οποίο σε άλλες περιοχές έχει αποτεθεί απευθείας πάνω σε ηωκαινικούς ασβεστολίθους, συγκεκριμένο παράδειγμα αποτελεί αυτό της περιοχής της Παλαιάς Σκάλας και της λεκάνης του Αγκώνα, έπειτα ακολουθούν καλοστρωμένες πελαγικές μάργες και μαργαϊκοί ασβεστόλιθοι που μεταπίπτουν σε άστρωτες κονδυλώδεις μάργες. Το πάχος των στρωμάτων πάνω από το βασικό κροκαλοπαγές κυμαίνεται στα 50 μ. Επόμενη ακολουθία είναι αυτή του κροκαλοπαγή και λατυποπαγή ασβεστολίθου 39

40 ηλικίας Ανωτέρου Βουρδιγάλιου, συναντάται επίσης τοπικώς, στην περιοχή της Πάστρας συγκεκριμένα όπου στην πορεία του προς τα πάνω μεταπίπτει σε αργιλικές μάργες, σε αντίθεση με άλλες περιοχές στις οποίες όλη η τομή περιλαμβάνεται από αργιλικές μάργες λιμνοθαλάσσιας φάσης, συγκεκριμένο παράδειγμα αποτελεί αυτό δυτικά της λεκάνης Τζανάτων και με πάχος μ.. Γενικότερα η περιγραφή και οι πληροφορίες σχετικά με τους μειοκαινικούς σχηματισμούς είναι πολύ πλουσιότερη σε σχέση με αυτή που αναφέρθηκε και επίσης ορισμένες από τις απόψεις σχετικά με αυτούς ήρθαν σε αντιπαράθεση. Όσον αφορά λοιπόν το Μειόκαινο της Κεφαλονιάς, αναφέρονται πρακάτω κάποιες απόψεις από τους διάφορους ερευνητές. Το μειόκαινο της Κεφαλονιάς περιορίζεται μόνο στη χερσόνησο της Παλλικής, νότια του χωριού Χαβριάτα έπειτα εκτείνεται παράλληλα του ορεινού ασβεστολιθικού όγκου έως βόρεια των χωριών Αγ. Θέκλη και Σκινέας και παρουσιάζεται με την μορφή μαργαϊκού ασβεστολίθου. Επίσης χαρακτηρίζεται από παλαιοπανίδα, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό όπου εντοπίστηκε στα λατομεία του χωριού Σκινέας. Στηριζόμενοι οι ερευνητές στην ύπαρξη μακροπανίδας και μικροπανίδας και στην μελέτη αυτών, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ηλικία των ασβεστολίθων αυτών είναι ηλικίας Μέσου Μειόκαινου και συγκεκριμένα της φάσης του ανώτερου Τορτονίου, βαθέων θαλασσών. Βέβααι ίδιο συμπέρασμα αυτού, δηλαδή σε ότι αφορά την ηλικία των ασβεστολιθικών αυτών στρωμάτων κατά το μειόκαινο, προέκυψε και από την μελέτη των δοντιών από ψάρια από το Σκινέα. Σημειώνεται, ότι η ύπαρξη φωσφορίτων για πρώτη φορά μέσα στους ασβεστολίθους, διαπιστώθηκε το 1904 και συγκεκριμένα, διευκρινίστηκε η επικάθιση αυτών πάνω σε μάργες μάζι με γύψους, οι οποίοι κατατάσσονται στο Ανώτερο Μειόκαινο. Οι ασβεστόλιθοι αυτοί χαρακτηρίζονται μαλακοί και πορώδεις και διαπιστώθηκαν επίσης λείψανα ψαριών, απολιθωματοφόρες μάργες κλπ. Επίσης σημειώνονται δύο τομές του Μειοκαίνου, μία στο χωριό Κοντογουράτα και μία στον Αγκώνα. Πιο συγκρεκριμένα η τομή μειοκαινικών ασβεστολίθων Κοντογουράτων εντοπίζεται στο νότιο τμήμα του συγκλίνου και δυτικά του χωριού, από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά διακρίνονται οι εξής σειρές : Κοκκώδεις ασβεστόλιθοι του Σενωνίου, με θραύσματα ρουδιστών. Κοκκώδεις, μικρολατυποπαγείς ασβεστόλιθοι του ανώτερου Παλαιοκαίνου. Μπεζ μάργες, ελάχιστα ιλυούχες του ανώτερου Βουρδιγαλίου. Μπεζ μάργες εναλλασσόμενες με μπεζ μαργαϊκούς ασβεστολίθους και ηλικίας Ελβετίου. Κατεβαίνοντας από τον άνω Αγκώνα προς τη θάλασσα και από ανατολικά προς δυτικά απαντώνται οι εξής σειρές : 40

41 Ασβεστόλιθοι με νουμμουλίτες και αλβεολίνες κατωτέρου Ηωκαίνου και κλίση σχεδόν οριζόντια Ολιγοκαινική σειρά πάχους 100μ. περίπου η οποία συμπεριλαμβάνεται από μαργαϊκούς ασβεστολίθους και εναλλασσόμενη από μάργες μπεζ χρώματος και ασβεστολίθους Ακολουθεί ανάλογη λιθολογικά σειρά ίδιου πάχους με την προηγούμενη Μία άλλη σειρά επίσης λιθολογικά ανάλογη με την προηγούμενη, με πάχος όμως 50μ. Τέλος μία μαργαϊκή σειρά με μάργες μπλε έως μπλε γκρι χρώματος με αραιές ενστρώσεις πάγκων από ψαμμώδεις βιοκλαστικούς ασβεστολίθους. ΜΕΤΑΛΠΙΚΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ Ή ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΕΠΙΚΑΛΥΨΗΣ : Πλειόκαινο : To 1847 οι πρώτοι ερευνητές Hamilton, W.J. και Strickland, H.E.μελέτησαν τις νεογενείς αποθέσεις όπου βρίσκονταν γύρω από το Ληξούρι και οι οποίες χαρακτηρίστηκαν Πλειοκαινικές. Συγκεκριμένα η γεωλογική αυτή τομή αρχίζει από τη θάλασσα, 3χλμ. Βόρεια του Ληξουρίου και καταλήγει στο χωριό Σκινέα. Στην τομή αυτή διακρίνονται 16 στρωματογραφικοί ορίζοντες οι οποίοι συνοψίζονται σε τρεις : τον ανώτερο ορίζοντα αποτελούμενος από ασβεστολίθους και ψαμμίτες, τον μεσαίο αποτελούμενο από κυανές μάργες και αργίλους και τον κατώτερο από γύψο. Ο ερευνητής Partsch, J., συμφώνησε με τους παραπάνω ερευνητές σε αντίθεση με τονsimoneli, V., ο οποίος χαρακτήρισε τους σχηματισμούς ως Μεταπλειοκαινικούς. Στο σημείο αυτό μία ακόμη έρευνα αυτή τη φορά της Γεωργιάδου Ε., στηριζόμενη στην μελέτη απολιθωμάτων της Παλικής και της νοτιοδυτικής παράκτιας ζώνης (περιοχή αεροδρομίου, Πεσάδας,Κλεισμάτων, Κατελιού και Σκάλας) συμπέρανε ότι οι σχηματισμοί αυτοί είναι Πλειοκαινικοί, φάσης Πλακεντίου. Συγκεκριμένα στην περιοχή Παλικής οι Πλειοκαινικοί σχηματισμοί βρίσκονται σε συμφωνία πάνω στους μειοκαινικούς ασβεστολίθους και ότι ο κατώτερος ορίζοντας του περιγράφεται από σώματα κρυσταλλικής γύψου, στενά συνδεδεμένης με αργιλικές μάργες. Σημειώνεται επίσης από τον ερευνητή Hug, F. ότι σε μελέτη μικροπανίδας των πλειοκαινικών μαργών, διαπιστώθηκε η απουσία ιζηματογένεσης του Κατώτερου Πλειοκαίνου για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ αυτή ήταν συνεχής από το μέσο έως το άνω Πλειόκαινο για την περιοχή δυτικά του Αίνου. Άλλες μελέτες είναι αυτή της Α.Μαρκοπούλου, στην οποία αναφέρεται ο εντοπισμός εχίνων σε πλειοκαινικές αποθέσεις, το 1967 στην περιοχή Μονής ΛέπεδωνΛηξουρίου. Επίσης μία ακόμη μελέτη λιθοστρωματογραφικών τομών πλειοκαινικών αποθέσεων, είναι αυτή της διδακτορικής διατριβής του Uliczny, F., εκ των οποίων από όλες μόνο η θέση Λιάκας παρουσιάζει εμφανίσεις όλου του Πλειοκαίνου. Γενικότερα παρουσιάζεται έντονη λιθολογική διαφοροποίηση από θέση θέση, καθώς σε άλλες τομές παρουσιάζεται μόνο το κατώτερο (Μούντα, Άγιος Γεώργιος Σκάλας και Κατελιός) ή μόνο το ανώτερο (Μιχαλιτσάτα, Λαρδηγός, 41

42 Αγία Πελαγία Σβορωνάτων). Σημειώνεται ότι στις τομές των περιοχών Μονή Σισίων και Ακρωτήριο Ασπίδας, εντοπίζεται και μέρος του ανωτέρου και μέρος του κατωτέρου και να λείπει όλο το ενδιάμεσο Πλειόκαινο. Το 1970 νέα μελέτη του Keraudren, έδειξε την ύπαρξη πλούσιας πανίδας σε σχηματισμούς της νότιας Παλίκης και σε σχηματισμούς του ακρωτηρίου Λαρδηγός, οι σχηματισμοί αυτοί κατατάχθηκαν στο Καλάβριο (ανώτερο και κατώτερο πλειόκαινο). Οι αποθέσεις του Καλαβρίου περιγράφονται από μπλε μάργες, ενδιάμεσα κίτρινες αμμώδεις μάργες και στην κορυφή εναλλαγές από μάργες και ασβεστολίθους κίτρινου χρώματος. Μελέτη της B.P. (ΒritishPetroleum) το 1971, χαρακτήρισε το Πλειόκαινο επικλυσιγενές λιμναίας ή θαλάσσιας φάσης, λόγω ότι είχε προηγηθεί έξαρση και διάβρωση το μειοκαινικό στρώμα. Συγκεκριμένα η θαλάσσια φάση κάνει την παρουσία της δυτικά και νοτιοδυτικά του νησιού, χαρακτηριζόμενη από μάργες και ψαμμίτες πάχους 300μ., έπειτα ακολουθείται σειρά πλειστοκαινικών αποθέσεων πάχους 600μ. Στην Άκρα Λαρδηγό εντοπίστηκαν, επίσης πλειοκαινικές μάργες όπως και ψαμμίτες καστανού και κίτρινου χρώματος πάχους 260μ. Η B.P. συνέχισε την μελέτη της νότια του Ληξουρίου, εντοπίζοντας μάργες χαρακτηριζόμενες από αραιές ταινίες ασβεστολιθικών ψαμμίτων και πάχους 300μ. Βασιζόμενη επίσης στην ύπαρξη απολιθωμάτων αυτού, οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ηλικία Μέσου και Ανωτέρου Πλειοκαίνου. Στην περίπτωση αυτή, όσον αφορά το σχηματισμό επικλυσιγενούς Πλειόκαινου, ήρθε σε αντίθετη άποψη ο ερευνητής Jenkins, D., (1972), ο οποίος στηρίζει ότι η απόθεση των πλειοκαινικών μαργών και ψαμμιτών είχε ήδη λάβει χώρα από το Μέσο και Ανώτερο Μειόκαινο και συνεχίστηκε μέχρι το Πλειόκαινο και το Πλειστόκαινο, χωρίς να υποστεί διακοπή είτε από διεργασία διαβρώσεων είτε έξαρσης. Σύμφωνα με τον Jenkins, γενικά στη δυτική Κεφαλονιά δε σημειώθηκαν σημαντικές κινήσεις κατά την περίοδο αυτή. Έπειτα οι Γερμανοί γεωλόγοι Braune, Heimannκαι Fabriciusεπίσης το 1972 σε έρευνα εργασίας τους, διαπίστωσαν ότι στο ακρωτήρι Λιάκα, συνεχίστηκε κανονικά η ιζηματογένεση εβαπορίτων του Μειοκαίνου στο Κατώτερο Πλειόκαινο, περιγράφοντας 3m ασβεστολιθικό κροκαλοπαγές, ακολουθούμενο από 11mθαλάσσιου ασβεστολίθου. Ακολουθεί έρευνα του D.Sorel το 1976, βάση την παρουσίαση δύο χαρτών, στους οποίους απεικονίζεται η νότια Κεφαλονιά και νοτιοανατολική πλευρά Αργοστολίου αντίστοιχα, παρατηρείται εξάπλωση πλειοκαινικών αποθέσεων όπως επίσης και ορισμένες γεωλογικές και στρωματογραφικές τομές, μέσω των οποίων εμπλουτίστηκαν οι όλες πληροφορίες σχετικά με το Πλειόκαινο. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την απεικόνικη των γεολογικών τομών της περιοχής Μαρκόπουλου, παρουσιάζεται γωνιώδης ασυμφωνία Μειοκαινικών και Πλειοκαινικών στρωμάτων, ενώ στις περιοχές Μινιών και Λιάκα παρουσιάζεται συνέχεια της ιζηματογένεσης των στρωμάτων Ανωτέρου Μειοκαίνου και Κατώτερου Πλειοκαίνου. Έτσι λοιπόν διαπιστώθηκε ότι στις περιοχές αυτές συνεχίστηκε η θαλάσσευση έως και την πρώτη περίοδο του Κατώτερου Πλειοκαίνου, έπειτα η περιοχή υπέστη ανάδυση, χέρσευση και διάβρωση για μικρό όμως διάστημα έπειτα η περιοχή καλύφθηκε πάλι από θάλασσα και συνεπώς και συνεχίστηκε πάλι η ιζηματογένεση στο Κατώτερο Πλειόκαινο. Τέλος ο D.Sorel, διευκρίνισε και χαρακτήρισε ότι η ιζηματογένεση δεν ήταν συνεχής παντού. Με την άποψη του επίσης ήρθε σε συμφωνία και ο Νικολάου Κ.. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιοχές χωρίς να έχουν υποστεί κάποια διατάραξη, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πλειοκαινική σειρά μεταξύ του ακρωτηρίου Λιάκα και Αγ. Δημητρίου, των οποίων η σειρά 42

43 αυτή χαρακτηρίστηκε τεκτονικά αδιατάρακτη από τον Underhill, J., το Βάση τον Underhill, τα πετρώματα της πλειοκαινικής σειράς αποτέθηκαν σε αβαθή θαλάσσια λεκάνη, η οποία δεχόταν μεγάλες ποσότητες κλαστικών υλικών μεταφερόμενων από ρυάκια. Επίσης ως κύρια πηγή των κλαστικών αυτών υλικών, θεωρήθηκε το μέτωπο επώθησης του όρους Αίνου από ανατολικά προς δυτικά, η οποία ταυτίζοταν με την πλειοκαινική ιζηματογένεση. Ο Νικολάου Κ., συνέχισε τις έρευνες γενικότερα στο νησί για τον εντοπισμό των πλειοκαινικών στρωμάτων, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μελέτης του αποτελεί αυτό των στρωματογραφικών τομών του Κατωτέρου Πλειοκαίνου στις περιοχές Κατελειού, Κολαϊτη και Λιάκκα. Γενικά για την νότια Κεφαλονιά αναφέρει (1986) ότι ανατολικά και δυτικά του υψώματος Καμπούλια, βόρεια του Μαρκόπουλου, υπάρχουν δύο σχηματισμοί τεκτονικών βυθισμάτων εντός των ασβεστρολιθικών στρωμάτων της ζώνης Παξών μέσα στα οποία αυτά τεκτονικά βυθίσματα αποτέθηκαν ιζηματογενή πετρώματα του Κατώτερου Πλειοκαίνου. Σημειώνεται ότι η θάλασσα κατά το κατώτερο αυτό Πλειόκαινο πέρασε μέσα από το εσωτερικό μέρος των βυθισμάτων αυτών μέχρι να καλύψει και σχηματισμούς της Ιονίου ζώνης. Τέλος όσον αφορά το ύψωμα Καμπούλια εκείνη την περίοδο χαρακτηρίστηκε ότι αποτελούσε νησίδα. Βάση την εύρεση στην περιοχή της Παλικής, απολιθωμάτων της χαρακτηριστικής πανίδας Globorotaliamargaritaeκαι Globorotaliapuncticulataτης ανώτερης επικλυσιγενούς σειράς του Κατωτέρου Πλειοκαίνου, ο Νικολάου Κ., κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλες οι αποθέσεις της περιοχής της Παλικής εκτός από μία στενή ζώνη νότια των Χαυδάτων, χαρακτηρίζονται ως Κατώτερες Πλειοκαινικές αποθέσεις αντί Μειοκαινικές όπως υποστήριζαν οι άλλοι συγγραφείς.μέσω αυτού διευκρινίζεται ότι η Ιόνια ζώνη μετακινήθηκε στα όρια Μειοκαίνου Πλειοκαίνου η οποία ταυτίζεται με φάση συμπίεσης, λόγω της διακοπής των Πλειοκαινικών αποθέσεων από την ύπαρξη ανάστροφων ρηγμάτων, πράγμα όπου προκάλεσε την ανάδυση περιοχών των δύο ζωνών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι περιοχές Σκάλα, Ληξούρι στις οποίες εντοπίζεται η ύπαρξη ανατολικών πλειοκαινικών πλειστοκαινικών επικλυσιγενών αποθέσεων. Πιο συγκεκριμένα στην περιοχή της Σκάλας οι αποθέσεις αυτές έχουν πάχος mκαι περιγράφονται από άστρωτα κροκαλοπαγή πετρώματα και ψαμμίτες, προερχόμενα και τα δύο από τις δύο γεωτεκτονικές ζώνες, επίσης περιγράφονται από μάργες, αργίλους, ιλυόλιθους χρώματος μπλε γκρι, επίσης στο πάνω τμήμα εμφανίζονται ξανά κροκαλοπαγή πετρώματα με αυτή τη φορά χαλαρούς ψαμμίτες με διασταυρώμενες στρώσεις. Όσον αφορά την περιοχή του Ληξουρίου, το πάχος των αποθέσεων αγγίζει τα 800m και περιγράφονται από αργίλους, μάργες, ιλυόλιθους με αραιές παρεμβολές ψαμμίτων, όπου χαρακτηρίζουν το περιβάλλον απόθεσης ήρεμο, σε αντίθεση με την νοτιοανατολική Κεφαλονιά στην οποία παρατηρήθηκε τεκτονική αστάθεια. Κλείνοντας την περιγραφή του Πλειοκαίνου της νήσος Κεφαλληνίας, βάση το γεωλογικό χάρτη του Ι.Γ.Μ.Ε., το Πλειόκαινο χαρακτηρίζεται από περιγραφή κροκαλοπαγών πετρωμάτων, ψαμμίτων και ασβεστολίθων, ενώ το κατώτερο Πλειόκαινο περιγράφεται από μικρό στρωματογραφικό κενό και ταυτόχρονα χαρακτηρίζεται από επικλυσιγενής, καλοστρωμένη φάση κροκαλοπαγούς. Κοντά στη βάση εντοπίζεται στρώμα ασβεστολίθου, το οποίο προς τα πάνω μεταπίπτει σε υποκίτρινη άμμο, ψαμμίτη και ψαμμιτικό ασβεστόλιθο με σπάνιες παρεμβολές μικρών σρωμάτων από μάργες. Προχωρώντας προς τα πάνω, κυριαρχούν μάργες 43

44 κυανού χρώματος, ενώ στο ανώτερο τμήμα κάνουν ξανά την παρουσία τους σειρές από λεπτόκοκκους ψαμμίτες και αμμούχες μάργες. Το πάχος της σειράς κυμαίνεται γύρω στα 100m, ενώ στην περιοχή του ακρωτηρίου Λιάκας αγγίζει τα 260m. Τέλος οι Πλειοκαινικές αποθέσεις χαρακτηρίζονται και αποτελούν το υπόβαθρο των Τεταρτογενών αποθέσεων, οι οποίες αναπτύχθηκαν στην ανατολική παράκτια ζώνη της Παλικής χεσρονήσου. Τεταρτογενές : Σε κάποιες περιοχές η ιζηματογένεση του Ανώτερου Πλειοκαίνου συνεχίστηκε, χωρίς διακοπή και στο Κατώτερο Πλειόκαινο, ενώ ταυτόχρονα αλλού σημειώνεται διακοπή αυτής, ανάδυση και ξανά επίκλυση, με απόθεση σε ασυμφωνία σχηματισμών του Τυρρηνίου σε διάφορες παραλιακές ζώνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ασυμφωνίας, αποτελεί η τομή του ακρωτηρίου Ασπίδα, όπου οι πλειοκαινικές αποθέσεις του έρχονται σε ασυμφωνία με τις αποθέσεις του Τυρρηνίου, σύμφωνα με τον Ulicznly, F., το Βάση του γεωλογικού χάρτη της BritishPetroleumοι πλειοκαινικές μάργες χρώματος μπλε γκρι νότια του Ληξουρίου χαρακτηρίζονται ως Πλειστοκαινικές. Σύμφωνα με την ίδια εταιρεία στην νοτιοδυτική Κεφαλονιά εντοπίζονται πλειστοκαινικές θαλάσσιες αποθέσεις 600m. Νέα μελέτη του Braune, K., το 1973, γύρω από τις ακτές του νησιού και την υποθαλάσσια περιοχή ανάμεσα της Κεφαλληνίας και της Ζακύνθου, όπου διαπίστωσε 6 ανυψωμένες ακτογραμμές κατά το Τεταρτογενές στην νήσο Κεφαλληνία και μία υποθαλάσσια πλατφόρμα βάθους 24 28mκάτω από τη σημερινή θαλάσσια στάθμη. Σημειώνεται επίσης ότι οι ακτογραμμές του μησιού οαρατηρήθηκαν σε υψόμετρα 6 11m, 18 22m, 35 55m, m, m και mαντίτοιχα. Οι δύο κατώτερες από αυτές περιγράφονται από ιζήματα που ανήκουν στο Ανώτερο Πλειστόκαινο (Τυρρήνιο, Φλάνδριο), είναι κυρίως ασβεστολιθικά τα οποία περιλαμβάνουν κόκκινα φύκη και πέφτουν επικλυσιγενώς σε έντονα πτυχώμενα Ηωκαινικά ή Πλειοκαινικά ιζήματα. Αντίθετα ο Sorel, D., αναφέρει ότι η επιφάνεια m αντιστοιχεί στην επιφάνεια επίκλυσης του Πλειοκαίνου, κατεβαίνοντας βαθμιαία προς τα βορειοδυτικά στον κόλπο του Αργοστολίου. Όσο για τις τρεις πρώτες επιφάνειες της περιοχής Μινιών μελέτης του Braune, ο Sorel, D., τις αντιστοιχεί στη θέση καλκαρενίτες όπου επίκεινται ασύμφωνα της Πλειοκαλαβρίου σειράς. Αναφέρει επίσης (Sorel, D.) την ύπαρξη χερσαίων αποθέσεων σε μικρές πεδινές εκτάσεις των περιοχών, Κρανιάς, Περατάτων και Σβορωνάτων οι οποίες αυτές αποθέσεις χαρακτηρίστηκαν Βούρμιες έως σύγχρονες και οι οποίες προέκυψαν από την καταστροφή των πετρώματων των αντίστοιχων αυτών περιοχών. Το μεγαλύτερο πάχος των αποθέσεων αυτών βρίσκεται στα χαμηλότερα τμήματα του κάμπου Κρανιάς και υπολογίζεται στα 20 30m. Επίσης οι αποθέσεις αυτές περιγράφονται από υλικά ποικίλης κοκκομετρίας και πετρογραφικής προέλευσης, μπορούν να χαρακτηριστούν ασύνδετα ή πολύ μικρής συνοχής, όπως και παρατηρήθηκαν σημαντικές διακυμάνσεις της λιθολογικής τους σύνθεσης κατά την κατακόρυφη και οριζόντια ανάπτυξή τους. Άλλες όμοιες αποθέσεις είναι αυτές των μικρών παραλιακών κάμπων της 44

