Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download ""

Transcript

1

2

3

4

5

6

7 Εθισμός από το Διαδίκτυο 2.1 Εισαγωγή Ο όρος Εθισμός στο Διαδίκτυο επινοήθηκε από τον Goldberg (1995) για να περιγράψει τις επιπτώσεις της υπέρμετρης χρήσης του Διαδικτύου. Ωστόσο, δεν έχει ακόμα επιτευχθεί μια συμφωνία σχετικά με τον ακριβή ορισμό της ορολογίας (Shaffer, 1996). Κατά συνέπεια, πολλαπλοί όροι, οι οποίοι περιγράφουν παρόμοιες έννοιες, έχουν χρησιμοποιηθεί στη βιβλιογραφία, συμπεριλαμβανομένων των όρων: «Διαδικτυακή Kατάχρηση» ( Internet Abuse), ( Brenner 1997, Davis 2001b), «Διαδικτυακή Eξάρτηση» ( Internet Dependence) ( Anderson, 2001), «Παθολογική Xρήση Διαδικτύου» ( Davis, 2001a, Morahan-Martin & Schumacher, 2000, Young, 1997, Young & Suler, 1998), «Εθιστική χρήση Διαδικτύου» (Compulsive Internet Use) ( Greenfield, 1999a, 2000) και «Διαδικτυακός Εθισμός» ( Internet Addiction) (Beard & Wolf, 2001, Chou & Hsiao, 2000, Eppright et al., 1999, Griffiths, 1999, Griffiths et al., 1998, Kandell, 1998, Stern, 1999, Tsai & Lin, 2001, Young 1996, 1999, Young & Rodgers, 1998b), καθένας από τους οποίους έχει το δικό του εννοιολογικό ορισμό. Αν και η ανάπτυξη της έννοιας του Διαδικτυακού εθισμού είναι ακόμα σε πρώιμο στάδιο, πολλοί ερευνητές έχουν επικεντρωθεί στην καταλληλότητα της θεώρησης της υπερβολικής χρήσης του Διαδικτύου, ως εθιστικής συμπεριφοράς (Petrie & Gunn, 1998). Γενικά, είναι αποδεκτό ότι ουσίες, όπως το αλκοόλ και άλλα ψυχοτρόπα φάρμακα, μπορούν να επιφέρουν φυσική και ψυχολογική εξάρτηση. Ακόμη, συγκεκριμένες συμπεριφορές και ενέργειες, όπως ο εθιστικός τζόγος ( Griffiths, 1990), τα ηλεκτρονικά παιχνίδια (Keepers, 1990), η βουλιμία ( Lesieur & Blume, 1993), η σωματική άσκηση ( Morgan, 1979) οι σεξουαλικές ή συναισθηματικές 1

8 σχέσεις ( Peele & Brodsky, 1979) και η παρακολούθηση τηλεόρασης ( Mcllwraith, 1998) θεωρούνται ότι αναπτύσσουν μεγάλη εθιστική δυναμική. Έχει αναγνωριστεί ότι ο εθιστικός χαρακτήρας αυτών των συμπεριφορών ενδεχομένως να μιμείται την εθιστική διαδικασία που συναντάται σε ουσίες, όπως τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Επομένως, η χρήση του Διαδικτύου μπορεί να είναι μια ακόμη συμπεριφορά, η οποία μπορεί να παράγει ένα εθιστικό πρότυπο χρήσης, το οποίο πιθανότατα οδηγεί σε μια εθιστική διαδικασία (Greenfield, 1999a). Οι Marlatt, Baer, Donovan & Kivlahan (1998) ορίζουν τον «εθισμό» ως «ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο συνήθειας, το οποίο αυξάνει τον κίνδυνο ασθένειας και τα συσχετιζόμενα με αυτό προσωπικά και κοινωνικά προβλήματα που συχνά βιώνονται υποκειμενικά σηματοδοτούν μια ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από «απώλεια ελέγχου». Το μοτίβο αυτό εξακολουθεί να υφίσταται, παρά τις εκούσιες προσπάθειες αποφυγής ή περιορισμού στη χρήση». Οι εξαρτήσεις από τα μέσα επικοινωνίας αποτελούν ένα είδος εθισμού στη συμπεριφορά ( Marks, 1990), στην οποία δεν εμπλέκεται εξωγενώς κάποια χημική ουσία. Τεχνολογικοί (συμπεριφοριστικοί) εθισμοί μπορούν να είνα ι είτε παθητικοί (π.χ. τηλεόραση) είτε ενεργητικοί (π.χ. παιχνίδια υπολογιστών), συχνά εμπεριέχουν κινητήρια και ενισχυτικά χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να συνεισφέρουν στην προώθηση των εθιστικών τάσεων (Griffiths, 1995a, 1995b, 1995c, 1998a, 2000a). Ο Griffiths (1991) ακολούθησε τα «Διαγνωστικά Κριτήρια για τον Παθολογικό Τζόγο» ( Diagnostic Criteria for Pathological Gambling, American Psychological Association, 1987) προκειμένου να προσδιορίσει τον εθισμό στα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Άλλοι χρησιμοποίησαν διαγνωστικά κριτήρια για εθισμούς συμπεριφοράς (Greenberg et al., 1999, Griffiths, 1999, 2000b, Rozin & Stoess, 1993), ενώ άλλοι τα εξίσωσαν με διαταραχές του ελέγχου παρόρμησης (Wise & Tierney, 1994, Cooper et 2

9 al., 1999, Shapira et al., 2000), που περιλάμβανε εξαρτήσεις συμπεριφοράς, τέτοιες όπως τον παθολογικό τζόγο και την καταναλωτική μανία. Συνεπώς, οι άνθρωποι δεν είναι εθισμένοι στο Διαδίκτυο κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο μπορούν να εθιστούν στο αλκοόλ ή τις ψυχοτρόπες ουσίες ( Davis, 2001c). Η εθιστική και η ψυχαναγκαστική συμπεριφορά που οδηγεί στην υπέρμετρη χρήση του Διαδικτύου έχει επίσης αποτελέσει αντικείμενο ερευνών (Griffiths, 1998, 1999, Huang & Alessi, 1997, Stein, 1997, Swadley, 1995, Wallace, 1999). Η έννοια του εθισμού στο Διαδίκτυο ως ένα είδος εθισμού συμπεριφοράς συμπεριλαμβάνει εμμονές σχετικά με αυτό, ανεκτικότητα, ελαχιστοποιημένο έλεγχο της παρόρμησης, ανικανότητα διακοπής της χρήσης του Διαδικτύου και εσωστρέφεια (Davis, 2001a, Young, 1999). Όλα αυτά είναι συμπτώματα, τα οποία συχνά συσχετίζονται με άλλους εθισμούς συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένων του τζόγου και του αλκοολισμού, όπως αυτά καθορίζονται από την Τέταρτη Έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου ( DSM-IV) του Αμερικανικού Ψυχιατρικού Συλλόγου (A.P.A.,1995). Για παράδειγμα, μελέτες που διεξήχθησαν από τους Young (1996) και Griffiths (1998) ανέπτυξαν ένα τεστ αυτο-αξιολόγησης επτά σημείων, στο οποίο προσάρμοσαν κατάλληλα διαγνωστικά κριτήρια για την εξάρτηση από ουσίες, από το DSM-IV. Εάν ένα άτομο απαντούσε καταφατικά σε τρία ή περισσότερα από τα επτά ερωτήματα, τότε θεωρείτο εθισμένο στο Διαδίκτυο. Οι συμμετέχοντες όμως σε αυτές τις μελέτες εθισμού στο Διαδίκτυο υπήρξαν ενδεχομένως υπερβολικά επιεικείς ως προς την αξιολόγηση των δικών τους συμπτωμάτων εθισμού σε σύγκριση με την κρίση κλινικών επαγγελματιών. Επιπλέον, έλειπε ένα σημαντικό στοιχείο από την αυτο-διάγνωση του εθισμού στο Διαδίκτυο, το οποίο ενδεχομένως αξιολογούσε σοβαρές συνέπειες για τη ζωή ως αποτέλεσμα της εθιστικής συμπεριφοράς, όπως η απόλυση από την εργασία ή η διάλυση του γάμου 3

10 (Shapiro, 1999). Έτσι, οι περισσότεροι από του αυτο-προσδιοριζόμενους εθισμένους χρήστες του Διαδικτύου που περιγράφηκαν στις προηγούμενες μελέτες μπορεί να μην ήταν αληθινά εθισμένοι, με την κλινική έννοια του όρου. Η διάγνωση μιας εθιστικής συμπεριφοράς, είτε αυτή γίνεται από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο είτε αξιολογείται επιστημονικά, στοιχειοθετείται με βάση τη συσσώρευση αρκετών συμπτωμάτων ( Greenfield, 1999b, Young, 1998a). Αυτό σημαίνει ότι είναι πιθανό να υπάρχουν ποικίλοι βαθμοί εθισμού στο Διαδίκτυο, από «ελάχιστα εθισμένος», όπου το άτομο ακόμα διάγει μια φυσιολογική ζωή, έως «σοβαρά εθισμένος», με την έννοια ότι έχει σοβαρές ενδείξεις για τα περισσότερα από τα συμπτώματα εθισμού (Song et al., 2002). Η μελέτη των LaRose, Mastro & Eastin, (2001), συμπέρανε ότι υπάρχει μια μεγάλη συσχέτιση μεταξύ του παρατηρήσιμου (αυτο-προσδιοριζόμενου) εθισμού στο Διαδίκτυο και του βαθμού χρήσης του και εισηγήθηκε ότι ο παρατηρήσιμος εθισμός στο Διαδίκτυο ίσως να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο στα μοντέλα χρήσης του Διαδικτύου. Οι LaRose, Mastro & Eastin, (2001) ερμήνευσαν τον παρατηρήσιμο εθισμό ως μια ένδειξη διαμόρφωσης συνήθειας, η οποία είναι εννοιολογικά και εμπειρικά διακριτή από τις συνηθισμένες ανταμοιβές που αναμένει ο χρήστης. Ο Hunter (1996) πρώτος θεώρησε την «Αναζήτηση πληροφοριών στο Διαδίκτυο» (Browsing), ως μια χαρακτηριστική ανταμοιβή, η οποία συνδέεται με τη χρήση του. Όμως, σε αρκετές μελέτες ( Charney & Greenberg, 2001, Ferguson & Perse, 2000, Kaye, 1998, Korgaonkar & Wolin, 1999) αυτή η θεώρηση αποτέλεσε ένα μικρό μόνο τμήμα άλλων τύπων ανταμοιβών. Δεδομένου ότι αυτές οι ανταμοιβές συνήθειας αποτέλεσαν μονοθεματικά αντικείμενα μέτρησης σε αυτές τις μελέτες, η σημασία τους πιθανόν παρέμεινε θολή, καθώς έγιναν ελάχιστες αναφορές πολυθεματικών παραγόντων, οι οποίοι αντικατοπτρίζουν επίσης και άλλες διαστάσεις 4

11 των ανταμοιβών. Οι Stone & Stone (1990) εισηγήθηκαν ότι οι συνήθειες που αφορούσαν τα μέσα πληροφόρησης ήταν αποτέλεσμα προηγούμενης λήψης απόφασης, η οποία κάποτε δέσμευε τις ενεργές ανταμοιβές από τη χρήση των μέσων και είχαν αδρανοποιηθεί, με την πάροδο του χρόνου, μέσω της επανάληψης. Είναι σίγουρο ότι «οι εθισμοί στο Διαδίκτυο παρέχουν την ευκαιρία για μια επαναξιολόγηση του θέματος του εθισμού στα μέσα, καθώς και βασικές έννοιες σχετικά με την παρουσία των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, οι οποίες περιλαμβάνουν την αλληλεπίδραση μεταξύ συνήθειας και αιτίας» ( LaRose et al, 2002). 5

12 2.2 Η Θεωρία Χρήσεων και Ανταμοιβών (Uses and Gratifications Theory) Η Θεωρία Χρήσεων και Ανταμοιβών έχει αποτελέσει ένα κυρίαρχο παράδειγμα στο πεδίο των επικοινωνιακών μελετών για την ερμηνεία της έκθεσης του χρήστη στα μέσα. Έχει εφαρμοστεί σε μια ευρεία κλίμακα συμβατικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ( Palmgreen et al., 1985), στη διαπροσωπική επικοινωνία ( Rubin et al., 1988) και στο Διαδίκτυο ( Charney & Greenberg, 2001, Dimmick et al., 2000, Eighmey & McCord, 1998, Ferguson & Perse, 2000, Flanagin & Metzger, 2001, Kaye, 1998, Korgaonkar & Wolin, 1999, Lin, 1999a, Papacharissi & Rubin, 2000, Parker & Plank, 2000, Perse & Dunn, 1998). Πολλοί ερευνητές επικοινωνιακών μελετών (December 1996, Kuehn, 1994, Morris & Ogan, 1996, Newhagen & Rafaeli, 1996, Perse & Dunn, 1998, Rice & Williams, 1984, Ruggiero, 2000, Williams, Strover & Grant, 1994) υποστήριξαν ότι τα παραδοσιακά πρότυπα χρήσεων και ανταμοιβών μπορούν ακόμα να προσφέρουν μια χρήσιμη βάση, από την οποία να ξεκινά η μελέτη του Διαδικτύου και της κατανάλωσης νέων μέσων επικοινωνίας, καθώς και μία πειστική θεωρητική ερμηνεία των αλλαγών στη χρήση επικοινωνιακών προτύπων, ακολουθώντας την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, όπως το Διαδίκτυο. 6

13 Ορισμός Η Θεωρία των Xρήσεων και των Ανταμοιβών ( UGT) διατυπώθηκε από τους Katz, Haas και Gurevitch οι οποίοι ανέφεραν ότι «οι άνθρωποι επιλέγουν το περιεχόμενο των μέσων βασιζόμενοι σε βέβαιες ανάγκες ή ανταμοιβές που αναμένουν να ικανοποιήσουν ή να λάβουν από ποικίλες πηγές μέσων επικοινωνίας. Το επίκεντρο της έρευνας που ήταν αρχικά η επίδραση των μέσων σε παθητικό κοινό, στράφηκε στη συνέχεια στη χρήση των μέσων από ενεργητικό κοινό» ( Katz et al., 1973). Ένα βασικό συμπέρασμα της Θεωρίας των Xρήσεων και των Ανταμοιβών είναι ότι «τα αποτελέσματα των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας καθορίζονται από την προαίρεση ή την κινητοποίηση του χρήστη» ( Katz, Haas & Gurevitch, 1973). Οι Katz, Blumer & Gurevitz (1974) προσδιόρισαν τις χρήσεις και τις ανταμοιβές ως τη μελέτη των «κοινωνικών και ψυχολογικών απαρχών των αναγκών, οι οποίες γεννούν προσδοκίες από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας ή από άλλες πηγές και οι οποίες οδηγούν σε διαφορετικά πρότυπα έκθεσης στα μέσα ή δέσμευσης σε άλλες δραστηριότητες, καταλήγοντας τόσο στην ανάγκη ανταμοιβών όσο και σε άλλες συνέπειες, οι περισσότερες εκ των οποίων, κατά πάσα πιθανότητα, είναι αθέλητες» (Katz et al., 1974:20). Αυτή η θεώρηση οδηγεί στο σαφές συμπέρασμα ότι η χρήση των μέσων είναι λειτουργική ή καθοδηγούμενη προς την εκπλήρωση μιας συγκεκριμένης ανάγκης. Η Θεωρία των Xρήσεων και των Ανταμοιβών έχει βοηθήσει προκειμένου να αναγνωριστούν οι ποικίλες αιτίες σχετικά με το γιατί οι άνθρωποι δεσμεύονται σε συγκεκριμένους τύπους διαμεσολαβούμενης επικοινωνίας και να ταξινομηθούν τα διάφορα είδη ανταμοιβών που μπορούν να προσδοκούν οι χρήστες. 7

14 Ο Rubin διατύπωσε πέντε σύγχρονα συμπεράσματα για τη Θεωρία των Xρήσεων και των Ανταμοιβών: η χρήση των μέσων είναι κατευθυνόμενη από κίνητρα και στόχους οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τα μέσα για να εκπληρώσουν δεδομένες ανάγκες τους οι κοινωνιολογικοί παράγοντες, οι ψυχολογικές προδιαθέσεις και οι περιβαλλοντικές συνθήκες επηρεάζουν τις ανάγκες των ανθρώπων τα μέσα ανταγωνίζονται με άλλα κανάλια επικοινωνίας για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των ατόμων τα άτομα έχουν μεγαλύτερη σημασία από τα μέσα, όσον αφορά στις επιπτώσεις των τελευταίων σε αυτή τη διαδικασία Η Θεωρία των Xρήσεων και των Ανταμοιβών βασίζεται στην άποψη ότι το κοινό έχει ενεργητικό ρόλο και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χρήση των μέσων από αυτό καθοδηγείται τόσο από στόχους όσο και από σκοπούς (Rubin, 2002). Ένας ερευνητής της Θεωρίας Xρήσεων και Ανταμοιβών λαμβάνει το κοινό ως σημείο εκκίνησης ( Ruggiero, 2000) και θεωρεί ότι η Θεωρία των Xρήσεων και των Ανταμοιβών αποτελεί μια «παράδοση διερεύνησης του κοινού, με ρίζες στις κοινωνικές επιστήμες» ( Jensen & Rosengren, 1990). Επομένως, για την κατανόηση της Θεωρίας Xρήσεων και Ανταμοιβών, απαιτείται πρώτα μια διεξοδική κατανόηση του κοινού. 8

15 2.2.2 Τα πλεονεκτήματα της «Θεωρίας Χρήσεων και Ανταμοιβών» Η Θεωρία Χρήσεων και Ανταμοιβών αντιμετωπίζει τα «Μέσα» και τους «Χρήστες των Μέσων» ως δύο δυναμικά συστήματα συνεχούς αλληλεπίδρασης και αμφίδρομης ανταλλαγής πληροφοριών ( Kuehn, 1994, Morris & Ogan, 1996, Newhagen & Rafaeli, 1996, Perse & Dunn, 1998). Το Διαδίκτυο με τη διαδραστική και αποκεντρωμένη φύση του, είναι ένα ενεργό μέσο επικοινωνίας δύο κατευθύνσεων. Αυτός ο τύπος επικοινωνίας συνεπάγεται ενεργή συμμετοχή, κάτι που ανταποκρίνεται στο συμπέρασμα της Θεωρίας των Χρήσεων και των Ανταμοιβών, ότι δηλαδή ο χρήστης είναι ενεργός και εκλεκτικός στη σχέση του με τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Στο Διαδίκτυο, ο χρήστης ενεργά επιλέγει ή κατασκευάζει πληροφορίες, μερικές φορές ως απάντηση σε άλλα μηνύματα ή σε άλλες παρεχόμενες πληροφορίες. Εφόσον οι πληροφορίες, οι οποίες κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο μεταβάλλονται εύκολα, είναι πιθανό για αυτούς, οι οποίοι θεωρούνταν κάποτε «παθητικοί χρήστες» να ασκούν περισσότερο έλεγχο τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή της πληροφορίας (McCain et al., 1999). Με βάση την προοπτική ενός «ενεργού κοινού», το παράδειγμα των χρήσεων και των ανταμοιβών διασφαλίζει μια πλεονεκτική θέση από την οποία μπορούμε να κοιτάξουμε τους τρόπους με τους οποίους ο χρήστης ανταποκρίνεται στο εύρος και το βάθος των πληροφοριών που διατίθενται μέσω του Διαδικτύου ( Ebersole, 2000, Morris & Ogan, 1996). 9

16 Κατηγορίες Χρήσεων και Ανταμοιβών Οι McQuail, Blumler & Brown (1972) παρέθεσαν τρεις κατηγορίες αναγκών και προσδοκώμενων ανταμοιβών: Απόσπαση: απόδραση από τα δεσμά της ρουτίνας, απόδραση από τα εμπόδια των προβλημάτων και συναισθηματική απελευθέρωση Προσωπικές Σχέσεις: συντροφικότητα και κοινωνική ωφέλεια Προσωπική Ταυτότητα: προσωπική αναφορά, εξερεύνηση της πραγματικότητας και ενίσχυση αξίας Ο Katz και οι συνεργάτες του (1973) επισήμαναν ότι όλοι οι χρήστες των μέσων έχουν κατά κύριο λόγο πέντε κατηγορίες αναγκών (Katz et al., 1973: ): Ανάγκες οι οποίες έχουν να κάνουν με την ενίσχυση της πληροφόρησης, της γνώσης και της κατανόησης αυτές μπορούν να ονομαστούν γνωστικές ανάγκες Ανάγκες σχετιζόμενες με την ενίσχυση της αισθητικής, της ευχαρίστησης και των συναισθηματικών εμπειριών ή συναισθηματικές ανάγκες Ανάγκες σχετιζόμενες με την ενίσχυση της αξιοπιστίας, της εμπιστοσύνης, της σταθερότητας και της υπόστασης. Αυτές συνδυάζουν τόσο γνωστικά όσο και συναισθηματικά στοιχεία και μπορούν να κατηγοριοποιηθούν υπό τον τίτλο (προσωπικές) συνεκτικές ανάγκες. Ανάγκες σχετιζόμενες με την ενίσχυση της επαφής με την οικογένεια, τους φίλους και τον κόσμο. Αυτές μπορούν να θεωρηθούν ότι επιτελούν (κοινωνική) συνεκτική λειτουργία. Ανάγκες σχετιζόμενες με την απόδραση ή την απελευθέρωση έντασης, τις οποίες ορίζουμε με όρους εξασθένισης της επαφής κάποιου με τον εαυτό του και τους κοινωνικούς του ρόλους 10

17 Οι χρήστες του Διαδικτύου είναι πιθανόν να μοιράζονται και να ικανοποιούν αυτές τις ανάγκες, οι οποίες έχουν οριοθετηθεί από άλλα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, όπως η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, η εφημερίδα, το βιβλίο και ο κινηματογράφος, επειδή τα πολυμεσικά χαρακτηριστικά του Διαδικτύου μπορούν να συμπεριλάβουν όλες τις χρήσεις των παραπάνω μέσων για ποικίλες ανταμοιβές. Για παράδειγμα, ο December (1996) υποστήριξε ότι οι περισσότερες παραδοσιακές τυπολογίες της κατανάλωσης Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας ερμηνεύονται άνετα στο Διαδίκτυο. Αν και η πραγματική πρόκληση για το Διαδίκτυο, ως ένα νέο μέσο, είναι η ικανότητά του να εκπληρώνει όλες αυτές τις ανάγκες, φαίνεται ότι το Διαδίκτυο μπορεί να υπηρετήσει τόσο τις Γνωστικές και τις Συναισθηματικές, όσο και αυτές της Προσωπικής Συνοχής, της Κοινωνικής Συνοχής και της Ανάγκης Απόδρασης και μπορεί να το επιτύχει με επαναστατικούς τρόπους (Hunter, 1996, Lin, 1999a). Ωστόσο, παραμένει η ασυνέπεια μεταξύ της έννοιας του εθισμού στο Διαδίκτυο και της έννοιας του «ενεργητικού κοινού» που έχει θεμελιώδη σημασία στη Θεωρία της Χρήσης και των Ανταμοιβών. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, το κοινό έχει συνείδηση της επιλογής των μέσων επικοινωνίας, γνωρίζει γιατί επιλέγει ένα μέσο και όχι κάποιο άλλο και αυτή του η επιλογή βασίζεται σε μια προϋπάρχουσα αντίληψη (McQuail et al., 1972). Για το λόγο αυτό δεν μπορεί να ερμηνευτεί εύκολα ο εθισμός στο Διαδίκτυο αφού το κοινό θεωρείται ενσυνείδητο, λογικό και κατευθυνόμενο από στόχους όσον αφορά στη χρήση των μέσων επικοινωνίας. Ένα απαραίτητο, αν και όχι επαρκές, χαρακτηριστικό του εθισμού στα μέσα αποτελεί η συνήθεια. Ο εθισμός στο Διαδίκτυο φαίνεται να προσαρμόζεται στην έννοια της επαναληπτικής ή της τελετουργικής ( Rubin, 1984) χρήσης των μέσων, η οποία αναφέρεται στη βιβλιογραφία των χρήσεων και των ανταμοιβών ( Rosestein & Grant, 1997, Stone & Stone, 1990). 11

18 2.2.4 Θεωρίες αλληλεπίδρασης μεταξύ ανθρώπινων και πληροφορικών συστημάτων. UGT ( Uses and Gratifications Theory) και MSD ( Media Systems Dependence) Η Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT) έχει κατευθύνει τις μελέτες για τα μέσα μαζικής επικοινωνίας για πολλές δεκαετίες. Αν και το περιβάλλον των μέσων έχει αλλάξει, με την εισαγωγή και την ανάπτυξη του Διαδικτύου, η Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών ( UGT) είναι πολύτιμη για την κατανόηση των χρήσεων και των επιπτώσεων των νέων τεχνολογιών ( Morris & Ogan, 1996, Rubin, 2002, Ruggiero, 2000). Για παράδειγμα, η Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT) εστιάζεται στα κίνητρα χρήσης των μέσων, στους παράγοντες που επηρεάζουν τα κίνητρα και τα αποτελέσματα της χρήσης των μέσων ( Papacharissi & Rubin, 2000). Ειδικότερα, η Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών ( UGT) είναι κατάλληλη για τη μελέτη του Διαδικτύου «με την εστίασή της στα ανθρώπινα κίνητρα χρήσης των μέσων και θα γίνει ίσως ακόμα πιο πολύτιμη, καθώς το κοινό γίνεται πιο ενεργό στην επιλογή και στη γένεση περιεχομένου για το ίδιο» ( Chaffee & Metzger, 2001) Ο συνδυασμός της προοπτικής εθισμού (π.χ. η θεωρία εξάρτησης από τα συστήματα των μέσων) με άλλες θεωρίες μέσων (π.χ. UGT) για τη μελέτη νέων τεχνολογιών είναι μια πολλά υποσχόμενη ερευνητική επιδίωξη ( Williams et al., 1994). Η Ball-Rokeach (1998) κατηγορι οποίησε την Θεωρία εξάρτησης από τα συστήματα των μέσων (MSD) στην μικρο-msd και την μακρο-msd και σύγκρινε τα συμπεράσματα, τις δομές και τις προτάσεις των MSD και UGT στο επίπεδο της μικρο-ανάλυσης. Δήλωσε ότι η Θεωρία εξάρτησης από τα συστήματα των μέσων 12

19 (MSD) (τόσο η μικρο- όσο και η μακρο-), διαχειρίζεται τις σχέσεις εθισμού από τα μέσα, σύμφωνα με τις πέντε ακόλουθες διαστάσεις: διάρθρωση (ποιος ελέγχει τους πόρους των μέσων) ένταση (την αντιλαμβανόμενη χρησιμότητα των μέσων) πεδίο στόχου (εύρος προσωπικών κινήτρων) πεδίο αναφοράς (τον αριθμό των μέσων που εμπεριέχονται στη σχέση εξάρτησης από αυτά) πεδίο πόρων (τις πληροφορίες που μπορεί να παρέχει ένα μέσο στο κοινό του). Εξήγησε περαιτέρω, ότι οι μακροσκοπικές σχέσεις εθισμού από τα μέσα ποικίλουν μεταξύ των πέντε διαστάσεων, ενώ οι μικροσκοπικές σχέσεις εθισμού από τα μέσα ποικίλουν συνήθως μόνο στην ένταση, στο πεδίο στόχων και στο πεδίο αναφοράς. Οι Ball-Rokeach, Power, Guthrie και Waring (1990) όρισαν τη μικρο - MSD ως εξής: «Ο βαθμός στον οποίον η επίτευξη των στόχων του ατόμου είναι συνεπής με την πρόσβαση στις πηγές πληροφορίας του συστήματος των μέσων, σχετίζεται με τον βαθμό στον οποίο η επίτευξη των στόχων από το σύστημα των μέσων είναι συνεπής με τους πόρους, οι οποίοι ελέγχονται από ανθρώπους.» (Ball-Rokeach et al., 1990: 250) Η Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT) αποτελεί μια βιολογικήκοινωνική-ψυχολογική προσέγγιση στη μελέτη των μέσων ( Rubin, 2002). Ένα μεγάλο πλεονέκτημα της Θεωρίας των Χρήσεων και των Ανταμοιβών ( UGT) είναι ότι τα άτομα έχουν συγκεκριμένα κίνητρα στη χρήση των μέσων, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Επίσης, τα άτομα κάνουν λογικές επιλογές μεταξύ των ποικίλων διαθέσιμων μέσων (δηλαδή πιθανές λειτουργικές εναλλακτικές) (Rubin, 2002). Τέτοια προοπτική είναι κατάλληλη στη μελέτη του εθισμού από το 13

20 Διαδίκτυο, επειδή μπορεί να διευκολύνει την κατανόησή μας πάνω στα κίνητρα των ανθρώπων, τα οποία αποτελούν το υπόβαθρο του εθισμού τους από το Διαδίκτυο. Αυτή η διερεύνηση θα παρέχει μια ενδοσκόπηση στο πώς και το γιατί οι άνθρωποι εθίζονται από το Διαδίκτυο και ενδεχομένως θα διαμορφώσει ένα προφίλ για τους εθισμένους χρήστες. Επιπλέον, ο εθισμός έχει αποτελέσει ένα σημαντικό θέμα για την κοινωνική ψυχολογία ( Day, 1992). Ο εθισμός θα μπορούσε να επηρεάσει την ψυχολογική ισορροπία. Τα άτομα διαμορφώνουν μια συγκεκριμένη σχέση εξάρτησης, επειδή οι ανάγκες τους μπορούν να ικανοποιηθούν μέσω της συγκεκριμένης μορφής εθισμού (Memmi, 1984). Η Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών ( UGT) παρέχει την πρωταρχική θεμελιώδη προοπτική αντίληψης για τη μελέτη της χρήσης του Διαδικτύου και του εθισμού από αυτό ( Morris & Ogan, 1996, Ball-Rokeach, 1998, Chaffee & Metzger, 2001, Rubin, 2002). Ωστόσο, οι ερευνητές πρέπει να λάβουν επίσης υπόψη ότι υπάρχουν και άλλες προοπτικές για να βελτιώσουν την κατανόησή τους για το ρόλο της αυτο-επάρκειας, της ανάμειξης και των κινήτρων. Για παράδειγμα, αν και οι ερευνητές έχουν την τάση να διαχωρίσουν τη Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών ( UGT) από τη Θεωρία εξάρτησης από τα συστήματα των μέσων (MSD), υπάρχουν κάποιες αξιοσημείωτες διασυνδέσεις μεταξύ αυτών των θεωριών ( Ball-Rokeach, 1998). Η διάρθρωση στη Θεωρία εξάρτησης από τα συστήματα των μέσων (MSD) σχετίζεται με τον έλεγχο, την αυτο-επάρκεια και την πρόσβαση στα μέσα. Στις μελέτες της Θεωρίας των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT) η ένταση αναφέρεται στην ανάμειξη και τις αποκτώμενες ανταμοιβές (Blumler, 1979). Το πεδίο στόχου αναφέρεται στα κίνητρα των μέσων. Το πεδίο αναφοράς αναφέρεται στις λειτουργικές εναλλακτικές ενώ το πεδίο πηγών αναφέρεται στα χαρακτηριστικά των μέσων. Οι έννοιες της αυτο-επάρκειας, της 14

21 ανάμειξης και των κινήτρων αντανακλώνται τόσο στη Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών ( UGT) όσο και στη Θεωρία εξάρτησης από τα συστήματα των μέσων (MSD). Για το λόγο αυτό, η εξέταση αυτών των τριών παραγόντων αποτελεί μια μελλοντική βασική ανάγκη για την κάλυψη των κενών μεταξύ των προοπτικών της Θεωρίας των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT) και της Θεωρίας εξάρτησης από τα συστήματα των μέσων (MSD) (Ball-Rokeach, 1998). Επιπλέον, τα παραδοσιακά μοντέλα εθισμού από τα μέσα έχουν δείξει ότι ο εθισμός από αυτά είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των κοινωνικών συστημάτων, των συστημάτων των μέσων και ατομικών παραμέτρων ( Rubin & Windahl, 1986). Επίσης, το πρότυπο εξάρτησης από τα μέσα (π.χ. MSD) είναι θεμελιωμένο πάνω σε ένα κοινωνιολογικό πλαίσιο (Ball-Rokeach, 1985). Συνήθως οι ερευνητές θεωρούν ότι οι κοινωνικο-ψυχολογικές προοπτικές αντίληψης εστιάζονται στους ατομικούς παράγοντες και όχι στους κοινωνικούς ή μακροσκοπικούς παράγοντες ( Ross & Nisbett, 1991). Παρόλα αυτά, η κοινωνική-ψυχολογική προοπτική μπορεί να ερμηνεύσει την αλληλεπίδραση μεταξύ κοινωνικών και ατομικών παραγόντων, επειδή η κοινωνική ψυχολογία έχει δομηθεί πάνω σε μια τρίπτυχη βάση: την περιπτωσιακή παράμετρο (δηλαδή το γενικότερο πλαίσιο), την υποκειμενική παράμετρο (δηλαδή την προσωπική διαμόρφωση του γενικότερου πλαισίου) και το σύστημα τάσης (δηλαδή τη σχέση μεταξύ νοοτροπίας και συμπεριφοράς) ( Ross & Nisbett, 1991). Μια τέτοια προοπτική μπορεί να βοηθήσει στην αποφυγή της υπερεκτίμησης ή της υποεκτίμησης των ρόλων ενός ή περισσοτέρων κοινωνικών και ατομικών παραμέτρων στις διαδικτυακές σχέσεις εθισμού. Σε αυτή την περίπτωση, η Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT) ως μια κοινωνική-ψυχολογική προοπτική μπορεί να ερμηνεύσει τον εθισμό από τα μέσα τουλάχιστον εξίσου καλά με μια κοινωνιολογική προοπτική. 15

22 2.3 Η ψυχική ικανοποίηση του χρήστη από το περιεχόμενο ενός μέσου και από τη διαδικασία χρήσης του Ο Palmgreen (1984) υποστήριξε ότ ι οι τυπολογικές μελέτες με στόχο την ταυτοποίηση κινήτρων για την κατανάλωση μέσων βρίσκονται «στον πυρήνα της Θεωρίας των Χρήσεων και των Ανταμοιβών». Η μεγαλύτερη προσπάθεια έχει επικεντρωθεί στην κατανόηση των ανταμοιβών που προκύπτουν από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, ενώ οι μελέτες των ανταμοιβών έχουν αποκαλύψει πολλούς διαφορετικούς τρόπους για να κατηγοριοποιηθεί η κεντρική τους έννοια (Palmgreen, 1984). Κάποιοι ερευνητές έχουν προτείνει ότι ένα απλό πρότυπο διχοτόμησης των ανταμοιβών πιθανώς να υποκρύπτεται πίσω από τη χρήση των περισσότερων μέσων: άμεσες ( π.χ.. διασκέδασης) και απώτερες ( π.χ.. πληροφόρησης) ανταμοιβές (Schramm, Lyle & Parker, 1961) ανταμοιβές φαντασίας απόδρασης και πληροφόρησης επιμόρφωσης (Weiss, 1971) ανταμοιβές περιεχομένου και διαδικασίας ( Cutler & Danowski, 1980, McGuire, 1974, Stafford & Stafford, 2001) γνωστικές και πολιτισμικές ανταμοιβές (McQuail, 1984) γνωστικές και συναισθηματικές ανταμοιβές (Dobos & Dimmick, 1988) λειτουργικές και τελετουργικές ανταμοιβές (Rubin, 1994) Αν και οι όροι για αυτές τις διχοτομίες διαφέρουν ο ένας από τον άλλον, η εννοιολογική ομοιότητά τους είναι προφανής. Οι Cutler & Danowski (1980) όρισαν την «ανταμοιβή περιεχομένου» ως αυτή που προέρχεται από τα έμμεσα (διαμεσολαβούμενα) μηνύματα. Γι α παράδειγμα, τα έμμεσα μηνύματα πιθανώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την απόκτηση γνώσης ή κατανόησης, για την αύξηση ή την ελάττωση της αβεβαιότητας σε προσωπικές και 16

23 κοινωνικές περιστάσεις ή ακόμα το περιεχόμενο μπορεί να γίνει αντιληπτό ως ένα χρήσιμο μέσο άμβλυνσης των αρνητικών προδιαθέσεων. «Η ανταμοιβή διαδικασίας», αντιθέτως, προέρχεται από τη χρήση έμμεσων μηνυμάτων για εσωτερικές αξίες, οι οποίες δε συνδέονται άμεσα με συγκεκριμένα ουσιώδη χαρακτηριστικά των μηνυμάτων. Το άτομο λαμβάνει ανταμοιβή μόνο ή κυρίως από την ανάμειξή του στη διαδικασία της επικοινωνιακής συμπεριφοράς, παρά από το περιεχόμενο του μηνύματος. Παρόμοια, ο Rubin (19 94) έκανε τη διάκριση μεταξύ «τελετουργικής» και «λειτουργικής» τηλεθέασης. Η τελετουργική τηλεθέαση δίνει έμφαση στη διαδικασία και όχι στο περιεχόμενο, ενώ η λειτουργική τηλεθέαση είναι εκλεκτική και σκόπιμη. Η ανταμοιβή περιεχομένου των Cutler & Danowski (1980), φαίνεται να συσχετίζεται με τη λειτουργική τηλεθέαση του Rubin (1994), ενώ η ανταμοιβή διαδικασ ίας περισσότερο με την τελετουργική έννοια της χρήσης: «Η τελετουργική χρήση των μέσων αφορά τη χρήση ενός μέσου περισσότερο εξαιτίας συνήθειας, για την κατανάλωση χρόνου και για απόσπαση. Σχετίζεται με μεγαλύτερη έκθεση και μεγαλύτερη οικειότητα με το μέσο. Η τελετουργική χρήση υποδηλώνει ωφέλεια, αλλά μια διαφορετική, λιγότερο ενεργή ή καθοδηγούμενη προς στόχο κατάσταση. Η λειτουργική χρήση των μέσων αναζητεί συγκεκριμένο περιεχόμενο στα μέσα, για πληροφοριακούς σκοπούς. Σχετίζεται με μεγαλύτερη έκθεση στο περιεχόμενο ειδήσεων και πληροφοριών καθώς και την αντίληψη αυτού του περιεχομένου ως ρεαλιστικό. Η λειτουργική χρήση είναι ενεργή και σκόπιμη. Υποδηλώνει ωφελιμότητα, σκοπό, επιλεκτικότητα και ανάμειξη» (Rubin, 1994:427). Ο Swanson (1992) πρότεινε ότι ό λες οι ανταμοιβές, μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο θεμελιώδεις διαστάσεις. Στις ανταμοιβές οι οποίες προκύπτουν από την ευχάριστη εμπειρία του περιεχομένου των μέσων και γίνονται 17

24 αντιληπτές κατά τη διάρκεια της κατανάλωσης (π.χ. διαδικαστικές, πολιτιστικές ή τελετουργικές ανταμοιβές) και στις ανταμοιβές οι οποίες προκύπτουν από την εκμάθηση πληροφοριών προερχόμενων από το περιεχόμενο των μέσων και κατά συνέπεια δυνητικά εφαρμοσμένων σε πρακτικά θέματα (π.χ. ανταμοιβές περιεχομένου, γνωστικές ή λειτουργικές) (Swanson, 1992:310). Ο Windahl (1981) υποστηρίζει ότι η χρήση των μέσων μπορεί να είναι λειτουργική ή τελετουργική και προτείνει ότι τα άτομα τείνουν προς έναν από τους δύο τύπους παρακολούθησης. Με την εξέταση των κινήτρων τηλεθέασης μεγαλύτερων ατόμων, οι Rubin & Rubin (1982) επιβεβα ιώνουν ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες τηλεθεατών με βάση τα κίνητρά τους: oι παθητικοί τηλεθεατές, οι οποίοι παρακολουθούν τηλεόραση ως κύρια απασχόληση στον ελεύθερο χρόνο τους, με κύριο μέλημα την προσδοκία ανταμοιβών, όπως συντροφικότητα, ανάπαυση, διέγερση και απόδραση οι ενεργητικοί τηλεθεατές, οι οποίοι αναζητούν πληροφορίες και παρακολουθούν ειδήσεις, νέα, συζητήσεις και περιοδικά προγράμματα. Τα διαδραστικά μέσα επικοινωνίας βρέθηκε ότι έχουν παρόμοιες ανταμοιβές με τα συμβατικά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Από την αρχή της εμφάνισης της επικοινωνίας με τη μεσολάβηση υπολογιστών, ο Rogers (1986) ( Dimmick et al., 1994) σημείωσε ότι οι ανταμοιβές από τις νεώτερες τεχνολογίες, όπως το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και οι ομάδες συζήτησης ( forum), εντάσσονταν σε δύο κατηγορίες στις «κοινωνικοσυναισθηματικές» ανταμοιβές και στις ανταμοιβές «καθήκοντος». Οι κοινωνικοσυναισθηματικές ανταμοιβές φαίνεται να είναι παρόμοιες με τις τελετουργικές, ενώ οι ανταμοιβές καθήκοντος φαίνεται να αντιστοιχούν στις λειτουργικές. 18

25 Ο Dimmick και οι συνεργάτες του (1994) διερεύνησαν τις ανταμοιβές που σχετίζονται με την τηλεφωνική επικοινωνία, την «κοινωνικότητα» και τη «λειτουργικότητα». Σύμφωνα με αυτούς, «οι κοινωνικοσυναισθηματικές χρήσεις φαίνεται να μοιάζουν με τις ανταμοιβές κοινωνικότητας, ενώ εκείνες οι χρήσεις που σχεδιάστηκαν ως καθήκον φαίνεται να μοιάζουν με τις ανταμοιβές λειτουργικότητας για το τηλέφωνο» ( Dimmick et al., 1994:659). Οι ανταμοιβές κοινωνικότητας είναι ανταμοιβές διαδικασίας από τη χρήση των μέσων. Η επικοινωνία θεωρείται ως σκοπός από μόνη της. Δηλαδή, οι άνθρωποι αποκτούν ανταμοιβές άμεσα κατά τη διάρκεια της επικοινωνιακής διαδικασίας. Από την άλλη, οι ανταμοιβές λειτουργικότητας και καθήκοντος αναφέρονται σε ανταμοιβές περιεχομένου από τη χρήση των μέσων. Σε αυτήν την περίπτωση η επικοινωνία είναι ένα μέσο για να επιτευχθεί ένας συγκεκριμένος σκοπός (Al-Najran & McCain, 1999). Η διάκριση μεταξύ ανταμοιβών περιεχομένου (γνωστικού και λειτουργικού) και ανταμοιβών διαδικασίας (πολιτιστικής και λειτουργικής) μπορεί επίσης να εφαρμοστεί στο Διαδίκτυο. Οι Morris & Ogan (1996) υποστήριξαν ότι η έννοια του «ενεργού κοινού» μπορεί να εφαρμοστεί τόσο στη λειτουργική (προσανατολισμένη προς το περιεχόμενο), όσο και στη τελετουργική (π ροσανατολισμένη προς τη διαδικασία) χρήση του Διαδικτύου και επομένως, θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στις έρευνες που αφορούν στο Διαδίκτυο. Οι λόγοι χρήσης του Διαδικτύου μπορεί να διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Κάποιοι χρήστες μπορεί να καθοδηγούνται από κάποιο στόχο και να θέλουν να ολοκληρώσουν ένα συγκεκριμένο έργο μέσω της αναζήτησης σε ιστοσελίδες. Από την άλλη, κάποιοι μπορεί να περιηγούνται τυχαία σε ιστοσελίδες. Σύμφωνα με τους Stafford & Stafford (2001), η χρήση ιστοσελίδων μπορεί να χαρακτηρίζεται από ανταμοιβές διαδικασίας, ως αναγνώριση του φαινόμενου της τυχαίας διαδικτυακής περιήγησης. «Το άσκοπο σερφάρισμα» είναι 19

26 ένας εύστοχος χαρακτηρισμός για το Διαδίκτυο στις ανταμοιβές διαδικασίας του McGuire (1974), αλλά το να επισ κέπτεται κανείς ένα διαδικτυακό τόπο, πιθανώς να είναι πιο αντιπροσωπευτικό των κινήτρων που προέρχονται από τις ανταμοιβές περιεχομένου [ ] αυτό είναι πιθανώς ενδεικτικό υψηλού ενδιαφέροντος για το περιεχόμενο». (Stafford & Stafford, 2001:24) Σε μελέτη της χρήσης του Διαδικτύου από εφήβους ( Ebersole, 1999), διακρίνονται δύο παράμετροι παρόμοιοι τόσο με τις ανταμοιβές περιεχομένου, όσο και με τις ανταμοιβές διαδικασίας, μέσω της εναλλαγής δύο κινήτρων, της «Εκπαίδευσης» και της «Απόσπασης». Η χρήση του Διαδικτύου που προσανατολίζεται στη διαδικασία μπορεί να γίνει κατανοητή ως αυτή των χρηστών που συνήθως περιηγούνται στο Διαδίκτυο, αναζητώντας κάτι που θα προσελκύσει το ενδιαφέρον τους. Η διαδικασία η οποία προσανατολίζεται στο περιεχόμενο πιθανώς να αφορά εκείνους που περιηγούνται στο Διαδίκτυο, αναζητώντας συγκεκριμένη ποσότητα πληροφοριών, η οποία μπορεί να εκπληρώσει συγκεκριμένες ανάγκες τους ( Ebersole, 1999). Οι ανταμοιβές περιεχομένου πιθανώς να συνεπάγονται χρήση του μηνύματος ή του περιεχομένου που φέρεται μέσω του Διαδικτύου και επομένως σχετίζονται κυρίως με τις ανταμοιβές γνωστικού περιεχομένου, ενώ οι ανταμοιβές διαδικασίας σχετίζονται με την απόλαυση της ίδιας της χρήσης του μέσου. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η βασική διάκριση μεταξύ της προσανατολισμένης προς το περιεχόμενο και της προσανατολισμένης προς τη διαδικασία χρήσης πιθανώς να μην αντιπροσωπεύει τύπους ανθρώπων ή τα παγιωμένα πρότυπα χρήσης τους. Αντιθέτως, σηματοδοτεί μια μακροπρόθεσμη πρόοδο και είναι επομένως δύσκολο να διακριθεί η μία από την άλλη. 20

27 Οι άνθρωποι ξεκινούν προσανατολισμένοι προς το περιεχόμενο (λειτουργικοί χρήστες) και καταλήγουν προσανατολισμένοι προς τη διαδικασία (τελετουργικοί χρήστες), καθώς η ενεργή τους αναζήτηση για συγκεκριμένα αποτελέσματα μετατρέπεται σε αφηρημένη και παθητική συνήθεια (Stone & Stone, 1990). 21

28 2.4 Οι Ανταμοιβές από τη Χρήση του Διαδικτύου Μέσα από την προοπτική της Θεωρίας των Χρήσεων και των Ανταμοιβών, όλοι οι τύποι επικοινωνιακών μέσων λειτουργούν ως σημαντικές πηγές για την ικανοποίηση των αναγκών των χρηστών (Schramm et al., 1961, Weiss, 1971), ενώ το πώς ο χρήστης θα επηρεαστεί από ένα μέσο επικοινωνίας θα εξαρτηθεί κατά κύριο λόγο από τους στόχους του και τους σκοπούς της χρήσης αυτού του μέσου (Blumler & Katz, 1974, Katz, 1959). Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν ο Παγκόσμιος Ιστός (WWW) δεν ήταν ακόμα σχηματισμένος, οι Garramone, Harris & Anderson (1986) όρισαν τις ανάγκες Επιτήρησης, Προσωπικής Ταυτότητας και Εκτροπής στη χρήση των πινάκων ηλεκτρονικών δελτίων ( bulletin board), οι οποίοι ήταν οι πρόγονοι των χώρων σύγχρονης συζήτησης ( chatroom), των μηχανών αναζήτησης και των ομάδων ασύγχρονης συζήτησης (forum) στο Διαδίκτυο. Ο Rafaeli (1986) παρατήρησε ότι οι χρήστες των πινάκων ηλεκτρονικών δελτίων ανέφεραν την Αντίδραση, την Απόσπαση και τη Διασκέδαση ως τα κύρια κίνητρα χρήσης, ακολουθούμενες από την Επικοινωνία και τη Γνώση. Οι James, Wotring & Forest (1995) ανακάλυψαν ότι η Πληροφοριακή Μάθηση και η Κοινωνικοποίηση είναι ουσιώδη ψυχολογικά κίνητρα για τη χρήση πινάκων ηλεκτρονικών δελτίων, ακολουθούμενες από την ευχαρίστηση που προσφέρει το επικοινωνιακό μέσο, τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και τη διασκέδαση. Το Διαδίκτυο αρχικά είχε αναπτυχθεί για κυβερνητικές και εκπαιδευτικές χρήσεις. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι πρότερες χρήσεις του ήταν κυρίως η ανταλλαγή πληροφοριών και η επιμόρφωση. Σήμερα, ωστόσο, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για μια ποικιλία λόγων πέρα από τους προσανατολισμένους προς το περιεχόμενο (λειτουργικούς) 22

29 σκοπούς. Οι ευκαιρίες κοινωνικής αλληλεπίδρασης που χαρακτηρίζουν το Διαδίκτυο σε σχέση με τα συμβατικά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, έχουν κυριαρχήσει στην έρευνα των κινήτρων χρήσης του Διαδικτύου. Οι Ha & James (1998) όρισαν την αλληλεπίδραση ως «τον βαθμό στον οποίο το μέσο και το κοινό του ανταποκρίνονται στις επικοινωνιακές τους ανάγκες» ( Ha & James, 1998:457). Από τις αρχές της εμφάνισής του, το Διαδίκτυο έχει συνδέσει άτομα σε ολόκληρο τον κόσμο. Μέσω του Διαδικτύου, τα άτομα επικοινωνούν το ένα με το άλλο, δημιουργούν νέες σχέσεις και ανταλλάσσουν κοινωνική υποστήριξη, πληροφορίες και γνώσεις ( Wellman & Gulia, 1999, Wellman et al., 1996). Ο Kuehn (1994) έδωσε έμφαση σε αυτή τη διαδραστική ικανότητα της διαμεσολαβούμενης από υπολογιστές επικοινωνίας και πρότεινε μια τυπολογία ανταμοιβών, όπως την Άνεση, την Απόσπαση, την Ανάπτυξη σχέσεων και τη Διανοητική έλξη. Ο Miller (1996) υποστήριξε ότι η διαδικτυακή δραστηριότητα κινητοποιείται κυρίως από την Αναζήτηση Αλληλεπίδρασης, παράλληλα με την Απόδραση, τη Διασκέδαση και την Επιτήρηση. Ο December (1 996) θεώρησε την Αλληλεπίδραση ως μία από τις τρεις αιτίες, μαζί με την Επικοινωνία και την Πληροφόρηση, για τις οποίες οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν το Διαδίκτυο. Οι Papacharissi & Rubin (2000) ανακάλυψαν ότι, ακόμη και μόνο του, το κίνητρο της Κοινωνικής Αλληλεπίδρασης προέβλεπε τη χρήση του Διαδικτύου. Οι εφαρμογές αλληλεπίδρασης όπως οι ομάδες σύγχρονων και ασύγχρονων συζητήσεων και το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο δημιουργήθηκαν προκειμένου να καλύψουν την ανάγκη κοινωνικής αλληλεπίδρασης, συμπεριλαμβανομένου του σχηματισμού νέων σχέσεων καθώς και τη διατήρηση αυτών που ήδη υπήρχαν ( Al- Najran & McCain, 1999). Στη μελέτη του Κέντρου Επικοινωνιακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου UCLA (UCLA, 2001), πάνω από το 80% των χρηστών ηλεκτρονικής 23

30 αλληλογραφίας συμφώνησαν ότι αυτή τους επέτρεπε να επικοινωνούν με άτομα, στα οποία δεν θα μιλούσαν υπό άλλες συνθήκες. Τυπικά, ο έλεγχος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αποτελεί κύριο μέλημα των χρηστών του Διαδικτύου ( Kraut et al, 1998). Επιπλέον, τα διαδικτυακά δωμάτια επικοινωνίας (IRCs), τα κελιά πολλαπλών χρηστών ( MUDs), όπως και οι ομάδες ειδήσεων, οι μηχανές αναζήτησης και κάθε μορφής σύγχρονης επικοινωνίας, επιτρέπουν στους χρήστες να συναντούν ανθρώπους, να επικοινωνούν με άλλους και να συζητούν οτιδήποτε θελήσουν (Weiser, 2001). H Ψυχαγωγία και οι άλλες ανταμοιβές διαδικασίας μπορεί να είναι λιγότερο σημαντικά κίνητρα χρήσης του Διαδικτύου σε σχέση με την κοινωνική αλληλεπίδραση. Ο LaRose και οι συνεργάτες του (2001) διαχειρίστηκαν τις ανταμοιβές ως τα «αναμενόμενα αποτελέσματα» της χρήσης του Διαδικτύου και υποστήριξαν ότι οι διασκεδαστικές δραστηριότητες στον Ιστό προέβλεπαν τη ποσότητα χρήσης του Διαδικτύου. Οι Ferguson και Perse (2000) μελέτησαν τον Παγκόσμιο Ιστό ( WWW) ως μια λειτουργική εναλλακτική της τηλεόρασης. Στη μελέτη τους, η Ψυχαγωγία βρέθηκε να αποτελεί το κυρίαρχο κίνητρο επίσκεψης του Διαδικτύου, ακολουθούμενο από τη Διάθεση Ελεύθερου Χρόνου, την Κοινωνική Πληροφόρηση και την Χαλάρωση-Απόδραση αντίστοιχα. Μια μελέτη πανεπιστημιακών φοιτητών σχετικά με τη χρήση του WWW (Kaye, 1998) απέδωσε έξι κατηγορίες κινήτρων: Ψυχαγωγία, Κοινωνική αλληλεπίδραση, Διάθεση Ελεύθερου Χρόνου, Απόδραση, Πληροφόρηση και Προτίμηση Ιστοσελίδων. Παρομοίως για τους Parker και Plank (2000) η Χαλάρωση και η Απόδραση φάνηκαν να είναι οι βασικοί προγνωστικοί παράγοντες για τη διαδικτυακή χρήση, αντιστοιχώντας περίπου στο 9% των ποικίλων χρήσεων. 24

