ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ. Μυθιστόρημα

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ. Μυθιστόρημα"

Transcript

1

2

3 ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ Μυθιστόρημα

4 Θέση υπογραφής δικαιούχου δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας εφόσον αυτή προβλέπεται από τη σύμβαση Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως άνευ γραπτής αδείας του εκδότη η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. Eκδόσεις Πατάκη Σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία Πεζογραφία 374 Μισέλ Φάις, Από το πουθενά Yπεύθυνος έκδοσης: Kώστας Γιαννόπουλος Επιμέλεια-Διόρθωση: Χρίστος Κυθρεώτης Σελιδοποίηση: ΦΑΣΜΑ ΑΦΟΙ Καπένη Ο.Ε. Φιλμ-Μοντάζ: Κέντρο Γρήγορης Εκτύπωσης Copyright Σ. Πατάκης AEEΔE (Eκδόσεις Πατάκη) και Μισέλ Φάις, Aθήνα, 2015 Πρώτη έκδοση από τις Eκδόσεις Πατάκη, Aθήνα, Νοέμβριος 2015 Κ.Ε.Τ. Α062 Κ.Ε.Π. 886/15 ISBN ΠΑΝΑΓΗ ΤΣΑΛΔΑΡΗ (ΠΡΩΗΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ) 38, ΑΘΗΝΑ, THΛ.: , , , ΦAΞ: KENTPIKH ΔIAΘEΣH: EMM. MΠENAKH 16, AΘHNA, THΛ.: YΠOK/MA: ΚΟΡΥΤΣΑΣ (ΤΕΡΜΑ ΠΟΝΤΟΥ ΠΕΡΙΟΧΗ Β ΚΤΕΟ), ΚΑΛΟΧΩΡΙ ΘEΣΣΑΛΟNIKHΣ, Τ.Θ. 1213, THΛ.: , , , ΦAΞ: Web site:

5

6

7 Δωμάτιο, απόγευμα. Άντρας και γυναίκα, τριάντα οκτώ χρονών, κάθονται διαγωνίως απέναντι σε όμοιες βαριές πολυθρόνες. Στη μια πλευρά του τοίχου εφάπτεται ξύλινο ντιβάνι με σκληρό, ογκώδες μαξιλάρι, καλυμμένο όλο από κεραμιδί ριχτάρι με γεωμετρικά σχήματα. Κάποιες φορές στο μαξιλάρι υπάρχει ανοιγμένο χαρτομάντιλο, που η γυναίκα, μόλις ο άντρας μπει στο δωμάτιο, σπεύδει να εξαφανίσει πίσω από την πλάτη της. Ο άντρας, όχι και τόσο σπάνια, περιμένει γύρω στα δέκα με δεκαπέντε λεπτά, σε μια στενή κάμαρα (πρώην κουζίνα), κρυμμένος πίσω από μπορντό βελούδινη κουρτίνα, μέχρις ότου η γυναίκα ξεπροβοδίσει το προηγούμενο ραντεβού κι αμέσως μετά τραβήξει το βαρύ σαν αυλαία ύφασμα. Συνήθως πρώτος κάθεται ο άντρας και μετά η γυναίκα. Όταν συμβαίνει το ανάποδο, ο άντρας θα καθυστερεί στην τουαλέτα ή θα απενεργοποιεί το κινητό του. Με το που κάθονται, τα χέρια τους ακουμπάνε στις ξύλινες γλυφές των μπράτσων, ενώ οι αναρριχώμενες τριανταφυλλιές από τον ταφτά στον πάτο και στην πλάτη, κά- 11

