Παύλος Νιρβάνας. Το αγριολούλουδο

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Παύλος Νιρβάνας. Το αγριολούλουδο"

Transcript

1

2 Παύλος Νιρβάνας Το αγριολούλουδο μυθιστόρημα ένα ηλεκτρονικό βιβλίο από την Λέσχη του Βιβλίου το μεγαλύτερο ελληνικό διαδικτυακό φόρουμ για το διάβασμα. Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα "Πατρίς" Αυτή η έκδοση: Λέσχη του Βιβλίου 8 Δεκ Μορφοποίηση, εξώφυλλο: Φαροφύλακας Επιμέλεια κειμένου: Ασημενια Κείμενο για τον Παύλο Νιρβάνα: Κόρτο Μαλτέζε 2

3 Παύλος Νιρβάνας ( ) I. Βιογραφικά Στοιχεία Ο Παύλος Νιρβάνας γεννήθηκε το 1866 στην Μαριούπολη της Ρωσίας (σήμερα ανήκει στην Ουκρανία). Το πραγματικό του όνομα ήταν Πέτρος Αποστολίδης και ήταν γιος του Σκοπελίτη εμπόρου Κωνσταντίου Αποστόλου Κουμιώτη και της Μαριέτας Ράλλη της γνωστής χιώτικης οικογένειας. Από παιδί εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά όπου ολοκληρώνει την σχολική εκαπαίδευσή του. Στη συνέχεια σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Παν. Αθηνών την περίοδο και στην συνέχεια, το 1890 κατατάχθηκε στο Βασιλικό (Πολεμικό) Ναυτικό με τον βαθμό του ανθυπίατρου. Η σταδιοδρομία του στο ναυτικό ήταν πετυχημένη και πριν την παραίτησή του το 1922 με τον βαθμό του αρχίατρου είχε διατελέσει Πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυτικού και τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών επί Ελευθερίου Βενιζέλου. Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε από νεαρή ηλικία. Από μαθητής δημοσίευε άρθρα σε πειραιώτικες εφημερίδες ενώ το 1884 σε ηλικία 18 ετών δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Δάφναι εις την 25ην Μαρτίου 1821». Από το 1884 δημοσίευε χρονογραφήματα και άρθρα σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής, συχνά με το ψευδώνυμο Κύριος Άσοφος. Το 1907 δημοσίευσε την δεύτερη και τελευταία ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Παγά λαλέουσα» ενώ έγραψε και μελέτες, δοκίμια, διηγήματα, θεατρικά έργα και έκανε δυο μεταφράσεις («Απολογία του Σωκράτη» του Πλάτωνα και «Παν» του Κνουτ Χάμσουν). Διατηρούσε φιλικούς δεσμούς με αρκετούς λογοτέχνες της εποχής του ενώ ήταν πολύ στενός φίλος με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, 3

4 μάλιστα είναι ο φωτογράφος που τράβηξε την γνωστή φωτογραφία με τον Παπαδιαμάντη καθήμενο. Τόσο χρονικά όσο και από άποψη θεματολογίας και γλώσσας ανήκει στον κύκλο του Παλαμά. Ακολουθεί τον σύγχρονό του ευρωπαϊκό συμβολισμό και αισθητισμό ενώ στην γραφή του είναι έντονες και οι επιρροές του Νίτσε. Στην πεζογραφία ξεκίνησε γράφοντας διηγήματα στα τέλη της δεκαετίας του 1890, για να περάσει αργότερα στο μυθιστόρημα. Κυριαρχούν στοιχεία ηθογραφίας (που ήταν αρκετά δημοφιλής τότε) αλλά και ψυχογραφίας. Γλωσσικά ξεκίνησε γράφοντας στην καθαρεύουσα, στην συνέχεια χρησιμοποίησε μεικτή γλώσσα και τελικά δημοτική, πάντα όμως με ιδιαίτερα φροντισμένο ύφος του. Μετά την παραίτησή του από το Ναυτικό αφιερώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία και την αρθρογραφία. Το 1923 βραβεύτηκε για το έργο του με το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών και το 1928 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θέση από την οποία συνέβαλλε στην αναγνώριση λογοτεχνών όπως ο Κονδυλάκης, Ο Ξενόπουλος, ο Μελάς και ο Καββαδίας. Πέθανε το 1937 από βρογχοπνευμονία στο σπίτι του στο Μαρούσι σε ηλικία 61 ετών. 4

5 Το Αγριολούλουδο Παύλος Νιρβάνας Ι Στη βεράντα της ερημικής βίλλας της κ. Κράλη δεν ήτανε η συνειθισμένη πολυθόρυβη συντροφιά, το ανοιξιάτικο αυτό βράδυ. Μολονότι είχε νυχτώσει πια, τα ηλεκτρικά λουλούδια, που άνθιζαν άλλοτε με χίλια χρώματα τέτοιαν ώρα, ανάμεσα στα φυλλώματα των πυκνών περιπλοκάδων, ήσαν σβηστά ακόμα. Είχαν ξεχάσει να τ ανάψουν ή τα είχαν αφήσει σβυσμένα επίτηδες. Τρεις άνδρες, σκυφτοί γύρω από ένα ψάθινο τραπεζάκι, ξεχώριζαν μέσα στις σκιές, με ύφος ανθρώπων που μιλούσαν εμπιστευτικά για κάποια σπουδαία υπόθεση: Ο κ. Βιτούρης, ετεροθαλής αδελφός της κ. Κράλη, ζωντοχήρας εδώ και πέντε χρόνια, που κατοικούσε μαζί της, ο Άλκης Κράλης, ανιψιός της, και ο κ. Νικολαΐδης, γιατρός και παλιός φίλος της οικογενείας. Εκείνοι που μιλούσαν όμως ήτανε κυρίως ο κ. Βιτούρης και ο γιατρός. Ο Άλκης, νέος ως είκοσι πέντε ετών, πολύ μελαχροινός, πολύ χλωμός και πολύ αδύνατος, ακουμπισμένος στο τραπεζάκι, με το κεφάλι στηριγμένο μελαγχολικά στη δεξιά του παλάμη, φαινότανε ν ακούη, περισσότερο αφηρημένος παρά προσεχτικός, τους δύο άλλους, που πότε μιλούσαν μεταξύ τους και πότε γύριζαν το λόγο σ αυτόν, για να του κάνουν κάποια ερώτηση ή να του ζητήσουν τη γνώμη του για το θέμα της ομιλίας. Ήτανε φανερό πως το θέμα της ομιλίας ήταν αυτός και κάποια σπουδαία υπόθεσή του. 5

6 Μια στιγμή παρουσιάσθηκε στη βεράντα η μικρή καμαριέρα της κ. Κράλη, δειλά και διακριτικά, σαν να ήξερε πως οι κύριοι, αυτό το βράδυ, είχαν κάποια σπουδαία συνομιλία. Μόλις την αντίκρισε ο κ. Βιτούρης, της είπε στενοχωρημένος: Άφησέ μας, παιδί μου! Δε χρειαζόμαστε τίποτε. Εκείνη κοντοστάθηκε. Με συγχωρείτε, κύριε μουρμούρισε. Η κυρία μου μου είπε να σας πω, όταν τελειώσετε την ομιλία σας να την ειδοποιήσετε. Κάνει πολύ ζέστη μέσα Πολύ καλά, παιδί μου της είπε ο κ. Βιτούρης. Πες στην κυρία σου, ότι θα την ειδοποιήσουμε. Το πιθανώτερο είναι, ότι δεν ήταν η ζέστη του δωματίου που έκανε την κ. Κράλη να βιάζεται να βγη στη βεράντα. Μολονότι δεν είχε θελήσει να λάβει μέρος στην ιδιαίτερη συνομιλία, που γι αυτήν είχαν μαζευτή στο σπίτι της, αυτό το βράδυ, στενοί φίλοι και συγγενείς, ήταν ανυπόμονη να μάθη το αποτέλεσμα της συνομιλίας, με το ενδιαφέρον που έχουν οι γυναίκες για τα αποτελέσματα. Η υπόθεση της ήτανε γνωστή και ήτανε αυτή που είχε λάβει την πρωτοβουλία του οικογενειακού συνεδρίου, που ενεργούσε, θα μπορούσε να πει κανείς, σύμφωνα με τις οδηγίες και με το πρόγραμμα, που είχε δώσει από πριν η ίδια στον αδερφό της και το γιατρό. Εκείνη είχε την ιδέα, ότι από μακρυά θα μπορούσε να διευθύνη καλύτερα τα νήματα της δουλιάς. Μεταξύ ανδρών η συνεννόηση για κάποια πράματα είναι πάντα ευκολώτερη και αυτό το γνώριζε καλά η έξυπνη γυναίκα, όπως μάντευε, ότι η παρουσία της μπορούσε να κάμη πιο στενόχωρη τη θέση του ανιψιού της και να εμποδίση μια ειλικρινή ομολογία. Η συνομιλία των τριών ανδρών κράτησε πολύ ακόμα. Είχε βραδιάσει πια και μερικά χλωμά άστρα κρεμάσθηκαν από τα κλαδιά του πλατάνου, 6

7 που έπνιγε ολόγυρα τη βεράντα και που έμοιαζε τώρα σαν φωταγωγημένο χριστουγεννιάτικο δένδρο. Λοιπόν, σύμφωνοι, Άλκη; είπε ο κ. Βιτούρης ύστερ από μια στιγμή σιωπής, που ήτανε σα μια σύντομη προθεσμία για να σκεφθή και ν αποφασίση ο νέος. Σύμφωνοι! αποκρίθηκε ο Άλκης, σα να ξανάλεγε τη λέξη, που είχε προφέρει ο κ. Βιτούρης, όπως ξαναλέει η ηχώ, ξένη σε κάθε νόημα, έναν ήχο που φτάνει από μακρυά. Δεν είχα καμία αμφιβολία! είπε, τρίβοντας τα χέρια του, ο γιατρός με την ικανοποίηση ενός καλού διαγνωστικού. Ο κ. Βιτούρης σηκώθηκε και προχώρησε προς τη θύρα, που ένωνε τη βεράντα με το σαλόνι. Καίτη! είπε. Μπορείς να ρθής έξω αν θέλης. Ο τόνος της φωνής του ήτο θριαμβευτικός, όσο κι αν προσπάθησε να τον κάνει αδιάφορο. Η κομψή σιλουέτα της κ. Κράλη κλείσθηκε σε λίγο μέσα στο πράσινο πλαίσιο των περιπλοκάδων, σαν εικόνα Προρραφαηλίτη ζωγράφου, γραμμένη με άυλα χρώματα. Η νέα ακόμη και ωραία γυναίκα, με τα λευκά χαρακτηριστικά και την ευγενική έκφραση όλου της του κορμιού, πειθαρχημένου σε κάποιους μυστικούς νόμους του γυναικείου θαύματος, είχε ακούσει κάποτε από ένα νέο θαυμαστή της μια ποιητική φιλοφρόνηση, που της είχε γίνει η πιο αγαπημένη της πίστη. Και σιγά-σιγά άρχισε να θυμάται, πως μία μακρυνή ημέρα είχε βγη από το εργαστήριο του Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσσέτι. Και αντίγραφε πάντα τις άυλες μορφές του Προρραφαηλίτη ζωγράφου σε αντίγραφα, που κανείς δε θα μπορούσε να πη πως δεν ήταν αυθεντικά. Πρέπει να πω είπε με την κρυστάλλινη φωνή της, που έτρεμε τώρα από μια βαθειά εσωτερική συγκίνηση ότι εσείς οι άνδρες είσθε 7