31 Ο Yoo (1996) ανέδειξε έξι διαστάσεις των ανταμοιβών που συσχετίζονται με τη χρήση του Διαδικτύου: Ψυχαγωγία, Πληροφορία, Οικοδόμηση κοινωνικότητας, Διατήρηση κοινωνικότητας, Γενικές συναλλαγές και Καθήκον συναλλαγών. Από αυτές, η Ψυχαγωγία, η Πληροφορία, οι Γενικές συναλλαγές και η Οικοδόμηση Κοινωνικότητας σχετίστηκαν με τη χρήση του WWW. Ο Lin (2000) ανακάλυψε επτά διαφορετικές διαστάσεις των προσδοκιών ανταμοιβής: Συντροφικότητα, Εκμάθηση, Διαπροσωπική Επικοινωνία, Ψυχαγωγία, Συνήθεια, Επιτήρηση και Απόσπαση. Οι τελευταίες τέσσερις διαστάσεις ήταν ικανές να ερμηνεύσουν το 26% της ολικής ποικιλότητας στο βαθμό της πρόσβασης σε διαδικτυακό περιεχόμενο. Πιο πρόσφατα, ο Lin (2001) καθόρισε ως κίνητρα για το Διαδίκτυο τους παράγοντες της Απόδρασης, της Αλληλεπίδρασης, της Πληροφοριακής μάθησης και της Ψυχαγωγίας. Άλλες εμπειρικές μελέτες τόνισαν ανταμοιβές οι οποίες ήταν πιο ξεκάθαρα προσανατολισμένες προς το περιεχόμενο (λειτουργικές). Σύμφωνα με τη μελέτη UCLA ( UCLA Κέντρο Επικοινωνιακής πολιτικής, 2001), στην κορυφή της λίστας των κύριων λόγων για τους οποίους, τα άτομα που συμμετείχαν, ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν το διαδίκτυο ήταν «για την ταχεία απόκτηση πληροφοριών» (25,0%), «για δουλειά» (11,6%), «για τη λήψη » (10,6%), «επειδή φάνηκε καινούριο και ενδιαφέρον» (9,3%), «για το σχολείο» (8,8%), «για τους φίλους μου» (4,6%), «για να μάθω περισσότερα για τα πράγματα που με ενδιαφέρουν» (4,5%), «για να είμαι ενήμερος» (3,8%), «για την πρόσβαση» (3,1%) και «άλλοι λόγοι» (19,0%). Οι Katz & Aspden (1997) ανακάλυψαν ότι όλες οι κατηγορίες χρηστών ( π.χ. παλαιοί χρήστες, νέοι χρήστες, μη χρήστες και πρώην χρήστες) ταξινόμησαν την Αναζήτηση Πληροφοριών ως τη νούμερο ένα αιτία του να είναι κανείς στο Διαδίκτυο. Οι Charney και Greenberg (2001) καθόρισαν οκτώ παράγοντες ανταμοιβών για το Διαδίκτυο, οι οποίοι ήταν: η Συνεχής Ενημέρωση, Απόσπαση/ 25

32 Ψυχαγωγία, Περιέργεια, Καλά Συναισθήματα, Επικοινωνία, Θεάματα και Ακούσματα, Καριέρα, Χαλάρωση και ανακάλυψαν ότι δύο από αυτά (Συνεχής Ενημέρωση και Επικοινωνία) ερμήνευαν το 36% της ποικιλίας χρήσεων στον εβδομαδιαίο διαθέσιμο χρόνο στο Διαδίκτυο. Οι Stafford & Stafford (2001) προσδιόρισαν τα κίνητρα για τη χρήση των εμπορικών ιστοσελίδων και βρήκαν τις εξής ανταμοιβές: Αναζήτηση, Γνώση, Νέο και Μοναδικό, Κοινωνικότητα και Ψυχαγωγία. Ο McCain και οι συνεργάτες του, (1999) ανακάλυψαν τους παράγοντες: Αναζήτηση Πληροφοριών Διατήρηση Κοινωνικών Επαφών Τι είναι Νέο/Πρωτοποριακό Κοινωνική Αλληλεπίδραση Στη μελέτη του Ebersole (2000) οι συμμετέχοντες έδωσαν τους ακόλουθους λόγους για τη χρήση του Παγκόσμιου Ιστού (WWW): «για έρευνα και μάθηση» (52%) «για επικοινωνία με άλλους» (7%) «για πρόσβαση σε υλικό μη διαθέσιμο διαφορετικά» (5%) «για αναζήτηση κάτι ευχάριστου ή διασκεδαστικού» (8%) «για κάτι να κάνω όταν βαριέμαι» (5%) «για αθλητικά και πληροφορίες παιχνιδιών» (6%) «για αγορές και πληροφορίες καταναλωτών» (1%). Ωστόσο, ενώ το 52% των φοιτητών απάντησαν ότι ο σκοπός χρήσης του WWW ήταν «για έρευνα και μάθηση» βρέθηκε ότι επισκέπτονται εμπορικές ιστοσελίδες σε πολύ μεγαλύτερη αναλογία σε σχέση με άλλους τομείς. Οι Korgaonkar & Wolin (1999) ανακάλυψαν στη χρήση του Διαδικτύου την παράμετρο Oικονομικού κινήτρου, παράλληλα με την Απόδραση, τον Έλεγχο 26

33 Πληροφοριών, τον Διαδραστικό Έλεγχο (σχετιζόμενος με την ικανότητα ελέγχου της παρουσίασης των πληροφοριών) και τελικά την Κοινωνικοποίηση.. Εκτιμήθηκε ότι το 50,7% στις ΗΠΑ (Nie & Erbing, 2000), 33% στο Ηνωμένο Βασίλειο (Εθνικός Στατιστικός Κατάλογος, 2000) και 19% στον Καναδά (Στατιστικά Καναδά, 2000) από το σύνολο των νοικοκυριών με πρόσβαση στο Διαδίκτυο, αγόρασαν αγαθά ή χρησιμοποίησαν ηλεκτρονικές υπηρεσίες. Αν και η διάκριση μεταξύ των ανταμοιβών περιεχομένου και διαδικασίας μπορεί πολλές φορές να μην είναι σαφής, τα ευρήματα στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, θεωρούν ότι τα βασικά κίνητρα χρήσης για το κοινό, είτε των παραδοσιακών μέσων, είτε του Διαδικτύου, φαίνεται να είναι παρόμοια. Αυτό σημαίνει ότι «τα κίνητρα για τη χρήση των μέσων είναι σταθερά και μπορεί να μην εξαρτώνται από τα μέσα» (Parker και Plank, 2000). Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει επίσης και σε μια μελέτη του Lin (1993 ), στην οποία βρέθηκε ότι τα κίνητρα χρήσης του Διαδικτύου και της τηλεθέασης ήταν πανομοιότυπα, αν και τα κίνητρα αναζήτησης συγκεκριμένου είδους περιεχομένου στο Διαδίκτυο και στην τηλεόραση διαφέρουν. Αυτά τα ευρήματα συμφώνησαν και με την άποψη των Dimmick & Wallschlager, (1986) που υποστήριξαν ότι τα νέα μέσα μπορούν να προσφέρουν μια ευρύτερη ποικιλία περιεχομένου σε σχέση με τα παραδοσιακά μέσα, αλλά τα κίνητρα του κοινού παραμένουν τα ίδια και στις δυο περιπτώσεις. Ο Πίνακας 1 παρουσιάζει τις κατηγορίες ανταμοιβών του Διαδικτύου με βάση τις κατηγορίες αναγκών των Katz et al (1973). Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η λίστα ανταμοιβών του Διαδικτύου μοιάζει πολύ με αυτές που ανακάλυψαν οι ερευνητές που μελέτησαν τις χρήσεις και τις ανταμοιβές παλαιότερων μέσων. Παρούσες είναι οι εξής ανταμοιβές: Γνωστικές, Συναισθηματικές, Προσωπικής Ενσωμάτωσης, Κοινωνικής Ενσωμάτωσης και Απόδρασης. 27

34 Όμως, υπάρχει επίσης και μια ευρεία διασπορά των ευρημάτων, η οποία μπορεί να εξαρτάται από την επιλογή των αντικειμένων ανταμοιβής που χρησιμοποιούν οι διάφορες μελέτες. 28

35 Πίνακας 1: Ανταμοιβές Διαδικτύου στη Βιβλιογραφία Ανταμοιβές Μελέτη Γνωστικές Συναισθηματικές Προσωπική Κοινωνική Απόδραση Ά Ενσωμάτωση Ενσωμάτωση Garamone Επιτήρηση Προσωπική Απόσπαση l (1986) Ταυτότητα Rafaeli Γνώση του τι Διασκέδαση* Επικοινωνία, Απόσπαση, 1986) πιστεύουν οι άλλοι Αντίδραση Διασκέδαση* James et Πληροφοριακή Διασκέδαση*, Κοινωνικοποίηση Διασκέδαση Εργ (1995) μάθηση Επίκληση επικοινωνιακού μέσου Miller 996) Επιτήρηση Διασκέδαση* Αλληλεπίδραση Απόδραση, Διασκέδαση* ecember 996) Hunter 996) Πληροφόρηση Αναζήτηση Πληροφοριών Επικοινωνία, Αλληλεπίδραση Διασκέδαση* Διασκέδαση* Σερφά oo (1996) Πληροφόρηση Διασκέδαση* Οικοδόμηση κοινωνικότητας, Διατήρηση κοινωνικότητας aye (1998) Πληροφόρηση Διασκέδαση* Κοινωνική αλληλεπίδραση Διασκέδαση* Ξόδεμα χρόνου, Απόδραση, Διασκέδαση* Γενι συναλλαγές, συναλλαγώ Προτί ιστοσελίδω Έλεγχος Κοινωνικοποίηση, Απόδραση Οικονο orgaonkar πληροφοριών, Έλεγχος Αλληλεπίδρασης* κίνητρα 29

36 lin (1999) Έλεγχος Αλληλεπίδρασης* ccain et Αναζήτηση Τι είναι Διατήρηση 1999) πληροφοριών καινούριο κοινωνικών επαφών, Κοινωνική Αλληλεπίδραση Ebersole Για έρευνα Για να βρω Για επικοινωνία Για κάτι να κάνω Για 000) και γνώση, Για κάτι διασκεδαστικό με άλλους ανθρώπους όταν βαριέμαι & πληροφ πρόσβαση σε υλικό ή συναρπαστικό, καταναλ μη διαθέσιμο με Για πληροφορίες άλλον τρόπο, Για αθλητικών και πληροφορίες παιχνιδιών αθλητικών και παιχνιδιών erguson & Κοινωνική Διασκέδαση Κοινωνική Ξόδεμα χρόνου, e (2000) Πληροφόρηση* Πληροφόρηση* Χαλάρωση και Απόδραση in (2000) Μάθηση, Διασκέδαση* Συντροφικότητα, Διασκέδαση*, Συν Επιτήρηση Διαπροσωπική Απόσπαση Επικοινωνία apacharissi Κοινωνική in (2000) Αλληλεπίδραση Parker & Επιτήρηση & Επιτήρηση & Συντροφικότητα Χαλάρωση & k (2000) Διασκέδαση* Διασκέδαση* & Κοινωνικές Σχέσεις Απόδραση harney & Συνεχής Απόσπαση & Καριέρα* Περιέργεια, Απόσπαση & erg (2001) Ενημέρωση, Διασκέδαση*, Επικοινωνία Διασκέδαση* Καριέρα* Όμορφα συναισθήματα, Θεάματα και 30

37 Ακούσματα, Χαλάρωση in (2001) Εκμάθηση Διασκέδαση* Απόδραση & Απόδραση & Πληροφοριών Αλληλεπίδραση* Αλληλεπίδραση*, Διασκέδαση* tafford & Αναζήτηση Καινοτόμα Κοινωνικότητα Διασκέδαση* Αναζ rd (2001) γνώσεων* και μοναδική διασκέδαση* arose et al Νέα Ευχάριστα Υπόσταση Κοινωνικότητα Αυτο-αντίδραση Νομισ 001) αισθητήρια αισθητήρια, πολιτικ Δραστηριότητα UCLA Για την ταχεία Μου Για να Για να Για να Μου (2001) απόκτηση φάνηκε καινούριο είμαι αποκτήσω e- μάθω δόθηκε πληροφοριών, Για τη και ενδιαφέρον ενήμερος* mail, οι φίλοι περισσότερα για πρόσβαση, δουλειά, Για το μου πράγματα που με Άλλα σχολείο, Για να μάθω ενδιαφέρουν περισσότερα πράγματα που με ενδιαφέρουν*, Για να είμαι ενήμερος* Σημείωση: Το (*) υποδηλώνει ανταμοιβές που αντιστοιχούν σε δύο κατηγορίες. 31

38 Οι μελέτες σχετικά με τις ανταμοιβές από τα Μέσα που παρουσιάζονται στον Πίνακα 1 έχουν ποικίλες πηγές: κάποιες προέρχονται από προηγηθείσες έρευνες επί των ανταμοιβών της τηλεόρασης (Ferguson & Perse, 2000), άλλες από τις αναλύσεις σχετικά με το Διαδίκτυο ( Papacharissi & Rubin, 2000) και άλλες αποκλειστικά από τις απαντήσεις των ίδιων των χρηστών (Charney & Greenberg, 2001). 32

39 2.5 Οι Διαδικτυακές Ανταμοιβές και ο Εθισμός από το Διαδίκτυο Οι ανταμοιβές διαδικασίας συσχετίζονται με τον εθισμό στα μέσα, μεταξύ των οποίων βρίσκεται και ο εθισμός στο Διαδίκτυο ( Stone & Stone, 1990, Lin, 1993, LaRose et al., 2002). Αυτή η πρόταση μπορεί να υποστηριχθεί από τη μελέτη των συνθηκών διαχείρισης του γενικότερου προβλήματος του εθισμού. Από αυτή τη οπτική γωνία, το άτομο εκδηλώνει μια συμπεριφορά και είτε επιβραβεύεται, είτε τιμωρείται για αυτή. Εάν ένα άτομο επιθυμεί ανταμοιβές συγκεκριμένου είδους, κυρίως ανταμοιβές διαδικασίας, όπως ενθουσιασμό, συναισθηματική κάλυψη, απόδραση, διασκέδαση, κλπ ( Ferris, 1997) και μαθαίνει ότι ένα συγκεκριμένο μέσο θα ικανοποιήσει αυτές τις ανάγκες, η συμπεριφορά του πιθανώς να αρχίσει να γίνεται συνήθεια, με την έννοια ότι γίνεται αυτοματοποιημένη ( Stone & Stone, 1990) ή τυποποιημένη (Lin, 1993, Rubin, 1984), ενώ «παραμένει συνεπής με το λογικό και το ενσυνείδητο ενδιαφέρον περί εαυτού» ( LaRose et al., 2002). Βέβαια, η αρχική λογική και συνειδητή χρήση μπορεί να γίνει παράλογη και εθιστική συμπεριφορά με την πάροδο του χρόνου ( Ferris, 1997). Με δεδομένο ότι τα αντιλαμβανόμενα αποτελέσματα της συμπεριφοράς κάποιου ή οι ανταμοιβές παίζουν ένα σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία, φαίνεται λογικό να ερμηνεύεται ο εθισμός στο Διαδίκτυο από τη διάσταση των χρήσεων και των ανταμοιβών. Οι ανταμοιβές διαδικασίας (τελετουργικές) εστιάζονται στην ίδια την κατανάλωση του μέσου και απομακρύνουν τον χρήστη από τον εξωτερικό κόσμο πιο δυναμικά σε σχέση με τις ανταμοιβές περιεχομένου (λειτουργικές). Αυτό θα μπορούσε λογικά να οδηγήσει σε ένα πρότυπο αυξανόμενης χρήσης. Ο Rubin (1984) ανακάλυψε ότι η τελετουργική (προσανατολιζόμενη προς τη διαδικασία) χρήση ενός μέσου εμπεριείχε σε μεγαλύτερο βαθμό χρήση από συνήθεια για λόγους αντιπερισπασμού και μεγαλύτερη προσκόλληση στο μέσο, ενώ η λειτουργική 33

40 (προσανατολιζόμενη προς το περιεχόμενο) χρήση συνδεόταν γενικώς με χαμηλότερα επίπεδα κατανάλωσης και εξοικείωσης, αλλά τυπικά συνδεόταν με μεγαλύτερου βαθμού πληροφοριακή χρήση. Η παρακολούθηση τηλεόρασης, πέρα από συνήθεια, συσχετιζόταν σε σημαντικό βαθμό με όλα τα άλλα κίνητρα παρακολούθησης τηλεόρασης, πέρα από την τηλεθέαση για πληροφοριακούς σκοπούς. Από την άλλη, οι ανταμοιβές περιεχομένου ωθούν τον χρήστη προς την αντίθετη κατεύθυνση και οι ανάγκες που προκύπτουν από το μέσο είναι εγγενώς συνδεδεμένες με τον κόσμο εκτός του συστήματος του μέσου. Οι προσανατολιζόμενες προς το περιεχόμενο χρήσεις (λειτουργικές) μπορούν επίσης να μετατραπούν προοδευτικά σε προσανατολιζόμενες προς τη διαδικασία χρήσεις (τελετουργικές) (Rubin, 1984). Αυτός ο συλλογισμός προκύπτει από τα αποτελέσματα ενός αριθμού μελετών. Για παράδειγμα, η Young (1996) σύγκρινε τις εφαρμογές που προτιμώνται από τους εθισμένους στο Διαδίκτυο χρήστες και τους μη-εθισμένους. Ανακάλυψε ότι οι μηεθισμένοι κατά κύριο λόγο χρησιμοποιούν εκείνες τις διαστάσεις του Διαδικτύου, οι οποίες τους επιτρέπουν να συλλέξουν πληροφορίες και να στείλουν ή να λάβουν ηλεκτρονική αλληλογραφία. Από την άλλη, οι εθισμένοι στο Διαδίκτυο δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν το Διαδίκτυο ως ένα πληροφοριακό εργαλείο ( Young, 1997). Αυτοί κατά κύριο λόγο χρησιμοποιούν τις λειτουργίες επικοινωνίας διπλής κατεύθυνσης, οι οποίες ήταν διαθέσιμες στο Διαδίκτυο (Πίνακας 2). 34

41 Πίνακας 2: Οι περισσότερο χρησιμοποιούμενες εφαρμογές του Διαδικτύου από τους εθισμένους και τους μη-εθισμένους Εφαρμογή Εθισμένοι Μη-εθισμένοι Chat Rooms 35% 7% MUDs 28% 5% Ομάδες ειδήσεων 15% 10% Ηλεκτρονική Αλληλογραφία 13% 30% WWW 7% 25% Πληροφοριακά Πρωτόκολλα 2% 24% Ολικό Σύνολο 100% 101% Σημείωση: O πίνακας προέρχεται από τη μελέτη της Young (1996), N=396. Τα αποτελέσματα δεν αντιστοιχούν στο 100%, λόγω στρογγυλοποίησης. 35

42 Τα chatrooms και τα κελιά πολλαπλών χρηστών ( MUDs) ήταν οι δύο πλέον χρησιμοποιούμενες εφαρμογές από τους εθισμένους χρήστες του Διαδικτύου. Οι ομάδες ειδήσεων και τα συστήματα πινάκων ανακοινώσεων ( BBSs) ήταν οι τρίτες κατά σειρά πιο χρησιμοποιημένες εφαρμογές μεταξύ των εθισμένων. Οι εθισμένοι στο Διαδίκτυο χρήστες χρησιμοποιούσαν κυρίως την ηλεκτρονική αλληλογραφία για να ρυθμίσουν ημερομηνίες, για να συναντήσουν κάποιον ηλεκτρονικά ή για να κρατήσουν την επαφή μεταξύ των αλληλεπιδράσεων πραγματικού χρόνου με τους καινούριους διαδικτυακούς τους φίλους. Οι ψηφιακές σχέσεις θεωρούνται συχνά ιδιαίτερα στενές, εμπιστευτικές και λιγότερο απειλητικές από τις φιλίες της αληθινής ζωής και μειώνουν την μοναξιά του εθισμένου. Με παρόμοια ευρήματα σε νεότερες μελέτες, η Young και οι συνεργάτες της (1999) κατηγοριοποίησαν πέντε γενικ ές υποκατηγορίες εθισμού στο Διαδίκτυο με βάση τα πιο προβληματικά είδη ηλεκτρονικών εφαρμογών. Αυτοί ήταν ο εθισμός στο διαδικτυακό σεξ, στις διαδικτυακές σχέσεις, στον ηλεκτρονικό τζόγο ή στο ηλεκτρονικό χρηματιστήριο, στην αναζήτηση πληροφοριών και στα παιχνίδια υπολογιστή. Οι Perse & Greenberg-Dunn (1998) ανακάλυψαν ότι, όσο όλο και περισσότεροι άνθρωποι συνδέονταν στο Διαδίκτυο, τόσο περισσότερο το έκαναν για διασκέδαση και για διάθεση ελεύθερου χρόνου. Ο Kandell (1998) παρατήρησε ότι τα παιχνίδια MUD, το IRC, τα chatroom, η εκτεταμένη περιήγηση στον Ιστό και η ηλεκτρονική αλληλογραφία, ήταν οι κύριες δραστηριότητες που οδηγούσαν τα άτομα στον εθισμό. Σε μια μελέτη πανεπιστημιακών φοιτητών της Ταϊβάν για τις χρήσεις του Διαδικτύου (Chou et al., 1999), βρέθηκε ότι ο εθισμός στο Διαδίκτυο συνδεόταν θετικά με την Απόδραση, τη Διαπροσωπική Σχέση και τις Ολικές Ανάγκες Επικοινωνίας και ότι οι εθισμένοι στο Διαδίκτυο φοιτητές ξόδευαν σημαντικά περισσότερες ώρες στα BBSs και IRCs σε σχέση με τους μη εθισμένους. 36

43 Οι Chou & Hsiao (2000) ανέφεραν ότι οι εθισμένοι στο Διαδίκτυο ξόδευαν περισσότερο χρόνο στα συστήματα ηλεκτρονικών πινάκων ειδήσεων ( BBSs) και στην ηλεκτρονική αλληλογραφία σε σχέση με τους μη-εθισμένους. Σε αυτή τη μελέτη, οι ώρες χρήσης των BBS και της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ήταν δύο σημαντικοί παράγοντες στην πρόβλεψη του εθισμού στο Διαδίκτυο. Οι εθισμένοι χρήστες ήταν πιο πιθανό να χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για να γνωρίσουν νέους ανθρώπους, να λάβουν συναισθηματική υποστήριξη, να μιλήσουν σε άλλους με κοινά ενδιαφέροντα, να παίξουν διαδραστικά παιχνίδια, να στοιχηματίσουν και να επιδοθούν στο διαδικτυακό σεξ (Morahan-Martin & Schumacher, 2000). Οι Chen, Chen & Paul (2001) ανακάλυψαν ότι υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των εθισμένων από το Διαδίκτυο και των μη- εθισμένων από αυτό, στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσαν το Διαδίκτυο. Επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι οι εθισμένοι χρήστες ήταν περισσότερο πιθανό να χρησιμοποιήσουν διαδραστικές εφαρμογές, όπως τα διαδικτυακά παιχνίδια και τα chatroom από τους μη-εθισμένους. Αν και υπάρχει μια μικρή διαφωνία στα ευρήματα μεταξύ διαφορετικών μελετών, όπως αυτές παρουσιάστηκαν παραπάνω, όλες τους παρέχουν μια βάση για την υπόθεση ότι υπάρχουν συγκεκριμένες σχέσεις μεταξύ διαφόρων δραστηριοτήτων στο Διαδίκτυο και των διαφορετικών επιπέδων της τάσης εθισμού προς αυτό. Ωστόσο, δεδομένου ότι το Διαδίκτυο εμπεριέχει τόσο εθιστικές όσο και μη-εθιστικές δραστηριότητες, αδρές μετρήσεις της χρήσης του δεν πρέπει να συσχετίζονται με τον εθισμό (Perse & Greenberg-Dunn, 1998). Σε ό, τι αφορά τις δημογραφικές διαφορές στον διαδικτυακό εθισμό, η ηλικία και η μόρφωση φαίνεται να έχουν επίδραση σε μια ενδεχόμενη τάση εθισμού. Δηλαδή, τα νεότερα και τα καλώς εκπαιδευμένα άτομα είναι πιο πιθανό να βρεθούν στους εθισμένους χρήστες του Διαδικτύου. Ωστόσο, πρόσφατες μελέτες 37

44 διαπιστώνουν συστηματικά ότι άλλοι δημογραφικοί παράγοντες, ειδικά το φύλο και η εθνικότητα, που κάποτε θεωρούνταν σημαντικές μεταβλητές στην πρόγνωση του διαδικτυακού εθισμού ( π.χ. Petrie & Gunn, 1998, Young, 1996), δεν φαίνεται να έχουν πλέον σημαντικές διαφορές μεταξύ των εθισμένων και των μη-εθισμένων. Για παράδειγμα, ο Brenner (1997) ανακάλυψε ότι οι νεότεροι χρήστες είχαν την τάση να αντιμετωπίζουν περισσότερα προβλήματα, όσον αφορά την εθιστική χρήση του Διαδικτύου, από τους μεγαλύτερους χρήστες, καθώς και ότι δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, είτε στον χρόνο που παρέμεναν συνδεδεμένοι είτε στον αριθμό των προβλημάτων εθισμού που αντιμετώπιζαν. Βρέθηκε επίσης ότι οι προβληματικοί χρήστες του Διαδικτύου είχαν ένα μέσο όρο 15 ετών εκπαίδευσης, κάτι το οποίο φαίνεται να συνάδει με τα αποτελέσματα άλλων μελετών ( π.χ. Young, 1996, Young & Rodgers, 1998a, Shapira et al, 2000). Παρομοίως, ο Kraut και οι συνεργάτες του (1998) ανακάλυψαν ότι οι έφηβοι είχαν πρόσβαση στο Διαδίκτυο πιο συχνά από τους γονείς τους και ότι δεν υπήρχαν σημαντικές φυλετικές διαφορές στη χρήση του Διαδικτύου. Οι Nie & Erbring (2000) κατέληξαν στο ότι οι νεότεροι πληθυσμοί ήταν πιο πιθανό από τους πληθυσμούς μεγαλύτερων ενηλίκων να χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο, αλλά απέτυχαν να επικυρώσουν το ότι οι νέοι και οι λευκοί ήταν πιο ευάλωτοι από τις γυναίκες και τις μειονότητες στον εθισμό στο Διαδίκτυο. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το Διαδίκτυο από μόνο του δεν είναι εθιστικό. Συγκεκριμένα είδη εφαρμογών, τα οποία είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο, παίζουν διαφορετικούς ρόλους ως προς την ανάπτυξη του εθισμού σε αυτό (Young, 1996), καθώς και σε προσωπικά χαρακτηριστικά και καταστάσεις των ατόμων. Όπως τόνισε ο Griffiths (1993), τα δομικά χαρακτηριστικά συγκεκριμένων ιδιοτήτων είναι υπεύθυνα για την ενίσχυση, τις ανταμοιβές και την υπέρβαση των ορίων στη χρήση 38

45 του Διαδικτύου. Με άλλα λόγια, ο εθισμός στο Διαδίκτυο καθορίζεται από το σύνολο των αναγκών, τις οποίες εκπληρώνει η χρήση του Διαδικτύου, καθώς και από το πώς προκύπτουν οι συγκεκριμένες ανάγκες (Suler, 1999). 39

46 2.6 Κατάθλιψη και Εθισμός στο Διαδίκτυο Ενώ οι ανταμοιβές παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη συνήθειας στη χρήση των μέσων και ακόμα περισσότερο στην ανάπτυξη εθισμού, η εθιστική κατανάλωση μέσων μπορεί να παρακινείται από την επίδραση εσωτερικών προτροπών, όπως η πλήξη και η κατάθλιψη ( LaRose et al, 2002). Σύμφωνα με την θεωρία της Ελάττωσης του Άγχους ( Holmes & Rahe, 1967), η οποία έχει μελετηθεί κυρίως στην ψυχιατρική, το άγχος συνεισφέρει στις εθιστικές συμπεριφορές. Οι εθισμένοι τείνουν να εξαρτώνται από συγκεκριμένες ουσίες, όπως το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, καθώς και από συγκεκριμένες συμπεριφορές και πράξεις, όπως τα τυχερά και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, για να απαλλαχθούν από το άγχος της καθημερινής ζωής. Η συμπεριφορά αυτή από μόνη της επιτρέπει στο άτομο να ξεχάσει τα προβλήματά του και να ανταπεξέλθει στη πίεση που του προκαλεί το άγχος (Young, 1999). Η έννοια του άγχους σε αυτή τη θεωρία περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα διανοητικής διαταραχής, από την κατάθλιψη έως την εξάρτηση από τα ναρκωτικά (Rahe, 1979). Στην πραγματικότητα, προηγούμενες έρευνες πάνω στον τομέα του εθισμού, έδειξαν ότι ψυχιατρικές ασθένειες, όπως η κατάθλιψη, συνδέονταν συχνά με τον αλκοολισμό και τον εθισμό στα ναρκωτικά (Capuzzi & Lecoq, 1983) και ότι και άλλες εθιστικές συμπεριφορές συνυπήρχαν με την κατάθλιψη (Young & Rodgers, 1998b). Αν και η διακριτή αιτιώδης σχέση μεταξύ κατάθλιψης και εθισμού παραμένει ακόμα σκοτεινή, η ίδια συλλογιστική μπορεί να εφαρμοστεί και στον εθισμό στο Διαδίκτυο (Marlatt et al., 1988). Οι Petrie & Gunn (1998) διαπ ίστωσαν την ύπαρξη μιας σημαντικής σχέσης μεταξύ του μεγάλου βαθμού χρήσης του Διαδικτύου και της αυτο-αναφερόμενης κατάθλιψης, υποστηρίζοντας την άποψη ότι οι εθισμένοι χρήστες είναι πιο πιθανό να 40

47 υποφέρουν από κατάθλιψη. Προτείνοντας ένα νοητικο-συμπεριφοριστικό μοντέλο παθολογικής χρήσης του Διαδικτύου, ο Davis (2001a) πρότεινε ότι η κατάθλιψη είναι μια ακραία απαραίτητη αιτία εθισμού στο Διαδίκτυο, η οποία πρέπει πρώτα να είναι παρούσα προκειμένου να εμφανιστεί ο εθισμός στο Διαδίκτυο, αλλά δεν οδηγεί από μόνη της σε αυτόν. Οι Young & Rodgers (1998 b) ισχυρίστηκαν επίσης ότι νοητικές καταστάσεις, όπως η κατάθλιψη, ήταν σημαντικοί παράγοντες στην ανάπτυξη του εθισμού στο Διαδίκτυο. Υπέθεσαν ότι εκείνοι που υπέφεραν από βαθύτερα ψυχολογικά προβλήματα, ήταν πιθανώς αυτοί που παρασύρονταν περισσότερο σε ανώνυμες διαδραστικές εφαρμογές του Διαδικτύου προκειμένου να ξεπεράσουν τις αντιληφθείσες ανεπάρκειες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι αυτοί που πληρούσαν τα κριτήρια εθισμού στο Διαδίκτυο, είχαν υψηλές βαθμολογίες στην κλίμακα της κατάθλιψης και τα ευρήματα αυτά ερμηνεύτηκαν ως μια απεικόνιση της υψηλής επίπτωσης της κατάθλιψης μεταξύ των εθισμένων χρηστών. Ο Kraut και οι συνεργάτες του (1998) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο βαθμός χρήσης του Διαδικτύου συνδεόταν με τα αυξημένα επίπεδα κατάθλιψης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η χρήση του Διαδικτύου σε μεγαλύτερο βαθμό οδηγούσε σε μια μικρή, αλλά σημαντική αύξηση της κατάθλιψης και της μοναξιάς και σε μείωση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Σύμφωνα με τους Kiesler, Siegal και McGuire (1984), η διαμεσολαβούμενη από υπολογιστές επικοινωνία εξασθενεί την κοινωνική επιρροή αφού απουσιάζουν η φυσική ομιλία, ο χρωματισμός της φωνής, η έκφραση του προσώπου και οι κινήσεις των χεριών. Για το λόγο αυτό, η εξαφάνιση των εκφράσεων του προσώπου, της διακύμανσης του τόνου τους φωνής και της οπτικής επαφής κάνει την ηλεκτρονική επικοινωνία λιγότερο απειλητική και έτσι βοηθά τον καταθλιπτικό να ξεπεράσει την 41

48 αρχική διστακτικότητα και τον εκφοβισμό στη συνάντηση και την επικοινωνία με τους άλλους (Young & Rodgers, 1998b). Όμως, πιθανότατα, επειδή οι διαδικτυακές δραστηριότητες είναι, τελικά, όχι τόσο ικανοποιητικές όσο οι αντίστοιχές συμπεριφορές στον αληθινό κόσμο, οδηγείται σε μια αέναη αναζήτηση, απομακρυνόμενος ακόμα περισσότερο από τον αληθινό κόσμο. Στην καλύτερη περίπτωση, οι διαδικτυακές δραστηριότητες μπορούν μόνο να προσφέρουν στον χρήστη άμεση ανταμοιβή, η οποία ελαττώνει τα συναισθήματα κατάθλιψης. Αυτή η βολική θεραπεία της κατάθλιψης, μέσω της διαδικτυακής δραστηριότητας, είναι προβληματική, με την έννοια ότι η ανακούφιση από την κατάθλιψη είναι μόνο προσωρινή και πιθανώς να προάγει συναισθήματα τύψεων ή αρνητικής επιρροής (Lavoie & Pychyl, 2001) και έτσι να εμβαθύνει την κατάθλιψη. Ο Kraut και συνεργάτες του (1998) περιέγραψαν τα ανωτέρω ως «παράδοξο»: «Το Διαδίκτυο είναι μια κοινωνική τεχνολογία η οποία χρησιμοποιείται για επικοινωνία με άτομα και ομάδες, αλλά έχει σχετιστεί με πτωτικές τάσεις στην κοινωνική ανάμειξη και την ψυχολογική ευημερία, η οποία συνυπάρχει με την κοινωνική ανάμειξη. Πιθανώς, μέσω της χρήσης του Διαδικτύου, οι άνθρωποι υποκαθιστούν φτωχότερες ποιοτικά κοινωνικές σχέσεις με καλύτερες, δηλαδή υποκαθιστούν ασθενείς δεσμούς με ισχυρότερους». 42

49 2.7 Η αυτο-επάρκεια και ο Εθισμός στο Διαδίκτυο Σύμφωνα με την θεωρία κοινωνικής επίγνωσης του Bandura, οι άνθρωποι έχουν ένα εσωτερικό σύστημα, το οποίο τους δίνει τη δυνατότητα να εξασκήσουν ένα μέτρο ελέγχου πάνω στις σκέψεις τους, τα συναισθήματά τους, τα κίνητρά τους και τις πράξεις τους. Αυτό το ενδο-σύστημα παρέχει μηχανισμούς αναφοράς και ένα σύνολο υπο-λειτουργιών αντίληψης, ρύθμισης και αξιολόγησης της συμπεριφοράς, το οποίο απορρέει από την αλληλεπίδραση μεταξύ του συστήματος και των πηγών επιρροής του περιβάλλοντος. Σε αυτή τη διαδικασία αυτο-αναφοράς, η αυτο-επάρκεια παίζει ένα βασικό ρόλο μεσολαβητή για τις επακόλουθες συμπεριφορές ( Bandura, 1977, 1982, 1986, 1997, Bandura, Adams & Beyer, 1977, Bandura, Jeffrey & Gajdos, 1975). Η αυτο-επάρκεια ορίζεται ως «εμπιστοσύνη κάποιου στις ικανότητες του για την οργάνωση και την εκτέλεση της σειράς των ενεργειών που απαιτούνται για την πραγμάτωση συγκεκριμένων επιτευγμάτων» ( Bandura, 1997). Ωστόσο, σε αυτή τη μελέτη, η έννοια της αυτο-επάρκειας περιορίζεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, στις οποίες το άτομο χρησιμοποιεί το Διαδίκτυο, εφόσον «η αυτο-επάρκεια είναι κυρίαρχο χαρακτηριστικό στο ότι οι αντιλήψεις συσχετίζονται με συγκεκριμένα καθήκοντα» ( Hofstetter et al., 2001). Για παράδειγμα, ένα άτομο πιθανώς να επιδεικνύει υψηλά επίπεδα αυτο-επάρκειας στην χρήση του Διαδικτύου, ενώ ταυτόχρονα να επιδεικνύει χαμηλή αυτο-επάρκεια σε άλλες δραστηριότητες, όπως στο σχολείο ή στα αθλήματα. Με παρόμοιο τρόπο, ο βαθμός και η ισχύς της αντιλαμβανόμενης αποτελεσματικότητας στην χρήση του Διαδικτύου μπορεί να εξαρτάται από τις διαθέσιμες εφαρμογές στο Διαδίκτυο, την οργάνωση του περιεχομένου και τους τύπους ανθρώπων που προσφέρονται για αλληλεπίδραση. 43

50 Η αυτο-επάρκεια καθορίζει την έκθεση σε ένα μέσο και ίσως να αποτελεί εμπόδιο για πολλούς χρήστες στην επίτευξη χρήσιμων έργων ( LaRose et al., 2001). Οι πεποιθήσεις των ανθρώπων για την προσωπική τους αποτελεσματικότητα επηρεάζει την απόφασή τους για τους τρόπους δράσης που επιλέγουν να ακολουθήσουν, πόση προσπάθεια θα αφιερώσουν σε αυτές τις δραστηριότητες, πόσο καιρό θα επιμείνουν μπροστά σε εμπόδια και εμπειρίες αποτυχίας, καθώς και την ικανότητά τους για την μετέπειτα ανάκαμψη (Bandura, 1994b, 1997). Οι άνθρωποι που έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους προσεγγίζουν τα δύσκολα καθήκοντα ως προκλήσεις που πρέπει να υπερνικήσουν, παρά ως απειλές που πρέπει να αποφύγουν. Τέτοια θετική θεώρηση ενισχύει το εσωτερικό ενδιαφέρον και την βαθύτερη απορρόφηση στις δραστηριότητες. Βάζουν στους εαυτούς τους στόχους-προκλήσεις και διατηρούν ισχυρή δέσμευση σε αυτούς. Αναδεικνύουν και υποστηρίζουν τις προσπάθειές τους μπροστά στις αποτυχίες ή τις καθυστερήσεις. Βελτιώνουν γρήγορα την αίσθηση αποτελεσματικότητάς τους μετά από αποτυχίες ή καθυστερήσεις. Αποδίδουν την αποτυχία σε ανεπαρκή προσπάθεια ή ανεπαρκή γνώση και προσόντα, πράγματα τα οποία μπορούν να αποκτηθούν ( Bandura, 1994a, 1997). Επιπλέον, τα άτομα που πιστεύουν στην αποτελεσματικότητά τους, όσον αφορά μια εργασία, είναι πιο πιθανό να την εκτελέσουν από εκείνα που δεν πιστεύουν σε αυτή (Bandura, 1977, 1997). Όταν τα άτομα δεν πιστεύουν ότι μπορούν να παράγουν τα επιθυμητά αποτελέσματα από τις πράξεις τους, τότε έχουν λιγότερα κίνητρα για δράση ή για επιμονή μπροστά σε δυσκολίες (Bandura, 1999). Η πρώιμη έρευνα (Shutton, 1989, 1991) έδειξε ότι οι εθισμένοι στο Διαδίκτυο ή στον υπολογιστή, χρήστες εμφανίζουν την τάση να έχουν μια κοινή λογική από τεχνολογική άποψη. Η σημασία της αυτο-επάρκειας στην ερμηνεία της χρήσης υπολογιστών αναδείχθηκε επίσης από τους Hill, Smith και Mann (1987). 44

51 Ανακάλυψαν ότι η αυτο-επάρκεια στους υπολογιστές επηρέαζε το αν τα άτομα επιλέγουν να χρησιμοποιούν υπολογιστή ή όχι. Οι Compeau και Higgins (Compeau & Higgins, 1995) έλεγξαν την ισχύ ποικίλων υποθέσεων πάνω σε ένα υποθετικό γραμμικό μοντέλο χρήσης υπολογιστών, βασιζόμενο στην θεωρία κοινωνικής επίγνωσης. Στη μελέτη τους, τα άτομα με υψηλή αυτο-επάρκεια χρησιμοποιούσαν υπολογιστές σε μεγαλύτερο βαθμό από αυτούς με χαμηλή αυτο-επάρκεια. Οι Hill & Hannafin (1997) μελέτησαν την επιρροή της αντιλαμβανόμενης από το άτομο αυτο-επάρκειας πάνω σε στρατηγικές που εφαρμόζονται στην διαδικτυακή αναζήτηση. Η εμπιστοσύνη του συμμετέχοντος στην αυτο-επάρκειά του σχετικά με τη χρήση τεχνολογιών υπολογιστών καθώς και συστημάτων αναζήτησης πληροφοριών, επηρεάζει τόσο τον αριθμό, όσο και το είδος των στρατηγικών που εφαρμόζει. Εκείνοι με την ισχυρότερη αυτο-επάρκεια εξερευνούσαν το σύστημα πιο δυναμικά, ενώ εκείνοι με ασθενέστερη αυτο-επάρκεια οπισθοχωρούσαν και επικεντρώνονταν σε απλές πληροφορίες. Οι Al-Khaldi & Al-Jabri (1998) ανέφεραν επίσης ότι η αυτοπεποίθηση (αυτο -επάρκεια) στη χρήση υπολογιστών ήταν ένας σημαντικός θετικός προγνωστικός δείκτης της συχνότητας και της έντασης χρήσης υπολογιστών. Οι Eastin & LaRose (2000) κατέδειξαν ότι η αυτο -επάρκεια στο Διαδίκτυο προέβλεπε άμεσα τα ολικά επίπεδα χρήσης αυτού. Ο Teo (2001) ανακάλυψε ότι η αντιλαμβανόμενη ευκολία χρήσης είχε σημαντική θετική συσχέτιση με τις δραστηριότητες ανταλλαγής μηνυμάτων, αναζήτησης και εγκατάστασης προγραμμάτων στον υπολογιστή. Επίσης, οι Tsai & Lin (2001) διαπίστωσαν ότι οι εθισμένοι στο Διαδίκτυο έφηβοι, είχαν καλύτερη αντίληψη ελέγχου στη χρήση του Διαδικτύου σε σχέση με τους μη-εθισμένους. 45

52 2.8 Ψυχικό υποσύστημα του ανθρώπου και Διαδίκτυο Η δημοτικότητα και η ελκυστικότητα του Διαδικτύου εξακολουθούν να τραβούν την προσοχή των ερευνητών, τόσο για τις θετικές, όσο και για τις αρνητικές επιδράσεις του στα άτομα, στους οργανισμούς και την κοινωνία. Συγκεκριμένα, η επιρροή του Διαδικτύου στην ψυχική ισορροπία των ανθρώπων έχει τονιστεί ιδιαίτερα σε μελέτες για αυτό ( Gross et al., 2002, Shaffer, et al., 2000). Η εξάρτηση από το Διαδίκτυο (Wang, 2001), o εθισμός στο Διαδίκτυο (Shaffer et al., 2000), καθώς και η παθολογική χρήση του Διαδικτύου ( Morahan-Martin & Schumacher, 2000) έχουν αποτελέσει περιγραφές της αρνητικής ανάμειξης των ανθρώπων με το Διαδίκτυο. Σύμφωνα με μια αναφορά της Υπηρεσίας Ειδήσεων του Xinhua (Κίνα), το 2002, περίπου 300 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως υπέφεραν από Διαταραχή Εθισμού στο Διαδίκτυο, η οποία οφειλόταν στην παρατεταμένη του χρήση. Παρόλα αυτά, η έρευνα δεν έχει εξασφαλίσει εννοιολογική σαφήνεια σχετικά με το γιατί οι άνθρωποι εθίζονται από το Διαδίκτυο (Shaffer et al., 2000). Η μελέτη του εθισμού των ανθρώπων από το Διαδίκτυο έχει μεγάλη θεωρητική και πρακτική σημασία. Από την μία πλευρά, αυτή η γραμμή διερεύνησης, μπορεί να βοηθήσει τους ερευνητές να επεκτείνουν τους συλλογισμούς τους πάνω στη θεωρία της μαζικής επικοινωνίας, καθώς ο εθισμός από τα μέσα αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο στις χρήσεις των μέσων και στην έρευνα των ανταμοιβών (Rubin, 2002). Ειδικότερα, αυτή η μελέτη μπορεί να βοηθήσει στην εξέταση του κατά πόσο οι παραδοσιακές θεωρίες μαζικής επικοινωνίας είναι κατάλληλες για νέες τεχνολογίες, όπως το Διαδίκτυο. Καθώς επισήμαναν ο DeMaggio και οι συνεργάτες του (2001), η ραγδαία ανάπτυξη του Διαδικτύου π αρουσιάζει μια μεγάλη ευκαιρία για τους ερευνητές να δοκιμάσουν θεωρίες τεχνολογικής εξάπλωσης και επιρροής των μέσων. Από την άλλη πλευρά, τέτοιου είδους 46

53 έρευνα μπορεί να προσφέρει μια ενδοσκόπηση στη μη υγιή χρήση του Διαδικτύου, στη διαμόρφωση προτάσεων αποφυγής της παθολογικής χρήσης και, κατά συνέπεια, στην προώθηση μιας υγιούς κοινωνίας πληροφοριών. Ο Brosnan (1998) υποστήριξε ότι τόσο η αυτο -επάρκεια στους υπολογιστές, όσο και η νευρικότητα για αυτούς, είναι κύριοι καθοριστικοί παράγοντες στην επίμονη χρήση υπολογιστών από τους ανθρώπους. Επιπλέον, δήλωσε ότι το ένα τρίτο περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού έχει τεχνοφοβία (δηλαδή ανησυχία και αρνητική προδιάθεση απέναντι στις τεχνολογίες). Αυτό επηρεάζει τη χρήση της τεχνολογίας από αυτά τα άτομα. Επειδή το Διαδίκτυο αποτελεί ένα πληροφορικό σύστημα, το οποίο συνδέει άτομα και πληροφορίες μέσω υπολογιστών (DiMaggio et al., 2001) και επειδή η αυτο-επάρκεια στους υπολογιστές και η νευρικότητα για αυτούς μπορούν να επηρεάσουν τη χρήση του Διαδικτύου, θα εξετάσουμε το ρόλο της αυτο-επάρκειας και της νευρικότητας για το Διαδίκτυο στο Μοντέλο Διαδικτυακής Χρήσης και Εθισμού που θα προτείνουμε. Όπως επισήμαναν οι Katz, Blumler και Gurevitch (1974), κάθε μέσο προσφέρει διαφορετικό περιεχόμενο, διαθέτει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και έχει τις τυπικές για αυτό περιπτώσεις έκθεσης. Έχει γίνει συζήτηση σχετικά με το αν το Διαδίκτυο είναι ένα ανεξάρτητο τέταρτο μέσο μετά την εφημερίδα, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση ή μια συγχώνευση πολλών μέσων ( DiMaggio et al., Morris & Ogan, 1996). Αν και αυτή η διερεύνηση δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, οι ερευνητές τείνουν να συμφωνήσουν ότι το Διαδίκτυο είναι διαφορετικό από τα παραδοσιακά μέσα, όπως η εφημερίδα, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, επειδή ενσωματώνει πολλές μεθόδους επικοινωνίας (π.χ. διαπροσωπική, ομαδική και μαζική επικοινωνία), καθώς και πολλά είδη περιεχομένων ( π.χ. οπτικό, ακουστικό και γραπτό) ( DiMaggio et al, 2001). 47

54 Το Διαδίκτυο επιτρέπει στους ανθρώπους να εμπλέκονται τόσο στην αλληλεπίδραση ανθρώπου και μέσου, όσο και στην διαμεσολαβούμενη αλληλεπίδραση ανθρώπου με άνθρωπο, ενώ τα παραδοσιακά μέσα συνήθως δεν συνεπάγονται διαπροσωπική αλληλεπίδραση. Επιπλέον, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο προκειμένου να ικανοποιήσουν τόσο διαπροσωπικές ανάγκες, όσο και ανάγκες που έχουν σχέση με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Ως αποτέλεσμα, αυτή η διερεύνηση εστιάζει σε συγκεκριμένα κίνητρα για το Διαδίκτυο, καθώς και στη δέσμευση των ανθρώπων τόσο στην αλληλεπίδραση ανθρώπου και μέσου, όσο και στην διαμεσολαβούμενη αλληλεπίδραση ανθρώπου με άνθρωπο σε διαδικτυακό περιβάλλον. Για το λόγο αυτό, προκειμένου να ερμηνεύσουμε τον εθισμό από το Διαδίκτυο, προτείνουμε να λάβουμε υπόψη ένα μοντέλο εθισμού από τα μέσα επικοινωνίας, το οποίο να αναφέρεται στους ρόλους των μέσων και της ανάμειξης τους στην αλληλεπίδραση των ανθρώπινων συστημάτων. Όπως υποστήριξε ο Rubin (1993), η ανάμειξη αποτελεί έννοια κλειδί στην κατανόηση των χρήσεων των μέσων και των επιπτώσεών τους. Οι Levy & Windahl (1985) όρισαν την ανάμειξη ως: «το βαθμό στον οποίο ένας άνθρωπος αντιλαμβάνεται μια σύνδεση μεταξύ αυτού και του περιεχομένου του μέσου μαζικής επικοινωνίας και το βαθμό στον οποίο το άτομο αλληλεπιδρά ψυχολογικά με ένα μέσο ή τα μηνύματά του» ( Levy & Windahl: 112). Η Perse (1998) διέκρινε την ανάμειξη με τα μέσα σε δύο διαστάσεις, την νοητική και την συναισθηματική. Επειδή τόσο η νόηση, όσο και το συναίσθημα παίζουν σημαντικούς ρόλους στην επιρροή της χρήσης του Διαδικτύου ( π.χ. Davis, 2001, Rettie, 2001, Rozell & Gardner 2000), είναι ουσιώδες να συμπεριληφθεί η έννοια της ανάμειξης σε αυτή τη μελέτη για τον εθισμό από το Διαδίκτυο. 48

55 Το μεγαλύτερο μέρος των προηγούμενων ερευνών εστιάστηκε στην άμεση σχέση μεταξύ κινήτρων και χρήσης του Διαδικτύου (π.χ. Kaye, 1998, Papacharissi & Rubin, 2000, Teo, 2001). Ωστόσο, ο ρόλος της ανάμειξης στη σχέση μεταξύ κινήτρων και χρήσης του Διαδικτύου παραμένει ασαφής. Σύμφωνα με τη Θεωρία χρήσεων και Ανταμοιβών, πολλοί παράγοντες μπορούν να μεσολαβήσουν στη σχέση μεταξύ κινήτρων για επικοινωνία και των επιδράσεων αυτής στους ανθρώπους (Rubin, 2002). Επομένως, η έννοια της ανάμειξης ίσως να βοηθούσε στην ερμηνεία του εθισμού από το Διαδίκτυο ως μεσολάβηση μεταξύ κινήτρων και χρήσης του Διαδικτύου. Συγκεκριμένα, αν και η εξοικείωση με το Διαδίκτυο, όπως και η έκθεση σε αυτό, ενδεχομένως να επηρεάζουν τον εθισμό από το Διαδίκτυο (Rozell & Gardner 2000), η σχέση αυτή δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Μια διερεύνηση αυτής της σχέσης θα προάγει: μια καλύτερη αντίληψη του εθισμού από το Διαδίκτυο μια καλύτερη κατανόηση των διακρίσεων μεταξύ της εξοικείωσης με το Διαδίκτυο, την έκθεση σε αυτό και τον εθισμό 49

56 2.9 Εθισμός από τα μέσα επικοινωνίας Η Θεωρία του Συστήματος Εξάρτησης από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας (Media Systems Dependence) (Ball-Rokeach, 1985, 1988, Ball-Rokeach & DeFleur, 1976), έχει επηρεάσει σημαντικά την αντίληψη των ανθρώπων σχετικά με την εξάρτηση από τα μέσα για αρκετές δεκαετίες. Σύμφωνα με την Ball-Rokeach (1985), υπάρχουν δύο επίπεδα εξάρτησης από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας: η δομική εξάρτηση η ατομική εξάρτηση Υποστήριξε ότι η δομική εξάρτηση είναι μακροσκοπική και ασχολείται με τις σχέσεις μεταξύ του συστήματος των μέσων μαζικής επικοινωνίας, του οικονομικού συστήματος, του πολιτικού συστήματος και άλλων κοινωνικών συστημάτων. Η ατομική εξάρτηση εστιάζεται στη σχέση μεταξύ ατομικών στόχων και διαθέσιμων πόρων μέσων μαζικής επικοινωνίας. Αν και τα δύο επίπεδα του συστήματος εξάρτησης από τα μέσα, καλύπτουν κοινωνιολογικές, πολιτικές, οικονομικές και ψυχολογικές παραμέτρους, η θεωρία της ατομικής εξάρτησης από το σύστημα οφείλει να παρέχει μια πιο διεξοδική ανάλυση των κινήτρων του ατόμου. Η Ball-Rokeach (1985) πρότεινε ότι η κατανόηση, ο προσανατολισμός και η διασκέδαση είναι τα τρία βασικά κίνητρα για την εξάρτηση του ατόμου από το σύστημα των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Αυτή η κατηγοριοποίηση των κινήτρων των ατόμων παραμένει αδρή, επειδή τα κίνητρα για τη χρήση των μέσων είναι ποικίλα και πολύπλοκα. Επιπλέον, χωρίς μια εξονυχιστική ανάλυση των κινήτρων των χρηστών των μέσων, η Θεωρία του Συστήματος Εξάρτησης από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας (MSD) πιθανώς να μην ερμηνεύει επαρκώς τις επιρροές ατομικών και ψυχολογικών παραμέτρων σχετικά με τις χρήσεις των μέσων. 50

