«ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΗ, ΕΙΚΟΝΑ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΘΛΗΤΡΙΩΝ ΡΥΘΜΙΚΗΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ: ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ»

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "«ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΗ, ΕΙΚΟΝΑ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΘΛΗΤΡΙΩΝ ΡΥΘΜΙΚΗΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ: ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ»"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ Ευδοξία Β. Κοσμίδου «ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΗ, ΕΙΚΟΝΑ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΘΛΗΤΡΙΩΝ ΡΥΘΜΙΚΗΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ: ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ» Διδακτορική Διατριβή που υποβάλλεται στο καθηγητικό σώμα για τη μερική εκπλήρωση των υποχρεώσεων για την απόκτηση του διδακτορικού τίτλου του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Φυσική Δραστηριότητα και Ποιότητα Ζωής» της Σ.Ε.Φ.Α.Α. του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του Τμήματος Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη, 2014

2 Ευδοξία Β. Κοσμίδου «ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΗ, ΕΙΚΟΝΑ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΘΛΗΤΡΙΩΝ ΡΥΘΜΙΚΗΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ: ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ» ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Υποβλήθηκε στo Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού Θεσσαλονίκης Ημερομηνία προφορικής εξέτασης Εξεταστική Επιτροπή: Πρώιος Μιλτιάδης, Επίκουρος καθηγητής, Α.Π.Θ., Επιβλέπων Τσιλιγκίρογλου-Φαχαντίδου Άννα, Καθηγήτρια, Α.Π.Θ., Μέλος τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Γιαννιτσοπούλου Ευγενία, Επίκουρη καθηγήτρια, Α.Π.Θ., Μέλος τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Δογάνης Γεώργιος, Καθηγητής, Α.Π.Θ., Εξεταστής Σιάτρας Θεοφάνης, Αναπληρωτής καθηγητής, Α.Π.Θ., Εξεταστής Δούδα Ελένη, Αναπληρώτρια καθηγήτρια, Δ.Π.Θ.. Εξεταστής Πρώιος Μιχάλης, Λέκτορας, Α.Π.Θ., Εξεταστής i

3 Ευδοξία Β. Κοσμίδου, 2014 Α.Π.Θ. «ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΗ, ΕΙΚΟΝΑ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΘΛΗΤΡΙΩΝ ΡΥΘΜΙΚΗΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ: ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ» ISBN «Η έγκριση της παρούσας διδακτορικής διατριβής από το Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού (Θεσσαλονίκη) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωμών του συγγραφέως» (Ν.5343/1932, άρθρο 202, παρ.2) ii

4 Ευχαριστίες Μια διαδρομή ολοκληρώθηκε Μια διαδρομή γεμάτη ερωτήματα, απαντημένα και μη. Μια διαδρομή με πολλά παιδικά «ρυθμικά» χαμόγελα! Μια διαδρομή με τη μυρωδιά του γυμναστηρίου έντονη. Ο χώρος της ρυθμικής γυμναστικής αποτελούσε πάντα το «σπίτι» μου και θεωρούσα χρέος μου να προσπαθήσω να βάλω ένα λιθαράκι, ώστε ο χώρος αυτός να γίνει παιδαγωγικότερος για τις αθλήτριες που μεγαλώνουν μέσα στα γυμναστήρια. Φτάνοντας στην ολοκλήρωση του διδακτορικού θα ήθελα να ευχαριστήσω τα άτομα τα οποία συνέβαλαν στην ολοκλήρωση του στόχου μου, το καθένα με τον τρόπο του. Πρώτον από όλους τον Επίκουρο Καθηγητή Μιλτιάδη Πρώιο για την ευκαιρία που μου έδωσε, τις κατευθύνσεις και την «ώθηση» όταν όλα έδειχναν να πηγαίνουν αργά ή προς τα πίσω. Την Επίκουρη καθηγήτρια Γιαννιτσοπούλου Ευγενία γιατί με καθοδήγησε σε αυτήν την διαδικασία από την αρχή (από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την ολοκλήρωσή της). Κυρίως όμως την ευχαριστώ γιατί όλα αυτά τα χρόνια είναι υπόδειγμα εκπαιδευτικού και προπονήτριας, «διδάσκοντάς» με σε όλα τα επίπεδα (αθλητικό- προπονητικόεκπαιδευτικό). Την ευχαριστώ για όλα, για αυτά που μπορεί να καταλάβει αλλά κυρίως για όλα εκείνα που δε φαντάζεται, αλλά ήταν σημαντικά και καθοριστικά για εμένα. Ένα ειλικρινές «ευχαριστώ» στα υπόλοιπα μέλη της εξεταστικής επιτροπής, την καθηγήτρια κ.τσιλιγγίρογλου-φαχαντίδου και τον καθηγητή κ.δογάνη για τις γνώσεις που μου παρείχαν από τα φοιτητικά μου χρόνια μέχρι και τώρα, τον αναπληρωτή καθηγητή κ. Σιάτρα, την αναπληρώτρια καθηγήτρια κ.δούδα, και το λέκτορα Πρώιο Μιχάλη για την υποστήριξη και τη βοήθεια σε όλη αυτήν την πορεία. Μα από όλους περισσότερο οφείλω να ευχαριστήσω (για άλλη μια φορά) τον Νικήτα, την Κωνσταντίνα και τη Μαρία, που μου επέτρεψαν να κάνω και αυτό το όνειρο πραγματικότητα, συμμεριζόμενοι την αγάπη μου για τη ρυθμική και τη μάθηση. iii

5 ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΟΣΜΙΔΟΥ ΕΥΔΟΞΙΑ: Σωματική αυτοαντίληψη, εικόνα σώματος και διατροφικές στάσεις αθλητριών ρυθμικής γυμναστικής: ανάπτυξη και αξιολόγηση παρεμβατικού προγράμματος (υπό την επίβλεψη του Δρ. Πρώιου Μιλτιάδη) Ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο αντιλαμβάνεται το σώμα και την εικόνα του μπορεί να επηρεάσει πολλούς παράγοντες, ιδίως στην εφηβική και προεφηβική ηλικία, ιδιαίτερα στα κορίτσια. Καθορίζει την αξία του ατόμου καθώς η βαρύτητα που δίνει η σύγχρονη κοινωνία, όπως και ο αθλητισμός, στην εικόνα του σώματος, είναι σημαντική. Οι αθλήτριες της ρυθμικής γυμναστικής αν και έχουν λεπτό σωματότυπο και μειωμένο σωματικό βάρος, βιώνουν πίεση για την εικόνα του σώματός τους καθώς αυτό εκτίθεται. Υπάρχουν ενδείξεις ότι κινδυνεύουν για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών, με τις σχετικές έρευνες ωστόσο να παρουσιάζουν διφορούμενα αποτελέσματα. Μέσα από τις διατροφικές στάσεις είναι εφικτό να ανιχνευθούν τα άτομα που κινδυνεύουν να εμφανίσουν διατροφικές διαταραχές. Η πρόληψη είναι σημαντική και προτείνεται να υλοποιούνται σχετικά παρεμβατικά προγράμματα συγκεκριμένα για το κάθε πεδίο δράσης (στη συγκεκριμένη περίπτωση στο άθλημα της ρυθμικής) σε προεφηβικές ή εφηβικές ηλικίες. Παρεμβατικά προγράμματα πρόληψης των διατροφικών διαταραχών και της αρνητικής εικόνας σώματος έχουν αναπτυχθεί και υλοποιηθεί κύρια μόνο σε κορίτσια τυπικού πληθυσμού. Τα σχετικά προγράμματα βασίζονται στη θεωρία της πειθούς, στην παροχή πληροφοριών, στις δεξιότητες ζωής και στη χρησιμοποίηση μαθητοκεντρικών μεθόδων διδασκαλίας. Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν να αναπτυχθεί ένα παρεμβατικό πρόγραμμα που θα απευθύνεται σε αθλήτριες ρυθμικής γυμναστικής και το οποίο θα βελτιώσει την αντιλαμβανόμενη εικόνα του σώματος και την αυτοαντίληψη του σώματός τους και θα μειώσει τις διατροφικές τους στάσεις. Το πρόγραμμα ήταν διάρκειας τριών μηνών και πραγματοποιήθηκε στο χώρο του γυμναστηρίου. Συμμετείχαν αθλήτριες ρυθμικής γυμναστικής σε αγωνιστικό επίπεδο μέχρι και επιπέδου πρωταθλητισμού, 29 αποτέλεσαν την ομάδα παρέμβασης και 20 την ομάδα ελέγχου, με μέσο όρο ηλικίας χρόνια. Οι συμμετέχουσες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια αυτό-αναφοράς πριν και μετά iv

6 την ολοκλήρωση του προγράμματος. Συγκεκριμένα, πριν από την παρέμβαση αξιολογήθηκαν οι διατροφικές στάσεις, η γενική αυτοεκτίμησή τους, η αυτοεκτίμηση της εικόνας του σώματός τους, η αυτοεκτίμηση της εξωτερικής τους εμφάνισης, η αντιλαμβανόμενη πίεση προς το λεπτό σώμα από τις προπονήτριες, τους γονείς, τους φίλους και τους ειδικούς του αθλήματος. Επιπλέον πριν την παρέμβαση αξιολογήθηκαν οι προσανατολισμοί των προσωπικών στόχων επίτευξης και το αντιλαμβανόμενο κλίμα παρακίνησης, καθώς και προσωπικά και προπονητικά χαρακτηριστικά (ηλικία, σωματικό βάρος και ύψος, συχνότητα και πυκνότητα προπόνησης, προπονητική ηλικία). Μετά την παρέμβαση αξιολογήθηκαν παράμετροι που αξιολογήθηκαν και πριν την παρέμβαση (οι διατροφικές στάσεις, η γενική αυτοεκτίμησή τους, η αυτοεκτίμηση της εικόνας του σώματός τους, η αυτοεκτίμηση της εξωτερικής τους εμφάνισης, η αντιλαμβανόμενη πίεση προς το λεπτό σώμα από τις προπονήτριες, τους γονείς, τους φίλους και τους ειδικούς του αθλήματος). Επιπλέον αξιολογήθηκε το πρόγραμμα παρέμβασης, η αποτελεσματικότητά του και η πηγή του προγράμματος. Για τον έλεγχο των πιθανών διαφορών πραγματοποιήθηκαν επαναλαμβανόμενες αναλύσεις διακύμανσης (2Χ2) με δύο πειραματικές ομάδες και δύο μετρήσεις (πριν- μετά). Από τα αποτελέσματα προέκυψε ότι μετά την εφαρμογή του προγράμματος η ομάδα παρέμβασης βελτίωσε τις διατροφικές στάσεις, την ενασχόληση με δίαιτες και τη βουλιμία, την αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα συνολικά από τους άλλους και ειδικότερα από τους γονείς και τους ειδικούς του αθλήματος, την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση της εικόνα του σώματος, την εκτίμηση της εμφάνισης και την εκτίμηση του βάρους. Η ομάδα ελέγχου παρουσίασε στη επαναμέτρηση χαμηλότερη αντιλαμβανόμενη εκτίμηση της εικόνας σώματος, χαμηλότερη εκτίμηση της εμφάνισης και εκτίμηση του βάρους, χαμηλότερη αυτοεκτίμηση της εξωτερικής εμφάνισης και αυξημένη αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα συνολικά από τους σημαντικούς άλλους, αυξημένες διατροφικές στάσεις και αυξημένη ενασχόληση με τις δίαιτες, ενώ στους άλλους παράγοντες δεν παρουσίασε μεταβολή. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα ενίσχυσης της θετικής εικόνας του σώματος, της σωματικής αυτοαντίληψης και των θετικών διατροφικών στάσεων παρουσίασε αποτελέσματα προς την επιθυμητή v

7 κατεύθυνση τα οποία είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά για την αθλητική παιδεία των αθλητριών. Λέξεις-κλειδιά: ρυθμική γυμναστική, αθλήτριες, εικόνα σώματος, διατροφικές στάσεις, παρεμβατικό πρόγραμμα vi

8 ABSTRACT KOSMIDOU EVDOXIA: Physical self-concept, body image and eating attitudes in rhythmic gymnastics athletes: development and evaluation of an intervention program (Under the supervision of Ph.D. Proios Miltiadis) The way a person perceives his body and his body image may affect many factors, especially in preadolescence and adolescence age, and mostly at females. It defines his personal value as the importance that modern society, and sports also, relies on body image, is significant. Rhythmic gymnastics athletes, even though they have thin bodies and low body weight, experience pressure on their body image, as their image is exposed. There are signs that they are in danger for eating disorders, but the results of the relevant studies are equivocal. Eating attitudes can reveal persons that are in danger for eating disorders. Prevention is important and it is suggested the implementation of relevant interventional programs, specifically to each action domain (in the present study is rhythmic gymnastics) toward preadolescent and adolescent years. Interventional programs preventing eating disorders and negative body images have been developed and implement particularly only to girls of typical population. Such programs are based on Persuasion Theory, on providing knowledge, on life skills, and on the use of student-centered teaching methods. Purpose of the present study was to develop and implement an intervention program addressed to rhythmic gymnastics athletes, which would improve their perceived body image their body self-concept and would diminish their eating attitudes. The program lasted 3 months and took place in the gymnasium. In the research participated Rhythmic gymnastics athletes who competed at championship level, twenty-nine were assigned in the intervention group and twenty in the control group, with mean age years. All participants completed self-reported questionnaires before and after the intervention. More specific, before the intervention they completed questionnaires assessing eating attitudes, body esteem, global self-esteem, self-esteem of their body image, perceived pressure toward thin body by coaches, parents, friends and vii

9 specialists of rhythmic gymnastics, goal orientations, perceived motivational climate on goal orientations, and demographic characteristics (age, body weight, body height) and training characteristics as training frequency, hours per training session, competitive age. After the intervention common variables to preintervention measure were evaluated (eating attitudes, global self-esteem, body esteem, self-esteem of their body image, perceived pressure toward thin body by coaches, parents, friends and specialists of rhythmic gymnastics), and additional variables as program s evaluation, effectiveness of the program and evaluation of program s source. To examine possible differences between pre and post measures, repeated measures of variances (2X2) were used, with two intervention groups and two measures (before and after the intervention). The results revealed that intervention group improved their eating attitudes, their scores on dieting scale, boulimia, perceived pressure toward thin body from significant others and from parents and rhythmic gymnastics specialists, Body Esteem-appearance and Body Esteem-weight. On the other hand, the control group reported decreased body esteem, Body Esteem appearance, Body Esteemweight, decreased self esteem of their body image, and increased perceived pressure toward thin body from significant others, eating attitudes, dieting scale. It seems that the particular intervention program revealed positive results toward enhancing positive body image, body esteem and healthy eating attitudes. These findings are very encouraging toward sport education of rhythmic gymnasts. Key-words: rhythmic gymnastics, athletes, body image, eating attitudes, intervention program. viii

10 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΕΛΙΔΑ ΣΕΛΙΔΑ ΤΙΤΛΟΥ... i ΣΕΛΙΔΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ... ii ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ... iii ΠΕΡΙΛΗΨΗ... iv ABSTRACT... vii ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... ix ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ... xiii ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ... xiv ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΧΗΜΑΤΩΝ... xvi ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΥΝΤΟΜΕΥΣΕΩΝ... xvii ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σκοπός της έρευνας Έκθεση του προβλήματος Σημαντικότητα της έρευνας Βιβλιογραφικοί ορισμοί Οριοθετήσεις Περιορισμοί Ερευνητικές υποθέσεις Μηδενικές υποθέσεις Εναλλακτικές υποθέσεις ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Διατροφικές στάσεις Αυτοεκτίμηση Γενική αυτοεκτίμηση Σωματική αυτοεκτίμηση Αντιλαμβανόμενη εκτίμηση εικόνας σώματος Αντιλαμβανόμενη εικόνα σώματος και διατροφικές στάσεις Ρυθμική γυμναστική και εικόνα σώματος Στόχοι επίτευξης και προσανατολισμός κλίματος παρακίνησης 2.5. Ανάπτυξη παρεμβατικών προγραμμάτων Διδακτικές προσεγγίσεις και μέθοδοι διδασκαλίας παρεμβατικών προγραμμάτων Η θεωρία της Πειθούς και τα προγράμματα προαγωγής της υγείας Μοντέλο των Πιθανών Τρόπων Επεξεργασίας της επικοινωνίας ix

11 Δεξιότητες ζωής Προγράμματα παρέμβασης με στόχο την εικόνα του σώματος και τις διατροφικές στάσεις/διαταραχές σε τυπικό πληθυσμό Girls in the 90 s Every Body is a Somebody Go GIRLS! Girls on the run Trouble on the Tightrope: In search of skateboard Sam Everybody s different Making Choices Program Set your body free body image program Healthy Buddies Positive Bodies Happy Being Me Beautiful from the inside out Προγράμματα παρέμβασης με στόχο την εικόνα του σώματος και τις διατροφικές στάσεις/διαταραχές σε αθλητές/αθλήτριες ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Συμμετέχοντες Όργανα μέτρησης Ερωτηματολόγιο Διατροφικών Στάσεων Κλίμακα εκτίμησης εικόνας του σώματος για εφήβους και ενήλικες Ερωτηματολόγιο Προσωπικών στόχων επίτευξης στον αθλητισμό Ερωτηματολόγιο Αντίληψη κλίματος παρακίνησης στο αθλητισμό Κλίμακα «Αντιλαμβανόμενης πίεσης προς το λεπτό σώμα» Κλίμακα γενικής αυτοεκτίμησης Αυτοεκτίμηση εξωτερικής εμφάνισης Δείκτης Μάζας Σώματος Ερωτηματολόγιο αξιολόγησης της πηγής Κλίμακα Αξιολόγησης της αντιλαμβανόμενης αποτελεσματικότητας του προγράμματος Ερωτηματολόγιο αξιολόγησης του προγράμματος 3.3. Διαδικασία μέτρησης Σχεδιασμός της έρευνας Περιγραφή του προγράμματος παρέμβασης Στατιστική ανάλυση ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Περιγραφικά χαρακτηριστικά Συσχετίσεις μεταξύ των παραγόντων πριν και μετά x

12 την παρέμβαση 4.3. Διαφορές μεταξύ των πειραματικών ομάδων Διατροφικές στάσεις Ενασχόληση με δίαιτες Βουλιμία Έλεγχος της πράξης του τρώγειν Αντιλαμβανόμενη εκτίμηση εικόνας σώματος Αντιλαμβανόμενη εκτίμηση της εμφάνισης Αντιλαμβανόμενη εκτίμηση του βάρους Αντιλαμβανόμενη εικόνα του σώματος που έχουν οι άλλοι Αυτοεκτίμηση εξωτερικής εμφάνισης Συνολική αντιλαμβανόμενη πίεση από τους άλλους Αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από την προπονήτρια Αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους γονείς Αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους φίλους Αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους ειδικούς Γενική Αυτοεκτίμηση Αξιολόγηση της πηγής Αξιολόγηση της αντιλαμβανόμενης αποτελεσματικότητας του προγράμματος ΚΕΦΑΛΑΙΟ V. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIIΙ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ I. ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ Ερωτηματολόγιο Διατροφικών Στάσεων ΑΔΕΙΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΕΑΤ Κλίμακα αυτό-εκτίμησης της εικόνας του σώματος για εφήβους και ενήλικες Κλίμακα γενικής αυτοεκτίμησης Κλίμακα αξιολόγησης της αυτοεκτίμησης εξωτερικής εμφάνισης Ερωτηματολόγιο προσωπικών στόχων επίτευξης στον αθλητισμό Ερωτηματολόγιο Αντίληψη κλίματος παρακίνησης στο αθλητισμό Κλίμακα «Αντιλαμβανόμενη πίεση προς το λεπτό σώμα» από τους γονείς, από την προπονήτρια και τους ειδικούς του αθλήματος της ρυθμικής Ερωτηματολόγιο αξιολόγησης της πηγής xi

13 Κλίμακα Αξιολόγησης της αντιλαμβανόμενης αποτελεσματικότητας του προγράμματος Ερωτηματολόγιο αξιολόγησης του προγράμματος ΙΙ. Συνοπτικοί στόχοι συνεδριών παρεμβατικού προγράμματος ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Η αφίσα με τα μηνύματα των μαθημάτων Παρουσιάσεις προγράμματος xii

14 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ Όνομα Πίνακα Σελίδα Πίνακας 1. Συγκεντρωτική παρουσίαση των ερωτηματολογίων και των παραγόντων τους Πίνακας 2. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις όλων των παραγόντων. 90 xiii

15 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ Γράφημα 1. Μέσοι όροι των διατροφικών στάσεων για κάθε πειραματική ομάδα στις δύο μετρήσεις. Γράφημα 2. Μέσοι όροι του παράγοντα «Ενασχόληση με δίαιτες» για κάθε πειραματική ομάδα στις δύο μετρήσεις. Γράφημα 3. Μέσοι όροι του παράγοντα «Βουλιμία και ενασχόληση με το φαγητό» για κάθε πειραματική ομάδα στις δύο μετρήσεις. Γράφημα 4. Μέσοι όροι της εξαρτημένης «Αντιλαμβανόμενη εκτίμηση εικόνας σώματος» για κάθε πειραματική ομάδα στις δύο μετρήσεις. Γράφημα 5. Μέσοι όροι της εξαρτημένης «Αντιλαμβανόμενη εκτίμηση εμφάνισης» για κάθε πειραματική ομάδα στις δύο μετρήσεις. Γράφημα 6. Μέσοι όροι της αντιλαμβανόμενης εκτίμησης του βάρους στις δύο μετρήσεις (πριν και μετά την παρέμβαση) στις δύο πειραματικές ομάδες. Γράφημα 7. Μέσοι όροι της αυτοεκτίμησης εξωτερικής εμφάνισης στις δύο μετρήσεις (πριν και μετά την παρέμβαση) στις δύο πειραματικές ομάδες. Γράφημα 8. Μέσοι όροι των δύο πειραματικών ομάδων πριν και μετά την παρέμβαση στη συνολική αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους άλλους. Γράφημα 9. Μέσοι όροι των δύο πειραματικών ομάδων πριν και μετά την παρέμβαση στη αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από την προπονήτρια. Γράφημα 10. Μέσοι όροι των δύο πειραματικών ομάδων πριν και μετά την παρέμβαση στη αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους γονείς. Σελίδα Γράφημα 11. Μέσοι όροι των δύο πειραματικών ομάδων πριν και μετά 106 xiv

16 την παρέμβαση στη αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους ειδικούς. xv

17 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΧΗΜΑΤΩΝ Σχήμα 1. Η σχέση της κεντρικής και της περιφερειακής οδού επεξεργασίας ενός μηνύματος επικοινωνίας Σελίδα 54 xvi

18 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΥΝΤΟΜΕΥΣΕΩΝ ΣΥΝΤΟΜΕΥΣΗ: ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ ΣΥΝΤΟΜΕΥΣΗΣ BESAA : Body Esteem Scale for Adolescents and Adults EDI : Eating Disorder Inventory α : Δείκτης Cronbach s α α αρχ : Δείκτης Cronbach s α στην αρχική μέτρηση α τελ : Δείκτης Cronbach s α στην τελική μέτρηση ΔΜΣ : Δείκτης Μάζας Σώματος ΕΑΤ-26 : Ερωτηματολόγιο Eating Attitudes Test -26 Μ : Μέσος Όρος ΤΑ : τυπική απόκλιση xvii

19 xviii

20 Εισαγωγή ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΗ, ΕΙΚΟΝΑ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΘΛΗΤΡΙΩΝ ΡΥΘΜΙΚΗΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ: ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Εισαγωγή Η ρυθμική γυμναστική είναι ένα άθλημα το οποίο περιλαμβάνεται στο ολυμπιακό πρόγραμμα από το Στο άθλημα αυτό οι αθλήτριες αγωνίζονται από τη μια μεριά στην επίδειξη τεχνικής υψηλού επιπέδου και εκφραστικής εκτέλεσης δύσκολων ασκήσεων με το σώμα τους και από την άλλη στον επιδέξιο χειρισμό φορητών οργάνων με μουσική συνοδεία (Καρπένκο, Βίννερ, Μπιστρόβα, Νακλόνοφ, Ρούμπα, Σιβίτσκι, Στεπάνοβα, & Τεριόχινα, 2003). Αποτελεί καλλιτεχνικό άθλημα, καθαρά γυναικείο, στο οποίο αγωνίζονται αποκλειστικά γυναίκες- αθλήτριες, ενώ και το σώμα των κριτών του αθλήματος αποτελείται από γυναίκες. Το άθλημα της ρυθμικής περιλαμβάνει το ατομικό και το ομαδικό αγώνισμα, τα οποία εκτελούνται, όπως προαναφέρθηκε, με την υποχρεωτική συνοδεία μουσικής. Η αθλήτρια στο ατομικό αγώνισμα αγωνίζεται σε προγράμματα-συνθέσεις σύντομης διάρκειας ( ) χρησιμοποιώντας ένα από τα πέντε φορητά όργανα (σχοινάκι, στεφάνι, μπάλα, κορύνες, κορδέλα). Οι αθλήτριες του ομαδικού (5 αθλήτριες) αγωνίζονται εκτελώντας ένα πρόγραμμα σύνθεση διάρκειας , με 5 φορητά όργανα (ίδια ή 2 ειδών). Για το αγωνιστικό αποτέλεσμα που παρουσιάζουν οι αθλήτριες απαιτείται συστηματική, πολύωρη προπόνηση. Ένα αποτέλεσμα που έρχεται μετά από κόπο και θυσίες, μέσα από την κούραση της μονοτονία και της πλήξης των καθημερινών προπονήσεων (Ρόμπεβα & Ραγκέλοβα, 1989, σελ 146). Ως άθλημα η ρυθμική γυμναστική καλλιεργείται σε ολοένα και περισσότερες χώρες παγκοσμίως. Ενδεικτικά, ενώ στο 1 ο Παγκόσμιο πρωτάθλημα στη Βουδαπέστη το 1963 συμμετείχαν μόλις 28 αθλήτριες από 10 ευρωπαϊκές χώρες (FIG, 2011), στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2011 στο Μονπελιέ της Γαλλίας συμμετείχαν 299 αθλήτριες από 54 χώρες (FIG, 2012). Ανάλογη είναι και η ανάπτυξη του αθλήματος στην Ελλάδα, καθώς υπάρχουν σύλλογοι που 1

21 Εισαγωγή καλλιεργούν τη ρυθμική γυμναστική στις τέσσερις γωνίες της χώρας. Οι σύλλογοι που καλλιεργούν το άθλημα έχουν τμήματα για κορίτσια από τη νηπιακή ηλικία μέχρι την ενήλικη ηλικία, τμήματα αγωνιστικά και τμήματα μαζικού αθλητισμού. Επιπλέον οι δήμοι στα προγράμματα αθλητισμού τους περιλαμβάνουν τμήματα ρυθμικής γυμναστικής. Η μεγάλη ανάπτυξη του αθλήματος και η ενασχόληση με αυτό ολοένα και περισσότερων παιδιών-αθλητριών έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον των ειδικών του αθλητισμού (πχ. ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, φυσιολόγοι, αθλητίατροι, κ.ά.). Η ανάγκη για δημιουργία μιας μοναδικής και εξατομικευμένης ταυτότητας κυριαρχεί κατά τη διάρκεια όλης της ζωής του ατόμου. Ο τρόπος με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, σχετίζεται με συμπεριφορές, αξίες, στόχους και φιλοδοξίες (Harter, 1999). Η αυτοεκτίμηση θεωρείται ότι κατέχει κυρίαρχη θέση στην εξήγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς (Fox & Corbin, 1989), ότι είναι ένα ψυχολογικό όφελος της συμμετοχής σε φυσική δραστηριότητα (Sonstroem, 1984) και έχει αναγνωριστεί από πολλούς ως ο πλέον σημαντικός δείκτης της συναισθηματικής ευεξίας (Fox, 2000). Από τη μελέτη της αυτοαντίληψης προκύπτει το ζήτημα, εάν κάποια είδη σωματικής δραστηριότητας είναι καταλληλότερα από κάποια άλλα για την ανάπτυξη όλων των παραγόντων, που σχετίζονται με την ενίσχυση της θετικής έννοιας του εαυτού των συμμετεχόντων. Ο Fox (1990) διαπίστωσε ότι η αυτό-αντίληψη σχετίζεται σημαντικά με τον τύπο αλλά και με την ποσότητα της σωματικής δραστηριότητας τόσο στους εφήβους όσο και τους ενήλικες. Γενικά, η συνεισφορά της άσκησης είναι θετική. Ανασκόπηση έδειξε ότι στο 78% των σχετικών μελετών υπήρχαν σημαντικές θετικές αλλαγές στην αυτό-αντίληψη και τον αυτοσεβασμό, όταν τα άτομα συμμετείχαν σε προγράμματα άσκησης-φυσικής δραστηριότητας (Fox, 2000). Η σχέση παρακίνησης και σωματικής αυτοαντίληψης στο χώρου του αθλητισμού εξετάστηκε από τους Çağlar και Hülya Așçi (2010). Αυτοί προσπάθησαν να ερευνήσουν αν έφηβοι αθλητές με διαφορετικό προφίλ παρακίνησης διέφεραν και στο προφίλ της σωματικής τους αυτοαντίληψης. Στην έρευνά τους συμμετείχαν αθλητές και αθλήτριες ομαδικών αθλημάτων και παρατήρησαν ότι οι αθλητές/αθλήτριες που ήταν υψηλά ή μέτρια παρακινημένοι/ες είχαν υψηλότερες τιμές από τους μη παρακινημένους/ες αθλητές/τριες στους ακόλουθους 2

22 Εισαγωγή παράγοντες του PSPP (Προφίλ Σωματικής Αυτοαντίληψης): αντιλαμβανόμενη αθλητική ικανότητα, φυσική κατάσταση και σωματική αξία, αλλά οι διαφορές αυτές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές. Ωστόσο οι Çağlar και Hülya Așçi στη μελέτη τους δε διερεύνησαν αν τα αποτελέσματα διαφοροποιούνταν μεταξύ αθλητών και αθλητριών. Στην κοινωνία του σήμερα τα άτομα και ιδιαίτερα οι γυναίκες, καλούνται να εμφανίζουν συγκεκριμένη εικόνα σώματος (Davis, 1990). Τόσο σε επιστημονικά περιοδικά όσο και σε περιοδικά για το ευρύ κοινό, η ενασχόληση με το σώμα και κυρίως το γυναικείο, καταλαμβάνει μεγάλο μέρος τους. Οι Groesz, Levine και Murnen (2002) σε μια ανασκοπική μελέτη συμπέραναν ότι τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης προβάλουν τα λεπτά σώματα, και οι εικόνες αυτές οδηγούν σε απογοήτευση από την πραγματική εικόνα του σώματος των αναγνωστριών. Πλήθος ερευνητικών εργασιών διερευνούν θέματα που σχετίζονται με την εικόνα του σώματος μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Για παράδειγμα διερευνάται ποια είναι η εικόνα του σώματος σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, πχ. κοριτσιών (Fourie & Lessing, 2010), νεαρών γυναικών (Depcik & Williams, 2004), υπερήλικων γυναικών (Pruis & Janowsky, 2010), πώς συνδέεται η εικόνα του σώματος με συμπεριφορές όπως είναι οι διατροφικές διαταραχές (Paxton, McLean, Gollings, Faulkner, & Wertheim, 2007), ή με συναισθήματα ικανοποίησης (Depcik & Williams, 2004), κ.ά. Εκτός από τις ατομικές διαφορές η αλληλεπίδραση κοινωνικών παραγόντων, για παράδειγμα εθνικότητας, οικογένειας, περιβάλλοντος του σχολείου ή περιβάλλοντος του αθλητισμού, φίλων (Abrams & Cook-Stormer, 2002) διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πρόκληση σοβαρών αρνητικών συνεπειών στην υγεία, όπως διατροφικών διαταραχών (Steiner-Adair, 1986). Ο αθλητισμός, και κυριότερα ο πρωταθλητισμός είναι ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον στο οποίο η προβολή του σώματος, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, είναι πολύ σημαντική. Η πίεση για την εμφάνιση συγκεκριμένου τύπου σώματος είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αύξηση των περιπτώσεων των διατροφικών διαταραχών. Οι διατροφικές διαταραχές θεωρούνται παθογόνες καταστάσεις, με σημαντικές αρνητικές συνέπειες για το άτομο που νοσεί, αν δεν λάβει την κατάλληλη ιατρική βοήθεια. Οι διατροφικές διαταραχές είναι πια και στον ελληνικό πληθυσμό μια 3

23 Εισαγωγή πραγματικότητα. Σε Ελληνικό τυπικό πληθυσμό εφήβων ηλικίας ετών φάνηκε ότι το 18.3% δήλωσε τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών, ενώ το ποσοστό των κοριτσιών ήταν 24.7% (Costarelli, Antonopoulou, & Mavrovounioti, 2011), ποσοστό κοντά και λίγο υψηλότερο από τις διεθνείς έρευνες. Οι διατροφικές διαταραχές εμφανίζονται συχνότερα στις γυναίκες από ότι στους άνδρες και στις αθλήτριες από ότι στις μη αθλήτριες, ενώ υπάρχουν και έρευνες με αντίθετα ευρήματα. Όλες συγκλίνουν στο ότι οι αθλήτριες αισθητικών αθλημάτων, δηλαδή αθλημάτων όπου η σημασία του λεπτού σώματος είναι μεγάλη, κινδυνεύουν περισσότερο για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών από ότι οι αθλήτριες μη αισθητικών αθλημάτων (πχ. Petrie, 1996). Στις αθλήτριες της γυμναστικής παρατηρείται μια εμμονή με το θέμα των κιλών και την εμφάνιση του σώματος, εμμονή η οποία ανιχνεύεται ακόμη και μετά την αποδέσμευσή τους από τον πρωταθλητισμό (Kerr & Dacyshyn, 2000). Οι Ελληνίδες αθλήτριες δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν. Στην αφήγηση μιας πρώην πρωταθλήτριας ρυθμικής γυμναστικής φαίνεται ότι για ολόκληρες γενιές αθλητριών το αδύνατο σώμα και η απώλεια βάρους ήταν και είναι μια καθημερινή «βασανιστική» διαδικασία (Θεοδωράκης, Γούδας, & Παπαϊωάννου, 1998). Στο βιβλίο «Η Σχολή των Πρωταθλητριών» η προπονήτρια Νέσκα Ρόμπεβα αφιερώνει ένα κεφάλαιο στον «τρομερό πόλεμο των κιλών». Αναφέρει ότι για τις αθλήτριες της Βουλγαρίας (η οποία θεωρείται υπερδύναμη στο άθλημα της ρυθμικής) η μέρα αρχίζει και τελειώνει με τον έλεγχο του βάρους στη ζυγαριά (Ρόμπεβα & Ραγκέλοβα, 1989, σελ. 254). Η Καρπένκο και οι συνεργάτες της (2003) αναφέρουν δύο ανεπιθύμητες πτυχές του περιττού βάρους στις αθλήτριες, την επιδείνωση της αισθητικής των κινήσεων και τις φυσικοσωματικές δυσκολίες στην ίδια την αθλήτρια. Ο δεύτερος παράγοντας είναι και ο σημαντικότερος, καθώς για τον πρώτο δεν υπάρχει σχετική ποινή από τον κώδικα βαθμολογίας (FIG, 2012). Σχετικά με την επιβάρυνση των φυσικοσωματικών δυσκολιών, θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι ασκήσεις σώματος της ρυθμικής περιλαμβάνουν άλματα, ισορροπίες και στροφές. Τα άλματα πραγματοποιούνται με ωθήσεις και προσγειώσεις σχεδόν πάντα στο ένα πόδι και με το σώμα να έχει ιδιαίτερα ασυνήθιστες θέσεις κατά τη διάρκεια της πτήσης των αλμάτων, ενώ οι ασκήσεις ισορροπιών και στροφών εκτελούνται σχεδόν πάντα στο ένα πόδι και σε ακροστασία, δηλαδή εκτελούνται σε πολύ μικρή επιφάνεια 4

24 Εισαγωγή στήριξης και με το υπόλοιπο σώμα να διατηρεί συγκεκριμένη θέση. Οι παραπάνω παράγοντες σε συνδυασμό με την επιβάρυνση, λόγω των επαναλήψεων σε μια προπονητική μονάδα μπορεί να είναι επικίνδυνοι για το σώμα της αθλήτριας όταν έχει αυξημένο σωματικό βάρος ή υπάρχουν συχνές αυξομειώσεις του. Στις σύγχρονες κοινωνίες υπάρχει μια αυξανόμενη τάση για το σχεδιασμό παρεμβατικών προγραμμάτων, τα οποία σχετίζονται με θέματα υγείας και μέσα από αυτά επιθυμείται η πρόληψη εμφάνισης ανθυγιεινών συμπεριφορών και η ενίσχυση υιοθέτησης υγιεινών συμπεριφορών. Ο σχεδιασμός γίνεται πάντα για συγκεκριμένες ομάδες ατόμων, ώστε η προσαρμογή να καθιστά αποτελεσματικότερα τα προγράμματα. Ο σχεδιασμός πραγματοποιείται μέσα από θεωρίες της ψυχολογίας της υγείας. Η θεωρία της Πειθούς αποτελεί την αντίστοιχη θεωρία, η οποία υιοθετήθηκε επίσης από το μάρκετινγκ. Σύμφωνα με τη θεωρία και τα ανάλογα μοντέλα που βασίζονται σε αυτήν, κάθε πρόγραμμα προαγωγής της υγείας είναι μια προσπάθεια να πεισθεί ο δέκτης να ακολουθήσει μια υγιεινή συμπεριφορά ή να μην ακολουθήσει μια ανθυγιεινή συμπεριφορά. Η θεωρία της Πειθούς είναι η θεωρία της αλλαγής των στάσεων προς ένα πρόσωπο, ένα αντικείμενο ή μια συμπεριφορά. Το μοντέλο των Πιθανών τρόπων επεξεργασίας των Petty και Cacioppo (1986) θεωρεί ότι ένα άτομο όταν έρχεται «αντιμέτωπο» με ένα επικοινωνιακό μήνυμα μπορεί να επεξεργαστεί το μήνυμα αυτό με 2 τρόπους: την κεντρική οδό που αντιπροσωπεύει τη λεπτομερή επεξεργασία του περιεχομένου του μηνύματος ή την πλάγια οδό που αντιπροσωπεύει τη διαδικασία της πειθούς όχι μέσα από την επεξεργασία των επιχειρημάτων αλλά άλλων παραμέτρων που περιλαμβάνονται στο μήνυμα ή στον πομπό του μηνύματος (το άτομο ή το μέσο που δίνει το μήνυμα). Για διαφορετικές συμπεριφορές και για διαφορετικές ηλικίες διαφοροποιείται ο βαθμός βαρύτητας της κάθε οδού. Η πηγή (το άτομο ή το μέσο) που «εκπέμπει» το επικοινωνιακό μήνυμα, καθώς και το μέσο μέσα από το οποίο εκπέμπεται το μήνυμα αποτελούν μερικούς μόνο παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τη διαδικασία της πειθούς και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, όταν αναπτύσσονται ανάλογα παρεμβατικά προγράμματα. Μέσα από την ανάπτυξη της παιδαγωγικής εξελίχθηκαν οι μέθοδοι διδασκαλίας, με ενίσχυση της αυτενέργειας του εκπαιδευόμενου (π.χ. του μαθητού). Επιπλέον, τα προγράμματα που απευθύνονται στην ενίσχυση υγιεινών 5

25 Εισαγωγή συμπεριφορών και την αποφυγή των αντίστοιχων ανθυγιεινών περιλαμβάνουν δεξιότητες οι οποίες θα καταστήσουν τον εκπαιδευόμενο αποτελεσματικό στη διαχείριση των συμπεριφορών. Οι δεξιότητες αυτές ονομάζονται δεξιότητες ζωής. Έτσι, λοιπόν, η ανάπτυξη εκπαιδευτικών προγραμμάτων προαγωγής της υγείας πρέπει να δίνει σημασία σε ένα μεγάλο αριθμό παραγόντων, οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την αποτελεσματικότητά τους Σκοπός της έρευνας Κύριος σκοπός της έρευνας ήταν με βάση σχετικές θεωρίες και μοντέλα να αναπτυχθεί ένα παρεμβατικό πρόγραμμα για ενίσχυση της αντιλαμβανόμενης θετικής εικόνας σώματος, των διατροφικών στάσεων και της αυτοεκτίμησης (γενικής και σωματικής) σε Ελληνίδες αθλήτριες ρυθμικής γυμναστικής και να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητά του Έκθεση του προβλήματος Όπως έχει προαναφερθεί η ρυθμική γυμναστική είναι ένα άθλημα στο οποίο η εικόνα του σώματος είναι ιδιαίτερα σημαντική και παράλληλα είναι ένα άθλημα με ιδιαίτερη ανάπτυξη στη χώρα μας. Η εικόνα σώματος επηρεάζει την αυτοεκτίμηση των αθλητριών, η ηλικία των οποίων είναι ιδιαίτερα νεαρή στο συγκεκριμένο άθλημα. Ενώ έχουν πραγματοποιηθεί έρευνες σχετικά με τη διερεύνηση της εικόνας σώματος και των διατροφικών στάσεων αθλητριών ρυθμικής δεν έχει αναπτυχθεί και υλοποιηθεί κανένα πρόγραμμα διεθνώς που να επιδιώκει την ενίσχυση της εικόνας σώματος και των θετικών διατροφικών στάσεων τους. Από την άλλη πλευρά έχουν αναπτυχθεί και εφαρμοστεί θεωρίες και ανάλογα παρεμβατικά προγράμματα σε κορίτσια τυπικού πληθυσμού με θετικά αποτελέσματα. Στην παρούσα διατριβή χρησιμοποιήθηκε ποσοτική ερευνητική μέθοδος. Συμμετείχαν αθλήτριες ρυθμικής γυμναστικής ηλικίας ετών. Ως ανεξάρτητες πειραματικές μεταβλητές χρησιμοποιήθηκε ο παράγοντας πειραματική ομάδα με ομάδα παρέμβασης και ομάδα ελέγχου, ενώ ως εξαρτημένες χρησιμοποιήθηκαν οι μεταβλητές διατροφικές στάσεις (συνολικός παράγοντας, ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος, βουλιμία και ενασχόληση με το φαγητό, έλεγχος της πράξης του τρώγειν), αντιλαμβανόμενη εικόνα του σώματος 6

26 Εισαγωγή (συνολικός παράγοντας, εμφάνιση, βάρος, άλλοι), προσωπικοί προσανατολισμοί στόχων επίτευξης (μάθηση, εγώ), σωματική αυτοαντίληψη, αντιλαμβανόμενο κλίμα παρακίνησης (στη μάθηση, στο εγώ), αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από την προπονήτρια, αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους γονείς, αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους φίλους, αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους ειδικούς του αθλήματος της ρυθμικής, δείκτης μάζας σώματος, αξιολόγηση της πηγής, αντιλαμβανόμενη αποτελεσματικότητα του προγράμματος, αξιολόγηση του προγράμματος (ως προς τη σχετικότητα, ως προς τη συναισθηματική αντίδραση, ως προς την πειστικότητα) Σημαντικότητα της έρευνας Τα κορίτσια που προπονούνται στο άθλημα της ρυθμικής γυμναστικής είναι κυρίως κορίτσια προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας. Η προεφηβική και η εφηβική ηλικία είναι περίοδοι ιδιαίτερα ευαίσθητες για θέματα διαμόρφωση της αυτοεικόνας και της προσωπικότητας των ατόμων γενικά και των κοριτσιών συγκεκριμένα. Η παρούσα έρευνα αποτελεί την πρώτη προσπάθεια ανάπτυξης προγράμματος για την ενίσχυση της θετικής εικόνα του σώματος και της μείωσης των διατροφικών στάσεων σε αθλήτριες ρυθμικής ακολουθώντας σχετικά θεωρητικά υπόβαθρα. Το πρόγραμμα υλοποιήθηκε μέσα στο προπονητήριο, έτσι ώστε να μην παρεμποδίζει και να μην επιβαρύνει την προπονητική διαδικασία, ενώ από την άλλη να αποτελέσει συμπληρωματικό τμήμα της προπονητικής διαδικασίας. Η αποτελεσματικότητα του προγράμματος θα βελτιώσει την παρεχόμενη ποιότητα προπόνησης και τη συνολική παιδεία των Ελληνίδων αθλητριών ρυθμικής Βιβλιογραφικοί ορισμοί Έννοια εαυτού: είναι ένα σύνολο υποκειμενικά αξιολογούμενων χαρακτηριστικών και συναισθημάτων (Burns, 1982), μια γενική αξιολόγηση του εαυτού, οι γνώσεις του ατόμου για το άτομό του και η αυτοαξιολόγηση σε διαφορετικές ικανότητες και χώρους δεξιοτήτων (Stiller & Alferman, 2007). Γενική αυτοεκτίμηση: η γενική αξιολόγηση από το άτομο για την αξία του, πόσο θετικά ή αρνητικά βλέπει τον εαυτό του. Διατροφικές στάσεις: πεποιθήσεις -αντιλήψεις για θέματα που σχετίζονται με το σώμα και τη διατροφική συμπεριφορά. 7

27 Εισαγωγή Εικόνα σώματος: ονομάζεται η εσωτερική αναπαράσταση της εξωτερικής μας εμφάνισης (Thompson, Heinberg, Altabe, & Tantleff-Dunn, 1999). Προσανατολισμοί στόχων επίτευξης: είναι η προδιάθεση του ατόμου να αναπτύσσει (προσανατολισμός στόχων επίτευξης στη μάθηση) ή να επιδεικνύει ικανότητα (προσανατολισμός στόχων επίτευξης στο εγώ) σε καταστάσεις επίτευξης (πχ. σχολικό περιβάλλον, αθλητισμός, άσκηση). Σωματική αυτοαντίληψη: η αντίληψη του ατόμου για την εικόνα του σώματός του. Αντιλαμβανόμενο κλίμα παρακίνησης προσανατολισμένο στους στόχους επίτευξης: πως αντιλαμβάνεται το ίδιο το άτομο τον προσανατολισμό του κλίματος που δημιουργείται σε ένα συγκεκριμένο χώρο επίτευξης από τα άτομα του περιβάλλοντος (γονείς, φίλοι, προπονητές). Πειθώ: ονομάζεται η διαδικασία μέσα από την οποία ένα επικοινωνιακό μήνυμα επιχειρεί να δημιουργήσει ή να τροποποιήσει τη στάση του ατόμου (δέκτη) προς μια συμπεριφορά, ένα άτομο ή ένα αντικείμενο Οριοθετήσεις Στην παρούσα μελέτη υπάρχουν και μια σειρά οριοθετήσεων. Συγκεκριμένα, η έρευνα πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του χειμώνα του , πριν την έναρξη της αγωνιστικής περιόδου και κατά την περίοδο της προετοιμασίας. Στην έρευνα συμμετείχαν αθλήτριες οι οποίες ανήκαν στις κατηγορίες των παγκορασίδων, των κορασίδων και των νεανίδων. Όλες οι συμμετέχουσες είχαν προηγούμενη αγωνιστική εμπειρία και καμία δεν είχε συμμετάσχει σε ανάλογο ή σχετικό πρόγραμμα ακόμη και στο περιβάλλον του σχολείου. Επίσης καμία αθλήτρια δεν είχε δεχθεί ψυχολογική υποστήριξη (για οποιονδήποτε λόγο) από κάποιον εξειδικευμένο επιστήμονα. Δεν αξιολογήθηκε η βιολογική ηλικία των αθλητριών, ούτε με ανθρωπομετρικά κριτήρια ούτε με βάση το δείκτη Tanner Περιορισμοί Ένας από τους περιορισμούς της έρευνας ήταν η μη δυνατότητα επανελέγχου των παραμέτρων ως μέτρηση διατήρησης των αποτελεσμάτων, καθώς ξεκίνησε η αγωνιστική περίοδο για τις αθλήτριες και τροποποιούνταν όλες οι συνθήκες. Ένας 8

28 Εισαγωγή δεύτερος περιορισμός είναι ο μη έλεγχος της επίδρασης των γονέων των αθλητριών. Ένας γονέας μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την αθλήτρια (θετικά ή αρνητικά) η οποία μετέχει στο παρεμβατικό πρόγραμμα. Ωστόσο ανάλογη θα είναι και η επίδραση των γονέων των αθλητριών της ομάδας ελέγχου Ερευνητικές υποθέσεις Θα υπάρχει συσχέτιση των διατροφικών στάσεων με το κλίμα παρακίνησης προσανατολισμένο στο εγώ και με το κλίμα παρακίνησης προσανατολισμένο στη μάθηση (Η 1 ). Η εικόνα σώματος θα συσχετίζεται με το κλίμα παρακίνησης προσανατολισμένο στη μάθηση (Η 2 ) και με το κλίμα παρακίνησης προσανατολισμένο στο εγώ (Η 3 ). Θα υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της αντιλαμβανόμενης εικόνας του σώματος και του ΔΜΣ (Η 4 ). Θα υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της αντιλαμβανόμενης εικόνας του σώματος και της πίεσης για λεπτό σώμα από τους σημαντικούς άλλους (προπονήτριες, γονείς, ειδικοί του αθλήματος, φίλοι) (Η ). Θα υπάρχει διαφορά στις διατροφικές στάσεις μεταξύ των δύο πειραματικών ομάδων μετά το πρόγραμμα (Η 10 ). Θα υπάρχει διαφορά στην αντιλαμβανόμενη εικόνα σώματος μεταξύ των δύο πειραματικών ομάδων μετά το πρόγραμμα (Η 11 ). Θα υπάρχει διαφορά μεταξύ των πειραματικών ομάδων στην αυτοεκτίμηση εξωτερικής εμφάνισης μετά την παρέμβαση (Η 12 ) Δεν θα υπάρχει διαφορά στη γενική αυτοεκτίμηση μεταξύ των πειραματικών ομάδων μετά την παρέμβαση (Η 13 ). Μετά την παρέμβαση θα υπάρχει διαφορά μεταξύ των πειραματικών ομάδων στην αντιλαμβανόμενη πίεση προς το λεπτό σώμα από τους ειδικούς του αθλήματος της ρυθμικής (Η 14 ). Μετά την παρέμβαση θα υπάρχει διαφορά μεταξύ των πειραματικών ομάδων στην αντιλαμβανόμενη πίεση προς το λεπτό σώμα από τις προπονήτριες, τους γονείς και τους φίλους (Η ). 9

29 Εισαγωγή 1.8. Μηδενικές υποθέσεις Δε θα υπάρχει συσχέτιση των διατροφικών στάσεων με το κλίμα παρακίνησης προσανατολισμένο στο εγώ και με το κλίμα παρακίνησης προσανατολισμένο στη μάθηση (Ηο 1 ). Η εικόνα σώματος δε θα συσχετίζεται με το κλίμα παρακίνησης προσανατολισμένο στη μάθηση (Ηο 2 ) και με το κλίμα παρακίνησης προσανατολισμένο στο εγώ (Ηο 3 ). Δε θα υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της αντιλαμβανόμενης εικόνας του σώματος και του ΔΜΣ (Ηο 4 ). Δε θα υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της αντιλαμβανόμενης εικόνας του σώματος και της πίεσης για λεπτό σώμα από τους σημαντικούς άλλους (προπονήτριες, γονείς, ειδικοί του αθλήματος, φίλοι) (Ηο ). Δε θα υπάρχει διαφορά στις διατροφικές στάσεις μεταξύ των δύο πειραματικών ομάδων μετά το πρόγραμμα (Ηο 10 ). Δε θα υπάρχει διαφορά στην αντιλαμβανόμενη εικόνα σώματος μεταξύ των δύο πειραματικών ομάδων μετά το πρόγραμμα (Ηο 11 ). Δε θα υπάρχει διαφορά μεταξύ των πειραματικών ομάδων στην αυτοεκτίμηση εξωτερικής εμφάνισης μετά την παρέμβαση (Ηο 12 ). Δεν θα υπάρχει διαφορά στη γενική αυτοεκτίμηση μεταξύ των πειραματικών ομάδων μετά την παρέμβαση (Ηο 13 ). Μετά την παρέμβαση δε θα υπάρχει διαφορά μεταξύ των πειραματικών ομάδων στην αντιλαμβανόμενη πίεση προς το λεπτό σώμα από τους ειδικούς του αθλήματος της ρυθμικής (Ηο 14 ). Μετά την παρέμβαση δεν θα υπάρχει διαφορά μεταξύ των πειραματικών ομάδων στην αντιλαμβανόμενη πίεση προς το λεπτό σώμα από τις προπονήτριες, τους γονείς και τους φίλους (Ηο ) Εναλλακτικές υποθέσεις Θα υπάρχει θετική συσχέτιση των διατροφικών στάσεων με το κλίμα παρακίνησης προσανατολισμένο στο εγώ και αρνητική με το κλίμα παρακίνησης προσανατολισμένο στη μάθηση (Η 1 ). 10

30 Εισαγωγή Η εικόνα σώματος θα συσχετίζεται θετικά με το κλίμα παρακίνησης προσανατολισμένο στη μάθηση (Η 2 ) και αρνητικά με το κλίμα παρακίνησης προσανατολισμένο στο εγώ (Η 3 ). Θα υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ της αντιλαμβανόμενης εικόνας του σώματος και του ΔΜΣ (Η 4 ). Θα υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ της αντιλαμβανόμενης εικόνας του σώματος και της πίεσης για λεπτό σώμα από τους σημαντικούς άλλους (προπονήτριες, γονείς, ειδικοί του αθλήματος, φίλοι) (Η ). Θα υπάρχει διαφορά στις διατροφικές στάσεις μεταξύ των δύο πειραματικών ομάδων μετά το πρόγραμμα, με την ομάδα παρέμβασης να έχει χαμηλότερες διατροφικές στάσεις από την ομάδα ελέγχου (Η 10 ). Θα υπάρχει διαφορά στην αντιλαμβανόμενη εικόνα σώματος μεταξύ των δύο πειραματικών ομάδων μετά το πρόγραμμα, με την ομάδα παρέμβασης να έχει θετικότερη εικόνα σώματος από την ομάδα ελέγχου (Η 11 ). Θα υπάρχει διαφορά μεταξύ των πειραματικών ομάδων στην αυτοεκτίμηση εξωτερικής εμφάνισης μετά την παρέμβαση (Η 12 ) με την ομάδα παρέμβασης να έχει χαμηλότερο μέσο όρο. Δεν θα υπάρχει διαφορά στη γενική αυτοεκτίμηση μεταξύ των πειραματικών ομάδων μετά την παρέμβαση (Η 13 ). Μετά την παρέμβαση θα υπάρχει διαφορά μεταξύ των πειραματικών ομάδων στην αντιλαμβανόμενη πίεση προς το λεπτό σώμα από τους ειδικούς του αθλήματος της ρυθμικής (Η 14 ). Μετά την παρέμβαση δεν θα υπάρχει διαφορά μεταξύ των πειραματικών ομάδων στην αντιλαμβανόμενη πίεση προς το λεπτό σώμα από τις προπονήτριες, τους γονείς και τους φίλους (Η ). 11

31 Εισαγωγή 12

32 Ανασκόπηση ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Το κεφάλαιο αυτό παρουσιάζει ανασκόπηση των θεωριών και των ερευνών σχετικά με τις διατροφικές στάσεις, την εικόνα του σώματος, την αυτοεκτίμηση που σχετίζεται με την εικόνα του σώματος, των προσανατολισμών των στόχων επίτευξης και του κλίματος παρακίνησης προσανατολισμένο στους στόχους επίτευξης στον αθλητισμό, και τέλος τα παρεμβατικά προγράμματα που έχουν ως στόχο τα παραπάνω θέματα. Στη συνέχεια παραθέτονται ανάλογα παρεμβατικά προγράμματα που είχαν παρόμοιους στόχους με αυτούς του προγράμματος της παρούσας διατριβής ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ Οι διατροφικές διαταραχές αποτελούν ασθένεια της σύγχρονης εποχής. Θεωρούνται παθογόνες καταστάσεις, με σημαντικές αρνητικές συνέπειες για το άτομο που νοσεί, αν δεν λάβει την κατάλληλη ιατρική βοήθεια. Παρά το γεγονός ότι είναι ασθένειες που αφορούν το σώμα, το άτομο οδηγείται σε αυτές από ψυχολογικούς παράγοντες (Weinberg & Gould, 1995). Οι διατροφικές διαταραχές είναι πλέον και στον Ελληνικό πληθυσμό, μια πραγματικότητα. Έρευνα έδειξε ότι σε ελληνικό τυπικό πληθυσμό εφήβων (αγόρια και κορίτσια) ηλικίας ετών το 18.3% παρουσίασε τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών, ενώ το ποσοστό στα κορίτσια ήταν 24.7% (Costarelli, Antonopoulou, & Mavrovounioti, 2010). Παράγοντες που υφίστανται στο κοινωνικό περιβάλλον μπορούν να επηρεάσουν τον κίνδυνο εμφάνισης διατροφικών διαταραχών. Τέτοιοι παράγοντες είναι η σημασία που δίνεται από την κοινωνία σε συγκεκριμένο τύπο σώματος. Στις δυτικές κοινωνίες μηνύματα σχετικά με το σώμα και τον τρόπο διατροφής υπάρχουν παντού (περιοδικά και ενημερωτικός τύπος, οικογένεια, φίλοι) και απευθύνονται και στα δύο φύλα (Stice, 1994). 13

33 Ανασκόπηση Σύμφωνα με το Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (DSM- IV) της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Ένωσης οι συχνότερες διατροφικές διαταραχές είναι η νευρική βουλιμία, η νευρική ανορεξία και η υπερφαγία (Palmer, 2003). Ο ίδιος συγγραφέας θεωρεί πως πρέπει να συμπεριλαμβάνονται και οι διατροφικές διαταραχές που δεν εντάσσονται σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες και τις χαρακτηρίζει ως «Eating Disorder not otherwise specified (EDNOS)». Στη σχετική βιβλιογραφία αναφέρονται επίσης ως διατροφικές διαταραχές η μεγαλορεξία, η νευρική ορθορεξία και το σύνδρομο της νυχτερινής/υπνικής υπερφαγίας. Με τις διατροφικές διαταραχές ως νόσημα έχουν ασχοληθεί οι ψυχίατροι και οι κλινικοί ψυχολόγοι (Cash, 2004). Για την αξιολόγηση των διατροφικών διαταραχών και όχι της τάσης για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών έχουν ασχοληθεί κατά κύριο λόγο οι ιατροί. Για τη διάγνωση έχουν χρησιμοποιηθεί διαφορετικοί τρόποι, όπως συνεντεύξεις, ημερολόγια, εργαστηριακοί έλεγχοι και κλίμακες αυτοπεριγραφής (American Psychiatric Association, 2000). Ένα διαφορετικό ερωτηματολόγιο, το Eating Disorders Inventory (Ερωτηματολόγιο Διαταραχής Πρόσληψης Τροφής), έχει αναπτυχθεί από τους Garner, Olmstead, και Polivy (1983), ενώ η στάθμιση για τον ελληνικό πληθυσμό έγινε από τους Βάρσου και Τρίκκας (1991). Το ΕDΙ αποτελεί ένα πολύπλευρο όργανο, σχεδιασμένο για να αξιολογεί ψυχολογικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη νευρική ανορεξία και τη βουλιμία. Αυτό περιλαμβάνει 64 θέματα τα οποία ταξινομούνται σε 8 υποκλίμακες (παρόρμηση για λεπτότητα, βουλιμία, δυσαρέσκεια με το σώμα, τελειομανία, διαπροσωπική δυσπιστία, ενδοδεκτική αντίληψη, φόβοι ενηλικίωσης). Υψηλότερες βαθμολογίες τείνουν προς υψηλότερη ψυχοπαθολογία. Για τη διάγνωση των συμπτωμάτων των ασθενειών ακολουθούνται δύο τρόποι: οι δομημένες συνεντεύξεις και εξειδικευμένα εργαλεία ανίχνευσης. Έτσι, έχει αναπτυχθεί το εργαλείο ανίχνευσης Eating Disorder Inventory (EDI) από τον Garner και τους συνεργάτες του (Garner, Olmstead, & Polivy, 1983). Το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο μέσα από 64 θέματα (items) αξιολογεί ταυτόχρονα συμπεριφορικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά της βουλιμίας και της ανορεξίας, ομαδοποιημένα σε 8 παράγοντες. Το ερωτηματολόγιο έχει διαφοροποιηθεί από την αρχική του μορφή. Για παράδειγμα, το

34 Ανασκόπηση εκδόθηκε το EDI-2 (προσθήκη 27 θεμάτων 3 νέων παραγόντων), ενώ το 2004 εκδόθηκε το EDI-3 (συνολικά 91 θέματα σε 12 παράγοντες). Οι Garner και Garfinkel (1979) ανέπτυξαν το Eating Attitudes Test (EAT) για να καταγράψει συμπτώματα και ανησυχίες χαρακτηριστικές της νευρικής ανορεξίας. Το EAT δεν ανιχνεύει κάποιο συγκεκριμένο είδος διατροφικής διαταραχής, αλλά κατηγοριοποιεί τα άτομα σε εκείνα που κινδυνεύουν να εμφανίσουν διατροφικές διαταραχές και σε εκείνα που δεν κινδυνεύουν. Με τον τρόπο αυτό είναι εφικτή η έγκαιρη προσέγγιση των ατόμων για πρόληψη. Στην αρχική του μορφή το ερωτηματολόγιο αποτελούνταν από 40 θέματα και σχεδιάστηκε για να ανιχνεύει αποκλειστικά τη νευρική ανορεξία. Στη συνέχεια εκδόθηκε η συντομευμένη μορφή του, το ΕΑΤ-26 (Garner, Olmsted, Bohr, & Garfinkel, 1982). Το ερωτηματολόγιο αποδείχθηκε ότι μπορεί να διακρίνει τα άτομα με νευρική βουλιμία από τον τυπικό πληθυσμό (Gross, Rosen, Leitenberg, & Willmuth, 1986), τα άτομα που νοσούν από υπερφαγία από τα άτομα που νοσούν από ανορεξία και βουλιμία αλλά όχι τα άτομα που νοσούν από ανορεξία από τους βουλιμικούς ασθενείς (Williamson, Anderson, & Gleaves, 1996). Το ΕΑΤ-26 αξιολογεί τρεις παράγοντες: την «ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος» (dieting), τη «βουλιμία και ενασχόληση με το φαγητό» (bulimia and food preoccupation) και τον «έλεγχος της πράξης του τρώγειν» (oral control). Η συμμετοχή στα αθλήματα μπορεί να αποτελέσει παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη διατροφικών διαταραχών (Garner & Rosen, 1991), ενισχύοντας τη συχνότητα εμφάνισή τους. Για παράδειγμα, οι έφηβοι αθλητές που συμμετέχουν σε αθλήματα που δίνουν έμφαση στο λεπτό σχήμα σώματος βρίσκονται σε κίνδυνο για ανάπτυξη διατροφικών διαταραχών (Sundgot-Borgen, 2004). Μετανάλυση 92 ερευνών των Hausenbles και Carron (1999) έδειξε ότι υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στην τάση να εμφανίζουν νευρική ανορεξία και νευρική βουλιμία, ενώ στην τάση για λεπτό σώμα υπήρχαν διαφορές μεταξύ των αθλητών και του τυπικού πληθυσμού. Στην μετανάλυση συμπεριλήφθηκαν έρευνες των οποίων οι συμμετέχοντες ήταν αθλητές και μη αθλητές και των δύο φύλων (άνδρες και γυναίκες). Αναφέρεται ότι στους άνδρες η διαφορά δεικτών μεταξύ αθλητών και μη αθλητών ήταν μεγαλύτερη. Οι αθλήτριες είχαν υψηλότερους δείκτες βουλιμίας και ανορεξίας από τις μη αθλήτριες. Επιπλέον, οι 15