45 Σάμης, του Λιβαδιού Παλικής, του Κατελειού και της Αγ.Ευφημίας. Αποθέσεις μικρού πάχους οι οποίες περιγράφουν τη συσσώρευση υλικών όπου έχουν προκύψει από αποσαρθρώσεις εντοπίζονται στα οροπέδια Ομαλών και Τρωϊανάτων καθώς και στα υψίπεδα των ασβεστόλιθων της Ερίσσου όπως και των χωριών, Διλινάτων, Φαρακλάτων και Ραζάτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι απαραίτητη στις τελευταίες περιπτώσεις, είναι η συμμετοχή αργίλων κόκκινου χρώματος. Όσον αφορά την Τεταρτογενή περίοδο, πλευρικά κορήματα και κώνοι κορημάτων εμφανίζονται καταλαμβάνοντας μεγάλη έκταση μόνο στις δυτικές πλευρές του Αίνου και χαρακτηρίζονται από ελαφριές συνδέσεις έως και καθόλου, με αμμοχάλικα και συσσωρεύσεις λατύπων και ογκολίθων των παραπλήσιων ραχέων. Τέλος ολοκληρώνοντας την περιγραφή του Τεταρτογενούς, το 1973, μέσω της μελέτης των J.Mercieretat., σχετικά με τις συμπιεστικές παραμορφώσεις, διευκρινίστηκε και η εξής στρωματογραφική αλληλουχία : 1. Μία παλαιά θαλάσσια αναβαθμίδα επικείμενη με ασυμφωνία στο θαλάσσιο Πλειό Καλάβριο, με υψόμετρο που κυμαίνεται από 0 έως 90μ. και ανάγεται στον κύκλο του Μιλατσίου. 2. Καλλύματα τα οποία περιγράφονται από στρωματώδη λατυποπαγή Mindel, τα οποία μεταβαίνουν πλευρικά στη θαλάσσια αναβαθμίδα του Μιλατσίου. Έχουν συσσωρευθεί και στερεοποιηθεί ως πλευρικά κορήματα υπό δροσερό και υγρό κλίμα, κάτω από συνθήκες τεκτονικής αστάθειας. 3. Ένα σχηματισμό του Ρισσίου ερυθρού χρώματος συμπεριλαμβανόμενο από κόκκινες αργίλους πλούσιες σε silex, σε ασβεστολιθικά χαλίκια και ένα κάλυμμα από ασβεστολιθικά αμμοχάλικα. Όσον αφορά το σύνολο αυτό καλύπτει την αναβαθμίδα του Μιλατσίου και τα λατυποπαγή Mindel. 4. Πρόσφατες θαλάσσιες αναβαθμίδες, σημειώνονται στην περιοχή του αεροδρομίου, συγκεκριμένα πρόκειται για μία ροζ κρούστα χαρακτηριζόμενη από απολιθώματα Helicidesκαι Patelles. 5. Σχηματισμοί του Βουρμίου, στους οποίους περιλαμβάνονται οι άμμοι της περιοχής της Σκάλας με εργαλεία της Μουστερίου περιόδου και οι κώνοι από αμμοχάλικα στις παρυφές του Μεγάλου Όρους. Τέλος βάση του γεωλογικού χάρτη του Ι.Γ.Μ.Ε., το Τεταρτογενές περιγράφεται από μάργες γκρι χρώματος, αργίλους terrarossa, άμμους, κροκάλες, λατύπες κτλ., στον κάμπο της Σάμης καταλαμβάνοντας έκταση 2km 2 περίπου και στην παράκτια ζώνη ανατολικά της Παλικής χερσονήσου. Επίσης ανατολικά του χωριού Μακριώτικα έχουν αποτεθεί σύγχρονες αποθέσεις κωνικής μορφής κορημάτων και πλευρικών. 45

46 ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ : Το κυρίαρχο τεκτονικό γεγονός του νησιού, είναι η επώθηση των σχηματισμών της Ιόνιας ζώνης στο σχετικά αυτόχθονο σύστημα της Προαπούλιας ζώνης κατά το Κατώτερο Πλειόκαινο. Η μεγάλη αυτή τεκτονική γραμμή χαρακτηρίζει ένα τμήμα της δυτικότερης επώθησης των ελληνικών εξωτερικών ζωνών. Σημειώνεται γενικά ότι οι ερευνητές συμφωνούν σχετικά με το τεκτονικό αυτό όριο. Βέβαια οι Νικολάου, Κ. και Κουμαντάκη, Ι., εντοπίζουν και αναφέρουν τις διαφοροποιήσεις στο νοτιοότερο κυρίως τμήμα της Κεφαλονιάς, όπου η τεκτονική αυτή γραμμή επώθησης διασχύει ένα μεγάλο μονοπάτι. Πιο συγκεκριμένα περνά από την περιοχή του Κατελειού, έπειτα οδεύει προς τα βόρεια, περνά από το χωριό Πάστρα και την Αγ.Ειρήνη και στη συνέχεια κάμπτεται προς τα βορειοδυτικά. Από το σημείο αυτό και μετά διέρχεται με τη σειρά από τα εξής χωριά Καμπιτσάτα, Ανδριολάτα, Αγ.Νικόλαο, Διγαλέτο, Κουρουκλάτα με τελικό προορισμό την κατάληξη του στις πλευρές των βουνών που βρίσκονται ανατολικά του κόλπου της Σάμης. Ο Underhill, J., υποστηρίζει και διευκρινίζει ότι το χαρακτηριστικό μεγάλο αυτό πάχος των μεσοζωϊκών ανθρακικών πετρωμάτων όπου συνεχίζουν να καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση γης μεταξύ της περιοχής Σάμης και Πόρου, οφείλεται στο γεγονός ότι η επιφάνεια επώθησης κοντά στο μέτωπο είναι υποοριζόντια ενώ σε μικρή απόσταση ανατολικά του μετώπου η επιφάνεια αυτή κλίνει άνω των 40 ο. Τα μεσοζωϊκά ανθρακικά αυτά πετρώματα σχηματίζουν ένα μεγάλο αντίκλινο, του οποίου ο άξονας είναι παράλληλος με την επώθηση. Με την άποψη του Underhill, J., ήρθαν σε συμφωνία οι γεωλόγοι της εταιρείας BritishPetroleumκαθώς και ο ερευνητής Sorel, D., σχετικά με την ασβεστολιθική μάζα της Μεγάλης Ράχης, η οποία ανήκει στην Προαπούλια ζώνη, αντίθετα ο γεωλογικός χάρτης του Ι.Γ.Μ.Ε. και ο Νικολάου, Κ., διαφωνούν, καθώς διαπιστώνουν ότι νότια της Πάστρας υπάρχει κάλυψη της γραμμής επώθησης από τον Κατώτρο Πλειοκαινικό σχηματισμό της περιοχής του Κατελειού. Ο σχηματισμός αυτό περιλαμβάνει μάργες και ψαμμίτες και έρχεται σε ασυμφωνία πάνω στις αποθέσεις της ζώνης Παξών δυτικά από την επώθηση και πάνω στα Ανώτερα Μειοκαινικά στρώματα της Ιονίου ζώνης τα οποία και μεταφέρθηκαν μέσω της επώθησης από τα ανατολικά πάνω στους ασβεστολίθους του Αηλιά. Επίσης η νήσος Κεφαλληνία περιγράφεται από ένα αντίκλινο ο άξονας του οποίου συμπίπτει με τη διεύθυνση ανάπτυξης των κορυφογραμμών του όρους Αίνου οι οποίες έχουν φορά ΒΔ ΝΑ. Η διεύθυνση των μεγαλύτερων ρηγμάτων της Κεφαλονιάς ταυτίζεται με τη διεύθυνση των αξόνων των πτυχών της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της νήσος Κεφαλληνίας, αποτελεί η περιοχή ανατολικά του νησιού και κοντά στη Σάμη, στην οποία εντοπίστηκαν πτυχώμενα ασβεστολιθικά κομμάτια αντικλινικής μορφής. Στο νησί επίσης παρατηρείται μεγάλος αριθμός ρηγμάτων τα οποία έχουν σχεδόν κάθετη διεύθυνση σε αυτή των προηγούμενων, δηλαδή ΒΑ ΝΔ. Στην ίδια περιοχή υπάρχει ασβεστολιθικό αντίκλινο Κρητιδικού σχηματισμού και με άξονα ΒΔ ΝΑ, παράλληλα και δυτικά του οποίου αναπτύσσεται ένα άλλο αντίκλινο ορατό ανατολικά του χωριών Χαλιωτάτα μέχρι και Δρακοπουλάτα. 46

47 Γενικότερα στην υπό μελέτη περιοχή διακρίνονται ρήγματα παράκτια και ενδοχώρας και με σχεδόν παράλληλη διεύθυνση μεταξύ τους και με προσανατολισμό ΒΔ ΝΑ. Εξαιτίας αυτών των ρηγμάτων σχηματίστηκαν ταφροειδή τεκτονικά βυθίσματα κάποια από τα οποία κατακλύστηκαν από τη θάλασσα και στα οποία έπειτα αποτέθηκαν με τη σειρά τους Νεογενείς και Τεταρτογενείς σχηματισμοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ταφροειδούς βυθίσματος είναι αυτού του κόλπου του Αργοστολίου. Σημειώνεται ότι η κοιλάδα της Κρανιάς χαρακτηρίζεται η συνέχεια του ταφροειδούς βυθίσματος του κόλπου του Αργοτολίου, όπως επίσης και η ανατολική ακτή της χερσονήσου της Παλικής. Αυτές οι περιοχές σήμερα καλύπτονται από Νεογενείς αποθέσεις όπως και ο πυθμένας του κόλπου του Αργοστολίου αλλά δεν καλύπτονται από τη θάλασσα λόγω της απόσυρσής της. Επίσης αναφέρεται ότι ο σχηματισμός του κόλπου του Αργοστολίου οφείλεται στον κατακρημνισμό ασβεστολιθικού τέμαχους, μετά τον οποίο απέμεινε ως τεκτονικό κέρας ο ασβεστολιθικός βραχίονας του ακρωτηρίου Αγίοι Θεοδώροι. Αξίζει να αναφερθεί ότι αρκετά από τα ρήγματα είχαν ως αποτέλεσμα τη μυλωνιτοποίηση ασβεστολίθων, σχηματίζοντας υλικό το οποίο ονομάζεται από τους κατοίκους της Κεφαλονιάς κερίνα ή κιμηλιά και το οποίο χρησιμοποιείται στη βιομηχανία παραγωγής των τσιμέντων και του στόκου. Άλλο αποτέλεσμα μεγάλων ρηγμάτων, είναι η δημιουργία απόκρημνων ακτών και μεγάλων θαλάσσιων βαθών, τα οποία έχουν υποστεί λόγω των διαρρήξεων μεγάλου άλματος κατά μήκος της παράκτιας ζώνης του νησιού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα απόκρημνης ακτής και μεγάλου θαλάσσιου βάθος στο νησί αποτελεί συγκεκριμένα αυτό δυτικά της Κεφαλληνίας και σε απόσταση 1,6kmαπό το ακρωτήρι Ορθολιθιά, όπου ο πυθμέναςτης θάλασσας κατέρχεται σε βάθος 731μέτρα και στη συνέχεια στα μέτρα απότομα. Βέβαια στο μεγαλύτερο τμήμα γενικότερα των δυτικών ακτών της Κεφαλληνίας, τα παράκτια ρήγματα αποτελούν το όριο της υφαλοκρηπίδας με αποτέλεσμα να παρατηρούνται και σε μικρή απόσταση από τις δυτικές ακτές μεγάλες μεταπτώσεις που οδηγούν στην αβυσική ζωή. Όσον αφορά το ανατολικό τμήμα του νησιού τα παράκτια ρήγματα περιγράφονται με μικρότερο άλμα από αυτά του δυτικού με αποτέλεσμα οι ανατολικές ακτές να μην χαρακτηρίζονται τόσο απόκρημνες. Αξίζει να τονιστεί ότι κάποια από τα ρήγματα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα το χωρισμό της Ιθάκης από την νήσο Κεφαλληνία. Γενικότερα στην ενδοχώρα σημειώνεται παρουσία μεγάλων ρηγμάτων, τα οποία φέρνουν σε τεκτονική επαφή ιζήματα διαφορετικής γεωλογικής ηλικίας, τα οποία δημιουργούν τεκτονική τάφρο, όπως αυτών μεταξύ των όρμων Πυλάρου και Μύρτουκαι των ορμών Λιβαδιού και Μύρτου. Τα μεγαλύτερα ρήγματα της ενδοχώρας εντοπίζονται στην ανατολικη πλευρά, συγκεκριμένα βορειοανατολικά του Αίνου παρουσιάζεται ρήγμα με διεύθυνση ΒΔ ΝΑ το οποίο σε συνδυασμό με ρήγμα διεύθυνσης ΒΒΔ ΝΝΑ σχημάτισε ένα ταφροειδές βύθισμα, εμπλουτισμένο με Νεογενείς αποθέσεις, αποτελώντας σήμερα την κοιλάδα του Ηρακλείου (Αράκλι). Τέλος όσον αφορά τα ρήγματα, στο εσωτερικό του νησιού υπάρχει πλήθος μικρότερων διαρρήξεων όπου έχουν ως αποτέλεσμα το σχηματισμό μικρότερων εγκατακρημνίσεων από 47

48 αυτές όπου αναφέρθηκαν προηγουμένως και οι οποίες αυτές μικρές εγκατακρημνίσεις υπό βοήθεια των διαβρωτικών διεργασιών κατέληξαν στο σχηματισμό των κοιλάδων. Μετά την περίοδο του Μειοκαίνου, η νήσος Κεφαλληνία είχε υποστεί σημαντικές ισοστατικές και ευστατικές κινήσεις. Λόγω των μεταβολών που δέχτηκε η στάθμη της θαλάσσιας επιφάνειας δημιουργήθηκαν και οι διαφορετικές αναβαθμίδες. Σύμφωνα με τις απόψεις των Braune, K. Fabricious, F., (1970), Braune,K., (1973), ο αβαθής κόλπος της πρωτεύουσας Αργοστολίου ένα μεταπλειοκαινικό βύθισμα διεύθυνσης Β Ν το οποίο έχει πληρωθεί με χερσαία υλικά. Άλλη άποψη των γεολόγων της BritishPetroleum, του Jankins, D., καθώς και της ομάδας που συνέταξε το γεωλογικό χάρτη του Ι.Γ.Μ.Ε., η ζώνη Παξών χαρακτηρίστηκε σχετικά σταθερή κατά το γεωλογικό αιώνα του Μεσοζωϊκού και το Τριτογενές και τουλάχιστον στη δυτική Κεφαλονιά δεν είχαν παρατηρηθεί σημαντικές κινήσεις, επίσης αναφέρουν ότι όλες οι τεκτονικές γραμμές των πετρωμάτων της ζώνης Παξών χαρακτηρίζονται ως κανονικά ρήγματα. Οι τεκτονικές αυτές γραμμές αφορούν το ρήγμα δυτικού Αίνου, ρήγμα ανάμεσα στα Κοντογουράτα και Άνω Αγκώνα, το ρήγμα Καλού όρους, τα ρήγματα βυθίσματος Αργινίων και τα ρήγματα Αργοστολίου. Μιά νέα μελέτη του Sorel, D., το 1976 φέρνει στο φως την πληροφορία για ύπαρξη ρηγμάτων της ζώνης Παξών τα οποία έίχαν δημιουργηθεί από εφυλκυστικές τάσεις και τα οποία επαναδραστηριοποιήθηκαν κατά την περίοδο του Κατωτέρου Πλειοκαίνου υπό τη βοήθεια συμπιεστικών τάσεων με αποτέλεσμα να λειτουργήσουν ως ανάστροφα εφιππευτικά ρήγματα. Όσον αφορά τα κανονικά ρήμγατα τώρα, ανήκουν σε ομάδες με τις εξής διευθύνσεις : ΒΒΑ ΝΝΔ και ΒΔ ΝΑ και κλίνουν προς τα ανατολικά, ενώ οι συμπιεστικές φάσεις με διεύθυνση τάσεων περίπου ΑΒΑ ΔΝΔ προκάλεσαν την επαναδραστηριοποίησή τους και αναστροφή τους προς τα δυτικά. Σημειώνεται ότι ανάλογα την ένταση των τάσεων ορισμένα σημεία των πετρωμάτων έχουν υποστεί θρυμματισμό και η μέγιστη τιμή της έντασης των τάσεων εμφανίζεται στις δυτικές κλιτείς του Αίνου, στις οποίες οι ασβεστόλιθοι εμφανίζονται κατακερματισμένοι έως μυλωνιτιωμένοι και χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα ευδιάβρωτοι. Σε αντίθεση με την παραπάνω άποψη ήρθε οunderhill, J., ο οποίος όπως υποστηρίζει ότι το μεγάλο ασύμμετρο αντίκλινο του Αίνου που βυθίζεται με φορά προς το βορρά, είναι κεκλειμένο προς τα δυτικά και έχει επωθηθεί προς τα ΔΝΔ. Πρόκειται για μια επώθηση με έκταση που ξεκινάει από το ανατολικό περιθώριο του κόλπου του Λιβαδιού και καταλήγει μέχρι και τη χερσόνησο Μούντα, επίσης χαρακτηρίζεται ως η δυτικότερη εξωτερική επώθηση των Ελληνίδων ζωνών. Επίσης ο Underhill, διαφώνησε ως και προς το χρόνο δημιουργίας της επώθησης του Αίνου σε σχέση με τον Sorel, αναφέρει δηλαδή ότι έχει ηλικία Ανώτερο Πλειόκαινο ή αλλιώς χαρακτηρίζει ότι έχει νεώτερη ηλικία. Αναφέρει επίσης ότι η έντονη μορφολογία της περιοχής του Κάστρου, νοτιοανατολικά από την πρωτεύουσα Αργοστολίου, ερμηνεύεται από τοπικές «συσσωρεύσεις ανυψώσεις» κατά μήκος του μετώπου της επώθησης. Όσον αφορά το βόρειο τμήμα του νησιού Κεφαλληνάς, πάλι κατά Underhill, οι συμπιεστικές τάσεις στη γύρω περιοχή είχαν ως αποτέλεσμα το σχηματισμό επωθήσεων, οι οποίες είχαν επίσης ως αποτέλεσμα την μείωση του μήκους της περιοχής γύρω στο 25%. Διευκρινίζει επίσης ότι η διεύθυνση της επώθησης είναι εντελώς διαφορετική από όλες τις 48