57 Οι Rubin & Windahl (1986) ανέπτυξαν το Μοντέλο Χρήσεων και Εξάρτησης (Uses and Dependence Model) προκειμένου να αποφανθούν για τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της θεωρίας εξάρτησης από το σύστημα των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Αυτό το μοντέλο συνδυάζει τη Θεωρία Χρήσεων και Ανταμοιβών (UGT) με την προοπτική των συστημάτων εξάρτησης, προκειμένου να ερμηνεύσει πιο σφαιρικά την εξάρτηση από τα μέσα. Η Ball-Rokeach (1998) δήλωσε ότι η μακροσκοπική θεώρηση της εξάρτησης από τα μέσα εστιάζεται στις επιπτώσεις των κοινωνιολογικών και των οργανωτικών συστημάτων επί των χρήσεων των μέσων, ενώ η μικροσκοπική θεώρηση εστιάζει στις επιπτώσεις των ατομικών διαφορών και των διαπροσωπικών δικτύων πάνω στις χρήσεις των μέσων. Για το λόγο αυτό, το Μοντέλο Χρήσεων και Εξάρτησης (UDM) ενσωματώνει τόσο μακροσκοπικές, όσο και μικροσκοπικές θεωρήσεις, κοινωνιολογικά και ψυχολογικά συστήματα, καθώς και τις ατομικές προδιαθέσεις. Η παραδοσιακή έρευνα των χρήσεων των μέσων και των ανταμοιβών συχνά αποτυγχάνει στη διερεύνηση του θέματος των επιπτώσεων των μέσων, ενώ η προηγηθείσα έρευνα πάνω στην εξάρτηση υποεκτιμούσε τον ενεργό ρόλο του κοινού. Tο Μοντέλο Χρήσεων και Εξάρτησης (UDM) παρέχει μια σύνθεση και προσπαθεί να αντισταθμίσει αυτές τις ανεπάρκειες (Rubin & Windahl, 1986). O αντίκτυπος των προσωπικών κινήτρων στον εθισμό από τα μέσα, παραμένει ακόμα άγνωστος. Φαίνεται ότι υπάρχει ένα κενό μεταξύ της έρευνας των κινήτρων για τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και του εθισμού από αυτά. Αυτή η έλλειψη στις μελέτες του εθισμού από τα συστήματα των πληροφοριακών μέσων, μπορεί να οφείλεται στην έμφαση των πρώιμων ερευνητών πάνω στις συνέπειες που προκαλεί ο εθισμός στα άτομα παρά στα προσωπικά κίνητρα των ατόμων που οδηγούν στον εθισμό (Taylor, 1991). 51

58 Η Ball-Rokeach (1985) τόνισε ότι ο εθισμός του ατόμου από το σύστημα των μέσων μαζικής επικοινωνίας δεν μπορεί να περιοριστεί σε προσωπικούς στόχους, αλλά σε μια σχέση μεταξύ προσωπικών στόχων και πόρων μέσων μαζικής επικοινωνίας. Αυτό το επιχείρημα οδήγησε πολλούς ερευνητές να υποεκτιμήσουν τον πολύπλοκο ρόλο των προσωπικών κινήτρων στον εθισμό από τα μέσα (DiMaggio et al., Morris & Ogan, 1996). Η αντίληψη της εννοιολογικής σημασίας και του τρόπου λειτουργίας του εθισμού από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας είναι ακόμα ασαφής. Οι Skumanich & Kintsfather (1998) δήλωσαν ότι ο τύπος και η ένταση του εθισμού από τα μέσα αυξομειώνεται ανάλογα με το μέσο (π.χ. εφημερίδα, τηλεόραση), με το τί προβάλλει το μέσο ( π.χ. τηλεπαιχνίδι, αθλητισμό) και με τα συγκεκριμένα προϊόντα προβολής Στη μελέτη τους, διαχωρίζουν τον εθισμό από το μέσο, τις προβολές αυτού και τα συγκεκριμένα προϊόντα προβολής. Ο Grant και οι συνεργάτες του διαφοροποίησαν τον εθισμό γενικής παρακολούθησης τηλεόρασης, από τον εθισμό παρακολούθησης συγκεκριμένων τηλεοπτικών προγραμμάτων (Grant et al.,1991). Η ραγδαία ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, επιδεινώνει επίσης τα προβλήματα που σχετίζονται με την αντίληψη του εθισμού από τα μέσα ( Ball-Rokeach, 1998). Οι Chaffee & Metzger (2001) μελέτησαν τις προκλήσεις που θέτουν οι νέες τεχνολογίες στις παραδοσιακές θεωρίες μαζικής επικοινωνίας και ισχυρίστηκαν ότι: «τα νέα μέσα μαζικής επικοινωνίας δημιουργούν προκλήσεις απέναντι στα παλιά μας πρότυπα, καθώς και στη δυνατότητα επαναξιολόγησης, επέκτασης και πιθανώς υπέρβασής τους» (Chaffee & Metzger, 2001: 378). 52

59 Με την ανάπτυξη και τη διαθεσιμότητα νέων τεχνολογιών, οι άνθρωποι μπορούν να βασίζονται σε μια μεγαλύτερη ποικιλία επιλογών μέσων μαζικής επικοινωνίας, από ό, τι στο παρελθόν. Για το λόγο αυτό, η φύση του εθισμού από τα μέσα και τα πρότυπα χρήσης τους από τους ανθρώπους αποτελεί εύλογη αιτία για περαιτέρω διερεύνηση του νέου περιβάλλοντος των μέσων. Η διαδικασία η οποία οδηγεί στον εθισμό από τα μέσα παραμένει αδρή. Η προηγηθείσα έρευνα χάραξε γραμμές χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση από προγενέστερους παράγοντες ( π.χ. κίνητρα επί των μέσων, κοινωνικούς παράγοντες), σχετικά με τον εθισμό από τα μέσα. Μερικοί ερευνητές εξέτασαν το πώς άλλοι παράγοντες διαμεσολαβούν ή τροποποιούν τη σχέση μεταξύ προδιαθέσεων και του εθισμού από τα μέσα ( Ball-Rokeach, 1998, Chaffee & Metzger, 2001). Χωρίς την εξέταση αυτών των διαμεσολαβητικών ή τροποποιητικών παραγόντων, οι ερευνητές δεν μπορούν να ερμηνεύσουν πλήρως το πώς ο εθισμός από τα μέσα διαφέρει μεταξύ ατόμων. Συγκεκριμένα, ο εθισμός από τα μέσα ποικίλει στα πλαίσια μιας βαθμιαίας κλιμάκωσης ( π.χ. από λιγότερο εθισμένος σε περισσότερο εθισμένος) και δεν θα έπρεπε απλά να περιορίζεται αποκλειστικά σε δύο κατηγορίες (π.χ. εθισμένος και μη εθισμένος) (Ball-Rokeach, 1998). Για να εξηγήσουμε το πώς ο εθισμός από τα μέσα ποικίλει στα πλαίσια αυτής της βαθμιαίας κλιμάκωσης, η εξέταση διαμεσολαβητικών παραγόντων, όπως η ανάμειξη, θα παρέχει τροφή για σκέψη, σε μεγαλύτερο βαθμό από την απλή παρατήρηση των συνεπειών τους. Επιπρόσθετα, η Ball-Rokeach (1998) δήλωσε ότι ο εθισμός από το Διαδίκτυο είναι διαφορετική από τον εθισμό από τα παραδοσιακά μέσα, επειδή ο εθισμός από το Διαδίκτυο μπορεί να: 53

60 «διευρύνει τα όρια της κατανόησης, του προσανατολισμού και των στόχων, τους οποίους τα άτομα, οι ομάδες και οι οργανισμοί μπορούν να κατακτήσουν μέσω των σχέσεων του εθισμού από τα μέσα (Ball-Rokeach, 1998: 32)». Έτσι, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, κρίνεται απαραίτητη η θεμελίωση ενός νέου προτύπου εθισμού, το οποίο θα ερμηνεύει τις σχέσεις εθισμού των χρηστών του Διαδικτύου. Αν και ο εθισμός από το Διαδίκτυο έχει μόλις προσελκύσει τη προσοχή πολλών ερευνητών, το γιατί οι άνθρωποι εθίζονται από το Διαδίκτυο και το πώς εξελίσσεται ο εθισμός δεν έχουν μελετηθεί εκτενώς. Ένας λόγος είναι ότι: «Διαδικτυακή έρευνα είναι πάνω κάτω στην παιδική της ακόμα ηλικία και, ως τέτοια, στερείται μιας ισχυρής ιστορίας έρευνας, πάνω στην οποία να οικοδομήσει.» (Tomasello, 2001: 671). Επιπλέον, εξαιτίας των χαρακτηριστικών του Διαδικτύου ( π.χ. απεριόριστη ποσότητα πληροφοριών, αλληλεπίδραση), στα οποία υστερούν τα παραδοσιακά μέσα, κάποιες μοναδικές παράμετροι στο Διαδίκτυο (π.χ. επιθυμία για το Διαδίκτυο, αυτοεπάρκεια στο Διαδίκτυο) ενδεχομένως να παίζουν σημαντικό ρόλο στη σχέση εθισμού μεταξύ χρηστών και Διαδικτύου. Επομένως, για να μελετήσουν την εθισμό από το Διαδίκτυο, οι ερευνητές πρέπει να λάβουν υπόψη την αυτο-επάρκεια και τη νευρικότητα για το Διαδίκτυο, τα οποία δεν μπορούν να εξηγήσουν αποτελεσματικά τα μοντέλα εθισμού από τα παραδοσιακά μέσα. 54

61 2.10 Βιολογική-Ψυχική-Κοινωνική ικανοποίηση των Ανθρωπίνων Συστημάτων από τα μέσα Επικοινωνίας Η ιστορία της Θεωρίας των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT) ανάγεται στις πρώιμες μελέτες πάνω στα μέσα μαζικής επικοινωνίας κατά τη δεκαετία του 1940 (Ruggiero, 2000). Η έρευνα διαφορετικών λειτουργικών, κοινωνικών και ψυχολογικών παραδόσεων, συμπεριλαμβανομένων και των μελετών σχετικά με την αντίληψη, τη νοοτροπία και την διάδοση, συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση της Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών ( UGT) (Ball-Rokeach, 1998). Έτσι, οι πρώιμες μελέτες των μέσων, οι οποίες χρησιμοποίησαν τη Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών ( UGT), αντιπροσωπεύουν μια λειτουργική προσέγγιση των μέσων μαζικής επικοινωνίας (Rubin, 2002). Από λειτουργικής πλευράς, ο Lasswell (1948) υποστήριξε ότι τα μέσα έχουν τρεις διαφορετικές λειτουργίες: την επιτήρηση του περιβάλλοντος τη συσχέτιση των τμημάτων της κοινωνίας τη μεταβίβαση της κοινωνικής κληρονομιάς. Αργότερα, ο Wright (1960) πρόσθεσε την τέταρτη σημαντική λειτουργία των μέσων μαζικής επικοινωνίας, τη διασκέδαση. Σε αυτό το στάδιο της μελέτης των μέσων, οι ερευνητές εστιάζονταν ακόμα στο τι μπορούν να κάνουν τα μέσα για τους ανθρώπους (Ruggiero, 2000). Η φαινομενολογική προσέγγιση του Klapper (1960) έκανε τους μελετητές να επανεκτιμήσουν την εγκυρότητα της παραδοσιακής μηχανιστικής προσέγγισης, η οποία τάσσεται υπέρ των άμεσων και απόλυτων επιπτώσεων των μέσων. Έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι οι επιπτώσεις των μέσων δεν είναι άμεσες, αλλά εξαρτώνται 55

62 από ποικίλες παραμέτρους, όπως η επιλεκτικότητα και η ιδεολογική εγγύτητα. Η φαινομενολογική προσέγγιση ανέπτυξε επίσης ένα πρότυπο περιορισμένων επιπτώσεων των μέσων, σε αντίθεση με τις ισχυρές επιπτώσεις των μέσων που πρότεινε η μηχανιστική θεώρηση. Επιπρόσθετα, ο Bauer (1964) ισχυρίστηκε ότι κάποιες κοινωνικές ομάδες είναι τόσο ισχυρές που δεν μπορούν να τις επηρεάσουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι το κοινό δεν ήταν παθητικός αποδέκτης όσων διαδίδουν τα μέσα. Τα άτομα άρχισαν να θεωρούνται ενεργοί και υπεύθυνοι χρήστες των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το σημείο εστίασης πολλών ερευνητών να μετατοπίζεται από τα μέσα στο κοινό τους. Όπως επισήμανε η Ball-Rokeach (1998), η Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT) αναπτύχθηκε «όταν το ερώτημα μετατράπηκε από «γιατί δεν έχουν επιπτώσεις τα μέσα;» στο «τί κάνουν οι άνθρωποι με τα μέσα;.» Παράλληλα με την μετάβαση της εστίασης από τα μέσα στο κοινό, οι ερευνητές άρχισαν να δίνουν περισσότερη σημασία στο τι κάνουν τα άτομα με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Δηλαδή, έδωσαν περισσότερη προσοχή στις ανάγκες των ανθρώπων και στα κίνητρα χρήσης των μέσων μαζικής επικοινωνίας ( Rubin, 2002, Ruggiero, 2000). O Katz και οι συνεργάτες του (1974) υπογράμμισαν ότι η Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT) πρέπει να εστιαστεί στην χρήση των μέσων από τους ανθρώπους για την ικανοποίηση των αναγκών τους στα κίνητρά τους για τη χρήση των μέσων στις επιπτώσεις και τις συνέπειες των κινήτρων επί των μέσων και των συμπεριφορών Ο Rubin (2002) παρήγαγε πέντε σύγχρονα συμπεράσματα για τη Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT) : 56

63 η χρήση των μέσων είναι κατευθυνόμενη από κίνητρα και στόχους οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τα μέσα για να εκπληρώσουν δεδομένες ανάγκες τους οι κοινωνιολογικοί παράγοντες, οι ψυχολογικές προδιαθέσεις και οι περιβαλλοντικές συνθήκες επηρεάζουν τις ανάγκες των ανθρώπων τα μέσα ανταγωνίζονται με άλλα κανάλια επικοινωνίας για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των ατόμων τα άτομα έχουν μεγαλύτερη σημασία από τα μέσα, όσον αφορά τις επιπτώσεις των τελευταίων σε αυτή τη διαδικασία. Η Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT) αντιλαμβάνεται το κοινό ότι έχει ενεργητικό ρόλο και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χρήση των μέσων από τους ανθρώπους καθοδηγείται από στόχους και σκοπούς ( Rubin, 2002). Ένας ερευνητής της Θεωρίας των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT) λαμβάνει το κοινό ως σημείο εκκίνησης ( Ruggiero, 2000) και θεωρεί ότι η Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT) αποτελεί μια «παράδοση διερεύνησης του κοινού, με ρίζες στις κοινωνικές επιστήμες» ( Jensen & Rosengren, 1990: 210). Επομένως, για την κατανόηση της Θεωρίας των Χρήσεων και των Ανταμοιβών ( UGT), απαιτείται πρώτα μια διεξοδική κατανόηση του κοινού. 57

64 2.11 To Ενεργητικό κοινό ως ένα Δυναμικό Σύστημα Τα άτομα έχουν ελεύθερη βούληση ή έλεγχο επί των συμπεριφορών τους, κάτι που για πολλά χρόνια υπήρξε θέμα συζήτησης στις έρευνες των Κοινωνικών Επιστημών, συμπεριλαμβανομένης και της σχετικής έρευνας για τα μέσα επικοινωνίας ( Klapper, 1960, Katz et al., 1974,). Ένα σημαντικό παράδειγμα στην έρευνα των επικοινωνιών είναι ο παράγοντας του λογικού θετικισμού που δίνει έμφαση στο ρόλο των εξωτερικών αιτιών ή παραμέτρων και υποτιμά τον ενεργητικό ρόλο των ατόμων ( Miller & Berger, 1978). Μια τέτοια προοπτική κατείχε μεγάλη επιρροή στην πρώιμη περίοδο των μελετών για τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Για παράδειγμα, στη παραδοσιακή Θεωρία της Μαγικής Σφαίρας 1, βρίσκεται στο επίκεντρο το ισχυρό Μέσο Επικοινωνίας και οι επιπτώσεις του, ενώ το άτομο βρίσκεται στο περιθώριο ως παθητικός δέκτης (Lowery & DeFleur, 1983). Δηλαδή, το κοινό θεωρείται παθητικό και ανίσχυρο στις επιπτώσεις των μέσων μαζικής επικοινωνίας, ενώ η Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT) δίνει έμφαση στην ελεύθερη βούληση των ατόμων. Όπως επισήμανε ο Katz και οι συνεργάτες του (1974), η έννοια του ενεργητικού κοινού είναι κεντρική υπόθεση στη Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT). Δηλαδή, τα άτομα παίρνουν την πρωτοβουλία στη χρήση των μέσων για την ικανοποίηση των αναγκών τους. Οι χρήστες των μέσων είναι ενεργοί συντελεστικοί παράγοντες και έχουν την ικανότητα να κάνουν λογικές επιλογές (Jansen, 1994, Webster, 1998). Επιπρόσθετα, ο Blumler (1979) σχολίασε ότι η ενεργητικότητα του κοινού είναι ευμετάβλητη και συγκεκριμένα μέσα ενδεχομένως να διευκολύνουν το κοινό σε μεγαλύτερη ενεργητικότητα σε σχέση με άλλα. Για να τεθεί διαφορετικά, προκειμένου να γίνει κατανοητή η ενεργητικότητα του κοινού, 1 Η Θεωρία της Μαγικής Σφαίρας χαρακτήριζε την αλληλεπίδραση μεταξύ Κοινού και Μέσων ως άνιση και δυσανάλογη και το κύριο συμπέρασμά της ήταν ότι οι άνθρωποι ήταν υποτελείς των μέσων (Lowery & DeFleur, 1983). 58

65 είναι απαραίτητο να εξεταστούν οι χρήσεις ενός συγκεκριμένου μέσου από αυτό, όπως το Διαδίκτυο, παρά των μέσων μαζικής επικοινωνίας γενικότερα. Αυτό έρχεται επίσης σε συμφωνία με το προηγούμενό μου επιχείρημα, ότι οι ερευνητές οφείλουν να εξετάσουν την εξάρτηση των ατόμων από ένα συγκεκριμένο μέσο, παρά από το σύνολο των μέσων γενικότερα. Η Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών ( UGT) είναι κατάλληλη για τη μελέτη των χρηστών του Διαδικτύου ( Chaffee & Metzger, 2001). Το Διαδίκτυο έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες από προηγούμενα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπως η τηλεόραση. Για παράδειγμα, δίνει στα άτομα περισσότερες επιλογές εφαρμογών και αμεσότητα στη πληροφόρηση ( Paul, 2001). Τέτοιες ιδιότητες υποδηλώνουν ότι το κοινό είναι πιο ενεργό όταν χρησιμοποιεί το Διαδίκτυο, παρά όταν χρησιμοποιεί τα παραδοσιακά μέσα (Morris & Ogan, 1996). Για το λόγο αυτό, τα χαρακτηριστικά του Διαδικτύου είναι σύμφωνα με την πρόταση της Θεωρίας των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT) σχετικά με τα ενεργητικά κοινά. Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η διασύνδεση μεταξύ του Διαδικτύου και των ενεργητικών κοινών, είναι απαραίτητο να εξεταστεί η πιο εξέχουσα ιδιότητα του Διαδικτύου, που είναι η αλληλεπίδραση. 59

66 2.12 Ιδιότητες του Διαδικτύου Διαδραστικότητα Ο Rafaeli (1988) διέκρινε την διαδραστικότητα από την αναδραστικότητα και την επικοινωνία διπλής κατεύθυνσης. Υποστήριξε ότι η επικοινωνία διπλής κατεύθυνσης περιλαμβάνει μόνο μια διπολική ροή μηνυμάτων. Η αναδραστικότητα είναι πιο αναπτυγμένη από την επικοινωνία διπλής κατεύθυνσης, επειδή η αναδραστικότητα απαιτεί ύστερες απαντήσεις σε πρότερα μηνύματα. Η διαδραστικότητα είναι ακόμα πιο αναπτυγμένη, τόσο από την επικοινωνία διπλής κατεύθυνσης, όσο και από την αναδραστικότητα, επειδή η διαδραστικότητα απαιτεί, οι απώτερες απαντήσεις να αναφέρονται στη σχέση μεταξύ προγενέστερων απαντήσεων και προγενέστερων ερωτήσεων. Μια τέτοια παρουσίαση της διαδραστικότητας, ωστόσο, παραμένει ασαφής και αόριστη. Αργότερα, οι ερευνητές κατηγοριοποίησαν τα κριτήρια για την διαδραστικότητα, ως εξής ( Jansen, 1994, Webster, 1998, Mundorf & Bryant, 2002): ελευθερία επιλογής ελευθερία του κοινού να τροποποιήσει το περιεχόμενο αριθμός διαφορετικών περιεχομένων, τα οποία το κοινό μπορεί να επιλέξει και να τροποποιήσει βαθμός απουσίας γραμμικότητας αριθμός αισθήσεων που ενεργοποιούνται κατά τη χρήση των μέσων Τα παραπάνω κριτήρια υποδηλώνουν ότι η διαδραστικότητα είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον έλεγχο και την ελευθερία κάποιου στη χρήση των μέσων. Ως «ένα σχετιζόμενο με τη διαδικασία, ευμετάβλητο επικοινωνιακό χαρακτηριστικό», η διαδραστικότητα μπορεί να οδηγήσει στη δέσμευση του κοινού (Rafaeli & Sudweeks, 2001, : 3). 60

67 Ο Sims (1997) αναγνώρισε τη δέσμευση και τον έλεγχο, ως δύο διαστάσεις της διαδραστικότητας της νέας τεχνολογίας. Επιπλέον, ο Rafaeli (1988) επισήμανε ότι κάθε μέσο έχει την δυνατότητα να παρέχει διαφορετικά επίπεδα διαδραστικότητας. Τα άτομα είναι πιο πιθανό να παρασυρθούν στο Διαδίκτυο, παρά στα παραδοσιακά μέσα, επειδή το Διαδίκτυο έχει τη δυνατότητα να παρέχει στους χρήστες μεγαλύτερο βαθμό ελέγχου και περισσότερες προοπτικές διαδραστικότητας ( Althaus & Tewksbury, 2000). Οι Ghose & Dou (1998) διαπίστωσαν ότι όσο μεγαλύτερη διαδραστικότητα εμπεριέχει μια ιστοσελίδα, τόσο πιο πιθανό είναι να θεωρηθεί καλή από τους χρήστες της. Μάλιστα, οι Mundorf & Bryant (2002) υποστήριξαν ότι τα συνεχώς αυξανόμενα χαρακτηριστικά διαδραστικότητας, πιθανώς να διευκολύνουν την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών. 61

68 Αλληλεπίδραση Η αλληλεπίδραση αποτελεί μια έννοια παρόμοια με την διαδραστικότητα. Η διαδραστικότητα διευκολύνει την αλληλεπίδραση και συχνά αναφέρεται στην αμοιβαία άσκηση επιρροής ή στην αλληλεπίδραση μεταξύ δύο συντελεστών (Sundar, Kalyanaraman & Brown, 2003). Επομένως, τα υψηλά επίπεδα διαδραστικότητας παρέχουν την δυνατότητα για υψηλά επίπεδα αλληλεπίδρασης ( Rafaeli, 1988). Οι Bente και Vorderer (1997) διέκριναν τρεις διαστάσεις στην διαδικτυακή αλληλεπίδραση: την προσωπική (εικονική αλληλεπίδραση με ένα πραγματικό άτομο στην οθόνη) την αλληλεπίδραση με το μηχάνημα (αλληλεπίδραση με την οθόνη ως εικονικό άτομο) την εικονική πραγματικότητα (αλληλεπίδραση με ένα εικονικό άτομο στην οθόνη) Η σημασία της διαδραστικότητας, όσον αφορά τη χρήση του Διαδικτύου, δεν πρέπει να υπερτονίζεται. Όπως ανέφεραν οι Cohen & Metzger (1998), η αναζήτηση αλληλεπίδρασης αποτελεί βασική ανάγκη, η οποία μπορεί να επηρεάσει και να καθοδηγήσει τη χρήση των μέσων από τους ανθρώπους. Η διαδραστικότητα του Διαδικτύου αναφέρεται επίσης και στην επικοινωνία ανθρώπου-μηχανής. Όπως έγραψαν οι Cathacart & Gumpert (1983): «για να αποζημιωθούμε από την απώλεια του ελέγχου οδηγούμαστε στον ανθρωπομορφισμό του υπολογιστή, δηλαδή του δίνουμε ανθρώπινες ιδιότητες. Τότε ο άνθρωπος μπορεί να μιμηθεί μια αλληλεπίδραση πρόσωπο-με-πρόσωπο, καθώς είναι διαθέσιμα όλα τα συστατικά μέρη για μια δυαδική αλληλεπίδραση, αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι το ένα μέλος της είναι το μηχάνημα.» 62

69 Έτσι, η διαδραστικότητα του Διαδικτύου επηρεάζει το πώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τις νέες τεχνολογίες, αλλά και τις χρήσεις και τις συνέπειες των νέων τεχνολογιών. Επιπλέον, όπως επισήμανε ο Nordlund (1978), «από μόνη της η αλληλεπίδραση με τα μέσα μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε αυξημένου βαθμού εθισμό.» Επομένως, για να γίνει κατανοητός ο εθισμός από το Διαδίκτυο, είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη αυτή η διαδραστικότητα. Συνοψίζοντας, η διαδραστικότητα που σχετίζεται με το Διαδίκτυο αναφέρεται στις χρήσεις και τις ανταμοιβές του, το ίδιο και ο εθισμός από αυτό. Σύμφωνα με τη Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών ( UGT), οι άνθρωποι χρησιμοποιούν ποικίλα μέσα για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Η χρήση του Διαδικτύου δεν αποτελεί εξαίρεση. Πολλοί μελετητές έχουν προτείνει ότι η χρήση του Διαδικτύου μπορεί να βοηθήσει τους χρήστες να ικανοποιήσουν διαφορετικές ανάγκες ( Kaye, 1998, Ebersole, 2000, Flanagin & Metzger, 2001, Kaye & Johnson, 2002). Παρά τις μελέτες αυτές, λίγα είναι γνωστά σχετικά με το ποιες συγκεκριμένες ανάγκες μπορούν να ικανοποιηθούν από το Διαδίκτυο ( Papacharissi & Rubin, 2000). Έτσι, είναι απαραίτητο να εφαρμοστεί η Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT) για περαιτέρω διερεύνηση στο πεδίο του Διαδικτύου. Η Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών ( UGT) συμπεραίνει ότι οι ανάγκες των ανθρώπων καθοδηγούν τη χρήση των μέσων και την συμπεριφορά τους απέναντι σε αυτά. Οι ανάγκες καταλήγουν στα αντίστοιχα κίνητρα για δράση ( Rubin & Martin, 1998). Για το λόγο αυτό, η διερεύνηση των κινήτρων των ανθρώπων για τη χρήση των μέσων θα βοηθήσει τους ερευνητές να κατανοήσουν τη χρήση των μέσων και τις ανταμοιβές τους (Rubin, 2002). 63

70 2.13. Κίνητρα χρήσης των μέσων Κίνητρα Συμπεριφοράς των Ανθρώπινων Συστημάτων Οι συνέπειες των κινήτρων πάνω στην συμπεριφορά των ατόμων έχει προσελκύσει την προσοχή των ερευνητών από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους, όπως η κοινωνιολογία, η ψυχολογία και η επικοινωνία. Για παράδειγμα, οι Batson & Ahmad (2002) ανακάλυψαν τέσσερις τύπους κινήτρων για την ανάμειξη στο κοινωνικό σύνολο: εγωισμός (όφελος για τον ίδιο) αλτρουισμός (όφελος για τους άλλους) κολεκτιβισμός (όφελος για μια ομάδα) ηθική (υποστήριξη ηθικών αρχών) Οι Baumeister & Leary (1995) υποστήριξαν την έννοια ότι η επιθυμία για διαπροσωπική επαφή αποτελεί ισχυρό και θεμελιώδες κίνητρο για τους ανθρώπους. Ο Blumler (1979) δήλωσε ότι η χρήση των μέσων από τους ανθρώπους καθο δηγείται συχνά από πρότερα κίνητρα (π.χ. σκοπιμότητα). Τα τελευταία χρόνια, η έρευνα των κινήτρων έχει γίνει βασική τόσο στην διαπροσωπική όσο και στην μαζική επικοινωνία. Οι Rubin & Rubin (1985) πρότειναν ότι τα κίνητρα για τη χρήση νέων τεχνολογιών θα πρέπει να εξεταστούν κάτω από τον συλλογισμό ότι τα κίνητρα διαπροσωπικής επικοινωνίας και χρήσης των μέσων αλληλοσυνδέονται. Ο Rubin (2000) αποφάνθηκε επίσης ότι η κατανόηση των διαπροσωπικών κινήτρων μπορεί να παρέχει μια ενδοσκόπηση στις χρήσεις των νέων τεχνολογιών από τα άτομα. Αυτά τα επιχειρήματα ανταποκρίνονται στην υπεράσπιση της συγχώνευσης των μελετών σχετικά με τη διαπροσωπική και τη μαζική επικοινωνία. ( Rubin & Rubin, 1985, O Sullivan, 1999, Rafaeli & Sudweeks, 2001). Συγκεκριμένα, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Διαδικτύου το καθιστούν 64

71 επιδεκτικό σε σκοπούς τόσο διαπροσωπικής, όσο και μαζικής επικοινωνίας (Flanagin & Metzger, 2001). 65

72 Διαπροσωπικά κίνητρα Επικοινωνίας Ο Schutz (1966) πρότεινε τρία βασικά κίνητρα διαπροσωπικής επικοινωνί ας: την ομαδοποίηση, τον συναισθηματισμό και τον έλεγχο. Προεκτείνοντας τις έρευνες του Schutz, ο Rubin και οι συνεργάτες του δημιούργησαν την Κλίμακα Κινήτρων Διαπροσωπικής Επικοινωνίας (ICM) και υποστήριξαν ότι υπάρχουν έξι κύρια κίνητρα διαπροσωπικής επικοινωνίας: έλεγχος, απόδραση, χαλάρωση, ευχαρίστηση, συμπερίληψη και συναισθηματισμός (Rubin et al., 1988) Αργότερα ο Graham και οι συνεργάτες του απέδειξαν ότι αυτά τα κίνητρα επηρεάζουν την επικοινωνία των ανθρώπων σχετικά με το μέσο, το περιεχόμενο και με τον αποδέκτη ( Graham et al.,1993). Τα τελευταία χρόνια, τα διαπροσωπικά κίνητρα έχουν μελετηθεί σε ποικίλες συνθήκες, όπως σε μικρές ομάδες (π.χ. Anderson & Martin, 1995), σε μεγάλες ομάδες (Myers & Martin, 2002) ή σε εκπαιδευτικό περιβάλλον ( π.χ. Myers & Martin, 2002, Myers et al., 2002). Πολλοί ερευνητές έχουν υποστηρίξει το ρόλο των κινήτρων διαπροσωπικής επικοινωνίας και έχουν ισχυριστεί ότι κοινωνικοί παράγοντες ( π.χ. Anderson et al.,, 1998), ψυχολογικοί παράγοντες ( π.χ. Martin et al., 2002), καθώς και ατομικές διαφορές ( Rubin & Rubin, 1992) επηρεάζουν τα κίνητρα διαπροσωπικής επικοινωνίας, καθώς και τη συμπεριφορά. Για παράδειγμα, ο Anderson και οι συνεργάτες του (1998) διερεύνησαν την επιρροή της Κινεζικής κουλτούρας στα διαπροσωπικά κίνητρα και διαπίστωσαν ότι οι Κινέζοι επικοινωνούσαν με φίλους, κατά κύριο λόγο, επειδή είχαν παρόμοιες προσωπικότητες και παρόμοια ενδιαφέροντα στα πλαίσια μιας κοινωνίας με αυστηρά συγκεκριμένους ηθικούς κανόνες.. 66

73 Η προηγηθείσα έρευνα είχε υποστηρίξει ότι ένας από τους πλέον σημαντικούς πρόδρομους παράγοντες των διαπροσωπικών κινήτρων ήταν η επικοινωνιακή αντίληψη ( Rubin & Rubin, 2000). Για παράδειγμα, ο Kondo (1994) διαπίστωσε ότι άτομα με υψηλή επικοινωνιακή αντίληψη ήταν πιο πιθανό να επικοινωνήσουν για απόδραση, ενώ εκείνα με χαμηλή αντίληψη επικοινωνούσαν για ευχαρίστηση και χαλάρωση. Παρομοίως, ο Rubin (1988) διαπίστωσε ότι τα άτομα με χαμηλή επικοινωνιακή αντίληψη ήταν πιθανότερο να επικοινωνούν για ευχαρίστηση, έλεγχο και συναισθηματισμό, σε σχέση με τα άτομα υψηλής αντίληψης που ήταν πιο πιθανό να επικοινωνούν για να ικανοποιήσουν ανώτερες νοητικές λειτουργίες. Οι περισσότερες έρευνες πάνω στα διαπροσωπικά κίνητρα έχουν εστιαστεί στον τρόπο με τον οποίο διαφορετικά κίνητρα επηρεάζουν την επικοινωνιακή συμπεριφορά. Σε μια μελέτη διαπροσωπικών κινήτρων στην Κινεζική κουλτούρα ο Anderson και οι συνεργάτες του (1998) παρατήρησαν ότι τα κίνητρα των Κινέζων (χαλάρωση, συναναστροφή, ευχαρίστηση και έλεγχος) στην επικοινωνία με τους γονείς ήταν αρνητικά συνδεδεμένα με την επικοινωνιακή ικανοποίηση. Σε μια μελέτη μιας μικρής ομάδας, οι Anderson & Martin, ανέφεραν ότι οι άνθρωποι, οι οποίοι επικοινωνούν για ευχαρίστηση, χαλάρωση και συναισθηματισμό είχαν υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης με την ομαδική τους απόδοση και υψηλότερα επίπεδα ανάμειξης σε ομαδικές δραστηριότητες σε σχέση με αυτούς, οι οποίοι επικοινωνούσαν για συναναστροφή, απόδραση και έλεγχο (Anderson & Martin, 2002). Επιπλέον, ο Graham και οι συνεργάτες του (1993) διαπίστωσαν ότι τα κίνητρα συναισθηματισμού και συναναστροφής σχετίζονταν με υψηλά επίπεδα εξοικείωσης σε μια σχέση. Για το λόγο αυτό, η ιδιοσυγκρασία του ατόμου επηρεάζει τα διαπροσωπικά κίνητρα και την επικοινωνιακή του συμπεριφορά, ενώ τα διαπροσωπικά κίνητρα επηρεάζουν επίσης με τη σειρά τους την επικοινωνιακή 67

74 συμπεριφορά. Το ακόλουθο διάγραμμα απεικονίζει τη σχέση μεταξύ αυτών των τριών ομάδων μεταβλητών: Ατομική Ιδιοσυγκρασία Επικοινωνιακή Συμπεριφορά Διαπροσωπικά Κίνητρα Το παραπάνω διάγραμμα δείχνει ότι τα διαπροσωπικά κίνητρα λειτουργούν ως γέφυρα μεταξύ της ιδιοσυγκρασίας του ατόμου και της επικοινωνιακής συμπεριφοράς. Για να ερμηνευτεί ο ρόλος των διαπροσωπικών κινήτρων σε αυτή την τρίπτυχη σχέση, είναι απαραίτητο να εξεταστεί το αν τα διαπροσωπικά κίνητρα λειτουργούν ως διαμεσολαβητές ή ως συντονιστές στη συγκεκριμένη σχέση, επειδή τόσο οι διαμεσολαβητές, όσο και οι συντονιστές αναφέρονται στην επίπτωση μιας τρίτης μεταβλητής στη σχέση μεταξύ των άλλων δύο μεταβλητών (βλέπε Howell, 2002). Σύμφωνα με τους Baron & Kenny (1986), μια μεταβλητή λειτουργεί ως διαμεσολαβητής, εάν εκπληρώνει τις τρεις ακόλουθες απαιτήσεις: η ανεξάρτητη μεταβλητή επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τον διαμεσολαβητή ο διαμεσολαβητής επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την μεταβλητή-κριτήριο η ανεξάρτητη μεταβλητή επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τη μεταβλητήκριτήριο και αυτή η σχέση δεν είναι πλέον σημαντική, όταν τα α και β είναι ελεγχόμενα. 68

75 Αντίθετα, η μεταβλητή ενός συντονιστή παίζει το ρόλο της επίδρασης πάνω στην κατεύθυνση και την ισχύ της σχέσης μεταξύ μιας ανεξάρτητης και εξαρτημένης μεταβλητής ( Baron & Kenny, 1986). Ειδικότερα, η υπόθεση του συντονιστή είναι αληθής, εάν υπάρχει μια σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ της μεταβλητής του συντονιστή και της μεταβλητής του προγνωστικού δείκτη. Επιπλέον, οι Baron & Kenny (1986) επισήμαναν ότι οι ακόλουθες δύο συνθήκες είναι επιθυμητές για την υποστήριξη της υπόθεσης του συντονιστή: η μεταβλητή του συντονιστή δεν συσχετίζεται ούτε με τον προγνωστικό δείκτη, ούτε με την μεταβλητή-κριτήριο οι μεταβλητές του συντονιστή και του προγνωστικού δείκτη βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο (δηλαδή, η μια μεταβλητή δεν προπορεύεται της άλλης) Στο προηγούμενο διάγραμμα, τα διαπροσωπικά κίνητρα συσχετίζονται τόσο με την ατομική ιδιοσυγκρασία, όσο και με την επικοινωνιακή συμπεριφορά. Επίσης, η ατομική ιδιοσυγκρασία προηγείται των διαπροσωπικών κινήτρων (δηλαδή, αυτές οι δύο μεταβλητές δε βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο). Συνεπώς οι δύο επιθυμητές συνθήκες για την υπόθεση του συντονιστή δεν ικανοποιούνται από συγκεκριμένο διάγραμμα. Για το συγκεκριμένο λόγο, είναι πιο λογικό να υποστηριχθεί ότι τα διαπροσωπικά κίνητρα λειτουργούν ως διαμεσολαβητές μεταξύ ατομικής ιδιοσυγκρασίας και επικοινωνιακής συμπεριφοράς (Baron & Kenny, 1986). Τα τελευταία χρόνια, οι επιστήμονες έχουν συγκρίνει τα διαπροσωπικά κίνητρα με τα κίνητρα των μέσων και εξέτασαν τις διασυνδέσεις μεταξύ αυτών των δύο. Ο Rubin (1993b) υποστήριξε ότι η έδρα ελέγχου είχε αντίκτυπο τόσο στα διαπροσωπικά κίνητρα, όσο και στα κίνητρα παρακολούθησης τηλεόρασης. Οι εξωστρεφείς ήταν πιο πιθανό να επικοινωνούν με άλλους για συμπερίληψη, απόδραση, διάθεση 69

76 ελεύθερου χρόνου και για κοινωνικές τελετουργίες, από τους εσωστρεφείς. Επίσης, οι εξωστρεφείς ήταν πιθανότερο να παρακολουθούν τηλεόραση για συμπερίληψη, απόδραση και διάθεση του ελεύθερου χρόνου σε σχέση με τους εσωστρεφείς. Αυτές οι μελέτες υποδεικνύουν την ανάγκη για περισσότερη προσοχή από τους ερευνητές ως προς τη σύνδεση μεταξύ διαπροσωπικών κινήτρων και κινήτρων των μέσων ( Rubin & Rubin, 2000). 70

77 Βιοψυχοκοινωνικοί παράγοντες ανάπτυξης κινήτρων στη χρήση του Διαδικτύου Πολλοί προδρομικοί παράγοντες, όπως είναι οι προδιαθέσεις των ατόμων, επηρεάζουν τα διαπροσωπικά κίνητρα και τα κίνητρα που αφορούν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Επειδή τα κίνητρα στο Διαδίκτυο περιλαμβάνουν τόσο διαπροσωπικά κίνητρα, όσο και κίνητρα επί των μέσων, είναι θεμιτό να ισχυριστεί κανείς ότι αυτοί οι προδρομικοί παράγοντες έχουν αντίκτυπο στα κίνητρα για το Διαδίκτυο. Αρκετές μελέτες (π.χ. LaRose, Mastro & Eastin, 2001, Papacharissi, 2002, Papacharissi & Rubin, 2000) υποστήριξαν αυτό το επιχείρημα. Για παράδειγμα, η Papacharissi (2002) διαπίστωσε ότι τα άτομα με υψηλή επικοινωνιακή αντίληψη ήταν λιγότερο πιθανό να χρησιμοποιήσουν τις προσωπικές τους αρχικές σελίδες για πληροφοριακούς σκοπούς από αυτά με χαμηλή αντίληψη. Προηγηθείσες μελέτες υποστηρίζουν ότι οι προδιαθέσεις των ατόμων, όπως η αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο και τα κίνητρα για αυτό επηρεάζουν τη χρήση του. Για παράδειγμα, μελέτες έχουν δείξει ότι άτομα με υψηλή αυτο-επάρκεια είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιούν συχνότερα το Διαδίκτυο (π.χ. Compeau & Higgins, 1995). Επίσης, αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι διαφορετικά κίνητρα στο Διαδίκτυο προβλέπουν διαδικτυακές δραστηριότητες. Για παράδειγμα, οι Rodgers & Sheldon (2002) ανακάλυψαν ότι τα κίνητρα για περιήγηση στο Διαδίκτυο οδηγούσαν σε μια ισχυρή επιθυμία για επιλογή συνδέσμων περιήγησης. Οι Valkenburg & Soeters (2001) διαπίστωσαν ότι τα παιδιά έμπαιναν στο Διαδίκτυο πιο συχνά για να παίξουν παιχνίδια υπολογιστών, να παρακολουθήσουν ταινίες, να επισκεφθούν χώρους διασκέδασης παιδιών και να αναζητήσουν πληροφορίες σχετικές με τα ζώα. Αυτές οι δραστηριότητες συνδέονται σε υψηλό βαθμό με την ανάγκη των παιδιών για παιχνίδι. Οι Atkinson & Kydd (1997) επισήμ αναν ότι οι άνθρωποι με ενδογενή κίνητρα 71

78 χρήσης του Διαδικτύου είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιήσουν τον Παγκόσμιο Ιστό για διασκέδαση. Ο Goldsmith (2001) ανακάλυψε ότι οι άνθρωποι, οι οποίοι ενδιαφέρονται για διαδικτυακές αγορές τείνουν να ξοδεύουν περισσότερο χρόνο στο Διαδίκτυο από τους άλλους. Η χρήση του Διαδικτύου προέρχεται τόσο από λειτουργικά όσο και από τελετουργικά κίνητρα ( Atkinson & Kydd 1997, Goldsmith, 2001). Για να αποσαφηνίσoυμε τη σχέση μεταξύ των ατομικών ιδιοσυγκρασιών, των Διαδικτυακών κινήτρων και των χρήσεων του Διαδικτύου, υποστηριζόμενοι από τα ευρήματα της ανασκόπησης της βιβλιογραφίας πάνω στα διαπροσωπικά κίνητρα και τα κίνητρα των μέσων, προτείνουμε το ακόλουθο διάγραμμα, στο οποίο τα κίνητρα του Διαδικτύου λειτουργούν ως διαμεσολαβητής μεταξύ ατομικών ιδιοσυγκρασιών και των δραστηριοτήτων των χρηστών στο Διαδίκτυο: Ατομική Ιδιοσυγκρασία Διαδικτυακές δραστηριότητες Διαδικτυακά Κίνητρα 72

79 2.14 Κίνητρα χρήσης των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας Ο Greenberg (1974) μελέτησε τα κίνητρα τηλεθέασης των παιδιών της Βρετανίας και ανέπτυξε την πρώτη Κλίμακα των Κινήτρων Τηλεθέασης ( TVMS). Αργότερα ο Rubin (1977, 1979, 1981) προσάρμοσε την κλίμακα του Greenberg στα παιδιά και τους εφήβους των Η.Π.Α. και ήλεγξε την αξιοπιστία και την εγκυρότητά της. Η Κλίμακα των Κινήτρων Τηλεθέασης ( TVMS) του Rubin (1981, 1983) αποτελείται από 27 αντικείμενα και 9 διαστάσεις. Τα εννέα προσδιορισμένα κίνητρα τηλεθέασης είναι η πληροφόρηση, η χαλάρωση, η συντροφικότητα, η διάθεση ελεύθερου χρόνου, η συνήθεια, η κοινωνική αλληλεπίδραση, η διασκέδαση, η διέγερση και η απόδραση. Μια σειρά μελετών έχει εξετάσει τα ανθρώπινα κίνητρα στην παρακολούθηση συγκεκριμένων τηλεοπτικών προγραμμάτων. Για παράδειγμα, οι Rubin & Perse (1987a) ανέλυσαν τα κίνητρα των ατόμων στην παρακολούθηση ειδήσεων της τηλεόρασης και προσδιόρισαν τρεις ερμηνευτικούς παράγοντες: τη διασκέδαση, τη διάθεση ελεύθερου χρόνου και την αναζήτηση πληροφοριών. Οι πρώτοι δύο παράγοντες αντανακλούσαν έναν τυποποιημένο προσανατολισμό προς την παρακολούθηση τηλεόρασης, ενώ ο τρίτος παράγοντας αντανακλούσε έναν λειτουργικό προσανατολισμό. Σε μια άλλη μελέτη, οι Rubin & Perse (1987b) διερεύνησαν τα κίνητρα στην παρακολούθηση καθημερινών σειρών χαμηλής αισθητικής. Εντόπισαν έξι σημαντικούς παράγοντες: ενθουσιώδης διασκέδαση, διάθεση ελεύθερου χρόνου, ηδονοβλεψία, χαλάρωση απόδρασης, πληροφόρηση και κοινωνική ωφέλεια. Επιπλέον, οι Haridakis & Rubin (2003) εντόπισαν τα κίνητρα των τηλεθεατών στην παρακολούθηση τηλεοπτικής βίας. Αυτά περιλάμβαναν την διάθεση ελεύθερου χρόνου, την εξέλιξη της πλοκής, τη διασκέδαση, την πληροφόρηση, την κοινωνική αλληλεπίδραση και τη διέγερση. Οι Haridakis και Rubin επισήμαναν ότι τα 73

80 κίνητρα τηλεθέασης προέβλεπαν την επιθετική συμπεριφορά περισσότερο από την έκθεση και πρότειναν στους υπεύθυνους σχεδιασμού πολιτικών γραμμών να δίνουν περισσότερη προσοχή στα κίνητρα του τηλεθεατή, όταν διαμορφώνουν πολιτικές περιορισμού της τηλεοπτικής βίας (Haridakis & Rubin, 2003). Πολλά μοντέλα ερευνών για τα κίνητρα τηλεθέασης έχουν προσαρμοστεί και εφαρμοστεί σε ποικίλες περιπτώσεις χρήσεων των μέσων μαζικής επικοινωνίας ( π.χ. ραδιόφωνο, εφημερίδα), συμπεριλαμβανομένης και της διαμεσολαβούμενης από υπολογιστές επικοινωνίας και χρήσης του Διαδικτύου (π.χ. Lin, 2001, Papacharissi & Rubin, 2000, Wright, 2002). Για παράδειγμα, οι Armstrong & Rubin (1989) ανακάλυψαν ότι τα άτομα είχαν επτά κίνητρα για την ακρόαση ραδιοφωνικών συζητήσεων: χαλάρωση, ενθουσιώδης διασκέδαση, ευκολία, ηδονοβλεψία/απόδραση, πληροφοριακή χρησιμότητα, διάθεση ελεύθερου χρόνου/συνήθεια και συντροφικότητα. Επιπλέον, οι Rubin & Bantz (1989) επισήμαναν ότι τα άτομα είχαν οκτώ κίνητρα χρήσης της συσκευής βίντεο: αποθήκευση για το αρχείο ( π.χ. η διατήρηση του αντίγραφου ενός προγράμματος), μουσική ή βίντεο ( π.χ. χρήση μουσικών βίντεο για πάρτι), κασέτες εξάσκησης (δεν χρειάζεται έτσι συνδρομή σε γυμναστήριο), ενοικίαση ταινιών, παρακολούθηση παιδιού, αλλαγή βάρδιας, κοινωνικοποίηση και παρακολούθηση σημαντικών δρώμενων. Η προηγηθείσα έρευνα έχει δείξει ότι πολλοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν τα κίνητρα των ατόμων για τη χρήση των μέσων μαζικής επικοινωνίας (Ball-Rokeach, 1998, Rubin, 2002).. Αυτό έρχεται σε συνέπεια με τα προαναφερθέντα συμπεράσματα της Θεωρίας των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT) και της Θεωρίας Εξάρτησης από τα Mέσα (UDM). Αυτές οι δύο προοπτικές εμπεριέχουν ποικίλους κοινωνικούς παράγοντες, ψυχολογικούς παράγοντες και ατομικές ιδιοσυγκρασίες, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν και να διαμορφώσουν τις 74

81 ανθρώπινες ανάγκες και τα κίνητρα χρήσης των μέσων, καθώς και την συμπεριφορά τους μέσω αυτών ( Ball-Rokeach, 1998, Rubin, 2002). Οι ανθρώπινες ανάγκες απορρέουν από κοινωνιολογικές και ψυχολογικές καταστάσεις, καθοδηγούν τα κίνητρά τους στη χρήση των μέσων και έχουν επίπτωση στην συμπεριφορά τους μέσω αυτών ( Rubin, 1993b, 2002). Επιπλέον, μέσα σε ένα μοντέλο επικοινωνίας βασιζόμενο στις ανθρώπινες ανάγκες, οι Rubin & Martin (1998) δήλωσαν ότι οι ανάγκες παράγουν κίνητρα, τα οποία επηρεάζουν την επικοινωνιακή συμπεριφορά. Όσον αφορά τους προδιαθετικούς παράγοντες των κινήτρων επί των μέσων, οι Rubin & Rubin (1982) ανακάλυψαν ότι η ηλικία μπορεί να επηρεάσει τα κίνητρα παρακολούθησης τηλεόρασης από τους γηραιότερους ανθρώπους. Συγκεκριμένα, οι άνθρωποι οι οποίοι ήταν ικανοποιημένοι με τη ζωή τους, οικονομικά εξασφαλισμένοι, αυτάρκεις και λιγότερο επικοινωνιακοί από άλλους, παρακολουθούσαν συχνά τηλεόραση για χαλάρωση και ευκολία. Οι Perse & Rubin (1990) ανακάλυψαν ότι άτομα με χρόνια μοναξιά είχαν την τάση να παρακολουθούν τηλεόραση για να περνά ο ελεύθερος χρόνος. Σε μια άλλη μελέτη, οι Finn & Gorr (1988) διαπίστωσαν ότι τα άτομα που ένιωθαν μοναξιά ήταν πιο πιθανό να παρακολουθούν τηλεόραση για κοινωνική υποστήριξη, παρά για διαχείριση της διάθεσης. Επίσης, οι Bhatia & Desmond (1993) διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες ήταν πιο πιθανό από τους άντρες να χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας για διασκέδαση, όταν ένιωθαν μοναξιά. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι οι ατομικές ιδιοσυγκρασίες έχουν έναν άμεσο αντίκτυπο πάνω στη χρήση των μέσων. Για παράδειγμα, ο Rimal (2001) επισήμανε ότι άτομα με υψηλότερη αντίληψη των κινδύνων της υγείας και αυτο-επάρκεια ήταν πιο πιθανό να αναμειχθούν σε συμπεριφορές αναζήτησης πληροφοριών υγείας. 75

82 Άλλη σημαντική οδός στην έρευνα των κινήτρων συνδέει τα κίνητρα ή τους προσανατολισμούς για τα μέσα με νοοτροπίες και συμπεριφορές απέναντι σε αυτά (Haridakis & Rubin, 2003). Οι.Rubin & Step (2000) ανακάλυψαν ότι το κίνητρο διασκέδασης ήταν σημαντικός προγνωστικός δείκτης των προγραμματισμένων και τακτικών ακροάσεων ενός αγαπημένου ραδιοφωνικού προγράμματος. Οι Rubin & Perse (1987b) διαπίστωσαν ότι η παρακολούθηση ειδήσεων στην τηλεόραση για την αναζήτηση εντυπωσιακών και διασκεδαστικών πληροφοριών, σχετιζόταν θετικά με τον αντιλαμβανόμενο ρεαλισμό των ειδήσεων, την εξοικείωση με αυτές, τη σκοπιμότητα και την ανάμειξη. Η παρακολούθηση από συνήθεια και για διάθεση ελεύθερου χρόνου συνδεόταν αρνητικά με την εξοικείωση με τις ειδήσεις, την επιλεκτικότητα και την σκοπιμότητα. Νωρίτερα, ο Rubin (1981) είχε διαπιστώσει ότι το κίνητρο αναζήτησης πληροφοριών προέβλεπε μια προτίμηση για τηλεοπτικά προγράμματα πολιτικών συζητήσεων, ενώ το κίνητρο διέγερσης προέβλεπε μια προτίμηση για την παρακολούθηση αθλητικών προγραμμάτων. Οι (And et al.,2002) ανακάλυψαν ότι οι γυναίκες με ισχυρό κίνητρο τη βελτίωση την εικόνα τους, διάβαζαν περιοδικά ομορφιάς και μόδας, πιο συχνά από άλλες. Αυτά τα ευρήματα είναι ομόλογα με τον πρότερο εννοιολογικό ορισμό του Rubin (1984) για δύο προσανατολισμούς των μέσων: λειτουργικός προσανατολισμός ( π.χ. ενεργή και σκόπιμη αναζήτηση πληροφοριών) τυποποιημένος προσανατολισμός (π.χ. απόσπαση και διάθεση χρόνου). Ο λειτουργικός προσανατολισμός υποδηλώνει περισσότερη σκοπιμότητα στην επιλογή περιεχομένου, καθώς και ανάμειξη με τα επικοινωνιακά μηνύματα, από ό, τι ο τυποποιημένος προσανατολισμός (Rubin, 1993). Ο Abelman και οι συνεργάτες του υποστήριξαν αυτούς τους δύο προσανατολισμούς σχετικά με τη χρήση των μέσων. 76

83 Διαπίστωσαν ότι οι τελετουργικοί/από συνήθεια τηλεθεατές είχαν λίγες συμπάθειες για σταθμούς και δίκτυα και δεν ενδιαφέρονταν για αλλαγές σε αυτές τους τις συμπάθειες. Αντιθέτως, οι λειτουργικοί χρήστες επιδείκνυαν υψηλά επίπεδα επίγνωσης των αλλαγών στις προτιμήσεις και στα προγράμματα που παρακολουθούσαν (Abelman et al.,1997). Σε μια πιο πρόσφατη μελέτη, η Perse (1998) ανέφερε ότι τα άτομα, τα οποία παρακολουθούν τηλεόραση για τελετουργικούς σκοπούς (π.χ. διάθεση ελεύθερου χρόνου, συνήθεια, συντροφικότητα, απόδραση) ήταν πιο πιθανό να αλλάζουν κανάλια κατά την παρακολούθηση, σε σχέση με όσους παρακολουθούσαν λειτουργικά. Έτσι, με βάση την παραπάνω βιβλιογραφία, το ακόλουθο διάγραμμα απεικονίζει τις σχέσεις μεταξύ των ιδιοσυγκρασιών των ατόμων, των κινήτρων των μέσων και της χρήσης των μέσων. Σε αυτό το διάγραμμα, τα κίνητρα των μέσων λειτουργούν ως μεταβλητή-μεσολαβητής. Ατομική Ιδιοσυγκρασία Χρήση των μέσων και αποτελέσματα Κίνητρα Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας 77