8 εξαιρετικά φλύαρα πλάσματα. Τόση συζήτηση, Θεέ μου, για ένα τιποτένιο ζήτημα! Ο Άλκης έκανε έναν πονεμένο μορφασμό, προσπαθώντας να τον κρύψη στη σκιά, που είχε βυθισθή. Και εννοείτε να μείνετε στα σκοτεινά ακόμα; ξαναείπε η κ. Κράλη, που ζητούσε να διακρίνη μέσα στη σκιά το πρόσωπο του ανιψιού της. Χωρίς να περιμένη απάντηση, ξεκόλλησε από το πλαίσιό της, προχώρησε με κυματιστά βήματα προς την πρίζα του ηλεκτρικού και, με μια ράθυμη κίνηση του ωραίου χεριού της, έκαμε ν ανθίσουν τα κόκκινα λουλούδια μέσα στις πρασινάδες της περιπλοκάδας. Τι χλιαρή ατμοσφαίρα! είπε αδιάφορα. Θα λεγε κανείς πως βρίσκεται μέσα σε σέρρα. Προχώρησε σε μια ψάθινη πολυθρόνα και κάθισε μεταξύ του αδελφού της και του γιατρού, φροντίζοντας να πάρη μια ευνοϊκή θέση κάτω από το κόκκινο λαμπιόνι, που έκαμε ν ανθίσουν δυο χλωμά τριαντάφυλλα στο ωχρό πρόσωπό της. Είχε πάντα κάποιες φιλαρέσκειες, εντελώς για τον εαυτό της και για το έργο της τέχνης, που είχε κάμει από την ύπαρξή της. Και, τυλίγοντας γύρω από το λαιμό της μια λεπτή εσάρπα, φρόντισε να κοιτάξη πλάγια προς το μέρος του Άλκη, χωρίς να δείξη πως είχε κανένα λόγο να τον προσέξη ιδιαίτερα. Με το σύντομο όμως αυτό βλέμμα είχε διακρίνει καθαρά, πως ο ανιψιός της ήταν εξαιρετικά νευριασμένος, ύστερα από τη συζήτηση που ακολούθησε, και ίσως ποιος ξέρει; μετανοημένος για την απόφασή του, που την είχε μαντέψει από το θριαμβευτικό τόνο της φωνής του αδελφού της. Λοιπόν, Καίτη είπε ο κ. Βιτούρης είμαι πολύ ευχαριστημένος να σε πληροφορήσω ότι ο Άλκης Η αδελφή του έκοψε απότομα την ομιλία. Ας πούμε τίποτε άλλο! είπε. Αρκετά το σκοτίσατε, φαντάζομαι, το παιδί. Ας πούμε τίποτε πιο εύθυμο. Γιατρέ, δεν είσθε στα κέφια σας σήμερα. 8

9 Η υπηρέτρια έφερε το δίσκο με ούζα και μικρούς μεζέδες. Τώρα μάλιστα! είπε ο γιατρός. Εννοείται ότι σήμερα θα φάτε μαζί μας, γιατρέ. Ο γιατρός δέχτηκε την πρόσκληση με ενθουσιασμό. Και η ομιλία πήρε τον εύθυμο τόνο, που τόσο επίμονα ζητούσε η ψυχολογία της κ. Κράλη. Μονάχα ο Άλκης έμενε σιωπηλός όλη την ώρα. Τον ενοχλούσε η ιδέα, ότι όλη αυτή η λαμπρή σκηνοθεσία είχε προετοιμασθή για το δικό του το δράμα. II Το ζήτημα, που είχε απασχολήσει το οικογενειακό συμβούλιο στη βεράντα της κ. Κράλη, ήταν ένα επεισόδιο της ζωής του ανιψιού της, που η αγαπητή του θεία το είχε χαρακτηρίσει με μια συνειθισμένη λέξη, που έπαιρνε όμως στα χείλη της μια εξαιρετική έκφραση φρίκης μαζί και αηδίας. Θλιβερό! Πολύ θλιβερό επεισόδιο! Το «θλιβερό» αυτό επεισόδιο ήτανε το εξής: Ο Άλκης είχε γυρίσει, εδώ και λίγους μήνες, από τη Βιέννη, όπου είχε κάμει λαμπρές σπουδές στην ιατρική, για πολλά χρόνια. Ανεξάρτητος υλικώς, με ασφαλισμένη πλουσιοπάροχα τη ζωή του, δε βιαζότανε ν αρχίση το επάγγελμά του. Η ιατρική μάλιστα, ως επάγγελμα, δεν τον τραβούσε πολύ και την εύρισκε κάπως ασυμβίβαστη με τον χαρακτήρα του. Αγαπούσε την επιστήμη του για ό,τι είχε να του προσφέρη ως βαθύτερο αντίκρυσμα της ζωής, στα πιο απόκρυφα μυστικά της και στις πιο ανεξήγητες δυσαρμονίες της. Και, αν είχε αποφασίσει να ξαναγυρίση στην Αθήνα, ήτανε η επιμονή της θείας του δεν είχε κανέναν άλλο πλησιέστερο συγγενή που τον έπεισε. 9

10 Η κ. Κράλη είχε κάποιες ανώτερες φιλοδοξίες για τον ανιψιό της. Και μια έδρα στο Πανεπιστήμιο ήτανε το ιδανικό της για τον Άλκη, που με την ανώτερη και γενική του μόρφωση, θα μπορούσε να την τιμήση μέσα σε τόσους άλλους ανάξιους και τιποτένιους. Η στιγμή, κατά την αντίληψή της, ήτανε πολύ κατάλληλη για να γίνη η σχετική ενέργεια, με πολλές ελπίδες επιτυχίας. Η κυρία Κράλη είχε πολλές και εκλεκτές σχέσεις με πολιτευόμενα πρόσωπα και άλλους «ισχυρούς της ημέρας», όπως έλεγαν τότε στην Αθήνα. Το κόμμα της είχε έλθει στα πράματα τις ημέρες εκείνες, ύστερ από μια καταπληκτική εκλογική νίκη.οι περισσότεροι υπουργοί ήσαν άνθρωποι του σαλονιού της. Ο υπουργός της Παιδείας γευμάτιζε κάθε Κυριακή στο σπίτι της. Και, κοντά σε όλα αυτά τα τρομερά μέσα, είχε και το μεγαλύτερο ατού για την περίσταση. Ο καθηγητής της Εσωτερικής Παθολογίας κ. Σταυρίδης, που είχε το μεγαλύτερο κόμμα στην Ιατρική Σχολή κ έσερνε τους περισσότερους συναδέλφους του από τη μύτη, ήτανε ένας παλιός θαυμαστής της. Λίγο γελοίος στην ερωτική του αφοσίωση, ενοχλούσε εξαιρετικά την αισθητική της, άλλα δεν τον άφησε ποτέ να χάση τις ελπίδες του. Η πρακτική γυναίκα είχε πάντοτε στο νου της, ότι θα έφθανε μια στιγμή, που ο θαυμαστής της θα της χρησίμευε ως το σπουδαιότερο ατού της. Και χωρίς να θυσιάση τίποτε από την υπερηφάνεια της, τον είχε αφήσει πάντα να ελπίζη, ότι θα έλθη μια ημέρα η ημέρα, που τόσο δεν κουράζονται να την περιμένουν οι άνδρες, όσο περισσότερο απελπιστική είναι η ερωτική τους υπόθεση. Όλα λοιπόν ήσαν ευνοϊκά τη στιγμή αυτή, για να επιτύχη το φιλόδοξο σχέδιό της η κ. Κράλη. Έγραψε αμέσως στον ανιψιό της και τον παρακίνησε να κατεβή στην Ελλάδα, χωρίς αναβολή. Η ευκαιρία δεν έπρεπε να χαθή. Και ο Άλκης, που μια έδρα στην Ιατρική Σχολή ήτανε γι αυτόν πάντα μια φιλοδοξία καθαρά επιστημονική, δέχτηκε να επιστρέψη στην Αθήνα. 10

