1. ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΠΡΩΙΝΑ ΜΕΙΔΙΑΣΜΑΤΑ... 19

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "1. ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ... 13 2. ΠΡΩΙΝΑ ΜΕΙΔΙΑΣΜΑΤΑ... 19"

Transcript

1 Περιεχόμενα 1. ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΠΡΩΙΝΑ ΜΕΙΔΙΑΣΜΑΤΑ ΤΟ «Γαλόπαιδο» Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕ ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΝΑ ΠΕΡΝΟΥΝ Ο ΔΕΚΑΤΟΣ ΤΡΙΤΟΣ ΟΡΟΦΟΣ Η ΕΠΙΣΦΡΑΓΙΣΗ μιασ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΠΟΥΤ ΚΑΙ ΠΙΤΑ ΤΟ «Γαλόπαιδο» ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ Ο ΖΟΓΚΛΕΡ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ (13) ΤΟ «Γαλόπαιδο» ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΣΠΙΤΑΚΙ ΜΟΥ ΕΓΕΡΤΗΡΙΟ ΣΑΛΠΙΣΜΑ ΧΤΥΠΗΜΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ Η ΕΥΧΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ Ο ΛΟΥ ΣΥΝΑΝΤΑΕΙ ΤΟΝ ΛΟΥ ΤΟ «Γαλόπαιδο» Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΣΤΙΓΜΗΣ ΗΓΓΗΚΕΝ Η ΩΡΑ ΕΚΠΛΗΞΗ! Η ΨΥΧΗ ΕΚΔΙΚΕΙΤΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ ΟΛΑ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ Μ ΕΝΑ ΠΟΝΤΙΚΙ ΠΑΡΑΜΟΝεσ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΤΟ«Γαλόπαιδο»

2

3 1 Οι Φύλακες των Μυστικών Α Ν ΚΆΝΑΤΕ ΈΝΑΝ ΠΕΡΊΠΑΤΟ στο δρόμο ενός προαστίου νωρίς το πρωί των Χριστουγέννων, σίγουρα θα παρατηρούσατε πως τα φανταχτερά στολισμένα σπίτια μοιάζουν με τυλιγμένα κουτιά κάτω από τα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Και τα δύο κρατούν καλά κρυμμένα τα μυστικά τους. Ο πειρασμός να σκαλίσουμε και ν ανοίξουμε το περιτύλιγμα για να δούμε τι κρύβεται μέσα είναι τόσο έντονος όσο να κρυφοκοιτάξουμε μέσα από κάποιο άνοιγμα στις κουρτίνες για να παρατηρήσουμε μια οικογένεια εν δράσει το πρωί των Χριστουγέννων. μια στιγμή απαθανατισμένη που δεν προορίζεται για τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών. Για τον έξω κόσμο, στη γαλήνια αλλά απόκοσμη σιγαλιά που επικρατεί, μόνο το συγκεκριμένο πρωινό του χρόνου, τα σπιτικά στέκουν καμαρωτά-καμαρωτά το ένα πλάι στο άλλο, σαν ζωγραφιστά στρατιωτάκια που με

