ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΟΡΩΝ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Γ.Ι. Ξυδόπουλος

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΟΡΩΝ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Γ.Ι. Ξυδόπουλος 2003-2006"

Transcript

1 ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΟΡΩΝ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Γ.Ι. Ξυδόπουλος a-bar-binding µη α-δέσµευση (αναφορική δέσµευση σε θέση µη ορίσµατος), αναφορική δέσµευση σε µη οργανική θέση abbreviation συντοµογραφία, βραχυγραφία, σύντµηση abbreviatory συντοµογραφικός-ή-ό, συντοµογραφηµένος-η-ο abducted πεπλατυσµένες πτυχές (οι), πεπλατυσµένες χορδές (οι) a-binding α-δέσµευση (αναφορική δέσµευση σε θέση ορίσµατος), αναφορική δέσµευση σε οργανική θέση ablative αφαιρετικός-ή-ό ablaut µετάπτωση abrupt απότοµος-η-ο absolute απόλυτος-η-ο absolutive απόλυτος-η-ο, αντικειµενικός-ή-ό accent τόνος (ο), προφορά accented τονισµένος-η-ο accentual τονικός-ή-ό accentuation τονισµός (ο) acceptability αποδεκτότητα acceptable αποδεκτός-ή-ό accessibility προσβασιµότητα accidence τυπολογικό µέρος (το) accommodate προσαρµόζω accomodation προσαρµογή accusative αιτιατική accusativity αιτιατικότητα acoustic ακουστικός-ή-ό acoustic domain ανάλογο ακουστικού πεδίου (το) analog acoustic feature/cue ακουστικό χαρακτηριστικό (το) ακουστική ένδειξη acoustic phonetics ακουστική φωνητική acoustics ακουστική acquire κατακτώ, αποκτώ acquisition κατάκτηση, απόκτηση, acrolect ακρόλεκτος acrolectal ακρολεκτικός-ή-ό acronym ακρωνύµιο (το) across-the-board διάχυτα φαινόµενα (τα), phenomena φαινόµενα εκτός ορίων (τα) actant καθορισµένο στοιχείο (το) active ενεργητικός-ή-ό actor-action-goal δράστης-πράξη-στόχος (ακολουθία) actualization ενεργοποίηση actualize ενεργοποιώ acute οξύς-εία-ύ additive προσθετική δι(πλο)γλωσσία bilingualism address προσαγόρευση, προσφώνηση adducted πεπιεσµένες πτυχές (οι), πεπιεσµένες χορδές (οι) adequacy επάρκεια adequate επαρκής-ής-ές adessive επιτοπικός-ή-ό adjacency γειτνίαση adjacency pair γειτνιαστικό ζεύγος (το) adjacency principle αρχή της γειτνίασης adjacent γειτνιάζων-ουσα-ον adjectival επιθετικός-η-ό adjective επίθετο (το) adjoin προσαρτώ adjunct προσάρτηµα (το) adjunction προσάρτηση adjunctival προσαρτηµατικός-ή-ό adnominal µετονοµατικός-ή-ό, επονοµατικός-ή-ό adstratum αντίστρωµα (το) adultocentric ενηλικοκεντρικός-ή-ό adultomorphic ενηλικόµορφος-η-ο advanced tongue προωθηµένη βάση της γλώσσας root advancement προβιβασµός (ο) adverb επίρρηµα (το), επιρρηµατικός-ή-ό adverbial επιρρηµατικό (το), επιρρηµατικός-ή-ό adversative εναντιωµατικός-ή-ό aerometry αεροµετρία affect συναίσθηµα (το) affected επιβαρυµένος-η-ο, επηρεασµένος-η-ο affective συναισθηµατικός-ή-ό affirmative καταφατικός-ή-ό affix πρόσφυµα (το), παράθηµα (το) affixation προσφυµατοποίηση, παραθηµατοποίηση affixing προσφυµατοποίηση προσφυµατικός-ή-ό παραθηµατικός-ή-ό affricate προστριβόµενος-η-ο affricated προστριµµένος-η-ο, affrication πρόστριψη agent δράστης (o) agentive δράστη (µε/του), ποιητικό αίτιο (το) agentless χωρίς δράστη agglutinating συγκολλητικός-ή-ό agglutination συγκόλληση agglutinative συγκολλητικός-ή-ο agr Συµφ agrammatism αγραµµατισµός (ο) agreement συµφωνία airstream µηχανισµός του ρεύµατος αέρα (ο) mechanism Aktionsart λεξικό ποιό ενέργειας (Aktionsart) (το) alethic αληθειακός-ή-ό algorithm αλγόριθµος (ο) alienable αλλοτριώσιµος-η-ο, αποσπάσιµος-η-ο 511

2 allative κινησιακός-ή-ό allo- αλλοalpha movement µετακίνηση του αλφα alpha notation συµβολισµός άλφα (ο) alphabetism αρκτικόλεξο (το) alternant εναλλάκτης (ο) alternating εναλλασσόµενος-η-ο, αναπληρών-ούσα-όν alternation εναλλαγή alveo(lo)-palatal φατνιοουρανικός-ή-ό alveolar φατνιακός-ή-ό alveolo-palatal φατνιοουρανικός-ή-ό ambifix αµφίθηµα (το) ambiguity αµφισηµία ambiguous αµφίσηµος-η-ο ambisyllabic αµφισυλλαβικός-ή-ό ambisyllabicity αµφισυλλαβικότητα ambisyllabification αµφισυλλαβισµός (ο) ambisyllabify αµφισυλλαβίζω amelioration βελτίωση amplitude εύρος (το) anacoluthon ανακόλουθον (το) analogy αναλογία analysable αναλύσιµος-η-ο analysis-bysynthesis ανάλυση µέσω σύνθεσης analytic αναλυτικός-ή-ό analyticity αναλυτικότητα anaphor αναφορικό στοιχείο (το) anaphora αναφορικότητα, αναποµπή anaphoric αναφορικός-ή-ό, αναπεµπτικός-ή-ό anaptyctic αναπτυκτικός-ή-ό anaptyxis ανάπτυξη anchor αγκυρώνω, άγκυρα anchored αγκυρωµένος-η-ο anchoring αγκύρωση angle brackets γωνιώδεις αγκύλες (οι) animate έµψυχος-η-ο animateness εµψυχότητα antecedent ηγούµενο στοιχείο (το), σηµείο αναφοράς (το) anterior πρόσθιος-α-ο (2) anthropological ανθρωπολογική γλωσσολογία anthropophonics ανθρωποφωνητική anticipation προδροµική παραδροµή anticipatory προληπτικός-ή-ό, οπισθοχωρητικός-ή-ό antipassive αντιπαθητική antonym αντώνυµο (το) antonymy αντωνυµία aorist αόριστος (o) aoristic αοριστικός-ή-ό a-over-a α-πάνω στο-α (το) aperiodic απεριοδικός-ή-ό aperture άνοιγµα (το) apex άκρο (το) aphaeresis αφαίρεση aphesis άφεση aphetic αφετικός-ή-ό apical ακραίο-α-ο apico- ακραιοapocope αποκοπή apodosis απόδοση appellative ονοµατοδοτικό (το) appendix παράρτηµα (το) applicability εφαρµοσιµότητα applicable εφαρµόσιµος-η-ο application εφαρµογή applicative εφαρµοστικός-ή-ό applied εφαρµοσµένη γλωσσολογία apposition παράθεση appositional παραθετικός-ή-ό appropriate κατάλληλος-η-ο appropriateness καταλληλότητα approximant προσεγγιστικός-ή-ό arbitrariness αυθαιρετότητα arbitrary αυθαίρετος-η-ο arbitrary reference αυθαίρετη αναφορά arboreal δενδρικός-ή-ό arc τόξο (το) archiphoneme αρχιφώνηµα (το) archistratum αρχιστρώµα (το) area περιοχή areal χωρικός-ή-ό, τοπικός-ή-ό argument όρισµα (το) arrangement διευθέτηση article άρθρο (το) articulate αρθρώνω articulation άρθρωση, διάρθρωση articulator αρθρωτής (ο) articulator model αρθρωτικό πρότυπο (το) articulator-based feature theory θεωρία των χαρακτηριστικών βάσει των αρθρωτών articulatory αρθρωτικός-ή-ό articulatory analog αρθρωτικό ανάλογο (το) articulatory αρθρωτική φωνητική phonetics articulatory αρθρωτική φωνολογία phonology articulatory setting αρθρωτική ρύθµιση, ρύθµιση των αρθρωτών artificial language τεχνητή γλώσσα ascension ανάβαση ascriptive προσάπτουσα aspect(ual, -izer) ποιό ενεργείας (το), όψη Aspects model/theory aspectual του ποιού ενέργειας aspectualizer δείκτης ποιού ενέργειας (ο) aspirated δασυνόµενος-η-ο aspiration δάσυνση ASR ΑΑΦ assign αποδίδω, εκχωρώ assignment απόδοση, εκχώρηση assimilation αφοµοίωση association σύνδεση, συνειρµός (ο) association line γραµµή σύνδεσης associative συνειρµικός-ή-ό asterisk αστερίσκος (ο) πρότυπο / θεωρία των Απόψεων (το), πρότυπο / θεωρία των Όψεων (το) 512

3 asterisked σηµειωµένος-η-ο µε αστερίσκο asymmetric ασυµµετρική ρυθµική θεωρία rhythmic theory asyndeton σχήµα ασύνδετο (το) atelic ατελικός-ή-ό ATN ΓΕ Μ atomic phonology φωνολογία του ατόµου atonal µη µουσικοτονικός-ή-ό ATR ΠΒΓ attenuative µετριαστικός-ή-ό attested επιβεβαιωµένος-η-ο attitudinal συµπεριφορικός-ή-ό attribute ιδιότητα attribute επίθετο (το) attribution επιθετικός προσδιορισµός (ο) attributive επιθετικός-ή-ό audible friction ακουστή τριβή auditory phonetics αντιληπτική φωνητική augmentative µεγεθυντικός-ή-ό, επαυξητικός-ή-ό augmented transition network γραµµατική ενισχυµένου δικτύου µετάβασης autohyponym αυτοϋπώνυµο (το) autolexical syntax αυτολεξική σύνταξη automata αυτόµατα (τα, πληθ.) automatic αυτόµατος-η-ο automatic speech αυτόµατη αναγνώριση οµιλίας recognition automaton αυτόµατο (το) autonomous αυτόνοµος-η-ο autonomous syntax αυτόνοµη σύνταξη autosegment αυτοτεµάχιο (το) autosegmental αυτοτεµαχιακή φωνολογία phonology aux βοηθ auxiliary βοηθητικός-ή-ό avalent ασθενής-ής-ές avoidance γλώσσες αποφυγής (οι) languages axiom αξίωµα (το) axiomatic αξιωµατικός-ή-ό axis άξονας (o) baby-talk βρεφική οµιλία, µωρουδίστικη οµιλία back οπίσθιος-α-ο backchannelling ένδειξη λήψης, ανατροφοδότηση back-formation αναδροµικός σχηµατισµός (ο) backgrounding βάθος (το) backlooping ανακύκλωση bar τονούµενος-η-ο, τόνος (ο) barrier φραγµός (ο) base βάση basic βασικός-ή-ό basilect βασίλεκτος basilectal βασιλεκτικός-ή-ό beat διακρότηµα (το), κρούση behaviourism συµπεριφορισµός (ο), µπιχεβιορισµός (ο) benefactive ευεργεσιακός-ή-ό bidialect(al)ism διδιαλεκτισµός (ο) bidirectionality διπλοκατευθυντικότητα bilabial διχειλικός-ή-ό bilateral διπλευρικός-ή-ό, δίπλευρος-η-ο bilateral opposition δίπλευρη αντίθεση bilingual διπλόγλωσσος-η-ο, δίγλωσσος-η-ο bilingualism διπλογλωσσία, διγλωσσία bimoraic διµοραϊκός-ή-ό binary feature δυαδικό χαρακτηριστικό (το) bind συνδέω/-οµαι αναφορικά, δεσµεύω/-οµαι αναφορικά binding αναφορική σύνδεση, αναφορική δέσµευση binomial διωνυµικός-η-ο bio βιογλωσσολογία bioprogram(me) υπόθεση του βιοπρογράµµατος hypothesis bipositionality διπλοθεσία biuniqueness αµφιµονοσηµαντότητα, αµφιµονοσήµαντο (το) bivalent δισθενής-ής-ές black English vernacular καθοµιλουµένη των αγγλοφώνων αφροαµερικανών blade λεπίδα της γλώσσας bleaching αποχρωµατισµός (ο), ξεθώριασµα (το) bleed απαγορεύω bleeding απαγόρευση blend αµάλγαµα (το), µίγµα (το) συµφυρµός (ο) blending αµαλγάµωση block αποκλείω, εµποδίζω block language συντµηµένος λόγος (ο) blocked αποκλεισµένος-η-ο blocking αποκλεισµός (ο) Bloomfieldian(ism) Μπλουµφιλντ (του) Bloomfieldiansim µπλουµφιλντιανισµός (ο) Boolean Μπουλ (του) bootstrap(ping) βάση εκκίνησης borrow δανείζοµαι borrowing δανεισµός (ο) bottom-up από κάτω προς τα πάνω, από τη βάση προς τα πάνω bound δεσµευµένος-η-ο boundary tone οριακός τόνος (o) boundary-symbol/- marker συνοριακό σύµβολο (το) / συνοριακός δείκτης (ο) bounded foot δεσµευµένος πόδας (ο) boundedness δεσµευτικότητα bounding theory θεωρία των δεσµεύσεων brace άγκιστρα (τα) bracketed grid επιγεγραµµένο πλέγµα (το) bracketing περίκλειση σε αγκύλες bracketing paradox παράδοξο της περίκλεισης σε αγκύλες (το) brackets αγκύλες (οι) branch κλάδος (ο, η) branching διακλάδωση, διακλαδούµενος-η-ο 513

4 breath group αναπνευστική οµάδα breathy µόρµυρος-η-ο (1) broad µη λεπτοµερής BT BO, ΜΟ buccal ενδοστοµατικός-ή-ό bunching εξόγκωση, κουλούριασµα (το) bundle δεσµίδα burst ριπή CA ΑΣ calculus λογισµός (ο) calque έκτυπο (το), µεταφραστικό δάνειο (το) canonical κανονικός-ή-ό CAP ΑΕΣ capacity δυναµικότητα cardinal απόλυτο αριθµητικό (το) cardinal vowels οριακά φωνήεντα (τα) caregiver/caretaker οµιλία γονέα / τροφού speech Cartesian Καρτεσιανή γλωσσολογία case πτώση cataphora καταφορικότητα, καταδροµή cataphoric καταφορικός-ή-ό, καταδροµικός-ή-ό categorial κατηγοριακός-ή-ό categorical κατηγοριακή αντίληψη perception categorization κατηγοριοποίηση categorize κατηγοριοποιώ category κατηγορία catenative αλυσοειδής-ής-ές causative αιτιακός-ή-ό cavity κοιλότητα c-command δοµική επιβολή, επιβάλλοµαι δοµικά ceneme κίνηµα (το) cenemic κίνηµα (το) central κεντρικός-ή-ό centralization κεντρικοποίηση centralize κεντρικοποιώ centre κέντρο (το), µέσο (ή κέντρο) της γλώσσας (το) centre-embedding κεντρικός εγκιβωτισµός (ο), ενδοεγκιβωτισµός (ο) centum language γλώσσα σέντουµ (centum) chain αλυσίδα, άλυση chain/choice αλυσίδα/επιλογή charm γοητεία, θέλγητρο (το) charmed γοητευµένος-η-ο, θελκτικός-ή-ό charmless µη γοητευµένος-η-ο, µη θελκτικός-ή-ό chart διάγραµµα (το) checked ανακεκοµµένος-η-ο checking επαλήθευση, επαληθευτικός-ή-ό chereme χείρηµα (το) cherology χειρολογία chest pulse στερνικός παλµός (o) child language κατάκτηση της παιδικής γλώσσας, acquisition απόκτηση γλώσσας από το παιδί choice επιλογή chômeur ανενεργός-ή-ό Chomsky hierarchy ιεραρχία κατά Τσόµσκι (Chomsky) Chomsky-adjoin προσαρτώ κατά Chomsky Chomskyadjunction προσάρτηση κατά Τσόµσκι (Chomsky) Chomskyan Τσοµσκι Chomsky (του), (Chomskian) Τσοµσκιανός-ή-ό chrone χρονικό στοιχείο (το) chroneme χρόνηµα (το) chunk κέρµα (το) chunking κερµατισµός (ο) cinematics κινηµατική cinemic κινηµικός-ή-ό cinetics κινητική circonstant µη καθορισµένο στοιχείο (το) circumfix περίθηµα (το) circumscribe περικυκλώνω circumscription περικύκλωση citation form τύπος παραποµπής (ο) clashing σύγκρουση class τάξη classeme τάξηµα (το), κλάσηµα (το) classification ταξινόµηση classifier ταξινοµητής (ο) clausal προτασιακός-ή-ό, υποπροτασιακός-ή-ό clause πρόταση, υποπρόταση clause-mate οµοπροτασιακός-ή-ό clause-wall προτασιακό τείχος (το) clear l καθαρό l (το), φατνιακό l (το) cleft sentence δίπτυχη πρόταση click κλικ (click) (το) cline συνέχεια clinical κλινική γλωσσολογία clipped form περικεκοµµένος τύπος (ο) clitic κλιτικό (το), κλιτικός-ή-ό cliticization κλιτικοποίηση cliticize κλιτικοποιώ close κλειστός-ή-ό closed κλειστός-ή-ό closure φραγµός (ο), κλείσιµο (το) cluster σύµπλεγµα (το) coalesce συµφύω coalescent επαµφοτερίζων-ουσα-ον coarticulation συνάρθρωση coctail party φαινόµενο του κοκτέιλ πάρτι (το) phenomenon coda έξοδος code κώδικας (ο) codification κωδικοποίηση codify κωδικοποιώ cognate συγγενής-ής-ές, σύστοιχος-η-ο cognitive (meaning) γνωσιακή (σηµασία) 514