11 Είχε φθάσει στην καρδιά του χειμώνα που ήτανε εξαιρετικά άγριος εκείνη τη χρονιά και, κλεισμένος στο δωμάτιό του, είχε αφιερωθή σε μια επιστημονική εργασία, που ετοίμαζε να παρουσιάση στην Ιατρική Σχολή για την υποψηφιότητά του, μολονότι η θεία του επίμενε, πως όλα αυτά είναι χαμένος κόπος και πως ήταν αρκετά για την επιτυχία του σκοπού του τα ισχυρά πολιτικά μέσα, που είχε εκείνη, και η εξασφαλισμένη υποστήριξη του κ. Σταυρίδη. Ο Άλκης όμως είχε πέσει στη δουλειά με τα μούτρα. Δε σύχναζε πουθενά και δεν έβλεπε σχεδόν κανένα εκτός από τη θεία του, που στο σπίτι της γευμάτιζε τα βράδυα, και τον Κώστα Καλή, δημοσιογράφο και ποιητή, παλιό του συμμαθητή και φίλο από τον καιρό, που κ οι δυο γράφανε ποιήματα. Όλες του τις άλλες ώρες τις μοίραζε μεταξύ του γραφείου του και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, που πήγαινε ζητώντας να συμβουλευθή αρχαία κείμενα, σχετικά με την εργασία του. Ένα απόγεμα ο Καλής είχε περάσει να τον πάρη μαζί του ως το Φάληρο, όπου κατέβαιναν πότε-πότε, τις ωραίες, ηλιόλουστες χειμωνιάτικες ημέρες, να χαρούν το θείο φως, που τόσο είχε νοσταλγήσει ο Άλκης κάτω από τους βόρειους ουρανούς. Ο Άλκης είχε φέρει μαζί του από τα ξένα τη γλυκειά μελαγχολία ενός μοιραίου χωρισμού, που του γινότανε αληθινός πόνος μπροστά σε κάθε φυσική ωμορφιά, καθώς δε μπορούσε ν αρμονισθή με τη συννεφιασμένη ψυχή του. Πάμε ως την εξέδρα! του είπε ο Κώστας, όταν βγήκανε από το τραμ. Το κύμα σήμερα έχει ανοιξιάτικα ρίγη. Ήτανε, αλήθεια, στην καρδιά του Γενάρη, μια ανοιξιάτικη ημέρα. Ο Υμηττός είχε φορέσει τη μενεξεδένια του πορφύρα, και λίγα χιόνια στην κορυφή του Πάρνη, που άστραφταν από τα φιλιά του Ηλίου, φαίνονταν σαν ξεχασμένα εκεί από κάποια λευκή χειμωνιάτικη γιορτή. Ο Κώστας, καθώς προχωρούσε προς την εξέδρα, ψιθύρισε τους στίχους του Παλαμά: Το χιόνι είναι σαν άνθισμα στην Πάρνηθα κι αυτό, χαϊδεύει τον Κορυδαλλό δειλή χλωράδα ονείρου, 11

12 του θείου του Βράχου του γελά η Πεντέλη κι ο Υμηττός ακούει γυρτός το ερωτικό τραγούδι του Φαλήρου. Η ωμορφιά των στίχων που είχε ενωθή αρμονικά με τις φυσικές ωμορφιές, έκαναν μελαγχολικώτερο τον Άλκη. Προχωρούσε αμίλητος, με βήματα υπνοβάτη σα σε όνειρο. Έλα να σε παρουσιάσω σ ένα ώμορφο κορίτσι! του είπε άξαφνα ο Κώστας. Για όνομα του θεού! μουρμούρισε ο Άλκης. Ας λείψουνε τα παρουσιάσματα. Πριν προφτάση όμως να επιμείνη περισσότερο, τρεις γυναίκες, που βημάτιζαν στην εξέδρα από την αντίθετη διεύθυνση, χαιρέτισαν από μακρυά τον Καλή με φιλικά χαμόγελα και προχώρησαν καταπάνω τους. Είχαν τόσον καιρό να τον δουν και του καναν, πριν πλησιάσουν ακόμα, όλες μαζί, τα παράπονά τους, που δεν τον είχαν δει στο σπίτι τους μήνες και μήνες. Ο Κώστας, ύστερ από μερικές, τυπικές δικαιολογίες, έκαμε την παρουσίαση του φίλου του και πρόσθεσε. Η κυρία Αυλίδη, οι δεσποινίδες Αυλίδη Ο Άλκης χαιρέτισε ψυχρά και τυπικά. Προχώρησαν όλοι μαζί κ έκαμαν μερικούς γύρους στην εξέδρα. Οι κυρίες έκαμαν πολλές ερωτήσεις στον Άλκη για τη ζωή της Βιέννης κ έδειξαν πολύ ενδιαφέρον για τον ερχομό του στην Αθήνα και για το κενό που ερχότανε να πληρώση δεν είχαν καμμιά αμφιβολία για τη μεγάλη του αξία-με την ειδικότητά του. Όλα αυτά θα είχαν ενοχλήσει τρομερά τον Άλκη, στη ψυχική κατάσταση που βρισκότανε, αν δεν του είχε κάνει εντύπωση το γλυκό πρόσωπο και το αγαθό χαμόγελο της μικρότερης κόρης του «ώμορφου κοριτσιού», όπως το είχε χαρακτηρίσει λίγο προτήτερα ο φίλος του. Καμμιά ωμορφιά δεν θα ήτανε ικανή, στη διάθεση που 12

13 βρισκότανε ο Άλκης, να τον αποσπάση από τους θλιβερούς του λογισμούς. Αλλά το πράο εκείνο πρόσωπο έκανε στην ψυχή του την ίδια εντύπωση, που του έκαναν το αγαθό και θερμό φως του χειμωνιάτικου ήλιου και το αναπαυτικό χρώμα του πελάγου και του ουρανού. Μια δίψα καλωσύνης βασάνιζε την ψυχή του και η Στέλλα τυχαία άκουσε το όνομά της, που του φάνηκε τόσο ταιριασμένο με το πρόσωπό της του φάνηκε, για μια στιγμή, σαν ένα από τα πλάσματα, που είναι προωρισμένα, θαρρείς, να παρηγορούν και να δίνουν θάρρος. Και είχε σκεφθή πολλές φορές, πως υπάρχουν πράγματι γυναικεία πλάσματα, που έρχονται στον κόσμο αποκλειστικά με την αποστολή αυτή, ένα είδος ψυχικές αδελφές του ελέους, Και θυμότανε πάντα σε κά-ποια νευρολογική κλινική έναν τέτοιο τύπο γυναίκας, που ο δάσκαλός του ο Κραφτ Έμπιγκ έλεγε, πως, απλή νοσοκόμα, έκανε για τους αρρώστους του πολύ περισσότερα με το χαμόγελό της, απ όσα μπορούσε να κάνει ο σοφός ψυχίατρος με την επιστήμη του και τα φάρμακά του. Δεν πάμε να καθίσουμε λιγάκι στην πλατεία; πρότεινε ο Καλής. Εκεί στη γωνιά του ζαχαροπλαστείου είναι απάγγειο και ο ήλιος λούζει ευεργετικά το μέρος. Κανείς δεν είχε αντίρρηση και ούτε ο Άλκης τώρα. Προχώρησαν προς την πλατεία, ο Κώστας μπροστά με τη μεγαλύτερη κόρη, τρομερά άσχημη, και ο Άλκης πίσω, μαζί με τη Στέλλα και τη μητέρα της. Η γρηά είχε αρπάξει την περίσταση να ζητήση τις συμβουλές του Άλκη για κάτι νευρικούς πονοκεφάλους, που τη βασάνιζαν από τα νιάτα της, και δεν έλειψε να ψάλη τον εξάψαλμο, μπροστά στον νεοφερμένο γιατρό, για όλους τους «ξυλοσχίστες» συναδέλφους του, που δεν μπόρεσαν ως τώρα να κάνουν διάγνωση της αρρώστιας της. Καλέ, αφήστε, μαμά, την αρρώστια σας! της είπε μια στιγμή η Στέλλα. Ο γιατρός ήρθε ν ανασάνη λιγάκι στο Φάληρο κ εσείς τον σκοτίζετε με την επιστήμη του. 13

14 Ο Άλκης, που είχε ενοχληθή πράγματι από τη φλυαρία της γρηάς, είδε στα λόγια αυτά της νέας κόρης μια απόδειξη ακόμα της καλωσύνης της και μια συμπαθητική προσπάθεια για τον εαυτό του. Και, ενώ μουρμούριζε μερικά τυπικά λόγια διαμαρτυρίας για την επέμβαση της Στέλλας, της έρριξε ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης, που ήτανε σαν να της έλεγε: «Ευχαριστώ, καλό μου κορίτσι, ευχαριστώ, γλυκειά μου αδερφούλα». Το βλέμμα αυτό είχε γλυστρήσει ως τα βάθη της ψυχής της Στέλλας. Οι δυο νέοι είχαν αισθανθή, ότι κάτι τους είχε ενώσει από τη στιγμή αυτή. Και, όταν σε λίγο, αφού κάθισαν όλοι μαζί στην ηλιόλουστη γωνιά του ζαχαροπλαστείου χωρίσθηκαν, ο Άλκης ένιωθε, ότι το κενό που είχε στην ψυχή του, από τον καιρό ενός σκληρού χωρισμού, δεν υπήρχε πια. Είχε γεμίσει άξαφνα από κάτι τι, που δεν ήξερε ο ίδιος, αν ήτανε νέα αγάπη ή λήθη μιας παλιάς αγάπης. Δεν είπε όμως τίποτε στο φίλο του. Η συνέχεια του απογευματινού αυτού στο Νέο Φάληρο είναι, ότι σε δύο μήνες ο Άλκης είχε δώσει το λόγο του στη Στέλλα και ότι σύντομα επρόκειτο να γίνουν οι γάμοι τους. Η είδηση αυτή αναστάτωσε τη θεία του. Εκείνη, μαζί με την έδρα του Πανεπιστημίου, προετοίμαζε για τον ανιψιό της και μια λαμπρή αποκατάσταση. Και όλα τα φιλόδοξα σχέδιά της τα βλεπε να γκρεμίζωνται τώρα, σαν πύργος ενός παιδιάτικου παιγνιδιού. Έτρεξε αμέσως στο γιατρό του σπιτιού, τον κ. Νικολαΐδη, έναν καλό φίλο, με επιβολή απάνω στον Άλκη, κατώρθωσε να συγκινήση τον αδερφό της, φώναξε τον ανιψιό της στην εξοχή της, τον κράτησε αιχμάλωτο εκεί τρεις μέρες, για να τον απομακρύνη από τη μοιραία γυναίκα, που τον είχε ξελογιάσει, και είχε προετοιμάσει το οικογενειακό συμβούλιο, που είδαμε να συνεδριάζη στα σκοτεινά, στη βεράντα της βίλλας της, το ανοιξιάτικο εκείνο βράδυ. Και η δυνατή εκείνη γυναίκα είχε προετοιμάσει με τόση σοφία και με τόση τέχνη τη σκηνοθεσία του συμβουλίου αυτού, μολονότι η ίδια φαινότανε ξένη και αδιάφορη, για ν αφήση στον εαυτό της την τελευταία και τη μεγάλη λέξη, ώστε είχε όλη τη βεβαιότητα, ότι το «θλιβερό επεισόδιο» δεν μπορούσε να λυθεί παρά σύμφωνα με την επιθυμία της. 14