49 άλλες διευθύνσεις κινήσεων στο δυτικό Ελλαδικό χώρο. Στο σημείο αυτό ο Underhill, χαρακτηρίζει τα ανάστροφα ρήγματα στο Καλό όρος, στα Κοντογουράτα και στις Μηνιές ως επωθήσεις. Αντίθετα ο Κουμαντάκης, μέσω της έρευνάς του και μετά από την ολοκλήρωση γεωτρήσεων όπου πραγματοποιήθηκαν κατά μήκος της επιφάνειας του ρήγματος των περιοχών Ατσουπάδες, Μαρκόπουλο και Σιμωτάτα, διαπιστώνει και αναφέρει ότι δεν πρόκειται για επώθηση όπως θεώρησε και χαρακτήρισε ο Underhill παραπάνω, καθώς έφτασε σε βάθη 100μ., κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας διατρυπώντας συνέχεια Ανώτερους Κρητιδικούς ασβεστολίθους και τους υποκείμενούς τους δολομίτες. Σύμφωνα με τον Κουμαντάκη, ανάστροφα εφιππευτικά ρήγματα εντοπίστηκαν μόνο στην περιοχή Παλικής εξαιτίας των συπιεστικών τάσεων αλλά και στην εκτεταμένη περιοχή ανάμεσα νότια της Αγ.Θέκλης και του χωριού Μαντουκάτα, βορειοδυτικής και νοτιοανατολικής πλευράς του επιμήκους ασβεστολιθικού «κέρατος». Όσον αφορά τα ρήγματα αυτά προκαλούν ανύψωση των ασβεστολίθων με τη χαρακτηριστική μορφή σφήνας η οποία κινήθηκε προς τα πάνω και στρεβλώθηκε εξαιτίας περιστροφής περί οριζόντιο άξονα. Η περιστροφή αυτή χαρακτηρίστηκε δεξιόστροφη κατά το νότιο τμήμα και αριστερόστροφη κατά το βόρειο τμήμα. Βέβαια εκτός των περιοχών αυτών, συμπιεστικές τάσεις παρατηρούνται και στην περιοχή του όρμου των Πετανών στην Παλική. Γενικά η δυτική πλευρά της Κεφαλονιάς, σύμφωνα με τον Braune, K., η ηπειρωτική της κλιτύ οφείλει το σχηματισμό της σε ρήγματα τα οποία της έδωσαν κλίση 20% και οι διευθύνσεις αυτών της περιοχής αυτής είναι Β Ν και ΒΑ ΝΔ. Τέλος αξίζει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τους Mercier, J., etal,(1972), Mercier, J., (1973), Bousquet, B., (1974), Sorel, D., (1975), Sorel, D., (1976), πάνω στην νεοτεκτονική της περιοχής διακρίνονουν και 6 χαρακτηριστικούς γραμμικούς τεκτονικούς σχηματιμσούς οι οποίοι είναι οι εξής : Ανάστροφο ρήγμα νότια του Αργοστολίου Ανάστροφο ρήγμα στον Μακρύ Γυαλό Ανάστροφο ρήγμα στον Ξενία Ανάστροφο ρήγμα νότια του Αργοστολίου και βορειοδυτικά των Μηνιών Ανάστροφο ρήγμα νότια του Αργοστολίου και συγκεκριμένα στην περιοχή του ακρωτηρίου Δαφνίας κοντά στο αερδρόμιο Ρήγματα ταπείνωσης, στο Τόμπολο τη παραλίας Ξενία νοτιοανατολικά του Αργοστολίου Πιο αναλυτικά θα αναφερθούν πληροφορίες για τα παραπάνω ρήγματα στα οποία αναφέρθηκα και είναι τα εξής : Όσον αφορά το πρώτο ρήγμα, είναι ηλικίας Καλάβριο Μιλάτσιο και έχει ανυψώσει τον Κρητιδικό μυλωνίτη με εφίππευση, στην ανεστραμμένη πλειοκαλάβρια σειρά όπου σήμερα καλύπτεται από τη Μιλανζίνια αναβαθμίδα και έχει άλμα της τάξης των 50m. 49

50 Τέλος το ρήγμα αυτό εμφανίζεται όπως ανέφερα νότια του Αργοστολίου, στον Μακρύ Γυαλό και στην περιοχή Ξενία. Το επόμενο ρήγμα χαρακτηρίζεται ηλικίας Ρήσσιου με κλίση βορειοανατολικά το οποίο μετέφερε το μυλωνιτιωμένο Ηωκαινικό ασβεστόλιθο πάνω στον κώνο του Ρισσίου, η μετακίνηση του οποίου ξεπερνούσε και τα 20mενώ ταυτόχρονα η τεκτονική επαφή είχε καλυφθεί από λατυποπαγή πετρώματα των κλιτύων. Το ρήγμα αυτό λαμβάνει χώρα νότια του Αργοστολίου και βορειοδυτικά των Μηνιών. Ανάστροφο ρήγμα μετα Τυρρήνιας ηλικίας κάνει την παρουσία του νότια του Αργοστολίου συγκεκριμένα στην περιοχή του ακρωτηρίου Δαφνίας κοντά στο αεροδρόμιο. Τέλος έχουν εντοπιστεί ρήγματα ταπείνωσης, Ρησσίου ηλικίας και νοτιοανατολικά του Αργοστολίου όπως αναφέρθηκα παραπάνω στο Τόμπολο της παραλίας Ξενία. 50

51 ΛΙΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ : Η διάρθρωση της νήσουκεφαλληνίας, οφείλεται στη συμμετοχή γεωλογικών σχηματισμών οι οποίοι έχουν ομαδοποιηθεί με κριτήριο τη συμπεριφορά τους στις διάφορες γεωμορφικές διεργασίες. Η ομαδοποίηση αυτή θα αναφερθεί παρακάτω και όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς ξεκινάει από τους νεώτερους σχηματισμούς προς τους παλαιότερους. Αλλουβιακά ριπίδια (Τεταρτογενές) Αλλούβια (Τεταρτογενές) Πλειστόκαινο (Τεταρτογενές) Μάργες (Νεογενές) Ασβεστόλιθοι Όσον αφορά το Τεταρτογενές, απαντάται κυρίως στον κόλπο του Αργοστολίου, βόρεια και δυτικά του όρμου του Λιβαδιού επίσης στον όρμο της Σάμης αλλά εμφανής είναι και η παρουσία του και στην περιοχή Πυλάρου. Στο όρος Ημεροβίγλι και συγκεκριμένα στις κατωφέρειες του συναντώνται σχετικά μεγάλες εκτάσεις προσχώσεων, επίσης στις δυτικές πλαγιές της Κόκκινης ράχης, όπως επίσης και στη νοτιοδυτική πλαγιά του Αίνου καθώς και στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού. Το Τεταρτογενές χαρακτηρίζεται από ερυθρογή πέτρωμα (terrarossa) προερχόμενη από την αποσάρθρωση ασβεστολίθων και η οποία χαρακτηρίζεται ως χημικό αργιλούχο ίζημα, το οποίο είναι προϊόν αδιάλυτων συστατικών της ασβεστολιθικής σειράς. Επίσης το Τεταρτογενές περιλαμβάνει αποθέσεις από θίνες οι οποίες εντοπίζονται κυρίως στις ανατολικές και νοτιοανατολικές αλλά και νότιες ακτές του νησιού. Η συνολική έκταση που καταλαμβάνουν οι Τεταρτογενείς αποθέσεις υπολογίζεται στα 78,7km 2. Πιο αναλυτικά βάση των ερευνών απεικονίζονται οι εξής Τεταρτογενείς αποθέσεις και η ανάλογη έκταση που καταλαμβάνουν ξεχωριστά στον ακόλουθο πίνακα : ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΕΙΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΚΤΑΣΗ (km 2 ) Αλλουβιακά ριπίδια 6,1 Aλλούβια 37,49 Πλειστόκαινο 35,11 51

52 Όσον αφορά το Νεογενές απαντάται στο νοτιοδυτικό και νότιο άκρο του νησιού και εμφανίζεται με την μορφή στενής παράκτιας λωρίδας επίσης σημειώνεται ότι έρχεται σε ασυμφωνία με τον ανώτερο ασβεστολιθικό σχηματισμό. Η έκταση των Νεογενών σχηματισμών υπολογίζεται στα 151,5km 2, όπου καταλαμβάνουν το μέγστο τμήμα της Παλικής χερσονήσου και ευρεία λωρίδα της νότιας ακτής του νησιού, δηλαδή μεταξύ του Αργοστολίου και της περιοχής Σκάλας υπό την μορφή εναλλασσόμενων μαργών και ψαμμιτών. Σημειώνεται ότι στην περιοχή της Παλικής χερσονήσου όπου καλύπτει το μέγιστο τμήμα αυτής το Νεογενές αντιπροσωπεύεται με τρεις ορίζοντες από το νεώτερο προς τον παλαιότερο ορίζοντα και είναι οι εξής : Ψαμμίτες κίτρινου χρώματος Κυανές μάργες μεικτές με αργίλους Κυανές και λευκές μάργες Παρόλο αυτά όμως το Νεογενές παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη υπό μορφή λεπτοκοκκώδους κιτρινόλευκου μαργαϊκού ασβεστολίθου στα λατομεία του χωριού Σκινέας στην περιοχής της χερσονήσου Παλικής. Κύριο ορυκτολογικό του στοιχείο αυτού είναι ο ασβεστίτης ενώ αναφέρεται ότι αργιλικό υλικό παρατηρείται σε μικρές ποσότητες. Βάση την ύπαρξη μικροπανίδας, αναφέρεται ότι πρόκειται για βαθιάς θάλασσας στρώματα και ηλικίας Τορτονίου. Εντοπίζονται επίσης στον κατώτερο ορίζοντας των Νεογενών πετρωμάτων, κατά τόπους ενδιαστρώσεις γύψου οι οποίες συνδέονται στενά με τις αργιλικές μάργες. Απολιθώματα δοντιών ψαριού βρέθηκαν στις Νεογενείς αποθέσεις της Παλικής χερσονήσου ηλικίας Άνω Τορτονίου. Ως προς το νότιο τμήμα του νησιού οι Νεογενείς αποθέσεις εκτείνονται κατά μήκος μίας παράκτιας λωρίδας μέσου πλάτους 10 15kmκαι η οποία βρίσκεται στις πλαγιές του ορεινού όγκου του Αίνου. Επίσης στην παράκτια ζώνη εξαιτίας της αποσάρθρωσης του Πλειστοκαίνου από το θαλάσσιο νερό, φαίνεται η τομή των επιμέρους στρωμάτων του. Η εμφάνιση του ψαμμιτικού ορίζοντα είναι περιορισμένη στο νησί, η κύρια όμως εμφάνιση του εντοπίζεται επίσης στην δυτική Κεφαλληνίας, στη χερσόνησο της Παλικής, ενώ στο υπόλοιπο μέρος του νησιού παρουσιάζεται δυτικά του Αργοστολίου και συγκεκριμένα στην περιοχή του Άσπρου βράχου. Πριν ολοκληρωθεί η υποενότητα Λιθολογίας της νήσος Κεφαλληνίας, αξίζει να αναφερθεί ότι το Πλειστόκαινο στο νησί έχει χαρακτηριστεί ως Πλακεντίου φάσεως λόγω της ομοιότητας που εμφανίζει με τους πλειοκαινικούς σχηματισμούς της νήσου Κέρκυρας. Τέλος οι ασβεστόλιθοι καταλαμβάνουν συνολική έκταση στην νήσο Κεφαλληνία 549,1km 2 και οι οποίοι διακρίνονται σε συμπαγείς ασβεστολίθους και σε εύθρυπτους. Οι πρώτοι χαρακτηρίζονται κυρίως Κρητιδικοί καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο τμήμα του νησιού και είναι ο κύριος σχηματισμός που αποτελεί τα όρη της νήσου. Αντίθετα οι δεύτεροι καταλαμβάνουν μικρή έκταση και αφορά τους Ηωκαινικούς νουμμουλιτοφόρους ασβεστολίθους. 52

53 ΚΑΡΣΤΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ ΓΕΝΙΚΑ: Όσον αφορά την περιοχή μελέτης μας, τη νήσο Κεφαλληνία, εντοπίζεται και παρατηρείται μεγάλο μέρος των ανθρακικών αυτών σχηματισμών συγκεκριμένα καταλαμβάνουν έκταση 549,1 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Αποτέλεσμα αυτών των σχηματισμών είναι η δημιουργία καρστικών μορφών τόσο επιφανειακών όσο και υπόγειων, πράγμα που έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον των ερευνητών του ελληνικού χώρου όσο και του διεθνή. Αυτό όμως που απασχόλησε ιδίως τους ερευνητές είναι ο ξεχωριστός γεώτοπος του νησιού, οι καταβόθρες, όπου και τους κίνησε σε έρευνα μελέτης. Αξίζει να αναφερθούν κάποιες μελέτες καρστικών μορφών που πραγματοποιήθηκαν στο νησί από τους : «Brown, C. etal, 1835, Kuscer, I., 1950, Maurin, V. Zotl, J., 1959, Maurin, V., 1963, Burdon, D.J., 1965, Glanz, Th., 1965, Maurin,V. Zotl, J., 1967, Burdon, D.J., 1967, Mistardis, G.G., 1967, Stringfield, V.T. LeGrand, H.E., 1969, 1971, Monaco, A. Thommeret, J. Thommeret, Y., 1972, Zotl, J., 1974, Hsu, K.J. etal, 1978, Steckler, M.S. Watts, A.B., 1980, Drogue, C. Bidaux, P., 1989, Κουμαντάκης, Ι., , 1990». Σύμφωνα με υπαίθριες παρατηρήσεις που έγιναν στο νησί από το Υπουργείο Γεωργίας και τη Νομαρχία του νησιού, μπορεί κανεις να εντοπίσει και να παρατηρήσει ποικιλόμορφα σπήλαια, καταβόθρες δολίνες, καρστικές πηγές και εκβολές αυτών, γλυφές ο πιο συχνός τύπος γλυφών είναι οι καλλυμένες αλλά και οι ελεύθερες, Πόλγες και καρστικές λίμνες. 53

54 ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ : Στις επιφανειακές καρστικές μορφές ανήκουν οι εξής κατηγορίες όπου θα αναφερθούν και θα αναλυθούν παρακάτω και είναι οι εξής : o o o o o ΓΛΥΦΕΣ ΔΟΛΙΝΕΣ ΠΟΛΓΕΣ ΚΑΡΣΤΙΚΕΣ ΛΙΜΝΕΣ ΚΑΡΣΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΓΛΥΦΕΣ: Μία κατηγορία μελέτης των επιφανειακών καρστικών μορφών, όπου εντοπίστηκαν και μελετήθηκαν και στο νησί, είναι, οι γλυφές, όπου αυτού του είδους μορφής εμφανίζεται στα ευδιάλυτα πετρώματα. Οι γλυφές διακρίνονται σε τρεις υποκατηγορίεςμε βάση τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά τους οι οποίες είναι οι εξής : 1) Ελεύθερες γλυφές, δηλαδή, το πέτρωμα το οποίο αναπτύσσεται είναι μορφολογικά γυμνό 2) Ημιελεύθερες γλυφές, το οποίο πέτρωμα παρουσιάζεται μορφολογικά ως μερικώς καλυμμένο ή περιβάλλεται από φυτοκάλυψη. 3) Καλυμμένες γλυφές και αφορά τα πετρώματα τα οποία παρουσιάζουν εδαφοκάλυψη. Στη νήσο Κεφαλληνία, γλυφές εντοπίζονται σχεδόν σε όλη την έκταση των σχηματισμών αυτών κατά ομάδες. Η πιο συχνή εμφάνιση γλυφών στην περιοχή μελέτης είναι η κατηγορία καλλυμένες γλυφές, πιο αναλυτικά όσον αφορά τα εξωτερικά μορφολογικά χαρακτηριστικά της κατηγορίας αυτής, αυτό το είδος καρστικού πετρώματος έχει σχήμα κυκλικό ή ελλειπτικό, με διάμετρος που κυμαίνεται από 10cm. έως 100cm. και βάθος που κυμαίνεται από 8 cm. έως 15cm.. Αξίζει να σημειωθεί, ότι στην περιοχή, επίσης, μπορεί να παρατηρήσει κανείς και ελεύθερες γλυφές πετρωμάτων, όσον αφορά την εξωτερική μορφή αυτού του είδους καρστικού πετρώματος, πρόκειται για γλυφές με σχεδόν παράλληλη διάταξη και μικρή κλίση. Η προέλευση αυτού του είδους γλυφών οφείλεται σε δράση χημικής αποσάθρωσης επί τεκτονικών ασυνεχειών του πετρώματος. 54

55 ΔΟΛΙΝΕΣ : Μία άλλη κατηγορία καρστικής επιφανειακής μορφής, είναι, οι δολίνες η πιο συχνή γεωμορφή που μπορεί κανείς να συναντήσει σε καρστικά τοπία. Πιο συγκεκριμένα είναι λιμναίες κοιλότητες ή ανοιχτές λεκάνες διάλυσης κυκλικής μορφής και κωνικής μορφής καταβυθίσεις ( λεγόμενες καταβόθρες), οι οποίες δημιουργούνται είτε από την κατάρρευση της οροφής υπόγειου σπηλαίου έτσι προκύπτουν οι εγκατακρημνισιγενείς δολίνες, είτε από τη χημική διάλυση και σταδιακή διάβρωση του βραχώδους στρώματος. Αντίστοιχα οι δολίνες αυτές καλούνται διαλυσιγενείς. Τα υπόγεια νερά διαλύουν σταδιακά τον ασβεστόλιθο και μάλιστα ταχύτερα στις συνδέσεις και στα σημεία ρωγμής του τεκτονικού ρήγματος μέσω του οποίου γίνεται η αποστράγγιση. Γενικότερα η δημιουργία δολίνων διευκολύνεται με την ύπαρξη ρωγμών ή διακλάσεων. Χαρακτηριστικές δολίνες του νησιού είναι αυτής της Ψαθούρας και της Μεγάλης και Μικρής Άκολης. Σπηλαιοδολίνη Μελισάνης, μετά από πτώση οροφής 55

56 ΠΟΛΓΕΣ: Μελετώντας και εξετάζοντας την καρστικοποίηση του νησιού, εντοπίζονται ασβεστολιθικά βυθίσματα, οι πόλγες. Πρόκειται για ένα είδος επιφανειακής καρστικής μορφής, οι οποίες αφορούν μεγάλες και κλειστές εκτάσεις γης που λόγω του ιδιαίτερου χαρακτηριστικού μέγεθους τους μοιάζουν με κοιλάδες ή ανοιχτές λεκάνες. Όσον αφορά τις πόλγες έχουν τα εξής χαρακτηριστικά τα οποία είναι, η μεγάλη κλίση, ο επίπεδος πυθμένας τους, η υπόγεια αποχέτευση αυτών, η ανάπτυξή τους σε ευδιάλυτα πετρώματα και η κάλυψη τους από εύφορο έδαφος «τύπου πόλγης», γι αυτό και η αντίστοιχη ονομασία αυτού του είδους επιφανειακής καρστικής μορφής. Στην Κεφαλλονιά δύο είναι οι πόλγες που μπορεί να εντοπίσει κανείς : 1) Η πόλγη των Βαλσαμάτων η οποία είναι και η μεγαλύτερη 2) Η πόλγη πλησίον του οικισμού στο χωριό Τρωϊανάτα Η πόλγη των Βαλσαμάτων, εντοπίζεται βόρεια του όρους Αίνου και στις νότιες πλαγιές του όρους Ρούδι, γενικότερα η πόλγη εκτείνεται σε διαβρωσιγενή περιοχή, στο εσωτερικό της οποίας βρίσκονται καταβόθρες μέσω των οποίων αποστραγγίζεται το νερό της βροχής το οποίο έπειτα καταλήγει στην λιμνοθάλασσα του Κούταβου ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζει το πότισμα της πεδιάδας Κρανιάς. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι καταβόθρες βρίσκονται συγκεκριμένα, στην βορειοανατολική ρηξιγενή ζώνη και η μεγαλύτερη καταβόθρα βρίσκεται ανατολικά των Νέων Βαλσαμάτων, όπου επίσης εντοπίζεται και το βαθύτερο τμήμα της πόλγης μεταξύ αυτών και της μονής Αγίου Γερασίμου. Στο τμήμα αυτό παρατηρούνται μεγάλες αποθέσεις ερυθράς γης, κοκκινόχωμα και κατά τη διάρκεια βροχοπτώσεων σχηματίζεται μικρή λίμνη με βάθος που αγγίζει τα 2 m.. ΚΑΡΣΤΙΚΕΣ ΛΙΜΝΕΣ : Συνεχίζοντας την παρουσίαση των επιφανειακών καρστικών μορφών της νήσος Κεφαλληνίας, σημαντικό γεωλογικό στοιχείο μελέτης αποτέλεσε η καρστική λίμνη Καραβόμυλος, καθώς είναι μία από τις σημαντικότερες λίμνες, η οποία συνδέεται άμεσα με τη μελέτη των υδάτων των καταβοθρών Αργοστολίου. Πρόκειται λοιπόν, για μία υφάλμυρη μικρή λίμνη με σχήμα σχεδόν κυκλικό, όπου βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του νησιού και συγκεκριμένα, βόρεια της παραθαλάσσιας περιοχής Σάμης, στο ομώνυμο χωριό Καραβόμυλος. Η λίμνη αυτή περιέχει τη μεγαλύτερη ποσότητα θαλασσινού νερού, το οποίο ξεκινά μέσω των καταβοθρών Αργοστολίου με υπόγεια πορεία από τη δυτική πλευρά προς την ανατολική πλευρά του νησιού, έπειταδιέρχεται από το λιμνοπσπήλαιο Μελισσάνης και τη λίμνη αυτή του Καραβόμυλου αναμιγνείεται με το γλυκό νερό της όπου αναβλύζει από τον πυθμένα της και καταλήγει στα θαλασσινά ύδατα του όρμου της Σάμης. 56