84 2.15 Έρευνα για τα κίνητρα χρήσης του Διαδικτύου Οι προηγηθείσες μελέτες έχουν καταδείξει την αποτελεσματικότητα του συνδυασμού των διαπροσωπικών κινήτρων και των κινήτρων επί των μέσων μαζικής επικοινωνίας στην διερεύνηση της χρήσης των μέσων, ειδικά των νέων μέσων (π.χ. το Διαδίκτυο και τους υπολογιστές) (βλέπε την περίληψη των Papacharissi & Rubin, 2000). Πολλές μελέτες ( π.χ. Charney & Greenberg, 2002, Papacharissi & Rubin, 2000, Wright, 2002) έχουν προτείνει ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για να εκπληρώσουν τις διαπροσωπικές ανάγκες και τις ανάγκες που προκύπτουν από τα μέσα. Οι Flaherty, Pearce και Rubin (1998), για παράδειγμα, υποστήριξαν ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο προκειμένου να εκπληρώσουν τρεις κύριες ανάγκες: διαπροσωπικές ανάγκες (π.χ. συναισθηματισμό) ανάγκες που παραδοσιακά ικανοποιούνται μέσω των μέσων μαζικής επικοινωνίας (π.χ. διασκέδαση) νέες ανάγκες από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας ( π.χ. η συνάντηση άλλων ατόμων) Αυτά τα διαφορετικά είδη αναγκών διαμορφώνουν μια ποικιλία κινήτρων για τη χρήση του Διαδικτύου. 78

85 Κίνητρα Χρήσης Διαδικτύου Η έρευνα έχει δείξει ότι τα παραδοσιακά κίνητρα επί των μέσων μαζικής επικοινωνίας εξηγούν σε σημαντικό βαθμό το γιατί οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο. Οι Ferguson & Perse (2000) διαπίστωσαν ότι τα άτομα που είχαν την τάση να παρακολουθούν για απόσπαση είχαν επίσης την τάση να χρησιμοποιούν τον Παγκόσμιο Ιστό για απόσπαση. Η Kaye (1998) σύγκρινε τα κίνητρα χρήσης του Διαδικτύου με τα πρότερα κίνητρα χρήσης της τηλεόρασης και διαπίστωσε πολλές ομοιότητες μεταξύ τους. Προσδιόρισε έξι κύρια κίνητρα χρήσης του Διαδικτύου: διασκέδαση, κοινωνική αλληλεπίδραση, διάθεση ελεύθερου χρόνου, απόδραση, πληροφόρηση και προτίμηση ιστοσελίδων. Σε μια μεταγενέστερη μελέτη, η Kaye (2001) διαπίστωσε τέσσερα κύρια κίνητρα στα άτομα που είχαν πρόσβαση σε ιστοσελίδες με πολιτικό περιεχόμενο: καθοδήγηση, κοινωνική ωφελιμότητα, ευκολία και αναζήτηση πληροφοριών. Επιπλέον, οι Kaye και Johnson (2002) διαπίστωσαν ότι τα άτομα που κατείχαν πολιτική πληροφόρηση χρησιμοποιούσαν το Διαδίκτυο για τέσσερις κύριους σκοπούς: καθοδήγηση, αναζήτηση πληροφοριών/επιτήρηση, διασκέδαση και κοινωνική ωφελιμότητα. Ωστόσο, τα άτομα πιθανόν να έχουν περισσότερα κίνητρα για τη χρήση του Διαδικτύου, σε σχέση με τη παραδοσιακή χρήση των μέσων. Για παράδειγμα, ο Ebersole (2000) ανακάλυψε ότι οι πανεπιστημιακοί φοιτητές χρησιμοποιούσαν το Διαδίκτυο για τους ακόλουθους σκοπούς: έρευνα και μελέτη, εύκολη πρόσβαση στη διασκέδαση, επικοινωνία και κοινωνική αλληλεπίδραση, ενασχόληση ενάντια στην πλήξη, πρόσβαση σε υλικό μη διαθέσιμο διαφορετικά, πληροφορίες προϊόντων και τεχνολογική υποστήριξη, παιχνίδια και ιστοσελίδες ερωτικού περιεχομένου και, τέλος, εμπορικές συναλλαγές. Ο Sjoberg (1999) διαπίστωσε ότι οι τέσσερις περισσότεροι 79

86 δημοφιλείς λόγοι χρήσης του Διαδικτύου από Σουηδούς εφήβους ήταν: περιήγηση στο Διαδίκτυο, αναζήτηση πληροφοριών, συζήτηση με άλλους, εγκατάσταση προγραμμάτων. Αυτή η ποικιλία στα κίνητρα και τις δραστηριότητες για τη χρήση του Διαδικτύου αναφέρεται επίσης στην πολυπλοκότητα του Διαδικτύου ως νέα τεχνολογία και τις προκλήσεις που θέτει στις παραδοσιακές θεωρίες μαζικής επικοινωνίας. Επιπλέον, όπως συζητήθηκε προηγουμένως, η διερεύνηση των κινήτρων του Διαδικτύου και η χρήση του από την προοπτική της Θεωρίας των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT), είναι ένας καλός τρόπος να γεφυρωθεί το κενό μεταξύ της σημερινής κατανόησης της διαπροσωπικής και της μαζικής επικοινωνίας. Οι Flanagin & Metzger (2001) απέδειξαν ότι δεν είναι λογικό να ταξινομούμε το Διαδίκτυο, είτε ως διαπροσωπικό είτε ως μαζικό κανάλι επικοινωνίας, επειδή μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τους δύο σκοπούς. Ανακάλυψαν ότι κάποιες λειτουργίες του Διαδικτύου ( π.χ. η αποστολή και λήψη πληροφοριών) μοιάζουν περισσότερο με κάποιες λειτουργίες των παραδοσιακών καναλιών μαζικής επικοινωνίας ( π.χ. εφημερίδα, τηλεόραση, περιοδικά). Άλλες λειτουργίες ( π.χ. ηλεκτρονική αλληλογραφία, διαδικτυακή συνομιλία) είναι πιο κοντά στα κανάλια διαμεσολαβούμενης διαπροσωπικής επικοινωνίας (π.χ. τηλέφωνα). Με άλλα λόγια, το Διαδίκτυο μπορεί να χρησιμεύσει ως λειτουργική εναλλακτική για άλλα κανάλια, όπως η επικοινωνία πρόσωπο με πρόσωπο (Papacharissi & Rubin, 2000). 80

87 2.16 Η λειτουργική εναλλακτικότητα των μέσων Ο Katz και οι συνεργάτες του (1973) έθεσαν τον ορισμό ότι δύο μέσα αποτελούν λειτουργικές εναλλακτικές, εάν αυτά εξυπηρετούν εξίσου την ίδια ανάγκη. Αντιθέτως, εάν δύο μέσα εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες, τότε είναι μάλλον εξειδικευμένα, παρά εναλλακτικές επιλογές το ένα για το άλλο (Katz et al., 1973). Οι Rosengren & Windahl (1972) διερεύνησαν το πώς τα μέσα μαζικής επικοινωνίας μπορούν να χρησιμεύσουν ως λειτουργικές εναλλακτικές για την κοινωνική αλληλεπίδραση. Υποστήριξαν ότι ατομικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν τις χρήσεις από τα άτομα των λειτουργικών εναλλακτικών. Για παράδειγμα, άτομα με υψηλού βαθμού εξωστρέφεια και συναισθηματική κατανόηση είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιούν τα κανάλια διαπροσωπικής επικοινωνίας, παρά την ανάγνωση βιβλίων ή την ακρόαση του ραδιοφώνου, προκειμένου να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους για κοινωνική αλληλεπίδραση. Ο Katz και οι συνεργάτες του (1973) ανακάλυψαν ότι καμία μεμονωμένη ανάγκη, σχετιζόμενη με τα μέσα, δεν ικανοποιείται αποκλειστικά και μόνο από τη χρήση των μέσων. Κατέληξαν ότι διαφορετικά μέσα και κανάλια διαπροσωπικής επικοινωνίας ενδεχομένως να αλληλοσυμπληρώνονται, προκειμένου να ικανοποιήσουν τον ίδιο τύπο ανάγκης (Katz et al., 1973). Επειδή τα διαπροσωπικά κανάλια και τα κανάλια των μέσων ίσως αλληλοσυμπληρώνονται ή αντικαθιστούν κατά καιρούς το ένα το άλλο, τα άτομα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα για να ικανοποιήσουν συγκεκριμένες διαπροσωπικές τους ανάγκες ( Rubin & Rubin, 1985). Συγκεκριμένα, η χρήση του Διαδικτύου μπορεί να εξυπηρετήσει διαπροσωπικές ανάγκες, επειδή διαθέτει δραστηριότητες (π.χ. ηλεκτρονική αλληλογραφία, συζήτηση σε chatrooms και ομάδες ειδήσεων) σχετικές με τη διαπροσωπική επικοινωνία. 81

88 Στην προηγούμενη δεκαετία, οι ερευνητές είχαν ξεκινήσει να διερευνούν το πώς οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για να ικανοποιήσουν διαπροσωπικές ανάγκες. Για παράδειγμα, οι Papacharissi και Rubin (2000) παρατήρησαν ότι τα άτομα που δεν ήταν ικανοποιημένα από την επικοινωνία πρόσωπο με πρόσωπο, ήταν πιο πιθανό να στραφούν στο Διαδίκτυο για να ικανοποιήσουν τις διαπροσωπικές ανάγκες τους. Πιο συγκεκριμένα, εκείνοι που αναζητούσαν συναισθηματισμό, συμπερίληψη, έκφραση, κοινωνική αλληλεπίδραση, έλεγχο και επιτήρηση, είχαν την τάση να χρησιμοποιούν πιο συχνά το Διαδίκτυο. Οι Parks και Floyd (1996) διαπίστωσαν ότι εκείνοι που χρησιμοποιούσαν το Διαδίκτυο συχνά ανέπτυσσαν διαπροσωπικές σχέσεις ή διαδικτυακές φιλίες. Ο Bruning (1992) επίσης ανακάλυψε ότι εκείνοι που προσπαθούσαν να ελέγξουν την κατάσταση της ζωής τους και απολάμβαναν την επικοινωνία, ήταν πιο πιθανό σε σχέση με άλλους να χρησιμοποιούν τα διαμεσολαβούμενα από υπολογιστή κανάλια επικοινωνίας. Αν και οι περισσότερες έρευνες πρότειναν μια συγκεκριμένη λειτουργική σχέση μεταξύ μέσων μαζικής επικοινωνίας και διαπροσωπικών καναλιών, υπάρχουν ωστόσο κάποια σημεία ασυνέπειας. Για παράδειγμα, οι Perse και Courtright (1993) ανακάλυψαν ότι η διαπροσωπική αλληλεπίδραση παίζει καλύτερα το ρόλο μιας λειτουργικής εναλλακτικής για τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, παρά τα μέσα μαζικής επικοινωνίας το ρόλο της διαπροσωπικής αλληλεπίδρασης. Επιπλέον, ο Flaherty και οι συνεργάτες του (1998) υποστήριξαν ότι το Διαδίκτυο δεν ήταν μια λειτουργική εναλλακτική για την επικοινωνία πρόσωπο με πρόσωπο (Flaherty et al., 1993). 82

89 2.17 Λειτουργική και τελετουργική χρήση του Διαδικτύου Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο Rubin (1984) ταξινόμησε τα κίνητρα επικοινωνίας σε δύο γενικούς προσανατολισμούς: λειτουργικούς και τελετουργικούς Ο λειτουργικός προσανατολισμός είναι περισσότερο κατευθυνόμενος από το περιεχόμενο και εμπεριέχει σκόπιμη χρήση των μηνυμάτων των μέσων, με σκοπό την επίτευξη στόχων, όπως η αναζήτηση πληροφοριών. Ο τελετουργικός προσανατολισμός είναι περισσότερο κατευθυνόμενος προς το μέσο και εστιάζει στη χρήση των μέσων για κίνητρα αντιπερισπασμού, όπως η διάθεση ελεύθερου χρόνου ( Rubin, 2002, Rubin & Perse, 1987b). Πολλές μελέτες ( π.χ. Perse, 1998, Rubin & Perse, 1987a, 1987b) έχουν υποστηρίξει την εγκυρότητα αυτών των δύο προσανατολισμών στην περίπτωση της τηλεθέασης. Για παράδειγμα, κατά τη διερεύνηση της παρακολούθησης των ειδήσεων της τηλεόρασης, η Perse (1990b) παρουσίασε δύο προσανατολισμούς για τα μέσα: Ο ωφελιμιστικός προσανατολισμός, ο οποίος έχει συνδεθεί στενά με την νοητική ανάμειξη και τα συναισθήματα θυμού Ο προσανατολισμός αντιπερισπασμού, ο οποίος έχει ισχυρή σύνδεση με χαρούμενα συναισθήματα. Αυτοί οι δύο προσανατολισμοί μοιάζουν πολύ με την προσέγγιση του Rubin (1984), όπου ο ωφελιμιστικός προσανατολισμός είναι παρόμοιος με τον λειτουργικό προσανατολισμό και ο προσανατολισμός αντιπερισπασμού παρόμοιος με τον τελετουργικό προσανατολισμό. 83

90 Τα τελευταία χρόνια, οι ερευνητές ( π.χ. Papacharissi & Rubin, 2000) υποστήριξαν ότι τα άτομα έχουν λειτουργικούς και τελετουργικούς προσανατολισμούς και για την χρήση του Διαδικτύου. Οι Metzger & Flanagin (2002) ανακάλυψαν ότι τα άτομα, ειδικά τα μεγαλύτερα σε ηλικία, χρησιμοποιούσαν το Διαδίκτυο περισσότερο λειτουργικά σε σχέση με το πώς χρησιμοποιούσαν τα παραδοσιακά μέσα μαζικής επικοινωνίας, αν και οι χρήστες του Διαδικτύου είχαν τόσο λειτουργικά, όσο και τελετουργικά κίνητρα χρήσης. Αυτοί οι προσανατολισμοί στο Διαδίκτυο έχουν πολλές ομοιότητες με την διάκριση, από τους Atkinson & Kydd (1997) των ενδογενών και των εξωγενών κινήτρων για τη χρήση του Παγκόσμιου Ιστού. Σύμφωνα με τους Atkinson και Kydd, τα ενδογενή κίνητρα βασίζονται στην επιδίωξη της ευχαρίστησης, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Τα εξωγενή κίνητρα βασίζονται στην επιδίωξη κάποιων εξωγενών πολύτιμων αποτελεσμάτων. Τα ενδογενή κίνητρα αποτελούν την «επιτέλεση μιας δραστηριότητας χωρίς φανερή ενίσχυση, πέρα από αυτήν καθεαυτή την διαδικασία επιτέλεσης» (Teo, 2001). Τα εξωγενή κίνητρα αναφέρονται στην «επιτέλεση μιας δραστηριότητας, επειδή αυτή γίνεται αντιληπτή ως βασική για την επίτευξη πολύτιμων αποτελεσμάτων, τα οποία διακρίνονται από την ίδια την δραστηριότητα» (Teo, 2001). Οι Teo & Lai (1999) υποστήριξαν ότι η αντιληπτή χρησιμότητα του Διαδικτύου στην βοήθεια ολοκλήρωσης ενός έργου αποτελεί ένα σημαντικό χαρακτηριστικό ενός εξωγενούς κινήτρου, ενώ τα ευχάριστα συναισθήματα από την χρήση του Διαδικτύου είναι ένα χαρακτηριστικό ενδογενούς κινήτρου. Τέτοια παρουσίαση των ενδογενών και εξωγενών κινήτρων ανταποκρίνεται στην ερμηνεία που δίνει ο Rubin σχετικά με τον λειτουργικό προσανατολισμό (δηλαδή την εστίαση στην ωφελιμότητα του περιεχομένου του μέσου) και τον τελετουργικό προσανατολισμό (δηλαδή την εστίαση στη χρήση του μέσου, παρά στο περιεχόμενό του) (Rubin, 1984). Με αυτή 84

91 την έννοια, η λειτουργική χρήση του Διαδικτύου σχετίζεται με τα εξωγενή κίνητρα, ενώ η τελετουργική χρήση του Διαδικτύου σχετίζεται με τα ενδογενή κίνητρα. 85

92 2.18 Η έννοια της «Ανάμειξης» μεταξύ Ανθρώπινων και Πληροφορικών Συστημάτων Άλλη μία σημαντική έννοια για την κατανόηση της χρήσης των μέσων και των ανταμοιβών είναι η ανάμειξη. Προηγούμενοι ερευνητές προτείνουν ότι η ανάμειξη αποτελεί έναν θεμελιώδη σύνδεσμο μεταξύ χρήσεων των μέσων και των επιπτώσεών τους (Rubin, 1993). Η έννοια την ανάμειξης έχει χρησιμοποιηθεί σε διάφορους ερευνητικούς τομείς, όπως το μάρκετινγκ, τη διαφήμιση και την επικοινωνία. Αν και λίγες έρευνες έχουν εφαρμόσει την έννοια της ανάμειξης στην νέα τεχνολογία, όπως το Διαδίκτυο, είναι σημαντικό να εξεταστεί η ανάμειξη σε σχέση με τα κίνητρα χρήσης του Διαδικτύου και τις επιπτώσεις τους. Ειδικότερα, η ανάμειξη είναι μια παρακινούμενη από κίνητρα δραστηριότητα, η οποία «επηρεάζει και διαμεσολαβεί στις επικοινωνιακές επιλογές μας, στις αλληλεπιδράσεις και τα αποτελέσματα τους» (Rubin, 1998). Η κατανόηση του ρόλου της ανάμειξης μπορεί να διευκολύνει την κατανόησή μας για τη διαδικασία ροής από τα κίνητρα, μέσω της ανάμειξης, στις χρήσεις των μέσων και στα αποτελέσματά τους. Αν και ερευνητές διαφορετικών επιστημονικών κλάδων έχουν μελετήσει την ανάμειξη, ο εννοιολογικός ορισμός και ο τρόπος μέτρησης της ανάμειξης συχνά διαφέρουν. Αν και ένα από τα σημεία εστίασης αυτής της μελέτης είναι η ανάμειξη με τα μέσα, είναι απαραίτητο να αναφέρουμε τη μελέτη της ανάμειξης στην διαφήμιση και στην διαπροσωπική αλληλεπίδραση, επειδή οι έρευνες διαφορετικών τομέων αλληλοσυμπληρώνονται ή υποκαθιστούν η μία την άλλη (Rubin, 1998) και μπορούν να ενισχύσουν την εφαρμογή της συγκεκριμένης παραμέτρου στην παρούσα έρευνα. 86

93 Ανάμειξη στην Διαφήμιση Ο εννοιολογικός ορισμός της ανάμειξης έχει μελετηθεί στον χώρο της διαφήμισης (Andrews et al.,1990). Για παράδειγμα, η Zaichkowsky (1985) όρισε την ανάμειξη ως τον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο αντιλαμβάνεται το αντικείμενο ως σχετικό με τις εγγενείς ανάγκες του, τις αξίες και τα ενδιαφέροντά του. Ο Andrews και οι συνεργάτες του (1990) αντιλήφθηκαν την ανάμειξη ως μια ατομική, εσωτερική κατάσταση διέγερσης, με ιδιότητες δύναμης, κατεύθυνσης και επιμονής. Οι Greenwald & Leavitt (1984) περιέγραψαν την ανάμειξη του κοινού ως απόδοση προσοχής στην πηγή ενός μηνύματος, όταν τέτοια προσοχή είναι απαραίτητη για την κατανόηση του μηνύματος σε θεωρητικό επίπεδο. Επιπρόσθετα, οι Greenwald & Leavitt πρότειναν τέσσερα επίπεδα ανάμειξης σε ανιούσα σειρά: προ-προσοχή, εστιακή προσοχή, κατανόηση και λεπτομερής επεξεργασία. Υπάρχουν βασικά και κοινά στοιχεία σε αυτούς τους εννοιολογικούς ορισμούς της ανάμειξης του κοινού. Οι Laczniak & Grossbart (1989) συνόψισαν αυτά τα βασικά στοιχεία: όταν κάποιος αναμειγνύεται περισσότερο στη διαφήμιση, αυτός/αυτή οφείλει α) να δώσει περισσότερη προσοχή στο μήνυμα και β) να χρησιμοποιεί πιο εμπορικές στρατηγικές επεξεργασίας σε αντίθεση με τις μη εμπορικές. Επιπλέον, οι Buchholz και Smith (1991) δήλωσαν ότι όσο περισσότερα διαφορετικά κοινά εμπλέκονται στη διαφήμιση, τόσο περισσότερη διανοητική προσπάθεια θα καταβάλλουν στην αναζήτηση πληροφοριών και στην κατανόηση. Οι ερευνητές έχουν οριοθετήσει δύο διαστάσεις της ανάμειξης: Την νοητική και τη συναισθηματική ( Putrevu & Lord, 1994, Zaichkowsky, 1994). Η νοητική ανάμειξη δίνει έμφαση στην επεξεργασία πληροφοριών από τους ανθρώπους, ενώ η 87

94 συναισθηματική ανάμειξη τονίζει τα συναισθήματα των ατόμων, τις διαθέσεις τους και τις αισθήσεις που διεγείρονται από τη διαφήμιση ( Zaichkowsky, 1994). Τα τελευταία χρόνια, οι ερευνητές έχουν δώσει μεγαλύτερη προσοχή στην συναισθηματική ανάμειξη, παρά στην πρότερη τάση εστίασης αποκλειστικά και μόνο στην νοητική ανάμειξη (Murry, et al.,, 1992, O Cass, 2002, Pelsmacker & Anckaert, 2002). Επειδή η επίγνωση και το συναίσθημα αναφέρονται περισσότερο στους ανθρώπους, παρά στα προϊόντα, οι ερευνητές στην διαφήμιση υποστήριξαν ότι η σημείο εστίασης στην ανάμειξη θα πρέπει να είναι προς τους ανθρώπους και όχι προς τα προϊόντα, τα αντικείμενα ή τις καταστάσεις, αν και τα εξωγενή ερεθίσματα φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάμειξη του κοινού ( Andrews et al, 1990). Οι Park & Young (1986) δήλωσαν επίσης ότι η προηγούμενη έρευνα σχετικά με την ανάμειξη του κοινού, κατά κύριο λόγο, εστιάστηκε στον βαθμό στον οποίο ένα μήνυμα ή ένα θέμα σχετίζεται με το κοινό. Αυτή η εστίαση είναι ετεροχρονισμένη επειδή δεν εξηγεί αποτελεσματικά τη συμπεριφορά του ατόμου-καταναλωτή. Αντιθέτως, μπορεί να είναι πιο διαφωτιστική για την εξέταση των κινήτρων που υποκρύπτονται πίσω από τον τρόπο με τον οποίο ένα προϊόν παρουσιάζεται στον καταναλωτή (Park & Young, 1986). Μια τέτοια πρόταση έρχεται σε συμφωνία με τον εννοιολογικό ορισμό της Zaichkowsky (1986) για την ανάμειξη. Η συγκεκριμένη επισήμανε ότι: «η ανάμειξη πρέπει να λειτουργεί ως διαμεσολαβητής μεταξύ προδρομικών παραγόντων ( π.χ. ατομικές ανάγκες) και τα πιθανά αποτελέσματα ( π.χ. προτίμηση μιας φίρμας και συμπεριφορά αναζήτησης πληροφοριών)». Επειδή οι ανάγκες καθοδηγούν τα κίνητρα, μια τέτοια γραμμική σχέση θα είναι ως εξής: κίνητρα ανάμειξη νοοτροπίες απέναντι στην διαφημιστική ή αγοραστική συμπεριφορά. 88

95 Επιπλέον, οι Park & Young (1986) επιβεβαίωσαν ότι δύο είδη κινήτρων υποκρύπτονται στην ανάμειξη στη διαφήμιση. Ένα είναι το ωφελιμιστικό κίνητρο, το οποίο σχετίζεται με την λειτουργική αποδοτικότητα του προϊόντος ( π.χ. το πώς ένα προϊόν βοηθά στην ολοκλήρωση ενός έργου). Το άλλο είναι το εκφραστικό κίνητρο της αξίας, το οποίο σχετίζεται με την συναισθηματική επίκληση της διαφήμισης. Αυτή η κατηγοριοποίηση είναι παρόμοια με τις διακρίσεις μεταξύ ενδογενών και εξωγενών κινήτρων και τους λειτουργικούς και τελετουργικούς προσανατολισμούς. Δηλαδή, το ωφελιμιστικό κίνητρο μοιάζει με το ενδογενές ή το λειτουργικό κίνητρο, επειδή τέτοια κίνητρα τονίζουν τη χρησιμότητα του περιεχομένου της διαφήμισης (δηλαδή το προϊόν). Το εκφραστικό κίνητρο της αξίας μοιάζει με το εξωγενές ή το τελετουργικό κίνητρο, επειδή τέτοια κίνητρα εστιάζονται στην ίδια τη χρήση της διαφήμισης, παρά στα προϊόντα. Επιπλέον, τα ωφελιμιστικά κίνητρα αποτελούν προδρόμους για την νοητική ανάμειξη, ενώ τα εκφραστικά της αξίας κίνητρα αποτελούν προδρόμους για την συναισθηματική ανάμειξη (Park & Young, 1986). 89

96 Ανάμειξη στη Διαπροσωπική Αλληλεπίδραση Η ανάμειξη έχει καθοριστεί επίσης ως ένα σημαντικό στοιχείο στη μελέτη των διαπροσωπικών σχέσεων και στη διαπροσωπική αλληλεπίδραση. Ο Cegala (1981) όρισε την ανάμειξη αλληλεπίδρασης ως «το βαθμό στον οποίο ένα άτομο έχει μερίδιο σε ένα κοινωνικό περιβάλλον». Δηλαδή, όσο πιο αναμειγμένοι είναι οι άνθρωποι, τόσο πιο δεσμευμένοι και εστιασμένοι είναι στο άτομο με το οποίο αλληλεπιδρούν. Όπως υποστήριξε ο Dillard και οι συνεργάτες του (1999), η ανάμειξη αποτελεί μια απεικόνιση του πώς δύο άνθρωποι δεσμεύονται σε μια αλληλεπίδραση και αλληλοεξαρτώνται. Για το λόγο αυτό, ο βαθμός στον οποίο η ανάμειξη μπορεί να περιγραφεί σε μια διπλής διάστασης συνέχεια είναι: αναμεμειγμένος-μη αναμεμειγμένος ή δεσμευμένος-αποτραβηγμένος (Dillard et al, 1999). Οι ερευνητές έχουν διαφορετικές γνώμες σχετικά με τον αριθμό των διαστάσεων που θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην ανάμειξη αλληλεπίδρασης. Για παράδειγμα, ο Cegala και οι συνεργάτες του (1982) προσδιόρισαν τρεις διαστάσεις ανάμειξης: ικανότητα απόκρισης (π.χ. νοητική προειδοποίηση για την κατάσταση) ικανότητα αντίληψης (π.χ. ικανότητα απόδοσης ευθυνών στην συμπεριφορά του ενός ή του άλλου) ικανότητα προσοχής ( π.χ. επίγνωση των παραγόντων που μπορούν να έχουν αντίκτυπο στην αλληλεπίδραση). Οι Coker και Burgoon (1987) πρότειναν πέντε διαστάσεις στην ανάμειξη της αλληλεπίδρασης: αμεσότητα, εκφραστικότητα, διαχείριση αλληλεπίδρασης, κοινωνική ανησυχία και μετάθεση του σημείου εστίασης. Πιο πρόσφατα, ο Burgoon και οι συνεργάτες του (2002) επισήμαναν ότι η ανάμειξη της αλληλεπίδρασης θα πρέπει να 90

97 αποτελεί σημείο νοητικής, συναισθηματικής και συμπεριφοριστικής δέσμευσης στην ανθρώπινη αλληλεπίδραση. Αν και οι ερευνητές έχουν εντοπίσει διαφορετικές διαστάσεις ανάμειξης, τείνουν να συμφωνήσουν ότι τόσο η διανόηση, όσο και το συναίσθημα είναι εξίσου σημαντικά στην ανάμειξη αλληλεπίδρασης. Αυτή η τάση είναι πιο φανερή τα τελευταία χρόνια ( Dillard et al, 1999). Κατά συνέπεια, η ανάμειξη αλληλεπίδρασης εμπεριέχει, τουλάχιστον, τόσο νοητική όσο και συναισθηματική ανάμειξη (Guerrero, 1996). Επιπλέον, αποτελεί ένδειξη έντονης διανοητικής συμμετοχής σε ένα κοινωνικό θέμα (Burgoon et al., 2002, Dillard et al., 1999). Τα προηγούμενα χρόνια οι ερευνητές εξέτασαν την ανάμειξη αλληλεπίδρασης σε μια ποικιλία επικοινωνιακών συνθηκών, όπως π.χ. στα πλαίσια μιας μικρής ομάδας (π.χ. Allen, 1991), σε διαπολιτισμικό επίπεδο ( π.χ. Chen, 1992, Chen, 1997) και σε εκπαιδευτικό περιβάλλον ( π.χ. Myers & Bryant, 2002). Οι Rubin & Taylor (1988) εξέτασαν τη σχέση μεταξύ κοινωνικών νοοτροπιών ( π.χ. πολιτική αποτελεσματικότητα) και ανάμειξης αλληλεπίδρασης (δηλ αδή την προσοχή) στα πλαίσια της τηλεθέασης. Αν και δε διαπίστωσαν κάποια σημαντική σχέση μεταξύ αυτών των δύο εννοιών, η μελέτη τους προσέλκυσε τη προσοχή των ερευνητών στο ρόλο της ανάμειξης αλληλεπίδρασης στην έρευνα των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Ωστόσο, λίγες έρευνες εξέτασαν το ρόλο της ανάμειξης αλληλεπίδρασης στα πλαίσια της επικοινωνίας μέσω υπολογιστών. Ο λόγος πιθανώς να είναι ότι οι πρώτοι επικοινωνιακοί ερευνητές είχαν μια σχετικά στενή αντίληψη της ανάμειξης αλληλεπίδρασης. Για παράδειγμα, ο Cegala και οι συνεργάτες του (1982) επισήμαναν ότι η ανάμειξη αλληλεπίδρασης περιορίζεται μόνο σε διαπροσωπικές συνθήκες στα πλαίσια μιας μελέτης για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της ανάμειξης 91

98 αλληλεπίδρασης και της επικοινωνιακής αντίληψης ( Cegala et al., 1982). Αυτό το επιχείρημα όμως δεν έχει εφαρμογή στο περιβάλλον των νέων μέσων μαζικής επικοινωνίας, επειδή η σύνδεση μεταξύ διαμεσολαβούμενης επικοινωνίας και της διαπροσωπικής επικοινωνίας είναι ασαφής. Για παράδειγμα, η μελέτη του Sherblom (1990) εισηγείται ότι η έκφραση των ατόμων στην ανάμειξη αλληλεπίδρασης μέσω της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, μοιάζει πολύ με την έκφρασή τους στην διαπροσωπική αλληλεπίδραση. Ο Sherblom διαπίστωσε ότι κάποιος είχε την τάση να χρησιμοποιεί πιο συχνά λέξεις, όπως το «εμείς» και το «εκείνοι» στην ηλεκτρονική αλληλογραφία, όταν ήταν σε υψηλό βαθμό αναμεμειγμένος σε επικοινωνία με άλλους. Το ίδιο συμβαίνει και στον τρόπο ομιλίας των ατόμων που είναι σε υψηλό βαθμό αναμεμειγμένοι σε μια διαπροσωπική επικοινωνία. Η έρευνα έχει δείξει ότι διαπροσωπικά κίνητρα επηρεάζουν την ανάμειξη αλληλεπίδρασης και η ανάμειξη αλληλεπίδρασης επηρεάζει την επικοινωνιακή συμπεριφορά. Για παράδειγμα, οι Anderson & Martin (1995) ανακάλυψαν ότι τα επικοινωνιακά κίνητρα επηρεάζουν την ανάμειξη αλληλεπίδρασης (δηλαδή, την ικανότητα προσοχής, αντίληψης και απόκρισης) στα πλαίσια μιας μικρής ομάδας επικοινωνίας. Ειδικότερα, τα κίνητρα ελέγχου, απόδρασης και συμπερίληψης σχετίζονταν αρνητικά με την ικανότητα απόκρισης, ενώ η ευχαρίστηση σχετιζόταν θετικά με την ικανότητα απόκρισης. Ο Downs (1985) ανακάλυψε ότι τα άτομα που ήταν σε υψηλό βαθμό αναμεμειγμένα σε μια αλληλεπίδραση αποκρίνονταν πιο αποτελεσματικά στις ανάγκες των συνομιλητών τους. Οι Campbell & Neer (2001) εξέτασαν το ρόλο της ανάμειξης αλληλεπίδρασης στην επικοινωνία μέσω υπολογιστών. Διαπίστωσαν ότι η ανάμειξη αλληλεπίδρασης μπορεί να επηρεάσει το ύφος της διαδικτυακής επικοινωνίας και διατύπωσαν την ακόλουθη σχέση: 92

99 Διαπροσωπικά Κίνητρα Ανάμειξη Αλληλεπίδρασης Επικοινωνιακή Συμπεριφορά Σε αυτό το μοντέλο η ανάμειξη αλληλεπίδρασης λειτουργεί ως διαμεσολαβητής μεταξύ διαπροσωπικών κινήτρων και επικοινωνιακής συμπεριφοράς. 93

100 Ανάμειξη στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας Στην έρευνα των μέσων μαζικής επικοινωνίας, η ανάμειξη έχει να κάνει με τη σχέση μεταξύ των χρηστών των μέσων και των μηνυμάτων που διαβιβάζουν τα μέσα ή ακόμα και με τα ίδια τα μέσα ( Levy & Windahl, 1985), με το προσωπικό των μέσων ( Rubin & Perse, 1987a) και με τους άλλους χρήστες των μέσων ( Rubin & Step, 1997). Οι Rubin & Perse (1987 a) όρισαν την ανάμειξη με τα μέσα ως «τη νοητική, συναισθηματική και την συμπεριφοριστική συμμετοχή κατά τη διάρκεια και εξαιτίας της έκθεσης σε αυτά». Η ανάμειξη δίνει έμφαση στο γεγονός ότι η έδρα της ανάμειξης βρίσκεται μέσα στο άτομο, παρά μέσα στα μηνύματα ή τα ερεθίσματα. Επιπλέον, η ανάμειξη με τα μέσα τονίζει την αλληλεπίδραση μεταξύ κοινού και εξωγενών παραγόντων (δηλαδή, των μηνυμάτων ή των μέσων). Αυτή η έμφαση ανταποκρίνεται στο επιχείρημα του Andrews και των συνεργατών του (1990), ότι η έδρα της ανάμειξης στη διαφήμιση βρίσκεται στους καταναλωτές και όχι στα προϊόντα. Για το λόγο αυτό, προκειμένου να γίνει κατανοητή η ανάμειξη στα μέσα, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε το εκάστοτε κοινό. Η ανάμειξη είναι ζωτική στην ερμηνεία του «ρόλου των ενεργών αλληλεπιδρώντων ατόμων στην επικοινωνία» (Rubin, 1998). 94

101 Ανάμειξη και δραστηριότητα κοινού Η έννοια της δραστηριότητας του κοινού έχει αποτελέσει σημείο εστίασης πολλών παρελθοντικών μελετών σχετικά με αυτό. Η σύνδεση μεταξύ δραστηριότητας του κοινού και της ανάμειξης με τα μέσα είναι προφανής. Ο Lin (1993) εξήγησε ότι η δραστηριότητα του κοινού αποτελεί μια δομή, η οποία περιγράφει την ανάμειξη του κοινού στη διαδικασία της χρήσης των μέσων. Η δραστηριότητα του κοινού εκδηλώνεται κατά κύριο λόγο μέσω των κινήτρων για τη χρήση των μέσων, δηλαδή, την ωφελιμότητα, την επιλεκτικότητα και την ανάμειξη με τα μηνύματα ( Blumler, 1979). Οι Levy & Windahl (1984) χρησιμοποίησαν δύο διαστάσεις για να κάνουν αντιληπτή την έννοια της δραστηριότητας του κοινού. Η διάσταση του προσανατολισμού περιλαμβάνει την επιλεκτικότητα, την ανάμειξη και τη χρήση Η χρονική διάσταση καλύπτει δραστηριότητες πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την έκθεση Οι Levy & Windahl (1984) χρησιμοποίησαν αυτές τις δύο διαστάσεις ως τις δύο κάθετες ενός πίνακα και διαμόρφωσαν μια τυπολογία εννιά κελιών, απεικονίζοντας την δραστηριότητα του κοινού να διαφοροποιείται με βάση τον προσανατολισμό του κοινού (δηλαδή, επιλεκτικότητα, ανάμειξη και χρήση) και την επικοινωνιακή χρονική αλληλουχία (δηλαδή πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την έκθεση). Αυτό σημαίνει ότι η δραστηριότητα του κοινού ποικίλει κατά τη διάρκεια διαφορετικών περιόδων έκθεσης. Οι Levy & Windahl (1984) υποστήριξαν ότι κάθε ένα από τα εννιά κελιά πρέπει να αντιπροσωπεύει διαφορετικά είδη δραστηριότητας του κοινού. Εστίασαν σε τρία είδη δραστηριοτήτων: 95

102 την επιλεκτικότητα πριν την έκθεση την ανάμειξη κατά τη διάρκεια της έκθεσης τη χρήση μετά την έκθεση. Το πρώτο είδος δραστηριότητας αναφέρεται στα κίνητρα των ατόμων για χρήση των μέσων. Το δεύτερο είδος αναφέρεται στην ψυχολογική δέσμευση των ατόμων. Το τρίτο είδος αναφέρεται στη χρησιμότητα των μέσων και τις επιδράσεις τους. Επειδή αυτά τα τρία είδη δραστηριοτήτων υπάρχουν στα πλαίσια μιας χρονικής διάστασης, μια τέτοια σχέση μεταξύ των κινήτρων των μέσων, τη δέσμευσης καθώς και των χρήσεων και των επιδράσεών των μέσων, θα πρέπει να ακολουθεί μια χρονική σειρά: Κίνητρα επί των μέσων Ανάμειξη Χρήση των μέσων και επιδράσεις Αυτή που θεμελιώνει τη δραστηριότητα του κοινού είναι η ενεργοποιούμενη από κίνητρα χρήση των μέσων (Levy & Windahl, 1984, 1985). Η έρευνα έχει δείξει ότι συγκεκριμένα κίνητρα προβλέπουν διαφορετικούς τύπους δραστηριότητας. Οι Rubin & Perse (1987b) διαπίστωσαν ότι το κίνητρο αναζήτησης συναρπαστικών και διασκεδαστικών πληροφοριών συνδεόταν θετικά: με την σκοπιμότητα στην αναζήτηση με την ανάμειξη στις τηλεοπτικές ειδήσεις Η παρακολούθηση από συνήθεια ή για διάθεση ελεύθερου χρόνου σχετιζόταν αρνητικά με την επιλεκτικότητα και τη σκοπιμότητα. Επομένως, είναι λογικό να υποστηριχθεί ότι τα κίνητρα προβλέπουν την ανάμειξη με τα μέσα. Όπως διαβεβαίωσε ο Rubin, η ανάμειξη είναι μια καθοδηγούμενη από κίνητρα δραστηριότητα. Πιο συγκεκριμένα, τα λειτουργικά κίνητρα συνδέονται με δραστηριότητες υψηλότερου βαθμού ανάμειξης ( π.χ. σχεδιασμός, προσοχή), ενώ τα 96

103 τελετουργικά κίνητρα συνδέονται με λιγότερη ανάμειξη ( π.χ. περισσότεροι τρόποι απόσπασης) (Rubin & Perse, 1987b, Perse, 1990a, 1990b, 1998). Αν και η έρευνα σχετικά με τη δραστηριότητα του κοινού πραγματοποιείται εδώ και καιρό, η διαφορά μεταξύ της δραστηριότητας του κοινού και της ανάμειξης παραμένει αδρή. Οι λόγοι για αυτό μπορεί να είναι ότι: η δραστηριότητα του κοινού εμπεριέχει μια πολυδιάστατη δομή ( Blumler, 1979) οι ερευνητές είχαν αντιληφθεί την ανάμειξη διαφορετικά στο παρελθόν (Rubin, 1998) τα προϋπάρχοντα μέτρα της δραστηριότητας του κοινού ποικίλουν (Lin, 1993) Ωστόσο, φαίνεται ότι η δραστηριότητα του κοινού αποτελεί έννοια η οποία καλύπτει ευρύτερη έκταση από την ανάμειξη. Όπως επισήμανε ο Rubin (1998), οι ερευνητές των μέσων μαζικής επικοινωνίας συχνά ταξινομούσαν την ανάμειξη στην ευρύτερη κατηγορία της δραστηριότητας του κοινού. Αν και η πολυδιάστατη ιδιότητά της συνδυάζει τον εννοιολογικό ορισμό και τη μέτρηση της δραστηριότητας του κοινού, οι ερευνητές έχουν προσπαθήσει να περιορίσουν αυτήν την έννοια, ώστε να κάνουν ευκολότερη τη διαχείρισή της σε συγκεκριμένες μελέτες. Για παράδειγμα, ο Lin (1993) όρισε τη δραστηριότητα του κοινού ως τη δέσμευση του κοινού στη διαδικασία χρήσης των μέσων και υποστήριξε ότι η δραστηριότητα του κοινού μπορεί «να πάρει τη μορφή της διανοητικής ανάμειξης, της συναισθηματικής ανάμειξης ή της συμπεριφοριστικής απόκρισης». Για να τεθεί διαφορετικά, ο Lin περιόρισε την έννοια της δραστηριότητας του κοινού κατά την εξέταση του ρόλου της δραστηριότητας του κοινού. Αυτό είναι συνεπές με το επιχείρημα ότι η δραστηριότητα του κοινού μπορεί να λάβει πολλές μορφές, μία από τις οποίες είναι η ανάμειξη (McLeod et al., 1991). 97

104 Ως κεντρικό σημείο της Θεωρία των Χρήσεων και των Ανταμοιβών (UGT),, η έννοια «δραστηριότητα κοινού», έχει τύχει μεγάλης προσοχής από τους ερευνητές των μέσων. Ο Rubin (1998) τόνισε ότι η δραστηριότητα του κοινού είναι ζωτικής σημασίας μεσολαβητής μεταξύ προδρομικών παραγόντων και των αποτελεσμάτων της επικοινωνίας. Οι Kim και Rubin (1997) διαφοροποίησαν την ωφελιμιστική δραστηριότητα του κοινού (δηλαδή, την επιλεκτικότητα, την προσοχή και την ανάμειξη), η οποία μπορεί να ενισχύσει τις επιδράσεις των μέσων, από την αποτρεπτική δραστηριότητα του κοινού (δηλαδή την αποφυγή, την απόσπαση και τον σκεπτικισμό), η οποία μπορεί να παρακωλύσει τις επιδράσεις των μέσων. Ανακάλυψαν ότι οι ωφελιμιστικές δραστηριότητες ( π.χ. ανάμειξη, επιλεκτική αντίληψη) ήταν θετικοί προγνωστικοί δείκτες των επιδράσεων της καλλιέργειας, ενώ οι αποτρεπτικές δεν είχαν καμία επίδραση στην καλλιέργεια. Επιπλέον, εξήγησαν ότι οι ωφελιμιστικές δραστηριότητες ενίσχυαν τις επιδράσεις των μέσων, επειδή τέτοιες δραστηριότητες αυξάνουν την ανάμειξη του κοινού με τα μηνύματα των μέσων, ενώ αποτρεπτικές δραστηριότητες την ελαττώνουν. Θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε το ρόλο της ανάμειξης κατά τη διερεύνηση της δραστηριότητας του κοινού. Μια τέτοια προσπάθεια έρχεται σε συμφωνία με το επιχείρημα του Rubin (1998) ότι η μελλοντική έρευνα για τις επιδράσεις των μέσων θα πρέπει να αφιερώσει μεγαλύτερη προσοχή στον διαμεσολαβητικό ρόλο της ανάμειξης. Παρόλα αυτά, είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστεί η σχέση μεταξύ των κινήτρων και της ανάμειξης, επειδή και οι δύο παράμετροι ερμηνεύουν το πόσο ενεργό είναι ένα κοινό ( Rubin, 1998). Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, τα κίνητρα περιγράφουν τη δραστηριότητα πριν την έκθεση στα μέσα. Επιπλέον, όπως θα εξηγηθεί παρακάτω, η προηγηθείσα έρευνα υποστηρίζει το επιχείρημα ότι η ανάμειξη περιγράφει τη δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της έκθεσης στα μέσα. Για το λόγο 98

105 αυτό, από την σύγχρονη σκοπιά, είναι νόμιμο να υποθέσουμε ότι το κίνητρο αποτελεί πρόδρομο της ανάμειξης. Επιπλέον, η προηγηθείσα έρευνα έχει επισημάνει ότι η ανάμειξη επηρεάζει τις επιδράσεις των μέσων. Για παράδειγμα, η Perse (1990 c) παρατήρησε ότι η διανοητική ανάμειξη ( π.χ. προσοχή και λεπτομερής επεξεργασία) και η θεώρηση της προσωπικής - κοινωνικής ωφελιμότητας ως κίνητρα προέβλεπαν θετικά την απόκτηση πληροφοριών, ενώ η εξοικείωση και η διασκέδαση ως κίνητρα προέβλεπαν αρνητικά την απόκτηση πληροφοριών. Μια ταξινόμηση της ανάμειξης των μέσων στην προηγηθείσα έρευνα έχει να κάνει με την χρονική διάσταση της δραστηριότητας του κοινού. Όπως υποστήριξαν οι Levy & Windahl (1985), η ανάμειξη έχει διαφορετικές λειτουργίες στα διαφορετικά στάδια της χρήσης των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Για παράδειγμα, πριν την αξιολόγηση των μέσων, η ανάμειξη αναφέρεται στις προσδοκίες και τους σκοπούς της χρήσης των μέσων. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της χρήσης των μέσων, αναφέρεται στην προσοχή και την παρα-κοινωνική αλληλεπίδραση. Μετά την ολοκλήρωση της χρήσης των μέσων, η ανάμειξη αναφέρεται στον προσδιορισμό της ταυτότητας του κοινού μέσω των χαρακτήρων των μέσων και της φαντασίας (Levy & Windahl, 1985). Από αυτή την χρονική προοπτική, οι Perse & Rubin (1988) εξέτασαν τη σχέση μεταξύ ανάμειξης και παρακολούθησης τηλεοπτικής σαπουνόπερας και διαπίστωσαν ότι η ανάμειξη κατά τη διάρκεια και των τριών χρονικών σταδίων σχετιζόταν θετικά με την ικανοποίηση από το πρόγραμμα. Πιο συγκεκριμένα, η υψηλή πρόθεση παρακολούθησης του προγράμματος (πριν την έκθεση δραστηριότητα), η υψηλή προσοχή παρακολούθησης και παρα-κοινωνική αλληλεπίδραση (κατά τη διάρκεια της έκθεσης δραστηριότητα) και η υψηλή νοητική δραστηριότητα και συζήτηση μετά την παρακολούθηση (μετά την έκθεση δραστηριότητα), σχετίζονταν θετικά με την 99

106 ικανοποίηση από την παρακολούθηση σαπουνόπερας. Ωστόσο, βρήκαν επίσης ότι μόνο η δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της έκθεσης προέβλεπε στην πραγματικότητα την ικανοποίηση, η οποία «μπορούσε καλύτερα να ερμηνευθεί από την άμεση εμπειρία με το πρόγραμμα (κατά τη διάρκεια της έκθεσης), παρά από την αναμονή ή από την ανάμνηση αυτού» (Perse & Rubin, 1988). Το παραπάνω εύρημα, ότι μόνο η δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της έκθεσης προβλέπει τις επιδράσεις των μέσων, δείχνει ότι οι ερευνητές πρέπει να αναθεωρήσουν την εννοιολογική αντίληψη της ανάμειξης με τα μέσα. Η Perse (1990c) ισχυρίστηκε ότι η ανάμειξη θα πρέπει να θεωρείται ως «η προσωπική συμμετοχή κατά την αποδοχή ενός μηνύματος». Επιπλέον, υποστήριξε ότι η ανάμειξη είναι προφανής τόσο στην ανθρώπινη διανόηση, όσο και στο συναίσθημα και επομένως, οι ερευνητές πρέπει να διακρίνουν δύο τύπους ανάμειξης: διανοητική ανάμειξη και συναισθηματική ανάμειξη. 100

107 Διανοητική ανάμειξη Η ανάμειξη σχετίζεται στενά με την διανοητική επεξεργασία των μηνυμάτων (Stephenson & Palmgreen, 2001). Η Perse (1990 b) υποστήριξε ότι η διανοητική ανάμειξη απεικονίζεται στην «ενεργή συμμετοχή κατά την επεξεργασία των πληροφοριών». Παρομοίως με την ανάμειξη στη διαφήμιση, η διανοητική ανάμειξη με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας περιλαμβάνει προσοχή, αναγνώριση και λεπτομερή επεξεργασία ( Perse, 1990b, 1990c). Τα άτομα, τα οποία είναι αναμεμειγμένα σε υψηλό βαθμό νοητικά, τείνουν να είναι πιο προσεχτικά και περισσότερο δεσμευμένα στην αναγνώριση και την λεπτομερή επεξεργασία των πληροφοριών. Η Perse (1990 a) χρησιμοποίησε τέσσερις δείκτες διανοητικής ανάμειξης, προκειμένου να μελετήσει την τηλεθέαση (δηλαδή την σκοπιμότητα, την προσοχή, την λεπτομερή επεξεργασία και τη δέσμευση σε συμπεριφορές απόσπασης). Η σκοπιμότητα χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τη δραστηριότητα του κοινού πριν την έκθεση. Στην μελέτη της, η διανοητική ανάμειξη κατά τη διάρκεια της έκθεσης εκφραζόταν από την υψηλού βαθμού προσοχή, την λεπτομερή επεξεργασία και κάποιες συμπεριφορές απόσπασης. Επομένως, φαίνεται ότι η διανοητική ανάμειξη σχετίζεται θετικά με την προσοχή και τις νοητικές προσπάθειες. Όπως επισήμανε ο Roser (1990), «ο ορισμός της διανοητικής ανάμειξης δίνει έμφαση στην προσοχή και τον βαθμό επεξεργασίας». 101

108 Συναισθηματική Ανάμειξη Η συναισθηματική ανάμειξη γίνεται ορατή στις συναισθηματικές αντιδράσεις των ατόμων απέναντι στις πληροφορίες και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας ( Perse, 1990b). Οι ερευνητές της επικοινωνίας δεν έχουν δώσει αρκετή προσοχή στο ρόλο που παίζει το συναίσθημα στην ανθρώπινη επικοινωνία, αν και η έρευνα πάνω στο συναίσθημα έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια (Perse, 1990a, 1990b, 1998). Παρόλα αυτά, χωρίς να ληφθούν υπόψη τόσο η νόηση όσο και το συναίσθημα, είναι ανέφικτο να ερμηνευθεί εκτενώς η ανθρώπινη συμπεριφορά ( Scherer, 1984). Το επιχείρημα του Scherer εφαρμόζεται επίσης στην χρήση των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Προκειμένου για να κατανοηθούν καλύτερα οι χρήσεις των μέσων και οι επιδράσεις τους, οι ερευνητές πρέπει να λάβουν υπόψη τόσο το ρόλο της νόησης, όσο και του συναισθήματος (Perse, 1990a, 1990b, 1998). Οι ερευνητές έχουν προτείνει διάφορα συναισθήματα, τα οποία αισθάνονται οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια της έκθεσής τους στα μέσα. Για παράδειγμα, μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα βιώνουν θυμό ( π.χ. Haridakis & Rubin, 2003), φόβο (π.χ. Cantor et al., 1988), ή αποστροφή ( π.χ. Lemish, 1985), όταν παρακολουθούν συγκεκριμένα τηλεοπτικά προγράμματα. Πρόσφατα, ο Rubin και οι συνεργάτες του (2003) ανακάλυψαν ότι η αυξημένη επιθυμία τηλεθεατών παρακολούθησης ταινιών σχετικών με τρομοκρατικές ενέργειες, μετά τα γεγονότα της 11 ης Σεπτεμβρίου, συσχετίζεται με το φόβο τους μήπως πέσουν και οι ίδιοι θύματα τρομοκρατών. Όπως επισημάνθηκε νωρίτερα, οι σχέσεις μεταξύ των χρηστών των μέσων και των προσωπικοτήτων που παρουσιάζει το μέσο, υποδηλώνει επίσης ανάμειξη με αυτό. Επομένως, η παρα-κοινωνική αλληλεπίδραση νοείται συχνά ως μια μορφή συναισθηματικής ανάμειξης (Rubin & Perse, 1987a). Για παράδειγμα, ο Rubin και οι 102

109 συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι το κίνητρο παρακολούθησης τηλεόρασης για την αναζήτηση πληροφοριών σχετιζόταν θετικά με την παρα-κοινωνική αλληλεπίδραση (Rubin et al., 1985). Επίσης, η παρα-κοινωνική αλληλεπίδραση σχετιζόταν θετικά με την εξοικείωση με τις τηλεοπτικές ειδήσεις και την εμπιστοσύνη προς την τηλεόραση, που εκδηλώνεται όταν τα άτομα αισθανθούν μοναξιά. Οι Rubin & McHugh (1987) παρατήρησαν ότι η παρα -κοινωνική αλληλεπίδραση σχετιζόταν θετικά με τη στάση κάποιου απέναντι σε έναν τηλεοπτικό χαρακτήρα. Όσο ισχυρότερη η παρα-κοινωνική αλληλεπίδραση, τόσο πιο πιθανό για κάποιον να αντιληφθεί έναν τηλεοπτικό χαρακτήρα, ως οικείο του. 103