5 cognitive γνωσιακή γραµµατική cognitive metaphor γνωσιακή µεταφορά cognitive semantics γνωσιακή σηµασιολογία cognize αντιλαµβάνοµαι coherence συνεκτικότητα cohesion συνοχή cohesive συνοχικός-ή-ό cohesiveness συνοχικότητα co-hyponyms συνυπώνυµο (τα) co-index συνενδείκτης (ο), φέρω τον ίδιο δείκτη co-indexing προσθήκη συνενδείκτη, συνένδειξη colescence σύµφυση collapse σύµπτυξη, συµπτύσσω collective περιληπτικός-ή-ό, συλλογικός-ή-ό colligate συναθροίζω/οµαι, συνάπτω/οµαι colligation συνάθροιση, σύναψη collocability συµφρασιµότητα collocate σύµφραση collocation σύµφραση, συµπαράθεση collocational συµφραστικός-ή-ό colour χρώµα (το) colouring χρωµατισµός (ο) combinatorial συνδυαστικός-ή-ό command προσταγή, επιβολή comment σχόλιο (το) commissive δεσµευτικός-ή-ό common κοινός-ή-ό communicate επικοινωνώ communication επικοινωνία communicative επικοινωνιακός-ή-ό commutation µεταλλαγή Comp, COMP, C Σ compact συµπαγής-ής-ές comparative συγκριτικός-ή-ό, αντιπαραθετικός-ή-ό compensatory αναπληρωτική έκταση lengthening competence γλωσσική ικανότητα complement συµπλήρωµα (το) complementarity συµπληρωµατικότητα complementary συµπληρωµατικός-ή-ό complementation συµπλήρωση complementizer συµπληρωµατικός δείκτης (ο), Σ complete feedback πλήρης ανατροφοδότηση complex σύνθετος-η-ο, πολύπλοκος-η-ο complex symbol σύνθετο σύµβολο (το) complexity συνθετότητα, πολυπλοκότητα component σηµασιακό συστατικό (το), τοµέας (ο) componential σηµασιακά συστατικά (σε) compose συνθέτω composite σύνθετος-η-ο composition σύνθεση compositional συνθετικός-ή-ό compositionality συνθετικότητα compound σύνθετος-η-ο compounding σύνθεση comprehension κατανόηση computational υπολογιστική γλωσσολογία, πληροφορική γλωσσολογία computational υπολογιστικό σύστηµα (το) system conative προθετικός-ή-ό concatenation αλυσιδωτή σύνδεση concessive παραχωρητικός-ή-ό, ενδοτικός-ή-ό concord οµόνοια condition συνθήκη, περιορισµός (ο) conditional υποθετικός-ή-ό conditioned/conditi oning προσαρµοσµένος-η-ο /προσαρµογή, εξαρτηµένος-η-ο / εξάρτηση configuration διάγραµµα (το) configurational διαγραµµατικός-ή-ό configurational διαγραµµατικές γλώσσες (οι) languages congruence σύµπτωση congruent συµπίπτων-ουσα-ον conj Συνδ conjoin συνδέω conjoined συνδεδεµένος-η-ο conjoining σύνδεση conjugate κλίνοµαι, συζευγνύοµαι conjugation συζυγία conjunct προ-σύνδεσµος (o) conjunction σύζευξη, (conjunct) σύνδεσµος (ο) conjunctive συνδετικός-η-ο connected speech συνδεδεµένη οµιλία connection σύνδεση connectionism διασυνδετισµός (ο) connectionist διασυνδετικός-ή-ό connective συνδετικός-ή-ό connectivity συνδετικότητα connector συνδετικό (στοιχείο) (το) connotation συνδήλωση, συνεκδοχή connotative συνδηλωτικός-ή-ό, συνεκδοχικός-ή-ό consonant σύµφωνο (το) consonant harmony συµφωνική αρµονία consonantal συµφωνικός-ή-ό conspiracy συνωµοσία conspire συνωµοτώ constant σταθερός-ή-ό constant opposition σταθερή αντίθεση constative διαπιστωτικός-ή-ό constituency συστατικότητα constituent συστατικό (το), συστατικός-ή-ό constrain περιορίζω constraint περιορισµός (ο) constricted στενωµένος-η-ο 515

6 constriction στένωση construal ερµηνεία construct δόµηµα (το) construction δοµή, δόµηση, σύνθεση construe ερµηνεύω consultant σύµβουλος (ο, η) contact (1) επαφή (1) content περιεχόµενο (το) contentive περιεχόµενο (το) context περικείµενο (το), περιβάλλον (το), συγκείµενο (το), συγκειµενικό περιβάλλον (το), συµφραζόµενα (τα) contextual περικειµενικός-ή-ό, περιβαλλοντικός-ή-ό contextualization περικειµενοποίηση, ένταξη σε περιβάλλον continuant εξακολουθητικός-ή-ό continuity υπόθεση της συνέχειας hypothesis continuous εξακολουθητικός-ή-ό, διαρκείας (της) contoid συµφωνοειδές (το) contour περίγραµµα (το), περίγυρος (ο), περιγραµµατικός-ή-ό contracted συνηρηµένος-η-ο contraction συναίρεση contradictory αντιφατικός-ή-ό contrafactive αντιγεγονοτικός-ή-ό contrary αντίθετος-η-ο contrast αντίθεση contrastive αντιθετικός-ή-ό contrastive accent αντιθετική προφορά contrastive stress αντιθετικός δυναµικός τόνος (ο) contrastivity αντιθετικότητα control έλεγχος (ο), ελέγχω control agreement principle controller ελεγκτής (ο) convention σύµβαση conventional συµβατικός-ή-ό αρχή ελέγχου της συµφωνίας conventional συµβατικό υπονόηµα (το) implicature converge συγκλίνω convergence σύγκλιση conversation ανάλυση συνοµιλίας analysis conversational συνοµιλιακό υπονόηµα (το) implicature conversational turn συνοµιλιακή συνεισφορά converse αντίστροφος-η-ο converseness αντιστροφικότητα conversion µετάπλαση co-occur συνεµφανίζοµαι co-occurence συνεµφάνιση co-operative αρχή της συνεργασιµότητας principle co-ordinate συντονιστικός-ή-ό co-ordinate παρατακτικός-ή-ό co-ordinating παρατακτικός-ή-ό co-ordination παράταξη, σύνδεση κατά παράταξη, παρατακτική σύνδεση co-ordinative παρατακτικός-ή-ό co-ordinator δείκτης παρατακτικής σύνδεσης (ο) Copenhagen School Σχολή της Κοπεγχάγης copula συνδετικό ρήµα (το) copulative συνδετικός-ή-ό copy αντίγραφο (το), αντιγράφω copying αντιγραφή core πυρήνας (ο), πυρηνικός-ή-ό co-referential συναναφορικός-ή-ό co-referentiality συναναφορικότητα co-representational συναναπαραστατική γραµµατική coronal κορωνιδικός-ή-ό corpora σώµατα κειµένου (τα, πληθ.) corpus κόρπους (corpus) (το), σώµα κειµένου (το) correct ορθός-ή-ό correctness ορθότητα correlation συσχετισµός (ο) correlative συσχετικός-ή-ό correspond αντιστοιχώ correspondence αντιστοιχία cost κόστος (το) co-text συν-κείµενο (το) count αριθµήσιµος-η-ο counter-agent υποκείµενο αντίδρασης (το) counterbleed αντιαπαγορεύω counterbleeding αντιαπαγόρευση counter-bleeding αντι-απαγόρευση counter-example αντιπαράδειγµα (το) counter-factual αντιπραγµατικός-ή-ό counterfeed αντιτροφοδοτώ counterfeeding αντιτροφοδότηση counter-feeding αντι-τροφοδότηση counter-intuitive αντιδιαισθητικός counterintuitiveness αντιδιαισθητικότητα covered καλυµµένος-η-ο covert καλυµµένος-η-ο, µη εµφανής-ής-ές C-place τόπος συµφώνου cps κύκλοι ανά δευτερόλεπτο (οι) crash κατάρρευση, καταρρέω creak οξύς ήχος (ο), τρίξιµο (το) creaky οξύηχος-η-ο, τριζάτoς-η-ο creative δηµιουργικός-ή-ό creativity δηµιουργικότητα creole κρεολή, µιγαδική γλώσσα, κρεολική γλώσσα creolization κρεολοποίηση, µιγαδοποίηση creolize κρεολοποιώ, µιγαδοποιώ criteria κριτήρια (τα) 516

7 critical κριτική γλωσσολογία cross-over προσπέραση, διασταύρωση cross-sectional συγχρονικό δείγµα (το), αντιπροσωπευτικό δείγµα (το) cryptophasia κρυπτοφασία c-structure συστατική δοµή cue ένδειξη culminative κορυφωσιακός-ή-ό culminativity κορύφωση cultural πολιτισµική µετάδοση transmission cupping κοίλωση curly brackets άγκιστρα (τα) CV phonology φωνολογία ΣΦ CV rule κανόνας ΣΦ (o) CV, CVC, etc. ΣΦ, ΣΦΣ, κ.τ.λ. cycle (1) κύκλος (ο) cyclic κυκλικός-ή-ό cyclical κυκλικός-ή-ό cyclicality κυκλικότητα dark l µη καθαρό l (το), υπερωικοποιηµένο l (το) data δεδοµένα (τα) dative δοτική daughter θυγατρικός-ή-ό, θυγατέρα daughter adjunction προσάρτηση σε θυγατρικό κόµβο daughterdependency γραµµατική της κάθετης εξάρτησης Davidsonian semantics σηµασιολογία του Ντέιβιντσον (Davidson) de dicto ντε ντίκτο (de dicto) de re ντε ρε (de re) death of language γλωσσικός θάνατος (ο) debuccalization αποστοµατοποίηση debuccalized αποστοµατοποιηµένος-η-ο declaration δήλωση declarative δηλωτικός-ή-ό declension κλίση declination απόκλιση, κατερχόµενο ύψος (το) decode αποκωδικοποιώ decompose αποσυνθέτω deconstruction αποδόµηση decreolization αποκρεολοποίηση, αποµιγαδοποίηση decreolization αποκρεολοποίηση decreolize αποκρεολοποιώ, αποµιγαδοποιώ deep structure βαθεία δοµή default ουδέτερος-η-ο, βασικός-ή-ό, τυπικός-ή-ό defective ελλειµµατικός-ή-ό deficit hypothesis υπόθεση της υστέρησης, υπόθεση της ανεπάρκειας defining περιοριστικός-ή-ό defining vocabulary λεξιλόγιο ορισµού (το) definite οριστικός-ή-ό definiteness οριστικότητα defooting αποβολή πόδα deforestation αποψίλωση degenerate foot εκφυλισµένος πόδας (ο) degree βαθµός (ο), διαβαθµιστικός-ή-ό deictic δεικτικός-ή-ό deixis δείξη delayed καθυστερηµένος-η-ο delete απαλείφω deletion απαλοιφή delicacy λεπτότητα, λεπτοµέρεια delicate λεπτός-ή-ό, λεπτοµερής-ής-ές delimitative οριοθετικός-ή-ο delinking αποσύνδεση delinking αποσύνδεση delta δέλτα demibeat ηµιδιακρότηµα (το) demonstrative δεικτικός-ή-ό demotion υποβάθµιση denasalised απορρινικοποιηµένος-η-ο denominal ονοµατικό παράγωγο (το) denotation δήλωση denotative δηλωτικός-ή-ό dental οδοντικός-ή-ό deontic δεοντικός-ή-ό deoralization αποστοµατοποίηση dependency γραµµατική της εξάρτησης dependency φωνολογία της εξάρτησης phonology dependent εξαρτώµενος-η-ο, εξαρτηµένος-η-ο depth hypothesis υπόθεση του βάθους derivation παραγωγή derivational παραγωγικός-ή-ό derive παράγω, παράγοµαι derived παράγωγος-η-ο, παράγωγο (το) derived παραγόµενο περιβάλλον (το) environment description περιγραφή descriptive περιγραφικός-ή-ό descriptivism περιγραφισµός (ο) descriptivist περιγραφιστής (ο) desiderative εφετικός-ή-ό designated terminal element (DTE) στοιχείο του προσδιορισµένου τερµατικού (το) destressed αποτονισµένος-η-ο (δυναµικά) destressing αποβολή δυναµικού τόνου det, DET, D Προσδ deterioration επιδείνωση determiner προσδιοριστής (ο) developmental εξελικτική γλωσσολογία deverbal ρηµατικό παράγωγο (το) deviance απόκλιση (2) deviant αποκλίνων-ουσα-ον device µηχανισµός (o), συσκευή devoiced αποηχηροποιηµένος-η-ο devoicing αποηχηροποίηση dia- δια- 517

8 diachronic διαχρονικός-ή-ό diacritic διακριτικό σηµάδι (το), σηµάδι διάκρισης (το) diagramming διαγραµµατική dialect διάλεκτος dialectal διαλεκτικός-ή-ό dialectology διαλεκτολογία dia διαγλωσσολογία diamorph διαµόρφηµα (το) diaphone διαφώνηµα (το) diasystem διασύστηµα (το) diatype διάτυπος (ο) DICE ΛΣΚΛ difference υπόθεση της διαφοράς hypothesis differential διαφορικός-ή-ό diffuse διάχυτος-η-ο diffusion διάδοση diglossia διγλωσσία, κοινωνική διγλωσσία diglossic διγλωσσικός-ή-ό, δίγλωσσος-η-ο digraph δίγραµµα (το), δίψηφο (το) diminutive υποκοριστικό (το) diphthong δίφθογγος (ο, η) diphthongal διφθογγικός-ή-ό diphthongization διφθογγοποίηση diphthongize διφθογγοποιώ direct άµεσος-η-ο, ευθύς-εία-ύ directed κατευθυνόµενος-η-ο directionality κατευθυντικότητα directive κατευθυντικός-ή-ό director κατευθυντής (ο) disambiguate διασαφηνίζω discontinuity ασυνέχεια discontinuous ασυνεχής-ής-ές, µη εξακολουθητικός-ή-ό discourse λόγος (ο) discourse προσάρτηµα λόγου (το) attachement discourse in common sense entailment discourse representation theory λόγος στη συνεπαγωγή κοινής λογικής (ο) θεωρία αναπαράστασης του λόγου discovery ανακάλυψη, ανεύρεση discrete ασυνεχής-ής-ές discreteness ασυνέχεια disharmonic δυσαρµονικός-ή-ό disharmonicity δυσαρµονικότητα disharmony, δυσαρµονία disjunct διαθεσιακός παραδιορισµός (ο) disjunction διάζευξη disjunctive διαζευκτικός-ή-ό displaced µετατεθιµένος-η-ο displacement µετάθεση (η dissimilation ανοµοίωση dissyllabic δισυλλαβικός-ή-ό distinctive διαφοροποιητικός-ή-ό distinctiveness διαφοροποιητικότητα distinguisher διαφοροποιητικό στοιχείο (το), διαφοροποιητής (ο) distributed κατανεµηµένος-η-ο distributed κατανεµηµένη αναπαράσταση representation distribution(al) κατανοµή distributional κατανοµικός-ή-ό disyllable δισύλλαβος-η-ο ditransitive διµετάβατος-η-ο, δίπτωτος-η-ο divergence απόκλιση DO ΑΑ docking πρόσδεση do-deletion / insertion / support απαλοιφή του do / εισαγωγή του do / υποστήριξη του do / µε το do domain πεδίο (το) domain περιοχή dominance κυριάρχηση, κυριαρχείν (το) dominate κυριαρχώ, κυριαρχούµαι domination κυριαρχία donkey sentence πρόταση ντάνκι (donkey), ονική πρόταση dorsal ραχιαίος-α-ο dorsum ράχη, οπίσθιο µέρος της γλώσσας (το) double articulation διπλή άρθρωση double-bar διπλός τόνος (ο), δισ-τονούµενος-η-ο double-base διπλής βάσης (της) doubly filled COMP filter φίλτρο του διπλά πεπληρωµένου συµπληρωµατικού δείκτη (το) downdrift κατερχόµενο ύψος (το) downgraded έχει υποστεί φθίνουσα διαβάθµιση downgrading φθίνουσα διαβάθµιση downstep αποδυνάµωση downstepped αποδυναµωµένος-η-ο DP ΠροσδΦ drag chain αλυσίδα έλξης DRS ΑΛ drum language κώδικας τυµπάνου (ο) D-structure β(αθεία)-δοµή DTE ΣΠΤ dual δυϊκός-ή-ό dualism δυϊσµός (ο) dualist δυϊστής (ο), δυϊστικός-ή-ό duality (of patterning/structure ) δυϊκότητα (του σχηµατισµού/της δοµής) dummy ψευδο-παραπλήρωµα (το), σηµασιολογικά κενό στοιχείο (το) duration διάρκεια durative διηνεκής-ής-ές durativity ιδιότητα του διηνεκούς/διαρκούς dynamic δυναµικός-ή-ό dynamic time warping dynamism δυναµισµός (ο) ear-training εξάσκηση ακοής echo αντηχητικός-ή-ό eclectic εκλεκτικός-ή-ό συστροφή δυναµικού χρόνου 518