8 ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ ποιες φορές, δίνουν την εντύπωση πως τους τυλίγουν, πλέκονται σε αυχένα και πλευρά. Τον χειμώνα, συνήθως φοράνε ρούχα σε τόνους του γκρι, του καφέ και του λαδί, ενώ το καλοκαίρι του κεραμιδί, της ώχρας, του λευκού. Ο άντρας κάθεται κοντά σε μπαλκονόπορτα που βλέπει σε ακάλυπτο (κατά καιρούς, ακούει τη βροχή, ήχους από μαστορέματα, ένοικους να μιλάνε στο τηλέφωνο, παιδιά να κλαίνε ή να γελάνε, σπανιότερα μυρίζει φαγητό ή καμένο ξύλο). Η γυναίκα κάθεται ανάμεσα σε σεκρετέρ και σε τραπεζάκι με πορτατίφ και βάζο. Στα χέρια της κρατάει σημειωματάριο. Σπανίως γράφει. Στο σεκρετέρ στοίβες από φακέλους και χαρτιά. Το πορτατίφ είναι μονίμως ανοιχτό, ενώ στο βάζο εναλλάσσονται άνθη εποχής. Η γυναίκα στο πέρασμα του χρόνου αλλάζει αποχρώσεις στα μαλλιά της κι ο άντρας γκριζάρει. Κάποια απογεύματα η πυρρόξανθη γάτα της γυναίκας κυκλοφορεί ανάμεσά τους. Όταν ανταμώνουν κι όταν αποχωρίζονται, ανταλλάσσουν στοιχειώδεις κουβέντες, σπανιότερα χαμογελούν, μόνο όταν χωρίζουν για μακρύ διάστημα ανταλλάσσουν και χειραψία. Κι εμένα πώς με βλέπετε; Σαν φίλη που θέλει το καλό μου από μακριά, σαν φίλη που πληρώνεται για να βοηθάει Mήπως είστε λίγο σκληρός; Σκληρός; Με ποιον; Εσείς θα μου πείτε 12

9 ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ Οπουδήποτε, οποτεδήποτε. Φθαρμένος λαδί καναπές. Στο ένα άκρο κάθεται αξύριστος άντρας, γύρω στα ογδόντα, φασκιωμένος με πολλά παλιά ρούχα, στο άλλο άντρας, γύρω στα σαράντα, με αθλητική φόρμα και μια κούπα καφέ στο χέρι. Οι δυο άντρες είναι ανυπόφορα όμοιοι, σαν να είναι ο ίδιος άντρας στο πέρασμα του χρόνου. Ο νεότερος άντρας μιλάει πρώτος. Ναι Πώς τα περνάτε; Ποιος είναι; Εγώ Ναι Ακούς; Πώς και πήρες; Μ ακούς; Εσύ; Με δυσκολία. Να μιλάω πιο δυνατά; Πώς είστε εκεί; Τα ίδια. Δηλαδή; Εσείς; Τα γνωστά. Βρέχει; Γιατί ρωτάς; Γιατί εδώ μελαγχολούσες με τη βροχή. Να ήταν μόνο η βροχή 13

10 ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ Γιατί εδώ, με την πρώτη σταγόνα δεν σου παιρναν κουβέντα. Μόνο κάπνιζες. Καπνός μόνο έβγαινε από το στόμα σου, αφού κάποιες φορές νόμιζα πως μίκραιναν και τα χείλη σου. Τόσο πολύ σώπαινες. Λες και καθόσουν μπροστά στον καθρέφτη και με μια σακοράφα έραβες το στόμα σου. Εδώ όλα είναι χαλασμένα. Χαλασμένα; Ποια είναι χαλασμένα; Τα πάντα. Τα φαγητά; Τα φαγητά, τα αυτοκίνητα, οι κλειδαριές, τα παράθυρα, τα σιφόνια. Τίποτα δεν λειτουργεί. Οι τηλεοράσεις. Όλο κόβεται το ρεύμα. Κόβεται το νερό. Και ουρές. Ουρά για το σαπούνι, για τα φάρμακα, για το Μπαταρίες έχει; Γιατί ρωτάς; Για να ακούς ραδιόφωνο να ξεχνιέσαι. Άμα βρεις, έχει. Σπάνια όμως βρίσκεις. Αλλά και να βρεις, τι ν ακούσεις; Όλο παίζουν κάτι άγνωστα τραγούδια. Παλιά; Άγνωστα. Κανένας δεν μπορεί να τραγουδήσει αυτά τα τραγούδια. Δεν τα ξέρει κανένας. Άσε που τη μελωδία τους δεν μπορείς να τη σφυρίξεις και τα λόγια τους αναφέρονται σε πράγματα τόσο θλιβερά. Σου μαυρίζουν την ψυχή. Πρώτα σου μαυρίζουν την ψυχή και μετά σε εξαγριώνουν. Σου έρχεται να αρχίσεις να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Γίνεσαι όλος μια μαυρισμένη ψυχή 14