110 Η ανάμειξη με τα μέσα ως διαμεσολαβητής Αρκετοί ερευνητές έχουν διερευνήσει τη σχέση μεταξύ των κινήτρων για τα μέσα, της ανάμειξης και των επιδράσεων των μέσων. Η Perse (1990a) ανακάλυψε ότι η λειτουργική τηλεθέαση συνδεόταν θετικά με την λεπτομερή επεξεργασία, ενώ η δέσμευση σε συμπεριφορές απόσπασης συνδεόταν θετικά με τα τελετουργικά κίνητρα τηλεθέασης. Με άλλα λόγια, η νοητική ανάμειξη συνδεόταν με τα λειτουργικά κίνητρα περισσότερο από ότι συνδεόταν με τα τελετουργικά. Η Perse (1990b) ανακάλυψε επίσης ότι τα ωφελιμιστικά κίνητρα στην παρακολούθηση των τοπικών ειδήσεων, συνδέονταν με υψηλή νοητική ανάμειξη και συναισθήματα θυμού. Τα κίνητρα απόσπασης συνδέονταν με ευχάριστα συναισθήματα. Οι Rubin & Step (1997) παρατήρησαν ότι τα κίνητρα αναζήτησης πληροφοριών και διασκέδασης, αποτελούσαν θετικούς προγνωστικούς παράγοντες της ανάμειξης με το περιεχόμενο τηλεοπτικών talk show. Η Perse (1998) διαπίστωσε ότι τα λειτουργικά κίνητρα τηλεθέασης ήταν πολύ σημαντικοί προγνωστικοί δείκτες της διανοητικής και συναισθηματικής ανάμειξης (θετικές αντιδράσεις), όταν μελετούσε την τηλεθέαση. Τα τελετουργικά κίνητρα προέβλεπαν συναισθηματική ανάμειξη (αρνητικές αντιδράσεις), αλλά δεν συσχετίζονταν με τη διανοητική ανάμειξη. Η έρευνα έχει δείξει ότι τόσο η διανοητική, όσο και η συναισθηματική ανάμειξη επηρεάζουν τη χρήση των μέσων και τα αποτελέσματά τους. Η Perse (1998) υποστήριξε ότι άτομα με υψηλή διανοητική ανάμειξη και θετικά συναισθήματα ήταν λιγότερο πιθανό να αλλάξουν κανάλι κατά την παρακολούθηση τηλεόρασης. Από την άλλη μεριά, άτομα με χαμηλή διανοητική ανάμειξη και αρνητικά συναισθήματα ήταν πιο πιθανό να αλλάξουν κανάλι. Οι Henning & Vorderer (2001) ανακάλυψαν ότι άτομα, τα οποία δεν είχαν μεγάλη ανάγκη για νοητική δραστηριότητα και βίωση αρνητικών συναισθημάτων, παρακολουθούσαν πιο συχνά τηλεόραση από άλλους. 104

111 Υποστήριξαν ότι η παρακολούθηση τηλεόρασης απαιτεί λιγότερη σκέψη από άλλα μέσα, όπως η ανάγνωση μιας εφημερίδας. Για το λόγο αυτό, τα άτομα που δεν προτιμούν να σκέφτονται είναι πιο πιθανό να παρακολουθούν τηλεόραση. Αυτό υπονοεί ότι τόσο η διανόηση, όσο και το συναίσθημα, επηρεάζουν την χρήση των μέσων. Αν και οι ερευνητές διαίρεσαν την ανάμειξη σε διανοητική και συναισθηματική, αυτοί οι δύο τύποι ανάμειξης συσχετίζονται (Perse, 1990a, 1990b). Για παράδειγμα, η Perse (1990b) παρατήρησε ότι η προσοχή, η αναγνώριση και η λεπτομερής εξέταση (δηλαδή η διανοητική ανάμειξη) σχετίζονταν με συναισθήματα ευτυχίας, θυμού και λύπης (δηλαδή, συναισθηματική ανάμειξη). Tο ακόλουθο διάγραμμα απεικονίζει τη σχέση μεταξύ των κινήτρων για τα μέσα, της διανοητικής και συναισθηματικής ανάμειξης, καθώς και της χρήσης των μέσων και τα αποτελέσματα τους: κίνητρα επί των μέσων διανοητική και συναισθηματική ανάμειξη χρήση των μέσων και αποτελέσματα Σε αυτό το διάγραμμα, η διανοητική και συναισθηματική ανάμειξη λειτουργούν ως διαμεσολαβητές μεταξύ των κινήτρων επί των μέσων και των χρήσεων τους. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο ρόλος της ανάμειξης στο Διαδίκτυο δεν έχει εξεταστεί αναλυτικά. Πιο σημαντικό είναι το γεγονός, ότι μια διερεύνηση της ανάμειξης μπορεί ίσως να αποκαλύψει τη διαδικασία που μεσολαβεί από τα κίνητρα στον εθισμό από το Διαδίκτυο. Και, όπως επισήμανε ο Rubin και οι συνεργάτες του (1988), η εξέταση πιθανών μεταβλητών επιρροής, όπως η ανάμειξη, ίσως να συμβάλλει καθοριστικά στην ερμηνεία των επιπτώσεων της χρήσης του Διαδικτύου (Rubin et al., 1988). 105

112 Ανάμειξη και Διαδίκτυο Αν και οι ερευνητές ( π.χ. Park & Young, 1986) έχουν υποστηρίξει ότι η ανάμειξη είναι κυρίως μια περιγραφή του κοινού παρά των μέσων ή των προϊόντων, διάφορα εξωτερικά ερεθίσματα, όπως τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, μπορεί να εξασκήσουν ποικίλες ενισχυτικές ή αμβλυντικές επιδράσεις στην ανάμειξη. Τα μέσα ή άλλα εξωγενή προϊόντα παίζουν ένα δευτερογενή ρόλο, όταν συγκρίνονται με το ρόλο των ατόμων στην εδραίωση της ανάμειξης. Οι Greenwald & Leavitt (1984) ισχυρίστηκαν ότι διαφορετικά μέσα πιθανώς να έχουν «διαφορετική δυναμική ως προς την ενίσχυση της ανάμειξης». Επομένως, είναι απαραίτητο να εξεταστεί η ανάμειξη με ένα συγκεκριμένο μέσο. Οι ερευνητές έχουν δώσει στην ανάμειξη, σε συνθήκες διαμεσολάβησης υπολογιστή, διάφορα ονόματα, όπως δέσμευση ( Webster & Ho, 1997), βέλτιστη εμπειρία ροής ( Chen & Nilan, 1999, Ghani & Deshpande, 1993). Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες ομοιότητες μεταξύ των διαφορετικών εννοιολογικών ορισμών. Για παράδειγμα, οι «υψηλής ανάμειξης» χρήστες του Διαδικτύου δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στις ηλεκτρονικές πληροφορίες και βιώνουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση από τη χρήση του Διαδικτύου σε σχέση με τους χρήστες «χαμηλής ανάμειξης» (Kaye, 1998, Lang et al., 2002, Rettie, 2001). Κάποιοι ερευνητές έχουν εξετάσει τον αντίκτυπο της ανάμειξης πάνω στη νοοτροπία και τις δραστηριότητες των χρηστών του Διαδικτύου. Οι Eighmey & McCord (1998) διαπίστωσαν ότι η ανάμειξη ήταν ένας σημαντικός παράγοντας επηρεασμού της αξιολόγησης των χρηστών για τις ιστοσελίδες. Υψηλού βαθμού προσωπική ανάμειξη συνεισφέρει στο να αρέσει η συγκεκριμένη ιστοσελίδα στον χρήστη. Επιπλέον, ανακάλυψαν ότι οι χρήστες ανέπτυσσαν μια σχέση με έναν εικονικό χαρακτήρα σε μια ιστοσελίδα και ότι αυτή η σχέση συνεισέφερε επίσης στις θετικές αξιολογήσεις των χρηστών για τη 106

113 συγκεκριμένη ιστοσελίδα. Οι συγγραφείς δήλωσαν ότι αυτή η σχέση μοιάζει πολύ με τις παρα-κοινωνικές σχέσεις με τις προσωπικότητες των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Αυτό το εύρημα έρχεται σε συμφωνία με την βιβλιογραφία, στην οποία αναφέρεται ότι η παρα-κοινωνική αλληλεπίδραση αποτελεί αντανάκλαση της συναισθηματικής ανάμειξης και μπορεί να επηρεάσει τα αποτελέσματα των μέσων. Σε μια άλλη μελέτη, οι Cornwell & Lundgren (2001) εξέτασαν το ρόλο της ανάμειξης στην ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων στο Διαδίκτυο. Διαπίστωσαν ότι η ανάμειξη αλληλεπίδρασης ήταν χαμηλότερη στον Κυβερνοχώρο από ό, τι στην αληθινή ζωή. Συγκεκριμένα, οι άνθρωποι συνήθως ήταν λιγότερο σοβαροί και επιδείκνυαν λιγότερη δέσμευση στην ηλεκτρονική αλληλεπίδραση, παρά σε αυτήν που γίνεται διαπροσωπικά. Επιπλέον, ανακάλυψαν ότι τα άτομα που επικοινωνούσαν στο Διαδίκτυο είχαν την τάση να παραποιούν τα στοιχεία με τα οποία παρουσιάζονταν, σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι στην αληθινή ζωή. Ωστόσο, όταν η ανάμειξη αλληλεπίδρασης ήταν ελεγχόμενη, δεν υπήρχε σημαντική διαφορά. Για το λόγο αυτό, η ανάμειξη ήταν ένας ουσιώδης διαμεσολαβητικός παράγοντας ( Cornwell & Lundgren, 2001). Αυτές οι δύο μελέτες υποστηρίζουν το επιχείρημα ότι τόσο η ανάμειξη με τα μέσα, όσο και η ανάμειξη αλληλεπίδρασης επηρεάζουν τη χρήση του Διαδικτύου από τους ανθρώπους, αλλά και τις επιδράσεις του. Η ανάμειξη με τα μέσα είναι μια ενεργής, καθοδηγούμενη από κίνητρα ευμετάβλητη κατάσταση (Rubin, 1998). Προκειμένου να μελετήσουμε την ανάμειξη με τα μέσα, πρέπει να αποσαφηνίσουμε επίσης τους πρόδρομους παράγοντές της, όπως είναι τα κίνητρα (Rubin, 1998). Τα κίνητρα των χρηστών και η ανάμειξη στην επικοινωνία μέσω υπολογιστών, είναι πιο πολύπλοκα από την επικοινωνία μέσω παραδοσιακών μέσων, επειδή το Διαδίκτυο συνδέει την διαπροσωπική με τη μαζική επικοινωνία. Τα κίνητρα χρήσης του Διαδικτύου για τους ανθρώπους μπορούν να 107

114 είναι διαπροσωπικά ή σχετιζόμενα με τα μέσα. Επιπλέον, η ανάμειξη των χρηστών του Διαδικτύου θα μπορούσε να αφορά τόσο την ανάμειξη με τα μέσα, όσο και την ανάμειξη αλληλεπίδρασης. Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, η προηγηθείσα έρευνα υποστηρίζει ότι τα κίνητρα επί των μέσων μπορούν να επηρεάσουν την ανάμειξη με αυτά, ενώ τα διαπροσωπικά κίνητρα μπορούν να επηρεάσουν την ανάμειξη αλληλεπίδρασης. Ωστόσο, το αν αυτή η σχέση είναι αληθής παραμένει άγνωστο. Χωρίς εξέταση της σχέσεως μεταξύ κινήτρων του Διαδικτύου και ανάμειξης, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως της διαδικτυακή συμπεριφορά των ατόμων, επειδή τόσο τα κίνητρα, όσο και η ανάμειξη, επηρεάζουν τις αποδόσεις των ανθρώπων, όσον αφορά τη χρήση υπολογιστή. 108

115 2.19. Προδιαθέσεις των ανθρωπίνων συστημάτων απέναντι στο Διαδίκτυο Οι Reeves & Nass (1996) χρησιμοποίησαν τον όρο εξίσωση των μέσων, προκειμένου να περιγράψουν το πώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται και χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Εξήγησαν ότι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται και αντιμετωπίζουν τα μέσα και τις νέες τεχνολογίες, μοιάζει πολύ με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται και αντιμετωπίζουν άλλους ανθρώπους. Οι χρήστες των μέσων έχουν διαφορετικές προδιαθέσεις απέναντι στα μέσα. Κατά συνέπεια, τέτοιες προδιαθέσεις θα επηρεάσουν τα πρότυπα χρήσης των μέσων από τους ανθρώπους, καθώς και τις επιπτώσεις της χρήσης των μέσων αυτών. Ο Brosnan (1998) εισηγήθηκ ε ότι οι προδιαθέσεις των ατόμων απέναντι σε τεχνολογίες, όπως το Διαδίκτυο, δεν θα επηρεάσουν μόνο τη συχνότητα χρήσης αυτής της τεχνολογίας, αλλά επίσης και την ικανοποίηση που αποκομίζεται από αυτή τη χρήση. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι που δεν νιώθουν άνετα με τη χρήση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, είναι λιγότερο πιθανό να έχουν ικανοποιητική επικοινωνία με ανθρώπους, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Για το λόγο αυτό, πέρα από παράγοντες, όπως τα κίνητρα και τα χαρακτηριστικά των υπολογιστών, οι ερευνητές χρειάζεται επίσης να διερευνήσουν το πώς οι προδιαθέσεις των ατόμων απέναντι στους υπολογιστές, επηρεάζουν τις χρήσεις υπολογιστών και τις επιπτώσεις τους (Mitra, 1998). Η αυτο-επάρκεια και η νευρικότητα ( π.χ. Compeau & Higgins, 1995, Durndell & Haag, 2002, Smith et al., 2000) είναι δύο προδιαθέσεις που σχετίζονται με το Διαδίκτυο. Τα τελευταία χρόνια, αυτοί οι δύο παράγοντες έχουν γίνει αποδέκτες μεγάλης προσοχής από τους ερευνητές, εξαιτίας της επιρροής τους στους χρήστες του Διαδικτύου. 109

116 Αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο Έχοντας τις απαρχές της στη Θεωρία Κοινωνικής Επίγνωσης, η αυτο-επάρκεια ορίζεται ως «η πίστη κάποιου στις ικανότητές του για την οργάνωση και την εκτέλεση της απαιτούμενης σειράς δράσεων προκειμένου να παραχθούν δεδομένα επιτεύγματα» ( Bandura, 1997). Ο Bandura (1997) υποστήριξε ότι όσο υψηλότερη η αυτο-επάρκεια κάποιου, τόσο πιο έντονα πιστεύει ότι είναι ικανός να ελέγξει την συμπεριφορά του για να επιτύχει μια επιθυμητή κατάληξη. Επιπλέον, οι άνθρωποι με υψηλή αυτο-επάρκεια είναι πιο πιθανό να προσπαθήσουν περισσότερο στη διαδικασία επίτευξης των στόχων τους, σε σχέση με αυτούς των οποίων η αυτοεπάρκεια είναι χαμηλή ( Bandura, 1997). Για το λόγο αυτό, η αυτο-επάρκεια μπορεί να επηρεάσει τα κατορθώματα των ατόμων πάνω σε συγκεκριμένους στόχους. Οι Zhang και Lu (2002) διαπίστωσαν ότι η αυτο -επάρκεια επηρεάζει τη διαμόρφωση των κινήτρων. Ανακάλυψαν ότι άτομα με υψηλή αυτο-επάρκεια, είχαν ισχυρότερο επίπεδο κινήτρων, από ότι άτομα με χαμηλή αυτο-επάρκεια. Επιπλέον, έδειξαν ότι η αυτο-επάρκεια επηρεάζει τα κίνητρα, μέσω της επίδρασής της στην συμπεριφοριστική τάση, την επιμονή και την πραγματοποίηση. Σε μια άλλη μελέτη, οι Fredin & David (1998) ταυτοποίησαν επίσης μια σύνδεση μεταξύ αυτο-επάρκειας και κινήτρου. Εξέτασαν χρήστες υπερ-μέσων και διαπίστωσαν ότι η αυτο-επάρκεια των χρηστών και τα κίνητρά τους αλληλεπιδρούσαν μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, διαπίστωσαν ότι το επίπεδο αυτο-επάρκειας επηρέαζε τη φύση και το φάσμα των κινήτρων. Υψηλή ολική αυτο-επάρκεια (δηλαδή αυτο -επάρκεια που αναφέρεται στην ολοκλήρωση του ολικού έργου) οδηγούσε σε σαφέστερα κίνητρα. Η αυτο-επάρκεια υποδηλώνει έλεγχο. Επειδή το Διαδίκτυο επιτρέπει στους χρήστες περισσότερο έλεγχο από τα παραδοσιακά μέσα, είναι λογικό να υποθέσουμε 110

117 ότι η αυτο-επάρκεια κάποιου μπορεί να επηρεάσει τις χρήσεις και τις επιπτώσεις του Διαδικτύου. Ο Pedersen (2002) για παράδειγμα, διαπίστωσε ότι η αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο συνδεόταν θετικά με τον έλεγχο της συμπεριφοράς στη χρήση του Διαδικτύου. Όσο υψηλότερη η αυτο-επάρκεια, τόσο υψηλότερο το επίπεδο ελέγχου της συμπεριφοράς. Βασιζόμενοι στον ορισμό της αυτο-επάρκειας του Bandura, oι Compeau & Higgins (1995) πρότειναν ότι η αυτο -επάρκεια αντιπροσωπεύει τις αξιολογήσεις ενός ατόμου επί των ικανοτήτων του στη χρήση υπολογιστών για να διεκπεραιώσει επιτυχώς ένα έργο. Έτσι, είναι πιθανό ότι η αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο συνδέεται με τα κίνητρα χρήσης αυτού, επειδή «η επάρκεια παίζει έναν κεντρικό ρόλο στην διανοητική ρύθμιση των κινήτρων» (Bandura, 1997). Παρομοίως, ο Lang και οι συνεργάτες του (2002 ) επισήμαναν ότι οι χρήστες του Διαδικτύου μπορούν να ελέγξουν την ανάγνωσή τους διαδικτυακών πληροφοριών και εκ φύσεως αυτός ο έλεγχος θα επηρεάσει τις προσδοκίες τους και τα κίνητρά τους για την απόκτηση συγκεκριμένων πληροφοριών (Lang et al., 2002). Αν και η έρευνα πάνω στην αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο είναι ακόμα σε πολύ πρώιμο στάδιο, οι περισσότερες μελέτες (π.χ. Albion, 2001, Chen et al., 2000, Rozel & Gardner, 2000, Salanova et al., 2000, Torkzadeh & Van Dyke, 2002) έχουν εστιαστεί σε παράγοντες που επηρεάζουν την αυτο-επάρκεια και στις σχέσεις μεταξύ αυτο-επάρκειας και επίδοσης στον υπολογιστή. Η έρευνα έχει δείξει ότι αρκετοί παράγοντες ( π.χ. φύλο, ηλικία, προηγούμενη εμπειρία, εκπαίδευση) μπορούν να επηρεάσουν την αυτο-επάρκεια. Για παράδειγμα, σε μια μελέτη ενός δείγματος από την ανατολική Ευρώπη, οι Durndell & Haag (2002) ανέφεραν ότι οι άνδρες είχαν υψηλότερη αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο σε σχέση με τις γυναίκες. Ο Ren (1999) διαπίστωσε ότι η ηλικία συνδεόταν αρνητικά με την αυτο-επάρκεια, ενώ η πρόσβαση στο Διαδίκτυο σχετιζόταν θετικά με αυτή. Δηλαδή, νεότεροι άνθρωποι με πρόσβαση 111

118 στο Διαδίκτυο ανέφεραν υψηλότερη αυτο-επάρκεια, σε σχέση με μεγαλύτερους ηλικιακά ανθρώπους που δεν είχαν πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Οι Eastin & LaRose (2000) διαπίστωσαν ότι άτομα με μακροχρόνια εμπειρία χρήσης του Διαδικτύου είχαν υψηλότερη αυτο-επάρκεια σε σχέση με άτομα με μικρή εμπειρία χρήσης του Διαδικτύου. Ένα τέτοιο εύρημα έρχεται σε συμφωνία με το επιχείρημα ότι η αντίληψη της επιτυχίας ή της αποτυχίας σε προηγούμενη εμπειρία έχει την πιο σημαντική επίπτωση στη αυτο-επάρκεια των ανθρώπων, όσον αφορά τα μέσα επικοινωνίας (Hofstetter et al., 2001). Σε μια πρόσφατη μελέτη, ο Chen και οι συνεργάτες του (2000) σύγκριναν τις χρήσεις των δασκάλων και την αυτο-επάρκειά τους στην επεξεργασία κειμένου, στη χρήση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, σε ένα λογισμικό διαχείρισης βάσεων δεδομένων και σε ένα στατιστικό πακέτο. Τα αποτελέσματά τους έδειξαν ότι οι δάσκαλοι είχαν μεγαλύτερη αυτο-επάρκεια ως προς τις δύο τεχνολογίες (δηλαδή τ ην επεξεργασία κειμένου και τη χρήση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου,) με τις οποίες είχαν περισσότερη εμπειρία, σε σχέση με τις δύο τεχνολογίες (δηλαδή τη βάση δεδομένων και το στατιστικό πακέτο) με τις οποίες είχαν λιγότερη εμπειρία. Τα ευρήματα του Chen και των συνεργατών του δείχνουν ότι η αυτο-επάρκεια ενδεχομένως να ποικίλει με βάση το συγκεκριμένο μέσο, όμως η μελέτη τους δείχνει επίσης ότι τα επίπεδα αυτοεπάρκειας των ατόμων σε κάθε συγκεκριμένο μέσο μπορεί να είναι πιο ανθεκτικά στο χρόνο. Όπως επισήμαναν ο Compeau και οι συνεργάτες του, η αυτο-επάρκεια είναι ένας σημαντικός προγνωστικός δείκτης της υιοθέτησης και της επιμονής στη χρήση νέων τεχνολογιών, αν και η αυτο-επάρκεια μπορεί να ποικίλει, εν μέσω της εξάσκησης των επιδεξιοτήτων και της παραγωγικότητας, κατά τα διάφορα στάδια της ζωής του ανθρώπου (Compeau et al., 1999). 112

119 Η παρελθοντική έρευνα δεν έχει διαφοροποιήσει ξεκάθαρα την εμπειρία στο Διαδίκτυο από τη χρήση αυτού. Αν και αρκετοί ερευνητές ( π.χ. Albion, 2001, Salanova et al, 2000) έχουν υποστηρίξει ότι τα άτομα που χρησιμοποιούν υπολογιστές έχουν συχνά υψηλή αυτο-επάρκεια, είναι πιο δίκαιο να υποστηρίξουμε ότι η εμπειρία των ατόμων ή η επιτυχία τους οδήγησε σε υψηλή αυτο-επάρκεια (Bandura, 1997, Hofstetter et al., 2001). Όσο υψηλότερη η αντίληψη της επιτυχίας στην προηγούμενη χρήση του Διαδικτύου, τόσο πιο πιθανή για τα άτομα η υψηλή αυτο-επάρκεια (Hofstetter et al., 2001). Η εμπειρία στο Διαδίκτυο, συμπεριλαμβανομένης και της εξοικείωσης, θα πρέπει να επηρεάσει την αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο, και η αυτο-επάρκεια με τη σειρά της θα πρέπει να επηρεάσει την χρήση του Διαδικτύου και τα αποτελέσματα αυτής. Πολλές μελέτες έχουν υποστηρίξει άμεσα ή έμμεσα την τελευταία αυτή προσδοκία. Για παράδειγμα, ο Salanova και οι συνεργάτες του (2000), σημείωσαν ότι όσο περισσότερη η εκπαίδευση στους υπολογιστές τόσο μεγαλύτερη η αυτο-επάρκεια σε αυτούς. Ο Tam (1996) διαπίστωσε ότι η αυτο-επάρκεια στους υπολογιστές ήταν ένας σημαντικός προγνωστικός δείκτης της επιτυχίας στη χρήση υπολογιστών. Οι Compeau & Higgins (1995) παρατήρησαν ότι άτομα με υψηλή αυτο -επάρκεια χρησιμοποιούσαν υπολογιστές συχνότερα και βίωναν μεγαλύτερη ευχαρίστηση από την χρήση τους. Οι Eastin & LaRose (2000) διαπίστωσαν ότι η αυτο -επάρκεια στο Διαδίκτυο ήταν ένας θετικός προγνωστικός δείκτης της συχνότητας χρήσης του Διαδικτύου. Ωστόσο, ο Pedersen (2002) διαπίστωσε ότι η αυτο -επάρκεια ήταν ένας αρνητικός προγνωστικός δείκτης της πραγματικής χρήσης των νέων τεχνολογιών. Η εξήγησή του ήταν ότι οι άνθρωποι με υψηλότερου βαθμού αυτο-επάρκεια ήταν πιο πιθανό να ελέγχουν την πραγματική τους χρήση από τους ανθρώπους με χαμηλή αυτο-επάρκεια 113

120 Νευρικότητα κατά τη διάρκεια περιήγησης στο Διαδίκτυο Άλλη μια έννοια στενά συνδεδεμένη με την αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο είναι η νευρικότητα για το Διαδίκτυο ή η ανησυχία για αυτό ( Clarke, 1991, Compeau & Higgins, 1995, Susskind et al., 2003). Οι ερευνητές της διαπροσωπικής και μαζικής επικοινωνίας έχουν διαπιστώσει ότι η αυτο-επάρκεια και η νευρικότητα είναι πολύ στενά, αλλά με αντίστροφο τρόπο, συνδεδεμένες. Για παράδειγμα, οι Hopf & Colby (1992) διαπίστωσαν μια ισχυρή ανάστροφη διασύνδεση μεταξύ αυτο-επάρκειας και νευρικότητας στην διαπροσωπική επικοινωνία. Επιπλέον, οι Durndell & Haag (2002) παρατήρησαν ότι οι άνθρωποι με υψηλή αυτο-επάρκεια στους υπολογιστές είχαν χαμηλά επίπεδα νευρικότητας με αυτούς, από εκείνους με χαμηλή αυτο-επάρκεια. Η νευρικότητα για το Διαδίκτυο ορίζεται ως ο φόβος ή η αντίσταση στην χρήση του Διαδικτύου ( π.χ. αναζήτηση ηλεκτρονικών πληροφοριών ή διαδικτυακή επικοινωνία), η σχετίζεται με αρνητικές επιπτώσεις στους χρήστες του Διαδικτύου (Susskind et al, 2003, Durndell & Haag, 2002). Για παράδειγμα, η σχετιζόμενη με τους υπολογιστές νευρικότητα πιθανώς να επηρεάζει την ψυχική ισορροπία (Bozionelos, 2001). Επιπλέον, οι Tewksbury και Althaus (2000) διαπίστωσαν ότι η νευρικότητα για το Διαδίκτυο παρεμποδίζει τις διαδικτυακές χρήσεις και ανταμοιβές. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα όταν οι χρήστες αναζητούσαν διασκέδαση και ανταμοιβές κατά τη διάθεση ελεύθερου χρόνου στον Ιστό. Έτσι, η νευρικότητα για το Διαδίκτυο χρήζει μεγαλύτερης προσοχής. 114

121 Ανησυχία για τα μέσα Η παρελθοντική έρευνα δείχνει ότι η ανησυχία απέναντι σε ένα μέσο ή κανάλι επηρεάζει τις χρήσεις αυτού του μέσου. Για παράδειγμα, άτομα με υψηλή ανησυχία προς τη γραφή απολάμβαναν εργασίες, οι οποίες εμπεριείχαν λιγότερη γραφική εργασία ( Daly & Miller, 1975). Οι Snyder & Morris (1984) διαπίστωσαν ότι άτομα που δεν ένιωθαν άνετα με το τηλέφωνο το χρησιμοποιούσαν λιγότερο συχνά και λιγότερο ικανοποιητικά από εκείνους που ένιωθαν άνετα με αυτό. Παρομοίως, ο Reinsch και οι συνεργάτες του παρατήρησαν ότι η εκούσια χρήση του τηλεφώνου επηρεαζόταν σημαντικά από την ανησυχία για αυτό. Τα άτομα με υψηλά επίπεδα ανησυχίας απέφευγαν την χρήση του τηλεφώνου (Reinsch et al., 1990). 115

122 Νευρικότητα με τους υπολογιστές Τα τελευταία χρόνια, έχουν διεξαχθεί περισσότερες έρευνες για την εξέταση της ανησυχίας των ατόμων απέναντι στους υπολογιστές. Ο Bozionelos (2001) όρισε τη νευρικότητα για τους υπολογιστές ως «αρνητικά συναισθήματα και διανοήσεις στην πραγματική ή εικονική αλληλεπίδραση με τεχνολογία βασιζόμενη στους υπολογιστές» Οι Beckers & Schmidt (2001) προσδιόρισαν έξι διαστάσεις της νευρικότητας για τους υπολογιστές: ικανότητα εκμάθησης υπολογιστή αυτο-επάρκεια φυσική διέγερση συναίσθημα πεποιθήσεις σχετικά με τα πλεονεκτήματα της χρήσης υπολογιστών πεποιθήσεις σχετικά με τις μη ανθρώπινες όψεις του υπολογιστή Ανακάλυψαν ότι όλες αυτές οι διαστάσεις ήταν στενά συνδεδεμένες με τη νευρικότητα για τον υπολογιστή. Τα άτομα με υψηλή ικανότητα εκμάθησης έτειναν να προτιμούν τους υπολογιστές περισσότερο από τους άλλους. Οι ερευνητές εξέτασαν το πώς διάφοροι παράγοντες επηρεάζουν τη νευρικότητα για τους υπολογιστές και πώς αυτή η νευρικότητα επηρεάζει τη χρήση των υπολογιστών. Ο Chua και οι συνεργάτες του (1999) συνόψισαν την έρευνα πάνω στις σχέσεις μεταξύ νευρικότητας υπολογιστών και τριών άλλων παραγόντων ηλικία, φύλο και εμπειρία στους υπολογιστές. Ανέφεραν ότι οι γυναίκες είχαν γενικά υψηλότερα επίπεδα νευρικότητας απέναντι στους υπολογιστές σε σχέση με τους άνδρες Επιπλέον, η νευρικότητα υπολογιστών συνδεόταν αντιστρόφως ανάλογα με την εμπειρία στους υπολογιστές (Chua et al., 1999). Ενδιαφέρον έχει το εύρημα των Brosnan & Lee (1998) που διαπίστωσαν ότι η κουλτούρα επηρεάζει τη νευ ρικότητα 116

123 για τους υπολογιστές. Ανακάλυψαν ότι άνθρωποι από το Ηνωμένο Βασίλειο ανέφεραν περισσότερη εμπειρία σχετικά με τους υπολογιστές, σε σχέση με ανθρώπους από το Χονγκ Κονγκ. Εξήγησαν ότι τα υψηλότερα επίπεδα αρρενωπότητας στις Δυτικές κουλτούρες σε σχέση με τις Ασιατικές αποτελούν μία σημαντική αιτία για τη μικρότερου βαθμού νευρικότητα των Δυτικών κατά τη χρήση νέων τεχνολογιών. 117

124 Τεχνοφοβική Ανησυχία για το Διαδίκτυο Η έρευνα επίσης δείχνει ότι η νευρικότητα με τους υπολογιστές επηρεάζει και τη στάση των ατόμων απέναντι στη χρήση του Διαδικτύου. Συχνά, η νευρικότητα για τους υπολογιστές μπορεί να μετατραπεί σε νευρικότητα για το Διαδίκτυο. Για παράδειγμα, οι Schumacher & Morahan-Martin (2001) διαπίστωσαν μια θετική σχέση μεταξύ της άνεσης-ικανότητας των χρηστών απέναντι στους υπολογιστές και της άνεσης-ικανότητας των χρηστών απέναντι στο Διαδίκτυο. Επιπλέον, οι Durndell & Haag (2002) ανέφεραν ότι τα άτομα με χαμηλό επίπεδο νευρικότητας για τους υπολογιστές, είχαν περισσότερο θετική στάση απέναντι στο Διαδίκτυο και χρησιμοποιούσαν το Διαδίκτυο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τους άλλους. Αν και υπάρχει ανεπάρκεια στην έρευνα για τη νευρικότητα στο Διαδίκτυο, οι ερευνητές διατείνονται ότι οι χρήστες του Διαδικτύου πιθανόν να έχουν διαφορετικούς βαθμούς ανησυχίας επειδή χρειάζονται χρόνο να προσαρμοστούν στην ενασχόληση με τη χρήση του (Bonn et al., 1999, Weber & Roehl, 1999). Επιπλέον, είναι πιο πιθανό να αποτελεί μακρά διαδικασία για τους χρήστες του Διαδικτύου το να ελαττώσουν την ανησυχία ή τη δυσφορία τους για τη χρήση του Διαδικτύου (Susskind et al, 2003). Υποστηρίξαμε προηγουμένως ότι οι προδιαθέσεις επικοινωνίας επηρεάζουν τα κίνητρα επικοινωνίας και τα αποτελέσματά τους. Η προηγηθείσα έρευνα πάνω στην αυτο-επάρκεια και τη νευρικότητα υποστηρίζει αυτό το επιχείρημα. Για παράδειγμα, ο Rubin και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι η ισχύς της αυτο-επάρκειας ήταν ένας θετικός προγνωστικός δείκτης της ικανότητας διαπροσωπικής επικοινωνίας και της ικανοποίησης που αποκομίζεται από αυτή (Rubin et al., 1993). Οι Conway & Rubin (1991) διαπίστωσαν ότι η νευρικότητα ήταν ένας θεμελιώδης προγνωστικός δείκτης των κινήτρων παρακολούθησης τηλεόρασης. Τα άτομα με υψηλού επιπέδου 118

125 νευρικότητα ήταν πιο πιθανό να παρακολουθούν τηλεόραση για ενίσχυση του κύρους τους, απόδραση και διάθεση ελεύθερου χρόνου. Όπως σημειώθηκε, η αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο και η νευρικότητα για το Διαδίκτυο είναι δύο σημαντικές προδιαθέσεις απέναντι στο Διαδίκτυο. Αυτές οι δύο προδιαθέσεις θα πρέπει να συσχετιστούν με συγκεκριμένα μέσα μαζικής επικοινωνίας, συγκεκριμένες επιπτώσεις και αποτελέσματα.. 119

126 2.20 Αποτελέσματα στη Νοοτροπία και την Συμπεριφορά Εξοικείωση με το Διαδίκτυο Στην διαπροσωπική επικοινωνία, η εξοικείωση είναι παρόμοια στη φύση της με την αρέσκεια και την έλξη (Bell & Daly, 1984). Ένα συνώνυμο της εξοικείωσης είναι η οικειότητα, η οποία ορίζεται ως «ο βαθμός στον οποίο ένα άτομο είναι θετικά διακείμενο απέναντι σε ένα άλλο» ( Dillard et al, 1999). Επειδή η έλξη είναι μια θετική στάση ενός ατόμου απέναντι σε ένα άλλο, η εξοικείωση υπονοεί την θετική αξιολόγηση ενός ατόμου για ένα άλλο άτομο (Michener & DeLamater, 1994, : 314). Στη μαζική επικοινωνία, η έρευνα πάνω στην εξοικείωση έχει εστιαστεί στη στάση των ανθρώπων απέναντι σε ένα συγκεκριμένο μέσο ή περιεχόμενο. Οι παλαιότερες μελέτες έχουν εξετάσει την εξοικείωση στα πλαίσια της τηλεθέασης. Οι περισσότερες έρευνες έχουν δείξει ότι η εξοικείωση συνδέεται θετικά με τα κίνητρα τηλεθέασης και ανάμειξης. Για παράδειγμα, ο Lin και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι τα κίνητρα τηλεθέασης είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν περισσότερο από όλους την εξοικείωση με τον τηλεοπτικό σταθμό ή δίκτυο (Lin et al., 2002). Οι Rubin & Rubin (1982) διαπίστωσαν ότι η εξοικείωση μεγαλύτερων ηλικιακά ατόμων με την τηλεόραση σχετιζόταν θετικά με την ένταση των κινήτρων, όπως η συνήθεια, η συντροφικότητα, η διασκέδαση και η διαφήμιση προϊόντων. Επιπλέον, τα άτομα που παρακολουθούσαν τηλεόραση λόγω συνήθειας και συντροφικότητας είχαν μεγαλύτερη εξοικείωση με το Διαδίκτυο. Ο Rubin (1985) διαπίστωσε επίσης μια θετική σχέση μεταξύ εξοικείωσης με τις τηλεοπτικές σειρές και της ανάμειξης. Όσο πιο σημαντική ένιωθε κανείς τη τηλεοπτική σειρά για τη ζωή του, τόσο πιο πιθανό αυτός να δεσμευόταν στην αλληλεπίδραση με ιστορίες και χαρακτήρες. Οι Rubin & Perse (1987 b) υποστήριξαν ότι τα κίνητρα και οι νοοτροπίες, σε συνδυασμό, επηρεάζουν την δραστηριότητα του κοινού. Άλλες μελέτες έχουν επίσης 120

127 επιβεβαιώσει ότι η εξοικείωση παίζει έναν σημαντικό ρόλο στην δραστηριότητα του κοινού. Οι Smit & Neijens (2002) έδειξαν ότι άτομα με διαφορετική εξοικείωση απέναντι στις διαφημίσεις διέφεραν στις αντιδράσεις της συμπεριφοράς τους απέναντι στη διαφήμιση. Συγκεκριμένα, άτομα με υψηλού βαθμού εξοικείωση παρακολουθούσαν και διάβαζαν διαφημίσεις πιο συχνά από άτομα που είχαν χαμηλού βαθμού εξοικείωση με αυτές. Οι Papacharissi & Rubin (2000) διαπίστωσαν ότι τα άτομα που δεν ήταν ικανοποιημένα με τη ζωή τους χρησιμοποιούσαν το Διαδίκτυο περισσότερο συχνά στην διαπροσωπική επικοινωνία και επιδείκνυαν μεγαλύτερη εξοικείωση με αυτό σε σχέση με άλλους. Αν και η εξοικείωση στερείται ενός σαφούς εννοιολογικού ορισμού, η έρευνα από την επικοινωνία (π.χ. Dillard et al., 1999, Lin et al., 2002), την διαφήμιση (Beatty et al., 1988, Biel & Bridgwater, 1990, Mehta, 2000, Smit & Neijens, 2000), καθώς και μελέτες σχετικές με τον ελεύθερο χρόνο (π.χ. Kim et al., 1997, Park, 1996) φαίνεται να εξισώνουν την έννοια της εξοικείωσης με την ψυχολογική δέσμευση ή την θετική στάση. Υψηλού βαθμού εξοικείωση σημαίνει υψηλή αφοσίωση ή ψυχολογική δέσμευση. Με αυτή την έννοια, είναι δόκιμο να υποστηριχθεί ότι τα άτομα με μεγάλη εξοικείωση με τα μέσα είναι πιο πιθανό να τα χρησιμοποιούν συχνότερα. 121

128 Έκθεση στο Διαδίκτυο Η έκθεση στα μέσα έχει υπάρξει σημαντικό αντικείμενο έρευνας σχετικά με τις επιπτώσεις των μέσων και τις επικοινωνιακές μετρήσεις ( Rubin & Perse, 1994). Οι επιδράσεις των μέσων ( π.χ. καλλιέργεια, ικανοποίηση) είναι τα αποτελέσματα της έκθεσης σε αυτά. Για να γίνουν κατανοητές οι χρήσεις των μέσων και οι ανταμοιβές τους, είναι απαραίτητο να διερευνηθεί η έκθεση στα μέσα. Στο παρελθόν, οι ερευνητές (π.χ. Just & Crigler, 1989, Rubin et al, 2003, Tewksbury & Althaus, 2000) έχουν εξετάσει την έκθεση σε ποικίλα μέσα, όπως η εφημερίδα και η τηλεόραση. Συχνά, η έκθεση στα μέσα εξισώνεται με την διάρκεια ή τη συχνότητα χρήσης ενός μέσου. Κατά τον ίδιο τρόπο, η έκθεση στο Διαδίκτυο αφορά την διάρκεια, την ποσότητα και τις μορφές χρήσεως του Διαδικτύου (Papacharissi & Rubin, 2000). Η έκθεση στο Διαδίκτυο στερείται ακόμα ενός σαφούς εννοιολογικού ορισμού. Επιπλέον, το πώς η έκθεση στο Διαδίκτυο σχετίζεται με την εξοικείωση απέναντι σε αυτό, αποτελεί ακόμα αντικείμενο έρευνας. Ελάχιστες έρευνες έχουν προσδιορίσει τη σχέση μεταξύ έκθεσης στα μέσα και εξοικείωσης με αυτά, αν και αρκετοί ερευνητές έχουν διερευνήσει το πώς αυτές οι δύο έννοιες, ξεχωριστά, σχετίζονται με άλλους παράγοντες, όπως οι προδιαθέσεις της προσωπικότητας. Πρόσφατα, οι Smit & Neijens (2002) διαπίστωσαν μια θετική σχέση μεταξύ έκθεσης στη διαφήμιση και εξοικείωσης προς αυτή, υποστηρίζοντας έτσι την υποθετική θετική σχέση μεταξύ έκθεσης στο Διαδίκτυο και εξοικείωσης με αυτό. Τα άτομα με μεγάλη εξοικείωση απέναντι στο Διαδίκτυο είναι πιο πιθανό να έχουν υψηλού βαθμού έκθεση σε αυτό. Στο παρελθόν, οι ερευνητές έχουν θεωρήσει αρκετές φορές την έκθεση στο Διαδίκτυο ως συστατικό τμήμα του εθισμού από αυτό (π.χ. Rubin & Windahl, 1986). Για να αποσαφηνίσουμε περαιτέρω τη σχέση μεταξύ 122

129 έκθεσης στα μέσα και εθισμού, θα πραγματοποιήσουμε μια αναφορά για την σχετική βιβλιογραφία του εθισμού από το Διαδίκτυο. 123

130 2.21 Εθισμός από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η έρευνα σχετικά με τον εθισμό έχει τις ρίζες της στην κοινωνική ψυχολογία. Οι ερευνητές έχουν ορίσει τον εθισμό με ποικίλους τρόπους. Οι Gurian και Gurian (1983) αντιλήφθηκαν εννοιολογικά τον εθισμό ως την αναζήτηση υποστήριξης, ταυτότητας, ασφάλειας και άδειας από άλλους ανθρώπους. Ο Schaef (1987) όρισε τον εθισμό ως την κατάσταση στην οποία τα άτομα εξαρτώνται από άλλους ανθρώπους ή πόρους για βοήθεια. Πιο αναλυτικά, ο Memmi (1984) υποστήριξε ότι ο εθισμός είναι «μια σχέση με ένα αληθές ή ιδανικό ον, αντικείμενο, ομάδα ή θεσμό, η οποία περιλαμβάνει ούτε λίγο ούτε πολύ αποδεκτό καταναγκασμό και η οποία συνδέεται με την ικανοποίηση μίας ανάγκης» Αυτός ο ορισμός δεν μας λέει απλά ότι ο εθισμός θα μπορούσε να κατευθύνεται προς διαφορετικούς στόχους ( π.χ. άτομα ή αντικείμενα), αλλά αποκαλύπτει επίσης ότι ο εθισμός σχετίζεται έντονα με τις ανάγκες των ανθρώπων. Οι Ball-Rokeach & DeFleur (1976) ανέπτυξ αν τη Θεωρίας Εξάρτησης από το σύστημα των Μέσων, για να αναλύσουν την τρίπτυχη σχέση μεταξύ των μέσων, του κοινού και της κοινωνίας. Χρησιμοποιούν αποκλειστικά τον όρο εξάρτηση και όχι τον όρο εθισμό και διατυπώνουν την άποψη ότι η εξάρτηση από τα μέσα ερμηνεύεται ως μια σχέση κατά την οποία η ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών κάποιου πρέπει να βασιστεί στους πόρους μιας άλλης μονάδας ή οργανισμού ( Ball-Rokeach, 1985). Για το λόγο αυτό, η εξάρτηση από τα μέσα σχετίζεται επίσης με τα κίνητρα και τις ανάγκες των ατόμων. Στο παρελθόν, οι ερευνητές έχουν μελετήσει τον εθισμό των ατόμων από διάφορα μέσα. Για παράδειγμα, ο Loges ερεύνησε τον εθισμό από τις εφημερίδες και διαπίστωσε ότι τα άτομα ήταν εθισμένα από την ανάγνωση εφημερίδων, προκειμένου να κατανοήσουν την κοινωνία και τους εαυτούς τους (Loges, 1994). Συγκεκριμένα, οι 124

131 αναγνώστες βασίζονταν στην ανάγνωση εφημερίδων για να ενημερωθούν σχετικά με τα δρώμενα στον κόσμο (κοινωνική κατανόηση) και τις εξελίξεις στην υγεία και την ιατρική (κατανόηση εαυτού). Ο ι Miller & Reese (1982) διαπίστωσαν ότι ο εθισμός των ατόμων από ένα μέσο για πολιτική πληροφόρηση σχετίζεται θετικά με την έκθεσή τους σε αυτό το μέσο, καθώς και με την πολιτική τους αυτο-επάρκεια. Ο Sun και οι συνεργάτες του (2001) εφάρμοσαν το «Μοντέλο Χρήσεων και Εξάρτησης» (UDM) σε μελέτες στα μέσα μαζικής επικοινωνίας στην Κινεζική κουλτούρα και διαπίστωσαν ότι η εξάρτηση των Κινέζων από τα μέσα σχετίζονταν θετικά με τον κοινωνικό έλεγχο. Σε μια έρευνα του Taylor (1991) στη Σιέρα Λεόνε, άτομα με ενεργό προσανατολισμό δηλαδή, με έντονο ενδιαφέρον και συμμετοχή στη εθνική ανάπτυξη είχαν εθισμό από την ακρόαση ραδιοφώνου σε σχέση με εκείνους που είχαν φτωχή γνώση σχετικά με την εθνική ανάπτυξη (Taylor, 1991). Η έρευνα έχει καταδείξει επίσης τις επιπτώσεις του εθισμού από τα μέσα στη συμπεριφορά και τις νοοτροπίες των ανθρώπων. Ο Salwen (1987) διαπίστωσε ότι ο εθισμός των ανθρώπων από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως προς την περιβαλλοντική πληροφόρηση είχε μεγαλύτερη επίδραση στην οργάνωση της ημερήσιας ατζέντας σε σχέση με αυτούς που δεν επηρεάζονταν από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Οι Skumanich & Kintsfather (1998) διαπίστωσαν μια σχέση μεταξύ του εθισμού των ατόμων από τα τηλεοπτικά προγράμματα πωλήσεων και την πραγματική καταναλωτική συμπεριφορά. Οι άνθρωποι που ανέπτυσσαν μια σχέση εθισμού από το ύφος των τηλεοπτικών προγραμμάτων πωλήσεων ή τις προσωπικότητες που προβάλλονται από τα μέσα, είχαν την τάση να επιδεικνύουν συχνότερα καταναλωτική συμπεριφορά. Από την άλλη μεριά, η συχνή καταναλωτική συμπεριφορά ενέτεινε την τάση των ανθρώπων στην παρακολούθηση τηλεοπτικών προγραμμάτων πωλήσεων. 125

132 Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, σε σύγκριση με τον εθισμό από τα μέσα, ο εθισμός από το Διαδίκτυο δεν έχει λάβει αρκετή προσοχή από την έρευνα, αν και ο εθισμός από το Διαδίκτυο γίνεται όλο και πιο συχνό φαινόμενο. Παρόλα αυτά, υπάρχει μικρή βιβλιογραφία σχετικά με τον εθισμό από το Διαδίκτυο ( π.χ. Kandell, 1998, Stern, 1999), την έντονη χρήση του Διαδικτύου ( π.χ. Armstrong et al., 2000), τη δέσμευση στο Διαδίκτυο (π.χ. Charlton, 2002) και την εξάρτηση από το Διαδίκτυο (π.χ. Lin και Tsai, 2002). Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι στη βιβλιογραφία σχετικά με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, οι ερευνητές δεν έχουν ευκρινώς διαχωρίσει τους όρους εξάρτηση, εμπιστοσύνη, έντονη χρήση και εθισμό (Horvath, 1999, LaRose et al, 2003). Κάποιοι ερευνητές τους έχουν μάλιστα θεωρήσει ως συνώνυμα στις μελέτες τους (π.χ. Armstrong et al, 2000, Lin & Tsai, 2002). Ο Taylor (1991) χρησιμοποίησε τρεις έννοιες για να περιγράψει τον εθισμό από τα μέσα την έκθεση στα μέσα την εξοικείωση με αυτά την προτίμηση για κάποια από αυτά Σύμφωνα με τον Taylor, οι άνθρωποι προτιμούν να χρησιμοποιούν το μέσο εκείνο στο οποίο είναι περισσότερο εκτεθειμένοι, αν και μπορούν να υπάρχουν διαθέσιμες λειτουργικές εναλλακτικές πηγές. Οι Becker & Whitney επισήμαναν ότι ο εθισμός από τα μέσα χαρακτηρίζεται από υψηλή έκθεση σε ένα μέσο, αλλά λιγότερη σε άλλες εναλλακτικές πηγές (Becker & Whitney, 1990). Πιο πρόσφατα, η Horvath συνόψισε τις προηγούμενες έρευνες και τόνισε τη διαφορά μεταξύ εξάρτησης από τα μέσα και εθισμού σε αυτά. Υποστήριξε ότι η εξάρτηση από τα μέσα βασίζεται στην κανονική χρήση των μέσων και αναφέρεται στην εκπλήρωση ψυχολογικών αναγκών, ενώ ο εθισμός στα μέσα βασίζεται στην προβληματική χρήση των μέσων και 126

133 επηρεάζει το πώς οι άνθρωποι οργανώνουν τη ζωή τους. Επιπλέον, η Horvath εξήγησε ότι η εξάρτηση από την τηλεόραση δεν είναι υποχρεωτικά προβληματική, αν και η χρήση και η εξάρτηση από την τηλεόραση θα μπορούσαν να αποτελούν αιτίες εθισμού στο Διαδίκτυο ( Horvath, 1999). Εξαιτίας της σύγχυσης στην έρευνα των επικοινωνιών μεταξύ εξάρτησης από τα μέσα και εθισμού σε αυτά, η εξάρτηση από το Διαδίκτυο φαίνεται να στερείται σαφούς εννοιολογικού ορισμού. Για τον λόγο αυτό, είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ εξάρτησης από το Διαδίκτυο και εθισμού σε αυτό. Ο εθισμός στο Διαδίκτυο έχει οριστεί ως η παθολογική και παρορμητική χρήση του Διαδικτύου (King, 1996). Τέτοιο επιχείρημα έρχεται σε συμφωνία με τη δήλωση του Mcllwraith (1998) ότι ο εθισμός στην τηλεόραση είναι: «υποκειμενικά αντιλαμβανόμενος ως ακούσιος σε ένα βαθμό, ο οποίος εκτοπίζει περισσότερο παραγωγικές διαδικασίες και είναι δύσκολο να διακοπεί ή να περιοριστεί» Αν και σε κάποιες μελέτες συμπεριφοράς, οι ερευνητές έχουν αντικαταστήσει τον όρο «εθισμό» με τον όρο «ψυχολογική εξάρτηση» ( π.χ. κατά την ερμηνεία της επιθυμίας για ναρκωτικά χωρίς φυσική εξάρτηση) ( Horvath, 1999), υπάρχει μια σημαντική διάκριση μεταξύ εξάρτησης από το Διαδίκτυο και εθισμού από το Διαδίκτυο. Όπως επεσήμανε ο Charlton, η εξάρτηση από το Διαδίκτυο ή η υψηλού βαθμού ενασχόληση δεν είναι το ίδιο με την παθολογική χρήση του Διαδικτύου. Αλλά, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως η κοινωνική απομόνωση, η υψηλού βαθμού ενασχόληση με το Διαδίκτυο πιθανώς να οδηγήσει στον εθισμό σε αυτό. Ο εθισμός συχνά θεωρείται ως παθολογική χρήση των υπολογιστών και του Διαδικτύου (Charlton, 2002). Για τον λόγο αυτό, η βασική διαφορά βρίσκεται στο εάν οι άνθρωποι ελέγχουν την συμπεριφορά τους, ή όχι. Εάν μπορούν να ελέγξουν τη χρήση των μέσων που 127

134 κάνουν, ακόμα και αν η ψυχολογική τους επιθυμία για χρήση είναι έντονη, αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως εξάρτηση. Ωστόσο, εάν οι άνθρωποι δεν μπορούν να ελέγξουν ή χάνουν τον έλεγχο της χρήσης των μέσων που μετέρχονται, αυτό πρέπει να θεωρηθεί εθισμός. 128

135 2.22 Εθισμός από το Διαδίκτυο Η έρευνα έχει προσδιορίσει κάποιες ενδείξεις ή αντιπροσωπευτικά στοιχεία του εθισμού από το Διαδίκτυο. Για παράδειγμα, ο Wang διαπίστωσε ότι τα εθισμένα από το Διαδίκτυο άτομα χρησιμοποιούσαν εφαρμογές του Διαδικτύου όπως η ηλεκτρονική αλληλογραφία, τα φόρουμ συζητήσεων, τα διαδραστικά παιχνίδια και τον Παγκόσμιο Ιστό, πιο συχνά από τα μη εθισμένα ( Wang, 2001). Επίσης, οι εθισμένοι είχαν μεγαλύτερο ιστορικό χρήσης του Διαδικτύου από τους μη εθισμένους. Ο Anderson επεσήμανε ότι, οι άνθρωποι που εθίζονται από το Διαδίκτυο, κατά μέσο όρο ξοδεύουν περισσότερα λεπτά στο Διαδίκτυο σε καθημερινή βάση, σε σχέση με τους άλλους ( Anderson, 2001) Οι Morahan-Martin & Schumacher (2000) διαπίστωσαν ότι τα εθισμένα άτομα από το Διαδίκτυο χρησιμοποιούσαν περισσότερες διαδικτυακές ιστοσελίδες από τα μη εθισμένα. Επιπλέον, οι εθισμένοι στο Διαδίκτυο χρήστες χρησιμοποιούσαν τα παιχνίδια και τον Παγκόσμιο Ιστό περισσότερο από άλλους. Προηγούμενες έρευνες υποστηρίζουν επίσης ότι ο εθισμός από το Διαδίκτυο σχετίζεται με τα κίνητρα, τις νοοτροπίες και την διαδικτυακή συμπεριφορά. Οι Lin & Tsai (2002) διαπίστωσαν ότι οι εθισμένοι από το Διαδίκτυο ξοδεύουν περισσότερο χρόνο, είναι πιο πολύ κινητοποιημένοι στην αναζήτηση εντυπώσεων και αντιλαμβάνονταν περισσότερο τον αρνητικό αντίκτυπο της χρήσης του Διαδικτύου, από τους μη εθισμένους. Οι Chou & Hsiao απέδειξαν ότι οι εθισμένοι από το Διαδίκτυο χρήστες αντιλαμβάνονταν το Διαδίκτυο ως πιο διασκεδαστικό, διαδραστικό και ικανοποιητικό, σε σχέση με τους μη εθισμένους. Ωστόσο, οι εθισμένοι αξιολογούσαν τον αντίκτυπο του Διαδικτύου στην σχολική τους μελέτη και στη ζωή τους ως πιο αρνητικό από τους μη εθισμένους. Οι Chou & Hsiao διαπίστωσαν επίσης ότι η ευχαρίστηση στην επικοινωνία, το φύλο, η ικανοποίηση και 129