9 eclecticism εκλεκτισµός (o) economy οικονοµία ECP ΑΚΚ -ed form τύπος ed (ο), τύπος του αορίστου της αγγλικής (ο) edge ακραίο µέρος (το), ακράιος-α-ο educational παιδαγωγική γλωσσολογία, εκπαιδευτική γλωσσολογία egressive εκπνευστικός-ή-ό ejective έκκροτος-η-ο (το) elaborated επεξεργασµένος-η-ο, ανεπτυγµένος-η-ο, διευρυµένος-η-ο E-language εξ-γλώσσα elative εκτοπικός-ή-ό electroaerometry ηλεκτροαεροµετρία electrokymograph ηλεκτροκυµατογράφος (ο) electrokymographic ηλεκτροκυµατογραφικός-ή-ό electrokymography ηλεκτροκυµατογραφία, ηλεκτροκυµατογράφηµα (το) electromyograph ηλεκτροµυογράφος (ο) electromyographic ηλεκτροµυογραφικός-ή-ό electromyography ηλεκτροµυογραφία, ηλεκτροµυογράφηµα (το) electropalatograph ηλεκτροουρανισκογράφος (ο), ηλεκτροπαλατογράφος (ο) electropalatographi ηλεκτροουρανισκογραφικός-ή-ό c electropalatography ηλεκτροουρανισκογράφηµα (το) ηλεκτροουρανισκογραφία element στοιχείο (το) elicit εκµαιεύω elicitation εκµαίευση elide ελλείπω elision αποβολή, έκθλιψη ellipsis έλλειψη ellipted ελλίπων-ουσα-ον elliptical ελλειπτικός-ή-ό elsewhere condition συνθήκη του λοιπού περιβάλλοντος embed εγκιβωτίζω embedded εγκιβωτισµένος-η-ο embedding εγκιβωτισµός (ο) EMG ΗΜΓ emic/etic ηµικός-ή-ό / ητικός-ή-ό emotive συγκινησιακός-ή-ό emphatic consonant εµφατικό σύµφωνο (το) empty κενός-ή-ό empty category αρχή της κενής κατηγορίας principle -en form τύπος en (ο), τύπος της µετοχής της αγγλικής enclitic εγκλιτικός-ή-ό encode κωδικοποιώ endearment, terms όροι θωπεύµατος (οι) of endocentric ενδοκεντρικός-ή-ό endoglossic ενδογλωσσικός-ή-ό endophora ενδοφορά, ενδοφορική ιδιότητα endophoric ενδοφορικός-ή-ό engineering οργάνωση entailment συνεπαγωγή entry λήµµα (το), καταχώριση entry είσοδος environment περιβάλλον (το) epenthesis επένθεση epenthetic επενθετικός-ή-ό EPG ΗΟΓ epicene επίκοινος-η-ο epistemic επιστηµικός-ή-ό eponym επωνύµιο (το) eponymous επωνυµικός-ή-ό equational εξισωτικός-ή-ό, εξοµοιωτικός-ή-ό equative εξισωτικός-ή-ό, εξοµοιωτικός-ή-ό equi NP deletion απαλοιφή ισοδύναµης ΟΦ, έκπτωση ισοδύναµης ΟΦ, απαλοιφή όµοιου υποκειµένου, απαλοιφή ταυτόσηµης ΟΦ equipollent ισοδύναµος-η-ο equipollent ισοδύναµη αντίθεση opposition equivalence ισοδυναµία erasure εξάλειψη ergative εργαστικός-ή-ό ergativity εργαστικόητα error λάθος (γνώσης) (το) esophageal οισοφαγικός-ή-ό essential conditions αναγκαίες συνθήκες (οι) essive υποστασιακός-ή-ό EST ΒΘ état de langue κατάσταση γλώσσας, ετά ντε λανγκ, état de langue ethnography of εθνογραφία της επικοινωνίας communication ethnography of εθνογραφία της οµιλίας speaking ethno εθνογλωσσολογία ethnomethodologist εθνοµεθοδολόγος (ο) ethnomethodology εθνοµεθοδολογία ethnopoetics εθνοποιητική etic ητικός-ή-ό etymological ετυµολογικός-ή-ό etymology ετυµολογία etymon έτυµον (το) eurhythmic εύρυθµος-η-ο eurhythmy ευρυθµία evaluative αξιολογητικός-ή-ό eventive τερµατικός-ή-ό evidential αυτοπτικός-ή-ό evidentiality αυτοπτικότητα exceptional case απόδοση πτώσης κατ εξαίρεση marking (ECM) exclamation επιφώνηµα (το) (1) exclamative θαυµαστικός-ή-ό exclamatory επιφωνηµατικός-ή-ό exclusive αποκλειστικός-ή-ό exhaustiveness διεξοδικότητα exhaustivity εξαντλητικότητα existential υπαρκτικός-ή-ό exocentric εξωκεντρικός-ή-ό exoglossic εξωγλωσσικός-ή-ό 519

10 exophora εξωφορικότητα, εξωφορά, εξωφορική ιδιότητα exophoric εξωφορικός-ή-ό expand αναπτύσσω expansion ανάπτυξη experiencer δοκιµαζόµενος (ο), φορέας εµπειρίας (ο) experimental πειραµατική φωνητική phonetics explanatory επεξηγηµατικός-ή-ό, ερµηνευτικός-ή-ό expletive πλεοναστικός-ή-ό explicit ρητός-ή-ό explicitness ρητότητα exponence µορφική εκπροσώπηση exponent µορφικός εκπρόσωπος (ο) expression έκφραση expressive εκφραστικός-ή-ό extended standard διευρυµένη βασική θεωρία theory extension έκταση, διεύρυνση, επέκταση extensional εκτασιακός-ή-ό extensive εκτατικός-ή-ό, εκτενής-ής-ές external adequacy έξωτερική επάρκεια externalized εξωτερικευµένη γλώσσα language extralinguistic εξωγλωσσικός-ή-ό extrametricality εξωµετρικότητα extraposition εξωθέτηση extraprosodicity εξωπροσωδιακότητα extrasyllabic εξωσυλλαβικός-ή-ό extrasyllabicity εξωσυλλαβικότητα extrinsic εξωγενής-ής-ές face πρόσωπο (το) factitive µέσος-διάµεσος-η-ο factive γεγονοτικός-ή-ό factivity γεγονοτικότητα falling/fall κατιών-ούσα-όν family οικογένεια, οικογενειακός-ή-ό fatherese πατρική οµιλία favourite ευνοούµενος-η-ο feature χαρακτηριστικό (το) feature geometry γεωµετρία των χαρακτηριστικών feed τροφοδοτώ feedback ανατροφοδότηση, ανάδραση feeding τροφοδότηση felicity conditions συνθήκες επιτυχίας (οι) field πεδίο (το) filled pause πεπληρωµένη παύση filler στοιχείο πλήρωσης (το), εµβόλιµος τύπος (ο), προσθήκη filter φίλτρο (το), φλιτράρω, διηθώ filtered speech φιλτραρισµένη οµιλία final τελικός-ή-ό finite παρεµφατικός-ή-ό finite-state γραµµατική των πεπερασµένων φάσεων finite-state language γλώσσα των πεπερασµένων φάσεων first language πρώτη γλώσσα Firthian Φιρθ (Firth) (του) fis phenomenon φαινόµενο φις (fis) (το) fission σχάση fixed σταθερός-ή-ό flap µονοπαλλόµενος-η-ο flapped µονοπαλλόµενος-η-ο flat επίπεδος-η-ο flat σχισµοειδής-ής-ές, µετριασµένος-η-ο floating περιπλανώµενος-η-ο, µετακινούµενος-η-ο flotation περιπλάνηση focal area περιοχή εστίασης focus εστίαση, εστιάζω, εστία folk etymology παρετυµολογία, λαϊκή ετυµολογία foot πόδας (ο) foreground προσκήνιο (το) foregrounding προσκήνιο (το) foreign language ξένη γλώσσα forensic δικαστική γλωσσολογία form τύπος (o), µορφή form of address τύπος προσφώνησης (ο) form word τυπική λέξη formal τυπικός-ή-ό formalism φορµαλισµός (ο) formalist φορµαλιστικός-ή-ό formality τυπικότητα formalization τυποποίηση formalize τυποποιώ formant διαµορφωτής (ο) formation rule κανόνας σχηµατισµού (ο) formative σχηµατιστικό στοιχείο (το) formulaic language τυποποιηµένη γλώσσα fortis τεταµένος-η-ο fortition ενίσχυση fossilization απολίθωση fossilized απολιθωµένος-η-ο frame πλαίσιο (το) free ελεύθερος-η-ο frequency συχνότητα frequentative θαµιστικός-ή-ό fricative τριβόµενος-η-ο friction τριβή frictionless άτριβος-η-ο εξακολουθητικός-η-ο continuant front πρόσθιος-α-ο, προράχη, προτάσσω fronted προσθιωµένος-η-ο, προσθιοποιηµένος-η-ο fronting προσθίωση, προσθιοποίηση fronting πρόταξη 520

11 frozen expression απολιθωµένη έκφραση, παγιωµένη έκφραση FSP ΛΠΠ f-structure λειτουργική δοµή full πλήρης-ης-ες function λειτουργώ, λειτουργία, συνάρτηση function word λειτουργική λέξη functional λειτουργικός-ή-ό, συναρτησιακός-ή-ό functional λειτουργική γραµµατική functional sentence perspective functor συναρτητής (ο), λειτουργικό στοιχείο (το), συσχετιστής (ο) λειτουργική προοπτική της πρότασης fundamental θεµελιώδης συχνότητα frequency fuse διαχέω, διαχέοµαι fusion συνίζηση, διάχυση, σύντηξη, συγχώνευση, σύµµιξη fusional διάχυτος-η-ο future tense µέλλων χρόνος (ο) fuzzy ασαφής-ής-ές, απροσδιόριστος-η-ο gap κενό (το) gapping κενό (το) GB ΚΑΣ geminate δίδυµος-η-ο gemination διδυµία gender γένος (το) genealogical γενεαλογική ταξινόµηση classification general γενικός-ή-ό General American κοινή αµερικανική ποικιλία generality γενικότητα generalization γενίκευση generalize γενικεύω generalized γενικευµένος-η-ο generalized phrasestructure generate γεννώ, γεννιέµαι, παράγω generation γένεση generative γενετικός-ή-ό generativist γενετικιστής (ο) generic γενικευτικός-ή-ό γραµµατική της γενικευµένης φραστικής δοµής genetic γενετική ταξινόµηση classification Geneva School Σχολή της Γενεύης genitive γενική genre κειµενικό είδος (το), γραµµατειακό είδος (το) geographical geo γεωγλωσσολογία geometry γεωµετρία gerund γερούνδιο (το) gesture κίνηση γεωγραφική γλωσσολογία ghost segment τεµάχιο-φάντασµα (το) given γνωστός-ή-ό, δεδοµένος-η-ο glide ηµίφωνο (το), µεταβατικός φθόγγος (ο) global σφαιρικός-ή-ό glossematics γλωσσηµατική glosseme γλώσσηµα (το) glossogenetics γλωσσογενετική glossolalia γλωσσολαλία glossolalic γλωσσολαλικός-ή-ό glossolalist γλωσσολαλιστής (ο) glossolalistic γλωσσολαλιστικός-ή-ό glottal γλωττιδικός-ή-ό glottalic γλωττιδικός-ή-ό glottalization γλωττιδικοποίηση glottalize γλωττιδικοποιώ glottis γλωττίδα glottochronology γλωσσοχρονολόγηση goal στόχος (ο) God s truth αλήθεια του Θεού govern κυβερνώ governed κυβερνώµενος-η-ο, κυβερνηµένος-η-ο governing κυβερνητικός-ή-ό government κυβέρνηση government phonology φωνολογία της κυβέρνησης government theory θεωρία της κυβέρνησης governmentbinding theory, government and binding theory GB θεωρία της κυβέρνησης και αναφορικής σύνδεσης governor κυβερνήτης (ο) GPSG ΓΓΦ gradability διαβαθµισιµότητα gradable διαβαθµίσιµος-η-ο ungradable µη διαβαθµίσιµος-η-ο gradation διαβάθµιση, βαθµοθεσία, σταδιακή τροπή (φωνήεντος) gradience βαθµιδωτός-ή-ό gradual βαθµιαίος-α-ο gradual opposition βαθµιαία αντίθεση γραµµατική ian γραµµατικός (ο) grammatical γραµµατικός-ή-ό grammaticality γραµµατικότητα grammaticalize γραµµατικοποιώ grammaticalness γραµµατικότητα graph γραφή grapheme γράφηµα (το) graphemics γραφηµική graphetic γραφητικός-ή-ό graphetics γραφητική graphic substance γραφική υπόσταση graphological γραφολογικός-ή-ό graphology γραφολογία grave βαρύς-εία-ύ greed αρχή της απληστίας grid πλέγµα (το) grinder αλεστής (ο) 521

12 grinding άλεση, αλεστικός-ή-ό groove κοίλος-η-ο grooved κοιλωµένος-η-ο grooving κοίλωση ground αλεσµένος-η-ο group οµαδικός-ή-ό, οµάδα, ενότητα guttural λαρυγγοφαρυγγικός-ή-ό habitual θαµιστικός-ή-ό half-close ηµίκλειστος-η-ο half-open ηµιανοικτός-ή-ό Hallidayan Χάλιντεϊ (Halliday) (του) hand configuration διαµόρφωση των χεριών haplology απλολογία hard consonant σκληρό σύµφωνο (το) hard palate ουρανίσκος (σκληρός) (ο) harmonic αρµονική, αρµονικός-ή-ό harmonic φωνολογία της αρµονίας phonology harmony αρµονία hash δίεση head κεφαλή head-driven phrasestructure headed κεφαλοφόρος-ος-ο headword λέξη κεφαλή heavy βαρύς-ιά-ύ hedge (noun/verb) υπεκφυγή γραµµατική της κεφαλοστραφούς φραστικής δοµής heightened subglottal pressure Hertz Χερτς (Hertz, Hz) hesitation δισταγµός (ο) heterography ετερογραφία heteronym ετερώνυµο (το) heteronymy ετερωνυµία heterorganic ετεροργανικός-ή-ό heuristic ευρετικός-ή-ό αυξηµένη υπογλωττιδική πίεση hidden Markov model hierarchical ιεραρχικός-ή-ό hierarchy ιεραρχία high υψηλός-ή-ό higher category ανώτερη κατηγορία κρυφό πρότυπο (Markov) Μαρκόφ (το) historical ιστορική γλωσσολογία hocus-pocus χόκους-πόκους (hocus-pocus) hodiernal παροντικός-ή-ό hold στάση, αναλλοίωτη διατήρηση holding αναλλοίωτη διατήρηση holophrase ολόφραση holophrasis ολόφραση holophrastic ολοφραστικός-ή-ό homograph οµόγραφο (το) homographic οµογραφικός-ή-ό homography οµογραφία homonym οµώνυµο (το) homonymic οµωνυµικός-ή-ό homonymy οµωνυµία homophene οµόφαινο (το) homophone οµόφωνο (το) homophonic οµοφωνικός-ή-ό homophony οµοφωνία homorganic οµοργανικός-ή-ό honorific ευγενείας (της) hortative παρακελευσµατικός-ή-ό HPSG ΓΚΦ hypercorrection υπερδιόρθωση hypernasality υπερρινικότητα hypernym υπερώνυµο (το) hypersememic υπερσηµηµικός-ή-ό hyperurbanism υπεραστισµός (ο) hypocoristic υποκοριστικό (το), χαϊδευτικό (το) hyponasality υπορρινικότητα hyponym υπώνυµο (το) hyponymy υπωνυµία hypophonemic υποφωνηµικός-ή-ό hypotactic υποτακτικός-ή-ό hypotaxis υπόταξη IA Σ iamb ίαµβος (ο) iambic reversal ιαµβική αναστροφή IC ΑΣ iconic εικονικός-ή-ό iconicity εικονικότητα ID AK idealization εξιδανίκευση idealize εξιδανικεύω ideational νοησιακός-ή-ό ideophone ιδεόφωνο (το) ideophonic ιδεοφωνικός-ή-ό idioglossia ιδιογλωσσία idiolect ιδιόλεκτος idiom ιδιωµατισµός (ο) idiomatic ιδιωµατικός-ή-ό idiophone ιδιόφωνο (το) I-language εσ-γλώσσα ill formed µη ορθώς σχηµατισµένος-η-ο illative κατευθυνσιακός-ή-ό ill-formedness µη ορθός σχηµατισµός (ο) illocutionary προσλεκτικός-ή-ό imitation µίµηση immediate άµεσο συστατικό (το) constituent immediate άµεση κυριαρχία dominance imperative προστακτική imperfect tense παρατατικός χρόνος (ο) imperfective µη συνοπτικός-ή-ό impersonal απρόσωπος-η-ο implicational συνεπαγωγική κλιµάκωση scaling implicational συνεπαγωγική καθολική αρχή universal implicature υπονόηµα (το) implosive εσωθητικός-η-ο inalienable µη αλλοτριώσιµος-η-ο, αναπόσπαστος-η-ο inanimate άψυχος-η-ο inanimate άψυχος-η-ο inceptive εναρκτικός-ή-ό, δηλωτικός-ή-ό του γίγνεσθαι 522

