κωνσταντίνος ποζουκίδης

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "κωνσταντίνος ποζουκίδης"

Transcript

1

2

3 ΑΝΤΙΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

4 κωνσταντίνος ποζουκίδης ΑΝΤΙΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ π ο ί η μ α εκδόσεις δήγμα Μαντινείας 48, Σ.Κ , ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ τηλ και Ιστοσελίδα: & Ομήρου 47, Σ.Κ , ΑΘΗΝΑ Σηλ Υαξ δήγμα/μυθοπλασίες 9 Α Ν Τ Ι Χ Α Ι Ρ Ε Τ Ι Σ Μ Ο Σ 1 η έντυπη έκδοση, φθινόπωρο σελίδες (12 «επί» 20,5) ISBN: γενικό: 2011, ΚΩΝΣΑΝΣΙΝΟ ΠΟΖΟΤΚΙΔΗ για την έντυπη ελληνική έκδοση: 2011, εκδόσεις δήγμα και ΚΩΝΣΑΝΣΙΝΟ ΠΟΖΟΤΚΙΔΗ Μορφοποίηση του εξωφύλλου και της έκδοσης έκανε ο ΘΑΝΑΗ ΣΡΙΑΡΙΔΗ. Ση σελιδοποιητική φροντίδα της έκδοσης είχε ο ΓΙΑΝΝΗ ΕΤΑΓΓΕΛΟΤ. Παραγωγή: ΑΛΥΑΒΗΣΟ ΑΒΕΕ, Αθήνα (Σηλ ) Διακίνηση: ΕΚΔΟΕΙ ΕΤΡΑΙΑ ( Ομήρου 47, Σ.Κ , ΑΘΗΝΑ * Σηλ Υαξ Σο παρόν βιβλίο μπορεί να ανατυπωθεί ελεύθερα.

5 κωνσταντίνος ποζουκίδης ΑΝΤΙΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ π ο ί η μ α δήγμα

6

7 ΑΛΣ ΙΧΗ ΧΑΝ

8

9 O Bulkington! Bear thee grimly, demigod! Up from the spray of thy ocean-perishing straight up, leaps thy apotheosis! Herman Melville, Moby-Dick or The Whale

10

11 κι ήτανε απ τα σπλάχνα αυτά να βγάλεις

12

13 1. Καθόσουνα μονάχη στο γέρμα των καιρών * λησμονημένη * εσύ που γέννησες μονάχα το θάνατο * και τη χολή * μέσα απ τα σπλάχνα * μάτια γατιών τα μάτια σου * που λαμπυρίζουν στο σκοτάδι * περίγυρα στο χώμα καρφωμένα * τα γκαβλωμένα σίδερα * οι ξιφολόγχες * ντούμπα τα πτώματα * κι οι κρεμασμένοι στο ικρίωμα περήφανα μπρος σου να στέκουν τη γλώσσα βγάζοντάς σου την μπλαβιά * σαν τις μαγικές τις φλόγες τις ημίνεκρες * κάτω απ τα πόδια τους κάτω απ τα σκέλια * βρέφη θαμμένα μες στο χώμα * φυτρώνουνε ξανά οι μανδραγόρες * εγώ σε πλησίασα σιγανά πατώντας * κι αμίλητος σου άπλωσα το χέρι * κι εσύ που δεν ξέβρασες παρά το θάνατο μονάχα * με χείλη τρεμάμενα με μάτια ορθάνοιχτα και σπαράζοντα στήθη * κι εσύ που άλλο δεν ήσουν παρά ένα σακί από κόκαλα * που πάνω στο χώμα σφάδαζε και θρυμματιζόταν * με ακολούθησες [11]

14 2. Να ξεσκίσουν τα σπλάχνα του κόσμου τα μαλλιά σου να φανείς σαν ξημέρωμα Ήταν η μόνη που μπορούσε να με λυτρώσει Ση φανταζόμουνα ενθουσιώδη να κάθεται στο μικρό γραφείο της και να μου γράφει φλογισμένα γράμματα μιλώντας μου για τον καιρό Πώς τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά της βουτάνε την πένα στο μελάνι βιαστικά και βίαια τι ώρα παίρνει το πρωινό της τσάι πώς κάνει έρωτα τα απογεύματα Αποφάσισα να την προσκαλέσω στο σπίτι των προγόνων μου με τα νεκρά δωμάτια τις σφαλισμένες πόρτες και τα παλουκωμένα κεφάλια των υπηρετών που φαγώθηκαν ή αυτοκτόνησαν σε ξεσπάσματα παραφροσύνης και στολίζουν τώρα το πέτρινο καθιστικό Οι προπάτορές μου κρεμασμένοι γύρω απ τη μεγάλη σκάλα αυτοί που έσπειραν με κουφάρια το χώμα κι αργότερα στη θέση τους μαύρα φυτρώσανε δάση Βαρύ ναι το χώμα που τους σκεπάζει Μόνο σαν κρέμονται στον παγωμένο τοίχο γύρω απ τη σκάλα επικριτικά με κοιτούνε «Ακόμα σε περιμένουμε» Κι εσύ πυρωμένη να καις και να μην καίγεσαι [12]

15 3. Κουφάρια σαν καμπάνες κουδουνίζαν * με ήχους απ το μέσα του κόσμου βγαλμένους * κι εκείνος κρεμασμένος * με λιωμένη τη γλώσσα του * τα δόντια να γυαλίζουν * και λίγη τη σάρκα του ανάκατη με τούφες * λες κι από αδράνεια είχαν τα νύχια * στα άκρα του μεγαλώσει * μετά τον αδυσώπητο το χτύπο του θανάτου * κι αν ώρα μού πήρε να τον ξεκρεμάσω * όπως φοβόμουνα μην και μου σπάσει * στον ώμο τον φόρτωσα * έπρεπε να φύγουμε απ το δάσος πριν να νυχτώσει * οι μπλε φωτιές μην μας προλάβουν * να μην μας σφίξουν το λαιμό μας σαν αγχόνες * κι αργότερα σαν ώριμα σκάσουμε φρούτα * ήτανε κι αυτή η πηγή που με μια γουλιά χαρίζει ό,τι κανείς ονειρευτεί * ο καβαλάρης που με του χεριού το σήκωμα κάνει να μαραίνονται τα σώματα * μα κι εκείνη η γραφή η μυστική * που λέει πως ο θάνατος απ το νερό θα έρθει * και θα μας πνίξει μέσα του όλους [13]

16

17 κι ήτανε απ τα σπλάχνα αυτά να βγάλεις * ανάποδο τον κόσμο [15]

18

19 4. Σ αυτιά μου χωθήκαν στο νερό * συνήθισε το βλέμμα μου τη λάσπινη θολούρα * τους είδα τότε να στέκουν στον βυθό * νεκροί κι ημίνεκροι * άλλοι δεμένοι στον πάτο * μ αλυσίδες στα πόδια * να αιωρούνται σαν νάρκες * σαν φύκια να κυματίζουν τα μαλλιά τους * άλλοι πλακωμένοι από βράχους θεόρατους * σάπιοι οι μισοί * τα ψάρια να τους τρώνε λίγο λίγο * άλλοι σκεπασμένοι σχεδόν απ τη λάσπη * να βγαίνουν απ τις κόγχες των ματιών τους ανεμώνες * ακίνητοι κουνώντας μονάχα το στόμα * και λέγοντας τραγουδιστά κάτι ιστορίες ξεχασμένες Ήτανε το τραγούδι τους μια χαρμολύπη κι οι φωνές τους λαβωμένες κι οι ιστορίες τους ακούγονταν στριχνές και γλυκές συνάμα σαν ωδές θηρίων και λέγανε γι αυτούς που από το σκότος φύτρωσαν για κείνη την παράξενη πληγή που μάτωνε που δάκρυζε και που ρουφούσε για κείνους που τρέξανε στα γόνατα ανάμεσα ζωή να πιούνε και μέσα της για πάντα χάθηκαν σαν τους κατάπιε Απ τα νερά τότε ξεπρόβαλε φλεγόμενη εκείνη ελπίδες τα στήθια της για να ταΐσει μ αυτά τους εραστές της [17]

20 5. Εκείνον συνάντησα κάποτε * που οι ιστορίες λένε πως τον αρνήθηκε κι ο Θάνατος ακόμα * και αιώνια τον καταδίκασε * να σπαράζει και να τρώει τους δικούς του * είχε μισθώσει όμως αυτός κάτι κατσίβελους * για να τον πάνε σε κάποια χώρα μακρινή * μα εκείνοι με πέτρες γέμισαν το μαύρο φέρετρό του * και σ αυτήν τον ρίξανε την παγωμένη λίμνη * ρεύματα δυνατά του ανοίξαν το καπάκι * κι εκείνος έστεκε μονάχος όπως πάντα * το στόμα του ανοιγόκλεινε * με κείνα τα δόντια που τρυπήσανε το χρόνο * λαμπύριζαν φτιαγμένα λες και από φώσφορο * κι άκουσα τούτον το μονόλογο * που τον ακούγανε * πριν ξεψυχήσουνε * τα ψάρια Αιώνες με τα χέρια μου έσκαψα και χώμα με ματωμένα νύχια και ξέξασπρα δόντια σώματα διαμέλισα ολοφυρόμενος στρατιώτες παλούκωσα με λόγχες τα χάρτινά τους στήθη διαπέρασα μέχρι που οι ωκεανοί του αίματος με φέρανε σε κείνον Ένα πανάρχαιο νόμισμα στο στόμα του έβαλα σαν τον συνάντησα για το μακρύ ταξίδι κι εκείνος δέχτηκε την πρόσκλησή μου ενθουσιωδώς Με αγωνία τον περίμενα ώρα μεσάνυχτα στο σκοτεινό το σταυροδρόμι όπως κανείς προσμένει το θάνατο με ένα τρέμουλο στα χέρια υπηρέτης ντυμένος τα κουρέλια των νεκρών υπηρετών μου τον οίκο μου που φθίνει μην αισθανθεί [18]

21 καθώς στο κάστρο θα τον οδηγούσα των προγόνων μου Βιαστικός σαν έφτασε κοντοστάθηκε μια στιγμή σαν να μην ήξερε τι να πρεπε να κάνει εγώ όμως έκανα χωνί τα χέρια μου στο στόμα τα μάτια μου μάτια γατιών που λαμπυρίζουν στο σκοτάδι «Ιωνάθαν του φώναξα Ιωνάθαν» Σα κόκαλα τρεκλίζανε πέρα στην πράσινη κοιλάδα με τους ποντικούς κι οι βράχοι μια κόκκινη βγάζαν σκιά κάτω απ το φεγγαρόφωτο ποτισμένη από αιώνες αίματος «Φιλιάδες περάσαν οι νεκροί για να συναντηθούμε» Ώσπου μια δίνη ξέσπασε λες και γεννήθηκε απ τη σκόνη που στροβίλιζε στο βραδινό το φεγγαρότατο χέρια και πόδια και μαλλιά μια δίνη που ξέρναγε και δεν ρουφούσε δάχτυλα και γόνατα και ώμους και μπρος του εμφανίστηκαν Καρμίλλα Σαλώμη Ιουδήθ Σα στήθια τους γεμάτα γάλα πιο όμορφες απ τη ζωή και πέρα μακριά απ το θάνατο Λίγα λεπτά τον πρόλαβα πριν ξεψυχήσει Αδύναμο να τον ρουφάνε τρεις «Μην τον αγγίζετε [19]

22 Μην τον αγγίζετε Είναι δικός μου!» τους φώναξα Γιατί ο χρόνος χώμα δεν μ άφησε να χώσω τα κόκαλά μου κι ήταν ο μόνος που μου είχε απομείνει Κι αυτός ημιθανής ψυχορραγώντας γύρισε το κεφάλι σιγανά στο μέρος μου «Ποιος είσαι Ποιος είσαι» με ρώτησε «Ο Γιος μιας σκύλας είμαι Ένας πούστης μακάβριος και θλιμμένος» απάντησα [20]