4 14 Cecelia AHERN τα στήθη προτεταμένα και τα στομάχια μέσα προστατεύουν όσα βρίσκονται στο εσωτερικό τους. Το πρωινό των Χριστουγέννων, τα σπίτια είναι σεντούκια θησαυρών γεμάτα κρυμμένες αλήθειες. Το στεφάνι στην πόρτα είναι σαν ένα δάχτυλο μπροστά στα χείλη, τα κλειστά στόρια είναι σαν ματόφυλλα σφαλιστά. Τότε, κάποια απροσδιόριστη στιγμή, κάπου πίσω από τα κατεβασμένα στόρια και τις τραβηγμένες κουρτίνες θα εμφανιστεί μια ζεστή λάμψη, μια μικρή ένδειξη πως κάτι μέσα γίνεται. Όπως τ αστέρια στον βραδινό ουρανό εμφανίζονται ένα-ένα στο γυμνό μάτι και όπως τα ψήγματα του χρυσού από το ρέμα αποκαλύπτονται στο κόσκινο, έτσι αρχίζουν να ανάβουν τα φώτα πίσω από τις γρίλιες και τις κουρτίνες στο αχνοφώς της αυγής. Κι όπως ο ουρανός γεμίζει από αστέρια κι οι χρυσοθήρες από πλούτη, έτσι κι ο δρόμος γεμίζει λίγο-λίγο από ζωή, δωμάτιο το δωμάτιο, σπίτι το σπίτι. Το πρωινό των Χριστουγέννων επικρατεί ατμόσφαιρα γαλήνης. Οι άδειοι δρόμοι δεν γεννούν το φόβο. το αντίθετο μάλιστα. Δίνουν μια αίσθηση ασφάλειας και, παρά την παγωνιά που επικρατεί αυτή την εποχή, υπάρχει ζεστασιά. Για διαφορετικούς λόγους, κάθε οικογένεια προτιμάει να περνάει αυτή τη μέρα του χρόνου στο σπίτι. Έξω η ατμόσφαιρα είναι μελαγχολική, μέσα ο τόπος σφύζει από λαμπερά ζωηρά χρώματα και πλήθος από σκισμένα χαρτιά περιτυλίγματος και πολύχρωμες κορδέλες που ανεμίζουν. Ο αέρας πλημμυρίζει από χριστουγεννιάτικα τραγούδια και γιορταστικές ευωδιές από κανέλα, μπαχάρι κι όλα τα καλά του Θεού. Χαρούμενες φωνές, ευχαριστίες κι αγκαλιές κυριαρχούν στον αέρα σαν σερπαντίνες. Οι χριστουγεννιάτικες μέρες είναι μέρες σπιτιού. μήτε αμαρτωλός δεν μένει έξω, αφού ακόμα κι αυτοί έχουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι.

5 Το δώρο 15 Στους δρόμους κυκλοφορούν μόνο όσοι πηγαίνουν από το ένα σπίτι στο άλλο. Αυτοκίνητα παρκάρουν και δώρα ξεφορτώνονται. Τα δυνατά καλωσορίσματα αντηχούν στον παγωμένο αέρα μέσα από τις ανοιχτές εξώπορτες και δίνουν μια πρώτη εικόνα του τι συμβαίνει μέσα. Τότε, τη στιγμή που είσαι δίπλα τους, που ρουφάς τους ήχους και γίνεσαι κοινωνός της πρόσκλησης πάνω που ετοιμάζεσαι να διαβείς το κατώφλι σαν κοινός άγνωστος αλλά νιώθοντας ευπρόσδεκτος καλεσμένος η εξώπορτα κλείνει και φυλακίζει μακριά σου όλη την υπόλοιπη μέρα, θυμίζοντάς σου πως αυτή η στιγμή δεν σου ανήκει. Σ αυτή τη συγκεκριμένη γειτονιά με τα κουκλίστικα σπίτια, μια ψυχή περιπλανιέται στους δρόμους. Η ψυχή αυτή δεν αντιλαμβάνεται την ομορφιά του μυστικού κόσμου των σπιτιών. Η ψυχή αυτή είναι προσηλωμένη σ έναν πόλεμο, θέλει να λύσει το φιόγκο και να σκίσει το χαρτί για ν αποκαλύψει τι βρίσκεται πίσω από την πόρτα του αριθμού είκοσι τέσσερα. Δεν έχει σημασία για την ιστορία μας τι κάνουν οι ένοικοι του σπιτιού με τον αριθμό είκοσι τέσσερα αν και, αφού θέλετε να μάθετε, ένα μωρό δέκα μηνών, σαστισμένο καθώς βλέπει αυτό το μεγάλο πράσινο αγκαθωτό αντικείμενο που αναβοσβήνει στη γωνία του δωματίου, προσπαθεί να πιάσει το γυαλιστερό κόκκινο στολίδι που αντικατοπτρίζει τόσο κωμικά ένα γνώριμο παχουλό χεράκι κι ένα φαφούτικο στοματάκι. Την ίδια ώρα, ένα δίχρονο κοριτσάκι κυλιέται μέσα στα χαρτιά περιτυλίγματος και λούζεται με ασημόσκονη, σαν ιπποπόταμος στις λάσπες. Δίπλα τους, Αυτός περνάει ένα καινούριο διαμαντένιο κολιέ γύρω από το λαιμό Αυτής, κι αυτή βγάζει μια πνιχτή κραυγή, ανεβάζει το χέρι στο στήθος και κουνάει το κεφάλι με δυσπιστία, όπως ακριβώς έχει δει να κάνουν οι γυναίκες στις ασπρόμαυρες ταινίες.