13 inchoative εναρκτικός-ή-ό included εγκλεισµένος-η-ο inclusion εγκλεισµός (ο) inclusive µη αποκλειστικός-ή-ό, εγκλειστικός-ή-ό incompatibility ασυµβατότητα incompatible ασύµβατος-η-ο incorporate ενσωµατώνω, ενσωµατώνοµαι incorporating ενσωµατωσιακός-ή-ό incorporation ενσωµάτωση indefinite αόριστος-η-ο indefiniteness αοριστότητα indeterminacy απροσδιοριστία indeterminate απροσδιόριστος-η-ο index ενδείκτης (ο) indexical ενδεικτικός-ή-ό indexicality ενδεικτικότητα indexing προσθήκη ενδείκτη indicative οριστική indices ενδείκτες (οι) indirect έµµεσος-η-ο, πλάγιος-α-ο inessive εντοπικός-ή-ό infelicitous ανεπιτυχές εκφώνηµα (το) utterance infinitival απαρεµφατικός-ή-ό infinitive απαρέµφατο (το) infix ένθηµα (το) infixation ενθηµατοποίηση infixing ενθηµατικός-ή-ό INFL, I Κλ inflect κλίνοµαι inflecting κλιτικός-ή-ό inflection κλίση, κλιτική κατάληξη, κλιτικός-ή-ό inflectional κλιτικός-ή-ό inflexion κλίση inflexional κλιτικός-ή-ό informant πληροφορητής (ο) information πληροφορία -ing form τύπος ing (ο), τύπος του γερούνδιου της αγγλικής (ο) ingressive εισπνευστικός-ή-ό inherent features εγγενή χαρακτηριστικά (τα) inherit κληρονοµώ inheritance κληρονοµία, κληρονόµηση initial αρχικός-ή-ό initial symbol αρχικό σύµβολο (το) initialism αρχικά (τα) initiation έναρξη initiator εναρκτήριο όργανο (το) innate έµφυτος-η-ο innateness εµφυτότητα insert εισάγω insertion εισαγωγή instantaneous στιγµιαίος-α-ο institutional θεσµική γλωσσολογία instrumental οργανικός-ή-ό instrumental phonetics εργαστηριακή φωνητική, πειραµατική φωνητική intensifier εντασιακός δείκτης (ο), ενισχυτικός προσδιορισµός (ο) intensifying ενισχυτικός-ή-ό, εντασιακός-ή-ό intension ένταση, διάταση intensional εντασιακός-ή-ό, διατενής-ής-ές intensity ένταση intensive εντατικός-ή-ό interaction διεπίδραση, αλληλεπίδραση interchangeability εναλλαξιµότητα interclausal ενδοπροτασιακή γραµµατική interdental µεσοδοντικός-ή-ό interface επίπεδο διασύνδεσης (το), διεπίπεδο (το), διεπαφή, επίπεδο διεπαφής (το) interference παρεµβολή interjection επιφώνηµα (το) interlanguage διαγλώσσα inter-level ενδιάµεσο επίπεδο (το) interlingua(l) ιντερλίνγκουα (interlingua) intermediate ενδιάµεσος-η-ο internal adequacy εσωτερική επάρκεια internal εσωτερική ανασύνθεση reconstruction internalize εσωτερικεύω internalized εσωτερικευµένη γλώσσα language International Phonetic Association ιεθνής Φωνητική Εταιρεία, ιεθνής Φωνητικός Οργανισµός (ο), ιεθνές Φωνητικό Ινστιτούτο (το) interpersonal διαπροσωπικός-ή-ό interpretive ερµηνευτικός-ή-ό interrogative ερωτηµατικός-ή-ό interruptability διασπαστικότητα interrupted διακεκοµµένος-η-ο intervocalic διαφωνηεντικός-ή-ό intonation επιτονισµός (ο) intransitive αµετάβατος-η-ο intransitivity αµεταβατότητα intrinsic ενδογενής-ής-ές intrusion παρείσδυση intuition διαίσθηση intuitive διαισθητικός-ή-ό invariable αµετάβλητος-η-ο invariance αµεταβλητότητα invariant αµετάβλητος-η-ο inventory κατάλογος (ο) inversion αντιστροφή IP Σ irrealis µη πραγµατικός-ή-ό irregular ανώµαλος-η-ο irregularity ανωµαλία -isation/-ization -ποίηση -ise/ize -ποιώ -ised/-ized -ποιηµένος-η-ο island νησίδα iso- ισο- 523

14 isochrony/isochroni ισοχρονία / ισοχρονισµός (ο) sm isolated µεµονωµένος-η-ο isolated opposition µεµονωµένη αντίθεση isolating αποµονωτικός-ή-ό isolation αποµόνωση isomorphic ισοµορφικός-ή-ό isomorphism ισοµορφισµός (ο) item στοιχείο (το) item and στοιχείο και διάταξη arrangement (IA) item and process στοιχείο και διεργασία (IP) iteration επανάληψη iterative επαναληπτικός-ή-ό iterativity επαναληπτικότητα Jakobsonian Γιάκοµπσον (Jakobson) (του) jaw setting ρύθµιση της γνάθου junction συναρµογή juncture σύνδεση, άρµοση, αρµός (ο) σύνδεση jussive ειδική προστακτική Katz-Postal hypothesis υπόθεση Κατς-Πόσταλ (Katz-Postal) kernel πυρήνας (ο), πυρηνικός-ή-ό key κλειδί (το) kine κινηµατική µορφή kineme κινήµηµα (το) kinesic κινηµατικός-ή-ό kinesics κινηµατολογία kinetic κινητικός-ή-ό kinship terms όροι συγγένειας (οι) label επιγράφω, τιτλοφορώ, επιγραφή labelled επιγεγραµµένος-η-ο, τιτλοφορηµένος-η-ο labelling τοποθέτηση επιγραφής, τιτλοφόρηση labial χειλικός-ή-ό labialization χειλικοποίηση labialize χειλικοποιώ labio-dental χειλοδοντικός-ή-ό labio-dentalization χειλοδοντικοποίηση labio-dentalize χειλοδοντικοποιώ labio-velar χειλοϋπερωϊκός-ή-ό labio-velarization χειλοϋπερωϊκοποίηση labio-velarize χειλοϋπερωϊκοποιώ LAD ΜΓΚ lag καθυστέρηση, χρονική υστέρηση, βράδυνση lambda (λ) λάµδα (το), λάµβδα (το) lamina προράχη της γλώσσας laminal προραχιαίος-α-ο laminar προραχιαίος-α-ο lamino- προραχιαιοlanding site σηµείο κατάληξης (το) language γλώσσα, γλωσσικός-ή-ό language awareness γλωσσική επίγνωση, γλωσσική συναίσθηση, γλωσσική συνειδητότητα langue λάνγκ (langue), γλώσσα laryngeal λαρυγγικός-ή-ό laryngealization λαρυγγοποίηση laryngograph λαρυγγογράφος (ο) laryngoscope λαρυγγοσκόπιο (το) larynx λάρυγγας (ο) latent consonant λανθάνον σύµφωνο (το) lateral πλευρικός-ή-ό laterally πλευρικά (επίρ.) law νόµος (ο) lax χαλαρός-ή-ό layer διαστρωµάτωση layering υπόστρωση lead καθοδηγητική ένδειξη learnability µαθησιµότητα lect λέκτος lectal λεκτικός-ή-ό left dislocation αριστερή µετατόπιση left-associative αριστερή προσεταιριστική γραµµατική left-branching αριστερή διακλάδωση left-linear αριστερή γραµµική γραµµατική lemma λήµµα (το) length µήκος (το), µακρότητα lenis ασθενής-ής-ές lenition εξασθένιση level επίπεδο (το), επίπεδος-η-ο, σχηµατίζοµαι αναλογικά levelling αναλογικός σχηµατισµός (ο) level-skipping παράλειψη επιπέδου lexeme λέξηµα (το) lexical λεξικός-ή-ό, λεξικολογικός-ή-ό lexical noun phrase λεξική ονοµατική φράση lexical NP λεξική ΟΦ lexical phonology λεξική φωνολογία lexical γλώσσα λεξικής αναπαράστασης representation language lexical-functional λεξική-λειτουργική γραµµατική lexicalist λεξικαλιστικός-ή-ό lexicalize λεξικοποιώ lexicography λεξικογραφία lexicology λεξικολογία lexicon λεξικό (το), λεξικολόγιο (το) lexicostatistics λεξικοστατιστική lexis λέξις LF Λ LFG ΛΛΓ liaison λιεζόν (liaison), συνεκφώνηση, υφέν (το), συνεκφορά license εξουσιοδοτώ, νοµιµοποιώ 524

15 licenser εξουσιοδότης (ο), νοµιµοποιητής (ο) licensing εξουσιοδότηση, νοµιµοποίηση light syllable ελαφριά συλλαβή line γραµµή linear γραµµικός-ή-ό linear γραµµική γραµµατική linear phonology γραµµική φωνολογία linear precedence κανόνας γραµµικής προτεραιότητας (ο) rule linear prediction γραµµική πρόβλεψη linearity γραµµικότητα lingua franca λίνγκουα φράνκα (lingua franca), γλώσσα διαµεσολάβησης lingual γλωσσικός-η-ο (όργανο) linguist γλωσσολόγος (ο) linguistic γλωσσικός-ή-ό, γλωσσολογικός-ή-ό linguistic γλωσσολογική ανθρωπολογία anthropology linguistic atlas γλωσσικός άτλας (ο) linguistic γλωσσική αιτιοκρατία determinism linguistic γλωσσικό περιβάλλον (το) environment linguistic γλωσσολογική γεωγραφία geography linguistic ιστοριογραφία της γλωσσολογίας historiography linguistic philosophy γλωσσολογική φιλοσοφία linguistic relativity γλωσσική σχετικότητα linguistically significant generalization γλωσσολογικά σηµαντική γενίκευση γλωσσολογία linguo- γλωσσοlinkage σύνδεση linked συνδεδεµένος-η-ο linking σύνδεση linking συνδετικός-ή-ό liquid υγρός-η-ο little pro µικρό pro (το) l-marking λεξικός χαρακτηρισµός (ο) loan δάνειο (το), δάνειος-α-ο loc τοπ local τοπικός-ή-ό localism τοπικισµός (ο) localist τοπικιστής (ο) localistic τοπικιστικός-ή-ό locality τοπικότητα, τόπος (ο) θέση, τοποθεσία location στάση locative τοπικός-ή-ό locus φασµατικός τόπος (ο) locutionary λεκτικός-ή-ό, εκφωνητικός-ή-ό logical form (LF) λογική δοµή logocentric λογοκεντρικός-ή-ό logocentrism λογοκεντρισµός (ο) logophoric λογοφορικός-ή-ό London School Σχολή του Λονδίνου long (sound) µακρός-ά-ό (φθόγγος) longitudinal διαχρονικό/ή δείγµα/µελέτη (το/η), διαµήκης-ης-ες loopback ανακύκλωση loss (of language) απώλεια (γλώσσας) loudness ακουστότητα low χαµηλός-ή-ό lower category κατώτερη κατηγορία lowering χαµήλωση loyalty (language) αφοσίωση (γλωσσική) LP rule κανόνας ΓΠ ludic λογοπαικτικός-ή-ό ludling λογοπαίγνιο (το) macrolinguistic µακρογλωσσολογικός-ή-ό, µακρογλωσσικός-ή-ό macro µακρογλωσσολογία macro-phylum µακρόφυλο (το) main κύριος-α-ο, ανεξάρτητος-η-ο maintenance διατήρηση major κύριος-α-ο, µείζων-ων-ον major class feature χαρακτηριστικό κύριας τάξης (το) mandibular setting γναθιαία ρύθµιση manifest εκδηλώνοµαι manifestation εκδήλωση manner τροπικός-ή-ό, τρόπος (ο) manner of τρόπος άρθρωσης (ο) articulation map αντιστοιχίζω, απεικονίζω mapped αντιστοιχισµένος-η-ο, απεικονισµένος-η-ο mapping αντιστοίχιση, απεικόνιση marginal auxiliary περιθωριακό βοηθητικό ρήµα (το) margins περιθώρια (τα) marked χαρακτηρισµένος-η-ο, µαρκαρισµένος-η-ο markedness χαρακτηρισµός (ο) marker δείκτης (ο) marking χαρακτηρισµός (ο), µαρκάρισµα (το) Markov process διεργασία Μαρκόφ (Markov) mass µετρήσιµος-η-ο, µαζικός-ή-ό matched guise εναρµονισµένη µεταµφίεση matching ισοτίµηση, αντιστοίχιση mathematical µαθηµατική γλωσσολογία matrix στηλοειδής δεσµίδα, µήτρα, πίνακας (ο), µητρώο (το), υποδοχή maxims of αξιώµατα της συνοµιλίας (τα) conversation m-command µέγιστη δοµική επιβολή MDP ΑΕΑ 525

16 mean length of µέσο µήκος εκφωνήµατος (το) utterance (MLU) meaning σηµασία meaning-changing / -preserving µεταβολή / διατήρηση της σηµασίας meaningful πλήρης-ης-ες σηµασίας medial µεσαίος-α-ο medium µέσο (το) mellow ήπιος-α-ο melodic tier µελωδικός άξονας (ο) mentalese νοητική γλώσσα mentalism νοησιαρχία mentalistic νοησιαρχικός-ή-ό merge συγχωνεύω συγχώνευση merge συγχωνεύω merger συγχώνευση meronym µερώνυµο (το) meronymy µερωνυµία mesolect µεσόλεκτος mesolectal µεσολεκτικός-ή-ό metadiscourse µεταλόγος (ο) meta µεταγραµµατική metalanguage µεταγλώσσα metalinguistic µεταγλωσσικός-ή-ό meta µεταγλωσσολογία metanalysis µετανάλυση metaphony µεταφωνία metaphor µεταφορά metarule µετακανόνας (ο) metathesis µετάθεση (1) metonym µετώνυµο (το) metonymy µετωνυµία metric µέτρηση metrical µετρικός-ή-ό metrical grid µετρικό πλέγµα (το) metrical phonology µετρική φωνολογία metrics µετρική microlinguistic µικρογλωσσολογικός-ή-ό, µικρογλωσσικός-ή-ό micro µικρογλωσσολογία mid µέσος-η-ο minimal ελάχιστος-η-ο minimal free form ελάχιστος ελεύθερος τύπος (ο), ελάχιστη ελέυθερη µορφή minimal link συνθήκη της ελάχιστης σύνδεσης condition minimal pair ελάχιστο ζεύγος (το) minimal pair test κριτήριο / τεστ του ελάχιστου ζεύγους (το) minimal-distance αρχή της ελάχιστης απόστασης principle minimalist µινιµαλιστικό πρόγραµµα (το) program(me) minimality ελαχιστότητα minor ελάσσων-ελάσσων-έλασον, ελάχιστος-η-ο minority language µειονοτική γλώσσα misderivation εσφαλµένη παραγωγή mismatch έλλειψη αντιστοιχίας mistake σφάλµα (επιτέλεσης) (το) MLU ΜΜΕ modal τροπικός-ή-ό modality τροπικότητα mode τρόπος (o) model πρότυπο (το), µοντέλο (το) model-theoretic semantics σηµασιολογία της θεωρίας του µοντέλου modification τροποποίηση modifier τροποποιητής (ο) modify τροποποιώ modular υποσυστηµικός-η-ο, στοιχειακός-η-ό τµηµατικός-ή-ό modularity υποσυστηµικότητα, τµηµατικότητα, στοιχειακότητα modulate ρυθµίζω modulation ρύθµιση module υποσύστηµα (το), τµήµα (το) mono- µονοmonogenesis µονογένεση monogenetic µονογενετικός-ή-ό monophthong µονόφθογγος (ο) monophthongizatio µονοφθογγοποίηση n monophthongize µονοφθογγοποιώ monosemy µονοσηµία monostratal µονοστρωµατικός-ή-ό monovalent µονοσθενής-ής-ές Montague γραµµατική του Μόνταγκιου (Montague) mood τρόπος (ο), έγκλιση mora µόρα moraic µοραϊκός-ή-ό morph µορφή morpheme µόρφηµα (το) morphemestructure rules/conditions κανόνες / συνθήκες της δοµής του µορφήµατος (οι) morphemic µορφηµατικός-ή-ό morphemics µορφηµατική morpho(pho)nology µορφοφωνολογία morphological µορφολογικός-ή-ό morphology µορφολογία morphophoneme µορφοφώνηµα (το) morphophonemics µορφοφωνηµατική, µορφοφωνηµική morphosyntactic µορφοσυντακτικός-ή-ό morphosyntax µορφοσύνταξη morphotactics µορφοτακτικοί περιορισµοί (οι) mot (M) προσωδιακή λέξη mother µητρικός-ή-ό, µητέρα motherese µητρική οµιλία mother-in-law γλώσσες της πεθεράς (οι) languages motor theory θεωρία κινητήρων move µετακινώ move alpha µετακινώ το άλφα move α µετακινώ το α movement µετακίνηση MP ΜΠ multidimensional scaling πολυδιάστατη κλιµάκωση 526