23 κι ήτανε απ τα σπλάχνα αυτά να βγάλεις * ανάποδο τον κόσμο * κρέας απ το κρέας σου να γεννηθεί [21]

24

25 6. Κι έπρεπε πάλι εγώ εκεί μέσα να σε ψάξω και στη στεριά μαζί μου να σε πάρω τα μαλλιά να σου χτενίσω τα μάτια να σου βάψω με χρώματα φαρδιά και μεγάλα τα χείλη σου μ ένα πιο κόκκινο κι απ της ζωής το χρώμα στα στήθη σου νεκρά τριαντάφυλλα ν αφήσω μ ένα λευκό νυχτικό να σε ντύσω έτοιμη μέσα του να σε κλείσει σαν μήτρα ζεστό το κοκκινόχωμα μα ήταν αλλοφερμένα τα τραγούδια των πνιγμένων και ψάχνοντάς σε ανάμεσά τους υπήρξαν φορές που στάθηκα κι εγώ κάποια ν ακούσω θηριώδη στο βυθισμένο μεγαλείο τους στριχνά και γλυκά συνάμα σαν ωδές θηρίων ανάμεσά τους ψάφνοντάς σε άκουσα κι εγώ κάποιες από κείνες τις θηριωδές αυτών που ανθρώπινα μέλη σπέρνουν και φυτρώνουνε δάση εκείνων που σμίξανε παράφορα με τους νεκρούς τα στέρνα τους μέχρι που γίνηκαν φωλιές την πηγή που χάριζε το θάνατο και τη ζωή σε όποιον της έπινε το δάκρυ άλλοι θεία τη λέγανε πληγή κι άλλοι μουνί που γέννησε τον κόσμο και ύστερα άκουσα για κείνη που θα γεννηθεί μέσα από το τίποτα για κείνο το πτώμα που θ ανθίσει για τις πασχαλιές που βλασταίνουν μέσα από κούφια μάτια για την Κυρία των Βράχων για το σώμα σου Λίλιθ και τον κόλπο σου και τα φλεγόμενα κόκκινα μαλλιά σου [23]

26 7. Θα έρχομαι * στο λύγισμα των γονάτων στων ποδιών το σούρσιμο * η παρουσία μου * με πιο σάπια τα δόντια απ τη μαυράδα του αίματος * χέρια που πνίξανε καρδιές παλλόμενες * τίποτα στο τίποτα δεν θα με οδηγήσει * γιατί απ το χαμό μου βλάστησα * είμαι σάρκα απ τη σάρκα των αιώνων [24]

27 κι ήτανε απ τα σπλάχνα αυτά να βγάλεις * ανάποδο τον κόσμο * κρέας απ το κρέας σου να γεννηθεί * η γενιά των κανίβαλων εραστών [25]

28

29 8. Κι άλλο δεν γινόταν πια παρά ν αγαπηθούμε Μέσα στα μάτια μας κρυφτήκανε πανάρχαια μυστικά τα δόντια μας φιλήθηκαν γλυκά με τ άλλα δόντια καθώς ανθίζανε οι πασχαλιές μέσα στον πένθιμο Απρίλη ώσπου τα μέλη σου μέλη μου γινήκαν τη σάρκα σου με νύχια μπηγμένα την έγδαρα κι έχωσα μέσα στα σπλάχνα σου βαθιά τα δυο μου χέρια κι έξω κουβάρι σού έσυρα πλεμόνια και έντερα βιασμένα τα δόντια στα μπηξα στη σάρκα τα σώματα βιασμένα με ρόγχους παλλόντανε κι έτσι ενσαρκωμένοι κι αμελείς σε απογέματα οργής αλλοπαρμένοι και γυμνοί σε βράδια αγάπης σιωπηλοί πως μέναμε και μόνοι [27]

30 9. Μέσα από ληστές πέρασα κι επικηρυγμένους * πίσω απ τις πλάτες στρατιωτών που * άγουροι ακόμα * τον έρωτα δεν προλάβαν να γνωρίσουν * πιο πέρα πήγα απ τις βελανιδιές * πάνω σε γιοφύρια πάτησα * και χωράφια διέσχισα ξανθά * για να σε συναντήσω * ώσπου χαράματα * σχεδόν λιπόθυμος * έφτασα στη λίμνη * που μέσα σ έκλεισε στα σπλάχνα της * να σε σωπάσει * μονάχα οι γοργόνες τα τραγούδια σου ν ακούνε * το φως της νέας αυγής * με βρήκε σε κείνο το ταφόσπαρτο ακρωτήρι * μπρος στα νερά σου με φωνάζαν Λαβαμάθ * κολύμπα κολύμπα εδώ δεν πνίγηκε ποτέ κανείς * έβγαλα αργά τα ρούχα και κολύμπησα Κάστρο πτωματόστρωτο π αντιλαλεί ουρλιαχτά υπερκόσμια κι οργασμικές κραυγές τόσων αντρών πριν ξεψυχήσουν Με τις αράχνες να υφαίνουν στις γωνίες σιωπηλά σκοτεινά μοιρολόγια ε περίμενα να στέκεσαι μετέωρος στο περβάζι το σεληνόφωτο μισό να σε χαϊδεύει μισός στο σκοτάδι ν αγναντεύεις πέρα τις φωτιές μπλαβιές σαν γλώσσες κρεμασμένων και τα δέντρα ψηλά στα μαύρα δάση τόσο ψηλά που ξέχασαν τη σάρκα που τα έθρεψε Κι εγώ παντέρημος [28]

31 στην αιώνια θλίψη μου χυδαίος και μονάχος να περιμένω ακόμα από σένα αυτό που ήρθες να μου δώσεις Ήταν ο μόνος που μπορούσε να με λυτρώσει Σον φανταζόμουν ενθουσιώδη να κάθεται στο μικρό γραφείο του και να μου γράφει φλογισμένα γράμματα μιλώντας μου για τον καιρό για τις νομισματικές ανατιμήσεις για το ετοιμόρροπο εκκλησάκι στον κήπο Πώς τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά του βουτάνε την πένα στο μελάνι βιαστικά και βίαια τι ώρα παίρνει το πρωινό του τσάι πώς ντύνεται πώς κάνει έρωτα τα απογεύματα Αποφάσισα να τον προσκαλέσω στο σπίτι των προγόνων μου με τα νεκρά δωμάτια και τις σφαλισμένες πόρτες τις στοίβες τα περιττώματα στις γωνίες και τα παλουκωμένα κεφάλια των υπηρετών που φαγώθηκαν ή αυτοκτόνησαν σε ξεσπάσματα παραφροσύνης και στολίζουν τώρα το πέτρινο καθιστικό Οι προπάτορές μου κρεμασμένοι γύρω απ τη μεγάλη σκάλα αργότερα φυτρώσανε στη θέση τους δέντρα ψηλά και μαύρα δάση Υέρουν ακόμα στο πρόσωπο την αλλοφροσύνη της σφαγής Βαρύ ναι το χώμα που τους σκεπάζει και στο κρανίο τους μπαινοβγαίνουν τα σκουλήκια Μόνο σαν κρέμονται στον παγωμένο τοίχο [29]

32 γύρω απ τη σκάλα επικριτικά με κοιτούνε «Ακόμα σε περιμένουμε» Εκείνος δέχτηκε την πρόσκλησή μου ενθουσιωδώς φέρνοντας μαζί του κάτι συμβόλαια για κάποια ανούσια αγορά σε κάποια χώρα μακρινή και ομιχλώδη Με αγωνία τον περίμενα ώρα μεσάνυχτα στο σκοτεινό το σταυροδρόμι όπως κανείς προσμένει το θάνατο με τρεμάμενα χέρια υπηρέτης ντυμένος τα κουρέλια των νεκρών υπηρετών μου τον οίκο μου που φθίνει μην αισθανθεί καθώς μέσα απ τις μπλε φωτιές κι από τους γκρίζους λύκους στο κάστρο θα τον οδηγούσα που με πτώματα το σήκωσαν οι αθίγγανοι και λάσπες [30]

33 10. Μα οι καιροί ήταν δύσκολοι * κι ήρθαν εκείνοι οι ανέραστοι * πριν να προλάβω * κρατώντας σημαίες στα χέρια * και σε πήραν από μένα * με αγκίστρια σού ράψαν σφαλιστά τα μάτια * σφαλιστά και τ αυτιά τα γεμίσαν μολύβι * με μυρμήγκια πλημμύρισαν τ ανοιχτά σου ρουθούνια * παλούκια για βελόνες σού περάσαν στα στήθη το μουνί σου ορθάνοιχτο φωλιά για τις σφήγκες * γεμάτος ο πρωκτός σου με ποντίκια και κόπρανα * και σαν σακί σε φορτώσαν σε πετρόχτιστους ώμους * και τσουβάλι σε ρίξαν στη νεκρόπνιχτη λίμνη * που άλλοι τη λέγαν Ιαχώρ ή αβαάθ ή Γεσθημανή * κι έπρεπε πάλι εγώ να σε βρω * πνιγμένη στα θολά νερά * παρέα με τους ημίνεκρους και με τους ξεχασμένους Και σαν τελείωσε μου δάγκωσε τη γλώσσα και τα χείλια [31]

34

35 κι ήτανε απ τα σπλάχνα αυτά να βγάλεις * ανάποδο τον κόσμο * κρέας απ το κρέας σου να γεννηθεί * η γενιά των κανίβαλων εραστών * μέσα απ τα χλωρά σου χείλια να χιμήξουν [33]

36

37 11. Οπλές φτιαγμένες απ ανθρώπινα πλευρά * και χλιμιντρίσματα * ένα αλαβάστρινο κουφάρι αλόγου * ριζωμένος πάνω του νεκρός ο καβαλάρης * αυτός που μέσα απ το χώμα τόσες γεννήθηκε φορές * για να τηρήσει υποσχέσεις * δόντια με δόντια που δοθήκανε * έτρεχε αυτός τυφλός * με μάτια φαγωμένα * και πίσω του στο άλογο η Λενόρα * αγκαλιασμένοι οι δυο τους και παράφοροι * σ ένα ταξίδι γυρισμού * τόσο γοργά τα άλογα των πεθαμένων * πετώντας πάνω απ τα χωράφια που βαλθήκαν να χωνέψουν τους σφαγμένους * σαν σίφουνας ν αναμαλλιάζει το σαπρό χλιμίντρισμά τους * τις πένθιμες βελανιδιές * όμως αυτή κοιμήθηκε στο άλογο καβάλα * κι εκείνο μανιασμένο τρέχοντας * σαν να ξεπάτησε για μια στιγμή * κι έκανε σαν να πέσει * γλίστρησε αυτή * και το κεφάλι τσάκισε σε βράχο καταγής * κι εκείνος να το αντέξει αυτό δεν μπόρεσε * και φρενιασμένος πήγαινε εδώ κι εκεί * μέχρι που βούτηξε * με τ άλογο μαζί * σε τούτη εδώ τη λίμνη Ήταν μικρή σαν την παντρέψαμε στα δώδεκά της χρόνια αναιμική και ξέξασπρη μ ένα ελαφρό ροδακινί πάνω απ τα μήλα και σαν κριθάρι άγουρο ακόμα κρεμόταν τα μαλλιά της Κι ήρθανε τρεις να τη ζητήσουνε γονυπετείς για να την πάρουνε μαζί τους σε χώρες μακρινές δώρα προσφέροντας που μάτια άλλα δεν είχαν αντικρίσει Κι εμείς τη στείλαμε τη Λενόρα μέρες πριν μας προλάβει το θανατικό και μας ξεκάνει πριν να μας χώσουν καταγής σαν σαπισμένα φρούτα Μόνο πριν φύγει [35]