35 Ανασκόπηση αθλήτριες των αισθητικών αθλημάτων συνδέονταν περισσότερο με διατροφικές διαταραχές και οι μαθήτριες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εμφάνισαν υψηλότερους δείκτες που σχετίζονταν με τη νευρική βουλιμία. Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι υψηλότερο ποσοστό διατροφικών διαταραχών εμφανίζουν οι αθλήτριες (και όχι οι αθλητές), τα άτομα με υψηλότερο ΔΜΣ και οι αθλητές/αθλήτριες που επιθυμούσαν να μειώσουν το σωματικό τους βάρος (Gomes, Martins, & Silva 2001). Στην ίδια έρευνα δεν παρατηρήθηκε να υπάρχει σχέση μεταξύ αθλημάτων και διατροφικών διαταραχών. Όμως, μια άλλη μετανάλυση της ίδιας χρονικής περιόδου των Smolak, Mumen, και Ruble (2000) έδειξε ότι πράγματι οι αθλητές κινδύνευαν περισσότερο για εμφάνιση διατροφικών προβλημάτων και κυρίως οι χορευτές, ενώ δεν ίσχυε το ίδιο για τους αθλητές γυμναστικής. Μεταξύ αθλητών υψηλού επιπέδου και χαμηλότερου επιπέδου παρατηρήθηκε ότι οι αθλητές υψηλού επιπέδου ιδίως αυτοί που μετείχαν σε αθλήματα που δίνουν έμφαση στο λεπτό σώμα κινδύνευαν περισσότερο, ενώ οι μη υψηλού επιπέδου αθλητές (κυρίως της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) είχαν μικρότερο κίνδυνο για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών από την ομάδα ελέγχου. Οι Smolak et al. (2000) στην μετανάλυσή τους περιέλαβαν 33 έρευνες (από το 1975 ως το 1996). Το ερωτηματολόγιο ΕΑΤ-26 έχει εγκυροποιηθεί και χρησιμοποιηθεί σε διάφορες γλώσσες όπως για παράδειγμα τα ισπανικά (Rivas, Bersabé, Jiménez, & Berrocal, 2010). Μέσα από έρευνες εγκυρότητας και αξιοπιστίας έχουν προκύψει και εναλλακτικά ερωτηματολόγια όπως το ΕΑΤ-16 από τους Ocker, Jensen, και Zhang (2007) για ενήλικες φοιτήτριες κολλεγίου, το ΕΑΤ-13 από τους Douka, Grammatopoulou, Skoldilis, και Koutsouki (2009) για έλληνες φοιτητές πανεπιστημίου και των δύο φύλων. Οι έρευνες που παρατίθενται παρακάτω χρησιμοποίησαν το ερωτηματολόγιο ΕΑΤ-26 για τη διερεύνηση των διατροφικών στάσεων. Τελικά συνδέεται η συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες ή γενικά οι δραστηριότητες άσκησης, με διατροφικές διαταραχές; Πληθώρα ερευνών ασχολήθηκαν με αυτό το ερώτημα, αλλά οι απαντήσεις τους δεν είναι προς την ίδια κατεύθυνση πάντα. Για παράδειγμα, το παραπάνω ερώτημα διερεύνησε η Levitt (2008) σε ομάδα φοιτητών και των δύο φύλων, αλλά κυρίως γυναικών. 16

36 Ανασκόπηση Τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών δήλωσε το 13.5% των συμμετεχόντων, ενώ ο μέσος όρος στην κλίμακα ΕΑΤ-26 ήταν σημαντικά χαμηλότερος στα αγόρια από τα κορίτσια. Μάλιστα η συμμετοχή σε δραστηριότητες αναψυχής συνδέονταν περισσότερο με τάση για διατροφικές διαταραχές από ότι η συμμετοχή σε οργανωμένα αθλήματα. Η ερευνήτρια πιθανολογεί ότι τα άτομα που ασκούνταν σε δραστηριότητες αναψυχής πιθανά να συμμετείχαν με σκοπό τη βελτίωση της εικόνα τους και τη μείωση του σωματικού τους βάρους. Από την άλλη, η συμμετοχή σε οργανωμένα αθλήματα έχει σκοπό διαφορετικό από τον παραπάνω. Οι Kirk, Singh, και Getz (2001) παρατήρησαν ότι παρόλο που οι μη αθλήτριες είχαν υψηλότερες βαθμολογίες στην κλίμακα διατροφικών στάσεων από τις αθλήτριες, η διαφορά δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Επίσης, δεν διέφεραν οι αθλήτριες διαφορετικών αθλημάτων. Στην έρευνά τους συμμετείχαν γυναίκες ετών, οι οποίες συμμετείχαν σε 10 διαφορετικά ενδοκολλεγιακά αθλήματα της Division I (πετοσφαίριση, αντισφαίριση, lacross, cross-country, στίβο, κολύμβηση/καταδύσεις, καλαθοσφαίριση) και σε μια ομάδα χορού. Πιθανά, η επιλογή των αθλημάτων να επέδρασε στη μη παρουσίαση διαφορών καθώς δεν συμπεριλήφθησαν αισθητικά αθλήματα. Οι νεαρότερες γυναίκες εμφάνισαν περισσότερα συμπτώματα διατροφικών διαταραχών από τις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας. Στην έρευνα των Beals και Marone (2002 ) συμμετείχαν 425 αθλήτριες κολλεγίων των Ηνωμένων Πολιτειών με μέσο όρο ηλικίας τα 19 έτη, οι οποίες συμμετείχαν σε αισθητικά αθλήματα, αθλήματα αντοχής και ομαδικά/αναερόβια αθλήματα. Το 15.2% των συμμετεχόντων εμφάνισαν κίνδυνο για διατροφικές διαταραχές. Μάλιστα οι αθλήτριες των αισθητικών αθλημάτων είχαν υψηλότερη βαθμολογία από τις αθλήτριες των άλλων αθλημάτων και περισσότερες αθλήτριες αισθητικών αθλημάτων είχαν βαθμολογία υψηλότερη του «20». Οι Doninger, Enders, και Burnett (2005) διερεύνησαν τις ψυχομετρικές ιδιότητες του ερωτηματολογίου σε ένα δείγμα αθλητριών κολλεγιακού επιπέδου (Ν=207), ηλικίας περίπου 18 ετών. Η αιτιολογία ήταν ότι οι έρευνες με συμμετέχοντες μη αθλητές παρουσίασαν διαφορές ως προς τη δομή του ερωτηματολογίου. Οι ερευνητές κατέληξαν ότι και σε πληθυσμό αθλήτριες η 17

37 Ανασκόπηση δομική εγκυρότητα παρουσίασε προβλήματα. Αυτοί προτείνουν ότι πρέπει να διευρυνθούν οι έρευνες με το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο σε αθλητές. Τη διαφοροποίηση του φύλου, του είδους αθλήματος, της δυσαρέσκειας από το σώμα και της αυτό-εκτίμησης αθλητών ανώτερης αθλητικής κατηγορίας κολλεγίου (Division I) μελέτησαν οι Milligan και Pritchard (2006). Μια κατηγορία αθλημάτων αποτέλεσαν η καλαθοσφαίριση, το τένις, το γκόλφ, το ποδόσφαιρο και το σκι (non-lean), και μια δεύτερη κατηγορία αποτέλεσαν τα αθλήματα του στίβου και της άρσης βαρών (lean). Διατροφικές διαταραχές εμφάνισαν περισσότερες γυναίκες από ότι άνδρες, ενώ συνολικά περίπου το ¼ (25%) των συμμετεχόντων εμφάνισαν τάση για διατροφικές διαταραχές. Υψηλότερη τάση εμφάνισαν οι αθλήτριες των μη «lean» αθλημάτων και οι άνδρες των «lean» αθλημάτων. Για τους άνδρες οι στάσεις προς διατροφικές διαταραχές προβλέπονταν μόνο από τη δυσαρέσκεια από το σώμα, ενώ για τις γυναίκες η πρόβλεψη ήταν περισσότερο σύνθετη καθώς προβλέπονταν τόσο από τη δυσαρέσκεια από το σώμα όσο και από την αυτοεκτίμηση και το είδος του αθλήματος. Η έρευνα των Ferrand, Champely, και Filaire (2009) εξέτασε το ρόλο της εκτίμησης της εικόνας σώματος και της αυτοεκτίμησης στην πρόληψη συμπτωμάτων διατροφικών διαταραχών. Στην έρευνα συμμετείχαν Γαλλίδες αθλήτριες αισθητικών αθλημάτων (61 ρυθμικής γυμναστικής και 42 συγχρονισμένης κολύμβησης) και κορίτσια που δεν αθλούνταν. Στην παραπάνω μελέτη χρησιμοποιήθηκαν τα ερωτηματολόγια γενικής αυτοεκτίμησης, εκτίμησης της εικόνας του σώματος και ΕΑΤ-26. Ενώ, η συνολική βαθμολογία των διατροφικών στάσεων δεν προβλέπονταν από τους ίδιους ανεξάρτητους παράγοντες για κάθε ομάδα αθλητριών. Σε ότι αφορά τις αθλήτριες ρυθμικής οι διατροφικές στάσεις προβλέπονταν αποκλειστικά και μόνο από τον παράγοντα απόδοση της εικόνας σώματος και όχι από τους άλλους (attribution από το ερωτηματολόγιο εκτίμησης της εικόνας του σώματος). Επίσης οι αθλήτριες ρυθμικής παρουσίασαν υψηλότερους δείκτες στις διατροφικές στάσεις από τις άλλες δύο ομάδες. Συγκεκριμένα από τις 61 αθλήτριες ρυθμικής, οι 23 είχαν σκορ που δήλωνε τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών ( 20), ενώ από τις αθλήτριες της συγχρονισμένης κολύμβησης μόνο 3 είχαν τάση εμφάνιση διατροφικών διαταραχών και καμία από τις μη αθλήτριες. Οι παράγοντες της αυτό- 18

38 Ανασκόπηση εκτίμησης προέβλεπαν τις βαθμολογίες του ΕΑΤ, επιβεβαιώνοντας ότι η αυτοεκτίμηση σχετίζεται με τις διατροφικές διαταραχές. Μια παλαιότερη έρευνα του Ferrand και των συνεργατών του Ferran, Magnan και Phyllippe (2005) πραγματοποιήθηκε σε έφηβες αθλήτριες συγχρονισμένης κολύμβησης, έφηβες αθλήτριες σε αθλήματα που δεν δίνουν βαρύτητα στο σωματικό βάρος και μαθήτριες- μη αθλήτριες. Οι αθλήτριες της συγχρονισμένης κολύμβησης δήλωσαν υψηλότερα αρνητικά συναισθήματα για το σώμα τους από τις άλλες δύο ομάδες συμμετεχόντων και χαμηλή αντίληψη για τον τρόπο με τον οποίο οι άλλοι βλέπουν το σώμα τους (δηλ. χαμηλή απόδοση της εικόνας σώματος από τους άλλους). Ως προς τις διατροφικές στάσεις δεν διέφεραν οι τρεις ομάδες μεταξύ τους. Οι Filaire, Rouveix, Pannafieux, και Ferrand (2007) εξέτασαν αν άνδρες αθλητές ένοιωθαν πιεσμένοι να διατηρήσουν συγκεκριμένο σωματικό βάρος. Συμμετείχαν 12 αθλητές τζούντο, 15 ποδηλάτες και 10 μη αθλητές με παρόμοιο ΔΜΣ με αυτό των αθλητών. Η συμπλήρωση των ερωτηματολογίων πραγματοποιήθηκε κατά την αγωνιστική περίοδο. Κανένας συμμετέχοντας δεν είχε τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών. Παρατηρήθηκαν διαφορές στατιστικά σημαντικές μεταξύ αθλητών και μη αθλητών στο συνολικό σκορ του ΕΑΤ, την κλίμακα δίαιτα και βουλιμία. Τέλος δεν παρατηρήθηκαν διαφορές μεταξύ αθλητών και μη αθλητών στον παράγοντα τελειομανία και στη διάθεση. Αθλητές τζούντο (άνδρες και γυναίκες) συμμετείχαν στην έρευνα των Rouveix, Bouget, Pannafleux, Champely, και Filaire (2006) μαζί με άτομα μη αθλητές (-τριες). Το 25% των συμμετεχόντων αθλητριών εμφάνισαν τάση για διατροφικές διαταραχές (σκορ >20), και κανείς από τις υπόλοιπες ομάδες (αθλητές, ομάδα ελέγχου). Επίσης, οι αθλήτριες του τζούντο είχαν χαμηλότερο μέσο όρο στον παράγοντα βουλιμία του ΕΑΤ. Η συνολική βαθμολογία του ΕΑΤ προβλέπονταν από την ικανοποίηση του βάρους και το ΔΜΣ. Για τις γυναίκες της ομάδας ελέγχου μόνο η ικανοποίηση του βάρους προέβλεπε τις διατροφικές στάσεις. Αθλήτριες καλαθοσφαίρισης, σόφτμπολ, πετοσφαίρισης, ποδοσφαίρου, αντισφαίριση, κολύμβησης και χόκεϋ στον πάγο, κολεγιακού επιπέδου, συμμετείχαν στην έρευνα των Kato, Jevas, και Culpepper (2011) για τη μελέτη 19

39 Ανασκόπηση των διατροφικών χαρακτηριστικών και τις διαταραχές στην εικόνα του σώματος. Το 49.2% της ανώτερης αγωνιστικής κατηγορίας (Division I) και το 40.4% της χαμηλότερης αγωνιστικής κατηγορίας (Division ΙΙ) εμφάνισαν τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών. Πολύ δυσαρεστημένες ή κυρίως δυσαρεστημένες από το σώμα τους δήλωσε το 24.2% των αθλητριών της Division I και το 30.7% των αθλητριών της Division III. Από τα αποτελέσματα της έρευνάς τους προέκυψε ότι οι αθλήτριες της Division I ήταν λιγότερο ικανοποιημένες από την αξιολόγηση της εμφάνισής τους ενώ οι αθλήτριες της Division ΙΙΙ δήλωσαν υψηλότερα επίπεδα βουλιμικών συμπεριφορών και ενασχόληση με το βάρος. Στην έρευνα των Pritchard, Milligan, Elgin, Rush, και Shea (2007) διερευνήθηκαν οι ανθυγιεινές συμπεριφορές φοιτητών κολλεγίου, αθλητών και μη αθλητών. Σε αυτή αξιολογήθηκαν το κάπνισμα η κατανάλωση αλκοόλ, οι διατροφικές στάσεις και η δυσαρέσκεια από την εικόνα του σώματος. Ενώ, όλοι οι αθλητές (αγόρια και κορίτσια) είχαν υψηλότερη βαθμολογία διατροφικών στάσεων, οι αθλήτριες διέφεραν πολύ περισσότερο από τις μη αθλήτριες. Με τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών εμφανίστηκε να είναι το 13% των μη αθλητριών, και το 36% των αθλητριών, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά των μη αθλητών και αθλητών ήταν 1% και 9% αντίστοιχα. Δυστυχώς, στην έρευνα δεν συσχετίστηκαν οι συμπεριφορές υγείας έτσι ώστε να δοθεί μια περισσότερο πλουραλιστική εικόνα των συμπεριφορών υγείας των αθλητών και αθλητριών. Αν για παράδειγμα τα άτομα που εμφανίζουν τάση για διατροφικές διαταραχές ακολουθούν περισσότερο ανθυγιεινές συμπεριφορές. Οι Van Zyl, Surujlal, και Dhurup (2012) ασχολήθηκαν με τη διερεύνηση των διατροφικών στάσεων αθλητών/τριων φοιτητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της Νότιας Αφρικής. Χρησιμοποίησαν το ΕΑΤ-26. Από τα αποτελέσματά τους προέκυψε ότι οι βαθμολογίες στις διατροφικές στάσεις ήταν χαμηλές. Ωστόσο, παρατηρήθηκε ότι οι αθλητές δεν αντιλαμβάνονταν πίεση για λεπτό σώμα από τους προπονητές τους. Στην έρευνά συμμετείχαν αθλητές και αθλήτριες (Ν= 500), από περιορισμένο αριθμό αθλημάτων (ποδόσφαιρο, ράγκμπι, κρίκετ, χόκεϋ, τένις, καλαθοσφαίριση), ενώ σχετικά υψηλό ποσοστό συμμετεχόντων (23.4%) δεν ανέφερε άθλημα. Δεν συμμετείχαν αθλητές/αθλήτριες αισθητικών αθλημάτων, γεγονός που μπορεί να επηρέασε τα αποτελέσματά τους. Μια δεύτερη αδυναμία 20

40 Ανασκόπηση της έρευνά τους ήταν το σχετικά υψηλό ποσοστό των αθλητών/τριών που δεν δήλωσαν το επίπεδο συμμετοχής στο άθλημα που αγωνίζονταν. Η έρευνα των Costarelli, Antonopoulou, και Mavrovounioti (2011) διερεύνησε την πιθανή σχέση των διατροφικών στάσεων ελλήνων εφήβων και κοινωνικο-ψυχολογικών χαρακτηριστικών, όπως αυτό-εκτίμηση, εμπάθεια και άγχος. Οι ηλικίες κυμαίνονταν από 15 έως 18 ετών και συμμετείχαν τόσο αγόρια όσο και κορίτσια. Οι έφηβοι που εμφάνισαν τάση για διατροφικές διαταραχές είχαν και υψηλότερα επίπεδα άγχους, δήλωσαν χαμηλότερα σκορ στην εμφάνιση του σώματος και ρομαντική έφεση. Δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στη γενική αυτοεκτίμηση και την εμπάθεια. Η συναισθηματική νοημοσύνη είναι η ικανότητα του ατόμου να αναγνωρίζει τα δικά του συναισθήματα, να τα κατανοεί και να τα ελέγχει, να αναγνωρίζει και να κατανοεί τα συναισθήματα των ατόμων γύρω του (Goleman, 1995). Η διερεύνηση της συναισθηματικής νοημοσύνης κεντρίζοντας το ενδιαφέρον και της επιστημονικής κοινότητας, έχει ενταχθεί τα τελευταία χρόνια σε σειρά ερευνών. Έτσι, οι Costarelli, Demerzi, και Stamou (2009) εξέτασαν τις πιθανές διαφορές στη συναισθηματική νοημοσύνη, την εικόνα του σώματος και τα επίπεδα άγχους σε νεαρές γυναίκες (Ν=92) οι οποίες διαχωρίστηκαν σε μια ομάδα που παρουσίασε τάση για διατροφικές διαταραχές και μια δεύτερη ομάδα που δεν παρουσίασε τάση για διατροφικές διαταραχές. Η ηλικία των συμμετεχόντων ήταν έτη. Τάση για διατροφικές διαταραχές παρουσίασε το 23% των συμμετεχόντων, οι οποίες είχαν χαμηλότερα επίπεδα σε κάποιους παράγοντες συναισθηματικής νοημοσύνης, στην ενασχόληση με το (σωματικό) βάρος, τον illness orientation και υψηλότερα επίπεδα άγχους. Στην έρευνα των Michou και Costarelli (2010) συμμετείχαν ελληνίδες αθλήτριες της καλαθοσφαίρισης και χρησιμοποιήθηκαν όμοια εργαλεία μέτρησης με την προηγούμενη έρευνα. Οι συμμετέχουσες (αθλήτριες και μη) οι οποίες είχαν τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών εμφάνισαν υψηλότερα επίπεδα άγχους και δήλωσαν υψηλότερη βαθμολογία σε παράγοντες της εικόνας του σώματος, όπως ο προσανατολισμός στην εμφάνιση, η αξιολόγηση της υγείας, ο προσανατολισμός στην υγεία και ο προσανατολισμός στην ασθένεια. Το 11% των καλαθοσφαιριστριών παρουσίασαν τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών 21

41 Ανασκόπηση και το 15% της ομάδας ελέγχου, διαφορά μη στατιστικά σημαντική. Στη γενική αυτοεκτίμηση δεν εμφανίστηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των καλαθοσφαιριστριών και της ομάδας ελέγχου. Οι Virning και McLeod (1996) διερεύνησαν σε 109 ενήλικα άτομα (δρομείς και αθλητές τρίαθλου) και των δύο φύλων τις διατροφικές στάσεις τους χρησιμοποιώντας και αυτοί το ΕΑΤ-26. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι αθλητές τριάθλου είχαν ελαφρώς υγιεινότερες διατροφικές στάσεις, οι γυναίκες είχαν λιγότερο υγιεινές διατροφικές στάσεις από τους άνδρες συμμετέχοντες, αλλά το σημαντικό ήταν ότι κανείς συμμετέχων δεν είχε βαθμολογία υψηλότερη από 20. Οι Okano, Holmes, Mu, Yang, Li, και Nakai (2005) στην έρευνά τους διερεύνησαν τις διατροφικές στάσεις (χρησιμοποιώντας το ΕΑΤ-26) σε Γιαπωνέζες και Κινέζες αθλήτριες (δρομείς, αθλήτριες ρυθμικής γυμναστικής και ενόργανης γυμναστικής) και μη αθλήτριες. Οι Γιαπωνέζες αθλήτριες είχαν υψηλότερη τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών από τις Κινέζες. Για το άθλημα της ρυθμικής γυμναστικής το ποσοστό για τις Γιαπωνέζες αθλήτριες ήταν 19% ενώ για τις Κινέζες 2%. Τα αποτελέσματά τους ερμηνεύτηκαν μέσα από κοινωνικοπολιτισμικούς παράγοντες και συγκεκριμένα με την απουσία πίεσης από την κοινωνία για εμφάνιση λεπτού σώματος στην Κίνα. Με αφετηρία το γεγονός ότι όλες οι έρευνες, τουλάχιστον σε μη δυτικές κοινωνίες, σχετικά με τις διατροφικές στάσεις είναι crossectional, δηλαδή περιλαμβάνουν μία μόνο μέτρηση, οι Tseng, Fang, Lee, Chie, Liu, και Chen (2007) πραγματοποίησαν έρευνα διαχρονική σε μαθήτριες χορεύτριες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ταϊβάν και μαθήτριες μη χορεύτριες. Τα ποσοστά των διατροφικών διαταραχών ήταν υψηλότερα για τις μαθήτριες χορεύτριες (0.7% για νευρική ανορεξία, 2.5% για νευρική βουλιμία, 4.8% για EDNOS) από ότι για τις μη χορεύτριες (0.1%, 1% και 0.7% αντίστοιχα). Γενικά, η εμφάνιση διατροφικών διαταραχών στις χορεύτριες ήταν τετραπλάσια από ότι για τις μη χορεύτριες (8% και 2% αντίστοιχα). Οι χορεύτριες εμφάνισαν σημαντικά υψηλότερη μέση βαθμολογία στην τάση για διατροφικές διαταραχές. Ενώ η λεπτή εικόνα σώματος για τις γυναίκες θεωρείται ότι είναι φαινόμενο της δυτικής κουλτούρας, ολοένα και περισσότερες έρευνες πραγματοποιούνται σε χώρες της Ασίας, όπως στην Τουρκία (Dorak, 2011) και τα Ενωμένα Αραβικά 22

42 Ανασκόπηση Εμιράτα (Thomas, Khan, & Abdulrahman, 2010), αποδεικνύοντας ότι αποτελεί πια υπαρκτό πρόβλημα και σε αυτές τις χώρες. Οι Madanat, Brown, και Hawks (2007) εξέτασαν την επίδραση του ΔΜΣ και των διαφημίσεων της δυτικής κοινωνίας στον τρόπο διατροφής και την εικόνα του σώματος σε 800 γυναίκες της Ιορδανίας. Αυτοί χρησιμοποίησαν το ΕΑΤ-26. Οι συμμετέχουσες παρουσίασαν ιδιαίτερα υψηλή τιμή στην κλίμακα διατροφικών στάσεων, ενώ το 54.8% θεωρήθηκαν ως άτομα με τάση να εμφανίσουν διατροφικές διαταραχές (τιμές 20). Το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο στη βιβλιογραφία. Οι ερευνητές αναφέρουν ότι στην έρευνά τους συμμετείχαν, κυρίως, παντρεμένες γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας 33.5 έτη (TA= 11.27) και, ενώ πίστευαν ότι έχουν φυσιολογικό ΔΜΣ, το 35.3% αξιολογήθηκε ως υπέρβαρο και το 18.5% ως παχύσαρκο. Πιθανά, οι κοινωνικοί παράγοντες που επικρατούν στο συγκεκριμένο κράτος να είναι οι αιτίες των ευρημάτων. Μια τρίτη έρευνα που ασχολείται με την εικόνα του σώματος και τις διατροφικές στάσεις σε χώρα της Ανατολής και συγκεκριμένα στα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα, είναι η έρευνα των Thomas, Khan, και Abdulrahman (2010). Οι ερευνητές αξιολόγησαν τις διατροφικές στάσεις και την ανησυχία για την εικόνα του σώματος σε φοιτήτριες πανεπιστημίου, ηλικίας 20 χρονών. Το 24.6% των συμμετεχόντων είχαν βαθμολογία που δήλωνε τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών, ενώ το 74.8% δήλωσε δυσαρεστημένο από το σχήμα του σώματός τους. Τα ποσοστά αυτά κρίθηκαν πολύ υψηλά από τους ερευνητές σε σχέση με αυτά των δυτικών κοινωνιών, αλλά παρόμοια με αυτά που εμφανίσουν οι έφηβες των Ενωμένων Αραβικών Εμιράτων (Eapen, Mabrouk, & Bin-Othman, 2006). Μπορούν να διαφοροποιούνται οι διατροφικές στάσεις κατά τη μεταβολή των αγωνιστικών περιόδων, δηλαδή μεταξύ προαγωνιστικής, αγωνιστικής και μεταβατικής περιόδου; Το ερώτημα αυτό μελετήθηκε σε ένα άθλημα τελείως διαφορετικό από το άθλημα της ρυθμικής, την πάλη, από τους Shriver, Betts, και Payton (2009). Το δείγμα της έρευνάς τους δεν ήταν μεγάλο, μόλις 15 αθλητές λυκείου συμμετείχαν σε όλες τις μετρήσεις από τους 24 που συμμετείχαν αρχικά. Το ποσοστό των αθλητών που δεν συμπλήρωσαν όλες τις μετρήσεις ήταν 37.5%, ποσοστό ιδιαίτερα σημαντικό. Μάλιστα, οι ερευνητές δεν αναφέρουν τους λόγους που αποχώρησε ένα τόσο σημαντικό μέρος του δείγματος. Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές στις διατροφικές στάσεις μεταξύ των τριών 23

43 Ανασκόπηση περιόδων (προαγωνιστικής, αγωνιστικής, μεταβατικής περιόδου), όπως δεν διέφερε και το σωματικό τους λίπος. Αυτοί, όμως, ανέφεραν ότι 5 αθλητές της άρσης βαρών δήλωσαν ότι «φοβόντουσαν μην αυξηθεί το βάρος τους» κατά την περίοδο της προετοιμασία, ενώ μόνο 2 αθλητές έκαναν την ίδια δήλωση κατά τις άλλες περιόδους. Τέλος, αναφέρεται από τους ερευνητές ότι 2 από τους αποχωρήσαντες αθλητές δήλωσαν ότι είχαν τάση για εμετό και έκαναν εμετό μετά τα γεύματα της προαγωνιστικής περιόδου. Παρά τις «απειλές» της έρευνας θα πρέπει να τονιστεί ότι είναι η μοναδική που διερευνά τη μεταβολή των διατροφικών στάσεων κατά τις προπονητικές φάσεις. Οι Hewitt, Flett, και Ediger (1995) πραγματοποίησαν έρευνα για να διερευνήσουν τη σχέση μεταξύ διαστάσεων της τελειομανίας και συμπτωμάτων διατροφικών διαταραχών, εικόνας σώματος και αυτοεκτίμηση εμφάνισης σε φοιτητές κολλεγίου. Η τελειομανία έχει μια διάσταση προσωπική ο αυτοπροσανατολισμός στην τελειότητα (self-oriented perfectionism), στην οποία περιλαμβάνονται αυτο-επιβαλλόμενες προσδοκίες τελειότητας, και δύο διαπροσωπικές διαστάσεις: προσανατολισμένη τελειότητα από τους άλλους (otheroriented) η οποία περιλαμβάνει επιβαλλόμενες προσδοκίες τελειότητας από τους άλλους, και κοινωνικά περιγραφόμενη τελειότητα (socially prescribed perfection) η οποία περιλαμβάνει την αντίληψη ότι οι «άλλοι» επιβάλλουν προσδοκίες τελειότητας στο άτομο. Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους έδειξαν ότι μόνο ο αυτό-προσανατολισμός στην τελειότητα σχετίζονταν με τα συμπτώματα της ανορεξίας, ενώ οι διαπροσωπικές διαστάσεις της τελειότητας συνδέονταν με διατροφικές διαταραχές, με την αποφυγή της εικόνας σώματος και την αυτόεκτίμηση. Ενώ, υπάρχουν αρκετές έρευνες για τις διατροφικές στάσεις στην ενήλικη ηλικία και την εφηβική, λίγες είναι οι έρευνες που ασχολούνται με το θέμα αυτό κατά την παιδική ηλικία. Το πρόβλημα έγκειται, κυρίως, στον τρόπο αξιολόγησης των διατροφικών στάσεων. Με το θέμα αυτό ασχολούνται οι Knez, Munjas, Petrovečki, Paučić-Kirinić, και Peršić (2006) οι οποίοι βασιζόμενοι στο ΕΑΤ-26 κατασκεύασαν ένα εργαλείο κατάλληλο για την ηλικία των παιδιών που επιθυμούσαν να αξιολογήσουν, ετών, ηλικίες που εντάσσονται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση της Κροατίας. Από το σύνολο των 480 συμμετεχόντων, 24

44 Ανασκόπηση εμφάνισαν οι 149 μαθητές (60 αγόρια και 89 κορίτσια) εμφάνισαν μέτριες διαταραγμένες διατροφικές στάσεις, ενώ σοβαρές διαταραγμένες διατροφικές στάσεις εμφάνισαν οι 36 μαθητές (κυρίως κορίτσια). Αξίζει να σημειωθεί ότι προέκυψαν σημαντικές διαφορές μεταξύ διαφορετικών τάξεων-ηλικιών. Συγκεκριμένα, τα παιδιά της 8 ης τάξης (ηλικίας περίπου 14.5) είχαν χαμηλότερη βαθμολογία (άρα θετικότερες διατροφικές στάσεις) από τα παιδιά της 5 ης και 6 ης τάξης (ηλικίες αντίστοιχα και 12.40). Τα παιδιά, δηλαδή, που βρίσκονται λίγο πριν την εφηβεία ή στην αρχή αυτής είχαν χειρότερες διατροφικές στάσεις. Επιπλέον, διαφορές παρουσιάστηκαν μεταξύ των 12χρονων κοριτσιών και των 14χρονων και μεταξύ των 11χρονων αγοριών και των 14χρονων. Τα μικρότερα είχαν αρνητικότερες διατροφικές στάσεις. Οι Vieira, Amorim, Vieira, Amorim, και da Rocha (2009) εξέτασαν τις πιθανές διαφορές στις διατροφικές στάσεις των αθλητριών ρυθμικής από τον τυπικό πληθυσμό. Στην έρευνά τους συμμετείχαν 48 αθλήτριες ρυθμικής, οι οποίες αγωνίζονταν στις κατηγορίες νεανίδων και γυναικών, και 48 κορίτσια μη αθλήτριες. Οι δύο ομάδες δε διέφεραν σημαντικά ως προς τις διατροφικές τους στάσεις. Για τις αθλήτριες ρυθμικής ηλικίας ετών το 27.2% είχε τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών και το 20% των αθλητριών ηλικίας ετών. Επιπλέον, στις αθλήτριες ρυθμικής εμφάνισε δυσαρέσκεια για το σώμα του το 10% στις ηλικίες ετών, το 15% στις ηλικίες ετών και το 100% στις ηλικίες των 15 ετών. Οι Kouloutbani, Efstathiou, και Stergioulas (2012) μελέτησαν τις διατροφικές διαταραχές σε αθλήτριες ρυθμικής γυμναστικής μέσα από ποιοτική διαδικασία. Συγκεκριμένα, πήραν δομημένες συνεντεύξεις από 5 πρώην αθλήτριες ρυθμικής γυμναστικής και προέκυψε ότι κινδύνευαν να νοσήσουν από διατροφικές διαταραχές γιατί ακολούθησαν διατροφικές συμπεριφορές όμοιες με αυτές που υιοθετούν οι ασθενείς με διατροφικές διαταραχές και γιατί περιόρισαν, κάτω από την πίεση των προπονητών, των γονέων και άλλων, στο ελάχιστο την πρόσληψη τροφής. Το ενδιαφέρον της έρευνας είναι η ποιοτική προσέγγιση του θέματος. Ωστόσο, το μικρό δείγμα και το γεγονός ότι δεν διευκρινίζεται ο τρόπος που κατέληξαν οι ερευνητές σε αυτά τα 5 άτομα, από ένα σύνολο 21 ατόμων, δεν επιτρέπει τη γενίκευση των συμπερασμάτων. 25

45 Ανασκόπηση Ο χορός αποτελεί μια φυσική δραστηριότητα που παρουσιάζει κοινά στοιχεία με τη ρυθμική γυμναστική. Από νωρίς το είδος αυτό της άσκησης κέντρισε το ενδιαφέρον των ερευνητών και πιο συγκεκριμένα το μπαλέτο. Σε όλες τις έρευνες παρατηρείται ότι οι χορευτές/τριες συνδέονται με διατροφικές διαταραχές (πχ. Abraham, 1996). Επίσης, στην έρευνα των le Grange, Tibbs, και Noakes (1994) από τις 49 χορεύτριες μπαλέτου, οι 30 εμφάνισαν συμπτώματα νευρικής ανορεξίας, ενώ στην έρευνα των Braisted, Mellin, Gong, και Irwin (1985) οι χορεύτριες μπαλέτου δήλωσαν χαρακτηριστικά συμπτώματα νευρικής ανορεξίας σημαντικά συχνότερα από τις μη ασκούμενες συμμετέχουσες. Η Schluger (2010) διερεύνησε τις τάσεις για διατροφικές διαταραχές σε χορεύτριες κλασσικού μπαλέτου και μοντέρνου χορού, ηλικίας ετών. Αυτή χρησιμοποίησε τόσο την κλίμακα ΕΑΤ-26 όσο και τoν παράγοντα τελειομανία (perfectionism) της κλίμακας EDI. Από την έρευνά της προέκυψε ότι οι χορεύτριες κλασσικού μπαλέτου είχαν υψηλότερη βαθμολογία στις στάσεις για διατροφικές διαταραχές. Επιπλέον, το 24.4% των χορευτριών κλασικού μπαλέτου είχαν βαθμολογία υψηλότερη του 20, δηλαδή εμφάνισαν τάση για διατροφικών διαταραχών, έναντι του 12.2% των χορευτριών μοντέρνου χορού. Οι απαιτήσεις για την εικόνα του σώματος μεταξύ αυτών των δύο μορφών χορού φαίνεται να διαφοροποιούνται. Αντίθετα αποτελέσματα παρουσιάζονται στην έρευνα των Toro, Guerrero, Sentis, Castro, Castro, και Puertolas (2008) στην οποία συμμετείχαν όμως μόνο έφηβες χορεύτριες μπαλέτου της Βαρκελώνης. Από τα αποτελέσματα παρατηρήθηκε ότι στις διατροφικές στάσεις δεν διέφεραν οι χορεύτριες από τις συμμετέχουσες της ομάδας ελέγχου, αν και η ομάδα ελέγχου έτεινε να έχει υψηλότερο μέσο όρο. Οι χορεύτριες είχαν χαμηλότερο σωματικό βάρος και ΔΜΣ από την ομάδα ελέγχου. Οι δύο ομάδες δε διέφεραν ούτε ως προς την τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών. Η διαφοροποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας του Toro και των συνεργατών του (2008) και της Schluger (2010) πιθανά να οφείλεται στη διαφορετική ηλικία των συμμετεχόντων, γιατί οι έφηβες χορεύτριες έχουν λιγότερα χρόνια ενασχόλησης με το χορό. Η έρευνα των Douka, Grammatopoulou, Skordilis, και Koutsouki (2009) προσπάθησε να αξιολογήσει την εγκυρότητα του ΕΑΤ στον ελληνικό πληθυσμό. 26

46 Ανασκόπηση Κατέληξαν σε ένα μοντέλο με 13 μόνο ερωτήσεις και αποδεκτή εσωτερική συνοχή. Η συντομευμένη μορφή περιελάμβανε και πάλι 3 παράγοντες «Προκατοχή με το φαγητό», «Δίαιτα» και «Σημαντικοί άλλοι». Από αυτό το αποτέλεσμα προκύπτει ότι ο παράγοντας «Βουλιμία και προκατοχή με το φαγητό» του πλήρους ερωτηματολογίου αντιστοιχεί στον παράγοντα «Προκατοχή με το φαγητό» της συντομευμένης μορφής (ΕΑΤ-13) και αντίστοιχα ο παράγοντας «Δίαιτα» με τον παράγοντα «Δίαιτα» και ο παράγοντας «έλεγχος της πράξης του τρώγειν» με τον παράγοντα «Σημαντικοί άλλοι». Δεν ήταν ανάμεσα στους σκοπούς της έρευνάς τους η διερεύνηση των πιθανών διαφορών μεταξύ διαφορετικών ομάδων ατόμων. Υπάρχουν έρευνες στις οποίες έχουν εξεταστεί οι διατροφικές διαταραχές σε αθλήτριες γυμναστικής με εργαλεία διαφορετικά από αυτά που προαναφέρθηκαν στην ανασκόπηση. Μια από τις πρώτες σχετικές έρευνες σε αθλήτριες γυμναστικής ήταν αυτή της Petrie (1993) στην οποία συμμετείχαν αθλήτριες-φοιτήτριες με υποτροφία και ο μέσος όρος ηλικίας τους ήταν 19.4 χρόνια (TA= 1.10). Σε αυτή τη μελέτη χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο Bulimia Test-Revised (Thelen, Farmer, Wonderlich, & Smith, 1991) το οποίο ανιχνεύει μόνο τη βουλιμία. Το 61.3% κατηγοριοποιήθηκε ως έχον κάποια μορφή διατροφικών διαταραχών. Οι Nordin, Harris, και Cumming (2003) μελέτησαν τις διατροφικές διαταραχές στα 3 διαφορετικά είδη της γυμναστικής (ενόργανη, ρυθμική και ακροβατική) σε ένα δείγμα 50 αθλητριών ηλικίας ετών. Χρησιμοποιώντας το EDI προέκυψε ότι οι αθλήτριες της ρυθμικής είχαν υψηλότερο σκορ στον παράγοντα Drive for Thιnness και τις διατροφικές διαταραχές συνολικά. Οι διατροφικές διαταραχές δεν επηρεάζονταν από την ηλικία των αθλητριών ή από τις ώρες προπόνησης, αλλά συνδέονταν με την τελειομανία. Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι παρά το γεγονός ότι η κρίσιμη ηλικία για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών είναι έτη, εμφανίστηκε στο 14% των συμμετεχόντων της έρευνάς τους, οι οποίες ήταν σε πολλή μικρότερη ηλικία. Από τις αθλήτριες που χαρακτηρίστηκαν σε κίνδυνο το 57% ήταν αθλήτριες ρυθμικής και το 43% αθλήτριες ακροβατικής. Συνοπτικά παρατηρούμε ότι η τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών είναι περισσότερο εμφανής σε άτομα που αθλούνται από ότι σε άτομα που δεν αθλούνται, είναι περισσότερο πιθανή στις γυναίκες από ότι στους άνδρες και η 27

47 Ανασκόπηση ρυθμική είναι ένα άθλημα που ενισχύει συγκεκριμένους παράγοντες που ευθύνονται για την εμφάνιση διατροφικών διαταραχών. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να διερευνώνται οι διατροφικές στάσεις ως παράγοντας πρόληψης της πιθανής εμφάνισης διατροφικών διαταραχών και θα πρέπει η διερεύνηση να είναι συγκεκριμένη, δηλαδή στην ομάδα- στόχος (σε σχέση με το άθλημα, την ηλικία και το κοινωνικό περιβάλλον). Επίσης, εξαιτίας του υπαρκτού προβλήματος θα πρέπει να σχεδιαστούν πολύ εξειδικευμένα προγράμματα παρέμβασης για την πρόληψη των διατροφικών διαταραχών και τη βελτίωση των διατροφικών στάσεων. Η ρυθμική είναι ένα άθλημα για το οποίο θα πρέπει να σχεδιαστούν σχετικά προγράμματα ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ Γενική αυτοεκτίμηση Στην σύγχρονη κοινωνία, ο εαυτός του κάθε ατόμου είναι το ισχυρότερο εφόδιο που διαθέτει και θεωρείται το κεντρικό σημείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ανάγκη για δημιουργία μιας μοναδικής και εξατομικευμένης ταυτότητας κυριαρχεί κατά τη διάρκεια όλης της ζωής του. Ο τρόπος με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σχετίζεται με συμπεριφορές, αξίες, στόχους και φιλοδοξίες (Harter, 1999). Η αυτοεκτίμηση θεωρείται ότι κατέχει κυρίαρχη θέση στην εξήγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς (Fox & Corbin, 1989), ενισχύει ψυχολογικά το άτομο για συμμετοχή σε φυσικές δραστηριότητες (Sonstroem, 1984) και έχει αναγνωριστεί από πολλούς ως τον πλέον σημαντικό δείκτη της συναισθηματικής ευεξίας (Fox, 2000). Κατά τον Burns (1982), η έννοια του εαυτού «self concept» είναι ένα σύνολο υποκειμενικά αξιολογούμενων χαρακτηριστικών και συναισθημάτων. Ωστόσο υπάρχει ποικιλία ερμηνειών του όρου. Όπως αναφέρει η Μακρή- Μπότσαρη (1996) ο όρος, συχνά, χρησιμοποιείται ως ταυτόσημος με τους όρους self image και self picture, ενώ ο Fox (2000) αναφέρει ότι ο όρος, συχνά, συγχέεται με τις έννοιες self-esteem και self-worth. Οι Ευκλείδη και Κάντας (2000) μεταφράζουν τον όρο ως «έννοια του εαυτού» και διευκρινίζουν ότι πρόκειται για έννοια ανώτερου ιεραρχικά επιπέδου, που έχει επιμέρους εκφάνσεις, άποψη που συμφωνεί με αυτήν του Rosenberg και των συνεργατών του (Rosenberg, 28

48 Ανασκόπηση Schooler, Schoenbach, & Rosengerg, 1995). Η μετάφραση του όρου self concept ως «αυτο-αντίληψη» είναι εσφαλμένη γιατί «από τη μια ο όρος concept δεν αποδίδεται ως αντίληψη αλλά ως «έννοια» και από την άλλη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται εναλλακτικά το μέρος με το όλο» (Ευκλείδη & Κάντας, 2000, σελ.118). Κατά τους Stiller και Alferman (2007) η έννοια του εαυτού περικλείει εκτός από μια γενική αξιολόγηση του εαυτού, τις γνώσεις για τον εαυτό του και αυτοαξιολόγηση σε διαφορετικές ικανότητες και χώρους δεξιοτήτων. Οι άνθρωποι είναι δυνατόν να κατέχουν για ένα αντικείμενο μια ολιστική (γενική) στάση αλλά και επιμέρους εξειδικευμένες στάσεις προς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του αντικειμένου (Marsh, 1990). Έτσι, η αυτοεκτίμηση είναι η γενική αξιολόγηση από το άτομο για την αξία του, πόσο θετικά ή αρνητικά βλέπει τον εαυτό του, γι αυτό θεωρείται ότι είναι μια γενικευμένη στάση. Κατά τον ίδιο τον Rosenberg (1965) οι έννοιες self esteem, self efficacy, self identity συνιστούν σημαντικά κομμάτια της έννοιας self concept. Η διαφορά μεταξύ της ολιστικής στάσης και των εξειδικευμένων στάσεων για το ίδιο αντικείμενο στάσης συχνά παραβλέπεται, αλλά δεν έχουν την ίδια βαρύτητα (Rosenberg, Schooler, Schoenbach, & Rosengerg, 1995). Μέσα από την προσπάθειά τους να μελετήσουν τις σχέσεις μεταξύ γενικής αυτοεκτίμησης και αυτοεκτίμησης σε συγκεκριμένους τομείς δράσης (συγκεκριμένα ακαδημαϊκούς) ο Rosenberg και οι συνεργάτες του κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η γενική αυτοεκτίμηση σχετίζεται με τις εξειδικευμένες αυτοεκτιμήσεις, αλλά συνδέεται ισχυρότερα με το αποτέλεσμα «ευεξίας» (well being), ενώ σε ένα συγκεκριμένο χώρο δράσης με την εμφάνιση κάποιας επιδιωκόμενης συμπεριφοράς στο χώρο αυτό, συνδέεται η εξειδικευμένη αυτοεκτίμηση (Rosenberg, Schooler, Schoenbach, & Rosengerg, 1995). Επιπλέον, ο βαθμός στον οποίο η εξειδικευμένη αυτοεκτίμηση σε ένα χώρο δράσης (στην περίπτωσή τους ο ακαδημαϊκός χώρος) επηρεάζει τη γενική αυτοεκτίμηση, εξαρτάται από την προσωπική αξία που έχει η υψηλού επιπέδου συμπεριφορά (υψηλή ακαδημαϊκή συμπεριφορά) για το ίδιο το άτομο (Rosenberg, Schooler, Schoenbach, & Rosengerg, 1995). Για την αξιολόγηση της γενική αυτοαντίληψης κατασκευάστηκε και χρησιμοποιείται ευρύτατα η κλίμακα αυτοπεριγραφής του κοινωνιολόγου Morris Rosenberg (1965, 1989), το Rosenberg Self-Esteem Scale. 29

49 Ανασκόπηση Η υγιής έννοια εαυτού υποθέτει ότι το άτομο νιώθει αυτοπεποίθηση, τόσο κοινωνικά όσο και σε σχέση με τις ικανότητές του, καθώς και να έχει θετική στάση προς το σώμα του (Stiller & Alfermann, 2007). Έρευνες δείχνουν ότι η χαμηλή αυτοεκτίμηση συνδέεται με ανεπιθύμητες συμπεριφορές και συνέπειες, όπως κατάθλιψη (Harter, 1986) αυτοκτονία (πχ. Kazdin, French, Unis, Esveldft-Dawson, & Sherick, 1983), παραβατικές συμπεριφορές (πχ. Wells & Rankin, 1983), χρήση ουσιών (Stacy, Newcomb, & Bentler, 1992) και χαμηλή ακαδημαϊκή απόδοση (Barnes & Welte, 1986). Σύμφωνα με την αναπτυξιακή ψυχολογία, η ηλικία μετάβασης από την παιδική ηλικία στην εφηβική για τα κορίτσια είναι περίπου τα 10 με 12 έτη και η μετάβαση αυτή φέρνει αλλαγές οι οποίες είναι πολύ δραστικές. Συνοδεύεται με έντονες σωματικές αλλαγές, οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με γνωστικές, συναισθηματικές και κοινωνικές αναπτυξιακές διαδικασίες, οι οποίες με τη σειρά τους συνδέονται με την ανάπτυξη της έννοιας του εαυτού (Stiller & Alferman, 2007). Η γενική αυτοεκτίμηση διαφοροποιείται κατά τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου. Κατά τους Robins και Trzesniewski (2005) ενώ τα μικρά παιδιά έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση, που πιθανά να οφείλεται στο γεγονός ότι η εικόνα του εαυτού των παιδιών είναι μη ρεαλιστική, μειώνεται όσο μεγαλώνει το παιδί και η μείωση αυτή συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Η αυτοεκτίμηση αυξάνεται κατά την ενήλικη ζωή μέχρι το τέλος της δεκαετίας των 60 ετών, οπότε αρχίζει πάλι να μειώνεται (Robins & Trzesniewski, 2005). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα των Zimmerman, Copeland, Shiope, και Dielman (1997), οι οποίοι μελέτησαν την πορεία της γενικής αυτοεκτίμησης εφήβων κατά τη διάρκεια τεσσάρων ετών, δηλαδή κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Αυτοί χρησιμοποίησαν ανάλυση συστάδων και η μεγαλύτερη ομάδα ήταν εκείνη με διαρκή υψηλή γενική αυτοεκτίμηση. Ωστόσο παρατηρήθηκε για το σύνολο των συμμετεχόντων μια μείωση της γενικής αυτοεκτίμησης όσο μεγάλωνε η ηλικία. Τα άτομα που βρίσκονταν στις ομάδες με υψηλή ή μέτρια γενική αυτοεκτίμηση ανέφεραν υγιεινότερες συμπεριφορές (βαθμούς, κατανάλωση αλκοόλ και ευαισθησία στην πίεση των συνομηλίκων). Βιβλιογραφική ανασκόπηση η οποία περιλαμβάνει 25 έρευνες, έδειξε ότι σε 13 από τις έρευνες χαμηλότερη γενική αυτοεκτίμηση είχαν τα υπέρβαρα παιδιά και 30

50 Ανασκόπηση οι υπέρβαροι έφηβοι, ενώ στις 5 από τις 6 έρευνες που συμπεριέλαβαν την σωματική αυτοεκτίμηση παρατηρήθηκε ότι αυτή ήταν χαμηλότερη στα υπέρβαρα παιδιά από τα φυσιολογικά σε βάρος παιδιά (French, Story, & Perry, 1995). Ενώ, λοιπόν, κατά την παιδική ηλικία δεν διαφοροποιείται η γενική αυτοεκτίμηση μεταξύ αγοριών και κοριτσιών, όπως προαναφέρθηκε, στην εφηβεία παρατηρείται διαφοροποίηση, με τα αγόρια να έχουν υψηλότερη αυτοεκτίμηση από τα κορίτσια (Kling, Hyde, Showers, & Buswell, 1999; Robins, Trzesniewski, Tracy, Gosling, & Potter, 2002), διαφορά η οποία διατηρείται και κατά την ενήλικη ζωή. Η διαχρονική μελέτη των Zimmerman et al. (1997) επιβεβαιώνει τα παραπάνω συμπεράσματα καθώς τα κορίτσια ήταν σταθερά στις ομάδες με τη χαμηλότερη γενική αυτοεκτίμηση, ενώ τα αγόρια ήταν σταθερά στις ομάδες με υψηλή ή μέτρια γενική αυτοεκτίμηση. Παράγοντες όπως το σχολείο, οι γονείς, η οικογένεια, οι φίλοι και άλλοι, έχουν μεγάλη επίδραση στην ανάπτυξη της γενική αυτοεκτίμησης και της έννοιας του εαυτού (Cash, Theriault, & Annis, 2004) Σωματική αυτοεκτίμηση Το σώμα είναι το εργαλείο με το οποίο αλληλεπιδρούμε με τον κόσμο. Κατά τον Fox (2000) η αντίληψη του εαυτού του ατόμου είναι ένα κλειδί για να κατανοεί το ίδιο το άτομο τη δομή της ταυτότητάς του, είναι η βάση της αυτοεκτίμησής του αλλά και πολλών συμπεριφορών. Η πολυπλοκότητα της αυτοεκτίμησης οδήγησε στον καθορισμό περισσότερο συγκεκριμένων εργαλείων αξιολόγησης της αυτοεκτίμησης σε κάθε χώρο δράσης. Μέσα από τη δομή των πολυδιάστατων μοντέλων, αναγνωρίζοντας τη σημαντικότητα του σώματος στην αυτοεκτίμηση ιδίως για τις κοινωνίες που δίνουν σημασία και κοινωνική καταξίωση στην ελκυστικότητα του σώματος συμπεριλήφθηκε η έννοια της σωματικής αυτοεκτίμησης (Fox, 2000). Η σωματική αυτοαντίληψη έχει κεντρικό ρόλο σε όλα τα μοντέλα που ασχολούνται με την έννοια του εαυτού. Η σωματική εμφάνιση κατά την εφηβεία επηρεάζει τις αντιλήψεις και τις εμπειρίες που έχει το άτομο και σε άλλους χώρους δράσης, όπως κοινωνικό και συναισθηματικό (Harter, 1990), ενώ τα κορίτσια φαίνεται να μην έχουν την ιδανική έννοια του εαυτού τους (O'Dea & Abraham, 1999). Για τα κορίτσια παράγοντες που αφορούν τη φιλία και τις σχέσεις με ομότιμα άτομα και φίλους προβλέπουν τις ανησυχίες για την εικόνα του 31

51 Ανασκόπηση σώματός τους (Gerner & Wilson, 2005). Η σχέση μεταξύ γενικής αυτοεκτίμησης και σωματικής αυτοεκτίμησης είναι ισχυρή (Mendelson, White, & Mendelson, 1996). Η σωματική αυτοαντίληψη όχι μόνο συνεισφέρεται στην αυτοπεποίθηση αλλά σχετίζεται άμεσα με γνωστικές προσαρμογές ανεξάρτητες από την αυτοπεποίθηση (Sonstroem & Potts, 1996). Στη σωματική αυτοαντίληψη παρατηρούνται διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών. Οι γυναίκες φαίνεται να δηλώνουν με συνέπεια αρνητικότερη εικόνα του σώματος τους και χαμηλότερες βαθμολογίες στην σωματική αυτοαντίληψη σε σύγκριση με τους άνδρες (Fox & Corbin, 1989; Hayes, Crocker, & Kowalski, 1999; Lindwall & Hassmen, 2004), ενώ οι γυναίκες που ανήκουν στη λευκή φυλή δηλώνουν μικρότερη ικανοποίηση από το σώμα τους από ότι οι γυναίκες που ανήκουν στη μαύρη φυλή (Blyth, Simmons, & Zakin, 1985). Στον αγωνιστικό αθλητισμό υπάρχουν έρευνες που ασχολούνται με τη σωματική αυτοαντίληψη (πχ. Boros, 2009; Jonnalagadda, Ziegler, & Nelson, 2004). Ωστόσο, οι έρευνες αυτές δεν έχουν καλύψει όλα τα αθλήματα, ούτε όλες τις ηλικιακές ομάδες των αθλητών και αθλητριών. Για παράδειγμα, στην έρευνα του Boros (2009) αθλήτριες ρυθμικής γυμναστικής υψηλού αγωνιστικού επιπέδου ηλικίας ετών φάνηκε να μην διαφέρουν στη σωματική αυτοαντίληψη από κορίτσια παρόμοιας ηλικίας. Μάλιστα, οι αθλήτριες που συμμετείχαν στην έρευνά του ήταν η αφρόκρεμα του αθλήματος καθώς αγωνίζονταν στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του αθλήματος. Τα αποτελέσματα της μελέτης του Fox (2000) δείχνουν ότι τα ευρύτερα προγράμματα άσκησης, που εφαρμόζονται και διαρκούν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και τα οποία περιλαμβάνουν διαφορετικές δραστηριότητες, μπορούν να έχουν ίδια ή περισσότερα αποτελέσματα από ότι μία σύντομη, δομημένη ενιαία δραστηριότητα. Επίσης, η μελέτη του έδωσε έμφαση στην αξία της δόμησης του προγράμματος άσκησης, στους τρόπους που το καθιστούν αποτελεσματικό, και τέλος στην τοποθέτηση της άσκησης στην καθημερινή ζωή. Στη σχέση της γενικής αυτοαντίληψης με τη σωματική δραστηριότητα υπήρξαν και έρευνες στις οποίες δεν βρέθηκαν αλλαγές ούτε στη γενική αυτοαντίληψη ούτε στη σωματική αυτοαντίληψης και στην εικόνα του σώματος έπειτα από κάποιο πρόγραμμα άσκησης (π.χ. Asçi, Kin, & Koşarr, 1998; Caruso & Gill, 1992). Στην έρευνα των 32

52 Ανασκόπηση Asçi et al. (1999) το πρόγραμμα ήταν αερόβια άσκηση χορού διάρκειας 8 εβδομάδων, ενώ των Caruso και Gill (1992) ήταν διάρκειας 10 εβδομάδων και οι αθλούμενοι συμμετείχαν σε προγράμματα με βάρη ή σε προγράμματα αερόβιας άσκησης ή σε εκπαιδευτικά προγράμματα φυσικής αγωγής. Η σωματική αυτοαντίληψη έχει κεντρικό ρόλο σε όλα τα μοντέλα που ασχολούνται με την έννοια του εαυτού. Για παράδειγμα, οι Fox και Corbin (1989) παρουσίασαν ένα ιεραρχικό και πολυδιάστατο μοντέλο της σωματικής έννοιας του εαυτού, με την αυτοεκτίμηση να βρίσκεται στην κορυφή του μοντέλου, τη σωματική αυτοαξία (self worth) στο αμέσως χαμηλότερο επίπεδο, του χώρου δράσης, και την ύπαρξη και άλλων επιπέδων χαμηλότερα. Με βάση το μοντέλο αυτό οι Fox και Corbin δημιούργησαν ένα εργαλείο αξιολόγησης της σωματικής αυτοαντίληψης, το Physical Self-Perception Profile (PSPP), το οποίο έχει εγκυροποιηθεί σε πολλούς πληθυσμούς διαφορετικών εθνικοτήτων και ηλικιών. Στην Ελλάδα έχει τροποποιηθεί από τον Karteroliotis (2008) αλλά και άλλους (πχ. Διγγελίδης, 1996). Το PSPP δημιουργήθηκε μέσα από την πεποίθηση ότι το σώμα μπορεί να επηρεάζει τόσο την αυτοεκτίμηση όσο και τη συμπεριφορά. Το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο περιλαμβάνει κλίμακες αξιολόγησης της αθλητικής ικανότητας, της ελκυστικότητας του σώματος, της φυσικής κατάστασης και της δύναμης. Επίσης, αυτό περιλαμβάνει μια κλίμακα αξιολόγησης της συνολικής σωματικής αυτοεκτίμησης. Κατά τον Καλογιάννη (2006) ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει η σταθερή εμφάνιση του τελευταίου παράγοντα ως ένας μεσολαβητής στη σχέση σωματικής αυτοεκτίμησης και γενικότερης αυτοεκτίμησης. Μάλιστα αυτός αναφέρει ότι με την αφαίρεσή του, οι συσχετίσεις εξαφανίζονται ή μειώνονται δραματικά. Έτσι, αυτός καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η σωματική αυτοεκτίμηση είναι ισχυρός δείκτης της γενικότερης ευεξίας του ατόμου στο φυσικό/σωματικό τομέα. Το PSPP (Fox, 1990; Fox & Corbin, 1989) διερευνάται ακόμη ως προς τη δομή του σε διάφορες χώρες, όπως από τους Esnaola, Infante, και Zulaika (2011) τους Kalmet και Fouladi (2008). Οι άνδρες δηλώνουν υψηλότερους μέσους όρους στους παράγοντες του ερωτηματολογίου σωματικής αυτοαντίληψης από ότι οι γυναίκες (Fox, 2000; Lindwall & Hassmén, 2004). 33

53 Ανασκόπηση 2.3. ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΕΙΚΟΝΑΣ ΣΩΜΑΤΟΣ Η βαρύτητα που δίνεται από την κοινωνία μας στη λεπτή εικόνα του σώματος, κυρίως των γυναικών, είναι ιδιαίτερα μεγάλη (Davis, 1990). Η σύγχρονη κουλτούρα όχι μόνο ιδανικεύει το ισχνό σώμα αλλά επίσης εκθειάζει τη νεότητα και τη νεανικότητα στην όψη (Davis, 1990). Μάλιστα θεωρείται ότι στις δυτικές κοινωνίες είναι αδύνατον τα κορίτσια να μεγαλώσουν χωρίς να βιώσουν πίεση για να έχουν λεπτό σώμα (Akos, 2002). Οι διαταραχές της εικόνας του σώματος μελετώνται μέσα από μια σειρά θεωριών. Η πλέον εμπειρική είναι η κοινωνικοπολιτισμική θεωρία η οποία αναγνωρίζει την κοινωνική πίεση από πηγές όπως Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, φίλους, οικογένεια και συναθλητές, ως τη δύναμη που ωθεί ένα άτομο να επιθυμεί την υιοθέτηση μη ρεαλιστικών τύπων σώματος (Cusumano & Thompson, 1997). Κατά τη θεωρία το σύγχρονο αισθητικό «στάνταρ» είναι για τις γυναίκες το λεπτό (με χαμηλό σωματικό λίπος) και γυμνασμένο σώμα. Οι διαταραχές στην εικόνα του σώματος προέρχονται από τη μη συμφωνία της πραγματικής με την επιθυμητή εικόνας του σώματος. Για τα κορίτσια η δυσαρέσκεια με την εικόνα του σώματος συνδέεται με τη γενική αυτοεκτίμηση (Furnham, Badmin, & Sneade, 2002). Η πίεση που δέχονται τα άτομα για να προβάλλουν το σώμα τους με θετικό τρόπο είναι ισχυρή (Bane & McAuley, 1998), και για τις γυναίκες είναι ακόμη ισχυρότερη η απαίτηση να εμφανίζουν «λεπτό» σώμα (Smolak, 2004). Μάλιστα τα σχετικά με την εικόνα του σώματος προβλήματα παρουσιάζονται από την παιδική και την εφηβική ηλικία (Littleton & Ollendick, 2003). Εικόνα σώματος ονομάζεται η εσωτερική αναπαράσταση της εξωτερικής μας εμφάνισης (Thompson, Heinberg, Altabe, & Tantleff-Dunn, 1999). Η εικόνα του σώματος δεν είναι μια μονοδιάστατη έννοια, αλλά μια πολύπλευρη ψυχολογική δομή, η οποία περιέχει συναισθηματικές, γνωστικές και συμπεριφορικές διαστάσεις (Thompson, Heinberg, Altabe, & Tantleff-Dunn, 1999). Μοιάζει περισσότερο με μια «ομπρέλα» κάτω από την οποία περιλαμβάνονται έννοιες γνωστικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές, οι οποίες όλες συνδέονται με την εικόνα του σώματος (Bane & McAuley, 1997). Σύμφωνα με τους ίδιους η εικόνα του σώματος περιλαμβάνει: α) ένα αντιληπτικό στοιχείο της εμφάνισης που αντιπροσωπεύει την ακρίβεια των αντιλήψεων σχετικά με το μέγεθος του σώματος, β) ένα γνωστικό στοιχείο, που περιλαμβάνει τις 34