15 III Ύστερ από το φοβερό συμβούλιο της βεράντας, που του έδωκαν μιαν αδιάφορη συνέχεια η παρουσία της Καίτης και τα ορεκτικά, σαν να μην έτρεχε τίποτε εξαιρετικό στη βίλλα της κ. Κράλη, πέρασαν στο γεύμα. Το πρόγραμμα εξακολούθησε, όπως το είχε κανονίσει, σε όλες του τις λεπτομέρειες, η Καίτη. Καμμιά ομιλία δεν έγινε στο γεύμα για το «θλιβερό επεισόδιο». Έκαμαν πολιτική, φιλολογία, κοινωνιολογία, τα πάντα έξω από κάθε τι, που μπορούσε να έχη σχέση με τον έρωτα. Ο γιατρός του σπιτιού είχε επιφορτισθή ν απασχολήση τον Άλκη με ζητή-ματα της επιστήμης των. Ο Άλκης, που είχε λάβει ανόρεκτα και σχεδόν από κοινωνική υποχρέωση μέρος στις άλλες ομιλίες, κατώρθωσε να ξεχάση λίγο τον εαυτό του απάνω στην επιστημονική συζήτηση. Έδωκε στο συνάδελφό του τις πληροφορίες, που του ζητούσε εκείνος, για τα νέα ιατρικά προβλήματα, και μίλησε ακόμη για τη μελέτη του, που ετοίμαζε να υποβάλη στην Ιατρική Σχολή. Το θέμα του ήτο μάλλον ιατροφιλολογικό. Πάρα πολύ ενδιαφέρον, γιατρέ! είπε η Καίτη στο φίλο της. Έχω κάποια ιδέα Ο Άλκης έδωκε μερικές εξηγήσεις. Ο τίτλος της μελέτης του ήτανε: «Η Νευρολογία και η Ψυχιατρική παρ Ομήρω και τοις Έλλησι τραγικοίς». Ο τίτλος έκαμε εξαιρετική εντύπωση στο γιατρό. Ξέρω, είπε, πως έγιναν μελέτες για τη Βοτανική του Ομήρου, για τη Ζωολογία, για την Αστρονομία, για τη Γιατρική του και για πολλά άλλα ακόμα κεφάλαια του ανθρώπινου επιστητού, που είναι θησαυρισμένα στον ωκεανό αυτό της ποιήσεως και της σοφίας, που είναι ο γερο-όμηρος και οι ποιητές που απορρέουν απ αυτόν. Δεν φανταζόμουνα όμως ποτέ, ότι και ο κλάδος του Σαρκώ είχε τις απαρχές του στη μακρυνή αυτή πηγή. 15

16 Είναι, βλέπετε εξήγησε ο Άλκης το μεγάλο δώρο του παρατηρητικού, που είχαν οι αρχαίοι και πρώτος απ όλους ο μεγάλος αυτός τυφλός. Όλα τα είχαν παρατηρήσει και πρώτα απ όλα τον άνθρωπο. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράξενο αν βρίσκωνται μέσα στα έργα τους και κλινικές παρατηρήσεις, που θα τις ζήλευε ένας σημερινός κλινικός. Τα ψυχολογικά και νευρολογικά φαινόμενα είναι πολύ φυσικό να έχουν ιδιαίτερη θέση στην ποίησή τους, μια φορά που η Ποίηση ως κυριώτερο θέμα της έχει τα αισθήματα και τα πάθη του ανθρώπου, από τα πιο φυσιολογικά τους φανερώματα ως τα πιο παθολογικά. Μίλησε έπειτα για τη μανία του Αίαντα και για τον υστερισμό της Κασσάνδρας, δυο από τα καλύτερα παρατηρημένα κλινικά περιστατικά της αρχαίας τέχνης. Μια υστερική λοιπόν η περίφημη Κασσάνδρα; είπε χαιρέκακα η κ. Κράλη. Χωρίς άλλο! βεβαίωσε ο Άλκης. Η κ. Κράλη είχε λόγους να μη συμπαθή πολύ την αρχαία μάντισσα. Αφού γέλασε τον Απόλλωνα, είπε, και καταδικάσθηκε να μην πιστεύη κανείς τις μαντείες της, ξελόγιασε και το γερο-αγαμέμνονα, για να βάλη τη φωτιά στο σπίτι του και να τον καταστρέψη και τον ίδιο! Κατά τη γνώμη της, αν η Κλυταιμνήστρα κρεούργησε τον άνδρα της μέσα στο λουτρό του, κινήθηκε στο έγκλημά της από καθαρή ζήλεια. Δεν μπορούσε να δεχτή και πολύ φυσικά από τον άνδρα της, που τον περίμενε πιστή τόσα χρόνια, να της φέρη μέσα στο παλάτι της μια ξένη γυναίκα, που, όσο κι αν ήθελε να την περάση για τυχαία σκλάβα, ήτανε σκλάβος της ο ίδιος. Η θεωρία του υστερισμού της Κασσάνδρας την έκαμε να προχωρήση και περισσότερο. Δε μου μένει αμφιβολία, πρόσθεσε, ότι η φήμη της απιστίας της Κλυταιμνήστρας είναι μια καθαρή συκοφαντία, που την εφευρήκε η υστερική αυτή ψεύτρα. 16

17 Με τα τελευταία λόγια της ο γιατρός, μολονότι είχε σοβαρές αντιλογίες ν αντιτάξη, κοίταξε ανήσυχα το ωρολόγι του. Έπρεπε να ιδή κάποιον άρρωστό του και ήτανε καθυστερημένος μάλιστα. Ο αδελφός της κ. Κράλη, υποτακτικός πάντα στην αδερφή του, άρχισε να χασμουριέται κι αυτός. Ο πρώτος ζήτησε την άδεια ν αφήση, με λύπη του, την καλή συντροφιά κι έφυγε βιαστικός. Ο δεύτερος σε λιγάκι σηκώθηκε και, με την πρόφαση πως ήτανε εξαιρετικά κουρασμένος εκείνο το βράδυ, καληνύχτισε και τράβηξε ήσυχα στο δωμάτιό του. Ο Άλκης σε όλα αυτά έβλεπε τη συνέχεια ενός προγράμματος, σοφά καταρτισμένου από τη θεία του, αλλά δε φανέρωσε καμμιά αμφιβολία για τη φυσικότητα όλων αυτών των σκηνών του θεάτρου, όπου έβλεπε να παίζεται το ίδιο του δράμα. Άλκη, δε θέλεις να πας κι εσύ ν αναπαυθής; του είπε αγαθώτατα η θεία του. Αν κάθεσαι για να μου κρατήσης συντροφιά, θα ήτανε ανοησία σου. Εγώ είμαι συνειθισμένη να μένω μόνη. Έπειτα έχω εδώ ένα βιβλίο Σου ορκίζομαι, Καίτη, την έλεγε πάντα με το μικρό της όνομα είπε ο Άλκης, ότι δεν έχω καμμιά, μα καμμιά διάθεση να κοιμηθώ. Αν με προτιμάς από το βιβλίο σου, θα μείνω πολύ ευχαρίστως μαζί σου Χωρίς να σε κολακέψω και χωρίς να προσβάλω το βιβλίο μου, σε προτιμώ ωρισμένως. Θέλεις λοιπόν ειλικρινώς να κάνουμε το αποβέγγερό μας; Ειλικρινώς, Καίτη. Η Καίτη τοποθετήθηκε αναπαυτικώτερα στο ντιβάνι της, αγκάλιασε με χάρη ένα μαξιλάρι και ακούμπησε το κεφάλι της σ ένα άλλο. Θα λεγε κανείς πως έπαιρνε μια πόζα ερωτευμένης, που ήθελε να σαγηνέψη, με τις σοφές πλαστικότητες του κορμιού της, έναν άνδρα που αγαπούσε να βασανίζη. Η περίσταση δεν ήτανε βέβαια αυτή τώρα. Αλλά η μεγάλη αυτή φιλάρεσκη γνώριζε καλά, ότι τα όπλα του έρωτα και της «πειθούς» είναι τα ίδια για μια γυναίκα, όταν το θύμα είναι ο άνδρας. Και ήθελε να εξασφαλίση τελειωτικά το έργο της. 17

18 Έλα, κάτσε εδώ κοντά μου! του είπε. Είσαι τόσο άβολα σ αυτήν την καρέκλα εκεί. Και του δειξε μια χαμηλή πολυθρόνα κοντά της, όπου σε λίγο ο Άλκης είχε πάρει τη μοιραία θέση του κατάδικου, που περιμένει την εκτέλεσή του. Πέρασαν λίγες στιγμές σιωπής. Κάποιος ηλίθιος γεννιέται αυτή τη στιγμή! είπε η Καίτη, που είχε θυμηθεί τη Γαλλική παροιμία, για να λύση τη σιωπή, μ έναν εύθυμο τρόπο. Ο Άλκης κατάλαβε πως η θεία του ήταν ανυπόμονη να μπη στο θέμα. Και τη βοήθησε, ανυπόμονος κι ο ίδιος ν ακούση τις ιδέες της για το ζήτημά του. Αν δεν είχα γεννηθή προ εικοσιπέντε ετών, είπε, θα έλεγε κανείς πως το νεογέννητο είμαι εγώ. Ψαρεύεις κομπλιμέντα, Άλκη; Καθόλου, Καίτη! Αλλά υπάρχει μεγαλύτερη ηλιθιότης από το να ερωτεύεται κανείς στον αιώνα μας, όπως ερωτεύοντο στην εποχή των αγαθών αυτών ανθρώπων; Κι έδειξε απάνω στον τοίχο το ζευγάρι των προπατόρων, που γλυκοκοιτάζονταν έναν αιώνα τώρα μέσα από τα πλαίσια τους, τοποθετημένοι θα λεγε κανείς επίτηδες, ο ένας αντίκρυ στον άλλο, από μια ευλαβητική καλωσύνη των απογόνων των. Η Καίτη έρριξε ένα γλήγορο βλέμμα στις παλιές ελαιογραφίες των ευγενών της προγόνων, από τις οποίες αντλούσε πάντα τη δύναμη όλων των αξιοπρεπειών της ζωής της, και είπε με ύφος αυστηρά ακαδημαϊκό προς τον Άλκη. Όχι, Άλκη! Δεν είναι ηλιθιότης να ερωτεύεται κανείς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Σχολές δεν υπάρχουν στον έρωτα. Φθάνει να ερωτεύεται πάντοτε με το σεβασμό εκείνο προς τον εαυτό του, που δεν είναι άλλο τίποτε παρά ο σεβασμός προς τον ίδιο τον έρωτα. Ρίχνεις μια πέτρα στον κήπο μου, Καίτη; 18