136 οι ώρες χρήσης ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ήταν ισχυροί προγνωστικοί δείκτες του εθισμού στο Διαδίκτυο (Chou & Hsiao, 2000). Επιπλέον, η έρευνα έχει δείξει ότι ο εθισμός από το Διαδίκτυο σχετίζεται με κάποιες συγκεκριμένες λειτουργίες αυτού. Για παράδειγμα, ο Davis (2001) διέκρινε δύο είδη εθισμού από το Διαδίκτυο: τον συγκεκριμένο εθισμό από το Διαδίκτυο τον γενικευμένο εθισμό από το Διαδίκτυο Ο πρώτος σχετίζεται μόνο με μία λειτουργία ή όψη του Διαδικτύου. Αντανακλάται στην υπέρμετρη χρήση ή στην κακή χρήση συγκεκριμένων ιδιοτήτων, όπως η διαδικτυακή πορνογραφία και οι διαδικτυακές αγορές. Ο δεύτερος αναφέρεται στην διάθεση πολύ χρόνου στο Διαδίκτυο, «είτε ως σπατάλη του χρόνου χωρίς άμεσο στόχο, ή ως διάθεση εκτεταμένου χρονικού διαστήματος στα chatroom». 130

137 2.23 Μοντέλο Χρήσης Διαδικτύου και Εθισμού Σε μια διερευνητική μελέτη, ο Hofstetter (2001) απέδειξε ότι η αυτο-επάρκεια στα μέσα και η αυτο-επάρκεια στις προσωπικές σχέσεις σχετίζονταν θετικά με την αναζήτηση πληροφοριών, τους κοινωνικούς δεσμούς και τα κίνητρα χρήσης. Αν και οι συγγραφείς δεν προσδιόρισαν μια διπλής κατεύθυνσης ροή μεταξύ αυτο-επάρκειας και κινήτρων, η ισχυρή σχέση που ανακάλυψαν μεταξύ αυτο-επάρκειας και των τριών κινήτρων που προσδιορίστηκαν παραπάνω παρέχει υποστήριξη στο επιχείρημα ότι η αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο ρυθμίζει τα κίνητρα για αυτό. Τα διαπροσωπικά κίνητρα διαμεσολαβούν στη σχέση μεταξύ ατομικών προδιαθέσεων και επικοινωνιακής συμπεριφοράς. Τα κίνητρα επί των μέσων διαμεσολαβούν στη σχέση μεταξύ ατομικών προδιαθέσεων και δραστηριότητας του κοινού. Τα κίνητρα για το Διαδίκτυο διαμεσολαβούν στην σχέση μεταξύ ατομικών προδιαθέσεων και δραστηριότητας του Διαδικτύου. Η αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο και η νευρικότητα για το Διαδίκτυο είναι δύο διακριτές έννοιες, οι οποίες επηρεάζουν τη δέσμευση των ατόμων στη χρήση του Διαδικτύου. Όσο υψηλότερη η αυτοεπάρκειά τους, τόσο πιο πιθανό για το κοινό να δεσμεύεται στη χρήση του Διαδικτύου. Όσο χαμηλότερο το επίπεδο της νευρικότητας για το Διαδίκτυο, τόσο πιο πιθανό για το κοινό να δεσμεύεται στη χρήση του Διαδικτύου. Επομένως τόσο η υψηλή αυτο-επάρκεια, όσο και τα χαμηλά επίπεδα νευρικότητας, διευκολύνουν την ανάμειξη των χρηστών με το Διαδίκτυο. 131

138 Πρώτο Στάδιο Μοντελοποίησης Επειδή τα κίνητρα επί των μέσων προβλέπουν την ανάμειξη με αυτά, είναι λογικό να υποστηριχθεί ότι τα κίνητρα στο Διαδίκτυο λειτουργούν ως διαμεσολαβητής μεταξύ ατομικών προδιαθέσεων (δηλαδή της αυτο-επάρκειας και της νευρικότητας για το Διαδίκτυο) και της ανάμειξης με τα μέσα (δηλαδή της διανοητικής και της συναισθηματικής ανάμειξης). Επίσης, η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας υποστηρίζει ότι τα διαπροσωπικά κίνητρα επηρεάζουν την ανάμειξη αλληλεπίδρασης. Έτσι, τα κίνητρα για το Διαδίκτυο πρέπει να μεσολαβούν στη σχέση μεταξύ Ατομικών Προδιαθέσεων και της Ανάμειξης Αλληλεπίδρασης. Για να απεικονίσουμε αυτές τις δύο σχέσεις διαμεσολάβησης, παραθέτουμε αυτές τις τέσσερες διαδρομές από το πλήρες μοντέλο: α) Αυτο-επάρκεια Διαδικτύου Κίνητρα Διαδικτύου Ανάμειξη με τα μέσα β) Αυτο-επάρκεια Διαδικτύου Κίνητρα Διαδικτύου Ανάμειξη αλληλεπίδρασης γ) Νευρικότητα για το Διαδίκτυο Κίνητρα Διαδικτύου Ανάμειξη με τα μέσα δ) Νευρικότητα για το Διαδίκτυο Κίνητρα Διαδικτύου Ανάμειξη αλληλεπίδρασης Δεύτερο Στάδιο Μοντελοποίησης Η ανάμειξη διαμεσολαβεί στη σχέση μεταξύ των κινήτρων και των αποτελεσμάτων τους στην νοοτροπία, όπως η εξοικείωση. Συγκεκριμένα, η ανάμειξη με τα μέσα διαμεσολαβεί στη σχέση μεταξύ κινήτρων επί των μέσων και εξοικείωσης με τα μέσα. Η προηγούμενη έρευνα υποδηλώνει ότι τα κίνητρα επί των μέσων 132

139 προηγούνται της ανάμειξης αλληλεπίδρασης και η ανάμειξη με τα μέσα προηγείται των αποτελεσμάτων των μέσων (Horvath, 1999, Armstrong et al, 2000, Lin & Tsai, 2002, LaRose et al, 2003). Οι ερευνητές έχουν διαπιστώσει ότι συγκεκριμένα κίνητρα επί των μέσων προβλέπουν την εξοικείωση με τα μέσα ( π.χ. LaRose et al, 2003) και συγκεκριμένα κίνητρα για το Διαδίκτυο προβλέπουν την εξοικείωση με αυτό (Papacharissi & Rubin, 2000). Επίσης, μελέτες έχουν δείξει ότι υψηλή ανάμειξη με τα μέσα σχετίζεται με υψηλού βαθμού εξοικείωση με τα μέσα (Rubin, 1985). Για το λόγο αυτό, η ανάμειξη με τα μέσα πρέπει να διαμεσολαβεί στη σχέση μεταξύ κινήτρων για το Διαδίκτυο και εξοικείωσης με αυτό. Κατά συνέπεια, ισχύει η ακόλουθη σειρά: Κίνητρα Διαδικτύου Ανάμειξη με τα μέσα Εξοικείωση με τα μέσα Επιπλέον, ο Dillard και οι συνεργάτες του διαβεβαίωσαν ότι η υψηλού βαθμού διαπροσωπική ανάμειξη συσχετίζεται με την εξοικείωση (Dillard et al., 1999). Αν και οι ερευνητές δεν έχουν εξετάσει τη σχέση μεταξύ της διαπροσωπικής εξοικείωσης και της εξοικείωσης με το Διαδίκτυο, πιθανολογούμε ότι άνθρωποι, οι οποίοι είναι σε υψηλό βαθμό αναμειγμένοι στη διαμεσολαβούμενη αλληλεπίδραση, θα αντιλαμβάνονται το μέσο που χρησιμοποιούν ως αποτελεσματικό και ικανοποιητικό, επειδή τους βοηθά να επιτύχουν το επικοινωνιακό τους έργο. Η βιβλιογραφία προτείνει επίσης ότι συγκεκριμένα κίνητρα για το Διαδίκτυο ( π.χ. διαπροσωπικά κίνητρα) προβλέπουν την ανάμειξη αλληλεπίδρασης (Anderson & Martin, 1995). Για το λόγο αυτό, ισχύει η ακόλουθη αλληλουχία: Κίνητρα Διαδικτύου Ανάμειξη αλληλεπίδρασης 133

140 Εξοικείωση με το Διαδίκτυο (Anderson & Martin, 1995). 134

141 Τρίτο Στάδιο Μοντελοποίησης Η εξοικείωση με το Διαδίκτυο πιθανόν να οδηγεί σε μεγαλύτερη έκθεση σε αυτό. Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, η σχέση μεταξύ εξοικείωσης με το Διαδίκτυο και έκθεσης στο Διαδίκτυο παραμένει ασαφής. Αλλά βασίζεται στο γεγονός ότι όσο περισσότερο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το Διαδίκτυο ως σημαντικό και υποβοηθητικό, τόσο πιο πιθανό είναι να το χρησιμοποιούν συχνά. Οι ερευνητές έχουν παρατηρήσει μια θετική σχέση μεταξύ έκθεσης στη διαφήμιση και εξοικείωσης με αυτή ( π.χ. Smit & Neijens, 2002). Θεωρούμε ότι η εξοικείωση με το Διαδίκτυο θα προβλέπει την έκθεση σε αυτό. Επιπλέον, τα υψηλά επίπεδα έκθεσης σε ένα μέσο υποδηλώνουν εθισμό από το συγκεκριμένο μέσο. Έτσι, αναμένεται να ισχύει η ακόλουθη αλληλουχία: Εξοικείωση με το Διαδίκτυο Έκθεση στο Διαδίκτυο Εθισμός από το Διαδίκτυο. Από τα παραπάνω συμπεράσματα, παραθέτουμε και μία επιπρόσθετη ακολουθία: Ατομικές προδιαθέσεις Ανάμειξη Εξοικείωση με το Διαδίκτυο Έκθεση στο Διαδίκτυο Εθισμός από το Διαδίκτυο. Σε αυτήν την ακολουθία, τα κίνητρα για το Διαδίκτυο και η ανάμειξη λειτουργούν ως διαμεσολαβητικές μεταβλητές με ενδιαφέρον. Επιπλέον, τόσο η ανάμειξη αλληλεπίδρασης όσο και η ανάμειξη με τα μέσα λειτουργούν ως διαμεσολαβητικές μεταβλητές. 135

142 Το μοντέλο δείχνει ότι συγκεκριμένα κίνητρα του Διαδικτύου οδηγούν στην ανάμειξη με τα μέσα ή στην ανάμειξη αλληλεπίδρασης. Και τα δύο οδηγούν στην εξοικείωση με το Διαδίκτυο, η οποία μέσω της έκθεσης στο Διαδίκτυο, προσδιορίζει παράγοντες επικινδυνότητας για τον εθισμό από το Διαδίκτυο. Σε αυτό το μοντέλο, η αυτο-επάρκεια και η νευρικότητα για το Διαδίκτυο είναι πρόδρομοι των κινήτρων για το Διαδίκτυο. Επομένως, το μοντέλο προτείνει ότι τα κίνητρα για το Διαδίκτυο διαμεσολαβούν στη σχέση μεταξύ αυτο-επάρκειας στο Διαδίκτυο και ανάμειξης, καθώς και στη σχέση μεταξύ νευρικότητας με το Διαδίκτυο και ανάμειξης. 136

143 ΕΡΕΥΝΑ 3. Σκοπός της έρευνας Ο κύριος αντικειμενικός σκοπός αυτής της έρευνας είναι να εξεταστεί ο εθισμός από το Διαδίκτυο μέσω της δημιουργίας ενός Μοντέλου κινήτρων χρήσης του Διαδικτύου και εθισμού από αυτό, βασισμένου στη συστημική μεθοδολογία της Θεωρίας Χρήσεων και Ανταμοιβών (UGT). 3.1 Υποθέσεις και Ερευνητικά Ερωτήματα ΕΕ1 η επιρροή της αυτο-επάρκειας και της νευρικότητας κατά τη διάρκεια της περιήγησης στο Διαδίκτυο και η σχέση τους με τον εθισμό από αυτό ΕΕ2 η επιρροή των κινήτρων για τη χρήση του Διαδικτύου και η σχέση τους με τον εθισμό από αυτό - ΕΕ2α: Ποια κίνητρα του Διαδικτύου εξηγούν καλύτερα την ατομική τυπική χρήση του Διαδικτύου; - ΕΕ2β: Ποια κίνητρα του Διαδικτύου εξηγούν καλύτερα τη διάρκεια χρήσης του Διαδικτύου; ΕΕ3 την επιρροή της εξοικείωσης και της έκθεσης στο Διαδίκτυο και τη σχέση τους με τον εθισμό από αυτό Η μελέτη των επικοινωνιακών κινήτρων είναι κεντρική στην έρευνα των χρήσεων και των ανταμοιβών. Επιπλέον, η φύση της προσωπικής εξάρτησης από τα μέσα συσχετίζεται είτε με στόχους είτε με κίνητρα ( Grant, 1996). Για το λόγο αυτό, μια διερεύνηση των κινήτρων του κοινού θα εδραίωνε μια σύνδεση μεταξύ της Θεωρίας Χρήσης και Ανταμοιβών (UGT) και του εθισμού από τα μέσα. 137

144 Ένας σημαντικός στόχος αυτής της μελέτης είναι να εξεταστεί ο ρόλος των κινήτρων στην χρήση και τον εθισμό από το Διαδίκτυο. Αν και η έρευνα για τον προσδιορισμό των κινήτρων του Διαδικτύου έχει γίνει εκτεταμένα για αρκετά χρόνια, οι ερευνητές δεν έχουν φθάσει σε μία συμφωνία για την τυπολογία των διαδικτυακών κινήτρων. Για παράδειγμα, οι Katz & Aspden (1997) διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν το Διαδίκτυο κυρίως για επικοινωνία με άλλους, λήψη πληροφοριών σχετικά με συγκεκριμένα ενδιαφέροντα και για να μένουν ενήμεροι πάνω στις τελευταίες εξελίξεις. Οι Papacharissi & Rubin (2000) προσδιόρισαν πέντε κίνητρα Διαδικτύου: διαπροσωπική ωφελιμότητα (π.χ. η συνάντηση νέων ατόμων), διάθεση ελεύθερου χρόνου (π.χ. επειδή δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω), αναζήτηση πληροφοριών ( π.χ. το να ψάχνω για πληροφορίες πάνω σε ένα θέμα), άνεση ( π.χ. είναι εύκολο να στέλνω σε ανθρώπους) και διασκέδαση (π.χ. είναι ευχάριστο). Σε μια πρόσφατη μελέτη, οι Charney & Greenberg (200 2) ανακάλυψαν οκτώ παράγοντες, οι οποίοι ερμηνεύουν τη χρήση του Διαδικτύου από πανεπιστημιακούς φοιτητές. Αυτά είναι: Ενημέρωση, Απόσπαση-Διασκέδαση, Περιέργεια-Ταυτότητα (π.χ. για να βρω ανθρώπους σαν και εμένα), Όμορφα συναισθήματα, Επικοινωνία, Θεάματα και Ακούσματα ( π.χ. να κοιτώ γραφικά ή animation), Καριέρα ( π.χ. για να βρω μια δουλειά) και Χαλάρωση (π.χ. για να ηρεμήσω). Αν και αυτές οι μελέτες προσδιόρισαν διαφορετικές τυπολογίες κινήτρων για το Διαδίκτυο, διαμέσου των μελετών η αναζήτηση πληροφοριών και η διαπροσωπική αλληλεπίδραση είναι συνεπώς δύο σημαντικά κίνητρα για το Διαδίκτυο. Αυτό υποστηρίζει ένα πρότερο επιχείρημα, ότι τα κίνητρα του Διαδικτύου θα πρέπει να εξεταστούν στα πλαίσια τόσο των διαπροσωπικών κινήτρων, όσο και των κινήτρων επί των μέσων ( Rubin & Rubin, 1985). 138

145 Αν και έχουν προκύψει ομοιότητες στις προηγούμενες μελέτες πάνω στα κίνητρα του Διαδικτύου, ο προσδιορισμός μιας αναλυτικής και γενικής τυπολογίας αποτελεί ακόμα πολύπλοκο θέμα. Πρώτον, τα δείγματα που χρησιμοποιήθηκαν στις προηγούμενες μελέτες ποικίλουν έντονα. Για παράδειγμα, οι Katz & Aspden (1997) χρησιμοποίησαν ένα τυχαίο δείγμα από τον εθνικό τηλεφωνικό κατάλογο, ενώ οι Papacharissi και Rubin (2000) χρησιμοποίησαν ένα δείγμα πανεπιστημιακών φοιτητών. Οι Charney & Greenberg (2002) επίσης χρησιμοποίησαν ένα δείγμα πανεπιστημιακών φοιτητών. Δεύτερον, με τη ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας του Διαδικτύου και τις ταχύτατες αλλαγές στο περιβάλλον των μέσων μαζικής επικοινωνίας, οι ερευνητές πιθανώς να προσδιορίσουν πιο προσωπικά κίνητρα για το Διαδίκτυο. Για παράδειγμα, η πρόσβαση στο Διαδίκτυο είναι πολύ πιο εύκολη και το κόστος χρήσης του έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για να επιτύχουν περισσότερους στόχους. Τρίτον, οι ερευνητές έχουν χρησιμοποιήσει διαφορετικά μέτρα για τον προσδιορισμό των κινήτρων του Διαδικτύου. Επειδή η αξιοπιστία και η εγκυρότητα ποικίλουν μεταξύ των διαφόρων εργαλείων μέτρησης, γίνεται δυσκολότερο για τους ερευνητές να καταλήξουν στην ίδια τυπολογία διαδικτυακών κινήτρων. Συνεπώς, δεν είναι ενδεδειγμένο να ακολουθήσουμε μια μεμονωμένη τυπολογία των κινήτρων του Διαδικτύου, όπως αυτές έχουν προσδιοριστεί σε προηγούμενες έρευνες. Πρώτον, θα προσπαθήσουμε να χρησιμοποιήσουμε δείγμα διαφορετικό από αυτά των προηγούμενων μελετών. 139

146 Δεύτερον, προκειμένου να περιγράψουμε καλύτερα τα τρέχοντα χαρακτηριστικά των χρηστών του Διαδικτύου, αυτή η έρευνα θα έχει ως στόχο να διερευνήσει μια τυπολογία κινήτρων για το Διαδίκτυο, η οποία αντανακλά την πλέον πρόσφατη εικόνα της χρήσης του Διαδικτύου τα τελευταία χρόνια, σε αντίθεση με την απλή επιβεβαίωση των κινήτρων του Διαδικτύου που προαναφέρθηκαν. Τρίτον, η διαμόρφωση εργαλείων για τη μέτρηση των κινήτρων του Διαδικτύου είναι ακόμα σε αρχικό στάδιο. Η εξέταση της τυπολογίας των κινήτρων του Διαδικτύου σε αυτή τη μελέτη πιθανώς να παρέχει μια ενδοσκόπηση στα μετρικά ζητήματα. Στο παρελθόν, τα κίνητρα δεν έτυχαν επαρκούς προσοχής στην έρευνα της νέας τεχνολογίας. Ωστόσο, μια υποτίμηση των προσωπικών κινήτρων ίσως να υποβαθμίσει την ερμηνεία των χρήσεων των μέσων και των επιπτώσεών τους (Rubin et al, 1988). Ένας σκοπός αυτής της μελέτης είναι να εξετάσει το πώς τα κίνητρα σχετίζονται με τη χρήση του Διαδικτύου. Συγκεκριμένα, αυτή η μελέτη εστιάζεται στην τυπική χρήση του Διαδικτύου από τους ανθρώπους. Μια τέτοια προσπάθεια θα διευκολύνει την κατανόηση της φυσιογνωμίας των χρηστών του Διαδικτύου, επειδή η ποικιλία των εφαρμογών του Διαδικτύου περιπλέκει τα ατομικά πρότυπα χρήσης. Επιπλέον, η καθιέρωση μιας σύνδεσης μεταξύ κινήτρων και τυπικής χρήσης του Διαδικτύου ενδεχομένως να αποκαλύψει το γιατί οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο με διαφορετικό τρόπο. Οι άνθρωποι με υψηλού βαθμού αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο είναι πιο πιθανό να είναι δραστήριοι στη χρήση του Διαδικτύου απέναντι σε εκείνους με χαμηλού βαθμού αυτο-επάρκεια, επειδή η υψηλή αυτο-επάρκεια υποδηλώνει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη χρήση του Διαδικτύου για την επίτευξη ενός στόχου. Οι άνθρωποι 140

147 με μεγαλύτερη νευρικότητα για το Διαδίκτυο ωστόσο είναι λιγότερο πιθανό να είναι ενεργητικοί χρήστες του Διαδικτύου. Υ1α: Η αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο θα προβλέψει θετικά τη διάρκεια και την ποσότητα χρήσης του Διαδικτύου. Υ1β: Η νευρικότητα με το Διαδίκτυο θα προβλέψει αρνητικά τη διάρκεια και την ποσότητα χρήσης του Διαδικτύου. Υ2: Τα κίνητρα του Διαδικτύου θα διαμεσολαβήσουν στη σχέση μεταξύ των προδιαθέσεων της αυτο-επάρκειας και της νευρικότητας με το Διαδίκτυο και του εθισμού από αυτό. Εξετάζοντας τον διαμεσολαβητικό ρόλο της ανάμειξης θα αποκαλυφθεί πιο αναλυτικά η διαδικασία που οδηγεί στον εθισμό από το Διαδίκτυο. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η ανάμειξη διαμεσολαβεί στη σχέση μεταξύ κινήτρων επί των μέσων και αποτελεσμάτων των μέσων. Για παράδειγμα, ο Eveland (2001) διαπίστωσε ότι η νοητική ανάμειξη ( π.χ. προσοχή και λεπτομερής εξέταση) διαμεσολαβεί στη σχέση μεταξύ κινήτρων χρήσης των μέσων για σκοπούς επιτήρησης και απόκτησης πολιτικών γνώσεων από τα μέσα. Οι χρήστες είναι δραστήριοι σε κυμαινόμενο βαθμό και η ανάμειξη αντανακλά αυτό το βαθμό δραστηριότητας. Για το λόγο αυτό, η εξέταση του ρόλου της ανάμειξης στον εθισμό από το Διαδίκτυο μπορεί να παρέχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη δραστηριότητα του κοινού στο νέο περιβάλλον των μέσων. Η επόμενη υπόθεση έχει ως εξής: 141

148 Υ3: Η νοητική ανάμειξη, η συναισθηματική ανάμειξη και η ανάμειξη αλληλεπίδρασης θα διαμεσολαβήσουν στη σχέση μεταξύ κινήτρων του Διαδικτύου και εθισμού από το Διαδίκτυο Υ4: Η εξοικείωση με το Διαδίκτυο θα μεσολαβεί στη σχέση μεταξύ ανάμειξης (δηλαδή νοητικής, συναισθηματικής και ανάμειξης αλληλεπίδρασης) και εθισμού από το Διαδίκτυο. Ένας πρωταρχικός στόχος είναι να σχεδιαστεί ένα μοντέλο χρήσης και εθισμού από το Διαδίκτυο. Για να επιληφθούμε της σχέσης μεταξύ προδρομικών παραγόντων, διαμεσολαβητικών παραγόντων και εθισμού από το Διαδίκτυο, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε όλες τις πιθανές άμεσες και έμμεσες οδούς σε αυτό το μοντέλο. Όπως τονίζει η Θεωρία Χρήσης και Ανταμοιβών ( UGT) πολλές μεταβλητές μπορεί να διαμεσολαβούν στις επιδράσεις κοινωνικών, βιολογικών και ψυχολογικών παραγόντων πάνω στο κοινό ( Rubin, 2002). Με άλλα λόγια, ποικίλοι παράγοντες πιθανώς να επηρεάζουν στάσεις, απαντήσεις και συμπεριφορές του κοινού. ΕΕ4: Ποιες άμεσες και έμμεσες οδοί υπάρχουν στην πρόγνωση του εθισμού από το Διαδίκτυο μέσω προδιαθέσεων (δηλαδή αυτο -επάρκειας στο Διαδίκτυο και νευρικότητας με το Διαδίκτυο), κινήτρων για το Διαδίκτυο, ανάμειξης (δηλαδή νοητικής, συναισθηματικής και ανάμειξης αλληλεπίδρασης), εξοικείωσης με το Διαδίκτυο και έκθεσης στο Διαδίκτυο ( δηλαδή διάρκειας χρήσης του Διαδικτύου, ποσότητα χρήσης του Διαδικτύου); ΕΕ5: Διαφέρουν οι άνδρες και οι γυναίκες ως προς τα επίπεδα της αυτοεπάρκειας και της νευρικότητας στο Διαδίκτυο; 142

149 3.2 Κλίμακες μέτρησης των Παραγόντων του Μοντέλου Κλίμακα Αυτο-επάρκειας στο Διαδίκτυο (Eastin και LaRose 2000) Νιώθω αυτοπεποίθηση 1) στην κατανόηση όρων/λέξεων σχετικά με τον εξοπλισμό του Διαδικτύου 2) στην κατανόηση όρων/λέξεων σχετικά με το λογισμικό του Διαδικτύου 3) στην περιγραφή λειτουργιών του εξοπλισμού του Διαδικτύου 4) στην επίλυση προβλημάτων του Διαδικτύου 5) στην εξήγηση του γιατί μια εντολή δεν θα λειτουργήσει στο Διαδίκτυο 6) στην χρήση του Διαδικτύου για συλλογή δεδομένων 7) στην εκμάθηση προηγμένων δεξιοτήτων πάνω σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα με το Διαδίκτυο 8) στο να απευθύνομαι σε μια διαδικτυακή ομάδα συζήτησης όταν χρειάζομαι βοήθεια 143

150 3.2.2 Κλίμακα Νευρικότητας Διαδικτύου (Althaus & Tewksbury, 2000) Στοιχεία 1)Νιώθω ότι θα είμαι ικανός να συμβαδίσω με τις εξελίξεις στο χώρο του Διαδικτύου 2)Νιώθω αυτοπεποίθηση ότι μπορώ να μάθω τις δεξιότητες του Διαδικτύου 3)Δυσκολεύομαι να κατανοήσω τις τεχνικές πλευρές του Διαδικτύου 4)Η πρόκληση της εκμάθησης του Διαδικτύου είναι συναρπαστική 5)Έχω αποφύγει το Διαδίκτυο επειδή δεν μου είναι οικείο και κατά κάποιον τρόπο με τρομάζει 6)Εάν μου δοθεί η ευκαιρία, θα ήθελα να διδαχθώ σχετικά με το Διαδίκτυο και τη χρήση του 7)Περιμένω με ανυπομονησία να χρησιμοποιήσω το Διαδίκτυο στην δουλειά μου 8)Η εκμάθηση της χρήσης του Διαδικτύου είναι όπως η εκμάθηση οποιασδήποτε νέας δεξιότητας 144

151 3.2.3 Κλίμακα Κινήτρων Χρήσης Διαδικτύου CMC, ( Papacharissi & Rubin 2000) Χρησιμοποιώ το Διαδίκτυο 1) Επειδή είναι απολαυστικό 2) Απλά επειδή υπάρχει 3) Για αναζήτηση πληροφοριών 4) Για επικοινωνία με φίλους και οικογένεια 5) Προκειμένου να ξεφεύγω από οικογένεια, φίλους ή άλλους 6) Επειδή μερικές φορές είναι ευκολότερο να στείλω κάτι με , παρά να το πω πρόσωπο με πρόσωπο 7) Επειδή μπορώ να το χρησιμοποιώ ανά πάσα στιγμή 8) Επειδή είναι φθηνότερο από το τηλέφωνο ή το ταχυδρομείο 9) Για να βοηθήσω άλλους 10) Για τις στιγμές που δεν υπάρχει κανένας να μιλήσω ή να συνυπάρξω 11) Για να δω τι υπάρχει 12) Για όταν δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω 13) Επειδή με χαλαρώνει 14) Επειδή θέλω κάποιος να κάνει κάτι για εμένα 15) Για να δώσω τα δεδομένα μου 16) Επειδή είναι διασκεδαστικό 145

152 17) Επειδή μου αρέσει να το χρησιμοποιώ 18) Επειδή μου παρέχει έναν νέο και ενδιαφέρον τρόπο για έρευνα 19) Για να γνωρίσω καινούριους ανθρώπους 20) Ώστε να ξεφύγω από αυτά που κάνω 21) Επειδή είναι βολικό 22) Επειδή δεν χρειάζεται οι άλλοι να είναι εκεί ακριβώς τη στιγμή που τους στέλνεις μήνυμα 23) Για δωρεάν πληροφορίες 24) Για να μάθουν οι άλλοι ότι νοιάζομαι για τα συναισθήματά τους 25) Για να ανήκω σε μια ομάδα με κοινά ενδιαφέροντα με εμένα 26) Για να πάρω περισσότερες απόψεις 27) Επειδή περνά ο χρόνος εύκολα, ειδικά όταν πλήττω 28) Επειδή μου επιτρέπει να ανοιχτώ 29) Για να μάθουν οι άλλοι τι κάνω 30) Επειδή μου αρέσει να απαντώ στις ερωτήσεις των άλλων 31) Επειδή έχει πλάκα να κυκλοφορώ και να τσεκάρω τα πράγματα 32) Επειδή είναι συνήθεια, κάτι να κάνει κανείς 33) Για να μένω ενήμερος πάνω στα τελευταία νέα και γεγονότα 146

153 34) Για να συμμετέχω σε συζητήσεις 35) Για να μπορώ να ξεχάσω το σχολείο, τη δουλειά ή άλλα πράγματα 36) Επειδή είναι ευκολότερο να αποκτήσω πληροφορίες 37) Ώστε να μπορώ να μιλώ όσο πολύ ή όσο λίγο θέλω 38) Ώστε να μπορώ να διαβάζω περιοδικά στην ηλεκτρονική τους έκδοση και να μην χρειάζεται να τα αγοράσω 39) Για να εμψυχώσω άλλους 40) Επειδή με κάνει να αισθάνομαι λιγότερο μοναχικός 41) Επειδή έχω απορία για το τι έχουν να πουν οι άλλοι 42) Επειδή μου δίνει ενασχόληση για να γεμίσω το χρόνο μου 43) Επειδή είναι ευχάριστη ξεκούραση ελεύθερα 44) Για να αποκτήσω κάτι που δεν έχω 45) Ώστε να μπορώ να εκφράζομαι 147

154 3.2.4 Κλίμακα Νοητικής Ανάμειξης (Eveland, Seo & Marton 2002) Ενώ χρησιμοποιώ το Διαδίκτυο 1) σκέφτομαι τι νόημα έχουν τα διαδικτυακά μηνύματα για εμένα και την οικογένειά μου 2) σκέφτομαι πώς τα διαδικτυακά μηνύματα σχετίζονται με άλλα πράγματα που γνωρίζω 3) σκέφτομαι τι πιθανώς να σημαίνουν τα διαδικτυακά μηνύματα για τους άλλους 4) σκέφτομαι τα διαδικτυακά μηνύματα ξανά και ξανά 5) σκέφτομαι τα διαδικτυακά μηνύματα και τι πρέπει να γίνει 148

155 3.2.5 Κλίμακα Συναισθηματικής Ανάμειξης (Hsu & Price, 1993) Όταν χρησιμοποιώ το Διαδίκτυο 1) Νιώθω θυμωμένος 2) Νιώθω αυτάρκης 3) Νιώθω βαριεστημένος 4) Νιώθω χαρούμενος 5) Νιώθω ντροπιασμένος 6) Νιώθω καταθλιπτικός 7) Νιώθω ικανοποιημένος 8) Νιώθω ανήσυχος 9) Νιώθω ψυχαγωγημένος 10) Νιώθω αμήχανος 11) Νιώθω ψύχραιμος 12) Νιώθω πρόσχαρος 149

156 13) Νιώθω δυστυχισμένος 14) Νιώθω άνετος 15) Νιώθω ενθουσιασμένος 16) Νιώθω ζοφερός 17) Νιώθω χαλαρός 18) Νιώθω λυπημένος 19) Νιώθω τρομαγμένος 20) Νιώθω ευχαριστημένος 150

157 3.2.6 Κλίμακα Ανάμειξης Αλληλεπίδρασης (Campbell και Neer, 2001) 1) Συχνά κατά τη διάρκεια της διαδικτυακής επικοινωνίας δεν είμαι σίγουρος τι πρέπει να πω, δεν μπορώ να βρω τις κατάλληλες λέξεις 2) Συχνά κατά τη διάρκεια της διαδικτυακής επικοινωνίας δεν είμαι σίγουρος ποιος είναι ο ρόλος μου, δεν είμαι σίγουρος πώς αναμένουν από εμένα να συσχετιστώ με άλλους 3) Συχνά κατά τη διάρκεια διαδικτυακής επικοινωνίας νιώθω ότι ξέρω τι πρέπει να πω (όπως η αποδοχή ενός κομπλιμέντου ή το να απευθύνω μια ερώτηση) αλλά διστάζω να το κάνω 4) Συχνά νιώθω αποτραβηγμένος ή απόμακρος κατά τη διάρκεια της διαδικτυακής επικοινωνίας 5) Συχνά κατά τη διάρκεια διαδικτυακής επικοινωνίας δεν είμαι σίγουρος ποιες είναι οι ανάγκες των άλλων (για παράδειγμα, ένα κομπλιμέντο, επιβεβαίωση, κλπ) μέχρι να είναι πολύ αργά πλέον να απαντήσω 151

158 6) Νιώθω αυτοπεποίθηση κατά τη διάρκεια διαδικτυακής επικοινωνίας, ξέρω σίγουρα πώς να απαντήσω 7) Νιώθω συχνά κάπως αμήχανα κατά τη διάρκεια διαδικτυακής επικοινωνίας, είμαι αβέβαιος για τον ρόλο μου, τα κίνητρα των άλλων και το τι συμβαίνει 8) Συχνά κατά τη διάρκεια της διαδικτυακής μου επικοινωνίας δεν μπορώ να σκεφτώ τι να πω, απλώς δεν απαντώ αρκετά γρήγορα 152

159 3.2.7 Κλίμακα Εξοικείωσης με το Διαδίκτυο (Papacharissi & Rubin, 2000) Στοιχεία 1) Η χρήση του Διαδικτύου είναι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που κάνω καθημερινά 2) Εάν δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω το Διαδίκτυο για κάποιον λόγο (για παράδειγμα κατειλημμένες γραμμές, βλάβη στον διακομιστή), θα μου έλειπε πραγματικά 3) Η χρήση του Διαδικτύου είναι πολύ σημαντική στη ζωή μου 4) Δεν μπορώ να υπάρξω εύκολα χωρίς Διαδίκτυο για αρκετές ημέρες 5) Θα ένιωθα χαμένος χωρίς το Διαδίκτυο 153

160 3.2.8 Κλίμακα Εθισμού από το Διαδίκτυο (Grant, 2000) Στην καθημερινή σου ζωή, πόσο βοηθητικό είναι το Διαδίκτυο για να 1) μένεις ενήμερος για όσα συμβαίνουν στην κοινότητα; 2) μειώσεις την ένταση μετά από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά; 3) κατανοήσεις γιατί κάνεις μερικά από όσα κάνεις; 4) ανακαλύψεις καλύτερους τρόπους επικοινωνίας με άλλους; 5) αποφασίσεις που να αναζητήσεις υπηρεσίες, όπως υπηρεσίες υγείας, οικονομίας ή οικιακής φύσεως; 6) χαλαρώσεις όταν είσαι μόνος σου; 7) μαθαίνεις πώς τα πηγαίνει η χώρα σου; 8) να φανταστείς πώς θα είσαι όταν μεγαλώσεις; 9) σου δώσει κάτι να κάνετε εσύ και οι φίλοι σου; 154

161 10) να διαλέξεις τί να αγοράσεις; 11) σκεφτείς πώς να λειτουργείς με φίλους, συγγενείς ή συναδέλφους; 12) περνάς όμορφα με οικογένεια και φίλους; 13) παρατηρήσεις πώς αντιμετωπίζουν οι άλλοι προβλήματα και καταστάσεις σαν τις δικές σου; 14 συμβαδίσεις με τα παγκόσμια γεγονότα; 15) συμμετέχεις σε γεγονότα χωρίς να χρειάζεσαι να είσαι παρών; 16) να παίρνεις ιδέες σχετικά με το πώς να προσεγγίζεις άλλους σε σημαντικές ή δύσκολες καταστάσεις; 17) σχεδιάσεις που θα πας το απόγευμα ή το Σαββατοκύριακο; 18) έχεις κάτι να κάνεις όταν δεν υπάρχει κανείς; 155

162 4. Σχεδιασμός και Μεθοδολογία της έρευνας 4.1 Δείγμα της έρευνας Πολλές μελέτες σχετικά με το Διαδίκτυο έχουν χρησιμοποιήσει δείγματα πανεπιστημιακών φοιτητών. Οι Charney & Greenberg αναφέρουν ότι οι πανεπιστημιακοί φοιτητές αποτελούν καλό δείγμα μελέτης της χρήσης του Διαδικτύου, επειδή οι φοιτητές έχουν αξιοσημείωτη διαδικτυακή εμπειρία, άνετη πρόσβαση σε υπολογιστές και είναι προσανατολισμένοι προς το Διαδίκτυο. Για το λόγο αυτό, είναι πιο πιθανό να διατυπώνουν με σαφήνεια τα κίνητρά τους κατά τη χρήση του Διαδικτύου (Charney & Greenberg, 2002). Επιπλέον, οι πανεπιστημιακοί φοιτητές αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό των χρηστών του Διαδικτύου και είναι πιο πιθανό να εθιστούν από το Διαδίκτυο σε σχέση με άλλους πληθυσμούς, εξαιτίας της εύκολης πρόσβασής τους σε αυτό στα πανεπιστήμια (Morahan-Martin & Shumacher, 2000). Παρά αυτά τα πλεονεκτήματα στη χρήση δειγμάτων φοιτητών για την έρευνα σχετικά με τη χρήση του Διαδικτύου, υπάρχει ο φόβος ότι η χρήση ενός τέτοιου δείγματος πιθανώς να περιορίσει το γενικό χαρακτήρα των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η εκπαίδευση επηρεάζει παράγοντες όπως την αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο και την ανησυχία για το Διαδίκτυο ( π.χ. Albion, 2000). Οι φοιτητές έχουν ευκολότερη πρόσβαση στην εκπαίδευση υπολογιστών από ότι άλλοι πληθυσμοί. Για το λόγο αυτό, οι φοιτητές είναι πιο πιθανό να έχουν υψηλή αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο. Η χρήση ενός δείγματος φοιτητών πιθανώς να περιορίσει την μεταβλητότητα της αυτο-επάρκειας στο Διαδίκτυο και της ανησυχίας για το Διαδίκτυο και κατά συνέπεια, ένα τέτοιο δείγμα να είναι λιγότερο αντιπροσωπευτικό του συνολικού πληθυσμού χρηστών του Διαδικτύου. 156

163 Επιλέξαμε ως δείγμα σκοπιμότητας της έρευνας μαθητές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (Ε και Στ Τάξης), οι οποίοι έχουν άνεση στη χρήση των νέων τεχνολογιών και στην επικοινωνία μέσω διαδικτυακών εφαρμογών. Θεωρούμε σημαντικό να αναφέρουμε πως οι σχετικές έρευνες 2 που έχουν γίνει σε μαθητές της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αφορούν αποκλειστικά τις συνέπειες της πολύωρης χρήσης του Διαδικτύου στην κοινωνική τους ζωή, στη σχολική τους επίδοση και στη βιολογική τους κατάσταση. Αναλογικά δείγματα και δείγματα σκοπιμότητας επιτρέπουν στους ερευνητές να αυξήσουν την δημογραφική μεταβλητότητα και ποικιλότητα ( Cook & Campbell, 1979, Kerlinger & Lee, 2000). Σε αυτή τη μελέτη, χρησιμοποιήσαμε την τεχνική ενός δείγματος σκοπιμότητας προκειμένου να αποκτήσουμε μια μεγάλη δεξαμενή συμμετεχόντων. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιήσαμε αυτήν την μέθοδο για ποικίλους λόγους. Πρώτον, οι παρελθοντικές μελέτες ( π.χ. Perse, 1992) έχουν επιτυχώς χρησιμοποιήσει δείγματα σκοπιμότητας για να εξετάσουν τις χρήσεις των μέσων και τις ανταμοιβές τους Δεύτερον, αυτή η μελέτη περιορίστηκε σε εκείνους τους συμμετέχοντες που χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο Τρίτον, ο πιο σημαντικός αντικειμενικός σκοπός αυτής της μελέτης είναι να διευκρινίσουμε τις σχέσεις μεταξύ εννοιών παρά να γενικεύσουμε τα αποτελέσματα στον πληθυσμό (Perse, 1992) 2 Μονάδα Εφηβικής Υγείας της Β' Πανεπιστημιακής Παιδιατρικής Κλινικής (Μ.Ε.Υ.) Νοσοκομείου Παίδων (2005) Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης (2008) Τ.Ε.Ι. Αθηνών (2008) 157

164 4.2 Ερευνητικός Σχεδιασμός Η έρευνα δημοσκόπησης είναι η πλέον συχνά χρησιμοποιούμενη ερευνητική μεθοδολογία στην Θεωρία Χρήσης και Ανταμοιβών ( UGT) ( Rubin, 2002) και έχει αποτελέσει ικανοποιητικό μέσο μέτρησης των κινήτρων και των επιδράσεων των μέσων. Ο Metts και οι συνεργάτες του (1991) δήλωσαν επίσης ότι η χρήση δημοσκοπήσεων αυτο-αναφοράς είναι πολύτιμη εφόσον το αντικείμενο μελέτης των ερευνητών είναι η στάση, η εμπειρία, το συναίσθημα, η συμπεριφορά και η ψυχολογική κατάσταση των συμμετεχόντων (Metts et al.,1991). Επιπλέον, οι μελέτες αυτο-αναφοράς υπήρξαν κατάλληλες στη μέτρηση της αυτο-επάρκειας στο Διαδίκτυο (π.χ. Eastin & LaRose, 2000), της ανησυχίας για το Διαδίκτυο ( π.χ. Susskind & Stefanone, 2000), των κινήτρων για το Διαδίκτυο (π.χ. Perse, 1992), της ανάμειξης με τα μέσα (π.χ. Perse, 1990a, 1990b, 1990c), της ανάμειξης αλληλεπίδρασης (π.χ. Chen, 1992), της εξοικείωσης με το Διαδίκτυο ( π.χ. Papacharissi & Rubin, 2000) και του εθισμού από το Διαδίκτυο (π.χ. Morahan-Martin & Schumacher, 2000). Για το λόγο αυτό, προκειμένου να εξετάσουμε το μοντέλο μας, τα ερευνητικά ερωτήματα και τις υποθέσεις, χρησιμοποιήσαμε μετρήσεις αυτο-αναφοράς σε ένα ερωτηματολόγιο. 158

165 4.3 Μέγεθος Δείγματος Το ελάχιστο μέγεθος δείγματος για παραγοντική ανάλυση πρέπει να είναι τουλάχιστον πέντε φορές ο αριθμός των μεταβλητών ( π.χ. αντικειμένων) ( Bryant & Yarnold, 1995). Καθώς η Kλίμακα Kινήτρων (CMC) έχει 45 στοιχεία, χρειαστήκαμε τουλάχιστον 225 συμμετέχοντες για την παραγοντική ανάλυση. Επιπλέον, η πολλαπλή παλινδρόμηση αποτελεί σημαντική τεχνική σε αυτή τη μελέτη. Θέτοντας το άλφα στο,05 και περιμένοντας ισχύ,90 χρειαστήκαμε ένα μέγεθος δείγματος τουλάχιστον 300 ατόμων (Cohen & Cohen, 1983, Cohen et al., 2003). Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από 2 Μαΐου έως 10 Αυγούστου Διανεμήθηκαν 500 ερωτηματολόγια σε γραπτή και ηλεκτρονική μορφή. Από αυτά επιστράφηκαν συμπληρωμένα 478 ερωτηματολόγια. Ένα σύνολο 473 ερωτηματολογίων ήταν σε θέση να χρησιμοποιηθεί. Τα υπόλοιπα 5 δεν κρίθηκαν αξιοποιήσιμα εξαιτίας ελλιπών δεδομένων ή αδυναμίας αναγνώσεώς τους. Μετά την γραφική απεικόνιση των δεδομένων, 2 ερωτηματολόγια απορρίφθηκαν εξαιτίας ακραίων τιμών. Έτσι, συνολικά 471 ερωτηματολόγια υποβλήθηκαν σε ανάλυση δεδομένων. 4.4 Δημογραφικά Στοιχεία Συγκεντρώσαμε δημογραφικά στοιχεία (δηλαδή το φύλο, την εκπαίδευση και την ηλικία) για να περιγράψουμε το δείγμα. Το φύλο κωδικοποιήθηκε ως εξής: Αγόρι = 0 και Κορίτσι = 1. Το δείγμα ήταν 46,9% αγόρια (ν = 221) και 53,1% κορίτσια (ν = 250). Οι ηλικίες των συμμετεχόντων κυμαίνονταν από 11 έως 13 ετών. Υπήρχαν 229 συμμετέχοντες μεταξύ 11 και 12 ετών ( 48,62%) και 242 συμμετέχοντες μεταξύ 12 και 13 ετών (51,38%). 159

166 4.5 Μέτρηση της ατομικής τυπικής χρήσης του Διαδικτύου Εξαιτίας του γεγονότος ότι η συγκεκριμένη μελέτη εστιάστηκε στην τυπική χρήση του Διαδικτύου, ένα ερώτημα σχετικά με τη μέτρηση της τυπικής ατομικής χρήσης του Διαδικτύου παρουσιάστηκε στην αρχή της έρευνας. Ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να έχουν στο νου τους την τυπική χρήση του Διαδικτύου, σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα, κατά την συμπλήρωση του ερωτηματολογίου. Τα περιγραφικά στατιστικά στοιχεία έδειξαν ότι το: 44,2% των συμμετεχόντων τυπικά χρησιμοποιούσε ηλεκτρονική αλληλογραφία, συνομιλούσε σε chatrooms, είχε συμμετοχή σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης (Facebook, MySpace, Twitter κλπ) (ν = 208) 36,1% τυπικά χρησιμοποιούσαν την περιήγηση στον Παγκόσμιο Ιστό (ν = 170) 6,8% τυπικά χρησιμοποιούσαν το κατέβασμα (download) μουσικής, ταινιών ή παιχνιδιών 3 (ν = 32) 6,8% τυπικά χρησιμοποιούσαν άλλες εφαρμογές του Διαδικτύου όπως τα Διαδικτυακά παιχνίδια 4 (ν = 32) 3,0% τυπικά χρησιμοποιούσαν ομάδες ειδήσεων (ν = 14) 2,3% τυπικά έκαναν αγορές μέσω Διαδικτύου (ν = 11) 0,8% τυπικά χρησιμοποιούσαν εκπαιδευτικές ιστοσελίδες (ν = 4) Επομένως, το 80,3% των συμμετεχόντων ανέφεραν το ή την περιήγηση στον Παγκόσμιο Ιστό, ως την τυπική τους χρήση στο Διαδίκτυο. Λιγότερο από το 3 Πιθανό η δραστηριότητα αυτή αφορά μεγαλύτερο ποσοστό χρηστών, αλλά υπάρχει σχετική απροθυμία παραδοχής της αφού χαρακτηρίζεται ως παράνομη. 4 Στην ηλικία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης προτιμώνται τα ηλεκτρονικά παιχνίδια μέσω υπολογιστή και όχι ηλεκτρονικά παιχνίδια μέσω διαδικτύου, για τα οποία απαιτείται τις περισσότερες φορές χρηματικό αντίτιμο μέσω πιστωτικής κάρτας 160

167 20% προσδιόρισαν άλλες λειτουργίες του Διαδικτύου ως τυπική τους χρήση. Εξαιτίας της ποικιλίας και την πολυπλοκότητας των λειτουργιών του Διαδικτύου, εστιάσαμε στα πιο επιφανή πρότυπα χρήσης σε σχέση με τις υπόλοιπες τυπικές χρήσεις. Εξαιτίας του γεγονότος ότι τα κυριότερα πρότυπα τυπικής χρήσης στο συγκεκριμένο δείγμα ήταν η ηλεκτρονική κοινωνική αλληλεπίδραση και η περιήγηση στο Διαδίκτυο, κατά την εξέταση της σχέσης μεταξύ παραγόντων όπως των κινήτρων και της τυπικής χρήσης του Διαδικτύου, εστιάσαμε στην ηλεκτρονική κοινωνική αλληλεπίδραση και στη γενική περιήγηση στον Παγκόσμιο Ιστό. 161

168 4.6 Μέτρηση των Παραγόντων του Μοντέλου Χρήσης του Διαδικτύου και εθισμού από αυτό Αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο Έχει υπάρξει ελάχιστη έρευνα σχετικά με την αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο. Για το λόγο αυτό, υπάρχουν λίγες μόνο κλίμακες μέτρησης της αυτο-επάρκειας στο Διαδίκτυο. Χρησιμοποιήσαμε την Κλίμακα 8-στοιχείων για την Αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο, των Eastin & LaRose (2000) ( π.χ. «νιώθω αυτοπεποίθηση κατά τη χρησιμοποίηση του Διαδικτύου για συλλογή δεδομένων»). Αυτή είναι μια διεθνής κλίμακα για την αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο ( Eastin & LaRose, 2000), καθώς αντανακλά την αυτο-επάρκεια των ατόμων σε μια ποικιλία λειτουργιών του Διαδικτύου. Η αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο αξιολογήθηκε σε μια κλίμακα Likert 5 σημείων, κυμαινόμενη από 1 (διαφωνώ απόλυτα) έως 5 (συμφωνώ απόλυτα). Οι Eastin & LaRose (2000) διαπίστωσαν ότι η κλίμακα έχει καλή αξιοπιστία, με Cronbach alpha,93. Βρέθηκε επίσης ότι είναι αξιόπιστη σε αρκετές μετέπειτα μελέτες (π.χ. LaRose & Eastin, 2002, LaRose et al, 2001). Ωστόσο, επειδή αποτελεί μια σχετικά νέα μετρική μέθοδο, η μέχρι τώρα έρευνα δεν έχει διασφαλίσει την εγκυρότητά της. Ο μέσος όρος αυτών των οκτώ στοιχείων προσέφερε έναν δείκτη για την αυτο-επάρκεια στο Διαδίκτυο ( Μ = 4,25, SD = 1,38, Cronbach alpha =,93). Τα στοιχεία της κλίμακας, οι μέσες τιμές και οι σταθερές αποκλίσεις παρουσιάζονται στον Πίνακα

169 Πίνακας 1 Κλίμακα Αυτο-επάρκειας στο Διαδίκτυο (Eastin & LaRose, 2000) Νιώθω αυτοπεποίθηση Μ SD 1) στην κατανόηση όρων/λέξεων που 4,63 1,78 συσχετίζονται με τον εξοπλισμό του Διαδικτύου 2) στην κατανόηση όρων/λέξεων που 4,54 1,75 συσχετίζονται με το λογισμικό του Διαδικτύου 3) στην περιγραφή λειτουργιών του 4,15 1,77 εξοπλισμού του Διαδικτύου 4) στην επίλυση προβλημάτων του 3,71 1,74 Διαδικτύου 5) στην εξήγηση του γιατί μια εντολή 3,53 1,71 δεν θα λειτουργήσει στο Διαδίκτυο 6) στην χρήση του Διαδικτύου για 5,66 1,37 συλλογή δεδομένων 7) στην εκμάθηση προηγμένων 4,44 1,72 δεξιοτήτων για ένα συγκεκριμένο πρόβλημα στο Διαδίκτυο 8) στο να απευθύνομαι σε μια 3,32 1,81 διαδικτυακή ομάδα συζήτησης όταν χρειάζομαι βοήθεια Σημείωση: Ν=

170 4.6.2 Νευρικότητα κατά τη διάρκεια περιήγησης στο Διαδίκτυο Οι ερευνητές δεν έχουν έρθει σε συμφωνία σχετικά με την μέτρηση της Νευρικότητας κατά τη διάρκεια περιήγησης στο Διαδίκτυο ( Susskind et al., 2003, Susskind & Stefanone, 2000). Όπως προαναφέρθηκε, η Νευρικότητα κατά τη διάρκεια χρήσης Υπολογιστών συχνά συνδυάζεται με τη Νευρικότητα κατά τη διάρκεια περιήγησης στο Διαδίκτυο. Για το λόγο αυτό, υιοθετήσαμε την Κλίμακα Νευρικότητας κατά τη διάρκεια χρήσης Υπολογιστών (Heinssen, Glass & Knight, 1987) προκειμένου να μετρήσουμε τη Νευρικότητα κατά τη διάρκεια περιήγησης στο Διαδίκτυο. Η Κλίμακα Μέτρησης Νευρικότητας κατά τη διάρκεια χρήσης Υπολογιστών εμπεριέχει 19 στοιχεία ( π.χ. «η πρόκληση της εκμάθησης υπολογιστών είναι συναρπαστική»). Οι επιλογές απάντησης κυμαίνονταν από 1 (διαφωνώ απόλυτα) έως 5 (συμφωνώ απόλυτα). Οι ερευνητές έχουν χρησιμοποιήσει κάποια στοιχεία ή ολόκληρη την Κλίμακα Μέτρησης Νευρικότητας κατά τη διάρκεια χρήσης Υπολογιστών για να μετρήσουν την ανησυχία στη χρήση υπολογιστών και διαπίστωσαν ότι τέσσερις διαφορετικές εκδοχές αυτής της κλίμακας είναι αξιόπιστες και έγκυρες. Για παράδειγμα, οι Althaus & Tewksbury (2000) χρησιμοποίησαν την εκδοχή 8 στοιχείων της Κλίμακας Μέτρησης Νευρικότητας κατά τη διάρκεια χρήσης Υπολογιστών (π.χ. «Έχω αυτοπεποίθηση ότι μπορώ να μάθω να χρησιμοποιώ υπολογιστή») και ανέφεραν Cronbach alpha,85. Οι Patterson και Gojdycz (2000) χρησιμοποίησαν την εκδοχή 18 στοιχείων και ανέφεραν Cronbach alpha,89. Οι Patterson και Gojdycz διαπίστωσαν επίσης ότι οι βαθμολογίες των συμμετεχόντων στην Κλίμακα Μέτρησης Νευρικότητας κατά τη διάρκεια χρήσης Υπολογιστών ήταν καλύτεροι προγνωστικοί δείκτες της Kλίμακας Kινήτρων (CMC) χρήσης από τις βαθμολογίες παρομοίων κλιμάκων (π.χ. η Προσωπική Αναφορά Ανησυχίας Επικοινωνίας). Μια τέτοια σύγκριση υποστηρίζει 164