57 Μία ακόμη καρστική λίμνη αποτελεί η λίμνη Άβυθος ή Μεγάλη Άκολη. Αν και μικρή σε έκταση «συντηρειί» ένα σημαντικό οικοσύστημα, βρίσκεται κοντά στο χωριό Άγιος Νικόλαος (χτισμένο στο βορειοδυτικό τμήμα γραφικής κοιλάδας κατάφυτη περιοχή απέχει 39χλμ. ανατολικά του Αργοστολίου) και βορειοδυτικά του όρους Άτρος και σε ύψος 300m. όσο για την επιφανειακή στάθμη της λίμνης βρίσκεται σε υψόμετρο 355m.. Η ονομασία αυτή δόθηκε από τους ίδιους τους κατοίκους γιατί παλαιότερα υπήρχε η αντίληψη ότι η συγκεκριμένη λίμνη δεν είχε πυθμένα. Η λίμνη αυτή έχει μόνομα νερό παρόλο που χάνει αρκετό από τα τοιχώματά της. Η δημιουργία της καρστικής λίμνης αυτής συνδέεται με την εγκατακρήμνιση των Μεσοζωϊκών ασβεστόλιθων οι οποίοι αποτελούν τον υδροφορέα της περιοχής αυτής και κάτω από τους οποίους βρίσκονται αδιαπέρατοι ορίζοντες, οι οποίοι αποτελούνται από μάργες και αργίλους. Πιο συγκεκριμένα ο σχηματισμός της λίμνης αυτής εντοπιζεται σε βάση ρήγματος και έτσι τα νερά που καταλήγουν στη βάση του υψώματος έχουν ως αποτέλεσμα την εξασφάλιση τροφοδότησης της λίμνης. Επίσης αξιζει να σημειωθεί, ότι στις 4/8/1962 πραγματοποιήθηκε δειγματοληψία που απέδειξεω ότι το νερό της λίμνης χαρακτηρίστηκε κατάλληλο τόσο για άρδευση όσο και για ύδρευση (Υπουργείο Γεωργίας, 1963). Για το λόγο αυτό οι κάτοικοι εκμεταλλεύτηκαν την διαθέσιμη ποσότητα νερού και έτσι δημιούργησαν μία τεχνητή αύλακα, η οποία εγκλωβίζει τα υπερχειλίζοντα νερά και επίσης προσφέρει εξασφάλιση τροφοδότησης της ευρύτερης περιοχής, στο χωριό Τζανάτα και στα υπόλοιπα χωριά μέχρι τον Πόρο. Η μέση ποσότητα των υπερχειλίζοντων υδάτων είναι 71,5 Lt /sec.. Συνεχίζοντας την περιήγηση, νοτιότερα της λίμνης Μεγάλης Άκολης και συγκεκριμένα 600m αυτής, βρίσκεται μία ακόμη καρστική λίμνη, η Λιναρολίμνη, της οποίας η επιφανειακή στάθμη βρίσκεται 335m πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και 20mκάτω από τη στάθμη της Μεγάλης Άκολης. Πρόκειται για ένα καρστικό βύθισμα με σχήμα κυκλικό διαμέτρου 8 10m και βάθους 30m, που οφείλεται στη λεβητοειδή καθίζηση των ιζηματογενών αποθέσεων της περιοχής, το 1953 ύστερα από το μεγάλο σεισμό που υπέστη το νησί. Ακόμη ένα άλλο καρστικό βύθισμα που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια των σεισμών του 1953, είναι το βύθισμα Μεσαράμπελα, το οποίο βρίσκεται στην κάτω πλευρά της λίμνης Μεγάλης Άκολης και το οποίο τροφοδοτείται από προσχωσιγενείς σχηματισμούς. Το βάθος του κυμαίνεται από 1 1,5mκαι είναι γεμάτο νερό ακόμη και κατά τη διάρκεια ξηρών εποχών του έτους, επίσης είναι κατάλληλο για ύδρευση και άρδευση. Τελευταία καρστική λίμνη στη γύρω περιοχή μελέτης είναι η Μικρή Άκολη όπου απέχει μόλις 5Kmαπό τη Μεγάλη Άκολη και σε υψόμετρο 100m, πιο συγκεκριμένα βρίσκεται στο κέντρο της κοιλάδας του υψώματος Σέλλα. Πρόκειται επίσης για ένα σχεδόν κυκλικό βύθισμα το οποίο οφείλεται και αυτό σε εγκατακρήμνιση Μεσοζωϊκών ασβεστολίθων της ευρύτερης περιοχής. Η διάμετρος του κυμαίνεται από 35 40m, το μέγιστο βάθος του αγγίζει τα 7,5mκαι καλύπτει έκταση τετραγωνικά μέτρα. Ο πυθμένας της καλύπτεται από αδιαπέρατες αποθέσεις μαργών, ενώ στο βαθύτερο σημείο του υπάρχει υπόγεια καρστική εκβολή. Φυσικά η λίμνη αυτή υπήρχε μέχρι το 1958, αργότερα εξαφανίστηκε λόγω της διατάραξης της στρωματογραφίας των αδιαπέρατων αργίλων, οι οποίοι εξασφάλιζαν τη στέγαση της λεκάνης. 57

58 Ο λόγος της διατάραξης αυτής, ήταν, η κατασκευή του αρδευτικού έργου που πραγματοποιήθηκε για την άρδευση της πεδιάδας της Σάμης, για το λόγο αυτό τα ύδατα της λίμνης προσχώρησαν όλο και πιο βαθιά στους υδροφόρους ορίζοντες των ασβεστολιθικών πετρωμάτων και διοχετεύτηκαν. Η απώλεια του ύδατος της λίμνης αυτής έχει ως αποτέλεσμα μέχρι και σήμερα τη συχνή αποξήρανση της ομώνυμης κοιλάδας, ενώ παλαιότερα εξασφάλιζε την τροφοδότηση οπωροφόρων δέντρων, καλαμοφυτειών, κτλ,. Έτσι λοιπόν μετά την καταστροφή της Μικρής Άκολης, το μόνο που έχει μείνει και μπορεί να δει κανείς σήμερα στο σημείο αυτό, είναι μία καρστική πηγή στον πυθμένα της πρώην λίμνης αυτής και σύμφωνα με τις πληροφορίες από την ίδια τη νομαρχία του νησιού το νερό αυτό χαρακτηρίστηκε επίσης κατάλληλο για ύρδρευση όσο και για άρδευση και η παροχή αυτού είναι ίη με 225Lt/min. Καρστική λίμνη βόρεια της παραθαλάσσιας περιοχής της Σάμης,Καραβόμυλου 58

59 KΑΡΣTΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ : Όσον αφορά τη μελέτη και την ανάλυση των καρστικών πηγών, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες : 1) Κεφαλάρια: Στην κατηγορία αυτή, ανήκουν οι πηγές που εντοπίζονται στην νοτιοανατολική πλευρά του νησιού εκατέρωθεν της κοιλάδας του Ηρακλείου (Αράκλι) πεδίου. Για τον σχηματισμό των πηγών αυτών, τρεις μπορεί να είναι οι αιτίες στις οποίες μπορεί να οφείλεται, είτε η τοπική ανύψωση της καρστικής στάθμης, είτε η παρεμβολή των αδιαπέρατων υλικών όπως άργιλοι και μάργες (αυτό έχει και ως συνέπεια την αύξηση της πίεσης) είτε ακόμη και η έμφραξη των ασβεστολιθικών κενών με αποθέσεις από καθίζηση κρυσταλλικών ιζημάτων γύψου, ασβεστίτη, δολομίτη γεγονός που συμβαίνει τα θερμά διαστήματα του έτους (συνεπάγεται και αύξηση συγκέντρωσης άλατος). Στην νήσο Κεφαλληνία, αρκετές είναι οι εμφανίσεις αυτού του είδους καρστικών πηγών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν, οι καρστικές πηγές στο Τσακαρτσιάνο της Σάμης και σε υψόμετρο περίπου 400m, βέβαια τα ύδατα αυτά δεν έχουν χαρακτηριστεί κατάλληλα για ύδρευση. Άλλες πηγές που παρατηρούνται στο νησί είναι οι δύο πηγές που βρίσκονται μεταξύ Μικρής και Μεγάλης Άκολης, στη δυτική πλαγιά της Κόκκινης Ράχης. Η «Δροσοπηγή» που μπορεί να συναντήσει κάθε επισκέπτης βόρεια στο χωριό Σοφάτα όπου τα ύδατα της έχουν χαρακτηριστεί κατάλληλα για ύδρευση και η ομώνυμη πηγή «Άβυθος Άκολη». Επίσης άλλα ύδατα καρστικών πηγών, τα οποία έχουν χαρακτηριστεί κατάλληλα για ύδρευση είναι αυτά των πηγών των νοτιοανατολικών πλαγιών του όρους Αίνου και συγκεκριμένα κοντά στα χωριά :Μαυράτα, Καπανδρίτι, Χιονάτα, Μαρκόπουλο κτλ. Το μέσο υψόμετρο αυτών των πηγών κθμαίνεται από 250m 280m. Άλλες εξίσου σημαντικές πηγές κοντά στα χωριά αυτά είναι η πηγή της Πάστρας, η οποία έχει μεγάλη παροχή νερού, η πηγή στο χωριό Κολαϊτι και σε υψόμετρο 360m και η πηγή στο χωριό Αργίνια σε υψόμετρο 500m. 2) Παράκτιες πηγές / Πηγές υπόγειου κάρστ: Καλούνται οι πηγές, που ο σχηματισμός των οποίων οφείλεται στην έξοδο των καρστικών υδάτων στην εξωτερική επιφάνεια και συχνά κοντά στην ακτογραμμή. Τέτοιου είδους πηγές είναι αυτές στην πόλγη των Βαλσαμάτων και οι πηγές του Κούταβου και συγκεκριμένα κοντά στο λιμάνι Αργοστολίου στην νοτιοανατολική ακτή της λιμνοθάλασσας του Κούταβου. Η εξόρμηση των υδάτων στην περιοχή αυτή οφείλεται σε δύο λόγους είτε στις υπάρχουσες τοπικές σχισμές του αναγλύφου, είτε στα καρστικά ανοίγματα διερχόμενου ρήγματος. Όταν τα ύδατα αναβλύζονται, οι πηγές του Κούταβου εξασφαλίζουν την τροφοδότησή τους από τις δυτικές παρυφές του όρους Αίνου αλλά η κύρια τροφοδότηση αυτών πηγάζει από τις πόλγες των Βαλσαμάτων και Τρωϊανάτων. Βέβαια η κύρια ανάβλυση από τις πηγές του Κούταβου έχει υδρομαστευτεί πλήρως από τον Δήμο Αργοστολίου και τα ύδατα των πηγών αυτών έχουν χαρακτηριστεί 59

60 ελαφρώς υφάλμυρα. Αξίζει να σημειωθεί, ότι στο νησί κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1960 και 1962 πραγματοποιήθηκαν υδρογεωλογικές μελέτες από τους Φραγκόπουλο Ι. (μηχανικός χωροταξίας) και Μαλεφάκη Ι. (γεωλόγος) όπου απέδειξαν ότι οι πηγές αυτές τροφοδοτούνται από αποθέματα υπόγειων καρστικών υδάτων. Άλλες εξίσου σημαντικές πηγές στον Κούταβο ή πλησίον αυτού είναι η πηγή Αγ. Ιωάννης, πρόκειται για μία καρστική πηγή υπερχείλισης των Κρητιδικών ασβεστολίθων της ζώνης Παξών που υφίστανται φραγή από μικροαποθέσεις Νεογενών και Τεταρτογενών, επίσης η πηγή Παπαδάτου Α και Β, ρηξιγενή πηγή επίσης Κρητιδικών ασβεστολίθων ζώνης Παξών, η πηγή Παλαιοκάστρου και Υδραγωγείου. Καρστικές πηγές στην λιμνοθάλασσα Κουτάβου στην πρωτεύουσα Αργοστολίου Έτσι ολοκληρώθηκε η μελέτη και η ανάλυση των κατηγοριών που ανήκουν στις επιφανειακές καρστικές μορφές και τις οποίες μπορεί κανείς να εντοπίσει και να παρατηρήσει στη νήσο Κεφαλληνία. 60

61 ΥΠΟΓΕΙΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ : Παρουσιάζοντας και μελετώντας την γεωλογία του νησιού και συγκεκριμένα το κομμάτι που αφορά την καρστικοποίηση της Κεφαλλονιάς, αξίζει να προχωρήσουμε και στην ανάλυση υπόγειων καρστικών μορφών. Το νησί έχει χαρακτηριστεί πλούσιο γεωμορφολογικά από μία σειρά ποικιλόμορφων και ιδιαίτερων σπηλαίων και καταβοθρών ορισμένα από τα οποία εντάχθηκαν υπό την προστασία διεθνούς και σημανικής εμβέλειας οργανισμού UNESCO, καθώς αποτελούν γεωλογικά μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς λόγω του ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Τρεις είναι οι κατηγορίες που διακρίνουμε στις υπόγειες καρστικές μορφέςκαι είναι οι εξής : o o o ΣΠΗΛΑΙΑ ΚΑΤΑΒΟΘΡΕΣ ΥΠΟΓΕΙΕΣ ΚΑΡΣΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ Με τον όρο υπόγειο καρστ, προσδιορίζεται η καρστική υπόγεια μορφή της υπό μελέτη περιοχής, η οποία συνήθως αποτελείται από ένα σύστημα επιμήκων αγωγών με διακλαδώσεις στυλ λαβύρινθου, οι οποίοι καταλήγουν σε υπόγειες διευρύνσεις ή λίμνες οι οποίες δημιουργούνται με εναπόθεση φερτών αδιαπέρατων υλικών στη βάση αυτών. ΣΠΗΛΑΙΑ : Μία υπόγεια καρστική μορφή που εμφανίζεται στο νησί και είναι η μεγαλύτερη κατηγορία αυτού του είδους καρστικών μορφών, είναι τα σπήλαια, τα όποια άφησαν το στίγμα τους στην ιστορία όσον αφορά την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, καθώς αποτέλεσαν το πρώτο καταφύγιο για τον άθρωπο και τα οποία τεκμηρίωσαν την ύπαρξη και την εξέλιξη του γένους αυτού. Όσον αφορά τη δημιουργία τους οφείλεται σε κοιλοτήτες του εδάφους στο εσωτερικό των πετρωμάτων και δια μέσου μικρών στομίων έρχονται σε επαφή με την επιφάνεια της γης, το υλικό αυτών είναι κυρίως ασβεστολιθικό πέτρωμα. Επίσης στο εσωτερικό των σπηλαίων εντοπίζεται και σωρός υλικών της οροφής και λόγω της εγκατακρήμνισης της είχε ως αποτέλεσμα την σύνδεση του σπηλαίου με την εξωτερική επιφάνεια. Οι κοιλότητες αυτές με τη σειρά τους, διευρύνονται πράγμα που οδηγεί στο σχηματισμό των σπηλαίων, βέβαια οι κοιλότητες αυτές αρχικά προκλήθηκαν από τη συγκέντρωση της διαλυτικής ενέργειας νερού σε ορισμένες θέσεις. Η νήσος Κεφαλληνία χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό σπηλαίων, χαρακτήρα γυμνού μεσογειακού κάρστ, όχι καθαρά διαμορφωμένου εξαιτίας της μη καθαρότητας των ασβεστολίθων. Διανοίγονται, συνήθως, σε ιππουριτιφόρους δολομιτικούς ασβεστολίθους και έχουν βαραθρώδη μορφή λόγω της έντονης τεκτονικής που χαρακτηρίζει την περιοχή. 61

62 Αρκετά είναι τα σπήλαια που στολίζουν γεωμορφολογικά το νησί και τα οποία κεντρίζουν το ενδιαφέρον κάθε επισκέπτη, τα πιο γνωστά όμως είναι το σπήλαιο Δρογκαράτη και το λιμνοσπήλαιο Μελισάνη (Κυανούν Σπήλαιο), τα οποία και θα αναφερθούν παρακάτω. Τα σημαντικότερα σπήλαια της Κεφαλλονιάς είναι τα εξής : Aγγαλάκι, Αγίας Ελεούσας, Αγίων Θεοδώρων, Γρούσοα Ραζάτων, Δρακοσπηλιά, Δρογκαράτη, Ζερβάτη, Ήρθο, Μελισάνη, Ξεροβούσκι Χαλιωτάτων, Σάκκου, Φυτίδι, Χοιριδόνι, Χοιροσπηλιές. Επίσης άλλα σπήλαια του νησιού είναι : Γεράκι στο χωριό Καμιναράτα, Καμινάκια Κραναίας Βαλσαμάτων, Γωνιές Κραναίας Βαλσαμάτων, Δρακοντοσπηλιά Πάλης Καμιναράτων, Περιστερεώνας Πάλης Καμιναράτων, Καμάρες Πάλης Χαβριάτων, Ροδινόσπηλο Πάλης Χαβριάτων, Αγίας Παρασκευής Πάλης Ληξουρίου, Μήτσου Χαλιωτάτων, Μιτάτο Πουλάτων, Παπά Κατάραχο, Φωτοσπηλιά, Αγίου Ιωάννου, Απότρυπη Πάλης Καμιναράτων, Κορακοσπηλιά Κραναίας Σβορωνάτων, Άτρο, Γρούσπα Σάμης, Μάνδρα Κουρή Κραναίας Δειληνάτων, Φτερούσα Κραναίας Δειληνάτων, Γρούσπα Φαρακλάτων, Ξεροβρούση Σάμης, Λαχτιά Ροσολύμου, κ.ά. Σπήλαιο Αγγαλάκι : Περιγράφοντας το σπηλαιοβάραθρο Αγγαλάκι, πρόκειται για ένα βαραθρώδες σπήλαιο περιτριγυρισμένο με θάμνους και δέντρα, το οποίο εντοπίζεται νοτιοανατολικά της κοινότητας Πουλάτα στην περιοχή της Σάμης και σε υψόμετρο 53,95mαπέχοντας μόλις 1,5 km από την ακτογραμμή και με βάθος να αγγίζει τα 50m. Το σχήμα της εισόδου αυτού είναι ελλειψοειδές με διαστάσεις 30m και 40m. Ο σχηματισμός του σπηλαιοβάραθρου αυτού, οφείλεται στη διάνοιξη σε ιππουριτοφόρους Μεσοζωϊκούς ασβεστολίθους. Αν και η περιοχή λόγω της ιδιαίτερης γεωλογικο τεκτονικής δομής, πλησιάζει στη διαμόρφωσή της σε δολίνη. Στο εσωτερικό του σπηλαίου, έχει δημιουργηθεί υπόγεια λίμνη και κάτω ακριβώς από το επιφανειακό άνοιγμα υπάρχει ένας λόφος ύψους 10cmο οποίος δημιουργήθηκε από τα υλικά της εγκατακρήμνισης της οροφής. Γενικότερα το σπήλαιο Αγγαλάκι, καταλαμβάνει έκταση σχεδόν 5 στρέμματα χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η λίμνη που βρίσκεται στο εσωτερικό και της οποίας η έκταση είναι περίπου 3 στρέμματα καθώς και ο υπόγειος καρστικός κλάδος καταλαμβάνει έκταση περίπου 7,5 στρέμματα. Η υπόγεια λίμνη οφείλεται στην επικάθιση λεπτού αδιαπέρατου στρώματος αργίλου, σε ασβεστολιθικό πέτρωμα., το οποίο διακρίνεται μέσω την εμφάνιση ενός δικτυωτού συμπλέγματος ρηγμάτων και βαθιών χασμάτων στον πυθμένα της λίμνης. Το μέγιστο ρήγμα αυτής είναι χάσμα μήκους 10mκαι εντοπίζεται στο νοτιοδυτικό τμήμα αυτής όπου και εξασφαλίζει και την τροφοδότησή της. Εντός της λίμνης δημιουργείται φακός γλυκών νερών που επιπλέει πάνω από το υφάλμυρο και ο οποίος τροφοδοτείται από συνεχή εισροή καρστικού νερού εντός της λίμνης. Το υφάλμυρο νερό που υπόκειται λόγω της διαφοράς πυκνότητας με το γλυκό, μπορεί να προέρχεται είτε από διείσδυση θαλασσινού νερού από τον κόλπο της Σάμης, μέσω του εκτεταμένου συστήματος διακλάσεων της περιοχής, είτε μέσω των καταβοθρών του Αργοστολίου. 62

63 Σχηματισμός λιμνιαίας κοιλότητας στο εσωτερικό του σπηλαίου Αγγαλάκι, νοτιοανατολικά της κοινότητας Πουλάτων, Σάμης. 63

64 Σχηματισμός λόφου από υλικά εγκατακρήμνισης της οροφής στο εσωτερικό του σπηλαίου Αγγαλάκι, νοτιοανατολικά της κοινότητας Πουλάτων, Σάμης. Σπήλαιο Αγίων Θεοδώρων : Επίσης ένα ακόμη βαραθρώδες σπήλαιο, εντοπίζεται βόρεια από το Αγγαλάκι, το οποίο επίσης στο εσωτερικό του διαθέτει υπόγεια λίμνη διαστάσεων 28*13m. Σπήλαιο Αγίας Ελεούσας : Βαραθρώδες σπήλαιο δυτικά του σπηλαίου Αγίων Θεοδώρων και χαρακτηρίζεται από πλούσια βλάστηση. Σπήλαιο Γρούσπα Ραζάτων : Βρίσκεται στο χωριό Ραζάτα, συγκεκριμένα κοντά στον Άγιο Ηλία σε ύψωμα 136m. Μπορεί κανείς να συναντήσει σταλαγμίτες, στο εσωτερικό αυτού αν και ελάχιστοι σε αριθμό, δεν χαρακτηρίζεται ως ενεργό σπήλαιο αν και ελάχιστες από τους σταλακτίτες έχουν ελάχιστη σταγονοροή. Το σπήλαιο αυτό, διαθέτει ένα τμήμα πλούσιο σε βλάστηση καθώς η οροφή έχει εγκατακρημνιστεί ενώ το υπόλοιπο μέρος του δαπέδου περιγράφεται από την ύπαρξη ελάχιστου κλαστικού υλικού, ιλύ,μερικούς σταλαγμίτες και συχνές ποσότητες γουανό, δηλαδή, νικτρικές αποθέσεις προερχόμενες από εκκρίματα νυχτερίδων. 64

65 Δρακοσπηλιά: Εντοπίζεται στη χερσόνησο της Παλικής κοντά στα Κηπούρια. Δρογκαράτη: Ένας από τους πιο γνωστούς προορισμούς του κάθε επισκέπτη στη νήσο Κεφαλληνία, είναι το σπήλαιο Δρογκαράτη, ένα από τα σημαντικότερα σπήλαια και πλούσιο στολισμένο σε σταλακτίτες και σταλαγμίτες, χωρισμένο σε δύο τμήματα. Το πρώτο τμήμα περιγράφεται ως μία μεγάλη αίθουσα με ένα μπλοκ υλικών τα οποία κατέληξαν στο έδαφος από την οροφή λόγω σεισμών και σήμερα σχηματίζουν ένα μπαλκόνι περιβαλλόμενο από σταλαγμίτες, το οποίο ονομάζεται «Βασιλικό Μπαλκόνι» καθώς έχει τροποποιηθεί για την υποδοχή διασήμων. Το δεύτερο τμήμα επίσης περιγράφεται ως μία αίθουσα επίπεδη ημικυκλική με ύψος περίπου 20mκαι διαστάσεων 65*45mμε πολυάριθμους σταλακτίτες η οποία και καλείται «Αίθουσα έκστασης», λόγω της ιδιαίτερης ακουστικής της. Στο χώρο αυτό έχουν πραγματοποιηθεί συναυλίες και για το λόγο αυτόν έχει κατασκευαστεί και ειδική εξέδρα που μπορεί να φιλοξενήσει έως και 500 επισκέπτες. 65

66 Σπήλαιο Δρογκαράτη πλούσιο από σταλακτίτες και σταλαγμίτες, το οποίο περιγράφεται από 66