19 Ίσως Δε θέλω να σε αδικήσω όμως. Ερωτεύεται κανείς κάποτε, όταν έχη μάλιστα την ηλικία σου και την ιδιοσυγκρασία σου, χωρίς να γνωρίζη πού ρίχνει τα μαργαριτάρια του έρωτά του. Θέλεις να πεις, ότι τα ρριξα στους χοίρους; Δε σκέφθηκα την ευαγγελική παραβολή, Άλκη. Σου ορκίζομαι, θέλω να πω απλώς, ότι η γυναίκα αυτή είναι ανάξια για έναν Κράλη. Ο Άλκης αισθάνθηκε την ανάγκη να υπερασπισθή τη γυναίκα που όσο κι αν ήταν αποφασισμένος πια, από την πίεση των συγγενών του, να διακόψη κάθε σχέση μαζί της, εξακολουθούσε να την εκτιμά και να την αγαπά, που είναι το ίδιο πράγμα σ έναν νέον έρωτα. Γιατί είναι φτωχή, είπε. Η φτώχεια δεν έχει καμμιά σημασία! διαμαρτυρήθηκε η Καίτη. Εγώ δεν είμαι πλούσια, ούτ εσύ εκατομμυριούχος. Φαντάζομαι όμως, ότι κάτι θα σου είπαν πρωτήτερα ο γιατρός και ο αδελφός μου, για τα περασμένα της γυναίκας αυτής. Ο Άλκης έκαμε ένα πικρό χαμόγελο. Για τα περασμένα ναι! μουρμούρισε, καρφώνοντας θλιβερά τα μάτια του στο αραβούργημα ενός μαξιλαριού, που ήτανε πεσμένο μπροστά στα πόδια του. Οι ιστοριογράφοι όμως των φτωχών κοριτσιών, σου ορκίζομαι, πως δεν μου εμπνέουν μεγάλη εμπιστοσύνη. Γράφουν κι αυτοί την ιστορία τους, όπως γράφονται όλες οι ιστορίες. Έπειτα Έπειτα; είπε μ ένα νευρικό κίνημα η Καίτη. Έπειτα, τα περασμένα μιας γυναίκας εξακολούθησε ο Άλκης δεν νομίζεις πως της ανήκουν; Τι δικαίωμα έχομε να μπούμε μέσα σ αυτά; Μήπως μπορούμε ν απαιτήσουμε από μια γυναίκα να περιμένη διαρκώς την εμφάνισή μας, που δεν της την έχομε αναγγείλει με κανένα τρόπο; Εκείνος που ήρθε πριν από μας, ήρθε όπως ερχόμαστε εμείς σήμερα, όπως θα έρθη ένας άλλος αύριο, αν λιποτακτήσουμε κ εμείς όπως ελιποτάχτησ 19

20 εκείνος. Η αναδρομική ζήλεια ίσως να είναι κάτι τι φυσικό. Είναι πάντα όμως μια αδικία απέναντι της γυναίκας κ ένας εγωισμός βάρβαρος. Η Καίτη άρχισε να βλέπη, ότι η οπλοθήκη της είχε χάσει ένα από τα δυνατώτερα όπλα της. Είχε όμως και άλλα όπλα, που ήτανε έτοιμη να τα χρησιμοποιήση με τη σειρά τους. Δεν έχω αντίρρηση! είπε. Αλλά δεν νομίζεις, Άλκη, ότι το εχτές έχει πάντα μέσα του τα στοιχεία του αύριο; Δεν το νομίζω! είπε κατηγορηματικά ο Άλκης. Τουλάχιστον στην ειδική αυτήν περίπτωση. Έχουμε τόσα παραδείγματα! Τα μερικά περιστατικά έχουν τόση σημασία στα πράγματα του έρωτα! Δεν είναι πάντα η ιδιοσυγκρασία και ο χαρακτήρας, που κανονίζουν την ερωτική διαγωγή στη γυναίκα. Και είναι πλάσματα προικισμένα με ανώτερο ηθικό φόντο, που έτυχε να γλυστρήσουν στη λάσπη, για να σηκωθούν αμέσως, με την πρώτη βοήθεια, που τους δόθηκε, χωρίς ν απομείνη στην ψυχή τους καμμιά νοσταλγία της λάσπης και ίσως καμμιά κηλίδα απ αυτήν. Η Καίτη προσπάθησε να δώση πάλι ένα ευθυμότερο τόνο στην ομιλία. Καημένο παιδί! είπε, απλώνοντας το ωραίο της χέρι με καλωσύνη και πιάνοντας το δικό του. Τι ερωτευμένος που φαίνεσαι! Εσύ έχεις πυρετό! Και να συλλογίζωμαι Σταμάτησε μια στιγμή σαν να είχε ξεχάσει τι ήθελε να πη. Τι συλλογίζεσαι, Καίτη; ρώτησε ο Άλκης, σηκώνοντας τώρα μόλις τα μάτια του από το αραβούργημα του μαξιλαριού και κοιτάζοντάς την κατάματα. Τίποτα! είπε εκείνη. Μια κοινοτοπία, που διάβασα κάποτε στην Παλαιά Διαθήκη. Δηλαδή; Κάτι τι που έπρεπε να το σκεφθώ πρωτήτερα. Ότι δηλαδή «ύδατα πολλά δεν μπορούν να σβύσουν την αγάπη». 20

21 Είναι λοιπόν τόσο μεγάλη ανάγκη να σβύση αυτή η αγάπη; είπε με συγκρατημένο πόνο ο Άλκης. Αλλά τότε ας αδειάσουμε όλους τους καταρράχτες της γης απάνω της. Ανάγκη; έκαμε αδιάφορα η Καίτη, αποφασισμένη να μεταχειρισθή και το τελευταίο όπλο της οπλοθήκης της. Καμμιά ανάγκη δεν υπάρχει για όποιον δεν την έχει αισθανθή μοναχός του. Μπορείς λοιπόν να με κάνης να την αισθανθώ και δεν το κάνης; Δεν θα ήθελα να σου πω κάτι τι που θα μπορούσε να σου κάνη κακό, φτωχό μου παιδί. Νομίζω πως πρέπει να μου το πης. Η Καίτη ύψωσε τα μάτια της προς τις εικόνες των ευγενικών προγόνων, σαν να ζητούσε πάλι απ αυτούς μια τελευταία συνδρομή στον αγώνα της. Η γυναίκα αυτή, Άλκη, είπε αυστηρά, δεν είναι απλώς μία γυναίκα με ιστορία. Αν ήτανε μονάχα αυτό, δε θα μ έβλεπες τόσο ανήσυχη για την ευτυχία σου. Είναι πρόστυχη! Στη λέξη αυτή, ο Άλκης, που στο βάθος της ψυχής του η ευγένεια του γένους του είχε στημένον πάντα έναν υπερήφανο βωμό, τινάχθηκε από τη θέση του. Τι θέλεις να πης; Θέλω να πω, ότι μια γυναίκα, που δέχεται από έναν εραστή της να της πληρώση το λογαριασμό του μπακάλη της, δεν είναι γυναίκα για έναν Κράλη. Ο Άλκης έκαμε ένα μορφασμό βαθύτατου πόνου. Είναι βέβαιο αυτό που μου λες; Μπορώ να σου το αποδείξω όταν το θελήσης. Δεν ξαναμίλησαν πια εκείνο το βράδυ. 21

22 IV Τρεις μέρες ύστερα από την ιδιαίτερη βραδυνή συνομιλία της κ. Κράλη με τον ανιψιό της, ο Άλκης ταξίδευε για τον τόπο της προσωρινής αυτοεξορίας του. Έτσι είχε κανονίσει τα πράματα η προβλεπτική σοφία της θείας του. Μετά το τελευταίο χτύπημα το χτύπημα της χάριτος που είχε καταφέρει η Καίτη στον έρωτα του Άλκη, ο νέος είχε πεισθή να κόψη κάθε σχέση με τη γυναίκα, που η θεία του είχε χαρακτηρίσει πρόστυχη. Ύστερ από μια νύχτα αγρυπνίας, παραδόθηκε χωρίς όρους. Εγώ είμαι ανίκανος να σκεφθώ και να αποφασίσω το πα-ραμικρό! είπε το άλλο πρωί στη θεία του. Ό,τι νομίζης πως μπορεί να γίνη, με το φιλανθρωπότερο τρόπο για ένα κορίτσι, που ό,τι κι αν είναι, δε μου χρωστάει τίποτα να υποφέρη εξαιτίας μου, δεν έχετε παρά να το κανονίσετε με το θείο και με το γιατρό. Και εγώ δεν έχω παρά να υπακούσω και να υποφέρω. Η Καίτη τον συγχάρηκε για τη θέληση, που έδειξε πως έχει σωθή από μια κακή περιπέτεια, και του έδωκε να καταλάβη, ότι η νέα δεν ήτανε πρώτη φορά, που της συμβαίνει μια τέτοια απογοήτευση. Έννοια σου και θα βρη, σε βεβαιώνω, πολύ γρήγορα τον τρόπο να παρηγορηθή. Σε κάθε περίσταση, δεν είναι από τις γυναίκες που παίρνουν κατάκαρδα μια ερωτική περιπέτεια, όπως φαντάζεσαι. Ο Άλκης, χωρίς να παρηγορηθή από την επιχειρηματολογία της θείας του, ρώτησε ξερά. Μήπως έστειλαν από χθες να με ζητήσουν; Μήπως κανένα γράμμα; Απολύτως τίποτε! του είπε η Καίτη. 22