54 Ανασκόπηση σκέψεις σχετικά με το σώμα, την ικανοποίηση από το σώμα και την αξιολόγηση του σώματος, γ) ένα συναισθηματικό στοιχείο που αντιπροσωπεύει συναισθήματα και άγχος που σχετίζονται με το σώμα, και δ) ένα συμπεριφορικό στοιχείο που περικλείει συμπεριφορές που σχετίζονται με την εμφάνιση (πχ. άσκηση, διατροφή, κλ.). Επιπλέον, κατά τον Thomson (1990) η σωματική εμφάνιση που σχετίζεται με την εικόνα σώματος περιλαμβάνει τρία συστατικά μέρη: α) το συνεχές, που αφορά το κατά πόσο ακριβής είναι ο τρόπος που εκτιμά το άτομο το σώμα του, β) το υποκειμενικό συστατικό, που συνδέεται κυρίως με συναισθήματα, σκέψεις και συμπεριφορές προς το σώμα του ατόμου, και γ) το συμπεριφορικό συστατικό που παραπέμπει σε τάση να συμπεριφέρεται το άτομο με τρόπο που να αποφεύγει καταστάσεις κατά τις οποίες το άτομο αισθάνεται άβολα με το σώμα του. Η αντίληψη της εικόνας του σώματος αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της σωματικής εκτίμησης και της συνολικής αυτοαξίας (Davis, 1990). Πολλές φορές η εικόνα σώματος του ατόμου επηρεάζει το πόσο θα γυμνάζεται, όπως φαίνεται στην έρευνα των Brudzynski και Ebben (2010) στην οποία συμμετείχαν ενήλικες ετών και η εικόνα του σώματος καθόρισε το ποσό της άσκησης για το 58.3% των συμμετεχόντων. Ο αθλητισμός θεωρείται ένα περιβάλλον στο οποίο υπάρχει έντονη πίεση για αθλητική απόδοση και επίδοση, η οποία μπορεί να εξαρτάται από το σώμα και αυτή η πίεση μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την εικόνα του σώματος που έχουν οι αθλητές/τριες. Επιπλέον, η κοινωνική πίεση για το σωματικό αθλητικό «ιδεώδες» είναι έντονο από τους αθλητικούς παράγοντες (πχ. προπονητές, κριτές/διαιτητές) και τους γονείς (Davis & Cowles, 1991). Η ανασκόπηση των Ricciardelli και McCabe (2001) ασχολήθηκε με τη διαταραχή της εικόνας του σώματος παιδιών και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι διαφορές στην εικόνα σώματος μεταξύ αγοριών και κοριτσιών εμφανίζονταν ήδη από την ηλικία των 8 ετών και οι διαφορές είναι προς την ίδια κατεύθυνση με αυτές των εφήβων και των ενηλίκων. Τα κορίτσια επιθυμούσαν να έχουν λεπτότερο σώμα και έχουν μεγαλύτερες ανησυχίες σχετικά με την εικόνα του σώματός τους. Συγκεκριμένα, τα κορίτσια ήθελαν κατά 28%-55% να έχουν λεπτότερα σώματα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα αγόρια ήταν 17%- 30% (Ricciardelli & McCabe, 2001). Επίσης, στην ίδια έρευνα, στην εκτίμηση της 35

55 Ανασκόπηση εμφάνισης υψηλότερες τιμές παρουσίασαν τα κορίτσια με φυσιολογικό βάρος από τα κορίτσια που ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Η πίεση για λεπτό σώμα είναι έντονη για όλα τα κορίτσια από πολύ μικρή ηλικία. Κορίτσια ηλικίας 10 με 11 ετών ήταν πεπεισμένα ότι πρέπει να είναι λεπτότερα (Friedman, 1998). Τα αποτελέσματα των Davison, Markey, και Birch (2003) επιβεβαιώνουν την πίεση για συγκεκριμένη εικόνα του σώματος, καθώς βρήκαν ότι κορίτσια, τα οποία ανήκαν σε τυπικό πληθυσμό και δεν ασχολούνταν με πρωταθλητισμό, και τα οποία στις ηλικίες των 5 και των 7 ετών δήλωσαν υψηλότερες ανησυχίες για το βάρος τους και μικρότερη ικανοποίηση από το σώμα τους, εμφάνιζαν υψηλές ανησυχίες για το βάρος τους και μικρότερη ικανοποίηση από το σώμα τους και στην ηλικία των 9 ετών. Επιπλέον, αυτά εμφάνισαν περιορισμό της πρόσληψης φαγητού, μη αποδεκτές διατροφικές στάσεις και μεγαλύτερες πιθανότητες πραγματοποίησης δίαιτας. Το γεγονός ότι οι διαφορές στην εκτίμηση της εικόνας του σώματος εμφανίζονται ήδη από μικρή ηλικία στα κορίτσια επιβεβαιώνεται και από άλλη έρευνα, στην οποία κορίτσια 8-10 ετών που ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα είχαν χαμηλότερη συνολική αυτοεκτίμηση του σώματος από τα κορίτσια που ήταν φυσιολογικά στο βάρος, ενώ δεν υπήρχε διαφοροποίηση της συνολικής σωματικής αυτοεκτίμησης ως προς τη φυσική δραστηριότητα (Shriver, Harrist, Page, Hubbs-Tait, Moulton, & Topham, 2013). Και ενώ αυτό παρατηρείται σε κορίτσια τυπικού πληθυσμού, θα πρέπει να επισημανθεί ότι κορίτσια που αθλούνταν με τα λεγόμενα «αισθητικά» αθλήματα, τα αθλήματα δηλαδή που δίνουν βαρύτητα στο λεπτό σώμα, ήδη από τις ηλικίες των 5 και 7 ετών εμφάνισαν υψηλότερες ανησυχίες για το βάρος τους από ότι κορίτσια ίδιας ηλικίας που αθλούνταν σε μη αισθητικά αθλήματα ή δεν αθλούνταν καθόλου (Davison, Earnest, & Birch, 2002). Σε βιβλιογραφική ανασκόπηση (French, et al., 1995) παρατηρήθηκε ότι υπήρχε σταθερά αρνητική σχέση μεταξύ βάρους και εκτίμησης σώματος, ενώ δεν υπήρχε σταθερή κατεύθυνση σχέσης βάρους και γενικής αυτοεκτίμησης. Τα αποτελέσματα της ανασκόπησης συμφωνούν με την άποψη ότι η γενική αυτοεκτίμηση και η αυτοεκτίμηση σε συγκεκριμένους τομείς δεν μπορούν να αντικαταστήσουν η μία την άλλη (Rosenberg et al., 1995). 36

56 Ανασκόπηση Η κλίμακα Body Esteem Scale for Adolescents and Adults (BESAA) κατασκευάστηκε από τους Mendelson, Mendelson, και White (2001) για να χρησιμοποιηθεί σε άτομα εφηβικής και ενήλικης ηλικίας και να αξιολογεί την αυτόεκτίμηση του ατόμου στην εικόνα του σώματος που κατέχουν. Οι επιμέρους παράγοντες της κλίμακας αξιολογούν την εκτίμηση του ατόμου για την εμφάνισή του, την ικανοποίηση του ατόμου από το βάρος του και την αξιολόγηση από τους άλλους για το σώμα του. Η BESAA χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια και σε άλλες έρευνες. Στην έρευνα των Krahnstoever Davison, Werder, Trost, Baker, και Birch (2007) αναφέρεται ότι η κλίμακα συσχετίζεται ισχυρά και θετικά με την κλίμακα αυτοεκτίμησης του Rosenberg (r=.83, p<.001). Στην έρευνα του Goldfield και των συνεργατών του (Goldfield, Moore, Henderson, Buchholz, Obeid, & Flament, 2010) συμμετείχαν έφηβοι (Ν=1491), αγόρια και κορίτσια, με μέσο όρο. ηλικίας 14.6 έτη. Στους τρεις παράγοντες της κλίμακας BESSA παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ατόμων που κατείχαν κανονικό βάρος, ή ήταν υπέρβαροι ή ήταν παχύσαρκοι. Σε όλους τους παράγοντες υπερείχαν τα άτομα με φυσιολογικό βάρος, ακολουθούσαν τα υπέρβαρα και το μικρότερο μέσο όρο είχαν τα παχύσαρκα άτομα. Σε αποτελέσματα ίδιας κατεύθυνσης κατέληξαν και οι Mak, Pang, Lai, και Ho (2012). Συγκεκριμένα, θετικότερη εκτίμηση του σώματός τους είχαν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία έφηβοι (12-17 ετών), τα αγόρια συγκριτικά με τα κορίτσια και οι έφηβοι με χαμηλότερο ΔΜΣ. Οι παραπάνω ερευνητές χρησιμοποίησαν τους τρεις επιμέρους παράγοντες του ερωτηματολογίου BESΑA αλλά και το μονοδιάστατο παράγοντα των ερωτήσεων. Επιπλέον, αυτοί επεσήμαναν ότι μόνο στα κορίτσια υπήρχε αντίστροφη επίδραση του ΔΜΣ στον παράγοντα εκτίμηση του βάρους. Αντίστοιχη έρευνα πραγματοποιήθηκε και σε παιδιά μικρότερης ηλικίας, περίπου 10 ετών. Οι Erling και Hwang (2004) εξέτασαν την εκτίμηση του σώματος παιδιών 10 ετών (αγοριών και κοριτσιών) στη Σουηδία. Χρησιμοποίησαν το ερωτηματολόγιο BESAA και από τις αναλύσεις τους παρατήρησαν ότι τα κορίτσια που ήταν υπέρβαρα είχαν αρνητικότερες τιμές και στους τρεις παράγοντες του ερωτηματολογίου. Από την άλλη πλευρά τα υπέρβαρα αγόρια είχαν αρνητικότερες τιμές μόνο στους παράγοντες «ικανοποίηση του ατόμου από το βάρος του» και 37

57 Ανασκόπηση «εκτίμηση του ατόμου για την εμφάνισή του». Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το 20% των κοριτσιών θεωρούσε τον εαυτό του παχύ και μόνο το 10% πολύ λεπτό. Στην πραγματικότητα όμως από τα κορίτσια που πίστευαν ότι ήταν χοντρά μόνο το 31% ήταν υπέρβαρο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα αγόρια ήταν 33%. Δίαιτα δήλωσε ότι πραγματοποιούσε το 7% των κοριτσιών και το 5% των αγοριών και είχαν αρνητικότερες εκτιμήσεις για την εικόνα του σώματός τους από τα παιδιά που δεν πραγματοποιούσαν δίαιτα. Μάλιστα, το ¼ των 7-χρονων κοριτσιών της Σουηδίας ανησυχεί για το βάρος του και κάνει προσπάθειες μείωσής του (Edlund, Halvarsson, & Sjödén, 1996). Οι Erickson, Hahn-Smith, και Smith (2009) προσπάθησαν να κατανοήσουν τη σχέση βάρους και αυτοεκτίμησης σε κορίτσια ηλικίας 8 με 13 ετών με διαφορετικές εθνικότητες. Στην έρευνά τους χρησιμοποίησαν τόσο τη γενική αυτοεκτίμηση όσο και την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση της εικόνας σώματος, τους παράγοντες εκτίμηση βάρους και εκτίμηση εμφάνισης. Παρατήρησαν λοιπόν ότι η γενική αυτοεκτίμηση μειώνονταν με την αύξηση του βάρους, αλλά επεσήμαναν ότι αυτό οφείλονταν στην αύξηση της ηλικίας. Διαφορές μεταξύ διαφορετικών εθνικοτήτων δεν παρατηρήθηκαν. Οι Brennan, Lalonde, και Bain (2010) διερεύνησαν τις πιθανές διαφορές ανδρών και γυναικών αναφορικά με τη δυσαρέσκεια προς την εικόνα του σώματος, χρησιμοποιώντας πληθώρα εργαλείων (μεταξύ των οποίων και το BESAA). Στην έρευνά τους συμμετείχαν 197 ενήλικες φοιτητές (17-40 ετών). Στους παράγοντες του BESAA οι άνδρες είχαν υψηλότερους μέσους όρους από τις γυναίκες, αλλά στατιστικά σημαντικές ήταν μόνο οι διαφορές στον παράγοντα «Εμφάνιση» και τον παράγοντα «ικανοποίηση του ατόμου από το βάρος του». Η συσχέτιση της αυτοεκτίμησης και των παραγόντων του BESAA ήταν αρνητική και στατιστικά σημαντική για τα δύο φύλα, εκτός από τη συσχέτιση της αυτοεκτίμησης και της «αξιολόγησης από τους άλλους για το σώμα του ατόμου» για τους άνδρες (Brennan et al., 2010) Αντιλαμβανόμενη Εικόνα σώματος και διατροφικές στάσεις Τα τελευταία χρόνια δημοσιεύονται ερευνητικές εργασίες οι οποίες συνδυάζουν την αντίληψη της εικόνας του σώματος και των διατροφικών 38

58 Ανασκόπηση στάσεων, σε μια προσπάθεια να διερευνηθούν περισσότερο οι μεταξύ τους σχέσεις. Οι Ferrand et al. (2005) διερεύνησαν την αντιλαμβανόμενη εικόνα του σώματος και το ΔΜΣ με τις διατροφικές στάσεις, σε αθλητές υψηλού αγωνιστικού επιπέδου. Συμμετείχαν αθλήτριες συγχρονισμένης κολύμβησης, αθλήτριες αθλημάτων που δίνουν βαρύτητα στο λεπτό σώμα και μη αθλήτριες. Δεν παρατηρήθηκαν διαφορές μεταξύ των ομάδων στις διατροφικές στάσεις, όμως οι αθλήτριες της συγχρονισμένης κολύμβησης είχαν αρνητικότερο μέσο όρο στην «αξιολόγηση από τους άλλους για το σώμα του ατόμου», από τις άλλες δύο ομάδες. Τα μεγαλύτερης ηλικίας κορίτσια επιδείκνυαν μη φυσιολογικές βαθμολογίες στη σωματική αυτοεκτίμηση, τη γενική αυτοεκτίμηση και τις διατροφικές συμπεριφορές σε σύγκριση με τα νεαρότερα κορίτσια, ενώ υπήρχε σταθερή σχέση μεταξύ χαμηλής γενικής αυτοεκτίμησης και μη φυσιολογικών βαθμολογιών στη σωματική αυτοεκτίμηση και των διατροφικών συμπεριφορών (Hoare & Cosgrove, 1998) Ρυθμική Γυμναστική και εικόνα σώματος Το άθλημα της ρυθμικής γυμναστικής συγκαταλέγεται σε εκείνα τα αθλήματα όπου δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στο λεπτό σώμα. Όλες οι έρευνες δείχνουν ότι οι αθλήτριες της ρυθμικής γυμναστικής είναι λεπτότερες τόσο από τις αθλήτριες άλλων αθλημάτων (Georgopoulos, Markou, Theodoropoulou, Benardot, Leglise, & Vagenakis, 2002), όσο και από τον τυπικό πληθυσμό (Boros, 2009; Georgopoulos, Markou, Theodoropoulou, Vagenakis, Benardot, Leglise, Dimopoulos, & Vagenakis, 2001). Επίσης, υπάρχουν έρευνες στις οποίες διερευνώνται οι διατροφικές στάσεις αθλητριών ρυθμικής, όπως η έρευνα των Okano et al. (2005), η εικόνα που έχουν για το σώμα τους, όπως η έρευνα των Davison et al., (2002), η σχέση της εικόνας του σώματός τους και των διατροφικών στάσεων, όπως η έρευνα των Salbach, Klinkowski, Pfeiffer, Lehmkuhl, και Korte (2007). Μάλιστα παρατηρείται τα τελευταία χρόνια η συμμετοχή σε υψηλό επίπεδο αθλητριών μεγαλύτερης ηλικίας με αποτέλεσμα οι αθλήτριες να είναι υψηλότερες και βαρύτερες. Στην έρευνα των Avila-Carvalho, Klentrou, da Luz Palomero, και Lebre (2012) μελετήθηκε το προφίλ του σωματότυπου των αθλητριών που συμμετείχαν σε Παγκόσμιους Αγώνες (World 39

59 Ανασκόπηση Cup) και παρατηρήθηκε ότι είχαν υψηλότερο ΔΜΣ από τον αναφερόμενο σε παλαιότερες έρευνες. Γενικά προτείνεται η πρόληψη ως αποτελεσματικότερη στρατηγική για την καταπολέμηση τόσο της λανθασμένης εικόνας σώματος όσο και των διατροφικών διαταραχών. Για παράδειγμα, η έρευνα των Clay, Vignoles, και Dittmar (2005) έδειξε ότι η έκθεση σε συγκεκριμένες εικόνες σωμάτων μπορεί να μειώσει την ικανοποίηση από την εικόνα του σώματος των κοριτσιών ηλικίας 11 με 16 ετών και κατά επέκταση και της αυτό-εκτίμησής τους και όσο η ηλικία μεγαλώνει μειώνεται η ικανοποίηση από την εικόνα του σώματος. Κατά συνέπεια οι ερευνητές κρίνουν αναγκαία την υλοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε πρώιμες ηλικίες, ώστε τα κορίτσια να είναι ικανά να διαχειριστούν τα μηνύματα που λαμβάνουν από τις διαφημίσεις και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Οι Becker, Ciao, και Smith (2008) προτείνουν την υλοποίηση ανάλογων προγραμμάτων σε ομάδες ίδιου φύλου και ίδιων κοινωνικών χαρακτηριστικών (πχ. αδελφότητες γυναικών), ωστόσο ως ομάδα στόχου είχαν τις φοιτήτριες πανεπιστημίου και παρόμοιες αδελφότητες, οι οποίες είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένες στα Αμερικανικά Πανεπιστήμια ΣΤΟΧΟΙ ΕΠΙΤΕΥΞΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΠΑΡΑΚΙΝΗΣΗΣ Ένα θεωρητικό μοντέλο μέσα από το οποίο εξετάζεται η παρακίνηση στο χώρο του αθλητισμού είναι η θεωρία της επίτευξης στόχων (Ames, 1992; Ames & Archer, 1988; Nicholls, 1984, 1989, 1992). Σύμφωνα με αυτήν το κύριο μέλημα των ατόμων είναι να επιδείξουν ικανότητα σε χώρους επίτευξης όπως είναι ο αθλητισμός, η άσκηση, κ.ά. (Nicholls, 1989). Η θεωρία της επίτευξης στόχων αποτέλεσε κεντρικό θεωρητικό υπόβαθρο ερευνών στον αθλητισμό και όχι μόνο τουλάχιστον κατά την τελευταία 20ετία. Τα άτομα διαφέρουν ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται την ικανότητά τους και πώς αυτά ορίζουν την επιτυχία. Στους χώρους επίτευξης εμφανίζονται δύο διαφορετικοί στόχοι: ο στόχος μάθησης (ή «προσωπική βελτίωση») και ο στόχος απόδοσης (ή «εγώ»). Οι δύο αυτοί στόχοι είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους (Nicholls, 1984), γεγονός που επιβεβαιώνεται μέσα από τη σχετική βιβλιογραφίας (Duda & Nicholls, 1992; Roberts, Treasure & Kavussanu, 1996). Τα άτομα που είναι "προσανατολισμένα στο στόχο απόδοσης" ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το πού βρίσκονται από την πλευρά ικανοτήτων σε σχέση με τους άλλους και επιζητούν να αποδείξουν ότι είναι 40

60 Ανασκόπηση ικανότεροι από αυτά. Τα άτομα αυτά προσπαθούν να φέρουν αποτελέσματα καταβάλλοντας την ελάχιστη προσπάθεια, νοιώθουν μειονεκτικά όταν κάνουν λάθη και η χαμηλή απόδοση είναι ένας παράγοντας αποτρεπτικός για τη συμμετοχή τους στην άθληση (Dweck & Leggett, 1988). Συνέπεια της παραπάνω διαπίστωσης είναι το σταμάτημα της προσπάθειας μετά από συνεχείς αποτυχίες γιατί δε θα αισθανθούν επιτυχημένα ξεπερνώντας τους άλλους (Παπαϊωάννου & Γούδας, 1994). Τα άτομα που είναι "προσανατολισμένα στην προσωπική βελτίωση" δίνουν μεγάλη έμφαση στη δουλειά, θεωρώντας επιτυχία την προσωπική βελτίωση ή τη σωστή εκτέλεση μιας δραστηριότητας. Έχει βρεθεί ότι όσο πιο έντονα προσανατολισμένα στη δουλειά είναι οι άνθρωποι, τόσο περισσότερο απολαμβάνουν τη διαδικασία μάθησης (ή προπόνησης) και προσπαθούν περισσότερο (Elliot & Harackiewics, 1996). Κατά τον Nicholls (1989; 1984) τα παιδιά καθώς μεγαλώνουν διαφοροποιούν τις έννοιες ικανότητα, προσπάθεια και αποτέλεσμα. Έτσι, αυτά περνούν από 4 στάδια (επίπεδα ωρίμανσης) με βάση τη διαφοροποίηση των εννοιών αυτών (Fry, 2000; Roberts, Treasure, & Balague, 1998). Οι προσανατολισμοί των στόχων επίτευξης (στη μάθηση και στο εγώ) προβλέπουν θετικά τη γενική αυτοεκτίμηση μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (με μ.ό. ηλικίας 14.5 έτη) στο πλαίσιο του μαθήματος της φυσικής αγωγής (Kavussanu, 2007). Στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή τα υψηλά προσανατολισμένα στη μάθηση παιδιά είχαν υψηλότερη γενική αυτοεκτίμηση από τα υψηλά προσανατολισμένα στο εγώ παιδιά, κατέληξε και η έρευνα των Kavussanu και Harnish (2000), στην οποία συμμετείχαν παιδιά ετών από καλοκαιρινές αθλητικές κατασκηνώσεις. Στο χώρο του αθλητισμού αλλά και του σχολείου τα άτομα που είναι προσανατολισμένα στη μάθηση αποδίδουν την επιτυχία στην προσπάθεια, στη συνεργασία και στο προσωπικό ενδιαφέρον, ενώ τα άτομα που είναι προσανατολισμένα στο εγώ πιστεύουν ότι η επιτυχία είναι αποτέλεσμα της μεγαλύτερης ικανότητας και άλλων εξωγενών παραγόντων (Solomon & Boone, 1993; Walling & Duda, 1995). Οι μαθητές και οι αθλητές που είναι υψηλά προσανατολισμένοι στη μάθηση αναφέρουν υψηλότερη αίσθηση ικανότητας, υψηλότερη διασκέδαση από την εμπλοκή τους στη συγκεκριμένη δραστηριότητα 41

61 Ανασκόπηση και υψηλότερη εσωτερική παρακίνηση συγκριτικά με τους αντίστοιχους μαθητές ή αθλητές που είναι υψηλά προσανατολισμένοι στο εγώ (Kavussanu & Roberts, 1996; Duda, 2005). Υπάρχουν θετικές σχέσεις ανάμεσα στον προσανατολισμό στην προσωπική βελτίωση, του εσωτερικού ενδιαφέροντος και της ικανοποίησης από τις αθλητικές δραστηριότητες που εκτελούνται (Duda, Chi, Newton, Walling, & Catley,1995; Duda,1996; Duda & Nicholls,1992). Έρευνες στα πλαίσια του αθλητισμού και του μαθήματος φυσικής αγωγής έχουν δείξει ότι οι διαφορετικοί προσανατολισμοί των νέων προβλέπουν τα αρχικά κίνητρα για τα οποία συμμετέχουν στις συγκεκριμένες δραστηριότητες τα άτομα (White & Duda,1994; Papaioannou & Theodorakis,1996). Οι έρευνες δείχνουν ότι τα δύο φύλα διαφέρουν μεταξύ τους και ότι οι άνδρες είναι περισσότερο προσανατολισμένοι στο εγώ από ότι οι γυναίκες (White, Duda & Keller, 1998; White, Duda & Sullivan, 1991), ενώ οι γυναίκες είναι υψηλότερα προσανατολισμένες στη δουλειά από ότι οι άνδρες (Hanrahan & Cerin, 2009). Τι φανερώνει στο χώρο του αθλητισμού ο προσανατολισμός στη μάθηση ή αντίστοιχα ο προσανατολισμός στην επίδοση; Οι αθλητές που είναι περισσότερο προσανατολισμένοι στη μάθηση υιοθετούν αποδεκτές και επιδιωκόμενες συμπεριφορές επίτευξης, αναγνωρίζουν την επιμονή ως στρατηγική του αθλήματός τους, την εξάσκηση ως σημαντικός παράγοντας για βελτίωση των δεξιοτήτων και την ικανοποίηση ως απόρροια της προσωπικής βελτίωσης (Lochbaum & Roberts, 1993). Οι αθλητές που είναι περισσότερο προσανατολισμένοι στην επίδοση θεωρούν ότι η τύχη και η κοινωνική αποδοχή είναι αιτίες αθλητικής επιτυχίας και η εξάσκηση-προπόνηση είναι σημαντική για να επιδεικνύεται η ανώτερη αθλητική ικανότητα (Lochbaum & Roberts, 1993). Στον αθλητισμό, αθλητές και αθλήτριες ατομικών αθλημάτων είναι περισσότερο προσανατολισμένοι στο εγώ από ότι οι αθλητές και οι αθλήτριες των ομαδικών αθλημάτων. Ενώ δεν παρατηρούνται διαφορές μεταξύ αγοριών και κοριτσιών στον προσανατολισμό στη μάθηση, υπάρχουν διαφορές στον προσανατολισμό στο εγώ με τα αγόρια να έχουν ψηλότερο μέσο όρο (Hanrahan & Cerin, 2009). Ο υψηλότερος προσανατολισμός στο εγώ σε αθλήτριες ατομικών αθλημάτων συγκριτικά με αθλήτριες ομαδικών αθλημάτων επιβεβαιώνεται και στην έρευνα των Behzadi, Hamzei, Nori, και Salehian (2011). Οι Cervellό, Escartί, και 42

62 Ανασκόπηση Guzmán (2007) απέδειξαν ότι σε έφηβους αθλητές και αθλήτριες υψηλού επιπέδου (στίβου, αντισφαίρισης) η εγκατάλειψη του αθλητισμού προβλέπονταν από υψηλό προσανατολισμό στο εγώ σε συνδυασμό με χαμηλή αντιλαμβανόμενη ικανότητα. Οι White, Duda, και Sullivan (1991) πραγματοποίησαν έρευνα σε αθλητές που συμμετείχαν σε προγράμματα νέων, σε σχολικές ομάδες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και σε κολεγιακές ομάδες. Παρατήρησαν ότι οι αθλητές κολεγιακού επιπέδου ήταν σημαντικά περισσότερο προσανατολισμένοι στο εγώ από τις άλλες ομάδες. Επιπλέον, οι άνδρες ήταν υψηλότερα προσανατολισμένοι στο εγώ από ότι οι γυναίκες. Στην έρευνα της Κούμπουλα και των συνεργατών της (Koumpoula, Tsopani, Flessas, & Chairopoulou, 2011) συμμετείχαν Ελληνίδες αθλήτριες ρυθμικής, σε αγωνιστικό επίπεδο και σε επίπεδο αναψυχής. Συμμετείχαν κορίτσια που ασχολούνταν με το άθλημα της ρυθμικής γυμναστικής είτε συμμετέχοντας στα επίσημα πρωταθλήματα της Ελληνικής Γυμναστικής Ομοσπονδίας είτε σε τμήματα μαζικής άθλησης. Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι οι αθλήτριες ρυθμικής ανεξάρτητα του επιπέδου στο οποίο συμμετείχαν παρουσίαζαν υψηλά επίπεδα προσανατολισμού στη μάθηση. Επιπλέον, οι αθλήτριες της εθνικής ομάδας παρουσίασαν υψηλότερο προσανατολισμό στο εγώ από τις αθλήτριες που συμμετείχαν σε μη αγωνιστικές μορφές του αθλήματος. Σε μια άλλη έρευνα στην οποία συμμετείχαν αθλητές και αθλήτριες αθλημάτων γυμναστικής (ενόργανης, ρυθμικής, ακροβατικής) παρατηρήθηκε επίσης υψηλότερος προσανατολισμός στη μάθηση από ότι στο εγώ (Proios, 2012). Οι συμπεριφορές επίτευξης επηρεάζονται από προσωπικούς παράγοντες και παράγοντες της συγκεκριμένης κατάστασης (Smith, Smoll, & Cumming, 2009). Οι προπονητές μπορούν να επηρεάσουν την εμπλοκή των αθλητών ή αθλητριών τους στη μάθηση ή στο εγώ (Θεοδωράκης, Γούδας, & Παπαϊωάννου, 1998), δημιουργώντας τις συνθήκες ή ορίζοντας την επιτυχία (Smith, Smoll, & Cumming, 2009). Έτσι, όταν το κλίμα παρακίνησης είναι προσανατολισμένο στην επίδοση προπονητές, προπονητική ομάδα, γονείς και συναθλητές δίνουν έμφαση στη σύγκριση και στο αποτέλεσμα, ενισχύοντας τους αθλητές να αναπτύσσουν ανταγωνιστικές συμπεριφορές και πεποιθήσεις (Ames, 1992; Duda, 1993). Κλίμα προσανατολισμένο στη μάθηση προάγει την προσωπική βελτίωση, επιτρέπει τα 43

63 Ανασκόπηση λάθη ως μέρος της διαδικασίας μάθησης και ενθαρρύνει την αλληλεπίδραση και τη συνεργασία των εμπλεκόμενων στην διαδικασία μάθησης (Ames, 1992; Duda, 1993). Κατά τη Duda (1993) ο προσανατολισμός του κλίματος επηρεάζει το βαθμό στον οποίο το εμπλεκόμενο άτομο θα εμφανίσει προσανατολισμό στόχων προσανατολισμένο στη μάθηση ή στο εγώ. Οι προσωπικοί προσανατολισμοί στόχων μπορεί να διαφέρουν ως αποτέλεσμα απαιτήσεων των συγκεκριμένων καταστάσεων που επικρατούν (Ames, 1992), δηλαδή, ανεξάρτητα από τις ατομικές διαφορές, τα άτομα μπορούν να οδηγηθούν στον ένα ή τον άλλο προσανατολισμό για παράδειγμα στο χώρο του αθλητισμού από τον τρόπο διδασκαλίας-προπόνησης του προπονητή. Για παράδειγμα οι προσανατολισμοί των στόχων επίτευξης μπορούν να διαφοροποιούνται κατά τη διάρκεια των περιόδων προετοιμασίας. Οι van de Pol, Pepijin, και Kavussanou (2012) παρατήρησαν ότι οι αθλητές,ανεξάρτητα από το αν αγωνίζονταν σε ατομικό ή ομαδικό άθλημα δήλωσαν υψηλότερο προσανατολισμό στην επίδοση κατά την αγωνιστική περίοδο από ότι στην περίοδο της προετοιμασίας ενώ δεν διέφεραν στον προσανατολισμό στη μάθηση. Σε αντίστοιχη έρευνα από σε αθλητές ποδοσφαίρου (van de Pol, Kavussanu, & Ring, 2012) επιβεβαιώθηκε ότι οι συμμετέχοντες (αγόρια και κορίτσια) δήλωσαν υψηλότερο προσανατολισμό στην επίδοση και αντιλαμβανόμενο κλίμα προσανατολισμού στην επίδοση κατά την αγωνιστική περίοδο από ότι στην περίοδο προετοιμασίας, ενώ δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στις δύο προπονητικές περιόδους στον προσανατολισμό στη μάθηση και στο αντιλαμβανόμενο κλίμα προσανατολισμού στη μάθηση. Οι κοινωνικοί παράγοντες (π.χ. δάσκαλοι, φίλοι, γονείς) επηρεάζουν τους προσανατολισμούς των στόχων επίτευξης των ατόμων, μέσα από τη διαδικασία Κοινωνικοί Παράγοντες Αντιλήψεις του ατόμου Παρακίνηση Συνέπειες. Στην ψυχολογία τα τελευταία χρόνια παρουσιάζονται ιεραρχικά μοντέλα (πχ. Vallerand, 1997) παρέχοντας το σκελετό δόμησης και κατανόησης των βασικών μηχανισμών που διέπουν τις εξεταζόμενες μεταβλητές (πχ. παρακίνηση). Από το υψηλότερο στο χαμηλότερο τα επίπεδα αυτά είναι το γενικό (ή προσωπικότητας) (global ή personality), το πεδίο του χώρου (ή πλαισίου ανθρώπινης δράσης) (contextual ή life domain) και το επίπεδο της κατάστασης (situational ή state). Το 44

64 Ανασκόπηση γενικό επίπεδο διαχωρίζεται σε 2 επιμέρους επίπεδα, το γενικό-ανώτερο, στο οποίο ο εξεταζόμενος παράγοντας θα πρέπει να μελετάται με αναφορά σε οποιαδήποτε ανθρώπινη πράξη γενικότερα (δηλ. γενικά στη ζωή του), και το γενικό-κατώτερο επίπεδο στο οποίο θα πρέπει να εξετάζεται σε άμεση συνάρτηση με συγκεκριμένο πεδίο ανθρώπινης δράσης (π.χ. επίτευξη ή πειθαρχία) (Κοσμίδου, 2000). Η επίδραση των κοινωνικών παραγόντων, που προαναφέρθηκαν, είναι διαφορετική για κάθε επίπεδο γενικότητας. Επιπλέον, τα ανώτερα ιεραρχικά επίπεδα γενικότητας επηρεάζουν τα κατώτερα. Η επίδραση αυτή αναμένεται να είναι ισχυρότερη όταν τα επίπεδα είναι κοντινά. Για παράδειγμα, οι προσωπικοί προσανατολισμοί στο γενικό-ανώτερο επίπεδο (γενικό επίπεδο προσωπικότητας) επηρεάζουν περισσότερο τους προσωπικούς προσανατολισμούς στο γενικόκατώτερο από ότι αυτούς του επιπέδου χώρου ή κατάστασης (Papaioannou, 1999). Ποια είναι η πιθανή σχέση του προσανατολισμού των στόχων επίτευξης, του κλίματος παρακίνησης και των διατροφικών στάσεων; Οι de Bruin, Bakker, και Oudejans (2009) μελέτησαν τις σχέσεις μεταξύ στόχων επίτευξης και διατροφικών διαταραχών σε αθλήτριες ενόργανης γυμναστικής και χορεύτριες, ηλικίας περίπου 15 ετών. Αξιολογήθηκαν οι προσανατολισμοί των στόχων επίτευξης, ο αντιλαμβανόμενος προσανατολισμός του κλίματος παρακίνησης, οι διατροφικές διαταραχές, η γενική αυτοεκτίμηση και η πίεση σχετικά με το σωματικό βάρος από τους προπονητές και τις συναθλήτριες/συνχορεύτριες. Ο προσανατολισμός στο εγώ και το αντιλαμβανόμενο κλίμα προσανατολισμένο στην επίδοση σχετίζονταν με την συχνότερη πραγματοποίηση δίαιτας, με παθολογικές μεθόδους μείωσης του βάρους και με την πίεση σχετικά με το σωματικό βάρος από τις συναθλήτριες/συνχορεύτριες. Επιπλέον, το αντιλαμβανόμενο κλίμα προσανατολισμένο στην επίδοση συνδέονταν με την πίεση από τους προπονητές και χαμηλότερη γενική αυτοεκτίμηση. Δεν παρουσιάστηκαν διαφορές μεταξύ των δύο πειραματικών ομάδων. Το αντιλαμβανόμενο κλίμα παρακίνησης προσανατολισμένο στους στόχους επίτευξης και οι στόχοι επίτευξης μελετήθηκαν στην παρούσα μελέτη για να διερευνηθεί αν σχετίζονται με την αντιλαμβανόμενη εικόνα του σώματος, τη 45

65 Ανασκόπηση σωματική αυτοαντίληψη, τις διατροφικές στάσεις και την αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ Η ανάπτυξη προγραμμάτων που έχουν στόχους αγωγής υγείας βασίζονται σε διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις. Στην ανασκόπηση που ακολουθεί αναφέρονται: α) οι προσεγγίσεις και οι μέθοδοι που προτείνονται και ακολουθούνται διεθνώς, β) η Θεωρία της Πειθούς που αποτελεί το θεωρητικό υπόβαθρο για τα ανάλογα προγράμματα και γ) οι δεξιότητες ζωής Διδακτικές προσεγγίσεις και μέθοδοι διδασκαλίας παρεμβατικών προγραμμάτων Σχετικά με την ανάπτυξη προγραμμάτων αγωγής υγείας οι Breckon, Harvey, και Lancaster (1998) πρότειναν τις ακόλουθες (7) αρχές: 1. Ανάπτυξη-σχεδιασμός της διαδικασίας που αφορούν χρονοδιαγράμματα για κάθε στάδιο της ανάπτυξης, ορισμός εμπλεκομένων ατόμων για κάθε στάδιο και φάση της ανάπτυξης. 2. Ανάπτυξη του τρόπου εμπλοκής όσο το δυνατόν περισσότερων ατόμων για να χρησιμοποιηθούν οι απόψεις τους και οι ιδέες τους. 3. Δεδομένα (π.χ. άτομα που νοσούν και άλλες πληροφορίες) και ανάλυση των δεδομένων όσο περισσότερο γίνεται (π.χ. φύλο νοσούντων, ποσοστά ανά φύλο, κ.ά.). 4. Ανάπτυξη της διαχρονικότητας του προγράμματος, δηλαδή να μπορεί μακροπρόθεσμα το πρόγραμμα να επαναληφθεί. 5. Ανάπτυξη των προτεραιοτήτων, δηλαδή καταγραφή των μεγαλύτερων αναγκών και δυνατοτήτων για επιτυχία. 6. Ανάπτυξη αξιολογήσιμων αποτελεσμάτων με τρόπο αποδεκτό και εφικτό. 7. Ανάπτυξη της αξιολόγησης του προγράμματος, βραχυπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης αξιολόγησης. Αντίστοιχα η Δαρβίρη (2007) καταγράφει τα στάδια τα οποία αποτελούν τη διαδικασία του σχεδιασμού, της εφαρμογής και της αξιολόγησης οποιουδήποτε προγράμματος προαγωγής της υγείας: Στάδιο επισήμανσης αναγκών και καθορισμός επιδιώξεων (1 ο στάδιο) 46

66 Ανασκόπηση Στάδιο καθορισμού σκοπού και στόχων (2 ο στάδιο) Στάδιο επιλογής κατάλληλης μεθοδολογίας (3 ο στάδιο) Στάδιο καθορισμού πόρων και δυνατοτήτων (4 ο στάδιο) Στάδιο αξιολόγησης (5 ο στάδιο) Στάδιο καθορισμού αναλυτικού σχεδίου (6 ο στάδιο) Εφαρμογή (7 ο στάδιο) Τα στάδια αυτά απαντούν στα τρία βασικά ερωτήματα τα οποία πρέπει να απαντήσουν όσοι αναπτύσσουν προγράμματα προαγωγής της υγείας και είναι τα ακόλουθα: «τι επιδιώκεται να επιτευχθεί;» και περιλαμβάνει την αναγνώριση των αναγκών και των επιδιώξεων, αλλά και τον καθορισμό του σκοπού και των επιμέρους στόχων, «τι ενέργειες πρόκειται να γίνουν;» και περιλαμβάνει τον καθορισμό της μεθοδολογίας για την επίτευξη του σκοπού και των επιμέρους στόχων, τον εντοπισμό όλων των διαθέσιμων πόρων και την κατανομή έργου στο ανθρώπινο δυναμικό που θα εμπλακεί, «πως βεβαιώνεται η επιτυχία;» και περιλαμβάνει όλες τις διαδικασίες αξιολόγησης. Ο σκοπός ενός προγράμματος προαγωγής υγείας είναι μια γενική δήλωση του τι επιδιώκεται να επιτευχθεί, ενώ οι στόχοι είναι λεπτομερείς και αποδίδουν συγκεκριμένα το τι επιδιώκεται μέσα από το πρόγραμμα (Dignan & Carr, 1992), ωστόσο και οι δύο τύποι είναι αναγκαίο να περιλαμβάνονται στην ανάπτυξη του προγράμματος. Μέθοδοι είναι οι γενικές περιγραφές του τρόπου με τον οποίο θα επέλθουν οι αλλαγές στην ομάδα στόχου, ενώ οι δραστηριότητες είναι συγκεκριμένες εφαρμογές των μεθόδων που επιλέχθηκαν (Dignan & Carr, 1992). Γενικά, τα προγράμματα προαγωγής της υγείας εφαρμόζουν πληθώρα μεθόδων διδασκαλίας (Gilbert & Sawyer, 1995), αλλά εκείνες που επιτρέπουν στα παιδιά να αλληλεπιδρούν θεωρούνται αποτελεσματικότερες από εκείνες οι οποίες δεν αφήνουν τέτοια περιθώρια (Tobler & Stratton, 1997). Σε ανασκόπηση των Hardeman, Johnston, Jonhnston, Bonetti, Wareham, και Kinmonth (2002) παρατηρήθηκε ότι σε παρεμβατικά προγράμματα προαγωγής της υγείας, οι 47

67 Ανασκόπηση μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν κύρια της θεωρίας της πειθούς και οι πληροφορίες. Σύμφωνα με τη Δαρβίρη (2007) χρησιμοποιούνται τρεις κύριες κατηγορίες τεχνικών: οι μέθοδοι παθητικής ενημέρωσης, οι εκπαιδευτικές μέθοδοι ενεργητικής συμμετοχής κι οι βιωματικές μέθοδοι ενεργητικής συμμετοχής. Στις μεθόδους παθητικής ενημέρωσης ανήκουν οι διαλέξεις, η προβολή βίντεο, η παρουσίαση με χρήση διαφανειών ή άλλο πρόγραμμα, οι αφίσες, τα ενημερωτικά φυλλάδια, τα άρθρα (Δαρβίρη, 2007), οπτικο-ακουστικά μέσα (π.χ. κασέτες ήχου, διαγράμματα) (Dignan & Carr, 1992). Ωστόσο, οι παραπάνω μέθοδοι θεωρούνται αναποτελεσματικές καθώς αποτελούν μέθοδοι παθητικής ενημέρωσης (Δαρβίρη, 2007). Αυτό συμβαίνει γιατί το επίπεδο των γνώσεων δεν διασφαλίζει ότι το άτομο θα ακολουθήσει υγιεινότερη συμπεριφορά, ούτε ότι θα αλλάξει τις στάσεις του προς τη συμπεριφορά. Για παράδειγμα, η έρευνα των Rosendahl, Galanti, Gilljam, και Ahlbom (2005) σε 2581 έφηβους έδειξε ότι το επίπεδο γνώσεων δε σχετιζόταν με το κάπνισμα στο μέλλον. Έτσι αναπτύχθηκαν εκπαιδευτικές μέθοδοι ενεργητικής συμμετοχής οι οποίες θα λειτουργούν συμπληρωματικά στις παθητικές μεθόδους ενημέρωσης. Στις ενεργητικές μεθόδους ενεργητικής συμμετοχής συγκαταλέγονται η διεξαγωγή έρευνας, οι συνεντεύξεις, τα ερωτηματολόγια, η συγγραφή κειμένων (δοκιμίων, εκθέσεων), η ομαδική παρουσίαση, η αλληλοδιδασκαλία (Δαρβίρη, 2007), οι συζητήσεις σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες, αντιπαράθεση απόψεων, επίλυση προβλημάτων, Τέλος, οι βιωματικές μέθοδοι ενεργητικής συμμετοχής περιλαμβάνουν μεθόδους που ενισχύουν το συναισθηματικό κόσμο των συμμετεχόντων, όπως η δραματοποίηση, το θεατρικό παιχνίδι, η ανάκληση προσωπικών εμπειριών. Όσο η τεχνολογία αναπτύσσεται αυξάνονται και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται, ωστόσο δεν έχει ακόμη διερευνηθεί η αποτελεσματικότητά τους. Για παράδειγμα συγκρίθηκε η εφαρμογή ενός προγράμματος για μείωση της δυσαρέσκειας για εικόνα του σώματος και των διατροφικών διαταραχών είτε δια ζώσης, είτε μέσα από το διαδίκτυο (Gollings & Paxton, 2006). Η αφορμή για τη σύγκριση ήταν η διαπίστωση ότι αν το πρόγραμμα μέσα από το διαδίκτυο ήταν αποτελεσματικό τότε θα ήταν εφικτή η προσέγγιση γυναικών σε απομακρυσμένες περιοχές, δεδομένου ότι οι αποστάσεις στην Αυστραλία είναι ιδιαίτερα μεγάλες. Στις δύο ομάδες συμμετείχε σχετικά 48

68 Ανασκόπηση μικρός αριθμός γυναικών (ηλικίας 18 έως 30 ετών), 19 γυναίκες στην ομάδα παρέμβασης δια ζώσης και 21 στην διαδικτυακή ομάδα παρέμβασης. Τα αποτελέσματα έδειξαν παρόμοιες βελτιώσεις και στις δύο ομάδες. Ωστόσο, εξαιτίας του γεγονότος ότι το δείγμα ήταν μικρό, επαναλήφθηκε η έρευνα (Paxton et al., 2007) σε μεγαλύτερο αριθμό συμμετεχόντων, ηλικίας ετών, χρησιμοποιώντας και ομάδα ελέγχου. Έγιναν μετρήσεις πριν την παρέμβαση, μετά την ολοκλήρωση της παρέμβασης και 6 μήνες αργότερα. Από τα αποτελέσματα παρατηρήθηκε ότι μετά την παρέμβαση βελτιώθηκαν προς την επιθυμητή κατεύθυνση τόσο η ομάδα δια ζώσης όσο και η διαδικτυακή ομάδα παρέμβασης συγκρινόμενες με την ομάδα ελέγχου. Η ομάδα που ακολούθησε τη δια ζώσης παρέμβαση είχε μεγαλύτερη βελτίωση, όμως οι διαφορές αυτές μετά από 6 μήνες δεν ήταν ξεκάθαρες. Οι Littleton και Ollendick (2003) σε ανασκόπηση που πραγματοποίησαν ανέφεραν συνοπτικά τις τεχνικές που εφαρμόστηκαν σε παρεμβατικά προγράμματα σχετικά με τη δυσαρέσκεια στην εικόνα του σώματος χρησιμοποιώντας μία από τις ακόλουθες τεχνικές: ενημέρωση για σχετικά θέματα, ενημέρωση σχετικά με την πίεση για λεπτό σώμα από την κοινωνία, και διδασκαλία δεξιοτήτων που βοηθούν στην πρόληψη ανάπτυξης διατροφικών διαταραχών. Τέτοιες δεξιότητες είναι η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης, η διαχείριση του άγχους, η επίλυση προβλημάτων, δεξιοτήτων επικοινωνίας μέσα σε ομάδα, τεχνικές χαλάρωσης. Η χρήση όσο το δυνατόν περισσότερων κατάλληλων μεθόδων ενισχύουν την αποτελεσματικότητα του προγράμματος καθώς κάθε μέθοδος έχει τα δικά της πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα, τα οποία αναλύονται από τους Gilbert και Sawyer (1995). Κατά τους Ewles και Simnett (1999) όταν στόχος είναι η ευαισθητοποίηση, οι τεχνικές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είναι οι ομιλίεςδιαλέξεις, η ομαδική εργασία, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα φεστιβάλ, οι εκθέσεις ή άλλες εκδηλώσεις και το έντυπο υλικό. Όταν στόχος είναι η αύξηση των γνώσεων τότε οι τεχνικές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είναι οι ομιλίεςδιαλέξεις, η εκπαίδευση ατομικά ή σε μικρές ομάδες, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, το έντυπο υλικό, οι καμπάνιες και τα φεστιβάλ, οι εκθέσεις ή άλλες εκδηλώσεις. Όταν στόχος είναι η τροποποίηση αξιών, απόψεων και η λήψη 49

69 Ανασκόπηση αποφάσεων τότε οι καταλληλότερες τεχνικές είναι η ομαδική εργασία, οι τεχνικές για λήψη αποφάσεων, οι τεχνικές για αποσαφήνιση αξιών, οι τεχνικές για βελτίωση των κοινωνικών δεξιοτήτων, τα παιχνίδια ρόλου, οι τεχνικές αυτό-αντίληψης. Όταν στόχος είναι η αλλαγή των στάσεων και της συμπεριφοράς, τότε οι καταλληλότερες τεχνικές είναι η ομαδική εργασία, η συμβουλευτική, οι τεχνικές ανάπτυξης δεξιοτήτων, το έντυπο υλικό, η εξατομικευμένη εκπαίδευση. Η σειρά των στρατηγικών που θα πρέπει να ακολουθούνται για να παραμείνουν ενεργά τα άτομα σε ένα ανάλογο πρόγραμμα είναι η παρότρυνση για να ενημερωθούν και να σκεφτούν σχετικά με το θέμα, η μετάδοση γνώσεων για τις συνέπειες στο ίδιο το άτομο και τα σημαντικά του πρόσωπα, η ενθάρρυνση για εύρεση λύσεων, η ενθάρρυνση για εύρεση στήριξης από άλλους, η ενθάρρυνση για παροχή ανταμοιβών, κ.ά. (Butler, 2001; Θεοδωράκης & Χασάνδρα, 2006; Taylor, 1999). Οι Levine και Smolak (2007) επισημαίνουν την ανάγκη για περισσότερο οικολογικά προγράμματα και για επαναλαμβανόμενες συνεδρίες ανά τακτά χρονικά διαστήματα μετά την ολοκλήρωση των παρεμβάσεων, για να είναι τα θετικά αποτελέσματα διατηρήσιμα για περισσότερο χρόνο. Οικολογική προσέγγιση είναι η προσέγγιση που προέρχεται από πολυδιάστατη εφαρμογή της Προαγωγής της Υγείας (Δαρβίρη, 2007). Ο όρος «Οικολογική» προέρχεται από την επιστήμη της βιολογίας και αναφέρεται στη φύση της αλληλεπιδραστικής σχέσης που έχει το άτομο με το περιβάλλον του (φυσικό, κοινωνικό, πολιτιστικό), δηλαδή για να υιοθετηθεί μια συμπεριφορά (υγιεινή ή ανθυγιεινή) απαιτείται και ένα περιβάλλον που θα την υποστηρίξει (Δαρβίρη, 2007). Η βαρύτητα που δίνεται από τις δυτικές κοινωνίες στην εικόνα του σώματος και η πίεση που βιώνουν, κυρίως, τα κορίτσια για να έχουν ένα λεπτό και αποδεκτό σώμα, οδηγεί στην αναγκαιότητα για ανάπτυξη και εφαρμογή προγραμμάτων που να βοηθάνε προς την αποδοχή ενός υγιούς σώματος και την πρόληψη εμφάνισης διατροφικών διαταραχών. Οι αθλήτριες είναι μια πληθυσμιακή ομάδα η οποία μπορεί επίσης να «κινδυνεύει» και για το λόγο αυτό θα πρέπει να υλοποιούνται συγκεκριμένα προγράμματα. 50

70 Ανασκόπηση Η θεωρία της Πειθούς (Persuasion Theory) και τα προγράμματα προαγωγής της υγείας Η O Dea (2002) υποστηρίζει ότι ένα παρεμβατικό πρόγραμμα αγωγής υγείας μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά και γι αυτό θα πρέπει οι υπεύθυνοι να είναι προσεκτικοί στην ανάπτυξή τους. Η θεωρία της Πειθούς (Persuasion) ασχολείται με την προσπάθεια να υιοθετηθεί ή να τροποποιηθεί η στάση ενός ατόμου προς ένα άλλο πρόσωπο, ένα αντικείμενο, ή μια συμπεριφορά. Με άλλα λόγια «Πειθώ» είναι κάθε προσπάθεια που καταβάλλει ένα άτομο ή ένα μέσο για να επηρεάσει τις στάσεις κάποιου άλλου σχετικά με ένα θέμα. Ο πλέον κοινός τρόπος «πειθούς» είναι οι διαφημίσεις, άμεσες και έμμεσες, και για το λόγο αυτό η θεωρία εξετάζεται ευρύτατα από όλα τα τμήματα που ασχολούνται με την επικοινωνία. Κατά τη Scott (1996), τελικά κάθε πρόγραμμα αγωγής υγείας είναι προσπάθεια «πειθούς», καθώς μέσα από αυτά είτε ενισχύεται μια υγιεινή συμπεριφορά είτε μειώνεται/εξαλείφεται μια ανθυγιεινή. Η διαδικασία αυτή πραγματοποιείται μέσα από τη σχέση που συνδέει στάσεις και συμπεριφορές. Αλλάζοντας ή ενισχύοντας τις στάσεις τους προς την επιθυμητή κατεύθυνση, είναι περισσότερο πιθανό τα άτομα να υιοθετήσουν την επιθυμητή συμπεριφορά. Η ερευνητική κοινότητα ενδιαφέρεται για τα χαρακτηριστικά που πρέπει να περιλαμβάνει μια επικοινωνία για είναι αποτελεσματική. Η διαδικασία της πειθούς περικλείεται στην ακόλουθη φράση: «Ποιος λέει Τι σε Ποιον και με Ποιο αποτέλεσμα». Μέσα από αυτή την πρόταση περιλαμβάνονται 4 μεταβλητές, οι ακόλουθες: η πηγή του μηνύματος («ποιος»), το μήνυμα («τι»), το κοινόαποδέκτης του μηνύματος («ποιον»), και το περιβάλλον μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η πειθώ. Κάθε μία από τις μεταβλητές αυτές μπορούν να επηρεάσουν την πειθώ, με διαφορετικό τρόπο. Σε όλα τα εγχειρίδια που ασχολούνται με την πειθώ δεν παραλείπεται να τονιστεί ότι η πειθώ σχετίζεται με τη ρητορική τέχνη, την οποία ανέπτυξε ο Αριστοτέλης. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι τα τρία στοιχεία της ρητορικής τέχνης ήταν: το ήθος του ρήτορα, η συγκίνηση που προκαλεί στον ακροατή και τα πειστικά (ή φαινομενικά πειστικά) επιχειρήματα του ρήτορα (Γεώργας, 1995). Αν τα παραλληλίσουμε με τις μεταβλητές της πειθούς θα παρατηρήσουμε ότι τα στοιχεία αφορούν την πηγή, το «μήνυμα» και το περιβάλλον στο οποίο ο ακροατής δέχεται το μήνυμα. 51

71 Ανασκόπηση Σημαντικός παράγοντας στη θεωρία της Πειθούς, όπως προαναφέρθηκε, είναι η πηγή του μηνύματος. Μια πηγή μπορεί να χαρακτηριστεί εξειδικευμένη ή μη εξειδικευμένη σχετικά με το μήνυμα. Όταν η παρακίνηση ή/και η ικανότητα για επεξεργασία του μηνύματος είναι χαμηλή τότε η εξειδικευμένη πηγή μπορεί να λειτουργήσει ως απλό ερέθισμα (υπαινιγμός) αποδοχής ή απόρριψης του μηνύματος, αλλά από την άλλη πλευρά φαίνεται να μην είναι σημαντικός παράγοντας όταν τόσο η παρακίνηση όσο και η ικανότητα επεξεργασίας είναι υψηλή (Lien, 2001). Μάλιστα ότι η πηγή του μηνύματος είναι εξειδικευμένη ως προς το θέμα της πειθούς ενισχύει την αποτελεσματικότητα της πειθούς, ακόμη κι όταν το μήνυμα είναι αντίθετο προς τις πεποιθήσεις των αποδεκτών, όπως φαίνεται από τα αποτελέσματα της έρευνας των Olson και Cal (1984). Τα μηνύματα πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στους αποδέκτες για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητά τους. Με άλλα λόγια πρέπει να είναι κατάλληλα για την ομάδα των ατόμων στα οποία απευθύνονται, αυξάνοντας τη σχετικότητα με προσαρμογή στις ανάγκες για πληροφόρηση των αποδεκτών, στα ενδιαφέροντα και στις ανησυχίες τους (Kreuter, Farrell, Olevitch, & Brennan, 2000). Η επανάληψη ενός μηνύματος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες πειθούς. Ένα απλό παράδειγμα της επίδρασης της επανάληψης είναι οι διαφημίσεις προϊόντων. Η επανάληψη των διαφημίσεων συμβαίνει τόσο για να έρθει ο καταναλωτής σε επαφή με το προϊόν, αλλά και για να μεγιστοποιηθεί η πειθώ. Γενικά θεωρείται ότι πολύ λίγες και πάρα πολλές επαναλήψεις [(π.χ. στην έρευνα των Anand και Sternthal (1990)] δεν έχουν τα μέγιστα προσδοκώμενα αποτελέσματα στην πειθώ. Η μέτρια επανάληψη του μηνύματος δίνει περισσότερες ευκαιρίες για σχολαστική επεξεργασία η οποία θα οδηγήσει σε μια πιο ευνοϊκή στάση, αν τα επιχειρήματα είναι ισχυρά και δεν προκαλείται αίσθημα μονοτονίας (βαριεστημάρας) (Lien, 2001). Από τα αποτελέσματα της έρευνας των Claypool, Mackie, Garcia-Μarques, McIntosh, και Udall (2004) παρατηρείται ότι τα άτομα που θεωρούσαν ότι δεν τους αφορούσε το μήνυμα-θέμα (χαμηλή εμπλοκή), η επανάληψη είχε ως αποτέλεσμα τη λιγότερο αναλυτική επεξεργασία του μηνύματος συγκριτικά με τη μία επανάληψη, ενώ στα υψηλά εμπλεκόμενα άτομα η επανάληψη προκάλεσε αυξημένη αναλυτική επεξεργασία συγκριτικά με τη μία επαφή με το μήνυμα. Μάλιστα το μήνυμα με τα ισχυρά επιχειρήματα ήταν 52

72 Ανασκόπηση περισσότερο πειστικό από το μήνυμα με τα μη ισχυρά επιχειρήματα και η επιπλέον επανάληψη δεν αύξησε τη διαφορά Μοντέλο των Πιθανών Τρόπων Επεξεργασίας της επικοινωνίας Η απόπειρα να συγκεκριμενοποιηθεί περισσότερο η θεωρία της Πειθούς οδήγησε στο Μοντέλο των Πιθανών Τρόπων Επεξεργασίας (Elaboration Likelihood Model) των Petty και Cacioppo (1986). Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, για να πεισθεί ή όχι κάποιος από ένα επικοινωνιακό μήνυμα μπορεί να ακολουθήσει δύο διαφορετικούς δρόμους-τρόπους: την κεντρική οδό ή την περιφερειακή οδό Μέσω της κεντρικής οδού, τα άτομα διερευνούν σχολαστικά τα επιχειρήματα που παρουσιάζονται στο μήνυμα (υψηλή επεξεργασία) και είτε τα επιδοκιμάζουν, αν είναι ισχυρά κατά την άποψή τους, ή τα αποδοκιμάζουν, αν είναι μη ισχυρά και πάλι κατά την άποψή τους. Οι στάσεις που δημιουργούνται από την κεντρική οδό είναι περισσότερο ισχυρές και σταθερές στο χρόνο. Μέσω της περιφερειακής οδού, τα άτομα, για να πεισθούν ή όχι από το μήνυμα, δε βασίζονται στην επεξεργασία της ποιότητας των επιχειρημάτων του μηνύματος, αλλά σε άλλα ερεθίσματα, όπως είναι η πηγή του μηνύματος (ποιος το είπε) ή η μορφή του μηνύματος (π.χ. αν είναι γραπτό ή προφορικό ή οπτικό-multimedia), ή ο αριθμός των επιχειρημάτων που περιέχονται στο μήνυμα, ή η συχνότητα επαφής με το μήνυμα, κ.ά. Οι στάσεις που σχηματίζονται από αυτή την οδό είναι λιγότερο σταθερές και μπορούν εύκολα να αλλάξουν όταν έρθουν σε επαφή με άλλο επικοινωνιακό μήνυμα. Ενώ στην αρχική διατύπωση του μοντέλου οι δύο οδοί θεωρήθηκαν ανεξάρτητοι, τελευταίες έρευνες δηλώνουν ότι οι δύο οδοί είναι τα άκρα μιας συνέχειας (Σχήμα 1), δηλαδή δεν αποκλείουν ότι η κεντρική και η περιφερειακή οδός επεξεργασίας να συμβαίνουν ταυτόχρονα (Petty & Wegener, 1998). Αν θεωρήσουμε ότι η πιθανή επεξεργασία είναι μια συνέχεια (ευθεία) όπου στο ένα άκρο είναι η επεξεργασία μέσα από την κεντρική οδό και στο άλλο άκρο είναι η επεξεργασία μέσα από την περιφερειακή οδό, τότε ταυτόχρονη μορφή επεξεργασίας μπορεί να συμβαίνει στο μέσον της συνέχειας. Ωστόσο το θέμα αυτό δεν έχει ακόμη καθοριστεί λεπτομερώς (Bohner & Wänke, 2002). Κατά το μοντέλο των Πιθανών Τρόπων Επεξεργασίας, τα άτομα στην προσπάθειά τους να αναπτύξουν έγκυρες στάσεις, έχουν περιορισμένο χρόνο και πηγές, και έτσι δεν 53