17 multilateral πολυπλευρικός-ή-ό multilateral πολύπλευρη αντίθεση opposition multilingual πολύγλωσσος-η-ο multilingualism πολυγλωσσία murmur µόρµυρος-η-ο mutation ετεροίωση mutual αµοιβαία κατανόηση, intelligibility αµοιβαία κατανοησιµότητα N Ο narrative αφηγηµατικός-ή-ό, αφήγηµα narrow λεπτοµερής-ής-ές, στενός-ή-ό narrowing στένωση nasal ρινικός-ή-ό, έρρινος-η-ο nasalisation ρινικοποίηση, ερρινοποίηση nasalised ρινικοποιηµένος-η-ο, ερρινοποιηµένος-η-ο nasality ρινικότητα, ερρινότητα native-speaker φυσικός οµιλητής (ο) natural gender φυσικό γένος (το) natural generative φυσική γενετική φωνολογία phonology natural kind terms όροι των φυσικών ειδών (οι) natural language επεξεργασία φυσικής γλώσσας processing natural morphology φυσική µορφολογία natural phonology φυσική φωνολογία naturalness/natural φυσικότητα / φυσική τάξη class negation άρνηση negative αρνητικός-ή-ό negative transfer αρνητική µετάβαση neo-firthian νεοφιρθιανός-ή-ό neoian νεογραµµατικός (ο) neologism νεολογισµός (o) nested εντεθιµένος-η-ο σε οµοειδή δοµή nesting ένθεση σε οµοειδή δοµή network δικτυακή γραµµατική neural network νευρωνικό δίκτυο (το) neurolinguistic νευρογλωσσολογικός-ή-ό, νευρογλωσσικός-ή-ό neuro νευρογλωσσολογία neutral ουδέτερος-η-ο neutralizable ουδετεροποιήσιµος-η-ο neutralizable ουδετεροποιήσιµη αντίθεση opposition neutralization ουδετεροποίηση neutralize ουδετεροποιώ new νέος-α-ο nexus δεσµός (ο) NLP ΕΦΓ no-crossing περιορισµός της µη διασταύρωσης (o) constraint node κόµβος (ο) noise θόρυβος (ο) NOM ONOM nominal ονοµατικός-ή-ό nominalization ονοµατικοποίηση nominative ονοµαστική nonce λεξιπλασία non-configurational µη διαγραµµατικές γλώσσες (οι) languages non-core µη πυρηνικός-ή-ό non-countable µη αριθµήσιµος-η-ο countability αριθµησιµότητα non-defining µη-περιοριστικός-ή-ό non-discrete µη ασυνεχής γραµµατική non-echo µη αντηχητικός-ή-ό non-equivalent µη ισοδύναµος-η-ο non-favourite µη ευνοούµενος-η-ο non-headed ακέφαλος-η-ο non-linear µη γραµµική φωνολογία phonology non-native varieties µη µητρικές ποικιλίες non-productive µη παραγωγικός-ή-ό nonsense χωρίς σηµασία norm νόρµα normative κανονιστικός-ή-ό notation(al) συµβολισµός (o) notational συµβολισµού (του), συµβολιστικός-ή-ό notional εννοιοκεντρικός-ή-ό noun όνοµα (το), ονοµατικός-ή-ό NP-movement µετακίνηση-οφ nuclear πυρηνικός-ή-ό nucleus πυρήνας (ο) null µηδενικός-ή-ό number αριθµός (ο) numeration αρίθµηση object αντικείµενο (το) object language γλώσσα-αντικείµενο objective αντικειµενικός-ή-ό obligatory υποχρεωτικός-ή-ό obligatory contour principle (OCP) αρχή του υποχρεωτικού περιγράµµατος, αρχή του υποχρεωτικού περίγυρου oblique πλάγιος-α-ο observational παρατηρητική επάρκεια adequacy obsolescence απαρχαίωση obsolete απαρχαιωµένος-η-ο obstruent φρακτικός-ή-ό obviative απώτερο πρόσωπο (το), ετεροαναφορικός-ή-ό occlusion πλήρες κλείσιµο (το) occlusive πλήρως κλειστός-ή-ό OCP ΑΥΠ oesophageal οισοφαγικός-ή-ό off-/on-glide καθοδικό/ανοδικό ηµίφωνο (το) offset έκβαση onomasiology ονοµασιολογία onomastics ονοµατική onset έµβαση ontogenesis οντογένεση ontogenetic οντογενετικός-ή-ό ontogeny οντογένεση opacity αδιαφάνεια opaque αδιαφανής-ής-ές open ανοικτός-ή-ό 527

18 operator τελεστής (ο) opposition αντίθεση optative ευκτική optimality theory θεωρία του βελτίστου optional προαιρετικός-ή-ό oral στοµατικός-ή-ό, προφορικός-ή-ό order σειρά, διάταξη ordered διατεταγµένος-η-ο ordering διάταξη ordinal τακτικό αριθµητικό (το) other-repair ετεροδιόρθωση output εξαγόµενο (το) overcorrection υπερδιόρθωση overextension υπερεπέκταση, επέκταση overgeneralization υπεργενίκευση overgenerate υπεργεννώ overgeneration υπεργένεση overlap επικαλύπτω, επικαλύπτοµαι overlapping επικαλυπτόµενος-η-ο overlapping επικάλυψη overt εµφανής-ής-ές overtone ταλάντωση ανωτέρας αρµονικής palatal ουρανικός-ή-ό palatal(ization) ουρανικός-ή-ό palatalization ουρανικοποίηση, ουράνωση palate ουρανίσκος (ο) palato-alveolar ουρανοφατνιακός-ή-ό palatogram ουρανισκόγραµµα (το), παλατογράφηµα (το) palatography ουρανισκογραφία, παλατογραφία pandialectal πανδιαλεκτικός-ή-ό panlectal πανλεκτικός-ή-ό paradigm παράδειγµα (το) paradigmatic παραδειγµατικός-ή-ό paradox παράδοξο (το) paragrammatism παραγραµµατισµός (ο) paralanguage παραγλώσσα paralinguistic παραγλωσσικός-ή-ό parallel distributed processing παράλληλη κατανεµηµένη επεξεργασία parameter παράµετρος parametric παραµετρικός-ή-ό parametric παραµετρική φωνητική phonetics paraphrase παράφραση parasite vowel παρασιτικό φωνήεν (το) parasitic gap παρασιτικό κενό (το) paratactic παρατακτικός-ή-ό parataxis παράταξη paratone µουσικός παρατόνος (o) parole παρόλ (parole), οµιλία paronym παρώνυµο (το) paronymy παρωνυµία parse συντακτική ανάλυση parser συντακτικός αναλυτής (ο) parsing συντακτική ανάλυση part Μ part of speech µέρος του λόγου (το) participant role ρόλος του συµµετέχοντος (ο) participial µετοχικός-ή-ό participle µετοχή particle µόριο (το) particle phonology µοριακή φωνολογία, φωνολογία των µορίων partitive επιµεριστικός-ή-ό passive παθητικός-ή-ό passive vocabulary παθητικό λεξιλόγιο (το) passivization παθητικοποίηση passivize παθητικοποιώ past anterior προγενέστερος παρελθοντικός (ο) past definite οριστικός παρελθοντικός (ο) past historic ιστορικός παρελθοντικός (ο) past perfect υπερσυντέλικος (ο), συντελεσµένος παρελθοντικός (ο) past tense παρελθοντικός χρόνος (ο) path µονοπάτι (το) patient πάσχων (ο) pattern σχήµα (το) paucal ολιγοµερής-ής-ές pause παύση PCF ΦΣΤ peak κορυφή κύµατος pedagogical παιδαγωγική γλωσσολογία pejoration υποτίµηση percentage symbol σύµβολο τοις εκατό (%) (%) perception αντίληψη perceptual αντιληπτικός-ή-ό percolate διαπηδώ percolation διαπήδηση, µεταπήδηση perf Συντ, Συν perfect συντελεσµένος-η-ο perfect grid τέλειο µετρικό πλέγµα (το) perfective συνοπτικός-ή-ό performance γλωσσική πλήρωση, γλωσσική επιτέλεση, ε ξάσκηση παραγωγής φθόγγων performative επιτελεστικός-ή-ό period περίοδος periodic περιοδικός-ή-ό periodicity περιοδικότητα peripheral περιφερειακός-ή-ό periphery περιφέρεια periphrasis περίφραση periphrastic περιφραστικός-ή-ό perlocutionary διαλεκτικός-ή-ό permutation συνδυασµός (ο), εναλλαγή perseveration παραδροµή εµµονής person πρόσωπο (το) personal προσωπικός-ή-ό PF Φ phantom segment τεµάχιο-φάντασµα (το) pharyngeal φαρυγγικός-ή-ό pharyngealization φαρυγγικοποίηση pharyngealize φαρυγγικοποιώ pharynx φάρυγγας (ο) 528

19 phase φάση phatic communion φατική (επι)κοινωνία, επαφική (επι)κοινωνία philologist φιλόλογος (ο) philology φιλολογία philosophical φιλοσοφική γλωσσολογία philosophical φιλοσοφική σηµασιολογία semantics phon(a)estheme φωναίσθηµα (το) phon(a)esthesia φωναισθησία phon(a)esthetics φωναισθητική phonation φώνηση phone φώνος (ο) phonematic unit φωνηµατική µονάδα phoneme φώνηµα (το) phonemic φωνηµικός-ή-ό, φωνηµατικός-ή-ό φωνηµατική phonemics φωνηµική phonetic φωνητικός-ή-ό phonetic form φωνητική δοµή phonetic setting φωνητική ρύθµιση phonetically φωνητικά σταθερός τύπος (ο) consistent form phonetician φωνητικός (ο) phonetics φωνητική phonic substance φωνητική υπόσταση phonological φωνολογικός-ή-ό phonological space φωνολογικός χώρος (ο) phonologist φωνολόγος (ο) phonologization φωνηµικοποίηση phonologize φωνηµικοποιώ phonology φωνολογία phonostylistics φωνοϋφολογία phonotactics φωνοτακτικοί Περιορισµοί (οι) phrasal φραστικός-ή-ό phrasal verb φραστικό ρήµα (το), περιφραστικό ρήµα (το) phrase φράση phrase-marker φραστικός δείκτης (ο) phrase-structure γραµµατική της φραστικής δοµής (PS) phylogenesis φυλογένεση phylogenetic φυλογενετικός-ή-ό phylogeny φυλογένεση phylum φύλο (το) pidgin πίτζιν (pidgin) pidginize πιτζινοποιώ pied piping συνέλκυση pitch τονικό ύψος (το) pivot αξονική place (of τόπος (άρθρωσης) (ο) articulation) plain µη µετριασµένος-η-ο planar πεδιακός-ή-ό plane πεδίο (το) planning σχεδιασµός (ο), προγραµµατισµός (ο) plateauing υψιπέδωση pleonastic pronoun πλεοναστική αντωνυµία plereme πλήρηµα (το) pleremic πληρηµικός-ή-ό plosion έκκρουση, εξώθηση plosive εξωθητικό κλειστό (το) pluperfect υπερσυντέλικος (ο) plurisegmental πολυτεµαχιακός-ή-ό plus juncture θετική άρµοση PM Φ pneumotachograph πνευµονοταχογράφος (o) poetics ποιητική polarity πολικότητα politeness φαινόµενα ευγένειας (τα) phenomena poly- πολύpolygenesis πολυγένεση polylectal πολυλεκτικός-ή-ό polysemia πολυσηµία polysemic πολυσηµικός-ή-ό polysemy πολυσηµία polysemοus πολύσηµος-η-ο polysyllabic πολυσυλλαβικός-ή-ό polysyllable πολυσύλλαβος-η-ο polysynthetic πολυσυνθετικός-ή-ό polysystemic πολυσυστηµικός-ή-ό polysystemicism πολυσυστηµισµός (ο) popular etymology λαϊκή ετυµολογία, παρετυµολογία Port Royal Πόρ Ρουαγιάλ (Port Royal) portmanteau πορµαντό (portmanteau) (στοιχείο) (το) position θέση positional θέσης (της) positional mobility κινητικότητα θέσης positive καταφατικός-ή-ό, θετικός-ή-ό possession κτήση possessive pronoun κτητικός-ή-ό possible worlds semantics post- µεταpost-alveolar ουρανοφατνιακός-ή-ό post-aspiration µεταδάσυνση σηµασιολογία των δυνατών κόσµων post-creole µετακρεολικό συνεχές (το) continuum post-cyclic µετακυκλικός-ή-ό post-determiner µεταπροσδιοριστής (ο) post-lexical µεταλεξικός-ή-ό postmodification µετατροποποίηση postmodify µετατροποποιώ postpose µετα-θέτω postposition µετά-θεση post-structuralism µεταδοµισµός, µεταστρουκτουραλισµός (ο) postulates αιτήµατα (τα), αξιώµατα (τα) potential pause πιθανή παύση power ισχύς powerful ισχυρός-ή-ό pr, prep Προθ pragma πραγµατολογική γλωσσολογία pragmatics πραγµατολογία Prague School Σχολή της Πράγας pre- προprecede προηγούµαι 529

20 precedence προηγείσθαι (το), προτεραιότητα predeterminer προπροσδιοριστής (ο) predicate κατηγόρηµα (το), προτασιακός-ή-ό predication κατηγόρηση predication theory θεωρία της κατηγόρησης predicative κατηγορηµατικός-ή-ό predicator κατηγορητής (ο) prefabricated προκατασκευασµένη γλώσσα language prefix πρόθηµα (το) prefixation προθηµατοποίηση prefixing προθηµατικός-ή-ό, προθηµατοποίηση prehodiernal προπαροντικός-ή-ό pre-lexical προλεξικός-ή-ό prelinguistic προγλωσσικός-ή-ό, προγλωσσολογικός-ή-ό pre προγλωσσολογία premodification προτροποποίηση premodifier προτροποποιητής (ο) premodify προτροποποιώ preparatory προπαρασκευαστικές συνθήκες (οι) conditions preparatory it προληπτικό it (το) prepose προθέτω preposition πρόθεση prepositional προθετικός-ή-ό prerequisites προαπαιτούµενα (τα) prescriptive ρυθµιστικός-ή-ό prescriptivism ρυθµιστικισµός (ο) prescriptivist ρυθµιστικιστικός-ή-ό prespecification προχαρακτηρισµός (ο) prespecify προχαρακτηρίζω pressure πίεση presuppose προϋποθέτω presupposition προϋπόθεση prevarication προσποίηση primary articulation πρωτεύουσα άρθρωση prime αρχέτυπο (το) primitive αρχέτυπος-η-ο, αρχετυπικός-ή-ό principal parts πρωταρχικά µέρη (τα) principles αρχές (οι) privative στερητικός-ή-ό privative opposition στερητική αντίθεση privativity στερητικότητα privilege of προνόµιο εµφάνισης (το) occurrence PRO µεγάλο PRO (το) pro µικρό pro (το) procedural διαδικασιακή γραµµατική procedural διαδικασιακή σηµασιολογία semantics procedure διαδικασία process διεργασία processing επεξεργασία proclitic προκλιτικός-ή-ό pro-constituent αντωνυµικό συστατικό (το) procrastinate αρχή της αναβολής (της) pro-drop προ ντροπ (pro-drop), απόρριψη του pro, παράλειψη του εµφανούς υποκειµένου production παραγωγή productive παραγωγικός-ή-ό productivity παραγωγικότητα pro-form αντωνυµικός τύπος (o) progressive προοδευτικός-ή-ό, διαρκής-ής-ές προκαταβολικός-ή-ό project προβάλλω projection προβολή prominence εξοχότητα prominent έξοχος-η-ο promotion αναβάθµιση pronominal αντωνυµικός-ή-ό pronominalization αντωνυµικοποίηση pronominalize αντωνυµικοποιώ pronoun αντωνυµία, αντωνυµικό στοιχείο (το) prop υποστήριγµα (το) proper κατάλληλος-η-ο proper κύριος-α-ο proportional αναλογικός-ή-ό proportional αναλογική αντίθεση opposition proposition λογική πρόταση proposition(al) λογικοπροτασιακός-ή-ό proscriptive απαγορευτικός-ή-ό prosodeme προσώδηµα (το) prosodic προσωδιακός-ή-ό prosodic feature προσωδιακό χαρακτηριστικό (το) prosodic phonology προσωδιακή φωνολογία prosody προσωδία protasis υπόθεση prothesis πρόθεση prothetic προθετικός-ή-ό proto- πρωτοprototype πρωτότυπος (ο) proxemics σηµειολογία της απόστασης pseudo-cleft ψευδο-δίπτυχη πρόταση sentence pseudo-intransitive ψευδο-αµετάβατος-η-ο pseudo-passive ψευδο-παθητική pseudo-procedure ψευδο-διαδικασία psycholexicology ψυχολεξικολογία psycho ψυχογλωσσολογία pulmonic πνευµονικός-ή-ό punctual(ity) στιγµιαίος-α-ο punctuality στιγµιότητα pure vowel αµιγές φωνήεν (το), µονοφώνηµα (το) purism καθαρολογία purist καθαρολόγος (ο), καθαρολογικός-ή-ό push chain αλυσίδα πίεσης Q Ερωτ Q Ποσοδ qualia structure δοµή ιδιοτήτων qualification προσδιορισµός (ο) qualifier προσδιορισµός (ο) qualify προσδιορίζω 530