171 την προγνωστική εγκυρότητα της Κλίμακας Μέτρησης Νευρικότητας κατά τη διάρκεια χρήσης Υπολογιστών. Στη παρούσα μελέτη χρησιμοποιήσαμε την παραλλαγή 8 στοιχείων των Althaus & Tewksbury (2000) 8 στοιχείων της Κλίμακας Μέτρησης Νευρικότητας κατά τη διάρκεια χρήσης Υπολογιστών, επειδή αυτή η παραλλαγή είναι πιο συνοπτική από τις υπόλοιπες και δεν υπάρχει ουσιώδης διαφορά, όσον αφορά την αξιοπιστία, μεταξύ των παραλλαγών. Ο μέσος όρος αυτών των έξι στοιχείων υπολογίστηκε ως δείκτης της Μέτρησης Νευρικότητας κατά τη διάρκεια περιήγησης στο Διαδίκτυο (Μ=2,62, SD=1,10, Cronbach alpha =,82). Τα οκτώ αρχικά αντικείμενα, οι μέσες τιμές και οι σταθερές αποκλίσεις παρουσιάζονται στον Πίνακα

172 Πίνακας 2 Κλίμακας Μέτρησης Νευρικότητας κατά τη διάρκεια περιήγησης στο Διαδίκτυο (Althaus & Tewksbury, 2000) Στοιχεία Μ SD 1)Νιώθω ότι μπορώ να συμβαδίσω με 3,27 1,66 τις εξελίξεις στο χώρο του Διαδικτύου 2)Νιώθω αυτοπεποίθηση ότι μπορώ 2,26 1,27 να εκπαιδευτώ στη χρήση του Διαδικτύου 3)Δυσκολεύομαι να κατανοήσω τις 3,99 1,77 τεχνικές πλευρές του Διαδικτύου 4)Η πρόκληση της εκμάθησης του 3,11 1,53 Διαδικτύου είναι συναρπαστική 5)Έχω αποφύγει το Διαδίκτυο επειδή 2,30 1,76 δεν μου είναι οικείο και κατά κάποιον τρόπο με τρομάζει 6)Εάν μου δοθεί η ευκαιρία, θα ήθελα 2,66 1,52 να μάθω σχετικά με το Διαδίκτυο και τη χρήση του 7)Περιμένω με ανυπομονησία να 3,00 1,72 χρησιμοποιήσω το Διαδίκτυο στην δουλειά μου 8)Η εκμάθηση της χρήσης του 1,76 1,12 Διαδικτύου είναι όπως η εκμάθηση οποιασδήποτε νέας δεξιότητας όσο περισσότερη η εξάσκηση, τόσο καλύτερος γίνεσαι Σημείωση: Στοιχεία 1, 2, 4, 6, 7 και 8 κωδικοποιήθηκαν με ανάστροφη φορά για περαιτέρω ανάλυση. Τα δεδομένα του πίνακα απεικονίζουν την επανακωδικοποίηση. Ν=

173 4.6.3 Κίνητρα χρήσης του Διαδικτύου Χρησιμοποιήσαμε την Κλίμακα Κινήτρων (CMC), των Papacharissi & Rubin (2000), προκειμένου να μετρήσουμε τα κίνητρα χρήσης Διαδικτύου. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για να ικανοποιήσουν διαπροσωπικές ανάγκες και ανάγκες σχετικά με τα μέσα. Η Κλίμακα Κινήτρων (CMC), συνδυάζει διαπροσωπικά κίνητρα (συντροφικότητα, συναισθηματισμό και έλεγχο), κίνητρα σχετικά με τα μέσα (πληροφόρηση, συνήθεια, διασκέδαση, χαλάρωση, κοινωνική αλληλεπίδραση, απόδραση και επιτήρηση) και κίνητρα σχετικά με τη νέα τεχνολογία (άνεση, οικονομία, έλεγχος χρόνου και ανάγκη έκφρασης). Η Κλίμακα Κινήτρων (CMC), αξιολογεί τα κίνητρα με βάση μια κλίμακα Likert 5-σημείων, κυμαινόμενη από 1 (καθόλου) έως 5 (απόλυτα) «μου αρέσει ο λόγος για τον οποίο χρησιμοποιώ το Διαδίκτυο». Η αρχική κλίμακα αποτελούνταν από 45 στοιχεία, τα οποία κατανέμονταν σε 15 προκαθορισμένες κατηγορίες ( π.χ. συναισθηματισμό, διασκέδαση, έλεγχος χρόνου). Τα στοιχεία αποτελούν σύντομες δηλώσεις όπως «Χρησιμοποιώ το Διαδίκτυο γιατί είναι ευχάριστο». Οι Papacharissi & Rubin (2000) προσδιόρισαν πέντε διαστάσεις, διατηρώντας 27 στοιχεία μετά από παραγοντική ανάλυση και διαπίστωσαν ότι αυτή η κλίμακα ήταν αξιόπιστη. Τα Cronbach alphas για τις διαστάσεις ήταν,93 ( διαπροσωπική ωφελιμότητα),,85 (διάθεση ελεύθερου χρόνου),,87 ( αναζήτηση πληροφοριών),,78 ( άνεση),,85 (διασκέδαση). Αργότερα, ο Wright (2002) χρησιμοποίησε την κλίμακα 27 στοιχείων για να μετρήσει τα κίνητρα των ανθρώπων για τη χρήση Διαδικτυακών ομάδων υποστήριξης. Ανέφερε τους ακόλουθους συντελεστές Cronbach alpha,74 (διαπροσωπική ωφελιμότητα),,93 ( διάθεση ελεύθερου χρόνου),,85 ( αναζήτηση πληροφοριών),,76 (άνεση) και,84 (διασκέδαση). 167

174 Αν και η πλήρης Κλίμακα Κινήτρων (CMC), δεν έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως, άλλοι ερευνητές έχουν χρησιμοποιήσει παρόμοιες μεθόδους για να ελέγξουν τα κίνητρα. Για παράδειγμα, ο Flaherty και οι συνεργάτες του (1998) συνδύασαν διαπροσωπικά κίνητρα ( π.χ. συμπερίληψη, συναισθηματισμός, έλεγχος, χαλάρωση, απόδραση και ευχαρίστηση), κίνητρα επί του Διαδικτύου ( π.χ. κοινωνική αλληλεπίδραση, διάθεση ελεύθερου χρόνου, συνήθεια, πληροφόρηση και διασκέδαση) και κίνητρα όσον αφορά τη νέα τεχνολογία (π.χ. συνάντηση ατόμων και εναλλαγή χρόνου) για την μέτρηση κινήτρων. Τα Cronbach alphas για τα προσαρμοσμένα κίνητρα επί των μέσων και της νέας τεχνολογίας κυμαίνονταν από,56 ως,98 (Flaherty et al., 1998). Επειδή η παρελθοντική έρευνα δεν έχει οδηγήσει σε συμφωνία για μια πιο συνοπτική τυπολογία των κινήτρων του Διαδικτύου, χρησιμοποιήσαμε την πλήρη Κλίμακα Κινήτρων (CMC), 45 στοιχείων και όχι την εκδοχή των 27 στοιχείων. Τα στοιχεία της κλίμακας, οι μέσες τιμές και οι σταθερές αποκλίσεις παρουσιάζονται στον Πίνακα

175 Πίνακας 3 Κλίμακα Κινήτρων Χρήσης Διαδικτύου (Papacharissi & Rubin, 2000) Χρησιμοποιώ το Διαδίκτυο M SD 1) Διότι είναι ευχάριστο 3,62 1,00 2) Απλά γιατί υπάρχει 2,96 1,17 3) Για αναζήτηση πληροφοριών 4,27 0,86 4) Για επικοινωνία με 3,93 1,13 φίλους/οικογένεια 5) Προκειμένου να ξεφεύγω από 1,85 1,10 οικογένεια/φίλους/άλλους 6) Επειδή μερικές φορές είναι 2,94 1,43 ευκολότερο να στείλω κάτι με , παρά να το πω πρόσωπο με πρόσωπο 7) Διότι μπορώ να το χρησιμοποιώ 3,94 1,13 ανά πάσα στιγμή 8) Γιατί είναι φθηνότερο από το 3,32 1,39 τηλέφωνο ή το ταχυδρομείο 9) Για να βοηθήσω άλλους 2,96 1,17 10) Για τις στιγμές που δεν υπάρχει 2,22 1,29 κανένας να μιλήσω ή να συνυπάρξω 11) Για να δω τι υπάρχει 3,53 1,12 12) Για όταν δεν έχω κάτι 2,98 1,30 καλύτερο να κάνω 13) Διότι με χαλαρώνει 2,56 1,26 14) Επειδή θέλω κάποιος να κάνει 1,78 0,97 169

176 κάτι για εμένα 15) Για να δώσω τα δεδομένα μου 2,34 1,20 16) Γιατί είναι διασκεδαστικό 3,40 1,16 17) Διότι μου αρέσει να το 3,41 1,15 χρησιμοποιώ 18) Επειδή μου παρέχει έναν νέο 3,90 1,03 και ενδιαφέρον τρόπο για έρευνα 19) Για να γνωρίσω καινούριους 1,86 1,09 ανθρώπους 20) Ώστε να ξεφύγω από αυτά που 2,21 1,14 κάνω 21) Γιατί είναι βολικό 3,90 0,99 22) Επειδή δεν χρειάζεται οι άλλοι 3,65 1,21 να είναι εκεί ακριβώς τη στιγμή που τους στέλνεις μήνυμα 23) Για δωρεάν πληροφορίες 4,09 0,99 24) Για να μάθουν οι άλλοι ότι 2,51 1,28 νοιάζομαι για τα συναισθήματά τους 25) Για να ανήκω σε μια ομάδα με 1,96 1,12 κοινά ενδιαφέροντα με εμένα 26) Για να πάρω περισσότερες 2,66 1,28 απόψεις 27) Γιατί περνά ο χρόνος εύκολα, 2,69 1,39 ειδικά όταν πλήττω 28) Διότι μου επιτρέπει να ανοιχτώ 2,49 1,24 170

177 29) Για να μάθουν οι άλλοι τι κάνω 1,65 0,92 30) Επειδή μου αρέσει να απαντώ 1,97 1,05 στις ερωτήσεις των άλλων 31) Γιατί έχει πλάκα να 3,62 1,14 κυκλοφορώ και να τσεκάρω τα πράγματα 32) Επειδή είναι συνήθεια, κάτι να 2,49 1,27 κάνει κανείς 33) Για να μένω ενήμερος πάνω 3,42 1,21 στα τελευταία νέα και γεγονότα 34) Για να συμμετέχω σε 1,97 1,09 συζητήσεις 35) Για να μπορώ να ξεχάσω το 2,09 1,20 σχολείο, τη δουλειά ή άλλα πράγματα 36) Γιατί είναι ευκολότερο να 4,14 0,92 αποκτήσω πληροφορίες 37) Ώστε να μπορώ να μιλώ όσο 2,66 1,40 πολύ ή όσο λίγο θέλω 38) Ώστε να μπορώ να διαβάζω 2,17 1,28 περιοδικά στην ηλεκτρονική τους έκδοση και να μην χρειάζεται να τα αγοράσω 39) Για να εμψυχώσω άλλους 2,11 1,14 40) Επειδή με κάνει να αισθάνομαι 1,61 0,93 λιγότερο μόνος 171

178 41) Επειδή έχω απορία για το τι 2,15 1,16 έχουν να πουν οι άλλοι 42) Επειδή μου δίνει ενασχόληση 2,48 1,33 για να γεμίσω το χρόνο μου 43) Διότι είναι ευχάριστη 2,31 1,19 ξεκούραση 44) Για να αποκτήσω κάτι που δεν 2,84 1,28 έχω 45) Ώστε να μπορώ να εκφράζομαι 2,06 1,17 ελεύθερα Σημείωση: Ν = 471 Χρησιμοποιήσαμε την παραγοντική ανάλυση βασικών παραμέτρων με ορθογώνια περιστροφή σε αυτά τα 45 στοιχεία κινήτρων. Εφαρμόσαμε κανόνες ελάχιστης ιδιοτιμής 1,0 και τουλάχιστον 2 loadings ανά παράγοντα (60/40 loading) για να εξάγουμε παράγοντες. Εντός των ορίων του σφάλματος στρογγυλοποίησης, διατηρούσαμε ένα στοιχείο όταν αυτό παραβίαζε ελάχιστα τον κανόνα 60/40 loading, αλλά, εννοιολογικά, μετρούσε την ίδια έννοια με τα άλλα στοιχεία υψηλότερου loading σε αυτόν τον παράγοντα. Για παράδειγμα, το στοιχείο 10 («Χρησιμοποιώ το Διαδίκτυο όταν δεν υπάρχει κανείς άλλος να μιλήσω ή να συνυπάρξω») είχε ένα loading,59 στον πρώτο παράγοντα. Αλλά, εννοιολογικά, φαίνεται να μετρά την ίδια έννοια με τα άλλα αντικείμενα που είχαν υψηλότερα loadings στον πρώτο παράγοντα. Για το λόγο αυτό, διατηρήσαμε το στοιχείο 10. Παρομοίως, διατηρήσαμε τα στοιχεία 11 και 45, αν και ο κανόνας 60/40 loading παραβιάζονταν ελάχιστα, για τον ίδιο λόγο. Αυτό απέδωσε πέντε παράγοντες, οι οποίοι αντιστοιχούσαν στο 55,6% της 172

179 συνολικής μεταβλητότητας. Από τις απαντήσεις στα στοιχεία που εφαρμόστηκαν σε κάθε παράγοντα εκτιμήθηκε ο μέσος όρος για το σχηματισμό δεικτών κινήτρων. Ο Πίνακας 4 παρουσιάζει μια σύνοψη της παραγοντικής ανάλυσης. Παράγοντας 1, Υποκατάσταση (ιδιοτιμή = 14,37, Cronbach alpha =,93), o οποίος αντιστοιχεί στο 31,9% της ολικής μεταβλητότητας. Αυτός ο παράγοντας αποτελείται από όλα τα στοιχεία διάθεσης ελεύθερου χρόνου (τρία στοιχεία), όλα τα στοιχεία χαλάρωσης (τρία στοιχεία), ένα στοιχείο συνήθειας και ένα στοιχείο συντροφικότητας. Αυτός ο παράγοντας αντανακλούσε ένα κίνητρο ελεύθερου χρόνου ή «έλλειψης κινήτρου», κάτι το οποίο σημαίνει ότι οι χρήστες δεν είχαν έναν ξεκάθαρο στόχο ή σκοπό ( Hills & Argyle, 2003). Αυτός ο παράγοντας 9 στοιχείων αντιπροσωπεύει τη χρήση του Διαδικτύου ως δραστηριότητα μετάθεσης, σε έλλειψη καλύτερων εναλλακτικών ( Μ=2,48, SD=1,01). Παράγοντας 2, Πληροφόρηση (ιδιοτιμή = 4,30, Cronbach alpha =,84), ο οποίος αντιστοιχεί στο 9,6% της ολικής μεταβλητότητας. Αποτελείται από όλα τα στοιχεία πληροφόρησης (τρία στοιχεία), ένα στοιχείο άνεσης, ένα στοιχείο οικονομίας και ένα στοιχείο επιτήρησης. Αυτός ο παράγοντας 6 στοιχείων αντιπροσωπεύει τη χρήση του Διαδικτύου για αναζήτηση πληροφοριών (Μ = 3,89, SD = 0,76). Παράγοντας 3, Κοινωνική Αλληλεπίδραση (ιδιοτιμή = 2,86, Cronbach alpha =,87), που αντιστοιχεί στο 6,4% της ολικής μεταβλητότητας. Αποτελείται από δύο στοιχεία κοινωνικής αλληλεπίδρασης, δύο στοιχεία επιτήρησης, ένα στοιχείο συμπερίληψης/συντροφικότητας και δύο στοιχεία ανάγκης έκφρασης. Αυτός ο 173

180 παράγοντας 7 στοιχείων αντιπροσωπεύει τη χρήση του Διαδικτύου για αλληλεπίδραση με άλλους και ακρόαση των απόψεων άλλων. (Μ=2,09, SD=0,86) Παράγοντας 4, Άνεση (ιδιοτιμή = 1,97, Cronbach alpha =,66), ο οποίος αντιστοιχεί στο 4,4% της ολικής μεταβλητότητας. Αποτελείται από ένα στοιχείο κοινωνικής αλληλεπίδρασης, ένα στοιχείο χρονικού ελέγχου και ένα στοιχείο οικονομίας. Αυτός ο παράγοντας 3 στοιχείων αντιπροσωπεύει τη χρήση του Διαδικτύου ως ένα βολικό μέσο επικοινωνίας (Μ=3,63, SD=0,96). Παράγοντας 5, Έλεγχος (ιδιοτιμή = 1,53, Cronbach alpha =,69), ο οποίος αντιστοιχεί στο 3,4% της ολικής μεταβλητότητας. Αποτελείται από δύο στοιχεία ελέγχου και ένα στοιχείο συναισθηματισμού. Αυτός ο παράγοντας 3 στοιχείων αντιπροσωπεύει τη χρήση του Διαδικτύου για να βάλει κανείς τους άλλους να κάνουν κάτι (Μ=1,85, SD=0,80). 174

181 Πίνακας 4 Κλίμακα Κινήτρων Χρήσης Διαδικτύου (Papacharissi & Rubin, 2000) Στοιχεία Παράγοντες Κινήτρων Διαδικτύου Κινήτρων ΥΠ ΠΛΗ Κ.ΑΛ Α ΕΛΕΓΧΟ ΟΚ. Ρ. Λ. Ν. Σ Υποκατάσταση 27,81,09,21,06 -,05 42,77,03,22,13 -,04 28,77,09,17,06,28 43,74,09,17,14,31 12,72,11,19,08 -,01 13,69,22,12,10,35 32,61,13,24,17,06 35,60 -,01,28,06,10 10,59 -,07,37,18,15 Ιδιοτιμή Ερμηνευθείσα Μεταβλητότητα 3 8 Cronbach Alpha Σημείωση: ΥΠΟΚ. = Υποκατάσταση, ΠΛΗΡ. = Πληροφόρηση, Κ.ΑΛΛ. = Κοινωνική Αλληλεπίδραση, ΑΝ. = Άνεση, ΕΛ. = Έλεγχος. 175

182 4.6.4 Νοητική Ανάμειξη στο Διαδίκτυο Μετρήσαμε ξεχωριστά την νοητική από τη συναισθηματική ανάμειξη. Η νοητική ανάμειξη δίνει έμφαση στην υψηλή προσοχή και την λεπτομερή επεξεργασία των μηνυμάτων (Perse, 1990b). Για παράδειγμα, η Perse (1990b) χρησιμοποίησε μια κλίμακα Likert 5 στοιχείων (1=διαφωνώ απόλυτα έως 5=συμφωνώ απόλυτα) για τη μέτρηση της νοητικής ανάμειξης. Τα στοιχεία ( π.χ. «Σκέφτομαι τι θα σημαίνει αυτό για τους άλλους ανθρώπους») είναι σύντομες δηλώσεις, οι οποίες αντικατοπτρίζουν την προσοχή, την αναγνώριση και την λεπτομερή εξέταση συγκεκριμένων τύπων τηλεοπτικών μηνυμάτων Τα πέντε στοιχεία που αντανακλούν την αναγνώριση αναπτύχθηκαν από προηγηθείσα έρευνα σχετική με πολιτικές και εγκληματολογικές ειδήσεις ( Garramone, 1983, Graber, 1984). Τα Cronbach alphas για τις τρεις διαστάσεις της νοητικής ανάμειξης ήταν,85 ( προσοχή),,63 ( αναγνώριση) και,83 (λεπτομερή εξέταση) ( Perse, 1990b). Τα προηγούμενα χρόνια οι ερευνητές χρησιμοποίησαν διάφορες εκδοχές αυτής της κλίμακας προκειμένου να μετρήσουν την νοητική ανάμειξη. Για παράδειγμα, η Perse (1998) ανέφερε ένα Cronbach alpha,83 για την υπο-κλίμακα της μέτρησης της λεπτομερούς εξέτασης. Όταν οι άνθρωποι είναι νοητικά αναμεμειγμένοι με το Διαδίκτυο, καταβάλλουν μεγαλύτερη νοητική προσπάθεια στην ανάλυση διαδικτυακών πληροφοριών (Lang et al,, 2002). Αυτό έρχεται σε συμφωνία με τον εννοιολογικό ορισμό της Perse, ότι η νοητική ανάμειξη εμπεριέχει υψηλή προσοχή, αναγνώριση και λεπτομερή εξέταση του περιεχομένου των μέσων. Οι ερευνητές θεωρούν ότι η καταλληλότερη για το Διαδίκτυο Κλίμακα Μέτρησης της Νοητικής Ανάμειξης είναι η Κλίμακα Μέτρησης της Λεπτομερούς Εξέτασης του περιεχόμενου των μέσων ( Eveland, 2001, Eveland & Dunwoody, 2002, Eveland et al., 2002, Lang et al,, 2002) 176

183 Αυτή η κλίμακα περιλαμβάνει πέντε στοιχεία. Οι επιλογές απάντησης κυμαίνονται από 1 (διαφωνώ απόλυτα) έως 5 (συμφωνώ απόλυτα). Τα στοιχεία σε αυτή τη κλίμακα (π.χ. «ενώ χρησιμοποιώ το Διαδίκτυο, σκέφτομαι τον τρόπο με τον οποίο οι ηλεκτρονικές πληροφορίες σχετίζονται με άλλα πράγματα που γνωρίζω») είναι πιο εφαρμόσιμα στο Διαδικτυακό περιβάλλον σε σχέση με τις άλλες δύο υποκλίμακες (δηλαδή προσοχής και αναγνώρισης), οι οποίες έχουν χρησιμοποιηθεί σε προηγούμενες μελέτες. Επιπλέον, η λεπτομερής εξέταση υπονοεί προσοχή και αποτελεί πιο κατάλληλη αξιολόγηση της νοητικής ανάμειξης (Eveland, 2001). Οι Eveland & Dunwoody (2002) εφάρμοσαν την υπο -κλίμακα λεπτομερούς εξέτασης για να αξιολογήσουν την λεπτομερή εξέταση των διαδικτυακών πληροφοριών. Ανέφεραν Cronbach alpha,72 για τη συγκεκριμένη μέτρηση. Οι Eveland, Seo και Marton (2002) προσάρμοσαν την υπο -κλίμακα λεπτομερούς αξιολόγησης για τη μέτρηση της εκμάθησης των ατόμων από τηλεοπτικές ειδήσεις, εφημερίδες και ηλεκτρονικές ειδήσεις. Ανέφεραν Cronbach alpha,64 για την υποκλίμακα λεπτομερούς εξέτασης. Στη συγκεκριμένη μελέτη, ο μέσος όρος των πέντε στοιχείων της κλίμακας λεπτομερούς εξέτασης χρησιμοποιήθηκε ως δείκτης νοητικής ανάμειξης (Μ=2,41, SD=0,86, Cronbach alpha =,87). Τα στοιχεία της κλίμακας, οι μέσες τιμές και οι σταθερές αποκλίσεις παρουσιάζονται στον Πίνακα

184 Πίνακας 5 Κλίμακα Νοητικής Ανάμειξης Ενώ χρησιμοποιώ το Διαδίκτυο Μ SD 1) σκέφτομαι τι νόημα έχουν τα 2,60 1,11 Διαδικτυακά μηνύματα για εμένα και την οικογένειά μου 2) σκέφτομαι πώς τα Διαδικτυακά 2,80 1,10 μηνύματα σχετίζονται με άλλα πράγματα που γνωρίζω 3) σκέφτομαι τι πιθανώς να 2,58 1,12 σημαίνουν τα διαδικτυακά μηνύματα για τους άλλους 4) σκέφτομαι τα διαδικτυακά 1,86 0,92 μηνύματα ξανά και ξανά 5) σκέφτομαι τα διαδικτυακά 2,20 1,07 μηνύματα και τι πρέπει να γίνει Σημείωση: Ν=

185 4.6.5 Συναισθηματική Ανάμειξη στο Διαδίκτυο Η συναισθηματική ανάμειξη δίνει έμφαση στο πώς νιώθουν οι άνθρωποι όταν χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας ( Putrevu & Lord, 1994). Ο όρος συναισθηματική ανάμειξη χρησιμοποιείται για να αντικατοπτρίσει τη διάθεση και τα συναισθήματα των ανθρώπων που προκαλούνται από τα μέσα ή το περιεχόμενό τους (Zaichkowsky, 1994). Οι ερευνητές έχουν μετρήσει την συναισθηματική ανάμειξη με διάφορους τρόπους. Ωστόσο, η πλειονότητα των ερευνών έχει εξετάσει τους διαφορετικούς τύπους συναισθηματικών αντιδράσεων. Στο παρελθόν, οι ερευνητές έχουν γενικά προτιμήσει τη χρήση της Λίστας Ελέγχου Επιθέτων Διάθεσης (MACL) (Nowlis, 1965) για τη μέτρηση της συναισθηματικής ανάμειξης, αφού αυτή η κλίμακα υπολογίζει μια ευρύτερη γκάμα διαθέσεων ή συναισθημάτων. Σε μια πρόσφατη μελέτη, ο Goldsmith (2002) μέτρησε με επιτυχία τη συναισθηματική ανάμειξη των ατόμων στην χρήση του Διαδικτύου. Διαχειρίστηκε μια σημασιολογική διαφορική κλίμακα και χρησιμοποίησε επίθετα όπως «συναρπαστικό-μη συναρπαστικό», «ενδιαφέρον-μη ενδιαφέρον». Η Λίστα Ελέγχου Επιθέτων Διάθεσης (MACL) περιλαμβάνει πιο πολλά επίθετα παρόμοια με εκείνα που χρησιμοποίησε ο Goldsmith. Η προσαρμοσμένη Λίστα Ελέγχου Επιθέτων Διάθεσης (MACL) αποτελείται από μια λίστα 20 επιθέτων, η οποία περιγράφει ποικίλες διαθέσεις ( Hsu & Price, 1993). Υπάρχουν δέκα επίθετα για τη μέτρηση θετικών συναισθηματικών αντιδράσεων (ψυχαγωγημένος, άνετος, ψύχραιμος, πρόσχαρος, αυτάρκης, ενθουσιασμένος, χαρούμενος, ευχαριστημένος, χαλαρός, ικανοποιημένος) και δέκα επίθετα για τη μέτρηση αρνητικών συναισθηματικών αντιδράσεων (θυμωμένος, ντροπιασμένος, βαριεστημένος, καταθλιπτικός, αμήχανος, τρομαγμένος, φοβισμένος, δυστυχής, 179

186 λυπημένος, ανήσυχος). Οι επιλογές απάντησης κυμαίνονταν από 1 (διαφωνώ απόλυτα) έως 5 (συμφωνώ απόλυτα). Εφόσον η συναισθηματική ανάμειξη δίνει έμφαση στις συναισθηματικές αντιδράσεις των ατόμων απέναντι στα μέσα μαζικής επικοινωνίας (Perse, 1990b) και επίσης συγκεκριμένα είδη συναισθημάτων ( π.χ. ευτυχία) αντανακλούν τη συναισθηματική κατάσταση στο Διαδίκτυο ( π.χ. κατάσταση ροής, βλέπε Rettie, 2001), ήταν καταλληλότερο να εξετάσουμε την συναισθηματική ανάμειξη αξιολογώντας τους διάφορους τύπους συναισθημάτων στο περιβάλλον του Διαδικτύου. Καθώς η Λίστα Ελέγχου Επιθέτων Διάθεσης ( MACL) έχει υπάρξει η συχνότερη χρησιμοποιούμενη μέθοδος για τη μέτρηση διαθέσεων, χρησιμοποιήσαμε τη συγκεκριμένη κλίμακα για να μετρήσουμε τη συναισθηματική ανάμειξη. Υψηλές βαθμολογίες θετικών αντιδράσεων δείχνουν υψηλή συναισθηματική ανάμειξη με το Διαδίκτυο. Τα στοιχεία της κλίμακας, οι μέσες τιμές και οι σταθερές αποκλίσεις παρουσιάζονται στον Πίνακα

187 Πίνακας 6 Κλίμακα Συναισθηματικής Ανάμειξης (Hsu & Price, 1993) Όταν χρησιμοποιώ το Διαδίκτυο Μ SD 1) Νιώθω 1,69 0,91 θυμωμένος 2) Νιώθω αυτάρκης 3,16 1,02 3) Νιώθω πλήξη 2,21 1,01 4) Νιώθω 3,16 0,92 χαρούμενος 5) Νιώθω ντροπή 1,38 0,70 6) Νιώθω 1,43 0,75 κατάθλιψη 7) Νιώθω 3,10 0,93 ικανοποιημένος 8) Νιώθω ανήσυχος 1,64 0,84 9) Νιώθω 3,28 1,04 ψυχαγωγημένος 10) Νιώθω 1,35 0,67 αμήχανος 11) Νιώθω 3,19 1,04 ψύχραιμος 12) Νιώθω 3,03 1,04 πρόσχαρος 181

188 13) Νιώθω 1,46 0,75 δυστυχής 14) Νιώθω άνετος 3,24 1,01 15) Νιώθω 2,85 1,04 ενθουσιασμένος 16) Νιώθω 1,51 0,72 απελπισμένος 17) Νιώθω χαλαρός 3,27 1,03 18) Νιώθω 1,48 0,74 θλιμμένος 19) Νιώθω 1,45 0,73 τρομαγμένος 20) Νιώθω 3,11 1,00 ευχαριστημένος Οι Hsu & Price (1993) ανέφεραν Cronbach alpha,96 για τα θετικά επίθετα και,96 για τα αρνητικά. Αργότερα, η Perse (1998) χρησιμοποίησε την ίδια κλίμακα για να μετρήσει τη συναισθηματική ανάμειξη σε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα. Ανέφερε Cronbach alpha,89 για τα στοιχεία που υπολογίζουν αρνητικές αντιδράσεις και,91 για τα στοιχεία που υπολογίζουν θετικές αντιδράσεις. Χρησιμοποιήσαμε την παραγοντική ανάλυση βασικών παραμέτρων με ορθογώνια περιστροφή πάνω στα 20 αυτά στοιχεία συναισθηματικής ανάμειξης. Χρησιμοποιώντας τον κανόνα 60/40 loadings παραγόντων με μια ελάχιστη ιδιοτιμή 1,00 ανά παράγοντα, διατηρήθηκαν δύο ερμηνευτικοί παράγοντες. Αυτοί οι δύο 182

189 παράγοντες ερμήνευαν το 57,8% της ολικής μεταβλητότητας. Μια σύνοψη επιβαρύνσεων των παραγόντων παρουσιάζεται στον Πίνακα

190 Πίνακας 7 Επιβαρύνσεις Παραγόντων στην Κλίμακα 20 Στοιχείων Συναισθηματικής Ανάμειξης Συναισθηματικά Παράγοντες Συναισθηματικής Ανάμειξης Στοιχεία Παράγοντας 1 Παράγοντας 2 Παράγοντας 1 12,84,02 20,83 -,03 15,81,11 14,80 -,05 11,79 -,02 17,78 -,05 4,77 -,02 2,73 -,11 7,71 -,09 9,66,08 Παράγοντας ,04, ,03, ,04, ,06,79 5,04, ,11,78 184

191 6,05,77 8,05,68 Ιδιοτιμή 6,14 5,41 Ερμηνευθείσα 30,71 27,04 Μεταβλητότητα Cronbach Alpha,93,91 Σημείωση: Οι τιμές για κάθε παράγοντα ανταποκρίνονται στα ίδια αριθμημένα στοιχεία στην Κλίμακα Συναισθηματικής Ανάμειξης. Βλέπε Πίνακα 6. Παράγοντας 1, Θετική Επίδραση (ιδιοτιμή = 6,14, Cronbach alpha =,93), ο οποίος ερμήνευε το 30,7% της συνολικής μεταβλητότητας μετά από περιστροφή. Αποτελούνταν από όλα τα στοιχεία θετικών συναισθημάτων (10 στοιχεία). Αυτός ο παράγοντας 10 στοιχείων απεικόνιζε τη θετική συναισθηματική ανάμειξη των χρηστών του Διαδικτύου ( Μ = 3,14, SD = 0,78). Παράγοντας 2, Αρνητική Επίδραση (ιδιοτιμή = 5,41, Cronbach alpha =,91), ο οποίος ερμήνευε το 27,0% της συνολικής μεταβλητότητας μετά από περιστροφή. Αποτελούνταν από 8 εκ των αρχικών στοιχείων αρνητικών συναισθημάτων. Τα δύο στοιχεία που εξαιρέθηκαν ήταν τα «Νιώθω θυμωμένος» και «Νιώθω πλήξη». Αυτός ο παράγοντας 8 στοιχείων απεικόνιζε την αρνητική συναισθηματική ανάμειξη των χρηστών του Διαδικτύου ( Μ =1,46, SD = 0,58). 185

192 4.6.6 Ανάμειξη Αλληλεπίδρασης Χρησιμοποιήσαμε αρκετά στοιχεία από την Κλίμακα Ανάμειξης Αλληλεπίδρασης (IIS) του Cegala (1981) προκειμένου να μετρήσουμε την ανάμειξη αλληλεπίδρασης των ατόμων σε συνθήκες διαμεσολάβησης υπολογιστών. Οι προηγηθείσες μελέτες (π.χ. Allen, 1991) έχουν δείξει ότι η Κλίμακα Ανάμειξης Αλληλεπίδρασης (IIS) είναι μια έγκυρη κλίμακα μέτρησης της ανάμειξης αλληλεπίδρασης σε μια ποικιλία περιπτώσεων. Η αρχική Κλίμακα Ανάμειξης Αλληλεπίδρασης (IIS) έχει τρεις διαστάσεις: ικανότητα απόκρισης, ικανότητα αντίληψης και ικανότητα προσοχής. Οι επιλογές απάντησης για κάθε στοιχείο της Κλίμακας Ανάμειξης Αλληλεπίδρασης (IIS) κυμαίνονταν από 1 (καθόλου σαν εμένα) έως 5 (απολύτω ς σαν εμένα). Τα στοιχεία (π.χ. «Γνωρίζω έντονα πώς με αντιλαμβάνονται οι άλλοι κατά τη διάρκεια των συζητήσεών μου») περιγράφουν τα συναισθήματα των ατόμων στην συμπεριφορά αλληλεπίδρασής τους). Ο Cegala και οι συνεργάτες του (1982) ανέφεραν αξιοπιστία ε λέγχουεπανελέγχου,81 για την Κλίμακα Ανάμειξης Αλληλεπίδρασης (IIS). Ο Cegala ανέφερε Cronbach alpha,88 για την υπο-κλίμακα ικανότητας αντίληψης,,87 για την υποκλίμακα ικανότητας προσοχής και,86 για την κλίμακα ικανότητας απόκρισης. Οι εσωτερικές αξιοπιστίες που αναφέρθηκαν από τον Chen (1992) ήταν,82 (ικανότητα αντίληψης),,70 (ικανότητα απόκρισης) και,66 (ικανότητα προσοχής), καθώς και,83 για την ολική κλίμακα. Οι Campbell & Neer (2001) χρησιμοποίησαν την πλήρη Κλίμακα Ανάμειξης Αλληλεπίδρασης (IIS) για τη μέτρηση της ανάμειξης αλληλεπίδρασης στην διαμεσολαβούμενη από υπολογιστή επικοινωνία και ανέφεραν Cronbach alpha,85 για την ολική κλίμακα. Αν και η Κλίμακα Ανάμειξης Αλληλεπίδρασης (IIS) έχει τρεις διαστάσεις, εννοιολογικά, φαίνεται ότι μόνο τα στοιχεία της υπο-κλίμακας ικανότητας απόκρισης 186

193 εφαρμόζονται ικανοποιητικά στην διαδικτυακή επικοινωνία ( Campbell & Neer, 2001). Για παράδειγμα, στοιχεία της ικανότητας προσοχής ( π.χ. «Είμαι πολύ παρατηρητικός των αντιδράσεων των άλλων ενώ μιλάω») και ικανότητας αντίληψης (π.χ. «Ο νους μου περιπλανάται κατά τη διάρκεια συζητήσεων και συχνά χάνω τμήματα των όσων συμβαίνουν») είναι πολύ δύσκολα εφαρμόσιμες στα πλαίσια της διαδικτυακής επικοινωνίας ( π.χ. ηλεκτρονική αλληλογραφία). Συγκριτικά, η υποκλίμακα απόκρισης μπορεί να εφαρμοστεί στις περισσότερες εφαρμογές επικοινωνίας του Διαδικτύου. Οι Susskind & Stefanone (2000) χρησιμοποίησαν την υπο-κλίμακα ικανότητας απόκρισης για την αξιολόγηση την ανάμειξη αλληλεπίδρασης των ατόμων σε διαδικτυακές συνθήκες και ανέφεραν Cronbach alpha,88 γι αυτή την υποκλίμακα. Όπως αναφέρθηκε στην βιβλιογραφία, εάν τα άτομα έχουν υψηλή ανάμειξη αλληλεπίδρασης στην διαμεσολαβούμενη από υπολογιστές επικοινωνία, είναι πιθανό να απαντήσουν στο άτομο με το οποίο επικοινωνούν πιο άμεσα. Το στοιχείο 6 απορρίφθηκε επειδή ήταν λιγότερο σταθερό από τα άλλα, αυξάνοντας το Cronbach alpha από,88 σε,91 για τα υπόλοιπα 7 στοιχεία της υπο-κλίμακας απόκρισης. Ο μέσος όρος αυτών των εναπομείναντων επτά στοιχείων της υπο-κλίμακας απόκρισης χρησιμοποιήθηκε ως ο δείκτης της ανάμειξης αλληλεπίδρασης. Υψηλές βαθμολογίες στην ικανότητα απόκρισης υποδηλώνουν υψηλή ανάμειξη αλληλεπίδρασης (Μ= 5,34, SD = 1,24, Cronbach alpha =,91). Τα στοιχεία της κλίμακας, οι μέσες τιμές και οι σταθερές αποκλίσεις παρουσιάζονται στον Πίνακα

194 Πίνακας 8 Κλίμακα Ανάμειξης Αλληλεπίδρασης Στοιχεία Μ SD 1) Συχνά κατά τη διάρκεια της 5,14 1,64 διαδικτυακής επικοινωνίας δεν είμαι σίγουρος τι πρέπει να πω, δεν μπορώ να βρω τις κατάλληλες λέξεις 2) Συχνά κατά τη διάρκεια της 5,38 1,49 διαδικτυακής επικοινωνίας δεν είμαι σίγουρος ποιος είναι ο ρόλος μου, δεν είμαι σίγουρος πώς αναμένουν από εμένα να συσχετιστώ με άλλους 3) Συχνά κατά τη διάρκεια 5,25 1,57 διαδικτυακής επικοινωνίας νιώθω ότι ξέρω τι πρέπει να ειπωθεί (όπως η αποδοχή ενός κομπλιμέντου ή το να απευθύνω μια ερώτηση) όμως διστάζω να το κάνω 4) Συχνά νιώθω αποτραβηγμένος 5,58 1,53 ή απόμακρος κατά τη διάρκεια της διαδικτυακής επικοινωνίας 5) Συχνά κατά τη διάρκεια 5,34 1,48 διαδικτυακής επικοινωνίας δεν είμαι σίγουρος ποιες είναι οι ανάγκες των άλλων (για παράδειγμα, ένα 188

195 κομπλιμέντο, επιβεβαίωση, κλπ) μέχρι να είναι πολύ αργά πλέον να απαντήσω 6) Νιώθω αυτοπεποίθηση κατά 4,80 1,62 τη διάρκεια διαδικτυακής επικοινωνίας, ξέρω σίγουρα πώς να απαντήσω 7) Νιώθω συχνά κάπως αμήχανα 5,39 1,45 κατά τη διάρκεια διαδικτυακής επικοινωνίας, είμαι αβέβαιος για τον ρόλο μου, τα κίνητρα των άλλων και το τι συμβαίνει 8) Συχνά κατά τη διάρκεια της 5,30 1,55 διαδικτυακής μου επικοινωνίας δεν μπορώ να σκεφτώ τι να πω, απλώς δεν απαντώ αρκετά γρήγορα Σημείωση: Τα στοιχεία 1,2,3,4,5,7 και 8 κωδικοποιήθηκαν ανάστροφα. Ο πίνακας απεικονίζει την επανακωδικοποίηση. Ν=

196 4.6.7 Εξοικείωση με το Διαδίκτυο Χρησιμοποιήσαμε την Κλίμακα Εξοικείωσης ( Ebersole, 2000) για να μετρήσουμε την εξοικείωση στο Διαδίκτυο. Στο παρελθόν παραλλαγές αυτής της κλίμακας έχουν χρησιμοποιηθεί για να μετρηθεί η εξοικείωση με διάφορα είδη προγραμμάτων, όπως οι τηλεοπτικές σειρές και οι ειδήσεις. Έχει καλή εγκυρότητα προσώπου, δομική εγκυρότητα και σχετιζόμενη με κριτήρια εγκυρότητα. Τα Cronbach alpha για την κλίμακα εξοικείωσης με την τηλεόραση κυμαίνονταν από,79 έως,93 (Perse, 1994). Για παράδειγμα, η εξοικείωση με την τηλεόραση βρέθηκε ότι αποτελεί προγνωστικό δείκτη του σχεδιασμού της παρακολούθησης μιας αγαπημένης τηλεοπτικής σειράς ( Rubin & Perse, 1987a). Ένα τέτοιο εύρημα υποδεικνύει τη σχετιζόμενη με κριτήρια εγκυρότητα της κλίμακας εξοικείωσης με την τηλεόραση (Perse, 1994). Τα τελευταία χρόνια αυτή η κλίμακα έχει προσαρμοστεί για να μετρήσει την εξοικείωση με το Διαδίκτυο και έχει αποδειχθεί αξιόπιστη ( π.χ. Papacharissi & Rubin, 2000). Η προσαρμοσμένη Κλίμακα Εξοικείωσης με το Διαδίκτυο εμπεριέχει πέντε στοιχεία ( π.χ. «η χρήση του Διαδικτύου είναι πολύ σημαντική στη ζωή μου»). Οι επιλογές απάντησης κυμαίνονταν από 1 (διαφωνώ απόλυτα) έως 5 (συμφωνώ απόλυτα). Οι Papacharissi & Rubin (2000) ανέφεραν Cronbach alpha,84 για αυτή τη κλίμακα. Ο Costello (1999) ανέφερε Cronbach alpha,87 για την Κλίμακα Εξοικείωσης με το Διαδίκτυο στην μελέτη του. Ο Ebersole (2000) χρησιμοποίησε αυτή την κλίμακα για να μετρήσει την εξοικείωση των ατόμων με τον Παγκόσμιο Ιστό. Ανέφερε ένα Cronbach alpha,83 για την αναθεωρημένη Κλίμακα 5 στοιχείων Εξοικείωσης με τον Παγκόσμιο Ιστό. Επιπλέον, σε αυτή τη μελέτη οι συμμετέχοντες είχαν τις υψηλότερες βαθμολογίες στο στοιχείο «Η χρήση του Παγκόσμιου Ιστού είναι πολύ σημαντική για εμένα» και τις χαμηλότερες στο στοιχείο «Θα ένιωθα 190

197 χαμένος χωρίς τον Παγκόσμιο Ιστό». Στην παρούσα μελέτη, ο μέσος όρος των πέντε στοιχείων παρήγαγε τον δείκτη εξοικείωσης με το Διαδίκτυο (Μ = 2,59, SD = 0,97, Cronbach alpha =.87). Τα στοιχεία της κλίμακας, οι μέσες τιμές και οι σταθερές αποκλίσεις παρουσιάζονται στον Πίνακα

198 Πίνακας 9 Κλίμακα Εξοικείωσης με το Διαδίκτυο (Ebersole, 2000) Στοιχεία Μ SD 1) Η χρήση του 2,64 1,18 Διαδικτύου είναι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που κάνω καθημερινά 2) Αν δεν μπορούσα να 2,78 1,21 χρησιμοποιήσω το Διαδίκτυο για κάποιον λόγο (για παράδειγμα κατειλημμένες γραμμές, βλάβη στον server), θα μου έλειπε πραγματικά 3) Η χρήση του 2,80 1,21 Διαδικτύου είναι πολύ σημαντική στη ζωή μου 4) Δεν μπορώ να ζήσω 2,54 1,26 εύκολα χωρίς Διαδίκτυο για αρκετές ημέρες 5) Θα ένιωθα χαμένος 2,21 1,11 χωρίς το Διαδίκτυο Σημείωση: Το στοιχείο 4 κωδικοποιήθηκε ανάστροφα. Τα δεδομένα του πίνακα απεικονίζουν την επανακωδικοποίηση. Ν=

199 4.6.8 Έκθεση στο Διαδίκτυο Για να αξιολογήσουμε την καθημερινή έκθεση στο Διαδίκτυο, μετρήσαμε την ποσότητα, τον τύπο και τη διάρκεια χρήσης του Διαδικτύου ( Papacharissi & Rubin, 2000). Ζητήσαμε από τους συμμετέχοντες να προσδιορίσουν πόσα λεπτά χρησιμοποιούν κάθε λειτουργία του Διαδικτύου σε μια μέση μέρα και πόσα λεπτά χρησιμοποίησαν λειτουργίες του Διαδικτύου την προηγούμενη ημέρα από τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου. Ο βαθμός έκθεσης στο Διαδίκτυο υπολογίστηκε ως το σύνολο των λεπτών που ξοδεύονται σε Διαδικτυακές λειτουργίες καθημερινά (Papacharissi & Rubin, 2000). Πρώτον, αθροίσαμε τα λεπτά χρήσης του Διαδικτύου των διαφόρων εφαρμογών σε μια μέση ημέρα Δεύτερον, αθροίσαμε τα λεπτά χρήσης του Διαδικτύου για τις διάφορες εφαρμογές την προηγούμενη ημέρα Τρίτον, υπολογίσαμε τους μέσους όρους αυτών των δύο αθροισμάτων ως δείκτη της καθημερινής έκθεσης στο Διαδίκτυο. Παρόμοιες μέθοδοι έχουν χρησιμοποιηθεί σε άλλες μελέτες του Διαδικτύου ( π.χ. Flaherty et al, 1998, Garramone, Harris & Anderson, 1986, Perse, Burton, Konver, Lears & Sen, 1992). Αν και λίγες έρευνες παρουσίασαν την αξιοπιστία και την εγκυρότητα ενός τέτοιου εργαλείου μέτρησης της Χρήσης του Διαδικτύου σε μια μέση μέρα και την ακριβώς προηγούμενη, η Perse και οι συνεργάτες της (1992) ανέφεραν ένα Cronbach alpha,90 για τη μέτρηση. Ο μέσος όρος των ποσοτήτων καθημερινής έκθεσης των ατόμων ήταν 79,22 λεπτά ( SD = 75,27). Ο μέσος όρος της διάρκειας της έκθεσης στο Διαδίκτυο ήταν 3,15 χρόνια (SD = 3,10). 193

200 4.6.9 Εθισμός από το Διαδίκτυο Η Κλίμακα Εθισμού από το Διαδίκτυο βασίστηκε στην Κλίμακα Εξάρτησης από την Τηλεόραση, η οποία αρχικά κατασκευάστηκε από τους Ball-Rokeach & Grube (1984) και αργότερα τελειοποιήθηκε από τους Grant (1991), Loges (1994) και Grant (1996). Η Ball-Rokeach και οι συνεργάτες της (1984) ανέφεραν αξιοπιστία ελέγχουεπανελέγχου,64 για την αρχική κλίμακα 11 στοιχείων. Οι αξιοπιστίες ελέγχουεπανελέγχου των τριών διαστάσεων της κλίμακας ήταν,69 (κοινωνική κα τανόηση),,54 (κατανόηση εαυτού) και,68 (προσανατολισμός - παιχνίδι). Επίσης, η Ball- Rokeach και οι συνεργάτες της (1984) ανέφεραν συσχέτιση,34 μεταξύ εξάρτησης από την τηλεόραση και εβδομαδιαίων ωρών χρήσης της τηλεόρασης. Υποστήριξαν ότι μια τέτοια συσχέτιση ήταν επαρκής να υποστηρίξει την δομική εγκυρότητα της μεθόδου μέτρησης της εξάρτησης από την τηλεόραση. Ο Grant και οι συνεργάτες του (1991) πρόσθεσαν δύο στοιχεία στην κλίμακα εξάρτησης από την τηλεόραση για να μετρήσουν την εξάρτηση των ατόμων από την παρακολούθηση προγραμμάτων τηλεπωλήσεων και βρήκαν Cronbach alpha,93 για αυτή τη κλίμακα μέτρησης της εξάρτησης 14 στοιχείων. Ο Loges (1994) επέκτεινε τη κλίμακα στα 18 στοιχεία. Αναγνώρισε έξι διαστάσεις (δηλαδή κοινωνική κατανόηση, κατανόηση εαυτού, προσανατολισμός αλληλεπίδρασης, προσανατολισμός δράσης, κοινωνικό παιχνίδι, ατομικό παιχνίδι) και διαπίστωσαν Cronbach alphas για τις διάφορες διαστάσεις από,67 (κοινωνικό παιχνίδι) έως,86 (κοινωνική κατανόηση). Σ» αυτή τη μελέτη χρησιμοποιήσαμε την πλέον πρόσφατη εκδοχή της Κλίμακας Εθισμού από τα Μέσα του Grant (1996) για να μετρήσουμε τον εθισμό από το Διαδίκτυο. Ο Grant διαπίστωσε ότι 18 στοιχεία είναι αξιόπιστα για την αξιολόγηση του εθισμού των ατόμων από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ο Grant ανέφερε υψηλά Cronbach alphas,93 για την κλίμακα εθισμού από τις εφημερίδες,,93 για την 194

201 κλίμακα εθισμού από το ραδιόφωνο,,92 για την κλίμακα εθισμού από τα περιοδικά και,93 για την κλίμακα εθισμού από την τηλεόραση. Η αξιοπιστία ελέγχουεπανελέγχου ήταν,90 για την κλίμακα εθισμού από τις εφημερίδες,,69 για την κλίμακα εθισμού από το ραδιόφωνο,,75 για την κλίμακα εθισμού από τα περιοδικά και,90 για την κλίμακα εθισμού από την τηλεόραση (Grant, 1996). Η αναθεωρημένη κλίμακα εθισμού από το Διαδίκτυο εμπεριέχει 6 διαστάσεις (δηλαδή δράση, προσανατολισμός αλληλεπίδρασης, κατανόηση εαυτού, κοινωνική κατανόηση, ατομικό παιχνίδι, κοινωνικό παιχνίδι) μεταξύ 18 στοιχείων ( π.χ. «στην καθημερινή σου ζωή, πόσο επιβοηθητικό είναι το Διαδίκτυο για να αποκτήσετε ιδέες σχετικά με το πώς να προσεγγίζετε άλλους σε σημαντικές ή δύσκολες καταστάσεις;»). Οι επιλογές απάντησης κυμαίνονται από 1 (καθόλου σημαντικό) έως 5 ( πολύ σημαντικό). Ο Grant (1996) εξήγησε ότι οι τρεις διαστάσεις της κλίμακας συσχετίζονται μεταξύ τους σε υψηλό βαθμό, ενώ ο Grant και οι συνεργάτες του (1991) διαπίστωσαν ότι ήταν έγκυρο και αξιόπιστο να χρησιμοποιηθούν και οι έξι διαστάσεις για τη μέτρηση του εθισμού από τα μέσα. Επομένως, ο συνδυασμός των έξι διαστάσεων μπορεί να παράγει μια παγκόσμια κλίμακα μέτρησης του εθισμού από τα μέσα. Για το λόγο αυτό, ο μέσος όρος των απαντήσεων στα 18 στοιχεία αποτέλεσε δείκτη του εθισμού από το Διαδίκτυο (Μ= 2,79, SD=0,75, Cronbach alpha =,91). Τα στοιχεία της κλίμακας, οι μέσες τιμές και οι σταθερές αποκλίσεις παρουσιάζονται στον Πίνακα

202 Στην καθημερινή σου ζωή, πόσο σε βοηθά το Διαδίκτυο για να Πίνακας 10 Εθισμός από το Διαδίκτυο M SD 1) μένεις ενήμερος για όσα συμβαίνουν στην κοινότητα; 2) ανοίγεσαι μετά από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά; 3) κατανοήσεις γιατί κάνεις μερικά από όσα κάνεις; 4) ανακαλύψεις νέους τρόπους επικοινωνίας με άλλους; 5) αποφασίσεις πού να αναζητήσεις υπηρεσίες, όπως υπηρεσίες υγείας, οικονομίας ή οικιακής φύσεως; 6) χαλαρώσεις όταν είσαι μόνος σου; 7) πληροφορείσαι την κατάσταση της χώρας σου; 8) να φανταστείς πώς θα είσαι όταν μεγαλώσεις; 9) σου δώσει κάτι για να κάνετε εσύ και οι φίλοι σου; 10) να διαλέξεις τι να αγοράσεις;

203 11) σκεφτείς πώς να λειτουργείς με φίλους, συγγενείς ή συναδέλφους; 12) περνάς όμορφα με οικογένεια και φίλους; 13) παρατηρήσεις πώς αντιμετωπίζουν οι άλλοι προβλήματα και καταστάσεις σαν τα δικά σου; 14) συμβαδίσεις με τα παγκόσμια γεγονότα; 15) συμμετέχεις σε γεγονότα χωρίς να χρειάζεσαι να είσαι παρών; 16) να παίρνεις ιδέες σχετικά με το πώς να προσεγγίζεις άλλους σε σημαντικές ή δύσκολες καταστάσεις; 17) σχεδιάσεις πού θα πας το απόγευμα ή το Σαββατοκύριακο; 18) έχεις κάτι να κάνεις όταν δεν υπάρχει κανείς; Σημείωση: Ν =