38 μέσα τη φίλησα στα δόντια και κρυφά της έδωσα μια πέτρα που τον κόσμο μπορεί ανάποδα να φέρει Μήνες ταξίδευαν στις πλάτες των αλόγων κάστρα περνώντας και γιοφύρια που στα θεμέλιά τους κρύβαν μυστικά πιο μαύρα απ το αίμα που τα στέριωσε Ώσπου στο σπίτι φτάνουνε ψηλά πάνω στο λόφο που τόσους κρεμάσανε γυμνούς στα παραθύρια Καρτερικά περίμενε εκεί ο Κυανοπώγων και όπως την αντίκρισε για δώρο τής προσέφερε ένα κλειδί που ανοίγει του σπιτιού την κάθε πόρτα Μόνο θερμά την παρακάλεσε μακριά απ το υπόγειο να μείνει Παιδίσκη εκείνη έπαιξε ξανάπαιξε με κούκλες γύρισε στις κουζίνες στα σαλόνια στις σοφίτες άνοιξε ξανάνοιξε θύρες και παραθύρια μα το κλειδί όλο και βάραινε στην τσέπη άμα περνούσε ο καιρός Ώσπου μια μέρα που εκείνος έλειπε στην πόλη για δουλειές κατέβηκε αργά και στα ακροδάχτυλα πέτρινα πανάρχαια σκαλοπάτια και σαν αντίκρισε μια πόρτα γερασμένη βαθιά πολύ βαθιά χώνει το κλειδί της τόσο βαθιά που πιο βαθιά δεν πάει κι αίματα την πλημμύρισαν σαν την άνοιξε δάχτυλα πατούσες και μηρούς και μ αγαλλίαση μα και με φρίκη κοίταξε μπροστά μες στο ημίφως δάχτυλα πατούσες και μηρούς στήθη και σβέρκους και λαγόνια [36]

39 στον τροχό στη σφύρα και στη λόγχη και στο ορθάνοιχτο ερεθισμένο σκότος που είναι λένε η αρχή των πάντων Κι όμως στιγμή δεν δίστασε μέσα με γνώση πέρασε μια και για πάντα αν ήρθε εκείνος αγκαλιά τη βρήκε με τη λόγχη και τα ποντίκια που της τρώγανε τα άκρα Κι έτσι ψηλά την έκλεισε στις ξύλινες σοφίτες όπου νεκρά κρεμούσανε από τα πόδια περιστέρια για να τη σβήνει η ανατολή κάθε πρωί Μονάχα η πέτρα που της έδωσα της είχε απομείνει βαθιά παραχωμένη σε μια τσέπη τα δάχτυλα την έπαιξε στα χέρια κι ήταν η ώρα που έπρεπε για να γυρίσω είναι βαριά υπόσχεση τα φιλημένα δόντια Δεν έμαθα ποτέ μου πως κατέβηκε μόνο πως τη συνάντησα χαράματα στην πύλη με πρησμένα τα μάτια και όση σάρκα μού είχε απομείνει αν να με είδε πισωπάτησε λιγάκι «Είναι άδεια τα μάτια σου μου είπε είναι γυμνά και βλέπω μόνο θάνατο στο βάθος» «Δεν είναι ξένα όμως απάντησα και πεινάνε τόσο πολύ να σ ανταμώσουν» Μάτια με μάτια τότε κλείδωσαν χέρια με χέρια κουμπώσαν οι αυχένες μας ανοίξαν τα φιλιά μας κι ύστερα ξαπλώσαμε χαμέ κι ένα σμάρι από μαυροπούλια [37]

40 με σκοτεινή αγάπη τα μάτια μας ξέσκισε Φλόμιαζε αργά και σιωπηρά τρεχούμενο το αίμα καθώς τα αηδόνια υψίφωνα με αυτοθυσία κοκκίνιζαν το θάνατο και τη ζωή μας Κι ας έπρεπε ύστερα να επιστρέψουμε μέσα από χωράφια που χωνέψαν τους νεκρούς τους και μαύρα να περάσουμε τα δάση Εξάλλου είναι γοργά πολύ τα άλογα των πεθαμένων [38]

41 12. Ήτανε τότε που άκουσα γυμνό * τον ήχο των καυκάλων * σαν κόγχες συναντιούνται με τις κόγχες * και το θαμπό νερό σκοτείνιασε λιγάκι * σαν από δίπλα μου να πέρασε Εκείνος * στη ζώνη του περασμένες σφαγμένων κεφαλές * που σ ένα ρεύμα υδάτινο * στα σπλάχνα σου Ααχώρ * το έρεβος και το σκότος αντηχούσανε * μα ευθύς σαν πισωπάτησε και στάθηκε εμπρός μου * το πρόσωπό Σου ήταν μιαν απουσία * και τα μάτια Σου δυο μαύρες τρύπες στο κρανίο του κόσμου * έπρεπε λέει να βρει οπωσδήποτε * εκείνο το κεφάλι που δωσε για κλήρο * στον νεαρό το μάγο * που τόλμησε με τ αδέλφια του και πέρασε το χείμαρρο το σκοτεινό * τέχνες πανάρχαιες εξασκώντας * για χρόνια τώρα ξεχασμένες * γιατί είχανε ξανά πλακώσει * λυσσασμένα τα κοράκια* οι γλώσσες τους ξεφρενιασμένες * ήτανε μεγάλη ανάγκη η κεφαλή εκείνη * αλλιώς θα ξέσκιζαν Αυτόν που τα γεννούσε * και ήταν τότε που μίλησε για τα τρία εκείνα αδέλφια * για το γηραιό ραβδί * την πέτρα που ανασταίνει τους νεκρούς * και τα λευκά κρανία * σε γλώσσα φιδίσια [39]

42

43 κι ήτανε απ τα σπλάχνα αυτά να βγάλεις * ανάποδο τον κόσμο * κρέας απ το κρέας σου να γεννηθεί * η γενιά των κανίβαλων εραστών * μέσα απ τα χλωρά σου χείλια να χιμήξουν * αγριεμένα τα ερωτοφάγα αηδόνια [41]

44

45 13. Πάνω σε κείνο το γιοφύρι τούς συνάντησα * με πεινασμένα βλέμματα * που χαν γνωρίσει το παράταιρο το σμίξιμο * υγρά που στάζανε από βγαλμένα μάτια * ανάκατα με σάλια * η μήτρα το κρανίο του κόσμου * η ανοιχτή απ τη λόγχη πληγή * κοκκινόχωμα κάτω απ τα πόδια τους * χτισμένα μέλη ανάκατα με πέτρες * τα χέρια τους απάνω μου απλώσανε * αρχίσανε να μου ξεσκίζουνε τα ρούχα * το δέρμα ύστερα το κρέας * στο στόμα το βαζαν και το μασάγανε μπροστά μου * κι αλέστηκε το σώμα μου σαν το σιτάρι * όπως τόσοι και τόσοι που αλέστηκαν στους μύλους τόσοι που ξεχνώ κι εγώ το πόσοι να ναι και μόνο σαν κάθομαι στου χείμαρρου του σκοτεινού την όχθη δίπλα σε σώματα ακέφαλα κουφάρια απ τους σκύλους φαγωμένα και σκουριασμένες πανοπλίες τον άνεμο ακούω μακάβρια να σφυρίζει από στόματα γερμένα σαν μάτια μισόκλειστα αντικρίσουν τη ζοφερή θαμπάδα την καρδιά του σκότους τον τρόμο Κι ο πρώτος με χείλη πιο κόκκινα μ ένα στόμα άρρωστο να κρέμεται καταμεσής να μου ζητά ένα να γίνουμε εκεί μπροστά σε όλους ευτυχία αιώνια να στεριώσουμε με δρόμους πτωματόστρωτους με παιδιά ξεκοιλιασμένα να κρέμονται στα δέντρα [43]

46 ώριμα σαν φρούτα γυναίκες να φιλάν πόδια νεκρά με βλέμματα οργασμικά στο σπαραγμό τον τρομερό που μας ενώνει κι εγώ για ραβδί τού δίνω το δεξί πλευρό μου Σο ίδιο βράδυ τέσσερις τον κουβάλησαν αφότου φρικαλέος και αλλοπαρμένος μέσα στη δίνη της σφαγής μέσα στα πτώματα που τάισε στα δέντρα «Δεν θα ξαναγυρίσω» φώναξε και έσφαξε μέχρι και τον εαυτό του Ο δεύτερος για να γελά μαζί μου περισσότερο ζήτησε ν ανασταίνει τους νεκρούς κι εγώ σαν έσκυψα στον ποταμό τον αιματοχυμένο την πέτρα τού δωσα που στέριωσε ολάκερο τον κόσμο πίτι σαν γύρισε το ίδιο βράδυ τρεις πάνω στα χέρια του την έστριψε φορές κι εκείνη εμφανίστηκε παιδίσκη σε χρόνια 14 πριν τη λιμάξει ο λοιμός μ ένα μισόγελο στο πρόσωπο βγαλμένη απ την ερημιά των βράχων παράταιρη στον κόσμο ετούτο με φερσίματα φρικιαστικά μ αλαφιασμένα βλέμματα γυμνή να τριγυρνά μέσα στο σπίτι Μ αυτός δεν άντεξε το σκοτεινότατο των ματιών το ζωοφάγο το πάλλευκο το παγωμένο των μελών το άδικο το τρίψιμο στον κόλπο τον ξερό [44]

47 και μιαν αγχόνη έφτιαξε χοντρή από καραβόσκοινο κι ανέβηκε σκαλιά πολλά στη μυστική την κάμαρα π αγνάντευε στο χάραμα τα σιωπηρά κριθάρια και σαν ήρθε περισσότερο το φως μετέωρος στάθηκε ν αφουγκραστεί τον άνεμο σαν τραγουδά μπαλάντες μελωδικές των κρεμασμένων και τα κοράκια που τις σάρκες τους δαγκώνουν Μα ο τρίτος μ ένα βλέμμα μακρινό κοιτούσε και θλιμμένο πέρα στα κρεματόρια του μέλλοντός μας κι αυτό μονάχα ζήτησε μια κεφαλή απ τη ζώνη να του δώσω μαζί του να τη σέρνει για να θυμάται λέει τα κοράκια τα κριθάρια τα σφαγμένα παιδιά και τα σκυλιά που τρων τα ακέφαλά τους πτώματα Σους άλλους κι αν συνάντησα σε βασίλεια αλλοτινά και πεθαμένα εκείνον πάντα ψάχνω γιατί τα κοράκια έρχονται τώρα αφήσαν τους νεκρούς και καταφθάνουν τα στόματά τους ανοιχτά οι γλώσσες τους στον άνεμο σαν λάβαρα ανεμίζουν έρχονται πια να μας σπαράξουν όλους κι ίσως ένα κεφάλι ακόμα να χορτάσει γρηγορότερα την πείνα τους αυτήν που τίποτα αιώνες τώρα δεν χόρτασαν * τα λαίμαργα στόματά μας * που αλαφιασμένα με γλώσσες βγαλμένες χιμάνε * τη ζωή απ το στέρνο να σου ρουφήξουν * μες στην αστείρευτη πηγή σου να πνιγούνε * τα λαγόνια να σου γραπώσουνε * τις γάμπες να σου ξεσκίσουν με τα δόντια * ένα κεφάλι ακόμα * [45]

48 πριν τους καταπιείς * μπας και χορτάσει τους κανίβαλους εραστές σου [46]