67 Ζερβάτη: Ένα ακόμη σπήλαιο που μπορεί να εντοπίσει κανείς, είναι αυτό νότια του οικισμού των Νέων Βλαχάτων, 140mκαι βορειοανατολικά του Καραβόμυλου. Πρόκειται για ένα βαραθρώδες σπήλαιο διαστάσεων 75*30mκαι μέγιστο βάθος 18m, όσον αφορά το εσωτερικό αυτού χαρακτηρίζεται από δύο μικρές λίμνες το νερό των οποίων είναι υφάλμυρο,πράγμα το οποίο οφείλεται στην είσοδο υδάτων των σπηλαίων Αγγαλάκι και Μελισσάνη και με τελικό προορισμό την εκβολή τους στην ευρύτερη περιοχή του Καραβόμυλου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ποιότητα υδάτων των λιμνών, του σπηλαίου Ζερβάτη είναι συγκριτικά καλύτερη από αυτή των υδάτων της Μελισσάνης και αυτό οφείλεται στην κίνηση όμβριων υδάτων με σκοπό την αραίωση των υδάτων της λίμνης αυτής. Σπήλαιο Ζερβάτη νότια του οικισμού Βλαχάτων Ήρθρο: Πρόκειται για ένα βαραθρώδες σπήλαιο η διάνοιξη του οποίου έχει γίνει σε νουμμουλιτοφόρους ασβεστόλιθους και το οποίο βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου Πάλης, του Ληξουρίου, βόρεια από την Μονή Κηπούρια, της κοινότητας Καμιναράτων. Πρόκειται για ένα σπήλαιο με μήκος 25mκαι σχήμα επιμηκές, περιλαμβάνοντας δύο εισόδους, βέβαια το σπήλαιο αυτό χαρακτηρίζεται μη ενεργό καθώς έχει σπάνια σταγονορροή. Μελισάνη (Κυανούν Σπήλαιο) : Ένα ακόμη ξεχωριστό σπήλαιο, εκτός αυτού της Δρογκαράτης, επίσης πολυεπισκέψιμο αξιοθέατο από το 1963 και όπου αποτελεί και χαρακτηρίζεται ένα από τα πιο γνωστά γεωμορφολογικά στολίδια της νήσος Κεφαλληνίας και το οποίο εκεντρίζει το ενδιαφέρον κάθε επισκέπτη, πολύ γνωστό όμως τόσο διεθνώς όσο και παγκοσμίως είναι το βαραθρώδες σπήλαιο Μελισάνη, η επίσημη ανακάλυψη του οποίου έγινε από δύτες Αυστριακούς. Πιο αναλυτικά πρόκειται για ένα παγκόσμιο σπάνιο γεωμορφολογικό φαινόμενο, χάρη στα 67

68 ιδιαίτερα χρώματα και τα περιγραφικά χαρακτηριστικά τουκωνικής μορφής, συγκεκριμένα, βρίσκεται στον οικισμό Καραβόμυλο και σε απόσταση 2χλμ. βορειοδυτικά της Σάμης. Το σπήλαιο αυτό, ανακαλύθφηκε μετά από πτώση ενός τμήματος της οροφής αυτού από σεισμό, που ακολούθησε μετά το σεισμό του 1953 που συνέβη στο νησί, πράγμα που χαρακτήρισε ως την κύρια φυσική κατακόρυφη είσοδο αυτού, οι διαστάσεις της οποίας είναι 40*50μ.. Βέβαια επειδή η πρόσβαση των επισκεπτών θα ήταν αδύνατη από την κατακόρυφη αυτή φυσική είσοδο του σπηλαίου, δημιουργήθηκε διάνοιξη σήραγγας για την εύκολη πρόσβαση και επιίσκεψη στο εσωτερικό αυτού. Όσον αφορά το εσωτερικό του σπηλαιοβάραθρου αυτού, χαρακτηρίζεται από μία λίμνη η οποία εντοπίζεται 20μ. κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και με διαστάσεις 60*40m. και η οποία καλύπτει περίπου το 1/3 του βαράθρου. Έχει βάθος το οποίο κυμένεται από 10μ. 40μ. και το μήκος της ξεπερνά τα 100m, συγκεκριμένα 160μ. και φυσικά είναι επισκέψιμο και προσβάσιμο με βάρκα. Αξίζει να αναφερθεί ότι ένα ακόμη χαρακτηριστικό που στολίζει το εσωτερικό αυτού, είναι η ύπαρξη μιας νησίδας της οποίας η επιφάνεια βρίσκεται σε βάθος 22mκαι με μήκος 30mη δημιουργία της οποίας οφείλεται στην πτώση τμήματος της οροφής από σεισμό και την οποία μπορεί να δει κάθε επισκέπτης, μπροστά από την είσοδο στο δεξί τμήμα του σπηλαιοβάραθρου που σχηματίζεται και μία εσωτερική οροφή. Η ανακάλυψη της νησίδας αυτής έγινε από τον σπηλαιολόγο Πετρόχειλο Ι. το 1959 και έπειτα ακολούθησε έρευνα η οποία πραγματοποιήθηκε από τον αρχαιολόγο Σ.Μαρινάτο το Πιο συγκεκριμένα διεξήχθη στο φως ένα πήλινο ειδώλιο του Θεού Πάνα συγκεκριμένα ένας σφαιρικός δίσκος με την αναπαράσταση του Θεού Πάνα να περιβάλλεται γύρω από νύμφες που χορεύουν και επίσης ένα ακόμη λατρευτικό αντικείμενο προς τον Θεό Πάνα ήταν ένα πήλινο τεμάχιο σε σχήμα ορθογωνίου με ανάγλυφη γυναικεία μορφή, πιθανόν της νύμφης Μελισσάνθης εξού και η ονομασία του λιμνοσπηλαίου.σήμερα τα ευρήματα αυτά εκτίθονται στο αρχαιολογικό μουσείο Αργοστολίου και μαρτυρούν ιστορικά γεγονότα του λιμνοσπηλαίου. (Δύο εκδοχές μύθου επικρατούν, για το τι συνέβη στο εσωτερικό του σπηλαίου, πρώτη εκδοχή η οποία αναφέρεται στην αυτοκτονία της Νύμφης Μελισσάνθης στη λίμνη του σπηλαίου λόγω της απόρριψης της από τον Θεό Πάνα γι αυτό και η ονομασία, η δεύτερη εκδοχή αφορά την αυτοκτονία της βοσκοπούλας Μελισσάνθης προσπαθώντας να βρει το πρόβατο που έχασε σκόνταψε και έπεσε στη λίμνη αυτή.) Όσο προχωράμε δεξιά, παρατηρούμε ότι ο υπόλοιπος θάλαμος του σπηλαίου χαρακτηρίζεται από το κάλλυμα οροφής με ύψος 18mκαι στο εσωτερικό αυτού μπορεί κανείς να παρατηρήσεις τους πολάριθμους σταλακτίτες, ηλικίας ετών με τα ιδιαίτερα σχήματα τους να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο τμήμα του σπηλαίου αυτού. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η κλίση που παρατηρείται στους σταλακτίτες αυτούς, πράγμα που μαρτυρεί την μετακίνηση των ασβεστολιθικών τεμαχιών της περιοχής. Όσον αφορά τα ύδατα της Μελισάνης, χαρακτηρίζονται υφάλμυρα και η σχέση ανάμειξης θαλασσινού με του γλυκού νερού της λίμνης αυτής είναι 1/5. Πράγματι που διασταυρώθηκε από τους MaurinV. και ZotlJ. το 1959 οι οποίοι χρησιμοποίησαν C 14 με σκοπό τον προσδιορισμό 68

69 ηλικίας των σταλακτίτων (το παράδειγμα με τη χρήση δύο δειγμάτων σταλακτιτών 3m και 26m, προσδιορίστηκαν αντίστοιχα οι εξής ηλικίες σχηματισμού αυτών / 300 έτη και / 500 έτη) και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι συγκρίνοντας την περιεκτικότητα σε χλωριόντα του θαλάσσιου νερού και αυτή του λιμνοσπήλαιου Μελισσάνης, το νερό του λιμνοσπηλαίου είναι πέντε φορές αραιότερο από το θαλάσσιο, έτσι λοιπόν προκύπτει ότι η σχέση ανάμιξης θάλασσιων και όμβριων υδάτων κυμένεται περίπου 1/5. Γενικότερα το λιμνοσπήλαιο Μελισσάνη επικοινωνεί με όλο το υπόγειο δίκτυο της νήσος Κεφαλληνίας, καθώς το θαλασσινό νερό με αφετηρία τις καταβόθρες Αργοστολίου εισχωρεί στο έδαφος και στην υπόγεια διαδρομή του ενώνεται με όμβρια ύδατα, φτάνει στην Μελισσάνη και καταλήγει στις εκβολές υδάτων της άλλης πλευράς του νησιού στον κόλπο της Σάμης, αφού όμως προηγουμένως έχει περάσει και από την λίμνη του Καραβόμυλου διοχετεύοντάς την με υφάλμυρο νερό. Κλείνοντας την περιγραφή και τα σχετικά στοιχεία της Μελισσάνης, πρέπει να τονιστεί ότι η ξενάγηση της πραγματοποιείται με βάρκες σε όλο το μήκος της λίμνης και αφήνει κάθε επισκέπτη εντυπωσιασμένο, αφού το άνοιγμα της οροφής της προσφέρει ζωντάνια στο εσωτερικό αυτού χάρη στις ηλιακτίδες που διαπερνούν και οι οποίες δημιουργούν μία πανδαισία χρωμάτων ιδίως το μεσημέρι. Οι ακτίνες του ηλίου φτάνουν σε βάθος 36mμέσα στο νερό. Η εξασφάλιση ηλιακής ενέργειας εξυπηρέτησεόχι μόνο στην ανάδειξη εντυπωσιακών χρωμάτων του σπηλαίου αλλά και στην πυκνή βλάστηση πάνω στην βραχονισίδα και στους ζωντανούς οργανισμούς της λίμνης αυτής. Παλιότερα τεχνητά μπαλκόνια επέτρεπαν σε κάθε επισκέπτη να δει αυτήν τη εντυπωσιακή θέα της λίμνης από ψηλά, σήμερα όμως για λόγους ασφαλείας εμπόδισαν την κίνηση αυτή με την τοποθέτηση ενός συρματένιου φράκτη. 69

70 Λιμνοσπήλαιο Μελισάνη (Κυανούν Σπήλαιο), στην τοποθεσία Καραβόμυλος 70

71 Υπόγεια σύραγγα για την εύκολη πρόσβαση των επισκεπτών 71

72 Νησίδα στο εσωτερικό του σπηλαίο, στο ξεδί τμήμα αυτού, μετά από την πτώση της οροφής του. 72

73 Τα εσωτερικά καρστικά τοιχώματα του σπηλαίου Μελισάνης, Καραβόμυλος 73

74 Περιγραφή εσωτερικού, νησίδα, στο βάθος εσωτερική οροφή, πλούσιο σε σταλακτίτες Πλούσιο σε σταλακτίτες το εσωτερικό του σπηλαίου 74

75 Πίσω από τη βραχονησίδα είναι το εσωτερικό ύψωμα 18μ. και οι σταλακτίτες, όσο προχωράμε τόσο πιο σκοτεινά και η θερμοκρασία πέφτει, ψύχος. Το άνοιγμα της οροφής μετά από πτώση τμήματος αυτής. 75

76 Σπήλαιο Ξεροβούσκι Χαλιωτάτων : Σπήλαιο το οποίο εντοπίζεται νότια της κοινότητας Χαλιωτάτων καθώς και στην ευρύτερη περιοχή της Σάμης.Το σχήμα του χαρακτηρίζεται επίμηκες, έχει μήκος 45m, βάθος 18m και βρίσκεται σε απόλυτο υψόμετρο 20m. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι στο σπήλαιο αυτό παρατηρείται μικρή υδατοσυλλογή και μικροί σωροί, πράγμα που οφείλεται στην εγκατακρήμνιση της οροφής του. Σπήλαιο Σάκκου : Εντοπίζεται στην τοποθεσία Σάκκου, εξού και το όνομά του, περιοχή της ευρύτερης περιοχής Παλιόκαστρου του νοτιοανατολικότερου χωριού Κεφαλληνίας τη Σκάλα. Το σπήλαιο αυτό βρίσκεται σε απόσταση 250m σχεδόν από την ακτή και χαρακτηρίζεται μη ενεργό αλλά ταυτόχρονα πλούσιο σε σταλαγμίτες και σταλακτίτες, το βάθος του αγγίζει τα 4,5m, με μήκος 20m. Επίσης διαθέτει μικρό άνοιγμα μέσω του οποίου συγκοινωνεί με γειτονικό σπήλαιο μήκους 12m. Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι πιθανή ήταν η κατοίκηση του σπηλαίου αυτού από την προϊστορική εποχή, καθώς στη γύρω περιοχή εντοπίστηκαν εργαλεία της λίθινης εποχής. Σπήλαιο Φυτίδι: Εξίσου ένα ακόμη σπήλαιο κοντά στην κοινότητα της Σάμης και το οποίο βρίσκεται σε απόσταση 1km και χαρακτηρίζεται σπήλαιο της παλαιολιθικής εποχής. Σπήλαιο Χοιριδόνι: Πρόκειται για ένα βαραθρώδες σπήλαιο και το οποίο εντοπίζεται στην κοινότητα Πουλάτων με μήκος 100m και μέγιστο βάθος 40m. Περιγράφοντας το σπήλαιο αυτό έχει υποστεί διάνοιξη σε ιππουριτοφόρους ασβεστολίθους, τα στρώματα των οποίων υφίστανται διάρρηξη και έχουν προσανατολισμό ΒΑ ΝΔ. Ολοκληρώνοντας την περιγραφή του σπηλαίου κλείνουμε με την αναφορά για το κατηφορικό δάπεδο αυτού που καταλήγει σε βύθισμα και γαλαρία με νερό. 76

77 Χοιροσπηλιές: Τέλος ολοκληρώνοντας λοιπόν την περιγραφή των πιο σημαντικών σπήλαιων της νήσος Κεφαλληνίας, είναι σημαντικό να αναφερθούν τα τρία μικρά σπήλαια, τα οποία και είναι υπολείμματα μεγαλύτερων σπηλαίων και εντοπίζονται στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου Πάλης και συγκεκριμένα βόρεια από την Μονή Κηπούρια, στην κοινότητα Καμιναράτα και νότια του σπηλαίου Ήρθρου. Βρίσκονται σε απόσταση 300m από την ακτή με ύψος οροφής σχεδόν 5m και μήκος 4,3m και 6mαντίστοιχα. 77

78 ΚΑΤΑΒΟΘΡΕΣ : Συνεχίζοντας λοιπόν την περιγραφή των υπόγειων καρστικών μορφών της νήσος Κεφαλληνίας, το ενδιαφέρον εστιάζεται στο γεωλογικό μυστήριο του νησιού τις καταβόθρες. Οι καταβόθρες της νήσος Κεφαλληνίας, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες καρστικών συστημάτων, τις καταβόθρες Βαλσαμάτων στο χωριό Βαλσαμάτα και τις καταβόθρες του Αργοστολίουαντίστοιχα. Καταβόθρες Βαλσαμάτων: Όσον αφορά τις καταβόθρες Βαλσαμάτων πρόκειται για καταβόθρες οι οποίες εντοπίζονται στο εσωτερικό της αντίστοιχης πόλγης Βαλσαμάτων στη βορειοανατολική ρηξιγενή της ζώνη. Ρόλος των καταβοθρών αυτών είναι η αποστράγγιση νερού το οποίο έχει εισχωρήσει στο εσωτετικό της πόλγης αυτής εντός ημερών. Επίσης η αποστράγγιση αυτή εξυπηρετεί ταυτόχρονα την τροφοδότηση των πηγών του Κουτάβου καθώς και τον υδροφόρο ορίζοντα της πεδιάδας της Κρανιάς. Καταβόθρες Αργοστολίου: Πρόκειται για τις καταβόθρες της κατηγορίας καταρροφητικών καταβόθρων, οι οποίες βρίσκονται στο ακρωτήριο «Άγιοι Θεόδωροι», στην ευρύτερη περιοχή Λάσης Αργοστόλι και κοντά στην είσοδο του λιμανιού της πόλης. Οι καταβόθρες Αργοστολίου πέρα από το χαρακτηρισμό τους για το ότι αποτελούν σημαντικό γεωλογικό μυστήριο του νησιού, χαρακτηρίζονται και ένα από τα πιο θεαματικά υδρογεωλογικά φαινόμενα σε ολόκληρο τον κόσμο. Όσον αφορά το φαινόμενο αυτό, πρόκειται για μια ιδιαίτερη υπόγεια γεωμορφή, καθώς η εισροή θαλασσινού νερού στα υπόγεια καρστικά στρώματα της περιοχής Αργοστολίου είναι συχνή. Αξίζει να σημειωθεί ότι, η εισροή του θαλασσινού νερού χαρακτηρίζεται ισχυρή καθώς η ταχύτητα του αγγίζει τα 0,3m/sec. με τέτοια ικανότητα ώστε να κινήσει και τους θαλασσόμυλους της γύρω περιοχής του νησιού. Μάλιστα το 1835 έγινε η πρώτη παρατήρηση του ιδιαίτερου αυτού υδρογεωλογικού φαινομένου από τους κατοίκους της περιοχής Αργοστολίου, όπου δηλαδή το θαλασσινό νερό αντί να παλινδρομούσε κατά τη διάρκεια επαφής του με την ακτογραμμή, αυτό εισχωρούσε όλο και πιο πολύ στο εσωτερικό καταβοθρών της χερσονήσου Λάσης και έπειτα χανόταν διά μέσω των χασμάτων των ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Δεύτερη παρατήρηση έγινε κατά την εκμετάλλευση του θαλασσινού νερού πριν πολέμου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ισχύος σε εργοστάσιο κατασκευής πάγου, που είχε ως αποτέλεσμα τη διαφορά στάθμης θαλασσινού νερού κατά 1,3m από το νερό των καταβοθρών. Αυτό ήταν και η αιτία να 78

79 οδηγήσει πολλούς μελετητές του κόσμου στην αναζήτηση για τους λόγους του υδρογεωλογικού αυτού φαινομένου. Όσον αφορά την υποδοχή νερού στις καταβόθρες, περιγράφεται μέσω των φυσικών αυλάκων και σηραγγών με μήκος το οποίο κυμαίνεται στα 35 μέτρα περίπου, αξίζει να σημειωθεί βέβαια ότι αργότερα κατασκευάστηκαν μεγαλύτερες αύλακες στις θέσεις των αρχικών με αποτέλεσμα να αποκλειστεί η εισροή υδάτων μέσω ορισμένων χασμάτων και να διευρυνθούν άλλα έτσι ώστε να ακολουθήσει κατασκευή οχετού, ικανός ώστε να γίνεται μεγάλη υποδοχή υδάτινου ρεύματος με στόχο την κίνηση θαλασσόμυλων οι οποίοι είχαν κατασκευαστεί στην ανατολική ακτή. Δυστυχώς όμως το 1953 καταστράφηκαν από ισχυρό σεισμό έπληξε ολόκληρο το νησί. Μέτα από έξι χρόνια ακολούθησε έρευνα, η οποία πραγματοποιήθηκε από τους Maurin,V. και Zotl, J.,με στόχο την μελέτη αυτού του ιδιαίτερου υδρογεωλογικού φαινομένου. Έτσι λοιπόν μετά από συλλογή και ανάλυση 100 περίπου δειγμάτων θαλασσινού νερού από τις διάφορες πηγές του νησιού κατά την διάρκεια της μελέτης τους αλλά και μέσα από την έρευνα τους πάνω στα σημεία των καταβοθρών του Αργοστολίου, κατέληξαν στο συμπέρασμα, ό,τι πιθανόν να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των παράκτιων καρστικών πηγών Σάμης και των καταβόθρων Αργοστολίου. Πιο συγκεκριμένα οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι αφού τα ύδατα των καρστικών πηγών Σάμης χαρακτηρίζονται υφάλμυρα, δηλαδή προέλευση από γλυκά και αλμυρά ύδατα τα οποία αναμίχθηκαν. Το γλυκό νερό οφείλεται στα όμβρια ύδατα, τα οποία διαπερνούν μέσα από τα καρστικά ανοίγματα των ασβεστολιθικών πετρωμάτων του όρους Αίνου και έπειτα καταλήγουν στις παράκτιες πηγές της Σάμης. Από την άλλη πλευρά έχουμε το αλμυρό νερό το οποίο προέρχεται από την θάλασσα και με ανατολική κατεύθυνση διασχύει υπόγεια τους υδροφόρους ορίζοντες της νήσου Κεφαλληνίας μέσω των καταβοθρών μέτα από την εισροή του σε αυτές. Η υπόθεση της διαφοράς στάθμης λόγω διαφορετικής πυκνότητας του νερού 79