Ευρετήριο αντιστοίχηση ελληνικών και αγγλικών όρων

Ευρετήριο αντιστοίχηση ελληνικών και αγγλικών όρων Ευρετήριο αντιστοίχηση ελληνικών και αγγλικών όρων Ελληνικά A αλυσίδα αναφορά - δεσμευμένη - εξαντλητική - μερική αναφορικά στοιχεία αναφορικέ προτάσει - μη περιοριστικέ - περιοριστικέ Ανιχνευτή ανοιχτή

Διαβάστε περισσότερα

Ευρετήριο αντιστοίχησης ελληνικών και αγγλικών όρων (Αννα Ρούσσου, Πανεπιστήμιο Πατρών)

Ευρετήριο αντιστοίχησης ελληνικών και αγγλικών όρων (Αννα Ρούσσου, Πανεπιστήμιο Πατρών) Ευρετήριο αντιστοίχησης ελληνικών και αγγλικών όρων (Αννα Ρούσσου, Πανεπιστήμιο Πατρών) Ελληνικά A αλυσίδα αναφορά - δεσμευμένη - εξαντλητική - μερική αναφορικά στοιχεία αναφορικές προτάσεις - μη περιοριστικές

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Γραμματική της Νέας Ελληνικής

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Γραμματική της Νέας Ελληνικής ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ (1) ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΚΩΔΙΚΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΦΥ6755 ΕΞΑΜΗΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤ ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Γραμματική της Νέας Ελληνικής ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

PROBLEMS IN TRANSLATING LINGUISTICS TERMS FROM ENGLISH INTO GREEK George J. Xydopoulos

PROBLEMS IN TRANSLATING LINGUISTICS TERMS FROM ENGLISH INTO GREEK George J. Xydopoulos ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ Γιώργος Ι. Ξυδόπουλος Στην εργασία αυτή εξετάζω μια σειρά προβλημάτων τα οποία σχετίζονται με την απόδοση των σύγχρονων

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ48 / Ελληνική Γλώσσα και Γλωσσολογία

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ48 / Ελληνική Γλώσσα και Γλωσσολογία Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ48 / Ελληνική Γλώσσα και Γλωσσολογία Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ48 Ελληνική

Διαβάστε περισσότερα

Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε

Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε επίσης ότι η ομοιότητα βασικών λέξεων οδήγησε στην

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ Ενότητα 4: Χαρακτηριστικά της Ομιλίας Φωνητική και Φωνολογία (2ο Μέρος) Οκαλίδου Αρετή Τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (Δ.Π.Μ.Σ.)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (Δ.Π.Μ.Σ.) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (Δ.Π.Μ.Σ.) «Διερμηνεία και Μετάφραση» Tων Τμημάτων: Φιλολογίας, Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Γαλλικής Γλώσσας και

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΩ ΙΚΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ : ΜΚ0907 Ι ΑΣΚΟΥΣΑ: ΠΟΛΛΑΤΟΥ ΕΛΙΖΑΝΑ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΩ ΙΚΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ : ΜΚ0907 Ι ΑΣΚΟΥΣΑ: ΠΟΛΛΑΤΟΥ ΕΛΙΖΑΝΑ MINISTRY OF NATIONAL EDUCATION AND RELIGIOUS AFFAIRS MANAGING AUTHORITY OF THE OPERATIONAL PROGRAMME EDUCATION AND INITIAL VOCATIONAL TRAINING EUROPEAN COMMUNITY Co financing European Social Fund (E.S.F.)

Διαβάστε περισσότερα

Σταυρούλα Τσιπλάκου Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου stavroula.tsiplakou@ouc.ac.

Σταυρούλα Τσιπλάκου Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου stavroula.tsiplakou@ouc.ac. Σταυρούλα Τσιπλάκου Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου stavroula.tsiplakou@ouc.ac.cy 2 ο Π α γ κ ύ π ρ ι ο Σ υ ν έ δ ρ ι ο, 29 Ν ο ε μ β ρ ί ο υ 2 0 1 4,

Διαβάστε περισσότερα

H γλώσσα θεωρείται ιδιαίτερο σύστηµα,

H γλώσσα θεωρείται ιδιαίτερο σύστηµα, Δοµιστική µέθοδος διδασκαλίας - Δοµιστικά Προγράµµατα Γλωσσικής Διδασκαλίας Κώστας Δ. Ντίνας Πανεπιστήµιο Δυτικής Μακεδονίας 20ός αιώνας: δοµισµός, F. de Saussure (1916) επιστηµονικό κίνηµα - το όνοµά

Διαβάστε περισσότερα

Θέµατα Μορφολογίας της Νέας Ελληνικής Ι. Κώστας Δ. Ντίνας Πανεπιστήµιο Δυτικής Μακεδονίας

Θέµατα Μορφολογίας της Νέας Ελληνικής Ι. Κώστας Δ. Ντίνας Πανεπιστήµιο Δυτικής Μακεδονίας Θέµατα Μορφολογίας της Νέας Ελληνικής Ι Κώστας Δ. Ντίνας Πανεπιστήµιο Δυτικής Μακεδονίας Η παρουσίαση επιλεγµένα θέµατα µορφολογίας της νέας ελληνικής µορφολογικά χαρακτηριστικά της ΝΕ, η λέξη στη νέα

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνικές Μείωσης Διαστάσεων. Ειδικά θέματα ψηφιακής επεξεργασίας σήματος και εικόνας Σ. Φωτόπουλος- Α. Μακεδόνας

Τεχνικές Μείωσης Διαστάσεων. Ειδικά θέματα ψηφιακής επεξεργασίας σήματος και εικόνας Σ. Φωτόπουλος- Α. Μακεδόνας Τεχνικές Μείωσης Διαστάσεων Ειδικά θέματα ψηφιακής επεξεργασίας σήματος και εικόνας Σ. Φωτόπουλος- Α. Μακεδόνας 1 Εισαγωγή Το μεγαλύτερο μέρος των δεδομένων που καλούμαστε να επεξεργαστούμε είναι πολυδιάστατα.

Διαβάστε περισσότερα

Μοντέλα γλωσσικής επεξεργασίας: σύνταξη

Μοντέλα γλωσσικής επεξεργασίας: σύνταξη Μοντέλα γλωσσικής επεξεργασίας: σύνταξη Μάθημα: Εισαγωγή στις επιστήμες λόγου και ακοής Ιωάννα Τάλλη, Ph.D. Σύνταξη Είναι ο τομέας της γλώσσας που μελετά τη δομή των προτάσεων, δηλαδή ποια είναι η σειρά

Διαβάστε περισσότερα

ΦΩΝΗΤΙΚΗ-ΦΩΝΟΛΟΓΙΑ (Ι)

ΦΩΝΗΤΙΚΗ-ΦΩΝΟΛΟΓΙΑ (Ι) ΦΩΝΗΤΙΚΗ-ΦΩΝΟΛΟΓΙΑ (Ι) Βασικά σηµεία Η φωνητική µελετά τους φθόγγους Οι φθόγγοι διακρίνονται: κατά τον τόπο (διχειλικά, οδοντικά κτλ.) κατά τον τρόπο άρθρωσης (κλειστά, τριβόµενα κτλ.) Η Φωνολογία µελετά

Διαβάστε περισσότερα

Προηγµένη ιασύνδεση µε τοπεριβάλλον

Προηγµένη ιασύνδεση µε τοπεριβάλλον Προηγµένη ιασύνδεση µε τοπεριβάλλον! Επεξεργασία φυσικής γλώσσας # Κατανόηση φυσικής γλώσσας # Παραγωγή φυσικής γλώσσας! Τεχνητή όραση! Ροµποτική Κατανόηση Φυσικής Γλώσσας! Αναγνώριση οµιλίας (Speech recognition)!

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι Εισαγωγικά: τι είναι γλώσσα, τι είναι γλωσσολογία Διδάσκοντες: Επίκ. Καθ. Μαρία Λεκάκου, Λέκτορας Μαρία Μαστροπαύλου Άδειες

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ Μέσω κανόνων Πλεονεκτήματα: κέρδος χρόνου, δυνατότητα επαναλήψεων, εκμετάλλευση των γνωστικών ικανοτήτων των μαθητών, λιγότερη διδακτική προετοιμασία.

Διαβάστε περισσότερα

Summer Greek. Lesson 3. NOUNS GENDER (does not refer to fe/male) masculine feminine neuter NUMBER singular plural. NOUNS -Case.

Summer Greek. Lesson 3. NOUNS GENDER (does not refer to fe/male) masculine feminine neuter NUMBER singular plural. NOUNS -Case. A Summer Greek Lesson 3 Ω Parts of Speech NOUN- person, place, thing, quality, idea, or action ARTICLE Indefinite = a / an ; Definite = the ADJECTIVE- describes a noun (includes in/definite articles) PRONOUN-word

Διαβάστε περισσότερα

Φωνητική-Φωνολογία της Ιταλικής Γλώσσας

Φωνητική-Φωνολογία της Ιταλικής Γλώσσας Φωνητική-Φωνολογία της Ιταλικής Γλώσσας Γεώργιος Κ. Μικρός Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Κλάδοι της Φωνητικής Αρθρωτική φωνητική: Εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο συντονίζονται

Διαβάστε περισσότερα

Ήχος και φωνή. Τεχνολογία Πολυµέσων 04-1

Ήχος και φωνή. Τεχνολογία Πολυµέσων 04-1 Ήχος και φωνή Φύση του ήχου Ψηφιοποίηση µε µετασχηµατισµό Ψηφιοποίηση µε δειγµατοληψία Παλµοκωδική διαµόρφωση Αναπαράσταση µουσικής Ανάλυση και σύνθεση φωνής Μετάδοση φωνής Τεχνολογία Πολυµέσων 4-1 Φύση

Διαβάστε περισσότερα

Subject - Students love Greek.

Subject - Students love Greek. A Summer Greek 2009 Ω Parts of Speech NOUN - person, place, thing, quality, idea, or action ARTICLE Indefinite = a / an ; Definite = the ADJECTIVE - describes a noun (includes in/definite articles) VERB

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΔΟΜΕΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΔΟΜΕΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΔΟΜΕΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΙ Τα δεδομένα (data) είναι η αφαιρετική αναπαράσταση της πραγματικότητας και συνεπώς μία απλοποιημένη όψη της. Η συλλογή των ακατέργαστων δεδομένων και ο συσχετισμός

Διαβάστε περισσότερα

Summer Greek Lesson 3 - Vocabulary

Summer Greek Lesson 3 - Vocabulary A Summer Greek 2006 Ω ἀδελφή, ἡ ἀλήθεια, ἡ βασιλεία, ἡ δόξα, ἡ ἐκκλησία, ἡ ἔχω ζωή, ἡ ἡμέρα, ἡ θάλασσα, ἡ καρδία, ἡ φωνή, ἡ ὥρα, ἡ Parts of Speech NOUN - person, place, thing, quality, idea, or action

Διαβάστε περισσότερα

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΑ - SEMANTICS

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΑ - SEMANTICS ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΑ - SEMANTICS Χρηματοδότηση Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό έχει αναπτυχθεί στα πλαίσια του εκπαιδευτικού έργου του διδάσκοντα. Το έργο «Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο Ιόνιο

Διαβάστε περισσότερα

Μουσικοκινητική Αγωγή

Μουσικοκινητική Αγωγή Μουσικοκινητική Αγωγή Τι είναι η Μουσικοκινητική Αγωγή Αρχές της Μουσικοκινητικής Αγωγής (Carl Orff) Παιδαγωγικές βάσεις της Μουσικοκινητικής Αγωγής Ποιοι οι στόχοι της Μουσικοκινητικής Αγωγής Αυτοσχεδιασμός

Διαβάστε περισσότερα

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία 5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία Στόχοι της γλωσσολογίας Σύμφωνα με τον Saussure, βασικός στόχος της γλωσσολογίας είναι να περιγράψει τις γλωσσικές δομές κάθε γλώσσας με στόχο να διατυπώσει θεωρητικές αρχές

Διαβάστε περισσότερα

Γλωσσική Τεχνολογία. Μάθημα 3 ο : Βασικές Γλωσσολογικές Έννοιες Ι: Μορφολογία. Βασιλική Σιμάκη

Γλωσσική Τεχνολογία. Μάθημα 3 ο : Βασικές Γλωσσολογικές Έννοιες Ι: Μορφολογία. Βασιλική Σιμάκη 1 Γλωσσική Τεχνολογία Μάθημα 3 ο : Βασικές Γλωσσολογικές Έννοιες Ι: Μορφολογία 2 Επεξεργασία Φυσικής Γλώσσας Κυρίως γραπτή γλώσσα, κύριος στόχος η δημιουργία υπολογιστικών μοντέλων γλωσσολογικών θεωριών

Διαβάστε περισσότερα

Kλειδιά της Ελληνικής Γραμματικής. Keys to Greek Grammar

Kλειδιά της Ελληνικής Γραμματικής. Keys to Greek Grammar Kλειδιά της Ελληνικής Γραμματικής Keys to Greek Grammar Ε.ΔΙΑ.Μ.ΜΕ., Ρέθυμνο 2003 Πανεπιστήμιο Κρήτης Παιδαγωγικό Τμήμα Δ.Ε. Εργαστήριο Διαπολιτισμικών και Μεταναστευτικών Μελετών (Ε.ΔΙΑ.Μ.ΜΕ.) Πανεπιστημιούπολη

Διαβάστε περισσότερα

PRAGMATIQUE ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Αγγελική Αλεξοπούλου

PRAGMATIQUE ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Αγγελική Αλεξοπούλου PRAGMATIQUE ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ Αγγελική Αλεξοπούλου ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ 1) Γενικές αρχές 2) Δείξη 3) Η θεωρία των λεκτικών πράξεων 4) Η θεωρία των υπονοημάτων 5) Τα αξιώματα και η αρχή της συνεργασίας 6) Προϋπόθεση

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχογλωσσολογικά ευρήματα για τους κλινικούς δείκτες πρώιμης διάγνωσης στην Ειδική Γλωσσική Διαταραχή

Ψυχογλωσσολογικά ευρήματα για τους κλινικούς δείκτες πρώιμης διάγνωσης στην Ειδική Γλωσσική Διαταραχή Ψυχογλωσσολογικά ευρήματα για τους κλινικούς δείκτες πρώιμης διάγνωσης στην Ειδική Γλωσσική Διαταραχή Σπυριδούλα Βαρλοκώστα Πανεπιστήμιο Αθηνών Ημερίδα «Γλωσσικές διαταραχές στα παιδιά και τους εφήβους:

Διαβάστε περισσότερα

Glossary of Grammar Terms

Glossary of Grammar Terms Glossary of Grammar Terms Accusative case (Αιτιατική πτώση): a case form of nominals. Nominals are morphologically marked for the accusative case when they are complements of verbs and prepositions and

Διαβάστε περισσότερα

µια λειτουργική προσέγγιση στην απεικόνιση του χάρτη σηµασιολογία και και σύνταξη των των χαρτογραφικών σηµάτων

µια λειτουργική προσέγγιση στην απεικόνιση του χάρτη σηµασιολογία και και σύνταξη των των χαρτογραφικών σηµάτων µια λειτουργική προσέγγιση στην απεικόνιση του χάρτη σηµασιολογία και και σύνταξη των των χαρτογραφικών σηµάτων όχηµα-σήµα Σε «λειτουργικό» επίπεδο ανάλυσης, τα σήµατα του χάρτη λειτουργούν ως µεσολαβητής