23 Μου φαίνεται παράξενο. Φαντάζομαι, πως δε θα ήτανε δύσκολο να μαντέψουν, ότι βρίσκομαι εδώ. Η ξαφνική εξαφάνισή μου Φαντάζεσαι, Άλκη, ότι θα μπορούσα να σου κρύψω ένα γράμμα; είπε μ ένα τόνο διαμαρτυρίας η Καίτη. Και όμως δεν έλεγε την αλήθεια. Το άλλο βράδυ ακριβώς, ένας μικρός υπηρέτης είχε φέρει κάποιο γράμμα για τον Άλκη και είπε πως θα περιμένη απάντηση. Η καμαριέρα της Καίτης, ειδοποιημένη από πριν, έφερε το γράμμα στην κυρία της. Εκείνη το άνοιξε και το διάβασε βιαστικά. Ήτανε ένα γράμμα της Στέλλας, που έγραφε, ότι βρισκόνταν στο ξενοδοχείο του προαστείου, ότι είχανε βεβαιωθή για τη διαμονή του στη βίλλα της θείας του, ότι ήσαν τρομερά ανήσυχες μήπως είναι άρρωστος ή του συμβαίνη τίποτε δυσάρεστο, ότι τέλος δεν μπορούσαν να εξηγήσουν την ξαφνική του και χωρίς κανένα λόγο εξαφάνιση. Με συγκινητικά λόγια τον παρακαλούσε κατόπιν, αν τον δυσαρέστησε σε τίποτε χωρίς να το καταλάβη, να τη συχωρέση, γιατί θα της ήτανε αδύ-νατο να υποφέρη την τύψη, πως ίσως, ποιος ξέρει, τον πίκρανε, έστω και χωρίς να το θέλη. Και στο τέλος τον ικέτευε να πάη να τη δη, έστω και μια στιγμή, στο ξενοδοχείο, ή να της γράψη δύο λόγια δυο λόγια μόνο από το χέρι του για να της πη, ότι εξακολουθεί να την αγαπά, όπως τον αγαπά. Τίποτε περισσότερο. Δυο λόγια μονάχα. Δυο λόγια από το χέρι του Η Καίτη, μαντεύοντας, ότι το γράμμα αυτό ήτανε άξιο να της καταστρέψη όλο το έργο της, το σχισε με θυμό, έχωσε τα κομμάτια του στο βάθος ενός συρταριού και παράγγειλε στην καμαριέρα της να πη στον μικρόν υπηρέτη, ότι έδωκε το γράμμα στα χέρια του κ. Άλκη, κι αυτός, αφού το διάβασε, είπε να πη σ αυτόν που το φερε, ότι δεν έχει απάντηση. Έτσι ξερά: Ο κύριος μου είπε, ότι δεν έχει απάντηση! Δεν ξέρω ποια θα είναι η γνώμη του θείου σου και του γιατρού! εξακολούθησε η Καίτη. Δυο πράματα όμως είναι απαραίτητα. Πρώτο να μη βγης καθόλου από το σπίτι, όσο βρίσκεσαι εδώ, και δεύτερο να βρεθή 23

24 τρόπος ν απομακρυνθής το γρηγορώτερο από τας Αθήνας για λίγον καιρό, χωρίς να τη συναντήσης. Ο Άλκης δεν είχε καμμιά δύναμη πια να αντισταθή. Καταλάβαινε κι ο ίδιος, ότι θα του ήταν αδύνατο να ξαναϊδή τη Στέλλα και να επιμένη στη σκληρή του απόφαση. Και ένοιωθε τώρα μόνος του την ανάγκη να φύγη μια ώρα αρχήτερα και να προσπαθήση να ξεχάση, όσο μπορεί να ξεχάση κανείς έναν πόνο, που τον σέρνει μαζί του, σαν ανοιχτή κι αγιάτρευτη πληγή. Να φύγω! είπε. Αυτό βλέπω κι εγώ. Αλλά πού και πώς; Η Καίτη, που είχε καταστρωμένο πια το σχέδιό της έκαμε πως σκέφθηκε λιγάκι, και ύστερα, σαν να της ήρθε μια ξαφνική έμπνευση, είπε. Να μια ιδέα! Ο φίλος μας ο κ. Σταλίδης, φεύγοντας τον περασμένο μήνα με την κόρη του για τον Αίνο της Κεφαλλονιάς, με είχε παρακαλέσει να του συστήσω κανένα νέο γιατρό, χωρίς μεγάλη πελατεία, που θα μπορούσε να μείνη μαζί τους στο βουνό για δυο τρεις μήνες. Η κόρη του είχε συχνές αιμοπτύσεις και φοβότανε, πως στην ερημιά εκεί απάνω, χωρίς κανένα γιατρό, θα μπορούσε να της τύχει τίποτε δυσάρεστο. Υποθέτω, ότι πλαγίως μου έκανε μια πρόταση για σένα. Αλλά τότε δε θέλησα να κάμω λόγο. Φανταζόμουν, ότι δε θ αποφάσιζες ν απομακρυνθείς από την εργασία σου στις βιβλιοθήκες των Αθηνών. Τώρα όμως Τώρα νομίζω πως θα μπορούσες να δεχθείς. τότε; Φαντάζεσαι, ρώτησε ο Άλκης ότι δεν άλλαξαν γνώμη από Βέβαια όχι! είπε η Καίτη. Ακόμα την περασμένη βδομάδα είχα γράμμα από το Σταλίδη. Δεν έχω παρά να τηλεγραφήσω και να φύγης αμέσως. Ύστερ από τρεις μέρες ένα κλειστό αυτοκίνητο έφερε τον Άλκη στο λιμάνι του Πειραιώς, ακριβώς την ώρα που το βαπόρι σήκωνε τις άγκυρες του για το ταξίδι. 24

25 V Στην πλώρη του βαποριού, μακρυά απ τους άλλους επιβάτες, διψώντας μοναξιά, θέλοντας να μείνη μοναχός του με τον ουρανό, το πέλαγο και τον πόνο του, ο Άλκης είχε ακουμπήσει απάνω στο παραπέτο και άφηνε τη σκέψη του να φεύγη και να ταξιδεύη, χωρίς σκοπό και χωρίς τέλος, μαζί με τα κύματα, μαζί με τους λευκούς αφρούς. Για μια στιγμή συλλογίστηκε το άλλο του ταξίδι εδώ και λίγους μήνες όταν γύριζε από την Ευρώπη. Έφευγε και τότε από τον ίδιο τον εαυτό του, γυρεύοντας να βρεθή μακρυά απ τον ωραιότερο κύκλο της ζωής του, από τον κύκλο της αγάπης. Έπρεπε και τότε να ξεχάση μια γυναίκα, που είχε αφήσει σκληρά πίσω του, μια γυναίκα που είχε δεθή με τις καλύτερες μέρες της νεότητός του. Κ έκανε ο ίδιος στον εαυτό του το κακό, που μόνος ο θάνατος θα μπορούσε να του κάνη, ο θάνατος που τόσες φορές τον είχε φοβηθή στις στιγμές της ευτυχίας του. Και τώρα πάλι τα ίδια. Έφευγε πάλι μακρυά από την ευτυχία του, έφευγε όπως φεύγει κανείς από μια θεομηνία, μια καταστροφή. Έφευγε πάλι κυνηγημένος από τον ίδιο τον εαυτό του. Και γιατί όλ αυτά; Θυμήθηκε τα λόγια της θείας του. Σε συγχαίρω, Άλκη, γιατί δείχνεις πως έχεις θέληση Γέλασε πικρά μια στιγμή. Θέληση! Αλλά τι είναι θέληση; Είναι το να αντιστέκεται κανένας σε όλα τα ορμέμφυτα της ψυχής του, να σβύνη μ ένα φύσημα όλους του τους πόθους, να συντρίβη με τα ίδια του χέρια την ευτυχία του; Και δεν είναι θέληση το ν αντιταχθή κανείς στη θέληση των άλλων, στη γνώμη της κοινωνίας, στη δεισιδαιμονία του κοινωνικού νόμου, και να υπερασπίση τον εαυτό του εναντίον της επιβουλής των άλλων; Και όμως, ένας άνθρωπος, που έχει τη θέληση αυτή, την πραγ-ματική, τη φυσιολογική θέληση, που απορρέει από τις πιο απόκρυφες ανάγκες της ζωής του, θεωρείται ένας άβουλος, ένας άνθρωπος χωρίς χαρακτήρα. Τι αστεία πράματα! 25

26 Ένας ναύτης πέρασε κοντά του και του ζήτησε το τσιγάρο του ν ανάψη. Από πού είσαι, παλικάρι; τον ρώτησε, από ανάγκη να βγη μια στιγμή από το λαβύρινθο των λογισμών του. Απ το Καρπενήσι! είπε ο ναύτης. Κ έγινες θαλασσινός; Ο πατέρας μου ήθελε να με κάνη τσοπάνη, όπως ήτανε και ο ίδιος. Εγώ δεν ήθελα! Μ άρεσε να γυρίζω τον κόσμο. Κι έφυγα κρυφά από το σπίτι μας. Δε μετάνοιωσες τώρα; Ο ναύτης γέλασε. Γιατί να μετανοιώσω; Έκανα αυτό που μ άρεσε! Άναψε το τσιγάρο του και χώθηκε σφυρίζοντας στο καμπούνι της πλώρης. Αυτή είναι η αληθινή θέληση! είπε μέσα του ο Άλκης. Και όμως, πώς έχασαν τη σημασία τους τα λόγια! Την αβουλία και την υποταγή σε μια πρόληψη τη λέμε θέληση και λέμε αβουλία την αντίσταση του ορμέμφυτου στην κοινωνική συνθήκη. Έσκυψε προς τη θάλασσα, που τη χρύσωναν οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου. Δεν έπρεπε να φύγω! είπε σε λίγο. Δεν έπρεπε! Και είχε μιλήσει, φαίνεται, δυνατά, γιατί ξαφνίσθηκε από τον ήχο της φωνής του. Σηκώθηκε κ έκανε λίγα βήματα απάνω-κάτω στο κατάστρωμα. Ένοιωθε με το σούρουπο ένα βάρος να πλακώνη το στήθος του. Αν ήτανε στο χέρι του, θ άρπαζε το τιμόνι του βαποριού και, με μια γρήγορη στροφή, θα βαζε πλώρη προς την Αθήνα, θα γύριζε αποκεί που ήρθε, χωρίς να λογαριάση τίποτε, κανέναν. Δεν είχε τάχα το δικαίωμα; Και είχε το 26