11 ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ με ματωμένο κεφάλι. Γι αυτό όταν παίζουν αυτά τα τραγούδια όλοι βουλώνουν τα αυτιά τους. Δεν ακούγεσαι καλά Τρεις μέρες προσπαθούσα να βγάλω γραμμή. Σε χάνω Λέω, ουρά για να τηλεφωνήσεις, ουρά για να βρεις ψωμί, γάλα ή κρέας, ουρά για να βρεις ένα ζευγάρι παπούτσια. Τώρα κάπως καλύτερα Έχει κάτι η φωνή σου; Όχι Είσαι κρυωμένος; Όχι, γιατί; Έκλαιγες μήπως; Ακούγομαι βαριά; Προχτές σε είδα στον ύπνο μου. Εμένα; Εμένα κι εσένα. Και; Κολυμπούσαμε, λέει, μαζί. Μαζί; Μα εμείς δεν είχαμε πάει ποτέ στη θάλασσα μαζί Πάντως κολυμπούσαμε και ήταν ωραία. Αυτό ήταν όλο; Και κάποια στιγμή κουράστηκες, σταμάτησες να πάρεις ανάσες και μου είπες πως θες να κρατήσεις δυνάμεις για την επιστροφή. Με ρώτησες μάλιστα αν θα συνεχίσω, αν αντέχω να συνεχίσω. 15

12 ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ Και; Τι και; Τι απάντησες; Σου είπα θα συνεχίσω, θα πάω ως το τέρμα. Δεν ακούω Λέω, κι εγώ σου είπα θα πάω ως το τέρμα. Κι εγώ δεν ακούω Μανίλα, σαλόνι, πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ. Γυναίκα, γύρω στα τριάντα, με πόδια δεμένα σε καρέκλα, καρφωμένη μπροστά σε υπολογιστή. Μώλωπες και εκχυμώσεις στο πρόσωπο και στο σώμα. Το όνομά μου είναι Προώθηση, έχω συναντήσει το προφίλ σας σήμερα και έγινε το ενδιαφέρον για σας, εγώ θα ήθελα να μου απαντήσει πίσω μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, θα στείλω φωτογραφίες μου και να σας πω περισσότερα για μένα, να θυμάστε, την απόσταση, το χρώμα, τη θρησκεία, δεν έχει σημασία σε κάθε καλή σχέση, θα εκτιμούσα την απάντησή σας για το σημαντικό θέμα, σας ευχαριστώ. Βαρσοβία, πρωί. Στο θυροτηλέφωνο νεαρός, γύρω στα είκοσι πέντε, με μπλε φόρμα, τσάντα περασμένη χιαστί και ακουστικά στ αυτιά του. Στην κουζίνα του πέμπτου ορόφου, γέρος με τεχνητό πόδι, γύρω στα εβδομήντα, κρατώντας μια άσπρη γάτα στην αγκαλιά του. 16

13 ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ Καλημέρα! Είστε καλά; Καλημέρα Φροϋντμάρξ ονομάζομαι. Είστε καλά; Πώς ονομάζεστε; Ζιγκμουντκάρλ. Πώς; Δεν μου είπατε όμως, είστε καλά; Πώς ονομάζεστε; Μιλήστε πιο καθαρά Μ ακούτε; Ακούω Προσφέρουμε δωρεάν συζητήσεις για την Αγία Γραφή. Ενδιαφέρεστε; Τι εννοείτε προσφέρετε; Νέοι άνθρωποι είμαστε, που αγωνιούμε για τον κόσμο Νέο Δελχί, ζωολογικός κήπος, μεσημέρι. Λευκή τίγρη δάγκωσε στον λαιμό φοιτητή στατιστικής που γλίστρησε κι έπεσε στο κλουβί της. Ο φοιτητής φορούσε άσπρο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι και σαγιονάρες. Πριν τον αφήσει κάτω ημιθανή, τον άρπαξε απ τον λαιμό και τον τίναξε τρεις φορές στον αέρα. Μύριζε κάρι, μπίρα και σκατό. Πρώτον ήταν μεθυσμένος, δεύτερον χέστηκε πάνω του. Προσευχόταν κι έκλαιγε μαζί. Μετά απ αυτό, αν γίνει πρώτη είδηση, που θα γίνει, εύχομαι να κόψει την όρεξη σε κάποιους βλαμμένους που τη βρίσκουν ν ανεβάζουν εμετικά βιντεάκια στο 17