73 Ανασκόπηση μπορούν να επεξεργαστούν κάθε μήνυμα το οποίο λαμβάνουν, με αποτέλεσμα να ακολουθούν την περιφερειακή οδό, Συνεπώς η περιφερειακή οδός δεν θα πρέπει να παραβλέπεται (Bohner & Wänke, 2002). Το ποια οδό θα ακολουθήσει το άτομο για την επεξεργασία του μηνύματος εξαρτάται από την παρακίνηση και την ικανότητά του να σκεφτεί το μήνυμα, και τις ευκαιρίες που του δίνονται από το περιβάλλον για να το επεξεργαστεί. Αν δηλαδή το άτομο είναι παρακινημένο και ικανό να επεξεργαστεί το περιεχόμενο ενός μηνύματος τότε η επεξεργασία του περιεχόμενου του μηνύματος θεωρείται μεγάλη, δηλαδή υψηλή. Όσο πιο υψηλή είναι η επεξεργασία του περιεχομένου του μηνύματος, τόσο μεγαλύτερη θεωρείται ότι είναι η επίδραση των σχετικών πληροφοριών και τόσο χαμηλότερη είναι η επίδραση των περιφερειακών ερεθισμάτων και το αντίστροφο. Η παρακίνηση για επεξεργασία επηρεάζεται από το ενδιαφέρον, την προσωπική εμπλοκή και την κούραση. Η ικανότητα του δέκτη, από την άλλη πλευρά, στο να επεξεργαστεί το μήνυμα επηρεάζεται από την ευφυΐα του, την πολυπλοκότητα του μηνύματος και τον τύπο του μηνύματος (π.χ. γραπτό ή ακουστικό). Σχήμα 1. Η σχέση της κεντρικής και της περιφερειακής οδού επεξεργασίας ενός μηνύματος επικοινωνίας Τα προγράμματα προαγωγής της υγείας είναι μηνύματα, η δομή και το περιεχόμενο των οποίων θα πρέπει να ακολουθεί το Μοντέλο των Πιθανών Τρόπων Επεξεργασίας για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητά τους. Η θεωρία της Πειθούς και το μοντέλο των Πιθανών Τρόπων Επεξεργασίας έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούνται σε προγράμματα αγωγής υγείας που ασχολούνται με το κάπνισμα και την άσκηση (Θεοδωράκης, Κοσμίδου, Χασάνδρα, & Γούδας, 2008), και σε προγράμματα που ασχολούνται με τις διατροφικές διαταραχές (Withers, Twigg, Wertheim, & Paxton, 2002; Withers & Wertheim, 2004). 54

74 Ανασκόπηση Μια από τις πρώτες προσπάθειες να χρησιμοποιηθεί το μοντέλο των Πιθανών Τρόπων Επεξεργασίας σε πρόγραμμα προαγωγής υγείας έγινε στο παρεμβατικό πρόγραμμα πρόληψης των διατροφικών διαταραχών των Withers και Wertheim (2004). Στο πρόγραμμα τα κορίτσια που συμμετείχαν παρακολούθησαν μια βιντεοταινία διάρκειας 22 λεπτών και στη συνέχεια χωρίστηκαν σε 3 διαφορετικές ομάδες, από τις οποίες μόνο οι 2 βασίστηκαν στο μοντέλο των Πιθανών Τρόπων Επεξεργασίας ενώ η τρίτη λειτούργησε ως ομάδα ελέγχου. Η πρώτη ομάδα επεξεργάστηκε το μήνυμα προφορικά για 45 λεπτά με καθοδηγούμενες ερωτήσεις από τη συντονίστρια και στο τέλος συμπλήρωσαν ομαδικά ένα παιχνίδι λέξεων. Το παιχνίδι περιελάμβανε τα επιχειρήματα που είχαν προβληθεί στο βίντεο. Η δεύτερη ομάδα επεξεργάστηκε το μήνυμα γραπτά, καθώς τους δόθηκε ένα 10σέλιδο φυλλάδιο το οποίο περιλάμβανε τις ίδιες ερωτήσεις που στην πρώτη ομάδα έκανε η συντονίστρια, ακόμη και το παιχνίδι λέξεων. Στο τέλος δίνονταν οι σωστές απαντήσεις των ερωτήσεων και του παιχνιδιού. Οι ομάδες εκτός της ελέγχου βελτίωσαν τόσο τις γνώσεις τους, την προδιάθεση για αδυνάτισμα και την πρόθεση για δίαιτα, βελτιώσεις που παρέμειναν σχεδόν όλες τρεις μήνες μετά την παρέμβαση. Βασιζόμενοι στα προηγούμενα προγράμματα της Withers και των συνεργατών της οι Durkin, Paxton, και Wertheim (2005), σχεδίασαν ένα παρεμβατικό πρόγραμμα το οποίο περιείχε μόνο μεμονωμένα μηνύματα που αξιολογήθηκαν από έφηβες. Σκοπός τους ήταν τα καταλληλότερα από αυτά να χρησιμοποιούνται στο μέλλον. Τα μηνύματά τους προσπάθησαν να ακολουθήσουν τις οδηγίες του μοντέλου των πιθανών τρόπων επεξεργασίας. Συγκεκριμένα αύξησαν όσο μπορούσαν τη σχετικότητα των μηνυμάτων με τα χαρακτηριστικά των δεκτών και χρησιμοποίησαν βίντεο για να αυξήσουν την ελκυστικότητα των μηνυμάτων. Από την αξιολόγηση 15 μέρες μετά την παρέμβαση δύο μηνύματα αξιολογήθηκαν υψηλότερα από τα άλλα, με αποτέλεσμα να τα χαρακτηρίσουν ως καταλληλότερα για τη συγκεκριμένη κατηγορία κοριτσιών. Ανάλογα προγράμματα δεν αναφέρονται στην ελληνική βιβλιογραφία και ειδικότερα στο χώρο του αθλητισμού, παρά το γεγονός ότι μεγάλη μερίδα των κοριτσιών αθλούνται λιγότερο ή περισσότερο συστηματικά. 55

75 Ανασκόπηση Δεξιότητες ζωής Σύμφωνα με τον Brooks (1984) οι δεξιότητες ζωής είναι διδαχθείσες συμπεριφορές οι οποίες είναι απαραίτητες για την αποτελεσματική διαβίωση του ατόμου και περιλαμβάνουν γνώσεις και συνθήκες για την ανάπτυξη ή την απόκτηση αυτών των συμπεριφορών. Με άλλα λόγια δεξιότητες ζωής είναι εκείνες οι δεξιότητες που καταστούν το άτομο ικανό να επιτύχει στο περιβάλλον το οποίο ζει (Danish & Donohue, 1995; Danish & Nellen, 1997). Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (World Health Organization, 1999) οι χώρες αναπτύσσουν την εκπαίδευση των δεξιοτήτων ζωής για να ανανεώσουν τα παραδοσιακά συστήματα εκπαίδευσης και να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής. Οι δεξιότητες ζωής διακρίνονται σε φυσικές (π.χ. λήψη σωστής στάσης σώματος), συμπεριφορικές (π.χ. επικοινωνώντας αποτελεσματικά) ή γνωστικές (π.χ. λήψη αποτελεσματικών αποφάσεων) (Danish & Donohue, 1995). Ο αθλητισμός συνδέεται με τη διδασκαλία των δεξιοτήτων ζωής είτε στα πλαίσια του μαθήματος φυσικής αγωγής (Goudas, Dermitzaki, Leondari, & Danish, 2006), είτε στα πλαίσια του αγωνιστικού αθλητισμού (Papacharisis, Goudas, Danish, & Theordorakis, 2005). Η απλή συμμετοχή στον αθλητισμό δε σημαίνει ότι θα βοηθήσει στη θετική ανάπτυξη του παιδιού-αθλητή, ωστόσο η συμμετοχή μπορεί να συνεισφέρει στη ανάπτυξη προς την επιθυμητή κατεύθυνση (Goudas, 2010). Ο αθλητισμός μπορεί να προάγει την ικανότητα των παιδιών που συμμετέχουν να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις της ζωής (Goudas & Giannoudis, 2008). Ο αθλητισμός είναι κατάλληλος για τη διδασκαλία δεξιοτήτων ζωής για διάφορους λόγους. Για παράδειγμα η επίδειξη υπεροχής κυριαρχεί τόσο στον αθλητικό χώρο όσο και στη ζωή και για την επίδειξη της υπεροχής είναι αναγκαίες οι ίδιες νοητικές δεξιότητες και στους δύο χώρους δράσης (Danish, Forneris, & Wallace, 2005). Ένας άλλος λόγος είναι ότι οι αθλητικές δεξιότητες και οι δεξιότητες ζωής διδάσκονται με παρόμοιο τρόπο (επίδειξη, μοντελοποίηση, εφαρμογή), κ.ά. [για περισσότερους λόγους βλ. Goudas & Giannoudis, (2008)]. Στο εξωτερικό έχουν αναπτυχθεί ελάχιστα προγράμματα για τη διδασκαλία δεξιοτήτων ζωής στον αθλητισμό. Αυτά είναι το Sports United to Promote Education and Recreation (SUPER, Danish, Fazio, Nellen, & Owens, 2002), το Play It Smart σε αθλητές ποδοσφαίρου (Petitpas, Van Raalte, Cornelius, & Presbrey, 56

76 Ανασκόπηση 2004) και το the First Tee σε αθλητές γκολφ (Petlichkoff, 2001, 2004). Στην Ελλάδα υιοθετήθηκε το πρόγραμμα SUPER σε ομάδες πετοσφαίρισης και ποδοσφαίρου και από την αξιολόγηση της εφαρμογής παρατηρήθηκε ότι οι αθλητές της ομάδας παρέμβασης βελτίωσαν τόσο τις αθλητικές δεξιότητες όσο και τις γνώσεις και την αυτοπεποίθησή τους για την εφαρμογή των δεξιοτήτων ζωής από ότι οι αθλητές της ομάδας ελέγχου (Papacharisis et al., 2005). Η διδασκαλία δεξιοτήτων ζωής χρησιμοποιήθηκε στα προγράμματα προαγωγής της υγείας. Συγκεκριμένα, το πρόγραμμα Life Skills Training αναπτύχθηκε από τους Botvin και Eng (1982) και στη συνέχεια υλοποιήθηκε με πολλές παραλλαγές, εμφανίζοντας μεγάλη αποτελεσματικότητα (Botvin, & Kantor, 2000; Flay, 2009). Παρατηρείται σε διάφορα παρεμβατικά προγράμματα που σχετίζονται με την υγεία να εντάσσεται και η διδασκαλία δεξιοτήτων ζωής (π.χ. McVey, Lieberman, Voorberg, Wardrope, Blackmore, & Tweed, 2003) ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ/ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΕ ΤΥΠΙΚΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ Αρκετά είναι τα δημοσιευμένα παρεμβατικά προγράμματα που ασχολούνται με την εικόνα του σώματος σε συγκεκριμένο χώρο δράσης, και συγκεκριμένα το σχολείο, καθώς απευθύνονται σε τυπικό πληθυσμό. Για παράδειγμα, σε σχετική βιβλιογραφική αναζήτηση βρέθηκαν τα ακόλουθα παρεμβατικά προγράμματα: Every Body is a Somebody (Seaver, McVey, Fullerton, & Stratton, 1997), Girls in the 90 s (Friedman, 1998), Girls on the run, Everybody s different (O Dea, 2004; O Dea & Abraham, 2000), Girl Talk Peer Support, Set your body free body image program (Gollings & Paxton, 2006), Healthy Buddies (Stock, Charmaine, Evans, Plessis, Ridley, Yeh, & Chanoine, 2007), Trouble on the Tightrope: In search of skateboard Sam (Cousineau, Franko, Trant, Rancourt, Ainscough, Chaudhuri, & Brevant, 2010), Positive Bodies (Devaral, & Lewis, 2010), Happy Being Me (Richardson & Paxton, 2010), Beautiful from the inside out (Norwood, Murray, Nolan, & Bowker, 2011). Ενδεικτικά, σε σχετική ανασκόπηση της O Dea (2005) τα προγράμματα ήταν 21. Ένα από τα πρώτα είναι των O Dea και Abraham (2000), το οποίο απευθύνονταν τόσο σε αγόρια όσο και σε κορίτσια και ως στόχο είχε τη βελτίωση της εικόνας του σώματος και των διατροφικών στάσεων. Σε αυτό 57

77 Ανασκόπηση συμμετείχαν 470 παιδιά ετών. Το πρόγραμμα ήταν διάρκειας 9 εβδομάδων, με ένα μάθημα διάρκειας λεπτών κάθε εβδομάδα. Αξιολόγηση πραγματοποιήθηκε πριν την παρέμβαση αμέσως μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος και 12 μήνες αργότερα. Το πρόγραμμα περιλάμβανε ομαδικές δραστηριότητες, ομαδικά παιχνίδια, και δραματοποίηση, ενώ υπήρχαν και δραστηριότητες οι οποίες έπρεπε να ολοκληρωθούν στο σπίτι. Το περίγραμμα του προγράμματος ήταν το ακόλουθο: διαχειριζόμενοι το στρες, χτίζοντας μια θετική αίσθηση του εαυτού μας, στερεότυπα της κοινωνίας μας, θετική αυτοαξιολόγηση, εμπλοκή και σημαντικών άλλων προσώπων, δεξιότητες σχέσεων, δεξιότητες επικοινωνίας. Η παρέμβαση βελτίωσε την ικανοποίηση από το σώμα, την αξιολόγηση της εξωτερικής εμφάνισης, τις συμπεριφορές απώλειας βάρους και παραμέτρους της έννοιας του εαυτού τους. Στα κορίτσια βελτίωσε την εικόνα του σώματος και τα βοήθησε να αποφύγουν τις δίαιτες. Παρακάτω παραθέτονται παρεμβατικά προγράμματα που ως στόχο είχαν θέματα σχετικά με αυτά που διαπραγματεύεται η παρούσα διατριβή, όπως η βελτίωση της εικόνας του σώματος, η βελτίωση των διατροφικών στάσεων, ή /και η πρόληψη των διατροφικών διαταραχών: Girls in the 90 s (Friedman, 1998): Το συγκεκριμένο πρόγραμμα αφορά την πρόληψη των διατροφικών διαταραχών και απευθυνόταν σε κορίτσια προεφηβικής/εφηβικής ηλικίας. Στόχος του προγράμματος ήταν να βοηθήσει τα κορίτσια να συνειδητοποιήσουν και να αποκωδικοποιήσουν ζητήματα που σχετίζονται με το βάρος, βοηθώντας τα να εξωτερικεύσουν τους προβληματισμούς τους, να βοηθήσει τα κορίτσια να αναπτύξουν και να διατηρήσουν μια θετική αίσθηση του εαυτού τους, και τέλος να τα βοηθήσει στην ανάπτυξη προσωπικών συστημάτων σχέσεων μεταξύ τους αλλά και με άτομα ίδιου φύλου μεγαλύτερης ηλικίας. Διδάχθηκαν δεξιότητες ζωής. Η διάρκεια του προγράμματος ήταν εβδομάδες και συμμετείχαν άτομα χωρισμένα σε ομάδες των 6-10 ατόμων. Χρησιμοποιήθηκαν προσωπικές εμπειρίες των συμμετεχόντων ενώ ως οργανωτέςδιαμεσολαβητές των ομάδων ήταν μόνο γυναίκες όμοιας κουλτούρας. Για την αξιολόγηση του προγράμματος χρησιμοποιήθηκε αυτοαξιολόγηση των συμμετεχόντων, αλλά και εξωτερική αξιολόγηση. Και οι δύο τύποι αξιολόγησης 58

78 Ανασκόπηση ήταν σύντομες και anecdotal. Τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν περιγραφικά και οι ερευνητές δήλωσαν ότι ήταν προς την επιθυμητή κατεύθυνση, τόσο από την πλευρά της αυτοαξιολόγησης όσο και από την εξωτερική αξιολόγηση Every Body is a Somebody (Seaver, McVey, Fullerton, & Stratton, 1997): περιγραφή του προγράμματος και η αξιολόγηση μιας εφαρμογής του αναφέρονται σε άρθρα του McVey και των συνεργατών του (McVey, & Davis, 2002; McVey, Lieberman, Voorberg, Wardrope, Blackmore, & Tweed, 2003; McVey, Davis, Tweed, & Shaw, 2004). Το πρόγραμμα εφαρμόστηκε σε σχολεία και σκοπό είχε τη βελτίωση της ικανοποίησης από την εικόνα του σώματος, τη γενική αυτοεκτίμηση και των διατροφικών στάσεων και συμπεριφορών, μέσα από 6 εβδομάδες (συνεδρίες), μία 50λεπτη συνεδρία ανά εβδομάδα. Προσεγγίστηκαν τα ακόλουθα θέματα: προβολή από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης μη ρεαλιστικών σχημάτων σώματος και πώς εκλαμβάνεται αυτό από τα κορίτσια, οι τρόποι που χρησιμοποιούν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για να δημιουργήσουν την τέλεια εικόνα ομορφιάς, οι τρόποι ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης και της εικόνας του σώματος, συμπεριλαμβανομένου της ελαχιστοποίησης της σημασίας που έχει το σώμα για την αυτό-αξία του ατόμου, η επίδραση των γονιδίων στο σχήμα του σώματος, η αποδοχή των διαφορών στο σώμα, η υγιεινή διατροφή χωρίς δίαιτα, η διαχείριση του άγχους, και οι τεχνικές επίλυσης προβλημάτων. Οι τεχνικές διδασκαλίας που χρησιμοποιήθηκαν ήταν οι δραστηριότητες μέσα στην τάξη, ομαδικές συζητήσεις και βιντεοταινίες. Το πρόγραμμα διδάχθηκε σε κορίτσια εφηβικής ηλικίας με ερωτηματολόγια τα οποία συμπλήρωσαν πριν την παρέμβαση, μετά την παρέμβαση, μετά από 6 και 12 μήνες. Στην αρχική αξιολόγηση του προγράμματος (McVey & Davis, 2002) συμμετείχαν κορίτσια ηλικίας περίπου 11 ετών και δεν παρατηρήθηκε επίδραση του προγράμματος στην ομάδα παρέμβασης, ενώ στην ομάδα ελέγχου παρατηρήθηκε αύξηση της ικανοποίησης από την εικόνα του σώματος μετά την αρχική μέτρηση. Ωστόσο οι δύο πειραματικές ομάδες (παρέμβασης και ελέγχου), ήταν από τα ίδια σχολεία και έτσι πιθανά να υπήρχε επίδραση. Στη συνέχεια, το πρόγραμμα εξελίχθηκε (McVey, Lieberman, Voorberg, Wardrope, & Blackmore, 2003), με την ονομασία Girl Talk Peer Support, σε ένα πρόγραμμα διάρκειας 10 εβδομάδων, ενισχύοντας το ρόλο των ομότιμων ως 59

79 Ανασκόπηση ομάδες υποστήριξης. Ο μέσος όρος ηλικίας των κοριτσιών ήταν 12.5 χρόνια (TA=.54), λίγο μεγαλύτερος από το μέσο όρο της προηγούμενης εφαρμογής. Διαφορά που αντιστοιχεί σε μια σχολική χρονιά. Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι η παρέμβαση είχε θετική επίδραση στην αντιλαμβανόμενη εικόνα σώματος (και συγκεκριμένα στην αντιλαμβανόμενη εκτίμηση της εμφάνισης και την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση του βάρους), και από τις διατροφικές στάσεις στον παράγοντα δίαιτα. Οι επιδράσεις παρέμειναν 3 μήνες μετά την ολοκλήρωση της παρέμβασης, αλλά όχι ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος. Όμως μια δεύτερη εφαρμογή του προγράμματος δεν έδειξε σημαντικές διαφορές μεταξύ της ομάδας παρέμβασης και της ομάδας ελέγχου (McVey, Lieberman, Voorberg, Wardrope, Blackmore, & Tweed, 2003). Σύμφωνα όμως με τους ερευνητές τα κορίτσια που συμμετείχαν στην παρούσα εφαρμογή είχαν υψηλότερη βαθμολογία στις διατροφικές διαταραχές και πιθανά να ήταν αναγκαία μια διαφοροποίηση του περιεχομένου του προγράμματος. Το ίδιο πρόγραμμα ελαφρώς τροποποιημένο εφαρμόστηκε σε 37 φοιτήτριες πανεπιστημίου, δηλαδή σε κορίτσια ώριμης εφηβείας (McVey et al., 2010). Πραγματοποιήθηκαν 2 συνεδρίες διάρκειας 3 ωρών η κάθε μία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι μετά την παρέμβαση βελτιώθηκε η ικανοποίηση από την εικόνα του σώματός των συμμετεχόντων και μειώθηκε η υιοθέτηση των εικόνων λεπτών σωματότυπων από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Από τα σημαντικά ευρήματα του προγράμματος ήταν η επιδοκιμασία για τη δια ζώσης προσέγγιση του θέματος Go GIRLS! (Wade, Davidson, & O'Dea, 2003): το πρόγραμμα απευθύνεται σε μαθητές και μαθήτριες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και προσεγγίζει τις διαφημίσεις και τη θετική εικόνα σώματος των νέων από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Μέσα από το πρόγραμμα οι συμμετέχουσες ενισχύουν την αυτό-εκτίμησή και τη εικόνα του σώματός τους. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει 5 συναντήσεις. Στην 1 η συνεδρία αναλύονται οι αρνητικές εικόνες του σώματος και η θετική και αρνητική επίδραση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης σε αυτό το θέμα. Στη 2 η αναλύονται οι «ιστορίες» που διηγούνται οι διαφημίσεις. Στην 3 η οι συμμετέχοντες γίνονται κριτικοί παρατηρητές των διαφημίσεων και στις 2 τελευταίες συνεδρίες κατασκευάζουν μια παρουσίαση σχετικά με την αφύπνιση 60

80 Ανασκόπηση από τα μηνύματα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (Wade, Davidson, & O'Dea, 2003). Στο άρθρο τους συγκρίνεται η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων Go Girls! και Everybody s different. Μετά την εφαρμογή των προγραμμάτων μόνο οι συμμετέχουσες στην ομάδα του προγράμματος Go Girls! εμφάνισαν χαμηλότερες ανησυχίες για το βάρος τους από την ομάδα ελέγχου, ενώ δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στην αυτοεκτίμηση. Όμως θα πρέπει να επισημανθεί ότι όλες οι πειραματικές ομάδες προέρχονταν από το ίδιο σχολείο, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η παρεμπόδιση αλληλεπίδρασης των προγραμμάτων Girls on the run: αποτελεί παρεμβατικό πρόγραμμα το οποίο απευθύνεται σε κορίτσια 8-12 ετών, διάρκειας 12 εβδομάδων, με 2 ωριαίες συνεδρίες ανά εβδομάδα, οι οποίες πραγματοποιούνται είτε μετά τα μαθήματα του σχολείου ή τα Σαββατοκύριακα. Το πρόγραμμα συνεχίζει να υφίσταται και να υλοποιείται και σήμερα ( με κάποιες όμως διαφοροποιήσεις (π.χ. στη διάρκεια των συνεδριών). Ο σχεδιασμός του προγράμματος βασίστηκε στην παρατήρηση ότι τα κορίτσια χάνουν την ταυτότητά τους, χάνουν την ικανότητα να συνδέονται στενά με άλλα άτομα και τελικά «χάνουν» τη φωνή τους μέσα στην ίδια τους τη ζωή. Το πρόγραμμα συνδύασε την προπόνηση για τη συμμετοχή σε αγώνα δρόμου 5 χλμ. με δραστηριότητες που ενθάρρυναν τη συναισθηματική, κοινωνική, γνωστική και σωματική υγεία μαζί με ανάπτυξη του χαρακτήρα. Στόχοι του προγράμματος ήταν η βελτίωση της αυτοεκτίμησης, της εικόνας του σώματος και η βελτίωση των υγιεινών διατροφικών στάσεων. Οι συνεδρίες χωρίστηκαν σε 3 μέρη. Το πρώτο μέρος αφορούσε στην κατανόηση του εαυτού τους και στην προσωπική τους στοχοθέτηση, το δεύτερο μέρος στην ανάπτυξη δεξιοτήτων για την ενίσχυση της ηγεσίας, την οργάνωση και τη λειτουργία των ομάδων και τη συνεργασία, ενώ το τρίτο μέρος στην εξέταση σχέσεων μεταξύ των κοριτσιών με την κοινωνία και στην προσωπική τους υπευθυνότητα προς την κοινωνία. Συγκεκριμένα, στις πρώτες τέσσερεις εβδομάδες οι συμμετέχουσες είχαν την ευκαιρία να κατανοήσουν τον εαυτό τους, να καταλάβουν τα προτερήματα και τις αδυναμίες του καθορισμού στόχων, να αναγνωρίσουν τη σημασία της υγείας (πνευματικής, σωματικής και ψυχικής) και να εξετάσουν το προσωπικό τους μοναδικό- σύστημα αξιών. Στις επόμενες τέσσερεις εβδομάδες διερευνήθηκε ο τρόπος αρμονικής 61

81 Ανασκόπηση συμμετοχής σε μια ομάδα, η ενεργητική ακρόαση, η θετική σκέψη και η λήψη αποφάσεων. Στις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες διερευνήθηκε η υπευθυνότητα των ίδιων των ατόμων προς την κοινωνία στην οποία εντάσσονται και μελετήθηκαν και ερμηνεύτηκαν τα μηνύματα που απευθύνουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στα κορίτσια. Στη συνέχεια καθορίστηκε ο ρόλος του ατόμου στην κοινωνία και ενθαρρύνθηκαν οι συμμετέχουσες να πραγματοποιήσουν μικρές αλλαγές με θετικό τρόπο στο δικό τους περιβάλλον. Αναλυτικότερη περιγραφή των συνεδριών αναφέρεται στην ιστοσελίδα του προγράμματος ( Από τα βασικά σημεία της κάθε συνεδρίας είναι ο ξεκάθαρος στόχος της κάθε μίας από αυτές, η ολοκλήρωση της συνεδρίας με θετικές λέξεις για το άτομο και την ομάδα και το σλόγκαν που επιλέγουν τα ίδια τα κορίτσια. Στο άρθρο των DeBate, και Thompson (2005) παρουσιάζονται τα αποτελέσματα μιας αρχικής εφαρμογής του προγράμματος. Μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος βελτιώθηκαν στατιστικά σημαντικά τόσο η γενική αυτοεκτίμηση, όσο και οι διατροφικές στάσεις και μειώθηκε η δυσαρέσκεια από το σώμα. Στην έρευνα δεν συμμετείχε ομάδα ελέγχου, η οποία πιθανά να μην ακολουθούσε παρεμβατικό πρόγραμμα ή να ακολουθούσε απλό πρόγραμμα φυσικής δραστηριότητας Trouble on the Tightrope: In search of skateboard Sam: Πρόκειται για ένα πρόγραμμα το οποίο εφαρμόστηκε δια μέσου του διαδικτύου για την ενίσχυση των γνώσεων για τις αλλαγές κατά την εφηβεία, την αυτοεκτίμηση και της εκτίμηση του σώματος. Από την έρευνα που δημοσιεύθηκε για την αποτελεσματικότητά του προγράμματος (Cousineau et al., 2010) παρατηρήθηκε ότι σε αυτό συμμετείχαν μαθητές και μαθήτριες, 190 άτομα (ομάδα παρέμβασης και ομάδα ελέγχου), με μέσο όρο ηλικίας 11.6 έτη. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα το οποίο περιλαμβάνει εικόνες διαμέσου ηλεκτρονικού υπολογιστή, οι οποίες κάλυπταν τις εξής θεματικές ενότητες: εφηβεία, διατροφή, φυσική δραστηριότητα, αυτοεκτίμηση, και σχέσεις με συνομήλικους. Κάθε θεματική ενότητα ήταν 15λεπτη και έδινε πληροφορίες για ένα κουίζ 14 ερωτήσεων. Το ηλεκτρονικό περιβάλλον ήταν ένα φεστιβάλ, οι ήρωες ήταν και των δύο φύλων για να ανταποκρίνονται σε όλους τους συμμετέχοντες. Δίνονταν τόσο εκπαιδευτικά μηνύματα όσο και συγκεκριμένα για κάθε θέμα. Στο τέλος οι συμμετέχοντες κατανοούν ότι ο καθένας 62

82 Ανασκόπηση ενηλικιώνεται με διαφορετικό τρόπο και ρυθμό, αλλά όλοι αναπτύσσουμε μοναδικά χαρακτηριστικά και γνωρίσματα και νοιώθουν αυτοπεποίθηση όσο μεγαλώνουν. Ως εργαλεία μέτρησης χρησιμοποίησαν ένα ερωτηματολόγιο γνώσεων (35 ερωτήσεις), την κλίμακα BESAA, την κλίμακα Self-perception Profile for Adolescents. Η αξιολόγηση πραγματοποιήθηκε πριν την παρέμβαση, μετά από 3 συνεδρίες και 3 μήνες μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος. Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι η πειραματική ομάδα βελτιώθηκε ελαφρώς στις γνώσεις σχετικά με την εφηβεία, βελτίωση που παρέμεινε 3 μήνες μετά το πρόγραμμα, αλλά σε καμία φάση αξιολόγησης δεν διέφεραν στατιστικά σημαντικά οι δύο πειραματικές ομάδες. Διαφορές μεταξύ των πειραματικών ομάδων δεν παρατηρήθηκαν στους άλλους παράγοντες. Ωστόσο, τα άτομα που ήταν λιγότερο βιολογικά ώριμα, βελτίωσαν τη βαθμολογία στον παράγοντα εκτίμηση βάρους (της κλίμακας Body Esteem Scale for Adolescents and Adults) και Physical Appearance και Global Self-Worth (της κλίμακας Self-perception Profile for Adolescents). Γενικά, το πρόγραμμα είχε μεγαλύτερη επίδραση στα άτομα που βρίσκονταν στην εφηβεία (κυρίως κορίτσια από ότι αγόρια). Οι ερευνητές προτείνουν ανάλογα προγράμματα να περιέχουν ακόμη πιο στοχευόμενα στοιχεία για το κάθε φύλο, καθώς το πρόγραμμά τους παρόλο που περιελάμβανε στοιχεία απευθυνόμενα και στα δύο φύλα, η προσέγγιση του θέματος να ανταποκρίνονταν περισσότερο στα κορίτσια Everybody s different (O Dea, 2004; O Dea & Abraham, 2000; Paxton, McLean, Gollings, Faulkner, & Wertheim, 2007): το συγκεκριμένο πρόγραμμα έχει ως σκοπό τη βελτίωση της εικόνας του σώματος, τη βελτίωση των διατροφικών στάσεων και συμπεριφορών, εφήβων αγοριών και κοριτσιών, μέσα από τη βελτίωση της αυτοεκτίμησής τους. Το πρόγραμμα ενισχύει την ταυτότητα του εαυτού των ατόμων, τονίζοντας τις διάφορες πλευρές του εαυτού και μειώνοντας τη σημαντικότητα της φυσικής εμφάνισης και περιλαμβάνοντας δραστηριότητες ανοχής στη διαφορετικότητα, εξερεύνηση του εαυτού, απορρίπτοντας τα στερεότυπα και μειώνοντας τις προσδοκίες τελειότητας. Οι τεχνικές διδασκαλίας που χρησιμοποίησε το πρόγραμμα ήταν μαθητοκεντρικές, συνεργατικές και αλληλοδραστικές. Οι μέθοδοι διδασκαλίας ήταν οι ομαδικές συζητήσεις, η ομαδικές εργασίες, παιχνίδια, δραματοποίηση. Το πρόγραμμα είχε διάρκεια 9 εβδομάδες, με μια συνάντηση κάθε εβδομάδα. Πλήρης περιγραφή των 63

83 Ανασκόπηση στόχων και των περιεχομένων του προγράμματος περιλαμβάνονται στο άρθρο. Το πρόγραμμα βελτίωσε στα παιδιά της ομάδας παρέμβασης την εικόνα του σώματός τους, ενώ ιδιαίτερα ωφελήθηκαν τα κορίτσια που είχαν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης διατροφικών διαταραχών. Επίσης, στους εφήβους της ομάδας παρέμβασης μειώθηκε η πίεση από τους συνομήλικους, η εμφάνιση του σώματος, η αθλητική ικανότητα και αυξήθηκε η σημασία της φιλίας. Κάποιες από τις θετικές επιδράσεις του προγράμματος παρέμειναν και 12 μήνες μετά το τέλος τους, ενώ κάποιες άλλες διαφορές έπαψαν να υφίστανται, υποδηλώνοντας τη σημασία για διαρκή παρέμβαση. Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται συνοπτικά στο άρθρο, χωρίς να δίνονται ιδιαίτερες λεπτομέρειες (π.χ. αριθμός συμμετεχόντων, κ.ά.) Making Choices Program (Weiss & Wertheim, 2005). Σκοπός του προγράμματος ήταν η προώθηση της αποδοχής του σώματος και του εαυτού, η μείωση ανθυγιεινών συμπεριφορών απώλειας βάρους, σε κορίτσια ετών, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στις δεξιότητες ζωής. Το πρόγραμμα είχε διάρκεια 4 εβδομάδες με μια συνάντηση κάθε εβδομάδα και πραγματοποιήθηκε σε σχολεία. Οι συμμετέχουσες ήταν χωρισμένες σε ομάδες των ατόμων. Στην έναρξη του προγράμματος τέθηκαν οι «κανόνες» των συναντήσεων, ότι για παράδειγμα οι συζητήσεις μέσα στις ομάδες θα είναι εμπιστευτικές και δεν θα πρέπει να δημοσιοποιούνται, επίσης ότι θα υπάρχει σεβασμός και ανοχή στη διαφορετικότητα, και τέλος οι συμμετέχουσες να επαναλαμβάνουν τις δεξιότητες κατά τη διάρκεια της εβδομάδας. Αναλυτικά στην 1 η συνάντηση διερευνήθηκε η έννοια της εικόνας του σώματος και των διατροφικών προβλημάτων μέσα από βιντεοπαρουσίαση και ομαδική συζήτηση, αναγνωρίστηκαν τα στοιχεία του σώματος που έκαναν στις συμμετέχουσες να νοιώθουν καλά και ορίστηκε η αυτοεκτίμηση μέσα από δραστηριότητες σε μικρές ομάδες. Στη 2 η συνάντηση αναπτύχθηκαν στρατηγικές για τη διαχείριση των αρνητικών κοινωνικοπολιτιστικών επιρροών στην εικόνα του σώματος με καταιγισμό ιδεών και ομαδική συζήτηση, και αναπτύχθηκαν στρατηγικές για την ενίσχυση της αίσθησης του σώματος και της αυτοεκτίμησης μέσα από συζήτηση. Στην 3 η συνάντηση αναπτύχθηκαν οι κίνδυνοι των διατροφικών διαταραχών και οι επιβλαβείς συνέπειες της δίαιτας με βιντεοπαρουσίαση, ομαδική συζήτηση και φυλλάδια πληροφοριών. Επίσης, αναπτύχθηκαν στρατηγικές για την καταπολέμηση της 64

84 Ανασκόπηση διαιτητικής συμπεριφοράς και την ενίσχυση της υγιεινής διατροφής. Στην 4 η συνάντηση αναπτύχθηκε η αίσθηση της ικανότητας γύρω από θέματα σχετικά με την ανάπτυξη των εφήβων (π.χ. αποτελεσματική διαχείριση συναισθημάτων, σημασία των φίλων και του αντίθετου φύλου), την ενίσχυση της υγιεινής διατροφής. Στη συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε και η σύνοψη του προγράμματος. Από την έρευνα για την αξιολόγηση του προγράμματος βρέθηκε ότι τα κορίτσια που είχαν χαρακτηριστεί ως υψηλού κινδύνου (για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών) βελτίωσαν σημαντικά τη δυσαρέσκεια από το σώμα τους, την τάση για λεπτότερο σώμα και την ικανότητά τους να αντιλαμβάνονται τα συναισθηματικά σημάδια του σώματός τους και της πείνας. Ωστόσο, 3 μήνες μετά την παρέμβαση δεν παρέμεναν οι επιδράσεις αυτές Set your body free body image program (Gollings & Paxton, 2006): το πρόγραμμα αποτελούνταν από 8 90-λεπτες συναντήσεις, σε εβδομαδιαία συχνότητα. Οι συναντήσεις ήταν ομαδικές, με 6-7 άτομα σε κάθε ομάδα. Το πρόγραμμα υλοποιούνταν από εξειδικευμένο προσωπικό. Πριν την έναρξη των συνεδριών δόθηκαν πληροφορίες για τη φύση και τις αιτίες για τη δυσαρέσκεια από το σώμα και τις διατροφικές διαταραχές. Περιληπτικά στις δύο πρώτες συνεδρίες διερευνούνταν οι αιτίες και η ετοιμότητα για αλλαγή. Στις συνεδρίες 3 με 6 εξετάστηκε η σχέση μεταξύ εικόνας σώματος και αυτό-εκτίμησης, η σημαντικότητα του λεπτού σώματος στην αυτό-αξιολόγηση και τις σχέσεις με τα άλλα άτομα, κατανοήθηκε η κοινωνική πίεση για λεπτό σώμα και διδάχθηκαν πώς να σκέφτονται σε ανάλογες καταστάσεις. Στις τελευταίες 2 συνεδρίες διδάχθηκαν τεχνικές επίλυσης σχετικών προβλημάτων και τεχνικές πρόληψης παλινδρόμησης. Το πρόγραμμα υλοποιήθηκε με τρόπους, δια ζώσης και διαμέσου του διαδικτύου. Στο διαδικτυακό πρόγραμμα η πρώτη συνάντηση πραγματοποιήθηκε δια ζώσης. Στο άρθρο των Gollings και Paxton (2006) παρουσιάζονται αναλυτικά οι στόχοι του προγράμματος. Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι και οι δύο μορφές υλοποίησης του προγράμματος βελτίωσαν την εικόνα του σώματος και τη διατροφική συμπεριφορά. Οι θετικές επιδράσεις διατηρήθηκαν και στην επαναμέτρηση η οποία πραγματοποιήθηκε 2 μήνες μετά την παρέμβαση. Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους είναι ενθαρρυντικά για την εφαρμογή ανάλογων προγραμμάτων σε απομακρυσμένους πληθυσμούς, ωστόσο θα πρέπει να διερευνηθεί αν η μορφή 65

85 Ανασκόπηση τέτοιου τύπου προγραμμάτων είναι αποτελεσματικά και σε μικρότερες ηλικίες, ή αν στα νεαρότερα άτομα η προσωπική επαφή είναι περισσότερο σημαντική Healthy Buddies: το συγκεκριμένο πρόγραμμα απευθύνεται σε παιδιά πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης με σκοπό τον υγιεινό τρόπο ζωής παρέχοντάς τους σχετικές γνώσεις, ενισχύοντας τις θετικές στάσεις σε 3 τομείς: τη φυσική δραστηριότητα, τη διατροφή και την πνευματική υγεία. Οι τρεις αυτοί τομείς αντιστοιχούν σε ένα χρώμα ο καθένας του ουράνιου τόξου του προγράμματος και σε ένα σλόγκαν («Go Move!», «Go Fuel!», «Go Feel Good!»). Η αξιολόγηση του προγράμματος παρουσιάστηκε από τους Stock et al. (2007). Το συγκεκριμένο πρόγραμμα, επίσης, υλοποιείται και σήμερα ( Περιλαμβάνει 21 μαθήματα τα οποία πραγματοποιούνται στο σχολικό περιβάλλον και με τους μεγαλύτερους μαθητές να εκπαιδεύονται με εβδομαδιαία 45λεπτα μαθήματα, ώστε να είναι οι διδάσκοντες του προγράμματος στις μικρότερες τάξεις. Τα μαθήματα των μικρότερων τάξεων είναι 30λεπτα. Το πρώτο μισό του προγράμματος μαθαίνει στα παιδιά πώς να είναι θετικά μέλη του ζευγαριού τους και ζητήματα σχετικά με τους 3 τομείς υγείας. Στο δεύτερο μισό διδάσκονται πώς να αναγνωρίζουν και να υπερνικούν τα εμπόδια της υγιεινής καθημερινής ζωής. Κάθε ζευγάρι μαθητών καλούνταν να ακολουθήσει ταυτόχρονα δύο δομημένες συναντήσεις φυσικής αγωγής κάθε βδομάδα εντός του γυμναστηρίου. Στην αξιολόγηση του προγράμματος, η οποία δημοσιεύθηκε από τους Stock et al. (2007) αξιολογήθηκαν δείκτες φυσικής κατάστασης, η κλίμακα ικανότητα της Harter, η αντιλαμβανόμενη εικόνα του σώματος χρησιμοποιώντας εικόνες και οι διατροφικές στάσεις. Οι δείκτες φυσικής κατάστασης βελτιώθηκαν και στην ομάδα παρέμβασης και στην ομάδα ελέγχου, πιθανά λόγω της ωρίμανσης και του τυπικού προγράμματος φυσικής αγωγής, οι γνώσεις βελτιώθηκαν για την ομάδα παρέμβασης για όλες τις ηλικιακές ομάδες. Επιπλέον, ο ΔΜΣ και το σωματικό βάρος αυξήθηκαν λιγότερο στους μαθητές της ομάδας παρέμβασης στις μεγαλύτερες τάξεις και το ύψος αυξήθηκε περισσότερο στα παιδιά της ομάδας παρέμβασης στις μικρότερες τάξεις Positive Bodies (Devaral & Lewis, 2010): το συγκεκριμένο παρεμβατικό πρόγραμμα απευθύνθηκε σε γυναίκες ετών (Ν=47), στην Αυστραλία, οι οποίες χαρακτηρίστηκε με βάση το ΔΜΣ τους σε υπέρβαρες ή 66

86 Ανασκόπηση παχύσαρκες. Η παρέμβαση διήρκησε 6 εβδομάδες, με συναντήσεις μία κάθε εβδομάδα, διάρκειας 1.5 ώρες. Σε κάθε συνάντηση παρέχονταν γραπτό υλικό το οποίο συνδέονταν με το θέμα συζήτησης. Στις συμμετέχουσες δίνονταν εργασίες οι οποίες έπρεπε να πραγματοποιηθούν στο σπίτι ως εξάσκηση δεξιοτήτων που διδάσκονταν (π.χ. τεχνικές χαλάρωσης για να μειώσουν το άγχος για την εικόνα του σώματός τους). Την πρώτη εβδομάδα πραγματοποιήθηκε η αρχική αξιολόγηση των παραγόντων, τη δεύτερη εβδομάδα αναπτύχθηκε η εξέλιξη της εικόνας του σώματος και τη σχέση της με σκέψεις, συναισθήματα και γεγονότα, την τρίτη εβδομάδα συζητήθηκαν πεποιθήσεις, μύθοι και διαστρεβλώσεις σχετικά με την εμφάνιση. Επίσης διδάχθηκαν πώς να καταπολεμούν τις αρνητικές σκέψεις τους σχετικά με την εικόνα του σώματος και να εστιάζονται σε θετικές πλευρές του σώματός τους. Η τέταρτη εβδομάδα περιλάμβανε ενημέρωση σχετικά με τις διατροφικές διαταραχές και διδασκαλία για τη διαχείριση του σωματικού βάρους. Την πέμπτη εβδομάδα διδάχθηκαν τεχνικές διαχείρισης του άγχους και των αρνητικών συναισθημάτων. Κατά την τελευταία εβδομάδα διδάχθηκαν τεχνικές ενίσχυσης της αυτό-εκτίμησης, όπως δεξιότητες επικοινωνίας, καθορισμού στόχων και στρατηγικές πρόληψης υποτροπών. Επίσης έγινε η τελική αξιολόγηση. Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι αυξήθηκε η αυτοεκτίμηση και η ικανοποίηση από την εικόνα του σώματος, μειώθηκε το άγχος για την εικόνα του σώματος και το σωματικό άγχος, κατά επέκταση το πρόγραμμα κρίθηκε πετυχημένο Happy Being Me (Richardson & Paxton, 2010): σκοπός του προγράμματος ήταν να εκπαιδευτούν οι συμμετέχοντες σχετικά με τις αρνητικές συνέπειες της υιοθέτησης αρνητικής εικόνας σώματος, της σύγκρισης των σωμάτων και τις συζητήσεις σχετικά με την εμφάνιση. Επίσης σκοπός ήταν να διδαχθούν δεξιότητες για την υπερνίκηση των παραπάνω εννοιών. Εφαρμόστηκε σε κορίτσια με ηλικία περίπου 12.5 έτη (TA= 4.13 μήνες). Το πρόγραμμα ήταν διάρκειας 3 συνεδριών διάρκειας η κάθε μία 50 λεπτά. Στην πρώτη συνάντηση σκοπός ήταν να διερευνηθούν οι τρόποι με τους οποίους προσεγγίζονται τα σχετικά θέματα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τη βαρύτητα που δίνονται από αυτά για την ελκυστικότητα του σώματος, και πώς το ιδανικό σώμα διαφοροποιήθηκε στις ιστορικές περιόδους και στις διαφορετικές κουλτούρες. Στη δεύτερη συνάντηση διερευνήθηκε η επίδραση των συζητήσεων για το «λίπος» και 67

87 Ανασκόπηση το πείραγμα σχετικά με αυτό, και τις στρατηγικές που μπορεί να υιοθετήσει το άτομο για να τις αποφύγει. Στην τρίτη συνάντηση προσεγγίστηκε η σύγκριση των σωμάτων και τις αρνητικές συνέπειες αυτής, τις στρατηγικές που μπορούν να ακολουθηθούν για την πρόληψη, η έμφαση στα προσόντα που δε σχετίζονται με την εμφάνιση. Τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν ήταν οι συζητήσεις, ο καταιγισμός ιδεών, οι εργασίες για το σπίτι και στη συνέχεια η συζήτησή τους μέσα στην τάξη, παρουσιάσεις, δραστηριότητες σε ζευγάρια, κ.ά.. Το πρόγραμμα είχε θετική επίδραση στη γενική αυτοεκτίμηση, την ικανοποίηση από την εικόνα του σώματος, στις γνώσεις και μείωσε τα συμπτώματα των διατροφικών διαταραχών. Σχεδόν όλα τα θετικά αποτελέσματα παρέμειναν 3 μήνες μετά την παρέμβαση Beautiful from the inside out (Norwood, Murray, Nolan, & Bowker, 2011): Το πρόγραμμα βασίστηκε στο πρόγραμμα Everybody s different που αναφέρθηκε παραπάνω. Διήρκησε μια εβδομάδα (Δευτέρα- Παρασκευή) με κάθε μέρα συνεδρίες για τη βελτίωση της αυτοεκτίμησης και της θετικής εικόνας σώματος και απευθύνονταν σε παιδιά (αγόρια και κορίτσια) προεφηβικής ηλικίας, με ηλικία περίπου 11 χρονών. Κάθε συνεδρία διαρκούσε 80 λεπτά. Μέθοδοι διδασκαλίας που χρησιμοποιήθηκαν ήταν οι ομάδες συζήτησης, κατασκευή κολάζ, ομαδικές δραστηριότητες, διαλέξεις, παιχνίδια. Από τα αποτελέσματα παρατηρήθηκε ότι ενισχύθηκε η αυτοεκτίμηση και η θετική εικόνα του σώματος τόσο στα αγόρια όσο και στα κορίτσια. Επίσης, το πρόγραμμα ενημέρωσε τα παιδιά σχετικά με τη διαταραγμένη και μη ρεαλιστική εικόνα του σώματος που προβάλλουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αλλά μείωσε τη δεκτικότητά τους. Τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά καθώς τα παιδιά που συμμετείχαν ήταν σχετικά νεαρής ηλικίας. Ωστόσο δεν υπήρχε επαναμέτρηση, για να διερευνηθεί η σταθερότητα των θετικών επιδράσεων του προγράμματος. Το πρόγραμμα, το οποίο δεν έχει κάποιο χαρακτηριστικό τίτλο, και εφάρμοσαν οι Lindwall και Lindgren (2005), σκοπό είχε μέσα από την άσκηση να βελτιωθεί η αυτοεκτίμηση από το σώμα και να μειωθεί το σωματικό άγχος εφήβων κοριτσιών μη κινητικά δραστήριων, με μέσο όρο ηλικίας χρόνια (TA= 1.56). Η διάρκεια του προγράμματος ήταν 6 μήνες, με 2 συναντήσεις κάθε εβδομάδα, διάρκειας η κάθε μία 60 λεπτά, από τα οποία τα 45 λεπτά αφιερώνονταν σε πρόγραμμα άσκησης και τα 15 λεπτά σε συζήτηση. Στις συζητήσεις αναλύθηκαν 68

88 Ανασκόπηση θέματα όπως υγιεινή διατροφή και τρόποι φυσικής δραστηριότητας. Σε αυτές δεν δίνονται περισσότερες λεπτομέρειες για τους στόχους κάθε εβδομάδας και για το περιεχόμενο των συνεδριών. Μετά την ολοκλήρωση της παρέμβασης η ομάδα παρέμβασης βελτίωσε το σωματικό άγχος και την σωματική αυτοαντίληψη, χωρίς να μεταβάλλονται οι φυσιολογικοί δείκτες Προγράμματα παρέμβασης με στόχο την εικόνα του σώματος και τις διατροφικές στάσεις/διαταραχές σε αθλητές/αθλήτριες Ενώ, λοιπόν, υπάρχουν αρκετά παρεμβατικά προγράμματα για τη βελτίωση είτε τις εικόνας του σώματος, είτε των διατροφικών στάσεων ή /και διαταραχών, όμως της παρεμβατικά προγράμματα στο χώρο του αθλητισμού είναι ελάχιστα. Από τη σχετική βιβλιογραφική ανασκόπηση προέκυψαν δύο προγράμματα, ένα το BodySense και ένα δεύτερο (ανώνυμο). Σκοπός του προγράμματος BodySense ήταν η ενίσχυση της θετικής εικόνας σώματος αθλητριών. Σε άρθρο των Buchholz, Mack, McVey, Feder, και Barrowman (2008) περιγράφεται η επίδραση του προγράμματος στο κλίμα παρακίνησης που δημιουργήθηκε στο χώρο του αθλητισμού. Το πρόγραμμα εφαρμόστηκε σε αθλήτριες γυμναστικής (Ν=62), ετών, στους γονείς τους και στους προπονητές τους. Το πρόγραμμα ήταν διάρκειας 3 μηνών και εφαρμόστηκε σε 31 αθλήτριες, ενώ ίσος αριθμός αθλητριών λειτούργησε ως ομάδα ελέγχου. Οι αθλήτριες που συμμετείχαν στην παρέμβαση αντιλαμβάνονταν μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος μικρότερη πίεση για να είναι αδύνατες από τις ομάδες τους, ενώ δεν επηρεάστηκαν η σωματική αυτοεκτίμηση, οι διατροφικές συνήθειες και η βαθμολογία τους στο ερωτηματολόγιο Sociocultural Attitudes Towards Appearance Questionnaire. Στη σελίδα του προγράμματος (BodySense, 2010) αναφέρεται ενδεικτικά το περιεχόμενο μιας συνεδρίας με στόχο την ενίσχυση της θετικής εικόνας σώματος και την αυτοεκτίμηση και είναι το ακόλουθο: Μέσα από συζήτηση τα άτομα θα μάθουν δεδομένα σχετικά με το φυσικό μέγεθος και σχήμα του σώματος, πώς να «χτίσουν» τα παιδιά μια υγιή προσέγγιση προς τη τροφή, τι είναι το υγιές σώμα, πώς να αναπτύξουν θετική εικόνα για το σώμα τους, πώς να αισθάνονται σίγουροι απέναντι σε πίεση, πώς να αναπτύξουν ισορροπία μεταξύ της ζωής τους στον αθλητισμό, το σχολείο και την καθημερινότητα. Η συγκεκριμένη συνεδρία είχε διάρκεια 45 λεπτά για τις αθλήτριες ηλικίας για τις αθλήτριες μεγαλύτερης ηλικίας 69

89 Ανασκόπηση των 10 ετών, ενώ για τις αθλήτριες μικρότερης ηλικίας προτείνεται 35λεπτη παρουσίαση. Οι Smith και Petrie (2008) εξέτασαν την αποτελεσματικότητα 2 παρεμβάσεων κατά των διατροφικών διαταραχών σε αθλήτριες (κολύμβησης, σόφτμπολ, ποδόσφαιρο, αντισφαίριση, πετοσφαίριση, στίβο και μπάσκετ). Συμμετείχαν αθλήτριες κολλεγίου και εφαρμόστηκαν 2 προγράμματα διάρκειας 3 εβδομάδων και με ωριαία συνεδρία κάθε εβδομάδα. Η μια παρέμβαση είχε ως τίτλο «Γνωστική ασυμφωνία» και η δεύτερη παρέμβαση είχε τίτλο «Υγιές βάρος». Επιλέχθηκαν αθλήτριες που δήλωσαν στην αρχική μέτρηση δυσαρέσκεια για το σώμα τους και αποκλείστηκαν όσες είχαν διαγνωστεί με διατροφικές διαταραχές. Το σύνολο των συμμετεχόντων χωρίστηκε σε 3 ομάδες (12 άτομα στην παρέμβαση «Γνωστική ασυμφωνία», 7 στην παρέμβαση «Υγιές βάρος» και 10 στην ομάδα ελέγχου). Στην πρώτη παρέμβαση το περιεχόμενο των συνεδριών ήταν το ακόλουθο: 1 η συνεδρία: ορισμός του σκοπού του προγράμματος, δέσμευση των αθλητριών στο πρόγραμμα, ορισμός του ιδανικού λεπτού σώματος, συζήτηση για τα σχετικά μηνύματα από την οικογένεια, τους συνομήλικους, τους συντρόφους, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, και καθορισμός ποιος τελικά κερδίζει από αυτά τα μηνύματα. Στη συνέχεια συζητήθηκε η διαφορά μεταξύ ιδανικού λεπτού σώματος και ιδανικού σώματος για τον αθλητισμό. Η εργασία για το σπίτι περιλάμβανε την καταγραφή σε μια σελίδα του κόστους που σχετίζεται με την επιδίωξη του λεπτού ιδανικού σώματος. Επίσης, ζητήθηκε να σταθούν μπροστά σε έναν καθρέφτη και να καταγράψουν 10 με 15 προτερήματά τους (σωματικά, συναισθητικά, αθλητικά). 2 η συνεδρία: ελέγχθηκαν οι εργασίες που έπρεπε να γίνουν στο σπίτι μετά την 1 η συνεδρία. Στη συνέχεια μέσα από θεατρικό δρώμενο (θεατρικό παιχνίδι) κλήθηκαν να επεξεργαστούν τη διατήρηση του σωματικού βάρους. Κλήθηκαν να θυμηθούν περιστατικά από τη ζωή τους στα οποία πιέστηκαν να αδυνατήσουν και «κατασκεύασαν» τις απαντήσεις τους για ανάλογες καταστάσεις. Ως εργασία είχαν να κατασκευάσουν μια λίστα με 10 συμπεριφορές που τα κορίτσια μπορούν να κάνουν για να αντισταθούν στην πίεση για λεπτό σώμα. 70

90 Ανασκόπηση 3 η συνεδρία: εφάρμοσαν τους τρόπους αντίστασης με παιχνίδι ρόλων. Στη συνέχεια συζητήθηκαν οι δυσκολίες που πιθανά να αντιμετωπίσουν σχετικά με την εικόνα του σώματος στο άθλημά τους και τους τρόπους υπερνίκησής τους. Στη δεύτερη παρέμβαση το περιεχόμενο των συνεδριών ήταν το ακόλουθο: 1 η συνεδρία: ορισμός του σκοπού του προγράμματος, δέσμευση των αθλητριών στο πρόγραμμα, ορισμός του υγιούς σώματος και του λεπτού σώματος. Στη συνέχεια οι συμμετέχουσες ενημερώθηκαν για την επίτευξη του υγιούς ιδανικού σώματος, την έννοια της ισορροπίας ενέργειας και της ενεργειακής ομοιόστασης σε αντιδιαστολή με τη δίαιτα. Δόθηκαν πληροφορίες για τη διατροφή, τις προσλαμβανόμενες και τις καταναλωμένες θερμίδες, όπως και τα οφέλη της άσκησης. Ως εργασία είχαν την καταγραφή της διατροφής τους για 2 καθημερινές ημέρες και μία ημέρα του Σαββατοκύριακου. 2 η συνεδρία: συζητήθηκε η παρακίνηση για επίτευξη του υγιούς ιδανικού σώματος, στη συνέχεια διερευνήθηκαν μύθοι σχετικά με τη διατροφή και τη δίαιτα. Επίσης συζητήθηκε ο ρόλος της άσκησης για την επίτευξη του υγιούς ιδανικού σώματος και παρακινήθηκαν να σκεφτούν τις πιθανές αλλαγές της καθημερινότητάς τους οι οποίες θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν. Ως εργασία είχαν την καταγραφή 10 αιτιών για τους οποίους θα πρέπει να επιδιώκουν το υγιές ιδανικό σώμα και να συνεχίσουν την καταγραφή της διατροφής τους. 3 η συνεδρία: συζητήθηκαν τα οφέλη της επίτευξης του υγιούς ιδανικού σώματος, τα ημερολόγια διατροφής τους και τις πιθανές αλλαγές που έκαναν μεταξύ των 2 εβδομάδων καταγραφής. Επιπλέον τους δόθηκαν τρόποι με τους οποίους να προλαμβάνουν υποτροπές. Τα αποτελέσματα δεν έδειξαν σημαντικές διαφορές μετά τις παρεμβάσεις σε κανέναν παράγοντα, αν και παρατηρήθηκε ότι το πρόγραμμα «Γνωστική ασυμφωνία» είχε κάποιες θετικές αλλαγές. Οι συγγραφείς πιστεύουν ότι αυτό οφείλεται στα λίγα άτομα που συμμετείχαν στις πειραματικές ομάδες. Από τα μειονεκτήματα της έρευνας είναι ότι παράλληλα με το μικρό αριθμό συμμετεχόντων υπήρχε και μεγάλο εύρος αθλημάτων στα οποί αυτοί συμμετείχαν, και έτσι δεν υπήρχε ομοιογένεια. Συμπερασματικά, λοιπόν, φαίνεται ότι προγράμματα για βελτίωση της αντιλαμβανόμενης εικόνας του σώματος, της αυτοεκτίμησης και των διατροφικών 71

91 Ανασκόπηση στάσεων έχουν πραγματοποιηθεί, κυρίως, σε κορίτσια εφηβικής ηλικίας, στο πλαίσιο του σχολείου, ενώ στο άθλημα της ρυθμικής δεν έχει πραγματοποιηθεί κανένα. Η διάρκεια των προγραμμάτων ποικίλει από μία συνεδρία μέχρι τρίμηνες εβδομαδιαίες συνεδρίες, ενώ πέρα από τις πληροφορίες διδάσκονται και δεξιότητες ζωής. Οι παρεμβάσεις έχουν χρησιμοποιήσει, λιγότερο ή περισσότερο, τη θεωρία της Πειθούς για να αναπτυχθούν. Οι παρεμβάσεις οι οποίες έχουν τροποποιηθεί για βελτίωσή τους, άρα έχουν εφαρμοστεί περισσότερο από μια φορά, ενισχύουν μέσα από τη θεωρία της Πειθούς τους παράγοντες που σχετίζονται με την περιφερειακή οδό της θεωρίας. 72

92 Μεθοδολογία ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ 3.1. Συμμετέχοντες Στην έρευνα συμμετείχαν 49 εν ενεργεία ελληνίδες αθλήτριες ρυθμικής αγωνιστικής γυμναστικής. Οι 29 αθλήτριες αποτέλεσαν την ομάδα παρέμβασης, ενώ οι 20 αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Οι δύο πειραματικές ομάδες προέρχονταν από διαφορετικά αστικά κέντρα ώστε να μην υπάρχει μεταξύ τους αλληλεπίδραση (σκόπιμη ή μη). Ο μέσος όρος της ηλικίας για το σύνολο των συμμετεχόντων ήταν Μ = (ΤΑ=1.67). Αντίστοιχα η μέση ηλικία της ομάδας παρέμβασης ήταν Μ παρ = (ΤΑ= 1.55) και της ομάδας ελέγχου Μ ελ = (ΤΑ=1.71). Η διαφορά του μέσου όρου της ηλικίας μεταξύ των δύο ομάδων δεν ήταν στατιστικά σημαντική (p>.05). Η προπονητική ηλικία για το σύνολο των συμμετεχόντων ήταν Μ= 6.45 (ΤΑ= 2.31) ενώ αντίστοιχα για την ομάδα παρέμβασης και την ομάδα ελέγχου ήταν Μ παρ = 6.24 (ΤΑ= 2.18), Μ ελ =6.75 (ΤΑ= 2.53) (p=.45). Ο μέσος όρος των προπονητικών μονάδων κατά τη διάρκεια της εβδομάδας ήταν για το σύνολο των συμμετεχόντων Μ= 5.89 (ΤΑ=.47), για την ομάδα παρέμβασης Μ παρ = 5.98 (ΤΑ=.28), Μ ελ =5.75 (ΤΑ=.64) (p=.09). Αντίστοιχα, οι ώρες προπόνησης σε κάθε προπονητική μονάδα ήταν για το σύνολο Μ= 4.21 ώρες (ΤΑ=.68), για την ομάδα παρέμβασης Μ παρ = 4.40 ώρες (ΤΑ=.59), Μ ελ =3.95 ώρες (ΤΑ=.74) (p=.02) Όργανα μέτρησης Στην έρευνα χρησιμοποιήθηκαν μόνο γραπτά ερωτηματολόγια αυτοαναφοράς. Συγκεκριμένα, στην αρχική μέτρηση καταγράφηκαν στοιχεία όπως ημερομηνία γέννησης, βάρος (σε kgr), σωματικό ύψος, προπονητική ηλικία, μέρες και ώρες προπόνησης ανά εβδομάδα. Επιπλέον, στην αρχική μέτρηση συμπληρώθηκαν: 73

93 Μεθοδολογία το ερωτηματολόγιο Διατροφικών Στάσεων (ΕΑΤ-26: Garner, Olmsted, Bohr, & Garfinkel, 1982), η Κλίμακα αυτό-εκτίμησης της εικόνας του σώματος για εφήβους και ενήλικες (Body esteem scale for adolescents and adults: Medelson, 1998), η κλίμακα αξιολόγησης της Αυτοεκτίμησης εξωτερικής εμφάνισης (Παπάνης, 2004), το ερωτηματολόγιο Προσωπικών στόχων επίτευξης στον αθλητισμό (Duda, 1989), το ερωτηματολόγιο Αντίληψη κλίματος παρακίνησης στο αθλητισμό (Papaioannou, 1997), η κλίμακα «Αντιλαμβανόμενη πίεση προς το λεπτό σώμα» από την προπονήτρια, από τους γονείς, τους φίλους και τους ειδικούς του αθλήματος της ρυθμικής (Durkin, Paxton, & Wertheim, 2005), η κλίμακα Γενικής Αυτοεκτίμησης (Rosenberg, 1965). Στην τελική μέτρηση συμπληρώθηκαν η Κλίμακα αυτό-εκτίμησης της εικόνας του σώματος για εφήβους και ενήλικες, το ερωτηματολόγιο Διατροφικών Στάσεων, η κλίμακα «Αντιλαμβανόμενη πίεση προς το λεπτό σώμα» από την προπονήτρια, από τους γονείς και τους ειδικούς του αθλήματος της ρυθμικής, η κλίμακα γενικής αυτοεκτίμησης του Rosenberg, η κλίμακα αξιολόγησης της Αυτοεκτίμησης εξωτερικής εμφάνισης (Παπάνης, 2004), η κλίμακα Αξιολόγησης της αντιλαμβανόμενης αποτελεσματικότητας του προγράμματος, η κλίμακα αξιολόγησης του προγράμματος, η κλίμακα αξιολόγησης της «πηγής» του προγράμματος. Αναλυτική παρουσίαση των εργαλείων μέτρησης Ερωτηματολόγιο Διατροφικών Στάσεων (ΕΑΤ-26: Garner, Olmsted, Bohr & Garfinkel, 1982). Το ερωτηματολόγιο έχει εγκυροποιηθεί και σταθμιστεί στον ελληνικό πληθυσμό (Βλαχάκη, 2006). Αποτελείται από 26 προτάσεις- 74