Διαβάστε περισσότερα

Συγκριτική Σύνταξη. Γλωσσικές Διαταραχές. Αρχόντω Τερζή

Συγκριτική Σύνταξη. Γλωσσικές Διαταραχές. Αρχόντω Τερζή Συγκριτική Σύνταξη και και Γλωσσικές Διαταραχές Αρχόντω Τερζή ΑΡΧΟΝΤΩ ΤΕΡΖΗ Καθηγήτρια Γλωσσολογίας Τμήμα Λογοθεραπείας Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Δυτικής Ελλάδας, Πάτρα Συγκριτική Σύνταξη και Γλωσσικές

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστήριο Αρχαιομάθειας. Κείμενο. Κατάλογος φαινομένων. Περιεχόμενα. [Διδασκαλία - Εκπαίδευση] Ηλεκτρονικές Ασκήσεις

Εργαστήριο Αρχαιομάθειας. Κείμενο. Κατάλογος φαινομένων. Περιεχόμενα. [Διδασκαλία - Εκπαίδευση] Ηλεκτρονικές Ασκήσεις [Διδασκαλία - Εκπαίδευση] Εργαστήριο Αρχαιομάθειας Ηλεκτρονικές Ασκήσεις Κατάλογος φαινομένων Περιεχόμενα - Κείμενο - Γραμματική - Συντακτικό - Λεξιλογικά - Ερμηνευτικά - Μεταφραστικά Κείμενο ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ,

Διαβάστε περισσότερα

Διπλωματική Εργασία: «Συγκριτική Μελέτη Μηχανισμών Εκτίμησης Ελλιπούς Πληροφορίας σε Ασύρματα Δίκτυα Αισθητήρων»

Διπλωματική Εργασία: «Συγκριτική Μελέτη Μηχανισμών Εκτίμησης Ελλιπούς Πληροφορίας σε Ασύρματα Δίκτυα Αισθητήρων» Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Διπλωματική Εργασία: «Συγκριτική Μελέτη Μηχανισμών Εκτίμησης Ελλιπούς Πληροφορίας σε Ασύρματα Δίκτυα Αισθητήρων» Αργυροπούλου Αιμιλία

Διαβάστε περισσότερα

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ: ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ (FORMAL SYNTAX)

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ: ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ (FORMAL SYNTAX) ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ: ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ (FORMAL SYNTAX) Χρηματοδότηση Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό έχει αναπτυχθεί στα πλαίσια του εκπαιδευτικού έργου του διδάσκοντα. Το έργο «Ανοικτά Ακαδημαϊκά

Διαβάστε περισσότερα

LECTURE 2 CONTEXT FREE GRAMMARS CONTENTS

LECTURE 2 CONTEXT FREE GRAMMARS CONTENTS LECTURE 2 CONTEXT FREE GRAMMARS CONTENTS 1. Developing a grammar fragment...1 2. A formalism that is too strong and too weak at the same time...3 3. References...4 1. Developing a grammar fragment The

Διαβάστε περισσότερα

5. Γενικά συμπεράσματα σχόλια ανοικτά ερωτήματα

5. Γενικά συμπεράσματα σχόλια ανοικτά ερωτήματα 5. Γενικά συμπεράσματα σχόλια ανοικτά ερωτήματα Το θέμα της προτασικής δομής και της σειράς των όρων στη γερμανική γλώσσα αποτελεί ένα ιδιαίτερα ευρύ και πολυδιάστατο αντικείμενο έρευνας, στο οποίο εμπλέκονται

Διαβάστε περισσότερα

403 3. Μορφολογία ουσιαστικών στη γενική ενικού 3.1 134 3.2 135 3.3 136 3.4 137 3.5 138 3.6 139 3.7 140 3.8 141 3.9 142 4. Μορφολογία ουσιαστικών στη γενική ενικού 4.1 143 4.2 144 4.3 145 4.4 146 4.5 147

Διαβάστε περισσότερα

Ανάπτυξη γλωσσικών δεξιοτήτων στο νηπιαγωγείο: Διδακτικές προσεγγίσεις του προφορικού λόγου ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ

Ανάπτυξη γλωσσικών δεξιοτήτων στο νηπιαγωγείο: Διδακτικές προσεγγίσεις του προφορικού λόγου ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ Ανάπτυξη γλωσσικών δεξιοτήτων στο νηπιαγωγείο: Διδακτικές προσεγγίσεις του προφορικού λόγου ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ 1. Εισαγωγή: Γλωσσική ανάπτυξη και διδασκαλία Τι είναι γλωσσική ανάπτυξη: τι μαθαίνει το

Διαβάστε περισσότερα

Computing. Νοέμβριος Έκδοση 1.0

Computing. Νοέμβριος Έκδοση 1.0 Computing Νοέμβριος 2017 Έκδοση 1.0 Ενότητα Computing Αυτή η ενότητα παραθέτει τις βασικές έννοιες και δεξιότητες που σχετίζονται με την ικανότητα χρήσης υπολογιστικής σκέψης (computational thinking) και

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ. Λογική. Δημήτρης Πλεξουσάκης

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ. Λογική. Δημήτρης Πλεξουσάκης ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Λογική Δημήτρης Πλεξουσάκης 2ο μέρος σημειώσεων: Συστήματα Αποδείξεων για τον ΠΛ, Μορφολογική Παραγωγή, Κατασκευή Μοντέλων Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών Άδειες Χρήσης

Διαβάστε περισσότερα

Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές

Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές 1 Ελληνική Δημοκρατία Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ηπείρου Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές Ενότητα 8: Διακριτικά χαρακτηριστικά (distinctive features) Ζακοπούλου Βικτωρία 2 Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα

Διαβάστε περισσότερα

XADJ(unct) no Controlled adjunct, in contrast with the logical arguments of the predicate it is related to (8) Table 1. Grammatical Functions in LFG

XADJ(unct) no Controlled adjunct, in contrast with the logical arguments of the predicate it is related to (8) Table 1. Grammatical Functions in LFG LECTURE 6 Introduction to LFG 2. The f structure CONTENTS 1. F structure building blocks...1 3.1. Grammatical Functions (GFs)...1 3.2. Semantic forms...2 3.3. Other features...3 2. LFG s axioms...3 3.

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Τύποι δεδομένων και εμφάνιση στοιχείων...33

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Τύποι δεδομένων και εμφάνιση στοιχείων...33 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος του συγγραφέα... 13 Πρόλογος του καθηγητή Τιμολέοντα Σελλή... 15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Εργαλεία γλωσσών προγραμματισμού...17 1.1 Γλώσσες προγραμματισμού τρίτης γεννεάς... 18 τι είναι η γλώσσα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τομέας Νέων Ελληνικών

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τομέας Νέων Ελληνικών ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τομέας Νέων Ελληνικών ΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ Συνοχή & Συνεκτικότητα 1ο ΜΕΡΟΣ Στοιχεία Θεωρίας Α. Συνοχή Συνοχή ονομάζεται η λειτουργία του λόγου που αναφέρεται στη σύνδεση των

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι Σύνταξη Διδάσκοντες: Επίκ. Καθ. Μαρία Λεκάκου, Λέκτορας Μαρία Μαστροπαύλου Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ Ενότητα 3: Χαρακτηριστικά της Γλώσσας, Ορολογία, Κλάδοι της Γλωσσολογίας Οκαλίδου Αρετή Τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ. και ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ. και ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ και ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΚΟΠΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΑΛΛΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΕ ΠΟΙΟΥΣ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΗΓΕΣ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ 1o μάθημα: ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τί είναι Γεωπληροφορική

Διαβάστε περισσότερα

Γράφηµα (Graph) Εργαστήριο 10. Εισαγωγή

Γράφηµα (Graph) Εργαστήριο 10. Εισαγωγή Εργαστήριο 10 Γράφηµα (Graph) Εισαγωγή Στην πληροφορική γράφηµα ονοµάζεται µια δοµή δεδοµένων, που αποτελείται από ένα σύνολο κορυφών ( vertices) (ή κόµβων ( nodes» και ένα σύνολο ακµών ( edges). Ενας

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ Ενότητα 1: Επικοινωνία, Λόγος, Ομιλία (2ο Μέρος) Οκαλίδου Αρετή Τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται

Διαβάστε περισσότερα

THEODORE LALOS ENGLISH USAGE BOOSTER D CLASS PROFICIENCY

THEODORE LALOS ENGLISH USAGE BOOSTER D CLASS PROFICIENCY THEODORE LALOS ENGLISH USAGE BOOSTER D CLASS PROFICIENCY SALAMINA 2011 Πρόλογος Το βιβλίο αυτό, απευθύνεται σε μαθητές που έχουν δαμάσει τις βασικές γραμματικές γνώσεις και επιθυμούν να κάνουν ένα μικρό

Διαβάστε περισσότερα

ΦΟΡΜΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. 1) Στάση του μαθητή/τριας κατά τη διάρκεια του μαθήματος: Δεν την κατέχει. Την κατέχει μερικώς. επαρκώς

ΦΟΡΜΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. 1) Στάση του μαθητή/τριας κατά τη διάρκεια του μαθήματος: Δεν την κατέχει. Την κατέχει μερικώς. επαρκώς ΦΟΡΜΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ Όνομα μαθητή/μαθήτριας:... Ισχύουσα Διάγνωση:... Στήριξη από ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό (ψυχολόγο, λογοθεραπευτή, εργοθεραπευτή, κτλ.):... Σχολικό Έτος:... Σχολείο:.... Τάξη/Τμήμα:...

Διαβάστε περισσότερα

Στοιχεία Επιτονισμού. Μαρία Μπαλτατζάνη

Στοιχεία Επιτονισμού. Μαρία Μπαλτατζάνη Στοιχεία Επιτονισμού Μαρία Μπαλτατζάνη Α. Εμπειρικά Φαινόμενα Ο επιτονισμός κάνει τη διαφορά Σε ποια περικείμενα ταιριάζει κάθε μελωδία Α: Δεν πίνει γιατί είναι δυστυχισμένος. Β: Δεν πίνει γιατί είναι

Διαβάστε περισσότερα

Β τάξη. Κειµενικοί στόχοι Λεξικογραµµατικοί στόχοι Γραπτά µηνύµατα του περιβάλλοντος

Β τάξη. Κειµενικοί στόχοι Λεξικογραµµατικοί στόχοι Γραπτά µηνύµατα του περιβάλλοντος Β τάξη Στο δρόµο για το σχολείο Ενότητα Κειµενικοί στόχοι Λεξικογραµµατικοί στόχοι Γραπτά µηνύµατα του περιβάλλοντος Προφορικός λόγος: Απαντητική ετοιµότητα Αναδιήγηση Συζήτηση Διατύπωση γνώµης Κατάτµηση

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗΣΕΙΣ ΟΡΩΝ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙOΥΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΤΟΜΟΥΣ Α ΚΑΙ Β ΤΗΣ ΘΕ «ΔΙΑΚΡΙΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ» Ένα γράφημα αποτελείται από ένα σύνολο 94.

ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗΣΕΙΣ ΟΡΩΝ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙOΥΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΤΟΜΟΥΣ Α ΚΑΙ Β ΤΗΣ ΘΕ «ΔΙΑΚΡΙΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ» Ένα γράφημα αποτελείται από ένα σύνολο 94. ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗΣΕΙΣ ΟΡΩΝ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙOΥΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΤΟΜΟΥΣ Α ΚΑΙ Β ΤΗΣ ΘΕ «ΔΙΑΚΡΙΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ» ΤΟΜΟΣ Α ΤΟΜΟΣ Β ΑΓΓΛΙΚΗ Γράφημα, Γράφος, Ένα γράφημα αποτελείται από ένα σύνολο 94 11 κορυφών και ένα σύνολο ακμών.

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην Σηµασιολογία. Γεωπληροφορική 2004-2005 Ελένη Τοµαή

Εισαγωγή στην Σηµασιολογία. Γεωπληροφορική 2004-2005 Ελένη Τοµαή Εισαγωγή στην Σηµασιολογία Γεωπληροφορική 2004-2005 Ελένη Τοµαή Ορισµοί Εξετάζει την σηµασιολογική δοµή µιας γλώσσας Τοµέας της γραµµατικής 1. Αναλύει την σηµασία των λέξεων 2. α) Ερµηνεύει την σηµασιολογική

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχογλωσσολογία. Ενότητα 1 : Εισαγωγή στη Ψυχογλωσσολογία. Χριστίνα Μανουηλίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Φιλολογίας

Ψυχογλωσσολογία. Ενότητα 1 : Εισαγωγή στη Ψυχογλωσσολογία. Χριστίνα Μανουηλίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Φιλολογίας Ψυχογλωσσολογία Ενότητα 1 : Εισαγωγή στη Ψυχογλωσσολογία Χριστίνα Μανουηλίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Φιλολογίας Σκοποί ενότητας Εισαγωγή στον κλάδο της Ψυχογλωσσολογίας Μπιχιεβιοριστική προσέγγιση

Διαβάστε περισσότερα

Θεωρία Υπολογισμού και Πολυπλοκότητα Μαθηματικό Υπόβαθρο

Θεωρία Υπολογισμού και Πολυπλοκότητα Μαθηματικό Υπόβαθρο Θεωρία Υπολογισμού και Πολυπλοκότητα Μαθηματικό Υπόβαθρο Στην ενότητα αυτή θα μελετηθούν τα εξής επιμέρους θέματα: Σύνολα Συναρτήσεις και Σχέσεις Γραφήματα Λέξεις και Γλώσσες Αποδείξεις ΕΠΛ 211 Θεωρία

Διαβάστε περισσότερα

Πρότυπο Αναφοράς Open Systems Interconnection (OSI) Επικοινωνίες Δεδομένων Μάθημα 5 ο

Πρότυπο Αναφοράς Open Systems Interconnection (OSI) Επικοινωνίες Δεδομένων Μάθημα 5 ο Πρότυπο Αναφοράς Open Systems Interconnection (OSI) Επικοινωνίες Δεδομένων Μάθημα 5 ο Πρωτόκολλα και Αρχιτεκτονική Δικτύου Για να ανταλλάξουν δεδομένα δύο σταθμοί, εκτός από την ύπαρξη διαδρομής μεταξύ

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο Ένα Επίπεδο 1 Στόχοι και Περιεχόμενο

Κεφάλαιο Ένα Επίπεδο 1 Στόχοι και Περιεχόμενο Κεφάλαιο Ένα Επίπεδο 1 Στόχοι και Περιεχόμενο 1.1 Στόχοι Οι σπουδαστές στο Επίπεδο 1 του ICCLE είναι ικανοί να κατανοούν βασικά γλωσσικά στοιχεία που σχετίζονται με συνήθη καθημερινά θέματα. Είναι ικανοί

Διαβάστε περισσότερα

Οι διαταραχές του λόγου και τις οµιλίας στην παιδική ηλικία. Αναστασία Λαµπρινού Δεκέµβριος 2001

Οι διαταραχές του λόγου και τις οµιλίας στην παιδική ηλικία. Αναστασία Λαµπρινού Δεκέµβριος 2001 Οι διαταραχές του λόγου και τις οµιλίας στην παιδική ηλικία Αναστασία Λαµπρινού Δεκέµβριος 2001 Γλώσσα- είναι µία ταξινοµική αρχή, ένας κώδικας επικοινωνίας, ένα κοινωνικό φαινόµενο έξω από το άτοµο. Οµιλία-

Διαβάστε περισσότερα

Γιώργος Ι. Ξυδόπουλος Πανεπιστήμιο Πατρών ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ: ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΠΙΘΑΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Γιώργος Ι. Ξυδόπουλος Πανεπιστήμιο Πατρών ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ: ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΠΙΘΑΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ 740 Γιώργος Ι. Ξυδόπουλος Πανεπιστήμιο Πατρών ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ: ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΠΙΘΑΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ In this paper I discuss a series of issues concerning the translation / adaptation

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα Πρόλογος 1. Εισαγωγή 2. Τα Βασικά Μέρη ενός Προγράμματος Prolog

Περιεχόμενα Πρόλογος 1. Εισαγωγή 2. Τα Βασικά Μέρη ενός Προγράμματος Prolog Περιεχόμενα Πρόλογος... xxv 1. Εισαγωγή... 1 1.1. Ιστορική Εξέλιξη της Prolog.... 2 1.2. Προστακτικός και Δηλωτικός Προγραμματισμός.... 2 1.3. Δηλωτική και διαδικαστική έννοια ενός προγράμματος Prolog....