204 4.7 Ανάλυση Δεδομένων Η ανάλυση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε σε αρκετά στάδια. Πρώτον εισαγάγαμε, τα περιγραφικά στατιστικά και διεξαγάγαμε αναλύσεις αξιοπιστίας για όλες τις κλίμακες που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή τη μελέτη. Δεύτερον, επειδή η γραμμική παλινδρόμηση χρησιμοποιήθηκε για τα περισσότερα ερευνητικά ερωτήματα και τις υποθέσεις, εξετάστηκαν τα δεδομένα προκειμένου να διαπιστωθεί αν παραβιάζονταν οι κανόνες της γραμμικής παλινδρόμησης στα συμπεράσματα. Η Κανονικότητα, η Γραμμικότητα και η Ομοσκεδαστικότητα εξετάστηκαν βάζοντας σε διάγραμμα τις εναπομείνασες βαθμολογίες απέναντι στις προβλεπόμενες (Pedhazur, 1997, Tabachnick & Fidell, 2001). Η εξέταση αυτών των συμπερασμάτων μπορεί να διαβεβαιώσει ότι η γραμμική παλινδρόμηση, σε αντίθεση με τις τεχνικές μη γραμμικής παλινδρόμησης, είναι κατάλληλη για τα δεδομένα. Το διάγραμμα διασποράς έδειξε ότι τα συμπεράσματα αυτά δεν παραβιάζονταν με τον εθισμό από το Διαδίκτυο ως εξαρτημένη μεταβλητή. 198

205 4.8 Δοκιμή Επίδρασης Διαμεσολάβησης Ένας σημαντικός στόχος ήταν να ελεγχθεί η επίδραση της μεσολάβησης των διαμεσολαβητικών μεταβλητών. Στο παρελθόν, οι ερευνητές έχουν χρησιμοποιήσει διάφορες τεχνικές (π.χ. πολλαπλή παλινδρόμηση) για να ελέγξουν το ενδεχόμενο μια μεταβλητή να λειτουργεί ως διαμεσολαβητής. Παρόλα αυτά, οι επικοινωνιακοί ερευνητές (π.χ. Caplan, 2003, Eveland, 2001, Holbert & Stephenson, 2003) δεν έχουν συμφωνήσει πάνω στον τρόπο προσδιορισμού της επίδρασης μεσολάβησης. Οι Baron και Kenny (1986) συνόψισαν τρία διακριτά βήματα, χρησιμοποιώντας τεχνικές παλινδρόμησης και να ελέγξουν τη μεσολάβηση. Πρώτον, παλινδρόμηση του διαμεσολαβητή στην ανεξάρτητη μεταβλητή Δεύτερον, παλινδρόμηση της εξαρτημένης μεταβλητής (DV) στην ανεξάρτητη μεταβλητή (IV) Τρίτον, παλινδρόμηση της εξαρτημένης μεταβλητής τόσο στον διαμεσολαβητή, όσο και στην ανεξάρτητη μεταβλητή Για να επιβεβαιωθεί ότι υπάρχει επίδραση μεσολάβησης, πρέπει να ικανοποιούνται τρεις προϋποθέσεις: η ανεξάρτητη μεταβλητή (IV) πρέπει να επηρεάζει τον διαμεσολαβητή στην πρώτη εξίσωση παλινδρόμησης η ανεξάρτητη μεταβλητή (IV) πρέπει να επηρεάζει την εξαρτημένη μεταβλητή (DV) στην δεύτερη εξίσωση παλινδρόμησης ο διαμεσολαβητής πρέπει να επηρεάζει την εξαρτημένη μεταβλητή (DV) στην τρίτη εξίσωση παλινδρόμησης. Επιπλέον, η επίδραση της ανεξάρτητης μεταβλητής ( IV) στην εξαρτημένη μεταβλητή (DV) θα πρέπει να είναι μικρότερη στην τρίτη εξίσωση παλινδρόμησης σε σχέση με τη δεύτερη. 199

206 Εάν αυτές οι τρεις συνθήκες εκπληρώνονται, θα πρέπει να ικανοποιηθεί και μια τρίτη πριν την διασφάλιση μιας πλήρους ή τέλειας διαμεσολάβησης. Δηλαδή, η επίδραση της ανεξάρτητης μεταβλητής (IV) στην εξαρτημένη μεταβλητή ( DV), δεν θα πρέπει να είναι στατιστικά σημαντική, ελέγχοντας για τον διαμεσολαβητή στην τρίτη εξίσωση παλινδρόμησης. Εάν δεν μπορεί να ικανοποιηθεί αυτός ο επιπρόσθετος όρος, η ικανοποίηση μόνο των τριών πρώτων συνθηκών μπορεί να επιδείξει μερική μόνο μεσολάβηση. Οι ανωτέρω σχέσεις απεικονίζονται στο ακόλουθο διάγραμμα: Διαμεσολαβητής IV DV Αν και οι Baron & Kenny (1986) παρείχαν μια ισχυρή επιχειρηματολογία για τον έλεγχο της επίδρασης διαμεσολάβησης, η μέθοδος παλινδρόμησης που χρησιμοποίησαν περιορίζεται στον έλεγχο ενός διαμεσολαβητή και όχι πολλαπλών διαμεσολαβητών ( Goodman, 1960, MacKinnon, Lockwood, Hoffman, West & Sheets, 2002). Η προηγηθείσα έρευνα (π.χ. Eveland, 2001, Haridakis & Rubin, 2003) έχει δείξει ότι η ανάλυση σε στάδια είναι μια αποτελεσματική μέθοδος στην απεικόνιση της επίδρασης διαμεσολάβησης, όταν υπάρχουν πολλαπλοί διαμεσολαβητές. Στην ανάλυση σε στάδια, σε συμφωνία με την επιχειρηματολογία 200

Ψυχολογία του Διαδικτύου (ΨΧ109) Διάλεξη 5: Παθολογική χρήση του Διαδικτύου

Ψυχολογία του Διαδικτύου (ΨΧ109) Διάλεξη 5: Παθολογική χρήση του Διαδικτύου Ψυχολογία του Διαδικτύου (ΨΧ109) Διάλεξη 5: Παθολογική χρήση του Διαδικτύου Εισαγωγικές επισημάνσεις Διαδίκτυο: ανοικτό, δυναμικό, ελεύθερο και αμεσοδημοκρατικό δίκτυο διασυνδεδεμένων υπολογιστών, το οποίο

Διαβάστε περισσότερα

Παθολογική χρήση του Διαδικτύου:

Παθολογική χρήση του Διαδικτύου: Παθολογική χρήση του Διαδικτύου: Η έννοια, η μέτρησή της και πρόσφατα ερευνητικά ευρήματα Πέτρος Ρούσσος, Ph.D., Πρόγραμμα Ψυχολογίας, ΕΚΠΑ Θερινός Κύκλος Διαλέξεων, Ρόδος 2.7.2010 Εισαγωγικές επισημάνσεις

Διαβάστε περισσότερα

Εφηβεία και Εξάρτιση, από Η/Υ. και τηλεόραση στο εξωτερικό. Αίτια και συνέπειες

Εφηβεία και Εξάρτιση, από Η/Υ. και τηλεόραση στο εξωτερικό. Αίτια και συνέπειες Εφηβεία και Εξάρτιση, από Η/Υ και τηλεόραση στο εξωτερικό. Αίτια και συνέπειες 1. Κριτήρια επιλογής θέματος Το παραπάνω θέμα επιλέχτηκε για τους κάτωθι λόγους: Είναι επίκαιρο Αποτελεί σημαντικό ζήτημα,

Διαβάστε περισσότερα

«Μια έρευνα για τα σύγχρονα κίνητρα χρήσης του Διαδικτύου»

«Μια έρευνα για τα σύγχρονα κίνητρα χρήσης του Διαδικτύου» «Μια έρευνα για τα σύγχρονα κίνητρα χρήσης του Διαδικτύου» Αχιλλέας Ευθυμιόπουλος 1, Βαρβάρα Μασούρου 2 1 Δάσκαλος, Med in ICT, Υποψ. Διδ. Παν. Αθηνών efthimiopoulos@hotmail.com 2 Δασκάλα, Med in ICT,

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών Dr. Anthony Montgomery Επίκουρος Καθηγητής Εκπαιδευτικής & Κοινωνικής Πολιτικής antmont@uom.gr Ποιός είναι ο σκοπός του μαθήματος μας? Στο τέλος του σημερινού μαθήματος,

Διαβάστε περισσότερα

12/11/16. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 1/2. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 2/2

12/11/16. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 1/2. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 2/2 Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 1/2... είναι ένα εκπαιδευτικό θέμα ή ζήτημα που ένας ερευνητής παρουσιάζει και αιτιολογεί σε μία έρευνητική μελέτη θέμα πρόβλημα σκοπός - ερωτήματα Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα»

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ. Επιστημονικός Υπεύθυνος Έρευνας : Καθηγητής Επαμεινώνδας Πανάς

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ. Επιστημονικός Υπεύθυνος Έρευνας : Καθηγητής Επαμεινώνδας Πανάς ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ Επιστημονικός Υπεύθυνος Έρευνας : Καθηγητής Επαμεινώνδας Πανάς Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2010 2 3 4 ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Αναπτυξιακή Ψυχολογία Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Θέματα διάλεξης Η σημασία της αυτοαντίληψης Η φύση και το περιεχόμενο της αυτοαντίληψης Η ανάπτυξη της αυτοαντίληψης Παράγοντες

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory

Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory Πακλατζόγλου Σοφία Μουράτογλου Νικόλαος Καρολίδου Σωτηρία Παζάρσκη Γεωργία Γιολάντα ΠΕΣΥΠ 3 Απριλίου 2017 Θεσσαλονίκη Η μάθηση είναι διαδικασία πρόσκτησης

Διαβάστε περισσότερα

Πίνακας Μαθησιακών Αποτελεσμάτων

Πίνακας Μαθησιακών Αποτελεσμάτων Πίνακας Μαθησιακών Αποτελεσμάτων Τα Μαθησιακά Αποτελέσματα στον παρακάτω πίνακα έχουν σχηματιστεί με βάση τα συμπεράσματα στη Διεθνική Αναφορά Έρευνας Ο1 που περιέχει τα ευρήματα της έρευνας που διεξήχθη

Διαβάστε περισσότερα

Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθηματικών

Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθηματικών Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθηματικών Σχεδιασμός... αντιμετωπίζει ενιαία το πλαίσιο σπουδών (Προδημοτική, Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο), είναι συνέχεια υπό διαμόρφωση και αλλαγή, για να αντιμετωπίζει την εξέλιξη,

Διαβάστε περισσότερα

Μαθησιακά Αποτελέσματα Matrix Ελληνική Έκδοση

Μαθησιακά Αποτελέσματα Matrix Ελληνική Έκδοση , Matrix, Ελληνική έκδοση Matrix Ελληνική Έκδοση Συντάχθηκε από: LMETB Μεταφράστηκε από: CARDET , Matrix Εισαγωγικό Επίπεδο (για μαθητές ηλικίας 12 14 χρονών) Προσωπικό προφίλ ( ) (να θεωρηθούν από τη

Διαβάστε περισσότερα

Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας

Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας Dr. Anthony Montgomery Επίκουρος Καθηγητής Εκπαιδευτικής & Κοινωνικής Πολιτικής antmont@uom.gr Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας Αυτό το μάθημα

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ Κατερίνα Σάλτα ΔιΧηΝΕΤ 2017-2018 Θέματα Διδακτικής Φυσικών Επιστήμων 1. ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ 2. ΤΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΚΑΙ Η ΜΟΝΤΕΛΟΠΟΙΗΣΗ 3. ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ & ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ 4. ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Διαβάστε περισσότερα

Παρουσίαση του προβλήματος

Παρουσίαση του προβλήματος Εισαγωγή Κατά τον Martin (2013) ο φίλαθλος χρησιμοποιεί το άθλημα που παρακολουθεί και συγκεκριμένα την ομάδα ή τον αθλητή ως μέσο απόδρασης από τη καθημερινότητα, ως μέσο διασκέδασης, αίσθηση του επιτεύγματος,

Διαβάστε περισσότερα

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή Τα σχέδια μαθήματος αποτελούν ένα είδος προσωπικών σημειώσεων που κρατά ο εκπαιδευτικός προκειμένου να πραγματοποιήσει αποτελεσματικές διδασκαλίες. Περιέχουν πληροφορίες

Διαβάστε περισσότερα

Τσικολάτας Α. (2011) Οι ΤΠΕ ως Εκπαιδευτικό Εργαλείο στην Ειδική Αγωγή. Αθήνα

Τσικολάτας Α. (2011) Οι ΤΠΕ ως Εκπαιδευτικό Εργαλείο στην Ειδική Αγωγή. Αθήνα Οι ΤΠΕ ως Εκπαιδευτικό Εργαλείο στην Ειδική Αγωγή Τσικολάτας Αλέξανδρος Αναπληρωτής Καθηγητής, ΕΕΕΕΚ Παμμακαρίστου, tsikoman@hotmail.com Περίληψη Στην παρούσα εργασία γίνεται διαπραγμάτευση του ρόλου των

Διαβάστε περισσότερα

Διδακτική των Φυσικών Επιστημών Ενότητα 2: Βασικό Εννοιολογικό Πλαίσιο

Διδακτική των Φυσικών Επιστημών Ενότητα 2: Βασικό Εννοιολογικό Πλαίσιο Διδακτική των Φυσικών Επιστημών Ενότητα 2: Βασικό Εννοιολογικό Πλαίσιο Χρυσή Κ. Καραπαναγιώτη Τμήμα Χημείας Αντικείμενο και Αναγκαιότητα Μετασχηματισμός της φυσικοεπιστημονικής γνώσης στη σχολική της εκδοχή.

Διαβάστε περισσότερα

1. Άδειας Ασκήσεως του Επαγγέλματος του Ψυχολόγου.

1. Άδειας Ασκήσεως του Επαγγέλματος του Ψυχολόγου. Η σοφία, η κατανόηση, η συμπόνια, και η ολοκληρωμένη προσωπικότητα είναι σίγουρα σημαντικές παράμετροι και χαρακτηριστικά που θα ήθελες να έχει ο ψυχοθεραπευτής σου, αλλά δεν είναι επαρκή κριτήρια στα

Διαβάστε περισσότερα

Εθισμοί και εξαρτήσεις νέων. Δημιουργία Αθηνά Σφέικου

Εθισμοί και εξαρτήσεις νέων. Δημιουργία Αθηνά Σφέικου Εθισμοί και εξαρτήσεις νέων ᄡ Δημιουργία Αθηνά Σφέικου Εθισμός Εθισμός είναι το καθεστώς εγκεφαλικής δυσλειτουργίας κατα το οποίο το άτομο θεωρεί απαραίτητες για την επιβίωση του πραξεις που προκαλούν

Διαβάστε περισσότερα

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας: Στόχος της ψυχολογικής έρευνας: Συστηματική περιγραφή και κατανόηση των ψυχολογικών φαινομένων. Η ψυχολογική έρευνα χρησιμοποιεί μεθόδους συστηματικής διερεύνησης για τη συλλογή, την ανάλυση και την ερμηνεία

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχοκοινωνικές Διαστάσεις των Κινητικών Παιχνιδιών. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ την ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ της ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ενός ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ

Ψυχοκοινωνικές Διαστάσεις των Κινητικών Παιχνιδιών. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ την ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ της ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ενός ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ Ψυχοκοινωνικές Διαστάσεις των Κινητικών Παιχνιδιών ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ την ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ της ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ενός ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ Σκοποί της παρουσίασης Παρουσίαση των Ψυχοκινητικών, γνωστικών και συναισθηματικών

Διαβάστε περισσότερα

Θετική Ψυχολογία. Καρακασίδου Ειρήνη, MSc. Ψυχολόγος-Αθλητική Ψυχολόγος Υποψήφια Διδάκτωρ Κλινικής και Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, Πάντειο Παν/μιο

Θετική Ψυχολογία. Καρακασίδου Ειρήνη, MSc. Ψυχολόγος-Αθλητική Ψυχολόγος Υποψήφια Διδάκτωρ Κλινικής και Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, Πάντειο Παν/μιο Θετική Ψυχολογία Καρακασίδου Ειρήνη, MSc Ψυχολόγος-Αθλητική Ψυχολόγος Υποψήφια Διδάκτωρ Κλινικής και Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, Πάντειο Παν/μιο Εισαγωγή Θετική-Αρνητική Ψυχολογία Στόχοι της Ψυχολογίας

Διαβάστε περισσότερα

Αιμιλίζα Στεφανίδου 1, Δημοσθένης Μπούρος 2, Μιλτιάδης Λειβαδίτης 2, Αθανασία Πατάκα 1, Παρασκευή Αργυροπούλου 1

Αιμιλίζα Στεφανίδου 1, Δημοσθένης Μπούρος 2, Μιλτιάδης Λειβαδίτης 2, Αθανασία Πατάκα 1, Παρασκευή Αργυροπούλου 1 Αιμιλίζα Στεφανίδου 1, Δημοσθένης Μπούρος 2, Μιλτιάδης Λειβαδίτης 2, Αθανασία Πατάκα 1, Παρασκευή Αργυροπούλου 1 1 Μονάδα Αναπνευστικής Ανεπάρκειας, Α.Π.Θ., Γ.Π.Ν. «Γ.Παπανικολάου» 2 Τμήμα Ιατρικής, Δημοκρίτειο

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ: ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΠΡΟΙΌΝΤΩΝ ΞΥΛΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΠΛΟΥ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ

ΜΑΘΗΜΑ: ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΠΡΟΙΌΝΤΩΝ ΞΥΛΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΠΛΟΥ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΟΥ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΠΡΟΙΌΝΤΩΝ ΞΥΛΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΠΛΟΥ Έρευνα μάρκετινγκ Τιμολόγηση Ανάπτυξη νέων προϊόντων ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ Τμηματοποίηση της αγοράς Κανάλια

Διαβάστε περισσότερα

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Σύνοψη κεφαλαίου Σύνδεση θεωρίας και ανάλυσης Επεξεργασία ποιοτικών δεδομένων Δεοντολογία και ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Αξιολογώντας την ποιότητα των ποιοτικών ερευνών Εισαγωγή

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή. Τι είναι ''social media''; Τι είναι ο εθισμός; Τι είναι εθισμός στο διαδίκτυο;

Εισαγωγή. Τι είναι ''social media''; Τι είναι ο εθισμός; Τι είναι εθισμός στο διαδίκτυο; Εισαγωγή Τι είναι ''social media''; Ως μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) ορίζονται τα μέσα, τα οποία αλληλεπιδρούν μεταξύ ομάδων ανθρώπων μέσω των διαδικτυακών κοινοτήτων. Υπάρχουν διάφορες μορφές

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ. Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών koutsouris@aua.gr

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ. Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών koutsouris@aua.gr ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών koutsouris@aua.gr Ενδογενής ανάπτυξη αξιοποίηση των τοπικών πόρων τοπικός προσδιορισμός των αναπτυξιακών προοπτικών - στόχων τοπικός

Διαβάστε περισσότερα

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995)

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995) ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Μεταπτυχιακό πρόγραμμα ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ Μάθημα: Ψυχολογική Υποστήριξη σε Κλινικούς Πληθυσμούς Γνωστικοί & συναισθηματικοί παράγοντες Γνωστική Ψυχική ευεξία λειτουργία Υγεία & fittness

Διαβάστε περισσότερα

O7: Πρόγραμμα Κατάρτισης Εκπαιδευτικών O7-A1: Αναπτύσσοντας εργαλεία για το Πρόγραμμα Κατάρτισης Εκπαιδευτικών

O7: Πρόγραμμα Κατάρτισης Εκπαιδευτικών O7-A1: Αναπτύσσοντας εργαλεία για το Πρόγραμμα Κατάρτισης Εκπαιδευτικών O7: Πρόγραμμα Κατάρτισης Εκπαιδευτικών O7-A1: Αναπτύσσοντας εργαλεία για το Πρόγραμμα Κατάρτισης Εκπαιδευτικών Prepared by University Paderborn 30/11/2015 Project name: Project acronym: Project number:

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ-ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ (ΠΕΣ)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ-ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ (ΠΕΣ) ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ-ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ (ΠΕΣ) Το Κέντρο Ερευνών Science-to-Marketing του Munster University (Γερμανία) πραγματοποίησε έρευνα με θέμα τη συνεργασία μεταξύ Πανεπιστημίων και επιχειρήσεων,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 1 2 3 ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών έρευνα ανακάλυψη εφεύρεσηκαινοτομία-επινόηση εξέλιξη 4 5 Ανακάλυψη: εύρεση αντικειμένου που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο. Ανακάλυψη (επιστήμη):

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΑΥΤΙΣΤΙΚΟΥ ΦΑΣΜΑΤΟΣ: Βασικε ς πληροφορι ες

ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΑΥΤΙΣΤΙΚΟΥ ΦΑΣΜΑΤΟΣ: Βασικε ς πληροφορι ες ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΑΥΤΙΣΤΙΚΟΥ ΦΑΣΜΑΤΟΣ: Βασικες πληροφοριες Πέτρος Γαλάνης Δρ. ΕΚΠΑ, Δάσκαλος Ε.Α. (ΚΕ.Δ.Δ.Υ. Δ Αθήνας) Τι είναι η Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ); Ο όρος «Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος» (ΔΑΦ)

Διαβάστε περισσότερα

Διαχείριση κρίσεων: Ψυχοκοινωνικές. Γεωργία Κιζιρίδου, Εξελικτική Σχολική Ψυχολόγος, MSc, Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων georgiakiz@yahoo.

Διαχείριση κρίσεων: Ψυχοκοινωνικές. Γεωργία Κιζιρίδου, Εξελικτική Σχολική Ψυχολόγος, MSc, Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων georgiakiz@yahoo. Διαχείριση κρίσεων: Ψυχοκοινωνικές Γεωργία Κιζιρίδου, Εξελικτική Σχολική Ψυχολόγος, MSc, Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων georgiakiz@yahoo.gr Διαχείριση κρίσεων: Ψυχο-κοινωνικές «Ακόμα και οι χώρες που είναι εξοπλισμένες

Διαβάστε περισσότερα

«Μπορείς ν ανακαλύψεις περισσότερα για έναν άνθρωπο μέσα σε μία ώρα παιχνιδιού απ ότι μέσα σ ένα χρόνο συζήτησης» Πλάτων π.χ.

«Μπορείς ν ανακαλύψεις περισσότερα για έναν άνθρωπο μέσα σε μία ώρα παιχνιδιού απ ότι μέσα σ ένα χρόνο συζήτησης» Πλάτων π.χ. «Μπορείς ν ανακαλύψεις περισσότερα για έναν άνθρωπο μέσα σε μία ώρα παιχνιδιού απ ότι μέσα σ ένα χρόνο συζήτησης» Πλάτων 427-347 π.χ. Ερευνητική Εργασία Β Τάξης 1ου Γενικού Λυκείου Πάτρας Ομάδα Γ Το παιχνίδι

Διαβάστε περισσότερα

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο Έ να πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που αντιμετωπίζουν έντονο άγχος, δυσθυμία, «κατάθλιψη» έχει την «τάση» να αποδίδει λανθασμένα τις ψυχικές αυτές καταστάσεις, σε έναν «προβληματικό εαυτό του», (μία δυστυχώς

Διαβάστε περισσότερα

DeSqual Ενότητες κατάρτισης 1. Ενδυνάμωση των εξυπηρετούμενων

DeSqual Ενότητες κατάρτισης 1. Ενδυνάμωση των εξυπηρετούμενων DeSqual Ενότητες κατάρτισης 1. Ενδυνάμωση των εξυπηρετούμενων 2 x 4 ώρες Μέτρηση και Βελτίωση Ενδυνάμωσης Ορισμός της Ενδυνάμωσης: Η ενδυνάμωση είναι η διαδικασία της αύξησης της ικανότητας των ατόμων

Διαβάστε περισσότερα

Δεύτερη Συνάντηση ΜΑΘΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Κάππας Σπυρίδων

Δεύτερη Συνάντηση ΜΑΘΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Κάππας Σπυρίδων Δεύτερη Συνάντηση ΜΑΘΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ Κάππας Σπυρίδων ΟΜΑΔΑ είναι μια συνάθροιση ατόμων στην οποία το καθένα έχει συνείδηση της παρουσίας των άλλων, ενώ ταυτόχρονα βιώνει κάποια μορφή εξάρτησης

Διαβάστε περισσότερα

Εννοιολογική χαρτογράφηση: Διδακτική αξιοποίηση- Αποτελέσματα για το μαθητή

Εννοιολογική χαρτογράφηση: Διδακτική αξιοποίηση- Αποτελέσματα για το μαθητή Το λογισμικό της εννοιολογικής χαρτογράυησης Inspiration Η τεχνική της εννοιολογικής χαρτογράφησης αναπτύχθηκε από τον καθηγητή Joseph D. Novak, στο πανεπιστήμιο του Cornell. Βασίστηκε στις θεωρίες του

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΗΛΙΚΕΣ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ. Εκπαίδευση ατόμων με σοβαρή αναπηρία ΥΠΟΘΕΜΑ 1.2

ΣΧΕΔΙΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΗΛΙΚΕΣ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ. Εκπαίδευση ατόμων με σοβαρή αναπηρία ΥΠΟΘΕΜΑ 1.2 ΣΧΕΔΙΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΗΛΙΚΕΣ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ Εκπαίδευση ατόμων με σοβαρή αναπηρία ΥΠΟΘΕΜΑ 1.2 Σχεδιάζοντας ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης για ενήλικες με αναπηρία 1 η Εναρκτήρια Συνάντηση

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας 1 Δρ. Αλέξανδρος Αποστολάκης Email: aapostolakis@staff.teicrete.gr Τηλ.: 2810379603 E-class μαθήματος: https://eclass.teicrete.gr/courses/pgrad_omm107/

Διαβάστε περισσότερα

Πολιτισμός και ψυχοπαθολογία

Πολιτισμός και ψυχοπαθολογία Πολιτισμός και ψυχοπαθολογία Ο πολιτισμός ως αιτιολογικός παράγοντας ψυχοπαθολογίας Ερευνητικά δεδομένα DSM-IV-TR Διαπολιτισμική συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία Πολιτισμική διακύμανση ψυχικών διαταραχών

Διαβάστε περισσότερα

Αειφόρα σχολεία και προαγωγή της Υγείας

Αειφόρα σχολεία και προαγωγή της Υγείας Αειφόρα σχολεία και προαγωγή της Υγείας Μαρία Δημοπούλου Υπεύθυνη Π.Ε Α Δ/νσης Π.Ε Αθηνών Συντονίστρια Τοπικού Δικτύου «Αειφόρα σχολεία Α Δ/νσης Π.Ε Αθηνών» ΤΟΠΙΚΟΥΔΙΚΤΥΟ ςχολειων AEΙΦΟΡΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΣΤΗΝ

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνικά δίκτυα (Web 2.0) και εκπαίδευση

Κοινωνικά δίκτυα (Web 2.0) και εκπαίδευση Κοινωνικά δίκτυα (Web 2.0) και εκπαίδευση Ο εικοστός πρώτος αιώνας θα µπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ως τεχνολογικός αιώνας µιας και τα νέα δεδοµένα µαρτυρούν αύξηση της χρήσης του ηλεκτρονικού υπολογιστή,

Διαβάστε περισσότερα

Οι γνώμες είναι πολλές

Οι γνώμες είναι πολλές Η Ψυχολογία στη Φυσική Αγωγή στο πλαίσιο του σχολικού περιβάλλοντος ΚασταμονίτηςΚωνσταντίνος Ψυχολόγος Οι γνώμες είναι πολλές Πολλές είναι οι γνώμες στο τι προσφέρει τελικά ο αθλητισμός στην παιδική ηλικία

Διαβάστε περισσότερα

Ευρήματα στον τομέα του τουρισμού. Ανάλυση αναγκών

Ευρήματα στον τομέα του τουρισμού. Ανάλυση αναγκών 1 η Σύνοψη πολιτικής σχετικά με την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση: Πορίσματα της ανάλυσης αναγκών του έργου VIRTUS Σύντομη περιγραφή του έργου Κύριος στόχος του έργου «Εικονική Επαγγελματική Εκπαίδευση

Διαβάστε περισσότερα

Social Media και Επικοινωνία Φεβρουάριος 2009

Social Media και Επικοινωνία Φεβρουάριος 2009 Social Media και Επικοινωνία Φεβρουάριος 2009 Το Ινστιτούτο Επικοινωνίας είναι φορέας μη κερδοσκοπικός. Στους στόχους του περιλαμβάνεται η συμβολή στην ανάπτυξη της έρευνας και την ανάδειξη κοινωνικών

Διαβάστε περισσότερα

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΨΕΒΕ) ΗΜΕΡΙΔΑ Προχωρημένες μέθοδοι ανάλυσης ποσοτικών δεδομένων στις επιστήμες της συμπεριφοράς

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΨΕΒΕ) ΗΜΕΡΙΔΑ Προχωρημένες μέθοδοι ανάλυσης ποσοτικών δεδομένων στις επιστήμες της συμπεριφοράς ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΨΕΒΕ) ΗΜΕΡΙΔΑ Προχωρημένες μέθοδοι ανάλυσης ποσοτικών δεδομένων στις επιστήμες της συμπεριφοράς Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2018 9:00-13.30 Αμφιθέατρο Κεντρικής Βιβλιοθήκης

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1 Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα Earl Babbie Κεφάλαιο 2 Έρευνα και θεωρία 2-1 Σύνοψη κεφαλαίου Μερικά παραδείγματα της κοινωνικής επιστήμης Επιστροφή σε δύο συστήματα λογικής Παραγωγική συγκρότηση θεωρίας

Διαβάστε περισσότερα

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου Βασίλειος Κωτούλας vaskotoulas@sch.gr h=p://dipe.kar.sch.gr/grss Αρχαιολογικό Μουσείο Καρδίτσας Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου Η Δομή της εισήγησης 1 2 3 Δυο λόγια για Στόχοι των Ερευνητική

Διαβάστε περισσότερα

Δημιουργικό Παιχνίδι ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ Φ.Α. Διάλεξη 3η

Δημιουργικό Παιχνίδι ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ Φ.Α. Διάλεξη 3η Δημιουργικό Παιχνίδι ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ Φ.Α. Διάλεξη 3η Σκοποί της παρουσίασης Εξέταση των προϋποθέσεων καταλληλότητας των παιχνιδιών σε σχέση με τα προγράμματα Φ.Α. Εισαγωγή στα

Διαβάστε περισσότερα

Σκοπός έρευνας-υπόθεση έρευνας

Σκοπός έρευνας-υπόθεση έρευνας Σκοπός έρευνας-υπόθεση έρευνας Η παρούσα έρευνα επιχειρεί να προσδιορίσει τις θετικές και αρνητικές επιπτώσεις που προκαλούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τους χρήστες τις. Ειδικότερα, βασικός σκοπός

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ Κατερίνα Σάλτα ΔιΧηΝΕΤ 2017-2018 ΘΕΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ Διεπιστημονικότητα Ιστορία & Φιλοσοφία της Χημείας Γλωσσολογία Χημεία Διδακτική της Χημείας Παιδαγωγική Ψυχολογία

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (# 252) Ε ΕΞΑΜΗΝΟ 9 η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΛΙΓΗ ΘΕΩΡΙΑ Στην προηγούμενη διάλεξη μάθαμε ότι υπάρχουν διάφορες μορφές έρευνας

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 5: Η κοινωνική διάσταση της καινοτομίας ως μοχλός της αειφορίας Αφροδίτη Παπαδάκη-Κλαυδιανού Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντική αξιολόγηση. Περιβαλλοντικές στάσεις Θεωρητικά μοντέλα Ερευνητικά δεδομένα

Περιβαλλοντική αξιολόγηση. Περιβαλλοντικές στάσεις Θεωρητικά μοντέλα Ερευνητικά δεδομένα Περιβαλλοντική αξιολόγηση Περιβαλλοντικές στάσεις Θεωρητικά μοντέλα Ερευνητικά δεδομένα Αξιολόγηση του περιβάλλοντος: Περιβαλλοντικές στάσεις Διαστάσεις της περιβαλλοντικής αξιολόγησης: Ευχαρίστηση (ευχάριστο

Διαβάστε περισσότερα

24/4/19. Τύποι έρευνας ανάλογα με τη φύση του προβλήματος ΕΡΕΥΝΑ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ

24/4/19. Τύποι έρευνας ανάλογα με τη φύση του προβλήματος ΕΡΕΥΝΑ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΕΡΕΥΝΑ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ Ερευνητική Μεθοδολογία Τύποι έρευνας ανάλογα με τη φύση του προβλήματος l Διερευνητική έρευνα (στοχεύουν στην περιγραφή των παραμέτρων του προβλήματος) l Περιγραφική έρευνα (απαντούν

Διαβάστε περισσότερα

Α. Τηλεοπτικές συνήθειες-τρόπος χρήσης των Μ.Μ.Ε.

Α. Τηλεοπτικές συνήθειες-τρόπος χρήσης των Μ.Μ.Ε. 38 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Ένας από τους βασικούς στόχους της παρούσας έρευνας ήταν η εύρεση εκείνων των χαρακτηριστικών των εφήβων τα οποία πιθανόν συνδέονται με τις μελλοντικές επαγγελματικές τους επιλογές. Ως

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία The project Εισαγωγή ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και διδασκαλία Στόχοι Να κατανοήσετε τις έννοιες της κοινωνικοπολιτισμικής ετερότητας και ένταξης στο χώρο της

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΚΕΝΤΡΟ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) «Εκπαιδευτική Ηγεσία και Διοίκηση»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΚΕΝΤΡΟ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) «Εκπαιδευτική Ηγεσία και Διοίκηση» ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΚΕΝΤΡΟ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) «Εκπαιδευτική Ηγεσία και Διοίκηση» Τρίπολη, 2019 Μέθοδος υλοποίησης και διαδικασίες παρακολούθησης (αναφέρεται μια από τις

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχολογία ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια στο Γενικό Νοσοκομείο

Ψυχολογία ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια στο Γενικό Νοσοκομείο Ψυχολογία ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια στο Γενικό Νοσοκομείο ΤΖΙΝΕΒΗ ΜΥΡΤΩ - ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ ΦΑΝΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΕΣ Τ.Ε. Β & Γ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Η καρδιακή ανεπάρκεια

Διαβάστε περισσότερα

Ψηφιακό Περιεχόμενο και Συμπεριφορά Καταναλωτή στον Τομέα της Ψυχαγωγίας

Ψηφιακό Περιεχόμενο και Συμπεριφορά Καταναλωτή στον Τομέα της Ψυχαγωγίας Ψηφιακό Περιεχόμενο και Συμπεριφορά Καταναλωτή στον Τομέα της Ψυχαγωγίας Ονοματεπώνυμο: Μαγδαληνή Βασιλάκη Σειρά: MSM 8 Επιβλέπων Καθηγητής: Α. Βρεχόπουλος Δεκέμβριος 2011 Σκοπός Έρευνας και Ερευνητικά

Διαβάστε περισσότερα

O ερευνητικός οργανισμός CARDET και η εταιρία INNOVADE εφάρμοσαν πιλοτικά το εγχειρίδιο SciFUN και ανέπτυξαν μια μελέτη περίπτωσης για την Κύπρο

O ερευνητικός οργανισμός CARDET και η εταιρία INNOVADE εφάρμοσαν πιλοτικά το εγχειρίδιο SciFUN και ανέπτυξαν μια μελέτη περίπτωσης για την Κύπρο Νοέμβριος 2017 Ενημερωτικό Δελτίο 5 ο Ενημερωτικό Δελτίο για το έργο SciFUN O ερευνητικός οργανισμός CARDET και η εταιρία INNOVADE εφάρμοσαν πιλοτικά το εγχειρίδιο SciFUN και ανέπτυξαν μια μελέτη περίπτωσης

Διαβάστε περισσότερα

Το FUTURE Time Traveller έκλεισε ένα χρόνο!

Το FUTURE Time Traveller έκλεισε ένα χρόνο! Το FUTURE Time Traveller έκλεισε ένα χρόνο! Πριν από 12 μήνες, η πολυεθνική μας ομάδα ξεκίνησε μια μελλοντική πρωτοβουλία με στόχο να μετασχηματίσει τον προσανατολισμό της σταδιοδρομίας για την Γενιά Z

Διαβάστε περισσότερα

Η Επιστήµη της Κοινωνιολογίας

Η Επιστήµη της Κοινωνιολογίας ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η Επιστήµη της Κοινωνιολογίας 1. Ορισµός και αντικείµενο της Κοινωνιολογίας 1.1. Κοινωνιολογία και κοινωνία Ερωτήσεις του τύπου «σωστό λάθος» Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις ως Σωστές ή Λανθασµένες,

Διαβάστε περισσότερα

Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία

Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία Ελευθερία Μαντέλου Ψυχολόγος Ψυχοθεραπεύτρια Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία Τα τελευταία χρόνια, οι ειδικοί της οικογενειακής θεραπείας παροτρύνουν τους θεραπευτές του κλάδου να χρησιμοποιούν

Διαβάστε περισσότερα

Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΓΟΝΙΟΥ-ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΜΜΕ

Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΓΟΝΙΟΥ-ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΜΜΕ Εισήγηση στο 12 ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας (Μάιος, 2009) Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΓΟΝΙΟΥ-ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΜΜΕ Μπετίνα Ντάβου, Πανεπιστήμιο Αθηνών Κατερίνα Σπετσιώτου, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΦΩΝΗΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ (µικρές τάξεις ηµοτικού) Σχεδιασµός σεναρίου µε θέµα «Ο καιρός» µε τη χρήση λογισµικών γενικής χρήσης, οπτικοποίησης, διαδικτύου και λογισµικών εννοιολογικής χαρτογράφησης. ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

Διάλεξη 3: Κατανόηση της συμπεριφοράς των καταναλωτών

Διάλεξη 3: Κατανόηση της συμπεριφοράς των καταναλωτών Διάλεξη 3: Κατανόηση της συμπεριφοράς των καταναλωτών 1 Στόχοι Μαθήματος Κατανόηση του μοντέλου λήψεως αποφάσεων των καταναλωτών (όταν παίρνουν την απόφαση να αγοράσουν κάτι) Εξέταση των διαφορών μεταξύ

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΕΘΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

Ο ΕΘΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ Ο ΕΘΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ Η Έρευνα μας Ο Εθισμός στο Διαδίκτυο 2008-2010 Γενικότερα τι σημαίνει ο εθισμός, ειδικότερα τι σημαίνει εθισμός στο Διαδίκτυο και πως αυτό ορίζεται; Ως εθισμός αντιμετωπίζεται

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Πρόλογος του συγγραφέα... 13

Περιεχόμενα. Πρόλογος του συγγραφέα... 13 Περιεχόμενα Πρόλογος του συγγραφέα... 13 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Η κατανάλωση σήμερα... 15 ΕΝΟΤΗΤΑ 1 ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ... 15 1 Η μαγική δύναμη της κατανάλωσης... 16 2 Από την κοινωνική πρόοδο στη γενικευμένη

Διαβάστε περισσότερα

Σκοπός έρευνας-υπόθεση έρευνας

Σκοπός έρευνας-υπόθεση έρευνας Σκοπός έρευνας-υπόθεση έρευνας Η παρούσα έρευνα επιχειρεί να προσδιορίσει τις θετικές και αρνητικές επιπτώσεις που προκαλούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τους χρήστες τις. Ειδικότερα, βασικός σκοπός

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάπτυξη της Εποικοδομητικής Πρότασης για τη διδασκαλία και τη μάθηση του μαθήματος της Χημείας. Άννα Κουκά

Η ανάπτυξη της Εποικοδομητικής Πρότασης για τη διδασκαλία και τη μάθηση του μαθήματος της Χημείας. Άννα Κουκά Η ανάπτυξη της Εποικοδομητικής Πρότασης για τη διδασκαλία και τη μάθηση του μαθήματος της Χημείας Άννα Κουκά Μοντέλα για τη διδασκαλία της Χημείας Εποικοδομητική πρόταση για τη διδασκαλία «Παραδοσιακή»

Διαβάστε περισσότερα

Πέτρος Γαλάνης, MPH, PhD Εργαστήριο Οργάνωσης και Αξιολόγησης Υπηρεσιών Υγείας Τμήμα Νοσηλευτικής, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Πέτρος Γαλάνης, MPH, PhD Εργαστήριο Οργάνωσης και Αξιολόγησης Υπηρεσιών Υγείας Τμήμα Νοσηλευτικής, Πανεπιστήμιο Αθηνών Πέτρος Γαλάνης, MPH, PhD Εργαστήριο Οργάνωσης και Αξιολόγησης Υπηρεσιών Υγείας Τμήμα Νοσηλευτικής, Πανεπιστήμιο Αθηνών Σχέση μεταξύ εμβολίων και αυτισμού Θέση ύπνου των βρεφών και συχνότητα εμφάνισης του

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνικοπολιτισμικές. Θεωρίες Μάθησης. & Εκπαιδευτικό Λογισμικό

Κοινωνικοπολιτισμικές. Θεωρίες Μάθησης. & Εκπαιδευτικό Λογισμικό Κοινωνικοπολιτισμικές Θεωρίες Μάθησης & Εκπαιδευτικό Λογισμικό Κοινωνικοπολιτισμικές προσεγγίσεις Η σκέψη αναπτύσσεται (προϊόν οικοδόμησης και αναδόμησης γνώσεων) στα πλαίσια συνεργατικών δραστηριοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

Διαχείριση της αλλαγής στη σχολική μονάδα: Η περίπτωση της εισαγωγής των Νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων

Διαχείριση της αλλαγής στη σχολική μονάδα: Η περίπτωση της εισαγωγής των Νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων Διαχείριση της αλλαγής στη σχολική μονάδα: Η περίπτωση της εισαγωγής των Νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων Εισηγητές: Μάριος Στυλιανίδης, ΕΔΕ Ανδρέας Θεοδωρίδης, Διευθυντής Σχολείου Ανδρέας Κυθραιώτης, Διευθυντής

Διαβάστε περισσότερα

Μοντέλα Υγείας. Βασικές Αρχές Βιοϊατρικού Μοντέλου. Θετικές επιπτώσεις Βιοϊατρικής προσέγγισης. 2 Βασικές Ιδεολογίες για Υγεία & Αρρώστια

Μοντέλα Υγείας. Βασικές Αρχές Βιοϊατρικού Μοντέλου. Θετικές επιπτώσεις Βιοϊατρικής προσέγγισης. 2 Βασικές Ιδεολογίες για Υγεία & Αρρώστια ΜΟΝΤΕΛΑ ΥΓΕΙΑΣ-ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΡΡΩΣΤΙΑΣ 2 Βασικές Ιδεολογίες για Υγεία & Αρρώστια Μοντέλα Υγείας Βιοιατρικό Μοντέλο Ολιστικό, Βιοψυχοκοινωνικό Μοντέλο Αρχαία Ελλάδα (Ιπποκράτης 400π.Χ.)

Διαβάστε περισσότερα

1. Σκοπός της έρευνας

1. Σκοπός της έρευνας Στατιστική ανάλυση και ερμηνεία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων πιστοποίησης ελληνομάθειας 1. Σκοπός της έρευνας Ο σκοπός αυτής της έρευνας είναι κυριότατα πρακτικός. Η εξέταση των δεκτικών/αντιληπτικών

Διαβάστε περισσότερα

Αναστασία Κωσταρίδου-Ευκλείδη Ομότιμη καθηγήτρια, Τμήμα Ψυχολογίας, Α.Π.Θ. Συνέδριο Εταιρείας Νόσου Alzheimer, Θεσσαλονίκη, 2 Φεβρουαρίου 2017

Αναστασία Κωσταρίδου-Ευκλείδη Ομότιμη καθηγήτρια, Τμήμα Ψυχολογίας, Α.Π.Θ. Συνέδριο Εταιρείας Νόσου Alzheimer, Θεσσαλονίκη, 2 Φεβρουαρίου 2017 Αναστασία Κωσταρίδου-Ευκλείδη Ομότιμη καθηγήτρια, Τμήμα Ψυχολογίας, Α.Π.Θ. Συνέδριο Εταιρείας Νόσου Alzheimer, Θεσσαλονίκη, 2 Φεβρουαρίου 2017 1 Ποια από τις παρακάτω εικόνες εκφράζει καλύτερα τα συναισθήματα

Διαβάστε περισσότερα

Διήμερο εκπαιδευτικού επιμόρφωση Μέθοδος project στο νηπιαγωγείο. Έλενα Τζιαμπάζη Νίκη Χ γαβριήλ-σιέκκερη

Διήμερο εκπαιδευτικού επιμόρφωση Μέθοδος project στο νηπιαγωγείο. Έλενα Τζιαμπάζη Νίκη Χ γαβριήλ-σιέκκερη Διήμερο εκπαιδευτικού επιμόρφωση Μέθοδος project στο νηπιαγωγείο Έλενα Τζιαμπάζη Νίκη Χ γαβριήλ-σιέκκερη Δομή επιμόρφωσης 1 η Μέρα Γνωριμία ομάδας Παρουσίαση θεωρητικού υποβάθρου Προσομοίωση : α) Επιλογή

Διαβάστε περισσότερα

Πολλαπλοί τύποι νοημοσύνης και η σημασία τους για την ανάπτυξη και την εκπαίδευση των παιδιών, τη. Συναισθηματική Νοημοσύνη. και τη Δημιουργικότητα.

Πολλαπλοί τύποι νοημοσύνης και η σημασία τους για την ανάπτυξη και την εκπαίδευση των παιδιών, τη. Συναισθηματική Νοημοσύνη. και τη Δημιουργικότητα. Πολλαπλοί τύποι νοημοσύνης και η σημασία τους για την ανάπτυξη και την εκπαίδευση των παιδιών, τη Συναισθηματική Νοημοσύνη και τη Δημιουργικότητα. ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΓΟΝΕΩΝ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ Μονάδα Εφηβικής Υγείας Ανδρέας

Διαβάστε περισσότερα

Η Επίδραση της Συγκίνησης ης στη Λήψη Ατομικών Αποφάσεων

Η Επίδραση της Συγκίνησης ης στη Λήψη Ατομικών Αποφάσεων 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Κλάδου Γνωστικής Ψυχολογίας της ΕΛΨΕ Νοέμβριος 2008 Η Επίδραση της Συγκίνησης ης στη Λήψη Ατομικών Αποφάσεων Μια έρευνα στο πεδίο των επιχειρήσεων Μ. Ντάβου & Σ.Τρύφωνας Τμήμα

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ. Δειγματοληψία & Μετρήσεις

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ. Δειγματοληψία & Μετρήσεις ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Δειγματοληψία & Μετρήσεις Μέρη της Έρευνας Ποιο είναι το πρόβλημα? Εισαγωγή Πώς ερευνήθηκε το πρόβλημα? Μέθοδος Τι βρέθηκε? Αποτελέσματα Τι σημαίνει αυτό που βρέθηκε? -

Διαβάστε περισσότερα

Mobile Marketing: Οι Παράγοντες Αποδοχής του SMS των Ελλήνων Καταναλωτών

Mobile Marketing: Οι Παράγοντες Αποδοχής του SMS των Ελλήνων Καταναλωτών Mobile Marketing: Οι Παράγοντες Αποδοχής του SMS των Ελλήνων Καταναλωτών Ονοματεπώνυμο: Πατεράκη Σοφία Σειρά: 8 η Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: κα. Άννα Ζαρκάδα Δεκέμβριος 2011 Περιεχόμενα Βιβλιογραφία Μοντέλο

Διαβάστε περισσότερα

«Καθοριστικοί παράγοντες της αποτελεσματικότητας της από στόμα-σε-στόμα επικοινωνίας στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης»

«Καθοριστικοί παράγοντες της αποτελεσματικότητας της από στόμα-σε-στόμα επικοινωνίας στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης» «Καθοριστικοί παράγοντες της αποτελεσματικότητας της από στόμα-σε-στόμα επικοινωνίας στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης» Ονοματεπώνυμο: Ταχταρά Κατερίνα Σειρά: 8 η Επιβλέπων Καθηγητής: Βρεχόπουλος Αδάμ

Διαβάστε περισσότερα

ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ Ενότητα 10: Η μάθηση στην προσχολική ηλικία: αξιολόγηση Διδάσκων: Μανωλίτσης Γεώργιος ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας Τμήμα Ιατρικών εργαστηρίων & Προσχολικής Αγωγής Συντονίστρια: Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Σιδηροπούλου Τρυφαίνη [ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ] «Παιδαγωγικά μέσω Καινοτόμων

Διαβάστε περισσότερα

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι δυσκολίες μάθησης των παιδιών συνεχίζουν να απασχολούν όλους όσοι ασχολούνται με την ανάπτυξη των παιδιών και με την εκπαίδευση. Τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι, μέσα στην τάξη τους, βρίσκονται

Διαβάστε περισσότερα

Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Πειραμάτων

Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Πειραμάτων Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Πειραμάτων Πρώτο στάδιο: λειτουργικοί ορισμοί της ανεξάρτητης και της εξαρτημένης μεταβλητής Επιλογή της ανεξάρτητης μεταβλητής Επιλέγουμε μια ανεξάρτητη μεταβλητή (ΑΜ), την οποία

Διαβάστε περισσότερα

Δημητρίου Γεώργιος. Αναφορά Απασχολησιμότητας. Απρίλιος, 2013. Αναφορά Απασχολησιμότητας Δημητρίου Γεώργιος Απρίλιος, 2013 Σελίδα 1 / 7

Δημητρίου Γεώργιος. Αναφορά Απασχολησιμότητας. Απρίλιος, 2013. Αναφορά Απασχολησιμότητας Δημητρίου Γεώργιος Απρίλιος, 2013 Σελίδα 1 / 7 Δημητρίου Γεώργιος Απρίλιος, 2013 Αναφορά Απασχολησιμότητας Αναφορά Απασχολησιμότητας Δημητρίου Γεώργιος Απρίλιος, 2013 Σελίδα 1 / 7 Περιεχόμενα Εισαγωγή... 3 Προφίλ Απασχολησιμότητας... 3 Πώς να διαβάσεις

Διαβάστε περισσότερα

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2 Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε 2011-12 Α. Παράμετροι που επηρεάζουν την εκμάθηση μιας Γ2 Πολλές παράμετροι επηρεάζουν τη διαδικασία αυτή. Σύμφωνα με τον

Διαβάστε περισσότερα

ΑΛΚΟΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΠΑΙΞΙΑ ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ

ΑΛΚΟΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΠΑΙΞΙΑ ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ ΑΛΚΟΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΠΑΙΞΙΑ ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ Ορισμός αλκοολισμού Αλκοολούχα ποτά ονομάζονται όλα τα ποτά που περιέχουν αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) γεωργικής προέλευσης, σε οποιοδήποτε ποσοστό το

Διαβάστε περισσότερα

Αξιοποίηση κοινωνικών δικτύων στην εκπαίδευση Αλέξης Χαραλαμπίδης Γραφικές Τέχνες / Πολυμέσα Ενότητα Ιανουαρίου 2015

Αξιοποίηση κοινωνικών δικτύων στην εκπαίδευση Αλέξης Χαραλαμπίδης Γραφικές Τέχνες / Πολυμέσα Ενότητα Ιανουαρίου 2015 Αξιοποίηση κοινωνικών δικτύων στην εκπαίδευση Αλέξης Χαραλαμπίδης 90279 Γραφικές Τέχνες / Πολυμέσα Ενότητα 61 18 Ιανουαρίου 2015 Web 2.0 Ενσωμάτωση στις εφαρμογές του παγκόσμιου ιστού (www) στοιχείων:

Διαβάστε περισσότερα

Μεταπτυχιακή φοιτήτρια: Τσιρογιαννίδου Ευδοξία. Επόπτης: Πλατσίδου Μ. Επίκουρη Καθηγήτρια Β Βαθμολογητής: Παπαβασιλείου-Αλεξίου Ι.

Μεταπτυχιακή φοιτήτρια: Τσιρογιαννίδου Ευδοξία. Επόπτης: Πλατσίδου Μ. Επίκουρη Καθηγήτρια Β Βαθμολογητής: Παπαβασιλείου-Αλεξίου Ι. Μεταπτυχιακή φοιτήτρια: Τσιρογιαννίδου Ευδοξία Επόπτης: Πλατσίδου Μ. Επίκουρη Καθηγήτρια Β Βαθμολογητής: Παπαβασιλείου-Αλεξίου Ι.- Λέκτορας Συναισθηματική Νοημοσύνη - Μια μορφή κοινωνικής νοημοσύνης, η

Διαβάστε περισσότερα

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Εισαγωγή Η χώρα μας απέκτησε Νέα Προγράμματα Σπουδών και Νέα

Διαβάστε περισσότερα

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ (THE MATRIX)

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ (THE MATRIX) ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ PLAY4GUIDANCE ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ (THE MATRIX) Συγγραφέας: Jan M. Pawlowski, Hochschule Ruhr West (HRW) Page 1 of 7 Κατηγορία Ικανότητας Περιγραφή Ικανότητας Περιγραφή του επιπέδου επάρκειας

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Σκοπός της έρευνας Εισαγωγή Βιβλιογραφική Επισκόπηση Μεθοδολογία Έρευνας Ανάλυση και ερμηνεία αποτελεσμάτων Συμπεράσματα

Περιεχόμενα. Σκοπός της έρευνας Εισαγωγή Βιβλιογραφική Επισκόπηση Μεθοδολογία Έρευνας Ανάλυση και ερμηνεία αποτελεσμάτων Συμπεράσματα Περιεχόμενα Σκοπός της έρευνας Εισαγωγή Βιβλιογραφική Επισκόπηση Μεθοδολογία Έρευνας Ανάλυση και ερμηνεία αποτελεσμάτων Συμπεράσματα Σκοπός της έρευνας Η συμβολή του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής

Διαβάστε περισσότερα

Τ.Ε.Ι. ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Τ.Ε.Ι. ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Τ.Ε.Ι. ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Η Έρευνα Μάρκετινγκ ως εργαλείο ανάπτυξης νέων προϊόντων ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: Δρ. Ιωάννης Σ. Τουρτούρας Μηχανικός Παραγωγής & Διοίκησης Δ.Π.Θ.

Διαβάστε περισσότερα

«Ταξίδι γεύσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση»

«Ταξίδι γεύσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση» «Ταξίδι γεύσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση» Εκπαιδευτικός: Βαμβουνάκη Άρτεμις (ΠΕ 70) Επιβλέπων επιμορφωτής: Μανωλάκης Κωνσταντίνος Σχολείο Διεξαγωγής: Εκπαιδευτήρια Μαυροματάκη-Μητέρα Χανιά, Μάιος 2016 Εισαγωγή

Διαβάστε περισσότερα