94 Μεθοδολογία συμπεριφορές. Στην πρόταση 25 αντιστρέφονται οι απαντήσεις. Για την κάθε μια η συμμετέχουσα πρέπει να καταγράψει τη συχνότητα με την οποία της συμβαίνει ή την απασχολεί αυτό που δηλώνει η πρόταση-δήλωση. Οι απαντήσεις δίνονται σε 6- βάθμια κλίμακα Likert («0»: ποτέ, «5»: πάντα). Η συνολική βαθμολογία προκύπτει αθροίζοντας το σύνολο των απαντήσεων, με ειδικό κλειδί βαθμολόγησης. Συγκεκριμένα, οι απαντήσεις τροποποιούνται σε μια 4-βάθμια κλίμακα. Συγκεκριμένα οι απαντήσεις «ποτέ», «σπάνια» και «μερικές φορές» βαθμολογούνται με «0», ενώ οι απαντήσεις στο αντίθετο άκρο της κλίμακας («συχνά», «συνήθως», «πάντα») βαθμολογούνται αντίστοιχα με «1», «2» και «3». Στη συνέχεια αθροίζονται οι νέες τιμές. Σκορ 20 υποδεικνύει μη φυσιολογική διαιτητική συμπεριφορά και εμφάνιση συμπτωμάτων διαταραχών λήψης τροφής. Τα άτομα με σκορ 20 θα πρέπει να οδηγηθούν σε κλινική εξέταση και συνέντευξη για να διαγνωστεί τελικά η ύπαρξη διαταραχών λήψης τροφής. Εκτός από τον ενιαίο παράγοντα «Διατροφικές στάσεις», το ερωτηματολόγιο περιλαμβάνει 3 ξεχωριστούς παράγοντας-υποκλίμακες, την «ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος» (dieting), τη «βουλιμία και ενασχόληση με το φαγητό» (bulimia and food preoccupation) και τον «έλεγχος της πράξης του τρώγειν» (oral control). Η υποκλίμακα «ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος» περιλαμβάνει ερωτήσεις σχετικές με την αποφυγή «παχυντικών» τροφίμων και την ενασχόληση του ατόμου με το σώμα του προσπαθώντας να γίνει όλο και πιο αδύνατο (προτάσεις 1, 6, 7, 10, 11, 12, 14, 16, 17, 22, 23, 24, 26). Η υποκλίμακα «βουλιμία και ενασχόληση με το φαγητό» περιλαμβάνει ερωτήσεις που υποδηλώνουν έντονο ενδιαφέρον για το φαγητό και τα τρόφιμα, καθώς και βουλιμική συμπεριφορά (προτάσεις 3, 4, 9, 18, 21, 25). Τέλος, η υποκλίμακα «έλεγχος της πράξης του τρώγειν» περιγράφει τον αυτοέλεγχο της πράξης του φαγητού και τις πιέσεις που αντιλαμβάνεται το άτομο από το περιβάλλον για να πάρει βάρος (προτάσεις 2, 5, 8, 13, 19, 20). Υψηλότερα σκορ σε αυτήν την υποκλίμακα δείχνουν υψηλή κοινωνική συνείδηση και θετική αντίδραση, παράγοντες που σχετίζονται με θετική έκβαση της ασθένειας (Στάμου, 2006). Θα πρέπει να αναφερθεί ότι έχει δημοσιευθεί και μια σύντομη μορφή του ερωτηματολογίου με 13 ερωτήσεις (Δούκα, Σκορδίλης, Κουτσούκη, & Θεοδωράκης, 2008; Douka, Grammatopoulou, Skordilis, & Koutsouki, 2009), η οποία προέκυψε σε ελληνικό πληθυσμό. Στις 75

95 Μεθοδολογία αναλύσεις της παρούσας διατριβής θα χρησιμοποιηθούν τόσο οι υποκλίμακες του ερωτηματολογίου όσο και ένας ενιαίος παράγοντας διατροφικών στάσεων. Η εσωτερική συνοχή στην αρχική μέτρηση ήταν για τον παράγοντα «ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος» α αρχική =.81, για τον παράγοντα «βουλιμία και ενασχόληση με το φαγητό» α αρχική =. 69, και για τον παράγοντα «έλεγχος της πράξης του τρώγειν» ήταν α αρχική =. 54. Στην τελική μέτρηση η εσωτερική συνοχή ήταν αντίστοιχα για τον παράγοντα «ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος» α τελική ==.74, για τον παράγοντα «βουλιμία και ενασχόληση με το φαγητό» α τελική ==. 76, και για τον παράγοντα «έλεγχος της πράξης του τρώγειν» ήταν α τελική ==.65. Η εσωτερική συνοχή για τον ενιαίο παράγοντα των διατροφικών στάσεων ήταν και πάλι σε αποδεκτά επίπεδα, για την αρχική μέτρηση α αρχική =. 83 και για την τελική μέτρηση α τελική ==. 76. Τέλος, για τη χρησιμοποίηση του ερωτηματολογίου ζητήθηκε ειδική άδεια από τους κατασκευαστές του (Παράρτημα I.) Κλίμακα εκτίμησης εικόνας του σώματος για εφήβους και ενήλικες (Body esteem scale for adolescents and adults: Medelson, 1998). Η κλίμακα έχει χρησιμοποιηθεί και σε άλλες έρευνες στον ελληνικό πληθυσμό (π.χ. Καραμίντζιου, 2008). Αποτελείται από 23 ερωτήσεις, οι οποίες σχηματίζουν 3 υποκλίμακες. Οι απαντήσεις δίνονταν σε 5-βάθμια κλίμακα τύπου Likert (0=ποτέ, 4= πάντα). Το ερωτηματολόγιο χρησιμοποιείται με 2 τρόπους, ως ενιαίος παράγοντας (πχ. έρευνα των Klaczynski, Goold, & Mudry, 2004; Sullivan, 2007), ή χρησιμοποιώντας 3 υποκλίμακες. Οι τρεις υποκλίμακες αξιολογούν την εκτίμηση του ατόμου για την εξωτερική του εμφάνιση, την εκτίμηση του ατόμου για το βάρος του και τον τρόπο που θεωρεί το άτομο ότι οι άλλοι βλέπουν την εμφάνισή τους (Καραμίντζιου, 2008). Χρησιμοποιούνται προτάσεις με θετική και αρνητική διατύπωση. Για την αξιολόγηση της εσωτερικής συνοχής αντιστρέφονται τα σκορ των αρνητικά διατυπωμένων προτάσεων. Ο πρώτος παράγοντας («ΕΜΦΑΝΙΣΗ»), αποτελείται από 10 ερωτήσεις (4 θετικά διατυπωμένα και 6 αρνητικά διατυπωμένα), αξιολογεί τα συναισθήματα που έχει το άτομο σχετικά με την εξωτερική του εμφάνιση. Η εσωτερική συνοχή με το δείκτη Cronbach α ήταν για την αρχική μέτρηση α αρχική =.86 και για την τελική μέτρηση α τελική =.87. Οι ερωτήσεις του παράγοντα είναι οι ακόλουθες: 1, 6, 7, 9, 76

96 Μεθοδολογία 11, 13, 15, 17, 20, 22. Ο δεύτερος παράγοντας («ΒΑΡΟΣ») αποτελείται από 3 αρνητικά διατυπωμένες ερωτήσεις και 5 θετικά διατυπωμένες, αξιολογεί την ικανοποίηση του ατόμου από το σωματικό του/της βάρος και η εσωτερική συνοχή με το δείκτη Cronbach α ήταν σε υψηλά επίπεδα (α αρχική =.89, α τελική =.87). Οι ερωτήσεις του παράγοντα είναι οι ακόλουθες: 3, 4, 8, 10, 16, 18, 19, 21. Ο τρίτος παράγοντας («ΑΠΟΔΟΣΗ από τους ΑΛΛΟΥΣ») αποτελείται από 5 θετικά διατυπωμένες ερωτήσεις οι οποίες αξιολογούν τον τρόπο που θεωρεί το άτομο ότι οι άλλοι βλέπουν την εμφάνισή του. Η εσωτερική συνοχή με το δείκτη Cronbach α ήταν για την αρχική μέτρηση α αρχική =.70 και για την τελική μέτρηση α τελική =.71. Οι ερωτήσεις του παράγοντα είναι οι ακόλουθες: 2, 5, 12, 14. Το συνολικό σκορ (μετά την αντιστροφή των σκορ των αρνητικά διατυπωμένων προτάσεων), το οποίο κυμαίνεται από 0 ως 92, σύμφωνα με την Sullivan (2007) μπορεί να κατατάξει τα άτομα σε μια συνέχεια, με τα υψηλότερα σκορ να υποδηλώνουν υψηλότερη σωματική αυτοεκτίμηση. Η εσωτερική συνοχή για το συνολικό παράγοντα ήταν Cronbach α αρχική =.92 και Cronbach α τελική = Ερωτηματολόγιο προσανατολισμών στόχων επίτευξης στον αθλητισμό [TEOSQ: Task & Ego Orientation in Sport Questionnaire της Duda (1989)]. Το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο περιλαμβάνει 13 ερωτήσεις, οι οποίες αξιολογούν 2 παράγοντες. O πρώτος παράγοντας περιέχει 6 ερωτήσεις που ανιχνεύουν τον προσωπικό προσανατολισμό στο «εγώ» (2, 4, 6, 8, 10, 12) και ο δεύτερος παράγοντας περιέχει 7 ερωτήσεις οι οποίες αξιολογούν τον προσανατολισμό στόχων στη «μάθηση» (1, 3, 5, 7, 9, 11, 13). Η εγκυρότητα και η αξιοπιστία του ερωτηματολογίου σε ελληνικό πληθυσμό έχει αποδειχθεί (Papaioannou, 1990) και έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές έρευνες στον ελληνικό χώρο (π.χ. Diggelidis, 1996; Διγγελίδης & Παπαϊωάννου, 1996). Οι απαντήσεις των ερωτήσεων δίνονται σε 5-βάθμια κλίμακα Likert (1=διαφωνώ απόλυτα, 5= συμφωνώ απόλυτα). Υψηλότεροι μέσοι όροι δηλώνουν υψηλότερο προσανατολισμό. Η εσωτερική συνοχή του παράγοντα «Προσανατολισμός στόχων επίτευξης στη μάθηση» ήταν α=.72, ενώ η εσωτερική συνοχή του παράγοντα ««Προσανατολισμός στόχων επίτευξης στο εγώ» ήταν α=

97 Μεθοδολογία Ερωτηματολόγιο Αντίληψη κλίματος παρακίνησης στο αθλητισμό (Papaioannou, 1997). Για την αξιολόγηση της αντίληψης του κλίματος παρακίνησης που δημιουργείται από τις προπονήτριες στο χώρο του αθλητισμού χρησιμοποιήθηκε το «Ερωτηματολόγιο Κλίματος Παρακίνησης στον Αθλητισμό (Perceived Motivational Climate in Sport Questionnaire)» των Seifriz, Duda, και Chi (1992). Η δομική εγκυρότητα και η αξιοπιστία του ερωτηματολογίου σε ελληνικό πληθυσμό έχει ελεγχθεί και αποδειχθεί (Papaioannou, 1997). Το ερωτηματολόγιο περιλαμβάνει 29 ερωτήσεις και δύο παράγοντες. Ο παράγοντας «Κλίμα παρακίνησης προσανατολισμένο στη δουλειά» αποτελείται από 15 ερωτήσεις (1, 4, 6, 7, 10, 12, 13, 16, 18, 19, 22, 23, 24, 27, 29), ενώ ο παράγοντας «Κλίμα παρακίνησης προσανατολισμένο στην επίδοση» αποτελείται από 14 ερωτήσεις (2, 3, 5, 8, 9, 11, 14, 15, 17, 20, 21, 25, 26, 28). Οι απαντήσεις δίνονταν σε 5-βάθμια κλίμακα τύπου Likert (5= συμφωνώ απόλυτα, 1= διαφωνώ απόλυτα). Η εσωτερική συνοχή των παραγόντων ήταν για τον παράγοντα «Κλίμα παρακίνησης προσανατολισμένο στη δουλειά» Cronbach α=.60, και για τον παράγοντα «Κλίμα παρακίνησης προσανατολισμένο στην επίδοση» Cronbach α= Κλίμακα «Αντιλαμβανόμενης πίεσης προς το λεπτό σώμα». Το ερωτηματολόγιο βασίστηκε στο ερωτηματολόγιο των Durkin, Paxton, και Wertheim (2005) και χρησιμοποιήθηκε για τους ακόλουθους κοινωνικούς παράγοντες: τις προπονήτριες, τους γονείς, τους φίλους και τους ειδικούς του αθλήματος της ρυθμικής. Για καθένα από αυτούς τους κοινωνικούς παράγοντες χρησιμοποιήθηκαν 2 ερωτήσεις, «Πιστεύεις ότι (η προπονήτριά σου/ οι γονείς σου/ οι φίλοι σου/ οι ειδικοί της ρυθμικής) θα ήθελε (-αν) να ήσουν λεπτότερη από ότι είσαι τώρα;», «Πιστεύεις ότι ( η προπονήτριά σου/ οι γονείς σου/ οι φίλοι σου/ οι ειδικοί της ρυθμικής) σε ενθαρρύνει (-ουν) να αδυνατήσεις;». Η απάντηση σε κάθε ερώτηση δίνονταν σε 5-βάθμια κλίμακα, (1 : ποτέ, 5 : πολύ συχνά), με μεγαλύτερα σκορ να υποδηλώνουν μεγαλύτερη πίεση προς το λεπτό σώμα. Δημιουργήθηκε από μια μέση τιμή για κάθε κοινωνικό παράγοντα και η ανάλυση έγινε για κάθε παράγοντα χωριστά. Η εσωτερική συνοχή των 2 ερωτήσεων ήταν για τον παράγοντα «προπονήτρια» Cronbach α αρχική =.82, Cronbach α τελική =.88, για τους γονείς Cronbach α αρχική =.83, Cronbach α τελική =.85, για τους φίλους 78

98 Μεθοδολογία Cronbach α αρχική =.67, Cronbach α τελική =.47, και για τους ειδικούς της ρυθμικής Cronbach α αρχική =.57, Cronbach α τελική =.72. Οι Durkin et al. (2005) δεν αναφέρουν στην έρευνά τους δείκτες εσωτερικής συνοχής Κλίμακα γενικής αυτοεκτίμησης (Rosenberg, 1965). Αξιολογεί μέσα από 10 ερωτήσεις τη γενική αυτοεκτίμηση (global self-esteem). Οι μισές ερωτήσεις (1, 3, 4, 7, 10) έχουν θετική διατύπωση αξιολογούν δηλαδή την υψηλή γενική αυτοεκτίμηση, ενώ οι άλλες μισές ερωτήσεις (2, 5, 6, 8, 9) αξιολογούν τη χαμηλή γενική αυτοεκτίμηση. Οι απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις δίνονται σε 4-βάθμια κλίμακα Likert (1=διαφωνώ τελείως, 2=διαφωνώ, 3=συμφωνώ, 4=συμφωνώ τελείως). Γίνεται αντιστροφή των αρνητικών απαντήσεων. Η εσωτερική συνοχή στην αρχική μέτρηση ήταν α αρχική =.75, ενώ στην τελική μέτρηση ήταν α τελική =.76. Για κάθε μέτρηση δημιουργήθηκε μια μεταβλητή. Υπάρχουν έρευνες που χρησιμοποίησαν την κάθε ερώτηση ως ξεχωριστό παράγοντα (π.χ. Johnson, Powers, & Dick, 1999) Αυτοεκτίμηση εξωτερικής εμφάνισης (Παπάνης, 2004). Χρησιμοποιήθηκε ο παράγοντας «Αυτοεκτίμηση εξωτερικής εμφάνισης» του ερωτηματολογίου Ελληνική Κλίμακα Μέτρησης Αυτοεκτίμησης του Παπάνη (2004). Αξιολογεί την αυτοεκτίμηση του ατόμου (ηλικίας ετών) για την εξωτερική του εμφάνιση μέσα από 9 ερωτήσεις. Σε κάθε πρόταση η απάντηση κυμαίνονταν από «διαφωνώ απόλυτα» μέχρι «συμφωνώ απόλυτα». Σε όλες τις ερωτήσεις πραγματοποιείται αντιστροφή των απαντήσεων, έτσι ώστε υψηλότερα σκορ να δηλώνουν υψηλότερη αυτοεκτίμηση. Η υψηλότερη δυνατή επίδοση του παράγοντα ήταν 54 και η χαμηλότερη δυνατή επίδοση 9. Η εσωτερική συνοχή των ερωτήσεων ήταν στην αρχική μέτρηση α αρχ =.71, ενώ στην τελική μέτρηση α τελ = Δείκτης Μάζας Σώματος: υπολογίστηκε με βάση το ύψος και το βάρος των συμμετεχόντων και σύμφωνα με τον τύπο Σωματικό Βάρος (Kg)/ ύψος (m 2 ). 79

99 Μεθοδολογία Ερωτηματολόγιο αξιολόγησης της πηγής: χρησιμοποιήθηκαν οι ερωτήσεις που προτείνονται στην έρευνα του Rosen (2000). Οι ερωτήσεις ήταν τέσσερις και αξιολογούσαν κατά πόσο ο/η συντάκτης του προγράμματος ήταν καλά πληροφορημένη σχετικά με το θέμα, πειστική, κατά πόσο γνώριζε πολλά σχετικά και τέλος κατά πόσο ήταν αξιόπιστη. Οι απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις δίνονται σε 7-βάθμια κλίμακα τύπου Likert (+3 = πολύ αξιόπιστη,-3 =καθόλου αξιόπιστη). Υψηλότερες τιμές δήλωναν θετικότερη αξιολόγηση της πηγής Κλίμακα Αξιολόγησης της αντιλαμβανόμενης αποτελεσματικότητας του προγράμματος: χρησιμοποιήθηκαν οι ερωτήσεις που προτείνονται από τους Petty και Cacioppo (1986) για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του μηνύματος. Οι ερωτήσεις ήταν οι ακόλουθες: α) Σε ποιο βαθμό νοιώθεις ότι το πρόγραμμα που παρακολούθησες ήταν αποτελεσματικό; β) Σε ποιο βαθμό νοιώθεις ότι το πρόγραμμα αυτό σε έπεισε; Οι απαντήσεις δίνονταν σε 9-θμια κλίμακα «1- καθόλου αποτελεσματικό, 9-πολύ αποτελεσματικό». Η εσωτερική συνοχή των ερωτήσεων σύμφωνα με το δείκτη Cronbach α ήταν ικανοποιητική (α=.85). Ο μέσος όρος των δύο απαντήσεων αποτέλεσε τον παράγοντα «αντιλαμβανόμενη αποτελεσματικότητα του προγράμματος» Ερωτηματολόγιο αξιολόγησης του προγράμματος. Βασίστηκε στον τρόπο αξιολόγησης των Paxton, Wertheim, Pilawski, Durkin, και Holt (2002), οι οποίοι το χρησιμοποίησαν για αξιολόγηση σύντομων προγραμμάτων-μηνυμάτων για πρόληψη δίαιτας. Περιλαμβάνει δέκα (10) ερωτήσεις με τις οποίες αξιολογείται η σχετικότητα (relevance), η συναισθηματική αντίδραση (emotional response) και η πειστικότητα (believability). Συγκεκριμένα, οι ερωτήσεις για κάθε παράγοντα ήταν οι ακόλουθες: Σχετικότητα Τα θέματα που συζητήσαμε ήταν πολύ βαρετά / πολύ ενδιαφέροντα Τις πληροφορίες τις έχω ξανακούσει / ήταν καινούριες για μένα Το μήνυμα δεν είναι καθόλου / είναι πολύ σημαντικές για μένα Συναισθηματικές αντιδράσεις 80

100 Μεθοδολογία Τα θέματα με έκαναν να νοιώθω πολύ χειρότερα / καλύτερα, σχετικά με το σώμα μου Τα θέματα με έκαναν να ανησυχώ περισσότερο / λιγότερο για το βάρος μου Τα θέματα με έκαναν να νοιώθω τώρα λιγότερο / περισσότερο ευτυχισμένη Τα θέματα πιθανά να με οδηγήσουν σε δίαιτα.../ να μην κάνω δίαιτα Πειστικότητα Οι πληροφορίες δεν με έπεισαν καθόλου / με έπεισαν απόλυτα Τα μηνύματα δεν τα πιστεύω καθόλου / τα πιστεύω απόλυτα Τα μηνύματα δεν τα κατάλαβα καθόλου / τα κατάλαβα τελείως Οι απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις δίνονται σε 5-βάθμια κλίμακα τύπου Likert, με μεγαλύτερα σκορ να δηλώνουν θετικότερη κατεύθυνση των απαντήσεων. Ο έλεγχος της εσωτερικής συνοχής έδειξε ότι οι παράγοντες εμφάνισαν αποδεκτούς δείκτες, όπως φαίνεται παρακάτω. Συγκεκριμένα ο παράγοντας σχετικότητα είχε Cronbach α =.64, ο παράγοντας συναισθηματικές αντιδράσεις είχε Cronbach α=.58, και ο παράγοντας πειστικότητα είχε Cronbach α= Διαδικασία μέτρησης Η έρευνα πραγματοποιήθηκε πριν την έναρξη της αγωνιστικής περιόδου για όλες τις κατηγορίες της ρυθμικής γυμναστικής, ώστε να μην υπάρχει «πίεση» για το σώμα τους από εξωτερικούς παράγοντες, όπως προπονήτριες και γονείς. Οι προπονήτριες των αθλητριών ενημερώθηκαν για τους σκοπούς της έρευνας, τη διαδικασία των μετρήσεων και τον τρόπο διεξαγωγής αποτελεσμάτων. Μετά την ενημέρωση ζητήθηκε η άδεια των αθλητικών συλλόγων και των προπονητριών των συλλόγων, ενώ στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε η ενημέρωση και παροχή άδειας (προφορικής) από τους γονείς των αθλητριών για συμμετοχή τους στην έρευνα, καθώς όλες οι αθλήτριες ήταν ανήλικες. Για τη διεξαγωγή των μετρήσεων χρησιμοποιήθηκαν αίθουσες στα γυμναστήρια (Εθνικό Γυμναστήριο Μίκρας, Γήπεδο Κραχτίδη Δράμας, Γυμναστήριο Νέου Ηρακλείου Αττικής). Στη συνέχεια καθορίστηκε το πρόγραμμα συναντήσεων για κάθε ομάδα αθλητριών. Η ομαδοποίηση έγινε με βάση τις ώρες προπόνησης και την ηλικία των 81

101 Μεθοδολογία αθλητριών, ώστε να υπάρχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ηλικιακή ομοιογένεια και όσο το δυνατόν μικρότερη παρεμβολή στο πρόγραμμα των προπονήσεων. Πραγματοποιήθηκε η συλλογή των δεδομένων της αρχικής μέτρησης και στη συνέχεια ακολούθησε η υλοποίηση του παρεμβατικού προγράμματος. Η συλλογή των δεδομένων ήταν ανώνυμη, με μόνο ενδεικτικό στοιχείο ταυτότητας την ημερομηνία γέννησης και το σύλλογο στον οποίο ανήκαν οι αθλήτριες, για να είναι εφικτή η σύνδεση των απαντήσεων των 2 μετρήσεων. Το σωματικό ύψος και το σωματικό βάρος δηλώθηκαν από τις ίδιες τις αθλήτριες, γιατί η καταμέτρησή τους από ένα άλλο άτομο θα επηρέαζε την εμπιστοσύνη, παράγοντας που σύμφωνα με τη θεωρία της Πειθούς μειώνει την αλλαγή των στάσεων. Στην ομάδα ελέγχου η συλλογή των δεδομένων έγινε από ερευνήτρια η οποία είχε γνώσεις σχετικές με τα θέματα που περιλαμβάνονταν. Διασφαλίστηκε ότι δεν θα υπάρξει κανένα πρόγραμμα παρέμβασης στα άτομα της ομάδας ελέγχου, καθώς ακόμη και προγράμματα παρέμβασης με διαφορετικό στόχο μπορεί να περιλαμβάνουν τη διδασκαλία ψυχολογικών δεξιοτήτων (δεξιοτήτων ζωής) οι οποίες αποτελούσαν κομμάτι της παρούσας παρέμβασης. Υπάρχουν μια σειρά από αδυναμίες της παρούσας έρευνας. Συγκεκριμένα, η μεγαλύτερη αδυναμία της έρευνας ήταν το σχετικά μικρό δείγμα. Ωστόσο δεν ήταν εφικτό να συμμετάσχουν περισσότερες αθλήτριες, καθώς την περίοδο που πραγματοποιήθηκε η παρέμβαση δεν υπήρχαν άλλες αθλήτριες ρυθμικής αυτών των ηλικιών στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Το πρόγραμμα παρέμβασης δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ταυτόχρονα και σε άλλες πόλεις για να αυξηθεί ο αριθμός των συμμετεχουσών. Εφαρμογή και σε άλλες πόλεις δε θα μπορούσε να γίνει από το ίδιο πρόσωπο, ενώ αν το πρόγραμμα υλοποιούνταν από άλλο πρόσωπο θα διαφοροποιούνταν η αποτελεσματικότητά του, καθώς θα άλλαζε η «πηγή- πομπός των μηνυμάτων». Επίσης, δεν ήταν εφικτή η εφαρμογή του προγράμματος σε μεταγενέστερο χρόνο καθώς οι προπονητικές συνθήκες δεν θα ήταν οι ίδιες (πχ. λόγω έναρξης αγωνιστικής περιόδου, ή άλλων συνθηκών). Δεν πραγματοποιήθηκε επαναξιολόγηση των υπό μελέτη παραγόντων, καθώς άλλαξε ο αρχικός αγωνιστικός σχεδιασμός της Ελληνικής Γυμναστικής Ομοσπονδίας. Συγκεκριμένα πραγματοποιήθηκαν αγώνες νωρίτερα από τον αρχικό αγωνιστικό σχεδιασμό, έτσι ώστε για κάποιες αθλήτριες αμέσως μετά τη λήξη του 82

102 Μεθοδολογία προγράμματος να ξεκινήσει η αγωνιστική περίοδος. Το πρόγραμμα δεν ήταν δυνατόν να συνεχιστεί σε μεταγενέστερο χρόνο καθώς είχαν ήδη δοθεί τα πρώτα σχετικά ερεθίσματα. Η αναστάτωση από την αλλαγή του αγωνιστικού σχεδιασμού οδήγησε σε μια σειρά συνεπειών, οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να ελεγχθούν, αλλά πιθανά θα επηρέαζαν την παρέμβαση (π.χ. αλλαγή προπονητριών, αποδέσμευση αθλητριών, κ.ά.). Μια επιπλέον αδυναμία της έρευνας ήταν o μη έλεγχος και περιορισμός της επίδρασης των γονέων. Ωστόσο, η όποια επίδραση (θετική ή αρνητική) υπήρχε στην ομάδα παρέμβασης υπήρχε και στην ομάδα ελέγχου. Στο πρόγραμμα παρέμβασης επιδιώχθηκε οι αθλήτριες να είναι πομποί μηνυμάτων προς τους γονείς και όχι το αντίστροφο Σχεδιασμός της έρευνας Ως ανεξάρτητες μεταβλητές στην έρευνα χρησιμοποιήθηκαν οι δύο πειραματικές ομάδες, ομάδα παρέμβασης και ομάδα ελέγχου. Ως εξαρτημένες μεταβλητές χρησιμοποιήθηκε ο παράγοντας μέτρηση με 2 επίπεδα (αρχική- τελική). Στον Πίνακα 1. παρουσιάζονται οι εξαρτημένες μεταβλητές. Πραγματοποιήθηκε περιγραφική στατιστική ανάλυση (μέσοι όροι, τυπικές αποκλείσεις), αναλύσεις συσχετίσεων με το δείκτη r του Pearson, ενώ για τον έλεγχο των πιθανών διαφορών μεταξύ των πειραματικών ομάδων και μεταξύ των μετρήσεων (αρχικήτελική) έγιναν αναλύσεις διακύμανσης επαναλαμβανόμενων μετρήσεων. Ως ανεξάρτητη μεταβλητή χρησιμοποιήθηκε ο παράγοντας «ομάδα», με 2 επίπεδα (παρέμβασης, ελέγχου), ενώ ως εξαρτημένες χρησιμοποιήθηκαν οι παράγοντες των ερωτηματολογίων. Για τους παράγοντες που αξιολογήθηκαν μόνο στην αρχική μέτρηση εξετάστηκαν οι πιθανές διαφορές των δύο πειραματικών ομάδων με t- test. 83

103 Μεθοδολογία Πίνακας 1. Συγκεντρωτική παρουσίαση των ερωτηματολογίων και των παραγόντων τους. ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Διατροφικές στάσεις Διατροφικές στάσεις Αυτοεκτίμηση εικόνας σώματος Προσανατολισμοί στόχων επίτευξης Αντίληψη κλίματος παρακίνησης στο αθλητισμό Αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) Κλίμακα γενικής αυτοεκτίμησης Αυτοεκτίμηση εξωτερικής εμφάνισης Ερωτηματολόγιο αξιολόγησης της πηγής Κλίμακα Αξιολόγησης της αντιλαμβανόμενης αποτελεσματικότητας του προγράμματος Ερωτηματολόγιο αξιολόγησης του προγράμματος ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ Συνολικό σκορ διατροφικών στάσεων (ΕΑΤ-26) 1: «ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος» 2: «βουλιμία και ενασχόληση με το φαγητό» 3: «έλεγχος της πράξης του τρώγειν» Συνολική ΕΙΚΟΝΑ ΣΩΜΑΤΟΣ 1: Εμφάνιση 2: Βάρος 3: Άλλοι 1. Προσωπικός προσανατολισμός στη μάθηση 2. Προσωπικός προσανατολισμός στο εγώ 1. Κλίμα παρακίνησης στη μάθηση 2. Κλίμα παρακίνησης στο εγώ 1. Γονείς 2. Φίλοι 3. Προπονήτρια 4. Ειδικοί ρυθμικής Βάρος (Kgr)/ ύψος 2 (cm) Γενική αυτοεκτίμηση Αυτοεκτίμηση για την εξωτερική εικόνα του σώματος Αξιολόγηση πηγής Αντιλαμβανόμενη αποτελεσματικότητα προγράμματος σχετικότητα συναισθηματική αντίδραση πειστικότητα 3.5. Περιγραφή του προγράμματος παρέμβασης Το πρόγραμμα βασίστηκε στα αντίστοιχα προγράμματα των Durkin, Paxton, και Wertheim (2005) και το πρόγραμμα Everybody s different το οποίο αναλύεται 84

104 Μεθοδολογία στη βιβλιογραφική ανασκόπηση. Η αρχική θεματολογία τροποποιήθηκε κατάλληλα από ειδικούς του χώρου της ρυθμικής γυμναστικής για να ανταποκρίνεται στις αθλήτριες της ρυθμικής γυμναστικής. Με τον τρόπο αυτό τα μηνύματα των συνεδριών ήταν περισσότερο «σχετικά» προς τη συγκεκριμένη ομάδα (αύξηση της σχετικότητας). Στη συνέχεια αναπτύχθηκαν τα περιεχόμενα των συνεδριών έτσι ώστε να καλύπτονται οι αρχές της θεωρίας της Πειθούς και του Μοντέλου των Πιθανών Τρόπων επεξεργασίας μηνυμάτων. Το πρόγραμμα παρέμβασης διήρκησε 3 μήνες για κάθε ομάδα αθλητριών, 10 εβδομάδες παρέμβασης και δύο εβδομάδες αξιολόγησης (αρχική και τελική). Κάθε εβδομάδα πραγματοποιούνταν μια συνάντηση-συνεδρία με κάθε ομάδα αθλητριών, διάρκειας περίπου Οι ομάδες των αθλητριών ήταν ολιγομελείς, με βάση το σύλλογο και την ηλικία τους. Με τον τρόπο αυτό ήταν εφικτή να αναπτυχθεί η οικειότητα μεταξύ των ατόμων (συμμετεχουσών και διδάσκουσας) και ένα κλίμα δημιουργικό και φιλικό. Οι συνεδρίες πραγματοποιούνταν σε αίθουσα μέσα στο χώρο του γυμναστήριου, όπου όμως επικρατούσαν συνθήκες ησυχίας, ηρεμίας και άνεσης. Η επιλογή του χώρου έγινε για να είναι οικείο και άμεσα συνδεδεμένος με το άθλημα (αποτέλεσε έναν έμμεσο υπαινιγμό για ενίσχυση της πειθούς). Σε κάθε αθλήτρια δόθηκε ειδικός χρωματιστός φάκελος-portfolio ο οποίος ήταν προσωπικός και σε αυτόν τοποθετούνταν το υλικό της κάθε συνάντησης. Στο τέλος του προγράμματος ο φάκελος παρέμεινε στην κάθε αθλήτρια. Όσον αφορά το σχεδιασμό του προγράμματος παρέμβασης, κάθε συνεδρία είχε συγκεκριμένο σκοπό και εκπαιδευτικούς στόχους. Οι συνεδρίες 2, 5 και 10 υποστηρίζονταν από ηλεκτρονικό υπολογιστή για την παρουσίαση μέσα από το πρόγραμμα power point και την παρουσίαση βίντεο. Στο Παράρτημα II υπάρχει το πλήρες τετράδιο των συναντήσεων. Στην αρχή της κάθε συνάντησης ελέγχονταν οι πιθανές εργασίες από την προηγούμενη συνάντηση, σχολιάζονταν προσωπικά για την κάθε μία αθλήτρια και δίνονταν ανατροφοδότηση μέσα από σχολιασμό και καθοδήγηση. Στη συνέχεια δίνονταν το υλικό της νέας συνάντησης. Επιλέχθηκε να μην δοθεί εξαρχής ολόκληρο το υλικό για να μην έχουν οι αθλήτριες τη δυνατότητα να διαβάσουν και ενημερωθούν για τη θεματολογία των επόμενων συναντήσεων καθώς ο προβληματισμός ήταν διδακτική μέθοδος του προγράμματος. Χρησιμοποιήθηκαν: 85

105 Μεθοδολογία παθητικές μέθοδοι διδασκαλίας, όπως προβολή power point, βίντεο, προβολή ή παρουσίαση εικόνων, πληροφορίες, και ενεργητικές μέθοδοι διδασκαλίας, όπως ερωτηματολόγια, ερωτήσεις προβληματισμού, καταιγισμό ιδεών, ανάκληση εμπειριών, καταγραφή σύντομου κειμένου είτε ατομικά είτε σε ομάδα, ανάκληση πληροφοριών (μέσα από τη δημιουργία του σλόγκαν της ημέρας) και τέλος βιωματικές μεθόδους. Οι δραστηριότητες του προγράμματος διαχωρίζονταν σε: ατομικές, όπου η κάθε αθλήτρια έπρεπε να εκτελέσει δραστηριότητες μόνη της (π.χ. 1 η συνάντηση, δραστηριότητα 1), δραστηριότητες σε ομάδες με άλλες αθλήτριες (πχ. σύνταξη του μηνύματος της ημέρας), δραστηριότητες εκτός της συνάντησης ατομικές ή σε συνεργασία με τους γονείς (π.χ. 4 η συνάντηση, δραστηριότητα σελίδας 10-5 η συνάντηση, δραστηριότητα σελίδας 14). Στο πρόγραμμα χρησιμοποιήθηκαν άμεσοι και έμμεσοι υπαινιγμοί για την ενίσχυση της πειθούς των αθλητριών, σύμφωνα με τη θεωρία της Πειθούς (Petty & Cacioppo, 1987). Άμεσοι υπαινιγμοί ήταν για παράδειγμα οι συνέπειες των διατροφικών διαταραχών στο σώμα και την καριέρα των αθλητριών, σχετικά στατιστικά στοιχεία από επιστημονικές έρευνες, οι ερμηνεία των συμπτωμάτων του στρες όταν η αθλήτρια της ρυθμικής αγωνίζεται, κλπ. Παραδείγματα έμμεσων υπαινιγμών (εκτός της επιλογής του χώρου πραγματοποίησης των συναντήσεων) ήταν η παρουσίαση των ιδιοτήτων της ερευνήτριας (1 η συνάντηση), οι εικόνες αθλητών και αθλητριών από άλλα αθλήματα καθώς και αθλητριών ρυθμικής (2 η συνάντηση), σχόλια αθλητριών, εικόνες αθλητριών ρυθμικής που αυτοσυγκεντρώνονται (8 η συνάντηση), κλπ. Για την αύξηση της παρακίνησης για πειθώ (motivation to comply) χρησιμοποιήθηκαν συγκεκριμένες δραστηριότητες και διδακτικοί μέθοδοι. Για παράδειγμα, σε όλες τις θεματικές ενότητες υπήρχε συσχέτιση και συνάφεια με το άθλημα της ρυθμικής. Στη συνάντηση με θέμα τις διατροφικές διαταραχές παρουσιάστηκαν ερευνητικά δεδομένα από τις έρευνες σε τυπικό πληθυσμό αλλά και ερευνητικά δεδομένα συγκεκριμένα από το άθλημα της ρυθμικής συγκρινόμενα και σχετιζόμενα με έρευνες σε άλλα αθλήματα. Σχεδόν σε κάθε συνάντηση, μετά 86

106 Μεθοδολογία τον σχολιασμό των θεμάτων της προηγούμενης ενότητας, πραγματοποιούνταν μια δραστηριότητα ερώτησης-απάντησης για να ανακαλέσουν είτε γνώσεις είτε προσωπικές εμπειρίες από την ενασχόλησή τους με τη ρυθμική είτε από τη ζωή τους γενικότερα (π.χ. 7 η συνάντηση «Κλείσε τα μάτια σου για μια στιγμή και θυμήσου τι ένοιωσες την προηγούμενη μέρα από έναν αγώνα, πώς ένοιωθες τη μέρα του αγώνα, πώς ένοιωθες μετά τον αγώνα») Στατιστική ανάλυση Για τη στατιστική ανάλυση χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο SPSS 15. Συγκεκριμένα χρησιμοποιήθηκαν ο έλεγχος των μέσων όρων και των τυπικών αποκλίσεων, ο έλεγχος εσωτερικής συνοχής Cronbach α, οι συγκρίσεις των μέσων όρων (t-tests), η ανάλυση συσχετίσεων r του Pearson και αναλύσεις επαναλαμβανόμενων μετρήσεων (repeated measures ANOVA). 87

107 Μεθοδολογία 88

108 Αποτελέσματα ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 4.1. Περιγραφικά χαρακτηριστικά Στον Πίνακα 2. παρουσιάζονται οι μέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις για κάθε παράγοντα για το σύνολο των συμμετεχουσών, καθώς και για κάθε πειραματική ομάδα ξεχωριστά (παρέμβασης, ελέγχου). Σχετικά με το συνοπτικό παράγοντα των διατροφικών στάσεων, όσες συμμετέχουσες είχαν βαθμολογία 20, δηλαδή εμφάνιζαν τάση για διατροφικές διαταραχές ήταν πριν και μετά την παρέμβαση 13 άτομα. Στην ομάδα παρέμβασης 5 άτομα (17.2%) εμφάνισαν τάση για διατροφικές διαταραχές, ενώ για την ομάδα ελέγχου 8 άτομα (40%). Ο ΔΜΣ παρουσίασε μέσο όρο (ΤΑ= 1.65), χωρίς να διαφέρουν μεταξύ τους οι συμμετέχουσες της ομάδας παρέμβασης και της ομάδας ελέγχου (p=.15). Στους προσανατολισμούς στόχων επίτευξης όλες οι συμμετέχουσες εμφάνισαν υψηλότερο μέσο όρο στον προσανατολισμό στη μάθηση από ότι στον προσανατολισμό στο εγώ (t 47 =10.31, p<.001), χωρίς να διαφέρουν οι δύο πειραματικές ομάδες (στόχος στη μάθηση: p=.62, στόχος στο εγώ: p=.60). Στον αντιλαμβανόμενο κλίμα παρακίνησης οι συμμετέχουσες είχαν υψηλότερο μέσο όρο στο κλίμα προσανατολισμένο στη μάθηση από ότι στο εγώ (t 47 =16.54, p<.001), ενώ και πάλι δε διέφεραν οι πειραματικές ομάδες (κλίμα προσανατολισμένο στην μάθηση: p=.32, κλίμα προσανατολισμένο στο εγώ: p=.20), (Πίνακας 2). 89

109 Αποτελέσματα Πίνακας 2. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις όλων των παραγόντων. Διατροφικές Στάσεις (συνοπτικός παράγοντας) Σύνολο Ομάδα παρέμβασης Ομάδα ελέγχου συμμετεχόντων Πριν Μετά Πριν Μετά Πριν Μετά Μ (ΤΑ) Μ (ΤΑ) Μ (ΤΑ) Μ (ΤΑ) Μ (ΤΑ) Μ (ΤΑ) (10.40) (8.39) (11.05) (7.66) (9.65) (8.52) Ενασχόληση με δίαιτες.79 (.62).64 (.50).75 (.63).49 (.08).85 (.61).88 (.52) αδυνατίσματος Βουλιμία και.45 (.51).29 (.47).47 (.46).18 (.20).42 (.59).47 (.68) ενασχόληση με το φαγητό Έλεγχος της πράξης.74 (.53).62 (.57).78 (.59).67 (.66).69 (.45).53 (.38) του τρώγειν Εκτίμηση Εικόνας σώματος (συνοπτικός παράγοντας) (14.45) (14.21) (13.39) (11.39) (16.15) (14.85) Εμφάνιση 2.72 (.74) 2.76 (.68) 2.72 (.74) 2.96 (.62) 2.72 (.77) 2.45 (.66) Βάρος 2.37 (.90) 2.48 (.84) 2.43 (.81) 2.80 (.60) 2.27 (1.02) 1.97 (.91) Άλλοι 2.65 (.69) 2.63 (.76) 2.73 (.68) 2.82 (.73) 2.54 (.70) 2.33 (.72) Προσωπικός προσανατολισμός στη μάθηση Προσωπικός προσανατολισμός στο εγώ Κλίμα παρακίνησης στη μάθηση Κλίμα παρακίνησης στο εγώ Συνολική Αντιλαμβανόμενη πίεση από τους άλλους Αντιλαμβανόμενη πίεση από τους Γονείς Αντιλαμβανόμενη πίεση από τους Φίλους Αντιλαμβανόμενη πίεση από την Προπονήτρια 4.11 (.56) (.50) (.64) (.94) (.84) (1.07) 4.25 (.30) (.28) (.31) (.62) (.54) (.70) (.90) 2.12 (.75) 2.34 (.93) 1.99 (.67) 2.29 (.88) 2.33 (.83) 2.09 (1.13) 1.83 (1.06) 2.24 (1.15) 1.83 (1.05) 1.87 (1.09) (1.11) 1.52 (.78) 1.29 (.58) 1.69 (.88) 1.36 (.65) 1.27 (.55) 1.17 (.42) 2.94 (1.26) Αντιλαμβανόμενη πίεση 2.73 από τους Ειδικούς της ρυθμικής (1.15) ΔΜΣ (1.65) 2.89 (1.25) 2.46 (1.23) 2.84 (1.24) 2.59 (1.02) (1.67) 2.62 (1.21) 3.07 (1.32) 2.14 (.86) 2.95 (1.33) (1.58) 3.33 (1.24) 2.97 (1.33) Γενική αυτοεκτίμηση 2.76 (.45) 3.06 (.48) 2.86 (.46) 3.20 (.39) 2.62 (.40) 2.83 (.55) Αυτοεκτίμηση εξωτερικής εμφάνισης 3.96 (.79) 3.89 (.80) 3.72 (.71) 3.84 (.77) 4.29 (.79) 3.96 (.85) - 90

110 Αποτελέσματα 4.2. Συσχετίσεις μεταξύ των παραγόντων πριν και μετά την παρέμβαση. Ο δείκτης Pearson r χρησιμοποιήθηκε για τον έλεγχο συσχέτισης μεταξύ των παραγόντων πριν και μετά την παρέμβαση, για το σύνολο των συμμετεχουσών όσο και για τις δύο πειραματικές ομάδες ξεχωριστά. Ως επίπεδο σημαντικότητας ορίστηκε p<.05. Οι διατροφικές στάσεις συσχετίζονταν σημαντικά και θετικά με το ΔΜΣ (r=.52, p<.01), την αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από όλους τους σημαντικούς άλλους (r=.50, p<.01) ενώ σημαντικά και αρνητικά με την αυτοεκτίμηση εξωτερικής εμφάνισης (r=-.37, p<.01). Η αυτοεκτίμηση εξωτερικής εμφάνισης συσχετίζεται αρνητικά με το κλίμα στη μάθηση (r=-.30, p<.05) και το προσανατολισμένο κλίμα στο εγώ (r=-.35, p<.05). Η συσχέτιση της αντιλαμβανόμενης πίεσης για λεπτό σώμα από τους σημαντικούς άλλους και των διατροφικών στάσεων εντοπίζεται στον παράγοντα ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος (r=.59, p<.01), ενώ επίσης συσχετίζεται σημαντικά με την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση του βάρους (r=-.49, p<.01). Όταν η αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα εξετάζεται ξεχωριστά για κάθε παράγοντα παρατηρείται ότι η αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από την προπονήτρια σχετίζεται με τις διατροφικές στάσεις (r=.41, p<.01), συγκεκριμένα με τον παράγοντα ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος (r=.55, p<.01), και την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση της εικόνας του σώματος (r=-.43, p<.01), συγκεκριμένα με τον παράγοντα αντιλαμβανόμενη εκτίμηση του βάρους (r=-.59, p<.01). Η αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους γονείς συσχετίζεται με τις διατροφικές στάσεις (r=.35, p<.05), συγκεκριμένα με τον παράγοντα ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος (r=.55, p<.01), και την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση της εικόνας του σώματος (r=-.47, p<.01), συγκεκριμένα με τον παράγοντα αντιλαμβανόμενη εκτίμηση του βάρους (r=-.52, p<.01) και τον παράγοντα αντιλαμβανόμενη εκτίμηση της εμφάνισης (r=-.36, p<.05). Η αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους φίλους συσχετίζονταν σημαντικά με τις διατροφικές στάσεις (r=.51, p<.01) και συγκεκριμένα τον παράγοντα έλεγχος του τρώγειν (r=-.40, p<.01). Η αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους ειδικούς συσχετίζονταν σημαντικά με τις διατροφικές στάσεις (r=.43, 91

111 Αποτελέσματα p<.01), συγκεκριμένα με τον παράγοντα ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος (r=.51, p<.05) και με την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση του βάρους (r=-.51, p<.01). Μετά την παρέμβαση για το σύνολο των συμμετεχουσών η αντιλαμβανόμενη εκτίμηση της εικόνας του σώματος συσχετίζονταν σημαντικά με την ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος (r=-.31, p<.05), με τη βουλιμία και ενασχόληση με το φαγητό (r=-.36, p<.05) και τον έλεγχο της πράξης του τρώγειν (r=.361 p<.05). Ο παράγοντας αντιλαμβανόμενη εκτίμηση της εμφάνισης συσχετίζονταν με τη βουλιμία και ενασχόληση με το φαγητό (r=-.33, p<.05) και τον έλεγχο της πράξης του τρώγειν (r=.32, p<.05). Ο παράγοντας αντιλαμβανόμενη εκτίμηση του βάρους συσχετίζονταν με την ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος (r=-.40, p<.01) και τη βουλιμία -ενασχόληση με το φαγητό (r=-.40, p<.01). Η αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους σημαντικούς άλλους συσχετίζονταν με τις διατροφικές στάσεις (r=.43, p<.01), την ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος (r=.53, p<.01), τη βουλιμία-ενασχόληση με το φαγητό (r=.33, p<.05), την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση της εικόνας του σώματος (r=-.47, p<.01), την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση της εμφάνισης (r=-.37, p<.05), αντιλαμβανόμενη εκτίμηση του βάρους (r=-.55, p<.01) και αντιλαμβανόμενη απόδοση εικόνας σώματος από τους άλλους (r=-.31, p<.05). Η αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από την προπονήτρια συσχετίζονταν με τις διατροφικές στάσεις (r=.41, p<.01), την ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος (r=.56, p<.01), τη βουλιμία και ενασχόληση με το φαγητό (r=.31, p<.05), την αντιλαμβανόμενη εικόνα του σώματος (r=-.46, p<.01), την αντιλαμβανόμενη εικόνα της εμφάνισης (r=-.36, p<.05) και την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση του βάρους (r=-.57, p<.01). Η αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους γονείς συσχετίζονταν με τις διατροφικές στάσεις (r=.40, p<.01), την ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος (r=.45, p<.01), την αντιλαμβανόμενη εικόνα του σώματος (r=-.29, p<.05) και την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση του βάρους (r=-.36, p<.05). Η αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους ειδικούς συσχετίζονταν με τις διατροφικές στάσεις (r=.31, p<.05), την ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος (r=.35, p<.05), τη βουλιμία και ενασχόληση με το φαγητό (r=.35, p<.05), την αντιλαμβανόμενη εικόνα του σώματος (r=-.46, p<.01), την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση της 92

112 Αποτελέσματα εμφάνισης (r=-.38, p<.01), την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση του βάρους (r=-.48, p<.01) και την αντιλαμβανόμενη απόδοση εικόνας σώματος από τους άλλους (r=-.35, p<.05). Εξετάζοντας τις συσχετίσεις ξεχωριστά για τις δύο πειραματικές ομάδες παρατηρήθηκε ότι: για την ομάδα παρέμβασης η αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους σημαντικούς άλλους συσχετίζονταν με τις διατροφικές στάσεις (r=.37, p<.05) και την ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος (r=.46, p<.01). η αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από την προπονήτρια συσχετίζονταν με τις διατροφικές στάσεις (r=.37, p<.05), την ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος (r=.54, p<.01) και την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση του βάρους (r=-.46, p<.01). Η αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους γονείς συσχετίζονταν μόνο με τις διατροφικές στάσεις (r=.41, p<.05) και την ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος (r=.41, p<.05). Η αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους ειδικούς της ρυθμικής συσχετίζονταν μόνο με την αυτοεκτίμηση της εξωτερικής εμφάνισης (r=-.48, p<.01). Στην ομάδα ελέγχου η αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους σημαντικούς άλλους συσχετίζονταν με την ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος (r=.52, p<.01), τον έλεγχο της πράξης του τρώγειν (r=-.48, p<.05), την αντιλαμβανόμενη εικόνα του σώματος (r=-.59, p<.05), την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση του βάρους (r=-.67, p<.01) και την αντιλαμβανόμενη απόδοση εικόνας σώματος από τους άλλους (r=-.52, p<.05). Η αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από την προπονήτρια συσχετίζονταν με τον έλεγχο της πράξης του τρώγειν (r=-.58, p<.05) και την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση του βάρους (r=-.60, p<.01). Η αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους γονείς συσχετίζονταν με την ενασχόληση με δίαιτες αδυνατίσματος (r=.59, p<.01), την αντιλαμβανόμενη εικόνα του σώματος (r=-.68, p<.01), την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση της εμφάνισης (r=-.54, p<.05), την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση του βάρους (r=-.73, p<.01) και την απόδοση εικόνας σώματος από τους άλλους (r=-.59, p<.01). Η αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους ειδικούς της ρυθμικής συσχετίζονταν μόνο με την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση του βάρους (r=-.48, p<.05). 93

113 Αποτελέσματα Η γενική αυτοεκτίμηση συσχετίζονταν με την αντιλαμβανόμενη εικόνα του σώματος τόσο πριν την παρέμβαση (r=.42, p<.01) όσο και μετά την παρέμβαση (r=.51, p<.01). Για την ομάδα παρέμβασης η γενική αυτοεκτίμηση συσχετίζονταν με την αντιλαμβανόμενη εικόνα του σώματος μόνο μετά την παρέμβαση (r=.53, p<.01). Αντίθετα για την ομάδα ελέγχου η σχέση της γενικής αυτοεκτίμησης και την αντιλαμβανόμενης εικόνας του σώματος ήταν σημαντική μόνο στην αρχική μέτρηση (r=.68, p<.01) Διαφορές μεταξύ των πειραματικών ομάδων Για τον έλεγχο των διαφορών μεταξύ των 2 πειραματικών ομάδων (παρέμβασης, ελέγχου) πριν και μετά την παρέμβαση έγιναν αναλύσεις διακύμανσης επαναλαμβανόμενων μετρήσεων. Ως ανεξάρτητη μεταβλητή χρησιμοποιήθηκε ο παράγοντας «ομάδα», με 2 επίπεδα (παρέμβασης, ελέγχου), ενώ ως εξαρτημένες χρησιμοποιήθηκαν οι παράγοντες : διατροφικές στάσεις (συνολικός παράγοντας), και o ενασχόληση με δίαιτες o βουλιμία και ενασχόληση με το φαγητό o έλεγχος της πράξης του τρώγειν Αντιλαμβανόμενη εκτίμηση εικόνας σώματος (συνολικός παράγοντας), και o εκτίμηση της εμφάνισης o εκτίμηση του βάρους o εκτίμηση της εικόνας του σώματος που έχουν οι άλλοι Αυτοεκτίμηση εξωτερικής εμφάνισης Συνολική αντιλαμβανόμενη πίεση από τους σημαντικούς άλλους και από κάθε παράγοντας ξεχωριστά o προπονήτρια o ειδικοί o γονείς o φίλοι Γενική αυτοεκτίμηση Κάθε εξαρτημένη είχε 2 επίπεδα (τις 2 μετρήσεις: πριν και μετά την παρέμβαση). Για τον έλεγχο των διαφορών στην αλληλεπίδραση των εξεταζόμενων παραγόντων 94

114 Αποτελέσματα με το χρόνο για περαιτέρω ανάλυση χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης ίχνος Pillais. Όπου ήταν στατιστικά σημαντικός, πραγματοποήθηκαν αναλύσεις διακύμανσης (one-way ANOVA) για την υπο-εξέταση εξαρτημένη μεταβλητή για κάθε χρονική στιγμή (δηλαδή αρχική μέτρηση πριν την παρέμβαση και τελική μέτρηση μετά την παρέμβαση). Τέλος, έγιναν για κάθε εξαρτημένη μεταβλητή και για κάθε πειραματική ομάδα αναλύσεις paired t-test. Αναλυτικά: Διατροφικές στάσεις Η ανάλυση επαναλαμβανόμενων μετρήσεων έδειξε στατιστικώς σημαντική αλληλεπίδραση στις «διατροφικές στάσεις Χ χρόνος» (ίχνος Pillais=.14, F 1,45 = 7.51, p<.01, partial eta squared=.14), δικαιολογώντας περαιτέρω ανάλυση για την εξαρτημένη μεταβλητή. Η περαιτέρω ανάλυση της αλληλεπίδρασης περιελάμβανε one-way ANOVA για την εξαρτημένη μεταβλητή για κάθε χρονική στιγμή και αναλύσεις paired t-test στις δύο μετρήσεις για κάθε μια ομάδα ξεχωριστά. Από τις αναλύσεις διακύμανσης παρατηρήθηκε ότι στην αρχική μέτρηση δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο πειραματικών ομάδων (F 1,48 =.07, p=.79), ενώ στην τελική μέτρηση η διαφορά ήταν στατιστικά σημαντική (F 1,46 = 5.67, p<. 05). Από τους μέσους όρους παρατηρήθηκε ότι ο μέσος όρος της ομάδας παρέμβασης ήταν χαμηλότερος από το μέσο όρο της ομάδας ελέγχου (Πίνακας 2). Η ανάλυση paired t-test έδειξε ότι για την ομάδα παρέμβασης οι μέσοι όροι της αρχικής μέτρησης ήταν υψηλότεροι από τους μέσους όρους της τελικής μέτρησης (t 28 = 2.64, p.01), ενώ για την ομάδα ελέγχου οι μέσοι όροι της αρχικής μέτρηση ήταν χαμηλότεροι από τους μέσους όρους της τελικής μέτρησης t 17 = , p.01) (Γράφημα 1). 95

115 ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ Αποτελέσματα (11.05) (9.65) (5.82) (7.66) Ομάδα Παρέμβασης Ομάδα Ελέγχου ΑΡΧΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΕΛΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ Γράφημα 1. Μέσοι όροι (τυπικές αποκλίσεις) των διατροφικών στάσεων για κάθε πειραματική ομάδα στις δύο μετρήσεις. Ενασχόληση με δίαιτες: Η ανάλυση επαναλαμβανόμενων μετρήσεων έδειξε στατιστικώς σημαντική αλληλεπίδραση στην «ενασχόληση με δίαιτα Χ χρόνος» (ίχνος Pillais=1.93, F 1,45 = 10.75, p<.01, partial eta squared=.19), δικαιολογώντας περαιτέρω ανάλυση για την εξαρτημένη μεταβλητή. Η περαιτέρω ανάλυση της αλληλεπίδρασης περιελάμβανε one-way ANOVA για την εξαρτημένη μεταβλητή για κάθε χρονική στιγμή και αναλύσεις paired t-test για κάθε μια ομάδα ξεχωριστά. Από τις αναλύσεις διακύμανσης παρατηρήθηκε ότι στην αρχική μέτρηση δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο πειραματικών ομάδων (p=.57), ενώ στην τελική μέτρηση η διαφορά ήταν στατιστικά σημαντική (F 1,45 = 8.11, p<. 01). Από τους μέσους όρους παρατηρήθηκε ότι ο μέσος όρος της ομάδας παρέμβασης ήταν χαμηλότερος από το μέσο όρο της ομάδας ελέγχου (Πίνακας 2). Η ανάλυση paired t-test έδειξε ότι για την ομάδα παρέμβασης οι μέσοι όροι της αρχικής μέτρησης ήταν υψηλότεροι από τους μέσους όρους της τελικής μέτρησης (t 28 = 2.73, p.01), ενώ για την ομάδα ελέγχου οι μέσοι όροι της αρχικής μέτρησης ήταν χαμηλότεροι από τους μέσους όρους της τελικής μέτρησης t 17 = , p<.001) (Γράφημα 2). 96

116 Ενασχόληση με δίαιτες Αποτελέσματα 0.75 (.63) 0.85 (.61) 0.88 (.52) 0.49 (.08) Ομάδα Παρέμβασης Ομάδα Ελέγχου ΑΡΧΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΕΛΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ Γράφημα 2. Μέσοι όροι (τυπικές αποκλίσεις) του παράγοντα «Ενασχόληση με δίαιτες» για κάθε πειραματική ομάδα στις δύο μετρήσεις. Βουλιμία: Η ανάλυση επαναλαμβανόμενων μετρήσεων έδειξε στατιστικώς σημαντική αλληλεπίδραση «βουλιμία Χ χρόνος» (ίχνος Pillais=.14, F 1,45 = 7.24, p.01, partial eta squared=.14), δικαιολογώντας περαιτέρω ανάλυση για την εξαρτημένη μεταβλητή. Περαιτέρω ανάλυση της αλληλεπίδρασης περιελάμβανε one-way ANOVA για την εξαρτημένη μεταβλητή για κάθε χρονική στιγμή και αναλύσεις paired t-test για κάθε μια ομάδα ξεχωριστά. Από τις αναλύσεις διακύμανσης παρατηρήθηκε ότι στην αρχική μέτρηση δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο πειραματικών ομάδων (p=.79), ενώ στην τελική μέτρηση η διαφορά ήταν στατιστικά σημαντική (F 1,45 = 4.49, p<. 05). Από τους μέσους όρους παρατηρήθηκε ότι ο μέσος όρος της ομάδας παρέμβασης ήταν χαμηλότερος από το μέσο όρο της ομάδας ελέγχου (Πίνακας 2). Η ανάλυση paired t-test έδειξε ότι για την ομάδα παρέμβασης οι μέσοι όροι της αρχικής μέτρησης ήταν υψηλότεροι από τους μέσους όρους της τελικής μέτρησης (t 28 = 3.51, p<.01), ενώ για την ομάδα ελέγχου οι μέσοι όροι των δύο μετρήσεων δεν διέφεραν στατιστικά σημαντικά (p=.80) (Γράφημα 3). 97

117 Βουλιμία και ενασχόληση με το φαγητό Αποτελέσματα 0.47 (.46) 0.42 (.59) 0.47 (.68) 0.18 (.20) Ομάδα Παρέμβασης Ομάδα Ελέγχου ΑΡΧΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΕΛΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ Γράφημα 3. Μέσοι όροι (τυπικές αποκλίσεις) του παράγοντα «Βουλιμία και ενασχόληση με το φαγητό» για κάθε πειραματική ομάδα στις δύο μετρήσεις. Έλεγχος της πράξης του τρώγειν: Η ανάλυση επαναλαμβανόμενων μετρήσεων έδειξε μη στατιστικώς σημαντική αλληλεπίδραση «Έλεγχος της πράξης του τρώγειν Χ χρόνος» (ίχνος Pillais=.05, p=.91) και γι αυτό το λόγο δεν έγιναν περισσότερες αναλύσεις Αντιλαμβανόμενη εκτίμηση εικόνας σώματος (συνολικός παράγοντας) Η ανάλυση επαναλαμβανόμενων μετρήσεων έδειξε στατιστικώς σημαντική αλληλεπίδραση «Αντιλαμβανόμενη εκτίμηση εικόνας σώματος Χ χρόνος» (ίχνος Pillais=.36, F 1,45 = 25.77, p<.001, partial eta squared=.36), δικαιολογώντας περαιτέρω ανάλυση για την εξαρτημένη μεταβλητή. Η ανάλυση της αλληλεπίδρασης περιελάμβανε one-way ANOVA για την εξαρτημένη μεταβλητή για κάθε χρονική στιγμή και αναλύσεις paired t-test για κάθε μια ομάδα ξεχωριστά. Από τις αναλύσεις διακύμανσης παρατηρήθηκε ότι στην αρχική μέτρηση δεν διέφεραν οι δύο πειραματικές ομάδες (p=.66), ενώ στην τελική μέτρηση οι διαφορές των μέσων όρων των δύο ομάδων ήταν στατιστικά σημαντικές (F 1,45 =11.37, p<.01). Από τους μέσους όρους παρατηρήθηκε ότι η ομάδα παρέμβασης είχε υψηλότερο μέσο όρο από την ομάδα ελέγχου (Πίνακας 2). Η ανάλυση paired t-test έδειξε ότι για την ομάδα παρέμβασης οι μέσοι όροι της αρχικής μέτρησης ήταν χαμηλότεροι από τους μέσους όρους της τελικής 98