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΧΑΡΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΧΡΗΣΗ β. φιλιππακοπουλου 1 Αναλυτικό Πρόγραµµα 1. Εισαγωγή: Μια επιστηµονική προσέγγιση στη χαρτογραφική απεικόνιση και το χαρτογραφικό σχέδιο

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχογλωσσολογία. Ενότητα 3 : Αντίληψη προφορικού λόγου. Χριστίνα Μανουηλίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Φιλολογίας

Ψυχογλωσσολογία. Ενότητα 3 : Αντίληψη προφορικού λόγου. Χριστίνα Μανουηλίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Φιλολογίας Ψυχογλωσσολογία Ενότητα 3 : Αντίληψη προφορικού λόγου Χριστίνα Μανουηλίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Φιλολογίας Σκοποί ενότητας Αντίληψη λόγου Προσωδία Θεωρίες για την αντίληψη του λόγου Ακουστική Κινητική

Διαβάστε περισσότερα

Βασικές Δοµές Δεδοµένων. Σύντοµη επανάληψη (ΕΠΛ 035).

Βασικές Δοµές Δεδοµένων. Σύντοµη επανάληψη (ΕΠΛ 035). Βασικές Δοµές Δεδοµένων Σύντοµη επανάληψη (ΕΠΛ 035). Περίληψη Γραµµικές Δοµές Δεδοµένων Πίνακες Λίστες Στοίβες Ουρές Γράφοι Δέντρα Γραµµικές Δοµές Πίνακας (array) A[0] A[1] A[2] A[ ] A[n-1] Προκαθορισµένη

Διαβάστε περισσότερα

Στάδια Ανάπτυξης Λόγου και Οµιλίας

Στάδια Ανάπτυξης Λόγου και Οµιλίας Στάδια Ανάπτυξης Λόγου και Οµιλίας Το παιδί ξεδιπλώνει τις γλωσσικές ικανότητες του µε το χρόνο. Όλα τα παιδιά είναι διαφορετικά µεταξύ τους και το κάθε ένα έχει το δικό του ρυθµό. Τα στάδια ανάπτυξης

Διαβάστε περισσότερα

alpha Language age (3/5) alpha Language Φροντιστήριο Syntax Directed Translation and

alpha Language age (3/5) alpha Language Φροντιστήριο Syntax Directed Translation and alpha Language (1/5) ΗΥ-340 Γλώσσες και Μεταφραστές Φροντιστήριο Syntax Directed Translation and alpha Language Στην alpha δεν υπάρχει main() συνάρτηση, ο κώδικας ξεκινάει την εκτέλεση από την αρχή του

Διαβάστε περισσότερα

Υπολογίσιμες Συναρτήσεις

Υπολογίσιμες Συναρτήσεις Υπολογίσιμες Συναρτήσεις Σ Π Υ Ρ Ι Δ Ω Ν Τ Ζ Ι Μ Α Σ Δ Τ Ο Μ Ε Α Σ Τ Μ Η Μ Α Μ Α Θ Η Μ Α Τ Ι Κ Ω Ν Σ Χ Ο Λ Η Θ Ε Τ Ι Κ Ω Ν Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ω Ν Π Α Ν Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ι Ο Ι Ω Α Ν Ν Ι Ν Ω Ν Υπολογίσιμες Συναρτήσεις

Διαβάστε περισσότερα

[γála], [nisos], [cípos],[cení], [círos], [típos], [cerós], [ómos], [kalà], [cerí]

[γála], [nisos], [cípos],[cení], [círos], [típos], [cerós], [ómos], [kalà], [cerí] Οδηγίες για τις εξετάσεις ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ (ΦΦΓ01) ιδάσκων: ιονύσης Γούτσος (Α-Λ) Στις γραπτές εξετάσεις θα περιλαµβάνονται 4 υποχρεωτικά θέµατα. Στο πρώτο θέµα θα ζητηθεί ο ορισµός βασικών γλωσσολογικών

Διαβάστε περισσότερα

Ελεγχος, Αξιοπιστία και Διασφάλιση Ποιότητας Λογισµικού - Μετρικές

Ελεγχος, Αξιοπιστία και Διασφάλιση Ποιότητας Λογισµικού - Μετρικές Ελεγχος, Αξιοπιστία και Διασφάλιση Ποιότητας Λογισµικού - Μετρικές Τµήµα Διοίκησης Επιχειρήσεων Τει Δυτικής Ελλάδας Μεσολόγγι Δρ. Α. Στεφανή Διάλεξη 3 Μετρικές διαδικασίας Η λογική της βελτίωσης µιας διαδικασίας

Διαβάστε περισσότερα

Ανάπτυξη Εφαρμογών σε Προγραμματιστικό Περιβάλλον

Ανάπτυξη Εφαρμογών σε Προγραμματιστικό Περιβάλλον Ανάπτυξη Εφαρμογών σε Προγραμματιστικό Περιβάλλον ΚΕΦΑΛΑΙΑ 3 και 9 ΔΟΜΕΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ Δεδομένα αφαιρετική αναπαράσταση της πραγματικότητας και συνεπώς μία απλοποιημένη όψη της δηλαδή.

Διαβάστε περισσότερα

Κωδικοποίηση ήχου. Σύστημα ακοής MP3 / MP4 Κωδικοποίηση φωνής

Κωδικοποίηση ήχου. Σύστημα ακοής MP3 / MP4 Κωδικοποίηση φωνής Κωδικοποίηση ήχου Σύστημα ακοής MP3 / MP4 Κωδικοποίηση φωνής T. Painter and A. Spanias, Perceptual Coding of Digital Audio, Proceedings of the IEEE, pp. 451-513, April 2000. P. Noll, MPEG digital audio

Διαβάστε περισσότερα

Επαγωγικός Λογικός Προγραμματισμός και Aσαφείς Λογικές Περιγραφής

Επαγωγικός Λογικός Προγραμματισμός και Aσαφείς Λογικές Περιγραφής .. και Aσαφείς Λογικές Περιγραφής Άγγελος Χαραλαμπίδης Στασινός Κωνσταντόπουλος ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» {acharal,konstant}@iit.demokritos.gr .. Σκελετός Ομιλίας Εισαγωγή .. Ορισμός Προβλήματος Γενικότερο πλαίσιο

Διαβάστε περισσότερα

, ) 2(1968) China Academic Journal Electronic Publishing House. All rights reserved. FOREIGN LANGUAGE RESEARCH

, ) 2(1968) China Academic Journal Electronic Publishing House. All rights reserved.   FOREIGN LANGUAGE RESEARCH 2001 2 105 FOREIGN LANGUAGE RESEARCH 2001, 2 Serial 105 Jakobson : (, 471003) : Jakobson, Chvany Jakobson, Jakobson,, : ; ; ; :H0206 :A :1000-0100(2001) 02-0078 - 07 11 Jakobson, (markedness) 50,, Jakobson,

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου 0-6 μηνών 7-12 μηνών 13-18 μηνών 19-24 μηνών 2-3 ετών 3-4 ετών 4-5 ετών 5-6 ετών 6-7 ετών 0-6 μηνών Επαναλαμβάνει τους ίδιους ήχους Συχνά μουρμουρίζει, γελά και παράγει ευχάριστους

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη Γνωστική Ψυχολογία. επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

Εισαγωγή στη Γνωστική Ψυχολογία. επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου Εισαγωγή στη Γνωστική Ψυχολογία Inside the black box για µια επιστήµη του Νου Επιστροφή στο Νου Γνωστική Ψυχολογία / Γνωσιακή Επιστήµη Inside the black box για µια επιστήµη του Νου Επιστροφή στο Νου Γνωστική

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ - ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ - Τάξη Δείκτες Επιτυχίας Κατανόηση Γραπτού Λόγου Δείκτες Επάρκειας Δ Τα παιδιά 1. Τοποθετούν ένα κείμενο σε πλαίσιο (θεματικό,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΟΥΒΛΕΤΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ Μαργαρίτης Κωνσταντίνος Βακάλη

Διαβάστε περισσότερα

ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ 2015-2016 Τεχνητή Νοημοσύνη Λογικοί Πράκτορες Διδάσκων: Τσίπουρας Μάρκος Εκπαιδευτικό Υλικό: Τσίπουρας Μάρκος http://ai.uom.gr/aima/ 2 Πράκτορες βασισμένοι

Διαβάστε περισσότερα

ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΙ. Τι είναι αλγόριθμος

ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΙ. Τι είναι αλγόριθμος ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΙ Στο σηµείωµα αυτό αρχικά εξηγείται η έννοια αλγόριθµος και παραθέτονται τα σπουδαιότερα κριτήρια που πρέπει να πληρεί κάθε αλγόριθµος. Στη συνέχεια, η σπουδαιότητα των αλγορίθµων συνδυάζεται

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ. Πολυδύναµο Καλλιθέας Φεβρουάριος 2008 Αναστασία Λαµπρινού

ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ. Πολυδύναµο Καλλιθέας Φεβρουάριος 2008 Αναστασία Λαµπρινού ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ Πολυδύναµο Καλλιθέας Φεβρουάριος 2008 Αναστασία Λαµπρινού Ειδική αναπτυξιακή διαταραχή, η οποία συνδέεται µε ελλείµµατα στην έκφραση ή/και στην κατανόηση Ειδική: δυσκολία χωρίς

Διαβάστε περισσότερα

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ. Μάθημα 2 ο : Βασικές έννοιες. Γεώργιος Πετάσης. Ακαδημαϊκό Έτος:

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ. Μάθημα 2 ο : Βασικές έννοιες. Γεώργιος Πετάσης. Ακαδημαϊκό Έτος: ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Μάθημα 2 ο : Βασικές έννοιες Γεώργιος Πετάσης Ακαδημαϊκό Έτος: 2012 2013 ΤMHMA MHXANIKΩΝ Η/Υ & ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ, Πανεπιστήμιο Πατρών, 2012 2013 Γλωσσική Τεχνολογία, Μάθημα 2 ο, Βασικές

Διαβάστε περισσότερα

Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307)

Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307) ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307) Ενότητα #4: Λειτουργικός και Κριτικός Γραμματισμός Διδάσκων: Κατσαρού Ελένη ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ - ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ - Τάξη Δείκτες Επιτυχίας Κατανόηση Γραπτού Λόγου Δείκτες Επάρκειας Β Τα παιδιά 1. Τοποθετούν ένα κείμενο σε πλαίσιο (θεματικό,

Διαβάστε περισσότερα

Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε 2011-12

Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε 2011-12 Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε 2011-12 Βασικοί όροι και έννοιες- Δεύτερη # Ξένη γλώσσα Δεύτερη γλώσσα είναι οποιαδήποτε γλώσσα κατακτά ή μαθαίνει ένα άτομο

Διαβάστε περισσότερα

Contents Preliminary on Watermarking Technology Part I Signal Watermarking 2 Audio Watermarking

Contents Preliminary on Watermarking Technology Part I Signal Watermarking 2 Audio Watermarking Contents 1 Preliminary on Watermarking Technology.... 1 1.1 Overview.... 1 1.2 Fundamentals of Digital Watermarking... 2 1.3 Requirements of Digital Watermarking.... 3 1.3.1 Robustness of Digital Watermarking....

Διαβάστε περισσότερα

Ψηφιακή Επεξεργασία Σηµμάτων

Ψηφιακή Επεξεργασία Σηµμάτων Ψηφιακή Επεξεργασία Σηµμάτων Διάλεξη 3: DSP for Audio Δρ. Θωµμάς Ζαρούχας Επιστηµμονικός Συνεργάτης Μεταπτυχιακό Πρόγραµμµμα: Τεχνολογίες και Συστήµματα Ευρυζωνικών Εφαρµμογών και Υπηρεσιών 1 Προεπισκόπηση

Διαβάστε περισσότερα

Ε π ε ξ ε ρ γ α σ ί α Ο μ ι λ ί α ς κ α ι Φ υ σ ι κ ή ς Γ λ ώ σ σ α ς

Ε π ε ξ ε ρ γ α σ ί α Ο μ ι λ ί α ς κ α ι Φ υ σ ι κ ή ς Γ λ ώ σ σ α ς Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών Ε π ε ξ ε ρ γ α σ ί α Ο μ ι λ ί α ς κ α ι Φ υ σ ι κ ή ς Γ λ ώ σ σ α ς Ενότητα 2: Βασικά χαρακτηριστικά της ομιλίας Γ ε ώ ρ γ ι ο ς Κ ο υ ρ ο υ π έ τ ρ ο γ λ ο υ koupe@di.uoa.gr

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΡΟΣΩΔΙΑ ΤΗΣ ΕΜΦΑΣΗΣ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ *

ΔΙΑΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΡΟΣΩΔΙΑ ΤΗΣ ΕΜΦΑΣΗΣ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ * ΔΙΑΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΡΟΣΩΔΙΑ ΤΗΣ ΕΜΦΑΣΗΣ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ * Αντώνης Μποτίνης 1, Robert Bannert 2 και Δημήτριος Τζιμώκας 1 1 Τομέας Γλωσσολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ελλάς 2 Τομέας Γλωσσολογίας και Φιλοσοφίας,

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνολογία Πολυμέσων. Ενότητα # 4: Ήχος Διδάσκων: Γεώργιος Ξυλωμένος Τμήμα: Πληροφορικής

Τεχνολογία Πολυμέσων. Ενότητα # 4: Ήχος Διδάσκων: Γεώργιος Ξυλωμένος Τμήμα: Πληροφορικής Τεχνολογία Πολυμέσων Ενότητα # 4: Ήχος Διδάσκων: Γεώργιος Ξυλωμένος Τμήμα: Πληροφορικής Χρηματοδότηση Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό έχει αναπτυχθεί στα πλαίσια του εκπαιδευτικού έργου του διδάσκοντα. Το

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 3. Γραφήµατα v1.0 ( ) Χρησιµοποιήθηκε υλικό από τις αγγλικές διαφάνειες του Kevin Wayne.

Κεφάλαιο 3. Γραφήµατα v1.0 ( ) Χρησιµοποιήθηκε υλικό από τις αγγλικές διαφάνειες του Kevin Wayne. Κεφάλαιο 3 Γραφήµατα v1.0 (2010-05-25) Χρησιµοποιήθηκε υλικό από τις αγγλικές διαφάνειες του Kevin Wayne. 1 3.1 Βασικοί Ορισµοί και Εφαρµογές γραφήµατα γράφηµα G: ένας τρόπος κωδικοποίησης των σχέσεων

Διαβάστε περισσότερα

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ. Μάθημα 1 ο : Εισαγωγή στην γλωσσική τεχνολογία. Γεώργιος Πετάσης. Ακαδημαϊκό Έτος: 2012 2013

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ. Μάθημα 1 ο : Εισαγωγή στην γλωσσική τεχνολογία. Γεώργιος Πετάσης. Ακαδημαϊκό Έτος: 2012 2013 ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Μάθημα 1 ο : Εισαγωγή στην γλωσσική τεχνολογία Γεώργιος Πετάσης Ακαδημαϊκό Έτος: 2012 2013 ΤMHMA MHXANIKΩΝ Η/Υ & ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ, Πανεπιστήμιο Πατρών, 2012 2013 Τι είναι η γλωσσική τεχνολογία;

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 3. Από τη λέξη στη φράση: φραστική δομή

Κεφάλαιο 3. Από τη λέξη στη φράση: φραστική δομή Κεφάλαιο 3 Από τη λέξη στη φράση: φραστική δομή Σύνοψη Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζουμε την παραγωγή της φραστικής δομής. Έχοντας αναγνωρίσει ότι μια φράση αποτελείται από συστατικά, τα οποία καθορίζονται

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ Γενικών προδιαγραφών και κριτηρίων αξιολόγησης εκπαιδευτικού υλικού (Παράρτηµα Τόµος Γ τεύχος γ )

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ Γενικών προδιαγραφών και κριτηρίων αξιολόγησης εκπαιδευτικού υλικού (Παράρτηµα Τόµος Γ τεύχος γ ) ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ Γενικών προδιαγραφών και κριτηρίων αξιολόγησης εκπαιδευτικού υλικού (Παράρτηµα Τόµος Γ τεύχος γ ) 14. Κριτήρια αξιολόγησης του βιβλίου αναφοράς Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Διαβάστε περισσότερα

καθ. Βασίλης Μάγκλαρης

καθ. Βασίλης Μάγκλαρης ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ & ΒΕΛΤΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ Αίθουσα 005 - Νέα Κτίρια ΣΗΜΜΥ Ε.Μ.Π. Ενισχυτική Μάθηση - Δυναμικός Προγραμματισμός: 1. Markov Decision Processes 2. Bellman s Optimality Criterion 3. Αλγόριθμος

Διαβάστε περισσότερα

28/4/2015. Papadakis Nikos 1. Ακουστική Μεγάλων Χώρων. Ακουστική Μικρών Κλειστών Χώρων. Ακουστική Συναυλιακών Χώρων και Επίδραση στην Ακοή

28/4/2015. Papadakis Nikos 1. Ακουστική Μεγάλων Χώρων. Ακουστική Μικρών Κλειστών Χώρων. Ακουστική Συναυλιακών Χώρων και Επίδραση στην Ακοή Βασικές έννοιες Ακουστική Η ακουστική (acoustics) είναι ο κλάδος της φυσικής που μελετά τις ιδιότητες και τη συμπεριφορά του ήχου. Κλάδοι Ακουστικής: Ακουστική Συναυλιακών Χώρων και Επίδραση στην Ακοή

Διαβάστε περισσότερα