49 14. Και σαν τελείωσα μου δάγκωσε τη γλώσσα * και άρχισε σαν καπνός να αναλίσκεται στη λίμνη μέσα το αίμα * και να ξυπνά όσους πιο δίπλα κατοικούσαν * άρχισαν αυτοί να ανασηκώνονται * αίμα καθώς γευτήκανε * να πλησιάζουν * ανοίγοντας τα στόματα * με τα ρουθούνια ολάνοιχτα * να οσμίζονται φρέσκο το κρέας * και ήταν τότε ένα χέρι που με τράβηξε * ήταν αυτός που αγαπήθηκε με τους νεκρούς * και ένα μαζί τους έγινε * βαθιά όπως χώθηκε μες στον ασβέστη * έδωσε τη σάρκα του τροφή για τα κριθάρια * που μέλωσαν στον ήλιο και καρπίσανε * κι ήταν αργότερα καθώς ο χείμαρρος απ τα σπαρτά δίπλα περνούσε * που έξυσε το χώμα και τον ξέθαψε * κι έτσι τον έφερε στα έγκατα αυτής της λίμνης * το χέρι στο στόμα μού βαλε να μην μιλήσω * κι αφού φιλήδονα άρχισε να μ αγγίζει * είχε καιρό ν αγγίξει φρέσκια σάρκα * παράμερα με πήρε * και μου μαθε πώς γίνεται να αγκαλιάζεται κανείς με τους αποθαμένους * ταυτόχρονα στ αυτί μου ψιθυρίζοντας είμαστε μείς οι μπλε φωτιές που καίμε κάθε βράδυ με τα σφαγμένα που σπείραμε χέρια δέντρα φυτρώσανε ψηλά με τα πόδια με τα βγαλμένα έντερα οι μήτρες οι ξεριζωμένες τα ξεκοιλιασμένα βρέφη γίνανε δάση Ήμουν κι εγώ ένας απ τους εννιά κρατούσα τις σημαίες που ανέμιζαν με περηφάνια ψυχή έδινα στις σάλπιγγες που την καταστροφή ξερνούσαν γυαλίζανε στον ήλιο κοφτερές οι λάμες το χέρι μου σαν σήκωνα και πίδακας πετιότανε από άδειους λαιμούς πιο γάργαρο το αίμα Και ήταν μαύρα τ άλογά μας [47]

50 είχε ο καθένας στο χέρι του χυτό ένα δαχτυλίδι αυτό που φέρνει και γκρεμίζει το σκοτάδι που όσοι το βλέπανε δεν μας κοιτούσανε ποτέ ξανά στα μάτια Ήμουν εγώ που χα απ τα θεμέλια βγάλει τόσα χωριά και τόσες πολιτείες κι έγλυφαν την πλάτη μου καπνοί και γλώσσες χάλκινες απάνω στο φευγιό μου Μα ήρθε το παράγγελμα ένα πρωί έπρεπε οι εννιά στο κάστρο εκείνο να καλπάσουμε μέσα του ζούσαν οι βασιλιάδες των εθνών και να ζητήσουμε υποταγή κι ακόμα εκείνο να μας δώσουνε που άλλοι λίθο το φωνάζανε και λέγανε άλλοι πως είναι αυγό ήτανε λένε αυτό που έκρυβε ολάκερα τα μυστικά του κόσμου Ήταν στο σούρουπο που πλησιάσαμε έξω απ το κάστρο είχανε οι χωρικοί συμπράγκαλα απλώσει και οι πυρσοί πώς καίγανε έξω από σπίτια πλίνθινα ή άλλα χτισμένα από πέτρες και κοκκινόχωμα λάμψεις γεμίζοντας απέραντες τριγύρω μες στα χέρσα Δέντρα δεν είχανε ποτέ φυτρώσει εκεί πέρα ήτανε το χώμα τους γλυφό και πετρωμένο μα ήταν αυτό το μυστικό που τους κρατούσε μαζεμένους μια πέτρα ή ένα αυγό κανείς δεν ήξερε ακριβώς μα όλοι γνώριζαν πως αυτό είχε όλους γεννήσει τους ανθρώπους αν πλησιάσαμε φέραμε το σκοτάδι [48]

51 ντυμένοι πέρα ως πέρα με μανδύες τα πρόσωπά μας μέσα τους βυθισμένα μιαν απουσία γεννούσανε και έναν κόμπο που σαν αγχόνη σ έσφιγγε και έξω σου πέταγε τους βολβούς από την ένταση Σο καταλάβανε οι χωρικοί πως ήταν τελειωμένοι δεν αντιστάθηκαν καθόλου στη σφαγή λες και να το ξεραν τι κάμει το αίμα των σφαγμένων Έτσι λοιπόν ορμήσαμε μέσα στα πλήθη σαν θάνατος επερχόμενος και τους αλέσαμε με τα δρεπάνια κάνοντας τούμπες με κομμένα μέλη χέρια και πόδια και μηρούς στοιβάξαμε δάχτυλα και γόνατα και ώμους κι αφού τ αφήσαμε για να στραγγίσουν και το αίμα τους μαζέψαμε σε πήλινα πιθάρια αρχίσαμε ύστερα στα χέρσα να τα σπέρνουμε σκάβοντας γούβες με τις μπότες μας πέτρες κλοτσώντας τρύπες στη γη με τα σπαθιά ανοίγοντας κι έχοντας πάνω μας να καίει το φεγγάρι με το ίδιο τους το αίμα τα ραντίσαμε για να φυτρώσουν Είχαν στο κόκκινο πνιγεί οι μαύροι μας μανδύες τα χέρια μας απ τη σφαγή κολλούσαν μα τότε ξίδι άξαφνα πήρε το αίμα να μυρίζει και άρχισε να μας τρυπά τις μπέρτες και τη σάρκα και με το φως του φεγγαριού και το αίμα ποτισμένα αρχίσαν τα σπαρτά να μεγαλώνουν και σε λίγο μέσα γίνηκαν δέντρα ψηλά και μαύρα δάση νεκροφάγα βελανιδιές να αιωρούνται οι κρεμασμένοι Κι αφού μέσα σε δυο λεπτά ένα θεόρατο γύρω μας χτίστηκε δάσος [49]

52 το αίμα που το δέρμα έκαιγε άρχισε ένα μπλε να αναδύει φως και πήραμε να καίμε ολόκληροι σ αυτά τα μαύρα σπλάχνα ώσπου γινήκαμε οι μπλε φωτιές κι ήρθαν αργότερα απ την τσίκνα μας οι λύκοι κι αφού τα κόκαλά μας γλείψαν μέσα στη λίμνη βύθισαν τα λείψανα και στάχτες να ιριδίζουνε στο φως να παιχνιδίζουν με τα νέρινα καπρίτσια Ήτανε από κεί μέσα εσύ που ξεπρόβαλες * από τη μουλιασμένη τέφρα * ολάνθιστη * από τα βάθη βλάστησες των νεκρών * κρατώντας κρανία στα χέρια * ζεστό να τους ποτίσεις γάλα * κι εκείνα σώμα να γίνουνε * για να σε συναντήσουν [50]

53 κι ήτανε απ τα σπλάχνα αυτά να βγάλεις * ανάποδο τον κόσμο * κρέας απ το κρέας σου να γεννηθεί * η γενιά των κανίβαλων εραστών * μέσα απ τα χλωρά σου χείλια να χιμήξουν * αγριεμένα τα ερωτοφάγα αηδόνια * γιοφύρια να σηκώσουν οι νεκροί * για να σε συναντήσουν [51]

54

55 15. Μπροστά μου παιχνιδίζανε μικρές νιφάδες * σαν μαύρο χιόνι * που τις ανασάλευε ένα μικρό απαλό * κάτι σαν ρεύμα υδάτινο * και είδα στα πόδια μου μπροστά * λείψανα με το σταχτί του άνθρακα * κι ένα κεφάλι που το γλειψαν παντού πύρινες γλώσσες * ελάχιστη στο πρόσωπο η σάρκα μουλιασμένη * δίπλα δυο πόδια που χαν τα νύχια ακόμα πάνω * ίσως δυο δάχτυλα χεριού * ήχοι απ το στόμα αναδύονταν μεταλλικοί * δόντια που τρίζαν κχεκχικχμκχακχσκχτκχε κχεκχμκχεκχικχς κχοκχι κχμκχπκχλκχε κχφκχωκχτκχικχεκχς κι έπιασα με τα χέρια μου καμένο το κεφάλι * στο στόμα το φερα * και κείνο * σαν έκανα να το φιλήσω * ήτανε η ανάγκη μου να το φιλήσω απίστευτη * γλώσσα τη γλώσσα μου έκανε * κι άκουσα όπως κανείς ακούει τη φωνή του * ν αντιλαλεί μες στο κρανίο * δικά τα λόγια του * κι ας ήτανε δικά μου λόγια [53]

56 16. Μα τότε ράγισε το κάθισμα της λίμνης * σαν να λογχίστηκε ανεστραμμένος θόλος * σε μια μικρή ορθάνοιχτη σχισμή * που μέσα της το τίποτα υπήρχαν και τα πάντα * κι ήταν αυτή που ξέρναγε και που ρουφούσε * κι ήρθε η ώρα μέσα της να τα ρουφήξει όλα * κι αρχίσαν οι νεκροί ν αναδύονται * άλλοι μέσα απ το μπαζωμένο φέρετρό τους * άλλοι με τ άλογο μαζί * χέρια και πόδια και μαλλιά * κι έτσι να στροβιλίζονται δαιμονικά * σε μια σκοτοδίνη * κι ήτανε τότε Λίλιθ * που καβάλησες κι εσύ τα κύματα * τα μάτια σου δυο πυρωμένα κάρβουνα * ολόκληρή σου μπαλωμένη * σφαγμένα και ραμμένα τα μαλλιά σου * χέρια στα χέρια σου βαλμένα δανεικά * κι οι πατούσες σου και τα λαγόνια * που τόσους κράτησαν και τόσοι πάλεψαν να κρατηθούν * και οι αυχένες και τα δαγκωμένα χείλια * ώσπου όλα και όλους τα ρούφηξε αυτή η σχισμή * και ήταν εκείνη τη στιγμή που όλα γινήκαν Ένα * και μήτε νερό απέμεινε βότσαλα μήτε φύκια * μονάχα οι αμμόλοφοι * σε μια χώρα αλλόκοτη κι ερημωμένη * και γύρω της παντού βελανιδιές * οι μόνοι μάρτυρες σε έναν τέτοιο κανιβαλισμό * σε μια νεκροφαγία τέλεια * σε μιαν εντέλεια μως μας γράπωσε το λυκόφως κι ακούστηκαν γκρίζα τα ουρλιαχτά των λύκων που σαν ανθρώπων γλώσσες σού μιλούσανε Ένα θαμπό μάς έφεγγε λιγνό φεγγάρι κι εμείς κυνηγημένοι σ ένα λαβύρινθο από δέντρα αλαφιασμένοι τρέχαμε απ τους σιχαμερούς ξοπίσω μας ψιθύρους κι από τις οργασμικές κραυγές που ακούγονταν πέρα μακριά απ το πεθαμένο κάστρο Σο κεφάλι του στην πλάτη μου επάνω κροταλούσε κι αυτά τα δόντια του [54]

57 σαν από σμάλτο όλο και πιο βαθιά χωνόντανε στη ζωντανή μου σάρκα μέχρι που άρχισε εκείνη να δακρύζει και χνάρια άφηνε απά στο μαύρο χώμα Ίσα που βγήκαμε μέσα στα ώριμα κριθάρια τα δόντια του μου είχανε μια γούβα σκάψει είχαν ανοίξει τέτοια μια πληγή που έχυνε και πότιζε τα ξανθωπά σπαρτά Φάμω τον άφησα για να ξεκουραστεί είναι ο θάνατος βαρύ ταξίδι και δίπλα κάθισα μην ξέροντας το χώμα τούτο τι σκεπάζει για τον ασβέστη μη γνωρίζοντας για τα σφαγμένα στο ρωγοβύζι βρέφη για τους στρατιώτες και τις φωτογραφίες μες στο πορτοφόλι κι άφησα άφθονο να ρέει από την πλάτη μου το αίμα [55]