27 δικαίωμα ο καπετάνιος του καραβιού να διευθύνη και τη δική του ζωή, όπως διεύθυνε το άψυχο εκείνο καράβι, και να την ταξιδεύη σύμφωνα μ ένα δρομολόγιο, που το είχε συντάξει η θεία του; Και η ψυχή του λοιπόν; Η δική του η ψυχή δεν ήταν ο καπετάνιος της ζωής του; Δεν ήτανε τίποτε η ψυχή του; Ένοιωσε να τον πνίγη ένα βαθύ παράπονο. Και παρηγορήθηκε μονάχα με μια ξαφνική απόφαση. Να βγη στο πρώτο λιμάνι που θα πιανε το βαπόρι και να ξαναγυρίση πάλι στην Αθήνα. Ξανακάθισε πάλι στο μπάγκο, ησυχώτερος τώρα, παρηγορημένος από την απόφασή του. Ο σκύλος του, ο Γκραφ, που ήτανε κουλουριασμένος στα πόδια του, σηκώθηκε άξαφνα, έβαλε τα πόδια του απάνω στα γόνατά του και τον κοίταξε στα μάτια, σα να θελε να τον ρωτήση κάτι. Του χάιδεψε με αγάπη το μεγάλο, έξυπνο κεφάλι. Ναι, του είπε, σα ν απαντούσε στην άφωνη ερώτηση του ζώου ναι, καλέ μου φίλε! Θα ξαναγυρίσουμε. Θα ξαναγυρίσουμε γρήγορα. Μη λυπάσαι! Με την υπόσχεση αυτή, που έδωσε στο πιστό του ζώο, για να τη δώση στον εαυτό του, παρηγορήθηκε. Είχε πάρει την απόφασή του, που καμμιά δύναμη δε θα τον έκανε να την αλλάξη. Στη Ζάκυνθο θα έβγαινε έξω και θα περίμενε το πρώτο βαπόρι, που θα περνούσε για τον Πειραιά, για να ξαναγυρίση εκεί που τον τραβούσε μια συμπαθητική αγάπη και ένα καθήκον. Ένα καθήκον γιατί όχι; που δεν μπορούσε να το καταλάβη η στενή και εγωιστική ηθική της θείας του. Πότε περνάει από τη Ζάκυνθο βαπόρι για τον Πειραιά; ρώτησε κάποιον ναύτη. Αύριο το βράδυ! του είπε ο ναύτης. Εμείς τι ώρα θα φθάσουμε; Κατά το μεσημέρι. Προφθαίνω λοιπόν να το πάρω; Ο ναύτης έκανε ένα σχήμα επιβεβαιωτικό. 27

28 Ου! Θα μείνετε και κάμποσες ώρες να φάτε μαντολάτο. Το αστείο του ναύτη τον άφησε ψυχρό. Ευχαριστώ, παιδί μου! είπε αδιάφορα. Και κατέβηκε στην πρώτη θέση, ήσυχος και ευχαριστημένος, σαν άνθρωπος που είχε πάρει την απόφασή του. Ήτανε η ώρα του γεύματος και οι επιβάτες είχαν μαζευτή, εύθυμοι και φλύαροι από την προαίσθηση μιας χαράς, που είναι η μεγαλύτερη και η μοναδική σχεδόν φροντίδα των ανθρώπων που ταξιδεύουν. Θα λάβετε μέρος στο γεύμα; τον ρώτησε, με ένα ύφος απορίας, ο καμαρότος, που έβαζε τις τελευταίες του πινελιές στην εύθυμη διακόσμηση του τραπεζιού. Ο Άλκης θυμήθηκε, πως μια ώρα πρωτήτερα είχε δηλώσει στον καμαρότο, πως ήτανε κακοδιάθετος και δε θα παιρνε μέρος στο γεύμα. Έχεις δίκιο, παιδί μου προσπάθησε να δικαιολογηθή. Σου είχα πει Βέβαια! Με είχε πειράξει λίγο η θάλασσα. Τώρα όμως αισθάνομαι καλύτερα. Αν δεν είναι δύσκολο Αισθανότανε, πράγματι, καλύτερα και η κνίσσα του φαγητού, που έφθανε από την κουζίνα, τον γαργάλιζε όπως και όλους τους άλλους επιβάτες. Σχεδόν πεινούσε. Πολύ ευχαρίστως, κύριε! τον καθησύχασε ο καμαρότος. Το φαγί είναι μπόλικο. Θα λείψουν, βλέπετε, και μερικές κυρίες που τις πείραξε η θάλασσα. Υπάρχει λοιπόν και κάτι τι δυνατώτερο από τη γυναίκα; είπε κάποιος επιβάτης, που η πείνα του του είχε γίνει πνεύμα. Το πνεύμα του στομάχου γενικεύθηκε σε λίγο. Το ανεξάντλητο γυναικείο θέμα, που τρέφει το πνεύμα των ανδρών στις χαμένες ώρες, έγινε το θέμα της συντροφιάς. Δεν έμεινε κοινοτοπία, που να μην επαναλήφθηκε, με αξιώσεις μεγαλοφυΐας. Δεν έλειψαν και τα προαιώνια καλαμπούρια. Δυο-τρεις κυρίες, που ήσαν στο σαλόνι, παρακολουθούσαν την ξαφνική 28

29 αυτή άνθηση του ανδρικού πνεύματος, με σοφά χαμόγελα, χωρίς καμμιά διάθεση να λάβουν μέρος στη συζήτηση. Ο Άλκης, σε μια γωνιά του καναπέ, ακολουθούσε σιωπηλός τη δική του σκέψη, χωρίς να προσέχη στην ομιλία. Εσείς δε λέτε τίποτε, κύριε; του είπε μια από τις κυρίες, με την οικειότητα που αναπτύσσεται μεταξύ άγνωστων στα ταξίδια. Οι άλλες κυρίες, που είχαν προσέξει συμπαθητικά τη σιωπή και τη σοβαρότητα του νέου, έσκυψαν ν ακούσουν την απάντησή του. Τι να πω, κυρία μου; είπε ο Άλκης. Σας βεβαιώνω, ότι δεν επρόσεξα. Δεν παρακολούθησα την ομιλία. Αυτοί οι κύριοι του εξήγησε η συνομιλήτριά του ζητούν απλούστατα να μας καταποντίσουν. Ο Άλκης χαμογέλασε. Φαντάζεσθε, πως μπορούν να το κάμουν; είπε. Οι καϋμένοι οι άνδρες! Είναι οι πιο ακίνδυνοι εχθροί των γυναικών. Ίσως γιατί δεν κατορθώνουν να γίνουν εχθροί, και όταν ακόμα σας κηρύττουν τον πόλεμο. Ένας είναι ο μεγάλος, ο τρομερός εχθρός της γυναίκας. Η γυναίκα! Οι κυρίες γελάσανε, χωρίς να μαντεύουν τη σκέψη του νέου ταξιδιώτη, που πετούσε τώρα προς τη θεία του. Περάστε στις θέσεις σας! ειδοποίησε ο καμαρότος. Η μεγάλη είδηση έβαλε τέλος στη συζήτηση. Οι συζητηταί, αφού καταβρόχθισαν τις γυναίκες, επήραν γρήγορα τις θέσεις των στο τραπέζι και ρίχτηκαν τώρα, με την ίδια κακία, στα ορεχτικά. Σε λίγο το θέμα της ομιλίας έγινε ο μάγειρος και η γαστρονομική γεωγραφία της Ελλάδος. Οι κύριοι στο θέμα αυτό ήσαν πολύ σοφώτεροι και, χωρίς άλλο, πνευματωδέστεροι. Ο Άλκης σε όλη τη διάρκεια του γεύματος, εξακολούθησε τη συνομιλία του με τις κυρίες, που τον εύρισκαν θελκτικό. Και, στα επιδόρπια, είχε καταλάβει, ότι τίμησε το γεύμα με περισσότερη όρεξη, απ όσο φανταζότανε. 29

30 Κάνουμε μια παρτίδα πόκερ, κύριοι; πρότεινε κάποιος από τους επιβάτες. Βρέθηκαν τρεις πάρτενερς. Μας κάνετε τον τέταρτο; είπαν στον Άλκη. Ο Άλκης, που φοβώτανε ν απομονωθή πολύ γρήγορα στην καμπίνα του και να βρεθή πάλι αντιμέτωπος με τον εαυτό του, δέχτηκε με μεγάλη προθυμία. Πολύ ευχαρίστως, κύριοι. Συνηθίζετε να κάνετε μπλόφες; τον ρώτησε μια από τις κυρίες. Δυστυχώς, κυρία μου, συνηθίζω να κάνω μπλόφες. Αλλά όχι στους άλλους. Κάνω μπλόφες στον εαυτό μου. Οι κυρίες γελάσανε, χωρίς να καταλάβουν ή να προσπαθήσουν να καταλάβουν τίποτε στην αινιγματική αυτή φράση, που την πήραν σα μια εύθυμη ανοησία, απ αυτές που συνηθίζουν ν ακούνε τόσο συχνά από τα χείλη των ανδρών. Όμως ο Άλκης είχε προφέρει αυτή τη φράση με μια πτυχή πόνου στο κάτω του χείλι, που πέρασε απαρατήρητη. Έπαιξαν ως τις πρωινές ώρες. Ο Άλκης, όταν αποσύρθηκε στην καμπίνα του, ήτανε κατάκοπος κι ένοιωθε τα μάτια του βαρυά από τον ύπνο. Έπεσε και κοιμήθηκε ως το πρωί, με τον ήσυχο και ανόνειρο ύπνο του εργάτη, που είναι το δώρο του φυσικού κόπου. Όταν ξύπνησε κατά τις δέκα, αισθάνθηκε τον εαυτό του ήσυχο και σχεδόν εύθυμο. Ανέβηκε στο κατάστρωμα. Ήτανε μια μέρα γεμάτη φως και θριάμβους χρωμάτων απάνω στα κύματα, στις πρασινάδες των ακτών, στις μενεξένιες σιλουέ-τες των μακρυνών βουνών. Ένα θάρρος και μια αισιοδοξία παράξενη πλημμύρησε τα στήθη του Άλκη. Κάθισε σ ένα πάγκο του καταστρώματος και ακολουθούσε με την ψυχή του, που είχε κάμει άσπρα φτερά κι αυτή, τα παιγνίδια των γλάρων, μέσα στη χρυσογάλανη αποθέωση της ατμοσφαίρας. Ο ναύτης, που του είχε μιλήσει εχθές, πέρασε. 30