14 ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ διαδίκτυο, όπου ζώα, προαιώνιοι εχθροί, αγκαλιάζονται ή, ακόμη χειρότερα, αγκαλιάζουν και γλείφουν όλο ευγνωμοσύνη ανθρώπους. Η λούτρινη αγάπη κάποτε πρέπει να σταματήσει. Η ποπ πανίδα να εξαφανιστεί σαν τους τελευταίους δεινόσαυρους. Εκτός από φύλακες ζωολογικών κήπων, κυνηγούς, θηριοδαμαστές, κτηνοβάτες, εκπαιδευτές ζώων ή δήθεν ζωόφιλους, που κρύβουν πολύ ανθρώπινο σκοτάδι μέσα τους, με άγρια χαρά θα κατασπάραζα σκιτσογράφους, κομίστες, συγγραφείς παραμυθιών με ζώα ή ηθοποιούς που τόσο χυδαία μας μιμούνται. Βιέννη, υπνοδωμάτιο, απομεσήμερο. Δυο άντρες στο κρεβάτι μόνο με το σλιπάκι. Ο τριαντάρης φοράει κόκκινο κι ο εξηντάρης μαύρο. Τι θες; Δεν σε θέλω. Αυτό θες; Δεν θέλω να σε θέλω. Θες να φύγω; Άμα φύγεις θα κόψω τη γλώσσα μου. Πάλι; Τι εννοείς; Δεν θα μου ξαναμιλήσεις; Ο άντρας με το μαύρο σλιπάκι κλείνει τα μάτια και δαγκώνει δυνατά τη γλώσσα του. Με το που ανοίγει το στόμα του, γεμίζει αίμα, κι ένας αιμάτινος πίδακας πιτσιλάει τον άντρα με το κόκκινο σλιπάκι στο πρόσωπο και στο στήθος. Ο άντρας με το κόκκινο σλιπάκι ουρλιάζει κι ο 18

15 ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ άντρας με το μαύρο σλιπάκι κλαίει. Μύξες, δάκρυα και αίμα στάζουν στο σοκολατί σεντόνι. Μόσχα, απομεσήμερο. Δυο γυναίκες νάνοι, απροσδιόριστης ηλικίας, φοράνε μάσκες με τη μούρη του Πούτιν. Ακούνε πανκ και χορεύουν ξέφρενα σ άδειο διαμέρισμα. Μετά από ώρα σταματάνε. Μούσκεμα στον ιδρώτα, ανασαίνουν βαριά. Πλησιάζουν στο παράθυρο και κοιτούν το βρόμικο χιόνι στον δρόμο. Καλύτερα; Εσύ; Φιλιούνται απαλά στο στόμα. Καλύτερα. Πρώην ανατολικό Βερολίνο, απόγευμα. Δυο μονόφθαλμοι εξηντάρηδες, που δείχνουν όμως μεγαλύτεροι, κάθονται στην μπάρα ενός μπαρ μπροστά σε δυο άδεια ποτήρια μπίρας. Γιατί όταν χύνουμε λέμε τελειώνω; Τι θες να λέμε; Δεν ξέρω. Δεν ξέρεις; Το τελειώνω είναι κάπως Κάπως; Τι κάπως; Μυρίζει κάπως Μυρίζει το τελειώνω; 19