6 16 Cecelia AHERN Τίποτα απ όλα αυτά δεν έχει σημασία για τη δική μας ιστορία, αν και σημαίνουν πάρα πολλά για το άτομο που έχει σταθεί στον μπροστινό κήπο του σπιτιού του αριθμού είκοσι τέσσερα και κοιτάζει τις τραβηγμένες κουρτίνες του καθιστικού. Δεκατετράχρονος και μ ένα μαχαίρι μπηγμένο στην καρδιά, δεν βλέπει τι γίνεται μέσα, αλλά με τη δύναμη της φαντασίας του, την οποία έχουν ακονίσει τα καθημερινά κλάματα της μητέρας του, μπορεί να μαντέψει. Έτσι λοιπόν, σηκώνει τα μπράτσα πάνω από το κεφάλι, τα φέρνει πίσω και, βάζοντας όλη του τη δύναμη, τα σπρώχνει μπροστά και ξαμολάει το αντικείμενο που έχει μες στα χέρια του. Έπειτα, στέκεται και παρακολουθεί, με πικρή χαρά, την οκτάκιλη κατεψυγμένη γαλοπούλα να σπάει το τζάμι και να περνάει μέσα από το παράθυρο του καθιστικού του αριθμού είκοσι τέσσερα. Οι τραβηγμένες κουρτίνες λειτουργούν πάλι ως φράγμα ανάμεσα σ εκείνους και σ αυτόν, επιβραδύνοντας την εναέρια πτήση της γαλοπούλας. Έτσι όπως δεν έχει μείνει ζωή μέσα του, πτηνό και εντόσθια βουτάνε γρήγορα στο ξύλινο πάτωμα όπου αρχίζουν να στριφογυρίζουν και να γλιστράνε μέχρι την τελευταία τους κατοικία, κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Αυτό είναι το δώρο του γι αυτούς. Οι άνθρωποι, όπως και τα σπίτια, κρατάνε κρυμμένα τα μυστικά τους. Μερικές φορές τα μυστικά τούς στοιχειώνουν, άλλες φορές στοιχειώνουν αυτοί τα μυστικά τους. Τυλίγουν τα χέρια τους σφιχτά για να τα κρατήσουν κοντά τους και κρύβουν την αλήθεια. Ωστόσο, η αλήθεια υπερισχύει, επικρατεί πάνω απ όλα τ άλλα. Τινάζεται και συστρέφεται μέσα μας, φουσκώνει ώσπου η γλώσσα δεν μπορεί πια να λέει ψέματα και έρχεται η ώρα που πρέπει να ξεφουρνίσει τα λόγια και να αποκαλύψει την αλήθεια στον κόσμο. Η αλήθεια και ο χρόνος βρίσκονται πάντα σε αγαστή συνεργασία.

7 Το δώρο 17 Η ιστορία αυτή μιλάει για ανθρώπους, για μυστικά και για το χρόνο. Για ανθρώπους που, σαν δέματα κι αυτοί, κρύβουν μυστικά, καλύπτονται κάτω από στρώσεις, μέχρι που πέφτουν πάνω στους κατάλληλους ανθρώπους οι οποίοι μπορούν να τους ξετυλίξουν και να κοιτάξουν μέσα τους. Μερικές φορές πρέπει να παραδοθείς σε κάποιον για να καταλάβεις ποιος είσαι. Μερικές φορές πρέπει να ξετυλίξεις τα πράγματα για να φτάσεις στην καρδιά τους. Η ιστορία αυτή μιλάει για έναν άνθρωπο που ανακαλύπτει ανθρώπους και κρυμμένα μυστικά. Για ένα άτομο που ξεδιπλώνεται και που η καρδιά του αποκαλύπτεται σε καθετί σημαντικό. Και καθετί σημαντικό αποκαλύπτεται με τη σειρά του στον άνθρωπο αυτό. Την ώρα που πρέπει.