58

59 17. Κι αυτό το μυστικό μας σε σημάδεψε * σε χαλεπούς καιρούς* στα μάτια και στα σκέλια * και στοίχειωσε αιώνια μ αίμα παρθένας * την άχραντη λευκότητα των κρίνων * τ άγρια νερά να σε πνίξουν ζητούσαν * χορεύοντας στον άνεμο τα λαίμαργα κριθάρια * τ όνομά σου σφυρίζαν συνεχώς * στο χώμα τους ζητώντας να σε παραχώσουν * τα μαύρα δάση θέλανε * μέσα τους τώρα και για πάντα να σε κλείσουν * κι εγώ που πιο πολύ κανένα δεν αγάπησα * σφιχτά πολύ σφιχτά έπρεπε γώ να σε κρατήσω * στην αγκαλιά μου μέσα να πάψεις ν ανασαίνεις * και τ όνομά σου να γραφτεί * στην υδάτινη στιλπνότητα του νερού * κι αφού δεν μπορούσες σώμα δικό μου πια να είσαι * να μείνεις μονάχα σαν μνήμη ατέλειωτη * κι έτσι μέσα στον ζοφερό χαμό σου * σε κείνη τη μακάβρια στιγμή * εσύ να αποθεωθείς και να υπάρξεις μως το χώμα με τα φυτεμένα πτώματα ξεκίνησε ν ανθίζει και πρώτα βγήκανε δάχτυλα και χέρια κάποια σπασμένα ξεπροβάλανε κρανία κι αρχίσαν οι νεκροί λες και κισσοί να σκαρφαλώνουν πάνω μας βαστώντας και ξεπρόβαλαν μπροστά μας τρεις με κάτι σκουριασμένες σάπιες πανοπλίες στο θώρακα ακανόνιστα βαλμένες με πόδι λειψό ο ένας μ ένα στο στήθος του σπαθί πέρα για πέρα ο άλλος περασμένο ακέφαλος ο τρίτος ζερβά του να κρατάει μπαλταδιασμένο το κεφάλι του Σο χέρι τους σηκώσανε εμένα πρώτο δείχνοντας κι ύστερα τον κρεμασμένο καταγής και δεν μιλήσανε μόνο ένα χαμόγελο φέρανε στο στόμα φορεμένο πέρα ως πέρα [57]

60 κι οι κόγχες τους δυο μαύρες σφαίρες που τους τρυπούσαν το κρανίο είχανε κάτι απ τα μελλούμενα τα πρόσωπά τους κάτι πολύ κοντινό κι ολότελα δικό σου κι ένιωθες αυτά τα συντριμμένα στέρνα τους βαθιά πως σ αγαπούσαν και πως αυτές οι μαύρες κόγχες τους αναστάσιμες γεννούσαν πασχαλιές σαν ποτιστούνε με το αίμα της αγάπης Ευθύς κατάλαβα πως θέλανε να σμίξουνε μαζί μας εδώ και πάντα πως μόνο από το σμίξιμο των ζωντανών με πεθαμένους θα βγάζανε γλυκούς τα κριθάρια καρπούς πως μόνο αν με παίρνανε μαζί τους αυτοί οι καρποί γλυκό θα κάνανε ψωμί που θα θρεφε ολάκερο τον κόσμο Κι έτσι αγκαλιαστήκαμε κι αρχίσαμε να γλύφουμε ευθύς δόντια με δόντια τούφες αρχίσανε να πέφτουν τα μαλλιά μου ξεφλούδισε σιγά σιγά το δέρμα μου και τότε παραδόθηκα στην πορφυρή αγάπη τους τέτοιο αγκάλιασμα δεν είχα ξαναζήσει με ρούφηξαν μέχρι που κόκαλα μονάχα απομείναν και ύστερα με τράβηξαν μαζί τους μες στον ασβέστη και στα σφαγμένα γυναικόπαιδα κι ο βραδινός αγέρας λυγούσε στο φύσημά του τα κριθάρια Σο ξημέρωμα εμφανίστηκε ο Θάνατος ο ίδιος το κρεβάτι των νεκρών που ξέστρωσε να στρώσει μ έναν μακάβριο χορό βλαστούς πάλι για να πετάξουν τα κουφάρια δρεπάνια τα χέρια του κι απ το στόμα του γέννησε ξανά πεινασμένα και ζοφερά τα μαυροπούλια αυτά που ξεσκίζουνε απ το πρόσωπο τα μάτια και στο θάνατο μάς οδηγούν και στη ζωή μας [58]

61 κι ήτανε απ τα σπλάχνα αυτά να βγάλεις * ανάποδο τον κόσμο * κρέας απ το κρέας σου να γεννηθεί * η γενιά των κανίβαλων εραστών * μέσα απ τα χλωρά σου χείλια να χιμήξουν * αγριεμένα τα ερωτοφάγα αηδόνια * γιοφύρια να σηκώσουν οι νεκροί * για να σε συναντήσουν * αφού σπαρταριστά στους σάρκινούς σου τοίχους [59]

62

63 18. Ήταν το άγγιγμά του παγωμένο * δεν είχα νιώσει άλλο τέτοιο άγγιγμα * μα άδειασα σαν μ άφησε * το χέρι του μονάχα έδειξε βαθιά στο μισοσκόταδο * γιατί κατάλαβε τα δόντια σαν μου φίλησε * πως ήτανε αλλού δοσμένα * πως ήρθα εδώ κάποιον να βρω κι όχι ν αφήσω * κι ήταν εκεί βαθιά στα μισοσκότεινα * που στο πλησίασμά μου * μιας γυναίκας τη φωνή ξεκίνησα ν ακούω * είναι βαριά τα βήματα των ζωντανών * οι ανάσες τους τραχιές * και είχαν οι λιμνάζοντες τον ερχομό μου διαδώσει * δεν πρόλαβα εγώ κάτι να πω * σαν σαστισμένος ήμουνα ακόμα απ το αχόρταγο το σμίξιμο * όταν ξεκίνησε αυτή να μου στριγγλίζει μονάχα χολή έβγαινε μέσα απ τα σπλάχνα μου σάπια ξερνούσα τα παιδιά μέσα απ τη μήτρα Απεγνωσμένος ήθελε το φόβο να γνωρίσει Καθώς γεννιόταν σφάζανε τη μάνα του κι η τελευταία της πνοή τον πέταξε έξω ένα σπαθί ήταν που ξέκοψε το μεταξύ τους νήμα κι έτσι το πρώτο κλάμα έζεψε την τελευταία ανάσα Σότε τον πιάσαν οι στρατιώτες βρέφος απ τα πόδια κι ένας σε τούτη εδώ τον βάφτισε τη λίμνη το θάνατο δείχνοντας και την απόγνωση Με σίδηρο ανδρώθηκε και με φωτιά πάνω στο σώμα ξόρκια τού χαράξαν πυρωμένα που διώχναν τις ασθένειες και τα κοφτερά λεπίδια ε σκοτεινές τον μυήσανε τέχνες μ ένα άγγιγμα έσπερνε τα δέντρα και ξερίζωνε πενθούσαν τα παιδιά τους οι μανάδες Κι ύστερα βουνά τού φόρεσαν και χαλκούς σκαμμένους τον ντύσαν με σπαθιά και λάμες Κι έγινε αυτός που έσπερνε και που θερούσε [61]

64 Είχε πάνω στο κούτελο φτιαγμένη από αίμα μαύρο μελάνι και μπαρούτι μια σφαίρα σαν διαμάντι απαστράπτουσα και ήταν ο ίδιος μιαν απελπισία παραταγμένος όλεθρος Δεν δάκρυσε ποτέ του και ζούσε απέλπιδος το τίποτα προσμένοντας Μα ήταν το μόνο που ποθούσε το φόβο να γνωρίσει Κι έτσι τα είκοσι σαν έκλεισε πήγε σ εκείνον που ανάποδα τον βάφτισε μες στη νεκρή τη λίμνη και τη χάρη αυτή του ζήτησε το κάστρο εκείνο από κουφάρια να τον κλείσουν μαζί με τους ημίνεκρους μήπως του γνωρίσουν οι κραυγές το μυστικό εκείνο που ζητούσε Κι ο γέρος δέχτηκε και τους τσιγγάνους μίσθωσε που είχανε με το κάστρο πάρε δώσε για να τον κουβαλήσουν Σι κι αν διπλά τον κλείδωσαν στο κάστρο έξω οι λύκοι κράζανε σαν μαυροπούλια τι κι αν τη δίνη αυτή που λεν πως ξέρναγε αντάμωσε και δεν ρουφούσε τις τρεις τους που γεννήθηκαν με το σπαθί μέσα στα δόντια και τις κραυγές που άκουσε αντρών πριν ξεψυχήσουν ατάραχος έμεινες και σιωπηλός οι ημίνεκροι να τον τρομάξουν δεν μπορούσαν το γέρο επέστρεψε γονυπετής ζητώντας μίαν ακόμα ευκαιρία γιατί δίχως το φόβο του πε είναι οι καρδιές μας παγωμένες κι άχρωμος ο κόσμος μας στο δάσος μόνο να τον έστελνε να δει απ τις βελανιδιές τούς κρεμασμένους τις μπλε φωτιές τούς μανδραγόρες που φυτρώνουν [62]

65 και θα βγαινε μετά ξανά μες στα χωράφια να σκάψει και να σπείρει με κουφάρια και σαν φυσάει ο άνεμος και τα κριθάρια αυτά λυγάει ν ακούγεται γλυκός μέσα απ τα έγκατα ο θρήνος Κι ο γέροντας τού έκανε ξανά αυτή τη χάρη τίποτα δεν θα τρόμαζε αυτόν που έτσι έσπερνε και που θερούσε Κι έτσι μήτε οι μπλε φωτιές μήτε το ξερό των πτωμάτων κουδούνισμα μήτε το στρίγκλισμα απ τους μανδραγόρες το φόβο μπορέσανε να του γεννήσουν Κι έτσι αργά το άλλο βράδυ ήρθε εκεί που δούλευα ζήτησε άγουρη να πιει μια μπίρα όμως τα βλέφαρά του το στήθος μου χαϊδεύαν δεν άργησα πολύ και μέσα μου τον έκλεισα σαν δάσος τον έσφιξα ρουφώντας του όλη του την ανάσα γδύθηκε αυτός τα σπαθιά και τις λεπίδες σαν κάπως να ημερέψανε πάνω του τα χαραγμένα ξόρκια κι εγώ ένα ζεστό τού πρόσφερα ποτάμι που ναι γλυφό στο πέρασμα μα και γλυκό συνάμα ίδιος χαλκός στο άγγιγμα της γλώσσας [63]

66

67 κι ήτανε απ τα σπλάχνα αυτά να βγάλεις * ανάποδο τον κόσμο * κρέας απ το κρέας σου να γεννηθεί * η γενιά των κανίβαλων εραστών * μέσα απ τα χλωρά σου χείλια να χιμήξουν * αγριεμένα τα ερωτοφάγα αηδόνια * γιοφύρια να σηκώσουν οι νεκροί * για να σε συναντήσουν * αφού σπαρταριστά στους σάρκινούς σου τοίχους * σου χάρισα την ανθρωπινότητα [65]