16 ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ Μυρίζει θάνατο. Μυρίζει ο θάνατος; Έχεις πάει σε νεκροταφείο; Έχω πάει. Έχεις δει πατημένη γάτα; Έχω δει. Έχεις φάει χαλασμένο ψάρι; Όχι, δεν έχω φάει. Δεν έχεις φάει; Εσύ έχεις φάει; Τέλος πάντων. Έτσι βρομάει το τελειώνω. Εσύ τι λες; Πότε; Όταν τελειώνεις, τι πότε, δεν λες τίποτα όταν τελειώνεις; Όταν έχυνα, έλεγα χύνω. Από πότε έχεις να χύσεις; Έχω, έχω. Άμστερνταμ, ατελιέ, μεσημέρι. Γυμνό κορίτσι, όχι πάνω από δεκαπέντε, ποζάρει ξαπλωμένο σε ανάκλιντρο. Ξυπόλυτος άντρας, γύρω στα εξήντα, γυμνός από τη μέση και πάνω, με μακριά άσπρα μαλλιά, χοροπηδάει μπροστά στο τελάρο. Ανά στιγμές, με σπαστικές κινήσεις του πινέλου, μπατσίζει τον μουσαμά. Θα ρουφήξω όλο το κόκκινο Βενετίας απ τα χείλη σου, θα μυρίσω όλο το πράσινο καδμίου απ τον αυχένα 20

17 ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ σου, θα πιπιλίσω όλο το βιολετί μαγγανίου από τις ρώγες σου, θα φιλήσω όλο το κίτρινο Νάπολης απ την κοιλιά σου, θα χαϊδέψω όλο το μπλε Πρωσίας από τους μηρούς σου, θα γλείψω όλη τη ροζ ουλτραμαρίνα από τα δάχτυλά σου. Ανταναναρίβο, δωμάτιο ξενοδοχείου, απόγευμα. Τρία αγόρια, οκτώ, δέκα και δώδεκα χρονών, έχουν δέσει σ ένα κρεβάτι, από τα χέρια και τα πόδια, έναν εξηνταπεντάρη με αλφισμό. Έχουν κατουρήσει στο πρόσωπό του. Αυτός τινάζεται και φωνάζει να τον λύσουν. Τ αγόρια διονυσιασμένα του φράζουν το στόμα με το εσώρουχό του. Chat γνωριμιών, απομεσήμερο για τη γυναίκα, ξημερώματα για τον άντρα. Εσθονή, γύρω στα πενήντα, με χαλασμένα δόντια, Αμερικανός, γύρω στα τριάντα, σε αναπηρικό καροτσάκι. Όταν κάνεις μπάνιο Ναι Είσαι όρθια ή ξαπλώνεις στην μπανιέρα; Δεν έχω μπανιέρα Άρα όρθια. Αφού δεν έχω Σύμφωνοι. Σαπούνι ή αφρόλουτρο με σφουγγάρι; Τίποτα απ τα δύο. Πώς γίνεται αυτό; 21

18 ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ Γίνεται. Πώς; Γίνεται. Πώς; Αφρόλουτρο στο χέρι. Είσαι σπάταλη, το ξέρεις; Έχω ευαίσθητο δέρμα και κοκκινίζω αμέσως. Και με μαλακό σφουγγάρι; Μόνο με την παλάμη μου. Και πού τρίβεσαι; Όπου και με το σφουγγάρι. Δηλαδή; Λαιμό, αυτιά, πόδια Μασχάλες; Μασχάλες, βέβαια. Ξυρισμένες; Ναι, αν και γενικά είμαι άτριχη. Ανάμεσα στα πόδια; Κι εκεί. Πίσω; Κι εκεί. Κι εκεί άτριχη; Μόνο ένα τατού. Τατού; Ναι, ένα μικρό τατού. Πού; Στη βάση της πλάτης. Τι; 22

19 ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ Μάντεψε. Λωτός; Όχι. Κάποιο άλλο λουλούδι ή φυτό; Όχι. Μήπως φίδι; Όχι. Το βρήκα, δράκος! Ούτε! Να το πάρει το ποτάμι; Άλλη μια ευκαιρία Οκέι. Η σημαία της πατρίδας σου! Ένα κεφάλι μωρού. Μωρού; Τι μωρού; Μωρού μωρουδένιου. Δηλαδή; Δηλαδή του Μπόρις. Γκόμενός σου είναι ο Μπόρις; Όχι. Το μωράκι που έχασα το έλεγαν Μπόρις. Τον Μπόρις τον Να πας να γαμηθείς κι εσύ και το ψόφιο σου. Βουκουρέστι, σούρουπο. Άντρας, γύρω στα σαράντα, κάθεται σε μια εσοχή του δρόμου, με πόδι και χέρι τυλιγμένα σε βρόμικες γάζες. Άλλοτε ζητιανεύει με το χέρι τεντωμένο, άλλοτε χαιρετάει ναζιστικά, άλλοτε υψώνει αποφασιστικά τη γροθιά του κι άλλοτε σταυροκοπιέται. Κατά 23