31 Ζυγώνουμε στη Ζάκυνθο, του είπε. Πρέπει να ετοιμάσετε τα μπαγκάζια σας, να τα χετε πρόχειρα εδώ στο κατάστρωμα. Σε πόση ώρα θα φουντάρουμε; ρώτησε ο Άλκης. Στην πλώρη του καραβιού ξεχώριζε χαρούμενο το λουλούδι της Ανατολής, η «θεία Ζάκυνθος», όπου είχε ονειρευθή να κοιμηθή ο ξενητεμένος ποιητής. Φτάσαμε! είπε ο ναύτης. Σε μισή ώρα το πολύ θα φουντάρουμε. Θα βγαινε λοιπόν στη Ζάκυνθο ο Άλκης; Άρχισε ν αναθεωρή τώρα ψυχραιμότερα την απόφασή του. Πώς θα δικαιολογούσε την επιστροφή του; Και καθώς είχε πάντα το φόβο του γελοίου, φοβήθηκε το ειρωνικό χαμόγελο της θείας του, που το βλεπε από τώρα να σχεδιάζεται στα λεπτά, τα φαρμακωμένα της χείλη. Και η «θέλησις»; Το τροπάρι της «θελήσεως» που θ άκουγε πάλι; Σκέφθηκε μια στιγμή να εξακολουθήση το ταξίδι του και ν αποφασίση αργότερα. Μπορούσε να μείνη δυο τρεις μέρες στην Κεφαλονιά, να προφασισθή κάποια αρρώστια και να γυρίση. Μέσα στους δισταγμούς του αυτούς, συλλογίσθηκε τη φράση που είχε πει το βράδυ στην κυρία. Συνηθίζω να κάνω μπλόφες στον εαυτό μου. Είχε λοιπόν κάνει άλλη μια τραγική μπλόφα στον εαυτό του; Χαμογέλασε πικρά. Με τον κρότο της άγκυρας, που έπεφτε στα νερά του ωραίου νησιού, αγκυροβόλησε και η σκέψη σε μια απόφαση. Δε θα βγαινε στη Ζάκυνθο, θα εξακολουθούσε το ταξίδι του. Και την απόφασή του τη δυνάμωσε μια γρήγορη ιδέα που πέρασε από το νου του. Επιτέλους σκέφθηκε σχεδόν δυνατά, γιατί άκουσε πάλι τον ήχο της φωνής του αν η Στέλλα είχε πάρει κατάκαρδα το χωρισμό μου, θα δινε κάποιο σημείο ζωής, τις ημέρες που έμενα στην Αθήνα. Μήπως ήτανε λοιπόν πράγματι μια «πρόστυχη» και μια τιποτένια, όπως την είχε χαρακτηρίσει η θεία του; Και άξιζε τότε να έχη τόσες τύψεις για ένα πλάσμα, που ίσως τη στιγμή αυτή λησμονούσε τον έρωτά του στην 31

32 αγκαλιά ενός όποιου, που θα της «πλήρωνε ίσως και το λογαριασμό του μπακάλη της»; Άναψε ένα τσιγάρο, χάιδεψε το μεγάλο, ωραίο κεφάλι του σκύλου του και εξακολούθησε το ταξίδι του. VI Το βαπόρι έφθασε αργά στο Αργοστόλι. Κάποιος κύριος, που είχε επιφορτισθή να παραλάβη τον Άλκη, τον περίμενε στην προκυμαία. Θ ανεβούμε αμέσως στο βουνό; ρώτησε ο Άλκης, Είναι αργά τώρα, τον πληροφόρησε ο ξεναγός του. Προτιμότερο είναι να περάσετε τη νύχτα σας στο ξενοδοχείο και πρωί-πρωί να ξεκινήσετε. Το ζώο θα σας περιμένη στις πέντε το πρωί κάτω από το ξενοδοχείο σας. Θέλετε να κάνουμε ένα γύρο στην πόλη; Κατόπιν μου κάνετε την ευχαρίστηση να γευματίσουμε μαζί και σας οδηγώ στο ξενοδοχείο σας. Έκαναν ένα γύρο στην πόλη. Ο Άλκης ακολούθησε ανόρεχτα τον ξεναγό του, που προθυμοποιήθηκε να του δείξη όλα τα αξιοθέατα. Τίποτε όμως δεν μπορούσε να τον ενδιαφέρη στην ψυχολογική κατάσταση που βρισκότανε. Απαντούσε στον υποχρεωτικό κύριο με τυπικά μονοσύλλαβα, για να δείξη, από ευγένεια, κάποιο ενδιαφέρον, που δεν είχε καθόλου. Μου είναι πολύ συμπαθητική η πόλη σας είπε στο τέλος, όταν πήγαν να γευματίσουν στο ξενοδοχείο. Έχει κάποιο γαλήνιο ρυθμό, που μου θυμίζει μερικές γερμανικές πολίχνες, όπου πέρασα ωραίες, ήσυχες ημέρες. Αναστέναξε από κάποια παλιά ανάμνηση, που προσπάθησε να την διώξη γρήγορα από τη σκέψη του. Έφαγε ανόρεχτα και παρακάλεσε τον ξεναγό του να τον οδηγήση στα ξενοδοχείο, επειδή ήτανε εξαιρετικά κουρασμένος από το ταξίδι. Η κούρασή του ήτανε περισσότερο ψυχική, παρά σωματική, κ ένοιωθε την ανάγκη να βρεθεί μόνος του με τον εαυτό 32

33 του, για να πάρη μια τελειωτική απόφαση που δεν κατώρθωνε να την πάρη ποτέ, αλλάζοντας διαρκώς σχέδια και αποφάσεις. Ο ξεναγός του, αφού του έκαμε μερικά εγκώμια για τις φυσικές ωμορφιές του βουνού, όπου θα περνούσε αξέχαστες ημέρες, τον ωδήγησε στο ξενοδοχείο του. Αύριο λοιπόν στις πέντε. Θα είμαι κ εγώ να σας προβοδίσω. Καληνυχτίσθηκαν με μια τυπική εγκαρδιότητα. Μέσα στο μικρό δωμάτιο του ξενοδοχείου, με τα λευκά πάνινα παραπετάσματα, τα αρχαία έπιπλα, τα παράθυρα τα ανοιγμένα στη νυκτερινή σκηνογραφία του άγνωστου τόπου, στη μελαγχολία των ξένων σπιτιών και των ασυνηθίστων ήχων, ο Άλκης ένοιωσε βαρειά την ψυχή του. Ξαπλώθηκε στο κρεββάτι του περισσότερο από ανάγκη να ξεκουρασθή, παρά να κοιμηθή. Καταλάβαινε πως θα περνούσε μια άσχημη νύχτα. Και δεν έκλεισε, πράγματι, μάτι ως το πρωί. Η ατέλειωτη νύχτα του φάνηκε πλασμένη από τα άπειρα, τα ατέλειωτα δευτερόλεπτα του παλιού εκκρεμούς, που ρύθμιζαν τη σκέψη του μ έναν τρόπο μονότονο, ανυπόφορο. Σηκώθηκε μια στιγμή, ανέβηκε σε μια καρέκλα και σταμάτησε την ενοχλητική μηχανή, όπως θανατώνει κανείς έναν εχθρό. Αυτό του έφερε κάποια ανακούφιση και κάποια ελευθερία να σκεφθή και ν αποφασίση. Λοιπόν; είπε μοναχός του. Ήτανε το αιώνιο «λοιπόν», η ερώτηση που είχε κάνει τόσες φορές στον εαυτό του από τη στιγμή που έφυγε από την Αθήνα. Αλλά δεν μπόρεσε να δώση πάλι καμμιά οριστική απάντηση. Λοιπόν; Ένας ήμερος ήχος κουδουνιού έφθασε κάτω από το δρόμο, πιο σβυσμένος στην αρχή, ζωηρότερος ύστερα, γλυκός πάντα, σαν ένα φιλικό χαιρέτισμα. Κατάλαβε πως ήτανε το ζώο που ερχότανε να τον παραλάβη. Σηκώθηκε και κοίταξε το ωρολόγι του. Ήτανε τέσσερες ακόμα. Ο αγωγιάτης είχε φθάσει μια ώρα πρωτήτερα, σύμφωνα με τη συνήθεια των 33

34 καλών αυτών Ελλήνων, που δε μοιάζουν με τις συνήθειες των ελληνικών σιδηροδρόμων. Καλύτερα! είπε ο Άλκης. Βιάσθηκε να ντυθή και να ετοιμάση τη βαλίτσα του. Γκραφ, έλα λοιπόν! είπε στο σκύλο του, που κοιμότανε μακάρια απάνω σ ένα μικρό ντιβανάκι, τον ύπνο του δικαίου. Έλα! Ετοίμασε τις βαλίτσες σου. Το ωραίο ζώο άνοιξε τα μάτια του, τεντώθηκε, σάλεψε την ουρά του και κοίταξε τον κύριό του μ ένα ύφος, σα να το λεγε. Αγαπητέ μου φίλε, οι βαλίτσες μου είναι έτοιμες. Κατέβηκαν στο δρόμο. Ήτανε ακόμα σκοτεινά και η πόλη κοιμότανε ύπνο βαθύ, πέρα-πέρα. Θα ξεκινήσουμε, αφέντη; ρώτησε ο αγωγιάτης, ή θα περιμένουμε και τον κυρ Γεράσιμο. Ο Άλκης σκέφθηκε πως ήτανε περιττό να περιμένη τον ξεναγό του. Αν έρθη ο κύριος που μ έφερ' εχθές το βράδυ είπε στο παιδί του ξενοδοχείου, που του είχε κουβαλήσει ως το πεζοδρόμιο τη βαλίτσα του να του πεις πως τον ευχαριστώ πολύ. Μια και ήρθε ο αγωγιάτης, αποφάσισα να ξεκινήσω με τη δροσιά. Το βέβαιο ήτανε πως κάτι τι τον έσπρωχνε να βρίσκεται σε αιώνια κίνηση. Η ανησυχία της ψυχής του ήτανε σαν ένα μαστίγιο που τον ανάγκαζε να πηγαίνη πάντα εμπρός αδιάφορο πού αλλά να προχωρή σε κάποιο σκοπό, έστω και με κανένα σκοπό. Ο αγωγιάτης έδεσε τη βαλίτσα στο σαμάρι του μουλαριού, έφερε το ζώο κοντά στην πεζούλα του ξενοδοχείου κι ο Άλκης καβαλίκεψε. Ξεκίνησαν. Ο Γκραφ ακολουθούσε από πίσω με χαρούμενα γαυγίσματα. Ο δρόμος είναι καλός; ρώτησε ο Άλκης, για να ρωτήση κάτι. 34