118 Εκτίμηση εικόνας σώματος Αποτελέσματα μέτρησης (t 28 = -3.33, p<.01), ενώ για την ομάδα ελέγχου οι μέσοι όροι της αρχικής μέτρησης ήταν υψηλότεροι από τους μέσους όρους της τελικής μέτρησης (t 18 = 6.49, p<.001) (Γράφημα 4) (13.39) (11.39) (16.15) (14.85) Ομάδα Παρέμβασης Ομάδα Ελέγχου ΑΡΧΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΕΛΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ Γράφημα 4. Μέσοι όροι (τυπικές αποκλίσεις) της εξαρτημένης «Αντιλαμβανόμενη εκτίμηση εικόνας σώματος» για κάθε πειραματική ομάδα στις δύο μετρήσεις. Αντιλαμβανόμενη εκτίμηση της εμφάνισης: Η ανάλυση επαναλαμβανόμενων μετρήσεων έδειξε στατιστικώς σημαντική αλληλεπίδραση «Αντιλαμβανόμενη εκτίμηση εμφάνισης Χ χρόνος» (ίχνος Pillais=.20, F 1,45 = 11.10, p<.01, partial eta squared=.20), δικαιολογώντας περαιτέρω ανάλυση για την εξαρτημένη μεταβλητή. Η ανάλυση της αλληλεπίδρασης περιελάμβανε one-way ANOVA για την εξαρτημένη μεταβλητή για κάθε χρονική στιγμή και αναλύσεις paired t-test για κάθε μια ομάδα ξεχωριστά. Από τις αναλύσεις διακύμανσης παρατηρήθηκε ότι στην αρχική μέτρηση δεν διέφεραν οι δύο πειραματικές ομάδες (p=.97), ενώ στην τελική μέτρηση οι διαφορές των μέσων όρων των δύο ομάδων ήταν στατιστικά σημαντικές (F 1,45 =6.99, p.01). Από τους μέσους όρους παρατηρήθηκε ότι η ομάδα παρέμβασης είχε υψηλότερο μέσο όρο από την ομάδα ελέγχου (Πίνακας 2). Η ανάλυση paired t-test έδειξε ότι για την ομάδα παρέμβασης οι μέσοι όροι της αρχικής μέτρησης ήταν χαμηλότεροι από τους μέσους όρους της τελικής μέτρησης (t 28 = -2.29, p<.05), ενώ για την ομάδα ελέγχου οι μέσοι όροι της αρχικής μέτρησης ήταν υψηλότεροι από τους μέσους όρους της τελικής μέτρησης (t 18 = 3.99, p.001) (Γράφημα 5). 99

119 Αντίληψη της εικόνας του σώματος- Εμφάνιση Αποτελέσματα 2.72 (.74) (.62) (.77) 2.45 (.66) Ομάδα Παρέμβασης Ομάδα Ελέγχου ΑΡΧΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΕΛΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ Γράφημα 5. Μέσοι όροι (τυπικές αποκλίσεις) της εξαρτημένης «Αντιλαμβανόμενη εκτίμηση εμφάνισης» για κάθε πειραματική ομάδα στις δύο μετρήσεις. Αντιλαμβανόμενη εκτίμηση του βάρους: Η ανάλυση επαναλαμβανόμενων μετρήσεων έδειξε στατιστικώς σημαντική αλληλεπίδραση «Αντιλαμβανόμενη εκτίμηση εμφάνισης Χ χρόνος» (ίχνος Pillais=.33, F 1,45 = 22.27, p<.001, partial eta squared=.33), δικαιολογώντας περαιτέρω ανάλυση για την εξαρτημένη μεταβλητή. Η ανάλυση της αλληλεπίδρασης περιελάμβανε one-way ANOVA για την εξαρτημένη μεταβλητή για κάθε χρονική στιγμή και αναλύσεις paired t-test για κάθε μια ομάδα ξεχωριστά. Από τις αναλύσεις διακύμανσης παρατηρήθηκε ότι στην αρχική μέτρηση δεν διέφεραν οι δύο πειραματικές ομάδες (p=.55), ενώ στην τελική μέτρηση οι διαφορές των μέσων όρων των δύο ομάδων ήταν στατιστικά σημαντικές (F 1,45 =14.34, p<.001). Από τους μέσους όρους παρατηρήθηκε ότι η ομάδα παρέμβασης είχε υψηλότερο μέσο όρο από την ομάδα ελέγχου (Πίνακας 2). Η ανάλυση paired t-test έδειξε ότι για την ομάδα παρέμβασης οι μέσοι όροι της αρχικής μέτρησης ήταν χαμηλότεροι από τους μέσους όρους της τελικής μέτρησης (t 28 = -3.16, p<.005), ενώ για την ομάδα ελέγχου οι μέσοι όροι της αρχικής μέτρησης ήταν υψηλότεροι από τους μέσους όρους της τελικής μέτρησης (t 18 = 6.20, p<.001) (Γράφημα 6). 100

120 Αντίληψη της εικόνας του σώματος- Βάρος Αποτελέσματα 2.43 (.81) 2.27 (1.02) 2.8 (.60) 1.97 (.91) Ομάδα Παρέμβασης Ομάδα Ελέγχου ΑΡΧΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΕΛΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ Γράφημα 6. Μέσοι όροι (τυπικές αποκλίσεις) της αντιλαμβανόμενης εκτίμησης του βάρους στις δύο μετρήσεις (πριν και μετά την παρέμβαση) στις δύο πειραματικές ομάδες. Αντιλαμβανόμενη εικόνα του σώματος που έχουν οι άλλοι: Η ανάλυση επαναλαμβανόμενων μετρήσεων έδειξε μη στατιστικώς σημαντική αλληλεπίδραση «αντιλαμβανόμενης εικόνας του σώματος που έχουν οι άλλοι Χ χρόνος» (ίχνος Pillais=.06, p=.06) και γι αυτό το λόγο δεν έγιναν περισσότερες αναλύσεις Αυτοεκτίμηση εξωτερικής εμφάνισης Η ανάλυση επαναλαμβανόμενων μετρήσεων έδειξε στατιστικώς σημαντική αλληλεπίδραση «Αυτοεκτίμησης εξωτερικής εμφάνισης Χ χρόνος» (ίχνος Pillais=.15, F 1,45 = 7.53, p<.01, partial eta squared=.15), δικαιολογώντας περαιτέρω ανάλυση για την εξαρτημένη μεταβλητή. Η ανάλυση της αλληλεπίδρασης περιελάμβανε one-way ANOVA για την εξαρτημένη μεταβλητή για κάθε χρονική στιγμή και αναλύσεις paired t-test για κάθε μια ομάδα ξεχωριστά. Από τις αναλύσεις διακύμανσης παρατηρήθηκε ότι οι δύο ομάδες διέφεραν στατιστικά σημαντικά στην αρχική μέτρηση (F 1,46 = 6.76, p<.01), ενώ δεν διέφεραν στην τελική μέτρηση (p=.64). Από την εξέταση των μέσων όρων παρατηρήθηκε (Πίνακας 1.) ότι στην αρχική μέτρηση η ομάδα ελέγχου είχε υψηλότερο μέσο όρο από την ομάδα παρέμβασης. 101

121 Αυτοεκτίμηση εξωτερικής αμφάνισης Αποτελέσματα Η ανάλυση paired t-test έδειξε ότι για την ομάδα παρέμβασης ο μέσος όρος της αρχικής μέτρησης δεν διέφερε από το μέσο όρο της τελικής μέτρησης (p=.43), ενώ για την ομάδα ελέγχου ο μέσος όρος της αρχικής μέτρησης ήταν υψηλότερος από το μέσο όρο της τελικής μέτρησης (t 18 = 4.58, p<.001) (Γράφημα 7) (.79) 3.72 (.71) 3.84 (.77) 3,96 (.85) Ομάδα Παρέμβασης Ομάδα Ελέγχου ΑΡΧΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΕΛΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ Γράφημα 7. Μέσοι όροι (τυπικές αποκλίσεις) της αυτοεκτίμησης εξωτερικής εμφάνισης στις δύο μετρήσεις (πριν και μετά την παρέμβαση) στις δύο πειραματικές ομάδες Συνολική αντιλαμβανόμενη πίεση από τους άλλους Η ανάλυση επαναλαμβανόμενων μετρήσεων έδειξε στατιστικώς σημαντική αλληλεπίδραση «Αντιλαμβανόμενη πίεση από τους άλλους Χ χρόνος» (ίχνος Pillais=.21, F 1,45 = 11.77, p.001, partial eta squared=.21), δικαιολογώντας περαιτέρω ανάλυση για την εξαρτημένη μεταβλητή. Η ανάλυση της αλληλεπίδρασης περιελάμβανε one-way ANOVA για την εξαρτημένη μεταβλητή για κάθε χρονική στιγμή και αναλύσεις paired t-test για κάθε μια ομάδα ξεχωριστά. Από τις αναλύσεις διακύμανσης παρατηρήθηκε ότι δεν διέφεραν οι δύο πειραματικές ομάδες ούτε στην αρχική μέτρηση (p=.86), ούτε τελική μέτρηση (p=.13). Η ανάλυση paired t-test έδειξε ότι για την ομάδα παρέμβασης ο μέσος όρος της αρχικής μέτρησης ήταν υψηλότερος από το μέσο όρο της τελικής μέτρησης (t 28 = -3.07, p.005), ενώ για την ομάδα ελέγχου ο μέσος όρος της αρχικής 102

122 Συνολικη αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους άλλους Αποτελέσματα μέτρησης ήταν χαμηλότερος από το μέσο όρο της τελικής μέτρησης (t 18 = -4.25, p.001) (Γράφημα 8) (.93) 2.33 (.83) 2.29 (.88) 1.99 (.67) Ομάδα Παρέμβασης Ομάδα Ελέγχου ΑΡΧΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΕΛΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ Γράφημα 8. Μέσοι όροι (τυπικές αποκλίσεις) των δύο πειραματικών ομάδων πριν και μετά την παρέμβαση στη συνολική αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους άλλους. Ξεχωριστά για κάθε παράγοντα (προπονήτρια, γονείς, ειδικοί, φίλοι): Αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από την προπονήτρια: Η ανάλυση επαναλαμβανόμενων μετρήσεων έδειξε στατιστικώς σημαντική αλληλεπίδραση «Αντιλαμβανόμενης πίεσης από την προπονήτρια Χ χρόνο» (ίχνος Pillais=.17, F 1,45 = 9.36, p<.005, partial eta squared=.17), δικαιολογώντας περαιτέρω ανάλυση για την εξαρτημένη μεταβλητή. Η ανάλυση της αλληλεπίδρασης περιελάμβανε one-way ANOVA για την εξαρτημένη μεταβλητή για κάθε χρονική στιγμή και αναλύσεις paired t-test για κάθε μια ομάδα ξεχωριστά. Από τις αναλύσεις διακύμανσης παρατηρήθηκε ότι δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο πειραματικών ομάδων στην αρχική μέτρηση (p=.54), ούτε τελική μέτρηση (p=.06). Η ανάλυση paired t-test έδειξε ότι για την ομάδα παρέμβασης οι μέσοι όροι της αρχικής μέτρησης και της τελικής μέτρησης δεν διέφεραν μεταξύ τους (p=. 16), ενώ για την ομάδα ελέγχου ο μέσος όρος της αρχικής μέτρησης ήταν χαμηλότερος από το μέσο όρο της τελικής μέτρησης (t 28 = -4.50, p<.001) (Γράφημα 9). 103

123 Αντιλαμβναόμενη πίεση για λεπτό σώμα από την προπονήτρια Αποτελέσματα 2.84 (1.24) 3.07 (1.32) 2.62 (1.21) 3.33 (1.24) Ομάδα Παρέμβασης Ομάδα Ελέγχου ΑΡΧΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΕΛΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ Γράφημα 9. Μέσοι όροι (τυπικές αποκλίσεις) των δύο πειραματικών ομάδων πριν και μετά την παρέμβαση στη αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από την προπονήτρια. Αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους γονείς: Η ανάλυση επαναλαμβανόμενων μετρήσεων έδειξε στατιστικώς σημαντική αλληλεπίδραση «Αντιλαμβανόμενης πίεσης από τους γονείς Χ χρόνο» (ίχνος Pillais=.10, F 1,45 = 4.81, p<.05, partial eta squared=.10), δικαιολογώντας περαιτέρω ανάλυση για την εξαρτημένη μεταβλητή. Η ανάλυση της αλληλεπίδρασης περιελάμβανε oneway ANOVA για την εξαρτημένη μεταβλητή για κάθε χρονική στιγμή και αναλύσεις paired t-test για κάθε μια ομάδα ξεχωριστά. Από τις αναλύσεις διακύμανσης παρατηρήθηκε ότι δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο πειραματικών ομάδων στην αρχική μέτρηση (p=.27), ούτε τελική μέτρηση (p=.98). Η ανάλυση paired t-test έδειξε ότι για την ομάδα παρέμβασης οι μέσοι όροι της αρχικής μέτρησης ήταν υψηλότεροι από το μέσο όρο της τελικής μέτρησης (t 18 = 2.67, p<.05), ενώ για την ομάδα ελέγχου δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές (p=.56) (Γράφημα 10). 104

124 Αντιλαμβναόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους γονείς Αποτελέσματα 2.24 (1.15) 1.87 (1.09) 1.83 (1.05) 1.83 (1.11) Ομάδα Παρέμβασης Ομάδα Ελέγχου ΑΡΧΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΕΛΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ Γράφημα 10. Μέσοι όροι (τυπικές αποκλίσεις) των δύο πειραματικών ομάδων πριν και μετά την παρέμβαση στη αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους γονείς. Αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους φίλους: Η ανάλυση επαναλαμβανόμενων μετρήσεων έδειξε ότι δεν υπήρχε στατιστικώς σημαντική αλληλεπίδραση «Αντιλαμβανόμενης πίεσης από τους φίλους Χ χρόνο» (p=.18) και δεν πραγματοποιήθηκαν περεταίρω αναλύσεις. Αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους ειδικούς: Η ανάλυση επαναλαμβανόμενων μετρήσεων έδειξε στατιστικώς σημαντική αλληλεπίδραση «Αντιλαμβανόμενης πίεσης από τους ειδικούς Χ χρόνο» (ίχνος Pillais=.18, F 1,45 = 9.86, p<.005, partial eta squared=.18), δικαιολογώντας περαιτέρω ανάλυση για την εξαρτημένη μεταβλητή. Η ανάλυση της αλληλεπίδρασης περιελάμβανε oneway ANOVA για την εξαρτημένη μεταβλητή για κάθε χρονική στιγμή και αναλύσεις paired t-test για κάθε μια ομάδα ξεχωριστά. Από τις αναλύσεις διακύμανσης παρατηρήθηκε ότι δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο πειραματικών ομάδων στην αρχική μέτρηση (p=.28), ενώ στην τελική μέτρηση οι διαφορές μεταξύ των πειραματικών ομάδων ήταν στατιστικά σημαντικές (F1,45= 6.80, p.01). Από τους μέσους όρους παρατηρήθηκε ότι στην τελική μέτρηση η ομάδα παρέμβασης είχε χαμηλότερο μέσο όρο από την ομάδα ελέγχου (Πίνακας 2). 105

125 Αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους ειδικούς Αποτελέσματα Η ανάλυση paired t-test έδειξε ότι για την ομάδα παρέμβασης οι μέσοι όροι της αρχικής μέτρησης ήταν υψηλότεροι από το μέσο όρο της τελικής μέτρησης (t 29 = 3.04, p.005), ενώ για την ομάδα ελέγχου ο μέσος όρος της αρχικής μέτρησης ήταν χαμηλότερος από το μέσο όρο της τελικής μέτρησης (t 17 = -2.38, p<.05)(γράφημα 11) (1.02) 2.95 (1.33) 2.14 (.86) 2.97 (1.33) Ομάδα Παρέμβασης Ομάδα Ελέγχου ΑΡΧΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΕΛΙΚΗ ΜΕΤΡΗΣΗ Γράφημα 11. Μέσοι όροι (τυπικές αποκλίσεις) των δύο πειραματικών ομάδων πριν και μετά την παρέμβαση στη αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους ειδικούς Γενική Αυτοεκτίμηση Η ανάλυση επαναλαμβανόμενων μετρήσεων έδειξε ότι δεν υπήρχε στατιστικώς σημαντική αλληλεπίδραση «Γενικής αυτοεκτίμησης Χ χρόνου» (p=.26) και δεν πραγματοποιήθηκαν περεταίρω αναλύσεις Αξιολόγηση της πηγής Υπολογίστηκε ο μέσος όρος για της αξιολόγηση της πηγής (του ατόμου που υλοποίησε την παρέμβαση) και εξετάστηκε αν διέφερε από τη μέση τιμή με onesample t- test. Ο μέσος όρος της αξιολόγησης της πηγής ήταν Μ= 6.75 (ΤΑ=.23), τιμή που διέφερε σημαντικά από τη μέση τιμή της κλίμακας (t 28 = 75.62, p<.001). Αντίστοιχα οι μέσοι όροι για την πληροφόρηση της πηγής ήταν Μ= 6.90 (ΤΑ=.31) και διέφερε σημαντικά από τη μέση τιμή (t 28 = 59.02, p<.001), την πειστικότητα 106

126 Αποτελέσματα Μ= 6.69 (ΤΑ=.47) και διέφερε σημαντικά από τη μέση τιμή (t 28 = 36.48, p<.001), την ποσότητα των γνώσεων Μ= 6.76 (ΤΑ=.43) και διέφερε σημαντικά από τη μέση τιμή (t 28 = 40.29, p<.001), και την αξιοπιστία Μ= 6.65 (ΤΑ=.48) και διέφερε σημαντικά από τη μέση τιμή (t 28 = 35.13, p<.001) Αξιολόγηση της αντιλαμβανόμενης αποτελεσματικότητας του προγράμματος Το πρόγραμμα αξιολογήθηκε από τις ίδιες τις αθλήτριες ως ιδιαίτερα αποτελεσματικό καθώς ο μέσος όρος ήταν Μ= 8.15 (ΤΑ= 1.05). Ο μέσος όρος διέφερε σημαντικά από τη μέση τιμή (t 28 = 18.69, p<.001). Ως προς τη σχετικότητα του προγράμματος προς την αθλήτρια της ρυθμικής ο μέσος όρος της αξιολόγησης ήταν Μ= 4.26 (ΤΑ=.51), τιμή που διέφερε στατιστικά σημαντικά από τη μέση τιμή (t 28 = 18.46, p<.001). Ως προς τις συναισθηματικές αποκρίσεις του προγράμματος ο μέσος όρος ήταν Μ= 4.45 (ΤΑ=.59), τιμή που διέφερε στατιστικά σημαντικά από τη μέση τιμή (t 28 = 17.85, p<.001). Ως προς την πειστικότητα του προγράμματος ο μέσος όρος ήταν Μ= 4.19 (ΤΑ=.47), τιμή που, επίσης, διέφερε στατιστικά σημαντικά από τη μέση τιμή (t 28 = 19.33, p<.001). 107

127 Αποτελέσματα 108

128 Συζήτηση ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΣΥΖΗΤΗΣΗ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν να αναπτυχθεί ένα παρεμβατικό πρόγραμμα για βελτίωση των διατροφικών στάσεων, της αντιλαμβανόμενης εικόνας σώματος και της αυτοεκτίμησης, το οποίο θα αφορά ελληνίδες αθλήτριες της ρυθμικής γυμναστικής. Για την ανάπτυξη του προγράμματος ακολουθήθηκαν οι οδηγίες των σχετικών θεωριών τόσο της αγωγής υγείας και συγκεκριμένα της Θεωρίας της Πειθούς, όσο και της παιδαγωγικής. Από τα αποτελέσματα προέκυψε ότι το πρόγραμμα ήταν αποτελεσματικό και όλοι οι ενδιαφερόμενοι δείκτες βελτιώθηκαν προς την επιθυμητή κατεύθυνση για την ομάδα παρέμβασης, συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου στην οποία οι δείκτες είτε έμειναν σταθεροί είτε χειροτέρεψαν. Συγκεκριμένα, μετά την εφαρμογή του προγράμματος η ομάδα παρέμβασης μείωσε τις διατροφικές στάσεις συνολικά, μείωσε την ενασχόληση με δίαιτες και τη βουλιμία, αύξησε την αντιλαμβανόμενη εκτίμηση της εικόνα του σώματος, την εκτίμηση της εμφάνισης και την εκτίμηση του βάρους, και μείωσε την αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα συνολικά από τους σημαντικούς άλλους και ειδικότερα από τους γονείς και τους ειδικούς του αθλήματος. Η ομάδα ελέγχου από την άλλη, κατά την επαναμέτρηση δήλωσε χαμηλότερη αντιλαμβανόμενη εκτίμηση της εικόνας σώματος, χαμηλότερη εκτίμηση της εμφάνισης και εκτίμηση του βάρους, χαμηλότερη αυτοεκτίμηση της εξωτερικής εμφάνισης και αυξημένη αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα συνολικά από τους σημαντικούς άλλους, αυξημένες διατροφικές στάσεις και αυξημένη ενασχόληση με τις δίαιτες, ενώ δεν παρουσίασε μεταβολή στους άλλους παράγοντες. Οι διατροφικές στάσεις αποτελούν εργαλείο ανίχνευσης της τάσης για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών και όχι διαγνωστικό εργαλείο. Ωστόσο χρησιμοποιείται ευρύτατα για να προλάβει την εμφάνισή τους. Παρατηρείται ότι οι αθλήτριες έχουν υψηλότερες βαθμολογίες από τις μη αθλήτριες στις διατροφικές στάσεις, άρα μεγαλύτερη τάση για εμφάνιση διατροφικών 109

129 Συζήτηση διαταραχών, διαφορές στατιστικά σημαντικές (βλ. μετανάλυση (Ferrand et al., 2009; Hausenbles & Carron, 1999; Okano, et al., 2005), ενώ υπάρχουν και έρευνες στις οποίες η διαφορά αυτή, αν και υπάρχει, δεν αξιολογείται ως στατιστικά σημαντική (π.χ. Kirk, Singh, & Getz, 2001; Vieira et al., 2009). Σε κάθε περίπτωση όμως οι αθλήτριες υποδεικνύονται ως ομάδα «σε κίνδυνο». Tα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής δείχνουν ότι οι Ελληνίδες αθλήτριες της ρυθμικής πράγματι εμφανίζουν τάση για διατροφικές διαταραχές, επιβεβαιώνοντας τις σχετικές έρευνες σε Ελληνίδες αθλήτριες (Kouloutbani, et al., 2012; Θεοδωράκου & Δόντη, 2013). Η διαφοροποίηση των αποτελεσμάτων διεθνώς, πιθανά να οφείλεται στο μεγάλο εύρος των αθλημάτων που υπάρχουν και συμπεριλαμβάνονται στις έρευνες. Σε κάθε έρευνα η αντιπροσώπευση όλων των τύπων των αθλημάτων δεν είναι επαρκής. Τόσο των ατομικών και των ομαδικών αθλημάτων, όσο και των αθλημάτων που η κατηγοριοποίηση των αθλητών-αθλητριών γίνεται με βάση σωματικά κριτήρια όπως το βάρος ή αθλημάτων ανεξάρτητων από τα κριτήρια αυτά. Μεταξύ των διαφορετικών τύπων αθλημάτων υπάρχουν διαφορές, όπως για παράδειγμα στη σωματική αυτοαντίληψη, με τις αθλήτριες των ατομικών αθλημάτων (τόσο εν ενεργεία όσο και πρώην) να εμφανίζουν θετικότερη σωματική αυτοαντίληψη από τις αθλήτριες των ομαδικών αθλημάτων (Kosmidou, Proios, & Giannitsopoulou, 2013). Παρόμοια επίδραση είναι πιθανό να ασκεί ο τύπος του αθλήματος και στις διατροφικές στάσεις. Σε ότι αφορά τη τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών στον τυπικό πληθυσμό, ένα δεύτερο σημαντικό σημείο είναι ότι αυτή παρουσιάζεται στις ηλικίες των 14 με 21 έτη δηλαδή από την έναρξη της εφηβείας και μετά. Στις αθλήτριες η τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών εμφανίζεται σε μικρότερη ηλικία. Στην έρευνα του Nordin και των συνεργατών του (2003) παρουσιάστηκε τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών στις αθλήτριες ρυθμικής ηλικίας 10 ως 15 ετών. Παρόμοια αποτελέσματα βρέθηκαν και στην παρούσα έρευνα, καθώς οι αθλήτριες που συμμετείχαν εμφάνισαν τάση για διατροφικές διαταραχές, και η ηλικία τους κυμαίνονταν μεταξύ ετών. Ωστόσο, σύμφωνα με τα ερευνητικά δεδομένα στις συγκεκριμένες αθλήτριες 110

130 Συζήτηση υπάρχει καθυστερημένη εμμηναρχή Klentrou & Plyley, 2003), συγκριτικά με τον τυπικό πληθυσμό (Georgopoulos, Roupas, Theodoropoulou, Tsekouras, Vagenakis, & Markou, 2010). Θα ήταν αναμενόμενο λοιπόν, αφού έχουν καθυστερημένη εφηβεία να εμφανίζουν και σε μεγαλύτερη χρονολογική ηλικία τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών, γεγονός που δεν συμβαίνει. Από την άλλη πλευρά η εμφάνιση τάσης για διατροφικές διαταραχές μπορεί να μην συνδέεται άμεσα με την εφηβεία στις αθλήτριες της ρυθμικής, αλλά με την ανησυχία για την εικόνα του σώματός τους. Στα αισθητικά αθλήματα οι συμμετέχουσες παρουσιάζουν ανησυχίες για την εικόνα του σώματός τους και το βάρος τους από πολύ νεαρή ηλικία, πολύ πριν την εφηβεία (Krahnstoever et al. 2002). Συνεπώς κάποιες μορφές άσκησης όπως είναι και η ρυθμική γυμναστική, μπορεί να επηρεάσουν τις ανησυχίες για το βάρος και κατά επέκταση τις διατροφικές στάσεις των κοριτσιών που ασχολούνται με αυτό. Στη χώρα μας το επίπεδο του αθλήματος της ρυθμικής γυμναστικής είναι ιδιαίτερα υψηλό καθώς οι Ελληνίδες αθλήτριες έχουν κατακτήσει υψηλά αγωνιστικά αποτελέσματα σε διεθνές επίπεδο, όπως μετάλλια σε Πανευρωπαϊκά, Παγκόσμια πρωταθλήματα αλλά και σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Για την επίτευξη των αποτελεσμάτων αυτών έπρεπε στους διεθνείς αγώνες να παρουσιάσουν εικόνα (αγωνιστική και αισθητική) παρόμοια με αυτή των άλλων χωρών που ανταγωνίζονταν, όχι μόνο σε επίπεδο εθνικής ομάδας αλλά και σε συλλογικό επίπεδο. Από το ίδιο το άθλημα προκύπτει πίεση για την εικόνα του σώματος, καθώς ακόμη και η υποχρεωτική αγωνιστική ενδυμασία είναι παράγοντας έκθεσης του σώματος της αθλήτριας. Σύμφωνα με τους αγωνιστικούς κανονισμούς η αθλήτρια πρέπει να φορά κορμάκι εφαρμοστό ώστε οι κινήσεις του σώματος να αξιολογούνται από τις κριτές (FIG, 2013). Ένας επιπλέον παράγοντας που πιθανά να ενισχύει την τάση για διατροφικές διαταραχές, είναι ο αγωνιστικός σχεδιασμός της ρυθμικής γυμναστικής στη χώρα μας. Οι αθλήτριες προπονούνται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, πολλούς χρόνια, χωρίς μεγάλα διαλλείματα και για πολλές ώρες καθημερινά. Οι επίσημοι αγώνες για κάθε κατηγορία είναι ελάχιστοι. Συγκεκριμένα, για την κάθε αγωνιστική κατηγορία υπάρχει ένας ή, στην καλύτερη περίπτωση, δύο επίσημοι αγώνες ολόκληρη τη χρονιά. Έτσι, οι 111

131 Συζήτηση αθλήτριες προπονούνται 12 ολόκληρους μήνες για τον αγώνα και η βαρύτητα που αποκτά αυτός ο αγώνας είναι πολύ πιο σημαντική από ότι αν υπήρχαν περισσότεροι. Είναι, λοιπόν, πολύ δύσκολη η διατήρηση της αγωνιστικής φόρμας για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και το νεαρό της ηλικίας τους δεν τις βοηθά στη διαχείριση αυτής της πίεσης. Ο Fox (2000) επεσήμανε ότι τα προγράμματα άσκησης-άθλησης που δεν ήταν σύντομα σε διάρκεια και τα οποία περιελάμβαναν διαφορετικές δραστηριότητες, δηλαδή ποικιλία δραστηριοτήτων και όχι μονοτονία, ενίσχυσαν περισσότερο τη θετική σωματική αυτοαντίληψη συγκριτικά με τα μονότονα και σύντομα προγράμματα. Ίσως αυτό να ισχύει και στην περίπτωση του πρωταθλητισμού. Η μονοτονία της φυσικής δραστηριότητας, της προπόνησης στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν ενισχύει τη σωματική αυτοαντίληψη και σε αυτή τη παρατήρηση μπορεί να οφείλεται και το αποτέλεσμα της έρευνας του Boros (2009), ο οποίος δε βρήκε διαφορές στη σωματική αυτοαντίληψη αθλητριών και μη αθλητριών, παρά το γεγονός ότι η αθλήτριες ρυθμικής γυμναστικής υψηλού επιπέδου έχουν λεπτό σωματότυπο και ιδιαίτερα υψηλές ικανότητες. Θα πρέπει λοιπόν να αναζητηθούν στοιχεία που θα δίνουν ποικιλία στην προπονητική διαδικασία μεταξύ της προαγωνιστικής και της αγωνιστικής περιόδου, χωρίς να απομακρύνονται από τους προπονητικούς στόχους. Αυτά τα στοιχεία ποικιλίας είναι δυνατόν να ενταχθούν κατά τις ημέρες στις οποίες η προπονητική επιβάρυνση είναι χαμηλότερη. Το παρόν πρόγραμμα φάνηκε να ενισχύει τη σωματική αυτοαντίληψη και υπενθυμίζεται ότι εφαρμόστηκε στο χώρο της προπόνησης των αθλητριών, πριν ή μετά από αυτήν και με συχνότητα μια φορά την εβδομάδα. Κατά επέκταση είναι εφικτή η ένταξη του προγράμματος στο τυπικό πρόγραμμα των προπονήσεων, αποτελώντας μια μορφή ποικιλίας στην προπονητική διαδικασία. Παρά το γεγονός ότι το παρόν πρόγραμμα βελτίωσε τις διατροφικές στάσεις των αθλητριών της ομάδας παρέμβασης, δεν κατόρθωσε να μειώσει τον αριθμό των αθλητριών που βρίσκονταν στην επικίνδυνη ζώνη για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών. Ο κόσμος της γυμναστικής δεν είναι το μοναδικό κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζουν και με το οποίο αλληλεπιδρούν 112

132 Συζήτηση οι αθλήτριες της ρυθμικής. Ο ευρύτερος κοινωνικός περίγυρος (πέρα του οικογενειακού και του αθλητικού) επηρεάζει τις διατροφικές τους στάσεις με ποικίλα άλλα ερεθίσματα όπως είναι οι διαφημίσεις, οι διατροφικές συνήθειες και οι διατροφικές συμπεριφορές φίλων και συμμαθητών, τα προϊόντα του κυλικείου στο σχολείο, κ.ά.. Σε σύγκριση με τον τυπικό πληθυσμό οι αθλήτριες ρυθμικής είναι λιποβαρείς και έτσι το περιβάλλον εκτός της γυμναστικής τις ενθαρρύνει ή τις παρασύρει για πρόσληψη μεγαλύτερων ποσοτήτων φαγητού, μια πίεση που είναι καθημερινή. Από την άλλη, η ανάγκη τους για αποδοχή και ένταξη στο φιλικό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα σημαντική, οδηγώντας τις ίδιες τις αθλήτριες πολλές φορές να ακολουθούν παρόμοιες συνήθειες με αυτές των φίλων και συμμαθητών τους, με στόχο την αποδοχή τους από αυτούς. Η δημιουργία σχολείων μέσα στους προπονητικούς χώρους ή πολύ κοντά σε αυτούς θα μπορούσε να είναι η λύση του προβλήματος. Όμως οι δομές αυτές να υπάρχουν σε κάθε πόλη που καλλιεργεί το άθλημα και όχι μόνο στην πρωτεύουσα, έτσι ώστε να μην χρειάζεται η μετοίκηση και απομάκρυνση των αθλητριών από τις οικογένειές τους, γεγονός που θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα έλυνε. Ένα πρόγραμμα παρέμβασης το οποίο απευθύνεται αποκλειστικά σε αθλήτριες οι οποίες έχουν την τάση να εμφανίσουν διατροφικές διαταραχές, θα πρέπει να είναι κατάλληλα τροποποιημένο ώστε να είναι περισσότερο εστιασμένο σε αυτές και τις ιδιαίτερες ανάγκες τους. Πιθανά να έπρεπε να συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα και άλλα θέματα, όπως οι σχέσεις των δύο φύλων. Ένας δεύτερος τρόπος ενίσχυσης της επίδρασης του προγράμματος θα ήταν οι συνεδρίες επανάληψης (booster), συνεδρίες οι οποίες κρίνονται απαραίτητες σε παρεμβατικά προγράμματα με στόχο άλλες συμπεριφορές υγείας (Botvin, Baker, Filazzola, & Botvin, 1990; Dijkstra, Mesters, De Vries, van Breukelen, & Parcel, 1999; Levine & Smolak, 2007). Τέτοιες μορφές επαναληπτικών συνεδριών ποικίλουν, και είναι συναντήσεις διαμέσου τηλεφώνου ή ταχυδρομείου (Elder, Wildey, de-moor, Sallis, Eckhardt, Edwards, Erickson, Golbeck, Hovell, Johnston, et al., 1993), ή δια ζώσης 113

133 Συζήτηση μαθημάτων (Ellickson & Bell, 1990). Η αποτελεσματικότητα της κάθε μιας μορφής διερευνάται σε συνάρτηση με την εξεταζόμενη συμπεριφορά υγείας. Η εικόνα του σώματος διαμορφώνεται από τα διεισδυτικά μηνύματα που η κοινωνία «περνά» στα άτομα. Από πολύ μικρή ηλικία τα παιδιά γαλουχούνται με την άποψη ότι το λεπτό σώμα είναι το αποδεκτό σώμα, άποψη την οποία εκφράζουν ακόμη και όταν είναι στην ηλικία των 7 ετών (Ricciardelli & McCabe, 2001). Η γαλούχηση αυτή προέρχεται από όλο τον κοινωνικό περίγυρο, την οικογένεια, τους φίλους, τους δασκάλους, αλλά ιδιαίτερα από τα ΜΜΕ. Στη ρυθμική γυμναστική το θέμα των «κιλών» αποτελεί ένα μόνιμο πρόβλημα. Η Βουλγάρα προπονήτρια Νέσκα Ρόμπεβα αφιέρωσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο βιβλίο της «Σχολή Πρωταθλητριών» (1988) με τίτλο «Ο τρομερός πόλεμος των κιλών». Και μόνο η χρήση της λέξης «τρομερός» φανερώνει το μέγεθος του προβλήματος ή τη βαρύτητα που δίνεται. Στο κεφάλαιο αυτό η συγγραφέας αναφέρει αλλαγές στο βάρος των αθλητριών, ακόμη και 12 κιλών μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και τις προσωπικές της «λύσεις» για το πρόβλημα, τις οποίες κρίνει όλες ως αναποτελεσματικές. Μορφές άσκησης με πολλή πειθαρχία επηρεάζουν την εικόνα του σώματος. Η επίδραση του μπαλέτου στην εικόνα του σώματός χορευτριών μπαλέτου είναι αρνητική, καθώς παρατηρήθηκε ότι έφηβες χορεύτριες θεωρούσαν το σώμα τους περισσότερο μη ελκυστικό και μη επιθυμητό από τις χορεύτριες μικρότερης ηλικίας (Bettle, Bettle, Neumärker, & Neumärker, 2001). Επηρεάζονται προς την ίδια κατεύθυνση και οι αθλήτριες της ρυθμικής καθώς το κλασσικό μπαλέτο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του αθλήματος (Ρόμπεβα & Ραγκέλοβα, 1989); Ο ίδιος ο χώρος της προπόνησης μπορεί να «περνά» έμμεσους υπαινιγμούς, στην περίπτωσή μας σχετικά με την εικόνα σώματος των αθλητριών. Οι έμμεσοι αυτοί υπαινιγμοί, με βάση τη θεωρία της Πειθούς και το Μοντέλο των Πιθανών Τρόπων Επεξεργασίας Μηνυμάτων, επηρεάζουν την αλλαγή των στάσεων και πολλές φορές προς κατεύθυνση διαφορετική από αυτήν που επιθυμούμε. Ο χώρος της προπόνησης έχει πολλούς μεγάλους καθρέφτες, μέσα στους οποίους η αθλήτρια «βλέπει» το είδωλό της σχεδόν 114

134 Συζήτηση συνεχώς, συνειδητά ή μη. Οι καθρέφτες αποτελούν απαραίτητο βοήθημα για τη διόρθωση των λαθών εκτέλεσης των ασκήσεων σώματος. Όμως οι καθρέφτες αυτοί τις περισσότερες φορές λόγω του μεγέθους τους παραμορφώνουν την εικόνα που δείχνουν. Ένας δεύτερος υπαινιγμός είναι η ύπαρξη ζυγαριάς μέσα στο χώρο της προπόνησης, η οποία πολλές φορές απλώς «ξεχνιέται» μέσα στο χώρο. Η ύπαρξή της υπενθυμίζει στην αθλήτρια τη διαδικασία της ζύγισης και ότι αρνητικό συναίσθημα συνοδεύτηκε με αυτήν τη διαδικασία από προηγούμενες εμπειρίες. Η διαδικασία της ζύγισης θα πρέπει να πραγματοποιείται, αν είναι απαραίτητο, σε περιορισμένο χώρο, πχ. αποδυτήρια, όπου η αθλήτρια δε θα νοιώθει ότι εκτίθεται. Αυτή η διαδικασία θα πρέπει να ακολουθείται από όλες τις προπονήτριες και στην ιδανική περίπτωση να μην πραγματοποιείται η ζύγιση από τις προπονήτριες, αλλά από κάποιο άλλο πρόσωπο (πχ. ο γιατρός της ομάδας), έτσι ώστε η πιθανή τριβή με το θέμα να μην μεταφέρεται στην προπονητική διαδικασία. Οι προπονήτριες είναι εκείνα τα πρόσωπα με τα οποία οι αθλήτριες έρχονται σε άμεση, καθημερινή και πολύωρη, αντιπαράθεση όχι μόνο για το θέμα των κιλών αλλά και για κάθε άλλο ζήτημα της προπονητικής διαδικασίας. Η πίεση για την εικόνα του σώματος επηρεάζεται αλλά και επηρεάζει τη σχέση τους. Η σχέση αυτή προκαλεί συναισθήματα και συμπεριφορές, αποτελώντας πηγή άγχους και απόσπασης της συγκέντρωσης του αθλητή-αθλήτριας (Jowett & Cockerill, 2003). Χαρακτηριστική είναι η δήλωση-μαρτυρία πρώην πρωταθλήτριας ρυθμικής γυμναστικής αναφορικά με το ζύγισμα από την προπονήτριά της, η οποία αναφέρει ότι το ζύγισμα ήταν μια τραυματική καθημερινή εμπειρία για αυτήν και τις συναθλήτριές της (Θεοδωράκης, Γούδας, & Παπαϊωάννου, 1999). Η Kouloutbani και οι συνεργάτες της (2012) αναφέρουν ότι οι αθλήτριες ρυθμικής υπό την πίεση των προπονητριών, των γονέων και σημαντικών άλλων προσώπων περιόρισαν στο ελάχιστο την πρόσληψη τροφής με αρνητικές συνέπειες για το σώμα τους. Στα προγράμματα προαγωγής της υγείας με στόχο την πρόληψη προτείνεται η εμπλοκή όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους του περίγυρου του εκπαιδευόμενου. Με άλλα λόγια, στην περίπτωση αθλητριών θα πρέπει να εμπλέκονται οι προπονητές, οι 115

135 Συζήτηση γονείς, η οικογένεια, και οι φίλοι. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας συνηγορούν προς αυτήν την κατεύθυνση. Στο πρόγραμμα υπήρξε μικρή εμπλοκή μόνο των γονέων και καμία εμπλοκή των προπονητριών και του φιλικού περιβάλλοντος των αθλητριών. Αυτό αποτυπώθηκε στα αποτελέσματα καθώς μόνο στην αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους γονείς και μόνο για την ομάδα παρέμβασης μειώθηκε η βαθμολογία στην τελική μέτρηση. Άρα και μια μικρή παρέμβαση μπορεί να επιφέρει αλλαγές προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Η μη αλλαγή της αντιλαμβανόμενης εικόνας του σώματος που έχουν οι άλλοι επιβεβαιώνει την ανάγκη για εμπλοκή σε ανάλογα προγράμματα όλων των σημαντικών προσώπων με ενεργό τρόπο, ώστε να ενισχύεται η αποτελεσματικότητά τους ή να μειωθεί η αρνητική επίδρασή τους. Όλα τα άτομα που περιβάλλουν μια αθλήτρια ρυθμικής πρέπει να κατανοήσουν τη σημασία που έχουν οι πράξεις και οι λέξεις τους, αλλά και η μη συνειδητή συμπεριφορά τους, για την εικόνα που αντιλαμβάνεται ότι έχει η αθλήτρια. Συμπερασματικά, πρέπει να ακολουθούνται οι κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με τις οποίες η εμπλοκή των σημαντικών άλλων είναι σημαντική και επιβεβλημένη. Η γενική αυτοεκτίμηση είναι η γενική αξιολόγηση του εαυτού του ατόμου. Αυτή επηρεάζεται από την αξιολόγηση στους επιμέρους τομείς της ζωής του ατόμου, από άλλους περισσότερο και από άλλους λιγότερο. Η γενική αυτοεκτίμηση διαμορφώνεται και είναι σχετικά σταθερή. Η παρούσα παρέμβαση δε διαφοροποίησε τη γενική αυτοεκτίμηση των αθλητριών, όπως συνέβη και σε άλλα κορίτσια που συμμετείχαν σε παρεμβάσεις οι οποίες δεν είχαν άμεσο στόχο την επίδραση της γενικής αυτοεκτίμησης (Huang, Norman, Zabinski, Calfas, & Patrick, 2007). Η σχέση της αυτοεκτίμησης και των διατροφικών στάσεων δεν επιβεβαιώθηκε και σε άλλες έρευνες (Θεοδωράκου & Δόντη, 2013), άρα ένα παρεμβατικά πρόγραμμα με έμφαση στις διατροφικές στάσεις και στην εικόνα του σώματος δεν μπορεί αυτούσιο να ενισχύσει τη γενική αυτοεκτίμηση των αθλητριών ρυθμικής. Στην εφηβεία διαφοροποιείται η γενική αυτοεκτίμηση και η αυτοεκτίμηση σε επιμέρους τομείς, χωρίς ωστόσο να είναι απόλυτα ξεκάθαρη η σχέση των επιμέρους τομέων και της γενικής αυτοεκτίμησης (Steinberg & Morris, 2001). Σύμφωνα 116

136 Συζήτηση με τα ιεραρχικά μοντέλα, τα επιμέρους κατώτερα επίπεδα γενικότητας (επιμέρους τομείς) επηρεάζουν τα ανώτερα επίπεδα γενικότητας (π.χ. της επίτευξης ή της προσωπικότητας), όταν κάποιες συνθήκες υπάρχουν για μεγάλο χρονικό διάστημα (Papaioannou, 1999). Ο αθλητισμός είναι χώρος επίτευξης, στον οποίο το παιδί μετέχει για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Άρα είναι αναμενόμενη η επίδρασή του. Στη ρυθμική τόσο η συχνότητα όσο και η πυκνότητα της προπόνησης είναι μεγάλη, συμμετέχοντας σχεδόν καθημερινά για αρκετές ώρες και για αρκετά χρόνια. Αποκτά λοιπόν το άθλημα βαρύτητα για την αξία και την αυτοαξιολόγηση της αθλήτριας. Στην παρούσα μελέτη η παρέμβαση φαίνεται ότι δεν τροποποίησε αρκετά εκείνους τους παράγοντες που επηρεάζουν τη γενική αυτοεκτίμηση των αθλητριών ώστε να ενισχυθεί και αυτή. Οι Hein και Hagger (2007) θεωρούν ότι για να ενισχυθεί η γενική αυτοεκτίμηση θα πρέπει το περιβάλλον της άσκησης να ενισχύει την αίσθηση της αυτονομίας των παιδιών. Η έρευνά τους είχε ως χώρο το μάθημα Φυσικής Αγωγής. Η αυστηρή δομή της προπόνησης στη ρυθμική γυμναστική ελάχιστα ενισχύει την αυτονομία των παιδιών ενώ επίσης είναι καθαρά ατομικό άθλημα, εκτός από το ανσάμπλ, το οποίο όμως υπάρχει μόνο σε επίπεδο εθνικής ομάδας. Αντίθετα με τη ρυθμική γυμναστική, στα ομαδικά αθλήματα υπάρχει ενίσχυση της γενικής αυτοεκτίμησης των παιδιών που συμμετέχουν σε αυτά. Ο Medišauskaitė και οι συνεργάτες του (2008) παρατήρησαν ότι στο μπάσκετ οι νεώτεροι αθλητές (αγόρια και κορίτσια) παρουσίασαν υψηλότερη γενική αυτοεκτίμηση από τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Παρόμοια αποτελέσματα αναφέρθηκαν για έφηβες αθλήτριες ομαδικών αθλημάτων, δηλαδή όταν ενισχύονταν τα επίπεδα επίτευξης της ομάδας, ενισχύονταν και οι αυτοαξιολογήσεις των αθλητριών αλλά και η γενική αυτοεκτίμηση τους (Pedersen & Seidman, 2004). Η ρυθμική γυμναστική πρέπει να βρει τρόπους να αναπτύξει την ομαδικότητα, όσο αυτό είναι εφικτό. Για παράδειγμα, η αίσθηση της ομαδικότητας θα μπορούσε να ενισχυθεί με την πραγματοποίηση προπονητικών κατασκηνώσεων, δράσεων κοινών για όλες τις αθλήτριες ίδιας ηλικίας, κοινωνικών εκδηλώσεων, κ.ά. όχι μόνο για τις αθλήτριες μιας ομάδας αλλά για όλες τις αθλήτριες της ίδιας ηλικίας. Η υλοποίησή τους να οργανώνεται κεντρικά από την Ομοσπονδία του αθλήματος. Επίσης θα 117

137 Συζήτηση μπορούσε να αναπτυχθεί το αγώνισμα του ανσάμπλ σε επίπεδο συλλόγων και σε όλες τις αγωνιστικές κατηγορίες-ηλικίες. Με αυτό τον τρόπο θα υπάρχει μια μορφή ομαδικότητας τόσο στην προπόνηση όσο και στο αγωνιστικό κομμάτι του αθλήματος, με τη διεξαγωγή των αντίστοιχων αγώνων. Στον τελευταίο Ολυμπιακό κύκλο ( ) για καθαρά προπονητικούς σκοπούς έχει ενταχθεί ένας αγώνας ανσάμπλ με λίγες αθλήτριες στην προαγωνιστική ηλικία, ενώ δε συνεχίζεται για τις υπόλοιπες ηλικιακές κατηγορίες. Αν και ο σκοπός για τον αγώνα του ανσάμπλ είναι για την ανάπτυξη της συγχρονισμένης εκτέλεσης των αθλητριών σε μια ηλικία που δεν έχουν ακόμη αγωνιστικές υποχρεώσεις, εν τούτοις αποτελεί μια αρχή για την καλλιέργεια τόσο της ομαδικότητας όσο και της ποικιλίας στην προπόνηση. Το παρόν πρόγραμμα αποτέλεσε μια αρχική μορφή ενίσχυσης της ομαδικότητας μέσα από ποικίλους τρόπους. Δράσεις που σκοπό είχαν να ενισχύσουν την ομαδικότητα υπήρχαν από τη δεύτερη κιόλας συνάντηση (π.χ. συζητήσεις, δημιουργία σλόγκαν, ανάρτηση του σλόγκαν), μέσα από τις οποίες αναπτύχθηκε το πνεύμα της ομαδικότητας μεταξύ όλων των κοριτσιών που συμμετείχαν και όχι μόνο μεταξύ των κοριτσιών που ανήκαν στην ίδια προπονητική ομάδα. Αν λοιπόν, το πρόγραμμα ενισχύονταν με ανάλογη κατεύθυνση στην προπόνηση ή το σχεδιασμό του αθλήματος από την Ομοσπονδία τότε θα μπορούσε να ενισχυθεί και η γενική αυτοεκτίμηση των αθλητριών. Το περιβάλλον προπόνησης είναι ένα περιβάλλον μάθησης και επίτευξης το οποίο φαίνεται ότι παρότι είναι ανταγωνιστικό όταν μιλάμε για πρωταθλητισμό, εντούτοις γίνεται αντιληπτό από τις ίδιες τις αθλήτριες της ρυθμικής ως περιβάλλον προσανατολισμένο στη μάθηση. Οι ηλικίες στις οποίες οι περισσότερες αθλήτριες ασχολούνται με το άθλημα είναι οι παιδικές, προεφηβικές και εφηβικές, και η πολύωρη ενασχόλησή τους με το άθλημα δημιουργεί ένα περιβάλλον μοναδικό και ιδιαίτερα σημαντικό για αυτές και την ανάπτυξή τους (σωματική, ψυχική και γνωστική). Οι ελληνίδες αθλήτριες της ρυθμικής είναι προσανατολισμένες στη μάθηση και αυτό παρατηρείται σε όλες τις έρευνες που έχουν διερευνήσει το συγκεκριμένο θέμα (π.χ. Koumpoula et al., 2011; Proios, 2012). Η παρατήρηση αυτή είναι σημαντική καθώς ο προσανατολισμός στη μάθηση συνδέεται με θετικές συνέπειες- αποτελέσματα 118

138 Συζήτηση όπως για παράδειγμα ενισχυμένη εσωτερική παρακίνηση. Μελέτες τόσο στο εξωτερικό (Goudas, Biddle, & Fox, 1994; Goudas, Biddle, Fox & Underwood, 1995) όσο και στην Ελλάδα (Διγγελίδης & Παπαϊωάννου, 1996; Papaioannou, 1992; Papaioannou & Theodorakis, 1996) δείχνουν ότι υπάρχει θετική συσχέτιση της εσωτερικής παρακίνησης με το στόχο στη μάθηση και αρνητική συσχέτιση με το στόχο στο εγώ. Έτσι, οι παρεμβάσεις που ασχολούνται με τους προσανατολισμούς του κλίματος παρακίνησης προσπαθούν να ενισχύσουν μέσα από κατάλληλα παρεμβατικές τεχνικές όσο περισσότερο γίνεται τον προσανατολισμό του κλίματος στο στόχο μάθηση (π.χ. Christodoulidis, Papaioannou, & Digelidis, 2001; Κοσμίδου, 2000). Η τάση για εμφάνιση διατροφικών διαταραχών στην παρούσα έρευνα, δεν συσχετίζονταν με τον προσανατολισμό του κλίματος στη μάθηση ούτε με τον προσανατολισμό του κλίματος στο εγώ. Όταν διαμορφώνονται οι διατροφικές στάσεις το αντιλαμβανόμενο κλίμα παρακίνησης δεν διαφοροποιείται και έχει παγιωθεί. Υπενθυμίζεται ότι στο άθλημα της ρυθμικής, η παιδική και η εφηβική ηλικία είναι ήδη περίοδος υψηλής προπονητικής επιβάρυνσης καθώς στις ηλικίες αυτές γίνεται ακόμη και επιλογή για τις εθνικές ομάδες (Cupisti, D Alessandro, Castrogiovanni, Barale, & Morelli, 2000). Έτσι στην ηλικία στην οποία διαμορφώνονται οι διατροφικές στάσεις και ο προσανατολισμός στόχων, ο προσανατολισμός του κλίματος παρακίνησης έχουν «χάσει» τη δύναμη να σχετίζονται με αυτές (διατροφικές στάσεις). Αν θεωρήσουμε ότι οι αρνητικές διατροφικές στάσεις (υψηλές βαθμολογίες) είναι αρνητική συμπεριφορά, τότε πιθανά να πρέπει στις ηλικίες που αυτές διαμορφώνονται να πραγματοποιούνται συγκεκριμένες παρεμβάσεις για ενίσχυση του προσανατολισμού των στόχων επίτευξης και του αντιλαμβανόμενου κλίματος στη μάθηση. Η ένταξή των αθλητριών σε τόσο εξειδικευμένα προγράμματα προπόνησης από μικρή ηλικία πιθανά δεν επηρεάζει τις διατροφικές στάσεις προς τη θετική κατεύθυνση, όταν δεν υπάρχει ενίσχυσή του αντιλαμβανόμενου κλίματος παρακίνησης ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Στην παρούσα έρευνα οι αθλήτριες που συμμετείχαν (τόσο στην ομάδα παρέμβασης όσο και στην ομάδα ελέγχου) εμφάνιζαν τάσεις για διατροφικές διαταραχές όπως φάνηκε από τις βαθμολογίες τους. Ωστόσο, μετά την 119

139 Συζήτηση παρέμβαση τα άτομα της ομάδας παρέμβασης που ήταν στην ζώνη των διατροφικών διαταραχών μείωσαν τη βαθμολογία τους, χωρίς όμως να έχουν ξεφύγει τον κίνδυνο, ενώ αντίθετα τα άτομα της ομάδας ελέγχου δεν μείωσαν τη βαθμολογία τους. Πιθανά, το αναγκαίο να ήταν η παρέμβαση και σε άλλο επίπεδο, όπως είναι στο κλίμα παρακίνησης. Η πηγή ενός μηνύματος, όπως και ενός προγράμματος προαγωγής της υγείας μπορεί να επηρεάσει τόσο θετικά όσο και αρνητικά την αποτελεσματικότητά του. Σε προγράμματα κατά των διατροφικών διαταραχών χρησιμοποιούνται ως πηγές ειδικοί, συμμαθητές ή άτομα τα οποία έχουν αναρρώσει από κάποια διατροφική διαταραχή (Heinze, Wertheim & Kashima, 2000). Στην παρούσα έρευνα η πηγή του προγράμματος ήταν εξειδικευμένη τόσο στην εφαρμογή ανάλογων προγραμμάτων όσο και στο χώρο της ρυθμικής γυμναστικής. Αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί ως «απειλή» της έρευνας. Ωστόσο κρίθηκε αναγκαίο γιατί η ανάπτυξη και η εφαρμογή του προγράμματος πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά. Σύμφωνα με το Μοντέλο των Πιθανών τρόπων επεξεργασίας όταν η επεξεργασία είναι χαμηλή και έτσι οι δέκτες δεν επιθυμούν να καταβάλλουν προσπάθεια να επεξεργαστούν το μήνυμα, τότε η εξειδίκευση της πηγής μπορεί να αποτελέσει παράγοντα που θα οδηγήσει στην αξιολόγηση του μηνύματος (Zhang & Buda, 1999). Σε έρευνα των Petty, Heesacker, και Hughes (1997) μόνο όταν το μήνυμα ήταν πολύ υψηλά σχετιζόμενο με τους αποδέκτες, η εξειδίκευση της πηγής δεν επηρέασε την πειθώ. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και ο Lien (2001) σύμφωνα με τον οποίο όταν η παρακίνηση ή/και η ικανότητα για επεξεργασία του μηνύματος ήταν χαμηλή, τότε η εξειδικευμένη πηγή μπορούσε να λειτουργήσει ως απλό ερέθισμα αποδοχής ή απόρριψης του μηνύματος, ενώ δεν ήταν σημαντικός παράγοντας όταν τόσο η παρακίνηση όσο και η ικανότητα επεξεργασίας ήταν υψηλές. Η επίδραση αυτή της εξειδίκευσης της πηγής μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμη κι αν τα επιχειρήματα της πηγής έρχονται σε αντίθεση με προηγούμενες πεποιθήσεις του δέκτη, όπως παρατηρείται στην έρευνα των Olson και Can (1984). Το αποτέλεσμα της παρούσας έρευνας συνηγορεί στη θετική επίδραση της εξειδικευμένη πηγής στην αποτελεσματικότητα ενός ανάλογου προγράμματος. 120

140 Συζήτηση Ωστόσο υπάρχει η έρευνα των Heinze, Wertheim, και Kashima (2000) στην οποία η πηγή δε φάνηκε να διαφοροποιεί καθόλου την αποτελεσματικότητα του μηνύματός τους, το οποίο ήταν σχετικό με τις διατροφικές διαταραχές. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι το μήνυμά τους ήταν μια βιντεοταινία διάρκειας 24 λεπτών, άρα δεν υπήρχε αλληλεπίδραση με την πηγή του μηνύματος για σχετικά μεγάλο διάστημα, ενώ στην έρευνά τους συμμετείχαν μαθήτριες χωρίς να υπάρχει η παραμικρή εμπλοκή τους με το θέμα των διατροφικών διαταραχών. Στους δύο αυτούς παράγοντες μπορεί να οφείλονται τα αποτελέσματά τους. Η εξειδίκευση της πηγής διασφάλιζε την απόλυτη κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων του αθλήματος και μπορούσε να κατευθύνει τις δραστηριότητες και τους προβληματισμούς των αθλητριών συγκεκριμένα. Επιπλέον οι ειδικοί του αθλήματος της ρυθμικής αποτελούν ένα παράγοντα αντιλαμβανόμενης, από τις αθλήτριες, πίεσης για την εικόνα του σώματός τους, όπως φάνηκε ξεκάθαρα και από την αρχική μέτρηση. Τέλος, η αντιλαμβανόμενη εξειδίκευση της πηγής ως «ειδική» από τις ίδιες τις αθλήτριες αυξάνει τη δεκτικότητά τους προς τα μηνύματα και την πειστικότητα αυτών. Μελλοντικές έρευνες θα πρέπει να διερευνήσουν αν διαφοροποιείται η αποτελεσματικότητα του προγράμματος αν πηγή είναι η ίδια η προπονήτρια των αθλητριών ή άλλες αθλήτριες (peer education) οι οποίες έχουν εκπαιδευτεί κατάλληλα για την υλοποίηση του προγράμματος. Στην παρούσα έρευνα χρησιμοποιήθηκε ο ΔΜΣ και μάλιστα το ύψος και το βάρος των αθλητριών δηλώθηκε από τις ίδιες. Το μέτρο του ύψους και το βάρος πιθανά να μην είναι αντικειμενικά, καθώς στον τυπικό πληθυσμό (όχι σε αθλητές) οι έρευνες δείχνουν ότι οι έφηβοι έχουν την τάση να δηλώνουν ψηλότεροι και ελαφρύτεροι από ότι είναι στην πραγματικότητα (Brener, McManus, Galuska, Lowry, & Wechsler, 2003; Elgar, Roberts, Tudor-Smith, & Moore, 2005). Όμως η αξιολόγηση του ύψους και του βάρους από ένα τρίτο πρόσωπο (π.χ. την ερευνήτρια) θα ήταν ένας έμμεσος υπαινιγμός του ελέγχου του βάρους και του ύψους, υπαινιγμός αντίθετος προς τους σκοπούς της παρέμβασης. Με τον τρόπο αυτό θα μειώνονταν η αποδοχή της πηγής των μηνυμάτων και η εμπιστευτικότητα των αθλητριών προς αυτήν. Σε ένα θέμα στο οποίο όλες οι γενεές των αθλητριών ρυθμικής δίνουν μεγάλη βαρύτητα 121

141 Συζήτηση και τις περισσότερες φορές αποτελεί σημείο τριβής με τις προπονήτριες και τους γονείς, η εμπιστοσύνη στην καταγραφή του ύψους και του βάρους ήταν ένας παράγοντας ενίσχυσης της αποδοχής των μηνυμάτων του προγράμματος από τις αθλήτριες. Στην έρευνα των Θεοδωράκου και Δόντη (2013) στην οποία συμμετείχαν Ελληνίδες αθλήτριες ενόργανης και ρυθμικής γυμναστικής των εθνικών ομάδων, ο ΔΜΣ αξιολογήθηκε αντικειμενικά από τους ερευνητές και σχετίζονταν μόνο με τον έλεγχο του τρώγειν σε επίπεδο σημαντικότητας p<.05. Όμως στην ανάλυση κανονικής συσχέτισης ο ΔΜΣ μαζί με την ηλικία αποτελούσε το γραμμικό συνδυασμό που σχετίζονταν υψηλά με τους παράγοντες του ερωτηματολογίου ΕΑΤ. Άρα, πιθανά, η στατιστική ανάλυση με την οποία χρησιμοποιείται ο ΔΜΣ είναι σημαντικότερος από τον τρόπο καταγραφής του ύψους και του βάρους. Οι Ελληνίδες αθλήτριες της ρυθμικής γυμναστικής πρέπει να εντάσσονται σε παρεμβατικά προγράμματα βελτίωσης των διατροφικών τους στάσεων, της ενίσχυσης της θετικής σωματικής αυτοαντίληψης και της εικόνας του σώματός τους. Προγράμματα τα οποία θα είναι εστιασμένα στις ιδιαιτερότητες της ρυθμικής γυμναστικής για να είναι αποτελεσματικά, δηλαδή να προσαρμόζονται στις ανάγκες για πληροφόρηση των αθλητριών, στα ενδιαφέροντα και στις ανησυχίες τους (Kreuter et al., 2000). Ανάλογα προγράμματα εφαρμόζονται κύρια σε κορίτσια τυπικού πληθυσμού, καθώς θεωρείται ότι η άσκηση ενισχύει τις θετικές διατροφικές στάσεις, την σωματική αυτοαντίληψη και τη θετική εικόνα του σώματος. Τα προγράμματα αυτά πραγματοποιούνται, κυρίως, στο πλαίσιο του σχολείου και προσπαθούν πέρα από την ενημέρωση να ενισχύσουν τεχνικές διαχείρισης του άγχους και επίλυσης προβλημάτων. Οι δεξιότητες αυτές μπορούν πολύ πιο εύκολα να διδαχθούν στην προπονητική διαδικασία γιατί δίνονται οι κατάλληλες συνθήκες να τις εφαρμόσει η αθλήτρια και να λάβει άμεσα ανατροφοδότηση. Επίσης, οι μνήμες από προηγούμενες εμπειρίες της αθλήτριας ή των άλλων αθλητριών, βοηθούν να κατανοήσουν την αξία των δεξιοτήτων αυτών και να τις επαναλάβουν αυξάνοντας την αποτελεσματικότητά τους. Οι δραστηριότητες που εφαρμόστηκαν σε καμία 122