8

9 2 Πρωινά Μειδιάματα Ο ΥΠΑΣΤΥΝΌΜΟΣ ΡΆΦΑΕΛ Ο ΡεϊΛΙ περπατούσε αργά και μεθοδικά στη στενόχωρη κουζίνα για το προσωπικό του αστυνομικού τμήματος του Χάουθ, με το μυαλό του να κλωθογυρίζει αδιάκοπα στις πρωινές αποκαλύψεις. Γνωστός σε όλους ως Ρέιφι, είχε στα πενήντα εννιά του ένα χρόνο ακόμα για να βγει στη σύνταξη. Πότε δεν φαντάστηκε πως θα αδημονούσε γι αυτή τη μέρα μέχρι που τα γεγονότα εκείνου του πρωινού τον άρπαξαν από τους ώμους, τον γύρισαν ανάποδα σαν εκείνες τις γυάλινες μπάλες που τις κουνάς και πέφτει χιόνι, και τον ανάγκασαν να δει όλες του τις πεποιθήσεις να καταρρέουν. Με κάθε του βήμα άκουγε τις μέχρι πρότινος σταθερές και ακλόνητες απόψεις του να τρίζουν κάτω από τις μπότες του. Απ όλα τα πρωινά και όλες τις στιγμές της σαραντάχρονης καριέρας του, το σημερινό πρωινό ήταν το πιο συνταρακτικό.

10 20 Cecelia AHERN Έβαλε δυο γεμάτες κουταλιές στιγμιαίο καφέ στην κούπα του. Η κούπα είχε το σχήμα περιπολικού της αστυνομίας της Νέας Υόρκης και ήταν το χριστουγεννιάτικο δώρο που του είχε φέρει ένα από τα παιδιά του τμήματος γυρίζοντας από Νέα Υόρκη. Ο Ρέιφι παρίστανε πως τον εκνεύριζε και μόνο που την έβλεπε, αλλά κρυφά μέσα του την έβρισκε χαριτωμένη. Ενώ την έσφιγγε στα χέρια του, στη διάρκεια της πρωινής αγιοβασιλιάτικης αποκάλυψης, γύρισε πενήντα χρόνια πίσω, στα Χριστούγεννα εκείνα που οι γονείς του του έκαναν δώρο ένα περιπολικό. Ήταν ένα δώρο που το φύλαγε σαν τα μάτια του ώσπου το ξέχασε μια ολόκληρη νύχτα έξω και η βροχή το σκούριασε σε τέτοιο βαθμό ώστε το πλήρωμά του οδηγήθηκε σε πρόωρη συνταξιοδότηση. Τώρα κρατούσε την κούπα στα χέρια του και θέλησε να την τσουλήσει πάνω στον πάγκο της κουζίνας, βγάζοντας ήχους σειρήνας από το στόμα του, ώσπου να την τρακάρει πάνω στη σακούλα με τη ζάχαρη, που έτσι αν δεν έβλεπε κανείς θα έγερνε και θα χυνόταν στο αυτοκίνητο. Αντί γι αυτό, όμως, κοίταξε ολόγυρα την κουζίνα για να βεβαιωθεί πως ήταν μόνος κι ύστερα πρόσθεσε μισή κουταλιά ζάχαρη στην κούπα του. Νιώθοντας λίγο πιο σίγουρος για τον εαυτό του, ξερόβηξε για να καλύψει το τρίξιμο της σακούλας με τη ζάχαρη όταν το κουτάλι χώθηκε ξανά μέσα κι έριξε γρήγορα μια γεμάτη κουταλιά στην κούπα. Αφού την είχε σκαπουλάρει με δυο κουταλιές, αποθρασύνθηκε και πήγε να βάλει ακόμη μια φορά το κουτάλι στη σακούλα. «Κατέβασε το όπλο σου, κύριος», είπε αυστηρά μια γυναικεία φωνή από την πόρτα. Τρομαγμένος από την αιφνίδια παρουσία, ο Ρέιφι αναπήδησε και η ζάχαρη από το κουτάλι του χύθηκε στον πάγκο. Ήταν μια καραμπόλα κούπας-σακούλας-ζάχαρης. Ώρα να καλέσει ενισχύσεις.