68

69 19. Ήρθε όμως αναπόφευκτα η δικαίωση όλων αυτών των κουρελήδων των τρελών των μαστούρηδων των φαύνων που αυτοαποκαλούνταν πρόδρομοι ή απεσταλμένοι ο καιρός που σπάσαν τα ρολόγια και σιώπησαν * ο Φρόνος ο προλεγόμενος Καθώς ηρέμησε μου πε πως ήθελε το φόβο να γνωρίσει πως έτρεξε σε κάστρα και σε δάση όμως ατάραχος παρέμεινε σε όλα και σαν έκανε να σκύψει τις λάμες του να πάρει εγώ τα πόδια μου του άνοιξα κι αντίκρισε εκεί μέσα την πληγή που μ αίμα γέμιζε χρυσά ποτήρια τη μαύρη μήτρα είδε την τρύπα την παλλόμενη που γέννησε ολάκερο τον κόσμο και τότε αυτός τα μάτια γούρλωσε πάχνη γινήκανε αυτά και πάγος και σαν χέλι άρχισε να σπαρταράει το κορμί του κι έσβησε ύστερα ολόκληρος και τα σπαθιά και τα λεπίδια σωριάστηκαν στο πάτωμα με βρόντο Έτσι από τότε μόνο το θάνατο γεννούσα πράσινα με πνίγανε υγρά μαύρες χολές αντί για αίμα περιόδου μέχρι που γνώρισα εσένα Και μπροστά βήμα μισό προχώρησε και στο βαθύ το σκοτεινό διέκρινα το πρόσωπό σου Λίλιθ κατάστιχτο πελεκημένο κι ύστερα τα υπόλοιπά σου [67]

70 μέλη ραμμένα δανεικά κι άπλωσα απαλά το χέρι μου για να σ αγγίξω να σε φιλήσω όπως άλλα κρανία φίλησα και τώρα που μαθα με τους νεκρούς να σμίγω να σμίξω και με σένα [68]

71 20. Φώμα κι αέρα μύρισα ξανά * κι ανοίξανε διάπλατα ρουθούνια ν αγκαλιάσουν * τα ουρλιαχτά τα μακρινά των λύκων * μα ήταν δικά μου ουρλιαχτά και δεν με ξένιζαν * δεν με ξενίζαν πια * και τα γλυκά που από χωράφι πτωματόσπαρτο ερχόντανε τραγούδια * στου βραδινού το φύσημα ανέμου * και στην ξινή του ασβέστη μυρωδιά * και τα ουρλιαχτά μέσα απ το μακρινό το κάστρο * ήταν δικά μου ουρλιαχτά * έτσι τη μέσα μου ονόμασα νύχτα * και θάνατο ερχόμενο * δεν μου χε μείνει πια άλλο τίποτα να κάμω * και με τα ίδια μου τα χέρια έναν ρηχό έσκαψα λάκκο * και μέσα χώθηκα να με σπαράξουν * το αδηφάγο χώμα * οι λύκοι τα κοράκια * ένα φεγγάρι παγωμένο * τα αλαβάστρινα να λούζει κόκαλά μου * μέχρι να έρθει η αυγή και να με χαιρετήσει [69]

72

73 21. n E h E s r E d E I w f U A [71]

74

75 κι ήτανε απ τα σπλάχνα αυτά να βγάλεις * ανάποδο τον κόσμο * κρέας απ το κρέας σου να γεννηθεί * η γενιά των κανίβαλων εραστών * μέσα απ τα χλωρά σου χείλια να χιμήξουν * αγριεμένα τα ερωτοφάγα αηδόνια * γιοφύρια να σηκώσουν οι νεκροί * για να σε συναντήσουν * αφού σπαρταριστά στους σάρκινούς σου τοίχους * σου χάρισα την ανθρωπινότητα * αφού στο σώμα σου Λίλιθ * και στον κόλπο σου εναπέθεσα * σε μιαν στιγμή ολάκερο τον κόσμο [73]

76

77

78

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Η γυναίκα με τα χέρια από φως ΛIΛH ΛAMΠPEΛΛH Σειρά: Κι αν σου μιλώ με Παραμύθια... Η γυναίκα με τα χέρια από φως Εφτά παραμύθια σχέσης από την προφορική παράδοση Τρεις τρίχες λύκου Ζούσε κάποτε, σ ένα μικρό χωριό, ένας άντρας και μια

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ (Αόρατος) ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Κάποτε στη γη γεννήθηκε το Όνειρο. Το όνομά του δεν ήταν έτσι, όμως επειδή συνεχώς ονειρευόταν, όλοι το φώναζαν Όνειρο. Δεν ήταν κάτι το σπουδαίο, ήταν σαν

Διαβάστε περισσότερα

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο 4 Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο Σεβάχ. Για να δει τον κόσμο και να ζήσει περιπέτειες.

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 «Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» (Φλώρινα - Μακεδονία Καύκασος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011

Διαβάστε περισσότερα

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα σαν κι αυτή μια νύχτα σαν κι αυτή θέλω να σου πω πόσο σ

Διαβάστε περισσότερα

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ Μη µου µιλάς γι' αυτά που ξεχνάω Μη µε ρωτάς για καλά κρυµµένα µυστικά Και µε κοιτάς... και σε κοιτώ... Κι είναι η στιγµή που δεν µπορεί να βγεί απ' το µυαλό Φυσάει... Κι είναι

Διαβάστε περισσότερα

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Τα παραμύθια της τάξης μας! Τα παραμύθια της τάξης μας! ΟΙ λέξεις κλειδιά: Καρδιά, γοργόνα, ομορφιά, πυξίδα, χώρα, πεταλούδα, ανηφόρα, θάλασσα, φάλαινα Μας βοήθησαν να φτιάξουμε αυτά τα παραμύθια! «Χρυσαφένια χώρα» Μια φορά κι έναν

Διαβάστε περισσότερα

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Εικόνες: Eύα Καραντινού Εικόνες: Eύα Καραντινού H Kοκκινοσκουφίτσα Mια φορά κι έναν καιρό, έμεναν σ ένα χωριουδάκι μια γυναίκα με το κοριτσάκι της, που φορούσε μια κόκκινη σκουφίτσα. Γι αυτό ο κόσμος την φώναζε Κοκκινοσκουφίτσα.

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, μια γριά γυναίκα. Τ όνομά της ήταν Μαραλά. Κανένας δεν

Διαβάστε περισσότερα

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο Ο Ηλίας ανεβαίνει Ψηλά Ψηλότερα Κάθε Μάρτιο, σε μια Χώρα Κοντινή, γινόταν μια Γιορτή! Η Γιορτή των Χαρταετών. Για πρώτη φορά,

Διαβάστε περισσότερα

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ Συγγραφέας: Μαρία Παπαδοπούλου Στην πλαγιά ενός βουνού, μπροστά από μια μεγάλη φουντωτή βελανιδιά, ζούσε ένα μικρό λουλούδι. Ηλιάνθη ήταν το όνομά της και της ταίριαζε πολύ γιατί τα πέταλά

Διαβάστε περισσότερα

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt - Ι - Αυτός είναι ένας ανάπηρος πριν όμως ήταν άνθρωπος. Κάθε παιδί, σαν ένας άνθρωπος. έρχεται, καθώς κάθε παιδί γεννιέται. Πήρε φροντίδα απ τη μητέρα του, ανάμεσα σε ήχους

Διαβάστε περισσότερα

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος» Ο εγωιστής γίγαντας Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης «Αλέξανδρος Δελμούζος» 2010-2011 Κάθε απόγευμα μετά από το σχολείο τα παιδιά πήγαιναν για να παίξουν στον κήπο του γίγαντα.

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 «Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» (Πόντος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 [3] Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αφιερωμένο στον πατέρα μου Αλκιβιάδη Copyright

Διαβάστε περισσότερα

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης Στάλες Ποίηση ΣΤΑΛΕΣ Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης Διορθώσεις: Χαρά Μακρίδη Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Σχέδιο βιβλίου: Λαμπρινή Βασιλείου-Γεώργα

Διαβάστε περισσότερα

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει... Ο γιος του ψαρά κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει... ια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ψαράς που δεν είχε παιδιά. Κάποια μέρα, εκεί που πήγαινε με

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα

Διαβάστε περισσότερα

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων Το τελευταίο όνειρο της γέρικης βελανιδιάς Κάπου σε κάποιο δάσος, εκεί στον λόφο που βρίσκονταν κοντά σε μια πλατιά

Διαβάστε περισσότερα

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα. 1. Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα. Καιρό είχες να ρθεις, Κλουζ, μου είπε ο κύριος Κολχάαζε, ανοιγοκλείνοντας το ψαλίδι του επικίνδυνα κοντά στο αριστερό μου αυτί. Εγώ τα αγαπώ τ αυτιά μου. Γι αυτό

Διαβάστε περισσότερα

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love) http://hallofpeople.com/gr.php?user=κοέν%20λέοναρντ ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ Στίχοι τραγουδιών του Από το http://lyricstranslate.com/el/leonard-cohen-lyrics.html (Ain t no cure for love) Σε αγαπούσα για πολύ, πολύ

Διαβάστε περισσότερα

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό ψαροχώρι, ένας ψαράς πήγαινε κάθε βράδυ στη θάλασσα και έριχνε τα δίχτυα του στο νερό. Όταν ο άνεμος φυσούσε από τη στεριά,

Διαβάστε περισσότερα

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν. Αποστόλη Λαμπρινή (brines39@ymail.com) ΔΥΝΑΜΗ ΨΥΧΗΣ Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν. Θα σε χτυπάνε, θα σε πονάνε,

Διαβάστε περισσότερα

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ * Αυτά τα τελευταία μην τα δένουμε και κόμπο όμως. Δυστυχώς... ΥΠΟΘΕΣΗ: ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΒΡΑΒΕΙΑ (ΚΑΙ ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΦΙΛΙΑ)* Εικόνες: Λέλα Στρούτση ΑΘΗΝΑ Τετάρτη, 7.00 το πρωί Το φως ήταν λιγοστό.

Διαβάστε περισσότερα

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους. Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους. Κάθεται στο παράθυρο του δωματίου της και σκέφτεται, στεναχωρημένη τους παλιούς της φίλους και συμμαθητές.

Διαβάστε περισσότερα

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα 1. Παντοτινά δικός σου Ξέρεις ποιος είσαι, ελεύθερο πουλί Μέσα σου βλέπεις κι ακούς µιά φωνή Σου λέει τι να κάνεις, σου δείχνει να ζεις Μαθαίνεις το δρόµο και δεν σε βρίσκει

Διαβάστε περισσότερα

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου Τέσσερα ΜΠΡΟΜΠΝΤΙΝΓΚΝΑΓΚ Έπειτα από το ταξίδι του στη μικροσκοπική χώρα των Λιλλιπούτειων, ο Γκιούλλιβερ έμεινε στο σπίτι με τη γυναίκα του και τα παιδιά του αλλά πριν περάσουν

Διαβάστε περισσότερα

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη.   γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό http://hallofpeople.com/gr/bio/roumi.php ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ Επιλεγμένα ποιήματα γλυκαίνει καθετί πικρό το χάλκινο γίνεται χρυσό το θολό κρασί γίνεται εκλεκτό ο κάθε πόνος γίνεται γιατρικό οι νεκροί θα αναστηθούν

Διαβάστε περισσότερα

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ Ευτυχής που ποθεί και που νοιάζεται Την πατρική γη να φυλάξει, Το γενέθλιο αγέρι, Στο χώμα του να ανασαίνει Που με γάλα ή ξερό ψωμί τρέφεται Και στους φίλους του πάει στολισμένος

Διαβάστε περισσότερα

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Ο Μικρός Πρίγκιπας έφτασε στη γη. Εκεί είδε μπροστά του την αλεπού. - Καλημέρα, - Καλημέρα, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, ενώ έψαχνε να βρει από πού ακουγόταν η

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη Κεφάλαιο 5 Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη Έφτασε μια μισάνοιχτη πόρτα, ένα μικρό κενό στο χώρο και το χρόνο, σαν ένα ασήμαντο λάθος της Ιστορίας για να πέσει η Πόλη. Εκείνο

Διαβάστε περισσότερα

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή Αγγελική Δαρλάση Το παλιόπαιδο Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή σε όλους αυτούς που οραματίστηκαν έναν καλύτερο κόσμο και προσπαθούν για να γίνει, έστω και λίγο, καλύτερος 6 «Φτώχεια δεν είναι μόνο η έλλειψη

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά Στη γιαγιά Φωτούλα, που δεν πρόλαβε να το διαβάσει, γιατί έφυγε ξαφνικά για τη γειτονιά των αγγέλων. Και στον παππού Γιώργο, που την υποδέχτηκε εκεί ψηλά,

Διαβάστε περισσότερα

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης www.24grammata.com σελ. 1 Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Φαρφουλάς, Τεύχος 15 (Αθήνα 2012) στα πλαίσια του αφιερώματος για την Αφή. Δημοσιεύεται κατόπιν αδείας του

Διαβάστε περισσότερα

«Η νίκη... πλησιάζει»

«Η νίκη... πλησιάζει» «Η νίκη... πλησιάζει» έµµετρο θεατρικό για της 25 η Μαρτίου εµπνευσµένο απ το παραµύθι της Ευγενίας Φακίνου «Τα Ελληνάκια» www.mkitra.com 1 Πράξη Πρώτη Σκηνή 1η Βγαίνουν δύο αφηγήτριες. Μια φορά κι έναν

Διαβάστε περισσότερα

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός) ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 Φύλλο εργασίας 1 Ερµηνεύουµε σύµβολα! Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; Επικοινωνούµε έτσι κι αλλιώς 26 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; Σύνολο: (Κάθε σωστή.