80 Έτσι λοιπόν το 1963, για να επιβεβαιώσουν τις παραπάνω σκέψεις τους, αυτοί οι δύο ερευνητές σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν τον χημικό ανιχνευτή, ουρανίνηποσότητας 160kgr, βέβαια πριν μπει σε εφαρμογή το πείραμα αυτό ακολούθησαν κάποιες δράσεις. Αρχικά έγινε καθαρισμός του καναλιού αυτού, μέσω του οποίου εισέρρεε θαλασσινό νερό, ποσότητας 100lt/sec. και έπειτα χανόταν υπόγεια των καταβοθρών. Σημειώνεται επίσης ότι η διαφορά στάθμης θάλασσας και υδάτων που εισέρεαν εντός των καταβοθρών ήταν 0,56mη οποία υπολογίστηκε κατά την έναρξη του πειράματος και ως θέση για την ρίψη ουρανίνης ορίστηκε το νότιο σκέλος του συστήματος των καταβοθρών καθώς οι καταβόθρες αυτές είχαν την μεγαλύτερη απορροφητική ικανότητα. Για την ανίχνευση της χημικής ουσίας αυτής, ουρανίνης, χρησιμοποιήθηκαν σωλήνες τύπου Nesler, μετά από 14 ημέρες του πειράματος αυτού σε μία πηγή βόρεια της πηγής «Φρύδι» του κόλπου Σάμης, άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα ίχνη ουρανίνης έτσι σιγά σιγά μετά από μερικές μέρες άρχισε να εμφανίζεται και σε άλλες καρστικές πηγές. Υπολογίζεται ότι η απόσταση σε ευθεία γραμμή, μεταξύ καταβόθρων Αργοστολίου και καρστικών πηγών Σάμης είναι 15Km. Αναφέρεται επίσης ότι κατά την τελευταία παγετώδη περίοδο σύμφωνα με τους Maurinκαι Zotlπαρατηρήθηκε αρκετή μείωση της επιφανειακής στάθμης της θάλασσας από αυτήν της σημερινής και για το λόγο αυτό ο κόλπος Αργοστολίου Λειβαδίου χαρακτηριζόταν και αποτελούσε την κλειστή λεκάνη της περιοχής αυτής πάνω από την θάλασσα. Η διαφορά αυτή στην υπερβολική μείωση στάθμης, οφείλονταν στην αποστράγγιση υδάτων μέσω των καταβοθρών, τα οποία και στη συνέχεια κατέληγαν στη θάλασσα του κόλπου της Σάμης. Βέβαια οι υποθέσεις σχετικά με την εξήγηση του ιδιαίτερου αυτού υδρογεωλογικού φαινομένου, που αφορά την εισροή και κίνηση του θαλασσινού νερού κατά μήκος της νήσος Κεφαλληνίας, δεν σταμάτησαν να γίνονται και οι οποίες διάρκησαν παραπάνω από έναν αιώνα χωρίς τη χρήση κάποιων πειραματικών μεθόδων. Το υδρογεωλογικό αυτό φαινόμενο συναντάται και σε άλλες περιοχές του πλάνητη μας το οποίο επίσης έχει τραβήξει το ενδιαφέρον αρκετών ερευνητών για την εξήγηση τους η οποία πραγματοποιήθηκε μέσω διαφόρων μηχανισμών. Ένας τέτοιος μηχανισμός γνωστός παγκοσμίως είναι η θεωρία των ωκεάνιων παλιρροιών, οι υποθέσεις σχετικά με το φαινόμενο αυτό ερμηνεύουν την περιοδική άνοδο της στάθμης νερού σε ορισμένες παράκτιες πηγές σε σχέση με το επίπεδο στάθμης των γειτονικών υπόγειων υδάτων. Η άνοδος λοιπόν της στάθμης νερού ονομάζεται πλημμυρίδα και όταν χαρακτηριστεί αρκετά υψηλή έχει ως αποτέλεσμα την εισροή των αλμυρών υδάτων μέσα στις πηγές προς το εσωτερικό της νήσου. Αντίθετα όταν η πλημμυρίδα χαρακτηριστεί χαμηλή, τότε τα θαλασσινά ύδατα εκβάλλονται ενώ ταυτόχρονα η ροή των πηγών είναι κανονική με κατεύθυνση προς τη θάλασσα. Φυσικά στην συγκεκριμένη περιοχή μελέτης καταβόθρες Αργοστολίου της νήσος Κεφαλληνίας δεν υφίσταται το συγκεκριμένο φαινόμενο παλιρροιών αν και η παρουσία ισχυρών ανέμων μπορεί να προκαλέσει παρόμοια κατάσταση από την θάλασσα προς την νήσο με αποτέλεσμα την παρόμοια έντονη επίδραση με αυτήν της πλημμυρίδας. Έτσι το θαλασσινό νερό 80

81 κατακλίζει την ακτή και επεκτείνεται στην περιοχή μελέτης μέχρι να διεισδύσει στα υπόγεια στρώματα του νησιού. Άλλο ένα παράδειγμα αποτελεί η πηγή Bayouτης περιοχής Φλόριντας, όπου το υφάλμυρο νερό του ποταμού Ancloteρέει υπόγεια στην λίμνη Tarponκαθώς το επίπεδο στ θμης της λίμνης είναι χαμηλότερο από το επίπεδο στάθμης του ποταμού. Στην περίπτωση όμως του καρστικού φαινομένου Καταβοθρών Αργοστολίου δεν ισχύει τίποτα από τα παραπάνω ούτε κάποιο είδους μηχανισμού ούτε η περίπτωση ισχυρού ανέμου. Η διαφορά σε αυτό το καρστικό φαινόμενο είναι ότι, το θαλάσσιο νερό της περιοχής αυτής του κόλπου Αργοστολίου στην μεταξύ περιοχή Αγίων Θεοδώρων και Λάσης ρέει πάντα υπογείως προς το εσωτερικό της νήσου και χάνεται μέσω της αποστράγγισης των καταβοθρών. Αντίθετα σε άλλες περιοχές που υφίστανται οι άλλες περιπτώσεις η ροή των θαλασσινών υδάτων προς το εσωτερικό της περιοχής είναι προσωρινή. Άρα η αιτία του υδρογεωλογικού αυτού καρστικού φαινομένου δεν πρέπει να αναζητηθεί στις περιοδικές πλημμυρίδες, ουτε στους προσωρινούς ισχυρούς ανέμους, λόγω της μη σταθερότητας τους στην δύναμη και διεύθυνση τους. Συνεπώς και πρέπει να υπάρχει κάποια άλλη εξήγηση αυτού του φαινομένου που προκαλεί μόνιμη ροή του θαλασσινού νερού υπόγεια του νησιού. Νέα μελέτη έρχεται στο φως το 1989, η οποία διεξήχθη από το Γάλλο ερευνητή ClaudeDrogueγια την διευκρίνιση της αιτίας του φαινομένου. Όντως μέσω των διαφόρων υποθέσεων του ερευνητή DrogueC. διαπιστώθηκε ότι ένα αίτιο οφείλεται στην ταυτόχρονη επίδραση διαφοράς στάθμης της θάλασσας ανάμεσα στην δυτική και ανατολική πλευρά του νησιού. Συγκεκριμένα το επίπεδο στάθμης της θάλασσας στην δυτική πλευρά του νησιού είναι υψηλότερο από αυτό της ανατολικής των πηγών της Σάμης. Πράγμα που αληθεύει μετά από τη χρήση ηλεκτρονικού ταχύμετρου το 1989, με το οποίο ο Drogueεξακρίβωσε την υπόθεση του με μία σειρά από έλεγχους μετρήσεων των δύο πλευρών του νησιού, όπου το νερό ρέει κατά μήκος αυτού με διεύθυνση από δυτικά (Καταβόθρες Αργοστολίου) προς ανατολικά (πηγές Σάμης). Σημειώνεται λοιπόν ότι αυτή η υψομετρική διαφορά στάθμης δεν έχει σταθερή τιμή, αντίθετα η τιμή μπορεί να ποικίλλει μεταξύ 0 και 0,3, έτσι συνεπώς δεν ισχύει απόλυτα αυτή η διαφορά καθώς διακόπτεται για μερικές ώρες της ημέρας. Έτσι η υδραυλική αυτή διαβάθμιση δεν είναι η μόνη αιτία του φαινομένου ροής, καθώς η ροή είναι τέτοια ακόμη και όταν διακόπτεται η υψομετρική διαφορά στάθμης των υδάτων. Επιπλέον αιτίες που διασταυρώθηκαν, είναι η διαφορά πυκνότητας του αλμυρού και υφάλμυρου νερού καθώς και η ποικιλία των υπόγειων καρστικών αγωγών στο γεωλογικό υπόβαθρο της νήσος Κεφαλληνίας. Τέλος τα στατιατικά στοιχεία που απέδειξαν την υψομετρική διαφορά στάθμης κατά την διεξαγωγή έρευνας, όσον αφορά την μελέτη της στάθμης του νερού στην καρστική 81

82 κοιλότητα, ήταν τα εξής: Στη δυτική πλευρά και συγκεκριμένα στις θέσεις εισροής καταγράφηκαν 1,70m +/ 0,02m, ενώ στην ανατολική πλευρά σε θέση παραλίας κοντά στις πηγές το επίπεδο της στάθμης καταγράφηκε στα 0,73m +/ 0,02m. «Σύμφωνα με τους συγγραφείς Maurin, V., και Zotl, J., 1967, Brown, C., etal 1835, Glanz, Th., 1965, η στάθμη του νερού στις καταβόθρες ποικίλλει από 0,7 έως 1,3m κάτω από τη στάθμη της θάλασσας, διακύμανση που οφείλεται κυρίως στα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα.» Χάρη λοιπόν των περιβαλλοντικών συνθηκών που επικρατούν, η δημιουργία των καρστικών φαινομένων γίνεται όλο και πιο συχνή, αφού λόγω της θαλάσσιας οπισθοχώρησης στην παράκτια ζώνη τα ανθρακικά πετρώματα σε σύκρουση με το θαλασσινό νερό το οποίο εξωρμεί πάνω στην ακτή, έχουν ως αποτέλεσμα την διάλυση των ανθρακικών πετρωμάτων, ασβεστολίθων, κατά την αντίδραση ανθρακικού οξέος και ανθρακικού ασβεστίου που εμπεριέχεται στο εσωτερικό των πετρωμάτων αυτών. Έτσι η παραμόρφωση των πετρωμάτων, έχει ως συνέπεια στη δημιουργία των καρστικών αυτών ιδιαίτερων μορφών. Τα καρστικά αυτά πετρώματα αναπτύσσονται όλο και πιο πολύ σε μεγαλύτερα βάθη υπόγεια των πηγών. Σημειώνεται ότι 7 εκατομμύρια χρόνια πριν, την εποχή του Μεσσηνίου η στάθμη της θάλασσας είχε φτάσει εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω από το σημερινό επίπεδο στάθμης της θάλασσας. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε και την μόνιμη πτώση της στάθμης, αντίθετα μετά ακολούθησε ξανά άνοδος της στάθμης και έπειτα απόσυρση αυτής στα 110m κατά την παγετώδη περίοδο η οποία επικράτησε πριν χρόνια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση υδροφόρου ορίζοντα σε μεγάλο βάθος των ασβεστολιθικών πετρωμάτων υπόγεια του νησιού πιο κάτω από το σημερινό θαλάσσιο επίπεδο. Μέσω αυτού καταλήξανε και στο συμπέρασμα στην αιτία ύπαρξης αρκετών υποθαλάσσιων καρστικών πηγών στα 80m. Όπως αναφέρθηκα παραπάνω η υπόγεια ροή οφείλεται και στην ύπαρξη ποικιλίας διαπερατών καρστικών αγωγών οι οποίοι γεφυρώνουν τις δύο πλευρές του νησιού, δηλαδή την πλευρά των καταβοθρών Αργοστολίου με την πλευρά των καρστικών πηγών της Σάμης. Η δημιουργία υπόγειων καρστικών αγωγών οφείλεται στη θαλάσσια απόσυρση. Έτσι λοιπόν καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι για την δράση δημιουργίας του υδρογεωλογικού φαινομένου συμβάλλουν τρεις παράγοντες οι οποίοι είναι και οι εξής: 1.«η ενέργεια του θαλάσσιου ρεύματος του Αιγαίου Αδριατικής που είναι η αρχική αιτία εκκίνησης του φαινομένου» 2. «η πυκνότητα ροής» 3. «η ύπαρξη καρστικών χασμάτων, τα οποία πιθανόν δημιουργήθηκαν μετά την Τριτογενή περίοδο και τα οποία κείτονται σε παρόμοια διεύθυνση με αυτή της υπόγειας ροής.» Παρόλο αυτά, αξίζει να σημειωθεί ότι κανένας από τους παραπάνω τρεις αυτούς παράγοντες δεν μπορεί να διασταυρώσει και να εξηγήσει τα δεδομένα των παραπάνω 82

83 πειραμάτων και τις παρατηρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο νησί όλα αυτά τα χρόνια. Βέβαια δεν σημαίνει αυτό ότι δεν υπάρχουν και δεδομένα, τα δεδομένα που έχουν παρατηρηθεί και αφορούν το φαινόμενο αυτό συνοψίζονται παρακάτω : 1. «Συνεχής είσοδος θαλασσινού νερού από τις καταβόθρες και έξοδος υφάλμυρου από την περιοχή της Σάμης.» 2. «Σημαντική ταχύτητα ροής του θαλασσινού ύδατος προς τις καταβόθρες έως και 0,3m/sec..» 3. «Διακύμανση της ταχύτητας αναρρόφησης, ανάλογα με την ποσότητα των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι τα δύο πρώτα δεδομένα μπορούν να απαντηθούν από τους παραπάνω τρεις παράγοντες, ενώ η σχέση μεταξύ ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων και της ταχύτητας αναρρόφησης καταβοθρών δεν μπορεί να εξηγηθεί. Για τον λόγο αυτό ο συγγραφέας του βιβλίου προσπάθησε να εξηγήσει το φαινόμενο αυτό, στηρίζοντας τις προσπάθειες του στους νόμους της επιστήμης της Φυσικής, μέσω της οποίας και θα δώσει εξήγηση στα πρωτογενή δεδομένα. Μέσω της θεωρίας των υπόγειων καρστικών αγωγών απαντάται το ερώτημα και διευκρινίζεται ο ρόλος των καταβοθρών και η υπόγεια θέση αυτών κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Κατά την Μεσσήνιο περίοδο όπως και αναφέρθηκε παραπάνω υπήρξε πτώση της στάθμης της θάλασσας σε σχέση με το σημερινό επίπεδο αυτής, αυτό λοιπόν είχε ως αποτέλεσμα την κατάσταση ευνοϊκών συνθηκών για την εύκολη ανάπτυξη παράκτιου καρστικού δικτύου αγωγών μεγάλης διαπερατότητας στην περιοχή Αργοστολίου. Έπειτα όμως ακολούθησε ξανά άνοδος στάθμης της θάλασσας στην περιοχή αυτή με αποτέλεσμα το σκέπασμα του καρστικού αυτού δικτύου κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Έτσι το παράκτιο καρστικό δίκτυο αγωγών χαρακτηρίζεται πλέον υποθαλάσσιο. Κατά την περίοδο απόσυρσης θαλασσινού ύδατος, όταν ο κόλπος Αργοστολίου χαρακτηρίστηκε ως μία μεγάλη πόλγη, άρχισαν να ανπτύσσονται καρστικοί αγωγοί και ένας από αυτούς ονομάστηκε Α Α1 καθώς μέσω της σύνδεσης καταβοθρών Αργοστολίου και πηγών Σάμης αποτέλεσε τη γέφυρα μεταξύ των δύο αυτών πλευρών μελέτης του νησιού, αφού πριν την άνοδο της στάθμης νερού αποτελούσε μέσο τροφοδοσίας της ανατολικής πλευράς όμβριων υδάτων τα οποία προέρχονταν από την περιοχή του Αργοστολίου. «Σήμερα που ολόκληρος ο αγωγός, ή τμήματα του, βρίσκεται κάτω από την στάθμη της θάλασσας, η υδροστατική πίεση, έχει εξισωθεί, οπότε η ροή θα έπρεπε να έχει σταματήσει.» Παρόλο αυτά η ανατολική πλευρά του νησιού συνεχίζεται να τροφοδοτείται μέσω του ανατολικού καρστικού δικτύου και αγωγού Β Β1,λόγω της δείσδυσης των όμβριων υδάτων στην περιοχή του Αίνου. Στην παρακάτω εικόνα μπορεί κανείς να παρατηρήσει τους καρστικούς υπόγειους αγωγούς, τη σύνδεση αυτών και το ρόλο τους. 83

84 Όπως παρατηρείται στην εικόνα, το σχήμα απεικονίζει την σύνδεση των δύο πλευρών του νησιού, δυτικής και ανατολικής, μέσω των καρστικών αγωγών Α Α1 και Β Β1. Στο σημείο Α, είναι η θέση διείσδυσης θαλάσσιου ύδατος στην περιοχή καταβοθρών Αργοστολίου στην δυτική πλευρά, η ροή του νερού συνεχίζεται έως στο σημείο Α1, το οποίο και αποτελεί το σημείο σύνδεσης των μεταξύ αυτών δύο αγωγών. Όμως λόγω της υποπίεσης που δέχεται το σημείο Α1 από την ροή των όμβριων υδάτων μέσω του αγωγού Β Β1, η ροή από Α Α1 διακόπτεται με την έξοδο των υδάτων στο σημείο Β1. Άρα η θεωρία Bernoulli, εξηγεί ότι η ταχύτητα εισροής η οποία φτάνει έως και 3m/secείναι μεγαλύτερη κατά τα χρονικά διαστήματα έντονων ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, αφού η εντονότερη ροή στον αγωγό Β Β1, δημιουργεί και μεγαλύτερη υποπίεση στο Α1. 84

85 Κανάλι Καταβοθρών Αργοστολίου, στο ακρωτήρι της Χερσονήσου μεταξύ Λάσης Αγίων Θεοδώρων. Είσοδος του καναλιού στις Καταβόθρες Αργοστολίου όπως είναι σήμερα 85

86 ΥΠΟΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΚΑΡΣΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ : Στην νήσο Κεφαλληνία, η ύπαρξη υποθαλάσσιων καρστικών πηγών, εξυπηρετεί στην επιτάγχυνση τμήματος της αποχέτευσης καρστικών υδάτων της νήσου. Ύδατα των κατακρημνισμάτων εκρέουν υποθαλάσσια λόγω υψομετρικής διαφοράς μέσω των υπόγειων καρστικών αγωγών ή σχισμάτων των ασβεστολιθικών πετρωμάτων όπου βρίσκονται στο εσωτερικό του εδάφους, μετά τη διείσδυσή τους σε μεγάλα βάθη. Όσον αφορά την ποιότητα του νερού, διακρίνεται σε τρεις ζώνες διαφορετικής ποιότητας : 1. «Γλυκά επιπλέοντα ύδατα» 2. «Υφάλμυρα ενδιάμεσα ύδατα» 3. «Θαλάσσια ή αλμυρά ύδατα» Αυτό οφείλεται στην διαφορά πυκνότητας γλυκού και θαλασσινού νερού, που έχει ως αποτέλεσμα τις συγκεντρώσεις γλυκού νερού επί των θαλασσινών υδάτων. Έτσι οι φακοί γλυκού νερού συνεχίζουν να επιπλέουν επί των αλμυρών υδάτων, καθώς η ταχύτητα του γλυκού νερού είναι μεγαλύτερη από την διάχυση των αλάτων στα γλυκά νερά. Οι βασικότερες υποθαλάσσιες καρστικές πηγές της νήσος Κεφαλλήνιας είναι οι εξής : Πηγή Πόρου Πηγή Σάμης Πηγή Αγίας Ευφημίας : Πρόκειται για καρστικές πηγές Κρητιδικών ασβεστολίθων της ζώνης Παξών και εκρέουν υποθαλάσσια και παράκτια εντός του λιμανιού του χωριού της Αγίας Ευφημίας. Πηγή Κούταβου Λειβαδίου : Η καρστική πηγή αυτή είναι παράκτια και ταυτόχρονα μπορεί να χαρακτηριστεί και υφάλμυρη, το καρστ δεν είναι τελείως φραγμένο στη θάλασσα, ο φραγμός εντοπίζεται λίγο πιο χαμηλά από τη στάθμη της θάλασσας περιγράφεται από λεπτομερείς μάργες του Νεογενούς. Στο σημείο ανάβλυσης έχει πραγματοποιηθεί αβαθής γεώτρηση και έχει εγκατασταθεί αντλητικό συγκρότημα. Κοντά στη γέφυρα Αργοστολίου και συγκεκριμένα στην περιοχή Δρεπάνου και εντός του λιμανιού Αργοστολίου εκβάλλουν υποθαλάσσια μικρές ποςότητες όμβριων υδάτων. Πηγή Καραβόμυλος : Πρόκειται για μία υποθαλάσσια, υφάλμυρη καρστική πηγή μεγάλης παροχής υδάτων, εντοπίζεται στην περιοχή του Καραβόμυλου και συγκεκριμένα σε απόσταση 2,5kmβορειοδυτικά της κωμόπολης Σάμης. «Αναβλύζει από πλακώδεις κερματισμένους και αποκαρστωμένους Κρητιδικούς ασβεστολίθους της ζώνης Παξών.». Η θάλασσα αποτελεί το επίπεδο βάσης του δημιουργούμενου υδροφόρου ορίζοντα και αυτό λόγω της ύπαρξης ανοιχτού προς αυτή παράκτιου καρστ, η θάλασσα διεισδύει στα 86

87 χάσματα των πετρωμάτων με αποτέλεσμα την πλεύση γλυκών υδάτων επί του θαλασσινού. Στο σημείο αυτό, σημειώνεται ότι, τμήματα των υδάτων από το λιμνοσπήλαιο της Μελισσάνης μέσω των καρστικών αγωγών κινούνται με διεύθυνση προς το νερόμυλο του Καραβόμυλου, μέσω της εκβολής τους στην θάλασσα τροφοδοτώντας την, τα νερά της εκβολής είναι πολύ καλύτερα από αυτά της Μελισσάνης, καθώς προς την περιοχή αυτή όμβρια ύδατα κινούνται με αποτέλεσμα την αραίωση υδάτων της εκβολής του Καραβόμυλου. «Στις θέσεις αυτές η σχέση αραίωσης του θαλάσσιου νερού με το γλυκό είναι 1/7 περίπου». Στην ίδια περιοχή απαντάται και άλλη μία παράκτια καρστική πηγή η οποία αναβλύζει από τους Κρητιδικούς ασβεστόλιθους της ζώνης Παξών. 87

88 ΧΑΡΤΗΣ ΚΑΡΣΤΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ ΧΑΡΤΗΣ ΚΑΡΣΤΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ 88

89 ΧΑΡΤΗΣ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ ΧΑΡΤΗΣ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΔΥΤΙΚΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ 89

90 ΧΑΡΤΗΣ ΚΑΡΣΤΙΚΩΝ ΠΗΓΩΝ ΝΟΤΙΑ ΠΛΕΥΡΑΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ 90

14. ΚΑΡΣΤΙΚΗ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

14. ΚΑΡΣΤΙΚΗ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ 134 Κεφάλαιο 14 ο : Καρστική Γεωμορφολογία 14. ΚΑΡΣΤΙΚΗ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ 14.1. ΓΕΝΙΚΑ Σε προηγούμενο κεφάλαιο (Κεφ. 3 ο ) αναφέρθηκε η πολύ σημαντική διαλυτική δράση του νερού, όταν αυτό εμπλουτίζεται με

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Δρ Γεώργιος Μιγκίρος

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Δρ Γεώργιος Μιγκίρος ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΕΞΩΜΑΛΥΝΣΗ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ Δρ Γεώργιος Μιγκίρος Καθηγητής Γεωλογίας ΓΠΑ Ο πλανήτης Γη έτσι όπως φωτογραφήθηκε το 1972 από τους αστροναύτες του Απόλλωνα 17 στην πορεία τους για τη σελήνη. Η

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΜΑΖΩΝ (mass wasting)

ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΜΑΖΩΝ (mass wasting) ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΜΑΖΩΝ (mass wasting) ονομάζεται η προς τα κατάντη κίνηση επιφανειακών υλικών (προϊόντα αποσάθρωσης & τεμάχη πετρωμάτων) εξαιτίας της δύναμης της βαρύτητας Κεφάλαιο 13 ο : Αστάθεια κλιτύων και

Διαβάστε περισσότερα

Εικ.IV.7: Μορφές Κυψελοειδούς αποσάθρωσης στη Νάξο, στην περιοχή της Στελίδας.