11 Το δώρο 21 «Πιάστηκες επ αυτοφώρω, Ρέιφι». Η συνάδελφός του, η Τζέσικα, πήγε κοντά του στον πάγκο και τράβηξε απότομα το κουτάλι από το χέρι του. Πήρε μια κούπα από το ντουλάπι μια πρωτότυπη κούπα Τζέσικα Ράμπιτ, προσφορά του Άη Βασίλη και την άφησε να γλιστρήσει πάνω στον πάγκο προς το μέρος του. Τα πλούσια στήθη της πορσελάνινης Τζέσικας τρίφτηκαν πάνω στο αμάξι του και το αγοράκι, που έκρυβε μέσα του ο Ρέιφι, σκέφτηκε πόσο χαρούμενοι θα ήταν οι άντρες του μέσα στο περιπολικό. «Θα πιω κι εγώ έναν». Η Τζέσικα διέκοψε τη φαντασίωσή του. «Σε παρακαλώ», τη διόρθωσε ο Ρέιφι. «Σε παρακαλώ», τον μιμήθηκε αυτή, σηκώνοντας τα μάτια ψηλά. Η Τζέσικα ήταν νεοσύλλεκτη. Είχε έρθει στο τμήμα πριν από έξι μήνες αλλά ήδη ο Ρέιφι τη συμπαθούσε και με το παραπάνω. Είχε αδυναμία στην εικοσιεξάχρονη καλογυμνασμένη ξανθιά, ύψους ένα εξήντα πέντε, πάντα πρόθυμη και ικανή, όποια κι αν ήταν η αποστολή. Πίστευε επίσης πως προσέδιδε την αναγκαία θηλυκή ενέργεια στην αποκλειστικά αντρική ομάδα του τμήματος. Πολλοί από τους άλλους άντρες συμφωνούσαν αλλά όχι για τους ίδιους ακριβώς λόγους με τον Ρέιφι. Αυτός την έβλεπε σαν την κόρη που δεν είχε ποτέ. Ή που είχε αλλά έχασε. Απομάκρυνε αυτή τη σκέψη από το μυαλό του και κοίταξε την Τζέσικα που μάζευε τη χυμένη ζάχαρη από τον πάγκο. Παρά την ενεργητικότητά της, τα μάτια της αμυγδαλωτά και τόσο σκούρα καστανά που ήταν σχεδόν μαύρα έκρυβαν κάτι βαθιά θαμμένο μέσα τους. Θαρρείς και πρόσφατα είχε προστεθεί μια στρώση χώμα από πάνω και πολύ σύντομα τα ζιζάνια ή ό,τι ήταν αυτό που κρυβόταν από κάτω, θ άρχιζε να

12 22 Cecelia AHERN ξεφυτρώνει. Τα μάτια της έκρυβαν ένα μυστήριο που ο Ρέιφι δεν αδημονούσε να εξερευνήσει. ήξερε όμως πως ό,τι κι αν ήταν, την έκανε να προχωράει μπροστά, εκείνες τις σπάνιες στιγμές, όταν οι πιο λογικοί άνθρωποι θα διάλεγαν την αντίθετη κατεύθυνση. «Δεν πρόκειται να με σκοτώσει μισή κουταλιά ζάχαρη», είπε γκρινιάρικα, όταν δοκίμασε τον καφέ του, γιατί ήξερε ότι με μια κουταλιά ακόμα θα γινόταν τέλειος. «Την προηγούμενη εβδομάδα παραλίγο να πάθεις καρδιακή προσβολή όταν σταμάτησες την Πόρσε. Βάζοντας ζάχαρη στον καφέ σου θα επιδεινώσεις την κατάστασή σου. Θες στ αλήθεια να πεθάνεις;» Ο Ρέιφι κοκκίνισε. «Καρδιακό φύσημα ήταν βρε Τζέσικα, τίποτα παραπάνω, και σταμάτα επιτέλους να φωνάζεις», της είπε ψιθυριστά. «Θα έπρεπε να είσαι σπίτι σου και να ξεκουράζεσαι», του είπε χαμηλόφωνα. «Ο γιατρός είπε πως είμαι μια χαρά». «Τότε θα πρέπει να πάει να κοιταχτεί και ο γιατρός. ποτέ δεν ήσουν μια χαρά». «Μόνο έξι μήνες με ξέρεις», γρύλισε και της έδωσε την κούπα. «Πάντως, μου φάνηκαν αιώνες», τον πείραξε. «Εντάξει λοιπόν, πάρε τη μαύρη», του είπε, νιώθοντας ενοχή. Η Τζέσικα βούτηξε το κουτάλι στη σακούλα με τη μαύρη ζάχαρη και άδειασε μια γεμάτη κουταλιά στον καφέ του. «Μαύρο ψωμί, μαύρο ρύζι, μαύρο αυτό, μαύρο εκείνο. Θυμάμαι μια εποχή που η ζωή μου είχε χρώματα». «Πάω στοίχημα πως θυμάσαι και μια εποχή που όταν κοιτούσες κάτω, έβλεπες τα πόδια σου», του είπε ετοιμόλογα. Στην προσπάθειά της να διαλύσει τη ζάχαρη μέσα στην κούπα του, η Τζέσικα στριφογύριζε τόσο δυνατά το κουτάλι που