20 ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ στιγμές τον πιάνει κάτι σαν έξαψη, λες και το χέρι του αυτονομείται και ενοποιεί σε μια κίνηση όλες τις χειρονομίες που εκβιάζουν την προσοχή των περαστικών. Όταν κουτσαίνεις, ή χορεύεις ή πεθαίνεις. Πετρούπολη, απόγευμα. Ψηλόλιγνο κορίτσι, το πολύ δεκαεπτά, με κατακόκκινα μαλλιά, ντυμένο στα μαύρα, με ασημένιες μπότες ως το γόνατο. Χιόνιζε. Πρώτη φορά με φίλησε στον δρόμο. Έριχνε ένα ψιλό χιονάκι σαν κάποιος να είχε σκίσει ένα μαξιλάρι με πούπουλα χήνας. Όχι μόνο ένα, πολλά μαξιλάρια. Και να τα τίναζε από ψηλά, από κείνα τα ξενοδοχεία που μαστουρωμένη με πάνε, μαστουρωμένη με φέρνουν. Κι ήταν ζεστά και σιωπηλά, όπως όταν χιονίζει στον ύπνο σου. Ναι, με φίλησε. Όχι στο μάγουλο, ούτε στα χείλη, ούτε στο αυτί ή στον λαιμό, ούτε στα βυζιά, ούτε στην κοιλιά, ούτε ανάμεσα στα πόδια όμως, ούτε πίσω στον κώλο, ούτε στις γάμπες ή στις πατούσες. Χιόνιζε και με φίλησε εκεί που δεν μ έχει φιλήσει ποτέ κανένας, που δεν πρόκειται να με φιλήσει όπως με φίλησε αυτός ποτέ. Κανένας. Γι αυτό κι εγώ ορκίστηκα στο χιόνι της Πετρούπολης, που ξεπλένει και την πιο μαύρη λιμουζίνα, και την πιο μαύρη καρδιά, και το πιο μαύρο αίμα, ότι αυτός Λιποθυμάει μαλακά, σαν να λιώνει. 24

21 ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ Σαράγεβο, πλατεία. Τριαντάχρονος άντρας μπροστά σε κάμερα γαλλικού τηλεοπτικού συνεργείου. Τοποθετούν μέσα από το πουκάμισό του μικρόφωνο ψείρα. Σωπαίνει. Τον πουδράρουν στο πρόσωπο. Σωπαίνει. Σωπαίνουν όλοι. Σωπαίνει. Πίσω από την κάμερα του κάνουν νεύμα να μιλήσει. Σωπαίνει. Ο σκηνοθέτης τού μιλάει μέσω του διερμηνέα. Σωπαίνει. Έχω τα πράσινα μάτια του πατέρα μου και το σαρκώδες στόμα της μητέρας μου, έχω τα ξανθά μαλλιά του πατέρα μου και τα πεταχτά ζυγωματικά της μητέρας μου, έχω μακριά γερά πόδια σαν τον πατέρα μου και κοντό κορμό σαν τη μητέρα μου, έχω πλατύ τριχωτό στήθος σαν τον πατέρα μου και μακριά, κοκαλιάρικα δάχτυλα σαν τη μητέρα μου, έχω βροντώδη φωνή σαν τον πατέρα μου και δροσερό γέλιο σαν τη μητέρα μου, έχω πλατυποδία σαν τον πατέρα μου και αιμορροΐδες σαν τη μητέρα μου. Άλλοτε είμαι απότομος σαν τον πατέρα μου κι άλλοτε γλυκομίλητος σαν τη μητέρα μου, κλαίω δύσκολα σαν τον πατέρα μου και κοκκινίζω εύκολα σαν τη μητέρα μου, δεν μου αρέσει η ρακή όπως στον πατέρα μου και το γάλα όπως στη μητέρα μου. Με λένε αόρατο παιδί ή τεκμήριο σεξουαλικής αγριότητας ή γαμημένο Σέρβο στη Βοσνία ή γαμημένο Βόσνιο στη Σερβία. Άλεν με φωνάζουν μόνο οι θετοί γονείς μου κι οι λιγοστοί φίλοι μου. Κύριο Μούχιτς με ξέρουν και με χαιρετάνε οι καρκινοπαθείς στο νοσοκομείο του Γκόραζντε που δουλεύω νοσοκόμος. Όσο για τους βιολογικούς γονείς μου, όταν 25