Διαβάστε περισσότερα

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει «Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη στην ανέμη τυλιγμένη δωσ της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι ν αρχίσει και την καλή μας συντροφιά να την καλησπερίσει Μ ια φορά κι ένα καιρό σ ένα μακρινό βασίλειο ζούσε

Διαβάστε περισσότερα

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ. Ένατος ΚΕΔΡΟΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ. Ένατος ΚΕΔΡΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ Ένατος ΚΕΔΡΟΣ Αλέξανδρος Γκουντινάκης: Ένατος ISBN 978-960-04-5008-8 Επιμέλεια-Διόρθωση: Μαρία Σπανάκη Hλεκτρονική σελιδοποίηση-διόρθωση: Νικολέττα Δουλάμη Αλέξανδρος Γκουντινάκης,

Διαβάστε περισσότερα

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά 1 Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά με τη μουσούδα μου στο πρόσωπό της, τόσο όσο χρειαζόταν

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια

Διαβάστε περισσότερα

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ Π Ε Ν Τ Ε Ν Ε Α Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ / Κανιάρης Μην πας στο Ντητρόιτ Ουρανός-λάσπη Ζώα κυνηγούν ζώα Η μητέρα του καλλιτέχνη πάνω σε

Διαβάστε περισσότερα

ταν ήμουνα μικρή, σαν κι εσάς και πιο μικρή, ο παππούς μου μου έλεγε παραμύθια για νεράιδες και μάγισσες, στοιχειωμένους πύργους, δράκους και ξωτικά. Εγώ φοβόμουν πολύ και τότε εκείνος μου έσφιγγε το χέρι

Διαβάστε περισσότερα

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου Δύο Σε μια σπουδαία αρχαία πόλη που την έλεγαν Ουρούκ, ζούσε ένας νεαρός βασιλιάς, ο Γκιλγκαμές. Πατέρας του Γκιλγκαμές ήταν ο βασιλιάς Λουγκαλμπάντα και μητέρα του η

Διαβάστε περισσότερα

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου η αγάπη ξαπλώνει όταν έχεις ευχές να σπαταλήσεις ο αέρας τελειώνει κι οξυγόνο ζητάς να συνεχίσεις όσα πρόλαβες πήρες της ψυχής σου

Διαβάστε περισσότερα

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα.

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα. Ο χαρούμενος βυθός Σχόλιο [D2]: Σπανουδάκης Κύματα Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα. Ψαροτουφεκάδες, δύτες και ψαράδες

Διαβάστε περισσότερα

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους. ΕΙΝΑΙ ΑΤΥΧΙΑ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙΣ ΜΕ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Νούρου Εγώ Κουάμι ο αδερφός μου Ράζακ ένας φίλος που συναντήσαμε στον δρόμο Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για

Διαβάστε περισσότερα

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945) http://hallofpeople.com/gr/bio/saxtouris.php ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945) Ομορφιά Ράντισε την ασκήμια μ ομορφιά πήρε μια κιθάρα πήρε ένα ποτάμι πλάι πλάι Τραγουδώντας

Διαβάστε περισσότερα

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: 2007-2008 Τάξη: Γ 3 Όνομα: Η μύτη μου είναι μεγάλη. Όχι μόνο μεγάλη, είναι και στραβή. Τα παιδιά στο νηπιαγωγείο με λένε Μυτόγκα. Μα η δασκάλα τα μαλώνει: Δεν

Διαβάστε περισσότερα

Ένας δράκος στην Ανάποδη Παραμυθοχώρα

Ένας δράκος στην Ανάποδη Παραμυθοχώρα Ένας δράκος στην Ανάποδη Παραμυθοχώρα Εκδόσεις Λευκή Σελίδα ΠΑΡΑΜΥΘΙ Κέλλυ Παντελίδη Ένας δράκος στην Ανάποδη Παραμυθοχώρα Διορθώσεις: Ελένη Ζαφειρούλη Σελιδοποίηση: Γιάννης Χατζηχαραλάμπους Μακέτα εξωφύλλου:

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ. ΣΤΡΑΓΓιΣΜΑ ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ. ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ, ΠΟΥ ΕΣΥ Κι Η ΑΔΕΛΦΗ ΣΟΥ ΛΕιΠΑΤΕ, ΤΗΣ ΤΑ 'ΠΑ ΟΛΑ. ΜΕ ΑΚΟΥΓΕ ΣΟΒΑΡΗ.

Διαβάστε περισσότερα

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω. 1 Εδώ και λίγες μέρες, ένα από τα πάνω δόντια μου κουνιόταν και εγώ το πείραζα με τη γλώσσα μου και μερικές φορές με πονούσε λίγο, αλλά συνέχιζα να το πειράζω. Κι έπειτα, χτες το μεσημέρι, την ώρα που

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε. ιστορίες της 17 ιστορίες της Πρωτοχρονιάς Παραμύθια: Βαλερί Κλες, Έμιλι-Ζιλί Σαρμπονιέ, Λόρα Μιγιό, Ροζέ-Πιερ Μπρεμό, Μονίκ Σκουαρσιαφικό, Καλουάν, Ιμπέρ Μασουρέλ, Ζαν Ταμπονί-Μισεράτσι, Πολ Νέισκενς,

Διαβάστε περισσότερα

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η μουσική..............................................11 ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΓΧΟΡΔΟ Η αρχοντοπούλα κι ο ταξιδευτής........................15 ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΡΟΥΣΤΟ

Διαβάστε περισσότερα

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή Τζήκου Βασιλική Το δίλημμα της Λένιας 1 Παραμύθι πού έχω κάνει στο πρόγραμμα Αγωγής Υγείας που είχε τίτλο: «Γνωρίζω το σώμα μου, το αγαπώ και το φροντίζω» με την βοήθεια

Διαβάστε περισσότερα

9 Η 11 Η Η Ο Ο

9 Η 11 Η Η Ο Ο Περιεχόμενα Το βενζινάδικο... 9 Η βαλβίδα... 11 Η απόδραση.... 12 Τα μαγικά κουρελάκια... 13 Τα τραμόπαιδα... 14 Η μέδουσα.... 15 Μπέργκερ............................. 16 Πάρτι γενεθλίων... 18 Όλα τα ατίθασα

Διαβάστε περισσότερα

Οι μουσικοί της Βρέμης. Αφού περπάτησε λίγη ώρα βρήκε στο δρόμο ξαπλωμένο ένα κυνηγόσκυλο να βαριανασαίνει.

Οι μουσικοί της Βρέμης. Αφού περπάτησε λίγη ώρα βρήκε στο δρόμο ξαπλωμένο ένα κυνηγόσκυλο να βαριανασαίνει. Αδερφοί Γκριμ Οι μουσικοί της Βρέμης Иллюстрации: Сперанский Юрий http://www.free-lancers.net/users/yusper/ Ένας μυλωνάς είχε έναν γάιδαρο που για πολλά χρόνια κουβαλούσε σακιά στον μύλο. Οι δυνάμεις του

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού έπαιζε με την μπάλα του. Μετά από ένα δυνατό χτύπημα η μπάλα

Διαβάστε περισσότερα

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ'' 1 2 Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ'' 3 Τα λουλούδια χωρίς όνομα, τα έχει ο καθένας από μας, αλλά δεν το ξέρουμε. Δεν μας μαθαίνουν τίποτα και ψάχνουμε μόνοι μας άσκοπα να βρούμε κάτι, για να

Διαβάστε περισσότερα

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΜΕΡΑ Ευλογημένη τρεις φορές Του Οκτώβρη αυτή η μέρα, Που διώξανε τους Ιταλούς Απ την Ελλάδα πέρα. Ευλογημένος ο λαός που απάντησε το όχι ευλογημένος ο στρατός που με τη ξιφολόγχη, πάνω στην

Διαβάστε περισσότερα

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία Πικρίδου-Λούκα. 2014 Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε

Διαβάστε περισσότερα

Σ.Δ.Ε. ΦΥΛ. ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ. Μια φορά κι έναν καιρό, χωρίς το πιο πολύτιμο αγαθό: το νερό Π.Μ.

Σ.Δ.Ε. ΦΥΛ. ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ. Μια φορά κι έναν καιρό, χωρίς το πιο πολύτιμο αγαθό: το νερό Π.Μ. Σ.Δ.Ε. ΦΥΛ. ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ Μια φορά κι έναν καιρό, χωρίς το πιο πολύτιμο αγαθό: το νερό Π.Μ. Μια φορά κι έναν καιρό, χωρίς το πιο πολύτιμο αγαθό: το νερό. Πριν από πάρα πολλά χρόνια, ένα πρωινό, ξύπνησε ο

Διαβάστε περισσότερα

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ Βάζει η δασκάλα εργασία για το σπίτι, να ρωτήσουν πως γεννιούνται τα παιδιά. - Μαμά, μαμά, λέει ο Σοτός μόλις πήγε σπίτι, η δασκάλα μας είπε να σας ρωτήσουμε πως γεννιούνται τα παιδιά. - Δεν μπορώ τώρα,

Διαβάστε περισσότερα

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη υπάρχει ένα σπίτι με άσπρα παράθυρα. Μέσα σε αυτό θα βρούμε ένα χαρούμενο δωμάτιο, γεμάτο γέλια και φωνές, και δυο παιδιά που θέλω να σας γνωρίσω «Τάσι, αυτή η πιτζάμα σού

Διαβάστε περισσότερα

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας Έρικα Τζαγκαράκη Τα Ηλιοβασιλέματα της μικρής Σταματίας στην μικρη Ριτζάκη Σταματία-Σπυριδούλα Τα Ηλιοβασιλέματα της μικρής Σταματίας ISBN: 978-618-81493-0-4 Έρικα Τζαγκαράκη Θεσσαλονίκη 2014 Έρικα Τζαγκαράκη

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα κόκκινο μπαλόνι σε έναν παιδότοπο. Ήταν μόνο του και παρόλο που τα παιδάκια έπαιζαν μαζί του, δεν είχε κανέναν φίλο που να είναι σαν κι αυτό. Όλη