142 Συζήτηση περίπτωση δεν είχαν τη μορφή υποχρεωτικών γραπτών εργασιών πρώτον γιατί οι αθλήτριες ρυθμικής είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένες με το σχολείο και την προπόνηση και δεύτερον γιατί αυτές οι δραστηριότητες θυμίζουν το σχολείο, μαζί με ότι αυτό μπορεί να περικλείει. Το μοναδικό πρόγραμμα στο οποίο συμμετείχαν αθλήτριες ήταν το BodySense (2010), στο οποίο μάλιστα συμμετείχαν αθλήτριες γυμναστικής. Το πρόγραμμα όμως χρησιμοποίησε μία μόνο μέθοδο διδασκαλίας, τις συζητήσεις. Όταν δεν υπάρχει ποικιλία μεθόδων διδασκαλίας τότε μειώνεται η αποτελεσματικότητά του. Στο πρόγραμμα που σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε στην παρούσα διατριβή εντάχθηκαν οι περισσότεροι προτεινόμενοι μέθοδοι διδασκαλίας (Δαρβίρη, 2007), δηλαδή μέθοδοι παθητικής ενημέρωσης, εκπαιδευτικές μέθοδοι ενεργητικής συμμετοχής και βιωματικές μέθοδοι ενεργητικής συμμετοχής. Σημαντική καινοτομία του προγράμματος αποτέλεσε το τετράδιο που η κάθε αθλήτρια κατείχε. Βοηθούσε στη συμμετοχή και εμπλοκή όλων των αθλητριών, αλλά επίσης η κάθε μία μπορούσε να ανατρέξει σε αυτό οποιαδήποτε στιγμή, για να ξαναδιαβάσει τις πληροφορίες, να θυμηθεί τα βήματα εφαρμογής των τεχνικών που διδάχθηκε, ή απλώς να διαβάσει το μήνυμα-σλόγκαν στο οποίο κατέληξε η ομάδα της. Το τετράδιο αποτελεί καινοτομία, καθώς σε κανένα σχετικό πρόγραμμα δεν αναφέρεται να έχει κατασκευαστεί και χρησιμοποιηθεί. Από την άλλη πλευρά αποτελεί έμμεσο υπαινιγμό, τον οποίο είχαν πάντα στο σάκο της προπόνησης οι αθλήτριες. Μια επιπλέον καινοτομία είναι η διδασκαλία δεξιοτήτων ζωής κατά τη διάρκεια του προγράμματος. Συγκεκριμένα διδάχθηκε η στοχοθέτηση, ο καθορισμός στόχων, ο θετικός αυτοδιάλογος, η υπερνίκηση προβλημάτων, η νοερή απεικόνηση και τεχνικές χαλάρωσης. Όλες οι παραπάνω δεξιότητες θεωρούνται κρίσιμες για την πρόληψη ανθυγιεινών συμπεριφορών και κατά επέκταση μπορούν να βοηθήσουν και στην ανάπτυξη της θετικής εικόνας του σώματος αποφεύγοντας επικίνδυνες για τον οργανισμό συμπεριφορές. Οι γνώσεις από μόνες τους δεν οδηγούν στην επιθυμητή υγιεινή συμπεριφορά (Kemm, 2003), και γι αυτό το λόγο τα προγράμματα αγωγής υγείας προσπαθούν να εντάξουν και άλλες δράσεις για να είναι αποτελεσματικά. Σε προγράμματα που υλοποιήθηκαν σε τυπικό πληθυσμό έχουν συμπεριληφθεί 123

143 Συζήτηση δεξιότητες ζωής, όπως στο Girls on the Run. Ωστόσο στην παρούσα διατριβή προσαρμόστηκαν οι δεξιότητες ζωής συγκεκριμένα για το άθλημα της ρυθμικής γυμναστικής, έτσι ώστε να απευθύνονται σε ένα χώρο δράσης που είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τις αθλήτριες και να αυξηθεί η σχετικότητα των δεξιοτήτων. Η αυξημένη σχετικότητα, με τη σειρά της, ενίσχυσε την πειθώ. Το πρόγραμμα που αναπτύχθηκε στην παρούσα διατριβή επιχείρησε να συνδυάσει τα θετικά σημεία των παρεμβατικών προγραμμάτων ανάλογης θεματολογίας αντιστρέφοντας τις αδυναμίες τους. Συγκεκριμένα, περιέλαβε όλες τις σχετικές πληροφορίες παραλληλίζοντάς τες με το άθλημα της ρυθμικής γυμναστικής και γενικότερα των αθλητισμό, περιέλαβε δραστηριότητες ενίσχυσης του εαυτού και της αυτοεκτίμησης, ήταν αλληλεπιδραστικό (μέσα από συζητήσεις, ομαδικές εργασίες, κ.ά. δραστηριότητες) και όχι μονοδιάστατο, δίδαξε δεξιότητες ζωής χρησιμοποιώντας τη ρυθμική γυμναστική και τις εμπειρίες τους από τις προπονήσεις και τους αγώνες, και μετέτρεψε τις συμμετέχουσες σε «πομπούς» των μηνυμάτων τους προς τους άλλους (άλλες αθλήτριες, γονείς, φίλους), ενίσχυσε την έννοια της ομάδας όχι με την κλειστή αγωνιστική μορφή. Τέλος, χρησιμοποίησε το τετράδιο ως τεχνική ενίσχυσης της Πειθούς καθώς μπορεί να λειτουργήσει ως πηγή ανάκλησης των μηνυμάτων του προγράμματος. Τόσο η διδασκαλία των δεξιοτήτων ζωής όσο και η ανάπτυξη και εφαρμογή του προγράμματος αποτελεί πρωτοτυπία σε παγκόσμιο επίπεδο, μέχρι σήμερα, και θα πρέπει να επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Συμπερασματικά, η παρούσα έρευνα έδειξε ότι το πρόγραμμα που σχεδιάστηκε για να συμμετάσχουν σε αυτό αθλήτριες ρυθμικής γυμναστικής βελτίωσε παραμέτρους των διατροφικών στάσεων και της αντιλαμβανόμενης εκτίμησης της εικόνας του σώματος, την αυτοεκτίμηση της εξωτερικής εμφάνισης και την αντιλαμβανόμενη πίεση για λεπτό σώμα από τους κοινωνικούς παράγοντες που εμπλάκηκαν άμεσα ή έμμεσα στο πρόγραμμα, ενώ δεν είχε επίδραση στη γενική αυτοεκτίμηση. 124

144 Προτάσεις ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Η παρούσα διατριβή αποτελεί μια αρχική προσπάθεια ανάπτυξης και υλοποίησης προγράμματος προαγωγής της εικόνα του σώματος αθλητριών ρυθμικής εφηβικής ηλικίας. Το άθλημα της ρυθμικής γυμναστικής έχει κάποιες ιδιαιτερότητες οι οποίες το χαρακτηρίζουν: οι αθλήτριες εξειδικεύονται με το άθλημα από πολύ νεαρή ηλικία, οι ώρες προπόνησης είναι αρκετές (σε σύγκριση με άλλα αθλήματα για ίδιας ηλικίας κορίτσια) και σχεδόν καθημερινές, ασχολούνται με το άθλημα σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες (ως προπονήτριες, κριτές και αθλήτριες), και η κρίση εμπεριέχει το υποκειμενικό κριτήριο παρά τις προσπάθειες της FIG για αντικειμενικοποίηση της. Ο αθλητισμός πέρα από το ανταγωνιστικό στοιχείο που αναγκαστικά περιλαμβάνει σε συνθήκες πρωταθλητισμού, πρέπει να προάγει και την ολόπλευρη υγεία των ατόμων που μετέχουν στις δομές του. Οι ερευνητές θα πρέπει να στρέψουν το βλέμμα και το ενδιαφέρον τους στο άθλημα της ρυθμικής, για να διαλευκάνουν όλες τις πτυχές του αθλήματος. Είναι απαραίτητες έρευνες τόσο με ποσοτικές μεθόδους όσο και με ποιοτικές μεθόδους. Υπάρχει πια «παρελθόν» στη ρυθμική γυμναστική μετά από τόσα χρόνια και τόσες αγωνιστικές επιτυχίες. Θα πρέπει τα βιώματα, οι εμπειρίες και οι απόψεις των πρώην αθλητριών να αποτελέσουν πηγή διερεύνησης ζητημάτων που αφορούν τις αθλήτριες. Μάλιστα είναι σημαντικές όχι μόνο οι απόψεις των αθλητριών που παραμένουν ενεργές στο άθλημα με κάποιον τρόπο, πχ. ως προπονήτριες, κριτές, παράγοντες ή γονείς, αλλά και αυτών που έχουν αποχωρήσει οριστικά από το χώρο. Η προσπάθεια όσων εμπλέκονται στο άθλημα είναι, εκτός από τα αγωνιστικά αποτελέσματα, η όσο το δυνατόν ολόπλευρη ανάπτυξη των αθλητριών. Τα αποτελέσματα της διατριβής αποτελούν θετικά μηνύματα και ενδείξεις προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο υπάρχουν μια σειρά από 125

145 Προτάσεις προτάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν το ίδιο το άθλημα της ρυθμικής, με αφορμή το παρόν παρεμβατικό πρόγραμμα. Προτείνεται λοιπόν: Το πρόγραμμα να εφαρμοστεί αμέσως με την έναρξη της περιόδου προετοιμασίας, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί και να γίνει επαναξιολόγηση όλων των παραγόντων κατά την έναρξη της αγωνιστικής περιόδου και αμέσως μετά τη λήξη της. Ωστόσο για να υλοποιηθεί ο παραπάνω σχεδιασμός απαιτείται φιλικότερος τρόπος αξιολόγησης καθώς οι αθλήτριες είναι σχετικά μικρής ηλικίας και μπορεί να «βαρεθούν». Να συμπεριληφθούν στην αξιολόγηση του προγράμματος μετρήσεις στους γονείς και στις προπονήτριες, ώστε να καταγράφονται αλλαγές στα «σημαντικά άλλα πρόσωπα» που επηρεάζουν τις αθλήτριες ρυθμικής. Ενδιαφέρον αποτελεί η εφαρμογή του προγράμματος από τις ίδιες τις προπονήτριες μετά την κατάλληλη εκπαίδευση. Οι αθλήτριες που συμμετείχαν σε εφαρμογή του προγράμματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εκπαιδεύτριες σε αθλήτριες μικρότερης ηλικίας. Η εκπαίδευση από ομότιμες πηγές (peer education) αποτελεί ένα από τα ερευνητικά ενδιαφέροντα των επιστημόνων. Να βρεθούν τρόποι προβολής του προγράμματος προς αρμόδιους φορείς όπως την Ελληνική Γυμναστική Ομοσπονδία, την Ευρωπαϊκή Γυμναστική Ομοσπονδία, κ.ά. Τέλος, οι πρώην αθλήτριες να εμπλακούν με περισσότερο ενεργούς τρόπους στην υλοποίηση του προγράμματος για παράδειγμα με ένταξη βιντεοσκοπημένων σχετικών συνεντεύξεων που πιθανά θα δομήσουν οι ίδιες οι αθλήτριες. 126

146 Βιβλιογραφία ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Abraham, S. (1996). Characteristics of eating disorders among young ballet dancers. Psychopathology, 29(4), Abrams, L. & Cook-Stormer, C. (2002). Sociocultural variations in the body image perceptions of urban adolescent females. Journal of Youth and Adolescence, 31(6), Akos, P. (2002). Promoting healthy body image in Middle school. Professional School Counseling, American Psychiatric Association, (2000). Diagnostic and Statistical manual of mental disorders, Text revision. DSM-IV-TR (4 th Ed.). Washington DC: APA. Ames, C.(1992). Achievement goals, motivational climate, and motivational processes. In G. Roberts (Eds.), Motivation in Sport and Exercise (pp ). Champaign, IL: Human Kinetics. Ames, C. & Archer, J. (1988). Achievement goals in the classroom: students' learning strategies and motivation processes. Journal of Educational Psychology, 80, Anand, P., & Sternthal, B. (1990). Ease of message processing as a moderator of repetition effects in advertising. Journal of Marketing Research, 27, Asçi, F.H., Kin, A., & Koşarr, S. N. (1998). Ffects of participation in an 8-week aerobic dance and sport aerobics program on physical self-perception and body image satisfaction. International Journal of Sports Psychology, 29, Avila-Carvalho, L., Klentrou, P., da Luz Palomero, M., & Lebre, E. (2012). Body composition profile of elite group rhythmic gymnasts. Science of Gymnastics Journal, 4(1),

147 Βιβλιογραφία Bane, S., & McAuley, E. (1998). Body image amd exercise. In J.L. Duda (Ed.), Advances in sport and exercise psychology measurement (pp ). Morgantown: WV: Fitness Information Technology. Barnes, G.M. & Welte, J.W. (1986). Patterns and predictors of alcohol use among 7-12 th grade students in New York State. Journal of Studies on Alcohol, 47 (1), Beals, K., & Manore, M. (2002). Disorders of the female athlete triad among collegiate athletes. International Journal of Sport Nutrition and Exercise Metabolism, 12, Becker, C., Ciao, A., & Smith, L. (2008). Moving from efficacy to effectiveness in eating disorders prevention: The sorority body image program. Cognitive and Behavioral Practice, 15, Behzadi, F., Hamzei, M., Nori, S., & Salehian, M. H. (2011). The relationship between goal orientation and competitive anxiety individual and team sport. Annals of Biological Research, 2(6), Bettle, N., Bettle, O., Neumarker, U., & Neumarker, K.-J. (2001). Body image and selfesteem in adolescent ballet dancers. Perceptual and Motor Skills, 93, Blyth, D., Simmons, R., & Zakin, D. (1985). Satisfaction with body image for early adolescent females: the impact of pubertal timing within different school environments. Journal of Youth and Adolescence, 14(3), BodySense (2010). Resources: workshops. Ανακτήθηκε στις 5/3/2013 από Bohner, G., & Wänke, M. (2002). Attitudes and attitude change. NY: Taylor & Francis Inc. Boros, S. (2009). Dietary habits and physical self-concept of elite rhythmic gymnasts. Biomedical Human Kinetics, 1,

148 Βιβλιογραφία Botvin, G. J., Baker, E., Filazzola, A. D., & Botvin, E. M. (1990). A cognitive-behavioral approach to substance abuse prevention: one year follow-up. Addictive Behaviors, 15, Botvin G.J. & Eng, A. (1982). The efficacy of a multicomponent approach to the prevention of cigarette smoking. Preventive Medicine, 11, Botvin, G. J., & Kantor, L. W. (2000). Preventing alcohol and tobacco use through life skills training. Alcohol Research and Health, 24(4), Braisted, J. R., Mellin, L., Gong, E. J., & Irwin, C. E. (1985). The adolescent ballet dancer. Nutritional practices and characteristics associated with anorexia nervosa. Journal of Adolescent Health Care, 6(5), Breckon, D.J., Harvey, J.R., & Lancaster, R.B. (1998). Community health education: Setting, roles and skills for the 21 st century. Gaitherburg, MD: Aspen. Brener, N. D., McManus, T., Galuska, D. A., Lowry, R., & Wechsler, H. (2003). Reliability and validity of self-reported height and weight among high school students. Journal of Adolescent Health, 32(4), Brennan, M., Lalonde, C., & Bain, J. (2010). Body image perceptions: Do gender differences exist? Psi Chi Jounal of Undergraduate Research, Brooks, D. J. (1984). A life-skills taxonomy: Defining elements of effective functioning through the use of the Delphi technique. Unpublished doctoral dissertation. The University of Georgia. Brudzynski, L., & Ebben, W. (2010). Body image as a motivator and barrier to exercise participation. International Journal of Exercise Science, 3(1), Buchholz, A., Mack, H., MvcVey, G., Feder, S., & Barrowman, N. (2008). Bodysense: An evaluation of a positive body image intervention on sport climate for female athletes. Eating Disorders, 16, Burns, R. B. (1982). Self-concept development and education. Cassell. 129

149 Βιβλιογραφία Butler, J.T. (2001). Principles of health education and health promotion (3rd edition). Wadsworth Thomson Learning. Çağlar, E., & Hülya Așçi, F. (2010). Motivational cluster profiles of adolescent athletes: An examination of differences in physical-self perception. Journal of Sport Science and Medicine, 9, Caruso, C. & Gill, D. (1992). Strengthening physical self-perceptions through exercise. The Journal of Sports Medicine and Physical Fitness, 32, Cash, T. (2004). Body image: past, present, and future. Body Image, 1, 1-5. Cash, T.F., Theriault, J., & Annis, N.M. (2004). Body Image in an interpersonal context: Adult attachment, fear of intimacy, and social anxiety. Journal of Social and Clinical Psychology, 23, Cervelló, E., Escartí, A., & Guzmán, J. (2007). Youth dropout from the achievement goal theory. Psicothema, 19(1), Christodoulidis, T., Papaioannou, A., & Digelidis, N. (2001). Motivational climate and attitudes towards exercise in Greek senior high school: A year-long intervention. European Journal of Sport Science, 1 (4), Clay, D., Vignoles, V., & Dittmar, H. (2005). Body image and self-esteem among adolescent girls: testing the influence of sociocultural factors. Journal of Research on Adolescence, 15(4), Claypool, H., Mackle, D., Garcia-Marques, T., McIntosh, A., & Udall, A. (2004). The effects of personal relevance and repetition on persuasive processing. Social Cognition, 22(3), Costarelli, V., Antonopoulou, K., & Mavrovounioti, C. (2011). Psychosocial characteristics in relation to disordered Eating Attitudes in Greek adolescents. European Eating Disorders Review, 19 (4),

150 Βιβλιογραφία Costarelli, V., Demetzi, M., & Stamou, D. (2009). Disordered eating attitudes in relation to body image and emotional intelligence in young women. Journal of Human Nutrition and Dietetics, 22, Cousineau, T., Franko, D., Trant, M., Rancourt, D., Ainscough, J., Chaudhuri, A., et al. (2010). Teaching adolescents about changing bodies: Randomized controlled trial of an Internet puberty education and body dissatisfaction prevention program. Body Image, 7(4), Cupisti, A., D'Alessandro, C., Castrogiovanni, S., Barale, A., & Morelli, E. (2000). Nutrition survey in elite rhythmic gymnasts. Journal of Sports Medicine and Physical Fitness, 40(4), Cusumano, D.L., & Thompson, K. (1997). Body image and body shape ideals in magazines: exposure, awareness and internalization. Sex Roles, 37(9-10), Danish, S. J., & Donohue, T. (1995). Understanding media s influence on the development of antisocial and prosocial behavior. In R. Hampton, P. Jenkins & T. Gullota (Eds.), Preventing violence in America. (pp ). Thousand Oaks, CA: Sage. Danish, S. J., & Nellen, V. C. (1997). New roles for sport psychologists: Teaching life skills through sport to at risk youth. Quest, 49, Danish, S. J., Fazio, R., Nellen, V. C., & Owens, S. (2002). Community-based life skills programs: Using a sport to teach life skills to adolescents. In J. V. Raalte & B. Brewer (Eds.). Exploring sport and exercise psychology (2 nd ed., pp ). Washington, DC: American Psychological Association. Danish, S. J., Forneris, T., & Wallce, I. (2005). Sport-based life-skills programming in the schools. Journal of Applied School Psychology, 21 (2), Davis, C. (1990). Body image, exercise and eating behaviors. In K.Fox (Eds.) The Physical Self: from motivation to well-being. Champaign, IL: Human Kinetics. 131

151 Βιβλιογραφία Davis, C., & Cowles, M. (1991). Body image and exercise: A study of relationships and comparisons between physically active men and women. Sex Roles, 25(1/2), Davison, K. K., Earnest, M., & Birch, L. (2002). Participation in aesthetic sports and girls weight concerns at age 5 and 7 years. International Journal of Eating Disorders, 31, Davison, K. K., Markey, C., & Birch, L. (2003). A longitudinal examination of patterns in girls' weight concerns and body dissatisfaction from ages 5 to 9 years. International Journal of Eating Disorders, 33(3), de Bruin, A. P., Bakker, F., & Oudejans, R. (2009). Achievement goal theory and disordered eating: Relationships of disordered eating with goal orientations and motivational climate in female gymnasts and dancers. Psychology of Sport and Exercise, 10, DeBate, R. D., & Thompson, S. H., 10(1), (2005). Girls on the Run: improvements in self-esteem, body size satisfaction and eating attitudes/behaviors. Eating, Weight Disorder, 10, Depcik, E., & Williams, L. (2004). Weight training and body satisfaction of body-imagedisturbed college women. Journal of Applied Sport Psychology, 16, Devaral, S., & Lewis, V. (2010). Enhancing positive body image in women: An evaluation of a group intervention program. Journal of Applied Biobehavioral Research, 15(2), Digelidis, N. (1996). Interaction between intrinsic motivation, goal orientations and perceived motivational climate in the physical education lessons. Unpublished Master Thesis: Komotini. Democritus University of Thrace. Dignan, Μ. & Carr, P. (1992). Program planning for health education and promotion (2 nd Ed.). Lea & Febiger, Philadelphia. 132

152 Βιβλιογραφία Dijkstra, M., Mesters, I., De Vries, H., van Breukelen, G., & Parcel, G. S. (1999). Effectiveness of a social influence approach and boosters to smoking prevention. Health Education Research, 14(6), Doninger, G., Enders, C., & Burnett, K. (2005). Validity evidence for eating attitudes test scores in a sample of female college athletes. Measurement in Physical Education and Exercise Science, 9(1), Dorak, F. (2011). Self-esteem and body image of turkish adolescent girls. Social Behavior and Personality, 39(4), Douka, A., Grammatopoulou, E., Skordilis, E., & Koutsouki, D. (2009). Factor analysis and cut-off score of the 26 -item eating attiutdes test in a greek sample. Biology of Exercise, 5(1), Duda, J. L. (2005). Motivation in sport: The relevance of competence and αchievement goals. In A. J. Elliot & C. S. Dweck (Eds.), Handbook of competence and motivation (pp ). New York: Guilford Press. Duda, J. L. (1996). Maximizing motivation in sport and physical education among children and adolescents: The case for greater task involvement. Quest, 48(3), Duda, J.L. (1993). Goals: a social-cognitive approach o thw study of achievement motivation in sport. In R. Singer, M. Murphey, & L.K. Tennant (Ed.), Handbook of research in sport psychology (pp ). New York: MacMillan. Duda, J.L., Chi, L., Newton, M., Walling, M., & Catley, D. (1995). Task and ego orientation and intrinsic motivation in sport, International Journal of Sport Psychology, 26, Duda, J.L. & Nicholls, J. (1992). Dimensions of achievement motivation in schoolwork and sport, Journal of Educational Psychology, 84, Durkin, S., Paxton, S., & Wertheim, E. (2005). How do adolescent girls evaluate body dissatisfaction prevention messages? Journla of Adolescent Health, 37,

153 Βιβλιογραφία Dweck, C.S., & Leggett, E.L. (1988). A social-cogni-tive approach to motivation and personality. Psychological Review, 95, Eapen, V., Mabrouk, A. A., & Bin-Othman, S. (2006). Disordered eating attitudes and symtomatology among adolescent girls in the United Arab Emirates. Eating Behaviors, 7, Edlund, B., Halvarsson, K., & Sjödén, P.O. (1996). Eating behaviours, and attitudes to eating, dieting, and body image in 7-year-old Swedish girls. European Eating Disorders Review, 4 (1), Elder, J..P., Wildey, M., de-moor, C., Sallis, J., Eckhardt L., Edwards, C., Erickson, A., Golbeck, A., Hovell, M., Johnston, D. et al., (1993). The long-term prevention of tobacco use among junior high school students: classroom and telephone interventions. American journal of Public Health, 83, Elgar, F., Roberts, C., Tudor-Smith, C., & Moore, L. (2005). Validity of self-reported height and weight and predictors of bias in adolescents. Journal of Adolescent Health, 37, Ellickson, P. L. & Bell, R. M. (1990). Drug prevention in junior high: a multi-site longitudinal test. Science, 274, Elliot, A. & Harackiewicz, J. (1996). Approach and avoidance achievement goals and intrinsic motivation: a mediational analysis. Journal of Personality and Social Psychology, 70, 3, Erickson, S., Hahn-Smith, A., & Smith, J. E. (2009). One step closer: Understanding the complex relationship between weight and self-esteem in ethnically diverse preadolescent girls. Journal of Applied Developmental Psychology, 30, Erling, A., & Hwang, P. (2004). Body-esteem in Sweden 10-year-old children. Perceptual and Motor Skills, 99, Esnaola, I., Infante, G., & Zulaika, L. (2011). The multidimensional structure of Physical Self-Concept. The Spanish Journal of Psychology, 14(1),

154 Βιβλιογραφία Ewles, L. & Simnett, I. (1999). Promoting health, a practical guide (4 th Ed.). Bailliere Tindall. Ferrand, C., Champely, S., & Filaire, E. (2009). The role of body-esteem in predicitng disordered eating symptoms: A comparison of French aesthetic athletes and non athletic females. Psychology of Sport and Exercise, 10, Ferrand, C., Magnan, C., & Philippe, R. A. (2005). Body-esteem, body mass index, and risk for disordered eating among adolescents in synchronized swimming Perceptual and Motor Skills, 101, FIG (2012). Ανακτήθηκε στις 29/10/2012 από gymnastics.com/vsite/vfile/page/fileurl/0,11040, file,00.pdf FIG (2011). Ανακτήθηκε στις 29/10/2012 από gymnastics.com/vsite/vfile/page/fileurl/0,11040, file,00.pdf Filaire, E., Rouveix, M., Pannafieux, C., & Ferrand, C. (2007). Eating attitudes, perfectionism and body-esteem of elite male judoists and cyclists. Journal of Sport Sceince and Medicine, 6, Flay, B. (2009). School-based smoking prevention programs with the promise of long-term effects. Tobacco Induced Diseases, 5, 6. Flay, B. (2009). The promise of long-term effectiveness of school-based smoking prevention programs: a critical review of reviews. Tobacco Induced Diseases, 5, 7. Fourie, J. & Lessing, A. (2010). The influence of dance and movement therapy (DMT) on the body image of female adolescents. African Journal for Physical, Health Education, Recreation and Dance, 16(2), Fox, K. (2000). Advances in the measurement of the physical self. In J.Duda (Eds.). Advances in sport and exercise psychology measurement. Morgantown: Fitness Information Technology, Inc. 135

155 Βιβλιογραφία Fox, K.R. (1990). The Physical Self Perception Profile manual. DeKalb, IL: Office for Health Promotion, Nothern Illinois University. Fox, K. & Corbin, C. (1989). The physical self-perception profile: Development and preliminary validation. Journal of Sport & Exercise Psychology, 11, French, S., Story, M., & Perry, C. (1995). Self-esteem and obesdity in children and adolescents: A literature review. Obesity Research, 3(5), Friedman, S. (1998). Girls in the 90s: A gender-based model for eating disorder prevention. Patient Education and Counseling, 33, Fry, M. D. (2000). A developmental analysis of children s and adolescents understanding of luck and ability in the physical domain. Journal of Sport and Exercise Psychology, 22, Furnham, A., Badmin, N., & Sneade, I. (2002). Body image dissatisfaction: Gender differences in eating attitudes, self-esteem, and reasons for exercise. The Journal of Psychology, 136(6), Garner, D. & Garfinkel, P. E. (1979). The Eating Attitudes Test: An index of the symptoms of anorexia nervosa. Psychological Medicine, 9, Garner, D. M., Olmstead, M., & Polivy, J. (1983). Development and validation of a multidimensional eating disorder inventory for anorexia nervosa and bulimia. International Journal of Eating Disorders, 2 (2), Garner, D. M., Olmsted, M. P., Bohr, Y., & Garfinkel, P. E. (1982). The Eating Attitudes Test: psychometric features and clinical correlates. Psychological Medicine, 12, Garner, D. M. & Rosen, L. W. (1991). Eating disorders among athletes: research and recommendations. Journal of Applied Sport Sciences Research, 5 (2), Georgopoulos, N.A., Markou, K.B., Theodoropoulou, A., Benardot, D., Leglise, M., and Vagenakis, A.G. (2002). Growth retardation in artistic compared with rhythmic 136

156 Βιβλιογραφία elite female gymnasts. The Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, 87(7), Georgopoulos, N.A., Markou, K.B., Theodoropoulou, A., Vagenakis, G.A., Benardot, D., Leglise, M., Dimopoulos, J.C., and Vagenakis, A.G. (2001). Height velocity and skeletal maturation in elite female rhythmic gymnasts. The Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, 86 (11), Georgopoulos, N. A., Roupas, N., Theodoropoulou, A., Tsekouras, A., Vagenakis, A. G., & Markou, K. B. (2010). The influence of intensive physical training on growth and pubertal development in athletes. Annals of the New York Academy of Sciences, 1205, Gerner, B., & Wilson, P. (2005). The relationship between friendship factors and adolescent girl's body image concern, body dissatisfaction, and restrained eating. International Journal of Eating Disorders, 37, Gilbert, G. & Sawyer, R. (1995). Health education: Creating strategies for school and community health. London: Jones and Bartlett. Girls on the run (2013). Program curricula. Ανακτήθηκε στις 18/3/2013 από Goldfield, G., Moore, C., Henderson, K., Buchholz, A., Obeid, N., & Flament, M. (2010). Body dissatisfacrion, dietary restraint, depression, and weight status in adolescents. Journal of School Health, 80(4), Goleman, D. (1995). Η συναισθηματική νοημοσύνη. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα. Gollings, E., & Paxton, S. (2006). Comparison of internet and face-to-face delivery of a group body image and disordered eating intervention for women: A pilot study. Eating Disorders, 14, Gomez, R. A., Martins, C., & Silva, L. (2001). Eating Disordered Behaviours in Portuguese Athletes: The Influence of Personal, Sport, and Psychological Variables. European Eating Disorders Review, 19(3),

157 Βιβλιογραφία Goudas, M. (2010). Prologue: A review of life skills teaching in sport and physical education. Hellenic Journal of Psychology, 7, Goudas, M., Biddle, S., & Fox, K. (1994). Perceived locus of causality, goal orientations, and perceived competence in school physical education classes. British Journal of Educational Psychology, 64, Goudas, M., Biddle, S., Fox. Κ., & Underwood, M. (1995). It aren t what you do, it s the way that you do it! Teaching style affects children s motivation in track and field lessons. The Sport Psychologist, 9, Goudas, M., Dermitzaki, I., Leondari, A. & Danish, S. (2006). The effectiveness of teaching a life skills program in a physical education context. European Journal of Psychology of Education, XXI, Goudas, M. & Giannoudis, G. (2008). A team-sports-based life-skills program in a physical education context. Learning and Instruction, 18, Groesz, L., Levine, M., & Murnen, S. (2002). The effect of experimental presentation of the thin media images on body satisfaction: A meta-analytic review. International Journal of Eating Disorders, 31, Gross, J., Rosen, J. C., Leitenberg, H., & Willmuth, M. E. (1986). Validity of the Eating Attitudes Test and the Eating Disorders Inventory in bulimia nervosa. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 54, Hanrahan, S., & Cerin, E. (2009). Gender, level of participation, and type of sport: Differences in achievement goal orientation and attributional style. Journal of Science and Medicine in Sport, 12, Hardeman, W., Johnston, M., Jonhnston, D., Bonetti, D., Wareham, N., & Kinmonth, A. L. (2002). Application of the theory of Planned behaviour in behaviour change interventions: A systematic review. Psychology and Health, 17(2),

158 Βιβλιογραφία Harter, S. (1986). Processes underlying the construction, maintenance, and enhancement of the self-concept in children. In J. Suls, & A. G. Greenwald (Eds.), Psychological perspectives on the self (Vol. 3). Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. Harter, S. (1999). The construct of the self: A developmental perspective. York: Guilford. Hausenblas, H., & Carron, A. (1999). Eating disorder indices and athletes: An integration. Journal of Sport & Exercise Psychology, 21, Hayes, S., Crocker, P., & Kowalski, K. (1999). Gender differences in Physical Self- Perceptions, global self-esteem and physical activity: Evaluation of the Physical Self-Perception Profile model. Journal of Sport Behavior, 22(1), Hein, V., & Hagger, M. (2007). Global self-esteem, goal orientations and self determined behavioural regulations in a physical education setting. Journal of Sports Sciences, 25(2), Heinze, V., Wertheim, E. H., & Kashima, Y. (2000). An evaluation of the importance of message source and age of recipient in a primary prevention program for eating disorders. Eating Disorders, 8 (2), Hewitt, P., Flett, G., & Ediger, E. (1995). Perfectionism traits and perfectionistic selfpresentation in eating disorder attitudes, characteristics, and symptoms. International Journal of Eating Disorders, 18(4), Hoare, P., & Cosgrove, L. (1998). Eating habits, body-esteem and self-esteem in scottish children and adolescents. Journal of Psychosomatic Research, 45(5), Huang, J., Norman, G., Zabinski, M., Calfas, K., & Patrick, K. (2007). Body image and self-esteem among adolescents undergoing an intervention targeting dietary and activity behaviors. Journal of Adolescent Health, 40(3), Jonnalagadda, S., Ziegler, P., & Nelson, J. (2004). Food preferences, dieting behaviors and body image perceptions of elite figure skaters. International Journal of Sport Nutrition and Exercise Metabolism, 14,

159 Βιβλιογραφία Jowett, S., & Cockerill, I.M. (2003). Olympic medallists perspective of the athlete-coach relationship. Psychology of Sport and Exercise, 4, Kalmet, N., & Fouladi, R. (2008). A comparison of Physical Self-Perception Profile Questionnaire formats: Structured alternative and ordered response scale formats. Measurement in Physical Education and Exercise Science, 12, Karteroliotis, K. (2008). Validation of the physical self-perception profile among college students. Journal of Education and Human Development, 2(1), Kato, K., Jevas, S., & Culpepper, D. (2011). Body image disturnaces in NCAA Division I and III female athletes. The Sport Journal, 14(1). Kavussanu, M. (2007). The effects of goal orientations on global self-esteem and physical self-worth in physical education students. Hellenic Journal of Psychology, 4, Kavussanu, M., & Harnish, D. (2000). Self-esteem in children: Do goal orientations matter? British Journal of Educational Psychology, 70, Kavussanu, M., & Roberts, G. C. (1996). Motivation in physical activity contexts: The relationship of perceived motivational climate to intrinsic motivation and selfefficacy. Journal of Sport & Exercise Psychology, 18, Kazdin, A.E., French, N., Unis, A., Esveldft-Dawson, K., & Sherick, R. (1983). Hopelessness, depression and suicide intent among disturbed inpatient children. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 51(4), Kemm, J. (2003). Health education: a case for resuscitation. Public Health, 117, Kerr, G. & Dacyshyn, A. (2000). The retirement experiences of elite, female gymnasts. Journal of Applied Sport Psychology, 12 (2), Kirk, G., Singh, K., & Getz, H. (2001). Risk of eating disorders among female college athletes and non athletes. Journal of College Counseling, 4(2),

160 Βιβλιογραφία Klentrou, P., & Plyley, M. (2003). Onset of puberty, menstrual frequency, and body fat in elite rhythmic gymnasts compared with normal controls. British Journal of Sports Medicine, 37, Kling, K.C., Hyde, J.S., Showers, C.J., & Buswell, B.N. (1999). Gender differences in selfesteem: A meta-analysis. Psychological Bulletin, 125, Knez, R., Munjas, R., Petrovečki, M., Paučić-Kirinić, E., & Peršić, M. (2006). Disordered eating attitudes among elementary school population. Journal of Adolescent Health, 38, Kosmidou, E., Proios, M., & Giannitsopoulou, E. (2013). Physical self worth, athletic engagement and goal orientations in Greek female athletes. Pamukkale Journal of Sport Sciences, 4(2), Kouloutbani, K., Efstathiou, T., & Stergioulas, A. (2012). Eating disorder in the world of sport: the experiences of rhythmic gymnasts. Biology of Exercise, 8(2), Koumpoula, M., Tsopani, D., Flessas, K., & Chairopoulou, C. (2011). Goal orientations and sport motivation, differences between the athletes of competitive and noncompetitive rhythmic gymnastics. Journal of Sports Medicine and Physical Fitness, 51(3), Krahnstoever-Davison, K., Werder, J., Trost, S., Baker, B., & Birch, L. (2007). Why are early maturing girls less active? Links between pubertal development, psychological well-being, and physical activity among girls at ages 11 and 13. Social Science of Medicine, 64(12), Kreuter, M.W., Farrell, D., Olevitch, L., & Brennan, L. (2000). What is tailored communication? In J. Bryant & D. Zillmann (Eds.), Tailoring health messages: Customizing communication with computer technology (pp. 1-23). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates, Inc. le Grange, D., Tibbs, J., & Noakes, T. D. (1994). Implications of a diagnosis of anorexia nervosa in a ballet school. International Journal of Eating Disorders, 15(4),

161 Βιβλιογραφία Levine, M., & Smolak, L. (2007). Prevention of negative body image, disordered eating, and eating disorders: an update. Annual Review of Eating Disorders, 1, Levitt, D. H. (2008). Participation in athletic activities and eating disordered behavior. Eating Disorders, 16, Lien, N.H. (2001). Elaboration Likelihood Model in Consumer Research: A review. Proc. Natl. Sci.Counc. ROC(C), 11 (4), Lindwall, M., & Lindgren, E. C. (2005). The effects of a 6-month exercise intervention programme on physical self-perceptions and social physique anxiety in nonphysically active adolescent Swedish girls. Psychology of Sport and Exercise, 6, Littleton, H., & Ollendick, T. (2003). Negative body image and disordered eating behavior in children and adolescents: What places youth at risk and how can these problems be prevented? Clinical Child and Family Psychology Review, 6(1), Lochbaum, M., & Roberts, G. (1993). Goal orientations and perceptions of the sport experience. Journal of Sport & Exercise Psychology, 15, Madanat, H., Brown, R., & Hawks, S. R. (2007). The impact of body mass index and Western advertising nad media on eating style, body image and nutrition transition among Jordanian women. Public Health Nutrition, 10, Mak, K.K., Pang, J., Lai, C.M., & Ho, R. C. (2012). Body esteem in Chinese adolescents: Effect of gender, age, and weight. Journal of Health Psychology, 18(1), Marsh, H.W. (1990). Influences of internal and external frames on the formation of Math and English self-concepts. Journal of Educational Psychology, 82, McVey, G., & Davis, R. (2002). A program to promote positive body image: : A 1-year follow-up evaluation. Journal of Early Adolescence, 22(1), McVey, G., Davis, R., Tweed, S., & Shaw, B. (2004). Evaluation of a school-based program designed to improve body image satisfaction, global self-esteem, and 142

162 Βιβλιογραφία eating attitudes and behaviors: A replication study. International Journal of Eating Disorders, 36, McVey, G., Kirsh, G., Maker, D., Walker, K., Mullane, J., Laliberte, M., et al. (2010). Promoting positive body image among university students: A collaborative pilot study. Body Image, 7, McVey, G., Lieberman, M., Voorberg, E., Wardrope, D., & Blackmore, E. (2003). Schoolbased peer support groups: A new approach to the prevention of disordered eating. Eating Disorders, 11, Medišauskaitė, V., Laskienė, S., & Sebera, M. (2008). Perception of global self-esteem and body fat in adolescents engaged in basketball. UGDYMAS KÛNO KULTÛRA SPORTAS, 4(71), Mendelson, B., Mendelson, M., & White, D. (2001). Body-esteem scale for adolescents and adults. Journal of Personality Assessment, 76(1), Mendelson, B. K., White, D. R., & Mendelson, M. J. (1996). Self-esteem and body esteem: Effects of gender, age and weight. Journal of Applied Developmental Psychology, 17, Michou, M., & Costarelli, V. (2011). Disordered eating attitudes in relation to anxiety levels, self-esteem and body image in female basketball players. Journal of Exercise Science & Fitness, 9(2), Milligan, B., & Pritchard, M. (2006). The relationship between gender, type of sport, body dissatisfaction, self esteem and disordered eating behaviors in Division I athletes. Athletic Insight, 8(1), Nicholls, J. (1984). Achievement Motivation: conceptions of ability, subjective experience, task choice, and performance. Psychological Review, 91, Nicholls, J. (1989). The competitive ethos and democratic education. Cambridge: Harvard University Press. 143

163 Βιβλιογραφία Nicholls, J. (1992). The general and the specific in the development and expression of achievement motivation. In G.C. Roberts (Ed.), Motivation in sport and exercise (pp.31-54). Champaign, IL: Human Kinetics. Nordin, S., Harris, G., & Cumming, J. (2003). Disturbed eating in young, competitive gymnasts: Differences between three dymnastics disciplines. European Journal of Sport Science, 3(5), Norwood, S. J., Murray, M., Nolan, A., & Bowker, A. (2011). Beautiful from the inside out: A school-based programme designied to increase self-esteem and positive body image among preadolescents. Canadian Journal of School Psychology, 26, Ocker, L., E., L., Jensen, B., & Zhang, J. (2007). Psychometric propetries of the Eating Attitudes Test. Measurement in Physical Education and Exercise Science, 11(1), O'Dea, J. (2005). School-based health education strategies for improvement of image and prevention of eating problems. Health Education, 105(1), O'Dea, J. (2004). Evidence for a self-esteem approach in the prevention of body image and eating problems among children and adolescents. Eating Disorders, 12, O'Dea, J. (2002). Can body image education programs be harmful to adolescent females? Eating Disorders, 10, O'Dea, J., & Abraham, S. (1999). Association between self-concept and body weight, gender, and pubertal development among male and female adolescents. Adolescence, 34, O'Dea, J., & Abraham, S. (2000). Improving the body image, eating attitudes, and behaviors of young male and female adolescents: A new educational approach that focuses on self-esteem International Journal of Eating Disorders, 28,

164 Βιβλιογραφία Okano, G., Holmes, R. A., Mu, Z., Yang, P., Li, Z., & Nakai, Y. (2005). Disordered eating in japanese and chinese female runners, rhythmic gymnasts and gymnasts. International Journal of Sports Medicine, 26, Olson, J. M. & Can, A. V. (1984). Source credibility, attitudes, and the recall of past behaviours. European Journal of Social Psychology, 14, Palmer, B. (2003). Concepts of eating disorders. In (Eds.) J. Treasure, U. Schmidt & E. Van Furth. The handbook of Eating Disorders (2nd Ed.). John Willey & Sons, Ltd. Papacharisis, V., Goudas, M., Danish, S., & Theodorakis, Y. (2005). The effectiveness of teaching a life skills program in a sport context. Journal of Applied Sport Psychology, 17, Papaioannou, A. (1999). Towards multidimensional hierarchical models of motivation in sport. Proceedings of the 10 th European Congress of Sport Psychology, Prague. Papaioannou, A. (1992). Students' motivation in physical education classes, perceived to have different goal perspectives. Unpublished Doctoral Dissertation, University of Manchester. Papaioannou, A. (1990). Goal perspectives, motives for participation, and purposes of physical education lessons in Greece, as perceived by 14 and 17 years old pupils. Unpublished master thesis, University of Manchester, UK. Papaioannou, A., & Theodorakis, Y. (1996). A test of three models for the prediction of intension for participation in physical education lessons. International Journal of Sport Psychology, 27, Paxton, S., McLean, S., Gollings, E., Faulkner, C., & Wertheim, E. (2007). Comparison of face-to-face and internet interventions for body image and eating problems in adult women: An RCT. International Journal of Eating Disorders, 40, Pedersen, S., & Seidman, E. (2004). Team sports achievement and self-esteem development among urban adolescent girls. Psychology of Women Quarterly, 28,

165 Βιβλιογραφία Petitpas, A.J., Van Raalte, J.L., Cornelius, A.E., & Presbrey, J. (2004). A life skills development program for high school student athletes, Journal of Primary Prevention, 24, Petlichkoff, L.M. (2004). Self-regulation skills for children and adolescents. In M.R. Weiss (Eds.), Developmental sport and exercise psychology, (pp ). Morgantown, WV: fitness Information Technology. Petlichkoff, L.M. (2001). Teaching life skills through golf: Development and delivery of a sports-based program. In A. Papaioannou, M. Goudas & Y. Theodorakis,, (Eds.), Proceedings of the 10 th World Congress of Sport Psychology (Vol. 2, pp ). Thessaloniki, Greece: Christodoulidis. Petrie, T. (1993). Disordered eating in female collegiate gymnast: Prevalence and personality/attitudianal correlates. Journal of Sport & Exercise Psychology, 15, Petty, R. E. & Cacioppo, J. T. (1986). Communication and persuasion: Central and peripheral routes to attitude change. New York: Springer- Verlag. Petty, R.E., Heesacker, M., & Hughes, J.N. (1997). The Elaboration Likelihood Model: Implications of school psychology. Journal of School Psychology, 35 (2), Petty, R.E. & Wegener, D.T. (1998). Attitude change: Multiple roles for persuasion variables. In D. Gilbert, S.T. Fiske, & G. Lindsey (Eds.), Handbook of social psychology (4 th ed., pp ). New York: McGraw Hill. Pritchard, M., Milligan, B., Elgin, J., Rush, P., & Shea, M. (2007). Comparisons of risky health behaviors between male and female college athletes and non-athletes. Athletic Insight, 9 (1), Proios, M. (2012). Athletic identity and achievement goals of gymnastics athletes. Science of Gymnastics Journal, 4 (3), Pruis, T. & Janowsky, J. (2010). Assessment of body image in younger and older women. The Journal of General Psychology, 137 (3),

166 Βιβλιογραφία Ricciardelli, L., & McCabe, M. (2001). Children's body image concerns and eating disturbance: A review of the literature. Clinical Psychology Review, 21(3), Richardson, S., & Paxton, S. (2010). An evaluation of a body image intervention based on risk factors for body dissatisfaction: A controlled study with adolescent girls. International Journal of Eating Disorders, 43( ). Rivas, T., Bersabé, R., Jiménez, M., & Berrocal, C. (2010). The Eating Attitudes Test (EAT-26): Relaibility and validity in spanish female samples. The Spanish Journal of Psychology, 13(2), Roberts, G. C., Treasure, D. C., & Balague, G. (1998). Achievement goals in sport: The development and validation of the Perception of Success Questionnaire. Journal of Sport Sciences, 16, Roberts, G., Treasure, D., & Kavussanu, M. (1996). Orthogonality of achievement goals and its relationship to beliefs about success and satisfaction in sport. The Sport Psychologist, 10, Robins, R., & Trzesniewski, K. (2005). Self-esteem development across the life span. Current Directions in Psychological Science, 14(3), Robins, R.W., Trzesniewski, K.H., Tracy, J.L., Gosling, S.D.,& Potter, J. (2002). Global self-esteem across the lifespan. Psychology and Aging, 17, Rosen, C. (2000). Integrating stage and continuum models to explain processing of the exercise messages and exercise initiation among sedentary college students. Health Psychology, 19, Rosenberg, M. (1965). Society and the adolescent self-image. Princeton, NJ: Princeton University Press. Rosenberg, M. (1989). Society and the Adolescent Self-Image. Middletown, CT: Wesleyan University Press. Revised edition. 147

167 Βιβλιογραφία Rosenberg, M., Schooler, C., Schoenbach, C., & Rosenberg, F. (1995). Global self-esteem and specific self-esteem: Different concepts, different outcomes. American Sociological Review, 60, Rosendahl, I., Galanti, R., Gilljam, H. & Ahlbom, A. (2005). Knowledge about tobacco and subsequent use of cigarettes a smokeless tobacco among Swedish adolescents. Journal of Adolescent Health, 37, Rouveix, M., Bouget, M., Pannafieux, C., Champely, S., & Filaire, E. (2006). Eating Attitudes, Body Esteem, Perfectionism and Anxiety of Judo Athletes and Nonathletes. International Journal of Sports Medicine, 28, Salbach, H., Klinkowski, N., Pfeiffer, E., Lehmkuhl, U., & Korte, A. (2007). Body image and attitudinal aspects of eating disorders in rhythmic gymnasts. Psychopathology, 40, Seaver, A., McVey, G., Fullerton, Y., & Stratton, L. (1997). Every BODY is a Smebody : An active learning program to promote healthy body image, positive self-esteem, healthy eating and an active lifestyle for adolescent females: Teachers Guide. Mississauga: Body Image Coalition of Peel. Schluger, A. (2010). Disordered eating attitudes and behaviors in female college dance students: Comparison of modern dance and ballet dance majors. North American Journal of Psychology, 12(1), Scott, C. (1996). Understanding attitude change in developing effective substance abuse prevention programs for adolescents. School Counselor, 43(3), Shriver, L. H., Betts, N., & Payton, M. E. (2009). Changes in body weight, body composition, and eating attitudes in high school wrestlers. International Journal of Sport Nutrition and Exercise Metabolism, 19, Shriver, L. H., Harrist, A., Page, M., Hubbs-Tait, L., Moulton, M., & Topham, G. (2013). Differences in body esteem by weight status, gender, and physical activity among young elementary school-aged children. Body Image, 10,

168 Βιβλιογραφία Smith, A., & Petrie, T. (2008). Reducing the risk of disordered eating among female athletes: A test of alternative interventions. Journal of Applied Sport Psychology, 20, Smith, R., Smoll, F., & Cumming, J. (2009). Motivational climate and changes in young athletes' achievement goal orientations. Motivation & Emotion, 33, Smolak, L. (2004). Body image in children and adolescents: Where do we go from here? Body Image, 1, Smolak, L., Mumen, S., & Ruble, A. (2000). Female athletes and eating problems: A meta-analysis. International Journal of Eating Disorders, 27, Sonstroem, R. J. (1984). Exercise and self-esteem. Exercise and sport sciences reviews, 12(1), Solomon, M. A., & Boone, J. (1993). The impact of student goal orientation in physical education classes. Research Quarterly for Exercise and Sport, 64, Sonstroem, R. J. (1984). Exercise and self-esteem. Exercise and Sport Sciences Reviews, 12, Sonstroem, R. J., & Potts, S. A. (1996). Life adjustment correlates of physical selfconcepts. Medicine and Science in Sports and Exercise, 28(5), 619. Stacy, A. U., Newcomb, M. D., & Bentler, P. M. (1992). Interactive and higher-order effects of social influences on drug use. Journal of Health Social Behaviour, 33, Steinberg, L., & Morris, A. S. (2001). Adolescent development. Journal of Cognitive Education and Psychology, 2(1), Steiner-Adair, C. (1986). The body politic: Normal female adolescent development and the development of eating disorders. Journal of the American Academy of Psychoanalysis, 14,

169 Βιβλιογραφία Stice, E. (1994). Review of the evidence for a sociocultural model of bulimia nervosa: An explanation of the mechanisms of action. Clinical Psychology Review, 14, Stiller, J. & D. Alfermann (2007): Promotion of healthy self-concept. In J. Liukkonen, Y. Vanden Auweele, B. Vereijken, D. Alfermann & Y. Theodorakis (Ed.): Psychology for physical educators-students in focus (pp ). Champaign, IL: Human Kinetics. Stock, S., Charmaine, M., Evans, S., Plessis, S., Ridley, J., Yeh, S., et al. (2007). Healthy Buddies: A novel, peer-led health promotion program for the prevention of obesity and eating disorders in children in elementary school Pediatrics, 120, Sundgot-Borgen, J. (2004). Prevalence of Eating Disorders in Elite Athletes Is Higher Than in the General Population. Clinical Journal of Sport Medicine, 14(1), Taylor, S. E. (1999). Health psychology. McGraw, Hill. Boston. Thelen, M. H., Farmer, J., Wonderlich, S., & Smith, M. (1991). A revision of the Bulimia Test: The BULIT--R. Psychological Assessment, 3, Thomas, J., Khan, S., & Abdulrahman, A. (2010). Eating attitudes and body image concerns among female university students in the United Arab Emirates. Appetite, 54, Thompson, J. K., Heinberg, L. J., Altabe, M. N., & Tantleff-Dunn, S. (1999). Exacting beauty: Theory, assessment, and treatment of body image disturbance. Washington, DC: American Psychological Association. Tobler, N. & Stratton, H. (1997). Effectiveness of school based drug prevention programs: A metanalysis of the research. The Journal of Primary Prevention, 18, Toro, J., Guerrero, M., Sentis, J., Castro, J., Castro, J., & Puertolas, C. (2008). Eating disorders in ballet dancing students: problems and risk factors. European Eating Disorders Review, 17(1),

170 Βιβλιογραφία Tseng, M., Fang, D., Lee, M. B., Chie, W. C., Liu, J. P., & Chen, W. (2007). Two-phase survey of eating disorders in gifted dance and non-dance high-school students in Taiwan. Psychological Medicine, 37, Vallerand, R. (1997). Toward a hierarchical model of intrinsic and extrinsic motivation. Advances in Experimental Social Psychology, 29, van de Pol, P., Pepijn, K. C., & Kavussanu, M. (2012). Achievement motivation across training and competition in individual and team sports. Sport, Exercise, and Performance Psychology, 1(2), van de Pol, P., Kavussanu, M., & Ring, C. (2012). Goal orientations, perceived motivational climate, and motivational outcomes in football: A comparison between training and competition contexts. Psychology of Sport and Exercise, 13, Van Zyl, Y., Surujlal, J., & Dhurup, M. (2012). Eating disorders among university studentathletes. African Journal for Physical, Health Education, Recreation and Dance, 18 (2), Vieira, J. L. L., Amorim, H. Z., Vieira, L. F., Amorim, A. C., & da Rocha, P. G. M. (2009). Eating disorders and body image distorion in thw rhythmic gymnastics competitive context. Revista Brasiliera de Medicina do Esporte, 15(6), Virnig, A. G., & McLeod, C. R. (1996). Attitudes toward eating and exercise: A comparison of runners and triathletes. Journal of Sport Behavior, 19(1), Wade, T., Davidson, S., & O'Dea, J. (2003). A preliminary controlled evaluation of a school based media literacy program and self-esteem program for reducing eating disorder risk factors. International Journal of Eating Disorders, 33(4), Walling, M. D., & Duda, J. L. (1995). Goals and their associations to beliefs about success in and perceptions of the purpose of physical education. Journal of Teaching in Physical Education, 14,

171 Βιβλιογραφία Weinberg, R.S. & Gould, D. (1995). Substance abuse and eating disorders. In Foundations of Sport and Exercise Psychology (pp ). Champaign, IL: Human Kinetics. Weiss, K., & Wertheim, E. (2005). An evaluation of a prevention program for disordered eating in adolescent girls: Examining responses of high- and low-risk girls. Eating Disorders, 13, Wells, E. & Rankin, J. (1983). Self- concept as a mediating factor in delinquency. Social Psychology Quarterly, 46 (1), White, S.A. & Duda, J.L. (1994). The relationship of gender, level of sport involvement, and participation motivation to task and ego orientation. International Journal of Sport Psychology, 25, White, S.A., Duda, J.L., & Keller, M.R. (1998). The relationship between goal orientation and perceived purposes of sport among youth sport participants. Journal of Sport Behavior, 21 (4), White, S.A., Duda, J.L., & Sullivan, C.M. (1991). The relationships of gender, level of sport involvement, and participation motivation to goal orientation. In San Francisco, California Convention of American Alliance for Health, Physical Education, Recreation and Dance in the Research Consortium Meetings, pp. 95. Williamson, D. A., Anderson, D. A., & Gleaves, D. G. (1996). Anorexia and bulimia: Structured interview methodologies and psychological assessment. In K. Thompson (Ed.), Body image, eating disorders, and obesity: An integrative guide for assessment and treatment (pp ). Washington, DC: American Psychological Association. Withers, G., Twigg, K., Wertheim, E., & Paxton, S. (2002). A controlled evaluation of an eating disorders promary prevention videotape using the Elaboration Likelihood Model of Persuasion. Journal of Psychosomatic Research, 53,

172 Βιβλιογραφία Withers, G., & Wertheim, E. (2004). Applying the Elaboration Likelihood Model of persuasion to a videotape-based eating disorders primary prevention program for adolescent girls. Eating Disorders, 12, World Health Organization, (1999). Partners in life skills education. Geneva: World Health Organization: Department of Mental Health. Zhang, Y., & Buda, R. (1999). Moderating effects of need for cognition on responses to positively versus negatively framed advertising messages. Journal of Advertising, 28 (2), Zimmerman, M., Copeland, L., Shiope, J., & Dielman, T. E. (1997). A longitudinal study of self-esteem: Implications for adolescent development. Journal of Youth and Adolescence, 26(2), Βάρσου, Ε. & Τρίκκας, Γ. (1991). Στάθμιση του ερωτηματολογίου Συνηθειών διατροφής. Διδακτορική διατροφή. Στο Σταλίκας (Ed.) «Τα ψυχομετρικά εργαλεία στην Ελλάδα». Γιώργας, Δ. (1995). Κοινωνική ψυχολογία. Τόμος Α. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Δαρβίρη, X. (2007). Προαγωγή της υγείας. Αθήνα: Ιατρικές εκδόσεις Π. Χ. Πασχαλίδη. Διγγελίδης, Ν., & Παπαϊωάννου, Α. (1996). Σχέση της συχνότητας άθλησης με το κλίμα παρακίνησης, στόχους επίτευξης και αντίληψη εαυτού. Στο Ι. Θεοδωράκη, & Α. Παπαϊωάννου, (Εκδ.): Sport Psychology: New trends and applications (proceedings) (σελ ). Komotini, 1-3 November. Ευκλείδη, Α. & Κάντας, Α. (2000). Γλωσσάρι. Ψυχολογία, 7 (1), Θεοδωράκης, Γ., Γούδας, Μ., & Παπαϊωάννου, Α. (1998). Η ψυχολογία της υπεροχής στον αθλητισμό. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Χριστοδουλίδη. Θεοδωράκης, Γ., Κοσμίδου, Ε., Χασάνδρα, Μ., & Γούδας, Μ. (2008). Ανασκόπηση των εφαρμογών του προγράμματος αγωγής υγείας «Δεν καπνίζω, γυμνάζομαι» σε μαθητές και μαθήτριες Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου. Αναζητήσεις στη Φυσικής Αγωγή & τον Αθλητισμό, 6(2),

173 Βιβλιογραφία Θεοδωράκης, Γ., & Χασάνδρα, Μ. (2006). Σχεδιασμός προγραμμάτων αγωγής υγείας. Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Χριστοδουλίδη. Θεοδωράκου, Κ. & Δόντη, Ο. (2013). Τάση εμφάνισης διατροφικών διαταραχών και ψυχολογικές παράμετροι σε αθλήτριες γυμναστικής υψηλού επιπέδου: Η σχέση τους με την εικόνα του σώματος και το δείκτη μάζας σώματος των αθλητριών. Αθλητική Ψυχολογία, 24, Καλογιάννης, Π. (2006). Ο ρόλος της άσκησης και της φυσικής αγωγής στη διαμόρφωση της αυτοαντίληψης στην παιδική και εφηβική ηλικία. Inquiries in Sport & Physical Education, 4(2), Καραμίντζιου, Α. (2008). Εικόνα σώματος και σχολικός εκφοβισμός: με ποιο τρόπο οι μορφές θυματοποίησης και βίας σχετίζονται με την εκτίμηση για το βάρος και τη γενικότερη εξωτερική εμφάνιση σε κορίτσια και αγόρια ηλικίας ετών. Αδημοσίευτη μεταπτυχιακή διατριβή, Θεσσαλονίκη: Διατμηματικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στην παιδαγωγική της ισότητας των φύλων. Καρπένκο, Λ.Α., Βίννερ, Ι.Α. Μπιστρόβα, Ι.Β., Νακλόνοφ, Γ.Ι., Ρούμπα, Ο.Γ., Σιβίτσκι, Β.Α., Στεπάνοβα, Ι.Α., & Τεριόχινα, Π.Ν. (2003). Ρυθμική Γυμναστική. Αθήνα: ΤΕΛΕΘΡΙΟΝ. Κοσμίδου Ε. (2000). Αποτελέσματα παρέμβασης στο μάθημα φυσικής αγωγής με βάση το Ιεραρχικό Μοντέλο των στόχων επίτευξης. Αδημοσίευτη Μεταπτυχιακή διατριβή, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ. Μακρή-Μπότσαρη, Ε. (1996). Δομή και προσδιοριστικοί παράγοντες της αυτοαντίληψης των ελληνόπουλων. Παιδαγωγική Επιθεώρηση, 23, Παπαϊωάννου, Α., & Γούδας Μ. (1994). Η παρακίνηση στη φυσική αγωγή. Άθληση & Κοινωνία, 8, Ρόμπεβα, Ν. & Ραγκέλοβα, Μ. (1989). Σχολή Πρωταθλητριών. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις ΣΑΛΤΟ. 154

174 Παραρτήματα ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIIΙ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 155