Εικ.IV.7: Μορφές Κυψελοειδούς αποσάθρωσης στη Νάξο, στην περιοχή της Στελίδας. ii. Μορφές Διάβρωσης 1. Μορφές Κυψελοειδούς Αποσάθρωσης-Tafoni Ο όρος Tafoni θεσπίστηκε ως γεωμορφολογικός από τον A. Penck (1894), εξαιτίας των γεωμορφών σε περιοχή της Κορσικής, που φέρει το όνομα αυτό.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΘΕΣΗ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ ΣΤΟ ΚΑΣΤΑΝΟΦΥΤΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΟΡΕΣΤΙΔΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

ΕΚΘΕΣΗ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ ΣΤΟ ΚΑΣΤΑΝΟΦΥΤΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΟΡΕΣΤΙΔΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΕΚΘΕΣΗ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΙΟΥ ΣΤΟ ΚΑΣΤΑΝΟΦΥΤΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΟΡΕΣΤΙΙΔΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2005 Μετά από πρόσκληση του Δημάρχου κ. Τοτονίδη Νίκο προς το Τοπικό Τμήμα Βόρειας Ελλάδας (ΤΟ.Τ.Β.Ε.) της Ελληνικής Σπηλαιολογικής

Διαβάστε περισσότερα

Σπήλαιο Κουτούκι Παιανίας. Γιώργος Πρίμπας

Σπήλαιο Κουτούκι Παιανίας. Γιώργος Πρίμπας Σπήλαιο Κουτούκι Παιανίας Γιώργος Πρίμπας Σπήλαιο Κουτούκι Παιανίας Το Σπήλαιο Κουτούκι Παιανίας, βρίσκεται στο τέλος μιας ανηφορικής διαδρομής τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων έξω από την πόλη της Παιανίας,

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Για τη διευκόλυνση των σπουδαστών στη μελέτη τους και την καλύτερη κατανόηση των κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο ΓΕΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Σημείωση: Το βιβλίο καλύπτει την ύλη

Διαβάστε περισσότερα

ΥΔΡΟΧΗΜΕΙΑ. Ενότητα 7: Χημική προσβολή των ασβεστόλιθων. Ζαγγανά Ελένη Σχόλη : Θετικών Επιστημών Τμήμα : Γεωλογίας

ΥΔΡΟΧΗΜΕΙΑ. Ενότητα 7: Χημική προσβολή των ασβεστόλιθων. Ζαγγανά Ελένη Σχόλη : Θετικών Επιστημών Τμήμα : Γεωλογίας ΥΔΡΟΧΗΜΕΙΑ Ενότητα 7: Χημική προσβολή των ασβεστόλιθων Ζαγγανά Ελένη Σχόλη : Θετικών Επιστημών Τμήμα : Γεωλογίας Σκοποί ενότητας Κατανόηση της Υδροχημικής διαδικασίας σαν αποτέλεσμα της χημικής προσβολής

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΜΜΑΤΩΝ ΜΕΡΟΣ Α. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΜΜΑΤΩΝ ΜΕΡΟΣ Α. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΜΜΑΤΩΝ ΜΕΡΟΣ Α ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ Παραγωγή Διάφορα χειμαρρικά φαινόμενα Κυρίως χώρο λεκάνης απορροής Κλίμα επιδρά στο γεωλογικό, συνάρτηση

Διαβάστε περισσότερα

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο /Ελληνικός χώρος Τα ελληνικά βουνά (και γενικότερα οι ορεινοί όγκοι της

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra)

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra) Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra) Δίνονται αεροφωτογραφίες για στερεοσκοπική παρατήρηση. Ο βορράς είναι προσανατολισμένος προς τα πάνω κατά την ανάγνωση των γραμμάτων και των αριθμών. Ερωτήσεις:

Διαβάστε περισσότερα

Ποτάµια ράση ΠΟΤΑΜΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ. Ποτάµια ιάβρωση. Ποτάµια Μεταφορά. Ποτάµια Απόθεση. Βασικό επίπεδο

Ποτάµια ράση ΠΟΤΑΜΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ. Ποτάµια ιάβρωση. Ποτάµια Μεταφορά. Ποτάµια Απόθεση. Βασικό επίπεδο ΠΟΤΑΜΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Η µορφολογία του επιφανειακού αναγλύφου που έχει δηµιουργηθεί από δράση του τρεχούµενου νερού ονοµάζεται ποτάµια µορφολογία. Οι διεργασίες δηµιουργίας της ονοµάζονται ποτάµιες διεργασίες

Διαβάστε περισσότερα

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες Ωκεανοί Το νερό καλύπτει τα δύο τρίτα της γης και το 97% όλου του κόσµου υ και είναι κατοικία εκατοµµυρίων γοητευτικών πλασµάτων. Οι ωκεανοί δηµιουργήθηκαν

Διαβάστε περισσότερα

1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΟΚΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ 2. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΝΕΡΟΥ 3. ΚΥΡΙΑ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ 4. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 5.

1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΟΚΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ 2. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΝΕΡΟΥ 3. ΚΥΡΙΑ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ 4. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 5. 1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΟΚΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ 2. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΝΕΡΟΥ 3. ΚΥΡΙΑ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ 4. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 5. ΒΙΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 1 Σχηματισμός μέσα σε λεκάνες απόθεσης κυρίως στη θάλασσα Θαλάσσια

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Ενότητα 5: Δευτερογενής Διασπορά, Κυριότερες γεωχημικές μεθόδοι Αναζήτησης Κοιτασμάτων, Σχεδιασμός και δειγματοληψία Χαραλαμπίδης Γεώργιος Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος και Μηχανικών

Διαβάστε περισσότερα

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση Δασική Εδαφολογία Εδαφογένεση Σχηματισμός της στερεάς φάσης του εδάφους Η στερεά φάση του εδάφους σχηματίζεται από τα προϊόντα της αποσύνθεσης των φυτικών και ζωικών υπολειμμάτων μαζί με τα προϊόντα της

Διαβάστε περισσότερα

Μια εργασία της μαθήτριας του Γ2 Μαραντίδου Μαρίας

Μια εργασία της μαθήτριας του Γ2 Μαραντίδου Μαρίας Σπήλαια Μια εργασία της μαθήτριας του Γ2 Μαραντίδου Μαρίας Σπηλαιόβιοι οργανισμοί Ο σκοτεινός και ήσυχος κόσμος των σπηλαίων φιλοξενεί οργανισμούς, που έζησαν, εξελίχθηκαν και προσαρμόστηκαν μέσα στην

Διαβάστε περισσότερα

1. Το φαινόµενο El Niño

1. Το φαινόµενο El Niño 1. Το φαινόµενο El Niño Με την λέξη Ελ Νίνιο, προσφωνούν οι Ισπανόφωνοι το Θείο Βρέφος. Η ίδια λέξη χρησιµοποιείται για να εκφράσει µια µεταβολή του καιρού στις ακτές του Περού, που εµφανίζεται εδώ και

Διαβάστε περισσότερα

Το νερό στο φυσικό περιβάλλον συνθέτει την υδρόσφαιρα. Αυτή θα μελετήσουμε στα επόμενα μαθήματα.

Το νερό στο φυσικό περιβάλλον συνθέτει την υδρόσφαιρα. Αυτή θα μελετήσουμε στα επόμενα μαθήματα. Το νερό στο φυσικό περιβάλλον συνθέτει την υδρόσφαιρα. Αυτή θα μελετήσουμε στα επόμενα μαθήματα. 1 Είναι η σταθερή και αδιάκοπη κίνηση του νερού από την ατμόσφαιρα στην επιφάνεια της Γης, στο υπέδαφος

Διαβάστε περισσότερα

Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου

Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου Κεφάλαιο 11 ο : Η ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου Στο κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούμε με τις δευτερογενείς μορφές του αναγλύφου που προκύπτουν από τη δράση της

Διαβάστε περισσότερα

Υδρολογία - Υδρογραφία. Υδρολογικός Κύκλος. Κατείσδυση. Επιφανειακή Απορροή. Εξατµισιδιαπνοή. κύκλος. Κατανοµή του νερού του πλανήτη

Υδρολογία - Υδρογραφία. Υδρολογικός Κύκλος. Κατείσδυση. Επιφανειακή Απορροή. Εξατµισιδιαπνοή. κύκλος. Κατανοµή του νερού του πλανήτη Υδρολογία - Υδρογραφία Στο κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούµε µε το τµήµα του υδρολογικού κύκλου που σχετίζεται µε την υπόγεια και επιφανειακή απορροή του γλυκού νερού της γης. Η επιστήµη που ασχολείται µε την

Διαβάστε περισσότερα

Εξάτμιση και Διαπνοή

Εξάτμιση και Διαπνοή Εξάτμιση και Διαπνοή Εξάτμιση, Διαπνοή Πραγματική και δυνητική εξατμισοδιαπνοή Μέθοδοι εκτίμησης της εξάτμισης από υδάτινες επιφάνειες Μέθοδοι εκτίμησης της δυνητικής και πραγματικής εξατμισοδιαπνοής (ΕΤ)

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντική Υδρογεωλογία. Υδροκρίτης-Πιεζομετρία

Περιβαλλοντική Υδρογεωλογία. Υδροκρίτης-Πιεζομετρία Περιβαλλοντική Υδρογεωλογία Υδροκρίτης-Πιεζομετρία Οριοθέτηση υδρολογικής λεκάνης Χάραξη υδροκρίτη Η λεκάνη απορροής, παρουσιάζει ορισμένα γνωρίσματα που ονομάζονται φυσιογραφικά χαρακτηριστικά και μπορούν

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ II ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ βασική απαίτηση η επαρκής γνώση των επιμέρους στοιχείων - πληροφοριών σχετικά με: Φύση τεχνικά χαρακτηριστικά

Διαβάστε περισσότερα

Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος

Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος Δρ. Γεώργιος Ζαΐμης Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος Κύριες διαδικασίες: 1) Αποσάθρωση 1) Μετακίνηση Έκπλυση

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟ. Dr. Βανδαράκης Δημήτριος (dbandarakis@hua.gr) Dr. Παυλόπουλος Κοσμάς Καθηγητής (kpavlop@hua.

ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟ. Dr. Βανδαράκης Δημήτριος (dbandarakis@hua.gr) Dr. Παυλόπουλος Κοσμάς Καθηγητής (kpavlop@hua. ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟ Dr. Βανδαράκης Δημήτριος (dbandarakis@hua.gr) Dr. Παυλόπουλος Κοσμάς Καθηγητής (kpavlop@hua.gr) ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία iv. Παράκτια Γεωμορφολογία Η παράκτια ζώνη περιλαμβάνει, τόσο το υποθαλάσσιο τμήμα της ακτής, μέχρι το βάθος όπου τα ιζήματα υπόκεινται σε περιορισμένη μεταφορά εξαιτίας της δράσης των κυμάτων, όσο και

Διαβάστε περισσότερα

Πολιτικοί Μηχανικοί ΕΜΠ Τεχνική Γεωλογία Διαγώνισμα 10/ ΘΕΜΑ 1 ο (4 βαθμοί)

Πολιτικοί Μηχανικοί ΕΜΠ Τεχνική Γεωλογία Διαγώνισμα 10/ ΘΕΜΑ 1 ο (4 βαθμοί) Πολιτικοί Μηχανικοί ΕΜΠ Τεχνική Γεωλογία Διαγώνισμα 10/2006 1 ΘΕΜΑ 1 ο (4 βαθμοί) 1. Σε μια σήραγγα μεγάλου βάθους πρόκειται να εκσκαφθούν σε διάφορα τμήματά της υγιής βασάλτης και ορυκτό αλάτι. α) Στο

Διαβάστε περισσότερα

ΧΗΜΙΚΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Σ' όλα τα επίπεδα και σ' όλα τα περιβάλλοντα, η χηµική αποσάθρωση εξαρτάται οπό την παρουσία νερού καθώς και των στερεών και αερίων

ΧΗΜΙΚΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Σ' όλα τα επίπεδα και σ' όλα τα περιβάλλοντα, η χηµική αποσάθρωση εξαρτάται οπό την παρουσία νερού καθώς και των στερεών και αερίων ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Η αποσάθρωση ορίζεται σαν η διάσπαση και η εξαλλοίωση των υλικών κοντά στην επιφάνεια της Γης, µε τοσχηµατισµό προιόντων που είναι σχεδόν σε ισορροπία µε τηνατµόσφαιρα, την υδρόσφαιρα και τη

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ (ΛΑΚΜΟΣ)

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ (ΛΑΚΜΟΣ) ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ (ΛΑΚΜΟΣ) Θεσσαλονίκη 2011 Η απόφαση για μια αναγνωριστική αποστολή πάνω από το χωριό Χαλίκι, στο όρος Λάκμος ή Περιστέρι, πάρθηκε κατά τη διάρκεια της αποστολής του συλλόγου

Διαβάστε περισσότερα

Η ΣΤΑΘΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ

Η ΣΤΑΘΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΠΗΛΑΙΟΛΟΠΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Σίνα 32, Αθήνα 106 72, τηλ.210-3617824, φαξ 210-3643476, e- mails: ellspe@otenet.gr & info@speleologicalsociety.gr website: www.speleologicalsociety.gr ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

Τύποι χωμάτινων φραγμάτων (α) Με διάφραγμα (β) Ομογενή (γ) Ετερογενή ή κατά ζώνες

Τύποι χωμάτινων φραγμάτων (α) Με διάφραγμα (β) Ομογενή (γ) Ετερογενή ή κατά ζώνες Χωμάτινα Φράγματα Κατασκευάζονται με γαιώδη υλικά που διατηρούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους Αντλούν την αντοχή τους από την τοποθέτηση, το συντελεστή εσωτερικής τριβής και τη συνάφειά τους. Παρά τη

Διαβάστε περισσότερα

Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά

Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά Ε ΑΦΟΣ Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Έδαφος Το έδαφος σχηµατίζεται από τα προϊόντα της αποσάθρωσης των πετρωµάτων του υποβάθρου (µητρικό πέτρωµα) ή των πετρωµάτων τω γειτονικών

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz)

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz) Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz) Δίνονται αεροφωτογραφίες για στερεοσκοπική παρατήρηση. Θεωρούμε ότι ο βορράς βρίσκεται προς τα πάνω κατά την ανάγνωση των γραμμάτων και των αριθμών. Ερωτήσεις:

Διαβάστε περισσότερα

. Υπολογίστε το συντελεστή διαπερατότητας κατά Darcy, την ταχύτητα ροής και την ταχύτητα διηθήσεως.

. Υπολογίστε το συντελεστή διαπερατότητας κατά Darcy, την ταχύτητα ροής και την ταχύτητα διηθήσεως. Μάθημα: Εδαφομηχανική Ι, 7 ο εξάμηνο. Διδάσκων: Ιωάννης Ορέστης Σ. Γεωργόπουλος, Επιστημονικός Συνεργάτης Τμήματος Πολιτικών Έργων Υποδομής, Δρ Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π. Θεματική περιοχή: Υδατική ροή

Διαβάστε περισσότερα

Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες

Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες Tεχνικο οικονομικοί παράγοντες για την αξιολόγηση της οικονομικότητας των γεωθερμικών χρήσεων και της «αξίας» του ενεργειακού προϊόντος: η θερμοκρασία, η παροχή

Διαβάστε περισσότερα

ΑΣΚΗΣΗ 5 η ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Ι ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΣΗΡΑΓΓΑΣ

ΑΣΚΗΣΗ 5 η ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Ι ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΣΗΡΑΓΓΑΣ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ MΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝ. ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΗΡΩΩΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ `9, 157 80 ΖΩΓΡΑΦΟΥ, ΑΘΗΝΑ NATIONAL TECHNICAL

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη Οι υδρίτες (εικ. 1) είναι χημικές ενώσεις που ανήκουν στους κλειθρίτες, δηλαδή

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΟΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ

ΦΥΣΙΚΟΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΦΥΣΙΚΟΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΚΕΡΑΤΕΑΣ ΣΧ.ΕΤΟΣ 2013-2014 ΤΑΞΗ Β ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ Ιαματικοί φυσικοί πόροι: είναι όλα εκείνα τα γήινα φυσικά υλικά, που στην αυθεντική τους

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ III. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ III. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ III Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών (4) Αλλαγές μεταβολές του γεωϋλικού με το χρόνο Αποσάθρωση: αλλοίωση (συνήθως χημική) ορυκτών

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αντικείµενο της παρούσας µεταπτυχιακής εργασίας είναι η διερεύνηση της επίδρασης των σηράγγων του Μετρό επί του υδρογεωλογικού καθεστώτος πριν και µετά την κατασκευή τους. Στα πλαίσια της, παρουσιάζονται

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται ΜΑΘΗΜΑ 1 Π. Γ Κ Ι Ν Η Σ 1. Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται 2. Να μπορείς να δώσεις την σχετική γεωγραφική θέση ενός τόπου χρησιμοποιώντας τους όρους

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΩΘΕΡΜΙΑΣ

ΤΕΧΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΩΘΕΡΜΙΑΣ ΤΕΧΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΩΘΕΡΜΙΑΣ Η αξιοποίηση της γεωθερμικής ενέργειας συναντά ορισμένα τεχνικά προβλήματα, Τα προβλήματα αυτά είναι: (α) ο σχηματισμός επικαθίσεων (ή καθαλατώσεις

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 1. Γεωμορφολογία Ποταμών Μόνιμη δίαιτα ποταμών Σχηματισμός διατομής ποταμού

Κεφάλαιο 1. Γεωμορφολογία Ποταμών Μόνιμη δίαιτα ποταμών Σχηματισμός διατομής ποταμού Κεφάλαιο 1 Γεωμορφολογία Ποταμών Σύνοψη Προαπαιτούμενη γνώση Το παρόν αποτελεί ένα εισαγωγικό κεφάλαιο προς κατανόηση της εξέλιξης των ποταμών, σε οριζοντιογραφία, κατά μήκος τομή και εγκάρσια τομή (διατομή),

Διαβάστε περισσότερα

ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ

ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ Το νερό των κατακρημνισμάτων ακολουθεί διάφορες διαδρομές στη πορεία του προς την επιφάνεια της γης. Αρχικά συναντά επιφάνειες που αναχαιτίζουν την πορεία του όπως είναι

Διαβάστε περισσότερα

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Οι οργανισμοί αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους σε πολλά επίπεδα στα πλαίσια ενός οικοσυστήματος Οι φυσικές

Διαβάστε περισσότερα

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ Το κλίμα της Ευρώπης Το κλίμα της Ευρώπης Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ και ΚΛΙΜΑ Καιρός: Οι ατμοσφαιρικές συνθήκες που επικρατούν σε μια περιοχή, σε

Διαβάστε περισσότερα

Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ):

Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ): Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ): Μιχάλης Βραχνάκης Αναπληρωτής Καθηγητής ΤΕΙ Θεσσαλίας ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 6 ΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Η ΓΗ ΚΑΙ Η ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΗΛΙΑΚΗ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΥΔΡΟΧΗΜΕΙΑ. Ενότητα 1:Εισαγωγικές έννοιες της Υδρογεωλογίας. Ζαγγανά Ελένη Σχολή : Θετικών Επιστημών Τμήμα : Γεωλογίας

ΥΔΡΟΧΗΜΕΙΑ. Ενότητα 1:Εισαγωγικές έννοιες της Υδρογεωλογίας. Ζαγγανά Ελένη Σχολή : Θετικών Επιστημών Τμήμα : Γεωλογίας ΥΔΡΟΧΗΜΕΙΑ Ενότητα 1:Εισαγωγικές έννοιες της Υδρογεωλογίας Ζαγγανά Ελένη Σχολή : Θετικών Επιστημών Τμήμα : Γεωλογίας Σκοποί ενότητας Συνοπτική παρουσίαση του Εργαστηρίου Υδρογεωλογίας του Τμήματος Γεωλογίας

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Η εφαρμογή των γεωλογικών πληροφοριών σε ολόκληρο το φάσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων και του φυσικού τους περιβάλλοντος Η περιβαλλοντική γεωλογία είναι εφαρμοσμένη

Διαβάστε περισσότερα

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ 1 ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ Μάθημα 1: Οι έννοιες και θέση 1. Τι ονομάζεται σχετική θέση ενός τόπου; Να δοθεί ένα παράδειγμα. Πότε ο προσδιορισμός της σχετικής θέσης

Διαβάστε περισσότερα

Οι λίμνες στις τέσσερις εποχές

Οι λίμνες στις τέσσερις εποχές Οι λίμνες στις τέσσερις εποχές Λίμνη Κερκίνη Το πρόβλημα της λίμνης Κερκίνης εντοπίζεται στο νερό, στη διαχείριση του νερού. Η μεγάλη διακύμανση της στάθμης του νερού επηρεάζει διάφορα σπάνια είδη που

Διαβάστε περισσότερα

Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ

Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ Αποσάθρωση Ονομάζουμε τις μεταβολές στο μέγεθος, σχήμα και την εσωτερική δομή και χημική σύσταση τις οποίες δέχεται η στερεά φάση του εδάφους με την επίδραση των παραγόντων

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΚΑΒΑΛΑΣ. Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει Γιάννης Ρίτσος

ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΚΑΒΑΛΑΣ. Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει Γιάννης Ρίτσος ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΚΑΒΑΛΑΣ Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει Γιάννης Ρίτσος Η λέξη ετυμολογείται από την αρχαιοελληνική μάρμαρος δηλαδή λαμπερός λίθος. Το μάρμαρο είναι πέτρωμα αποτελούμενο

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ)

γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ) γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ) Α Κεφ. αβιοτικό κάθε στοιχείο που δεν έχει ζωή 4 αιολική διάβρωση Η διάβρωση που οφείλεται στον άνεμο 5 ακρωτήριο ακτογραμμή

Διαβάστε περισσότερα

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ : ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΓΑΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΚΟΤΣΟΜΕΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΚΟΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ : ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΓΑΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΚΟΤΣΟΜΕΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΚΟΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011 ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ : ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΓΑΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΚΟΤΣΟΜΕΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΚΟΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ Ορισμός Κατολίσθηση καλείται η απόσταση,

Διαβάστε περισσότερα

Yarlung Tsangpo River, Tibet. Πηγή: Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017

Yarlung Tsangpo River, Tibet. Πηγή:  Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017 Yarlung Tsangpo River, Tibet Ιωάννης Μ. Τσόδουλος Δρ. Γεωλόγος Πηγή: http://photojournal.jpl.nasa.gov/catalog/pia03708 Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017 Ποτάμια γεωμορφολογία Τύποι υδρογραφικών

Διαβάστε περισσότερα

7. ΔΙΑΛΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΣΥΜΠΛΟΚΩΝ ΙΟΝΤΩΝ

7. ΔΙΑΛΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΣΥΜΠΛΟΚΩΝ ΙΟΝΤΩΝ 7. ΔΙΑΛΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΣΥΜΠΛΟΚΩΝ ΙΟΝΤΩΝ Σχηματισμός ιζήματος χρωμικού μολύβδου(ιι) ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Η σταθερά γινομένου διαλυτότητας Διαλυτότητα και επίδραση κοινού ιόντος Υπολογισμοί καθίζησης Επίδραση

Διαβάστε περισσότερα

Ασκήσεις Τεχνικής Γεωλογίας 7 η Άσκηση

Ασκήσεις Τεχνικής Γεωλογίας 7 η Άσκηση Ασκήσεις Τεχνικής Γεωλογίας 7 η Άσκηση Στεγανότητα θέσης φράγματος. Αξιολόγηση επιτόπου δοκιμών περατότητας Lugeon. Κατασκευή κουρτίνας τσιμεντενέσων. Β.Χρηστάρας Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας και Υδρογεωλογίας

Διαβάστε περισσότερα

Δασική Εδαφολογία. Ορυκτά και Πετρώματα

Δασική Εδαφολογία. Ορυκτά και Πετρώματα Δασική Εδαφολογία Ορυκτά και Πετρώματα Ορισμοί Πετρώματα: Στερεά σώματα που αποτελούνται από συσσωματώσεις ενός ή περισσοτέρων ορυκτών και σχηματίζουν το στερεό φλοιό της γης Ορυκτά Τα ομογενή φυσικά συστατικά

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2018 2019 ΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ- ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1 Περιεχόμενα ΕΝΟΤΗΤΑ Α : ΧΑΡΤΕΣ Α1.4 Ποιον χάρτη να διαλέξω;. 3 Α1.3 Η χρήση των χαρτών στην καθημερινή

Διαβάστε περισσότερα

4. Η δράση του νερού Η ΠΟΤΑΜΙΑ ΡΑΣΗ. Ποτάµια διάβρωση

4. Η δράση του νερού Η ΠΟΤΑΜΙΑ ΡΑΣΗ. Ποτάµια διάβρωση 4. Η δράση του νερού Οι ποταµοί είναι οι φυσικοί αγωγοί του ρέοντος νερού πάνω στην επιφάνεια της Γης. Το νερό είναι ο κυριότερος παράγοντας διαµόρφωσης του επιφανειακού ανάγλυφου και ο βασικός µεταφορέας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3: ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3: ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3: ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ ΔΙΔΑΣΚΩΝ : Ι. ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΑΓΡΙΝΙΟ, 2016 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3:

Διαβάστε περισσότερα

Εξωγενείς. παράγοντες ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ

Εξωγενείς. παράγοντες ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Κεφάλαιο 3 ο : Αποσάθρωση Εξωγενείς παράγοντες Ονοµάζονται εκείνοι οι παράγοντες που συντελούν στην καταστροφή του αναγλύφου Ο φυσικός τους χώρος είναι η επιφάνεια της γης. Έχουν σαν έδρα τους την ατµόσφαιρα

Διαβάστε περισσότερα

τον Τόμαρο και εκβάλλει στον Αμβρακικό και ο Άραχθος πηγάζει από τον Τόμαρο και εκβάλλει επίσης στον Αμβρακικό (Ήπειρος, Ζαγόρι).

τον Τόμαρο και εκβάλλει στον Αμβρακικό και ο Άραχθος πηγάζει από τον Τόμαρο και εκβάλλει επίσης στον Αμβρακικό (Ήπειρος, Ζαγόρι). Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα. Τα κυριότερα μορφολογικά χαρακτηριστικά του νομού Ιωαννίνων είναι οι ψηλές επιμήκεις οροσειρές και οι στενές κοιλάδες. Το συγκεκριμένο μορφολογικό ανάγλυφο οφείλεται αφενός

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΑ -ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΤΗΣΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ

ΙΖΗΜΑΤΑ -ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΤΗΣΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΙΖΗΜΑΤΑ - ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΙΖΗΜΑΤΩΝ ΚΥΚΛΟΣ ΝΕΡΟΥ Αρχικός µηχανισµός: ιάβρωση των Πετρωµάτων ανάντη των φραγµάτων. Ορισµός ιάβρωσης ιάβρωση = Η αποκόλληση και µετακίνηση σωµατιδίων πετρώµατος

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΞΑΜΗΝΟ: 7 ο ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Β. ΧΡΗΣΤΑΡΑΣ, Καθηγητής Β. ΜΑΡΙΝΟΣ, Επ. Καθηγητής 6η ΑΣΚΗΣΗ: ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ

Διαβάστε περισσότερα

Τράπεζα Χημεία Α Λυκείου

Τράπεζα Χημεία Α Λυκείου Τράπεζα Χημεία Α Λυκείου 1 ο Κεφάλαιο Όλα τα θέματα του 1 ου Κεφαλαίου από τη Τράπεζα Θεμάτων 25 ερωτήσεις Σωστού Λάθους 30 ερωτήσεις ανάπτυξης Επιμέλεια: Γιάννης Καλαμαράς, Διδάκτωρ Χημικός Ερωτήσεις

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΑΘΗΝΑΣ ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ & ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΑΘΗΝΑΣ ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ & ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΑΘΗΝΑΣ ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ & ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ 10. Εφαρμογές Τεχνικής Γεωλογίας Διδάσκων: Μπελόκας

Διαβάστε περισσότερα

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ- ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΙΖΗΜΑΤΩΝ. Αριάδνη Αργυράκη

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ- ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΙΖΗΜΑΤΩΝ. Αριάδνη Αργυράκη 1 ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ- ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΙΖΗΜΑΤΩΝ Αριάδνη Αργυράκη Περιεχόμενα 2 1. Σύσταση του θαλάσσιου νερού και παράγοντες ελέγχου συγκέντρωσης στοιχείων 2. Συντηρητικά, ανακυκλώσιμα (θρεπτικά), προσροφημένα

Διαβάστε περισσότερα

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ 2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ 2.1 Ωκεανοί και Θάλασσες. Σύµφωνα µε τη ιεθνή Υδρογραφική Υπηρεσία (International Hydrographic Bureau, 1953) ως το 1999 θεωρούντο µόνο τρεις ωκεανοί: Ο Ατλαντικός, ο Ειρηνικός

Διαβάστε περισσότερα

Υγρασία Θερμοκρασία Άνεμος Ηλιακή Ακτινοβολία. Κατακρημνίσματα

Υγρασία Θερμοκρασία Άνεμος Ηλιακή Ακτινοβολία. Κατακρημνίσματα Ζαΐμης Γεώργιος Υγρασία Θερμοκρασία Άνεμος Ηλιακή Ακτινοβολία Κατακρημνίσματα ΝΕΡΟ - Τρεις μορφές Υγρασία στην Ατμόσφαιρα Εξάτμιση και Διαπνοή Ελλάδα που περισσότερες βροχοπτώσεις και γιατί; Υγρασία

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Σύστημα υπόγειου νερού. Αντιδράσεις υδρόλυσης πυριτικών ορυκτών. Ρύθμιση ph

Περιεχόμενα. Σύστημα υπόγειου νερού. Αντιδράσεις υδρόλυσης πυριτικών ορυκτών. Ρύθμιση ph Αριάδνη Αργυράκη 1 Περιεχόμενα Σύστημα υπόγειου νερού Αντιδράσεις υδρόλυσης πυριτικών ορυκτών Ρύθμιση ph 2 Σύστημα υπόγειου νερού εξέλιξη σύστασης 1. Είσοδος - χημική σύσταση κατακρημνισμάτων 2. Ζώνη αερισμού

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 1 Ο ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ Δρ. ΜΑΡΙΑ ΦΕΡΕΝΤΙΝΟΥ 2008-2009

ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 1 Ο ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ Δρ. ΜΑΡΙΑ ΦΕΡΕΝΤΙΝΟΥ 2008-2009 ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 1 Ο ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ Δρ. ΜΑΡΙΑ ΦΕΡΕΝΤΙΝΟΥ 2008-2009 Τοπογραφικοί Χάρτες Περίγραμμα - Ορισμοί - Χαρακτηριστικά Στοιχεία - Ισοϋψείς Καμπύλες - Κατασκευή τοπογραφικής τομής

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ 6. ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΝΕΡΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ 6. ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΝΕΡΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ 6. ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΝΕΡΩΝ 6.1 ΓΕΝΙΚΑ Το νερό που υπάρχει στη φύση και χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο: - Επιφανειακό: Το νερό των

Διαβάστε περισσότερα

Θαλάσσια ιζήματα_2. (συνέχεια...)

Θαλάσσια ιζήματα_2. (συνέχεια...) Θαλάσσια ιζήματα_2 (συνέχεια...) Τα υδρογενή ή αυθιγενή ιζήματα σχηματίζονται από την καθίζηση χημικών στοιχείων ή ενώσεων, τα οποία εξέρχονται της διαλελυμένης φάσης τους στην υδάτινη στήλη. κόνδυλοι

Διαβάστε περισσότερα

Δ Η Μ Ο Σ ΣΗΤΕΙΑΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ. «Προμήθεια υλικών για εφαρμογή ιχνηθετικών μεθόδων για υδρογεωλογική έρευνα στην καρστική λεκάνη της Τ.Κ. Κατσιδωνίου».

Δ Η Μ Ο Σ ΣΗΤΕΙΑΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ. «Προμήθεια υλικών για εφαρμογή ιχνηθετικών μεθόδων για υδρογεωλογική έρευνα στην καρστική λεκάνη της Τ.Κ. Κατσιδωνίου». Δ Η Μ Ο Σ ΣΗΤΕΙΑΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ «Προμήθεια υλικών για εφαρμογή ιχνηθετικών μεθόδων για υδρογεωλογική έρευνα στην καρστική λεκάνη της Τ.Κ. Κατσιδωνίου». ΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ 1 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΛΑΣΙΘΙΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΓΕΤΩΝΕΣ. πηγή:nasa - Visible Earth

ΠΑΓΕΤΩΝΕΣ. πηγή:nasa - Visible Earth ΠΑΓΕΤΩΝΕΣ πηγή:nasa - Visible Earth ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Παγετώδης δράση Οι παγετώνες καλύπτουν σήµερα το 1/10 περίπου της γήινης επιφάνειας. Η δράση των παγετώνων, αποτέλεσε ένα σηµαντικό µορφογενετικό

Διαβάστε περισσότερα

Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών. Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση

Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών. Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση Ηλίας Χατζηθεοδωρίδης, 2011 Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση Αποσάθρωση (weathering) προϋπαρχόντων

Διαβάστε περισσότερα

Κώστας Κωνσταντίνου Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης

Κώστας Κωνσταντίνου Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης Έρευνες για τεχνητό εμπλουτισμό των υπόγειων νερών της Κύπρου με νερό τριτοβάθμιας επεξεργασίας (παραδείγματα από Λεμεσό και Κοκκινοχώρια) Κώστας Κωνσταντίνου Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης Υπουργείο Γεωργίας,

Διαβάστε περισσότερα

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία. Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία. Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Σκοποί ενότητας Σκοπός της ενότητας είναι η εξοικείωση με τους κλάδους της ιστορικής γεωλογίας.

Διαβάστε περισσότερα

Διαλυτότητα. Μάθημα 7

Διαλυτότητα. Μάθημα 7 Διαλυτότητα 7.1. SOS: Τι ονομάζουμε διαλυτότητα μιας χημικής ουσίας σε ορισμένο διαλύτη; Διαλυτότητα είναι η μέγιστη ποσότητα της χημικής ουσίας που μπορεί να διαλυθεί σε ορισμένη ποσότητα του διαλύτη,

Διαβάστε περισσότερα

Άλλοι χάρτες λαμβάνουν υπόψη και το υψόμετρο του αντικειμένου σε σχέση με ένα επίπεδο αναφοράς

Άλλοι χάρτες λαμβάνουν υπόψη και το υψόμετρο του αντικειμένου σε σχέση με ένα επίπεδο αναφοράς ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ Ένας χάρτης είναι ένας τρόπος αναπαράστασης της πραγματικής θέσης ενός αντικειμένου ή αντικειμένων σε μια τεχνητά δημιουργουμένη επιφάνεια δύο διαστάσεων Πολλοί χάρτες (π.χ. χάρτες

Διαβάστε περισσότερα

Μείγμα διαφόρων σωματιδίων σε αιώρηση

Μείγμα διαφόρων σωματιδίων σε αιώρηση ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΑ ΣΩΜΑΤΙΔΙΑ Μείγμα διαφόρων σωματιδίων σε αιώρηση Τα σωματίδια στην ατμόσφαιρα διαφέρουν από τα αέρια. 1. Ένα αέριο αποτελείται από ξεχωριστά άτομα ή μόρια τα οποία είναι διαχωρισμένα ενώ ένα

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ. Αριάδνη Αργυράκη

ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ. Αριάδνη Αργυράκη ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ Αριάδνη Αργυράκη Περιεχόμενα 2 1. ΟΡΙΣΜΟΣ- ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΔΙΑΓΕΝΕΣΗΣ 2. ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ 3. ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ 4. ΔΙΑΓΕΝΕΣΗ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΠΗΛΟΥ ΔΙΑΓΕΝΕΣΗ / ΟΡΙΣΜΟΣ & ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

5.4. Υδατικό δυναμικό

5.4. Υδατικό δυναμικό ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 / ΥΔΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ Εικόνα 5-4 Βασική πορεία και σημείο προορισμού των κατά τόπους ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων: επιφανειακή απορροή, εδαφική διήθηση, εξάτμιση και διαπνοή. (Πηγή: Miller, περιβάλλον,

Διαβάστε περισσότερα

Ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά υπόγειων υδροφόρων συστημάτων Αν. Μακεδονίας ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΔΠΘ

Ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά υπόγειων υδροφόρων συστημάτων Αν. Μακεδονίας ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΔΠΘ Ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά υπόγειων υδροφόρων συστημάτων Αν. Μακεδονίας ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΔΠΘ ΥΔΑΤΙΚΑ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ ΑΝ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 12 11 Που οφείλονται τα προβλήματα της σχετικής ανεπάρκειας

Διαβάστε περισσότερα

ΙΣΟΥΨΕΙΣ ΚΑΜΠΥΛΕΣ- ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΙΣΟΥΨΕΙΣ ΚΑΜΠΥΛΕΣ- ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ 16_10_2012 ΙΣΟΥΨΕΙΣ ΚΑΜΠΥΛΕΣ- ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 2.1 Απεικόνιση του ανάγλυφου Μια εδαφική περιοχή αποτελείται από εξέχουσες και εισέχουσες εδαφικές μορφές. Τα εξέχοντα εδαφικά τμήματα βρίσκονται μεταξύ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΥΦΑΛΜΥΡΩΣΗΣ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ

ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΥΦΑΛΜΥΡΩΣΗΣ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΥΦΑΛΜΥΡΩΣΗΣ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Χ. ΓΑΛΑΖΟΥΛΑΣ: ΓΕΩΛΟΓΟΣ,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ (Ohm.m) ΓΡΑΝΙΤΗΣ 100-1 x 10 6 ΓΑΒΡΟΣ 1 x 10 3-1 x 10 6 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΣ 50-1 x 10 7 ΨΑΜΜΙΤΗΣ 1-1 x 10 8 ΑΜΜΟΣ 1-1.

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ (Ohm.m) ΓΡΑΝΙΤΗΣ 100-1 x 10 6 ΓΑΒΡΟΣ 1 x 10 3-1 x 10 6 ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΣ 50-1 x 10 7 ΨΑΜΜΙΤΗΣ 1-1 x 10 8 ΑΜΜΟΣ 1-1. ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ Α.Π.Θ. ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σκοπός της μεθόδου της ειδικής αντίστασης είναι να βρεθεί η γεωηλεκτρική δομή του υπεδάφους και έμμεσα να ληφθούν

Διαβάστε περισσότερα

Φύλλο Εργασίας 1: Μετρήσεις μήκους Η μέση τιμή

Φύλλο Εργασίας 1: Μετρήσεις μήκους Η μέση τιμή Φύλλο Εργασίας 1: Μετρήσεις μήκους Η μέση τιμή Φυσικά μεγέθη: Ονομάζονται τα μετρήσιμα μεγέθη που χρησιμοποιούμε για την περιγραφή ενός φυσικού φαινομένου. Τέτοια μεγέθη είναι το μήκος, το εμβαδόν, ο όγκος,

Διαβάστε περισσότερα

Ποτάμια Υδραυλική και Τεχνικά Έργα

Ποτάμια Υδραυλική και Τεχνικά Έργα Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών Εργαστήριο Υδρολογίας και Υδραυλικών Έργων Ποτάμια Υδραυλική και Τεχνικά Έργα Κεφάλαιο 10 ο : Απόθεση φερτών υλών Φώτιος Π. Μάρης Αναπλ. Καθηγητής Αίτια και

Διαβάστε περισσότερα

Η σημασία του θείου για τους υδρόβιους οργανισμούς?

Η σημασία του θείου για τους υδρόβιους οργανισμούς? ΘΕΙΟ (S) 26 Η σημασία του θείου για τους υδρόβιους οργανισμούς? σημαντικό στοιχείο στη δομή των πρωτεϊνών (*) συνήθως δεν δρα ως περιοριστικός παράγοντας στην ανάπτυξη και την κατανομή των οργανισμών στα

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΡΟΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Γεωλογείν περί Σεισμών...3. 2. Λιθοσφαιρικές πλάκες στον Ελληνικό χώρο... 15. 3. Κλάδοι της Γεωλογίας των σεισμών...

ΜΕΡΟΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Γεωλογείν περί Σεισμών...3. 2. Λιθοσφαιρικές πλάκες στον Ελληνικό χώρο... 15. 3. Κλάδοι της Γεωλογίας των σεισμών... ΜΕΡΟΣ 1 1. Γεωλογείν περί Σεισμών....................................3 1.1. Σεισμοί και Γεωλογία....................................................3 1.2. Γιατί μελετάμε τους σεισμούς...........................................

Διαβάστε περισσότερα

Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017

Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017 Ιωάννης Μ. Τσόδουλος Δρ. Γεωλόγος Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017 Αλλουβιακά ριπίδια (alluvial fans) Είναι γεωμορφές αποθέσεις, σχήματος βεντάλιας ή κώνου που σχηματίζονται, συνήθως, όταν

Διαβάστε περισσότερα

Φυσικό Περιβάλλον ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

Φυσικό Περιβάλλον ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Κεφάλαιο 1 ο : Εισαγωγή ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Φυσική Γεωγραφία ονοµάζουµε την επιστήµη που µελετά το σύνολο των φυσικών διεργασιών που συµβαίνουν στην επιφάνεια της γης και διαµορφώνουν τις φυσικές ιδιότητες

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΘΕΜΑΤΑ. ήταν ο κάθε ένας από αυτούς και σε ποιον από αυτούς σχηματίστηκε η Ελλάδα;

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΘΕΜΑΤΑ. ήταν ο κάθε ένας από αυτούς και σε ποιον από αυτούς σχηματίστηκε η Ελλάδα; ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΜΑ 1 ο (Μονάδες 3,3) 1. Ποια είναι η διοικητική ιεραρχία των πόλεων στην Ελλάδα; Πως λέγεται ο διοικητής του κάθε διοικητικού τομέα; 2. Ποιους γεωλογικούς αιώνες περιλαμβάνει η γεωλογική

Διαβάστε περισσότερα

Κροκίδωση Συσσωμάτωση Χημική κατακρήμνιση Πηγή: Μαρία Λοϊζίδου, ΕΜΠ, Αθήνα 2006

Κροκίδωση Συσσωμάτωση Χημική κατακρήμνιση Πηγή: Μαρία Λοϊζίδου, ΕΜΠ, Αθήνα 2006 Κροκίδωση Συσσωμάτωση Χημική κατακρήμνιση Πηγή: Μαρία Λοϊζίδου, ΕΜΠ, Αθήνα 2006 Η χημική κατακρήμνιση βασίζεται στη λειτουργία της συσσωμάτωσης και κροκίδωσης των κολλοειδών σωματιδίων που υπάρχουν αρχικά

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Μάθημα: Μετεωρολογίας-Κλιματολογίας. Υπεύθυνη : Δρ Μάρθα Λαζαρίδου Αθανασιάδου

ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Μάθημα: Μετεωρολογίας-Κλιματολογίας. Υπεύθυνη : Δρ Μάρθα Λαζαρίδου Αθανασιάδου 5. ΑΝΕΜΟΙ ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Υπεύθυνη : Δρ Μάρθα Λαζαρίδου Αθανασιάδου 1 5. ΑΝΕΜΟΙ Αέριες μάζες κινούνται από περιοχές υψηλότερης προς περιοχές χαμηλότερης

Διαβάστε περισσότερα