22 ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ τους συναντώ στον ύπνο μου, το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να το βουλώνουν. Η μητέρα μου κάτι πάει να πει αλλά μετά το μετανιώνει, ενώ ο πατέρας μου χαμογελάει με τα χρυσά του δόντια. Πίσω τους πέφτει μαύρο χιόνι. Βαριά. Το ακούω. Σαν να τινάζει κάποιος μια χοντρή κουβέρτα. Μαύρο χιόνι. Μα καλοκαίρι είναι, μα φθινόπωρο, μα άνοιξη. Σάλτσμπουργκ, υπόστεγο, βράδυ. Έξι δεκαεξάχρονοι, ντυμένοι κλόουν. Κρατάνε λοστούς, σιδηρογροθιές, μαχαίρια, αλυσίδες. Κλόουν 1: Έτοιμοι; Κλόουν 2, 3, 4, 5, 6: Έτοιμοι! Κλόουν 1: Τι είμαστε; Κλόουν 2, 3, 4, 5, 6: Λυσσασμένοι κλόουν! Κλόουν 1: Τι λέμε; Κλόουν 2, 3, 4, 5, 6: Η Ευρώπη ψόφησε! Κλόουν 1: Τι έχουμε να χάσουμε; Κλόουν 2, 3, 4, 5, 6: Την ανία μας! Κλόουν 1: Τι κάνουμε; Κλόουν 2, 3, 4, 5, 6: Ό,τι γουστάρουμε! Ο πρώτος κλόουν ρεύεται και κλάνει, οι άλλοι κλόουν πέφτουν κάτω από τα γέλια. Ο πρώτος κλόουν τους κοιτάζει άγρια, οι άλλοι ηρεμούν κάπως, αλλά συνεχίζουν να γελάνε. Ο πρώτος κλόουν πετάει επιδεικτικά κάτω τον σιδηρολοστό και φεύγει. 26

23 ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ Λας Βέγκας, πορνοσινεμά, βράδυ. Άντρας, γύρω στα σαράντα, με μακριά ξανθά μαλλιά, σκύβει στην μπροστινή σειρά πάνω σε Αφροαμερικανό, γύρω στα είκοσι, με ξυρισμένο κεφάλι. Στην οθόνη βλέπουμε ομαδικό βιασμό υπερήλικης από εφήβους. Θέλω να φανεί φυσικός θάνατος. Από φιλέτο που του στάθηκε στον λαιμό, από γλίστρημα στο μπάνιο, από μια μαλακία. Θέλω να πάω στην κηδεία του, να φορέσω κιπά, να φιλήσω στο στόμα τη γυναίκα του, να τον κλάψω γοερά τον γαμημένο Εβραίο. Δώδεκα χιλιάρικα μπροστά, δώδεκα μετά. Βρυξέλλες, βραδάκι. Δύο νεαροί απολυμένοι μουσουλμάνοι, γύρω στα είκοσι πέντε, που λίγο πριν εργάζονταν σε χορτοφαγικό εστιατόριο, βρίσκονται εκτός εαυτού. Φωνάζουν, χειρονομούν και βρίζουν πελάτες και προσωπικό. Γουρούνια, θα σας γαμήσουμε με τον τριακοστό τρίτο στίχο από το πέμπτο βιβλίο του Κορανίου. Ψάξτε, διαβάστε, μάθετε, άπιστοι! Αλλάχου Άκμπαρ! 27