Διαβάστε περισσότερα

Το παραμύθι της αγάπης

Το παραμύθι της αγάπης Το παραμύθι της αγάπης Μια φορά και ένα καιρό, μια βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα παιδί τόσο άσχημο που σχεδόν δεν έμοιαζε για άνθρωποs. Μια μάγισσα που βρέθηκε σιμά στη βασίλισσα την παρηγόρησε με τούτα

Διαβάστε περισσότερα

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Ελάτε να ζήσουμε τα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Χριστούγεννα (μέσα από ιστορίες και χριστουγεννιάτικα παιχνίδια) 1 Στόχοι: Μέσα από διάφορες

Διαβάστε περισσότερα

Γρίφος 1 ος Ένας έχει μια νταμιτζάνα με 20 λίτρα κρασί και θέλει να δώσει σε φίλο του 1 λίτρο. Πώς μπορεί να το μετρήσει, χωρίς καθόλου απ' το κρασί να πάει χαμένο, αν διαθέτει μόνο ένα δοχείο των 5 λίτρων

Διαβάστε περισσότερα

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ Ήταν ο Σοτός στην τάξη και η δασκάλα σηκώνει την Αννούλα στον χάρτη και τη ρωτάει: Αννούλα, βρες μου την Αμερική. Σην βρίσκει η Αννούλα και ρωτάει μετά τον Σοτό η δασκάλα: -Σοτέ, ποιος ανακάλυψε την Αμερική;

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ» 4 ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ 2015-2016 2 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ» «Πρόσεχε τι πετάς, είναι η

Διαβάστε περισσότερα

Η πολύ λαίμαργη μπουλτόζα που έφαγε τον Ακάμα

Η πολύ λαίμαργη μπουλτόζα που έφαγε τον Ακάμα Η πολύ λαίμαργη μπουλτόζα που έφαγε τον Ακάμα Κατάπιε όλα τα φύτα Και έχει μείνει ερημια Δεν νομίζω τώρα ποιά Πώς τον γλιτώνει τον καύγα Ήρθαν οι δασονόμοι με τα Όπλα και τα σπαθιά Τρέχει τώρα να ξεφύγει

Διαβάστε περισσότερα

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα) Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα) Μπήκα στο χωριό, νύχτωνε πια, οι πόρτες όλες σφαλιχτές, μες στις αυλές τα σκυλιά μυρίστηκαν

Διαβάστε περισσότερα

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Πριν πολλά χρόνια, ζούσε σε μια πόλη της Ναζαρέτ μια νέα και καλή γυναίκα που την

Διαβάστε περισσότερα

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ Να γελάσεις απ' τα βάθη των χρυσών σου ματιών είμαστε μες στο δικό μας κόσμο Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει Τα πιο

Διαβάστε περισσότερα

Κάποτε, πριν από καιρό πολύ, στα τρίσβαθα του χρόνου ζούσε το Ασυναίσθημα. Στερεωμένο γερά πάνω στο λευκό κενό και στη μαύρη σιωπή, στεκόταν περήφανο και βαρύ στην γκρίζα επικράτεια του βασιλείου του.

Διαβάστε περισσότερα

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος Ιστορίες που ζεις δυνατά Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος Στο τώρα Έχω δώσει τόσες υποσχέσεις που νομίζω ότι έχω χάσει το μέτρημα. Δεν είναι που λέω ψέματα όταν δεν τις τηρώ, είναι

Διαβάστε περισσότερα

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius Μάρτιος 2011 Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΡΟ-ΜΑΝΩΛΗ Πολύ παλιά, αιώνες πριν, ο Negru Voda, ο κυβερνήτης της Ρουμανίας, ήθελε να χτίσει ένα μοναστήρι

Διαβάστε περισσότερα

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Δύο ιστορίες που ρωτάνε ...... Δύο ιστορίες που ρωτάνε Διορθώσεις: Νέστορας Χούνος Σελιδοποίηση - Μακέτα εξωφύλλου: Ευθύµης Δηµουλάς 1991 MANOΣ KONTOΛEΩN & EKΔOΣEIΣ «AΓKYPA» Δ.A. ΠAΠAΔHMHTPIOY A.B.E.E. Η παρούσα 18η έκδοση, Φεβρουάριος

Διαβάστε περισσότερα

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη Τούτη εδώ είναι μια ιστορία για ένα κοριτσάκι, τη Μαριόν, που ζούσε σ ένα βόρειο νησί, σε μια πόλη που την έλεγαν Νεμπγιαβίκ. Ήταν ένα μέρος με

Διαβάστε περισσότερα

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ» «Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ» ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1 ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ τι πιστεύω για την εξαφάνιση, αλλά δώσε μου λίγο χρόνο. Όχι,

Διαβάστε περισσότερα

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος 14 Φτάνοντας λοιπόν ο Νικήτας σε μια από τις γειτονικές χώρες, εντυπωσιάστηκε από τον πλούτο και την ομορφιά της. Πολλά ποτάμια τη διέσχιζαν και πυκνά δάση κάλυπταν τα βουνά της, ενώ τα χωράφια ήταν εύφορα

Διαβάστε περισσότερα

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι. ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΙΑΣ ΠΑΡΕΑΣ ΠΑΙΔΙΩΝ Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι. Αμέσως χάρηκαν πολύ, αλλά κι απογοητεύτηκαν ταυτόχρονα όταν έμαθαν ότι θα ήταν ένα

Διαβάστε περισσότερα

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών Το μυστήριο του πασχαλινού λαγού Του Κώστα Στοφόρου «Να βγούμε;» «Όχι ακόμα», είπε ο μπαμπάς. «Δεν θα έχει έρθει. Είναι πολύ νωρίς. Κάτσε να ξυπνήσει κι ο Δημήτρης».

Διαβάστε περισσότερα

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό. Αιγαίο πέλαγος Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό. Και διάσπαρτα ήταν τα νησιά μέσα σε βαθύ γαλάζιο και τα σπίτια πλασμένα από το χέρι του

Διαβάστε περισσότερα

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό - Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό μου να παίξουμε; Αν θέλει, ναι. Προσπάθησε να μην

Διαβάστε περισσότερα

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Η πορεία προς την Ανάσταση... Η νύχτα της Ανάστασης Τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου χτυπούν χαρούμενα οι καμπάνες. Οι χριστιανοί φορούν τα γιορτινά τους και πηγαίνουν στην εκκλησία για να γιορτάσουν την Ανάσταση του Χριστού. Στα

Διαβάστε περισσότερα

Aφιερωμένο στην Παυλίνα Κ. για το νόστο και τη θλίψη πού έχει για το Μαγικό Ψάρι του Αιγαίου

Aφιερωμένο στην Παυλίνα Κ. για το νόστο και τη θλίψη πού έχει για το Μαγικό Ψάρι του Αιγαίου Aφιερωμένο στην Παυλίνα Κ. για το νόστο και τη θλίψη πού έχει για το Μαγικό Ψάρι του Αιγαίου Ένα Ψάρι στο Αγκίστρι Μια φορά και έναν καιρό πριν περίπου δυο αιώνες μεγάλη καταιγίδα με βροντές και αστραπές

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΝΤ ΧΙΟΥΖ επιλεγμένα ποιήματα Με τα φιλιά του ρουφούσε ολόκληρο το παρελθόν

ΤΕΝΤ ΧΙΟΥΖ επιλεγμένα ποιήματα Με τα φιλιά του ρουφούσε ολόκληρο το παρελθόν http://hallofpeople.com/gr/bio/hughes.php ΤΕΝΤ ΧΙΟΥΖ επιλεγμένα ποιήματα Ερωτικό τραγούδι Tον αγαπούσε και την αγαπούσε Με τα φιλιά του ρουφούσε ολόκληρο το παρελθόν και το μέλλον της, ή τουλάχιστον προσπαθούσε.

Διαβάστε περισσότερα

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47 Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Η κλέφτρα των ονείρων....................... 11 Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη............ 23 Το ελιξίριο της ευτυχίας........................ 47 H κλέφτρα των ονείρων Ήτανε τα παλιά

Διαβάστε περισσότερα

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό Πρώτη νύχτα με το θησαυρό Περασμένα μεσάνυχτα. Όλοι στο πλοίο ξεκουράζονταν ύστερα από μια μέρα γεμάτη συγκινήσεις και περιπέτειες. Μόνο ο παπαγάλος Μπιρμπίλης στεκόταν στην κουπαστή της σκάλας επαναλαμβάνοντας

Διαβάστε περισσότερα

Α ΒΡΑΒΕΙΟ Το άσπρο του Φώτη Αγγουλέ

Α ΒΡΑΒΕΙΟ Το άσπρο του Φώτη Αγγουλέ Α ΒΡΑΒΕΙΟ Το άσπρο του Φώτη Αγγουλέ Σε γέννησε η σιωπή και σ έθρεψε η δίψα, μα βρέθηκες γυμνός, γερτός και πονεμένος στα δίχτυα τού «γιατί». Ρυάκι ήταν ο λόγος σου τραγούδι στην ψυχή σαν βάλσαμο κυλούσε

Διαβάστε περισσότερα

Πόλη των Χαμένων Ψυχών

Πόλη των Χαμένων Ψυχών ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ Βιβλίο Πέμπτο Πόλη των Χαμένων Ψυχών CASSANDRA CLARE προλογος Ο Σάιμον στεκόταν και κοιτούσε μουδιασμένος την εξώπορτα του σπιτιού του. Δεν είχε φύγει ποτέ απ αυτό το σπίτι. Εδώ τον είχαν

Διαβάστε περισσότερα

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα Ρόμπερτ Μανσκ Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου Κάποτε υπήρχε μια όμορφη πριγκίπισσα που ονομαζόταν Ελισάβετ Ζούσε σε ένα κάστρο και είχε ακριβά ρούχα πριγκίπισσας Επρόκειτο

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ Παιδικό δωμάτιο Κάπου στην Αθήνα ΑΓΟΡΙ Ένα αγόρι ξανθό, με μάτια που αστράφτουν, στεκόταν όρθιο μπροστά στη βιβλιοθήκη του. Το αγόρι σήκωσε το βλέμμα του ψηλά. Ήξερε τι έψαχνε.

Διαβάστε περισσότερα

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου. Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου. Ενότητα 1: Το σπασμένο μπισκότο. Γιάννα Ροϊλού. Τμήμα: Θεατρικών Σπουδών. Σελίδα 1 1 Σκοποί ενότητας..3 2 Περιεχόμενα ενότητας

Διαβάστε περισσότερα

Ζήτησε να συναντηθούμε νύχτα. Το φως της μέρας τον

Ζήτησε να συναντηθούμε νύχτα. Το φως της μέρας τον Μια φωνή τρυφερή και ευάλωτη Ζήτησε να συναντηθούμε νύχτα. Το φως της μέρας τον ενοχλούσε, είπε. Η νύχτα είναι πιο τρυφερή, πιο ευάλωτη. Η φωνή του χανόταν. Μια φωνή τρυφερή και ευάλωτη, σαν τη νύχτα του

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΊΜΑΙ ένας ποντικός φτωχός

ΕΊΜΑΙ ένας ποντικός φτωχός Για όλα υπάρχει λύση ΕΊΜΑΙ ένας ποντικός φτωχός στης φυλακής τα σίδερα κλειστός. Έκλεψα δύο κουλούρια να ταΐσω τα μικρά μου που ήτανε πολύ λιγούρια! Με πήγανε στον δικαστή που με έκρινε ληστή! Είπε έκανα

Διαβάστε περισσότερα

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7] A Πρώτες μου απορίες ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. Ο Λουκάς έγραφε σιωπηλά, τα φρύδια του σουφρωμένα, θυμωμένος ακόμα, ενώ ο Βρασίδας, με τα χέρια στις τσέπες, πήγαινε κι έρχουνταν, κάθουνταν και σηκώνουνταν,

Διαβάστε περισσότερα