175 Παραρτήματα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι. Ερωτηματολόγιο Διατροφικών Στάσεων (ΕΑΤ-26: Garner, Olmsted, Bohr & Garfinkel, 1982) ΠΑΝΤΑ ΣΥΝΗΘΩΣ ΣΥΧΝΑ ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΣΠΑΝΙΑ ΠΟΤΕ 1.Τρομάζω στην ιδέα του να γίνω υπέρβαρη Αποφεύγω να τρώω όταν πεινάω Νομίζω ότι με απασχολεί πολύ το θέμα του φαγητού Μου έχει συμβεί να φάω μεγάλες ποσότητες φαγητού και να αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να σταματήσω 5.Τεμαχίζω (κόβω) το φαγητό μου σε πολύ μικρά κομμάτια Ξέρω πόσες θερμίδες έχουν οι τροφές που τρώω Αποφεύγω ιδιαίτερα τα φαγητά που είναι πλούσια σε υδατάνθρακες (ψωμί, μακαρόνια, ρύζι) 8.Νομίζω ότι οι άλλοι θα ήθελαν να τρώω περισσότερο Κάνω εμετό μετά το φαγητό Νοιώθω πολλές ενοχές όταν έχω φάει Με απασχολεί η επιθυμία να γίνω πιο λεπτή Ότανασκούμαι σκέφτομαι τις θερμίδες που «καίω» Οι άλλοι πιστεύουν ότι είμαι πολύ αδύνατη Με ανησυχεί η ιδέα ότι έχω λίπος στο σώμα μου Μου παίρνει περισσότερο χρόνο από ότι στους άλλους να τελειώσω το γεύμα μου 16.Αποφεύγω τα φαγητά που περιέχουν ζάχαρη Τρώω τρόφιμα «διαίτης» (light) Νοιώθω ότι το φαγητό ελέγχει τη ζωή μου Ελέγχω τον εαυτό μου Νοιώθω ότι οι άλλοι με πιέζουν να φάω Αφιερώνω πολύ χρόνο και σκέψη στο φαγητό Νοιώθω άσχημα όταν τρώω γλυκά Ασχολούμαι με δίαιτες Μου αρέσει να έχω άδειο στομάχι Μου αρέσει να δοκιμάζω νέα τρόφιμα πλούσια σε θερμίδες Έχω την τάση να κάνω εμετό μετά τα γεύματα

176 Παραρτήματα Άδεια για χρησιμοποίηση του ερωτηματολογίου ΕΑΤ-26 Thank you for your permission request to reproduce and use the EAT- 26. The EAT-26 is protected under copyright; however, all fees and royalties have been waived because it has been our wish for others to have free access to the test. Please consider this as granting you permission to reproduce the test for the purpose suggested in your request as long as the EAT-26 is cited properly. The correct citation is: "The EAT-26 has been reproduced with permission. Garner et al. (1982). The Eating Attitudes Test: Psychometric features and clinical correlates. Psychological Medicine, 12, " You can download a copy of the scoring instructions and the test on the homepage of the EAT-26 website. If you use the written version of the test, it is recommended that you provide respondents with the link to the EAT-26 website ( so that they can learn more about the test. Again, thank you for requesting permission to reproduce and use the EAT-26. If you intend on publishing your work, please send me your results so that they can be included in a research database being developed on the EAT-26 website ( Best wishes, David M. Garner, Ph.D. Administrative Director River Centre Clinic 5465 Main Street Sylvania, OH dm.garner@gmail.com 157

177 Παραρτήματα Κλίμακα αυτό-εκτίμησης της εικόνας του σώματος για εφήβους και ενήλικες (Body esteem scale for adolescents and adults: Medelson, 1998) ΠΟΤΕ ΣΠΑΝΙΑ ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΥΧΝΑ ΠΑΝΤΑ ΦΟΡΕΣ 1. Μου αρέσει η εμφάνισή μου όταν με βλέπω στις φωτογραφίες 2. Τα άλλα άτομα με θεωρούν όμορφη Είμαι περήφανη για το σώμα μου Προσπαθώ να αλλάξω το σωματικό μου βάρος Νομίζω ότι η εμφάνισή μου θα με βοηθήσει Μου αρέσει η εμφάνισή μου όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη 7. Θα άλλαζα πολλά στην εμφάνισή μου αν μπορούσα Είμαι ικανοποιημένη από το βάρος μου Θα ήθελα να ήμουν καλύτερη εμφανισιακά Μου αρέσει το βάρος μου Θα ήθελα να μοιάζω εμφανισιακά σε κάποια άλλη Στα συνομήλικά μου άτομα, αρέσει η εμφάνισή μου Η εμφάνισή μου με στενοχωρεί Είμαι όσο όμορφα είναι τα περισσότερα άτομα Είμαι ευτυχισμένη με την εμφάνισή μου Θεωρώ ότι τα κιλά μου είναι αυτά που πρέπει, σε σχέση με το ύψος μου 17. Ντρέπομαι για την εμφάνισή μου Όταν ζυγίζομαι νιώθω στεναχώρια Τα κιλά μου με κάνουν δυστυχισμένη Ανησυχώ για την εμφάνισή μου Θεωρώ ότι έχω ωραίο σώμα Είμαι τόσο ωραία όσο θα ήθελα

178 Παραρτήματα Κλίμακα γενικής αυτοεκτίμησης (Rosenberg, 1965) Διαφωνώ τελείως 1 Διαφωνώ 2 Συμφωνώ 3 Συμφωνώ τελείως 4 1. Σε γενικές γραμμές είμαι ικανοποιημένη από τον εαυτό μου Μερικές φορές νοιώθω ότι δεν είμαι καθόλου καλή Νοιώθω ότι σαν άνθρωπος έχω πολλές αρετές Είμαι ικανή να κάνω πράγματα εξίσου καλά με τους περισσότερους ανθρώπους Νοιώθω ότι δεν υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή μου για τα οποία να νοιώθω περήφανη 6. Κάποιες φορές, ασφαλώς, νοιώθω ότι δεν είμαι χρήσιμη σε τίποτα Αισθάνομαι ως άνθρωπος ότι αξίζω το λιγότερο όσο και οι άλλοι Μακάρι να μπορούσα να σέβομαι περισσότερο τον εαυτό μου Γενικά νοιώθω ότι είμαι αποτυχημένη Έχω θετική στάση απέναντι στον εαυτό μου

179 Παραρτήματα Κλίμακα Αξιολόγησης της Αυτοεκτίμησης εξωτερικής εμφάνισης (Παπάνης, 2004) ΣΥΜΦΩΝΩ ΑΠΟΛΥΤΑ ΣΥΜΦΩΝΩ ΣΥΜΦΩΝΩ ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΔΙΑΦΩΝΩ ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΔΙΑΦΩΝΩ ΔΙΑΦΩΝΩ ΑΠΟΛΥΤΑ 1. Απογοητεύομαι εύκολα όταν δέχομαι αρνητικά σχόλια για την εξωτερική μου 2. εμφάνιση Υπάρχουν πολλά πράγματα που θα ήθελα να αλλάξουν στην εμφάνισή μου 3. Προσέχω πολύ την εμφάνιση μου όταν βρίσκομαι σε δημόσιους χώρους, γιατί πιστεύω ότι οι άλλοι θα με σχολιάσουν 4. Πιστεύω ότι το άλλο φύλο με βρίσκει ελκυστική 5. Πιστεύω ότι η επιτυχία στη ζωή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εξωτερική 6. εμφάνιση Πιστεύω ότι σε μια σχολική ή εξωσχολική δραστηριότητα η εξωτερική μου εμφάνιση θα επιδρούσε αρνητικά στην επιτυχία της 7. Η εξωτερική μου εμφάνιση παίζει αρνητικό ρόλο στην πρώτη εντύπωση που δίνω 8. στους Ακολουθώ άλλους πιστά και ανελλιπώς τη μόδα, ώστε να αρέσω στους άλλους 9. Η γνώμη των άλλων για την εξωτερική μου εμφάνιση επηρεάζει την ψυχολογική μου διάθεση

180 Παραρτήματα Ερωτηματολόγιο Προσωπικών στόχων επίτευξης στον αθλητισμό [TEOSQ: Task & Ego Orientation in Sport Questionnaire της Duda (1989)] Αισθάνομαι απόλυτα επιτυχημένη στο άθλημά μου όταν. ΣΥΜΦΩΝΩ ΑΠΟΛΥΤΑ ΣΥΜΦΩΝΩ ΟΥΤΕ ΣΥΜΦΩΝΩ ΟΥΤΕ ΔΙΑΦΩΝΩ ΔΙΑΦΩΝΩ ΔΙΑΦΩΝΩ ΑΠΟΛΥΤΑ 1. μαθαίνω μια νέα άσκηση κι αυτό με κάνει να θέλω να ασκηθώ περισσότερο. 2. είμαι η καλύτερη. 3. μαθαίνω κάτι που είναι διασκέδαση να κάνω. 4. είμαι η μόνη που μπορεί να κάνει μια άσκηση. 5. μαθαίνω μία νέα άσκηση προσπαθώντας σκληρά. 6. οι άλλοι τα κάνουν θάλασσα ενώ εγώ όχι. 7. εργάζομαι πραγματικά σκληρά. 8. οι άλλοι δεν μπορούν να τα πάνε τόσο καλά όσο εγώ. 9. κάτι που μαθαίνω με κάνει να θέλω να πάω και να ασκηθώ περισσότερο. 10. «παίρνω» την υψηλότερη βαθμολογία 11. μια άσκηση που μαθαίνω είναι πραγματικά σωστή. 12. μπορώ να τα πάω καλύτερα από τις άλλες αθλήτριες μου. 13. κάνω ότι καλύτερο μπορώ. ΣΑ Σ - Δ ΔΑ ΣΑ Σ - Δ ΔΑ ΣΑ Σ - Δ ΔΑ ΣΑ Σ - Δ ΔΑ ΣΑ Σ - Δ ΔΑ ΣΑ Σ - Δ ΔΑ ΣΑ Σ - Δ ΔΑ ΣΑ Σ - Δ ΔΑ ΣΑ Σ - Δ ΔΑ ΣΑ Σ - Δ ΔΑ ΣΑ Σ - Δ ΔΑ ΣΑ Σ - Δ ΔΑ ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 161

181 Παραρτήματα Ερωτηματολόγιο Αντίληψη κλίματος παρακίνησης στο αθλητισμό (Papaioannou, 1997) Στην ομάδα μου. ΣΥΜΦΩΝΩ ΑΠΟΛΥΤΑ ΣΥΜΦΩΝΩ ΟΥΤΕ ΣΥΜΦΩΝΩ ΟΥΤΕ ΔΙΑΦΩΝΩ ΔΙΑΦΩΝΩ ΔΙΑΦΩΝΩ ΑΠΟΛΥΤΑ 1. οι αθλήτριες αισθάνονται καλά όταν προσπαθούν για το καλύτερό τους ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 2. η προπονήτρια γίνεται «έξαλλη» όταν κάποια αθλήτρια κάνει λάθος ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 3....η προπονήτρια έχει τις «ευνοούμενές» της ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 4. κάθε αθλήτρια συνεισφέρει με κάποιο σημαντικό τρόπο ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 5. οι αθλήτριες ανεβαίνουν ψυχολογικά όταν τα καταφέρνουν καλύτερα από τις συναθλήτριές τους ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 6. οι αθλήτριες ενθαρρύνονται να δουλεύουν πάνω στις αδυναμίες τους ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 7. οι αθλήτριες βοηθούν μία την άλλη να μάθουν ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 8. η προπονήτρια ουρλιάζει προς τις αθλήτριες όταν αυτές τα κάνουν θάλασσα ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 9. η προπονήτρια δίνει περισσότερη προσοχή στις καλύτερες ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 10. κάθε αθλήτρια έχει σημαντικό ρόλο ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 11. οι αθλήτριες ενθαρρύνονται να ξεπερνούν τις άλλες ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 12. η προπονήτρια βεβαιώνεται ότι οι αθλήτριες βελτιώνονται σε δεξιότητες που δεν είναι καλές ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 13. οι αθλήτριες αισθάνονται επιτυχημένες όταν βελτιώνονται ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 162

182 Παραρτήματα 14. οι αθλήτριες τιμωρούνται όταν κάνουν λάθος ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 15. η προπονήτρια ευνοεί κάποιες αθλήτριες περισσότερο από άλλες ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 16. η προπονήτρια πιστεύει ότι όλες είμαστε απαραίτητες για την επιτυχία της ομάδας ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 17. η προπονήτρια επαινεί τις αθλήτριες μόνο όταν ξεπερνούν τις συναθλήτριές τους ΣΑ Σ - Δ ΔΑ το επίκεντρο είναι η βελτίωση σε κάθε αγώνα/προπόνηση ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 19. η σκληρή προσπάθεια επιβραβεύεται ΣΑ Σ - Δ ΔΑ οι αθλήτριες αποσύρονται από τον αγώνα όταν κάνουν λάθη ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 21. η προπονήτρια δείχνει ξεκάθαρα ποιες νομίζει ότι είναι οι καλύτερες αθλήτριες ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 22. όλες οι αθλήτριες κάθε επιπέδου δεξιότητας έχουν ένα σημαντικό ρόλο στην ομάδα ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 23. η προπονήτρια δίνει έμφαση στο να προσπαθεί πάντα η κάθε μια για το καλύτερό της ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 24. οι αθλήτριες βοηθούν η μία την άλλη να βελτιωθούν και να αριστεύσουν ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 25. οι αθλήτριες φοβούνται να κάνουν λάθη ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 26. μόνο οι κορυφαίες αθλήτριες τραβούν την προσοχή της προπονήτριας ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 27. οι αθλήτριες δουλεύουν πραγματικά σαν ομάδα ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 28. μόνο οι αθλήτριες με τους καλύτερους βαθμούς δέχονται επαίνους ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 163

183 Παραρτήματα 29. η προπονήτρια ενθαρρύνει τις αθλήτριες να βοηθούν η μία την άλλη να μάθουν ΣΑ Σ - Δ ΔΑ 164

184 Παραρτήματα Κλίμακα «Αντιλαμβανόμενη πίεση προς το λεπτό σώμα» από τους γονείς, από την προπονήτρια και τους ειδικούς του αθλήματος της ρυθμικής (Durkin, Paxton, & Wertheim, 2005) ΠΟΛΥ ΣΥΧΝΑ ΣΥΧΝΑ ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΣΠΑΝΙΑ Οι γονείς σου Πιστεύεις ότι θα ήθελαν να είσαι λεπτότερη από ότι είσαι τώρα; Πιστεύεις ότι σε ενθαρρύνουν να αδυνατήσεις; Οι φίλοι σου Πιστεύεις ότι θα ήθελαν να είσαι λεπτότερη από ότι είσαι τώρα; Πιστεύεις ότι σε ενθαρρύνουν να αδυνατήσεις; Η προπονήτρια σου Πιστεύεις ότι θα ήθελε να είσαι λεπτότερη από ότι είσαι; Πιστεύεις ότι σε ενθαρρύνουν να αδυνατήσεις; Οι ειδικοί της ρυθμικής (πχ. κριτές) Πιστεύεις ότι θα ήθελαν να είσαι λεπτότερη από ότι είσαι; Πιστεύεις ότι σε ενθαρρύνουν να αδυνατήσεις; ΠΟΤΕ 165

185 Παραρτήματα Ερωτηματολόγιο αξιολόγησης της πηγής (Rosen, 2000) Επέλεξε μία απάντηση σε κάθε γραμμή για να αξιολογήσεις το άτομο που εφάρμοσε το πρόγραμμα: 1. Ήταν καλά πληροφορημένη σχετικά τα θέματα που ασχοληθήκαμε 2. Ήταν εξαιρετικά πειστική 3. Γνωρίζει πολλά σχετικά με τα θέματα που ασχοληθήκαμε 4. Είναι εξαιρετικά αξιόπιστη Δεν ήταν καθόλου πληροφορημένη σχετικά τα θέματα που ασχοληθήκαμε Δεν ήταν καθόλου πειστική Δεν γνωρίζει τίποτα τα θέματα που ασχοληθήκαμε Δεν είναι καθόλου αξιόπιστη 166

186 Παραρτήματα Κλίμακα Αξιολόγησης της αντιλαμβανόμενης αποτελεσματικότητας του προγράμματος (Petty & Cacioppo, 1986) 1.Σε ποιο βαθμό νοιώθεις ότι το πρόγραμμα ήταν αποτελεσματικό; Καθόλου Πολύ αποτελεσματικό αποτελεσματικό 2. Σε ποιο βαθμό νοιώθεις ότι το πρόγραμμα αυτό σε έπεισε; Καθόλου Απόλυτα 167

187 Παραρτήματα Ερωτηματολόγιο αξιολόγησης του προγράμματος (Paxton, Wertheim, Pilawski, Durkin, & Holt, 2002) Γενικά στο πρόγραμμα. Τα θέματα που συζητήσαμε ήταν πολύ βαρετά Πολύ ενδιαφέροντα Τις πληροφορίες τις έχω ξανακούσει Ήταν καινούριες για μένα Οι πληροφορίες δεν με έπεισαν καθόλου Με έπεισαν Τα μηνύματα Δεν τα πιστεύω καθόλου Τα πιστεύω τελείως Τα μηνύματα Δεν τα κατάλαβα καθόλου Τα κατάλαβα τελείως Τα θέματα με έκαναν να νοιώθω Πολύ χειρότερα για το σώμα μου Πολύ καλύτερα για το σώμα μου Τα θέματα με έκαναν να ανησυχώ Περισσότερο για το βάρος μου Καθόλου για το βάρος μου Τα θέματα με έκαναν να είμαι λιγότερο ευτυχισμένη περισσότερο ευτυχισμένη Τα θέματα πιθανά να με οδηγήσουν Να κάνω δίαιτα Να ΜΗΝ κάνω δίαιτα 168

188 Παραρτήματα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ. Πίνακας 21. Συνοπτικός πίνακας εκπαιδευτικών στόχων συνεδριών προγράμματος Συνάντηση Στόχοι συνεδρίας 1 η συνάντηση 1. Οι αθλήτριες θα αυτοαξιολογηθούν μέσα από το ερωτηματολόγια της αρχικής μέτρησης. 2. Ενίσχυση της ομάδας 2 η συνάντηση 1. Οι αθλήτριες θα κατανοήσουν τους διαφορετικούς ανθρώπινους σωματότυπους, τη σχέση επιλογής αθλήματος και σωματότυπου. 2. Θα κατανοήσουν γιατί επικρατεί ο συγκεκριμένος σωματότυπος στη ρυθμική γυμναστική. 3. Θα κατανοήσουν την εξέλιξη του αθλήματος της ρυθμικής ως επιπέδου δυσκολίας και επιβάρυνσης των αθλητριών. 3 η συνάντηση 1. Οι αθλήτριες θα μάθουν τι είναι οι στόχοι. 2. Οι αθλήτριες θα διατυπώνουν σωστούς προσωπικούς. 3. Οι αθλήτριες θα καταγράψουν τους προσωπικούς τους στόχους. 4 η συνάντηση 1. Οι αθλήτριες θα κατανοήσουν την έννοια των εμποδίων στην πραγματοποίηση των στόχων 2. Οι αθλήτριες θα μάθουν τρόπους υπερπήδησης των εμποδίων 3. Οι αθλήτριες θα σχεδιάσουν το προσωπικό τους πλάνο υπερπήδησης των εμποδίων στην επίτευξη των προσωπικών τους στόχων. 5 η συνάντηση 1. Οι αθλήτριες θα κατανοήσουν τις διαφορές μεταξύ της θετικής και της αρνητικής εικόνας του σώματος 2. Οι αθλήτριες θα κατανοήσουν το ρόλο και τις τεχνικές των διαφημίσεων σε σχέση με την εικόνα του σώματος 6 η συνάντηση 1. Οι αθλήτριες θα γνωρίσουν τις αρχές της προσοχής και της αυτοσυγκέντρωσης. 2. Οι αθλήτριες θα μάθουν τις τεχνικές μείωσης της διάσπασης της προσοχής. 3. Οι αθλήτριες θα σχεδιάσουν το δικό τους τρόπο αύξησης της αυτοσυγκέντρωσης και μείωσης της διάσπασης της προσοχής. 7 η συνάντηση 1. Οι αθλήτριες θα μάθουν τι είναι το στρες 2. Οι αθλήτριες θα αναγνωρίσουν τα σημάδια τους στρες στο σώμα τους. 3. Οι αθλήτριες θα διδαχθούν τεχνικές μείωσης του στρες στη ρυθμική και όχι μόνο. 8 η συνάντηση 1. Οι αθλήτριες θα μάθουν τεχνικές χαλάρωσης 2. Οι αθλήτριες θα μάθουν τι είναι ο θετικός αυτοδιάλογος. 3.Οι αθλήτριες θα εξασκηθούν στο θετικό αυτοδιάλογο. 9 η συνάντηση 1.Οι αθλήτριες θα μάθουν την τεχνική της νοερής απεικόνισης 2. Οι αθλήτριες θα εξασκηθούν στην τεχνική της νοερής απεικόνησης 10 η συνάντηση 1. Οι αθλήτριες θα μάθουν τι είναι οι διατροφικές διαταραχές 11 η συνάντηση 1. Οι αθλήτριες θα μάθουν πώς να χρησιμοποιούν όλες τις τεχνικές που διδάχθηκαν, και εφαρμόζουν στις προπονήσεις, για την πρόληψη της αρνητικής εικόνας σώματος και των διατροφικών διαταραχών. 12 η συνάντηση Τελική αξιολόγηση 169

189 Παραρτήματα ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΑΘΛΗΤΡΙΩΝ ΡΥΘΜΙΚΗΣ 170

190 Παραρτήματα 171

191 Παραρτήματα 172

192 Παραρτήματα 173

193 Παραρτήματα 174

194 Παραρτήματα 175

195 Παραρτήματα 176

196 Παραρτήματα 177

197 Παραρτήματα 178

198 Παραρτήματα 179

199 Παραρτήματα 180

200 Παραρτήματα 181

201 Παραρτήματα 182

202 Παραρτήματα 183

203 Παραρτήματα 184

204 Παραρτήματα 185

205 Παραρτήματα 186

206 Παραρτήματα 187

207 Παραρτήματα 188

208 Παραρτήματα 189

209 Παραρτήματα 190

210 Παραρτήματα 191

211 Παραρτήματα 192

212 Παραρτήματα 193

213 Παραρτήματα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ. Η αφίσα με τα μηνύματα των μαθημάτων ΤΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΜΑΣ. Θα κουραστείς αλλά στο τέλος θα ανταμειφθείς αν τους στόχους σου τηρείς και τα εμπόδια αψηφείς Ακολούθησε το Π-Α-Μ-Ε για να φτάσεις στην κορυφή Στόχοι και όνειρα πάνε πακέτο Ανέβα προσεκτικά τα «σκαλιά» για να φτάσεις ΠΟΛΥ ΨΗΛΑ Βάλε στόχο σωστό για να γίνει το όνειρο πραγματικό Νευρική ανορεξία & βουλιμία είναι κακά χαρακτηριστικά, διώξτα για να αισθάνεσαι καλά Εικόνα θετική για να είσαι δυνατή στη ρυθμική Όλα τα προβλήματα λυγίζουν με ένα ΠΑΜΕ κι ότι εμπόδιο κι αν βρεθεί εμείς ΔΕΝ σταματάμε Προσπέρασε με ένα jeté τα εμπόδια της ρυθμικής, ΜΠΟΡΕΙΣ! Βάλε στόχο στη ρυθμική για να ανέβεις στο σκαλί Άφησε το άγχος στο παγκάκι Και βρες την αναπνοή σου στο προγραμματάκι Αυτοσυγκέντρωση χωρίς εκβιασμό για απόδοση εν ρυθμῲ Μη σε αγχώνουν οι φωνές! Aν θες να συγκεντρωθείς βρες τη λέξη της δικής σου ψυχής Χόρεψε-χόρεψε στη Ρυθμική κι άσε την τεμπελιά πίσω στην αυλή Συγκεντρώσου και άκου το μυαλό σου Σκέψου θετικά για σένα, μη σε νοιάζει για κανένα Μην πιστεύεις τις διαφημίσεις γιατί μετά θα την «πατήσεις», το σώμα σου θα μισήσεις ΠΑΜΕ-ΠΑΜΕ-ΠΑΜΕ τα εμπόδια ξεπερνάμε Η εικόνα σώματός σου θα ναι πάντοτε σωστή, μην ακούς τι σου λένε οι κομπλεξικοί Κάθε στόχος έχει εμπόδιο, αλλά κάθε εμπόδιο έχει λύση Για αγώνα μοναδικό κάνε το στρες σου σύμμαχο Με τα μάτια της ψυχής δες ότι επιθυμείς & θα δεις ότι μπορείς Οι ατέλειές σου είναι η μοναδικότητά σου, γι αυτό ακολούθα τα 10 βηματάκια για να έχεις αποτελεσματάκι Κάθε σώμα μπορεί να βρει το δικό του άθλημα Πριν αγωνιστείς να αυτοσυγκεντρωθείς, και μην ερεθιστείς από τις διασπάσεις της προσοχής Σας ευχαριστώ πολύ!!!! ΕΚ 194

ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) Θέµα διάλεξης 13 Έλεγχος βάρους και διατροφικές ανωµαλίες στον αγωνιστικό αθλητισµό. Μάριος Γούδας

ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) Θέµα διάλεξης 13 Έλεγχος βάρους και διατροφικές ανωµαλίες στον αγωνιστικό αθλητισµό. Μάριος Γούδας ΕΠΕΑΕΚ : AΝΑΜΟΡΦΩΣΗ A ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) Θέµα διάλεξης 13 Έλεγχος βάρους και διατροφικές ανωµαλίες στον αγωνιστικό αθλητισµό Μάριος Γούδας η

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΕΡΟΒΟΥΛΙ. Επιδημιολογία Παραγόντων Κινδύνου για Διατροφικές Διαταραχές σε 1900 Παιδιά και Έφηβους της Κύπρου

ΑΝΕΡΟΒΟΥΛΙ. Επιδημιολογία Παραγόντων Κινδύνου για Διατροφικές Διαταραχές σε 1900 Παιδιά και Έφηβους της Κύπρου ΑΝΕΡΟΒΟΥΛΙ Επιδημιολογία Παραγόντων Κινδύνου για Διατροφικές Διαταραχές σε 1900 Παιδιά και Έφηβους της Κύπρου Χαράλαμπος Χατζηγεωργίου MD, Μιχάλης Τορναρίτης PhD, Σάββας Χρ Σάββα MD, Αντώνης Καφάτος MD

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή διατριβή. Ονοματεπώνυμο: Αργυρώ Ιωάννου. Επιβλέπων καθηγητής: Δρ. Αντρέας Χαραλάμπους

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή διατριβή. Ονοματεπώνυμο: Αργυρώ Ιωάννου. Επιβλέπων καθηγητής: Δρ. Αντρέας Χαραλάμπους ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή διατριβή Διερεύνηση της αποτελεσματικότητας εναλλακτικών και συμπληρωματικών τεχνικών στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής σε άτομα με καρκίνο

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΛΕΩΝΙΔΑ ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΜΑΡΙΑΣ ΒΟΥΛΔΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΑΜΑΤΙΑΣ ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΥ

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΛΕΩΝΙΔΑ ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΜΑΡΙΑΣ ΒΟΥΛΔΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΑΜΑΤΙΑΣ ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΥ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΛΕΩΝΙΔΑ ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΜΑΡΙΑΣ ΒΟΥΛΔΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΑΜΑΤΙΑΣ ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΥ Η Σημασία της σωστής διατροφής και της άσκησης στην εφηβεία Οι διατροφικές

Διαβάστε περισσότερα

Η παραγωγή αναφορικών προτάσεων από κυπριόπουλα παιδιά με Γλωσσική Διαταραχή

Η παραγωγή αναφορικών προτάσεων από κυπριόπουλα παιδιά με Γλωσσική Διαταραχή Σχολή Επιστημών Υγείας Πτυχιακή εργασία Η παραγωγή αναφορικών προτάσεων από κυπριόπουλα παιδιά με Γλωσσική Διαταραχή Κωνσταντίνα Χατζηκαλλή Λεμεσός, Ιούνιος 2018 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ Λεμεσός, 2012 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ.

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ Φίλιππος Λουκά Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995)

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995) ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Μεταπτυχιακό πρόγραμμα ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ Μάθημα: Ψυχολογική Υποστήριξη σε Κλινικούς Πληθυσμούς Γνωστικοί & συναισθηματικοί παράγοντες Γνωστική Ψυχική ευεξία λειτουργία Υγεία & fittness

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ 1

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ 1 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ 1 ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ Φ.Τ:2008670839 Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 10 ΧΡΟΝΩΝ

ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 10 ΧΡΟΝΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 10 ΧΡΟΝΩΝ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Ονοματεπώνυμο Κεντούλλα Πέτρου Αριθμός Φοιτητικής Ταυτότητας 2008761539 Κύπρος

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή διατριβή Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή διατριβή Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή διατριβή Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ Παναγιώτου Νεοφύτα 2008969752 Επιβλέπων καθηγητής Δρ. Νίκος Μίτλεττον,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Η ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΝΕΑΝΙΚΗ ΙΔΙΟΠΑΘΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ Όνομα Φοιτήτριας: Μαρία Θωμά Αριθμός φοιτητικής ταυτότητας:2010221455

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία ΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕ ΩΝ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΑΙΤΙΩΝ ΠΡΟΚΛΗΣΗΣ ΘΑΝΑΤΟΥ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΨΥΧΟΓΕΝΗ ΑΝΟΡΕΞΙΑ Γεωργία Χαραλάµπους Λεµεσός

Διαβάστε περισσότερα

Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής στην Εφηβεία

Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής στην Εφηβεία Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής στην Εφηβεία Β. Α. Παπαγεωργίου MD, Med, Δρ. Α.Π.Θ. Παιδοψυχίατρος - TEACCH Consultant τ. Επίκουρος Καθηγήτρια Παιδοψυχιατρικής Οι Δ.Π.Τ. Δεν είναι απλώς αποκλίνουσες διατροφικές

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχοφαρμακολογία των διατροφικών διαταραχών στην παιδική και εφηβική ηλικία. Pediatr Clin N Am 58 (2011) 121-138

Ψυχοφαρμακολογία των διατροφικών διαταραχών στην παιδική και εφηβική ηλικία. Pediatr Clin N Am 58 (2011) 121-138 Ψυχοφαρμακολογία των διατροφικών διαταραχών στην παιδική και εφηβική ηλικία Pediatr Clin N Am 58 (2011) 121-138 a Nevile H. Golden, MD, b Evelyn Attia, MD a Division of Adolescent Medicine, Stanford University

Διαβάστε περισσότερα

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο Διδάσκοντες Χατζηγεωργιάδης Αντώνης / Zουρμπάνος Νίκος ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Μορφή

Διαβάστε περισσότερα

Οργάνωση Προγραμμάτων Αναψυχής ΙΙ

Οργάνωση Προγραμμάτων Αναψυχής ΙΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Οργάνωση Προγραμμάτων Αναψυχής ΙΙ Σχεδιασμός, οργάνωση και υλοποίηση προγραμμάτων «Άθλησης για όλους Μέρος Β» Νικόλαος Θεοδωράκης Επίκουρος

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Γνώση και στάση νοσηλευτών στη διαχείριση του πόνου καρκινοπαθών που νοσηλεύονται Παναγιώτης Χαραλάμπους Λεμεσός, 2014 i ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

Κλίµα παρακίνησης στο µάθηµα της Φ.Α. και υγιεινές συµπεριφορές

Κλίµα παρακίνησης στο µάθηµα της Φ.Α. και υγιεινές συµπεριφορές Κλίµα παρακίνησης στο µάθηµα της Φ.Α. και υγιεινές συµπεριφορές Γιάννης Θεοδωράκης Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας Θέµατα που θα συζητηθούν Τι είναι το κλίµα παρακίνησης Ποιο είναι το θεωρητικό σχήµα µέσα από το

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία. Εφηβεία και χρήση αλκοόλ. Νάνσυ Σταματοπούλου

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία. Εφηβεία και χρήση αλκοόλ. Νάνσυ Σταματοπούλου ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία Εφηβεία και χρήση αλκοόλ Νάνσυ Σταματοπούλου Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ονοματεπώνυμο: Ελένη Ντίμερη Τάξη: Α Λυκείου Τμήμα: Α3 Σχολείο: 7 Λύκειο Καλλιθέας. Δημοσκοπική Έρευνα

Ονοματεπώνυμο: Ελένη Ντίμερη Τάξη: Α Λυκείου Τμήμα: Α3 Σχολείο: 7 Λύκειο Καλλιθέας. Δημοσκοπική Έρευνα Ονοματεπώνυμο: Ελένη Ντίμερη Τάξη: Α Λυκείου Τμήμα: Α3 Σχολείο: 7 Λύκειο Καλλιθέας Δημοσκοπική Έρευνα Εισαγωγή Στην εφηβική ηλικία μπορεί να παρατηρηθούν διαταραχές πρόσληψης της τροφής, για παράδειγμα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ MINISTRY OF NATIONAL EDUCATION AND RELIGIOUS AFFAIRS MANAGING AUTHORITY OF THE OPERATIONAL PROGRAMME EDUCATION AND INITIAL VOCATIONAL TRAINING EUROPEAN COMMUNITY Co financing European Social Fund (E.S.F.)

Διαβάστε περισσότερα

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΣΩ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΜΑΙΝ ΣΕ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΣΩ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΜΑΙΝ ΣΕ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Σχολή Επιστημών Υγείας Πτυχιακή εργασία ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΣΩ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΜΑΙΝ ΣΕ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Γεωργίου Μύρια Λεμεσός, Μάιος 2018 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

Μεταπτυχιακή φοιτήτρια: Τσιρογιαννίδου Ευδοξία. Επόπτης: Πλατσίδου Μ. Επίκουρη Καθηγήτρια Β Βαθμολογητής: Παπαβασιλείου-Αλεξίου Ι.

Μεταπτυχιακή φοιτήτρια: Τσιρογιαννίδου Ευδοξία. Επόπτης: Πλατσίδου Μ. Επίκουρη Καθηγήτρια Β Βαθμολογητής: Παπαβασιλείου-Αλεξίου Ι. Μεταπτυχιακή φοιτήτρια: Τσιρογιαννίδου Ευδοξία Επόπτης: Πλατσίδου Μ. Επίκουρη Καθηγήτρια Β Βαθμολογητής: Παπαβασιλείου-Αλεξίου Ι.- Λέκτορας Συναισθηματική Νοημοσύνη - Μια μορφή κοινωνικής νοημοσύνης, η

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΣΤΕΚΤΟΜΗ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΣΤΕΚΤΟΜΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΣΤΕΚΤΟΜΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΣ 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΨΕΥΔΟΛΕΞΕΩΝ ΑΠΟ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΤΥΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΨΕΥΔΟΛΕΞΕΩΝ ΑΠΟ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΤΥΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Σχολή Επιστημών Υγείας Πτυχιακή εργασία ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΨΕΥΔΟΛΕΞΕΩΝ ΑΠΟ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΤΥΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Άντρια Πολυκάρπου Λεμεσός, Μάιος 2017 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Ο νοσηλευτικός ρόλος στην πρόληψη του μελανώματος

Ο νοσηλευτικός ρόλος στην πρόληψη του μελανώματος ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή διατριβή Ο νοσηλευτικός ρόλος στην πρόληψη του μελανώματος Ονοματεπώνυμο: Αρτέμης Παναγιώτου Επιβλέπων καθηγητής: Δρ. Αντρέας Χαραλάμπους

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΑΝΩ ΤΩΝ 65 ΕΤΩΝ ΜΕ ΑΝΟΙΑ

ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΑΝΩ ΤΩΝ 65 ΕΤΩΝ ΜΕ ΑΝΟΙΑ Σχολή Επιστημών Υγείας Πτυχιακή εργασία ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΑΝΩ ΤΩΝ 65 ΕΤΩΝ ΜΕ ΑΝΟΙΑ Παναγιώτα Παπαϊωάννου Λεμεσός, Μάιος 2018 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ. @ Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ. @ Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ @ Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης ί>ηγο^η 26 Επιστήμες της Αγωγής 26 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ ΤΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία ΕΠΙΛΟΧΕΙΑ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤ ΟΙΚΟΝ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ. Φοινίκη Αλεξάνδρου

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία ΕΠΙΛΟΧΕΙΑ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤ ΟΙΚΟΝ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ. Φοινίκη Αλεξάνδρου ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία ΕΠΙΛΟΧΕΙΑ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤ ΟΙΚΟΝ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ Φοινίκη Αλεξάνδρου Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ Χ Α Ρ Α Λ Α Μ Π Ο Σ Σ Α Κ Ο Ν Ι Δ Η Σ, Δ Π Θ Μ Α Ρ Ι Α Ν Ν Α Τ Ζ Ε Κ Α Κ Η, Α Π Θ Α. Μ Α Ρ Κ Ο Υ, Δ Π Θ Α Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο 2 0 17-2018 2 ο παραδοτέο 8/12/2016

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΟΥΣ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΟΥΣ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑ Σ. ΛΑΠΠΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΟΥΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία Η ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ Μαρία Χρίστου Λεμεσός 2012 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

Μάριος Γούδας Θέματα Διάλεξης. Ένας κοινά αποδεκτός ορισμός για τον όρο Θετική Ανάπτυξη είναι ο παρακάτω:

Μάριος Γούδας Θέματα Διάλεξης. Ένας κοινά αποδεκτός ορισμός για τον όρο Θετική Ανάπτυξη είναι ο παρακάτω: Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής Διάλεξη 1 Θετική Ανάπτυξη μέσω της Φυσικής Αγωγής και του Παιδικού Αθλητισμού Μάριος Γούδας Θέματα Διάλεξης Τι εννοούμε με τον όρο Θετική Ανάπτυξη Φυσική Αγωγή, Παιδικός Αθλητισμός

Διαβάστε περισσότερα

Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα Επιστημονικών Σεμιναρίων με θέμα τη σχέση της ψυχολογίας, ψυχοπαθολογίας, συμβουλευτικής με τη διατροφή.

Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα Επιστημονικών Σεμιναρίων με θέμα τη σχέση της ψυχολογίας, ψυχοπαθολογίας, συμβουλευτικής με τη διατροφή. Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα Επιστημονικών Σεμιναρίων με θέμα τη σχέση της ψυχολογίας, ψυχοπαθολογίας, συμβουλευτικής με τη διατροφή. Φεβρουάριος Ιούνιος 2016 Μύρινα Λήμνου Σκοπός του προγράμματος: Στόχος του

Διαβάστε περισσότερα

Γενικό Λύκειο Καλαμπακίου Σχολικό έτος 2013-14. Ερευνητική Εργασία Α τετραμήνου. Εκπαιδευτικός: Παπαδόπουλος Δημήτριος (ΠΕ 11) Τάξη: Β Τμήμα: 1ο

Γενικό Λύκειο Καλαμπακίου Σχολικό έτος 2013-14. Ερευνητική Εργασία Α τετραμήνου. Εκπαιδευτικός: Παπαδόπουλος Δημήτριος (ΠΕ 11) Τάξη: Β Τμήμα: 1ο Γενικό Λύκειο Καλαμπακίου Σχολικό έτος 2013-14 Ερευνητική Εργασία Α τετραμήνου Η Διατροφή των Εφήβων Εκπαιδευτικός: Παπαδόπουλος Δημήτριος (ΠΕ 11) Τάξη: Β Τμήμα: 1ο Περιεχόμενο παρουσίασης Περιεχόμενο

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΠΝΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΜΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΕΦΗΒΟΥΣ Ονοματεπώνυμο Φοιτήτριας: Χριστοφόρου Έλενα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ & ΔΙΕΘΝΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΤΟΥΣ

ΕΘΝΙΚΟ & ΔΙΕΘΝΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟ & ΔΙΕΘΝΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΤΟΥΣ 2014 1 Α ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ: Αθήνα Πειραιάς Νησιά Αιγαίου Εύβοια Β ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ: Μακεδονία Θράκη Γ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ: Πελοπόννησος Νησιά Ιονίου Αιτωλοακαρνανία Ήπειρος Ευρυτανία

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ MINISTRY OF NATIONAL EDUCATION AND RELIGIOUS AFFAIRS MANAGING AUTHORITY OF THE OPERATIONAL PROGRAMME EDUCATION AND INITIAL VOCATIONAL TRAINING EUROPEAN COMMUNITY Co financing European Social Fund (E.S.F.)

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Ερευνας στη ΜΕ

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Ερευνας στη ΜΕ Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Ερευνας στη ΜΕ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΑΚΟΝΙΔΗΣ, ΔΠΘ ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΕΚΑΚΗ, ΑΠΘ Α ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ 201 6-2017 2 ο παραδοτέο Περιεχόμενο 1. Εισαγωγή: το θέμα και η σημασία του, η σημασία διερεύνησης του

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Αναπτυξιακή Ψυχολογία Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Θέματα διάλεξης Η σημασία της αυτοαντίληψης Η φύση και το περιεχόμενο της αυτοαντίληψης Η ανάπτυξη της αυτοαντίληψης Παράγοντες

Διαβάστε περισσότερα

Θέμα: Παχυσαρκία και κύηση:

Θέμα: Παχυσαρκία και κύηση: ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜ Α ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Θέμα: Παχυσαρκία και κύηση: επιπτώσεις στην έκβαση της κύησης και στο έμβρυο Ονοματεπώνυμο: Στέλλα Ριαλά Αριθμός

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η φροντίδα για τη λήψη τροφής αποτελεί μια από τις κυριότερες ασχολίες του ανθρώπου. Όσο σημαντική είναι για τον άνθρωπο η τροφή τόσο σημαντική είναι και η στέρηση

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ Η ΟΜΑΔΑ ΜΑς : ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ, ΚΟΛΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, ΚΟΤΤΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΛΑΖΑΝΗ ΚΩΝ/ΝΑ Η ΥΠΕΥΘΥΝΗ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ Η ΟΜΑΔΑ ΜΑς : ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ, ΚΟΛΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, ΚΟΤΤΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΛΑΖΑΝΗ ΚΩΝ/ΝΑ Η ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ Η ΟΜΑΔΑ ΜΑς : ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ, ΚΟΛΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, ΚΟΤΤΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΛΑΖΑΝΗ ΚΩΝ/ΝΑ Η ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ : ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρώτο ερευνητικό

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχολογία του Διαδικτύου (ΨΧ109) Διάλεξη 5: Παθολογική χρήση του Διαδικτύου

Ψυχολογία του Διαδικτύου (ΨΧ109) Διάλεξη 5: Παθολογική χρήση του Διαδικτύου Ψυχολογία του Διαδικτύου (ΨΧ109) Διάλεξη 5: Παθολογική χρήση του Διαδικτύου Εισαγωγικές επισημάνσεις Διαδίκτυο: ανοικτό, δυναμικό, ελεύθερο και αμεσοδημοκρατικό δίκτυο διασυνδεδεμένων υπολογιστών, το οποίο

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Εισαγωγή. Σκοπός

ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Εισαγωγή. Σκοπός ΠΕΡΙΛΗΨΗ Εισαγωγή Η παιδική παχυσαρκία έχει φτάσει σε επίπεδα επιδημίας στις μέρες μας. Μαστίζει παιδιά από μικρές ηλικίες μέχρι και σε εφήβους. Συντείνουν αρκετοί παράγοντες που ένα παιδί γίνεται παχύσαρκο

Διαβάστε περισσότερα

Πτυχιακή Εργασία ΓΝΩΣΕΙΣ KAI ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟΝ HIV. Στυλιανού Στυλιανή

Πτυχιακή Εργασία ΓΝΩΣΕΙΣ KAI ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟΝ HIV. Στυλιανού Στυλιανή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία ΓΝΩΣΕΙΣ KAI ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟΝ HIV Στυλιανού Στυλιανή Λευκωσία 2012 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ. Πτυχιακή Εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ. Πτυχιακή Εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Πτυχιακή Εργασία ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟ. Ονοματεπώνυμο:

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία ΤΟ ΚΑΠΜΝΙΣΜΑ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΥΨΗΛΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΝΔΡΕΣ Κατσαρής Γιάγκος Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ & ΔΙΕΘΝΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΤΟΥΣ

ΕΘΝΙΚΟ & ΔΙΕΘΝΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟ & ΔΙΕΘΝΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΤΟΥΣ 2013 1 Α ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ: Αθήνα Πειραιάς Νησιά Αιγαίου Εύβοια Β ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ: Μακεδονία Θράκη Γ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ: Πελοπόννησος Νησιά Ιονίου Αιτωλοακαρνανία Ήπειρος Ευρυτανία

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΣΤΗ ΛΕΠΤΗ ΙΔΑΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΣΤΙΣ ΝΕΑΡΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ Μαρία Παπαβασιλείου Λεμεσός

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Επιστήμη και Τεχνολογία Τροφίμων και Διατροφή του Ανθρώπου» Κατεύθυνση: «Διατροφή, Δημόσια

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Πτυχιακή διατριβή ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΕΧΝΗΤΟΥ ΘΗΛΑΣΜΟΥ ΣΤΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΜΝΩΝ ΦΥΛΗΣ ΧΙΟΥ ΓΙΑΝΝΟΣ ΜΑΚΡΗΣ Λεμεσός 2014 ii

Διαβάστε περισσότερα

Επιβλέπων καθηγητής: Δρ Βασίλειος Ραφτόπουλος ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΣΕ ΜΕΤΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΙΑΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΤΙΚΑ ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ

Επιβλέπων καθηγητής: Δρ Βασίλειος Ραφτόπουλος ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΣΕ ΜΕΤΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΙΑΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΤΙΚΑ ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Επιβλέπων καθηγητής: Δρ Βασίλειος Ραφτόπουλος ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΣΕ ΜΕΤΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΙΑΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΤΙΚΑ ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ Από τη

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ ΠΟΥ ΒΙΩΝΕΙ ΤΟ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΣΤΙΣ ΜΟΝΑΔΕΣ ΕΝΑΤΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ Άντρη Αγαθαγγέλου Λεμεσός 2012 i ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Επιπτώσεις από τη χρήση αντικαταθλιπτικής αγωγής στην εγκυμοσύνη στο έμβρυο Όνομα Φοιτήτριας: Άντρια Λυσάνδρου Αριθμός φοιτητικής

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχολογική υποστήριξη παιδικού αθλητισμού

Ψυχολογική υποστήριξη παιδικού αθλητισμού ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΕΑΕΚ Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής ΜΚ 208, Διάλεξη 12 ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Συγχρηματοδότηση Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Ε.Κ.Τ.) Ευρωπαϊκό Ταμείο

Διαβάστε περισσότερα

Παράγοντες που ευθύνονται για τους τραυµατισµούς ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) Θέµα διάλεξης 12 Η ψυχολογία των τραυµατισµών στον αθλητισµό

Παράγοντες που ευθύνονται για τους τραυµατισµούς ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) Θέµα διάλεξης 12 Η ψυχολογία των τραυµατισµών στον αθλητισµό ΕΠΕΑΕΚ : AΝΑΜΟΡΦΩΣΗ A ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) Θέµα διάλεξης 12 Η ψυχολογία των τραυµατισµών στον αθλητισµό Μάριος Γούδας ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΙΑΛΕΞΗΣ περιγραφή

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σχετιζόμενα με το βρογχικό άσθμα στα παιδιά και στους έφηβους Κουρομπίνα Αλεξάνδρα Λεμεσός [2014] i ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

Μανουσάκη Μαρία Σχολική Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής

Μανουσάκη Μαρία Σχολική Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής Μανουσάκη Μαρία Σχολική Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής 1 Αλμπέρ Καμύ ( 1913-1960, Γάλλος συγγραφέας, Νόμπελ 1957) βιβλία: "Ο Ξένος", και " Η Πανούκλα" Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας που γεννήθηκε στην Αλγερία.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ Ονοματεπώνυμο: Μιχαέλλα Σάββα Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΕΑΕΚ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Αναμόρφωση Προγράμματος Προπτυχιακών Σπουδών του Τ.Ε.Φ.Α.Α. Π.Θ. - Αυτεπιστασία ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Συγχρηματοδότηση Ευρωπαϊκό Κοινωνικό

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ. Πτυχιακή Εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ. Πτυχιακή Εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Πτυχιακή Εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΤΗΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΗΣ ΜΕΤΑΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗΣ Βασιλική Αλκιβιαδου

Διαβάστε περισσότερα

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Λουκία Βασιλείου

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Λουκία Βασιλείου ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΕΦΗΒΙΚΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ: ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ Λουκία Βασιλείου 2010646298 Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Δρ.

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΕΥΡΙΚΗΣ ΑΝΟΡΕΞΙΑΣ ΣΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΕΥΡΙΚΗΣ ΑΝΟΡΕΞΙΑΣ ΣΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΕΥΡΙΚΗΣ ΑΝΟΡΕΞΙΑΣ ΣΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ - ΝΤΕΛΙΜΙΧΑΛΗΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗΣ MSc ΕΚΠΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Ι.ΙΕΚ ΒΑΪΑ ΜΠΑΛΩΤΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ ΜΕΘ ΠΓΝ ΛΑΡΙΣΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

Θ. Λάππα 1, Α. Τσαγκάρη 1, Μ. Σταματοπούλου 1, Ν. Καραλιά 1, Δ. Στεφανή 2,, Κ. Κυρέ 2, Α. Δρόσος 2, Ι. Κυριαζής 3

Θ. Λάππα 1, Α. Τσαγκάρη 1, Μ. Σταματοπούλου 1, Ν. Καραλιά 1, Δ. Στεφανή 2,, Κ. Κυρέ 2, Α. Δρόσος 2, Ι. Κυριαζής 3 Αυτοεκτίμηση της εικόνας σώματος και συσχέτιση με το Δείκτη Μάζας Σώματος, τις διατροφικές συνήθειες και άλλες παραμέτρους σε ασθενείς με ή χωρίς Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 Θ. Λάππα 1, Α. Τσαγκάρη 1, Μ.

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία. Κόπωση και ποιότητα ζωής ασθενών με καρκίνο.

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία. Κόπωση και ποιότητα ζωής ασθενών με καρκίνο. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Κόπωση και ποιότητα ζωής ασθενών με καρκίνο Μαργαρίτα Μάου Λευκωσία 2012 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Πτυχιακή Διατριβή Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Κα Παναγιώτα Ταμανά ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙΣ ΑΤΟΜΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΕΜΒΟΛΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΦΥΛΟ ΣΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα ΕΠΕΑΕΚ: ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΘΕΜΑΤΑ ΦΥΛΟΥ ΚΑΙ

Διαβάστε περισσότερα

Πτυχιακή εργασία Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΛΕΥΤΩΝ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΜΕ ΧΡΟΝΙΟ ΑΣΘΜΑ

Πτυχιακή εργασία Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΛΕΥΤΩΝ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΜΕ ΧΡΟΝΙΟ ΑΣΘΜΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Πτυχιακή εργασία Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΛΕΥΤΩΝ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΜΕ ΧΡΟΝΙΟ ΑΣΘΜΑ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΛΟΙΖΟΥ ΑΡΙΘΜΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΑΘΛΗΤΕΣ & ΑΘΛΗΤΡΙΕΣ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα ΕΠΕΑΕΚ: ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

þÿ ÀÌ Ä º± µä À ¹ ¼ ½

þÿ ÀÌ Ä º± µä À ¹ ¼ ½ Neapolis University HEPHAESTUS Repository School of Economic Sciences and Business http://hephaestus.nup.ac.cy Master Degree Thesis 2016 þÿ ÀÌ Ä º± µä À ¹ ¼ ½ þÿµºà±¹ µåä¹ºì ¹ ¹º ĹºÌ ÃÍÃÄ ¼± þÿãä ½ º±Ä±½µ¼

Διαβάστε περισσότερα

Ερµηνεία του «καψίµατος» Θέµα διάλεξης 11 Καταπόνηση και κάψιµο αθλητών και αθλητριών. καταπόνησης. Μάριος Γούδας ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108)

Ερµηνεία του «καψίµατος» Θέµα διάλεξης 11 Καταπόνηση και κάψιµο αθλητών και αθλητριών. καταπόνησης. Μάριος Γούδας ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) ΕΠΕΑΕΚ : AΝΑΜΟΡΦΩΣΗ A ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΜΚ 108) Θέµα διάλεξης 11 Καταπόνηση και κάψιµο αθλητών και αθλητριών Μάριος Γούδας ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΙΑΛΕΞΗΣ Ορισµοί

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Ο ΠΡΟΩΡΟΣ ΤΟΚΕΤΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΗΣ ΔΥΣΧΕΡΕΙΑΣ Όνομα Φοιτήτριας: Χρυσοστομή Αγαθοκλέους Αριθμός φοιτητικής

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ & ΔΙΕΘΝΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΤΟΥΣ

ΕΘΝΙΚΟ & ΔΙΕΘΝΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟ & ΔΙΕΘΝΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΤΟΥΣ 2015 1 Α ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ: Αθήνα Πειραιάς Νησιά Αιγαίου Εύβοια Β ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ: Μακεδονία Θράκη Γ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ: Πελοπόννησος Νησιά Ιονίου Αιτωλοακαρνανία Ήπειρος Ευρυτανία

Διαβάστε περισσότερα

Αξιολόγηση του Προγράμματος Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων - Νεοεισερχομένων

Αξιολόγηση του Προγράμματος Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων - Νεοεισερχομένων Αξιολόγηση του Προγράμματος Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων - Νεοεισερχομένων. Ταυτότητα της Έρευνας Το Πρόγραμμα της Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων και Νεοεισερχομένων Εκπαιδευτικών προσφέρεται κάθε

Διαβάστε περισσότερα

«Αξιολόγηση ατόμων με αφασία για Επαυξητική και Εναλλακτική Επικοινωνία, σύμφωνα με το μοντέλο συμμετοχής»

«Αξιολόγηση ατόμων με αφασία για Επαυξητική και Εναλλακτική Επικοινωνία, σύμφωνα με το μοντέλο συμμετοχής» Σχολή Επιστημών Υγείας Τμήμα Αποκατάστασης ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «Αξιολόγηση ατόμων με αφασία για Επαυξητική και Εναλλακτική Επικοινωνία, σύμφωνα με το μοντέλο συμμετοχής» Χρυσάνθη Μοδέστου Λεμεσός, Μάιος,

Διαβάστε περισσότερα

TEΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

TEΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ TEΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ ΣΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΕΝΤΑΤΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙΒΑΛΟΝΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: MANΩΛΗ

Διαβάστε περισσότερα

Πτυχιακή Εργασία ηµιουργία Εκπαιδευτικού Παιχνιδιού σε Tablets Καλλιγάς ηµήτρης Παναγιώτης Α.Μ.: 1195 Επιβλέπων καθηγητής: ρ. Συρµακέσης Σπύρος ΑΝΤΙΡΡΙΟ 2015 Ευχαριστίες Σ αυτό το σηµείο θα ήθελα να

Διαβάστε περισσότερα

Η θέση ύπνου του βρέφους και η σχέση της με το Σύνδρομο του αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

Η θέση ύπνου του βρέφους και η σχέση της με το Σύνδρομο του αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η θέση ύπνου του βρέφους και η σχέση της με το Σύνδρομο του αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. Χρυσάνθη Στυλιανού Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΦΥΛΟ ΣΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα ΕΠΕΑΕΚ: ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΘΕΜΑΤΑ ΦΥΛΟΥ ΚΑΙ

Διαβάστε περισσότερα

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΑΘΛΗΤΕΣ & ΑΘΛΗΤΡΙΕΣ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα ΕΠΕΑΕΚ: ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Πτυχιακή εργασία ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ Ραφαέλα Χριστοδούλου Α.Φ.Τ.: 2010335637 Λεμεσός,

Διαβάστε περισσότερα

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών 4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών Στο προηγούμενο κεφάλαιο (4.1) παρουσιάστηκαν τα βασικά αποτελέσματα της έρευνάς μας σχετικά με την άποψη, στάση και αντίληψη των μαθητών γύρω από θέματα

Διαβάστε περισσότερα

«ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΓΟΝΕΙΣ & ΦΡΟΝΤΙΣΤΕΣ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΝΟΗΤΙΚΗ ΥΣΤΕΡΗΣΗ»

«ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΓΟΝΕΙΣ & ΦΡΟΝΤΙΣΤΕΣ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΝΟΗΤΙΚΗ ΥΣΤΕΡΗΣΗ» Τ Ζ Ο Υ Α Ν Α Κ Η Σ Ι Ω Α Ν Ν Η Σ, Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ Ο Σ M SC Κ Ο Ι. Κ Ε. Ψ Υ Π Ε Β Ε Ν Ι Ζ Ε Λ Ε Ι Ο Υ Ν Ο Σ Ο Κ Ο Μ Ε Ι Ο Υ Κ Ρ Η Τ Η Σ. ΡΑ Ϊ Κ Ο Υ Μ Α Ρ Ι Α, Κ Α Θ Η Γ Η Τ Ρ Ι Α Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ι Κ Η Σ Ε

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάπτυξη θετικής αυτό-εικόνας Εισαγωγή Ορισμοί Αυτό-αντίληψη Αυτό-εκτίμηση Μηχανισμοί ενίσχυσης και προστασίας της αυτό-εκτίμησης

Η ανάπτυξη θετικής αυτό-εικόνας Εισαγωγή Ορισμοί Αυτό-αντίληψη Αυτό-εκτίμηση Μηχανισμοί ενίσχυσης και προστασίας της αυτό-εκτίμησης Η ανάπτυξη θετικής αυτό-εικόνας Εισαγωγή Ο εαυτός ως αντικείμενο συνειδητής σκέψης αποτελεί κεντρικό θέμα διερεύνησης από διάφορους επιστημονικούς κλάδους. Η άποψη που έχουμε για τον εαυτό μας και τις

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΖΩΗΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΖΩΗΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ, ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΖΩΗΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ Τι είναι

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ, ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ Επιμέλεια σειράς: Γ. Θεοδωράκης, Μ. Γούδας

ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ, ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ Επιμέλεια σειράς: Γ. Θεοδωράκης, Μ. Γούδας ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ, ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ Επιμέλεια σειράς: Γ. Θεοδωράκης, Μ. Γούδας Η καλαθοσφαίριση με αμαξίδιο Κοκαρίδας Δημήτρης & Πέρκος Στέφανος Περιεχόμενα Πρόλογος..... Εισαγωγή.....

Διαβάστε περισσότερα

Βασιλική Ζήση, PhD. Πυραμίδα του πληθυσμού στο μέσο του έτους 2004

Βασιλική Ζήση, PhD. Πυραμίδα του πληθυσμού στο μέσο του έτους 2004 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Μεταπτυχιακό πρόγραμμα ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ Μάθημα: Ψυχολογική Υποστήριξη σε Κλινικούς Πληθυσμούς «Ένα από τα πιο σίγουρα πράγματα στη ζωή μας - το μόνο σίγουρο ίσως είναι ότι κάθε μέρα,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

ΠΑΡΑΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ, ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΑΡΑΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ Η έννοια

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Διάλεξη 8 Εφαρμογές της στατιστικής στην έρευνα - Ι. Υπεύθυνος Καθηγητής Χατζηγεωργιάδης Αντώνης

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Διάλεξη 8 Εφαρμογές της στατιστικής στην έρευνα - Ι. Υπεύθυνος Καθηγητής Χατζηγεωργιάδης Αντώνης ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ Διάλεξη 8 Εφαρμογές της στατιστικής στην έρευνα - Ι Υπεύθυνος Καθηγητής Χατζηγεωργιάδης Αντώνης 1 Μέρη της Έρευνας Περιγραφική στατιστική Πολυδιάστατη στατιστική Σχέσεις μεταξύ μεταβλητών

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχολογία της διατροφής

Ψυχολογία της διατροφής ΚαλλιOΠη ΕμμανουηλIδου Ψυχολογία της διατροφής Πώς οι διατροφικές συνήθειες αντανακλούν τον συναισθηματικό μας κόσμο Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Πρόλογος Εισαγωγή Η διατροφή στη ζωή μας Πώς σχετίζεται η επιστήμη

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΕ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥΣ ΜΕ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ Θεοφάνης Παύλου Αρ. Φοιτ. Ταυτότητας: 2010207299 Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

þÿ ¼ ¼± Ä Â ÆÅùº  ÃÄ ½

þÿ ¼ ¼± Ä Â ÆÅùº  ÃÄ ½ Neapolis University HEPHAESTUS Repository School of Economic Sciences and Business http://hephaestus.nup.ac.cy Master Degree Thesis 2015 þÿ ¼ ¼± Ä Â ÆÅùº  ÃÄ ½ þÿ ż½±Ã Å. ÀÌȵ¹Â ¼± Äν º Likaki, Ioannis

Διαβάστε περισσότερα

Παρουσίαση του προβλήματος

Παρουσίαση του προβλήματος Εισαγωγή Κατά τον Martin (2013) ο φίλαθλος χρησιμοποιεί το άθλημα που παρακολουθεί και συγκεκριμένα την ομάδα ή τον αθλητή ως μέσο απόδρασης από τη καθημερινότητα, ως μέσο διασκέδασης, αίσθηση του επιτεύγματος,

Διαβάστε περισσότερα

Οι γνώμες είναι πολλές

Οι γνώμες είναι πολλές Η Ψυχολογία στη Φυσική Αγωγή στο πλαίσιο του σχολικού περιβάλλοντος ΚασταμονίτηςΚωνσταντίνος Ψυχολόγος Οι γνώμες είναι πολλές Πολλές είναι οι γνώμες στο τι προσφέρει τελικά ο αθλητισμός στην παιδική ηλικία

Διαβάστε περισσότερα

Η πρώτη µη κερδοσκοπική εταιρεία στην Ελλάδα µε στόχο την ενηµέρωση, πρόληψη και υποστήριξη των ανθρώπων που πάσχουν από ιαταραχές Πρόσληψης Τροφής.

Η πρώτη µη κερδοσκοπική εταιρεία στην Ελλάδα µε στόχο την ενηµέρωση, πρόληψη και υποστήριξη των ανθρώπων που πάσχουν από ιαταραχές Πρόσληψης Τροφής. CREATIVE BRIEF Η πρώτη µη κερδοσκοπική εταιρεία στην Ελλάδα µε στόχο την ενηµέρωση, πρόληψη και υποστήριξη των ανθρώπων που πάσχουν από ιαταραχές Πρόσληψης Τροφής. ΟΙ (ΨΥΧΟΓΕΝΕΙΣ) ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΤΡΟΦΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Επιβλέπων Καθηγητής: Δρ. Νίκος Μίτλεττον Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΙΚΟΥ ΘΗΛΑΣΜΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ 2 ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ Ονοματεπώνυμο: Ιωσηφίνα

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Η ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΛΑΚΟΣΑΜΙΔΗΣ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΦΑΡΜΑΚΟΑΝΘΕΚΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑΚΗ ΕΠΙΛΗΨΙΑ Κωνσταντίνα Κυπριανού Α.Τ.:

Διαβάστε περισσότερα